ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ KΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΚΟΛ. (Α΄ 12 — 18)

Προς Κολοσ­σα­είς, κεφά­λαιο Α΄, εδά­φια 12–18

12 εὐχα­ρι­στοῦν­τες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ τῷ ἱκα­νώ­σαν­τι ἡμᾶς εἰς τὴν μερί­δα τοῦ κλή­ρου τῶν ἁγί­ων ἐν τῷ φωτί, 13 ὃς ἐρρύ­σα­το ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξου­σί­ας τοῦ σκό­τους καὶ μετέ­στη­σεν εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ υἱοῦ τῆς ἀγά­πης αὐτοῦ, 14 ἐν ᾧ ἔχο­μεν τὴν ἀπο­λύ­τρω­σιν, τὴν ἄφε­σιν τῶν ἁμαρ­τιῶν· 15 ῞Ος ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀορά­του, πρω­τό­το­κος πάσης κτί­σε­ως, 16 ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτί­σθη τὰ πάν­τα, τὰ ἐν τοῖς οὐρα­νοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρα­τὰ καὶ τὰ ἀόρα­τα, εἴτε θρό­νοι εἴτε κυριό­τη­τες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξου­σί­αι· τὰ πάν­τα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτι­σται· 17 καὶ αὐτός ἐστι πρὸ πάν­των, καὶ τὰ πάν­τα ἐν αὐτῷ συνέ­στη­κε, 18 καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφα­λὴ τοῦ σώμα­τος, τῆς ἐκκλη­σί­ας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρω­τό­το­κος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένη­ται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρω­τεύ­ων,

12 να ευχα­ρι­στή­τε και να δοξά­ζε­τε τον Θεόν και Πατέ­ρα, ο οποί­ος μας ηξί­ω­σε και με την χάριν του μας έδω­σε την ικα­νό­τη­τα, να λάβω­μεν μέρος και να γίνω­μεν μέτο­χοι της κλη­ρο­νο­μί­ας, την οποί­αν θα έχουν οι άγιοι, (δηλα­δή της μακα­ρί­ας και φωτει­νής βασι­λεί­ας του Θεού) 13 Αυτός είναι εκεί­νος, που μας ελύ­τρω­σεν από την εξου­σί­αν των σκο­τει­νών δαι­μό­νων και μας κατέ­τα­ξε εις την Βασι­λεί­αν του Υιού της αγά­πης του. 14 Δια του Υιού του δε, του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, επή­ρα­με και έχο­μεν την απο­λύ­τρω­σιν, την συγ­χώ­ρη­σιν και εξά­λει­ψιν των αμαρ­τιών μας. 15 Αυτός, ο Υιός, είναι απα­ράλ­λα­κτη εικών του Θεού του αορά­του, πρω­το­τό­κος, που δεν εκτί­σθη, αλλ’ εγεν­νή­θη προ­αιω­νί­ως από την αυτήν ουσί­αν του Πατρός, Θεού τέλειος, πριν ακό­μη δημιουρ­γη­θή κανέ­να απο­λύ­τως από όλα τα κτί­σμα­τα. 16 Διό­τι δι’ αυτού εκτί­σθη­σαν τα πάν­τα, όλα όσα υπάρ­χουν στους ουρα­νούς και εις την γην, τα ορα­τά και τα αόρα­τα· είτε τα αόρα­τα αυτά είναι οι Θρό­νοι είτε είναι αι Κυριό­τη­τες είτε είναι αι Εξου­σί­αι, όλα εν γένει τα τάγ­μα­τα των αγγέ­λων δι’ αυτού και εις δόξαν αυτού έχουν κτι­σθή. 17 Και αυτός άναρ­χος και προ­αιώ­νιος υπάρ­χει πριν από όλα, και τα πάν­τα συγ­κρα­τον­ται εις την ύπαρ­ξιν και κυβερ­νών­ται από αυτόν. 18 Και αυτός είναι η κεφα­λή και ο αρχη­γός του σώμα­τος, δηλα­δή της Εκκλη­σί­ας· η αρχή και η ζωο­ποιός δύνα­μις της Εκκλη­σί­ας, ο πρώ­τος που ανε­στή­θη εκ των νεκρών, δια να γίνη αυτός και ως άνθρω­πος πρώ­τος εις όλα. 

12 να ευχα­ρι­στεί­τε τον Θεό και Πατέ­ρα, ο οποί­ος μας έκα­νε ικα­νούς και μας αξί­ω­σε να πάρου­με μερί­διο στη βασι­λεία του φωτός. Αυτό το μερί­διο σαν λαχείο κλη­ρώ­θη­κε και δόθη­κε δωρε­άν στους Χρι­στια­νούς. 13 Να ευχα­ρι­στεί­τε τον Θεό που μας γλύ­τω­σε από την εξου­σία του σκό­τους και μας μετέ­φε­ρε στη βασι­λεία του αγα­πη­μέ­νου του Υιού. 14 Και από τη σχέ­ση μας με τον Υιό του έχου­με απο­κτή­σει την απε­λευ­θέ­ρω­ση που μας χάρι­σε, τη συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών μας. 15 Αυτός ο Υιός είναι εικό­να του αόρα­του Θεού, ο οποί­ος δεν φαί­νε­ται με τα σωμα­τι­κά μας μάτια. Είναι πρω­τό­το­κος, που δεν κτί­σθη­κε, αλλά γεν­νή­θη­κε από την ίδια την ουσία του Πατρός, πριν να δημιουρ­γη­θούν όλα τα κτί­σμα­τα. 16 Γεν­νή­θη­κε πριν να δημιουρ­γη­θεί ο κόσμος. διό­τι δια­μέ­σου αυτού δημιουρ­γή­θη­καν όλα, όσα δηλα­δή υπάρ­χουν στους ουρα­νούς και όσα είναι πάνω στη γη? εκεί­να που φαί­νον­ται με τα σωμα­τι­κά μας μάτια κι εκεί­να που δεν φαί­νον­ται και είναι αόρα­τα? είτε τα αόρα­τα αυτά είναι οι θρό­νοι, είτε οι κυριό­τη­τες, είτε οι αρχές, είτε οι εξου­σί­ες. Όλα γενι­κώς τα ουρά­νια τάγ­μα­τα των αγγέ­λων δια­μέ­σου αυτού και γι’ αυτόν έχουν δημιουρ­γη­θεί. Απ’ αυτόν πήραν την ύπαρ­ξη και μέσω αυτού θα τελειο­ποι­η­θούν. 17 Κι αυτός υπάρ­χει πριν απ’ όλα, και όλα από αυτόν συγ­κρα­τούν­ται και δια­τη­ρούν­ται στην ύπαρ­ξη και κυβερ­νών­ται. 18 Και αυτός από τον οποίο τα πάν­τα συγ­κρα­τούν­ται είναι η κεφα­λή του σώμα­τος, δηλα­δή της Εκκλη­σί­ας. Αυτός είναι η αρχή της Εκκλη­σί­ας και ο ιδρυ­τής της, ο πρώ­τος που ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς, για να γίνει αυτός και ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση του πρώ­τος σε όλα? πρώ­τος δηλα­δή και στην Εκκλη­σία και στην ανά­στα­ση.

12 καὶ μὲ χαρὰ νὰ εὐχα­ρι­στῆ­τε τὸ Θεὸ καὶ Πατέ­ρα, ποὺ μᾶς ἀξί­ω­σε νὰ ἔχω­με μερί­διο στὴν κλη­ρο­νο­μία τῶν ἁγί­ων στὸ βασί­λειο τοῦ φωτός. 13 Aὐτὸς μᾶς λύτρω­σε ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τοῦ σκό­τους καὶ μᾶς μετέ­φε­ρε στὴ βασι­λεία τοῦ ἀγα­πη­μέ­νου Yἱοῦ του, 14 διὰ τοῦ ὁποί­ου ἔχου­με τὴν ἀπο­λύ­τρω­σι, τὴν ἄφε­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν. 15 Aὐτός (λόγῳ τῆς σαρ­κώ­σε­ως) εἶναι ὁρα­τὴ μορ­φὴ τοῦ ἀορά­του Θεοῦ. Ἔχει γεν­νη­θῆ πρὶν ἀπὸ κάθε δημιούρ­γη­μα, 16 ἀφοῦ δι’ αὐτοῦ δημιουρ­γή­θη­καν τὰ πάν­τα, ὅσα εἶναι στοὺς οὐρα­νοὺς καὶ ὅσα εἶναι στὴ γῆ, τὰ ὁρα­τὰ καὶ τὰ ἀόρα­τα, εἴτε θρό­νοι εἴτε κυριό­τη­τες εἴτε ἀρχὲς εἴτε ἐξου­σί­ες. Tὰ πάν­τα δι’ αὐτοῦ καὶ γι’ αὐτόν (γιὰ τὴ δόξα του) ἔχουν δημιουρ­γη­θῆ. 17 Ἀντι­θέ­τως αὐτός (δὲν ἔχει δημιουρ­γη­θῆ, ἀλλ’) εἶναι πρὶν ἀπὸ τὰ πάν­τα. Kαὶ τὰ πάν­τα δι’ αὐτοῦ συν­τη­ροῦν­ται στὴν ὕπαρ­ξι. 18 Aὐτὸς ἐπί­σης εἶναι ἡ Kεφα­λὴ τοῦ σώμα­τος, τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Aὐτὸς εἶναι ἀρχή, πρω­το­α­να­στη­μέ­νος ἀπὸ τοὺς νεκρούς (μὲ ἔνδο­ξη ἀνά­στα­σι, στὴν ὁποία δὲν ἀκο­λου­θεῖ πλέ­ον θάνα­τος), γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸς σὲ ὅλα πρῶ­τος. 

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Λαχείο!

«…Εὐχα­ρι­στοῦν­τες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ τῷ ἱκα­νώ­σαν­τι ἡμᾶς εἰς τὴν μερί­δα τοῦ κλή­ρου τῶν ἁγί­ων ἐν τῷ φωτί» (Κολ. 1,12)

ΟΛΟΙ, ἀγα­πη­τοί μου, ὅλοι ξέρου­με τί θὰ πῇ λαχεῖο. Τώρα τελευ­ταῖα μάλι­στα στὸν τόπο μας κυκλο­φο­ροῦν πολ­λὰ λαχεῖα. Λαχεία βγά­ζουν φιλαν­θρω­πι­κά σωμα­τεῖα καὶ ἀδελ­φό­τη­τες, σχο­λεῖα καὶ ναοί, καὶ τὰ περισ­σό­τε­ρα καὶ μεγα­λύ­τε­ρα λαχεῖα ἐκδί­δει καὶ κυκλο­φο­ρεῖ σ ̓ ὅλη τὴν Ἑλλά­δα τὸ κρά­τος. Μεγά­λη εἶνε ἡ ζήτη­σι τῶν λαχεί­ων. Για­τί ὅλα τὰ λαχεῖα χρη­σι­μο­ποιοῦν ἕνα δόλω­μα, ποὺ τρα­βά­ει τὸν κόσμο· εἶνε οἱ λαχνοί, δηλα­δὴ τὰ διά­φο­ρα ἀντι­κεί­με­να ἢ χρη­μα­τι­κὰ ποσὰ ποὺ θὰ κερ­δί­σουν μερι­κοὶ ἀριθ­μοὶ ἀπὸ τὰ λαχεῖα ποὺ θὰ που­λη­θοῦν. Σὲ 100.000 π.χ. λαχεῖα, ποὺ θὰ που­λη­θοῦν, 1.000 ἀριθ­μοὶ λαχεί­ων θὰ κερ­δί­σουν διά­φο­ρα ποσά. Μερι­κοί λαχνοὶ δὲν εἶνε χρή­μα­τα, ἀλλὰ διά­φο­ρα ἀντι­κεί­με­να, ὅπως ῥαδιό­φω­να, τηλε­ο­ρά­σεις, ῥαπτι­κές μηχα­νές, ἠλε­κτρι­κά ψυγεῖα, αὐτο­κί­νη­τα, δια­με­ρί­σμα­τα, πολυ­κα­τοι­κί­ες. Καὶ ὅσο μεγα­λύ­τε­ρη ἀξία ἔχουν οἱ λαχνοί, τόσο μεγα­λύ­τε­ρη εἶνε ἡ ζήτη­σι τῶν λαχεί­ων. Υπάρ­χουν λαχνοὶ ποὺ κερ­δί­ζουν ἑκα­τομ­μύ­ρια, ὅπως εἶνε τὰ κρα­τι­κὰ λαχεῖα. Τὰ λαχεῖα αὐτὰ γίνον­ται ἀνάρ­πα­στα. Τί, εἶνε μικρὸ πρᾶγ­μα νὰ δώσης 50 ή 100 δραχ­μές, καὶ νὰ κερ­δί­σῃς ἕνα δια­μέ­ρι­σμα ποὺ ἀξί­ζει 500.000 δραχ­μές ἢ 1.000.000 δραχ­μές; Ἕνας ἐργά­της, γιὰ νὰ βγά­λῃ 200 δραχ­μές*, κοπιά­ζει ἀπ’ τὸ πρωΐ ὣς τὸ βρά­δι κ’ ἐδῶ, χωρὶς κανέ­να κόπο, νὰ κερ­δί­σῃ καὶ νὰ πάρῃ 1.000.000; Μετα­βάλ­λε­ται ἀμέ­σως ἡ οἰκο­νο­μι­κή του κατά­στα­σι, κι ἀπὸ φτω­χὸς γίνε­ται ἑκα­τομ­μυ­ριοῦ­χος. Ἀλλὰ ποῦ τέτοια τύχη; λένε πολ­λοί. Αγο­ρά­ζω, μου ‘λεγε κάποιος φτω­χὸς ἄνθρω­πος, λαχεῖα ἐπὶ δέκα χρό­νια. Ἔχω ξοδέ­ψει τόσα χρή­μα­τα. Ἀλλὰ τίπο­τα δὲν μοῦ ἔπε­σε. Ἐγώ ὅμως ἐξα­κο­λου­θῶ ν ̓ ἀγο­ρά­ζω, κ’ ἐλπί­ζω νὰ μ ̓ εὐνο­ή­σῃ ἡ τύχη…

Μὰ τί ἔπα­θες, πάτερ μου, καὶ μιλᾶς ἔτσι γιὰ τὰ λαχεῖα; θὰ μοῦ πῆτε. Εἶσαι κανέ­νας πρά­κτο­ρας λαχεί­ων στην περι­φέ­ρειά μας καὶ κάνεις δια­φή­μι­σι γιὰ νὰ δια­θέ­σῃς ὅσο τὸ δυνα­τὸν περισ­σό­τε­ρα λαχεία; Ἐμεῖς, πάτερ μου, ἤρθα­με στην ἐκκλη­σία γιὰ νὰ ἐκκλη­σια­στοῦ­με καὶ ν ̓ ἀκού­σου­με κήρυγ­μα ποὺ νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χρι­στό κ ἐσὺ μιλᾶς γιὰ λαχεῖα;

Ἀπαν­τοῦ­με. Δὲν εἶμαι πρά­κτο­ρας λαχεί­ων. Έβγα­λε καὶ ἡ μητρό­πο­λί μας μερι­κὰ λαχεῖα γιὰ γηρο­κο­μεῖο, οἰκο­τρο­φεῖα καὶ ἄλλα εὐα­γῆ ἱδρύ­μα­τα. Ἀλλ’ ἐδῶ δὲν πρό­κει­ται γι’ αὐτὰ τὰ λαχεῖα. Μιλάω ἐδῶ γιὰ λαχεῖα, για­τὶ ὁ Ἀπό­στο­λος ποὺ δια­βά­στη­κε σήμε­ρα σ’ ὅλες τὶς ἐκκλη­σί­ες μιλά­ει γιὰ λαχεῖο, γιὰ «κλῆ­ρο» (Κολ. 1,12). Καὶ ἤθε­λα κ’ ἐγὼ νὰ συστή­σω στοὺς ἀγα­πη­τούς μου χρι­στια­νοὺς ν’ ἀγο­ρά­σουν ἕνα λαχεῖο, ἢ καλύ­τε­ρα νὰ προ­μη­θευ­τοῦν ἕνα λαχεῖο χωρὶς νὰ δώσουν οὔτε μια δραχ­μή. Ἔχον­τας τὸ λαχεῖο αὐτό, μπο­ροῦν νὰ κερ­δί­σουν ὄχι πολυ­κα­τοι­κί­ες καὶ δια­με­ρί­σμα­τα, ἀλλὰ νὰ κερ­δί­σουν πράγ­μα­τα ἀνε­κτι­μή­του ἀξί­ας.

-Ποιό ἆρα­γε νὰ εἶνε τὸ λαχεῖο αὐτό, καὶ πῶς μπο­ροῦ­με νὰ τὸ προ­μη­θευ­τοῦ­με;

Ἐάν, ἀγα­πη­τοί μου, ἐὰν ἐνδια­φέ­ρε­στε, κάν­τε ὑπο­μο­νὴ ν’ ἀκού­σε­τε τί θὰ ποῦ­με τώρα μπαί­νον­τας στο κύριο μέρος τῆς ὁμι­λί­ας μας.

* * *

Ὑπῆρ­χε στη Μικρά Ασία μιὰ ὄμορ­φη πόλις χτι­σμέ­νη κον­τὰ σ ̓ ἕνα παρα­πό­τα­μο ἑνὸς μεγά­λου ποτα­μοῦ τῆς χώρας αὐτῆς, τοῦ Μαιάν­δρου. Ἡ πόλις ὠνο­μα­ζό­ταν Κολασ­σαὶ καὶ εἶχε γίνει μιὰ ἀπ ̓ τὶς πιὸ πλού­σιες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσί­ας. Οἱ κάτοι­κοι ὅμως τῆς πόλε­ως αὐτῆς ἦταν εἰδω­λο­λά­τρες. Μεσά­νυ­χτα εἶχαν ὡς πρὸς τὴν ἀλη­θι­νὴ θρη­σκεία. Ἦταν πλού­σιοι μὲν στὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά, πολὺ φτω­χοὶ ὅμως στὰ πνευ­μα­τι­κά. Για­τὶ φτω­χὸς καὶ δυστυ­χι­σμέ­νος ἕνας εἶνε αὐτός, ποὺ δὲν γνώ­ρι­σε και δεν πίστε­ψε στὸ Χρι­στό. Δεν γνώ­ρι­σε, τί ἀξία ἔχει γιὰ τὸν ἄνθρω­πο ἡ πίστι στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐνῷ ἕνας ποὺ πιστεύ­ει στὸ Χρι­στό, κι ἂν ἀκό­μη στε­ρῆ­ται ὅλα τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά, κι ὅταν ἀκό­μη πει­νάῃ καὶ διψάῃ, κι ὅταν ἐχθροὶ τῆς πίστε­ως τὸν πιά­σουν καὶ τὸν ῥίξουν στὴ φυλα­κὴ γιὰ τὸ Χρι­στὸ καὶ θέλουν νὰ τὸν θανα­τώ­σουν, καὶ πάλι ὁ πιστὸς ἄνθρω­πος αἰσθά­νε­ται μιὰ χαρὰ καὶ ἀγαλ­λί­α­σι. Εἶνε ἐσω­τε­ρι­κῶς πλού­σιος ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, καὶ εὐχα­ρι­στεῖ τὸ Θεὸ ποὺ τὸν ἀξιώ­νει νὰ ὑπο­φέ­ρῃ καὶ νὰ μαρ­τυ­ρῇ γιὰ τὴν πίστι.

Φτω­χοί, λοι­πόν, πνευ­μα­τι­κῶς καὶ δυστυ­χι­σμέ­νοι ἦταν καὶ οἱ κάτοι­κοι τῆς πόλε­ως τῶν Κολασ­σῶν, ἂν καὶ κατοι­κοῦ­σαν σὲ μιὰ μεγά­λη καὶ πλού­σια πόλι. Φτω­χοὶ καὶ δυστυ­χι­σμέ­νοι ἦταν, για­τὶ δὲν ἤξε­ραν τί θὰ πῇ Χρι­στός. Ἀλλὰ νά ἦρθε καὶ γιὰ τὴν πόλι αὐτὴ ἡ μέρα ἡ εὐλο­γη­μέ­νη. Ἦρθε ἡ μέρα, ποὺ ἕνας φτω­χὸς ἄνθρω­πος, ὁ φτω­χό­τε­ρος ἀπ’ ὅλους ἀλλὰ καὶ ὁ εὐτυ­χέ­στε­ρος ἀπ’ ὅλους, ἦρθε στὴν πόλι. Ἦρθε και κήρυ­ξε τὸ Χρι­στὸ καὶ κάλε­σε τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ πιστέ­ψουν στὸ Χρι­στὸ γιὰ νὰ βγοῦν ἀπ ̓ τὴ φτώ­χεια. Ὁ ἄνθρω­πος αὐτός, ποὺ ἦρθε καὶ κήρυ­ξε, ἤτα­νε ὁ Παῦ­λος ὁ ἀπό­στο­λος. Πίστε­ψαν ὅλοι οἱ κάτοι­κοι τῶν Κολασ­σῶν στὸ κήρυγ­μα τοῦ Παύ­λου; Ὄχι, δυστυ­χῶς. Δὲν ξέρου­με πόσοι ἄνθρω­ποι κατοι­κοῦ­σαν μέσ’ στὴν πόλι τῶν Κολασ­σῶν. Πάν­τως θὰ εἶχε πάνω ἀπὸ 200.000 κατοί­κους. Ἀπ ̓ αὐτοὺς ἕνα μικρὸ ποσο­στό μόνο πίστε­ψε. Πόσοι λέτε νὰ εἶνε; 100, 200, ἔστω καὶ 300. Αὐτοὶ οἱ λίγοι, ποὺ πίστε­ψαν στὸ Χρι­στό, σχη­μά­τι­σαν τὴν πρώ­τη ἐκκλη­σία.

Ὁ Παῦ­λος εἶνε πολὺ συγ­κι­νη­μέ­νος ποὺ μέσ ̓ στὴν πόλι αὐτὴ βρέ­θη­καν ψυχὲς εὐγε­νι­κὲς καὶ πίστε­ψαν στο Χρι­στό. Και τώρα, που βρί­σκε­ται μακριὰ ἀπ’ τὴν πόλι τους, τοὺς θυμᾶ­ται. Τὰ μάτια του γεμί­ζουν ἀπὸ δάκρυα. Εὐχα­ρι­στῶ τὸ Θεό, λέει, γιὰ σᾶς ποὺ πιστέ­ψα­τε. Ἐσεῖς, ποὺ ἀφή­σα­τε τὴν αἰσχρὴ θρη­σκεία τῆς εἰδω­λο­λα­τρί­ας καὶ ὅλες τίς ἁμαρ­τω­λὲς ἀπο­λαύ­σεις, τις δια­σκε­δά­σεις καὶ τὰ ὄργια, ἐσεῖς ποὺ ἐγκα­τα­λεί­ψα­τε τοὺς ψευ­το­φι­λο­σό­φους, ποὺ ποτέ δὲν σᾶς εἶπαν τὴν ἀλή­θεια ἀλλὰ πάν­τα σᾶς γέμι­ζαν τὸ κεφά­λι μὲ ψευ­τιές, ἐσεῖς ποὺ πιστέ­ψα­τε στὸ Χρι­στό, εἶστε οἱ πραγ­μα­τι­κὰ εὐτυ­χι­σμέ­νοι. Ἐσεῖς βρή­κα­τε θησαυ­ρὸ μεγά­λο. Σ’ ἐσᾶς τοὺς λίγους ἔπε­σε λαχεῖο! Γρα­φτή­κα­τε πιὰ στὸ βιβλίο ποὺ ἔχει μέσα τὰ ὀνό­μα­τα ἐκεί­νων ποὺ πίστε­ψαν στὸ Χρι­στό. Γίνα­τε παι­διά τοῦ Θεοῦ· καὶ σὰν παι­διὰ τοῦ Θεοῦ θὰ γίνε­τε καὶ κλη­ρο­νό­μοι του. Θὰ ἔχε­τε κ’ ἐσεῖς μερί­διο στὴ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν στὴ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν, ὅπου πρῶ­τος μπῆ­κε ὁ λῃστής, ποὺ σταυ­ρώ­θη­κε μαζὶ μὲ τὸ Χρι­στό, πίστε­ψε στο Χρι­στό, και προ­τοῦ νὰ ξεψυ­χή­σῃ φώνα­ξε μ’ ὅλη τὴν καρ­διά του «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασι­λείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

* * *

Αγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί!

Τὰ ὅσα εἴπα­με περὶ λαχεί­ου στὴν ὁμι­λία αὐτή, τὰ εἴπα­με γιὰ νὰ δώσου­με μιὰ ἑρμη­νεία στὰ λόγια τοῦ σημε­ρι­νοῦ Ἀπο­στό­λου, ὁ ὁποῖ­ος γρά­φον­τας στοὺς κατοί­κους τῶν Κολασ­σῶν ἔλε­γε «…Εὐχα­ρι­στοῦν­τες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ τῷ ἱκα­νώ­σαν­τι ἡμᾶς εἰς τὴν μερί­δα τοῦ κλή­ρου τῶν ἁγί­ων ἐν τῷ φωτί» (Κολ. 1,12). Από τότε ποὺ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Παῦ­λος ἔχουν περά­σει 19 και πλέ­ον αἰῶ­νες. Ἡ ὄμορ­φη πόλις τῶν Κολασ­σῶν δὲν ὑπάρ­χει σήμε­ρα. Ἕνας σει­σμὸς δυνα­τός, ποὺ ἔγι­νε τὸν 8ο αἰῶ­να, τὴν κατέ­στρε­ψε μόνο ἐρεί­πια σώζον­ται. Στο μέρος τῆς ὡραί­ας ἐκεί­νης πόλε­ως ἕνα βρώ­μι­κο τούρ­κι­κο χωριό ὑπάρ­χει σήμε­ρα. Στο μέρος αὐτὸ ἔρχον­ται τώρα οἱ ξένοι, στέ­κον ται, καὶ θυμοῦν­ται τὸν Παῦ­λο καὶ τὰ οὐρά­νιά του λόγια. Καὶ τὰ λόγια του αὐτὰ ἐξα­κο­λου­θοῦν νὰ ἔχουν ἀξία καὶ δύνα­μι καὶ γιὰ τοὺς σημε­ρι­νούς χρι­στια­νούς.

Αὐτὸς ὁ Παῦ­λος στέ­κε­ται καὶ σήμε­ρα νοε­ρῶς ἀνά­με­σά μας καὶ μᾶς καλεῖ νὰ πιστέ­ψου­με κ’ ἐμεῖς στὸ Χρι­στό, ὅπως πίστε­ψαν οἱ ἀρχαῖ­οι κάτοι­κοι τῶν Κολασ­σῶν. Συνι­στᾷ καὶ σ ̓ ἐμᾶς, νὰ προ­μη­θευ­τοῦ­με τὸ λαχεῖο, νὰ πιστέ­ψου­με δηλα­δὴ στὸ Χρι­στό. Καὶ ὅποιος πιστεύ­ει στὸ Χρι­στὸ καὶ ζῇ σύμ­φω­να μὲ τὴ διδα­σκα­λία του, αὐτὸς εἶνε ὁ πιο πλού­σιος κ ̓ εὐτυ­χι­σμέ­νος ἄνθρω­πος τοῦ κόσμου. Σ’ αὐτὸ τὸν πιστό χρι­στια­νό μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅτι ἔπε­σε ὁ πρῶ­τος λαχνὸς τοῦ κόσμου.

* Ὑπεν­θυ­μί­ζε­ται, ὅτι ἡ ὁμι­λία ἐγρά­φη τὸ 1972.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek