ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (ΑΠΟΚΡΕΩ)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (ΑΠΟΚΡΕΩ) — ΚΟΡ Α΄. (Η΄ 8- 13, Θ΄ 1 — 2)

βρῶ­μα δὲ ἡμᾶς οὐ παρί­στη­σι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγω­μεν περισ­σεύ­ω­μεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγω­μεν ὑστε­ρού­με­θα. βλέ­πε­τε δὲ μήπως ἡ ἐξου­σία ὑμῶν αὕτη πρό­σκομ­μα γένη­ται τοῖς ἀσθε­νοῦ­σιν. 10 ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε, τὸν ἔχον­τα γνῶ­σιν, ἐν εἰδω­λείῳ κατα­κεί­με­νον, οὐχὶ ἡ συνεί­δη­σις αὐτοῦ ἀσθε­νοῦς ὄντος οἰκο­δο­μη­θή­σε­ται εἰς τὸ τὰ εἰδω­λό­θυ­τα ἐσθί­ειν; 11 καὶ ἀπο­λεῖ­ται ὁ ἀσθε­νῶν ἀδελ­φὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώ­σει, δι᾿ ὃν Χρι­στὸς ἀπέ­θα­νεν. 12 οὕτω δὲ ἁμαρ­τά­νον­τες εἰς τοὺς ἀδελ­φοὺς καὶ τύπτον­τες αὐτῶν τὴν συνεί­δη­σιν ἀσθε­νοῦ­σαν εἰς Χρι­στὸν ἁμαρ­τά­νε­τε. 13 διό­περ εἰ βρῶ­μα σκαν­δα­λί­ζει τὸν ἀδελ­φόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶ­να, ἵνα μὴ τὸν ἀδελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω. Οὐκ εἰμὶ ἀπό­στο­λος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύ­θε­ρος; οὐχὶ ᾿Ιησοῦν Χρι­στὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρα­κα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπό­στο­λος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφρα­γὶς τῆς ἐμῆς ἀπο­στο­λῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. 

Μαθε­τε, λοι­πόν, όλοι ότι το οιαν­δή­πο­τε φάγη­τον και τα ειδω­λό­θυ­τα, δεν μας δίδουν ηθι­κήν αξί­αν και δεν μας παρου­σιά­ζουν ως ενα­ρέ­τους και αρε­στούς ενώ­πιον του Θεού. Διό­τι ούτε εάν φάγω­μεν τα ειδω­λό­θυ­τα, με την ορθήν πεποί­θη­σιν ότι αυτά είναι κοι­νά κρέ­α­τα, προ­χω­ρού­μεν και πλε­ο­νά­ζο­μεν εις αρε­τήν ούτε εάν δεν φάγω­μεν βρα­δυ­πο­ρού­μεν και καθυ­στε­ρού­μεν εις αυτήν Προ­σέ­χε­τε όμως μήπως η εξου­σία, που σας δίδει η φωτι­σμέ­νη σας πίστις να τρώ­γε­τε και τα ειδω­λό­θυ­τα, γίνη πρό­σκομ­μα στους ασθε­νείς και αδυ­νά­τους κατά την πίστιν. 10 Διό­τι εάν κανείς από αυτούς ίδη σε, που έχεις την ορθήν γνώ­σιν και θεω­ρεί­σαι προ­ω­δευ­μέ­νος Χρι­στια­νός, να στρογ­γυ­λο­κά­θε­σαι και να τρώ­γης εις κάποιον τρα­πέ­ζι ειδω­λο­λα­τρι­κού ναού, δεν θα ενι­σχυ­θή η συνεί­δη­σις αυτού του αδελ­φού, ο οποί­ος είναι ασθε­νής κατά την πίστιν, να τρώ­γη τα ειδω­λό­θυ­τα με θρη­σκευ­τι­κήν ευλά­βειαν; 11 Και έτσι θα παρα­συρ­θή πάλιν εις την ειδω­λο­λα­τρεί­αν και θα χαθή εξ αιτί­ας της ιδικς σου φωτι­σμέ­νης γνώ­σε­ως ο ασθε­νής κατά την πίστιν αδελ­φός, δια τον οποί­ον εν τού­τοις ο Χρι­στός εθυ­σιά­σθη επά­νω στον σταυ­ρόν. 12 Ετσι δε αμαρ­τά­νον­τες εναν­τί­ον των αδελ­φών και κατα­φέ­ρον­τες κτυ­πή­μα­τα εις την ασθε­νή συνεί­δη­σίν των, αμαρ­τά­νε­τε ενώ­πιον του Χρι­στού, διό­τι ματαιώ­νε­τε το έργον της σωτη­ρί­ας των αδελ­φών. 13 Δι’ αυτό εάν το φάγη­τον γίνε­ται αφορ­μή να κλο­νι­σθή εις την πίστιν και την χρι­στια­νι­κήν ζωήν του ο αδελ­φός μου, δεν θα φάγω ποτέ κανέ­να είδος κρέ­α­τος δια να μη σκαν­δα­λί­σω τον αδελ­φόν μου. (Η θυσία των δικαιω­μά­των απο­τε­λεί καθή­κον, όταν δι’ αυτής προ­λαμ­βά­νω­μεν το σκάν­δα­λον, υπο­βο­η­θού­μεν δε εις την αρε­τήν). Εγώ δεν είμαι Από­στο­λος όπως και οι άλλοι Από­στο­λοι; Δεν είμαι ελεύ­θε­ρος όπως και οι άλλοι Χρι­στια­νοί; Δεν έχω ιδεί και εγώ τον Ιησούν Χρι­στόν, τον Κυριον μας; Σεις οι Κορίν­θιοι δεν είσθε το έργον μου, το οποί­ον με την χάριν του Κυρί­ου και εις δόξαν του Κυρί­ου έχω πραγ­μα­το­ποι­ή­σει; Εάν, έστω, δι’ άλλους ανθρώ­πους δεν είμαι Από­στο­λος, αλλά δια σας οπωσ­δή­πο­τε είμαι. Μαρ­τυ­ρία και από­δει­ξις και επί­ση­μος σφρα­γίς του απο­στο­λι­κού μου αξιώ­μα­τος και έργου είσθε σεις με την χάριν του Κυρί­ου. 

Ενώ λοι­πόν ο ασθε­νής αδελ­φός βλά­πτε­ται, εσύ δεν έχεις να κερ­δί­σεις τίπο­τε από το φαγη­τό αυτό. Δεν είναι το φαγη­τό που μας παρου­σιά­ζει ευά­ρε­στους στο Θεό. Διό­τι ούτε εάν φάμε προ­κό­πτου­με και προ­ο­δεύ­ου­με στην αρε­τή, ούτε εάν δεν φάμε υστε­ρού­με και μένου­με πίσω σ’ αυτήν. Προ­σέ­χε­τε όμως μήπως το δικαί­ω­μα αυτό που έχε­τε να τρώ­τε απ’ όλα, ακό­μη και τα ειδω­λό­θυ­τα, γίνει αιτία να αμαρ­τή­σουν οι αδελ­φοί σας που είναι αδύ­να­μοι στην πίστη. 10 Και είναι επό­με­νο να βλα­βούν σοβα­ρά οι αδύ­να­μοι αδελ­φοί. Διό­τι, εάν κανείς απ’ αυτούς δει εσέ­να που έχεις την ορθή γνώ­ση να κάθε­σαι στο τρα­πέ­ζι κάποιου ναού των ειδώ­λων, δεν θα παρα­συρ­θεί και δεν θα παγιω­θεί η συνεί­δη­σή του στο να τρώ­ει τα ειδω­λό­θυ­τα ως κάτι ιερό και άξιο ευλα­βεί­ας, αφού αυτός είναι ασθε­νής; 11 Και θα χαθεί παρα­συ­ρό­με­νος στην ειδω­λο­λα­τρία ο αδελ­φός σου που είναι αδύ­να­τος πνευ­μα­τι­κά, εξαι­τί­ας της δικής σου γνώ­σε­ως. Αλλά για τη σωτη­ρία του αδελ­φού σου αυτού ο Χρι­στός θυσί­α­σε τη ζωή του. 12 Κι έτσι δια­πράτ­τε­τε αμάρ­τη­μα, από το οποίο βλά­πτον­ται πολύ οι αδελ­φοί, και για το λόγο αυτό απο­τε­λεί αμάρ­τη­μα προς τους αδελ­φούς. Και πλη­γώ­νε­τε έτσι και χτυ­πά­τε σκλη­ρά τη συνεί­δη­σή τους, η οποία είναι ασθε­νι­κή και αδύ­να­τη. Αλλά υπο­πί­πτε­τε συγ­χρό­νως και σε αμάρ­τη­μα που ανα­φέ­ρε­ται στον ίδιο τον Χρι­στό, ο οποί­ος πέθα­νε για να σώσει τους αδελ­φούς αυτούς. 13 Γι’ αυτό λοι­πόν, εάν αυτό που τρώω γίνε­ται αιτία σκαν­δά­λου και αμαρ­τί­ας στον αδελ­φό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιο­δή­πο­τε είδος κρε­ά­των, για να μη σκαν­δα­λί­σω τον αδελ­φό μου. Και έρχο­μαι τώρα να σας δεί­ξω ότι για τους αδύ­να­τους αδελ­φούς έκα­να και εξα­κο­λου­θώ να κάνω θυσί­ες των δικαιω­μά­των μου. Δεν είμαι Από­στο­λος με ίσα δικαιώ­μα­τα με τους άλλους Απο­στό­λους; Δεν είμαι ελεύ­θε­ρος, όπως όλοι οι Χρι­στια­νοί; Δεν είδα τον Ιησού Χρι­στό τον Κύριό μας; Και δεν είστε εσείς το έργο που με τη βοή­θεια του Κυρί­ου επι­τέ­λε­σα; Εάν για άλλους δεν είμαι Από­στο­λος, του­λά­χι­στον όμως για σας είμαι Από­στο­λος. Διό­τι η σφρα­γί­δα με την οποία πιστο­ποιεί­ται επί­ση­μα το απο­στο­λι­κό μου αξί­ω­μα, με τη χάρη του Κυρί­ου, είστε εσείς, τους οποί­ους εγώ οδή­γη­σα στο Χρι­στό.

Bεβαί­ως δὲν μᾶς κάνει ἡ τρο­φὴ νὰ εἴμε­θα εὐά­ρε­στοι στὸ Θεό. Διό­τι οὔτε ἐὰν φάγω­με γινό­με­θα καλ­λί­τε­ροι, οὔτε ἐὰν δὲν φάγω­με γινό­με­θα χει­ρό­τε­ροι. Προ­σέ­χε­τε ὅμως, μήπως αὐτὴ ἡ ἐλευ­θε­ρία σας (νὰ τρώ­γε­τε εἰδω­λό­θυ­τα, κρέ­α­τα εἰδω­λο­λα­τρι­κῶν θυσιῶν) γίνῃ αἰτία νὰ σκον­τά­ψουν καὶ νὰ πέσουν οἱ ἀδύ­να­τοι (στὴ γνῶ­σι καὶ στὴν πίστι). 10 Διό­τι, ἐὰν κάποιος ἰδῇ ἐσέ­να, ποὺ ἔχεις γνῶ­σι, νὰ κάθε­σαι στὸ τρα­πέ­ζι εἰδω­λο­λα­τρι­κοῦ ναοῦ, ἡ συνεί­δη­σί του, ἀφοῦ εἶναι ἀδύ­να­τος, δὲν θὰ ἐνθαρ­ρυν­θῇ στὸ νὰ τρώ­γῃ τὰ εἰδω­λό­θυ­τα (τὰ κρέ­α­τα τῶν εἰδω­λο­λα­τρι­κῶν θυσιῶν); 11 Kαὶ ἔτσι ἐξ αἰτί­ας τῆς δικῆς σου γνώ­σε­ως θὰ χαθῇ ὁ ἀδύ­να­τος ἀδελ­φός, γιὰ τὸν ὁποῖ­ον ὁ Xρι­στὸς ὑπέ­στη θάνα­το. 12 Ἔτσι δέ, ἁμαρ­τά­νον­τας ἀπέ­ναν­τι τῶν ἀδελ­φῶν καὶ κτυ­πών­τας σκλη­ρὰ τὴ συνεί­δη­σί τους, ἡ ὁποία εἶναι ἀσθε­νής, ἁμαρ­τά­νε­τε ἀπέ­ναν­τι στὸν ἴδιο τὸ Xρι­στό. 13 Γι’ αὐτό, ἐὰν τρο­φὴ γίνε­ται αἰτία νὰ σκον­τά­φτῃ καὶ νὰ πέφτῃ ὁ ἀδελ­φός μου, δὲν θὰ φάγω κρέ­α­τα (εἰδω­λο­λα­τρι­κῶν θυσιῶν) ποτέ, γιὰ νὰ μὴ γίνω αἰτία νὰ σκον­τά­ψῃ καὶ νὰ πέσῃ ὁ ἀδελ­φός μου. Δὲν εἶμαι ἀπό­στο­λος; Δὲν εἶμαι ἐλεύ­θε­ρος; Δὲν ἔχω ἰδεῖ τὸν Ἰησοῦ Xρι­στὸ τὸν Kύριό μας; Δὲν εἶσθε σεῖς τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα τοῦ ἔργου, ποὺ ἔκα­να γιὰ τὸν Kύριο; Ἂν γιὰ ἄλλους δὲν εἶμαι ἀπό­στο­λος, ἀλλὰ γιὰ σᾶς βεβαί­ως εἶμαι. Nαί, ἡ ἀπό­δει­ξι τῆς ἀπο­στο­λι­κῆς ἰδιό­τη­τός μου εἶσθε σεῖς, ποὺ σᾶς ὡδή­γη­σα στὸν Kύριο.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Βρῶ­μα δὲ ἡμᾶς οὐ παρί­στη­σι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγω­μεν περισ­σεύ­ω­μεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγω­μεν ὑστε­ρού­με­θα(:Δεν είναι το φαγη­τό που μας παρου­σιά­ζει ευά­ρε­στους στον Θεό· διό­τι ούτε εάν φάμε προ­κό­πτου­με και προ­ο­δεύ­ου­με στην αρε­τή, ούτε εάν δεν φάμε, υστε­ρού­με και μένου­με πίσω σε αυτήν)»[Α΄Κορ.8,8].

Βλέ­πεις πως πάλι περιό­ρι­σε την αλα­ζο­νεία τους; Διό­τι, αφού είπε ότι «έχου­με γνώ­ση όλοι και όχι μόνο εκεί­νοι, και ότι κανείς τίπο­τε δεν γνω­ρί­ζει όπως πρέ­πει να το γνω­ρί­ζει και ότι η γνώ­ση καθι­στά τον άνθρω­πο αλα­ζό­να», κατό­πιν, αφού τους παρη­γό­ρη­σε και τους είπε ότι όλοι δεν κατέ­χουν τη γνώ­ση και ότι αυτοί μολύ­νον­ται εξαι­τί­ας της αδυ­να­μί­ας τους, για να μη λένε εκεί­νοι: «Και τι μας ενδια­φέ­ρει, αν όλοι δεν κατέ­χουν τη γνώ­ση; Για­τί δεν έχει γνώ­ση ο τάδε; Για­τί να είναι ασθε­νής στην πίστη;». Για να μην προ­βάλ­λουν αυτά τα επι­χει­ρή­μα­τα λοι­πόν, δεν προ­χώ­ρη­σε ευθέ­ως να τονί­σει σαφώς ότι πρέ­πει κανείς να απέ­χει από τα ειδω­λό­θυ­τα, για να μη βλά­ψει εκεί­νον που είναι ασθε­νής ως προς την πίστη, αλλά αφού ανέ­φε­ρε ακρο­θι­γώς αυτό μόνο, κατά πρώ­τον ανα­φέ­ρει κάτι ανώ­τε­ρο από αυτό.

Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; Ότι και αν ακό­μη δεν βλα­πτό­ταν κανείς και ούτε υπήρ­χε ο κίν­δυ­νος παρε­ξη­γή­σε­ως του πλη­σί­ον, ούτε τότε θα έπρε­πε να κάνει κανείς αυτό. Αυτό όμως θα ήταν ματαιο­πο­νία· διό­τι εκεί­νος ο οποί­ος άκου­σε να βλά­πτε­ται μεν άλλος, ο ίδιος όμως έχει κέρ­δος, δεν απέ­χει από κάτι, αλλά απέ­χει μάλ­λον τότε, όταν μάθει ότι ο ίδιος δεν έχει καμία ωφέ­λεια από το πράγ­μα. Για τον λόγο αυτόν, θέτει αυτό πρώ­το λέγον­τας: «Βρῶ­μα δὲ ἡμᾶς οὐ παρί­στη­σι τῷ Θεῷ(:Δεν είναι το φαγη­τό που μας παρου­σιά­ζει ευά­ρε­στους στο Θεό)». Είδες πώς εξευ­τε­λί­ζει αυτό, το οποίο φαι­νό­ταν ότι προ­ερ­χό­ταν από τέλεια γνώ­ση; «Οὔτε γὰρ ἐὰν φάγω­μεν περισ­σεύ­ω­μεν(:Διό­τι ούτε εάν φάμε, προ­κό­πτου­με και προ­ο­δεύ­ου­με στην αρε­τή)», δηλα­δή δεν προ­ο­δεύ­ου­με κατά Θεόν με το να κάνου­με κάτι καλό και μέγα· «οὔτε ἐὰν μὴ φάγω­μεν ὑστε­ρού­με­θα (:ούτε εάν δεν φάμε υστε­ρού­με και μένου­με πίσω σε αυτήν)», δηλα­δή δεν υστε­ρού­με σε τίπο­τε.

Έως εδώ λοι­πόν απέ­δει­ξε ότι αυτό δεν είναι τίπο­τε και περιτ­τό· διό­τι ό,τι ούτε ωφε­λεί με το να γίνε­ται, ούτε βλά­πτει, αν δε γίνε­ται, αυτό είναι περιτ­τό· στη συνέ­χεια όμως απο­κα­λύ­πτει και όλη τη βλά­βη του πράγ­μα­τος. Τώρα όμως ανα­φέ­ρει τη βλά­βη που γίνε­ται στους αδελ­φούς· διό­τι λέγει: «Βλέ­πε­τε δ μήπως ξου­σία μν ατη πρό­σκομ­μα γένη­ται τος σθε­νοσιν(:Προ­σέ­χε­τε όμως μήπως το δικαί­ω­μα αυτό που έχε­τε να τρώ­τε από όλα, ακό­μη και τα ειδω­λό­θυ­τα, γίνει αιτία να αμαρ­τή­σουν οι αδελ­φοί σας, που είναι αδύ­να­μοι στην πίστη)»[Α΄Κορ.8,9]. Δεν είπε ότι «η ελευ­θε­ρία σας γίνε­ται εμπό­διο», ούτε εξέ­φρα­σε σαφή γνώ­μη, για να μην τους κατα­στή­σει περισ­σό­τε­ρο αδί­στα­κτους· αλλά τι είπε; «Προ­σέ­χε­τε», προ­σπα­θών­τας να τους εμπνεύ­σει φόβο και δισταγ­μό και να τους φέρει να αρνη­θούν να κάνουν αυτό. Και δεν είπε «αυτή η γνώ­ση σας», το οποίο θα ήταν μάλ­λον εγκώ­μιο, ούτε είπε: «αυτή η τελειό­τη­τά σας» αλλά «το ελεύ­θε­ρο δικαί­ω­μα που έχε­τε», το οποίο θεω­ρούν­ταν ότι είναι μάλ­λον χαρα­κτη­ρι­στι­κό απε­ρι­σκε­ψί­ας και αυθά­δειας και αλα­ζο­νεί­ας.

Και δεν είπε «στους αδελ­φούς», αλλά «στους ασθε­νείς κατά την πίστη αδελ­φούς», αυξά­νον­τας την κατη­γο­ρία ότι δεν σκέ­πτον­ται ούτε τους ασθε­νείς στην πίστη, και μάλι­στα αδελ­φούς. «Έστω λοι­πόν· δεν διορ­θώ­νεις, ούτε εγεί­ρεις· για­τί αντι­θέ­τως και υπο­νο­μεύ­εις και συν­τε­λείς σε παρα­πτώ­μα­τα, ενώ έπρε­πε να βοη­θάς; Αλλά δεν θέλεις να κάνεις αυτό; Ούτε να κατα­στρέ­φεις λοι­πόν. Εάν μεν ήταν πονη­ρός θα χρεια­ζό­ταν κόλα­ση, εφό­σον όμως είναι ασθε­νής χρειά­ζε­ται θερα­πεία. Τώρα μάλι­στα δεν είναι μόνο ασθε­νής αλλά και αδελ­φός».

«ν γάρ τις δ σε, τν χον­τα γνσιν, ν εδωλεί κατα­κεί­με­νον, οχ συνεί­δη­σις ατο σθε­νος ντος οκοδο­μη­θή­σε­ται ες τ τ εδωλό­θυ­τα σθί­ειν;(: Και είναι επό­με­νο να βλα­φτούν σοβα­ρά οι αδύ­να­μοι αδελ­φοί· διό­τι, εάν κανείς από αυτούς δει εσέ­να που έχεις την ορθή γνώ­ση να κάθε­σαι στο τρα­πέ­ζι κάποιου ναού των ειδώ­λων, δεν θα παρα­συρ­θεί και δεν θα παγιω­θεί η συνεί­δη­σή του στο να τρώ­ει τα ειδω­λό­θυ­τα ως κάτι ιερό και άξιο ευλα­βεί­ας, αφού αυτός είναι ασθε­νής)»[Α΄Κορ.8,10].Αφού είπε: «Προ­σέ­χε­τε μήπως η ελευ­θε­ρία σας αυτή γίνει εμπό­διο», λέγει πώς και με ποιον τρό­πο γίνε­ται. Και θέτει παν­τού την ασθέ­νεια, για να μη φανεί ότι η βλά­βη προ­έρ­χε­ται από τη φύση του πράγ­μα­τος και φανούν φοβε­ροί οι δαί­μο­νες. «Τώρα μεν», λέγει, «είναι πολύ πλη­σί­ον στο να εγκα­τα­λεί­ψει αυτός ο αδελ­φός σου εντε­λώς τα είδω­λα· επει­δή όμως βλέ­πει εσέ­να να εισέρ­χε­σαι στον ναό ειδώ­λων με ευχα­ρί­στη­ση, το εκλαμ­βά­νει ως παραί­νε­ση και μένει και ο ίδιος εκεί». Ώστε η επι­βου­λή δεν είναι απο­τέ­λε­σμα μόνο της ασθέ­νειας εκεί­νου αλλά και της δικής σου άκαι­ρης συμ­πε­ρι­φο­ράς· διό­τι εσύ τον κάνεις ασθε­νέ­στε­ρο.

«Κα πολεται σθενν δελφς π τ σ γνώ­σει, δι᾿ ν Χριστς πέθα­νεν(:Και θα χαθεί παρα­συ­ρό­με­νος στην ειδω­λο­λα­τρία ο αδελ­φός σου που είναι αδύ­να­τος πνευ­μα­τι­κά, εξαι­τί­ας της δικής σου γνώ­σε­ως. Αλλά για τη σωτη­ρία του αδελ­φού σου αυτού ο Χρι­στός θυσί­α­σε τη ζωή Του)»[Α΄Κορ.8,11]. Δηλα­δή δύο είναι αυτά, εξαι­τί­ας των οποί­ων δεν είναι δυνα­τόν να συγ­χω­ρη­θείς για τη βλά­βη αυτήν, το ότι είναι ασθε­νής στην πίστη και το ότι είναι αδελ­φός· μάλ­λον υπάρ­χει και τρί­το, που είναι και το φοβε­ρό­τε­ρο όλων. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; Ότι ο Χρι­στός δέχθη­κε ακό­μη και να πεθά­νει υπέρ αυτού, εσύ όμως δεν ανέ­χε­σαι ούτε συγ­κα­τά­βα­ση να δεί­ξεις σε αυτόν. Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν και υπεν­θυ­μί­ζει τον τέλειο, ποιος ήταν και ο ίδιος προ­η­γου­μέ­νως, και ότι και υπέρ αυτού πέθα­νε.

Και δεν είπε: «για τον οποίο έπρε­πε ακό­μη και να πεθά­νεις», αλλά είπε αυτό που ήταν πολύ μεγα­λύ­τε­ρο, ότι και ο ίδιος ο Χρι­στός πέθα­νε γι΄αυτόν. «Επο­μέ­νως, ο μεν Κύριός σου δέχθη­κε να πεθά­νει υπέρ αυτού, εσύ όμως τόσο πολύ δεν τον σκέ­πτε­σαι, ώστε να μην απο­μα­κρύ­νε­σαι ούτε από μολυ­σμέ­νη τρά­πε­ζα χάριν αυτού· και μετά τη σωτη­ρία του, η οποία με τέτοιο τρό­πο του δόθη­κε, τον αφή­νεις να χαθεί, και το φοβε­ρό­τε­ρο, εξαι­τί­ας του φαγη­τού;»· διότι δεν είπε «εξαι­τί­ας της τελειό­τη­τάς σου», ούτε «εξαι­τί­ας της γνώ­σε­ώς σου», αλλά «εξαι­τί­ας του φαγη­τού σου». Ώστε τέσ­σε­ρα είναι τα εγκλή­μα­τά σου και μάλι­στα πάρα πολύ μεγά­λα, ότι είναι αδελ­φός σου, ότι είναι ασθε­νής στην πίστη, και ότι ο Χρι­στός τόσο ενδια­φέρ­θη­κε γι΄αυτόν, ώστε και να πεθά­νει υπέρ αυτού, και ότι πέραν όλων αυτών χάνε­ται εξαι­τί­ας του φαγη­τού.

«Οτω δ μαρ­τά­νον­τες ες τος δελ­φος κα τύπτον­τες ατν τν συνεί­δη­σιν σθε­νοσαν ες Χριστν μαρ­τά­νε­τε(:Και έτσι δια­πράτ­τε­τε αμάρ­τη­μα, από το οποίο βλά­πτον­ται πολύ οι αδελ­φοί, και για τον λόγο αυτόν απο­τε­λεί αμάρ­τη­μα προς τους αδελ­φούς. Και πλη­γώ­νε­τε έτσι και χτυ­πά­τε σκλη­ρά τη συνεί­δη­σή τους, η οποία είναι ασθε­νι­κή και αδύ­να­τη. Αλλά υπο­πί­πτε­τε συγ­χρό­νως και σε αμάρ­τη­μα που ανα­φέ­ρε­ται στον ίδιο τον Χρι­στό, ο οποί­ος πέθα­νε για να σώσει τους αδελ­φούς αυτούς)»[Α΄Κορ.8,12]. Βλέ­πεις ότι σιγά σιγά ανή­γα­γε το αμάρ­τη­μα στην ίδια την κορυ­φή της παρα­νο­μί­ας;

Και πάλι υπεν­θυ­μί­ζει την ασθέ­νεια των Κοριν­θί­ων προς τους οποί­ους απευ­θύ­νε­ται. Αυτό δηλα­δή που νόμι­ζαν εκεί­νοι ότι είναι υπέρ αυτών, τού­το το στρέ­φει από παν­τού κατά της κεφα­λής τους. Και δεν είπε «σκαν­δα­λί­ζον­τας», αλλά «πλη­γώ­νον­τας», ώστε με την έμφα­ση της λέξε­ως να δεί­ξει την ωμό­τη­τα· διό­τι τι σκλη­ρό­τε­ρο θα ήταν δυνα­τόν να υπάρ­ξει από έναν άνθρω­πο, ο οποί­ος χτυ­πά έναν ασθε­νή; Διό­τι ο σκαν­δα­λι­σμός είναι το φοβε­ρό­τε­ρο από κάθε χτύ­πη­μα· ως γνω­στόν, αυτός πολ­λές φορές προ­κά­λε­σε ακό­μη και θάνα­το. Και πώς αμαρ­τά­νει απέ­ναν­τι στον Χρι­στό; Πρώ­τον, με το να θεω­ρεί δικά του όσα ανή­κουν στους δού­λους Του· δεύ­τε­ρον με το ότι όσοι πλη­γώ­νον­ται, το απο­δί­δουν στο σώμα και στο μέλος Αυτού· τρί­τον, ότι το έργο Του, το οποίο οικο­δό­μη­σε με τη δική Του θυσία, αυτό το κατα­στρέ­φουν με την πλε­ο­νε­ξία τους.

«Διό­περ ε βρμα σκαν­δα­λί­ζει τν δελ­φόν μου, ο μ φάγω κρέα ες τν αἰῶνα, να μ τν δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω(:Γι’ αυτό λοι­πόν, εάν αυτό που τρώω γίνε­ται αιτία σκαν­δά­λου και αμαρ­τί­ας στον αδελ­φό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιο­δή­πο­τε είδος κρε­ά­των, για να μη σκαν­δα­λί­σω τον αδελ­φό μου. Και έρχο­μαι τώρα να σας δεί­ξω ότι για τους αδύ­να­τους αδελ­φούς έκα­να και εξα­κο­λου­θώ να κάνω θυσί­ες των δικαιω­μά­των μου)»[Α΄Κορ.8,13].Αυτό είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό διδα­σκά­λου αρί­στου, το να δια­παι­δα­γω­γεί δια του εαυ­τού του όσα λέγει. Και δεν είπε: «είτε δικαί­ως είτε αδί­κως», αλλά «καθ’ οιον­δή­πο­τε τρό­πο». «Και δεν ανα­φέ­ρω», λέγει, «ειδω­λό­θυ­το, το οποίο μου απα­γο­ρεύ­ε­ται και για άλλη αιτία· αλλά εάν σκαν­δα­λί­ζει ακό­μη και κάτι από όσα έχω το δικαί­ω­μα και μου επι­τρέ­πον­ται, θα απο­φύ­γω και εκεί­να· και όχι μόνο μία ή δύο ημέ­ρες, αλλά σε όλη τη ζωή μου»· διό­τι λέγει: «δεν θα φάγω ποτέ κρέ­ας». Και δεν είπε «για να μη συν­τε­λέ­σω στην απώ­λεια του αδελ­φού», αλλά απλώς «για να μη σκαν­δα­λί­σω». Δεί­χνει λοι­πόν εσχά­τη μωρία εκ μέρους μας, αυτά που είναι πολύ σημαν­τι­κά για τον Χρι­στό και είναι τέτοια, ώστε ακό­μη και θάνα­το να προ­τι­μή­σου­με γι’ αυτά, αυτά να τα θεω­ρού­με τόσο ευκα­τα­φρό­νη­τα ώστε ούτε από φαγη­τά να απέ­χου­με προς χάριν τους.

Αυτά θα ήσαν επί­και­ρα να λέγον­ται όχι μόνο προς εκεί­νους, αλλά και προς εμάς, οι οποί­οι κατα­φρο­νού­με τη σωτη­ρία των πλη­σί­ον και λέμε τους σατα­νι­κούς εκεί­νους λόγους. Διό­τι το να λέμε «τι με νοιά­ζει αν ο τάδε σκαν­δα­λί­ζε­ται και ο τάδε χάνει τη σωτη­ρία του;». Ομοιά­ζει με την ωμό­τη­τα εκεί­νου(:του σατα­νά) και το μίσος του κατά του ανθρώ­που. Κα τότε μεν ο σκαν­δα­λι­σμός οφει­λό­ταν στην αδυ­να­μία των σκαν­δα­λι­ζο­μέ­νων, στην επο­χή μας όμως δεν οφεί­λε­ται πλέ­ον σε αυτήν· διό­τι είναι τέτοια τα αμαρ­τή­μα­τά μας, που σκαν­δα­λί­ζουν και τους ισχυ­ρούς. Όταν δηλα­δή χτυ­πού­με και αρπά­ζου­με και δεί­χνου­με πλε­ο­νε­ξία και συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε προς ελεύ­θε­ρους ανθρώ­πους ως σε δού­λους, ποιον δεν μπο­ρούν αυτά να σκαν­δα­λί­σουν; Μην πεις ότι ο τάδε είναι υπο­δη­μα­το­ποιός, ούτε ότι ο άλλος είναι βαφέ­ας, ούτε ότι ο άλλος είναι χαλ­κουρ­γός, αλλά σκέ­ψου ότι είναι πιστός και αδελ­φός. Είμα­στε μαθη­τές εκεί­νων των αλιέ­ων, των τελω­νών, των σκη­νο­ποιών, Εκεί­νου που ανα­τρά­φη­κε μέσα στην οικία ξυλουρ­γού, την μνη­στή του οποί­ου αξιώ­θη­κε να έχει Μητέ­ρα, Εκεί­νου που τοπο­θε­τή­θη­κε από τα σπάρ­γα­να επά­νω σε φάτ­νη και δεν είχε πού να κλί­νει την κεφα­λή Του, Εκεί­νου που έκα­νε τόσες οδοι­πο­ρί­ες ώστε να είναι κατά­κο­πος από αυτές, Εκεί­νου που Τον έτρε­φαν άλλοι.

Αυτά να σκέ­πτε­σαι και να θεω­ρείς τιπο­τέ­νια την ανθρώ­πι­νη αλα­ζο­νεία, αλλά και τον σκη­νο­ποιό και εκεί­νον που μετα­φέ­ρε­ται επά­νω σε όχη­μα και έχει μυρί­ους υπη­ρέ­τες και προ­χω­ρεί στην αγο­ρά με μεγα­λο­πρέ­πεια να τον θεω­ρείς αδελ­φό, και μάλι­στα περισ­σό­τε­ρο αυτόν παρά εκεί­νον. Ορθώς ονο­μά­ζε­ται αδελ­φός εκεί­νος που ομοιά­ζει περισ­σό­τε­ρο. Ποιος λοι­πόν ομοιά­ζει με τους αλιείς; Εκεί­νος που τρέ­φε­ται από την καθη­με­ρι­νή εργα­σία του και δεν έχει δού­λο, ούτε κατοι­κία, αλλά είναι σε όλα εσταυ­ρω­μέ­νος ή εκεί­νος ο οποί­ος έχει τόση αλα­ζο­νεία και ενερ­γεί αντί­θε­τα από τους νόμους του Θεού; Μη λοι­πόν κατα­φρο­νείς τον αλη­θι­νό αδελ­φό σου, διό­τι αυτός είναι εγγύ­τε­ρα προς την εικό­να των Απο­στό­λων.

«Αλλά», θα έλε­γε κάποιος, «αυτός είναι έτσι όχι με τη θέλη­σή του, αλλά διό­τι πιέ­ζε­ται από την ανάγ­κη· δεν το κάνει, διό­τι το θέλει». Από πού το γνω­ρί­ζεις αυτό; Δεν άκου­σες το «Μ κρί­νε­τε, να μ κριθτε(:Μην κρί­νε­τε, για να μην κρι­θεί­τε)»;[Ματθ.7,1]. Για να μάθεις επί­σης ότι ζει έτσι με τη θέλη­σή του, πλη­σί­α­σε και δώσε μύρια χρυ­σά τάλαν­τα, και θα τον δεις να τα απο­κρού­ει. Ώστε, εάν και δεν κλη­ρο­νό­μη­σε πλού­το από τους προ­γό­νους του, εφό­σον ενώ του είναι δυνα­τόν να λάβει, δεν τον δέχε­ται, ούτε τον προ­σθέ­τει σε όσα έχει, παρου­σιά­ζει μέγι­στο παρά­δειγ­μα περι­φρο­νή­σε­ως των χρη­μά­των. Και ο Ιωάν­νης ο γιος του Ζεβε­δαί­ου ήταν υιός ενός πολύ φτω­χού ανθρώ­που, αλλά οπωσ­δή­πο­τε δε θα ισχυ­ρι­στού­με ότι η πενία του ήταν εξ ανάγ­κης. Όταν λοι­πόν δεις κάποιον να καρ­φώ­νει καρ­φιά, να σφυ­ρο­κο­πεί τα σίδε­ρα, να έχει μαυ­ρι­σμέ­νο το πρό­σω­πό του από την καπνιά του εργα­στη­ρί­ου τους, μην τον περι­φρο­νείς για τον λόγο αυτόν, αλλά για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς να τον θαυ­μά­ζεις, διό­τι και ο Πέτρος φόρε­σε ζώνη απλού εργά­τη και έσυ­ρε δίχτυα και αλί­ευε μετά την Ανά­στα­ση του Κυρί­ου. Και τι ανα­φέ­ρω τον Πέτρο; Ο ίδιος ο Παύ­λος μετά τα μύρια ταξί­δια και τα τόσα θαύ­μα­τα έμε­νε σε σκη­νορ­ρα­φείο και έρα­βε δέρ­μα­τα, και οι άγγε­λοι τον σέβον­ταν και οι δαί­μο­νες τον έτρε­μαν· και δεν ντρε­πό­ταν να λέγει: «Ατο γινώ­σκε­τε τι τας χρεί­αις μου κα τος οσι μετ᾿ μο πηρέ­τη­σαν α χερες αται(:Εσείς οι ίδιοι γνω­ρί­ζε­τε ότι για τις ανάγ­κες τις δικές μου και για τις ανάγ­κες εκεί­νων που ήταν μαζί μου υπη­ρέ­τη­σαν τα ροζια­σμέ­να αυτά χέρια)»[Πράξ.20,34]. Και τι λέγω ότι «δεν ντρε­πό­ταν»; Αντι­θέ­τως μάλι­στα, καυ­χιό­ταν γι’ αυτό.

«Και ποιος είναι τώρα», θα έλε­γε κάποιος, «όμοιος με τον Παύ­λο στην αρε­τή;». Και εγώ γνω­ρί­ζω ότι κανείς δεν είναι, αλλά για τον λόγο αυτόν δεν είναι άξιοι να περι­φρο­νούν­ται όσοι υπάρ­χουν τώρα· διό­τι, εάν τον τιμάς για τον Χρι­στό, ακό­μη και αν είναι ο έσχα­τος, είναι όμως πιστός, δικαιού­ται να τιμά­ται. Εάν δηλα­δή έλθουν στρα­τη­γός και απλός στρα­τιώ­της, και οι δύο φίλοι του βασι­λιά, και εσύ ανοί­ξεις την οικία σου και στους δύο, με ποιον φάνη­κες περισ­σό­τε­ρο ότι τιμάς τον βασι­λέα; Είναι φανε­ρό ότι τιμάς τον Χρι­στό με τον στρα­τιώ­τη· διό­τι ο μεν στρα­τη­γός και χωρίς τη φιλία του βασι­λιά είχε πολ­λά προ­σόν­τα ικα­νά να σε πεί­σουν να του απο­δώ­σεις αυτήν την τιμή, ο δε στρα­τιώ­της δεν είχε τίπο­τε άλλο παρά την φιλία του βασι­λιά. Για τον λόγο αυτόν και ο Θεός μάς παρήγ­γει­λε να καλού­με στα συμ­πό­σια και τα δεί­πνα μας χωλούς και ανα­πή­ρους και όσους δεν μπο­ρούν να μας τα αντα­πο­δώ­σουν, διό­τι αυτές προ­παν­τός είναι οι αγα­θο­ερ­γί­ες που γίνον­ται για τον Θεό. Αν φιλο­ξε­νή­σεις κάποιον μεγά­λο και επι­φα­νή, η πρά­ξη σου δεν είναι εντε­λώς καθα­ρή ελεη­μο­σύ­νη, αλλά πολ­λές φορές έχει μερί­διο και η κενο­δο­ξία σου και η επι­θυ­μία σου να ευερ­γε­τείς και γίνε­σαι επι­φα­νέ­στε­ρος σε πολ­λούς χάρη σε εκεί­νον.

Θα μπο­ρού­σα λοι­πόν να δεί­ξω πολ­λούς, οι οποί­οι περι­ποιούν­ται τους επι­ση­μό­τε­ρους των αγί­ων, για να έχουν περισ­σό­τε­ρη παρ­ρη­σία στους άρχον­τες χάρη σε εκεί­νους και για τον λόγο αυτόν να γίνον­ται χρη­σι­μό­τε­ροι στις περιου­σί­ες και τις οικί­ες τους. Και πολ­λές τέτοιες χάρι­τες ζητούν από τους αγί­ους εκεί­νους, πράγ­μα το οποίο κατα­στρέ­φει την αντα­μοι­βή της φιλο­ξε­νί­ας, εφό­σον την προ­σφέ­ρει με τέτοια κίνη­τρα. Και για­τί πρέ­πει να ανα­φέ­ρω αυτό περί των αγί­ων; Διό­τι εκεί­νος ο οποί­ος ζητεί από τον Θεό εδώ την αντα­μοι­βή των κόπων του και ασκεί την αρε­τή για τα παρόν­τα, ελατ­τώ­νει τον μισθό του· εκεί­νος όμως ο οποί­ος ζητεί ολό­κλη­ρους τους στε­φά­νους εκεί, φαί­νε­ται πολύ θαυ­μα­στό­τε­ρος, κατά το παρά­δειγ­μα εκεί­νου του Λαζά­ρου, που απο­λάμ­βα­νε όλα τα αγα­θά εκεί, κατά το παρά­δειγ­μα των τριών παι­διών, οι οποί­οι, ενώ επρό­κει­το να ριφθούν στην κάμι­νο έλε­γαν ότι «στι γρ Θες μν ν ορανος, μες λατρεύ­ο­μεν, δυνατς ξελέ­σθαι μς κ τς καμί­νου το πυρς τς καιο­μέ­νης, κα κ τν χειρν σου, βασι­λε, ύσε­ται μς(:Διό­τι υπάρ­χει ο Θεός μας στους ουρα­νούς, τον Οποίο εμείς λατρεύ­ου­με και ο Οποί­ος είναι δυνα­τός να μας περι­φρου­ρή­σει από την φλό­γα της καμί­νου της καιο­μέ­νης και να μας γλυ­τώ­σει από τα χέρια σου· αλλά και αυτό εάν δεν γίνει, μάθε, βασι­λιά μου, ότι εμείς τους θεούς σου δεν θα τους λατρεύ­σου­με, και το άγαλ­μα, το οποί­ον εσύ έστη­σες, δεν θα το προ­σκυ­νή­σου­με)»[Δαν.3,17–18], κατά το παρά­δειγ­μα του Αβρα­άμ, ο οποί­ος έφε­ρε τον υιό του στο όρος και τον θυσί­α­σε, και αυτά δεν τα έκα­νε για κάποιον μισθό, αλλά θεω­ρών­τας μία αμοι­βή μέγι­στη, την υπα­κοή στον Κύριο.

Αυτούς ας τους μιμού­μα­στε και εμείς· διό­τι έτσι θα έλθει σε εμάς άφθο­νη η αντα­πό­δο­ση των αγα­θών, όταν με τέτοια αγα­θά κίνη­τρα πράτ­του­με τα πάν­τα, οπό­τε θα επι­τύ­χου­με λαμ­πρό­τε­ρους στε­φά­νους· αυτούς είθε να τους επι­τύ­χου­με όλοι εμείς με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο μαζί με τον Πατέ­ρα και το άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ ΚΑ΄(επι­λεγ­μέ­νο από­σπα­σμα)

«Οκ εμ πόστο­λος; οκ εμ λεύ­θε­ρος; οχ ησον Χριστν τν Κύριον μν ώρα­κα; ο τ ργον μου μες στε ν Κυρί; (: Δεν είμαι από­στο­λος με ίσα δικαιώ­μα­τα με τους άλλους απο­στό­λους; Δεν είμαι ελεύ­θε­ρος όπως οι άλλοι χρι­στια­νοί; Δεν είδα τον Ιησού Χρι­στό τον Κύριο μας; Και δεν είστε εσείς το έργο που με τη βοή­θεια του Θεού επι­τέ­λε­σα;)»[Α΄Κορ.8,13].

Επει­δή είπε ότι «ε βρμα σκαν­δα­λί­ζει τν δελ­φόν μου, ο μ φάγω κρέα ες τν αἰῶνα, να μ τν δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω(:εάν αυτό που τρώω γίνε­ται αιτία σκαν­δά­λου και αμαρ­τί­ας για τον αδελ­φό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιο­δή­πο­τε είδος κρέ­α­τος, για να μην σκαν­δα­λί­σω τον αδερ­φό μου)»[Α΄Κορ.8,13], πράγ­μα το οποίο δεν είχε μεν κάνει, υπο­σχό­ταν όμως ότι θα το έκα­νε, εάν παρί­στα­το ανάγ­κη, για να μη λέει κανείς ότι «κομ­πά­ζεις άσκο­πα και φιλο­σο­φείς με τα λόγια και υπό­σχε­σαι με το στό­μα μόνο, κάτι που είναι εύκο­λο και σε μένα και στον καθέ­να· εάν αυτά τα λες από την ψυχή σου, δεί­ξε με τα έργα τι κατα­φρό­νη­σες, για να μην σκαν­δα­λί­σεις τον αδελ­φό σου», για τού­το αναγ­κά­ζε­ται στη συνέ­χεια να προ­χω­ρή­σει στην από­δει­ξη αυτών που έλε­γε και να δεί­ξει ότι απεί­χε ακό­μη και από όσα επι­τρέ­πον­ταν, προ­κει­μέ­νου να μην προ­κα­λέ­σει σκαν­δα­λι­σμό, αν και κανείς νόμος δεν τον εξα­νάγ­κα­ζε σε αυτό. Και δεν είναι βέβαια αυτό θαυ­μα­στό, αν είναι θαυ­μα­στό, ότι απεί­χε από όσα επι­τρέ­πον­ταν, για να μη σκαν­δα­λί­σει, αλλά ότι το έκα­νε με πολύ κόπο και κίν­δυ­νο.

«Για­τί», λέγει, «πρέ­πει να ανα­φέ­ρω τα ειδω­λό­θυ­τα;» «Διό­τι, ενώ ο Χρι­στός παρήγ­γει­λε όσοι κηρύτ­τουν το Ευαγ­γέ­λιο να ζουν από τους μαθη­τές τους, εγώ δεν το έκα­να αυτό, αλλά προ­τί­μη­σα και αν ακό­μη παρί­στα­το ανάγ­κη, να πεθά­νω από την πεί­να και να βρω τον χει­ρό­τε­ρο θάνα­το, προ­κει­μέ­νου να μη λάβω τίπο­τε από τους κατη­χου­μέ­νους· όχι διό­τι επρό­κει­το να σκαν­δα­λι­σθούν, εάν δεν λάμ­βα­νε, αλλά επει­δή επρό­κει­το να οικο­δο­μη­θούν, πράγ­μα το οποίο ήταν πολύ σπου­δαιό­τε­ρο». Και μάρ­τυ­ρες γι’ αυτό παρου­σιά­ζει αυτούς, μετα­ξύ των οποί­ων ζού­σε και εργα­ζό­με­νος και πει­νών­τας και στε­νο­χω­ρού­με­νος, επει­δή τρε­φό­ταν από άλλους, μην τυχόν τους σκαν­δα­λί­σει· διό­τι πράγ­μα­τι σκαν­δα­λί­ζον­ταν με το τίπο­τε· αυτός τηρού­σε τον νόμο, αλλά όμως σκε­πτό­ταν αυτούς πολύ περισ­σό­τε­ρο. Εφό­σον λοι­πόν αυτός έπρα­ξε περισ­σό­τε­ρα από ό,τι καθο­ρί­ζει ο νόμος, για να μη σκαν­δα­λι­στούν, και απεί­χε ακό­μη και από επι­τρε­πό­με­να, για να οικο­δο­μή­σει άλλους, ποιας κατα­δί­κης θα ήσαν άξιοι αυτοί οι οποί­οι δεν απέ­χουν από τα ειδω­λό­θυ­τα, τη στιγ­μή μάλι­στα, κατά την οποία για τον λόγο αυτόν πολ­λοί χάνον­ται, ενώ θα έπρε­πε να τα απο­φύ­γουν και χωρίς να υπήρ­χε ο κίν­δυ­νος του σκαν­δά­λου για μόνο τον λόγο ότι είναι η τρά­πε­ζα των δαι­μό­νων;

Αυτό λοι­πόν είναι όλο το νόη­μα, το οποίο ανα­λύ­ει με πολ­λούς στί­χους. Πρέ­πει όμως το θέμα αυτό να το ανα­πτύ­ξει επί ανω­τέ­ρας βάσε­ως. Δεν το θέτει σαφώς έτσι, όπως το είπα, ούτε εισέρ­χε­ται σε αυτό ευθέ­ως· αλλά αρχί­ζει από άλλο σημείο λέγον­τας τα εξής: «Οκ εμ πόστο­λος;(:Δεν είμαι από­στο­λος με ίσα δικαιώ­μα­τα με τους άλλους απο­στό­λους;)»[Α΄Κορ.9,1]. Μαζί δηλα­δή με όσα έχουν λεχθεί και αυτή δεν είναι μικρή δια­φο­ρά, το να είναι ο Παύ­λος αυτός που κάνει αυτά· διό­τι, για να μη λένε ότι επι­τρέ­πε­ται να γεύ­ε­ται κανείς, όταν σφρα­γί­ζει το ειδω­λό­θυ­το με το σημείο του σταυ­ρού, προς το παρόν μεν δεν αρκεί­ται σε αυτό, αλλά λέει ότι, και αν ακό­μη επι­τρε­πό­ταν, δεν έπρε­πε να το κάνει για να μη σκαν­δα­λι­στούν οι αδελ­φοί· κατό­πιν όμως απο­δει­κνύ­ει ότι ούτε επι­τρε­πό­ταν αυτό.

Τώρα όμως απο­δει­κνύ­ει το πρώ­το από τη δική του περί­πτω­ση· και ενώ πρό­κει­ται να πει ότι τίπο­τε δεν έλα­βε από αυτούς, δεν το ανα­φέ­ρει ευθύς αμέ­σως, αλλά κατά πρώ­τον ανα­φέ­ρει το αξί­ω­μά του, λέγον­τας: «Οκ εμ πόστο­λος; οκ εμ λεύ­θε­ρος; (: Δεν είμαι από­στο­λος με ίσα δικαιώ­μα­τα με τους άλλους απο­στό­λους; Δεν είμαι ελεύ­θε­ρος όπως οι άλλοι χρι­στια­νοί;)». Για να μη λένε δηλα­δή ότι «και αν δεν έλα­βες τίπο­τε, δεν το έλα­βες, διό­τι δεν σου επι­τρε­πό­ταν να λάβεις», για τού­το κατά πρώ­τον ανα­φέ­ρει τις αιτί­ες, για τις οποί­ες εύλο­γα θα λάμ­βα­νε, εάν ήθε­λε να λάβει κάτι. Έπει­τα, για να μη φανεί ότι δια­βάλ­λει όσους βρί­σκον­ταν κον­τά στον από­στο­λο Πέτρο- διό­τι εκεί­νοι λάμ­βα­ναν- κατά πρώ­τον τονί­ζει ότι επι­τρε­πό­ταν σε εκεί­νους να λαμ­βά­νουν· κατό­πιν, για να μην πει κανείς ότι «στον Πέτρο μεν επι­τρε­πό­ταν να λάβει, σε εσέ­να όμως δεν επι­τρε­πό­ταν», προ­λαμ­βά­νει τον ακρο­α­τή με τα εγκώ­μια του εαυ­τού του.

Και επει­δή έβλε­πε ότι ήταν ανάγ­κη να εγκω­μιά­σει τον εαυ­τό του- διό­τι έτσι διορ­θώ­νον­ταν οι Κορίν­θιοι- και επει­δή συγ­χρό­νως δεν ήθε­λε να πει τίπο­τε υπερ­βο­λι­κό για τον εαυ­τό του, πρό­σε­χε πώς κάνει και τα δύο σε όσο βαθ­μό το απαι­τεί η ανάγ­κη, επαι­νών­τας τον εαυ­τό του όχι τόσο όσο είχε επί­γνω­ση, αλλά όσο το απαι­τού­σε η ανάγ­κη της προ­κει­μέ­νης υπο­θέ­σε­ως. Ενώ δηλα­δή μπο­ρού­σε να πει ότι «Εγώ προ­πάν­των έπρε­πε να λαμ­βά­νω και μάλι­στα περισ­σό­τε­ρα από εκεί­νους, διό­τι κοπί­α­σα περισ­σό­τε­ρο από αυτούς», δεν λέει μεν αυτό, στο οποίο είχε υπε­ρο­χή, για όσα όμως εκεί­νοι ήσαν μεγά­λοι και για όσα δίκαια λάμ­βα­ναν, αυτά μόνο ανα­φέ­ρει, λέγον­τας τα εξής: «Δεν είμαι από­στο­λος; Δεν είμαι ελεύ­θε­ρος;». Δηλα­δή «δεν εξου­σιά­ζω τον εαυ­τό μου; Μήπως είμαι υπό την εξου­σία κάποιου, που με αναγ­κά­ζει και με εμπο­δί­ζει να λάβω;».

Αλλά εκεί­νοι έχουν κάτι επι­πλέ­ον, ότι έζη­σαν μαζί με τον Χρι­στό. «Αλλά ούτε και αυτού στε­ρού­μαι». Για τον λόγο αυτόν λέει: «Οχ ησον Χριστν τν Κύριον μν ώρα­κα; (:Δεν είδα τον Ιησού Χρι­στό τον Κύριό μας;)». Διό­τι λέγει: «σχα­τον δ πάν­των σπε­ρε τ κτρώ­μα­τι φθη κμοί(:Και τελευ­ταία από όλους εμφα­νί­στη­κε και σε μένα σαν σε έκτρω­μα, σαν έμβρυο δηλα­δή που παρά­και­ρα απο­βλή­θη­κε από την κοι­λιά της μητέ­ρας του)» [Α΄Κορ.15,8]. Δεν ήταν και μικρή αυτή η τιμή, διό­τι λέγει: «Πολ­λο προφται κα δίκαιοι πεθύ­μη­σαν δεν βλέ­πε­τε, κα οκ εδον, κα κοσαι κού­ε­τε, κα οκ κου­σαν(:Πολ­λοί προ­φή­τες και δίκαιοι επι­θύ­μη­σαν να δουν αυτά που βλέ­πε­τε εσείς, και δεν αξιώ­θη­καν να τα δουν. Επι­θύ­μη­σαν και να ακού­σουν αυτά που εσείς ακού­τε, και δεν τα άκου­σαν· διό­τι έζη­σαν σε παλιό­τε­ρα χρό­νια και δεν πρό­φθα­σαν να δουν την επί­γεια παρου­σία μου)» [Ματθ.13,17], και: «λεύ­σον­ται μέραι τε πιθυ­μή­σε­τε μίαν τν μερν το υο το νθρώ­που δεν, κα οκ ψεσθε(:Θα έλθουν λοι­πόν μέρες που θα επι­θυ­μή­σε­τε να δεί­τε μία από τις ένδο­ξες ημέ­ρες της δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας του υιού του ανθρώπου˙και δεν θα τη δεί­τε)» [Λουκ. 17,22].

«Τι λοι­πόν και αν είσαι από­στο­λος και ελεύ­θε­ρος και έχεις δει τον Χρι­στό, εφό­σον όμως δεν έδει­ξες έργο απο­στό­λου, πώς δικαιού­σαι να λαμ­βά­νεις;», θα έλε­γε κάποιος. Για τον λόγο αυτόν μετά από αυτά, πρό­σθε­σε: «Ο τ ργον μου μες στε ν Κυρί; (:Και δεν είστε εσείς το έργο που με την βοή­θεια του Θεού επι­τέ­λε­σα;)»[Α΄Κορ.9,1]. Διό­τι το μέγα είναι τού­το: εκεί­να χωρίς αυτό δεν ωφε­λούν καθό­λου. Και ο Ιού­δας και από­στο­λος ήταν και ελεύ­θε­ρος ήταν και τον Χρι­στό είδε, αλλά επει­δή δεν είχε έργο απο­στό­λου, εκεί­να καθό­λου δεν τον ωφέ­λη­σαν. Και επει­δή είπε μεγά­λο λόγο, πρό­σε­χε πώς τον μετριά­ζει, λέγον­τας: «ν Κυρί», δηλα­δή «του Θεού είναι έργο, όχι δικό μου».

«Ε λλοις οκ εμ πόστο­λος, λλά γε μν εμι (:Εάν για άλλους δεν είμαι από­στο­λος του­λά­χι­στον όμως για εσάς είμαι από­στο­λος)»[Α΄Κορ.9,2]. Βλέ­πεις ότι δεν λέγει περιτ­τά; Αν και μπο­ρού­σε να ανα­φέ­ρει την οικου­μέ­νη και έθνη βάρ­βα­ρα και τη γη και τη θάλασ­σα, εντού­τοις δεν ανα­φέ­ρει τίπο­τε από εκεί­να, αλλά νικά χρη­σι­μο­ποιών­τας τα ρητο­ρι­κά σχή­μα­τα «κατά συν­δρο­μήν»[:προ­σω­ρι­νή παρα­δο­χή του επι­χει­ρή­μα­τος του αντι­δί­κου και μετά από λίγο με ισχυ­ρά επι­χει­ρή­μα­τα εξα­ναγ­κα­σμός αυτού να παρα­δε­χθεί το αντί­θε­το] και «εκ περιου­σί­ας»[:ανά­πτυ­ξη του θέμα­τος διε­ξο­δι­κά]. «Τι μου χρειά­ζον­ται», λέγει, «τα επι­πλέ­ον, όταν και αυτά αρκούν για την παρού­σα υπό­θε­ση; Δεν ανα­φέ­ρω λοι­πόν όσα κατόρ­θω­σα σε άλλους, αλλά όσων εσείς είστε μάρ­τυ­ρες. Ώστε, και αν ακό­μη από που­θε­νά αλλού δεν έπρε­πε να λάβω, από εσάς είχα κάθε δικαί­ω­μα να λάβω- διό­τι υπήρ­ξα ο διδά­σκα­λός σας- από αυτούς δεν έλα­βα. Εάν για άλλους δεν είμαι από­στο­λος, για εσάς όμως του­λά­χι­στον είμαι». Πάλι χρη­σι­μο­ποιεί στον λόγο του το σχή­μα «κατά συν­δρο­μήν», διό­τι ήταν από­στο­λος της οικου­μέ­νης.

«Αλλά όμως», λέγει, «δεν λέγω αυτό, ούτε μάχο­μαι και φιλο­νι­κώ, αλλά ανα­φέ­ρω τη δική σας περί­πτω­ση»· « γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρί (:διό­τι η σφρα­γί­δα με την οποία πιστο­ποιεί­ται επί­ση­μα το απο­στο­λι­κό μου αξί­ω­μα, με τη χάρη του Κυρί­ου, είστε εσείς, τους οποί­ους εγώ οδή­γη­σα στον Χρι­στό)»[Α΄Κορ.1,2], δηλα­δή η από­δει­ξη. «Και αν θέλει κανείς να μάθει για ποιον λόγο είμαι από­στο­λος, προ­βάλ­λω εσάς· διό­τι σε σας επέ­δει­ξα όλα τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του απο­στό­λου και τίπο­τε δεν υστέ­ρη­σα».

Αυτό ακρι­βώς το ανα­φέ­ρει και στη δεύ­τε­ρη επι­στο­λή του λέγον­τας: «Γέγο­να φρων καυ­χώ­με­νος! μες με ναγ­κά­σα­τε. γ γρ φει­λον φ᾿ μν συνί­στα­σθαι· οδν γρ στέ­ρη­σα τν περ­λί­αν ποστό­λων, ε κα οδέν εμι. τ μν σημεα το ποστό­λου κατειρ­γά­σθη ν μν ν πάσ πομον, ν σημεί­οις κα τέρα­σι κα δυνά­με­σι. τί γάρ στιν ττή­θη­τε πρ τς λοιπς κκλη­σί­ας, ε μ τι ατς γ ο κατε­νάρ­κη­σα μν; χαρί­σα­σθέ μοι τν δικί­αν ταύ­την(: Έγι­να ανόη­τος με τις καυ­χή­σεις μου αυτές! Αλλά εσείς με αναγ­κά­σα­τε να γίνω· διό­τι εγώ είχα το δικαί­ω­μα να συστή­νο­μαι από σας και όχι να βρί­σκο­μαι στην ανάγ­κη να σας συστή­σω τον εαυ­τό μου. Και είχα το δικαί­ω­μα να συστή­νο­μαι από σας, διό­τι σε τίπο­τε δεν απο­δεί­χτη­κα κατώ­τε­ρος από τους άλλους περισ­σό­τε­ρο επι­φα­νείς απο­στό­λους, αν και χωρίς τη χάρη του Θεού δεν είμαι τίπο­τε. Όλες τις απο­δεί­ξεις που πιστο­ποιούν ότι είμαι από­στο­λος σάς τις παρου­σί­α­σα ανά­με­σά σας με κάθε υπο­μο­νή και με διά­φο­ρα υπερ­φυ­σι­κά έργα, δηλα­δή με θεϊ­κά σημεία, με εκπλη­κτι­κά θαύ­μα­τα και με υπερ­φυ­σι­κές δυνά­μεις. Διό­τι ποιο είναι εκεί­νο στο οποίο φανή­κα­τε κατώ­τε­ροι από τις άλλες Εκκλη­σί­ες, εκτός από το ότι εγώ δεν σας επι­βά­ρυ­να με έξο­δα της συν­τη­ρή­σε­ώς μου; Συγ­χω­ρή­στε μου την αδι­κία αυτή)»[Β΄Κορ.12,11–13]. Για τον λόγο αυτόν λέει: « γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρί (:διό­τι η σφρα­γί­δα με την οποία πιστο­ποιεί­ται επί­ση­μα το απο­στο­λι­κό μου αξί­ω­μα, με τη χάρη του Κυρί­ου, είστε εσείς, τους οποί­ους εγώ οδή­γη­σα στον Χρι­στό)»[Α΄Κορ.9,2] · «καθό­τι και σημεία επέ­δει­ξα και με τον λόγο μου δίδα­ξα και κιν­δύ­νους υπέ­μει­να και βίο έζη­σα άψο­γο». Και όλα αυτά είναι δυνα­τόν να τα δει κανείς με τις δύο αυτές επι­στο­λές, πως για καθέ­να από αυτά τους φέρει από­δει­ξη με ακρί­βεια.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Κοριν­θί­ους Α΄επιστολήν , πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 18, ομι­λί­ες Κ΄και ΚΑ΄, σελί­δες 572–591 .

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ὄχι σκάν­δα­λα

«Εἰ βρῶ­μα σκαν­δα­λί­ζει τὸν ἀδελ­φόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶ­να, ἵνα μὴ τὸν ἀδελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω» (A’ Kop. 8,13)

O ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ ἄνθρω­πος εἶνε ἐλεύ­θε­ρος. Ελεύ­θε­ρος νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει. Ναί. Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ἐλευ­θε­ρία ὁ Θεὸς ἔδω­σε στὸν ἄνθρω­πο καὶ λογι­κὴ καὶ συνεί­δη­σι καὶ νόμο, γιὰ νὰ ἐλέγ­χῃ ἐκεῖ­να ποὺ πρό­κει­ται νὰ κάνη. Ὁ ἄνθρω­πος δὲν πρέ­πει νὰ ζῇ χωρὶς ἔλεγ­χο, χωρίς σκέ­ψι, χωρὶς συνεί­δη­σι καὶ χωρὶς νόμο Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρω­πος, πρὶν νὰ κάνῃ κάτι, πρέ­πει νὰ ῥωτάῃ τὸν ἑαυ­τό του· Πρέ­πει νὰ τὸ κάνω; Εἶνε λογι­κό; Εἶνε δίκαιο; Εἶνε καλὸ καὶ ὠφέ­λι­μο γιὰ τοὺς ἄλλους; Τί, τὸ ἐγκρί­νει ἡ λογι­κή; Τὸ ἐπι­τρέ­πει ἡ συνεί­δη­σι; Τὸ ἐπι­τρέ­πει πρὸ παν­τὸς ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ποὺ εἶνε παρα­πά­νω ἀπ ̓ ὅλα; Ἐὰν ναί, τότε, ὦ ἄνθρω­πε, νὰ προ­χω­ρή­σῃς στὸ ἔργο. Ἐὰν ὅμως ὄχι, νὰ μὴ προ­χω­ρή­σῃς, νὰ μὴ κάνῃς ἐκεῖ­νο ποὺ σὲ παρα­κι­νοῦν οἱ κακὲς ἐπι­θυ­μί­ες, τὰ πάθη, οἱ και καὶ καὶ διε­φθαρ­μέ­νοι φίλοι, ὁ σατα­νᾶς. Μὴν τοὺς ἀκού­σῃς. Θέλουν ὄχι τὸ καλό σου ἀλλὰ τὴν κατα­στρο­φή σου.

Ἄνθρω­πε! Υπό­τα­ξε τὸν ἑαυ­τό σου καὶ τὴν ἐλευ­θε­ρία σου στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε θὰ δῇς, πώς ὄχι μόνο δὲν θὰ χάσῃς τὴν ἐλευ­θε­ρία σου, ἀλλὰ ἡ ἐλευ­θε­ρία σου θὰ δια­σω­θῇ καὶ θὰ μεγα­λώ­σῃ. Θὰ γίνῃς ἕνας ἀλη­θι­νὰ ἐλεύ­θε­ρος ἄνθρω­πος. Ἐνῷ αὐτοί, ποὺ λένε ὅτι εἶνε ἐλεύ­θε­ροι, για­τί κάνουν ὅλα τὰ κέφια τῆς σάρ­κας, ὅλα τὰ ἁμαρ­τω­λὰ θελή­μα­τα τοῦ κόσμου, αὐτοὶ δὲν εἶνε ἐλεύ­θε­ροι· εἶνε σκλά­βοι, ποὺ τοὺς σέρ­νουν ὅπου θέλουν οἱ κακὲς ἐπι­θυ­μί­ες, ὅπως σέρ­νει ὁ ἀρκου­διά­ρης τὴν ἀρκού­δα μὲ τὸ χαλ­κᾶ ποὺ περ­νά­ει ἀπὸ τὴ μύτη της.

* * *

Ὑπάρ­χουν πράγ­μα­τα, ποὺ εἶνε ἁμαρ­τω­λὰ καὶ πρέ­πει νὰ τὰ ἀπο­φεύ­γου­με. Τέτοια ἁμαρ­τω­λὰ πράγ­μα­τα εἶνε ὁ φόνος, ἡ πορ­νεία, ἡ μοι­χεία, ἡ κλε­ψιὰ καὶ ὅλα ὅσα κατα­δι­κά­ζει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρ­χουν ὅμως καὶ μερι­κὰ ἄλλα πράγ­μα τα, ποὺ δὲν φαί­νον­ται ἁμαρ­τω­λά. Καὶ γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρω­ποι δὲν τ ̓ ἀπο­φεύ­γουν, ἀλλὰ τὰ κάνουν χωρὶς νὰ τοὺς τύπτῃ ἡ συνεί­δη­σι.

Μια τέτοια περί­πτω­σι ἀνα­φέ­ρει ὁ σημε­ρι­νὸς Από­στο­λος. Στὴν ἀρχαία Κόριν­θο ὑπῆρ­χαν πάρα πολ­λοὶ εἰδω­λο­λά­τρες. Αὐτοὶ πίστευαν στὰ εἴδω­λα, λάτρευαν ψεύ­τι­κους θεούς. Γιὰ νὰ εὐχα­ρι­στή­σουν δὲ τοὺς ψεύ­τι­κους θεούς, πρό­σφε­ραν κοπά­δια ἀπὸ ζῷα, βόδια καὶ πρό­βα­τα. Τὰ ἔσφα­ζαν καὶ τὰ πρό­σφε­ραν θυσία στοὺς θεούς τους. Ἀπὸ τὰ σφα­χτὰ ἔπαιρ­ναν οἱ ἱερεῖς ἕνα μέρος καὶ τὸ ἔβα­ζαν πάνω στο βωμό, ἄνα­βαν φωτιὰ καὶ τὸ ἔκαι­γαν. Καὶ ὁ καπνὸς ἀνέ­βαι­νε πρὸς τὰ πάνω καὶ ἡ μυρω­διὰ τοῦ κρέ­α­τος ἔφθα­νε, λένε, στοὺς θεούς τους, ποὺ ὠσφραί­νον­ταν καὶ εὐχα­ρι­στοῦν­ταν ἀπὸ τὴ μυρω­διά! Τὸ ἄλλο μέρος τὸ μοί­ρα­ζαν στοὺς ἀνθρώ­πους σὰν μιὰ εὐλο­γία τῶν θεῶν. Τὰ κρέ­α­τα αὐτὰ ὠνο­μά­ζον­ταν εἰδω­λό­θυ­τα. Ἀλλὰ οἱ θεοί τους, χάριν τῶν ὁποί­ων θυσί­α­ζαν ὁλό­κλη­ρα κοπά­δια πρό­βα­τα καὶ βόδια, οἱ θεοί τους ἦταν ψεύ­τι­κοι καὶ τὰ εἰδω­λό­θυ­τα δὲν εἶχαν καμ­μιά εὐλο­γία. Ἦταν ὅπως καὶ τὰ ἄλλα κρέ­α­τα ποὺ που λοῦ­σαν τὰ κρε­ο­πω­λεῖα. Καμ­μιά δια­φο­ρά. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ χρι­στια­νοὶ ποὺ εἶχαν πιστέ­ψει στὸν ἀλη­θι­νὸ Θεὸ τὰ θεω­ροῦ­σαν ὅπως καὶ τὰ ἄλλα κρέ­α­τα, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸ εἶχαν τίπο­τα νὰ πάρουν καὶ νὰ φᾶνε ἀπὸ τὰ εἰδω­λό­θυ­τα. Ἀλλὰ ὑπῆρ­χαν καὶ χρι­στια­νοί, ποὺ νόμι­ζαν ὅτι δὲν πρέ­πει ν’ ἀγγί­ζουν τὰ εἰδω­λό­θυ­τα, καὶ γι’ αὐτό, ἂν ἔβλε­παν κανέ­να χρι­στια­νὸ νὰ τρώῃ ἀπὸ τὰ εἰδω­λό­θυ­τα, σκαν­δα­λί­ζον­ταν καὶ ὑπῆρ­χε φόβος νὰ παρα­συρ­θοῦν οἱ ἀδύ­να­τοι αὐτοὶ χρι­στια­νοὶ ἀπὸ τὴν εἰδω­λο­λα­τρία καὶ νὰ τρῶ­νε κι αὐτοὶ τὰ εἰδω­λό­θυ­τα νὰ τὰ τρῶ­νε ὄχι σὰν κοι­νὰ κρέ­α­τα, ἀλλὰ σὰν κρέ­α­τα ποὺ ἔχουν ἐπά­νω τους τὴν «εὐλο­γία» τῶν ψεύ­τι­κων θεῶν.

Ὑπῆρ­χε, λοι­πόν, μιὰ μεγά­λη δια­φο­ρά μετα­ξύ τῶν χρι­στια­νῶν. Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς χρι­στια­νοὺς ἔτρω­γαν τὰ εἰδω­λό­θυ­τα χωρίς καμ­μιὰ τύψι συνει­δή­σε­ως. Ἄλλοι ὅμως τὰ θεω­ροῦ­σαν κρέ­α­τα μολυ­σμέ­να ἀπὸ τὴν εἰδω­λο­λα­τρία. Ποιοί εἶχαν δίκιο καὶ ἔκρι­ναν σωστά; Οἱ πρῶ­τοι ἔκρι­ναν σωστὰ καὶ εἶχαν δίκιο. Για­τὶ ὅπως εἴπα­με, ἀφοῦ οἱ θεοὶ ἦταν ψεύ­τι­κοι, τί εὐλο­γία μπο­ρεῖ νὰ δώσῃ ἕνας ψεύ­τι­κος θεός; Καμ­μιά.

Ναί, λέει σ’ αὐτοὺς ὁ ἀπό­στο­λος, σωστὴ εἶνε ἡ κρί­σι σας καὶ εἶσθε ἐλεύ­θε­ροι νὰ τρῶ­τε ἀπὸ τὰ εἰδω­λό­θυ­τα· ἀλλ ̓ ἐφ ̓ ὅσον ὑπάρ­χουν ἀδελ­φοί σας χρι­στια­νοί, ποὺ δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ἀντί­λη­ψι μ’ ἐσᾶς καὶ σκαν­δα­λί­ζον­ται, ἐσεῖς δὲν πρέ­πει νὰ τρῶ­τε τὰ εἰδω­λό­θυ­τα. Για­τὶ παρα­πά­νω ἀπ’ ὅλα εἶνε ἡ ἀγά­πη, ἡ ἀγά­πη ποὺ μᾶς κάνει νὰ σκε­πτώ­μα­στε ὄχι μόνο τὸν ἑαυ­τό μας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους. Υπάρ­χουν δὲ περι­πτώ­σεις στη ζωή μας, ποὺ πρέ­πει νὰ θυσιά­ζου­με τὰ δικαιώ­μα­τά μας γιά νὰ μὴ βλά­ψου­με καὶ σκαν­δα­λί­σου­με τοὺς ἄλλους. Ποτέ, φωνά­ζει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, ποτέ δὲν θὰ φάω κρέ­α­τα, ἂν πρό­κει­ται νὰ σκαν­δα­λί­σω τὸν ἀδελ­φό μου (Α’ Κορ. 8,13).

* * *

Πόσο λεπτή ἦταν ἡ συνεί­δη­σι τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου! Όχι μόνο ἁμαρ­τή­μα­τα ποὺ κατα­δι­κά­ζει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀπέ­φευ­γε, ἀλλ ̓ ἀπέ­φευ­γε κ’ ἐκεῖ­να ἀκό­μη ποὺ δὲν ἦταν ἁμαρ­τω­λά, ἀλλ ̓ ὑπῆρ­χε φόβος νὰ σκαν­δα­λί­σουν τοὺς ἀτε­λεῖς χρι­στια­νούς, ποὺ δὲν ἦταν σὲ θέσι νὰ σκε­φθοῦν ἀνώ­τε­ρα, ὅπως σκε­πτό­ταν αὐτός. Ὁ Παῦ­λος φοβό­ταν τὸ σκάν­δα­λο.

Τί νὰ ποῦ­με τώρα γιὰ τοὺς σημε­ρι­νούς χρι­στια­νούς, ποὺ δὲν λογα­ριά­ζουν τίπο­τα, ποὺ δὲν σκέ­πτον­ται τί ἐντύ­πω­σι θὰ κάνῃ στὸ γεί­το­νά τους ἡ α ἢ β ἐνέρ­γειά τους, ἀλλὰ παρα­βαί­νουν τις ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ μπρο­στὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώ­πων κάνουν πράγ­μα­τα ποὺ σκαν­δα­λί­ζουν τὴν κοι­νω­νία; Οἱ σκαν­δα­λο­ποιοὶ εἶνε πολ­λοί! Νά ὁ ἕνας. Εἶνε Τετάρ­τη, Παρα­σκευή. Εἶνε Σαρα­κο­στή. Εἶνε Μεγά­λη Εβδο­μά­δα. Εἶνε Μεγά­λη Παρα­σκευή. Νηστεύ­ει; Ὄχι! Κατα­λύ­ει τις μέρες τῆς νηστεί­ας, τρώ­ει μπρο­στὰ στοὺς ἄλλους, καὶ λέει ὅτι ἡ νηστεία δὲν εἶνε τίπο­τα. Νά ὁ ἄλλος. Εἶνε Κυρια­κή πρωΐ κι ὁ κόσμος πηγαί­νει στην ἐκκλη­σία· ἀλλ ̓ αὐτὸς κάθε­ται στὸ καφε­νεῖο καὶ καπνί­ζει καὶ συζη­τά­ει μὲ ἄλλους. Νά ὁ τρί­τος. Πάει στις ταβέρ­νες, πίνει, μεθά­ει, καὶ τὰ μεσά­νυ­χτα γυρί­ζει στὸ σπί­τι του καὶ βασα­νί­ζει τὴ γυναῖ­κα του καὶ τὰ παι­διά του κι ἀνα­στα­τώ­νει τὴ γει­το­νιὰ καὶ ὅλο τὸ χωριό. Νά ὁ τέταρ­τος. Ἔδιω­ξε τη γυναῖ­κα ποὺ στε­φα­νώ­θη­κε, τὴν παρά­τη­σε, καὶ ζῇ τώρα παρά­νο­μα μὲ ἄλλη γυναῖ­κα.

Νά ὁ πέμ­πτος. Ανοί­γει τὸ βρω­με­ρό του στό­μα καὶ βλα­στη­μά­ει τὸ Χρι­στό, το σταυ­ρό, την Πα ναγία καὶ ὅλους τοὺς ἁγί­ους. Νά ὁ ἕκτος… Ὅλοι αὐτοί, ποὺ φανε­ρὰ παρα­βαί­νουν τὶς ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ, εἶνε ἔνο­χοι ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἁμαρ­τία ποὺ κάνουν, ἀλλὰ εἶνε ἔνο­χοι καὶ γιὰ τὸ σκαν­δα­λι­σμό ποὺ προ­ξε­νοῦν μὲ τὸ κακὸ παρά­δειγ­μά τους. Και ἡ εὐθύ­νη τους γίνε­ται πιὸ μεγά­λη, ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ἔχουν κάποια ἐξου­σία καὶ ἐπη­ρε­ά­ζουν κι ἄλλους ἀνθρώ­πους.

* * *

Ω ἐσεῖς ποὺ εἶστε γονεῖς, πατέ­ρες και μητέ­ρες, ἐσεῖς ποὺ εἶστε δάσκα­λοι καὶ καθη­γη­ταί, ἐσεῖς ποὺ εἶστε πρό­ε­δροι καὶ κοι­νο­τι­κοὶ ἄρχον­τες, ἐσεῖς ποὺ εἶστε ὑπάλ­λη­λοι καὶ γραμ­μα­τι­σμέ­νοι καὶ ἐπι­στή­μο­νες ἄνθρω­ποι, πρὸ παν­τὸς ὦ ἐσεῖς ποὺ εἶστε ἱερεῖς τοῦ Ὑψί­στου, προ­σέ­χε­τε πολὺ τὴ δια­γω­γή σας. Προ­σέ­χε­τε νὰ μὴ σκαν­δα­λί­ζε τε ψυχὲς ποὺ περι­μέ­νουν ἀπὸ σᾶς τὸ καλὸ παρά­δειγ­μα. Τὸ κακὸ παρά­δειγ­μα εἶνε τὸ σκάν­δα­λο. Τὸ δὲ σκάν­δα­λο εἶνε σὰν τὶς πέτρες, που πετά­ει κάποιος ἐπί­τη­δες στο δημό­σιο δρό­μο, καὶ σκον­τά­φτουν τ’ αὐτο­κί­νη­τα κι ἀνα­τρέ­πον­ται καὶ σκο­τώ­νον­ται ἄνθρω­ποι. Μεγά­λη ἡ εὐθύ­νη αὐτῶν ποὺ ρίχνουν πέτρες στο δρό­μο; Ἀλλὰ πιὸ μεγά­λη εἶνε ἡ εὐθύ­νη ἐκεί­νων, ποὺ μὲ τὶς κακὲς πρά­ξεις σκαν­δα­λί­ζουν τὸ λαό.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek