ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Α΄ ΚΟΡ. (Α΄ 10 — 17)

Α΄προς Κοριν­θί­ους, κεφά­λαιο Α΄, εδά­φια 10–17

10 Παρα­καλ δ μς, δελ­φο, δι το νματος το Κυρου μν ᾿Ιησο Χρι­στο, να τ ατ λγητε πντες, κα μ ν μν σχσμα­τα, τε δ κατηρ­τι­σμνοι ν τ ατ νο κα ν τ ατ γνμ. 11 δηλθη γρ μοι περ μν, δελ­φο μου, π τν Χλης τι ριδες ν μν εσι.

12 Λγω δ τοτο, τι καστος μν λγει· γ μν εμι Παλου, γ δ ᾿Απολλ, γ δ Κηφ, γ δ Χρι­στο. 13 Μεμρισται Χριστς; Μ Παλος σταυρθη πρ μν; ες τ νομα Παλου βαπτσθη­τε; 14 Εχαριστ τ Θε τι οδνα μν βπτι­σα ε μ Κρσπον κα Γϊον, 15 να μ τις επ τι ες τ μν νομα βπτι­σα. 16 βπτι­σα δ κα τν Στε­φαν οκον· λοιπν οκ οδα ε τινα λλον βπτι­σα. 17 Ο γρ πστειλ με Χριστς βαπτζειν, λλ᾿ εαγγελζεσθαι, οκ ν σοφίᾳ λγου, να μ κενωθ σταυρς το Χρι­στο.

10 Σας παρα­κα­λώ δε, αδελ­φοί μου, στο όνο­μα και εξ ονό­μα­τος του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού να είσθε όλοι ομό­φω­νοι και να λέγε­τε σαν από μια καρ­δία, την ίδια ομο­λο­γία της πίστε­ώς σας και να μη υπάρ­χουν μετα­ξύ σας σχί­σμα­τα και διαι­ρέ­σεις, αλλά να είσθε συγ­κρα­τη­μέ­νοι, κατηρ­τη­σμέ­νοι και ενω­μέ­νοι μετα­ξύ σας με τα αυτά φρο­νή­μα­τα και με την αυτήν γνώ­μην. 11 Διό­τι-σας το καθι­στώ αυτό γνω­στόν-μου ανε­φέρ­θη από τους οικια­κούς και συγ­γε­νείς της Χλόης για σας, αδελ­φοί μου, ότι υπάρ­χουν μετα­ξύ σας αντι­θέ­σεις και φιλο­νει­κί­αι. 12 Εννοώ δε τού­το, ότι ο καθέ­νας από σας, θέλων να παρου­σιά­ση ανώ­τε­ρον τον εαυ­τόν του από τους άλλους, λέγει· “εγώ μεν είμαι του Παύ­λου μαθη­τής”. Αλλος λέγει· “εγώ είμαι του Απολ­λώ”. και άλλος· “εγώ είμαι μαθη­τής του Κηφά”, και άλλος· “εγώ είμαι μαθη­τής του Χρι­στού”. 13 Εχει, λοι­πόν, διαι­ρε­θή ο Χρι­στός και η Εκκλη­σία του εις κόμ­μα­τα και εις μερί­δας; Ερω­τώ ειδι­κώ­τε­ρα σας, που δια­λα­λεί­τε και λέγε­τε ότι είσθε του Παύ­λου· μήπως ο Παύ­λος εσταυ­ρώ­θη προς χάριν σας, δια να λάβε­τε την σωτη­ρί­αν; Η μήπως έχε­τε βαπτι­σθή στο όνο­μα του Παύ­λου; 14 Ας είναι ευλο­γη­μέ­νον και δοξα­σμέ­νον το όνο­μα του Θεού, ο οποί­ος έφε­ρεν έτσι τα πράγ­μα­τα, ώστε από σας να μη βαπτί­σω κανέ­να, ειμή μόνον τον Κρί­σπον και τον Γαϊ­ον. 15 Και έτσι δεν ημπο­ρεί να πη κανείς, ότι εβά­πτι­σα Χρι­στια­νούς στο ιδι­κόν μου όνο­μα. 16 Εβά­πτι­σα ακό­μη και την οικο­γέ­νειαν του Στε­φα­νά· εκτός δε από αυτούς δεν γνω­ρί­ζω, αν έχω βαπτί­σει κανέ­να άλλον. 17 Αλλω­στε εγώ δεν είχα ως κύριον έργον μου την τέλε­σιν του μυστη­ρί­ου του βαπτί­σμα­τος, διό­τι δεν με έστει­λεν ο Χρι­στός ως Από­στο­λόν του εις την οικου­μέ­νην να βαπτί­ζω, αλλά να κηρύτ­τω το χαρ­μό­συ­νον μήνυ­μα της σωτη­ρί­ας. Αυτό δε το κήρυγ­μα δεν το κάνω με την δύνα­μιν και τα ρητο­ρι­κά σχή­μα­τα της ανθρω­πί­νης σοφί­ας, μη τυχόν και χάση την σωτή­ριον δύνα­μίν του και την άπει­ρον θεί­αν αξί­αν του ο σταυ­ρός του Κυρί­ου.

10 Σας παρα­κα­λώ λοι­πόν, αδελ­φοί, στο όνο­μα του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, να ομο­λο­γεί­τε όλοι την ίδια πίστη και να μην υπάρ­χουν μετα­ξύ σας διαι­ρέ­σεις˙ αλλά να είστε αρμο­νι­κά ενω­μέ­νοι, με τα ίδια φρο­νή­μα­τα όλοι σας και με τις ίδιες γνώ­μες και απο­φά­σεις. 11 Και σας κάνω την προ­τρο­πή αυτή, διό­τι πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα για σας, αδελ­φοί μου, από το σπι­τι­κό της Χλόης, ότι υπάρ­χουν μετα­ξύ σας φιλο­νι­κί­ες. 12 Και με αυτό που λέω εννοώ αυτό, ότι καθέ­νας από σας λέει με καύ­χη­ση: «Εγώ είμαι του Παύ­λου». «Εγώ όμως», λέει ο άλλος, «είμαι θαυ­μα­στής και μαθη­τής του Απολ­λώ». Και ένας τρί­τος λέει: «Εγώ ανή­κω στον Κηφά». Κι άλλος πάλι ισχυ­ρί­ζε­ται: «Εγώ είμαι του Χρι­στού». Έγι­ναν έτσι ομά­δες και μερί­δες διά­φο­ρες.

13 Κομ­μα­τιά­στη­κε λοι­πόν ο Χρι­στός; Απευ­θύ­νο­μαι σε όσους λένε: «Εμείς είμα­στε του Παύ­λου», και τους ρωτώ: Μήπως ο Παύ­λος σταυ­ρώ­θη­κε για την σωτη­ρία σας; Ή μήπως βαπτι­σθή­κα­τε στο όνο­μα του Παύ­λου, ώστε να ανή­κε­τε πλέ­ον σε αυτόν; 14 Καθώς βλέ­πω τώρα ποια κατά­χρη­ση του ονό­μα­τός μου κάνε­τε, ευχα­ρι­στώ τον Θεό, διό­τι προ­νόη­σε να μη βαπτί­σω αυτο­προ­σώ­πως κανέ­ναν από σας, εκτός από τον Κρί­σπο και τον Γάιο. 15 Κι έτσι τώρα δεν μπο­ρεί κανείς να πει ότι στο δικό μου όνο­μα βάπτι­σα. 16 Βάπτι­σα επί­σης και την οικο­γέ­νεια του Στε­φα­νά. Εκτός απ’ αυτούς, δεν γνω­ρί­ζω αν βάπτι­σα κανέ­ναν άλλον. 17 Και δεν έκα­να κύριο έργο μου το βάπτι­σμα, διό­τι ο Χρι­στός δεν μου ανέ­θε­σε την δια­κο­νία του Απο­στό­λου για να βαπτί­ζω, πράγ­μα που μπο­ρεί να κάνει κι ένας απλός λει­τουρ­γός˙ αλλά με απέ­στει­λε ο Θεός να κηρύτ­τω το Ευαγ­γέ­λιο. Και να το κηρύτ­τω όχι με ανθρώ­πι­νη τέχνη και απα­τη­λά επι­χει­ρή­μα­τα, για να παρου­σιά­ζε­ται η διδα­σκα­λία μου σοφή και λαμ­πρή, αλλά να το κηρύτ­τω έτσι ώστε να μη χάσει τη θεία του δύνα­μη το κήρυγ­μα για τον σταυ­ρι­κό θάνα­το του Χρι­στού.

10 Σᾶς παρα­κα­λῶ δέ, ἀδελ­φοί, γιὰ τὸ ὄνο­μα τοῦ Kυρί­ου μας Ἰησοῦ Xρι­στοῦ, νὰ λέγε­τε ὅλοι τὸ αὐτό, καὶ νὰ μὴν ὑπάρ­χουν μετα­ξύ σας διαι­ρέ­σεις, ἀλλὰ νὰ εἶσθε τελεί­ως ἑνω­μέ­νοι ἔχον­τας τὸ αὐτὸ φρό­νη­μα καὶ τὴν αὐτὴ γνώ­μη. 11 Διό­τι πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα γιὰ σᾶς, ἀδελ­φοί μου, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους τῆς Xλόης, ὅτι ὑπάρ­χουν φιλο­νι­κί­ες μετα­ξύ σας. 12 Ἐννοῶ δὲ τοῦ­το: Ἕνας ἀπὸ σᾶς λέγει, «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Παύ­λου»· ἄλλος, «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Ἀπολ­λώ»· ἄλλος, «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Kηφᾶ»· ἄλλος, «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Xρι­στοῦ». 13 Ἔγι­νε κομ­μά­τια ὁ Xρι­στός; Mήπως σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ σᾶς ὁ Παῦ­λος; Ἢ μήπως βαπτι­σθή­κα­τε στὸ ὄνο­μα τοῦ Παύ­λου; 14 Eὐχα­ρι­στῶ τὸ Θεό, διό­τι κανέ­να ἀπὸ σᾶς δὲν βάπτι­σα, παρὰ τὸν Kρί­σπο καὶ τὸ Γάιο, 15 γιὰ νὰ μὴ πῇ κανείς, ὅτι βάπτι­σα στὸ ὄνο­μά μου. 16 Bάπτι­σα δὲ καὶ τὴν οἰκο­γέ­νεια τοῦ Στε­φα­νᾶ. Πέρα ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ξέρω ἂν βάπτι­σα κανέ­να ἄλλο. 17 Διό­τι ὁ Xρι­στὸς δὲν μοῦ ἔδω­σε τὴν ἀπο­στο­λὴ νὰ βαπτί­ζω, ἀλλὰ νὰ κηρύτ­τω τὸ εὐαγ­γέ­λιο. Kαὶ ὄχι μὲ ἀνθρώ­πι­νη σοφία στὸ λόγο, γιὰ νὰ μὴ χάσῃ τὴ σημα­σία του ὁ σταυ­ρός (ὁ σταυ­ρι­κὸς θάνα­τος) τοῦ Xρι­στοῦ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Παρα­καλ δ μς, δελ­φοί, δι το νόμα­τος το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο, να τ ατ λέγη­τε πάν­τες, κα μ ν μν σχί­σμα­τα, τε δ κατηρ­τι­σμέ­νοι ν τ ατ νοΐ κα ν τ ατ γνώμ(:Σας παρα­κα­λώ λοι­πόν, αδελ­φοί, στο όνο­μα του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, να ομο­λο­γεί­τε όλοι την ίδια πίστη και να μην υπάρ­χουν μετα­ξύ σας διαι­ρέ­σεις, αλλά να είστε αρμο­νι­κά ενω­μέ­νοι με τα ίδια φρο­νή­μα­τα όλοι σας και με τις ίδιες γνώ­μες και απο­φά­σεις)»[Α΄Κορ.1,10].

Αυτό ακρι­βώς που έλε­γα πάν­το­τε, ότι δηλα­δή οι επι­πλή­ξεις πρέ­πει να γίνον­ται βαθ­μιαία και με ήρε­μο τρό­πο, τού­το κάνει εδώ και ο Παύ­λος· επει­δή δηλα­δή πρό­κει­ται να εισέλ­θει σε θέμα, το οποίο είναι πλή­ρες πολ­λών κιν­δύ­νων και ικα­νό να κατα­στρέ­ψει εκ θεμε­λί­ων την Εκκλη­σία, γρά­φει με περισ­σό­τε­ρη πρα­ό­τη­τα. Λέγει δηλα­δή ότι τους παρα­κα­λεί, και μάλι­στα τους παρα­κα­λεί δια του Χρι­στού, σαν ούτε αυτός μόνος του ο Παύ­λος να αρκού­σε να τους απευ­θύ­νει αυτήν την παρά­κλη­ση και να τους πεί­σει.

Και τι σημαί­νει «Παρα­καλ δι το νόμα­τος το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο»; Παίρ­νω ως σύμ­μα­χο τον Χρι­στό και ως βοη­θό το αδι­κη­μέ­νο και υβρι­σμέ­νο όνο­μά Του κατά τρό­πο πολύ ελεγ­κτι­κό, ώστε να μην αρνη­θούν αναί­σχυν­τα να Τον ακού­σουν· διό­τι η αμαρ­τία κάνει τους ανθρώ­πους θρα­σείς. Για τον λόγο αυτόν, αν μεν επι­πλή­ξεις τον άνθρω­πο κατευ­θεί­αν και έντο­να, συνή­θως τον καθι­στάς σκλη­ρό και αναί­σχυν­το· αν όμως τον κάνεις να ντρα­πεί, συνή­θως κάμ­πτεις τον αυχέ­να του, ματαιώ­νεις την αθυ­ρο­στο­μία του και τον κάνεις να σκύ­ψει την κεφα­λή από ντρο­πή. Τού­το ακρι­βώς εφαρ­μό­ζει και ο Παύ­λος και κατά πρώ­τον τους παρα­κα­λεί δια του ονό­μα­τος του Χρι­στού.

Και τι είναι τέλος πάν­των αυτό, για το οποίο τους παρα­κα­λεί; «να τ ατ λέγη­τε πάν­τες, κα μ ν μν σχί­σμα­τα(:να ομο­λο­γεί­τε όλοι την ίδια πίστη και να μην υπάρ­χουν μετα­ξύ σας διαι­ρέ­σεις)»[Α΄Κορ.1,10]. Η έμφα­ση στη λέξη «σχί­σμα» και ως λέξη και μόνο ήταν αρκε­τή για να τους θέσει υπό επί­κρι­ση· διό­τι με το σχί­σμα δεν παρά­γον­ται πολ­λά ολό­κλη­ρα μέρη, αλλά χάνε­ται και το αρχι­κό ένα· διό­τι, εάν μεν υπήρ­χαν εκκλη­σί­ες ολό­κλη­ρες, πολ­λά θα ήταν τα συστή­μα­τα· εάν όμως υπάρ­χουν σχί­σμα­τα, αφα­νί­ζε­ται και το αρχι­κό ένα· διό­τι το ολό­κλη­ρο, όταν διαι­ρε­θεί σε πολ­λά, όχι μόνο δεν γίνε­ται πολ­λά, αλλά κατα­στρέ­φε­ται και το ένα. Τέτοια είναι η φύση των σχι­σμά­των.

Κατό­πιν, επει­δή τους κατη­γό­ρη­σε έντο­να με το να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τη λέξη «σχί­σμα», πάλι μετριά­ζει και πρα­ΰ­νει τον λόγο του λέγον­τας: «τε δ κατηρ­τι­σμέ­νοι ν τ ατ νοΐ κα ν τ ατ γνώμ (:να είστε αρμο­νι­κά ενω­μέ­νοι με τα ίδια φρο­νή­μα­τα όλοι σας και με τις ίδιες γνώ­μες και απο­φά­σεις)». Επει­δή δηλα­δή είπε: «να τ ατ λέγη­τε», «να μην νομί­σε­τε»-λέγει-«ότι είπα πως η ομό­νοια βρί­σκε­ται μόνο στους λόγους· διό­τι επι­ζη­τώ τη συμ­φω­νία που βρί­σκε­ται στη σκέ­ψη». Αλλά επει­δή είναι δυνα­τόν να υπάρ­χει συμ­φω­νία στη σκέ­ψη, αλλά όχι σε όλα τα θέμα­τα, για τον λόγο αυτόν πρό­σθε­σε και το «να είστε αρμο­νι­κά ενω­μέ­νοι με τα ίδια φρο­νή­μα­τα όλοι σας»· διό­τι εκεί­νος που σε ένα θέμα είναι ενω­μέ­νος, ενώ σε άλλο σκέ­πτε­ται δια­φο­ρε­τι­κά, δεν έχει ακό­μη ενω­θεί, ούτε έχει τελειο­ποι­η­θεί σε ομο­φρο­σύ­νη.

Είναι δυνα­τόν να συμ­φω­νεί κάποιος με τη σκέ­ψη του, αλλά να μη συμ­φω­νεί καθό­λου με την εσω­τε­ρι­κή του διά­θε­ση, όπως π.χ. όταν ενώ έχου­με την ίδια πίστη, δεν είμα­στε ενω­μέ­νοι κατά την αγά­πη· έτσι δηλα­δή ενω­νό­μα­στε μεν ως προς τον νου- διό­τι έχου­με τις ίδιες σκέ­ψεις- όχι όμως ακό­μη ως προς την εσω­τε­ρι­κή διά­θε­ση. Αυτό ακρι­βώς συνέ­βη και τότε, διό­τι άλλος προ­τι­μού­σε τον τάδε, ενώ άλλος τον τάδε. Για τον λόγο αυτό λέγει ότι πρέ­πει να συμ­φω­νού­με και κατά τη σκέ­ψη και κατά την εσω­τε­ρι­κή διά­θε­ση· διό­τι τα σχί­σμα­τα δεν συνέ­βη­σαν λόγω των διαι­ρέ­σε­ων κατά την πίστη, αλλά λόγω των διαι­ρέ­σε­ων κατά την ψυχι­κή διά­θε­ση, εξαι­τί­ας της τάσε­ως του ανθρώ­που προς έρι­δες.

Ωστό­σο, επει­δή ο κατη­γο­ρού­με­νος αρνεί­ται αναί­σχυν­τα την ενο­χή του, έως ότου δεν προ­σά­γον­ται οι μάρ­τυ­ρες, πρό­σε­ξε πώς προ­σή­γα­γε μάρ­τυ­ρες, επει­δή δεν ήθε­λε να αρνη­θούν· «δηλώ­θη γάρ μοι περ μν, δελ­φοί μου, π τν Χλόης(:και σας κάνω την προ­τρο­πή αυτή, διό­τι πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα για σας, αδελ­φοί μου, από το σπι­τι­κό της Χλόης)». Και ούτε είπε αυτό ευθύς εξαρ­χής, αλλά προ­η­γου­μέ­νως ανέ­φε­ρε την κατη­γο­ρία, αφού είχε πιστέ­ψει εκεί­νους που του την ανέ­φε­ραν· εάν δηλα­δή δεν είχε συμ­βεί αυτό, ούτε καν θα δια­τύ­πω­νε κατη­γο­ρία, διό­τι ο Παύ­λος δεν θα πίστευε εύκο­λα. Ούτε λοι­πόν ευθύς εξαρ­χής είπε τι του ανα­φέρ­θη­κε, για να μην φανεί ότι τους κατη­γο­ρεί εξαι­τί­ας εκεί­νων, ούτε το απο­σιώ­πη­σε, για να μη φανεί ότι η κατη­γο­ρία έχει αυτόν και μόνο ως πηγή.

Και πάλι τους ονο­μά­ζει «αδελ­φούς»· δηλα­δή και αν ακό­μη είναι φανε­ρό το αμάρ­τη­μα, τίπο­τε δεν τον εμπο­δί­ζει να τους ονο­μά­ζει ακό­μη αδελ­φούς. Πρό­σε­ξε τη σύνε­σή του, πως δεν ανέ­φε­ρε μεμο­νω­μέ­νο το πρό­σω­πο της Χλόης, αλλά ολό­κλη­ρη την οικία, ώστε να μην τους κατα­στή­σει εχθρούς του πλη­ρο­φο­ριο­δό­τη του· έτσι δηλα­δή προ­στά­τε­ψε εκεί­νον και συγ­χρό­νως χωρίς φόβο απο­κά­λυ­ψε την κατη­γο­ρία· διό­τι δεν απέ­βλε­ψε μόνο στο συμ­φέ­ρον εκεί­νου, αλλά και το δικό τους συμ­φέ­ρον· για τον λόγο αυτό δεν είπε «Μου ανα­φέρ­θη­κε από κάποιους» αλλά απο­κά­λυ­ψε και την οικία, ώστε να μη θεω­ρη­θεί ότι μόνος του τα επι­νο­εί. Τι ανα­φέρ­θη­κε; «τι ριδες ν μν εσι (:ότι υπάρ­χουν μετα­ξύ σας αντι­θέ­σεις και φιλο­νι­κί­ες)».Όταν λοι­πόν τους επι­τι­μά, λέγει «να μ ν μν σχί­σμα­τα(:να μην υπάρ­χουν μετα­ξύ σας σχί­σμα­τα και διαι­ρέ­σεις)» αλλά, όταν ανα­κοι­νώ­νει τους λόγους άλλων, τους ανα­φέ­ρει με ηπιό­τη­τα, λέγον­τας: «δηλώ­θη γάρ μοι περ μν, δελ­φοί μου, π τν Χλόης τι ριδες ν μν εσι», ώστε να μη δημιουρ­γή­σει αντί­θε­ση προς τους πλη­ρο­φο­ριο­δό­τες του.

Κατό­πιν ανα­φέ­ρει και το είδος της έρι­δας· «λέγω δ τοτο, τι καστος μν λέγει· γ μέν εμι Παύ­λου, γ δ πολ­λώ, γ δ Κηφ(:και με αυτό που λέω εννοώ αυτό, ότι καθέ­νας από σας λέει με καύ­χη­ση: “Εγώ είμαι του Παύ­λου”· “εγώ όμως”, λέει ο άλλος, “είμαι θαυ­μα­στής και μαθη­τής του Απολ­λώ”. Και ο τρί­τος λέει: “Eγώ ανή­κω στον Κηφά”· και άλλος πάλι ισχυ­ρί­ζε­ται: “Eγώ είμαι του Χρι­στού”. Έγι­ναν έτσι ομά­δες και μερί­δες διά­φο­ρες)». «Έρι­δες δηλα­δή», λέγει, «δεν εννοώ τις δια­φω­νί­ες για ιδιω­τι­κές υπο­θέ­σεις, αλλά τις σοβα­ρό­τε­ρες από αυτές: «τι καστος μν λέγει». Η φθο­ρά δηλα­δή δεν επε­κτά­θη­κε σε ένα μόνο μέρος, αλλά σε ολό­κλη­ρη την εκκλη­σία. Αν και δεν δια­φω­νού­σαν για τον εαυ­τό του, ούτε για τον Πέτρο, ούτε για τον Απολ­λώ, αλλά όμως δεί­χνει ότι εάν δεν πρέ­πει να στη­ρί­ζον­ται σε αυτούς, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν πρέ­πει να στη­ρί­ζον­ται σε άλλους. Ότι δηλα­δή ούτε για αυτούς δια­φω­νού­σαν, λέγει στη συνέ­χεια στην επι­στο­λή του: «Τατα δέ, δελ­φοί, μετε­σχη­μά­τι­σα ες μαυτν κα πολλ δι᾿ μς, να ν μν μάθη­τε τ μ πρ γέγρα­πται φρο­νεν, να μ ες πρ το νς φυσιοσθε κατ το τέρου(:και αυτά που σας είπα, αδελ­φοί, τα μετέ­τρε­ψα ώστε να ται­ριά­ζουν στον εαυ­τό μου και στον Απολ­λώ για την δική σας ωφέ­λεια. Για να μάθε­τε με το παρά­δειγ­μά μου να μην σχη­μα­τί­ζε­τε φρό­νη­μα περισ­σό­τε­ρο από εκεί­νο που είναι γραμ­μέ­νο και μας παραγ­γέλ­λει η Αγία Γρα­φή, για να μην καυ­χιέ­στε και υπε­ρη­φα­νεύ­ε­στε ο ένας μαθη­τής, επει­δή έχει αρχη­γό και διδά­σκα­λο κάποιον εναν­τί­ον του άλλου μαθη­τή που έχει αρχη­γό και διδά­σκα­λο κάποιον άλλο)»[Α΄Κορ.4,6]· διό­τι, εάν δεν έπρε­πε να ιδιο­ποιούν­ται τον διδά­σκα­λο, τον πρώ­το των απο­στό­λων, ο οποί­ος κατή­χη­σε τόσο λαό, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν έπρε­πε εκεί­νους που δεν είχαν καμία αξία. Επει­δή λοι­πόν επεί­γε­ται να απαλ­λά­ξει αυτούς από την ασθέ­νεια, χρη­σι­μο­ποιεί αυτά τα ονό­μα­τα. Άλλω­στε κάνει τον λόγο του και λιγό­τε­ρο δυσά­ρε­στο με το να μην ανα­φέ­ρει ονο­μα­στι­κά αυτούς που διαι­ρούν την Εκκλη­σία, αλλά τους κρύ­πτει χρη­σι­μο­ποιών­τας ως πρό­σω­πα τα ονό­μα­τα των απο­στό­λων: «γ μέν εμι Παύ­λου, γ δ πολ­λώ, γ δ Κηφ».

Ανά­φε­ρε τον Πέτρο τελευ­ταίο όχι διό­τι θεω­ρού­σε τον εαυ­τό του ανώ­τε­ρο από εκεί­νον, αλλά απε­ναν­τί­ας, διό­τι τον Πέτρο τον θεω­ρού­σε πολύ ανώ­τε­ρο από τον εαυ­τό του. Προ­χώ­ρη­σε δηλα­δή τον λόγο του κατά αύξου­σα σημα­σία, για να μη θεω­ρη­θεί ότι το κάνει αυτό από φθό­νο και αφαι­ρέ­σει από εκεί­νους την τιμή λόγω βασκα­νί­ας. Για τον λόγο αυτόν έχει θέσει τον εαυ­τό του και πρώ­το. Εκεί­νος δηλα­δή που πρώ­τος απο­δο­κι­μά­ζει τον εαυ­τό του, δεν το κάνει, διό­τι ποθεί τιμή, αλλά διό­τι τελεί­ως περι­φρο­νεί την δόξα του είδους αυτού. Δέχε­ται λοι­πόν ο ίδιος όλη την επί­θε­ση και μετά ανα­φέ­ρει τον Απολ­λώ και στη συνέ­χεια τον Κηφά. Δεν έκα­νε βεβαί­ως αυτό εξυ­ψώ­νον­τας τον εαυ­τό του, αλλά σε θέμα­τα που δεν έπρε­πε να δημιουρ­γη­θούν, επι­χει­ρεί τη διόρ­θω­ση κατά πρώ­τον με το δικό του πρό­σω­πο. Είναι βεβαί­ως φανε­ρό ότι αμάρ­τα­ναν όσοι συνέ­τασ­σαν τους εαυ­τούς τους με τον τάδε και τον τάδε, και καλώς τους κατη­γό­ρη­σε λέγον­τας ότι δεν ενερ­γούν σωστά λέγον­τας «γ μέν εμι Παύ­λου, γ δ πολ­λώ, γ δ Κηφ».

Για ποιο λόγο πρό­σθε­σε το «γ δ Χρι­στο(:και άλλος λέγει με καύ­χη­ση: “Εγώ είμαι μαθη­τής του Χρι­στού”)»; Διό­τι εάν αμάρ­τα­ναν όσοι συνέ­τασ­σαν τους εαυ­τούς τους με ανθρώ­πους, δεν αμάρ­τα­ναν βεβαί­ως και όσοι αφιέ­ρω­ναν τους εαυ­τούς τους στον Χρι­στό. Αλλά δεν κατη­γο­ρού­σε αυτό, το ότι δηλα­δή ιδιο­ποιούν­ταν τον Χρι­στό, αλλά ότι δεν Τον ιδιο­ποιούν­ταν όλοι μόνο Αυτόν. Νομί­ζω ότι ο ίδιος από δική του σκέ­ψη έχει προ­σθέ­σει αυτό, επει­δή ήθε­λε να παρου­σιά­σει βαρύ­τε­ρο το αμάρ­τη­μα και έτσι να δεί­ξει ότι ακό­μη και ο Χρι­στός περιο­ρί­στη­κε σε ένα μόνο μέρος των Χρι­στια­νών, αν και εκεί­νοι δεν έπρατ­ταν ακρι­βώς έτσι· διό­τι με τους εξής λόγους φανέ­ρω­σε ότι έκα­νε τέτοια νύξη: «μεμέ­ρι­σται Χρι­στός;(: έχει κομ­μα­τια­στεί ο Χρι­στός;)». Αυτό που λέγει σημαί­νει: «Κατα­κομ­μα­τιά­σα­τε τον Χρι­στό και διαι­ρέ­σα­τε το σώμα Του». Βλέ­πεις θυμό, βλέ­πει επί­πλη­ξη, βλέ­πεις λόγο γεμά­το από αγα­νά­κτη­ση; Όταν δηλα­δή δεν φέρει απο­δεί­ξεις, αλλά ερω­τά μόνο, το κάνει διό­τι είχαν πλέ­ον ομο­λο­γή­σει το άτο­πο. Μερι­κοί ισχυ­ρί­ζον­ται ότι ο Παύ­λος υπο­νο­εί και κάτι άλλο με το να λέγει: «Μεμέ­ρι­σται Χρι­στός;(:Έχει κομ­μα­τια­στεί ο Χρι­στός;)»· δηλα­δή χώρι­σε και δια­μοί­ρα­σε την εκκλη­σία με τους ανθρώ­πους και πήρε ο ίδιος ένα τμή­μα, ενώ άλλο τμή­μα έδω­σε σε εκεί­νους.

Στη συνέ­χεια εργά­ζε­ται για την εκρί­ζω­ση του κακού λέγον­τας: «Μ Παλος σταυ­ρώ­θη πρ μν; ες τ νομα Παύ­λου βαπτί­σθη­τε;(:Απευ­θύ­νο­μαι σε όσους λένε: “Εμείς είμα­στε του Παύ­λου”, και τους ρωτώ: Μήπως ο Παύ­λος σταυ­ρώ­θη­κε για τη σωτη­ρία σας; Ή μήπως βαπτι­στή­κα­τε στο όνο­μα του Παύ­λου, ώστε να ανή­κε­τε πλέ­ον σε αυτόν;)»[Α΄Κορ.1,13].

Πρό­σε­ξε την φιλό­χρι­στο σκέ­ψη, ότι τα πάν­τα τα ανα­φέ­ρει στο δικό του όνο­μα, δεί­χνον­τας πλη­ρέ­στα­τα ότι σε κανέ­ναν άνθρω­πο δεν ανή­κει αυτή η τιμή· και για να μη φανεί ότι τα λέγει αυτά κινού­με­νος από φθό­νο, για τον λόγο αυτόν συνε­χώς επα­να­φέ­ρει τον εαυ­τό του. Και πρό­σε­ξε τη σύνε­ση· δεν είπε δηλα­δή: «Μήπως ο Παύ­λος δημιούρ­γη­σε τον κόσμο; Μήπως ο Παύ­λος σας έδω­σε ζωή;», αλλά τονί­ζει μόνο όσα είναι για τους πιστούς εξαί­ρε­τα και χρειά­ζον­ται πολ­λή επι­μέ­λεια, δηλα­δή τον σταυ­ρό και το βάπτι­σμα και τα αγα­θά που απορ­ρέ­ουν από αυτά· διό­τι την αγά­πη του Θεού για τον άνθρω­πο την δεί­χνει μεν και η δημιουρ­γία του κόσμου, προ­παν­τός όμως η συγ­κα­τά­βα­ση δια του σταυ­ρού.

Και δεν είπε: «Μήπως ο Παύ­λος πέθα­νε για σας;», αλλά «μήπως ο Παύ­λος σταυ­ρώ­θη­κε για σας;», προσ­διο­ρί­ζον­τας το είδος του θανά­του· «ή στο όνο­μα του Παύ­λου βαπτι­στή­κα­τε;»· και δεν είπε «Μήπως ο Παύ­λος σας βάπτι­σε;», διό­τι βάπτι­σε πολ­λούς· αλλά δεν ήταν αυτό το ζητού­με­νο, δηλα­δή από ποιον βαπτί­στη­καν, αλλά στο όνο­μα τίνος βαπτί­στη­καν. Επει­δή δηλα­δή και τού­το έγι­νε αίτιο σχι­σμά­των, το να ονο­μά­ζον­ται οι πιστοί από το όνο­μα εκεί­νων που τους βάπτι­σαν, διορ­θώ­νει και αυτό λέγον­τας: «Μήπως βαπτι­στή­κα­τε στο όνο­μα του Παύ­λου;». «Μη μου πεις δηλα­δή», λέγει, “ποιος σε βάπτι­σε, αλλά στο όνο­μα Τίνος βαπτί­στη­κες»· ζητεί­ται δηλα­δή όχι εκεί­νος που βάπτι­σε, αλλά Εκεί­νος τον Οποίο επι­κα­λούν­ται στο βάπτι­σμα· διό­τι Αυτός συγ­χω­ρεί τα αμαρ­τή­μα­τα.

Μέχρις αυτού του σημεί­ου μίλη­σε πάνω σε αυτό και δεν προ­χώ­ρη­σε πλέ­ον στη συνέ­χεια· διό­τι δεν λέγει: «Μήπως ο Παύ­λος σας υπο­σχέ­θη­κε τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά; Μήπως ο Παύ­λος σας υπο­σχέ­θη­κε βασι­λεία των ουρα­νών;».Για­τί λοι­πόν δεν προ­σθέ­τει και αυτά; Διό­τι το να υπο­σχε­θείς βασι­λεία δεν είναι ίσο με το να σταυ­ρω­θείς· το πρώ­το μεν ούτε κίν­δυ­νο περιεί­χε ούτε έφε­ρε αισχύ­νη, το δεύ­τε­ρο όμως τα είχε όλα αυτά· άλλω­στε και εκεί­να τα απο­δει­κνύ­ει από αυτά· αφού είπε δηλα­δή «ς γε το δίου υο οκ φεί­σα­το, λλ᾿ πρ μν πάν­των παρέ­δω­κεν ατόν, πς οχ κα σν ατ τ πάν­τα μν χαρί­σε­ται;(:Αυτός ο οποί­ος δεν λυπή­θη­κε τον ίδιο τον Μονο­γε­νή Υιό Του, αλλά για χάρη όλων μας Τον παρέ­δω­σε σε θάνα­το, πώς δεν θα μας χαρί­σει μαζί με Αυτόν και όλες τις χάρι­τες που είναι απα­ραί­τη­τες για τη σωτη­ρία μας; Αφού χάρι­σε σε μας τον Υιό Του, δεν θα μας χαρί­σει και όλα τα άλλα που χρεια­ζό­μα­στε για να σωθού­με;)» [Ρωμ.8,32], πρό­σθε­σε: «Ε γρ χθρο ντες κατηλ­λά­γη­μεν τ Θε δι το θανά­του το υο ατο, πολλ μλλον καταλ­λα­γέν­τες σωθη­σό­με­θα ν τ ζω ατο(:διό­τι εάν συμ­φι­λιω­θή­κα­με με τον Θεό με τον θάνα­το του Υιού Του όταν ήμα­σταν εχθροί, πολύ περισ­σό­τε­ρο τώρα που συμ­φι­λιω­θή­κα­με θα σωθού­με δια­μέ­σου του Χρι­στού, ο Οποί­ος δεν υπάρ­χει πλέ­ον ανάγ­κη να πεθά­νει, αλλά ζει ένδο­ξος στους ουρα­νούς ως μεσί­της δικός μας)»[Ρωμ. 5,10]. Για τον λόγο αυτόν δεν πρό­σθε­σε εκεί­να και διό­τι άλλα μεν δεν τα κατεί­χαν ακό­μη, ενώ άλλα τα είχαν γευ­θεί· άλλα μεν ήταν ακό­μη υπο­σχέ­σεις, άλλα όμως ήσαν πλέ­ον γεγο­νό­τα.

«Εχαριστ τ Θε τι οδένα μν βάπτι­σα ε μ Κρί­σπον κα Γάϊ­ον (:καθώς βλέ­πω τώρα ποια κατά­χρη­ση του ονό­μα­τός μου κάνε­τε, ευχα­ρι­στώ τον Θεό, διό­τι προ­νόη­σε να μη βαπτί­σω αυτο­προ­σώ­πως κανέ­ναν από εσάς, εκτός από τον Κρί­σπο και τον Γάιο)»[Α΄Κορ. 1,14]. «Για­τί μεγα­λο­φρο­νεί­τε για το ότι βαπτί­ζε­τε, ενώ εγώ απε­ναν­τί­ας ευχα­ρι­στώ τον Θεό επει­δή δεν το έκα­να αυτό;». Και λέγον­τας αυτά, αφαι­ρεί με επι­μέ­λεια την αλα­ζο­νεία για την εκτέ­λε­ση του βαπτί­σμα­τος, όχι τη δύνα­μη του βαπτί­σμα­τος- μη γένοι­το- αλλά τη μωρία όσων μεγα­λο­φρο­νού­σαν για το βάπτι­σμα, πρώ­τα μεν με το να δεί­χνει ότι δεν είναι δικό του δώρο και δεύ­τε­ρο με το να ευχα­ρι­στεί τον Θεό για αυτό· διό­τι είναι μεν το βάπτι­σμα μέγα, αλλά το καθι­στά μέγα όχι αυτός που βαπτί­ζει αλλά Εκεί­νος που καλεί στο βάπτι­σμα· το βάπτι­σμα βεβαί­ως απαι­τεί σημαν­τι­κό ανθρώ­πι­νο κόπο, αλλά είναι πολύ ευκο­λό­τε­ρο από τον ευαγ­γε­λι­σμό. Είναι δηλα­δή μέγα μεν το βάπτι­σμα ‑το επα­να­λαμ­βά­νω- και χωρίς το βάπτι­σμα είναι αδύ­να­τον να επι­τύ­χει ο άνθρω­πος τη Βασι­λεία· αλλά αυτό δύνα­ται να το πραγ­μα­το­ποι­ή­σει και άνθρω­πος που δεν είναι πολύ γεν­ναί­ος, ο ευαγ­γε­λι­σμός όμως χρειά­ζε­ται πολύ κόπο.

Λέει επί­σης και την αιτία, για την οποία ευχα­ρι­στεί ότι κανέ­ναν δεν βάπτι­σε. Ποια λοι­πόν είναι αυτή; Λέει: «να μή τις επ τι ες τ μν νομα βάπτι­σα. Και έτσι τώρα δεν μπο­ρεί κανείς να πει ότι στο δικό μου όνο­μα βάπτι­σα)» [Α΄Κορ. 1,15]. Έλε­γαν λοι­πόν αυτό για εκεί­νους; Καθό­λου; «Αλλά φοβού­μαι», λέγει, «μήπως το νόση­μα προ­χω­ρή­σει μέχρις αυτού του σημεί­ου. Εάν δηλα­δή έχει γίνει εκλο­γή μετα­ξύ ευτε­λών ανθρώ­πων που βαπτί­ζουν χωρίς οι ίδιοι να έχουν καμία αξία, εάν εγώ που κήρυ­ξα το βάπτι­σμα βάπτι­σα πολ­λούς, θα ήταν φυσι­κό αυτοί αφού συνε­νω­θούν όχι μόνο να ονο­μά­ζον­ται από το όνο­μά μου, αλλά και να ταυ­τί­ζουν το βάπτι­σμα με εμέ­να»· διό­τι εάν προ­κλή­θη­κε τόσο μεγά­λο κακό από δευ­τε­ρεύ­ον­τα θέμα­τα, ίσως θα δημιουρ­γούν­ταν χει­ρό­τε­ρες κατα­στά­σεις από σοβα­ρό­τε­ρες αιτί­ες.

Αφού λοι­πόν έλεγ­ξε όσους είχαν αμαρ­τή­σει στο θέμα αυτό και αφού πρό­σθε­σε: «βάπτι­σα δ κα τν Στε­φαν οκον(:Βάπτι­σα επί­σης και την οικο­γέ­νεια του Στε­φα­νά)», πάλι ελατ­τώ­νει την αλα­ζο­νεία τους λέγον­τας: «Λοιπν οκ οδα ε τινα λλον βάπτι­σα (:Εκτός από αυτούς, δεν γνω­ρί­ζω αν βάπτι­σα κανέ­ναν άλλον)»[Α΄Κορ.1,16]· εδώ δηλα­δή δεί­χνει ότι καθό­λου δεν τον ενδιέ­φε­ρε το να τον τιμούν οι πολ­λοί· για τον λόγο αυτόν ούτε βάπτι­ζε για να απο­κτή­σει δόξα.

Και όχι μόνο αυτά, αλλά και με τα εξής περιο­ρί­ζει πολύ την έντα­ση της ασθέ­νειάς τους, λέγον­τας: «Ο γρ πέστει­λέ με Χριστς βαπτί­ζειν, λλ᾿ εαγγε­λί­ζε­σθαι (:Και δεν έκα­να κύριο έργο μου το βάπτι­σμα, διό­τι ο Χρι­στός δεν μου ανέ­θε­σε τη δια­κο­νία του Απο­στό­λου για να βαπτί­ζω, πράγ­μα που μπο­ρεί να κάνει και ένας απλός λει­τουρ­γός· αλλά με απέ­στει­λε ο Θεός να κηρύτ­τω το Ευαγ­γέ­λιο)»[Α΄Κορ. 1,17]. Αυτό δηλα­δή ήταν το πλέ­ον επί­πο­νο που ήθε­λε πολύ μόχθο και σιδη­ρά ψυχή και το οποίο περι­λάμ­βα­νε τα πάν­τα· για τον λόγο αυτόν και ο Παύ­λος αυτό το έργο ανα­λάμ­βα­νε.

Και για ποιο λόγο βάπτι­ζε, ενώ δεν απε­στά­λη να βαπτί­ζει; Το έκα­νε όχι εναν­τιού­με­νος προς Εκεί­νον που τον απέ­στει­λε, αλλά από περίσ­σεια ζήλου· διό­τι δεν είπε ότι του είχε απα­γο­ρευ­θεί να βαπτί­ζει, αλλά ότι δεν απε­στά­λη απο­κλει­στι­κά για το έργο αυτό, αλλά γι’ αυτό που ήταν το πλέ­ον αναγ­καίο· ο ευαγ­γε­λι­σμός δηλα­δή θα μπο­ρού­σε να είναι έργο ίσως ενός ή δύο ανθρώ­πων, ενώ το βάπτι­σμα μπο­ρού­σε να το κάνει οποιοσ­δή­πο­τε είχε την ιερο­σύ­νη· το να πάρει δηλα­δή κανείς έναν κατη­χού­με­νο που είχε πει­στεί στα της πίστε­ως και να τον βαπτί­σει θα είχε τη δυνα­τό­τη­τα να το κάνει οποιοσ­δή­πο­τε· διό­τι η βού­λη­ση εκεί­νου που προ­σερ­χό­ταν στην πίστη και η χάρη του Θεού εργά­ζον­ται στη συνέ­χεια τα πάν­τα· όταν όμως πρέ­πει να κατη­χή­σει κανείς απί­στους, χρειά­ζε­ται πολύς κόπος και πολ­λή σοφία· τότε μάλι­στα διέ­τρε­χε κανείς και κίν­δυ­νο.

Στο βάπτι­σμα δηλα­δή έχει ήδη συν­τε­λε­στεί όλη η προ­ερ­γα­σία και έχει πει­στεί αυτός που πρό­κει­ται να βαπτι­στεί και δεν είναι καθό­λου δύσκο­λο το να βαπτί­σει κάποιος έναν που πεί­στη­κε· η κατή­χη­ση όμως έχει πολύ κόπο, ώστε να μετα­πεί­σει κανείς τη βού­λη­ση, να μετα­βά­λει τον νου, να ανα­τα­ρά­ξει την πλά­νη, να εμφυ­τεύ­σει καλώς την αλή­θεια. Αυτά όμως δεν τα λέει χωρίς λόγο, ούτε επι­νο­εί και ισχυ­ρί­ζε­ται ότι το βάπτι­σμα δεν έχει κανέ­ναν κόπο, αλλά η κατή­χη­ση· διό­τι γνω­ρί­ζει πάν­το­τε να τηρεί το μέτρο, αλλά κατά τη σύγ­κρι­ση της πίστε­ως με την κοσμι­κή σοφία απευ­θύ­νει έντο­νες ερω­τή­σεις όπου μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ορμη­τι­κό­τε­ρο λόγο.

Δεν βάπτι­ζε λοι­πόν εναν­τιού­με­νος σε Εκεί­νον που τον έστει­λε, αλλά όπως ακρι­βώς στην περί­πτω­ση των χηρών, ενώ οι από­στο­λοι είπαν «οκ ρεστόν στιν μς κατα­λεί­ψαν­τας τν λόγον το Θεο δια­κο­νεν τρα­πέ­ζαις (:δεν μας φαί­νε­ται σωστό να αφή­σου­με εμείς το κήρυγ­μα του λόγου του Θεού και να υπη­ρε­τού­με σε τρα­πέ­ζια φαγη­τού)» [Πράξ.6,2], εργά­στη­κε χει­ρω­να­κτι­κά όχι από αντί­θε­ση προς εκεί­νους, αλλά ενερ­γών­τας από περίσ­σεια ζήλου, έτσι και στην περί­πτω­ση αυτήν.

Εξάλ­λου και τώρα στους μεν απλοϊ­κό­τε­ρους από τους πρε­σβύ­τε­ρους ανα­θέ­του­με αυτό, ενώ τη διδα­σκα­λία την ανα­θέ­του­με στους περισ­σό­τε­ρο μορ­φω­μέ­νους, διό­τι εκεί υπάρ­χει ο κόπος και ο ιδρώ­τας· για τον λόγο αυτόν και ο ίδιος λέγει: «Ο καλς προ­εσττες πρε­σβτεροι διπλς τιμς ξιοσθω­σαν, μλιστα ο κοπιντες ν λγ κα διδα­σκαλίᾳ(:όσοι από εκεί­νους που έχουν το αξί­ω­μα του πρε­σβυ­τέ­ρου είναι καλοί προ­ε­στοί και κοπιά­ζουν για το ποί­μνιο, είναι άξιοι να αντα­μεί­βον­ται διπλά για τη συν­τή­ρη­σή τους. Προ­παν­τός εκεί­νοι που κοπιά­ζουν στο κήρυγ­μα και τη διδα­σκα­λία)» [Α΄Τιμ. 5,17]. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή η διδα­σκα­λία της πάλης είναι έργο γεν­ναί­ου ανδρός και σοφού παι­δο­τρί­βη, το να στε­φα­νω­θεί όμως ο νικη­τής είναι έργο και εκεί­νου ακό­μη που δεν μπο­ρεί να παλεύ­ει, αν και βέβαια ο στέ­φα­νος καθι­στά λαμ­πρό­τε­ρο τον νικη­τή, έτσι και σχε­τι­κά με το βάπτι­σμα: είναι δηλα­δή αδύ­να­τον να σωθεί κανείς χωρίς αυτό, εκεί­νος όμως που βαπτί­ζει δεν κάνει καθό­λου δύσκο­λο έργο, διό­τι λαμ­βά­νει προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη τη βού­λη­ση.

«Οκ ν σοφί λόγου, να μ κενωθ σταυρς το Χρι­στο(:Και να το κηρύτ­τω όχι με ανθρώ­πι­νη τέχνη και απα­τη­λά επι­χει­ρή­μα­τα, για να παρου­σιά­ζε­ται η διδα­σκα­λία μου σοφή και λαμ­πρή, αλλά να το κηρύτ­τω έτσι ώστε να μη χάσει την θεία του δύνα­μη το κήρυγ­μα για τον σταυ­ρι­κό θάνα­το του Χρι­στού)»[Α΄Κορ.1,17]. Αφού κατέ­στει­λε την αλα­ζο­νεία όσων μεγα­λο­φρο­νού­σαν για το ότι βάπτι­ζαν, στη συνέ­χεια ασχο­λεί­ται με όσους κόμ­πα­ζαν για την κοσμι­κή σοφία τους και οπλί­ζε­ται περισ­σό­τε­ρο εναν­τί­ον τους· διό­τι προς μεν όσους υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ταν για το ότι βάπτι­ζαν έλε­γε «Ευχα­ρι­στώ επει­δή κανέ­ναν δεν βάπτι­σα» και ότι «δεν με απέ­στει­λε ο Χρι­στός για να βαπτί­ζω», και δεν ομί­λη­σε ούτε με σφο­δρό­τη­τα, ούτε με νέα επι­χει­ρή­μα­τα, αλλά παρέ­καμ­ψε το θέμα, αφού απλώς έθι­ξε όσα ήθε­λε με λίγες λέξεις· εδώ όμως από το προ­οί­μιο ακό­μη επι­τί­θε­ται με σφο­δρό­τη­τα λέγον­τας «ώστε να μη χάσει τη θεία του δύνα­μη το κήρυγ­μα για τον σταυ­ρι­κό θάνα­το του Χρι­στού». Για­τί λοι­πόν μεγα­λο­φρο­νείς για θέμα για το οποίο έπρε­πε να ντρέ­πε­σαι;

Εάν δηλα­δή η σοφία αυτή πολε­μά­ει τον σταυ­ρό και μάχε­ται τα ευαγ­γέ­λια, δεν πρέ­πει να επαί­ρε­σαι για αυτήν, αλλά αντί­θε­τα να αισθά­νε­σαι ντρο­πή· διό­τι η αιτία για την οποία οι από­στο­λοι δεν υπήρ­ξαν κατά κόσμον σοφοί δεν είναι η αδυ­να­μία του χαρί­σμα­τος, αλλά η πρό­νοια να μη απο­βεί αυτό σε βάρος του κηρύγ­μα­τος. Επο­μέ­νως εκεί­νοι δεν καλ­λιερ­γού­σαν τον ρητο­ρι­κό λόγο, αλλά αντι­θέ­τως παρα­βί­α­ζαν τους κανό­νες του· οι ιδιώ­τες ήσαν εκεί­νοι που τον ενί­σχυαν. Η πρό­νοια αυτή δύνα­ται να κατα­δι­κά­σει την αλα­ζο­νεία, να ανα­χαι­τί­σει την ασθέ­νεια, να πεί­σει για μετριο­φρο­σύ­νη.

«Και αν είναι αλη­θές ότι δεν κήρυτ­ταν με κοσμι­κή σοφία λόγου, για ποιο λόγο έστει­λαν τον Απολ­λώ, που ήταν λόγιος;» θα έλε­γε κάποιος. Τον έστει­λαν όχι διό­τι είχαν εμπι­στο­σύ­νη στη δύνα­μη των λόγων του, αλλά διό­τι ήταν πολύ καταρ­τι­σμέ­νος στις Γρα­φές και έλεγ­χε τους Ιου­δαί­ους. Αντί­θε­τα, άλλο επι­δί­ω­καν, το να μην είναι δηλα­δή λόγιοι οι ηγέ­τες και όσοι έσπει­ραν πρώ­τοι τον λόγο· διό­τι αυτοί χρειά­ζον­ταν πολ­λή δύνα­μη, ώστε ευθύς εξαρ­χής να απω­θή­σουν την πλά­νη και στην αρχή αυτής της προ­σπά­θειας χρεια­ζό­ταν πολ­λή δύνα­μη.Αυτός λοι­πόν που δεν χρειά­στη­κε μορ­φω­μέ­νους στην αρχή, εάν κατό­πιν γνώ­ρι­ζε λογί­ους, δεν θα ήταν κάτι που θα το χρεια­ζό­ταν, αλλά κάτι που δεν θα του έκα­νε ιδιαί­τε­ρη εντύ­πω­ση· όπως δηλα­δή δεν χρεια­ζό­ταν σοφούς, για να κατορ­θώ­σει όσα ήθε­λε, έτσι ούτε θα τους απέ­κλειε γι΄αυτόν τον λόγο, εάν κατό­πιν τους είχε.

Εσύ λοι­πόν από­δει­ξέ μου το εξής, εάν δηλα­δή ο Πέτρος και ο Παύ­λος ήσαν λόγιοι· δεν θα μπο­ρού­σες διό­τι ήσαν κοι­νοί και αγράμ­μα­τοι άνθρω­ποι. Λοι­πόν όπως ακρι­βώς ο Χρι­στός, όταν έστελ­νε τους μαθη­τές Του στην οικου­μέ­νη, αφού προ­η­γου­μέ­νως τους έδει­ξε την δύνα­μή Του στην Παλαι­στί­νη και αφού τους είπε: «τε πέστει­λα μς τερ βαλ­λαν­τί­ου κα πήρας κα ποδη­μά­των, μή τινος στε­ρή­θη­τε; Ο δ επον· οθενός(:Όταν στην πρώ­τη σας περιο­δεία σάς έστει­λα χωρίς χρή­μα­τα και χωρίς ταξι­διω­τι­κό σάκο και υπο­δή­μα­τα, μήπως στε­ρη­θή­κα­τε τίπο­τε;” Και αυτοί απάν­τη­σαν: “Όχι. Δεν στε­ρη­θή­κα­με τίπο­τε”)»[Λου­κά 22,35], τότε στην συνέ­χεια τους επέ­τρε­ψε να έχουν και σάκο και βαλάν­τιο· το ίδιο έκα­νε και εδώ· ο αντι­κει­με­νι­κός δηλα­δή σκο­πός ήταν να δει­χθεί η δύνα­μη του Χρι­στού και όχι εξαι­τί­ας της κοσμι­κής σοφί­ας να απο­κλεί­ον­ται της πίστε­ως οι προ­σερ­χό­με­νοι.

Όταν λοι­πόν οι Έλλη­νες κατη­γο­ρή­σουν τους μαθη­τές ως απλοϊ­κούς, εμείς τους κατη­γο­ρού­με περισ­σό­τε­ρο από εκεί­νους. Και ας μη λέγει κανείς ότι ο Παύ­λος ήταν σοφός· αλλά ενώ εξαί­ρου­με τους δικούς τους μεγά­λους που θαυ­μά­στη­καν για την σοφία και την ευγλωτ­τία τους, ας λέμε ότι όλοι οι δικοί μας υπήρ­ξαν κοι­νοί άνθρω­ποι, διό­τι και σε αυτό το σημείο θα υπε­ρι­σχύ­σου­με αυτών, και έτσι η νίκη μας θα είναι λαμ­πρή.

Τα είπα αυτά, επει­δή κάπο­τε άκου­σαν κάποιον Χρι­στια­νό να συζη­τεί με έναν Έλλη­να κατά τρό­πο γελοίο και στον αγώ­να τους ο καθέ­νας από αυτούς εξου­δε­τέ­ρω­νε τα ίδια τα επι­χει­ρή­μα­τά του· διό­τι όσα έπρε­πε να πει ο Χρι­στια­νός, αυτά τα έλε­γε ο Έλλη­νας και όσα ήταν φυσι­κό να πει ο Έλλη­νας, αυτά τα προ­έ­βαλ­λε ο Χρι­στια­νός. Η συζή­τη­ση δηλα­δή ήταν για τον Παύ­λο και τον Πλά­τω­να και ο μεν Έλλη­νας προ­σπα­θού­σε να απο­δεί­ξει ότι ο Παύ­λος ήταν αμα­θής και απλοϊ­κός, ο δε Χρι­στια­νός από αφέ­λεια προ­σπα­θού­σε να παρου­σιά­σει ότι ο Παύ­λος ήταν λογιό­τε­ρος του Πλά­τω­να. Και έτσι νικη­τής ήταν ο Έλλη­νας, διό­τι ο λόγος του ήταν ισχυ­ρό­τε­ρος· εάν δηλα­δή ο Παύ­λος ήταν λογιό­τε­ρος του Πλά­τω­να, θα ήταν επό­με­νο πολ­λοί να υπο­στη­ρί­ζουν ότι υπε­ρί­σχυ­σε όχι με τη χάρη, αλλά με την ευγλωτ­τία· ώστε τα όσα έλε­γε ο Χρι­στια­νός ήσαν υπέρ του Έλλη­να και ό,τι έλε­γε ο Έλλη­νας ήταν υπέρ του Χρι­στια­νού· εάν δηλα­δή ο Παύ­λος ήταν απαί­δευ­τος και όμως υπε­ρί­σχυ­σε του Πλά­τω­να- πράγ­μα που το υπο­στή­ρι­ζαν- η νίκη ήταν λαμ­πρή διό­τι ο αμα­θής, όταν συνάν­τη­σε όλους τους μαθη­τές Εκεί­νου, τους έπει­σε και τους κέρ­δι­σε. Και έτσι είναι φανε­ρό ότι το κήρυγ­μα δεν έχει γίνει με την ανθρώ­πι­νη σοφία, αλλά με την χάρη του Θεού.

Για να μην παθαί­νου­με λοι­πόν αυτά και να μη μας περι­γε­λούν, όταν έτσι συζη­τά­με με Έλλη­νες και αγω­νι­ζό­μα­στε εναν­τί­ον τους, ας κατη­γο­ρού­με τους απο­στό­λους ως αμα­θείς, διό­τι η κατη­γο­ρία αυτή είναι εγκώ­μιο. Και όταν εκεί­νοι πουν ότι οι από­στο­λοι ήταν αγροί­κοι, ας προ­σθέ­σου­με και εμείς και ας πού­με ότι ήσαν και αμα­θείς και αγράμ­μα­τοι και πτω­χοί και ευτε­λείς και ασύ­νε­τοι και αφα­νείς. Αυτά δεν είναι βλα­σφη­μία για τους απο­στό­λους, αλλά δόξα, το ότι τέτοιοι άνθρω­ποι απο­δεί­χτη­καν λαμ­πρό­τε­ροι όλης της οικου­μέ­νης. Αυτοί δηλα­δή οι απλοϊ­κοί και αγροί­κοι και αμα­θείς κατα­νί­κη­σαν τους σοφούς και δυνα­τούς και τους τυράν­νους και όσους κόμ­πα­ζαν για τον πλού­το και τη δόξα και όλα τα εξω­τε­ρι­κά, τους εξου­δε­τέ­ρω­σαν πλή­ρως σαν να μην ήσαν άνδρες. Έτσι έγι­νε φανε­ρό ότι η δύνα­μη του σταυ­ρού είναι μεγά­λη και ότι αυτά δεν γίνον­ταν με ανθρώ­πι­νη ισχύ. Τα όσα συνέ­βη­σαν και κατορ­θώ­θη­καν δεν ήσαν φυσι­κά, αλλά υπε­ρέ­βαι­ναν την φύση· και όταν κάτι γίνει παρά τη φύση, και μάλι­στα πάρα πολύ παρά τη φύση, και συγ­χρό­νως είναι πρέ­πον και ωφέ­λι­μο, είναι σαφές ότι τού­το γίνε­ται με κάποια θεϊ­κή δύνα­μη και βοή­θεια.

Και πρό­σε­ξε το εξής: ο ψαράς, ο σκη­νο­ποιός, ο τελώ­νης, ο απλοϊ­κός, ο αγράμ­μα­τος, ήλθαν από την Παλαι­στί­νη, μια μακρι­νή χώρα, και αφού απώ­θη­σαν από την ίδια τους τη χώρα τους φιλο­σό­φους, τους ρήτο­ρες, τους δει­νούς ομι­λη­τές, εντός ολί­γου χρό­νου και με πολ­λούς κιν­δύ­νους τους νίκη­σαν, αν και τους επι­τί­θεν­το λαοί και βασι­λείς, η ίδια η φύση τους μαχό­ταν, αν και η παλαιό­τη­τα του χρό­νου και η πολ­λή συνή­θεια με σφο­δρό­τη­τα τους αντα­γω­νί­ζον­ταν, αν και οι δαί­μο­νες ήσαν οπλι­σμέ­νοι και ο διά­βο­λος είχε παρα­τα­χτεί και κινού­σε εναν­τί­ον τους τα πάν­τα, βασι­λείς, άρχον­τες, λαούς, έθνη, πόλεις, βαρ­βά­ρους, εθνι­κούς, φιλο­σό­φους, ρήτο­ρες, σοφι­στές, δικη­γό­ρους, νόμους, δικα­στή­ρια, ποι­κί­λες τιμω­ρί­ες, ανα­ρίθ­μη­τους και παν­τός είδους θανά­τους· αλλά όμως όλα αυτά με το κήρυγ­μα των αλιέ­ων ανα­σκευά­ζον­ταν και υπο­χω­ρού­σαν όπως η λεπτή σκό­νη δεν μπο­ρεί να αντέ­ξει την ορμή των ανέ­μων.

Ας μάθου­με λοι­πόν έτσι να συζη­τού­με με τους εθνι­κούς, για να μην είμα­στε σαν ζώα και βοσκή­μα­τα, αλλά να είμα­στε προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι για την υπε­ρά­σπι­ση της ελπί­δας μας. Προ­η­γου­μέ­νως ας μελε­τή­σου­με αυτό το θέμα που δεν είναι μικρό και ας λέμε προς αυτούς: Πώς οι ασθε­νείς νίκη­σαν τους ισχυ­ρούς, οι δώδε­κα την οικου­μέ­νη, ενώ δεν χρη­σι­μο­ποιού­σαν τα ίδια όπλα, αλλά πολε­μού­σαν γυμνοί εναν­τί­ον ενό­πλων;

Πες μου δηλα­δή, εάν δώδε­κα άντρες άπει­ροι από πολε­μι­κά πράγ­μα­τα βρί­σκον­ταν αιφ­νι­δί­ως σε πολύ μεγά­λη και οπλι­σμέ­νη παρά­τα­ξη στρα­τιω­τών, και αυτοί οι ίδιοι ήσαν όχι μόνο άοπλοι, αλλά και με ασθε­νι­κό σώμα, και όμως δεν πάθαι­ναν τίπο­τε από εκεί­νους και ούτε τραυ­μα­τί­ζον­ταν, αν και με άπει­ρα βέλη τους χτυ­πού­σαν οι εχθροί, και ενώ τα βέλη είχαν δια­τρυ­πή­σει το γυμνό σώμα, αυτοί κατα­νί­κη­σαν όλους χωρίς να χρη­σι­μο­ποιούν όπλα, αλλά χτυ­πών­τας με το χέρι τους τελι­κά άλλους φόνευ­σαν, άλλους συνέ­λα­βαν αιχ­μα­λώ­τους, χωρίς οι ίδιοι να τραυ­μα­τι­στούν· άρα­γε θα έλε­γε κανείς ότι το απο­τέ­λε­σμα είναι ανθρώ­πι­νο;

Και όμως η νίκη των απο­στό­λων είναι πολύ πιο αξιο­θαύ­μα­στη από εκεί­νο· διό­τι από το να μην πλη­γω­θεί κάποιος γυμνός, πολύ παρα­δο­ξό­τε­ρο είναι ο απλοϊ­κός και αγράμ­μα­τος και ψαράς να νική­σει τόσο δει­νούς αντι­πά­λους και να μην εμπο­δι­στεί ούτε από τον μικρό αριθ­μό τους, ούτε από την πενία, ούτε από τους κιν­δύ­νους, ούτε από τη μακρο­χρό­νια συνή­θεια, ούτε από τη μεγά­λη αυστη­ρό­τη­τα των δια­τα­γών, τις οποί­ες έπαιρ­ναν, ούτε από τους καθη­με­ρι­νούς θανά­τους, ούτε από το πλή­θος των απα­τη­θέν­των, μήτε από το αξί­ω­μα αυτών που τους εξα­πά­τη­σαν.

Έτσι λοι­πόν ας νική­σου­με αυτούς και ας πολε­μού­με εναν­τί­ον εκεί­νων και αντί με λόγους ας τους κατα­πλή­ξου­με με τη ζωή μας· η μεγά­λη μάχη, το ακα­τα­γώ­νι­στο επι­χεί­ρη­μα είναι η παρου­σί­α­ση έργων, διό­τι ακό­μη και αν φιλο­σο­φή­σου­με πάρα πολύ με τα λόγια, δεν παρου­σιά­ζου­με όμως ζωή καλύ­τε­ρη από εκεί­νους, τίπο­τε δεν είναι το κέρ­δος· διό­τι δεν προ­σέ­χουν σε όσα λέμε, αλλά εξε­τά­ζουν τις πρά­ξεις μας και λένε: «Εσύ πρώ­τα πεί­σου στα λόγια σου και τότε συμ­βού­λευε άλλους. Εάν όμως λες ότι υπάρ­χουν μύρια αγα­θά στο μέλ­λον, εσύ όμως φαί­νε­σαι προ­ση­λω­μέ­νος στα παρόν­τα σαν να μην υπάρ­χουν τα μέλ­λον­τα, τότε τα έργα σου είναι για εμέ­να πιο πιστευ­τά. Όταν δηλα­δή σε δω να αρπά­ζεις τα ξένα, να θρη­νείς υπερ­βο­λι­κά για τους νεκρούς και να κάνεις πολ­λά άλλα σφάλ­μα­τα, πώς να πιστέ­ψω σε σένα ότι υπάρ­χει ανά­στα­ση;». Και αν δεν τα λένε αυτά, τα σκέ­φτον­ται και τα γυρί­ζουν στον νου τους, και αυτό είναι που εμπο­δί­ζει τους απί­στους να γίνουν Χρι­στια­νοί.

Ας προ­τρέ­ψου­με λοι­πόν αυτούς με τη ζωή μας. Πολ­λοί απλοϊ­κοί άνθρω­ποι έτσι κατέ­πλη­ξαν τον νου των φιλο­σό­φων με το να δεί­ξουν τη φιλο­σο­φία των έργων και με το να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν δια της ζωής και της ασκή­σε­ώς τους φωνή λαμ­πρό­τε­ρη από τη σάλ­πιγ­γα· και αυτή είναι ισχυ­ρό­τε­ρη από τη γλώσ­σα. Όταν λοι­πόν πω ότι δεν πρέ­πει να μνη­σι­κα­κού­με και κατό­πιν κάνω άπει­ρα κακά στον εθνι­κό, πώς θα μπο­ρέ­σω να τον προ­τρέ­ψω με τα λόγια, ενώ τον απο­τρέ­πω με τα έργα μου;

Ας θηρεύ­σου­με λοι­πόν αυτούς με τη ζωή μας και με τις ψυχές τους ας οικο­δο­μού­με την Εκκλη­σία και αυτόν τον πλού­το ας συγ­κεν­τρώ­σου­με. Τίπο­τε δεν είναι ισά­ξιο της ψυχής· ούτε ο κόσμος όλος. Ώστε και αν δώσεις άπει­ρα χρή­μα­τα στους φτω­χούς, δεν κάνεις τίπο­τε ισά­ξιο αυτού που κάνει κάποιος που συν­τε­λεί στην επι­στρο­φή μιας ψυχής. «ν ξαγάγς τίμιον π ναξί­ου, ς τ στό­μα μου σ(:Εάν από ανά­ξιο κάνεις κάποιον πολύ­τι­μο θα είσαι ως το στό­μα μου)», λέγει [Ιερ.15,19]. Είναι μεν μεγά­λη αρε­τή η ελεη­μο­σύ­νη προς τους φτω­χούς, αλλά δεν είναι καθό­λου το ίδιο με το να απαλ­λάσ­σει κάποιος τους ανθρώ­πους από την πλά­νη· διό­τι όποιος κάνει αυτό, μοιά­ζει με τον Παύ­λο και τον Πέτρο.

Είναι δηλα­δή δυνα­τόν να δεχτή­κα­με το κήρυγ­μα εκεί­νων, όχι για να κιν­δυ­νεύ­ου­με όπως εκεί­νοι και να υπο­φέ­ρου­με πεί­να και ασθέ­νειες και άλλα- διό­τι ζού­με σε ειρη­νι­κή περί­ο­δο- αλλά για να δεί­ξου­με τη μεγά­λη προ­θυ­μία μας· και μάλι­στα είναι δυνα­τόν να μένου­με στην οικία τους και συγ­χρό­νως να αλιεύ­ου­με ψυχές. Όποιος έχει φίλο, συγ­γε­νή και γνω­στό, έτσι ας ενερ­γεί, αυτά ας τους λέει και θα είναι με τον Πέτρο και τον Παύ­λο. Και τι λέω με τον Πέτρο και τον Παύ­λο; Θα είναι στό­μα του Χρι­στού. «Διό­τι εκεί­νος που από ανά­ξιο κάνει κάποιον πολύ­τι­μο θα είναι ως το στό­μα μου», λέγει. Και αν δεν πεί­σεις σήμε­ρα, θα πεί­σεις αύριο· και αν δεν πεί­σεις ποτέ, εσύ θα έχεις πλή­ρη τον μισθό· και αν δεν πεί­σεις τους πάν­τες, θα μπο­ρέ­σεις να πεί­σεις λίγους από τους πολ­λούς· διό­τι και οι από­στο­λοι δεν έπει­σαν όλους τους ανθρώ­πους, αλλά όμως κήρυ­ξαν προς όλους, και έχουν μισθό για όλο το έργο τους. Ο Θεός δηλα­δή ορί­ζει τους στε­φά­νους όχι από το απο­τέ­λε­σμα των ενερ­γειών, αλλά από τη διά­θε­ση όσων ενερ­γούν. Και αν προ­σφέ­ρεις δύο οβο­λούς, τους δέχε­ται, και ό,τι έκα­νε στην περί­πτω­ση της χήρας, αυτό πράτ­τει και στην περί­πτω­ση όσων διδά­σκουν τον λόγο Του.

Μη λοι­πόν περι­φρο­νείς και τους λίγους επει­δή δεν μπο­ρείς να σώσεις την οικου­μέ­νη, ούτε να απο­σπά­σεις τον εαυ­τό σου από τα μικρά, επει­δή επι­θυ­μείς τα μεγά­λα. Και αν δεν μπο­ρείς να πεί­σεις εκα­τό, φρόν­τι­σε για τους δέκα· και αν δεν μπο­ρείς δέκα, μην περι­φρο­νή­σεις τους πέν­τε· και αν δεν μπο­ρείς να πεί­σεις πέν­τε, μην αδια­φο­ρή­σεις για τον ένα· και αν δεν μπο­ρέ­σεις τον ένα, ούτε τότε να στε­νο­χω­ριέ­σαι και να μην εμπο­δί­ζεις τον εαυ­τό σου από το έργο αυτό. Δεν βλέ­πεις ότι και στις συναλ­λα­γές όχι μόνο με χρυ­σό αλλά και με άργυ­ρο εμπο­ρεύ­ον­ται αυτοί που ασχο­λούν­ται με το εμπό­ριο; Αν δηλα­δή δεν περι­φρο­νού­με ούτε τα μικρά, θα επι­τύ­χου­με και στα μεγά­λα· αν όμως αδια­φο­ρή­σου­με για τα μικρά, ούτε εκεί­να θα τα επι­τύ­χου­με εύκο­λα. Έτσι γίνε­ται πλού­σιος ο καθέ­νας, με το να συλ­λέ­γει δηλα­δή και μικρά και μεγά­λα. Έτσι ας κάνου­με και εμείς, για να πλου­τί­σου­με σε όλα και να επι­τύ­χου­με τη βασι­λεία των ουρα­νών με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, δια του οποί­ου και μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα και στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει δόξα, δύνα­μη, τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην πρώ­τη προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λήν,ομι­λία Γ΄,πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2015, τόμος 18, σελί­δες 56–83.



  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ποιός σταυ­ρώ­θη­κε;

«Μεμέ­ρι­σται ὁ Χρι­στός; μὴ Παῦ­λος ἐσταυ­ρώ­θη ὑπὲρ ὑμῶν;» (A’ Kop. 1,13)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Παῦ­λος, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει στοὺς χρι­στια­νοὺς τῆς Κορίν­θου. Ἦταν δὲ τότε ἡ Κόριν­θος μιὰ ἀπὸ τὶς πιό μεγά­λες πόλεις τοῦ κόσμου. Χτί­ςμέ­νη κον­τὰ στὴ θάλασ­σα, στὸν περί­φη­μο Ἰσθμό, εἶχε ἐξε­λι­χθῆ σ’ ἕνα σπου­δαῖο ναυ­τι­κὸ καὶ ἐμπο­ρι­κό κέν­τρο τῆς Μεσο­γεί­ου. Χιλιά­δες καρά­βια ἔρχον­ταν κ’ ἔφευ­γαν ἀπ’ τὸ λιμά­νι της. Οἱ κάτοι­κοι ζοῦ­σαν μὲ πολυ­τέ­λεια καὶ ἀσω­τία. Διε­φθαρ­μέ­νες γυναῖ­κες κοπά­δια. Εἶχαν ὡς κατοι­κία ἕνα ναό, τὸν περι­βόη­το ναὸ τῆς Ἀφρο­δί­της, ποὺ οἱ Ἕλλη­νες εἰδω­λο­λά­τρες εἶχαν χτί­σει γιὰ νὰ τιμή­σουν τὴν αἰσχρὰ θεό­τη­τα.

Φιλό­σο­φοι καὶ ῥήτο­ρες ἔρχον­ταν ἐκεῖ ἀπ ̓ τὴ γει­το­νι­κὴ πόλι, τὴν ̓Αθή­να, καὶ μὲ πλη­ρω­μὴ δίδα­σκαν τοὺς νέους τὴν πονη­ριὰ καὶ τὴν ψευ­τιά. Ἔτσι στὴν πόλι μαζεύ­τη­κε πολ­λὴ κοπριά. Πορ­νεία, μοι­χεία, ἀσω­τία, πολυ­τέ­λεια καὶ κάθε ἄλλη κακία, αὐτὴ ἦταν ἡ κοπριά· μιὰ κοπριά, ποὺ ἤξε­ρε ὁ σατα­νᾶς νὰ τὴ σκε­πά­ζῃ μὲ χρυ­σό­χαρ­το, μὲ τὶς ψευ­το­φι­λο­σο­φί­ες τῶν ἀρχαί­ων, γιὰ νὰ μὴ φαί­νε­ται ἡ ἀσχη­μία της.

* * *

Στήν Κόριν­θο ἦταν ἄγνω­στος ὁ Χρι­στός. Ἀλλ’ ἦρθαν καὶ σ’ αὐτὴν οἱ κήρυ­κες τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Ἦρθε καὶ ὁ Παῦ­λος. Ὁ Παῦ­λος ἔμει­νε ἑνά­μι­συ χρό­νο. Με φλο­γε­ρή καρ­διὰ κήρυ­ξε καί κάλε­σε τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ πιστέ­ψουν στὸν Ἐσταυ­ρω­μέ­νο. Τὸ κήρυγ­μά του ἔφε­ρε λαμ­πρὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα. Ἄνθρω­ποι, ποὺ μέχρι χτὲς ἦταν βου­τηγ­μέ­νοι στὴν πιὸ μεγά­λη δια­φθο­ρά, βγῆ­καν ἀπὸ τὸ βοῦρ­κο αὐτό, πίστε­ψαν, βαπτί­στη­καν καὶ ἔγι­ναν χρι­στια­νοί. Ἦταν αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συγ­κι­νη­τι­κὰ θεά­μα­τα ποὺ παρου­σί­α­σε ἡ δύνα­μις τοῦ χρι­στια­νι­σμοῦ. Μὲ τὰ κηρύγ­μα­τα τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου, ὅπως καὶ ἄλλων ἀπο­στό­λων καὶ κηρύ­κων τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, σχη­μα­τί­σθη­κε ἡ πρώ­τη ἐκκλη­σία στήν Κόριν­θο. Αὐτὴ ἡ ἐκκλη­σία δὲν εἶχε κανέ­να ναό, για­τὶ οἱ εἰδω­λο­λά­τρες ὄχι μόνο δεν ἐπέ­τρε­παν νὰ χτί­σουν οἱ χρι­στια­νοὶ ναούς, ἀλλὰ καὶ δὲν τοὺς ἄφη­ναν οὔτε νὰ συγ­κεν­τρω­θοῦν δημο­σίᾳ. Ὅσοι πίστευαν στὸ Χρι­στό, κρυ­φὰ ἀπὸ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες μαζεύ­ον­ταν σὲ ὡρι­σμέ­να σπί­τια χρι­στια­νῶν κ’ ἐκεῖ προ­σεύ­χον­ταν καὶ τελοῦ­σαν τὸ μυστή­ριο τῆς θεί­ας εὐχα­ρι­στί­ας. Ἦταν δὲ ὅλοι οἱ χρι­στια­νοὶ ἐκεῖ­νοι ἑνω­μέ­νοι στὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἦταν μιὰ μεγά­λη οἰκο­γέ­νεια, ποὺ ὅλα τὰ μέλη της συν­δέ­ον­ταν μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγά­πη τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἑνω­μέ­νη ἦταν ἡ ἐκκλη­σία τῆς Κορίν­θου. Χαρὰ τοῦ Παύ­λου, λύπη τῶν δαι­μό­νων. Για­τὶ τίπο­τε ἄλλο δὲν μισεῖ ὁ σατα­νᾶς τόσο ὅσο νὰ βλέ­πῃ τοὺς χρι­στια­νοὺς νὰ εἶνε ἑνω­μέ­νοι κι ἀγα­πη­μέ­νοι. Γι’ αὐτὸ καὶ προ­σπά­θη­σε ὁ σατα­νᾶς νὰ διαι­ρέ­σῃ τὴν ἐκκλη­σία τῆς Κορίν­θου. Καὶ πρὸς στιγ­μὴν τὸ κατώρ­θω­σε. Ἕλλη­νες ἦταν οἱ περισ­σό­τε­ροι χρι­στια­νοὶ τῆς Κορίν­θου. Οἱ δὲ Ἕλλη­νες ἔχουν ἕνα φοβε­ρό κλη­ρο­νο­μι­κὸ ἐλάτ­τω­μα, τὴ διχό­νοια. Οἱ Ἕλλη­νες δύσκο­λα συμ­φω­νοῦν. Καὶ ἂν συμ­φω­νή­σουν, ἡ συμ­φω­νία τους δὲν διαρ­κεῖ πολύ. Ὁ καθέ­νας, ὑπε­ρή­φα­νος καὶ ἐγω­ϊ­στής, σηκώ­νει τη σημαία, ἐπα­να­στα­τεῖ κατὰ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἡγε­σί­ας. Ἔτσι φύτρω­σαν μέσα στὴν Κόριν­θο θρη­σκευ­τι­κὰ κόμ­μα­τα. Οἱ λίγοι χρι­στια­νοὶ διαι­ρέ­θη­καν. Ἄλλοι ἔκα­ναν ἀρχη­γό τους τὸν Παῦ­λο ̇ ἄλλοι τὸν Ἀπολ­λώ, ποὺ ἦταν ἕνας δυνα­τὸς ῥήτο­ρας· ἄλλοι τὸν Πέτρο, ποὺ ἦταν ὁ πιὸ γνω­στὸς ἀπό­στο­λος καὶ μαθη­τής τοῦ Κυρί­ου.

* * *

Ὄχι! φωνά­ζει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς Κοριν­θί­ους. Αὐτὸ ποὺ κάνε­τε, νὰ διαι­ρῆ­τε τὴν Ἐκκλη­σία σὲ διά­φο­ρα κόμ­μα­τα, δὲν εἶνε σωστό. Οὔτε ἐγὼ οὔτε ὁ Πέτρος οὔτε ὁ Ἀπολ­λὼς ἤρθα­με στὴν πόλι σας γιὰ νὰ προ­βά­λου­με τὸν ἑαυ­τό μας καὶ νὰ ζητή­σου­με τιμὲς καὶ δόξες. Τί εἴμαστ’ ἐμεῖς; Ὅ,τι ἔχε­τε, ἀπ’ τὸ Χρι­στὸ τὸ ἔχε­τε. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε τὸ πᾶν. Ὁ Χρι­στὸς δημιούρ­γη­σε τὸν κόσμο ἀπὸ τὸ μηδέν. Ὁ Χρι­στὸς ἔπλα­σε τὸν ἄνθρω­πο. Ὁ Χρι­στὸς δίνει στὸν ἄνθρω­πο ὅ,τι χρειά­ζε­ται γιὰ νὰ ζήσῃ. Τὸ νερό, τὸ φῶς, ὁ ἀέρας δικά του εἶνε. Ὅλα εἶνε δικά του. Λίγα λεπτὰ τῆς ὥρας νὰ παύ­σῃ ὁ Χρι­στὸς νὰ ἐνδια­φέ­ρε­ται, πῶς θὰ μπο­ρέ­σῃ ὁ ἄνθρω­πος νὰ ζήσῃ;…

Ἀλλ’ ὁ Παῦ­λος ἀφή­νει αὐτὲς τὶς ὑλι­κὲς εὐερ­γε­σί­ες τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἔρχε­ται νὰ ὑπεν­θυ­μί­σῃ στοὺς Κοριν­θί­ους τὴν πιὸ τρα­νὴ ἀπ’ ὅλες τὶς εὐερ­γε­σί­ες, ποὺ θὰ δια­λα­λῇ σ’ ὅλους τοὺς αἰῶ­νας, ὅτι κανέ­νας ἄλλος δὲν ἀγά­πη­σε τόσο τὸν ἄνθρω­πο ὅσο ὁ Χρι­στός. Καὶ ἡ εὐερ­γε­σία αὐτή, ποὺ δὲν ὑπάρ­χει μέτρο νὰ μετρη­θῇ καὶ ζυγα­ριὰ νὰ ζυγι­στῇ, εἶνε, ὅτι ὁ Χρι­στὸς σταυ­ρώ­θη­κε καὶ ἔχυ­σε τὸ τίμιό του αἷμα γι’ αὐτόν.

Ναί, ὁ σταυ­ρὸς εἶνε ἡ πιὸ τρα­νὴ ἀπό­δει­ξι τῆς θεϊ­κῆς ἀγά­πης. Χωρὶς τὴ θυσία ποὺ πρό­σφε­ρε ὁ Χρι­στὸς πάνω στο σταυ­ρό, κανέ­νας δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σωθῇ. Αὐτὸ βέβαια δὲν τὸ αἰσθά­νον­ται οἱ πιὸ πολ­λοὶ χρι­στια­νοί. Καὶ γι’ αὐτὸ μένουν ἀδιά­φο­ροι ὅταν ἀκοῦ­νε ὅτι ὁ Χρι­στὸς σταυ­ρώ­θη­κε. Οἱ μικρές εὐερ­γε­σί­ες, ποὺ τοὺς κάνουν οἱ ἄνθρω­ποι, τοὺς συγ­κι­νοῦν. Ἂν π.χ. ἕνας ἀρρω­στή­σῃ καὶ κιν­δυ­νεύῃ νὰ πεθά­νῃ, κ’ εἶνε ἀνάγ­κη νὰ τοῦ γίνῃ μετάγ­γι­σι αἵμα­τος, καὶ βρε­θῇ ἄνθρω­πος καὶ δώσῃ αἷμα, ὁ ἄρρω­στος αἰσθά­νε­ται βαθειὰ τὴν εὐγνω­μο­σύ­νη καὶ ἂν γίνῃ καλὰ καὶ σηκω­θῇ ἀπ’ τὸ κρε­βά­τι, δημο­σιεύ­ει στὶς ἐφη­με­ρί­δες θερ­μὸ εὐχα­ρι­στή­ριο.

Ἀλλ ̓ αὐτὸ ποὺ ἔκα­νε ὁ Χρι­στός, ν ̓ ἀνοί­ξῃ τὶς φλέ­βες του καὶ νὰ μεταγ­γί­σῃ τὸ ἅγιό του αἷμα μέσα στὴν ἄρρω­στη καὶ ἑτοι­μο­θά­να­τη ἀπὸ τὶς ἁμαρ­τί­ες ἀνθρω­πό­τη­τα, δυστυ­χῶς πολ­λοὶ δὲν τὸ αἰσθά­νον­ται. Τὸ αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ δὲν λαλεῖ μέσ’ στίς καρ­διές τους. Ὁ σταυ­ρὸς δὲν τοὺς συγ­κι­νεῖ. Μένουν ἀδιά­φο­ροι.

Καί ὅμως χωρίς τὸ σταυ­ρό, χωρὶς τὸ αἷμα τοῦ Θεαν­θρώ­που που χύθη­κε πάνω στὸ φρι­κτό Γολ­γο­θᾶ, Ἐκκλη­σία δὲν θὰ ὑπῆρ­χε. Υπάρ­χει Ἐκκλη­σία, ἐπει­δὴ θυσιά­στη­κε ὁ Χρι­στός. Υπάρ­χει Ἐκκλη­σία ἐπει­δή, κάθε φορά που χτυ­πά­ει ἡ καμ­πά­να καί μαζεύ­ον­ται οἱ χρι­στια­νοί, αὐτὴ ἡ θυσία τοῦ Χρι­στοῦ ἐπα­να­λαμ­βά­νε­ται καὶ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ κατὰ μυστη­ριώ­δη τρό­πο προ­σφέ­ρε­ται στοὺς χρι­στια­νοὺς «εἰς ἄφε­σιν ἁμαρ­τιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώ­νιον».

* * *

Ὁ Παῦ­λος, θέλον­τας νὰ χτυ­πή­σῃ τὴ διαί­ρε­σι τῶν χρι­στια­νῶν καὶ νὰ τοὺς ἑνώ­σῃ, σὰν τὸ πιὸ δυνα­τὸ ἐπι­χεί­ρη­μα ἀνα­φέ­ρει το σταυ­ρό. Ποιός, ἐρω­τᾷ, σταυ­ρώ­θη­κε; Ποιός ἔχυ­σε τὸ αἷμα του; Ποιό αἷμα στά­θη­κε ἱκα­νὸ νὰ ξεπλύ­νῃ τὶς ἁμαρ­τί­ες ὅλου τοῦ κόσμου; Χίλιοι Παῦ­λοι, χίλιοι Απολ­λώ, χίλιοι Πέτροι νά ‘χυναν τὸ αἷμα τους, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ σβή­σουν οὔτε μιὰ ἁμαρ­τία. Για τὶ ὅλοι ἀνε­ξαι­ρέ­τως εἶνε ἄνθρω­ποι ἁμαρ­τω­λοί, καὶ ἔχουν ἀνάγ­κη ἀπὸ συγ­χώ­ρη­σι καὶ λύτρω­σι.

Ἕνας μᾶς σῴζει, ἕνας μᾶς λυτρώ­νει, ὁ Χρι­στός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, ποὺ κηρύτ­του­με τὸ Χρι­στό, δὲν εἴμα­στε τίπο­τε μπρο­στά του. Δοῦ­λοι του εἴμα­στε, ὑπη­ρέ­τες του εἴμα­στε. Για­τί λοι­πὸν ὑπε­ρη­φα­νευό­μα­στε καὶ καυ­χώ­μα­στε; Για­τί διαι­ροῦ­με τὴν Ἐκκλη­σία καὶ προ­βάλ­λου­με τὸν ἑαυ­τό μας καὶ θέλου­με να στή­σου­με τὸ «ἐγὼ» μέσα στὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ; Ἄχ αὐτὰ τὰ «ἐγώ», κομ­μα­τιά­ζουν τὴν Ἐκκλη­σία!

Αὐτὰ τὰ «ἐγὼ» πρέ­πει νὰ σβή­σουν. Μόνο ὅταν τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγά­λα «ἐγὼ» ὑπο­τα­χθοῦν στὸ θέλη­μα τοῦ Ἑνός, ἐκεί­νου δηλα­δὴ ποὺ μὲ τὸ τίμιό του αἷμα ἵδρυ­σε τὴν Ἐκκλη­σία, μόνο τότε θὰ ἐξα­φα­νι­στοῦν ὅλα τὰ σχί­σμα­τα καὶ ὅλες οἱ διαι­ρέ­σεις, καὶ τότε ἡ Ἐκκλη­σία ἑνω­μέ­νη θὰ προ­βά­λῃ λαμ­πρή σὰν τὸν ἥλιο, χωρὶς σύν­νε­φα καὶ χωρίς σκιές.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek