ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ KΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΕΦ. (ΣΤ΄ 10 — 17)

Προς Εφε­σί­ους, κεφά­λαιο ΣΤ΄, εδά­φια 10–17

10 Τὸ λοι­πόν, ἀδελ­φοί μου, ἐνδυ­να­μοῦ­σθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κρά­τει τῆς ἰσχύ­ος αὐτοῦ. 11 ἐνδύ­σα­σθε τὴν πανο­πλί­αν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνα­σθαι ὑμᾶς στῆ­ναι πρὸς τὰς μεθο­δεί­ας τοῦ δια­βό­λου· 12 ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρ­κα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξου­σί­ας, πρὸς τοὺς κοσμο­κρά­το­ρας τοῦ σκό­τους τοῦ αἰῶ­νος τού­του, πρὸς τὰ πνευ­μα­τι­κὰ τῆς πονη­ρί­ας ἐν τοῖς ἐπου­ρα­νί­οις. 13 διὰ τοῦ­το ἀνα­λά­βε­τε τὴν πανο­πλί­αν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνη­θῆ­τε ἀντι­στῆ­ναι ἐν τῇ ἡμέ­ρᾳ τῇ πονη­ρᾷ καὶ ἅπαν­τα κατερ­γα­σά­με­νοι στῆ­ναι. 14 στῆ­τε οὖν περι­ζω­σά­με­νοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀλη­θείᾳ, καὶ ἐνδυ­σά­με­νοι τὸν θώρα­κα τῆς δικαιο­σύ­νης, 15 καὶ ὑπο­δη­σά­με­νοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοι­μα­σίᾳ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου τῆς εἰρή­νης, 16 ἐπὶ πᾶσιν ἀνα­λα­βόν­τες τὸν θυρε­ὸν τῆς πίστε­ως, ἐν ᾧ δυνή­σε­σθε πάν­τα τὰ βέλη τοῦ πονη­ροῦ τὰ πεπυ­ρω­μέ­να σβέ­σαι· 17 καὶ τὴν περι­κε­φα­λαί­αν τοῦ σωτη­ρί­ου δέξα­σθε, καὶ τὴν μάχαι­ραν τοῦ Πνεύ­μα­τος, ὅ ἐστι ρῆμα Θεοῦ, 

10 Λοι­πόν, αδελ­φοί μου, γίνε­σθε ισχυ­ροί και δυνα­τοί πνευ­μα­τι­κώς δια του Κυρί­ου και δια της ακα­τα­νι­κή­του αυτού δυνά­με­ως. 11 Ενδυ­θή­τε όλα τα όπλα του Θεού, δια να ημπο­ρή­τε να αντι­στα­θή­τε εις τας δολί­ας και πονη­ράς μεθό­δους και παγί­δας του δια­βό­λου. 12 Διό­τι ο αγών, που έχο­μεν ανα­λά­βει, δεν είναι αγών προς ανθρώ­πους με αίμα και σάρ­κα, αλλά προς τας πονη­ράς αρχάς και εξου­σί­ας, προς τα πλή­θη των πονη­ρών πνευ­μά­των, προς τους κατα­χθο­νί­ους κοσμο­κρά­το­ρας, που κυριαρ­χούν επί ανθρώ­πων ευρι­σκο­μέ­νων στο βαθύ σκό­τος του αμαρ­τω­λού τού­του αιώ­νος. Ο αγών μας διε­ξά­γε­ται αναν­τί­ον των πνευ­μα­τι­κών αυτών πονη­ρών όντων και γίνε­ται χάριν της κλη­ρο­νο­μί­ας της βασι­λεί­ας των ουρα­νών. 13 Δια τού­το πάρε­τε επά­νω σας όλα τα όπλα, που δίνει ο Θεός, δια να ημπο­ρέ­σε­τε να αντι­στα­θή­τε κατά την ημέ­ραν των πονη­ρών πει­ρα­σμών και κιν­δύ­νων, και αφού εκτε­λέ­σε­τε με κάθε ακρί­βειαν όλα τα καθή­κον­τά σας και νική­σε­τε, να στα­θή­τε στα­θε­ρά εις την θέσιν σας. 14 Στα­θή­τε, λοι­πόν, ακλό­νη­τοι στον αγώ­να αυτόν, αφού ζωσθή­τε την αλή­θειαν, ωσάν την ζώνην που σφίγ­γουν εις την μέσην των οι πολε­μι­σταί, δια να είναι ευκί­νη­τοι, και ενδυ­θή­τε σαν άλλον θώρα­κα την δικαιο­σύ­νην, δια να είσθε απρό­σβλη­τοι από τα βέλη της αδι­κί­ας και της ιδιο­τε­λεί­ας. 15 Και όπως οι πολε­μι­σταί φορούν εις τα πόδια των υπο­δή­μα­τα, δια να τρέ­χουν με ασφά­λειαν και ευκο­λί­αν, και σεις φορέ­σα­τε την ετοι­μα­σί­αν, που απαι­τεί το Ευαγ­γέ­λιον της ειρή­νης, δια να κινή­σθε με άνε­σιν και δρα­στη­ριό­τη­τα. 16 Μαζή δε με όλα αυτά πάρε­τε επά­νω σας και κρα­τεί­τε στα­θε­ράν σαν άλλην ασπί­δα την πίστιν, με την οποί­αν θα ημπο­ρέ­σε­τε να εξου­δε­τε­ρώ­σε­τε και σβή­σε­τε όλους τους φλο­γο­βό­λους πει­ρα­σμούς του πονη­ρού, που ομοιά­ζουν με πύρι­να βέλη. 17 Και δεχθή­τε σαν άλλην περι­κε­φα­λαί­αν την πεποί­θη­σιν της σωτη­ρί­ας (δια να ασφα­λί­ζε­τε και προ­φυ­λάσ­σε­τε έτσι τον νουν σας από λογι­σμούς αμφι­βο­λί­ας). Παρε­τε και την μάχαι­ραν του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, η οποία είναι ο άδο­λος και φωτει­νός λόγος του Θεού.

10 Η προ­τρο­πή λοι­πόν που μένει να σας κάνω, αδελ­φοί μου, είναι: Να ενι­σχύ­ε­σθε με τη δύνα­μη που σας δίνει η κοι­νω­νία σας με τον Κύριο και που πηγά­ζει από την πανί­σχυ­ρη δύνα­μή του. 11 Ντυ­θεί­τε ολό­κλη­ρο τον οπλι­σμό με τον οποίο οπλί­ζει ο Θεός τους στρα­τιώ­τες του, για να μπο­ρεί­τε να αντι­στέ­κε­στε στα πανούρ­γα τεχνά­σμα­τα του δια­βό­λου. 12 Διό­τι πραγ­μα­τι­κά δεν έχου­με να παλέ­ψου­με με αντι­πά­λους ίδιους με μας, με αίμα και σάρ­κα σαν τη δική μας? αλλά η πάλη και ο πόλε­μός μας είναι με τις αρχές, τις εξου­σί­ες, με τα δια­βο­λι­κά αυτά τάγ­μα­τα, με τους κοσμο­κρά­το­ρες που εξου­σιά­ζουν το πλή­θος των ανθρώ­πων που είναι βυθι­σμέ­νοι στο ηθι­κό σκο­τά­δι που επι­κρα­τεί στον κόσμο αυτό. Καλού­μα­στε να παλέ­ψου­με με τα πνευ­μα­τι­κά όντα που είναι γεμά­τα πονη­ρία και κατοι­κούν ανά­με­σα στη γη και στον ουρα­νό. 13 Επει­δή λοι­πόν ο αγώ­νας είναι φοβε­ρός, γι’ αυτό πάρ­τε πάνω σας και φορέ­στε την πανο­πλία που δίνει ο Θεός, για να μπο­ρέ­σε­τε να αντι­στα­θεί­τε την ημέ­ρα που ο πει­ρα­σμός θα σας προ­σβά­λει με δύνα­μη. Κι αφού επι­τε­λέ­σε­τε με ακρί­βεια όλα τα καθή­κον­τά σας, να στα­θεί­τε στη θέση σας και να την κρα­τή­σε­τε καλά. 14 Στα­θεί­τε λοι­πόν στην παρά­τα­ξη του αγώ­να. Ζωσθεί­τε την αλή­θεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτι­σμός της αλή­θειας να σας δίνει πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη και ευκι­νη­σία. Και φορέ­στε ως θώρα­κα τη δικαιο­σύ­νη, ώστε να είστε απλή­γω­τοι από κάθε βέλος αδι­κί­ας και να μην παρα­σύ­ρε­σθε σε κανέ­να άδι­κο έργο εναν­τί­ον των ανθρώ­πων γύρω σας. 15 Και φορέ­στε στα πόδια σας ως υπο­δή­μα­τα που θα σας διευ­κο­λύ­νουν να περ­πα­τά­τε ελεύ­θε­ρα, την ετοι­μό­τη­τα και πρό­θυ­μη δρα­στη­ριό­τη­τα που δίνει στην ψυχή η τήρη­ση του Ευαγ­γε­λί­ου, το οποίο παρέ­χει την ειρή­νη. 16 Μαζί με όλα αυτά πάρ­τε επά­νω σας και φορέ­στε ως θυρεό, δηλα­δή στε­νό­μα­κρη ασπί­δα που θα σας σκε­πά­ζει ολό­κλη­ρους, την πίστη, με την οποία θα μπο­ρέ­σε­τε να σβή­σε­τε όλους τους καυ­στι­κούς πει­ρα­σμούς του πονη­ρού που μοιά­ζουν με πύρι­να βέλη. 17 Και δεχθεί­τε σαν περι­κε­φα­λαία την ελπί­δα της σωτη­ρί­ας, ώστε, όπως η περι­κε­φα­λαία προ­στα­τεύ­ει το κεφά­λι του στρα­τιώ­τη, έτσι να περι­φρου­ρούν τη διά­νοιά σας οι αγα­θοί και χαρού­με­νοι λογι­σμοί που εμπνέ­ει η χρι­στια­νι­κή ελπί­δα. Πάρ­τε και το μαχαί­ρι που δίνει το Άγιον Πνεύ­μα, και το οποίο είναι ο λόγος του Θεού. 

10 Tέλος, ἀδελ­φοί μου, νὰ ἐνδυ­να­μώ­νε­σθε ἀπὸ τὸν Kύριο καὶ ἀπὸ τὴν ἰσχυ­ρὴ δύνα­μί του. 11 Ἐνδυ­θῆ­τε τὴν πανο­πλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δύνα­σθε ν’ ἀντι­με­τω­πί­σε­τε τὶς πανουρ­γί­ες τοῦ Δια­βό­λου. 12 Διό­τι ἡ πάλη μας δὲν εἶναι μὲ ἀνθρώ­πους, ἀλλὰ μὲ τὶς ἀρχές, μὲ τὶς ἐξου­σί­ες, μὲ τοὺς σκο­τει­νοὺς κοσμο­κρά­το­ρες τῆς παρού­σης ζωῆς, μὲ τὰ πονη­ρὰ πνευ­μα­τι­κὰ ὄντα γιὰ τὴν κατά­κτη­σι τῶν ἐπου­ρα­νί­ων. 13 Γι’ αὐτὸ φορέ­σε­τε τὴν πανο­πλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δυνη­θῆ­τε νὰ ἀντι­στα­θῆ­τε κατὰ τὴν κακὴ ἡμέ­ρα, καὶ ἐκτε­λών­τας ὅλα νὰ ἀνα­δει­χθῆ­τε νικη­ταί. 14 Στα­θῆ­τε λοι­πὸν σὲ θέσι μάχης, ἀφοῦ ζωσθῆ­τε στὴ μέση σας μὲ τὴν ἀλή­θεια, καὶ φορέ­σε­τε τὸ θώρα­κα τῆς ἀρε­τῆς, 15 καὶ βάλε­τε στὰ πόδια σας σὰν ἄλλα ὑπο­δή­μα­τα τὴν ἑτοι­μό­τη­τα γιὰ νὰ δια­κη­ρύτ­τε­τε τὸ χαρ­μό­συ­νο μήνυ­μα τῆς εἰρή­νης, 16 καὶ μαζὶ μὲ ὅλα φορέ­σε­τε τὴν ἀσπί­δα τῆς πίστε­ως, μὲ τὴν ὁποία θὰ μπο­ρέ­σε­τε νὰ σβή­σε­τε ὅλα τὰ πύρι­να βέλη τοῦ Πονη­ροῦ. 17 Λάβε­τε καὶ τὴν περι­κε­φα­λαία τῆς σωτη­ρί­ας, καὶ τὴ μάχαι­ρα τοῦ Πνεύ­μα­τος, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Τ λοι­πόν, δελ­φοί μου, νδυ­να­μοσθε ν Κυρί κα ν τ κρά­τει τς σχύ­ος ατο(:Η προ­τρο­πή λοι­πόν που μένει να σας κάνω, αδελ­φοί μου, είναι να ενι­σχύ­ε­στε με τη δύνα­μη που σας δίνει η κοι­νω­νία σας με τον Κύριο και που πηγά­ζει από την πανί­σχυ­ρη δύνα­μή Του)»[Εφ.6,10]. Όταν πρό­κει­ται να τελειώ­σει ο λόγος, πάν­το­τε χρη­σι­μο­ποιεί αυτόν τον τρό­πο.

Δεν έλε­γα καλά από την αρχή ότι η οικία του καθε­νός είναι ολό­κλη­ρο στρα­τό­πε­δο; Διό­τι ιδού, αφού παρέ­τα­ξε όλες τις εξου­σί­ες, στη συνέ­χεια τούς εξο­πλί­ζει καλώς και τους οδη­γεί σε πόλε­μο. Εάν βέβαια δεν αρπά­ζει κανείς την εξου­σία του άλλου, αλλά ο καθέ­νας μένει στο αξί­ω­μά Του, όλα θα είναι διευ­θε­τη­μέ­να καλώς. «νδυ­να­μοσθε ν Κυρί κα ν τ κρά­τει τς σχύ­ος ατο(:Να ενι­σχύ­ε­στε με τη δύνα­μη που σας δίνει η κοι­νω­νία σας με τον Κύριο και που πηγά­ζει από την πανί­σχυ­ρη δύνα­μή Του)», λέγει· δηλα­δή ελπί­ζον­τας σε Αυτόν για την βοή­θειά Του. Επει­δή, λοι­πόν, παρήγ­γει­λε πολ­λά που έπρε­πε να γίνουν, «μη φοβά­στε», λέγει, «στη­ρίξ­τε την ελπί­δα σας στον Κύριο, και όλα θα τα ανα­κου­φί­σει». «νδσασθε τν πανο­πλαν το Θεο πρς τ δνασθαι μς στναι πρς τς μεθο­δεας το διαβλου(:Ντυ­θεί­τε ολό­κλη­ρο τον οπλι­σμό με τον οποίο οπλί­ζει ο Θεός τους στρα­τιώ­τες Του, για να μπο­ρεί­τε να αντι­στέ­κε­στε στα πανούρ­γα τεχνά­σμα­τα του δια­βό­λου)»[Εφ.6,11]. Δεν είπε «στις μάχες», ούτε «στους πολέ­μους», αλλά «στα τεχνά­σμα­τα». Διό­τι ο εχθρός δεν μας πολε­μά­ει ούτε απλά, ούτε φανε­ρά αλλά με τεχνά­σμα­τα. Και τι σημαί­νει «μεθο­δεία»; «Μετα­χει­ρί­ζο­μαι τέχνα­σμα» σημαί­νει «παρα­πλα­νώ και με επι­νο­ή­σεις κατα­βάλ­λω κάποιον», πράγ­μα που γίνε­ται και στην περί­πτω­ση των τεχνα­σμά­των και με λόγια και με έργα, και με παλαι­στι­κά τεχνά­σμα­τα, σε εκεί­νους οι οποί­οι μας παρα­πλα­νούν. Επε­ξη­γώ τι εννοώ: Ποτέ δεν παρου­σιά­ζει φανε­ρά τα αμαρ­τή­μα­τα ο διά­βο­λος, την ειδω­λο­λα­τρία δεν την λέγει, αλλά δια­φο­ρε­τι­κά παρι­στά­νει τού­το μετα­χει­ρι­ζό­με­νος τεχνά­σμα­τα, δηλα­δή, παρι­στά­νει πιθα­νόν τον λόγο και χρη­σι­μο­ποιεί επι­κα­λύμ­μα­τα.

Ήδη λοι­πόν και με αυτό διή­γει­ρε τους στρα­τιώ­τες και τους έκα­νε να είναι άγρυ­πνοι και νηφά­λιοι με το να τους πεί­σει και να τους διδά­ξει ότι η μάχη μας είναι ενάν­τια σε κάποιον πολύ έμπει­ρο στα πολε­μι­κά, που πολε­μά­ει όχι απλώς, ούτε φανε­ρά αλλά με πολ­λά τεχνά­σμα­τα. Και πρώ­τα μεν από τη φύση και το πλή­θος διε­γεί­ρει ο Παύ­λος τους μαθη­τές. Τους είπε για τα σοφί­σμα­τα του αντι­κεί­με­νου και τους ετοί­μα­σε να είναι άγρυ­πνοι και να έχουν νήψη, επει­δή ήθε­λε όχι να κατα­βά­λει τους υπό αυτόν παρα­τε­ταγ­μέ­νους στρα­τιώ­τες, αλλά να τους ερε­θί­σει και να τους διε­γεί­ρει. Εάν μεν τελεί­ω­νε τον λόγο μέχρι τού­του του σημεί­ου διη­γού­με­νος μόνο τη δύνα­μη των δαι­μό­νων, ίσως να κατέ­βαλ­λε τους χρι­στια­νούς ακρο­α­τές του· εάν όμως και πριν από αυτά και μετά δεί­χνει ότι είναι δυνα­τό να κατα­βά­λουν τον εχθρό αυτόν, τους διε­γεί­ρει περισ­σό­τε­ρο. Διό­τι όσο σαφέ­στε­ρα από εμάς θα αναγ­γέλ­λε­ται στους δικούς μας η δύνα­μη των αντι­πά­λων, τόσο σπου­δαιό­τε­ρους κάνει τους δικούς μας στρα­τιώ­τες.

«τι οκ στιν μν πλη πρς αμα κα σρκα, λλ πρς τς ρχς, πρς τς ξουσας, πρς τος κοσμο­κρτορας το σκτους το αἰῶνος τοτου, πρς τ πνευ­μα­τικ τς πονηρας ν τος που­ρανοις(:Διό­τι πραγ­μα­τι­κά δεν έχου­με να παλέ­ψου­με με αντι­πά­λους ίδιους με μας, με αίμα και σάρ­κα σαν τη δική μας· αλλά η πάλη και ο πόλε­μός μας είναι με τις αρχές, με τις εξου­σί­ες, με τα δια­βο­λι­κά αυτά τάγ­μα­τα, με τους κοσμο­κρά­το­ρες που εξου­σιά­ζουν το πλή­θος των ανθρώ­πων που είναι βυθι­σμέ­νοι στο ηθι­κό σκο­τά­δι που επι­κρα­τεί στον κόσμο αυτό. Καλού­μα­στε να παλέ­ψου­με με τα πνευ­μα­τι­κά όντα που είναι γεμά­τα πονη­ρία και κατοι­κούν ανά­με­σα στη γη και στον ουρα­νό)»[Εφ.6,12].

Αφού λοι­πόν τους προ­έ­τρε­ψε από το είδος της μάχης, στο εξής τους διέ­γει­ρε από τα έπα­θλα που είναι για αυτούς. Τι λοι­πόν συμ­βαί­νει; Αφού είπε ότι οι εχθροί μας είναι δυνα­τοί, πρό­σθε­σε, ότι μας στε­ρούν μεγά­λα αγα­θά. Ποια είναι αυτά; Η μάχη κεί­ται στους ουρα­νούς. Ο αγώ­νας δεν είναι για χρή­μα­τα, ούτε για τη δόξα, αλλά για δου­λεία. Ώστε η έχθρα γίνε­ται αδιάλ­λα­κτη. Η φιλο­νι­κία και η μάχη είναι σφο­δρό­τε­ρη, όταν γίνε­ται για μεγά­λα αγα­θά. Διό­τι το «ν τος που­ρανοις» τίθε­ται αντί του «πέρ τν που­ρα­νί­ων». Όχι για να λάβουν αυτοί κάποιο έπα­θλο, επει­δή μας νίκη­σαν, αλλά για να το στε­ρή­σουν από εμάς, σαν να έλε­γε: η συν­θή­κη εξαρ­τά­ται εντε­λώς από κάτι, το «ν» σημαί­νει «πέρ» και το «ν» σημαί­νει «διά». Πρό­σε­χε πώς μας διε­γεί­ρει η δύνα­μη του εχθρού και μας κάνει να είμα­στε προ­σε­κτι­κοί, η γνώ­ση ότι ο κίν­δυ­νος και η νίκη είναι για τα μεγά­λα αγα­θά, διό­τι πασχί­ζει να μας εκδιώ­ξει από τον ουρα­νό. Ποιες αρχές, λέγει, και εξου­σί­ες και κοσμο­κρά­το­ρες του σκο­τα­διού, που επι­κρα­τεί στον αιώ­να αυτόν; Ποιου σκο­τα­διού; Μήπως το σκο­τά­δι της νύχτας; Καθό­λου, αλλά το σκο­τά­δι της πονη­ρί­ας, «διό­τι είσα­στε», λέγει, «κάπο­τε σκο­τά­δι», λέγον­τας έτσι την πονη­ρία, που επι­κρα­τεί στην παρού­σα ζωή. Διό­τι δε θα έχει πλέ­ον χώρα, ούτε στον ουρα­νό, ούτε στον αιώ­να.

Και ονο­μά­ζει τους δαί­μο­νες κοσμο­κρά­το­ρες, όχι επει­δή είναι κύριοι του κόσμου, αλλά επει­δή είναι αίτιοι των πονη­ρών έργων. Διό­τι γνω­ρί­ζει η Γρα­φή να ονο­μά­ζει «κόσμο» τις πονη­ρές πρά­ξεις, όπως όταν ο Χρι­στός λέγει: « γ δέδω­κα ατος τν λόγον σου, κα κόσμος μίση­σεν ατούς, τι οκ εσν κ το κόσμου, καθς γ οκ εμ κ το κόσμου(: Εγώ τους έδω­σα το λόγο Σου και το Ευαγ­γέ­λιό Σου. Όμως ο κόσμος που βρί­σκε­ται μακριά από την αλή­θεια τούς μίση­σε, διό­τι δεν έχουν τα φρο­νή­μα­τα του κόσμου και δεν είναι από τον κόσμο, όπως Εγώ δεν έχω καμία σχέ­ση με τον κόσμο της αμαρ­τί­ας και δεν είμαι από τον κόσμο)» [Ιω.17,14]. Άρα λοι­πόν δεν ήσαν από τον κόσμο; Δεν έφε­ραν σάρ­κα; Δεν ήσαν από τους ανθρώ­πους του κόσμου; Και πάλι: «Ο δύνα­ται κόσμος μισεν μς· μ δ μισε, τι γ μαρ­τυρ περ ατο τι τ ργα ατο πονη­ρά στιν(:Δεν υπάρ­χει λόγος να μισεί εσάς ο κόσμος, και γι’ αυτό κανείς δε σας εμπο­δί­ζει να πάτε όπο­τε θέλε­τε στα Ιερο­σό­λυ­μα. Εμέ­να όμως ο κόσμος με μισεί, διό­τι εγώ απο­κα­λύ­πτω και καταγ­γέλ­λω ότι τα έργα του είναι πονη­ρά και τον ελέγ­χω γι’ αυτά. Όταν λοι­πόν πάω στα Ιερο­σό­λυ­μα, θα με σκο­τώ­σουν)» [Ιω.7,7], απο­κα­λών­τας έτσι πάλι τις πονη­ρές πρά­ξεις· ή ονο­μά­ζει εδώ «κόσμο» τους πονη­ρούς ανθρώ­πους, διό­τι οι δαί­μο­νες περισ­σό­τε­ρο αυτούς εξου­σιά­ζουν.

«Πρς τς ρχς, πρς τς ξουσας, πρς τος κοσμο­κρτορας το σκτους το αἰῶνος τοτου, πρς τ πνευ­μα­τικ τς πονηρας ν τος που­ρανοις(:Η πάλη και ο πόλε­μός μας είναι με τις αρχές, με τις εξου­σί­ες, με τα δια­βο­λι­κά αυτά τάγ­μα­τα, με τους κοσμο­κρά­το­ρες που εξου­σιά­ζουν το πλή­θος των ανθρώ­πων που είναι βυθι­σμέ­νοι στο ηθι­κό σκο­τά­δι που επι­κρα­τεί στον κόσμο αυτό. Καλού­μα­στε να παλέ­ψου­με με τα πνευ­μα­τι­κά όντα που είναι γεμά­τα πονη­ρία και κατοι­κούν ανά­με­σα στη γη και στον ουρα­νό)»[Εφ.6,12]. «Αρχές και εξου­σί­ες» λέγει, όπως ακρι­βώς και στα επου­ρά­νια υπάρ­χουν θρό­νοι, κυριό­τη­τες, αρχές, εξου­σί­ες.

«Δι τοτο(:Γι’ αυτό λοι­πόν)», λέγει, «ναλβετε τν πανο­πλαν το Θεο, να δυνηθτε ντιστναι ν τ μρ τ πονηρ κα παν­τα κατερ­γασμενοι στναι(:Επει­δή ο αγώ­νας είναι φοβε­ρός, πάρ­τε πάνω σας και φορέ­στε την πανο­πλία που δίνει ο Θεός, για να μπο­ρέ­σε­τε να αντι­στα­θεί­τε την ημέ­ρα που ο πει­ρα­σμός θα σας προ­σβά­λει με δύνα­μη. Κι αφού επι­τε­λέ­σε­τε με ακρί­βεια όλα τα καθή­κον­τά σας να στα­θεί­τε στη θέση σας και να την κρα­τή­σε­τε καλά)»[Εφ.6,13].Ονο­μά­ζει «ημέ­ρα πονη­ρή» την παρού­σα ζωή και «αιώ­να πονη­ρό» τον παρόν­τα, εξαι­τί­ας των κακών που γίνον­ται σε αυτόν. Δηλα­δή, πάν­το­τε να είστε εξο­πλι­σμέ­νοι.

«Κα παν­τα κατερ­γασμενοι στναι (:Κι αφού επι­τε­λέ­σε­τε με ακρί­βεια όλα τα καθή­κον­τά σας, να στα­θεί­τε στη θέση σας και να την κρα­τή­σε­τε καλά)», λέγει. Δηλα­δή «αφού εκτε­λέ­σε­τε όλα εντε­λώς και πάθη και παρά­δο­ξες επι­θυ­μί­ες και όλα εκεί­να τα οποία προ­κα­λούν σε εμάς ενό­χλη­ση». Δεν είπε απλώς «εκτε­λέ­σε­τε», αλλά «εκτε­λέ­σε­τε εντε­λώς», ώστε όχι μόνο να νική­σε­τε, αλλά και να στα­θεί­τε στη θέση σας μετά τη νίκη. Διό­τι πολ­λοί, αφού πέτυ­χαν αυτήν τη νίκη, πάλι έπε­σαν. «Όλα τα πάθη», λέγει, «αφού τα εκτε­λέ­σε­τε εντε­λώς», όχι αυτό μεν ναι, εκεί­νο όμως όχι· διό­τι είναι ανάγ­κη και μετά την νίκη να στα­θού­με στη θέση μας. Τραυ­μα­τί­στη­καν κάπο­τε, αλλά πάλι επα­νέρ­χον­ται στη ζωή εκεί­να που τραυ­μα­τί­ζον­ται· εάν δεν θα στα­θού­με, ήδη και αυτά που έπε­σαν σηκώ­νον­ται. Έως ότου θα είμα­στε όρθιοι, θα είναι πεσμέ­νος ο εχθρός· έως ότου δεν θα είμα­στε αστα­θείς, εκεί­νος δε σηκώ­νε­ται. Ας ενδυ­θού­με την πανο­πλία του Θεού.

Βλέ­πεις πώς εκδί­ω­ξε τον φόβο; Εάν βέβαια είναι δυνα­τόν να εκτε­λείς όλα και να στα­θείς όρθιος, για­τί απο­φεύ­γεις τη μάχη; Στά­σου όρθιος όταν εκτε­λείς και έχεις νική­σει. Και μην απο­ρή­σεις επει­δή λέγει τόσα πολ­λά για τη δύνα­μη των εχθρών· διό­τι με το να πει αυτά, δεν προ­κα­λεί δει­λία και φόβο, αλλά απο­τι­νάσ­σει τη νωθρό­τη­τα. «να δυνηθτε ντιστναι ν τ μρ τ πονηρ(:Για να μπο­ρέ­σε­τε να αντι­στα­θεί­τε την ημέ­ρα που ο πει­ρα­σμός θα σας προ­σβά­λει με δύνα­μη)», λέγει.

Και από τον χρό­νο τούς παρη­γο­ρεί. «Σύν­το­μος», λέγει, «είναι ο και­ρός, ώστε πρέ­πει να στα­θεί­τε στη θέση σας, να μη κατα­βλη­θεί­τε μετά τη μάχη». Εάν λοι­πόν υπάρ­χει πόλε­μος, εάν υπάρ­χουν αυτές οι παρα­τά­ξεις, εάν οι αρχές είναι ασώ­μα­τες, εάν υπάρ­χουν οι κοσμο­κρά­το­ρες, εάν υπάρ­χουν τα πνευ­μα­τι­κά όντα της πονη­ρί­ας, πες μου, πώς ζεις ζωή τρυ­φής; Πώς έχεις δια­χύ­σει την προ­σο­χή σου σε τόσες ματαιό­τη­τες; Πώς θα μπο­ρέ­σου­με να νική­σου­με αφο­πλι­σμέ­νοι; Ο καθέ­νας ας λέγει αυτά στον εαυ­τό του κάθε ημέ­ρα, όταν κυριαρ­χεί­ται από τον θυμό, από επι­θυ­μί­ες υλι­κές, όταν επι­ζη­τεί τον φιλή­δο­νο και μάταιο τού­το βίο. Ας ακού­ει τον μακά­ριο Παύ­λο που λέγει: «Οκ στιν μν πλη πρς αμα κα σρκα, λλ πρς τς ρχς, πρς τς ξουσας(:Δεν έχου­με να παλέ­ψου­με με αντι­πά­λους ίδιους με μας, με αίμα και σάρ­κα σαν τη δική μας· αλλά η πάλη και ο πόλε­μός μας είναι με τις αρχές, με τις εξου­σί­ες του σκό­τους)». Αυτός ο πόλε­μος είναι δυσκο­λό­τε­ρος του αισθη­τού, η πάλη είναι σφο­δρό­τε­ρη. Κατα­νόη­σε πόσο χρό­νο παλεύ­ει αυτός , για ποιον πυγ­μα­χεί, και γίνε ασφα­λέ­στε­ρος του εαυ­τού σου.

«Ναι», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος, «αλλά έπρε­πε να φύγει ο διά­βο­λος από το μέσο και όλοι θα σώζον­ταν». Μερι­κοί από τους οκνη­ρούς προ­φα­σι­ζό­με­νοι λέγουν αυτά. Είναι ανάγ­κη να σε ευχα­ρι­στή­σω, άνθρω­πε, διό­τι υπε­ρι­σχύ­εις, αν θέλεις, ενός τέτοιου αντι­πά­λου, και αγα­να­κτείς λέγον­τας τα λόγια ενός νωθρού και υπνα­λέ­ου στρα­τιώ­τη. Γνω­ρί­ζεις τις αφορ­μές, αν θέλεις, πρό­σε­χε από παν­τού, οχύ­ρω­νε τον εαυ­τό σου. Διό­τι η πάλη δεν είναι μόνο προς τον διά­βο­λο, αλλά και προς τις δυνά­μεις του. «Πώς λοι­πόν», θα απο­ρού­σε κάποιος, «θα αντι­με­τω­πί­σου­με το σκο­τά­δι;». Με το να γίνου­με φως. Πώς θα αντι­με­τω­πί­σου­με τα πνευ­μα­τι­κά όντα της πονη­ρί­ας; Με το να γίνου­με αγα­θοί. Διό­τι η πονη­ρία είναι αντί­θε­τη προς το αγα­θό, και το φως απο­μα­κρύ­νει το σκο­τά­δι. Αν όμως και εμείς οι ίδιοι είμα­στε σκο­τά­δι, θα πέσου­με οπωσ­δή­πο­τε στο χέρι του εχθρού. Πώς λοι­πόν θα γίνου­με υπέρ­τε­ροι αυτών; Αν εκεί­νο που εκ φύσε­ως είναι αυτοί, τού­το θα γίνου­με εκ προ­αι­ρέ­σε­ως εμείς, χωρίς σάρ­κα και αίμα· κατ’ αυτόν τον τρό­πο θα τους κατα­βά­λου­με. Επει­δή βέβαια ήταν φυσι­κό να εκδιώ­κον­ται από πολ­λούς, αυτοί, μη νομί­σε­τε, λέγει ο Παύ­λος, ότι αυτοί μας πολε­μούν. Οι δαί­μο­νες, που ενερ­γούν σε αυτούς, είναι εκεί­νοι που μας πολε­μούν· προς εκεί­νους πρέ­πει να πολε­μή­σου­με. Από αυτά λοι­πόν δύο πράγ­μα­τα κατορ­θώ­νει: πρώ­το κάνει αυτούς προ­θυ­μό­τε­ρους απέ­ναν­τι σε εκεί­νους που τους πολε­μούν και δεύ­τε­ρον εξά­πτει τον θυμό προς εκεί­νους.

Και για ποιο λόγο έχει γίνει σε εμάς η μάχη προς αυτούς; Επει­δή έχου­με και σύμ­μα­χο άμα­χο, την χάρη του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, διδα­χτή­κα­με την τέχνη αυτήν, ώστε να μπο­ρού­με να αγω­νι­ζό­μα­στε όχι προς ανθρώ­πους, αλλά προς τους δαί­μο­νες. Αν όμως θέλου­με, ούτε θα παλέ­ψου­με· επει­δή βεβαί­ως θέλου­με, υπάρ­χει ο αγώ­νας, Διό­τι είναι τόσο μεγά­λη η δύνα­μη του Πνεύ­μα­τος, που ενοι­κεί μέσα μας, καθώς λέγει: «δο δίδω­μι μν τν ξου­σί­αν το πατεν πάνω φεων κα σκορ­πί­ων κα π πσαν τν δύνα­μιν το χθρο, κα οδν μς ο μ δικήσ(:Ιδού, Εγώ σας δίνω τώρα εξου­σία εναν­τί­ον του σατα­νά πολύ μεγα­λύ­τε­ρη απ’ όση σας έδω­σα όταν σας έστει­λα να κηρύ­ξε­τε. Σας δίνω εξου­σία να νικά­τε και να ποδο­πα­τά­τε όλα τα όργα­να του σατα­νά, που σαν φίδια και σκορ­πιοί επι­βου­λεύ­ον­ται και χύνουν το δηλη­τή­ριό τους ύπου­λα στις ψυχές των ανθρώ­πων, για να τις νεκρώ­σουν. Σας δίνω εξου­σία να κατα­νι­κά­τε όλη τη δύνα­μη που δια­θέ­τει ο εχθρός του ανθρώ­που, ο σατα­νάς. Κι έτσι κανέ­να μέσο να μην τελε­σφο­ρεί απ’ όσα θα χρη­σι­μο­ποιεί για να παρεμ­πο­δί­σει το έργο σας. Κι απ’ όσα μηχα­νεύ­ε­ται εναν­τί­ον σας, τίπο­τε δεν θα σας ζημιώ­σει ούτε θα σας βλά­ψει)»[Λουκ.10,19]. Έχει δώσει σε εμάς κάθε εξου­σία και να αγω­νι­ζό­μα­στε και να μην αγω­νι­ζό­μα­στε, επει­δή όμως είμα­στε νωθροί, αγω­νι­ζό­μα­στε προς αυτούς.

Λοι­πόν ότι ο Παύ­λος δεν πάλε­ψε, άκου­σε αυτόν να λέγει: «Τίς μς χωρί­σει π τς γάπης το Χρι­στο; Θλψις στε­νο­χω­ρία διωγμς λιμς γυμνό­της κίν­δυ­νος μάχαι­ρα;(:Ποιος λοι­πόν θα μπο­ρέ­σει να μας χωρί­σει από την αγά­πη αυτή που μας έχει ο Χρι­στός; Μήπως θα μας κατα­στή­σει λιγό­τε­ρο αγα­πη­τούς στον Χρι­στό ή μήπως θα μας χωρί­σει από Αυτόν θλί­ψη από εξω­τε­ρι­κές περι­στά­σεις ή στε­νο­χώ­ρια και εσω­τε­ρι­κή πίε­ση των καρ­διών μας ή διωγ­μός ή πεί­να ή γύμνια και έλλει­ψη ρού­χων ή κίν­δυ­νος ή μαχαί­ρι που να μας φοβε­ρί­ζει με σφα­γή;)» [Ρωμ.8,35]. Και πάλι άκουε αυτόν να λέγει: « δ Θες τς ερήνης συν­τρί­ψει τν σατανν π τος πόδας μν ν τάχει. χάρις το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο μεθ᾿ μν(:Και ο Θεός που δίνει ειρή­νη θα συν­τρί­ψει γρή­γο­ρα κάτω από τα πόδια σας τον σατα­νά, που είναι ο αίτιος των διαι­ρέ­σε­ων και των σκαν­δά­λων. Η χάρη του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού να είναι μαζί σας)» [Ρωμ.16,20].

Βέβαια είχε αυτόν υπο­τε­ταγ­μέ­νο, για τού­το και έλε­γε: « Τοτο δ ποί­ει π πολλς μέρας. Δια­πο­νη­θες δ Παλος κα πιστρέ­ψας τ πνεύ­μα­τι επε· παραγ­γέλ­λω σοι ν τ νόμα­τι ησο Χρι­στο ξελ­θεν π᾿ ατς. Κα ξλθεν ατ τ ρ(:Και αυτό το έκα­νε για πολ­λές ημέ­ρες, όχι βέβαια με καλό σκο­πό. Αλλά το μαν­τι­κό πνεύ­μα επι­δί­ω­κε να ελκύ­σει πάνω του την απε­ριό­ρι­στη εμπι­στο­σύ­νη του λαού και να την εκμε­ταλ­λευ­θεί τελι­κά με δολιό­τη­τα και πανουρ­γία. Αγα­να­κτών­τας λοι­πόν ο Παύ­λος στρά­φη­κε πίσω προς τη δού­λη αυτή που τον ακο­λου­θού­σε και είπε προς το πνεύ­μα: ‘’Σε δια­τά­ζω, επι­κα­λού­με­νος το όνο­μα του Ιησού Χρι­στού, να βγεις από αυτήν’’. Και πραγ­μα­τι­κά την ίδια στιγ­μή το πονη­ρό πνεύ­μα βγή­κε)»[Πράξ.16,18].

Τού­το όμως δεν είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό εκεί­νου που αγω­νί­ζε­ται. Διό­τι ο αγω­νι­ζό­με­νος δεν νίκη­σε μέχρι τώρα, και αυτός που νίκη­σε δεν αγω­νί­ζε­ται πλέ­ον. Υπέ­τα­ξε αυτόν, τον αιχ­μα­λώ­τι­σε εντε­λώς. Και ο Πέτρος δεν αγω­νι­ζό­ταν προς τον διά­βο­λο, αλλά εκεί­νο που ήταν καλύ­τε­ρο της πάλης, τού­το έπρατ­τε. Πολ­λοί από τους πιστούς, αυτούς που υπά­κουαν, τους κατε­χό­με­νους που ήσαν γύρω του, ήσαν ανώ­τε­ροι από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν έλε­γε και ο μακά­ριος Παύ­λος: «να μ πλε­ο­νε­κτηθμεν π το σαταν· ο γρ ατο τ νοή­μα­τα γνοομεν(: έκα­να τη χάρη αυτή για την πνευ­μα­τι­κή σας ωφέ­λεια και για τη δόξα του Χρι­στού, για να μη νικη­θού­με με απά­τη από τον σατα­νά. Και λέω με απά­τη του σατα­νά, διό­τι γνω­ρί­ζου­με τις δόλιες επι­νο­ή­σεις του)» [Β΄Κορ.2,11]. Για τον λόγο αυτόν και υπε­ρί­σχυ­σε αυτού κατά πολύ.

Και πάλι άκου αυτόν να λέει: «Ο μέγα ον ε κα ο διά­κο­νοι ατο μετα­σχη­μα­τί­ζον­ται ς διά­κο­νοι δικαιο­σύ­νης, ν τ τέλος σται κατ τ ργα ατν (:Δεν είναι λοι­πόν μεγά­λο πράγ­μα εάν και οι υπη­ρέ­τες του μεταμ­φιέ­ζον­ται και παρου­σιά­ζον­ται σαν υπη­ρέ­τες δικαιο­σύ­νης. Το τέλος τους όμως θα είναι ίδιο με τα έργα τους)»[Β΄Κορ.11,15]. Έτσι γνώ­ρι­ζε όλη τη μάχη και τίπο­τε δε διέ­φυ­γε της προ­σο­χής του. Και πάλι: «Τ γρ μυστριον δη νερ­γεται τς νομας, μνον κατχων ρτι ως κ μσου γνηται (: Δεν ήλθε όμως ακό­μη ο καθο­ρι­σμέ­νος και­ρός του. Διό­τι τώρα είναι σε ενέρ­γεια η μυστι­κή δύνα­μη του κακού και της ανο­μί­ας, η οποία σε μεγά­λο βαθ­μό παρα­μέ­νει κρυμ­μέ­νη και δε φανε­ρώ­θη­κε ακό­μη ολό­κλη­ρη· υπάρ­χει μάλι­στα κάποιος που εμπο­δί­ζει τον άνο­μο να φανε­ρω­θεί. Η φανέ­ρω­ση λοι­πόν του ανό­μου αυτού θα ανα­βλη­θεί μόνο μέχρις ότου φύγει από τη μέση αυτός που σύμ­φω­να με τη θεία πρό­νοια παρεμ­πο­δί­ζει την εμφά­νι­σή του)»[Β΄Θεσ.2,7].

Αλλά ο αγώ­νας είναι προς εμάς. Άκου λοι­πόν αυτόν πάλι να λέει: «Πέπει­σμαι γρ τι οτε θάνα­τος οτε ζω οτε γγε­λοι οτε ρχα οτε δυνά­μεις οτε νεσττα οτε μέλ­λον­τα·οτε ψωμα οτε βάθος οτε τις κτί­σις τέρα δυνή­σε­ται μς χωρί­σαι π τς γάπης το Θεο τς ν Χριστ ησο τ Κυρί μν(: Τα υπερ­νι­κού­με όλα. Διό­τι είμαι πεπει­σμέ­νος ότι ούτε θάνα­τος, με τον οποίο ενδε­χο­μέ­νως θα μας φοβε­ρί­σουν, ούτε ζωή, με την οποία μας υπό­σχον­ται οποια­δή­πο­τε ευτυ­χία, ούτε τα τάγ­μα­τα των ουρά­νιων πνευ­μά­των, ούτε οι άγγε­λοι δηλα­δή, ούτε οι αρχές, ούτε οι δυνά­μεις, αλλά ούτε και οι περι­στά­σεις και τα γεγο­νό­τα του παρόν­τος, ούτε τα μελ­λον­τι­κά γεγο­νό­τα, ούτε οι ένδο­ξες επι­τυ­χί­ες που υψώ­νουν τον άνθρω­πο πολύ, ούτε οι άδο­ξες ταπει­νώ­σεις που τον καταρ­ρί­πτουν σε μεγά­λα βάθη, ούτε οποια­δή­πο­τε άλλη κτί­ση δια­φο­ρε­τι­κή από αυτήν που βλέ­που­με δεν θα μπο­ρέ­σει να μας χωρί­σει και να μας απο­μα­κρύ­νει από την αγά­πη που μας έδει­ξε ο Θεός, μέσω του Ιησού Χρι­στού του Κυρί­ου μας, και η οποία μας κρα­τά στε­νά συν­δε­δε­μέ­νους μαζί Του και ιδιαι­τέ­ρως προ­στα­τευό­με­νους Του)» [Ρωμ.8,38–39]. Δεν είπε μόνο «από τον Χρι­στό» αλλά «από την αγά­πη του Χρι­στού». Διό­τι πολ­λοί είναι ενω­μέ­νοι δήθεν με τον Χρι­στό, δεν αγα­πούν όμως Αυτόν. «Όχι μόνο», λέγει, «δε θα με πεί­σεις να Τον αρνη­θώ, αλλά ούτε να Τον αγα­πή­σω λιγό­τε­ρο».

Εάν όμως οι ουρά­νιες δυνά­μεις δεν ήταν δυνα­τόν να κατορ­θώ­σουν αυτό, ποιος άλλος θα απο­μά­κρυ­νε αυτόν; Και όχι επει­δή εκεί­νες το επι­χει­ρούν, τα λέγει αυτά, αλλά καθ’ υπό­θε­ση. Για τον λόγο αυτόν και έλε­γε: «είμαι πεπει­σμέ­νος». Επο­μέ­νως δεν πάλευε αλλά όμως φοβά­ται τις πανουρ­γί­ες του. Διό­τι άκου αυτόν να λέει: « Φοβομαι δ μήπως, ς φις Εαν ξηπά­τη­σεν ν τ πανουρ­γί ατο, οτω φθαρ τ νοή­μα­τα μν π τς πλό­τη­τος τς ες τν Χρι­στόν (:Φοβού­μαι όμως μήπως, όπως το φίδι εξα­πά­τη­σε άλλο­τε με την πανουρ­γία του την Εύα, έτσι δια­φθα­ρούν οι σκέ­ψεις σας και χάσε­τε την ειλι­κρί­νεια και καθα­ρό­τη­τα που οφεί­λου­με όλοι να έχου­με προς τον νυμ­φίο μας Χρι­στό)»[Β΄Κορ.11,3]. «Ναι», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος, «αλλά και για τον εαυ­τό του χρη­σι­μο­ποιεί το ρήμα αυτό, εφό­σον λέγει: ‘’λλ᾿ ποπιά­ζω μου τ σμα κα δου­λα­γωγ, μήπως λλοις κηρύ­ξας ατς δόκι­μος γένω­μαι(: αλλά ταλαι­πω­ρώ το σώμα μου και το μετα­χει­ρί­ζο­μαι ως δού­λο, για να μην απο­δο­κι­μα­στώ και απο­δει­χτώ ανά­ξιος του βρα­βεί­ου εγώ ο ίδιος που κήρυ­ξα σε άλλους και με τη δική μου προ­τρο­πή και διδα­σκα­λία αυτοί πήραν το βρα­βείο)’’[Α΄Κορ. 9,27].Πώς λοι­πόν είσαι πεπει­σμέ­νος, ότι κανείς δεν θα σε χωρί­σει;»

Βλέ­πεις ότι ο λόγος δηλώ­νει την ταπει­νο­φρο­σύ­νη και τη μετριο­φρο­σύ­νη; Ήδη εκεί­νος κατοι­κού­σε στον ουρα­νό, γι’ αυτό και έλε­γε: «Οδν γρ μαυτ σύνοι­δα· λλ᾿ οκ ν τούτ δεδι­καί­ω­μαι· δ νακρί­νων με Κύριός στιν (: Και δεν θεω­ρώ ούτε τον εαυ­τό μου αρμό­διο για να βγά­λω από­φα­ση για τη δια­χεί­ρι­σή μου ως οικο­νό­μου του Θεού, διό­τι ναι μεν η συνεί­δη­σή μου δεν μου μαρ­τυ­ρεί καμία ενο­χή, αλλά κι αυτό δεν φτά­νει για να είμαι δικαιω­μέ­νος. Διό­τι ο Κύριος είναι ο μόνος αρμό­διος να κρί­νει αν πράγ­μα­τι υπήρ­ξα καλός οικο­νό­μος)» [Α΄Κορ. 4,4]· και πάλι: «Τν γνα τν καλν γνισμαι, τν δρμον τετλεκα, τν πστιν τετρηκα(:Έχω αγω­νι­στεί τον καλό αγώ­να για τη διά­δο­ση του Ευαγ­γε­λί­ου. Έχω φτά­σει στο τέλος του δρό­μου της αρε­τής και της εκπλη­ρώ­σε­ως τη απο­στο­λή μου. Έχω δια­φυ­λά­ξει την πίστη)»[Β΄Τιμ.4,7].

Επο­μέ­νως δεν ήταν κύριος εκεί­νων μόνο αυτός, αλλά και η προ­αί­ρε­σή τους. Εκεί κάπως ήταν κύριος, μάλ­λον δε ούτε εκεί ήταν κύριος αυτού, αλλά της ραθυ­μί­ας εκεί­νων που δεν πρό­σε­χαν. Διό­τι, εάν μεν δεν εκπλή­ρω­νε τα καθή­κον­τά τους, ή εξαι­τί­ας της νωθρό­τη­τας ή οποιασ­δή­πο­τε άλλης αιτί­ας, ήταν κύριος αυτού· εάν όμως αυτός μεν έπρατ­τε τα πάν­τα, εκεί­νοι δε δεν πεί­θον­ταν, δεν ήταν κύριος αυτού, αλλά της απεί­θειας εκεί­νων. Και η ασθέ­νεια δεν υπε­ρί­σχυε του ιατρού, αλλά της αδυ­να­μί­ας του ασθε­νούς. Όταν λοι­πόν αυτός με έχει κάνει τα πάν­τα, ο ίδιος όμως ο ασθε­νής κατα­στρέ­φει τα πάν­τα, εκεί­νος είναι ηττη­μέ­νος, όχι αυτός. Ώστε που­θε­νά δεν υπε­ρί­σχυ­σε του Παύ­λου. Αλλά όμως είναι αγα­πη­τό σε εμάς το και να μπο­ρού­με να αγω­νι­ζό­μα­στε.

Στους Ρωμαί­ους δεν εύχε­ται αυτό, αλλά το εξής: « δ Θες τς ερήνης συν­τρί­ψει τν σατανν π τος πόδας μν ν τάχει. χάρις το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο μεθ᾿ μν(:Και ο Θεός που δίνει ειρή­νη θα συν­τρί­ψει γρή­γο­ρα κάτω από τα πόδια σας τον σατα­νά, που είναι ο αίτιος των διαι­ρέ­σε­ων και των σκαν­δά­λων. Η χάρη του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού να είναι μαζί σας)» [Ρωμ.16,20]· και στους Εφε­σί­ους έτσι εύχε­ται: «Τ δ δυνα­μέν πρ πάν­τα ποισαι περεκ­πε­ρισ­σο ν ατού­με­θα νοομεν, κατ τν δύνα­μιν τν νερ­γου­μέ­νην ν μν, ατ δόξα ν τ κκλη­σί ν Χριστ ησο ες πάσας τς γενες το αἰῶνος τν αώνων· μήν(:Στον Θεό λοι­πόν που έχει τη δύνα­μη να κάνει για μας απεί­ρως μεγα­λύ­τε­ρα και περισ­σό­τε­ρα από όλα όσα εμείς ζητού­με ή μπο­ρού­με να βάλου­με με το μυα­λό μας, και να τα κάνει σύμ­φω­να με τη δύνα­μη που ενερ­γεί μέσα μας για τον αγια­σμό και τη σωτη­ρία μας, σε Αυτόν ας είναι η δόξα μέσα στην Εκκλη­σία, η οποία έχει οικο­δο­μη­θεί πάνω στο θεμέ­λιο του Ιησού Χρι­στού και είναι ενω­μέ­νη με Αυτόν, σε όλες τις επο­χές της ατέ­λειω­της σει­ράς ων αιώ­νων του μέλ­λον­τος. Αμήν)» [Εφ.3,21].

Εκεί­νος που αγω­νί­ζε­ται, ακό­μη κατέ­χε­ται· είναι όμως αγα­πη­τό και το να μην πέσου­με. Ή νίκη τότε γίνε­ται λαμ­πρή, όταν εξέλ­θου­με από την πάλη αυτήν. Επί παρα­δείγ­μα­τι, ας υπο­τε­θεί ότι υπάρ­χει μια πονη­ρή επι­θυ­μία. Το παρά­δο­ξο είναι, όχι να τη δεχθού­με, αλλά να μην την εξα­λεί­ψου­με· εάν όμως το ίδιο δεν είναι δυνα­τόν, του­λά­χι­στον ας αγω­νι­ζό­μα­στε και ας την κατέ­χου­με πάν­το­τε· αν αγω­νι­ζό­με­νοι εξέλ­θου­με, έχου­με νική­σει. Διό­τι δε συμ­βαί­νει, εδώ έτσι όπως και στην περί­πτω­ση των αθλη­τών. Διό­τι εκεί μεν αν δεν κατα­βά­λεις τον αντί­πα­λο, δεν έχεις νική­σει· εδώ όμως αν δεν σε κατα­βά­λει ο αντί­πα­λος, είσαι ο νικη­τής· αν δε σε κατα­βά­λει, νίκη­σες. Είναι εύλο­γο· διό­τι εκεί και οι δύο πασχί­ζουν για την νίκη και αν ο ένας νικη­θεί, ο άλλος στε­φα­νώ­νε­ται. Εδώ όμως δε συμ­βαί­νει έτσι, όπως και στην περί­πτω­ση των αθλη­τών. Διό­τι εκεί μεν αν δεν κατα­βά­λεις τον αντί­πα­λο, δεν έχεις νική­σει· εδώ όμως αν δε σε κατα­βά­λει ο αντί­πα­λος, είσαι ο νικη­τής· αν δε σε κατα­βά­λει, νίκη­σες. Είναι εύλο­γο· διό­τι εκεί και οι δύο πασχί­ζουν για την νίκη, και αν ο ένας νικη­θεί, ο άλλος στε­φα­νώ­νε­ται.

Εδώ όμως δεν συμ­βαί­νει έτσι, αλλά ο διά­βο­λος πασχί­ζει για τη δική μας ήττα. Όταν λοι­πόν απο­στε­ρή­σω από αυτόν εκεί­νο για το οποίο πασχί­ζει, νίκη­σα· διό­τι ο διά­βο­λος δεν επεί­γε­ται για να νική­σει, αλλά για να νική­σει ολο­κλη­ρω­τι­κά. Ήδη λοι­πόν έχει νικη­θεί, διό­τι έχει κατα­βλη­θεί αυτός και βρί­σκε­ται στην απώ­λεια. Και η νίκη του δεν απο­βλέ­πει στο να στε­φα­νω­θεί αυτός, αλλά στο να απο­λέ­σει εμέ­να. Επο­μέ­νως αν δεν κατα­βά­λω, αλλά και δεν κατα­βλη­θώ, έχω νική­σει. Ποια λοι­πόν είναι ένδο­ξη νίκη; Να κατα­πα­τού­με αυτόν δια της περιου­σί­ας, καθώς έκα­νε ο Παύ­λος, θεω­ρών­τας ότι δεν έχουν καμία αξία τα παρόν­τα πράγ­μα­τα. Ας μιμού­μα­στε και εμείς αυτόν, και ας επι­διώ­κου­με να γίνου­με ανώ­τε­ροι και να μη δίνου­με από που­θε­νά αφορ­μή στον αντι­κεί­με­νο.

Σε αυτόν δίνει αφορ­μή ο πλού­τος, τα χρή­μα­τα, η κενο­δο­ξία· και πολ­λές φορές μεν ανέ­στη­σε αυτόν, πολ­λές δε φορές τον ερέ­θι­σε. Αλλά για­τί έχου­με ανάγ­κη του αγώ­να; Για­τί έχου­με ανάγ­κη της συμ­πλο­κής; Εκεί­νος που συμ­πλέ­κε­ται με άλλον έχει αβέ­βαιο τέλος, ποιο από τα δύο να μην ηττη­θεί και αυτός και θα πέσει στα χέρια του αντι­πά­λου του. Αυτός όμως που κατα­πα­τά, έχει βέβαιη τη νίκη. Λοι­πόν ας κατα­πα­τή­σου­με τις αμαρ­τί­ες, εννοώ όλα τα βιο­τι­κά, τον θυμό, την επι­θυ­μία, την αλα­ζο­νεία, όλα τα πάθη, για να μην βρε­θού­με, όταν απέλ­θου­με στην άλλη ζωή, ότι δεν τηρή­σα­με την εξου­σία, την οποία μας έδω­σε ο Θεός. Διό­τι κατά αυτόν τον τρό­πο θα επι­τύ­χου­με και τα μέλ­λον­τα αγα­θά. Αν όμως γινό­μα­στε κακοί όσον αφο­ρά σε τού­το, ποιος θα μας εμπι­στευ­τεί τα μεγα­λύ­τε­ρα; Διό­τι, αν δεν μπο­ρέ­σου­με να πατή­σου­με τον απο­κρου­σθέν­τα, τον κατη­σχυ­μέ­νο, τον περι­φρο­νη­μέ­νο, τον ευρι­σκό­με­νο κάτω από τα πόδια μας, πώς θα μας δώσει ο Πατήρ αυτά που είναι δικά Του; Εάν δεν νική­σα­με αυτόν που είναι έτσι υπο­τε­ταγ­μέ­νος, ποιο θάρ­ρος θα έχου­με να εισέλ­θου­με στην πατρι­κή οικία; Διό­τι πες μου, εάν έχεις υιό, και εκεί­νος αφού εγκα­τα­λεί­ψει τους ευγνώ­μο­νες δού­λους, συνα­να­στρέ­φε­ται με αυτούς που σε έχουν λυπή­σει, οι οποί­οι έχουν εκδιω­χθεί από την πατρι­κή οικία, και ασχο­λούν­ται με τους κύβους, και μέχρι τέλος κάνει αυτό, δε θα τον απο­κλη­ρώ­σεις; Είναι ολο­φά­νε­ρο.

Έτσι και εμείς, αν συνα­να­στρε­φό­μα­στε μαζί με τον διά­βο­λο, αφού εγκα­τα­λεί­ψου­με τους αγγέ­λους που είναι ευά­ρε­στοι και επι­τε­ταγ­μέ­νοι σε μας, οπωσ­δή­πο­τε θα στε­ρη­θού­με της κλη­ρο­νο­μί­ας. Αλλά μακά­ρι να μην πάθει τού­το κανέ­νας μας, αλλά αφού ανα­λά­βου­με τον πόλε­μο προς αυτόν, και νική­σου­με με τη βοή­θεια της άνω­θεν συμ­μα­χί­ας, αν γίνου­με κλη­ρο­νό­μοι της Βασι­λεί­ας των Ουρα­νών. Εάν κανείς έχει εχθρό, εάν κανείς έχει αδι­κη­θεί από αυτόν, αν κανείς είναι άγριος, αφού συγ­κεν­τρώ­σει όλο εκεί­νον τον θυμό, όλη την οργή, ας τα αδειά­σει στο κεφά­λι του δια­βό­λου. Εδώ ο θυμός είναι καλό, εδώ η οργή είναι χρή­σι­μη, εδώ η μνη­σι­κα­κία είναι επαι­νε­τή. Διό­τι όπως ακρι­βώς η μνη­σι­κα­κία αυτή επί τω έξω­θεν είναι κακό, έτσι εδώ η μνη­σι­κα­κία είναι αγα­θό. Επο­μέ­νως εάν έχεις ελατ­τώ­μα­τα, εδώ να απο­βά­λεις αυτά, ειδε­μή μπο­ρείς εσύ ο ίδιος να τα απο­μα­κρύ­νεις, έστω και με τα δικά σου μέλη. Σε έπλη­ξε κανείς; Να γίνεις μνη­σί­κα­κος εναν­τί­ον του δια­βό­λου και ποτέ να μη δια­λύ­σεις την προς αυτόν έχθρα. Αλλά δε σε έπλη­ξε κανείς; Και έτσι να είσαι μνη­σί­κα­κος, διό­τι εξύ­βρι­σε τον Δεσπό­τη σου, τον πολέ­μη­σε, διό­τι κατα­στρέ­φει και πολε­μά­ει τους αδελ­φούς.

Ας είσαι πάν­το­τε εχθρός, πάν­το­τε πικρός, πάν­το­τε άγριος προς τον διά­βο­λο· έτσι θα είναι εκεί­νος τόσο ταπει­νός, τόσο ευκα­τα­φρό­νη­τος, τόσο ευά­λω­τος. Εάν είμα­στε εμείς άγριοι προς αυτόν, εκεί­νος δεν θα είναι σε εμάς άγριος· εάν είμα­στε εμείς επιει­κείς, τότε εκεί­νος θα είναι άγριος, όχι όπως επί των αδελ­φών μας. Είναι εχθρός και πολέ­μιος και της ζωής και της σωτη­ρί­ας της δικής μας και της δικής του. Εάν τον εαυ­τό του δεν αγα­πά, πώς θα μπο­ρέ­σει να αγα­πή­σει εμάς; Ας παρα­τασ­σό­μα­στε λοι­πόν και ας πλήτ­του­με αυτόν έχον­τας ισχυ­ρό σύμ­μα­χο τον Κύριο Ιησού Χρι­στό, ο Οποί­ος θα μπο­ρέ­σει να κατα­στή­σει και εμάς ακα­τά­βλη­τους στις παγί­δες εκεί­νου και άξιους των μελ­λόν­των αγα­θών, τα οποία είθε να επι­τύ­χου­με όλοι μας, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μετά του Οποί­ου ανή­κει στον Πατέ­ρα και στο Άγιο Πνεύ­μα δόξα, δύνα­μη, τιμή, τώρα και πάν­το­τε, και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ ΚΓ’

«Σττε ον περι­ζωσμενοι τν σφν μν ν ληθείᾳ(:Στα­θεί­τε λοι­πόν στην παρά­τα­ξη του αγώ­να. Ζωστεί­τε την αλή­θεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτι­σμός της αλή­θειας να σας δίνει πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη και ευκι­νη­σία)»[Εφ.6,14].

Αφού σύν­τα­ξε το στρά­τευ­μα τού­το των Χρι­στια­νών και αφού διέ­γει­ρε τη διά­θε­σή τους ‑διό­τι ήσαν αναγ­καία και τα δύο, και να είναι συν­τε­ταγ­μέ­νοι και να διε­γεί­ρει τη διά­θε­σή τους‑, και αφού τους έδω­σε θάρ­ρος ‑καθό­σον και αυτό ήταν αναγκαίο‑, στη συνέ­χεια τους εξο­πλί­ζει τελεί­ως. Διό­τι δεν ωφε­λούν καθό­λου τα όπλα, αν δεν έχουν παρα­τα­χθεί εκεί­νοι προ­η­γου­μέ­νως και αν δεν διε­γερ­θεί η διά­θε­ση της ψυχής του στρα­τιώ­τη. Διό­τι πρέ­πει να οπλί­ζει πρώ­τα αυτόν εσω­τε­ρι­κά και έπει­τα εξω­τε­ρι­κά. Και αν τού­το ισχύ­ει για τους αισθη­τούς στρα­τιώ­τες, κατά πολύ περισ­σό­τε­ρο θα ενι­σχύ­ει για τους νοη­τούς· και μάλ­λον αυτοί δεν είναι δυνα­τόν να οπλι­σθούν εξω­τε­ρι­κά, αλλά πάν­το­τε εσω­τε­ρι­κά. Διή­γει­ρε τη διά­θε­ση και την παρό­ξυ­νε, πρό­σθε­σε το θάρ­ρος, παρέ­τα­ξε αυτούς με τάξη, στη συνέ­χεια τους οπλί­ζει.

Πρό­σε­χε όμως πώς χορη­γεί τα όπλα. «Στα­θεί­τε λοι­πόν», λέγει. Το πρώ­το που πρέ­πει να προ­σέ­χουν οι στρα­τιώ­τες είναι, να γνω­ρί­ζουν να παρα­τάσ­σον­ται με τάξη, και από αυτό πολ­λά μπο­ρούν να γίνουν. Για τον λόγο αυτόν πολ­λά λέγει για τον τρό­πο της παρα­τά­ξε­ως και σε άλλο σημείο λέγον­τας: «Γρη­γο­ρετε, στή­κε­τε ν τ πίστει, νδρί­ζε­σθε, κρα­ταιοσθε(:Προ­σέ­χε­τε σαν άγρυ­πνοι φρου­ροί. Μένε­τε στε­ρε­οί και όρθιοι στην πίστη. Να αγω­νί­ζε­στε σαν άνδρες γεν­ναί­οι. Πάρ­τε δύνα­μη και θάρ­ρος)» [Α΄Κορ.16.13]· και πάλι: «στε, δελ­φοί μου γαπη­το κα πιπό­θη­τοι, χαρ κα στέ­φα­νός μου, οτω στή­κε­τε ν Κυρί, γαπη­τοί(:Συνε­πώς, αδελ­φοί μου αγα­πη­τοί και πολυ­πό­θη­τοι, εσείς που είστε για μένα τον από­στο­λο και διδά­σκα­λό σας χαρά και στε­φά­νι δόξας λόγω των αρε­τών σας, σας προ­τρέ­πω, αγα­πη­τοί μου, έτσι να μένε­τε στα­θε­ροί στην εν Κυρίω ζωή· όπως δηλα­δή σας είπα προ­η­γου­μέ­νως και όπως ται­ριά­ζει σε ανθρώ­πους που περι­μέ­νουν Σωτή­ρα από τους ουρα­νούς)» [Φιλιπ.4,1]· και πάλι: «στε δοκν στά­ναι βλε­πέ­τω μ πέσ(: Από τα διδα­κτι­κά λοι­πόν αυτά παρα­δείγ­μα­τα της ιστο­ρί­ας του Ισρα­ήλ βγαί­νει ως συμ­πέ­ρα­σμα ότι όποιος έχει την ιδέα ότι στέ­κε­ται καλά στα πόδια του, ας προ­σέ­χει μην πέσει, όπως έπε­σαν και οι Ισραη­λί­τες που ανέ­φε­ρα)» [Α΄Κορ.10,12]· και πάλι: «Δι τοτο ναλά­βε­τε τν πανο­πλί­αν το Θεο, να δυνηθτε ντιστναι ν τ μέρ τ πονηρ κα παν­τα κατερ­γα­σά­με­νοι στναι(:Επει­δή λοι­πόν ο αγώ­νας είναι φοβε­ρός, γι’ αυτό πάρ­τε πάνω σας και φορέ­στε την πανο­πλία που δίνει ο Θεός, για να μπο­ρέ­σε­τε να αντι­στα­θεί­τε την ημέ­ρα που ο πει­ρα­σμός θα σας προ­σβά­λει με δύνα­μη. Κι αφού επι­τε­λέ­σε­τε με ακρί­βεια όλα τα καθή­κον­τά σας να στα­θεί­τε στη θέση σας και να την κρα­τή­σε­τε καλά)» [Εφ.6,13]. Άρα δεν εννο­εί απλώς οποιαν­δή­πο­τε παρά­τα­ξη, αλλά την δια­τε­ταγ­μέ­νη καλώς· και όσοι είναι έμπει­ροι των πολε­μι­κών ζητη­μά­των, γνω­ρί­ζουν πόσο αξί­ζει το να γνω­ρί­ζουν να παρα­τάσ­σον­ται.

Εάν, λοι­πόν, επί των πυγ­μά­χων και παλαι­στών ο γυμνα­στής πριν από οτι­δή­πο­τε άλλο δια­τάσ­σει αυτό, να στέ­κον­ται δηλα­δή καλώς, πολύ περισ­σό­τε­ρο το ίδιο ακρι­βώς ισχύ­ει επί των πολέ­μων και των στρα­τιω­τι­κών πραγ­μά­των. Εκεί­νος που έχει στα­θεί όρθιος δεν έχει στα­θεί με σύγ­χυ­ση, ούτε στη­ρί­ζε­ται σε άλλον· η ακρι­βής όρθια στά­ση φαί­νε­ται στον τρό­πο, με τον οποίο στέ­κε­ται κανείς. Ώστε οι όντως όρθιοι, αυτοί έχουν στα­θεί· αυτοί όμως που δεν έχουν στα­θεί, δε θα έχουν την κανο­νι­κή στά­ση, αλλά θα είναι δια­λυ­μέ­νοι και δια­σκορ­πι­σμέ­νοι. Ο φιλή­δο­νος δεν στέ­κε­ται όρθιος, αλλά στη­ρί­ζε­ται, καθώς ο λάγνος και ο φιλο­χρή­μα­τος. Αυτός που γνω­ρί­ζει να στέ­κε­ται, θα έχει εύκο­λα όλα τα απα­ραί­τη­τα όπλα για την πάλη από τη στά­ση του αυτήν, σαν από κάποιο στή­ριγ­μα.

«Σττε ον περι­ζωσμενοι τν σφν μν ν ληθείᾳ(:Στα­θεί­τε λοι­πόν στην παρά­τα­ξη του αγώ­να. Ζωστεί­τε την αλή­θεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτι­σμός της αλή­θειας να σας δίνει πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη και ευκι­νη­σία)», λέγει. Δεν ομι­λεί περί πραγ­μα­τι­κής ζώνης, διό­τι όλα στο χωρίο αυτό τα λέγει με αλλη­γο­ρι­κό νόη­μα. Και πρό­σε­χε πώς προ­χω­ρεί μεθο­δι­κά. Κατά πρώ­τον ζώνει εκ νέου τον στρα­τιώ­τη. Τι τέλος πάν­των σημαί­νει αυτό; Με τη ζώνη ανα­κό­πτει εκεί­νον, που είναι δια­λυ­μέ­νος και παρα­λυ­μέ­νος από τις επι­θυ­μί­ες και έχει τις σκέ­ψεις του στραμ­μέ­νες προς τα ταπει­νά, δεν επι­τρέ­πει να εμπο­δί­ζε­ται αυτός από τα συμ­πλε­κό­με­να με τις κνή­μες ιμά­τια, αλλά τον αφή­νει να τρέ­χει με ευλύ­γι­στα πόδια.

«Στα­θεί­τε, λοι­πόν», λέγει, «αφού ζώσε­τε τη μέση σας». «Μέση» εδώ εννο­εί το εξής· όπως ακρι­βώς βάση στα πλοία είναι η καρί­να, έτσι και σε εμάς βάση όλου του σώμα­τος είναι η μέση· διό­τι είναι σαν θεμέ­λιο και επά­νω σε αυτό οικο­δο­μεί­ται το παν, καθώς βέβαια λέγουν οι ιατροί. Περι­σφίγ­γει λοι­πόν την ψυχή μας, περι­βάλ­λον­τας με ζώνη τη μέση, διό­τι δεν εννο­εί βέβαια τη μέση αυτή, αλλά ομι­λεί αλλη­γο­ρι­κά. Και όπως η μέση είναι η βάση των κάτω και των άνω μελών του σώμα­τος, έτσι συμ­βαί­νει και επί της νοη­τής μέσης. Εκεί­νοι λοι­πόν που κατα­πο­νή­θη­καν πολ­λές φορές, αφού θέσουν εκεί τα χέρια τους σαν σε ένα στή­ριγ­μα, έτσι στη­ρί­ζαν στα­θε­ρά, τους εαυ­τούς τους. Και η ζώνη για τον λόγο αυτόν γίνε­ται στους πολέ­μους, για να συγ­κρα­τεί και αν περι­σφίγ­γει το ευρι­σκό­με­νο σε εμάς στή­ριγ­μα. Για τού­το και όταν τρέ­χου­με φορού­με ζώνη, για να προ­φυ­λάσ­σει το στή­ριγ­μα σε μας. Τού­το λοι­πόν λέγει, ας γίνε­ται και επί της ψυχής, και οτι­δή­πο­τε αν κάνου­με, θα είμα­στε δυνα­τοί. Βέβαια η ζώνη κατε­ξο­χήν αρμό­ζει στους στρα­τιώ­τες.

«Ναι», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος, «αλλά τη μέση αυτή ζώνου­με με δερ­μά­τι­νο ιμάν­τα· εμείς όμως με ποιον;» Με τον κυριό­τε­ρο των λογι­σμών, εννοώ με την αλή­θεια. «Ζωστεί­τε την αλή­θεια στη μέση σας σαν ζώνη», λέγει. Ας μην αγα­πά­με λοι­πόν κανέ­να ψεύ­δος, να επι­διώ­κου­με τα πάν­τα εν αλη­θεία, ας μην ψευ­δό­μα­στε ο ένας στον άλλο. Και αν πρό­κει­ται για δόξα, ας ζητού­με την αλη­θι­νή· και αν είναι τρό­πος ζωής, τον αλη­θι­νό. Αν περι­γρά­φου­με με τού­το τους εαυ­τούς μας, αν ζωστού­με με την αλή­θεια, κανείς δε θα γίνει υπέρ­τε­ρός μας. Εκεί­νος που ζητεί το δόγ­μα της αλη­θεί­ας, δε θα νικη­θεί και δε θα χάσει το θάρ­ρος του στη γη. Ότι βεβαί­ως τα μη αλη­θι­νά κατά­γον­ται από τη γη, είναι φανε­ρό από το ότι όλοι οι κοσμι­κοί είναι δού­λοι στα πάθη, υπα­κού­ον­τας στις δικές τους σκέ­ψεις.

Για τον λόγο αυτόν εάν είμα­στε νηφά­λιοι, δε θα έχου­με ανάγ­κη διδα­σκα­λί­ας στους λόγους των Ελλή­νων. Βλέ­πεις πώς εκεί­νοι είναι μαλα­κοί και νωθροί, χωρίς να μπο­ρούν να απο­δε­χθούν τίπο­τε αυστη­ρό, τίπο­τε υπε­ρά­νω του ανθρώ­πι­νου λογι­κού; Διό­τι δεν είναι ζωσμέ­νοι με την αλή­θεια. Για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς η μέση τους έχει δια­λυ­θεί, καθώς το μέρος που δέχε­ται τα γεν­νη­τι­κά σπέρ­μα­τα και το στή­ριγ­μα των λογι­σμών. Τίπο­τε λοι­πόν δεν είναι ασθε­νέ­στε­ρο από αυτούς.

Και βλέ­πεις πάλι τους Μανι­χαί­ους, πώς τολ­μούν να λέγουν τα πάν­τα με τους δικούς τους συλ­λο­γι­σμούς; «Δεν μπο­ρού­σε», λένε, «ο Θεός χωρίς ύλη να δημιουρ­γή­σει τον κόσμο». Από πού είναι φανε­ρό αυτό; Ισχυ­ρί­ζον­ται αυτά από τα όσα συμ­βαί­νουν εδώ κάτω και από τα γήι­να και από τα ανθρώ­πι­να. «Διό­τι ο άνθρω­πος», λένε οι οπα­δοί του Μάνεν­τος, «δεν μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει με άλλο τρό­πο». Πάλι πρό­σε­χε τι λέγει ο Μαρκίωνας[έζησε τον 2ο αιώ­να μ. Χ. , μέγας οπα­δός της αίρε­σης του Γνω­στι­κι­σμού, συγ­κρό­τη­σε δυαρ­χι­κό θεο­λο­γι­κό σύστη­μα και ιδιαί­τε­ρη εκκλη­σία, δική του]: «Δεν μπο­ρού­σε ο Θεός να παρα­μεί­νει αμό­λυν­τος, αφού έγι­νε άνθρω­πος». Από πού είναι φανε­ρό αυτό; «Διό­τι ούτε οι άνθρω­ποι μπο­ρούν», λέει. Αν και οι άνθρω­ποι μπο­ρούν.

Ο Ουα­λεν­τί­νος πάλι[:αιρεσιάρχης του 2ου αιώ­να· κατα­γό­ταν από την Αίγυ­πτο και διδά­χτη­κε την ελλη­νι­κή φιλο­σο­φία. Αφού εγκα­τα­στά­θη­κε ση Ρώμη απο­σχί­στη­κε από την Εκκλη­σία, γενό­με­νος αρχη­γός της αίρε­σης του Γνω­στι­κι­σμού], έχον­τας στραμ­μέ­νους τους λογι­σμούς του στα γήι­να, ομι­λεί από όσα συμ­βαί­νουν στη γη· ομοί­ως και ο Παύ­λος ο Σαμο­σα­τεύς[: αιρε­τι­κός του 3ου αιώ­να, επί­σκο­πος Αντιο­χεί­ας. Ήταν μοναρ­χια­νός, αρνιό­ταν το δόγ­μα της αγί­ας Τριά­δος και το δόγ­μα της εναν­θρω­πή­σε­ως, μη παρα­δε­χό­με­νος τις υπο­στά­σεις του υιού και του αγί­ου Πνεύ­μα­τος· θεω­ρού­σε τον Χρι­στό όχι ως Θεό, αλλά ως σκή­νω­μα της θεί­ας σοφί­ας] και ο Άρειος[: αιρε­τι­κός πρε­σβύ­τε­ρος και θεο­λό­γος της Αλε­ξάν­δρειας από τη διδα­σκα­λία του οποί­ου προ­ήλ­θε ο αρεια­νι­σμός, η γνω­στή χρι­στο­λο­γι­κή αίρε­ση του 4ου αιώ­να]. «Τι λοι­πόν;», λέγει ο Άρειος. «Δεν μπο­ρού­σε ο Θεός όταν γεν­νά, να γεν­νή­σει απα­θώς». Πώς τολ­μάς να το λέγεις αυτό, Άρειε; Από αυτά που συμ­βαί­νουν σε μας; Βλέ­πεις οι λογι­σμοί όλων να σύρον­ται κάτω στη γη, να είναι χαλα­ροί, να εμπνέ­ον­ται από τη γη; Και όσον αφο­ρά μεν τα δόγ­μα­τα, έτσι συμ­βαί­νει· όσον αφο­ρά δε πάλι τον τρό­πο ζωής, οι πόρ­νοι, όσοι αγα­πούν υπερ­βο­λι­κά τα χρή­μα­τα, τη δόξα και όλα τα άλλα, κάτω σύρον­ται· δεν έχουν όρθια αυτή τη μέση, ώστε να ανα­παύ­ον­ται όταν κου­ρα­στούν, αλλά εάν κου­ρα­στούν, δε θέτουν το χέρι σε αυτήν για να στα­θούν, αλλά δια­λύ­ον­ται. Ο ζωσμέ­νος λοι­πόν την αλή­θεια, πρώ­τα μεν ουδέ­πο­τε θα κου­ρα­στεί· δεύ­τε­ρο δε, και αν ακό­μη κου­ρα­στεί, θα επα­να­παύ­ε­ται σε αυτήν την αλή­θεια.

Τι λοι­πόν, πες μου; Η πτω­χεία θα αναγ­κά­σει αυτόν να κου­ρα­στεί; Καθό­λου· διό­τι επα­να­παύ­ε­ται στον αλη­θι­νό πλού­το και με την πτω­χεία θα γνω­ρί­σει την πραγ­μα­τι­κή πτω­χεία. Μήπως η δου­λεία θα κάνει αυτόν να κου­ρα­στεί; Καθό­λου· διό­τι γνω­ρί­ζει την πραγ­μα­τι­κή δου­λεία. Μήπως η ασθέ­νεια; Αλλά ούτε αυτή. «στω­σαν μν α σφύ­ες περιε­ζω­σμέ­ναι κα ο λύχνοι καιό­με­νοι(:Η μέση σας ας είναι ζωσμέ­νη καλά, και τα λυχνά­ρια σας ας είναι πάν­το­τε αναμ­μέ­να. Δηλα­δή αν θέλε­τε να γίνουν κτή­μα σας οι επου­ρά­νιοι θησαυ­ροί, πρέ­πει να είστε πάν­το­τε έτοι­μοι και άγρυ­πνοι προ­σέ­χον­τας να εκτε­λεί­τε σε κάθε περί­στα­ση τις εντο­λές του Κυρί­ου σας και πρό­θυ­μοι να Τον υπη­ρε­τή­σε­τε)»[Λουκ.12,35], ώστε να έχουν άσβε­στο το φως.

Αυτό δια­τάσ­σον­ταν να κάνουν και οι εξερ­χό­με­νοι από την Αίγυ­πτο και ζωσμέ­νοι έτρω­γαν το Πάσχα. «Και για­τί», θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κανείς, «έτρω­γαν κατά αυτόν τον τρό­πο;». Θέλεις να μάθεις όλη την ιστο­ρι­κή υπό­θε­ση ή την αλλη­γο­ρι­κή ερμη­νεία τους; Εγώ λοι­πόν θα τα πω και τα δύο, εσείς πάλι να εμβα­θύ­νε­τε σε αυτά. Διό­τι δεν ομι­λώ απλώς, για να πω μόνο την εξή­γη­ση, αλλά και για να γίνουν μετα­ξύ σας οι λόγοι μου έργο. «Οτω δ φάγε­σθε ατό· α σφύ­ες μν περιε­ζω­σμέ­ναι, κα τ ποδή­μα­τα ν τος ποσν μν, κα α βακτη­ρί­αι ν τας χερσν μν· κα δεσθε ατ μετ σπουδς· πάσχα στ Κυρί(:Κατ’ αυτόν λοι­πόν τον τρό­πο θα φάτε το πάσχα: η μέση σας θα είναι ζωσμέ­νη, τα υπο­δή­μα­τά σας φορε­μέ­να στα πόδια σας και οι ράβδοι στα χέρια σας. Θα φάτε αυτό βια­στι­κά. Αυτό είναι Πάσχα (:διά­βα­ση) Κυρί­ου)»[Έξ.12,11], λέγει. Φρι­κτά και φοβε­ρά είναι τα μυστή­ρια και έχουν πολύ βάθος. Εάν όμως είναι τόσο φοβε­ρά στους τύπους, πολύ περισ­σό­τε­ρο είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Εξέρ­χον­ται από την Αίγυ­πτο, τρώ­γουν το πάσχα. Πρό­σε­χε, η εξω­τε­ρι­κή τους εμφά­νι­ση είναι δείγ­μα των οδοι­πό­ρων· διό­τι το να φορούν τα υπο­δή­μα­τα, να κρα­τούν ραβδιά στα χέρια και να τρώ­γουν όρθιοι, τίπο­τε άλλο δε δηλώ­νει παρά τού­το.

Επι­θυ­μεί­τε να ακού­σε­τε πρώ­τα την ιστο­ρία ή την αλλη­γο­ρι­κή ερμη­νεία; Καλύ­τε­ρα την ιστο­ρία. Τι λοι­πόν θέλει να πει η ιστο­ρία; Οι Ιου­δαί­οι ήσαν αγνώ­μο­νες και συνε­χώς λησμο­νού­σαν τις ευερ­γε­σί­ες του Θεού. Επει­δή λοι­πόν ήθε­λε να θυμούν­ται Αυτόν και χωρίς την θέλη­σή τους, καθο­ρί­ζει τον τρό­πο αυτόν της βρώ­σε­ως του πάσχα. Τι τέλος πάν­των; Για να έχουν την ανάγ­κη να τηρούν κάθε χρό­νο την νομο­θε­σία, και να θυμούν­ται κατ’ ανάγ­κη και τον Θεό, ο οποί­ος εξή­γα­γε αυτούς από την Αίγυ­πτο. Άρα λοι­πόν ο Θεός δεν πρόσ­δε­σε μόνο τις ευερ­γε­σί­ες Του στον χρό­νο, αλλά και στον τρό­πο αυτών που έτρω­γαν το πάσχα. Για τον λόγο αυτόν βέβαια τρώ­νε ζωσμέ­νοι και φορών­τας τα σαν­δά­λια τους, για να λένε όταν τους ρωτούν, ότι «Είμα­στε έτοι­μοι προς οδοι­πο­ρία» και ότι «Επρό­κει­το να εξέλ­θου­με από την Αίγυ­πτο στη γη της επαγ­γε­λί­ας». Αυτή μεν είναι η μορ­φή των γεγο­νό­των, η αλή­θεια όμως είναι η εξής:

Και εμείς εσθί­ου­με πάσχα, τον Χρι­στό. «κκα­θά­ρα­τε ον τν παλαιν ζύμην, να τε νέον φύρα­μα, καθώς στε ζυμοι. κα γρ τ πάσχα μν πρ μν τύθη Χρι­στός(: Ξεκα­θα­ρί­στε λοι­πόν το παλιό προ­ζύ­μι της δια­φθο­ράς του παλαιού ανθρώ­που, για να είστε νέα μάζα ζυμα­ριού, καθώς έχε­τε απαλ­λα­γεί από την παλιά κακή ζύμη με την πίστη και το βάπτι­σμα. Και οφεί­λου­με να είμα­στε άζυ­μοι, διό­τι και εμείς εορ­τά­ζου­με θείο και υπερ­φυ­σι­κό Πάσχα. Ο δικός μας πασχα­λι­νός αμνός είναι ο Χρι­στός, που θυσιά­στη­κε για χάρη μας)» [Α΄Κορ. 5,7]. Άρα και εμείς εσθί­ου­με πάσχα πολύ καλύ­τε­ρο από το ιου­δαϊ­κό. Βέβαια και εμείς οφεί­λου­με να εσθί­ου­με έχον­τας υπο­δή­μα­τα στα πόδια και ζώνη στη μέση μας. Για­τί; Για να είμα­στε και εμείς έτοι­μοι για την έξο­δο, για την απο­δη­μία από τη ζωή αυτή. Κανείς από όσους τρώ­νε τού­το το πάσχα ας μην προ­σέ­χει προς την Αίγυ­πτο, αλλά προς τον ουρα­νό, προς την άνω Ιερου­σα­λήμ. Για τον λόγο αυτόν εσθί­εις ζωσμέ­νος και έχον­τας τα υπο­δή­μα­τα στα πόδια, για να μάθεις ότι ευθύς μόλις αρχί­σεις να τρώ­γεις το πάσχα, οφεί­λεις να απο­δη­μείς και να οδεύ­εις. Και υπαι­νίσ­σε­ται δύο πράγ­μα­τα και ότι πρέ­πει να εξέλ­θουν από την Αίγυ­πτο και ότι όταν μένουν, να μένουν στο εξής σαν σε ξένη χώρα.

«μν γρ τ πολί­τευ­μα ν ορανος πάρ­χει, ξ ο κα σωτρα πεκ­δε­χό­με­θα Κύριον ησον Χρι­στόν(:Η συμ­πε­ρι­φο­ρά τους και τα φρο­νή­μα­τά τους είναι τελεί­ως αντί­θε­τα με τα δικά μας. Διό­τι η δική μας πατρί­δα και πολι­τεία και τα δικά μας πολι­τι­κά δικαιώ­μα­τα είναι στους ουρα­νούς, από όπου με πολύ πόθο περι­μέ­νου­με και τον Σωτή­ρα μας, τον Κύριο Ιησού Χρι­στό)»[Φιλιπ.3,20], λέγει ο Παύ­λος, και πρέ­πει να είμα­στε προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι πάν­το­τε σε όλη τη ζωή μας, ώστε όταν κλη­θού­με, να μην ανα­βάλ­λου­με, αλλά να λέμε «τοί­μη καρ­δία μου, Θεός, τοί­μη καρ­δία μου, σομαι κα ψαλ ν τ δόξ μου(:Είναι έτοι­μη η καρ­διά μου, ω Θεέ μου, είναι έτοι­μη, για να ψάλ­λω με τη φωνή μου προς δόξα δική Σου, να παί­ζω μου­σι­κά όργα­να με όλη μου την ψυχή)»[Ψαλμ.107,2]. Αλλά αυτό μεν μπο­ρού­σε να το λέγει ο Παύ­λος που δεν συναι­σθά­νε­ται τίπο­τε να τον βαραί­νει· εγώ όμως που έχω ανάγ­κη πολ­λού χρό­νου για μετά­νοια, δεν μπο­ρώ να το πω.

Και το ότι το να είναι κάποιος ζωσμέ­νος είναι δείγ­μα της γρη­γο­ρού­σης ψυχής, άκουε τον Θεό να λέγει προς τον δίκαιο εκεί­νον άνδρα, τον Ιώβ: «Ζσαι σπερ νρ τν σφύν σου, ρωτή­σω δέ σε, σ δέ μοι ποκρί­θη­τι. Πο ς ν τ θεμε­λιον με τν γν; πάγ­γει­λον δέ μοι ε πίστ σύνεσιν.τίς θετο τ μέτρα ατς, ε οδας; τίς παγαγν σπαρ­τί­ον π᾿ ατς;(: Ζώσε, λοι­πόν, τη μέση σου ως άνδρας παλαι­στής και πάρε θάρ­ρος, διό­τι Εγώ θα σε ερω­τή­σω, και εσύ δώσε μου από­κρι­ση: Πού ήσου­να, όταν Εγώ θεμε­λί­ω­να την γη; Απάν­τη­σέ μου, εάν έχεις σύνε­ση. Ποιος έθε­σε τα μέτρα αυτής; Πες μου, εάν το γνω­ρί­ζεις. Ποιος, όταν αυτή χτι­ζό­ταν, έβα­λε νήμα στάθ­μης για την ακρί­βεια της οικο­δο­μής;)»[Ιώβ, 38,3–5]. Τού­το λέγει και προς όλους τους αγί­ους, τού­το δε και προς τον Μωυ­σή. Και ο ίδιος πάλι φαί­νε­ται ζωσμέ­νος στο βιβλίο του Ιεζε­κι­ήλ, μάλ­λον δε και οι άγγε­λοι φαί­νον­ται σε μας ζωσμέ­νοι, επει­δή είναι στρα­τιώ­τες. Από την περί­ζω­ση γίνε­ται γεν­ναί­ως ο τρό­πος κατά τον οποίο στέ­κε­ται κανείς, όπως από την στά­ση η περί­ζω­ση.

Ας περι­ζώ­σου­με λοι­πόν και τους εαυ­τούς μας, διό­τι και εμείς πρό­κει­ται να εξέλ­θου­με και πολ­λές είναι οι ενδιά­με­σες δυσκο­λί­ες. Όταν διέλ­θου­με τού­το το πεδίο, έρχε­ται αμέ­σως ο διά­βο­λος και τα πάν­τα ενερ­γεί και επι­νο­εί, ώστε, αφού συλ­λά­βει, να κατα­στρέ­ψει αυτούς που σώθη­καν από την Αίγυ­πτο, αυτούς που διά­βη­καν την Ερυ­θρά θάλασ­σα, αυτούς που απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν από τους δαί­μο­νες και συγ­χρό­νως από πάρα πολ­λές συμ­φο­ρές. Αλλά εάν είμα­στε νηφά­λιοι, έχου­με και εμείς στή­ριγ­μα ισχυ­ρό τη χάρη του αγί­ου Πνεύ­μα­τος· το στή­ριγ­μα αυτό και φωτί­ζει και σκιά­ζει. Έχου­με μάν­να· μάλ­λον δε όχι μάν­να, αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο του μάν­να έχου­με. Από την πέτρα δεν εξέρ­χε­ται ύδωρ, αλλά πόμα πνευ­μα­τι­κό. Έχου­με και παρα­πήγ­μα­τα, κατοι­κών­τας την έρη­μο και τώρα. Διό­τι πράγ­μα­τι και τώρα έχει γίνει η γη έρη­μη από την αρε­τή και περισ­σό­τε­ρο εκεί­νης. Για ποιο λόγο έπρε­πε να απο­φεύ­γει κανείς εκεί­νη την έρη­μο; Άρα­γε όχι διό­τι είχε σκορ­πιούς και έχι­δνες; Από την οποία, λέγει, δεν διήλ­θε άνθρω­πος. Αλλά δεν είναι , δεν είναι εκεί­νη τόσο άκαρ­πη, όπως η ανθρώ­πι­νη φύση;

Πόσοι άνθρω­ποι σήμε­ρα είναι σκορ­πιοί στην έρη­μο αυτήν, πόσοι έχι­δνες, πόσοι φίδια, πόσοι γεν­νή­μα­τα εχι­δνών, τους οποί­ους τώρα διήλ­θα­με; Αλλά ας μη φοβη­θού­με, διό­τι αρχη­γός της εξό­δου αυτής δεν είναι ο Μωυ­σής, αλλά ο Ιησούς. Πώς λοι­πόν δε θα πάθου­με τα ίδια; Ας μην πρά­ξου­με τα ίδια και δε θα πάθου­με τα ίδια. Εκεί­νοι γόγ­γυ­ζαν, εκεί­νοι ήσαν αγνώ­μο­νες. Εμείς λοι­πόν ας μην πάθου­με αυτά. Πώς έπε­σαν όλοι εκεί­νοι; Περι­φρό­νη­σαν την επι­θυ­μη­τή γη. Πώς την περι­φρό­νη­σαν; Και μάλι­στα τη θαύ­μα­ζαν. Με το να δεί­ξουν δει­λία και να μη θελή­σουν να απο­δε­χθούν υπέρ αυτής κακου­χί­ες. Λοι­πόν ας μην περι­φρο­νή­σου­με εμείς τον ουρα­νό· τού­το είναι περι­φρό­νη­ση. Μετα­φέρ­θη­κε και από εμάς καρ­πός από τον ουρα­νό, όχι στα­φύ­λια μετα­φε­ρό­με­να μέσα σε αμφο­ρείς, αλλά ο αρρα­βώ­νας του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, το ευρι­σκό­με­νο στους ουρα­νούς πολί­τευ­μα, το οποίο δίδα­ξε ο Παύ­λος, όλος ο χορός των απο­στό­λων, οι θαυ­μά­σιοι γεωρ­γοί. Τους καρ­πούς αυτούς δεν έφε­ρε ο Χάληβ, ο υιός του Ιεφα­νή[: ο Χάληβ ήταν αφο­σιω­μέ­νος στο Μωυ­σή· στάλ­θη­κε από αυτόν να κατα­σκο­πεύ­σει τη γη Χανα­άν. Αξιώ­θη­κε μαζί με τον Ιησού του Ναυή να εισέλ­θει στη γη της επαγ­γε­λί­ας], ούτε ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή[: διά­δο­χος του Μωυ­σή ως θεο­κρα­τι­κός αρχη­γός του Ισρα­ήλ κατά την περί­ο­δο της κατα­κτή­σε­ως της γης Χανα­άν], αλλά ο Ιησούς, ο Υιός του Πατρός των οικτιρ­μών, ο Υιός του αλη­θι­νού Θεού έφε­ρε όλη την αρε­τή, όλους τους καρ­πούς έφε­ρε από εκεί κάτω και σε μας, εννοώ τους επου­ρά­νιους ύμνους. Διό­τι εκεί­να που λέγουν τα Χερου­βείμ στους ουρα­νούς, αυτά διέ­τα­ξε και εμάς να λέμε, δηλα­δή «Άγιος, άγιος, άγιος».

Έφε­ρε σε μας την πολι­τεία των αγγέ­λων. Οι άγγε­λοι δεν νυμ­φεύ­ον­ται, ούτε παν­τρεύ­ον­ται. Την αρε­τή αυτήν φύτε­ψε και εδώ. Εκεί­νοι δεν αγα­πούν τα χρή­μα­τα, ούτε τα άλλα υλι­κά αγα­θά· και τού­το εγκα­τέ­σπει­ρε σε μας. Εκεί­νοι δεν πεθαί­νουν· αυτό χάρι­σε και σε μας· διό­τι ο θάνα­τος δεν είναι πλέ­ον θάνα­τος, αλλά ύπνος. Διό­τι άκουε τον Ιησού να λέγει: «Λάζα­ρος φίλος μν κεκοί­μη­ται· λλ πορεύ­ο­μαι να ξυπνή­σω ατόν(:Ο φίλος μας ο Λάζα­ρος έχει κοι­μη­θεί. Αλλά πηγαί­νω να τον ξυπνή­σω)»[Ιω.11,11]. Είδες τους καρ­πούς της άνω Ιερου­σα­λήμ;

Και το πλέ­ον αξιο­θαύ­μα­στο είναι ότι ο πόλε­μος δεν κρί­θη­κε ακό­μη, αλλά έχει δωρί­σει όλα αυτά πριν από την επαγ­γε­λία σε εμάς. Διό­τι εκεί­νοι μεν κοπί­α­ζαν, και όταν ακό­μη ήρθαν στη Γη της Επαγ­γε­λί­ας. Μάλ­λον δε δεν κοπί­α­ζαν, διό­τι εάν ήθε­λαν να υπα­κού­σουν στον Θεό, θα κατε­λάμ­βα­ναν χωρίς όπλα και μάχη όλες σε πόλεις. Την Ιερι­χώ λοι­πόν κατα­τρό­πω­σαν χορεύ­ον­τας μάλ­λον παρά πολε­μών­τας. Εμείς όμως αφού εισέλ­θου­με στη γη της επαγ­γε­λί­ας, δηλα­δή στον ουρα­νό, δεν πολε­μού­με, αλλά μόνο όταν είμα­στε στην έρη­μο, δηλα­δή στην παρού­σα ζωή. « γρ εσελθν ες τν κατά­παυ­σιν ατο κα ατς κατέ­παυ­σεν π τν ργων ατο, σπερ π τν δίων Θεός(: Πράγ­μα­τι λοι­πόν πρό­κει­ται για ιερή και αιώ­νια ανά­παυ­ση, για σαβ­βα­τι­σμό. Διό­τι εκεί­νος που μπαί­νει στην ουρά­νια ανά­παυ­ση του Θεού, ανα­παύ­ε­ται και αυτός από τα έργα του, όπως ακρι­βώς ανα­παύ­τη­κε και ο Θεός από τα δικά Του έργα)» [Εβρ.4,10] και: «Τ δ καλν ποιοντες μ κκακμεν· καιρ γρ δίῳ θερσομεν μ κλυμενοι(:Ας μη χάνου­με όμως το κου­ρά­γιο μας όταν κάνου­με το καλό. Διό­τι στον κατάλ­λη­λο και­ρό θα θερί­σου­με τους καρ­πούς των κόπων μας, εάν δεν απο­κά­μνου­με τώρα, αλλά είμα­στε ακού­ρα­στοι στο καλό)» [Γαλ. 6,9]. Βλέ­πεις ότι καθώς οδή­γη­σε εκεί­νους, έτσι οδή­γη­σε και εμάς; Εκεί ανα­φε­ρό­με­νος στο μάν­να και την έρη­μο λέγει: «Κα μετρή­σαν­τες γομόρ, οκ πλε­ό­να­σεν τ πολύ, κα τ λατ­τον οκ λατ­τό­νη­σεν· καστος ες τος καθή­κον­τας παρ᾿ αυτ συνέ­λε­ξαν(:Όταν όμως μέτρη­σαν το ποσό που είχαν συλ­λέ­ξει με το δοχείο, που χωρού­σε ένα γομόρ, είδαν ότι όποιος είχε συλ­λέ­ξει πολύ δεν ξεπέ­ρα­σε το ένα γομόρ, και όποιος μάζε­ψε λίγο δεν είχε λιγό­τε­ρο από ένα γομόρ. Ο καθέ­νας δηλα­δή είχε στη διά­θε­σή του ένα γομόρ για το κάθε άτο­μο της οικο­γέ­νειάς του)»[Έξ.16,18]. Και σε μας αυτό έχει προ­στά­ξει, να μη μαζεύ­ου­με θησαυ­ρούς επά­νω στη γη.

Αν όμως μαζεύ­ου­με θησαυ­ρούς, δεν τους κατα­στρέ­φει πλέ­ον ο αισθη­τός σκώ­λη­κας, όπως ακρι­βώς συνέ­βη στην περί­πτω­ση του μάν­να, αλλά αυτός που διαρ­κεί αιώ­νια μαζί με το πυρ. Τα πάν­τα λοι­πόν ας πρά­ξου­με καλά, για να μην ετοι­μά­σου­με τρο­φή στον σκώ­λη­κα. Διό­τι λέγει η Αγία Γρα­φή: «Κα μετρή­σαν­τες γομόρ, οκ πλε­ό­να­σεν τ πολύ, κα τ λατ­τον οκ λατ­τό­νη­σεν· καστος ες τος καθή­κον­τας παρ᾿ αυτ συνέ­λε­ξαν(:Όταν όμως μέτρη­σαν το ποσό που είχαν συλ­λέ­ξει με το δοχείο, που χωρού­σε ένα γομόρ, είδαν ότι όποιος είχε συλ­λέ­ξει πολύ δεν ξεπέ­ρα­σε το ένα γομόρ, και όποιος μάζε­ψε λίγο δεν είχε λιγό­τε­ρο από ένα γομόρ. Ο καθέ­νας δηλα­δή είχε στη διά­θε­σή του ένα γομόρ για το κάθε άτο­μο της οικο­γέ­νειάς του)» [Έξ.16,18] και: «Καθς γέγρα­πται· τ πολ οκ πλε­ό­να­σε, κα τ λίγον οκ λατ­τό­νη­σε(:Και να γίνει η ισό­τη­τα αυτή σύμ­φω­να με εκεί­νο που είναι γραμ­μέ­νο στην Αγία Γρα­φή: ‘’Εκεί­νος που μάζε­ψε πολύ μάν­να δεν είχε περίσ­σευ­μα, κι εκεί­νος που μάζε­ψε λίγο δε στε­ρή­θη­κε, ούτε πήρε λιγό­τε­ρο’’. Αυτό λοι­πόν που έγι­νε στους Ισραη­λί­τες τότε αναγ­κα­στι­κά με το θαύ­μα του Θεού, κάν­τε το εσείς σήμε­ρα με την ελεύ­θε­ρη προ­θυ­μία και γεν­ναιο­δω­ρία σας)» [Β΄Κορ. 8,15].

Και τού­το βέβαια γίνε­ται καθη­με­ρι­νά και σε μας· διό­τι όλοι γεμί­ζου­με την κοι­λιά στο ανώ­τα­το όριο· το περιτ­τό όμως είναι προ­σθή­κη των ανόη­των φρον­τί­δων. Διό­τι εκεί­νο που ήθε­λε μετά από αυτά να διδά­ξει λέγον­τας: «Μ ον μερι­μνή­ση­τε ες τν αριον· γρ αριον μερι­μνή­σει τ αυτς· ρκετν τ μέρ κακία ατς(:Μην κυριευ­τεί­τε λοι­πόν από ανή­συ­χη φρον­τί­δα για όσα ενδέ­χε­ται να παρου­σια­στούν αύριο. Διό­τι η αυρια­νή ημέ­ρα θα φρον­τί­σει για όλα όσα θα σας συμ­βούν τότε. Αρκεί για την κάθε ημέ­ρα η δική της σκο­τού­ρα και ταλαι­πω­ρία)» [Ματθ.6,34], αυτό ήδη δίδα­ξε άνω­θεν και ούτε έτσι δέχτη­καν. Αλλά εμείς ας μην είμα­στε άπλη­στοι, αγνώ­μο­νες, ας μην επι­ζη­τού­με λαμ­πρά σπί­τια· διό­τι βαδί­ζου­με, δεν κατοι­κού­με. Ώστε αν κανείς γνω­ρί­ζει ότι η παρού­σα ζωή είναι μία οδοι­πο­ρία και εκστρα­τεία, και όπως θα μπο­ρού­σε να πει κανείς το λεγό­με­νο από αυτούς «φου­σά­το»[:περι­χα­ρα­κω­μέ­νο στρα­τό­πε­δο, δηλα­δή στί­φος ενό­πλων, στρά­τευ­μα], δεν θα ζητή­σει λαμ­πρά οικο­δο­μή­μα­τα. Διό­τι, πες μου, ποιος ενώ είναι πολύ εύπο­ρος, θα προ­τι­μή­σει να κτί­ζει λαμ­πρές οικί­ες πλη­σί­ον του λεγο­μέ­νου «φου­σά­του»; Κανείς· διό­τι θα γίνει κατα­γέ­λα­στος, και θα κτί­σει για τους εχθρούς και μάλ­λον αυτούς θα προ­κα­λέ­σει· ώστε εάν είμα­στε νηφά­λιοι και αγρυ­πνού­με, ούτε εμείς θα ζητή­σου­με εδώ να κτί­σου­με λαμ­πρά οικο­δο­μή­μα­τα. Η παρού­σα ζωή δεν δια­φέ­ρει καθό­λου από την εκστρα­τεία και το φου­σά­το.

Για τον λόγο αυτόν, σας παρα­κα­λώ, τα πάν­τα να πράτ­του­με ώστε να μη μαζεύ­ου­με καθό­λου θησαυ­ρούς εδώ, διό­τι αν έλθει ο κλέ­πτης, αμέ­σως θα απο­μα­κρυν­θού­με: «κενο δ γινώ­σκε­τε τι ε δει οκοδε­σπό­της ποί φυλακ κλέ­πτης ρχε­ται, γρη­γό­ρη­σεν ν κα οκ ν εασε διο­ρυγναι τν οκίαν ατοῦ(:Από την πεί­ρα σας μάλι­στα γνω­ρί­ζε­τε και εκεί­νο, ότι δηλα­δή εάν γνώ­ρι­ζε ο οικο­δε­σπό­της σε ποιο τρί­ω­ρο της νύχτας έρχε­ται ο κλέ­πτης, θα αγρυ­πνού­σε και δε θα άφη­νε να του διαρ­ρή­ξουν το σπί­τι του)» [Ματθ.24,43], λέγει ο Κύριος, απο­κα­λών­τας έτσι τον θάνα­το.

Προ­τού λοι­πόν έλθει ο θάνα­τος, ας απο­στέλ­λου­με τα πάν­τα στη δική μας πατρί­δα. Εδώ πάλι ας είμα­στε καλώς ζωσμέ­νοι, για να μπο­ρέ­σου­με να νική­σου­με τους εχθρούς, τους οποί­ους είθε να έχου­με νική­σει κατά την ημέ­ρα των επά­θλων της άφθαρ­της δόξας, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μετά του Οποί­ου ανή­κει στον Πατέ­ρα και στο Άγιο Πνεύ­μα, δόξα, δύνα­μη, τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

ΟΜΙΛΙΑ ΚΔ’[ένα μέρος της]

«Σττε ον περι­ζωσμενοι τν σφν μν ν ληθείᾳ, κα νδυσμενοι τν θρακα τς δικαιοσνης(:Στα­θεί­τε λοι­πόν στην παρά­τα­ξη του αγώ­να. Ζωστεί­τε την αλή­θεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτι­σμός της αλή­θειας να σας δίνει πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη και ευκι­νη­σία. Και φορέ­στε ως θώρα­κα τη δικαιο­σύ­νη, ώστε να είστε απλή­γω­τοι από κάθε βέλος αδι­κί­ας και να μην παρα­σύ­ρε­στε σε κανέ­να άδι­κο έργο εναν­τί­ον των ανθρώ­πων γύρω σας), κα ποδησμενοι τος πδας ν τοι­μασίᾳ το εαγγελου τς ερνης(: και φορέ­στε στα πόδια σας ως υπο­δή­μα­τα που θα σας διευ­κο­λύ­νουν να περ­πα­τά­τε ελεύ­θε­ρα, την ετοι­μό­τη­τα και πρό­θυ­μη δρα­στη­ριό­τη­τα που δίνει στην ψυχή η τήρη­ση του Ευαγ­γε­λί­ου, το οποίο παρέ­χει την ειρή­νη), ν πσιν ναλαβντες τν θυρεν τς πστε­ως, ν δυνσεσθε πντα τ βλη το πονη­ρο τ πεπυ­ρωμνα σβσαι(: μαζί με όλα αυτά πάρ­τε επά­νω σας και φορέ­στε ως θυρεό, δηλα­δή στε­νό­μα­κρη ασπί­δα που θα σας σκε­πά­ζει ολό­κλη­ρους, την πίστη, με την οποία θα μπο­ρέ­σε­τε να σβή­σε­τε όλους τους καυ­στι­κούς πει­ρα­σμούς του πονη­ρού που μοιά­ζουν με πύρι­να βέλη)· κα τν περι­κε­φα­λααν το σωτηρου δξασθε, κα τν μχαι­ραν το πνεματος, στιν ῥῆμα Θεο(:και δεχτεί­τε σαν περι­κε­φα­λαία την ελπί­δα της σωτη­ρί­ας, ώστε, όπως η περι­κε­φα­λαία προ­στα­τεύ­ει το κεφά­λι του στρα­τιώ­τη, έτσι να περι­φρου­ρούν τη διά­νοιά σας οι αγα­θοί και χαρού­με­νοι λογι­σμοί που εμπνέ­ει η χρι­στια­νι­κή ελπί­δα. Πάρ­τε και το μαχαί­ρι που δίνει το Άγιο Πνεύ­μα, και το οποίο είναι ο λόγος του Θεού)»[ Εφ.6,14–17].

«Περι­ζωσμενοι τν σφν μν ν ληθείᾳ(:Ζωστεί­τε την αλή­θεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτι­σμός της αλή­θειας να σας δίνει πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη και ευκι­νη­σία)», λέγει. Τι τέλος πάν­των σημαί­νει αυτό; Έχει λεχθεί σε μας κατά την προ­η­γού­με­νη ομι­λία ότι πρέ­πει να είμα­στε τόσο ελα­φρά οπλι­σμέ­νοι στρα­τιώ­τες, ώστε να μην υπάρ­χει κανέ­να εμπό­διο για να τρέ­χου­με.

«Κα νδυσμενοι τν θρακα τς δικαιοσνης(:Και φορέ­στε ως θώρα­κα τη δικαιο­σύ­νη, ώστε να είστε απλή­γω­τοι από κάθε βέλος αδι­κί­ας και να μην παρα­σύ­ρε­στε σε κανέ­να άδι­κο έργο εναν­τί­ον των ανθρώ­πων γύρω σας)», λέγει. Όπως ακρι­βώς ο θώρα­κας είναι άτρω­τος, έτσι και η δικαιο­σύ­νη. Και «δικαιο­σύ­νη» εδώ εννο­εί γενι­κώς τον ενά­ρε­το βίο. Κανείς δε θα μπο­ρέ­σει ποτέ να κατα­βά­λει ένα τέτοιο βίο, αλλά πολ­λοί μεν τραυ­μα­τί­ζουν, κανείς όμως δεν απο­κό­πτει, ούτε ο ίδιος ο διά­βο­λος. Όπως θα μπο­ρού­σε να πει κανείς, «αφού ενστερ­νι­στεί­τε τα δίκαια πράγ­μα­τα». Γι΄αυτούς λέγει ο Χρι­στός: «Μακά­ριοι ο πεινντες κα διψντες τν δικαιο­σύ­νην, τι ατο χορ­τα­σθή­σον­ται (:Μακά­ριοι είναι εκεί­νοι που με σφο­δρό εσω­τε­ρι­κό πόθο σαν πει­να­σμέ­νοι και διψα­σμέ­νοι επι­θυ­μούν τη δικαιο­σύ­νη και την τελειό­τη­τα, διό­τι αυτοί θα χορ­τά­σουν, καθώς θα ικα­νο­ποι­η­θούν πλή­ρως οι πόθοι τους)» [Ματθ.5,6]. Εκεί­νος που ενστερ­νί­ζε­ται τη δικαιο­σύ­νη είναι τόσο ισχυ­ρός, καθώς ο θώρα­κας· αυτός δεν θα οργι­στεί ποτέ.

«Κα ποδησμενοι τος πδας ν τοι­μασίᾳ το εαγγελου τς ερνης(:Και φορέ­στε στα πόδια σας ως υπο­δή­μα­τα που θα σας διευ­κο­λύ­νουν να περ­πα­τά­τε ελεύ­θε­ρα, την ετοι­μό­τη­τα και πρό­θυ­μη δρα­στη­ριό­τη­τα που δίνει στην ψυχή η τήρη­ση του Ευαγ­γε­λί­ου, το οποίο παρέ­χει την ειρή­νη)».Κάπως ασα­φέ­στε­ρα έχει λεχθεί αυτό. Τι λοι­πόν σημαί­νει; Φόρε­σε σε μας τις καλές περι­κνη­μί­δες, την ετοι­μα­σία του Ευαγ­γε­λί­ου. Ή τού­το λοι­πόν εννο­εί, ώστε να είναι έτοι­μοι για το Ευαγ­γέ­λιο, και για τον λόγο αυτόν να χρη­σι­μο­ποιούν τα πόδια τους, και να προ­πα­ρα­σκευά­ζουν και να προ­ε­τοι­μά­ζουν την οδό Αυτού, ή εάν όχι τού­το, ώστε να είναι αυτοί έτοι­μοι για την έξο­δο. Η ετοι­μα­σία λοι­πόν του Ευαγ­γε­λί­ου δεν­ση­μαί­νει τίπο­τε άλλο παρά βίος άρι­στος. Πράγ­μα που έλε­γε ο Προ­φή­της: «Τν πιθυ­μί­αν τν πενή­των εσήκου­σε Κύριος, τν τοι­μα­σί­αν τς καρ­δί­ας ατν προ­σέ­σχε τ ος (:Ο Κύριος άκου­σε την δίκαιη επι­θυ­μία των πτω­χών ανθρώ­πων. Και το αυτί Του το έτει­νε προ­σε­κτι­κό στους δικαί­ους πόθους της καρ­διάς τους)»[Ψαλμ.9,38], δηλα­δή την προ­ε­τοι­μα­σία.

«Το εαγγελου τς ερνης», λέει· εύλο­γα. Αφού λοι­πόν μίλη­σε περί πολέ­μου και μάχης, δεί­χνει ότι η μάχη πρέ­πει να γίνε­ται εναν­τί­ον των δαι­μό­νων, διό­τι το Ευαγ­γέ­λιο είναι της ειρή­νης. Εκεί­νος ο πόλε­μος δια­λύ­ει άλλο πόλε­μο, τον πόλε­μο εναν­τί­ον του Θεού. Αν πολε­μού­με εναν­τί­ον του Δια­βό­λου, ειρη­νεύ­ου­με με τον Θεό. Να μη φοβη­θείς λοι­πόν, αγα­πη­τέ, το Ευαγ­γέ­λιο είναι· ήδη η νίκη έχει έλθει.

«ν πσιν ναλαβντες τν θυρεν τς πστε­ως(:μαζί με όλα αυτά πάρ­τε επά­νω σας και φορέ­στε ως θυρεό, δηλα­δή στε­νό­μα­κρη ασπί­δα που θα σας σκε­πά­ζει ολό­κλη­ρους, την πίστη)». «Πίστη» εδώ δεν εννο­εί τη γνώ­ση, διό­τι δε θα έθε­τε αυτήν σε κατώ­τε­ρη θέση, αλλά τη χάρη, με την οποία γίνον­ται τα θαύ­μα­τα. Και είναι φυσι­κό να ονο­μά­ζει «ασπί­δα» την πίστη· διό­τι όπως ακρι­βώς εκεί­νη υπε­ρα­σπί­ζε­ται όλο το σώμα, σαν να είναι τεί­χος, έτσι ακρι­βώς και η πίστη, διό­τι τα πάν­τα υπο­χω­ρούν σε αυτήν.

«ν δυνσεσθε πντα τ βλη το πονη­ρο τ πεπυ­ρωμνα σβσαι (:με την οποία πίστη θα μπο­ρέ­σε­τε να σβή­σε­τε όλους τους καυ­στι­κούς πει­ρα­σμούς του πονη­ρού που μοιά­ζουν με πύρι­να βέλη)». Άκου λοι­πόν τον Χρι­στό που έλε­γε προς τους μαθη­τές Του: «μν γρ λέγω μν, ἐὰν χητε πίστιν ς κόκ­κον σινά­πε­ως, ρετε τ ρει τούτ μετά­βη­θι ντεθεν κε, κα μετα­βή­σε­ται, κα οδν δυνα­τή­σει μν(:Αλη­θι­νά σας λέω, εάν έχε­τε πίστη θερ­μή και δυνα­τή σαν τον μικρό σπό­ρο του σινα­πιού, θα πεί­τε στο βου­νό αυτό: ‘’Πήγαι­νε από εδώ, εκεί’’ και θα μετα­κι­νη­θεί. Και τίπο­τε δεν θα είναι αδύ­να­το σε σας)» [Ματθ.17,20]. Πώς όμως θα έχου­με την πίστη; Όταν θα κατορ­θώ­σου­με εκεί­να. Και «βέλη του δια­βό­λου» καλεί και τους πει­ρα­σμούς και τις παρά­δο­ξες επι­θυ­μί­ες. Και καλώς πρό­σθε­σε «τα πύρι­να», διό­τι είναι οι επι­θυ­μί­ες. Εάν όμως η πίστη διέ­τα­ξε τους δαί­μο­νες, πολύ περισ­σό­τε­ρο και τα πάθη της ψυχής.

«κα τν περι­κε­φα­λααν το σωτηρου δξασθε(:και δεχτεί­τε σαν περι­κε­φα­λαία την ελπί­δα της σωτη­ρί­ας)», δηλα­δή την ελπί­δα της δικής σας σωτη­ρί­ας. Προ­φυ­λάσ­σει δηλα­δή αυτούς από παν­τού, σαν να οδη­γεί αυτούς σε πόλε­μο.

«κα τν μχαι­ραν το πνεματος, στιν ῥῆμα Θεο(: ώστε, όπως η περι­κε­φα­λαία προ­στα­τεύ­ει το κεφά­λι του στρα­τιώ­τη, έτσι να περι­φρου­ρούν τη διά­νοιά σας οι αγα­θοί και χαρού­με­νοι λογι­σμοί που εμπνέ­ει η χρι­στια­νι­κή ελπί­δα. Πάρ­τε και το μαχαί­ρι που δίνει το Άγιο Πνεύ­μα, και το οποίο είναι ο λόγος του Θεού)». Δηλα­δή λέγει, το Πνεύ­μα, την πνευ­μα­τι­κή μάχαι­ρα. Διό­τι με αυτήν τα πάν­τα τέμνον­ται, τα πάν­τα κόπτον­ται, και με αυτήν απο­κό­πτου­με το κεφά­λι του δρά­κον­τος.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Εφε­σί­ους επι­στο­λή, ομι­λί­ες ΚΒ΄- ΚΔ’, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1980, τόμος 21, σελί­δες 281–323 .

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Πόλε­μος!

«Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρ­κα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξου­σί­ας, πρὸς τοὺς κοσμο­κρά­το­ρας τοῦ σκό­τους τοῦ αἰῶ­νος τού­του» (Εφ. 6,12)

MΗ δει­λιά­σε­τε, μὴ φοβη­θή­τε, ἀλλὰ πάρ­τε τὰ ὅπλα καὶ χτυ­πᾶ­τε αλύ­πη­τα τὸν ἐχθρό! Ἔτσι ἀκού­γε­ται σήμε­ρα νὰ φωνά­ζῃ ὁ Από­στο­λος. Μᾶς καλεῖ σὲ πόλε­μο όλους.

Σὲ πόλε­μο; Θεὸς φυλά­ξοι! θὰ πῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἡλι­κιω­μέ­νους ἀκού­γον­τας τὴ λέξι πόλε­μος, για­τὶ ἔχει πικρὴ πεῖ­ρα τοῦ πολέ­μου. Μικρὸς ἦταν, σχο­λεῖο πήγαι­νε, ὅταν χτύ­πη­σαν οἱ σει­ρῆ­νες καὶ εἶδε τὰ ἀερο­πλά­να νὰ πετοῦν, νὰ ῥίχνουν βόμ­βες καὶ νὰ σκο­τώ­νουν ἀνθρώ­πους. Τὸ σχο­λεῖο ἔκλει­σε. Ὁ δάσκα­λος ἐπι­στρα­τεύ­θη­κε. Ὁ πατέ­ρας του ἐπί­σης, καὶ ὅλοι πῆγαν στὸ μέτω­πο. Αγω­νία στὸ σπί­τι ἆρα­γε θὰ γυρί­σῃ ὁ πατέ­ρας;… Μὲ λαχτά­ρα περί­με­ναν κάθε μέρα τὸν ταχυ­δρο­μι­κό δια­νο­μέα, ποὺ ἐρχό­ταν στὸ χωριὸ γιὰ νὰ μοι­ρά­σῃ τὰ γράμ­μα­τα. Ὅταν ἔπαιρ­ναν γράμ­μα ἀπὸ τὸν πατέ­ρα ποὺ ἦταν στρα­τιώ­της, κ’ ἔγρα­φε ὅτι ἐκεῖ ψηλὰ στὰ βου­νὰ ὁ στρα­τὸς νικᾷ καὶ συνε­χῶς προ­χω­ρεῖ καὶ κατα­λαμ­βά­νει ἑλλη­νι­κὰ χωριὰ καὶ πόλεις ποὺ ἦταν σκλα­βω­μέ­νες στὸν ἐχθρό, ἡ χαρὰ τοῦ μικροῦ ἤτα­νε μεγά­λη. Ο πόλε­μος ἐκεῖ­νος τελεί­ω­σε. Ὁ μικρὸς μεγά­λω­σε, ἔγι­νε νέος, καὶ ἐνῷ περί­με­νε ν’ ἀπο­κα­τα­στα­θῇ κοι­νω­νι­κῶς, νὰ παν­τρευ­τῇ, νὰ κάνῃ οἰκο­γέ­νεια καὶ νὰ ζήσῃ σὰν τίμιος οἰκο­γε­νειάρ­χης, ξαφ­νι­κά χτυ­ποῦν καὶ πάλι οἱ σει­ρῆ­νες καὶ καλοῦν σὲ πόλε­μο. Ο πατέ­ρας του εἶνε τώρα πιὰ γέρος καὶ τὸν χρειά­ζε­ται γιά τις γεωρ­γι­κές δου­λειές. Ἀλλ’ ὁ νέος δὲν μπο­ρεῖ νὰ μεί­νῃ τὸν καλεῖ ἡ πατρί­δα. Καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀφή­νει γέρον­τες γονεῖς καὶ πηγαί­νει στὸ μέτω­πο. Σκλη­ρὸς εἶνε ὁ πόλε­μος. Τὰ βόλια πέφτουν χαλά­ζι. Τὰ βου­νὰ σεί­ον­ται. Τὰ κορ­μιὰ πέφτουν νεκρὰ σὰν τὰ στά­χυα ποὺ τὰ θερί­ζει τὸ λεπί­δι τῆς θερι­στι­κῆς μηχα­νῆς. Ἐπὶ τέλους ὁ πόλε­μος τελειώ­νει καὶ πηγαί­νει στὸ σπί­τι του. Παν­τρεύ­ε­ται, δημιουρ­γεῖ οἰκο­γέ­νεια, καὶ βλέ­πει τὰ παι­διά του να μεγα­λώ­νουν καὶ νὰ γίνων­ται νέοι. Ἀλλὰ καὶ πάλι σει­ρῆ­νες ἀκού­γον­ται· κι αὐτός, ποὺ μικρὸ παι­δὶ εἶδε τὸν πατέ­ρα του νὰ πηγαί­νῃ στρα­τιώ­της, κι ὅταν ἦταν νέος πῆγε κι ὁ ἴδιος στρα­τιώ­της, τώρα ποὺ πέρα­σαν τὰ χρό­νια κι ἄρχι­σαν ν’ ἀσπρί­ζουν τὰ μαλ­λιὰ καὶ ἤθε­λε κι αὐτὸς ὕστε­ρα ἀπὸ τόσα βάσα­να και περι­πέ­τειες ν ̓ ἀπο­λαύ­σῃ μια ήσυ­χη ζωή, νά κι ἀκού­ει νὰ χτυ­ποῦν οἱ σει­ρῆ­νες γιὰ τρί­τη φορά. Πόλε­μος! Καὶ αὐτός, που ξέρει ἀπὸ προ­σω­πι­κὴ πεῖ­ρα τί σκλη­ρὸ πρᾶγ­μα εἶνε ὁ πόλε­μος, βλέ­πει τώρα τὸ παι­δί του νὰ πηγαί­νῃ στὸν πόλε­μο καὶ ἡ πατρι­κή του καρ­διὰ τρέ­μει και μόνο μὲ τὴ σκέ­ψι πως δὲν θὰ τὸ ξανα­δῇ…

Περα­σμέ­νη γενιά! Ἔζη­σες μέσα σὲ πολέ­μους καὶ «ἀκο­ὰς πολέ­μων» (Ματθ. 24,6· Μᾶρκ. 13, 7. Εἶνε ἑπό­με­νο, ὅταν ἀκοῦς πόλε­μο ν ̓ ἀνη­συ­χῆς καὶ νὰ ταρά­ζε­σαι. Θὰ ἤθε­λες, ποτέ νὰ μὴ γίνῃ πιὰ πόλε­μος, ἀλλὰ πάν­τα σ ̓ ὅλο τὸν κόσμο να βασι­λεύῃ ἡ εἰρή­νη.

Καί ὅμως πόλε­μος! Ἀλλ’ ὁ πόλε­μος, ὅπου μᾶς καλεῖ ἡ σάλ­πιγ­γα τοῦ Ἀπο­στό­λου, δὲν εἶνε σὰν τοὺς πολέ­μους ποὺ γίνον­ται ἀνά­με­σα στὰ κρά­τη. Εἶνε ἕνας πόλε­μος πολύ δια­φο­ρε­τι­κός. Για­τί, ὅπως λέει ὁ Ἀπό­στο­λος, στὸν πόλε­μο αὐτὸ ποὺ μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς δὲν ἔχου­με να παλέ­ψου­με μὲ κορ­μιὰ ἀνθρώ­πων, ποὺ εἶνε πλα­σμέ­να ἀπὸ σάρ­κες καὶ αἵμα­τα. Εἶνε πόλε­μος πνευ­μα­τι­κός, πόλε­μος ἀόρα­τος κ’ ἔχου­με νὰ παλέ­ψου­με μὲ τοὺς πιό φοβε­ροὺς ἐχθροὺς ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρω­πος. Μὴ γελά­σε­τε, παρα­κα­λῶ, ὅταν τώρα ἀκού­σε­τε τὸ ὄνο­μα τῶν ἀορά­των αὐτῶν ἐχθρῶν ποὺ μᾶς πολε­μοῦν. Για­τὶ μόνο ἄπι­στοι, διε­φθαρ­μέ­νοι καὶ γι’ αὐτὸ ἀνόη­τοι ἄνθρω­ποι νομί­ζουν ὅτι λύνουν τὰ ζητή­μα­τα τῆς θρη­σκεί­ας σβή­νον­τάς τα μὲ μιὰ μονο­κον­τυ­λιά. Πόσο πλα­νῶν­ται, πόσο πλα­νῶν­ται! Δὲν ὑπάρ­χουν στον κόσμο μόνο αὐτὰ ποὺ βλέ­που­με ὑπάρ­χουν κι ἄλλα πράγ­μα­τα, ἀόρα­τες δυνά­μεις, οἱ ὁποῖ­ες ἔχουν τόση κακία καὶ μῖσος ἐναν­τί­ον τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος, ὥστε ἂν ἦταν στὸ χέρι τους θὰ κατέ­στρε­φαν τοὺς πάν­τας καὶ τὰ πάν­τα, καὶ μετὰ θὰ κάθον­ταν πάνω στὰ ἐρεί­πια νὰ γελοῦν καὶ νὰ καγ­χά­ζουν γιὰ τὴν κατα­στρο­φή. Γέλα λοι­πόν, ὦ ἄπι­στε καὶ ἄθλιε ἄνθρω­πε! Θά ‘ρθῃ ὥρα, ποὺ ἐσὺ θὰ κλαῖς ἀπα­ρη­γό­ρη­τα, καὶ ἄλλοι θὰ γελοῦν καὶ θὰ καγ­χά­ζουν γιὰ τὴ συμ­φο­ρά σου. Κι αὐτοὶ ποὺ θὰ γελοῦν καὶ θὰ καγ­χά­ζουν —ἂς τοὺς ὀνο­μά­σου­με- θὰ εἶνε οἱ δαί­μο­νες. Αὐτοὶ εἶνε οἱ πιὸ μεγά­λοι ἐχθροί σου, ποὺ ἐσὺ λὲς πὼς δὲν ὑπάρ­χουν. Κι αὐτὸ ποὺ λές, ὅτι δὲν ὑπάρ­χουν, εἶνε ἡ πιὸ μεγά­λη ἐπι­τυ­χία τῶν δαι­μό­νων. Για­τί, ἂν ἔκα­νες στρα­τιώ­της, ξέρεις πολὺ καλά, ὅτι τότε ὁ ἐχθρὸς εἶνε πολὺ ἐπι­κίν­δυ­νος, ὅταν κατορ­θώ­σῃ νὰ κρύ­βε­ται, νὰ καμου­φλά­ρε­ται. Ὁ στρα­τὸς τότε προ­χω­ρεῖ ἀνύ­πο­πτα, χωρίς καμ­μιά προ­φύ­λα­ξι, καὶ ξαφ­νι­κὰ ὁ ἐχθρός, ποὺ δὲν φαι­νό­τα­νε, ξεπρο­βάλ­λει ἀπό­το­μα κι ἀρχί­ζει νὰ χτυ­πᾷ. Οἱ στρα­τιῶ­τες τότε αἰφ­νι­διά­ζον­ται, χάνουν τὸ ἠθι­κό τους, τοὺς πιά­νει πανι­κὸς καὶ φεύ­γουν. Κάτι τέτοιο δὲν ἔπα­θε καὶ ὁ στρα­τός μας τὸ 1912 στὰ ὑψώ­μα­τα τοῦ Ἀμυν­ταί­ου; Κρυμ­μέ­νος ὁ ἐχθρὸς ἐπε­τέ­θη ξαφ­νι­κὰ καὶ μιὰ ὁλό­κλη­ρη μεραρ­χία κιν­δύ­νευ­σε νὰ δια­λυ­θῇ.

Μεγά­λη, λοι­πόν, ἐπι­τυ­χία τοῦ σατα­νᾶ εἶνε νὰ κρύ­βε­ται. Μὲ τὰ ὄργα­νά του, τοὺς πρά­κτο­ρές του, μὲ τοὺς δῆθεν μορ­φω­μέ­νους ἐπι­στή­μο­νες, δια­δί­δει, ὅτι δὲν ὑπάρ­χει. Ἔτσι οἱ ἄνθρω­ποι ἀνύ­πο­πτοι βαδί­ζουν τὸ δρό­μο τῆς ζωῆς, κι ὅταν ξαφ­νι­κὰ ὁ σατα­νᾶς τοὺς ἐπι­τε­θῇ, τοὺς βρί­σκει ἀπρο­ε­τοί­μα­στους, τοὺς νικᾷ καὶ τοὺς κατα­στρέ­φει ψυχι­κῶς. Ἐνῷ, ἂν πίστευαν πὼς ὑπάρ­χει διά­βο­λος, ποὺ μισεῖ τὸν ἄνθρω­πο μ’ ἕνα ἀπε­ρί­γρα­πτο μῖσος καὶ σὰν λιον­τά­ρι πει­να­σμέ­νο τρέ­χει δεξιὰ κι ἀρι­στε­ρὰ γιὰ ν ̓ ἁρπά­ξῃ καμ­μιὰ ψυχή, τότε οἱ ἄνθρω­ποι θὰ ἐλάμ­βα­ναν ὅλα τὰ μέτρα ποὺ συνι­στᾷ ἡ ἁγία Γρα­φὴ γιὰ νὰ νική­σουν τὸν ἐχθρό.

* * *

Ὁ πόλε­μος κατὰ τοῦ δια­βό­λου δὲν εἶνε εὔκο­λος, για­τὶ ὁ σατα­νᾶς δὲν εἶνε μόνος του. Ἔχει συμ­μά­χους ἰσχυ­ρούς, ποὺ τὸν βοη­θοῦν στὰ σχέ­διά του τὰ κατα­χθό­νια· εἶνε οἱ κακοὶ ἄνθρω­ποι, εἶνε οἱ ἄπι­στοι καὶ διε­φθαρ­μέ­νοι ἄνθρω­ποι, ποὺ ποτέ τους δὲν ἔχυ­σαν ἕνα δάκρυ μετα­νοί­ας, ἀλλὰ κοροϊ­δεύ­ουν τὰ πάν­τα, αὐτοὶ οἱ ἔξυ­πνοι, καὶ κηρύτ­τουν, ὅτι σατα­νᾶς δὲν ὑπάρ­χει, κόλα­σι δὲν ὑπάρ­χει, και τέλος Θεὸς δὲν ὑπάρ­χει.

Σύμ­μα­χος δὲ τοῦ σατα­νᾶ, ἀκό­μη ισχυ­ρό­τε­ρος, εἶνε τὰ δικά μας ἐλατ­τώ­μα­τα καὶ πάθη. Τὰ πάθη εἶνε σὰν φωτιὰ ποὺ καί­ει μέσ’ στην καρ­διά μας. Καὶ σ’ αὐτὴ τὴ φωτιὰ ὁ σατα­νᾶς ῥίχνει τὸ λάδι του, γιὰ νὰ φουν­τώ­σῃ περισ­σό­τε­ρο. Ὁ σατα­νᾶς πηγαί­νει στὸν καθέ­να ἄνθρω­πο καί, ἀνα­λό­γως μὲ τὶς ἀδυ­να­μί­ες ποὺ ἔχει, τὸν ἐρε­θί­ζει γιὰ νὰ κάνῃ τὸ α ἢ τὸ β κακό.

Φοβε­ρὴ λοι­πὸν εἶνε ἡ δύνα­μι τοῦ δια­βό­λου. Ἀλλ’ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος λέει, ὅτι οἱ χρι­στια­νοὶ δὲν πρέ­πει ν’ ἀπελ­πί­ζων­ται. Για­τὶ εἶνε στρα­τιῶ­τες τῆς ἐνδό­ξου στρα­τιᾶς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔχουν ὅπλα ἰσχυ­ρά, ὅπλα πνευ­μα­τι­κά, ὅπλα ποὺ Όποιος ξέρει νὰ τὰ μετα­χει­ρί­ζε­ται καλὰ νικᾷ. Θέλε­τε νὰ μάθε­τε, ποιά εἶνε τὰ ὅπλα αὐτά; Ἀκοῦ­στε τα, ὅπως τὰ ὀνο­μά­ζει ὁ Παῦ­λος παίρ­νον­τας τὴν ὀνο­μα­σία ἀπὸ τὰ ὅπλα τῆς ἐπο­χῆς του. Ζώνη στρα­τιω­τι­κὴ εἶνε ἡ ἀλή­θεια. Υπο­δή­μα­τα εἶνε ἡ προ­θυ­μία καὶ ὁ ζῆλος γιὰ τὴ χρι­στια­νι­κή ζωή. Ασπί­δα μεγά­λη, ποὺ σκε­πά­ζει ὅλο τὸ σῶμα, εἶνε ἡ πίστις. Κρά­νος, ποὺ προ­φυ­λάσ­σει τὸ κεφά­λι, εἶνε ἡ προ­σο­χὴ γιὰ τὴν καθα­ρό­τη­τα τῆς σκέ­ψε­ως. Σπα­θί κοφτε­ρό, ποὺ ἂν τὸ δῇ ὁ σατα­νᾶς τρέ­μει και φεύ­γει, εἶνε τὸ φλο­γε­ρό κήρυγ­μα που πρέ­πει νὰ κηρύτ­τε­ται παν­τοῦ. Καὶ ἂν θέλε­τε νὰ ὀνο­μά­σου­με κ ̓ ἐμεῖς Ένα τελευ­ταῖο ὅπλο μὲ φρα­σε­ο­λο­γία τῆς δικῆς μας ἐπο­χῆς, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με, ὅτι ἀ- σύρ­μα­τος εἶνε ἡ προ­σευ­χή. Αὐτὴ εἶνε ἡ πανο­πλία τοῦ χρι­στια­νοῦ. Μ’ αὐτὰ τὰ ὅπλα ὡπλι­σμέ­νος, πολε­μᾷ γεν­ναῖα, καὶ νικᾷ καὶ θριαμ­βεύ­ει ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κρά­τος. Αμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek