ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (Αποστολική Περικοπή)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ — Πράξεις (A΄ 1 — 8)

Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, κεφ. A΄, εδά­φια 1–8

Τὸν μὲν πρῶ­τον λόγον ἐποι­η­σά­μην περὶ πάν­των, ὦ Θεό­φι­λε, ὧν ἤρξα­το ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδά­σκειν ἄχρι ἧς ἡμέ­ρας ἐντει­λά­με­νος τοῖς ἀπο­στό­λοις διὰ Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου οὓς ἐξε­λέ­ξα­το ἀνε­λή­φθη· οἷς καὶ παρέ­στη­σεν ἑαυ­τὸν ζῶν­τα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολ­λοῖς τεκμη­ρί­οις, δι᾿ ἡμε­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀπτα­νό­με­νος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ. καὶ συνα­λι­ζό­με­νος παρήγ­γει­λεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιερο­σο­λύ­μων μὴ χωρί­ζε­σθαι, ἀλλὰ περι­μέ­νειν τὴν ἐπαγ­γε­λί­αν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκού­σα­τέ μου· ὅτι ᾿Ιωάν­νης μὲν ἐβά­πτι­σεν ὕδα­τι, ὑμεῖς δὲ βαπτι­σθή­σε­σθε ἐν Πνεύ­μα­τι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολ­λὰς ταύ­τας ἡμέ­ρας. Οἱ μὲν οὖν συνελ­θόν­τες ἐπη­ρώ­των αὐτὸν λέγον­τες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρό­νῳ τού­τῳ ἀπο­κα­θι­στά­νεις τὴν βασι­λεί­αν τῷ ᾿Ισρα­ήλ; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶ­ναι χρό­νους ἢ και­ροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθε­το ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξου­σίᾳ, ἀλλὰ λήψε­σθε δύνα­μιν ἐπελ­θόν­τος τοῦ ῾Αγί­ου Πνεύ­μα­τος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ἔν τε ῾Ιερου­σα­λὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιου­δαίᾳ καὶ Σαμα­ρείᾳ καὶ ἕως ἐσχά­του τῆς γῆς.

Εγώ, ω Θεό­φι­λε, στο πρώ­τον βιβλί­ον που έγρα­ψα, δηλα­δή στο Ευαγ­γέ­λιον, έκα­μα λόγον δι’ όλα όσα έπρα­ξε και εδί­δα­ξεν ο Ιησούς από την αχήν μέχρι την ημέ­ραν, που ανε­λή­φθη στους ουρα­νούς, αφού προ­η­γου­μέ­νως έδω­κε, δια μέσου του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, εντο­λάς στους Απο­στό­λους, τους οποί­ους ο ίδιος είχεν εκλέ­ξει. Εις αυτούς δε και παρου­σί­α­σε τον ευα­τόν του ζων­τα­νόν, ύστε­ρα από το σωτή­ριον πάθος του, και έδω­σε πολ­λάς απο­δεί­ξεις, ότι ήτο πράγ­μα­τι ζων­τα­νός. Επί σαράν­τα δε ημέ­ρας παρου­σιά­ζε­το εις αυτούς και τους εδί­δα­σκε αλη­θεί­ας περί της βασι­λεί­ας του Θεού. Και καθώς συνα­νε­στρέ­φε­το και συνέ­τρω­γε συχνά με αυτούς, τους έδω­κε παραγ­γε­λί­αν· “να μη απο­μα­κρύ­νε­σθε από την Ιερου­σα­λήμ, αλλά να περι­μέ­νε­τε την εκπλή­ρω­σιν της υπο­σχέ­σε­ως του Πατρός, την απο­στο­λήν δηλα­δή του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, δια την οποί­αν με έχε­τε ακού­σει να σας ομι­λώ. Διό­τι ο μεν Ιωάν­νης εβά­πτι­σε με νερό μόνον, χωρίς να μετα­δώ­ση ανα­γέν­νη­σιν και πνευ­μα­τι­κήν ζωήν. Σεις όμως θα βαπτι­σθή­τε με το Πνεύ­μα το Αγιον, ύστε­ρα από ολί­γας ημέ­ρας”. Επει­τα από αυτά τα λόγια του Κυρί­ου ήλθαν όλοι μαζή οι μαθη­ταί προς αυτόν και τον ηρώ­τη­σαν λέγον­τες· “Κυριε, πες μας, εάν στον και­ρόν τού­τον, που διερ­χό­με­θα, πρό­κει­ται να απο­κα­τα­στή­σης πάλιν ένδο­ξον την βασι­λεί­αν του Ισρα­ήλ;” Ο Ιησούς όμως τους είπε· “δεν είναι ιδι­κόν σας έργον και δικαί­ω­μα να γνω­ρί­σε­τε τα χρό­νια η τους ωρι­σμέ­νους και­ρούς, τους οποί­ους ο Πατήρ εκρά­τη­σε εις την ιδι­κήν του εξου­σί­αν και παγ­γνω­σί­αν. Θα λάβε­τε όμως δύνα­μιν, όταν έλθη εις σας το Πνεύ­μα το Αγιον, και τότε θα γίνε­τε μάρ­τυ­ρές μου, οι οποί­οι θα διδά­ξε­τε τα περί εμού εις την Ιερου­σα­λήμ και όλην την Ιου­δαί­αν και Σαμά­ρειαν και έως τα πλέ­ον μακρυ­νά και απο­μο­νω­μέ­να σημεία της γης”. 

Το πρώ­το βιβλίο, που ονο­μά­ζε­ται Ευαγ­γέ­λιο, το έγρα­ψα, Θεό­φι­λε, για να εξι­στο­ρή­σω σ’ αυτό περι­λη­πτι­κά όλα όσα έκα­νε και δίδα­ξε ο Ιησούς από την αρχή της δημό­σιας δρά­σε­ώς του μέχρι την ημέ­ρα που ανα­λή­φθη­κε στους ουρα­νούς, αφού προ­η­γου­μέ­νως με συνερ­γό και το Άγιον Πνεύ­μα έδω­σε εντο­λές στους απο­στό­λους που είχε δια­λέ­ξει ο ίδιος. Μετά το πάθος του και το θάνα­τό του παρου­σιά­στη­κε σ’ αυτούς τους ίδιους ζων­τα­νός. Και με πολ­λές απο­δεί­ξεις ο ανα­στη­μέ­νος Κύριος τους βεβαί­ω­σε ότι πραγ­μα­τι­κά ήταν ζων­τα­νός. Και επί σαράν­τα ημέ­ρες εμφα­νι­ζό­ταν σ’ αυτούς κατά δια­στή­μα­τα και τους μιλού­σε για τις αλή­θειες και τα μυστή­ρια που ανα­φέ­ρον­ταν στην βασι­λεία του Θεού. Κι ενώ έτρω­γε μαζί τους την ίδια τρο­φή που έτρω­γαν κι εκεί­νοι, τους έδω­σε την εξής εντο­λή: Μην απο­μα­κρυν­θεί­τε από τα Ιερο­σό­λυ­μα, αλλά να περι­μέ­νε­τε την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της υπο­σχέ­σε­ως που ακού­σα­τε από το στό­μα μου, ότι διό­τι ο Πατήρ θα σας στεί­λει το Άγιον Πνεύ­μα. Είναι ανάγ­κη να περι­μέ­νε­τε να λάβε­τε το Άγιον Πνεύ­μα, διό­τι ο Ιωάν­νης βάπτι­σε με απλό νερό, και το βάπτι­σμά του συνε­πώς δεν είχε τη δύνα­μη να ανα­γεν­νή­σει εκεί­νους που βαπτί­ζον­ταν μ’ αυτό. Εσείς όμως θα βαπτι­σθεί­τε με το Άγιον Πνεύ­μα όχι πολ­λές μέρες μετά από αυτές που διερ­χό­μα­στε. Ύστε­ρα λοι­πόν από τις ελπί­δες αυτές που έδω­σε ο Χρι­στός στους μαθη­τές του, συγ­κεν­τρώ­θη­καν όλοι μαζί και τον ρωτού­σαν: Κύριε, πες μας? στο χρο­νι­κό διά­στη­μα των ημε­ρών αυτών πρό­κει­ται να απο­κα­τα­στή­σεις στην παλαιά της δύνα­μη και δόξα τη βασι­λεία για τον Ισρα­ήλ; Ο Ιησούς όμως τους είπε: Δεν ανή­κει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαί­ω­μα να γνω­ρί­σε­τε τα χρό­νια ή τους ορι­σμέ­νους μήνες και τις ημέ­ρες, τα οποία ο Πατήρ κρά­τη­σε στην απο­κλει­στι­κή εξου­σία του. Αυτός μόνον τα γνω­ρί­ζει και μόνον αυτός θα ολο­κλη­ρώ­σει όσα θα συν­τε­λε­σθούν κατά τη διάρ­κεια αυτών των χρό­νων. Θα λάβε­τε όμως ενί­σχυ­ση και δύνα­μη, όταν θα έλθει πάνω σας το Άγιον Πνεύ­μα. Και θα γίνε­τε μάρ­τυ­ρες της ζωής μου και της διδα­σκα­λί­ας μου και στη Ιερου­σα­λήμ και σ’ όλη την Ιου­δαία και στη Σαμά­ρεια και μέχρι το τελευ­ταίο και πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο σημείο της γης. 

Tὸ πρῶ­το βιβλίο συνέ­γρα­ψα, Θεό­φι­λε, γιὰ ὅλα, ὅσα ὁ Ἰησοῦς ἔπρα­ξε καὶ δίδα­ξε, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὴν ἡμέ­ρα ποὺ ἀνε­λή­φθη, ἀφοῦ μὲ Πνεῦ­μα Ἅγιο ἔδω­σε ἐντο­λὲς στοὺς ἀπο­στό­λους ποὺ ἐξέ­λε­ξε. Σ’ αὐτοὺς καὶ ἀπέ­δει­ξε τὸν ἑαυ­τό του ζων­τα­νὸ μετὰ τὸ θάνα­τό του μὲ πολ­λὰ τεκμή­ρια. Γιὰ σαράν­τα ἡμέ­ρες ἐμφα­νι­ζό­ταν σ’ αὐτοὺς καὶ μιλοῦ­σε γιὰ τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Kαὶ παρου­σια­ζό­με­νος σὲ σύνα­ξί τους τοὺς εἶπε: «Nὰ μὴν ἀπο­μα­κρυν­θῆ­τε ἀπὸ τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, ἀλλὰ νὰ περι­μέ­νε­τε νὰ ἐκπλη­ρώ­σῃ ὁ Πατέ­ρας τὴν ὑπό­σχε­σι, γιὰ τὴν ὁποία ἀκού­σα­τε ἀπὸ μένα. Διό­τι ὁ μὲν Ἰωάν­νης βάπτι­σε μὲ νερό, σεῖς δὲ σὲ λίγες ἡμέ­ρες θὰ βαπτι­σθῆ­τε μὲ Πνεῦ­μα Ἅγιο». Ἐκεῖ­νοι δὲ ὅλοι μαζὶ τὸν πλη­σί­α­σαν καὶ τὸν ρώτη­σαν: «Kύριε, θ’ ἀπο­κα­τα­στή­σῃς τὸν και­ρὸ τοῦ­το τὴ βασι­λεία στὸν Ἰσρα­ήλ;». Tοὺς εἶπε δέ: «Δὲν ἀνή­κει σὲ σᾶς νὰ γνω­ρί­ζε­τε χρό­νους ἢ και­ρούς, τοὺς ὁποί­ους ὁ Πατέ­ρας ἔθε­σε στὴ δική του ἐξου­σία. Ἀλλὰ θὰ λάβε­τε δύνα­μι, ὅταν ἔλθῃ ἐπά­νω σας τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, καὶ θὰ μοῦ εἶσθε μάρ­τυ­ρες (κήρυ­κες) στὴν Ἱερου­σα­λήμ, καὶ σ’ ὅλη τὴν Ἰου­δαία καὶ Σαμά­ρεια, καὶ ὣς τὰ πέρα­τα τῆς γῆς».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Απο­στο­λι­κής Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Τν μν πρτον λόγον ποι­η­σά­μην περ πάν­των, Θεό­φι­λε, ν ρξα­το  ησος ποιεν τε κα διδά­σκειν χρι ς μέρας ντει­λά­με­νος τος ποστό­λοις δι Πνεύ­μα­τος γίου ος ξελέ­ξα­το νελή­φθη(:το πρώ­το βιβλίο, που ονο­μά­ζε­ται Ευαγ­γέ­λιο, το έγρα­ψα, Θεό­φι­λε, για να εξι­στο­ρή­σω σε αυτό περι­λη­πτι­κά όλα όσα έκα­νε και δίδα­ξε ο Ιησούς από την αρχή της δημό­σιας δρά­σε­ώς Του μέχρι την ημέ­ρα που ανα­λή­φθη­κε στους ουρα­νούς, αφού προ­η­γου­μέ­νως με συνερ­γό και το Άγιο Πνεύ­μα έδω­σε εντο­λές στους απο­στό­λους που είχε δια­λέ­ξει ο Ίδιος)»[Πράξ. 1,1–2]

Σε πολ­λούς αυτό εδώ το βιβλίο δεν είναι αρκε­τά γνω­στό, ούτε αυτό το ίδιο ούτε ο συγ­γρα­φέ­ας του. Γι’ αυτό και προ­τί­μη­σα προ­πάν­των να ασχο­λη­θώ με το έργο αυτό, ώστε και αυτούς που το αγνο­ούν να διδά­ξω και έναν τόσο μεγά­λο θησαυ­ρό να μην αφή­σω να αγνο­εί­ται και να μένει απο­κρυμ­μέ­νος· διό­τι θα μπο­ρέ­σει να μας ωφε­λή­σει όχι λιγό­τε­ρο από τα ίδια τα ευαγ­γέ­λια· είναι γεμά­το από τόση πολ­λή φιλο­σο­φία και ορθό­τη­τα διδα­σκα­λί­ας πίστε­ως και επί­δει­ξη θαυ­μά­των που έχουν γίνει μάλι­στα από το άγιο Πνεύ­μα.

Ας μην το εξε­τά­ζου­με λοι­πόν επι­πό­λαια, αλλά προ­σε­κτι­κά. Διό­τι και τις προ­φη­τεί­ες που προ­λέ­γει ο Χρι­στός στα ευαγ­γέ­λια είναι δυνα­τόν να τις δεις να πραγ­μα­το­ποιούν­ται εδώκαι από τα ίδια τα γεγο­νό­τα να δια­λάμ­πει η αλή­θεια, και μεγά­λη μετα­βο­λή των μαθη­τών προς το καλύ­τε­ρο να έχει γίνει σε αυτούς από την ενέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Διό­τι και εκεί­να που άκου­σαν να λέει ο Χρι­στός, ότι δηλα­δή: «μν μν λέγω μν,  πιστεύ­ων ες μέ, τ ργα  γ ποι κκενος ποι­ή­σει, κα μεί­ζο­να τού­των ποι­ή­σει(:αλη­θι­νά, αλη­θι­νά σας λέω ότι εκεί­νος που πιστεύ­ει σε μένα, τα υπερ­φυ­σι­κά έργα που εγώ ενερ­γώ θα τα κάνει και εκεί­νος, αλλά και μεγα­λύ­τε­ρα απ’ αυτά θα κάνει˙ διό­τι θα θερα­πεύ­ει και θα ανα­σταί­νει ψυχές και θα συν­τε­λεί θαυ­μα­στές αλλοιώ­σεις στην εσω­τε­ρι­κή ζωή των ανθρώ­πων. Και θα τα πραγ­μα­το­ποιεί όλα αυτά με τη δική Μου επε­νέρ­γεια)» [Ιω. 14,12], και να προ­λέ­γει στους μαθη­τές ότι θα οδη­γη­θούν σε ηγε­μό­νες και βασι­λείς και ότι θα τους μαστι­γώ­σουν στις συνα­γω­γές τους[βλ. Ματθ. 10,17–18: «Προ­σέ­χε­τε δ π τν νθρώ­πων· παρα­δώ­σου­σι γρ μς ες συνέ­δρια κα ν τας συνα­γω­γας ατν μαστι­γώ­σου­σιν μς·κα π γεμό­νας δ κα βασι­λες χθή­σε­σθε νεκεν μο ες μαρ­τύ­ριον ατος κα τος θνε­σιν (:έχον­τας ως μόνο όπλο τη φρό­νη­ση και την ακα­κία αυτή να προ­φυ­λά­γε­στε απ’ τους ανθρώ­πους· διό­τι θα σας παρα­δώ­σουν σε συνέ­δρια για να κατα­δι­κα­στεί­τε απ’ αυτά και στις συνα­γω­γές τους, και θα σας μαστι­γώ­σουν μπρο­στά στον λαό. Ακό­μη θα σας σύρουν μπρο­στά σε ηγε­μό­νες και σε βασι­λείς ως κατη­γο­ρού­με­νους για μένα, για να δώσε­τε μαρ­τυ­ρία για το πρό­σω­πό μου που να την ακού­σουν και αυτοί και οι εθνι­κοί, ώστε να μην προ­φα­σί­ζον­ται ύστε­ρα ότι δεν άκου­σαν το κήρυγ­μά σας)» και ότι θα υπο­στούν σκλη­ρά δει­νά και ότι θα υπε­ρι­σχύ­σουν σε όλα, και ότι το ευαγ­γέ­λιο θα κηρυ­χτεί σε όλο τον κόσμο, όλα αυτά είναι δυνα­τόν να τα δεις στο βιβλίο αυτό να εκπλη­ρώ­νον­ται με κάθε ακρί­βεια και άλλα περισ­σό­τε­ρα από αυτά, που έχει πει ο Κύριος όταν ζού­σε μαζί τους.

Θα δεις και εδώ τους απο­στό­λους σαν πτη­νά να δια­τρέ­χουν την ξηρά, και τη θάλασ­σα και τους δει­λούς εκεί­νους και ασύ­νε­τους μεμιάς να γίνον­ται εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κοί άνθρω­ποικαι περι­φρο­νη­τές χρη­μά­των και δόξας, και θυμού και επι­θυ­μί­ας, όλων γενι­κά να έχουν γίνει ανώ­τε­ροι, και να έχουν μεγά­λη ομό­νοια και που­θε­νά κανέ­να φθό­νο, όπως πριν, ούτε σφο­δρή επι­θυ­μία για πρω­τεία, αλλά όλη η αρε­τή σε αυτούς να είναι τέλεια, και την αγά­πη να δια­λάμ­πει υπερ­βο­λι­κά, για την οποία και πολ­λά παράγ­γει­λε σε αυτούς λέγον­τας ότι «ν τούτ γνώ­σον­ται πάν­τες τι μο μαθη­ταί στε, ἐὰν γάπην χητε ν λλή­λοις(:απ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθη­τές, από το αν δηλα­δή έχε­τε αγά­πη μετα­ξύ σας. Η αγά­πη αυτή θα σας εξα­σφα­λί­σει την ανα­γνώ­ρι­ση, τον σεβα­σμό και την εκτί­μη­ση των ανθρώ­πων περισ­σό­τε­ρο από τη θαυ­μα­τουρ­γι­κή σας δρά­ση)»[:Ιω. 13,35].

Υπάρ­χουν και εδώ δόγ­μα­τα να βρεις που αν δεν ήταν αυτό εδώ το βιβλίο, σε κανέ­να δεν θα γινό­ταν τόσο γνω­στά με τόση σαφή­νεια· αλλά και το κυριό­τε­ρο μέρος της σωτη­ρί­ας μας θα απο­κρυ­βό­ταν και θα έμει­νε άγνω­στο και ως προς την ζωή και ως προς τα δόγ­μα­τα.

Και το περισ­σό­τε­ρο από όσα εξι­στο­ρούν­ται εδώ είναι οι πρά­ξεις του Παύ­λου, που κόπια­σε πιο πολύ από όλους. Και αιτία αυτού είναι ότι ο συγ­γρα­φέ­ας αυτού του βιβλί­ου ήταν μαθη­τής του, ο μακά­ριος Λου­κάς, του οποί­ου μεν την αρε­τή είναι δυνα­τό να δεις και από πολ­λά μεν άλλα, κυρί­ως όμως το ότι βρι­σκό­ταν συνέ­χεια κον­τά στον διδά­σκα­λό του και πάν­το­τε τον παρα­κο­λου­θού­σε.

Όταν λοι­πόν ο Δήμας και ο Ερμο­γέ­νης [βλ. Β’ Τιμ. 1,15: «Οδας τοτο, τι πεστρφησν με πντες ο ν τ ᾿Ασίᾳν στι Φγελ­λος κα Ερμογνης (: γνω­ρί­ζεις ότι με εγκα­τέ­λει­ψαν και με απο­στρά­φη­καν όλοι αυτοί που τώρα είναι στην επαρ­χία της Ασί­ας, μετα­ξύ των οποί­ων είναι ο Φύγε­λος και ο Ερμο­γέ­νης)»], τον εγκα­τέ­λει­ψαν ανα­χω­ρών­τας ο ένας στην Γαλ­λία και ο άλλος στην Δαλ­μα­τία, άκου­σε τι λέει για τον Λου­κά ο από­στο­λος Παύ­λος: «Δημς γρ με γκατλιπεν γαπσας τν νν αἰῶνα, κα πορεθη ες Θεσ­σα­λονκην, Κρσκης ες Γαλαταν, Ττος ες Δαλ­ματαν· Λουκς στι μνος μετ’ μο. Μρκον ναλαβν γε μετ σεαυ­το· στι γρ μοι εχρη­στος ες δια­κοναν(:σε θέλω κον­τά μου διό­τι ο Δημάς με εγκα­τέ­λει­ψε επει­δή αγά­πη­σε τη ματαιό­τη­τα αυτού του κόσμου και πήγε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ο Κρή­σκης πήγε στη Γαλα­τία, ο Τίτος στη Δαλ­μα­τία. Μόνο ο Λου­κάς είναι μαζί μου)» [Β’ Τιμ. 4,10–11].

Και προς τους Κοριν­θί­ους γρά­φον­τας λέει γι’ αυτόν : «Συνε­πέμ­ψα­μεν δ μετ᾿ ατο τν δελφν ο  παι­νος ν τ εαγγε­λί δι πασν τν κκλη­σιν(:στεί­λα­με μαζί του τον αδελ­φό που επαι­νεί­ται από όλες τις Εκκλη­σί­ες για την επι­τυ­χία με την οποία κηρύτ­τει το Ευαγ­γέ­λιο)»[Β’ Κορ. 8,18]. Και όταν λέει ότι «κα τι φθη Κηφ, ετα τος δώδε­κα(:και εμφα­νί­στη­κε ο Κύριος μετά την Ανά­στα­σή Του στον Κηφά-δηλα­δή στον Πέτρο- και έπει­τα στους δώδε­κα Απο­στό­λους)»[Α’ Κορ. 15,5], και «Γνω­ρί­ζω δ μν, δελ­φοί, τ εαγγέ­λιον  εηγγε­λι­σά­μην μν,  κα παρε­λά­βε­τε, ν  κα στή­κα­τε (: σας γνω­στο­ποιώ λοι­πόν αδελ­φοί, το Ευαγ­γέ­λιο που σας δίδα­ξα, το οποίο και παρα­λά­βα­τε και στο οποίο μένε­τε αμε­τα­κί­νη­τοι από τότε)»[Α’ Κορ. 15,1], το ευαγ­γέ­λιο του Λου­κά εννο­εί· ώστε δεν θα έσφαλ­λε κανέ­νας απο­δί­δον­τας σε αυτόν την πραγ­μα­τεία αυτή. Και όταν λέω «σε αυτόν», εννοώ τον Χρι­στό. Και εάν θα έλε­γε κάποιος, «και τι, τέλος πάν­των, δεν τα συνέ­γρα­ψε όλα ενώ βρι­σκό­ταν μαζί του μέχρι τέλους;». Εκεί­νο θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, ότι και αυτά ήταν αρκε­τά σε εκεί­νους που θέλουν να προ­σέ­χουν και ότι στα κατε­πεί­γον­τα πάν­το­τε έστρε­φαν την προ­σο­χή τους, και ότι η φρον­τί­δα τους δεν ήταν η συγ­γρα­φή· διό­τι πολ­λά μας τα παρέ­δω­σαν και με την άγρα­φη παρά­δο­ση.

Και όλα βέβαια όσα περιέ­χον­ται στο βιβλίο αυτό είναι αξιο­θαύ­μα­στα, κυρί­ως όμως η συγ­κα­τά­βα­ση των απο­στό­λων, την οποία και το Άγιο Πνεύ­μα υπέ­βαλ­λε σε αυτούς προ­ε­τοι­μά­ζον­τάς τους να εμμέ­νουν στον λόγο του Θεού για την σωτη­ρία των ανθρώ­πων. Γι’ αυτό ακρι­βώς ενώ δίδα­ξαν τόσα πολ­λά για τον Χρι­στό, για την μεν θεό­τη­τα του λίγα έχουν πει, και για την ανθρώ­πι­νη φύση Του περισ­σό­τε­ρα δίδα­σκαν, για το Πάθος, την Ανά­στα­ση και την Ανά­λη­ψη· διό­τι κατά πρώ­το λόγο το ζητού­με­νο ήταν αυτό, να γίνει δηλα­δή πιστευ­τό από τον κόσμο, ότι ανα­στή­θη­κε και ανα­λή­φθη­κε στους ουρα­νούς.

Όπως λοι­πόν και ο ίδιος ο Χρι­στός περισ­σό­τε­ρο από όλα προ­σπα­θού­σε να απο­δεί­ξει ότι έχει έλθει από τον Πατέ­ρα Του, έτσι και ο Λου­κάς προ­σπα­θεί να απο­δεί­ξει, ότι ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε και ανα­λή­φθη­κε και πήγε προς τον Πατέ­ρα Του, από τον οποίο και είχε έλθει. Διό­τι εάν αυτό δεν γινό­ταν πιστευ­τό προ­η­γου­μέ­νως, πολύ περισ­σό­τε­ρο, με την προ­σθή­κη όσων έγι­ναν κατά την Ανά­στα­ση και την Ανά­λη­ψη, το όλο δόγ­μα θα φαι­νό­ταν στους Ιου­δαί­ους ότι είναι απί­στευ­το. Γι’ αυτό σιγά-σιγά και ήρε­μα τους ανε­βά­ζει στα ψηλό­τε­ρα.

Στην Αθή­να ακό­μη και απλώς άνθρω­πο Τον ονο­μά­ζει ο Παύλος[Πράξ. 17,31: «διό­τι στη­σεν μέραν ν  μέλ­λει κρί­νειν τν οκου­μέ­νην ν δικαιο­σύνν νδρ  ρισε, πίστιν παρα­σχν πσιν ναστή­σας ατν κ νεκρν (:διό­τι ο Θεός έχει καθο­ρί­σει μία ημέ­ρα κατά την οποία πρό­κει­ται να κρί­νει την οικου­μέ­νη με δικαιο­σύ­νη μέσω ενός άνδρα, τον οποίο όρι­σε κρι­τή. Ο Θεός μάλι­στα έδω­σε βέβαιη από­δει­ξη ότι ο άνδρας αυτός θα είναι κρι­τής όλων μας, ανα­σταί­νον­τας αυτόν από τους νεκρούς)»χωρίς να πει τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο. Και ορθά. Διό­τι αν τον ίδιο τον Χρι­στό που δίδα­σκε την ισό­τη­τα Του προς τον Πατέ­ρα, επι­χεί­ρη­σαν πολ­λές φορές να λιθο­βο­λή­σουν και γι’ αυτή την διδα­σκα­λία Του Τον απο­κά­λε­σαν βλάσφημο[Ιω. 8,58–59: «Επεν ατος  ησος· μν μν λέγω μν, πρν βραμ γενέ­σθαι γώ εμι. ραν ον λίθους να βάλω­σιν π᾿ ατόν(:τους είπε τότε ο Ιησούς: ‘’Αλη­θι­νά σας λέω, προ­τού ακό­μη να έλθει στην ύπαρ­ξη ο Αβρα­άμ, εγώ υπάρ­χω παν­το­τι­νά πριν από τους αιώ­νες’’. Μετά λοι­πόν από την απο­κά­λυ­ψη αυτή που έκα­νε για τον εαυ­τό Του ο Ιησούς, οι Ιου­δαί­οι πήραν από τη γη πέτρες για να τις ρίξουν εναν­τί­ον Του)»· πρβλ. και Ιω. 8,42: «επεν ον ατος  ησος· ε  Θες πατρ μν ν, γαπτε ν μέ· γ γρ κ το Θεο ξλθον κα κω· οδ γρ π᾿ μαυ­το λήλυ­θα, λλ᾿ κενός με πέστει­λε(:απαν­τών­τας λοι­πόν ο Ιησούς στην καυ­χη­σιο­λο­γία τους αυτή τους είπε: ‘’Εάν ο Θεός ήταν πατέ­ρας σας, θα είχα­τε αγά­πη και σε μένα, διό­τι εγώ από τον Θεό έχω βγει με την εναν­θρώ­πη­σή μου και έχω έλθει ανά­με­σά σας. Είμαι ανά­με­σά σας ως πρε­σβευ­τής του Θεού· διό­τι και στον κόσμο που ήλθα, δεν έχω έλθει από μόνος μου, αλλά Εκεί­νος με απέ­στει­λε)»], πολύ περισ­σό­τε­ρο βέβαια δεν θα δεχό­ταν την διδα­σκα­λία αυτή από τους αλιείς, και αυτά τη στιγ­μή που το κήρυγ­μα του σταυ­ρού προ­χω­ρού­σε.

Και για­τί πρέ­πει να ανα­φέ­ρω τους Ιου­δαί­ους αφού πολ­λές φορές βέβαια, τότε οι ίδιοι οι μαθη­τές ακού­γον­τας τις μεγα­λύ­τε­ρες αλή­θειες της πίστης ταράσ­σον­ταν και σκαν­δα­λί­ζον­ταν; Γι’ αυτό και έλε­γε: «τι πολλ χω λέγειν μν, λλ᾿ ο δύνα­σθε βαστά­ζειν ρτι (:αλλά και για σας είναι απα­ραί­τη­το να έλθει ο Παρά­κλη­τος· διό­τι έχω πολ­λά ακό­μη να σας πω, αλλά τώρα δεν μπο­ρεί­τε να τα κατα­νο­ή­σε­τε και να τα συγ­κρα­τή­σε­τε, επει­δή είστε ακό­μη ατε­λείς)»[Ιω. 16,12], και εάν εκεί­νοι δεν μπο­ρού­σαν να τα κατα­λά­βουν που έμε­ναν τόσον και­ρό κον­τά Του, και που συμ­με­τεί­χαν σε τόσα απόρ­ρη­τα και που είδαν τόσα θαύ­μα­τα, πώς θα δέχον­ταν μεμιάς τις υψη­λές αλή­θειες της πίστης, άνθρω­ποι που μόλις τότε απο­χω­ρί­στη­καν για πρώ­τη φορά από βωμούς και είδω­λα και θυσί­ες και αίλου­ρους και κρο­κό­δει­λους (για­τί τέτοια ήταν τα αντι­κεί­με­να λατρεί­ας και σεβα­σμού των ειδω­λο­λα­τρών) και άλλα κακά;

Και πώς μπο­ρού­σαν να ακού­σουν με μιας τις αλή­θειες της πίστης και οι Ιου­δαί­οι που καθη­με­ρι­νά μάθαι­ναν και καθο­δη­γούν­ταν από τον νόμο τα εξής: «κουε, σρα­ήλ· Κύριος  Θες μν Κύριος ες στι (:άκου, λαέ του Ισρα­ήλ, Κύριος ο Θεός μας, ένας και μονα­δι­κός Κύριος είναι)»[Δευτ. 6,4], και που είδαν Αυτόν καρ­φω­μέ­νο πάνω στο ξύλο του σταυ­ρού· και μάλ­λον που σταύ­ρω­σαν και εντα­φί­α­σαν Αυτόν, και που δεν Τον είδαν ανα­στη­μέ­νο ακού­γον­τας ότι Αυτός ο Ίδιος είναι Θεός και ότι είναι ίσος με τον Πατέ­ρα Του, πώς λοι­πόν δεν θα εξε­γεί­ρον­ταν και δεν θα αντι­δρού­σαν πιο πολύ από όλους;

Γι’ αυτό λοι­πόν σιγά- σιγά και ήρε­μα τους κάνουν να πει­στούν και προ­σφέ­ρον­ται σε αυτούς με πολ­λή συγ­κα­τά­βα­ση, και απο­λαμ­βά­νουν πλου­σιο­πά­ρο­χα την χάρη του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, και επι­τε­λούν στο όνο­μα Του τα μεγα­λύ­τε­ρα από εκεί­να, που έκα­νε ο Χρι­στός, για να ανυ­ψώ­σουν και με τους δύο τρό­πους αυτούς όσους είναι πεσμέ­νοι κάτω και να επι­βε­βαιώ­σουν το κήρυγ­μα της ανά­στα­σης. Και αν αυτό γινό­ταν πιστευ­τό, τα άλλα θα έπαιρ­ναν τον δρό­μο τους και θα προ­ό­δευαν.

Η μεν λοι­πόν υπό­θε­ση και όλος ο κόπος του βιβλί­ου των Πρά­ξε­ων των Απο­στό­λων, όπως θα μπο­ρού­σε κανέ­νας να πει σε γενι­κές γραμ­μές, είναι κυρί­ως αυτός για τον οποίο προ­η­γου­μέ­νως μιλή­σα­με. Ας ακού­σου­με και στη συνέ­χεια αυτήν την εισα­γω­γή: «Τν μν πρτον λόγον ποι­η­σά­μην περ πάν­των,  Θεό­φι­λε, ν ρξα­το  ησος ποιεν τε κα διδά­σκειν χρι ς μέρας ντει­λά­με­νος τος ποστό­λοις δι Πνεύ­μα­τος γίου ος ξελέ­ξα­το νελή­φθη (:το πρώ­το βιβλίο, που ονο­μά­ζε­ται Ευαγ­γέ­λιο, το έγρα­ψα, Θεό­φι­λε, για να εξι­στο­ρή­σω σε αυτό περι­λη­πτι­κά όλα όσα έκα­νε και δίδα­ξε ο Ιησούς από την αρχή της δημό­σιας δρά­σε­ώς Του, μέχρι την ημέ­ρα που ανα­λή­φθη­κε στους ουρα­νούς, αφού προ­η­γου­μέ­νως με συνερ­γό και το Άγιο Πνεύ­μα έδω­σε εντο­λές στους απο­στό­λους που είχε δια­λέ­ξει ο Ίδιος.)»[Πράξ. 1,1–2].

Για ποιον λόγο ο Λου­κάς υπεν­θυ­μί­ζει στον Θεό­φι­λο το ευαγ­γέ­λιο που είχε γρά­ψει; Για να απο­δεί­ξει την ακρί­βεια των λεγό­με­νων του. Διό­τι και στην αρχή της πραγ­μα­τεί­ας εκεί­νης λέει: «δοξε κμοί, παρη­κο­λου­θη­κό­τι νωθεν πσιν κριβς, καθεξς σοι γρά­ψαι, κρά­τι­στε Θεό­φι­λε(:γι’ αυτό κι εγώ, που έχω εξε­τά­σει και παρα­κο­λου­θή­σει με προ­σο­χή και ακρί­βεια από την αρχή όλα όσα σχε­τί­ζον­ται με το ευαγ­γέ­λιο, θεώ­ρη­σα καλό να σου τα γρά­ψω αυτά με τη σει­ρά τους, εκλαμ­πρό­τα­τε Θεό­φι­λε)»[Λουκ. 1,3], και δεν αρκεί­ται μόνο στην δική του μαρ­τυ­ρία αλλά απο­δί­δει στους απο­στό­λους το παν, λέγον­τας· «καθς παρέ­δο­σαν μν ο π᾿ ρχς ατόπται κα πηρέ­ται γενό­με­νοι το λόγου(:όπως μας τα παρέ­δω­σαν με την προ­φο­ρι­κή τους διδα­σκα­λία εκεί­νοι που από την αρχή του μεσ­σια­κού έργου του Σωτή­ρος έγι­ναν αυτό­πτες μάρ­τυ­ρες του Ιησού Χρι­στού και υπη­ρέ­τες του κηρύγ­μα­τός Του)»[Λουκ. 1,2]. Γι’ αυτό, αφού έκα­νε εκεί τον λόγο αξιό­πι­στο, δεν χρειά­ζε­ται εδώ άλλη επι­βε­βαί­ω­ση, αφού τότε ο λόγος πιστεύ­τη­κε και με εκεί­νον δίδα­ξε στον Θεό­φι­λο την ακρι­βή αλή­θεια· διό­τι εφό­σον έγι­νε αξιό­πι­στος αυτός που έλε­γε εκεί­να που άκου­σε και έγι­νε πιστευ­τός, πολύ περισ­σό­τε­ρο είναι δίκαιο να γίνει πιστευ­τός αυτός που έγρα­ψε αυτά εδώ που δεν έχει παρα­λά­βει από άλλους, αλλά ο ίδιος τα είδε και τα άκου­σε. «Διό­τι εάν δέχθη­κες τα ανα­φε­ρό­με­να στον Χρι­στό», λέει, «πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να δεχθείς τα ανα­φε­ρό­με­να στους απο­στό­λους».

Τι λοι­πόν; Είναι μόνο ιστο­ρία ή ο λόγος και η υπό­θε­ση είναι αμέ­το­χος του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος; Καθό­λου. Πώς; Διό­τι εκεί­να που παρέ­δω­σαν σε αυτόν αυτοί, που έγι­ναν από την αρχή αυτό­πτες μάρ­τυ­ρες και υπη­ρέ­τες του λόγου του Χρι­στού ήταν του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος.

Και για­τί δεν είπε ότι «όπως μας τα παρέ­δω­σαν εκεί­νοι, που κατα­ξιώ­θη­καν να λάβουν το Άγιο Πνεύ­μα» αλλά είπε: «όπως μας τα παρέ­δω­σαν με την προ­φο­ρι­κή τους διδα­σκα­λία εκεί­νοι που από την αρχή του μεσ­σια­κού έργου του Σωτή­ρος έγι­ναν αυτό­πτες μάρ­τυ­ρες του Ιησού Χρι­στού και υπη­ρέ­τες του κηρύγ­μα­τός Του»; Διό­τι αυτό που πολύ περισ­σό­τε­ρο οδη­γεί σε αξιο­πι­στία, είναι η μάθη­ση από αυτό­πτες μάρ­τυ­ρες· εκεί­νο όμως θα φαι­νό­ταν στους ανόη­τους υπε­ρη­φά­νεια και εγωι­σμός.

Γι’ αυτό και ο Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής έλε­γε ως εξής: «Κγ ώρα­κα κα μεμαρ­τύ­ρη­κα τι οτός στιν  υἱὸς το Θεο (:πράγ­μα­τι λοι­πόν εγώ είδα το Άγιο Πνεύ­μα να κατε­βαί­νει και να μένει πάνω Του. Και έχω δώσει μαρ­τυ­ρία ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγι­νε άνθρω­πος)» [Ιω. 1,34]. Και ο Χρι­στός παρο­μοί­ως συνο­μι­λεί με τον Νικό­δη­μο, που είναι πιο βρα­δύ­νους στην πίστη· «μν μν λέγω σοι τι  οδαμεν λαλομεν κα  ωρά­κα­μεν μαρ­τυ­ρομεν, κα τν μαρ­τυ­ρί­αν μν ο λαμ­βά­νε­τε (:αλη­θι­νά σου λέω ότι εκεί­νο που γνω­ρί­ζου­με καλά, αυτό λέμε, και εκεί­νο που έχου­με δει με τα μάτια μας, με άμε­ση αντί­λη­ψη και θεώ­ρη­ση, αυτό μαρ­τυ­ρού­με. Και όμως δεν δέχε­στε τη μαρ­τυ­ρία μας)» [:Ιω. 3,11].

Και πάλι απο­δει­κνύ­ον­τας ότι υπάρ­χουν πολ­λά προς απο­κά­λυ­ψη από αυτά που έχουν δει, έλε­γε στους μαθη­τές: «Κα μες δ μαρ­τυ­ρετε, τι π᾿ ρχς μετ᾿ μο στε(:αλλά και εσείς θα δίνε­τε μαρ­τυ­ρία για μένα, διό­τι από την αρχή της δημό­σιας δρά­σε­ώς μου είστε μαζί μου άμε­σοι μάρ­τυ­ρες της διδα­σκα­λί­ας μου και των έργων μου. Καθώς μάλι­στα θα φωτι­στεί­τε τώρα και από τον Παρά­κλη­το, θα δίνε­τε για μένα μαρ­τυ­ρία σύμ­φω­νη με τη μαρ­τυ­ρία του Παρα­κλή­του)»[Ιω. 15,27]. Και οι ίδιοι οι από­στο­λοι σε πολ­λά σημεία λένε: «κα μες σμεν ατο μάρ­τυ­ρες τν ημά­των τού­των, κα τ Πνεμα δ τ γιον  δωκεν  Θες τος πει­θαρ­χοσιν ατ (:γι’ αυτό ακρι­βώς και εμείς έχου­με κλη­θεί από τον Θεό να είμα­στε μάρ­τυ­ρές Του, για να δια­κη­ρύτ­του­με με τους λόγους μας και τη διδα­σκα­λία μας τα σωτη­ριώ­δη αυτά γεγο­νό­τα της ζωής Του. Συγ­χρό­νως όμως μαζί μας δίνει τη μαρ­τυ­ρία Του με τα θαύ­μα­τα και χαρί­σμα­τά Του και το Άγιο Πνεύ­μα, το οποίο έδω­σε ο Θεός σε εκεί­νους που πει­θαρ­χούν στις εντο­λές Του)»[Πράξ. 5,32]. Και μετά από αυτά επι­βε­βαιώ­νον­τας ο Πέτρος την ανά­στα­ση, έλε­γε ότι ο ίδιος είδε όταν δίδα­σκε για το αίμα και το ύδωρ, ότι χρη­σι­μο­ποί­η­σε σε αυτούς αντί πολύ μεγά­λης μαρ­τυ­ρί­ας την όρα­ση, παρά το ότι εκεί­να που προ­έρ­χον­ται από το άγιο Πνεύ­μα είναι ακρι­βέ­στε­ρα από την όρα­ση, αλλά όχι από τους απί­στους.

Και το ότι ο Λου­κάς μετεί­χε του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, είναι φανε­ρό από πολ­λά σημεία, και από τα θαύ­μα­τα που γίνον­ται τώρα, και από το ότι και τώρα συνή­θως άνθρω­ποι μετα­λάμ­βα­ναν το άγιο Πνεύ­μα, και από την μαρ­τυ­ρία του Παύ­λου: «Ο παντ τ λαλλ μάρ­τυ­σι τος προ­κε­χει­ρο­το­νη­μέ­νοις π το Θεομν, οτινες συνε­φά­γο­μεν κα συνε­πί­ο­μεν ατ μετ τ ναστναι ατν κ νεκρν (:ο ανα­στη­μέ­νος Κύριος δεν εμφα­νί­στη­κε πλέ­ον σε όλο τον λαό, αλλά εμφα­νί­στη­κε σε μάρ­τυ­ρες που είχαν εκλε­γεί από τον Θεό πολύ πριν σταυ­ρω­θεί και ανα­στη­θεί ο Ιησούς. Και οι μάρ­τυ­ρες αυτοί είμα­στε εμείς οι από­στο­λοι, οι οποί­οι φάγα­με και ήπια­με μαζί του μετά την Ανά­στα­σή του από τους νεκρούς)»[Πράξ. 10,41], και από την ψήφο κατά την χει­ρο­το­νία του· διό­τι μόλις είπε αυτό προ­σθέ­τει: «Συνε­πέμ­ψα­μεν δ μετ᾿ ατο τν δελφν ο  παι­νος ν τ εαγγε­λί δι πασν τν κκλη­σιν (:στεί­λα­με λοι­πόν μαζί του τον αδελ­φό που επαι­νεί­ται από όλες τις Εκκλη­σί­ες για την επι­τυ­χία με την οποία κηρύτ­τει το Ευαγ­γέ­λιο)»[Β’ Κορ. 8,18].

Και παρα­τή­ρη­σε την ταπει­νο­φρο­σύ­νη του· διό­τι δεν λέει: «το πρώ­το ευαγ­γέ­λιο που ευαγ­γε­λί­στη­κα», αλλά «το πρώ­το βιβλίο που έγρα­ψα», θεω­ρών­τας ότι η ονο­μα­σία του ευαγ­γε­λί­ου είναι μεγα­λύ­τε­ρη από τον εαυ­τό του· και βέβαια ο από­στο­λος Παύ­λος από τότε τιμά αυτόν λέγον­τας: «Ο μόνον δέ, λλ κα χει­ρο­το­νη­θες π τν κκλη­σιν συνέκ­δη­μος μν σν τ χάρι­τι ταύτ τ δια­κο­νου­μέν φ᾿ μν πρς τν ατο το Κυρί­ου δόξαν κα προ­θυ­μί­αν μν (:και όχι μόνο αυτό, αλλά και ορί­στη­κε από τις Εκκλη­σί­ες συνο­δοι­πό­ρος και συνερ­γά­της μας, ώστε να κηρύτ­τει μαζί μας το Ευαγ­γέ­λιο και να υπη­ρε­τεί στη χάρη αυτή της ελεη­μο­σύ­νης, η οποία δια­κο­νεί­ται από εμάς, για να δοξά­ζε­ται ο ίδιος ο Κύριος και για να γινό­μα­στε εμείς προ­θυ­μό­τε­ροι, καθώς παρα­δειγ­μα­τι­ζό­μα­στε από τον ζήλο του)»[Β’ Κορ. 8,19]. Αλλά αυτός μετριά­ζει και λέει· «Το πρώ­το βιβλίο, που ονο­μά­ζε­ται Ευαγ­γέ­λιο, το έγρα­ψα, Θεό­φι­λε, για να εξι­στο­ρή­σω σε αυτό περι­λη­πτι­κά όλα όσα έκα­νε και δίδα­ξε ο Ιησούς από την αρχή της δημό­σιας δρά­σε­ώς Του» όχι απλώς όλα, αλλά όσα έκα­νε και δίδα­ξε ο Κύριος από την αρχή μέχρι τέλους· μέχρι δηλα­δή την ημέ­ρα, λέει, που ανα­λή­φθη­κε.

Και βέβαια ο Ιωάν­νης απο­δει­κνύ­ει ότι δεν ήταν δυνα­τόν όλα να τα γρά­ψει, διό­τι θέλον­τας να δηλώ­σει αυτό, αφού είπε: «στι δ κα λλα πολλ σα ποί­η­σεν  ησος, τινα ἐὰν γρά­φη­ται καθ᾿ ν, οδ ατν ομαι τν κόσμον χωρσαι (:υπάρ­χουν όμως και πολ­λά άλλα που έκα­νε ο Ιησούς, τα οποία, αν γρά­φον­ταν λεπτο­με­ρεια­κά, ένα-ένα, νομί­ζω ότι ούτε ολό­κλη­ρος ο κόσμος δεν θα χωρού­σε)» [Ιω.21,25], προ­σθέ­τει: «τ γρα­φό­με­να βιβλία(:τα βιβλία που θα έπρε­πε να γρα­φούν)». «Πώς λοι­πόν» θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος, «ο Λου­κάς ομι­λεί για όλα;». Όμως δεν είπε «όλα», αλλά «περί πάν­των(:για όλα)», όπως θα μπο­ρού­σε κάποιος να πει περι­λη­πτι­κά και γενι­κάμιλά­ει για όλα τα ουσιώ­δη και σπου­δαία. Έπει­τα εξη­γεί για ποια όλα, «όλα όσα έκα­νε και δίδα­ξε ο Ιησούς από την αρχή της δημό­σιας δρά­σε­ώς του», υπο­νο­ών­τας τα θαύ­μα­τα και τις διδα­σκα­λί­ες.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά και πράτ­τον­τας δίδα­σκε ο Λου­κάς. Και παρα­τή­ρη­σε την φιλάν­θρω­πη και απο­στο­λι­κή πρό­θε­σή του, καθώς, αν και έγρα­ψε για χάρη ενός, δηλα­δή του Θεό­φι­λου, τόσο πολύ ακρι­βο­λο­γού­σε ώστε ολό­κλη­ρο ευαγ­γέ­λιο να γρά­ψει. «να πιγνς περ ν κατη­χή­θης λόγων τν σφά­λειαν(:για να γνω­ρί­σεις με σαφή­νεια και με ακρί­βεια την αυθεν­τι­κή και αδιαμ­φι­σβή­τη­τη αλή­θεια των λόγων της πίστε­ως που προ­φο­ρι­κά διδά­χθη­κες)»[Λου­κά 1,4], λέγει. Εξάλ­λου άκου­σε τον Χρι­στό που λέει: «Οτως οκ στι θέλη­μα μπρο­σθεν το πατρς μν το ν ορανος να πόλη­ται ες τν μικρν τού­των(:έτσι ο Θεός Πατέ­ρας σας που είναι στους ουρα­νούς δεν θέλει να χαθεί ούτε ένας από τους μικρούς αυτούς. Εάν λοι­πόν ο Θεός δεν θέλει να χαθεί κανείς από τους μικρούς, και αντί­θε­τα χαί­ρε­ται όταν αυτός βρε­θεί και σωθεί, δεν έχε­τε χρέ­ος κι εσείς να μην περι­φρο­νεί­τε ούτε έναν από τους μικρούς αυτούς;)»[Ματθ. 18,14] Και για­τί δεν συνέ­γρα­ψε ένα βιβλίο απο­στέλ­λον­τας στον Θεό­φι­λο που είναι ένας, αλλά το χώρι­σε σε δύο υπο­θέ­σεις; Χάρη σαφή­νειας και για να ανα­παύ­σει τον ακρο­α­τή· και άλλω­στε και ως προς την υπό­θε­ση οι πραγ­μα­τεί­ες είναι χωρι­σμέ­νες.

Και πρό­σε­χε πως τους λόγους Του ο Χρι­στός τους έκα­νε αξιό­πι­στους με τα έργα. Για πρα­ό­τη­τα συμ­βού­λευε και έλε­γε: «ρατε τν ζυγόν μου φ᾿ μς κα μάθε­τε π᾿ μοτι πρός εμι κα ταπεινς τ καρ­δί, κα ερήσε­τε νάπαυ­σιν τας ψυχας μν· (:πάρ­τε επά­νω σας το ζυγό της υπο­τα­γής σε μένα και τη διδα­σκα­λία μου, και μάθε­τε από μένα ότι είμαι πρά­ος και ταπει­νός στο φρό­νη­μα και την εσω­τε­ρι­κή διά­θε­ση, και θα βρεί­τε ανά­παυ­ση και ειρή­νη στις ψυχές σας)»[Ματθ. 11,29].Δίδασκε να είναι οι οπα­δοί του ακτή­μο­νες και αυτό απο­δεί­κνυε με τα έργα Του: «Α λώπε­κες φωλεος χου­σι κα τ πετειν το ορανο κατα­σκη­νώ­σεις,  δ υἱὸς το νθρώ­που οκ χει πο τν κεφαλν κλίν(:οι αλε­πού­δες έχουν φωλιές και τα που­λιά του ουρα­νού έχουν μέρη που κουρ­νιά­ζουν, ενώ ο Υιός του ανθρώ­που (δηλα­δή εγώ που γεν­νή­θη­κα χωρίς πατέ­ρα αλλά μόνον από την Παρ­θέ­νο και είμαι ο κατε­ξο­χήν άνθρω­πος, γνω­στός από την υπό­σχε­ση του Θεού προς τον Αδάμ) δεν έχει πού να ακουμ­πή­σει το κεφά­λι Του)»[Λουκ.9,58].

Επί­σης προ­έ­τρε­πε να αγα­πά­με τους εχθρούς· δίδα­ξε αυτό, ευχό­με­νος όταν ήταν επά­νω στον σταυ­ρό, για τους σταυ­ρω­τές Του. Έλε­γε: «κα τ θέλον­τί σοι κριθναι κα τν χιτνά σου λαβεν, φες ατ κα τ μάτιον(: και σε εκεί­νον που θέλει να κάνει δίκη μαζί σου και να σου πάρει το που­κά­μι­σο, άφη­σέ του και το πανω­φό­ρι σου)»[Ματθ.5,40]. Και Εκεί­νος όχι μόνο τα ενδύ­μα­τα, αλλά και το ίδιο Του το αίμα έδω­σε. Το ίδιο παράγ­γει­λε και στους μαθη­τές να πράτ­τουν.

Γι’ αυτό και ο Παύ­λος έλε­γε· «Συμ­μι­μη­ταί μου γίνε­σθε, δελ­φοί, κα σκο­πετε τος οτω περι­πα­τοντας, καθς χετε τύπον μς (:δεν σας ζητώ τίπο­τε το άγνω­στο και αδύ­να­το. Με ξέρε­τε όλοι καλά. Να γίνε­στε λοι­πόν, αδελ­φοί, όλοι μαζί μιμη­τές μου. Και να προ­σέ­χε­τε και να παρα­δειγ­μα­τί­ζε­στε από εκεί­νους που έχουν στη ζωή τους την υπο­δειγ­μα­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά που σας δώσα­με και εμείς ως πρό­τυ­πο. Και με αυτούς να συνα­να­στρέ­φε­στε)»[Φιλιπ.3,17]. Διό­τι δεν υπάρ­χει τίπο­τα πιο ψυχρό από τον διδά­σκα­λο, που διδά­σκει μόνο με λόγια· διό­τι αυτό δεν είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό διδα­σκά­λου, αλλά υπο­κρι­τή. Γι’ αυτό οι από­στο­λοι πρώ­τα με τη ζωή τους δίδα­σκαν, και έπει­τα με τα λόγια τους, και μάλ­λον αυτοί δεν χρεια­ζό­ταν καθό­λου τους λόγους, αφού τα ίδια τα έργα φώνα­ζαν. Δεν θα έσφαλ­λε κανέ­νας να ονο­μά­σει και το πάθος του Χρι­στού πρά­ξη· διό­τι με το πάθος Του έκα­νε το θαυ­μα­στό εκεί­νο έργο, δηλα­δή κατα­λύ­ον­τας τον θάνα­το και πράτ­τον­τας όλα τα άλλα.

«χρι ς μέρας ντει­λά­με­νος τος ποστό­λοις δι Πνεύ­μα­τος γίου ος ξελέ­ξα­το νελή­φθη (:μέχρι την ημέ­ρα που ανα­λή­φθη­κε στους ουρα­νούς, αφού προ­η­γου­μέ­νως με συνερ­γό και το Άγιο Πνεύ­μα έδω­σε εντο­λές στους απο­στό­λους που είχε δια­λέ­ξει ο Ίδιος)»[Πράξ.1,2]. «Αφού με το Άγιο Πνεύ­μα έδω­σε εντο­λές», δηλα­δή, «αφού είπε προς αυτούς λόγους πνευ­μα­τι­κούς και τίπο­τε ανθρώ­πι­νο». Ή αυτό λοι­πόν είναι δυνα­τό να πού­με, ή ότι με το άγιο Πνεύ­μα έδω­σε εντο­λές σε αυτούς. Βλέ­πεις ακό­μα με πόση ταπεί­νω­ση διδά­σκει γι’ αυτό, όπως και ο ίδιος ο Χρι­στός για τον εαυ­τό Του λέγον­τας: «ε δ γ ν Πνεύ­μα­τι Θεο κβάλ­λω τ δαι­μό­νια, ρα φθα­σεν φ᾿ μς  βασι­λεία το Θεο (:εάν όμως εγώ βγά­ζω τα δαι­μό­νια με τη δύνα­μη του Πνεύ­μα­τος του Θεού, τότε απο­δει­κνύ­ε­ται από το υπερ­φυ­σι­κό αυτό γεγο­νός ότι κατέ­φθα­σε επά­νω σας η βασι­λεία του Θεού)»[Ματθ.12,28]· διό­τι και το Πνεύ­μα το Άγιο ενερ­γού­σε σε εκεί­νο τον ναό του ανθρώ­πι­νου σώμα­τος του Χρι­στού.

Και ποιες εντο­λές έδω­σε; «Διδά­σκον­τες ατος τηρεν πάν­τα σα νετει­λά­μην μν· κα δο γ μεθ᾿ μν εμι πάσας τς μέρας ως τς συν­τε­λεί­ας το αἰῶνος (:διδά­σκον­τάς τους να τηρούν και να εφαρ­μό­ζουν στη ζωή τους όλα τα παραγ­γέλ­μα­τα που σας έδω­σα ως εντο­λές. Και ιδού, εγώ που έλα­βα κάθε εξου­σία, θα είμαι πάν­τα μαζί σας βοη­θός και συμ­πα­ρα­στά­της σας, μέχρι να τελειώ­σει ο αιώ­νας αυτός, μέχρι δηλα­δή τη συν­τέ­λεια του κόσμου)»[Ματθ.28,20]. Μεγά­λος ο έπαι­νος των απο­στό­λων, όταν τόσο μεγά­λα και σπου­δαία έχουν ανα­λά­βει· την σωτη­ρία της οικου­μέ­νης εννοώ· όταν τα λόγια τους είναι γεμά­τα από Πνεύ­μα άγιο, το οποίο βέβαια και υπο­νο­ών­τας είπε, το «διά Πνεύ­μα­τος αγί­ου(:με το Πνεύ­μα το άγιο)», δηλα­δή και «τ ήμα­τα  γ λαλ μν, πνεμά στι κα ζωή στιν (:και τα λόγια που σας λέω, επει­δή είναι λόγια Θεού, έχουν μέσα τους Πνεύ­μα και γι’ αυτό μετα­δί­δουν ζωή)»[Ιω.6,63]. Και αυτό το λέει για να οδη­γή­σει τον ακρο­α­τή στην επι­θυ­μία να μάθει τις εντο­λές και για να κάνει τους απο­στό­λους αξιό­πι­στους, αν βέβαια πρό­κει­ται να διδά­σκουν τα λόγια του αγί­ου Πνεύ­μα­τος και τις εντο­λές του Χρι­στού.

«χρι ς μέρας ντει­λά­με­νος τος ποστό­λοις δι Πνεύ­μα­τος γίου ος ξελέ­ξα­το νελή­φθη (:μέχρι την ημέ­ρα που ανα­λή­φθη­κε στους ουρα­νούς, αφού προ­η­γου­μέ­νως με συνερ­γό και το Άγιο Πνεύ­μα έδω­σε εντο­λές στους απο­στό­λους που είχε δια­λέ­ξει ο Ίδιος)»[Πράξ.1,2]. Δεν είπε «ανέ­βη­κε», επει­δή ακό­μα διδά­σκει ως άνθρω­πος. Άρα και μετά την ανά­στα­ση δίδα­σκε στους μαθη­τές· αλλά στο χρο­νι­κό αυτό διά­στη­μα κανέ­νας δεν μας τα είπε με ακρί­βεια. Αλλά εμμέ­νει μεν σε αυτό περισ­σό­τε­ρο από τους άλλους ο Ιωάν­νης και αυτός, ο Λου­κάς· και όλα με σαφή­νεια κανέ­νας δεν τα εξέ­θε­σε (διό­τι ενδια­φε­ρό­ταν πιο πολύ για άλλο)· και μάθα­με αυτά από τους απο­στό­λους, διό­τι αυτά που άκου­σαν αυτά και μας είπαν· «ος κα παρέ­στη­σεν αυτν ζντα μετ τ παθεν ατν ν πολ­λος τεκμη­ρί­οις(:μετά το πάθος Του και τον θάνα­τό Του παρου­σιά­στη­κε σε αυτούς τους ίδιους ζων­τα­νός. Και με πολ­λές απο­δεί­ξεις ο ανα­στη­μέ­νος Κύριος τούς βεβαί­ω­σε ότι πραγ­μα­τι­κά ήταν ζων­τα­νός)»[Πράξ.1,3]. Αφού προ­η­γου­μέ­νως είπε για την ανά­λη­ψη, λέει τώρα και για την ανά­στα­ση. Διό­τι επει­δή είπε ότι «ανα­λή­φθη­κε», για να μην νομί­ζεις ότι ο Κύριος ανα­λή­φθη­κε από άλλους, πρό­σθε­σε ότι «παρου­σιά­στη­κε σε αυτούς τους ίδιους ζων­τα­νός». Διό­τι εάν στο μεγα­λύ­τε­ρο παρου­σί­α­σε τον εαυ­τό του, πολύ περισ­σό­τε­ρο στο μικρό­τε­ρο.

Είδες πως χωρίς να γίνει αντι­λη­πτό δια­σπεί­ρει αυτά εδώ τα μεγά­λα δόγ­μα­τα; «Δι᾿ μερν τεσ­σα­ρά­κον­τα πτα­νό­με­νος ατος (:και επί σαράν­τα ημέ­ρες εμφα­νι­ζό­ταν σε αυτούς κατά δια­στή­μα­τα)»[Πράξ.1,3]. Διό­τι δεν ήταν όπως ακρι­βώς πριν την ανά­στα­ση, που ήταν πάν­το­τε μαζί τους, κατά τον ίδιο τρό­πο και τότε· διό­τι πρό­σε­ξε· δεν είπε «σαράν­τα μέρες». Διό­τι εμφα­νι­ζό­ταν και εξα­φα­νι­ζό­ταν πετών­τας πάλι.

Τι έγι­νε λοι­πόν; Ανυ­ψώ­νον­τας τον νου τους, δεν τους επέ­τρε­ψε πλέ­ον αν συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται προς Αυτόν κατά τον ίδιο τρό­πο όπως και προ­η­γου­μέ­νως. Και δεν έκα­νε μόνο αυτό, αλλά και με ακρί­βεια προ­ε­τοί­μα­ζε και τα δύο· και τη βεβαιό­τη­τα και την ανά­στα­ση, και στη συνέ­χεια την πίστη, ότι Αυτός είναι ανώ­τε­ρος από ένα απλό άνθρω­πο. Αν και βέβαια αυτά είναι αντί­θε­τα· διό­τι για τη βεβαιό­τη­τα της ανά­στα­σης έπρε­πε να γίνουν πολ­λά ανθρώ­πι­να, και για το άλλο, δηλα­δή για την ανω­τε­ρό­τη­τά Του, τίπο­τα· αλλά όμως και τα δύο έχουν γίνει στον κατάλ­λη­λο χρό­νο.

Και για ποιον λόγο δεν εμφα­νί­στη­κε σε όλους, αλλά μόνο στους απο­στό­λους; Διό­τι θα φαι­νό­ταν φάν­τα­σμα στους πολ­λούς, που δεν γνώ­ρι­ζαν το μυστή­ριο· διό­τι αν και οι ίδιοι οι μαθη­τές του απι­στού­σαν στην αρχή και ταράσ­σον­ταν, και χρειά­στη­καν να Τον αγγί­ξουν με το χέρι τους, και να παρα­κα­θί­σουν μαζί Του σε τρά­πε­ζα, τι θα ήταν φυσι­κό να πάθουν οι πολ­λοί; Γι’ αυτό λοι­πόν και από τα θαύ­μα­τα κάνει αναμ­φί­βο­λη την από­δει­ξη της ανά­στα­σης, ώστε όχι μόνο στους τότε αλλά και σε όλους τους μετέ­πει­τα να γίνει φανε­ρή η Ανά­στα­ση· διό­τι αυτό που σε εκεί­νους έγι­νε με την όρα­ση των θαυ­μά­των, αυτό επρό­κει­το να συμ­βεί σε όλους ύστε­ρα με την πίστη.

Γι’ αυτό βέβαια συμ­πε­ραί­νου­με από αυτά και για τους απί­στους. Διό­τι αν δεν ανα­στή­θη­κε, αλλά παρα­μέ­νει νεκρός, πώς με το όνο­μα Του οι από­στο­λοι έκα­ναν θαύ­μα­τα; Αλλά μήπως δεν έκα­ναν θαύ­μα­τα; Πώς λοι­πόν δημιουρ­γή­θη­κε το δικό μας το έθνος των Χρι­στια­νών; Διό­τι ούτε προς αυτό θα αντι­στα­θούν πλέ­ον, ούτε προς τα βλε­πό­με­να θα πολε­μή­σουν. Ώστε, όταν λένε ότι δεν έγι­ναν θαύ­μα­τα πιο πολύ τους εαυ­τούς τους ντρο­πιά­ζουν· διό­τι αυτό είναι μεγα­λύ­τε­ρο θαύ­μα, η χωρίς θαύ­μα­τα προ­σέ­λευ­ση ολό­κλη­ρης της οικου­μέ­νης, που προ­σελ­κύ­στη­κε από δώδε­κα φτω­χούς και αγράμ­μα­τους ανθρώ­πους· διό­τι οι ψαρά­δες επι­κρά­τη­σαν χωρίς να έχουν άφθο­να χρή­μα­τα, ούτε με την σοφία των λόγων τους, ούτε με οτι­δή­πο­τε άλλο, ώστε και παρά την θέλη­σή τους θα ομο­λο­γή­σουν ότι υπάρ­χει σε αυτούς θεία δύνα­μη· διό­τι είναι αδύ­να­το ανθρώ­πι­νη δύνα­μη να πετύ­χει τόσα πολ­λά.

Γι’ αυτό βέβαια και ο Κύριος σαράν­τα μέρες έμει­νε κον­τά τους μετά την Ανά­στα­ση, δίνον­τας τη δυνα­τό­τη­τα στον μακρό αυτό χρό­νο, να ελέγ­χουν τη δική Του παρου­σία, για να μη νομί­σουν ότι αυτό που βλέ­πουν είναι φάν­τα­σμα. Και δεν αρκέ­στη­κε μόνο σε αυτό, αλλά και τρά­πε­ζα πρό­σθε­τε· πράγ­μα που και συνε­χί­ζον­τας λέει: «κα συνα­λι­ζό­με­νος ατος(:και έτρω­γε μαζί τους την ίδια τρο­φή που έτρω­γαν κι εκεί­νοι)»[Πράξ.1,4]. Και αυτό πάν­το­τε και οι ίδιοι οι Από­στο­λοι χρη­σι­μο­ποιού­σαν σαν από­δει­ξη της ανά­στα­σης λέγον­τας: «ο παντ τ λαλλ μάρ­τυ­σι τος προ­κε­χει­ρο­το­νη­μέ­νοις π το Θεομν, οτινες συνε­φά­γο­μεν κα συνε­πί­ο­μεν ατ μετ τ ναστναι ατν κ νεκρν(:όχι πλέ­ον σε όλο τον λαό, αλλά εμφα­νί­στη­κε σε μάρ­τυ­ρες που είχαν εκλε­γεί από τον Θεό πολύ πριν σταυ­ρω­θεί και ανα­στη­θεί ο Ιησούς. Και οι μάρ­τυ­ρες αυτοί είμα­στε εμείς οι από­στο­λοι, οι οποί­οι φάγα­με και ήπια­με μαζί του μετά την Ανά­στα­σή Του από τους νεκρούς)»[Πράξ. 10,41]. Και τι έκα­νε και όταν εμφα­νι­ζό­ταν φανε­ρώ­νει με εκεί­να που πρό­σθε­σε, λέγον­τας: «δι᾿ μερν τεσ­σα­ρά­κον­τα πτα­νό­με­νος ατος κα λέγων τ περ τς βασι­λεί­ας το Θεο(:και επί σαράν­τα ημέ­ρες εμφα­νι­ζό­ταν σε αυτούς κατά δια­στή­μα­τα και τους μιλού­σε για τις αλή­θειες και τα μυστή­ρια που ανα­φέ­ρον­ταν στην βασι­λεία του Θεού)»[Πράξ.1,3].

Επει­δή όμως ήταν κατα­πο­νη­μέ­νοι και κατα­τρο­μαγ­μέ­νοι με τα όσα ήδη είχαν γίνει και επρό­κει­το στη συνέ­χεια να εξέλ­θουν σε μεγά­λους αγώ­νες, τονώ­νον­τάς τους με τους λόγους για τα μέλ­λον­τα, «συνα­λι­ζό­με­νος παρήγ­γει­λεν ατος π ερο­σο­λύ­μων μ χωρί­ζε­σθαι, λλ περι­μέ­νειν τν παγ­γε­λί­αν το πατρς ν κού­σα­τέ μου(:ενώ έτρω­γε μαζί τους την ίδια τρο­φή που έτρω­γαν κι εκεί­νοι, τους έδω­σε την εξής εντο­λή: “Μην απο­μα­κρυν­θεί­τε από τα Ιερο­σό­λυ­μα, αλλά να περι­μέ­νε­τε την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της υπο­σχέ­σε­ως που ακού­σα­τε από το στό­μα μου, ότι δηλα­δή ο Πατήρ θα σας στεί­λει το Άγιο Πνεύ­μα”)»[Πράξ.1,4].

Πρώ­τα έβγα­λε αυτούς στην Γαλι­λαία, ενώ ήταν ακό­μα φοβι­σμέ­νοι και έτρε­μαν, για να ακού­σουν άφο­βα αυτά που θα τους έλε­γε. Έπει­τα, αφού άκου­σαν και σαράν­τα μέρες έζη­σαν μαζί Του, «παράγ­γει­λε να μην απο­μα­κρυν­θούν από τα Ιερο­σό­λυ­μα, αλλά να περι­μέ­νουν την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της υπο­σχέ­σε­ως που τους είχε δώσει, ότι δηλα­δή ο Πατήρ θα τους έστελ­νε το Άγιο Πνεύ­μα». Τι τέλος πάν­των; Όπως ακρι­βώς λίγους στρα­τιώ­τες που πρό­κει­ται να επι­τε­θούν σε πλή­θος αντι­πά­λων, κανέ­νας δεν τους αφή­νει να εξέλ­θουν, μέχρι να εξο­πλι­στούν, ούτε τα άλο­γα να περά­σουν την αφε­τη­ρία μέχρι να δεχτούν επά­νω τους τον ιππέα, κατά τον ίδιο τρό­πο λοι­πόν και αυτούς δεν τους άφη­νε να εμφα­νι­στούν σε παρά­τα­ξη μάχης πριν από την κάθο­δο του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, για να μην κατα­λη­φθούν και εύκο­λα συλ­λη­φθούν από τους πολ­λούς.

Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και επει­δή πολ­λοί ήταν εκεί­νοι που επρό­κει­το να πιστέ­ψουν στα Ιερο­σό­λυ­μα. Και επι­πλέ­ον πάλι για να μην λένε μερι­κοί ότι αφού άφη­σαν τους γνω­στούς τους στα Ιερο­σό­λυ­μα σε ξένους ήρθαν να επι­δει­χθούν, εξαι­τί­ας αυτού παρέ­χουν τις απο­δεί­ξεις της Ανά­στα­σης σε αυτούς που Τον είχαν σταυ­ρώ­σει, που Τον είχαν θάψει στην ίδια πόλη στην οποία απο­τολ­μή­θη­κε η παρά­νο­μη ενέρ­γεια, ώστε να απο­στο­μω­θούν και όλοι όσοι προ­έρ­χον­ταν έξω από τα Ιερο­σό­λυ­μα. Διό­τι όταν οι ίδιοι που Τον είχαν σταυ­ρώ­σει φαί­νον­ται και ότι έχουν πιστέ­ψει, είναι φανε­ρό το ότι και ο σταυ­ρός και η παρα­νο­μία του τολ­μή­μα­τος απο­κα­λύ­πτον­ταν, και μεγά­λη ήταν η από­δει­ξη της ανά­στα­σης.

Έπει­τα για να μην λένε οι μαθη­τές: «Πώς λοι­πόν θα μπο­ρέ­σου­με να μένου­με ανά­με­σα σε ανθρώ­πους που είναι αχρεί­οι και φονιά­δες και τόσοι πολ­λοί, ενώ εμείς είμα­στε λίγοι και ασή­μαν­τοι;», κοί­τα­ξε πώς λύνει την αγω­νία τους, λέγον­τας: «αλλά να περι­μέ­νε­τε την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της υπο­σχέ­σε­ως που ακού­σα­τε από το στό­μα μου, ότι δηλα­δή ο Πατήρ θα σας στεί­λει το Άγιο Πνεύ­μα». «Και πότε την άκου­σαν;», ίσως ανα­ρω­τη­θεί κάποιος. Όταν έλε­γε: «λλ᾿ γ τν λήθειαν λέγω μν· συμ­φέ­ρει μν να γ πέλ­θω. ἐὰν γρ γ μ πέλ­θω,  παρά­κλη­τος οκ λεύ­σε­ται πρς μς· ἐὰν δ πορευθ, πέμ­ψω ατν πρς μς (:αλλά όσο κι αν λυπά­στε, βεβαιω­θεί­τε ότι εγώ σας λέω την αλή­θεια. Σας συμ­φέ­ρει να φύγω εγώ· διό­τι εάν δεν πεθά­νω επά­νω στον σταυ­ρό και δεν φύγω, ο Παρά­κλη­τος δεν θα έλθει σε σας. Αν όμως προ­σφέ­ρω πάνω στο σταυ­ρό την εξι­λα­στή­ρια θυσία μου και φύγω από τον κόσμο αυτό για να πάω στον Πατέ­ρα μου, θα σας στεί­λω τον Παρά­κλη­το)»[Ιω. 16,7]· και πάλι: «κα γ ρωτή­σω τν πατέ­ρα κα λλον παρά­κλη­τον δώσει μν, να μέν μεθ᾿ μν ες τν αἰῶνα (:και όταν εσείς με αγα­πά­τε και τηρεί­τε τις εντο­λές μου, εγώ θα παρα­κα­λέ­σω τον Πατέ­ρα, και Αυτός θα σας δώσει και άλλον βοη­θό, οδη­γό και παρη­γο­ρη­τή, για να μένει μαζί σας αιω­νί­ως)»[Ιω. 14,16].

Και για ποιο λόγο δεν παρου­σιά­στη­κε αμέ­σως το Άγιο Πνεύ­μα, ενώ ο Χρι­στός ήταν παρών ή όταν ανα­χώ­ρη­σε, αλλά Αυτός την τεσ­σα­ρα­κο­στή ημέ­ρα ανήλ­θε στους ουρα­νούς και το Πνεύ­μα εμφα­νί­στη­κε όταν συμ­πλη­ρω­νό­ταν η ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής; Και πώς εφό­σον ακό­μα δεν είχε έλθει γρά­φει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «κα τοτο επν νεφύ­ση­σε κα λέγει ατος· λάβε­τε Πνεμα γιον (:και αφού το είπε αυτό, προ­κει­μέ­νου να τους μετα­δώ­σει την πνοή της νέας ουρά­νιας ζωής εμφύ­ση­σε στα πρό­σω­πά τους, όπως κάπο­τε ο Θεός στο πρό­σω­πο του Αδάμ, και τους είπε: “Λάβε­τε Πνεύ­μα Άγιο”)»[Ιω. 20,22]. Για να τους κάνει δεκτι­κούς και ικα­νούς για την υπο­δο­χή Του· διό­τι αν ο Δανι­ήλ όταν επρό­κει­το να δει άγγε­λο φοβή­θη­κε, πολύ περισ­σό­τε­ρο αυτοί που επρό­κει­το να δεχθούν τόσο μεγά­λη χάρη [πρβλ. Δαν. 8, 15–17: «Κα γένε­το ν τ δεν με, γ Δανι­ήλ, τν ρασιν κα ζήτουν σύνε­σιν, κα δο στη νώπιον μο ς ρασις νδρόςκα κου­σα φωνν νδρς ναμέ­σον το Οβάλ, κα κάλε­σε κα επε· Γαβρι­ήλ, συνέ­τι­σον κενον τν ρασιν. κα λθε κα στη χόμε­νος τς στά­σε­ώς μου, κα ν τ λθεν ατν θαμ­βή­θην, κα πίπτω π πρό­σω­πόν μου, κα επε πρός με· σύνες, υἱὲ νθρώ­που· τι γρ ες και­ρο πέρας  ρασις (: εγώ, ο Δανι­ήλ, όταν είδα το όρα­μα σκε­φτό­μου­να και προ­σπα­θού­σα να κατα­νο­ή­σω τη σημα­σία του, ιδού στά­θη­κε κον­τά μου κάποιος ο οποί­ος είχε την εμφά­νι­ση ενός άντρα. Και άκου­σα τη φωνή ενός άντρα ο οποί­ος στε­κό­ταν στο μέσο του ποτα­μού Ουβάλ, η οποία φωνή φώνα­ξε και είπε: “ Γαβρι­ήλ, εξή­γη­σε σε αυτόν το όρα­μα εκεί­νο”. Αυτός ήλθε και στά­θη­κε κον­τά μου· όταν λοι­πόν με πλη­σί­α­σε, εγώ κατα­λή­φτη­κα από δέος και θαυ­μα­σμό και έπε­σα αμέ­σως πρη­νής με το πρό­σω­πό μου κάτω στη γη)»].

Ή αυτό λοι­πόν είναι δυνα­τό να πού­με, ή είπε αυτό που θα συμ­βεί στο μέλ­λον σαν να έχει ήδη πραγ­μα­το­ποι­η­θεί, όπως ακρι­βώς όταν λέει: «δο δίδω­μι μν τν ξου­σί­αν το πατεν πάνω φεων κα σκορ­πί­ων κα π πσαν τν δύνα­μιν το χθρο, κα οδν μς ο μ δικήσ(:ιδού, εγώ σας δίνω τώρα εξου­σία εναν­τί­ον του σατα­νά πολύ μεγα­λύ­τε­ρη απ’ όση σας έδω­σα, όταν σας έστει­λα να κηρύ­ξε­τε. Σας δίνω εξου­σία να νικά­τε και να ποδο­πα­τά­τε όλα τα όργα­να του σατα­νά, που σαν φίδια και σκορ­πιοί επι­βου­λεύ­ον­ται και χύνουν το δηλη­τή­ριό τους ύπου­λα στις ψυχές των ανθρώ­πων, για να τις νεκρώ­σουν. Σας δίνω εξου­σία να κατα­νι­κά­τε όλη τη δύνα­μη που δια­θέ­τει ο εχθρός του ανθρώ­που, ο σατα­νάς, και έτσι κανέ­να μέσο να μην τελε­σφο­ρεί απ’ όσα θα χρη­σι­μο­ποιεί για να παρεμ­πο­δί­σει το έργο σας. Και απ’ όσα μηχα­νεύ­ε­ται εναν­τί­ον σας, τίπο­τε δεν θα σας ζημιώ­σει, ούτε θα σας βλά­ψει)»[Λουκ.10,19].

Και για ποιο λόγο τότε δεν είχε εμφα­νι­στεί αμέ­σως; Διό­τι έπρε­πε να επι­θυ­μή­σουν τα πράγ­μα και έτσι να δεχθούν την χάρη. Γι’ αυτό και όταν Αυτός εξα­φα­νι­ζό­ταν από τα μάτια τους, ανερ­χό­με­νος στους ουρα­νούς, τότε ήλθε το Άγιο Πνεύ­μα. Και εάν ερχό­ταν, ενώ Αυτός ήταν παρών δεν θα ανέ­με­ναν με τόση προσ­δο­κία. Γι’ αυτό δεν εμφα­νί­ζε­ται αμέ­σως μετά την ανά­λη­ψή Του, αλλά ύστε­ρα από οκτώ ή εννιά μέρες.

Έτσι και εμείς τότε προ­πάν­των κατα­φεύ­γου­με προς τον Θεό, όταν βρε­θού­με στην ανάγ­κη. Γι’ αυτό και ο Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής τότε κυρί­ως στέλ­νει τους μαθη­τές του προς τον Χρι­στό, όταν επρό­κει­το να χρεια­στούν τον Χρι­στό, όταν εκεί­νοι βρί­σκον­ταν στο δεσμω­τή­ριο. Και αλλιώς έπρε­πε να εμφα­νι­στεί στον ουρα­νό η ανθρώ­πι­νη φύση μας, και να έχει συν­τε­λε­στεί η συμ­φι­λί­ω­σή μας τέλεια με τον Θεό, και τότε να έλθει το Πνεύ­μα το Άγιο, και καθα­ρή να γίνει η ευχα­ρί­στη­ση. Διό­τι εάν ήταν παρόν το άγιο Πνεύ­μα, και ο μεν Ιησούς ανέ­βαι­νε στους ουρα­νούς, ο δε Παρά­κλη­τος παρέ­με­νε, δεν θα ήταν τόσα πολ­λά τα αγα­θά της παρη­γο­ριάς· διό­τι πάρα πολύ δύσκο­λα μπο­ρού­σαν να Τον απο­χω­ρι­σθούν.

Γι’ αυτό και έλε­γε παρη­γο­ρών­τας τους: «λλ᾿ γ τν λήθειαν λέγω μν· συμ­φέ­ρει μν να γ πέλ­θω. ἐὰν γρ γ μ πέλ­θω,  παρά­κλη­τος οκ λεύ­σε­ται πρς μς· ἐὰν δ πορευθ, πέμ­ψω ατν πρς μς (:αλλά όσο κι αν λυπά­στε, βεβαιω­θεί­τε ότι εγώ σας λέω την αλή­θεια. Σας συμ­φέ­ρει να φύγω εγώ. Διό­τι εάν δεν πεθά­νω επά­νω στον σταυ­ρό και δεν φύγω, ο Παρά­κλη­τος δεν θα έλθει σε σας. Αν όμως προ­σφέ­ρω πάνω στον σταυ­ρό την εξι­λα­στή­ρια θυσία μου και φύγω από τον κόσμο αυτό για να πάω στον Πατέ­ρα μου, θα σας στεί­λω τον Παρά­κλη­το)»[Ιω. 16,7]. Γι’ αυτό και έχει δια­φυ­λά­ξει τα σπου­δαιό­τε­ρα της διδα­σκα­λί­ας για το Άγιο Πνεύ­μα, για να μην το θεω­ρή­σουν μικρό­τε­ρο.

Και πρό­σε­ξε πόσο μεγά­λη ανάγ­κη πρό­σθε­σε σε αυτούς να βρί­σκον­ται στα Ιερο­σό­λυ­μα, με την υπό­σχε­ση ότι εκεί θα παρα­σχε­θεί το άγιο Πνεύ­μα· διό­τι πάλι για να μην φύγουν μετά την Ανά­λη­ψη Του, με την προσ­δο­κία αυτή, σαν με κάποιο δεσμό, συγ­κρα­τεί όλους αυτούς εκεί.

Και λέγον­τας: «να περι­μέ­νε­τε την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της υπο­σχέ­σε­ως που ακού­σα­τε από το στό­μα μου, ότι δηλα­δή ο Πατήρ θα σας στεί­λει το Άγιο Πνεύ­μα», πρό­σθε­σε: «τι ωάν­νης μν βάπτι­σεν δατι, μες δ βαπτι­σθή­σε­σθε ν Πνεύ­μα­τι γί ο μετ πολλς ταύ­τας μέρας(:είναι ανάγ­κη να περι­μέ­νε­τε να λάβε­τε το Άγιο Πνεύ­μα, διό­τι ο Ιωάν­νης βάπτι­σε με απλό νερό, και το βάπτι­σμά του συνε­πώς δεν είχε τη δύνα­μη να ανα­γεν­νή­σει εκεί­νους που βαπτί­ζον­ταν με αυτό. Εσείς όμως θα βαπτι­στεί­τε με το Άγιο Πνεύ­μα όχι πολ­λές μέρες μετά από αυτές που διερ­χό­μα­στε)»[Πράξ.1,5].

Φανε­ρώ­νει λοι­πόν το ενδιά­με­σο ανά­με­σα σε αυτούς και τον Ιωάν­νη, όχι πια όπως πριν από αυτό κατά τρό­πο συγ­κα­λυμ­μέ­νο (διό­τι πάρα πολύ συγ­κά­λυ­πτε τον λόγο Του όταν έλε­γε: «μν λέγω μν, οκ γήγερ­ται ν γεν­νη­τος γυναικν μεί­ζων ωάν­νου το βαπτι­στο·  δ μικρό­τε­ρος ν τ βασι­λεί τν ορανν μεί­ζων ατο στιν(:αλη­θι­νά σας λέω, δεν έχει ανα­φα­νεί μετα­ξύ των ανθρώ­πων που γεν­νή­θη­καν μέχρι τώρα από γυναί­κες άλλος μεγα­λύ­τε­ρος ως προς την αξία από τον Ιωάν­νη τον Βαπτι­στή. Πρέ­πει όμως να ξέρε­τε και αυτό: ότι ο τελευ­ταί­ος και περισ­σό­τε­ρο ταπει­νός και άση­μος στη βασι­λεία των ουρα­νών, η οποία θεμε­λιώ­νε­ται από μένα στη γη (δηλα­δή το τελευ­ταίο μέλος της Εκκλη­σί­ας μου), είναι από την άπο­ψη των θεί­ων χαρι­σμά­των και της σωτη­ριώ­δους γνώ­σε­ως, τα οποία απο­λαμ­βά­νει μέσα στην Εκκλη­σία, μεγα­λύ­τε­ρος από τον Ιωάν­νη, ο οποί­ος δεν από­λαυ­σε τις δωρε­ές και τα χαρί­σμα­τα της Και­νής Δια­θή­κης)»[Ματθ. 11,11], αλλά τώρα πιο φανε­ρά· διό­τι έλε­γε: «διό­τι ο Ιωάν­νης βάπτι­σε με απλό νερό, και το βάπτι­σμά του συνε­πώς δεν είχε τη δύνα­μη να ανα­γεν­νή­σει εκεί­νους που βαπτί­ζον­ταν με αυτό. Εσείς όμως θα βαπτι­σθεί­τε με το Άγιο Πνεύ­μα». Δεν χρη­σι­μο­ποιεί πια την μαρ­τυ­ρία, αλλά θυμά­ται το πρό­σω­πο μόνο, επα­να­φέ­ρον­τας στη μνή­μη τους τα όσα είχε πει και απο­δει­κνύ­ει ότι αυτοί είναι πλέ­ον μεγα­λύ­τε­ροι από τον Ιωάν­νη, εφό­σον βέβαια επρό­κει­το και αυτοί να βαφτι­στούν με Πνεύ­μα άγιο.

Και δεν είπε: «εγώ σας βαπτί­ζω με το Πνεύ­μα μου το Άγιο», αλλά «θα βαπτι­σθεί­τε», διδά­σκον­τας να είμα­στε ταπει­νό­φρο­νες. Διό­τι αυτό, το ότι ο Χρι­στός ήταν Εκεί­νος που βαπτί­ζει, έγι­νε φανε­ρό στη συνέ­χεια από τη μαρ­τυ­ρία του Ιωάν­νου, που είπε: « γ μν δατι βαπτί­ζω μς· ρχε­ται δ  σχυ­ρό­τε­ρός μου, ο οκ εμ κανς λσαι τν μάν­τα τν ποδη­μά­των ατο· ατς μς βαπτί­σει ν Πνεύ­μα­τι γί κα πυρί (: Εγώ σας βαπτί­ζω με απλό και φυσι­κό νερό˙ έρχε­ται όμως Εκεί­νος που λόγω του αξιώ­μα­τός Του και της θεί­ας Του φύσε­ως είναι πιο δυνα­τός από μένα. Μπρο­στά Του εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε το λου­ρί των υπο­δη­μά­των Του. Αυτός θα σας βαπτί­σει με Πνεύ­μα Άγιο και με την καθαρ­τι­κή φωτιά της θεί­ας χάρι­τος)»[Λου­κά 3,16], γι’ αυτό και μόνο αυτόν θυμή­θη­κε.

Τα Ευαγ­γέ­λια λοι­πόν είναι μια ιστο­ρία εκεί­νων που ο Χρι­στός έκα­νε και είπε και οι Πρά­ξεις είναι η ιστο­ρία εκεί­νων που έκα­νε και είπε ο άλλος Παρά­κλη­τος· διό­τι και τότε μεν πολ­λά ο Παρά­κλη­τος τα έκα­νε, όπως ακρι­βώς ενερ­γεί και τώρα ο Χρι­στός· κατά τον ίδιο ακρι­βώς τρό­πο και τότε· αλλά τότε ενερ­γού­σε με τον ναό, δηλα­δή με την σωμα­τι­κή παρου­σία Του, και τώρα με τους Απο­στό­λους· και τότε ήρθε σε παρ­θε­νι­κή μήτρα και δια­μόρ­φω­σε ναό, σωμα­τι­κή μορ­φή, και τώρα ήρθε σε απο­στο­λι­κές ψυχές· και τότε ήρθε το Πνεύ­μα σαν περι­στέ­ρι, και τώρα σαν πύρι­νες γλώσ­σες. Τι τέλος πάν­των σημαί­νουν αυτά; Εκεί φανε­ρώ­νον­τας το ήρε­μο, εδώ όμως το τιμω­ρη­τι­κό.

Και την κρί­ση θυμά­ται σε κατάλ­λη­λη στιγ­μή· διό­τι όταν μεν επρό­κει­το να συγ­χω­ρέ­σει αμαρ­τή­μα­τα, χρεια­ζό­ταν μεγά­λη ηρε­μία, εφό­σον όμως πετύ­χα­με την δωρεά, στην συνέ­χεια είναι και­ρός και κρί­σης και εξέ­τα­σης. Και πώς λέει: «θα βαπτι­σθεί­τε», αφού νερό δεν υπάρ­χει στο υπε­ρώο; Διό­τι το κυριό­τε­ρο το Πνεύ­μα είναι, με το οποίο και το νερό ενερ­γεί· όπως ακρι­βώς λοι­πόν και αυτός λέγε­ται ότι έχει χρι­σθεί χωρίς που­θε­νά να χρι­σθεί με έλαιο, αλλά λαμ­βά­νον­τας το Πνεύ­μα· άλλω­στε και αυτούς είναι δυνα­τό να δεις να βαπτί­ζον­ται με νερό και σε διά­φο­ρους και­ρούς. Διό­τι σε εμάς και τα δύο, βάπτι­σμα και χρί­σμα, τελούν­ται σε ένα, τότε όμως τελούν­ταν χωρι­στά.

Διό­τι στην αρχή βαπτί­στη­καν από τον Ιωάν­νη και μην απο­ρή­σεις. Διό­τι εάν στο βάπτι­σμα εκεί­νο πήγαι­ναν πόρ­νες και τελώ­νες, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα πήγαι­ναν εκεί­νοι, που επρό­κει­το κατό­πιν να βαπτι­σθούν από το Άγιο Πνεύ­μα. Έπει­τα για να μη λένε ότι «η απο­στο­λή του Παρα­κλή­του βρί­σκε­ται πάν­το­τε στις υπο­σχέ­σεις και δεν υλο­ποιεί­ται» (διό­τι και πολ­λά πια δίδα­ξε γι’ αυτό), ούτε να νομί­ζουν ότι το άγιο Πνεύ­μα είναι μια ενέρ­γεια χωρίς υπό­στα­ση, απο­μα­κρύ­νον­τας αυτούς από μια τέτοια υπό­νοια, λέει: «μες δ βαπτι­σθή­σε­σθε ν Πνεύ­μα­τι γί ο μετ πολλς ταύ­τας μέρας(:εσείς όμως θα βαπτι­στεί­τε με το Άγιο Πνεύ­μα όχι πολ­λές μέρες μετά από αυτές που διερ­χό­μα­στε)»[Πράξ.1,5].

Και δεν φανέ­ρω­σε το πότε ακρι­βώς θα βαπτι­στούν με το Άγιο Πνεύ­μα για να βρί­σκον­ται πάν­τα σε εγρή­γορ­ση, αλλά είπε ότι θα είναι κον­τά για να μη χαλα­ρώ­σουν και δια­λυ­θούν· και το πότε ακρι­βώς, καθό­λου δεν το ανέ­φε­ρε, για να είναι πάν­το­τε άγρυ­πνοι. Και όχι μόνο με αυτό βεβαιώ­νει αυτούς, με την εγγύ­τη­τα εννοώ πλέ­ον του και­ρού, αλλά και με την φρά­ση «να περι­μέ­νε­τε την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της υπο­σχέ­σε­ως που ακού­σα­τε από το στό­μα μου, ότι δηλα­δή ο Πατήρ θα σας στεί­λει το Άγιο Πνεύ­μα». Και αυτό που λέει είναι το εξής: «όχι μόνο τώρα σας είπα», λέει, «αλλά και ήδη σας παράγ­γει­λα εκεί­να, που θα κάνω οπωσ­δή­πο­τε». Για­τί λοι­πόν απο­ρείς, αν δεν λέει την ημέ­ρα της συν­τέ­λειας, εφό­σον βέβαια αυτήν που είναι τόσο κον­τά, δεν θέλη­σε να φανε­ρώ­σει; Και πάρα πολύ δικαιο­λο­γη­μέ­να ενερ­γεί έτσι, για να είναι πάν­το­τε σε εγρή­γορ­ση και σε ανα­μο­νή και φρον­τί­δα.

Διό­τι δεν είναι δυνα­τόν να απο­λαύ­σεις την χάρη όταν δεν είσαι προ­σε­κτι­κός. Ή δεν βλέ­πεις τι λέει και ο Ηλί­ας προς τον μαθη­τή του τον Ελι­σαίο; : «σκλή­ρυ­νας το ατήσα­σθαι· ἐὰν δς με ναλαμ­βα­νό­με­νον π σο, κα σται σοι οτως· κα ἐὰν μή, ο μ γένη­ται (:πολύ βαρύ είναι το αίτη­μά σου. Εάν όμως με δεις να ανα­λαμ­βά­νο­μαι από εσέ­να προς τον ουρα­νό, θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί το αίτη­μά σου. Εάν όμως όχι, δεν θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί)»[Δ’ Βασ.2,10], δηλα­δή «θα γίνει και σε εσέ­να αυτό που ζητάς».

Και ο Χρι­στός παν­τού σε αυτούς που προ­σερ­χό­ταν, έλε­γε: «Πιστεύ­εις;»· διό­τι αν δεν απο­δε­χθού­με με φιλι­κό­τη­τα αυτό που προ­σφέ­ρε­ται, ούτε την ευερ­γε­σία αισθα­νό­μα­στε πάρα πολύ. Το ίδιο και με τον Παύ­λο συνέ­βη: δεν ήρθε αμέ­σως η χάρη, αλλά πέρα­σαν στο μετα­ξύ τρεις μέρες κατά τις οποί­ες ήταν τυφλός, απαλ­λασ­σό­με­νος από τον φόβο και προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νος. Διό­τι όπως ακρι­βώς οι βαφείς της πορφύρας[:κόκκινα ενδύ­μα­τα], προ­ε­τοι­μά­ζουν δοκι­μά­ζον­τας προ­η­γου­μέ­νως με διά­φο­ρα άλλα εκεί­νο που πρό­κει­ται να δεχθεί την βαφή, για να μη χάνει το χρώ­μα του το άνθος, κατά τον ίδιο λοι­πόν τρό­πο και εδώ προ­η­γου­μέ­νως επι­με­λη­μέ­να προ­ε­τοι­μά­ζει την ψυχή ο Θεός, και τότε χορη­γεί την χάρηΓι’ αυτό και δεν απέ­στει­λε αμέ­σως το άγιο Πνεύ­μα, αλλά κατά την Πεν­τη­κο­στή. Και αν ρωτά κάποιος: «για­τί και εμείς δεν βαπτί­ζου­με κατά αυτόν το και­ρό», εκεί­νο θα μπο­ρού­σα­με να απαν­τή­σου­με, ότι η χάρη του Θεού είναι ίδια και τότε και τώρα, η διά­νοια όμως τώρα εξυ­ψώ­νε­ται προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νη με την νηστεία.

Και ο και­ρός της Πεν­τη­κο­στής έχει κάποια αιτιο­λο­γία όχι αφύ­σι­κη. Ποια λοι­πόν είναι αυτή; Οι πατέ­ρες θεώ­ρη­σαν ότι το βάπτι­σμα είναι ισχυ­ρός χαλι­νός της πονη­ρής επι­θυ­μί­ας και μεγά­λη διδα­σκα­λία για εκεί­νον που πρό­κει­ται να βαπτι­στεί ώστε να σωφρο­νεί σε περί­ο­δο από­λαυ­σης. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν, όταν συνα­να­στρε­φό­μα­στε με τον Χρι­στό, και όταν συμ­με­τέ­χου­με στην αγία τρά­πε­ζα, δεν κάνου­με τίπο­τε απλό, αλλά ζού­με με νηστεί­ες και προ­σευ­χές και με σωφρο­σύ­νη μεγά­λη· διό­τι εάν εκεί­νος που πρό­κει­ται να αρχί­σει ένα βιο­πο­ρι­στι­κό επάγ­γελ­μα, προ­ε­τοι­μά­ζει τον εαυ­τό του όλη του την ζωή, και για να πετύ­χει κάποιο αξί­ω­μα και χρή­μα­τα δαπα­νά και χρό­νο σπα­τα­λά και άπει­ρους κόπους υπο­μέ­νει, τίνος θα είμα­στε εμείς άξιοι όταν προ­σερ­χό­μα­στε με τόση αδια­φο­ρία στην Βασι­λεία των ουρα­νών, και χωρίς να δίνου­με προ­θυ­μία για την προ­ε­τοι­μα­σία, ούτε πριν λάβου­με το βάπτι­σμα αλλά και μετά το βάπτι­σμα αδια­φο­ρού­με;

Διό­τι γι’ αυτό και μετά το βάπτι­σμα γινό­μα­στε οκνη­ροί και αδιά­φο­ροι επει­δή πριν το λάβου­με δεν είμα­στε άγρυ­πνοι. Γι’ αυτό και πολ­λοί μετά το βάπτι­σμα επέ­στρε­ψαν αμέ­σως στον προ­η­γού­με­νο εμε­τό και έγι­ναν χει­ρό­τε­ροι και επέ­συ­ραν χει­ρό­τε­ρη την τιμω­ρία τους, αν και απαλ­λά­χθη­καν από τα προ­η­γού­με­να αμαρ­τή­μα­τα, με την συμ­πε­ρι­φο­ρά τους όμως αυτή εξόρ­γι­σαν περισ­σό­τε­ρο τον Κρι­τή, διό­τι εφό­σον απαλ­λά­χθη­καν από τόσο μεγά­λη αρρώ­στια, ούτε με τον τρό­πο αυτό σωφρο­νί­στη­καν, αλλά έπα­θαν εκεί­νο που απεί­λη­σε ο Χρι­στός στον παρα­λυ­τι­κό λέγον­τας: «δε γις γέγο­νας· μηκέ­τι μάρ­τα­νε, να μ χερόν σοί τι γένη­ται (:βλέ­πεις, τώρα έχεις γίνει υγι­ής. Πρό­σε­ξε λοι­πόν από δω και πέρα να μην αμαρ­τά­νεις πια, για να μη πάθεις τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο από την ασθέ­νεια που είχες και η οποία σου συνέ­βη από τις αμαρ­τί­ες σου. Πρό­σε­ξε μην πάθεις χει­ρό­τε­ρη συμ­φο­ρά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώμα­τος σου και την ψυχή σου)»[Ιω. 5,14], καθώς και εκεί­νο που προ­έ­λε­γε για τους Ιου­δαί­ους δεί­χνον­τας ότι θα πάθουν ανε­πα­νόρ­θω­τα κακά, εφό­σον απο­δει­χτούν αγνώ­μο­νες: «Ε μ λθον κα λάλη­σα ατος, μαρ­τί­αν οκ εχον· νν δ πρό­φα­σιν οκ χου­σι περ τς μαρ­τί­ας ατν(:εάν δεν είχα έλθει και δεν τους είχα μιλή­σει απο­δει­κνύ­ον­τάς τους με τη διδα­σκα­λία μου και με τα θαύ­μα­τά μου ότι είμαι ο Μεσ­σί­ας, δεν θα είχαν αμαρ­τία για την απι­στία που έδει­ξαν σε μένα. Τώρα όμως δεν έχουν καμία πρό­φα­ση που να δικαιο­λο­γεί την αμαρ­τία τους. Και είναι βαριά και ασυγ­χώ­ρη­τη η αμαρ­τία τους αυτή)»[Ιω. 15,22].

Ώστε διπλά και τετρα­πλά γίνον­ται τα αμαρ­τή­μα­τα που δια­πράτ­τον­ται ύστε­ρα από το Βάπτι­σμά μας. Πώς; Διό­τι με την τιμή που μας κάνει ο Θεός να μας δώσει την χάρη Του, γινό­μα­στε αγνώ­μο­νες και πονη­ροί. Και γι’ αυτό στην συνέ­χεια δεν μας βοη­θά­ει καθό­λου το λου­τρό για να τύχου­με επιει­κέ­στε­ρης τιμω­ρί­ας. Και πρό­σε­χε: διέ­πρα­ξε κάποιος αμαρ­τή­μα­τα φοβε­ρά ή αφού φόνευ­σε ή μοί­χευ­σε ή κάποιο άλλο φοβε­ρό­τε­ρο, συγ­χω­ρέ­θη­καν με το λου­τρό του βαπτί­σμα­τος αυτά. Διό­τι δεν υπάρ­χει, δεν υπάρ­χει κανέ­να αμάρ­τη­μα και ασέ­βεια που δεν υπο­χω­ρεί και δεν παρα­με­ρί­ζει με την δωρεά διό­τι είναι θεία χάρις. Πάλι μοί­χευ­σε ίσως κάποιος και φόνευ­σε· η προ­η­γού­με­νη μοι­χεία έχει συγ­χω­ρε­θεί και δεν ανα­κα­λεί­ται πλέ­ον στη μνή­μη του Θεού[βλ. Ρωμ. 11,29: « μετα­μέ­λη­τα γρ τ χαρί­σμα­τα κα  κλσις το Θεο(:όταν ο Θεός εκλέ­γει και καλεί δεν υπό­κει­ται σε πλά­νη, και συνε­πώς δεν μετα­με­λεί­ται για τα χαρί­σμα­τα που δίνει και δεν ανα­κα­λεί την κλή­ση που έκα­νε)»] .

Για τα αμαρ­τή­μα­τα όμως τα μετά το βάπτι­σμα τόσο πολύ τιμω­ρού­μα­στε σαν να είχαν ανα­κλη­θεί και εκεί­να, και πολύ χει­ρό­τε­ρα· διό­τι δεν είναι απλό αμάρ­τη­μα είναι απλό και τρι­πλό. Και ότι είναι μεγα­λύ­τε­ρη η τιμω­ρία για τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά, άκου­σε τι λέει ο Παύ­λος: «θετή­σας τις νόμον Μωϋ­σέ­ως χωρς οκτιρμν π δυσν  τρισ μάρ­τυ­σιν ποθνή­σκει· πόσ δοκετε χεί­ρο­νος ξιω­θή­σε­ται τιμω­ρί­ας  τν υἱὸν το Θεο κατα­πα­τή­σας κα τ αμα τς δια­θή­κης κοινν γησά­με­νος, ν  γιά­σθη, κα τ Πνεμα τς χάρι­τος νυβρί­σας;(: διό­τι όταν κανείς παρα­βεί τον μωσαϊ­κό νόμο και την παρά­βα­σή του αυτήν τη βεβαιώ­σουν δύο ή τρεις μάρ­τυ­ρες, αυτός θανα­τώ­νε­ται χωρίς επιεί­κεια. Πόσο χει­ρό­τε­ρη τιμω­ρία νομί­ζε­τε ότι αξί­ζει εκεί­νος που ποδο­πά­τη­σε περι­φρο­νη­τι­κά τον Υιό του Θεού και νόμι­σε ως αίμα συνη­θι­σμέ­νου και κοι­νού ανθρώ­που, το Αίμα με το οποίο επι­κυ­ρώ­θη­κε η Νέα Δια­θή­κη, με το οποίο μάλι­στα και αυτός ο ίδιος αγιά­στη­κε και εξύ­βρι­σε και περι­φρό­νη­σε το Άγιο Πνεύ­μα που μας προ­σφέ­ρει τη χάρη Του;)»[Εβρ. 10,28–29].

«O μν ον συνελ­θόν­τες πηρώ­των ατν λέγον­τες· Κύριε, ε ν τ χρόν τούτ ποκα­θι­στά­νεις τν βασι­λεί­αν τ σρα­ήλ;(:ύστε­ρα λοι­πόν από τις ελπί­δες αυτές που έδω­σε ο Χρι­στός στους μαθη­τές Του, συγ­κεν­τρώ­θη­καν όλοι μαζί και τον ρωτού­σαν: “Κύριε, πες μας˙ στο χρο­νι­κό διά­στη­μα των ημε­ρών αυτών πρό­κει­ται να απο­κα­τα­στή­σεις στην παλαιά της δύνα­μη και δόξα τη βασι­λεία για τον Ισρα­ήλ;”)»[Πρά­ξεις 1,6].

Όταν πρό­κει­ται να ρωτή­σουν κάτι οι μαθη­τές, προ­σέρ­χον­ται μαζί. Και πράτ­τουν αυτό για να πετύ­χουν με το πλή­θος τον σκο­πό για τον οποίο ικε­τεύ­ουν. Διό­τι γνώ­ρι­ζαν ότι εκεί­νο που είχε πει ο Ίδιος προ­η­γου­μέ­νως ότι «περ δ τς μέρας κεί­νης κα ρας οδες οδεν, οδ ο γγε­λοι τν ορανν, ε μ  πατήρ μου μόνος (:για την ημέ­ρα εξάλ­λου εκεί­νη και την ώρα που θα γίνει η δευ­τέ­ρα παρου­σία και η κρί­ση, κανείς δεν γνω­ρί­ζει πότε ακρι­βώς θα είναι αυτές, ούτε ακό­μη οι ουρά­νιοι άγγε­λοι, παρά μόνον ο Πατέ­ρας μου)»[Ματθ.24,36], ήταν απο­φυ­γή και όχι άγνοια επει­δή ανέ­βα­λε την από­κρι­ση. Γι’ αυτό πάλι προ­σέρ­χον­ται και ρωτούν. Δεν θα ρωτού­σαν αν βέβαια ήταν πράγ­μα­τι πεπει­σμέ­νοι. Διό­τι επει­δή άκου­σαν ότι πρό­κει­ται να λάβουν το άγιο Πνεύ­μα, ήθε­λαν να μάθουν, σαν να ήταν πια άξιοι και έτοι­μοι να απαλ­λα­γούν από την επιρ­ροή του Διδα­σκά­λου τους· διό­τι δεν ήθε­λαν να υπο­βάλ­λουν τους εαυ­τούς τους σε κιν­δύ­νους αλλά να ανα­κου­φι­στούν· καθό­σον δεν ήταν μικρά αυτά που είχαν συμ­βεί σε αυτούς, αλλά για τα έσχα­τα υπήρ­χε ο κίν­δυ­νος.

Χωρίς λοι­πόν να πουν κάτι σε Αυτόν για το άγιο Πνεύ­μα ρωτούν λέγον­τας: «Κύριε, ε ν τ χρόν τούτ ποκα­θι­στά­νεις τν βασι­λεί­αν τ σρα­ήλ;(: “Κύριε, πες μας˙ στο χρο­νι­κό διά­στη­μα των ημε­ρών αυτών πρό­κει­ται να απο­κα­τα­στή­σεις στην παλαιά της δύνα­μη και δόξα τη βασι­λεία για τον Ισρα­ήλ;”)» και δεν είπαν «πότε», «μήπως πρό­κει­ται τώρα;», λέει· τόσο πολύ ήθε­λαν να μάθουν την ημέ­ρα. Γι’ αυτό και προ­σήλ­θαν με μεγα­λύ­τε­ρη τιμή.

Εμέ­να όμως μου φαί­νε­ται ότι ούτε σε αυτούς διευ­κρι­νί­στη­κε καλά ποτέ ποια ήταν η βασι­λεία· διό­τι δεν είχε δοθεί ακό­μα το Πνεύ­μα για να τους διδά­ξει. Και δεν ανέ­φε­ραν πότε θα γίνουν αυτά, αλλά τι; «μήπως στο χρο­νι­κό διά­στη­μα των ημε­ρών αυτών πρό­κει­ται να απο­κα­τα­στή­σεις στην παλαιά της δύνα­μη και δόξα τη βασι­λεία για τον Ισρα­ήλ;» σαν δηλα­δή να είχε ήδη εκπέ­σει. Αυτά ζητούν να τα πλη­ρο­φο­ρη­θούν κατά αυτόν τον τρό­πο, επει­δή ακό­μα εξα­κο­λου­θού­σαν να ενδια­φέ­ρον­ται για τα αισθη­τά, αν και όχι όμοια με πριν, διό­τι ακό­μα δεν είχαν γίνει καλύ­τε­ροι. Έτσι δηλα­δή φαν­τά­ζον­ταν αυτοί μεγα­λύ­τε­ρα γι’ Αυτόν, όταν όμως αυτοί υψώ­θη­καν πνευ­μα­τι­κά και Αυτός μιλά­ει μαζί τους με τρό­πο υψη­λό. Διό­τι δεν λέει πλέ­ον προς αυτούς ότι «περ δ τς μέρας κεί­νης  τς ρας οδες οδεν, οδ ο γγε­λοι ν οραν, οδ  υός, ε μ  πατήρ (:σχε­τι­κά όμως με την ημέ­ρα εκεί­νη και την ώρα που θα γίνει η δευ­τέ­ρα παρου­σία και η κρί­ση, δεν ξέρει κανείς πότε ακρι­βώς θα είναι αυτές, ούτε οι άγγε­λοι που είναι στον ουρα­νό, ούτε ο Υιός ως άνθρω­πος, παρά μόνο ο Πατήρ)»[Μάρκ. 13,32], αλλά τι; «Οχ μν στι γνναι χρό­νους  και­ρος ος  πατρ θετο ν τ δί ξου­σί(:δεν ανή­κει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαί­ω­μα να γνω­ρί­σε­τε τα χρό­νια ή τους ορι­σμέ­νους μήνες και τις ημέ­ρες, τα οποία ο Πατήρ κρά­τη­σε στην απο­κλει­στι­κή εξου­σία Του. Αυτός μόνο τα γνω­ρί­ζει και μόνον Αυτός θα ολο­κλη­ρώ­σει όσα θα συν­τε­λε­σθούν κατά τη διάρ­κεια αυτών των χρό­νων)»[Πράξ.1,7].

«Ζητά­τε μεγα­λύ­τε­ρα», λέει. Και βεβαία έμα­θαν ήδη και αυτά που ήταν πολύ μεγα­λύ­τε­ρα. Και για να μάθεις αυτό ακρι­βώς κοί­τα­ζε πόσα θα απα­ριθ­μή­σω. Πες μου τι μεγα­λύ­τε­ρο θα μάθουν αυτοί από εκεί­να που έμα­θαν; Έμα­θαν ήδη ότι είναι Υιός του Θεού και ότι ο Θεός έχει ισό­τι­μο Υιό[Ιω. 5,17: « πατήρ μου ως ρτι ργά­ζε­ται, κγ ργά­ζο­μαι(:ο Θεός Πατέ­ρας μου εργά­ζε­ται έως τώρα συνε­χώς και χωρίς δια­κο­πή˙ διό­τι όχι μόνο δημιούρ­γη­σε αλλά και κυβερ­νά τον κόσμο και προ­νο­εί γι’ αυτόν. Κι εγώ λοι­πόν, ο Υιός Του, εργά­ζο­μαι συνε­χώς όπως ο Πατέ­ρας μου, χωρίς να δια­κό­πτω το σωτή­ριο έργο μου τις ημέ­ρες του Σαβ­βά­του)» ·και Ιω.19–23: «μν μν λέγω μν, ο δύνα­ται  υἱὸς ποιεν φ᾿ αυτο οδέν, ἐὰν μή τι βλέπ τν πατέ­ρα ποιοντα·  γρ ν κενος ποι, τατα κα  υἱὸς μοί­ως ποιε γρ πατρ φιλε τν υἱὸν κα πάν­τα δεί­κνυ­σιν ατ  ατς ποιε, κα μεί­ζο­να τού­των δεί­ξει ατ ργα, να μες θαυ­μά­ζη­τεσπερ γρ  πατρ γεί­ρει τος νεκρος κα ζωο­ποιε, οτω κα  υἱὸς ος θέλει ζωο­ποιεοδ γρ  πατρ κρί­νει οδένα, λλ τν κρί­σιν πσαν δέδω­κε τ υἱῷ, να πάν­τες τιμσι τν υόν, καθς τιμσι τν πατέ­ρα.  μ τιμν τν υἱὸν ο τιμ τν πατέ­ρα τν πέμ­ψαν­τα ατόν(:αλη­θι­νά σας βεβαιώ­νω ότι υπάρ­χει από­λυ­τη συμ­φω­νία μετα­ξύ του Υιού και του Πατρός. Γι’ αυτό ο Υιός είναι φυσι­κώς αδύ­να­το να κάνει από τον εαυ­τό Του τίπο­τε, εάν δεν βλέ­πει τον Πατέ­ρα να το κάνει αυτό. Είναι που ενερ­γεί ο Πατήρ, αυτά κάνει και ο Υιός ακρι­βώς όπως τα κάνει ο Πατήρ. Διό­τι είναι κοι­νή και μία η θέλη­ση, η δύνα­μη και η ενέρ­γεια Πατρός και Υιού. Η συμ­φω­νία αυτή και η κοι­νή ενέρ­γεια Πατρός και Υιού βασί­ζε­ται και πάνω στην αγά­πη που τους συν­δέ­ει. Διό­τι ο Πατήρ αγα­πά με άπει­ρη στορ­γή τον Υιό Του. Δεν κρύ­βει τίπο­τε απ’ Αυτόν, αλλά Του φανε­ρώ­νει όλα όσα κάνει, ώστε να ενερ­γούν­ται αυτά δια­μέ­σου του Υιού. Και θα δεί­ξει στον εναν­θρω­πή­σαν­τα Υιό Του υπερ­φυ­σι­κά έργα μεγα­λύ­τε­ρα από τα θαύ­μα­τα αυτά που έως τώρα είδα­τε, ώστε να τα ενερ­γή­σει και αυτά ο Υιός, για να θαυ­μά­ζε­τε εσείς που τώρα απι­στεί­τε. Ο Υιός ακό­μη και νεκρούς θα ανα­στή­σει. Διό­τι, όπως ο Πατήρ ανα­σταί­νει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απε­ριό­ρι­στη εξου­σία και δύνα­μη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσι­κή αλλά και πνευ­μα­τι­κή. Και την πνευ­μα­τι­κή αυτή ζωή την μετα­δί­δει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρί­νει άξιο να την μετα­δώ­σειΟ Υιός έχει απε­ριό­ρι­στη την εξου­σία και τη δύνα­μη αυτή. Διό­τι ο Πατήρ ούτε το έργο του κρι­τή δεν κρά­τη­σε για τον εαυ­τό Του. Ο Πατήρ δεν δικά­ζει κανέ­να, αλλά όλη την εξου­σία να δικά­ζει και να κρί­νει ποιος είναι και ποιος δεν είναι άξιος να λάβει ζωή, την έχει δώσει στον Υιό του που έγι­νε άνθρω­πος.Και έδω­σε ο Πατήρ όλη αυτή την εξου­σία στον Υιό, για να τιμούν και να λατρεύ­ουν όλοι τον Υιό όπως τιμούν και λατρεύ­ουν τον Πατέ­ρα. Εκεί­νος που δεν τιμά τον Υιό, δεν τιμά ούτε τον Πατέ­ρα, που Τον απέ­στει­λε στον κόσμο)»].

Έμα­θαν επί­σης ότι θα υπάρ­ξει ανά­στα­ση [Ματθ. 17,9: «Κα κατα­βαι­νόν­των ατν π το ρους νετεί­λα­το ατος  ησος λέγων· μηδεν επητε τ ραμα ως ο  υἱὸς το νθρώ­που κ νεκρν ναστ(:και καθώς κατέ­βαι­ναν από το βου­νό, τους παρήγ­γει­λε ο Ιησούς και τους είπε: “Μην πεί­τε σε κανέ­ναν αυτό που είδα­τε, μέχρι να ανα­στη­θεί ο Υιός του ανθρώ­που από τους νεκρούς˙ τότε δεν θα υπάρ­χει κίν­δυ­νος άκαι­ρων ενθου­σια­σμών του πλή­θους, αλλά και το γεγο­νός αυτό θα κατα­στεί περισ­σό­τε­ρο κατα­νο­η­τό και πιστευ­τό”)» ·πρβλ. Ιω. 11,25: «γώ εμι  νάστα­σις κα  ζωή(:Εγώ είμαι η ανά­στα­ση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύνα­μη να ανα­σταί­νω, διό­τι είμαι η πηγή της ζωής)»], έμα­θαν ότι όταν απέλ­θει στους ουρα­νούς, θα καθί­σει στα δεξιά του Πατρός «π το νν σται  υἱὸς το νθρώ­που καθή­με­νος κ δεξιν τς δυνά­με­ως το Θεο (:αυτό μόνο σας λέω, ότι από τώρα ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, θα κάθε­ται διαρ­κώς στα δεξιά του παν­το­δύ­να­μου Θεού)»[Λου­κά 22,69], έμα­θαν το πιο φρι­κώ­δες από αυτά, ότι σάρ­κα κάθε­ται επά­νω και προ­σκυ­νεί­ται από τους αγγέ­λους [ βλ. Μάρκ. 16,19:« μν ον Κύριος μετ τ λαλσαι ατος νελή­φθη ες τν ορανν κα κάθι­σεν κ δεξιν το Θεο(:αφού λοι­πόν ο Κύριος τους μίλη­σε επα­νει­λημ­μέ­να και τους είπε μετα­ξύ άλλων και αυτά, ανα­λή­φθη­κε στον ουρα­νό και κάθι­σε στα δεξιά του Θεού Πατρός)»].

Έμα­θαν ότι θα έρθει πάλι να κρί­νει όλο τον κόσμο[Ματθ. 16,27: «Μέλ­λει γρ  υἱὸς το νθρώ­που ρχε­σθαι ν τ δόξ το πατρς ατο μετ τν γγέ­λων ατο, κα τότε ποδώ­σει κάστ κατ τν πρξιν ατοῦ (:πράγ­μα­τι, λοι­πόν, κάθε άνθρω­πος πρό­κει­ται ή να χάσει ή να κερ­δί­σει την ψυχή του· διό­τι πρό­κει­ται ο υιός του ανθρώ­που να έλθει περι­βε­βλη­μέ­νος με τη δόξα του Πατέ­ρα Του μαζί με τους αγγέ­λους Του, και τότε θα αντα­μεί­ψει τον καθέ­να ανά­λο­γα με τις πρά­ξεις Του)» και Λουκ. 21,27: «κα τότε ψον­ται τν υἱὸν το νθρώ­που ρχό­με­νον ν νεφέλ μετ δυνά­με­ως κα δόξης πολλς(:και τότε όλοι οι άνθρω­ποι θα δουν τον υιό του ανθρώ­που να έρχε­ται καθι­σμέ­νος θεο­πρε­πώς πάνω σε σύν­νε­φο με δύνα­μη και με συνο­δεία αγγέ­λων, με μεγά­λη δόξα και λαμ­πρό­τη­τα)»].

Έμα­θαν ακό­μη ότι τότε πρό­κει­ται να καθί­σουν και αυτοί κρι­τές των δώδε­κα φυλών του Ισραήλ[Ματθ.19,28: «μν λέγω μν τι μες ο κολου­θή­σαν­τές μοι, ν τ παλιγ­γε­νε­σίταν καθίσ  υἱὸς το νθρώ­που π θρό­νου δόξης ατο, καθί­σε­σθε κα μες π δώδε­κα θρό­νους κρί­νον­τες τς δώδε­κα φυλς το σρα­ήλ (:αλη­θι­νά σας λέω ότι εσείς που με ακο­λου­θή­σα­τε, όταν ξανα­γεν­νη­θεί ο κόσμος και θα έχει συν­τε­λε­στεί η ανά­στα­ση των νεκρών, οπό­τε θα καθί­σει ο υιός του ανθρώ­που σε θρό­νο λαμ­πρό, αντά­ξιο της δόξας Του, θα καθί­σε­τε και εσείς σε δώδε­κα θρό­νους δικά­ζον­τας τις δώδε­κα φυλές του Ισρα­ήλ)»] έμα­θαν ότι οι Ιου­δαί­οι εκβάλ­λον­ται έξω, και ότι αντί αυτών εισέρ­χον­ται οι εξ εθνών[ Λουκ. 21,24:«κα πεσονται στό­μα­τι μαχαί­ρας, κα αχμα­λω­τι­σθή­σον­ται ες πάν­τα τ θνη, κα ερου­σαλμ σται πατου­μέ­νη π θνν χρι πλη­ρωθσι και­ρο θνν(:πολ­λοί θα πέσουν σφαγ­μέ­νοι με την κόψη του μαχαι­ριού και άλλοι θα μετα­φερ­θούν αιχ­μά­λω­τοι για να που­λη­θούν σε όλα τα έθνη. Και η Ιερου­σα­λήμ θα κατα­πα­τεί­ται συνε­χώς από εθνι­κούς, μέχρι να συμ­πλη­ρω­θούν τα χρό­νια της οργής του Θεού εναν­τί­ον του Ισρα­ήλ, στη διάρ­κεια των οποί­ων τα έθνη θα κατέ­χουν απο­κλει­στι­κά τα προ­νό­μια του Ισρα­ήλ. Κατό­πιν όμως, αφού όλα τα έθνη επι­στρέ­ψουν στον Χρι­στό, θα επι­στρέ­ψει και ο Ισρα­ήλ και θα σωθεί)»]. Το να γνω­ρί­ζει κανέ­νας ότι θα γίνουν αυτά, είναι σπου­δαίο πράγ­μα, το να μάθει όμως ότι κάποιος θα βασι­λεύ­σει ή το πότε, δεν είναι μεγά­λο πράγ­μα.

Έμα­θε ο Παύ­λος εκεί­να που δεν επι­τρέ­πε­ται σε άνθρω­πο να πει: «τι ρπά­γη ες τν παρά­δει­σον κα κου­σεν ἄῤῥητα ήμα­τα,  οκ ξν νθρώπ λαλσαι (: γνω­ρί­ζω ότι ο άνθρω­πος αυτός αρπά­χτη­κε και μετα­φέρ­θη­κε στον Παρά­δει­σο και άκου­σε λόγια που κανέ­νας άνθρω­πος δεν έχει τη δύνα­μη να τα πει, και ούτε επι­τρέ­πε­ται να τα ξεστο­μί­σει λόγω της ιερό­τη­τάς τους)» [Β’ Κορ. 12,4] έμα­θε όλα τα πριν από τον κόσμο. Τι είναι δυσκο­λό­τε­ρο να μάθει κανέ­νας την αρχή ή το τέλος; Είναι ολο­φά­νε­ρο ότι το πρώ­το. Λοι­πόν αυτό λοι­πόν ο Μωυ­σής έμα­θε και πότε και πριν από πόσα χρό­νια, απο­δει­κνύ­ουν τα έτη, που απα­ριθ­μεί. Αυτό το έμα­θε και ο Σολο­μών, γι’ αυτό και έλε­γε: «ἐὰν ναγ­γεί­λω μν τ καθ᾿ μέραν γινό­με­να, μνη­μο­νεύ­σω τ ξ αἰῶνος ριθμσαι (:ακού­στε με, λοι­πόν, με προ­σο­χή, εάν αναγ­γεί­λω σε σας όλα όσα αγα­θά έργα κάθε ημέ­ρα γίνον­ται από εμέ­να. Θα σας υπεν­θυ­μί­σω επι­πλέ­ον ένα προς ένα, όσα δια­μέ­σου των αιώ­νων έχουν γίνει)» [Παρ.8,21].

Το ότι λοι­πόν είναι πλη­σί­ον γνώ­ρι­ζαν κατό­πιν και αυτοί, όπως ακρι­βώς και ο Παύ­λος λέγον­τας: «τ πιεικς μν γνω­σθή­τω πσιν νθρώ­ποις.  Κύριος γγύς μηδν μερι­μντε, λλ᾿ ν παντ τ προ­σευχ κα τ δεή­σει μετ εχαρι­στί­ας τ ατήμα­τα μν γνω­ρι­ζέ­σθω πρς τν Θεόν (:η επιεί­κειά σας και η υπο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά σας ας γίνει γνω­στή σε όλους τους ανθρώ­πους, και σε αυτούς ακό­μη τους απί­στους. Ο Κύριος πλη­σιά­ζει να έλθει, και Αυτός θα απο­δώ­σει στον καθέ­να ό,τι του ανή­κει. Μην κυριεύ­ε­στε από αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα για τίπο­τε, αλλά για καθε­τί που σας παρου­σιά­ζε­ται, να κάνε­τε γνω­στά τα αιτή­μα­τά σας στον Θεό με την προ­σευ­χή και τη δέη­ση, οι οποί­ες πρέ­πει να συνο­δεύ­ον­ται και με ευχα­ρι­στία για όσα ο Θεός μας έδω­σε)» [Φιλιπ. 4,5–6].

Αλλά τότε δεν το γνώ­ρι­ζαν αν και έλα­βαν απο­δεί­ξεις. Και ο Χρι­στός όπως ακρι­βώς είπε «όχι ύστε­ρα από πολ­λές ημέ­ρες», θέλον­τας αυτοί να αγρυ­πνούν και δεν το φανέ­ρω­σε καθα­ρά, έτσι και τώρα κάνει. Άλλω­στε και εκεί­νοι εδώ δεν ρωτούν για την συν­τέ­λεια, αλλά για την βασι­λεία. Γι’ αυτό και έλε­γαν: «Μήπως Κύριε αυτόν τον και­ρό θα απο­κα­τα­στή­σεις την βασι­λεία στο Ισρα­ήλ;». Και Αυτός ούτε αυτό δεν το απο­κά­λυ­ψε σε αυτούς. Για το τέλος του κόσμου και τα πριν από αυτό, αυτό ρωτού­σαν να μάθουν. Αλλά δεν απο­κρί­θη­κε, όπως ακρι­βώς εκεί κατά τρό­πο σφο­δρό, απο­μα­κρύ­νον­τας αυτούς από το να νομί­ζουν ότι η λύτρω­ση είναι κον­τά και ενέ­βα­λε αυτούς στους κιν­δύ­νους· έτσι και εδώ αλλά κατά τρό­πο ημε­ρό­τε­ρο: «Οχ μν στι γνναι χρό­νους  και­ρος ος  πατρ θετο ν τ δί ξου­σίᾳ (:δεν ανή­κει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαί­ω­μα να γνω­ρί­σε­τε τα χρό­νια ή τους ορι­σμέ­νους μήνες και τις ημέ­ρες, τα οποία ο Πατήρ κρά­τη­σε στην απο­κλει­στι­κή εξου­σία Του. Αυτός μονά­χα τα γνω­ρί­ζει και μονά­χα Αυτός θα ολο­κλη­ρώ­σει όσα θα συν­τε­λε­σθούν κατά τη διάρ­κεια αυτών των χρό­νων)».

Για να μην κρί­νουν όμως αυτό που τους είπε προ­σβλη­τι­κό γι’ αυτούς, ούτε ότι αυτά είναι προ­φά­σεις για να απο­φύ­γει να τους απαν­τή­σει, άκου­σε πώς υπό­σχε­ται αμέ­σως ότι θα δώσει σε αυτούς, πράγ­μα για το οποίο και χάρη­καν. Πρό­σθε­σε δηλα­δή: «λλ λήψε­σθε δύνα­μιν πελ­θόν­τος το γίου Πνεύ­μα­τος φ᾿ μς, κα σεσθέ μοι μάρ­τυ­ρες ν τε ερου­σαλμ κα ν πάσ τ ουδαί κα Σαμα­ρεί κα ως σχά­του τς γς(:θα λάβε­τε όμως ενί­σχυ­ση και δύνα­μη, όταν θα έλθει πάνω σας το Άγιο Πνεύ­μα. Και θα γίνε­τε μάρ­τυ­ρες της ζωής μου και της διδα­σκα­λί­ας μου και στη Ιερου­σα­λήμ και σε όλη την Ιου­δαία και στη Σαμά­ρεια και μέχρι το τελευ­ταίο και πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο σημείο της γης)»[Πράξ.1,8].

Έπει­τα για να μην Τον ρωτούν και πάλι, αμέ­σως ανα­λή­φθη­κε: «Κα τατα επν βλε­πόν­των ατν πήρ­θη, κα νεφέ­λη πέλα­βεν ατν π τν φθαλμν ατν (:και αφού τα είπε αυτά, ενώ εκεί­νοι Τον έβλε­παν, ανυ­ψώ­θη­κε προς τον ουρα­νό, και ένα σύν­νε­φο παρου­σιά­στη­κε σαν όχη­μα κάτω απ’ Αυτόν και τον πήρε από τα μάτια τους)». Όπως ακρι­βώς λοι­πόν εκεί τους ταλαι­πώ­ρη­σε υπερ­βο­λι­κά με τον φόβο και λέγον­τας: «δεν γνω­ρί­ζω», έτσι και εδώ με το να πει «ανε­λή­φθη». Και διό­τι είχαν μεγά­λη επι­θυ­μία για το πράγ­μα αυτό, και δεν θα παραι­τούν­ταν και διό­τι ήταν υπερ­βο­λι­κά αναγ­καίο να μην το μάθουν. Διό­τι πες μου· για ποιο πράγ­μα δεί­χνουν περισ­σό­τε­ρο απι­στία οι εθνι­κοί; Ότι θα υπάρ­ξει συν­τέ­λεια ή ότι ο Θεός έχει γίνει άνθρω­πος και ότι προ­ήλ­θε από μήτρα Παρ­θέ­νου και ότι εμφα­νί­στη­κε άνθρω­πος με σάρ­κα; Άρα­γε δεν είναι για το δεύ­τε­ρο; Οπωσ­δή­πο­τε και εσύ θα συμ­φω­νή­σεις. Αλλά όμως ντρέ­πο­μαι να μιλάω συνέ­χεια γι’ αυτό, σαν να πρό­κει­ται για κάποιο αδιά­φο­ρο πράγ­μα.

Έπει­τα πάλι για να μην πουν: «για­τί μας στε­ρείς την απάν­τη­ση;», λέγει: «Οχ μν στι γνναι χρό­νους  και­ρος ος  πατρ θετο ν τ δί ξου­σίᾳ (:δεν ανή­κει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαί­ω­μα να γνω­ρί­σε­τε τα χρό­νια ή τους ορι­σμέ­νους μήνες και τις ημέ­ρες, τα οποία ο Πατήρ κρά­τη­σε στην απο­κλει­στι­κή εξου­σία Του. Αυτός μόνο τα γνω­ρί­ζει και μόνον Αυτός θα ολο­κλη­ρώ­σει όσα θα συν­τε­λε­σθούν κατά τη διάρ­κεια αυτών των χρό­νων)». Και βέβαια μία είναι η εξου­σία του Πατρός και του Υιού, όπως όταν λέει:· «σπερ γρ  πατρ γεί­ρει τος νεκρος κα ζωο­ποιε, οτω κα  υἱὸς ος θέλει ζωο­ποιε(:ο Υιός ακό­μη και νεκρούς θα ανα­στή­σει· διό­τι, όπως ο Πατήρ ανα­σταί­νει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απε­ριό­ρι­στη εξου­σία και δύνα­μη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσι­κή αλλά και πνευ­μα­τι­κή. Και την πνευ­μα­τι­κή αυτή ζωή την μετα­δί­δει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρί­νει άξιο να την μετα­δώ­σει)»[Ιω.5,21]. Εάν όπου πρέ­πει να εργα­στεί, πράτ­τει αυτό με την ίδια προς τον Πατέ­ρα εξου­σία, όπου χρειά­ζε­ται να γνω­ρί­ζει κάτι, δεν γνω­ρί­ζει με την ίδια εξου­σία; Και βέβαια είναι πολύ μεγα­λύ­τε­ρο να ανα­σταί­νει τους νεκρούς από το να γνω­ρί­ζει την ημέ­ρα της συν­τέ­λειας του κόσμου. Εάν το μεγα­λύ­τε­ρο πράτ­τει με εξου­σία, δεν πράτ­τει πολύ περισ­σό­τε­ρο το άλλο;

Αλλά για να μάθε­τε, θα σας το κάνω φανε­ρό με παρά­δειγ­μα· όπως ακρι­βώς όταν δού­με ένα παι­δί να κλαί­ει και να θέλει συνέ­χεια να λάβει κάτι από εμάς, που δεν του είναι αναγ­καίο, αφού λοι­πόν το απο­κρύ­ψου­με, δεί­χνου­με τα χέρια μας άδεια, λέγον­τας: «να, δεν έχου­με», έτσι και Αυτός έκα­νε στους απο­στό­λους. Αλλά όπως ακρι­βώς και το παι­δί εκεί­νο όταν δεν του δεί­χνου­με αυτό που θέλει, επι­μέ­νει να κλαί­ει, ξέρον­τας ότι έχει εξα­πα­τη­θεί, έπει­τα αφή­νον­τάς το φεύ­γου­με, λέγον­τας «με φωνά­ζει ο τάδε», και του δίνου­με κάτι άλλο από εκεί­νο που ήθε­λε, και θαυ­μά­ζον­τας εκεί­νο αντί αυτού, και αφού το δώσου­με, απο­μα­κρυ­νό­μα­στε. Έτσι και ο Χρι­στός έκα­νε. Ζητού­σαν εκεί­νοι να λάβουν, Αυτός τους είπε ότι δεν έχει. Βέβαια και προ­η­γου­μέ­νως τους φόβι­σε· επει­δή όμως πάλι ζητού­σαν, τους είπε και πάλι ότι δεν έχει. Πλην όμως ότι δεν τους φοβί­ζει τώρα αλλά μετά την από­δει­ξη αυτού που έχει κάνει, προ­βάλ­λει και δικαιο­λο­γη­μέ­νη αφορ­μή ότι «Δεν ανή­κει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαί­ω­μα να γνω­ρί­σε­τε τα χρό­νια ή τους ορι­σμέ­νους μήνες και τις ημέ­ρες, τα οποία ο Πατήρ κρά­τη­σε στην απο­κλει­στι­κή εξου­σία Του».

Τι λοι­πόν; Εσύ δεν γνω­ρί­ζεις τα του Πατρός; Αλλά Αυτόν μεν Τον γνω­ρί­ζεις, τα Αυτού όχι; Εσύ είπες «Κανέ­νας δεν γνω­ρί­ζει τον Πατέ­ρα παρά μόνο ο Υιός» [Λουκ. 10,22 : « πάν­τα μοι παρε­δό­θη π το πατρός μου· κα οδες πιγι­νώ­σκει τίς στιν  υός, ε μ  πατήρ, κα τίς στιν  πατήρ, ε μ  υἱὸς κα  ἐὰν βού­λη­ται  υἱὸς ποκα­λύ­ψαι (:όλα μου τα παρέ­δω­σε ο Πατέ­ρας μου και μου έδω­σε και ως άνθρω­πο κάθε εξου­σία και δύνα­μη. Και επει­δή είμαι ο Υιός του Θεού και έχω την ίδια ουσία με τον Πατέ­ρα μου και είμαι άπει­ρος όπως Εκεί­νος, κανείς άλλος δεν γνω­ρί­ζει τελεί­ως Εμέ­να και ποια είναι η φύση μου και οι βου­λές μου, παρά μόνο ο Πατήρ˙ και κανείς δεν γνω­ρί­ζει τον Πατέ­ρα στο βάθος και στην ουσία Του, παρά μόνο ο Υιός. Σε κάποιο βαθ­μό βέβαια τον γνω­ρί­ζει και εκεί­νος στον οποίο ο Υιός θα θελή­σει να του Τον απο­κα­λύ­ψει)» και Ματθ. 11,27: «Πάν­τα μοι παρε­δό­θη π το πατρός μου· κα οδες πιγι­νώ­σκει τν υἱὸν ε μ  πατήρ, οδ τν πατέ­ρα τις πιγι­νώ­σκει ε μ  υἱὸς κα  ἐὰν βού­λη­ται  υἱὸς ποκα­λύ­ψαι (: όλα παρα­δό­θη­καν σε μένα από τον Πατέ­ρα μου, και έλα­βα και ως άνθρω­πος κάθε εξου­σία και δύνα­μη. Και επει­δή έχω ως Λόγος την ίδια ουσία με τον Πατέ­ρα μου και είμαι άπει­ρος όπως Εκεί­νος, κανείς άλλος δεν γνω­ρί­ζει τελεί­ως τον Υιό και ποια είναι η φύση και οι βου­λές του Υιού, παρά μόνον ο Πατέ­ρας. Ο άπει­ρος μόνο από τον άπει­ρο μπο­ρεί πλή­ρως και τελεί­ως να γνω­σθεί. Αλλά και τον Πατέ­ρα κανείς άλλος δεν γνω­ρί­ζει στο βάθος και την ουσία Του παρά μόνον ο Υιός, περιο­ρι­σμέ­να όμως Τον γνω­ρί­ζει και εκεί­νος στον οποίο ο Υιός θα θελή­σει να τον απο­κα­λύ­ψει)»]· και «μν δ  Θες πεκά­λυ­ψε δι το Πνεύ­μα­τος ατο· τ γρ Πνεμα πάν­τα ρευν, κα τ βάθη το Θεο(:σε μας όμως ο Θεός τα φανέ­ρω­σε αυτά με το Πνεύ­μα Του. Και μόνο από το Πνεύ­μα ήταν δυνα­τόν να γίνει η φανέ­ρω­ση αυτή· διό­τι το Πνεύ­μα ερευ­νά και γνω­ρί­ζει τα πάν­τα, και αυτά ακό­μη τα βαθύ­τα­τα και μυστη­ριώ­δη ιδιώ­μα­τα και σχέ­δια του Θεού)» [Α’ Κορ. 2,10].

Εσύ λοι­πόν ούτε αυτό το γνω­ρί­ζεις; Μακριά μια τέτοια σκέ­ψη. Το είπε αυτό όχι για να υπο­πτευ­θού­με κάτι τέτοιο, αλλά προ­σποιεί­ται ότι το αγνο­εί, απο­μα­κρύ­νον­τας αυτούς από την ανώ­φε­λη συζή­τη­ση. Φοβή­θη­καν λοι­πόν να ρωτή­σουν πάλι για να μην ακού­σουν και τώρα αυτό που κάπο­τε τους είχε πει: «κμν κα μες σύνε­τοί στε; (:ακό­μη και τώρα, ύστε­ρα από τόσες διδα­σκα­λί­ες που σας έκα­να, είστε και σεις ανί­κα­νοι να κατα­λά­βε­τε την αλή­θεια που σας είπα;)»[Ματθ.15,16] και «οτω κα μες σύνε­τοί στε; οπω νοετε τι πν τ ξωθεν εσπο­ρευό­με­νον ες τν νθρω­πον ο δύνα­ται ατν κοινσαι; (:και εσείς ακό­μη, όπως το πολυά­ριθ­μο πλή­θος, δυσκο­λεύ­ε­στε τόσο πολύ να κατα­νο­ή­σε­τε την αλή­θεια που είπα; Δεν κατα­λα­βαί­νε­τε ακό­μη ότι καθε­τί που μπαί­νει απ’ έξω μέσα απ’ το στό­μα στον άνθρω­πο δεν μπο­ρεί να τον μολύ­νει και να τον κάνει βέβη­λο θρη­σκευ­τι­κά;)» [Μάρκ. 7,18]· διό­τι πολύ περισ­σό­τε­ρο φοβούν­ταν Αυτόν τώρα, παρά προ­η­γου­μέ­νως.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στις Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, ομι­λία Β΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, τόμος 15, σελί­δες 14–67.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 76, σελ. 19–47.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ἔργα!

«Τὸν μὲν πρῶ­τον λόγον ἐποι­η­σά­μην περὶ πάν­των, ὦ Θεό­φι­λε, ὧν ἤρξα­το ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδά­σκειν…» (Πραξ. 1,1)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, αγα­πη­τοί μου, ὁ Χρι­στός, ὁ ἱδρυ­τὴς τῆς ἁγί­ας μας Ἐκκλη­σί­ας, ἐδί­δα­ξε. Ἐδί­δα­ξε λόγια, που κανείς ἄλλος πρὶν ἀπὸ αὐτὸν δὲν εἶπε. Ἀλλὰ νὰ εἶστε βέβαιοι, ὅτι οὔτε καὶ στὸ μέλ­λον θὰ βρε­θῇ ἄνθρω­πος, ὁσο­δή­πο­τε σοφὸς καὶ νὰ εἶνε, νὰ πῇ λόγια ἀνώ­τε­ρα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κήρυ­ξε ὁ Χρι­στός. Ἡ διδα­σκα­λία του εἶνε ἡ κορυ­φή. Υψη­λό­τε­ρη δὲν ὑπάρ­χει. Ὅσοι χωρὶς προ­κα­τά­λη­ψι δια­βά­ζουν τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ὁμο­λο­γοῦν, ὅτι ὅλες οἱ ἄλλες διδα­σκα­λί­ες, ποὺ ἀκού­στη­καν στὰ παλιὰ τὰ χρό­νια καὶ ἀκού­γον­ται καὶ σήμε­ρα, ὅσο κι ἂν θαμ­πώ­νουν τοὺς ἀνθρώ­πους, ἂν συγ­κρι­θοῦν μὲ τὴ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ, βρί­σκον­ται πολύ χαμη­λὰ ἀπὸ τὴν πανύ­ψη­λη κορυ­φὴ τῆς θεί­ας του διδα­σκα­λί­ας. Ἄνοι­ξε, ἀγα­πη­τέ, κ’ ἐσὺ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο· καὶ διά­βα­σε, παρα­κα­λῶ, μιὰ σελί­δα καὶ μόνο, ὁποια­δή­πο­τε σελί­δα. Ὅπου ἀνοί­ξῃς τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, λὲς καὶ τρέ­χει μπρο­στά σου ἕνα ποτά­μι ἀπό καθα­ρό χρυ­σά­φι. Διά­βα­σε π.χ. τὴν παρα­βο­λὴ τοῦ Ἀσώ­του (Λουκ. 15,11–32). Διά­βα­σέ την προ­σε­κτι­κά καὶ θὰ πει­σθῇς, πόσο δίκιο εἶχε ἕνας φιλό­σο­φος ποὺ εἶπε ὅτι, καὶ μόνο τὴν παρα­βο­λὴ αὐτὴ ἂν ἔλε­γε ὁ Χρι­στός, ἔφτα­νε αὐτὴ καὶ μόνο ν ̓ ἀπο­δεί­ξῃ, ὅτι αὐτὸς ποὺ τὴν εἶπε ἦταν ὄχι ἄνθρω­πος ἀλλὰ Θεός. Για­τὶ μόνο ὁ Θεός, ποὺ ἔπλα­σε τὸν ἄνθρω­πο, ξέρει τὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που, ξέρει πῶς σκέ­πτε­ται καὶ πῶς ἐνερ­γεῖ ὁ ἄνθρω­πος. Γι’ αὐτὸ ἡ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ, παρὰ τὴν αὐστη­ρό­τη­τα ποὺ φαί­νε­ται ὅτι ἔχει, ἀντα­πο­κρί­νε­ται στὶς πιὸ εὐγε­νεῖς ἐπι­θυ­μί­ες καὶ πόθους τοῦ ἀνθρώ­που καὶ προ­σφέ­ρει στον πονε­μέ­νο ἄνθρω­πο ὅ,τι δὲν μπο­ροῦν νὰ προ­σφέ­ρουν ὅλες οἱ φιλο­σο­φί­ες τοῦ κόσμου. Προ­σφέ­ρει χαρὰ καὶ εἰρή­νη, ἀνά­παυ­σι καρ­διᾶς καὶ νοῦ.

* * *

Τὸ μεγά­λο δίδαγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε ἡ ἀγά­πη, μιὰ λέξι ποὺ ἦταν τελεί­ως ἄγνω­στη στοὺς ἀρχαί­ους. Ὦ ἀγά­πη, θεῖο δῶρο, ἄγγε­λε μὲ τὰ χρυ­σᾶ φτε­ρά! Ὦ ἀγά­πη, θεϊ­κὴ φλό­γα, φλό­γα ποὺ ἄνα­ψε ὁ Χρι­στὸς στὶς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων, καὶ ποὺ ἄλλο­τε μὲν ὑψώ­νε­σαι πρὸς τὰ πάνω καὶ φτά­νεις μέχρι τὰ ἄστρα καὶ περ­νᾷς τὰ ἄστρα καὶ ἀγγί­ζεις τὸ Θεὸ καὶ ψάλ­λεις Αλλη­λού­ια, ἄλλο­τε δὲ ξαπλώ­νε­σαι πρὸς τὰ κάτω καὶ ἀγκα­λιά­ζεις ὅλα τὰ δημιουρ­γή­μα­τα τοῦ Θεοῦ, ἰδιαι­τέ­ρως δὲ τὸν ἄνθρω­πο, καὶ δημιουρ­γεῖς ἱερούς δεσμούς φιλί­ας, οἰκο­γε­νεί­ας καὶ ἀδελ­φό­τη­τος! Αγά­πη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἀγά­πη πρὸς τὸ συνάν­θρω­πο δίδα­ξε ὁ Θεάν­θρω­πος. Καὶ μέσα στὴν ἀγά­πη αὐτὴ ἔκλει­σε ὅλες τὶς ἐντο­λές.

Ὁ Χρι­στὸς δίδα­ξε τὴν ἀγά­πη. Δίδα­ξε ν’ ἀγα­πᾶ­με τὸ Θεό, τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα. Δίδα­ξε ν’ ἀγα­πᾶ­με τοὺς γονεῖς μας. Δίδα­ξε ν’ ἀγα­πᾶ­με τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους σὰν ἀδελ­φούς. Δίδα­ξε ν’ ἀγα­πᾶ­με καὶ αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ προ­σευ­χώ­μα­στε γι’ αὐτούς.

Ἀλλ’ ὁ Χρι­στὸς δὲν δίδα­ξε μόνο τὴν πιὸ ὑψη­λὴ διδα­σκα­λία. Θαῦ­μα δὲν εἶνε μόνο ἡ διδα­σκα­λία του. Θαῦ­μα, πολύ μεγα­λύ­τε­ρο, εἶνε ἡ ζωή του. Τὸ νὰ διδά­σκῃ κανεὶς εἶνε εὐκο­λώ­τε­ρο. Ἐνῷ τὸ νὰ ἐφαρ­μό­ζῃ ὅ,τι διδά­σκει εἶνε τὸ δυσκο­λώ­τε­ρο. Καὶ ὁ Χρι­στὸς ἐφάρ­μο­σε ὅ,τι δίδα­ξε. Ὁ Χρι­στὸς δίδα­ξε, ν’ ἀγα­πᾶ­με τὸ Θεό. Ἀλλὰ ποιός ἀγά­πη­σε τὸ Θεό, τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα, ὅπως ὁ Χρι­στός; Ποιός προ­σευ­χή­θη­κε με τόση θερ­μό­τη­τα στὸ Θεὸ ὅπως ὁ Χρι­στός; Νύχτες πέρα­σε χωρὶς νὰ κοι­μη­θῇ, σὲ μιὰ διαρ­κή φλο­γε­ρή συνο­μι­λία μὲ τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα. Ὁ Χρι­στὸς δίδα­ξε, ν’ ἀγα­πᾶ­με τοὺς γονεῖς μας. Καὶ ὁ ἴδιος πάνω στὸ σταυ­ρὸ δὲν λησμό­νη­σε τὴν ἁγία του Μητέ­ρα. Φρόν­τί­ςε γι’ αὐτήν. Ὁ Χρι­στὸς δίδα­ξε, ν ̓ ἀγα­πᾶ­με τοὺς ἐχθρούς. Καὶ ὁ ἴδιος ἀγα­ποῦ­σε τοὺς ἐχθρούς, ποὺ τὸν εἶχαν μισή­σει με μίσος ἄγριο. Ὁ Χρι­στὸς δίδα­ξε, νὰ συχω­ρᾶ­με τοὺς ἐχθροὺς καὶ νὰ προ­σευ­χώ­μα­στε γι’ αὐτούς. Καὶ ὁ ἴδιος προ­σευ­χή­θη­κε καὶ συχώ­ρε­σε τοὺς ἐχθρούς του. «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδα­σι τί ποιοῦ­σι» (Λουκ. 23,34), ἀκού­στη­κε νὰ λέῃ λίγα λεπτά προ­τοῦ νὰ παρα­δώ­σῃ τὸ πνεῦ­μα του στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα.

* * *

Το παρά­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ πρέ­πει κ’ ἐμεῖς ν’ ἀκο­λου­θή­σου­με. Ὅ,τι ἐκεῖ­νος δίδα­ξε καὶ ἐφάρ­μο­σε, πρέ­πει κ’ ἐμεῖς νὰ τὸ ἐκτε­λέ­σου­με.

Ἀλλὰ πῶς, θὰ ποῦν πολ­λοί, πῶς νὰ ἐφαρ­μό­σου­με ὅ,τι δίδα­ξε ὁ Χρι­στός; Ὁ Χρι­στὸς τὰ ἐφάρ­μο­σε, ἀλλ’ ἦταν ἄνθρω­πος καὶ Θεός, καὶ ὡς Θεάν­θρω­πος εἶχε τὴ δύνα­μι νὰ ἐφαρ­μό­σῃ καὶ τὶς πιὸ δύσκο­λες ἐντο­λὲς καὶ νὰ κατορ­θώ­σῃ τὰ πιὸ μεγά­λα έργα. Ἀλλ’ ἐμεῖς δὲν εἴμα­στε θεοί. Εἴμα­στε ἄνθρω­ποι, ἄνθρω­ποι μὲ ἀδυ­να­μί­ες, μὲ ἐλατ­τώ­μα­τα καί κακί­ες ̇ ἄνθρω­ποι, ποὺ θέλου­με τὸ καλό, θαυ­μά­ζου­με αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στός, ἀλλὰ πῶς νὰ τὰ κάνου­με; Ἡ ἠθι­κὴ ποὺ δίδα­ξε εἶνε ἀδύ­να­το νὰ ἐφαρ­μο­στῇ. Τὰ διδάγ­μα­τά του εἶνε ἀκα­τόρ­θω­τα, καὶ μάλι­στα στη σημε­ρι­νὴ επο­χή…

Αὐτὰ λένε οἱ πολ­λοί.

Τί λέτε, ἄνθρω­ποι! Ὅτι εἶνε ἀκα­τόρ­θω­τη, ἀπραγ­μα­το­ποί­η­τη ἡ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ; Ἀλλ’ ἐὰν ἡ ἱστο­ρία σᾶς παρου­σιά­σῃ ἀνθρώ­πους, ποὺ εἶχαν κι αὐτοὶ ἀτέ­λειες καὶ ἐλλεί­ψεις, ἀλλὰ ἐφάρ­μο­σαν τὴ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ, τί θὰ πῆτε; Καὶ μόνο ἕνας ἄνθρω­πος στον κόσμο νὰ βρι­σκό­ταν νὰ ἐφαρ­μό­σῃ τὴ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ, ἔφτα­νε αὐτὸς ὁ ἕνας ν’ ἀπο­δεί­ξῃ, ὅτι ἡ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ μπο­ρεῖ νὰ ἐφαρ­μο­στῇ. Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο ἕνας ἄνθρω­πος ποὺ ἐφάρ­μο­σε τὴ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶνε πολ­λοὶ αὐτοὶ ποὺ πῆραν τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὰ ἔκα­ναν ἔργα, ἔργα μεγά­λα καὶ θαυ­μα­στά. Ὁ κόσμος ποὺ τὰ εἶδε θαύ­μα­σε καὶ εἶπε, ὅτι μιὰ θρη­σκεία ποὺ δίνει τέτοια δύνα­μι στοὺς ἀνθρώ­πους, νὰ νικοῦν τὶς ἀδυ­να­μί­ες καὶ τὰ πάθη καὶ νὰ ξεπερ­νοῦν τὰ ἀνθρώ­πι­να μέτρα, εἶνε θρη­σκεία ποὺ ἔχει θεϊ­κὴ τὴν προ­έ­λευ­σι, καὶ αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυ­σε εἶνε Θεός.

Θέλε­τε, ἀγα­πη­τοί, θέλε­τε νὰ δῆτε ἀνθρώ­πους ποὺ πίστε­ψαν στὸ Χρι­στὸ καὶ ἔκα­ναν ὅ,τι ἐκεῖ­νος δίδα­ξε; Ανοίξ­τε τὸ βιβλίο ἐκεῖ­νο τῆς Καί­νῆς Δια­θή­κης ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται Πρά­ξεις τῶν ἀπο­στό­λων. Σήμε­ρα, τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα, τὴ μεγά­λη αὐτὴ γιορ­τὴ τοῦ χρι­στια­νι­σμοῦ, τὴν Κυρια­κὴ τοῦ Πάσχα, στὴ θεία λει­τουρ­γία δια­βά­ζε­ται Εὐαγ­γέ­λιο μὲν ἡ ἀρχὴ τοῦ κατὰ Ἰωάν­νην Εὐαγ­γε­λί­ου, Ἀπό­στο­λος δὲ ἡ ἀρχὴ τῶν Πρά­ξε­ων τῶν ἀπο­στό­λων. Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο εἶνε ἡ ἱστο­ρία τῆς ζωῆς τοῦ Χρι­στοῦ. Οἱ Πρά­ξεις εἶνε συνέ­χεια τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου, εἶνε ἡ ἱστο­ρία τῶν ἀπο­στό­λων τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῶν πρώ­των χρι­στια­νῶν. Περιέ­χει ὄχι μόνο τί δίδα­ξαν οἱ ἀπό­στο­λοι, ἀλλὰ καὶ τί ἔκα­ναν. Οἱ ἀπό­στο­λοι ἐφάρ­μο­σαν τὴ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀγά­πη­σαν τὸ Θεό, ἀγά­πη­σαν τὸν πλη­σί­ον, καὶ γιὰ τὴν ἀγά­πη αὐτὴ ἐγκα­τέ­λει­ψαν τὰ πάν­τα. Γυμνοί, πει­να­σμέ­νοι, περιώ­δευ­σαν τὸν κόσμο, κήρυ­ξαν παν­τοῦ καὶ ἔκα­ναν θαύ­μα­τα, καὶ σὲ μερι­κές περι­πτώ­σεις – μὴ παρα­ξε­νευ­θῆ­τε – οἱ ἀπό­στο­λοι ἔκα­ναν θαύ­μα­τα μεγα­λύ­τε­ρα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔκα­νε ὁ Χρι­στός. Τὰ ἔκα­ναν μὲ τὴ δύνα­μι τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἔτσι ἀπο­δεί­χτη­κε ἀλη­θι­νὸς ὁ λόγος του, ποὺ εἶπε ὅτι ὄχι μόνο αὐτὰ ποὺ κάνω θὰ κάνε­τε, ἀλλὰ καὶ μεγα­λύ­τε­ρα ἀκό­μη (Ἰωάν. 14,12).

* * *

Αγα­πη­τοί μου! Τα λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ἀκοῦ­με μέσα στὴν ἐκκλη­σία, πρέ­πει στὴν κοι­νω­νία ποὺ ζοῦ­με νὰ τὰ κάνου­με πρᾶ­ξι, ἔργα. Ἔργα, ποὺ θὰ δεί­χνουν στὰ παι­διά μας καὶ στὶς νέες γενε­ές, ὅτι ἡ πίστι μας στοὺς καί­ρούς μας δὲν στά­θη­κε νεκρή, ἀλλ’ ὅτι εἶνε μιὰ πίστι ζων­τα­νή, μιὰ πίστι ποὺ λάμ­πει σὰν τὸν ἥλιο. Λάμ­πει μὲ τὴ φωτει­νὴ διδα­σκα­λία. Καὶ λάμ­πει ἀκό­μη περισ­σό­τε­ρο μὲ τὶς καλές πρά­ξεις, μὲ τὰ θαυ­μα­στὰ ἔργα ἀντρῶν καὶ γυναι­κῶν, κλη­ρι­κῶν καὶ λαϊ­κῶν.

Ἐμπρὸς λοι­πόν, ἀγα­πη­τοί! Ὅλοι στὰ ἔργα! Τὰ ἔργα τὰ καλά, τὰ χρι­στια­νι­κά, σὰν τὰ ἔργα τῶν πρώ­των χρι­στια­νῶν, σὰν τὰ ἔργα τῶν ἀπο­στό­λων, σὰν τὰ ἔργα τοῦ Χρι­στοῦ. «Ποιεῖν τε καὶ διδά­σκειν» (Πράξ. 1,1).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek