ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Τιμ Α΄. (Α΄ 15 — 17)

Προς Τιμό­θε­ον Α΄, κεφά­λαιο Α΄, εδά­φια 15–17

15 Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀπο­δο­χῆς ἄξιος, ὅτι Χρι­στὸς ᾿Ιησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρ­τω­λοὺς σῶσαι, ὧν πρῶ­τός εἰμι ἐγώ· 16 ἀλλὰ διὰ τοῦ­το ἠλε­ή­θην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώ­τῳ ἐνδεί­ξη­ται ᾿Ιησοῦς Χρι­στὸς τὴν πᾶσαν μακρο­θυ­μί­αν, πρὸς ὑπο­τύ­πω­σιν τῶν μελ­λόν­των πιστεύ­ειν ἐπ’ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώ­νιον. 17 Τῷ δὲ βασι­λεῖ τῶν αἰώ­νων, ἀφθάρ­τῳ, ἀορά­τῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶ­νας τῶν αἰώ­νων· ἀμήν. 

15 Αξιό­πι­στος είναι ο λόγος, που θα σου πω, και άξιος ολο­ψύ­χου και αδι­στά­κτου απο­δο­χής εκ μέρους όλων· ότι δηλα­δή ο Ιησούς Χρι­στός ήλθεν στον κόσμον να σώση τους αμαρ­τω­λούς, μετα­ξύ των οποί­ων πρώ­τος είμι εγώ. 16 Αλλά δια τού­το ακρι­βώς ηλε­ή­θην, δια να δεί­ξη ολο­κά­θα­ρα ο Ιησούς Χρι­στός εις εμέ, περισ­σό­τε­ρον από οιαν­δή­πο­τε άλλον, όλην την μακρο­θυ­μί­αν του προς παρα­δειγ­μα­τι­σμόν και ενθάρ­ρυν­σιν όλων εκεί­νων, που έμελ­λαν να πιστεύ­σουν εις αυτόν, δια να απο­λαύ­σουν την αιω­νί­αν ζωήν. 17 Εις δε τον βασι­λέα και κύριον όλων των αιώ­νων και όλων των δημιουρ­γη­μά­των, που έγι­ναν δια μέσου των αιώ­νων, στον άφθαρ­τον, στον αόρα­τον, στον ένα και μόνον πάν­σο­φον Θεόν, ας είναι τιμή και δόξα στους αιώ­νας των αιώ­νων· αμήν. 

15 Ο λόγος που θα πω είναι αξιό­πι­στος και άξιος να τον δεχθούν όλοι με την ψυχή τους: ότι δηλα­δή ο Ιησούς Χρι­στός ήλθε στον κόσμο να σώσει αμαρ­τω­λούς, από τους οποί­ους πρώ­τος είμαι εγώ. 16 Αλλά ακρι­βώς γι’ αυτό ελε­ή­θη­κα, για να δεί­ξει ο Ιησούς Χρι­στός σε μένα περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον όλη τη μακρο­θυ­μία, ώστε να χρη­σι­μεύ­σω ως υπό­δειγ­μα ε’ εκεί­νους που πρό­κει­ται να πιστέ­ψουν α’ αυτόν και να κλη­ρο­νο­μή­σουν έτσι την αιώ­νια ζωή. 17 Στο βασι­λιά λοι­πόν που είναι κύριος των αιώ­νων και όλων των κτι­σμά­των που έγι­ναν μέσα στους αιώ­νες αυτούς, στον άφθαρ­το, αόρα­το, ένα και μόνο σοφό Θεό, ας είναι τιμή και δόξα στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.α

15 Eἶναι ἀλη­θι­νὸς ὁ λόγος καὶ τελεί­ως ἄξιος ἀπο­δο­χῆς, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Xρι­στὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσῃ ἁμαρ­τω­λούς, ἀπὸ τοὺς ὁποί­ους πρῶ­τος εἶμαι ἐγώ. 16 Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ ἐλε­ή­θη­κα, γιὰ νὰ δεί­ξῃ ὁ Ἰησοῦς Xρι­στὸς σὲ μένα πρῶ­το ὅλη τὴν εὐσπλαγ­χνία του, γιὰ νὰ εἶμαι παρά­δειγ­μα σ’ ὅσους στὸ μέλ­λον θὰ πιστεύ­ουν σ’ αὐτὸν γιὰ ν’ ἀπο­κτοῦν τὴν αἰώ­νια ζωή. 17 Στὸν αἰώ­νιο λοι­πὸν βασι­λέα, τὸν ἀθά­να­το, τὸν ἀόρα­το, τὸ μόνο σοφὸ Θεό, ἂς ἀπο­δί­δε­ται τιμὴ καὶ δόξα στοὺς ἀπε­ράν­τους αἰῶ­νες. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Υπό­δειγ­μα

«…Πρὸς ὑπο­τύ­πω­σιν τῶν μελ­λόν­των πιστεύ­ειν ἐπ ̓ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώ­νιον»
(Α’ Τιμ. 1,16)

ΔΥΟ ἀγα­πη­τοί μου, δύο ἀντί­θε­τα πράγ­μα­τα παρα­τη­ροῦ­με στὶς ἐπι­στο­λὲς τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου. Ἄλλο­τε τὸν ἀκοῦ­με νά προ­βάλ­λη τὸν ἑαυ­τό του ὡς πρό­τυ­πο ἀρε­τῆς, ὑπό­δειγ­μα ὕψους καὶ ἁγιό­τη­τος. Καὶ δὲν τὸ κάνει ἀπὸ κενο­δο­ξία. Δὲν ὑπερ­βάλ­λει, ἀλλὰ εἶνε μέσα στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἀφ’ ὅτου ἐσή­μα­νε ἡ εὐλο­γη­μέ­νη ὥρα νὰ γνω­ρί­σῃ τὸ Χρι­στό, ἀπὸ τότε πλέ­ον σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἀκο­λού­θη­σε μὲ ἀκρί­βεια καὶ συνέ­πεια τὸ θέλη­μά του. Ἔδω­σε τὸν ἑαυ­τό του ἐξ ὁλο­κλή­ρου σ’ αὐτόν. Θυσί­α­σε τὰ πάν­τα γιὰ τὴν ἀγά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. Κοπί­α­σε καὶ μόχθη­σε περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅλους γιὰ τὸ κήρυγ­μα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Πέτα­ξε σὰν ἀετὸς σ ̓ ὅλη τὴν οἰκου­μέ­νη. Ἵδρυ­σε τις περισ­σό­τε­ρες ἐκκλη­σί­ες. Ἔγρα­ψε μὲ τὸ θεό­πνευ­στο κάλα­μό του μεγά­λο μέρος τῆς Και­νῆς Δια­θή­κης. Απε­δεί­χθη μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα γνή­σιος πνευ­μα­τι­κὸς πατέ­ρας τῶν χρι­στια­νῶν. Πόσα παθή­μα­τα καὶ πόσες δοκι­μα­σί­ες δὲν ὑπέ­στη χάριν τῆς Ἐκκλη­σί­ας! Πόσες φορὲς δὲν ὡδη­γή­θη­κε μέχρι τὶς πύλες τοῦ θανά­του! Πολ­λὲς φορὲς σώθη­κε ἀπὸ βέβαιο θάνα­το μὲ ὑπερ­φυ­σι­κὴ ἐπέμ­βα­σι. Αξιώ­θη­κε σπα­νί­ων καὶ μονα­δι­κῶν χαρι­σμά­των. Ἔκα­νε θαύ­μα­τα μεγά­λα. Οὐρά­νιος ἄνθρω­πος ὁ Παῦ­λος. Ποιός ἄλλος ἔφθα­σε νὰ ἁρπα­γῇ στὸν παρά­δει­σο, κ’ ἐκεῖ νὰ δῇ θεά­μα­τα καὶ ν’ ἀκού­σῃ «ρήμα­τα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώ­πῳ λαλῆ­σαι» (Β’ Κορ. 12,4); Μπο­ρεῖ λοι­πόν, ὕστε­ρα ἀπ ̓ ὅλα αὐτά, χωρὶς νὰ ἐξα­πα­τᾷ τοὺς ἀκρο­α­τάς του, μπο­ρεῖ ὡς πρό­τυ­πο —μετὰ τὸ Χρι­στὸ ποὺ εἶνε τὸ πρῶ­το καὶ ἀνυ­πέρ­βλη­το πρό­τυ­πο— νὰ προ­βάλ­λῃ καὶ τὸν ἑ- αυτό του. Μπο­ρεῖ νὰ λέῃ στοὺς χρι­στια­νούς «Μιμη­ταί μου γίνε­σθε, καθὼς κἀγὼ Χρι­στοῦ»· Σᾶς καλῶ νὰ μὲ μιμῆ­σθε, ὅπως κ’ ἐγὼ μιμοῦ­μαι τὸ Χρι­στό (Α’ Κορ. 11,1 4,16).

Ἄλλο­τε ὅμως, ὅπως ἀκοῦ­με στο σημε­ρι­νό Από­στο­λο, ὁμι­λεῖ δια­φο­ρε­τι­κά. Δὲν κάνει λόγο γιὰ τὸ ὕψος ποὺ ἔφθα­σε. Γυρί­ζει πίσω καὶ θυμᾶ­ται τὸ σκο­τει­νό παρελ­θόν. Κάνει λόγο γιὰ τὸ βάθος τῆς ἁμαρ­τί­ας, ὅπου βρέ­θη­κε τότε, στὰ χρό­νια τῆς ἀγνοί­ας του, προ­τοῦ ἔλθῃ ἡ εὐλο­γη­μέ­νη στιγ­μή νὰ γνω­ρί­σῃ τὸ Χρι­στό. Θὰ μπο­ροῦ­σε ἀσφα­λῶς αὐτὰ νὰ τ ̓ ἀπο­κρύ­ψῃ, νὰ τὰ ἀπο­σιω­πή­σῃ, μὲ τὴ δικαιο­λο­γία ὅτι, Αὐτὰ ἀνή­κουν πλέ­ον στὸ παρελ­θόν ̇ πέρα­σε ὁ και­ρός, τί ὠφε­λεῖ ἡ ἀνά­μνη­σί τους;… Καὶ ὅμως ὁ μέγας Παῦ­λος δεν κρύ­βει ἀπὸ τοὺς χρι­στια­νοὺς τὴν ἱστο­ρία του. Ἐκθέ­τει τὸν ἑ- αυτό του καὶ τὸν ταπει­νώ­νει ὅλο καὶ περισ­σό­τε ρο. Τοὺς λέει, πόσο ἀνά­ξιος καὶ ἁμαρ­τω­λὸς ὑπῆρ­ξε Ἐγὼ εἶμαι «ὁ ἐλά­χι­στος τῶν ἀπο­στό­λων». Εἶμαι ἀνά­ξιος νὰ λέγω­μαι ἀπό­στο­λος, «δι- ότι ἐδί­ω­ξα τὴν Ἐκκλη­σί­αν τοῦ Θεοῦ». Ἐγὼ ὑπῆρ­ξα «τὸ ἔκτρω­μα» (Α’ Κορ. 15,8–9). Εγώ, λέει ἔπει­τα, εἶμαι «ὁ τελευ­ταῖ­ος ἀπ ̓ ὅλους τοὺς χρι­στια­νούς» (Εφ. 3,8). Καὶ στὸ σημε­ρι­νὸ ἀπο­στο­λι­κὸ ἀνά­γνω­σμα, ἀπευ­θυ­νό­με­νος στὸ μαθη­τή του Τιμό­θεο, τὸν ἀκοῦ­με νὰ λέῃ ̇ «Ἐγὼ εἶμαι ὁ πιὸ μεγά­λος ἁμαρ­τω­λός» (Α’ Τιμ. 1,15).

-Αντι­φά­σκει λοι­πὸν ὁ Παῦ­λος; θὰ πῇ κάποιος. Ἄλλα λέει ἐδῶ, κι ἄλλα ἐκεῖ; Πῶς ἄλλο­τε ὑπε­ρυ­ψώ­νει τόν ἑαυ­τό του, κι ἄλλο­τε τὸν ταπει­νώ­νει και μάλι­στα τόσο πολύ; Μὲ τὴν ὑπερ­βο­λι­κή του δὲ αὐτὴ ταπεί­νω­σι φαί­νε­ται σὰν νὰ γκρε­μί­ζῃ ὅ,τι προ­η­γου­μέ­νως ἔκτι­σε. Μπο­ρεῖ ποτὲ ἕνας πατέ­ρας νὰ ἐμπνεύ­σῃ σεβα­σμὸ στὸ παι­δί του δεί­χνον­τας μπρο­στὰ στὰ μάτια του μιὰ τέτοια εἰκό­να; Μήπως εἶνε λάθος τοῦ Παύ­λου νὰ αὐτο­ε­ξευ­τε­λί­ζε­ται ἔτσι;…

Οὔτε ἀντι­φά­σκει, ἀγα­πη­τοί μου, οὔτε λάθος κάνει ὁ θεό­πνευ­στος ἀπό­στο­λος. Καὶ μεγά­λος διώ­κτης καὶ ἁμαρ­τω­λὸς ὑπῆρ­ξε, ἀλλὰ καὶ μεγά­λος κήρυ­κας καὶ ἅγιος ἔγι­νε. Καὶ τὰ δύο ἀλη­θεύ­ουν. Ἑπο­μέ­νως δὲν ἀντι­φά­σκει. Τὴν ἀλή­θεια λέει. Καὶ δὲν εἶνε λάθος του, νὰ παρου­σιά­ζῃ καὶ στὶς δύο περι­πτώ­σεις τὴν ἀλη­θι­νή του εἰκό­να, ὡς τὶς δύο ὄψεις ἑνὸς νομί­σμα­τος, ἐνώ­πιον ὅλων τῶν πνευ­μα­τι­κῶν του τέκνων καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων. Ὅταν ὁμι­λεῖ γιὰ τὸ ὕψος, ὅπου τὸν ἀνέ­βα­σε ὁ Θεός, δὲν τὸ κάνει ἀπὸ ὑπε­ρη­φά­νεια· τὸ κάνει γιὰ νὰ δεί­ξῃ τὸν πλοῦ­το τῆς δωρε­ᾶς τοῦ Χρι­στοῦ σὲ ποιόν; Σ’ αὐτὸ τὸν τόσο ἀνά­ξιο. Γνω­ρί­ζει δὲ καὶ τότε νὰ παρα­μέ­νῃ ταπει­νός. Από­δει­ξις, ὅτι δὲν δυσκο­λεύ­ε­ται καθό­λου νὰ ἐξευ­τε­λί­ζῃ τὸν ἑαυ­τό του καὶ δὲν ἀπο­φεύ­γει νὰ ταπει­νω­θῇ ἐνώ­πιον πάν­των. Καὶ στὶς δύο περι­πτώ­σεις κάνει τὸν ἑαυ­τό του παρά­δειγ­μα. Με ποιό σκο­πό; Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος θέλει νὰ δοξά­ζε­ται ὁ Χρι­στός, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο θέλει νὰ σῴζων­ται ὅσοι τὸν ἀκοῦ­νε. Διό­τι ὅποιος ἀκού­ει τὴ μετά­νοιά του, ἐνθαρ­ρύ­νε­ται νὰ μετα­νο­ή­σῃ κι αὐτός.

Γιὰ ἕνα πρᾶγ­μα ἐνδια­φέ­ρε­ται ὁ ἀπό­στο­λος ̇ γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ ὀνό­μα­τος τοῦ Θεοῦ. Ἡ προ­σω­πι­κή του τιμὴ λίγο τὸν ἐνδια­φέ­ρει. Εὐχα­ρί­στως τὴ θυσιά­ζει, ἂν πρό­κει­ται μὲ τὸν τρό­πο αὐτὸ νὰ ὁδη­γη­θοῦν οἱ ἄλλοι στὴν ἐν Χρι­στῷ σωτη­ρία. Δεν διστά­ζει, κατὰ τὴ λαϊ­κὴ ἔκφρα­σι, νὰ κάνῃ τὸν ἑαυ­τό του ρεζί­λι. «Θέα­τρον ἐγε­νή­θη­μεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέ­λοις καὶ ἀνθρώ­ποις», γρά­φει (Α’ Κορ. 4,9). Προ­κει­μέ­νου νὰ σωθοῦν οἱ ἄλλοι, δέχε­ται αὐτὸς νὰ γίνῃ ὄχι μόνο «θέα­μα» ἀλλὰ καὶ «κατά­δι­κος εἰς θάνα­τον» δέχε­ται νὰ γίνῃ «ἔσχα­τος», νὰ θεω­ρη­θῇ «μωρός», νὰ παρου­σια­σθῇ ὡς «ἀσθε­νής», νὰ ἐμφα­νι­σθῇ ὡς «ἄτι­μος». Σκο­πός του δὲν εἶνε νὰ περι­σώ­σῃ τὸ προ­σω­πι­κό του γόη- τρο καὶ τὴν τιμὴ τοῦ ὀνό­μα­τός του, ἀλλὰ νὰ δοξά­σῃ τὸ πρό­σω­πο καὶ τὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ νὰ ὁδη­γή­σῃ ψυχὲς σ ̓ ἐκεῖ­νον. Μπρο­στὰ σ ̓ αὐτὸ τὸν ὑψη­λὸ σκο­πό, θυσιά­ζει τὰ πάν­τα. Ἀλλὰ καὶ κατα­δέ­χε­ται τὰ πάν­τα. Κατα­δέ­χε­ται νὰ γίνῃ ἀκό­μη καὶ «δοῦ­λος», κατα­δέ­χε­ται νὰ ἐμφα­νι­σθῇ ἀ- κόμη και «ὡς ἄνο­μος» γίνε­ται «τοῖς πᾶσι τὰ πάν­τα, ἵνα πάν­τως τινὰς σώσῃ» (Α’ Κορ. 9,19- 22).

* * *

Πῶς θὰ σωθῇ ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ἄνθρω­πος; Ιδού τὸ μέγα πρό­βλη­μα. Σὲ πολ­λὰ ἄλλα προ­βλή­μα­τα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐπι­στή­μης ὁ ἄνθρω­πος, ἀφοῦ παι­δεύ­τη­κε ἀρκε­τά, βρῆ­κε ἐπὶ τέλους λύσι μόνος του. Σ’ αὐτό, παρ ̓ ὅλες τὶς προ­σπά­θειες, δὲν τὰ κατά­φε­ρε. Ἦταν τὸ δυσκο­λώ­τε­ρο ἀπ ̓ ὅλα του τὰ προ­βλή­μα­τα, ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ ἀναγ­καῖο καὶ ἐπι­τα­κτι­κὸ νὰ λυθῇ. Χρεια­ζό­ταν λοι­πὸν βοή­θεια. Καὶ γιὰ νὰ λυθῇ αὐτὸ τὸ πρό­βλη­μα, ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κάτω στὴ γῆ καὶ ἔγι­νε ἄνθρω­πος. Ὁ ἐναν­θρω­πή­σας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, ἔφε­ρε ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ τὴ σωτη­ρία, ἔδει­ξε στον κόσμο τον τρό­πο καὶ τὴ μέθο­δο λύσε ως τοῦ προ­βλή­μα­τος. Πῶς λέγε­ται ἡ μέθο­δος αὐτή; Εἶνε ἡ μέθο­δος τοῦ σταυ­ροῦ. Ὁ Χρι­στὸς λοι­πὸν ἔκα­νε τὴν ἀρχή ἐκεῖ­νος εἶνε ὁ ἀρχη­γὸς τῆς σωτη­ρί­ας. Καὶ οἱ πρῶ­τοι ποὺ δοκί­μα­σαν τὴ σωτη­ρία εἶνε οἱ μαθη­ταί του. Σ’ αὐτοὺς ἔγι­νε ἡ πρώ­τη ἐφαρ­μο­γὴ τῆς μεθό­δου. Αὐτοὶ γεύ­θη­καν τὴ σωτη­ρία. Ἔτσι ἔμα­θαν τὸ δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας, γιὰ νὰ τὸν δεί­ξουν καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους.

Μετα­ξὺ τῶν πρώ­των, στοὺς ὁποί­ους ἐφαρ­μό­σθη­κε μὲ ἐπι­τυ­χία ἡ μέθο­δος τοῦ σταυ­ροῦ καὶ ὁ τρό­πος τῆς ἐν Χρι­στῷ σωτη­ρί­ας, εἶνε ὁ κορυ­φαῖ­ος τῶν ἀπο­στό­λων, ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Αὐτὸς ἦταν μία ἀπὸ τὶς δυσκο­λώ­τε­ρες περι­πτώ­σεις. Ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγά­λους ἁμαρ­τω­λούς. Ὁ ἴδιος χαρα­κτη­ρί­ζει τὸν ἑαυ­τό του, ὅπως ἀκού­σα­με, ὡς τὸν πρῶ­το καὶ μεγα­λύ­τε­ρο ἀπ ̓ ὅλους τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς τῆς γῆς. Ἀφοῦ λοι­πὸν σ ̓ αὐτόν, στὴν δυσκο­λω­τέ­ρα περί­πτω­σι, ἡ μέθο­δος ἐπέ­τυ­χε, πολὺ περισ­σό­τε­ρο ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὴ θὰ εἶνε στὶς ἄλλες, τὶς εὐκο­λώ­τε­ρες περι­πτώ­σεις.

Ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος εἶνε ὑπό­δειγ­μα σὲ ὅλα. Υπό­δειγ­μα στὴ ζωὴ καὶ συμ­πε­ρι­φο­ρά, ὑπό­δειγ­μα στὰ λόγια καὶ στὴ διδα­σκα­λία του. Εἶνε ὅμως ὑ- πόδειγ­μα καὶ στὴ μετά­νοια. Ὅσο βρι­σκό­ταν στην ἄγνοια, πολε­μοῦ­σε τὴν Ἐκκλη­σία. Ἀλλ ̓ ὅταν γνώ­ρι­σε τὸ Χρι­στό, τότε ἔδει­ξε τέτοια μετά­νοια, ποὺ ἔμει­νε ὑπο­δειγ­μα­τι­κὴ γιὰ ὅσους θὰ πίστευαν στὸ μέλ­λον. Οἱ χρι­στια­νοί, ποὺ τὸν ἔβλε­παν στὴν ἀρχὴ νὰ τοὺς κατα­διώ­κῃ, νὰ τοὺς συλ­λαμ­βά­νῃ καὶ νὰ τοὺς φυλα­κί­ζῃ, θὰ ἔλε­γαν ̇ Πῶς τὸν ἀνέ­χε­ται ὁ Θεός, πῶς τὸν ἀφή­νει νὰ ἐγκλη­μα­τῇ κατὰ τῆς Ἐκκλη­σί­ας του;… Ἀλλ ̓ ἡ σκαν­δα­λώ­δης ἐκεί­νη ἀνο­χὴ καὶ μακρο­θυ­μία, ποὺ ἔδει­ξε ὁ Χρι­στὸς στὸν Παῦ­λο, εἶχε τὸ σκο­πό της. Δὲν πῆ γε εἰς μάτην. Ἔπει­τα εἶδαν ὅλοι τὸ θαυ­μα­στό της ἀπο­τέ­λε­σμα.

«Γι’ αὐτό», λέει σήμε­ρα, «γι’ αὐτό ἐλε­ή­θη­κα. Γιὰ νὰ εἶμαι ὁ πρῶ­τος ποὺ θὰ δεί­ξῃ ὁ Ἰησοῦς Χρι­στὸς τὴν ἄπει­ρη μακρο­θυ­μία του, καὶ νὰ τὸ ἔχουν ὡς ὑπό­δειγ­μα ὅσοι θὰ πιστεύ­ουν κατό­πιν σ’ αὐτὸν γιὰ νὰ βροῦν τὴν αἰώ­νιο ζωή» (Α’ Τιμ. 1,16). Ὁ Χρι­στὸς δέχθη­κε καὶ τὸν διώ­κτη Παῦ­λο, καὶ τὸν ἔσω­σε, καὶ τὸν ἔκα­νε κορυ­φαῖο ἀπό­στο­λο του. Ἀφοῦ λοι­πὸν σώθη­κε ὁ μεγά­λος ἁμαρ­τω­λός, μπο­ροῦν νὰ σωθοῦν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ μικρό­τε­ροι ἁμαρ­τω­λοί.

* * *

Τὰ παι­διὰ στὸ σχο­λεῖο διδά­σκον­ται, πῶς νὰ λύνουν προ­βλή­μα­τα καὶ ἀσκή­σεις. Γιὰ νὰ βρί σκουν τὴ λύσι, χρη­σι­μο­ποιοῦν τοὺς λεγο­μέ­νους τύπους. Υπάρ­χουν τύποι στὰ μαθη­μα­τι­κά, τύποι στὴ φυσι­κή, τύποι στὴ χημεία, τύποι.… Τί θὰ πῇ τύπος; Τύπος εἶνε ἕνα ὑπό­δειγ­μα, ἕνα πρό­τυ­πο λύσε­ως. Ὅποιος μαθη­τής γνω­ρί­ζει τους τύπους, εὔκο­λα λύνει τὰ προ­βλή­μα­τα καὶ τὶς ἀσκή­σεις. Μαθαί­νει πρῶ­τα τοὺς τύπους, τοὺς ἀπο­μνη­μο νεύ­ει καλά. Κι ἀφοῦ τοὺς ἀπο­τυ­πώ­σῃ στὴ μνή­μη του, τοὺς ἔχει ἔπει­τα ὡς πρό­χει­ρο βοή­θη­μα, σὰν κλει­δί, καὶ μπο­ρεῖ εὔκο­λα νὰ τοὺς ἐφαρ­μό­ζη σὲ ἀνά­λο­γες περι­πτώ­σεις. Ἔτσι λύνει κάθε πρό­βλη­μα.

Ὅπως λοι­πὸν μὲ τύπους λύνον­ται στὸ σχο­λεῖο τὰ προ­βλή­μα­τα τῆς παι­δεί­ας, κατὰ παρό­μοιο τρό- πο καὶ στὸ σχο­λεῖο τοῦ Χρι­στοῦ λύνε­ται τὸ μεγα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα τοῦ κόσμου, τὸ πρό­βλη­μα τῆς σωτη­ρί­ας. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ μᾶς βοη­θή­σῃ, ἔχει δώσει ὡρι­σμέ­νους τύπους, μὲ τοὺς ὁποί­ους ἀντι­με­τω­πί­ζον­ται καὶ οἱ πιὸ δύσκο­λες περι­πτώ­σεις. Ἐὰν κάποιος γνω­ρί­ζῃ αὐτοὺς τοὺς τύπους καὶ τοὺς ἐφαρ­μό­ζῃ, ἐὰν δηλα­δὴ τοὺς ἀκο­λου­θῇ καὶ τοὺς μιμῆ­ται, βρί­σκει τὴ σωτη­ρία ποὺ ποθεῖ. Τέτοιοι τύποι εἶνε π.χ. ἀπὸ τὴν παλαιὰ δια­θή­κη ὁ Δαυ­ΐδ, ποὺ ὅταν μετα­νόη­σε εἶπε «Ημάρ­τη­κα τῷ Κυρίῳ» (Β’ Βασ. 12,13). Ἀπὸ τὴν και­νὴ δια­θή­κη εἶνε ὁ ἄσω­τος υἱός, ποὺ εἶπε «Πάτερ, ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ ἐνώ­πιόν σου» (Λουκ. 15,21)· ὁ τελώ­νης, ποὺ εἶπε «Ὁ Θεός, ἱλά­σθη­τί μοι τῷ ἁμαρ­τω­λῷ» (Λουκ. 18,14) ἡ πόρ­νη γυναί­κα, ποὺ ἔπε­σε στὰ πόδια τοῦ Χρι­στοῦ ὁ ληστής, ποὺ εἶπε τὸ «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασι­λείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος, ποὺ μετα­νόη­σε γιὰ τὴν ἄρνη­σι τοῦ Χρι­στοῦ καὶ «ἔκλαυ­σε πικρῶς» (Ματθ. 26,75). Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε τύποι. Καὶ σήμε­ρα εἴδα­με ἄλλον ἕνα σπου­δαῖο τύπο. Εἶνε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, ὁ ὁποῖ­ος ἀπὸ ἀπὸ σκο­τά­δι ἔγι­νε φῶς, ἀπὸ διώ­κτης ἔγι­νε κῆρυξ, ἀπὸ λύκος ἔγι­νε πρό- βατο, καὶ ὄχι μόνο πρό­βα­το ἀλλὰ καὶ ποι­μέ­νας τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Προ­βάλ­λει ἐμπρὸς στὰ μάτια μας «πρὸς ὑπο­τύ­πω­σιν», ὡς ὑπό­δειγ­μα, «τῶν μελ­λόν­των πιστεύ­ειν… εἰς ζωὴν αἰώ­νιον» (ἔ.ά.).

Αγα­πη­τοί μου,

Μάθα­τε τον τύπο; Εφαρ­μό­στε τον. Πρῶ­τα ἐσεῖς οἱ ἴδιοι στὸν ἑαυ­τό σας, καὶ ἔπει­τα στοὺς ἄλλους γύρω σας.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek