ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ — ΕΒΡ. (ΣΤ΄ 13 — 20)

13 Τῷ γὰρ ᾿Αβρα­ὰμ ἐπαγ­γει­λά­με­νος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδε­νὸς εἶχε μεί­ζο­νος ὀμό­σαι, ὤμο­σε καθ’ ἑαυ­τοῦ, 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλο­γῶν εὐλο­γή­σω σε καὶ πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακρο­θυ­μή­σας ἐπέ­τυ­χε τῆς ἐπαγ­γε­λί­ας. 16 ἄνθρω­ποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μεί­ζο­νος ὀμνύ­ου­σι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντι­λο­γί­ας πέρας εἰς βεβαί­ω­σιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισ­σό­τε­ρον βου­λό­με­νος ὁ Θεὸς ἐπι­δεῖ­ξαι τοῖς κλη­ρο­νό­μοις τῆς ἐπαγ­γε­λί­ας τὸ ἀμε­τά­θε­τον τῆς βου­λῆς αὐτοῦ, ἐμε­σί­τευ­σεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγ­μά­των ἀμε­τα­θέ­των, ἐν οἷς ἀδύ­να­τον ψεύ­σα­σθαι Θεόν, ἰσχυ­ρὰν παρά­κλη­σιν ἔχω­μεν οἱ κατα­φυ­γόν­τες κρα­τῆ­σαι τῆς προ­κει­μέ­νης ἐλπί­δος· 19 ἣν ὡς ἄγκυ­ραν ἔχο­μεν τῆς ψυχῆς ἀσφα­λῆ τε καὶ βεβαί­αν καὶ εἰσερ­χο­μέ­νην εἰς τὸ ἐσώ­τε­ρον τοῦ κατα­πε­τά­σμα­τος, 20 ὅπου πρό­δρο­μος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλ­θεν ᾿Ιησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελ­χι­σε­δὲκ ἀρχιε­ρεὺς γενό­με­νος εἰς τὸν αἰῶ­να.

13 Εις δε τον Αβρα­άμ, όταν είχε δώσει ο Θεός τας μεγά­λας υπο­σχέ­σεις, επει­δή δεν είχε κανέ­να μεγα­λύ­τε­ρόν του-εφ’ όσον αυτός είναι ο μόνος απει­ρο­τέ­λειος-δια να ορκι­σθή και να βεβαιώ­ση έτσι κατά τον από­λυ­τον τρό­πον τον Αβρα­άμ, ότι ασφα­λώς και βεβαί­ως θα τας εκπλη­ρώ­ση, ωρκί­σθη στον εαυ­τόν του 14 λέγων· “αλη­θώς και βεβαί­ως θα σε ευλο­γή­σω πλου­σί­ως και θα αυξή­σω εις πλή­θος πολύ και ανα­ρίθ­μη­τον τους απο­γό­νους σου”. 15 Και έτσι ο Αβρα­άμ επί­στευ­σεν στον Θεόν, επε­ρί­με­νε με ακλό­νη­τον ανα­μο­νήν, και επέ­τυ­χε την εκπλή­ρω­σιν της υπο­σχέ­σε­ως, (διό­τι αφ’ ενός μεν απέ­κτη­σε υιόν εκ της Σαρ­ρας, τον Ισα­άκ, γενάρ­χην και αρχη­γόν έθνους, εφ’ ετέ­ρου δε από την χώραν των πνευ­μά­των είδε την εναν­θρώ­πη­σιν του Υιού του Θεού, του ευλο­γη­μέ­νου Σωτή­ρος των ανθρώ­πων). 16 Διό­τι οι άνθρω­ποι ορκί­ζον­ται συνή­θως στον Θεόν, τον μεγα­λύ­τε­ρον από όλους, και δίδε­ται όρκος, δια να στα­μα­τή­ση κάθε αντι­λο­γία μετα­ξύ των και δια να επι­βε­βαιω­θούν επι­σή­μως τα λεγό­με­να. 17 Δι’ αυτό και ο Θεός, επει­δή ήθε­λε με μεγα­λυ­τέ­ραν βεβαιό­τη­τα να δεί­ξη στους κλη­ρο­νό­μους των υπο­σχέ­σε­ών του το αμε­τά­κλη­τον και αμε­τα­κί­νη­τον της απο­φά­σε­ως του, συγ­κα­τέ­βη να χρη­σι­μο­ποι­ή­ση ως μέσον επι­βε­βαιώ­σε­ως τον όρκον. 18 Και έτσι με δύο πράγ­μα­τα, τα οποία είναι αμε­τά­κλη­τα και αμε­τα­κί­νη­τα, δηλα­δή με την υπό­σχε­σίν του και τον όρκον του, εις τα οποία είναι εντε­λώς αδύ­να­τον να ψευ­σθή ποτέ ο Θεός, να έχω­μεν την βεβαιό­τη­τα και το στή­ριγ­μα να κρα­τή­σω­μεν την ελπί­δα, η οποία μας έχει προ­σφερ­θή. 19 Αυτήν δε την ελπί­δα την έχο­μεν σαν άγκυ­ραν της ψυχής ασφα­λή και στα­θε­ράν, η οποία εισέρ­χε­ται και μας κρα­τεί στα­θε­ρά ηνω­μέ­νους προς τον ουρα­νόν, τον οποί­ον ουρα­νόν εσυμ­βό­λι­ζε το εκεί­θεν από το παρα­πέ­τα­σμα της σκη­νής του μαρ­τυ­ρί­ου τμή­μα, τα Αγια των Αγί­ων. 20 Εις τον ουρα­νόν δε πρω­το­πό­ρος χάρις ημών εισήλ­θεν ο Ιησούς, γενό­με­νος αρχιε­ρεύς κατά τον τύπον του Μελ­χι­σε­δεκ, όχι προ­σω­ρι­νός, αλλά αιώ­νιος.

13 Οι επαγ­γε­λί­ες του Θεού θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν οπωσ­δή­πο­τε. Διό­τι όταν έδω­σε ο Θεός τις επαγ­γε­λί­ες στον Αβρα­άμ, ορκί­στη­κε ότι θα τις πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Κι επει­δή δεν είχε κανέ­ναν ανώ­τε­ρό του ο Θεός να ορκι­στεί σ’ αυτόν, ορκί­στη­κε στον εαυ­τό του 14 και είπε: Σου υπό­σχο­μαι αλη­θι­νά ότι θα σε ευλο­γή­σω πολύ πλού­σια και θα πλη­θύ­νω πάρα πολύ τους απο­γό­νους σου. 15 Έτσι πήρε ο Αβρα­άμ την υπό­σχε­ση του Θεού. Κι αφού περί­με­νε με υπο­μο­νή πολ­λά χρό­νια, πέτυ­χε την εκπλή­ρω­ση της ευλο­γί­ας που του υπο­σχέ­θη­κε ο Θεός, ως προς το σημείο που ανα­φε­ρό­ταν στην επί­γεια ζωή. Απέ­κτη­σε δηλα­δή από τη Σάρ­ρα παι­δί, από το οποίο πλη­θύν­θη­καν οι από­γο­νοι του πατριάρ­χη κι έγι­ναν ένα μεγά­λο έθνος. 16 Ο Θεός ορκί­στη­κε στον εαυ­τό του. Οι άνθρω­ποι βέβαια ορκί­ζον­ται στο Θεό, ο οποί­ος είναι ανώ­τε­ρος απ’ όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρω­ποι, για να στα­μα­τή­σουν κάθε αντι­λο­γία και αμφι­σβή­τη­ση μετα­ξύ τους και για να επι­βε­βαιώ­σουν την αλή­θεια των λόγων τους. 17 Επει­δή λοι­πόν με τον όρκο απο­κλεί­ε­ται κάθε αμφι­βο­λία και επει­δή ο Θεός ήθε­λε να δεί­ξει καθα­ρά και με μεγα­λύ­τε­ρη βεβαιό­τη­τα σ’ εκεί­νους που θα κλη­ρο­νο­μού­σαν τις επαγ­γε­λί­ες ότι ήταν αμε­τά­κλη­τη και αμε­τά­θε­τη η από­φα­σή του να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τα όσα υπο­σχέ­θη­κε, γι’ αυτό δέχθη­κε από άκρα συγ­κα­τά­βα­ση και αγα­θό­τη­τα να μεσο­λα­βή­σει όρκος στα λόγια του. 18 Και δέχθη­κε τη μεσο­λά­βη­ση του όρκου, ώστε με δύο πράγ­μα­τα στε­ρεά και αμε­τα­κί­νη­τα, δηλα­δή με την υπό­σχε­σή του και με τον όρκο του, στα οποία είναι απο­λύ­τως αδύ­να­το να πει ψέμα­τα ο Θεός, να έχου­με εμείς που κατα­φύ­γα­με σ’ αυτόν μεγά­λη ενθάρ­ρυν­ση και προ­τρο­πή και στή­ριγ­μα προ­κει­μέ­νου να κρα­τή­σου­με την ελπί­δα που βρί­σκε­ται μπρο­στά μας. 19 Αυτή την ελπί­δα την έχου­με σαν άγκυ­ρα της ψυχής. Αυτή μας ασφα­λί­ζει από τους πνευ­μα­τι­κούς κιν­δύ­νους και είναι στα­θε­ρή και αμε­τα­κί­νη­τη και εισέρ­χε­ται στον ουρα­νό, τον οποίο εικο­νί­ζει ο ιερός τόπος της σκη­νής και του ναού που εκτει­νό­ταν πιο μέσα από το κατα­πέ­τα­σμα και λεγό­ταν Άγια Αγί­ων. 20 Εκεί, στον ουρα­νό, ως πρό­δρο­μος μπή­κε ο Ιησούς πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοί­ξει το δρό­μο και για να μας ετοι­μά­σει τόπο. Και έτσι ανα­δεί­χθη­κε αρχιε­ρέ­ας όχι προ­σω­ρι­νός αλλά αιώ­νιος, “κατά την τάξη Μελ­χι­σε­δέκ”.

13 Ὅταν, ὡς γνω­στόν, ὁ Θεὸς ἔδω­σε ὑπό­σχε­σι στὸν Ἀβρα­άμ, ἐπει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ὁρκι­σθῇ σὲ κανέ­να ἀνώ­τε­ρο (ἀφοῦ δὲν ὑπάρ­χει ἀνώ­τε­ρος ἀπ’ τὸ Θεό), ὡρκί­σθη­κε στὸν ἑαυ­τό του 14 λέγον­τας: Ἐξά­παν­τος θὰ σ’ εὐλο­γή­σω μὲ τὸ παρα­πά­νω, καὶ θὰ σὲ πλη­θύ­νω μὲ τὸ παρα­πά­νω (θὰ σοῦ δώσω πάρα πολ­λοὺς ἀπο­γό­νους). 15 Kατό­πιν δὲ τού­του, ἀφοῦ περί­με­νε μὲ ὑπο­μο­νή, ἐπέ­τυ­χε αὐτό, ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Θεός. 16 Oἱ ἄνθρω­ποι βεβαί­ως ὁρκί­ζον­ται στὸν ἀνώ­τε­ρό τους, καὶ ὁ ὅρκος μὲ τὴν παρε­χο­μέ­νη βεβαί­ω­σι θέτει τέλος σὲ κάθε ἀντι­λο­γία τους. 17 Γι’ αὐτὸ ὁ Θεός, θέλον­τας περισ­σό­τε­ρο νὰ δεί­ξῃ στοὺς κλη­ρο­νό­μους τοῦ ἀγα­θοῦ ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε τὸ ἀμε­τά­κλη­το τῆς ἀπο­φά­σε­ώς του, ἐγγυ­ή­θη­κε μὲ ὅρκο, 18 ὥστε μὲ δύο πράγ­μα­τα ἀπα­ρά­βα­τα (τὴν ὑπό­σχε­σι καὶ τὸν ὅρκο), στὰ ὁποῖα δηλα­δὴ εἶναι ἀδύ­να­το νὰ ψευ­σθῇ ὁ Θεός, νὰ ἔχω­με ἰσχυ­ρὴ ἐνθάρ­ρυν­σι ἐμεῖς, οἱ ὁποῖ­οι ἀνα­ζη­τή­σα­με κατα­φύ­γιο, γιὰ νὰ κρα­τή­σω­με τὴν ἐλπί­δα στὸ προ­κεί­με­νο ἀγα­θό. 19 Aὐτὴ τὴν ἐλπί­δα ἔχου­με σὰν ἄγκυ­ρα τῆς ψυχῆς ἀσφα­λῆ καὶ στα­θε­ρή, ποὺ εἰσέρ­χε­ται στὰ ἐνδό­τε­ρα πίσω ἀπὸ τὸ κατα­πέ­τα­σμα (στὰ ἅγια τῶν ἁγί­ων, στὸν οὐρα­νὸ δηλα­δή, ποὺ συμ­βο­λί­ζε­ται ἀπὸ τὰ ἅγια τῶν ἁγί­ων τοῦ ναοῦ). 20 Ἐκεῖ ὡς πρό­δρο­μος γιὰ μᾶς (γιὰ νὰ μᾶς ἀνοί­ξῃ δρό­μο νὰ ἀκο­λου­θή­σω­με) εἰσῆλ­θε ὁ Ἰησοῦς, ἔχον­τας ἀνα­δει­χθῆ αἰώ­νιος ἀρχιε­ρεὺς κατὰ τὸν τύπο τοῦ Mελ­χι­σε­δέκ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Τῷ γάρ᾿Αβραμ παγ­γειλμενος Θες, πε κατ᾿ οδενς εχε μεζονος μσαι, μοσε καθ᾿ αυτολγων(:Οι επαγ­γε­λί­ες του Θεού θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν οπωσ­δή­πο­τε· διό­τι όταν έδω­σε ο Θεός τις επαγ­γε­λί­ες στον Αβρα­άμ, ορκί­στη­κε ότι θα τις πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Και επει­δή δεν είχε κανέ­να ανώ­τε­ρό Του ο Θεός να ορκι­στεί σε Αυτόν, ορκί­στη­κε στον εαυ­τό Του και είπε:) ‘’ μν ελογν ελογσω σε κα πληθνων πλη­θυν σε’’(:‘’Σου υπό­σχο­μαι αλη­θι­νά ότι θα σε ευλο­γή­σω πολύ πλού­σια και θα πλη­θύ­νω πάρα πολύ τους απο­γό­νους σου)· κα οτω μακρο­θυμσας πτυχε τς παγ­γελας(:Έτσι πήρε ο Αβρα­άμ την υπό­σχε­ση του Θεού. Και αφού περί­με­νε με υπο­μο­νή πολ­λά χρό­νια, πέτυ­χε την εκπλή­ρω­ση της ευλο­γί­ας που του υπο­σχέ­θη­κε ο Θεός, ως προς το σημείο που ανα­φε­ρό­ταν στην επί­γεια ζωή του. Απέ­κτη­σε δηλα­δή από τη Σάρ­ρα παι­δί, από το οποίο πλη­θύν­θη­καν οι από­γο­νοι του πατριάρ­χη κι έγι­ναν ένα μεγά­λο έθνος).νθρω­ποι μν γρ κατ το μεζονος μνουσι, κα πσης ατος ντι­λογας πρας ες βεβαωσιν ρκος (:ο Θεός ορκί­στη­κε στον εαυ­τό Του. Οι άνθρω­ποι βέβαια ορκί­ζον­ται στον Θεό, ο Οποί­ος είναι ανώ­τε­ρος από όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρω­ποι για να στα­μα­τή­σουν κάθε αντίρ­ρη­ση και αμφι­σβή­τη­ση μετα­ξύ τους και για να επι­βε­βαιώ­σουν την αλή­θεια των λόγων τους)»[Εβρ.6,13–16].

Αφού επέ­κρι­νε σφο­δρά τους Εβραί­ους και αφού τους φόβι­σε αρκε­τά, πρώ­τα τους παρη­γο­ρεί με τους επαί­νους και ύστε­ρα με το ότι θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν οπωσ­δή­πο­τε οι ελπί­δες τους, πράγ­μα που είναι και ισχυ­ρό­τε­ρο. Δεν τους παρη­γο­ρεί όμως από τα παρόν­τα, αλλά πάλι από τα περα­σμέ­να. Αυτό τους έπει­θε περισ­σό­τε­ρο. Όπως δηλα­δή στην τιμω­ρία τούς φοβί­ζει περισ­σό­τε­ρο με εκεί­να, έτσι και στα βρα­βεία τους παρη­γο­ρεί με αυτά, δεί­χνον­τας ποια είναι η συνή­θεια του Θεού. Και είναι αυτή η συνή­θεια του Θεού, να μην εκπλη­ρώ­νει δηλα­δή αμέ­σως τις υπο­σχέ­σεις Του, αλλά ύστε­ρα από πολύ και­ρό. Και το κάνει αυτό, και για να φανε­ρώ­σει μια μέγι­στη από­δει­ξη της δύνα­μής Του, και για να οδη­γή­σει και εμάς στην πίστη, ώστε όσοι ζουν σε θλί­ψεις και δεν λαμ­βά­νουν τις υπο­σχέ­σεις ούτε τους μισθούς να μην απο­κά­μουν από τους κόπους τους. Και αφού τους άφη­σε όλους, παρό­λο που μπο­ρού­σε να ανα­φέ­ρει πολ­λούς, εστί­α­σε στον Αβρα­άμ και εξαι­τί­ας του αξιώ­μα­τος του προ­σώ­που αυτού και εξαι­τί­ας του ότι σε αυτόν κυρί­ως είχε συμ­βεί αυτό. Αν και βέβαια στο τέλος της επι­στο­λής λέγει ότι όλοι αυτοί, αφού είδαν από μακριά και ασπά­σθη­καν τις υπο­σχέ­σεις, δεν τις έλα­βαν, για να μη φτά­σουν στην τελειό­τη­τα χωρίς εμάς.

«Όταν ο Θεός» λέγει, «έδω­σε υπό­σχε­ση στον Αβρα­άμ, επει­δή δεν είχε κανέ­ναν ανώ­τε­ρο για να ορκι­στεί, ορκί­στη­κε στον εαυ­τό Του λέγον­τας: ’’αλή­θεια, σου υπό­σχο­μαι ότι θα σε ευλο­γή­σω πλού­σια και θα πλη­θύ­νω πολύ τους απο­γό­νους σου’’. Και έτσι με την υπο­μο­νή που επέ­δει­ξε ο Αβρα­άμ προ­σμέ­νον­τας την εκπλή­ρω­ση των επαγ­γε­λιών του Θεού, προ­σέλ­κυ­σε τη θεία χάρη και πραγ­μα­το­ποί­η­σε την υπό­σχε­ση».

Πώς λοι­πόν στο τέλος λέγει ότι: «Οκ κομί­σα­το τν παγ­γε­λί­αν(:Δεν έλα­βε τις υπο­σχέ­σεις)»[Εβρ.11,39: «Κα οτοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι τς πίστε­ως οκ κομί­σαν­το τν παγ­γε­λί­αν(:Και όλοι αυτοί οι άγιοι άντρες, αν και έλα­βαν εγκω­μια­στι­κή μαρ­τυ­ρία για την πίστη τους, δεν από­λαυ­σαν την υπό­σχε­ση της ουρά­νιας κλη­ρο­νο­μιάς)»] και εδώ ότι «με την υπο­μο­νή με την οποία περί­με­νε ο Αβρα­άμ πέτυ­χε την εκπλή­ρω­ση της ευλο­γί­ας που του υπο­σχέ­θη­κε ο Θεός, ως προς το σημείο που ανα­φε­ρό­ταν στην επί­γεια ζωή του»; Πώς δεν έλα­βε αυτές; Και πώς πραγ­μα­το­ποί­η­σε αυτές; Δεν λέγει για τα ίδια πράγ­μα­τα εδώ και εκεί, αλλά τους παρη­γο­ρεί δύο φορές. «Έδω­σε υπό­σχε­ση στον Αβρα­άμ». Και τα επί­γεια βέβαια του τα έδω­σε ύστε­ρα από πολύ και­ρό, ενώ τα μελ­λον­τι­κά, τα επου­ρά­νια, όχι ακό­μη. «Και έτσι με την υπο­μο­νή που επέ­δει­ξε πέτυ­χε την εκπλή­ρω­ση της ευλο­γί­ας που του υπο­σχέ­θη­κε ο Θεός, ως προς το σημείο που ανα­φε­ρό­ταν στην επί­γεια ζωή του».

Βλέ­πεις ότι δεν έκα­με τα πάν­τα μόνο η υπό­σχε­ση, αλλά και η υπο­μο­νή; Εδώ τους φοβί­ζει, δεί­χνον­τας ότι πολ­λές φορές η υπό­σχε­ση εμπο­δί­ζε­ται από ολι­γο­ψυ­χία. Και αυτό βέβαια το απέ­δει­ξε μέσω του λαού· για­τί ολι­γο­ψύ­χη­σαν και γι’ αυτό δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε σε αυτούς καθό­λου η υπό­σχε­ση· ενώ το αντί­θε­το το δεί­χνει με τον Αβρα­άμ. Έπει­τα προς το τέλος κάνει και κάτι περισ­σό­τε­ρο. Δεί­χνει δηλα­δή πως, αν και έδει­ξαν υπο­μο­νή, δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν σε αυτούς οι υπο­σχέ­σεις και ούτε έτσι όμως στε­νο­χω­ρή­θη­καν.

«νθρω­ποι μν γρ κατ το μεζονος μνουσι, κα πσης ατος ντι­λογας πρας ες βεβαωσιν ρκος(:Ο Θεός ορκί­στη­κε στον εαυ­τό Του. Οι άνθρω­ποι βέβαια ορκί­ζον­ται στον Θεό, ο Οποί­ος είναι ανώ­τε­ρος από όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρω­ποι για να στα­μα­τή­σουν κάθε αντίρ­ρη­ση και αμφι­σβή­τη­ση μετα­ξύ τους και για να επι­βε­βαιώ­σουν την αλή­θεια των λόγων τους)»[Εβρ.6,16]. Σωστά. Ποιος λοι­πόν είναι εκεί­νος που ορκί­στη­κε στον Αβρα­άμ; Δεν είναι ο Υιός; «Όχι», λέγει. Από πού το λέγεις αυτό, Παύ­λε; Κυρί­ως βέβαια το λέγει ο Υιός, αλλά δεν το αμφι­σβη­τώ. Όταν λοι­πόν Αυτός κάνει τον ίδιο όρκο: «Αλή­θεια, αλή­θεια σας λέγω», δεν φαί­νε­ται ότι τον κάνει, επει­δή δεν έχει κάποιον ανώ­τε­ρο να ορκι­στεί;

Όπως λοι­πόν ορκί­στη­κε ο Πατέ­ρας, έτσι ορκί­ζε­ται και ο Υιός στον εαυ­τό Του, λέγον­τας «αλή­θεια, αλή­θεια σάς λέγω». Εδώ τους υπεν­θυ­μί­ζει εκεί­νους τους όρκους του Χρι­στού, τους οποί­ους έλε­γε συνέ­χεια: « πιστεύ­ων ες μέ, κν ποθάν, ζήσε­ται·κα πς ζν κα πιστεύ­ων ες μ ο μ ποθάν ες τν αἰῶνα(:Εκεί­νος που πιστεύ­ει σε μένα, ακό­μη κι αν πεθά­νει σωμα­τι­κώς, όπως πέθα­νε ο αδελ­φός σου, θα ζήσει· διό­τι εκτός από την ουρά­νια και πνευ­μα­τι­κή ζωή, την οποία από τώρα θα μετα­δώ­σω στην ψυχή του, αργό­τε­ρα θα τον ανα­στή­σω και σωμα­τι­κώς. Και κάθε άνθρω­πος που δεν έχει ακό­μη πεθά­νει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφό­σον πιστεύ­ει σε μένα, θα αντι­με­τω­πί­σει γεμά­τος αφο­βία τον πρό­σκαι­ρο θάνα­το, τον οποίο τρέ­μουν και φοβούν­ται οι άνθρω­ποι που βρί­σκον­ται μακριά από μένα. Κι επει­δή θα μένει πάν­το­τε ενω­μέ­νος με μένα, δεν θα υπο­στεί ποτέ τον πνευ­μα­τι­κό θάνα­το, που είναι και ο πραγ­μα­τι­κός και ανε­πα­νόρ­θω­τος θάνα­τος)»[Ιω.11,26].

Τι σημαί­νει «κα πσης ατος ντι­λογας πρας ες βεβαωσιν ρκος (:και δίνουν όρκο οι άνθρω­ποι για να στα­μα­τή­σουν κάθε αντίρ­ρη­ση και αμφι­σβή­τη­ση μετα­ξύ τους και για να επι­βε­βαιώ­σουν την αλή­θεια των λόγων τους)»; Αντί για το «απ’ αυτόν δια­λύ­ε­ται η αμφι­σβή­τη­ση κάθε αντι­λο­γί­ας»· όχι αυτής ή εκεί­νης, αλλά κάθε αντι­λο­γί­ας. Έπρε­πε βέβαια και χωρίς όρκο να πιστεύ­ε­ται ο Θεός. «ν περισστερον βουλμενος Θες πιδεξαι τος κλη­ρονμοις τς παγ­γελας τ μετθετον τς βουλς ατο, μεστευ­σεν ρκ (:Επει­δή λοι­πόν με τον όρκο απο­κλεί­ε­ται κάθε αμφι­βο­λία και επει­δή ο Θεός ήθε­λε να δεί­ξει καθα­ρά και με μεγα­λύ­τε­ρη βεβαιό­τη­τα σε εκεί­νους που θα κλη­ρο­νο­μού­σαν τις επαγ­γε­λί­ες Του ότι ήταν αμε­τά­κλη­τη και αμε­τά­θε­τη η από­φα­σή Του να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τα όσα υπο­σχέ­θη­κε, γι’ αυτό δέχθη­κε από άκρα συγ­κα­τά­βα­ση και αγα­θό­τη­τα να μεσο­λα­βή­σει όρκος στα λόγια Του)»[Εβρ.6,17], λέγει. Εδώ περι­λαμ­βά­νει και τους πιστούς. Γι’ αυτό υπεν­θυ­μί­ζει και την υπό­σχε­ση αυτή που γενι­κά δόθη­κε σε μας. «Εγγυ­ή­θη­κε», λέγει, «με όρκο». Πάλι εδώ λέγει ότι ο Υιός έγι­νε εγγυ­η­τής ανά­με­σα στους ανθρώ­πους και στον Θεό.

«να δι δο πραγμτων μεταθτων, ν ος δνατον ψεσασθαι Θεν (:και δέχθη­κε τη μεσο­λά­βη­ση του όρκου, ώστε με δύο πράγ­μα­τα στε­ρεά και αμε­τα­κί­νη­τα δηλα­δή με την υπό­σχε­σή Του και με τον όρκο Του, στα οποία είναι απο­λύ­τως αδύ­να­το να πει ψέμα­τα ο Θεός)»[Εβρ.6,18]. Ποιο είναι το ένα και ποιο το άλλο; Το να πει και να υπο­σχε­θεί, και το να προ­σθέ­σει τον όρκο στην υπό­σχε­ση. Επει­δή λοι­πόν στους ανθρώ­πους αυτό φαί­νε­ται πως είναι πιο αξιό­πι­στο, δηλα­δή ο όρκος, γι’ αυτό και το πρό­σθε­σε.

Βλέ­πεις ότι δεν προ­σέ­χει τη δική Του αξία, αλλά πώς να πεί­σει τους ανθρώ­πους, και ότι ανέ­χε­ται να λέγον­ται ανά­ξια πράγ­μα­τα για τον εαυ­τό Του; Δηλα­δή, θέλει να βεβαιώ­σει. Και στην περί­πτω­ση του Αβρα­άμ δεί­χνει ότι όλα ανή­κουν στο Θεό και όχι στην υπο­μο­νή εκεί­νου, επει­δή δέχτη­κε να προ­σθέ­σει και όρκο, αφού σε αυτό που ορκί­ζον­ται οι άνθρω­ποι, σε αυτό ορκί­στη­κε και ο Θεός, δηλα­δή στον εαυ­τό Του. Αλλά εκεί­νοι ορκί­ζον­ται σε ανώ­τε­ρο, Αυτός όμως όχι σε ανώ­τε­ρο· παρ΄όλ’ αυτά, το έκα­με. Δεν είναι δηλα­δή το ίδιο να ορκι­στεί στον εαυ­τό του ο άνθρω­πος και ο Θεός· για­τί ο άνθρω­πος δεν εξου­σιά­ζει τον εαυ­τό του. Βλέ­πεις λοι­πόν ότι αυτό δε λέχθη­κε μάλ­λον προς τον Αβρα­άμ αλλά προς εμάς.

«σχυρν παρκλη­σιν χωμεν ο κατα­φυγντες κρατσαι τς προ­κειμνης λπδος (:να έχου­με εμείς που κατα­φύ­γα­με σε Αυτόν μεγά­λη ενθάρ­ρυν­ση και προ­τρο­πή και στή­ριγ­μα προ­κει­μέ­νου να κρα­τή­σου­με δυνα­τά την ελπί­δα που βρί­σκε­ται μπρο­στά μας)»[Εβρ.6,18], λέγει. Και εδώ πάλι με την υπο­μο­νή πραγ­μα­το­ποί­η­σε την υπό­σχε­ση. Τώρα λέγει· και δεν είπε, επει­δή ορκί­στη­κε. Και τι σημαί­νει όρκος, το φανέ­ρω­σε λέγον­τας το «να ορκι­στεί στο μεγα­λύ­τε­ρο». Αλλά επει­δή το ανθρώ­πι­νο γένος είναι άπι­στο, κατε­βαί­νει στα ίδια με μας. Όπως λοι­πόν ορκί­ζε­ται για μας, παρό­λο που είναι ανά­ξιο γι΄Αυτόν το να μην πιστεύ­ε­ται, έτσι είπε και το «καί­περ ν υός, μαθεν φ᾿ ν παθε τν πακο­ήν(:έτσι λοι­πόν, αν και ήταν Υιός του Θεού, ο μονο­γε­νής και ομο­ού­σιος του Πατρός, έμα­θε εκ προ­σω­πι­κής πεί­ρας ως άνθρω­πος από όσα έπα­θε, την υπα­κοή, την οποία έδει­ξε έμπρα­κτα και στον ύψι­στο βαθ­μό)»[Εβρ.5,8], επει­δή οι άνθρω­ποι θεω­ρούν ότι αυτό είναι περισ­σό­τε­ρο αξιό­πι­στο, το να τα δοκι­μά­σει ο ίδιος. Και τι σημαί­νει: «Τς προ­κειμνης λπδος(:την ελπί­δα που βρί­σκε­ται μπρο­στά μας)»; «Απ’ αυτά», λέγει, «συμ­πε­ραί­νου­με τα μελ­λον­τι­κά. Για­τί, αν αυτά πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν ύστε­ρα από τόσο χρό­νο οπωσ­δή­πο­τε θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν και εκεί­να. Επο­μέ­νως όσα έγι­ναν στον Αβρα­άμ μάς εγγυών­ται και για τα μελ­λον­τι­κά».

«που πρδρο­μος πρ μν εσλθεν ᾿Ιησος, κατ τν τξιν Μελ­χι­σεδκ ρχιε­ρες γενμενος ες τν αἰῶνα(:εκεί, στον ουρα­νό, ως πρό­δρο­μος μπή­κε ο Ιησούς, πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοί­ξει τον δρό­μο και για να μας ετοι­μά­σει τόπο. Και έτσι ανα­δεί­χθη­κε αρχιε­ρέ­ας όχι προ­σω­ρι­νός αλλά αιώ­νιος, κατά την τάξη Μελ­χι­σε­δέκ)»[Εβρ.6,20].Ενώ βρι­σκό­μα­στε ακό­μη στον κόσμο και δεν ανα­χω­ρή­σα­με ακό­μη από τη ζωή, δεί­χνει ότι απο­λαμ­βά­νου­με ήδη τις υπο­σχέ­σεις, για­τί μέσω της ελπί­δας είμα­στε ήδη στον ουρα­νό. Είπε «περι­μέ­νε­τε»· για­τί μέσω της ελπί­δας είμα­στε ήδη στον ουρα­νό. Είπε «περι­μέ­νε­τε» για­τί οπωσ­δή­πο­τε θα συμ­βούν. Έπει­τα βεβαιώ­νον­τας αυτό λέγει· «μάλ­λον όμως, τα απο­λαύ­σα­τε ήδη με την ελπί­δα». Και δεν είπε «εμείς είμα­στε μέσα» αλλά «αυτή μπή­κε μέσα», πράγ­μα που ήταν αλη­θέ­στε­ρο και πιθα­νό­τε­ρο. Για­τί, όπως η άγκυ­ρα όταν κρε­μα­στεί από το πλοίο δεν το αφή­νει να πηγαί­νει εδώ και εκεί, έστω και αν το χτυ­πούν άπει­ροι άνε­μοι, αλλά όταν ριφθεί το στα­θε­ρο­ποιεί, έτσι και η ελπί­δα.

«ν ς γκυ­ραν χομεν τς ψυχς σφαλ τε κα βεβααν κα εσερ­χομνην ες τ στερον το κατα­πετσμα­τος(:αυτή την ελπί­δα την έχου­με σαν άγκυ­ρα της ψυχής. Αυτή μας ασφα­λί­ζει από τους πνευ­μα­τι­κούς κιν­δύ­νους και είναι στα­θε­ρή και αμε­τα­κί­νη­τη και εισέρ­χε­ται στον ουρα­νό, τον οποίο εικο­νί­ζει ο ιερός τόπος της σκη­νής και του ναού που εκτει­νό­ταν πιο μέσα από το κατα­πέ­τα­σμα και λεγό­ταν Άγια Αγί­ων)»[Εβρ.6,19].Και πρό­σε­χε πώς βρή­κε την κατάλ­λη­λη εικό­να. Για­τί δεν μίλη­σε για θεμέ­λιο, πράγ­μα που δεν ταί­ρια­ζε, αλλά για άγκυ­ρα. Εκεί­νο δηλα­δή που βρί­σκε­ται σε τρι­κυ­μία και δε φαί­νε­ται να είναι πάρα πολύ στα­θε­ρό, στέ­κε­ται πάνω σε νερό, όπως επά­νω στη γη, και ταλαν­τεύ­ε­ται και δεν ταλαν­τεύ­ε­ται. Για όσους λοι­πόν είναι πάρα πολύ στα­θε­ροί και πιστοί, εύλο­γα ανέ­φε­ρε εκεί­νο ο Χρι­στός λέγον­τας: «κοδό­μη­σε τν οκίαν ατο π τν πέτραν(:αυτός είναι συνε­τός άνθρω­πος, που έκτι­σε το σπί­τι του πάνω στην πέτρα, στο στε­ρεό δηλα­δή και αδιά­σει­στο θεμέ­λιο της διδα­σκα­λί­ας μου και του παρα­δείγ­μα­τός μου)»[Ματθ.7,24].

Για όσους όμως απο­κά­μνουν και πρέ­πει να στη­ρί­ζον­ται με την ελπί­δα, ορθά το ανέ­φε­ρε αυτό ο Παύ­λος. Για­τί η θύελ­λα και η μεγά­λη τρι­κυ­μία ταλαν­τεύ­ει το σκά­φος, ενώ η ελπί­δα δεν αφή­νει να περι­φέ­ρε­ται εδώ και εκεί, έστω και αν το χτυ­πούν άπει­ροι άνε­μοι. Επο­μέ­νως αν δεν την είχα­με, θα είχα­με κατα­πον­τι­στεί πριν από πολύ και­ρό. Όχι μόνο στα πνευ­μα­τι­κά, αλλά και στα βιο­τι­κά θα μπο­ρού­σε κανείς να βρει μεγά­λη τη δύνα­μή της, όπως στο εμπό­ριο, στη γεωρ­γία και στην εκστρα­τεία. Για­τί, αν κανείς δεν την προ­στά­ξει αμέ­σως, δεν θα μπο­ρέ­σει να ασχο­λη­θεί με κανέ­να έργο. Και δεν είπε απλώς «γκυ­ραν» αλλά και «σφαλ τε κα βεβααν», για να φανε­ρώ­σει τη στα­θε­ρό­τη­τα εκεί­νων που στη­ρί­ζον­ται σε αυτήν για τη σωτη­ρία τους. Γι’ αυτό προ­σθέ­τει, «εισέρ­χε­ται στον ουρα­νό, τον οποίο εικο­νί­ζει ο ιερός τόπος της σκη­νής και του ναού που εκτει­νό­ταν πιο μέσα από το κατα­πέ­τα­σμα και λεγό­ταν Άγια Αγί­ων». Τι σημαί­νει αυτό; Αντί για το «αυτή φθά­νει στον ουρα­νό».

Στη συνέ­χεια πρό­σθε­σε και την πίστη, για να μην είναι μόνο ελπί­δα, αλλά και πολύ αλη­θι­νή. Για­τί μετά τον όρκο προ­σθέ­τει και κάτι άλλο, την από­δει­ξη από τα πράγ­μα­τα, ότι δηλα­δή πρό­δρο­μος για χάρη μας μπή­κε ο Ιησούς. Ο πρό­δρο­μος όμως είναι πρό­δρο­μος για κάποιους, όπως ήταν ο Ιωάν­νης για τον Χρι­στό. Και δεν είπε απλώς «μπή­κε», αλλά «πρδρο­μος πρ μν εσλθεν ᾿Ιησος (:ως πρό­δρο­μος μπή­κε ο Ιησούς, πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοί­ξει τον δρό­μο και για να μας ετοι­μά­σει τόπο)», επει­δή επρό­κει­το και εμείς να ακο­λου­θή­σου­με. Για­τί δεν πρέ­πει να είναι μεγά­λη η από­στα­ση του προ­δρό­μου από αυτούς που τον ακο­λου­θούν, επει­δή δεν θα ήταν τότε πρό­δρο­μος. Ο πρό­δρο­μος δηλα­δή και όσοι ακο­λου­θούν πρέ­πει να βρί­σκον­ται στον ίδιο δρό­μο, και αυτός να βαδί­ζει, ενώ οι άλλοι να προ­σπα­θούν να τον φτά­σουν.

«κατ τν τξιν Μελ­χι­σεδκ ρχιε­ρες γενμενος ες τν αἰῶνα(:και έτσι ανα­δεί­χθη­κε αρχιε­ρέ­ας όχι προ­σω­ρι­νός αλλά αιώ­νιος, κατά την τάξη Μελ­χι­σε­δέκ)», λέγει παρα­κά­τω. Να και άλλη παρη­γο­ριά, αφού ο αρχιε­ρέ­ας μας βρί­σκε­ται στον ουρα­νό και είναι πολύ καλύ­τε­ρος από τους αρχιε­ρείς των Ιου­δαί­ων, όχι μόνο ως προς τον τρό­πο, αλλά και ως προς τον τόπο και τη σκη­νή και τη δια­θή­κη και το πρό­σω­πο. Και αυτό ανα­φέ­ρε­ται στη σάρ­κα.

Πρέ­πει λοι­πόν και αυτοί στους οποί­ους είναι ιερέ­ας, αυτοί που απο­τε­λούν το ποί­μνιό του να είναι πολύ καλύ­τε­ροι. Και όπως είναι μεγά­λη η δια­φο­ρά του Χρι­στού από τον Ααρών, τέτοια είναι και η δική μας δια­φο­ρά από τους Ιου­δαί­ους. Πρό­σε­χε λοι­πόν, στον ουρα­νό έχου­με το Ιερό Σφά­γιο, στον ουρα­νό τον Ιερέα, στον ουρα­νό τη Θυσία. Επο­μέ­νως ας προ­σφέ­ρου­με τέτοιες θυσί­ες που μπο­ρούν να προ­σφέ­ρον­ται σε εκεί­νο το θυσια­στή­ριο· όχι πια πρό­βα­τα και βόδια, όχι αίμα και κνί­σα.

Όλα αυτά έχουν καταρ­γη­θεί και έχει εισα­χθεί στη θέση τους η λογι­κή λατρεία. Τι όμως είναι η λογι­κή λατρεία; Αυτά που προ­σφέ­ρον­ται με την ψυχή, με το πνεύ­μα(για­τί λέγει: «Πνεμα Θεός, κα τος προ­σκυ­νοντας ατν ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί δε προ­σκυ­νεν(:Ο Θεός είναι πνεύ­μα, γι’ αυτό και δεν περιο­ρί­ζε­ται σε τόπους. Και εκεί­νοι που τον λατρεύ­ουν πρέ­πει να τον προ­σκυ­νούν με τις εσω­τε­ρι­κές τους πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις, με αφο­σί­ω­ση της καρ­διάς και του νου, αλλά και με αλη­θι­νή επί­γνω­ση του Θεού και της λατρεί­ας που του αρμό­ζει)»[Ιω.4,24]· όσα δεν έχουν ανάγ­κη από το σώμα, από όργα­να, από τόπους. Και τέτοια είναι η πρα­ό­τη­τα, η σωφρο­σύ­νη, η ελεη­μο­σύ­νη, η ανε­ξι­κα­κία, η υπο­μο­νή, η ταπει­νο­φρο­σύ­νη.

Τις θυσί­ες αυτές θα μπο­ρού­σε να τις δει κανείς και στην Παλαιά Δια­θή­κη να έχουν από την αρχή προ­ει­κο­νι­στεί. Για­τί λέγει ο Δαβίδ: «Θύσα­τε θυσί­αν δικαιο­σύ­νης κα λπί­σα­τε π Κύριον(:Προ­σφέ­ρε­τε ως θυσία όχι ζώα και υλι­κές προ­σφο­ρές, αλλά δικαιο­σύ­νη και αγα­θό­τη­τα· και στη­ρίξ­τε όλη την ελπί­δα και την εμπι­στο­σύ­νη σας στον Κύριο)»[Ψαλμ. 4,6]. Και πάλι: «Σο θύσω θυσί­αν ανέσε­ως κα ν νόμα­τι Κυρί­ου πικα­λέ­σο­μαι(:Σε σένα λοι­πόν και εγώ τώρα θα προ­σφέ­ρω ευχα­ρι­στή­ρια θυσία για τη διά­σω­σή μου. Και γεμά­τος ευγνω­μο­σύ­νη θα επι­κα­λε­στώ το όνο­μά Σου, υψώ­νον­τας ευλα­βι­κά το ποτή­ριο της θυσί­ας για να εκφρά­σω τις ευχα­ρι­στί­ες μου προς Εσέ­να)»[Ψαλμ. 115,8]· και: «Θυσία ανέσε­ως δοξά­σει με(:Εμέ­να μόνο η θυσία δοξο­λο­γί­ας θα με δοξά­σει· μια θυσία ευγνω­μο­σύ­νης που θα ξεχει­λί­ζει από μία αγνή καρ­διά αφο­σιω­μέ­νη σε Εμέ­να)»[Ψαλμ.49,23]· και: «Θυσία τ Θε πνεμα συν­τε­τριμ­μέ­νον(:Θυσία ευά­ρε­στη και ευπρόσ­δε­κτη στον Θεό είναι εκεί­νη που προ­σφέ­ρε­ται με εσω­τε­ρι­κή συν­τρι­βή και ειλι­κρι­νή μετά­νοια· ποτέ ο Θεός δεν θα απορ­ρί­ψει μια καρ­διά που αισθά­νε­ται αλη­θι­νή συν­τρι­βή και ταπεί­νω­ση)»[Ψαλμ.50,19].

Και πάλι: «νατί μοι λίβα­νον κ Σαβ φέρε­τε;(:Τι να κάνω εγώ το λιβά­νι, που φέρε­τε από τη Σαβά, εφό­δον κατα­πα­τεί­τε συνέ­χεια τον νόμο μου;)»[Ιερ.6,20]. Και άλλος: «Μετά­στη­σον π᾿ μο χον δν σου, κα ψαλμν ργά­νων σου οκ κού­σο­μαι(: Απο­μα­κρύ­νε­τε από κον­τά μου τον ήχο των ωδών σας. Δεν θέλω να ακού­σω τις μελω­δί­ες των οργά­νων σας)»[Αμώς 5,23]. Αλλά αντί για όλα αυτά: «λεος θέλω κα ο θυσί­αν(:Προ­τι­μώ την αγά­πη σας προς Εμέ­να και όχι τις τυπι­κές θυσί­ες)»[Ωσηέ, 6,6].

Βλέ­πεις με ποιες θυσί­ες ευα­ρε­στεί­ται ο Θεός; Βλέ­πεις ότι άλλες έχουν ήδη παρα­με­ρι­στεί από την αρχή και ότι άλλες πήραν τη θέση τους; Αυτές λοι­πόν ας προ­σφέ­ρου­με. Για­τί εκεί­νες είναι από­δει­ξη πλού­του και των πλου­σί­ων, αυτές όμως της αρε­τής· εκεί­νες είναι εξω­τε­ρι­κές, αυτές εσω­τε­ρι­κές· εκεί­νες θα μπο­ρού­σε να τις κάνει και ο τυχαί­ος άνθρω­πος, αυτές όμως λίγοι. Όσο ανώ­τε­ρος είναι ο άνθρω­πος από το πρό­βα­το, τόσο ανώ­τε­ρη είναι αυτή η θυσία από εκεί­νη, για­τί εδώ προ­σφέ­ρεις θυσία την ψυχή σου. Υπάρ­χουν όμως και άλλες θυσί­ες, τα πραγ­μα­τι­κά ολο­καυ­τώ­μα­τα, τα σώμα­τα των αγί­ων μαρ­τύ­ρων. Εκεί είναι αγία και η ψυχή και το σώμα, εκεί­να έχουν μεγά­λη ευω­δια­στή οσμή.

Μπο­ρείς και εσύ, αν θέλεις, να προ­σφέ­ρεις τέτοια θυσία. Τι δηλα­δή αν δεν κάψεις το σώμα με τη φωτιά; Μπο­ρείς όμως να το κάψεις με άλλη φωτιά, όπως με τη φωτιά της θελη­μα­τι­κής φτώ­χειας, της θλί­ψης. Το να μπο­ρεί δηλα­δή κάποιος να ζει με απο­λαύ­σεις και πολυ­τέ­λεια, αλλά να προ­τι­μά την επί­πο­νη και δύσκο­λη ζωή και να νεκρώ­νει το σώμα, δεν είναι ολο­καύ­τω­μα; Νέκρω­σε και σταύ­ρω­σε το σώμα σου, και τότε θα λάβεις και ο ίδιος το στε­φά­νι αυτού του μυστη­ρί­ου. Εκεί­νο δηλα­δή που κάνει εκεί το ξίφος, ας το κάνει εδώ η προ­θυ­μία. Ας μη σε καί­ει και ας μη σε κατέ­χει ο έρω­τας για τα χρή­μα­τα, αλλά ας κατα­καί­ε­ται και ας σβή­νει τελεί­ως η παρά­λο­γη αυτή επι­θυ­μία με τη φωτιά του πνεύ­μα­τος και ας κατα­κό­βε­ται με τη μάχαι­ρα του Πνεύ­μα­τος. Αυτή είναι θυσία καλή, δεν χρειά­ζε­ται ιερέα, αλλά αυτόν που την προ­σφέ­ρει· θυσία καλή, που τελεί­ται βέβαια στη γη, αλλά αμέ­σως ανε­βαί­νει στον ουρα­νό.

Δεν θαυ­μά­ζου­με ότι η φωτιά στην παλαιά επο­χή κατέ­βαι­νε και κατέ­στρε­φε τα πάν­τα; Μπο­ρεί και τώρα να κατε­βεί φωτιά πολύ πιο θαυ­μα­στή από εκεί­νη και να κατα­στρέ­ψει όλα όσα βρί­σκον­ται μπρο­στά της· ή καλύ­τε­ρα όχι να κατα­στρέ­ψει, αλλά να ανε­βά­σει στον ουρα­νό. Για­τί δεν τα κάνει αυτά στά­χτη, αλλά προ­σφέ­ρει δώρα στον Θεό. Τέτοιες ήταν οι προ­σφο­ρές του Κορ­νη­λί­ου. Για­τί λέγει: «Α προ­σευ­χαί σου κα α λεη­μο­σύ­ναι σου νέβη­σαν ες μνη­μό­συ­νον νώπιον το Θεο(:Οι προ­σευ­χές σου και οι ελεη­μο­σύ­νες σου ανέ­βη­καν στον ουρα­νό ως προ­σφο­ρά ευπρόσ­δε­κτη στο Θεό και ως μια ενθύ­μη­ση για να μη σε ξεχνά ποτέ)»[Πράξ.10,4]. Βλέ­πεις άρι­στη σύζευ­ξη; Τότε μας ακού­νε, όταν και εμείς ακού­με τους φτω­χούς που μας πλη­σιά­ζουν· «ς φράσ­σει τ τα ατο το μ πακοσαι σθε­νος, κα ατς πικα­λέ­σε­ται, κα οκ σται εσακού­ων(:Εκεί­νος που κλεί­νει τα αυτιά του, για να μην ακού­σει την παρά­κλη­ση του φτω­χού, ενός αδύ­να­του και ασθε­νούς, θα ευρε­θεί και αυτός στην ανάγ­κη να επι­κα­λε­στεί και να ζητή­σει βοή­θεια των άλλων και δεν θα υπάρ­ξει κανείς να τον ακού­σει)»,λέγει η Γρα­φή [Παροιμ.21,13].

«Μακά­ριος συνιν π πτωχν κα πένη­τα· ν μέρ πονηρ ύσε­ται ατν Κύριος(:Τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος είναι ο άνθρω­πος που κατα­νο­εί τον φτω­χό και αυτόν που στε­ρεί­ται τα πάν­τα· κατα­νο­εί τη δύσκο­λη θέση του και ενδια­φέ­ρε­ται γι΄αυτόν· διό­τι, όταν κάποια μέρα θα τον βρουν στε­νο­χώ­ριες, ασθέ­νειες και συμ­φο­ρές, ο Κύριος θα τον λυτρώ­σει και θα τον σώσει)»[Ψαλμ. 40,2]. Και δεν είναι άλλη αυτή η ημέ­ρα, παρά εκεί­νη η ημέ­ρα της κρί­σης, η οποία γίνε­ται δύσκο­λη για τους αμαρ­τω­λούς. Τι σημαί­νει: « συνιν(:αυτός που κατα­νο­εί)»; Αυτός που κατα­λα­βαί­νει τι σημαί­νει φτω­χός, αυτός που γνω­ρί­ζει καλά τη στε­νο­χώ­ρια του. Για­τί, όποιος μάθει τη στε­νο­χώ­ρια του, οπωσ­δή­πο­τε θα τον βοη­θή­σει αμέ­σως. Όταν δεις φτω­χό, μην τον περι­φρο­νή­σεις, αλλά αμέ­σως σκέ­ψου ποιος θα ήσουν, αν εσύ ήσουν εκεί­νος, αν ήσουν εσύ στη θέση του· τι δεν θα ήθε­λες να σου κάνουν όλοι; «Αυτός που κατα­νο­εί», λέγει. Σκέ­ψου ότι είναι ελεύ­θε­ρος όμοια με σένα και ότι μετέ­χει στην ίδια με σένα ευγε­νι­κή κατα­γω­γή και ότι όλα τα έχει κοι­νά με σένα. Παρό­λο όμως που αυτός δεν έχει τίπο­τε κατώ­τε­ρο από εσέ­να, ούτε με τα σκυ­λιά σου πολ­λές φορές τον θεω­ρείς ίσο. Για­τί εκεί­να χορ­ταί­νουν ψωμί, αυτός όμως κοι­μή­θη­κε πολ­λές φορές πει­να­σμέ­νος· ο ελεύ­θε­ρος έγι­νε περισ­σό­τε­ρο περι­φρο­νη­μέ­νος και από τους δού­λους σου.

«Οι δού­λοι όμως», λέγει ίσως κάποιος, «εκτε­λούν υπη­ρε­σία σε μας». Πες μου, ποια ακρι­βώς είναι αυτή; Ότι σε υπη­ρε­τούν καλά; Αν λοι­πόν απο­δεί­ξω ότι και αυτός εκπλη­ρώ­νει υπη­ρε­σία σε σένα πολύ μεγα­λύ­τε­ρη από εκεί­νους, τι θα πεις; Για­τί θα σου παρα­στα­θεί την ημέ­ρα της κρί­σης και θα σε γλυ­τώ­σει από τη φωτιά. Τι παρό­μοιο κάνουν όλοι οι δού­λοι; Όταν πέθα­νε η Ταβι­θά, ποιος την ανά­στη­σε;[βλ. Πράξ.9,36–43]. Δού­λοι που την περι­στοί­χι­σαν ή φτω­χοί; Εσύ όμως δεν θέλεις να εξι­σώ­νεις τον ελεύ­θε­ρο με τους δού­λους. Είναι πολύ το κρύο και πεσμέ­νος στο χώμα ρακέν­δυ­τος ο φτω­χός, πεθαί­νον­τας από το κρύο, χτυ­πών­τας τα δόν­τια, και από το πρό­σω­πο και την εμφά­νι­ση είναι ικα­νός να σε παρα­κα­λέ­σει, ενώ εσύ που ζεσταί­νε­σαι και μεθάς, τον περι­φρο­νείς. Πώς λοι­πόν έχεις την αξί­ω­ση να σε σώσει ο Θεός όταν βρί­σκε­σαι σε συμ­φο­ρά; Πολ­λές φορές όμως λες και αυτό: «αν ήμουν εγώ και έπια­να κάποιον να έχει αμαρ­τή­σει πολύ, θα τον συγ­χω­ρού­σα, και ο Θεός δεν συγ­χω­ρεί;». Μην το πεις αυτό, για­τί και εσύ αυτόν που δεν αμάρ­τη­σε καθό­λου σε εσέ­να, που μπο­ρείς να τον απαλ­λά­ξεις, τον περι­φρο­νείς.

Αν όμως περι­φρο­νείς έναν τέτοιον άνθρω­πο, πώς ο Θεός θα σε συγ­χω­ρή­σει όταν αμαρ­τά­νεις σε Αυτόν; Άρα­γε δεν είναι άξια αυτά για τη γέε­να; Και τι το παρά­ξε­νο; Πολ­λές φορές ένα σώμα νεκρό και αναί­σθη­το, που δεν αισθά­νε­ται πια την τιμή, το στο­λί­ζεις με πολ­λά και ποι­κί­λα και χρυ­σο­ΰ­φαν­τα ρού­χα, αλλά περι­φρο­νείς το σώμα που υπο­φέ­ρει και αφα­νί­ζε­ται και βασα­νί­ζε­ται και ταλαι­πω­ρεί­ται από την πεί­να και το κρύο, και ενδί­δεις περισ­σό­τε­ρο στη ματαιο­δο­ξία παρά στον φόβο του Θεού.

Και είθε να στα­μα­τού­σε εδώ, αλλά αμέ­σως ακο­λου­θούν κατη­γο­ρί­ες εναν­τί­ον εκεί­νου που τον πλη­σιά­ζει· «για­τί δεν εργά­ζε­ται», λέγει, «και για­τί τρέ­φε­ται χωρίς να εργά­ζε­ται;» Πες μου, εσύ από την εργα­σία σου έχεις αυτά που έχεις και δεν πήρες πατρι­κό κλή­ρο; Αν όμως εργά­ζε­σαι, γι’ αυτό κατη­γο­ρείς άλλον; Δεν ακούς τον Παύ­λο που λέγει: «Υμες δ, δελ­φο, μ κκακσητε καλο­ποιοντες(:Εσείς όμως, αδελ­φοί, μην απο­κά­μνε­τε κάνον­τας το καλό ακό­μη και σε αυτούς, αλλά να το κάνε­τε ακού­ρα­στα)»;[Β΄Θεσ.3,13]. Για­τί, αφού είπε: «Ε τις ο θλει ργζεσθαι, μηδ σθιτω(:Όποιος δεν θέλει να εργά­ζε­ται, δεν πρέ­πει ούτε και να τρώ­ει)»[Β΄Θεσ.3,10], πρό­σθε­σε αυτό.

«Αλλά», λέγει επί­σης ίσως κάποιος, «είναι απα­τε­ώ­νας». Τι λες, άνθρω­πε; Τον ονο­μά­ζεις «απα­τε­ώ­να» για ένα ψωμί και ένα ένδυ­μα; Αλλά το που­λά­ει αμέ­σως, λέγει. Αλλά μήπως εσύ δια­χει­ρί­ζε­σαι τα δικά σου σωστά; Τι δηλα­δή; Όλοι είναι φτω­χοί επει­δή δεν εργά­ζον­ται; Κανείς δεν είναι φτω­χός από ναυά­για; Κανείς από δικα­στή­ρια; Κανείς από κλο­πή; Κανείς από κιν­δύ­νους; Κανείς από αρρώ­στιες; Κανείς από άλλη περί­στα­ση; Αλλά αν ακού­σου­με κάποιον να οδύ­ρε­ται και να τα φωνά­ζει δυνα­τά αυτά, και γυμνό να βλέ­πει στον ουρα­νό, και να έχει μακριά μαλ­λιά και να είναι ρακέν­δυ­τος, τον απο­κα­λού­με αγύρ­τη, απα­τε­ώ­να και υπο­κρι­τή; Δεν ντρέ­πε­σαι; Ποιον ονο­μά­ζεις απα­τε­ώ­να; Μη δώσεις τίπο­τε, και να μην κατη­γο­ρή­σεις όμως τον άνθρω­πο. «Αλλά έχει χρή­μα­τα»,λέγει, «και προ­σποιεί­ται». Αυτό είναι κατη­γο­ρία εναν­τί­ον σου, όχι εναν­τί­ον εκεί­νου. Αυτός γνω­ρί­ζει ότι έχει να κάνει με σκλη­ρούς, με θηρία μάλ­λον παρά με ανθρώ­πους, και ότι, και αν ακό­μη μιλή­σει αξιο­λύ­πη­τα, δεν παρα­σύ­ρει κανέ­ναν· και γι’ αυτό αναγ­κά­ζε­ται να περι­βλη­θεί και με αξιο­λύ­πη­τη ενδυ­μα­σία για να σου λυγί­σει την ψυχή.

Αν δού­με κάποιον να πλη­σιά­ζει με ενδυ­μα­σία που ται­ριά­ζει σε ελεύ­θε­ρο, αυτός είναι απα­τε­ώ­νας, λέγει, και για να φανεί ότι κατά­γε­ται από ευγε­νείς πλη­σιά­ζει με αυτόν τον τρό­πο. Αν δού­με κάποιον με την αντί­θε­τη ενδυ­μα­σία, και αυτόν τον κακί­ζου­με. Τι να κάνουν λοι­πόν; Πω πω, πόση αγριό­τη­τα, πόση σκλη­ρό­τη­τα! «Και για ποιο λόγο», λέγει, «γυμνώ­νουν τα ακρω­τη­ρια­σμέ­να μέλη τους;» Για σένα. Αν ήμα­σταν ελε­ή­μο­νες, δε θα είχαν ανάγ­κη από αυτά τα τεχνά­σμα­τα· αν έπει­θαν από την πρώ­τη προ­σέ­λευ­ση, δε θα μηχα­νεύ­ον­ταν τόσα πολ­λά. Ποιος είναι τόσο άθλιος, ώστε να θέλει να φωνά­ζει τόσα πολ­λά, ώστε να θέλει να ασχη­μο­νεί, ώστε να θέλει να οδύ­ρε­ται δημό­σια με τη γυμνή γυναί­κα του, με τα παι­διά του και να πασπα­λί­ζε­ται με σκό­νη; Από πόση φτώ­χεια είναι χει­ρό­τε­ρα αυτά; Αλλά γι’ αυτά όχι μόνο δεν ελε­ούν­ται, αλλά και κατη­γο­ρούν­ται από μας. Ακό­μη λοι­πόν θα αγα­να­κτή­σου­με, επει­δή δεν εισα­κουό­μα­στε όταν προ­σευ­χό­μα­στε στον Θεό; Ακό­μη λοι­πόν θα δυσα­να­σχε­τή­σου­με, επει­δή δεν πεί­θου­με όταν παρα­κα­λού­με; Δε φρίτ­του­με, αγα­πη­τοί;

«Αλλά πολ­λές φορές», λέγει, «έδω­σα». Αλλά μήπως εσύ δεν τρως πάν­το­τε; Και τα παι­διά πολ­λές φορές όταν ζητούν τα διώ­χνεις; Πω πω αδιαν­τρο­πιά! Ονο­μά­ζεις αδιάν­τρο­πο τον φτω­χό; Και εσύ βέβαια όταν αρπά­ζεις δεν είσαι αδιάν­τρο­πος, ενώ εκεί­νος όταν παρα­κα­λεί για ψωμί είναι αδιάν­τρο­πος; Δεν κατα­λα­βαί­νεις πόση είναι η ανάγ­κη της κοι­λιάς; Δεν τα κάνεις όλα γι’ αυτό; Δεν αδια­φο­ρείς για τα πνευ­μα­τι­κά γι΄αυτόν τον λόγο; Δεν είναι μπρο­στά μας ο ουρα­νός και η βασι­λεία των ουρα­νών; Εσύ όμως φοβού­με­νος την εξου­σία εκεί­νης, υπο­μέ­νεις τα πάν­τα, και δεν την περι­φρο­νείς; Αυτή είναι αδιαν­τρο­πιά. Δεν βλέ­πεις γέρους ανά­πη­ρους; Αλλά, πω πω ανο­η­σία! «Ο τάδε», λέγει, «δανεί­ζει τόσα χρυ­σά νομί­σμα­τα, και ο τάδε τόσα, και όμως επαι­τεί». Λέτε παρα­μύ­θια για μικρά παι­διά και ανο­η­σί­ες. Για­τί και εκεί­να πάν­το­τε ακού­νε τέτοια παρα­μύ­θια από την τρο­φό τους. Δεν πεί­θο­μαι, δεν πιστεύω μακριά μία τέτοια σκέ­ψη. Δανεί­ζει κάποιος και ενώ έχει πολ­λά επαι­τεί; Πες μου, για ποιο λόγο; Και τι είναι αισχρό­τε­ρο από την επαι­τεία; Προ­τι­μό­τε­ρος ο θάνα­τος παρά η επαι­τεία.

Μέχρι πότε θα είμα­στε σκλη­ροί; Τι λοι­πόν; Όλοι δανεί­ζουν; Όλοι είναι απα­τε­ώ­νες; Κανείς δεν είναι αλη­θι­νά φτω­χός; «Ναι», λέγει, «και πολ­λοί μάλι­στα». Για­τί λοι­πόν δεν τους βοη­θείς εκεί­νους, επει­δή εξε­τά­ζεις λεπτο­με­ρώς τη ζωή τους; Πρό­σχη­μα είναι αυτά και δικαιο­λο­γία. «Τ ατοντί σε δίδου κα τν θέλον­τα π σο δανεί­σα­σθαι μ ποστραφς(:Σε εκεί­νον που σου ζητά ελεη­μο­σύ­νη δίνε, αλλά πάν­το­τε με διά­κρι­ση που θα την δια­πνέ­ει η ειλι­κρι­νής αγά­πη. Και μην περι­φρο­νή­σεις εκεί­νον που σου ζητά δανει­κά χωρίς τόκο)»[Ματθ.5,42]· άπλω­σε το χέρι σου, και μην το έχεις μαζε­μέ­νο. Δεν ορι­στή­κα­με εξε­τα­στές της ζωής των ανθρώ­πων, για­τί έτσι δεν θα ελε­ή­σου­με κανέ­ναν.

Για­τί όταν παρα­κα­λείς τον Θεό λες «να μην θυμη­θείς τις αμαρ­τί­ες μου»; Επο­μέ­νως, και αν ακό­μη είναι πάρα πολύ αμαρ­τω­λός εκεί­νος, το ίδιο να σκέ­πτε­σαι και γι΄αυτόν και να μη θυμά­σαι τις αμαρ­τί­ες του. Ο και­ρός είναι για φιλαν­θρω­πία, όχι για λεπτο­με­ρή εξέ­τα­ση· για ελεη­μο­σύ­νη, όχι για υπο­λο­γι­σμούς. Θέλει να τον θρέ­ψεις· αν θέλεις, δώσε του· αν όμως δεν θέλεις, διώ­ξε τον, χωρίς να απο­ρείς για­τί είναι άθλιος και ταλαί­πω­ρος. Για­τί δεν τον ελε­είς και για­τί απο­τρέ­πεις και αυτούς που θέλουν να τον ελε­ή­σουν; Όταν δηλα­δή ο τάδε ακού­σει από σένα ότι αυτός είναι απα­τε­ώ­νας, ότι εκεί­νος είναι υπο­κρι­τής, ότι ο άλλος δανεί­ζει, ούτε σε αυτούς δίνει ούτε σε εκεί­νους, επει­δή υπο­ψιά­ζε­ται πως όλοι είναι τέτοιοι. Γνω­ρί­ζε­τε βέβαια ότι εύκο­λα υπο­ψια­ζό­μα­στε τα κακά, ενώ τα καλά καθό­λου.

Ας γίνου­με ελε­ή­μο­νες, όχι απλώς, αλλά όπως ο Πατέ­ρας μας ο ουρά­νιος. Αυτός τρέ­φει και μοι­χούς και πόρ­νους και αγύρ­τες. Και τι λέγω; Τρέ­φει και εκεί­νους που έχουν κάθε είδος κακί­ας. Για­τί μέσα σε τόσο κόσμο είναι ανα­πό­φευ­κτο να υπάρ­χουν και πολ­λοί τέτοιοι. Όμως όλους τους τρέ­φει, όλους τους ντύ­νει. Κανείς δεν πέθα­νε ποτέ από πεί­να, εκτός αν κάποιος το ήθε­λε. Έτσι ας γίνου­με ευσπλα­χνι­κοί· αν έχει κάποιος ανάγ­κη και βρί­σκε­ται σε οικο­νο­μι­κή δυσκο­λία, βοή­θα τον. Τώρα όμως φθά­σα­με σε τόσο μεγά­λο σημείο αδια­φο­ρί­ας, ώστε να το κάνου­με αυτό όχι μόνο στους φτω­χούς που βαδί­ζουν μέσα από στε­νω­πούς, αλλά και στους μονα­χούς. «Ο τάδε είναι απα­τε­ώ­νας», λέγει. Δεν το έλε­γα αυτό προ­η­γου­μέ­νως, ότι αν δίνου­με σε όλους χωρίς διά­κρι­ση πάν­το­τε θα ελε­ού­με, αν όμως αρχί­σου­με να εξε­τά­ζου­με λεπτο­με­ρώς δε θα ελε­ή­σου­με ποτέ; Τι λες; Για να πάρει ψωμί, είναι απα­τε­ώ­νας; Αν βέβαια ζητά­ει τάλαν­τα χρυ­σού και αργύ­ρου ή πολυ­τε­λή ενδύ­μα­τα ή δού­λους ή οτι­δή­πο­τε άλλο, δίκαια θα μπο­ρού­σε να τον ονο­μά­σει κανείς απα­τε­ώ­να. Αν όμως δε ζητά­ει τίπο­τε από αυτά, αλλά τρο­φή και στέ­γη, που είναι από­δει­ξη ευσέ­βειας, αυτό, πες μου, είναι γνώ­ρι­σμα απα­τε­ώ­να;

Ας στα­μα­τή­σου­με αυτήν την άκαι­ρη, σατα­νι­κή και ολέ­θρια πολυ­πραγ­μο­σύ­νη. Αν κάποιος λέγει ότι ανή­κει στον κλή­ρο ή ονο­μά­ζει τον εαυ­τό του ιερέα, να τον περιερ­γά­ζε­σαι και να τον εξε­τά­ζεις προ­σε­κτι­κά, για­τί εκεί δεν είναι ακίν­δυ­νη η ανε­ξέ­τα­στη παρο­χή, αλλά ο κίν­δυ­νος είναι για μεγά­λα πράγ­μα­τα. Αν όμως είναι ανάγ­κη από τρο­φή, να μην εξε­τά­ζεις τίπο­τε, για­τί δε δίνεις, αλλά παίρ­νεις. Εξέ­τα­σε, αν θέλεις, πώς έδει­χνε τη φιλο­ξε­νία ο Αβρα­άμ σε όλους που έρχον­ταν κον­τά του. Αν ήταν περί­ερ­γος για εκεί­νους που κατέ­φευ­γαν σε αυτόν, δε θα φιλο­ξε­νού­σε αγγέ­λους. Για­τί ίσως δεν θα πίστευε ότι είναι άγγε­λοι και θα τους έδιω­χνε και αυτούς μαζί με τους άλλους, αλλά επει­δή τους δεχό­ταν όλους, δέχθη­κε και αγγέ­λους.

Μήπως ο Θεός σού δίνει τον μισθό από τη συμ­πε­ρι­φο­ρά αυτών που λαμ­βά­νουν; Από τη δική σου προ­αί­ρε­ση, από την ανά­λο­γη γεν­ναιο­δω­ρία, από την πολ­λή φιλαν­θρω­πία, από την καλο­σύ­νη. Αυτή ας υπάρ­χει και θα απο­λαύ­σεις όλα τα αγα­θά, τα οποία είθε να τα απο­λαύ­σου­με όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη και η τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Εβραί­ους επι­στο­λήν», ομι­λία ΙΑ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1989, τόμος 24, σελί­δες 467–493.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ποῦ ἐλπί­ζεις;

«Ην (ἐλπί­δα) ὡς ἄγκυ­ραν ἔχο­μεν τῆς ψυχῆς ἀσφα­λῆ τε καὶ βεβαί­αν καὶ εἰσερ­χο­μέ­νην εἰς τὸ ἐσώ­τε­ρον τοῦ κατα­πε­τά­σμα­τος» (Εβρ. 6,19)

ΟΣΟΙ, ἀγα­πη­τοί μου, ὅσοι ἔχε­τε ταξι­δέ­ψει μὲ πλοῖα, γνω­ρί­ζε­τε ὅτι τὰ πλοῖα, μικρὰ καὶ μεγά­λα, κι αὐτὰ τὰ ὑπε­ρω­κε­ά­νια που δια­σχί­ζουν τις θάλασ­σες καὶ τοὺς ὠκε­α­νούς, ἔχουν ἄγκυ­ρα. Ἡ ἄγκυ­ρα εἶνε ἀπα­ραί­τη­τη. Κανέ­να πλοῖο δὲν ξεκι­νά­ει, ἂν δὲν ἔχῃ τὴν ἄγκυ­ρα ἐν τάξει. Για­τὶ ὅταν σηκω­θῇ τρι­κυ­μία καὶ τὸ πλοῖο κιν­δυ­νεύῃ νὰ παρα­συρ­θῇ ἀπὸ τὰ κύμα­τα καὶ νὰ πέσῃ πάνω σὲ ξέρες καὶ νὰ γίνῃ συν­τρίμ μια, τότε ὁ πλοί­αρ­χος δια­τά­ζει τοὺς ναῦ­τες νὰ ῥίξουν τὴν ἄγκυ­ρα. Ἡ ἄγκυ­ρα, ποὺ πέφτει στὴ θάλασ­σα, ἂν πιά­σῃ στε­ρεὰ στὸν πυθ­μέ­να, τότε τὸ πλοῖο κρα­τιέ­ται γερὰ καὶ δὲν παρα­σύ­ρε­ται πιὰ ἀπὸ τὰ κύμα­τα. Ασφά­λεια τοῦ πλοί­ου στὸν και­ρὸ τῆς τρι­κυ­μί­ας εἶνε ἡ ἄγκυ­ρα.

Ἀλλὰ για­τί μιλᾶ­με ἐδῶ γιὰ ταξί­δια, γιὰ πλοῖα καὶ γιὰ ἄγκυ­ρες; Για­τὶ καὶ ἡ σημε­ρι­νή περι­κο­πὴ τοῦ Ἀπο­στό­λου μιλά­ει γιὰ ἄγκυ­ρα. Ποιά εἶνε λοι­πὸν αὐτὴ ἡ ἄγκυ­ρα, ποὺ λέει ὁ Ἀπό­στο­λος ὅτι πρέ­πει νὰ ἔχου­με; Σ’ αὐτὸ θὰ ἀπαν­τή­σου­με στὸ σημε­ρι­νό μας κήρυγ­μα.

Ὁ Ἀπό­στο­λος μιλά­ει μὲ γλῶσ­σα ἀλλη­γο­ρι­κή. Παίρ­νει, δηλα­δή, τὴν ἄγκυ­ρα σὰν μιὰ εἰκό­να, σὰν ἕνα παρά­δειγ­μα, γιὰ νὰ μᾶς διδά­ξῃ. Ἂς ἀνα­πτύ­ξου­με τὴν εἰκό­να.

* * *

Ἡ ζωή, ἀγα­πη­τοί, ποὺ ζοῦ­με στὸν κόσμο αὐτὸ μοιά­ζει μὲ ἕνα ταξί­δι. Ἀρχὴ τοῦ ταξι­διοῦ μας εἶνε ἡ μέρα ποὺ γεν­νη­θή­κα­με. Τέλος τοῦ ἐπι­γεί­ου ταξι­διοῦ μας εἶνε ἡ μέρα ποὺ θὰ πεθά­νου­με. Θάλασ­σα εἶνε ὁ κόσμος. Καὶ ὅπως στὴ θάλασ­σα δὲν εἶνε πάν­το­τε γαλή­νη, ἀλλὰ ἔρχον­ται μέρες ποὺ ἡ θάλασ­σα ταρά­ζε­ται ἀπὸ δυνα­τοὺς ἀνέ­μους καὶ σηκώ­νει τερά­στια κύμα­τα, ἔτσι καὶ ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦ­με στον κόσμο αὐτὸ δὲν εἶνε πάν­το­τε γαλή νια καὶ ἥσυ­χη. Λίγες εἶνε οἱ μέρες ποὺ ἀπο­λαμ­βά­νου­με ἡσυ­χία καὶ εἰρή­νη. Τὸν περισ­σό­τε­ρο και­ρὸ τὰ κύμα­τα δὲν μᾶς ἀφή­νουν νὰ ἡσυ­χά­σου­με καὶ ν’ ἀνα­παυ­θοῦ­με. Ἄνε­μοι καὶ κύμα­τα εἶνε οἱ θλί­ψεις καὶ τὰ βάσα­να τῆς ζωῆς. Ποιές θλί­ψεις καὶ ποιά βάσα­να; Μετρᾶς τὰ κύμα­τα; Ἄλλο τόσο μπο­ρεῖς νὰ μετρή­σῃς καὶ τὰ βάσα­να καὶ τὶς θλί­ψεις τῆς ἀνθρώ­πι­νης ζωῆς. Φτώ­χεια, ἀρρώ­στιες, ἐγκα­τα­λεί­ψεις, ἀπι­στί­ες, ἀχα­ρι­στί­ες, προ­δο­σί­ες φίλων, δια­βο­λὲς καὶ συκο­φαν­τί­ες, ἀδι­κί­ες καὶ κατα­τρεγ­μοί, πλε­ο­νε­ξί­ες καὶ ἁρπα­γές, δικα­στή­ρια, φυλα­κὲς καὶ ἐξο­ρί­ες καὶ τόσα ἄλλα κακὰ μπο­ροῦν νὰ βροῦν τὸν ἄνθρω­πο στὸ διά­στη­μα τῆς ἐπι­γεί­ου ζωῆς του. Εἶνε τόσα τὰ βάσα­να καὶ οἱ θλί­ψεις, ὥστε ἔρχον­ται στιγ­μὲς ποὺ ὁ ἄνθρω­πος χάνει το θάρ­ρος του καὶ κλο­νί­ζε­ται. Μοιά­ζει τότε μὲ ἕνα καρά­βι που βρί­σκε­ται σὲ τρι­κυ­μία καὶ κιν­δυ­νεύ­ει νὰ ναυα­γή­σῃ. Καὶ τὸ καρά­βι μὲν γιὰ τὶς ὧρες τῆς τρι­κυ­μί­ας ἔχει ἄγκυ­ρα· ὁ ἄνθρω­πος ὅμως ποὺ θλί­βε­ται καὶ χτυ­πιέ­ται ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς τί χρειά­ζε­ται γιὰ νὰ μὴν κατα­στρα­φῇ; Χρειά­ζε­ται κι αὐτὸς ἄγκυ­ρα. Ἄγκυ­ρα δὲ εἶνε ἡ ἐλπίς. Χωρὶς ἐλπί­δα δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρω­πος. Ἀλλὰ ποιά εἶνε ἡ ἐλπί­δα ἐκεί­νη, ποὺ θὰ κρα­τή­σῃ τὸν ἄνθρω­πο καὶ δὲν θὰ τὸν ἀφή­σῃ νὰ κατα­πον­τι­σθῇ μέσα στὰ ἄγρια κύμα­τα τῆς ἀπελ­πι­σί­ας;

Ἂν ῥίξου­με μιὰ ματιὰ στὴν κοι­νω­νία, θὰ δοῦ­με ὅτι οἱ ἄνθρω­ποι στη­ρί­ζουν τὴν ἐλπί­δα τους σὲ διά­φο­ρα πρό­σω­πα καὶ πράγ­μα­τα. Ἐλπί­δα ἔχουν οἱ πολ­λοὶ τὰ λεφτά, τις κατα­θέ­σεις στις τρά­πε­ζες, τὰ δια­με­ρί­σμα­τα ποὺ ἔχουν ἀγο­ρά­σει, τὰ κατα­στή­μα­τά τους, τὰ ἐργο­στά­σιά τους, τὰ πλοῖα τους. Ἄλλοι στη­ρί­ζουν τὶς ἐλπί­δες τους στην προ­στα­σία ἀνθρώ­πων ποὺ κατέ­χουν μεγά­λες θέσεις. Ἄλλοι στὴ σωμα­τι­κή τους δύνα­μι, στὴν ὑγεία, στὴν τέχνη, στὴν ἐπι­στή­μη. Ἄλλοι στὰ παι­διά τους, ποὺ περι­μέ­νουν μιὰ μέρα νὰ τοὺς γηρο­κο­μή­σουν. Καὶ ἄλλοι, τέλος, στη­ρί­ζουν τὶς ἐλπί­δες τους στὰ πολι­τι­κὰ πράγ­μα­τα, στὰ μεγά­λα καὶ ἰσχυ­ρὰ κρά­τη ποὺ συμ­πα­θοῦν ἰδε­ο­λο­γι­κῶς καὶ ἐλπί­ζουν ὅτι θὰ νική­σουν καὶ θὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σουν τους πόθους τους.

Ἀλλὰ εἶνε ἀνάγ­κη νὰ ποῦ­με πόσο ἀπα­τη­λές, πόσο ψεύ­τι­κες εἶνε οἱ ἐλπί­δες αὐτές; Ὅσοι πέρα­σαν τὰ χρό­νια μας καὶ ἄσπρι­σαν τὰ μαλ­λιά μας καὶ βαδί­ζου­με τώρα πρὸς τὸν τάφο, μέσα στὰ τελευ­ταία 50 χρό­νια εἴδα­με νὰ γίνων­ται τόσες μετα­βο­λὲς στὸν κόσμο καὶ ἔχου­με ἀπο­κτή­σει μιὰ πεῖ­ρα πολύ­τι­μη καὶ διδα­κτι­κή. Εἴδα­με ἀνθρώ­πους, ποὺ ἦταν φιλάρ­γυ­ροι καὶ μάζευαν λεφτὰ καὶ νόμι­ζαν ὅτι δὲν ἔχουν ἀνάγ­κη κανέ­ναν. Τὸ χρῆ­μα εἶχαν κάνει θεό τους. Ἡ ἐλπί­δα τους ἦταν τὸ χρῆ­μα. Μὰ ἦρθε ὁ παγ­κό­σμιος πόλε­μος, ἀνέ­τρε­ψε τὰ πάν­τα, ξευ­τέ­λι­σε τὰ νομί­σμα­τα, καὶ ἔτσι μιὰ μέρα αὐτὸς ποὺ εἶχε ἕνα ἑκα­τομ­μύ­ριο εἶδε τὰ χρή­μα­τα νὰ χάνουν τὴν ἀξία τους τόσο πολύ, ποὺ νὰ μὴ μπο­ρῇ μὲ τὸ ἑκα­τομ­μύ­ριο νὰ ἀγο­ρά­σῃ ἕνα καρ­βέ­λι ψωμί. Εἴδα­με τις μετο­χὲς τῶν τρα­πε­ζῶν νὰ γίνων­ται χαρ­τιὰ χωρὶς ἀξία, χαρ­τιὰ γιὰ πού­λη­μα καὶ περι­τύ­λιγ­μα. Εἴδα­με σπί­τια νὰ γκρε­μί­ζων­ται ἀπὸ βομ­βαρ­δι­σμό τῶν ἀερο­πλά­νων. Εἴδα­με χωριά καὶ πόλεις νὰ καί­γων­ται. Εἴδα­με στρα­τη­γούς, κυβερ­νῆ­τες καὶ δικτά­το­ρες μεγά­λων κρα­τῶν, ποὺ τοὺς ἔτρε­με ὁ κόσμος, νὰ πέφτουν, νὰ γίνων­ται οἱ πιὸ ἀδύ­να­μοι· οἱ φίλοι καὶ θαυ­μα­σταί τους νὰ ἐξα­φα­νί­ζων­ται, κι αὐτοὶ νὰ πεθαί­νουν μ ̓ ἕναν ἄτι­μο κ’ ἐξευ­τε­λι­στι­κὸ θάνα­το ἢ νὰ αὐτο­κτο­νοῦν ἢ νὰ συλ­λαμ­βά­νων­ται καὶ νὰ ἐκτε­λοῦν­ται. Εἴδα­με ἀνθρώ­πους, ποὺ εἶχαν ὑγεία ἀτσά­λι­νη, ξαφ­νι­κὰ νὰ πέφτουν στὸ κρε­βά­τι, νὰ λυώ­νουν σὰν τὸ κερὶ καί, ἐνῷ ἄλλο­τε ἔστυ­βαν καὶ τὴν πέτρα, τώρα νὰ μὴ μπο­ροῦν νὰ σηκώ­σουν οὔτε τὸ κου­τά­λι νὰ φᾶνε. Ἄλλους, ποὺ εἶχαν παι­διὰ καὶ κοπί­α­σαν πολὺ γιὰ νὰ τὰ μεγα­λώ­σουν καὶ νὰ τὰ κάνουν ἀνθρώ­πους, ὅταν γέρα­σαν, εἴδα­με νὰ τοὺς ἐγκα­τα­λεί­πουν τὰ ἀχά­ρι­στα παι­διὰ καὶ οἱ δυστυ­χι­σμέ­νοι γονεῖς νὰ βρί­σκουν ἄσυ­λο σε κάποιο γηρο­κο­μεῖο. Εἴδα­με κόμ­μα­τα νὰ δια­λύ­ων­ται καὶ ἄλλα νέα νὰ ἐμφα­νί­ζων­ται, κι αὐτὰ πάλι νὰ παλιώ­νουν καὶ νεώ­τε­ρα νὰ παρου­σιά­ζων­ται, καὶ ὁ τρο­χὸς τῆς πολι­τι­κῆς νὰ τρέ­χῃ διαρ­κῶς καὶ τὰ ἄνω νὰ γίνων­ται κάτω καὶ τὰ κάτω ἄνω. Εἴδα­με…

Τί δεί­χνουν ὅλα αὐτά; Δεί­χνουν, ὅτι οἱ ἐλπί­δες, ποὺ στη­ρί­ζουν οἱ ἄνθρω­ποι στὰ διά­φο­ρα πρό­σω­πα ή πράγ­μα­τα, δὲν εἶχαν βάσεις στε­ρε­ές. Οἱ ἐλπί­δες τους μοιά­ζου­νε μὲ ἄγκυ­ρα, ποὺ ἡ ἁλυ­σί­δα της δὲν ἄντε­ξε στὰ ἄγρια κύμα­τα, ἔσπα­σε, κι ἄφη­σε τὸ πλοῖο ἀπρο­στά­τευ­το. Ἤ, γιὰ νὰ φέρου­με ἕνα ἄλλο παρά­δειγ­μα, οἱ ἄνθρω­ποι, ποὺ στη­ρί­ζουν τὶς ἐλπί­δες τους στὰ πράγ­μα­τα τοῦ κόσμου, μοιά­ζουν μ ̓ ἐκεῖ­νον ποὺ στη­ρί­ζε­ται πάνω σ ̓ ἕνα ῥαβδὶ ἀπὸ καλά­μι. Τὸ καλά­μι θὰ σπά­σῃ καὶ οἱ ἀγκί­δες τοῦ σπα­σμέ­νου καλα­μιοῦ θὰ μποῦν στὴ σάρ­κα του (βλ. Ησ. 36,6· Ιεζ. 29,6–7).

Δὲν ὑπάρ­χει λοι­πὸν ἐλπί­δα, ἄγκυ­ρα δυνα­τή, ποὺ νὰ μὴ μπο­ρῇ κανέ­νας ἄνε­μος, κανέ­να κῦμα νὰ τὴν συν­τρί­ψῃ; Υπάρ­χει, ἀγα­πη­τοί μου. Δὲν εἶνε οὔτε τὰ πλού­τη οὔτε ἡ σωμα­τι­κὴ δύνα­μι οὔτε ἡ τέχνη καὶ ἡ ἐπι­στή­μη οὔτε ἡ πολι­τι­κὴ καὶ οἱ διά­φο­ρες ἰδε­ο­λο­γί­ες οὔτε τὰ ὑψη­λὰ πρό­σω­πα οὔτε τὰ ἰσχυ­ρὰ κρά­τη οὔτε ἡ φιλία καὶ ἡ συμ­μα­χία τους. Ελπί­δα στα­θε­ρή, ἀλη­θι­νή, φωνά­ζει σήμε­ρα ὁ Ἀπό­στο­λος, εἶνε μία. Εἶνε ὁ Χρι­στός.

Ὁ Χρι­στὸς δὲν βρί­σκε­ται σωμα­τι­κῶς στὴ γῆ. Βρί­σκε­ται στοὺς οὐρα­νούς. Ὅποιος πιστεύ­ει στὸ Χρι­στὸ ἔχει τὴν ἐλπί­δα του σὰν ἄγκυ­ρα ποὺ εἶνε ριγ­μέ­νη στε­ρεὰ καὶ ἀκλό­νη­τη πολὺ ψηλά, πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἐκεῖ ὅπου εἶνε ὁ Χρι­στός, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ πιστὸς κρα­τιέ­ται καὶ δὲν φοβᾶ­ται μήπως πέσῃ στὸ χάος τῆς ἀπελ­πι­σί­ας. Αἰσθά­νε­ται μέσ’ στὴν καρ­διά του τὸ Χρι­στὸ νὰ τὸν παρη­γο­ρῇ, νὰ τὸν ἐνι­σχύῃ στὶς δύσκο­λες στιγ­μὲς τῆς ζωῆς του. Κι ὅταν ἀκό­μη ὁ πιστὸς περ­νάῃ τὸ γεφύ­ρι τοῦ θανά­του, ἡ ἐλπί­δα δὲν τὸν ἀφή­νει. Τον συνο­δεύ­ει μέχρι την τελευ­ταία στιγ­μή. Ἔτσι ὁ πιστὸς φεύ­γει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ μὲ τὴν βεβαία ἐλπί­δα, ὅτι πάνω στοὺς οὐρα­νοὺς θὰ συναν­τή­σῃ τὸ Χρι­στὸ καὶ αἰώ­νια θὰ ζήσῃ στὸν κόσμο τῆς χαρᾶς καὶ εὐτυ­χί­ας.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek