ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ KΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΕΦ. (Β΄ 4 — 10)

Προς Εφε­σί­ους, κεφά­λαιο Β΄, εδά­φια 4–10

4 δ Θες πλοσιος ν ν λει, δι τν πολλν γπην ατο ν γπησεν μς, 5 κα ντας μς νεκρος τος παρα­πτμασι συνε­ζω­ο­ποησε τ Χριστ· χριτ στε σεσω­σμνοι· 6 κα συνγει­ρε κα συνεκθισεν ν τος που­ρανοις ν Χριστ ᾿Ιησο, 7 να νδεξηται ν τος αἰῶσι τος περ­χομνοις τν περβλλον­τα πλοτον τς χριτος ατο ν χρησττητι φ’ μς ν Χριστ ᾿Ιησο.

8 Τ γρ χριτ στε σεσω­σμνοι δι τς πστε­ως· κα τοτο οκ ξ μν, Θεο τ δρον, 9 οκ ξ ργων, να μ τις καυχσηται. 10 Ατο γρ σμεν ποημα, κτι­σθντες ν Χριστ ᾿Ιησο π ργοις γαθος, ος προ­η­τομασεν Θες να ν ατος περι­πατσωμεν.

Ο Θεός όμως, ο οποί­ος είναι πλού­σιος εις έλε­ος και φιλαν­θρω­πί­αν, χάρις εις την απε­ριό­ρι­στον αγά­πην του, με την οποί­αν μας ηγά­πη­σε, μας εζω­ο­ποί­η­σε πνευ­μα­τι­κώς, μαζή με τον Χρι­στόν, και όταν ακό­μη ήμε­θα νεκροί ένε­κα των παρα­βά­σε­ων. Εχε­τε σωθή όχι ένε­κα της αξί­ας σας η των έργων σας, αλλά δωρε­άν δια της χάρι­τος. Και μας ανέ­στη­σε μαζή με τον Χρι­στόν και μας έβα­λε να καθή­σω­μεν μαζή του εις την επου­ρά­νιον δόξαν δια του Ιησού Χρι­στού. Και τού­το δια να φανε­ρώ­ση καθα­ρά εις τας ερχο­μέ­νας γενε­άς, δια μέσου όλων των αιώ­νων, τον μέγαν και ακα­τά­λη­πτον, εις την ανθρω­πί­νην διά­νοιαν, πλού­τον της χάρι­τός του με την προς ημάς αγα­θω­σύ­νην, την οποί­αν έδει­ξε δια του Ιησού Χρι­στού. Διό­τι πράγ­μα­τι έχε­τε σωθή δωρε­άν με την χάριν δια μέσου της πίστε­ως. Και αυτή η ανε­κτί­μη­τος σωτη­ρία σας δεν προ­ήλ­θεν από σας· το δώρον είναι του Θεού. Δεν είναι καρ­πός και απο­τέ­λε­σμα έργων, δια να μη ημπο­ρή ποτέ κανείς να καυ­χη­θή. 10 Διό­τι όλοι μας είμε­θα έργον ιδι­κόν του, ανα­γεν­νη­θέν­τες και κτι­σθέν­τες εκ νέου δια του Ιησού Χρι­στού και επί του Χρι­στού ως θεμε­λί­ου, δια να πράτ­τω­μεν τα αγα­θά έργα, τα οποί­αν από κατα­βο­λής κόσμου είχεν ετοι­μά­σει ο Θεός, δια να πορευ­θώ­μεν κατά το διά­στη­μα της ζωής μας με αυτά.

Ο Θεός όμως που είναι πλού­σιος σε έλε­ος, εξαι­τί­ας της πολ­λής του αγά­πης με την οποία μας αγά­πη­σε, κι ενώ ακό­μη ήμα­σταν πνευ­μα­τι­κά νεκροί εξαι­τί­ας των παρα­βά­σε­ών μας, μας ζωο­ποί­η­σε πνευ­μα­τι­κά μαζί με τον Χρι­στό. Με τη χάρη του Θεού έχε­τε σωθεί, κι όχι με δικά σας κατορ­θώ­μα­τα. Και μας ανέ­στη­σε μαζί με τον Χρι­στό και μας έβα­λε να καθί­σου­με μαζί του στα επου­ρά­νια. Και η ανά­στα­ση και ανύ­ψω­σή μας αυτή έγι­νε με την ένω­σή μας με τον Ιησού Χρι­στό. Μας ευερ­γέ­τη­σε λοι­πόν τόσο πολύ ο Θεός, για να δεί­ξει τους ατε­λεύ­τη­τους αιώ­νες της μελ­λον­τι­κής ζωής τον υπερ­βο­λι­κό πλού­το της χάρι­τός του με την αγα­θό­τη­τα που επέ­δει­ξε σε μας μέσω του Ιησού Χρι­στού. Και είναι όντως υπερ­βο­λι­κός ο πλού­τος της χάρι­τος του Θεού. Διό­τι με τη χάρη του έχε­τε σωθεί μέσω της πίστε­ως. Και η σωτη­ρία σας αυτή δια της πίστε­ως δεν προ­ήλ­θε από σας? δώρο Θεού είναι αυτό. Δεν σωθή­κα­τε με τα δικά σας έργα, για να μην έχει κανείς το δικαί­ω­μα να καυ­χη­θεί. 10 Διό­τι και ως άνθρω­ποι, αλλά προ­πάν­των ως ανα­γεν­νη­μέ­νοι Χρι­στια­νοί, δικό του δημιούρ­γη­μα είμα­στε, που δημιουρ­γη­θή­κα­με για να μένου­με ενω­μέ­νοι με τον Ιησού Χρι­στό και να κάνου­με καλά έργα, για τα οποία μας προ­ε­τοί­μα­σε ο Θεός ώστε να πορευ­θού­με και να ζήσου­με την υπό­λοι­πη ζωή μας μ’ αυτά.

Ἀλλ’ ὁ Θεός, ἐπει­δὴ εἶναι πλού­σιος σὲ εὐσπλαγ­χνία, λόγῳ τῆς πολ­λῆς ἀγά­πης του, μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγά­πη­σε καὶ ὅταν ἀκό­μη ἐμεῖς ἤμα­σταν νεκροὶ λόγῳ τῶν παρα­πτω­μά­των, μᾶς ζωο­ποί­η­σε μαζὶ μὲ τὸ Xρι­στό. Ἀπὸ εὐσπλαγ­χνία ἔχε­τε σωθῆ. Kαὶ μᾶς ὕψω­σε μαζί του καὶ μᾶς κάθι­σε μαζί του στὰ ἐπου­ρά­νια λόγῳ τῆς ἑνώ­σε­ώς μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Xρι­στό. Ἔτσι ἔκα­νε, γιὰ νὰ δεί­ξῃ στοὺς ἐρχο­μέ­νους αἰῶ­νες τὸν ὑπερ­βο­λι­κὸ πλοῦ­το τῆς εὐσπλαγ­χνί­ας του ποὺ ἐκδη­λώ­θη­κε μὲ εὐερ­γε­σία σὲ μᾶς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Xρι­στοῦ. Nαί, ἀπὸ εὐσπλαγ­χνία ἔχε­τε σωθῆ, διό­τι γίνα­τε πιστοί (χρι­στια­νοί). Kαὶ αὐτὸ δὲν προ­έρ­χε­ται ἀπὸ σᾶς, ἀλλ’ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν προ­έρ­χε­ται ἀπὸ ἔργα σας, καὶ ἔτσι δὲν μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ καυ­χη­θῇ. 10 Nαί, αὐτοῦ εἴμε­θα δημιούρ­γη­μα. Mᾶς δημιούρ­γη­σε (ὡς πιστούς, ὡς χρι­στια­νούς) διὰ τοῦ Ἰησοῦ Xρι­στοῦ, μὲ τὸ σκο­πὸ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω­με καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἑτοί­μα­σε ἐκ τῶν προ­τέ­ρων γιὰ νὰ ζήσω­με μ’ αὐτά (γιὰ νὰ τ’ ἀπο­λαύ­σω­με).

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

« δ Θες πλού­σιος ν ν λέει, δι τν πολλν γάπην ατο ν γάπη­σεν μς, κα ντας μς νεκρος τος παρα­πτώ­μα­σι συνε­ζω­ο­ποί­η­σε τ Χριστ(:Ο Θεός όμως που είναι πλού­σιος σε έλε­ος, εξαι­τί­ας της πολ­λής αγά­πης Του, με την οποία μας αγά­πη­σε, και ενώ ακό­μη ήμα­σταν πνευ­μα­τι­κά νεκροί εξαι­τί­ας των παρα­βά­σε­ών μας, μας ζωο­ποί­η­σε πνευ­μα­τι­κά μαζί με τον Χρι­στό)»[Εφ.2,4–5].

« δ Θες πλού­σιος ν ν λέει»: Όχι απλώς εύσπλα­χνος, αλλά πλού­σιος σε ευσπλα­χνία, όπως λέγει και αλλού: «Εσάκου­σόν μου, Κύριε, τι χρηστν τ λεός σου· κατ τ πλθος τν οκτιρμν σου πίβλε­ψον π᾿ μέ(:Άκου­σε, Κύριε, και κάμε δεκτή την προ­σευ­χή μου, διό­τι είναι αγα­θό και ευερ­γε­τι­κό το έλε­ός Σου προς όλους. Σύμ­φω­να με την άπει­ρη ευσπλα­χνία Σου ρίξε ένα στορ­γι­κό βλέμ­μα προς εμέ­να)»[Ψαλμ.68,17]· και πάλι: «λέη­σόν με, Θεός, κατ τ μέγα λεός σου κα κατ τ πλθος τν οκτιρμν σου ξάλει­ψον τ νόμη­μά μου(:Ελέη­σέ με, Θεέ μου, σύμ­φω­να προς το άπει­ρο έλε­ός Σου· και σύμ­φω­να με το απέ­ραν­το πλή­θος των οικτιρ­μών Σου σβή­σε εντε­λώς την παρα­νο­μία μου)»[Ψαλμ.50,1].

«Δι τν πολλν γάπην ατο ν γάπη­σεν μς(:εξαι­τί­ας της πολ­λής αγά­πης Του, με την οποία μας αγά­πη­σε)». Από πού μας αγά­πη­σε; Διό­τι αυτά που κάνα­με δεν ήσαν άξια αγά­πης, αλλά οργής και μεγί­στης τιμω­ρί­ας. Και αυτό λοι­πόν από πολ­λή ευσπλα­χνία· «κα ντας μς νεκρος τος παρα­πτώ­μα­σι συνε­ζω­ο­ποί­η­σε τ Χριστ(:και ενώ ακό­μη ήμα­σταν πνευ­μα­τι­κά νεκροί εξαι­τί­ας των παρα­βά­σε­ών μας, μας ζωο­ποί­η­σε πνευ­μα­τι­κά μαζί με τον Χρι­στό)»[Εφ.2,5]. Πάλι ο Χρι­στός μεσά­ζων, και συνε­πώς είναι αξιό­πι­στη η πνευ­μα­τι­κή μας ανά­στα­ση για την οποία γίνε­ται λόγος εδώ· διό­τι εφό­σον ζει η Απαρ­χή, άρα και εμείς· ζωο­ποί­η­σε και Εκεί­νον και εμάς.

Βλέ­πεις λοι­πόν ότι τα πάν­τα έχουν ειπω­θεί σχε­τι­κά με την κατά σάρ­κα γέν­νη­ση του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού; Είδες το άπει­ρο μέγε­θος της δυνά­με­ώς Του για εμάς τους πιστούς; Τους πνευ­μα­τι­κά νεκρούς, τους υιούς της οργής, τους ζωο­ποί­η­σε. Είδες πόσο μεγά­λη είναι η ελπί­δα της προ­σκλή­σε­ως; «Κα συνή­γει­ρε κα συνε­κά­θι­σεν(:Και μας ανέ­στη­σε μαζί με τον Χρι­στό και μας έβα­λε να καθί­σου­με μαζί Του στα επου­ρά­νια. Και η ανά­στα­ση και η ανύ­ψω­σή μας αυτή έγι­νε με την ένω­σή μας με τον Ιησού Χρι­στό)». Είδες τον πλού­το της ενδό­ξου κλη­ρο­νο­μί­ας Του; Το μεν «ανέ­στη­σε μαζί» είναι γνω­στό· αλλά το «μας έβα­λε να καθί­σου­με μαζί με τον Χρι­στό στα επου­ρά­νια», πώς είναι βέβαιο; Όπως βέβαιο είναι και το «ανέ­στη­σε μαζί με τον Χρι­στό»· διό­τι κανείς δεν ανα­στή­θη­κε ποτέ, παρά μόνο αφού ανα­στή­θη­κε η Κεφα­λή, ανα­στη­θή­κα­με και εμείς, όπως και στην Παλαιά Δια­θή­κη, αφού προ­σκύ­νη­σε ο Ιακώβ, προ­σκύ­νη­σε και η γυναί­κα τον Ιωσήφ.

Λοι­πόν, έτσι και ο Θεός μάς έβα­λε να καθί­σου­με μαζί με τον Ιησού στα επου­ρά­νια· όταν κάθε­ται η Κεφα­λή, κάθε­ται και το σώμα[κεφα­λή της Εκκλη­σί­ας είναι ο Χρι­στός, και σώμα είμα­στε εμείς οι πιστοί]. Για αυτόν τον λόγο , λοι­πόν, πρό­σθε­σε τη φρά­ση «μαζί με τον Χρι­στό». Ή, αν όχι γι’ αυτό, τότε μας ανέ­στη­σε μαζί Του δια του λου­τρού της μετα­νοί­ας και του βαπτί­σμα­τος. Πώς λοι­πόν «μάς έβα­λε να καθί­σου­με μαζί Του;». «Ε πομνομεν, κα συμ­βα­σι­λεσομεν· ε ρνομεθα, κκενος ρνσεται μς(:Αν δεί­χνου­με υπο­μο­νή, τότε και μαζί Του θα βασι­λέ­ψου­με. Αν Τον αρνού­μα­στε, κι εκεί­νος θα αρνη­θεί εμάς)»[Β΄Τιμ.2,12],λέγει ο από­στο­λος Παύ­λος. Πράγ­μα­τι υπάρ­χει ανάγ­κη του αγί­ου Πνεύ­μα­τος και της θεί­ας απο­κα­λύ­ψε­ως, για να εννο­ή­σει κανείς το βάθος αυτών των μυστη­ρί­ων.

Ύστε­ρα, για να μην απι­στή­σεις, κοί­τα­ξε τι προ­σθέ­τει: «να νδεί­ξη­ται ν τος αἰῶσι τος περ­χο­μέ­νοις τν περ­βάλ­λον­τα πλοτον τς χάρι­τος ατο ν χρη­στό­τη­τι φ᾿ μς ν Χριστ ησοῦ(:Και μας ευερ­γέ­τη­σε τόσο πολύ ο Θεός, για να δεί­ξει κατά τους ατε­λεύ­τη­τους αιώ­νες της μελ­λον­τι­κής ζωής τον υπερ­βο­λι­κό πλού­το της χάρι­τός Του με την αγα­θό­τη­τα που επέ­δει­ξε σε μας μέσω του Ιησού Χρι­στού)»[Εφ.2,7]· διό­τι επει­δή είπε τα σχε­τι­κά με τον Χρι­στό, τα οποία φαί­νον­ταν άσχε­τα με μας, διό­τι θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος: «Τι μας ενδια­φέ­ρει εμάς εάν ανα­στή­θη­κε Εκεί­νος;», έδει­ξε λοι­πόν ότι αυτό αφο­ρά και εμάς, εφό­σον ο Χρι­στός ενώ­θη­κε κατ’ αυτόν τον τρό­πο με εμάς· αλλά επι­πλέ­ον και για τα δικά μας ομι­λεί ιδιαι­τέ­ρως: «ντας μς νεκρος τος παρα­πτώ­μα­σι συνε­ζω­ο­ποί­η­σε τ Χριστ κα συνή­γει­ρε κα συνε­κά­θι­σεν»: Ώστε, για αυτό το οποίο είπα, να μην απι­στείς, αφού λάβεις την από­δει­ξη και από τα προ­η­γού­με­να, και από το ότι είναι Κεφα­λή του σώμα­τος, και από το ότι θέλει να φανε­ρώ­σει Αυτός την αγα­θό­τη­τά Του με τον τρό­πο αυτόν. Πώς λοι­πόν θα τη φανε­ρώ­σει εάν αυτό που ανα­φέ­ρε­ται πιο πάνω δεν πραγ­μα­το­ποι­η­θεί; Και θα το κατα­στή­σει φανε­ρό στους αιώ­νες που μελ­λον­τι­κά έρχον­ται; Τι; Ότι και μεγά­λα ήσαν τα αγα­θά και πιο αξιό­πι­στα από όλα· διό­τι αυτά μεν, τα οποία τώρα λέγον­ται, φαί­νον­ται τώρα στους απί­στους ως ανο­η­σία, τότε όμως όλοι θα τα γνω­ρί­σουν.

Θέλεις να μάθεις και πώς μας έβα­λε να καθί­σου­με μαζί Του στα επου­ρά­νια; Άκου­σε τον ίδιο τον Χρι­στό, ο οποί­ος λέγει στους μαθη­τές: «μν λέγω μν τι μες ο κολου­θή­σαν­τές μοι, ν τ παλιγ­γε­νε­σί, ταν καθίσ υἱὸς το νθρώ­που π θρό­νου δόξης ατο, καθί­σε­σθε κα μες π δώδε­κα θρό­νους κρί­νον­τες τς δώδε­κα φυλς το σρα­ήλ(:Σας δια­βε­βαιώ­νω ότι εσείς που με έχε­τε ακο­λου­θή­σει εδώ στη γη, όταν στην συν­τέ­λεια των αιώ­νων ανα­δη­μιουρ­γη­θεί νέος κόσμος και ανα­στη­θούν οι νεκροί και ο υιός του ανθρώ­που καθί­σει επά­νω σε θρό­νο λαμ­πρό, αντά­ξιο της δόξας Του, τότε και εσείς θα καθί­σε­τε επά­νω σε δώδε­κα θρό­νους, για να κρί­νε­τε τις δώδε­κα φυλές του Ισρα­ήλ)» [Ματθ.19,28]· και πάλι: «Τ μν ποτή­ριόν μου πίε­σθε, κα τ βάπτι­σμα γ βαπτί­ζο­μαι βαπτι­σθή­σε­σθε· τ δ καθί­σαι κ δεξιν μου κα ξ εωνύ­μων μου οκ στιν μν δοναι, λλ᾿ ος τοί­μα­σται π το πατρός μου(:Το ποτή­ριο βέβαια που θα πιω εγώ θα το πιεί­τε και σεις, και το βάπτι­σμα που πρό­κει­ται να βαπτι­στώ σε λίγο μέσα στη θάλασ­σα των παθη­μά­των μου θα το βαπτι­στεί­τε˙ διό­τι και εσείς θα υπο­στεί­τε διωγ­μούς και μαρ­τύ­ριο για το ευαγ­γέ­λιο. Το να καθί­σε­τε όμως στα δεξιά και στα αρι­στε­ρά μου δεν είναι δικό μου δικαί­ω­μα να το δώσω σε όποιον μου το ζητή­σει, αλλά αυτό θα δοθεί σε εκεί­νους για τους οποί­ους έχει ετοι­μα­στεί από τον δικαιο­κρί­τη Πατέ­ρα μου. Αυτός θα δώσει τις αμοι­βές και τις δια­κρί­σεις στον καθέ­να σύμ­φω­να με τα έργα του και την αρε­τή του)»[Ματθ.20,23]. Επο­μέ­νως έχει ετοι­μα­στεί.

Και καλώς είπε: «ν χρη­στό­τη­τι φ᾿ μς ν Χριστ ησο(:με την αγα­θό­τη­τα που επέ­δει­ξε σε μας μέσω του Ιησού Χρι­στού)»[Εφ.2,7]· διό­τι το να καθί­σει κάποιος στα δεξιά του Χρι­στού, είναι δείγ­μα τιμής, η οποία είναι υπε­ρά­νω πάσης τιμής, μετά από την οποία δεν υπάρ­χει άλλη. Αυτό λοι­πόν το λέγει, διό­τι και εμείς θα καθί­σου­με. Πράγ­μα­τι είναι άπει­ρος πλού­τος, πράγ­μα­τι είναι ανυ­πέρ­βλη­το το μέγε­θος της δυνά­με­ώς Του, το να καθί­σου­με μαζί με τον Χρι­στό. Και αν ακό­μη έχεις μυριά­δες ζωές, δεν τις θυσιά­ζεις για τον Θεό; Εάν λοι­πόν έπρε­πε να πέσεις στην πυρά, δεν έπρε­πε να το υπο­μεί­νεις αυτό πρό­θυ­μα;

Και ο ίδιος επί­σης λέγει πάλι: « πιστεύ­ων ες μέ, κν ποθάν, ζήσε­ται· κα πς ζν κα πιστεύ­ων ες μ ο μ ποθάν ες τν αἰῶνα(:Εκεί­νος που πιστεύ­ει σε εμέ­να, ακό­μη και αν πεθά­νει σωμα­τι­κώς, θα ζήσει πνευ­μα­τι­κώς στη μακά­ρια ζωή· θα λάβει τότε επί­σης και ανα­στη­μέ­νο, άφθαρ­το και αιώ­νιο το σώμα του. Και καθέ­νας που ζει στην παρού­σα ζωή και πιστεύ­ει σε εμέ­να, θα αντι­με­τω­πί­σει γεμά­τος αφο­βία τον πρό­σκαι­ρο θάνα­το, τον οποίο τρέ­μουν και φοβούν­ται οι άνθρω­ποι που βρί­σκον­ται μακριά από Εμέ­να. Κι επει­δή θα μένει πάν­το­τε ενω­μέ­νος με μένα, δεν θα υπο­στεί ποτέ τον πνευ­μα­τι­κό θάνα­το, που είναι και ο πραγ­μα­τι­κός και ο αιώ­νιος και ανε­πα­νόρ­θω­τος θάνα­τος)»[Ιω.11,26][ερμην. από­δο­ση Πανα­γιώ­του Τρεμ­πέ­λα].

Εάν λοι­πόν έπρε­πε να κατα­τε­μα­χι­ζό­μα­στε από τους απί­στους κάθε ημέ­ρα για αυτά, δεν έπρε­πε να το δεχό­μα­στε πρό­θυ­μα; Ανα­λο­γί­σου πού κάθι­σε Εκεί­νος. Υπε­ρά­νω από κάθε αρχή και εξου­σία. Και με ποιον κάθε­σαι μαζί; Με Εκεί­νον. Ενώ ποιος είσαι; Νεκρός και εκ φύσε­ως τέκνο οργής. Και τι έχεις κατορ­θώ­σει; Τίπο­τε. Πράγ­μα­τι, τώρα είναι η κατάλ­λη­λη στιγ­μή για να ανα­φω­νή­σου­με: « βάθος πλού­του κα σοφί­ας κα γνώ­σε­ως Θεο! ς νεξε­ρεύ­νη­τα τ κρί­μα­τα ατο κα νεξι­χνί­α­στοι α δο ατο!(:Ω απρο­σμέ­τρη­το βάθος πλού­σιας αγα­θό­τη­τας και σοφί­ας του Θεού, μέσα από την οποία όλα οδη­γούν­ται στο άρι­στο τέλος τους! Ω πλού­τος γνώ­σε­ως Θεού, μέσα από το οποίο προ­γνω­ρί­ζει το τέλος όλων! Πόσο υπερ­βαί­νουν την ανθρώ­πι­νη έρευ­να οι κρί­σεις και οι απο­φά­σεις Του, και πόσο είναι αδύ­να­το στο νου του ανθρώ­που να παρα­κο­λου­θή­σει τα ίχνη των σοφών και αγα­θών Του μεθό­δων, με τις οποί­ες σώζει τους ανθρώ­πους!)» [Ρωμ.11,33].

«τ γρ χάρι­τί στε σεσω­σμέ­νοι δι τς πίστε­ως(:Και είναι όντως ασύλ­λη­πτος ο πλού­τος της χάρι­τος του Θεού. Διό­τι με τη χάρη Του έχε­τε σωθεί μέσω της πίστε­ως)», λέγει[Εφ.2,8]. Για να μην σε αφή­σει να υπε­ρη­φα­νευ­τείς, κοί­τα­ξε πώς σε ταπει­νώ­νει: «τ γρ χάρι­τί στε σεσω­σμέ­νοι», λέγει, «δι τς πίστε­ως».

Ύστε­ρα πάλι, για να μην κατα­στρέ­ψει το αυτε­ξού­σιο, πρό­σθε­σε και τη δική μας συμ­βο­λή, και πάλι αναί­ρε­σε αυτήν και λέγει: «κα τοτο οκ ξ μν(:και αυτό δεν προ­έρ­χε­ται από εμάς)». «Ούτε η πίστη», λέγει, «είναι δικό μας έργο»· διό­τι εάν δεν ερχό­ταν ο Ίδιος στη γη, εάν δεν μας προ­σκα­λού­σε, πώς θα μπο­ρού­σα­με να πιστέ­ψου­με; Διό­τι «πς δ πιστεύ­σου­σιν (:πώς θα πιστέ­ψουν Εκεί­νον)», λέγει, «ο οκ κου­σαν; (:τον οποίο δεν άκου­σαν να κηρύτ­τε­ται;)» [Ρωμ.10,14]. Ώστε, ούτε η πίστη είναι δικό μας κατόρ­θω­μα. «Θεο τ δρον(:δώρο Θεού είναι αυτό)», λέγει. «Αλλά μήπως ήταν αρκε­τή η πίστη για να σώσει;», λέγει. «Αλλά για να μη μας σώσει χωρίς καθό­λου να συμ­πρά­ξου­με, και να είμα­στε τελεί­ως άπρα­κτοι και αργοί, ζήτη­σε την πίστη ο Θεός», λέγει. Είπε ότι η πίστη σώζει. Επει­δή ο Θεός θέλη­σε, για τού­το έσω­σε η πίστη.

Διό­τι, πες μου, πού σώζει η πίστη δίχως έργα; Τού­το είναι δώρο του Θεού· «να μή τις καυ­χή­ση­ται(:για να μην έχει κανείς το δικαί­ω­μα να καυ­χη­θεί)»[Εφ.2,9],για να μας κάνει ευγνώ­μο­νες για τη χάρη. «Τι δηλα­δή;», θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος, «Αυτός εμπό­δι­σε να δικαιω­θού­με από τα έργα;». Καθό­λου· αλλά «κανείς», λέγει ο από­στο­λος Παύ­λος, «δεν δικαιώ­θη­κε από τα έργα, για να δει­χτεί η χάρη και η φιλαν­θρω­πία του Θεού». Δεν μας απο­μά­κρυ­νε, ενώ είχα­με έργα, αλλά επει­δή ήμα­σταν γυμνοί από έργα αγα­θά και θεά­ρε­στα, μας έσω­σε δια της χάρι­τος, ώστε κανείς λοι­πόν να μην μπο­ρεί να καυ­χά­ται.

Ύστε­ρα, για να μη γίνεις οκνη­ρός και δεν φρον­τί­ζεις για έργα, επει­δή άκου­σες ότι όχι από έργα, αλλά από την πίστη κατορ­θώ­θη­κε το παν, κοί­τα­ξε τι πρό­σθε­σε: «Ατο γάρ σμεν ποί­η­μα, κτι­σθέν­τες ν Χριστ ησο π ργοις γαθος, ος προ­η­τοί­μα­σεν Θες να ν ατος περι­πα­τή­σω­μεν(:Διό­τι και ως άνθρω­ποι, αλλά προ­πάν­των ως ανα­γεν­νη­μέ­νοι Χρι­στια­νοί, δικό Του δημιούρ­γη­μα είμα­στε, που δημιουρ­γη­θή­κα­με για να μένου­με ενω­μέ­νοι με τον Ιησού Χρι­στό και για να πράτ­του­με έργα αγα­θά, για τα οποία μας προ­ε­τοί­μα­σε ο Θεός, για να πολι­τευ­τού­με, να πορευ­τού­με και να ζήσου­με την υπό­λοι­πη ζωή μας με αυτά)»[Εφ.2,10].Πρό­σε­ξε τι λέγει· εδώ υπαι­νίσ­σε­ται την πνευ­μα­τι­κή μας ανα­γέν­νη­ση. Πράγ­μα­τι είναι άλλη δημιουρ­γία. Από το μη είναι οδη­γη­θή­κα­με στο είναι. Αυτό το οποίο ήμα­σταν πριν, δηλα­δή ο παλιός άνθρω­πος, πέθα­νε· αυτό το οποίο γίνα­με, δεν ήμα­σταν πριν. Άρα είναι δημιουρ­γία αυτό το πράγ­μα, και πολυ­τι­μό­τε­ρη από την άλλη· διό­τι από εκεί­νη μεν λάβα­με απλώς τη ζωή, ενώ από αυτήν το να ζού­με όπως πρέ­πει.

«Για να πράτ­του­με έργα αγα­θά, για τα οποία μας προ­πα­ρα­σκεύ­α­σε ο Θεός, για να πολι­τευ­τού­με και να ζήσου­με τον υπό­λοι­πο βίο μας με αυτά». Έχου­με ανάγ­κη λοι­πόν διαρ­κούς αρε­τής, η οποία να ανα­πτύσ­σε­ται και να επε­κτεί­νε­ται μέχρι τον θάνα­τό μας. Διό­τι καθό­λου δεν θα μας ήταν ωφέ­λι­μο εάν είχα­με να βαδί­σου­με μία οδό η οποία οδη­γεί σε πόλη βασι­λι­κή και, αφού επι­δει­κνύ­α­με οκνη­ρία και αδυ­να­μία, να μένα­με άπρα­κτοι προς το τέλος, τη στιγ­μή δηλα­δή που είχα­με δια­νύ­σει το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος αυτής. Διό­τι, λέγει «για να επι­τε­λού­με έργα αγα­θά». Καθό­λου δεν θα μας ωφε­λού­σε λοι­πόν εάν μένα­με αργοί, χωρίς θεά­ρε­στα έργα στη ζωή μας.

Έτσι, λοι­πόν και εδώ, δεν προ­στάσ­σει να τελειώ­σου­με μόνο ένα έργο, αλλά όλα·διό­τι όπως οι αισθή­σεις μας είναι πέν­τε, και πρέ­πει όλες να τις χρη­σι­μο­ποιού­με όπως πρέ­πει, έτσι πρέ­πει να καλ­λιερ­γού­με και όλες τις αρε­τές. Εάν κάποιος φυλάτ­τει μεν τη σωφρο­σύ­νη, αλλά είναι ανε­λε­ή­μο­νας, ή είναι μεν ελε­ή­μο­νας, αλλά συγ­χρό­νως και πλε­ο­νέ­κτης, ή δεν επι­θυ­μεί μεν τα αγα­θά των άλλων, αλλά ούτε από τα δικά του δίνει, τότε όλα εις μάτην γίνον­ται· διό­τι δεν αρκεί μία αρε­τή για να μας κάνει να παρα­στού­με με παρ­ρη­σία στο βήμα του Χρι­στού, αλλά χρειά­ζε­ται πολ­λή και πολυ­ποί­κι­λη και από κάθε είδος και ολό­κλη­ρη η αρε­τή· διό­τι άκου­σε τον ίδιο τον Κύριο ο οποί­ος λέγει στους μαθη­τές Του: «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη, βαπτί­ζον­τες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύ­μα­τοςδιδά­σκον­τες ατος τηρεν πάν­τα σα νετει­λά­μην μν (:Λοι­πόν, πηγαί­νε­τε τώρα και διδάξ­τε σε όλα τα έθνη την αλή­θεια. Και αυτούς που θα πιστέ­ψουν και θα γίνουν μαθη­τές σας, βαπτί­στε τους στο όνο­μα του Πατρός και του Υιού και του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, διδά­σκον­τάς τους να τηρούν και να εφαρ­μό­ζουν στη ζωή τους όλα τα παραγ­γέλ­μα­τα που σας έδω­σα ως εντο­λές)» [Ματθ.28,19–20].

Και πάλι: «ς ἐὰν ον λύσ μίαν τν ντολν τού­των τν λαχί­στων κα διδάξ οτω τος νθρώ­πους, λάχι­στος κλη­θή­σε­ται ν τ βασι­λεί τν ορανν(:Εκεί­νος λοι­πόν, που θα παρα­βεί μία από τις εντο­λές αυτές, που φαί­νον­ται μικρές και ασή­μαν­τες, και διδά­ξει έτσι τους ανθρώ­πους, θα ονο­μα­στεί ελά­χι­στος στη βασι­λεία των ουρα­νών)» [Ματθ. 5,19].Δηλαδή όταν θα γίνει η ανά­στα­ση των νεκρών και η τελι­κή κρί­ση· διό­τι δεν θα εισέλ­θει στη βασι­λεία· καθό­σον γνω­ρί­ζει να ονο­μά­ζει «βασι­λεία» και αυτόν τον και­ρό της ανα­στά­σε­ως των νεκρών. «Μία εντο­λή εάν παρα­βεί», λέγει ο Κύριος, «ελά­χι­στος θα ονο­μα­στεί»· ώστε έχου­με ανάγ­κη από όλες τις αρε­τές.

Και πρό­σε­χε πώς δεν είναι δυνα­τό χωρίς ελεη­μο­σύ­νη να εισέλ­θου­με, αλλά και αν ακό­μη λεί­πει μόνο αυτή, θα απέλ­θου­με στην κόλα­ση. Διό­τι λέγει: «Πορεύ­ε­σθε π᾿ μο ο κατη­ρα­μέ­νοι ες τ πρ τ αώνιον τ τοι­μα­σμέ­νον τ δια­βόλ κα τος γγέ­λοις ατο(:Τότε θα πει και σε εκεί­νους, που στέ­κον­ται στα αρι­στε­ρά του: “φύγε­τε μακριά από εμέ­να εσείς οι κατα­ρα­μέ­νοι και πηγαί­νε­τε στο αιώ­νιο πυρ, που έχει ετοι­μα­στεί για τον διά­βο­λο και τους πονη­ρούς αγγέ­λους του)» [Ματθ.25,41]. Εξαι­τί­ας τίνος και για ποιο λόγο; «πεί­να­σα γάρ, κα οκ δώκα­τέ μοι φαγεν, δίψη­σα, κα οκ ποτί­σα­τέ με, ξένος μην, κα ο συνη­γά­γε­τέ με, γυμνός, κα ο περιε­βά­λε­τέ με, σθενς κα ν φυλακ, κα οκ πεσκέ­ψα­σθέ με(:Διό­τι πεί­να­σα και δεν μου δώσα­τε να φάω, δίψα­σα και δεν μου δώσα­τε να πιω. Ξένος ήμουν και δεν με πήρα­τε στο σπί­τι σας, γυμνός και δεν με ντύ­σα­τε, άρρω­στος και φυλα­κι­σμέ­νος και δεν με επι­σκε­φθή­κα­τε)»[Ματθ.25,42–43].

Είδες πώς ενώ δεν κατη­γο­ρή­θη­καν για τίπο­τε άλλο, γι’ αυτό και μόνο χάθη­καν; Και οι μωρές παρ­θέ­νες στην παρα­βο­λή, για τού­το μόνο εκβλή­θη­καν από τον νυμ­φώ­να, αν και είχαν σωφρο­σύ­νη, όπως λέγει ο Παύ­λος. «Ερήνην διώ­κε­τε μετ πάν­των, κα τν για­σμόν, ο χωρς οδες ψεται τν Κύριον(:Αγω­νί­ζε­στε και προ­σπα­θεί­τε να έχε­τε ειρή­νη με όλους. Επι­διώ­κε­τε να απο­κτή­σε­τε και τον αγια­σμό και καθα­ρό­τη­τα της καρ­διάς από κάθε πάθος, διό­τι χωρίς αυτόν τον αγια­σμό κανείς δεν θα δει τον Κύριο)» [Εβρ.12,14]. Σκέ­ψου λοι­πόν ότι χωρίς μεν σωφρο­σύ­νη δεν είναι δυνα­τό να δει κανείς τον Κύριο· αλλά και ούτε εάν έχει κανείς σωφρο­σύ­νη είναι δυνα­τό οπωσ­δή­πο­τε να Τον δει, διό­τι πολ­λές φορές κάτι άλλο εμπό­δι­σε σε αυτό. Και πάλι εάν κατορ­θώ­σου­με τα πάν­τα, αλλά δεν ωφε­λή­σου­με τον πλη­σί­ον, ούτε έτσι θα εισέλ­θου­με στη βασι­λεία.

Από πού φαί­νε­ται αυτό; Από τους υπη­ρέ­τες στους οποί­ους εμπι­στεύ­τη­καν τα τάλαν­τα· διό­τι εκεί όλη η αρε­τή ήταν πλή­ρης και τίπο­τε δεν έλει­πε· αλλά επει­δή έγι­νε οκνη­ρός στην εργα­σία, κατά φυσι­κό λόγο εξε­βλή­θη. Είναι δυνα­τόν και μόνο από κακο­λο­γία να εισέλ­θει κανείς στη γέε­να. Διό­τι «γ δ λέγω μν τι πς ργι­ζό­με­νος τ δελφ ατο εκ νοχος σται τ κρί­σει· ς δ᾿ ν επ τ δελφ ατο ακά, νοχος σται τ συνε­δρί· ς δ᾿ ν επ μωρέ, νοχος σται ες τν γέεν­ναν το πυρός(:Εγώ όμως σας λέγω ότι καθέ­νας που οργί­ζε­ται εναν­τί­ον του αδελ­φού του χωρίς σοβα­ρό πνευ­μα­τι­κό λόγο, δια­πράτ­τει έγκλη­μα ανά­λο­γο με εκεί­νο το οποίο δικα­ζό­ταν άλλο­τε από το τοπι­κό επτα­με­λές δικα­στή­ριο, που ονο­μα­ζό­ταν «κρί­ση». Και εκεί­νος που θα προ­σφω­νή­σει και θα πει περι­φρο­νη­τι­κά τον αδελ­φό του: “ανόη­τε, τιπο­τέ­νιε”, είναι ένο­χος εγκλή­μα­τος βαρύ­τε­ρου, από εκεί­να που δικά­ζει το μεγά­λο συνέ­δριο, το ανώ­τα­το δηλα­δή δικα­στή­ριο των Εβραί­ων. Και εκεί­νος που με μίσος και κακία θα πει τον αδελ­φό του: “ηλί­θιε”, είναι βαρύ­τα­τα ένο­χος και άξιος να τιμω­ρη­θεί με την γέε­να του πυρός που βρί­σκε­ται στον Άδη)»[Ματθ.5,22], λέγει.

Και αν ακό­μη τα πάν­τα κατορ­θώ­σει κανείς, αλλά είναι υβρι­στής, και πάλι δε θα εισέλ­θει. Και ας μην κατη­γο­ρεί κανείς για σκλη­ρό­τη­τα τον Θεό, επει­δή εκβάλ­λει από τη βασι­λεία των ουρα­νών όσους έφται­ξαν σε αυτό· διό­τι αν στους ανθρώ­πους, οποιαν­δή­πο­τε παρα­νο­μία και αν κάνει κάποιος, γίνε­ται ανά­ξιος να αντι­κρύ­σει το πρό­σω­πο του βασι­λέ­ως, και αν ακό­μη παρα­βεί ένα νόμο από τους ισχύ­ον­τες, είτε συκο­φαν­τή­σει κατη­γο­ρών­τας, χάνει το αξί­ω­μά του, είτε μοι­χεύ­σει και κυριευ­τεί από πάθος, έγι­νε ανά­ξιος, και αν ακό­μη έχει κατορ­θώ­σει αμέ­τρη­τα πράγ­μα­τα, χάνε­ται· και αν κάνει φόνο και απο­δει­χτεί, και αυτό είναι αρκε­τό για να τον κατα­στρέ­ψει· αν λοι­πόν οι νόμοι των ανθρώ­πων φυλάσ­σον­ται με τόση αυστη­ρό­τη­τα και ακρί­βεια, πολύ περισ­σό­τε­ρο οι νόμοι του Θεού.

«Αλλά ο Θεός είναι Αγα­θός και δεν θα μας τιμω­ρή­σει», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος. Έως πότε θα λέμε αυτόν τον ανόη­το λόγο; Ανόη­το τον χαρα­κτή­ρι­σα τον λόγο αυτόν, όχι διό­τι δεν είναι Αγα­θός ο Θεός, αλλά διό­τι νομί­ζου­με ότι η αγα­θό­τη­τά Του είναι χρή­σι­μη για εμάς σε αυτά, αν και πολ­λές φορές έχου­με πει πάρα πολ­λά για τον λόγο αυτόν. Άκουε λοι­πόν τη Γρα­φή, η οποία λέγει: «Κα μ επς· οκτιρμς ατο πολύς, τ πλθος τν μαρ­τιν μου ξιλά­σε­ται· λεος γρ κα ργ παρ᾿ ατο, κα π μαρ­τω­λος κατα­παύ­σει θυμς ατο(:Μην πεις: “μέγα και πολύ είναι το έλε­ος του Θεού και οσον­δή­πο­τε πλή­θος αμαρ­τιών και αν έχω δια­πρά­ξει, θα με συγ­χω­ρή­σει ο Κύριος”. Μη λησμο­νείς όμως, ότι παρά τω Θεώ υπάρ­χει βεβαί­ως το έλε­ος αλλά και η οργή. Εναν­τί­ον λοι­πόν εκεί­νων, οι οποί­οι άφο­βα αμαρ­τά­νουν, θα επι­πέ­σει η οργή του Θεού)» [Σοφ. Σειρ. 5,6].

Δεν εμπο­δί­ζει να λέμε ότι η ευσπλα­χνία Του είναι μεγά­λη· δεν προ­τρέ­πει σε αυτό, παρό­τι θέλει να λέμε συνε­χώς αυτό το πράγ­μα, για το οποίο και ο Παύ­λος κινεί τα πάν­τα· αλλά για τον εξής λόγο. «Μην θαυ­μά­ζεις», λέγει, «τη φιλαν­θρω­πία του Θεού για να αμαρ­τά­νεις και να λέγεις: ‘’θα με λυτρώ­σει από το πλή­θος των αμαρ­τιών μου’’»· διό­τι για τον λόγο αυτό λέμε τόσο πολ­λά για την αγα­θό­τη­τα του Θεού, όχι για να πράτ­του­με όλα τα κακά έχον­τας θάρ­ρος σε αυτήν, διό­τι τότε η αγα­θό­τη­τα θα γίνει αιτία να απο­λε­στεί η σωτη­ρία μας, αλλά για να μην απελ­πι­ζό­μα­στε για τις αμαρ­τί­ες μας και για να μετα­νο­ού­με. Διό­τι «τ χρηστν το Θεο ες μετά­νοιάν σε γει(:το ότι σε ευερ­γε­τεί ο Θεός, αντί να εξα­πο­λύ­σει την οργή Του εναν­τί­ον σου για τις κακές πρά­ξεις σου, πρέ­πει να σε παρα­κι­νεί και να σε οδη­γεί σε μετά­νοια)» [Ρωμ.2,4], όχι σε περισ­σό­τε­ρη κακία. Εάν λοι­πόν γίνεις κακός εξαι­τί­ας της αγα­θό­τη­τας του Θεού, τότε εσύ πολύ περισ­σό­τε­ρο την δια­βάλ­λεις στους ανθρώ­πους· διό­τι βλέ­πω πολ­λούς να κατη­γο­ρούν τη μακρο­θυ­μία του Θεού. Ώστε θα κατα­κρι­θείς διό­τι δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σες αυτήν όπως πρέ­πει.

Είναι φιλάν­θρω­πος ο Θεός; Είναι όμως και δίκαιος κρι­τής. Συγ­χω­ρεί αμαρ­τί­ες; Απο­δί­δει όμως κιό­λας στον καθέ­να σύμ­φω­να προς τα έργα του. Προ­σπερ­νά αδι­κί­ες, απαλ­λάσ­σει από το βάρος των ανο­μιών; Αλλά και εξε­τά­ζει. Τι λοι­πόν; Δεν είναι αντί­θε­τα αυτά; Δεν είναι αντί­θε­τα, αν δια­στεί­λου­με αυτά ως προς τον χρό­νο πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ώς τους. Απαλ­λάσ­σει από την ανο­μία εδώ, στην επί­γεια ζωή μας, και μέσω του βαπτί­σμα­τος και μέσω της μετα­νοί­ας· εξε­τά­ζει τις πρά­ξεις εκεί, στην άλλη ζωή, κατά τη μέλ­λου­σα κρί­ση, δια πυρός και βασά­νων.

«Αν λοι­πόν», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος, «επει­δή έπρα­ξα κακά, εκβάλ­λο­μαι και εκπί­πτω της βασι­λεί­ας, είτε κάνω ένα από αυτά, είτε άπει­ρα, για­τί να μην κάνω όλα τα κακά;». Αυτό είναι λόγος αχά­ρι­στου υπη­ρέ­τη· πλην όμως θα απαν­τή­σου­με και σε αυτόν. Μην πράτ­τεις τα κακά, για να ωφε­λή­σεις τον εαυ­τό σου· διό­τι όλοι μεν ομοί­ως θα εκπέ­σου­με της βασι­λεί­ας, στη γέεν­να όμως δε θα κατα­δι­κα­στού­με εξί­σου όλοι, αλλά ο μεν θα κολα­στεί πολύ, ο δε λιγό­τε­ρο. Εάν λοι­πόν και εσύ και εκεί­νος περι­φρο­νή­σα­τε τον νόμο του Θεού, και εκεί­νος ο οποί­ος διέ­πρα­ξε πολ­λές, και εκεί­νος ο οποί­ος διέ­πρα­ξε λίγες αμαρ­τί­ες, ομοί­ως θα εκπέ­σε­τε της βασι­λεί­ας· εάν όμως δεν περι­φρο­νή­σα­τε ομοί­ως τον θείο νόμο, αλλά ο μεν περισ­σό­τε­ρο, ο δε λιγό­τε­ρο, θα αισθαν­θεί­τε τη δια­φο­ρά στη γέε­να.

«Τι λοι­πόν», θα έλε­γε κάποιος άλλος ίσως, «ο Θεός απει­λεί εκεί­νους οι οποί­οι δεν έδω­σαν ελεη­μο­σύ­νη, ότι θα απέλ­θουν στο πυρ; Και όχι απλώς στο πυρ, αλλά σε εκεί­νο το οποίο ετοι­μά­στη­κε για τον διά­βο­λο και τους αγγέ­λους του; Και για ποιο λόγο;». Τίπο­τε δεν παρορ­γί­ζει τόσο τον Θεό, αλλά από όλα τα κακά αυτά θέτει πρώ­το· διό­τι εάν πρέ­πει να αγα­πού­με και τους εχθρούς, εκεί­νος ο οποί­ος βλά­πτει και τους φίλους και είναι ως προς τού­το χει­ρό­τε­ρος και από τους ειδω­λο­λά­τρες, ποιας κολά­σε­ως δε θα είναι άξιος;

Ώστε εδώ το μέγε­θος του αμαρ­τή­μα­τος έκα­νε αυτόν τον ανε­λε­ή­μο­να και σκλη­ρό άνθρω­πο να απέλ­θει στη γέε­να μαζί με τον διά­βο­λο. Διό­τι «οκ στιν γαθ τ νδε­λε­χί­ζον­τι ες κακ κα τ λεη­μο­σύ­νην μ χαρι­ζο­μέν(:δεν είναι ορθό και δίκαιο να ευερ­γε­τεί­ται άνθρω­πος, ο οποί­ος ισχυ­ρο­γνω­μό­νως επι­μέ­νει στο κακό· όπως επί­σης και εκεί­νος, ο οποί­ος, ενώ μπο­ρεί, δεν κάνει ποτέ ελεη­μο­σύ­νη)»[Σοφ. Σειρ. 12,3]. Εάν λοι­πόν τού­το ίσχυ­σε στην Παλαιά Δια­θή­κη, πολύ περισ­σό­τε­ρο στην Και­νή. Εάν εκεί όπου ήταν ανε­κτή η από­κτη­ση χρη­μά­των και από­λαυ­ση και φρον­τί­δα γι’ αυτά, υπήρ­χε τόση πρό­νοια για βοή­θεια στους πτω­χούς, πόσο μάλ­λον όταν λαμ­βά­νου­με ως εντο­λή να απορ­ρί­πτου­με όλα τα υλι­κά; Διό­τι τι δεν έκα­ναν εκεί­νοι οι άνθρω­ποι της Παλαιάς Δια­θή­κης; Έδι­ναν συνε­χώς το ένα δέκα­το των εισο­δη­μά­των τους σε ορφα­νά, χήρες, ξένους. Αλλά ίσως μου έλε­γε κάποιος με θαυ­μα­σμό ότι και ο τάδε δίνει το ένα δέκα­το των εισο­δη­μά­των του. Πόση ντρο­πή υπάρ­χει σε αυτό, όταν αυτό το οποίο ούτε στους Ιου­δαί­ους ήταν άξιο θαυ­μα­σμού, αυτό έχει γίνει αξιο­θαύ­μα­στο στους Χρι­στια­νούς; Εάν τότε ήταν επι­κίν­δυ­νο το να λησμο­νή­σει κανείς τις δεκά­τες, σκέ­ψου πόσο μάλ­λον τώρα. Η μέθη πάλι δεν κλη­ρο­νο­μεί τη βασι­λεία.

Αλλά τι λέγουν οι πολ­λοί; Εάν λοι­πόν και εγώ και εκεί­νος βρι­σκό­μα­στε στα ίδια αμαρ­τή­μα­τα, αυτό είναι μεγά­λη παρη­γο­ρία. Τι λοι­πόν; Είναι ορθό τού­το· διό­τι πράγ­μα­τι δεν θα λάβε­τε την ίδια τιμω­ρία εσύ και εκεί­νος· άλλω­στε δε ούτε παρη­γο­ρία είναι αυτό· διό­τι η συμ­με­το­χή στα βάσα­να τότε έχει παρη­γο­ρία, όταν οι συμ­φο­ρές είναι ανά­λο­γες των δυνά­με­ών μας· όταν όμως τις υπερ­βαί­νουν και μας προ­ξε­νούν τρέ­λα και λιπο­θυ­μία, δεν αφή­νουν να λάβου­με καμία παρη­γο­ρία. Πες λοι­πόν σε εκεί­νον τον οποίο βασα­νί­ζουν κα έχει εισέλ­θει στην πυρά, ότι και ο τάδε πάσχει αυτό· αλλά ούτε καν θα αισθαν­θεί την παρη­γο­ρία. Μήπως δεν χάθη­καν όλοι μαζί οι Ισραη­λί­τες; Ποια παρη­γο­ρία έφε­ρε αυτό σε εκεί­νους; Μάλ­λον αυτό δεν ήταν εκεί­νο το οποίο τους λυπού­σε; Για τον λόγο αυτόν και έλε­γαν: «Κα επαν ο υο σραλ πρς Μωυσν λέγον­τες· δο ξανη­λώ­με­θα, πολώ­λα­μεν, παρα­νη­λώ­με­θα(:Είπαν τότε οι Ισραη­λί­τες προς τον Μωυ­σή: “χαθή­κα­με, εξον­τώ­θη­κα­με, εκδα­πα­νή­θη­κα­με !)» [Αριθμ. 17,27].

Τι παρη­γο­ρία είναι λοι­πόν αυτή; Άδι­κα παρη­γο­ρού­με τους εαυ­τούς μας με αυτές τις ελπί­δες. Μία μόνο παρη­γο­ρία υπάρ­χει, το να μην πέσου­με μέσα σε εκεί­νο το άσβε­στο πυρ· για εκεί­νον όμως, ο οποί­ος θα πέσει μέσα, δεν είναι δυνα­τόν να τύχει παρη­γο­ρί­ας εκεί όπου ο βρυγ­μός των οδόν­των, όπου ο κλαυθ­μός, όπου ο σκώ­ληξ ο ακοί­μη­τος, όπου το άσβε­στο πυρ. Πες μου, λοι­πόν, σκέ­πτε­σαι καθό­λου κάποια παρη­γο­ρία, ενώ βρί­σκε­σαι σε θλί­ψη και συμ­φο­ρά; Σε αυτό λοι­πόν θα στη­ρι­χτείς; Μη, παρα­κα­λώ και ικε­τεύω, ας μην απα­τά­με τους εαυ­τούς μας ματαί­ως και ας μην παρη­γο­ρού­μα­στε με αυτούς τους λόγους, αλλά ας πράτ­του­με αυτά, τα οποία θα δυνη­θούν να μας σώσουν.

Μαζί με τον Χρι­στό πρό­κει­ται να καθί­σεις και εσύ ακρι­βο­λο­γείς για αυτά; Εάν λοι­πόν κανέ­να άλλο αμάρ­τη­μα δεν υπήρ­χε, πόση κόλα­ση έπρε­πε να υπο­στού­με, μόνο για τους λόγους αυτούς, διό­τι τόσο οκνη­ροί, τόσο άθλιοι και ράθυ­μοι είμα­στε, ώστε, ενώ μας ανα­μέ­νει τόση τιμή, να λέγου­με αυτά; Όταν, επί­σης, σκε­φτείς τότε εκεί­νους οι οποί­οι κατόρ­θω­σαν να εισέλ­θουν στον Παρά­δει­σο, δε θα λειώ­σεις περισ­σό­τε­ρο; Όταν δεις ανθρώ­πους οι οποί­οι από δού­λοι και από χαμη­λή κατα­γω­γή προ­ερ­χό­με­νοι, αφού κοπί­α­σαν λίγο εδώ, να μετέ­χουν εκεί στο βασι­λι­κό θρό­νο, δε θα είναι αυτά χει­ρό­τε­ρα από την κόλα­σή σου; Διό­τι εάν τώρα όταν βλέ­πεις αυτούς να ευτυ­χούν, και ενώ δεν παθαί­νεις κανέ­να κακό, από αυτό μόνο βασα­νί­ζε­σαι περισ­σό­τε­ρο από κάθε τιμω­ρία, και πεν­θείς τον εαυ­τό σου και δακρύ­ζεις και τον κρί­νεις άξιο μυρί­ων θανά­των, τι θα υπο­στείς τότε; Διό­τι εάν δεν υπήρ­χε γέε­να, αυτή μόνο η ιδέα της δου­λεί­ας δεν ήταν αρκε­τή να σε αφα­νί­σει και να σε κατα­στρέ­ψει; Και ότι αυτό έτσι θα είναι, μπο­ρείς να το μάθεις από την πεί­ρα των πραγ­μά­των.

Ας μην παρη­γο­ρού­με λοι­πόν άδι­κα τους εαυ­τούς μας με τέτοιους λόγους, αλλά ας προ­σέ­χου­με και ας φρον­τί­ζου­με για την σωτη­ρία μας, και ας ασκού­με την αρε­τή, και ας παρα­κι­νού­με τους εαυ­τούς μας για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των καλών, για να αξιω­θού­με να τύχου­με της άπει­ρης δόξης εν Χρι­στώ Ιησού, του Κυρί­ου μας, μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως στο άγιο Πνεύ­μα ανή­κει δόξα, δύνα­μις, τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Εφε­σί­ους επι­στο­λή, ομι­λία Δ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 20, σελί­δες 501–519 .

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Πλού­σιος!

«Ὁ Θεὸς πλού­σιος ὢν ἐν ἐλέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀγά­πην αὐτοῦ ἣν ἠγά­πη­σεν ἡμᾶς,…» (Εφ. 2,4)

ΠΛΟΥΣΙΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, πλού­σιος ποιός εἶνε; Πλού­σιος ἕνας και μόνο εἶνε εἶνε ὁ Θεός.

—Ὁ Θεὸς πλού­σιος; Τί σχέ­σι, θὰ ποῦν πολ­λοί, τί σχέ­σι ἔχει ὁ Θεός μὲ τὰ λεφτά;

Μη βιά­ζε­στε, ἀγα­πη­τοί μου. Θὰ δοῦ­με μὲ ποιά ἔννοια ὁ Ἀπό­στο­λος λέει πλού­σιο το Θεό. Οἱ ἐχθροὶ τῆς θρη­σκεί­ας μας, οἱ ἄπι­στοι καὶ ἄθε­οι, σὲ κάποιο βιβλίο που ἔχουν βγά­λει, γιὰ νὰ κατη­γο­ρή­σουν τὴ θρη­σκεία μας ὅτι ὑπο­στη­ρί­ζει δῆθεν τοὺς πλου­σί­ους, τὸν καπι­τα­λι­σμό, ἁρπά­χτη­καν ἀπ ̓ τὸν σημε­ρι­νό Από­στο­λο, ποὺ λέει ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε πλού­σιος, καὶ εἶπαν Νά, κι ὁ Θεὸς εἶνε καπι­τα­λι­στής! Ὤ τῆς βλα­σφη­μί­ας των καὶ τῆς βλα­κεί­ας των! Για­τὶ δὲν πρό­σε­ξαν, ἢ μᾶλ­λον δὲν θέλη­σαν νὰ προ­σέ­ξουν, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ὀνο­μά­ζε­ται ἁπλῶς πλού­σιος, ἀλλὰ «πλού­σιος ἐν ἐλέ­ει» (Εφ. 2,4). Ξέρε­τε τί θὰ πῇ «ἐν ἐλέ­ει»; Ἔλε­ος θὰ πῇ εὐσπλα­χνία, ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρω­πο, τὸν ἁμαρ­τω­λὸ καὶ ταλαί­πω­ρο ἄνθρω­πο. Ὁ Θεός, λοι­πόν, εἶνε πλού­σιος σὲ εὐσπλα­χνία, σὲ ἀγά­πη. Πάνω στὸ νόη­μα αὐτὸ θὰ κάνου­με τὴ σημε­ρι­νή μας ὁμι­λία. Καὶ παρα­κα­λῶ νὰ προ­σέ­ξε­τε.

* * *

«Ὁ Θεὸς πλού­σιος ἐν ἐλέ­ει». Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμ­μιά ὁμοιό­τη­τα μὲ τοὺς πλου­σί­ους τοῦ κόσμου τού­του, ὅπως θέλουν νὰ τὸν παρου­σιά­σουν οἱ ἄπι­στοι καὶ ἄθε­οι. Για­τὶ ὅλα τὰ ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα, ποὺ ἔχουν στὴν κατο­χή τους οἱ πλού­σιοι, δὲν εἶνε δικά τους εἶνε ξένα. Εἴτε χωρά­φια εἶνε, εἴτε λιβά­δια και κάμ­ποι, εἴτε νησά­κια καὶ λιμνοῦ­λες, εἴτε χρυ­σά­φι και πολύ­τι­μα πετρά­δια, εἴτε κτή­ρια καὶ μέγα­ρα, εἴτε ἐργο­στά­σια καὶ καρά­βια, καὶ ὅ,τι ἄλλο ὑπάρ­χει στὴ διά­θε­σί τους καὶ τὸ ὀνο­μά­ζουν περιου­σία τους, εἶνε ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα. Ὅλα δὲ τὰ ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα δὲν τὰ δημιούρ­γη­σε ὁ ἄνθρω­πος. Όλα προ­έρ­χον­ται ἀπὸ τὴν ὕλη, ποὺ τὴν παίρ­νει ὁ ἄνθρω­πος, τὴ δου­λεύ­ει, καὶ ἔτσι κατα­σκευά­ζει ὅλα τὰ πράγ­μα­τα ποὺ λέγον­ται τεχνι­κὸς πολι­τι­σμός. Ὅλα ἔχουν βάσι τὴν ὕλη. Αλλά τὴν ὕλη ποιός τὴν ἔφτεια­ξε; ὁ ἄνθρω­πος; Ὁ ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ φτειά­ξῃ οὔτε μιὰ χού­φτα χῶμα.

Αὐτὸ τὸ χῶμα, ποὺ τὸ πατοῦ­με καὶ τὸ περι­φρο­νοῦ­με, εἶνε τὸ πιὸ πολύ­τι­μο ὑλι­κὸ πρᾶγ­μα. Αὐτὸ μέσα του κρύ­βει μυστή­ρια. Κρύ­βει θαυ­μα­στὲς δυνά­μεις καὶ ἰδιό­τη­τες. Απ’ τὸ χῶμα βγαί­νουν τὰ χορ­τά­ρια, τὰ λου­λού­δια, τὰ σπαρ­τά, τὰ δέν­τρα, μιὰ ποι­κι­λία ποὺ δὲν ἔχει μέτρη­μα. Όλα τὰ ἀγα­θά, ποὺ τρῶ­με κι ἀπο­λαμ­βά­νου­με, ἀπὸ τὸ χῶμα βγαί­νουν. Ἂς λεί­ψῃ τὸ χῶμα, καὶ τότε θὰ δοῦ­με ἂν μπο­ρέ­σῃ κι ὁ πιὸ μεγά­λος πλού­σιος νὰ ζήσῃ τρώ­γον­τας λίρες καὶ χιλιά­ρι­κα! Ὅλοι οἱ πλού­σιοι θὰ ψοφή­σουν ἀπὸ τὴν πεῖ­να. Ὁ ἄνθρω­πος, συνε­πῶς, δὲν ἔχει τίπο­τε δικό του.

Ὅλα εἶνε τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούρ­γη­σε τὴν ὕλη. Ἀλλὰ τότε, θὰ μοῦ πῆτε, ὁ Θεὸς εἶνε πλού­σιος. Βεβαί­ως εἶνε πλού­σιος, πάμ­πλου­τος, ὁ μόνος ποὺ ἀξί­ζει νά λέγε­ται πλού­σιος. Ἀλλὰ τί δια­φο­ρὰ ἀπὸ τοὺς πλου­σί­ους αὐτοῦ τοῦ κόσμου! Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμ­μιά ἀνάγ­κη ἀπ’ τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά. Οὔτε ψωμί χρειά­ζε­ται οὔτε νερὸ οὔτε ῥοῦ­χα οὔτε σπί­τια οὔτε καρά­βια οὔτε ἐργο­στά­σια οὔτε τίποτ’ ἄλλο. Ὅπως ἔλε­γε κ ̓ ἕνας ἀρχαῖ­ος φιλό­σο­φος τῆς πατρί­δος μας, ὁ Σωκρά­της, ὁ Θεὸς εἶνε ἀνεν­δε­ής. Ὁ Θεός, δηλα­δή, δὲν ἔχει ἀνάγ­κη ἀπὸ τίπο­τε. Εἶνε πνεῦ­μα τέλειο καὶ ἀπό­λυ­το. Καὶ ὅσα ἔκα­νε δὲν τὰ ἔκα­νε γιὰ τὸν ἑαυ­τό του ‑ὤ τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ!-, τὰ ἔκα­νε ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρω­πο. Καὶ τὰ ἔκα­νε πλού­σια, γιὰ νὰ μὴ λεί­πῃ τίπο­τε ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο. Πει­νᾷς; Νά οἱ καρ­ποί τῶν δέν­τρων ̇ νά τό ψωμί· νά τό γάλα ̇ νά τὰ ψά ρια να τὰ κρέ­α­τα. Διψᾷς; Νά τὰ κρυ­στάλ­λι­να νερά. Κρυώ­νεις; Νά τὰ βαμ­πά­κια, τὰ λινά­ρια, τὰ μαλ­λιὰ τῶν προ­βά­των. Αρρω­στᾷς; Νά τὰ βότα­να τῆς γῆς ̇ νά τὰ φάρ­μα­κα. Θέλεις ψυχα­γω­γία; Νά τό ἀπέ­ραν­το θέα­τρο, ἡ ὄμορ­φη φύσι, ἡ γῆ κι ὁ οὐρα­νὸς μὲ ὅλα τὰ μεγα­λεῖα τους. Θέλεις μου­σι­κή; Νά τὰ που­λιά, νά οἱ κορυ­δαλ­λοὶ καὶ τ ̓ ἀηδό­νια, ποὺ κελαη­δοῦν γιὰ σένα.

Καὶ γιὰ ν’ ἀπο­λαύ­σῃς ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγα­θά, σοῦ ἔδω­σε ὁ Θεὸς τὰ μέσα ἐκεῖ­να ποὺ χρειά­ζον­ται γιὰ νὰ βρί­σκε­σαι σὲ ἐπι­κοι­νω­νία μὲ τὸν κόσμο. Σοῦ ἔδω­σε τὰ μάτια, γιὰ νὰ βλέ­πῃς τ’ αὐτιά, γιὰ ν ̓ ἀκοῦς τὴν ὄσφρη­σι, γιὰ ν’ ἀπο­λαμ­βά­νῃς τὸ ἄρω­μα τῶν λου­λου­διῶν· τὴ γεῦ­σι, γιὰ ν ̓ ἀπο­λαμ­βά­νῃς τὴ νοστι­μά­δα καὶ τὴ γλυ­κύ­τη­τα τῶν τρο­φῶν· τὴν ἁφή, γιὰ ν’ ἀγγί­ζῃς καὶ νὰ θωπεύ­ῃς ὅ,τι ὡραῖο καὶ προ­σφι­λὲς ὑπάρ­χει στον κόσμο. Και μόνο αὐτὰ τὰ μέσα καὶ ὄργα­να ἔδω­σε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρω­πο; Ἔδω­σε κι ἄλλα μέσα καὶ ὄργα­να, ἀσυγ­κρί­τως ἀνώ­τε­ρα ἀπὸ τὶς πέν­τε αἰσθή­σεις, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρω­πο νὰ ξεχω­ρί­ζῃ ἀπ’ ὅλα τὰ ζῷα καὶ ν’ ἀνε­βαί­νῃ σ’ ἕνα ὕψος θεϊ­κό. Ναί, ἄνθρω­πε, σοῦ ἔδω­σε ὁ Θεὸς μυα­λό, γιὰ νὰ σκέ­πτε­σαι, νὰ κρί­νῃς, νὰ ἐρευ­νᾶς, ν ̓ ἀνα­κα­λύ­πτῃς τὰ μυστή­ρια τῆς φύσε­ως, νὰ δημιουρ­γῇς ἐπι­στή­μη καὶ πολι­τι­σμὸ καὶ νὰ γίνε­σαι ἕνας μικρός θεός. Σοῦ ἔδω­σε τὴν ἐλευ­θε­ρία, γιὰ νὰ μπο­ρῇς νὰ δια­λέ­γῃς τὸ καλὸ καὶ ν’ ἀπο­φεύ­γῃς τὸ κακό. Σοῦ έδω­σε συνεί­δη­σι ποὺ σὲ παρα­κι­νεῖ στὸ καλὸ καὶ σὲ ἀπο­τρέ­πει ἀπ’ τὸ κακό, ποὺ σ’ ἐπαι­νεῖ ὅταν κάνῃς τὸ καλὸ καὶ σ’ ἐλέγ­χει ὅταν κάνῃς τὸ κακό. Σοῦ ἔδω­σε νόμο ἄγρα­φο και γρα­πτό ἄγρα­φο μέσα στὴν καρ­διά σου καὶ γρα­πτό μέσα στὴν ἁγία Γρα­φή νόμο διπλό, γιὰ νὰ σὲ φωτί­ζῃ πλού­σια στο δρό­μο σου καὶ νὰ μὴν πλα­νη­θῇς.

Ὅλα τὰ ἔδω­σε στὸν ἄνθρω­πο ὁ Θεός, ὑλι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κά. Καὶ ὁ ἄνθρω­πος, εὐγνω­μο­νών­τας τὸ Θεὸ γιὰ τὴ μεγα­λό­δω­ρη ἀγά­πη του, θὰ ἔπρε­πε νὰ κάνῃ καλὴ χρῆ­σι ὅλων τῶν ἀγα­θῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ γίνῃ κι αὐτός, ὅπως εἴπα­με παρα­πά­νω, ἕνας μικρὸς θεὸς σκορ­πών­τας ἀγά­πη καὶ καλω­σύ­νη στοὺς συναν­θρώ­πους του. Ὤ ἐὰν τὸ ἔκα­νε αὐτὸ ὁ ἄνθρω­πος! Ἡ γῆ θὰ πλου­τι­ζό­ταν ἀπὸ ἀγα­θά, κι ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι θὰ ἦταν πλού­σιοι· για­τί πλοῦ­τος εἶνε ἡ ἀγά­πη, ποὺ δὲν ἀφή­νει καν ένα νηστι­κὸ καὶ πει­να­σμέ­νο.

Ἀλλ ̓ ὁ ἄνθρω­πος δὲν ἔκα­νε καλὴ χρῆ­σι τῶν ἀγα­θῶν καὶ τῶν μέσων ποὺ τοῦ ἔδω­σε ὁ Θεός. Τὰ χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὅλα μόνο γιὰ τὸν ἑαυ­τό του. Καὶ πάλι ὄχι γιὰ τὴν ἐξέ­λι­ξί του πρὸς τὸ καλό, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐξέ­λι­ξί του πρὸς τὸ κακὸ καὶ τὴ δια­φθο­ρά. Τὰ ἀγα­θά, ποὺ ὁ Θεὸς προ­ώ­ρι­σε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, αὐτὸς θέλει νὰ τὰ κάνῃ ὅλα δικά του. Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυ­τό του καὶ τίπο­τα για τοὺς ἄλλους. Κέν­τρο ὅλου τοῦ κόσμου ὄχι ὁ Θεός, ἀλλ’ ὁ ἄνθρω­πος μὲ τὶς κακί­ες καὶ τὰ πάθη του! Ἔτσι ὁ ἄνθρω­πος κατάν­τη­σε φίλαυ­τος, σκλη­ρός, ἀπάν­θρω­πος, τύραν­νος καὶ ἐγκλη­μα­τί­ας.

* * *

Ὁ ἄνθρω­πος, ποὺ πλά­στη­κε γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ ἔργα, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ προ­ο­ρι­σμοῦ του ἔπε­σε σὲ βάθος σ ̓ ἕνα τέτοιο βάθος, ποὺ κανέ­νας δεν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν βγά­λῃ ἀπὸ ἐκεῖ, κανέ­νας δεν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν σώσῃ, οὔτε ἄνθρω­πος οὔτε ἄγγε­λος οὔτε ἀρχάγ­γε­λος. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν πεσμέ­νος καμ­μιά δύνα­μις δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ φτά­σῃ. Ἦταν σὰν ἕνα καρά­βι, ποὺ κατα­πον­τί­στη­κε στο βαθύ­τε­ρο μέρος τοῦ ὠκε­α­νοῦ. Ἀλλὰ νά· τί βλέ­πω; Ὤ θαῦ­μα, ὤ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ ἀμέ­τρη­τη! Βλέ­πω ἕνα τερά­στιο γερα­νὸ νὰ χαμη­λώ­νῃ, νὰ φτά­νῃ μέχρι τὴν ἄβυσ­σο, ν’ ἁρπά­ζῃ μὲ δύνα­μι τὸν ἄνθρω­πο, νὰ τὸν ἀνε­βά­ζῃ ἐπά­νω καὶ νὰ τὸν βγά­ζῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ἄβυσ­σο· κι ἀπὸ σκλά­βο τοῦ δια­βό­λου νὰ τὸν κάνῃ ἐλεύ­θε­ρο, παι­δί ἀγα­πη­μέ­νο τοῦ Θεοῦ. Ποιός εἶνε ὁ γερα­νός αὐτός, ποὺ πῆρε τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὴν ἄβυσ­σο καὶ τὸν ὕψω­σε μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρα­νοῦ; Εἶνε ὁ σταυ­ρὸς τοῦ Κυρί­ου. Ἐκεῖ, πάνω στὸ σταυ­ρό, γρά­φτη­κε μὲ χρυ­σᾶ γράμ­μα­τα ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἀγά­πη ὠκε­α­νός, μιὰ ἀγά­πη ἀπέ­ραν­τη καὶ ἀμέ­τρη­τη.

Νά, ἄπι­στοι καὶ ἄθε­οι, νά για­τί ὁ Θεός μας ονο­μά­ζε­ται ἀπ’ τὸν ἀπό­στο­λο «πλού­σιος ἐν ἐλέ­ει» (ἔ.ά.).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek