ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Αποστολική Περικοπή)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ — Πράξεις (ΙΑ΄ 19 — 30)

Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, κεφ. ΙΑ΄, εδά­φια 19–30

19 Οἱ μὲν οὖν δια­σπα­ρέν­τες ἀπὸ τῆς θλί­ψε­ως τῆς γενο­μέ­νης ἐπὶ Στε­φά­νῳ διῆλ­θον ἕως Φοι­νί­κης καὶ Κύπρου καὶ ᾿Αντιο­χεί­ας, μηδε­νὶ λαλοῦν­τες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον ᾿Ιου­δαί­οις. 20 ῏Ησαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρη­ναῖ­οι, οἵτι­νες εἰσελ­θόν­τες εἰς ᾿Αντιό­χειαν ἐλά­λουν πρὸς τοὺς ῾Ελλη­νι­στάς, εὐαγ­γε­λι­ζό­με­νοι τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν. 21 καὶ ἦν χεὶρ Κυρί­ου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθ­μὸς πιστεύ­σας ἐπέ­στρε­ψεν ἐπὶ τὸν Κύριον.  22 ᾿Ηκού­σθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλη­σί­ας τῆς ἐν ῾Ιερο­σο­λύ­μοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξα­πέ­στει­λαν Βαρ­νά­βαν διελ­θεῖν ἕως ᾿Αντιο­χεί­ας· 23 ὃς παρα­γε­νό­με­νος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχά­ρη, καὶ παρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυρίῳ, 24 ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγα­θὸς καὶ πλή­ρης Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου καὶ πίστε­ως καὶ προ­σε­τέ­θη ὄχλος ἱκα­νὸς τῷ Κυρίῳ. 25 ἐξῆλ­θε δὲ εἰς Ταρ­σὸν ὁ Βαρ­νά­βας ἀνα­ζη­τῆ­σαι Σαῦ­λον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγα­γεν αὐτὸν εἰς ᾿Αντιό­χειαν. 26 ἐγέ­νε­το δὲ αὐτοὺς ἐνιαυ­τὸν ὅλον συνα­χθῆ­ναι ἐν τῇ ἐκκλη­σίᾳ καὶ διδά­ξαι ὄχλον ἱκα­νόν, χρη­μα­τί­σαι τε πρῶ­τον ἐν ᾿Αντιο­χείᾳ τοὺς μαθη­τὰς Χρι­στια­νούς. 27 ᾿Εν ταύ­ταις δὲ ταῖς ἡμέ­ραις κατῆλ­θον ἀπὸ ῾Ιερο­σο­λύ­μων προ­φῆ­ται εἰς ᾿Αντιό­χειαν· 28 ἀνα­στὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνό­μα­τι ῎Αγα­βος ἐσή­μα­νε διὰ τοῦ Πνεύ­μα­τος λιμὸν μέγαν μέλ­λειν ἔσε­σθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκου­μέ­νην· ὅστις καὶ ἐγέ­νε­το ἐπὶ Κλαυ­δί­ου Καί­σα­ρος. 29 τῶν δὲ μαθη­τῶν καθὼς ηὐπο­ρεῖ­τό τις, ὥρι­σαν ἕκα­στος αὐτῶν εἰς δια­κο­νί­αν πέμ­ψαι τοῖς κατοι­κοῦ­σιν ἐν τῇ ᾿Ιου­δαίᾳ ἀδελ­φοῖς· 30 ὃ καὶ ἐποί­η­σαν ἀπο­στεί­λαν­τες πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους διὰ χει­ρὸς Βαρ­νά­βα καὶ Σαύ­λου.

19 Προ­η­γου­μέ­νως οι Χρι­στια­νοί, που είχαν δια­σκορ­πι­σθή, ένε­κα του διωγ­μού εξ αιτί­ας του Στε­φά­νου, επέ­ρα­σαν έως την Φοι­νί­κην και την Κυπρον και την Αντιό­χειαν και δεν εκή­ρυτ­ταν τον λόγον του Θεού, παρά μόνον στους Ιου­δαί­ους, επει­δή δεν είχαν εννο­ή­σει ακό­μη ότι το Ευαγ­γέ­λιον προ­ω­ρί­ζε­το και δια τους εθνι­κούς. 20 Μερι­κοί δε από αυτούς ήσαν Ιου­δαί­οι την κατα­γω­γήν, γεν­νη­μέ­νοι όμως εις την Κυπρον και την Κυρή­νην της Λιβύ­ης. Αυτοί, όταν ήλθαν εις την Αντιό­χειαν, εδί­δα­σκαν προς τους Ελλη­νι­στάς Εβραί­ους, κηρύτ­τον­τες το Ευαγ­γέ­λιον της σωτη­ρί­ας δια του Ιησού Χρι­στού. 21 Και το χέρι του Κυρί­ου ήτο μαζή των και έτσι με την θεί­αν δύνα­μιν πολύς αριθ­μός από τους Ιου­δαί­ους αυτούς ελλη­νι­στάς επέ­στρε­ψεν στον Κυριον. 22 Εφθα­σε δε εις τα αυτιά της Εκκλη­σί­ας των Ιερο­σο­λύ­μων η πλη­ρο­φο­ρία αυτή δια την διά­δο­σιν του Ευαγ­γε­λί­ου και έστει­λαν τον Βαρ­νά­βαν να υπά­γη έως την Αντιό­χειαν. 23 Αυτός, όταν ήλθε και είδε την χάριν και την ευλο­γί­αν αυτήν του Κυρί­ου, εχά­ρη­κε παρά πολύ, παρα­κα­λού­σε δε και παρα­κι­νού­σε όλους αυτούς, που είχαν πιστεύ­σει, να μένουν με όλην τους την καρ­διά πιστοί και αφω­σιω­μέ­νοι στον Κυριον. 24 Εδι­κί­μα­σε δε αυτήν την πνευ­μα­τι­κήν χαράν και αγαλ­λί­α­σιν ο Βαρ­νά­βας, διό­τι ήτο άνθρω­πος αγα­θός, γεμά­τος Πνεύ­μα Αγιον και πίστιν. Από την διδα­σκα­λί­αν δε και το παρά­δειγ­μα του Βαρ­νά­βα προ­σε­τέ­θη πολύς λαός εις την Εκκλη­σί­αν του Κυρί­ου. 25 Επή­γε δε ο Βαρ­νά­βας εις Ταρ­σόν, δια να ζητή­ση τον Παύ­λον ως βοη­θόν του. Και αφού τον ευρή­κε, τον έφε­ρε εις την Αντιό­χειαν. 26 Επί ένα δε ολό­κλη­ρον έτος οι δύο αυτοί Από­στο­λοι συμε­τεί­χαν εις τας συγ­κεν­τρώ­σεις των πιστών της εκεί Εκκλη­σί­ας και εδί­δα­σκαν πλή­θος πολύ. Εκεί δε εις την Αντιό­χειαν, δια πρώ­τη φοράν, ωνο­μά­σθη­σαν οι μαθη­ταί του Χρι­στού, Χρι­στια­νοί. 27 Κατά τας ημέ­ρας δε αυτάς ήλθαν εις την Αντιό­χειαν από τα Ιερο­σό­λυ­μα μερι­κοί προ­φή­ται. 28 Ενας δε από αυτούς, ονό­μα­τι Αγα­βος, εση­κώ­θη­κε και, φωτι­σμέ­νος από το Πνεύ­μα το Αγιον, προ­α­νήγ­γει­λε ότι έμελ­λε να γίνη μεγά­λη πεί­να εις όλην την οικου­μέ­νην. Αυτή δε η πεί­να έγι­νε πράγ­μα­τι επί της αυτο­κρα­το­ρί­ας του Κλαυ­δί­ου Καί­σα­ρος. 29 Ολοι δε οι Χρι­στια­νοί, ανά­λο­γα έκα­στος με τας οικο­νο­μι­κάς του δυνα­τό­τη­τας, απε­φά­σι­σαν να στεί­λουν βοη­θή­μα­τα δια την εξυ­πη­ρέ­τη­σιν των αδελ­φών, που κατοι­κού­σαν εις την Ιου­δαί­αν. 30 Αυτό πράγ­μα­τι και το έκα­μαν και έστει­λαν με τον Βαρ­νά­βαν και τον Σαύ­λον τας εισφο­ράς των προς τους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εκκλη­σί­ας των Ιερο­σο­λύ­μων.

19 Αλλά προ­τού συμ­βούν αυτά με τον Κορ­νή­λιο, στους Χρι­στια­νούς των Ιερο­σο­λύ­μων επι­κρα­τού­σε η προ­κα­τά­λη­ψη ότι οι εθνι­κοί δεν είχαν τα ίδια δικαιώ­μα­τα με τους Ιου­δαί­ους στη σωτη­ρία που χαρί­ζει ο Ιησούς Χρι­στός. Εκεί­νοι λοι­πόν που είχαν φύγει από τα Ιερο­σό­λυ­μα και είχαν δια­σκορ­πι­σθεί λόγω του διωγ­μού που είχε γίνει εξαι­τί­ας του Στε­φά­νου, έφθα­σαν μέχρι τη Φοι­νί­κη και την Κύπρο και την Αντιό­χεια. Και σε κανέ­ναν άλλο δεν κήρυτ­ταν το λόγο του Θεού παρά μόνο στους Ιου­δαί­ους. 20 Μερι­κοί μάλι­στα απ’ αυτούς ήταν βέβαια Ιου­δαί­οι στην κατα­γω­γή, αλλά είχαν γεν­νη­θεί άλλοι στην Κύπρο και άλλοι στην Κυρη­ναϊ­κή Λιβύη. Αυτοί, όταν ήλθαν στην Αντιό­χεια, δίδα­σκαν τους Ιου­δαί­ους που είχαν γεν­νη­θεί μακριά από την Παλαι­στί­νη και είχαν πλέ­ον μητρι­κή τους γλώσ­σα την ελλη­νι­κή, και τους κήρυτ­ταν το Ευαγ­γέ­λιο της σωτη­ρί­ας που χαρί­ζει ο Ιησούς Χρι­στός. 21 Και η δύνα­μη του Κυρί­ου ήταν μαζί τους. Έτσι, με τη συνέρ­γεια και την ενί­σχυ­ση της δυνά­με­ως αυτής ένας μεγά­λος αριθ­μός απ’ αυτούς τους Ιου­δαί­ους Ελλη­νι­στές πίστε­ψε και επέ­στρε­ψε στον Κύριο. 22 Έφθα­σε λοι­πόν η φήμη των θαυ­μα­στών αυτών γεγο­νό­των στα αυτιά της Εκκλη­σί­ας των Ιερο­σο­λύ­μων, και απο­φά­σι­σαν να στεί­λουν τον Βαρ­νά­βα να πάει μέχρι την Αντιό­χεια. 23 Αυτός, όταν ήλθε και είδε τα έργα της χάρι­τος του Θεού, που φανε­ρω­νό­ταν από το πλή­θος αυτών που είχαν πιστέ­ψει και από τη ζωή τους, χάρη­κε και προ­έ­τρε­πε όλους να μένουν αφο­σιω­μέ­νοι και προ­ση­λω­μέ­νοι στον Κύριο με όλη τη διά­θε­ση της ψυχής τους. 24 Χάρη­κε λοι­πόν ο Βαρ­νά­βας και στή­ρι­ζε τους νέους αυτούς μαθη­τές, διό­τι ήταν άνθρω­πος αγα­θός και γεμά­τος Πνεύ­μα Άγιον και πίστη. Γι’ αυτό εξάλ­λου και μπο­ρού­σε να στη­ρί­ζει και να παρη­γο­ρεί. Κι από τη δρά­ση αυτή του Βαρ­νά­βα μεγά­λο πλή­θος λαού προ­στέ­θη­κε στους πιστούς του Κυρί­ου. 25 Ο Βαρ­νά­βας μάλι­στα πήγε και στην Ταρ­σό για να ανα­ζη­τή­σει τον Σαύ­λο και να τον πάρει βοη­θό του στο έργο της διδα­σκα­λί­ας και της ενι­σχύ­σε­ως του πλή­θους αυτού των Χρι­στια­νών. Κι όταν τον βρή­κε, τον έφε­ρε στην Αντιό­χεια. 26 Εκεί λοι­πόν για ένα ολό­κλη­ρο χρό­νο οι δύο αυτοί από­στο­λοι συμ­με­τεί­χαν στις συνά­ξεις των πιστών στην Εκκλη­σία και δίδα­ξαν πλή­θος πολύ. Έτσι στην Αντιό­χεια οι μαθη­τές του Κυρί­ου εξαι­τί­ας του πλή­θους τους ονο­μά­σθη­καν για πρώ­τη φορά “Χρι­στια­νοί”. 27 Εκεί­νες τις ημέ­ρες κατέ­βη­καν από τα Ιερο­σό­λυ­μα στην Αντιό­χεια μερι­κοί προ­φή­τες. 28 Ένας από αυτούς, που λεγό­ταν Άγα­βος, σηκώ­θη­κε στη σύνα­ξη των πιστών, και φωτι­σμέ­νος από το Άγιον Πνεύ­μα απε­κά­λυ­ψε ότι θα έπε­φτε μεγά­λη πεί­να σ’ όλη την οικου­μέ­νη. Πράγ­μα­τι η πεί­να αυτή συνέ­βη όταν αυτο­κρά­το­ρας ήταν ο Κλαύ­διος Καί­σαρ. 29 Μετά λοι­πόν από την προ­φη­τεία αυτή, οι μαθη­τές, ανά­λο­γα με τους πόρους και τα μέσα που διέ­θε­τε ο καθέ­νας, απο­φά­σι­σαν να στεί­λουν καθέ­νας απ’ αυτούς τη συν­δρο­μή του για να βοη­θή­σουν και να υπη­ρε­τή­σουν τους αδελ­φούς που κατοι­κού­σαν στην Ιου­δαία. 30 Και πραγ­μα­τι­κά αυτό έκα­ναν? έστει­λαν την εισφο­ρά τους στους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εκκλη­σί­ας των Ιερο­σο­λύ­μων με τα χέρια του Βαρ­νά­βα και του Σαύ­λου.

19 Ἐκεῖ­νοι δέ, ποὺ εἶχαν δια­σκορ­πι­σθῆ λόγῳ τοῦ διωγ­μοῦ, ποὺ ἔγι­νε ἐξ αἰτί­ας τοῦ Στε­φά­νου, ἔφθα­σαν ὣς τὴ Φοι­νί­κη καὶ τὴν Kύπρο καὶ τὴν Ἀντιό­χεια. Kαὶ δὲν κήρυτ­ταν τὸ λόγο σὲ κανέ­να, παρὰ μόνο στοὺς Ἰου­δαί­ους. 20 Mερι­κοὶ δὲ ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν Kύπριοι καὶ Kυρη­ναῖ­οι. Aὐτοί, ὅταν μπῆ­καν στὴν Ἀντιό­χεια, μιλοῦ­σαν στοὺς ἑλλη­νο­φώ­νους Ἰου­δαί­ους κηρύτ­τον­τας τὸν Kύριο Ἰησοῦ. 21 Kαὶ ἦταν μαζί τους τὸ χέρι (ἡ δύνα­μι) τοῦ Kυρί­ου. Kαὶ μεγά­λος ἀριθ­μὸς ἀνθρώ­πων πίστευ­σε καὶ ἐπέ­στρε­ψε στὸν Kύριο (τὸν Ἰησοῦ). 22 Ἔφθα­σε δὲ ἡ φήμη τῶν ἐπι­τυ­χιῶν στὰ αὐτιὰ τῆς Ἐκκλη­σί­ας τῶν Ἱερο­σο­λύ­μων, καὶ ἔστει­λαν ἀπ’ ἐκεῖ τὸν Bαρ­νά­βα γιὰ νὰ πάῃ στὴν Ἀντιό­χεια. 23 Aὐτός, ὅταν ἔφθα­σε ἐκεῖ καὶ εἶδε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, χάρη­κε, καὶ παρώ­τρυ­νε ὅλους νὰ μένουν κον­τὰ στὸν Kύριο μὲ ὁλό­ψυ­χη διά­θε­σι. 24 Διό­τι ἦταν ἄνθρω­πος καλό­ψυ­χος καὶ γεμᾶ­τος Πνεῦ­μα Ἅγιο καὶ πίστι. Ἔτσι ἀρκε­τὸς λαὸς πῆγε κον­τὰ στὸν Kύριο. 25 Tότε ὁ Bαρ­νά­βας ἀνα­χώ­ρη­σε γιὰ τὴν Tαρ­σὸ πρὸς ἀνα­ζή­τη­σι τοῦ Σαύ­λου. 26 Kαὶ ὅταν τὸν βρῆ­κε, τὸν ἔφε­ρε στὴν Ἀντιό­χεια. Ὁλό­κλη­ρο δὲ ἔτος πήγαι­ναν στὶς ἐκκλη­σια­στι­κὲς συνά­ξεις καὶ δίδα­ξαν λαὸ πολύ. Kαὶ πρῶ­τα στὴν Ἀντιό­χεια οἱ μαθη­ταὶ (οἱ πιστοὶ) ὠνο­μά­σθη­καν Xρι­στια­νοί. 27 Aὐτὲς δὲ τὶς ἡμέ­ρες κατέ­βη­καν ἀπὸ τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα στὴν Ἀντιό­χεια προ­φῆ­τες. 28 Ἕνας δὲ ἀπ’ αὐτούς, ὀνο­μα­ζό­με­νος Ἄγα­βος, σηκώ­θη­κε, καὶ μὲ ἀπο­κά­λυ­ψι τοῦ Πνεύ­μα­τος φανέ­ρω­σε, ὅτι πεῖ­να μεγά­λη ἔμελ­λε νὰ γίνῃ σ’ ὅλη τὴν οἰκου­μέ­νη. Πράγ­μα­τι δὲ ἔγι­νε κατὰ τὶς ἡμέ­ρες τοῦ Kλαυ­δί­ου Kαί­σα­ρος. 29 Oἱ δὲ μαθη­ταὶ (οἱ πιστοὶ) ἀπο­φά­σι­σαν νὰ στεί­λῃ ὁ καθέ­νας, ἀνα­λό­γως τῶν οἰκο­νο­μι­κῶν του πόρων, εἰσφο­ρὰ γιὰ βοή­θεια πρὸς τοὺς ἀδελ­φούς, ποὺ κατοι­κοῦ­σαν στὴν Ἰου­δαία. 30 Πραγ­μα­το­ποί­η­σαν δὲ τὴν ἀπό­φα­σι μὲ τὸ ν’ ἀπο­στεί­λουν τὴν εἰσφο­ρά τους πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους μὲ τὸ Bαρ­νά­βα καὶ τὸ Σαῦ­λο.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ  ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ

[Υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Πράξ. 11, 19–30]

«Ο μν ον δια­σπα­ρέν­τες π τς θλί­ψε­ως τς γενο­μέ­νης π Στε­φάν διλθον ως Φοι­νί­κης κα Κύπρου κα ντιο­χεί­ας, μηδεν λαλοντες τν λόγον ε μ μόνον ουδαί­οις(:Εκεί­νοι λοι­πόν που είχαν φύγει από τα Ιερο­σό­λυ­μα και είχαν δια­σκορ­πι­στεί λόγω του διωγ­μού που είχε γίνει εξαι­τί­ας του Στε­φά­νου, έφθα­σαν μέχρι τη Φοι­νί­κη και την Κύπρο και την Αντιό­χεια. Και σε κανέ­ναν άλλο δεν κήρυτ­ταν τον λόγο του Θεού παρά μόνο στους Ιου­δαί­ους)»[Πράξ. 11,19]. Δεν το έκα­ναν αυτό φοβού­με­νοι τους ανθρώ­πους, διό­τι τον φόβο δεν τον σκέ­φτον­ταν καθό­λου, αλλά το έκα­ναν τηρών­τας τον μωσαϊ­κό νόμο και δεί­χνον­τας ακό­μη ανο­χή σε αυτούς.

Δεν συνέ­βα­λε λίγο ο διωγ­μός στη διά­δο­ση του θεί­ου λόγου· διό­τι λέγει ο Παύ­λος: «Οδαμεν δ τι τος γαπσι τν Θεν πάν­τα συνερ­γε ες γαθόν, τος κατ πρό­θε­σιν κλη­τος οσιν(: Γνω­ρί­ζου­με επί­σης ότι σε εκεί­νους που αγα­πούν τον Θεό, όλα συνερ­γούν για το καλό τους. Αυτοί κλή­θη­καν σύμ­φω­να με την προ­αιώ­νια από­φα­ση του Θεού και δέχτη­καν τη σωτή­ρια κλή­ση. Πώς λοι­πόν να μη συνερ­γούν όλα για το καλό τους;)»[Ρωμ. 8,28]. Δεν θα μπο­ρού­σαν τίπο­τα άλλο να κάνουν, εάν επι­δί­δον­ταν με θέρ­μη έχον­τας ως προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο σκο­πό τους το να στε­ρε­ώ­σουν την εκκλη­σία, παρά αυτό ακρι­βώς· και εννοώ δηλα­δή το να δια­σκορ­πί­σουν σε όλα τα μέρη τους δασκά­λους.

Και πρό­σε­χε μέχρι πού επε­κτά­θη­κε το κήρυγ­μα: «Διλθον ως Φοι­νί­κης κα Κύπρου κα ντιο­χεί­ας(:Έφθα­σαν μέχρι τη Φοι­νί­κη και την Κύπρο και την Αντιό­χεια)»,λέγει, «μηδεν λαλοντες τν λόγον ε μ μόνον ουδαί­οις(:και σε κανέ­ναν άλλο δεν κήρυτ­ταν τον λόγο του Θεού παρά μόνο στους Ιου­δαί­ους)». Βλέ­πεις ότι κατά θεία οικο­νο­μία έγι­ναν όλα εκεί­να τα σχε­τι­κά με τον Κορ­νή­λιο; Αυτό επί­σης απο­τε­λεί και απο­λο­γία για τον Χρι­στό και κατη­γο­ρία για τους Ιου­δαί­ους.

Όταν λοι­πόν θανα­τώ­θη­κε ο Στέφανος[βλ. Πράξ. 7, 58–60: « Κα κβαλντες ξω τς πλεως λιθοβλουν. κα ο μρτυ­ρες πθεν­το τ μτια ατν παρ τος πδας νεανου καλουμνου Σαλου,κα λιθοβλουν τν Στφανον, πικα­λομενον κα λγον­τα· Κριε ᾿Ιησο, δξαι τ πνεμ μου. θες δ τ γνατα κρα­ξε φων μεγλ· Κριε, μ στσς ατος τν μαρταν τατην. κα τοτο επν κοιμθη. Σαλος δ ν συνευ­δοκν τ ναιρσει ατο(:Και αφού τον έβγα­λαν έξω από την πόλη, άρχι­σαν να τον λιθο­βο­λούν. Και οι μάρ­τυ­ρες, που σύμ­φω­να με τον νόμο έπρε­πε πρώ­τοι να ρίξουν πέτρες εναν­τί­ον του, άφη­σαν τα ρού­χα τους κον­τά στα πόδια κάποιου νέου που λεγό­ταν Σαύ­λος, για να τα φυλά­ει. Και ενώ εκεί­νοι λιθο­βο­λού­σαν τον Στέ­φα­νο, αυτός επι­κα­λούν­ταν τον Κύριο κι έλε­γε: ‘’Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύ­μα μου’’. Ύστε­ρα γονά­τι­σε, κραύ­γα­σε με μια δυνα­τή φωνή, που ακού­στη­κε και απ΄ τους φονιά­δες του, και είπε: ‘’Κύριε, μην τους λογα­ριά­σεις την αμαρ­τία αυτή’’. Και με αυτά τα λόγια έκλει­σε τα μάτια του, για να παρα­δο­θεί στον ειρη­νι­κό ύπνο του θανά­του. Ο Σαύ­λος στο μετα­ξύ επι­κρο­τού­σε και επι­δο­κί­μα­ζε μαζί με τους φονιά­δες τη θανα­τι­κή εκτέ­λε­ση του Στε­φά­νου)»], όταν ο Παύ­λος κιν­δύ­νε­ψε δύο φορές[Πράξ. 21,27–31 και 23,12–35], όταν οι από­στο­λοι μαστι­γώ­θη­καν [βλ. Πράξ. 5,40: «πεί­σθη­σαν δ ατ, κα προ­σκα­λε­σά­με­νοι τος ποστό­λους δεί­ραν­τες παρήγ­γει­λαν μ λαλεν π τ νόμα­τι το ησο, κα πέλυ­σαν ατούς (:Τότε τα μέλη του συνε­δρί­ου πεί­στη­καν από τα λόγια του. Και αφού προ­σκά­λε­σαν τους απο­στό­λους να μπουν πάλι στην αίθου­σα του δικα­στη­ρί­ου, τους έδει­ραν και τους έδω­σαν την εντο­λή να μη διδά­σκουν έχον­τας ως κύριο θέμα του κηρύγ­μα­τός τους το όνο­μα και το πρό­σω­πο του Ιησού. Και μετά τους άφη­σαν ελεύ­θε­ρους)», όταν πολ­λές φορές διώ­χθη­καν, τότε τα έθνη δέχθη­καν το κήρυγ­μα, τότε και οι Σαμα­ρεί­τες.

Αυτό και ο Παύ­λος βρον­το­φω­νά­ζει λέγον­τας: «μν ν ναγ­καον πρτον λαληθναι τν λόγον το Θεο· πειδ δ πωθεσθε ατν κα οκ ξίους κρί­νε­τε αυτος τς αωνί­ου ζως, δο στρε­φό­με­θα ες τ θνη (:Σύμ­φω­να με το σχέ­διο του Θεού, ο οποί­ος κάλε­σε στη σωτη­ρία τον Ισρα­ήλ πριν απ’ όλους τους άλλους λαούς, ήταν αναγ­καίο και επι­βε­βλη­μέ­νο να κηρυ­χθεί ο λόγος του Θεού πρώ­τα σε σας τους Ιου­δαί­ους. Αφού όμως τον απο­διώ­χνε­τε και δεν τον δέχε­στε, και αφού εσείς οι ίδιοι βγά­ζε­τε για τους εαυ­τούς σας την από­φα­ση ότι δεν είστε άξιοι της αιώ­νιας ζωής, ιδού, στρε­φό­μα­στε στους εθνι­κούς)»[Πράξ. 13, 46]. Γύρι­ζαν λοι­πόν από τόπο σε τόπο, κηρύσ­σον­τας τον λόγο του Θεού στους εθνι­κούς.

«σαν δέ τινες ξ ατν νδρες Κύπριοι κα Κυρη­ναοι, οτινες εσελ­θόν­τες ες ντιό­χειαν λάλουν πρς τος λλη­νι­στάς, εαγγε­λι­ζό­με­νοι τν Κύριον ησον κα ν χερ Κυρί­ου μετ᾿ ατν, πολύς τε ριθμς πιστεύ­σας πέστρε­ψεν π τν Κύριον (:Μερι­κοί μάλι­στα απ’ αυτούς ήταν βέβαια Ιου­δαί­οι στην κατα­γω­γή, αλλά είχαν γεν­νη­θεί άλλοι στην Κύπρο και άλλοι στην Κυρη­ναϊ­κή Λιβύη. Αυτοί, όταν ήλθαν στην Αντιό­χεια, δίδα­σκαν τους Ιου­δαί­ους που είχαν γεν­νη­θεί μακριά από την Παλαι­στί­νη και είχαν πλέ­ον μητρι­κή τους γλώσ­σα την ελλη­νι­κή, και τους κήρυτ­ταν το Ευαγ­γέ­λιο της σωτη­ρί­ας που χαρί­ζει ο Ιησούς Χρι­στός. Και η δύνα­μη του Κυρί­ου ήταν μαζί τους. Έτσι, με τη συνέρ­γεια και την ενί­σχυ­ση της δυνά­με­ως αυτής ένας μεγά­λος αριθ­μός απ’ αυτούς τους Ιου­δαί­ους Ελλη­νι­στές πίστε­ψε και επέ­στρε­ψε στον Κύριο)»[Πράξ. 11, 20–21]. Πρό­σε­χε ότι κηρύσ­σουν το ευαγ­γέ­λιο στους Έλλη­νες· διό­τι φυσι­κό ήταν να γνώ­ρι­ζαν αυτοί τα ελλη­νι­κά, και να υπήρ­χαν πολ­λοί τέτοιοι στην Αντιό­χεια.

«Κα χερ Κυρί­ου (:Και η δύνα­μη του Κυρί­ου)», λέει, «ν μετ᾿ ατν (:ήταν μαζί τους)»· δηλα­δή επι­τε­λού­σε θαύ­μα­τα. Βλέ­πεις για ποιο λόγο και τώρα κατέ­στη αναγ­καία η επι­τέ­λε­ση θαυ­μά­των, ώστε να πιστέ­ψουν;

«κού­σθη δ λόγος ες τ τα τς κκλη­σί­ας τς ν ερο­σο­λύ­μοις περ ατν, κα ξαπέ­στει­λαν Βαρ­νά­βαν διελ­θεν ως ντιο­χεί­ας(:Έφθα­σε λοι­πόν η φήμη των θαυ­μα­στών αυτών γεγο­νό­των στα αυτιά της Εκκλη­σί­ας των Ιερο­σο­λύ­μων, και απο­φά­σι­σαν να στεί­λουν τον Βαρ­νά­βα να πάει μέχρι την Αντιό­χεια)»[Πράξ. 11,22]. Για­τί τέλος πάν­των, ενώ μια τέτοια πόλη δέχε­ται τον θείο λόγο, δεν ήρθαν οι ίδιοι οι από­στο­λοι, αλλά στέλ­νουν τον Βαρ­νά­βα; Εξαι­τί­ας των Ιου­δαί­ων. Πλην όμως το θέμα οικο­νο­μεί­ται πολύ καλά, ώστε έτσι να έρθει εδώ ο Παύ­λος· και όχι τυχαία, αλλά απο­στρέ­φον­ται αυτόν απο­λύ­τως κατ΄οικονομίαν, ώστε να μην παρα­μεί­νει κλει­σμέ­νη μέσα στα Ιερο­σό­λυ­μα η φωνή του κηρύγ­μα­τος, η σάλ­πιγ­γα των ουρα­νών. Είδες πως παν­τού χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Χρι­στός τις κακί­ες τους κατά τον πρέ­πον­τα τρό­πο και όπως ακρι­βώς Αυτός ήθε­λε από την αρχή; Και ότι το μίσος τους για τον Παύ­λο το χρη­σι­μο­ποί­η­σε για την οικο­δο­μή της εκκλη­σί­ας των πιστών που προ­έρ­χον­ταν από τους εθνι­κούς; Και για­τί δεν γρά­φουν στον Παύ­λο, αλλά στέλ­νουν τον Βαρ­νά­βα; Δεν γνώ­ρι­ζαν ακό­μα την αρε­τή του άνδρα· γι’ αυτό και ρυθ­μί­ζε­ται μόνο ο Βαρ­νά­βας να μετα­βεί εκεί. Επει­δή λοι­πόν και πλή­θος υπήρ­χε και κανέ­νας δεν εμπό­δι­ζε, εύλο­γα βλά­στη­σε η πίστη και κυρί­ως επει­δή δεν υπέ­με­ναν εδώ κανέ­να πει­ρα­σμό και επει­δή ο Παύ­λος κηρύσ­σει εκεί και δεν αναγ­κά­ζε­ται πια να φεύ­γει. Πολ­λοί σωστά επί­σης αυτοί δεν κάνουν λόγο για την πεί­να, αλλά οι προ­φή­τες για να μη θεω­ρη­θούν ανυ­πό­φο­ροι.

«ς παρα­γε­νό­με­νος κα δν τν χάριν το Θεο χάρη, κα παρε­κά­λει πάν­τας τ προ­θέ­σει τς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τ Κυρί, τι ν νρ γαθς κα πλή­ρης Πνεύ­μα­τος γίου κα πίστε­ως κα προ­σε­τέ­θη χλος κανς τ Κυρί (:Αυτός, όταν ήλθε και είδε τα έργα της χάρι­τος του Θεού, που φανε­ρω­νό­ταν από το πλή­θος αυτών που είχαν πιστέ­ψει και από τη ζωή τους, χάρη­κε και προ­έ­τρε­πε όλους να μένουν αφο­σιω­μέ­νοι και προ­ση­λω­μέ­νοι στον Κύριο με όλη τη διά­θε­ση της ψυχής τους. Χάρη­κε λοι­πόν ο Βαρ­νά­βας και στή­ρι­ζε τους νέους αυτούς μαθη­τές, διό­τι ήταν άνθρω­πος αγα­θός και γεμά­τος Πνεύ­μα Άγιο και πίστη. Γι’ αυτό εξάλ­λου και μπο­ρού­σε να στη­ρί­ζει και να παρη­γο­ρεί. Και από τη δρά­ση αυτή του Βαρ­νά­βα μεγά­λο πλή­θος λαού προ­στέ­θη­κε στους πιστούς του Κυρί­ου)»[Πράξ.11,22–24].

Εμέ­να μου φαί­νε­ται ότι εδώ «ἀγα­θὸν» ονο­μά­ζει τον απλό άνθρω­πο, τον ειλι­κρι­νή, εκεί­νον που επι­θυ­μεί υπερ­βο­λι­κά την σωτη­ρία του συναν­θρώ­που του. Και δεν ήταν μόνο αγα­θός άνθρω­πος, αλλά και «πλή­ρης Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου καὶ πίστε­ως (:γεμά­τος από άγιο Πνεύ­μα και πίστη)»· γι’ αυτό και με όλη τη δύνα­μη της καρ­διάς του παρό­τρυ­νε τους πάν­τες· δηλα­δή με εγκώ­μιο και έπαι­νο.

«ξλθε δ ες Ταρσν Βαρ­νά­βας ναζητσαι Σαλον, κα ερν ατν γαγεν ατν ες ντιό­χειαν (:Ο Βαρ­νά­βας μάλι­στα πήγε και στην Ταρ­σό για να ανα­ζη­τή­σει τον Σαύ­λο και να τον πάρει βοη­θό του στο έργο της διδα­σκα­λί­ας και της ενι­σχύ­σε­ως του πλή­θους αυτού των Χρι­στια­νών. Και όταν τον βρή­κε, τον έφε­ρε στην Αντιό­χεια)» [Πράξ. 11,25]. Αλλά πρό­σε­ξε και αυτόν τον άγιο, εννοώ τον Βαρ­νά­βα, ότι δεν έδω­σε σημα­σία για τα δικά του πράγ­μα­τα, αλλά έτρε­ξε στην Ταρ­σό.

Για­τί όμως ο Βαρ­νά­βας απέ­σπα­σε τον Παύ­λο από την Ταρ­σό και τον οδή­γη­σε εδώ; Όχι στην τύχη, αλλά επει­δή εδώ και καλές ελπί­δες υπήρ­χαν και η πόλη ήταν μεγα­λύ­τε­ρη και το πλή­θος πολύ. Και είναι άξιο απο­ρί­ας πως δεν αγα­νά­κτη­σαν, αλλά απο­δέ­χον­ται με προ­θυ­μία τους δασκά­λους· τόσο μεγά­λη προ­θυ­μία έδει­χναν όλοι για τον θείο λόγο. Και πρό­σε­χε πως η πόλη αυτή δέχθη­κε τον θείο λόγο σαν γη γόνι­μη και απέ­δω­σε πολύ καρ­πό. Είδες που όλα τα επι­τε­λού­σε η θεία χάρη και όχι ο Παύ­λος, και πως με ασή­μαν­τους ανθρώ­πους άρχι­σε το έργο του κηρύγ­μα­τος, και όταν αυτό έγι­νε περί­λαμ­προ, τότε στέλ­νουν τον Βαρ­νά­βα; Και για­τί πριν από αυτό δεν έστει­λαν αυτόν; Έδει­χναν μεγά­λη πρό­νοια για όλα τα θέμα­τα τα σχε­τι­κά με τους εαυ­τούς τους, και δεν ήθε­λαν να τους κατη­γο­ρούν οι Ιου­δαί­οι, ότι δέχον­ταν στους κόλ­πους τους, τους εθνι­κούς· αν και βέβαια, για το ότι ήταν αναγ­καία η ανά­μι­ξή τους με αυτούς, επει­δή επρό­κει­το να δημιουρ­γη­θεί κάποια αμφι­σβή­τη­ση από αυτούς, προ­η­γή­θη­καν όλα εκεί­να που συνέ­βη­καν σχε­τι­κά με τον Κορ­νή­λιο. Και τότε λοι­πόν λένε: «ώστε εμείς μεν να κηρύ­ξου­με στους εθνι­κούς, αυτοί δε στους Ιου­δαί­ους».

Ο Βαρ­νά­βας ήταν πολύ ενά­ρε­τος άνθρω­πος, απλοϊ­κός και γνω­στός του Παύ­λου· για αυτό και ήρθε προς τον αθλη­τή, προς τον στρα­τη­γό, προς τον μονο­μά­χο, προς το λιον­τά­ρι (δεν έχω τι να πω, διό­τι όσα και να πω, λιγό­τε­ρα θα πω από αυτό που αξί­ζει ο Παύ­λος)· ήρθε λοι­πόν προς τον κυνη­γε­τι­κό σκύ­λο, που φόνευε λιον­τά­ρια, προς τον ταύ­ρο τον ισχυ­ρό, προς τη φωτει­νή λαμ­πά­δα, προς το στό­μα που επαρ­κού­σε για όλη την οικου­μέ­νη. Πράγ­μα­τι, γι’ αυτό στην Αντιό­χεια έλα­βαν οι πιστοί την τιμη­τι­κή ονο­μα­σία «χρι­στια­νοί», επει­δή ο Παύ­λος διέ­με­νε σε αυτήν τόσο πολύ χρό­νο.

«γένε­το δ ατος νιαυτν λον συνα­χθναι ν τ κκλη­σί κα διδά­ξαι χλον κανόν, χρη­μα­τί­σαι τε πρτον ν ντιο­χεί τος μαθητς Χρι­στια­νούς(:Εκεί λοι­πόν για έναν ολό­κλη­ρο χρό­νο οι δύο αυτοί από­στο­λοι συμ­με­τεί­χαν στις συνά­ξεις των πιστών στην Εκκλη­σία και δίδα­ξαν πλή­θος πολύ. Έτσι στην Αντιό­χεια οι μαθη­τές του Κυρί­ου εξαι­τί­ας του πλή­θους τους, ονο­μά­στη­καν για πρώ­τη φορά ‘’Χρι­στια­νοί’’)» [Πράξ.11,26].

Δεν είναι μικρός ο έπαι­νος αυτός για την πόλη. Αυτός ο έπαι­νος μπο­ρεί να στα­θεί απέ­ναν­τι σε όλους τους επαί­νους, διό­τι πρώ­τη αυτή από τις άλλες πόλεις από­λαυ­σε για τόσο πολύ χρό­νο το στό­μα εκεί­νου· γι’ αυτό και πρώ­τα εδώ αξιώ­θη­καν οι πιστοί να λάβουν το όνο­μα αυτό.

Βλέ­πεις σε πόσο ύψος ανέ­βα­σε την πόλη και την κατέ­στη­σε περισ­σό­τε­ρο ένδο­ξη; Αυτό ήταν κατόρ­θω­μα του Παύ­λου. Εκεί που πίστε­ψαν τρεις χιλιά­δες, εκεί που πίστε­ψαν πέν­τε χιλιά­δες, εκεί που πίστε­ψε τόσο πολύ πλή­θος, τίπο­τα παρό­μοιο δεν συνέ­βη­κε, αλλά ακό­μα άκου­γαν να γίνε­ται λόγος για «οδό»[βλ. Πράξ.9, 1–2: « δ Σαλος τι μπνέ­ων πειλς κα φόνου ες τος μαθητς το Κυρί­ου, προ­σελθν τ ρχιε­ρε τήσα­το παρ᾿ ατο πιστολς ες Δαμασκν πρς τς συνα­γω­γάς, πως άν τινας ερ τς δο ντας, νδρας τε κα γυνακας, δεδε­μέ­νους γάγ ες ερου­σα­λήμ (:Στο μετα­ξύ ο Σαύ­λος, σαν να ζού­σε μέσα σε κάποια φονι­κή ατμό­σφαι­ρα, εξα­κο­λου­θού­σε να απο­πνέ­ει από μέσα του και να εκδη­λώ­νει απει­λη­τι­κές και φονι­κές δια­θέ­σεις εναν­τί­ον των μαθη­τών του Κυρί­ου. Γι’ αυτό παρου­σιά­στη­κε στον αρχιε­ρέα και του ζήτη­σε συστα­τι­κές και εξου­σιο­δο­τι­κές επι­στο­λές για τη Δαμα­σκό προς τις συνα­γω­γές που υπήρ­χαν εκεί. Ήθε­λε να φέρει δεμέ­νους στην Ιερου­σα­λήμ όποιους θα έβρι­σκε να ανή­κουν στην οδό του Κυρί­ου, στην κοι­νό­τη­τα δηλα­δή των πιστών του Ιησού Χρι­στού, είτε άνδρες ήταν αυτοί είτε γυναί­κες)»], ενώ εδώ ονο­μά­στη­καν «χρι­στια­νοί».

«ν ταύ­ταις δ τας μέραις κατλθον π ερο­σο­λύ­μων προφται ες ντιό­χειαν (:Εκεί­νες τις ημέ­ρες κατέ­βη­καν από τα Ιερο­σό­λυ­μα στην Αντιό­χεια μερι­κοί προ­φή­τες)» [Πράξ.11,27]. Επει­δή έπρε­πε εδώ να φυτευ­τεί και ο καρ­πός της ελεη­μο­σύ­νης ρυθ­μί­ζε­ται προς απο­κό­μι­ση ωφέ­λειας να κατε­βούν εδώ οι προ­φή­τες. Εσύ όμως, σε παρα­κα­λώ, πρό­σε­χε πως κανέ­νας από τους φημι­σμέ­νους δεν γίνε­ται δάσκα­λός τους· διό­τι είχαν δασκά­λους Κύπριους και Κυρη­ναί­ους και τον Παύλο(αν και αυτός υπε­ρέ­βαι­νε αυτούς), όπως ακρι­βώς ο Παύ­λος είχε τον Βαρ­νά­βα και τον Ανα­νία· αλλά δεν μειο­νε­κτεί σε τίπο­τα ως προς αυτό, είχε όμως και τον Χρι­στό.

«ναστς δ ες ξ ατν νόμα­τι γαβος σήμα­νε δι το Πνεύ­μα­τος λιμν μέγαν μέλ­λειν σεσθαι φ᾿ λην τν οκου­μέ­νην· στις κα γένε­το π Κλαυ­δί­ου Καί­σα­ρος(:Ένας από αυτούς, που λεγό­ταν Άγα­βος, σηκώ­θη­κε στη σύνα­ξη των πιστών, και φωτι­σμέ­νος από το Άγιο Πνεύ­μα απο­κά­λυ­ψε ότι θα έπε­φτε μεγά­λη πεί­να σε όλη την οικου­μέ­νη. Πράγ­μα­τι η πεί­να αυτή συνέ­βη όταν αυτο­κρά­το­ρας ήταν ο Κλαύ­διος Καί­σαρ)»[ Πράξ.11,28]. Κατά ανάγ­κη εδώ προ­λέ­γει ότι πρό­κει­ται να συμ­βεί κάποια μεγά­λη πεί­να, η οποία βέβαια συνέ­βη­κε, όπως προ­λέ­χθη­κε γι’ αυτήν. Για να μη νομί­ζουν δηλα­δή μερι­κοί ότι γι΄αυτό συνέ­βη­κε η πεί­να, επει­δή εμφα­νί­στη­κε ο Χρι­στια­νι­σμός, επει­δή απο­μα­κρύν­θη­καν οι δαί­μο­νες, προ­λέ­γει το άγιο Πνεύ­μα εκεί­νο που πρό­κει­ται να συμ­βεί, όπως ακρι­βώς και ο Χρι­στός προ­εί­πε πολ­λά και συνέ­βη­σαν. Δεν συνέ­βη βέβαια αυτή γι’ αυτό, επει­δή δηλα­δή έπρε­πε από την αρχή να συμ­βεί αυτή, αλλά συνέ­βη εξαι­τί­ας των κακών που συνέ­βη­σαν στους Απο­στό­λους, τα οποία αν και έγι­ναν, στην αρχή έδει­χνε ο Θεός μακρο­θυ­μία, επει­δή όμως εξα­κο­λου­θού­σαν την κατα­δί­ω­ξη, πραγ­μα­το­ποιεί­ται η πεί­να προ­λέ­γον­τας στους Ιου­δαί­ους τα κακά που επρό­κει­το να συμ­βούν.

Αλλά αν και εξαι­τί­ας αυτών συνέ­βη, έπρε­πε εξαι­τί­ας των άλλων και ενώ υπήρ­χε, να στα­μα­τή­σει· διό­τι ποιο αδί­κη­μα έκα­ναν οι Έλλη­νες, ώστε και αυτοί να συμ­με­τέ­χουν στα κακά, αν και δεν διέ­πρα­ξαν καμία αδι­κία; Εάν λοι­πόν δεν συνέ­βη εξαι­τί­ας των Ιου­δαί­ων, έπρε­πε βέβαια αυτοί και να ευη­με­ρή­σουν περισ­σό­τε­ρο, διό­τι έκα­ναν ό,τι εξαρ­τιό­ταν από αυτούς, διό­τι φόνευαν, υπέ­βαλ­λαν κολα­στή­ρια, τιμω­ρού­σαν, και επέ­βα­λαν κάθε είδους εκδιώ­ξεις. Και πρό­σε­χε πότε συμ­βαί­νει η πεί­να· όταν και οι εθνι­κοί πλέ­ον απο­δέ­χθη­καν το κήρυγ­μα.

«Αλλά», θα μπο­ρού­σε να πει κανείς, «εάν συνέ­βη εξαι­τί­ας των κακών, έπρε­πε αυτοί να εξαι­ρε­θούν». Για­τί; Πες μου· δεν είπε από την αρχή ο Χρι­στός σε αυτούς: «ν τ κόσμ θλψιν ξετε(:εφό­σον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχε­τε θλί­ψη)»[Ιω. 16,33];

Εσύ όμως λέγον­τας αυτά ίσως να πεις και αυτό, ότι δηλα­δή δεν έπρε­πε ούτε να μαστι­γώ­νον­ται. Αλλά πρό­σε­χε το ότι και η πεί­να γίνε­ται αιτία σωτη­ρί­ας γι’ αυτούς, αφορ­μή ελεη­μο­σύ­νης και πρό­ξε­νος πολ­λών αγα­θών· βέβαια και σε σας θα μπο­ρού­σε να γίνει, εάν φυσι­κά το θέλε­τε αλλά δεν το θελή­σα­τε. Προ­λέ­γε­ται επί­σης (με σκο­πό να προ­ε­τοι­μα­στούν στη συνέ­χεια για την ελεη­μο­σύ­νη), διό­τι υπέ­φε­ραν δει­νά οι πιστοί της Ιερου­σα­λήμ· πριν μάλι­στα από αυτό δεν υπέ­φε­ραν από πεί­να. Και απο­στέλ­λον­ται ο Βαρ­νά­βας και ο Παύ­λος για να βοη­θή­σουν.

«Τν δ μαθητν καθς ηπορετό τις, ρισαν καστος ατν ες δια­κο­νί­αν πέμ­ψαι τος κατοι­κοσιν ν τ ουδαί δελ­φος(:Μετά λοι­πόν από την προ­φη­τεία αυτή, οι μαθη­τές, ανά­λο­γα με τους πόρους και τα μέσα που διέ­θε­τε ο καθέ­νας, απο­φά­σι­σαν να στεί­λουν καθέ­νας απ’ αυτούς τη συν­δρο­μή του για να βοη­θή­σουν και να υπη­ρε­τή­σουν τους αδελ­φούς που κατοι­κού­σαν στην Ιου­δαία)»[Πράξ. 11,29]. Είδες πως συγ­χρό­νως με την πίστη τους παρά­γουν συγ­χρό­νως και καρ­πούς και όχι μόνο οι δικοί τους εκεί, αλλά και όσοι βρί­σκον­ταν μακριά;

Μου φαί­νε­ται εδώ ότι εννο­εί αυτό που αλλού λέγει ο Παύ­λος: «Κα γνντες τν χριν τν δοθεσν μοι, ᾿Ικωβος κα Κηφς κα ᾿Ιωννης, ο δοκοντες στλοι εναι, δεξις δωκαν μο κα Βαρνβ κοι­νωνας, να μες ες τ θνη, ατο δ ες τν περι­τομν· μνον τν πτωχν να μνη­μο­νεωμεν, κα σποδασα ατ τοτο ποισαι(:Και επει­δή ανα­γνώ­ρι­σαν τη χάρη που μου δόθη­κε, ο Ιάκω­βος και ο Κηφάς και ο Ιωάν­νης, που θεω­ρούν­ται ότι είναι στύ­λοι, έδω­σαν τα δεξιά τους χέρια σε εμέ­να και στον Βαρ­νά­βα ως ένδει­ξη κοι­νω­νί­ας, για να πηγαί­νου­με εμείς στους εθνι­κούς, ενώ αυτοί σε αυτούς που έχουν την περι­το­μή. Ζήτη­σαν μόνο να θυμού­μα­στε τους φτω­χούς, το οποίο και φρόν­τι­σα επι­με­λώς αυτό ακρι­βώς να κάνω)»[Γαλ. 2, 9–10].

Τόσο πολύ ωφέ­λη­σε η πεί­να. Και πρό­σε­χε αυτούς που δεν κατα­φεύ­γουν κατά την ώρα της θλί­ψης σε θρή­νους και δάκρυα, όπως ακρι­βώς κάνου­με εμείς, αλλά παρα­δί­δουν τους εαυ­τούς τους σε μεγά­λο και αγα­θό έργο· διό­τι με μεγα­λύ­τε­ρη αφο­βία και ασφά­λεια κήρυτ­ταν τον θείο λόγο. Και δεν είπε: «Εμείς που είμα­στε Κυρη­ναί­οι και Κύπριοι, ας προ­σπα­θή­σου­με να τεθού­με επί κεφα­λής μιας τέτοιας λαμ­πρής και μεγά­λης πόλης», αλλά πιστεύ­ον­τας στη χάρη του Θεού, και εκεί­νοι επι­δό­θη­καν στην διδα­σκα­λία, και αυτοί δεν θεώ­ρη­σαν ανά­ξιο να μάθουν κάτι από εκεί­νους. Πρό­σε­χε που όλα κατορ­θώ­νον­ται με τα ταπει­νά εκεί­να πράγ­μα­τα, το κήρυγ­μα αυξά­νε­ται, οι πιστοί των Ιερο­σο­λύ­μων φρον­τί­ζουν εξί­σου για όλους, έχον­τας σαν μια οικία όλη την οικου­μέ­νη.

Άκου­σαν ότι η Σαμά­ρεια δέχθη­κε τον θείο λόγο, και έστει­λαν τον Πέτρο και τον Ιωάν­νη: «Ἀκού­σαν­τες δ ο ν ερο­σο­λύ­μοις πόστο­λοι τι δέδε­κται Σαμά­ρεια τν λόγον το Θεο, πέστει­λαν πρς ατος τν Πέτρον κα ωάν­νην (:Στο μετα­ξύ όμως, όταν άκου­σαν οι από­στο­λοι, που παρέ­με­ναν ακό­μη στα Ιερο­σό­λυ­μα, ότι η Σαμά­ρεια δέχθη­κε τον λόγο του Θεού, έστει­λαν στους Σαμα­ρεί­τες τον Πέτρο και τον Ιωάν­νη, για να συμ­πλη­ρώ­σουν το κήρυγ­μα του Φιλίπ­που και για να μετα­δώ­σουν το Άγιο Πνεύ­μα σε όσους είχαν βαπτι­στεί)» [Πράξ. 8,14]· άκου­σαν τα όσα συνέ­βη­σαν στην Αντιό­χεια, και στέλ­νουν τον Βαρ­νά­βα· διό­τι ήταν μεγά­λη η από­στα­ση μέχρι εκεί και δεν έπρε­πε οι από­στο­λοι στην αρχή να απο­μα­κρυν­θούν από την Ιου­δαία, για να μη νομι­στούν σαν φυγά­δες και ότι το έκα­ναν αυτό απο­φεύ­γον­τας τους δικούς τους.

Τότε χωρί­ζον­ται αναγ­κα­στι­κά, όταν πλέ­ον φαί­νον­ταν αθε­ρά­πευ­τα όλα τα σχε­τι­κά με αυτούς, όταν πλέ­ον ο πόλε­μος κηρύ­χθη­κε εναν­τί­ον τους και έπρε­πε να εξα­φα­νι­στούν, όταν πάρ­θη­κε η από­φα­ση· διό­τι εξα­κο­λου­θού­σαν να βρί­σκον­ται οι από­στο­λοι εκεί, ενό­σο ο Παύ­λος δεν επι­χει­ρού­σε να μετα­βεί στην Ρώμη. Και εξέρ­χον­ται από την Ιου­δαία, όχι φοβού­με­νοι τον πόλε­μο, διό­τι πώς ήταν δυνα­τό να φανεί αυτό σε εκεί­νους που επρό­κει­το να τους πολε­μούν; Και ο πόλε­μος δεν κηρύσ­σε­ται εναν­τί­ον τους τότε πλέ­ον, όταν πέθα­ναν οι από­στο­λοι, και βρί­σκει την πραγ­μα­το­ποί­η­σή του εκεί­νο που λέχθη­κε γι’ αυτούς: «Κωλυόν­των μς τος θνε­σι λαλσαι να σωθσιν, ες τ ναπληρσαι ατν τς μαρ­τί­ας πάν­το­τε. φθα­σε δ π᾿ ατος ργ ες τέλος (:Αυτοί μας εμπο­δί­ζουν να κηρύ­ξου­με τον λόγο του Θεού στους εθνι­κούς, για να μη σωθούν και αυτοί. Και τα κάνουν αυτά, για να γεμί­σουν μέχρι επά­νω το ποτή­ρι των αμαρ­τιών τους, με το να αμαρ­τά­νουν πάν­το­τε και σε κάθε επο­χή. Έφθα­σε όμως επά­νω τους η θεία οργή για να επι­φέ­ρει το τέλος και την κατα­στρο­φή τους)» [Α΄ Θεσ. 2, 16]. Όσο πιο άση­μοι λοι­πόν ήταν, τόσο περισ­σό­τε­ρο έλαμ­πε η χάρη, που με ασή­μαν­τους ανθρώ­πους επι­τε­λού­σε μεγά­λα κατορ­θώ­μα­τα. Αλλά ας δού­με από την αρχή τα όσα έχουν λεχθεί.

Και πρό­σε­χε ότι σε κατάλ­λη­λη στιγ­μή η ανάγ­κη της πεί­νας οδή­γη­σε στην σύσφι­ξη των σχέ­σε­ων με τους εθνι­κούς με τη βοή­θεια που έστει­λαν αυτοί προς τους πιστούς των Ιερο­σο­λύ­μων· διό­τι δέχθη­καν τα όσα στάλ­θη­καν από εκεί­νους, οι οποί­οι βέβαια δεν αντι­με­τώ­πι­ζαν με θρή­νους τις συμ­φο­ρές όπως ακρι­βώς εμείς· αλλά ζού­σαν με μεγα­λύ­τε­ρη ασφά­λεια, επει­δή βρί­σκον­ταν μακριά από εκεί­νους, που πρό­βαλ­λαν εμπό­δια, και ζού­σαν ανά­με­σα σε ανθρώ­πους που δεν φοβούν­ταν τους Ιου­δαί­ους, πράγ­μα που βοη­θού­σε πάρα πολύ στο κήρυγ­μα. Αλλά και στην Κύπρο μετέ­βη­σαν, όπου υπήρ­χε και μεγά­λη ασφά­λεια, και ήταν περισ­σό­τε­ρη η αμε­ρι­μνη­σία.

Και δεν περί­με­ναν αυτοί να ξαπλω­θεί η πεί­να, αλλά προ­τού να συμ­βεί αυτή, έστει­λαν τη βοή­θειά τους: «Τν δ μαθητν καθς ηπορετό τις, ρισαν καστος ατν ες δια­κο­νί­αν πέμ­ψαι τος κατοι­κοσιν ν τ ουδαί δελ­φος(:Μετά λοι­πόν από την προ­φη­τεία αυτή, οι μαθη­τές, ανά­λο­γα με τους πόρους και τα μέσα που διέ­θε­τε ο καθέ­νας, απο­φά­σι­σαν να στεί­λουν καθέ­νας απ’ αυτούς τη συν­δρο­μή του για να βοη­θή­σουν και να υπη­ρε­τή­σουν τους αδελ­φούς που κατοι­κού­σαν στην Ιου­δαία)» [Πράξ. 11,29].

Και πρό­σε­χε ότι στην περί­πτω­ση μεν των απο­στό­λων, άλλοι ανα­λαμ­βά­νουν το έργο αυτό, ενώ εδώ ο Παύ­λος και ο Βαρ­νά­βας. Δεν ήταν και αυτή μικρή φρον­τί­δα, άλλω­στε δε και αρχή ήταν και δεν έπρε­πε στην αρχή να σκαν­δα­λι­στούν. Αλλά σήμε­ρα κανέ­νας δεν το κάνει αυτό, αν και βέβαια υπάρ­χει πεί­να φοβε­ρό­τε­ρη από εκεί­νη· διό­τι δεν είναι το ίδιο το να υπο­μεί­νουν όλοι μαζί τη συμ­φο­ρά, και, ενώ οι περισ­σό­τε­ροι έχουν με αφθο­νία τα αγα­θά, οι φτω­χό­τε­ροι πει­νούν. Τότε μόνο πεί­να υπήρ­χε, και εκεί­νοι που έδι­ναν βοή­θεια ήταν φτω­χοί (διό­τι λέγει: «ανά­λο­γα με τους πόρους και τα μέσα που διέ­θε­τε ο καθέ­νας, απο­φά­σι­σαν να στεί­λουν καθέ­νας απ’ αυτούς τη συν­δρο­μή του για να βοη­θή­σουν και να υπη­ρε­τή­σουν τους αδελ­φούς που κατοι­κού­σαν στην Ιου­δαία»), ενώ τώρα υπάρ­χει διπλή πεί­να, όπως ακρι­βώς και η αφθο­νία των αγα­θών είναι διπλή, πεί­να φοβε­ρή, πεί­να όχι για να ακού­σει καθέ­νας τον λόγο του Κυρί­ου, αλλά για να τρα­φεί με ελεη­μο­σύ­νη. Τότε και οι φτω­χοί που ζού­σαν στην Ιου­δαία από­λαυ­σαν τα αγα­θά, και οι Αντιο­χείς που έδω­σαν χρή­μα­τα, και περισ­σό­τε­ρο αυτοί από εκεί­νους· τώρα όμως και εμείς και οι φτω­χοί, ζού­με μέσα στην πεί­να, από τη μία πλευ­ρά οι φτω­χοί στε­ρού­με­νοι την τρο­φή, και από την άλλη εμείς που, μην ελε­ών­τας τους φτω­χούς, στε­ρού­μα­στε το έλε­ος του Θεού.

Τίπο­τε δεν θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει αναγ­καιό­τε­ρο από την τρο­φή αυτήν. Δεν είναι δυνα­τό να υπο­στεί κανείς τα κακά που προ­έρ­χον­ται από τον χορ­τα­σμό, δεν είναι δυνα­τόν να κατα­λή­ξει το πλε­ό­να­σμα της τρο­φής αυτής στο απο­χω­ρη­τή­ριο. Τίπο­τε δεν υπάρ­χει ωραιό­τε­ρο, τίπο­τε δεν υπάρ­χει υγιει­νό­τε­ρο από την ψυχή εκεί­νη που τρέ­φε­ται με την τρο­φή αυτή· στέ­κε­ται πάνω από κάθε ασθέ­νεια, από κάθε πεί­να, από κάθε ανω­μα­λία και δύσκο­λη κατά­στα­ση· κανέ­νας δεν θα μπο­ρέ­σει αυτήν να τη νική­σει, αλλά, όπως ακρι­βώς αδα­μάν­τι­νο σώμα δεν μπο­ρεί ο σίδη­ρος να το χαρά­ξει, ούτε τίπο­τε άλλο, έτσι και η ψυχή, που έχει στε­ρε­ο­ποι­η­θεί από την ελεη­μο­σύ­νη, τίπο­τε απο­λύ­τως δεν θα μπο­ρέ­σει να την κατα­βά­λει. Διό­τι, πες μου, τι θα μπο­ρέ­σει ποτέ να νική­σει αυτήν; Φτώ­χεια; Δεν είναι δυνα­τό· διό­τι φυλάσ­σε­ται μέσα στα βασι­λι­κά ταμεία. Μήπως όμως ληστής και διαρ­ρή­κτης; Αλλά εκεί­νους τους τοί­χους κανέ­νας δεν μπο­ρεί να τους διαρ­ρή­ξει. Μήπως σκώ­λη­κας; Αλλά ο θησαυ­ρός αυτός είναι ανώ­τε­ρος και από αυτήν την κατα­στρο­φή. Μήπως όμως η μοχθη­ρία και ο φθό­νος; Αλλά ούτε από αυτά κατα­βάλ­λε­ται. Αλλά μήπως συκο­φαν­τί­ες και επι­βου­λές; Ούτε αυτό· διό­τι είναι ασύ­λη­τος ο θησαυ­ρός αυτός της ελεη­μο­σύ­νης προς τον άπο­ρο πλη­σί­ον μας, ένας θησαυ­ρός που απο­θη­κεύ­ε­ται απευ­θεί­ας στον ουρα­νό.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στις Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, ομι­λία ΚΕ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1984, τόμος 16Α, σελί­δες 44–63.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm





Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ανάγ­κη Κατη­χή­σε­ως του Λαού του Θεού)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 12–5‑1996]

(Β335β)

Μας περι­γρά­φει, αγα­πη­τοί μου, ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, τις πρώ­τες ημέ­ρες της ζωής της Εκκλη­σί­ας, μετά την Πεν­τη­κο­στή. Και γρά­φει, όπως ακού­σα­με εις το σημε­ρι­νόν απο­στο­λι­κόν ανά­γνω­σμα που είναι από τις Πρά­ξεις: «Ο μν ον δια­σπα­ρέν­τες π τς θλί­ψε­ως τς γενο­μέ­νης π Στε­φάν διλθον ως Φοι­νί­κης κα Κύπρου κα ντιο­χεί­ας». Δηλα­δή μετά από τον λιθο­βο­λι­σμόν του Στε­φά­νου, έπε­σε ένας φόβος εις την πόλιν της Ιερου­σα­λήμ. Έφυ­γαν πολ­λοί. Όχι οι Από­στο­λοι. Έφυ­γαν πολ­λοί, διε­σπά­ρη­σαν, λέγει. Και άρχι­σαν να κηρύσ­σουν Χρι­στόν εις την ύπαι­θρον. Κι εδώ βλέ­πο­με ότι ήδη το κήρυγ­μα του Ευαγ­γε­λί­ου έφθα­σε εις την Φοι­νί­κην, έφθα­σε εις την Κύπρον και εις την Αντιό­χειαν. Και τότε αντε­λή­φθη­σαν ότι ήδη το κήρυγ­μα του Ευαγ­γε­λί­ου είχε φθά­σει εις την Κύπρο και την Αντιό­χεια, αντε­λή­φθη­σαν οι Από­στο­λοι, που είχαν μεί­νει μέσα εις την πόλιν και βέβαια εν συνέ­χεια ενήρ­γη­σαν σχε­τι­κά.

Ωστό­σο, πώς ακρι­βώς διε­δό­θη το Ευαγ­γέ­λιον…, ανώ­νυ­μοι το διέ­δω­σαν. Γρά­φει πάλι ο Λου­κάς: «Τινές ξ ατν νδρες Κύπριοι κα Κυρη­ναοι, οτινες εσελ­θόν­τες ες ντιό­χειαν λάλουν πρς τος λλη­νι­στάς, εαγγε­λι­ζό­με­νοι τν Κύριον ησον». Ένα είναι γεγο­νός ότι εξε­δη­λώ­θη μία προ­κο­πή πέρα ως πέρα από κάθε προσ­δο­κία τους διά την διά­δο­σιν του Ευαγ­γε­λί­ου. Είχαν μεί­νει έκπλη­κτοι εκεί­νοι που διέ­δι­δαν το Ευαγ­γέ­λιο. Σας είπα: ανώ­νυ­μοι. Σημειώ­νει ο Λου­κάς μια πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κή φρα­σού­λα: «Κα ν χερ Κυρί­ου μετ᾿ ατν». «Ήταν», λέει, «χέρι Κυρί­ου μαζί τους». Είναι μία εβραϊ­κή έκφρα­σις που σημαί­νει βοή­θεια. Βοή­θεια του ουρα­νού.

Αν έχε­τε προ­σέ­ξει στην Αγιο­γρα­φία μας, πολ­λές φορές από μία εικό­να ενός αγί­ου ή κάποιων αγί­ων, να βγαί­νει από τη γωνία του όλου πλαι­σί­ου της εικό­νος, από τη γωνία την αρι­στε­ρή συνή­θως, μπο­ρεί όμως και από τη δεξιά, να βγαί­νει ένα χέρι και να ευλο­γεί. Αυτή είναι η χειρ Κυρί­ου, που δίνει ευλο­γία. Εικο­νο­γρα­φι­κώς έτσι παρι­στά­νε­ται.

Ένα κήρυγ­μα λοι­πόν, μία ιερα­πο­στο­λι­κή προ­σπά­θεια, είχε εδώ όλη την ευλο­γία του Θεού. Ξεκί­νη­σε δηλα­δή όπως βλέ­που­με σαφώς και ο Ευαγ­γε­λι­σμός του κόσμου, του εθνι­κού κόσμου. Γι΄αυτό επέ­τρε­ψε ο Θεός, ένας λόγος, δεν είναι ο μόνος, τον δια­σκορ­πι­σμόν των χρι­στια­νών από την Ιερου­σα­λήμ, με τον λιθο­βο­λι­σμόν του Στε­φά­νου, ακρι­βώς διό­τι, ενώ τους είπε ο Κύριος να ξεχυ­θούν μετά την Πεν­τη­κο­στή, έμε­ναν ακό­μα εις τα Ιερο­σό­λυ­μα. Βλέ­πε­τε ότι όταν κάπο­τε ο Θεός θέλει κάτι, ενώ μας το παρήγ­γει­λε, μετά δημιουρ­γεί έναν βίαιο τρό­πο. Μην τρο­μά­ζο­με. Είναι μέσα στο σχέ­διο του Θεού αυτός ο βίαιος τρό­πος, να μας ταρα­κου­νή­σει, όπως λέμε στη γλώσ­σα μας, να μας ξυπνή­σει, να αντι­λη­φθού­με μερι­κά πράγ­μα­τα. Και τού­το διό­τι ο Κύριος είπε εις τους μαθη­τάς Του την ημέ­ρα της Ανα­λή­ψε­ώς Του: «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη, βαπτί­ζον­τες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, διδά­σκον­τες ατος τηρεν πάν­τα σα νετει­λά­μην μν». «Και να τους διδά­σκε­τε όλα να τα φυλάτ­τουν, εκεί­να που σας παρήγ­γει­λα Εγώ», λέει ο Κύριος. Έτσι λοι­πόν ξεκι­νά το κήρυγ­μα του Χρι­στού, με πολ­λή καρ­πο­φο­ρία και με πολ­λή ευλο­γία. Σας υπεν­θυ­μί­ζω: «Κα ν χερ Κυρί­ου μετ᾿ ατν».

Τίθε­ται όμως το ερώ­τη­μα: Αυτά γρά­φτη­καν, αυτά δια­βά­στη­καν, αυτά ακού­στη­καν σήμε­ρα στην Εκκλη­σία. Τίθε­ται λοι­πόν το ερώ­τη­μα: Αυτή η ευλο­γία της δια­δό­σε­ως του Ευαγ­γε­λί­ου, διε­τή­ρη­σε την ίδια θερ­μό­τη­τα μέσα εις τους είκο­σι διαρ­ρεύ­σαν­τας αιώ­νας; Δυστυ­χώς όχι. Είναι γνω­στό ότι κανείς κάπο­τε στους τρεις, τέσ­σε­ρις πρώ­τους αιώ­νες δεν εγί­νε­το δεκτός εις την Εκκλη­σί­αν — και δεκτός με την έννοιαν να παρί­στα­ται εις την Θεί­αν Λει­τουρ­γί­αν, και με την έννοια ότι ηδύ­να­το να κοι­νω­νή­σει, ένα απο­μει­νά­ρι της επο­χής είναι το «Τάς θύρας, τάς θύρας…». Ήταν παράγ­γελ­μα αυτό. Τεχνι­κό παράγ­γελ­μα. «Κλεί­στε τις πόρ­τες, θυρω­ροί, κλεί­στε τις πόρ­τες! Ουδείς αμύ­η­τος, ουδείς κατη­χού­με­νος». Έπρε­πε μόνον να είναι οι πιστοί μέσα εις την Εκκλη­σί­αν. Έτσι βλέ­πο­με ότι υπήρ­χε μία αυστη­ρό­τη­τα εις το θέμα αυτό.

Κανείς λοι­πόν δεν εγί­νε­το δεκτός μη βαπτι­σθείς εις την Εκκλη­σί­αν. Αλλά για να βαπτι­στεί έπρε­πε να δεχθεί την Κατή­χη­σιν. Το βάπτι­σμα συνή­θως ακο­λου­θού­σε την Κατή­χη­σιν. Και όπου εκρί­νε­το βέβαια επαρ­κής η Κατή­χη­σις, για­τί μπο­ρού­σε ‑ας χρη­σι­μο­ποι­ή­σω μία σύγ­χρο­νη έκφρα­ση- να μεί­νει κανείς μετα­ξε­τα­στέ­ος· διό­τι ύστε­ρα από μία μακρά κατή­χη­ση, μηνών, έτους, ετών, ήρχε­το επί­σκο­πος και έκα­νε εξε­τά­σεις, ούτως ειπείν «Πες μου εσύ αυτό, πες μου εσύ εκεί­νο», κι αν κάποιος δεν εγνώ­ρι­ζε την Κατή­χη­σιν, τότε ανε­βάλ­λε­το η βάπτι­σή του για την προ­σε­χή φορά. Και η βάπτι­σις, όπως είναι γνω­στό, εγί­νε­το χον­τρι­κά, μία φορά τον χρό­νο, δύο φορές τον χρό­νο. Χρι­στού­γεν­να έως Θεο­φά­νια, γι΄αυτό λέμε αντί του Τρι­σα­γί­ου ύμνου «σοι ες Χριστν βαπτί­σθη­τε» προς τιμήν των το λέμε αυτό, και το Πάσχα. «σοι ες Χριστν βαπτί­σθη­τε, Χριστν νεδύ­σα­σθε. Ανετε τν Θεν, λλη­λού­ια».

Έτσι, υπήρ­χε μία αυστη­ρό­της. Γι΄αυτό είχα­με και σπου­δαί­ους Χρι­στια­νούς. Και όπως είπε κάποιος: Από την πόρ­τα, λέγει, έμπαι­ναν οι Κατη­χού­με­νοι, δηλα­δή προ­κει­μέ­νου να βαπτι­στούν εις την Εκκλη­σί­αν, αφού εδέ­χθη­σαν δαψι­λή, λιπα­ρά Κατή­χη­ση, αν θέλε­τε να δεί­τε ένα δείγ­μα της Κατη­χή­σε­ως των Κατη­χου­μέ­νων, πάρ­τε παρα­κα­λώ τον τόμον εκεί­νον που ανα­φέ­ρε­ται στις «Κατη­χή­σεις» του αγί­ου Κυρίλ­λου, είναι γραμ­μέ­νες το 350 μ. Χ. να δεί­τε τι ζητού­σε ο άγιος Κύριλ­λος και τι έπρε­πε να μάθουν οι Κατη­χού­με­νοι. Ένα μικρό από­σπα­σμα του περιε­χο­μέ­νου βρί­σκε­ται και εις τις Απο­στο­λι­κές Δια­τα­γές. Ας είναι. Θέμα­τα και δόγ­μα­τος, θέμα­τα δε και ήθους. Δεν μπο­ρείς να είσαι ανή­θι­κος. Πρέ­πει να μάθεις για­τί δεν πρέ­πει να είσαι ανή­θι­κος. Αλλά και θέμα­τα δόγ­μα­τος. Ότι ο Θεός είναι Τρια­δι­κός, τού­το, εκεί­νο, εκεί­νο, εκεί­νο.

Αυτή ήταν η αρχή της Εκκλη­σί­ας μας, που έλαμ­ψε. Για­τί όπως σας είπα, από τη μία πόρ­τα έμπαι­ναν οι βαπτι­σμέ­νοι αφού είχαν λιπα­ράν κατή­χη­σιν, για να βγουν, λέει από την άλλην πόρ­ταν της Εκκλη­σί­ας ως μάρ­τυ­ρες. Αυτή όμως η αρχή της Εκκλη­σί­ας, εχα­λά­ρω­σε. Μετά από την ανά­δει­ξη του Χρι­στια­νι­σμού ως επι­σή­μου θρη­σκεί­ας του κρά­τους. Έτσι έφθα­σε να προ­η­γεί­ται το Βάπτι­σμα και να ακο­λου­θεί η κατή­χη­σις. Αλλά τότε η κατή­χη­σις άρχι­σε να αμε­λεί­ται. «Ε καλά… ε, καλά, θα…». Δεν υπήρ­χε εκεί­νο που θα κινού­σε να προ­ω­θή­σει η απου­σία του Βαπτί­σμα­τος. Αυτή δε η κατά­στα­σις έφθα­σε να δημιουρ­γή­σει μία χαλα­ρό­τη­τα και ήθους και πίστε­ως εις τα μέλη της Εκκλη­σί­ας μας. Και η κατή­χη­σις απέ­βλε­πε βεβαί­ως στη γνώ­ση του δόγ­μα­τος, αλλά και εις την διόρ­θω­σιν του βίου.

Τι κόσμο βρή­κε ο Χρι­στια­νι­σμός; Τον γνω­στό μας εθνι­κόν κόσμον. Ειδω­λο­λα­τρι­κόν, με πλή­θος ελατ­τώ­μα­τα, κακί­ας και πάθη. Αυτά έπρε­πε να διορ­θω­θούν. Με την παρα­μέ­λη­ση όμως της Κατη­χή­σε­ως, άρχι­σαν και οι ανά­λο­γοι καρ­ποί. Άγνοια του δόγ­μα­τος της πίστε­ως και ημε­λη­μέ­νος βίος. Κι όπως έγρα­ψε κάπο­τε κάποιος, συγ­κε­κρι­μέ­να ο μακα­ρι­στός Τρεμ­πέ­λας στην Κατη­χη­τι­κή του ότι μέσα σε ένα μεγά­λο καζά­νι που έβρα­ζε το νερό, ξαφ­νι­κά, λέγει, από­το­μα, χύθη­κε μία πολύ μεγά­λη ποσό­τη­τα κρύ­ου νερού. Και κόπη­κε η βρά­ση. Αυτό συνέ­βη. Έτσι βλέ­πο­με στη Ρωσία, επί παρα­δείγ­μα­τι, που εκα­τη­χή­θη ορθο­δό­ξως, αλλά κατη­χή­θη­κε πολύ χον­τρι­κά, έσπευ­δαν να βαπτι­στούν στα ποτά­μια όλος ο λαός, ομα­δι­κά ομα­δι­κά. Δεν έμε­ναν περι­θώ­ρια κατη­χή­σε­ως. Αλλά και στον δικό μας εδώ χώρο τον Ελλη­νι­κό, τα ίδια. Έτσι λοι­πόν οι άνθρω­ποι αυτοί, ούτε βίο διόρ­θω­σαν, ούτε γνώ­ση πίστε­ως απέ­κτη­σαν. Και κόπη­κε η βρά­ση. Δηλα­δή ο ζήλος, εκεί­νος ο ενθου­σια­σμός, εκεί­νο το «Είμαι Χρι­στια­νός». Για­τί μου κόστι­σε να είμαι Χρι­στια­νός.

Και η κατή­χη­σις μετά το Βάπτι­σμα, κατο­πι­νά, είτε γίνε­ται με την μορ­φήν εφε­ξής, του­λά­χι­στον εις τον χώρον τον δικό μας, με την μορ­φή των κατη­χη­τι­κών μαθη­μά­των, είτε δεν γίνε­ται καθό­λου. Λέμε «έχο­με κατη­χη­τι­κά σχο­λεία. Πρέ­πει να πάει το παι­δί στο Κατη­χη­τι­κό σχο­λείο». Αλλά πόσα παι­διά πάνε στο σχο­λείο; Δημο­τι­κό, Γυμνά­σιο, Λύκειο; Όσα παι­διά πηγαί­νουν τώρα στο σχο­λείο, πηγαί­νουν άλλα τόσα παι­διά στο κατη­χη­τι­κό σχο­λείο; Αυτά λοι­πόν όλα τα παι­διά, δεν πήραν κατή­χη­ση και δεν θα την πάρουν ποτέ. Και εκεί που γίνε­ται η κατή­χη­σις, είτε σαν συχνό­τη­τα, τι είναι; Μία ώρα την εβδο­μά­δα είναι…· είτε σαν περιε­χό­με­νο, το έχο­με ζήσει το περιε­χό­με­νο της κατη­χή­σε­ως, μάλι­στα έφθα­σε εις τα ανώ­τε­ρα κατη­χη­τι­κά σχο­λεία να έχει περισ­σό­τε­ρον πολι­τι­στι­κόν χαρα­κτή­ρα η κατή­χη­σις και ολι­γό­τε­ρον πνευ­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα ή και καθό­λου. Για­τί, λέει, οι ανάγ­κες σήμε­ρα είναι πολι­τι­στι­κές… κλπ κλπ. Μα τότε δεν μπο­ρού­με να μιλά­με για χρι­στια­νι­κή κατή­χη­ση. Όλα αυτά λοι­πόν δεί­χνουν ότι το περιε­χό­με­νο της Κατη­χή­σε­ως είναι ανε­παρ­κέ­στα­το.

Και οι επι­πτώ­σεις; Βαρύ­τα­τες. Ο λαός μας, ο ορθό­δο­ξος λαός μας, ζει δυστυ­χώς σε μία παχυ­λή άγνοια. Και το ήθος του; Ω, το ήθος…! Είναι θέμα πολ­λών δακρύ­ων. Είναι βαθύ­τα­τα κοσμι­κό. Έτσι έχο­με, απο­κτή­σα­με τους Χρι­στια­νούς μας με εκκο­σμι­κευ­μέ­νην νοο­τρο­πί­αν. Είναι γνω­στό δε ότι ο εκκο­σμι­κευ­μέ­νος τρό­πος ζωής δεν σώζει. Προ­σέ­ξα­τέ το. Δεν σώζει. Δεν μπο­ρού­με να έχο­με σωτη­ρία. Έτσι, απ’ αυτούς τους εκκο­σμι­κευ­μέ­νους Χρι­στια­νούς μας, ένας αριθ­μός, επει­δή ακρι­βώς δεν υπάρ­χει θεμε­λί­ω­σις, δεν υπάρ­χει γνώ­σις, ένας αριθ­μός λοι­πόν παρα­σύ­ρε­ται στις αιρέ­σεις, αλλά και σε ενδο­κο­σμι­κά θρη­σκεύ­μα­τα. Βλέ­πε­τε σήμε­ρα τους Έλλη­νες Ορθο­δό­ξους να στρέ­φον­ται στον Ινδουι­σμό και όπου αλλού. Είπα­με ότι είναι ενδο­κο­σμι­κές θρη­σκεί­ες. Για­τί; Για­τί τον Θεό, τον τοπο­θε­τούν όλες αυτές οι θρη­σκεί­ες, εντός του κόσμου. Και είναι, σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση, ένας παν­θεϊ­σμός.

Αλλά, αλλά αυτό το κακέ­κτυ­πον ιου­δαϊ­κής θρη­σκεί­ας, που δεν υπάρ­χει η ιου­δαϊ­κή θρη­σκεία, απλώς είναι το προ­οί­μιο του Χρι­στια­νι­σμού, εν τοιαύ­τη περι­πτώ­σει, έτσι το συνη­θί­ζουν να το λένε, ξανα­λέ­γω, ένας είναι ο Θεός, και αφού είναι ένας ο Θεός, είναι μία η θρη­σκεία. Ο Θεός του Ισρα­ήλ, ο Άγιος του Ισρα­ήλ είναι ο Θεός της Και­νής Δια­θή­κης. Αναμ­φι­σβή­τη­τα. Αλλά θέλη­σαν να τα χωρί­σουν. Έτσι θέλη­σαν πιο πολύ οι Εβραί­οι. Για­τί δεν απε­δέ­χθη­σαν την Και­νή Δια­θή­κη. Όμως είναι μία η θρη­σκεία, ένας ο Θεός. Έτσι έχο­με ένα κακέ­κτυ­πον, κατα­σκευα­σμέ­νο κάπου τον 8ον αιώ­να μ.Χ. από τον Ιου­δαϊ­σμό, από τον Χρι­στια­νι­σμό και από ντό­πιες παρα­δό­σεις Αρα­βι­κές και έχο­με τον δια­βόη­τον Ισλα­μι­σμόν. Στην Ευρώ­πη, οχ ττον και στην Ελλά­δα, ξεκι­νούν οι άνθρω­ποι να προ­σέλ­θουν εις τον Ισλα­μι­σμόν. Σας κάνει εντύ­πω­ση; Προ ολί­γων ετών, όχι πολ­λών, έγι­νε παρου­σί­α­ση της ελλη­νι­κής μετα­φρά­σε­ως του Κορα­νί­ου, στον «Παρ­νασ­σό» των Αθη­νών ‑ο «Παρ­νασ­σός» είναι ένα φιλο­λο­γι­κόν ίδρυ­μα — σε μία μεγά­λη αίθου­σα, δηλα­δή παρόν­τος και του Αρχιε­πι­σκό­που Αθη­νών, και εχρη­μα­το­δο­τή­θη αυτή η μετά­φρα­σις από κάποιον εφο­πλι­στή. Ακού­σα­τε;

Ένας αριθ­μός ακό­μη, ζει μια…,ο μεγα­λύ­τε­ρος, μια ανέ­με­λη ζωή. Δεν βαριέ­σαι! Κάνει τον σταυ­ρό του, τον κάνει δε κακε­κτύ­πως τον σταυ­ρόν του, χωρίς βεβαί­ως καμί­αν, μα καμί­αν υπο­ψί­αν αλλα­γής. Αυτοί οι άνθρω­ποι δεν έχουν καν υπο­ψία του Χρι­στια­νι­σμού, τι είναι ο Χρι­στια­νι­σμός…Και τελευ­ταία, ένας αριθ­μός, επό­με­νον είναι, να ασχο­λεί­ται με τον σατα­νι­σμόν και την σατα­νο­λα­τρί­αν και μάλι­στα η νεό­τε­ρη γενεά μας, με κοι­νω­νι­κές επι­πτώ­σεις. Να πω πολύ δυσά­ρε­στες; Ο Θεός να βάλει το χέρι Του. Είμε­θα μάρ­τυ­ρες και γνώ­σται όλοι.

Τι πρέ­πει να γίνει; Καλ­λιέρ­γεια της κατη­χή­σε­ως και του κηρύγ­μα­τος. Το κήρυγ­μα πρέ­πει να είναι κατή­χη­σις. Πρέ­πει να είναι μάθη­μα. Από το μαν­θά­νω, μαθαί­νω. Το κήρυγ­μα δεν είναι δια­κο­σμη­τι­κόν στοι­χεί­ον, που θα το λέμε στα πανη­γύ­ρια και στις γιορ­τές. Και να είναι λίγα λεπτά, ίσα και μόνα να καλύ­ψου­με το επί­πε­δο της εορ­τής, με τη λει­τουρ­γία την πανη­γυ­ρι­κή, με την αρτο­κλα­σία — δεν λεί­πουν να το σημειώ­νουν αυτό, ότι έχει και αρτο­κλα­σία στη γιορ­τή- και με ένα κήρυγ­μα ολί­γων λεπτών. Συνή­θως ως δια­κο­σμη­τι­κόν. Τίπο­τε άλλο. Αχ, άνθρω­ποί μου, έχε­τε μικρό­φω­νο στα χέρια σας και μιλά­τε τον λόγο του Θεού από κάπου, ένας τόπος που πανη­γυ­ρί­ζει, η Αθή­να, δεν ξέρω πού, και μάλι­στα από το πρώ­το πρό­γραμ­μα, το λεγό­με­νον «Κρα­τι­κό πρό­γραμ­μα», και δεν λέτε τίπο­τα; Τι λόγο θα δώσε­τε; Το κήρυγ­μα είναι μάθη­μα. Δεν έγι­νε η κατή­χη­σις. Αλλά και αν έγι­νε η κατή­χη­σις, όπως στην αρχαιό­τη­τα, θα πρέ­πει να ανα­νε­ώ­νε­ται αυτή η κατή­χη­σις, για­τί ποτέ δεν μπο­ρού­με να πού­με ότι έχου­με φθά­σει σε μίαν επάρ­κειαν. Πάν­τως πρέ­πει να ξεκι­νή­σει το κήρυγ­μα ως μάθη­μα. Η κατή­χη­σις σωστά. Αν θέλου­με να δού­με καλύ­τε­ρες εκκλη­σια­στι­κές ημέ­ρες.

Και το θέμα είναι πρώ­τι­στα θέμα αγά­πης εις τον Ιησούν Χρι­στόν. Αν αγα­πάς τον Χρι­στό, σίγου­ρα μετα­δί­δεις στον πλαϊ­νό σου τον Χρι­στόν. Ο Κύριος, δε, απο­τει­νό­με­νος μετά την Ανά­στα­σή Του στον Από­στο­λο Πέτρο, του λέγει: «Σίμων ων, γαπς με πλεον τού­των;». Και παίρ­νει την απάν­τη­ση: «Να, Κριε, σ οδας τι φιλ σε». Συ γνω­ρί­ζεις ότι σε αγα­πώ. Επει­δή είχε τρι­πλήν άρνη­σιν. Τι του είπε ο Κύριος; «Βόσκε τά ρνία μου». Δηλα­δή «να κάνεις ποι­μαν­τι­κή». «Βόσκε τά ρνία μου», τους χρι­στια­νούς. Επα­νε­λή­φθη δεύ­τε­ρη και τρί­τη φορά αυτή η ερώ­τη­σις. Και στην κατα­φα­τι­κή απάν­τη­ση του Πέτρου, ο Κύριος απαν­τού­σε: «Ποί­μαι­νε τά πρό­βα­τά μου» στη δεύ­τε­ρη απάν­τη­σή του. Και στην τρί­τη: «Βόσκε τά ρνία μου». «Μ΄αγαπάς; Να ασκή­σεις ποι­μαν­τι­κή».

Πώς ασκεί­ται η ποι­μαν­τι­κή; Με το κήρυγ­μα, με την κατή­χη­ση, με τα Μυστή­ρια της Εκκλη­σί­ας. Παρα­τη­ρού­με λοι­πόν ότι η Ποι­μαν­τι­κή, δηλα­δή η ιερα­πο­στο­λή, συν­δέ­ε­ται με την αγά­πη του Χρι­στού. Αγα­πάς τον Χρι­στό; Θα ασκή­σεις ιερα­πο­στο­λή. Αν αγα­πάς τον πλη­σί­ον σου, θα ευαγ­γε­λι­στείς εις αυτόν τον Χρι­στόν.

Σήμε­ρα όμως τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Αυτή η αγά­πη υπάρ­χει; Μήπως απε­ψύ­γη; Μήπως πάγω­σε; Που λέει ο Χρι­στός: «Στις εσχά­τες μέρες η αγά­πη των πολ­λών θα ψυγεί», δηλα­δή θα κρυώ­σει, θα παγώ­σει. Ο Από­στο­λος Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου, έγρα­φε: «ν γρ εαγγε­λί­ζω­μαι, οκ στι μοι καύ­χη­μα· νάγ­κη γάρ μοι πίκει­ται (μου είναι ανάγ­κη)· οα δ μοί στιν ἐὰν μ εαγγε­λί­ζω­μαι». «Αλί­μο­νό μου», λέει, «εάν δεν ευαγ­γε­λί­ζο­μαι, εάν δεν κηρύσ­σω το Ευαγ­γέ­λιο».

Ο δε 58ος κανό­νας των Αγί­ων Απο­στό­λων, εντέλ­λε­ται τα εξής: «πίσκο­πος, πρε­σβύ­τε­ρος, μελν το κλή­ρου το λαο, κα μ παι­δεύ­ων ατος τν εσέβειαν,(δεν παι­δα­γω­γεί τον λαό εις την ευσέ­βεια, δηλα­δή εις τον Χρι­στια­νι­σμόν, δηλα­δή δεν κάνει κατή­χη­ση), φορι­ζέ­σθω (δηλα­δή να μην κοι­νω­νείπιμέ­νων δ τ μελεί κα ῥᾳθυμί καθαι­ρεί­σθω(Εάν όμως επι­μέ­νει σε αυτήν την αμέ­λεια, τότε, ή ο Επί­σκο­πος ή ο πρε­σβύ­τε­ρος πρέ­πει να καθαι­ρεί­ται)». Τι θα λέγα­με; Εάν υπάρ­χουν πρε­σβύ­τε­ροι ή επί­σκο­ποι που εμπο­δί­ζουν στον χώρο τους να ακου­στεί ο λόγος του Θεού; Εμπο­δί­ζουν! Είναι εκεί­νος ο άλλος λόγος που είπε ο Χρι­στός: «Ούτε αυτοί μπαί­νουν στη Βασι­λεία, αλλά κι εκεί­νοι που θέλουν να μπουν, τους εμπο­δί­ζουν». Στην ερμη­νεία του δε ο άγιος Νικό­δη­μος ο Αγιο­ρεί­της σε αυτόν τον κανό­να, βάζει μια φρα­σού­λα, δηλα­δή «να διδά­σκει καθ’ εκά­στην», λέει. Κάθε μέρα. Με ποι­κί­λες μορ­φές. Είτε κήρυγ­μα από άμβω­νος, είτε στην Εξο­μο­λό­γη­ση, είτε στην Κατή­χη­ση, είτε κατ’ ιδί­αν. Δεν έχει σημα­σία. Και ο Από­στο­λος Παύ­λος στην Έφε­σο που έμει­νε τρία χρό­νια, έκα­νε και κατ’ ιδί­αν κατή­χη­σιν.

Αλλά εάν υπο­χρε­ού­ται ο κλη­ρι­κός να διδά­σκει, αγα­πη­τοί μου, τον λαό και ο λαός πρέ­πει να προ­σέρ­χε­ται στη διδα­σκα­λία, είναι δίκαιο. Φρον­τί­ζου­με για σας. Εσείς πώς ακού­τε; Έρχε­στε να ακού­σε­τε; Και μόνο τότε έρχε­ται η ευλο­γία του Κυρί­ου. Γι΄αυτό ο λαός ποτέ δεν πρέ­πει να απου­σιά­ζει από τον λόγο του Θεού. Γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος στους Εβραί­ους: «Μ γκα­τα­λεί­πον­τες τν πισυ­να­γωγν αυτν(τη συγ­κέν­τρω­σή σας), καθς θος τισίν» κ.λπ. «Όπως είναι συνή­θεια», λέει, σε μερι­κούς να εγκα­τα­λεί­πουν την επι­συ­να­γω­γή, τη συγ­κέν­τρω­ση, να ακού­σουν τον λόγο του Θεού». Και για την αμέ­λεια του λαού, γρά­φει ο Παύ­λος πάλι εις τους Εβραί­ους: «Κα γρ φεί­λον­τες εναι διδά­σκα­λοι δι τν χρό­νον (τόσον και­ρό ακού­τε· οφεί­λα­τε να είσα­στε διδά­σκα­λοι), πάλιν χρεί­αν χετε το διδά­σκειν μς τινα τ στοι­χεα τς ρχς τν λογί­ων το Θεο(τα στοι­χειώ­δη, λέει, από τη Θεο­λο­γία, τα στοι­χειώ­δη), κα γεγό­να­τε χρεί­αν χον­τες γάλα­κτος κα ο στε­ρες τροφῆς». «Και είσα­στε πάλι στην ανάγ­κη να πίνε­τε γαλα­τά­κι και όχι στε­ρεά τρο­φή».

Και κάτι που πρέ­πει να σχο­λιά­σου­με. Όταν ακού­στη­κε ότι η Αντιό­χεια δέχτη­κε το κήρυγ­μα του Ευαγ­γε­λί­ου, τότε οι Από­στο­λοι, όπως σας είπα, είχαν μεί­νει στα Ιερο­σό­λυ­μα, έστει­λαν τον Βαρ­νά­βαν να δει τι γίνε­ται. Ο άνθρω­πος ήταν και Κύπριος. Όταν είδε την κίνη­ση στην Αντιό­χεια, χάρη­κε. Ακού­στε πώς το γρά­φει ο Λου­κάς: «Κα δν τν χάριν το Θεο χάρη, κα παρε­κά­λει πάν­τας τ προ­θέ­σει τς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τ Κυρί». Χάρη­κε. Και είπε: «Μπρά­βο, με την καρ­διά σας, έτσι προ­σμέ­νειν τ Κυρίῳ». Είδα­τε; Χάρη­κε. Για­τί; Για την προ­κο­πή του Ευαγ­γε­λί­ου. Δεν φθό­νη­σε. Για­τί ο φθό­νος υπάρ­χει σε κάθε επο­χή. Και μπο­ρεί να προ­σβά­λει τον εργά­τη του Ευαγ­γε­λί­ου. Συνή­θως έτσι γίνε­ται. Και ο Κύριος έγι­νε αντι­κεί­με­νον φθό­νου των διδα­σκά­λων του Ισρα­ήλ. Και το λέμε αυτό για­τί έντο­να ζού­με αυτόν τον φθό­νον. Συνή­θως ο εργά­της του Ευαγ­γε­λί­ου, που φθο­νεί, δεν καθά­ρι­σε την καρ­διά του, δεν είναι αγια­σμέ­νος άνθρω­πος.

Και δικαιο­λο­γεί για τη συμ­πε­ρι­φο­ρά αυτή του Βαρ­νά­βα ο Λου­κάς: «τι ν νρ γαθς κα πλή­ρης Πνεύ­μα­τος γίου κα πίστε­ως». Αυτός ήτο ο Βαρ­νά­βας. Αγα­θός άνθρω­πος. Γεμά­τος από Πνεύ­μα Θεού. Πώς μπο­ρού­σε να φθο­νή­σει; Ο δε Παύ­λος παρα­πο­νεί­ται: «Τινές μν κα δι φθό­νον κα ριν (γκρί­νια, μάλω­μα, τσα­κω­μοί…), τινς δ κα δι’ εδοκί­αν τν Χριστν κηρύσ­σου­σιν· Τί γάρ; (Ε, και;). Πλν παντ τρόπ, ετε προ­φά­σει ετε ληθεί, Χριστς καταγ­γέλ­λε­ται. (Τι με νοιά­ζει;, λέει, στο τέλος- τέλος. Αυτοί είναι υπεύ­θυ­νοι για τον εαυ­τό τους. Εμέ­να ένα με ενδια­φέ­ρει. Ότι ο Χρι­στός καταγ­γέλ­λε­ται, κηρύσ­σε­ται). Κα ν τούτ χαί­ρω, λλ κα χαρή­σο­μαι». «Σ΄αυτό το πράγ­μα χαί­ρο­μαι και θα χαρώ».

Αγα­πη­τοί, σήμε­ρα ο λαός μας βρί­σκε­ται στο χάος της άγνοιας του Ευαγ­γε­λί­ου. Γι΄αυτό και η απο­δο­χή πολ­λών αιρέ­σε­ως και ο διε­φθαρ­μέ­νος βίος. « γνοια τν Γραφν ( λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος) τά νω κάτω πεποί­η­κεν ( Όλα τα ανα­πο­δο­γύ­ρι­σε)». Και γρά­φει ο Παύ­λος στον επί­σκο­πο ‑επί­σκο­πον πλέ­ον- Τιμό­θεο στην Έφε­σο: «Σύ ον τέκνον μου, κου­σας (εκεί­να που άκου­σες) παρ’ μο δι πολλν μαρ­τύ­ρων, τατα παρά­θου πιστος νθρώ­ποις(Να τα παρα­θέ­σεις, λέει, σε πιστούς ανθρώ­πους), οτινες κανο σον­ται κα τέρους διδά­ξαι (που θα στα­θούν ικα­νοί να διδά­ξουν και άλλους παρα­κά­τω). Βγά­λε δηλα­δή ιερο­κή­ρυ­κες. Βγά­λε ομι­λη­τές του λόγου του Θεού, λέει στον Τιμό­θεο ο Παύ­λος.

Και για να του σημειώ­σει πιο κάτω: «Κήρυ­ξον τν λόγον, πίστη­θι εκαί­ρως καί­ρως ν πάσ διδαχ». Εκαί­ρως καί­ρως. Βρες κι εσύ την ευκαι­ρία. Και θα αιτιο­λο­γή­σει προ­φη­τι­κά: «σται γρ καιρς(για­τί θα υπάρ­ξει και­ρός), τε τς γιαι­νού­σης διδα­σκα­λί­ας οκ νέξον­ται (δεν θα ανέ­χον­ται οι άνθρω­ποι την υγιά διδα­σκα­λί­αν), λλ κατ τς πιθυ­μί­ας τς δίας αυτος πισωρ­ρεύ­σου­σι διδα­σκά­λους κνη­θό­με­νοι(που γαρ­γα­λούν, λέει) τν κοήν ‑Ωραία πραγ­μα­τά­κια. Ο Ισλα­μι­σμός τι κάνει; Γαρ­γα­λά­ει την ακο­ήν- κα π μν τς ληθεί­ας τν κον ποστρέ­ψου­σιν, π δ τος μύθους κτρα­πή­σον­ται». Και αυτός ο και­ρός είναι κατε­ξο­χήν η επο­χή μας, αγα­πη­τοί μου.

Όποιος λοι­πόν αγα­πά τον Κύριον Ιησούν Χρι­στόν, ας αρχί­σει να καταρ­τί­ζε­ται, για να μετα­δώ­σει και πιο πέρα τον λόγο του Θεού. Και να συν­τε­λέ­σει στη γνώ­ση του Θεού στον λαό μας. Δεν είναι μόνον ο άμβων που κηρύσ­σει. Είναι και το κατη­χη­τι­κό σχο­λείο, είναι και κάθε τόπος και κάθε χρό­νος, είναι οι λεγό­με­νοι «φιλι­κοί κύκλοι μελέ­της της Αγί­ας Γρα­φής», όλα αυτά που σημειώ­νει ο Παύ­λος, εκαί­ρως καί­ρως. Κάθε τόπος, κάθε χρό­νος. Και γρή­γο­ρα θα γίνει αντι­λη­πτό ότι «χείρ Κυρί­ου ελογε τό ργον το κηρύγ­μα­τος». Όποιος αγα­πά τον Κύριον, ας το σκε­φτεί.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_676.mp3

 

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Μέχρι τέλους

«Καὶ παρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυρίῳ» (Πράξ. 11,23)

O ΠΡΩΤΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ πρῶ­τος διωγ­μὸς ἄρχι­σε. Κηρύ­χτη­κε στήν πρω­τεύ­ου­σα τοῦ Ἰσρα­ήλ, στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Οἱ ἄρχον­τες τῶν Ἰου­δαί­ων, ἀρχιε­ρεῖς, γραμ­μα­τεῖς καὶ φαρι­σαῖ­οι, ποὺ εἶχαν σταυ­ρώ­σει τὸ Χρι­στό, αὐτοὶ καὶ τώρα, ὅταν ἄκου­σαν ὅτι ὁ Χρι­στὸς ἀνα­στή­θη­κε, κήρυ­ξαν διωγ­μὸ κατὰ τῶν μαθη­τῶν καὶ ἀπο­στό­λων τοῦ Κυρί­ου, ποὺ ἐκή­ρυτ­ταν τὴν ἀνά­στα­σι τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ ἰδέα καί μόνο, ὅτι ἐκεῖ­νος ποὺ αὐτοὶ σταυ­ρώ­σα­νε ἀνα­στή­θη­κε δυνα­τὸς καὶ κρα­ταιὸς ἀπὸ τὸν τάφο καὶ θὰ ἔρθῃ πάλι γιὰ νὰ κρί­νῃ τὸν κόσμο, καὶ μόνο αὐτὴ ἡ ἰδέα, τάρα­ξε τοὺς ἄρχον­τες καὶ δὲν τοὺς ἄφη­νε νὰ ἡσυ­χά­σουν. Καὶ νόμι­ζαν οἱ ταλαί­πω­ροι ὅτι θὰ ἡσυ­χά­σουν, ἐὰν τὸ Χρι­στὸς ἀνέ­στη ἔπαυε νὰ ἀκού­γε­ται. Διωγ­μός, λοι­πόν, κατὰ τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Διωγ­μοὶ κατὰ τῶν κηρύ­κων τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Διωγ­μὸς ἐξον­τω­τι­κός. Πρῶ­το δὲ θῦμα τοῦ διωγ­μοῦ ἦταν ὁ Στέ­φα­νος.

Ὁ Στέ­φα­νος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ πρώ­τους δια­κό­νους, ποὺ διά­λε­ξε ἡ Ἐκκλη­σία γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τοῦν τὸν πιστὸ λαὸ στὶς ὑλι­κές του ἀνάγ­κες. Κανείς πει­να­σμέ­νος δὲν ἔπρε­πε νὰ ὑπάρ­χῃ μετα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν. Καὶ ὁ Στέ­φα­νος ἀνα­δεί­χτη­κε ἕνας στορ­γι­κός πατέ­ρας τοῦ λαοῦ. Φρόν­τι­ζε γιὰ τὴν ὑλι­κὴ τρο­φὴ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ τρο­φὴ τοῦ λαοῦ ποὺ πίστε­ψε στο Θεό. Με δικαί­ο­σύ­νη καὶ ἀγά­πη ἐφέ­ρε­το σὲ ὅλους. Με φλο­γε­ρή καρ­διὰ κήρυτ­τε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ ζων­τα­νό κήρυγ­μά του τρα­βοῦ­σε πολὺ κόσμο στὴ νέα πίστι. Ἀλλὰ ἡ πρό­ο­δος αὐτὴ τοῦ κηρύγ­μα­τος ἦταν ἐκεί­νη ποὺ προ­κά­λε­σε τὴν ὀργὴ τῶν ἀπί­στων Ἰου­δαί­ων κατὰ τοῦ Στε­φά­νου. Ὁ Στέ­φα­νος, ὁ φλο­γε­ρός κήρυ­κας τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, ἔπρε­πε ὁπωσ­δή­πο­τε νὰ ἐξον­τω­θῇ. Τὸν συλ­λαμ­βά­νουν λοι­πόν, τον δικά­ζουν οἱ παρά­νο­μοι, τὸν κατα­δι­κά­ζουν σε θάνα­το, τὸν βγά­ζουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, κ’ ἐκεῖ χιλιά­δες χέρια φανα­τι­κῶν Ἰου­δαί­ων παίρ­νουν πέτρες καὶ τὸν πετρο­βο­λοῦν, ἐνῷ ὁ Στέ­φα­νος γονα­τί­ςτός, μιμη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ σὲ ὅλα, προ­σευ­χό­ταν γιὰ τοὺς φονιᾶ­δες.

Οἱ ἄπι­στοι Ἰου­δαῖ­οι ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν ἐκτέ­λε­σι τοῦ Στε­φά­νου ἐλπί­ζα­νε πὼς θὰ στα­μα­τή­σῃ τὸ κήρυγ­μα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Ἀλλὰ τὸ κήρυγ­μα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου ὄχι μόνο δεν στα­μά­τη­σε, ἀλλὰ καὶ δια­δό­θη­κε πιό πολύ. Ἐνῷ πρὶν ἀπὸ τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ θάνα­το του Στε­φά­νου τὸ κήρυγ­μα περιω­ρι­ζό­ταν μέσα στὴν πόλι τῶν Ἱερο­σο­λύ­μων, μετὰ ἀπὸ τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ θάνα­το τοῦ Στε­φά­νου ξάπλω­σε καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Οἱ χρι­στια­νοί, ἄνδρες καὶ γυναῖ­κες, ποὺ ἀναγ­κά­στη­καν νὰ φύγουν ἀπὸ τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα ἐξ αἰτί­ας τοῦ διωγ­μοῦ, δια­σκορ­πί­στη­καν σὲ ἄλλα μέρη, ἔφτα­σαν μέχρι τὴ Φοι­νί­κη καὶ τὴν Κύπρο καὶ τὴν Ἀντιό­χεια, καὶ παν­τοῦ ἐκή­ρυτ­ταν τὸ εὐαγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀντὶ λοι­πὸν νὰ κάνῃ κακὸ ὁ διωγ­μός, ὅπως περί­με­ναν οἱ ἄπι­στοι Ἰου­δαῖ­οι, ἔκα­νε καλό. Ὁ διωγ­μὸς ἐκεῖ­νος συνε­τέ­λε­σε στὴν ἐξά­πλω­σι τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Ἔτσι γίνε­ται πάν­το­τε ὅσο χτυ­πιέ­ται ἡ θρη­σκεία τοῦ Χρι­στοῦ, τόσο αὐξά­νει καὶ ῥιζώ­νει πιο βαθειὰ μέσ’ στὶς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Καὶ ὅπου μαρ­τυ­ρεῖ ἕνας χρι­στια­νὸς γιὰ τὴν πίστι του, ὁ Θεὸς σηκώ­νει ἄλλους γιὰ νὰ συνε­χί­σουν τὸ φλο­γε­ρό κήρυγ­μα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου.

* * *

Ἐκεῖ ποὺ εἶχε ἐξαι­ρε­τι­κή πρό­ο­δο τὸ κήρυγ­μα ἦταν ἰδί­ως ἡ Ἀντιό­χεια. Ἡ πόλις αὐτὴ ἦταν ἀπὸ τίς μεγα­λύ­τε­ρες πόλεις τοῦ ἀρχαί­ου κόσμου. Ἡ Ἀντιό­χεια εἶχε τότε πλη­θυ­σμὸ μισὸ περί­που ἑκα­τομ­μύ­ριο κατοί­κους. Σ’ αὐτὴ τὴν πόλι ἦρθαν κάποιοι χρι­στια­νοί, ποὺ κατά­γον­ταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἀπὸ τὴ Λιβύη, ποὺ ἤτα­νε μιὰ παρά­λια ἐπαρ­χία τῆς Αἰγύ­πτου, καὶ αὐτοὶ οἱ χρι­στια­νοὶ κήρυ­ξαν στη μεγά­λη πόλι τὸ Χρι­στό. Τὰ ὀνό­μα­τά τους; Δὲν τὰ ἀνα­φέ­ρει τὸ βιβλίο τῆς ἁγί­ας Γρα­φῆς ποὺ λέγε­ται Πρά­ξεις τῶν ἀπο­στό­λων. Ἦταν ἄνθρω­ποι τοῦ λαοῦ, ἄνθρω­ποι ταπει­νοὶ καὶ ἁπλοϊ­κοί, ὅπως ἦταν καὶ οἱ πρῶ­τοι μαθη­ταὶ τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦ­το; Μέσ’ στὶς καρ­διὲς τῶν ταπει­νῶν καὶ ἁπλοϊ­κῶν αὐτῶν ἀνθρώ­πων ἔκαί­γε ἡ φλό­γα τῆς πίστε­ως καὶ τῆς ἀγά­πης στο Χρι­στό. Καὶ ὅ,τι πίστευαν δὲν τὸ ἔκρυ­βαν. Τὸ κήρυτ­ταν καὶ στοὺς ἄλλους, καὶ τὰ ἁπλᾶ ἀλλὰ γεμᾶ­τα πίστι λόγια τῶν ἀνθρώ­πων αὐτῶν ἔφερ­ναν λαμ­πρὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα. Ψυχές, ποὺ ζοῦ­σαν στό σκο­τά­δι τῆς ἁμαρ­τί­ας, ἔβλε­παν τὴν ἀλή­θεια καὶ πίστευαν στὸ Χρι­στό. Ἔτσι μέσ’ στὴν Ἀντιό­χεια δημιουρ­γή­θη­κε μιὰ ἐκκλη­σία μὲ πολ­λοὺς πιστούς.

Ἡ εἴδη­σις, ὅτι τὸ κήρυγ­μα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου στὴ μεγά­λη αὐτὴ πόλι προ­ώ­δευ­σε τόσο πολύ, ἀκού­στη­κε μὲ ἰδιαί­τε­ρη χαρὰ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ποὺ κατοι­κοῦ­σαν στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Καὶ οἱ ἀπό­στο­λοι ἔκρι­ναν καλὸ νὰ στεί­λουν στὴν Ἀντιό­χεια ἕνα σπου­δαῖο κήρυ­κα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, τὸ Βαρ­νά­βα. Ὁ Βαρ­νά­βας πῆγε στὴν Ἀντιό­χεια κι ἄρχι­σε τὸ κήρυγ­μα ἕνα κήρυγ­μα, ποὺ ἔκα­νε ἰδιαί­τε­ρη ἐντύ­πω­σι στὸ λαό. Στὸ πρό­σω­πο τοῦ Βαρ­νά­βα ἀκτι­νο­βο­λοῦ­σε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ Βαρ­νά­βας ήταν ὅ,τι καὶ ἔλε­γε. Ὅποιος τὸν ἄκου­γε, δὲν ξεχώ­ρι­ζε τὰ λόγια του ἀπὸ τὸ βίο του. Ὁ Βαρ­νά­βας ἦταν μιὰ ζων­τα­νὴ εἰκό­να τοῦ Χρι­στοῦ μας. Τὸ κήρυγ­μα τοῦ Βαρ­νά­βα συνε­τέ­λε­σε πολὺ στὸ νὰ αὐξη­θῇ καὶ στε­ρε­ω­θῇ ἡ ἐκκλη­σία τῆς Ἀντιο­χεί­ας. Κι ὅταν ὁ Βαρ­νά­βας εἶδε, πὼς ἡ ἐκκλη­σία αὐξά­νε­ται καὶ πὼς αὐτὸς δὲν ἐπαρ­κεῖ πιὰ μόνος του γιὰ νὰ κατη­χῇ καὶ διδά­σκῃ τόσο λαό, φρόν­τί­ςε νὰ βρῇ καὶ ἄλλο συνερ­γά­τη. Πῆγε καὶ βρῆ­κε τὸν Παῦ­λο, ποὺ ἔμε­νε στὴν Ταρ­σὸ καὶ δὲν εἶχε ἀκό­μα ἐμφα­νι­σθῆ δημο­σί­ως στὸ κήρυγ­μα. Τὸν ἔφε­ρε στήν Αντιό­χεια, κι ἀπὸ τὴν ἡμέ­ρα ποὺ ἔφτα­σε ὁ Παῦ­λος στὴν Ἀντιό­χεια ἄρχι­σε κι αὐτὸς νὰ κηρύτ­τῃ, νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χρι­στό. Νέα πρό­ο­δος κατα­πλη­κτι­κὴ σημειώ­θη­κε τότε στὴν ἐκκλη­σία τῆς Ἀντιο­χεί­ας. Καὶ κον­τὰ στὰ ἄλλα μεγά­λα καὶ θαυ­μα­στὰ γεγο­νό­τα, ποὺ συνέ­βη­σαν στὴ μεγά­λη αὐτὴ πόλι μὲ τὸν ἐρχο­μὸ καὶ τὸ κήρυγ­μα τοῦ Παύ­λου, ἦταν κι αὐτό· ὅτι ὅσοι πίστευαν στὸ Χρι­στὸ ὠνο­μά­στη­καν χρι­στια­νοί. Καὶ ἀπὸ τότε μὲ τὸ ὄνο­μα αὐτὸ εἶνε γνω­στοὶ στὸν κόσμο ὅσοι πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό.

* * *

Ἀπ ̓ ὅλη τὴν ἀπο­στο­λι­κὴ περι­κο­πὴ ποὺ ἀκού­σα­με σήμε­ρα θὰ ἤθε­λα νὰ κρα­τή­σου­με γιὰ δίδαγ­μα μιὰ προ­τρο­πὴ ποὺ ἀπηύ­θυ­νε πρὸς τοὺς πρώ­τους χρι­στια­νοὺς τῆς Ἀντιο­χεί­ας ὁ Βαρ­νά­βας.

Τοὺς προ­έ­τρε­πε, λέει, νὰ μένουν ἀφω­σιω­μέ­νοι καὶ προ­σκολ­λη­μέ­νοι στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρι­στόν. Ναί! Νὰ μένουν μὲ ὅλη τὴ διά­θε­σι τῆς καρ­διᾶς τους. Νὰ μένουν μέχρι τέλους. Καὶ ἔκα­νε αὐτὴ τὴν προ­τρο­πὴ ὁ Βαρ­νά­βας, για­τὶ ἤξε­ρε ὅτι πολ­λοὶ εἶνε ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀκοῦ­νε ἕνα κήρυγ­μα καὶ πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό, ἀλλὰ δὲν μένουν ὅλοι μέχρι τέλους. Βαδί­ζουν στὴν ἀρχὴ μὲ προ­θυ­μία τὸ δρό­μο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μόλις παρου­σια­στοῦν τὰ πρῶ­τα ἐμπό­δια οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ἀπο­γο­η­τεύ­ον­ται, στα­μα­τοῦν καὶ γυρί­ζουν πίσω καὶ ξαναρ­χί­ζουν τὴν παλιά τους ἁμαρ­τω­λή ζωή. Δὲν εἶνε στα­θε­ροί καὶ ἀκλό­νη­τοι στὴν ἀπό­φα­σί τους. Ἔτσι ἀπὸ τοὺς 100, ποὺ πιστεύ­ουν κι ἀκο­λου­θοῦν τὸ Χρι­στό, στὸ τέλος τοῦ δρό­μου δεν μένουν παρὰ λίγοι, πολὺ λίγοι, 2 ἢ 3 ἢ 4 ἢ 5… Οἱ ἄλλοι; Φεύ­γουν δυστυ­χῶς καὶ γίνον­ται λιπο­τά­κτες, προ­δό­τες, καὶ ἐχθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ.

Γι’ αὐτό, ἀγα­πη­τοί μου, ἂς προ­σέ­ξου­με τὴν προ­τρο­πὴ αὐτὴ τοῦ ἀπο­στό­λου Βαρ­νά­βα καὶ ἂς παρα­κα­λέ­σου­με τὸν Κύριο, ὄχι μόνο σήμε­ρα καὶ αὔριο, ἀλλὰ ὅλο τὸ χρό­νο τῆς ζωῆς μας, μέχρι τελευ­ταί­ας μας ἀνα­πνο­ῆς, νὰ μένου­με κον­τά του, πιστὰ καὶ ἀφω­σιω­μέ­να παι­διά του, πραγ­μα­τι­κοὶ χρι­στια­νοί, ὅπως ἦταν οἱ πρῶ­τοι ἐκεῖ­νοι χρι­στια­νοί, ποὺ πίστευαν καὶ μαρ­τυ­ροῦ­σαν γιὰ τὸ Χρι­στό.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek