ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ Οικ. Συνόδου) (Αποστολική Περικοπή)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ — Πράξεις (κ΄ 16 — 18, 28 — 36)

Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, κεφ. Κ΄, εδά­φια 16–18 και 28–36

     16 κρι­νε γρ Παλος παρα­πλεσαι τν Εφε­σον, πως μ γνηται ατ χρο­νο­τριβσαι ν τ ᾿Ασίᾳ· σπευ­δε γρ, ε δυνατν ν ατ, τν μραν τς πεν­τη­κοστς γενσθαι ες Ιεροσλυμα. 17 ᾿Απ δ τς Μιλτου πμψας ες Εφε­σον μετε­καλσατο τος πρε­σβυτρους τς κκλησας. 18 ς δ παρεγνον­το πρς ατν, επεν ατος· μες πστα­σθε, π πρτης μρας φ᾿ ς πβην ες τν ᾿Ασαν, πς μεθ᾿ μν τν πντα χρνον γενμην.

    […] 28 Προσχετε ον αυτος κα παντ τ ποι­μνίῳ ν μς τ Πνεμα τ Αγιον θετο πισκπους, ποι­μανειν τν κκλησαν το Κυρου κα Θεο, ν περιε­ποισατο δι το δου αματος. 29 γ γρ οδα τοτο, τι εσελεσον­ται μετ τν φιξν μου λκοι βαρες ες μς μ φειδμενοι το ποι­μνου· 30 κα ξ μν ατν ναστσον­ται νδρες λαλοντες διε­στραμμνα το ποσπν τος μαθητς πσω ατν. 31 δι γρη­γο­ρετε, μνη­μο­νεοντες τι τριεταν νκτα κα μραν οκ παυσμην μετ δακρων νου­θετν να καστον.

      32 Καὶ τὰ νῦν παρα­τί­θε­μαι ὑμᾶς, ἀδελ­φοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάρι­τος αὐτοῦ τῷ δυνα­μέ­νῳ ἐποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑμῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡγια­σμέ­νοις πᾶσιν. 33 ἀργυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱμα­τι­σμοῦ οὐδε­νὸς ἐπε­θύ­μη­σα· 34 αὐτοὶ γινώ­σκε­τε ὅτι ταῖς χρεί­αις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗται. 35 πάν­τα ὑπέ­δει­ξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶν­τας δεῖ ἀντι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀσθε­νούν­των, μνη­μο­νεύ­ειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρί­ου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακά­ριόν ἐστι μᾶλ­λον διδό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. 36 καὶ ταῦ­τα εἰπών, θεὶς τὰ γόνα­τα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προ­σηύ­ξα­το.

16 Ηλθο­μεν δε εκεί, διό­τι ο Παῦ­λoς απε­φά­σι­σε να προ­σπε­ρά­ση με το πλοί­ον την Εφε­σον και να μη απο­βι­βα­σθή εις αυτήν, δια να μη χρο­νο­τρι­βή­ση εις την Ασί­αν. Και τού­το, διό­τι εβιά­ζε­το, εάν θα του ήτο δυνα­τόν, κατά την ημέ­ραν της Πεν­τη­κο­στής να φθά­ση εις Ιερο­σό­λυ­μα. 17 Από την Μιλη­τον δε έστει­λε ανθρώ­πους εις την Εφε­σον και εκά­λε­σε τους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εκκλη­σί­ας. 18 Οταν δε ήλθαν προς αυτόν, τους είπε· “σεις γνω­ρί­ζε­τε πολύ καλά, πως συμ­πε­ριε­φέρ­θην μαζή σας από την πρώ­την ημέ­ραν που ήλθα εις την Ασί­αν και καθ’ όλον τον χρό­νον της παρα­μο­νής μου.

28 Προ­σέ­χε­τε λοι­πόν στον εαυ­τόν σας, πως θα ζήτε. Προ­σέ­χε­τε δε πως θα φέρε­σθε και τι θα διδά­σκε­τε εις όλον το πνευ­μα­τι­κόν σας ποί­μνιον, στο οποί­ον το Πνεύ­μα το Αγιον σας έβα­λε επι­σκό­πους, να ποι­μαί­νε­τε την Εκκλη­σί­αν του Κυρί­ου και Θεού, την οποί­αν αυτός ο Κυριος απέ­κτη­σε με το αίμα του. 29 Διό­τι εγώ γνω­ρί­ζω τού­το· ότι μετά την έλευ­σίν μου αυτήν και την ανα­χώ­ρη­σιν θα εισέλ­θουν μετα­ξύ σας ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι και αιρε­τι­κοί, σαν άγριοι λύκοι, οι οποί­οι δεν θα λογα­ριά­ζουν καθό­λου τα λογι­κά πρό­βα­τα του Χρι­στού, αλλά θα προ­σπα­θούν να τα παρα­σύ­ρουν εις τας πλά­νας των και να τα κατα­σπα­ρά­ξουν ψυχι­κώς. 30 Και από σας τους ίδιους θα εγερ­θούν εγω­πα­θείς άνδρες, οι οποί­οι θα διδά­σκουν διε­στραμ­μέ­νας και ψευ­δείς διδα­σκα­λί­ας, δια να απο­σπούν τους μαθη­τάς από τον ορθόν δρό­μον της σωτη­ρί­ας και να τους παρα­σύ­ρουν με το μέρος των ως ιδι­κούς των οπα­δούς. 31 Δι’ αυτό πρέ­πει να είσθε άγρυ­πνοι και προ­σε­κτι­κοί, ενθυ­μού­με­νοι το παρά­δειγ­μά μου, ότι επί τρία κατά συνέ­χειαν έτη δεν έπαυ­σα νύκτα και ημέ­ραν με δάκρυα να συμ­βου­λεύω και καθο­δη­γώ τον καθέ­να σας. 

32 Και τώρα, αδελ­φοί, σας εμπι­στεύ­ο­μαι εις τα χέρια του Θεού και εις την διδα­σκα­λί­αν της χάρι­τος αυτού, ο οποί­ος Θεός μόνος ημπο­ρεί να σας οικο­δο­μή­ση εις την κατά Χρι­στόν ζωήν και να σας δώση κλη­ρο­νο­μί­αν μετα­ξύ όλων εκεί­νων, οι οποί­οι έχουν προ­χω­ρή­σει στον αγια­σμόν δια της χάρι­τος του Χρι­στού. 33 Αργύ­ριον η χρυ­σί­ον η ενδύ­μα­τα, τίπο­τε από αυτά δεν επε­θύ­μη­σα. 34 Σεις δε οι ίδιοι γνω­ρί­ζε­τε ότι εις τας ανάγ­κας μου και εις τας ανάγ­κας εκεί­νων, που ήσαν μαζή μου, υπη­ρέ­τη­σαν αυτά τα χέρια. 35 Ολα, έργω και λόγω, σας τα έχω υπο­δεί­ξει, ότι δηλα­δή έτσι εργα­ζό­με­νοι πνευ­μα­τι­κώς και υλι­κώς θα βοη­θή­τε και θα στη­ρί­ζε­τε τους ασθε­νείς εις την πίστιν αδελ­φούς. Να ενθυ­μή­σθε τους λόγους του Κυρί­ου Ιησού, τους οποί­ους αυτός είπε· Είναι περισ­σό­τε­ρον μακά­ριον να δίδη κανείς, παρά να λαμ­βά­νη”. 36 Και αφού είπε αυτά, εγο­νά­τι­σε και μαζή με όλους προ­σευ­χή­θη­κε. 

 

16 Πλεύ­σα­με κατευ­θεί­αν στη Μίλη­το, διό­τι ο Παύ­λος απο­φά­σι­σε να παρα­κάμ­ψει με το πλοίο την Έφε­σο και να μην απο­βι­βα­στεί σε αυτήν, για να μην του συμ­βεί ν’ αργο­πο­ρή­σει στην Ασία· διό­τι βια­ζό­ταν να είναι στα Ιερο­σό­λυ­μα, εάν του ήταν δυνα­τό, την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής. 17 Από τη Μίλη­το λοι­πόν έστει­λε ανθρώ­πους στην Έφε­σο και κάλε­σε τους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εκκλη­σί­ας να έλθουν να τον συναν­τή­σουν. 18 Και όταν ήλθαν κον­τά του, τους είπε: «Εσείς γνω­ρί­ζε­τε καλά πώς συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κα απέ­ναν­τί σας όλο το χρο­νι­κό διά­στη­μα της εδώ παρα­μο­νής μου από την πρώ­τη μέρα που πάτη­σα το πόδι μου στην Ασία.

    […] 28 Προ­σέ­χε­τε λοι­πόν τον εαυ­τό σας, πως θα συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε και τι θα διδά­σκε­τε. Προ­σέ­χε­τε και όλο το πνευ­μα­τι­κό σας ποί­μνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύ­μα σας τοπο­θέ­τη­σε επι­σκό­πους για να ποι­μαί­νε­τε την Εκκλη­σία του Θεού, την οποία ο Κύριος έσω­σε και κατέ­στη­σε κτή­μα του με το δικό Του αίμα. 29 Προ­σέ­χε­τε, διό­τι εγώ το γνω­ρί­ζω, μετά την ανα­χώ­ρη­σή μου θα εισβά­λουν ανά­με­σά σας ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι και πλά­νοι σαν άγριοι και σκλη­ροί λύκοι που θα διαρ­πά­ζουν αλύ­πη­τα το ποί­μνιο, βλά­πτον­τας και αφα­νί­ζον­τας τις ψυχές των λογι­κών προ­βά­των. 30 Ακό­μη κι από σας τους ίδιους θα εμφα­νι­στούν άνθρω­ποι που θα διδά­σκουν διδα­σκα­λί­ες, οι οποί­ες θα δια­στρέ­φουν την αλή­θεια, για να απο­σπούν τους μαθη­τές από τον ευθύ δρό­μο της αλή­θειας, να τους παρα­σύ­ρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπα­δούς τους. 31 Γι’ αυτό να προ­σέ­χε­τε και να είστε άγρυ­πνοι, έχον­τας ως παρά­δειγ­μα εμέ­να˙ και να θυμά­στε ότι για μια τριε­τία συνε­χώς νύχτα και μέρα δεν στα­μά­τη­σα να νου­θε­τώ με δάκρυα τον καθέ­να σας ξεχω­ρι­στά.

     32 Και τώρα σας εμπι­στεύ­ο­μαι, αδελ­φοί, στον Θεό και στον λόγο που η χάρη Του μας απο­κά­λυ­ψε. Αυτός ο λόγος Του θα σας προ­φυ­λά­ξει από κάθε πλά­νη και δια­στρο­φή. Σας εμπι­στεύ­ο­μαι στον Θεό, ο Οποί­ος μπο­ρεί να συνε­χί­σει την οικο­δο­μή σας και να σας δώσει κλη­ρο­νο­μιά τον ουρα­νό μαζί με όλους αυτούς που προ­ό­δευ­σαν στον αγια­σμό που τους χάρι­σε ο Ιησούς Χρι­στός. 33 Ασή­μι ή χρυ­σά­φι ή ρου­χι­σμό, τίπο­τε από αυτά δεν επι­θύ­μη­σα. 34 Εσείς οι ίδιοι γνω­ρί­ζε­τε ότι για τις ανάγ­κες τις δικές μου και για τις ανάγ­κες εκεί­νων που ήταν μαζί μου, υπη­ρέ­τη­σαν τα ροζια­σμέ­να αυτά χέρια. 35 Με κάθε τρό­πο σας έδω­σα το παρά­δειγ­μα ότι πρέ­πει να εργά­ζε­στε έτσι σκλη­ρά για να προ­λα­βαί­νε­τε κάθε σκαν­δα­λι­σμό των αδύ­να­μων αδελ­φών και να τους βοη­θά­τε να γίνουν δυνα­τοί πνευ­μα­τι­κά. Αλλά και να θυμά­στε τα λόγια του Κυρί­ου Ιησού, που είχε πει: ‘’Είναι καλύ­τε­ρο να δίνει κανείς παρά να παίρ­νει, ακό­μη και όταν δικαιού­ται να πάρει. Αυτό καθι­στά τον άνθρω­πο περισ­σό­τε­ρο ευτυ­χή’’». 36 Και αφού τα είπε αυτά, γονά­τι­σε και προ­σευ­χή­θη­κε μαζί με όλους αυτούς.

16 Διό­τι ὁ Παῦ­λος ἀπο­φά­σι­σε νὰ παρα­κάμ­ψῃ τὴν Ἔφε­σο γιὰ νὰ μὴ χρο­νο­τρι­βή­σῃ στὴν Ἀσία. Διό­τι ἔσπευ­δε, ἂν τοῦ ἦταν δυνα­τό, τὴν ἡμέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς νὰ βρε­θῇ στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. 28 Nὰ προ­σέ­χε­τε λοι­πὸν τοὺς ἑαυ­τούς σας καὶ ὅλο τὸ ποί­μνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅγιο σᾶς ἔθε­σε ἐπι­σκό­πους, γιὰ νὰ ποι­μαί­νε­τε τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Kυρί­ου καὶ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀπέ­κτη­σε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα. 29 Διό­τι ἐγὼ γνω­ρί­ζω τοῦ­το, ὅτι μετὰ τὸ δικό μου ἐρχο­μὸ θὰ εἰσβά­λουν σὲ σᾶς λύκοι φοβε­ροί, ποὺ δὲν λυποῦν­ται τὸ ποί­μνιο. 30 Kαὶ ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰδί­ους θὰ ἐμφα­νι­σθοῦν ἄνθρω­ποι, ποὺ θὰ διδά­σκουν διε­στραμ­μέ­να, γιὰ ν’ ἀπο­σποῦν τοὺς μαθη­τὰς (τοὺς πιστοὺς) καὶ νὰ τοὺς κάνουν ὀπα­δούς τους. 31 Γι’ αὐτὸ νὰ ἀγρυ­πνῆ­τε καὶ νὰ ἐνθυ­μῆ­σθε, ὅτι ἐπὶ τρία ἔτη νύκτα καὶ ἡμέ­ρα δὲν ἔπαυ­σα μὲ δάκρυα νὰ νου­θε­τῶ τὸν καθέ­να ἀπὸ σᾶς. 32 Kαὶ τώρα, ἀδελ­φοί, σᾶς ἀνα­θέ­τω στὸ Θεὸ καὶ στὸ λόγο, ποὺ ἐξαγ­γέλ­λει τὴ χάρι του, καὶ δύνα­ται νὰ σᾶς ἐποι­κο­δο­μή­σῃ, καὶ νὰ σᾶς δώσῃ κλη­ρο­νο­μία μετα­ξὺ ὅλων τῶν ἁγί­ων. 33 Ἀργύ­ριο ἢ χρυ­σίο ἢ ἱμα­τι­σμὸ κανε­νὸς δὲν ἐπι­θύ­μη­σα. 34 Σεῖς οἱ ἴδιοι γνω­ρί­ζε­τε, ὅτι στὶς ἀνάγ­κες μου καὶ τὶς ἀνάγ­κες ὅσων ἦταν μαζί μου ὑπη­ρέ­τη­σαν αὐτὰ τὰ χέρια. 35 Πάν­το­τε ὑπέ­δει­ξα σὲ σᾶς, ὅτι ἔτσι κοπιά­ζον­τας πρέ­πει νὰ βοη­θῆ­τε τοὺς ἀδυ­νά­τους καὶ νὰ ἐνθυ­μῆ­σθε τὰ λόγια τοῦ Kυρί­ου Ἰησοῦ, (νὰ ἐνθυ­μῆ­σθε) ὅτι αὐτὸς εἶπε: E ὐ τ υ χ ί α ε ἶ ν α ι τ ὸ ν ὰ δ ί ν ῃ κ α ν ε ὶ ς κ α ὶ ὄ χ ι τ ὸ ν ὰ π α ί ρ ν ῃ». 36 Kαὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, γονά­τι­σε μαζὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς καὶ προ­σευ­χή­θη­κε. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ  ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«κρι­νε γρ Παλος παρα­πλεσαι τν Εφε­σον, πως μ γνηται ατ χρο­νο­τριβσαι ν τ ᾿Ασίᾳ· σπευ­δε γρ, ε δυνατν ν ατ, τν μραν τς πεν­τη­κοστς γενσθαι ες Ιεροσλυμα(:πλεύ­σα­με κατευ­θεί­αν στη Μίλη­το, διό­τι ο Παύ­λος απο­φά­σι­σε να παρα­κάμ­ψει με το πλοίο την Έφε­σο και να μην απο­βι­βα­στεί σε αυτήν, για να μην του συμ­βεί να αργο­πο­ρή­σει στην Ασία· διό­τι βια­ζό­ταν να είναι στα Ιερο­σό­λυ­μα, εάν του ήταν δυνα­τό, την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής)»[Πράξ.20,17]. Ώστε και γι’ αυτό δεν ήταν δυνα­τό να μένει. Πρό­σε­χε αυτόν που κινεί­ται και από ανθρώ­πι­να κίνη­τρα και επι­θυ­μεί και βιά­ζε­ται και πολ­λές φορές δεν το κατορ­θώ­νει. Γι’ αυτό γίνον­ται αυτά, για να μη νομί­σου­με ότι ήταν πάνω από την ανθρώ­πι­νη φύση· διό­τι οι άγιοι και μεγά­λοι εκεί­νοι άντρες είχαν μεν την ίδια φύση με εμάς, όχι όμως και την ίδια προ­αί­ρε­ση, γι’ αυτό και απο­λάμ­βα­ναν σε μεγά­λο βαθ­μό τη χάρη του Θεού.

Πρό­σε­χε λοι­πόν πόσα και από μόνοι τους ρυθ­μί­ζουν. Γι’ αυτό και έλε­γε: «Mηδε­μί­αν ν μηδεν διδόν­τες προ­σκο­πήν(:και τώρα σας απευ­θύ­νου­με αυτά τα παρα­κλη­τι­κά λόγια, χωρίς να δίνου­με αφορ­μή σκαν­δά­λου σε τίπο­τε)»[Β’ Κορ. 6,3] και πάλι· «να μ μωμηθ δια­κο­νία (:για να μην κατη­γο­ρη­θεί στο ελά­χι­στο η δια­κο­νία του κηρύγ­μα­τος)»[Β’ Κορ. 6,3]. Να και τρό­πος ζωής άμεμ­πτος και μεγά­λη συγ­κα­τά­βα­ση. Αυτό ονο­μά­ζε­ται οικο­νο­μία, το να βρί­σκε­ται κανείς στο ακρό­τα­το σημείο και ύψος της αρε­τής και να κατε­βαί­νει στο τελευ­ταίο σημείο της ταπει­νο­φρο­σύ­νης.

Και παρα­δέ­ξου πως εκεί­νος που ξεπερ­νού­σε όλους στο να υλο­ποιεί τα παραγ­γέλ­μα­τα του Χρι­στού, αυτός πάλι ήταν ο πιο ταπει­νός από όλους. «Tος πσι γέγο­να τ πάν­τα, να πάν­τως τινς σώσω (: σε όλους έχω γίνει τα πάν­τα και έδει­ξα συγ­κα­τά­βα­ση δε όλους τους χαρα­κτή­ρες, ώστε με κάθε τρό­πο ανέ­νο­χα να σώσω μερι­κούς)»[Α’ Κορ. 9,22]. Ο ίδιος και σε κιν­δύ­νους έρι­ξε τον εαυ­τό του, καθώς σε άλλο σημείο λέει: «λλ᾿ ν παντ συνιστντες αυτος ς Θεο διά­κο­νοι, ν πομον πολλ, ν θλί­ψε­σιν, ν νάγ­καις, ν στε­νο­χω­ρί­αις, ν πλη­γας, ν φυλα­κας(:αλλά αντί­θε­τα, με κάθε τρό­πο συστή­νου­με τους εαυ­τούς μας και απο­δει­κνυό­μα­στε αλη­θι­νοί διά­κο­νοι του Θεού· με υπο­μο­νή πολ­λή, με θλί­ψεις, με ανάγ­κες, με στε­νο­χώ­ριες, με δαρ­μούς και μαστι­γώ­σεις που πλη­γώ­νουν το σώμα μας, με φυλα­κί­σεις)»[Β’ Κορ. 6,4–5]. Και ήταν μεγά­λος ο πόθος του για τον Χρι­στό· διό­τι αν δεν υπάρ­χει αυτό, όλα είναι περιτ­τά και τα της οικο­νο­μί­ας, και του ενά­ρε­του τρό­που ζωής και του ριψο­κίν­δυ­νου πνεύ­μα­τος. «Τίς σθε­νε(:ποιος από τους Χρι­στια­νούς ασθε­νεί σωμα­τι­κά ή πνευ­μα­τι­κά)»,λέει,«κα οκ σθεν; Τίς σκαν­δα­λί­ζε­ται, κα οκ γ πυρομαι;(:και δεν ασθε­νώ και εγώ μαζί του; Ποιος σκον­τά­φτει και πέφτει στην αμαρ­τία και δεν καί­γο­μαι και εγώ στο καμί­νι της θλί­ψε­ως και της ντρο­πής;)»[Β’ Κορ. 11,29].

Αυτά τα λόγια, παρα­κα­λώ, ας μιμού­μα­στε και εμείς, και ας ριψο­κιν­δυ­νεύ­ου­με για χάρη των αδερ­φών μας. Και αν ακό­μα είναι φωτιά και αν ακό­μα είναι σίδη­ρος, ρίψου, αγα­πη­τέ, για να σώσεις το μέλος σου· ρίψου, μη φοβη­θείς. Μαθη­τής είσαι του Χρι­στού, ο οποί­ος θυσί­α­σε την ψυχή Του για τους αδελ­φούς Του· συμ­μα­θη­τής είσαι του Παύ­λου, που προ­τί­μη­σε να πάθει κακά για τους εχθρούς, για εκεί­νους που πολε­μού­σαν γι’ αυτόν· γέμι­σε από ζήλο, μιμή­σου τον Μωυ­σή. Είδε αδι­κού­με­νο και τον υπε­ρα­σπί­στη­κε, περι­φρό­νη­σε τη βασι­λι­κή απο­λαυ­στι­κή ζωή, και έγι­νε για χάρη των κατα­πο­νε­μέ­νων φυγάς, περι­πλα­νώ­με­νος και στε­ρή­θη­κε τους συγ­γε­νείς και το σπί­τι του· πέρα­σε τόσο χρό­νο ζών­τας σε ξένη χώρα, και ούτε μέμ­φθη­κε τον εαυ­τό του, ούτε είπε: «για­τί γίνε­ται αυτό; Περι­φρό­νη­σα την βασι­λεία τόση τιμή και δόξα· προ­τί­μη­σα να φρον­τί­σω τους αδι­κου­μέ­νους και με παρέ­βλε­ψε ο Θεός, και όχι μόνο δεν με επα­νέ­φε­ρε στην προ­η­γού­με­νη τιμή, αλλά και σαράν­τα χρό­νια ζω σε ξένη χώρα. Πολύ καλά λοι­πόν· διό­τι δεν από­λαυ­σα τους μισθούς». Όμως τίπο­τε από αυτά δεν είπε ούτε σκέ­φτη­κε.

Έτσι και εσύ· και αν ακό­μα πάθεις κάποιο κακό ενώ κάνεις το καλό, και αν ακό­μα για πολύ χρό­νο το υφί­στα­σαι, μην σκαν­δα­λί­ζε­σαι, ούτε να ανη­συ­χείς· οπωσ­δή­πο­τε θα σου αντα­πο­δώ­σει ο Θεός την αμοι­βή. Όσο περισ­σό­τε­ρο καθυ­στε­ρεί η από­δο­ση, τόσο περισ­σό­τε­ρο αυξά­νον­ται οι τόκοι. Λοι­πόν ας έχου­με ψυχή συμ­πα­θη­τι­κή, ας έχου­με νου που να γνω­ρί­ζει να συμ­πά­σχει· ας μην υπάρ­χει τίπο­τα το σκλη­ρό σε εμάς, τίπο­τε το απάν­θρω­πο. Και αν ακό­μα τίπο­τα δεν μπο­ρέ­σεις να προ­σφέ­ρεις, δάκρυ­σε, πόνε­σε, στέ­να­ξε γι’ αυτά που γίνον­ται· ούτε αυτά θα σου είναι άχρη­στα. Εάν πρέ­πει να πονά­με μαζί με εκεί­νους που τιμω­ρούν­ται δίκαια από τον Θεό, πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να γίνε­ται αυτό προς εκεί­νους που υφί­σταν­ται άδι­κα κακά από τους ανθρώ­πους.

«π δ τς Μιλτου πμψας ες Εφε­σον μετε­καλσατο τος πρε­σβυτρους τς κκλησας(:από τη Μίλη­το λοι­πόν έστει­λε ανθρώ­πους στην Έφε­σο και κάλε­σε τους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εκκλη­σί­ας να έλθουν να τον συναν­τή­σουν).ς δ παρεγνον­το πρς ατν, επεν ατος· μες πστα­σθε, π πρτης μρας φ᾿ ς πβην ες τν ᾿Ασαν, πς μεθ᾿ μν τν πντα χρνον γενμην(:κι όταν ήλθαν κον­τά του, τους είπε: “Εσείς γνω­ρί­ζε­τε καλά πώς συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κα απέ­ναν­τί σας όλο το χρο­νι­κό διά­στη­μα της εδώ παρα­μο­νής μου από την πρώ­τη μέρα που πάτη­σα το πόδι μου στην Ασία”)»[Πράξ.20.16–17].

Πρό­σε­χε αυτόν που και βιά­ζε­ται να τους προ­σπε­ρά­σει και δεν τους παρα­βλέ­πει, αλλά τα τακτο­ποιεί όλα όπως πρέ­πει. Αφού έστει­λε ανθρώ­πους και προ­σκά­λε­σε τους προϊ­στα­μέ­νους της εκκλη­σί­ας, απευ­θύ­νει προς αυτούς τα όσα έχουν λεχθεί. Και είναι άξιο θαυ­μα­σμού πως, ενώ χρειά­στη­κε να πει μερι­κά σπου­δαία πράγ­μα­τα για τον εαυ­τό του, προ­σπα­θεί να φανεί μετριό­φρο­νας. Διό­τι, όπως ακρι­βώς ο Σαμου­ήλ, όταν επρό­κει­το να παρα­δώ­σει την εξου­σία στον Σαούλ, λέγει προς αυτούς: «Μάρ­τυς Κύριος ν μν κα μάρ­τυς χριστς ατο σήμε­ρον ν ταύτ τ μέρ, τι οχ ερήκα­τε ν χει­ρί μου οδέν(:είναι μάρ­τυ­ρας ενώ­πιόν σας ο Κύριος και χρι­σμέ­νος από Αυτόν βασι­λιάς Σαούλ την ημέ­ρα αυτή, ότι τίπο­τε το άδι­κο δεν βρή­κα­τε στη ζωή μου και στα χέρια μου)»[Α΄Βασ. 12,5]· και ο Δαβίδ, που δεν έγι­νε πιστευ­τός, λέγει: «Ποι­μαί­νων ν δολός σου τ πατρ ατο ν τ ποι­μνί, κα ταν ρχε­το λέων κα ρκος κα λάμ­βα­νε πρό­βα­τον κ τς γέλης, κα ξεπο­ρευό­μην πίσω ατο κα πάτα­ξα ατν (:βρι­σκό­μουν στο ποί­μνιό μου εγώ ο δού­λος Σου, βόσκον­τας τα πρό­βα­τα του πατέ­ρα μου όταν ήρθε η αρκού­δα και το λιον­τά­ρι το οποίο απο­μά­κρυ­να με τα χέρια μου)»[Α΄Βασ. 17,34–35] και ο ίδιος ο Παύ­λος λέγει προς τους Κοριν­θί­ους: «Γέγο­να φρων καυ­χώ­με­νος! μες με ναγ­κά­σα­τε(:έγι­να ανόη­τος με τις καυ­χή­σεις μου αυτές! Αλλά εσείς με αναγ­κά­σα­τε να γίνω)»[Β΄Κορ. 12,11]. Και ο Θεός το ίδιο κάνει· δεν ομι­λεί χωρίς λόγο για τον εαυ­τό Του, αλλά όταν υπάρ­χουν αμφι­βο­λί­ες, τότε ανα­φέ­ρει και τις ευερ­γε­σί­ες Του.

Πρό­σε­χε λοι­πόν και εδώ τι κάνει· παρου­σιά­ζει τη μαρ­τυ­ρία αυτών, για να μη νομί­σεις σαν καύ­χη­ση τα λόγια, και για τα όσα λέγει καλεί μάρ­τυ­ρες τους ίδιους τους ακρο­α­τές, διό­τι δεν θα έλε­γε ψέμα­τα μπρο­στά τους. Αυτή είναι η αρε­τή του δασκά­λου, όταν έχει μάρ­τυ­ρες των κατορ­θω­μά­των του τους μαθη­τές.

Και το αξιο­θαύ­μα­στο είναι ότι δεν συνέ­χι­σε να το κάνει αυτό, ούτε μία ημέ­ρα ούτε δύο, αλλά πλή­θος ετών· διό­τι λέγει: «μες πστα­σθε, π πρτης μρας φ᾿ ς πβην ες τν ᾿Ασαν, πς μεθ᾿ μν τν πντα χρνον γενμην (:εσείς γνω­ρί­ζε­τε καλά πώς συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κα απέ­ναν­τί σας όλο το χρο­νι­κό διά­στη­μα της εδώ παρα­μο­νής μου από την πρώ­τη μέρα που πάτη­σα το πόδι μου στην Ασία)»[Πράξ.20,18]. Θέλει λοι­πόν να παρη­γο­ρή­σει αυτούς, ώστε να τα υπο­μέ­νουν όλα γεν­ναία, και τον χωρι­σμό αυτού και τις δοκι­μα­σί­ες που πρό­κει­ται να συμ­βούν, όπως ακρι­βώς δηλα­δή συνέ­βη και στην περί­πτω­ση του Μωυ­σή και του Ιησού.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

«Προ­σέ­χε­τε ον αυτος κα παντ τ ποι­μνί ν μς τ Πνεμα τ γιον θετο πισκό­πους, ποι­μαί­νειν τν κκλη­σί­αν το Κυρί­ου κα Θεο, ν περιε­ποι­ή­σα­το δι το δίου αματος(:προ­σέ­χε­τε λοι­πόν τον εαυ­τό σας, πώς θα συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε και τι θα διδά­σκε­τε. Προ­σέ­χε­τε και όλο το πνευ­μα­τι­κό σας ποί­μνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύ­μα σάς τοπο­θέ­τη­σε επι­σκό­πους για να ποι­μαί­νε­τε την Εκκλη­σία του Θεού, την οποία ο Κύριος έσω­σε και κατέ­στη­σε κτή­μα Του με το δικό Του αίμα)»[Πράξ. 20,28].

Βλέ­πεις; Δύο εντο­λές έδω­σε. Ούτε δηλα­δή παρέ­χει κάποια ωφέ­λεια το να οδη­γεί κανείς σε πνευ­μα­τι­κή προ­κο­πή μόνο άλλους — διό­τι λέει: «λλ᾿ ποπιά­ζω μου τ σμα κα δου­λα­γωγ, μήπως λλοις κηρύ­ξας ατς δόκι­μος γένω­μαι (:αλλά ταλαι­πω­ρώ το σώμα μου και το υπο­βάλ­λω σε σκλη­ρή πει­θαρ­χία και δου­λεία για να μην απο­δο­κι­μα­στώ από τον Θεό και απο­δει­χτώ ανά­ξιος του βρα­βεί­ου εγώ ο ίδιος που κήρυ­ξα σε άλλους και με τη δική μου προ­τρο­πή και διδα­σκα­λία πήραν αυτοί το βρα­βείο)»[Α’ Κορ. 9,27]-, ούτε το αν φρον­τί­ζει μόνο για τον εαυ­τό του· διό­τι ο παρό­μοιος άνθρω­πος αγα­πά τον εαυ­τό του και φρον­τί­ζει μόνο για τον εαυ­τό του, και είναι όμοιος με εκεί­νον που παρά­χω­σε το τάλαν­τό του μέσα στην γη. Αυτά τα λέει όχι επει­δή η δική μας σωτη­ρία είναι προ­τι­μό­τε­ρη από τη σωτη­ρία του ποι­μνί­ου· αλλά επει­δή όταν προ­σέ­χου­με τον εαυ­τό μας, ωφε­λεί­ται και το ποί­μνιο.

«Προ­σέ­χε­τε ον αυτος κα παντ τ ποι­μνί ν μς τ Πνεμα τ γιον θετο πισκό­πους, ποι­μαί­νειν τν κκλη­σί­αν το Κυρί­ου κα Θεο, ν περιε­ποι­ή­σα­το δι το δίου αματος (:προ­σέ­χε­τε λοι­πόν τον εαυ­τό σας, πώς θα συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε και τι θα διδά­σκε­τε. Προ­σέ­χε­τε και όλο το πνευ­μα­τι­κό σας ποί­μνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύ­μα σάς τοπο­θέ­τη­σε επι­σκό­πους για να ποι­μαί­νε­τε την Εκκλη­σία του Θεού, την οποία ο Κύριος έσω­σε και κατέ­στη­σε κτή­μα Του με το δικό Του αίμα)» [Πράξ. 20,28].

Πρό­σε­χε πόσες είναι οι υπο­χρε­ώ­σεις. «Από το Άγιο Πνεύ­μα», λέει, «έχε­τε λάβει την χει­ρο­το­νία»· διό­τι αυτό σημαί­νει το «θετο»· αυτή είναι μια υπο­χρέ­ω­ση. Έπει­τα «για να ποι­μαί­νε­τε την Εκκλη­σία του Θεού»· να και η δεύ­τε­ρη. Και η τρί­τη «την οποία», λέει, «ο Κύριος έσω­σε και κατέ­στη­σε κτή­μα Του με το δικό Του αίμα». Έπει­τα ακο­λου­θεί και η παρη­γο­ριά· «ν περιε­ποισατο δι το δου αματος(:την οποία ο Κύριος έσω­σε και κατέ­στη­σε κτή­μα Του με το δικό Του αίμα)»[Πράξ. 20,31]. Εάν λοι­πόν την απέ­κτη­σε με το δικό Του αίμα, οπωσ­δή­πο­τε θα την προ­στα­τεύ­σει.

Δεί­χνει με αυτά που είπε ότι είναι πολύ­τι­μο το πράγ­μα και ότι ο κίν­δυ­νος δεν είναι για μικρά πράγ­μα­τα, εφό­σον βέβαια ο Κύριος δεν λυπή­θη­κε για χάρη της εκκλη­σί­ας ούτε και το δικό Του αίμα, ενώ εμείς περι­φρο­νού­με τη σωτη­ρία των αδελ­φών μας. Και εκεί­νος μεν για να συμ­φι­λιώ­σει εχθρούς και το αίμα Του έχυ­σε, ενώ εσύ δεν μπο­ρείς να τους δια­τη­ρή­σεις τέτοιους και ενώ έγι­ναν φίλοι.

«γ γρ οδα τοτο, τι εσελεύ­σον­ται μετ τν φιξίν μου λύκοι βαρες ες μς μ φει­δό­με­νοι το ποι­μνί­ου(:προ­σέ­χε­τε, διό­τι εγώ το γνω­ρί­ζω, μετά την ανα­χώ­ρη­σή μου θα εισβά­λουν ανά­με­σά σας ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι και πλά­νοι σαν άγριοι και σκλη­ροί λύκοι που θα διαρ­πά­ζουν αλύ­πη­τα το ποί­μνιο βλά­πτον­τας και αφα­νί­ζον­τας τις ψυχές των λογι­κών προ­βά­των)» [Πράξ. 20,29].

Πάλι από άλλη αιτία κάνει αυτούς να αυξή­σουν την προ­σο­χή τους από εκεί­να που πρό­κει­ται να συμ­βούν· όπως ακρι­βώς όταν λέει σε άλλη του επι­στο­λή: «τι οκ στιν μν πάλη πρς αμα κα σάρ­κα, λλ πρς τς ρχάς, πρς τς ξου­σί­ας, πρς τος κοσμο­κρά­το­ρας το σκό­τους το αἰῶνος τού­του, πρς τ πνευ­μα­τικ τς πονη­ρί­ας ν τος που­ρα­νί­οις (:διό­τι πραγ­μα­τι­κά δεν έχου­με να παλέ­ψου­με με αντι­πά­λους ίδιους με εμάς, με αίμα και σάρ­κα σαν τη δική μας· αλλά η πάλη και ο πόλε­μός μας είναι με τις αρχές, με τις εξου­σί­ες, με τα δια­βο­λι­κά αυτά τάγ­μα­τα, με τους κοσμο­κρά­το­ρες που εξου­σιά­ζουν το πλή­θος των ανθρώ­πων που είναι βυθι­σμέ­νοι στο ηθι­κό σκο­τά­δι που επι­κρα­τεί στον κόσμο αυτό. Καλού­μα­στε να παλέ­ψου­με με τα πνευ­μα­τι­κά όντα που είναι γεμά­τα πονη­ρία και κατοι­κούν ανά­με­σα στη γη και στον ουρα­νό)»[Εφ. 6,12]. «Διό­τι θα εισχω­ρή­σουν», λέει «μετά την ανα­χώ­ρη­σή μου μέσα σας λύκοι φοβε­ροί». Διπλό το κακό: και ότι αυτός δεν θα βρί­σκε­ται εκεί και ότι άλλοι θα κάνουν την επί­θε­σή τους. Για­τί λοι­πόν ανα­χω­ρείς εφό­σον γνω­ρί­ζεις αυτό από πριν; «Το Άγιο Πνεύ­μα με σύρει», λέει.

Και πρό­σε­χε δεν είπε απλώς «λύκοι», αλλά πρό­σθε­σε «φοβε­ροί», υπο­νο­ών­τας την αγριό­τη­τα αυτών και τη θρα­σύ­τη­τα· και το πιο φοβε­ρό είναι πως λέει ότι από αυτούς τους ίδιους θα ξεπη­δή­σουν αυτοί, πράγ­μα που είναι και πάρα πολύ φοβε­ρό όταν και ο πόλε­μος είναι και εμφύ­λιος. Και πολύ καλά είπε «προ­σέ­χε­τε», για να δεί­ξει ότι το πράγ­μα είναι πάρα πολύ σοβα­ρό ‑διό­τι πρό­κει­ται για την Εκκλη­σία του Χριστού‑, και ότι είναι μεγά­λος ο κίν­δυ­νος ‑διό­τι με το ίδιο το αίμα Του ο Κύριος τη λύτρωσε‑, και ότι είναι μεγά­λος ο πόλε­μος και διπλός.

Αυτά λοι­πόν τα δήλω­σε λέγον­τας: «Κα ξ μν ατν ναστή­σον­ται νδρες λαλοντες διε­στραμ­μέ­να το ποσπν τος μαθητς πίσω ατν (:ακό­μη κι από σας τους ίδιους θα εμφα­νι­στούν άνθρω­ποι που θα διδά­σκουν διδα­σκα­λί­ες οι οποί­ες θα δια­στρέ­φουν την αλή­θεια, για να απο­σπούν τους μαθη­τές από τον ευθύ δρό­μο της αλή­θειας, να τους παρα­σύ­ρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπα­δούς τους)»[Πράξ. 20,30].

Έπει­τα λέγε­ται και η αιτία αυτής της επι­κεί­με­νης δια­στρο­φής της αλή­θειας από κάποιους μετά την ανα­χώ­ρη­ση του Παύ­λου: «Το ποσπν τος μαθητς πσω ατν(:για να απο­σπούν τους μαθη­τές από τον ευθύ δρό­μο της αλή­θειας, να τους παρα­σύ­ρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπα­δούς τους)»[Πράξ.20,30]. Ώστε για τίπο­τα άλλο δεν δημιουρ­γούν­ταν οι αιρέ­σεις, παρά γι’ αυτό.

Έπει­τα, επει­δή τους φόβι­σε πάρα πολύ με το να πει τη φρά­ση «λύκοι φοβε­ροί», και ότι από εκεί­νους θα εμφα­νι­στούν εκεί­νοι που θα κηρύτ­τουν διε­στραμ­μέ­να την αλή­θεια, σαν ακρι­βώς από κάποιον να ρωτή­θη­κε και να του είπε: «Πώς λοι­πόν; Και ποια θα είναι η προ­φύ­λα­ξή μας;», προ­σθέ­τει και λέει: «δι γρη­γο­ρετε, μνη­μο­νεύ­ον­τες τι τριε­τί­αν νύκτα κα μέραν οκ παυ­σά­μην μετ δακρύ­ων νου­θετν να καστον (:γι’ αυτό να προ­σέ­χε­τε και να είστε άγρυ­πνοι, έχον­τας ως παρά­δειγ­μα εμέ­να˙ και να θυμά­στε ότι για μια τριε­τία συνε­χώς νύχτα και μέρα δεν στα­μά­τη­σα να νου­θε­τώ με δάκρυα τον καθέ­να σας ξεχω­ρι­στά)»[Πράξ. 20,31].

Πρό­σε­χε πόσες υπερ­βο­λές· «με δάκρυα», «νύχτα και μέρα» και «τον καθέ­να ξεχω­ρι­στά»· όχι βέβαια ότι τότε αν έβλε­πε πολ­λούς τους απέ­φευ­γε, αλλά γνώ­ρι­ζε και για μια ψυχή να κάνει τα πάν­τα. Με αυτόν τον τρό­πο δηλα­δή τους σφυ­ρη­λά­τη­σε. Και αυτό που λέει σημαί­νει το εξής: «είναι αρκε­τά αυτά που έγι­ναν από εμέ­να· τρία χρό­νια έμει­να, πολύ καλά στε­ρε­ώ­θη­καν στην πίστη, πολύ καλά ριζώ­θη­καν».

«Με δάκρυα» λέει. Βλέ­πεις ότι γι’ αυτό έχυ­νε τα δάκρυα; Αυτά ας κάνου­με και εμείς. Δεν πονά ο κακός· πόνε­σε εσύ, ίσως πονέ­σει και εκεί­νος. Όπως ακρι­βώς όταν ο ασθε­νής, δει τον για­τρό να τρώ­ει φαγη­τό, παρα­κι­νεί­ται και αυτός να φάει, έτσι λοι­πόν θα συμ­βεί και εδώ· εάν δει εσέ­να να θρη­νείς, θα μαλα­κώ­σει, θα γίνει καλός άνθρω­πος και πρά­ος.

«Τ ν ατ συναν­τή­σον­τά μοι μ εδώς(:χωρίς να ξέρω τι θα μου συμ­βεί εκεί)»[Πράξ.20,22], λέει. «Τι λοι­πόν, γι’ αυτό φεύ­γεις;». «Καθό­λου, αλλά και πάρα πολύ καλά γνω­ρί­ζω ότι με περι­μέ­νουν φυλα­κί­σεις και θλί­ψεις. Το ότι λοι­πόν με περι­μέ­νουν δοκι­μα­σί­ες το γνω­ρί­ζω, ποιες δοκι­μα­σί­ες όμως δεν το γνω­ρί­ζω, πράγ­μα που ήταν φοβε­ρό­τε­ρο. Μη λοι­πόν νομί­ζε­τε ότι τα λέω αυτά θρη­νών­τας· δεν θεω­ρώ πολύ­τι­μη την ζωή μου». Για να ενθαρ­ρύ­νει τη σκέ­ψη τους τα λέει αυτά, και να τους πεί­σει όχι μόνο να μην απο­φύ­γουν τις θλί­ψεις, αλλά και να τις υπο­φέ­ρουν γεν­ναία. Γι’ αυτό ονο­μά­ζει το πράγ­μα «δρό­μο» και «δια­κο­νία»· για να δεί­ξει από τον δρό­μο την λαμ­πρό­τη­τα του πράγ­μα­τος, και από την δια­κο­νία την υπο­χρέ­ω­ση που έχει. «Διά­κο­νος», λέει, «είμαι· τίπο­τε παρα­πά­νω δεν έχω».

Αφού τους παρη­γό­ρη­σε για τα κακο­πα­θή­μα­τα που υφί­στα­ται, και αφού είπε ότι αυτά τα υπο­μέ­νει με χαρά, και έδει­ξε τον καρ­πό από αυτά, τότε προ­σθέ­τει και το λυπη­ρό. Και αυτό το κάνει για να μην βυθί­σει στην θλί­ψη τη σκέ­ψη τους. Και ποιο είναι αυτό που λέει; Το «κα ξ μν ατν ναστή­σον­ται νδρες λαλοντες διε­στραμ­μέ­να το ποσπν τος μαθητς πίσω ατν (:ακό­μη κι από σας τους ίδιους θα εμφα­νι­στούν άνθρω­ποι που θα διδά­σκουν διδα­σκα­λί­ες οι οποί­ες θα δια­στρέ­φουν την αλή­θεια, για να απο­σπούν τους μαθη­τές από τον ευθύ δρό­μο της αλή­θειας, να τους παρα­σύ­ρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπα­δούς τους)»[Πράξ. 20,30].

«Τι λοι­πόν;», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος, «Τόσο σπου­δαίο θεω­ρείς τον εαυ­τό σου, και αν φύγεις, εμείς πεθαί­νου­με;». «Δεν εννοώ αυτό», λέει, «αλλά αν φύγω, αυτό το κάνει η δική μου απου­σία», αλλά τι; «Ότι θα ξεση­κω­θούν μερι­κοί εναν­τί­ον σας». Δεν είπε «εξαι­τί­ας της ανα­χω­ρή­σε­ώς μου», αλλά «μετά την ανα­χώ­ρη­σή μου», αν και βέβαια αυτό έχει γίνει σχε­δόν· και εάν είχε γίνει, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα συμ­βεί στη συνέ­χεια.

«Κα τ νν παρατθεμαι μς, δελ­φο, τ Θε κα τ λγ τς χριτος ατο τ δυναμν ποι­κο­δομσαι κα δοναι μν κλη­ρο­νομαν ν τος για­σμνοις πσιν(: και τώρα σας εμπι­στεύ­ο­μαι, αδελ­φοί, στον Θεό και στον λόγο που η χάρη Του μας απο­κά­λυ­ψε. Αυτός ο λόγος Του θα σας προ­φυ­λά­ξει από κάθε πλά­νη και δια­στρο­φή. Σας εμπι­στεύ­ο­μαι στον Θεό, ο οποί­ος μπο­ρεί να συνε­χί­σει την οικο­δο­μή σας και να σας δώσει κλη­ρο­νο­μιά τον ουρα­νό μαζί με όλους αυτούς που προ­ό­δευ­σαν στον αγια­σμό που τους χάρι­σε ο Ιησούς Χρι­στός)»[Πράξ.20,32].

Εκεί­νο ακρι­βώς που κάνει απο­στέλ­λον­τας επι­στο­λή, αυτό κάνει και συμ­βου­λεύ­ον­τας· μετά από τη συμ­βου­λή που δίνει τελειώ­νει τον λόγο με ευχή. Επει­δή δηλα­δή φόβι­σε αυτούς πάρα πολύ, λέγον­τας ότι «λύκοι φοβε­ροί θα εμφα­νι­στούν ανά­με­σά σας»[Πράξ.20,29], για να μην κατα­πλή­ξει τη διά­νοιά τους και την κατα­στρέ­ψει, πρό­σε­χε την παρη­γο­ρία. «Και τώρα», λέγει. Αυτό το είπε, για να δεί­ξει με αυτό ότι όπως ακρι­βώς πάν­το­τε «σας εμπι­στεύ­ο­μαι, αδελ­φοί, στον Θεό και στο λόγο που η χάρη Του μας απο­κά­λυ­ψε», δηλα­δή στη χάρη Του. Και πολύ σωστά το είπε αυτό· διό­τι γνω­ρί­ζει ότι η Χάρη σώζει. Συνέ­χεια τους υπεν­θυ­μί­ζει τη Θεία Χάρη, κάνον­τάς τους να φρον­τί­ζουν περισ­σό­τε­ρο σαν οφει­λέ­τες και προ­τρέ­πον­τάς τους να έχουν θάρ­ρος.

«τ δυναμν ποι­κο­δομσαι κα δοναι μν κλη­ρο­νομαν ν τος για­σμνοις πσιν (:ο οποί­ος Θεός μπο­ρεί να συνε­χί­σει την οικο­δο­μή σας και να σας δώσει κλη­ρο­νο­μιά τον ουρα­νό μαζί με όλους αυτούς που προ­ό­δευ­σαν στον αγια­σμό που τους χάρι­σε ο Ιησούς Χρι­στός)»[Πράξ.20,32]. Δεν είπε «να οικο­δο­μή­σει» αλλά «να εποι­κο­δο­μή­σει», για να δεί­ξει ότι ήδη οικο­δο­μή­θη­καν. Έπει­τα υπεν­θύ­μι­σε τη μέλ­λου­σα ελπί­δα, λέγον­τας: «και να σας δώσει κλη­ρο­νο­μιά τον ουρα­νό μαζί με όλους αυτούς που προ­ό­δευ­σαν στον αγια­σμό που τους χάρι­σε ο Ιησούς Χρι­στός».

Έπει­τα πάλι ακο­λου­θεί συμ­βου­λή. Λέγει: «ργυρου χρυσου ματι­σμο οδενς πεθμησα(:ασή­μι ή χρυ­σά­φι ή ρου­χι­σμό, τίπο­τε από αυτά δεν επι­θύ­μη­σα)»[Πράξ.20,33]. Κατα­στρέ­φει τη ρίζα των κακών, τη φιλαρ­γυ­ρία. «Χρή­μα­τα», λέγει, «ή χρυ­σά­φι». Δεν είπε «δεν έλα­βα», αλλά «ούτε καν επι­θύ­μη­σα». Δεν είναι ακό­μα αυτό σπου­δαίο, εκεί­νο όμως που λέγει στη συνέ­χεια είναι πολύ σπου­δαίο.

«Ατο γινσκε­τε τι τας χρεαις μου κα τος οσι μετ᾿ μο πηρτησαν α χερες αται(:εσείς οι ίδιοι γνω­ρί­ζε­τε ότι για τις ανάγ­κες τις δικές μου και για τις ανάγ­κες εκεί­νων που ήταν μαζί μου υπη­ρέ­τη­σαν τα ροζια­σμέ­να αυτά χέρια).Πντα πδει­ξα μν τι οτω κοπιντας δε ντι­λαμβνεσθαι τν σθε­νοντων(:με κάθε τρό­πο σάς έδω­σα το παρά­δειγ­μα ότι πρέ­πει να εργά­ζε­στε έτσι σκλη­ρά για να προ­λα­βαί­νε­τε κάθε σκαν­δα­λι­σμό των αδύ­να­μων αδελ­φών, και να τους βοη­θά­τε να γίνουν δυνα­τοί πνευ­μα­τι­κά)»[Πράξ.20,34–35]. Πρό­σε­χε αυτόν που κάνει χρή­ση της εργα­σί­ας και όχι απλώς εργά­ζε­ται, αλλά κοπιά­ζει. «Για τις ανάγ­κες τις δικές μου και για τις ανάγ­κες εκεί­νων που ήταν μαζί μου υπη­ρέ­τη­σαν τα ροζια­σμέ­να αυτά χέρια»· αυτό το λέγει σαν προ­τρο­πή, και πρό­σε­χε πώς το λέγει με τρό­πο κατάλ­λη­λο· διό­τι δεν είπε: «Να γίνε­τε ανώ­τε­ροι χρη­μά­των», αλλά τι; «Να βοη­θά­τε τους αδύ­να­τους». Όχι απλώς όλους, αλλά τους αδύ­να­τους.

«Μνη­μο­νεειν τε τν λγων το Κυρου ᾿Ιησο, τι ατς επε· μακριν στι μλλον διδναι λαμβνειν(:αλλά και να θυμά­στε τα λόγια του Κυρί­ου Ιησού, που είχε πει: “Είναι καλύ­τε­ρο να δίνει κανείς παρά να παίρ­νει, ακό­μη και όταν δικαιού­ται να πάρει. Αυτό καθι­στά τον άνθρω­πο περισ­σό­τε­ρο ευτυ­χή”)». Για να μη νομί­σει κάποιος ότι λέχτη­κε προς εκεί­νους και ότι δίνει τον εαυ­τό του σαν παρά­δειγ­μα, πράγ­μα που αλλού λέγει «δίνον­τας τον εαυ­τό μου παρά­δειγ­μα σε σας» [Β΄Θεσ. 3,8: «Οδ δωρεν ρτον φγομεν παρ τινος, λλ’ ν κπ κα μχθ, νκτα κα μραν ργαζμενοι, πρς τ μ πιβαρσα τινα μν(:ούτε δεχθή­κα­με από κανέ­ναν να μας προ­σφέ­ρει δωρε­άν τα μέσα της δια­τρο­φής και της συν­τη­ρή­σε­ώς μας, αλλά τα προ­μη­θευ­θή­κα­με με κόπο και μόχθο, καθώς νύχτα και ημέ­ρα εργα­ζό­μα­σταν για να μην επι­βα­ρύ­νου­με κανέ­ναν από σας)»], πρό­σθε­σε την από­φα­ση του Χρι­στού, λέγον­τας: «Μακριν στι μλλον διδναι λαμβνειν (:είναι καλύ­τε­ρο να δίνει κανείς παρά να παίρ­νει, ακό­μη και όταν δικαιού­ται να πάρει. Αυτό καθι­στά τον άνθρω­πο περισ­σό­τε­ρο ευτυ­χή)».

«Κα τατα επν, θες τ γνατα ατο σν πσιν ατος προ­σηξατο(:και αφού τα είπε αυτά, γονά­τι­σε και προ­σευ­χή­θη­κε μαζί με όλους αυτούς)»[Πράξ.20,36]. Προ­σευ­χή­θη­κε με αυτούς προ­τρέ­πον­τάς τους να κάνουν το ίδιο, για να δεί­ξει αυτό και έμπρα­κτα. «Και αφού είπε αυτά, γονά­τι­σε μαζί με όλους και προ­σευ­χή­θη­κε», όχι έτσι απλά, αλλά με πολ­λή κατά­νυ­ξη. Μεγά­λη η παρη­γο­ριά· και με το να πει: «σας αφιε­ρώ­νω στον Κύριο», παρη­γο­ρεί.

«κανς δ γνετο κλαυθμς πντων, κα πιπεσντες π τν τρχηλον το Παλου κατεφλουν ατν,δυνμενοι μλιστα π τ λγ ερκει, τι οκτι μλλου­σι τ πρσωπον ατο θεω­ρεν. προπεμ­πον δ ατν ες τ πλοον (:τότε όλοι ξέσπα­σαν σε κλά­μα­τα και οδυρ­μό μεγά­λο, και αφού έπε­σαν πάνω στον τρά­χη­λο του Παύ­λου, τον φιλού­σαν με πολ­λή στορ­γή. Ήταν τόσο θλι­βε­ρός ο χωρι­σμός αυτός, και είχαν όλοι μια τέτοια οδύ­νη, προ­παν­τός γι’ αυτό που είχε πει, πως δεν θα ξανά­βλε­παν πια το πρό­σω­πό του. Μετά ξεκί­νη­σαν μαζί του και τον ξεπρο­βό­δι­σαν μέχρι το πλοίο)»[Πράξ.20,37–38].

Είπε προ­η­γου­μέ­νως ότι «θα εμφα­νι­στούν ανά­με­σά σας λύκοι φοβε­ροί»[Πράξ.20,29], είπε ότι «εγώ δεν έχω καμιά ευθύ­νη για όλους εσάς, εάν συμ­βεί κανείς από σας να χαθεί» [Πράξ. 20,26]· και τα δύο αυτά ήταν φοβε­ρά και ικα­νά να τους λυπή­σουν, πολύ περισ­σό­τε­ρο όμως από όλα αυτό τους έκα­νε να πονέ­σουν υπερ­βο­λι­κά, το ότι άκου­σαν ότι δεν θα τον δουν πλέ­ον και αυτό έκα­νε τον αγώ­να φοβε­ρό. «Συνό­δευαν αυτόν», λέγει, «μέχρι το πλοίο». Τόσο πολύ τον αγα­πού­σαν, τέτοια ήταν η ψυχι­κή διά­θε­σή τους προς αυτόν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στις Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, ομι­λία ΜΔ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1984, τόμος 16Α, σελί­δες 580–585, 592–595, 605–613 και τόμος 16Β, ομι­λία ΜΕ΄, σελί­δες 6–11.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 79, ομι­λία ΜΔ΄, σελί­δες 37–38,43–47, και ομι­λία ΜΕ΄, σελ. 52–54.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Οἱ ἑτε­ρο­δι­δα­σκα­λοῦν­τες)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου  με θέμα:

«Οἱ τερο­δι­δα­σκα­λοντες»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 11–6‑1989]

(Β217)

Ο Από­στο­λος Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου, επι­στρέ­φει από την περιο­δεία του στην Ελλά­δα κατευ­θυ­νό­με­νος προς Ιερου­σα­λήμ. Το ταξί­δι του ήτο δια θαλάσ­σης. Σε κάποια λιμά­νια σταθ­μεύ­ει, για να δει σε πολύ σύν­το­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα, πώς πηγαί­νουν οι Εκκλη­σί­ες που είχε ιδρύ­σει. Εστάθ­μευ­σε και εις την Μίλη­τον. Δεν πήγε εις την Έφε­σον, διό­τι δεν έμε­νε χρό­νος, αλλά μετε­κά­λε­σε, δηλα­δή εκά­λε­σε από την Έφε­σον τους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εκκλη­σί­ας της Εφέ­σου, για να τους δει για λίγο, ακρι­βώς για να μη χρο­νο­τρι­βή­σει, επει­δή εβιά­ζε­το να πάγει εις τα Ιερο­σό­λυ­μα και να προ­λά­βει την εορ­τήν της Πεν­τη­κο­στής. Η συνάν­τη­σίς του αυτή με τους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εκκλη­σί­ας της Εφέ­σου, έμει­νε ιστο­ρι­κή. Και είναι μία από τις ένδο­ξες σελί­δες της Και­νής Δια­θή­κης από πλευ­ράς ποι­μαν­τι­κής, αλλά και διό­τι εκεί εις ό,τι διη­μεί­φθη και είπε στους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εφέ­σου, εκεί και ξεδι­πλώ­θη­κε η απέ­ραν­τη ψυχή του Παύ­λου, σε ένα ανεί­πω­το ουρά­νιο μεγα­λείο.

Είναι μία αθά­να­τη όντως ποι­μαν­τι­κή σελί­δα αυτή της Και­νής Δια­θή­κης. Μια σελί­δα γραμ­μέ­νη όντως από το Πνεύ­μα το Άγιον. Θα μεί­νου­με σε ό,τι ειπώ­θη­κε, μόνο σε ένα βαρυ­σή­μαν­το σημεί­ον, το οποί­ον απο­τε­λεί και ένα κεν­τρι­κόν μέρος, κεν­τρι­κό σημείο της όλης του αυτής ομι­λί­ας. Ανα­φέ­ρε­ται στο θέμα ότι μετά την ανα­χώ­ρη­σή του θα εισορ­μού­σαν «λύκοι βαρες», δηλα­δή αιρε­τι­κοί εις το ποί­μνιον της Εκκλη­σί­ας της Εφέ­σου και θα το κατε­σπά­ρασ­σαν. «γ γρ οδα τοτο(:Διό­τι γνω­ρί­ζω τού­το, λέγει), τι εσελεύ­σον­ται μετ τν φιξίν μου λύκοι βαρες(:Μετά την εδώ άφι­ξίν μου κι όταν θα ανα­χω­ρή­σω, θα εισέλ­θουν λύκοι βαρείς)ες μς(:στην Εκκλη­σία της Εφέ­σου), μ φει­δό­με­νοι το ποι­μνί­ου(:δεν θα λυπών­ται καν το ποί­μνιο, όταν θα το κατα­σπα­ράσ­σουν) κα ξ μν ατν ναστή­σον­ται νδρες λαλοντες διε­στραμ­μέ­να το ποσπν τος μαθητς πίσω ατν(:Αλλά και κάποιοι από σας που με ακού­τε τώρα, θα σηκω­θούν και θα αρχί­σουν να ομι­λούν πράγ­μα­τα ανορ­θό­δο­ξα, διε­στραμ­μέ­να, με σκο­πό να απο­σπούν τους μαθη­τάς και να τους κάνουν οπα­δούς των). Δι γρη­γο­ρετε (:Γι’αυ­τό μένε­τε ξύπνιοι, μένε­τε άγρυ­πνοι και προ­σέ­χε­τε και τον εαυ­τόν σας και το ποί­μνιο που σας ενε­πι­στεύ­θη ο Κύριος)».

Εδώ βλέ­πει ο Από­στο­λος Παύ­λος αγα­πη­τοί μου, με το προ­φη­τι­κό του μάτι ότι μετά, όπως είπα­με την ανα­χώ­ρη­σή του, θα εισβάλ­λουν αιρε­τι­κοί εις το ποί­μνιο της Εκκλη­σί­ας. Αξί­ζει να δού­με με τι χαρα­κτη­ρι­σμούς ομι­λεί δια τους αιρε­τι­κούς αυτούς. Βέβαια δεν μας ομι­λεί περί ποιας αιρέ­σε­ως ή περί ποιων αιρέ­σε­ων, αλλά έμμε­σα το βγά­ζου­με, θα το δεί­τε λίγο πιο κάτω. Αν θα θέλα­με λοι­πόν να κάνου­με μία ανά­λυ­ση, μία ανα­το­μία της ψυχο­λο­γί­ας των αιρε­τι­κών, θα βλέ­πα­με, πάν­τα, κατά τους χαρα­κτη­ρι­σμούς του Παύ­λου, ότι πρώ­τον είναι λύκοι. Εφό­σον γίνε­ται λόγος περί ποι­μνί­ου, έχο­με την εικό­να του ποι­μνί­ου, τι χει­ρό­τε­ρο, τι βαρύ­τε­ρο θα μπο­ρού­σε να στα­θεί για ένα ποί­μνιον από την παρου­σία λύκων; Και ο Κύριος ομί­λη­σε περί ποι­μνί­ου και λύκων. Όταν είπε: «Προ­σέ­χε­τε δ π τν ψευ­δο­προ­φητν ‑για­τί αυτοί είναι οι «λύκοι»-, οτινες ρχον­ται πρς μς ν νδύ­μα­σι προ­βά­των(:με σχή­μα πρά­ου και ακά­κου εργά­του), σωθεν δέ εσι λύκοι ρπα­γες (:Από μέσα τους όμως είναι λύκοι που αρπά­ζουν και δεν χορ­ταί­νουν)».

Έτσι, κάθε αιρε­τι­κός είναι ένας λύκος. Αλλά ακό­μα είναι και ένας κλέ­πτης. Όπως πάλι ο Κύριος λέγει: « κλέ­πτης οκ ρχε­ται ε μή να κλέψ και θύσ και πωλέσ». Δεν έρχε­ται παρά να κλέ­ψει, να θυσιά­σει, να σφά­ξει και να κατα­στρέ­ψει. Έτσι η αίρε­σις φαί­νε­ται πολύ καλά εδώ ότι είναι η μεγα­λύ­τε­ρη κατα­στρο­φή της ψυχής. Λέγε­ται κλέ­πτης ακό­μη ο αιρε­τι­κός, για­τί κλέ­πτει την αθά­να­τη ψυχή. Αυτή για την οποία, όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, περι­ποι­ή­θη­κε, εφρόν­τι­σε δια του ιδί­ου Του αίμα­τος. Ακό­μη χαρα­κτη­ρί­ζον­ται οι αιρε­τι­κοί «λύκοι βαρες». Όχι απλώς λύκοι. Αλλά βαρείς λύκοι. Όπως λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Οχ πλς επε, Λύκοι, λλ προ­σέ­θη­κε, Βαρες(Δηλα­δή «προ­σέ­θε­σε και τον χαρα­κτη­ρι­σμόν ‘’βαρες’’»), τ σφο­δρν ατν κα ταμν ανιτ­τό­με­νος». Για να δεί­ξει πόσο είναι φοβε­ροί, σφο­δροί, αναί­σχυν­τοι και θρα­σείς οι αιρε­τι­κοί.

Ακό­μη, λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «μή φει­δό­με­νοι το ποι­μνί­ου», «δεν θα λυπών­ται το ποί­μνιον». Ξέρε­τε ότι ένας κλέ­πτης, ένας ληστής, ένας λύκος, δεν εφρόν­τι­σε για το ποί­μνιον, γι΄αυτό μπαί­νει, σφά­ζει, κατα­στρέ­φει, ποδο­πα­τεί, για­τί δεν είναι δικό του. Οι σκο­ποί των αιρε­τι­κών είναι ιδιο­τε­λείς. Δεν λογα­ριά­ζουν τι κακό θα επι­φέ­ρουν, ούτε λυπών­ται εάν ο Χρι­στός έδω­κε το αίμα Του. Έστω κι αν επι­κα­λούν­ται το όνο­μα του Χρι­στού. Δεν λυπών­ται το αίμα του Χρι­στού, που εφρόν­τι­σε και εθε­με­λί­ω­σε την Εκκλη­σία.

Ακό­μη θα είναι, λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «λαλοντες διε­στραμ­μέ­να». Αυτό εξάλ­λου είναι το κύριον χαρα­κτη­ρι­στι­κόν των αιρε­τι­κών. Ότι η διδα­σκα­λία των θα είναι διε­στραμ­μέ­νη. Δηλα­δή τέτοια που δεν θα οδη­γεί εις την σωτη­ρί­αν. Θα είναι οι ετε­ρο­δι­δα­σκα­λούν­τες. Εκεί­νοι που θα διδά­σκουν άλλα πράγ­μα­τα, ξένα πράγ­μα­τα. Τι θα διδά­σκουν; Ετε­ρο­δι­δα­σκα­λί­αν. Αυτός εξάλ­λου είναι και ο κύριος σκο­πός τους. Ποιος λέτε; «το ποσπν -ακό­μη ένας χαρα­κτη­ρι­σμός- τος μαθητς πίσω ατν». Για­τί; Διό­τι όλη αυτή η ιστο­ρία των αιρε­τι­κών, επει­δή δεν πεί­θον­ται εις την παρά­δο­σιν και ερμη­νεί­αν του λόγου του Θεού, της Αγί­ας Γρα­φής, αυτήν που είναι κατα­τε­θει­μέ­νη μέσα εις την Αγί­αν Γρα­φήν, είναι η κενο­δο­ξία, είναι η υπε­ρη­φά­νεια. Θέλουν να επι­δει­χθούν, θέλουν να πρω­το­τυ­πή­σουν. Βεβαί­ως είναι μία πρω­το­τυ­πία δαι­μο­νι­κή.

Γι’ αυτό λέγει εδώ ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Ο σκο­πός τους; Να απο­σπά­σουν μαθη­τάς». Από πού να τους απο­σπά­σουν; Από την εν Χρι­στώ απλό­τη­τα, από την Αλή­θεια. Και τι να τους κάνουν; Να τους απο­σπά­σουν πίσω ατῶν. Δηλα­δή να τους κατα­στή­σουν οπα­δούς. Όπως λέγει ο Αμμώ­νιος: « γάρ τν αρετικν σκο­πός σπου­δά­ζει, ο τ Κυρί, λλ’ αυτος περι­ποισαι λαόν, να αυτος καυχνται». Φρον­τί­ζουν να δημιουρ­γούν έναν κύκλον ανθρώ­πων, ένα λαό όχι τον λαό του Κυρί­ου, για να καυ­χη­θούν. Ότι «εγώ έχω την δυνα­τό­τη­τα να συγ­κεν­τρώ­σω λαό γύρω από το όνο­μά μου. Είμαι σπου­δαί­ος». Δηλα­δή φοβε­ρή, αθε­ρά­πευ­τη, ναι, το τολ­μώ να το πω, αθε­ρά­πευ­τη κενο­δο­ξία και υπε­ρη­φά­νεια. Για­τί είπα: «αθε­ρά­πευ­τη»; Για­τί λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος στον Τίτο στη επι­στο­λή του προς τον Τίτον, επί­σκο­πο Κρή­της, του λέγει ότι… «Φρόν­τι­σε για­τί κάποιος μπο­ρεί να έχει απλώς παρα­συρ­θεί, να έχει πλα­νη­θεί, να τον βοη­θή­σεις να επα­νέλ­θει εις την πίστιν. Δεν το κατα­φέρ­νεις; «Μετ μίαν κα δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν παραι­το(:Να παραι­τη­θείς) εδς(:γνω­ρί­ζον­τας) τι ξέστρα­πται τοιοτος» (κστρέ­φω, βγαί­νω από τις τρο­χιές μου, κάνω άλλη κίνη­ση. Αν φερει­πείν η συμ­πε­ρι­φο­ρά ενός φαι­νο­μέ­νου είναι δεξιό­στρο­φος, να κάνω εγώ… θυμη­θεί­τε από την Φυσι­κή, αρι­στε­ρό­στρο­φη κίνη­ση. Δηλα­δή το αντί­θε­το. Λέγε­ται ότι ο καρ­κί­νος δεν είναι τι άλλο παρά η αντί­θε­τος στρο­φή από εκεί­νη που κάνουν στη συμ­πε­ρι­φο­ρά τους τα υγιή κύτ­τα­ρα. Αυτό είναι ο αιρε­τι­κός. Είναι φοβε­ρόν πράγ­μα). Και λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος ακό­μη ότι είναι «ξιο­κα­τά­κρι­τος» ο άνθρω­πος αυτός. Δηλα­δή αθε­ρά­πευ­τος πια η υπε­ρη­φά­νειά του και οδη­γεί­ται εις την απώ­λεια. Μιμούν­ται τον διά­βο­λον, ο οποί­ος βεβαί­ως δεν πρό­κει­ται ποτέ να μετα­νο­ή­σει ο διά­βο­λος.

Ακό­μα βλέ­πο­με εδώ κάτι πολύ σπου­δαίο. Για­τί αυτό μας ενδια­φέ­ρει. Διό­τι οι ίδιοι μόνοι τους ήσαν αυτοί που είναι, τότε δεν θα ενδια­φέ­ρει και πάρα πολύ. Το θέμα είναι ότι ιδιο­ποιούν­ται τον λαό του Θεού. Παρα­σύ­ρουν τον λαό του Θεού.

Ποιοι όμως μπο­ρού­σαν να είναι αυτοί και τι μπο­ρού­σαν να διδά­σκουν; Βέβαια, σε αυτήν την περί­πτω­ση στην ομι­λία του στους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εφέ­σου ο Από­στο­λος Παύ­λος δεν κάνει ανα­φο­ρά σε ονό­μα­τα. Γνω­ρί­ζου­με όμως από τις επι­στο­λές του τις ποι­μαν­τι­κές στον Τιμό­θεο, που ήτο επί­σκο­πος της Εφέ­σου, που τις γρά­φει τις επι­στο­λές αυτές από τη Ρώμη ενώ είναι δέσμιος, ότι ο Παύ­λος δικαιώ­θη­κε με αυτά που τους είχε πει. Και εκεί ανα­φέ­ρον­ται ποιοι ήσαν αυτοί οι ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι. Εφέ­σιοι μάλι­στα. Είναι ο Υμέ­ναιος και ο Αλέ­ξαν­δρος, ο Φύγελ­λος και ο Ερμο­γέ­νης, ο Φιλη­τός και ο Διο­τρε­φής. Ακό­μη ανα­φέ­ρει ο Ευσέ­βιος στην Ιστο­ρία του την εκκλη­σια­στι­κή ότι στην Έφε­σο είχε συναν­τή­σει ο άγιος Ιωάν­νης ο Ευαγ­γε­λι­στής τον Κύριν­θον. Έτσι έχο­με επτά ονό­μα­τα Εφε­σί­ων αιρε­τι­κών. Για τον Υμέ­ναιο και για τον Αλέ­ξαν­δρο, γρά­φει στην Α΄ του επι­στο­λή προς Τιμό­θε­ον ο Από­στο­λος Παύ­λος, προ­σέξ­τε για­τί είναι πάρα πολύ σημαν­τι­κά, δεν απο­τε­λούν στοι­χεία Ιστο­ρί­ας αλλά είναι στοι­χεία τα οποία, ιστο­ρι­κά μεν, πολ­λά όμως διδά­σκον­τα, διό­τι δεν πρω­το­τυ­πούν οι αιρε­τι­κοί. Ό,τι έλε­γαν τότε, λέγουν και σήμε­ρα και θα λέγουν και αύριο και συνε­πώς το θέμα μας ενδια­φέ­ρει πολύ.

Σημειώ­νει λοι­πόν εκεί ο Από­στο­λος Παύ­λος και λέει στον Τιμό­θεο: «Περ τν πίστιν ναυά­γη­σαν(Ώστε ο αιρε­τι­κός είναι ένας ναυα­γός της πίστε­ως. Ναυα­γός!)ν (εκ των οποί­ων … Συνε­πώς όταν λέγει «ν», εκ των οποί­ων, προ­ϋ­πο­θέ­τει περισ­σό­τε­ρους αλλά ανα­φέ­ρε­ται στους κυριό­τε­ρους) ν στιν μέναιος κα λέξαν­δρος, ος παρέ­δω­κα τ σαταν, να παι­δευθσι μ βλα­σφη­μεν)». Τους απέ­κο­ψα από την Εκκλη­σία. Αυτό θα πει «τούς παρέ­δω­κα τ σαταν» Να είχα­με χρό­νο να δεί­τε πόσο φοβε­ρό πράγ­μα είναι αυτό το «παρέ­δω­κα τ σαταν». Φοβε­ρόν. Δηλα­δή είναι ο αφο­ρι­σμός. «Τους αφό­ρι­σα», όπως θα λέγα­με σήμε­ρα. Για­τί; Για να μη βλα­σφη­μούν.

Ώστε βλέ­πει κανείς ότι η αιρε­τι­κή διδα­σκα­λία είναι βλα­σφη­μία. Και είναι βλα­σφη­μία, διό­τι δεν απο­δί­δει τα ορθά. Και παν ό,τι δεν απο­δί­δει στον Θεό το ορθόν, αυτό είναι βλα­σφη­μία. Αν σας πουν ότι το παι­δί που έχε­τε δεν είναι δικό σας, δεν είναι δικό σας το παι­δί, δεν μου λέτε, δεν θα το θεω­ρού­σα­τε αυτό βλα­σφη­μία και προ­σβο­λή; Εάν λοι­πόν ο Άρειος, επί παρα­δείγ­μα­τι έλε­γε ότι ο Ιησούς δεν είναι υιός του Θεού, αλλά είναι κτί­σμα, δεν είναι προ­σβο­λή; Δεν είναι βλα­σφη­μία; Το λέω για να κατα­λά­βε­τε την έννοια του για­τί η αίρε­σις είναι βλα­σφη­μία. Διά δε τον Υμέ­ναιον και τον Φιλη­τόν, λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Κα λόγος ατν ‑η διδα­σκα­λία τους η αιρε­τι­κή- ς γάγ­γραι­να νομν ξει· ν στιν μέναιος κα Φιλη­τός, οτινες περ τν λήθειαν στό­χη­σαν, λέγον­τες τν νάστα­σιν δη γεγο­νέ­ναι, κα νατρέ­που­σι τήν τινων πίστιν». Δηλα­δή ότι η διδα­σκα­λία τους θα εξα­πλω­θεί σαν γάγ­γραι­να. Γάγ­γραι­να είναι μία πλη­γή η οποία εσά­πι­σε και δεν έχει ποτέ την ελπί­δα να κλεί­σει. Είδα­τε χαρα­κτη­ρι­σμό του Απο­στό­λου Παύ­λου; Για­τί είναι αθε­ρά­πευ­το πράγ­μα. Η γάγ­γραι­να είναι αθε­ρά­πευ­το πράγ­μα.

Τι εδί­δα­σκαν αυτοί; Ότι «η ανά­στα­σις», έλε­γαν, «έχει ήδη γίνει». Διό­τι ηρνούν­το την ανά­στα­σιν του σώμα­τος. Και έμε­ναν εις την ανά­στα­σιν …των ψυχών. Δηλα­δή σε μία ηθι­κή ανά­στα­σιν, πνευ­μα­τι­κήν ανά­στα­σιν. Προ­σέξ­τε· αυτή τη στιγ­μή, πόσοι με ακού­τε; Για να δεί­τε πόσο ενδια­φέ­ρον­τας πράγ­μα­τα είναι αυτά. Αν σας δώσω μία κόλ­λα χαρ­τί κι ένα μολύ­βι και σας πω: «Γράψ­τε μου σας παρα­κα­λώ, βάλ­τε και το όνο­μά σας από πάνω, εσείς πώς πιστεύ­ε­τε την ανά­στα­σιν;». Είμαι σίγου­ρος, για­τί αυτό είναι το μεγά­λο δυστύ­χη­μα της Εκκλη­σί­ας μας, που αγνο­εί και πολ­λές φορές είμα­στε εμείς υπεύ­θυ­νοι για­τί το εκκλη­σί­α­σμα αγνο­εί, θα γρά­φα­τε περί ανα­στά­σε­ως των ψυχών. Και δεν θα κάνα­τε τίπο­τε άλλο παρά να γρά­φα­τε εκεί­νο το οποί­ον ήδη είχε πει στην επο­χή του Παύ­λου ο Υμέ­ναιος και ο Φιλη­τός. Για να δεί­τε πόσο κον­τά μας είναι όλα αυτά τα πράγ­μα­τα… «Και με τον τρό­πον αυτόν», λέγει, «που κηρύσ­σουν ότι έγι­νε η ανά­στα­σις των νεκρών και εννο­ούν πνευ­μα­τι­κή ανά­στα­σιν, δηλα­δή ανα­γέν­νη­σιν και όχι ανά­στα­σι σωμά­των, κατά το «προσ­δοκ νάστα­σιν νεκρν» που λέμε στο Σύμ­βο­λο της ομο­λο­γί­ας της Πίστε­ως, ανα­τρέ­πουν μερι­κών την πίστιν». Ποί­ων; Εκεί­νων που δεν είναι θεμε­λιω­μέ­νοι.

Τι κάνει αλή­θεια, αγα­πη­τοί μου, τον αιρε­τι­κό να απο­κλί­νει από την αλή­θειαν; Σας είπα. Η υπε­ρη­φά­νεια. Αυτό είναι βασι­κό. Ακό­μη, η προ­σπά­θεια ερμη­νεί­ας της πίστε­ως με την λογι­κήν. Και όχι με την παρά­δο­σιν της Εκκλη­σί­ας. Δεν απο­δέ­χε­σαι την απο­κά­λυ­ψιν του Λόγου του Θεού. Πώς θα γίνει η ανά­στα­σις των νεκρών; Ο Θεός το ξέρει. Ο Θεός είναι δυνα­τός. Αυτό μου δίδα­ξε ο Χρι­στός. Και με δίδα­ξε και με τη δική Του την ανά­στα­ση. Το πώς θα γίνει, Εκεί­νος το ξέρει. Αν καθί­σω και το λογι­κο­ποι­ή­σω , θα πω, είναι αδύ­να­τον να γίνει ανά­στα­ση σωμά­των, για­τί τα σώμα­τα λιώ­νουν στον τάφο. Συνε­πώς πρέ­πει να πρό­κει­ται περί ανα­στά­σε­ως ηθι­κής, πνευ­μα­τι­κής ανα­στά­σε­ως των ανθρώ­πων. Ιδού πώς ξεκι­νά­ει κανείς και φθά­νει στην αίρε­ση. Όταν λογι­κο­ποι­ή­σει το δόγ­μα. Όταν το εντά­ξει μέσα στα λογι­κά κατη­γο­ρή­μα­τα εκεί­νο που απο­κα­λύ­πτει ο λόγος του Θεού και είναι υπέρ λόγον. Λέγει ο Θεο­δώ­ρη­τος ότι ακό­μη μία αιτία που κανείς δημιουρ­γεί την αίρε­σιν είναι «ποβά­θρα πολ­λά­κις σεβεί­ας διε­φθαρ­μέ­νος βίος». Όταν έχεις διε­φθαρ­μέ­νο βίο, προ­σπα­θείς να προ­σαρ­μό­σεις την πίστη σου ανά­λο­γα με εκεί­να που ζεις.

Προ­σέξ­τε αυτό. Πάρα πολ­λοί άνθρω­ποι λέγουν: «Δεν θα γίνει ανά­στα­σις των νεκρών». Για­τί; Δεν τους συμ­φέ­ρει. Κάπο­τε ένας φύλαρ­χος στην Αφρι­κή, όταν άκου­σε έναν ιερα­πό­στο­λο να κηρύσ­σει την ανά­στα­ση των νεκρών, άρχι­σε να φωνά­ζει και να λέει: «Αδύ­να­τον! Αδύ­να­τον!». «Για­τί», του λέει ο ιερα­πό­στο­λος, «είναι αδύ­να­τον;». «Και όλους αυτούς που εγώ σκό­τω­σα, θα ανα­στη­θούν;». Ιδού! Ιδού! Δηλα­δή ότι η ηθι­κή είναι εκεί­νη η οποία υπα­γο­ρεύ­ει την άρνη­σιν ενός δόγ­μα­τος. Κι όπως λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «ταν γρ βίος πεγνω­σμέ­νος, καί δόγ­μα τίκτε­ται τοιοτον -δηλα­δή όταν υπάρ­χει ένας βρώ­μι­κος τρό­πος ζωής, τότε και ανά­λο­γο δόγ­μα γεν­νά­ει- να γάρ μή φόβ τν μελ­λόν­των βασα­νί­ζον­ται(για να μη βασα­νί­ζε­ται η συνεί­δη­σή τους από τον φόβο μιας κολά­σε­ως) σπου­δά­ζου­σιν πεσαι τήν ψυχήν τι ψευδ πάν­τα τά παρ’ μν(σπεύ­δουν να πεί­σουν τον εαυ­τό τους ότι εκεί­να που εμείς διδά­σκου­με είναι ψέμα­τα)». Υπάρ­χει κόλα­σις, αδελ­φέ. Δεν θες να διορ­θω­θείς; Θέλεις να μεί­νεις στο ίδιο στην ίδια βάση; Μέσα στην αμαρ­τία σου; Στην επι­μο­νή σου στην αμαρ­τία; Αρνεί­σαι την κόλα­ση. Και θα πεις: «Δεν υπάρ­χει κόλα­σις». Για­τί; Όταν δεν έχεις λόγους να πας στην κόλα­ση, για­τί να το αρνη­θείς; Βλέ­πε­τε πόσο παί­ζει ρόλο ο τρό­πος ζωής, ο τρό­πος ζωής τον τρό­πον του σκέ­πτε­σθαι.

Αυτά βέβαια έχουν ισχύ πάν­το­τε μέσ’ την Εκκλη­σία. Σήμε­ρα όμως μεσ’ την Εκκλη­σία, αγα­πη­τοί μου, δρουν, πάν­το­τε δηλα­δή, σήμε­ρα ομοί­ως, για­τί το σήμε­ρα μας ενδια­φέ­ρει, πολ­λοί αιρε­τι­κοί. Σήμε­ρα. 1989. Σήμε­ρα. Επι­τρέ­ψα­τέ μου έτσι ενδει­κτι­κώς να σας πω. Πρώ­τα πρώ­τα είναι ο Γνω­στι­κι­σμός. Αυτός ποτέ δεν πέθα­νε· ο Γνω­στι­κι­σμός. Στην επο­χή μας έχει πάρα πολ­λήν έξαρ­σιν. Και στην πόλη μας υπάρ­χει κέν­τρον Γνω­στι­κών. Ή, όπως λέγε­ται, «Κέν­τρον Γνω­στι­κών Σπου­δών». Τι είναι; Ο Γνω­στι­κι­σμός είναι ένα ανα­κά­τω­μα πολ­λών πραγ­μά­των. Θρη­σκευ­τι­κών και φιλο­σο­φι­κών, ανο­ή­των και βλα­κω­δών, αυθαι­ρέ­των πραγ­μά­των, κατ’ επι­νόη­σιν ενός νοση­ρού μυα­λού. Όλα αυτά είναι ανα­κα­τε­μέ­να. Και απο­τε­λεί ο Γνω­στι­κι­σμός, προ­σέ­ξα­τέ το αυτό, το μετα­φυ­σι­κό υπό­βα­θρον της Θεο­σο­φί­ας και του Μασω­νι­σμού. Της Θεο­σο­φί­ας και του Μασω­νι­σμού· το μετα­φυ­σι­κόν υπό­βα­θρον είναι ο Γνω­στι­κι­σμός. Χρη­σι­μο­ποιεί την Αγί­αν Γρα­φήν. Αλλά, εάν δεί­τε, κυκλο­φο­ρούν πάμ­πολ­λα, δεκά­δες βιβλία κυκλο­φο­ρούν, χον­τρά βιβλία, δεκά­δες κυκλο­φο­ρούν, φρι­κώ­δης ερμη­νεία της Αγί­ας Γρα­φής, φρι­κώ­δης· που είναι καθα­ρώς ειδω­λο­λα­τρι­κό σύστη­μα και από­λυ­τα δαι­μο­νι­κόν.

Ακό­μη στην επο­χή μας έχο­με τον νεο-Νικο­λαϊ­τι­σμόν. Είναι Γνω­στι­κής προ­ε­λεύ­σε­ως. «Θέλεις να φθά­σεις τον Θεό;». Είναι παλιός, στην επο­χή του Ευαγ­γε­λι­στού Ιωάν­νου· και σήμε­ρα είναι. «Θέλεις να φθά­σεις τον Θεό; Στην θέω­ση; Θα φθά­σεις δια­μέ­σου της ερω­τι­κής πρά­ξε­ως!». Είναι η λεγο­μέ­νη «Νέο-ορθο­δο­ξία». Τι είναι αυτή; Την ονό­μα­σαν δήθεν, για να απε­λευ­θε­ρω­θού­με από μία τελ­μα­τι­σμέ­νη Ορθο­δο­ξία. Κι έτσι φτιά­χνου­με μία Νέο- ορθο­δο­ξία, η οποία έχει τελεί­ως ξένα στοι­χεία μέσα της και δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά η προ­σπά­θεια να πολι­τι­κο­ποι­ή­σουν τον Χρι­στια­νι­σμόν. Έχει δοκι­μα­στεί αυτό εις την Νότιον Αμε­ρι­κήν. Η δε πνευ­μα­τι­κή ζωή δεν είναι παρά επά­νω σε ένα υπό­βα­θρο φιλε­λευ­θε­ρι­σμού.

Είναι ακό­μη ο αγα­πι­σμός. Τι είναι ο αγα­πι­σμός; Αυτό μυρί­ζει Οικου­με­νι­σμόν. Είναι… «ο Θεός είναι αγά­πη, είναι αγά­πη, είναι αγά­πη…». Και παρα­με­ρί­ζουν την κρί­σιν του Θεού. «Μη μιλά­τε για την κρί­ση του Θεού. Μη μιλά­τε για δαί­μο­νες, φοβούν­ται οι άνθρω­ποι. Μιλά­τε μόνο για την αγά­πη». Αίρε­σις είναι αυτό.

Είναι ο Οικου­με­νι­σμός. Αυτή η παναί­ρε­σις, πραγ­μα­τι­κά. Αυτή η χοά­νη. Μέσα στην οποία χωνεύ­ε­ται ο θρη­σκευ­τι­κός συγ­κρη­τι­σμός. Το ανα­κά­τε­μα των πάν­των. Ακό­μα και του Μου­σουλ­μα­νι­σμού, του Μωα­με­θα­νι­σμού και του Βου­δι­σμού, μαζί με τον Χρι­στια­νι­σμό κ.λπ.

Είναι ακό­μη και ο Παπι­κός κόσμος με την Ουνία του, που είναι ο Δού­ρειος Ίππος του Ρωμαιο­κα­θο­λι­κι­σμού. Είναι ακό­μη και η Χ.Ο.Ε. Έχο­με στη Λάρι­σα Χ.Ο.Ε. · Χρι­στια­νι­κή Οργά­νω­ση Ειρή­νης. Είναι ο Δού­ρειος Ίππος του Προ­τε­σταν­τι­σμού. Θέλε­τε ακό­μη; Είναι και οι ανα­το­λι­κές θρη­σκεί­ες. Για­τί ανα­φέ­ρο­μαι; Για­τί χρη­σι­μο­ποιούν περί­βλη­μα χρι­στια­νι­κόν πολ­λές φορές.

Όλα αυτά προ­φα­νώς απο­προ­σα­να­το­λί­ζουν από την υγιά πίστη και τελι­κά απο­κλεί­ουν από τη σωτη­ρία.

Πρέ­πει ακό­μη να γνω­ρί­ζο­με, αγα­πη­τοί μου, ότι η αίρε­σις κινεί­ται επί τριών επι­πέ­δων. Αυτό να το θυμό­σα­στε. Επί επι­πέ­δου δογ­μα­τι­κού. Όπως το δόγ­μα της Αγί­ας Τριά­δος, όπως το θέμα της Χρι­στο­λο­γί­ας, το δόγ­μα της Χρι­στο­λο­γί­ας, της Ανθρω­πο­λο­γί­ας, τι είναι ο άνθρω­πος, τι είναι ο Χρι­στός, τι είναι η σωτη­ρία, το θέμα της σωτη­ριο­λο­γί­ας κλπ.

Ακό­μα, επί δευ­τέ­ρου επι­πέ­δου, που είναι ο πνευ­μα­τι­κός βίος. Ο τρό­πος με τον οποί­οιν θα ερμη­νεύ­σου­με και θα ζήσου­με το Ευαγ­γέ­λιον. Σταυ­ρι­κός ή αντι­σταυ­ρι­κός τρό­πος; Εκκο­σμι­κευ­μέ­νη ζωή ή όχι; Είναι αίρε­σις επί του πνευ­μα­τι­κού βίου. Η αμνή­στευ­σις της πορ­νεί­ας, της μοι­χεί­ας, της εκτρώ­σε­ως… «Ε, και τι; Τι είναι η πορ­νεία;». Είναι αίρε­σις επί πνευ­μα­τι­κού επι­πέ­δου.

Και τρί­τον επί­πε­δον είναι επί του κοι­νω­νι­κού. Δηλα­δή η προ­σπά­θεια της μετα­βο­λής της παρού­σης ζωής σε κοι­νω­νι­κόν φαι­νό­με­νον. «Ο Παρά­δει­σος είναι εδώ στη Γη. Και θα κάνου­με τη ζωή μας τέτοια που θα είναι εδώ ο Παρά­δει­σος. Δεν υπάρ­χει άλλος Παρά­δει­σος, ούτε άλλη κόλα­σις. Είναι, φερ΄ειπείν, τα καλά και τα κακά πολι­τεύ­μα­τα ο Παρά­δει­σος ή η κόλα­σις». Αυτό δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά άρνη­ση μιας μετα­φυ­σι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τος. Έτσι, πάρα πολ­λά κοι­νω­νι­κά συστή­μα­τα, πρέ­πει να σας πω, από μίαν άπο­ψη, θρη­σκευ­τι­κώς είναι αίρε­σις επί κοι­νω­νι­κού επι­πέ­δου.Ακό­μα είναι η έννοια της Ελευ­θε­ρί­ας! Όπως είναι και η έννοια του φεμι­νι­σμού. Είναι αιρέ­σεις επί κοι­νω­νι­κού επι­πέ­δου.

Αγα­πη­τοί μου, απο­τει­νό­με­νος ο Από­στο­λος Παύ­λος προς τους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εφέ­σου, τους λέγει: «Διό γρη­γο­ρετε Μένε­τε ξύπνιοι!»),μνη­μο­νεύ­ον­τες τι τριε­τί­αν νύκτα καί μέραν οκ παυ­σά­μην μετά δακρύ­ων νου­θετν να καστον». «Να ενθυ­μεί­σθε, νύχτα-μέρα, τρία χρό­νια, με δάκρυα καθό­μουν και σας νου­θε­τού­σα και σας συνε­βού­λευα». Αυτό το «γρη­γο­ρετε» είναι ο μέγας φρά­χτης που φυλάτ­τει την Εκκλη­σία. Είναι εκεί­νος που θα φυλάτ­τει και την κάθε ψυχή. Το «γρη­γο­ρετε», μένε­τε ξύπνιοι. Μη λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, περι­πέ­σου­με εις την ραθυ­μί­αν, δηλα­δή την πνευ­μα­τι­κή τεμ­πε­λιά, την άγνοια και την λήθη. Να έχου­με εγρή­γο­ρη ψυχή. Μη νυστά­ζο­με πνευ­μα­τι­κά. Ο εχθρός δεν νυστά­ζει. Αγρυ­πνεί. Ο Κύριος πολ­λές φορές μας είπε: «Γρη­γο­ρετε ον · δ μν λέγω, πσι λέγω· γρη­γο­ρετε». «Γρη­γο­ρεί­τε λοι­πόν», λέει ο Κύριος. «Εκεί­να τα οποία σας λέγω, σε όλους σας τα λέγω. Γρη­γο­ρεί­τε!». Το αντι­κεί­με­νον που πρέ­πει να γρη­γο­ρού­με, είναι η ψυχή. Αφο­ρά τη σωτη­ρία της· την αιω­νία σωτη­ρία της. Γι΄αυτό λοι­πόν αγα­πη­τοί μου να γρη­γο­ρού­με, πάν­το­τε ανύ­στα­κτοι.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_440.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ποῦ ποι­μαν­τι­κή μέρι­μνα;

«Προ­σέ­χε­τε ἑαυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιον ἔθε­το ἐπι­σκό­πους, ποι­μαί­νειν τὴν ἐκκλη­σί­αν τοῦ Κυρί­ου καὶ Θεοῦ, ἣν περιε­ποι­ή­σα­το διὰ τοῦ ἰδί­ου αἵμα­τος» (Πραξ. 20,28)

ΣΤΗ σημε­ρι­νή περι­κο­πὴ ἀκού­σα­με, ὅτι ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος κάλε­σε στη Μίλη­το τῆς Μικρᾶς Ἀσί­ας τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκκλη­σί­ας τῆς Ἐφέ­σου καὶ τοὺς μίλη­σε μὲ πολ­λὴ θερ­μό­τη­τα. Ὅπως θὰ λέγα­με σήμε­ρα, συνε­κά­λε­σε ἱερα­τι­κό συνέ­δριο γιὰ τοὺς κλη­ρι­κοὺς τῆς μεγά­λης αὐτῆς περι­φε­ρεί­ας. Ἀπὸ τότε, ποὺ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ἔσπει­ρε ἐκεῖ τὸ λόγο τοῦ Χρι­στοῦ, μέχρι τῶν ἡμε­ρῶν μας ἡ ὀρθό­δο­ξος Ἐκκλη­σία ἦταν ῥιζω­μέ­νη στὴ γῆ αὐτὴ μὲ πολ­λὲς ἐπι­σκο­πὲς καὶ πλῆ­θος μνη­μεῖα, ποὺ δυστυ­χῶς τὸ 1922 ἀφα­νί­σθη­καν λόγῳ τῆς μικρα­σια­τι­κῆς συμ­φο­ρᾶς. Ἔτσι ἡ λυχνία τῆς ἐκκλη­σί­ας τῆς Μιλή­του, τῆς Ἐφέ­σου, τῆς Σμύρ­νης καὶ τῶν ἄλλων ἀλη­σμο­νή­των πατρί­δων, κατὰ τὶς ἀνε­ξι­χνί­α­στες βου­λὲς τοῦ Θεοῦ, μετα­κι­νή­θη­κε, ὅπως λέει ἡ ̓Απο­κά­λυ­ψις (βλ. Απ. 2,5).

Καί ποιό ἦταν τὸ θέμα τῆς ὁμι­λί­ας τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου; Εἶπε στοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους, ὅτι δὲν πρέ­πει νὰ λησμο­νοῦν, πὼς εἶνε ποι­μέ­νες. Χει­ρο­το­νή­θη­καν ἀπὸ τὰ χέρια του καὶ ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦ­μα, γιὰ νὰ ποι­μαί­νουν τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Κυρί­ου καὶ Θεοῦ. Γι’ αὐτὴ τὴν Ἐκκλη­σία ἀξί­ζει νὰ ἐργα­σθοῦν, νὰ κοπιά­σουν καὶ νὰ θυσια­σθοῦν ἀκό­μη, ἀφοῦ καὶ ὁ Κύριος τὴν ἀπέ­κτη­σε δίνον­τας γι’ αὐτὴν αὐτὸ τὸ τίμιον αἷμά του ἐπά­νω στο σταυ­ρό.

* * *

Ὁ ι. Χρυ­σό­στο­μος ἑρμη­νεύ­ον­τας τὴν περι­κο­πὴ αὐτὴ στὸ σχε­τι­κὸ ὑπό­μνη­μα τῶν Πρά­ξε­ων (ὁμ. ΜΔ’, 2) λέει «Πολύ δεί­κνυ­σι δι ̓ ὧν εἶπε τίμιον τὸ πρᾶγ­μα, καὶ ὅτι οὐχ ὑπὲρ μικρῶν ὁ κίν­δυ­νος, εἴ γε ὁ Δεσπό­της ὑπὲρ τῆς Ἐκκλη­σί­ας οὐδὲ τοῦ αἵμα­τος ἐφεί­σα­το τοῦ ἑαυ­τοῦ, ἡμεῖς δὲ τῆς τῶν ἀδελ­φῶν σωτη­ρί­ας κατα­φρο­νοῦ­μεν. Καὶ ἐκεῖ­νος μέν, ἵνα ἐχθροὺς καταλ­λά­ξῃ, καὶ τὸ αἷμα ἐξέ­χεε, σὺ δὲ οὐδὲ φίλους γενο­μέ­νους ἰσχύ­εις κατα­σχεῖν» (Ε.Π.Ε. 16Α[66], 604–606), δηλα­δή· Μὲ ὅσα εἶπε δεί­χνει, ὅτι πρό­κει­ται γιὰ πολύ­τι­μο πρᾶγ­μα, καὶ ὅτι, ἀφοῦ ὁ Κύριος οὔτε τὸ αἷμα του δὲν λυπή­θη­κε γιὰ τὴν Ἐκκλη­σία, ἐμεῖς πολύ θὰ τιμω­ρη­θοῦ­με ποὺ περι­φρο­νοῦ­με τὴ σωτη­ρία τῶν ἀδελ­φῶν μας. Καὶ ἐκεῖ­νος μέν, γιὰ νὰ συμ­φι­λιώ­σῃ ἐχθρούς, καὶ τὸ αἷμά του ἀκό­μη ἔχυ­σε, ἐνῷ ἐσὺ δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ τοὺς δια­τη­ρή­σῃς οὔτε τώρα ποὺ ἔγι­ναν φίλοι. Τὰ λόγια αὐτὰ δεί­χνουν, τί ἔργο ἔχουν ἀνα­λά­βει οἱ κλη­ρι­κοί μας καὶ πόση εὐθύ­νη φέρουν ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ φόρε­σαν τὸ τίμιο ῥάσο.

Σύμ­φω­να μὲ τὰ λόγια τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου οἱ κλη­ρι­κοὶ πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξουν πολὺ πρῶ­τα τὸν ἑαυ­τό τους καὶ κατό­πιν τὸ ποί­μνιο, ποὺ τοὺς ἔχει ἐμπι­στευ­θῆ ἡ Ἐκκλη­σία. Πρέ­πει ὅμως καὶ πολύ νὰ κοπιά­σουν. Ὡς ποι­μέ­νες λογι­κῶν προ­βά­των ὀφεί­λουν νὰ μιμη­θοῦν τοὐ­λά­χι­στον τοὺς βοσκοὺς τῶν ἀλό­γων ζῴων. Πόσους κόπους καὶ φρον­τί­δες δὲν κατα­βάλ­λουν ἐκεῖ­νοι! Σεῖς, ποὺ κάθε μέρα πίνε­τε το γάλα καὶ τρῶ­τε τὸ κρέ­ας τῶν προ­βά­των, ἂν παρα­κο­λου­θή­σε­τε σὲ τί κόπους ὑπο­βάλ­λε­ται ἕνας βοσκός, θὰ θαυ­μά­σε­τε. Τὴν ἡμέ­ρα ὁδη­γεῖ τὰ πρό­βα­τά του στὰ χλο­ε­ρὰ λιβά­δια καὶ στίς δρο­σε­ρές πηγές· καὶ τὴ νύχτα δὲν κοι­μᾶ­ται, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὰ ποι­με­νι­κὰ σκυ­λιὰ φυλά­ει τὴ μάν­δρα ἀπὸ λύκους καὶ κλέ­φτες.

Καὶ ὁ Χρι­στός, ὅταν προ­ε­τοί­μα­ζε τοὺς μαθη­τάς του γιὰ τὴν ἀπο­στο­λὴ ποὺ θ’ ἀνε­λάμ­βα­ναν, τοὺς ὑπεν­θύ­μι­σε, τί κάνει ἕνας καλός βοσκός. Ὁ καλὸς βοσκὸς ὁδη­γεῖ τὰ πρό­βα­τά του ἐκεῖ ποὺ ὑπάρ­χει βοσκή, φρον­τί­ζει γι’ αὐτά, τὰ γνω­ρί­ζει ἕνα πρὸς ἕνα γι’ αὐτὸ κ ̓ ἐκεῖ­να τὸν ἀνα­γνω­ρί­ζουν, τὸν ἐμπι­στεύ­ον­ται καὶ τὸν ἀκο­λου­θοῦν· «Τὰ πρό­βα­τα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκού­ει, καὶ τὰ ἴδια πρό­βα­τα καλεῖ κατ ̓ ὄνο­μα καὶ ἐξά­γει αὐτά. καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρό­βα­τα ἐκβά­λῃ, ἔμπρο­σθεν αὐτῶν πορεύ­ε­ται, καὶ τὰ πρό­βα­τα αὐτῷ ἀκο­λου­θεῖ, ὅτι οἴδα­σι τὴν φωνὴν αὐτοῦ» (Ἰωάν. 10,3–4). Ὄχι δὲ μόνο μὲ λόγια καὶ διδα­σκα­λία, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα δίδα­ξε τοὺς ἀπο­στό­λους ὁ Χρι­στὸς προ­βάλ­λον­τας τὸν ἑαυ­τό του ὡς ὑπό­δειγ­μα καλοῦ ποι­μέ­νος καὶ λέγον­τας «Ἐγώ εἰμι ὁ ποι­μὴν ὁ καλός». Καὶ «ὁ ποι­μὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθη­σιν (=θυσιά­ζει τὴ ζωή του) ὑπὲρ τῶν προ­βά­των» (Ιωαν. 10,11).

Αὐτὰ ἄκου­σαν καὶ αὐτὰ ἐφήρ­μο­σαν οἱ μαθη­ταὶ τοῦ Κυρί­ου. Αὐτὰ παρέ­λα­βαν καὶ τήρη­σαν οἱ πατέ­ρες καὶ ποι­μέ­νες τῆς Ἐκκλη­σί­ας διὰ μέσου τῶν αἰώ­νων. Ἀλλὰ αὐτὰ ἰσχύ­ουν καὶ γιὰ τοὺς σημε­ρι­νούς κλη­ρι­κούς μας, ποὺ εἶνε οἱ διά­δο­χοι τῶν ἀπο­στό­λων καὶ οἱ συνε­χι­σταὶ τῶν ἁγί­ων πατέ­ρων. Μιμη­θῆ­τε, λέει ὁ Χρι­στός, ὦ ἱερεῖς τοῦ Ὑψί­στου, μιμη­θῆ­τε τὸ ἔργο τῶν καλῶν ποι­μέ­νων.

Ὑπῆρ­ξαν δὲ πράγ­μα­τι καὶ ὑπάρ­χουν στὴ μικρά μας πατρί­δα κλη­ρι­κοί, ἐπί­σκο­ποι καὶ πρε­σβύ­τε­ροι, ποὺ μιμή­θη­καν τὸν καλὸ ποι­μέ­να, τὸ Χρι­στό. Καὶ ἐργά­σθη­καν, καὶ φρόν­τί­ςαν, καὶ κοπί­α­σαν, καὶ θυσιά­σθη­καν γιὰ τὸ ποί­μνιό τους. Ἕνας Γάλ­λος ἱστο­ρι­κός, ὁ Που­κε­βίλ, ἀνα­φέ­ρει ὅτι 6.000 εἶνε περί­που οἱ Ἕλλη­νες κλη­ρι­κοὶ ποὺ θυσιά­σθη­καν μόνο κατὰ τὴν τουρ­κο­κρα­τία ὑπὲρ τοῦ ποι­μνί­ου των.

Ἀλλ’ ἂν ἀφή­σου­με τὰ προ­η­γού­με­να καὶ τὰ παλαιό­τε­ρα χρό­νια καὶ ἐρευ­νή­σου­με τὰ νεώ­τε­ρα, τί θὰ δια­πι­στώ­σου­με; Ὅσο περ­νοῦν οἱ αἰῶ­νες καὶ φθά­νου­με στοὺς ἐσχά­τους καί­ρούς, τὰ παρα­δείγ­μα­τα γνη­σί­ων ποι­μέ­νων λιγο­στεύ­ουν. Ἂς ἔλθου­με τέλος καὶ στὶς μέρες μας, ἂς παρα­τη­ρή­σου­με τὴ σημε­ρι­νὴ κατά­στα­σι, κι ἂς ἐρω­τή­σου­με ̇ Υπάρ­χει σήμε­ρα ποι­μαν­τι­κὴ μέρι­μνα;

Εξε­τά­ζον­τας τὰ πράγ­μα­τα βλέ­που­με, ὅτι δυστυ­χῶς ἡ ποι­μαν­τι­κὴ μέρι­μνα ποὺ ὑπῆρ­χε παλαιό­τε­ρα σήμε­ρα δὲν ὑπάρ­χει. Σπά­νιο τὸ φαι­νό­με­νο καλοῦ ποι­μέ­νος. Ἴσως ἡ κρί­σις μας θεω­ρη­θῇ αὐστη­ρά, πρέ­πει ὅμως νὰ τὴν ἐκφρά­σου­με μετὰ παρ­ρη­σί­ας. Οφεί­λου­με νὰ τὸ ποῦ­με μετὰ λύπης οἱ σημε­ρι­νοί ποι­μέ­νες λίγο ἐνδια­φέ­ρον­ται γιὰ τὸ ποί­μνιό τους. Περισ­σό­τε­ρο ἐνδια­φέ­ρον­ται γιὰ τὰ ὑλι­κά τους συμ­φέ­ρον­τα. Βαπτί­σεις, γάμοι, κηδεί­ες, μνη­μό­συ­να δὲν τελοῦν­ται δωρε­άν, σύμ­φω­να μὲ τὴ ῥητὴ ἐντο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ «Δωρε­ὰν ἐλά­βε­τε, δωρε­ὰν δότε» (Ματθ. 10,8). Τὰ λεγό­με­να τυχε­ρὰ —πού, ἂν θέλου­με νὰ τὰ ἐξε­τά­σου­με βαθύ­τε­ρα, εἶνε ἕνα εἶδος συγ­χρό­νου σιμω­νί­ας— δίνουν καὶ παίρ­νουν κατ’ ἐπα­νά­λη­ψιν ἀσχο­λη­θή­κα­με με αὐτὴ τὴν πλη­γὴ καὶ ἐλέγ­ξα­με τὸ κακό. Υπάρ­χουν ἐπί­σης ἱερεῖς πού, ἐνῷ χει­ρο­το­νοῦν­ται γιὰ νὰ ἐξυ­πη­ρε­τή­σουν μικρὰ παρα­με­θό­ρια χωριὰ τῆς ὑπαί­θρου μας, δὲν μένουν ἐκεῖ μέχρι τέλους, ἀλλὰ ζητοῦν καὶ κατα­λαμ­βά­νουν θέσεις σὲ ἐνο­ρί­ες τῶν Ἀθη­νῶν καὶ ἄλλων μεγά­λων πόλε­ων.

Συνέ­πεια αὐτῆς τῆς κατα­στά­σε­ως εἶνε, ὅτι τὸ κενό, ποὺ ἀφή­νει ἡ ἀδια­φο­ρία καὶ ἡ φιλαρ­γυ­ρία πολ­λῶν συγ­χρό­νων ποι­μέ­νων, ἔρχον­ται δυστυ­χῶς νὰ τὸ καλύ­ψουν οἱ παν­τὸς εἴδους αἱρε­τι­κοί, καὶ μάλι­στα οἱ χιλια­σταὶ ποὺ ἔχουν τὴν ἕδρα τους στὸ Μπρού­κλιν τῆς Ἀμε­ρι­κῆς. Αὐτοὶ τυπώ­νουν φυλ­λά­δια καὶ ἐκδί­δουν βιβλία, καὶ τὰ δια­δί­δουν σε μικρές τιμὲς ἢ καὶ δωρε­ὰν στον κόσμο. Απα­ραί­τη­το καθῆ­κον τοῦ κάθε χιλια­στοῦ εἶνε, κάθε μέρα νὰ ἐπι­σκε­φθῇ ἕναν ἀριθ­μὸ σπι­τιῶν ὀρθο­δό­ξων χρι­στια­νῶν καὶ νὰ προ­σπα­θή­σῃ νὰ τοὺς παρα­σύ­ρῃ στὴν ὀλέ­θρια πλά­νη του.

Ἔχει ὑπο­λο­γι­σθῆ, ὅτι σήμε­ρα μόνο το 2% εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἐκκλη­σιά­ζον­ται. Οἱ ἄλλοι ἀπου­σιά­ζουν. Ιδιαί­τε­ρα τίς Κυρια­κὲς καὶ μεγά­λες ἑορ­τὲς γίνε­ται πάν­δη­μη ἔξο­δος, καὶ οἱ ναοί ἐρη­μώ­νον­ται, ἐνῷ τὰ νοσο­κο­μεῖα γεμί­ζουν ἀπὸ τὰ αὐτο­κι­νη­τί­ςτι­κὰ δυστυ­χή­μα­τα. Ποῦ εἶνε τὸ ἐνδια­φέ­ρον τῶν ποι­μέ­νων μας; Βλέ­πεις τοὺς ναοὺς σχε­δὸν κενούς. Δὲν ὑπάρ­χουν παι­διὰ οὔτε γιὰ νὰ κρα­τή­σουν τὸ θυμια­τὸ καὶ νὰ σηκώ­σουν τὶς λαμ­πά­δες. Ποῦ εἶνε ἡ μέρι­μνά τους; Στη Μικρὰ Ἀσία καὶ ἰδιαι­τέ­ρως στον Πόν­το ὁ λει­τουρ­γὸς ἱερεὺς σημεί­ω­νε τὶς ἀπου­σί­ες τῶν χρι­στια­νῶν, καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐπι­σκε­πτό­ταν τὰ σπί­τια καὶ μὲ κάθε τρό­πο τοὺς ἔπει­θε, ὅτι δὲν πρέ­πει νὰ λεί­πουν ἀπὸ τὴν ἐκκλη­σία, διό­τι ἔτσι ἁμαρ­τά­νουν σοβα­ρά. Προ­σπα­θοῦ­σε μὲ κάθε τρό­πο, νὰ μὴν ἐπα­να­λά­βουν τὸ ἁμάρ­τη­μα. Τοὺς συμ­βού­λευε μὲ καλω­σύ­νη, ἀλλὰ καὶ τοὺς προ­ει­δο­ποιοῦ­σε ὅτι, ἂν συνε­χί­σουν αὐτὴ τὴν τακτι­κή, θὰ εἰση­γη­θῇ στὸν ἐπί­σκο­πο τὸν ἀφο­ρι­σμό τους, δηλα­δὴ τὴ δια­γρα­φή τους ἀπὸ τὸ μητρῷο τῶν πιστῶν. Διό­τι εἶνε προ­τι­μό­τε­ρο νὰ ὑπάρ­χουν λίγοι πιστοὶ μὲ συνέ­πεια, παρὰ ἕνα πλῆ­θος ἀδια­φό­ρων χρι­στια­νῶν.

Μήπως ὅμως καὶ οἱ ἄρχον­τές μας ἀπὸ τὴν πλευ­ρά τους βοη­θοῦν στὴ φρον­τί­δα αὐτή; Ὄχι μόνο δὲν συμ­πα­ρί­σταν­ται στὸ ποι­μαν­τι­κὸ ἔργο τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ στά­σι τους δίνουν κακό παρά­δειγ­μα καὶ ψυχραί­νουν τὴν πίστι τοῦ λαοῦ. Οἱ ἐπί­ση­μοι μόνο τίς μεγά­λες ἑορ­τές, λ.χ. στὴν ἐθνι­κὴ ἑορ­τὴ τῆς 25ης Μαρ­τί­ου, δίνουν τὸ παρών στοὺς ναούς. Στη Βου­λὴ τῶν Ἑλλή­νων προ­σευ­χὴ δὲν γίνε­ται. Πρὸ ἐτῶν ἡ ἀνάρ­τη­σι τῆς εἰκό­νος τοῦ Χρι­στοῦ στὴν αἴθου­σα τοῦ κοι­νο­βου­λί­ου χλευά­σθη­κε ἀπὸ τὴν πλειο­ψη­φία τῶν βου­λευ­τῶν. Ἡ παρα­μι­κρὰ ἐκδή­λω­σις ὑπὲρ τῆς ὀρθο­δό­ξου πίστε­ως ἐνο­χλεῖ πολ­λούς, ποὺ ἤδη προ­τεί­νουν, τὸ σημε­ρι­νό κρά­τος μας νὰ διαρ­ρή­ξη καὶ τυπι­κῶς πλέ­ον τὶς σχέ­σεις του μὲ τὴ μητέ­ρα Ἐκκλη­σία. Ἡ εὐθύ­νη βεβαί­ως καὶ γιὰ τὸ κατάν­τη­μα αὐτὸ βαρύ­νει καὶ τὸν ἱερὸ κλῆ­ρο· διό­τι ἐὰν ὁ κλῆ­ρος μὲ ἐπὶ κεφα­λῆς τὴν Ἱεραρ­χία, εἶχε τὴν πρέ­που­σα ποι­μαν­τι­κὴ μέρι­μνα, ὅπως παλαιό­τε­ρα, δὲν θὰ φθά­να­με ἐδῶ. Οἱ πολι­τι­κοί μας τώρα νομί­ζουν, πως μὲ μιὰ τρο­πο­ποί­η­σι τοῦ συν­τάγ­μα­τος, ποὺ θὰ θέτῃ στὸ περι­θώ­ριο τὴ θρη­σκεία τῶν πατέ­ρων μας καὶ θ ̓ ἀπο­χρω­μα­τί­ζῃ τὴ δημο­σία ζωὴ ἀπὸ κάθε ὀρθό­δο­ξο καὶ χρι­στια­νι­κό στοι­χεῖο κατὰ τὸ πρό­τυ­πο τῆς Εὐρώ­πης, θὰ ἐξου­δε­τε­ρώ­σουν τὴν ἐπί­δρα­σι τῆς Ἐκκλη­σί­ας στὸ λαό. Ἀπα­τῶν­ται ὅμως. Ἡ θρη­σκεία τοῦ Χρι­στοῦ ἔχει ῥίζες βαθειὲς στὴν καρ­διὰ τοῦ γένους μας. Οὔτε ἡ ἀδια­φο­ρία τῶν ποι­μέ­νων, οὔτε ἡ ἐχθρι­κή στά­σι τῶν κρα­τούν­των, οὔτε καὶ ὁ διωγ­μὸς ἀκό­μη δὲν μπο­ροῦν νὰ τὴν ξερ­ρι­ζώ­σουν. Ὁ διωγ­μὸς μάλι­στα, ἀντι­θέ­τως, θ’ ἀναρ­ρι­πί­σῃ τὴ φλό­γα τῆς πίστε­ως. Ὅ,τι δὲν κάνουν οἱ ἱερεῖς καὶ ἀρχιε­ρεῖς ποὺ μὲ τὴ μελε­τω­μέ­νη τρο­πο­ποί­η­σι θὰ στε­ρη­θοῦν καὶ μισθοὺς καὶ ἐπι­δό­μα­τα, θὰ τὸ κάνῃ ὁ διωγ­μός. Ὁ διωγ­μὸς θὰ ἐνι­σχύ­σῃ τὴν πίστι, θὰ θερ­μά­νῃ τὶς σχέ­σεις ποι­μέ­νων καὶ ποι­μνί­ου, θὰ κάνῃ τὸν ἱερὸ κλῆ­ρο νὰ συν­δε­θῇ στε­νώ­τε­ρα μὲ τον πιστό λαό. Καὶ ἂν οἱ κλη­ρι­κοὶ μεί­νουν χωρίς κρα­τι­κούς μισθούς, δὲν θὰ στε­ρη­θοῦν τὰ ἀναγ­καῖα γιὰ τὴν ἐξά­σκη­σι τοῦ ἔργου των ̇ ὁ λαὸς θὰ φρον­τί­σῃ καὶ πάλι γι’ αὐτούς.

* * *

Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά, γιὰ νὰ εἴμε­θα δίκαί­οι, πρέ­πει νὰ ποῦ­με, ὅτι εὐτυ­χῶς καὶ σήμε­ρα στὴν πατρί­δα μας ὑπάρ­χουν κλη­ρι­κοὶ ποὺ δὲν λησμό­νη­σαν τὴν παραγ­γε­λία τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου. Μπο­ρεῖ αὐτοὶ νὰ εἶνε λίγοι. Πάν­τως ὑπάρ­χουν, καὶ κοπιά­ζουν, καὶ ἀγω­νί­ζον­ται. Αὐτοί, μιμού­με­νοι τὰ παρα­δείγ­μα­τα πολ­λῶν ἡρώ­ων τῆς πίστε­ως καὶ τῆς πατρί­δος, παρ’ ὅλες τὶς δυσμε­νεῖς συν­θῆ­κες ποὺ παρου­σιά­ζει ἡ ἀδια­φο­ρία τῶν πολ­λῶν καὶ ἡ ἀπι­στία τῶν μεγά­λων, ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ­στον εἶνε ἄθε­οι καὶ μασό­νοι καὶ βλά­σφη­μοι, ἐξα­κο­λου­θοῦν νὰ ποι­μαί­νουν «τὸ μικρὸν ποί­μνιον» τοῦ Χρι­στοῦ, τὸν ταπει­νὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Μακά­ριοι καὶ εὐλο­γη­μέ­νοι αὐτοί, εὐτυ­χι­σμέ­νο καὶ ἀξιο­ζή­λευ­το καὶ τὸ ποί­μνιο ποὺ ἔχει τέτοιους ποι­μέ­νας. Γι’ αὐτὸ τὸ ποί­μνιο, τὸ ὁποῖο συν­τη­ρεῖ στὴν ἐν Χρι­στῷ ζωὴ ἡ διδα­σκα­λία ἐκλε­κτῶν ἐργα­τῶν τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, ἰσχύ­ει ὁ λόγος ̇ «Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποί­μνιον· ὅτι εὐδό­κη­σεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦ­ναι ὑμῖν τὴν βασι­λεί­αν», δηλα­δή· Μὴ φοβᾶ­σαι, μικρὸ κοπά­δι· διό­τι ὁ πατέ­ρας σας εὐα­ρε­στή­θη­κε νὰ σᾶς χαρί­σῃ τὴ βασι­λεία του (Λουκ. 12,32).

Αγα­πη­τοί μου!

Ὅπως λέει ὁ ι. Χρυ­σό­στο­μος, ἕνας πιστὸς χρι­στια­νὸς μπο­ρεῖ μὲ τὸ λόγο καὶ πρὸ παν­τὸς μὲ τὸ παρά­δειγ­μά του ν’ ἀνορ­θώ­σῃ «ὁλό­κλη­ρον δῆμον», ὁλό­κλη­ρο λαό. Πόσο περισ­σό­τε­ρο ισχύ­ει αὐτό, ὅταν αὐτὸς δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς πιστός, ἀλλ ̓ εἶνε ἕνας κλη­ρι­κὸς ποὺ ποι­μαί­νει τὰ λογι­κὰ πρό­βα­τα τῆς Ἐκκλη­σί­ας! Δῶστε μου κλη­ρι­κοὺς σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτω­λό, δῶστε μου κλη­ρι­κούς ποὺ νὰ ἔχουν μιὰ σπί­θα ἀπὸ τὸ οὐρά­νιο πῦρ ποὺ ἔκαί­γε στὴν καρ­διὰ τοῦ Κοσμᾶ καὶ τῶν ὁμοί­ων του, καὶ τότε ἡ Ἑλλὰς θ’ ἀλλά­ξῃ μορ­φή. Θ’ ἀπαλ­λα­γῇ ἀπὸ μύρια κακά, ποὺ ἀσχη­μί­ζουν τὸ πρό­σω­πό της, κι ὁ ποι­η­τὴς θὰ μπο­ρῇ γι ̓ αὐτὴν νὰ λέῃ ̇ «Κλεί­σε μέσα στὴν καρ­διά σου τὴν Ελλά­δα, καὶ θὰ αἰσθαν­θῇς κάθε εἴδους μεγα­λεῖο».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek