ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Β΄ ΚΟΡ. (Θ΄ 6 — 11)

Β΄προς Koριν­θί­ους, κεφ. Θ΄, εδά­φια 6–11

Τοῦ­το δέ, ὁ σπεί­ρων φει­δο­μέ­νως φει­δο­μέ­νως καὶ θερί­σει, καὶ ὁ σπεί­ρων ἐπ᾿ εὐλο­γί­αις ἐπ᾿ εὐλο­γί­αις καὶ θερί­σει. ἕκα­στος καθὼς προ­αι­ρεῖ­ται τῇ καρ­δία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγ­κης· ἱλα­ρὸν γὰρ δότην ἀγα­πᾷ ὁ Θεός. δυνα­τὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισ­σεῦ­σαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παν­τὶ πάν­το­τε πᾶσαν αὐτάρ­κειαν ἔχον­τες περισ­σεύ­η­τε εἰς πᾶν ἔργον ἀγα­θόν, καθὼς γέγρα­πται· ἐσκόρ­πι­σεν, ἔδω­κε τοῖς πένη­σιν· ἡ δικαιο­σύ­νη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶ­να. 10 ὁ δὲ ἐπι­χο­ρη­γῶν σπέρ­μα τῷ σπεί­ρον­τι καὶ ἄρτον εἰς βρῶ­σιν χορη­γή­σαι καὶ πλη­θύ­ναι τὸν σπό­ρον ὑμῶν καὶ αὐξή­σαι τὰ γενή­μα­τα τῆς δικαιο­σύ­νης ὑμῶν· 11 ἐν παν­τὶ πλου­τι­ζό­με­νοι εἰς πᾶσαν ἁπλό­τη­τα, ἥτις κατερ­γά­ζε­ται δι᾿ ἡμῶν εὐχα­ρι­στί­αν τῷ Θεῷ·

Ας γνω­ρί­ζε­τε δε τού­το· ότι εκεί­νος που στο χωρά­φι του σπέρ­νει με τσιγ­κου­νιά λιγο­στό σπό­ρο, θα θερί­ση και λίγο σιτά­ρι. Και εκεί­νος που σπέρ­νει απλό­χε­ρα, θα θερί­ση πολύν καρ­πόν. (Ο καθέ­νας δηλα­δή θα αμει­φθή από τον Θεόν ανά­λο­γα με όσα δίνει, κατά την δύνα­μίν του πάν­το­τε). Ο καθέ­νας ας δίδη σύμ­φω­να με την αγα­θήν διά­θε­σιν της καρ­δί­ας του, όχι με λύπην η από ανάγ­κην. Διό­τι ο Θεός “αγα­πά εκεί­νον, που δίδει με καλω­σύ­νην και γλυ­κύ­τη­τα”. Είναι δε δυνα­τόν ο Θεός να σας δώση με το παρα­πά­νω κάθε δωρε­άν, ώστε πάν­το­τε, σε κάθε τι, να έχε­τε κάθε επάρ­κειαν εις υλι­κά αγα­θά και έτσι να προ­θυ­μο­πο­ή­σθε με το παρα­πά­νω δια κάθε καλόν έργον. Με τον τρό­πον δε αυτόν θα πραγ­μα­το­ποι­η­θή και εις σας εκεί­νο που λέγει η Γρα­φή· “εσκόρ­πι­σεν αφθό­νως τας ελεη­μο­σύ­νας του, έδω­κεν στους πτω­χούς· η αρε­τή του μένει και δια­λα­λεί­ται πάν­το­τε”. 10 Ο δε Θεός, ο οποί­ος “παρέ­χει εν αφθο­νία σπό­ρον στον γεωρ­γόν που σπέρ­νει, και ψωμί προς τρο­φήν όλων μας”, είθε να χορη­γή­ση, να ευλο­γή­ση και να πλη­θύ­νη την σπο­ράν των χωρα­φιών σας και τα άλλα υλι­κά αγα­θά σας και να αυξή­ση έτσι τους καρ­πούς της αγά­πης και της καλω­σύ­νης σας προς τους άλλους. 11 Ετσι δε να γίνε­σθε πλού­σιοι εις κάθε καλόν έργον, εις κάθε γεν­ναιο­δω­ρί­αν, η οποία συνερ­γεί δια μέσου ημών, που εξυ­πη­ρε­τού­μεν αυτήν την δια­κο­νί­αν, να εκφρά­ζων­ται ευχα­ρι­στί­αι προς τον Θεόν.

Και πρέ­πει να γνω­ρί­ζε­τε αυτό, ότι εκεί­νος που σπέρ­νει με τσιγ­γου­νιά, με τσιγ­γου­νιά και θα θερί­σει. Κι εκεί­νος που σπέρ­νει άφθο­να, άφθο­να και θα θερί­σει. Ο καθέ­νας ας δίνει ελεύ­θε­ρα ό,τι έχει διά­θε­ση η καρ­διά του, χωρίς να στε­νο­χω­ριέ­ται ή να εξα­ναγ­κά­ζε­ται· διό­τι ο Θεός αγα­πά εκεί­νον που δίνει με προ­θυ­μία και χαρού­με­νο πρό­σω­πο. Κι ο Θεός έχει τη δύνα­μη να σας δώσει υπε­ρά­φθο­νη κάθε χάρη: και τη χάρη δηλα­δή της προ­θυ­μί­ας να εισφέ­ρε­τε γεν­ναία, και τη χάρη των υλι­κών αγα­θών, ώστε να είστε πάν­το­τε σ’ όλα τελεί­ως αυτάρ­κεις κι έτσι να κάνε­τε με το παρα­πά­νω κάθε καλό έργο. Κι έτσι να γίνει και με σας εκεί­νο που λέει η Αγία Γρα­φή: Μοί­ρα­σε άφθο­να, έδω­σε στους φτω­χούς? και η αρε­τή του από τις αγα­θο­ερ­γί­ες του μένει για πάν­τα. 10 Κι ο Θεός που χορη­γεί άφθο­νο σπό­ρο σ’ εκεί­νον που σπέρ­νει, και άρτο για να τρώ­με, ας χορη­γή­σει κι ας πλη­θύ­νει τα υλι­κά αγα­θά σας κι ας αυξή­σει τους καρ­πούς της αγα­θο­ερ­γί­ας σας, 11 ώστε να γίνε­στε πλού­σιοι σε κάθε τι, σε κάθε είδος γεν­ναιο­δω­ρί­ας, για την οποία θα ανα­πέμ­πουν ευχα­ρι­στί­ες στο Θεό αυτοί που θα πάρουν από εμάς τους Απο­στό­λους τις συνει­σφο­ρές σας που θα τους μετα­φέ­ρου­με.

Nὰ ξέρε­τε δὲ τοῦ­το: Ὅποιος σπεί­ρει μὲ τσιγ­γου­νιά, θὰ θερί­σῃ λίγο καρ­πό. Kαὶ ὅποιος σπεί­ρει μὲ ἁπλο­χε­ριά, θὰ θερί­σῃ πλού­σιο καρ­πό. Ὁ καθέ­νας ἂς δίνῃ σύμ­φω­να μὲ τὴν προ­αί­ρε­σι τῆς καρ­διᾶς του, χωρὶς νὰ στε­νο­χω­ρῆ­ται ἢ νὰ ἐξα­ναγ­κά­ζε­ται. Διό­τι ὁ Θεὸς ἀγα­πᾷ ἐκεῖ­νον, ποὺ δίνει μὲ προ­θυ­μία καὶ χαρά. Ὁ δὲ Θεὸς ἔχει τὴ δύνα­μι νὰ σᾶς δώσῃ μὲ τὸ παρα­πά­νω κάθε δωρεά, γιὰ νὰ ἔχε­τε σὲ ὅλα πάν­το­τε κάθε ἐπάρ­κεια, καὶ νὰ κάνε­τε μὲ τὸ παρα­πά­νω κάθε καλὸ ἔργο, ὅπως λέγει ἡ Γρα­φή: Σκόρ­πι­σε, ἔδω­σε στοὺς πτω­χούς· ὁ πλοῦ­τος του μένει διαρ­κῶς (Ὁ ἐλε­ή­μων ἄνθρω­πος δίνει ἀφει­δώ­λευ­τα στοὺς πτω­χούς, καὶ ἐν τού­τοις ὁ πλοῦ­τος του δὲν ἐξαν­τλεῖ­ται, διό­τι καὶ ὁ Θεὸς δίνει πλου­σί­ως στὸν ἐλε­ή­μο­να ἄνθρω­πο). 10 Ἐκεῖ­νος δέ, ποὺ χορη­γεῖ σπό­ρο στὸ σπο­ρέα, καὶ ἄρτο γιὰ τρο­φή, εἴθε νὰ πλη­θύ­νῃ τὸ σπό­ρο σας καὶ ν’ αὐξή­σῃ τὰ εἰσο­δή­μα­τα τοῦ πλού­του σας. 11 Nὰ πλου­τί­ζε­τε σὲ ὅλα γιὰ κάθε γεν­ναιο­δω­ρία, ἡ ὁποία μᾶς κάνει νὰ εὐχα­ρι­στοῦ­με τὸ Θεό.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Τοτο δέ, σπεί­ρων φει­δο­μέ­νως φει­δο­μέ­νως κα θερί­σει, κα σπεί­ρων π᾿ ελογί­αις π᾿ ελογί­αις κα θερί­σει (:Και πρέ­πει να γνω­ρί­ζε­τε και αυτό, ότι εκεί­νος που στο χωρά­φι του σπέρ­νει με τσιγ­κου­νιά λιγο­στό σπό­ρο, θα θερί­σει και λίγο σιτά­ρι, ενώ εκεί­νος που σπέρ­νει άφθο­νο σπό­ρο, άφθο­να και θα θερί­σει)»[Β΄Κορ. 9,6].

[…] Ο Από­στο­λος Παύ­λος, μιλών­τας στο σημείο αυτό για τους καρ­πούς της ελεη­μο­σύ­νης δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σε για εκεί­νον που διστά­ζει να δώσει απλό­χε­ρα σε όσους έχουν ανάγ­κη, τη φρά­ση :«Εκεί­νος που με μικρο­πρέ­πεια σπέρ­νει στο χωρά­φι του λιγο­στό σπό­ρο», αλλά χρη­σι­μο­ποί­η­σε εντο­νό­τε­ρη και ηχη­ρό­τε­ρη έκφρα­ση, ανα­φέ­ρον­τας τη φρά­ση: «Εκεί­νος που με τσιγ­κου­νιά σπέρ­νει στο χωρά­φι του λιγο­στό σπό­ρο». Και ονό­μα­σε «σπό­ρο» την πρά­ξη της ελεη­μο­σύ­νης, για να πάει αμέ­σως ο νους σου στην αντα­πό­δο­ση και αφού κατα­νο­ή­σεις το ποια είναι η συγ­κο­μι­δή, θα μάθεις ότι παίρ­νεις περισ­σό­τε­ρα από όσα δίνεις. Γι’ αυτό δεν είπε «εκεί­νος που δίνει», αλλά «εκεί­νος που σπέρ­νει» και δεν είπε «εσείς αν σπεί­ρε­τε», αλλά χρη­σι­μο­ποιεί λόγο που ανα­φέ­ρε­ται σε όλους γενι­κά που «σπέρ­νουν» με αυτόν τον τρό­πο. Και δεν είπε ότι θα λάβει «με αφθο­νία», αλλά «σαν ευλο­γία» που είναι πολύ μεγα­λύ­τε­ρο από αυτό.

Και πάλι στο προ­η­γού­με­νο που είχε πει κατα­φεύ­γει, στο να δίνε­ται ως ελεη­μο­σύ­νη στους φτω­χούς ό,τι ευχα­ρι­στεί τον καθέ­να, λέγον­τας: «καστος καθς προ­αι­ρεται τ καρ­δία(:Ο καθέ­νας ας δίνει ελεύ­θε­ρα ό,τι έχει διά­θε­ση η καρ­διά του να δώσει)»· για­τί καθέ­νας κάνει κάτι πολύ περισ­σό­τε­ρο όταν είναι ελεύ­θε­ρος, παρά όταν αναγ­κά­ζε­ται. Γι’ αυτό ασχο­λεί­ται αρκε­τά με αυτό· για­τί, αφού είπε «Ας δίνει ελεύ­θε­ρα ό,τι έχει διά­θε­ση η καρ­διά του», πρό­σθε­σε: «μ κ λύπης ξ νάγ­κης (:χωρίς να στε­νο­χω­ριέ­ται ή να εξα­ναγ­κά­ζε­ται)». Και δεν αρκέ­στη­κε σε αυτό, αλλά παρου­σιά­ζει και μαρ­τυ­ρία από τη Γρα­φή, λέγον­τας: «λαρν γρ δότην γαπ Θεός(:Για­τί ο Θεός αγα­πά εκεί­νον που δίνει με προ­θυ­μία και με χαρού­με­νο πρό­σω­πο)»[Πρμ.22,8].

Είδες ότι συνέ­χεια αυτό ανα­φέ­ρει; Λέγει: «Όχι ως δια­τα­γή το λέω αυτό» και «γνώ­μη σας δίνω σχε­τι­κά με αυτό» και να το δίνε­τε «σαν αυθόρ­μη­τη προ­σφο­ρά και όχι αναγ­κα­στι­κή». Επί­σης: «Μ κ λύπης ξ νάγ­κης ·λαρν γρ δότην γαπ Θεός(:Όχι με λύπη ή από ανάγ­κη· διό­τι ο Θεός “αγα­πά εκεί­νον, που δίδει με καλο­σύ­νη και γλυ­κύ­τη­τα”)»[Β΄Κορ.9,7]. Στο σημείο αυτό νομί­ζω ότι «λαρν» ονο­μά­ζει τον ανοι­χτο­χέ­ρη, αλλά ο Παύ­λος το είπε έτσι με την έννοια της πρό­θυ­μης προ­σφο­ράς. Επει­δή δηλα­δή το παρά­δειγ­μα των Μακε­δό­νων που προ­α­να­φέρ­θη­κε στην επι­στο­λή καθώς και όλα τα άλλα, μπο­ρού­σαν να οδη­γή­σουν σε αφθο­νία εισφο­ρών, δεν λέγει πολ­λά γι’ αυτήν, αλλά για το ότι πρέ­πει να δίνου­με αυθόρ­μη­τα· για­τί, αφού η ελεη­μο­σύ­νη είναι έργο αρε­τής, και καθε­τί που γίνε­ται αναγ­κα­στι­κά μειώ­νει τον μισθό, σωστά ενερ­γεί ο Παύ­λος κατ’ αυτόν τον τρό­πο.

Και δεν τους συμ­βου­λεύ­ει μονά­χα, αλλά και εύχε­ται, πράγ­μα που το κάνει πάν­το­τε, λέγον­τας: «Δυνατς δ Θες πσαν χάριν περισ­σεσαι ες μς(:Ο Θεός έχει τη δύνα­μη να σας δώσει υπε­ρά­φθο­νη κάθε χάρη· και τη χάρη δηλα­δή της προ­θυ­μί­ας να εισφέ­ρε­τε γεν­ναία, και τη χάρη των υλι­κών αγα­θών)»[Β΄Κορ.9,8]. Με την ευχή αυτή προ­σπα­θεί να εξου­δε­τε­ρώ­σει κάποια σκέ­ψη, που αντι­στέ­κε­ται στη γεν­ναιο­δω­ρία, πράγ­μα που εμπο­δί­ζει και τώρα πολ­λούς. Για­τί πολ­λοί φοβούν­ται να δώσουν ελεη­μο­σύ­νη, λέγον­τας μέσα τους: «Μήπως έτσι γίνω φτω­χός, μήπως έτσι εγώ βρε­θώ σε ανάγ­κη και χρεια­στώ κάπο­τε άλλους;». Θέλον­τας λοι­πόν να εξα­λεί­ψει αυτόν τον φόβο, προ­σθέ­τει την ευχή και λέγει: «Θες πσαν χάριν περισ­σεσαι ες μς(:Κάθε ευερ­γε­σία ας συσ­σω­ρεύ­σει περίσ­σια, άφθο­νη κάθε χάρη σε σας εκ μέρους του Θεού)». Όχι απλώς να σας δώσει, αλλά «με μεγά­λη περίσ­σεια». Και τι σημαί­νει «χάριν περισ­σεσαι»; «Να σας γεμί­σει», λέει, «με τόσα αγα­θά, ώστε να είναι δυνα­τό να περισ­σεύ­ουν γι’ αυτή τη γεν­ναιο­δω­ρία. Για να έχε­τε παν­τού και πάν­το­τε όλα τα αναγ­καία και να σας περισ­σεύ­ουν και για αγα­θο­ερ­γί­ες».

Πρό­σε­χε ότι και στην ευχή του αυτή ακό­μη δια­κρί­νε­ται πολ­λή φιλο­σο­φι­κό­τη­τα. Δεν εύχε­ται πλού­το και περισ­σεύ­μα­τα, αλλά «πσαν ατάρ­κειαν(:Να είστε πάν­το­τε σε όλα τα απα­ραί­τη­τα τελεί­ως αυτάρ­κεις)»[Β΄Κορ.9,8]. Και δεν είναι μόνο αυτό που πρέ­πει να θαυ­μά­ζου­με, αλλά και το ότι, όπως δεν ευχή­θη­κε τα περιτ­τά, έτσι και δεν τους στε­νο­χω­ρεί, ούτε τους αναγ­κά­ζει να δώσουν από το υστέ­ρη­μά τους, αλλά δεί­χνει κατα­νόη­ση για την περί­πτω­ση αυτή και ζητά­ει να έχουν τα απα­ραί­τη­τα, δεί­χνον­τας ότι δεν πρέ­πει να σπα­τα­λού­με τα δώρα του Θεού· «να ν παντ πάν­το­τε πσαν ατάρ­κειαν χον­τες περισ­σεύ­η­τε ες πν ργον γαθόν»: «Ώστε να είστε», λέγει, «πάν­το­τε σε όλα τελεί­ως αυτάρ­κεις κι έτσι να κάνε­τε με το παρα­πά­νω κάθε καλό έργο». «Γι’ αυτό», λέγει, «ζητώ να έχε­τε τα απα­ραί­τη­τα, για να δίνε­τε και σε άλλους». Και δεν είπε απλώς «να δίνε­τε», αλλά «να δίνε­τε ανοι­χτό­χε­ρα». Για τα υλι­κά πράγ­μα­τα ζητά­ει να έχουν αυτάρ­κεια, ενώ για τα πνευ­μα­τι­κά να έχουν και περίσ­σευ­μα, όχι μόνο για την ελεη­μο­σύ­νη, αλλά και για όλα τα άλλα· για­τί αυτό σημαί­νει η φρά­ση «για κάθε έργο αγα­θό».

Έπει­τα, επι­στρα­τεύ­ον­τας ένα επι­χεί­ρη­μα που θα τους ωθή­σει σε γεν­ναιό­δω­ρη προ­σφο­ρά, επι­κα­λεί­ται για σύμ­βου­λό τους τον προ­φη­τά­να­κτα Δαυίδ και λέγει: «σκόρ­πι­σεν, δωκε τος πένη­σιν. δικαιο­σύ­νη ατο μένει ες τν αἰῶνα(:Σκόρ­πι­σε άφθο­να τις ελεη­μο­σύ­νες του, έδω­σε στους πτω­χούς· η αρε­τή του μένει και δια­λα­λεί­ται πάν­το­τε)»[Ψαλμ.111,9]. Αυτό σημαί­νει «Δίνε­τε με απλο­χε­ριά». Για­τί η λέξη «σκόρ­πι­σε» δεν σημαί­νει τίπο­τα άλλο, παρά το ότι έδω­σε με απλο­χε­ριά. Για­τί αν και αυτά δεν μένουν, μένουν όμως στην αιω­νιό­τη­τα τα αγα­θά που προ­κύ­πτουν από αυτά που κάπο­τε δόθη­καν. Για­τί αυτό είναι το αξιο­θαύ­μα­στο: αν τα κρα­τά­με, χάνον­ται, αν τα σκορ­πί­ζου­με, μένουν, και μένουν αιώ­νια. «Δικαιο­σύ­νη» εδώ ονό­μα­σε τη φιλαν­θρω­πία· για­τί, όταν ξεχύ­νε­ται απλό­χε­ρα, εξα­φα­νί­ζει σαν φωτιά τα αμαρ­τή­μα­τα και μας κάνει δικαί­ους.

Ας μην είμα­στε λοι­πόν τσιγ­κού­νη­δες, αλλά ας σπέρ­νου­με με απλο­χε­ριά. Δεν βλέ­πεις πόσα δίνουν άλλοι στους μίμους και στις πόρ­νες; Δώσε στο Χρι­στό τα μισά από όσα δίνουν εκεί­νοι στους χορευ­τές του δρό­μου. Δώσε εσύ στους πει­να­σμέ­νους τόσα, όσα από εγωι­σμό δίνουν εκεί­νοι στους θεα­τρί­νους. Εκεί­νοι καλύ­πτουν με άφθο­νο χρυ­σό το σώμα των πορ­νών, και εσύ δεν καλύ­πτεις ούτε με ένα φθη­νό ρού­χο τη σάρ­κα του Χρι­στού, αν και την βλέ­πεις γυμνή; Ποιας συγνώ­μης είναι αυτό άξιο, πόσης τιμω­ρί­ας δεν είναι άξιο, όταν εκεί­νος προ­σφέ­ρει τόσα πράγ­μα­τα στη γυναί­κα που τον κατα­στρέ­φει και τον ντρο­πιά­ζει, ενώ εσύ δεν προ­σφέ­ρεις σχε­δόν τίπο­τα σε εκεί­νον που σε σώζει και σε κάνει εκλε­κτό; Αλλά ξοδεύ­ον­τας για την κοι­λιά σου βέβαια και για να μεθάς και για να κάνεις ασω­τί­ες, δεν σκέ­πτε­σαι καθό­λου τη φτώ­χεια· αν όμως χρεια­στεί να βοη­θή­σεις φτω­χό, γίνε­σαι τάχα φτω­χό­τε­ρος από όλους. Και τρέ­φον­τας βέβαια παρά­σι­τους κα κόλα­κες, σαν να δαπα­νάς από πηγές, τόσο πολύ χαί­ρε­σαι, όταν όμως συναν­τή­σεις φτω­χό, τότε σε κυριεύ­ει ο φόβος να μη γίνεις φτω­χός.

Γι’ αυτό θα κατα­κρι­θού­με τότε και από τους εαυ­τούς μας και από τους άλλους, και τους δίκαιους και τους αμαρ­τω­λούς. Για­τί θα σε ρωτή­σει ο Κρι­τής: «Για­τί δεν έγι­νες τόσο γεν­ναιό­δω­ρος εκεί που έπρε­πε;». Αυτός έδι­νε στην πόρ­νη και δεν υπο­λό­γι­ζε όσα έδι­νε, και εσύ, προ­σφέ­ρον­τας κάτι στον Κύριο, που είπε «να είσαι αμέ­ρι­μνος»[βλ. Ματθ.6,24: «Δι τοτο λέγω μν, μ μερι­μντε τ ψυχ μν τί φάγη­τε κα τί πίη­τε, μηδ τ σώμα­τι μν τί νδύ­ση­σθε· οχ ψυχ πλεόν στι τς τροφς κα τ σμα το νδύ­μα­τος;(:Η καρ­διά σας λοι­πόν πρέ­πει να ανή­κει απο­κλει­στι­κά στον Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψ­τε τη ρίζα της πλε­ο­νε­ξί­ας˙ και μη φρον­τί­ζε­τε με αγω­νία και στε­νο­χώ­ρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιεί­τε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυ­μα θα φορέ­σε­τε. Δεν αξί­ζει η ζωή περισ­σό­τε­ρο από την τρο­φή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυ­μα; Ο Θεός λοι­πόν που σας έδω­σε αυτά τα ανώ­τε­ρα, θα σας δώσει κα τα κατώ­τε­ρα, την τρο­φή δηλα­δή και το ένδυ­μα)»], είσαι γεμά­τος από φόβο και τρό­μο; Ποιας συγνώ­μης θα ήσουν άξιος; Αφού κάθε άνθρω­πος που βοη­θού­με δεν αδια­φο­ρεί, αλλά αντα­πο­δί­δει την ευερ­γε­σία, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα μας την αντα­πο­δώ­σει ο Χρι­στός. Εκεί­νος, που και χωρίς να περι­μέ­νει να πάρει κάτι πίσω από εμάς, μας δίνει πλου­σιο­πά­ρο­χα καθη­με­ρι­νά τα αγα­θά Του, πώς δεν θα δώσει όταν πάρει κιό­λας από εμάς όπο­τε κάνου­με ελεη­μο­σύ­νη στους φτω­χούς;

Αλλά θα πεις: «Τι γίνε­ται με εκεί­νους που πρό­σφε­ραν πολ­λά και, επει­δή δεν είχαν καμία αντα­πό­δο­ση, ζητια­νεύ­ουν από άλλους;». Μιλάς για εκεί­νους που πρό­σφε­ραν τα πάν­τα, ενώ εσύ δεν δίνεις ούτε οβο­λό. Υπο­σχέ­σου πως θα δώσεις τα πάν­τα και τότε ρώτα για εκεί­νους. Όσο και­ρό όμως είσαι τσιγ­κού­νης και δίνεις λίγα από τα υπάρ­χον­τά σου, τι μου προ­βάλ­λεις δισταγ­μούς και προ­φά­σεις; Εμείς δεν σου ζητά­με να φτά­σεις στην πιο ψηλή κορυ­φή της ακτη­μο­σύ­νης, αλλά σε συμ­βου­λεύ­ου­με να περιο­ρί­ζεις τα περιτ­τά και να επι­διώ­κεις μόνο την αυτάρ­κεια. Η αυτάρ­κεια καθο­ρί­ζε­ται από την ύπαρ­ξη των αγα­θών εκεί­νων, που είναι απα­ραί­τη­τα για να ζει κανείς. Κανέ­νας δεν θέλει να σου αφαι­ρέ­σει αυτά, κανέ­νας δεν σου στε­ρεί την καθη­με­ρι­νή τρο­φή. Τρο­φή, όχι τρυ­φή, όχι απο­λαύ­σεις. Ρού­χα, όχι στο­λί­δια. Ή καλύ­τε­ρα, αν εξε­τά­σει κανείς το πράγ­μα με προ­σο­χή, αυτό προ­πάν­των είναι τρυ­φή. Πρό­σε­χε.

Ποιος μπο­ρού­με να πού­με ότι ζει περισ­σό­τε­ρο απο­λαυ­στι­κά, εκεί­νος που τρώ­ει χόρ­τα και είναι υγι­ής και δεν παθαί­νει τίπο­τε δυσά­ρε­στο, ή εκεί­νος που έχει συβα­ρί­τι­κο τρα­πέ­ζι[:οι κάτοι­κοι της αρχαί­ας Σύβα­ρης, πόλης της κάτω Ιτα­λί­ας, ήταν ξακου­στοί για την μεγά­λη τρυ­φή της ζωής τους] και είναι γεμά­τος αρρώ­στιες; Όποιος μπο­ρεί να αρκεί­ται στα όσπρια και να είναι υγι­ής, ας μη ζητά­ει τίπο­τε παρα­πά­νω, ενώ ο πιο αδύ­να­μος που έχει ανάγ­κη από χορ­τα­ρι­κά, ας τρώ­ει. Αν είναι κανέ­νας ακό­μη πιο αδύ­να­μος, και έχει ανάγ­κη από μια μέτρια ποσό­τη­τα κρε­ά­των, δεν θα τον εμπο­δί­σου­με και αυτόν. Για­τί δεν δίνου­με αυτές τις συμ­βου­λές για να εξον­τώ­σου­με και να κατα­στρέ­ψου­με τους ανθρώ­πους, αλλά για να περιο­ρί­σου­με τα περιτ­τά. Και είναι περιτ­τό, ό,τι είναι περισ­σό­τε­ρο από το απα­ραί­τη­το. Όταν μπο­ρού­με να ζού­με υγιει­νά και με αξιο­πρέ­πεια με κάποια αγα­θά, είναι περιτ­τό, ό,τι προ­στε­θεί σε αυτά.

Το ίδιο πρέ­πει να σκε­πτό­μα­στε και για τα ρού­χα και για το φαγη­τό και για την κατοι­κία και για όλα τα άλλα, και να ζητού­με πάν­το­τε τα απα­ραί­τη­τα. Για­τί το περιτ­τό δεν είναι ωφέ­λι­μο. Όταν μελε­τή­σεις την αυτάρ­κεια, τότε αν θελή­σεις να μιμη­θείς τη χήρα που έδω­σε το μονα­δι­κό της δίλε­πτο στο κου­τί για τους φτω­χούς, θα σε ανε­βά­σου­με πιο ψηλά από τα υλι­κά αγα­θά· για­τί δεν θα απο­χτή­σεις ποτέ τη φιλο­σο­φι­κό­τη­τα της γυναί­κας αυτής, όσο θα φρον­τί­ζεις για την αυτάρ­κεια· για­τί η χήρα ανέ­βη­κε ψηλό­τε­ρα από την αυτάρ­κεια, αφού πρό­σφε­ρε όλα όσα ήταν απα­ραί­τη­τα να τη δια­θρέ­ψουν. Θα έχεις λοι­πόν ακό­μη δισταγ­μούς για τα απα­ραί­τη­τα και δεν θα ντρέ­πε­σαι να είσαι κατώ­τε­ρος από μια γυναί­κα, αφού όχι μόνο δεν φρον­τί­ζεις να τη μιμη­θείς, αλλά έχεις και τερά­στια δια­φο­ρά από αυτή; Για­τί εκεί­νη δεν είπε αυτά που λέτε εσείς, δηλα­δή «τι θα γίνω αν μοι­ρά­σω τα πάν­τα και αναγ­κα­στώ να ζητώ από άλλους», αλλά με γεν­ναιο­δω­ρία έδω­σε όλα τα υπάρ­χον­τά της. Και τι θα μπο­ρού­σε να πει επί­σης κανείς για εκεί­νη τη γυναί­κα της Παλαιάς Δια­θή­κης, τη χήρα στην πόλη Σαρε­πτά της Σιδω­νί­ας, που έζη­σε την επο­χή του προ­φή­τη Ηλία; Εκεί­νη κιν­δύ­νευε όχι μόνο να γίνει φτω­χή, αλλά και να πεθά­νει και να χαθεί όχι μόνο η ίδια, αλλά και τα παι­διά της. Για­τί δεν περί­με­νε να της δώσει κανέ­νας αλλά θα πέθαι­νε αμέ­σως. Είδε όμως τον προ­φή­τη, λέγει η Γρα­φή, και αμέ­σως έγι­νε γενναιόδωρη[βλ. Γ΄Βασ. 17,8–16]. Εσείς δεν βλέ­πε­τε χιλιά­δες αγί­ους; Και τι λέγω, αγί­ους; Βλέ­πε­τε να σας παρα­κα­λεί ο Κύριος των προ­φη­τών και, παρό­λα αυτά, δεν απο­φα­σί­ζε­τε να γίνε­τε φιλάν­θρω­ποι· και ενώ έχε­τε απο­θή­κες που ξεχει­λί­ζουν η μία μέσα στην άλλη, όμως δε δίνε­τε ούτε από το περίσ­σευ­μά σας.

Τι λες; Ότι είχε μπρο­στά της η χήρα αυτή έναν προ­φή­τη και αυτό την έπει­σε να γίνει τόσο μεγα­λό­ψυ­χη; Αυτό ακρι­βώς είναι πολύ αξιο­θαύ­μα­στο, ότι δηλα­δή πεί­στη­κε ότι αυτός είναι μεγά­λος και θαυ­μα­στός. Για­τί, πώς δε σκέ­φτη­κε όσα είναι φυσι­κό να σκε­φτεί γυναί­κα αλλό­φυ­λη και απο­λί­τι­στη, ότι: «αν ήταν προ­φή­της, δεν θα είχε την ανάγ­κη μου; Αν ήταν φίλος του Θεού, δεν θα τον παρέ­βλε­πε Εκεί­νος. Έστω ότι οι Ιου­δαί­οι τιμω­ρούν­ται για τις αμαρ­τί­ες τους, αυτός όμως από πού και για­τί;». Δεν σκέ­φτη­κε όμως τίπο­τα από αυτά, αλλά του άνοι­ξε το σπί­τι της, και πριν από το σπί­τι την καρ­διά της, και έβα­λε στη μέση ό,τι είχε και, νικών­τας τη φύση και αδια­φο­ρών­τας για τα παι­διά της, προ­τί­μη­σε από όλα τον προ­φή­τη. Σκέ­ψου λοι­πόν πόσο μεγά­λη θα είναι η τιμω­ρία μας, όταν αντέ­χου­με λιγό­τε­ρο και έχου­με λιγό­τε­ρη δύνα­μη από γυναί­κα χήρα, πτω­χή, αλλό­φυ­λη, απο­λί­τι­στη μητέ­ρα παι­διών, που δεν ήξε­ρε τίπο­τε από όσα ξέρου­με εμείς. Για­τί δεν είμα­στε καθό­λου γεν­ναί­οι, αν έχου­με το σώμα μας δυνα­τό· καθό­σον γεν­ναί­ος είναι μόνο εκεί­νος που έχει δύνα­μη ψυχι­κή, έστω και αν είναι κατά­κοι­τος στο κρε­βά­τι. Χωρίς τη δύνα­μη αυτή, δεν θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι αυτό είναι δυνα­τό­τε­ρος από ένα μικρό κορι­τσά­κι και μία ταλαί­πω­ρη γριού­λα ακό­μη και αν μετα­κι­νεί όρος με τη σωμα­τι­κή του δύνα­μη. Αυτός αντι­πα­λεύ­ει με άυλα κακά, ενώ ο άλλος δεν μπο­ρεί ούτε να τα αντι­κρύ­σει.

Και για να μάθεις ότι αυτό είναι το κρι­τή­ριο της γεν­ναιό­τη­τας, βγά­λε το συμ­πέ­ρα­σμα από αυτό το ίδιο το παρά­δειγ­μα. Τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει ανδρειό­τε­ρο από αυτό το ίδιο το παρά­δειγ­μα; Τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει ανδρειό­τε­ρο από αυτή τη γυναί­κα που στά­θη­κε γεν­ναία και ανα­δεί­χτη­κε πιο δυνα­τή από όλους απέ­ναν­τι και στη δύνα­μη της ανθρώ­πι­νης φύσης, και στον εξα­ναγ­κα­σμό της πεί­νας και στην απει­λή του θανά­του; Άκου­σε λοι­πόν πώς την προ­βάλ­λει ο Χρι­στός· για­τί λέγει: «π᾿ ληθεί­ας δ λέγω μν πολ­λα χραι σαν ν τας μέραις λιο ν τ σρα­ήλ, τε κλεί­σθη ορανς π τη τρία κα μνας ξ, ς γένε­το λιμς μέγας π πσαν τν γν, κα πρς οδεμί­αν ατν πέμ­φθη λίας ε μ ες Σάρε­πτα τς Σιδω­νί­ας πρς γυνακα χήραν(:Σας λέω επί­σης αλη­θι­νά ότι πολ­λές χήρες υπήρ­χαν την επο­χή του Ηλία στο ισραη­λι­τι­κό έθνος, όταν κλεί­στη­κε ο ουρα­νός και δεν έβρε­ξε για τρία χρό­νια και έξι μήνες, και είχε πέσει τότε μεγά­λη πεί­να σε όλη τη γη της Παλαι­στί­νης˙ ο Θεός όμως σε καμία απ’ αυτές τις γυναί­κες των Ιου­δαί­ων δεν έστει­λε τον Ηλία παρά μόνο στα Σάρε­πτα της Σιδω­νί­ας σε μια γυναί­κα χήρα, ξένη και άγνω­στη σε αυτόν)» [Λου­κά 4,25].

Να πω κάτι μεγά­λο και κατα­πλη­κτι­κό; Αυτή έκα­με στον τομέα της φιλο­ξε­νί­ας κάτι περισ­σό­τε­ρο από τον Αβρα­άμ· για­τί δεν έτρε­ξε σε αγέ­λη όπως εκεί­νος, αλλά με την μικρή παλά­μη της ξεπέ­ρα­σε όλους τους ξακου­στούς για τη φιλο­ξε­νία τους. Εκεί­νος έβγαι­νε νικη­τής, για­τί έτα­ξε σκο­πό του αυτό, ενώ εκεί­νη βγή­κε νική­τρια, για­τί δεν λυπή­θη­κε ούτε τα παι­διά της για να περι­ποι­η­θεί τον ξένο και μάλι­στα χωρίς να προσ­δο­κά ουρά­νια αγα­θά. Εμείς αντί­θε­τα, αν και έχου­με μπρο­στά μας τη βασι­λεία των ουρα­νών, αν και κιν­δυ­νεύ­ου­με να πάμε στην κόλα­ση, και το σπου­δαιό­τε­ρο, αν και ο Θεός έκα­με τόσα πολ­λά για τη σωτη­ρία μας και ευφραί­νε­ται και χαί­ρε­ται γι’ αυτή, βρι­σκό­μα­στε σε αδρά­νεια.

Μη, παρα­κα­λώ. Ας μοι­ρά­σου­με απλό­χε­ρα, ας δώσου­με στους φτω­χούς όσα πρέ­πει να τους δώσουμε· για­τί ο Θεός δεν κρί­νει μικρή ή μεγά­λη τη συνει­σφο­ρά στους φτω­χούς, με κρι­τή­ριο την ποσό­τη­τά της, αλλά με κρι­τή­ριο την περιου­σία του δωρη­τή. Πολ­λές φορές δηλα­δή εσύ, που πρό­σφε­ρες εκα­τον­τά­δες κιλά χρυ­σού, πρό­σφε­ρες λιγό­τε­ρα από κάποιον που πρό­σφε­ρε έναν οβο­λό, αφού εσύ πρό­σφε­ρες από το περίσ­σευ­μά σου. Πλην όμως έστω και έτσι δίνε και γρή­γο­ρα θα δώσεις περισ­σό­τε­ρα.

Σκόρ­πι­σε χρή­μα­τα, για να απο­λαύ­σεις φιλαν­θρω­πία· για­τί αυτή δεν θέλει να συνυ­πάρ­χει με τα χρή­μα­τα. Συνυ­πάρ­χει με την προ­σφο­ρά τους, όχι με την παρου­σία τους. Δεν είναι δυνα­τόν να συγ­κα­τοι­κούν η φιλο­χρη­μα­τία και η φιλαν­θρω­πία. Οι σκη­νές τους είναι χωρι­στές. Μην αγω­νί­ζε­σαι λοι­πόν να συμ­βι­βά­σεις τα ασυμ­βί­βα­στα. Διώ­ξε τη βασα­νι­στι­κή φιλαρ­γυ­ρία, αν θέλεις να κερ­δί­σεις τη βασί­λισ­σα· για­τί η φιλαν­θρω­πία είναι η βασί­λισ­σα, που από δού­λους μάς μετα­βάλ­λει σε ελεύ­θε­ρους. Το αντί­θε­το κάνει η άλλη. Γι’ αυτό ας φρον­τί­σου­με με πολ­λή προ­θυ­μία να απο­φύ­γου­με τη μια και να καλο­δε­χό­μα­στε την άλλη, για να κερ­δί­σου­με εδώ στη γη την ελευ­θε­ρία μας και αργό­τε­ρα τη βασι­λεία των ουρα­νών, την οποία εύχο­μαι να κερ­δί­σου­με όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη και η τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ Κ΄

« δ πιχο­ρηγν σπέρ­μα τ σπεί­ρον­τι κα ρτον ες βρσιν χορη­γή­σαι κα πλη­θύ­ναι τν σπό­ρον μν κα αξήσαι τ γενή­μα­τα τς δικαιο­σύ­νης μν(:Και ο Θεός, ο οποί­ος παρέ­χει σε αφθο­νία σπό­ρο στον γεωρ­γό που σπέρ­νει, και ψωμί για τρο­φή όλων μας, είθε να χορη­γή­σει, να ευλο­γή­σει και να πλη­θύ­νει τη σπο­ρά των χωρα­φιών σας και τα άλλα υλι­κά αγα­θά σας και να αυξή­σει έτσι τους καρ­πούς της αγά­πης, της καλο­σύ­νης και της αγα­θο­ερ­γί­ας σας προς τους άλλους)»[Β΄Κορ.9,10].

Προ­πάν­των απ’ αυτό θα μπο­ρού­σε να θαυ­μά­σει κανείς τη σύνε­ση του Παύ­λου, επει­δή αφού προ­έ­τρε­ψε με τα πνευ­μα­τι­κά και με τα υλι­κά αγα­θά, κάνει το ίδιο και με την αντα­πό­δο­ση, μιλών­τας για την αμοι­βή της καθε­μιάς. Η φρά­ση δηλα­δή «σκόρ­πι­σεν, δωκε τος πένη­σιν. δικαιο­σύ­νη ατο μένει ες τν αἰῶνα(:Σκόρ­πι­σε, έδω­σε στους φτω­χούς, η φιλαν­θρω­πία του μένει αιώ­νια)» ανα­φέ­ρε­ται στην πνευ­μα­τι­κή αμοι­βή. Αντί­στοι­χα, η φρά­ση: «Πλη­θύ­ναι τν σπό­ρον μν (:Είθε να πλη­θύ­νει τον σπό­ρο σας)» δεί­χνει την υλι­κή αντα­πό­δο­ση. Δεν στα­μα­τά­ει όμως εδώ, αλλά ξανα­γυ­ρί­ζει στα πνευ­μα­τι­κά και το παραλ­λη­λί­ζει συνέ­χεια· για­τί η φρά­ση: «Αξήσαι τ γενή­μα­τα τς δικαιο­σύ­νης μν (:Ας αυξή­σει τους καρ­πούς της αγα­θο­ερ­γί­ας σας)» είναι η πνευ­μα­τι­κή αμοι­βή. Κάνον­τας αυτά, διαν­θί­ζει τον λόγο, ξερι­ζώ­νει τη δει­λή και ανόη­τη εκεί­νη σκέ­ψη και δια­λύ­ει με πολ­λούς τρό­πους τον φόβο της φτώ­χειας και μάλι­στα και με παρά­δειγ­μα τωρι­νό. Για­τί, αφού ο Θεός δίνει σε εκεί­νους που σπέρ­νουν τη γη, αφού παρέ­χει άφθο­να εκεί­να που τρέ­φουν το σώμα, πολύ περισ­σό­τε­ρα δίνει σε εκεί­νους που καλ­λιερ­γούν τον ουρα­νό, σε εκεί­νους που μερι­μνούν για την ψυχή· για­τί γι’ αυτά θέλει να φρον­τί­ζου­με περισ­σό­τε­ρο. Αυτό δεν το εκφρά­ζει ούτε με συλ­λο­γι­σμό, ούτε με τον τρό­πο που το είπα εγώ, αλλά με μορ­φή ευχής και έτσι γίνε­ται φανε­ρός ο συλ­λο­γι­σμός και τους κάνει να ελπί­ζουν περισ­σό­τε­ρο όχι μόνο με όσα δια­πι­στώ­νει ότι γίνον­ται, αλλά και με όσα εύχε­ται. «Είθε να χορη­γή­σει», λέει, «και να πλη­θύ­νει το σπό­ρο σας και να αυξή­σει τους καρ­πούς της φιλαν­θρω­πί­ας σας».

Και εδώ υπο­νο­εί πάλι την πλού­σια αμοι­βή, επει­δή το «είθε να πλη­θύ­νει και να αυξή­σει», αυτό το νόη­μα έχει. Συγ­χρό­νως όμως δεν επι­τρέ­πει να επι­ζη­τού­με τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο από τα αναγ­καία· για­τί αυτό σημαί­νει η φρά­ση «ψωμί για τρο­φή». Και ασφα­λώς πρέ­πει κανείς να τον θαυ­μά­σει και γι’ αυτό, που το ανέ­πτυ­ξε και προ­η­γου­μέ­νως: ότι δηλα­δή στα απα­ραί­τη­τα δεν επι­τρέ­πει να προ­στε­θεί τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο από τα αναγ­καία, ενώ τα πνευ­μα­τι­κά συμ­βου­λεύ­ει να τα έχου­με με πολ­λή περίσ­σεια. Γι’ αυτό είπε και παρα­πά­νω: «να ν παντ πάν­το­τε πσαν ατάρ­κειαν χον­τες περισ­σεύ­η­τε ες πν ργον γαθόν (:για να έχε­τε αυτάρ­κεια και να δίνε­τε απλό­χε­ρα για κάθε καλό έργο)». Ενώ εδώ λέγει: « δ πιχο­ρηγν ρτον ες βρσιν χορη­γή­σαι κα πλη­θύ­ναι τν σπό­ρον μν (:Εκεί­νος που χορη­γεί άρτο για να τρώ­με, ας χορη­γή­σει και ας πλη­θύ­νει τον σπό­ρο σας)», δηλα­δή τον πνευ­μα­τι­κό. Και δεν ζητά­ει απλώς ελεη­μο­σύ­νη, αλλά απλό­χε­ρη ελεη­μο­σύ­νη. Γι’ αυτό την ονο­μά­ζει συνε­χώς «σπό­ρο». Επει­δή όπως ο σπό­ρος που πέφτει στη γη κάνει κατα­πρά­σι­να τα χωρά­φια, έτσι και η ελεη­μο­σύ­νη παρά­γει πολ­λούς καρ­πούς φιλαν­θρω­πί­ας και δημιουρ­γεί αξιο­θαύ­μα­στα επα­κό­λου­θα.

Και αφού ευχή­θη­κε τόσο μεγά­λη αφθο­νία, δεί­χνει πού πρέ­πει να την ξοδέ­ψουν, λέγον­τας: «ν παντ πλου­τι­ζό­με­νοι ες πσαν πλό­τη­τα, τις κατερ­γά­ζε­ται δι᾿ μν εχαρι­στί­αν τ Θε (: Ώστε να γίνε­στε πλού­σιοι σε καθε­τί, σε κάθε είδος γεν­ναιο­δω­ρί­ας, για την οποία θα ανα­πέμ­πουν ευχα­ρι­στί­ες στον Θεό αυτοί που θα πάρουν από εμάς τους Απο­στό­λους τις συνει­σφο­ρές σας που θα τους μετα­φέ­ρου­με)»[Β΄Κορ.9,11]. Όχι για να ξοδεύ­ε­τε εκεί που δεν πρέ­πει, αλλά εκεί που είναι ευχά­ρι­στο για τον Θεό· για­τί ο Θεός μας επι­τρέ­πει να έχου­με εξου­σία σε μεγά­λα πράγ­μα­τα. Κρά­τη­σε τα μικρό­τε­ρα για τον εαυ­τό Του και έδω­σε σε εμάς τα μεγα­λύ­τε­ρα. Εκεί­νος δηλα­δή έχει εξου­σία στην υλι­κή τρο­φή, ενώ για την νοη­τή άφη­σε την εξου­σία σε εμάς· για­τί εμείς έχου­με την εξου­σία να δεί­ξου­με πρά­σι­να τα χωρά­φια της ψυχής μας, επει­δή δεν έχουν ανάγ­κη ούτε από βρο­χές ούτε από κατάλ­λη­λες και­ρι­κές συν­θή­κες, αλλά μόνο από ηθι­κή βού­λη­ση, που μπο­ρεί να ανε­βεί ακό­μη και στον ουρα­νό. Την απλο­χε­ριά την ονο­μά­ζει εδώ «πλό­τη­τα» , που παρά­γει με τα ανθρώ­πι­να έργα ευχα­ρι­στία στον Θεό. Επο­μέ­νως, η ενέρ­γεια αυτή δεν είναι μόνο ελεη­μο­σύ­νη, αλλά και αιτία πολ­λής ευχα­ρι­στί­ας, ή καλύ­τε­ρα όχι μόνο ευχα­ρι­στί­ας, αλλά και πολ­λών άλλων.

Συνε­χί­ζον­τας την επι­στο­λή το ανα­φέ­ρει για να δεί­ξει ότι είναι πολ­λά τα ευερ­γε­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα κα να τους κάνει με αυτόν τον τρό­πο πιο πρό­θυ­μους. Ποια είναι λοι­πόν αυτά τα πολ­λά; Άκου­σε που τα λέγει: «τι δια­κο­νία τς λει­τουρ­γί­ας ταύ­της ο μόνον στ προ­σα­να­πλη­ροσα τ στε­ρή­μα­τα τν γίων, λλ κα περισ­σεύ­ου­σα δι πολλν εχαρι­στιν τ Θεδιὰ τῆς δοκι­μῆς τῆς δια­κο­νί­ας ταύ­της δοξά­ζον­τες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑπο­τα­γῇ τῆς ὁμο­λο­γί­ας ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγ­γέ­λιον τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἁπλό­τη­τι τῆς κοι­νω­νί­ας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάν­τας, κα ατν δεή­σει πρ μν, πιπο­θούν­των μς δι τν περ­βάλ­λου­σαν χάριν το Θεο φ᾿ μν(:Διό­τι η δια­κο­νία αυτής της φιλάν­θρω­πης, ευερ­γε­τι­κής και ιερής αυτής υπη­ρε­σί­ας όχι μόνο φτά­νει με το παρα­πά­νω για τις ανάγ­κες των Χρι­στια­νών, αλλά και δημιουρ­γεί πλη­θώ­ρα ευχα­ρι­στιών προς τον Θεό). Κι αυτό συμ­βαί­νει επει­δή αυτοί που ευερ­γε­τούν­ται από σας, με τη δια­κο­νία αυτή της ελεη­μο­σύ­νης σας απο­κτούν πεί­ρα για το ποιοι είστε και δοξά­ζουν τον Θεό για την υπο­τα­γή σας στην ομο­λο­γία της πίστε­ως στο Ευαγ­γέ­λιο του Χρι­στού και για τη γεν­ναιο­δω­ρία που δεί­χνε­τε με τη συμ­με­το­χή σας στις ανάγ­κες τόσο τις δικές τους όσο και γενι­κό­τε­ρα όλων των Χρι­στια­νών. Κι αυτοί προ­σεύ­χον­ται και δέον­ται για σας στον Θεό, καθώς ποθούν πολύ να σας δουν, εξαι­τί­ας της υπέρ­με­τρης χάρης που σας έδω­σε ο Θεός)»[ Β΄Κορ. 9,12–14].Και ιδού τι εννο­εί: «Πρώ­τα πρώ­τα όχι μόνο ικα­νο­ποιεί­τε τις ανάγ­κες των αγί­ων[:των Χρι­στια­νών], αλλά τις ικα­νο­ποιεί­τε πλου­σιο­πά­ρο­χα, τους προ­σφέ­ρε­τε δηλα­δή περισ­σό­τε­ρα από όσα χρειά­ζον­ται. Έπει­τα προ­σφέ­ρε­τε ύμνο στο Θεό, αφού Τον υμνούν για την υπο­τα­γή σας στην ομο­λο­γία του Ευαγ­γε­λί­ου».

Και για να μην τους παρου­σιά­σει ότι ευχα­ρι­στούν μόνο γι’ αυτό, επει­δή δηλα­δή έλα­βαν την ελεη­μο­σύ­νη, κοί­τα­ξε πώς τους εξυ­ψώ­νει. Εκεί­νο που είπε ο ίδιος στους Φιλιπ­πη­σί­ους «δεν επι­διώ­κω να μου δώσε­τε», το ίδιο υπο­στη­ρί­ζει ότι ισχύ­ει και γι΄αυτούς. «Χαί­ρον­ται βέβαια που ικα­νο­ποιεί­τε τις ανάγ­κες τους και ανα­κου­φί­ζε­τε τη φτώ­χεια τους, πολύ περισ­σό­τε­ρο όμως χαί­ρον­ται για­τί πιστέ­ψα­τε και εκτε­λεί­τε τις εντο­λές του Ευαγ­γε­λί­ου. Από­δει­ξη είναι ότι προ­σφέ­ρε­τε με τόση απλο­χε­ριά. Έτσι προ­στά­ζει το Ευαγ­γέ­λιο». «Κα πλό­τη­τι τς κοι­νω­νί­ας ες ατος κα ες πάν­τας(:Και για την γεν­ναιο­δω­ρία που δεί­χνε­τε με τη συμ­με­το­χή σας στις ανάγ­κες τόσο τις δικές τους όσο και γενι­κό­τε­ρα όλων των Χρι­στια­νών)». «Δοξά­ζουν», λέει, «τον Θεό, για­τί είστε τόσο γεν­ναιό­δω­ροι όχι μόνο σε εκεί­νους, αλλά σε όλους». Και είναι επαι­νε­τι­κό γι΄αυτούς, το ότι ευχα­ρι­στούν και για την ελεη­μο­σύ­νη προς άλλους. «Δεν ευχα­ρι­στούν», λέει, «μόνο για όσα πήραν οι ίδιοι, αλλά και για όσα πήραν οι άλλοι». Αν και βρί­σκον­ται σε μεγά­λη φτώ­χεια, πράγ­μα που δεί­χνει ότι είναι πολύ ενά­ρε­τοι· για­τί δεν υπάρ­χει οι φτω­χοί ζηλεύ­ουν όσο κανέ­νας άλλος. Εκεί­νους όμως δεν τους έπια­σε αυτό το πάθος, και τόσο απέ­χουν να θλί­βον­ται για όσα δίνε­τε σε άλλους, ώστε χαί­ρουν όχι λιγό­τε­ρο από όσο χαί­ρον­ται για όσα παίρ­νουν οι ίδιοι. «Κα ατν δεή­σει πρ μν(:Και αυτοί προ­σεύ­χον­ται και δέον­ται για εσάς στον Θεό)»· «για την ελεη­μο­σύ­νη ευχα­ρι­στούν», λέγει ο Παύ­λος, «τον Θεό. Για την δική σας αγά­πη και την δική σας συμ­βο­λή Τον παρα­κα­λούν να αξιω­θούν να σας δουν. Αυτό το ποθούν πολύ όχι για τα χρή­μα­τα, αλλά για να δουν με τα μάτια τους τη χάρη που σας έδω­σε ο Θεός».

Είδες τη σύνε­ση του Παύ­λου, πώς τους εξύ­ψω­σε και έπει­τα απέ­δω­σε την εξύ­ψω­ση στο Θεό και τη χαρα­κτή­ρι­σε «χάρη από τον Θεό»; Επει­δή δηλα­δή είπε μεγά­λους επαί­νους γι΄αυτούς, και τους είπε λει­τουρ­γούς και τους ανέ­βα­σε ψηλά-σαν να τελού­σαν εκεί­νοι ιερο­τε­λε­στία και εκεί­νος να τους υπη­ρε­τού­σε- και τους απο­κά­λε­σε εκλε­κτούς, δεί­χνει ότι αίτιος όλων αυτών είναι ο Θεός, και απευ­θύ­νει πάλι μαζί τους ευχα­ρι­στί­ες στο Θεό λέγον­τας: «Χάρις δ τ Θε π τ νεκ­δι­η­γήτ ατο δωρε(:Ας ευχα­ρι­στού­με λοι­πόν τον Θεό για τη δωρεά Του, το μέγε­θος της οποί­ας δεν μπο­ρεί να εκφρα­στεί με λόγια)». Λέγον­τας «δωρεά» εννο­εί εδώ και τα πολ­λά αγα­θά που απο­κτούν με την ελεη­μο­σύ­νη και όσοι την δίνουν και όσοι την παίρ­νουν. Ή εννο­εί τα μυστη­ρια­κά αγα­θά, που πρό­σφε­ρε με πολ­λή προ­θυ­μία σε όλη την οικου­μέ­νη με την ενσάρ­κω­σή Του, πράγ­μα που είναι και το πιο πιθα­νό· για­τί, για να τους συγ­κρα­τή­σει και για να τους κάνει πιο πρό­θυ­μους, τους θυμί­ζει τι τους χάρι­σε ο Θεός· για­τί η υπεν­θύ­μι­ση αυτή προ­τρέ­πει άρι­στα σε κάθε αρε­τή. Γι’ αυτό και ολο­κλή­ρω­σε στο σημείο αυτό το μέρος αυτό της επι­στο­λής. Και αφού είναι απε­ρί­γρα­πτη η δωρεά, τι θα μπο­ρού­σε να αντι­σταθ­μί­σει την ανο­η­σία εκεί­νων που περιερ­γά­ζον­ται την ουσία του Θεού; Και δεν είναι απε­ρί­γρα­πτη μόνο η δωρεά Του, αλλά και η ειρή­νη, με την οποία συμ­φι­λί­ω­σε τον ουρα­νό με τη γη και δε χωρεί σε ανθρώ­πι­νο νου.

Αφού λοι­πόν μας ευερ­γέ­τη­σε τόσο, ας φρον­τί­σου­με να δεί­ξου­με στη ζωή μας αντά­ξια αρε­τή και να δίνου­με μεγά­λη σημα­σία στην ελεη­μο­σύ­νη. Και θα δίνου­με σημα­σία, αν απο­φεύ­γου­με τις κατα­χρή­σεις, τη μέθη, τη λαι­μαρ­γία· για­τί ο Θεός μας έδω­σε και τα φαγη­τά και τα πιο­τά όχι για κατα­χρή­σεις, αλλά για να τρε­φό­μα­στε. Το μεθύ­σι δεν το φέρ­νει το κρα­σί. Αν το έφερ­νε, θα μεθού­σαν όλοι. Θα έλε­γε όμως κάποιος: «Δεν θα έπρε­πε να προ­κα­λεί μεθύ­σι το πολύ κρα­σί». Αυτές είναι προ­φά­σεις των μέθυ­σων. Για­τί, αφού τώρα που βλά­πτει το πολύ δεν απο­φεύ­γεις την κατά­χρη­ση , αφού είναι τόσο εξευ­τε­λι­στι­κή και επι­ζή­μια και παρό­λα αυτά δε νικάς αυτήν την άθλια επι­θυ­μία, πώς θα στα­μα­τού­σες την κατά­χρη­ση αν ήταν δυνα­τό να πίνεις πολύ και να μην παθαί­νεις τίπο­τα; Άρα­γε δεν θα επι­θυ­μού­σες να γίνουν και τα ποτά­μια κρα­σί; Δεν θα κατέ­στρε­φες και δε θα εξα­φά­νι­ζες τα πάν­τα; Αφού υπάρ­χει μέτρο τρο­φής που, αν το ξεπε­ρά­σου­με, βλα­πτό­μα­στε, και παρό­λα αυτά δεν ανέ­χε­σαι το χαλι­νό, αλλά τον σπά­ζεις και τρως τα πάν­τα, για να υπη­ρε­τή­σεις την άθλια εξου­σία της λαι­μαρ­γί­ας, τι δεν θα έκα­νες, αν εξα­φα­νι­ζό­ταν αυτό το μέτρο της φύσε­ως; Δεν θα θυσί­α­ζες όλο σου τον και­ρό γι’ αυτό; Έπρε­πε λοι­πόν να κάνεις τόσο δυνα­τή αυτή την παρά­λο­γη επι­θυ­μία και να μην εξου­δε­τε­ρώ­σεις τις βλά­βες της κατά­χρη­σης;

Και πόσες άλλες βλά­βες δε γεν­νή­θη­καν από αυτή; Πόσο ανόη­τοι είναι εκεί­νοι που, ενώ κυλιούν­ται στο μεθύ­σι και στις άλλες ασω­τί­ες σαν να κυλιούν­ται στη λάσπη, όταν συνέλ­θουν λίγο, δεν κάνουν τίπο­τα άλλο, αλλά, αντί να επι­κρί­νουν τα σφάλ­μα­τά τους, ανα­ρω­τιούν­ται για­τί το πιο­τό οδη­γεί σε αυτό το κατάν­τη­μα. Αντί να λες λοι­πόν: «Για­τί έθε­σε όρια ο Θεός, για­τί δεν γίνον­ται όλα χωρίς μέτρο;» πες: «Για­τί δεν στα­μα­τά­με να μεθά­με; Για­τί δεν στα­μα­τά­με τις κατα­χρή­σεις; Για­τί είμα­στε πιο ανόη­τοι και από τα άλο­γα ζώα;». Αυτά έπρε­πε να συζη­τά­με μετα­ξύ μας και να ακού­με την απο­στο­λι­κή φωνή και να γνω­ρί­ζου­με πόσες ευερ­γε­σί­ες της ελεη­μο­σύ­νης δεί­χνουν αυτά τα κακά και να εκμε­ταλ­λευό­μα­στε αυτόν τον θησαυ­ρό. Για­τί, όπως είπε ο Παύ­λος, αυτό μας κάνει ικα­νούς να περι­φρο­νού­με τα χρή­μα­τα και συμ­βάλ­λει στη δόξα του Θεού και θερ­μαί­νει την αγά­πη και μας κάνει μεγα­λό­ψυ­χους και μας οδη­γεί στο λει­τούρ­γη­μα του ιερέα, που προ­σφέ­ρει μεγά­λη αντα­μοι­βή. Για­τί ο ελε­ή­μο­νας δεν φορά­ει μακρύ ένδυ­μα, δεν περι­φέ­ρε­ται φορ­τω­μέ­νος με στο­λί­δια, δεν στο­λί­ζει το κεφά­λι του με στε­φά­νι, αλλά φορά­ει τη στο­λή της φιλαν­θρω­πί­ας, που είναι πιο αγνή από τη στο­λή του ιερέα, αλεί­φε­ται με λάδι που δεν απο­τε­λεί­ται από αισθη­τά υλι­κά, αλλά από αγα­θο­ποιό Πνεύ­μα, και το στε­φά­νι του είναι δημιούρ­γη­μα της φιλαν­θρω­πί­ας του.

«Σε στε­φα­νώ­νει ο Θεός», λέει ο Ψαλ­μω­δός, «με το πλή­θος του ελέ­ους και των οικτιρ­μών Του»[Ψαλμ.102,4: «Τν στε­φα­νοντά σε ν λέει κα οκτιρ­μος»].Και αντί να φορά­ει στε­φά­νι με τη λέξη Θεός, γίνε­ται ο ελε­ή­μο­νας ίσος με τον Θεό. Πώς όμως; «γ δ λέγω μν, γαπτε τος χθρος μν, ελογετε τος κατα­ρω­μέ­νους μς, καλς ποιετε τος μισοσιν μς κα προ­σεύ­χε­σθε πρ τν πηρε­α­ζόν­των μς κα διω­κόν­των μς. πως γένη­σθε υο το πατρς μν το ν ορανος, τι τν λιον ατο νατέλ­λει π πονη­ρος κα γαθος κα βρέ­χει π δικαί­ους κα δίκους(:Εγώ όμως σας λέω να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας, να εύχε­στε στον Θεό το καλό γι’ αυτούς που σας κατα­ριούν­ται, να ευερ­γε­τεί­τε εκεί­νους που σας μισούν και να προ­σεύ­χε­σθε για χάρη εκεί­νων που σας μετα­χει­ρί­ζον­ται υβρι­στι­κά και περι­φρο­νη­τι­κά και σας κατα­διώ­κουν άδι­κα, ακό­μη κι όταν ο διωγ­μός τους αυτός σας γίνε­ται για τις θρη­σκευ­τι­κές σας πεποι­θή­σεις. Για να μοιά­σε­τε έτσι και να γίνε­τε παι­διά του Πατέ­ρα σας που είναι στους ουρα­νούς· διό­τι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανα­τέλ­λει χωρίς δια­κρί­σεις σε πονη­ρούς και καλούς, και βρέ­χει τη βρο­χή Του σε δικαί­ους και αδί­κους)» [Ματθ.5,45], λέγει.

Θέλεις να δεις και το θυσια­στή­ριο του ελε­ή­μο­νος ανθρώ­που; Δεν το έκτι­σε ο Βεσε­λε­ήλ[: σύγ­χρο­νος του Μωυ­σή· ο Θεός τον επέ­λε­ξε για να κατευ­θύ­νει το έργο της κατα­σκευ­ής της Σκη­νής και των εξαρ­τη­μά­των της, της Κιβω­τού και του χάλ­κι­νου θυσια­στη­ρί­ου, όπως επί­σης και τα ενδύ­μα­τα του Αρχιε­ρέα και των ιερέ­ων], ούτε κανέ­νας άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, όχι με πέτρες, αλλά με ύλη λαμ­πρό­τε­ρη από τον ουρα­νό, με ψυχές λογι­κές. Στα άγια των αγί­ων μπαί­νει ο ιερέ­ας. Μπο­ρείς, κάνον­τας τη θυσία αυτή, να μπεις στο ιερό­τε­ρο χώρο όπου δεν υπάρ­χει κανέ­νας παρά μόνο ο Πατέ­ρας σου, εκεί­νος που σε βλέ­πει κρυ­φά, εκεί που δεν σε βλέ­πει κανέ­νας άλλος. «Μα πώς είναι δυνα­τό», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κανείς, «να μη σε βλέ­πει κανέ­νας, αφού το θυσια­στή­ριο βρί­σκε­ται σε δημό­σιο χώρο;». Το αξιο­θαύ­μα­στο είναι αυτό, ότι τότε έκρυ­βαν τη θέα των ιερών σκευών οι θύρες και το παρα­πέ­τα­σμα, τώρα είναι δυνα­τό να θυσιά­ζεις δημό­σια, όπως στα άγια των αγί­ων, και να είναι η θυσία αυτή πιο μυστη­ρια­κή. Για­τί, όταν δεν κάνεις κάτι για επί­δει­ξη, και αν ακό­μη σε βλέ­πει όλη η οικου­μέ­νη, δε σε βλέ­πει κανέ­νας, επει­δή εσύ δεν το έκα­νες για να σε δουν. Γι’ αυτό δεν είπε απλώς «μην ελε­εί­τε μπρο­στά στους ανθρώ­πους», αλλά πρό­σθε­σε «για να σας δουν και να σας θαυ­μά­σουν και να σας επαι­νέ­σουν»[βλ. Ματθ.6,1: «Προ­σέ­χε­τε τν λεη­μο­σύ­νην μν μ ποιεν μπρο­σθεν τν νθρώ­πων πρς τ θεαθναι ατος»]. Αυτό το θυσια­στή­ριο απο­τε­λεί­ται από τα ίδια τα μέλη του Χρι­στού και το σώμα του Κυρί­ου γίνε­ται θυσια­στή­ριό σου. Σεβά­σου το. Στο ανθρώ­πι­νο σώμα θυσιά­ζεις το ιερό σώμα του Κυρί­ου. Αυτό το θυσια­στή­ριο είναι πιο φρι­κτό ακό­μη και από το τωρι­νό, όχι μόνο από το προ­χρι­στια­νι­κό.

Αλλά μην ξαφ­νια­στεί­τε. Το τωρι­νό θυσια­στή­ριο είναι θαυ­μα­στό εξαι­τί­ας της Θυσί­ας που γίνε­ται επά­νω του. Το θυσια­στή­ριο του ελε­ή­μο­να δεν είναι θαυ­μα­στό γι’ αυτό μόνο, αλλά και για­τί απο­τε­λεί­ται από την ίδια τη θυσία αυτή. Είναι επί­σης θαυ­μα­στό το πρώ­το, για­τί είναι κτι­σμέ­νο με πέτρες, αλλά γίνε­ται άγιο, για­τί δέχε­ται το σώμα του Χρι­στού. Το δεύ­τε­ρο όμως είναι το ίδιο το σώμα του Χρι­στού. Ώστε πιο μυστη­ρια­κό είναι αυτό, όπου είσαι παρών εσύ ο λαϊ­κός.

Επο­μέ­νως πώς σου φαί­νε­ται ο Ααρών σε σύγ­κρι­ση με αυτά; Πώς το στε­φά­νι; Πώς οι καμ­πά­νες και τα άγια των αγί­ων; Τι χρειά­ζε­ται λοι­πόν να κάνου­με σύγ­κρι­ση με το παλιό θυσια­στή­ριο, αφού απο­δεί­χθη­κε τόσο λαμ­πρό και κατά τη σύγ­κρι­σή του με το τωρι­νό; Εσύ σέβε­σαι το τωρι­νό θυσια­στή­ριο, για­τί δέχε­ται το σώμα του Χρι­στού, αλλά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι περι­φρο­νη­τι­κά σε Αυτόν που είναι το ίδιο το σώμα του Χρι­στού και τον βλέ­πεις με αδια­φο­ρία να χάνε­ται. Αυτό το θυσια­στή­ριο μπο­ρείς να το δεις στη­μέ­νο παν­τού, και σε στε­νούς δρό­μους και σε αγο­ρές, και να γίνον­ται θυσί­ες πάνω σε αυτό κάθε ώρα. Για­τί και σε αυτό γίνε­ται θυσία. Και όπως στέ­κε­ται ο ιερέ­ας και επι­κα­λεί­ται το άγιο Πνεύ­μα, έτσι και εσύ επι­κα­λεί­σαι το άγιο Πνεύ­μα, όχι όμως με τη φωνή σου, αλλά με τις πρά­ξεις σου· για­τί τίπο­τα δεν δια­τη­ρεί και δεν ανά­βει περισ­σό­τε­ρο τη φωτιά του Πνεύ­μα­τος, όσο αυτό το λάδι, αν χύνε­ται άφθο­νο.

Και αν θέλεις να δεις τι γίνον­ται οι προ­σφο­ρές σου, έλα να σου το δεί­ξω και αυτό. Πού είναι λοι­πόν ο καπνός; Ποια είναι η μυρω­διά αυτού του θυσια­στη­ρί­ου; Η δόξα και η ευχα­ρι­στία. Και ως πού φθά­νει; Άρα­γε ως τον ουρα­νό; Όχι. Ξεπερ­νά ακό­μη και τον ουρα­νό και τον ουρα­νό του ουρα­νού και φθά­νει μπρο­στά στον ίδιο το θρό­νο του Θεού. «Α προ­σευ­χαί σου κα α λεη­μο­σύ­ναι σου (:Οι προ­σευ­χές σου και οι ελεη­μο­σύ­νες σου)», λέγει, «νέβη­σαν ες μνη­μό­συ­νον νώπιον το Θεο (:ανέ­βη­καν στον ουρα­νό ως προ­σφο­ρά ευπρόσ­δε­κτη στον Θεό και ως μια ενθύ­μη­ση για να μην σε ξεχνά ποτέ)»[Πράξ.10,4].

Η μυρω­διά των αισθή­σε­ών μας δεν δια­σχί­ζει ούτε ένα μεγά­λο μέρος του αέρα. Η μυρω­διά αυτή ανοί­γει τις ίδιες τις πύλες των ουρα­νών. Εσύ δεν λες σε κανέ­να τίπο­τα. Η πρά­ξη σου όμως φωνά­ζει και γίνε­ται θυσία δοξο­λο­γί­ας του Θεού, όχι θυσία σφαγ­μέ­νου μοσχα­ριού ούτε καμέ­νου δέρ­μα­τος, αλλά πνευ­μα­τι­κής ψυχής, που προ­σφέ­ρει τα δικά της. Για­τί η θυσία αυτή είναι ανώ­τε­ρη από κάθε φιλαν­θρω­πία. Όταν δεις τέτοιο φτω­χό, όχι μόνο δεν πρέ­πει να τον περι­φρο­νή­σεις, αλλά πρέ­πει και να τον σεβα­στείς. Και αν δεις άλλον να τον περι­φρο­νεί, εμπό­δι­σέ τον, βοή­θη­σε· για­τί έτσι θα μπο­ρέ­σεις να έχεις και εσύ ο ίδιος τον Θεό βοη­θό και να κερ­δί­σεις τα αγα­θά του άλλου κόσμου, τα οποία εύχο­μαι να τα κερ­δί­σου­με όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού στον οποίο, μαζί με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη και η τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Β΄Προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λήν, ομι­λί­ες ΙΘ΄και Κ΄[επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα], πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 19, σελί­δες 503–531.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • Liddell & Scott, Λεξι­κό της Αρχαί­ας Ελλη­νι­κής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγά­λου Λεξι­κού, εκδ. Πελε­κά­νος 2007),

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html



Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Σπο­ρά

«Ὁ σπεί­ρων φει­δο­μέ­νως φει­δο­μέ­νως καὶ θερί­σει, καὶ ὁ σπεί­ρων ἐπ ̓ εὐλο­γί­αις ἐπ ̓ εὐλο­γί­αις καὶ θερί­σει» (B’ Kop. 9,6)

ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ, ἀγα­πη­τοί μου, στὸ φθι­νό­πω­ρο. Εἶνε ἡ ἐπο­χὴ τῆς σπο­ρᾶς. Ἐὰν πᾶτε σ’ ἕνα γεωρ­γι­κό χωριό, θὰ δῆτε ὅτι ὅλοι βρί­σκον­ται σὲ κίνη­σι. Ἕνα τέτοιο χωριό στήν περι­φέ­ρειά μας εἶνε ἡ Κέλ­λη, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ παλαιά χωριά Μακε­δο­νί­ας μας. Κάπο­τε ἦταν καὶ ἕδρα ἐπι­σκό­που. Γεωρ­γοὶ καὶ βοσκοί εἶνε οἱ κάτοι­κοι τοῦ χωριοῦ. Ὀρει­νὸ τὸ χωριό. Τεχνι­κή καλ­λιέρ­γεια μηδέν1. Τρα­κτέρ καὶ ἁλω­νι­στι­κές μηχα­νὲς δὲν ἔχουν κάνει ἀκό­μη τὴν ἐμφά­νι­σί τους στὸ χωριὸ αὐτό. Τα χωρά­φια καλ­λιερ­γοῦν­ται μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ποὺ τὰ καλ­λιερ­γοῦ­σαν στὴν ἀρχαία ἐπο­χή. Καλ­λιερ­γοῦν­ται μὲ ξύλι­να ἀλέ­τρια, ποὺ σέρ­νουν τὰ καμα­τε­ρὰ βόδια.

Οἱ γεωρ­γοί τώρα τὸ φθι­νό­πω­ρο μὲ τὰ πρω­το­βρό­χια σηκώ­νον­ται πολὺ πρωΐ, πηγαί­νουν στὰ χωρά­φια καὶ κάνουν ζευ­γά­ρι. Εἶνε ὡραῖο τὸ θέα­μα ὁ γεωρ­γὸς νὰ κεν­τᾷ τὰ βόδια. Τὸ ἑνὶ χώνε­ται βαθειὰ στὸ χῶμα, ἀνοί­γει αὐλά­κια καὶ προ­χω­ρεῖ. Κι ὅταν ὅλο τὸ χωρά­φι ὀργω­θῇ καὶ εἶνε πιὰ κατάλ­λη­λο γιὰ τὴ σπο­ρά, τότε ὁ γεωρ­γός παίρ­νει τὸ δισάκ­κι του, ποὺ εἶνε γεμᾶ­το σπό­ρο, καὶ σκορ­πί­ζει τὸ σπό­ρο σ ̓ ὅλο τὸ χωρά­φι. Δὲν ἀφή­νει κανέ­να κομ­μά­τι τοῦ χωρα­φιοῦ χωρὶς σπό­ρο. Ὁ γεωρ­γός, πιστὸς στὸ Θεό, πρὶν ἀρχί­σῃ νὰ σπέρ­νῃ, κάνει το σταυ­ρό του καὶ ζητά­ει τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ, για­τί πιστεύ­ει ὅτι χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἂν κοπιά­σῃ, οἱ κόποι του θὰ πᾶνε χαμέ­νοι. Ἐὰν ὁ οὐρα­νὸς δὲν βρέ­ξῃ, ἐὰν ὁ ἥλιος δὲν βγῇ, ἐὰν ἀερά­κι δρο­σε­ρὸ δὲν φυσή­ξῃ, τὰ στά­χυα πῶς θὰ γίνουν καρ­πός;

Το θέα­μα τῆς σπο­ρᾶς στὸ χωριὸ τῆς Κέλ­λης καὶ σ ̓ ἄλλα ἀκό­μη χωριά, ὅπου δὲν ἔφτα­σε τὸ τρα­κτέρ, εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὡραῖα θεά­μα­τα ποὺ παρου­σιά­ζει ἡ ἀγρο­τι­κή ζωή. Μ’ αὐτὸ δὲν θέλου­με νὰ ποῦ­με ὅτι ἀπο­δο­κι­μά­ζου­με καὶ τὸ νέο τρό­πο τῆς καλ­λιερ­γεί­ας τῶν χωρα­φιῶν, τὴ μηχα­νι­κὴ ὅπως λένε καλ­λιέρ­γεια. Ὄχι. Για­τὶ μὲ τὰ μηχα­νή­μα­τα ἡ δου­λειὰ τῶν χωρι­κῶν μας ἔγι­νε πιὸ ἐλα­φριὰ καὶ πιὸ ἀπο­δο­τι­κή. Ἂν καὶ οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ σκο­τώ­νον­ται κάθε χρό­νο μὲ τὰ γεωρ­γι­κά μηχα­νή­μα­τα δὲν εἶνε λίγοι, καὶ κον­τὰ στὸν ἱδρῶ­τα, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ γεωρ­γοί μας ποτί­ζουν τὸ χῶμα, τώρα μὲ τὰ δυστυ­χή­μα­τα ποὺ συμ­βαί­νουν μὲ τὰ μηχα­νή­μα­τα τῆς μηχα­νι­κῆς καλ­λιερ­γεί­ας οἱ γεωρ­γοί ποτί­ζουν καὶ μὲ τὸ αἷμα τους τὸ χῶμα. Γεωρ­γοί — μάρ­τυ­ρες! Ὦ ἐσεῖς ποὺ κατοι­κεῖ­τε στις πόλεις και κάθε­στε στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τρῶ­τε τὸ ἄσπρο καθα­ρὸ σιτα­ρέ­νιο ψωμὶ καὶ τὰ ἄλλα γεωρ­γι­κά προ­ϊ­όν­τα, σκε­φτή­κα­τε ποτὲ τὸ γεωρ­γό, ποὺ τόσο κοπιά­ζει; Καὶ παρα­πά­νω ἀπὸ τὸ γεωρ­γὸ φέρ­νε­τε τὴ σκέ­ψι στὸ Θεό, ποὺ δίνει δύνα­μι στοὺς γεωρ­γοὺς νὰ καλ­λιερ­γοῦν τὴ γῆ καὶ εὐλο­γεῖ τὰ σπαρ­τὰ καὶ γεμί­ζει τὶς ἀπο­θῆ­κες μὲ σιτά­ρι καὶ κάνει τὴ μικρὴ αὐτὴ χώρα τοῦ κόσμου νὰ εἶνε αὐτάρ­κης σὲ σιτά­ρι, ἐνῷ ἄλλες μεγά­λες χῶρες, ποὺ ἔχουν κάμ­πους ἀπέ­ραν­τους, περ­νοῦν δύσκο­λες μέρες ἀπὸ ἔλλει­ψι ψωμιοῦ, καὶ κάνουν οἱ ἄνθρω­ποι οὐρὰ ἔξω ἀπὸ τοὺς φούρ­νους; Ω ἄνθρω­ποι, δοξά­στε τὸ Θεό. Καὶ κάθε κομ­μα­τά­κι ψωμὶ μὴν τὸ περι­φρο­νεῖ­τε. Εἶνε ἁμαρ­τία, εἶνε ἔγκλη­μα νὰ τὸ πετᾶ­τε, ἐνῷ ἑκα­τομ­μύ­ρια ἄνθρω­ποι πάνω στὴ γῆ ὑπο­φέ­ρουν ἀπὸ τὴν πεῖ­να.

* * *

Ἀλλὰ θὰ μοῦ πῇ κανεὶς ἀπὸ σᾶς·

Τί ἔπα­θες; Εμείς περι­μέ­νου­με νὰ μᾶς ἐξη­γή­σῃς τὸν Ἀπό­στο­λο, κ ̓ ἐσὺ μᾶς μιλᾶς γιὰ γεωρ­γούς, γιὰ σπο­ρά, γιὰ σιτά­ρια καὶ γιὰ αὐτάρ­κεια;

Ναί, σᾶς μιλάω γι ̓ αὐτὰ τὰ πράγ­μα­τα, για­τὶ αὐτὰ τὰ πράγ­μα­τα εἶνε πολὺ κον­τὰ σας, τὰ βλέ­πε­τε καὶ τὰ αἰσθά­νε­σθε. Ἀκό­μα σᾶς μιλάω καὶ ἐπει­δὴ γι’ αὐτὰ τὰ πράγ­μα­τα μιλά­ει καὶ ὁ σημε­ρι­νός Ἀπό­στο­λος. Δὲν τὸν ἀκού­σα­τε τί εἶπε; Δὲν πιστεύω τὴν ὥρα ποὺ δια­βά­ζε­ται ὁ ἀπό­στο­λος ἐσεῖς νὰ μὴν προ­σέ­χε­τε. Αλλοί­μο­νο!

Καὶ τώρα, παίρ­νον­τας ἀφορ­μὴ ἀπὸ τὸ σημε­ρι­νὸ Από­στο­λο που μιλά­ει γιὰ σπο­ρά, πρὶν νὰ σᾶς πῶ για ποιά σπο­ρά μιλά­ει ὁ Ἀπό­στο­λος, θὰ σᾶς πῶ κάτι παρά­ξε­νο. Δὲν θὰ τὸ πιστέ­ψε­τε, κι ὅμως αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ γίνε­ται. Ἀκοῦ­στε. Ἕνας γεωρ­γὸς μὲ γεμᾶ­το τὸ δισάκ­κι ἀπὸ σπό­ρο βγῆ­κε στὸ χωρά­φι του γιὰ νὰ σπεί­ρῃ. Ἀλλ ̓ αὐτὸς λυπή­θη­κε τὸ σπό­ρο. Δὲν γέμι­ζε τὴ χού­φτα του, ἀλλ ̓ ἔπαιρ­νε ἀπ’ τὸ δισάκ­κι δυὸ — τρία σπυ­ριὰ καὶ τά σπερ­νε τὸ ἕνα μακριὰ ἀπὸ τ ̓ ἄλλο. Καὶ πάλι ἔπαιρ­νε ἄλλους δυὸ — τρεῖς σπό­ρους καὶ τοὺς ἔσπερ­νε σὲ ἀραιά δια­στή­μα­τα· καὶ τὸ ἴδιο ἔκα­νε σ ̓ ὅλο τὸ χωρά­φι. Καὶ ἐνῷ χρεια­ζό­ταν χιλιά­δες σπό­ρους, αὐτὸς ἔσπει­ρε 50 — 60 μόνο σπό­ρους. Τὸν ἄλλο σπό­ρο τὸν λυπή­θη­κε. Τὸν ἔφε­ρε πίσω καὶ τὸν φύλα­ξε στὴν ἀπο­θή­κη του. Καὶ φυλά­γον­τας τὸ σπό­ρο μονο­λο­γοῦ­σε κ ̓ ἔλε­γε· Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ πάω νὰ τὸν ῥίξω ὅλο στο χωρά­φι! Δὲν τὸν ἔχω γιὰ χάσι­μο. Δεν ξέρω τί κάνουν οἱ ἄλλοι, ἀλλ ̓ ἐγὼ δὲν ἔχω σκο­πὸ νὰ θάβω μέσα στὴ γῆ τὸ σπό­ρο μου… Αὐτὰ ἔκα­νε κι αὐτὰ ἔλε­γε ὁ γεωρ­γὸς αὐτός.

Ἀλλὰ ὑπάρ­χει, θὰ ῥωτή­σε­τε, τέτοιος γεωρ­γός; Ἐμεῖς δὲν ξέρου­με τέτοιο γεωρ­γό, θὰ μοῦ πῆτε. Ὅλοι οἱ γεωρ­γοὶ ῥίχνουν μὲ ἁπλο­χε­ριὰ στὰ χωρά­φια τους τὸ σπό­ρο καὶ δὲν τὸν λυποῦν­ται, για­τί ξέρουν ὅτι, σπέρ­νον­τας ἕνα σπό­ρο, ὁ ἕνας σπό­ρος θὰ πολ­λα­πλα­σια­στῇ τὸ ἕνα δισάκ­κι σπό­ρος θὰ γίνῃ τρία, τέσ­σε­ρα, πέν­τε, δέκα. Για­τί λοι­πὸν νὰ λυπη­θοῦ­με τὸ σπό­ρο; Γι’ αὐτὸ σοῦ λέμε, ὅτι τέτοιος γεωρ­γὸς ποὺ περι­γρά­φεις δὲν ὑπάρ­χει. Πρέ­πει νὰ εἶνε κανέ­νας τρελ­λός, γιὰ νὰ κάνῃ αὐτὸ ποὺ λές.

Κι ὅμως ἐγὼ ἐπι­μέ­νω καὶ λέω, ὅτι ὑπάρ­χει τέτοιος γεωρ­γός, ποὺ τσιγ­γου­νεύ­ε­ται τὸ σπό­ρο. Ποιός εἶνε; Σύμ­φω­να μ’ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ σημε­ρι­νὸς Ἀπό­στο­λος, ὁ τσιγ­γού­νης γεωρ­γὸς εἶνε ὁ φιλάρ­γυ­ρος. Προ­σέξ­τε λίγο καὶ θὰ τὸ κατα­λά­βε­τε.

Τὸ χρῆ­μα εἶνε σὰν τὸ σπό­ρο. Κι ὅπως ὁ σπό­ρος δὲν κάνει νὰ μένῃ στὶς ἀπο­θῆ­κες, ἀλλὰ πρέ­πει νὰ σπέρ­νε­ται στὰ χωρά­φια γιὰ νὰ αὐξά­νῃ, ἔτσι καὶ τὸ χρῆ­μα δὲν πρέ­πει νὰ μένῃ κρυμ­μέ­νο κι ἄχρη­στο· πρέ­πει νὰ βγαί­νῃ ἔξω καὶ νὰ κυκλο­φο­ρῇ, ἕνα δὲ σημαν­τι­κό μέρος ἀπ’ αὐτὸ νὰ γίνε­ται ἐλεη­μο­σύ­νη.

-Τα λεφτά μου ἐλεη­μο­σύ­νη; θὰ φωνά­ξῃ ὁ φιλάρ­γυ­ρος. Ἐγὼ μὲ τόσο κόπο τὰ μάζε­ψα, καὶ τώρα νὰ τὰ δώσω ἐλεη­μο­σύ­νη; Ἐγὼ τεμ­πέ­λη­δες δὲν τρέ­φω…

Μά, κύριε φιλάρ­γυ­ρε, δὲν πρό­κει­ται νὰ δοθοῦν τὰ λεφτὰ σὲ τεμ­πέ­λη­δες. Υπάρ­χουν ἄνθρω­ποι δυστυ­χι­σμέ­νοι, φτω­χές χῆρες κι ὀρφα­νά, ἀνά­πη­ροι, γέροι καὶ γριὲς ἔρη­μοι, κορί­τσια ἀπρο­στά­τευ­τα, παι­διὰ ποὺ κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πάρουν τὸν κακὸ δρό­μο, γυναῖ­κες ποὺ τὶς ἐγκα­τέ­λει­ψαν οἱ ἄνδρες τους ὑπάρ­χουν τόσες περι­πτώ­σεις δυστυ­χί­ας. Ὑπάρ­χουν ἀκό­μα φιλαν­θρω­πι­κὰ ἱδρύ­μα­τα, ποὺ ἔχουν ἀνάγ­κη βοη­θεί­ας. Υπάρ­χει ὁ Ἐρυ­θρός Σταυ­ρός. Δῶσε λοι­πὸν σ ̓ ὅλους αὐτούς…

Ἀλλ’ ὁ φιλάρ­γυ­ρος ἀρνεῖ­ται νὰ δώσῃ. Καὶ ἂν πιε­σθῇ πολύ, τότε θ’ ἀνοί­ξῃ τὸ πουγ­γί του καὶ θὰ δώσῃ ἐλά­χι­στα. Θὰ δώσῃ 5 ή 10 δραχ­μές, αὐτὸς ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δώσῃ χιλιά­δες κ’ έκα­τομ­μύ­ρια.

Αὐτὸς ὁ φιλάρ­γυ­ρος, ποὺ δὲν κάνει μὲ τὰ λεφτά του ἐλεη­μο­σύ­νη, αὐτὸς εἶνε ὁ τσιγ­γού­νης ἐκεῖ­νος γεωρ­γὸς ποὺ εἴδα­με. Ἐνῷ ἀντι­θέ­τως ὁ ἄνθρω­πος, ποὺ μὲ προ­θυ­μία κάνει ἐλεη­μο­σύ­νες καὶ σκορ­πά­ει τὰ χρή­μα­τα στὸ ἀπέ­ραν­το χωρά­φι τῆς ἀνθρώ­πι­νης δυστυ­χί­ας καὶ τοῦ πόνου, αὐτὸς ὁ ἐλε­ή­μων ἄνθρω­πος εἶνε ὁ γεωρ­γὸς ποὺ σκορ­πί­ζει μὲ ἁπλο­χε­ριὰ τὸ σπό­ρο στο χωρά­φι. Καὶ τοὺς δυὸ τύπους ἀνθρώ­πων, τὸν ἐλε­ή­μο­να καὶ τὸ φιλάρ­γυ­ρο, ἔχει ὑπ’ ὄψι του ὁ ἀπό­στο­λος ὅταν λέῃ ̇ «Ὁ σπεί­ρων φει­δο­μέ­νως φει­δο­μέ­νως καὶ θερί­σει, καὶ ὁ σπεί­ρων ἐπ ̓ εὐλο­γί­αις ἐπ ̓ εὐλο­γί­αις καὶ θερί­σει» (Β’ Κορ. 9,6).

1 Ὑπεν­θυ­μί­ζε­ται ὅτι ἡ ὁμι­λία ἐγρά­φη το 1972. Σήμε­ρα οἱ συν­θῆ­κες ἔχουν βεβαί­ως ἀλλά­ξει.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek