ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Α΄ ΚΟΡ. (ΙΕ΄ 1 — 11)

Α’ προς Κοριν­θί­ους, κεφά­λαιο ΙΕ΄, εδά­φια 1–11

1Γνω­ρί­ζω δ μν, δελ­φο, τ εαγγλιον εηγγε­λισμην μν, κα παρελβετε, ν κα στκατε, 2 δι᾿ ο κα σζεσθε, τνι λγ εηγγε­λισμην μν ε κατχετε, κτς ε μ εκ πιστεσατε. 3 Παρδωκα γρ μν ν πρτοις κα παρλαβον, τι Χριστς πθανεν πρ τν μαρ­τιν μν κατ τς γραφς, 4 κα τι τφη, κα τι γγερ­ται τ τρτη μρ κατ τς γραφς, 5 κα τι φθη Κηφ, ετα τος δδεκα· 6 πει­τα φθη πνω πεν­τα­κοσοις δελ­φος φπαξ, ξ ν ο πλεους μνου­σιν ως ρτι, τινς δ κα κοιμθησαν· 7 πει­τα φθη ᾿Ιακβ, ετα τος ποστλοις πσιν· 8 σχα­τον δ πντων σπε­ρε τ κτρματι φθη κμο. 9 γ γρ εμι λχιστος τν ποστλων, ς οκ εμ κανς καλεσθαι πστο­λος, διτι δωξα τν κκλησαν το Θεο· 10 χριτι δ Θεο εμι εμι· κα χρις ατο ες μ ο κεν γενθη, λλ περισστερον ατν πντων κοπασα, οκ γ δ, λλ᾿ χρις το Θεο σν μο. 11 Ετε ον γ ετε κενοι, οτω κηρσσο­μεν κα οτως πιστεσατε.

Αδελ­φοί, σας υπεν­θυ­μί­ζω το Ευαγ­γέ­λιον, το οποί­ον εκή­ρυ­ξα εις σας και το οποί­ον σεις παρε­λά­βα­τε με πίστιν, στο οποί­ον και στέ­κε­σθε στα­θε­ροί και ακλό­νη­τοι, δια του οποί­ου και βαδί­ζε­τε ασφα­λώς τον δρό­μον της σωτη­ρί­ας εάν βέβαια το κρα­τή­τε καλά, όπως σας το έχω διδά­ξει, εκτός εάν ματαί­ως και ανω­φε­λώς επι­στεύ­σα­τε. Διό­τι εν πρώ­τοις παρέ­δω­σα εις σας με την διδα­σκα­λί­αν μου, αυτό που και εγώ παρέ­λα­βα, ότι δηλα­δή ο Χρι­στός απέ­θα­νεν επί του σταυ­ρού δια τας αμαρ­τί­ας μας, όπως είχαν προ­φη­τεύ­σει και αι Γρα­φαί. Και ότι ετά­φη και ότι ανα­στή­θη­κε κατά την τρί­την ημέ­ραν σύμ­φω­να με τας Γρα­φάς, και ότι παρου­σιά­σθη­κε στον Πετρον, έπει­τα στους δώδε­κα απο­στό­λους. Υστε­ρα δε παρου­σιά­σθη­κε μια φορά εις πεν­τα­κο­σί­ους και πλέ­ον αδελ­φούς, από τους οποί­ους οι πλεί­στοι ζουν και μένουν μέχρι της ημέ­ρας αυτής, μερι­κοί δε και έχουν απο­θά­νει. Επει­τα εφα­νε­ρώ­θη­κε στον Ιάκω­βον, ύστε­ρον εις όλους τους Απο­στό­λους. Τελευ­ταί­ον δε από όλους σαν σε εξάμ­βλω­μα, σαν σε έμβρυον που γεν­νή­θη­κε παρά­και­ρα, παρου­σια­σθη­κε και εις εμέ. Διό­τι εγώ είμαι ο ελά­χι­στος από όλους τους Απο­στό­λους, ο οποί­ος και δεν είμαι άξιος να λέφ­γω­μαι Από­στο­λος, διό­τι κατε­δί­ω­ξα την Εκκλη­σί­αν του Θεού. 10 Σημε­ρον δε είμαι αυτό που είμαι, δηλα­δή Από­στο­λος, με την χάριν του Θεού. Και η χάρις του Θεού, που μου εδό­θη­κε, δεν έγι­νε και δεν έμει­νε άκαρ­πος. Αλλά περισ­σό­τε­ρον από όλους τους άλλους Απο­στό­λους εκο­πί­α­σα στο έργον του Ευαγ­γε­λί­ου, όχι δε εγώ, αλλά η χάρις του Θεού, που είναι μαζή μου. 11 Επο­μέ­νως είτε εγώ είτε εκεί­νοι κατά τον ίδιον τρό­πον προ­σφέ­ρο­μεν στους ανθρώ­πους το Ευαγ­γέ­λιον και το ίδιον Ευαγ­γέ­λιον κηρύσ­σο­μεν. Ετσι δε και σεις εδε­χθή­κα­τε το Ευαγ­γέ­λιον και επι­στεύ­σα­τε.

1 Σας γνω­στο­ποιώ λοι­πόν, αδελ­φοί, το Ευαγ­γέ­λιο που σας δίδα­ξα, το οποίο και παρα­λά­βα­τε και στο οποίο μένε­τε αμε­τα­κί­νη­τοι από τότε. 2 Με αυτό και θα σωθεί­τε, εάν το κρα­τά­τε στε­ρεά, όπως εγώ σας το κήρυ­ξα˙ εκτός αν μάταια και χωρίς λόγο πιστέ­ψα­τε. Λησμο­νή­σα­τε όμως μια ουσιώ­δη αλή­θεια του Ευαγ­γε­λί­ου μου αυτού. 3 Με την προ­φο­ρι­κή δηλα­δή διδα­σκα­λία σάς παρέ­δω­σα πρώ­τα εκεί­νο που κι εγώ παρέ­λα­βα, ότι δηλα­δή ο Χρι­στός πέθα­νε για τις αμαρ­τί­ες μας, σύμ­φω­να με όσα προ­φη­τεύ­θη­καν στις Γρα­φές, 4 και ότι εντα­φιά­στη­κε και την τρί­τη ημέ­ρα ανα­στή­θη­κε σύμ­φω­να με τις Γρα­φές. 5 Και ότι εμφα­νί­στη­κε μετά την Ανά­στα­σή Του στον Κηφά (Πέτρο), κι έπει­τα στους δώδε­κα Απο­στό­λους. 6 Έπει­τα εμφα­νί­στη­κε για μια φορά συγ­χρό­νως σε περισ­σό­τε­ρους από πεν­τα­κό­σιους αδελ­φούς, από τους οποί­ους βέβαια μερι­κοί πέθα­ναν, οι περισ­σό­τε­ροι όμως ζουν έως τώρα. 7 Έπει­τα εμφα­νί­στη­κε στον Ιάκω­βο, και ύστε­ρα σε όλους τους Απο­στό­λους.

8 Και τελευ­ταία απ’ όλους εμφα­νί­στη­κε και σε μένα σαν σε έκτρω­μα, σαν έμβρυο δηλα­δή που παρά­και­ρα απο­βλή­θη­κε απ’ την κοι­λιά της μητέ­ρας του. 9 Διό­τι εγώ είμαι ο ελά­χι­στος, ο κατώ­τε­ρος απ’ όλους τους Απο­στό­λους, που δεν είμαι άξιος να ονο­μά­ζο­μαι Από­στο­λος, διό­τι κατα­δί­ω­ξα την Εκκλη­σία του Θεού. 10 Με την χάρη του Θεού όμως είμαι ό,τι είμαι τώρα, δηλα­δή Από­στο­λος ίσος με τους άλλους. Και η χάρις που μου έδω­σε ο Κύριος δεν έμει­νε άκαρ­πη και χωρίς απο­τέ­λε­σμα, αλλά περισ­σό­τε­ρο απ’ όλους αυτούς κοπί­α­σα. Και το έργο μάλι­στα αυτό δεν το εργά­στη­κα εγώ, αλλά η χάρις του Θεού που είναι μαζί μου και με ενι­σχύ­ει. 11 Αφού λοι­πόν και στους άλλους Απο­στό­λους και σε μένα εμφα­νί­στη­κε ο Κύριος, και όλοι από Εκεί­νον ανα­δει­χθή­κα­με Από­στο­λοί Του, είτε εγώ ασκώ το απο­στο­λι­κό έργο, είτε εκεί­νοι, με τον ίδιο τρό­πο και το ίδιο Ευαγ­γέ­λιο κηρύτ­του­με όλοι˙ και όπως κηρύτ­του­με, έτσι κι εσείς πιστέ­ψα­τε.

Ὑπεν­θυ­μί­ζω δὲ σὲ σᾶς, ἀδελ­φοί, τὸ εὐαγ­γέ­λιο, τὸ ὁποῖο κήρυ­ξα σὲ σᾶς, τὸ ὁποῖο καὶ παρα­λά­βα­τε, στὸ ὁποῖο καὶ στέ­κε­σθε, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ σῴζε­σθε, ἐὰν τὸ κρα­τῆ­τε, ἐκτὸς ἂν πιστεύ­σα­τε ματαί­ως. Ὑπεν­θυ­μί­ζω μὲ ποιό λόγο (μὲ ποιό περιε­χό­με­νο) σᾶς κήρυ­ξα τὸ εὐαγ­γέ­λιο. Λοι­πόν, σᾶς παρέ­δω­σα προ­πάν­των ἐκεῖ­νο, τὸ ὁποῖο καὶ παρέ­λα­βα, ὅτι ὁ Xρι­στὸς πέθα­νε γιὰ τὶς ἁμαρ­τί­ες μας σύμ­φω­να μὲ τὶς Γρα­φές, καὶ ὅτι ἐτά­φη, καὶ ὅτι ἀνέ­στη τὴν τρί­τη ἡμέ­ρα σύμ­φω­να μὲ τὶς Γρα­φές, καὶ ὅτι ἐμφα­νί­σθη­κε στὸν Kηφᾶ (τὸν Πέτρο), ἔπει­τα στοὺς Δώδε­κα. Ἔπει­τα ἐμφα­νί­σθη­κε σὲ περισ­σο­τέ­ρους ἀπὸ πεν­τα­κο­σί­ους ἀδελ­φοὺς συγ­χρό­νως. Ἀπ’ αὐτοὺς μερι­κοὶ κοι­μή­θη­καν (πέθα­ναν), ἀλλ’ οἱ περισ­σό­τε­ροι ζοῦν ἕως τώρα. Ἔπει­τα ἐμφα­νί­σθη­κε στὸν Ἰάκω­βο, ὕστε­ρα στοὺς ἀπο­στό­λους ὅλους. Tελευ­ταῖα δὲ ἀπ’ ὅλους, σὰν σὲ ἔκτρω­μα, ἐμφα­νί­σθη­κε καὶ σὲ μένα. Ἐγὼ βεβαί­ως εἶμαι ὁ ἐλά­χι­στο ς μετα­ξὺ τῶν ἀπο­στό­λων. Kαὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνο­μά­ζω­μαι ἀπό­στο­λος, διό­τι κατα­δί­ω­ξα τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ. 10 Ὅ,τι δὲ εἶμαι, εἶμαι μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ δὲ χάρι, ποὺ μοῦ ἔδω­σε, δὲν ὑπῆρ­ξε δίχως ἀπο­τέ­λε­σμα. Ἀλλὰ κοπί­α­σα περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ αὐτοὺς ὅλους. Ὄχι δὲ ἐγώ, ἀλλ’ ἡ χάρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι μαζί μου. 11 Ἀλλ’ εἴτε ἐγὼ εἴτε ἐκεῖ­νοι, ἔτσι κηρύτ­του­με καὶ ἔτσι πιστεύ­σα­τε (Ὅλοι δηλα­δὴ οἱ ἀπό­στο­λοι τὸ ἴδιο εὐαγ­γέ­λιο κηρύτ­του­με, στὸ ὁποῖο πρω­ταρ­χι­κὴ θέσι ἔχει ὁ θάνα­τος καὶ ἡ ἀνά­στα­σι τοῦ Xρι­στοῦ, καὶ ὅλοι σεῖς οἱ πιστοὶ στὸ ἴδιο εὐαγ­γέ­λιο πιστεύ­σα­τε).

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Γνω­ρί­ζω δ μν, δελ­φο, τ εαγγλιον εηγγε­λισμην μν, κα παρελβετε, ν κα στκατε δι᾿ ο κα σζεσθε, τνι λγ εηγγε­λισμην μν ε κατχετε, κτς ε μ εκ πιστεσατε (:Σας γνω­στο­ποιώ λοι­πόν, αδελ­φοί, το Ευαγ­γέ­λιο που σας δίδα­ξα, το οποίο και παρα­λά­βα­τε και στο οποίο μένε­τε αμε­τα­κί­νη­τοι από τότε. Με αυτό και θα σωθεί­τε, εάν το κρα­τά­τε στε­ρεά, όπως εγώ σας το κήρυ­ξα· εκτός αν μάταια και χωρίς λόγο πιστέ­ψα­τε. Λησμο­νή­σα­τε όμως, μία ουσιώ­δη αλή­θεια του Ευαγ­γε­λί­ου μου αυτού)»[Α΄Κορ.15,1–2].

Αφού ολο­κλή­ρω­σε τον λόγο για τα πνευ­μα­τι­κά χαρί­σμα­τα, έρχε­ται σε αυτό που είναι το πιο αναγ­καίο από όλα, την διδα­σκα­λία για την ανά­στα­ση, καθό­σον η πίστη τους σε αυτό ήταν πολύ ασθε­νής. Και όπως ακρι­βώς στα σώμα­τα, όταν ο πυρε­τός προ­σβά­λει τα στε­ρεά, δηλα­δή τα νεύ­ρα και τις φλέ­βες και τα πρώ­τα στοι­χεία που τα συν­θέ­τουν, τότε το κακό γίνε­ται αθε­ρά­πευ­το, εάν δεν τύχουν πολ­λής περι­ποι­ή­σε­ως, έτσι λοι­πόν υπήρ­χε κίν­δυ­νος να γίνει και τότε· διό­τι το κακό βάδι­ζε ήδη εναν­τί­ον των στοι­χεί­ων της ευσέ­βειας. Για τον λόγο αυτόν και κατα­βάλ­λει μεγά­λη προ­σπά­θεια ο Παύ­λος.

Το θέμα βέβαια γι’ αυτόν δεν ήταν για τον τρό­πο ζωής, ούτε ότι ο μεν πόρ­νευε, ο δε ήταν πλε­ο­νέ­κτης, ο άλλος κάλυ­πτε την κεφα­λή, αλλά γι΄αυτό το απο­κο­ρύ­φω­μα των αγα­θών· καθό­σον δια­φω­νού­σαν γι’ αυτήν την ίδια την ανά­στα­ση· διό­τι επει­δή αυτή είναι όλη μας η ελπί­δα, προς αυτό έπλητ­τε με δύνα­μη ο διά­βο­λος, και άλλο­τε μεν τελεί­ως εξά­λει­φε την πίστη σε αυτήν, άλλο­τε πάλι έλε­γε ότι ήδη έγι­νε αυτό, πράγ­μα για το οποίο γρά­φον­τας στον Τιμό­θεο ο Παύ­λος ονο­μά­ζει «γάγ­γραι­να» την πονη­ρή αυτή δοξα­σία και στιγ­μά­τι­ζε αυτούς που εισή­γαν αυτόν, με τους λόγους: «Κα λγος ατν ς γγγραι­να νομν ξει· ν στιν Υμναιος κα Φιλητς, οτινες περ τν λθειαν στχησαν, λγον­τες τν νστα­σιν δη γεγονναι, κα νατρπου­σι τν τινων πστιν(:Και η διδα­σκα­λία τους θα εξα­πλω­θεί σαν γάγ­γραι­να. Δύο μάλι­στα από αυτούς τους ψευ­δο­δι­δα­σκά­λους είναι ο Υμέ­ναιος και ο Φιλη­τός. Αυτοί αστό­χη­σαν και απο­μα­κρύν­θη­καν από την αλή­θεια λέγον­τας ότι έχει γίνει πλέ­ον η ανά­στα­ση των νεκρών, κι έτσι ανα­τρέ­πουν και γκρε­μί­ζουν την πίστη μερι­κών)» [Β΄Τιμ. 2,17–18]. Και άλλο­τε λοι­πόν αυτό έλε­γαν, άλλο­τε πάλι ότι το σώμα δεν ανα­σταί­νε­ται, αλλά ότι ανά­στα­ση είναι η κάθαρ­ση της ψυχής.

Αυτά λοι­πόν τους έπει­θε να τα λέγουν εκεί­νος ο πονη­ρός δαί­μο­νας, καθό­σον ήθε­λε όχι μόνο να καταρ­γή­σει την πίστη στην ανά­στα­ση, αλλά και να δεί­ξει ότι όλα όσα έγι­ναν προς χάριν μας από τον Χρι­στό είναι μύθος· διό­τι, εάν πίστευαν ότι δεν υπάρ­χει ανά­στα­ση των σωμά­των, λίγο λίγο θα τους έπει­θε ότι ούτε ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε· από αυτό δε καθώς θα προ­χω­ρού­σε σε αυτήν την οδό, θα εισή­γε και την πλά­νη ότι ούτε ήλθε στη γη, ούτε έκα­νε όσα έκα­νε. Τέτοια είναι λοι­πόν η κακουρ­γία του δια­βό­λου. Γι΄αυτό και ονο­μά­ζει αυτή «μεθο­δεία» ο Παύ­λος, διό­τι δεν δεί­χνει ευθέ­ως αυτό που θέλει να κάνει, ώστε να μη φανε­ρω­θεί, αλλά, αφού περι­βλη­θεί με άλλο προ­σω­πείο, άλλα μηχα­νεύ­ε­ται, και όπως όταν εχθρός και κακούρ­γος προ­σβά­λει πόλη και τα τεί­χη σκά­βει κρυ­φά από κάτω, ώστε δύσκο­λα να μπο­ρεί να φυλα­χθεί αυτή και να κατορ­θώ­σει αυτό που θέλει.

Για τον λόγο αυτόν, επει­δή έβρι­σκε τις παγί­δες του και έπια­νε τις πονη­ρές του ενέ­δρες ο θαυ­μα­στός αυτός και μεγά­λος άνδρας, έλε­γε: «Ο γρ ατο τ νοματα γνοομεν (:διό­τι δεν αγνο­ού­με τις δόλιες επι­νο­ή­σεις του)»[Β΄Κορ.2,11]. Καθό­σον και εδώ ανα­κα­λύ­πτει ολό­κλη­ρη την απά­τη του και δεί­χνει όλα τα πονη­ρά του σχέ­δια και προ­βάλ­λει όλα όσα θέλει να κάνει, αφού προ­σβάλ­λει όλα με πολ­λή ακρί­βεια. Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν και έθε­σε τελευ­ταίο αυτό το κεφά­λαιο, επει­δή και πάρα πολύ αναγ­καίο ήταν και συγ­κρα­τεί όλη την πίστη μας.

Και πρό­σε­χε σύνε­ση. Αφού ασφά­λι­σε πρώ­τα τους πιστούς της εκκλη­σί­ας, τότε προ­χω­ρεί και περαι­τέ­ρω στον λόγο και απο­στο­μώ­νει τελεί­ως και αυτούς που προ­σβάλ­λουν από έξω. Και ασφα­λί­ζει τους δικούς του όχι με συλ­λο­γι­σμούς, αλλά με αυτά που ήδη έγι­ναν και τα οποία αυτοί παρα­δέ­χτη­καν και πίστε­ψαν ότι έγι­ναν, πράγ­μα που προ­κα­λού­σε πολ­λή ντρο­πή και ήταν ικα­νό να τους συγ­κρα­τή­σει· διό­τι εάν ήθε­λαν μετά από αυτά να απι­στή­σουν, θα απι­στού­σαν πλέ­ον όχι στον Παύ­λο, αλλά στους εαυ­τούς τους, πράγ­μα που ήταν κατη­γο­ρία για εκεί­νους που παρα­δέ­χτη­καν την πρώ­τη φορά και πίστε­ψαν. Γι΄αυτό λοι­πόν και αρχί­ζει από εδώ, για να δεί­ξει ότι δεν χρειά­ζε­ται άλλους μάρ­τυ­ρες για το ότι λέγει την αλή­θεια, αλλά ότι αυτοί οι ίδιοι που εξα­πα­τή­θη­καν, είναι μάρ­τυ­ρες.

Για να γίνει όμως σαφέ­στε­ρο αυτό που λέω, είναι ανάγ­κη πλέ­ον να ακού­σου­με αυτούς τους λόγους. Ποιοι λοι­πόν είναι αυτοί; «Γνω­ρί­ζω δ μν, δελ­φο(:Σας γνω­στο­ποιώ λοι­πόν, αδελ­φοί)», λέγει, «τ εαγγλιον εηγγε­λισμην μν(:το Ευαγ­γέ­λιο που σας δίδα­ξα)»[Α΄Κορ.15,1]. Είδες με πόση επιεί­κεια; Είδες πως από την αρχή έδει­ξε ότι δεν εισά­γει τίπο­τε νέο, ούτε ξένο; Διό­τι αυτός που υπεν­θυ­μί­ζει αυτό που ήδη γνω­ρί­στη­κε και ύστε­ρα λησμο­νή­θη­κε, το ίδιο γνω­ρί­ζει αφού το υπεν­θυ­μί­σει πάλι.

Επί­σης με το να τους ονο­μά­σει αδελ­φούς έδω­σε προ­κα­τα­βο­λι­κά και από αυτό όχι μικρή από­δει­ξη γι΄αυτό· διό­τι από που­θε­νά αλλού δεν γίνα­με αδελ­φοί, παρά από τη σωτη­ριώ­δη ένσαρ­κο οικο­νο­μία του Χρι­στού. Για τον λόγο αυτόν βέβαια και τους ονό­μα­σε έτσι, αφε­νός μεν για να τους κατα­πρα­ΰ­νει και να τους περι­ποι­η­θεί, αφε­τέ­ρου δε για να τους υπεν­θυ­μί­σει τα άπει­ρα αγα­θά.

Και εκεί­νο που ακο­λου­θεί πάλι μετά από αυτό απο­δει­κνύ­ει το ίδιο το πράγ­μα. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; Το ευαγ­γέ­λιο· διό­τι το περιε­χό­με­νο των ευαγ­γε­λί­ων εδώ έχει την αρχή, στο ότι δηλα­δή ο Θεός έγι­νε άνθρω­πος και σταυ­ρώ­θη­κε και ανα­στή­θη­κε. Αυτό το χαρ­μό­συ­νο άγγελ­μα έφε­ρε και ο Γαβρι­ήλ στην Παρ­θέ­νο, αυτό και οι προ­φή­τες στην οικου­μέ­νη, αυτό και οι από­στο­λοι όλοι· «δι᾿ ο κα σζεσθε, τνι λγ εηγγε­λισμην μν ε κατχετε, κτς ε μ εκ πιστεσατε(:με αυτό και θα σωθεί­τε, εάν το κρα­τά­τε στε­ρεά, όπως εγώ σας το κήρυ­ξα· εκτός αν μάταια και χωρίς λόγο πιστέ­ψα­τε. Λησμο­νή­σα­τε όμως, μία ουσιώ­δη αλή­θεια του Ευαγ­γε­λί­ου μου αυτού)»[Β΄Κορ.15,2]. Είδες πώς καλεί αυτούς τους ίδιους μάρ­τυ­ρες αυτών που ελέ­χθη­σαν; Και δεν λέγει «αυτό που ακού­σα­τε», αλλά «αυτό που παρα­λά­βα­τε», σαν να απαι­τεί κάποια παρα­κα­τα­θή­κη από αυτούς και φανε­ρώ­νει ότι όχι μόνο με λόγο, αλλά και με έργα και σημεία και θαύ­μα­τα παρέ­λα­βαν αυτό και για να το κρα­τούν με ασφά­λεια.

Στην συνέ­χεια, επει­δή ομι­λού­σε για τα παλαιά, έστρε­ψε την προ­σο­χή και στον παρόν­τα χρό­νο όταν είπε: «ν κα στκατε (:και στο οποίο μένε­τε αμε­τα­κί­νη­τοι από τότε)», για να τους προ­κα­τα­λά­βει, ώστε να μην μπο­ρούν, και αν ακό­μη θελή­σουν πολύ, να αρνη­θούν. Γι΄αυτό και στην αρχή δεν είπε: «Σας διδά­σκω», αλλά: «Σας υπεν­θυ­μί­ζω», αυτό δηλα­δή που ήδη γνω­ρί­σα­τε.

Και πώς αυτούς που κλο­νί­ζον­ται λέγει ότι στέ­κον­ται; Προ­σποιεί­ται άγνοια για το συμ­φέ­ρον τους, πράγ­μα που κάνει και στους Γαλά­τες, αλλά όχι με τον ίδιο τρό­πο. Επει­δή δηλα­δή δεν ήταν δυνα­τόν να προ­σποι­η­θεί άγνοια εκεί, πραγ­μα­τεύ­ε­ται τον λόγο με άλλο τρό­πο και λέει: «γ πποι­θα ες μς ν Κυρίῳ τι οδν λλο φρονσετε (:Εγώ έχω σε σας την πεποί­θη­ση που εμπνέ­ει η σχέ­ση και η κοι­νω­νία μου με το Κύριο, ότι δεν θα δεχθεί­τε άλλο φρό­νη­μα, αλλά το φρό­νη­μα της αλη­θεί­ας που διδα­χτή­κα­τε)» [Γαλ.5,10]. Δεν είπε ότι «δεν σχη­μα­τί­σα­τε άλλη γνώ­μη», επει­δή το παρά­πτω­μά τους είχε ομο­λο­γη­θεί και ήταν κατα­φα­νές, αλλά εγγυά­ται για το μέλ­λον· αν και βέβαια και αυτό ήταν αβέ­βαιο· αλλά για να τους προ­σελ­κύ­σει περισ­σό­τε­ρο.

Εδώ όμως επι­πλέ­ον και προ­σποιεί­ται ότι αγνο­εί, λέγον­τας: «στο οποίο και στέ­κε­στε». Ύστε­ρα δεί­χνει την ωφέ­λεια· «δι᾿ ο κα σζεσθε, τνι λγ εηγγε­λισμην μν ε κατχετε(:με αυτό και θα σωθεί­τε, εάν το κρα­τά­τε στε­ρεά, όπως εγώ σας το κήρυ­ξα)». Ώστε αυτή η διδα­σκα­λία που γίνε­ται τώρα απο­σκο­πεί στο να δια­σα­φη­νί­σει και να ερμη­νεύ­σει αυτά. «Δεν χρειά­ζε­στε δηλα­δή να διδα­χτεί­τε αυτήν την πίστη», λέγει, «αλλά να τη θυμη­θεί­τε και να διορ­θω­θεί­τε».

Αυτά επί­σης τα λέγει για να μην τους αφή­σει να γίνουν τελεί­ως αναί­σχυν­τοι. Και τι σημαί­νει η πρό­τα­ση «όπως εγώ σας κήρυ­ξα»; «Με ποιο τρό­πο σας είπα», λέγει, «ότι θα γίνει η ανά­στα­ση· διό­τι για το ότι μεν υπάρ­χει ανά­στα­ση, δεν θα μπο­ρού­σα να πω ότι αμφι­βάλ­λε­τε· ίσως όμως ζητεί­τε να μάθε­τε σαφέ­στε­ρα αυτό που ειπώ­θη­κε. Αυτό λοι­πόν και θα κάνω· διό­τι γνω­ρί­ζω σαφώς ότι κρα­τεί­τε την πίστη σε αυτό το δόγ­μα».

Στην συνέ­χεια, επει­δή ρητώς έλε­γε: «ν κα στκατε (:το οποίο και παρα­λά­βα­τε και στο οποίο μένε­τε αμε­τα­κί­νη­τοι από τότε)», για να μην τους κάνει και ραθυ­μή­σουν περισ­σό­τε­ρο με αυτό, τους φοβί­ζει πάλι με τα λόγια: «ε κατχετε, κτς ε μ εκ πιστεσατε(:εάν το κρα­τά­τε στε­ρεά, όπως εγώ σας το κήρυ­ξα· εκτός αν μάταια και χωρίς λόγο πιστέ­ψα­τε)»· για να δεί­ξει ότι η πλη­γή βρί­σκε­ται στην ουσία και ότι ο αγώ­νας γίνε­ται όχι για τυχόν­τα πράγ­μα­τα, αλλά για ολό­κλη­ρη την πίστη.

Και τώρα μεν λέγει αυτό σε χαμη­λό τόνο, αλλά καθώς προ­χω­ρεί και θερ­μαί­νε­ται, με γυμνή πλέ­ον την κεφα­λή φωνά­ζει και λέει: «Ε δ Χριστς οκ γήγερ­ται, κενν ρα τ κήρυγ­μα μν, κεν δ κα πίστις μν(:Εάν όμως ο Χρι­στός δεν ανα­στή­θη­κε, είναι χωρίς πραγ­μα­τι­κό περιε­χό­με­νο και χωρίς νόη­μα το κήρυγ­μά μας, αλλά και η πίστη σας είναι κού­φια και χωρίς ουσια­στι­κό περιε­χό­με­νο· αφού και το κήρυγ­μά μας και η πίστη σας έχει θεμέ­λιο και βάση την Ανά­στα­ση του Χρι­στού)»[Α΄Κορ.15,14]. Αλλά στο προ­οί­μιο δεν λέει έτσι διό­τι έτσι ήταν ωφέ­λι­μο να μιλή­σει, με ηρε­μία και να προ­χω­ρεί προ­ο­δευ­τι­κά.

«Παρδωκα γρ μν ν πρτοις κα παρλαβον(:με την προ­φο­ρι­κή μου δηλα­δή διδα­σκα­λία σάς παρέ­δω­σα πρώ­τα εκεί­νο που κι εγώ παρέ­λα­βα)». Δεν λέει ούτε εδώ ότι «σας είπα», ούτε ότι «σας δίδα­ξα», αλλά χρη­σι­μο­ποιεί την ίδια λέξη πάλι και λέει: «σας παρέ­δω­σα». Και έτσι δύο πράγ­μα­τα απο­δει­κνύ­ει, και ότι τίπο­τε δεν εισά­γει επι­προ­σθέ­τως, και ότι γνώ­ρι­σαν αυτά με έμπρα­κτη από­δει­ξη και όχι μόνο με θεω­ρη­τι­κά λόγια. Και για να κάνει στα­δια­κά αξιό­πι­στο τον λόγο, ανά­γει το παν στον Χρι­στό και δεί­χνει ότι κανέ­να από αυτά τα δόγ­μα­τα δεν είναι ανθρώ­πι­νο.

«Και τι σημαί­νει: ‘’Παρδωκα γρ μν ν πρτοις’’, θα πει κάποιος. Από την αρχή, όχι τώρα. Και τα λέγει σαν να φέρει μάρ­τυ­ρα και τον χρό­νο και διό­τι ήταν μέγι­στη ντρο­πή αφού πίστε­ψαν για τόσο χρό­νο, τώρα να αλλά­ζουν πίστη· και όχι μόνο αυτό, αλλά διό­τι ήταν και απα­ραί­τη­τη η πίστη σε αυτό το δόγ­μα· γι΄αυτό και παρα­δό­θη­κε εξαρ­χής και αμέ­σως από την πρώ­τη στιγ­μή. Και τι παρέ­δω­σες; Πες μου. Δεν λέει όμως αμέ­σως αυτό, αλλά πρώ­τα λέει ότι παρέ­λα­βαν.

Και τι παρέ­λα­βες; «τι Χριστς πθανεν πρ τν μαρ­τιν μν (:ότι δηλα­δή ο Χρι­στός πέθα­νε για τις αμαρ­τί­ες μας)». Δεν είπε αμέ­σως ότι θα ανα­στη­θούν τα σώμα­τα, αλλά αυτό ακρι­βώς προ­ε­τοι­μά­ζει, από μακριά όμως και με άλλα θέμα­τα, λέγον­τας ότι ο Χρι­στός πέθα­νε και αφού έθε­σε από πριν κάποια μεγά­λη βάση και θεμέ­λιο ακλό­νη­το τον λόγο για την ανά­στα­ση· διό­τι δεν είπε απλά ότι πέθα­νε ο Χρι­στός, αν και αυτό ήταν αρκε­τό για να δηλώ­σει την ανά­στα­ση, αλλά πρό­σθε­σε και ότι ο Χρι­στός πέθα­νε για τις αμαρ­τί­ες μας.

Αξί­ζει όμως πρώ­τα να ακού­σου­με τι λένε εδώ αυτοί που προ­σβλή­θη­καν από τη νόσο των Μανι­χαί­ων και που είναι εχθροί της αλή­θειας και πολε­μούν την ίδια τη σωτη­ρία τους. Τι λένε λοι­πόν αυτοί; «Θάνα­το, εδώ», λένε, «τίπο­τε άλλο δεν ονο­μά­ζει ο Παύ­λος παρά το να πέσει κανείς σε αμαρ­τία, και ανά­στα­ση το να απαλ­λα­γεί από τις αμαρ­τί­ες». Είδες ότι τίπο­τε δεν είναι ασθε­νέ­στε­ρο από την πλά­νη; Και πως από τα ίδια τα φτε­ρά της αιχ­μα­λω­τί­ζε­ται και δεν χρειά­ζε­ται να την πολε­μή­σει κανείς απέ­ξω, αλλά δια­σκορ­πί­ζε­ται από μόνη της; Πρό­σε­χε λοι­πόν πώς προ­σπα­θού­σαν και αυτοί να δια­φθεί­ρουν τους εαυ­τούς τους με όσα είπαν· διό­τι εάν αυτό είναι θάνα­τος και σώμα δεν ανέ­λα­βε κατά τη γνώ­μη σας ο Χρι­στός, πέθα­νε όμως, τότε κατά τα λεγό­με­νά σας, αμάρ­τη­σε ο Χρι­στός. Εγώ όμως όταν λέω ότι ανέ­λα­βε σώμα, λέω και ότι κατά σάρ­κα πέθα­νε, ενώ εσύ με το να αρνεί­σαι αυτό, θα αναγ­κα­στείς να πεις αυτό που ανέ­φε­ρα πριν. Εάν όμως αμάρ­τη­σε ο Χρι­στός, πώς λέει: «Τίς ξ μν λέγ­χει με περ μαρ­τί­ας;(: Ποιος από σας, εξε­τά­ζον­τας και ελέγ­χον­τας τη ζωή μου, μπο­ρεί να απο­δεί­ξει ότι έχω κάνει έστω και την παρα­μι­κρή αμαρ­τία; Κανείς)»[Ιω.8,46]· και: «ρχε­ται γρ το κόσμου ρχων, κα ν μο οκ χει οδέν(:Έρχε­ται ο σατα­νάς, που εξου­σιά­ζει τον κόσμο που βρί­σκε­ται μακριά από τον Θεό˙ κι έρχε­ται για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει την τελευ­ταία και βιαιό­τε­ρη επί­θε­σή του εναν­τί­ον μου. Αλλά δεν θα βρει σε μένα τίπο­τε το δικό του, το οποίο θα του δίνει κάποια εξου­σία ή κάποιο δικαί­ω­μα επά­νω μου)»[Ιω.14,30]; Και πάλι: «Πρέ­πον στν μν πληρσαι πσαν δικαιο­σύ­νην(:Πρέ­πει να εκπλη­ρώ­σω κάθε εντο­λή του Θεού)» [Ματθ.3,15];

Πώς λοι­πόν πέθα­νε μόνο υπέρ των αμαρ­τω­λών, εάν Αυτός βρι­σκό­ταν σε αμαρ­τία; Διό­τι αυτός που απο­θνή­σκει υπέρ αμαρ­τω­λών, πρέ­πει ο ίδιος να είναι ανα­μάρ­τη­τος· καθό­σον εάν αμαρ­τή­σει και αυτός, πώς θα πεθά­νει για άλλους αμαρ­τω­λούς; Εάν λοι­πόν πέθα­νε υπέρ αμαρ­τιών άλλων, πέθα­νε ανα­μάρ­τη­τος. Εάν πάλι πέθα­νε ανα­μάρ­τη­τος, δεν πέθα­νε τον θάνα­το της αμαρ­τί­ας, διό­τι πώς ήταν δυνα­τόν αφού είναι ανα­μάρ­τη­τος; Αλλά πέθα­νε τον θάνα­το του σώμα­τος. Εάν όμως απέ­θα­νε τον θάνα­το του σώμα­τος, τότε και η ανά­στα­σή Του είναι ανά­στα­ση του σώμα­τος. Για τον λόγο αυτόν και ο Παύ­λος δεν είπε απλώς: «πέθα­νε», αλλά πρό­σθε­σε: «για τις αμαρ­τί­ες μας»· και για να τους βάλει και χωρίς να θέλουν να ομο­λο­γή­σουν τον σωμα­τι­κό θάνα­το, και για να δεί­ξει με αυτό ότι και πριν από τον θάνα­το ήταν ανα­μάρ­τη­τος· διό­τι είναι επό­με­νο ότι αυτός που απο­θνή­σκει για αμαρ­τί­ες άλλων είναι ανα­μάρ­τη­τος.

Και ούτε σε αυτό αρκέ­στη­κε, αλλά πρό­σθε­σε: «κατ τς γραφς(:σύμ­φω­να με όσα προ­φη­τεύ­τη­καν στις Γρα­φές)»· ώστε και με αυτό και αξιό­πι­στο κάνει πάλι τον λόγο, και δηλώ­νει ποιο θάνα­το έλε­γε· διό­τι και οι Γρα­φές τον θάνα­το του σώμα­τος κηρύτ­τουν παν­τού. Διό­τι λέγει: «ρυξαν χεράς μου κα πόδας(:Δια­τρύ­πη­σαν τα χέρια και τα πόδια μου)»[Ψαλμ.21,17]· και: «Κα πιβλέ­ψον­ται πρός με νθ᾿ ν κατωρ­χή­σαν­το κα κόψον­ται π᾿ ατν κοπε­τόν, ς π᾿ γαπητ, κα δυνη­θή­σον­ται δύνην ς π τ πρω­το­τόκ(:Και θα στρέ­ψουν τα βλέμ­μα­τά τους προς Εμέ­να, τον Οποίο ύβρι­σαν, περι­φρό­νη­σαν και χλεύ­α­σαν, και θα θρη­νή­σουν για Εκεί­νον, όπως θρη­νούν και οδύ­ρον­ται με κλαυθ­μούς και μοι­ρο­λό­για για τον θάνα­το αγα­πη­τού υιού. Θα θρη­νή­σουν με οδύ­νη κατε­ξο­χήν μεγά­λη, όμοια με εκεί­νη που δοκι­μά­ζουν για τον θάνα­το πρω­τό­το­κου υιού)» [Ζαχ.12,10].

Και πολ­λά άλλα, για να μην λέμε όλα και το καθέ­να ιδιαι­τέ­ρως, άλλα μεν με λόγια, και άλλα με προ­τυ­πώ­σεις είναι δυνα­τό να δού­με να βρί­σκον­ται στη Γρα­φή αυτά που δηλώ­νουν τη σφα­γή της σαρ­κός και ότι σφα­γιά­στη­κε για τις αμαρ­τί­ες μας. Διό­τι «π τν νομιν το λαο μου(:εξαι­τί­ας των αμαρ­τιών του λαού μου», λέγει, «χθη ες θάνα­τον οδη­γή­θη­κε σε θάνα­το)»[Ησ.53,8] και: «Κα Κύριος παρέ­δω­κεν ατν τας μαρ­τί­αις μν(:ο Κύριος τον παρέ­δω­σε σε παθή­μα­τα και θάνα­το για τις αμαρ­τί­ες μας)» [Ησ. 53,6] και : «Ατς δ τραυ­μα­τί­σθη δι τς μαρ­τί­ας μν κα μεμα­λά­κι­σται δι τς νομί­ας μν (:Αυτός όμως υπέ­μει­νε πλη­γές για τις αμαρ­τί­ες μας και ταλαι­πω­ρή­θη­κε για τις ανο­μί­ες μας)» [Ησ.53,5].

Εάν όμως δεν πεί­θε­σαι στην Παλαιά Δια­θή­κη, άκου­σε τον Ιωάν­νη που φωνά­ζει και φανε­ρώ­νει και τα δύο, και την σφα­γή του σώμα­τος και την αιτία· διό­τι: «δε μνς το Θεο αρων τν μαρ­τί­αν το κόσμου(:Να Eκεί­νος που προ­φή­τευ­σε ο Ησα­ΐ­ας και μας τον απέ­στει­λε ο Θεός για να θυσια­στεί ως αρνί και να σηκώ­σει με τη σφα­γή και τη θυσία Tου ολό­κλη­ρη την αμαρ­τία και την ενο­χή του κόσμου, και έτσι να την εξα­λεί­ψει)» [Ιω.1,29], λέγει· και τον Παύ­λο που λέει: «Τν γρ μ γνόν­τα μαρ­τί­αν πρ μν μαρ­τί­αν ποί­η­σεν, να μες γενώ­με­θα δικαιο­σύ­νη Θεο ν ατ(:Είναι εύκο­λο να συμ­φι­λιω­θεί­τε, διό­τι τον Χρι­στό, ο Οποί­ος δεν γνώ­ρι­σε εκ πεί­ρας αμαρ­τία, Τον άφη­σε ο Θεός να κατα­κρι­θεί ως αμαρ­τω­λός για χάρη μας, για να γίνου­με εμείς δικαιο­σύ­νη Θεού μέσω της ενώ­σε­ώς μας με Αυτόν)» [Β΄Κορ.5,21] · και πάλι: «Χριστς μς ξηγρασεν κ τς κατρας το νμου γενμενος πρ μν κατρα· γγρα­πται γρ· πικατρατος πς κρεμμενος π ξλου(:Ο Χρι­στός μας εξα­γό­ρα­σε από την κατά­ρα του νόμου, και ως λύτρα για την εξα­γο­ρά μας αυτή κατέ­βα­λε το ότι έγι­νε για χάρη δική μας κατα­ρα­μέ­νος. Και έγι­νε κατα­ρα­μέ­νος, διό­τι κρε­μά­στη­κε στον σταυ­ρό· διό­τι είναι γραμ­μέ­νο: Κατα­ρα­μέ­νος να είναι καθέ­νας που κρέ­με­ται και πεθαί­νει επά­νω στο ξύλο)» [Γαλ. 3,13] · και πάλι: «πεκ­δυσμενος τς ρχς κα τς ξουσας δειγμτισεν ν παρ­ρησίᾳ, θριαμ­βεσας ατος ν ατ(:Εκεί στον σταυ­ρό έγδυ­σε τις πονη­ρές αρχές και εξου­σί­ες και τις δια­πόμ­πευ­σε, τις καταν­τρό­πια­σε φανε­ρά μπρο­στά σε όλον τον πνευ­μα­τι­κό κόσμο και έσυ­ρε τους δαί­μο­νες νικη­μέ­νους με θριαμ­βευ­τι­κή πομ­πή. Και το πραγ­μα­το­ποί­η­σε αυτό με τον σταυ­ρό Του, ο οποί­ος έγι­νε για τον Χρι­στό θριαμ­βευ­τι­κό άρμα νικη­τή)» [Κολ. 2,15] · και πάρα πολ­λά άλλα που δηλώ­νουν αυτά που έγι­ναν κατά τη σφα­γή του σώμα­τος για τις αμαρ­τί­ες μας.

Αλλά και ο ίδιος λέγει: «Κα πρ ατν γ γιά­ζω μαυ­τόν, να κα ατο σιν για­σμέ­νοι ν ληθεί(:Και για χάρη τους εγώ αφιέ­ρω­σα τη ζωή μου ολό­κλη­ρη σε σένα και προ­σφέ­ρω και τώρα τον εαυ­τό μου ως θύμα και ιερό σφά­γιο, για να είναι κι αυτοί αγια­σμέ­νοι με τη συμ­με­το­χή τους στη θυσία μου αυτή, αφού πρώ­τα εγκολ­πω­θούν τον λόγο της αλή­θειας)» [Ιω.17,19] · και « ρχων το κόσμου τού­του κέκρι­ται(:Ο άρχον­τας του αμαρ­τω­λού αυτού κόσμου, δηλα­δή ο σατα­νάς, είναι ήδη κατα­δι­κα­σμέ­νος με τον θάνα­τό μου και έχα­σε για πάν­τα την εξου­σία του)» [Ιω.16, 11], και έτσι κάνει φανε­ρό ότι σφα­γιά­στη­κε χωρίς να έχει αμαρ­τία.

«Κα τι τφη(:και ότι εντα­φιά­στη­κε)». Και αυτό επί­σης το απο­δει­κνύ­ει με τα προ­η­γού­με­να· διό­τι αυτό που θάπτε­ται, οπωσ­δή­πο­τε είναι σώμα. Και εδώ δεν προ­σθέ­τει: «σύμ­φω­να με τις Γρα­φές». Βέβαια ανα­φέ­ρε­ται μεν, αλλά δεν προ­σθέ­τει. Για ποιον λόγο; Ή διό­τι ο τάφος ήταν σε όλους γνω­στός και τότε και τώρα ή ότι ετέ­θη και γι΄αυτό το «σύμ­φω­να με τις Γρα­φές». Για­τί λοι­πόν εδώ προ­σθέ­τει: «σύμ­φω­να με τις Γρα­φές» και « τι γγερ­ται τ τρτη μρ κατ τς γραφς (:την τρί­τη ημέ­ρα ανα­στή­θη­κε σύμ­φω­να με τις Γρα­φές)»[Α΄Κορ.15,4] και δεν αρκεί­ται στο προ­η­γού­με­νο που ειπώ­θη­κε κοι­νώς για όλα; Διό­τι και αυτό ήταν άγνω­στο στους πολ­λούς. Γι’ αυτόν τον λόγο και εδώ ανα­φέ­ρει τις Γρα­φές κατό­πιν εμπνεύ­σε­ως, αφού κατα­νόη­σε αυτό το σοφό και θεϊ­κό νόη­μα.

Πώς λοι­πόν κάνει το ίδιο και για τον θάνα­το του Χρι­στού; Καθό­σον και εκεί ο μεν σταυ­ρός ήταν κατα­φα­νής σε όλους και σταυ­ρω­νό­ταν ενώ­πιον όλων, η αιτία όμως δεν ήταν γνω­στή· διό­τι το ότι πέθα­νε μεν, το γνώ­ρι­ζαν όλοι, το ότι όμως έπα­θε αυτό για τις αμαρ­τί­ες όλων των ανθρώ­πων, καθό­λου δεν το γνώ­ρι­ζαν οι πολ­λοί αυτό. Γι΄αυτό ανα­φέ­ρει μαρ­τυ­ρία από τις Γρα­φές.

Όμως αυτό απο­δεί­χτη­κε επαρ­κώς με όσα ειπώ­θη­καν σε μας. Πού λένε όμως οι Γρα­φές ότι εντα­φιά­στη­κε και ότι θα ανα­στη­θεί την τρί­τη ημέ­ρα; Με προ­τύ­πω­ση τον Ιωνά, τον οποίο και ο Ίδιος ο Χρι­στός ανα­φέ­ρει όταν λέγει: «σπερ γρ γένε­το ωνς προ­φή­της ν τ κοι­λί το κήτους τρες μέρας κα τρες νύκτας, οτως σται κα υἱὸς το νθρώ­που ν τ καρ­δί τς γς τρες μέρας κα τρες νύκτας(:Όπως δηλα­δή τότε ο Ιωνάς ήταν τρεις ημέ­ρες και τρεις νύχτες μέσα στη κοι­λιά του κήτους, έτσι θα είναι και ο υιός του ανθρώ­που μέσα στον τάφο και τα βάθη της γης επί τρία μερό­νυ­χτα)» [Ματθ.12,40].

Με την βάτο στην έρη­μο. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή εκεί­νη φλε­γό­ταν και δεν και­γό­ταν, έτσι και το σώμα εκεί­νο πέθα­νε μεν, αλλά δεν κρα­τή­θη­κε από τον θάνα­το αιώ­νια. Αλλά και ο δρά­κον­τας στον Δανι­ήλ αυτό υπαι­νίσ­σε­ται. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή εκεί­νος, αφού έλα­βε την τρο­φή που του έδω­σε ο προ­φή­της, σχί­στη­κε στη μέση, έτσι και ο Άδης αφού κατά­πιε εκεί­νο το σώμα σχί­στη­κε, διό­τι το σώμα Του κατέ­κο­ψε την κοι­λία του και ανα­στή­θη­κε. Εάν όμως θέλεις να ακού­σεις αυτά και με λόγους, αυτά που τα είδες δια των τύπων, άκου­σε τον Ησα­ΐα που λέγει: «Αρεται π τς γς ζω ατο(:Σηκώ­θη­κε βίαια με θάνα­το η ζωή του από τη γη)» [Ησ. 53,8] και «Κύριος βού­λε­ται καθα­ρί­σαι ατν π τς πληγς. ἐὰν δτε περ μαρ­τί­ας, ψυχ μν ψεται σπέρ­μα μακρό­βιον· κα βού­λε­ται Κύριος φελεν π το πόνου τς ψυχς ατο, δεξαι ατ φς κα πλά­σαι τ συνέ­σει, δικαισαι δίκαιον ε δου­λεύ­ον­τα πολ­λος, κα τς μαρ­τί­ας ατν ατς νοί­σει(:Ο Κύριος θέλει να Τον απο­δεί­ξει καθα­ρό και να Τον απαλ­λά­ξει από την επε­νε­χθεί­σα για την ενο­χή των άλλων σε Αυτόν πλη­γή. Εάν προ­σφέ­ρε­τε Αυτόν εξι­λα­στή­ριο θυσία για τις αμαρ­τί­ες σας, η ψυχή σας θα δει τη μακρό­βιο και ατε­λεύ­τη­τη γενεά Του. Και ο Κύριος θέλει να αφαι­ρέ­σει τον πόνο της ψυχής Του, δεί­χνον­τας σε Αυτόν φως και ανα­πλα­στι­κή δύνα­μη συνέ­σε­ως· πρό­κει­ται να απο­δεί­ξει αθώο τον δίκαιο, που δια­κο­νεί καλώς πολ­λούς, και αυτών τις αμαρ­τί­ες Αυτός θα βαστά­σει)» [Ησ. 53, 10–11] · και τον Δαβίδ πριν από τον Ησα­ΐα: «τι οκ γκα­τα­λεί­ψεις τν ψυχήν μου ες δην, οδ δώσεις τν σιόν σου δεν δια­φθο­ράν(:Διό­τι δεν θα εγκα­τα­λεί­ψεις, Κύριε, την ψυχή μου στον Άδη, ώστε να εγκλει­στεί σε αυτόν δια­παν­τός, καθό­σον δεν θα επι­τρέ­ψεις στον εξαι­ρε­τι­κώς αφο­σιω­μέ­νο σε εσέ­να Μεσ­σία να δοκι­μά­σει τη φθο­ρά και την απο­σύν­θε­ση του τάφου)» [Ψαλμ.15,10].

Για τον λόγο αυτόν και ο Παύ­λος σε παρα­πέμ­πει στις Γρα­φές, για να μάθεις ότι αυτά δεν έγι­ναν απλώς και όπως έτυ­χε· διό­τι πώς ήταν δυνα­τόν όταν τόσοι προ­φή­τες περιέ­γρα­ψαν και ανα­κή­ρυ­ξαν αυτά τόσους αιώ­νες πριν γίνουν, και για να μάθεις ακό­μη ότι που­θε­νά η Γρα­φή δεν ονο­μά­ζει τον θάνα­το του Χρι­στού πτώ­ση στην αμαρ­τία, όταν μνη­μο­νεύ­ει τον θάνα­το του δεσπό­τη, αλλά τον θάνα­το και την ταφή και την ανά­στα­ση του σώμα­τος.

«Κα τι φθη Κηφ (:Και ότι εμφα­νί­στη­κε μετά την Ανά­στα­σή Του, στον Κηφά(Πέτρο)». Αμέ­σως ανα­φέ­ρει αυτόν που ήταν περισ­σό­τε­ρο αξιό­πι­στος από όλους. «Ετα τος δδεκα·πει­τα φθη πνω πεν­τα­κοσοις δελ­φος φπαξ, ξ ν ο πλεους μνου­σιν ως ρτι, τινς δ κα κοιμθησαν·πει­τα φθη ᾿Ιακβ, ετα τος ποστλοις πσιν·σχα­τον δ πντων σπε­ρε τ κτρματι φθη κμο(:Κι έπει­τα στους δώδε­κα Απο­στό­λους· έπει­τα εμφα­νί­στη­κε για μια φορά συγ­χρό­νως σε περισ­σό­τε­ρους από πεν­τα­κό­σιους αδελ­φούς, από τους οποί­ους βέβαια μερι­κοί πέθα­ναν, οι περισ­σό­τε­ροι όμως ζουν έως τώρα· έπει­τα εμφα­νί­στη­κε στον Ιάκω­βο, και ύστε­ρα σε όλους τους Απο­στό­λους. Και τελευ­ταία από όλους εμφα­νί­στη­κε και σε μένα, σαν σε έκτρω­μα, σαν έμβρυο δηλα­δή που παρά­και­ρα απο­βλή­θη­κε από την κοι­λιά της μητέ­ρας του)»[Α΄Κορ. 15,5–8].

Επει­δή δηλα­δή ανά­φε­ρε την από­δει­ξη από τις Γρα­φές, προ­σθέ­τει και την εκ των πραγ­μά­των από­δει­ξη και παρου­σιά­ζει ως μάρ­τυ­ρες της ανα­στά­σε­ως μετά από τους προ­φή­τες τους απο­στό­λους και άλλους πιστούς ανθρώ­πους. Εάν όμως ονό­μα­ζε ανά­στα­ση την απαλ­λα­γή από την αμαρ­τία, θα ήταν περιτ­τό να πει ότι παρου­σιά­στη­κε στον τάδε και τον τάδε· διό­τι αυτό πιστο­ποιεί την ανά­στα­ση του σώμα­τος, δεν υπαι­νίσ­σε­ται την απαλ­λα­γή από την αμαρ­τία. Για τον λόγο αυτόν δεν είπε μία φορά το «παρου­σιά­στη­κε», αν και βέβαια ήταν αρκε­τό να πει τη λέξη μία φορά για όλα· τώρα όμως και δύο και τρεις και σε καθέ­να σχε­δόν από όσους είδαν τον Χρι­στό μετά την ανά­στα­ση ανα­φέ­ρει αυτήν. «Διό­τι», λέγει, «παρου­σιά­στη­κε στον Κηφά, παρου­σιά­στη­κε σε περισ­σό­τε­ρους από πεν­τα­κό­σιους αδελ­φούς, παρου­σιά­στη­κε και σε μένα». Και όμως το ευαγ­γέ­λιο λέγει το αντί­θε­το, ότι δηλα­δή πρώ­τα εμφα­νί­στη­κε στη Μαρία. Αλλά στον Κηφά εμφα­νί­στη­κε πρώ­το από τους άντρες, διό­τι αυτός ποθού­σε πάρα πολύ να τον δει.

Και ποιους απο­στό­λους ονο­μά­ζει εδώ δώδε­κα; Διό­τι ο Ματ­θί­ας εξε­λέ­γη μετά την Ανά­λη­ψη, όχι αμέ­σως μετά την ανά­στα­ση. Αλλά είναι πιθα­νό ότι εμφα­νί­στη­κε σε αυτόν μετά από την Ανά­λη­ψη· αφού αυτός ο Από­στο­λος μετά από την Ανά­λη­ψη και κλή­θη­κε και είδε τον Χρι­στό. Για τον λόγο αυτόν δεν ανα­φέ­ρει συγ­κε­κρι­μέ­να τον χρό­νο, αλλά απα­ριθ­μεί γενι­κά και απροσ­διό­ρι­στα τις εμφα­νί­σεις· διό­τι εμφα­νί­στη­κε πολ­λές φορές· γι’αυ­τό ο Ιωάν­νης έλε­γε: «Μετ τατα φανέ­ρω­σεν αυτν πάλιν ησος τος μαθη­τας π τς θαλάσ­σης τς Τιβε­ριά­δος(:Μετά από λίγες μέρες ο Ιησούς εμφα­νί­στη­κε πάλι στους μαθη­τές Του στην λίμνη της Τιβε­ριά­δος)»[Ιω.21,1] και «Τοτο δη τρί­τον φανε­ρώ­θη ησος τος μαθη­τας ατο γερ­θες κ νεκρν(:Αυτή ήταν η τρί­τη μέχρι τότε φορά που φανε­ρώ­θη­κε ο Ιησούς στους μαθη­τές Του συγ­κεν­τρω­μέ­νους, μετά την Ανά­στα­σή Του από τους νεκρούς)» [Ιω.21,14].

«πει­τα φθη πνω πεν­τα­κοσοις δελ­φος φπαξ(:Έπει­τα εμφα­νί­στη­κε για μια φορά συγ­χρό­νως σε περισ­σό­τε­ρους από πεν­τα­κό­σιους αδελ­φούς)»[Α΄Κορ.15,6]. Μερι­κοί λένε ότι με το «πνω» εννο­εί από τους ουρα­νούς· διό­τι δεν εμφα­νί­στη­κε να βαδί­ζει πάνω στη γη, αλλά επά­νω από την κεφα­λή τους· διό­τι ήθε­λε να πιστο­ποι­ή­σει όχι μόνο την Ανά­στα­ση, αλλά και την Ανά­λη­ψη. Άλλοι όμως λένε ότι το «πνω πεν­τα­κοσοις δελ­φος» σημαί­νει περισ­σό­τε­ρους από πεν­τα­κό­σιους· «ξ ν ο πλεους μνου­σιν ως ρτι(:από τους οποί­ους οι περισ­σό­τε­ροι ζουν έως τώρα)»[Α΄Κορ.15,6]. «Αν και διη­γού­μαι δηλα­δή πράγ­μα­τα που έγι­ναν στο παρελ­θόν, έχω μάρ­τυ­ρες που ζουν ακό­μη»· «τινς δ κα κοιμθησαν(:μερι­κοί όμως και κοι­μή­θη­καν)». Δεν είπε «πέθα­ναν», αλλά «κοι­μή­θη­καν», και βεβαιώ­νει πάλι και με αυτή τη λέξη την Ανά­στα­ση.

«πει­τα φθη ᾿Ιακβ(:Έπει­τα εμφα­νί­στη­κε στον Ιάκω­βο)». Εγώ νομί­ζω ότι εννο­εί τον αδελ­φό του· διό­τι λέγε­ται ότι ο ίδιος ο Χρι­στός τον χει­ρο­τό­νη­σε και τον κατέ­στη­σε πρώ­το επί­σκο­πο Ιερο­σο­λύ­μων· «ετα τος ποστλοις πσιν(:και ύστε­ρα σε όλους τους Απο­στό­λους)»· διό­τι υπήρ­χαν και άλλοι από­στο­λοι, όπως οι εβδο­μή­κον­τα.

«σχα­τον δ πντων σπε­ρε τ κτρματι φθη κμο(:Και τελευ­ταία από όλους εμφα­νί­στη­κε και σε μένα, σαν σε έκτρω­μα, σαν έμβρυο δηλα­δή που παρά­και­ρα απο­βλή­θη­κε από την κοι­λιά της μητέ­ρας του)»[Α΄Κορ.15,8]. Αυτός είναι λόγος μεγά­λης μετριο­φρο­σύ­νης. Καθό­σον δεν παρου­σιά­στη­κε τελευ­ταία σε αυτόν επει­δή ήταν πολύ μικρής αξί­ας· διό­τι αν και ονό­μα­σε τον εαυ­τό του τελευ­ταίο, από πολ­λούς που έγι­ναν πριν από αυτόν, μάλ­λον δε από όλους απο­δεί­χτη­κε λαμ­πρό­τε­ρος· αλλά και οι πεν­τα­κό­σιοι αδελ­φοί δεν ήσαν βέβαια καλύ­τε­ροι από τον Ιάκω­βο επει­δή παρου­σιά­στη­κε πρώ­τα σε αυτούς.

Και για­τί δεν παρου­σια­ζό­ταν ο Κύριος σε όλους μαζί; Για να σπεί­ρει από πριν τα σπέρ­μα­τα της πίστε­ως· διό­τι αφού θα τον έβλε­πε ο πρώ­τος και θα πλη­ρο­φο­ρεί­το με από­λυ­τη βεβαιό­τη­τα την ανά­στα­ση, θα ανήγ­γει­λε αυτήν στους άλλους· ύστε­ρα αφού θα έφτα­νε πρώ­τα ο λόγος, θα έκα­νε αυτόν που την άκου­γε να προσ­δο­κεί το μέγα αυτό θαύ­μα και θα προ­ε­τοί­μα­ζε την οδό της εμφα­νί­σε­ως με την πίστη. Για τον λόγο αυτόν ούτε σε όλους μαζί εμφα­νί­στη­κε, ούτε από την αρχή σε όλους, αλλά σε ένα μόνο πρώ­τα και αυτό στον κορυ­φαίο και πιο πιστό από όλους· διό­τι χρεια­ζό­ταν πάρα πολύ πιστή ψυχή για να δεχτεί πρώ­τη αυτήν την εμφά­νι­ση. Διό­τι εκεί­νοι μεν που θα Τον έβλε­παν, αφού πρώ­τα θα άκου­γαν για την ανά­στα­ση από αυτούς που πρώ­τοι Τον είδαν, θα είχαν τη μαρ­τυ­ρία εκεί­νων που θα συν­τε­λού­σε πολύ στο να πιστέ­ψουν και να προ­ε­τοι­μά­σει την ψυχή τους· ο πρώ­τος όμως που θα κατα­ξιω­νό­ταν να Τον δει πρώ­τος, χρεια­ζό­ταν, όπως είπα, πολ­λή πίστη, για να μη φοβη­θεί από το παρά­δο­ξο που θα έβλε­πε. Για τον λόγο αυτόν εμφα­νί­ζε­ται πρώ­τα στον Πέτρο· διό­τι αυτός που ομο­λό­γη­σε πρώ­τος τον Χρι­στό, ήταν εύλο­γο να αξιω­θεί και να δει την ανά­στα­ση.

Δεν εμφα­νί­ζε­ται όμως μόνο για αυτόν τον λόγο πρώ­τα στον Πέτρο, αλλά και επει­δή τον είχε αρνη­θεί, για να τον παρη­γο­ρή­σει και να τον πεί­σει ότι δεν πρέ­πει να απελ­πι­στεί γι΄αυτό, τον αξί­ω­σε να δει πρώ­τος αυτήν την εμφά­νι­ση, και πρώ­τα σε αυτόν παρέ­δω­κε ως πρό­βα­τα τους πιστούς. Για τον λόγο αυτόν και σε γυναί­κες παρου­σιά­στη­κε πρώ­τα, επει­δή το φύλο των γυναι­κών υπο­τι­μή­θη­κε· γι΄αυτό και στη Γέν­νη­ση και στην Ανά­στα­ση του Χρι­στού γυναί­κα πρώ­τη αισθά­νε­ται αυτή τη χάρη. Ύστε­ρα δε από τον Πέτρο εμφα­νί­ζε­ται και ιδιαι­τέ­ρως στον καθέ­να, και άλλο­τε μεν σε λιγό­τε­ρους, άλλο­τε δε σε περισ­σό­τε­ρους και κάνει αυτούς μάρ­τυ­ρες και διδα­σκά­λους μετα­ξύ τους και απο­δει­κνύ­ει τους απο­στό­λους αξιό­πι­στους σε όσα έλε­γαν.

«σχα­τον δ πντων σπε­ρε τ κτρματι φθη κμο(:Και τελευ­ταία από όλους εμφα­νί­στη­κε και σε μένα, σαν σε έκτρω­μα, σαν έμβρυο δηλα­δή που παρά­και­ρα απο­βλή­θη­κε από την κοι­λιά της μητέ­ρας του)»[Α΄Κορ. 15,8]. Τι θέση έχουν εδώ οι λόγοι ταπει­νο­φρο­σύ­νης ή με ποια ευκαι­ρία ειπώ­θη­καν; Διό­τι εάν θέλει να εμφα­νι­στεί ως αξιό­πι­στος και να απα­ριθ­μή­σει όλους τους μάρ­τυ­ρες της Ανα­στά­σε­ως, τότε κάνει το αντί­θε­το από αυτό που θέλει· έπρε­πε δηλα­δή να εξυ­ψώ­σει τον εαυ­τό του και να δεί­ξει ότι είναι μέγας, πράγ­μα που κάνει σε πολ­λά σημεία όταν το καλεί η περί­στα­ση. Γι΄αυτό λοι­πόν και παρου­σιά­ζε­ται μετριό­φρο­νας εδώ, επει­δή αυτό πρό­κει­ται να κάνει· όχι ευθέ­ως όμως, αλλά με τη σύνε­ση που αρμό­ζει σε αυτόν. Αφού προ­η­γου­μέ­νως δηλα­δή έδει­ξε μετριο­φρο­σύ­νη και συγ­κέν­τρω­σε για τον εαυ­τό του πολ­λές κατη­γο­ρί­ες, όταν έρχε­ται η κατάλ­λη­λη στιγ­μή πλέ­ον, τότε επαι­νεί τα δικά του έργα.

Για ποιον λόγο, άρα­γε; Για να γίνει περισ­σό­τε­ρο εύκο­λα παρα­δε­κτός ο λόγος όταν λέει εκεί­νο το «περισστερον ατν πντων κοπασα(:περισ­σό­τε­ρο από όλους αυτούς εκο­πί­α­σα)»[Α’ Κορ.15,10], και όσα ακο­λου­θούν, αλλά χωρίς να λεχτεί από πριν. Γι΄αυτό και όταν γρά­φει στον Τιμό­θεο και πρό­κει­ται να πει μεγά­λα για τον εαυ­τό του, και μάλι­στα όταν καλεί ως μάρ­τυ­ρα τον εαυ­τό του, ντρέ­πε­ται και κοκ­κι­νί­ζει. Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν και αυτός ο μακά­ριος πρώ­τα ελε­ει­νο­λο­γεί τον εαυ­τό του και ύστε­ρα τον επαι­νεί. Και αυτό το κάνει και για να απαλ­λα­γεί από το βαρύ φορ­τίο της περιαυ­το­λο­γί­ας και για να κάνει με αυτόν τον τρό­πο αξιό­πι­στα αυτά που θα ειπω­θούν μετά από αυτά· διό­τι αυτός που λέγει με ειλι­κρί­νεια αυτά που είναι άξια κατη­γο­ρί­ας και δεν απο­κρύ­πτει τίπο­τε από αυτά, όπως ότι κατε­δί­ω­ξε την εκκλη­σία, ότι πολέ­μη­σε την πίστη, απαλ­λάσ­σει έτσι από κάθε υπο­ψία και εκεί­να που τον τιμούν.

Και πρό­σε­χε υπερ­βο­λι­κή ταπει­νο­φρο­σύ­νη. Αφού είπε δηλα­δή: «σχα­τον δ πντων φθη κμο(:Και τελευ­ταία από όλους εμφα­νί­στη­κε και σε μένα)»[Α΄Κορ.15,8], δεν αρκέ­στη­κε σε αυτό· διό­τι «Πολ­λο δ σον­ται πρτοι σχα­τοι(:Πολ­λοί μάλι­στα που είναι στον κόσμο αυτό πρώ­τοι, θα είναι στον άλλο κόσμο τελευ­ταί­οι)», λέγει, «κα σχα­τοι πρτοι (:και πολ­λοί τελευ­ταί­οι θα είναι εκεί πρώ­τοι)» [Ματθ.19,30]. Γι΄αυτό πρό­σθε­σε «σπε­ρε τ κτρματι(:σαν σε έκτρω­μα, σαν έμβρυο δηλα­δή που παρά­και­ρα απο­βλή­θη­κε από την κοι­λιά της μητέ­ρας του)». Και ούτε εδώ στα­μά­τη­σε, αλλά προ­σθέ­τει και τη δική του κρί­ση και την αιτιο­λο­γεί με τους λόγους: «γ γρ εμι λχιστος τν ποστλων, ς οκ εμ κανς καλεσθαι πστο­λος, διτι δωξα τν κκλησαν το Θεο(: Διό­τι εγώ είμαι ο ελά­χι­στος, ο κατώ­τε­ρος απ΄ όλους τους Απο­στό­λους, που δεν είμαι άξιος να ονο­μά­ζο­μαι Από­στο­λος, διό­τι κατε­δί­ω­ξα την εκκλη­σία του Θεού)»[ Α΄Κορ. 15,9]. Και δεν είπε από τους Δώδε­κα μόνο, αλλά και από όλους τους άλλους από­στο­λους. Αυτά λοι­πόν τα έλε­γε και από μετριο­πά­θεια και διό­τι έτσι αισθα­νό­ταν, όπως είπα, και επει­δή προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν και έκα­νε περισ­σό­τε­ρο εύκο­λα παρα­δε­κτό αυτό που επρό­κει­το να πει. Διό­τι, εάν μεν παρέ­λει­πε αυτά και έλε­γε «Πρέ­πει να με πιστέ­ψε­τε ότι ανα­στή­θη­κε ο Χρι­στός, διό­τι Τον είδα και είμαι πιο αξιό­πι­στος από όλους, επει­δή κοπί­α­σα περισ­σό­τε­ρο από όλους», θα προ­κα­λού­σε ενό­χλη­ση αυτό σε εκεί­νους που τον άκου­γαν· τώρα όμως αφού προ­η­γου­μέ­νως στά­θη­κε σε αυτά που προ­κα­λούν ταπεί­νω­ση και περιέ­χουν κατη­γο­ρία, και την τρα­χύ­τη­τα από όσα πρό­κει­ται να πει εξα­λεί­φει και προ­ε­τοί­μα­σε την οδό για να πιστέ­ψουν στη μαρ­τυ­ρία του. Για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς δεν λέει τυχαία ότι είναι ελά­χι­στος και ανά­ξιος του ονό­μα­τος των απο­στό­λων, αλλά θέτει και την αιτία με τους λόγους: «διό­τι κατε­δί­ω­ξα την εκκλη­σία του Θεού».

Και όμως όλα εκεί­να συγ­χω­ρή­θη­καν, αλλά αυτός ποτέ δεν το λησμο­νεί, όταν θέλει να δεί­ξει το μέγε­θος της χάρι­τος. Για τον λόγο αυτόν και προ­σθέ­τει τους λόγους. «Χριτι δ Θεο εμι εμι (:Με την χάρη του Θεού όμως είμαι ό,τι είμαι τώρα, δηλα­δή Από­στο­λος ίσος με τους άλλους)»[Α΄Κορ.15,10]. Είδες πάλι άλλη εκδή­λω­ση υπερ­βο­λι­κής ταπει­νο­φρο­σύ­νης; Τα μεν ελατ­τώ­μα­τα δηλα­δή στον εαυ­τό του απο­δί­δει· ενώ από τα κατορ­θώ­μα­τα κανέ­να, αλλά τα απο­δί­δει όλα στον Θεό.

Στην συνέ­χεια, για να μην κάνει τον ακρο­α­τή αμε­λή με αυτό, λέγει: «Κα χρις ατο ες μ ο κεν γενθη (:Και η χάρις που μου έδω­σε ο Κύριος δεν έμει­νε άκαρ­πη και χωρίς απο­τέ­λε­σμα)»[Α΄Κορ.15,10]. Και αυτό πάλι με μετριο­πά­θεια. Διό­τι δεν είπε ότι «κατέ­βα­λα προ­σπά­θεια αντά­ξια της χάρι­τος», αλλά ότι δεν έμει­νε χωρίς απο­τέ­λε­σμα· «λλ περισστερον ατν πντων κοπασα(:αλλά περισ­σό­τε­ρο από όλους αυτούς κοπί­α­σα)». Δεν είπε: «τιμή­θη­κα», αλλά «κοπί­α­σα», και ενώ μπο­ρού­σε να πει για κιν­δύ­νους και θανά­τους, με την λέξη «κόπος», πάλι μετριά­ζει αυτό που είπε. Ύστε­ρα πάλι με τη συνή­θη του ταπει­νο­φρο­σύ­νη, προ­σπέ­ρα­σε ταχέ­ως και αυτό και απέ­δω­σε το παν στον Θεό με τα λόγια: «Οκ γ δ, λλ᾿ χρις το Θεο σν μο(:Και το έργο μάλι­στα αυτό δεν το εργά­στη­κα εγώ, αλλά η χάρις του Θεού που είναι μαζί μου και με ενι­σχύ­ει)»[Α΄Κορ.15,10]. Τι θα ήταν περισ­σό­τε­ρο αξιο­θαύ­μα­στο από αυτή την ψυχή; Διό­τι αφού με τόσα εξα­φά­νι­σε τον εαυ­τό του από ταπεί­νω­ση και είπε ένα μόνο πράγ­μα τιμη­τι­κό για τον εαυ­τό του, ούτε αυτό λέγει ότι είναι δικό του, αφού το περι­κό­πτει από παν­τού και το μετριά­ζει, και από όσα είπε πριν, και από όσα είπε μετά από αυτόν τον τιμη­τι­κό λόγο, και αυτό παρά το ότι αναγ­κά­στη­κε να το πει. Πρό­σε­χε δε πώς με αφθο­νία λέγει λόγους ταπει­νο­φρο­σύ­νης. Διό­τι «σχα­τον δ πντων φθη κμοί(:τελευ­ταία από όλους εμφα­νί­στη­κε και σε μένα)», λέγει· γι΄αυτό κανέ­να άλλο δεν θέτει μαζί με τον εαυ­τό του· και «σπε­ρε τ κτρματι(:σαν σε έκτρω­μα, σαν έμβρυο δηλα­δή που παρά­και­ρα απο­βλή­θη­κε από την κοι­λιά της μητέ­ρας του)» και λέγει ότι αυτός είναι ο ελά­χι­στος από τους απο­στό­λους και ούτε αυτού του τίτλου άξιος.

Και ούτε σε αυτά αρκέ­στη­κε, αλλά για να μην θεω­ρη­θεί ότι μόνο στους λόγους ταπει­νο­φρο­νεί, εκθέ­τει και αιτί­ες και απο­δεί­ξεις των λόγων του, και για το ότι μεν είδε τελευ­ταί­ος τον Ιησού ως αιτία λέγει ότι είναι έκτρω­μα, για το ότι δε είναι ανά­ξιος και να λέγε­ται από­στο­λος, το ότι κατα­δί­ω­κε την εκκλη­σία. Διό­τι αυτός μεν που ταπει­νο­φρο­νεί μόνο με τα λόγια, δεν το κάνει αυτό· ενώ αυτός που ανα­φέ­ρει και τους λόγους της ταπει­νό­τη­τάς του, λέγει τα πάν­τα με συν­τε­τριμ­μέ­νη ψυχή. Για τον λόγο αυτόν και αλλού μνη­μο­νεύ­ει τα ίδια όταν λέει: «Κα χάριν χω τ νδυ­να­μώ­σαν­τί με Χριστ ησο τ Κυρί μν, τι πιστόν με γήσα­το, θέμε­νος ες δια­κο­νί­αν, τν πρό­τε­ρον ντα βλά­σφη­μον κα διώ­κτην καί βρι­στήν(:Και ευχα­ρι­στώ τον Ιησού Χρι­στό τον Κύριό μας, ο οποί­ος με ενί­σχυ­σε. Τον ευχα­ρι­στώ, διό­τι με έκρι­νε άξιο της εμπι­στο­σύ­νης Του και με έθε­σε στη δια­κο­νία του Ευαγ­γε­λί­ου, εμέ­να που ήμουν πρω­τύ­τε­ρα βλά­σφη­μος και διώ­κτης και υβρι­στής της Εκκλη­σί­ας Του)»[Α΄Τιμ. 1,12–13].

Για ποιον λόγο όμως είπε και αυτόν τον τιμη­τι­κό για τον εαυ­τό του λόγο, δηλα­δή το «περισ­σό­τε­ρο από αυτούς κοπί­α­σα»; Έβλε­πε ότι τον εξα­νάγ­κα­ζε η περί­στα­ση· διό­τι εάν δεν έλε­γε αυτό, πώς θα μπο­ρού­σε να καλεί τον εαυ­τό του ως μάρ­τυ­ρα χωρίς δισταγ­μό και να τον συγ­κα­τα­λέ­γει μαζί με τους άλλους και να λέγει: «Ετε ον γ ετε κενοι, οτω κηρσσο­μεν(:Αφού λοι­πόν και στους άλλους Απο­στό­λους και σε μένα εμφα­νί­στη­κε ο Κύριος, και όλοι από Εκεί­νον ανα­δει­χτή­κα­με Από­στο­λοί Του, είτε εγώ ασκώ το απο­στο­λι­κό έργο, είτε εκεί­νοι, με τον ίδιο τρό­πο και το ίδιο Ευαγ­γέ­λιο κηρύτ­του­με όλοι)»[Α΄Κορ.15,11]. Διό­τι ο μάρ­τυ­ρας πρέ­πει να είναι αξιό­πι­στος και να τον έχουν σε υπό­λη­ψη. Και το με ποιον τρό­πο εκο­πί­α­σε περισ­σό­τε­ρο από αυτούς, το έδει­ξε παρα­πά­νω όταν έλε­γε: «Μ οκ χομεν ξου­σί­αν φαγεν κα πιεν, ς κα ο λοι­πο πόστο­λοι(:Δεν έχου­με και εγώ και οι συνερ­γά­τες μου δικαί­ω­μα να φάμε και να πιού­με αυτά που μας προ­σφέ­ρουν οι μαθη­τές μας, όπως έχουν και οι υπό­λοι­ποι από­στο­λοι;)»[Α΄Κορ.9,4–5] · και πάλι: «γενό­μην τος νόμοις ς νομος(:Στους εθνι­κούς που δεν είχαν νόμο όπως οι Ιου­δαί­οι, για να κερ­δί­σω αυτούς που δεν είχαν νόμο, συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κα σαν άνο­μος, μολο­νό­τι δεν διέ­πρα­ξα καμία ανο­μία ενώ­πιον του Θεού, αλλά ζω σύμ­φω­να με τον νόμο ενώ­πιον του Χρι­στού)» [Α΄Κορ.9,21]. Διό­τι όπου έπρε­πε να επι­δεί­ξει ακρί­βεια, υπε­ρέ­βαι­νε τους πάν­τες, όπου όμως έπρε­πε να δεί­ξει συγ­κα­τά­βα­ση, πάλι την ίδια υπερ­βο­λή έδει­χνε. Μερι­κοί δε λένε ότι το ότι απε­στά­λη στα έθνη σημαί­νει και ότι επι­σκέ­φτη­κε το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της οικου­μέ­νης· από όπου γίνε­ται φανε­ρό ότι και περισ­σό­τε­ρης χάρι­τος αξιώ­θη­κε. Διό­τι εάν κοπί­α­σε περισ­σό­τε­ρο, περισ­σό­τε­ρη ήταν και η χάρη· αξιώ­θη­κε δε περισ­σό­τε­ρης χάρι­τος επει­δή και έδει­ξε μεγα­λύ­τε­ρο ζήλο. Είδες πως ακό­μη και με αυτά που μάχε­ται και βιά­ζει τον εαυ­τό του για να κρύ­ψει αυτά που τον τιμούν, απο­δει­κνύ­ε­ται ότι ήταν πρώ­τος από όλους;

Αυτά αφού ακού­σα­με και εμείς, τα μεν ελατ­τώ­μα­τά μας ας τα κοι­νο­ποιού­με για να ταπει­νο­φρο­νού­με, ενώ τα κατορ­θώ­μα­τα ας τα απο­σιω­πού­με· και αν μας εξα­ναγ­κά­ζει η περί­στα­ση, ας τα λέμε του­λά­χι­στον με μετριο­φρο­σύ­νη και ας απο­δί­δου­με το παν στην Χάρη του Θεού· αυτό λοι­πόν κάνει και ο Παύ­λος, αφού στιγ­μα­τί­ζει συνε­χώς την προ­η­γού­με­νή του ζωή, ενώ αυτά απο­δί­δει στην Χάρη, για να δεί­ξει παν­τού την φιλαν­θρω­πία του Θεού, στο ότι δηλα­δή, ενώ ήταν τέτοιος, τον έσω­σε, και αφού τον έσω­σε πάλι τον έκα­νε τέτοιο. Κανείς λοι­πόν, από όσους βρί­σκον­ται στην κακία, ας μην απελ­πί­ζε­ται, κανείς από τους ενα­ρέ­τους ας μην επα­να­παύ­ε­ται, αλλά και εκεί­νος ας έχει φόβο μήπως πέσει, και αυτός ας είναι πρό­θυ­μος. Δηλα­δή ούτε μπο­ρεί να μένει κανείς στην αρε­τή εάν είναι ράθυ­μος, ούτε αυτός που κατα­βάλ­λει προ­σπά­θεια είναι δυνα­τόν να μην απο­φύ­γει την κακία.

Και παρά­δειγ­μα γι’ αυτά και τα δύο είναι ο μακά­ριος Δαβίδ, ο οποί­ος όταν για λίγο χαλά­ρω­σε την προ­σο­χή, έπε­σε σε μέγα βάρα­θρο, και όταν μετα­νόη­σε με συν­τρι­βή και κατά­νυ­ξη επα­νήλ­θε στο προ­η­γού­με­νο ύψος· διό­τι και τα δύο είναι εξί­σου κακά και το να απελ­πί­ζε­ται και το να αμε­λεί κανείς· διό­τι το μεν ένα καταρ­ρί­πτει ταχέ­ως και από αυτήν την κορυ­φή του ουρα­νού, το δε άλλο δεν αφή­νει τον άνθρω­πο να ανορ­θω­θεί. Γι΄αυτό προς εκεί­νον μεν έλε­γε ο Παύ­λος: « δοκν στά­ναι βλε­πέ­τω μ πέσ(:Όποιος έχει την ιδέα ότι στέ­κε­ται καλά στα πόδια του, ας προ­σέ­χει μην πέσει)» [Α΄Κορ.10,12]· σε αυτόν δε: «Σήμε­ρον, ἐὰν τς φωνς ατο κού­ση­τε, μ σκλη­ρύ­νη­τε τς καρ­δί­ας μν(: Σήμε­ρα, οπό­τε ο Θεός απευ­θύ­νε­ται προς τον καθέ­να μας και μας προ­σκα­λεί στην σωτη­ρία, μακά­ρι να ακού­σε­τε την πατρι­κή φωνή Του, η οποία λέει: ’’Μην κάνε­τε με την απεί­θεια σκλη­ρές και ανυ­πό­τα­κτες τις καρ­διές σας’’)» [Ψαλμ. 94, 8]· και πάλι: «Τς παρει­μέ­νας χερας κα τ παρα­λε­λυ­μέ­να γόνα­τα νορ­θώ­σα­τε(:Σηκώ­στε ψηλά τα χέρια σας που είναι πεσμέ­να κάτω και στε­ρε­ώ­στε όρθια τα παρα­λυ­μέ­να γόνα­τά σας˙ πάρ­τε θάρ­ρος και δύνα­μη)»[Εβρ.12,12]. Αλλά και αυτόν που πόρ­νευ­σε, όταν μετα­νόη­σε, γι΄αυτό τον δέχε­ται πάλι ταχέ­ως, «μήπως τ περισ­σο­τέρ λύπ κατα­ποθ τοιοτος(:μήπως ο άνθρω­πος τέτοιας δια­γω­γής εξαι­τί­ας της υπερ­βο­λι­κής λύπης του απελ­πι­στεί και τον κατα­πιεί ο διά­βο­λος)» [Β΄Κορ.2,7].

Για­τί, λοι­πόν, στε­νο­χω­ριέ­σαι, άνθρω­πε, για τα άλλα; Αφού, εάν στη λύπη για τις αμαρ­τί­ες, που μόνο γι’ αυτές είναι χρή­σι­μη η λύπη, η υπερ­βο­λή επι­φέ­ρει μεγά­λη ζημία, πολύ περισ­σό­τε­ρο στα άλλα. Για­τί λοι­πόν στε­νο­χω­ρεί­σαι; Διό­τι έχα­σες χρή­μα­τα; Αλλά σκέ­ψου αυτούς που ούτε ψωμί χορ­ταί­νουν και αμέ­σως θα παρη­γο­ρη­θείς. Αλλά και σε κάθε δυστυ­χία μην θρη­νείς αυτά που συμ­βαί­νουν, αλλά να ευχα­ρι­στείς για τις συμ­φο­ρές που δεν συνέ­βη­σαν. Απέ­κτη­σες χρή­μα­τα και τα έχα­σες; Μην δακρύ­σεις για την ζημία, αλλά ευχα­ρί­στη­σε για τον χρό­νο κατά τον οποίο τα είχες ωφε­λη­θεί. Είπε όπως ο Ιώβ: «Ε τ γαθ δεξά­με­θα κ χειρς Κυρί­ου, τ κακ οχ ποί­σο­μεν;(: Εάν δεχτή­κα­με ευχα­ρί­στως τα αγα­θά από τον Κύριο, τα πικρά δεν θα τα υπο­μεί­νου­με;)» [Ιώβ 2,10]. Μαζί με αυτό δε να σκέ­πτε­σαι και εκεί­νο, ότι και αν έχα­σες χρή­μα­τα, όμως έχεις το σώμα σου υγιές και δεν θρη­νείς μαζί με την πτω­χεία και την ανα­πη­ρία του σώμα­τος. Αλλά υπέ­στη κάποια βλά­βη και το σώμα σου; Δεν είναι όμως αυτός ο βυθός των ανθρω­πί­νων κακών, αλλά στο μέσο της επι­φα­νεί­ας και του βυθού βρί­σκε­σαι ακό­μη. Διό­τι πολ­λοί μαζί με πτω­χεία και σωμα­τι­κή ανα­πη­ρία παλεύ­ουν συγ­χρό­νως και με δαί­μο­νες και περι­πλα­νών­ται σε ερή­μους· άλλοι πάλι υπο­φέ­ρουν άλλα φοβε­ρό­τε­ρα από αυτά. Είθε λοι­πόν να μη συμ­βούν όλα όσα μπο­ρού­με να υπο­μεί­νου­με.

Αυτά λοι­πόν σκε­πτό­με­νος πάν­το­τε, να ανα­λο­γί­ζε­σαι αυτούς που πάσχουν φοβε­ρό­τε­ρα και για κανέ­να από αυτά να μην στε­νο­χω­ριέ­σαι· αλλά όταν αμαρ­τή­σεις, τότε μόνο να στε­νά­ξεις, τότε να δακρύ­σεις· όχι μόνο δεν εμπο­δί­ζω, αλλά μάλ­λον και προ­τρέ­πω· αλλά και τότε με μέτρο, με την σκέ­ψη ότι υπάρ­χει επι­στρο­φή, ότι υπάρ­χει συν­διαλ­λα­γή με τον Θεό. Αλλά βλέ­πεις άλλους να ζουν με πλού­το και ανέ­σεις, ενώ τον εαυ­τό σου με πτω­χεία, και άλλον με φαν­τα­χτε­ρά ενδύ­μα­τα και δόξα; Μην βλέ­πεις όμως μόνο αυτά, αλλά και τα λυπη­ρά που γεν­νών­ται από αυτά. Και στην φτώ­χεια επί­σης όχι μόνο την φτώ­χεια, αλλά να σκέ­πτε­σαι και την γλυ­κύ­τη­τα που προ­έρ­χε­ται από αυτήν. Διό­τι ο πλού­τος το μεν προ­σω­πείο έχει ευχά­ρι­στο, αλλά τα μέσα του είναι τελεί­ως σκο­τει­νά, ενώ η φτώ­χεια το αντί­θε­το. Και εάν φανε­ρώ­σεις την συνεί­δη­ση του καθε­νός, στην μεν ψυχή του φτω­χού θα δεις πολ­λή την άνε­ση και την ελευ­θε­ρία, ενώ στην ψυχή του πλου­σί­ου συγ­χύ­σεις, ταρα­χές, δυσκο­λί­ες. Εάν όμως στε­νο­χω­ριέ­σαι που τον βλέ­πεις να πλου­τί­ζει και εκεί­νος περισ­σό­τε­ρο από εσέ­να να στε­νο­χω­ριέ­ται όταν βλέ­πει αυτόν που είναι πλου­σιό­τε­ρος από εκεί­νον· και όπως εσύ φοβά­σαι αυτόν, έτσι και εκεί­νος άλλον και σε τίπο­τε δεν πλε­ο­νε­κτεί από εσέ­να ως προς αυτό.

Αλλά στε­νο­χω­ριέ­σαι επει­δή βλέ­πεις τον άλλον να είναι άρχον­τας, ενώ εσύ ασή­μαν­τος, κατώ­τε­ρος και από τους πολί­τες που διοι­κούν­ται; Αλλά σκέ­ψου και την ημέ­ρα της αλλα­γής, και πριν από εκεί­νη την ημέ­ρα τους φόβους, τους κιν­δύ­νους, τους κόπους, τις απα­τη­λές κολα­κεί­ες, τις αγρυ­πνί­ες, τις ταλαι­πω­ρί­ες όλες. Και αυτά λέμε σε εκεί­νους που δεν θέλουν να ζουν και να σκέ­πτον­ται βαθύ­τε­ρα· διό­τι, εάν γνω­ρί­σεις αυτό, από άλλα σημαν­τι­κό­τε­ρα μπο­ρού­με να σε παρη­γο­ρή­σου­με· τώρα όμως είναι ανάγ­κη να ομι­λού­με σε εσέ­να για τα χον­δρο­ει­δέ­στε­ρα. Όταν, λοι­πόν, δεις πλού­σιο, σκέ­ψου αυτόν που είναι από εκεί­νον πλου­σιό­τε­ρος και θα δεις αυτόν στην ίδια θλί­ψη με τη δική σου. Μαζί με αυτόν δε πρό­σε­χε και τον πτω­χό­τε­ρο από εσέ­να και πόσοι απε­βί­ω­σαν μέσα σε πεί­να και έχα­σαν τις πατρι­κές τους περιου­σί­ες και ζουν σε φυλα­κή και εύχον­ται κάθε ημέ­ρα να απο­θά­νουν. Διό­τι ούτε η πτω­χεία γεν­νά θλί­ψη, ούτε ευτυ­χία ο πλού­τος, αλλά και το ένα και το άλλο συνή­θως η σκέ­ψη μας το δημιουρ­γεί.

Πρό­σε­χε δε όταν αρχί­ζεις από εκεί­νους που είναι κατώ­τε­ροί σου. Αυτός που καθα­ρί­ζει ακα­θαρ­σί­ες δυσφο­ρεί και υπο­φέ­ρει διό­τι δεν απαλ­λάσ­σε­ται από αυτό το άθλιο και αξιο­κα­τη­γό­ρη­το, όπως νομί­ζει, επάγ­γελ­μα· αλλά αν τον απαλ­λά­ξεις από αυτά και τον κάνεις να κερ­δί­ζει με ευπο­ρία τα προς το ζην, θα δυσφο­ρή­σει πάλι διό­τι δεν έχει περισ­σό­τε­ρα από τα αναγ­καία· και εάν του δώσεις περισ­σό­τε­ρα, θα θελή­σει πάλι να διπλα­σια­στούν αυτά και θα στε­νο­χω­ρη­θεί γι’ αυτά, όχι λιγό­τε­ρο από όσο προ­η­γου­μέ­νως· και εάν του δώσεις διπλά­σια, και εάν του δώσεις τρι­πλά­σια πάλι θα στε­νο­χω­ρη­θεί διό­τι δεν δια­κρί­νε­ται στην πολι­τι­κή· και αν του δώσεις και αυτό, θα θεω­ρή­σει δυστυ­χή τον εαυ­τό του, διό­τι δεν είναι από τους πρώ­τους μετα­ξύ των πολι­τών· αλλά και όταν απο­κτή­σει και αυτήν την τιμή, θα θρη­νή­σει διό­τι δεν διοι­κεί· και όταν γίνει διοι­κη­τής, θα δυσα­να­σχε­τή­σει διό­τι δεν κυβερ­νά έθνος ολό­κλη­ρο· όταν δε κυβερ­νή­σει και έθνος ολό­κλη­ρο, διό­τι δεν εξου­σιά­ζει πολ­λά έθνη· όταν εξου­σιά­σει πολ­λά έθνη, διό­τι δεν τα εξου­σιά­ζει όλα· όταν γίνει υπαρ­χη­γός, θα λυπη­θεί πάλι διό­τι δεν είναι και βασι­λέ­ας· και εάν γίνει βασι­λέ­ας, διό­τι δεν είναι ο μόνος· και αν είναι μόνος, διό­τι δεν βασι­λεύ­ει και στους βαρ­βά­ρους· και εάν βασι­λεύ­σει στους βαρ­βά­ρους, διό­τι δεν βασι­λεύ­ει και σε όλη την οικου­μέ­νη· και εάν βασι­λεύ­σει σε όλη την οικου­μέ­νη, για­τί να μη βασι­λεύ­ει και σε άλλο κόσμο; Και έτσι καθώς προ­χω­ρεί επ’ άπει­ρον ο λογι­σμός, δεν τον αφή­νει ποτέ να σκε­φτεί και να κρί­νει με ορθό τρό­πο.

Είδες πως και αν ακό­μη τον κάνεις από ασή­μαν­το και πτω­χό, βασι­λέα, δεν εξα­φα­νί­ζεις την λύπη εάν προ­η­γου­μέ­νως δεν διορ­θώ­σεις σε αυτόν που αγα­πά την πλε­ο­νε­ξία; Έλα λοι­πόν και θα σου δεί­ξω το αντί­θε­το, ότι δηλα­δή και αν από τα υψη­λά κατα­βι­βά­σεις στα κατώ­τε­ρα αυτόν που έχει σύνε­ση, δεν θα τον ρίξεις σε στε­νο­χώ­ρια και λύπη. Και εάν θέλεις, την ίδια κλί­μα­κα ας κατέ­βου­με και τον υπαρ­χη­γό, με τον λόγο αφού τον κατε­βά­σεις από τον θρό­νο, στέ­ρη­σέ τον από αυτό το αξί­ω­μα. Λοι­πόν καθό­λου δεν θα στε­νο­χω­ρη­θεί αυτός από αυτό, εάν θέλει να κατα­νο­ή­σει αυτά που είπα. Διό­τι δεν θα σκε­φτεί αυτά που του αφαι­ρέ­θη­καν, αλλά αυτά που έχει τώρα, την δόξα δηλα­δή από την εξου­σία που είχε. Κι αν αφαι­ρέ­σεις και αυτήν, θα σκε­φτεί τους απλούς και ασή­μους ανθρώ­πους, οι οποί­οι ποτέ δεν έλα­βαν τέτοια εξου­σία και θα του αρκέ­σει ο πλού­τος του· αν όμως αφαι­ρέ­σεις και αυτόν, θα δει αυτούς που έχουν τα ίσα με αυτόν· αν πάλι αφαι­ρέ­σεις και αυτά και του δώσεις μόνο την αναγ­καία τρο­φή, θα μπο­ρέ­σει να σκε­φθεί αυτούς που ούτε τρο­φή έχουν, αλλά παλεύ­ουν με διαρ­κή πεί­να και κατοι­κούν σε φυλα­κή. Εάν πάλι προ­σθέ­σεις στη φυλα­κή και αυτούς που πάσχουν από ανί­α­τα νοσή­μα­τα, σκε­πτό­με­νος αυτούς που βρί­σκον­ται σε αθε­ρά­πευ­τες δυστυ­χί­ες, θα δει τον εαυ­τό του να είναι καλύ­τε­ρος σε πολ­λά. Και όπως εκεί­νος που καθα­ρί­ζει ακα­θαρ­σί­ες ούτε όταν γίνει βασι­λιάς θα ευθυ­μή­σει, έτσι αυτός ούτε όταν φυλα­κι­στεί, θα στε­νο­χω­ρη­θεί ποτέ.

Άρα δεν είναι ο πλού­τος αιτία ευτυ­χί­ας, ούτε η φτώ­χεια αιτία δυστυ­χί­ας, αλλά η δική μας γνώ­μη και το ότι οι οφθαλ­μοί της ψυχής μας δεν είναι καθα­ροί, ούτε στε­κό­μα­στε κάπου και μένου­με εκεί, αλλά πετού­με απε­ριό­ρι­στα. Και όπως τα μεν υγιή σώμα­τα και αν ακό­μη τρέ­φον­ται μόνο με ψωμί, είναι εύρω­στα και σφρι­γη­λά, ενώ τα φιλά­σθε­να, και αν ακό­μη απο­λαμ­βά­νουν πλού­σια και με ποι­κί­λα φαγη­τά τρά­πε­ζα, τόσο περισ­σό­τε­ρο ασθε­νή γίνον­ται, έτσι συμ­βαί­νει συνή­θως και με την ψυχή· οι μεν μικρό­ψυ­χοι, ούτε με στέμ­μα και απε­ρί­γρα­πτες τιμές μπο­ρούν να είναι εύθυ­μοι, ενώ αυτοί που έχουν σοφία και σύνε­ση και σε φυλα­κή και με αλυ­σί­δες και σε φτώ­χεια απο­λαμ­βά­νουν ευτυ­χία. Ανα­λο­γι­ζό­με­νοι λοι­πόν αυτά, ας βλέ­που­με πάν­το­τε προς αυτούς που βρί­σκον­ται σε χει­ρό­τε­ρη θέση από εμάς.

Βέβαια υπάρ­χει μεν και άλλη παρη­γο­ρία, αλλά είναι πνευ­μα­τι­κή και σοφή και υπερ­βαί­νει την υλο­φρο­σύ­νη των πολ­λών. Ποια είναι αυτή; Ότι τίπο­τε δεν είναι ο πλού­τος, τίπο­τε η φτώ­χεια, τίπο­τε η περι­φρό­νη­ση, τίπο­τε η τιμή, αλλά σε σύν­το­μη διάρ­κεια και στην ονο­μα­σία δια­φέ­ρουν μετα­ξύ τους. Μαζί επί­σης με αυτήν υπάρ­χει και άλλη μεγα­λύ­τε­ρη από αυτήν, το να σκέ­φτε­ται δηλα­δή κανείς τα αγα­θά και τα κακά της μελ­λού­σης ζωής, αυτά που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι κακά και αυτά που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι αγα­θά και να παρη­γο­ρεί­ται από εκεί­να. Αλλά επει­δή πολ­λοί από αυτούς, όπως είπα, απέ­χουν πολύ από τους λόγους αυτούς, γι’αυ­τό αναγ­κα­στή­κα­με να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με και εκεί­νους τους λόγους, για να οδη­γή­σου­με στην ορθή οδό και αυτούς που δέχτη­καν εκεί­να.

Ανα­λο­γι­ζό­με­νοι λοι­πόν όλα αυτά, ας τακτο­ποι­ή­σου­με τον εαυ­τό μας από κάθε πλευ­ρά, και ποτέ δεν θα στε­νο­χω­ρη­θού­με για τις αιφ­νί­διες και απροσ­δό­κη­τες θλί­ψεις. Διό­τι, εάν δού­με πλού­σιους σε μια εικό­να, δεν θα πού­με ότι είναι αξιο­ζή­λευ­τοι, όπως ούτε τους φτω­χούς που εικο­νί­ζον­ται εκεί, θα θεω­ρή­σου­με άθλιους και αξί­ους οίκτου· αν και βέβαια εκεί­νοι οι πλού­σιοι της εικό­νας μένουν περισ­σό­τε­ρο από τους πλού­σιους που ζουν μετα­ξύ μας· διό­τι περισ­σό­τε­ρο διαρ­κεί ο πλού­τος στην εικό­να, παρά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Διό­τι αυτός μεν που είναι στην εικό­να, πολ­λές φορές έφτα­σε να φαί­νε­ται έτσι και εκα­τό χρό­νια, ενώ αυτός που είναι πλού­σιος στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ορι­σμέ­νες φορές, αφού ούτε έναν χρό­νο δεν από­λαυ­σε τα υπάρ­χον­τά του, γυμνώ­θη­κε από όλα μεμιάς. Ανα­λο­γι­ζό­με­νοι λοι­πόν όλα αυτά, ας περι­τει­χί­σου­με από όλες τις πλευ­ρές την επι­θυ­μία εναν­τί­ον της παρά­λο­γης λύπης, για να ζήσου­με και την παρού­σα ζωή με αλη­θι­νή ηδο­νή και τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά να επι­τύ­χου­με, με την χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει η δόξα στους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Α΄ προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή, ομι­λία ΛΗ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1980, τόμος 18Α, σελί­δες 548–587.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 17–8‑1980]

[Β33]

Εάν έπρε­πε, αγα­πη­τοί μου, να ερω­τή­σου­με τι είναι το Ευαγ­γέ­λιον, θα μπο­ρού­σα­με με συν­το­μία να απαν­τή­σου­με: «Η παρά­δο­σις της αλη­θεί­ας». Αλλά τι είναι αλή­θεια; Η αλή­θεια είναι ο Χρι­στός και ο λόγος Του. Όχι ο λόγος Του, αλλά και ο λόγος Του. Διό­τι ο ίδιος είπε: «γώ εμί λήθεια». Συνε­πώς η αλή­θεια είναι τα λόγια Του. Αλλά η πηγή των λόγων Του είναι ο Ίδιος. Συνε­πώς η πηγή της αλη­θεί­ας είναι το πρό­σω­πό Του.

Επα­νερ­χό­με­νοι λοι­πόν εις την ερώ­τη­ση, εάν θα πρέ­πει να ρωτή­σου­με τι είναι Ευαγ­γέ­λιον, θα απαν­τού­σα­με: «Η Αλή­θεια, η Παρά­δο­σις της αλη­θεί­ας». Δηλα­δή ο Χρι­στός και ο λόγος Του. Αλλ’ όμως πολ­λές φορές, αγα­πη­τοί μου, ξεχνά­με αυτήν την Παρά­δο­σιν της αλη­θεί­ας, που είναι το Ευαγ­γέ­λιον. Ο Από­στο­λος Παύ­λος θα βρε­θεί σε μία πολύ δύσκο­λη θέση, δυσά­ρε­στη, όταν θα γρά­ψει την πρώ­τη προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του εις την εκκλη­σία της Κορίν­θου και θα τους πει: «Γνω­ρί­ζω δ μν, δελ­φο, τ εαγγλιον εηγγε­λισμην μν, κα παρελβετε, ν κα στκατε, δι᾿ ο κα σζεσθε, τνι λγ εηγγε­λισμην μν ε κατχετε, κτς ε μ εκ πιστεσατε. Παρδωκα γρ μν ν πρτοις κα παρλαβον, τι Χριστς πθανεν πρ τν μαρ­τιν μν κατ τς γραφς, κα τι τφη, κα τι γγερ­ται τ τρτ μρ κατ τς γραφς» κ.λπ. Δηλα­δή μερι­κοί Κορίν­θιοι αμφι­σβη­τού­σαν την ανά­στα­σιν των νεκρών.

Και φυσι­κά, όπως λέγει ευστο­χό­τα­τα κάποιος Πατήρ ότι «εάν αμφι­σβη­τείς την ανά­στα­σιν των νεκρών, τότε μην μιλάς πια για το Ευαγ­γέ­λιο, δεν έχεις τίπο­τα». Και συνε­πώς ο Από­στο­λος Παύ­λος βλέ­πον­τας πόσο ακρι­βώς μεγά­λο είναι το θέμα αυτό, αφιε­ρώ­νει ένα ολό­κλη­ρο και μακρό­τα­το κεφά­λαιον υπέρ της ανα­στά­σε­ως των νεκρών, αφού βεβαί­ως η κατο­χύ­ρω­σις θα γίνει επά­νω στην Ανά­στα­ση του Χρι­στού. Και θα τους πει: «Γνω­ρί­ζω δέ μν δελ­φοί», δηλα­δή το «γνω­ρί­ζω» εδώ έχει την έννοια «Σας υπεν­θυ­μί­ζω. Για­τί το ξέρε­τε. Αλλά, το ξεχά­σα­τε;». Δεν τους θίγει. Να τους πει: «Το αμφι­σβη­τή­σα­τε; Σας υπεν­θυ­μί­ζω, λοι­πόν, αδελ­φοί, το Ευαγ­γέ­λιον. Εκεί­νο που εγώ ευαγ­γε­λί­στη­κα σε σας. Εκεί­νο το οποί­ον εσείς παρα­λά­βα­τε και επά­νω στο οποίο σεις στα­θή­κα­τε, δια του οποί­ου Ευαγ­γε­λί­ου σεις σώζε­σθε, ε κατέ­χε­τε, εάν βεβαί­ως το κρα­τά­τε».

Εδώ βλέ­πο­με, σ’ αυτήν την έκφρα­σή του, αγα­πη­τοί μου, όλη εκεί­νη την δια­δι­κα­σία της παρα­δό­σε­ως της αλη­θεί­ας. Για­τί είναι μεγά­λο θέμα η παρά­δο­σις της αλη­θεί­ας. Είναι αυτό που πήρα εγώ, να το δώσω στον άλλον. Αλλά αυτό που θα δώσω στον άλλον, πώς θα το δώσω; Και αυτός που θα το πάρει από μένα και θα το δώσει στην επό­με­νη γενεά, πώς θα το δώσει; Θα το δώσει ακέ­ραιο, σωστό, όπως ακρι­βώς βγή­κε από την πηγήν; Ή θα είναι δια­φο­ρε­τι­κό; Έτσι προ­κύ­πτει, αγα­πη­τοί μου, ένα πρό­βλη­μα. Φυσι­κά αυτό που λέγει εδώ ο Από­στο­λος ότι «εγώ σας έδω­κα το Ευαγ­γέ­λιον -εηγγε­λι­σά­μην μν τό Εαγγέ­λιον- το οποί­ον εσείς πήρα­τε και επά­νω στο οποίο στα­θή­κα­τε», θέμα δεν ετί­θε­το τόσο τότε εις τον Από­στο­λον και την γενεά στην οποία υπάρ­χει, διό­τι είναι ο ίδιος εκεί­νος ο οποί­ος πήρε απευ­θεί­ας από την πηγήν τον λόγο του Θεού, όπως και οι άγιοι Από­στο­λοι. Μάλι­στα θα πει λίγο πιο κάτω, που ακού­σα­με την απο­στο­λι­κήν περι­κο­πήν, ότι «ετε γώ ετε κενοι, οτ κηρύσ­σο­μεν καί οτως πιστεύ­σα­τε». «Έτσι κηρύσ­σο­με και έτσι πιστεύ­ε­τε. Αλλά το θέμα είναι ότι εκεί­νο που εγώ σας έδω­κα, εσείς πώς το παρα­λά­βα­τε; Και ακό­μη, όταν εσείς θα το δώσε­τε λίγο πιο κάτω, οι άλλοι οι επι­γε­νέ­στε­ροι, πώς θα το παρα­λά­βουν;».

Όταν λέμε, αγα­πη­τοί μου, «Παρά­δο­ση», τι ακρι­βώς εννο­ού­με; Είναι ό,τι λέγει η λέξις σε μία πρώ­τη διά­στα­ση. Δηλα­δή αυτό το οποίο παίρ­νω και δίδω. « παρέ­λα­βον -λέγει ο Από­στο­λος- καί παρέ­δω­κα μν». Τι; Ότι ο Χρι­στός απέ­θα­νε και την τρί­τη ημέ­ρα ανέ­στη. Αυτό πήρα, αυτό σας έδω­κα. Αυτό βασι­κά είναι Παρά­δο­σις. Αλλά το θέμα είναι όταν γρα­φτεί αυτή η Παρά­δο­σις, κι αυτή η Παρά­δο­σις εγρά­φη, είναι το Ευαγ­γέ­λιον — φερ’ ειπείν, αυτά που γρά­φει στους Κοριν­θί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος, αυτά αγα­πη­τοί είναι κατα­τε­θει­μέ­να, έγι­ναν βιβλίο. Έτσι λοι­πόν τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Οι επό­με­νες γενε­ές, όταν θα δια­βά­σουν αυτό, πώς θα το κατα­λά­βουν; Δηλα­δή πώς θα το ερμη­νεύ­σουν το Ευαγ­γέ­λιο; Διό­τι αν δεν υπήρ­χε πρό­βλη­μα ερμη­νεί­ας, τότε δεν υπήρ­χε θέμα παρα­δό­σε­ως. Εάν υπήρ­χε ένας τρό­πος που όλες οι γενε­ές να κατα­λα­βαί­νουν το Ευαγ­γέ­λιο σωστά, όπως ακρι­βώς παρε­δό­θη από τον Κύριον στους μαθη­τάς Του, επα­να­λαμ­βά­νω, δεν θα υπήρ­χε ανάγ­κη παρα­δό­σε­ως.

Η Παρά­δο­σις λοι­πόν δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας, πώς ακρι­βώς βλέ­πει τις Γρα­φές. Πώς η Εκκλη­σία, πάν­το­τε η Εκκλη­σία, από την επο­χή των Απο­στό­λων, από την Απο­στο­λι­κήν Εκκλη­σί­αν μέχρι σήμε­ρα, πώς η Εκκλη­σία βλέ­πει τις Γρα­φές και τι φρο­νεί γι’ αυτές. Δηλα­δή, πώς ερμη­νεύ­ει τις γρα­φές. Και έτσι το κλει­δί της ερμη­νεί­ας βρί­σκε­ται μέσα εις αυτό το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας, δηλα­δή μέσα εις αυτήν την Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας. Είναι γνω­στό ότι είναι θεμε­λιω­δέ­στα­το αυτό, από τα πιο θεμε­λιώ­δη. Για­τί αν αυτό δεν το κρα­τώ στα χέρια μου, τότε πώς θα κατα­λά­βω την Γρα­φή; Και μην νομί­σε­τε ότι αυτό είναι μια κου­βέν­τα με την οποία μπο­ρού­με τώρα να απα­σχο­λού­με­θα και ανή­κει σε κάποιους άλλους κύκλους θεω­ρη­τι­κούς. Όχι, δεν είναι καθό­λου έτσι τα πράγ­μα­τα. Το πεί­ρα­μα έγι­νε. Έγι­νε στους Προ­τε­στάν­τες. Επή­ραν την Γρα­φή και άρχι­σαν να την μελε­τούν. Και επει­δή ήθε­λαν να αντι­δρά­σουν εις την ρωμαϊ­κήν Εκκλη­σί­αν, την Δυτι­κήν, την Εκκλη­σί­αν της Ρώμης, γι΄αυτό τον λόγο άρχι­σαν να λέγουν ότι… «Μελε­τά­τε την Γρα­φήν κι όπως την κατα­λα­βαί­νε­τε». Κι έτσι ο κάθε ένας μελε­τη­τής έγι­νε μία αυθεν­τία ερμη­νεί­ας. Το απο­τέ­λε­σμα; Επει­δή δεν δέχτη­καν την Παρά­δο­σιν, το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας, πώς ερμη­νεύ­ει η Εκκλη­σία, το απο­τέ­λε­σμα είναι να δια­σπα­στούν σε χίλια κομ­μά­τια. Και η πίστις να δια­σπα­στεί και να εισα­χθούν πλή­θος ανα­ρίθ­μη­το αιρέ­σε­ων. Επό­με­νο ήταν. Διό­τι όταν ο καθέ­νας ερμη­νεύ­ει όπως θέλει, δεν θα εισα­χθούν αιρέ­σεις;

Κατη­γο­ρούν την Εκκλη­σία μας ότι κρα­τού­με την Παρά­δο­ση. Προ­σέξ­τε. Όχι τας Παρα­δό­σεις· την Παρά­δο­σιν. Προ­σέξ­τε. Όχι τας Παρα­δό­σεις· την Παράδοσιν(Το Π με κεφα­λαίο και ενάρ­θρως). Την Παρά­δο­σιν. Όχι «Παρά­δο­σιν», την Παρά­δο­σιν. Συγ­κε­κρι­μέ­νο στοι­χείο. Την Παρά­δο­σιν. Μας κατη­γο­ρούν. Ή ακό­μη αν θέλε­τε και η επο­χή μας είναι τέτοια, που εμείς οι ίδιοι οι Ορθό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί να στε­κό­με­θα εναν­τί­ον της Παρα­δό­σε­ως και να λέμε: «Και πού τα βρή­κες αυτά; Και τι είναι αυτά;». Και πολ­λοί που θα’ θελαν ίσως να ζήσουν μία πνευ­μα­τι­κή ζωή, έξω όμως από την Εκκλη­σία, έξω από την Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας, όπως πολ­λές φορές έχο­με λογί­ους ανθρώ­πους, που παίρ­νουν την Γρα­φή την μελε­τούν, την θαυ­μά­ζουν αλλά την κατα­λα­βαί­νουν όπως θέλουν αυτοί. Τότε αυτό δεν έχει καμία αξία. Για­τί απλού­στα­τα η Γρα­φή κατα­νο­εί­ται μόνο μέσα εις την Εκκλη­σί­αν. Μόνον. Δεν μπο­ρώ ποτέ να βρω τον Χρι­στό, εάν δεν μελε­τή­σω την Γρα­φή μες την Εκκλη­σία· που θα πει μέσα στο φρό­νη­μα, με το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας. Αυτή όμως η Παρά­δο­σις είναι μέσα εις αυτήν την ουσί­αν του Χρι­στια­νι­σμού.

Θα μπο­ρού­σα­με να απαν­τή­σο­με λοι­πόν το εξής: Όταν ο Χρι­στός παρέ­δω­κε στους Απο­στό­λους την αλή­θειαν, τι είπε; Είπε το εξής: «Εγώ δεν ελά­λη­σα τίπο­τε απ’ ό,τι ήκου­σα από τον Πατέ­ρα. Τίπο­τα δεν ελά­λη­σα παρα­πά­νω ή παρα­κά­τω απ’ ό,τι ήκου­σα από τον Πατέ­ρα. Κι εκεί­νο που ήκου­σα από τον Πατέ­ρα, τού­το λαλώ». Αλλά αυτό που ο Χρι­στός λαλεί επι­βε­βαιού­ται από το Πνεύ­μα το Άγιον την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής. Συνε­πώς παρα­τη­ρού­με ότι μέσα εις τα πρό­σω­πα της Αγί­ας Τριά­δος να υπάρ­χει μία ιδιό­τυ­πος παρά­δο­σις. Λέγω «ιδιό­τυ­πος» διό­τι ο Θεός είναι εις. Η ουσία του Θεού είναι μία. Παρά ταύ­τα, επει­δή «ο Χρι­στια­νι­σμός είναι μίμη­σις της Αγί­ας Τριά­δος», όπως λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος, γι΄αυτό και εις το σημείο αυτό η Εκκλη­σία μιμεί­ται την Αγία Τριά­δα. Σε τι; Στην Παρά­δο­ση. Αφού ο Υιός τίπο­τα δεν λέγει απ’ ό,τι δεν ήκου­σε από τον Πατέ­ρα και το Πνεύ­μα το Άγιον επι­βε­βαιοί παν ό,τι ο Υιός είπε την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής, διό­τι τότε κατε­νο­ή­θη, αλλά και το σπου­δαί­ον είναι ότι δεν θα ήρχε­το ποτέ η Πεν­τη­κο­στή εάν ο άνθρω­πος Ιησούς, όπως τον έβλε­παν οι άνθρω­ποι, δεν ήτο αλη­θής. Συνε­πώς το Πνεύ­μα το Άγιον απέ­δει­ξε την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής ότι ο Ιησούς είναι αλη­θής, συνε­πώς είναι Θεάν­θρω­πος. Ώστε αυτή η Παρά­δο­σις μέσα στη ζωή της Αγί­ας Τριά­δος, που δεί­χνει μια πει­θαρ­χία, η οποία μας κατα­πλήσ­σει, γίνε­ται μοντέ­λο, γίνε­ται πρό­τυ­πον για μας μες την Εκκλη­σία.

Έτσι τώρα πηγή είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Διδά­σκει. Οι μαθη­ταί ακούν. Κατό­πιν εκεί­νοι παίρ­νουν την εντο­λή ότι «Πορευ­θέν­τες ες πάν­τα τά θνη, διδά­σκον­τες ατούς τηρεν πάν­τα σα νετει­λά­μην μν». «Αφού τους διδά­ξε­τε να τηρούν όσα εγώ σας παρήγ­γει­λα». Προ­σέξ­τε: Πάν­τα. Ούτε παρα­πά­νω ούτε παρα­κά­τω. Και η αξία, αγα­πη­τοί μου, του Απο­στό­λου είναι η πιστό­τη­τα. Ο Από­στο­λος δεν πρω­το­τυ­πεί. Η αξία του δεν είναι στην πρω­το­τυ­πί­αν. Η αξία του είναι εις την πιστό­τη­τα. Εάν παρέ­δω­κε επα­κρι­βώς εκεί­νο το οποί­ον έχει πάρει.

Και κατό­πιν, η Παρά­δο­ση αυτή περ­νά­ει στους αγί­ους της Εκκλη­σί­ας μας, στους Πατέ­ρες. Και συνε­πώς η Απο­στο­λι­κή Παρά­δο­σις γίνε­ται Πατε­ρι­κή Παρά­δο­σις. Και είναι το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας. Είναι το κλει­δί της ερμη­νεί­ας της Αγί­ας Γρα­φής. Λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τα­τα εις την Α΄ του επι­στο­λή. Δια πολ­λών, εγώ σας λέω μόνον τρεις λέξεις. Το λέγει κατ’ επα­νά­λη­ψιν συνω­νύ­μους λέξεις: « ωρά­κα­μεν, κηκό­α­μεν παγ­γέλ­λο­μεν μν». «Εκεί­νο που είδα­με και εκεί­νο που ακού­σα­με, αυτό σας λέμε. Τίπο­τα παρα­πά­νω από εκεί­νο που είδα­με και ακού­σα­με και τα χέρια μας», λέγει παρα­κά­τω, «εψη­λά­φη­σαν περί του λόγου της ζωής. Και σας τα λέμε όχι για να κάνο­με τον έξυ­πνο, αλλά για να έχε­τε κι εσείς την ζωή, όπως την έχο­με και εμείς». Είναι κατα­πλη­κτι­κό, αγα­πη­τοί μου. Αυτή ακρι­βώς η πιστό­της. Θα μας πει δε αργό­τε­ρα ο Μέγας Αθα­νά­σιος το εξής θαυ­μά­σιον: «Εδομεν καί ατήν τήν ξ ρχς Παρά­δο­σιν καί διδα­σκα­λί­αν καί πίστιν τς Καθο­λικς κκλη­σί­ας, ν (:την οποί­αν) μέν Κύριος δωκεν, ο δέ πόστο­λοι κήρυ­ξαν καί ο Πατέ­ρες φύλα­ξαν». «Καί ο Πατέ­ρες φύλα­ξαν». Συνε­πώς το ταμεί­ον της αλη­θεί­ας είναι σ’ αυτό που εφύ­λα­ξαν οι Πατέ­ρες, που επή­ραν από κεί­νο που εδί­δα­ξαν οι Από­στο­λοι, οι οποί­οι ήκου­σαν από το στό­μα του Χρι­στού. «ν ταύτ γάρ τ παρα­δό­σει κκλη­σία τεθε­με­λί­ω­ται». «Εδώ είναι», λέγει, «θεμε­λιω­μέ­νη, έχει θεμε­λιω­θεί η Εκκλη­σία. Επά­νω εις αυτήν την Παρά­δο­σιν».

Έτσι, αγα­πη­τοί, βλέ­πο­με ότι δεν μπο­ρού­με να λέμε ότι θα παίρ­νο­με την Γρα­φή να την δια­βά­ζο­με, για να παίρ­νο­με συν­θή­μα­τα ζωής και να την εξη­γού­με όπως εμείς την θέλο­με και μας συμ­φέ­ρει. Ή ακό­μη να βλέ­πο­με κάποια που να νομί­ζο­με ότι μας αρέ­σουν και κάποια άλλα να τα βάζο­με στην άκρη. Η Γρα­φή ολό­κλη­ρη είναι η αλή­θεια.

Θα ΄θελα όμως ακό­μη να σας τονί­σω και κάτι άλλο. Πολ­λές φορές, όταν μελε­τού­με την Γρα­φή, νομί­ζο­με ότι είναι ένα γράμ­μα η Γρα­φή. Όπως ακρι­βώς θα ήταν ένας που μας στέλ­νει ένα γράμ­μα, μια επι­στο­λή, και ξεχνά­με για μια στιγ­μή τον απο­στο­λέα και μένο­με μόνο στο γράμ­μα. Έτσι θέλο­με πολ­λές φορές να μεί­νο­με σε ένα ρητό, το οποίο θα θέλα­με να το εφαρ­μό­σο­με. Σωστό. Δεν αντι­λέ­γει κανείς. Ξεχνά­με όμως κάτι που είναι πολύ ουσιώ­δες. Ότι δεν είναι αρκε­τό να πεις «Θα βάλω μπρο­στά να εφαρ­μό­σω το Ευαγ­γέ­λιον, με άσκη­ση φυσι­κά». Δεν πρέ­πει να ξεχνώ ότι πίσω από εκεί­νο που δια­βά­ζω, πίσω από εκεί­νο το οποί­ον με πάσαν προ­σπά­θειαν προ­σπα­θώ να το οικειω­θώ, είναι ένα πρό­σω­πο. Δεν είναι ένας λόγος. Είναι ένα πρό­σω­πο. Και το πρό­σω­πο αυτό είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Γι΄αυτό η Παρά­δο­σις δεν είναι ένα γράμ­μα. Είναι μία ζων­τα­νή πραγ­μα­τι­κό­της. Και η τελειο­τά­τη έκφρα­σις αυτής της Παρα­δό­σε­ως, όχι σαν γράμ­μα, αλλά σαν ζωή, είναι η Θεία Λει­τουρ­γία. Την νύχτα που παρε­δί­δε­το ο Υιός Σου, ω Πάτερ, πήρε στα χέρια Του το ψωμί και το κρα­σί και είπε: «Αυτό είναι το Σώμα μου και αυτό είναι το Αίμα μου· για­τί είμαι Εγώ σ’ αυτό που τώρα Εγώ σας παρα­δί­δω». Και η Εκκλη­σία εκρά­τη­σε την υψί­στην Παρά­δο­σιν, την Θεία Λει­τουρ­γία. Τον ανε­κτί­μη­τον αυτόν θησαυ­ρόν. Και δεν έχο­με πια μια παρά­δο­ση γράμ­μα­τος, αλλά μια Παρά­δο­ση προ­σώ­που. Αυτόν τον Ίδιον τον Χρι­στό· ο Οποί­ος είναι… το Σώμα Του, η Εκκλη­σία. Έτσι, ο Χρι­στός και η Εκκλη­σία είναι Ένα. Ό,τι η κεφα­λή με το σώμα. «Και το σώμα του Χρι­στού», λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «είναι η Εκκλη­σία». Όταν κοι­νω­νού­με σωστά, όπως πρέ­πει, το σώμα και το αίμα του Χρι­στού, κρα­τά­με την Παρά­δο­ση, την ζώσα Παρά­δο­ση. Γι’ αυτόν τον λόγο λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος ότι θα τελεί­ται το μυστή­ριον αυτό χρις ο ν λθ, έως ότου έλθει ο Χρι­στός. Δεν έχει σημα­σία, αγα­πη­τοί μου, αν λίγοι άνθρω­ποι τηρούν αυτό. Έστω κι αν απο­τε­λε­στεί ένα λείμ­μα. Πάν­τα δε, θα είναι η Ορθο­δο­ξία.

Μην το ταυ­τί­ζο­με, θέλω να ξυπνή­σο­με λίγο, να ξυπνή­σο­με. Μην το ταυ­τί­ζο­με, «ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ». Κάπο­τε θα δρα­πε­τεύ­σει η Ορθο­δο­ξία από την Ελλά­δα. Θα δρα­πε­τεύ­σει. Δεν ξέρω πού θα πάει. Στην Κίνα θα πάει; Στην Ουγ­κάν­τα θα πάει; Στον Βόρειο Πόλο θα πάει; Δεν ξέρω. Στους Εσκι­μώ­ους; Δεν ξέρω. Ένα μόνο. Η Ορθο­δο­ξία θα μεί­νειχρις ο ν λθ ο Χρι­στός. Μας το είπε ο Από­στο­λος Παύ­λος. Βεβαί­ως, εάν δεν μεί­νει η Ορθο­δο­ξία στην Ελλά­δα, εδώ που κηρύ­χτη­κε κι από δω που ξεκί­νη­σαν οι ιερα­πό­στο­λοι, πραγ­μα­τι­κά θα ήταν κάτι πολύ λυπη­ρό για μας. Πάρα πολύ λυπη­ρό για μας. Αλλά, όπως πηγαί­νο­με και όπως σκε­φτό­μα­στε και όπως κινού­με­θα εμείς οι Ορθό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, φοβά­μαι ότι γρή­γο­ρα θα χάσο­με αυτήν μας την μεγά­λη δόξα και τιμή. Όπως την έχα­σαν και οι Εβραί­οι· την τιμή να γνω­ρί­σουν τον Χρι­στό. Μην νομί­ζε­τε, ο Θεός δεν μερο­λη­πτεί. Ο Θεός δεν περιο­ρί­ζε­ται από συναι­σθη­μα­τι­σμούς. Όχι. «Τήρη­σες; Θα σε ανε­βά­σω και θα σε δοξά­σω. Δεν ετή­ρη­σες; Θα σε απορ­ρί­ψω»... Δεν εδί­στα­σε, λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή του, «να απορ­ρί­ψει τον Ισρα­ήλ. Εσύ ποιος είσαι; Εσύ είσαι αγριέ­λαιος. Θα σε απορ­ρί­ψει. Εάν λέει την φύσει καλ­λιέ­λαιον απέρ­ρι­ψε, εσύ που είσαι αγριέ­λαιος και σε εκέν­τρι­σε δηλα­δή σε μπό­λια­σε, πολύ παρα­πά­νω θα σε απορ­ρί­ψει».

Γι’ αυτόν τον λόγο αν αγα­πά­με και την πατρί­δα μας, την Ελλά­δα, ας προ­σέ­ξο­με. Η Ελλάς υπάρ­χει για­τί υπάρ­χει Ορθο­δο­ξία. Ή καλύ­τε­ρα, η δόξα της Ελλά­δος είναι η Ορθο­δο­ξία. Και η Ορθο­δο­ξία είναι η Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας, είναι η Παρά­δο­ση των Απο­στό­λων, είναι η Παρά­δο­ση των Πατέ­ρων. Και εμείς είμε­θα η ζώσα παρα­κα­τα­θή­κη. Αλλά ακό­μη κάτι να μην ξεχνά­με. Οι Πατέ­ρες, όπως και ο Πλά­των και ο Αρι­στο­τέ­λης και ο Θαλής ο Μιλή­σιος και ο Σωκρά­της και ει τις έτε­ρος σοφός και σπου­δαί­ος, όπως και οι μεγά­λοι καλ­λι­τέ­χνες, δεν ανή­κουν στην Ελλά­δα αλλά σε όλον τον κόσμο. Είναι κλη­ρο­νο­μιά όλου του κόσμου. Βεβαί­ως οι Πατέ­ρες είναι Έλλη­νες, αλλά δεν ανή­κουν παρά σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο. Μην, λοι­πόν, εμείς καυ­χό­μα­στε και λέμε ότι οι Πατέ­ρες ήσαν Έλλη­νες. Είδα­τε τι σας διά­βα­σα; Την γνώ­μη του Μεγά­λου Αθα­να­σί­ου. Και όμως οι Πατέ­ρες θα πουν: «Ανή­κο­με σ’ όλο τον κόσμο. Όπου υπάρ­χει Ορθο­δο­ξία. Και σας σάς αγνο­ού­με». Μη μεί­νο­με, δηλα­δή, μόνο με το όνο­μα. Με ψιλό όνο­μα ότι οι Πατέ­ρες είναι Έλλη­νες. Αλλά να κρα­τή­σο­με την πίστιν μας. Λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Κρα­τά­τε τάς παρα­δό­σεις». Να κρα­τά­τε τις παρα­δό­σεις που εγώ σας παρέ­δω­σα. Θα πει να κρα­τού­με ‚να φυλάτ­του­με. Και τι λέγει ο Κύριος στην Απο­κά­λυ­ψη σε μια Του επι­στο­λή σε μία Του Εκκλη­σία. «Κρά­τει χεις ως ο ν λθω». «Κρά­τη­σε αυτό που έχεις, έως ότου έλθω». Και θέλε­τε; Αυτή η Εκκλη­σία της Μικράς Ασί­ας… ‑αν και οι επτά Εκκλη­σί­ες της Μικράς Ασί­ας είναι τύπος της Μίας, Αγί­ας, Καθο­λι­κής και Απο­στο­λι­κής Εκκλη­σί­ας με επτά πτυ­χές, με επτά πλευ­ρές, μία η Εκκλη­σία. Αυτές οι τοπι­κές Εκκλη­σί­ες απο­τε­λούν τύπον. Αυτή η Εκκλη­σία που πήρε την εντο­λή να κρα­τή­σει εκεί­νο που έχει έως ότου έλθει ο Χρι­στός, δεν το κρά­τη­σε. Η λυχνία της έσβη­σε. Ορι­στι­κά το 1922. Έσβη­σε. Πάει. Βλέ­πε­τε δεν εκρά­τη­σε την λυχνί­αν έως ότου έλθει ο Χρι­στός. Τι δυστύ­χη­μα… Λοι­πόν η φωνή του Χρι­στού μάς ειδο­ποιεί: «Κρά­τει χεις ως ο ν λθω».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_069.mp3



Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ἡ χάρις

«Χάρι­τι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι» (A΄ Kop. 15,10)

Ο ΠΑΥΛΟΣ! Εάν, ἀγα­πη­τοί μου, ἐὰν οἱ ἐχθροί του, ὅπως εἴδα­με στὴν ὁμι­λία τῆς προ­η­γου­μέ­νης Κυρια­κῆς, προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ τὸν μειώ­σουν καὶ νὰ τὸν παρου­σιά­σουν σὰν μικρὸ καὶ ἀνά­ξιο λόγου ἄνθρω­πο, ἡ ἱστο­ρία ὅμως τὸν ἀνα­γνω­ρί­ζει σὰν ἕναν ἀπὸ τὰ μεγα­λύ­τε­ρα πνεύ­μα­τα, ἡ δὲ Ἐκκλη­σία ψάλ­λει τὸ ἐγκώ­μιό του· τὸν ὀνο­μά­ζει πρω­το­κο­ρυ­φαῖο, ἀπό­στο­λο τῶν ἐθνῶν. Καὶ δικαί­ως. Για­τί κανέ­νας ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἀπο­στό­λους δὲν κοπί­α­σε τόσο ὅσο κοπί­α­σε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Παρ ̓ ὅλες τὶς δυσκο­λί­ες, τίς συκο­φαν­τί­ες, τοὺς καθη­με­ρι­νούς κιν­δύ­νους ποὺ διέ­τρε­χε, δὲν λύγι­σε. Μὲ φλο­γε­ρὴ ἀγά­πη, μὲ ἀκρά­δαν­τη πίστι, μὲ ὑπο­μο­νὴ καὶ ἐπι­μο­νὴ ἀφάν­τα­στη, μὲ ἄκρα ταπεί­νω­σι καὶ αὐτα­πάρ­νη­σι, μὲ σύνε­σι καὶ σοφία, ἀλλὰ καὶ μὲ θάρ­ρος ἀκα­τά­βλη­το ὁ Παῦ­λος κήρυ­ξε τὸ Χρι­στό, ἄνα­ψε φῶς μέσα σὲ μυριά­δες ψυχές. Ὁ Παῦ­λος σὰν ἀετὸς μὲ χρυ­σὰ φτε­ρὰ πέτα­ξε σ ̓ ἀνα­το­λὴ καὶ δύσι, ἔστη­σε τὴ σημαία τοῦ Χρι­στοῦ στὰ πιὸ ἰσχυ­ρὰ κάστρα τοῦ δια­βό­λου, στὰ μεγα­λύ­τε­ρα κέν­τρα τῆς εἰδω­λο­λα­τρί­ας. Ὁ Παῦ­λος μὲ τὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ ἔβγα­ζε δαι­μό­νια, θερά­πευε ἀρρώ­στους, ἀνέ­σται­νε νεκρούς, ἔκα­νε θαύ­μα­τα πολ­λὰ καὶ μεγά­λα. Τὰ δὲ μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα, ποὺ ἐξα­κο­λου­θοῦν νὰ εὐερ­γε­τοῦν τὸν κόσμο, εἶνε οἱ 14 Επι­στο­λές του. Αὐτές οἱ Ἐπι­στο­λὲς εἶνε θαύ­μα­τα αἰώ­νια. Τέλος ἐσφρά­γι­σε τὴν ἁγία ζωή του μὲ τὸ αἷμα του. Μαρ­τύ­ρη­σε στη Ρώμη ἐπί Νέρω­νος.

Ποιός, ἐρω­τῶ, ποιός ἀπ’ τοὺς κήρυ­κες τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου ὅλων τῶν αἰώ­νων μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θῇ μὲ τὸν Παῦ­λο; Ἂν ὁ Ἰού­δας δεί­χνῃ σὲ ποιά δια­φθο­ρὰ καὶ ἐξα­χρεί­ω­σι μπο­ρεῖ νὰ καταν­τή­σῃ ὁ ἄνθρω­πος, ὁ Παῦ­λος ἀντί­θε­τα δεί­χνει σε ποιό ὕψος ἀρε­τῆς μπο­ρεῖ νὰ φτά­σῃ ὁ ἄνθρω­πος. Μέσα σὲ ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα ἔζη­σε ὁ Παῦ­λος, ἀλλ ̓ ἔζη­σε σὰν ἄγγε­λος. Επου­ρά­νιος ἄνθρω­πος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώ­θη­κε, ὅταν ἀκό­μα ζοῦ­σε, ν’ ἀνε­βῇ στὸν τρί­το οὐρα­νό, πέρα ἀπ’ τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, ἐκεῖ ὅπου εἶνε ὁ παρά­δει­σος, καὶ νὰ δῇ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ!

Ἕνας ἄλλος, ἂν εἶχε κάνει ὄχι ὅλα αὐτὰ ἀλλ’ ἕνα πολὺ μικρό ποσο­στό, θὰ ὑπε­ρη­φα­νευό­ταν γιὰ τὰ κατορ­θώ­μα­τά του. Ἐδῶ ἕνας παπᾶς, ποὺ δὲν κάνει σχε­δὸν τίπο­τε, ἐπει­δὴ φόρε­σε τὸ ῥάσο καὶ οἱ ἄνθρω­ποι ἐκδη­λώ­νουν σεβα­σμὸ στὴν ἱερω­σύ­νη του, νομί­ζει πως ἄλλος σὰν κι αὐτὸν δὲν ὑπάρ­χει καί μιλά­ει γιὰ τὸν ἑαυ­τό του μὲ μεγά­λο ἐγω­ϊ­σμὸ καὶ φου­σκώ­νει σὰν τὸν ἰνδιά­νο. Ἀλλ’ ὁ Παῦ­λος δεν μοιά­ζει μ’ ἐμᾶς τοὺς μικροὺς καὶ ἀσή­μαν­τους ἀλλ’ ὑπε­ρή­φα­νους ἀνθρώ­πους.

Ἦταν πολύ ταπει­νός. Ὅ,τι ἔχω, λέει ὁ Παῦ­λος, τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε. Ὅ,τι κάνω τὸ χρω­στῶ στὴ δύνα­μι ἐκεί­νου. Νά πῶς ἐκφρά­ζε­ται «Χάρι­τι Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι» (Α’ Κορ. 15,10). Στη χάρι τοῦ Θεοῦ ὀφεί­λω τὰ πάν­τα, ὁμο­λο­γεῖ δημο­σί­ως ὁ Παῦ­λος.

* * *

Ἀλλὰ ποιά εἶνε ἡ χάρις αὐτή;

Ὑπάρ­χουν, ἀγα­πη­τοί μου, πράγ­μα­τα, ποὺ τὰ αἰσθα­νό­μα­στε ὅτι ὑπάρ­χουν, ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὰ δοῦ­με. Π.χ. ὁ ἠλε­κτρι­σμός. Ποιός αμφι­βάλ­λει ὅτι ὑπάρ­χει ἠλε­κτρι­σμός; Βλέ­που­με τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα ποὺ ἔχει ἡ δύνα­μις αὐτή. Βλέ­που με τὸ φῶς ποὺ παρά­γει. Βλέ­που­με τίς μηχα­νές καὶ τὰ ἐργο­στά­σια ποὺ κινεῖ. Βλέ­που­με ὅτι ὅποιος ἀγγί­ξῃ ἕνα σύρ­μα, ἀπ’ τὸ ὁποῖο περ­νά­ει ἠλε­κτρι­σμός, παθαί­νει ἠλε­κτρο­πλη­ξία καὶ πεθαί­νει. Ἀλλ ̓ ἐνῷ βλέ­που­με τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τά του, τὴν οὐσία του δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὴ δοῦ­με. Τί εἶνε ἠλε­κτρι­σμός; Δὲν μπο­ροῦν νὰ μᾶς ἀπαν­τή­σουν οὔτε οἱ μεγα­λύ­τε­ροι ἐπι­στή­μο­νες τοῦ κόσμου.

Περι­γρά­φουν τὶς ἰδιό­τη­τες καὶ τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ ἠλε­κτρι­σμοῦ, ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦν νὰ μᾶς δώσουν τὸν ὁρι­σμό του, νὰ ἑρμη­νεύ­σουν τὸ μυστι­κό ποὺ κρύ­βει. Ὁρα­τὸς ὁ ἠλε­κτρι­σμὸς ὡς πρὸς τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τά του, ἀόρα­τος ὅμως ὡς πρὸς τὴν οὐσία του.

Τὸν ἠλε­κτρι­σμὸ φέρ­νου­με σὰν παρά­δειγ­μα, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ δώσου­με μιὰ ἰδέα τί εἶνε ἡ χάρις, γιὰ τὴν ὁποία μιλά­ει σήμε­ρα ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος.

Ἡ χάρις! Παρα­κα­λῶ προ­σέξ­τε, για­τὶ τὸ θέμα αὐτὸ εἶνε πολὺ σπου­δαῖο γιὰ τὴ σωτη­ρία μας.

* * *

Ἡ θεία χάρις εἶνε μιὰ δύνα­μις ὄχι φυσι­κή, ὅπως ὁ ἠλε­κτρι­σμός, ἀλλὰ μιὰ δύνα­μις ὑπερ­φυ­σι­κή, που προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ σταυ­ρὸ τοῦ Κυρί­ου, ἀπὸ τὴ θυσία δηλα­δὴ ποὺ προ­σέ­φε­ρε ὁ Χρι­στὸς πάνω στὸ σταυ­ρό. Ο σταυ­ρός, που στή­θη­κε στὸ φρι­κτό Γολ­γο­θᾶ, εἶνε ὅπως ἡ γεν­νή­τρια ποὺ παρά­γει ἠλε­κτρι­κὸ ῥεῦ­μα, κι αὐτὸ διο­χε­τεύ­ε­ται ἀμέ­σως μὲ τὰ καλώ­δια καὶ μὲ ἀστρα­πιαία ταχύ­τη­τα φτά­νει σὲ πολὺ μακρι­νὲς ἀπο­στά­σεις καὶ φωτί­ζει πόλεις καὶ χωριά. Ανοί­γεις τὸ δια­κό­πτη κι ἀμέ­σως ἀνά­βει ἡ ἠλε­κτρι­κὴ λάμ­πα τοῦ δωμα­τί­ου. Ἔτσι συμ­βαί­νει καὶ μὲ τὴ θεία χάρι. Ὁ σταυ­ρός, εἴπα­με, εἶνε ἡ γεν­νή­τρια τῆς χάρι­τος. Τὰ καλώ­δια, ποὺ διο­χε­τεύ­ουν τὴν ἀόρα­τη θεϊ­κή δύνα­μι, τὴ χάρι, εἶνε οἱ ἱερὲς ἀκο­λου­θί­ες, τὰ ἱερὰ μυστή­ρια, εἶνε πρὸ παν­τὸς ἡ θεία λει­τουρ­γία. Ἡ δὲ πίστίς τοῦ καθε­νὸς εἶνε τὸ ἠλε­κτρι­κό κουμ­πί. Ἐὰν δὲν πατή­σῃς μὲ τὸ δάχτυ­λό σου τὸ ἠλε­κτρι­κὸ κουμ­πί, τὸ φῶς δὲν ἔρχε­ται. Ἐσὺ δὲν παρά­γεις τὸν ἠλε­κτρι­σμό. Ο ηλε­κτρι­σμός ἔρχε­ται ἀπὸ μακριά. Ἔτσι καὶ ἡ θεία χάρις. Ἐὰν δὲν πιστέ­ψῃς στὸ Χρι­στό, στὸν ἐσταυ­ρω­μέ­νο Λυτρω­τὴ τοῦ κόσμου, δὲν ἔρχε­ται σ ̓ ἐσέ­να ἡ θεία χάρις. Μέρα καὶ νύχτα, χωρίς καμ­μιά δια­κο­πή, τρέ­χει μὲ τὰ μυστή­ρια, μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν λοι­πὸν ἐσὺ δὲν φωτί­ζε­σαι καὶ δὲν αἰσθά­νε­σαι πάνω σου τὴ θεία χάρι, ἐσύ εἶσαι ὁ αἴτιος· για­τὶ δὲν θέλεις νὰ γυρί­σῃς τὸ δια­κό­πτη, νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σῃς δηλα­δὴ τὴν πίστι, καὶ νὰ ἔρθῃς σὲ ἐπι­κοι­νω­νία μὲ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρι­στόν, τὴν πηγὴ τῆς χάρι­τος.

Αόρα­τος, εἴπα­με, εἶνε ὁ ἠλε­κτρι­σμός ἀόρα­τη εἶνε καὶ ἡ θεία χάρις. Ὁρα­τὰ εἶνε τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ ἠλε­κτρι­σμοῦ· ὁρα­τὰ εἶνε καὶ τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα τῆς θεί­ας χάρι­τος. Τὰ αἰσθά­νον­ται ἐκεῖ­νοι ποὺ πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό. Τὰ βλέ­πουν δὲ καὶ ἄλλοι, ποὺ εἶνε κον­τὰ σ ̓ ἐκεί­νους ποὺ φωτί­ζει ἡ θεία χάρις. Ὁ πρῶ­τος ποὺ δοκί­μα­σε πάνω του τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα εἶνε ὁ ἕνας ἀπ ̓ τοὺς δυὸ λῃστὰς ποὺ σταυ­ρώ­θη­καν μαζὶ μὲ τὸ Χρι­στό. Ὁ ἕνας, αὐτὸς ποὺ ἦταν ἀπὸ τὰ ἀρι­στε­ρά, ἔμει­νε μέχρι τέλους ἀδιά­φο­ρος καὶ ἀσυγ­κί­νη­τος, ἄπι­στος καὶ βλά­στη­μος. Ἀλλὰ ὁ ἄλλος, αὐτὸς ποὺ ἦταν ἀπ’ τὰ δεξιά, συγ­κι­νή­θη­κε ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Χρι­στοῦ, πίστε­ψε στὸ Χρι­στό, εἶπε τὸ «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασι­λείᾳ σου» (Λουκ. 23,42) καὶ ἡ θεία χάρις ἔκα­νε τὸ μεγά­λο θαῦ­μα της. Ο λύκος ἔγι­νε ἀρνί. Ὁ λῃστὴς ἔγι­νε ἅγιος ἅγιος μὲ τὴ χάρι τοῦ Κυρί­ου, ἡ ὁποία παίρ­νει τὰ πλέ­ον ἁμαρ­τω­λὰ καὶ ἐγκλη­μα­τι­κὰ στοι­χεῖα καὶ τὰ μετα­μορ­φώ­νει σὲ ἅγια καὶ εὐερ­γε­τι­κὰ στοι­χεῖα. Καὶ τέτοια παρα­δείγ­μα­τα δὲν εἶνε λίγα. Αν θελή­σε­τε νὰ μελε­τή­σε­τε τοὺς βίους τῶν ἁγί­ων, το Μεγά­λο Συνα­ξα­ρι­στή, ἐκεῖ θὰ βρῆ­τε ἄνδρες καὶ γυναῖ­κες, ποὺ μέχρι χτὲς ἦταν βου­τηγ­μέ­νοι μέσ’ στὴν ἀτι­μία καὶ τὴ δια­φθο­ρά, καὶ μόλις πίστε­ψαν στὸ Χρι­στὸ ἄλλα­ξε ἡ σκέ­ψι τους, τὰ λόγια τους, τὰ αἰσθή­μα­τά τους, οἱ ἐνέρ­γειές τους καὶ ὅλη ἡ ζωή τους. Καί­νούρ­γιοι ἄνθρω­ποι παρου­σιά­στη­καν. Οἱ πόρ­νοι ἔγι­ναν σώφρο­νες. Οἱ φιλάρ­γυ­ροι ἐλε­ή­μο­νες. Οἱ ὑπε­ρή­φα­νοι ταπει­νοί. Οἱ βλά­σφη­μοι λάτρες τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄπι­στοι πιστοί. Ὅποιος τοὺς ἔβλε­πε στὴν ἐπο­χή τους καὶ ὅποιος σήμε­ρα δια­βά­ζει τὸ βίο τους, θαυ­μά­ζει καὶ λέει «Αὕτη ἡ ἀλλοί­ω­σις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψί­στου» (Ψαλμ. 76,11).

Ναί! Ἡ θεία χάρις κάνει τὰ θαύ­μα­τά της. Καὶ ἕνα ἀπ’ τὰ μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τά της εἶνε ὁ Παῦ­λος, καὶ γι’ αὐτὸ λέει «Χάρι­τι Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι» (ἔ.ά.).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek