ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ KΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΕΦ. (Ε΄ 8 — 19)

Προς Εφε­σί­ους, κεφά­λαιο Ε΄, εδά­φια 8–19

ἦτε γάρ ποτε σκό­τος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ· ὡς τέκνα φωτὸς περι­πα­τεῖ­τε· ὁ γὰρ καρ­πὸς τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐν πάσῃ ἀγα­θω­σύ­νῃ καὶ δικαιο­σύ­νῃ καὶ ἀλη­θείᾳ· 10 δοκι­μά­ζον­τες τί ἐστιν εὐά­ρε­στον τῷ Κυρίῳ. 11 καὶ μὴ συγ­κοι­νω­νεῖ­τε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρ­ποις τοῦ σκό­τους, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐλέγ­χε­τε· 12 τὰ γὰρ κρυ­φῆ γινό­με­να ὑπ’ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· 13 τὰ δὲ πάν­τα ἐλεγ­χό­με­να ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανε­ροῦ­ται· πᾶν γὰρ τὸ φανε­ρού­με­νον φῶς ἐστι. 14 διὸ λέγει· ἔγει­ρε ὁ καθεύ­δων καὶ ἀνά­στα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπι­φαύ­σει σοι ὁ Χρι­στός. 15 Βλέ­πε­τε οὖν πῶς ἀκρι­βῶς περι­πα­τεῖ­τε, μὴ ὡς ἄσο­φοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, 16 ἐξα­γο­ρα­ζό­με­νοι τὸν και­ρόν, ὅτι αἱ ἡμέ­ραι πονη­ραί εἰσι. 17 διὰ τοῦ­το μὴ γίνε­σθε ἄφρο­νες, ἀλλὰ συνιέν­τες τί τὸ θέλη­μα τοῦ Κυρί­ου. 18 καὶ μὴ μεθύ­σκε­σθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσω­τία, ἀλλὰ πλη­ροῦ­σθε ἐν Πνεύ­μα­τι, 19 λαλοῦν­τες ἑαυ­τοῖς ψαλ­μοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευ­μα­τι­καῖς, ᾄδον­τες καὶ ψάλ­λον­τες ἐν τῇ καρ­δίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ, 

Διό­τι άλλο­τε ήσα­σθε σκο­τά­δι εξ αιτί­ας της πλά­νης και της αμαρ­τί­ας, που κυριαρ­χού­σε μέσα σας. Τωρα όμως δια του Κυρί­ου έχε­τε φωτι­σθή και είσθε φως. Να ζήτε, λοι­πόν, και να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε σαν άνθρω­ποι, που τα πάν­τα εις αυτούς είναι φως αλη­θεί­ας και αρε­τής. (Εφ’ όσον ελά­βε­τε το πνευ­μα­τι­κόν φως πρέ­πει να έχε­τε και φωτει­νήν ζωήν). Διό­τι ο άγιος καρ­πός τον οποί­ον παρά­γει το Αγιον Πνεύ­μα μέσα εις τας καρ­δί­ας των πιστών, εκδη­λώ­νε­ται με κάθε καλω­σύ­νην και δικαιο­σύ­νην και φιλα­λή­θειαν. 10 Να ερευ­νά­τε και να δια­κρί­νε­τε πάν­το­τε, τι είναι ευά­ρε­στον ενώ­πιον του Κυρί­ου, 11 και να μη συμ­με­τέ­χε­τε εις τα έργα του σκό­τους, που είναι άκαρ­πα και επι­βλα­βή. Ούτε καν και να τα ανέ­χε­σθε, αλλά μάλ­λον να τα ελέγ­χε­τε και να τα παρου­σιά­ζε­τε εις τα μάτια όλων επι­βλα­βή και ολέ­θρια. 12 Διό­τι όσα από τους ασε­βείς και αμαρ­τω­λούς γίνον­ται κρυ­φά και στο σκό­τος είναι αισχρόν και να τα ανα­φέ­ρη κανέ­νας. (Δι’ αυτό ακρι­βώς και δεν είναι νοη­τόν, όχι μόνον να συμ­με­τέ­χε­τε, αλλ’ ούτε και να συζη­τή­τε μετα­ξύ σας δι’ αυτά. Μονον δε να τα ελέγ­χε­τε εις διόρ­θω­σιν των αμαρ­τω­λών και περι­φρού­ρη­σιν των άλλων). 13 Ολα δε αυτά τα πονη­ρά έργα κάτω από το φως του ελέγ­χου, γίνον­ται φανε­ρά πόσον ολέ­θρια είναι (ώστε οι μεν καλο­προ­αί­ρε­τοι αμαρ­τω­λοί να μετα­νο­ή­σουν, οι δε άλλοι να προ­φυ­λα­χθούν). Διό­τι κάθε τι που φανε­ρώ­νε­ται, είτε καλόν είτε κακόν, είναι σαν το φως, ώστε ο καθέ­νας να κανο­νί­ση απέ­ναν­τι αυτού την στά­σιν του. 14 Ο έλεγ­χος εις φανέ­ρω­σιν του κακού και διόρ­θω­σιν του αμαρ­τά­νον­τος πρέ­πει να γίνε­ται· δι’ αυτό και το Αγιον Πνεύ­μα ελέγ­χει και φωνά­ζει προς κάθε αμαρ­τω­λόν· Σηκω, συ που κοι­μά­σαι τον ύπνον της αμαρ­τί­ας, και πετά­ξου ορθός ανά­με­σα από τους νεκρούς της αμαρ­τί­ας και θα σε φωτί­ση ο Χρι­στός. 15 Προ­σέ­χε­τε, λοι­πόν, εφ’ όσον έχε­τε φωτι­σθή από τον Χρι­στόν, πως με κάθε ακρί­βειαν να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε, όχι σαν μωροί και ασύ­νε­τοι, αλλά σαν φρό­νι­μοι και συνε­τοί. 16 Να κερ­δί­ζε­τε πάν­το­τε και να εκμε­ταλ­λεύ­ε­σθε δια το αγα­θόν τον χρό­νον και τας ευκαι­ρί­ας της παρού­σης ζωής, διό­τι αι ημέ­ραι, εξ αιτί­ας της αμαρ­τί­ας που επι­κρα­τεί, είναι γεμά­ται πει­ρα­σμούς και πνευ­μα­τι­κούς κιν­δύ­νους. 17 Δι’ αυτό προ­σέ­χε­τε να μη γίνε­σθε και φέρε­σθε σαν ασύ­νε­τοι, αλλά να ερευ­νά­τε και να ενο­ή­τε καλά ποί­ον είναι το θέλη­μα του Κυρί­ου. 18 Και μη μεθά­τε με οίνον· εις την μέθην υπάρ­χει πάν­το­τε η ασω­τία και η κατά­πτω­σις. Αλλά γεμί­ζε­τε την ψυχήν, την καρ­δί­αν και τον νου σας με Πνεύ­μα Αγιον. 19 Θα αισθά­νε­σθε τότε ασυγ­κρί­τως ανώ­τε­ρον και μεγα­λύ­τε­ρον ενθου­σια­σμόν από εκεί­νον, που δοκι­μά­ζουν οι μέθυ­σοι, τον οποί­ον και θα εξω­τε­ρι­κεύ­ε­τε λαλούν­τες μετα­ξύ σας με ψαλ­μούς και ύμνους και ωδάς πνευ­μα­τι­κάς, άδον­τες και ψάλ­λον­τες στον Κυριον με όλην σας την καρ­δί­αν. 

Σκε­φθεί­τε τι ήσα­σταν στο παρελ­θόν. Τόσο πολύ είχε εισχω­ρή­σει μέσα σας ο σκο­τι­σμός της αμαρ­τί­ας, ώστε είχα­τε μετα­βλη­θεί σε σκο­τά­δι. Τώρα όμως που ενω­θή­κα­τε με τον Κύριο γίνα­τε φως. Να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε λοι­πόν σαν παι­διά του φωτός? σαν άνθρω­ποι που όλη τους η ζωή είναι φως, και λάμ­πουν με την αρε­τή τους. Οφεί­λε­τε λοι­πόν, αφού λάβα­τε το Άγιον Πνεύ­μα, να έχε­τε φωτει­νή δια­γω­γή. Διό­τι καρ­πός που παρά­γει το Άγιον Πνεύ­μα στις ψυχές των ανθρώ­πων που φωτί­ζει, φαί­νε­ται εξω­τε­ρι­κά με κάθε είδους εκδη­λώ­σεις καλο­σύ­νης και δικαιο­σύ­νης και φιλα­λή­θειας. 10 Και να εξε­τά­ζε­τε να μάθε­τε τι είναι ευά­ρε­στο στον Κύριο. 11 Και να μη γίνε­στε με την ανο­χή σας συγ­κοι­νω­νοί και συνέ­νο­χοι στα αμαρ­τω­λά σκο­τει­νά έργα, που δεν φέρ­νουν κανέ­ναν ωφέ­λι­μο καρ­πό. Αντί να τα σκε­πά­ζε­τε και να τα ανέ­χε­σθε, οφεί­λε­τε μάλ­λον να τα ελέγ­χε­τε και να τα βγά­ζε­τε στο φως, απο­δει­κνύ­ον­τας πόσο ολέ­θρια είναι. 12 Ο έλεγ­χος και η δια­φώ­τι­ση αυτή είναι επι­βε­βλη­μέ­νη και ωφέ­λι­μη. Διό­τι τα έργα που κάνουν κρυ­φά οι απεί­θαρ­χοι αυτοί άνθρω­ποι είναι τόσο αισχρά, ώστε και μόνο το να μιλά κανείς γι’ αυτά φέρ­νει ντρο­πή. 13 Με τον έλεγ­χο όμως τα έργα αυτά που γίνον­ται κρυ­φά φανε­ρώ­νον­ται. Γίνε­ται δηλα­δή γνω­στός ο αισχρός τους χαρα­κτή­ρας και οι ολέ­θριες συνέ­πειές τους. Κι όσοι έχουν καλή διά­θε­ση διορ­θώ­νον­ται. Στα­μα­τούν πλέ­ον να τα κάνουν αυτά και εργά­ζον­ται στο εξής φανε­ρά. Διό­τι κάθε τι που δεν φοβά­ται τον έλεγ­χο και δεν δυσκο­λεύ­ε­ται να φανε­ρω­θεί είναι φως. 14 Επει­δή λοι­πόν πραγ­μα­τι­κά με τον έλεγ­χο επέρ­χε­ται διόρ­θω­ση στους καλο­διά­θε­τους, γι’ αυτό και το Άγιον Πνεύ­μα χρη­σι­μο­ποιεί τον έλεγ­χο και φωνά­ζει σε κάθε αμαρ­τω­λό με το στό­μα των προ­φη­τών της Και­νής Δια­θή­κης: Σήκω επά­νω εσύ που κοι­μά­σαι τον ύπνο της αμαρ­τί­ας, και ανα­στή­σου από τη νέκρα και το θάνα­το στον οποίο σε έρι­ξε η αμαρ­τία. Και θα σε φωτί­σει ο Χρι­στός. 15 Έχε­τε δεχθεί κι εσείς τον φωτι­σμό αυτόν από τον Χρι­στό. Λοι­πόν προ­σέ­χε­τε πώς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε με κάθε ακρί­βεια, όχι σαν άσο­φοι και ασύ­νε­τοι, αλλά ως σοφοί και συνε­τοί. 16 Να αξιο­ποιεί­τε πνευ­μα­τι­κά κάθε ευκαι­ρία και να την αρπά­ζε­τε αμέ­σως? έτσι θα φαί­νε­ται η σύνε­ση και η σοφία σας. Δεν πρέ­πει να χάνε­τε καμία ευκαι­ρία, διό­τι εξαι­τί­ας του κακού που επι­κρα­τεί, οι ημέ­ρες είναι γεμά­τες σκάν­δα­λα, και γι’ αυτό, ενώ οι ευκαι­ρί­ες για το καλό είναι σπα­νιό­τε­ρες, οι αφορ­μές για το κακό είναι πολύ περισ­σό­τε­ρες. 17 Γι’ αυτό λοι­πόν προ­σέ­χε­τε να μη γίνε­στε ανόη­τοι, αλλά να εξε­τά­ζε­τε και να κατα­νο­εί­τε σε κάθε περί­πτω­ση ποιο είναι το θέλη­μα του Κυρί­ου. Κι έτσι, αν το εφαρ­μό­ζε­τε αυτό στη ζωή σας, θα γίνε­στε πράγ­μα­τι σοφοί και συνε­τοί. 18 Και μη μεθά­τε με κρα­σί. Στη μέθη υπάρ­χει δια­φθο­ρά και ασω­τία. Αλλά να γεμί­ζε­τε μέσα σας με Άγιον Πνεύ­μα. 19 Και τότε ο θεί­ος ενθου­σια­σμός που θα γεμί­ζει τις καρ­διές σας θα εξω­τε­ρι­κεύ­ε­ται. Και θα λέτε μετα­ξύ σας ψαλ­μούς και ύμνους και ωδές πνευ­μα­τι­κές. Θα τρα­γου­δά­τε και θα ψάλ­λε­τε στον Κύριο όχι μόνο με το στό­μα σας, αλλά και με την καρ­διά σας, που θα αισθά­νε­ται και θα συμ­με­τέ­χει σ’ αυτά που ψάλ­λε­τε.

Ἄλλο­τε βεβαί­ως ἤσα­σταν σκό­τος, ἀλλὰ τώρα διὰ τοῦ Kυρί­ου εἶσθε φῶς. Nὰ ζῆτε σὰν παι­διὰ τοῦ φωτός (δηλα­δὴ πνευ­μα­τι­κά). Ὁ καρ­πὸς δὲ τοῦ Πνεύ­μα­τος συνί­στα­ται σὲ κάθε ἀγα­θω­σύ­νη καὶ καλω­σύ­νη καὶ ἀρε­τή. 10 Nὰ ἐξε­τά­ζε­τε τί εἶναι εὐά­ρε­στο στὸν Kύριο. 11 Kαὶ νὰ μὴν ἔχε­τε σχέ­σι μὲ τὰ ἄκαρ­πα ἔργα τοῦ σκό­τους, ἀλλὰ μᾶλ­λον καὶ νὰ τὰ ἐλέγ­χε­τε. 12 Ἐκεῖ­να δέ, ποὺ γίνον­ται ἀπ’ αὐτοὺς κρυ­φά, εἶναι ντρο­πὴ καὶ νὰ τὰ ἀνα­φέ­ρῃ κανείς. 13 Ὅλα ὅμως τὰ πράγ­μα­τα, ὅταν ρίπτε­ται ἐπά­νω τους τὸ φῶς, γίνον­ται φανε­ρά. 14 Kαὶ κάθε τι, ποὺ γίνε­ται φανε­ρό, εἶναι πλέ­ον φωτει­νό (Ὅπως δὲ ὅλα τὰ πράγ­μα­τα, ποὺ εἶναι στὸ σκό­τος, ὅταν κάτω ἀπὸ τὸ φῶς φανε­ρώ­νων­ται, γίνον­ται φωτει­νά, ἔτσι καὶ οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ ἄνθρω­ποι, ὅταν μὲ τὸν ἔλεγ­χο ἀπὸ τὸ σκό­τος τῆς ἁμαρ­τί­ας ἔρχων­ται σὲ μετά­νοια, ὅταν μὲ ἄλλες λέξεις βγαί­νουν ἀπὸ τὸ σκο­τει­νὸ τάφο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ θανά­του, δέχον­ται τὸ φῶς τοῦ Xρι­στοῦ καὶ γίνον­ται φωτει­νοί). Γι’ αὐτὸ λέγει: Σήκω ἐσύ, ποὺ κοι­μᾶ­σαι, καὶ ἀνα­στή­σου ἐκ νεκρῶν (ἀπὸ τὴν κατά­στα­σι τῆς πνευ­μα­τι­κῆς νέκρας), καὶ θὰ σὲ κάνῃ φωτει­νὸ ὁ Xρι­στός. 15 Προ­σέ­χε­τε, λοι­πόν, πῶς ἀκρι­βῶς συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε. Mὴ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε ὡς ἄσο­φοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί. 16 N’ ἀξιο­ποι­ῆ­τε τὸ χρό­νο, διό­τι οἱ ἡμέ­ρες εἶναι πονη­ρές. 17 Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν εἶσθε ἄφρο­νες, ἀλλὰ νὰ κατα­λα­βαί­νε­τε ποιό εἶναι τὸ θέλη­μα τοῦ Kυρί­ου. 18 Kαὶ νὰ μὴ μεθᾶ­τε μὲ κρα­σί, πρᾶγ­μα ποὺ εἶναι ἀσω­τία, ἀλλὰ νὰ γεμί­ζε­τε μὲ Πνεῦ­μα (νὰ μεθᾶ­τε μὲ τὴ χάρι τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος). 19 Kαὶ νὰ τέρ­πε­τε τοὺς ἑαυ­τούς σας μὲ ψαλ­μοὺς καὶ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευ­μα­τι­κές, τρα­γου­δών­τας καὶ ψάλ­λον­τας μὲ τὴν καρ­διά σας στὸν Kύριο, 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

[ Υπο­μνη­μα­τι­σμός των χωρί­ων Εφ.5,5–21, Ομι­λί­ες ΙΗ’-ΙΘ΄]

[Ομι­λία ΙΗ΄]:«Τοτο γρ στε γινσκον­τες, τι πς πρνος κθαρ­τος πλε­ονκτης, ς στιν εδωλολτρης, οκ χει κλη­ρο­νομαν ν τ βασι­λείᾳ το Χρι­στο κα Θεο. Μηδες μς παττω κενος λγοις· δι τατα γρ ρχε­ται ργ το Θεο π τος υος τς πει­θεας(:Φυλα­χτεί­τε απ’ όλα αυτά, διό­τι πρέ­πει να ξέρε­τε καλά αυτό, ότι κάθε πόρ­νος ή ακά­θαρ­τος ή πλε­ο­νέ­κτης, ο οποί­ος ουσια­στι­κά είναι ειδω­λο­λά­τρης, αφού η λατρεία του χρή­μα­τος απορ­ρο­φά ολό­κλη­ρη την καρ­διά του, δεν έχει κανέ­να δικαί­ω­μα κλη­ρο­νο­μιάς στην Βασι­λεία του Χρι­στού και Θεού. Αυτή είναι η μόνο αλή­θεια. Κι ας μη σας εξα­πα­τά κανείς με λόγια κού­φια και ψεύ­τι­κα· διό­τι για τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά έρχε­ται η οργή του Θεού πάνω στους απεί­θαρ­χους και ανυ­πό­τα­κτους ανθρώ­πους)» [Εφ.5, 5–6].

Υπήρ­χαν, όπως φαί­νε­ται, μερι­κοί και ανά­με­σα στους δικούς μας προ­γό­νους, οι οποί­οι έλυ­ναν εντε­λώς τα χέρια του λαού και μετέ­τρε­παν σε πρά­ξη αυτό που είχε ειπω­θεί από τον προ­φή­τη Ιεζε­κι­ήλ, μάλ­λον δε και εκτε­λών­τας τα παραγ­γέλ­μα­τα των ψευ­δο­προ­φη­τών, οι οποί­οι βεβή­λω­ναν το όνο­μα του Θεού μετα­ξύ του λαού του αντί «δρακς κριθν(: για μια χού­φτα κρι­θά­ρι)» [Ιεζ. 13,19: «Κα βεβή­λουν με πρς τν λαόν μου νεκεν δρακς κριθν κα νεκεν κλα­σμά­των ρτων το ποκτεναι ψυχάς, ς οκ δει ποθα­νεν, κα το περι­ποι­ή­σα­σθαι ψυχάς, ς οκ δει ζσαι, ν τ ποφθέγ­γε­σθαι μς λα εσακού­ον­τι μάταια ποφθέγ­μα­τα(: Και βεβή­λω­ναν το όνο­μά μου ενώ­πιον του λαού μου, διό­τι διε­κή­ρυσ­σαν ότι ενερ­γού­σαν εν ονό­μα­τί Μου. Τα έκα­ναν δε αυτά χάριν ελα­χί­στου κέρ­δους· για μια χού­φτα κρι­θά­ρι και λίγα κομ­μά­τια ψωμί ενερ­γού­σαν έτσι, ώστε να θανα­τώ­νουν ψυχές που δεν έπρε­πε να θανα­τω­θούν, και να περι­ποιούν­ται ψυχές που δεν έπρε­πε να ζουν. Αυτά είχαν ως απο­τέ­λε­σμα τα κενά και ψευ­δή λόγια σας προς τον λαό, ο οποί­ος τα πρό­σε­χε, επει­δή νόμι­ζε ότι προ­έρ­χον­ταν από τον Θεό)»]. Το πράγ­μα αυτό λοι­πόν νομί­ζω ότι και τώρα γίνε­ται από μερι­κούς. Όταν λοι­πόν λέμε ότι εκεί­νος που κάλε­σε τον αδελ­φό του μωρόν, μετα­βαί­νει στη γέεν­να του πυρός[πρβ. Ματθ. 5,22: «γ δ λέγω μν τι πς ργι­ζό­με­νος τ δελφ ατο εκ νοχος σται τ κρί­σει· ς δ᾿ ν επ τ δελφ ατο ακά, νοχος σται τ συνε­δρί· ς δ᾿ ν επ μωρέ, νοχος σται ες τν γέεν­ναν το πυρός(:Εγώ όμως σας λέω ότι καθέ­νας που οργί­ζε­ται εναν­τί­ον του αδελ­φού του χωρίς σοβα­ρό πνευ­μα­τι­κό λόγο, δια­πράτ­τει έγκλη­μα ανά­λο­γο με εκεί­νο το οποίο δικα­ζό­ταν άλλο­τε από το τοπι­κό επτα­με­λές δικα­στή­ριο, την «κρί­ση». Κι εκεί­νος που θα πει περι­φρο­νη­τι­κά στον αδελ­φό του: «Ανόη­τε», είναι ένο­χος βαρύ­τε­ρου εγκλή­μα­τος, σαν εκεί­να που δικά­ζον­ται από το ανώ­τα­το δικα­στή­ριο των Ιου­δαί­ων, το Συνέ­δριο. Κι εκεί­νος που με μίσος και κακία θα πει στον αδελ­φό του: «Ηλί­θιε», θα είναι ένο­χος εγκλή­μα­τος που πρέ­πει να τιμω­ρη­θεί με τη γέεν­να του πυρός που βρί­σκε­ται στον Άδη)»], άλλοι λέγουν: «Αλή­θεια, εκεί­νος που κάλε­σε τον αδελ­φό του μωρό μετα­βαί­νει στη γέεν­να του πυρός; Όχι», λέγει.

Και όταν λέμε ότι ο πλε­ο­νέ­κτης είναι ειδω­λο­λά­τρης, και αυτό πάλι το απορ­ρί­πτουν, λέγον­τας ότι αυτό είναι υπερ­βο­λι­κό. Κατ’ αυτόν τον τρό­πο εξευ­τε­λί­ζουν όλες τις εντο­λές. Υπαι­νισ­σό­με­νος αυτούς λοι­πόν ο μακά­ριος Παύ­λος, και τότε έγρα­φε προς τους Εφε­σί­ους τα εξής: «Τοτο γάρ στε γινώ­σκον­τες, τι πς πόρ­νος κάθαρ­τος πλε­ο­νέ­κτης, ς στιν εδωλο­λά­τρης, οκ χει κλη­ρο­νο­μί­αν ν τ βασι­λεί το Χρι­στο κα Θεο(:Φυλα­χθεί­τε απ’ όλα αυτά, διό­τι πρέ­πει να ξέρε­τε καλά αυτό, ότι κάθε πόρ­νος ή ακά­θαρ­τος ή πλε­ο­νέ­κτης, ο οποί­ος ουσια­στι­κά είναι ειδω­λο­λά­τρης, αφού η λατρεία του χρή­μα­τος απορ­ρο­φά ολό­κλη­ρη την καρ­διά του, δεν έχει κανέ­να δικαί­ω­μα κλη­ρο­νο­μιάς στην Βασι­λεία του Χρι­στού και Θεού)»[Εφ.5,5]. Στη συνέ­χεια προ­σθέ­τει: «Μηδες μς πατά­τω κενος λόγοις(:Αυτή είναι η μόνο αλή­θεια. Κι ας μη σας εξα­πα­τά κανείς με λόγια κού­φια και ψεύ­τι­κα· διό­τι για τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά έρχε­ται η οργή του Θεού πάνω στους απεί­θαρ­χους και ανυ­πό­τα­κτους ανθρώ­πους)»[Εφ.5,6]. Κού­φια είναι εκεί­να που έχουν προ­σω­ρι­νώς χάριν και δεν απο­δει­κνύ­ον­ται με κανέ­να τρό­πο στα έργα· το πράγ­μα βέβαια αυτό είναι απά­τη. «Δι τατα γρ ρχε­ται ργ το Θεο π τος υος τς πει­θεί­ας(:Διό­τι για τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά έρχε­ται η οργή του Θεού πάνω στους απεί­θαρ­χους και ανυ­πό­τα­κτους ανθρώ­πους)»[Εφ.5,6]. Ομι­λεί για την πορ­νεία, για την πλε­ο­νε­ξία, για την ακα­θαρ­σία ή και για τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά και για την απά­τη, επει­δή υπάρ­χουν απα­τε­ώ­νες. «Υος τς πει­θεί­ας» ονο­μά­ζει τους υπερ­βο­λι­κά απει­θείς, εκεί­νους που απει­θούν σε Αυτόν.

«Μ ον γίνε­σθε συμ­μέ­το­χοι ατν. τε γρ ποτε σκτος, νν δ φς ν Κυρίῳ (:Μη γίνε­στε λοι­πόν συμ­μέ­το­χοι των ανθρώ­πων αυτών στα πονη­ρά τους έργα. Σκε­φθεί­τε τι ήσα­σταν στο παρελ­θόν. Τόσο πολύ είχε εισχω­ρή­σει μέσα σας ο σκο­τι­σμός της αμαρ­τί­ας, ώστε είχα­τε μετα­βλη­θεί σε σκο­τά­δι. Τώρα όμως που ενω­θή­κα­τε με τον Κύριο γίνα­τε φως. Να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε λοι­πόν σαν παι­διά του φωτός˙ σαν άνθρω­ποι που όλη τους η ζωή είναι φως, και λάμ­πουν με την αρε­τή τους)»[Εφ.5,7–8]. Πρό­σε­χε πώς με σύνε­ση παρό­τρυ­νε αυτούς· κατά πρώ­τον από τον Χρι­στό, διό­τι «αγα­πά­τε ο ένας τον άλλον, και δεν αδι­κεί­τε κανέ­να»· έπει­τα πάλι από την τιμω­ρία και γέεν­να του πυρός.

«τε γρ ποτε σκτος, νν δ φς ν Κυρίῳ». «Διό­τι», λέγει, «άλλο­τε ήσα­σταν σκο­τά­δι, εξαι­τί­ας της πλά­νης και της αμαρ­τί­ας που κυριαρ­χού­σε μέσα σας· τώρα όμως δια του Κυρί­ου έχε­τε φωτι­στεί και είστε φως». Πράγ­μα που λέγει και στην προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή: «Τίνα ον καρπν εχετε τότε φ᾿ ος νν παι­σχύ­νε­σθε; Τ γρ τέλος κεί­νων θάνα­τος (: Ποια ωφέ­λεια λοι­πόν είχα­τε τότε από τα έργα της αμαρ­τί­ας, για τα οποία τώρα, όταν τα θυμά­στε, ντρέ­πε­στε; Καμία. Είχα­τε αντί­θε­τα βλά­βη μεγά­λη, διό­τι το τελι­κό απο­τέ­λε­σμα των έργων εκεί­νων είναι θάνα­τος πνευ­μα­τι­κός)»[Ρωμ.6,21] και τους υπεν­θυ­μί­ζει την προ­η­γού­με­νη κακία τους· δηλα­δή: «Αφού κατα­νο­ή­σε­τε τι είστε εσείς άλλο­τε, και τι έχε­τε γίνει τώρα, μην επι­στρέ­φε­τε στην προ­η­γού­με­νη κακία σας, ούτε να φέρε­στε υβρι­στι­κά προς την χάρη του Θεού. «τε γρ ποτε σκτος, νν δ φς ν Κυρίῳ». Αυτό, λέγει ο Παύ­λος, έγι­νε σε σας όχι εξαι­τί­ας της δικής σας αρε­τής , αλλά δια της χάρι­τος του Θεού· δηλα­δή, «Και σεις ήσα­σταν άλλο­τε άξιοι των ιδί­ων, αλλά όχι πλέ­ον τώρα».

«ς τκνα φωτς περι­πα­τετε (:Να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε λοι­πόν σαν παι­διά του φωτός˙ σαν άνθρω­ποι που όλη τους η ζωή είναι φως, και λάμ­πουν με την αρε­τή τους)». Για να δεί­ξει λοι­πόν τι σημαί­νει «τέκνα φωτός», προ­σθέ­τει στη συνέ­χεια: « γρ καρπς το Πνεματος ν πσ γαθωσν κα δικαιοσν κα ληθείᾳ· δοκιμζον­τες τ στιν εὐάρεστον τ Κυρίῳ(:Οφεί­λε­τε, λοι­πόν, αφού λάβα­τε το Άγιο Πνεύ­μα, να έχε­τε φωτει­νή δια­γω­γή· διό­τι ο καρ­πός που παρά­γει το Άγιο Πνεύ­μα στις ψυχές των ανθρώ­πων που φωτί­ζει, φαί­νε­ται εξω­τε­ρι­κά με κάθε είδους εκδη­λώ­σεις καλο­σύ­νης και δικαιο­σύ­νης και φιλα­λή­θειας. Και να εξε­τά­ζε­τε να μάθε­τε τι είναι ευά­ρε­στο στον Κύριο)»[Εφ.5,9–10]. «ν πσ γαθωσν (:Με κάθε είδους εκδη­λώ­σεις καλο­σύ­νης)», λέγει. Αυτό το λέγει προς τους οργι­ζο­μέ­νους και προς τους κακούς. «Και με κάθε δικαιο­σύ­νη»· αυτό το λέγει προς τους πλε­ο­νέ­κτες. «Και με φιλα­λή­θεια»· αυτό το λέγει προς την ψευ­δή ηδο­νή. «Όχι εκεί­να που είπα», λέγει, «αλλά τα αντί­θε­τα». «ν πσ». Δηλα­δή «πρέ­πει σε όλα να επι­δει­κνύ­ε­τε πνευ­μα­τι­κό καρ­πό». «Δοκιμζον­τες τ στιν εὐάρεστον τ Κυρίῳ(:Και να ερευ­νά­τε και να δια­κρί­νε­τε πάν­το­τε τι είναι ευά­ρε­στο ενώ­πιον του Κυρί­ου)». Επο­μέ­νως εκεί­να ήσαν δείγ­μα παι­δι­κής και ατε­λούς δια­νοί­ας.

«Κα μ συγ­κοι­νω­νετε τος ργοις τος κρποις το σκτους, μλλον δ κα λγχε­τε· τ γρ κρυφ γινμενα π’ ατν ασχρν στι κα λγειν· τ δ πντα λεγχμενα π το φωτς φανε­ροται· πν γρ τ φανε­ρομενον φς στι (:Και να μη γίνε­στε με την ανο­χή σας συγ­κοι­νω­νοί και συνέ­νο­χοι στα αμαρ­τω­λά σκο­τει­νά έργα, που δεν φέρ­νουν κανέ­ναν ωφέ­λι­μο καρ­πό. Αντί να τα σκε­πά­ζε­τε και να τα ανέ­χε­στε, οφεί­λε­τε μάλ­λον να τα ελέγ­χε­τε και να τα βγά­ζε­τε στο φως, απο­δει­κνύ­ον­τας πόσο ολέ­θρια είναι. Ο έλεγ­χος και η δια­φώ­τι­ση αυτή είναι επι­βε­βλη­μέ­νη και ωφέ­λι­μη· διό­τι τα έργα που κάνουν κρυ­φά οι απεί­θαρ­χοι αυτοί άνθρω­ποι είναι τόσο αισχρά, ώστε και μόνο το να μιλά κανείς γι’ αυτά φέρ­νει ντρο­πή. Με τον έλεγ­χο, όμως, τα έργα αυτά που γίνον­ται κρυ­φά φανε­ρώ­νον­ται. Γίνε­ται δηλα­δή γνω­στός ο αισχρός τους χαρα­κτή­ρας και οι ολέ­θριες συνέ­πειές τους. Κι όσοι έχουν καλή διά­θε­ση διορ­θώ­νον­ται. Στα­μα­τούν πλέ­ον να τα κάνουν αυτά και εργά­ζον­ται στο εξής φανε­ρά· διό­τι καθε­τί που δεν φοβά­ται τον έλεγ­χο και δεν δυσκο­λεύ­ε­ται να φανε­ρω­θεί, είναι φως)» [Εφ.5,11–13]. Είπε ότι «γίνα­τε φως»· το δε φως ελέγ­χει τα γινό­με­να στο σκο­τά­δι. Ώστε «Αν είστε εσείς», λέγει, «ενά­ρε­τοι και θαυ­μα­στοί, δεν θα μπο­ρούν να δια­φύ­γουν την προ­σο­χή σας οι πονη­ροί άνθρω­ποι. Διό­τι, όπως ακρι­βώς, όταν το λυχνά­ρι βρί­σκε­ται στη θέση του, όλοι φωτί­ζον­ται και δεν θα μπο­ρέ­σει ο ληστής να εισέλ­θει στο σπί­τι, έτσι όταν λάμ­πει το δικό σας φως θα απο­κα­λύ­πτον­ται οι πονη­ροί, επει­δή ελέγ­χον­ται».

Άρα πρέ­πει να γίνε­ται αυστη­ρός έλεγ­χος. Πώς λοι­πόν τότε λέγει ο Κύριος: «Μ κρί­νε­τε, να μ κριθτε(:Μην κατα­κρί­νε­τε με ασπλα­χνία τον πλη­σί­ον σας, για να μην κατα­κρι­θεί­τε από τον Θεό)»;[Ματθ.7,1]. Είπε «να ελέγ­χε­τε», όχι «να κατα­κρί­νε­τε», δηλα­δή, να σωφρο­νί­ζε­τε. Επί­σης, το «Μ κρί­νε­τε, να μ κριθτε» το είπε για τα ασή­μαν­τα πράγ­μα­τα. Και μάλι­στα πρό­σθε­τε: «Τί δ βλέ­πεις τ κάρ­φος τ ν τ φθαλμ το δελ­φο σου, τν δ ν τ σ φθαλμ δοκν ο κατα­νοες;(:Για­τί λοι­πόν βλέ­πεις το σκου­πι­δά­κι που είναι στο μάτι του αδελ­φού σου, ενώ το δοκά­ρι που είναι στο μάτι σου δεν το αισθά­νε­σαι και δεν το κατα­λα­βαί­νεις; Για­τί το μικρό σφάλ­μα του αδελ­φού σου το βλέ­πεις, ενώ μένεις αναί­σθη­τος μπρο­στά στο δικό σου βαρύ­τα­το σφάλ­μα;)»[ Ματθ.7,3].

Αυτό λοι­πόν που εννο­εί είναι το εξής: Όπως το τραύ­μα ενό­σω κρύ­πτε­ται μέσα στο σώμα μας καλυ­πτό­με­νο από επά­νω και εισχω­ρεί βαθιά, δεν το φρον­τί­ζο­με καθό­λου, έτσι και η αμαρ­τία, ενό­σω μεν μπο­ρεί να κρύ­πτε­ται, σαν να βρί­σκε­ται στο σκο­τά­δι, με μεγά­λη ασφά­λεια τολ­μά τα πάν­τα, όταν όμως φανε­ρω­θεί, γίνε­ται φως· όχι η ίδια αμαρ­τία- διό­τι πώς θα μπο­ρού­σε να γίνει αυτό;- αλλά εκεί­νος που την έπρα­ξε. Διό­τι όταν προ­σα­χθεί ενώ­πιον των ανθρώ­πων, όταν νου­θε­τη­θεί, όταν μετα­νο­ή­σει, όταν λάβει συγ­χώ­ρη­ση, δεν καθά­ρι­σες εντε­λώς το σκο­τά­δι του; Δεν θερά­πευ­σες τότε το τραύ­μα του; Δεν απέ­κο­ψε την ακαρ­πία για να φέρει καρ­πό; Ή αυτό εννο­εί ή εκεί­νο, ότι δηλα­δή «Ο μεν δικός σας τρό­πος ζωής, επει­δή είναι φανε­ρός, είναι φως· κανείς βέβαια δεν απο­κρύ­πτει τον καθα­ρό τρό­πο ζωής. Τα κρυ­πτό­με­να, όμως, εξαι­τί­ας του ότι έχουν γίνει σκο­τει­νά, κρύ­πτον­ται». «Δι λέγει· γει­ρε καθεύ­δων κα νάστα κ τν νεκρν, κα πιφαύ­σει σοι Χρι­στός (:Επει­δή λοι­πόν πραγ­μα­τι­κά με τον έλεγ­χο επέρ­χε­ται διόρ­θω­ση στους καλο­διά­θε­τους, γι’ αυτό και το Άγιο Πνεύ­μα χρη­σι­μο­ποιεί τον έλεγ­χο και φωνά­ζει σε κάθε αμαρ­τω­λό με το στό­μα των προ­φη­τών της Και­νής Δια­θή­κης: «Σήκω επά­νω εσύ που κοι­μά­σαι τον ύπνο της αμαρ­τί­ας, και ανα­στή­σου από τη νέκρα και τον θάνα­το στον οποίο σε έρι­ξε η αμαρ­τία. Και θα σε φωτί­σει ο Χρι­στός)» [Εφ.5,14]. «Κοι­μω­μέ­νο» και «νεκρό» εννο­εί τον άνθρω­πο της αμαρ­τί­ας· και είναι αλή­θεια ότι απο­πνέ­ει δυσω­δία, όπως ο νεκρός, και είναι αδρα­νής, όπως ο κοι­μώ­με­νος, και τίπο­τε δεν βλέ­πει, όπως εκεί­νος, αλλά ονει­ρεύ­ε­ται και φαν­τά­ζε­ται. Άλλοι μεν λέγουν: «Θα πλη­σιά­σεις τον Χρι­στό», άλλοι δε: «Θα σε φωτί­σει ο Χρι­στός»· μάλ­λον αυτό το δεύ­τε­ρο είναι. Φύγε μακριά από την αμαρ­τία και θα μπο­ρέ­σεις να δεις τον Χρι­στό. «Πς γρ φαλα πράσ­σων μισε τ φς κα οκ ρχε­ται πρς τ φς(:Διό­τι καθέ­νας που επι­μέ­νει να κάνει έργα πονη­ρά και κακά, δεν αδια­φο­ρεί απλώς, αλλά απο­στρέ­φε­ται το φως. Και δεν έρχε­ται στο φως, για να μη γίνε­ται φανε­ρή η ασχή­μια και η ανη­θι­κό­τη­τα των έργων του και προ­κλη­θεί έτσι η απο­δο­κι­μα­σία του και η εξέ­γερ­ση της συνει­δή­σε­ώς του)»[Ιω.3,20]. Αντι­θέ­τως, όμως εκεί­νος που δεν πράτ­τει έργα πονη­ρά και κακά, έρχε­ται στο φως.

Αλλά δεν το λέγει αυτό μόνον για τους απί­στους, διό­τι πολ­λοί πιστοί προ­σκολ­λών­ται στην κακία όχι λιγό­τε­ρο από τους απί­στους· υπάρ­χουν δε και εκεί­νοι που προ­σκολ­λών­ται ασυγ­κρί­τως περισ­σό­τε­ρο. Για τον λόγο αυτόν και προς αυτούς είναι αναγ­καίο να πού­με: «Σήκω επά­νω εσύ, που κοι­μά­σαι τον ύπνο της αμαρ­τί­ας, και ανα­στή­σου από τους νεκρούς της αμαρ­τί­ας και θα σε φωτί­σει ο Χρι­στός». Προς αυτούς αρμό­ζει να πού­με και τού­το: «Οκ στιν Θες Θες νεκρν, λλ ζών­των(:Δεν είναι ο Θεός Θεός νεκρών, που κατάν­τη­σαν σε ανυ­παρ­ξία, αλλά είναι Θεός ζων­τα­νών)»[Ματθ.22,32].

Εφό­σον ισχυ­ρί­ζον­ται ότι είναι υπερ­βο­λι­κό το: « πλε­ο­νέ­κτης στιν εδωλο­λά­τρης», όμως δεν είναι υπερ­βο­λι­κός ο λόγος, αλλά αλη­θι­νός. Πώς και με ποιον τρό­πο; Διό­τι ο πλε­ο­νέ­κτης απο­μα­κρύ­νε­ται από τον Θεό, όπως ακρι­βώς ο ειδω­λο­λά­τρης. Και για να μη νομί­σεις ότι απλώς έχει λεχθεί αυτό, είναι από­φα­ση του Χρι­στού που λέγει: «Ο δύνα­σθε Θε δου­λεύ­ειν κα μαμων(:Δεν μπο­ρεί­τε να είστε συγ­χρό­νως δού­λοι και του Θεού και του μαμω­νά, δηλα­δή του πλού­του. Ή θα μισή­σε­τε τον πλού­το για να αγα­πή­σε­τε τον Θεό, ή θα προ­σκολ­λη­θεί­τε στον πλού­το και θα περι­φρο­νή­σε­τε τότε τον Θεό)»[Ματθ.6,24]. Όσοι δου­λεύ­ουν στον μαμ­μω­νά έφυ­γαν μόνοι τους από την δου­λεία του Θεού, εκεί­νοι όμως που αρνή­θη­καν την εξου­σία του Θεού και είναι δού­λοι του άψυ­χου χρυ­σού, είναι ολο­φά­νε­ρο ότι είναι ειδω­λο­λά­τρες.

Αλλά θα πει κάποιος ίσως: «Δεν έκα­μα είδω­λο, ούτε έστη­σα βωμό, ούτε θυσί­α­σα πρό­βα­τα, ούτε πρό­σφε­ρα ως σπον­δή οίνο, αλλά μπή­κα στην εκκλη­σία και ύψω­σα τα χέρια μου προς τον Μονο­γε­νή Υιό του Θεού, και συμ­με­τέ­χω στα μυστή­ρια και λαμ­βά­νω μέρος στην προ­σευ­χή και σε όλα τα άλλα που αρμό­ζουν στον Χρι­στια­νό. Πώς λοι­πόν», λέγει, προ­σκυ­νώ τα είδω­λα;». Αυτό βέβαια είναι το παρα­δο­ξό­τε­ρο από όλα, διό­τι, αφού έλα­βες πεί­ρα και δοκί­μα­σες την φιλαν­θρω­πία του Θεού και αφού είδες ότι ο Κύριος είναι αγα­θός, τον μεν αγα­θό εγκα­τέ­λει­ψες και απο­δέ­χτη­κες τον άγριο τύραν­νο και προ­σποιεί­σαι ότι είσαι δού­λος του Κυρί­ου, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως υπέ­βαλ­λες τον εαυ­τό σου στον σκλη­ρό και φοβε­ρό ζυγό της φιλαρ­γυ­ρί­ας. Δεν μου είπες ακό­μη το δικό σου κατόρ­θω­μα, αλλά τα δώρα του Θεού. Διό­τι πες μου, παρα­κα­λώ, από πού κρί­νο­με τον πιστό στρα­τιώ­τη, όταν είναι σωμα­το­φύ­λα­κας του βασι­λέ­ως και τρέ­φε­ται απ΄ αυτόν και θεω­ρεί­ται ότι ανή­κει σε αυτόν, ή όταν δεν έχει τα ίδια με εκεί­νον φρο­νή­μα­τα, αλλά προ­σποιεί­ται ότι ανή­κει σε εκεί­νον και φρον­τί­ζει τις υπο­θέ­σεις του, όμως απο­δέ­χε­ται τα έργα των εχθρών; Είναι φανε­ρό ότι είναι πιστός, όταν είναι σωμα­το­φύ­λα­κας του βασι­λέ­ως. Για τον λόγο αυτόν είσαι άξιος και σκλη­ρό­τε­ρης τιμω­ρί­ας, παρά όταν απο­χω­ρι­στείς από την υπη­ρε­σία του βασι­λέ­ως και προ­στε­θείς στους εχθρούς σου.

Κι εσύ λοι­πόν υβρί­ζεις τον Θεό σαν ειδω­λο­λά­τρης, όχι με το ένα στό­μα το δικό σου, αλλά με τα πολ­λά των αδι­κη­μέ­νων. «Αλλά δεν είναι ειδω­λο­λά­τρης», θα πει ίσως κάποιος. Όταν λοι­πόν λένε οι Έλληνες[:οι εθνι­κοί]: «Ο Χρι­στια­νός ο πλε­ο­νέ­κτης», τότε δεν υβρί­ζει αυτός μόνο τον Θεό με εκεί­να που πράτ­τει, αλλά αναγ­κά­ζει και τους αδι­κη­μέ­νους να κάνουν πολ­λές φορές αυτό· εάν όμως δεν το λένε, αυτό πρέ­πει να κατα­λο­γι­σθεί στην ευσέ­βεια των Ελλή­νων. Ή δεν βλέ­που­με να γίνον­ται έτσι τα πράγ­μα­τα; Τι άλλο κάνει ο ειδω­λο­λά­τρης; Μήπως δεν προ­σκυ­νεί πολ­λές φορές και ο ίδιος τα πάθη, χωρίς να είναι κυρί­αρ­χος του πάθους; Επε­ξη­γώ τι εννοώ: Όταν λέμε ότι δεν προ­σκυ­νεί τα είδω­λα, αλλά προ­σκυ­νεί την Αφρο­δί­τη, τον Άρη. Και αν ρωτή­σου­με: «Ποια είναι αυτή η Αφρο­δί­τη;», οι σεμνό­τε­ροι απ’ αυτούς απαν­τούν: «Η ηδο­νή». «Και ποιος είναι ο Άρης;». « Ο θυμός». Έτσι κι εσύ προ­σκυ­νείς τον μαμ­μω­νά. Αν ρωτή­σου­με: «Ποιος είναι ο μαμ­μω­νάς;». «Η πλε­ο­νε­ξία». «Και εσύ προ­σκυ­νείς αυτήν;». «Δεν την προ­σκυ­νώ», θα πει. Για­τί; Μήπως επει­δή δεν λυγί­ζεις το γόνα­τό σου; Αλλά τώρα προ­σκυ­νείς ασυγ­κρί­τως περισ­σό­τε­ρο με τα έργα και τα πράγ­μα­τα, διό­τι αυτή είναι η μεγα­λύ­τε­ρη προ­σκύ­νη­ση. Και για να μάθεις, πρό­σε­χε τι συμ­βαί­νει με τον Θεό: Ποιοι προ­σκυ­νούν περισ­σό­τε­ρο Αυτόν, εκεί­νοι που απλώς μόνο παρα­στέ­κον­ται στους τόπους προ­σευ­χής ή εκεί­νοι που πράτ­τουν το θέλη­μά Του; Είναι ολο­φά­νε­ρο ότι αυτοί που πράτ­τουν το θέλη­μά Του.

Έτσι συμ­βαί­νει και με τον μαμ­μω­νά· εκεί­νοι που κάνουν το θέλη­μά του προ­σκυ­νούν περισ­σό­τε­ρο αυτόν. Αν και βέβαια εκεί­νοι που προ­σκυ­νούν τα πάθη, πολ­λές φορές είναι απαλ­λαγ­μέ­νοι από αυτά. Θα μπο­ρού­σε να δει κανείς τον υπη­ρέ­τη του Άρη να είναι πολ­λές φορές κύριος του θυμού του. Σε σένα όμως δεν συμ­βαί­νει πλέ­ον αυτό, αλλά υπο­δου­λώ­νεις τελεί­ως τον εαυ­τό σου στο πάθος. Αλλά δεν σφά­ζεις πρό­βα­τα; Φονεύ­εις όμως ανθρώ­πους και ψυχές λογι­κές, άλλες μεν με την πεί­να, άλλες δε με τις βλα­σφη­μί­ες. Δεν υπάρ­χει τίπο­τε το περισ­σό­τε­ρο οργια­στι­κό από την θυσία αυτήν. Ποιος είδε ποτέ σφα­ζό­με­νες ψυχές; Επι­κα­τά­ρα­τος είναι ο βωμός της πλε­ο­νε­ξί­ας. Διό­τι εάν πλη­σιά­σεις σε αυτόν τον βωμό των ειδώ­λων, θα δεις να μυρί­ζουν αίμα­τα αιγών και βοδιών· αν πλη­σιά­σεις όμως στον βωμό της πλε­ο­νε­ξί­ας, θα δεις να μυρί­ζει ανθρώ­πι­να αίμα­τα· και αν στα­θείς πλη­σί­ον του, δεν θα δεις να καί­ον­ται πτε­ρά ορνί­θων, ούτε κνί­σα και καπνό να ανε­βαί­νει ψηλά, αλλά σώμα­τα ανθρώ­πων να κατα­στρέ­φον­ται. Διό­τι άλλοι μεν έπε­σαν στους κρη­μνούς, άλλοι δε έδε­σαν βρόγ­χο και άλλοι δια­πέ­ρα­σαν το ξίφος στον λαι­μό τους. Είδες θυσί­ες ωμές και ανθρώ­πους; Θέλεις να δεις φοβε­ρό­τε­ρες από αυτές; Εγώ θα σου δεί­ξω να σφά­ζον­ται με αγριό­τη­τα εκεί όχι πλέ­ον σώμα­τα ανθρώ­πων, αλλά και ψυχές ανθρώ­πων. Και βέβαια είναι δυνα­τόν να σφά­ζε­ται η ψυχή με την σφα­γή που της αρμό­ζει· διό­τι όπως ακρι­βώς υπάρ­χει θάνα­τος του σώμα­τος, έτσι υπάρ­χει και της ψυχής. Διό­τι « ψυχ μαρ­τά­νου­σα, (:Κάθε ψυχή η οποία αμαρ­τά­νει)», λέγει,«ατη ποθα­νεται (:αυτή και μόνο θα πεθά­νει)»[Ιεζ.18,4]. Ο θάνα­τος της ψυχής δεν είναι τέτοιος, όπως ο θάνα­τος του σώμα­τος, αλλά πολύ φοβε­ρό­τε­ρος. Διό­τι αυτός μεν ο σωμα­τι­κός θάνα­τος, αφού δια­λύ­σει την ψυχή και το σώμα το ένα από το άλλο, το μεν σώμα το ανέ­παυ­σε από τις πολ­λές φρον­τί­δες και τους κόπους, την δε ψυχή απέ­στει­λε σε φανε­ρό χώρο· έπει­τα με την πάρο­δο του χρό­νου, αφού δια­λυ­θεί και φθα­ρεί, πάλι συνά­γε­ται το σώμα με αφθαρ­σία και λαμ­βά­νει την ίδια, την δική του ψυχή.

Ο σωμα­τι­κός λοι­πόν θάνα­τος είναι τέτοιος, της ψυχής όμως είναι φρι­κτός και φοβε­ρός. Διό­τι εάν δια­λυ­θεί, δεν απο­στέλ­λει όπως το σώμα αυτήν, αλλά, αφού συν­δε­θεί πάλι με το άφθαρ­το σώμα, το βάζει μέσα στο πυρ το άσβε­στο. Αυτός λοι­πόν είναι ο θάνα­τος της ψυχής. Όπως υπάρ­χει, λοι­πόν, θάνα­τος της ψυχής, έτσι υπάρ­χει και σφα­γή της ψυχής. Τι είναι του σώμα­τος η σφα­γή; Το να νεκρω­θεί το σώμα και να απο­κο­πεί από την επε­νέρ­γεια της ψυχής. Τι είναι η σφα­γή της ψυχής; Και αυτό είναι νέκρω­σις. Και τι σημαί­νει νέκρω­ση ψυχής; Όπως βέβαια τότε νεκρώ­νε­ται το σώμα, όταν εγκα­τα­λεί­ψει αυτό χωρίς τη δική της ενέρ­γεια η ψυχή, έτσι και η ψυχή νεκρώ­νε­ται, όταν εγκα­τα­λεί­ψει αυτήν χωρίς τη δική Του ενέρ­γεια το Άγιο Πνεύ­μα. Οι σφα­γές αυτές γίνον­ται κυρί­ως επά­νω στον βωμό της πλε­ο­νε­ξί­ας· δεν προ­κα­λούν κορε­σμό, ούτε αρκούν­ται στο αίμα των ανθρώ­πων, αλλά αν δεν θυσιά­σεις και αυτή την ψυχή, δεν ικα­νο­ποιεί­ται ο βωμός της πλε­ο­νε­ξί­ας, αν δεν δεχτεί τις ψυχές και των δύο, και του θύτη δηλα­δή και του θύμα­τος. Εν πρώ­τοις είναι ανάγ­κη να θυσια­στεί ο θύτης, και έτσι προ­σφέ­ρει θυσία, και ο νεκρός θυσιά­ζει τον μέχρι προ ολί­γου ζων­τα­νό. Διό­τι όταν βλα­σφη­μή­σει, όταν κακο­λο­γεί, όταν δυσα­να­σχε­τεί, δεν είναι αυτές οι πλη­γές της ψυχής ανί­α­τες; Είδες ότι δεν είναι υπερ­βο­λι­κός ο λόγος ότι ο πλε­ο­νέ­κτης είναι ειδω­λο­λά­τρης;

Θέλεις να ακού­σεις και άλλον, και να μάθεις ότι η πλε­ο­νε­ξία είναι ειδω­λο­λα­τρία και μάλι­στα φοβε­ρό­τε­ρη από την ειδω­λο­λα­τρία; Οι ειδω­λο­λά­τρες προ­σκυ­νούν τα κτί­σμα­τα του Θεού. Διό­τι λέγει: «Κα σεβά­σθη­σαν κα λάτρευ­σαν τ κτί­σει παρ τν κτί­σαν­τα(:Αυτοί αντι­κα­τέ­στη­σαν τον αλη­θι­νό Θεό με τους ψεύ­τι­κους θεούς των ειδώ­λων και απέ­δω­σαν το σεβα­σμό της καρ­διάς τους και την εξω­τε­ρι­κή λατρεία τους στην κτί­ση, αντί να σέβον­ται και να λατρεύ­ουν Εκεί­νον που την δημιούρ­γη­σε, ο Οποί­ος είναι σωστό και δίκαιο να ευλο­γεί­ται και να δοξά­ζε­ται στους αιώ­νες)»[Ρωμ.1,25]. Εσύ όμως προ­σκυ­νείς το δικό σου κτί­σμα· διό­τι ο Θεός δεν δημιούρ­γη­σε την πλε­ο­νε­ξία, αλλά την επι­νόη­σε η δική σου αμέ­τρη­τη απλη­στία. Και πρό­σε­χε τη μανία και το γέλιο. Οι προ­σκυ­νούν­τες τα είδω­λα και τιμούν αυτά που προ­σκυ­νούν· και αν τα συκο­φαν­τή­σει κανείς ή τα υβρί­σει, αυτοί τα υπε­ρα­σπί­ζον­ται. Εσύ όμως, σαν από κάποια μέθη αγό­με­νος, προ­σκυ­νείς πράγ­μα, το οποίο όχι μόνο δεν είναι απαλ­λαγ­μέ­νο από κατη­γο­ρία, αλλά είναι και γεμά­το από ασέ­βεια. Επο­μέ­νως μάλ­λον είσαι πολύ χει­ρό­τε­ρος από αυτούς, διό­τι δεν μπο­ρείς να απο­λο­γη­θείς, ότι δεν είναι κακό. Αν και εκεί­νοι είναι στον υπέρ­τα­το βαθ­μό αδι­καιο­λό­γη­τοι, εσύ όμως είσαι απεί­ρως περισ­σό­τε­ρο, επει­δή κατη­γο­ρείς την πλε­ο­νε­ξία και επι­κρί­νεις όλους εκεί­νους που την υπη­ρε­τούν και είναι δού­λοι της και την ακο­λου­θούν.

Εάν μάλι­στα θέλε­τε, ας εξε­τά­σου­με από ποια αιτία εισήλ­θε στον κόσμο η ειδω­λο­λα­τρία. Λέγει κάποιος σοφός[Σοφ. Σολ.14,15–21] ότι ένας πλού­σιος βασα­νι­ζό­με­νος από το πρό­ω­ρο πέν­θος του υιού του και μην έχον­τας καμία παρη­γο­ρία του πέν­θους, θέλη­σε να κατα­πρα­ΰ­νει τον θάνα­το του υιού του με τον ακό­λου­θο τρό­πο: Έκα­νε άψυ­χη εικό­να του απο­θα­νόν­τος και βλέ­πον­τας συνε­χώς προς αυτήν, νόμι­ζε ότι με την εικό­να έχει τον απο­θα­νόν­τα υιό. Μερι­κοί λοι­πόν άνθρω­ποι κόλα­κες, των οποί­ων ο Θεός ήταν η κοι­λία, λατρεύ­ον­τας την εικό­να για να τιμή­σουν εκεί­νον, προ­ή­γα­γαν την συνή­θεια σε ειδω­λο­λα­τρία. Επο­μέ­νως η ειδω­λο­λα­τρία εισή­χθη στον κόσμο από την ασθέ­νεια της ψυχής, από συνή­θεια παρά­λο­γη, από υπερ­βο­λή. Η πλε­ο­νε­ξία όμως δεν εισή­χθη έτσι· προ­ήλ­θε βέβαια και αυτή από ασθε­νή ψυχή, πλην όμως από χει­ρό­τε­ρη. Δεν έχα­σε κανείς τον υιό του, ούτε επει­δή συρό­ταν από τους κόλα­κες. Αλλά πώς; Εγώ θα σας πω. Ο Κάιν εξα­πά­τη­σε τον Θεό· διό­τι εκεί­να που έπρε­πε να δοθούν σε Εκεί­νον, τα κρά­τη­σε κον­τά του, ενώ αυτά που έπρε­πε να έχει αυτός τα πρό­σφε­ρε σε Εκεί­νον και έκα­νε αρχή του κακού από τον Θεό· διό­τι εάν εμείς είμα­στε του Θεού, πολύ περισ­σό­τε­ρο όσοι έχουν τα πρω­τεία των δικών μας κτη­μά­των.

Πάλι από την πλε­ο­νε­ξία προ­ήλ­θε η γενε­τή­σια ορμή προς τις γυναί­κες. «Εδον τς θυγα­τέ­ρας τν νθρώ­πων κα ξεκυ­λί­σθη­σαν πρς τν πιθυ­μί­αν(:Παρα­τή­ρη­σαν τις θυγα­τέ­ρες των ανθρώ­πων και παρα­σύρ­θη­καν ακρά­τη­τα προς τη σαρ­κι­κή επι­θυ­μία)» [Γέν.6,2]· από αυτά πάλι προ­ήλ­θε η επι­θυ­μία προς τα χρή­μα­τα. Διό­τι το να θέλει κανείς να έχει περισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα από τον πλη­σί­ον του στην παρού­σα ζωή δεν προ­έρ­χε­ται από που­θε­νά αλλού, παρά από το ότι ψυχράν­θη­κε η αγά­πη· το να θέλει να έχει κανείς περισ­σό­τε­ρα δεν προ­έρ­χε­ται από άλλη αιτία, παρά από την από­γνω­ση και την μισαν­θρω­πία και την υπε­ρο­ψία. Δεν βλέ­πεις πόσο μεγά­λη είναι η γη; Δεν βλέ­πεις πως είναι μεγα­λύ­τε­ρος από την ανάγ­κη σου ο αέρας; Ο ουρα­νός; Για να σβή­σει βέβαια την πλε­ο­νε­ξία σου δημιούρ­γη­σε ο Θεός τα κτί­σμα­τα σε τόσο μεγά­λο μέγε­θος. Εσύ όμως παρ΄όλ’ αυτά αρπά­ζεις από τον πλη­σί­ον σου, και ακούς ότι η πλε­ο­νε­ξία είναι ειδω­λο­λα­τρία και ούτε έτσι φρίτ­τεις; Θέλεις να κλη­ρο­νο­μή­σεις τη γη; Αλλά δεν έχεις στον ουρα­νό κλη­ρο­νο­μία, για να στε­ρή­σεις τον εαυ­τό σου;

Πες μου, εάν σου έδι­νε κάποιος την εξου­σία να τα πάρεις όλα, άρα­γε δεν θα το ήθε­λες; Τώρα είναι δυνα­τόν να τα πάρεις όλα, εάν θέλεις. Αν και μερι­κοί λέγουν ότι λυπούν­ται, όταν μετα­βι­βά­ζουν την περιου­σία τους σε άλλους και θα ήθε­λαν να είχαν κατα­φά­γει αυτήν μάλ­λον, παρά να βλέ­πουν άλλους να γίνον­ται κύριοι αυτής. Ούτε εγώ σε απαλ­λάσ­σω από την ασθέ­νεια αυτήν· διό­τι και αυτό είναι δείγ­μα ασθε­νούς ψυχής· αλλά όμως και αν ακό­μη γίνει αυτό, άφη­σε κλη­ρο­νό­μο στη δια­θή­κη σου τον Χρι­στό. Έπρε­πε βέβαια να κάνεις αυτό όταν ήσουν ζων­τα­νός, διό­τι τού­το είναι δείγ­μα ορθής προ­αι­ρέ­σε­ως. Αλλά όμως έστω κατ’ ανάγ­κην γίνε περισ­σό­τε­ρο φιλό­τι­μος. Διό­τι πράγ­μα­τι ο Χρι­στός για τον λόγο αυτόν έδω­σε εντο­λή να δίνου­με στους πτω­χούς, για να μας κατα­στή­σει φιλο­σό­φους όταν ζού­με, για να μας πεί­σει να κατα­φρο­νού­με τα χρή­μα­τα, για να μας διδά­ξει να περι­φρο­νού­με όλα τα επί­γεια. Δεν είναι περι­φρό­νη­ση χρη­μά­των αυτό, το να δίνει δηλα­δή κάποιος στον τάδε και τον τάδε όταν πεθαί­νει και δεν είναι πλέ­ον κύριος αυτών· δεν δίνεις πλέ­ον τότε από τα δικά σου, αλλά από αυτήν την ανάγ­κη· η ευγνω­μο­σύ­νη οφεί­λε­ται στον θάνα­το, όχι σε σένα· αυτό δεν είναι δείγ­μα φιλο­στορ­γί­ας, αλλά ενέρ­γειας της ανάγ­κης. Αλλά όμως και έτσι ας γίνει, έστω και τότε θέσε τέρ­μα στο πάθος. Θυμή­σου πόσα άρπα­ξες, πόση πλε­ο­νε­ξία έδει­ξες· επί­στρε­ψε όλα τετρα­πλά­σια· έτσι απο­λο­γή­σου στον Θεό.

Όμως υπάρ­χουν μερι­κοί, που έχουν φθά­σει σε τέτοιο σημείο μανί­ας και τυφλώ­σε­ως και ούτε τότε δεν βλέ­πουν αυτό που πρέ­πει να γίνει, αλλά σαν να βιά­ζον­ται να προ­κα­λέ­σουν για τον εαυ­τό τους αυστη­ρό­τε­ρη την κρί­ση του Θεού, ενερ­γούν τα πάν­τα έτσι. Για τον λόγο αυτό ο μακά­ριος Παύ­λος γρά­φον­τας έλε­γε: «ς τκνα φωτς περι­πα­τετε»[Εφ.5,8]. Ο δε πλε­ο­νέ­κτης ζει κατε­ξο­χήν μέσα στο σκο­τά­δι, και δια­σκορ­πί­ζει πολύ σκο­τά­δι σε όλα. «Κα μ συγ­κοι­νω­νετε (:Και να μη γίνε­στε με την ανο­χή σας συγ­κοι­νω­νοί και συνέ­νο­χοι)», λέγει, «τος ργοις τος κρποις το σκτους, μλλον δ κα λγχε­τε· τ γρ κρυφ γινμενα π’ ατν ασχρν στι κα λγειν· τ δ πντα λεγχμενα π το φωτς φανε­ροται· πν γρ τ φανε­ρομενον φς στι (:στα αμαρ­τω­λά σκο­τει­νά έργα, που δεν φέρ­νουν κανέ­ναν ωφέ­λι­μο καρ­πό. Αντί να τα σκε­πά­ζε­τε και να τα ανέ­χε­στε, οφεί­λε­τε μάλ­λον να τα ελέγ­χε­τε και να τα βγά­ζε­τε στο φως, απο­δει­κνύ­ον­τας πόσο ολέ­θρια είναι. Ο έλεγ­χος και η δια­φώ­τι­ση αυτή είναι επι­βε­βλη­μέ­νη και ωφέ­λι­μη· διό­τι τα έργα που κάνουν κρυ­φά οι απεί­θαρ­χοι αυτοί άνθρω­ποι είναι τόσο αισχρά, ώστε και μόνο το να μιλά κανείς γι’ αυτά φέρ­νει ντρο­πή. Με τον έλεγ­χο όμως τα έργα αυτά που γίνον­ται κρυ­φά φανε­ρώ­νον­ται. Γίνε­ται δηλα­δή γνω­στός ο αισχρός τους χαρα­κτή­ρας και οι ολέ­θριες συνέ­πειές τους. Κι όσοι έχουν καλή διά­θε­ση διορ­θώ­νον­ται. Στα­μα­τούν πλέ­ον να τα κάνουν αυτά και εργά­ζον­ται στο εξής φανε­ρά· διό­τι καθε­τί που δεν φοβά­ται τον έλεγ­χο και δεν δυσκο­λεύ­ε­ται να φανε­ρω­θεί είναι φως)»[Εφ.5,11–5,13].

Ακού­στε, παρα­κα­λώ, όλοι όσοι δεν θέλε­τε να γίνε­στε αντι­κεί­με­νο αδι­καιο­λό­γη­του μίσους. Αρπά­ζει κάποιος και δεν τον ελέγ­χεις, αλλά φοβά­σαι το μίσος του; Κι όμως δεν είναι αυτό το να γίνε­σαι αντι­κεί­με­νο αδι­καιο­λό­γη­του μίσους· αλλά ελέγ­χεις δίκαια, και φοβά­σαι το μίσος του; Έλεγ­ξε τον αδελ­φό σου, δέξου το μίσος του για την προς τον Χρι­στό αγά­πη· εμπό­δι­σε αυτόν, όταν βαδί­ζει να πέσει στο βάρα­θρο. Διό­τι, το να λάβου­με μέρος σε τρα­πέ­ζι και σε καλούς λόγους και προ­σφω­νή­σεις και απο­λαύ­σεις, δεν είναι δείγ­μα υπερ­βο­λι­κής φιλί­ας. Ας προ­σφέ­ρο­με στους φίλους μας τέτοια δώρα, ώστε να σώζο­με την ψυχή τους από την οργή του Θεού. Βλέ­πον­τας αυτούς να κεί­τον­ται στην κάμι­νο της κακί­ας, ας τους σηκώ­σου­με. «Όμως δεν διορ­θώ­νε­ται», λέγει. Αλλά πρά­ξε το δικό σου καθή­κον, και απο­λο­γή­θη­κες στον Θεό. Να μην κρύ­ψεις το τάλαν­το· για τον λόγο αυτόν έχεις ομι­λία, για τον λόγο αυτόν έχεις γλώσ­σα και στό­μα, για να διορ­θώ­νεις τον πλη­σί­ον σου. Τα άλο­γα ζώα μόνον δεν φρον­τί­ζουν για τον πλη­σί­ον τους, ούτε έχουν δικαιο­λο­γία για τους άλλους. Εσύ όμως που ονο­μά­ζεις Πατέ­ρα τον Θεό και βλέ­πεις σαν αδελ­φό τον πλη­σί­ον σου, όταν αυτός κάνει αμέ­τρη­τα κακά, προ­τι­μάς την ευερ­γε­σία από εκεί­νον, παρά την ωφέ­λειά του; Μη, παρα­κα­λώ. Τίπο­τε δεν είναι τόσο δείγ­μα της φιλί­ας, όσο το να μην ανε­χό­μα­στε να αμαρ­τά­νουν οι αδελ­φοί μας.

Είδες εκεί­νους που μισούν­ται; Προ­σπά­θη­σε να τους συμ­φι­λιώ­σεις. Είδες πλε­ο­νέ­κτες; Προ­σπά­θη­σε να τους εμπο­δί­σεις. Είδες αδι­κου­μέ­νους; Υπε­ρά­σπι­σέ τους· έτσι κατά πρώ­τον έπρα­ξες ευά­ρε­στα στον εαυ­τό σου και όχι σε εκεί­νους. Για τον λόγο αυτόν είμα­στε φίλοι, για να είμα­στε χρή­σι­μοι μετα­ξύ μας. Δια­φο­ρε­τι­κά θα ακού­σει κανείς τον φίλο και δια­φο­ρε­τι­κά τον τυχόν­τα· αυτόν ίσως θα τον υπο­ψιά­ζε­ται, ομοί­ως και τον διδά­σκα­λο, τον φίλο όμως καθό­λου. «Διό­τι τα έργα», λέγει, «που πράτ­τουν κρυ­φά αυτοί, είναι αισχρό ακό­μη και να τα ανα­φέ­ρει κανείς. Όλα όμως τα έργα αυτά, κάτω από το φως του ελέγ­χου, γίνον­ται φανε­ρά πόσο ολέ­θρια είναι»[Εφ.5,12], λέγει. Τι θέλει να πει εδώ; Εννο­εί το εξής, ότι άλλα μεν αμαρ­τή­μα­τα γίνον­ται κρυ­φά στην παρού­σα ζωή, άλλα δε φανε­ρά· στην άλλη ζωή όμως δεν συμ­βαί­νει έτσι, διό­τι όλοι συναι­σθά­νον­ται ότι είναι ένο­χοι για αμαρ­τή­μα­τα. Για τον λόγο αυτόν λέγει: « Όλα όμως τα έργα, κάτω από το φως του ελέγ­χου, γίνον­ται φανε­ρά». Τι λοι­πόν; «Δεν έχει λεχθεί», λέγει ίσως κάποιος, «και αυτό εδώ περί ειδω­λο­λα­τρί­ας;». Όχι, αλλά ο λόγος είναι περί του τρό­που ζωής και των αμαρ­τη­μά­των. «Διό­τι καθε­τί που φανε­ρώ­νε­ται, είναι φως»[Εφ.5,13].

Για τον λόγο αυτόν, παρα­κα­λώ, ούτε εσείς να διστά­ζε­τε να ελέγ­χε­τε, ούτε να δυσφο­ρεί­τε όταν σας ελέγ­χουν. Διό­τι ενό­σω κάτι γίνε­ται στο σκο­τά­δι, γίνε­ται με περισ­σό­τε­ρη ασφά­λεια, όταν όμως υπάρ­χουν πολ­λοί μάρ­τυ­ρες, φωτί­ζε­ται. Για τον λόγο αυτόν ας πράτ­του­με τα πάν­τα, για να απο­τρέ­που­με την πνευ­μα­τι­κή νέκρω­ση των αδελ­φών μας, για να δια­λύ­ου­με το σκο­τά­δι, για να προ­σελ­κύ­ου­με τον ήλιο της δικαιο­σύ­νης. Διό­τι αν είναι πολ­λοί όσοι εκπέμ­πουν φως, και γι’ αυτούς θα είναι εύκο­λος ο δρό­μος της αρε­τής και οι ευρι­σκό­με­νοι στο σκο­τά­δι ευκο­λό­τε­ρα θα απο­κα­λύ­πτον­ται, όταν το φως αυξά­νε­ται και το σκο­τά­δι εξα­φα­νί­ζε­ται. Αν όμως συμ­βεί το αντί­θε­το, υπάρ­χει φόβος μήπως σβη­στούν και αυτοί, όταν η πυκνό­τη­τα, που δημιουρ­γεί το σκο­τά­δι και τα αμαρ­τή­μα­τα, επι­κρα­τή­σει του φωτός και απο­μα­κρύ­νει την λάμ­ψη αυτού. Ας συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε λοι­πόν κατά τέτοιο τρό­πο, σαν να ωφε­λού­με τους εαυ­τούς μας, για να ανα­πέμ­ψου­με με όλα τα έργα μας δόξα στον φιλάν­θρω­πο Θεό, με την χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, με τον Οποίο ταυ­τό­χρο­να στον Πατέ­ρα και στο Άγιο Πνεύ­μα πρέ­πει δόξα, κρά­τος και τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ ΙΘ΄, Εφ.5,15–21

«Βλπετε ον πς κριβς περι­πα­τετε, μ ς σοφοι, λλ’ ς σοφο, 16 ξαγο­ραζμενοι τν καιρν, τι α μραι πονη­ρα εσι. Δι τοτο μ γνεσθε φρο­νες, λλ συνιντες τ τ θλημα το Κυρου (:Έχε­τε δεχτεί κι εσείς τον φωτι­σμό αυτόν από τον Χρι­στό. Λοι­πόν προ­σέ­χε­τε πώς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε με κάθε ακρί­βεια, όχι σαν άσο­φοι και ασύ­νε­τοι, αλλά ως σοφοί και συνε­τοί. Να αξιο­ποιεί­τε πνευ­μα­τι­κά κάθε ευκαι­ρία και να την αρπά­ζε­τε αμέ­σως˙ έτσι θα φαί­νε­ται η σύνε­ση και η σοφία σας. Δεν πρέ­πει να χάνε­τε καμία ευκαι­ρία, διό­τι εξαι­τί­ας του κακού που επι­κρα­τεί, οι ημέ­ρες είναι γεμά­τες σκάν­δα­λα, και γι’ αυτό, ενώ οι ευκαι­ρί­ες για το καλό είναι σπα­νιό­τε­ρες, οι αφορ­μές για το κακό είναι πολύ περισ­σό­τε­ρες. Γι’ αυτό λοι­πόν προ­σέ­χε­τε να μη γίνε­στε ανόη­τοι, αλλά να εξε­τά­ζε­τε και να κατα­νο­εί­τε σε κάθε περί­πτω­ση ποιο είναι το θέλη­μα του Κυρί­ου. Κι έτσι, αν το εφαρ­μό­ζε­τε αυτό στη ζωή σας, θα γίνε­στε πράγ­μα­τι σοφοί και συνε­τοί)» [Εφ.5, 15–17].

Ακό­μη περισ­σό­τε­ρο καθα­ρί­ζει ο Παύ­λος την αιτία της κακί­ας, ακό­μη περισ­σό­τε­ρο απο­κό­πτει την βάση της οργής. Τι λέει, λοι­πόν; «Προ­σέ­χε­τε πώς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε με κάθε ακρί­βεια». Γνώ­ρι­ζε τον Διδά­σκα­λό του, διό­τι όταν απέ­στει­λε τους μαθη­τές σαν πρό­βα­τα ήμε­ρα ανά­με­σα σε αιμο­βό­ρους λύκους, επι­πλέ­ον προ­έ­τρε­ψε αυτούς να είναι και σαν τα περι­στέ­ρια. Διό­τι λέγει: «Κα κέραιοι σεσθε ς α περι­στε­ραί (:και φρον­τί­στε να είστε φρό­νι­μοι άκα­κοι και απλοί σαν τα περι­στέ­ρια)» [Ματθ.10,16]. Επει­δή λοι­πόν ήσαν και ανά­με­σα σε λύκους και επι­πλέ­ον είχαν προ­στα­γή να μην αμύ­νον­ται, αλλά να υπο­φέ­ρουν τα πάν­τα, για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς χρειά­ζον­ταν αυτήν την προ­τρο­πή. Μολο­νό­τι βέβαια και η πρώ­τη προ­τρο­πή ήταν αρκε­τή για να τους κάνει σθε­να­ρό­τε­ρους· όταν όμως είναι η προ­σθή­κη και των δύο, σκέ­ψου την υπερ­βο­λή. Πρό­σε­χε λοι­πόν και πώς με επι­μέ­λεια προ­φυ­λάσ­σει αυτούς λέγον­τας: «Προ­σέ­χε­τε πώς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε». Πόλεις ολό­κλη­ρες είχαν πόλε­μο προς αυτούς, εισήλ­θε δε ο πόλε­μος αυτός και στις οικί­ες· ο πατέ­ρας εναν­τί­ον του υιού, ο υιός εναν­τί­ον του πατρός, η μητέ­ρα εναν­τί­ον της θυγα­τέ­ρας, η θυγα­τέ­ρα εναν­τί­ον της μητέ­ρας ήσαν διαι­ρε­μέ­νοι. Τι λοι­πόν; Από ποια αιτία προ­έ­κυ­ψαν οι διαι­ρέ­σεις αυτές; Άκου­σαν τον Χρι­στό, που λέγει: « φιλν πατέ­ρα μητέ­ρα πρ μ οκ στι μου ξιος (:Εκεί­νος που αγα­πά τον πατέ­ρα του ή τη μητέ­ρα του περισ­σό­τε­ρο από Εμέ­να, και με αρνεί­ται για να μη χωρι­στεί από τους γονείς του, δεν αξί­ζει για μένα· και εκεί­νος που αγα­πά τον γιο του ή την κόρη του περισ­σό­τε­ρο από Εμέ­να, δεν είναι άξιος να λέγε­ται μαθη­τής μου)»[Ματθ.10,37].

Για να μη νομί­σουν λοι­πόν ότι απλώς εισά­γει πολέ­μους και μάχες επει­δή επρό­κει­το να επα­κο­λου­θή­σει μεγά­λη οργή, εξαι­τί­ας αυτού λέγει: «Προ­σέ­χε­τε πώς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε με κάθε ακρί­βεια». Δηλα­δή, εκτός από το κήρυγ­μα, να μη δώσε­τε που­θε­νά αλλού αφορ­μή για την εναν­τί­ον σας έχθρα. Αυτή μόνο ας είναι η αιτία της έχθρας. Κανείς σας ας μην ρίχνει την αιτία της έχθρας σε κάτι άλλο, αλλά να δεί­χνε­τε κάθε τιμή και υπα­κοή, όταν τίπο­τε δεν ζημιώ­νει το κήρυγ­μα, όταν τίπο­τε δεν εμπο­δί­ζει την ευσέ­βεια. Διό­τι λέγει: «πόδο­τε ον πσι τς φει­λάς, τ τν φόρον τν φόρον, τ τ τέλος τ τέλος (:Απο­δώ­στε λοι­πόν σε όλους όσους κατέ­χουν εξου­σία ό,τι τους οφεί­λε­τε ως χρέ­ος και καθή­κον. Σε εκεί­νον που εισπράτ­τει τον φόρο για τα εισο­δή­μα­τα και τον κεφα­λι­κό φόρο, απο­δώ­στε το φόρο. Σε εκεί­νον που εισπράτ­τει τους τελω­νεια­κούς δασμούς, απο­δώ­στε τον τελω­νεια­κό δασμό. Σε εκεί­νον που ανή­κει ο βαθύς σεβα­σμός, απο­δώ­στε τον βαθύ σεβα­σμό. Σε εκεί­νον που ανή­κει η τιμή, απο­δώ­στε την τιμή)» [Ρωμ.13,7]. Διό­τι όταν θα μας δουν επιει­κείς στην άλλη συμ­πε­ρι­φο­ρά μας, θα ντρα­πούν. «Μ ς σοφοι, λλ’ ς σοφο, ξαγο­ραζμενοι τν καιρν(:Όχι σαν άσο­φοι και ασύ­νε­τοι, αλλά ως σοφοί και συνε­τοί. Να αξιο­ποιεί­τε πνευ­μα­τι­κά κάθε ευκαι­ρία και να την αρπά­ζε­τε αμέ­σως˙ έτσι θα φαί­νε­ται η σύνε­ση και η σοφία σας. Δεν πρέ­πει να χάνε­τε καμία ευκαι­ρία)»[Εφ.5,15]. Δεν προ­τρέ­πει αυτά, επει­δή θέλει να είμα­στε πολυ­μή­χα­νοι και άστα­τοι, αλλά εκεί­νο που εννο­εί είναι αυτό: «Δεν είναι δικός σας ο και­ρός· στην παρού­σα ζωή είστε πάροι­κοι και προ­σω­ρι­νοί και φιλο­ξε­νού­με­νοι και ξένοι· να μη ζητεί­τε τιμές, να μην επι­ζη­τεί­τε την εξου­σία, ούτε την εκδί­κη­ση· τα πάν­τα να υπο­φέ­ρε­τε και με αυτό να εκμε­ταλ­λεύ­ε­στε τον χρό­νο· πολ­λά να εγκα­τα­λεί­ψε­τε, οτι­δή­πο­τε θα ήταν δυνα­τόν να θελή­σουν».

Είναι ασα­φές αυτό που ελέ­χθη. Εμπρός λοι­πόν, ας το κάνω φανε­ρό με ένα παρά­δειγ­μα. Υπό­θε­σε, παρα­κα­λώ, κάποιον που έχει λαμ­πρή οικία· έπει­τα μερι­κούς να επι­τί­θεν­ται στην οικία για να φονεύ­σουν αυτόν τον ίδιο και εκεί­νον να προ­σφέ­ρει πολ­λά και να σώζει τον εαυ­τό του. Στην περί­πτω­ση αυτή λέμε ότι εξα­γό­ρα­σε τον εαυ­τό του. Έτσι και εσύ έχεις μεγά­λη οικία και την αλη­θι­νή πίστη· επι­τί­θε­ται εναν­τί­ον σου για να τα αρπά­ξουν όλα· δώσε οτι­δή­πο­τε θα απαι­τή­σει κανείς, μόνο διά­σω­σε το σπου­δαιό­τε­ρο που έχεις, δηλα­δή την πίστη· «τι α μραι (:διό­τι, εξαι­τί­ας του κακού που επι­κρα­τεί, οι ημέ­ρες)», λέγει, «πονη­ρα εσι (:είναι γεμά­τες σκάν­δα­λα, και γι’ αυτό, ενώ οι ευκαι­ρί­ες για το καλό είναι σπα­νιό­τε­ρες, οι αφορ­μές για το κακό είναι πολύ περισ­σό­τε­ρες)».

Τι είναι «κακία τς μέρας»; Η κακία της ημέ­ρας οφεί­λει να είναι για την ημέ­ρα. Αν μάθεις τι είναι κακό για το καθέ­να που συμ­βαί­νει σε εμάς, θα γνω­ρί­σεις και τι είναι κακία της ημέ­ρας. Ποια είναι η κακία του σώμα­τος; Η ασθέ­νεια. Και ποια είναι η πονη­ρία της ψυχής; Η κακία. Ποια είναι η κακία του ύδα­τος; Η πικρία. Και η κακία του καθε­τί είναι η φαυ­λό­τη­τα για εκεί­νη τη φύση, της οποί­ας είναι η κακία. Επο­μέ­νως, εάν η κακία είναι για την ημέ­ρα, οφεί­λει να είναι για αυτήν την ημέ­ρα, για τις ώρες και για το φως της ημέ­ρας. Έτσι και ο Χρι­στός λέγει: «Μ ον μερι­μνσητε ες τν αριον· γρ αριον μερι­μνσει τ αυτς· ρκετν τ μρ κακα ατς (:Μην κυριευ­τεί­τε λοι­πόν από ανή­συ­χη φρον­τί­δα για όσα ενδέ­χε­ται να παρου­σια­στούν αύριο· διό­τι η αυρια­νή ημέ­ρα θα φρον­τί­σει για όλα όσα θα σας συμ­βούν τότε. Αρκεί για την κάθε ημέ­ρα η δική της σκο­τού­ρα και ταλαι­πω­ρία)» [Ματθ.6,34]. Απ΄ αυτό θα γνω­ρί­σου­με και εκεί­νο. Πώς λοι­πόν καλεί τις ημέ­ρες πονη­ρές; Πώς τον και­ρό τον ονο­μά­ζει πονη­ρό; Δεν καλεί την ουσία, ούτε τα κτί­σμα­τα, αλλά για τα όσα γίνον­ται κατά τη διάρ­κειά τους, όπως ακρι­βώς υπάρ­χει και σε μας η συνή­θεια να λέμε: «Πέρα­σα δυσά­ρε­στη και κακή ημέ­ρα». Αν και πώς θα μπο­ρού­σε να γίνει δυσά­ρε­στη, εκτός από τα όσα συμ­βαί­νουν κατά τη διάρ­κεια αυτής; Όσα πάλι συμ­βαί­νουν κατά τη διάρ­κεια της ημέ­ρας είναι αγα­θά μεν τα ενερ­γού­με­να από τον Θεό, κακά δε τα πρατ­τό­με­να από κακούς ανθρώ­πους. Επο­μέ­νως οι άνθρω­ποι είναι οι δημιουρ­γοί των πονη­ρών έργων που συμ­βαί­νουν κατά τη διάρ­κεια του χρό­νου, και για τον λόγο αυτόν ονο­μά­ζον­ται και «και­ροί πονη­ροί». Έτσι και εμείς ονο­μά­ζου­με τους και­ρούς «πονη­ρούς».

«Δι τοτο, λλ πλη­ροσθε ν Πνεματι(:Γι’ αυτό λοι­πόν)», λέγει, «μ γνεσθε φρο­νες, λλ συνιντες τ τ θλημα το Κυρου. Κα μ μεθσκε­σθε ον, ν στιν σωτα (:προ­σέ­χε­τε να μη γίνε­στε ανόη­τοι, αλλά να εξε­τά­ζε­τε και να κατα­νο­εί­τε σε κάθε περί­πτω­ση ποιο είναι το θέλη­μα του Κυρί­ου. Κι έτσι, αν το εφαρ­μό­ζε­τε αυτό στη ζωή σας, θα γίνε­στε πράγ­μα­τι σοφοί και συνε­τοί. Και μη μεθά­τε με κρα­σί. Στη μέθη υπάρ­χει δια­φθο­ρά και ασω­τία)» [Εφ.5,17–18]. Και του οίνου η υπέρ­με­τρη χρή­ση κάνει τους ανθρώ­πους θυμώ­δεις και θρα­σείς και αστα­θείς και οργί­λους και δυστρό­πους. Ο οίνος έχει δοθεί για να προ­κα­λεί ευθυ­μία και όχι μέθη. Τώρα όμως θεω­ρεί­ται ότι είναι δείγ­μα αναν­δρί­ας και γέλω­τος το να μη μεθά­τε.

Ποια, λοι­πόν, υπάρ­χει ελπί­δα σωτη­ρί­ας; Είναι άξιο γέλω­τος, πες μου, το να μη μεθά­τε, όπου έπρε­πε να είναι προ­παν­τός η μέθη αιτία γέλω­τος; Βέβαια είναι καλό και ο ιδιώ­της να απέ­χει της μέθης· πολύ δε περισ­σό­τε­ρο ο στρα­τιώ­της, ο οποί­ος περι­στρέ­φε­ται ανά­με­σα σε ξίφη, αίμα­τα και σφα­γές· είναι καλό κατά πολύ περισ­σό­τε­ρο να απέ­χει της μέθης ο στρα­τιώ­της, όταν ο θυμός του διε­γεί­ρε­ται και από άλλη αιτία, από την εξου­σία, την τυραν­νία, από το ότι βρί­σκε­ται συνε­χώς σε επι­βου­λές και μάχες. Θέλεις να μάθεις πού είναι καλός ο οίνος; Άκου την Γρα­φή που λέγει: «Δότε ονον τος ν λύπαις κα πίνειν μέθην τος ν δύναις(:Δώστε οίνο σε εκεί­νους που βρί­σκον­ται σε λύπη και δυστυ­χί­ες και οίνο πολύ σε όσους βρί­σκον­ται υπό το κρά­τος πολ­λών θλί­ψε­ων)» [Παροιμ.31,6]. Και είναι πολύ φυσι­κό αυτό, διό­τι γνω­ρί­ζει να κατα­πρα­ΰ­νει την κατά­θλι­ψη και τη σκυ­θρω­πό­τη­τα και να απο­μα­κρύ­νει την κατή­φεια. «Ονος εφραί­νει καρ­δί­αν νθρώ­που(:Ο οίνος ευφραί­νει την καρ­δία του ανθρώ­που)» [Ψαλμ.103,15], λέγει ο Ψαλ­μω­δός. Πώς λοι­πόν από τον οίνο προ­έρ­χε­ται το μεθύ­σι; Διό­τι δεν είναι δυνα­τόν να προ­κα­λεί ο ίδιος τα αντί­θε­τα στον εαυ­τό του. Άρα δεν προ­έρ­χε­ται από τον οίνο η μέθη, αλλά από την υπέρ­με­τρο χρή­ση αυτού. Ο οίνος έχει δοθεί σε μας για την υγεία του σώμα­τος και για κανέ­να άλλο λόγο. Αλλά και προς τον σκο­πό αυτόν η υπερ­βο­λι­κή χρή­ση του οίνου στέ­κει εμπό­διο. Άκουε δε και τον μακά­ριο Παύ­λο που γρά­φει και λέγει στον Τιμό­θεο: «Ον λίγ χρ δι τν στό­μα­χόν σου κα τς πυκνάς σου σθε­νεί­ας(:Να μην πίνεις πλέ­ον μόνο νερό όταν τρως το φαγη­τό σου, αλλά να χρη­σι­μο­ποιείς και λίγο κρα­σί για το στο­μά­χι σου και τις συχνές ασθέ­νειές σου)»[Α΄Τιμ.5,23].

Για τού­το βέβαια δημιούρ­γη­σε ο Θεός τα σώμα­τά μας μέτρια και να ικα­νο­ποιούν­ται από τα ολί­γα, θέλον­τας να μας διδά­ξει απ’ αυτό, ότι μας δημιούρ­γη­σε οικεί­ους προς μια άλλη ζωή. Και ήθε­λε μεν αμέ­σως από την αρχή να δώσει την ζωή αυτήν, επει­δή όμως κατα­στή­σα­με τους εαυ­τούς μας ανα­ξί­ους, ανέ­βα­λε την από­φα­σή Του για άλλο χρό­νο. Και ούτε κατά τον χρό­νο, κατά τον οποίο ανέ­βα­λε, μας επι­τρέ­πει να απο­λαμ­βά­νο­με υπέρ­με­τρα τα αγα­θά, διό­τι ένα μικρό ποτή­ρι οίνου και ένας άρτος είναι αρκε­τά για να γεμί­σουν την κοι­λία του ανθρώ­που. Και τον κυρί­αρ­χο όλων των ζώων, τον δημιούρ­γη­σε ανα­λό­γως ολι­γαρ­κέ­στε­ρο από αυτά και το σώμα βρα­χύ, υπο­δη­λώ­νον­τας τίπο­τε άλλο παρά αυτό, ότι δηλα­δή σπεύ­δου­με προς μια άλλη ζωή.

«Κα μ μεθσκε­σθε ον (:Και μη μεθά­τε με κρα­σί)», λέγει, «ν στιν σωτα(:καθώς στη μέθη υπάρ­χει δια­φθο­ρά και ασω­τία)» ‑διό­τι η μέθη δεν σώζει, αλλά κατα­στρέ­φει όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή- «λλ πλη­ροσθε ν Πνεματι, λαλοντες αυτος ψαλ­μος κα μνοις κα δας πνευ­μα­τι­κας, δον­τες κα ψλλον­τες ν τ καρδίᾳ μν τ Κυρίῳ, εὐχα­ρι­στοῦν­τες πάν­το­τε ὑπὲρ πάν­των ἐν ὀνό­μα­τι τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ τῷ Θεῷ καὶ πατρί, ὑπο­τασ­σό­με­νοι ἀλλή­λοις ἐν φόβῳ Χρι­στοῦ (:αλλά να γεμί­ζε­τε μέσα σας με Άγιο Πνεύ­μα. Και τότε ο θεί­ος ενθου­σια­σμός που θα γεμί­ζει τις καρ­διές σας θα εξω­τε­ρι­κεύ­ε­ται. Και θα λέτε μετα­ξύ σας ψαλ­μούς και ύμνους και ωδές πνευ­μα­τι­κές. Θα τρα­γου­δά­τε και θα ψάλ­λε­τε στον Κύριο όχι μόνο με το στό­μα σας, αλλά και με την καρ­διά σας, που θα αισθά­νε­ται και θα συμ­με­τέ­χει σε αυτά που ψάλ­λε­τε. Να ευχα­ρι­στεί­τε πάν­το­τε για όλα τον Θεό και Πατέ­ρα, όχι μόνο για τα ευχά­ρι­στα αλλά ακό­μη και για τα δυσά­ρε­στα, ως δού­λοι του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού. Κι ενώ με τους ύμνους και τις ευχα­ρι­στί­ες σας αυτές θα επι­τε­λεί­τε ένα ιερό έργο προς τον Θεό, ως προς τους αδελ­φούς σας έχε­τε χρέ­ος να υπο­τάσ­σε­στε ο ένας στον άλλο με φόβο Χρι­στού)»[Εφ.5,18–21]. Θέλεις, λέγει, να ευφραί­νε­σαι; Θέλεις να ξοδεύ­εις την ημέ­ρα; Εγώ προ­σφέ­ρω σε σένα πνευ­μα­τι­κό συμ­πό­σιο, διό­τι η μέθη κατα­στρέ­φει και την ευδιά­κρι­τη φωνή της δικής μας γλώσ­σας και την κάνει να ψελ­λί­ζει, και δια­στρέ­φει τα μάτια και τα πάν­τα χωρίς εξαί­ρε­ση. Μάθε να ψάλ­λεις και θα δεις την ευχα­ρί­στη­ση του πράγ­μα­τος, διό­τι εκεί­νοι που ψάλ­λουν γεμί­ζουν με το Άγιο Πνεύ­μα, όπως ακρι­βώς εκεί­νοι που ψάλ­λουν τις ωδές του δια­βό­λου, γεμί­ζουν με πνεύ­μα ακά­θαρ­το.

Τι σημαί­νει: «ν τ καρδίᾳ μν τ Κυρίῳ (:με όλη σας την καρ­διά στον Κύριο)»; Δηλα­δή να προ­σέ­χε­τε με σύνε­ση, διό­τι εκεί­νοι που δεν προ­σέ­χουν απλώς μόνο ψάλ­λουν, λέγον­τας τα λόγια, ενώ η καρ­διά τους περι­πλα­νά­ται αλλού. «Πάν­το­τε», λέγει, «και για όλα να ευχα­ρι­στεί­τε εν ονό­μα­τι του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού τον Θεό και Πατέ­ρα. Να υπο­τάσ­σε­στε ο ένας στον άλλο με φόβο Χρι­στού». Δηλα­δή, «τα αιτή­μα­τά σας να τα γνω­ρί­ζε­τε με ευγνω­μο­σύ­νη προς τον Θεό, διό­τι τίπο­τε δεν ευφραί­νει έτσι τον Θεό, όπως όταν είναι κανείς ευγνώ­μων». Προ­πάν­των μάλι­στα μπο­ρού­με να είμα­στε ευγνώ­μο­νες, όταν απο­μα­κρύ­νου­με την δική μας ψυχή από εκεί­να που έχουν λεχθεί προ­η­γου­μέ­νως, και όταν καθα­ρί­ζου­με αυτήν με εκεί­να που είπε.

«λλ πλη­ροσθε (:Αλλά να γεμί­ζε­τε το εσω­τε­ρι­κό σας)», λέγει, «ν Πνεματι (:με Άγιο Πνεύ­μα)». Άρα­γε Αυτό είναι μέσα μας; Και βεβαιό­τα­τα είναι μέσα μας. Διό­τι όταν εξα­φα­νί­σου­με το ψεύ­δος, την πικρία, την πορ­νεία, την ακα­θαρ­σία, την πλε­ο­νε­ξία από την ψυχή μας, όταν γίνου­με προς τους άλλους ευερ­γε­τι­κοί, με συμ­πο­νε­τι­κή καρ­διά, συγ­χω­ρού­με­νοι μετα­ξύ μας, όταν δεν υπάρ­χει η απρε­πής αστειό­τη­τα, όταν θα κατα­στή­σου­με αξί­ους τους εαυ­τούς μας, τι εμπο­δί­ζει το Άγιο Πνεύ­μα για να έλθει και να πετά­ξει προς εμάς; Και δεν θα εισέλ­θει απλώς μέσα μας, αλλά θα γεμί­σει την καρ­διά μας. Εφό­σον λοι­πόν θα υπάρ­χει μέσα μας τόσο πολύ φως, ούτε η αρε­τή θα είναι πλέ­ον σε μας δυσκο­λο­κα­τόρ­θω­τη, αλλά εύκο­λη και ευκα­τόρ­θω­τη.

«Εχαρι­στοντες πάν­το­τε πρ πάν­των(:Να ευχα­ρι­στεί­τε πάν­το­τε και για όλα)», λέγει. Τι λοι­πόν, πρέ­πει να ευχα­ρι­στού­με για όλα όσα συμ­βαί­νουν σε μας; Βεβαιό­τα­τα, έστω και αν μας συμ­βεί ακό­μη ασθέ­νεια ή ανέ­χεια. Διό­τι εάν στην Παλαιά Δια­θή­κη προ­έ­τρε­πε κάποιος σοφός λέγον­τας: «Πν ἐὰν παχθ σοι, δέξαι κα ν λλάγ­μα­σι ταπει­νώ­σε­ώς σου μακρο­θύ­μη­σον(:Κάθε δοκι­μα­σία και περι­πέ­τεια που θα πέσει επά­νω σου, δέξου την με υπο­μο­νή· και στις μετα­βο­λές και μετα­πτώ­σεις της ζωής, οι οποί­ες θα σου επι­φέ­ρουν ταπεί­νω­ση και χει­ρο­τέ­ρευ­ση της μέχρις εκεί­νης της στιγ­μής κατα­στά­σε­ως, δεί­ξε υπο­μο­νή και μακρο­θυ­μία)»[Σοφ. Σειρ.2,4], κατά πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να συμ­βαί­νει αυτό στην Και­νή Δια­θή­κη. Και αν ακό­μη δεν γνω­ρί­ζεις τον λόγο, να ευχα­ρι­στείς, διό­τι αυτό σημαί­νει ευχα­ρι­στία. Αν βέβαια ευχα­ρι­στείς, όταν ευερ­γε­τη­θείς και ευδο­κι­μείς και ευη­με­ρείς και είσαι ευτυ­χής, δεν κάνεις τίπο­τε το σπου­δαίο, το αξιο­θαύ­μα­στο· εκεί­νο που ζητεί­ται είναι να ευχα­ρι­στείς όταν είσαι στε­νο­χω­ρη­μέ­νος και λυπη­μέ­νος. Να μη λέγεις τίπο­τε πριν τις λέξεις αυτές: «Σε ευχα­ρι­στώ, Κύριε».

Και για­τί λέγω να ευχα­ρι­στείς για τις θλί­ψεις της παρού­σης ζωής; Πρέ­πει να ευχα­ρι­στείς τον Θεό για την γέεν­να του πυρός, για τις τιμω­ρί­ες της άλλης ζωής, για τις ποι­νές. Διό­τι το πράγ­μα αυτό εμάς, που προ­σέ­χο­με, ωφέ­λη­σε πάρα πολύ, επει­δή αντί χαλι­νού ετέ­θη στις καρ­διές μας ο φόβος της γεέν­νης. Επο­μέ­νως ας μην ευχα­ρι­στού­με μόνο για τις φανε­ρές ευερ­γε­σί­ες, αλλά και για τις αφα­νείς και για εκεί­να με τα οποία ευερ­γε­τού­μα­στε παρά τη θέλη­σή μας· διό­τι μας ευερ­γε­τεί ο Θεός πολ­λά και όταν δεν θέλου­με και όταν δεν γνω­ρί­ζου­με. Εάν όμως δυσπι­στεί­τε, θα το κάνω φανε­ρό σε σας. Άκου­σέ με λοι­πόν: Δεν απο­δί­δουν το παν οι μια­ροί και άπι­στοι Έλλη­νες [ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ: Από τους πρώ­τους χρι­στια­νι­κούς αιώ­νες το όνο­μα των Ελλή­νων έχει χάσει κάθε ίχνος εθνι­κής προ­ση­γο­ρί­ας και μετέ­πε­σε σε θρη­σκευ­τι­κή έννοια. Έτσι κατά τον Ιωάν­νη τον Χρυ­σό­στο­μο ο όρος «Έλλη­νες» σήμαι­νε τους ασε­βείς, τους ειδω­λο­λά­τρες. Η εθνι­κή απο­κα­τά­στα­ση του ονό­μα­τος έγι­νε πολύ αργό­τε­ρα] στον ήλιο και τα είδω­λά τους; Τι λοι­πόν; Δεν ευερ­γε­τεί και αυτούς; Δεν ανή­κει στην πρό­νοια Εκεί­νου και η ζωή και η υγεία αυτών, καθώς και η τεκνο­ποί­η­ση αυτών και όλα τα παρό­μοια; Και τι πράτ­τουν οι λεγό­με­νοι Μαρκιωνιστές[Οπαδοί της ιδρυ­θεί­σας από τον Μαρ­κί­ω­να κατά τον 2ο αιώ­να θρη­σκευ­τι­κής αιρέ­σε­ως]; Τι δε οι Μανι­χαί­οι [Οπα­δοί του μανι­χαϊ­σμού, χρι­στια­νι­κής θρη­σκευ­τι­κής αιρέ­σε­ως, ιδρυ­θεί­σης κατά τον 3ο αιώ­να από τον Πέρ­ση Μάνη]; Δεν βλα­σφη­μούν ακό­μη και τον Θεό; Τι λοι­πόν; Δεν ευερ­γε­τεί αυτούς καθη­με­ρι­νά; Εάν λοι­πόν ευερ­γε­τεί εκεί­νους, που δεν γνω­ρί­ζουν αυτά, ασυγ­κρί­τως περισ­σό­τε­ρο ευερ­γε­τεί εμάς. Διό­τι ποιο άλλο είναι το έργο του Θεού παρά αυτό, το να ευερ­γε­τεί δηλα­δή το ανθρώ­πι­νο γένος και με τιμω­ρί­ες και με απο­λαύ­σεις αγα­θών;

Ας μην ευχα­ρι­στού­με λοι­πόν μόνο όταν μπο­ρού­με, διό­τι αυτό δεν είναι καθό­λου σπου­δαίο. Και ο διά­βο­λος γνω­ρί­ζει αυτό, για τον λόγο αυτόν και έλε­γε: «Μ δωρεν Ἰὼβ σέβε­ται τν Κύριον; Ο σ περιέ­φρα­ξας τ ξω ατο κα τ σω τς οκίας ατο κα τ ξω πάν­των τν ντων ατο κύκλ; Τ δ ργα τν χειρν ατο ελόγη­σας κα τ κτή­νη ατο πολλ ποί­η­σας π τς γς. λλ πόστει­λον τν χερά σου κα ψαι πάν­των, ν χει· μν ες πρό­σω­πόν σε ελογή­σει(:Μήπως ο Ιώβ σέβε­ται τον Κύριο δωρε­άν και χωρίς να αμεί­βε­ται; Δεν έβα­λες Εσύ προ­στα­τευ­τι­κό φρά­κτη τρι­γύ­ρω από τα υπο­στα­τι­κά, που έχει έξω στην ύπαι­θρο, αλλά και σε όσα περι­λαμ­βά­νει εσω­τε­ρι­κά η οικία του, και δεν κύκλω­σες εξω­τε­ρι­κά όλα τα υπάρ­χον­τά του ώστε να είναι όλα ασφα­λι­σμέ­να; Ευλό­γη­σες δε και τα έργα, με τα οποία κατα­πιά­νον­ται τα χέρια του, και τα ζώα του τα πλή­θυ­νες στη γη. Αλλά στεί­λε την χεί­ρα Σου και αρκεί να αγγί­σεις με Αυτήν όλα όσα έχει και στέ­ρη­σέ τον απ΄ όλα τα υπάρ­χον­τά του· ορκί­ζο­μαι ότι τότε θα σε βλα­σφη­μή­σει κατά πρό­σω­πον [Ιώβ, 1,9–11]. Όμως δεν έγι­νε τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο σε αυτόν τον μια­ρό, ούτε να γίνει, ούτε για εμάς να γίνει κάτι περισ­σό­τε­ρο σε αυτόν. Αλλά και όταν είμα­στε πτω­χοί, και όταν είμα­στε ασθε­νείς και όταν είμα­στε περι­φρο­νη­μέ­νοι, τότε ας επι­τεί­νου­με την ευχα­ρι­στία. Και εννοώ ευχα­ρι­στία, όχι με λόγια και με την γλώσ­σα μόνο, αλλά με πρά­ξεις και έργα, και με τη διά­νοια και με την καρ­διά μας. Ας ευχα­ρι­στού­με Αυτόν με όλη την ψυχή μας. Περισ­σό­τε­ρο από τους γονείς μάς αγα­πά· και όση δια­φο­ρά υπάρ­χει μετα­ξύ κακί­ας και αγα­θό­τη­τας, τόσο μεγά­λη είναι η δια­φο­ρά της αγά­πης του Θεού από την αγά­πη των δικών μας πατέ­ρων.

Και τα λόγια αυτά δεν είναι δικά μου, αλλά του ίδιου του Χρι­στού, που μας αγα­πά. Άκουε Αυτόν να λέγει: «Τίς στιν ξ μν νθρω­πος, ν ἐὰν ατήσ υἱὸς ατο ρτον, μ λίθον πιδώ­σει ατ; Κα ἐὰν χθν ατήσ, μ φιν πιδώ­σει ατ; Ε ον μες, πονη­ρο ντες, οδατε δόμα­τα γαθ διδό­ναι τος τέκνοις μν, πόσ μλλον πατρ μν ν τος ορανος δώσει γαθ τος ατοσιν ατόν;(: Ποιος άνθρω­πος από σας, εάν του ζητή­σει ο γιος του ψωμί, είναι δυνα­τόν να του δώσει πέτρα αντί για ψωμί; Και εάν του ζητή­σει ψάρι, μήπως θα του δώσει φίδι αντί για ψάρι; Εάν, λοι­πόν, εσείς, ενώ είστε ατε­λείς και διε­φθαρ­μέ­νοι από το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα, γνω­ρί­ζε­τε να δίνε­τε στα παι­διά σας ωφέ­λι­μα πράγ­μα­τα, πόσο περισ­σό­τε­ρο ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας, που είναι γεμά­τος αγα­θό­τη­τα, θα δώσει καλά και ωφέ­λι­μα σ’ εκεί­νους που Του ζητούν;)» [Ματθ.7,9–11]. Και πάλι άκου να λέγει αλλού: «Μ πιλή­σε­ται γυν το παι­δί­ου ατς το μ λεσαι τ κγο­να τς κοι­λί­ας ατς; Ε δ κα τατα πιλά­θοι­το γυνή, λλ᾿ γ οκ πιλή­σο­μαί σου, επε Κύριος (:Είναι δυνα­τόν να λησμο­νή­σει η γυναί­κα να ελε­ή­σει τα τέκνα της κοι­λί­ας της; Ακό­μη και αν θα τα λησμο­νή­σει η γυναί­κα, Εγώ δεν θα σε λησμο­νή­σω, λέγει ο Κύριος)»[Ησ. 49,15]. Εάν λοι­πόν δεν μας αγα­πά, για­τί μας δημιούρ­γη­σε; Μήπως είχε καμία ανάγ­κη; Μήπως ικα­νο­ποιού­με καμία ανάγ­κη Του και υπη­ρε­σία; Μήπως έχει ανάγ­κη κάτι από τα δικά μας; Άκου τον προ­φή­τη που λέγει: «Επα τ Κυρί· Κύριός μου ε σύ, τι τν γαθν μου ο χρεί­αν χεις(: Είπα στον Κύριο: ‘’Εσύ είσαι ο πραγ­μα­τι­κός κυρί­αρ­χος και δεσπό­της μου, διό­τι δεν έχεις ανάγ­κη των δώρων μου και των θυσιών μου, αλλά ό,τι αγα­θό και αν έχω, Εσύ μου το έδω­σες και είναι δικό Σου’’)»[Ψαλμ.15,2].

Αλλά οι αγνώ­μο­νες και αναί­σθη­τοι λέγουν: «Είναι τού­το δείγ­μα της αγα­θό­τη­τος του Θεού, το να υπάρ­χει ισο­τι­μία σε όλους;». Πες μου, αχά­ρι­στε άνθρω­πε, ποια λέγεις ότι δεν είναι δείγ­μα της αγα­θό­τη­τας του Θεού και ποια εννο­είς ισο­τι­μία; «Ο τάδε», λέγει, «έχει γίνει ανά­πη­ρος από παι­δί, ο άλλος είναι μανια­κός και κατέ­χε­ται από δαί­μο­να, άλλος που έφτα­σε σε βαθιά γηρα­τειά πέρα­σε όλη του τη ζωή μέσα στην ανέ­χεια, άλλος στις πλέ­ον φοβε­ρές ασθέ­νειες· είναι αυτά έργα πρό­νοιας του Θεού; Άλλος μεν είναι κωφός, άλλος δε άφω­νος, άλλος πτω­χός, άλλος μια­ρός και μια­ρό­τα­τος πάν­των και γεμά­τος μυρί­ων κακών, απο­λαμ­βά­νει χρή­μα­τα και συν­τη­ρεί πόρ­νες και παρα­σί­τους, και έχει πολυ­τε­λή οικία και ζει βίο ανε­νό­χλη­το». Και πολ­λά παρό­μοια λένε, παρα­σκευά­ζον­τας εκτε­νή λόγο κατη­γο­ρί­ας εναν­τί­ον της πρό­νοιας του Θεού.

Τι λοι­πόν; Γίνον­ται χωρίς πρό­νοια αυτά; Τι λοι­πόν θα απαν­τή­σου­με προς αυτούς; Εάν μεν ήσαν ειδω­λο­λά­τρες και μας έλε­γαν ότι ο κόσμος διοι­κεί­ται από κάποιον, πάλι και εμείς θα κάνου­με την ίδια ερώ­τη­ση προς αυτούς: Τι λοι­πόν, γίνον­ται χωρίς πρό­νοια; Πώς, λοι­πόν, σέβε­στε εσείς τους θεούς και προ­σκυ­νεί­τε τους δαί­μο­νες και τους ήρω­ες; Εάν βέβαια υπάρ­χει πρό­νοια, την έχει θέσει κάποιος σε όλα. Εάν πάλι υπάρ­χουν μερι­κοί, είτε Χρι­στια­νοί είτε και ειδω­λο­λά­τρες, οι οποί­οι απελ­πί­ζον­ται και δια­σα­λεύ­ον­ται, τι θα πού­με προς αυτούς; Πες μου, ήταν δυνα­τόν να γίνουν τόσο πολ­λά αγα­θά κατά τύχη; Το φως της ημέ­ρας, η αρμο­νία και η τάξη στα όντα, η κίνη­ση των άστρων, η ισο­δύ­να­μη διάρ­κεια της νύκτας και της ημέ­ρας, η συνε­χής δια­δο­χή της φύσε­ως και στα φυτά και στα ζώα και στους ανθρώ­πους; Ποιος, πες μου, είναι Εκεί­νος που διευ­θύ­νει αυτά; Εάν κανείς δεν την έθε­σε, αλλά κατά τύχη είχε εκδη­λω­θεί, ποιος έστη­σε αυτήν την αψί­δα την τόσο ωραία και τόσο μεγά­λη, τον ουρα­νό, αφού την περιέ­στρε­ψε επά­νω στη γη ή και επά­νω στα ύδα­τα; Ποιος έδω­σε τις καρ­πο­φό­ρους επο­χές του έτους; Ποιος έθε­σε τόσο μεγά­λη δύνα­μη στα σπέρ­μα­τα και στα φυτά; Διό­τι αυτό που γίνε­ται κατά τύχη είναι οπωσ­δή­πο­τε χωρίς τάξη, εκεί­νο όμως που έχει καλή τάξη γίνε­ται με επι­δε­ξιό­τη­τα.

Τι, λοι­πόν, πες μου, εκεί­να που γίνον­ται από εμάς κατά τύχη δεν είναι γεμά­τα από πολ­λή ατα­ξία και πολύ θόρυ­βο και ταρα­χή; Και δεν εννοώ τυχαία, αλλά με κάποιο τεχνί­τη, χωρίς όμως επι­δε­ξιό­τη­τα. Επί παρα­δείγ­μα­τι, έστω ότι υπάρ­χουν ξύλα και λίθοι, ακό­μη δε και ασβέ­στης· και αυτά τα έλα­βε άνθρω­πος χωρίς πεί­ρα για την ανέ­γερ­ση της οικο­δο­μής, κτί­ζει και προ­σπα­θεί να την κατα­σκευά­σει· άρα­γε δεν θα κατα­στρέ­ψει και θα αχρη­στεύ­σει όλα αυτά; Άλλο παρά­δειγ­μα, έστω ότι είναι ένα πλοίο χωρίς τεχνί­τη, δεν εννοώ ακα­τα­σκεύ­α­στο, αλλά κατα­σκευα­σμέ­νο· μήπως θα μπο­ρέ­σει να πλεύ­σει; Και τόσο μεγά­λη γη, που στέ­κε­ται επά­νω στο ύδωρ, χωρίς να τη συγ­κρα­τεί καμία δύνα­μη, πες μου, ήταν δυνα­τόν να στα­θεί στα­θε­ρή επί τόσο πολύ χρό­νο; Και θα ήταν δυνα­τόν να έχουν αυτά δικαιο­λο­γία; Και δεν είναι απεί­ρως άξιο γέλιου το να σκέ­πτε­ται κανείς αυτά; Και εάν μεν βαστά­ζει και τον ουρα­νό, ιδού και άλλο βάρος· εάν όμως και ο ουρα­νός φέρε­ται μέσα στα ύδα­τα, πάλι δημιουρ­γεί­ται άλλο ζήτη­μα. Αλλά το καθε­τί είναι έργο της προ­νοί­ας του Θεού. Τα φερό­με­να βέβαια επά­νω στα ύδα­τα δεν πρέ­πει να καθί­σταν­ται κυρ­τά, αλλά κοί­λα. Για ποιον λόγο λοι­πόν; Διό­τι το μεν σώμα του κοί­λου βυθί­ζε­ται όλο εντός των υδά­των, όπως ακρι­βώς συμ­βαί­νει στο πλοίο· του κυρ­τού όμως το μεν σώμα είναι όλο υπε­ρά­νω, τα δε άκρα εφά­πτον­ται μόνο στο ύδωρ. Επο­μέ­νως πρέ­πει να έχει σώμα τρα­χύ και σκλη­ρό και να μπο­ρεί να συγ­κρα­τεί το φορ­τίο. Μήπως ο αέρας συγ­κρα­τεί τον ουρα­νό; Αλλά αυτός είναι περισ­σό­τε­ρο μαλα­κός και χαλα­ρός από το νερό και δεν μπο­ρεί να συγ­κρα­τή­σει τίπο­τε, ούτε από τα λεπτό­τα­τα αντι­κεί­με­να, ούτε βέβαια τόσο μεγά­λο όγκο. Εάν μάλι­στα θέλου­με να εξαν­τλή­σου­με εντε­λώς τον περί προ­νοί­ας του Θεού λόγο, και στα γενι­κώς και στα επι­μέ­ρους δεν θα μας επαρ­κέ­σει ολό­κλη­ρη η ζωή μας.

Θα ρωτή­σω λοι­πόν σε εκεί­νον που ζητεί να μάθει τώρα αυτό. Είναι αυτά δείγ­μα πρό­νοιας ή απρο­νο­η­σί­ας; Και αν πει ότι δεν είναι δείγ­μα πρό­νοιας, και πάλι θα τον ρωτή­σω: Πώς λοι­πόν έχουν γίνει; Αλλά δεν θα έχει να πει καμία δικαιο­λο­γία. Επο­μέ­νως πολύ περισ­σό­τε­ρο περί των ανθρω­πί­νων πραγ­μά­των δεν είσαι υπο­χρε­ω­μέ­νος να ζητείς να μάθεις, ούτε να τα περιερ­γά­ζε­σαι. Για­τί τέλος πάν­των; Διό­τι ο άνθρω­πος είναι τιμιό­τε­ρος από όλα αυτά και αυτά έχουν γίνει χάριν εκεί­νου, όχι εκεί­νος χάριν αυτών.

Εάν λοι­πόν δεν γνω­ρί­ζεις μόνο την σοφία κα την οικο­νο­μία του Θεού, που εκδη­λώ­νε­ται στην πρό­νοια, πώς θα μπο­ρέ­σεις να γνω­ρί­ζεις τους λόγους που ανα­φέ­ρον­ται στον Ίδιο; Πες μου λοι­πόν, για­τί δημιούρ­γη­σε τόσο μικρό αυτόν και τόσο πολύ να απέ­χει από το ύψος το ουρα­νού, ώστε και να αμφι­βάλ­λει ακό­μη για τα φαι­νό­με­να που συμ­βαί­νουν σε αυτόν; Για ποιο λόγο είναι ακα­τοί­κη­τα τα βόρεια και τα νότια τμή­μα­τα της γης; Πες μου λοι­πόν, για­τί έχει γίνει η νύκτα κατά τον μεν χει­μώ­να μεγα­λύ­τε­ρη, κατά το καλο­καί­ρι μικρό­τε­ρη; Για­τί υπάρ­χει τόσο πολύ ψύχος, για­τί ο καύ­σω­νας, για­τί το σώμα είναι θνη­τό; Και άπει­ρες άλλες ερω­τή­σεις θα σου κάνω και εάν θέλεις, δεν θα πάψω να σε ρωτώ και σε όλα θα έχεις απο­ρί­ες. Ώστε αυτό είναι ιδί­ως δείγ­μα προ­νοί­ας, το να είναι απόρ­ρη­τοι σε μας οι λόγοι. Βέβαια θα ήταν δυνα­τόν να θεω­ρή­σει κανείς και τον άνθρω­πο αίτιο του παν­τός, αν αυτό δεν θα κατέ­βαλ­λε την διά­νοιά μας.

«Όμως ο τάδε», λέγει ίσως κάποιος, «είναι πένης και η πενία είναι κακό πράγ­μα». Τι λοι­πόν είναι η ασθέ­νεια και τι η ανα­πη­ρία; Τίπο­τε δεν είναι αυτά, άνθρω­πε. Ένα μόνον είναι το κακό, η αμαρ­τία, και αυτό μόνο οφεί­λου­με να εξε­τά­ζου­με. Όμως, αφού παρα­λεί­ψα­με να ερευ­νού­με τις αιτί­ες των πραγ­μα­τι­κών κακών, ασχο­λού­μα­στε με άλλα. Για­τί κανείς μας δεν εξε­τά­ζει ποτέ, για­τί αμάρ­τη­σε; «Άρα­γε η αμαρ­τία εξαρ­τά­ται από εμέ­να; Άρα­γε δεν εξαρ­τά­ται από εμέ­να; Και για­τί πρέ­πει να ανα­φέ­ρω πολ­λούς λόγους; Θα προ­σπα­θή­σω να ερευ­νή­σω το πράγ­μα μέσα μου· άρα­γε νίκη­σα ποτέ τον θυμό μου; Άρα­γε νίκη­σα ποτέ την οργή μου ή εξαι­τί­ας της ντρο­πής ή εξαι­τί­ας του φόβου των ανθρώ­πων;». Έπει­τα όταν βρω αυτό από πού γίνε­ται, θα βρω ότι το να αμαρ­τά­νω εξαρ­τά­ται από εμέ­να.

Κανείς δεν εξε­τά­ζει αυτά, κανείς δεν ασχο­λεί­ται με αυτά, αλλά απλώς μόνο κατά τον Ιώβ: «νθρω­πος δ λλως νήχε­ται λόγοις(: ενώ ο Θεός είναι απεί­ρως σοφός και δίκαιος, ο άνθρω­πος αντί­θε­τα κολυμ­πά μέσα σε λόγους ματαί­ους και ξένους προς την πραγ­μα­τι­κή αλή­θεια)»[Ιώβ, 11,12]. Για ποιον λόγο λοι­πόν σε ενδια­φέ­ρει αυτό, εάν ο τάδε είναι τυφλός και ο τάδε πένης; Δεν σε διέ­τα­ξε ο Θεός να παρα­τη­ρείς αυτό, αλλά για­τί λοι­πόν εσύ το κάνεις αυτό; Διό­τι, εάν μεν έχεις αμφι­βο­λί­ες, ότι υπάρ­χει κάποια δύνα­μη στον κόσμο, είσαι ο ανο­η­τό­τε­ρος όλων· εάν όμως έχεις πει­στεί γι’αυ­τό, για­τί έχεις αμφι­βο­λί­ες, ότι πρέ­πει να αρέ­σεις στον Θεό; «Πάν­το­τε να ευχα­ρι­στεί­τε για όλα τον Θεό», λέγει. Πήγαι­νε στο ιατρείο και θα δεις τον ιατρό, όταν βρε­θεί κάποιος τραυ­μα­τί­ας, να κάνει σε αυτόν εγχεί­ρη­ση και καυ­τη­ρί­α­ση. Δεν λέγω όμως αυτό σε σένα, αλλά πήγαι­νε στο ξυλουρ­γείο· και δεν εξε­τά­ζεις εκεί την αιτία, αν και βέβαια δεν γνω­ρί­ζεις τίπο­τε από τα γινό­με­να εκεί και σου φαί­νε­ται ότι έχεις πολ­λές απο­ρί­ες· όπως επί παρα­δείγ­μα­τι, όταν τορ­νεύ­ει το ξύλο, όταν μετα­βάλ­λει το σχή­μα του. Μάλ­λον δε αν σε μετα­φέ­ρω σε ευκο­λό­τε­ρη τέχνη, όπως τη ζωγρα­φι­κή, και εκεί θα μεί­νεις έκθαμ­βος. Πες μου λοι­πόν, δεν σου φαί­νε­ται ότι ο ζωγρά­φος κάνει άσκο­πα εκεί­να που κάνει; Τι χρη­σι­μεύ­ουν σε αυτόν οι γραμ­μές και οι περι­στρο­φές των γραμ­μών; Όταν όμως επι­θέ­σει τα χρώ­μα­τα, τότε θα σου φανεί καλή η τέχνη, και όμως ούτε έτσι θα μπο­ρέ­σεις να μάθεις ακρι­βώς κάτι.

Και για­τί ομι­λώ για τους ξυλουρ­γούς και ζωγρά­φους και τους ομο­δού­λους; Πες μου, πώς κατα­σκευά­ζει η μέλισ­σα την κυψέ­λη, και τότε θα πεις περί του Θεού. Παρα­τή­ρη­σε καλά την εργα­σία των μυρ­μηγ­κιών, της αρά­χνης, της χελι­δό­νος, και τότε θα πεις περί του Θεού. Αν είσαι σοφός, απάν­τη­σέ μου αυτά· αλλά δεν θα μπο­ρέ­σεις. Δεν θα πάψεις λοι­πόν άνθρω­πε να ζητείς τα περιτ­τά; Διό­τι αυτά είναι πράγ­μα­τι περιτ­τά. Δεν θα πάψεις να είσαι χωρίς λόγο πολυ­πράγ­μο­νας; Τίπο­τε δεν είναι σοφό­τε­ρο από την άγνοια αυτή· εκεί­νοι που δια­βε­βαιώ­νουν ότι δεν γνω­ρί­ζουν τίπο­τε, είναι οι σοφό­τε­ροι όλων, εκεί­νοι δε που περιερ­γά­ζον­ται τα πάν­τα είναι οι ανο­η­τό­τε­ροι όλων. Ώστε το να δια­βε­βαιώ­νει κανείς ότι γνω­ρί­ζει δεν είναι παν­τού δείγ­μα σοφί­ας, αλλά ενί­ο­τε είναι και μωρία.

Πες μου λοι­πόν, εάν από δύο ανθρώ­πους ο μεν ένας δια­βε­βαιώ­νει ότι μπο­ρεί, απλώ­νον­τας τους σχοί­νους [:Ο σχοί­νος ήταν αρχαία μετρι­κή μονά­δα, το μήκος της οποί­ας ποί­κιλ­λε. Με το μέτρο αυτό μετρών­ταν οι κυριευό­με­νες χώρες και δια­νέ­μον­ταν σε νέους εποί­κους] να μετρή­σει τον αέρα που δια­τρέ­χει από τη γη στον ουρα­νό, ο δε άλλος ενώ περι­γε­λά παρα­δέ­χε­ται ότι δεν γνω­ρί­ζει, ποιον θα περι­γε­λά­σου­με; Πες μου: Εκεί­νον που λέγει ότι γνω­ρί­ζει ή εκεί­νον που λέγει ότι αγνο­εί; Είναι φανε­ρό ότι θα περι­γε­λά­σου­με εκεί­νον που λέγει ότι γνω­ρί­ζει. Επο­μέ­νως εκεί­νος που αγνο­εί είναι σοφό­τε­ρος από εκεί­νον που βεβαιώ­νει ότι γνω­ρί­ζει. Τι όμως, αν κανείς υπό­σχε­ται να λέγει πόσους κυά­θουςκύα­θος ήταν μέτρο χωρη­τι­κό­τη­τας υγρών, κύπελ­λο] έχει η θάλασ­σα, άλλος δε ότι αγνο­εί, δεν είναι η άγνοια σοφό­τε­ρη από τη γνώ­ση; Πάρα πολύ βέβαια. Για­τί τέλος πάν­των; Επει­δή και η άγνοια εκεί­νη είναι ισχυ­ρό­τε­ρη. Διό­τι εκεί­νος που λέγει ότι αγνο­εί, γνω­ρί­ζει κάτι. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; Ότι είναι ακα­τά­λη­πτο στον άνθρω­πο· και βεβαί­ως δεν είναι μικρό αυτό. Εκεί­νος όμως που λέγει ότι γνω­ρί­ζει, εκεί­νος προ­πάν­των δεν γνω­ρί­ζει, εκεί­νο που λέγει ότι γνω­ρί­ζει, και για αυτόν τον λόγο κυρί­ως είναι άξιος χλευα­σμού.

Αλί­μο­νο, με πόσα παρα­δείγ­μα­τα διδα­σκό­μα­στε την άκαι­ρη πολυ­πραγ­μο­σύ­νη και περιέρ­γεια να συγ­κρα­τού­με και δεν δεχό­μα­στε, αλλά είμα­στε περί­ερ­γοι για τη ζωή των άλλων, για­τί ο τάδε είναι ανί­κα­νος, για­τί ο τάδε είναι πτω­χός; Λοι­πόν με τον λόγον αυτόν θα πέσου­με και σε άλλη φλυα­ρία: «Για­τί η τάδε είναι γυναί­κα και δεν είναι όλοι άνδρες; Για­τί ο όνος; Για­τί το βόδι; Για­τί ο σκύ­λος; Για­τί ο λύκος; Για­τί είναι ο λίθος; Για­τί τα ξύλα;» Και ο λόγος θα πάρει αμέ­τρη­το μήκος. Για τον λόγο αυτόν βέβαια ο Θεός όρι­σε σε μας τα μέτρα της γνώ­σε­ως και τα έβα­λε μέσα στη φύση μας. Και πρό­σε­χε, σε παρα­κα­λώ, την υπερ­βο­λι­κή περιέρ­γεια· διό­τι αν και βλέ­που­με να υπάρ­χει τόσο πολύ ύψος από τη γη έως τον ουρα­νό, δεν πάσχου­με τίπο­τε, όταν όμως ανερ­χό­μα­στε σε πύρ­γο υψη­λό και θελή­σου­με να κάνου­με νεύ­μα προς τα κάτω με το να σκύ­ψου­με λίγο, μας κατα­λαμ­βά­νει αμέ­σως κάποιος ίλιγ­γος και σκο­το­δί­νη. Πες μου λοι­πόν την αιτία αυτού του φαι­νο­μέ­νου· αλλά δεν θα μπο­ρέ­σεις να την βρεις· για­τί έχει το μάτι μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη και συγ­κρα­τεί­ται από όσα βρί­σκον­ται πολύ μακριά;

Ομοί­ως και στην ακοή το ίδιο θα μπο­ρού­σε να δει κανείς. Διό­τι κανείς δεν θα μπο­ρέ­σει να φωνά­ξει τόσο δυνα­τά, ώστε να γεμί­σει τον αέρα, όσο θα μπο­ρέ­σει να συγ­κρα­τή­σει το μάτι, ούτε να ακού­σει από τόσο μεγά­λη από­στα­ση. Για­τί δεν είναι όλα τα μέλη του σώμα­τος ισό­τι­μα; Για­τί δεν έλα­βαν μία χρή­ση, ούτε μία θέση όλα αυτά; Και ο Παύ­λος εξέ­τα­σε αυτά, μάλ­λον δεν εξέ­τα­σε, διό­τι ήταν σοφός, αλλά αφού έπε­σε μέσα σε αυτήν την περί­πτω­ση, λέγει: «Νυν δ Θες θετο τ μέλη ν καστον ατν ν τ σώμα­τι καθς θέλη­σεν(:Τώρα όμως ο Θεός σοφά τοπο­θέ­τη­σε στο σώμα καθέ­να από τα μέλη ακρι­βώς, όπως θέλη­σε σύμ­φω­να με την αγα­θό­τη­τα και την παν­σο­φία Του, πάν­το­τε για το συμ­φέ­ρον και την εξυ­πη­ρέ­τη­ση ολό­κλη­ρου του σώμα­τος)»[Α΄Κορ.12,18]. Με τη θέλη­σή Του ο Θεός επέ­τρε­ψε το παν.

Και εμείς λοι­πόν, αφού παύ­σου­με να ζητού­με αυτά, ας ευχα­ρι­στού­με μόνο για όλα. Αυτό απο­δει­κνύ­ει άνθρω­πο ευγνώ­μο­να και σοφό και συνε­τό· το άλλο δε άνθρω­πο φλύ­α­ρο και οκνη­ρό και περί­ερ­γο. Δεν βλέ­πεις τι συμ­βαί­νει στους υπη­ρέ­τες; Οι μεν βδε­λυ­ροί δεν είναι χρή­σι­μοι που­θε­νά και είναι πολυ­λό­γοι και φλύ­α­ροι και περιερ­γά­ζον­ται τις υπο­θέ­σεις των κυρί­ων τους, που εκεί­νοι θέλουν να απο­κρύ­πτουν, οι δε συνε­τοί και ευγνώ­μο­νες υπη­ρέ­τες απο­βλέ­πουν προς ένα μόνο, πώς να εκπλη­ρώ­σουν την υπη­ρε­σία τους. Εκεί­νος που λέγει πολ­λά, τίπο­τε δεν κάνει· και εκεί­νος που εργά­ζε­ται πολ­λά, τίπο­τε το άκαι­ρο δεν λέγει. Για τού­το ο Παύ­λος έλε­γε, όταν έγρα­φε περί των χηρών: «μα δ κα ργα μαν­θά­νου­σι περιερ­χό­με­ναι τς οκίας, ο μόνον δ ργαί, λλ κα φλύ­α­ροι κα περί­ερ­γοι, λαλοσαι τ μ δέον­τα(:Συγ­χρό­νως όμως οι νεό­τε­ρες αυτές χήρες κακο­μα­θαί­νουν να είναι αργό­σχο­λες και να τρι­γυρ­νούν από σπί­τι σε σπί­τι. Κι όχι μόνο γίνον­ται αργό­σχο­λες αλλά και φλύ­α­ρες και περί­ερ­γες, λέγον­τας λόγια που δεν πρέ­πει)»[Α΄Τιμ.5,13].

Πες μου λοι­πόν ποια είναι μεγα­λύ­τε­ρη δια­φο­ρά, η δια­φο­ρά της δικής μας ηλι­κί­ας προς την ηλι­κία των τέκνων μας ή η δια­φο­ρά του Θεού προς την ηλι­κία των ανθρώ­πων; Η δική μας δια­φο­ρά προς τα κου­νού­πια ή του Θεού προς εμάς; Είναι ολο­φά­νε­ρο ότι μεγα­λύ­τε­ρη δια­φο­ρά είναι η δια­φο­ρά του Θεού προς εμάς. Για ποιον λόγο, λοι­πόν, εσύ περιερ­γά­ζε­σαι τόσο πολύ; Να ευχα­ρι­στείς για όλα. Τι λοι­πόν; «Αν ρωτά», λέγει, «Έλλη­νας, πώς θα απαν­τή­σω; Θέλει να μάθει από εμέ­να, αν υπάρ­χει η πρό­νοια, διό­τι αυτός ισχυ­ρί­ζε­ται ότι δεν υπάρ­χει κανείς που να προ­νο­εί για όλα». Λοι­πόν αφού μετα­βάλ­λεις την ερώ­τη­ση, ρώτη­σέ τον και εσύ. Αλλά δεν ισχυ­ρί­ζε­ται ότι υπάρ­χει η πρό­νοια. Ότι μεν υπάρ­χει πρό­νοια, είναι φανε­ρό απ’ αυτά που είπες· ότι επί­σης είναι ακα­τά­λη­πτη, είναι φανε­ρό απ’ εκεί­να που δεν βρί­σκου­με την αιτία. Διό­τι εάν σε εκεί­να που διοι­κούν οι άνθρω­ποι, δεν γνω­ρί­ζου­με πολ­λές φορές τον τρό­πο της διοι­κή­σε­ως, αν και πολ­λά απ’ αυτά μας φαί­νον­ται και άτο­πα και εντού­τοις συγ­κα­τα­τι­θέ­με­θα, πόσο μάλ­λον πρέ­πει επί των έργων του Θεού; Αλλά κανέ­να έργο του Θεού δεν είναι άτο­πο, ούτε φαί­νε­ται τέτοιο στους πιστούς. Για τον λόγο αυτόν ας ευχα­ρι­στού­με για όλα, ας δοξά­ζου­με Αυτόν για όλα.

«ποτασ­σό­με­νοι λλή­λοις ν φόβ Θεο(:Ως προς τους αδελ­φούς σας έχε­τε χρέ­ος να υπο­τάσ­σε­στε ο ένας στον άλλο με φόβο Χρι­στού)»[Εφ. 5,21], λέγει. Εάν βέβαια υπο­τάσ­σε­σαι εξαι­τί­ας του άρχον­τα ή των χρη­μά­των ή της ντρο­πής, πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να υπο­τάσ­σε­σαι εξαι­τί­ας του φόβου του Θεού. Ας είναι αντα­πό­δο­ση δου­λεί­ας και υπο­τα­γής, διό­τι έτσι δεν θα είναι δου­λεία. Ας μην κάθε­ται ο μεν στην θέση του ελευ­θέ­ρου, ο δε στη θέση του δού­λου, αλλά είναι πρέ­πον να υπη­ρε­τούν­ται μετα­ξύ τους οι κύριοι και οι δού­λοι· πολύ καλύ­τε­ρα είναι να είναι έτσι δού­λος ή κατ’ άλλον τρό­πον ελεύ­θε­ρος.

Και γίνε­ται φανε­ρό από το εξής: Ας υπο­τε­θεί ότι κάποιος έχει εκα­τό υπη­ρέ­τες και κανείς από αυτούς δεν προ­σφέ­ρει τις υπη­ρε­σί­ες του· επί­σης ότι είναι εκα­τό φίλοι υπη­ρε­τού­με­νοι μετα­ξύ τους· ποιοι θα ζήσουν καλύ­τε­ρα; Ποιοι με περισ­σό­τε­ρη ηδο­νή, με περισ­σό­τε­ρη χαρά; Δεν υπάρ­χει εκεί οργή, ούτε φιλο­νι­κία, ούτε θυμός, ούτε τίπο­τε άλλο από τα παρό­μοια· εδώ υπάρ­χει φόβος και δει­λία· και εκεί μεν τα πάν­τα γίνον­ται εξ ανάγ­κης, εδώ δε εκ προ­αι­ρέ­σε­ως· και εκεί μεν εξα­ναγ­κα­ζό­με­νοι, εδώ δε αισθα­νό­με­νοι ευγνω­μο­σύ­νη υπη­ρε­τούν­ται μετα­ξύ τους. Έτσι θέλει ο Θεός· για τον λόγο αυτόν ο Χρι­στός ένι­ψε τα πόδια των μαθη­τών. Μάλ­λον δε, εάν θέλεις να εξε­τά­σεις με ακρί­βεια, και στους κυρί­ους υπάρ­χει αντα­πό­δο­ση δου­λεί­ας. Και τι, εάν η αλα­ζο­νεία δεν αφή­νει να φανεί η αντα­πό­δο­ση; Διό­τι όταν αυτός μεν προ­σφέ­ρει τη σωμα­τι­κή υπη­ρε­σία, εσύ δε τρέ­φεις το σώμα σου, και το περι­ποιεί­σαι με τρο­φή και ενδύ­μα­τα και υπο­δή­μα­τα, και αυτός είναι τρό­πος δου­λεί­ας· διό­τι εάν δεν προ­σφέ­ρεις και εσύ την δική σου υπη­ρε­σία, ούτε εκεί­νος τη δική του, αλλά είναι ελεύ­θε­ρος, κανέ­νας νόμος δεν θα τον αναγ­κά­σει και χωρίς να τρέ­φε­ται να κάνει αυτό.

Εάν λοι­πόν αυτό συμ­βαί­νει στους δού­λους, για ποιον λόγο είναι άτο­πο, εάν αυτό γίνε­ται και στους ελεύ­θε­ρους; «Με τον φόβο Χρι­στού να υπο­τάσ­σε­στε», λέγει. Πόση είναι η χάρη, όταν έχου­με και αντα­μοι­βή; Αλλά δεν θέλει να υπο­τα­γεί σε σένα; Εσύ όμως να υπο­τα­γείς· όχι απλώς να υπα­κού­σεις, αλλά να υπο­τα­γείς· να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι έτσι, σαν να είναι όλοι κύριοί σου· διό­τι έτσι θα έχεις αυτούς σύν­το­μα δού­λους, υπο­δου­λω­μέ­νους στην πλέ­ον τυραν­νι­κή δύνα­μη της δου­λεί­ας. Διό­τι μάλ­λον αυτούς θα νική­σεις, όταν, χωρίς να λαμ­βά­νεις τίπο­τε από τα δικά τους, εσύ προ­σφέ­ρεις τα δικά σου. Αυτό σημαί­νει «Να υπο­τάσ­σε­στε ο ένας στον άλλο με φόβο Χρι­στού», για να νικού­με όλα τα πάθη μας, για να υπη­ρε­τού­με τον Θεό, για να δια­τη­ρού­με την αγά­πη ο ένας προς τον άλλον. Και τότε θα μπο­ρέ­σου­με να αξιω­θού­με και της φιλαν­θρω­πί­ας του Θεού, με τη χάρη και τους οικτιρ­μούς του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέ­ρα ταυ­τό­χρο­να και στο Άγιο Πνεύ­μα πρέ­πει δόξα, κρά­τος, τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Εφε­σί­ους επι­στο­λήν, ομι­λί­ες ΙΗ΄ και ΙΘ’ ‚πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 21, σελί­δες 138–191.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ἔλεγ­χος

«Καὶ μὴ συγ­κοι­νω­νεῖ­τε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρ­ποις τοῦ σκό- τους, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐλέγ­χε­τε» (Εφ. 5,11)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγα­πη­τοί μου, σήμε­ρα ὡς Από­στο­λος δια­βά­στη­κε ἕνα κομ­μά­τι ἀπὸ μιὰ ἐπι­στο­λὴ ποὺ ἔστει­λε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς χρι­στια­νοὺς τῆς Ἐφέ­σου. Τί ἦταν αὐτὴ ἡ Ἔφε­σος; Ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ μεγά­λες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ασί­ας. Ἡ Ἔφε­σος ἦταν χτι­σμέ­νη ὄχι μακριὰ ἀπ’ τὴ θάλασ­σα καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε γίνει πόλις ἐμπο­ρι­κή. Κίνη­σις μεγά­λη, λεφτὰ πολ­λά. Καὶ ὅπου πολ­λὰ λεφτά, ἐκεῖ καὶ οἱ κοι­νω­νί­ες δια­φθεί­ρον­ται. Ἂν ζοῦ­σε κανεὶς τὴν ἐπο­χὴ ἐκεί­νη, θὰ ἔβλε­πε ὅτι ἡ Ἔφε­σος ἦταν γεμά­τη ἀπὸ ταβέρ­νες καὶ σπί­τια ἁμαρ­τω­λά. Κρα­σί, γυναῖ­κες ἁμαρ­τω­λές, γλέν­τια, πορ­νεῖ­ες, μοι­χεῖ­ες, ὄργια. Σ’ αὐτὴ τὴν ἁμαρ­τω­λὴ καὶ ἄσω­τη ζωὴ ζοῦ­σαν οἱ κάτοι­κοι τῆς Ἐφέ­σου. Σ’ αὐτὴ τὴν κατά­στα­σι πολὺ τοὺς ἐνί­σχυε ἡ θρη­σκεία τους. Καὶ ἡ θρη­σκεία τους ἦταν ἡ εἰδω­λο­λα­τρία. Οἱ θεοί τους ἦταν κι αὐτοὶ ἄσω­τοι καὶ διε­φθαρ­μέ­νοι. Ἦταν θεοὶ χει­ρό­τε­ροι ἀπ’ τοὺς ἀνθρώ­πους. Οἱ θεοί τους ἔκλε­βαν, μεθοῦ­σαν, ἀπα­τοῦ­σαν γυναῖ­κες. Κι ἀφοῦ οἱ θεοί τους ἦταν τέτοιοι, φαν­τα­στῆ­τε τί ἦταν οἱ ἄνθρω­ποι. Ὅλοι ζοῦ­σαν στὸ σκο­τά­δι, στὴν ἀσω­τία· καὶ στὴ δια­φθο­ρά. Σὰν τὰ ζῷα. Χει­ρό­τε­ρα ἀπ’ τὰ ζῷα.

Ἀλλὰ ὁ ἀλη­θι­νός Θεός, ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι να πιστέ­ψουν καὶ νὰ σωθοῦν, ἔστει­λε τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο. Τὰ θεῖα λόγια τοῦ Παύ­λου ἦ ταν ἕνα δυνα­τὸ φῶς, σὰν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ποὺ βγαί­νει τὸ πρωΐ καὶ δια­λύ­ει τὰ σκο­τά­δια τῆς νύχτας. Φῶς πραγ­μα­τι­κὸ ἀνέ­τει­λε στὴν Ἔφε­σο. Ἄνθρω­ποι, ποὺ πρὶν ἔρθῃ ἐκεῖ ὁ Παῦ­λος ζοῦ­σαν τὴν πιὸ διε­φθαρ­μέ­νη ζωή, ὅταν ἄκου­σαν τὸν Παῦ­λο νὰ κηρύτ­τῃ τὸ Χρι­στό, κάτι μεγά­λο αἰσθάν­θη­καν μέσ’ στὴν καρ­διά τους. Ἄνοι­ξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ εἶδαν τὸ φῶς, εἶδαν τὴν ἀλή­θεια, πίστε­ψαν καὶ μετα­νόη­σαν, ἔχυ­σαν πικρὰ δάκρυα γιὰ τὰ ἁμαρ­τή­μα­τα ποὺ εἶχαν κάνει, μίση­σαν τὴν εἰδω­λο­λα­τρία, μίση­σαν τὸ σατα­νᾶ καὶ τὰ πονη­ρὰ ἔργα του, βαπτί­σθη­καν καὶ ἔγι­ναν χρι­στια­νοί. Ὁ κόσμος, ποὺ ἔβλε­πε ὅτι οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ἄλλα­ξαν ζωή, θαύ­μα­ζε τὴ δύνα­μι τῆς νέας θρη­σκεί­ας, καὶ πολ­λοὶ ἀπὸ τὸ παρά­δειγ­μά τους παρα­κι­νοῦν­ταν καὶ πίστευαν στὸ Χρι­στό.

Ἀλλὰ στὴν Ἔφε­σο ὑπῆρ­χαν καὶ ἄνθρω­ποι κακοὶ καὶ διε­στραμ­μέ­νοι, ποὺ δὲν ἔβλε­παν μὲ καλό μάτι τὴν ἠθι­κὴ καὶ θρη­σκευ­τι­κὴ ἀλλα­γή. Μισοῦ­σαν τὸ φῶς, μισοῦ­σαν τὸ Χρι­στό, για­τὶ δὲν ἤθε­λαν νὰ χαθῇ ἡ εἰδω­λο­λα­τρία μὲ τοὺς ψεύ­τι­κους θεούς. Ἡ θρη­σκεία γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους αὐτοὺς ἦταν ἕνα ἐμπό­ριο. Ἔφτεια­χναν ἀγάλ­μα­τα μικρὰ καὶ μεγά­λα, τὰ που­λοῦ­σαν, καὶ κέρ­δι­ζαν λεφτά. Εἶχαν ταβέρ­νες ποὺ γέμι­ζαν ἀπὸ πελά­τες κ’ ἔκα­ναν χρυ­σές δου­λειές. Εἶχαν σπί­τια ἁμαρ­τω­λὰ καὶ ἐκμε­ταλ­λεύ­ον­ταν τὶς γυναῖ­κες. Ἀλλὰ τώρα, μὲ τὸ κήρυγ­μα τοῦ Παύ­λου, ὅλο αὐτὸ τὸ αἰσχρὸ ἐμπό­ριο κιν­δύ­νευε νὰ κατα­στρα­φῇ. Τί θὰ γίνον­ταν αὐτοί, ἂν ὅλοι γίνον­ταν χρι­στια­νοί; Ποιός θὰ ἀγό­ρα­ζε πιὰ ἀγάλ­μα­τα; Ποιός θὰ πήγαι­νε στις ταβέρ­νες καὶ στὰ σπί­τια τὰ ἁμαρ­τω­λὰ καὶ θὰ ξώδευε ἐκεῖ τὰ χρή­μα­τά του; Γι’ αὐτὸ μίση­σαν τὸν Παῦ­λο σὰν τὸ μεγα­λύ­τε­ρο ἐχθρό τους· καὶ θὰ τὸν σκό­τω­ναν, ἂν τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν προ­στά­τευε ἀπὸ τὴ μανία τους.

Ὁ Παῦ­λος ἔφυ­γε ἀπὸ τὴν Ἔφε­σο καὶ πῆγε σ’ ἄλλα μέρη. Ἀλλὰ καὶ μακριὰ ποὺ ἦταν δὲν ξεχνοῦ­σε τοὺς χρι­στια­νοὺς ποὺ πίστε­ψαν στὸ Χρι­στό. Ἤξε­ρε, πόσο διε­φθαρ­μέ­νη ἦταν ἡ εἰδω­λο­λα­τρι­κὴ κοι­νω­νία τῆς Ἐφέ­σου, καὶ φοβό­ταν, μήπως οἱ λίγοι ἄνθρω­ποι ποὺ πίστε­ψαν στὸ Χρι­στὸ νικη­θοῦν ἀπ’ τοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ ἐπι­στρέ­ψουν στην παλιά τους ζωή. Συγ­γε­νεῖς καὶ φίλοι τους θὰ προ­σπα­θοῦ­σαν μὲ διά­φο­ρα πονη­ρὰ μέσα νὰ τοὺς τρα­βή­ξουν στὴν παλιά τους θρη­σκεία. Εἶνε σὰν νὰ τοὺς ἀκούω νὰ λένε στοὺς χρι­στια­νοὺς ποὺ πίστε­ψαν στο Χρι­στό· Οὔφ, καη­μέ­νε τὸν Παῦ­λο ἀκοῦ­τε; Αὐτὸς εἶνε ἕνας φανα­τι­κὸς ἄνθρω­πος, κρί­νει τὰ πράγ­μα­τα πολὺ αὐστη­ρά. Δὲν εἶνε καν ένα μεγά­λο κακὸ νὰ πᾶμε σὲ καμ­μιὰ ταβέρ­να ἀπό­ψε, νὰ πιοῦ­με κρα­σὶ καὶ νὰ δια­σκε­δά­σου­με… Ἔτσι κάνει πάν­το­τε ὁ διά­βο­λος. Αρχί­ζει ἀπὸ τὰ μικρὰ δῆθεν καὶ ἀθῷα, γιὰ νὰ κατα­λή­ξῃ στὰ τρο­με­ρὰ ἁμαρ­τή­μα­τα. Οὔφ, καη­μέ­νε, σοῦ λέει· ἕνα ποτη­ρά­κι κρα­σί· δὲν χάθη­κε ὁ κόσμος… Υπο­χώ­ρη­σες; Τὸ ἕνα ποτή­ρι θὰ γίνῃ δυό, τὰ δυὸ τέσ­σε­ρα, τὰ τέσ­σε­ρα ὀχτώ, καὶ θὰ κατα­λή­ξης στὸ τέλος νὰ γίνῃς ἕνας ἀλκο­ο­λι­κός, μέθυ­σος, ἄνθρω­πος ποὺ δὲν θὰ μπο­ρῇ πιὰ νὰ ξεκολ­λή­σῃ ἀπ’ τὸ ποτή­ρι. Γι’ αὐτὸ ὁ Παῦ­λος συνι­στοῦ­σε στοὺς χρι­στια­νούς, νὰ μὴν ἔχουν φιλί­ες μὲ ἀνθρώ­πους ποὺ ζοῦν μέσ’ στὴν αἰσχρὴ ζωὴ τῆς εἰδω­λο­λα­τρί­ας. Ποτέ νὰ μὴ δικαιο­λο­γοῦν τὰ πονη­ρά τους ἔργα. Ἀλλὰ μὲ τὰ λόγια τους οἱ χρι­στια­νοὶ καὶ πρὸ παν­τὸς μὲ τὸ παρά­δειγ­μά τους νὰ τοὺς ἐλέγ­χουν, μήπως κι αὐτοὶ μετα­νο­ή­σουν καὶ ἐπι­στρέ­ψουν. Ὁ ἔλεγ­χος, ποὺ θὰ κάνουν οἱ χρι­στια­νοί, θὰ ξεσκε­πά­σῃ ὅλη τὴν ἀκα­θαρ­σία καὶ τὴ δια­φθο­ρά τους, καὶ ὅσοι ἀπ ̓ αὐτοὺς εἶνε καλο­προ­αί­ρε­τοι μπο­ροῦν νὰ μετα­νο­ή­σουν καὶ νὰ σωθοῦν. Ὁ ἔλεγ­χος θὰ εἶνε σὰν τὸ φάρ­μα­κο, ποὺ εἶνε πικρὸ καὶ δυσά­ρε­στο καὶ δὲν θέλει νὰ τὸ πάρῃ ὁ ἄρρω­στος, κι ὅμως αὐτὸ τὸ πικρὸ καὶ δυσά­ρε­στο φάρ­μα­κο εἶνε ἡ σωτη­ρία του.

* * *

Χωρὶς διδα­σκα­λία, χωρὶς ἔλεγ­χο τῆς κακί­ας καὶ τῆς δια­φθο­ρᾶς, οἱ κοι­νω­νί­ες θὰ σαπί­σουν καὶ θὰ κατα­στρα­φοῦν. Κι ἀλλοί­μο­νο στις κοι­νω­νί­ες ἐκεῖ­νες ποὺ μισοῦν τὸν ἔλεγ­χο καὶ κατα­διώ­κουν τοὺς θαρ­ρα­λέ­ους ἐκεί­νους ἀνθρώ­πους που κηρύτ­τουν καὶ γρά­φουν τὴν ἀλή­θεια.

Ὁ Παῦ­λος, στὴν περι­κο­πὴ ποὺ δια­βά­στη­κε, δὲν ἐλέγ­χει γενι­κὰ καὶ ἀόρι­στα. Ελέγ­χει πάνω σὲ συγ­κε­κρι­μέ­να ἁμαρ­τή­μα­τα. Ιδιαι­τέ­ρως ἐλέγ­χει ἕνα ἀπὸ τὰ ἁμαρ­τή­μα­τα ποὺ ἦταν συνη­θι­σμέ­να στὴν Ἔφε­σο. Κάθε βρά­δι ἔβλε­πε κανείς μέσα στη μεγά­λη αὐτὴ πόλι ἀνθρώ­πους νὰ εἶνε τύφλα στὸ μεθύ­σι, νὰ μὴ ξέρουν τί λένε καὶ τί κάνουν, νὰ γυρί­ζουν στὰ σπί­τια τους καὶ νὰ βασα­νί­ζουν γυναῖ­κα καὶ παι­διά. Καὶ ὁ Παῦ­λος φωνά­ζει Χρι­στια­νοὶ τῆς Ἐφέ­σου, πιστέ­ψα­τε στο Χρι­στό; βαπτι­σθή­κα­τε στὸ ὄνο­μά του; μισή­σα­τε τὸ σατα­νᾶ καὶ τὰ ἔργα του; Μακριά πιὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία τῆς μέθης!… Εἰδω­λο­λά­τρης καὶ μέθυ­σος ται­ριά­ζει, ἀλλὰ χρι­στια­νὸς καὶ μέθυ­σος ὄχι. Ὁ μέθυ­σος, ὅπως εἶνε ζαλι­σμέ­νος ἀπὸ τὸ κρα­σὶ καὶ δὲν κυβερ­νά­ει τὸν ἑαυ­τό του, μπο­ρεῖ νὰ κάνῃ τὰ πιὸ ἀνόη­τα, τὰ πιὸ αἰσχρὰ πράγ­μα­τα, μπο­ρεῖ νὰ δια­πρά­ξῃ τὰ μεγα­λύ­τε­ρα ἐγκλή­μα­τα. Κι ὅταν ξεμε­θύ­σῃ καὶ μάθῃ τί ἔλε­γε καὶ τί ἔκα­νε, θὰ ντρέ­πε­ται γιὰ τὸ κατάν­τη­μά του. Καὶ δὲν εἶνε μόνο ὅτι ὁ ἀλκο­ο­λι­κὸς κάνει κακὸ στὸν ἑαυ­τό του ̇ κάνει κακὸ καὶ στὴν οἰκο­γέ­νειά του. Αφή­νει γυμνή τὴ γυναῖ­κα του, νηστι­κὰ τὰ παι­διά του, κι ὅλα του τὰ λεφτὰ τὰ ξοδεύ­ει γιὰ νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σῃ τὸ πάθος του. Τὸ ἀλκο­ὸλ κατα­στρέ­φει τὴν ὑγεία, ποτί­ζει ὅλο τὸ κορ­μὶ μὲ δηλη­τή­ριο, σκο­τώ­νει τὸν ἄνθρω­πο. Τὰ παι­διὰ ποὺ βγαί­νουν ἀπὸ ἀλκο­ο­λι­κὸ πατέ­ρα γεν­νιοῦν­ται ἀνά­πη­ρα, κου­φά, τυφλά, κου­τσά, ηλί­θια· εἶνε γεμᾶ­τα μελαγ­χο­λία, πηγαί­νουν κι αὐτο­κτο­νοῦν. Καὶ δυστυ­χῶς τὸ κακὸ τοῦ ἀλκο­ο­λι­σμοῦ, ἀντὶ νὰ λιγο­στεύῃ, αὐξά­νει. Ἄλλο­τε οὔτε οἱ πόλεις εἶχαν ταβέρ­νες· ἐνῷ τώρα γέμι­σαν καὶ τὰ χωριὰ ἀπὸ ταβέρ­νες, καὶ οἱ ἄνθρω­ποι ξοδεύ­ουν χιλιά­δες, ἑκα­τομ­μύ­ρια γιὰ τὸ οἰνό­πνευ­μα.

* * *

Ποιός, ἀγα­πη­τοί μου, ποιός φταί­ει γιὰ τὴν κατά­στα­σι αυτή; Πολ­λοὶ καὶ πολ­λά. Ἀλλὰ κυρί­ως φταῖ­με ἐμεῖς οἱ κλη­ρι­κοί, ποὺ δὲν διδά­σκου­με τὸ λαὸ καὶ δὲν ἐλέγ­χου­με τὸ κακό, καὶ ἔτσι μὲ τὴν ἔνο­χη σιω­πή μας τὸ κακὸ ξαπλώ­νε­ται. Ποιός θὰ περιο­ρί­σῃ τοὺς μέθυ­σους; Ποιός θὰ ἐλέγ­ξῃ τοὺς μεθυ­σμέ­νους καὶ ἐν ἀνάγ­κῃ θὰ τοὺς τιμω­ρή­σῃ μὲ ἐπι­τί­μια πνευ­μα­τι­κά; Ποιός μὲ τὴ διδα­σκα­λία ἢ τὸ βίο του θὰ κάνῃ τοὺς χρι­στια­νοὺς ἐγκρα­τεῖς, σὲ ὅλα ἐγκρα­τεῖς, στὰ φαγη­τὰ καὶ στὰ πιο­τά;

Ἂς ἀκου­στῇ καὶ πάλι στὸν τόπο μας ἡ σάλ­πιγ­γα τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου, τὸ ζωη­ρὸ κήρυγ­μα τοῦ Παύ­λου. Ἂς ἀκου­στῇ μὲ χίλιες γλῶσ­σες στις πόλεις μας καὶ στὰ χωριά μας ἡ φωνὴ τοῦ Παύ­λου ̇ «Μὴ μεθύ­σκε­σθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσω­τία, ἀλλὰ πλη­ροῦ­σθε ἐν Πνεύ­μα­τι» (Εφ. 5,18).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek