ΚΥΡΙΑΚΗ Κ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Κ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΓΑΛ. (Α΄ 11 — 19)

προς Γαλά­τας, κεφά­λαιο Α΄,εδάφια 11–19

11 Γνω­ρί­ζω δὲ ὑμῖν, ἀδελ­φοί, τὸ εὐαγ­γέ­λιον τὸ εὐαγ­γε­λι­σθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρω­πον· 12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώ­που παρέ­λα­βον αὐτὸ οὔτε ἐδι­δά­χθην, ἀλλὰ δι’ ἀπο­κα­λύ­ψε­ως ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ. 13 ᾿Ηκού­σα­τε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀνα­στρο­φήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιου­δαϊ­σμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερ­βο­λὴν ἐδί­ω­κον τὴν ἐκκλη­σί­αν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρ­θουν αὐτήν, 14 καὶ προ­έ­κο­πτον ἐν τῷ ᾿Ιου­δαϊ­σμῷ ὑπὲρ πολ­λοὺς συνη­λι­κιώ­τας ἐν τῷ γένει μου, περισ­σο­τέ­ρως ζηλω­τὴς ὑπάρ­χων τῶν πατρι­κῶν μου παρα­δό­σε­ων. 15 ῞Οτε δὲ εὐδό­κη­σεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφο­ρί­σας με ἐκ κοι­λί­ας μητρός μου καὶ καλέ­σας διὰ τῆς χάρι­τος αὐτοῦ 16 ἀπο­κα­λύ­ψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγ­γε­λί­ζω­μαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνε­σιν, εὐθέ­ως οὐ προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ καὶ αἵμα­τι, 17 οὐδὲ ἀνῆλ­θον εἰς ῾Ιερο­σό­λυ­μα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀπο­στό­λους, ἀλλὰ ἀπῆλ­θον εἰς ᾿Αρα­βί­αν, καὶ πάλιν ὑπέ­στρε­ψα εἰς Δαμα­σκόν. 18 ῎Επει­τα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλ­θον εἰς ῾Ιερο­σό­λυ­μα ἱστο­ρῆ­σαι Πέτρον, καὶ ἐπέ­μει­να πρὸς αὐτὸν ἡμέ­ρας δεκα­πέν­τε· 19 ἕτε­ρον δὲ τῶν ἀπο­στό­λων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκω­βον τὸν ἀδελ­φὸν τοῦ Κυρί­ου.

11 Σας καθι­στώ δε γνω­στόν, αδελ­φοί, ότι το Ευαγ­γέ­λιον, το οποί­ον εγώ εκή­ρυ­ξα εις σας δεν είναι έργον ανθρώ­που και δεν εκφρά­ζει σκέ­ψεις ανθρώ­πων. 12 Διό­τι εγώ-όπως άλλω­στε και οι άλλοι Από­στο­λοι-δεν έχω παρα­λά­βει αυτό από άνθρω­πον ούτε το εδι­δά­χθην από άνθρω­πον, αλλά το παρέ­λα­βα κατ’ ευθεί­αν δι’ απο­κα­λύ­ψε­ων, τας οποί­ας ο ίδιος ο Ιησούς Χρι­στός μου εφα­νέ­ρω­σε. 13 Βεβαί­ως και σεις οι ίδιοι έχε­τε πλη­ρο­φο­ρη­θή την ζωήν και συμ­πε­ρι­φο­ράν που είχα, όταν έμε­να πιστός εις την θρη­σκεί­αν των Εβραί­ων και ακο­λου­θού­σα όσα ο Ιου­δαϊ­σμός εδί­δα­σκε. Εχε­τε δηλα­δή πλη­ρο­φο­ρη­θή ότι, επη­ρε­α­σμέ­νος βαθύ­τα­τα από τας παλαιάς διδα­σκα­λί­ας του Νομου και τα έθι­μα των Ιου­δαί­ων, κατε­δί­ω­κα με πολύν φανα­τι­σμόν και σκλη­ρό­τη­τα την Εκκλη­σί­αν του Χρι­στού και προ­σπα­θού­σα να την ερη­μώ­σω και αφα­νί­σω. 14 Χαρις δε στον φανα­τι­σμόν μου αυτόν προ­ώ­δευα στον Ιου­δαϊ­σμόν παρα­πά­νω από πολ­λούς ομο­ε­θνείς συνο­μή­λι­κάς μου, διό­τι εδεί­κνυα περισ­σό­τε­ρον από αυτούς ζήλον δια τας πατρο­πα­ρα­δό­τους παρα­δό­σεις μας. 15 Οταν δε ευδό­κη­σεν ο πανά­γα­θος Θεός, ο οποί­ος με είχε ξεχω­ρί­σει και προ­ο­ρί­σει από την κοι­λί­αν ακό­μη της μητρός μου, και με εκά­λε­σε δια της χάρι­τος του 16 να απο­κα­λύ­ψη εις την καρ­δί­αν και την ψυχήν μου τον Υιόν αυτού, δια να τον κηρύτ­τω ως Σωτή­ρα εις τα έθνη, αμέ­σως δεν εζή­τη­σα από κανέ­να άνθρω­πον συμ­βου­λήν και καθο­δή­γη­σιν δια την μεγά­λην αυτήν κλή­σιν. 17 Ούτε ανέ­βη­κα εις τα Ιερο­σό­λυ­μα, δια να συναν­τή­σω και συμ­βου­λευ­θώ τους Απο­στό­λους, που είχαν κλη­θή προ εμού στο απο­στο­λι­κόν έργον, αλλ’ ανε­χώ­ρη­σα εις τα μέρη της Αρα­βί­ας και πάλιν επέ­στρε­ψα εις Δαμα­σκόν. 18 Επει­τα, τρία έτη μετά την ημέ­ραν που εκλή­θην από τον Χρι­στόν, ανέ­βη­κα εις τα Ιερο­σό­λυ­μα, δια να συναν­τή­σω και γνω­ρί­σω προ­σω­πι­κώς τον Πετρον και έμει­να κον­τά του δεκα­πέν­τε μόνον ημέ­ρας. 19 Αλλον δε από τους Απο­στό­λους δεν είδα, παρά μόνον τον Ιάκω­βον, τον αδελ­φόν του Κυρί­ου.

11 Σας γνω­στο­ποιώ λοι­πόν, αδελ­φοί, ότι το Ευαγ­γέ­λιο που σας κήρυ­ξα δεν απο­τε­λεί ανθρώ­πι­νη επι­νόη­ση. 12 Διό­τι όχι μόνο οι υπό­λοι­ποι από­στο­λοι, αλλά κι εγώ δεν το παρέ­λα­βα ούτε το διδά­χθη­κα από κάποιον άνθρω­πο, αλλά το παρέ­λα­βα με απο­κά­λυ­ψη του Θεού, ο οποί­ος απευ­θεί­ας μου φανέ­ρω­σε και μου απο­κά­λυ­ψε τον Κύριο Ιησού. 13 Και το ότι το Ευαγ­γέ­λιο μου παρα­δό­θη­κε με υπερ­φυ­σι­κή απο­κά­λυ­ψη από τον ίδιο τον Θεό, απο­δει­κνύ­ε­ται από τη δρά­ση μου στο παρελ­θόν. Διό­τι ασφα­λώς έχε­τε ακού­σει για τη δια­γω­γή που έδει­ξα κάπο­τε, όταν ακο­λου­θού­σα το νόμο και τα έθι­μα των Ιου­δαί­ων. Ακού­σα­τε δηλα­δή ότι κατα­δί­ω­κα υπερ­βο­λι­κά την Εκκλη­σία του Θεού και προ­σπα­θού­σα να την κατα­στρέ­ψω. 14 Και προ­ό­δευα στον Ιου­δαϊ­σμό περισ­σό­τε­ρο από πολ­λούς συνο­μή­λι­κους συμ­πα­τριώ­τες μου και έδει­χνα περισ­σό­τε­ρο ζήλο απ’ αυτούς για τις παρα­δό­σεις που κλη­ρο­νο­μή­σα­με από τους πατέ­ρες μας. 15 Όταν όμως ευα­ρε­στή­θη­κε ο Θεός, ο οποί­ος με ξεχώ­ρι­σε και με διά­λε­ξε από τον και­ρό ακό­μη που ήμουν στην κοι­λιά της μητέ­ρας μου, και με κάλε­σε με τη χάρη του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μία τέτοια εκλο­γή, 16 να απο­κα­λύ­ψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό του, για να τον κηρύτ­τω στα έθνη, αμέ­σως δεν συμ­βου­λεύ­θη­κα σάρ­κα και αίμα, δηλα­δή κάποιον θνη­τό άνθρω­πο, 17 ούτε ανέ­βη­κα στα Ιερο­σό­λυ­μα για να συναν­τή­σω τους απο­στό­λους που είχαν κλη­θεί πριν από μένα στο απο­στο­λι­κό αξί­ω­μα, αλλά πήγα στην Αρα­βία και πάλι επέ­στρε­ψα στη Δαμα­σκό. 18 Έπει­τα, μετά από τρία χρό­νια από τότε που είχα επι­στρέ­ψει στο Χρι­στό, ανέ­βη­κα στα Ιερο­σό­λυ­μα για να γνω­ρί­σω από κον­τά τον Πέτρο, κι έμει­να μαζί του δεκα­πέν­τε μέρες. 19 Άλλον από τους απο­στό­λους δεν είδα, παρά μόνο τον Ιάκω­βο, τον αδελ­φό του Κυρί­ου. 

11 Πρέ­πει δὲ νὰ γνω­ρί­ζε­τε, ἀδελ­φοί, ὅτι τὸ εὐαγ­γέ­λιο, ποὺ κηρύ­χθη­κε ἀπὸ μένα, δὲν εἶναι ἀνθρω­πί­νη ἐπι­νόη­σι. 12 Oὔτε δὲ ἐγὼ τὸ παρέ­λα­βα ἀπὸ ἄνθρω­πο, οὔτε τὸ διδά­χθη­κα, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ Ἰησοῦς Xρι­στός. 13 Ἀσφα­λῶς ἀκού­σα­τε γιὰ τὴ δια­γω­γή μου ἄλλο­τε στὸν Ἰου­δαϊ­σμό, ὅτι ὑπερ­βο­λι­κὰ κατα­δί­ω­κα τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ καὶ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ τὴν κατα­στρέ­ψω. 14 Kαὶ προ­ώ­δευα στὸν Ἰου­δαϊ­σμὸ περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ πολ­λοὺς συνο­μη­λί­κους μου στὸ ἔθνος μου, διό­τι εἶχα περισ­σό­τε­ρο ζῆλο γιὰ τὶς παρα­δό­σεις τῶν πατέ­ρων μου. 15 Ὅταν δὲ εὐδό­κη­σε ὁ Θεός, ποὺ μὲ ξεχώ­ρι­σε ἀπὸ τὴν κοι­λία τῆς μητέ­ρας μου καὶ μὲ κάλε­σε λόγῳ τῆς εὐσπλαγ­χνί­ας του 16 νὰ μοῦ ἀπο­κα­λύ­ψῃ τὸν Yἱό του, γιὰ νὰ τὸν κηρύτ­τω στοὺς ἐθνι­κούς, ἀμέ­σως ἀπέ­φυ­γα νὰ προ­στρέ­ξω σὲ ἀνθρώ­πους. 17 Oὔτε ἀνέ­βη­κα στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα πρὸς τοὺς πρὶν ἀπὸ μένα ἀπο­στό­λους. Ἀλλὰ πῆγα στὴν Ἀρα­βία, καὶ πάλι ἐπέ­στρε­ψα στὴ Δαμα­σκό. 18 Ἔπει­τα, μετὰ τρία ἔτη, ἀνέ­βη­κα στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα γιὰ νὰ γνω­ρί­σω τὸν Πέτρο, καὶ ἔμει­να κον­τά του δεκα­πέν­τε ἡμέ­ρες. 19 Ἄλλον δὲ ἀπὸ τοὺς ἀπο­στό­λους δὲν εἶδα, παρὰ τὸν Ἰάκω­βο, τὸν ἀδελ­φὸ τοῦ Kυρί­ου. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Γνω­ρί­ζω δὲ ὑμῖν, ἀδελ­φοί, τὸ εὐαγ­γέ­λιον τὸ εὐαγ­γε­λι­σθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρω­πον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώ­που παρέ­λα­βον αὐτὸ οὔτε ἐδι­δά­χθην, ἀλλὰ δι’ ἀπο­κα­λύ­ψε­ως ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ(:Σας γνω­στο­ποιώ, λοι­πόν, αδελ­φοί, ότι το Ευαγ­γέ­λιο που σας κήρυ­ξα δεν απο­τε­λεί ανθρώ­πι­νη επι­νόη­ση· διό­τι όχι μόνο οι υπό­λοι­ποι από­στο­λοι, αλλά κι εγώ δεν το παρέ­λα­βα ούτε το διδά­χθη­κα από κάποιον άνθρω­πο, αλλά το παρέ­λα­βα με απο­κά­λυ­ψη του Θεού, ο Οποί­ος απευ­θεί­ας μου φανέ­ρω­σε και μου απο­κά­λυ­ψε τον Κύριο Ιησού)»[Γαλ.1,11–12].

Πρό­σε­ξε ότι με κάθε τρό­πο υπο­στη­ρί­ζει αυτό θερ­μώς, ότι έγι­νε μαθη­τής του Χρι­στού, όχι με την μεσο­λά­βη­ση ανθρώ­που, αλλά αφού ο Ίδιος αυτο­προ­σώ­πως τον έκρι­νε άξιο να απο­κα­λύ­ψει σε αυτόν όλη την αλή­θεια. Και ποια από­δει­ξη υπάρ­χει για όσους απι­στούν, Παύ­λε, ότι ο Θεός σου απο­κά­λυ­ψε αυτο­προ­σώ­πως, και όχι δια­μέ­σου κάποιου άλλου, εκεί­να τα απόρ­ρη­τα μυστή­ρια; «Η μετα­στρο­φή μου από την προ­η­γού­με­νη κατά­στα­ση στην οποία βρι­σκό­μουν», λέγει· «διό­τι αν εκεί­νος που ενήρ­γη­σε την απο­κά­λυ­ψη δεν ήταν ο Θεός, δεν θα δεχό­μου­να τόσο ακα­ριαία μετα­βο­λή· διό­τι εκεί­νοι μεν οι οποί­οι διδά­σκον­ται από ανθρώ­πους, όταν είναι δια­κα­είς και φανα­τι­κοί στα αντί­θε­τα, χρειά­ζον­ται χρό­νο και επι­νο­η­τι­κό­τη­τα πολ­λή για να πεν­θούν· εκεί­νος όμως ο οποί­ος μετα­βλή­θη­κε τόσο ακα­ριαία και ανέ­νη­ψε και σε αυτό ακό­μη το απο­κο­ρύ­φω­μα της μανί­ας στο οποίο βρι­σκό­ταν κατα­διώ­κον­τας τους Χρι­στια­νούς, είναι ολο­φά­νε­ρο ότι επει­δή αξιώ­θη­κε θεϊ­κής ορά­σε­ως και διδα­σκα­λί­ας, για τον λόγο αυτόν αμέ­σως επα­νήλ­θε στην τέλεια υγεία».

Για τον λόγο αυτόν αναγ­κά­ζε­ται να διη­γη­θεί την προ­η­γού­με­νη του μετα­στρο­φή και καλεί αυτούς ως μάρ­τυ­ρας των όσων έγι­ναν· «διό­τι για το ότι μεν ο μονο­γε­νής Υιός του Θεού με έκρι­νε άξιο για να με καλέ­σει ο ίδιος αυτο­προ­σώ­πως από τον ουρα­νό, εσείς δεν γνω­ρί­ζε­τε- διό­τι πώς είναι δυνα­τόν, εφό­σον δεν ήσα­σταν παρόν­τες; Αλλά το ότι ήμουν φανα­τι­κός διώ­κτης το γνω­ρί­ζε­τε · διό­τι μέχρι και εσάς δια­δό­θη­κε ο φανα­τι­σμός μου, αν και ήταν μεγά­λη η από­στα­ση μετα­ξύ Παλαι­στι­νί­ων και Γαλα­τών· ώστε δεν θα έφθα­νε τόσο μακρά η φήμη εάν αυτά που συνέ­βη­σαν δεν γίνον­ταν με τόση πολ­λή και ανυ­πό­φο­ρη σε όλους υπερ­βο­λή».

Για τού­το και λέγει: «κού­σα­τε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀνα­στρο­φήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιου­δαϊ­σμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερ­βο­λὴν ἐδί­ω­κον τὴν ἐκκλη­σί­αν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρ­θουν αὐτήν,(:Και το ότι το Ευαγ­γέ­λιο μου παρα­δό­θη­κε με υπερ­φυ­σι­κή απο­κά­λυ­ψη από τον ίδιο τον Θεό, απο­δει­κνύ­ε­ται από τη δρά­ση μου στο παρελ­θόν·, διό­τι ασφα­λώς έχε­τε ακού­σει για τη δια­γω­γή που έδει­ξα κάπο­τε, όταν ακο­λου­θού­σα τον νόμο και τα έθι­μα των Ιου­δαί­ων. Ακού­σα­τε δηλα­δή ότι κατα­δί­ω­κα υπερ­βο­λι­κά την Εκκλη­σία του Θεού και προ­σπα­θού­σα να την εξο­λο­θρεύ­σω)»[Γαλ.1,13]. Βλέ­πεις πως το καθέ­να το γρά­φει με έμφα­ση και δεν ντρέ­πε­ται; Όχι λοι­πόν απλώς εδί­ω­κε, αλλά και με κάθε υπερ­βο­λή, και όχι μόνο εδί­ω­κε αλλά και πολε­μού­σε, δηλα­δή επι­χει­ρού­σε να σβή­σει την εκκλη­σία, να την κατα­στρέ­ψει και να την κατα­κρη­μνί­σει, να την αφα­νί­σει· διό­τι αυτό είναι έργο εκεί­νου που πολε­μά­ει για κάτι.

«Καὶ προ­έ­κο­πτον ἐν τῷ ᾿Ιου­δαϊ­σμῷ ὑπὲρ πολ­λοὺς συνη­λι­κιώ­τας ἐν τῷ γένει μου, περισ­σο­τέ­ρως ζηλω­τὴς ὑπάρ­χων τῶν πατρι­κῶν μου παρα­δό­σε­ων(:Και προ­ό­δευα στον ιου­δαϊ­σμό περισ­σό­τε­ρο από πολ­λούς συνο­μή­λι­κους συμ­πα­τριώ­τες μου και έδει­χνα περισ­σό­τε­ρο ζήλο απ’ αυτούς για τις παρα­δό­σεις που κλη­ρο­νο­μή­σα­με από τους πατέ­ρες μας)»[Γαλ.1,14]. Για να μη νομί­σεις λοι­πόν ότι το πράγ­μα προ­ερ­χό­ταν από θυμό, δεί­χνει ότι από ζήλο τα έκα­νε όλα, αν και όχι κατ’ επί­γνω­ση, ούτε από κενο­δο­ξία, ούτε για να εκδι­κη­θεί κάποια έχθρα, αλλά «από υπερ­βο­λι­κό ζήλο για τις παρα­δό­σεις που κλη­ρο­νο­μή­σα­με από τους πατέ­ρες μας».

Εκεί­νο λοι­πόν το οποίο εννο­εί εδώ, είναι αυτό· «εάν όσα έκα­να εναν­τί­ον της εκκλη­σί­ας, τα έκα­να κινού­με­νος όχι από ανθρώ­πι­να πάθη, αλλά από ζήλο θεϊ­κό- εσφαλ­μέ­νο μεν, αλλά πάν­τως ζήλο‑, πώς τώρα που τρέ­χω υπέρ της εκκλη­σί­ας και έχω γνω­ρί­σει την αλή­θεια είναι δυνα­τόν να ενερ­γώ από κενο­δο­ξία; Διό­τι εάν όταν έσφα­λα δεν επι­κρα­τού­σε σε μένα τέτοιο πάθος, αλλά ο ζήλος του Θεού με οδή­γη­σε σε αυτό πολύ περισ­σό­τε­ρο, όταν γνώ­ρι­σα την αλή­θεια, δικαί­ως θα έπρε­πε να απαλ­λα­γώ από κάθε τέτοια υπό­νοια· διό­τι συγ­χρό­νως μετα­στρά­φη­κα προς την πίστη της εκκλη­σί­ας και απο­στρά­φη­κα κάθε ιου­δαϊ­κή προ­κα­τά­λη­ψη, και επέ­δει­ξα εδώ πολύ περισ­σό­τε­ρο ζήλο· πράγ­μα το οποίο είναι σημείο ότι αλη­θώς μετα­στρά­φη­κα, και ότι κατέ­χο­μαι από θείο ζήλο· διό­τι, εάν δεν ήταν αυτό, τι άλλο, πες μου, θα προ­κα­λού­σε τόσο μεγά­λη μετα­βο­λή ώστε να αλλά­ξω την τιμή με την ατι­μία, την άνε­ση με τους κιν­δύ­νους και την ανά­παυ­ση με την ταλαι­πω­ρία; Τίπο­τε άλλο δεν είναι, παρά μόνο ο έρω­τας της αλή­θειας».

«τε δὲ εὐδό­κη­σεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφο­ρί­σας με ἐκ κοι­λί­ας μητρός μου καὶ καλέ­σας διὰ τῆς χάρι­τος αὐτοῦ, ἀπο­κα­λύ­ψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγ­γε­λί­ζω­μαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνε­σιν, εὐθέ­ως οὐ προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ καὶ αἵμα­τι, (:Όταν όμως ευα­ρε­στή­θη­κε ο Θεός, ο οποί­ος με ξεχώ­ρι­σε και με διά­λε­ξε από τον και­ρό ακό­μη που ήμουν στην κοι­λιά της μητέ­ρας μου και με κάλε­σε με τη χάρη Του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μια τέτοια εκλο­γή, να απο­κα­λύ­ψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό Του, για να Τον κηρύτ­τω στα έθνη, αμέ­σως δεν συμ­βου­λεύ­τη­κα σάρ­κα και αίμα, δηλα­δή κάποιον θνη­τό άνθρω­πο)»[Γαλ.1,15–16].Πρό­σε­ξε τι προ­σπα­θεί να δεί­ξει εδώ, ότι και κατά τον χρό­νο κατά τον οποίο εγκα­τα­λεί­φτη­κε, για κάποια απόρ­ρη­τη οικο­νο­μία παρα­με­λή­θη­κε· διό­τι εάν από την κοι­λία της μητρός του προ­ο­ρί­στη­κε να γίνει από­στο­λος και να κλη­θεί σε αυτήν τη δια­κο­νία, κλή­θη­κε όμως τότε, και μόλις κλή­θη­κε υπά­κου­σε, είναι φανε­ρό ότι για κάποια απόρ­ρη­τη αιτία ανέ­βαλ­λε ο Θεός μέχρι τότε.

Ποια είναι λοι­πόν αυτή η οικο­νο­μία; Ίσως έχον­τας ακού­σει το προ­οί­μιο έχε­τε απο­ρή­σει για­τί δεν κάλε­σε αυτόν μαζί με τους δώδε­κα· αλλά για να μην κάνω μακρό­τε­ρο τον λόγο, απο­μα­κρυ­νό­με­νος από εκεί­νο το οποίο επεί­γει, παρα­κα­λώ την αγά­πη σας να μη μαθαί­νει τα πάν­τα από εμέ­να, αλλά και μόνοι σας να ζητεί­τε, και τον Θεό να παρα­κα­λεί­τε να σας απο­κα­λύ­πτει. Και σε σας βέβαια έχει εκφω­νη­θεί κάποιος λόγος γι’ αυτά, όταν μιλού­σα­με για την αλλα­γή της ονο­μα­σί­ας αυτού και για ποιο λόγο, ενώ ονο­μα­ζό­ταν Σαύ­λος, τον ονό­μα­σε Παύ­λο· αν όμως έχε­τε λησμο­νή­σει, αφού δια­βά­σε­τε εκεί­νο το βιβλίο, θα τα γνω­ρί­σε­τε όλα αυτά. Εν τω μετα­ξύ όμως ας έλθου­με στη συνέ­χεια, και ας εξε­τά­σου­με πώς δεί­χνει πάλι ότι τίπο­τε το ανθρώ­πι­νο δεν έγι­νε γύρω από αυτόν, αλλά όλα έγι­ναν από τον Θεό, ο Οποί­ος προ­νο­ού­σε γι΄αυτόν με πολ­λή φρον­τί­δα.

«Καὶ καλέ­σας διὰ τῆς χάρι­τος αὐτοῦ (: Και με κάλε­σε με τη χάρη Του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μια τέτοια εκλο­γή)· τι σκεος κλογς μοί στιν οτος(: διό­τι Τον διά­λε­ξα εγώ) -έλε­γε προς τον Ανα­νία- το βαστά­σαι τ νομά μου νώπιον θνν κα βασι­λέ­ων υἱῶν τε σρα­ήλ (:για να βαστά­σει και να δια­δώ­σει το κήρυγ­μα για το όνο­μά μου και το ευαγ­γέ­λιό μου, και να το μετα­φέ­ρει με τις περιο­δεί­ες του ενώ­πιον εθνι­κών και βασι­λέ­ων και των σημε­ρι­νών απο­γό­νων του Ισρα­ήλ)»[Πράξ.9,15], δηλα­δή ικα­νός να υπη­ρε­τή­σει και να επι­δεί­ξει μέγα έργο· και αυτήν την αιτία της κλή­σε­ως εκθέ­τει.

Ο Παύ­λος, από την άλλη μεριά, παν­τού δια­κη­ρύτ­τει ότι το παν είναι έργο της χάρι­τος και της άρρη­της φιλαν­θρω­πί­ας του Θεού λέγον­τας έτσι: «λλ δι τοτο λεθην, να ν μο πρτ νδεξηται ᾿Ιησος Χριστς τν πσαν μακρο­θυμαν, πρς ποτπωσιν τν μελλντων πιστεειν π’ ατ ες ζων αἰώνιον(:Αλλά ακρι­βώς γι’ αυτό ελε­ή­θη­κα, για να δεί­ξει ο Ιησούς Χρι­στός σε μένα περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον όλη τη μακρο­θυ­μία, ώστε να χρη­σι­μεύ­σω ως υπό­δειγ­μα σε εκεί­νους που πρό­κει­ται να πιστέ­ψουν σε Αυτόν και να κλη­ρο­νο­μή­σουν έτσι την αιώ­νια ζωή)»[Α΄Τιμ.1,16]. Είδες υπερ­βο­λή ταπει­νο­φρο­σύ­νης; «Για τον λόγο αυτόν ελε­ή­θη­κα εγώ», λέγει, «για να μην απελ­πι­στεί κανείς, εφό­σον εγώ, ο κάκι­στος όλων των ανθρώ­πων, από­λαυ­σα φιλαν­θρω­πί­ας από τον Θεό»· διό­τι αυτό φανε­ρώ­νει όταν λέγει «για να δεί­ξει την όλη μακρο­θυ­μία Του πρώ­τα σε εμέ­να και να χρη­σι­μεύ­σω ως πρό­τυ­πο σε εκεί­νους οι οποί­οι μελ­λον­τι­κώς θα πιστέ­ψουν σε Αυτόν».

«ἀπο­κα­λύ­ψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί (:να απο­κα­λύ­ψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό Του)». Αλλού επί­σης λέγει ο Χρι­στός: «Οδες πιγι­νώ­σκει τίς στιν υός, ε μ πατήρ, κα τίς στιν πατήρ, ε μ υἱὸς κα ἐὰν βού­λη­ται υἱὸς ποκα­λύ­ψαι(:Κανείς δεν γνω­ρί­ζει τον Πατέ­ρα στο βάθος και στην ουσία Του, παρά μόνο ο Υιός. Σε κάποιο βαθ­μό βέβαια Τον γνω­ρί­ζει κι εκεί­νος στον οποίο ο Υιός θα θελή­σει να του Τον απο­κα­λύ­ψει)»[Λου­κά 10,22]. Είδες ότι και ο Πατήρ απο­κα­λύ­πτει τον Υιό και ο Υιός τον Πατέ­ρα; Έτσι και ως προς τη δόξα και ο Υιός δοξά­ζει τον Πατέ­ρα και ο Πατήρ τον Υιό· «Δόξα­σόν σου τν υόν(:Δόξα­σε τον Υιό σου και ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση του)», λέγει, «να κα υός σου δοξάσ σε(:για να σε δοξά­σει και ο Υιός σου με την απο­λύ­τρω­ση και τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων, η οποία θα ολο­κλη­ρω­θεί με τη θυσία Του αυτή και με την αιώ­νια αρχιε­ρα­τι­κή μεσι­τεία του που θα ακο­λου­θή­σει μετά απ’ αυτή)» [Ιωάν.17,1]· και «γώ σε δόξα­σα π τς γς, τ ργον τελεί­ω­σα δέδω­κάς μοι να ποι­ή­σω(:Εγώ γνω­στο­ποί­η­σα το όνο­μά σου στους ανθρώ­πους και υπά­κου­σα τελεί­ως στο θέλη­μά σου, κι έτσι σε δόξα­σα πάνω στη γη· και με τη θυσία μου, την οποία θα προ­σφέ­ρω σε λίγο πάνω στον σταυ­ρό, ολο­κλή­ρω­σα τελεί­ως το έργο που μου έδω­σες να επι­τε­λέ­σω)» [Ιωάν. 17,4].

Για­τί όμως δεν είπε «να απο­κα­λύ­ψει τον Υιό Του σε εμέ­να», αλλά «στα βάθη της ψυχής μου»; Για να δεί­ξει ότι τα της πίστε­ως δεν τα άκου­σε μόνο με λόγια, αλλά ότι και από πολ­λή χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος έγι­νε πλή­ρης, καθώς η απο­κά­λυ­ψη κατέ­λαμ­πε την ψυχή του και είχε τον ίδιο τον Χρι­στό ο Οποί­ος ομι­λού­σε μέσα του.

«ἵνα εὐαγ­γε­λί­ζω­μαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνε­σιν(:για να Τον κηρύτ­τω στα έθνη)» · διό­τι, όχι μόνο το να πιστέ­ψει, αλλά και η χει­ρο­το­νία του από τον Θεό έγι­νε· «διό­τι μου απο­κά­λυ­ψε τον εαυ­τό του, όχι μόνο για να Τον δω, αλλά και για να Τον φανε­ρώ­σω και σε άλλους». Και δεν είπε απλώς «άλλους», αλλά «για να κηρύτ­τω Αυτόν στα έθνη», προ­α­ναγ­γέλ­λον­τας ήδη από εδώ κεφά­λαιο απο­λο­γί­ας όχι μικρό, ενώ­πιον των μαθη­τών· διό­τι δεν ήταν απα­ραί­τη­το να κηρύτ­τει παρο­μοί­ως στους Ιου­δαί­ους και στα έθνη.

«Εὐθέ­ως οὐ προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ καὶ αἵμα­τι(:Αμέ­σως δεν συμ­βου­λεύ­τη­κα σάρ­κα και αίμα, δηλα­δή κάποιον θνη­τό άνθρω­πο)». Εδώ υπαι­νίσ­σε­ται τους απο­στό­λους, απο­κα­λών­τας αυτούς έτσι από την ανθρώ­πι­νη φύση τους. Εάν όμως και για όλους τους ανθρώ­πους λέγει αυτό, ούτε εμείς θα φέρου­με αντίρ­ρη­ση.

«Οὐδὲ ἀνῆλ­θον εἰς ῾Ιερο­σό­λυ­μα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀπο­στό­λους(:Ούτε ανέ­βη­κα στα Ιερο­σό­λυ­μα για να συναν­τή­σω τους απο­στό­λους που είχαν κλη­θεί πριν από μένα στο απο­στο­λι­κό αξί­ω­μα)»[Γαλ.1,17]. Αυτούς μεν τους λόγους, εάν τους εξε­τά­σει κανείς αυτούς καθ’ εαυ­τούς, φαί­νον­ται ότι είναι πλή­ρεις από πολ­λή μεγα­λο­στο­μία και ότι απέ­χουν πολύ από το απο­στο­λι­κό φρό­νη­μα· διό­τι το να απο­φα­σί­ζει κανείς στη­ρι­ζό­με­νος μόνο στον εαυ­τό του και να μη συμ­βου­λεύ­ε­ται κανέ­να για την από­φα­σή του, φαί­νε­ται ότι είναι σημείο ανο­η­σί­ας· διό­τι «Εδον (:Είδα)», λέει ο Παροι­μια­στής, «νδρα δόξαν­τα παρ᾿ ατ σοφν εναι, λπί­δα μέν­τοι σχε μλλον φρων ατο (:έναν άνθρω­πο, ο οποί­ος φαν­τά­στη­κε τον εαυ­τό του ότι είναι, σοφός· μεγα­λύ­τε­ρη ελπί­δα διορ­θώ­σε­ως υπάρ­χει για έναν άφρο­να, παρά για τον αυτο­θαυ­μα­ζό­με­νο αυτόν δοκη­σί­σο­φο)»[Παροιμ.26,12]· και «Οα ο συνε­το ν αυτος κα νώπιον ατν πιστή­μο­νες(:Αλί­μο­νο σε εκεί­νους οι οποί­οι είναι σοφοί απέ­ναν­τι στους δικούς τους οφθαλ­μούς και νου­νε­χείς κατά τη δική τους κρί­ση, ως τάχα τα πάν­τα να γνω­ρί­ζουν)» [Ησ.5,21]. Και ο ίδιος πάλι: «Μ γίνε­σθε φρό­νι­μοι παρ᾿ αυτος(:Μη σχη­μα­τί­ζε­τε για τον εαυ­τό σας την ψευ­δαί­σθη­ση ότι είστε συνε­τοί και ότι γνω­ρί­ζε­τε τα πάν­τα, ώστε να μη χρειά­ζε­στε τις συμ­βου­λές των άλλων)» [Ρωμ.12,16].

Αυτός λοι­πόν ο οποί­ος τόσα άκου­σε από τους άλλους, και ο ίδιος παραι­νεί τα ίδια σε άλλους δεν θα περιέ­πι­πτε σε τέτοιο σφάλ­μα όχι επει­δή ήταν ο Παύ­λος, αλλά ούτε ο οποιοσ­δή­πο­τε άνθρω­πος. Αλλά, όπως είπα, αυτή καθ’ εαυ­τήν εξε­τα­ζό­με­νη η φρά­ση είναι δυνα­τόν και να κάνει να παρα­μο­νεύ­ουν με έχθρα και να ενο­χλεί μερι­κούς από τους ακρο­α­τές· αν όμως δεί­ξου­με την αιτία για την οποία λέγον­ταν αυτά, και θα επι­κρο­τή­σουν και θα θαυ­μά­σουν όλοι εκεί­νον ο οποί­ος τα είπε.

Αυτό λοι­πόν ας κάνου­με· διό­τι δεν πρέ­πει να εξε­τά­ζου­με τους λόγους καθ’ εαυ­τούς, διό­τι τότε πολ­λά άτο­πα θα ακο­λου­θή­σουν· ούτε τη λέξη να βασα­νί­ζου­με καθ’ εαυ­τήν, αλλά να προ­σέ­χου­με στο πνεύ­μα του γρά­φον­τος· διό­τι και στις δικές μας ομι­λί­ες, εάν δεν χρη­σι­μο­ποιού­με αυτόν τον τρό­πο, θα υπο­στού­με την εχθρό­τη­τα πολ­λών, και όλα θα κατα­κρη­μνι­στούν. Και τι χρειά­ζε­ται να λέμε για τους λόγους, εκεί όπου και για τα πράγ­μα­τα, αν δεν τηρεί κανείς αυτόν τον κανό­να, όλα θα γίνουν άνω-κάτω; Διό­τι και οι ιατροί και κόπτουν και θραύ­ουν ορι­σμέ­να οστά, αλλά και οι ληστές πολ­λές φορές κάνουν αυτά. Πόσης αθλιό­τη­τας λοι­πόν θα ήταν σημείο, αν δεν μπο­ρού­σα­με να δια­κρί­νου­με τον ληστή από τον ιατρό; Επί­σης οι δολο­φό­νοι και οι μάρ­τυ­ρες τα ίδια βασα­νι­στή­ρια υπο­μέ­νουν· αλλά υπάρ­χει μεγά­λη από­στα­ση μετα­ξύ των δύο. Και εάν δεν τηρού­με αυτόν τον κανό­να, δεν θα δυνη­θού­με να γνω­ρί­σου­με αυτά, αλλά και τον Ηλία θα ονο­μά­σου­με δολο­φό­νο, και τον Σαμου­ήλ και τον Φινε­ές, ενώ τον Αβρα­άμ και παι­δο­κτό­νο, εάν πρό­κει­ται να εξε­τά­ζου­με τα πράγ­μα­τα γυμνά, χωρίς να λαμ­βά­νου­με υπό­ψη σε αυτά την προ­αί­ρε­ση εκεί­νων οι οποί­οι τα πράτ­τουν.

Ας εξε­τά­σου­με λοι­πόν και του Παύ­λου τη σκέ­ψη, για την οποία έγρα­φε αυτά· ας δού­με τον σκο­πό του, και ποιος ήταν γενι­κώς για τους απο­στό­λους, και τότε θα γνω­ρί­σου­με με ποια προ­αί­ρε­ση λέγον­ταν αυτά· διό­τι ούτε υπο­τι­μών­τας εκεί­νους, ούτε εξυ­ψώ­νον­τας τον εαυ­τό του είπε αυτά ή τα προ­η­γού­με­να· διό­τι πώς είναι δυνα­τόν, εφό­σον και τον εαυ­τό του ανα­θε­μά­τι­σε; Αλλά τα είπε αυτά, δια­φυ­λάτ­τον­τας παν­τού την ασφά­λεια του ευαγ­γε­λί­ου· διό­τι επει­δή έλε­γαν όσοι τον πολε­μού­σαν ότι έπρε­πε να ακο­λου­θεί τους απο­στό­λους, οι οποί­οι δεν εμπό­δι­ζαν αυτά, και όχι τον Παύ­λο ο οποί­ος τα εμπο­δί­ζει, και από αυτό το σημείο σιγά σιγά εισα­γό­ταν η ιου­δαϊ­κή πλά­νη, αναγ­κά­ζε­ται να αντι­στα­θεί γεν­ναί­ως προς αυτά, όχι επει­δή θέλει να πει κακό για τους απο­στό­λους, αλλά θέλον­τας να κατα­στεί­λει την αφρο­σύ­νη εκεί­νων οι οποί­οι εσφαλ­μέ­νως εξυ­ψώ­νουν τους εαυ­τούς τους.

Για τον λόγο αυτόν γρά­φει: «Δεν συμ­βου­λεύ­τη­κα ανθρώ­πους»· διό­τι θα ήταν η μεγί­στη ατο­πία, αυτός ο οποί­ος διδά­χτη­κε από τον ίδιο τον Θεό, να συμ­βου­λεύ­ε­ται ανθρώ­πους· διό­τι ο μεν διδα­σκό­με­νος από ανθρώ­πους, δικαιο­λο­γη­μέ­να λαμ­βά­νει ως κοι­νω­νούς πάλι ανθρώ­πους· αλλά εκεί­νος ο οποί­ος αξιώ­θη­κε εκεί­νης της θεί­ας και μακα­ρί­ας φωνής, και διδά­χτη­κε τη σοφία από Αυτόν ο οποί­ος έχει τον θησαυ­ρό, για ποιο λόγο να συμ­βου­λεύ­ε­ται ανθρώ­πους; Διό­τι αυτός θα ήταν εύλο­γο όχι να μαθαί­νει από ανθρώ­πους, αλλά να διδά­σκει ανθρώ­πους. Δεν έλε­γε αυτά λοι­πόν από αφρο­σύ­νη, αλλά για να δεί­ξει το αξί­ω­μα του δικού του κηρύγ­μα­τος.

«Οὐδὲ ἀνῆλ­θον εἰς ῾Ιερο­σό­λυ­μα (:Ούτε ανέ­βη­κα στα Ιερο­σό­λυ­μα)», λέγει, «πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀπο­στό­λους (:για να συναν­τή­σω τους απο­στό­λους που είχαν κλη­θεί πριν από μένα στο απο­στο­λι­κό αξί­ω­μα)»[Γαλ.1,17]· διό­τι επει­δή συνε­χώς αυτό έλε­γαν, ότι πριν από αυτόν ήσαν εκεί­νοι, ότι πριν από αυτόν κλή­θη­καν, «δεν ανήλ­θα προς εκεί­νους», λέγει· διό­τι εάν έπρε­πε να συναν­τή­σει τους απο­στό­λους, Εκεί­νος ο οποί­ος του απο­κά­λυ­ψε το κήρυγ­μα, θα έδι­νε εντο­λή στον Παύ­λο και γι’ αυτό. Τι λοι­πόν, δεν ανήλ­θε εκεί; Βεβαί­ως και ανήλ­θε, και όχι απλώς ανήλ­θε αλλά και για να μάθει κάτι από αυτούς. Πότε; Όταν στην πόλη των Αντιο­χέ­ων, η οποία επέ­δει­ξε πολύ ζήλο, έγι­νε κατά θείο θέλη­μα σύνα­ξη γι’ αυτό το ίδιο θέμα, για το οποίο πρό­κει­ται και τώρα και συζη­τού­σαν, ποιο από τα δύο πρέ­πει, να περι­τέ­μνον­ται οι εξ εθνών προ­ερ­χό­με­νοι πιστοί, ή να μην τους αναγ­κά­ζουν να υφί­σταν­ται τίπο­τε τέτοιο, τότε ανήλ­θε αυτός ο ίδιος ο Παύ­λος και ο Σίλας.

Πώς λοι­πόν, λέγει, «δεν ανήλ­θα στα Ιερο­σό­λυ­μα, ούτε συμ­βου­λεύ­τη­κα τους απο­στό­λους»; Διό­τι πρώ­τα μεν δεν ανήλ­θε από μόνος του, αλλά στάλ­θη­κε από άλλους· και δεύ­τε­ρον δεν ήλθε για να μάθει, αλλά για να πεί­σει άλλους· διό­τι αυτός μεν από την αρχή αυτήν τη γνώ­μη είχε, την οποία μετά από αυτά επι­κύ­ρω­σαν και οι από­στο­λοι, ότι δηλα­δή δεν πρέ­πει να περι­τέ­μνον­ται· επει­δή δε έως τότε δεν φαι­νό­ταν σε αυτούς ότι είναι αξιό­πι­στος, αλλά ακο­λου­θού­σαν αυτούς που βρί­σκον­ταν στα Ιερο­σό­λυ­μα, ανήλ­θε, όχι για να γνω­ρί­σει αυτός κάτι περισ­σό­τε­ρο, αλλά για να πεί­σει όσους αντέ­λε­γαν, ότι και αυτοί που βρί­σκον­ταν στα Ιερο­σό­λυ­μα αυτά προ­τι­μούν. Έτσι και από την αρχή κατα­νο­ού­σε τα πρέ­πον­τα και κανέ­να διδά­σκα­λο δεν χρεια­ζό­ταν, αλλά αυτά τα οποία με πολ­λή διά­κρι­ση επρό­κει­το να επι­κυ­ρώ­σουν οι από­στο­λοι, αυτά ο Παύ­λος πριν από τη διά­κρι­ση είχε άνω­θεν μέσα του ακλό­νη­τα.

Και γρά­φον­τας γι’ αυτά ο Λου­κάς έλε­γε, ότι απηύ­θυ­νε μακρό και διε­ξο­δι­κό λόγο γι’ αυτά ο Παύ­λος προς αυτούς και πριν έλθει στα Ιεροσόλυμα[Πράξ.15,2: «Γενο­μέ­νης ον στά­σε­ως κα ζητή­σε­ως οκ λίγης τ Παύλ κα τ Βαρ­νάβ πρς ατούς, ταξαν ναβαί­νειν Παλον κα Βαρ­νά­βαν καί τινας λλους ξ ατν πρς τος ποστό­λους κα πρε­σβυ­τέ­ρους ες ερου­σαλμ περ το ζητή­μα­τος τού­του(:Επει­δή λοι­πόν δημιουρ­γή­θη­κε ανα­στά­τω­ση και μεγά­λη συζή­τη­ση ανά­με­σα σε αυτούς και στον Παύ­λο και τον Βαρ­νά­βα, για να τα αναι­ρέ­σουν αυτά, απο­φά­σι­σαν να ανε­βούν ο Παύ­λος και ο Βαρ­νά­βας και μερι­κοί άλλοι απ’ αυτούς στα Ιερο­σό­λυ­μα προς τους απο­στό­λους και τους πρε­σβυ­τέ­ρους, για να λυθεί εκεί αυθεν­τι­κά και ορι­στι­κά το ζήτη­μα αυτό)»]. Επει­δή όμως στους αδελ­φούς φάνη­κε καλό να μάθουν και από εκεί­νους, ανήλ­θε, όχι για τον εαυ­τό του, αλλά χάριν εκεί­νων. Και εάν λέγει «δεν ανήλ­θα», είναι για να πει ότι ούτε στην αρχή του κηρύγ­μα­τος ανήλ­θε, ούτε όταν ανήλ­θε, ανήλ­θε για να μάθει. Και μάλι­στα και τα δύο αυτά γνω­στο­ποιεί, λέγον­τας: «εὐθέ­ως οὐ προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ καὶ αἵμα­τι (:αμέ­σως δεν συμ­βου­λεύ­τη­κα σάρ­κα και αίμα, δηλα­δή κάποιον θνη­τό άνθρω­πο)». Δεν είπε απλώς «δεν συμ­βου­λεύ­τη­κα», αλλά «αμέ­σως». Και αν μετά από αυτά ανήλ­θε, δεν το έκα­νε για να προ­σλά­βει κάτι.

«ἀλλὰ ἀπῆλ­θον εἰς ᾿Αρα­βί­αν (:αλλά πήγα στην Αρα­βία)». Κοί­τα­ξε κοχλά­ζου­σα ψυχή· προ­σπα­θού­σε με ζήλο να κυριεύ­σει τους τόπους οι οποί­οι ακό­μη δεν είχαν καλ­λιερ­γη­θεί, αλλά βρί­σκον­ταν ακό­μη σε αγριό­τε­ρη κατά­στα­ση· διό­τι εάν ανέ­με­νε μαζί με τους απο­στό­λους, ενώ δεν είχε τίπο­τε να μάθει, θα εμπο­δι­ζό­ταν το κήρυγ­μα· αλλά έπρε­πε αυτοί να δια­δώ­σουν τον λόγο παν­τού. Για τον λόγο αυτόν αυτός ο μακά­ριος, κοχλά­ζον­τας από τη χάρη του Πνεύ­μα­τος, άρχι­ζε αμέ­σως τη διδα­σκα­λία ανθρώ­πων βαρ­βά­ρων και αγρί­ων, εκλέ­γον­τας βίο πλή­ρη αγω­νί­ας και πολ­λού κόπου.

Και πρό­σε­ξε την ταπει­νο­φρο­σύ­νη· διό­τι αφού είπε: «ἀπῆλ­θον εἰς ᾿Αρα­βί­αν (: πήγα στην Αρα­βία)», πρό­σθε­σε και «καὶ πάλιν ὑπέ­στρε­ψα εἰς Δαμα­σκόν (:και πάλι επέ­στρε­ψα στη Δαμα­σκό)». Δεν λέγει τα κατορ­θώ­μα­τά του, ούτε ποιους κατή­χη­σε και πόσους, αν και βεβαί­ως από τότε που βαπτί­στη­κε τόσο ζήλο έδει­ξε, ώστε να ταράσ­σον­ται οι Ιου­δαί­οι· και τόση οργή προ­κά­λε­σε σε αυτούς, ώστε να τον παρα­μο­νεύ­ουν και να θέλουν να τον φονεύ­σουν και αυτοί και οι Έλλη­νες· πράγ­μα το οποίο δεν θα συνέ­βαι­νε, εάν δεν πρό­σθε­τε πολ­λούς πιστούς σε εκεί­νους που ήδη είχαν πιστέ­ψει. Επει­δή λοι­πόν ηττών­το στη διδα­σκα­λία, οδη­γούν­ταν σε φόνο, πράγ­μα το οποίο ήταν καθα­ρό σημείο της νίκης του Παύ­λου. Αλλά δεν άφη­σε αυτόν ο Χρι­στός να πεθά­νει, προ­φυ­λάσ­σον­τας αυτόν για να συνε­χί­ζει το κήρυγ­μα.

Αλλά όμως τίπο­τε δεν λέγει από τα κατορ­θώ­μα­τα αυτά· έτσι, όσα λέγει πάν­τα, δεν τα λέγει από φιλο­δο­ξία, ούτε για να νομι­στεί ο μεγα­λύ­τε­ρος των απο­στό­λων, ούτε οργι­ζό­με­νος για το ότι υπο­τι­μά­ται, αλλά φοβού­με­νος μήπως από αυτό προ­κλη­θεί ζημία στο κήρυγ­μα. Και μάλι­στα ονο­μά­ζει έκτρω­μα τον εαυ­τό του, και πρώ­το από τους αμαρ­τω­λούς και τελευ­ταίο από τους απο­στό­λους, και ανά­ξιο της προ­ση­γο­ρί­ας του απο­στό­λου· και αυτά έλε­γε αυτός ο οποί­ος κοπί­α­σε περισ­σό­τε­ρο από όλους, πράγ­μα το οποίο είναι σημείο μεγά­λης ταπει­νο­φρο­σύ­νης· διό­τι ο εκεί­νος που δεν γνω­ρί­ζει κανέ­να καλό στον εαυ­τό του και ομι­λεί με ταπει­νό τρό­πο για τον εαυ­τό του, δεν είναι ταπει­νό­φρων, αλλά ευγνώ­μο­νας· αυτός όμως ο οποί­ος μετά από τόσους στε­φά­νους λέγει τέτοια, εκεί­νος είναι αυτός που γνω­ρί­ζει να μετριο­φρο­νεί.

«Και πάλι επέ­στρε­ψα», λέγει, «στη Δαμα­σκό». Και όμως, πόσα θα πρέ­πει να κατόρ­θω­σε αυτός εκεί; Διό­τι για την πόλη αυτήν λέγει ότι τη φρου­ρού­σε ο εθνάρ­χης του βασι­λέ­ως Αρέ­τα, επει­δή ήθε­λε να συλ­λά­βει αυτόν τον μακά­ριο [Β΄Κορ.11,32: «ν Δαμασκ θνάρ­χης ρέτα το βασι­λέ­ως φρού­ρει τν Δαμα­σκηνν πόλιν πιά­σαι με θέλων, κα δι θυρί­δος ν σαρ­γάν χαλά­σθην δι το τεί­χους κα ξέφυ­γον τς χερας ατο(:Στη Δαμα­σκό ο διοι­κη­τής που είχε διο­ρι­στεί από τον βασι­λιά Αρέ­τα, φρου­ρού­σε την πόλη των Δαμα­σκη­νών, επει­δή ήθε­λε να με συλ­λά­βει. Κι από κάποιο παρά­θυ­ρο με κατέ­βα­σαν κάτω μέσα σε δικτυω­τό καλά­θι, μέσα από κάποιο άνοιγ­μα του τεί­χους της πόλε­ως, και ξέφυ­γα από τα χέρια του)»]· πράγ­μα το οποίο ήταν μεγί­στη από­δει­ξη του ότι έντο­να και με όλες τους τις δυνά­μεις τον κατε­δί­ω­καν οι Ιου­δαί­οι. Αλλά τίπο­τε από αυτά δεν λέγει εδώ, ούτε θα έγρα­φε αυτά εκεί τότε, αν και τότε δεν έβλε­πε ότι η περί­στα­ση απαι­τού­σε την διή­γη­ση, αλλά θα το απο­σιω­πού­σε· όπως ακρι­βώς λοι­πόν και τώρα, που λέγει ότι ήλθε και απήλ­θε, καθό­λου δεν προ­βάλ­λει τα όσα έγι­ναν εδώ.

«῎Επει­τα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλ­θον εἰς ῾Ιερο­σό­λυ­μα ἱστο­ρῆ­σαι Πέτρον(:(:Έπει­τα, μετά από τρία χρό­νια από τότε που είχα επι­στρέ­ψει στον Χρι­στό, ανέ­βη­κα στα Ιερο­σό­λυ­μα για να γνω­ρί­σω από κον­τά τον Πέτρο)»[Γαλ. 1,18]. Τι θα μπο­ρού­σε να είναι ταπει­νο­φρο­νέ­στε­ρο αυτής της ψυχής; Μετά από τόσα και τέτοια κατορ­θώ­μα­τα, μην έχον­τας ανάγ­κη σε τίπο­τε τον Πέτρο, ούτε τη διδα­σκα­λία του, αλλά ενώ ήταν ισό­τι­μος με αυτόν, διό­τι δεν θα πω τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο έως εδώ, ανέρ­χε­ται παρ΄όλ’ αυτά στον Πέτρο ως προς μεγα­λύ­τε­ρο και πρε­σβύ­τε­ρο· και αιτία της εκεί απο­δη­μί­ας του είναι μόνο η γνω­ρι­μία με τον Πέτρο. Βλέ­πεις πώς απο­δί­δει σε αυτούς την πρέ­που­σα τιμή, και όχι μόνο καλύ­τε­ρο, αλλά ούτε ίσο με εκεί­νους θεω­ρεί τον εαυ­τό του; Και αυτό είναι φανε­ρό από αυτήν την απο­δη­μία· διό­τι όπως ακρι­βώς πολ­λοί από τους δικούς μας αδελ­φούς απο­δη­μούν προς αγί­ους άντρες, έτσι αισθα­νό­ταν και ο Παύ­λος τότε, όταν απήλ­θε στον Πέτρο· ή μάλ­λον και πολύ ταπει­νό­τε­ρο· διό­τι οι μεν σημε­ρι­νοί απο­δη­μούν για να ωφε­λη­θούν· ενώ τότε ο μακά­ριος εκεί­νος, ούτε για να μάθει κάτι από αυτόν, ούτε για να δεχτεί κάποια διόρ­θω­ση, αλλά μόνο για τού­το, για να δει αυτόν και να τον τιμή­σει με την παρου­σία του· διό­τι «για να γνω­ρί­σω», λέγει, «τον Πέτρο».

Και δεν είπε «να δω τον Πέτρο» αλλά «να γνω­ρί­σω τον Πέτρο», όπως λέγουν εκεί­νοι οι οποί­οι γνω­ρί­ζουν τις μεγά­λες και λαμ­πρές πόλεις. Τόσο πολ­λού κόπου θεω­ρού­σε ότι είναι άξιο και το να δει μόνο τον άντρα. Και τού­το είναι φανε­ρό και από τις Πρά­ξεις· διό­τι όταν ήλθε στα Ιερο­σό­λυ­μα, αφού μετέ­στρε­ψε πολ­λούς από τους εθνι­κούς και κατόρ­θω­σε τόσα, όσα κανείς από τους άλλους, την Παμ­φυ­λία, την Λυκα­ο­νία, την Κιλι­κία, όλους αφού διόρ­θω­σε στην περιο­χή εκεί­νη της οικου­μέ­νης και αφού οδή­γη­σε στον Χρι­στό, πρώ­τα μεν έρχε­ται στον Ιάκω­βο με πολ­λή ταπει­νο­φρο­σύ­νη, ως προς μεγα­λύ­τε­ρο και άξιο μεγα­λύ­τε­ρης τιμής.

Ύστε­ρα δέχε­ται να τον συμ­βου­λεύ­ει ο Ιάκω­βος και ενώ συμ­βου­λεύ­ει αντί­θε­τα των τωρι­νών· διό­τι λέγει: «Θεω­ρες, δελ­φέ, πόσαι μυριά­δες εσν ουδαί­ων τν πεπι­στευ­κό­των, κα πάν­τες ζηλω­τα το νόμου πάρ­χου­σι(:Βλέ­πεις, αδελ­φέ, πόσο μεγά­λος είναι ο αριθ­μός των Ιου­δαί­ων που έχουν πιστέ­ψει στον Κύριο κι έγι­ναν Χρι­στια­νοί. Κι όλοι αυτοί με ζήλο υπε­ρα­σπί­ζον­ται το κύρος του νόμου)»[Πράξ.21,20]-«Τού­τους παρα­λαβν γνί­σθη­τι σν ατος κα δαπά­νη­σον π᾿ ατος να ξυρή­σων­ται τν κεφα­λήν, κα γνσι πάν­τες τι ν κατή­χην­ται περ σο οδέν στιν, λλ στοι­χες κα ατς τν νόμον φυλάσ­σων(:Πάρ’ τους μαζί σου και κάνε κι εσύ μαζί τους τους αγνι­σμούς που ορί­ζει ο μωσαϊ­κός νόμος. Και πλή­ρω­νε γι’ αυτούς τις δαπά­νες που θα χρεια­στούν για τις θυσί­ες που πρέ­πει να γίνουν για να ξυρί­σουν οι άνθρω­ποι αυτοί τα κεφά­λια τους. Κάν’ το αυτό, κι έτσι θα μάθουν όλοι ότι όσα έχουν πλη­ρο­φο­ρη­θεί για σένα είναι ανυ­πό­στα­τα και ότι κι εσύ βαδί­ζεις και συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι σύμ­φω­να με τον μωσαϊ­κό νόμο)»[Πράξ.21,24]. Και ξυρί­στη­κε και όλους τους ιου­δαϊ­κούς κανό­νες επι­τέ­λε­σε· διό­τι όπου μεν δεν βλα­πτό­ταν το ευαγ­γέ­λιο, ήταν ταπει­νό­τε­ρος από όλους· όταν όμως από την ταπει­νο­φρο­σύ­νη έβλε­πε μερι­κούς να αδι­κούν­ται, δεν χρη­σι­μο­ποιού­σε τού­το το πλε­ο­νέ­κτη­μα· διό­τι τού­το δεν θα ήταν ταπει­νο­φρο­σύ­νη, αλλά θα έβλα­πτε και θα κατέ­στρε­φε τους μαθη­τές.

«Καὶ ἐπέ­μει­να πρὸς αὐτὸν ἡμέ­ρας δεκα­πέν­τε(:Και έμει­να κον­τά του δεκα­πέν­τε ημέ­ρες)»[Γαλ.1,19]. Το να απο­δη­μή­σει μεν λοι­πόν ήταν γι΄αυτόν δείγ­μα μεγά­λης εκτι­μή­σε­ως· αλλά το και να παρα­μεί­νει τόσες ημέ­ρες, ήταν δείγ­μα φιλί­ας και σφο­δρό­τα­της αγά­πης. «τερον δὲ τῶν ἀπο­στό­λων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκω­βον τὸν ἀδελ­φὸν τοῦ Κυρί­ου(:Άλλον από τους απο­στό­λους δεν είδα, παρά μόνο τον Ιάκω­βο, τον αδελ­φό του Κυρί­ου)»[Γαλ.1,19]. Πρό­σε­ξε πόσο μεγα­λύ­τε­ρη φιλία αισθά­νε­ται για τον Πέτρο· διό­τι γι΄αυτόν απο­δή­μη­σε και σε αυτόν διέ­μει­νε. Αυτά λοι­πόν λέγω συνε­χώς και ζητώ να τα θυμά­στε, ώστε όταν ακού­σε­τε αυτά τα οποία φαί­νε­ται ότι έχει πει εναν­τί­ον του Πέτρου, κανείς να μην υπο­πτευ­τεί τον από­στο­λο· διό­τι για τον λόγο αυτόν και αυτός, για να διορ­θώ­σει εκ των προ­τέ­ρων τού­το λέγει αυτά, ώστε, όταν λέει ότι «αντι­στά­θη­κα στον Πέτρο», κανείς να μην νομί­σει ότι αυτοί οι λόγοι προ­έρ­χον­ταν από έχθρα και φιλο­νι­κία· «διό­τι σε κανέ­ναν από τους απο­στό­λους δεν ανήλ­θα», λέγει, «παρά μόνο για αυτόν».

«Άλλον από τους απο­στό­λους δεν είδα», λέγει, «παρά τον Ιάκω­βο». «Είδα», όχι «διδά­χτη­κα». Αλλά πρό­σε­ξε με πόση εκτί­μη­ση ονό­μα­σε και τον Ιάκω­βο. Δεν είπε απλώς «Ιάκω­βο», αλλά πρό­σθε­σε και τον επαι­νε­τι­κό λόγο, τόσο απαλ­λαγ­μέ­νος από κάθε φθό­νο· διό­τι εάν ήθε­λε να δηλώ­σει αυτόν για τον οποίο έγρα­φε, ήταν δυνα­τόν και από άλλο γνώ­ρι­σμα να κάνει τού­το φανε­ρό, και να πει «τον υιό του Κλω­πά», όπως γρά­φει και ο ευαγ­γε­λι­στής. Δεν είπε όμως έτσι, αλλά επει­δή τους επαί­νους των απο­στό­λων αισθα­νό­ταν ως δικούς του, σαν να εξυ­ψώ­νει τον εαυ­τό του, έτσι επαι­νεί εκεί­νον. Δεν ονό­μα­σε λοι­πόν αυτόν έτσι, αλλά πώς; «Τον αδελ­φό του Κυρί­ου». Αν και βεβαί­ως δεν ήταν κατά σάρ­κα αδελ­φός του Κυρί­ου, αλλά έτσι νομι­ζό­ταν· αλλά δεν απέ­φυ­γε ούτε γι΄αυτόν τον λόγο να απο­δώ­σει το αξί­ω­μα στον άντρα. Και από πολ­λά άλλα δεί­χνει ότι προς όλους τους απο­στό­λους συμ­πε­ρι­φε­ρό­ταν με πολ­λή αγά­πη, όπως ήταν πρέ­πον σε αυτόν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad galatas-commentarius.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Γαλά­τας επι­στο­λήν, κεφ. Α΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 20, σελί­δες 206–229.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΕΙΣΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΟΤΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΚΑΙ ΖΕΙΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΣ ΟΡΘΑ;)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΕΙΣΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΟΤΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΚΑΙ ΖΕΙΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΣ ΟΡΘΑ;»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 21-10-1990]

[Β241]

Ο Από­στο­λος Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου, εις την προς Γαλά­τας επι­στο­λή του, που ανε­γνώ­σθη προ­η­γου­μέ­νως, μας δίδει την ευκαι­ρία να κάνο­με μερι­κές σκέ­ψεις οικο­δο­μη­τι­κές. Η αιτία που έγρα­ψε την επι­στο­λή αυτή ήταν ότι μερι­κοί εξ Ιου­δαί­ων Χρι­στια­νοί, μετά από την απο­χώ­ρη­ση του Παύ­λου από τις εκκλη­σί­ες της Γαλα­τί­ας – η Γαλα­τία ήταν μία μεγά­λη περιο­χή, επαρ­χία ήτο της Μικράς Ασί­ας- άρχι­σαν αυτοί να καταρ­ρα­κώ­νουν το κύρος του το απο­στο­λι­κόν και να τονί­ζουν και να λέγουν ότι «για να γίνεις Χρι­στια­νός, πρέ­πει προ­η­γου­μέ­νως να περά­σεις από τον Ιου­δαϊ­σμόν· να τηρή­σεις και να τηρείς τις νομι­κές δια­τά­ξεις της Παλαιάς Δια­θή­κης και ιδιαι­τέ­ρως μάλι­στα την περι­το­μήν». Δηλα­δή να μετέλ­θει κανείς την περι­το­μή. Να περι­τμη­θεί. Αυτό θα πει «να περά­σει από τον Ιου­δαϊ­σμόν», και κατό­πιν να περά­σει στον Χρι­στια­νι­σμόν.

Ο Από­στο­λος Παύ­λος, όταν έμα­θε τι αυτοί δίδα­σκαν και πώς συνε­τά­ρασ­σαν την Εκκλη­σία της Γαλα­τί­ας, τις εκκλη­σί­ες της Γαλα­τί­ας, έστει­λε αυτή του την επι­στο­λή. Και ήθε­λε να πει ότι ο Κύριος που είπε εις τον Πέτρον να διδά­σκει εις τους εξ Ιου­δαί­ων Χρι­στια­νούς, ο ίδιος Κύριος είπε και εις τον Παύ­λον να διδά­σκει τους ειδω­λο­λά­τρας, χωρίς να υπάρ­χει ανάγ­κη να περά­σει κανείς από τον Ιου­δαϊ­σμόν. Αυτός είναι ο κύριος σκο­πός που εγρά­φη η προς Γαλά­τας επι­στο­λή. Και για να δεί­ξει ότι δεν υπάρ­χει διά­στα­σις μετα­ξύ του Παύ­λου που κηρύσ­σει μη περι­το­μήν και του Πέτρου που κηρύσ­σει στους Ιου­δαί­ους- δεν εκή­ρυσ­σε την περι­το­μή, αλλά στους Χρι­στια­νούς τους εκ περι­το­μής, δεν υπάρ­χει καμία δια­φο­ρά και ότι υπήρ­χε αγα­θή συνερ­γα­σία, γρά­φει στην επι­στο­λή του τα εξής: «πει­τα μετ τη τρα νλθον ες Ιεροσλυμα στορσαι Πτρον, κα πμει­να πρς ατν μρας δεκαπντε». Λέγει ότι ανέ­βη­κε στα Ιερο­σό­λυ­μα μετά τρία χρό­νια, μετά από την επι­στρο­φή του εις τον Χρι­στόν, εκεί βρή­κε τον Πέτρον, του περιέ­γρα­ψε τα της ιερα­πο­στο­λής του και έμει­νε κον­τά του 15 ημέ­ρες. Πιο κάτω γρά­φει στην επι­στο­λή του: «πει­τα δι δεκα­τεσ­σά­ρων τν πάλιν νέβην ες ερο­σό­λυ­μα(:Ύστε­ρα από δεκα­τέσ­σε­ρα χρό­νια, πάλι ξανα­νέ­βη­κα στα Ιερο­σό­λυ­μα), νέβην δ κατ ποκά­λυ­ψιν(: δηλα­δή, μου απε­κά­λυ­ψε ο Χρι­στός για να ανέ­βω στα Ιερο­σό­λυ­μα)· κα νεθέ­μην ατος τ εαγγέ­λιον κηρύσ­σω ν τος θνε­σιν(:τους εξέ­θε­σα το Ευαγ­γέ­λιον που κηρύτ­τω εις τους ειδω­λο­λά­τρας), κατ᾿ δίαν δ τος δοκοσι (:επει­δή όλοι δεν ήσαν κατηρ­τι­σμέ­νοι και μπο­ρού­σαν να παρα­νο­ή­σουν και να παρε­ξη­γή­σουν, ‘’ ες τούς δοκοντας στύ­λους εναι’’, ότι ήσαν οι στύ­λοι της Εκκλη­σί­ας -όπως οι Από­στο­λοι και ο άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος- και σ’ αυτούς, λέγει, ιδιαι­τέ­ρως τα είπα αυτά), μήπως ες κενν τρέ­χω δρα­μον(:Μήπως, λέει, τρέ­χω κού­φια ή έχω τρέ­ξει κού­φια- Δηλα­δή χωρίς απο­τέ­λε­σμα, χωρίς καρ­πόν)».

Ο Παύ­λος, όμως, προ­σέξ­τε αυτό το σημείο, ήτο θεό­πνευ­στος, ήτο θεο­δί­δα­κτος. Και συνε­πώς ό,τι εδί­δα­σκε ήτο γνή­σιο και αλη­θι­νό. Ήθε­λε όμως να κάνει κοι­νω­νούς της διδα­σκα­λί­ας του, των όσων εδί­δα­σκε δηλα­δή, και τους άλλους Απο­στό­λους. Όχι να πάρει την έγκρι­σή τους. Δεν υπήρ­χε τέτοιο θέμα. Κι όταν γρά­φει «μήπως έτρε­ξα ή τρέ­χω στον αέρα, στο κενό», θα λέγα­με τού­το, ο ίδιος ο Παύ­λος γρά­φει κάπου ότι ήτο «διώ­της». «διώ­της» στην αρχαία Ελλη­νι­κή θα πει αγράμ­μα­τος. Ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, που ερμη­νεύ­ει το χωρίο αυτό και γενι­κά ήταν ο θαυ­μα­στής του Παύ­λου και ο εξαί­σιος ερμη­νευ­τής του Παύ­λου, γρά­φει, ο πολύς Χρυ­σό­στο­μος: «διώ­της Παλος;». Δηλα­δή: «Αγράμ­μα­τος ο Παύ­λος;». Όπως λοι­πόν γρά­φει ο ίδιος για τον εαυ­τόν του ότι είναι αγράμ­μα­τος, έτσι κι εδώ τώρα εμφα­νί­ζε­ται να φοβεί­ται «μήπως ες κενν τρέ­χει δρα­με». Δεν υπήρ­χε αυτή η περί­πτω­ση. Όμως το ανα­φέ­ρει. Θα έλε­γα όμως ότι για τον Παύ­λο δεν υπήρ­χε, υπάρ­χει όμως για μας. Διό­τι ούτε θεό­πνευ­στοι είμα­στε, ούτε Από­στο­λοι είμα­στε. Και θα πρέ­πει ακρι­βώς να εκφρά­σο­με φόβους για τον εαυ­τό μας, σας είπα, λίγες σκέ­ψεις θα πού­με, που αφο­ρούν στην οικο­δο­μή μας, πρέ­πει λοι­πόν να φοβό­μα­στε τον εαυ­τό μας ως προς το θέμα και της πίστε­ως και της ζωής. Πώς πιστεύ­ο­με; Πώς ζού­με; Αυτό ακρι­βώς, αγα­πη­τοί μου, θα πρέ­πει να δού­με με λίγα λόγια σήμε­ρα.

Πολ­λές φορές μας δίδε­ται η ψευ­δαί­σθη­σις ότι η πίστις μας είναι ορθή. Και η ζωή μας είναι σύμ­φω­νη με το Ευαγ­γέ­λιο. Όλοι έτσι νομί­ζο­με. Κάθε Χρι­στια­νός. Αυτό πιστεύ­ει. Θα δεί­τε να σου λένε: «Είμαι καλός Χρι­στια­νός. Ζω όπως θέλει ο Θεός». Έτσι λένε οι άνθρω­ποι οι Χρι­στια­νοί. Αυτό όμως δεν είναι το δεδο­μέ­νον, αλλά είναι το ζητού­με­νον. Λες ότι είσαι καλός Χρι­στια­νός. Θα πάρω την φρά­ση σου, και θα βάλω ένα ερω­τη­μα­τι­κό. Είσαι καλός Χρι­στια­νός; Και πρώ­τι­στα εσύ πρέ­πει να ερω­τή­σεις: «Είμαι καλός Χρι­στια­νός; Η ζωή μου και η πίστις μου είναι σύμ­φω­να με το Ευαγ­γέ­λιον;». Για­τί αν δεν είναι, τότε χάνω μία μεγά­λη υπό­θε­ση. Χάνω την σωτη­ρία.

Ο Από­στο­λος Παύ­λος λέγει: «Ἐν δ κα θλ τις, ο στε­φα­νοται, ἐὰν μ νομί­μως θλήσῃ». «Εάν», λέγει, «κανείς αθλεί» -δηλα­δή είναι αθλη­τής εις τον χώρον, εις το σκάμ­μα, εις τον στί­βον, αν θέλε­τε, τον πνευ­μα­τι­κόν- εάν λοι­πόν κανείς αθλεί, θα πρέ­πει να εξε­τά­σει και να έχει υπό­ψιν του ότι δεν στε­φα­νώ­νε­ται, εάν νόμι­μα δεν αθλή­σει». Τι είναι το «νόμι­μα»; Να σας πω ένα μικρό παρά­δειγ­μα. Είναι πέν­τε στη σει­ρά και ξεκι­νούν για να τρέ­ξουν. Περι­μέ­νουν το σύν­θη­μα για να τρέ­ξουν. Εάν κάποιος τρέ­ξει πιο γρη­γο­ρό­τε­ρα, δηλα­δή σηκω­θεί, ξεκι­νή­σει πιο γρη­γο­ρό­τε­ρα, αναμ­φι­σβή­τη­τα αυτός απο­κλεί­ε­ται από τον αγώ­να. Για­τί; Διό­τι δεν ήθλη­σε νόμι­μα, σύμ­φω­να με τους κανο­νι­σμούς και τους νόμους του αθλή­μα­τος. Αυτό λοι­πόν το «νομί­μως» το ερευ­νού­με; Ζω νόμι­μη άθλη­ση; Ζω νόμι­μον Χρι­στια­νι­σμόν; Ζω νόμι­μα; Όπως δηλα­δή θα ήταν σύμ­φω­να με τους κανό­νες; Ποιους κανό­νες; Της Εκκλη­σί­ας, του Ευαγ­γε­λί­ου. Όπως ο Θεός θα ήθε­λε; Γι’αυ­τό και οι Πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας μας αγα­πη­τοί μου, ηγω­νί­ζον­το δια την ορθήν πίστιν, βλέ­πε­τε, συγ­κρο­τού­σαν Οικου­με­νι­κάς Συνό­δους — μερι­κοί τους λένε ότι ήσαν φανα­τι­κοί. Δεν ήσαν φανα­τι­κοί. Αλλά, όπως θα δεί­τε στην συνέ­χεια, το θέμα είναι ότι πρέ­πει να φθά­σο­με στην ακρί­βεια, στην αλη­θή γνώ­ση. Από αυτήν δε την γνώ­ση, τη σωστή, την αλη­θι­νή, την γνώ­ση της πίστε­ως, Ποιος είναι ο Θεός, πώς λατρεύ­ε­ται ο Θεός, απορ­ρέ­ει η ορθή ζωή. Έτσι, εκ της Ορθο-δοξί­ας, απορ­ρέ­ει η ορθο-πρα­ξία. Από την ορθήν πίστιν, η ορθή πρά­ξις.

Πώς όμως μπο­ρού­με να γνω­ρί­ζο­με ότι η ζωή μας και η πίστη μας είναι σύμ­φω­νη με το Ευαγ­γέ­λιο; Από πού μπο­ρού­με να το γνω­ρί­ζο­με αυτό;

Πρώ­τον. Αν μελε­τού­με παν­το­τι­νά και σωστά τον λόγο του Θεού. Και όταν λέω «σωστά» εννοώ όχι μετά προ­σο­χής μόνο, αλλά θα δω, οι Πατέ­ρες πώς ερμη­νεύ­ουν την Αγί­αν Γρα­φήν; Μια λέξη, να πάω να δω, στους Πατέ­ρες. Είναι δύσκο­λο; Όχι, δεν είναι δύσκο­λο. Δεν είναι της ώρας να σας πω πόσο εύκο­λο είναι να τα βρού­με αυτά τα πράγ­μα­τα. Υπάρ­χουν άφθο­να βιβλία, άφθο­να. Να μπο­ρώ να βρω αυτή την λέξη, πώς την ερμη­νεύ­ουν; Να μην την εκλά­βω εσφαλ­μέ­να. Για­τί αν εσφαλ­μέ­να την εκλά­βω και την ερμη­νεύ­σω, εσφαλ­μέ­να και θα την ζήσω. Είναι πάρα πολύ φυσι­κό. Πρέ­πει λοι­πόν εκεί γνω­ρί­ζον­τας να συγ­κρί­νο­με την ζωή μας με εκεί­να που λέγει ο λόγος του Θεού. «Η άγνοια των Γρα­φών», λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, «και την λύμην (:την κατα­στρο­φή) των αιρέ­σε­ων εισά­γει και τον διε­φθαρ­μέ­νο βίο συν­τη­ρεί». Πάρα πολ­λοί άνθρω­ποι ζουν διε­φθαρ­μέ­να, μόνο και μόνο διό­τι δεν γνω­ρί­ζουν τι λέγει ο Θεός πάνω σ’ αυτό. Σας βεβαιώ­νω, στους χίλιους Χρι­στια­νούς μας, ίσως ο ένας ξέρει τι σημαί­νει πορ­νεία. Ίσως ο ένας ξέρει. Άστε ότι πάρα πολ­λοί, ούτε καν θεω­ρούν ότι είναι αμαρ­τία, αλλά για­τί είναι αμαρ­τία, δεν το γνω­ρί­ζουν. Ίσως ένας στους χίλιους. Δεν είμαι υπερ­βο­λι­κός, σας λέγω την αλή­θεια. «Κι ακό­μα», λέγει, «η άγνοια των γρα­φών τα πάν­τα ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζει», λέει ο ιερός πατήρ.

Δεύ­τε­ρον. Χρειά­ζε­ται ταπεί­νω­σις. Όταν προ­σεγ­γί­ζο­με την Αγία Γρα­φή, δεν θα την μελε­τού­με με το πνεύ­μα ότι αυτά τα λέει για τους άλλους. Ξέρε­τε πόσες φορές όταν ακού­γε­ται ένα κήρυγ­μα και ακού­σουν οι ακρο­α­ταί, μάλι­στα δεί­χνουν, αν υπο­τε­θεί ότι υπήρ­χαν σημεία που ηλέγ­χθη­σαν, ότι αυτοί είναι αδιά­φο­ροι, ότι είναι πολύ εντά­ξει, ότι εκεί­να τα οποία ελέγ­χθη­σαν, δεν τους εγγί­ζουν. Και λέγουν μετα­ξύ τους μετά: «Ωραία τους τα είπε ο ιερο­κή­ρυ­κας». Δεν λένε: «Ωραία μας τα είπε». Βγά­ζουν τον εαυ­τό τους. Γι’αυ­τό λένε οι Πατέ­ρες: «Εκεί­νος που έχει έργο πνευ­μα­τι­κό, ό,τι μελε­τά, εις εαυ­τόν – λέγει- νοήσει(:θα τα λογα­ριά­σει, θα τα σκε­φθεί για τον εαυ­τό του) και όχι εις ετέ­ρους-όχι εις τους άλλους)». Αυτό λέγουν οι Πατέ­ρες. Συνε­πώς βλέ­πο­με ότι χρειά­ζε­ται η ταπεί­νω­σις. Ούτε θα κάνω κρι­τι­κή στον λόγο του Θεού. Ούτε θα λέγω αν τα λέει καλά ή δεν τα λέει καλά ο λόγος του Θεού. Ούτε θα κάνω επι­λο­γή· αυτό μ’ αρέ­σει και το κρα­τώ κι εκεί­νο δεν μ’ αρέ­σει και το απορ­ρί­πτω. Αυτό θα πει προ­σεγ­γί­ζω με ταπεί­νω­ση.

Τρί­τον. Χρειά­ζε­ται ακό­μη και γνώ­σις και βίω­σις ακρι­βής. Αν απα­γο­ρεύ­ε­ται η άγνοια του νόμου μιας πολι­τεί­ας, πόσο περισ­σό­τε­ρο απα­γο­ρεύ­ε­ται η άγνοια του νόμου του Θεού; Δεν επι­τρέ­πε­ται. Από πού θα τον μάθω; Όπως σας είπα προ­η­γου­μέ­νως, με την μελέ­τη και με την ακρό­α­ση. Αλλά χρειά­ζε­ται και βίω­σις ακρι­βής. Δηλα­δή να βιώ­σω εκεί­να τα οποία πλη­ρο­φο­ρού­μαι από τον λόγο του Θεού με ακρί­βεια. Ο Παύ­λος λέγει για τον εαυ­τόν του, πώς ζού­σε πρώ­τα εις τον Ιου­δαϊ­σμόν, σε μια του απο­λο­γία. Λέγει ότι ήτο «πεπαι­δευ­μέ­νος κατ κρί­βειαν το πατρου νόμου». Δηλα­δή, είχε παι­δα­γω­γη­θεί, είχε μορ­φω­θεί σύμ­φω­να με τον νόμο «το πατρου», δηλα­δή των προ­γό­νων –προ­σέξ­τε- «κατ κρί­βειαν», ακρι­βώς. Αλλά και ο ίδιος ο Παύ­λος συνι­στά και λέγει στην προς Εφε­σί­ους επι­στο­λή του: «Βλέ­πε­τε πς κριβς περι­πα­τετε!». «Περι­πατ» θα πει ζω, πολι­τεύ­ο­μαι. «Προ­σέ­χε­τε», λέγει, «πώς με ακρί­βεια πολι­τεύ­ε­στε την ζωή σας». Αυτό το «κριβς». Επι­μέ­νω σ’ αυτό.

Αν αυτή η ακρί­βεια, αγα­πη­τοί, δεν ήτο αναγ­καία, τότε δεν θα εση­μειού­το εκεί­νη η περί­πτω­ση διορ­θώ­σε­ως του Απολ­λώ. Ποιος ήτο ο Απολ­λώ; Ο Απολ­λώ ήταν ένας Ιου­δαί­ους, έγι­νε Χρι­στια­νός, Αλε­ξαν­δρεύς ήτο. Ακού­στε, να μην σας τα διη­γού­μαι, λέει ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς τα εξής εις το 18ον κεφά­λαιον των Πρά­ξε­ων: «᾿Ιου­δαος δ τις ᾿Απολλς νματι(:Κάποιος Ιου­δαί­ος, ονό­μα­τι Απολ­λώς), ᾿Αλε­ξαν­δρες τ γνει(:κατή­γε­το από την Αλε­ξάν­δρειαν), νρ λγιος(: μορ­φω­μέ­νος), κατντη­σεν ες Εφε­σον, δυνατς ν ν τας γρα­φας(: έφτα­σε στην Έφε­σο και ήτο δυνα­τός εις την ερμη­νεί­αν των γρα­φών- Βλέ­πε­τε πόσα προ­σόν­τα;). Οτος ν κατη­χημνος τν δν το Κυρου, κα ζων τ πνεματι λλει κα δδασκεν κριβς τ περ το Κυρου(:Ήταν –λέγει- ζων­τα­νός στο πνεύ­μα, έβρα­ζε το πνεύ­μα του. Και ακό­μη κατη­χη­μέ­νος το περιε­χό­με­νο της πίστε­ως και εδί­δα­σκε με ακρί­βεια), πιστμενος μνον τ βπτι­σμα ᾿Ιωννου(: εγνώ­ρι­ζε όμως μόνο το βάπτι­σμα του Ιωάν­νου, το οποί­ον δεν ήτο βάπτι­σμα αφέ­σε­ως, αλλά ήτο βάπτι­σμα μετα­νοί­ας). Οὗτός τε ἤρξα­το παρ­ρη­σιά­ζε­σθαι ἐν τῇ συνα­γω­γῇ(:Άρχι­σε να παρου­σιά­ζε­ται στην συνα­γω­γή και να κηρύτ­τει). κού­σαν­τες δὲ αὐτοῦ ᾿Ακύ­λας καὶ Πρί­σκιλ­λα –Αυτό το θαυ­μά­σιο ζευ­γά­ρι, σύζυ­γοι ήσαν. Προ­παν­τός η Πρί­σκιλ­λα, κατα­πλη­κτι­κή γυναί­κα!- προ­σε­λά­βον­το αὐτὸν καὶ ἀκρι­βέ­στε­ρον αὐτῷ ἐξέ­θεν­το τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ». Τον άκου­σαν. «Α… Κάποια σημεία δεν τα λέει καλά». Τον πήραν ιδιαι­τέ­ρως και τον εδί­δα­ξαν ακρι­βέ­στε­ρον. Ήτο ακρι­βής και τον διδά­σκουν ακό­μη ακρι­βέ­στε­ρον. Για­τί τα γρά­φει άρα­γε ο λόγος του Θεού αυτά; Έτσι για φιλο­λο­γία; Για­τί απλού­στα­τα μόνο εάν έχο­με ακρί­βεια εις την γνώ­σιν και εις την πνευ­μα­τι­κή ζωή, τότε μόνον δεν θα τρέ­χο­με εις κενόν, που λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος.

Τέταρ­τον. Χρειά­ζε­ται ακό­μα και μία ανα­κοι­νω­τι­κό­της. Να είμα­στε ανα­κοι­νω­τι­κοί εις τους αδελ­φούς και εις τους οικεί­ους της πίστε­ως. Κάτι θα μας βρουν. Κάτι θα τους βρού­με. Να μας το πουν, να τους το πού­με. Αυτή η ανα­κοι­νω­τι­κό­τη­τα. Αλλά και στην προ­σευ­χή μας πρέ­πει να ανα­κοι­νώ­νου­με τα σχέ­διά μας εις τον Θεόν. «Κύριε, σκέ­πτο­μαι να κάνω αυτό. Το εγκρί­νεις; Το θέλεις;». Δεν πρέ­πει να μένω στις δικές μου τις σκέ­ψεις, για­τί είναι επι­κίν­δυ­νο πράγ­μα. Θα το δού­με λίγο πιο κάτω. Ιδιαι­τέ­ρως θα πού­με τι σκε­φτό­μα­στε και πώς ενερ­γού­με. Πού; Στον πνευ­μα­τι­κό μας. Στον πνευ­μα­τι­κό μας θα πού­με τα σχέ­διά μας, θα πού­με τις σκέ­ψεις μας, τους λογι­σμούς μας. Διό­τι έστω κι αν μοιά­ζουν ότι οι λογι­σμοί μας και τα σχέ­διά μας είναι αγα­θά, αλλά εάν δεν ανα­κοι­νώ­σου­με, τότε «ο διά­βο­λος μάς κλέ­πτει», όπως λένε οι Πατέ­ρες, «από τα δεξιά».

Ένα ακό­μα σημεί­ον, πέμ­πτον είναι η ιδιορ­ρυθ­μία. Η ιδιορ­ρυθ­μία είναι επι­κίν­δυ­νο πράγ­μα. Ο sui generis άνθρω­πος, ο ιδιόρ­ρυθ­μος άνθρω­πος, ο ιδιό­τυ­πος άνθρω­πος, ο οποί­ος πάρα πολύ εύκο­λα μπο­ρεί να πλα­νη­θεί. Γρά­φει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Σινα­ΐ­της: «Κον­τά και γύρω στους ιδιόρ­ρυθ­μους, περι­φέ­ρον­ται οι δαί­μο­νες, ετοι­μά­ζον­τας παγί­δες λογι­σμών και λάκ­κους πτώ­σε­ων και όλε­θρο δια­μέ­σου των φαν­τα­σιών. Και δεν πρέ­πει να απο­ρού­με αν κάποιος πλα­νή­θη­κε ή έχα­σε τον νου του ή δέχε­ται πλά­νη. Ή βλέ­πει πράγ­μα­τα ξένα προς την αλή­θεια ή λέει από απει­ρία και άγνοια πράγ­μα­τα που δεν πρέ­πει». Αυτός κινεί­ται ιδιόρ­ρυθ­μα. Κινεί­ται με οδη­γό του το ίδιο του το μυα­λό. Ό,τι του πει το μυα­λό του, αυτό κάνει. Δεν θέλει κανέ­ναν να συμ­βου­λευ­τεί.

Και τέλος, τέλος, αγα­πη­τοί, είναι οι κρυ­πτό­με­νοι λογι­σμοί. Οι λογι­σμοί που υπάρ­χουν μέσα μας και δεν τους λέμε. Χρειά­ζε­ται εξα­γό­ρευ­σις. Και κυρί­ως εις τον πνευ­μα­τι­κό μας. Ποτέ μην εμπι­στευ­θού­με τον εαυ­τόν μας στους λογι­σμούς μας. Σας το είπα και προ­η­γου­μέ­νως, είτε κακοί είναι αυτοί, είτε αγα­θοί είναι αυτοί. Οι λογι­σμοί οδη­γούν εις την υπε­ρη­φά­νειαν, εάν δεν απο­κα­λυ­φθούν. Και συνη­θί­ζουν οι δαί­μο­νες να υπο­βάλ­λουν την ιδέ­αν ότι δεν πρέ­πει να πού­με τους λογι­σμούς μας. Ότι οι άλλοι δεν θα μας κατα­νο­ή­σουν, δεν θα μας κατα­λά­βουν. «Μην το πεις στον πνευ­μα­τι­κό σου, δεν θα σε κατα­λά­βει. Θα σε εμπο­δί­σει. Δεν θα σε αφή­σει να κάνεις το σχέ­διό σου, το οποί­ον είναι τόσο ωραίο, τόσο σπου­δαίο. Μην πεις τους λογι­σμούς σου». Εκεί ακρι­βώς, αγα­πη­τοί μου, είναι η μεγά­λη παγί­δα, που τελι­κά μας κάνει να απο­μα­κρυ­νό­με­θα από την σωτη­ρία μας.

Αγα­πη­τοί μου, αν θέλο­με να υπα­κού­σο­με στην ψυχή και να γνω­ρί­ζου­με ότι βαδί­ζο­με έναν σωστό δρό­μο, πρέ­πει να δια­θέ­το­με μιαν αυτο­γνω­σία. Και η αυτο­γνω­σία αυτή δημιουρ­γεί­ται με την ταπεί­νω­ση και την γνώ­ση του λόγου του Θεού. Μ΄ αυτά τα δυο. Πρέ­πει κάθε στιγ­μή να κάνο­με ανα­θε­ώ­ρη­ση της πορεί­ας μας. Πηγαί­νω καλά; Ή αν θέλε­τε, επι­θε­ώ­ρη­ση της πορεί­ας μας. Πώς πηγαί­νω στην ζωή μου; Περ­πα­τάω καλά; Ποτέ μην μας κατα­λά­βει το αίσθη­μα της πνευ­μα­τι­κής αυταρ­κεί­ας. Ότι πηγαί­νω καλά. Είδα­τε, οι Φαρι­σαί­οι είχαν αυτήν την πνευ­μα­τι­κήν αυτάρ­κειαν. Πίστευαν οι ταλαί­πω­ροι ότι είναι φτα­σμέ­νοι και ότι είναι επά­νω στον σωστό δρό­μο. Ο θεό­πνευ­στος Παύ­λος εφο­βεί­το και διαρ­κώς επέ­βλε­πε στην πνευ­μα­τι­κή του πορεία. Ένας θεό­πνευ­στος Παύ­λος έλε­γε: «γώ τοί­νυν οτω τρέ­χω, ς οκ δήλως (:Εγώ λοι­πόν έτσι τρέ­χω, μετά γνώ­σε­ως, όχι χωρίς γνώ­ση), οτω πυκτεύω (=πυγ­μα­χώ· έτσι, λέει, πυγ­μα­χώ) ς οκ έρα δέρων (:όχι χτυ­πών­τας τον αέρα — Θα το λέγα­με αν το μετα­φρά­ζα­με νεο­ελ­λη­νι­κά: «Δεν κοπα­νάω αέρα». Αυτήν την έκφρα­ση θα το λέγα­με), λλ᾿ ποπιά­ζω μου τ σμα κα δου­λα­γωγ(-ποπιά­ζω =το υπο­βάλ­λω σε δοκι­μα­σία και το κρα­τώ δού­λο το σώμα μου), μήπως λλοις κηρύ­ξας ατς δόκι­μος γένω­μαι». «Μήπως στους άλλους τα είπα καλά, εγώ όμως απο­δει­χθώ αδό­κι­μος άνθρω­πος». Βλέ­πε­τε πώς επι­τη­ρού­σε τον εαυ­τόν του; Ο θεό­πνευ­στος Παύ­λος.

Και πάλι μας λέγει: «Μετά φόβου καί τρό­μου κατερ­γα­ζό­με­νοι τήν μν σωτη­ρί­αν». «Να κατεργά­ζε­στε», όχι «να εργά­ζε­στε», «να κατεργά­ζε­στε -βάζει και την πρό­θε­ση «κατά» για να δεί­ξει το έντο­νον- όχι με φόβο την σωτη­ρία σας, αλλά και με τρό­μο να κατερ­γά­ζε­στε την σωτη­ρία σας». Αν, λοι­πόν, μπει ο φόβος και ο τρό­μος του Θεού μέσα στην ψυχή μας, δεν θα ζού­με τότε κατά τύχην, αλλά «κατά τέχνην», όπως έλε­γε ο Πλά­των. Δηλα­δή κατ’ επι­στή­μην, δηλα­δή θα ξέρο­με τι κάνο­με. Για­τί οι πιο πολ­λοί Χρι­στια­νοί μας ζουν πνευ­μα­τι­κή ζωή κατά τύχην, όπως έρθει. Ακού­σα­τε; Όπως έρθει. Κατά τύχην. Πρέ­πει λοι­πόν, όταν λέω «κατά τέχνην», να συγ­κρί­νω και την ζωή μου και την πίστη μου με το Ευαγ­γέ­λιον και με την ζωή των αγί­ων. Βέβαια αιώ­νιον πρό­τυ­πον είναι ο Ιησούς Χρι­στός ως άνθρω­πος. Καλού­με­θα να μιμη­θού­με. Μην πει κανείς: «Μα, θα μοιά­σω του Χρι­στού;». Αυτό λέει η Αγία Γρα­φή. Ο Από­στο­λος Πέτρος λέγει, για να ακο­λου­θή­σο­με τα χνά­ρια Του: «πολιμ­πά­νων μν πογραμ­μόν». «πογραμ­μός» θα πει υπό­δειγ­μα. Ναι. Έχο­με λοι­πόν τον Χρι­στόν. Έχο­με το Ευαγ­γέ­λιο που μιλά για τον Χρι­στόν. Έχο­με την ζωή των αγί­ων. Ο Παύ­λος ο θεό­πνευ­στος, αγα­πη­τοί μου, έτσι έκα­νε. Κι εμείς οφεί­λο­με να κάνο­με το ίδιο. Αυτό εξάλ­λου απο­τε­λεί και την ασφά­λεια και την δική μας την σωτη­ρία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_487.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ζῆλος καὶ ζῆλος

«…Περισ­σο­τέ­ρως ζηλω­τὴς ὑπάρ­χων τῶν πατρι­κῶν μου παρα­δό­σε­ων» (Γαλ. 1,14)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, αγα­πη­τοί μου, στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του δὲν γνώ­ρι­ζε τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στό. Καὶ ἐνῷ δὲν τὸν γνώ­ρι­ζε, ἐν τού­τοις πολε­μοῦ­σε μὲ μανία τὴν Ἐκκλη­σία του. Ἔπει­τα δέχθη­κε τη χρι­στια­νι­κὴ πίστι. Τότε ἦταν ἀκό­μη ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ φανα­τι­κοὺς λάτρες τοῦ ἰου­δαϊ­σμοῦ. Δια­κρι­νό­ταν μετα­ξὺ τῶν συνο­μη­λί­κων του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, γιὰ τὴν ἀφο­σί­ω­σί του στὶς παρα­δό­σεις τῶν πατέ­ρων του «…Περισ­σο­τέ­ρως ζηλω­τὴς ὑπάρ­χων τῶν πατρι­κῶν μου παρα­δό­σε­ων» (Γαλ. 1,14). Δεν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λία ὅτι, ἂν ἦταν παρών τότε, ποὺ οἱ φανα­τι­κοὶ Ἰου­δαῖ­οι κατα­δί­κα­ζαν τὸ Χρι­στὸ καὶ μὲ φωνές και κραυ­γὲς ἀπαι­τοῦ­σαν ἀπὸ τὸν Πόν­τιο Πιλᾶ­το τὴ θανά­τω­σί του διὰ σταυ­ροῦ, κι αὐτός θὰ κραύ­γα­ζε μαζί τους ἐκεί­νη τὴ φωνή «Ἆρον ἆρον, σταύ­ρω­σον αὐτόν» (Ἰωάν. 19,15). Ζηλω­τὴς τῶν ἰου­δαϊ­κῶν παρα­δό­σε­ων καὶ φοβε­ρός διώ­κτης τῆς πρώ­της χρι­στια­νι­κῆς Ἐκκλη­σί­ας. Ὅπου ἄκου­γε πώς πλή­θαι­ναν οἱ χρι­στια­νοί, ὁ Σαῦ­λος, ὅπως λεγό­ταν τότε, ἔσπευ­δε καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους φανα­τι­κοὺς ἰου­δαί­ους τοὺς κατα­δί­ω­κε. Προ­σπα­θοῦ­σε μὲ ὅλες του τις δυνά­μεις νὰ ξερ­ρι­ζώ­σῃ τὸ δέν­δρο τοῦ χρι­στια­νι­σμοῦ. Ἀλλὰ τὸ εὐλο­γη­μέ­νο αὐτὸ δέν­δρο εἶχε ρίξει ἤδη βαθειὲς ῥίζες. Σὲ μιὰ τέτοια ἐπι­δρο­μή του στη Δαμα­σκό ἄκου­σε τὸ θεϊ­κὸ ἔλεγ­χο. Τοῦ ἐμφα­νί­σθη­κε μὲ ἐκτυ­φλω­τι­κὴ λάμ­ψι ὁ Χρι­στὸς καὶ τοῦ εἶπε· «Σαούλ Σαούλ, τί με διώ­κεις; σκλη­ρόν σοι πρὸς κέν­τρα λακτί­ζειν» (Πράξ. 26,14)· δηλα­δή, αὐτὸ ποὺ ἐπι­χει­ρεῖς νὰ κάνῃς δὲν θὰ ἔχῃ κανέ­να ἀπο­τέ­λε­σμα· εἶνε σὰν νὰ κλω­τσᾷς σὲ μυτε­ρά καρ­φιά. Τότε μετα­νόη­σε εἰλι­κρι­νῶς, βαπτί­σθη­κε καὶ ἔγι­νε ἀπό­στο­λος τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀπὸ τότε ὁ ζῆλος του πῆρε ἄλλη κατεύ­θυν­σι καὶ ἄλλο χαρα­κτῆ­ρα. Ὅπως τὰ ἄγρια δέν­δρα ὅταν ἐμβο­λια­σθοῦν μετα­βάλ­λον­ται σὲ καρ­πο­φό­ρα, καὶ ἡ ἄγρια ἐλιὰ γίνε­ται ἥμε­ρη, ἔτσι καὶ ὁ Σαῦ­λος ἄλλα­ξε ριζι­κῶς. Κι ὁ ζῆλος του πλέ­ον ἦταν ὑπέρ τοῦ Χρι­στοῦ, ζῆλος θεϊ­κός. Ὁ διώ­κτης Σαῦ­λος ἔγι­νε ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Κήρυτ­τε μὲ πολ­λή δύνα­μι τὸ λόγο τοῦ Χρι­στοῦ, προ­σείλ­κυε πλή­θη ἀνθρώ­πων, καὶ ὁ χρι­στια­νι­σμὸς ἁπλω­νό­ταν σ ̓ ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκου­μέ­νης. Ὅλοι ἀπο­ροῦ­σαν γιὰ τὴ μετα­βο­λή αὐτή. Ἦταν ὄντως ἕνα θαῦ­μα ἡ μετα­βο­λὴ τοῦ Παύ­λου.

Ἀπὸ τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Παύ­λου διδα­σκό­μα­στε, ὅτι ὁ ζῆλος εἶνε δύο εἰδῶν. Ζῆλος κατα­κρι­τέ­ος, καὶ ζῆλος ἐπαι­νε­τός. Ζῆλος ὑπὲρ τοῦ κακοῦ, καὶ ζῆλος ὑπὲρ τοῦ ἀγα­θοῦ. Ζῆλος ποὺ ὡς πρό­τυ­πο ἔχει τὴ σφο­δρὰ μανία τῶν ἰου­δαί­ων γιὰ τὴν ἐξόν­τω­σι τῶν χρι­στια­νῶν, καὶ ζῆλος ποὺ ὡς πρό­τυ­πο ἔχει τὸ ζῆλο τοῦ Παύ­λου μετὰ τὴ μετα­στρο­φή του.

* * *

Ἔχον­τας τώρα ἐμπρός μας τὴ ῥιζι­κὴ ἀλλα­γὴ τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου θέτου­με τὸ ἐρώ­τη­μα Υπάρ­χει σήμε­ρα ζῆλος σὰν τὸ ζῆλο τοῦ κορυ­φαί­ου ἀπο­στό­λου, ζῆλος γιὰ τὸ ἀγα­θό;

Δυστυ­χῶς σήμε­ρα κυριαρ­χεῖ ὁ ζῆλος γιὰ τὸ κακό. Ιδί­ως ὁ ζῆλος αὐτὸς ἀνα­πτύ­χθη­κε στὸν 20ὸ αἰῶ­να. Αἱρε­τι­κοὶ καὶ ἄθε­οι παν­τὸς εἴδους, ποὺ ἄλλοι μὲν θέλουν ν’ ἀνα­στή­σουν ἀνθρώ­πι­νες θρη­σκευ­τι­κές παρα­δό­σεις, ὅπως π.χ. οἱ χιλια­σταί, κι ἄλλοι προ­σπα­θοῦν νὰ θεμε­λιώ­σουν πολι­τι­κὲς καὶ κοι­νω­νι­κὲς ἰδε­ο­λο­γί­ες, ὅπως π.χ. οἱ ἄθε­οι ὑλι­σταί, ἐμφα­νί­σθη­καν ἐπά­νω στὸν ἁμαρ­τω­λὸ πλα­νή­τη μας, στὸν αἰῶ­να τοῦ­το τῆς ἀπο­στα­σί­ας, καὶ προ­σείλ­κυ­σαν πλή­θη ὀπα­δούς. Ποιὸν πρῶ­το καὶ ποιόν δεύ­τε­ρο νὰ θυμη­θοῦ­με; Ἂς ανα­φέ­ρου­με ἕνα μόνο παρά­δειγ­μα. Πρὶν ἀπὸ 80 χρό­νια στὴν Ἑλλά­δα μας δὲν ὑπῆρ­χε οὔτε ἕνας χιλια­στής, ὀπα­δὸς τῶν λεγο­μέ­νων μαρ­τύ­ρων τοῦ Ἰεχω­βᾶ. Τώρα ὅμως, χάρι στὴ σατα­νι­κὴ δρα­στη­ριό­τη­τά τους ἀλλὰ καὶ στὴ μυστη­ριώ­δη κρα­τι­κὴ υπο­στή­ρι­ξι, ἔχουν αὐξη­θῆ καὶ ὑπο­λο­γί­ζε­ται ὅτι ξεπερ­νοῦν τὶς 50 χιλιά­δες. Καὶ τερά­στιες εγκα­τα­στά­σεις ἱδρύ­ουν, καὶ τυπο­γρα­φεῖα κτί­ζουν, καὶ συνέ­δρια ὀργα­νώ­νουν, καὶ συνα­θροί­σεις κάνουν, καὶ περιο­δι­κὰ δια­δί­δουν. Κάθε χιλια­στὴς ἐπι­φορ­τί­ζε­ται μὲ τὸ καθῆ­κον, κάθε μέρα νὰ ἐπι­σκέ­πτε­ται ὡρι­σμέ­νο ἀριθ­μὸ ὀρθο­δό­ξων, νὰ μιλάῃ καὶ νὰ δια­νέ­μη φυλ­λά­δια.

Στὸ ζῆλο αὐτό, ποὺ ἐμπνέ­ει ὁ σατα­νᾶς, τί ἔχου­με ἐμεῖς ν ̓ ἀντι­τά­ξου­με; Αλλοί­μο­νο! Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ­στον οἱ ὀρθό­δο­ξοι Ἕλλη­νες μένουν θρη­σκευ­τι­κῶς ἀδιά­φο­ροι. Ἐνδια­φέ­ρον­ται γιὰ χίλια δυὸ ἄλλα ζητή­μα­τα μικρὰ καὶ ἐπου­σιώ­δη. Ἐνδια­φέ­ρον­ται γιὰ τὴν πολι­τι­κή, γιὰ τὸν ἀθλη­τι­σμό, γιὰ κέρ­δη καὶ ἀπο­λαύ­σεις… Ἀλλὰ γιὰ μεγά­λα πράγ­μα­τα δεν συγ­κι­νοῦν­ται. Γιὰ τὴν πίστι τους δὲν ἐνδια­φέ­ρον­ται. Εἶνε σὰν νεκροί. Ποιός, παρα­κα­λῶ, θὰ τοὺς ξυπνή­σῃ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀδια­φο­ρία; Μόνο ὁ ζῆλος τῶν συνει­δη­τὰ πιστῶν, καὶ μάλι­στα τῶν κλη­ρι­κῶν, ποὺ πρέ­πει νὰ γίνουν μιμη­ταὶ τοῦ ζήλου τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου. Καὶ ὄχι μόνο τοῦ Παύ­λου, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδί­ου τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Διό­τι ὁ Χρι­στὸς μὲ φραγ­γέλ­λιο στο χέρι καὶ μὲ αὐστη­ρὸ ἔλεγ­χο ἔδιω­ξε ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶν­τος τοὺς πωλοῦν­τας καὶ ἀγο­ρά­ζον­τας λέγον­τας ̇ «Μὴ ποιεῖ­τε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπο­ρί­ου» (Ἰωάν. 2,16). Μήπως καὶ σήμε­ρα ὁ οἶκος τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ἁγία του Ἐκκλη­σία, σὲ πολ­λὲς περι­πτώ­σεις, δὲν παρου­σιά­ζει ἕνα τέτοιο φαι­νό­με­νο, ποὺ προ­κα­λεῖ τὴ θλῖ­ψι κάθε πιστοῦ; Ἐν ἀντι­θέ­σει πρὸς τὴν ἐντο­λὴ «Δωρε­ὰν ἐλά­βε­τε, δωρε­ὰν δότε» (Ματθ. 10,8), τὰ ἱερὰ μυστή­ρια τῆς Ἐκκλη­σί­ας πωλοῦν­ται ἀντὶ χρη­μά­των! Καὶ ὄχι μόνο σε σπή­λαια λῃστῶν καὶ σὲ ἐμπο­ρι­κά κέν­τρα, ἀλλὰ καὶ σὲ αἴθου­σες θεά­τρου καὶ σὲ κοσμι­κά σαλό­νια μετα­τρέ­πον­ται οἱ ἱεροὶ ναοὶ τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας, καὶ κανεὶς δὲν ἐνδια­φέ­ρε­ται…

Ὅπου ὑπάρ­χει ζῆλος ἀπο­στο­λι­κός, ὅπου ὑπάρ­χει ζηλω­τὴς κλη­ρι­κὸς ἢ καὶ λαϊ­κός, ποὺ ἔχει κι αὐτὸς ἕνα εἶδος γενι­κῆς ἱερω­σύ­νης, ἐκεῖ ὁ ζῆλος κάνει θαύ­μα­τα. Θέλε­τε παρα­δείγ­μα­τα;

Ζηλω­τὴς ἦταν ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος. Ὅσο ἦταν στὸ θρό­νο, ζοῦ­σε μὲ συνέ­πεια καὶ κήρυτ­τε μὲ θέρ­μη καὶ δύνα­μι τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, κάνον­τας καὶ τοὺς ἀκρο­α­τάς του νὰ κρέ­μων­ται ἐνθου­σια­σμέ­νοι ἀπὸ τὰ χεί­λη του. Ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸν ἐξώ­ρι­σαν μακριά, στὰ Κόμα­να τῆς ̓Αρμε­νί­ας, κι ἀπὸ κεῖ ἀκό­μη φρόν­τι­ζε γιὰ τὴν ἐξά­πλω­σι τῆς ἱερα­πο­στο­λῆς τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Ἐγκω­μιά­ζον­τας δὲ ὁ ἴδιος τὸν ἅγιο ζῆλο, λέει «Εἷς ἄνθρω­πος» εἴτε ἄνδρας εἴτε γυναῖ­κα «ζήλῳ πεπυ­ρω­μέ­νος ὁλό­κλη­ρον διορ­θώ­σα­σθαι δύνα­ται δῆμον» δηλα­δή, ἂν μέσα σ’ ἕναν ἄνθρω­πο ἀνά­ψῃ γιὰ καλὰ τὸ πῦρ τοῦ θεί­ου ζήλου, μπο­ρεῖ αὐτὸς καὶ μόνος του πλῆ­θος λαοῦ νὰ ἐπα­να­φέ­ρῃ στὸ δρό­μο τοῦ Θεοῦ. Ζηλω­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ ὑπῆρ­ξε καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς νεω­τέ­ρους ἀπο­στό­λους καὶ ἱερο­μάρ­τυ­ρες τῆς πατρί­δος μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτω­λός. Κήρυ­ξε με μεγά­λη δύνα­μι τὴν Ὀρθο­δο­ξία σὲ ὅλο τὸ ὑπό­δου­λο γένος φθά­νον­τας μέχρι τὸ Κολι­κόν­τα­σι τῆς Βορεί­ου Ηπεί­ρου, κον­τὰ στὸν Αῷο ποτα­μό, ὅπου βρῆ­κε μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το.

Καὶ ρωτᾶ­με· ποῦ εἶνε σήμε­ρα τέτοιοι ζηλω­ταί;

Ἀλλ ̓ ἂς μὴ ἀπελ­πι­σθοῦ­με. Ἔχω κ’ ἐγὼ ὡς ἐπί­σκο­πος, ποὺ ὑπη­ρε­τῶ 30 περί­που χρό­νια στην ἀκρι­τι­κὴ ἐπαρ­χία τῆς Φλω­ρί­νης, νὰ παρα­τη­ρή­σω, ὅτι πολ­λὰ πράγ­μα­τα ἀλλά­ζουν ἐκεῖ ποὺ θὰ παρου­σια­σθῇ ἕνας ζηλω­τὴς ἐφη­μέ­ριος. Ὅπου, σὲ χωριὸ ἔρη­μο καὶ ἐγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο, χει­ρο­το­νή­θη­κε εὐλα­βὴς καὶ ζηλω­τὴς ἱερεύς, μὲ ἀγά­πη στὸ Χρι­στὸ καὶ τὴν Ἐκκλη­σία καὶ μὲ ὄρε­ξι γιὰ ἱερα­πο­στο­λι­κὴ ἐργα­σία καὶ αὐτο­θυ­σία, ὅλα βελ­τιώ­θη­καν. Ἐκεῖ κτί­στη­κε νέος ναὸς πρὸς δόξαν τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ τὰ παι­διά, ποὺ προ­η­γου­μέ­νως δὲν πατοῦ­σαν στὴν ἐκκλη­σία, ἄρχι­σαν νὰ συγ­κεν­τρώ­νων­ται. Ἐκεῖ οἱ γυναῖ­κες ἄρχι­σαν νὰ ἐκκλη­σιά­ζων­ται. Ἐκεῖ καὶ οἱ ἄνδρες ἀκό­μα, ποὺ ἦταν σκλη­ροί μέχρι τότε, πλη­σί­α­σαν, θερ­μάν­θη­καν, ἔγι­ναν καλοί χρι­στια­νοί. Ἐκεῖ, ὅσες φορές παρου­σιά­ζε­ται ἀνάγ­κη γιὰ οἰκο­νο­μι­κὴ βοή­θεια σε φτω­χούς, βλέ­πεις προ­θυ­μία. Ἐκεῖ ὅλα λάμ­πουν ἀπὸ καθα­ριό­τη­τα καὶ τάξι. Γιὰ τέτοιες περι­πτώ­σεις, σπά­νιες μὲν ἀλλὰ ἀλη­θι­νές, μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με «Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέ­φα­γέ με» (Ψαλμ. 68,9· Ἰωάν. 2,17).

* * *

Αὐτὰ τὰ λίγα, ἀγα­πη­τοί μου, εἴχα­με νὰ ποῦ­με γιὰ τὸν ζῆλο, ποὺ πρέ­πει νὰ ὑπάρ­χῃ στις καρ­διὲς τῶν χρι­στια­νῶν πάν­το­τε, ἑπο­μέ­νως καὶ στὴν πονη­ρὰ ἐπο­χή μας.

Δὲν ὑπάρ­χει καμ­μιά ἀμφι­βο­λία ὅτι, παρ’ ὅλη τὴν προ­πα­γάν­δα τῶν ἀντι­χρί­στων, παρ ̓ ὅλη τὴν ψυχρό­τη­τα καὶ ἀδια­φο­ρία τῶν σημε­ρι­νῶν χρι­στια­νῶν, τελι­κῶς ὁ Χρι­στὸς θὰ νική­σῃ καὶ ἡ ἀλή­θεια θὰ θριαμ­βεύ­σῃ. Γιὰ νὰ ἔχου­με ὅμως κ’ ἐμεῖς μέρος στὸν τελι­κὸ ἐκεῖ­νο θρί­αμ­βο τοῦ Χρι­στοῦ, χρειά­ζε­ται ἀπὸ μέρους μας νὰ δεί­ξου­με ζῆλο. Ζῆλο σὰν τὸ ζῆλο τοῦ προ­φή­του Ἠλιού· ζῆλο σὰν τὸ ζῆλο τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου ̇ ζῆλο σὰν τὸ ζῆλο τοῦ ἱ. Χρυ­σο­στό­μου ̇ ζῆλο σὰν τὸ ζῆλο τοῦ ἁγί­ου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτω­λοῦ.

Ναί, ζῆλος χρειά­ζε­ται. Ζῆλος ὄχι γιὰ τὰ μικρὰ καὶ ἀσή­μαν­τα, ἀλλὰ γιὰ τὶς ὕψι­στες ἀλή­θειες, γιὰ τὴν ἱερὰ παρα­κα­τα­θή­κη τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας μας. Ἀλλὰ ζῆλος θεο­κί­νη­τος, ζῆλος θεά­ρε­στος. Διό­τι δυστυ­χῶς ἂς τὸ σημειώ­σου­με κι αὐτό— ὡρι­σμέ­νοι, σὰν ἄλλοι φαρι­σαῖ­οι, δεί­χνουν μερι­κὲς φορὲς ζῆλο, ἀλλὰ ζῆλο ἄκρι­το, σὰν τὸ ζῆλο ποὺ ἔδει­χνε ὁ Σαῦ­λος προ­τοῦ γνω­ρί­σῃ τὸ Χρι­στό.

Εἴθε τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο νὰ ἐμπνέῃ ὅλους μας, ὥστε ν’ ἀπο­κτή­σου­με ζῆλο «κατ’ ἐπί­γνω­σιν» (Ρωμ. 10,2).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek