ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ KB΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΓΑΛ. (ΣΤ΄ 11 — 18)

Προς Γαλά­τας, ΣΤ΄,11–18

11 ῎Ιδε­τε πηλί­κοις ὑμῖν γράμ­μα­σιν ἔγρα­ψα τῇ ἐμῇ χει­ρί. 12 ὅσοι θέλου­σιν εὐπρο­σω­πῆ­σαι ἐν σαρ­κί, οὗτοι ἀναγ­κά­ζου­σιν ὑμᾶς περι­τέ­μνε­σθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Χρι­στοῦ διώ­κων­ται. 13 οὐδὲ γὰρ οἱ περι­τε­τμη­μέ­νοι αὐτοὶ νόμον φυλάσ­σου­σιν, ἀλλὰ θέλου­σιν ὑμᾶς περι­τέ­μνε­σθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμε­τέ­ρᾳ σαρ­κὶ καυ­χή­σων­ται. 14 ἐμοὶ δὲ μὴ γένοι­το καυ­χᾶ­σθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ, δι’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύ­ρω­ται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. 15 ἐν γὰρ Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περι­το­μή τι ἰσχύ­ει οὔτε ἀκρο­βυ­στία, ἀλλὰ και­νὴ κτί­σις. 16 καὶ ὅσοι τῷ κανό­νι τού­τῳ στοι­χή­σου­σιν, εἰρή­νη ἐπ’ αὐτοὺς καὶ ἔλε­ος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾿Ισρα­ὴλ τοῦ Θεοῦ. 17 Τοῦ λοι­ποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρε­χέ­τω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Κυρί­ου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώμα­τί μου βαστά­ζω. 18 ῾Η χάρις τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ μετὰ τοῦ πνεύ­μα­τος ὑμῶν, ἀδελ­φοί· ἀμήν.

11 Προ­σέξ­τε μέ πόσο μεγά­λα γράμ­μα­τα σας γρά­φω τώρα με το ίδιο μου το χέρι. 12 Όσοι θέλουν ν’ απο­κτή­σουν καλή φήμη στους ανθρώ­πους, αυτοί σας υπο­χρε­ώ­νουν να περι­τέ­μνε­στε με μόνο στό­χο να μην κατα­διώ­κον­ται από τους Ιου­δαί­ους εξαι­τί­ας του σταυ­ρού του Χρι­στού. 13 Άλλω­στε ούτε κι αυτοί που επι­μέ­νουν στην περι­το­μή τηρούν το νόμο. Απλώς θέλουν να περι­τέ­μνε­στε εσείς, για να καυ­χη­θούν ότι σας κατά­φε­ραν να το κάνε­τε. 14 Όσο για μένα, δεν θέλω άλλη αφορ­μή για καύ­χη­ση εκτός από το σταυ­ρό του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, το σταυ­ρό που πάνω του ο κόσμος πέθα­νε για μένα κι εγώ για τον κόσμο. 15 Για όσους ανή­κουν στον Ιησού Χρι­στό δεν έχει καμιά σημα­σία ούτε το να κάνεις περι­το­μή ούτε το να μην κάνεις, αλλά όλοι είναι νέα δημιουρ­γή­μα­τα του Θεού. 16 Όσοι ακο­λου­θούν αυτή την αρχή, θα έχουν την ειρή­νη και το έλε­ος του Θεού μαζί τους, αυτοί και όλος ο λαός του Θεού. 17 Στο εξής κανέ­νας ας μη μου δημιουρ­γεί προ­βλή­μα­τα. Αρκε­τά έχω πάθει για τον Ιησού, όπως δεί­χνουν τα σημά­δια στο σώμα μου. 18 Η χάρη του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού εύχο­μαι να είναι μαζί σας, αδερ­φοί μου. Αμήν.

11 Δεί­τε με πόσο μεγά­λα γράμ­μα­τα σας έγρα­ψα με το ίδιο μου το χέρι. 12 Όσοι θέλουν να κάνουν καλή εντύ­πω­ση και να αρέ­σουν στους ανθρώ­πους για πράγ­μα­τα που ανα­φέ­ρον­ται στα σάρ­κα, αυτοί σας παρα­κι­νούν και σας παρα­σύ­ρουν να περι­τέ­μνε­σθε, μόνο και μόνο για να μην κατα­διώ­κον­ται απ’ τους Ιου­δαί­ους για το κήρυγ­μα που ανα­φέ­ρε­ται στο σταυ­ρό του Χρι­στού. 13 Γι’ αυτό και μόνο σας αναγ­κά­ζουν να περι­τέ­μνε­σθε. Κι αυτό απο­δει­κνύ­ε­ται από το ότι ούτε κι αυτοί που έχουν περι­τμη­θεί τηρούν τις τελε­τουρ­γι­κές δια­τά­ξεις του νόμου, τις καθάρ­σεις δηλα­δή και τις ζωο­θυ­σί­ες? αλλά θέλουν να περι­τέ­μνε­σθε εσείς για να καυ­χη­θούν αυτοί για τη δική σας σάρ­κα. Θέλουν δηλα­δή να καυ­χη­θούν ότι σας έπει­σαν να δεχθεί­τε την περι­το­μή. 14 Εγώ όμως δεν κινού­μαι από τέτοια αμαρ­τω­λά ελα­τή­ρια. Ποτέ να μη συμ­βεί εγώ να καυ­χη­θώ για τίπο­τε άλλο παρά μόνο για το ότι ο Ιησούς Χρι­στός για χάρη μου πήρε μορ­φή δού­λου και σταυ­ρώ­θη­κε για τη σωτη­ρία μου. Μόνο καύ­χη­μά μου είναι ο σταυ­ρι­κός θάνα­τος του Κυρί­ου. Και με την πίστη στο θάνα­τό του αυτόν έχει νεκρω­θεί κι έχει χάσει τη δύνα­μή του ο κόσμος για μένα. Αλλά κι εγώ έχω νεκρω­θεί για τον κόσμο. 15 Είμαι νεκρω­μέ­νος για τον κόσμο, και τίπο­τε απ’ αυτόν δεν με δελε­ά­ζει ούτε με φοβί­ζει. Διό­τι στην κοι­νω­νία και την ένω­ση με τον Χρι­στό ούτε η περι­το­μή έχει καμία αξία ούτε η ακρο­βυ­στία, αλλά ισχύ­ει νέα κτί­ση και δημιουρ­γία. Η και­νή αυτή κτί­ση είναι η ανα­γέν­νη­ση που δίνει ο Χρι­στός σε κάθε πιστό με τη δύνα­μη της απο­λυ­τρω­τι­κής του σταυ­ρι­κής θυσί­ας. 16 Και όσοι θ’ ακο­λου­θή­σουν τη διδα­σκα­λία αυτή για τη νέα κτί­ση και θα την έχουν ως μέτρο και υπό­δειγ­μα για να συμ­μορ­φώ­σουν τη ζωή τους μ’ αυτή, ας έχουν επά­νω τους την ειρή­νη και το έλε­ος? αλλά και γενι­κό­τε­ρα όλος ο νέος Ισρα­ήλ της χάρι­τος, ο νέος λαός που με την πίστη έγι­νε εκλε­κτός στο Θεό και αντι­κα­τέ­στη­σε τον παλαιό κατά σάρ­κα Ισρα­ήλ. 17 Στο εξής ας μη μου δημιουρ­γεί κανείς κόπους και ενο­χλή­σεις, ζητών­τας από μένα να απο­λο­γού­μαι για όσα κάνω. Διό­τι εγώ βαστά­ζω στο σώμα μου τα σημά­δια των πλη­γών που δέχθη­κα για τον Κύριο Ιησού. Και οι πλη­γές μου αυτές είναι η απο­λο­γία μου. 18 Σας εύχο­μαι, αδελ­φοί, η χάρις του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού να ενι­σχύ­ει και να ενδυ­να­μώ­νει τις πνευ­μα­τι­κές σας δυνά­μεις, ώστε να δια­τη­ρεί­τε πάν­το­τε τον αγια­σμό που σας έδω­σε το Άγιον Πνεύ­μα. Αμήν.

11 Kοι­τά­ξε­τε μὲ πόσο μεγά­λα γράμ­μα­τα σᾶς ἔγρα­ψα μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι. 12 Ὅσοι θέλουν νὰ ἀρέ­σουν στοὺς ἀνθρώ­πους (Ὅσοι θέλουν νὰ φανοῦν σπου­δαῖ­οι) ἐπι­δει­κνύ­ον­τας κατόρ­θω­μα στὴ σάρ­κα, αὐτοὶ σᾶς ἀναγ­κά­ζουν νὰ περι­τέ­μνε­σθε, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴ κατα­διώ­κων­ται ἐξ αἰτί­ας τοῦ σταυ­ροῦ τοῦ Xρι­στοῦ. 13 Διό­τι οὔτε αὐτοί, ποὺ ἔχουν περι­το­μή, τηροῦν τὸ νόμο, ἀλλὰ θέλουν νὰ περι­τέ­μνε­σθε σεῖς, γιὰ νὰ καυ­χη­θοῦν γιὰ τὴ δική σας σάρ­κα (διό­τι σᾶς ἔπει­σαν νὰ κάνε­τε σ’ αὐτὴ περι­το­μή). 14 Ἀλλὰ σὲ μένα μὴ γένοι­το νὰ καυ­χῶ­μαι, παρὰ γιὰ τὸ σταυ­ρὸ τοῦ Kυρί­ου μας Ἰησοῦ Xρι­στοῦ, διὰ τοῦ ὁποί­ου ὁ κόσμος ἔχει σταυ­ρω­θῆ (καὶ νεκρω­θῆ) ὡς πρὸς ἐμέ­να, καὶ ἐγὼ ἔχω σταυ­ρω­θῆ (καὶ νεκρω­θῆ) ὡς πρὸς τὸν κόσμο. 15 Στὴ Θρη­σκεία βεβαί­ως τοῦ Ἰησοῦ Xρι­στοῦ οὔτε ἡ περι­το­μὴ ἔχει κάποια ἰσχὺ οὔτε ἡ ἀκρο­βυ­στία (ἡ ἀπε­ρι­τμη­σία), ἀλλ’ ἡ νέα δημιουρ­γία (ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ἀνα­γέν­νη­σι). 16 Kαὶ σ’ ὅσους θὰ συμ­μορ­φώ­νων­ται πρὸς αὐτὴ τὴν ἀρχή, εὐλο­γία καὶ ἔλε­ος νὰ εἶναι σ’ αὐτούς, καὶ γενι­κῶς στὸν Ἰσρα­ὴλ τοῦ Θεοῦ. 17 Στὸ ἑξῆς κανεὶς νὰ μὴ μὲ ἐνο­χλῇ, διό­τι ἐγὼ στὸ σῶμα μου φέρω τὰ σημά­δια τῶν πλη­γῶν χάριν τοῦ Kυρί­ου Ἰησοῦ (καὶ αὐτὰ ἀπο­δει­κνύ­ουν, ὅτι εἶμαι γνή­σιος ἀπό­στο­λος). 18 Ἡ χάρι τοῦ Kυρί­ου μας Ἰησοῦ Xρι­στοῦ νὰ εἶναι μὲ τὸ πνεῦ­μα σας, ἀδελ­φοί. Ἀμήν.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«῎Ιδε­τε πηλί­κοις ὑμῖν γράμ­μα­σιν ἔγρα­ψα τῇ ἐμῇ χει­ρί(:Δεί­τε με πόσο μεγά­λα γράμ­μα­τα σας έγρα­ψα με το ίδιο μου το χέρι)»[Γαλ.6,11].

Σκέ­ψου πόση οδύ­νη κατέ­χει τη μακά­ρια εκεί­νη ψυχή· διό­τι, όπως ακρι­βώς εκεί­νοι οι οποί­οι περι­πί­πτουν σε πέν­θος και αφού απώ­λε­σαν κάποιον από τους οικεί­ους τους ή υπο­μέ­νον­τας κάτι από τα απροσ­δό­κη­τα, ούτε τη νύκτα ησυ­χά­ζουν, ούτε την ημέ­ρα, επει­δή πολιορ­κεί την ψυχή τους το πέν­θος· έτσι και ο μακά­ριος Παύ­λος, αφού είπε λίγο για τα ήθη, πάλι επα­νέρ­χε­ται στα προ­η­γού­με­να, τα οποία περισ­σό­τε­ρο τάρασ­σαν την ψυχή του, λέγον­τας τα εξής λόγια: «Κοι­τάξ­τε με πόσο μεγά­λα γράμ­μα­τα σας έγρα­ψα».

Εδώ τίπο­τε άλλο δεν υπαι­νίσ­σε­ται, παρά το ότι αυτός ο ίδιος έγρα­ψε την επι­στο­λή ολό­κλη­ρη· πράγ­μα το οποίο ήταν σημείο από­λυ­της γνη­σιό­τη­τας· διό­τι σε μεν τις άλλες υπα­γό­ρευε αυτός και έγρα­φε άλλος· και τού­το είναι φανε­ρό από την προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή· διό­τι προς το τέλος λέγει: «σπά­ζο­μαι μς γ Τέρ­τιος γρά­ψας τν πιστολν ν Κυρί(:Σας χαι­ρε­τώ εν Κυρίω εγώ ο Τέρ­τιος, που έγρα­ψα με την υπα­γό­ρευ­ση του Παύ­λου αυτήν την επι­στο­λή)»[Ρωμ.16,22]· εδώ όμως ο ίδιος ο Παύ­λος έγρα­ψε όλη την επι­στο­λή προς τους Γαλά­τες. Και έκα­νε αυτό εδώ και από ανάγ­κη, όχι μόνο από αγά­πη, αλλά και για να αναι­ρέ­σει κάθε πονη­ρή υπό­νοια· διό­τι, επει­δή δια­βαλ­λό­ταν για πράγ­μα­τα με τα οποία δεν είχε σχέ­ση, και λεγό­ταν ότι κηρύτ­τει την περι­το­μή και υπο­κρί­νε­ται ότι δεν την κηρύτ­τει, για τού­το αναγ­κά­στη­κε να γρά­ψει ιδιο­χεί­ρως την επι­στο­λή, δίνον­τας εκ των προ­τέ­ρων έγγρα­φη μαρ­τυ­ρία. Όσο για τη φρά­ση «με πόσο μεγά­λα» νομί­ζω ότι ανα­φέ­ρε­ται όχι στο μέγε­θος, αλλά στη δυσμορ­φία των γραμ­μά­των λέγον­τας ότι: «Ενώ δεν γνω­ρί­ζω να γρά­φω πολύ καλά, αναγ­κά­στη­κα να γρά­ψω ο ίδιος, ώστε να φρά­ξω το στό­μα των συκο­φαν­τών».

«σοι θλου­σιν επρο­σωπσαι ν σαρκ, οτοι ναγκζου­σιν μς περιτμνε­σθαι, μνον να μ τ σταυρ το Χρι­στο δικων­ται. οδ γρ ο περι­τε­τμημνοι ατο νμον φυλσσου­σιν, λλ θλου­σιν μς περιτμνε­σθαι, να ν τ μετρ σαρκ καυχσων­ται (:Όσοι θέλουν να κάνουν καλή εντύ­πω­ση και να αρέ­σουν σε ανθρώ­πους για πράγ­μα­τα που ανα­φέ­ρον­ται στη σάρ­κα, αυτοί σας παρα­κι­νούν και σας παρα­σύ­ρουν να κάνε­τε περι­το­μή, μόνο και μόνο για να μην κατα­διώ­κον­ται από τους Ιου­δαί­ους, για το κήρυγ­μα που ανα­φέ­ρε­ται στον σταυ­ρό του Χρι­στού. Γι’ αυτό και μόνο σας αναγ­κά­ζουν να περι­τέ­μνε­στε. Και αυτό απο­δει­κνύ­ε­ται από το ότι ούτε και αυτοί που έχουν περι­τμη­θεί τηρούν τις τελε­τουρ­γι­κές δια­τά­ξεις του νόμου, τις καθάρ­σεις δηλα­δή και τις ζωο­θυ­σί­ες, αλλά θέλουν να περι­τέ­μνε­στε εσείς, για να καυ­χη­θούν αυτοί για τη δική σας σάρ­κα. Θέλουν δηλα­δή να καυ­χη­θούν ότι σας έπει­σαν να δεχθεί­τε την περι­το­μή)»[Γαλ. 6,12–13].

Εδώ δεί­χνει αυτούς ότι υπο­μέ­νουν αυτό, όχι με τη θέλη­σή τους, αλλά ότι αναγ­κά­ζον­ται, δίνον­τάς τους αφορ­μή να ανα­χω­ρή­σουν, και σχε­δόν απο­λο­γού­με­νος υπέρ αυτών και προ­τρέ­πον­τας να φύγουν ταχέ­ως. Και τι σημαί­νει ότι «θέλουν να φανούν ευά­ρε­στοι με εξω­τε­ρι­κά μέσα»; Σημαί­νει ότι θέλουν να δοξά­ζον­ται από τους ανθρώ­πους. Επει­δή δηλα­δή κατη­γο­ρούν­ταν από τους Ιου­δαί­ους ότι απο­στά­τη­σαν από τα πάτρια έθη, «για να μην κατη­γο­ρούν­ται για αυτά», λέγει, «θέλουν να σας κατα­στρέ­ψουν, απο­λο­γού­με­νοι στους Ιου­δαί­ους μέσω της δικής σας της σάρ­κας». Και αυτά τα έλε­γε, για να δεί­ξει ότι δεν έπρατ­ταν αυτά για τον Θεό. Σαν να έλε­γε ότι δεν είναι υπό­θε­ση ευσε­βεί­ας αυτό το οποίο γίνε­ται· για ανθρώ­πι­νη ματαιο­δο­ξία γίνον­ται όλα αυτά, χάριν αρε­σκεί­ας στους απί­στους- διό­τι οι πιστοί κατα­σφάτ­τον­ται και περι­τέ­μνουν τους εαυ­τούς τους- και προ­τι­μούν να προ­σβάλ­λουν τον Θεό για να αρέ­σουν στους ανθρώ­πους.

Ύστε­ρα, δεί­χνον­τας ότι και από αλλού είναι στε­ρη­μέ­νοι από κάθε συγνώ­μη, ελέγ­χει πάλι αυτούς, όχι μόνο για το ότι θέλουν να αρέ­σουν σε άλλους, αλλά και διό­τι παραγ­γέλ­λουν αυτό από δική τους κενο­δο­ξία. Για τον λόγο αυτόν και πρό­σθε­σε: « για να καυ­χη­θούν για τη συμ­μόρ­φω­σή σας σε έναν εξω­τε­ρι­κό τύπο», σαν να έχουν μαθη­τές και να είναι διδά­σκα­λοι. Και ποια η από­δει­ξη για αυτά; «Διό­τι ούτε αυτοί φυλάσ­σουν τον νόμο», λέγει. Αλλά και εάν τον φύλασ­σαν, και πάλι θα ήσαν άξιοι κατη­γο­ρί­ας· τώρα όμως και ο σκο­πός τους είναι διε­φθαρ­μέ­νος.

«μο δ μ γνοι­το καυχσθαι ε μ ν τ σταυρ το Κυρου μν ᾿Ιησο Χρι­στο(:Εγώ όμως δεν κινού­μαι από τέτοια αμαρ­τω­λά ελα­τή­ρια. Ποτέ να μη συμ­βεί εγώ να καυ­χη­θώ για τίπο­τε άλλο παρά μόνο για το ότι ο Ιησούς Χρι­στός για χάρη μου πήρε μορ­φή δού­λου και σταυ­ρώ­θη­κε για τη σωτη­ρία μου. Μόνο καύ­χη­μα μου είναι ο σταυ­ρι­κός θάνα­τος του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού)»[Γαλ.6,14]. Και βεβαί­ως το πράγ­μα φαί­νε­ται ότι είναι επο­νεί­δι­στο, αλλά για τους κοσμι­κούς και τους απί­στους· ενώ στους ουρα­νούς και στους πιστούς είναι δόξα, και μάλι­στα η μεγί­στη· διό­τι και η πτω­χεία είναι πράγ­μα επο­νεί­δι­στο, αλλά για εμάς είναι καύ­χη­μα. Και δεν είπε «εγώ δεν καυ­χώ­μαι» ή «εγώ δεν θέλω να καυ­χώ­μαι», αλλά «σε εμέ­να μη γένοι­το»· απευ­χή­θη­κε αυτό σαν κάτι άτο­πο, και ζήτη­σε τη συμ­μα­χία του Θεού για να το κατορ­θώ­σει αυτό.

Και τι είναι το καύ­χη­μα του σταυ­ρού; Ότι ο Χρι­στός έλα­βε τη μορ­φή δού­λου για εμέ­να, και έπα­θε όσα έπα­θε για εμέ­να τον δού­λο, τον εχθρό Του, τον αχά­ρι­στο· αλλά τόσο με αγά­πη­σε, ώστε και τον εαυ­τό Του να παρα­δώ­σει σε κατά­ρα. Είναι δυνα­τόν να γίνει τίπο­τε ισά­ξιο προς αυτό; Διό­τι εάν οι δού­λοι, όταν απλώς επαι­νούν­ται από τους κυρί­ους τους, και τού­το παρά το ότι ανή­κουν στο ίδιο γένος, στο ανθρώ­πι­νο, υψη­λο­φρο­νούν, πώς δεν πρέ­πει να καυ­χό­μα­στε, όταν ο Δεσπό­της, ο αλη­θι­νός Θεός, δεν ντρέ­πε­ται τον σταυ­ρό για χάρη μας; Ας μην ντρε­πό­μα­στε λοι­πόν ούτε εμείς την απε­ρί­γρα­πτη φρον­τί­δα Του. Αυτός δεν ντρά­πη­κε να σταυ­ρω­θεί για εσέ­να, και εσύ ντρέ­πε­σαι την άπει­ρο φρον­τί­δα Του; Όπως ακρι­βώς εάν κάποιος δεσμώ­της χωρίς να ντρέ­πε­ται τον βασι­λιά, όταν ήλθε στη φυλα­κή και τον ελευ­θέ­ρω­σε από τα δεσμά δια του εαυ­τού του, ντρέ­πε­ται αυτόν γι’ αυτό. Αλλά αυτά είναι εσχά­της παρα­φρο­σύ­νης· διό­τι για τού­το μάλι­στα πρέ­πει να καυ­χό­μα­στε.

«Δι’ ο μο κσμος σταρωται κγ τ κσμ(:Και με την πίστη στον θάνα­τό Του αυτόν, έχει νεκρω­θεί και έχει χάσει τη δύνα­μή του ο κόσμος για μένα. Αλλά και εγώ έχω νεκρω­θεί για τον κόσμο)»[Γαλ. 6, 14]. «Κόσμο» ονο­μά­ζει τώρα, όχι τον ουρα­νό, ούτε τη γη, αλλά τα βιο­τι­κά πράγ­μα­τα, τον έπαι­νο των ανθρώ­πων, την ακο­λου­θία, τη δόξα, τον πλού­το, όλα αυτά τα οποία φαί­νον­ται λαμ­πρά. Αυτά λοι­πόν έχουν νεκρω­θεί για εμέ­να. Τέτοιος πρέ­πει να είναι ο Χρι­στια­νός, αυτά τα φωνα­χτά λόγια του Παύ­λου πάν­το­τε να φέρει παν­τού μέσα του. Δεν αρκέ­στη­κε λοι­πόν μόνο στον προ­η­γού­με­νο τρό­πο της νεκρώ­σε­ως, αλλά και άλλο πρό­σθε­σε λέγον­τας: «και εγώ για τον κόσμο», εννο­ών­τας ότι είναι διπλή η νέκρω­ση και λέγον­τας ότι και εκεί­να είναι για εμέ­να νεκρά, και εγώ για εκεί­να, και ούτε μπο­ρούν αυτά να με κυριεύ­σουν και να με υπο­δου­λώ­σουν· διό­τι είναι νεκρά άπαξ δια παν­τός· και διό­τι είμαι νεκρός και εγώ για αυτά. Τίπο­τε μακα­ριό­τε­ρο δεν υπάρ­χει από αυτήν την νέκρω­ση· διό­τι αυτή είναι η βάση της μακα­ρί­ας ζωής.

«ν γρ Χριστ ᾿Ιησο οτε περι­τομ τι σχει οτε κρο­βυστα, λλ καιν κτσις· κα σοι τ καννι τοτ στοιχσου­σιν, ερνη π’ ατος κα λεος, κα π τν ᾿Ισραλ το Θεο(:Είμαι νεκρω­μέ­νος για τον κόσμο, και τίπο­τε από αυτόν δεν με δελε­ά­ζει ούτε με φοβί­ζει· διό­τι στην κοι­νω­νία και την ένω­ση με τον Χρι­στό ούτε η περι­το­μή έχει καμία αξία, ούτε η ακρο­βυ­στία, αλλά ισχύ­ει νέα κτί­ση και δημιουρ­γία. Η και­νή αυτή κτί­ση είναι η ανα­γέν­νη­ση που δίνει ο Χρι­στός σε κάθε πιστό με τη δύνα­μη της απο­λυ­τρω­τι­κής Του σταυ­ρι­κής θυσί­ας. Και όσοι θα ακο­λου­θή­σουν τη διδα­σκα­λία αυτή για τη νέα κτί­ση και θα την έχουν ως μέτρο και υπό­δειγ­μα για να συμ­μορ­φώ­σουν τη ζωή τους με αυτή, ας έχουν επά­νω τους την ειρή­νη και το έλε­ος· αλλά και γενι­κό­τε­ρα όλος ο νέος Ισρα­ήλ της χάρι­τος, ο νέος λαός που με την πίστη έγι­νε εκλε­κτός στον Θεό και αντι­κα­τέ­στη­σε τον παλαιό κατά σάρ­κα Ισρα­ήλ)»[Γαλ.6,15–16].

Είδες σε πόσο ύψος τον ανέ­βα­σε η δύνα­μη του Θεού; Διό­τι, όχι μόνο νέκρω­σε στον εαυ­τό του όλα τα πράγ­μα­τα του κόσμου, αλλά τον κατέ­στη­σε και από τον παλαιό τρό­πο ζωής πολύ ανώ­τε­ρο. Τι είναι ίσο προς αυτήν τη δύνα­μη; Διό­τι αυτόν ο οποί­ος ήταν πρό­θυ­μος και να σφα­γεί ακό­μη, και άλλους να σφά­ζει υπέρ αυτής της περι­το­μής, αυτόν έπει­σε ο σταυ­ρός, αφού θεω­ρή­σει ίση την ακρο­βυ­στία προς αυτήν, να επι­ζη­τεί πράγ­μα­τα ξένα και παρά­δο­ξα και τα υπε­ρά­νω των ουρα­νών ευρι­σκό­με­να. «Νέα δημιουρ­γία», λοι­πόν, ονο­μά­ζει τον δικό μας χρι­στια­νι­κό τρό­πο ζωής, και για όσα έχουν γίνει, και για όσα πρό­κει­ται να γίνουν· για τα όσα μεν έχουν γίνει, διό­τι η ψυχή μας, έχον­τας παλαιω­θεί από το γήρας της αμαρ­τί­ας, αμέ­σως ανα­νε­ώ­θη­κε δια του βαπτί­σμα­τος, σαν να δημιουρ­γή­θη­κε από την αρχή, γι’ αυτό νέο και ουρά­νιο τρό­πο ζωής επι­ζη­τού­με· για όσα επί­σης πρό­κει­ται να γίνουν, διό­τι και ο ουρα­νός και η γη και ολό­κλη­ρη η δημιουρ­γία, θα οδη­γη­θεί σε αφθαρ­σία μαζί με τα δικά μας σώμα­τα.

«Μη λοι­πόν μου ομι­λείς για περι­το­μή», λέγει, «η οποία τίπο­τε πλέ­ον δεν μπο­ρεί να επι­τύ­χει»· διό­τι πώς θα φανεί αυτή, όταν όλα τόσο έχουν μετα­βλη­θεί; Αλλά να επι­ζη­τείς τα νέα πράγ­μα­τα της χάρι­τος· διό­τι αυτοί οι οποί­οι επι­διώ­κουν αυτά, αυτοί θα απο­λαύ­σουν και ειρή­νη και φιλαν­θρω­πία, και αξί­ως θα ονο­μά­ζον­ται με το όνο­μα του Ισρα­ήλ· όπως βεβαί­ως εκεί­νοι οι οποί­οι φρο­νούν τα αντί­θε­τα, ακό­μη και αν κατά­γον­ται από εκεί­νο και φέρουν την ονο­μα­σία του, έχουν εκπέ­σει από όλα αυτά, και από τη συγ­γέ­νεια και από την επω­νυ­μία αυτή· διό­τι οι κυρί­ως Ισραη­λί­τες είναι αυτοί οι οποί­οι δύναν­ται να τηρούν αυτόν τον κανό­να, δηλα­δή να απέ­χουν από τα παλαιά και να επι­διώ­κουν τα της χάρι­τος.

«Το λοι­πο κπους μοι μηδες παρεχτω(:Στο εξής ας μη μου δημιουρ­γεί κανείς κόπους και ενο­χλή­σεις, ζητών­τας από εμέ­να να απο­λο­γού­μαι για όσα κάνω)»[Γαλ.6,17]. Εδώ όχι από κόπω­ση, ούτε από κακία τα λέγει αυτά· διό­τι αυτός ο οποί­ος είναι πρό­θυ­μος τα πάν­τα και να κάνει και να πάθει για τους μαθη­τές, πώς θα δια­λυό­ταν και θα έπε­φτε τώρα; Εκεί­νος ο οποί­ος λέγει: «πστη­θι εκαρως καρως(:Στά­σου επι­τη­ρη­τής και επί­μο­νος καθο­δη­γη­τής στους ακρο­α­τές σου όχι μόνο σε περι­στά­σεις κατάλ­λη­λες αλλά και σε εκεί­νες που φαί­νον­ται ακα­τάλ­λη­λες)» [Β΄Τιμ.4,2] και «Μποτε δ ατος Θες μετνοιαν ες πγνω­σιν ληθεας, κα νανψωσιν κ τς το διαβλου παγδος(:Να παι­δα­γω­γεί και να συνε­τί­ζει με πρα­ό­τη­τα εκεί­νους που έχουν αντί­θε­τα φρο­νή­μα­τα. Ποιος ξέρει μήπως καμιά φορά τους δώσει ο Θεός μετά­νοια, και οδη­γη­θούν στην πλή­ρη και ορθή γνώ­ση της αλή­θειας και συνέλ­θουν από τη μέθη όπου τους έχει φέρει η παγί­δα της πλά­νης, στην οποία τους έπια­σε ο διά­βο­λος, και τους συλ­λά­βει τώρα ως αιχ­μα­λώ­τους ο δού­λος του Θεού, έτσι ώστε να εφαρ­μό­ζουν το θέλη­μα Εκεί­νου)»[Β΄Τιμ. 2, 25–26], για ποιο λόγο τα λέγει αυτά; Για να ανα­στεί­λει τη ράθυ­μη προ­αί­ρε­σή τους, και να τους εμβά­λει περισ­σό­τε­ρο φόβο και να τους στε­ρε­ώ­σει στους νόμους τους οποί­ους έθε­σε ο ίδιος και να μην επι­τρέ­ψει αυτούς συνε­χώς να τους ταράσ­σουν.

«γ γρ τ στγμα­τα το Κυρου ᾿Ιησο ν τ σματ μου βαστζω(:Διό­τι εγώ βαστά­ζω στο σώμα μου τα σημά­δια των πλη­γών που δέχτη­κα για τον Κύριο Ιησού. Και οι πλη­γές μου αυτές είναι η απο­λο­γία μου)»[Γαλ.6,17]. Δεν είπε «έχω», αλλά «βαστά­ζω», όπως κανείς καυ­χιέ­ται για τρό­παια ή βασι­λι­κά σημά­δια· αν και φαί­νε­ται και αυτό πάλι ότι είναι εντρο­πή. Αλλά αυτός για τα τραύ­μα­τα καυ­χιέ­ται· και όπως οι σημαιο­φό­ροι από τους στρα­τιώ­τες, έτσι και αυτός αγάλ­λε­ται να φέρει τραύ­μα­τα. Για­τί όμως λέγει αυτό; «Λαμ­πρό­τε­ρο από κάθε λόγο, από κάθε φωνή απο­λο­γού­μαι μέσω αυτών», λέγει· διό­τι αυτά εκβάλ­λουν φωνή ισχυ­ρό­τε­ρη από τη φωνή της σάλ­πιγ­γας προς εκεί­νους οι οποί­οι αντι­λέ­γουν και λέγουν ότι «υπο­κρί­νο­μαι ως προς την πίστη και ότι λέγω κάτι για να αρέ­σω στους ανθρώ­πους»· διό­τι ούτε εάν κανείς έβλε­πε στρα­τιώ­τη να εξέρ­χε­ται της παρα­τά­ξε­ως ματω­μέ­νος και να έχει αμέ­τρη­τα τραύ­μα­τα θα ανε­χό­ταν να κατη­γο­ρεί αυτόν ως δει­λό και προ­δό­τη ενώ φέρει στο σώμα του την από­δει­ξη της ανδρα­γα­θί­ας.

«Και από εμέ­να λοι­πόν, αυτές τις απο­δεί­ξεις να έχε­τε», λέγει. «Και εάν κανείς θέλει να ακού­σει την απο­λο­γία μου και να μάθει τη γνώ­μη μου, ας βλέ­πει τα τραύ­μα­τα, τα οποία δίδουν μεγα­λύ­τε­ρη από­δει­ξη των όσων ειπώ­θη­καν και γρά­φτη­καν εδώ». Αρχί­ζον­τας την επι­στο­λή, από την άμε­ση μετα­στρο­φή του, έδει­ξε σαφώς την ανυ­πό­κρι­τη πρό­θε­σή του· τελειώ­νον­τας επί­σης την απέ­δει­ξε από τους κιν­δύ­νους που προ­ήλ­θαν από αυτή τη μετα­στρο­φή του από τον ιου­δαϊ­σμό στον Χρι­στια­νι­σμό· διό­τι, για να μη λέγει κανείς ότι μετα­στρά­φη­κε μεν από ορθή σκέ­ψη, αλλά δεν παρέ­μει­νε στην ίδια καλή προ­αί­ρε­ση, για το ότι και παρέ­μει­νε σε αυτήν, φέρει μάρ­τυ­ρες τους πει­ρα­σμούς, τους κιν­δύ­νους, τις πλη­γές.

Ύστε­ρα, αφού απο­λο­γή­θη­κε σαφώς για όλα, και αφού έδει­ξε ότι τίπο­τε δεν είπε από θυμό και μίσος, αλλά ότι έχει αμε­τα­κί­νη­τη την αγά­πη προς αυτούς, πάλι απο­δει­κνύ­ει αυτό, κλεί­νον­τας τον λόγο του με μια ευχή η οποία είναι πλή­ρης μυρί­ων αγα­θών και λέγον­τας: «Η χρις το Κυρου μν ᾿Ιησο Χρι­στο μετ το πνεματος μν, δελ­φο· μν(:Σας εύχο­μαι, αδελ­φοί, η χάρις του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού να ενι­σχύ­ει και να ενδυ­να­μώ­νει τις πνευ­μα­τι­κές σας δυνά­μεις, ώστε να δια­τη­ρεί­τε πάν­το­τε τον αγια­σμό που σας έδω­σε το Άγιο Πνεύ­μα)»[Γαλ.6,18]. Με τον τελευ­ταίο αυτόν λόγο επι­σφρά­γι­σε όλα τα μέχρι τώρα· διό­τι δεν είπε απλώς: «μαζί σας», όπως στις άλλες επι­στο­λές, αλλά: «με το πνεύ­μα σας», απο­μα­κρύ­νον­τάς τους από τα σαρ­κι­κά, και δεί­χνον­τας παν­τού την ευερ­γε­σία του Θεού, και υπεν­θυ­μί­ζον­τας τη χάρη την οποία από­λαυ­σαν, δια της οποί­ας ήταν ικα­νός να τους απο­μα­κρύ­νει από κάθε ιου­δαϊ­κή πλά­νη· διό­τι, αφού έλα­βαν το Πνεύ­μα, δεν βρί­σκον­ταν πλέ­ον στην πτω­χεία του νόμου, αλλά στη δικαί­ω­ση την προ­ερ­χό­με­νη από την πίστη· και το ότι δια­τη­ρή­θη­καν σε αυτήν, όχι από την περι­το­μή, αλλά από τη χάρη έγι­νε πάλι. Για τον λόγο αυτόν έκλει­σε την παραί­νε­ση με ευχή, και αφού προ­η­γου­μέ­νως τους θύμι­σε τη χάρη και το Πνεύ­μα, και συγ­χρό­νως τους είπε αδελ­φούς, και παρα­κά­λε­σε τον Θεό να απο­λαμ­βά­νουν αυτά στο διη­νε­κές και ασφά­λι­σε τους ανθρώ­πους με διπλό τρό­πο· διό­τι το ίδιο και ευχή και ολό­κλη­ρη διδα­σκα­λία ήταν των όσων ειπώ­θη­καν, η οποία έγι­νε γι΄αυτούς σαν διπλό τεί­χος· διό­τι και η διδα­σκα­λία, υπεν­θυ­μί­ζον­τας σε αυτούς όσα αγα­θά από­λαυ­σαν, περισ­σό­τε­ρο τους στε­ρέ­ω­νε τα δόγ­μα­τα της εκκλη­σί­ας· και η ευχή επι­κα­λού­με­νη τη χάρη και πεί­θον­τάς τους να παρα­μέ­νουν, δεν άφη­νε το πνεύ­μα τους να μετα­τε­θεί. Και εφό­σον Αυτό υπήρ­χε σε αυτούς, ολό­κλη­ρη η πλά­νη απο­διω­κό­ταν σαν σκό­νη.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-galatas-commentarius.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Γαλά­τας επι­στο­λήν, ομι­λία Γ΄[επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα], πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 20, σελί­δες 397–409.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • Liddell & Scott, Λεξι­κό της Αρχαί­ας Ελλη­νι­κής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγά­λου Λεξι­κού, εκδ. Πελε­κά­νος 2007),

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Και­νή κτί­σις

«Ἐν γὰρ Χρι­στῷ Ἰησοῦ οὔτε περι­το­μή τι ἰσχύ­ει οὔτε ἀκρο­βυ­στία, ἀλλὰ και­νὴ κτί­σις» (Γαλ. 6,15)

ΔΕΝ ΕΙΝΕ, ἀγα­πη­τοί μου, δὲν εἶνε πολύς και­ρός, ποὺ ἦρθε στὴ μητρό­πο­λι ἕνας γέρος, πολὺ γέρος. Θὰ εἶχε περά­σει τὰ ὀγδόν­τα χρό­νια. Μοῦ εἶπε τὴν ἱστο­ρία του.

Ἐγώ, σεβα­σμιώ­τα­τε, ἐνῷ ἀκό­μα δὲν εἶχα κλεί­σει τὰ εἴκο­σι χρό­νια μου, ἀναγ­κά­στη­κα νὰ φύγω ἀπ’ τὴ Μακε­δο­νία καὶ νὰ πάω στὴν Ἀμε­ρι­κή. Ἐκεῖ δού­λε­ψα σκλη­ρά. Ἔκα­να ὅλες τὶς δου­λειές. Δημιούρ­γη­σα περιου­σία καὶ οἰκο­γέ­νεια. Καί, δόξα τῷ Θεῷ, ζοῦ­με καλά. Αλλά τώρα που γέρα­σα καὶ κατά­λα­βα πὼς πλη­σιά­ζει ἡ ὥρα νὰ φύγω ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, γεν­νή­θη­κε μέσα μου μιὰ ἐπι­θυ­μία ̇ πεθύ­μη­σα νὰ γυρί­σω στὴν πατρί­δα. Καὶ ἦρθα. Βρί­σκο­μαι ἐδῶ μερι­κούς μῆνες. Πόσο ἄλλα­ξαν ὅλα ἐδῶ! Τὰ βου­νὰ καὶ τὰ ποτά­μια ἔμει­ναν βέβαια τὰ ἴδια. Ἀλλὰ τὰ χωριὰ καὶ ἰδί­ως οἱ πόλεις μας ἄλλα­ξαν. Πριν φύγω, ἦταν ἀκό­μα οἱ Τοῦρ­κοι ἐδῶ. Βρω­μιά καὶ ἀκα­θαρ­σία ὑπῆρ­χε παν­τοῦ. Τὰ περισ­σό­τε­ρα σπί­τια ἦταν μικρὰ καὶ σὰν καλύ­βες. Τώρα νέοι δρό­μοι, νέες πλα­τεῖ­ες, νέα κτή­ρια, νέα σχο­λεῖα, νέες ἐκκλη­σί­ες. Ὅλα και­νούρ­για. Ἡ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ποὺ ἦταν ἄλλο­τε μιὰ βρώ­μι­κη πόλις, τώρα εἶνε μιὰ ὄμορ­φη καὶ μεγά­λη πόλις. Καὶ ἡ μικρή μας Φλώ­ρι­να πόσο ὄμορ­φη εἶνε τώρα! Πολύ προ­ώ­δευ­σε ἡ πατρί­δα μας. Μέσα στὰ ἑξήν­τα χρό­νια ποὺ ἔλει­πα, παρ’ ὅλη τὴ φτώ­χεια, τοὺς πολέ­μους καὶ τὶς διά­φο­ρες περι­πέ­τειες που πέρα­σε αὐτὸς ὁ τόπος, ἔγι­νε τὸ θαῦ­μα. Εὐχα­ρι­στῶ καὶ δοξά­ζω τὸ Θεό, για­τί μέσ ̓ ἀπ ̓ τὴ φωτιὰ καὶ τὰ ἐρεί­πια μιὰ και­νούρ­για Ἑλλά­δα ξεπρο­βάλ­λει.

Αὐτὲς ἦταν οἱ ἐντυ­πώ­σεις τοῦ γέρον­τα μετα­νά­στη, ποὺ ἔπει­τα ἀπὸ ἑξῆν­τα χρό­νια γύρι­σε στὴν πατρί­δα. Ἀπ ̓ αὐτὰ ποὺ εἶπε παίρ­νου­με ἀφορ­μὴ γιὰ νὰ σᾶς μιλή­σου­με πάνω σ’ ἕνα νόη­μα τοῦ σημε­ρι­νοῦ Ἀπο­στό­λου, ποὺ μιλά­ει γιὰ μιὰ και­νούρ­για κτί­σι, γιὰ ἕνα και­νούρ­γιο κόσμο.

* * *

Ναί, εἶνε μιὰ πραγ­μα­τι­κό­της, ὅτι ἀπ ̓ τὴ φωτιὰ καὶ τὰ ἐρεί­πια μια νέα Ἑλλά­δα προ­βάλ­λει ὡς πρὸς τὰ κτή­ρια, τοὺς δρό­μους καὶ τὶς πλα­τεῖ­ες. Αὐτὸ τὸ βλέ­πει κανεὶς ὄχι τόσο στα μικρά μας χωριά, ποὺ συνε­χῶς ἐρη­μώ­νον­ται, ἀλλὰ στὶς πόλεις, καὶ ἰδί­ως στην Αθή­να καὶ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Στις πόλεις αὐτὲς ὅ,τι εἶνε παλιό γκρε­μί­ζε­ται καὶ χτί­ζε­ται νέο. Σ’ ὅλους σχε­δὸν τοὺς δρό­μους ἀκού­γε­ται ὁ θόρυ­βος μηχα­νη­μά­των, ποὺ διαρ­κῶς γκρε­μί­ζουν καὶ χτί­ζουν. Πρω­το­φα­νής οικο­δο­μι­κός οργα­σμός. Καὶ αὐτὸς ὁ ὀργα­σμὸς πρέ­πει νὰ μᾶς κάνῃ νὰ θυμη­θοῦ­με κάποια λόγια, ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στός. Τί εἶπε ὁ Χρι­στός; Προ­φή­τευ­σε καὶ εἶπε, πώς θά ’ρθουν μέρες, ποὺ οἱ ἄνθρω­ποι θὰ ἔχουν στρέ­ψει τὴν καρ­διά τους καὶ τὸ μυα­λό τους ὅλο στὰ ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα, στὸ τί θὰ φᾶνε, τί θὰ πιοῦ­νε, πῶς θὰ δια­σκε­δά­σουν, τί θὰ που­λή­σουν, τί θ ̓ ἀγο­ρά­σουν, τί σπί­τια καὶ τί μέγα­ρα θὰ χτί­σουν κι ὅλ’ αὐτὰ σὰν νὰ πρό­κει­ται νὰ ζήσουν αἰω­νί­ως μέσα στὴν ἡδο­νὴ καὶ τὴν ἀπό­λαυ­σι τῆς γῆς. Καὶ δὲν ξέρουν οἱ ταλαί­πω­ροι ἄνθρω­ποι τί τοὺς περι­μέ­νει ἀπὸ μέρα σὲ μέρα. Οἱ ἄνθρω­ποι τῶν τελευ­ταί­ων και­ρῶν θὰ μοιά­ζουν μὲ τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ ζοῦ­σαν τὴν ἐπο­χὴ τοῦ Λώτ στὰ Σόδο­μα και Γόμορ­ρα. Τί ἦταν τὰ Σόδο­μα καὶ Γόμορ­ρα, Μεγά­λες, πλού­σιες καὶ ὄμορ­φες πόλεις. Ὅλα τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θὰ τὰ εἶχαν οἱ κάτοι­κοι τῶν πόλε­ων ἐκεί­νων. Ἀλλὰ Θεὸ δὲν πίστευαν. Θεός τους ἦταν ἡ σάρ­κα τους, τὰ λεφτά τους, τὰ σπί­τια τους, τὰ χωρά­φια τους. Δού­λευαν στὰ αἰσχρό­τε­ρα πάθη. Καμ­μιά ἀνώ­τε­ρη σκέ­ψις δὲν περ­νοῦ­σε ἀπ ̓ τὸ μυα­λό τους. Κανέ­να εὐγε­νι­κὸ αἴσθη­μα δὲν συγ­κι­νοῦ­σε τὴν καρ­διά τους. Ζοῦ­σαν σὰν τὰ κτή­νη, χει­ρό­τε­ρα ἀπὸ τὰ κτή­νη κάνα­νε πράγ­μα­τα ποὺ δὲν τὰ κάνουν τὰ κτή­νη. Μέσα σὲ ὄμορ­φα σπί­τια γίνον­ταν οἱ μεγα­λύ­τε­ρες ἀσχη­μί­ες καὶ βρω­μιές. Καὶ μόνο ἕνα σπί­τι ἔμει­νε καθα­ρό, τὸ σπί­τι τοῦ Λώτ. Κι αὐτὸ ἤθε­λαν νὰ τὸ μολύ­νουν οἱ ἀκά­θαρ­τοι καὶ βδε­λυ­ροὶ ἄνθρω­ποι. Ἀλλὰ τὸ φύλα­ξε ὁ Θεός. Αὐτοί ἦταν οἱ ἄνθρω­ποι τῆς ἐπο­χῆς τοῦ Λώτ. Ἔμει­ναν ἀτι­μώ­ρη­τοι; Ὄχι. Ἡ ὀργὴ ἦρθε. Ἦρθε σὲ μιὰ ὥρα ποὺ δὲν περί­με­ναν. Ἄνοι­ξαν τὰ οὐρά­νια κ’ ἔβρε­ξαν φωτιὰ καὶ θειά­φι καὶ λαμ­πά­δια­σε ὁ τόπος. Ὅλα κάη­καν. Τίπο­τα δὲν ἔμει­νε. Μόνο ὁ Λὼτ σώθη­κε καὶ ἡ οἰκο­γέ­νειά του, ἐκτὸς ἀπ ̓ τὴ γυναῖ­κα του. Ὅποιος θέλει νὰ δῆ, πῶς ἡ ἁγία Γρα­φὴ περι­γρά­φει τὴν κατα­στρο­φὴ τῶν Σοδό­μων καὶ Γομόρ­ρων, ἂς δια­βά­σῃ τὸ 20ὸ κεφά­λαιο τῆς Γενέ­σε­ως.

Ὅ,τι ἔγι­νε στα Σόδο­μα καὶ Γόμορ­ρα, θὰ γίνῃ καὶ πάλι. Θὰ συμ­βῇ, λέει ἡ προ­φη­τεία τοῦ Χρι­στοῦ, σὲ πιὸ μεγά­λη ἔκτα­σι τοὺς τελευ­ταί­ους και­ρούς. Πόλεις μεγά­λες, πλού­σιες καὶ ὄμορ­φες θὰ κατα­στρα­φοῦν ξαφ­νι­κά, ὅπως κατα­στρά­φη­καν τὰ Σόδο­μα και Γόμορ­ρα. Για­τί μέσα στις πόλεις οἱ ἄνθρω­ποι ἔπαυ­σαν νὰ ζοῦν σὰν χρι­στια­νοί. Τί λέμε; Ὄχι σαν χρι­στια­νοί, ἀλλ ̓ οὔτε σὰν ἄνθρω­ποι, οὔτε σὰν ζῷα δὲν ζοῦν. Χει­ρό­τε­ροι ἀπ’ τὰ ζῶα κατήν­τη­σαν.

Τί νὰ τὶς κάνου­με λοι­πὸν τὶς ὄμορ­φες οἰκο­δο­μές, ὅταν μέσα σ’ αὐτὲς δὲν κατοι­κοῦν ἄνθρω­ποι μὲ Χρι­στό; Μιὰ καλύ­βα μ ̓ ἕναν ἅγιο ἄνθρω­πο αξί­ζει περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ μιὰ μεγά­λη πόλι, ποὺ ἔχει ὡραῖα καὶ μεγά­λα κτή­ρια, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀνθρώ­πους ποὺ νὰ πιστεύ­ουν καὶ ν’ ἀγα­πᾶ­νε τὸ Χρι­στό.

* * *

Γι’ αὐτό, ἀγα­πη­τοί μου, ἐπι­τρέψ­τε μου νὰ σᾶς ῥωτή­σω· Ποῦ κατοι­κεῖ­τε; Δὲν ῥωτάω, ποῦ κατοι­κοῦν τὰ κορ­μιά σας. Ξέρω, πὼς μιὰ κατοι­κία περι­μέ­νει ὅλους μας, πλου­σί­ους καὶ φτω­χούς, ὁ τάφος. Ρωτάω, ποῦ κατοι­κοῦν οἱ ψυχές σας. Αχ, ἂν εἴχα­με μάτια θεϊ­κὰ καὶ βλέ­πα­με ποῦ κατοι­κεῖ ἡ ψυχή μας! Θὰ βλέ­πα­με, ὅτι ἡ ψυχή μας ζῇ μέσα σ’ ἕνα ἄθλιο περι­βάλ­λον γεμᾶ­το ἀπὸ ἀκα­θαρ­σί­ες. Ζῇ μέσα σ’ ἕνα σπί­τι παμ­πά­λαιο, γεμᾶ­το ἀρά­χνες καὶ ἑρπε­τὰ καὶ ποὺ μυρί­ζει μού­χλα. Καὶ τὸ σπί­τι αὐτό, ποὺ δὲν ἐννο­οῦ­με νὰ τὸ γκρε­μί­σου­με καὶ νὰ τὸ ἀλλά­ξου­με, ἀλλ’ ἐξα­κο­λου­θοῦ­με νὰ μένου­με μέσα, ἔχον­τας συν­τρο­φιὰ τὰ ἀκά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα, εἶνε ὁ ἑαυ­τός μας, ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ἑαυ­τός μας, ὁ «παλαιὸς ἄνθρω­πος», ὅπως τὸν λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (Ρωμ. 6,6· Ἐφ. 4,22 Κολ. 3,9).

Εσφαλ­μέ­νες ιδέ­ες, προ­λή­ψεις καὶ δει­σι­δαι­μο­νί­ες, ἐλατ­τώ­μα­τα καὶ κακί­ες, πονη­ρὲς σκέ­ψεις, βρω­με­ρά λόγια, παρά­νο­μα καὶ αἰσχρὰ ἔργα, κλε­ψιές, ψευ­δορ­κί­ες, πορ­νεῖ­ες, μοι­χεῖ­ες, ἄλλες ἀκα­θαρ­σί­ες, φόνοι, φρι­κτὲς βλα­σφη­μί­ες, αὐτὰ ὅλα εἶνε τὰ ὑλι­κά, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ διά­βο­λος χτί­ζει, μὲ τὴ θέλη­σί μας, τὸ σπί­τι τῆς ψυχῆς μας.

Σ’ αὐτὸ τὸ παλιό­σπι­το, ποὺ λέγε­ται «παλαιὸς ἄνθρω­πος», θὰ ἐξα­κο­λου­θή­σῃ νὰ μένῃ ἡ ψυχή σας; Δὲν τὴ λυπᾶ­στε; Φρον­τί­ζε­τε νὰ χτί­ζε­τε ὡραῖα σπί­τια γιὰ νὰ κατοι­κοῦν τὰ κορ­μιά σας λίγον και­ρό, καὶ ἀδια­φο­ρεῖ­τε γιὰ τὴν κατοι­κία τῆς ψυχῆς σας; Θὰ μένε­τε ἀκό­μα στὸ παλιό σπί­τι;

Γκρε­μί­στε το! ἀκού­γε­ται μιὰ φωνή, καὶ στὴ θέσι του χτί­στε τὴν και­νούρ­για κατοι­κία τῆς ψυχῆς σας. Νέες ἰδέ­ες, νέα αἰσθή­μα­τα, νέες πρά­ξεις καὶ ἔργα, ἐντε­λῶς ἀντί­θε­τα ἀπὸ τὰ προ­η­γού­με­να, θὰ εἶνε τὰ ὑλι­κὰ τῆς και­νούρ­γιας κατοι­κί­ας. Αὐτὰ τὰ ὑλι­κὰ θὰ σοῦ τὰ δώσῃ, ἄνθρω­πέ μου, ὁ Χρι­στός, ὅταν πραγ­μα­τι­κά πιστέ­ψῃς σ ̓ αὐτὸν καὶ μετα­νο­ή­σῃς εἰλι­κρι­νὰ καὶ ζητή­σῃς τὴ βοή­θειά του. Μόνος σου δὲν μπο­ρεῖς νὰ χτί­σῃς τὴν και­νούρ­για κατοι­κία. Θὰ σοῦ τὴ χτί­σῃ ὁ Χρι­στός, ἂν τοῦ δώσῃς τὴν καρ­διά σου. Τότε θὰ γίνῃς νέος ἄνθρω­πος, νέα δημιουρ­γία, ἡ «και­νὴ κτί­σις» (Γαλ. 6,15), γιὰ τὴν ὁποία μιλά ει ὁ σημε­ρι­νός Από­στο­λος.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek