ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Ρωμ. (Ι΄ 1 — 10)

Προς Ρωμαί­ους, κεφά­λαιο Ι΄, εδά­φια 1–10

Ἀδελ­φοὶ, ἡ μὲν εὐδο­κία τῆς ἐμῆς καρ­δί­ας καὶ ἡ δέη­σις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ ᾿Ισρα­ήλ ἐστιν εἰς σωτη­ρί­αν· μαρ­τυ­ρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχου­σιν, ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπί­γνω­σιν. ἀγνο­οῦν­τες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιο­σύ­νην, καὶ τὴν ἰδί­αν δικαιο­σύ­νην ζητοῦν­τες στῆ­σαι, τῇ δικαιο­σύ­νῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπε­τά­γη­σαν. τέλος γὰρ νόμου Χρι­στὸς εἰς δικαιο­σύ­νην παν­τὶ τῷ πιστεύ­ον­τι. Μωϋ­σῆς γὰρ γρά­φει τὴν δικαιο­σύ­νην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, ὅτι ὁ ποι­ή­σας αὐτὰ ἄνθρω­πος ζήσε­ται ἐν αὐτοῖς· ἡ δὲ ἐκ πίστε­ως δικαιο­σύ­νη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρ­δίᾳ σου, τίς ἀνα­βή­σε­ται εἰς τὸν οὐρα­νόν; τοῦτ᾿ ἔστι Χρι­στὸν κατα­γα­γεῖν· ἢ τίς κατα­βή­σε­ται εἰς τὴν ἄβυσ­σον; τοῦτ᾿ ἔστι Χρι­στὸν ἐκ νεκρῶν ἀνα­γα­γεῖν. ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς σου τὸ ρῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στό­μα­τί σου καὶ ἐν τῇ καρ­δίᾳ σου· τοῦτ᾿ ἔστι τὸ ρῆμα τῆς πίστε­ως ὃ κηρύσ­σο­μεν. ὅτι ἐὰν ὁμο­λο­γή­σῃς ἐν τῷ στό­μα­τί σου Κύριον ᾿Ιησοῦν, καὶ πιστεύ­σῃς ἐν τῇ καρ­δίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγει­ρεν ἐκ νεκρῶν, σωθή­σῃ· 10 καρ­δίᾳ γὰρ πιστεύ­ε­ται εἰς δικαιο­σύ­νην, στό­μα­τι δὲ ὁμο­λο­γεῖ­ται εἰς σωτη­ρί­αν. 

Αδελ­φοί, παρ’ όλην την απι­στί­αν που μέχρι σήμε­ρον έχουν δεί­ξει οι Ισραη­λί­ται, η θερ­μή επι­θυ­μία μου και η ευμε­νής διά­θε­σις της καρ­δί­ας μου και η δέη­σίς μου προς τον Θεόν είναι υπέρ των Ισραη­λι­τών, δια να δεχθούν και αυτοί την σωτη­ρί­αν. Διό­τι γνω­ρί­ζω και δίδω μαρ­τυ­ρί­αν δι’ αυτούς ότι έχουν ζήλον Θεού, αλλά όχι με φωτι­σμέ­νην την γνώ­σιν και σύμ­φω­νον προς το θέλη­μα του Θεού. Διό­τι αυτοί ηγνόη­σαν μεν και περε­μέ­ρι­σαν την δικαί­ω­σιν, που παρέ­χει ο Θεός, ζητούν δε να στή­σουν τας ιδι­κάς των αντι­λή­ψεις περί δικαιώ­σε­ως και έτσι δεν υπε­τά­χθη­σαν εις την δικαί­ω­σιν του Θεού. Διό­τι σκο­πός του Νομου αλλά και τέρ­μα της απο­στο­λής του Νομου είναι ο Χρι­στός, ο οποί­ος δίδει την δικαί­ω­σιν στον καθέ­να, που πιστεύ­ει εις αυτόν. Διό­τι ο Μωϋ­σής γρά­φει σχε­τι­κώς με την δικαί­ω­σιν, η οποία προ­έρ­χε­ται από τον νόμον ότι· “ο άνθρω­πος, ο οποί­ος θα τηρή­ση όλα όσα δια­τάσ­σει ο Νομος, αυτός θα ζήση δι’ αυτών”. Δια δε την εκ πίστε­ως δικαί­ω­σιν λέγει πάλιν ο Μωϋ­σής· “μη αφή­σης να εισχω­ρή­ση λογι­σμός αμφι­βο­λί­ας εις την καρ­δί­αν σου, και είπης· ποιός θ’ ανε­βή στον ουρα­νόν;” δια να κατε­βά­ση, δηλα­δή, από εκεί τον Χρι­στόν, που θα μου δώση την σωτη­ρί­αν. Η “ποιός θα κατε­βή εις την άβυσ­σον του Αδου;” δια να ανα­στή­ση δηλα­δή τον Χρι­στόν, που θα μας δώση την δικαί­ω­σιν. Αλλά τι λέγει ο Θεός δια της Γρα­φής; Λεγει ότι “κον­τά σου είναι ο λόγος, στο στό­μα και εις την καρ­δί­αν σου”, δηλα­δή το Ευαγ­γέ­λιον της πίστε­ως, το οποί­ον ημείς οι Από­στο­λοι κηρύσ­σο­μεν. Διό­τι, εάν με το στό­μα σου ομο­λο­γή­σης τον Ιησούν ως ύψι­στον Κυριον, και με όλην σου την καρ­δί­αν εσω­τε­ρι­κώς πιστεύ­σης ότι ο Θεός τον ανέ­στη­σε εκ νεκρών, θα σωθής. 10 Διό­τι με την καρ­δί­αν του πιστεύ­ει κανείς στον Χρι­στόν και ως συνέ­πειαν αυτής της πίστε­ώς του έχει την δικαί­ω­σιν· με το στό­μα του δε ομο­λο­γεί τον Χρι­στόν εμπρός στους ανθρώ­πους και λαμ­βά­νει έτσι την σωτη­ρί­αν.

Ενώ όμως, αδελ­φοί, οι Ισραη­λί­τες απί­στη­σαν και απο­ξε­νώ­θη­καν από τη σωτη­ρία του Μεσ­σία, η σφο­δρή επι­θυ­μία και ευα­ρέ­σκεια της καρ­διάς μου και η δέη­ση που απευ­θύ­νω στο Θεό είναι για χάρη των Ισραη­λι­τών, για να πετύ­χουν τη σωτη­ρία. Και επι­θυ­μώ να σωθούν, διό­τι δίνω γι’ αυτούς μαρ­τυ­ρία ότι έχουν ζήλο για τον Θεό? αλλά ο ζήλος του αυτός δεν διευ­θύ­νε­ται από ορθή και πλή­ρη γνώ­ση σχε­τι­κά με τον Θεό και για τα καθή­κον­τα προς αυτόν. Δεν φρόν­τι­σαν δηλα­δή να γνω­ρί­σουν τη δικαί­ω­ση που δίνει ο Θεός από αγα­θό­τη­τα, και ζητούν να στή­σουν τη δική τους αντί­λη­ψη σχε­τι­κά με τη δικαί­ω­ση. Γι’ αυτό και δεν υπέ­τα­ξαν τον εαυ­τό τους στη δικαί­ω­ση του Θεού. Διό­τι ο Χρι­στός έδω­σε τέλος στην απο­στο­λή και την ισχύ του νόμου? κι έτσι τώρα απο­κτά τη δικαί­ω­ση και τη σωτη­ρία του καθέ­νας που πιστεύ­ει στο Χρι­στό, κι όχι όποιος εξαρ­τά τη δικαί­ω­σή του από το νόμο, όπως την εξαρ­τούν οι Ισραη­λί­τες που απί­στη­σαν. Και η σωτη­ρία δίνε­ται μόνο με την πίστη, διό­τι ο Μωυ­σής γρά­φει για τη δικαί­ω­ση που προ­έρ­χε­ται από το Μωσαϊ­κό νόμο, ότι ο άνθρω­πος που θα τηρή­σει όλα ανε­ξαι­ρέ­τως όσα ο νόμος δια­τά­ζει, θα ζήσει χάρη σ’ αυτά, και συνε­πώς αυτό και μόνο θα σωθεί. Η ακρι­βής όμως τήρη­ση του νόμου ήταν αδύ­να­τη. Αντι­θέ­τως, σχε­τι­κά με τη δικαί­ω­ση από την πίστη λέει ο Μωυ­σής στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο: Μην εισχω­ρή­σει στην καρ­διά σου ο λογι­σμός: Ποιος θα ανε­βεί στον ουρα­νό; Για να κατε­βά­σει δηλα­δή από εκεί τον Χρι­στό, που θα με οδη­γή­σει στη σωτη­ρία. Ή ποιός θα κατε­βεί στα σκο­τει­νά και βαθιά μέρη του Άδη; Για να ανα­στή­σει δηλα­δή τον Χρι­στό από τους νεκρούς, που θα μας δώσει τη σωτη­ρία και τη ζωή. Αλλά τι λέει η Αγία Γρα­φή για τη σωτη­ρία από την πίστη; Λέει τα εξής: Είναι κον­τά σου ο λόγος, κον­τά στο στό­μα σου και στην καρ­διά σου. Δηλα­δή είναι κον­τά σου ο λόγος που πρέ­πει να πιστέ­ψεις, και τον οποίο εμείς οι Από­στο­λοι κηρύτ­του­με. Και είναι κον­τά στο στό­μα σου και στην καρ­διά σου ο λόγος αυτός, διό­τι, εάν ομο­λο­γή­σεις με το στό­μα σου τον Ιησού ως υπέρ­τα­το Κύριο και πιστέ­ψεις με την καρ­διά σου ότι ο Θεός τον ανέ­στη­σε από τους νεκρούς, θα σωθείς. 10 Και θα σωθεί, επει­δή με την καρ­διά του πιστεύ­ει κανείς και με όλη την ψυχή του και ως καρ­πό της πίστε­ως αυτής έχει τη δικαί­ω­σή του? και με το στό­μα του ομο­λο­γεί την πίστη, και ως καρ­πό έχει τη σωτη­ρία του. 

Ἀδελ­φοί! Ἡ ἐπι­θυ­μία τῆς καρ­διᾶς μου καὶ ἡ προ­σευ­χή, ποὺ ἀπευ­θύ­νω στὸ Θεὸ γιὰ τοὺς Ἰσραη­λῖ­τες, εἶναι νὰ σωθοῦν. Bεβαιώ­νω δὲ γι’ αὐτούς, ὅτι ἔχουν ζῆλο Θεοῦ, ἀλλ’ ὄχι μὲ ἐπί­γνω­σι. Διό­τι, ἀπορ­ρί­πτον­τας τὴ δικαί­ω­σι, ποὺ δίνει ὁ Θεός, καὶ θέλον­τας νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τὴ δικαί­ω­σι ἀφ’ ἑαυ­τῶν, δὲν ὑπο­τά­χθη­καν στὴ δικαί­ω­σι, ποὺ δίνει ὁ Θεός. Διό­τι μὲ τὸ Xρι­στὸ τίθε­ται τέλος στὸ νόμο, γιὰ νὰ μπο­ρῇ νὰ δικαιώ­νε­ται καθέ­νας, ὁ ὁποῖ­ος πιστεύ­ει (στὸ Xρι­στό). Ὁ Mωυ­σῆς δὲ γρά­φει γιὰ τὴ δικαί­ω­σι, ποὺ βασί­ζε­ται στὸ νόμο: Ὁ ἄνθρω­πος, ποὺ θὰ κάνῃ αὐτά (ὅλα ἀνε­ξαι­ρέ­τως καὶ τελεί­ως ὅσα ὁ νόμος δια­τάσ­σει), θὰ κερ­δί­σῃ μ’ αὐτὰ τὴ ζωή (θὰ σωθῇ). Ἀλλ’ ἡ δικαί­ω­σι ἀπὸ τὴν πίστι ὁμι­λεῖ ἔτσι: Nὰ μὴ πῇς στὴν καρ­διά σου, «Ποιός θ’ ἀνε­βῇ στὸν οὐρα­νό;», γιὰ νὰ κατε­βά­σῃ δηλα­δὴ τὸ Xρι­στό· ἢ «Ποιός θὰ κατε­βῇ στὸν ᾅδη;», γιὰ ν’ ἀνε­βά­σῃ δηλα­δὴ τὸ Xρι­στὸ ἐκ νεκρῶν.  (Ἡ δικαί­ω­σι ἀπὸ τὴν πίστι δὲν λέγει πράγ­μα­τα δύσκο­λα καὶ ἀδύ­να­τα). Ἀλλὰ τί λέγει; Kον­τά σου εἶναι ὁ λόγος, στὸ στό­μα σου καὶ στὴν καρ­διά σου, ὁ λόγος δηλα­δὴ τῆς πίστε­ως, τὸν ὁποῖο κηρύτ­του­με. Διό­τι, ἂν ὁμο­λο­γή­σῃς μὲ τὸ στό­μα σου τὸν Ἰ η σ ο ῦ ὡ ς Kύ ρ ι ο (ὡς Θεό), καὶ πιστεύ­σῃς μὲ τὴν καρ­διά σου, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀνέ­στη­σε ἐκ νεκρῶν (ὡς ἄνθρω­πο), θὰ σωθῇς. 10 Nαί, μὲ τὴν καρ­διὰ πιστεύ­ει κανεὶς γιὰ δικαί­ω­σι, καὶ μὲ τὸ στό­μα ὁμο­λο­γεῖ γιὰ σωτη­ρία.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Πίστίς καί ὁμο­λο­γία

«Ἐὰν ὁμο­λο­γή­σῃς ἐν τῷ στό­μα­τί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύ­σῃς ἐν τῇ καρ­δίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγει­ρεν ἐκ νεκρῶν, σωθή­σῃ· καρ­δίᾳ γὰρ πιστεύ­ε­ται εἰς δικαί­ο­σύ­νην, στό­μα­τι δὲ ὁμο­λο­γεῖ­ται εἰς σωτη­ρί­αν» (Ρωμ. 10,9–10)

H ΠΙΣΤΊΣ, ἀγα­πη­τοί μου, ἡ πίστίς, ὅσο καὶ ἂν θέλουν πολ­λοὶ νὰ τὴν περι­φρο­νοῦν, ἔχει στε­νή σχέ­σι μὲ τὴ ζωή. Καὶ ὅταν λέμε ζωή, ἐννο­οῦ­με ὅλα ὅσα κάνει, ὅσα λέει καὶ ὅσα σκέ­πτε­ται ὁ ἄνθρω­πος. Ὅπως πιστεύ­ει κανείς, ἔτσι ζῇ, ἔτσι ὁμι­λεῖ, ἔτσι σκέ­πτε­ται. Ἡ πίστι στρέ­φει καὶ προ­σα­να­το­λί­ζει ὅλη τὴν πορεία του πρὸς μία συγ­κε­κρι­μέ­νη κατεύ­θυν­σι. Μοιά­ζει ἡ πίστι μὲ τὴν πυξί­δα τοῦ πλοί­ου. Ὅπου δεί­χνει ἡ πυξί­δα, ἐκεῖ θὰ κινη­θῇ καὶ τὸ πλοῖο. Δεί­χνει σωστὰ ἡ πυξί­δα; τὸ πλοῖο φθά­νει στὸ λιμά­νι. Δεί­χνει λάθος ἡ πυξί­δα; τὸ πλοῖο δὲν βρί­σκει τον προ­ο­ρι­σμό του.

Πιστεύ­ει ὁ ἄνθρω­πος. Ὅσο καὶ ἂν φαί­νε­ται παρά­δο­ξο, ὅλη ἡ καθη­με­ρι­νή ζωή του στη­ρί­ζε­ται στὴν πίστι. Βγαί­νεις π.χ. ἀπὸ τὸ σπί­τι σου τὸ πρωΐ πιστεύ­ον­τας, ὅτι θὰ τελειώ­σῃς μὲ ἐπι­τυ­χία τίς δου­λειές σου καὶ θὰ ἐπι­στρέ­ψῃς μὲ τὸ καλό. Σπέρ­νεις το χωρά­φι μὲ τὴν πίστι, ὅτι ἡ χρο­νιὰ θὰ ἔχῃ καλή σοδειά. Κάνεις οἰκο­γέ­νεια πιστεύ­ον­τας, ὅτι θὰ εὐτυ­χή­σῃς. Φεύ­γεις γιὰ ταξί­δι πιστεύ­ον­τας, ὅτι θὰ γυρί­σῃς γερὸς κον­τὰ στοὺς οἰκεί­ους σου. Ανοί­γεις μαζὶ μὲ ἄλλους ἐπι­χεί­ρη­σι ἢ κάνεις ἐμπό­ριο πιστεύ­ον­τας, ὅτι θὰ ἔχῃς κέρ­δος… Απ’ ὅσα ὅμως πιστεύ­ουν οἱ ἄνθρω­ποι, βεβαί­ως δὲν ἀπο­δει­κνύ­ον­ται ὅλα ἀλη­θι­νά.

Ἀλλ ̓ ἀφοῦ στὴν καθη­με­ρι­νὴ πρα­κτι­κὴ ζωὴ ὅλα στη­ρί­ζον­ται στὴν πίστι, πολὺ περισ­σό­τε­ρο στήν πνευ­μα­τι­κὴ σφαῖ­ρα, στὴ θρη­σκεία, βαδί­ζου­με μὲ τὴν πίστι. Στὴ θρη­σκευ­τι­κή μας ζωή, στήν πορεία δηλα­δὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν οὐρα­νό, τὸν πρῶ­το λόγο ἔχει ἡ πίστι. Πολ­λὲς θρη­σκεῖ­ες ὑπάρ­χουν. Καὶ ὅλες ὑπό­σχον­ται, νὰ φέρουν σὲ ἐπι­κοι­νω­νία τὸν ἄνθρω­πο μὲ τὸ Θεό. Εἶνε ὅμως ὅλες οἱ θρη­σκεῖ­ες ἀλη­θι­νές; Ὅπως στὰ ἄλλα ὁ ἄνθρω­πος πέφτει ἔξω καὶ ἀπα­τᾶ­ται, ἔτσι καὶ στίς θρη­σκεῖ­ες ποὺ ἐπι­νο­εῖ μόνος του, μὲ τὸ μυα­λό του, πλα­νᾶ­ται. Μία μόνο ἀλη­θι­νὴ θρη­σκεία υπάρ­χει. Καὶ εἶνε ἀλη­θι­νή, διό­τι δὲν τὴν ἐπι­νόη­σε καὶ δὲν τὴν ἀνε­κά­λυ­ψε ὁ ἄνθρω­πος μόνος του, ἀλλὰ τοῦ τὴν ἀπε­κά­λυ­ψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ποιά εἶνε αὐτή; Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτω­λὸς λέει· «Ὅλαι αἱ πίστεις εἶνε ψεύ­τι­κες· τοῦ­το ἐκα­τά­λα­βα ἀλη­θι­νόν, ὅτι μόνη ἡ πίστίς τῶν ὀρθο­δό­ξων χρι­στια­νῶν εἶνε καλὴ καὶ ἁγία, τὸ νὰ πιστεύ­ω­μεν καὶ νὰ βαπτι­ζώ­με­θα εἰς τὸ ὄνο­μα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος» (βλ. ἡμέ­τε­ρον βιβλί­ον Κοσμᾶς ὁ Αἰτω­λός, Ἀθῆ­ναι 1997, σελ. 131). Μόνη ἀλη­θι­νὴ θρη­σκεία, ποὺ ὁδη­γεῖ σωστὰ καὶ σῴζει τὸν ἄνθρω­πο, εἶνε ἡ Ὀρθο­δο­ξία.

Πιστεύ­ει κάποιος ὀρθό­δο­ξα; Αὐτὸς μπο­ρεῖ νὰ βαδί­σῃ καὶ ὀρθά. Πιστεύ­ει πλα­νε­μέ­να; Αὐτὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ βαδί­σῃ ὀρθά. Τὸ τέλειο εἶνε, νὰ πιστεύῃ ὀρθό­δο­ξα, ἀλλὰ καὶ νὰ βαδί­ζῃ ὀρθά· νὰ ἔχη Ορθο­δο­ξία στὴν πίστι, ἀλλὰ καὶ ὀρθο­πρα­ξία στη ζωή.

Μέσα στὴν ὀρθο­πρα­ξία συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καὶ κάτι, τὸ ὁποῖο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στὸς ζητεῖ ὡς ἀπα­ραί­τη­το λέγον­τας «Πᾶς οὖν ὅστίς ὁμο­λο­γή­σει ἐν ἐμοὶ ἔμπρο­σθεν τῶν ἀνθρώ­πων, ὁμο­λο­γή­σω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπρο­σθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρα­νοῖς· ὅστίς δ ̓ ἂν ἀρνή­ση­ταί με ἔμπρο­σθεν τῶν ἀνθρώ­πων, ἀρνή­σο­μαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπρο­σθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρα­νοῖς» (Ματθ. 10, 32–33). Αὐτό, ποὺ ζητεῖ ὁ Χρι­στός, εἶνε ἡ ὁμο­λο­γία τῆς πίστε­ως. Τί θὰ πῇ ὁμο­λο­γία; Θὰ πῇ, αὐτὸ ποὺ πιστεύ­ῃς νὰ μὴν τὸ κρα­τᾷς μυστι­κό εντός σου, ἀλλὰ νὰ τὸ φανε­ρώ­νῃς καὶ στοὺς ἄλλους γύρω σου. Τὴν ὁμο­λο­γία ζητεῖ ὁ Θεός. Ὁ δὲ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ἐδῶ λέει ̇ «Καρ­δίᾳ γὰρ πιστεύ­ε­ται εἰς δικαί­ο­σύ­νην, στό­μα­τι δὲ ὁμο­λο­γεῖ­ται εἰς σωτη­ρί­αν» (Ρωμ. 10,10). Γιὰ νὰ σωθῇ, δηλα­δή, ὁ ἄνθρω­πος, πρέ­πει μὲ τὴν καρ­διά του μὲν νὰ πιστέ­ψῃ τὸ Χρι­στό, μὲ τὸ στό­μα του δὲ νὰ τὸν ὁμο­λο­γή­σῃ. Καὶ ἀλλοῦ προ­τρέ­πει· «Κρα­τῶ­μεν τῆς ὁμο­λο­γί­ας», νὰ κρα­τοῦ­με δηλα­δὴ τὴν ὁμο­λο­γία (Εβρ. 4,14). Ὁ ι. Χρυ­σό­στο­μος ἐξη­γεῖ, τί ἐννο­εῖ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος λέγον­τας· «Ποί­αν ὁμο­λο­γί­αν λέγει; Ὅτι ἀνά­στα­σίς ἐστιν, ὅτι ἀντα­πό­δο­σις, ὅτι μυρία ἀγα­θά, ὅτι ὁ Χρι­στὸς Θεός ἐστιν, ὅτι ἡ πίστίς ὀρθή. Ταῦ­τα ὁμο­λο­γή­σω­μεν, ταῦ­τα κατά­σχω­μεν» (PG 63,63). Αὐτά, λέει, πρέ­πει νὰ ὁμο­λο­γή­σου­με, αὐτά νὰ κρα­τή­σου­με.

* * *

Θὰ ἐρω­τή­σῃ τώρα κάποιος ̇ Καὶ σὲ ποιές περι­πτώ­σεις καλού­με­θα νὰ ὁμο­λο­γή­σου­με τὸ Χρι­στό;

Πρῶ­τα — πρῶ­τα στὸ ἅγιο βάπτί­ςμα. Μὲ τὸ μυστή­ριο τοῦ βαπτί­σμα­τος ὁ ἄνθρω­πος ἀξιώ­νε­ται τῆς μεγα­λυ­τέ­ρας τιμῆς, τῆς τιμῆς νὰ γίνῃ μέλος τοῦ σώμα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Γι’ αὐτὸ προ­η­γου­μέ­νως τοῦ ζητεῖ­ται, νὰ βεβαιώ­σῃ ἐνώ­πιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώ­πων ὅτι πιστεύ­ει στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στό. Αὐτὸ στοὺς πρώ­τους χρι­στια­νι­κοὺς αἰῶ­νες γινό­ταν σὲ ὥρι­μη ἡλι­κία, καὶ ὁ προ­σερ­χό­με­νος εἶχε συνεί­δη­σι τί ὁμο­λο­γεῖ καὶ τί ὑπό­σχε­ται, ἐξέ­φρα­ζε δὲ ἐλευ­θέ­ρως τὴν ἐπι­θυ­μία του νὰ βαπτί­ςθῇ. Αργό­τε­ρα, μὲ τὴν αὔξη­σι τοῦ ἀριθ­μοῦ τῶν χρι­στια­νῶν καὶ τὴν καθιέ­ρω­σι τοῦ νηπιο­βα­πτί­ςμοῦ, ὡρί­σθη­κε ἀντὶ τοῦ νηπί­ου νὰ δίδῃ τὴν ὁμο­λο­γία αὐτὴ ὁ ἀνά­δο­χος. Γι’ αὐτὸ πρέ­πει κι αὐτὸς νὰ εἶνε συνε­πής ὀρθό­δο­ξος χρι­στια­νός, ἀπα­γο­ρεύ­ε­ται δὲ νὰ παρα­στῇ ὡς ἀνά­δο­χος ὅποιος δὲν εἶνε ἐν τάξει εἴτε στὴν πίστι εἴτε στὴν ἠθι­κὴ ζωή. Ἐνῷ λοι­πὸν ὁ ἀνά­δο­χος κρα­τεῖ τὸ νήπιο στα χέρια του, ἀκού­ει τὸν ἱερέα νὰ ἐρω­τᾷ, Πιστεύ­εις στὸ Χρι­στό; Καὶ αὐτὸς ἀπο­κρί­νε­ται «Πιστεύω αὐτῷ ὡς Βασι­λεῖ καὶ Θεῷ», καὶ ἐν συνε­χείᾳ ἀπαγ­γέλ­λει τὸ «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν.…». Ἡ ὁμο­λο­γία, δηλα­δή, τοῦ Χρι­στοῦ στὸ βάπτί­ςμα γίνε­ται μὲ τὴν ἀπαγ­γε­λία τοῦ Συμ­βό­λου τῆς πίστε­ως.

Μετὰ τὸ βάπτί­ςμα καλού­με­θα νὰ ὁμο­λο­γοῦ­με τὸ Χρι­στὸ ὁσά­κις προ­σβάλ­λε­ται ἡ πίστι μας. Ακού­σθη­κε εἰρω­νεία καὶ χλεύη εἰς βάρος τῶν ἀλη­θειῶν τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου; Ὁ χρι­στια­νὸς αἰσθά­νε­ται, ὅτι θίγε­ται τὸ πιστεύω του καὶ πονεῖ. Ἐξα­πέ­λυ­σε κάποιος ἐπί­θε­σι κατὰ τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλη­σί­ας; Ὁ πιστὸς βλέ­πει νὰ πλήτ­τε­ται τὸ ἱερὸ καθί­δρυ­μα τῆς σωτη­ρί­ας, καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ μεί­νῃ ἀπα­θής. Δια­δί­δον­ται πεπλα­νη­μέ­νες καὶ αἱρε­τι­κές διδα­σκα­λί­ες καὶ παρα­σύ­ρον­ται ἀδύ­να­τοι; Ὁ ὀρθό­δο­ξος βλέ­πει τοὺς λύκους νὰ κατα­σπα­ράσ­σουν τὰ πρό­βα­τα τῆς μάν­δρας τοῦ Χρι­στοῦ, νὰ χάνων­ται ψυχές, καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ κοι­μη­θῇ. Ακού­γον­ται ὕβρεις κατὰ τῶν θεί­ων, βλα­σφη­μί­ες κατὰ τοῦ ὀνό­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς Πανα­γί­ας, τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσί­ων; Ὁ βαπτί­ςμέ­νος χρι­στια­νὸς ἀνα­στα­νώ­νε­ται καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἡσυ­χά­σῃ. Σὲ ὅλες αὐτὲς καὶ κάθε ἄλλη παρο­μοία περί­πτω­σι ἀνοί­γει τὸ στό­μα μὲ θάρ­ρος καὶ παρ­ρη­σία. Εἴτε δημο­σιεύ­μα­τα στὸν τύπο, εἴτε ται­νί­ες στὴν ὀθό­νη, εἴτε νομο­θε­τή­μα­τα στὴ βου­λή, εἴτε γεγο­νό­τα στὴν καθη­με­ρι­νή ζωή, εἴτε ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο ἀνα­κύ­ψῃ, δὲν ἀδια­φο­ρεῖ, δὲν μπο­ρεῖ ν’ ἀδια­φο­ρή­σῃ, δίδει τὸ παρών. Καὶ τῶν διδα­σκά­λων ἢ καθη­γη­τῶν οἱ γνῶ­μες στὸ σχο­λεῖο ἐν ὥρᾳ διδα­σκα­λί­ας, καὶ τῶν λεγο­μέ­νων καλ­λι­τε­χνῶν οἱ ἐκφρά­σεις καὶ ἐκδη­λώ­σεις, καὶ τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξου­σιῶν οἱ παρα­στά­σεις καί δηλώ­σεις, ἀλλὰ καὶ ἁπλῶν συναν­θρώ­πων λόγια καὶ ἔργα, ἀντι­τί­θεν­ται πολ­λὲς φορὲς στὸ Θεὸ καὶ στὸ θέλη­μά του. Ποιός τότε θὰ ἔχῃ τὸ σθέ­νος νὰ ὀρθώ­σῃ τὸ ἀνά­στη­μά του καὶ ν’ ἀνα­χαι­τί­σῃ τὸ κακό; Αλλοί­μο­νο ἂν ὁ χρι­στια­νὸς σιω­πή­σῃ λόγῳ δει­λί­ας. Τέτοιες ώρες οἱ γεν­ναῖ­οι, ὅσο καὶ ἂν ὁ κόσμος εἰρω­νεύ­ε­ται καὶ περι­φρο­νῇ, τολ­μοῦν καὶ ὁμο­λο­γοῦν. Ἄλλο­τε παρά­νο­μοι γάμοι, ἄλλο­τε αἰσχρὰ καλ­λι­στεῖα, ἄλλο­τε εἰδω­λο­λα­τρι­κός καρ­νά­βα­λος, ἄλλο­τε ὁ σκο­τει­νὸς χιλια­σμός, ἄλλο­τε ὁ παναι­ρε­τι­κὸς οἰκου­με­νι­σμός, ἄλλο­τε τὸ μετα­θε­τὸ τῶν ἐπι­σκό­πων, ἄλλο­τε ἡ κατα­πά­τη­σις τῆς κανο­νι­κῆς τάξε­ως στὴν Ἐκκλη­σία, καὶ ἄλλο­τε ἄλλα, πάν­το­τε κάτι θὰ δίνῃ ἀφορ­μὴ στὸν χρι­στια­νὸ νὰ ἀγω­νί­ζε­ται γιὰ τὴν ἀλή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ, νὰ προ­α­σπί­ζῃ τὴν τιμὴ τοῦ ὀνό­μα­τος τοῦ Θεοῦ, νὰ ὑπε­ρα­σπί­ζε­ται διω­κο­μέ­νους, νὰ ἀμύ­νε­ται κατὰ τῶν ποι­κί­λων ἐπι­θέ­σε­ων ὅσο μπο­ρεῖ.

Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ὅλη ἐμφά­νι­σι καὶ συμ­πε­ρι­φο­ρά του ὁμο­λο­γεῖ κανεὶς τὸ Χρι­στό. Ὁμο­λο­γία Χρι­στοῦ εἶνε λ.χ. τὸ νὰ κάνῃ ὁ πιστὸς τὸ σημεῖο τοῦ σταυ­ροῦ, ὅταν περ­νᾷ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλη­σία ἢ ὅταν κάθε­ται στὸ ἑστια­τό­ριο γιὰ φαγη­τό. Ὁμο­λο­γία εἶνε τὸ νὰ μὴ γελά­σῃ μὲ ἀσε­βὲς εὐφυο­λό­γη­μα ἢ νὰ μὴ συμ­με­τά­σχῃ σὲ πει­ράγ­μα­τα καὶ ἀστεῖα εἰς βάρος ἑνὸς ἀθῴ­ου. Ὁμο­λο­γία εἶνε τὸ νὰ σεβα­σθῇ τὴ νηστεία σὲ μία δεξί­ω­σι ἢ ἐπί­σκε­ψι. Ὁμο­λο­γία εἶνε τὸ ν’ ἀρνη­θῇ σήμε­ρα ἡ νέα νὰ φορέ­σῃ παν­τε­λό­νι, νὰ κόψῃ καὶ νὰ βάψῃ τὰ μαλ­λιά της, νὰ ἐμφα­νί­ζε­ται ἡμί­γυ­μνη σὲ κάθε εὐκαί­ρία, καὶ μάλι­στα στὸν ι. ναό. Ἰδιαι­τέ­ρως σημαν­τι­κὴ ὁμο­λο­γία τῆς νεα­ρᾶς κόρης εἶνε τώρα ἡ σεμνὴ περι­βο­λή της, ὅταν ἔρχε­ται ὡς νύφη στὴν ἐκκλη­σία γιὰ τὸ μυστή­ριο τοῦ γάμου. Ὁμο­λο­γία εἶνε καὶ γιὰ τὸ χρι­στια­νὸ νέο τὸ νὰ δια­τη­ρῇ σήμε­ρα ἐν μέσῳ τῶν συνο­μη­λί­κων του τὸ λεξι­λό­γιό του καθα­ρὸ ἀπὸ χυδαῖ­ες λέξεις καὶ ἐκφρά­σεις. Ὁμο­λο­γία ἀκό­μη εἶνε τὸ νὰ μὴ ἀπο­φεύ­γουν οἱ σύζυ­γοι τὴν εὐλο­γη­μέ­νη τεκνο­γο­νία καὶ νὰ μὴ θανα­τώ­νουν τὰ ἔμβρυα μὲ τὶς αἱμο­στα­γεῖς ἐκτρώ­σεις…

Αγα­πη­τοί μου!

* * *

Ἡ ἁγία Γρα­φὴ λέει, ὅτι ἡ πίστίς, ἂν δὲν ἔχῃ ἔργα, εἶνε νεκρά (βλ. Ἰακ. 2,17). Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ ἔργα, ποὺ κάνουν τὴν πίστι ζων­τα­νή, εἶνε ἡ ὁμο­λο­γία. Γιὰ ἄλλες ἐντο­λὲς ἴσως προ­βά­λουν οἱ πολ­λοὶ δυσκο­λί­ες. Γιὰ τὴν ἐλεη­μο­σύ­νη λ.χ. ἴσως προ­φα­σι­σθοῦν, ὅτι δὲν ἔχουν χρή­μα­τα. Ἡ ὁμο­λο­γία ὅμως δὲν χρειά­ζε­ται χρή­μα­τα. Καὶ ὁ πιὸ φτω­χὸς μπο­ρεῖ νὰ ὁμο­λο­γή­σῃ τὸ Χρι­στό.

Κον­τὰ στοὺς προ­φή­τας, τοὺς ἀπο­στό­λους, τοὺς μάρ­τυ­ρας, τοὺς πατέ­ρας, τοὺς ὁσί­ους καὶ λοι­ποὺς ἁγί­ους, ὑπάρ­χει καὶ μία εἰδι­κὴ κατη­γο­ρία ἁγί­ων ποὺ λέγον­ται ὁμο­λο­γη­ταί. Ἔμβλη­μα τῆς ζωῆς τους εἶχαν τὸ «Ἐπί­στευ­σα, διὸ ἐλά­λη­σα» (Ψαλμ. 115,1). Αὐτοὺς λοι­πὸν ἂς μιμη­θοῦ­με κ ̓ ἐμεῖς, ὁμο­λο­γοῦν­τες ἐδῶ στὴ γῆ τὸν Χρι­στό, ἂν θέλου­με κ ̓ ἐκεῖ­νος νὰ μᾶς ὁμο­λο­γή­σῃ τὴν φοβε­ρὰν ἡμέ­ραν τῆς κρί­σε­ως ἐνώ­πιον τοῦ οὐρα­νί­ου Πατρὸς καὶ τῶν ἁγί­ων ἀγγέ­λων.

Καὶ ἂν κανεὶς ἐρω­τᾷ, πῶς μπο­ροῦ­με νὰ γίνου­με ὁμο­λο­γη­ταί, ὁ ι. Χρυ­σό­στο­μος ἀπαν­τᾷ· «Δυνη­σό­με­θα τοῦ­το ποιεῖν, ἐὰν καὶ παρ­ρη­σί­αν ἔχω­μεν καὶ ταῖς Γρα­φαῖς προ­σέ­χω­μεν καὶ μὴ παρέρ­γως αὐτὰς ἀκού­ω­μεν» (PG 59, 319–321). Μᾶς χρειά­ζε­ται παρ­ρη­σία, θάρ­ρος λόγου δηλα­δή, καὶ προ­σε­κτι­κή μελέ­τη τῆς Γρα­φῆς.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek