ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Ρωμ. (ΙΒ΄ 6 — 14)

Προς Ρωμαί­ους, κεφ. ΙΒ΄, εδά­φια 6–14

6 χον­τες δ χαρσμα­τα κατ τν χριν τν δοθεσαν μν διφορα, ετε προ­φη­τεαν, κατ τν ναλογαν τς πστε­ως, 7 ετε δια­κοναν, ν τ δια­κονίᾳ, ετε διδσκων, ν τ διδα­σκαλίᾳ, 8 ετε παρα­καλν, ν τ παρακλσει, μετα­δι­δος, ν πλτητι, προϊστμενος, ν σπουδ, λεν, ν λαρτητι.

9 Η γπη νυπκρι­τος. ποστυ­γοντες τ πονηρν, κολλμενοι τ γαθ, 10 τ φιλα­δελφίᾳ ες λλλους φιλστορ­γοι, τ τιμ λλλους προ­η­γομενοι, 11 τ σπουδ μ κνη­ρο, τ πνεματι ζοντες, τ Κυρίῳ δου­λεοντες, 12 τ λπδι χαρον­τες, τ θλψει πομνον­τες, τ προ­σευχ προ­σκαρ­τε­ροντες, 13 τας χρεαις τν γων κοι­νω­νοντες, τν φιλο­ξεναν δικον­τες. 14 Ελογετε τος δικον­τας μς, ελογετε κα μ καταρσθε.

Εφ’ όσον δε έχο­μεν διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα σύμ­φω­να με την χάριν, που μας έχει δοθή από το Αγιον Πνεύ­μα, ας επα­να­παυώ­με­θα εις αυτά και ας εργα­ζώ­με­θα πνευ­μα­τι­κώς δι’ αυτών. Είτε δηλα­δή έχο­μεν προ­φη­τι­κόν χάρι­σμα, ας διδά­σκω­μεν την αλή­θειαν ανά­λο­γα με το χάρι­σμα αυτό. Είτε έχο­μεν χάρι­σμα πνευ­μα­τι­κής δια­κο­νί­ας εις την Εκκλη­σί­αν, ας μένω­μεν συνε­πείς εις αυτό· εκεί­νος, που έλα­βε το χάρι­σμα να διδά­σκη, ας μένη εις την δια­κο­νί­αν της διδα­σκα­λί­ας και ας ανα­λύη τας αλη­θεί­ας του Θεού στους πιστούς. Εκεί­νος που έχει το χάρι­σμα να παρη­γο­ρή, να ενθαρ­ρύ­νη και να προ­τρέ­πη τους πιστούς στον δρό­μον της αρε­τής, ας μένη στο έργον αυτό της ηθι­κής τονώ­σε­ως· εκεί­νος, που έχει αγα­θά και αισθά­νε­ται την εσω­τε­ρι­κήν κλί­σιν να τα μοι­ρά­ζη στους πτω­χούς, ας το πράτ­τη με απλό­τη­τα και διά­κρι­σιν· εκεί­νος που έχει ορι­σθή προϊ­στά­με­νος, ας δια­χει­ρί­ζε­ται την εξου­σί­αν και ας επι­στα­τή εις κάθε καλόν έργον με επι­μέ­λειαν και δρα­στη­ριό­τη­τα· εκεί­νος, που ελε­εί, ας προ­σφέ­ρη την ελεη­μο­σύ­νην του με γλυ­κύ­τη­τα και καλω­σύ­νην. Η αγά­πη σας ας είναι πάν­το­τε ειλι­κρι­νής, απηλ­λαγ­μέ­νη από κάθε υπο­κρι­σί­αν και ιδιο­τέ­λειαν· να απο­στρέ­φε­σθε και να μισή­τε με όλην σας την δύνα­μιν το πονη­ρόν, να είσθε δε και να μένε­τε πάν­το­τε προ­σκολ­λη­μέ­νοι στο αγα­θόν. 10 Δια της ειλι­κρι­νούς και αδελ­φι­κής αγά­πης να γίνε­σθε φιλό­στορ­γοι ο ένας στον άλλον και ο καθέ­νας σας να απο­δί­δη τα πρω­τεία της τιμής και του σεβα­σμού στους άλλους (και να μη σπεύ­δη να ζητή δια τον ευα­τόν του τιμάς και πρω­το­κα­θε­δρί­ας). 11 Εις τον ζήλον και την δρα­στη­ριό­τη­τα, που απαι­τεί­ται δια κάθε καλόν έργον, να μη είσθε ράθυ­μοι και δυσκί­νη­τοι. Το πνεύ­μα σας, αι εσω­τε­ρι­καί πνευ­μα­τι­καί δυνά­μεις σας, να είναι δια­πο­τι­σμέ­ναι και πλή­ρεις από την φλό­γα του κατά Θεόν ζήλου. Δι’ όλων δε αυτών των χαρι­σμά­των και αρε­τών να δου­λεύ­ε­τε με προ­θυ­μί­αν και να ευα­ρε­στή­τε στον Κυριον. 12 Εχον­τες ακλό­νη­τον την ελπί­δα εις τα άπει­ρα αγα­θά, που σας έχει ετοι­μά­σει ο Θεός, να χαί­ρε­τε και να αγάλ­λε­σθε· εις την θλί­ψιν να δει­κνύ­ε­τε υπο­μο­νήν και γεν­ναιό­τη­τα· να επι­μέ­νε­τε πάν­το­τε με προ­θυ­μί­αν και ζήλον εις την προ­σευ­χήν. 13 Με τα δώρα της αγά­πης σας να γίνε­σθε συμ­μέ­το­χοι και βοη­θοί εις τας ανάγ­κας των Χρι­στια­νών· να επι­διώ­κε­τε την φιλο­ξε­νί­αν, χωρίς να περι­μέ­νε­τε να σας την ζητή­σουν. 14 Να εύχε­σθε και να παρα­κα­λή­τε, τον Θεόν δι’ εκεί­νους που σας διώ­κουν. Να εύχε­σθε και να λέγε­τε πάν­το­τε καλά λόγια δι’ όλους και ποτέ να μη κατα­ρά­σθε.

6 Και έχον­τας διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα και ικα­νό­τη­τες, ανά­λο­γα με τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος που μας δόθη­κε, ας αρκού­μα­στε σε αυτές κι ας μη ζητού­με εγωι­στι­κά εκεί­να που δεν μας έδω­σε το Άγιο Πνεύ­μα. Είτε δηλα­δή έχου­με το χάρι­σμα της προ­φη­τεί­ας, ας προ­φη­τεύ­ου­με ανά­λο­γα με το χάρι­σμα που δόθη­κε στον καθέ­να σύμ­φω­να με τον βαθ­μό της πίστε­ώς του. 7 Είτε έχου­με χάρι­σμα εκκλη­σια­στι­κής δια­κο­νί­ας, ας μένου­με στο χάρι­σμα αυτό της δια­κο­νί­ας. Είτε είναι κανείς διδά­σκα­λος των θεί­ων αλη­θειών, ας μένει στη διδα­σκα­λία και ας αρκεί­ται να εξη­γεί τις αλή­θειες που απο­κα­λύ­πτον­ται από τους προ­φή­τες και περι­λαμ­βά­νον­ται στον λόγο του Θεού. 8 Κι εκεί­νος που έχει το χάρι­σμα να προ­τρέ­πει στην αρε­τή και στην εφαρ­μο­γή των θεί­ων αλη­θειών, τις οποί­ες απο­κα­λύ­πτει βέβαια ο προ­φή­της, εξη­γεί όμως ο διδά­σκα­λος, ας μένει στο έργο της προ­τρο­πής. Εκεί­νος που έχει κλί­ση να μοι­ρά­ζει από τα αγα­θά του στους φτω­χούς, ας το κάνει αυτό με απλό­τη­τα, χωρίς επί­δει­ξη ή άλλα εγωι­στι­κά ελα­τή­ρια. Εκεί­νος στον οποίο ανα­τέ­θη­κε η επι­στα­σία, η φρον­τί­δα και η επι­μέ­λεια οποιου­δή­πο­τε καλού έργου, ας επι­στα­τεί με προ­θυ­μία και δρα­στη­ριό­τη­τα. Και εκεί­νος που κάνει ελεη­μο­σύ­νη, ας ελε­εί με χαρά και καλο­σύ­νη.

9 Η αγά­πη ας είναι ειλι­κρι­νής και ελεύ­θε­ρη από υπο­κρι­σία. Να απο­στρέ­φε­στε με όλη σας τη δύνα­μη το πονη­ρό και να είστε προ­σκολ­λη­μέ­νοι στο καλό. 10 Με τη φιλα­δελ­φία να γίνε­στε φιλό­στορ­γοι μετα­ξύ σας. Να προ­λα­βαί­νει ο καθέ­νας να απο­δί­δει πρώ­τος την τιμή στους άλλους. 11 Στην προ­θυ­μία και τον ζήλο που απαι­τεί­ται για κάθε θεά­ρε­στο έργο να μην είστε δυσκί­νη­τοι και οκνη­ροί. Οι εσω­τε­ρι­κές σας πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις να είναι γεμά­τες από θερ­μή αφο­σί­ω­ση και πάν­το­τε ζεστές από την πνευ­μα­τι­κή φλό­γα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Και με όλα αυτά να υπη­ρε­τεί­τε τον Κύριο ως αφο­σιω­μέ­νοι δού­λοι του. 12 Η ακλό­νη­τη ελπί­δα σας στα μελ­λον­τι­κά αγα­θά να σας γεμί­ζει χαρά και να σας ενι­σχύ­ει για να δεί­χνε­τε υπο­μο­νή στη θλί­ψη. Και να επι­μέ­νε­τε στην προ­σευ­χή, από την οποία θα παίρ­νε­τε μεγά­λη βοή­θεια για όλες αυτές τις αρε­τές, καθώς και για τις δύσκο­λες περι­στά­σεις της ζωής. 13 Να συμ­με­τέ­χε­τε και να βοη­θά­τε στις ανάγ­κες των Χρι­στια­νών, και να επι­διώ­κε­τε τη φιλο­ξε­νία χωρίς να περι­μέ­νε­τε οι ξενι­τε­μέ­νοι αδελ­φοί να σας τη ζητή­σουν. 14 Να εύχε­στε για εκεί­νου που σας κατα­διώ­κουν˙ για όλους να εύχε­στε και να λέτε καλά λόγια ζητών­τας την ευλο­γία του Θεού επά­νω τους, και ποτέ να μην τους κατα­ριέ­στε.

Ἔχον­τας δὲ διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα συμ­φώ­νως πρὸς τὴ χάρι, ποὺ μᾶς δόθη­κε, ἂς τὰ χρη­σι­μο­ποιοῦ­με. Ἐὰν κανεὶς ἔχῃ προ­φη­τεία, ἂς κηρύτ­τῃ ἀνα­λό­γως μὲ τὴν πίστι του. Ἐὰν ἔχῃ δια­κο­νία, ἂς δια­κο­νῇ. Ἐὰν εἶναι διδά­σκα­λος, ἂς διδά­σκῃ. Ἐὰν ἔχῃ τὸ χάρι­σμα νὰ παρη­γο­ρῇ καὶ νὰ στη­ρί­ζῃ, ἂς παρη­γο­ρῇ καὶ ἂς στη­ρί­ζῃ. Ἐὰν ἔχῃ τὸ χάρι­σμα νὰ μετα­δί­δῃ ἀπὸ τὰ ἀγα­θά του, ἂς μετα­δί­δῃ μὲ ἁπλό­τη­τα. Ὁ προϊ­στά­με­νος ἂς προ­ΐ­στα­ται μὲ ζῆλο. Ὅποιος μοι­ρά­ζει τὶς ἐλεη­μο­σύ­νες, ἂς τὸ κάνῃ μὲ προ­θυ­μία. Ἡ ἀγά­πη νὰ εἶναι ἀνυ­πό­κρι­τη. Nὰ μισῆ­τε τελεί­ως τὸ κακό, καὶ νὰ προ­σκολ­λᾶ­σθε στὸ καλό. 10 Ὡς πρὸς τὴν ἀδελ­φι­κὴ ἀγά­πη νὰ εἶσθε γεμᾶ­τοι στορ­γὴ ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο. Ὡς πρὸς τὴν ἀπό­δο­σι τιμῆς ὁ ἕνας νὰ συνα­γω­νί­ζε­ται τὸν ἄλλο. 11 Στὴ φρον­τί­δα νὰ μὴν εἶσθε ὀκνη­ροί. Στὸ πνεῦ­μα νὰ εἶσθε θερ­μοί. Tὸν Kύριο νὰ ὑπη­ρε­τῆ­τε ὡς ἀφω­σιω­μέ­νοι δοῦ­λοι. 12 Mὲ τὴν ἐλπί­δα νὰ χαί­ρε­τε. Στὴ θλῖ­ψι νὰ ὑπο­μέ­νε­τε. Στὴν προ­σευ­χὴ νὰ ἐπι­μέ­νε­τε. 13 Στὶς ἀνάγ­κες τῶν ἁγί­ων (τῶν πιστῶν) νὰ βοη­θῆ­τε. Tὴ φιλο­ξε­νία νὰ ἐπι­διώ­κε­τε. 14 Nὰ εὔχε­σθε γιὰ τοὺς διῶ­κτες σας, νὰ εὔχε­σθε καὶ νὰ μὴ κατα­ρᾶ­σθε. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Καθά­περ γρ ν ν σώμα­τι μέλη πολλ χομεν, τ δ μέλη πάν­τα ο τν ατν χει πρξιν, οτως ο πολ­λο ν σμά σμεν ν Χριστ, δ καθ᾿ ες λλή­λων μέλη(: διό­τι όπως σε ένα σώμα έχου­με πολ­λά μέλη και όλα τα μέλη δεν έχουν το ίδιο έργο, έτσι οι πολ­λοί πιστοί στην Εκκλη­σία είμα­στε ένα σώμα εξαι­τί­ας της ενώ­σε­ώς μας με τον Χρι­στό, και ο καθέ­νας μας είμα­στε μέλη ο ένας του άλλου. Συνε­πώς οφεί­λου­με να συνερ­γα­ζό­μα­στε με ταπεί­νω­ση και ο καθε­νός να υπη­ρε­τεί όλο το σώμα της Εκκλη­σί­ας)»[ Ρωμ.12,4–5]

Πάλι χρη­σι­μο­ποιεί το ίδιο παρά­δειγ­μα, που χρη­σι­μο­ποί­η­σε και στην επι­στο­λή προς τους Κοριν­θί­ους, για να κατα­πο­λε­μή­σει το ίδιο ακρι­βώς πάθος· καθό­σον είναι μεγά­λη η δύνα­μη του φαρ­μά­κου και η επί­δρα­ση του παρα­δείγ­μα­τος αυτού προς διόρ­θω­ση της αρρώ­στιας της αλα­ζο­νεί­ας. «Για ποιον λόγο, λοι­πόν», λέγει, «υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι εσύ; Ή για­τί πάλι άλλος εξευ­τε­λί­ζει τον εαυ­τό του; Δεν είμα­στε ένα σώμα όλοι, και μεγά­λοι και μικροί; Όταν λοι­πόν κατά το σπου­δαιό­τε­ρο είμα­στε ένα και μέλη ο ένας του άλλου, για­τί με την αλα­ζο­νεία ξεχω­ρί­ζεις τον εαυ­τό σου; Για­τί περι­φρο­νείς τον αδελ­φό σου; Εφό­σον, όπως ακρι­βώς εκεί­νος είναι μέλος σου, έτσι και εσύ είσαι μέλος εκεί­νου· και είναι μεγά­λη και ως προς αυτό η ισο­τι­μία σας».

Ανα­φέ­ρει λοι­πόν δύο πράγ­μα­τα που είναι ικα­νά να εξα­λεί­ψουν την αλα­ζο­νεία τους· και ότι είμα­στε μέλη ο ένας του άλλου, όχι ο μικρός του μεγά­λου μόνο, αλλά και ο μεγά­λος του μικρό­τε­ρου, και ότι όλοι απο­τε­λού­με ένα σώμα· ή καλύ­τε­ρα και τρία· καθό­σον έδει­ξε πως είναι χάρι­σμα αυτό που μας δόθη­κε. Μην υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι λοι­πόν· για­τί το χάρι­σμα σου δόθη­κε από τον Θεό, δεν το έλα­βες εσύ, ούτε το βρή­κες. Γι’ αυτό και μιλών­τας για τα χαρί­σμα­τα, δεν είπε ότι «ο ένας έλα­βε μεγα­λύ­τε­ρο και ο άλλος μικρό­τε­ρο», αλλά τι; Είπε ότι ο καθέ­νας έλα­βε «δια­φο­ρε­τι­κό» χάρι­σμα. «Έχον­τας λοι­πόν», λέγει, «χαρί­σμα­τα», όχι μεγα­λύ­τε­ρα και μικρό­τε­ρα, αλλά «δια­φο­ρε­τι­κά».

Τι σημα­σία έχει, αν δεν σου όρι­σε τα ίδια; Όμως το σώμα είναι το ίδιο. Και αρχί­ζον­τας από χάρι­σμα, κατα­λή­γει σε κατόρ­θω­μα· για­τί, αφού ανέ­φε­ρε την προ­φη­τεία και τη δια­κο­νία και όλα τα παρό­μοια, κατέ­λη­ξε στην ελεη­μο­σύ­νη, στην προ­θυ­μία και στη βοή­θεια. Επει­δή λοι­πόν ήταν φυσι­κό μερι­κοί να είναι ενά­ρε­τοι, αλλά να μην έχουν ικα­νό­τη­τα για προ­φη­τεία, δεί­χνει ότι και το να έχει κανέ­νας αρε­τή είναι χάρι­σμα, και μάλι­στα πολύ μεγα­λύ­τε­ρο από εκεί­νο, όπως ακρι­βώς έδει­ξε στην προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή, και τόσο μεγα­λύ­τε­ρο μάλι­στα, όσο ότι το ένα έχει μισθό, ενώ το άλλο, η προ­φη­τεία, στε­ρεί­ται κάθε αμοι­βής, καθό­σον όλο είναι δωρεά και χάρη. Γι’ αυτό λέγει: «ἔχον­τες δὲ χαρί­σμα­τα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖ­σαν ἡμῖν διά­φο­ρα, εἴτε προ­φη­τεί­αν, κατὰ τὴν ἀνα­λο­γί­αν τῆς πίστε­ως(:και έχον­τας διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα και ικα­νό­τη­τες, ανά­λο­γα με τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος που μας δόθη­κε, ας αρκού­μα­στε σε αυτές, και ας μη ζητού­με εγωι­στι­κά εκεί­νο που δεν μας έδω­σε το Άγιο Πνεύ­μα. Είτε δηλα­δή έχου­με το χάρι­σμα της προ­φη­τεί­ας, ας προ­φη­τεύ­ου­με ανά­λο­γα με το χάρι­σμα που δόθη­κε στον καθέ­να σύμ­φω­να με τον βαθ­μό της πίστε­ώς του)» [Ρωμ. 12,6].

Αφού λοι­πόν τους παρη­γό­ρη­σε αρκε­τά, θέλει να τους βάλει και σε αγω­νία, και να τους κάνει πιο πρό­θυ­μους, απο­δει­κνύ­ον­τας ότι αυτοί οι ίδιοι δίνουν τις αφορ­μές για να λάβουν μεγα­λύ­τε­ρο ή μικρό­τε­ρο χάρι­σμα. Βέβαια λέγει ότι αυτό δόθη­κε και από τον Θεό, όπως όταν λέγει: « κάστ ς Θες μέρι­σε μέτρον πίστε­ως(: ανά­λο­γα με το χάρι­σμα που μοί­ρα­σε ο Θεός στον καθέ­να· και μη νομί­σε­τε ότι τα χαρί­σμα­τα δίνον­ται στον καθέ­να για να του γίνον­ται αφορ­μή αμαρ­τω­λής καυ­χή­σε­ως και αλα­ζο­νεί­ας. Δίνον­ται για να υπη­ρε­τεί ο καθέ­νας τους άλλους και το σύνο­λο της Εκκλη­σί­ας)»[Ρωμ.12,3] ή «κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖ­σαν ἡμῖν(:σύμ­φω­να με τη χάρη, που μας έχει δοθεί από το Άγιο Πνεύ­μα)»[Ρωμ.12,6], για να συγ­κρα­τή­σει τους υπε­ρή­φα­νους, λέγει όμως ότι και από αυτούς έγι­νε η αρχή, για να παρα­κι­νή­σει τους αδιά­φο­ρους, πράγ­μα που κάνει και στην προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή, μιλών­τας και για τα δύο αυτά.

Όταν δηλα­δή λέγει «ζηλοτε δ τ χαρί­σμα­τα τ κρείτ­το­να. κα τι καθ᾿ περ­βολν δν μν δεί­κνυ­μι(:επι­διώ­κε­τε λοι­πόν με ζήλο τα χαρί­σμα­τα που φέρ­νουν μεγα­λύ­τε­ρη ωφέ­λεια, και γι’ αυτό είναι και ανώ­τε­ρα. Και τώρα σας δεί­χνω ένα πολύ ανώ­τε­ρο ακό­μα δρό­μο, και μέσο έξο­χο και υπέ­ρο­χο, με το οποίο απο­κτών­ται τα καλύ­τε­ρα χαρί­σμα­τα. Και το μέσο αυτό είναι η αγά­πη)»[Α΄Κορ.12,31]· δεί­χνει πως και αυτοί είναι αίτιοι για τα δια­φο­ρε­τι­κά χαρί­σμα­τα που δίνον­ται, αλλά όταν λέγει: «Πάν­τα δ τατα νερ­γε τ ν κα τ ατ Πνεμα, διαι­ρον δί κάστ καθς βού­λε­ται (:και όλα αυτά τα πολ­λά και ποί­κι­λα χαρί­σμα­τα ενερ­γεί το ένα και το αυτό Άγιο Πνεύ­μα, το οποίο μοι­ρά­ζει ιδιαι­τέ­ρως και χωρι­στά στον καθέ­να σύμ­φω­να με την Θεία του θέλη­ση. Και η θέλη­ση του αυτή δεν είναι μερο­λη­πτι­κή και αυθαί­ρε­τη, αλλά πάν­το­τε απο­βλέ­πει από συμ­φέ­ρον και εκεί­νου στον οποί­ου δίνε­τε χάρι­σμα, αλλά και όλου του σώμα­τος της εκκλη­σί­ας)»[Α΄Κορ.12,11], απο­δει­κνύ­ει εκεί­νο, το ότι δηλα­δή δεν πρέ­πει να υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ται εκεί­νοι που έχουν λάβει, μετριά­ζον­τας από παν­τού το πάθος τους, πράγ­μα ακρι­βώς που κάνει και εδώ. Και πάλι για να ενι­σχύ­σει τους απελ­πι­σμέ­νους λέγει: «Εἴτε προ­φη­τεί­αν, κατὰ τὴν ἀνα­λο­γί­αν τῆς πίστε­ως(:είτε δηλα­δή έχου­με προ­φη­τι­κό χάρι­σμα, ας προ­φη­τεύ­ου­με ανά­λο­γα με το χάρι­σμα που δόθη­κε στον καθέ­να σύμ­φω­να με τον βαθ­μό της πίστε­ώς του)»· γιατί, αν και είναι χάρη, όμως δεν δίνε­ται τυχαία, αλλά λαμ­βά­νον­τας τα μέτρα από εκεί­νους που τη δέχον­ται, τόση παρέ­χε­ται, όσο ανά­λο­γο είναι το σκεύ­ος πίστε­ως στο οποίο προ­σφέ­ρε­ται.

«Ετε δια­κο­νί­αν, ν τ δια­κο­νί(:είτε έχου­με χάρι­σμα εκκλη­σια­στι­κής δια­κο­νί­ας, ας μένου­με στο χάρι­σμα αυτό της δια­κο­νί­ας)»· εδώ ανα­φέ­ρει κάτι το γενι­κό, που αφο­ρά όλους, καθό­σον δια­κο­νία ονο­μά­ζε­ται το απο­στο­λι­κό έργο. Και κάθε πνευ­μα­τι­κό έργο είναι δια­κο­νία. Βέβαια η ονο­μα­σία αυτή ανή­κει σε ειδι­κή φρον­τί­δα, αλλά εδώ λέχθη­κε με γενι­κή έννοια.

«ετε διδά­σκων, ν τ διδα­σκα­λί(:είτε είναι κανείς διδά­σκα­λος των θεί­ων αλη­θειών, ας μένει στη διδα­σκα­λία και ας αρκεί­ται να εξη­γεί τις αλή­θειες που απο­κα­λύ­πτον­ται από τους προ­φή­τες και περι­λαμ­βά­νον­ται στον λόγο του Θεού)». Πρό­σε­χε πως ανα­φέ­ρει αυτά αδιά­φο­ρα με ποια σει­ρά, πρώ­τα το μικρό και τελευ­ταία το μεγά­λο, για να διδά­ξει αυτό ακρι­βώς το ίδιο, το να μην αλα­ζο­νεύ­ον­ται δηλα­δή και να μην υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ται.

«ετε παρα­καλν, ν τ παρα­κλή­σει(:και εκεί­νος που έχει το χάρι­σμα να προ­τρέ­πει στην αρε­τή και στην εφαρ­μο­γή των θεί­ων αλη­θειών, τις οποί­ες απο­κα­λύ­πτει βέβαια ο προ­φή­της, εξη­γεί όμως ο διδά­σκα­λος, ας μένει στο έργο της προ­τρο­πής)»[Ρωμ.12,8]. Και αυτό είναι είδος διδα­σκα­λί­ας. Λέγει: «νδρες δελ­φοί, ε στι λόγος ν μν παρα­κλή­σε­ως πρς τν λαόν, λέγε­τε(:άνδρες αδελ­φοί, εάν έχε­τε να πεί­τε κάποιο λόγο προ­τρε­πτι­κό και διδα­κτι­κό για το λαό, μιλή­στε· εάν έχε­τε λόγο διδα­σκα­λί­ας και παρη­γο­ρί­ας προς τον λαό, λέγε­τέ τον)»[Πράξ.13,15].

Στη συνέ­χεια για να δεί­ξει ότι δεν είναι μεγά­λο κέρ­δος να ασκεί κανείς την αρε­τή, αν δεν γίνε­ται αυτό με τον κατάλ­λη­λο νόμο και τρό­πο, προ­σθέ­τει: « μετα­δι­δούς, ν πλό­τη­τι (: εκεί­νος που έχει κλί­ση να μοι­ρά­ζει από τα αγα­θά του στους φτω­χούς, ας το κάνει αυτό με απλό­τη­τα, χωρίς επί­δει­ξη ή άλλα εγωι­στι­κά ελα­τή­ρια)»· διότι δεν φτά­νει το να δώσου­με, αλλά πρέ­πει και με γεν­ναιο­δω­ρία να το κάνου­με αυτό· για­τί απλό­τη­τα αυτό ανα­γνω­ρί­ζει παν­τού, επει­δή και οι πέν­τε μωρές παρ­θέ­νες της παρα­βο­λής είχαν λάδι, αλλά επει­δή δεν είχαν αρκε­τό, τα έχα­σαν όλα[ βλ. Ματθ. 25,1–13].

« προϊ­στά­με­νος, ν σπουδ(:εκεί­νος στον οποίο ανα­τέ­θη­κε η επι­στα­σία, η φρον­τί­δα κι η επι­μέ­λεια οποιου­δή­πο­τε καλού έργου, ας επι­στα­τεί με προ­θυ­μία και δρα­στη­ριό­τη­τα.)»[Ρωμ.12,8]· για­τί δεν αρκεί το να είναι προϊ­στά­με­νος, εάν δεν εργά­ζε­ται με ζήλο.

« λεν, ν λαρό­τη­τι(:και εκεί­νος που κάνει ελεη­μο­σύ­νη, ας ελε­εί με χαρά και καλο­σύ­νη)»· για­τί δεν φτά­νει το να ελε­ή­σει κανείς, αλλά πρέ­πει να το κάνει αυτό με γεν­ναιο­δω­ρία και με διά­θε­ση χωρίς λύπη· ή καλύ­τε­ρα, όχι μόνο με διά­θε­ση χωρίς λύπη, αλλά και με ευχά­ρι­στη και χαρού­με­νη. Για­τί δεν είναι το ίδιο το να μη λυπά­ται κανείς και το να χαί­ρε­ται.

Και αυτό ακρι­βώς τόνι­ζε με προ­σο­χή, όταν έγρα­φε και στους Κοριν­θί­ους. Προ­τρέ­πον­τας λοι­πόν για γεν­ναιο­δω­ρία, έλε­γε: « σπεί­ρων φει­δο­μέ­νως φει­δο­μέ­νως κα θερί­σει, κα σπεί­ρων π᾿ ελογί­αις π᾿ ελογί­αις κα θερί­σει. καστος καθς προ­αι­ρεται τ καρ­δία(:και πρέ­πει να γνω­ρί­ζε­τε αυτό, ότι εκεί­νος που σπέρ­νει με τσιγ­γου­νιά, με τσιγ­γου­νιά και θα θερί­σει. Και εκεί­νος που σπέρ­νει άφθο­να, άφθο­να και θα θερί­σει. Ο καθέ­νας ας δίνει ελεύ­θε­ρα ό,τι έχει διά­θε­ση η καρ­διά του)». Και διορ­θώ­νον­τας τη διά­θε­ση, έλε­γε στη συνέ­χεια: «μ κ λύπης ξ νάγ­κης· λαρν γρ δότην γαπ Θεός(:χωρίς να στε­νο­χω­ριέ­ται ή να εξα­ναγ­κά­ζε­ται· διό­τι ο Θεός αγα­πά εκεί­νον που δίνει με προ­θυ­μία και χαρού­με­νο πρό­σω­πο)»[Β’ Κορ.9,6–7]·γιατί και τα δύο πρέ­πει να παρα­βρί­σκον­ται σε εκεί­νον που ελε­εί, δηλα­δή και αφθο­νία και ευχα­ρί­στη­ση.

Για ποιο λόγο λοι­πόν κλαις και στε­νο­χω­ριέ­σαι για όσα χρή­μα­τα χάνεις επει­δή δίνεις ελεη­μο­σύ­νη και για­τί στε­νο­χω­ριέ­σαι όταν ελε­είς, προ­δί­δον­τας έτσι τον καρ­πό του κατορ­θώ­μα­τος; Καθό­σον, αν στε­νο­χω­ριέ­σαι, δεν ελε­είς, αλλά είσαι σκλη­ρός και απάν­θρω­πος. Για­τί αν εσύ στε­νο­χω­ριέ­σαι, πώς θα μπο­ρέ­σεις να ανορ­θώ­σεις τον λυπη­μέ­νο; Για­τί είναι ανάγ­κη να μην υπο­ψια­σθεί εκεί­νος κανέ­να πονη­ρό, και όταν δίνεις με χαρά. Επει­δή λοι­πόν τίπο­τε δεν φαί­νε­ται στους ανθρώ­πους να είναι τόσο αισχρό, όσο το να λαμ­βά­νουν από άλλους, αν δεν εξα­φα­νί­σεις με την υπερ­βο­λι­κή χαρά την υπο­ψία και δεν δεί­ξεις ότι λαμ­βά­νεις μάλ­λον παρά δίνεις, περισ­σό­τε­ρο ταπεί­νω­σες παρά ανα­κού­φι­σες εκεί­νον που λαμ­βά­νει. Γι’ αυτό λέγει: « λεν, ν λαρό­τη­τι (:εκεί­νος που ελε­εί, ας προ­σφέ­ρει την ελεη­μο­σύ­νη του με γλυ­κύ­τη­τα και καλο­σύ­νη)». Για­τί ποιος λαμ­βά­νει βασι­λεία και είναι σκυ­θρω­πός; Ποιος δέχε­ται συγ­χώ­ρη­ση αμαρ­τη­μά­των και παρα­μέ­νει κατη­φής; Μην προ­σέ­χεις λοι­πόν στη δαπά­νη των χρη­μά­των, αλλά στο κέρ­δος που έρχε­ται από τη δαπά­νη. Για­τί, αν εκεί­νος που σπέρ­νει χαί­ρε­ται, παρό­λο βέβαια που σπέρ­νει πάνω στην αβε­βαιό­τη­τα, πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να χαί­ρε­ται εκεί­νος που καλ­λιερ­γεί τον ουρα­νό. Έτσι και αν ακό­μη δώσεις λίγα, θα δώσεις πολ­λά· όπως πάλι, αν δώσεις με σκυ­θρω­πό ύφος, και αν ακό­μη δώσεις πολ­λά, έκα­νες λίγα τα πολ­λά. Έτσι και η χήρα με δύο λεπτά ξεπέ­ρα­σε πολ­λά τάλαν­τα, για­τί ήταν γεν­ναιό­δω­ρη η διά­θε­σή της.

«Και πώς είναι δυνα­τό», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, «να κάνει κανείς με προ­θυ­μία αυτό, όταν ζει μέσα στη χει­ρό­τε­ρη φτώ­χεια και στε­ρεί­ται τα πάν­τα;» Ρώτη­σε τη φτω­χή χήρα του Ευαγ­γε­λί­ου που με το δίλε­πτό της για το κου­τί υπέρ των φτω­χών επαι­νέ­θη­κε από τον ίδιο τον Κύριο [βλ. Μάρκ. 12, 41–44: «Τότε ο Ιησούς κάθι­σε απέ­ναν­τι απ’ το θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο του ναού και παρα­τη­ρού­σε πώς ο πολύς λαός έρι­χνε χάλ­κι­να κέρ­μα­τα στο θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο. Και πολ­λοί πλού­σιοι έρι­χναν πολ­λά. Ήλθε και μια φτω­χή χήρα κι έρι­ξε δύο λεπτά, δηλα­δή έναν κοδράν­τη. Κάλε­σε τότε ο Ιησούς τους μαθη­τές Του και τους είπε: “Αλη­θι­νά σας λέω ότι η φτω­χή αυτή χήρα έρι­ξε περισ­σό­τε­ρα απ’ όλους αυτούς που ρίχνουν χρή­μα­τα στο θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο· διό­τι όλοι αυτοί έρι­ξαν απ’ το περίσ­σευ­μά τους. Αυτή όμως έρι­ξε από το υστέ­ρη­μά της και από την τέλεια φτώ­χεια της όλα όσα είχε, όλη την περιου­σία της”»] και θα ακού­σεις τον τρό­πο και θα μάθεις ότι δεν κάνει τη δυσχέ­ρεια η φτώ­χεια, αλλά η διά­θε­ση κάνει και αυτό και το αντί­θε­το. Για­τί μπο­ρεί κανείς και στη φτώ­χεια να είναι μεγα­λό­ψυ­χος και στον πλού­το μικρο­λό­γος. Γι’ αυτό και στη μετά­δο­ση αγα­θών ζητά­ει τη γεν­ναιο­δω­ρία και στην ελεη­μο­σύ­νη τη χαρά και στην προ­στα­σία τον ζήλο· για­τί δεν θέλει να βοη­θού­με μόνο με χρή­μα­τα εκεί­νους που έχουν ανάγ­κη, αλλά και με λόγια και με πράγ­μα­τα και με το σώμα και με όλα τα άλλα. Και αφού είπε την πρώ­τη προ­στα­σία που γίνε­ται με τη διδα­σκα­λία και με τη νου­θε­σία( για­τί αυτή είναι πιο αναγ­καία, αφού είναι και τρο­φή της ψυχής), ήρθε στην προ­στα­σία που γίνε­ται με τα χρή­μα­τα και όλα τα άλλα.

Έπει­τα, για να δεί­ξει πώς μπο­ρεί να κατορ­θω­θούν αυτά, παρου­σιά­ζει τη μητέ­ρα των αγα­θών, την αγά­πη. « γάπη νυπό­κρι­τος(:Η αγά­πη σας ας είναι πάν­το­τε ειλι­κρι­νής, απαλ­λαγ­μέ­νη από κάθε υπο­κρι­σία και ιδιο­τέ­λεια)»[Ρωμ.12,9]. Αν έχεις αυτή, δεν θα κατα­λά­βεις τη δαπά­νη των χρη­μά­των, ούτε τον κόπο των σωμά­των, ούτε την κού­ρα­ση των λόγων, ούτε τον ιδρώ­τα και τη δια­κο­νία, αλλά θα τα υπο­φέ­ρεις όλα γεν­ναία, είτε με το σώμα, είτε με χρή­μα­τα, είτε με λόγο, είτε με οτι­δή­πο­τε άλλο πρέ­πει να βοη­θή­σεις τον πλη­σίον. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν δεν απαι­τεί μόνο μετά­δο­ση αγα­θών, αλλά μετά­δο­ση με γεν­ναιο­δω­ρία, ούτε προ­στα­σία, αλλά προ­στα­σία με ζήλο, ούτε ελεη­μο­σύ­νη, αλλά ελεη­μο­σύ­νη με χαρά, έτσι και δεν απαι­τεί απλώς αγά­πη, αλλά αγά­πη χωρίς υπο­κρι­σία· επει­δή και αυτό αγά­πη είναι, και αν γίνει αυτό, όλα τα άλλα ακο­λου­θούν. Καθό­σον εκεί­νος που ελε­εί, ελε­εί με χαρά, για­τί στον εαυ­τό του δίνει· και εκεί­νος που προ­ΐ­στα­ται, προ­ΐ­στα­ται με ζήλο, για­τί τον εαυ­τό του βοη­θά­ει· και εκεί­νος που δίνει κάτι, το κάνει αυτό με γεν­ναιο­δω­ρία, για­τί στον εαυ­τό του δίνει.

Έπει­τα επει­δή υπάρ­χει και αγά­πη για πονη­ρά πράγ­μα­τα, όπως είναι η αγά­πη των ακό­λα­στων, η αγά­πη όσων συμ­φω­νούν για χρή­μα­τα και αρπα­γές, ή για μεθύ­σια και συμ­πό­σια, για να καθα­ρί­σει την αγά­πη απ’ αυτά, λέγει: «ποστυ­γοντες τ πονη­ρόν(:να απο­στρέ­φε­στε με όλη σας τη δύνα­μη το πονη­ρό)». Και δεν είπε «να απέ­χε­τε» αλλά «να μισεί­τε», και όχι απλώς να το μισεί­τε, αλλά και υπερ­βο­λι­κά να το μισεί­τε· διό­τι η πρό­θε­ση «πό» πολ­λές φορές σημαί­νει επί­τα­ση εκεί­νου με το οποίο συν­τί­θε­ται, όπως όταν λέγει «ποκα­ρα­δο­κία(:συνε­χή έντο­νη ανα­μο­νή)»[Ρωμ.8,19] και «πεκ­δε­χό­με­νοι(:προσ­δο­κών­τας με πολύ μεγά­λη αδη­μο­νία, ανυ­πο­μο­νη­σία)»[Ρωμ.8,23].

Επει­δή λοι­πόν πολ­λοί, αν και δεν πράτ­τουν τα κακά, έχουν όμως την επι­θυ­μία γι΄ αυτά, γι’ αυτό είπε: «να τα απο­στρέ­φε­στε και να τα μισεί­τε με όλη σας τη δύνα­μη». Για­τί αυτός θέλει και η σκέ­ψη μας να είναι καθα­ρή και να έχου­με εμείς για την κακία μεγά­λη έχθρα και μίσος και πόλε­μο. «Να μη νομί­σε­τε λοι­πόν, επει­δή είπα», λέγει, «να αγα­πή­σε­τε ο ένας τον άλλο, ότι εννοώ μέχρι το σημείο αυτό, ώστε και στα κακά να συνερ­γά­ζε­στε μετα­ξύ σας· για­τί εντε­λώς το αντί­θε­το νομο­θε­τώ· να είσαι ξένος όχι μόνο από την πρά­ξη, αλλά και από τη διά­θε­ση για την κακία· και όχι μόνο να είσαι ξένος από τη διά­θε­ση αυτή, αλλά και υπερ­βο­λι­κά να την απο­στρέ­φε­σαι και να τη μισείς».

Και δεν αρκεί­ται μόνο σε αυτό, αλλά και τη διά­πρα­ξη της αρε­τής ορί­ζει λέγον­τας: «κολ­λώ­με­νοι τ γαθ(:να είστε και να μένε­τε πάν­το­τε προ­σκολ­λη­μέ­νοι στο αγα­θό)». Δεν είπε «να κάνε­τε μόνο» αλλά και «να είστε συνέ­χεια στο καλό»· για­τί αυτό δήλω­σε με το να παραγ­γεί­λει να είναι προ­ση­λω­μέ­νοι. Έτσι και ο Θεός, όταν ένω­νε τον άνδρα με τη γυναί­κα, έλε­γε: «νεκεν τού­του κατα­λεί­ψει νθρω­πος τν πατέ­ρα ατο κα τν μητέ­ρα κα προ­σκολ­λη­θή­σε­ται πρς τν γυνακα ατο, κα σον­ται ο δύο ες σάρ­κα μίαν(: εξαι­τί­ας του στε­νού αυτού συν­δέ­σμου του άντρα προς τη γυναί­κα, στο μέλ­λον κάθε άντρας θα αφή­νει τον πατέ­ρα και τη μητέ­ρα του και θα συν­δέ­ε­ται στε­νό­τα­τα με τη γυναί­κα του, ώστε οι δύο να γίνουν πλέ­ον μία σάρ­κα δια της συζυ­γί­ας)» [Γεν.2,24].

Στη συνέ­χεια ανα­φέ­ρει τις αιτί­ες, για τις οποί­ες πρέ­πει ο ένας να αγα­πά­ει τον άλλο: «τ φιλα­δελ­φί ες λλή­λους φιλό­στορ­γοι(:με την ειλι­κρι­νή και αδελ­φι­κή αγά­πη να γίνε­στε φιλό­στορ­γοι ο ένας στον άλλον)»[Ρωμ.12,10].«Είστε αδελ­φοί», λέγει, «και γεν­νη­θή­κα­τε από τους ίδιους πόνους του τοκε­τού· επο­μέ­νως και γι’ αυτό θα ήταν δίκαιο να αγα­πά­τε ο ένας τον άλλο». Το ίδιο έλε­γε και ο Μωυ­σής σε εκεί­νους τους Εβραί­ους που φιλο­νι­κού­σαν και είχαν έρθει στα χέρια στην Αίγυ­πτο: «νδρες, δελ­φοί στε μες· να τί δικετε λλή­λους;(: Άνθρω­ποί μου, εσείς είστε μετα­ξύ σας αδέλ­φια. Για­τί αδι­κεί­τε ο ένας τον άλλο;)»[Πράξ. 7,26· πρβλ. Έξ. 2,13–14].

Όταν λοι­πόν ανα­φέ­ρε­ται στους μη Χρι­στια­νούς λέγει «ε δυνα­τόν, τ ξ μν μετ πάν­των νθρώ­πων ερηνεύ­ον­τες(:όσο εξαρ­τά­ται από σας, προ­σπα­θεί­τε να έχε­τε ειρη­νι­κές σχέ­σεις με όλους τους ανθρώ­πους, αν είναι δυνα­τόν)»[Ρωμ. 12,18], όταν όμως μιλά­ει για τους πιστούς λέγει: «τ φιλα­δελ­φί ες λλή­λους φιλό­στορ­γοι(:με την ειλι­κρι­νή και αδελ­φι­κή αγά­πη να γίνε­στε φιλό­στορ­γοι ο ένας προς τον άλλον)». Εκεί δηλα­δή ζητά­ει το να μη φιλο­νι­κούν και το να αγα­πούν, και όχι απλώς να αγα­πούν, αλλά και να αισθά­νον­ται στορ­γή. «Για­τί δεν πρέ­πει», λέγει, «η αγά­πη να είναι μόνο χωρίς υπο­κρι­σία, αλλά να είναι δυνα­τή και ζωη­ρή και ολό­θερ­μη».

Για­τί ποιο το κέρ­δος, αν αγα­πάς βέβαια χωρίς δόλο, αλλά δεν αγα­πάς με θέρ­μη; Γι’ αυτό και είπε «να είστε φιλό­στορ­γοι μετα­ξύ σας», δηλα­δή και να αγα­πάς, και να αγα­πάς θερ­μά. Να μην αρκεί­σαι να αγα­πιέ­σαι από άλλον, αλλά ο ίδιος να τρέ­χεις σε αυτό και να κάνεις την αρχή. Για­τί έτσι θα κερ­δί­σεις και τον μισθό της δικής του αγά­πης. Αφού είπε λοι­πόν την αιτία, για την οποία πρέ­πει να αγα­πού­με ο ένας τον άλλο, λέγει και πώς θα μπο­ρού­σε να γίνει στα­θε­ρή η αγά­πη. Γι’ αυτό και προ­σθέ­τει: «τ τιμ λλή­λους προ­η­γού­με­νοι(:να προ­λα­βαί­νει ο καθέ­νας να απο­δί­δει πρώ­τος την τιμή στους άλλους και να μη σπεύ­δει να ζητεί για τον εαυ­τό του τιμές και πρω­το­κα­θε­δρί­ες)». Για­τί έτσι η αγά­πη και γίνε­ται και αφού γίνει, παρα­μέ­νει. Και τίπο­τε δεν κάνει τόσο φίλους, όσο το να προ­σπα­θεί κανείς να ξεπε­ρά­σει τον πλη­σί­ον του στην τιμή. Και όχι μόνο αγά­πη, αλλά και τιμή μεγα­λύ­τε­ρη γίνε­ται από εδώ· για­τί τα όσα προ­α­να­φέρ­θη­καν προ­έρ­χον­ται από την αγά­πη, αλλά η αγά­πη γίνε­ται από την τιμή, όπως ακρι­βώς λοι­πόν και η τιμή από την αγά­πη.

Στη συνέ­χεια, για να μην τιμού­με μόνο, απαι­τεί και κάτι άλλο παρα­πά­νω λέγον­τας «τ σπουδ μ κνη­ροί (:στην προ­θυ­μία και στον ζήλο που απαι­τεί­ται για κάθε θεά­ρε­στο έργο να μην είστε δυσκί­νη­τοι και οκνη­ροί)»[Ρωμ.12,11]. Για­τί πραγ­μα­τι­κά και αυτό γεν­νά­ει αγά­πη, όταν μαζί με την τιμή δεί­ξου­με και φρον­τί­δα για κάποιον. Καθό­σον τίπο­τε δεν συμ­βάλ­λει τόσο στο να αγα­πιέ­ται κανείς, όσο η τιμή και η φρον­τί­δα. Για­τί δεν φθά­νει το να αγα­πά­ει, αλλά χρειά­ζε­ται και αυτό. Ή καλύ­τε­ρα, από την αγά­πη γίνε­ται και αυτό, όπως ακρι­βώς λοι­πόν και η αγά­πη από αυτό δια­θερ­μαί­νε­ται, και τον ένα δημιουρ­γεί ο άλλος· καθό­σον υπάρ­χουν πολ­λοί που αγα­πούν με τη σκέ­ψη τους, αλλά δεν απλώ­νουν το χέρι για βοή­θεια. Γι’ αυτό από παν­τού οικο­δο­μεί την αγά­πη.

Και πώς θα ήταν δυνα­τό να μη γίνου­με οκνη­ροί στο ζήλο; «Τ πνεύ­μα­τι ζέον­τες (:οι εσω­τε­ρι­κές σας πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις να είναι γεμά­τες από θερ­μή αφο­σί­ω­ση και πάν­το­τε ζεστές από την πνευ­μα­τι­κή φλό­γα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)».Πρό­σε­χε πώς παν­τού ζητά­ει τις επι­τά­σεις. Για­τί δεν είπε μόνο: «να δίνε­τε κάτι», αλλά «να δίνε­τε κάτι με αφθο­νία, με απλο­χε­ριά», ούτε «να είστε προϊ­στά­με­νοι», αλλά «να εργά­ζε­στε με ζήλο», ούτε είπε απλώς και μόνο «να ελε­εί­τε» ‚αλλά «να ελε­εί­τε με χαρά», ούτε μόνο «να τιμά­τε», αλλά «να ξεπερ­νά­τε τους άλλους στις τιμές», ούτε μόνο «να αγα­πά­τε», αλλά «να αγα­πά­τε χωρίς υπο­κρι­σία», ούτε «να απέ­χε­τε από τα κακά», αλλά «να τα απο­στρέ­φε­στε και να τα μισεί­τε τα κακά», ούτε «να επι­διώ­κε­τε τα αγα­θά», αλλά «να προ­ση­λώ­νε­στε στους τρό­πους από­κτη­σης των αιω­νί­ων αγα­θών», ούτε απλώς «να αγα­πά­τε», αλλά «να αγα­πά­τε με φιλο­στορ­γία», ούτε «να είστε πρό­θυ­μοι», αλλά «όχι με οκνη­ρία», ούτε «να έχε­τε το πνεύ­μα», αλλά «να έχε­τε το θερ­μό πνεύ­μα, δηλα­δή, για να είστε θερ­μοί και σε εγρή­γορ­ση». Εάν λοι­πόν έχεις εκεί­να που προ­α­να­φέρ­θη­καν, θα προ­σελ­κύ­σεις το Άγιο Πνεύ­μα· εάν παρα­μέ­νει Αυτό κον­τά σου, και προς εκεί­να θα σε κάνει να τρέ­ξεις, και όλα από το Άγιο Πνεύ­μα και την αγά­πη θα είναι εύκο­λα, αφού και από τις δύο μεριές θα είσαι πυρω­μέ­νος. Δεν βλέ­πεις πως οι ταύ­ροι, που έχουν επά­νω στη ράχη τους τη φλό­γα, είναι σε όλους αφό­ρη­τοι; Έτσι και εσύ θα είσαι αφό­ρη­τος στον διά­βο­λο, αν λάβεις και από τις δύο μεριές τη φλό­γα.

«τ Κυρί δου­λεύ­ον­τες(:Με όλα αυτά τα χαρί­σμα­τα και τις αρε­τές να υπη­ρε­τεί­τε τον Κύριο ως αφο­σιω­μέ­νοι δού­λοι Του)». Με όλα αυτά δηλα­δή είναι δυνα­τό να υπη­ρε­τή­σεις τον Θεό. Για­τί, όσα κάνεις στον αδελ­φό σου, πηγαί­νουν στον Κύριό σου, και ευερ­γε­τού­με­νος Αυτός, αμέ­σως σου λογα­ριά­ζει τον μισθό. Είδες πού οδή­γη­σε το φρό­νη­μα εκεί­νου που κάνει αυτά;

Στη συνέ­χεια, για να δεί­ξει πώς μπο­ρεί να ανα­φθεί η φλό­γα του Πνεύ­μα­τος, λέγει: «τ λπί­δι χαί­ρον­τες, τ θλί­ψει πομέ­νον­τες, τ προ­σευχ προ­σκαρ­τε­ροντες (:η ακλό­νη­τη ελπί­δα σας στα μελ­λον­τι­κά αγα­θά να σας γεμί­ζει χαρά και να σας ενι­σχύ­ει για να δεί­χνε­τε υπο­μο­νή στη θλί­ψη. Και να επι­μέ­νε­τε στην προ­σευ­χή, από την οποία θα παίρ­νε­τε μεγά­λη βοή­θεια για όλες αυτές τις αρε­τές, καθώς και για τις δύσκο­λες περι­στά­σεις της ζωής)».Για­τί όλα αυτά είναι προ­σα­νάμ­μα­τα της φωτιάς εκεί­νης. Επει­δή δηλα­δή απαί­τη­σε και δαπά­νη χρη­μά­των και σωμα­τι­κό κόπο και προ­στα­σία και ζήλο και διδα­σκα­λία και τα άλλα τα επί­πο­να, προ­ε­τοι­μά­ζει πάλι τον αθλη­τή με την αγά­πη, με το Πνεύ­μα, με την ελπί­δα. Για­τί τίπο­τε δεν κάνει την ψυχή τόσο γεν­ναία και τολ­μη­ρή σε όλα, όσο η αγα­θή ελπί­δα.

Έπει­τα και πριν από τα ελπι­ζό­με­να αγα­θά δίνει πάλι άλλο έπα­θλο. Επει­δή δηλα­δή η ελπί­δα ανή­κε στα μελ­λον­τι­κά, λέγει: «να έχε­τε υπο­μο­νή στη θλί­ψη». Για­τί και πριν από τα μελ­λον­τι­κά, θα κερ­δί­σεις στο παρόν μεγά­λο καλό από τη θλί­ψη, το να γίνε­σαι καρ­τε­ρι­κός και δόκι­μος. Και μαζί με αυτό δίνει και άλλη βοή­θεια λέγον­τας: «τ προ­σευχ προ­σκαρ­τε­ροντες(:να επι­μέ­νε­τε πάν­το­τε με προ­θυ­μία και ζήλο στην προ­σευ­χή)». Όταν λοι­πόν και η αγά­πη κάνει εύκο­λο το πράγ­μα, και το Άγιο Πνεύ­μα βοη­θά­ει, και η ελπί­δα ελα­φρύ­νει, και η θλί­ψη σε κάνει δόκι­μο και ικα­νό για να τα υπο­φέ­ρεις όλα γεν­ναία, και έχεις μαζί με αυτά και άλλο όπλο πάρα πολύ μεγά­λο, την προ­σευ­χή και τη βοή­θεια από την παρά­κλη­ση, ποιο από τα προ­στάγ­μα­τα πλέ­ον θα είναι δύσκο­λο; Κανέ­να. Είδες πώς από παν­τού στή­ρι­ξε τον αθλη­τή και έδει­ξε πολύ ελα­φρά τα προ­στάγ­μα­τα;

Πρό­σε­χε πάλι πώς κατα­πιά­νε­ται με την ελεη­μο­σύ­νη ή καλύ­τε­ρα όχι απλώς με την ελεη­μο­σύ­νη, αλλά με την ελεη­μο­σύ­νη στους Χρι­στια­νούς. Για­τί με το να πει παρα­πά­νω, « λεν, ν λαρό­τη­τι (:εκεί­νος που ελε­εί, ας προ­σφέ­ρει την ελεη­μο­σύ­νη του με γλυ­κύ­τη­τα και καλο­σύ­νη)», άνοι­ξε το χέρι σε όλους· εδώ όμως ομι­λεί για ελεη­μο­σύ­νη υπέρ των πιστών. Γι’ αυτό και προ­σθέ­τει λέγον­τας: «τας χρεί­αις τν γίων κοι­νω­νοντες(:να συμ­με­τέ­χε­τε και να βοη­θά­τε στις ανάγ­κες των Χρι­στια­νών)». Δεν είπε: «να δίνε­τε στις ανάγ­κες τους», αλλά «να μετέ­χε­τε στις ανάγ­κες τους», δεί­χνον­τας ότι μεγα­λύ­τε­ρα παίρ­νουν παρά δίνουν, και ότι το πράγ­μα είναι εμπο­ρία· για­τί είναι κοι­νω­νία. Προ­σφέ­ρεις εσύ χρή­μα­τα; Σου προ­σφέ­ρουν εκεί­νοι την παρ­ρη­σία προς τον Θεό.

«τν φιλο­ξε­νί­αν διώ­κον­τες(:να επι­διώ­κε­τε τη φιλο­ξε­νία χωρίς να περι­μέ­νε­τε οι ξενι­τε­μέ­νοι αδελ­φοί να σας τη ζητή­σουν)».Δεν είπε «να εκτε­λεί­τε», αλλά «να επι­διώ­κε­τε», διδά­σκον­τάς μας να μην περι­μέ­νου­με πότε να έρθουν σε εμάς εκεί­νοι που έχουν ανάγ­κη, αλλά να τρέ­χου­με πίσω τους και να τους κατα­διώ­κου­με.

Αυτό έκα­νε ο Λωτ, αυτό έκα­νε ο Αβρα­άμ. Καθό­σον την ημέ­ρα την ξόδε­ψε σε αυτό, περι­μέ­νον­τας το καλό αυτό κυνή­γι, και όταν το είδε, ανα­πή­δη­σε και έτρε­ξε να το συναν­τή­σει, και προ­σκύ­νη­σε μέχρι το έδα­φος και είπε: «Κύριε, ε ρα ερον χάριν ναν­τί­ον σου, μ παρέλθς τν παδά σου(:Κύριε, εάν τυχόν βρή­κα χάρη ενώ­πιόν Σου, μην κατα­φρο­νή­σεις τον δού­λο Σου)»[Γέν. 18,3]. Όχι όπως εμείς, όταν δού­με κάποιον ξένο ή φτω­χό, κατε­βά­ζου­με τα φρύ­δια μας και δεν τους θεω­ρού­με άξιους ούτε για χαι­ρε­τι­σμό. Και αν ύστε­ρα από χίλια παρα­κά­λια μαλα­κώ­σου­με και δια­τά­ξου­με τον υπη­ρέ­τη να δώσει λίγα χρή­μα­τα, νομί­ζου­με πως κατορ­θώ­σα­με το παν. Όμως εκεί­νος δεν συμ­πε­ρι­φε­ρό­ταν έτσι, αλλά πήρε τη θέση του ικέ­τη και του υπη­ρέ­τη, αν και βέβαια δεν ήξε­ρε ποιους επρό­κει­το να υπο­δε­χθεί. Εμείς όμως, αν και γνω­ρί­ζου­με καλά ότι υπο­δε­χό­μα­στε τον Χρι­στό, ούτε έτσι γινό­μα­στε μαλα­κοί. Αλλά εκεί­νος βέβαια και παρα­κα­λεί και ικε­τεύ­ει και προ­σκυ­νεί, ενώ εμείς βρί­ζου­με εκεί­νους που μας πλη­σιά­ζουν· και εκεί­νος τα κατα­φέρ­νει όλα μόνος του και με τη γυναί­κα του, ενώ εμείς δεν τα κατα­φέρ­νου­με ούτε με τους υπη­ρέ­τες μας.

Εάν όμως θα ήθε­λες να δεις και το τρα­πέ­ζι που παρά­θε­σε, θα δεις και εδώ πολ­λή γεν­ναιο­δω­ρία. Τη γεν­ναιο­δω­ρία όμως δεν την έκα­νε η αφθο­νία των χρη­μά­των, αλλά ο πλού­τος της δια­θέ­σε­ως. Πόσοι λοι­πόν πλού­σιοι υπήρ­χαν τότε; Αλλά κανέ­νας δεν έκα­νε τίπο­τε παρό­μοιο. Πόσες χήρες υπήρ­χαν στο Ισρα­ήλ; Καμιά όμως δεν φιλο­ξέ­νη­σε τον Ηλία. Πόσοι πλού­σιοι πάλι υπήρ­χαν στην επο­χή του Ελι­σαί­ου; Αλλά η Σου­μα­νίτ­δα τρυ­γού­σε μόνη της τον καρ­πό της φιλο­ξε­νί­ας, όπως βέβαια και ο Αβρα­άμ τότε, τον οποίο αξί­ζει να θαυ­μά­ζου­με μαζί με την αφθο­νία των αγα­θών και για την προ­θυ­μία και ιδί­ως για αυτό, ότι δηλα­δή έκα­νε αυτά αν και δεν γνώ­ρι­ζε ποιοι ήταν οι επι­σκέ­πτες. Μην πολυε­ξε­τά­ζεις λοι­πόν και εσύ, για­τί δέχε­σαι εξαι­τί­ας του Χρι­στού. Και αν θελή­σεις να περιερ­γά­ζε­σαι πάν­το­τε, πολ­λές φορές θα παρα­λεί­ψεις και δοκι­μα­σμέ­νο και έγκρι­το άνδρα, και θα χάσεις τον μισθό εξαι­τί­ας αυτού. Αν και βέβαια εκεί­νος που δέχε­ται μη έγκρι­το δεν κατη­γο­ρεί­ται, αλλά και μισθό έχει [Ματθ. 10,41: « δεχό­με­νος προ­φή­την ες νομα προ­φή­του μισθν προ­φή­του λήψε­ται, κα δεχό­με­νος δίκαιον ες νομα δικαί­ου μισθν δικαί­ου λήψε­ται(:Εκεί­νος που υπο­δέ­χε­ται και υπο­στη­ρί­ζει και βοη­θά έναν προ­φή­τη, επει­δή είναι προ­φή­της, θα πάρει την ίδια αντα­μοι­βή που θα πάρει κι ο προ­φή­της· και εκεί­νος που υπο­δέ­χε­ται τον δίκαιο, επει­δή είναι δίκαιος, θα πάρει την ίδια αντα­μοι­βή που θα πάρει κι ο δίκαιος)»], ενώ εκεί­νος που από την άκαι­ρη αυτή εξέ­τα­ση παρα­λεί­πει το θαυ­μα­στό, ακό­μη και τιμω­ρεί­ται.

Μην πολυε­ξε­τά­ζεις λοι­πόν τους τρό­πους ζωής και τις πρά­ξεις καθό­σον αυτό είναι γνώ­ρι­σμα της πιο χυδαί­ας συμ­πε­ρι­φο­ράς, να εξε­τά­ζεις σχο­λα­στι­κά ολό­κλη­ρη τη ζωή του φτω­χού ανθρώ­που εξαι­τί­ας ενός ψωμιού που είναι να του δώσεις για να στα­μα­τή­σει η πεί­να του. Είτε λοι­πόν είναι δολο­φό­νος αυτός, είτε είναι ληστής, είτε είναι οτι­δή­πο­τε, δεν σου φαί­νε­ται άξιος για ψωμί και λίγα χρή­μα­τα; Και ο Κύριός σου και τον ήλιο ανα­τέλ­λει σε αυτόν, ενώ εσύ τον θεω­ρείς ανά­ξιο και για την καθη­με­ρι­νή τρο­φή;

Εγώ όμως ανα­φέ­ρω και άλλη υπερ­βο­λή. Και αν ακό­μη δηλα­δή γνω­ρί­ζεις πολύ καλά, ότι ο φτω­χός που χρειά­ζε­ται να ελε­ή­σεις είναι γεμά­τος από άπει­ρα κακά, ούτε έτσι θα έχεις δικαιο­λο­γία, αφού του στε­ρείς την καθη­με­ρι­νή του τρο­φή. Για­τί είσαι δού­λος του Ιησού, που έλε­γε: «Οκ οδατε ποί­ου πνεύ­μα­τός στε μες(:δεν ξέρε­τε ακό­μη τι δια­θέ­σε­ων και φρο­νη­μά­των ανθρώ­πους σας κάνει η νέα πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη και ζωή που μετα­δί­δει η διδα­σκα­λία μου και η χάρη του Πνεύ­μα­τός μου. Δεν είστε άνθρω­ποι και διδά­σκα­λοι του πνεύ­μα­τος της οργής και τιμω­ρί­ας που επι­κρα­τού­σε στην Παλαιά Δια­θή­κη, αλλά του πνεύ­μα­τος της πρα­ό­τη­τας, της μακρο­θυ­μί­ας και της αγά­πης, που δεν κατα­στρέ­φει, αλλά σώζει)»[Λου­κά 9,55].

Είσαι υπη­ρέ­της Εκεί­νου που θερά­πευ­σε εκεί­νους που Τον λιθο­βό­λη­σαν, ή καλύ­τε­ρα, Εκεί­νου που σταυ­ρώ­θη­κε για αυτούς. Και μη μου λέγεις ότι φόνευ­σε άλλον. Για­τί και αν ακό­μη πρό­κει­ται να φονεύ­σει εσέ­να τον ίδιο, ούτε έτσι να τον αφή­νεις να υπο­φέ­ρει από πεί­να. Καθό­σον είσαι μαθη­τής Εκεί­νου που ποθού­σε τη σωτη­ρία εκεί­νων που Τον σταύ­ρω­σαν, Εκεί­νου που έλε­γε βρι­σκό­με­νος πάνω στο σταυ­ρό: «Πάτερ, φες ατος· ο γρ οδασι τί ποιοσι (:Πατέ­ρα μου, συγ­χώ­ρη­σέ τους˙ διό­τι είναι τυφλω­μέ­νοι από τα πάθη τους και δεν ξέρουν τι κάνουν)»[ Λουκ.23,34].

Είσαι δού­λος Εκεί­νου που θερά­πευ­σε αυτόν που Τον χαστού­κι­σε, Εκεί­νου που στε­φά­νω­σε αυτόν που Τον έβρι­σε ενώ βρι­σκό­ταν επά­νω στο σταυ­ρό, πράγ­μα με το οποίο τι θα μπο­ρού­σε να εξι­σω­θεί; Καθό­σον στην αρχή και οι δύο ληστές Τον έβρι­ζαν, αλλά όμως στον ένα από αυτούς άνοι­ξε τον παρά­δει­σο. Και δακρύ­ζει για εκεί­νους που πρό­κει­ται να Τον φονεύ­σουν, και ταρά­ζε­ται και συγ­χύ­ζε­ται βλέ­πον­τας τον προ­δό­τη, όχι για­τί επρό­κει­το να σταυ­ρω­θεί, αλλά για­τί χάθη­κε εκεί­νος, οδη­γή­θη­κε στην απώ­λεια με τις επι­λο­γές του. Ταρασ­σό­ταν λοι­πόν προ­βλέ­πον­τας την αγχό­νη, την κόλα­ση που ακο­λου­θού­σε τον Ιού­δα μετά την αγχό­νη. Και παρό­λο που γνώ­ρι­ζε την κακία του, μέχρι την τελευ­ταία ώρα τον ανε­χό­ταν, και δεν τον απο­μά­κρυ­νε, αλλά και φίλη­σε τον προ­δό­τη.

Ο Κύριός σου φιλεί και δέχε­ται εκεί­νον που πρό­κει­ται να συν­τε­λέ­σει στο να χυθεί αμέ­σως το Τίμιο Αίμα Του από τους ανό­μους στους οποί­ους πρό­δω­σε τον Διδά­σκα­λό του, αλλά εσύ δεν κρί­νεις τον φτω­χό άξιο ούτε για ψωμί; Και δεν σέβε­σαι τον νόμο που όρι­σε ο Χρι­στός; Για­τί με αυτά έδει­ξε ότι όχι μόνο τους φτω­χούς δεν πρέ­πει να απο­στρε­φό­μα­στε, αλλά ούτε εκεί­νους που μας οδη­γούν στο θάνα­το. Μη μου πεις λοι­πόν ότι «ο τάδε μου προ­ξέ­νη­σε κακά», αλλά σκέ­ψου τι έκα­νε ο Χρι­στός λίγο πριν την Σταύ­ρω­σή Του, με το φίλη­μα, με το οποίο επρό­κει­το να παρα­δο­θεί, για να διορ­θώ­σει τον προ­δό­τη. Και κοί­τα­ζε πώς τον ελέγ­χει: «ούδα», λέγει, «φιλή­μα­τι τν υἱὸν το νθρώ­που παρα­δί­δως;(: Ιού­δα, με φίλη­μα, που ως τώρα ήταν δείγ­μα της αγά­πης μας, προ­δί­δεις αυτόν που είναι ο μονα­δι­κός εκπρό­σω­πος του ανθρώ­πι­νου γένους και ο ανα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας σύμ­φω­να με τους προ­φή­τες;)» [Λου­κά 22,48]. Ποιον δεν θα μαλά­κω­νε, ποιον δεν θα λύγι­ζε αυτή η φωνή; Ποιο θηρίο, ποιο δια­μάν­τι; Αλλά δεν λύγι­σε εκεί­νον τον άθλιο.

Μη λέγεις, λοι­πόν, ότι «ο τάδε φόνευ­σε τον τάδε, και γι’ αυτό τον απο­στρέ­φο­μαι». Για­τί, και αν ακό­μη πρό­κει­ται να βγά­λει το ξίφος εναν­τί­ον σου και να μπή­ξει το δεξί του χέρι στον ίδιο τον λαι­μό σου, φίλη­σε αυτό το χέρι, για­τί και ο Χρι­στός φίλη­σε τον μαθη­τή Του εκεί­νον που Του προ­ξέ­νη­σε τη σφα­γή. Και εσύ λοι­πόν να μη μισείς, αλλά να κλαις και να σπλα­χνί­ζε­σαι εκεί­νον που θέλει να σου κάνει κακό. Για­τί αυτός είναι άξιος να τον σπλα­χνι­ζό­μα­στε και να τον κλαί­με. Είμα­στε λοι­πόν υπη­ρέ­τες Εκεί­νου που φίλη­σε και τον προδότη(γιατί δεν θα στα­μα­τή­σω να το επα­να­λαμ­βά­νω συνέ­χεια αυτό) και είπε λόγια πιο τρυ­φε­ρά από το φίλη­μα. Για­τί δεν είπε: «Μια­ρέ και παμ­πό­νη­ρε και προ­δό­τη, αυτές τις αμοι­βές μας δίνεις πίσω για την τόση ευερ­γε­σία;», αλλά πώς είπε; «Ιού­δα», ανα­φέ­ρον­τας το κύριο όνο­μα, που ήταν λόγος περισ­σό­τε­ρο εκεί­νου που ταλα­νί­ζει και επα­να­φέ­ρει στην τάξη, παρά εκεί­νου που οργί­ζε­ται. Και δεν είπε: «τον Διδά­σκα­λό σου, τον Κύριό σου και Ευερ­γέ­τη σου», αλλά «τον υιό του ανθρώ­που». Εάν λοι­πόν δεν ήταν διδά­σκα­λος ούτε κύριος, παρα­δί­νεις αυτόν που συμ­πε­ρι­φε­ρό­ταν σε εσέ­να τόσο ήπια και τόσο ειλι­κρι­νά, ώστε και την ώρα της προ­δο­σί­ας να σε φιλεί και μάλι­στα όταν το φίλη­μα ήταν το σημά­δι της προ­δο­σί­ας; Ευλο­γη­τός είσαι Κύριε! Πόσο μεγά­λης ταπει­νο­φρο­σύ­νης, πόσο μεγά­λης ανε­ξι­κα­κί­ας παρά­δειγ­μα έδω­σες!

Αλλά προς τον Ιού­δα βέβαια έτσι μίλη­σε , προς εκεί­νους όμως που ήρθαν εναν­τί­ον Του με ξύλα και λαμ­πά­δες δεν μίλη­σε έτσι; Και τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει πιο τρυ­φε­ρό από τα λόγια που λέχθη­καν και προς εκεί­νους; Για­τί, ενώ μπο­ρού­σε να τους εξα­φα­νί­σει αμέ­σως όλους, δεν έκα­νε τίπο­τε από αυτά, αλλά τους μίλη­σε με σκο­πό να τους ελέγ­ξει λέγον­τας: «Τί ξήλ­θε­τε ς π λστν μετ μαχαιρν κα ξύλων συλ­λα­βεν με;(:Για­τί, σαν να ήμουν ληστής, βγή­κα­τε με μαχαί­ρια και με ρόπα­λα να με πιά­σε­τε; Κάθε μέρα καθό­μουν κον­τά σας διδά­σκον­τας μέσα στο ιερό και δεν με συλ­λά­βα­τε)»[ Ματθ. 26,55]. Και αφού τους έρι­ξε κάτω, επει­δή εξα­κο­λου­θού­σαν να είναι πνευ­μα­τι­κά αναί­σθη­τοι, με τη θέλη­σή Του πάλι παρα­δι­νό­ταν, και ανε­χό­ταν να βλέ­πει να περ­νούν αλυ­σί­δες στα άγια χέρια Του, αν και μπο­ρού­σε όλα μαζί να τα συγ­κλο­νί­σει και να τα ρίξει κάτω.

Εσύ όμως κα ύστε­ρα από αυτά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι άγρια προς τον φτω­χό. Και βέβαια και αν ακό­μη είναι ένο­χος για άπει­ρα κακά, η φτώ­χεια και η πεί­να είναι ικα­νά να μαλα­κώ­σουν εκεί­νη την ψυχή που δεν είναι υπερ­βο­λι­κά πωρω­μέ­νη. Αλλά εσύ εξα­κο­λου­θείς να είσαι άγριος και να μιμεί­σαι τους θυμούς των λιον­τα­ριών· αν και βέβαια αυτά δεν θα έτρω­γαν ποτέ νεκρά σώμα­τα, εσύ όμως παρό­λο που τον βλέ­πεις να είναι ταρι­χευ­μέ­νος με τόσα κακά, πατάς επά­νω του ενώ είναι πεσμέ­νος, κατα­σπα­ρά­ζεις το σώμα του με τις ύβρεις, μαζεύ­εις συμ­φο­ρά επά­νω στη συμ­φο­ρά, και εκεί­νον που κατέ­φυ­γε στο λιμά­νι τον κάνεις να χτυ­πή­σει σε σκό­πε­λο και προ­κα­λείς πιο φοβε­ρό ναυά­γιο από αυτούς που βρί­σκον­ται στη θάλασ­σα. Και πώς εσύ θα πεις στο Θεό: «ελέη­σέ με»;

Και πώς ζητάς συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τη­μά­των, όταν υβρί­ζεις με την ασπλα­χνία σου Εκεί­νον που δεν αμάρ­τη­σε καθό­λου, και απαι­τείς τιμω­ρία για την πεί­να και την τόσο μεγά­λη ανάγ­κη, και ξεπερ­νάς στην αγριό­τη­τα όλα τα θηρία; Για­τί αυτά, επει­δή τα εξα­ναγ­κά­ζει η κοι­λιά, τρώ­γουν την τρο­φή που είναι συνη­θι­σμέ­νη σε αυτά, ενώ εσύ, χωρίς να σε παρα­κι­νεί κανέ­νας, ούτε να σε εξα­ναγ­κά­ζει, κατα­τρώ­γεις τον αδελ­φό σου δαγ­κώ­νον­τας και σπα­ρά­ζον­τας αυτόν, αν και όχι με τα δόν­τια, αλλά με λόγια πιο φοβε­ρά από τα δαγ­κώ­μα­τα. Πώς λοι­πόν θα δεχθείς την ιερή προ­σφο­ρά, αφού έβα­ψες κόκ­κι­νη τη γλώσ­σα σου με ανθρώ­πι­να αίμα­τα; Πώς δίνεις ειρή­νη με στό­μα που είναι γεμά­το πόλε­μο; Και πώς θα απο­λαύ­σεις την υλι­κή τρο­φή, όταν μαζεύ­εις τόσο πολύ δηλη­τή­ριο; Δεν διορ­θώ­νεις τη φτώ­χεια· για­τί και την ερε­θί­ζεις; Δεν ανα­κου­φί­ζεις κάποιον που βρί­σκε­ται σε άθλια κατά­στα­ση· για­τί και τον εξευ­τε­λί­ζεις; Δεν αφαι­ρείς τη στε­νο­χώ­ρια· για­τί και τη μεγα­λώ­νεις; Δεν δίνεις χρή­μα­τα· για­τί και βρί­ζεις με λόγια;

Δεν άκου­σες πόσο τιμω­ρούν­ται όσοι δεν τρέ­φουν τους φτω­χούς; Σε ποιες τιμω­ρί­ες κατα­δι­κά­ζον­ται; Λέγει: «Πορεύ­ε­σθε π᾿ μο ο κατη­ρα­μέ­νοι ες τ πρ τ αώνιον τ τοι­μα­σμέ­νον τ δια­βόλ κα τος γγέ­λοις ατο(:εσείς που από τα έργα σας γίνα­τε κατα­ρα­μέ­νοι, φύγε­τε μακριά από μένα στο πυρ το αιώ­νιο, που έχει ετοι­μα­στεί για τον διά­βο­λο και του­ςαγ­γέ­λους του)»[Ματθ.25,41]. Εάν όμως όσοι δεν τρέ­φουν κατα­δι­κά­ζον­ται έτσι, με ποια τιμω­ρία θα τιμω­ρη­θούν εκεί­νοι, που μαζί με το ότι δεν τρέ­φουν, βρί­ζουν κιό­λας; Πόσο μεγά­λη κόλα­ση θα υπο­φέ­ρουν, πόσο μεγά­λη γέε­να;

Για να μην προ­κα­λέ­σου­με λοι­πόν τόσα κακά εναν­τί­ον μας, όσο ακό­μη μπο­ρού­με, ας διορ­θώ­σου­με και την κακή αυτή αρρώ­στια και ας βάλου­με χαλι­νά­ρι στη γλώσ­σα. Και όχι μόνο να μη βρί­ζου­με, αλλά και να παρη­γο­ρού­με, και με λόγια και με πράγ­μα­τα, ώστε αφού απο­τα­μιεύ­σου­με από πριν πολ­λή ελεη­μο­σύ­νη για τον εαυ­τό μας, να επι­τύ­χου­με τα αγα­θά που μας έχει ο Θεός υπο­σχε­θεί, τα οποία είθε να τα επι­τύ­χου­με όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μέσω του οποί­ου και μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως στο άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα στους αιώ­νες. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ ΚΓ’(επι­λεγ­μέ­νο από­σπα­σμα)

«Ελογετε τος διώ­κον­τας μς, ελογετε κα μ καταρσθε(:να εύχε­στε για εκεί­νους που σας κατα­διώ­κουν· για όλους να εύχε­στε και να λέτε καλά λόγια ζητών­τας την ευλο­γία του Θεού επά­νω τους, και ποτέ να μην τους κατα­ριέ­στε)»[Ρωμ.12,14].

Αφού ο Παύ­λος τούς δίδα­ξε πώς πρέ­πει να συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται μετα­ξύ τους και αφού ένω­σε με ακρί­βεια τα μέλη, έτσι τους οδη­γεί πλέ­ον προς την έξω από την εκκλη­σία παρά­τα­ξη, κάνον­τάς την από εδώ πιο εύκο­λη. Για­τί, όπως ακρι­βώς εκεί­νος που δεν πέτυ­χε τις υπο­χρε­ώ­σεις του προς τους συγ­γε­νείς, δυσκο­λό­τε­ρα θα τακτο­ποι­ή­σει τις υπο­χρε­ώ­σεις του προς τους ξένους, έτσι εκεί­νος που άσκη­σε καλά τον εαυ­τό του σε αυτό, ευκο­λό­τε­ρα θα νική­σει και τους ξένους. Για αυτό λοι­πόν και ο Παύ­λος προ­χω­ρών­τας σιγά σιγά, ανα­φέ­ρει αυτά μετά από εκεί­να, και λέγει: «Ελογετε τος διώ­κον­τας μς(:Να εύχε­στε και να παρα­κα­λεί­τε τον Θεό για εκεί­νους που σας διώ­κουν)». Δεν είπε «να μη μνη­σι­κα­κεί­τε, ούτε να τους πολε­μεί­τε», αλλά ζήτη­σε το πολύ περισ­σό­τε­ρο από αυτά. Για­τί εκεί­νο βέβαια είναι γνώ­ρι­σμα ανθρώ­που πιστού, ενώ αυτό είναι γνώ­ρι­σμα πλέ­ον αγγέ­λου.

Και αφού είπε «να ευλο­γεί­τε», πρό­σθε­σε, «και να μην κατα­ριέ­στε», για να μην κάνου­με και αυτό και εκεί­νο, αλλά μόνο εκεί­νο. Καθό­σον εκεί­νοι που μας κατα­διώ­κουν είναι πρό­ξε­νοι μισθών σε εμάς. Εάν όμως είσαι προ­σε­κτι­κός, θα ετοι­μά­σεις στον εαυ­τό σου και άλλο μισθό ύστε­ρα από αυτόν. Για­τί εκεί­νος θα σου δώσει τον μισθό από το διωγ­μό, ενώ εσύ θα δώσεις στον εαυ­τό σου τον μισθό από τον καλό σου λόγο σε αυτόν, φανε­ρώ­νον­τας πάρα πολύ μεγά­λο δείγ­μα της αγά­πης σου στον Χρι­στό. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή όποιος κατα­ριέ­ται εκεί­νον που τον κατα­διώ­κει, δεί­χνει ότι δε χαί­ρε­ται υπερ­βο­λι­κά που παθαί­νει αυτά για χάρη του Χρι­στού, έτσι όποιος ευλο­γεί απο­δει­κνύ­ει μεγά­λη την αγά­πη του.

Μην τον κακο­λο­γή­σεις λοι­πόν για να κερ­δί­σεις και εσύ ο ίδιος μεγα­λύ­τε­ρο μισθό και να διδά­ξεις εκεί­νον, ότι το πράγ­μα είναι γνώ­ρι­σμα προ­θυ­μί­ας και όχι ανάγ­κης, πανή­γυ­ρης και εορ­τής, όχι συμ­φο­ράς ούτε στε­νο­χώ­ριας. Γι’ αυτό και ο Χρι­στός έλε­γε: «μακά­ριοί στε ταν επωσι πν πονηρν ῥῆμα καθ᾿ μν ψευ­δό­με­νοι νεκεν μο. χαί­ρε­τε κα γαλ­λισθε, τι μισθς μν πολς ν τος ορανος(:μακά­ριοι είστε εσείς οι μαθη­τές μου, όταν σας χλευά­σουν οι άνθρω­ποι και σας κατα­διώ­ξουν και εξαι­τί­ας μου πουν κάθε είδους ψεύ­τι­κες κακο­λο­γί­ες και κατη­γο­ρί­ες εναν­τί­ον σας. Να χαί­ρε­στε και να εκδη­λώ­νε­τε ζωη­ρά τη χαρά σας, διό­τι θα είναι μεγά­λη η αντα­μοι­βή σας στους ουρα­νούς. Έτσι εξάλ­λου κατα­δί­ω­ξαν και τους προ­φή­τες που έστει­λε ο Θεός πριν από σας)»[ Ματθ.5,11–12].Γι’ αυτό και οι από­στο­λοι επέ­στρε­φαν χαρού­με­νοι, όχι για­τί τους έβρι­σαν μόνο. Αλλά και για­τί μαστι­γώ­θη­καν. Για­τί μαζί με τα προ­η­γού­με­να θα κερ­δί­σεις και άλλο μεγά­λο, το να κατα­πλή­ξεις και έτσι τους εχθρούς σου και να τους διδά­ξεις με τα έργα ότι βαδί­ζεις προς άλλη ζωή. Για­τί, αν σε δει να χαί­ρε­σαι και να πετάς από χαρά για­τί σε κακο­με­τα­χει­ρί­ζον­ται, θα μάθει καλά εκ των πραγ­μά­των ότι έχεις άλλες ελπί­δες μεγα­λύ­τε­ρες από τα παρόν­τα· για­τί, αν δεν κάνεις αυτό, αλλά κλαις και οδύ­ρε­σαι, από πού θα μπο­ρέ­σει να μάθει εκεί­νος, ότι περι­μέ­νεις άλλη ζωή; Αλλά και μαζί με αυτό πάλι θα επι­τύ­χεις και κάτι άλλο. Για­τί, αν σε δει να μη στε­νο­χω­ριέ­σαι για τις ύβρεις, αλλά και να ευλο­γείς, θα στα­μα­τή­σει να σε κατα­διώ­κει.

Κοί­τα­ξε λοι­πόν πόσα καλά γίνον­ται από εδώ· και ο μισθός θα είναι μεγα­λύ­τε­ρος για σένα και ο πει­ρα­σμός μικρό­τε­ρος και εκεί­νος θα στα­μα­τή­σει να σε κατα­διώ­κει, και ο Θεός θα δοξα­σθεί και η πίστη σου θα γίνει διδα­σκα­λία για ευσέ­βειας εκεί­νον που έχει βρε­θεί σε πλά­νη. Γι’ αυτό όχι μόνο εκεί­νους που μας βρί­ζουν, αλλά και εκεί­νους που μας κατα­διώ­κουν και μας κακο­με­τα­χει­ρί­ζον­ται με τα έργα, διέ­τα­ξε να τους ευερ­γε­τού­με και με έργα.

«Χαρειν μετ χαιρντων κα κλαειν μετ κλαιντων(:να χαί­ρε­στε μαζί με εκεί­νους που χαί­ρον­ται, και να κλαί­τε μαζί με εκεί­νους που κλαί­νε)». Επει­δή λοι­πόν είναι δυνα­τό να ευλο­γή­σου­με και να μην κατα­ρα­στού­με αλλά να μην το κάνου­με αυτό από αγά­πη, θέλει να θερ­μαι­νό­μα­στε εντε­λώς με την αγά­πη. Γι αυτό πρό­σθε­τε και αυτό , ώστε να μην ευλο­γού­με μόνο, αλλά και να συμ­πο­νού­με και να συμ­πά­σχου­με αν κάπο­τε τους βλέ­πα­με να έχουν πέσει σε συμ­φο­ρά. «Ναι», θα μπο­ρού­σε να πει κανείς, «αλλά το να συμ­πο­νού­με με εκεί­νους που κλαί­νε πολύ σωστά το διέ­τα­ξε, το άλλο όμως για­τί τέλος πάν­των το πρό­στα­ξε, αφού δεν είναι κανέ­να μεγά­λο πράγ­μα;». Και όμως, εκεί­νο χρειά­ζε­ται φιλο­σο­φό­τε­ρη ψυχή, δηλα­δή το να χαι­ρό­μα­στε μαζί με εκεί­νους που χαί­ρον­ται, παρά το να κλαί­με μαζί με εκεί­νους που κλαί­νε. Για­τί αυτό βέβαια το κατορ­θώ­νει και η ίδια η φύση και κανέ­νας δεν είναι τόσο σκλη­ρός σαν πέτρα, που να μην κλαί­ει εκεί­νον που βρί­σκε­ται σε συμ­φο­ρές, εκεί­νο όμως χρειά­ζε­ται πάρα πολύ γεν­ναία ψυχή, ώστε όχι μόνο να μη φθο­νού­με αυτόν που ευη­με­ρεί, αλλά και να χαι­ρό­μα­στε μαζί του. Γι αυτό και ανέ­φε­ρε πρώ­το αυτό· για­τί τίπο­τε δεν δυνα­μώ­νει τόσο την αγά­πη, όσο όταν μετέ­χου­με μετα­ξύ μας και στη χαρά και στη λύπη.

Να μη μένεις λοι­πόν, επει­δή ο ίδιος βρέ­θη­κες μακριά από τις συμ­φο­ρές και έξω από τη συμ­πά­θεια. Για­τί, όταν ο πλη­σί­ον πάθει κάτι κακό, οφεί­λεις να κάνεις κοι­νή τη συμ­φο­ρά· να συμ­με­τέ­χεις λοι­πόν στα δάκρυα, για να ανα­κου­φί­σεις τη λύπη· να συμ­με­τέ­χεις στη χαρά, για να ριζώ­σεις την ευφρο­σύ­νη και να στε­ρε­ώ­σεις την αγά­πη, και για να ωφε­λή­σεις πριν από εκεί­νον τον εαυ­τό σου, για­τί με τα δάκρυα κάνεις τον εαυ­τό σου συμ­πο­νε­τι­κό, ενώ με τη συμ­με­το­χή στη χαρά, τον καθα­ρί­ζεις εντε­λώς από το φθό­νο και τη ζήλεια. Πρό­σε­χε, όμως, παρα­κα­λώ, και την έλλει­ψη φορ­τι­κό­τη­τας από τον Παύ­λο. Για­τί δεν είπε, «στα­μά­τη­σε τη συμ­φο­ρά», για να μη λέγεις πολ­λές φορές ότι είναι αδύ­να­το, αλλά το πιο εύκο­λο πρό­στα­ξε και το οποίο έχεις τη δύνα­μη να το κάνεις. Για­τί και αν ακό­μη δεν μπο­ρέ­σεις να εξα­λεί­ψεις το κακό, να δακρύ­ζεις, και το περισ­σό­τε­ρο το εξά­λει­ψες· και αν ακό­μη δεν μπο­ρέ­σεις να μεγα­λώ­σεις την ευτυ­χία, να χαί­ρε­σαι και την αύξη­σες πολύ. Γι’ αυτό συμ­βου­λεύ­ει όχι μόνο να μη φθο­νού­με, αλλά και εκεί­νο που είναι πολύ περισ­σό­τε­ρο, το να χαι­ρό­μα­στε δηλα­δή μαζί του· για­τί αυτό είναι πολύ περισ­σό­τε­ρο από το να μη φθο­νού­με.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

 

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή, επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα από τις ομι­λί­ες ΚΒ΄και ΚΓ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1985, τόμος 17, σελί­δες 456–480 και 481–487 .

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΤΑ ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΤΑ ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 3–8‑1986]

(Β161)

Η Εκκλη­σία μας, αγα­πη­τοί μου, είναι ένας ζων­τα­νός οργα­νι­σμός. Τόσο για­τί είναι το σώμα του Χρι­στού, όσο και για­τί τα μέλη Του είμα­στε εμείς, εμείς που πιστεύ­ο­με στον Χρι­στό. Και ενω­θή­κα­με μαζί Του στο Βάπτι­σμα και εις το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Και όπως η ζωή του σώμα­τος ανή­κει στον Θεό, έτσι και η οργά­νω­σις του σώμα­τος ανή­κει πάλι εις τον Θεό. Και η οργά­νω­σις του σώμα­τος απο­βλέ­πει στην καλή και σωστή λει­τουρ­γι­κό­τη­τά του. Έτσι, το κάθε μέλος του σώμα­τος, δηλα­δή ο κάθε πιστός, έχει και ένα έργο, έχει μια δια­κο­νία. Έτσι, σημειώ­νει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή του περι­κο­πή: «Καθπερ ν ν σματι μλη πολλ χομεν, τ δ μλη πντα ο τν ατν χει πρξιν, λλ κστ ς Θες μρισε μτρον πστε­ως». Δηλα­δή «όπως ένα σώμα έχει μέλη πολ­λά, τα δε μέλη του σώμα­τος δεν ενερ­γούν, παρά δια­φο­ρο­τρό­πως, το καθέ­να έχει το καθή­κον του, έχει την πρά­ξη την δική του, έχει την δια­κο­νία την δική του, άλλη η δια­κο­νία των ματιών μου, άλλη του στό­μα­τός μου, άλλη των χεριών μου, άλλη των ποδιών μου. Και στον καθέ­ναν ο Θεός μοί­ρα­σε κατά το μέτρον της πίστε­ως του καθε­νός». Για να μπο­ρέ­σει, λοι­πόν, ο πιστός να αντα­πο­κρι­θεί στο έργο του αυτό μέσα στην Εκκλη­σία, πρέ­πει να του δοθεί μια ικα­νό­της. Και αυτή είναι ένα χάρι­σμα. Είναι ένα δώρον του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος.

Όταν όμως ακού­με για τα χαρί­σμα­τα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που είναι μοι­ρα­σμέ­να στους πιστούς, δηλα­δή σε όλους εμάς, η σκέ­ψη μας συνή­θως πηγαί­νει… πού πηγαί­νει; Στα λαμ­πε­ρά χαρί­σμα­τα, εκεί­να που λάμ­πουν, εκεί­να που κάπως δια­κρί­νον­ται, που ξεχω­ρί­ζουν, που εκθαμ­βώ­νουν τα μάτια των πολ­λών. Όπως είναι η γλωσ­σο­λα­λία, να ομι­λή­σει κανείς ξαφ­νι­κά μία ξένη γλώσ­σα. Παρό­τι αυτό το χάρι­σμα πλέ­ον δεν υπάρ­χει στην Εκκλη­σία. Ήτο χάρι­σμα των πρώ­των ημε­ρών της Εκκλη­σί­ας. Ή ακό­μα αν θέλε­τε η ίασις των ασθε­νών, το θερα­πευ­τι­κόν χάρι­σμα. Ή ακό­μα η απέ­λα­σις των δαι­μό­νων. Να λέγει μία ευχή, να ενα­πο­θέ­τει το χέρι του ο άνθρω­πος και να διώ­χνει τους δαί­μο­νες. Και ο δαι­μο­νι­σμέ­νος άνθρω­πος να γίνε­ται καλά. Ή ακό­μα η προ­ό­ρα­σις, η διό­ρα­σις, να προ­γνω­ρί­ζει κανείς κάτι και να το αναγ­γέλ­λει ή να βλέ­πει κανείς κάτι, την ώρα που γίνε­ται, σε μία μακρι­νή από­στα­ση. Όλα αυτά, αγα­πη­τοί μου, και όποια άλλα, είναι εκεί­να τα οποία πραγ­μα­τι­κά δημιουρ­γούν μίαν αίγλη και νομί­ζο­με έτσι ότι αυτά τα χαρί­σμα­τα δεν είναι για μας, ότι εμείς είμα­στε άμοι­ροι χαρι­σμά­των, που να έχο­με τέτοια χαρί­σμα­τα και συνε­πώς είμε­θα μέλη ανε­νέρ­γη­τα και στα­τι­κά.

Εντού­τοις, υπάρ­χουν χαρί­σμα­τα. Ανυ­πο­ψί­α­στα. Χαρί­σμα­τα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, τα οποία ούτε καν έχο­με υπο­ψια­σθεί ότι είναι χαρί­σμα­τα· που, αν προ­σέ­ξο­με σε αυτά, ίσως ανή­κο­με σε ένα από αυτά ή αν θέλε­τε, μπο­ρού­με να καλ­λιερ­γή­σο­με ένα από αυτά. Γι΄αυτό σημειώ­νει και ο Από­στο­λος Παύ­λος και λέγει, πάν­τα στη σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή· λέγει: «χον­τες δ χαρσμα­τα κατ τν χριν τν δοθεσαν μν διφορα(:«έχον­τες», λέει, «χαρί­σμα­τα που μας δόθη­καν, κατά την χάριν του Θεού, δια­φο­ρε­τι­κά το ένα από το άλλο»), ετε προ­φη­τεαν, κατ τν ναλογαν τς πστε­ως, ετε δια­κοναν, ν τ δια­κονίᾳ ‑δηλα­δή εάν κανείς έχει την δια­κο­νία να μένει στην δια­κο­νία-, ετε διδσκων, ν τ διδα­σκαλίᾳ (:εάν εκεί­νος που διδά­σκει να μένει στο χάρι­σμα αυτό), ετε παρα­καλν, ν τ παρακλσει (:εκεί­νος ο οποί­ος παρη­γο­ρεί, να μένει εις την παρη­γο­ρί­αν), μετα­δι­δος, ν πλτητι (:εκεί­νος ο οποί­ος μετα­δί­δει, να μετα­δί­δει με απλό­τη­τα), προϊστμενος, ν σπουδ(:εκεί­νος ο οποί­ος προ­ΐ­στα­ται ενός έργου, να προ­ΐ­στα­ται μετ’ επι­με­λεί­ας), λεν, ν λαρτητι (:εκεί­νος ο οποί­ος έχει το χάρι­σμα να ελε­εί, να ελε­εί με ιλα­ρό­τη­τα)».Να τα χαρί­σμα­τα τα ανυ­πο­ψί­α­στα. Να υπη­ρε­τείς την Εκκλη­σία, να δίδεις από τα υπάρ­χον­τά σου με απλό­τη­τα, να ελε­είς με ιλα­ρό­τη­τα, να προ­ΐ­στα­σαι ενός έργου με επι­μέ­λεια, φρον­τί­δα ιδιαι­τέ­ρα και προ­σφο­ρά της υπάρ­ξε­ώς σου. Να, επα­να­λαμ­βά­νω, αγα­πη­τοί μου, τα ανυ­πο­ψί­α­στα χαρί­σμα­τα.

Εδώ ο Από­στο­λος, ανα­φέ­ρει, σε αυτήν την περι­κο­πή που σας διά­βα­σα, μία δέσμη από επτά χαρί­σμα­τα. Αλλού ανα­φέ­ρει εννέα χαρί­σμα­τα, δια­φο­ρε­τι­κά. Αλλού άλλα. Διό­τι τα χαρί­σμα­τα είναι πάμ­πολ­λα. Πόσα είναι τα χαρί­σμα­τα; Όσες και οι ανάγ­κες της Εκκλη­σί­ας. Α, ώστε λοι­πόν τα χαρί­σμα­τα δεν απο­βλέ­πουν εις το να έχει κανείς το χάρι­σμα και να καμα­ρώ­νει, αλλά απο­βλέ­πουν εις το να υπη­ρε­τεί­ται η Εκκλη­σία δια των χαρι­σμά­των. Δια­μέ­σου εκεί­νων οι οποί­οι έχουν τα χαρί­σμα­τα αυτά. Αν εγώ φορώ τον σταυ­ρόν αυτόν, δεν είναι αδα­μαν­το­κόλ­λη­τος, μπο­ρού­σε όμως να ήτο και αδα­μαν­το­κόλ­λη­τος, μεταλ­λι­κός, ένας σταυ­ρός, απλώς. Δεν είναι κόσμη­μα. Όταν φοράω τον σταυ­ρό, ξέρε­τε τι λέγω; Διό­τι προ­βλέ­πε­ται αυτό. Δεν είναι δική μου επι­νόη­σις. «Επεν Κύριος τος ατο μαθη­τας· ὁ θέλων πίσω μου λθεν, παρ­νη­σά­σθω αυτν κα ράτω τν σταυρν ατο,κα κολου­θεί­τω μοι». Δεν είναι κόσμη­μα. Είναι έργον. Είναι καθή­κον. Και δη σκλη­ρόν. Έτσι λοι­πόν, δεν μπο­ρού­με να πού­με ότι κάτι λάμ­πει. Μπο­ρεί βέβαια ένα χάρι­σμα να μοιά­ζει ότι λάμ­πει. Είναι ταυ­τό­χρο­να και ένα παρά­ση­μο, μία τιμή. Αλλά εκεί­νος που υπη­ρε­τεί την Εκκλη­σία, δεν έχει μία τιμή; Αλλά είναι κυρί­ως έργον.

Και πρώ­τα πρώ­τα να πού­με τού­το. Ότι δεν υπάρ­χει κανείς που να μην έχει κάποιο χάρι­σμα. Δεν υπάρ­χει ούτε ένας μέσα στην Εκκλη­σία, που να μην έχει κάποιο χάρι­σμα. Εξάλ­λου αυτό το φανε­ρώ­νει και η παρα­βο­λή των ταλάν­των. «Πήρε», λέει, «ο πρώ­τος πέν­τε τάλαν­τα, ο δεύ­τε­ρος επή­ρε δύο ο άλλος ένα». Δεν έχει σημα­σία πόσα πήρε ο καθέ­νας. Σημα­σία ότι ο καθέ­νας πήρε ένα τάλαν­το, κάποια τάλαν­τα. Αυτό λοι­πόν σημαί­νει ότι όλοι έχο­με κάποιο ή κάποια χαρί­σμα­τα.

Ακό­μα το κάθε χάρι­σμα, πρέ­πει να κατα­λά­βου­με ότι είναι η συνι­στα­μέ­νη του προ­σω­πι­κού κόπου, της προ­σω­πι­κής πίστε­ως, αλλά και της δωρε­άς του Θεού. Το χάρι­σμα δεν είναι που έρχε­ται στον άνθρω­πο χωρίς ο άνθρω­πος να προ­σφέ­ρει κάτι. Για­τί τότε θα λέγα­με ότι για μια στιγ­μή, δεν πήρα εγώ το χάρι­σμα αυτό. Ε, δεν έχω ευθύ­νη. Όχι, αδελ­φέ μου. Ακό­μη όταν προ­τρέ­πει ο Από­στο­λος και λέγει «Ζηλοτε τά χαρί­σμα­τα τά κρείτ­το­να», «να ζηλεύ­ε­τε τα χαρί­σμα­τα τα καλύ­τε­ρα και διώ­κε­τε τα καλύ­τε­ρα χαρί­σμα­τα» σημαί­νει ότι δεν είναι μόνο θέμα να μου δώσει ο Θεός. Είναι θέμα να Του δώσω κι εγώ. Ξέρε­τε πώς μοιά­ζει το πράγ­μα; Με μία βρύ­ση το χάρι­σμα του Θεού, που τρέ­χει. Πόσο θα πάρεις νερό; Εξαρ­τά­ται από το δοχείο που θα βάλεις κάτω από την βρύ­ση. Το παρά­δειγ­μα είναι του αγί­ου Κυρίλ­λου Ιερο­σο­λύ­μων. Να σας το πω καλύ­τε­ρα πώς το λέγει ο ίδιος. «Η χάρις του Θεού είναι ωκε­α­νός. Το πόσο θα πάρεις από τον ωκε­α­νό, εξαρ­τά­ται από το δοχείο που κρα­τάς». Το ίδιο πράγ­μα. Μόνο που δεν λέγει «βρύ­ση», λέγει «ωκε­α­νός». Ώστε τι είναι ένα χάρι­σμα; Η συνι­στα­μέ­νη, η κρά­σις, το δέσι­μο δύο πραγ­μά­των. Ο προ­σω­πι­κός μου κόπος και το χάρι­σμα του Θεού. Ούτε μόνο ο Θεός χαρί­ζει, ούτε μόνο ο άνθρω­πος προ­σφέ­ρει από το έργο το δικό του. Αλλά είναι και τα δυο μαζί.

Γι΄αυτό σημειώ­νει ο Από­στο­λος: «Κατ τν ναλογαν τς πστε­ως». Η πίστις είναι έργον, είναι αρε­τή. Ό,τι είναι έργον, είναι αρε­τή. Ό,τι δεν είναι έργον, δεν είναι αρε­τή. Και τι λέγει λοι­πόν εδώ ο Από­στο­λος; Σου προ­σφέ­ρει, λέει, ο Θεός το χάρι­σμα «κατ τν ναλογαν τς πστε­ως». Πιο πάνω λέει: «κατ τό μέτρον τς πστε­ως». Είναι το ίδιο. Και ακό­μα τι λέγει; Ή μάλ­λον, αυτό δεί­χνει ότι είναι η δωρεά, κρά­μα της προ­σω­πι­κής σου δου­λειάς και της προ­σφο­ράς του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ή ακό­μη, αν θέλε­τε, θυμη­θεί­τε την παρα­βο­λή των ταλάν­των, που σας είπα προ­η­γου­μέ­νως, που, τι ζήτη­σε ο Κύριος, όταν προ­σέ­φε­ρε τα τάλαν­τα; Τον πολ­λα­πλα­σια­σμόν. Γυρί­ζει ο πρώ­τος και λέγει: «Κύριε, τα πέν­τε σου τάλαν­τα, γίνη­καν δέκα». Τι σημαί­νει αυτό; Δου­λεύω αυτό που μου δίνει ο Θεός, και μου δίνει πιο πολ­λά. «Τα δυο σου Κύριε, τάλαν­τα, έγι­ναν τέσ­σε­ρα». «Το ένα σου τάλαν­το, Κύριε, που μου’ δωσες», λέει ο τρί­τος, «ε, σε φοβή­θη­κα, είσαι σκλη­ρό αφεν­τι­κό, γυρεύ­εις να θερί­ζεις εκεί που δεν σπέρ­νεις και γυρεύ­εις να μαζεύ­εις από εκεί που δεν σκορ­πί­ζεις. Λοι­πόν επει­δή σε φοβή­θη­κα, δεν κατε­χρά­σθην το τάλαν­τό σου, το πήρα, το έκρυ­ψα στη γη και τώρα να’ το, παρ’ το». «Δού­λε πονη­ρέ και αχρείε και πονη­ρέ…», άκου­σε αυτός ο δού­λος.

Ακού­σα­τε; Δεν είναι λοι­πόν μόνο να το φυλά­ξεις. Για­τί υπάρ­χει και η άλλη περί­πτω­ση. Να σπα­τα­λή­σεις το τάλαν­το. Ο άσω­τος υιός της παρα­βο­λής, όταν απε­μα­κρύν­θη, εσπα­τά­λη­σεν την «οσίαν» του πατρός. «Οσία» θα πει περιου­σία. Εσπα­τά­λη­σε την περιου­σία του πατρός. Και ποια είναι η περιου­σία του πατρός; Η προί­κα που δίνει στα παι­διά του. Τα τάλαν­τα! Αυτή είναι η προί­κα. Και έρχε­σαι και την σπα­τα­λάς. Δεν την σπα­τα­λάς, μου λες. Αλλά την κρύ­πτεις. Και πάλι απο­κα­λεί­σαι αχρεί­ος και οκνη­ρός δού­λος. Άχρη­στος, δηλα­δή, άνθρω­πος, αχρεί­ος, άχρη­στος άνθρω­πος. Τι φοβε­ρό πράγ­μα! Βλέ­πε­τε ότι πρέ­πει να δου­λέ­ψου­με τα δια­κο­νή­μα­τα, τα χαρί­σμα­τα που μας δίδει ο Θεός, μέσα εις την Εκκλη­σία και υπέρ της Εκκλη­σί­ας;

Ας έρθο­με λοι­πόν να δού­με, αγα­πη­τοί μου, τα επι­μέ­ρους αυτά επτά ανυ­πο­ψί­α­στα ξανα­λέ­γω, χαρί­σμα­τα, πλην του πρώ­του· που είναι η προ­φη­τεία. Μήπως αρχί­σου­με να αφυ­πνι­ζό­με­θα και να λέμε ότι μπο­ρού­με και πρέ­πει, οφεί­λο­με να υπη­ρε­τή­σο­με σε ένα ή σε περισ­σό­τε­ρα από αυτά.

«Ετε προ­φη­τεί­αν», λέγει ο Από­στο­λος, «κατ τν ναλο­γί­αν τς πίστε­ως». Είναι το χάρι­σμα της προ­φη­τεί­ας. Είναι αυτό που λέγει ο Θεο­δώ­ρη­τος: «Ο μόνον τν σομέ­νων τήν πρό­γνω­σιν, λλά καί τν κεκρυμ­μέ­νων τήν γνσιν». Ποιο είναι το χάρι­σμα της προ­φη­τεί­ας; Να γίνω ένας σαν τους τέσ­σε­ρις μεγά­λους προ­φή­τας της Παλαιάς Δια­θή­κης ή τους δώδε­κα ελάσ­σο­νας, τους μικρούς; Ή να γίνω… τι να γίνω; Το χάρι­σμα της προ­φη­τεί­ας, ξέρε­τε, υπήρ­χε, υπάρ­χει και θα υπάρ­χει πάν­το­τε μέσα εις την Εκκλη­σί­αν. Όχι μόνον σαν κάτι που προ­λέ­γει τα μέλ­λον­τα, όπως λέγει εδώ ο Θεο­δώ­ρη­τος, «τν σομέ­νων τήν πρό­γνω­σιν», εκεί­νων που θα γίνουν την πρό­γνω­σιν, αλλά «καί τν κεκρυμ­μέ­νων τήν γνσιν». Τι σημαί­νει αυτό; Σημαί­νει ότι τα κρυμ­μέ­να υπάρ­χουν όμως. Να γίνει μια απο­κά­λυ­ψις.

Και πού μπο­ρεί να γίνει αυτή η απο­κά­λυ­ψις των παρόν­των; Πρώ­τα πρώ­τα μέσα στην Αγία Γρα­φή. Η Αγία Γρα­φή είναι μπρο­στά μας. Και καλού­με­θα να την ερμη­νεύ­σο­με. Αλλά η ερμη­νεία της Αγί­ας Γρα­φής ακο­λου­θεί τον πεπα­τη­μέ­νον δρό­μον της λεγο­μέ­νης «ακα­δη­μαϊ­κής» ερμη­νεί­ας. Αυτή που θα μαθαί­να­με στο σχο­λείο μας ή στο Πανε­πι­στή­μιο. Από καθη­γη­τάς που, αν θέλε­τε, μπο­ρεί να είναι και άπι­στοι άνθρω­ποι. Και όχι κατά το πλεί­στον, ε, τυχαί­νει και κανέ­νας καθη­γη­τής Θεο­λο­γί­ας να είναι άπι­στος άνθρω­πος ή στο Γυμνά­σιο ή στο Πανε­πι­στή­μιο. Να μην πιστεύ­ει. Αλλά τι κάνει; Διδά­σκει την καθιε­ρω­μέ­νην ερμη­νεί­αν. Και λέγει το και το. Και αυτό να είναι αλη­θές, να είναι πραγ­μα­τι­κό, να είναι σωστό. Αυτό είναι; Όχι. Είναι η ερμη­νεία εκεί­νη που γίνε­ται έξω από τους συνή­θεις ή σχο­λα­στι­κούς κανό­νες της ερμη­νεί­ας. Είναι εκεί­νη η έκτα­κτος ερμη­νεία του ιδί­ου σημεί­ου· που στους ακρο­α­τάς δημιουρ­γεί έκπλη­ξη. Αν θέλε­τε, κάπο­τε άκου­σα από έναν καθη­γη­τή της Θεο­λο­γί­ας, της ερμη­νεί­ας μάλι­στα της Και­νής Δια­θή­κης, άκου­σα το εξής να λέγει: «Δεν είδα, δεν βρή­κα στον άγιο τον Γρη­γό­ριο τον Παλα­μά, ούτε ένα χωρίο της Αγί­ας Γρα­φής να το ερμη­νεύ­ει σωστά». Περί­ερ­γο πράγ­μα… Ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς! Δεν ερμη­νεύ­ει ούτε ένα χωρίο της Γρα­φής σωστά! Για­τί; Είχε δίκιο. Είχε δίκιο! Τον θυμή­θη­κα χθες το βρά­δυ, που ετοί­μα­ζα τον λόγον αυτόν να σας τον πω. Για­τί είχε δίκιο; Για­τί αυτός ο καθη­γη­τής ερμη­νεύ­ει σύμ­φω­να με τους κανό­νες τους παρα­δε­δο­μέ­νους ή αν θέλε­τε, τους σχο­λα­στι­κούς κανό­νες ερμη­νεί­ας της Αγί­ας Γρα­φής· οι οποί­οι δεν είναι και αδιά­βλη­τοι, αν το θέλε­τε. Ο άγιος Γρη­γό­ριος ερμη­νεύ­ει με προ­φη­τι­κό χάρι­σμα. Αυτό είναι το σπου­δαίο. Που λες… «Μα αυτό τι θέλει να πει;». Αυτό θα πει… Αυτό θα πει! Διό­τι μόνο ο άγιος ερμη­νεύ­ει σωστά τον λόγο του Θεού. Αυτός που έχει το προ­φη­τι­κό χάρι­σμα. Αυτό είναι το προ­φη­τι­κό χάρι­σμα. Όχι να προ­λέ­γω μόνον. Αλλά και να απο­κα­λύ­πτω. Είναι πολύ σημαν­τι­κό αυτό και θα παρα­κα­λού­σα να το προ­σέ­ξο­με.

Ή, ακό­μη, να απο­κρυ­πτο­γρα­φεί κανείς την επο­χή του. Να απο­κρυ­πτο­γρα­φεί την επο­χή του. Ξέρε­τε, ο ιστο­ρι­κός, δεν μπο­ρεί να γρά­ψει ιστο­ρία της επο­χής του. Αλλά ο άγιος, που έχει το χάρι­σμα της προ­φη­τεί­ας, ο πιστός, απο­κα­λύ­πτει ποιο είναι το πρό­σω­πο της επο­χής του. Θα σας πω ένα παρά­δειγ­μα. Ο Τωβίτ ερμη­νεύ­ει έναν προ­φή­την, τον Ιωνά. Και λέγει στο παι­δί του, τον Τωβία: «Παι­δί μου, κοί­τα­ξε, ο Ιωνάς είναι αλη­θι­νός. Είπε ο Θεός, θα κατα­στρέ­ψει την Νινευί ‑Δεν την κατέ­στρε­ψε· είχαν περά­σει 120 χρό­νια!-. Ο Ιωνάς είναι αλη­θι­νός ‑δηλα­δή ο Θεός είναι αλη­θι­νός πίσω από τον Ιωνά-. Παι­δί μου, πρό­σε­ξε. Η Νινευί θα κατα­στρα­φεί οπωσ­δή­πο­τε. Γι΄αυτό κοί­τα­ξε, άμα θα πεθά­νω ‑ήταν στο τέλος της ζωής του- θα με θάψεις και θα φύγεις. Θα μαζέ­ψεις την περιου­σία σου και θα φύγεις. Θα πας… ‑του είπε πού θα πάει- στους Ράγους της Μηδί­ας. Εκεί, λέει, θα πας». Όταν έφυ­γε ο Τωβί­ας, έγι­νε η κατα­στρο­φή της Νινευί. Ανύ­πο­πτα. Ύστε­ρα από τόσα χρό­νια. Πώς και έγι­νε αυτό; Απο­κά­λυ­πτε τους και­ρούς ο Τωβίτ. Έβλε­πε ότι η Νινευί δεν κατε­στρά­φη, για­τί μετε­νόη­σε. Τώρα όμως επα­νήλ­θε εις την κακί­αν της. Συνε­πώς επα­νέρ­χε­ται και η προ­φη­τεία. Αυτό όμως ήταν ανυ­πο­ψί­α­στο για πολ­λούς. Για τους πάν­τας. Αλλά ο Τωβίτ, με το προ­φη­τι­κό του πνεύ­μα, αυτό το προ­φη­τι­κό πνεύ­μα, αυτό που μιλά­με τόσην ώρα, τι είπε; «Η Νινευί οπωσ­δή­πο­τε θα κατα­στρα­φεί». Βλέ­πε­τε παρα­κα­λώ; Ενώ δεν είναι ο πρω­τό­τυ­πος προ­φή­της. Ο πρω­τό­τυ­πος προ­φή­της είναι ο Ιωνάς. Αλλά ο Τωβίτ επι­βε­βαιώ­νει. Αυτό θέλει πάλι προ­φη­τι­κό χάρι­σμα.

Αλλά ας προ­χω­ρή­σου­με. «Ετε δια­κο­νί­αν, ν τ δια­κο­νί». Είναι οι ποι­κί­λες, αγα­πη­τοί μου, δια­κο­νί­ες, μέσα στο ποι­μαν­τι­κό έργο της Εκκλη­σί­ας. Θα λέγα­με, από θέμα­τα πνευ­μα­τι­κά που μπο­ρεί να υπη­ρε­τή­σει κανείς μέσα στην Εκκλη­σία, μέχρι το κτί­σι­μο μιας εκκλη­σιάς ή την καθα­ριό­τη­τα μίας εκκλη­σί­ας, ενός ναού. Ή ακό­μα, αν θέλε­τε, από την γρα­φειο­κρα­τι­κή εξυ­πη­ρέ­τη­ση των μελών της Εκκλη­σί­ας μέχρι τα τεχνι­κά στοι­χεία, την τεχνι­κή διεκ­πε­ραί­ω­ση μίας υπο­θέ­σε­ως στην Εκκλη­σία. Αυτό με μία γενι­κή ονο­μα­σία λέγε­ται «δια­κο­νία». Θα ήθε­λα να σας έλε­γα, μήπως σ’ αυτό μπο­ρού­με να βρού­με τον εαυ­τόν μας; Εδώ μπο­ρού­με να υπη­ρε­τή­σο­με την Εκκλη­σία; Κι άμα λέμε «Εκκλη­σία» δεν εννο­ού­με παρά τους πιστούς. Μπο­ρού­με; Αν προ­σέ­ξε­τε, κάποιος παίρ­νει σύν­τα­ξη κι έχει χρό­νο στην διά­θε­σή του. Μπο­ρεί να τρέ­χει, λοι­πόν, σε υπο­θέ­σεις ποι­κί­λες ή των μελών της Εκκλη­σί­ας ή του ναού. Και γενι­κά της ενο­ρί­ας του. Άλλος έχει γερά πόδια, μπο­ρεί να ανε­βο­κα­τε­βαί­νει σκά­λες, να τρέ­χει από δω, από εκεί, έχει χέρια, έχει μάτια, έμα­θε κάτι, τρέ­χει να βοη­θή­σει από δω από εκεί. Άλλος σκου­πί­ζει, πλέ­νει τα καλύμ­μα­τα. Όλα αυτά είναι δια­κο­νία μέσα στην Εκκλη­σία. Και… δεν το λέγω εγώ, το είδα­τε, είναι χάρι­σμα. Χάρι­σμα; Είναι χάρι­σμα. Έτσι, θα έκλει­να αυτό το δια­κό­νη­μα, αυτό το χάρι­σμα, με τού­το. Γίνε­ται μία λει­τουρ­γι­κή ή κηρυ­κτι­κή σύνα­ξις. Και δεν υπάρ­χει τρό­πος να ειδο­ποι­η­θούν οι άνθρω­ποι. Το λέμε σε πέν­τε μόνο. Γίνον­ται ταχυ­δρό­μοι αυτοί οι πέν­τε και το μαθαί­νουν οι πιστοί στα πέρα­τα της γης. «Έχο­με αύριο σύνα­ξη στο τάδε μέρος. Ελά­τε να ακού­σε­τε». Τι είναι αυτό; Δια­κο­νία είναι. Υπη­ρε­τούν μέσα εις την Εκκλη­σία με προ­θυ­μία.

Τρί­τον: «ετε διδά­σκων, ν τ διδα­σκα­λί». Είναι αυτός που δια­σα­φη­νί­ζει τις απο­κε­κα­λυμ­μέ­νες αλή­θειες. Ή εμβα­θύ­νει ακό­μα, αν θέλε­τε, στον λόγο του Θεού. Και τον μετα­δί­δει τον λόγον του Θεού εις τους υπο­λοί­πους. Είναι μία συνε­χής, θα λέγα­με, μία επί χρό­νια, μια ισό­βια μελέ­τη της Αγί­ας Γρα­φής, που απο­δί­δει το χάρι­σμα αυτό· που θα έλε­γε κανέ­νας ότι θέλει πολ­λή αγρυ­πνία, θέλει πολ­λή προ­σο­χή, θέλει πολύ βασα­νι­σμό του ιερού κει­μέ­νου. Και τότε ο Θεός δίνει το χάρι­σμα να δει κανείς περισ­σό­τε­ρα από εκεί­να τα οποία δια­βά­ζει.

Τέταρ­τον: «ετε παρα­καλν, ν τ παρα­κλή­σει». «Είτε», λέγει, «αυτός ο οποί­ος παρα­κα­λεί, να είναι στο χάρι­σμα της παρα­κλή­σε­ως». Τι θα πει αυτό; Είναι ο διδά­σκα­λος της παρα­κλή­σε­ως. Τι θα πει αυτό; Είναι ο διδά­σκα­λος που δεν απευ­θύ­νε­ται εις τον νου, αλλά είναι εκεί­νος που εξα­το­μι­κεύ­ει τα πράγ­μα­τα και απο­τεί­νε­ται όχι στον νου, αλλά στην καρ­διά και την βού­λη­ση ενός ανθρώ­που. Να σας πω ένα παρά­δειγ­μα. Ομι­λεί ο ομι­λη­τής, ο οποί­ος μπο­ρεί να έχει χάρι­σμα να ομι­λεί, αλλά να μην είναι με το χάρι­σμα του παρα­κα­λούν­τος. Όταν πλη­σιά­σει έναν άνθρω­πο να είναι αδέ­ξιος. Αντί­στρο­φα, εκεί­νος που έχει το χάρι­σμα της παρα­κλή­σε­ως, να είναι αδέ­ξιος να ομι­λή­σει. Είδα­τε μερι­σμό, χωρι­σμό των χαρι­σμά­των; Ομι­λεί λοι­πόν ο ομι­λη­τής μέσα εις την Εκκλη­σί­αν και ο πλαϊ­νός ενός κάποιου που έχει το χάρι­σμα της παρα­κλή­σε­ως, λέγει: «Ποιος μπο­ρεί να τα κάνει αυτά; Αλί­μο­νό μας. Είμα­στε για την κόλα­ση…». Τον παίρ­νει ο παρα­κα­λών και του λέει: «Για­τί για την κόλα­ση; Ο λόγος του Θεού είναι για όλους μας. Δεν είναι για αγγέ­λους· είναι για ανθρώ­πους». Τον παίρ­νει, τον προ­τρέ­πει, τον παρη­γο­ρεί, τον βοη­θά­ει, τον ενι­σχύ­ει. Απο­τεί­νε­ται στην καρ­διά του, απο­τεί­νε­ται στην βού­λη­σή του. Δεν απο­τεί­νε­ται εις τον νου του. Αυτός είναι εκεί­νος που έχει το χάρι­σμα της παρα­κλή­σε­ως. Έτσι θα λέγα­με ότι παρά­κλη­σις σημαί­νει παρη­γο­ρία, ενί­σχυ­σις, προ­τρο­πή ή συμ­βου­λή. Έρχον­ται άνθρω­ποι και μας λέγουν: «Πάτερ, πέστε μας, ένα λόγο μόνο, ένα λόγο». Λες: «Τι να σας πω;». «Ένα λόγο». Και τους λες ένα λόγο και παρη­γο­ρούν­ται. Kaι ενι­σχύ­ον­ται. Και φεύ­γουν ενι­σχυ­μέ­νοι. Και μπο­ρούν να γυρί­σουν ύστε­ρα από και­ρό και να σου πουν: «Θυμό­σα­στε, μας είχα­τε πει εκεί­νο. Ε, αυτό μας εστή­ρι­ξε». Αυτό είναι το χάρι­σμα της παρα­κλή­σε­ως.

Πέμ­πτον: « μετα­δούς, ν πλό­τη­τι». «Εκεί­νος που μετα­δί­δει, να μετα­δί­δει με απλό­τη­τα». Τι είναι αυτός που μετα­δί­δει; Είναι αυτός που χορη­γεί από τα προ­σω­πι­κά του υλι­κά αγα­θά. Όχι τα υλι­κά αγα­θά της Εκκλη­σί­ας. Από τα προ­σω­πι­κά του αγα­θά. Χωρίς να ζητά –αυτό θα πει «ν πλό­τη­τι»- την ανθρώ­πι­νη δόξα και την ανθρώ­πι­νη προ­βο­λή. Απλώς ζητά­ει την κάλυ­ψη των αναγ­κών του πλη­σί­ον. Ακό­μα, όταν αυτός ο άνθρω­πος έτσι προ­σφέ­ρει, «ν πλό­τη­τι» -το ωραίο, « μετα­δούς, ν πλό­τη­τι», ωραιο­τά­τη φρά­σις- είναι κερ­δι­σμέ­νος. Διό­τι λέγει «ευχα­ρι­στώ πολύ». Όχι εκεί­νος που λαμ­βά­νει λέγει «ευχα­ρι­στώ» -οφεί­λει να πει «ευχα­ρι­στώ» ο λαμ­βά­νων- αλλά εκεί­νος που δίδει, λέγει «ευχα­ρι­στώ». Για­τί; Για­τί αισθά­νε­ται ότι του δίδε­ται η ευκαι­ρία να κερ­δί­σει την Βασι­λεία του Θεού, με την παρου­σία εκεί­νου που έχει ανάγ­κη. Και λέγει αυτός το «ευχα­ρι­στώ».

Έκτον: « προϊ­στά­με­νος, ν σπουδ». Δηλα­δή εκεί­νος που έχει την επι­μέ­λεια, την φρον­τί­δα των άλλων. Των ορφα­νών, των χει­ρών, των συσ­σι­τί­ων αν θέλε­τε, ό,τι έργο υπάρ­χει στην Εκκλη­σία. Είναι αυτό που λέγει στον Τίτο ο Από­στο­λος Παύ­λος, «να μάθουν και οι δικοί μας προ­ΐ­στα­σθαι καλών έργων». «Να το μάθουν», λέει, «οι δικοί μας». Αυτός είναι ο προϊ­στά­με­νος. Και τι; Καλεί­ται να προ­ΐ­στα­ται, να επι­με­λεί­ται «ν σπουδῇ». Δηλα­δή τι; Με επι­μέ­λεια, με ζήλο, με φρον­τί­δα. Σαν να είναι δικό του το έργο. Όχι σαν να είναι κάποιου ξένου. Όχι αγγα­ρεία. Αλλά να το παίρ­νει θερ­μά, ζεστά, προ­σω­πι­κά.

Και τέλος, έβδο­μον: « λεν, ν λαρό­τη­τι». «Κι εκεί­νος ο οποί­ος ελε­εί, να ελε­εί με ιλα­ρό­τη­τα, με χαρού­με­νο πρό­σω­πο». Είναι εκεί­νος ο οποί­ος, γενι­κά, θα λέγα­με, αγα­πά να βρί­σκε­ται κον­τά στους θλι­βο­μέ­νους, στους πάσχον­τας, στους πεν­θούν­τας, στους φτω­χούς, να τους συν­δρά­μει με κάθε τρό­πο, αλλά το πρό­σω­πό του είναι ιλα­ρόν, είναι χαρού­με­νον. Όπως λέγει η Σοφία Σει­ράχ: «ν πάσ δόσει λάρω­σον τ πρό­σω­πόν σου». Ό,τι δίνεις, το πρό­σω­πό σου να είναι χαμο­γε­λα­στό. «λάρω­σον τ πρό­σω­πόν σου». Ή όπως λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος : «Ο μετά λύπου μόνον γνώ­μης, λλά καί μετά φαι­δρς καί χαι­ρού­σης». «Όχι μόνον να είσαι άλυ­πος, αλλά και χαρού­με­νος, όταν δίνεις κάτι».

Αγα­πη­τοί μου, ο Από­στο­λος ομι­λεί για τα χαρί­σμα­τα, τα διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα, για να δεί­ξει, όπως λέγει ο Μέγας Φώτιος ότι «Ο τό μέν μέγα τό δέ μικρόν λλά ποι­κί­λα καί ρμό­δια». Δεν υπάρ­χουν μικρά και μεγά­λα χαρί­σμα­τα. Υπάρ­χουν χαρί­σμα­τα απλώς μέσ’ την Εκκλη­σία, τα οποία υπη­ρε­τούν έναν σκο­πόν. Ακό­μη: «Ε γάρ καί χεις», λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, ε γάρ καί χάρις στιν (:αν υπάρ­χει χάρις) λλ’ οκ πλς κχεται (:δεν έρχε­ται να χυθεί η χάρις απά­νω σου), λλά τοσοτον πιρ­ρε (:αλλά τόσο επιρ­ρέ­ει επά­νω σου) σον ν εροι σκεος πίστε­ως ατό προ­σε­νε­χθέν (:όσο βρί­σκει σκεύ­ος πίστε­ως που προ­ση­νέ­χθη στο Πνεύ­μα το Άγιον, για να μπει μέσα το χάρι­σμα)».

Αγα­πη­τοί μου, μπο­ρεί­τε να φαν­τα­στεί­τε μιαν Εκκλη­σία, που οι πάν­τες εργά­ζον­ται σαν το μελίσ­σι, που ο καθέ­νας έχει την δια­κο­νία του κατά τρό­πον άψο­γον; Τι ωραίο αυτό! Τι θαυ­μά­σιο! Αν πει κάποιος: «Είμαι άρρω­στος και είμαι στο κρε­βά­τι, δεν έχω την δυνα­τό­τη­τα, τι μπο­ρώ εγώ να κάνω;». Κάνε προ­σευ­χή για τους άλλους. Να υπη­ρε­τή­σεις την δια­κο­νί­αν της προ­σευ­χής. Αρκεί να λεί­πει η οκνη­ρία από μας. Αρκεί να φύγει αυτή η εσφαλ­μέ­νη αντί­λη­ψη ότι εμείς δεν έχο­με τίπο­τα, κανέ­να χάρι­σμα. Αυτά, αγα­πη­τοί μου, είναι τα ανυ­πο­ψί­α­στα χαρί­σμα­τα που ο ταπει­νός και εργα­τι­κός άνθρω­πος επι­ση­μαί­νει, απο­δέ­χε­ται και απο­δί­δει. Έτσι η Εκκλη­σία λαμ­πρύ­νε­ται και ο Χρι­στός δοξά­ζε­ται.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

 

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_327.mp3





Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Χαρί­σμα­τα

«Ἔχον­τες χαρί­σμα­τα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖ­σαν ἡμῖν διά­φο­ρα» (Ρωμ. 12,6)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί, ὁ Ἀπό­στο­λος ποὺ ἀκού­σα­με σήμε­ρα μιλά­ει γιὰ τὰ χαρί­σμα­τα. Γιὰ τὰ χαρί­σμα­τα θα μιλή­σου­με κ ̓ ἐμεῖς, καὶ παρα­κα­λῶ Μα να προ­σέ­ξε­τε στὴν ἀνά­πτυ­ξι τοῦ θέμα­τος.

Καὶ πρῶ­τα — πρῶ­τα τί λέγον­ται χαρί­σμα­τα;

Χαρί­σμα­τα εἶνε οἱ ἱκα­νό­τη­τες ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρω­ποι. Ἐπει­δὴ δὲ οἱ ἱκα­νό­τη­τες αὐτὲς εἶνε διά­φο­ρες, διά­φο­ρα εἶνε καὶ τὰ χαρί­σμα­τα. Υπάρ­χουν χαρί­σμα­τα σωμα­τι­κά, χαρί­σμα­τα δια­νο­η­τι­κά, χαρί­σμα­τα πνευ­μα­τι­κά. Ἂς ποῦ­με μερι­κὰ παρα­δείγ­μα­τα, γιὰ νὰ κατα­λά­βου­με καλύ­τε­ρα τί εἶνε χαρί­σμα­τα.

* * *

Σωμα­τι­κά χαρί­σμα­τα. Ἕνας ἔχει ψηλό ἀνά­στη­μα, ὄμορ­φη κορ­μο­στα­σιά, ὄμορ­φο πρό­σω­πο. Εἴτε εἶνε ἄντρας εἴτε ἀκό­μη περισ­σό­τε­ρο εἶνε γυναί­κα, τρα­βά­ει τὴν προ­σο­χὴ καὶ τὸ θαυ­μα­σμό. Ἡ ὀμορ­φιά εἶνε ἕνα χάρι­σμα. Ὁ ἄλλος δὲν εἶνε ὄμορ­φος, ἀλλὰ εἶνε δυνα­τός. Μπο­ρεῖ νὰ σηκώ­νῃ βάρος, ποὺ τρεῖς ἄλλοι ἄνθρω­ποι μαζὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ τὸ σηκώ­σουν. Μπο­ρεῖ νὰ κάνῃ δου­λειὲς σκλη­ρές, νὰ δου­λεύῃ ἀπ ̓ τὸ πρωΐ μέχρι τὸ βρά­δι καὶ νὰ μὴν κου­ρά­ζε­ται. Ἡ σωμα­τι­κὴ δύνα­μι εἶνε χάρι­σμα, ὅπως χάρι­σμα εἶνε καὶ τὸ νὰ εἶνε κανείς γρή­γο­ρος στο τρέ­ξι­μο. Δρό­μο, ποὺ ἄλλος τὸν κάνει σὲ δυὸ ὧρες, αὐτὸς τὸν κάνει σὲ μισή ὥρα. Ἄλλος ἔχει ὑγεία σιδε­ρέ­νια. Ποτέ του δὲν ἀρρώ­στη­σε. Ὅσοι ἀρρώ­στη­σαν βαρειὰ κ ̓ ἔπε­σαν στὸ κρε­βά­τι καί πέρα­σαν μέρες καί νύχτες ἀγω­νί­ας, αὐτοὶ μόνο μπο­ροῦν νὰ ἐκτι­μή­σουν τί χάρι­σμα εἶνε ἡ ὑγεία.

Δια­νο­η­τι­κά χαρί­σμα­τα. Ένας μαθη­τὴς ἀκού­ει τί λέει ὁ δάσκα­λος καὶ τυπώ­νει τὸ μάθη­μα μέσ’ στο μυα­λό του. Αὐτὸς ὁ μαθη­τὴς ἔχει τὸ χάρι­σμα τῆς μνή­μης. Ἄλλος μαθη­τής λύνει μὲ τὴ μεγα­λύ­τε­ρη εὐκο­λία ἕνα δύσκο­λο πρό­βλη­μα τῆς ἀριθ­μη­τι­κῆς· ἔχει τὸ χάρι­σμα τῆς μαθη­μα­τι­κῆς ἐπι­στή­μης. Ἄλλος παίρ­νει τὸ πινέ­λο καὶ ζωγρα­φί­ζει μιὰ θαυ­μά­σια εἰκό­να τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ τὴ βλέ­πεις καὶ νομί­ζεις πῶς θὰ σοῦ μιλή­σῃ ̇ ἔχει τὸ χάρι­σμα τῆς ζωγρα­φι­κῆς. Ἄλλος ἐνθου­σιά­ζε­ται ἀπ’ ὅ,τι βλέ­πει στο φυσι­κό κόσμο καὶ γρά­φει ὡραῖα ποι­ή­μα­τα· ἔχει τὸ χάρι­σμα τῆς ποι­ή­σε­ως. Ἄλλος πιά­νει τὸ βιο­λὶ στὰ χέρια του καὶ τὰ δάχτυ­λά του παί­ζουν με μεγά­λη εὐκο­λία, κάνει τίς χορ­δές νὰ ζων­τα­νεύ­ουν, κι ἀκού­γε­ται μιὰ μου­σι­κὴ ποὺ συγ­κι­νεῖ καὶ συνε­παίρ­νει τὸν ἄνθρω­πο στὰ ὕψη ἔχει τὸ χάρι­σμα τῆς μου­σι­κῆς. Ἄλλος…

Οἱ ἱκα­νό­τη­τες καὶ δεξιό­τη­τες αὐτὲς ποὺ ἀνα­φέ­ρα­με γύρω ἀπ’ τὴ ζωή, την τέχνη, τὴν ἐπι­στή­μη, εἶνε χαρί­σμα­τα. Για­τὶ ἀπ’ τὸ Θεὸ προ­έρ­χον­ται. Τὸ νὰ μὴν ἔχουν δὲ οἱ ἄνθρω­ποι τὶς ἴδιες, ἀλλὰ διά­φο­ρες ἱκα­νό­τη­τες, εἶνε κι αὐτὸ ἕνα μυστή­ριο, ποὺ ἐξυ­πη­ρε­τεῖ τὸ σχέ­διο τοῦ Θεοῦ. Τὸ βλέ­πει ἕνας πατέ­ρας ποὺ ἔχει πολ­λὰ παι­διά. Ἐνῷ ὅλα τὰ παι­διὰ ἔζη­σαν κάτω ἀπ’ τὴν ἴδια στέ­γη καὶ εἶχαν τὴν ἴδια ἀνα­τρο­φή, ἐν τού­τοις τὸ καθέ­να ἀπ’ αὐτὰ ἔχει τὴ δική του κλί­σι, τὸ δικό του χάρι­σμα. Τὸ ἕνα θέλει νὰ γίνῃ γεωρ­γὸς καὶ νὰ ζῇ μιὰ ζωὴ ἤρε­μη. Τὸ ἄλλο θέλει νὰ γίνῃ βοσκός, ν ̓ ἀνε­βαί­νῃ στὸ βου­νό, νὰ παί­ζῃ τὴ φλο­γέ­ρα του, κι ἀπὸ ἐκεῖ ψηλὰ νὰ θαυ­μά­ζῃ τὸ μεγα­λεῖο τῆς φύσε­ως καὶ νὰ δοξά­ζῃ τὸ Θεό. Το τρί­το βλέ­πει τὴ θάλασ­σα, μαγεύ­ε­ται καὶ θέλει νὰ γίνῃ καπε­τά­νιος. Το τέταρ­το ἔχει κλί­σι στὰ μηχα­νι­κά. Το πέμ­πτο… Διά­φο­ρες, βλέ­πεις, κλί­σεις καὶ ῥοπές, διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα ἔχουν οἱ ἄνθρω­ποι. Εἴπα­με, ὅτι αὐτὸ εἶνε μυστή­ριο ποὺ ἐξυ­πη­ρε­τεῖ τὸ σχέ­διο τοῦ Θεοῦ. Για­τὶ ἀλλοί­μο­νο ἂν εἶχαν ὅλοι τὶς ἴδιες ἱκα­νό­τη­τες, τὰ ἴδια χαρί­σμα­τα. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ στα­θῇ κοι­νω­νία. Γιὰ φαν­τα­σθῆ­τε μιὰ κοι­νω­νία, ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι νὰ εἶνε για­τροὶ ἢ δικη­γό­ροι ἢ μηχα­νι­κοὶ ἢ δάσκα­λοι καὶ καθη­γη­ταί. Εἶνε ἀδύ­να­το νὰ στα­θῇ ἡ κοι­νω­νία αὐτή. Μὲ γεωρ­γοὺς καὶ βοσκοὺς μόνο μπο­ροῦ­σε νὰ ζήσῃ, ἀλλὰ τότε πάλι θὰ ἦταν μιὰ κοι­νω­νία ἐλλι­πής. Βλέ­που­με λοι­πὸν στὴν ποι­κι­λία αὐτὴ τῶν σωμα­τι­κῶν καὶ δια­νο­η­τι­κῶν χαρι­σμά­των τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ σοφία καὶ ἀγά­πη μοι­ρά­ζει στοὺς ἀνθρώ­πους ὅ,τι χρειά­ζον­ται, ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ ζήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ δημιουρ­γή­σουν ἕνα σύν­δε­σμο, μιὰ κοι­νω­νία, μέσα στὴν ὁποία ὁ καθέ­νας νὰ αἰσθά­νε­ται τὴν ἀνάγ­κη τοῦ ἄλλου.

* * *

Ἀλλὰ πιὸ πολὺ θαυ­μά­ζει κανεὶς τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ῥίξῃ μιὰ ματιὰ στὴν Ἐκκλη­σία, τὴ νέα αὐτὴ κοι­νω­νία, ποὺ ἵδρυ­σε ὁ Χρι­στὸς γιὰ νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρω­πος μιὰ ζωὴ πολὺ ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ κάθε ἄλλη ζωή. Μέσα στὴν Ἐκκλη­σία ὑπάρ­χουν χαρί­σμα­τα, πνευ­μα­τι­κά χαρί­σμα­τα. Ποιά εἶνε αὐτά; Ἕνας χρι­στια­νὸς ἔχει τὸ χάρι­σμα νὰ πονάῃ τοὺς ἄλλους, κι ὅταν μαθαί­νῃ ὅτι στὸ γει­το­νι­κό του σπί­τι συνέ­βη δυστύ­χη­μα καὶ οἱ ἄνθρω­ποι κλαῖ­νε καὶ ὑπο­φέ­ρουν, τρέ­χει, ἐπι­σκέ­πτε­ται τὸ σπί­τι καὶ μὲ λόγια βγαλ­μέ­να ἀπ’ τὴν καρ­διά του παρη­γο­ρεῖ καὶ ἐμψυ­χώ­νει. Ἄνθρω­ποι ἀπελ­πι­σμέ­νοι, ποὺ ἦταν ἕτοι­μοι ν’ αὐτο­κτο­νή­σουν, ὅταν ἄκου­σαν τὰ παρη­γο­ρη­τι­κὰ λόγια κάποιου χρι­στια­νοῦ, πῆραν κου­ρά­γιο καὶ ἄρχι­σαν πάλι νὰ ζοῦ­νε μὲ καί­νούρ­γιες ἐλπί­δες. Τὸ νὰ παρη­γο­ρῇ κανεὶς τοὺς ἄλλους εἶνε ἕνα χάρι­σμα. Τὸ ν ̓ ἀνοί­γῃ τὸ πορ­το­φό­λι του καὶ νὰ δίνῃ ἐλεη­μο­σύ­νη σ ̓ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν καὶ ὑπο­φέ­ρουν εἶνε χάρι­σμα, τὸ χάρι­σμα τῆς ἐλεη­μο­σύ­νης. Τὸ ν’ ἀνοί­γῃ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο καὶ νὰ δια­βά­ζῃ τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε κι αὐτὸ χάρι­σμα, τὸ χάρι­σμα τῆς ἀνα­γνώ­σε­ως τῆς Γρα­φῆς. Τὸ νὰ γονα­τί­ζῃ καὶ νὰ προ­σεύ­χε­ται εἶνε κι αὐτὸ χάρι­σμα, τὸ χάρι­σμα τῆς προ­σευ­χῆς. Τὸ νὰ πηγαί­νῃ στὴν ἐκκλη­σία καὶ νὰ στέ­κε­ται στὸ στα­σί­δι τοῦ ψάλ­τη καὶ νὰ ψάλ­λῃ, χωρὶς νὰ περι­μέ­νῃ καμ­μιὰ ἀμοι­βὴ ἀπὸ τὸ ταμεῖο τῆς ἐκκλη­σί­ας, εἶνε κι αὐτὸ ἕνα χάρι­σμα, τὸ χάρι­σμα τῆς ψαλ­μῳ­δί­ας. Καὶ ἀκό­μη πιὸ μεγά­λο χάρι­σμα εἶνε τὸ νὰ γίνῃ κανεὶς ἱερεύς, νὰ τελῇ τὰ ἅγια μυστή­ρια, νὰ κηρύτ­τῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ν’ ἁγιά­ζῃ το λαό. Υπάρ­χουν δὲ στὴν Ἐκκλη­σία καὶ μερι­κὰ ἔκτα­κτα χαρί­σμα­τα. Τέτοιο ἔκτα­κτο χάρι­σμα εἶνε νὰ βγά­ζῃ ὁ χρι­στια­νὸς μὲ τὴν προ­σευ­χή του δαι­μό­νια ἀπὸ τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους. Ἄλλο ἔκτα­κτο χάρι­σμα εἶνε νὰ προ­φη­τεύῃ τί θὰ συμ­βῇ ὕστε­ρα ἀπὸ 100 — 200 χρό­νια. Τέτοιο χάρι­σμα προ­φη­τεί­ας εἶχε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτω­λός, ποὺ προ­φή­τευ­σε πολ­λὰ πράγ­μα­τα ἀπ ̓ αὐτὰ ποὺ γίνον­ται σήμε­ρα.

Τὰ χαρί­σμα­τα ποὺ βλέ­που­με μέσ’ στὴν Ἐκκλη­σία εἶνε πνευ­μα­τι­κὰ χαρί­σμα­τα, για­τὶ τὰ δίνει τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο. Καὶ τὰ δίνει ὄχι σὲ ἀνθρώ­πους ἀπί­στους καὶ διε­φθαρ­μέ­νους, ἀλλὰ σὲ ἀνθρώ­πους ποὺ πιστεύ­ουν καὶ ζοῦν σύμ­φω­να μὲ τὸ θέλη­μά του. Τὰ δίνει, ὅπως λέει ὁ Ἀπό­στο­λος σήμε­ρα, «κατὰ τὴν ἀνα­λο­γί­αν τῆς πίστε­ως» (Ρωμ. 12,6). Τί θὰ πῇ αὐτό; Στο ποτά­μι, ποὺ πηγαί­νει κάποιος, παίρ­νει νερὸ ὅσο χωρά­ει τὸ δοχεῖο ποὺ ἔχει μαζί του. Ἂν ἔχῃ ἕνα κανά­τι, θὰ πάρῃ νερὸ ὅσο χωρά­ει τὸ κανά­τι. Ἂν ἔχῃ μιὰ στά­μνα, θὰ πάρῃ περισ­σό­τε­ρο. Ἂν ἔχῃ βαρέ­λι, ἀκό­μη περισ­σό­τε­ρο. Ανά­λο­γα μὲ τὸ δοχεῖο εἶνε καὶ τὸ νερὸ ποὺ παίρ­νει. Παρα­βο­λι­κὰ μιλᾶ­με. Ποτά­μι εἶνε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ποτά­μι πνευ­μα­τι­κό. Τρέ­ξε, χρι­στια­νέ μου, νὰ πάρῃς ἀπὸ τὸ ποτά­μι αὐτὸ νερό. Δοχεῖο κατάλ­λη­λο γιὰ νὰ πάρῃς τὸ νερὸ αὐτὸ εἶνε ἡ πίστι. Μικρή πίστι ἔχεις; μικρό χάρι­σμα θὰ πάρῃς. Μεγά­λη πίστι ἔχεις; μεγά­λο χάρι­σμα θὰ πάρῃς. Ἂν εἴχα­με τὴν πίστι, ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι καὶ οἱ μάρ­τυ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, θὰ βλέ­πα­με τὴ δύνα­μι τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνερ­γῇ καὶ διὰ μέσου ἡμῶν πράγ­μα­τα μεγά­λα καὶ θαυ­μα­στά.

* * *

Ὁ Θεός, ἀγα­πη­τοί μου, εἶνε ἐκεῖ­νος ποὺ δίνει τὰ διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα. Χαρί­σμα­τα, ὅπως εἴδα­με, σωμα­τι­κά, δια­νο­η­τι­κά, πνευ­μα­τι­κά. Τὰ δίνει ὄχι γιὰ νὰ τὰ κρύ­ψου­με, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐργα­σθοῦ­με πάνω σ’ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ πολ­λα­πλα­σιά­σου­με γιὰ τὴν ὠφέ­λεια τῆς κοι­νω­νί­ας, γιὰ τὴν πρό­ο­δο τῆς Ἐκκλη­σί­ας, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι ἔχου­με εἶνε τοῦ Θεοῦ. Μόνο οἱ ἁμαρ­τί­ες εἶνε δικές μας. Τὰ χαρί­σμα­τα εἶνε τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔχου­με εὐθύ­νη μεγά­λη ὅταν τὰ παίρ­νου­με. Θὰ δώσου­με λόγο φρι­κτὸ γιὰ τὸ πῶς τὰ μετα­χει­ρι­στή­κα­με. Εἴμα­στε δια­χει­ρι­σταὶ ξένων χρη­μά­των, καὶ θὰ δώσου­με λογα­ρια­σμό τί κάνα­με καὶ τὴν τελευ­ταία δραχ­μή.

Θεέ, ἐλέη­σόν μας!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek