40. Ὁ ἔλεγχος τοῦ Ἰωάβ

Αβεσσαλώμ (σε συνέχειες)

by admin

«Καὶ εἰσῆλ­θεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασι­λέα εἰς τὸν οἶκον καὶ εἶπε· κατῄ­σχυ­νας σήμε­ρον τὰ πρό­σω­πα πάν­των τῶν δού­λων σου τῶν ἐξαι­ρου­μέ­νων σε σήμε­ρον καὶ τὴν ψυχὴν τῶν υἱῶν σου καὶ τῶν θυγα­τέ­ρων σου καὶ τὴν ψυχὴν τῶν γυναι­κῶν σου καὶ τῶν παλ­λα­κῶν σου» (Β’ Βασ. 19:5).

Ὅλοι ἄρχι­σαν νὰ κου­βεν­τιά­ζουν γιὰ τὴ μεγά­λη θλῖ­ψι τοῦ Δαβὶδ καὶ κατέ­κρι­ναν τὸ βασι­λιά, ποὺ ἔκλαι­γε ἔτσι ἀπα­ρη­γό­ρη­τα γιὰ ἕνα ἐπα­να­στά­τη. Περί­με­ναν ἀπ’ τὸ Δαβὶδ δια­φο­ρε­τι­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά. Μία ποὺ ἡ στά­σι κατε­στά­λη, καὶ μία ποὺ στα­μά­τη­σε ὁ ἐμφύ­λιος σπα­ραγ­μός, ἔπρε­πε νὰ ἠχή­σουν χαρού­με­να οἱ σάλ­πιγ­γες καὶ νὰ δώσῃ ὁ ἴδιος βασι­λιὰς τὸ σύν­θη­μα γιὰ τὸ μεγά­λο πανη­γύ­ρι. Νὰ χαροῦν. Νὰ τρα­γου­δή­σουν καὶ νὰ χορεύ­σουν ὅλοι, διό­τι ἦλθε καὶ πάλι στὴ χώρα ἡ γαλή­νη. Καὶ ἀντὶ νὰ κάνῃ ὅλα αὐτὰ ὁ Δαβίδ, κλεί­σθη­κε σὲ ἕνα δωμά­τιο καὶ σὰν κάποιος εὐαί­σθη­τος ἔφη­βος κλαί­ει καὶ θρη­νεῖ. «Καὶ ὁ βασι­λεὺς ἔκρυ­ψε τὸ πρό­σω­πον αὐτοῦ. Καὶ ἔκρα­ξεν ὁ βασι­λεὺς φωνῇ μεγά­λῃ λέγων· υἱέ μου Ἀβεσ­σα­λώμ, Ἀβεσ­σα­λὼμ υἱέ μου» (Β ́ Βασ. 19:4).

Μία δυσα­ρέ­σκεια ἄρχι­σε ν’ ἁπλώ­νε­ται στὶς τάξεις τῶν γεν­ναί­ων στρα­τιω­τῶν του, καὶ ἄρχι­σαν νὰ μουρ­μου­ρί­ζουν εἰς βάρος τοῦ βασι­λιά τους. Ἔτσι ἡ ἡμέ­ρα αὐτὴ τῆς σωτη­ρί­ας δυστυ­χῶς μετε­βλή­θη σ’ ὅλο τὸ λαὸ σὲ πέν­θος, διό­τι ὁ βασι­λιὰς λυπό­ταν γιὰ τὸ σκο­τω­μέ­νο παι­δί του. «Καὶ ἐγέ­νε­το ἡ σωτη­ρία ἐν τῇ ἡμέ­ρᾳ ἐκεί­νῃ εἰς πέν­θος παν­τὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἤκου­σεν ὁ λαὸς ἐν τῇ ἡμέ­ρᾳ ἐκεί­νῃ λέγων, ὅτι λυπεῖ­ται ὁ βασι­λεὺς ἐπὶ τῷ υἱῷ αὐτοῦ» (Β ́ Βασ. 19:2).

Μερι­κοὶ ἦλθαν καὶ τὰ εἶπαν ὅλα στὸν Ἰωάβ. Ὁ γεν­ναῖ­ος στρα­τη­γὸς θύμω­σε πολὺ μὲ τὰ καμώ­μα­τα τοῦ βασι­λιά. Δὲν χάνει και­ρὸ καθό­λου. Πρέ­πει νὰ προ­φυ­λά­ξῃ τὸν Δαβίδ. Δὲν συμ­φέ­ρει καθό­λου στὸν ἀνώ­τα­το ἄρχον­τα νὰ ἔλθῃ σὲ σύγ­κρου­σι μὲ τὸ λαϊ­κὸ αἴσθη­μα. Γι’ αὐτὸ τρέ­χει πρὸς τὴ Μανα­ΐμ. Εἶνε ἀγα­να­κτι­σμέ­νος. Θὰ τοῦ τὰ ψάλῃ γιὰ καλά. Ἀκοῦς ἐκεῖ, νὰ σκο­τώ­νε­ται αὐτὸς μέσα στοὺς δρυ­μούς, ἀντι­με­τω­πί­ζον­τας τοὺς ἐπα­να­στά­τες τοῦ Ἀβεσ­σα­λώμ, καὶ ὁ βασι­λιάς, ἀντὶ νὰ βγῇ πρὸς ὑπο­δο­χὴ ὅλων ἐκεί­νων, ποὺ τοῦ ἔμει­ναν πιστοὶ καὶ ἀφω­σιω­μέ­νοι καὶ ποὺ τοῦ ἔδω­σαν πάλι τὸ θρό­νο, αὐτὸς κλει­σμέ­νος νὰ κτυ­πιέ­ται, διό­τι σκο­τώ­θη­κε ὁ υἱός του ὁ ἀρχιε­πα­να­στά­της! «Καὶ εἰσῆλ­θεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασι­λέα εἰς τὸν οἶκον καὶ εἶπε· κατῄ­σχυ­νας σήμε­ρον τὰ πρό­σω­πα πάν­των τῶν δού­λων σου τῶν ἐξαι­ρου­μέ­νων σε σήμε­ρον καὶ τὴν ψυχὴν τῶν υἱῶν σου καὶ τῶν θυγα­τέ­ρων σου καὶ τὴν ψυχὴν τῶν γυναι­κῶν σου καὶ τῶν παλ­λα­κῶν σου, τοῦ ἀγα­πᾶν τοὺς μισοῦν­τάς σε καὶ μισεῖν τοὺς ἀγα­πῶν­τάς σε».

Ἡ συνάν­τη­σι τοῦ νικη­τὴ στρα­τη­γοῦ καὶ τοῦ ἐξου­θε­νω­μέ­νου πατέ­ρα εἶνε φοβε­ρή. Ὁ Ἰωὰβ χρη­σι­μο­ποιεῖ σκλη­ρὴ γλῶσ­σα. Ἀγριε­μέ­νος ὅπως εἶνε ἀπ’ τὴ μάχη, δὲν ὑπο­λο­γί­ζει τίπο­τε. Μιλά­ει ἔξω ἀπ’ τὰ δόν­τια. «Μάλι­στα, βασι­λιά μου! Ἀγω­νι­σθή­κα­με γεν­ναῖα. Οἱ ἄνδρες τοῦ Ἀβεσ­σα­λὼμ ἦταν πολ­λοί. ̔Ὁ ἀεί­μνη­στος υἱός σας εἶχε φανα­τί­σει καλὰ τοὺς ἀφε­λεῖς χωρι­κούς. Καὶ τί δὲν τοὺς ἔτα­ξε! Ξέρεις πολὺ καλὰ τί μάγος ἦταν στὸ λόγο του. Ἐμεῖς πόσοι ἤμα­σταν; Μία φού­χτα ἄνθρω­ποι. Καὶ ὅμως! Πάλι καλά. Κατα­φέ­ρα­με νὰ συν­τρί­ψω­με τοὺς ἀντι­πά­λους. Καὶ περί­με­να, μεγά­λε βασι­λιά, νὰ βγῇς, σὰν ἔμα­θες, πὼς νίκη­σαν οἱ ἄνδρες σου, γιὰ νὰ τοὺς στε­φα­νώ­σῃς. Χρειά­ζον­ταν αὐτὰ τὰ τίμια καὶ ἄξια παλ­λη­κά­ρια μία ἠθι­κὴ ἀμοι­βή. Μία χει­ρα­ψία, ἕνα παρά­ση­μο, ἕνα χαμό­γε­λό σου τέλος πάν­των. Ποῦ τέτοιες ἁβρό­τη­τες ὅμως ἀπὸ μέρους σου γι’ αὐτούς, ποὺ ἔμει­ναν δίπλα σου, ὅταν ὁ κανα­κά­ρης σου σὲ κατε­δί­ω­κε; Γιὰ σένα αὐτὸς μονά­χα ὑπῆρ­χε. ̔Ὁ Ἀβεσ­σα­λώμ. Καὶ σὰν ἔμα­θες τὰ θλι­βε­ρὰ μαν­τᾶ­τα, κλεί­σθη­κες ἐδῶ μέσα. Δὲν θέλεις κανέ­να νὰ ἰδῇς. Καὶ για­τί; Ἐπει­δὴ τιμω­ρή­θη­κε παρα­δειγ­μα­τι­κὰ ὁ ἀχά­ρι­στος υἱός, ὁ ἐπα­να­στά­της. Μπρά­βο! Λαμ­πρὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά! Ὑπέ­ρο­χος ἡγέ­της! Βεβαί­ως εἶσαι πατέ­ρας, καὶ πόνε­σες γιὰ τὸ χαμὸ τοῦ παι­διοῦ σου. Μὴ ξεχνᾷς ὅμως, πὼς αὐτὸ τὸ παι­δί σου ἔφε­ρε τόσο κακὸ στὸν τόπο. Ἐγὼ γνω­ρί­ζω, πώς, ἂν ζοῦ­σε ὁ Ἀβεσ­σα­λώμ, ὅλοι ἐμεῖς θὰ ἤμα­σταν νεκροί. Καὶ αὐτὸ τὸ θέα­μα θὰ ἦταν τόσο εὐχά­ρι­στο στὰ μάτια σου! «Ὅτι ἔγνω­κα σήμε­ρον, ὅτι εἰ Ἀβεσ­σα­λὼμ ἔζη, πάν­τες ἡμεῖς σήμε­ρον νεκροί, ὅτι τότε τὸ εὐθὲς ἦν ἐν ὀφθαλ­μοῖς σου» (Β ́ Βασ. 19:6). Πνῖ­ξε λοι­πὸν τὰ δάκρυά σου. Κρύ­ψε τὸν προ­σω­πι­κό σου πόνο. Γίνε καὶ πάλι ἄρχον­τας τοῦ τόπου. Δεῖ­ξε πὼς πάνω ἀπ’ τὸν Ἀβεσ­σα­λὼμ ὑπάρ­χει γιὰ σένα ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀπ’ τὰ δικά σου μάτια πρέ­πει νὰ τρέ­ξουν καὶ ἄλλα δάκρυα, γιὰ τοὺς ἀδι­κο­χα­μέ­νους ἐκεί­νους, ποὺ τοὺς γέλα­σε ὁ Ἀβεσ­σα­λώμ. Καὶ αὐτοὶ υἱοί σου εἶνε. Ποιός θὰ χύσῃ δύο δάκρυα συμ­πα­θεί­ας πάνω στοὺς νιο­σκαμ­μέ­νους τάφους τους;…

Ὁ Δαβὶδ ἀμί­λη­τος ἀκού­ει τὸ κατη­γο­ρη­τή­ριο τοῦ γεν­ναί­ου στρα­τη­γοῦ. Ἔχει ἀπό­λυ­το δίκαιο ὁ Ἰωάβ. Εἶνε καὶ πατέ­ρας ὅλων αὐτῶν, ποὺ ἔπε­σαν στὴ μάχη. Γι’ αὐτοὺς οὔτε ἕνας στε­ναγ­μός; Πῶς παρα­σύρ­θη­κε ἀπ’ τὸν προ­σω­πι­κό του πόνο καὶ ξέχα­σε τὸν πόνο τῶν ἄλλων καὶ λησμό­νη­σε, πὼς εἶνε ἡγέ­της, ἄρχον­τας καὶ βασι­λιάς, πατέ­ρας τοῦ λαοῦ του; Τὰ ἀτο­μι­κά μας ζητή­μα­τα πρέ­πει νὰ ὑπο­χω­ροῦν μπρο­στὰ στὸ συμ­φέ­ρον τῆς πατρί­δος καὶ τοῦ λαοῦ μας.

Ὁ Ἰωὰβ συνε­χί­ζει τὸν ἔλεγ­χό του. «Ἐμπρὸς τώρα, σήκω ἐπά­νω. Ἔχου­με ἀκό­μη και­ρό. Δὲν πρέ­πει νὰ χαλά­σῃς περισ­σό­τε­ρο τὴν καρ­διὰ τοῦ λαοῦ σου. Θὰ βγῇς ἀπ’ τὸ σπί­τι καὶ θὰ πῇς λόγια εὐχά­ρι­στα στὶς καρ­διὲς τῶν δού­λων σου. Διό­τι ὡρκί­σθη­κα στὸν Κύριο, ὅτι, ἂν δὲν βγῇς σήμε­ρα ἀπ’ τὸ σπί­τι, οὔτε ἕνας ἄνθρω­πός σου δὲν θὰ παρα­μεί­νῃ κον­τά σου τὴ νύχτα αὐτή. Ἔλα στὸν ἑαυ­τό σου καὶ νοιῶ­σε καλά, πὼς τὸ κακό, ποὺ θὰ κάνῃς στὸν ἑαυ­τό σου, ἐπι­μέ­νον­τας στὴ στά­σι σου αὐτή, θὰ εἶνε χει­ρό­τε­ρο ἀπ’ ὅσα κακὰ συνάν­τη­σες ἀπ ̓ τὰ νιά­τα σου μέχρι σήμε­ρα». «Καὶ νῦν ἀνα­στὰς ἔξελ­θε καὶ λάλη­σον εἰς τὴν καρ­δί­αν τῶν δού­λων σου, ὅτι ἐν Κυρίῳ ὤμο­σα, ὅτι εἰ μὴ ἐκπο­ρεύ­σῃ σήμε­ρον, εἰ αὐλι­σθή­σε­ται ἀνὴρ μετὰ σοῦ τὴν νύκτα ταύ­την· καὶ ἐπί­γνω­θι σεαυ­τῷ καὶ κακόν σοι τοῦ­το ὑπὲρ πᾶν τὸ κακὸν τὸ ἐπελ­θόν σοι ἐκ νεό­τη­τός σου ἕως τοῦ νῦν (Β ́ Βασ. 19:7).

Δὲν ἀντέ­χου­με ὅμως στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ μὴ παρα­θέ­σω­με στοὺς ἀγα­πη­τούς μας ἀνα­γνῶ­στες τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ἑνὸς ἄλλου πατέ­ρα, ὁ ὁποῖ­ος πάνω ἀπ’ τὸν προ­σω­πι­κό του πόνο καὶ τὴν οἰκο­γε­νεια­κή του εὐτυ­χία ἔθε­σε τὸν πόνο καὶ τὴ σωτη­ρία τῆς πατρί­δος του. Πρό­κει­ται γιὰ τὸν Συν­ταγ­μα­τάρ­χη Μοσκαρ­ντό.

Ἂς ἀφή­σω­με ὅμως τὶς καυ­τὲς σελί­δες ἑνὸς ἡμε­ρο­λο­γί­ου νὰ μιλή­σουν μόνες τους. Βρι­σκό­μα­στε στὸ Τολέ­δο. Στὰ χρό­νια τοῦ ̔Ισπα­νι­κοῦ ἐμφυ­λί­ου πολέ­μου. Ὁ Συν­ταγ­μα­τάρ­χης Μοσκαρ­ντὸ μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του εἶνε κλει­σμέ­νος στὸ κάστρο Ἀλκά­θαρ.

22 Ἰου­λί­ου. Μπή­κα­με μέσα, κλεί­σα­με τὶς πόρ­τες. Ὁ Συν­ταγ­μα­τάρ­χης Μοσκαρ­ντὸ ἔβγα­λε δια­τα­γή: «Παι­διά, κου­ρά­γιο! Ἡ τιμὴ τῆς Ἱσπα­νί­ας εἶνε στὰ χέρια μας. Νὰ μὴ παρα­δο­θοῦ­με! Θὰ ἔλθουν οἱ δικοί μας νὰ μᾶς ἐλευ­θε­ρώ­σουν. Φανῆ­τε παλ­λη­κά­ρια. Ζήτω ἡ Ἱσπα­νία!». Μετρη­θή­κα­με· 1100 ἄνδρες, 520 γυναῖ­κες, 50 παι­διά, 97 ἄλο­γα, 27 μου­λά­ρια. Ἡ γυναῖ­κά μου δὲν πρό­φθα­σε νὰ ἔλθῃ. Καλύ­τε­ρα! Κατε­γρά­ψα­με τί ἔχου­με καὶ τί δὲν ἔχου­με· Του­φέ­κια, κανό­νια, πολε­μο­φό­δια, τρο­φές, νερό… Βάλα­με τάξι. Κανο­νί­σα­με ποῦ νὰ κοι­μῶν­ται οἱ γυναῖ­κες, ποῦ οἱ ἄνδρες, ποῦ τ’ ἄλο­γα καὶ ποῦ τὰ μου­λά­ρια. Ὁ διοι­κη­τὴς κήρυ­ξε τὸ στρα­τιω­τι­κὸ νόμο. Κατά­στα­σι πολιορ­κί­ας. Πιά­σα­με τὰ πόστα μας…

24 Ἰου­λί­ου… Πόσες μέρες θὰ βαστά­ξῃ ἡ πολιορ­κία; Δέκα; Δεκα­πέν­τε; Θὰ ἔλθουν οἱ δικοί μας νὰ μᾶς ἐλευ­θε­ρώ­σουν. Τὸ κανο­νί­δι ἄρχι­σε. Οἱ κόκ­κι­νοι ταμπου­ρώ­θη­καν στ’ ἀντι­κρυ­νὰ σπί­τια, ἔπια­σαν τὴν πλα­τεῖα, ἄρχι­σε τὸ πανη­γύ­ρι! Ὁ διοι­κη­τὴς μᾶς μοί­ρα­σε σὲ τάγ­μα. Τὸ «τάγ­μα τοῦ Σεμ­πλόν» νὰ σκά­βῃ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ λαγού­μια, ν’ ἀνα­τι­νά­ζῃ τὶς μίνες, ποὺ θὰ μᾶς βάζουν οἱ κόκ­κι­νοι. Τὸ «τάγ­μα τοῦ θανά­του» νὰ κάνῃ ἔξο­δο καὶ νὰ ὁρμάῃ ν΄ ἀνοί­ξῃ δρό­μο… Ἐγὼ γρά­φη­κα στὸ τάγ­μα αὐτό. Λυποῦ­μαι τὴ γυναῖ­κά μου καὶ τὰ παι­διά μου… Μὰ τί νὰ κάνω; Ὁ Θεὸς βοη­θός!

27 Ἰου­λί­ου… Ὁ Μοσκαρ­ντὸ εἶχε ἕνα παι­δί, μονα­χο­γιό, καὶ τὸ κρα­τοῦ­σαν ὅμη­ρο οἱ κόκ­κι­νοι στὴ Μαδρί­τη. Κάθε τόσο, ντρίν! ντρίν! τὸ τηλέ­φω­νο. «Παρά­δω­σε τὸ Ἀλκά­θαρ, διό­τι ἀλλιῶς θὰ σκο­τώ­σω­με τὸν υἱό σου!». «Δὲν τὸ παρα­δί­δω!», ἀπο­κρι­νό­ταν ὁ Μοσκαρ­ντὸ καὶ ἔκλει­νε τὸ τηλέ­φω­νο. Μία ἡμέ­ρα τοῦ τηλε­φώ­νη­σε τὸ ἴδιο τὸ παι­δί του: «Πατέ­ρα, ἐδῶ μοῦ λένε, πώς, ἂν δὲν παρα­δώ­σῃς τὸ Ἀλκά­θαρ, θὰ μὲ σκο­τώ­σουν. Μὴ τὸ παρα­δώ­σῃς, πατέ­ρα! Τί ἀξί­ζει ἐμέ­να ἡ ζωή μου; Τίπο­τε!…». Καὶ ὁ Μοσκαρ­ντὸ τοῦ ἀπο­κρί­θη­κε: «Μὴν ἀνη­συ­χῇς, παι­δί μου, καὶ δὲν θὰ τὸ παρα­δώ­σω. Ἡ ζωή σου ἀξί­ζει, μὰ πιὸ πολὺ ἀξί­ζει ἡ τιμὴ τῆς ̔Ἱσπα­νί­ας. Ζήτω ἡ Ἱσπα­νία, παι­δί μου!…». Ὕστε­ρα ἀπὸ λίγες ἡμέ­ρες, οἱ κόκ­κι­νοι τηλε­φω­νοῦν πάλι στὸ Μοσκαρ­ντό: «Παρά­δω­σε τὸ Ἀλκά­θαρ, διό­τι θὰ σκο­τώ­σω­με τὸ παι­δί σου!». «Δὲν τὸ παρα­δί­δω!». «Τότε μὴ κλεί­σῃς τὸ τηλέ­φω­νο, νὰ ἀκού­σῃς τὴν του­φε­κιά, ποὺ θὰ σκο­τώ­σῃ τὸν υἱό σου !». Ὁ Μοσκαρ­ντὸ δὲν ἔκλει­σε τὸ τηλέ­φω­νο. Καὶ ἄκου­σε τὴν του­φε­κιά…

Δὲν χρειά­ζον­ται σχό­λια. Ὅποιος κατέ­χει θέσι μεγά­λη, ὑψη­λὴ καὶ ὑπεύ­θυ­νη, εἴτε ἄρχων τῆς πολι­τεί­ας εἶνε, εἴτε ποι­μὴν τῆς Ἐκκλη­σί­ας εἶνε, θὰ πρέ­πῃ πάνω ἀπ ̓ ὅλα νὰ βάζῃ τὸ συμ­φέ­ρον τῶν πολ­λῶν. Ὅλα τὰ προ­σω­πι­κὰ καὶ οἰκο­γε­νεια­κά του αἰσθή­μα­τα θὰ πρέ­πῃ νὰ πνί­γων­ται, ὅταν ἡ μεγά­λη ὥρα καλεῖ γιὰ τὴν ὑπέρ­τα­τη θυσία. «Μὴν ἀνη­συ­χῇς, παι­δί μου, καὶ δὲν θὰ τὸ παρα­δώ­σω. Ἡ ζωή σου ἀξί­ζει, μὰ πιὸ πολὺ ἀξί­ζει ἡ τιμὴ τῆς ̔Ἱσπα­νί­ας. Ζήτω ἡ Ἱσπα­νία, παι­δί μου!…».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek