ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ — ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Δ΄ 5 – 42)

5Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ ἔρχε­ται ὁ Ἴησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμα­ρεί­ας λεγο­μέ­νην Συχὰρ, πλη­σί­ον τοῦ χωρί­ου ὃ ἔδω­κεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 6ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκο­πια­κὼς ἐκ τῆς ὁδοι­πο­ρί­ας ἐκα­θέ­ζε­το οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. 7ἔρχε­ται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμα­ρεί­ας ἀντλῆ­σαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Δός μοι πεῖν. 8οἱ γὰρ μαθη­ταὶ αὐτοῦ ἀπε­λη­λύ­θει­σαν εἰς τὴν πόλιν, ἵνα τρο­φὰς ἀγο­ρά­σω­σι. 9λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμα­ρεῖ­τις· Πῶς σὺ Ἰου­δαῖ­ος ὢν παρ’ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναι­κὸς Σαμα­ρεί­τι­δος ; οὐ γὰρ συγ­χρῶν­ται Ἰου­δαῖ­οι Σαμα­ρεί­ταις. 10ἀπε­κρί­θη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· Εἰ ᾔδεις τὴν δωρε­ὰν τοῦ Θεοῦ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πεῖν, σὺ ἂν ᾔτη­σας αὐτὸν, καὶ ἔδω­κεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. 11λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλη­μα ἔχεις, καὶ τὸ φρέ­αρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; 12μὴ σὺ μεί­ζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδω­κεν ἡμῖν τὸ φρέ­αρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμ­μα­τα αὐτοῦ; 13ἀπε­κρί­θη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδα­τος τού­του διψή­σει πάλιν· 14ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδα­τος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψή­σει εἰς τὸν αἰῶ­να, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενή­σε­ται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδα­τος ἁλλο­μέ­νου εἰς ζωὴν αἰώ­νιον. 15λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦ­το τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχο­μαι ἐνθά­δε ἀντλεῖν. 16λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ὕπα­γε φώνη­σον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθά­δε. 17ἀπε­κρί­θη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· Οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· 18πέν­τε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦ­το ἀλη­θὲς εἴρη­κας. 19λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεω­ρῶ ὅτι προ­φή­της εἶ σύ. 20οἱ πατέ­ρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τού­τῳ προ­σε­κύ­νη­σαν· καὶ ὑμεῖς λέγε­τε ὅτι ἐν Ἱερο­σο­λύ­μοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προ­σκυ­νεῖν. 21λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Γύναι, πίστευ­σόν μοι ὅτι ἔρχε­ται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τού­τῳ οὔτε ἐν Ἱερο­σο­λύ­μοις προ­σκυ­νή­σε­τε τῷ πατρί. 22ὑμεῖς προ­σκυ­νεῖ­τε ὃ οὐκ οἴδα­τε, ἡμεῖς προ­σκυ­νοῦ­μεν ὃ οἴδα­μεν· ὅτι ἡ σωτη­ρία ἐκ τῶν Ἰου­δαί­ων ἐστίν. 23ἀλλ’ ἔρχε­ται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀλη­θι­νοὶ προ­σκυ­νη­ταὶ προ­σκυ­νή­σου­σι τῷ πατρὶ ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀλη­θείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιού­τους ζητεῖ τοὺς προ­σκυ­νοῦν­τας αὐτόν. 24πνεῦ­μα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προ­σκυ­νοῦν­τας αὐτὸν ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀλη­θείᾳ δεῖ προ­σκυ­νεῖν. 25λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Οἶδα ὅτι Μεσ­σί­ας ἔρχε­ται ὁ λεγό­με­νος Χρι­στός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖ­νος, ἀναγ­γε­λεῖ ἡμῖν πάν­τα. 26λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι. 27καὶ ἐπὶ τού­τῳ ἦλθαν οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύ­μα­σαν ὅτι μετὰ γυναι­κὸς ἐλά­λει· οὐδεὶς μέν­τοι εἶπε, τί ζητεῖς ἤ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; 28Ἀφῆ­κεν οὖν τὴν ὑδρί­αν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλ­θεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώ­ποις· 29Δεῦ­τε ἴδε­τε ἄνθρω­πον ὃς εἶπέ μοι πάν­τα ὅσα ἐποί­η­σα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χρι­στός; 30ἐξῆλ­θον οὖν ἐκ τῆς πόλε­ως καὶ ἤρχον­το πρὸς αὐτόν. 31Ἐν δὲ τῷ μετα­ξὺ ἠρώ­των αὐτὸν οἱ μαθη­ταὶ λέγον­τες· Ραβ­βί, φάγε. 32ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐγὼ βρῶ­σιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδα­τε. 33ἔλε­γον οὖν οἱ μαθη­ταὶ πρὸς ἀλλή­λους· Μή τις ἤνεγ­κεν αὐτῷ φαγεῖν; 34λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐμὸν βρῶ­μά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλη­μα τοῦ πέμ­ψαν­τός με καὶ τελειώ­σω αὐτοῦ τὸ ἔργον. 35οὐχ ὑμεῖς λέγε­τε ὅτι ἔτι τετρά­μη­νός ἐστι καὶ ὁ θερι­σμὸς ἔρχε­ται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπά­ρα­τε τοὺς ὀφθαλ­μοὺς ὑμῶν καὶ θεά­σα­σθε τὰς χώρας, ὅτι λευ­καί εἰσι πρὸς θερι­σμόν. ἤδη. 36καὶ ὁ θερί­ζων μισθὸν λαμ­βά­νει καὶ συνά­γει καρ­πὸν εἰς ζωὴν αἰώ­νιον, ἵνα καὶ ὁ σπεί­ρων ὁμοῦ χαί­ρῃ καὶ ὁ θερί­ζων. 37ἐν γὰρ τού­τῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀλη­θι­νὸς, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπεί­ρων καὶ ἄλλος ὁ θερί­ζων. 38ἐγὼ ἀπέ­στει­λα ὑμᾶς θερί­ζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκο­πιά­κα­τε· ἄλλοι κεκο­πιά­κα­σι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσε­λη­λύ­θα­τε. 39Ἐκ δὲ τῆς πόλε­ως ἐκεί­νης πολ­λοὶ ἐπί­στευ­σαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμα­ρει­τῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναι­κὸς, μαρ­τυ­ρού­σης ὅτι εἶπέ μοι πάν­τα ὅσα ἐποί­η­σα. 40ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμα­ρεῖ­ται, ἠρώ­των αὐτὸν μεῖ­ναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμει­νεν ἐκεῖ δύο ἡμέ­ρας. 41καὶ πολ­λῷ πλεί­ους ἐπί­στευ­σαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, 42τῇ τε γυναι­κὶ ἔλε­γον ὅτι οὐκέ­τι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύ­ο­μεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκη­κό­α­μεν, καὶ οἴδα­μεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀλη­θῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χρι­στὀς.

Ερχε­ται, λοι­πόν, εις πόλιν της Σαμα­ρεί­ας, η οποία ελέ­γε­το Συχάρ, πλη­σί­ον στο μέρος που είχε δώσει ο Ιακώβ στον υιόν του τον Ιωσήφ. Υπήρ­χε δε εκεί το πηγά­δι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοι­πόν, κου­ρα­σμέ­νος καθώς ήτο από την οδοι­πο­ρί­αν, εκά­θι­σε με απλό­τη­τα κον­τά στο πηγά­δι. Η ώρα δε ήτο εξ από την ανα­το­λήν του ηλί­ου, δηλα­δή δώδε­κα μεση­μέ­ρι. Την ώραν εκεί­νην έρχε­ται μία γυναί­κα από την Σαμά­ρειαν, να βγά­λη νερό. Της είπε ο Ιησούς· “δος μου να πιώ”. Διό­τι οι μαθη­ταί του, που θα εφρόν­τι­ζαν να βγά­λουν νερό από το πηγά­δι, είχαν υπά­γει εις την πόλιν, δια να αγο­ρά­σουν τρο­φάς. Λεγει τότε εις αυτόν η Σαμα­ρεί­τις· “πως συ, που είσαι Ιου­δαί­ος, ζητείς νερό να πιής από εμέ, η οποία είμαι Σαμα­ρεί­τισ­σα;” Είπε δε αυτό, διό­τι οι Ιου­δαί­οι εμι­σού­σαν και απε­στρέ­φον­το τους Σαμα­ρεί­τας και δεν ήθε­λαν να έχουν καμ­μί­αν επι­κοι­νω­νί­αν και σχέ­σιν με αυτούς. 10 Απήν­τη­σεν ο Ιησούς και της είπε· “εάν εγνώ­ρι­ζες την δωρε­άν, την οποί­αν ο Θεός δίδει στους ανθρώ­πους, και ποιός είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζη­τού­σες από αυτόν και θα σου έδι­δε πηγαίο νερό, που δεν στει­ρεύ­ει ποτέ (τας ανε­κτι­μή­τους δωρε­άς του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που καθα­ρί­ζουν, δρο­σί­ζουν και ζωο­γο­νούν την ψυχήν και την κάμνουν να ανθί­ζη και να καρ­πο­φο­ρή τον πλού­τον των αρε­τών και των καλών έργων, τους πολυ­τί­μους και ευα­ρέ­στους στον Θεόν πνευ­μα­τι­κούς καρ­πούς)”. 11 Λεγει εις αυτόν η γυναί­κα· “Κυριε, ούτε δοχεί­ον έχεις, δια να βγά­λης νερό, και το πηγά­δι είναι βαθύ. Από που λοι­πόν έχεις, και μάλι­στα την ώρα αυτήν, το δρο­σε­ρό νερό; 12 Μηπως συ είσαι ανώ­τε­ρος από τον πατέ­ρα μας τον Ιακώβ, ο οποί­ος έδω­κε το πηγά­δι εις ημάς, και από το νερό του οποί­ου έπιε και αυτός και τα παι­διά του και όλα τα ζώα που έβο­σκε;” 13 Απήν­τη­σεν ο Ιησούς και της είπε· “καθέ­νας, που πίνει από το νερό αυτό, θα διψά­ση πάλιν. 14 Εκεί­νος όμως που θα πιή από το νερό, το οποί­ον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψά­ση ποτέ, αλλά το νερό, που εγώ θα του δώσω, θα μετα­βλη­θή μέσα του εις αστεί­ρευ­τον πηγήν πνευ­μα­τι­κού ύδα­τος, που θα ανα­βλύ­ζη πάν­το­τε και θα του χαρί­ζη αιω­νί­αν ζωήν”. 15 Λεγει προς αυτόν η γυναί­κα· “Κυριε, δος μου αυτό το νερό, για να μη διψώ και να μη έρχω­μαι εδώ, να βγά­ζω νερό”. 16 Τοτε είπε προς αυτήν ο Ιησούς· “πήγαι­νε, φώνα­ξε τον άνδρα σου και έλα εδώ μαζή με αυτόν”. 17 Απε­κρί­θη η γυναί­κα και είπε· “δεν έχω άνδρα”. Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “καλά είπες ότι, δεν έχω άνδρα. 18 Διό­τι πέν­τε συζύ­γους τον ένα κατό­πιν του άλλου επή­ρες και τώρα αυτόν που έχεις δεν είναι νόμι­μος σύζυ­γός σου· τού­το που είπες αλη­θι­νό είναι”. 19 Λεγει εις αυτόν η γυναί­κα· “Κυριε, από όσα μου εφα­νέ­ρω­σες, βλέ­πω ότι συ είσαι προ­φή­της. Θα επω­φε­λη­θώ από αυτήν την ευκαι­ρί­αν να σε ρωτή­σω δι’ ένα πολύ σοβα­ρόν θρη­σκευ­τι­κόν ζήτη­μα. 20 Οι πατέ­ρες μας ελά­τρευ­σαν τον Θεόν στού­το εδώ το όρος, το Γαρι­ζίν. Σεις όμως οι Ιου­δαί­οι λέγε­τε ότι εις τα Ιερο­σό­λυ­μα είναι ο τόπος, όπου πρέ­πει να λατρεύ­ω­μεν τον Θεόν”. 21 Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “πίστευ­σέ με, γυναί­κα, ότι έρχε­ται πολύ σύν­το­μα και­ρός, που ούτε στο όρος τού­το ούτε εις τα Ιερο­σό­λυ­μα μόνον θα λατρεύ­σε­τε τον ουρά­νιον Πατέ­ρα. 22 Σεις οι Σαμα­ρεί­ται, που έχε­τε απορ­ρί­ψει τα περισ­σό­τε­ρα βιβλία της Παλαιάς Δια­θή­κης, προ­σκυ­νεί­τε εκεί­νο, το οποί­ον πολύ ολί­γον γνω­ρί­ζε­τε. Ημείς οι Ιου­δαί­οι προ­σκυ­νού­μεν εκεί­νο που περισ­σό­τε­ρον από σας και από τους άλλους λαούς γνω­ρί­ζο­μεν. Διό­τι ο Μεσ­σί­ας, ο οποί­ος θα δώση την σωτη­ρί­αν εις όλους τους λαούς, προ­έρ­χε­ται από τους Ιου­δαί­ου. 23 Αλλά έρχε­ται πλέ­ον ώρα, και μάλι­στα τώρα ήλθε, οπό­τε οι γνή­σιοι και πραγ­μα­τι­κοί προ­σκυ­νη­ταί θα τιμή­σουν και θα λατρεύ­σουν τον ουρά­νιον Πατέ­ρα με το φωτι­σμέ­νον και καθα­ρόν πλέ­ον πνεύ­μα των και με λατρεί­αν όχι τυπι­κήν και συμ­βο­λι­κήν, αλλά αλη­θι­νήν και σαφή. Διό­τι και ο Πατήρ ζητεί τέτοιοι να είναι, φωτι­σμέ­νοι τον νουν και καθα­ροί κατά την καρ­δί­αν, αυτοί που θα τον λατρεύ­ουν. 24 Ο Θεός είναι Πνεύ­μα, πανυ­περ­τέ­λειον και παν­τα­χού παρόν και δεν κατοι­κεί εις ωρι­σμέ­νους μόνον τόπους. Και εκεί­νοι, οι οποί­οι τον λατρεύ­ουν πρέ­πει να τον προ­σκυ­νούν με όλην των την ψυχήν, με αφω­σιω­μέ­νην την καρ­δί­αν και την διά­νοιάν των εις αυτόν, με φωτι­σμέ­νην και αλη­θι­νήν γνώ­σιν περί αυτού και της λατρεί­ας, που του ται­ριά­ζει”. 25 Λεγει προς αυτόν η γυναί­κα· “γνω­ρί­ζω ότι έρχε­ται ο Μεσ­σί­ας, που ελλη­νι­κά λέγε­ται Χρι­στός. Οταν έλθη εκεί­νος, θα μας τα αναγ­γεί­λη όλα”. 26 Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο Χρι­στός, ο οποί­ος αυτήν την στιγ­μήν σου ομι­λώ”. 27 Και αυτήν ακρι­βώς την ώρα ήλθαν οι μαθη­ταί του και ηπό­ρη­σαν, διό­τι ο διδά­σκα­λός των συνω­μι­λού­σε με γυναί­κα εις δημό­σιον τόπον (πράγ­μα το οποί­ον απη­γό­ρευαν οι ραβ­βί­νοι των Ιου­δαί­ων). Αλλά κανείς δεν είπε· τι ζητείς από αυτήν η δια ποί­ον θέμα συζη­τείς μαζή της. 28 Η δε γυναί­κα αφή­κε από την μεγά­λην της συγ­κί­νη­σιν την στά­μνα της στο πηγά­δι και έφυ­γε δια την πόλιν, όπου και είπεν στους ανθρώ­πους· 29 “ελά­τε να ιδή­τε ένα άνθρω­πον, ο οποί­ος μου είπε όλα όσα έχω κάμει. Μηπως αυτός είναι ο Χρι­στός;” 30 Εβγή­καν, λοι­πόν, από την πόλιν οι άνθρω­ποι και ήρχον­το προς αυτόν. 31 Εν τω μετα­ξύ οι μαθη­ταί παρα­κα­λού­σαν τον διδά­σκα­λον και έλε­γαν· “ραβ­βί, φάγε”. 32 Αυτός δε απορ­ρο­φη­μέ­νος από το υψη­λόν πνευ­μα­τι­κόν έργον του και αδιά­φο­ρος δια το υλι­κόν φάγη­τον, τους είπε· “εγώ έχω φάγη­τον να φάγω, που σεις δεν το ξέρε­τε”. 33 Ελε­γαν τότε μετα­ξύ των οι μαθη­ταί· “μήπως του έφε­ρε κανείς να φάγη;” 34 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ιδι­κόν μου πολυ­τι­μό­τα­τον φαγη­τόν είναι να πράτ­τω το θέλη­μα Εκεί­νου, ο οποί­ος με έστει­λε και να απο­πε­ρα­τώ­σω στον τέλειον βαθ­μόν και με τον τέλειον τρό­πον το έργον του, δηλα­δή την σωτη­ρία των ανθρώ­πων. 35 Δεν λέγε­τε σεις, ότι τετρά­μη­νος είναι ακό­μη και ο θερι­σμός έρχε­ται; Εκτός όμως από τον υλι­κόν θερι­σμόν, υπάρ­χει και ο πνευ­μα­τι­κός. Ιδού σας λέγω, σηκώ­σα­τε τα μάτια σας και κυτ­τά­ξα­τε τους Σαμα­ρεί­τας, που έρχον­ται, και τας άλλας χώρας και θα ιδή­τε ότι είναι έτοι­μοι πλέ­ον δια τον θερι­σμόν, όπως, όταν από πρά­σι­να σιτη­ρά ωρι­μά­σουν και φαί­νων­ται λευ­κά τα στά­χυα, είναι έτοι­μα προς θερι­σμόν. 36 Και εκεί­νος, που θερί­ζει στον πνευ­μα­τι­κόν αυτόν αγρόν, παίρ­νει τον μισθόν του και χαί­ρει, διό­τι προ­σκα­λεί και συγ­κεν­τρώ­νει τους ανθρώ­πους δια την αιώ­νιον ζωήν. Ετσι και εις την πνευ­μα­τι­κήν καλ­λιέρ­γειαν και εκεί­νος που σπεί­ρει, δηλα­δή εγώ, χαί­ρει, όπως επί­σης χαί­ρε­τε και σεις που θα θερί­σε­τε. 37 Και εις την περί­στα­σιν αυτήν εφαρ­μό­ζε­ται η αλη­θι­νή παροι­μία, που λέγει ότι άλλος έχει σπεί­ρει και άλλος θερί­ζει. Εγώ έσπει­ρα, σεις και οι διά­δο­χοί σας θα θερί­σε­τε. 38 Εγώ σας έστει­λα δια να θερί­σε­τε εκεί­νο, δια το οποί­ον σεις δεν έχε­τε κοπιά­σει. Αλλοι, εγώ και οι προ εμού προ­φή­ται, εκο­πί­α­σαν, και σεις έχε­τε εισέλ­θει στους κόπους των, δια να θερί­σε­τε. 39 Από δε την πόλιν εκεί­νην πολ­λοί Σαμα­ρεί­ται επί­στευ­σαν εις αυτόν από τα λόγια της γυναι­κός εκεί­νης, που επε­βε­βαί­ω­νε ότι μου είπε όλα όσα έκα­να. 40 Οταν, λοι­πόν, ήλθον εις αυτόν οι Σαμα­ρεί­ται, τον παρα­κα­λού­σαν να μεί­νη μαζή τους· και έμει­νε εκεί δύο ημέ­ρας. 41 Και από την διδα­σκα­λί­αν, που τους έκα­με, επί­στευ­σαν πολύ περισ­σό­τε­ροι εις αυτόν. 42 Και εις την γυναί­κα έλε­γαν ότι “στον Ιησούν δεν πιστεύ­ο­μεν πλέ­ον από όσα συ μας είπες περί αυτού, αλλά διό­τι ημείς, οι ίδιοι τον έχο­μεν ακού­σει και γνω­ρί­ζο­μεν καλά ότι πράγ­μα­τι αυτός είναι ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χρι­στός”. 

Έρχε­ται λοι­πόν σε κάποια πόλη της Σαμά­ρειας που λεγό­ταν Συχάρ, η οποία ήταν κον­τά στην περιο­χή που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Υπήρ­χε μάλι­στα εκεί κι ένα πηγά­δι που είχε ανοί­ξει ο Ιακώβ. ο Ιησούς λοι­πόν, όπως ήταν κου­ρα­σμέ­νος από την πεζο­πο­ρία, καθό­ταν κον­τά στο πηγά­δι. Η ώρα ήταν περί­που έξι από την ανα­το­λή του ηλί­ου, δηλα­δή δώδε­κα το μεση­μέ­ρι. Έρχε­ται τότε μία γυναί­κα που κατα­γό­ταν από τη Σαμά­ρεια, να βγά­λει από το πηγά­δι νερό. Ο Ιησούς τότε, ο οποί­ος πραγ­μα­τι­κά διψού­σε, της είπε: Δώσ’ μου να πιω. Και ζήτη­σε από τη γυναί­κα νερό, διό­τι οι μαθη­τές του, που θα φρόν­τι­ζαν να βγά­λουν νερό από το πηγά­δι, είχαν πάει στην πόλη ν’ αγο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Του λέει λοι­πόν η γυναί­κα η Σαμα­ρεί­τι­δα: Πώς εσύ που είσαι Ιου­δαί­ος, κατα­δέ­χε­σαι και ζητάς να πιείς νερό από μένα, που είμαι γυναί­κα Σαμα­ρεί­τι­δα; Κι έκα­νε η γυναί­κα την ερώ­τη­ση αυτή, διό­τι οι Ιου­δαί­οι μισού­σαν τους Σαμα­ρεί­τες και δεν είχαν σχέ­σεις μαζί τους. 10 Ο Ιησούς της απάν­τη­σε: Εάν γνώ­ρι­ζες τη δωρεά του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που δίνει ο Θεός στους ανθρώ­πους, και ποιος είναι εκεί­νος που σου λέει τώρα, δωσ’ μου να πιω, εσύ θα του ζητού­σες, και θα σου έδι­νε νερό τρε­χού­με­νο, που δε στε­ρεύ­ει ποτέ. Θα σου έδι­νε αυτός τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, η οποία σαν πνευ­μα­τι­κό νερό καθα­ρί­ζει, δρο­σί­ζει, παρη­γο­ρεί και ζωο­ποιεί τις ψυχές, χωρίς να στε­ρεύ­ει ποτέ. 11 Του λέει η γυναί­κα: Κύριε, ασφα­λώς το νερό αυτό για το οποίο μιλάς δεν είναι από το πηγά­δι αυτό. Διό­τι ούτε αγγείο έχεις, με το οποίο θα μπο­ρού­σες να βγά­λεις από εδώ νερό, αλλά και το πηγά­δι είναι βαθύ. Από πού λοι­πόν έχεις το τρε­χού­με­νο και αστεί­ρευ­το νερό; 12 Μήπως εσύ είσαι ανώ­τε­ρος στην αξία και τη δύνα­μη από τον πατέ­ρα μας τον Ιακώβ, που μας έδω­σε ως κλη­ρο­νο­μιά το πηγά­δι αυτό και δεν ζήτη­σε άλλο καλύ­τε­ρο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παι­διά του και τα ζώα του που έτρε­φε και έβο­σκε; 13 Της απο­κρί­θη­κε τότε ο Ιησούς: Βεβαί­ως δεν εννοώ το νερό του πηγα­διού αυτού. Διό­τι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψά­σει πάλι. 14 Εκεί­νος όμως που θα πιεί από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψά­σει ποτέ στον αιώ­να? αλλά το νερό που θα του δώσω θα μετα­βλη­θεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στε­ρεύ­ει, αλλά θα ανα­βλύ­ζει και θα ανα­πη­δά και θα τρέ­χει πάν­το­τε για να του μεταγ­γί­ζει ζωή αιώ­νια. 15 Του λέει τότε η γυναί­κα: Κύριε, δωσ’ μου το νερό αυτό, για να μη διψώ και να μην υπο­βάλ­λο­μαι σε τόσο κόπο να έρχο­μαι εδώ για να βγά­ζω νερό από το πηγά­δι. 16 Της λέει ο Ιησούς: Εφό­σον το νερό αυτό δεν το θέλεις μόνο για τον εαυ­τό σου, αλλά και για εκεί­νους με τους οποί­ους συζείς, πήγαι­νε, φώνα­ξε τον άνδρα σου κι έλα εδώ μαζί μ’ αυτόν, ώστε κι εκεί­νος να δεχθεί μαζί σου τη δωρεά αυτή. 17 Του απο­κρί­θη­κε τότε η γυναί­κα: Δεν έχω άνδρα. Της λέει ο Ιησούς: Καλά είπες “δεν έχω άνδρα”. 18 Διό­τι έχεις πάρει πέν­τε άνδρες, τον ένα ύστε­ρα από τον άλλο. Και τώρα μ’ αυτόν που ζεις, είσαι συν­δε­δε­μέ­νη κρυ­φά, και γι’ αυτό δεν είναι άνδρας σου. Αυτό το είπες αλή­θεια. 19 Του λέει η γυναί­κα: Κύριε, κατα­λα­βαί­νω ότι εσύ είσαι προ­φή­της. Διό­τι μου είπες κάποια μυστι­κά της ζωής μου, ενώ δεν μ’ έχεις συναν­τή­σει άλλη φορά, αλλά μόλις σήμε­ρα με βλέ­πεις για πρώ­τη φορά. Σε παρα­κα­λώ λοι­πόν να με δια­φω­τί­σεις πάνω στο παρα­κά­τω σπου­δαίο ζήτη­μα: 20 Οι πατέ­ρες μας προ­σκύ­νη­σαν και λάτρευ­σαν τον Θεό στο όρος αυτό το Γαρι­ζείν, ενώ εσείς οι Ιου­δαί­οι λέτε ότι στα Ιερο­σό­λυ­μα είναι ο τόπος που πρέ­πει να λατρεύ­ο­με τον Θεό. Εσύ λοι­πόν ως προ­φή­της τί λες γι’ αυτό; 21 Της λέει ο Ιησούς: Πίστε­ψέ με, γυναί­κα, ότι γρή­γο­ρα έρχε­ται ο και­ρός που ούτε σ’ αυτό το βου­νό το Γαρι­ζείν μόνο, ούτε στα Ιερο­σό­λυ­μα απο­κλει­στι­κά θα λατρεύ­σε­τε τον ουρά­νιο Πατέ­ρα. 22 Εσείς οι Σαμα­ρεί­τες απορ­ρί­ψα­τε τα βιβλία των προ­φη­τών και προ­σκυ­νά­τε εκεί­νο για το οποίο δεν έχε­τε σαφή και πλή­ρη γνώ­ση. Εμείς οι Ιου­δαί­οι προ­σκυ­νού­με εκεί­νο που γνω­ρί­ζου­με περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον. Από­δει­ξη μάλι­στα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσ­σί­ας που θα σώσει τον κόσμο προ­έρ­χε­ται από τους Ιου­δαί­ους. Αυτούς διά­λε­ξε ο Θεός ως λαό δικό του και αυτοί τον γνώ­ρι­σαν και τον λάτρευ­σαν τελειό­τε­ρα από κάθε άλλον λαό. 23 Πολύ σύν­το­μα όμως έρχε­ται ώρα, και μπο­ρώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγ­μα­τι­κοί προ­σκυ­νη­τές θα προ­σκυ­νή­σουν και θα λατρεύ­σουν τον Πατέ­ρα πνευ­μα­τι­κά και αλη­θι­νά? δηλα­δή με θεο­φώ­τι­στες τις πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις και με λατρεία όχι τυπι­κή και σκιώ­δη, αλλά πραγ­μα­τι­κή και εμπνευ­σμέ­νη από πλή­ρη επί­γνω­ση της αλή­θειας. Διό­τι και ο Πατήρ ζητά επί­μο­να τέτοιοι αλη­θι­νοί και πραγ­μα­τι­κοί προ­σκυ­νη­τές να είναι εκεί­νοι που τον λατρεύ­ουν. 24 Ο Θεός είναι πνεύ­μα, γι’ αυτό και δεν περιο­ρί­ζε­ται σε τόπους. Κι εκεί­νοι που τον λατρεύ­ουν πρέ­πει να τον προ­σκυ­νούν με τις εσω­τε­ρι­κές τους πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις, με αφο­σί­ω­ση της καρ­διάς και του νου, αλλά και με αλη­θι­νή επί­γνω­ση του Θεού και της λατρεί­ας που του αρμό­ζει. 25 Του λέει η γυναί­κα: Γνω­ρί­ζω ότι έρχε­ται ο Μεσ­σί­ας, όνο­μα που μετα­φρά­ζε­ται με τη λέξη Χρι­στός. Όταν έλθει εκεί­νος, θα μας τα διδά­ξει όλα. 26 Της λέει ο Ιησούς: Εγώ είμαι ο Μεσ­σί­ας, εγώ που τη στιγ­μή αυτή σου μιλάω. 27 Και τη στιγ­μή αυτή ακρι­βώς ήλθαν οι μαθη­τές του και απόρ­ρη­σαν που ο διδά­σκα­λος μιλού­σε δημο­σί­ως με γυναί­κα, κάτι που απα­γο­ρευό­ταν από τις παρα­δό­σεις των ραβ­βί­νων. Κανείς όμως δεν του είπε: Τί ζητάς να σου κάνει η γυναί­κα αυτή, ή για ποιό θέμα μιλάς μαζί της; 28 Στο μετα­ξύ η γυναί­κα, γεμά­τη συγ­κί­νη­ση ύστε­ρα απ’ αυτά που άκου­σε, άφη­σε τη στά­μνα της στο πηγά­δι και πήγε τρέ­χον­τας στην πόλη κι άρχι­σε να λέει στους ανθρώ­πους: 29 Ελά­τε να δεί­τε έναν άνθρω­πο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, και αυτά ακό­μη τα μυστι­κά και προ­σω­πι­κά στοι­χεία της ζωής μου. Μήπως είναι αυτός ο Χρι­στός; 30 Βγή­καν λοι­πόν από την πόλη οι Σαμα­ρεί­τες κι άρχι­σαν να έρχον­ται προς αυτόν. 31 Στο μετα­ξύ όμως, μέχρι να ειδο­ποι­η­θούν οι Σαμα­ρεί­τες και να έλθουν να συναν­τή­σουν τον Ιησού, επει­δή ο Κύριος είχε απορ­ρο­φη­θεί απ’ το πνευ­μα­τι­κό του έργο και δεν ενδια­φε­ρό­ταν καθό­λου για φαγη­τό, τον παρα­κα­λού­σαν οι μαθη­τές και του έλε­γαν: Διδά­σκα­λε, φάε κάτι. 32 Αυτός όμως τους είπε: Εγώ έχω φαγη­τό να φάω που εσείς δεν το ξέρε­τε. 33 Επει­δή λοι­πόν δεν κατά­λα­βαν οι μαθη­τές τη σημα­σία των λόγων αυτών του Κυρί­ου, έλε­γαν μετα­ξύ τους: Μήπως την ώρα που λεί­πα­με του έφε­ρε κανείς άλλος φαγη­τό κι έφα­γε; 34 Τους λέει ο Ιησούς: Δικό μου φαγη­τό, που με χορ­ταί­νει και με τρέ­φει, είναι να κάνω πάν­το­τε το θέλη­μα εκεί­νου που με απέ­στει­λε στον κόσμο και να ολο­κλη­ρώ­σω το έργο του, το οποίο είναι η σωτη­ρία των ανθρώ­πων. Και το θερ­μό ενδια­φέ­ρον μου για το έργο αυτό με απορ­ρό­φη­σε ολό­κλη­ρο τώρα που πρό­κει­ται να έλθουν εδώ οι Σαμα­ρεί­τες, και μου έκο­ψε κάθε όρε­ξη που προ­έρ­χε­ται από τη φυσι­κή πεί­να. 35 Δεν λέτε εσείς ότι τέσ­σε­ρις μήνες μένουν ακό­μη και ο θερι­σμός έρχε­ται; Στην πνευ­μα­τι­κή όμως σπο­ρά είναι δυνα­τόν ο λόγος του Θεού να καρ­πο­φο­ρή­σει και σε χρο­νι­κό διά­στη­μα πολύ πιο σύν­το­μο. Και για να πει­σθεί­τε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώ­στε τα μάτια σας και κοι­τάξ­τε το πλή­θος αυτό των Σαμα­ρει­τών που έρχον­ται. Μοιά­ζουν οι ψυχές τους με χωρά­φια, στα οποία δεν πρό­φθα­σε να σπα­ρεί ο λόγος της αλή­θειας, κι όμως είναι λευ­κά και ώρι­μες πλέ­ον, έτοι­μα να θερι­σθούν. Έτσι και σ’ όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώ­πων είναι τώρα ώρι­μες για να δεχθούν τη σωτη­ρία. 36 Κι εκεί­νος που θερί­ζει στον πνευ­μα­τι­κό αυτό αγρό παίρ­νει μισθό, όχι μόνο διό­τι χαί­ρε­ται και εδώ βλέ­πον­τας την πνευ­μα­τι­κή συγ­κο­μι­δή, αλλά και διό­τι θα αντα­μει­φθεί και στη μελ­λον­τι­κή ζωή από τον Κύριο. Επει­δή λοι­πόν ελκύ­ει στη σωτη­ρία ψυχές αθά­να­τες, συνα­θροί­ζει καρ­πό για την αιώ­νια ζωή. Κι έτσι, στην πνευ­μα­τι­κή σπο­ρά που γίνε­ται τώρα, χαί­ρο­μαι κι εγώ που σπέρ­νω μαζί με σας που θα θερί­σε­τε. 37 Διό­τι στη δική μας περί­πτω­ση εφαρ­μό­ζε­ται η αλη­θι­νή παροι­μία, ότι άλλος έσπει­ρε κι άλλος θερί­ζει. Έσπει­ρα εγώ και θα θερί­σε­τε εσείς, όπως και μελ­λον­τι­κά θα σπέρ­νε­τε εσείς και θα θερί­ζουν οι διά­δο­χοί σας. 38 Εγώ, ο Κύριος του αγρού, σας έστει­λα για να θερί­ζε­τε καρ­πό για τον οποίο εσείς δεν έχε­τε κοπιά­σει για να σπα­ρεί. Άλλοι, δηλα­δή εγώ και οι προ­φή­τες πριν από μένα, έχουν κοπιά­σει κι έχουν σπεί­ρει, κι εσείς έχε­τε μπει στους κόπους και τη σπο­ρά τους για να θερί­σε­τε. 39 Από την πόλη εκεί­νη Συχάρ πολ­λοί από τους Σαμα­ρεί­τες πίστε­ψαν σ’ αυτόν ότι ήταν ο Μεσ­σί­ας, εξαι­τί­ας της μαρ­τυ­ρί­ας της γυναί­κας που έλε­γε “μου είπε όλα όσα έχω κάνει, κι αυτά ακό­μη τα μυστι­κά μου, τα οποία δεν ήξε­ραν ούτε εκεί­νοι με τους οποί­ους συζώ και με γνω­ρί­ζουν από πολύ και­ρό”. 40 Όταν λοι­πόν ήλθαν κον­τά του οι Σαμα­ρεί­τες, τον παρα­κα­λού­σαν να μεί­νει για πάν­τα μαζί τους. Κι έμει­νε εκεί δύο ημέ­ρες. 41 Και από τη διδα­σκα­λία που τους έκα­νε τις δύο ημέ­ρες πίστε­ψαν πολύ περισ­σό­τε­ροι από εκεί­νους που ήλθαν στο πηγά­δι και τον παρα­κά­λε­σαν να μεί­νει στην πόλη τους. 42 Και στη γυναί­κα έλε­γαν ότι δεν πιστεύ­ου­με πλέ­ον για τα όσα μας είπες εσύ. Διό­τι εμείς οι ίδιοι τον έχου­με τώρα ακού­σει και γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον ότι αυτός είναι αλη­θι­νά ο Σωτή­ρας όλου του κόσμου, ο ανα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, ο Χρι­στός.

 

Ἔτσι φθά­νει σὲ μιὰ πόλι τῆς Σαμα­ρεί­ας ὀνο­μα­ζο­μέ­νη Συχάρ, ποὺ ἦταν πλη­σί­ον τοῦ ἀγρο­κτή­μα­τος, ποὺ ἔδω­σε ὁ Ἰακὼβ στὸν υἱό του Ἰωσήφ. Ἦταν δὲ ἐκεῖ ἕνα πηγά­δι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς, κου­ρα­σμέ­νος ἀπ’ τὴν ὁδοι­πο­ρία, κάθη­σε ὅπως ἦταν, ἁπλά, κον­τὰ στὸ πηγά­δι. Ἦταν ὥρα δώδε­κα περί­που τὸ μεση­μέ­ρι. Ἔρχε­ται κάποια γυναῖ­κα Σαμα­ρεῖ­τις γιὰ ν’ ἀντλή­σῃ νερό. Tῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Δός μου νὰ πιῶ». Ἂς σημειω­θῇ, ὅτι οἱ μαθη­ταί του εἶχαν πάει στὴν πόλι, γιὰ ν’ ἀγο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Tοῦ λέγει δὲ ἡ γυναῖ­κα ἡ Σαμα­ρεῖ­τις: «Πῶς σύ, ἐνῷ εἶσαι Ἰου­δαῖ­ος, ζητεῖς νὰ πιῇς ἀπὸ μένα, ἡ ὁποία εἶμαι γυναῖ­κα Σαμα­ρεῖ­τις;». Ἂς σημειω­θῇ, ὅτι οἱ Ἰου­δαῖ­οι δὲν ἔχουν σχέ­σεις μὲ τοὺς Σαμα­ρεῖ­τες. 10 Ἀπο­κρί­θη­κε ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε: «Ἂν ἤξε­ρες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποιός εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖ­ος σοῦ λέγει, “Δός μου νὰ πιῶ”, σὺ θὰ ζητοῦ­σες ἀπ’ αὐτόν, καὶ θὰ σοῦ ἔδι­νε νερὸ ζων­τα­νό». 11 Tοῦ λέγει ἡ γυναῖ­κα: «Kύριε, οὔτε δοχεῖο ἔχεις γιὰ ν’ ἀντλή­σηF ς, καὶ τὸ πηγά­δι εἶναι βαθύ. Ἀπὸ ποῦ λοι­πὸν ἔχεις τὸ νερὸ τὸ ζων­τα­νό; 12 Mήπως σὺ εἶσαι ἀνώ­τε­ρος ἀπὸ τὸν πατέ­ρα μας τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖ­ος ἔδω­σε σ’ ἐμᾶς τὸ πηγά­δι, καὶ αὐτὸς ἀπ’ αὐτὸ ἔπιε καὶ τὰ παι­διά του καὶ τὰ ζῷα του;». 13 Ἀπο­κρί­θη­κε ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε: «Kαθέ­νας, ποὺ πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτό, θὰ διψά­σῃ πάλι. 14 Ἐκεῖ­νος ὅμως, ποὺ θὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερό, ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ διψά­σῃ ποτέ, μάλι­στα τὸ νερό, ποὺ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνῃ μέσα του πηγὴ νεροῦ, ποὺ θ’ ἀνα­πη­δᾷ γιὰ νὰ παρέ­χῃ ζωὴ αἰώ­νια». 15 Tοῦ λέγει ἡ γυναῖ­κα: «Kύριε, δός μου αὐτὸ τὸ νερό, γιὰ νὰ μὴ διψῶ, μήτε νὰ ἔρχω­μαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ». 16 Tῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Πήγαι­νε φώνα­ξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ». 17 Eἶπε τότε ἡ γυναῖ­κα: «Δὲν ἔχω ἄνδρα». Tῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Kαλὰ εἶπες, “Δὲν ἔχω ἄνδρα”. 18 Διό­τι εἶχες πέν­τε ἄνδρες, καὶ αὐτός, ποὺ ἔχεις τώρα, δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Σ’ αὐτὸ εἶπες ἀλή­θεια». 19 Tοῦ λέγει ἡ γυναῖ­κα: «Kύριε, βλέ­πω, ὅτι σὺ εἶσαι προ­φή­της. 20 Oἱ πατέ­ρες μας λάτρευ­σαν τὸ Θεὸ σ’ αὐτὸ τὸ ὄρος, ἐνῷ σεῖς λέγε­τε, ὅτι στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα εἶναι ὁ τόπος, ὅπου πρέ­πει νὰ γίνε­ται ἡ λατρεία». 21 Tῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Γυναῖ­κα, πίστευ­σέ με, ὅτι ἔρχε­ται ὥρα, ποὺ οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ ὄρος, οὔτε στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα θὰ λατρεύ­ε­τε τὸν Πατέ­ρα. 22 Σεῖς (οἱ Σαμα­ρεῖ­τες) λατρεύ­ε­τε αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρε­τε, ἐμεῖς (οἱ Ἰου­δαῖ­οι) λατρεύ­ου­με αὐτὸ ποὺ ξέρου­με, γι’ αὐτὸ ἡ σωτη­ρία προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τοὺς Ἰου­δαί­ους. 23 Ἀλλ’ ἔρχε­ται ὥρα, καὶ ἤδη ἦλθε, ὁπό­τε οἱ ἀλη­θι­νοὶ λάτρες θὰ λατρεύ­ουν τὸν Πατέ­ρα πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἀλη­θι­νά. Ἄλλω­στε ὁ Πατέ­ρας ἔτσι θέλει νὰ εἶναι οἱ λάτρες του. 24 Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦ­μα, καὶ ἐκεῖ­νοι, ποὺ τὸν λατρεύ­ουν, πρέ­πει νὰ τὸν λατρεύ­ουν πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἀλη­θι­νά». 25 Tοῦ λέγει ἡ γυναῖ­κα: «Γνω­ρί­ζω, ὅτι ἔρχε­ται ὁ Mεσ­σί­ας, – ποὺ μετα­φρά­ζε­ται Xρι­στός –· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖ­νος, θὰ μᾶς τὰ εἰπῇ ὅλα». 26 Tῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Ἐγὼ εἶμαι (ὁ Mεσ­σί­ας), ὁ ὁποῖ­ος ὁμι­λῶ μαζί σου». 27 Aὐτὴ δὲ τὴ στιγ­μὴ ἦλθαν οἱ μαθη­ταί του καὶ ἐξε­πλά­γη­σαν, διό­τι μιλοῦ­σε μὲ γυναῖ­κα. Kανεὶς ὅμως δὲν εἶπε, «Tί θέλεις;» ἢ «Για­τί ὁμι­λεῖ ς μαζί της;». 28 Ἄφη­σε τότε τὴ στά­μνα της ἡ γυναῖ­κα καὶ πῆγε στὴν πόλι καὶ λέγει στοὺς ἀνθρώ­πους: 29 «Ἐλᾶ­τε νὰ ἰδῆ­τε ἕνα ἄνθρω­πο, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκα­να. Mήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Xρι­στός (ὁ Mεσ­σί­ας);». 30 Bγῆ­καν τότε ἀπὸ τὴν πόλι καὶ ἔρχον­ταν πρὸς αὐτόν.31 Ἐν τῷ μετα­ξὺ δὲ οἱ μαθη­ταὶ τὸν παρα­κα­λοῦ­σαν λέγον­τας: «Διδά­σκα­λε, φάγε». 32 Ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς εἶπε: «Ἐγὼ ἔχω φαγη­τὸ νὰ φάγω, τὸ ὁποῖο σεῖς δὲν ξέρε­τε». 33 Oἱ δὲ μαθη­ταὶ ἔλε­γαν μετα­ξύ τους: «Mήπως τοῦ ἔφε­ρε κανεὶς νὰ φάγῃ;». 34 Tοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Δικό μου φαγη­τὸ εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλη­μα ἐκεί­νου ποὺ μὲ ἔστει­λε, καὶ νὰ τελειώ­σω τὸ ἔργο του. 35 Ἐσεῖς δὲν λέγε­τε, ὅτι τέσ­σε­ρες μῆνες ὑπο­λεί­πον­ται ἀκό­μη καὶ ὁ θερι­σμὸς φθά­νει; Ἰδοὺ λέγω σ’ ἐσᾶς, σηκώ­σε­τε τὰ μάτια σας καὶ κοι­τά­ξε­τε τὰ χωρά­φια, ὅτι ἤδη εἶναι λευ­κὰ γιὰ θερι­σμό. 36 Kαὶ ὁ θερι­στὴς λαμ­βά­νει μισθό, καὶ συνά­ζει καρ­πὸ γιὰ ζωὴ αἰώ­νια, ὥστε καὶ ὁ σπο­ρεὺς καὶ ὁ θερι­στὴς νὰ χαί­ρουν μαζί. 37 Ἐδῶ δὲ ἐφαρ­μό­ζε­ται ἡ ἀλη­θι­νὴ παροι­μία, ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ σπο­ρεὺς καὶ ἄλλος ὁ θερι­στής. 38 Ἐγὼ σᾶς ἀπέ­στει­λα νὰ θερί­ζε­τε ἐκεῖ­νο, γιὰ τὸ ὁποῖο σεῖς δὲν κοπιά­σα­τε. Ἄλλοι κοπί­α­σαν, καὶ σεῖς δρέ­πε­τε τὸν καρ­πὸ τοῦ κόπου τους». 39 Ἀπὸ τὴν πόλι δὲ ἐκεί­νη πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμα­ρεῖ­τες πίστευ­σαν σ’ αὐτὸν ἐξ αἰτί­ας τοῦ λόγου τῆς γυναί­κας, ἡ ὁποία βεβαί­ω­νε: «Mοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκα­να». 40 Ὅταν δὲ οἱ Σαμα­ρεῖ­τες ἦλθαν πρὸς αὐτόν, τὸν παρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μεί­νῃ μαζί τους. Kαὶ ἔμει­νε ἐκεῖ δύο ἡμέ­ρες. 41 Kαὶ πολὺ περισ­σό­τε­ροι πίστευ­σαν ἀπὸ τὸ λόγο του, 42 καὶ στὴ γυναῖ­κα ἔλε­γαν: «Ἡ πίστι μας δὲν στη­ρί­ζε­ται πλέ­ον στὰ δικά σου λόγια. Διό­τι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχου­με ἀκού­σει καὶ πει­σθῆ, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀλη­θι­νὰ ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Xρι­στός (ὁ Mεσ­σί­ας)».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ

«ς ον γνω Κύριος τι κου­σαν ο Φαρι­σαοι τι ησος πλεί­ο­νας μαθητς ποιε κα βαπτί­ζει ωάν­νης- καί­τοι­γε ησος ατς οκ βάπτι­ζεν, λλ᾿ ο μαθη­τα ατο-φκε τν ουδαί­αν κα πλθεν ες τν Γαλι­λαί­αν(:Όταν λοι­πόν έμα­θε ο Κύριος ότι οι Φαρι­σαί­οι άκου­σαν ότι ο Ιησούς προ­σελ­κύ­ει και βαπτί­ζει περισ­σό­τε­ρους μαθη­τές παρά ο Ιωάν­νης – αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν βάπτι­ζε, αλλά βάπτι­ζαν οι μαθη­τές Tου – για να μην ερε­θί­ζει τον φθό­νο των εχθρών Tου άφη­σε την Ιου­δαία και ανα­χώ­ρη­σε πάλι για τη Γαλι­λαία, όπου δεν υπήρ­χαν πολ­λοί αντί­ζη­λοί Tου)»[Ιω.4,1–3].

«Για­τί λοι­πόν ανα­χω­ρεί από την Ιου­δαία;», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος. Όχι από δει­λία φυσι­κά, αλλά για να στα­μα­τή­σει τη ζηλο­τυ­πία των Ιου­δαί­ων και να ανα­κό­ψει τον φθό­νο τους. Είχε βέβαια τη δυνα­τό­τη­τα να τους αντι­με­τω­πί­σει εάν Του έκα­ναν επί­θε­ση, αλλά δεν θέλει να το πράτ­τει αυτό συχνά, για να μην κινούν­ται αμφι­βο­λί­ες για την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της κατά σάρ­κα γεν­νή­σε­ως του Υιού του Θεού· διό­τι, εάν κάθε φορά που Τον συλ­λάμ­βα­ναν, διέ­φευ­γε, ασφα­λώς πολ­λοί θα σχη­μά­τι­ζαν σχε­τι­κές υπο­ψί­ες.

Για τον λόγο αυτό, τις περισ­σό­τε­ρες πρά­ξεις Του τις έκα­νε σαν να ήταν ένας απλός άνθρω­πος. Διό­τι όπως ήθε­λε να πιστέ­ψουν στη θεϊ­κή Του υπό­στα­ση, έτσι ήθε­λε να πιστέ­ψουν επί­σης ότι, αν και Θεός, έφε­ρε σάρ­κα ανθρώ­πι­νη. Γι’ αυτό και ύστε­ρα από την Ανά­στα­ση έλε­γε προς τους μαθη­τές: «Ψηλα­φή­σα­τέ με κα δετε, τι πνεμα σάρ­κα κα στέα οκ χει καθς μ θεω­ρετε χον­τα(:Δεί­τε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημά­δια των καρ­φιών, και βεβαιω­θεί­τε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδά­σκα­λός σας που σταυ­ρώ­θη­κε. Ψηλα­φή­στε με με τα χέρια σας και βεβαιω­θεί­τε ότι δεν είμαι άσαρ­κο πνεύ­μα· διό­τι η ψυχή και το φάν­τα­σμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέ­πε­τε και πεί­θε­σθε ότι έχω εγώ)»[Λουκ.24,39]. Επί­σης για τον ίδιο λόγο επι­τί­μη­σε τον Πέτρο όταν Του είπε «λεώς σοι, Κύριε· ο μ σται σοι τοτο(: Ο Θεός να σε φυλά­ξει, Κύριε, από όσα φοβε­ρά μας είπες ότι θα σου συμ­βούν. Δεν πρέ­πει να σου συμ­βούν αυτά και να θανα­τώ­σουν Εσέ­να τον Μεσ­σία)»[Ματθ.16,22]. Τόση σπου­δαιό­τη­τα απέ­δι­δε ο Κύριος στο θέμα αυτό, στο να πιστευ­τεί δηλα­δή ότι έφε­ρε και την ανθρώ­πι­νη σάρ­κα.

Άλλω­στε και μετα­ξύ των δογ­μά­των της Εκκλη­σί­ας δεν είναι μικρό το θέμα αυτό, ούτε για τη σωτη­ρία μας απο­τε­λεί κάτι το ασή­μαν­το το κεφά­λαιο αυτό, δια του οποί­ου έχουν γίνει και έχουν επι­τευ­χθεί τα πάν­τα· διό­τι έτσι, και ο θάνα­τος κατα­λύ­θη­κε και η αμαρ­τία συγ­χω­ρή­θη­κε και η κατά­ρα εξα­φα­νί­στη­κε και άπει­ρα αγα­θά εισήλ­θαν στη ζωή μας. Για τον λόγο αυτό ήθε­λε παρά πολύ να πιστέ­ψουν οι άνθρω­ποι στην αλή­θεια ότι η κατά σάρ­κα Γέν­νη­σή Του υπήρ­ξε η ρίζα και η πηγή των ανα­ρίθ­μη­των αγα­θών. Και ενώ φρόν­τι­ζε για την από­δει­ξη της ανθρώ­πι­νης Του φύσης, δεν άφη­νε παράλ­λη­λα ούτε τη θεία να συσκιά­ζε­ται.

Αφού ανα­χώ­ρη­σε λοι­πόν από την Ιου­δαία, έρχε­ται πάλι στα ίδια έργα που έκα­νε και προ­η­γου­μέ­νως. Διό­τι δεν πήγαι­νε χωρίς αιτία στη Γαλι­λαία, αλλά θέλον­τας να κάνει σπου­δαία πράγ­μα­τα στους Σαμα­ρεί­τες και για να τα επι­τύ­χει, όχι μόνο τα σχε­δί­α­ζε αυτά, αλλά ενερ­γού­σε με τη σοφία που Τον διέ­κρι­νε, ώστε να μην αφή­σει στους Ιου­δαί­ους καμία πρό­φα­ση αναί­σχυν­της δικαιο­λο­γί­ας.

Αυτό λοι­πόν υπαι­νισ­σό­με­νος και ο Ευαγ­γε­λι­στής έλε­γε: «δει δ ατν διέρ­χε­σθαι δι τς Σαμα­ρεί­ας(:Και επει­δή λόγω της επο­χής προ­τί­μη­σε τον συν­το­μό­τε­ρο δρό­μο, έπρε­πε να περά­σει μέσα από τη Σαμά­ρεια)», διό­τι ήθε­λε να δεί­ξει ότι αυτό το έκα­νε ο Ιησούς ως κάτι το πάρερ­γο κατά τη διάρ­κεια της πορεί­ας Του προς τη Γαλι­λαία. Το ίδιο έκα­ναν και ο Από­στο­λοι. Όπως δηλα­δή εκεί­νοι, όταν τους κατα­δί­ω­καν οι Ιου­δαί­οι, τότε στρέ­φον­ταν και κήρυτ­ταν προς τους ειδω­λο­λά­τρες, κατά όμοιο τρό­πο και ο Χρι­στός, όταν Τον εκδί­ω­ξαν, τότε πλη­σί­α­ζε και εκεί­νους, όπως έκα­νε και με τη Συρο­φοι­νί­κισ­σα γυναίκα[:τη Χανα­ναία δηλα­δή εκεί­νη γυναί­κα, της οποί­ας τη θυγα­τέ­ρα θερά­πευ­σε από δαιμόνιο][βλ. Μαρκ.7,24–30]. Αυτό λοι­πόν έγι­νε για να αφαι­ρέ­σει κάθε δικαιο­λο­γία από τους Ιου­δαί­ους και να μην μπο­ρούν να λένε ότι τους εγκα­τέ­λει­ψε και πήγε προς τους ειδω­λο­λά­τρες.

Για τον λόγο αυτό και οι μαθη­τές απο­λο­γούν­ταν και έλε­γαν: «μν ν ναγ­καον πρτον λαληθναι τν λόγον το Θεο· πειδ δ πωθεσθε ατν κα οκ ξίους κρί­νε­τε αυτος τς αωνί­ου ζως, δο στρε­φό­με­θα ες τ θνη(:Αλλά ο Παύ­λος και ο Βαρ­νά­βας τους μίλη­σαν με αφο­βία και θάρ­ρος και τους είπαν: ‘’Σύμ­φω­να με το σχέ­διο του Θεού, ο οποί­ος κάλε­σε στη σωτη­ρία τον Ισρα­ήλ πριν απ’ όλους τους άλλους λαούς, ήταν αναγ­καίο και επι­βε­βλη­μέ­νο να κηρυ­χτεί ο λόγος του Θεού πρώ­τα σε σας τους Ιου­δαί­ους. Αφού όμως τον απο­διώ­χνε­τε και δεν τον δέχε­στε, και αφού εσείς οι ίδιοι βγά­ζε­τε για τους εαυ­τούς σας την από­φα­ση ότι δεν είστε άξιοι της αιώ­νιας ζωής, ιδού, στρε­φό­μα­στε στους εθνι­κούς’’)»[Πράξ.13,46].

Και ο ίδιος ο Ιησούς λέγει πάλι: «Οκ πεστά­λην ε μ ες τ πρό­βα­τα τ πολω­λό­τα οκου σρα­ήλ(:Δεν με απέ­στει­λε ο Πατέ­ρας μου παρά για τα χαμέ­να πρό­βα­τα του ισραη­λι­τι­κού γένους)»[Ματθ.15,24]. Και πάλι: «Οκ στι καλν λαβεν τν ρτον τν τέκνων κα βαλεν τος κυνα­ρί­οις(:Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παι­διών και να το ρίξει στα σκυ­λά­κια)»[Ματθ.15,26].Όταν όμως έδιω­ξαν τον Ιησού, άνοι­ξαν θύρα στους εθνικούς[:έδωσαν δηλα­δή τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για να στρα­φεί ο Ιησούς προς τους ειδω­λο­λά­τρες και να Τους φωτί­σει με τη διδα­σκα­λία Του].

Αλλά και κάτω από αυτές τις συν­θή­κες, δεν έρχε­ται με κύριο προ­ο­ρι­σμό Του ο Ιησούς εκεί­νους, αλλά καθώς διερ­χό­ταν από εκεί. Διερ­χό­με­νος λοι­πόν «ρχε­ται ον ες πόλιν τς Σαμα­ρεί­ας λεγο­μέ­νην Συχάρ, πλη­σί­ον το χωρί­ου δωκεν ακβ ωσφ τ υἱῷ ατο(:έρχε­ται λοι­πόν σε κάποια πόλη της Σαμά­ρειας που λεγό­ταν Συχάρ, η οποία ήταν κον­τά στην περιο­χή που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Υπήρ­χε μάλι­στα εκεί κι ένα πηγά­δι που είχε ανοί­ξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοι­πόν, όπως ήταν κου­ρα­σμέ­νος από την πεζο­πο­ρία, καθό­ταν κον­τά στο πηγά­δι. Η ώρα ήταν περί­που έξι από την ανα­το­λή του ηλί­ου, δηλα­δή δώδε­κα το μεση­μέ­ρι)»[Ιω.4,5–6].

Για­τί όμως ο Ευαγ­γε­λι­στής δίνει τόσες λεπτο­μέ­ρειες για τον τόπο; Για να μην παρα­ξε­νευ­τείς όταν θα ακού­σεις τη γυναί­κα να λέγει: «Μ σ μεί­ζων ε το πατρς μν ακώβ, ς δωκεν μν τ φρέ­αρ, κα ατς ξ ατο πιε κα ο υο ατο κα τ θρέμ­μα­τα ατο;(:Μήπως εσύ είσαι ανώ­τε­ρος στην αξία και τη δύνα­μη από τον πατέ­ρα μας τον Ιακώβ, που μας έδω­σε ως κλη­ρο­νο­μιά το πηγά­δι αυτό και δεν ζήτη­σε άλλο καλύ­τε­ρο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παι­διά του και τα ζώα του που έτρε­φε και έβο­σκε;)»[Ιω.4,12]. Διό­τι ο τόπος αυτός ήταν εκεί­νος στον οποίο διέ­πρα­ξαν τον φοβε­ρό εκεί­νον φόνο, εκδι­κού­με­νοι για την αρπα­γή της αδερ­φής τους της Δεί­νας, ο Λευί και ο Συμεών[:Η Δεί­να ήταν θυγα­τέ­ρα του πατριάρ­χου Ιακώβ από τη γυναί­κα του τη Λεία. Αυτήν την αγά­πη­σε και την άρπα­ξε ο Συχέμ, γιος του Εμμώρ, άρχον­τας των Συκί­μων, αλλά οι αδελ­φοί της Συμε­ών και Λευί φόνευ­σαν πατέ­ρα και γιο και πήραν πίσω την Δείνα(Γεν.30,21)].

Αξί­ζει όμως να εξη­γή­σου­με από πού προ­ήλ­θαν οι Σαμα­ρεί­τες· διό­τι όλη η περι­φέ­ρεια ονο­μά­ζε­ται Σαμά­ρεια. Από πού λοι­πόν πήρε το όνο­μα αυτό; Σομόρ λεγό­ταν το όρος από τον κατα­κτη­τή της χώρας αυτής, όπως λέγει και ο Ησα­ΐ­ας : «Κα κεφαλ φραμ Σομό­ρων(:Επί του παρόν­τος, πρω­τεύ­ου­σα του βασι­λεί­ου του Ισρα­ήλ θα είναι η Σαμά­ρεια)»[Ησ.7,9]. Οι κάτοι­κοι όμως δεν ονο­μά­ζον­ταν Σαμα­ρεί­τες, αλλά Ισραη­λί­τες.

Με την πάρο­δο του χρό­νου όμως ήλθαν σε αντί­θε­ση με το θέλη­μα του Θεού. Και όταν έγι­νε βασι­λιάς ο Φακεέ[:βασιλιάς του Ισρα­ήλ που αντι­στά­θη­κε στην επέ­κτα­ση των Ασσυ­ρί­ων και οργά­νω­σε συμ­μα­χία βασι­λέ­ων εναν­τί­ον τους, όμως η προ­σπά­θεια αυτή απέ­τυ­χε], έκα­νε επί­θε­ση εναν­τί­ον του ο Θεγλαθφαλλασάρ[:βασιλιάς της Ασσυ­ρί­ας που επέ­δρα­με το 733π.Χ. ενάν­τια στο Βασί­λειο του Ισρα­ήλ και οδή­γη­σε πολ­λούς Ισραη­λί­τες αιχ­μά­λω­τους στην Ασσυ­ρία] και κυρί­ευ­σε πολ­λές πόλεις και επι­τέ­θη­κε εναν­τί­ον του Ηλά και αφού τον φόνευ­σε, έδω­σε τη βασι­λεία στον Ωσηέ[:ο τελευ­ταί­ος βασι­λιάς του βορεί­ου βασι­λεί­ου, γιος του Ηλά· στη­ρί­χθη­κε στην εύνοια του Θεγλαθ­φαλ­λα­σάρ, στον οποίο ήταν φόρου υπο­τε­λής· στην προ­σπά­θειά του όμως να συνα­σπι­σθεί με τους Αιγυ­πτί­ους κατά των Ασσυ­ρί­ων συνε­λή­φθη από τον Σαλα­μα­νά­σαρ τον Ε]. Εναν­τί­ον του στρά­φη­κε ο Σαλα­μα­να­σάρ [:διά­δο­χος του Θεγλαθ­φαλ­λα­σάρ, πολιόρ­κη­σε τη Σαμά­ρεια για τρία χρό­νια, και τελι­κά την κυρί­ευ­σε ο διά­δο­χός του ο Σεν­να­χη­ρίμ το 722π. Χ.] , ο οποί­ος και κυρί­ευ­σε άλλες πόλεις και τις κατέ­στη­σε φόρου υποτελείς[πρβλ. Δ΄Βασ. 17,1 κ. ε.].

Ο Ωσηέ όμως υπο­τά­χτη­κε μεν στην αρχή, αλλά αργό­τε­ρα απο­στά­τη­σε και στρά­φη­κε προς τη συμ­μα­χία των Αιθιό­πων. Το αντι­λή­φθη­κε αυτό ο βασι­λιάς της Ασσυ­ρί­ας και εκστρά­τευ­σε εναν­τί­ον του και αφού τους κυρί­ευ­σε, δεν τους άφη­σε πλέ­ον να κατοι­κούν στο χώρο εκεί­νο ως ξεχω­ρι­στό έθνος, επει­δή είχε υπο­ψί­ες για παρό­μοιες μελ­λον­τι­κές απο­στα­σί­ες, αλλά τους μετέ­φε­ρε στη Βαβυ­λώ­να και την Μηδία και από εκεί συγ­κέν­τρω­σε διά­φο­ρους λαούς και τους εγκα­τέ­στη­σε στη Σαμάρεια,ώστε να είναι ασφα­λής η κυριαρ­χία του στο εξής, εφό­σον θα κατεί­χαν τον τόπο οι δικοί του.

Όταν συνέ­βη­σαν αυτά, επει­δή ήθε­λε ο Θεός να δεί­ξει τη δύνα­μή Του και ότι δεν άφη­σε χωρίς βοή­θεια τους Ιου­δαί­ους από αδυ­να­μία, αλλά εξαι­τί­ας των αμαρ­τιών αυτών που είχαν αρπα­χτεί αιχ­μά­λω­τοι από τους Ασσυ­ρί­ους, έστει­λε εναν­τί­ον των βαρ­βά­ρων λέον­τες οι οποί­οι λυμαί­νον­ταν όλη την περιο­χή. Αναγ­γέλ­θη­καν αυτά στον βασι­λέα της Ασσυ­ρί­ας και απέ­στει­λε έναν ιερέα για να παρα­δώ­σει σε αυτούς τους νόμους του Θεού. Αλλά ούτε και τότε άφη­σαν εξ ολο­κλή­ρου την ασέ­βεια, αλλά κατά το ήμι­συ. Κατά το πέρα­σμα όμως του χρό­νου, άφη­σαν τα είδω­λα και λάτρευαν τον αλη­θι­νό Θεό.

Έτσι είχαν λοι­πόν τα πράγ­μα­τα, όταν επα­νήλ­θαν οι Ιουδαίοι[:από την αιχ­μα­λω­σία της Βαβυλώνος]και απο­στρέ­φον­ταν αυτούς, συμ­πε­ρι­φε­ρό­με­νοι προς αυτούς με υπε­ρο­ψία, διό­τι τους θεω­ρού­σαν αλλό­φυ­λους και εχθρούς και από το όρος τούς ονό­μα­ζαν Σαμα­ρεί­τες. Για τους Ιου­δαί­ους δεν υπήρ­ξε μικρή η δια­μά­χη προς τους Σαμα­ρεί­τες στα επό­με­να χρό­νια· διό­τι οι Σαμα­ρεί­τες δεν παρα­δέ­χον­ταν όλα τα βιβλία της Παλαιάς Δια­θή­κης, παρά μόνο του Μωυ­σή, ενώ δεν απέ­δι­δαν μεγά­λη σημα­σία στα βιβλία των προ­φη­τών. Βρί­σκον­ταν λοι­πόν σε αντα­γω­νι­σμό μετα­ξύ τους, διό­τι οι Σαμα­ρεί­τες προ­σπα­θού­σαν να απο­δεί­ξουν την ιου­δαϊ­κή τους κατα­γω­γή και υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ταν για τον Αβρα­άμ και τον θεω­ρού­σαν πρό­γο­νό τους, επει­δή ήταν από τη Χαλ­δαία. Επί­σης και τον Ιακώβ τον ονό­μα­ζαν πατέ­ρα τους, επει­δή και αυτός ήταν από­γο­νος του Αβρα­άμ. Οι Ιου­δαί­οι όμως μαζί με τους άλλους λαούς απε­χθά­νον­ταν και τους Σαμα­ρεί­τες.

Επο­μέ­νως, για τους ίδιους λόγους περιέ­παι­ζαν και τον Χρι­στό και Του έλε­γαν : «Ο καλς λέγο­μεν μες τι Σαμα­ρεί­της ε σ κα δαι­μό­νιον χεις;(:Αφού τόσο περι­φρο­νη­τι­κά εκφρά­ζε­σαι για τους Ισραη­λί­τες, καλά δεν λέμε εμείς ότι είσαι Σαμα­ρεί­της και ότι έχεις δαι­μό­νιο, από το οποίο εμπνέ­ε­σαι την τρε­λή αυτή ιδέα που έχεις για τον εαυ­τό σου😉»[Ιω.8,48]. Και στην παρα­βο­λή εκεί­νη του ανθρώ­που, ο οποί­ος πήγαι­νε από τα Ιερο­σό­λυ­μα προς την Ιερι­χώ και έπε­σε σε ληστές, για τον ίδιο λόγο ο Χρι­στός παρου­σιά­ζει τον Σαμα­ρεί­τη να του προ­σφέ­ρει βοή­θεια και να του δεί­χνει ευσπλαχνία[βλ.Λουκά,10,33–37],ο οποί­ος Σαμα­ρεί­της εθε­ω­ρεί­το ασή­μαν­τος, ευκα­τα­φρό­νη­τος και βδε­λυ­κτός από τους Ιου­δαί­ους.

Και στη θερα­πεία των δέκα λεπρών επί­σης, ο Ιησούς ονό­μα­σε «λλο­γεν» τον ένα λεπρό που επέ­στρε­ψε να Τον ευχα­ρι­στή­σει για την ίασή του, για την ίδια αιτία(ήταν βέβαια Σαμαρείτης)[βλ. Λουκ. 17,15–18: «Ες δ ξ ατν, δν τι άθη, πέστρε­ψε μετ φωνς μεγά­λης δοξά­ζων τν Θεόν, κα πεσεν π πρό­σω­πον παρ τος πόδας ατο εχαριστν ατ· κα ατς ν Σαμα­ρεί­της. ποκρι­θες δ ησος επεν· οχ ο δέκα καθα­ρί­σθη­σαν; ο δ ννέα πο; οχ ερέθη­σαν ποστρέ­ψαν­τες δοναι δόξαν τ Θε ε μ λλο­γενς οτος; Κα επεν ατ· ναστς πορεύ­ου· πίστις σου σέσω­κέ σε(:Ένας απ’ αυτούς, μόλις είδε ότι θερα­πεύ­θη­κε, επέ­στρε­ψε και με δυνα­τή φωνή εκφρά­ζον­τας τη χαρά και την ευγνω­μο­σύ­νη του δόξα­ζε τον Θεό που τον θερά­πευ­σε δια­μέ­σου του Ιησού. Έπε­σε τότε με το πρό­σω­πο κάτω στη γη κον­τά στα πόδια του Ιησού και τον ευχα­ρι­στού­σε.Και αυτός ήταν Σαμα­ρεί­της, δηλα­δή σχι­σμα­τι­κός και λιγό­τε­ρο φωτι­σμέ­νος από τους Ιου­δαί­ους. Συνε­πώς κανείς δεν θα περί­με­νε να δεί­ξει αυτός μια τέτοια ευγνω­μο­σύ­νη που δεν έδει­ξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραη­λί­τες. Τότε ο Ιησούς είπε: ‘’Δεν καθα­ρί­στη­καν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα πού είναι; Δεν μπο­ρού­σαν να γυρί­σουν πίσω και να δοξά­σουν τον Θεό, παρά μόνο ο ξένος αυτός, που δεν ανή­κει στο γνή­σιο ιου­δαϊ­κό γένος; Και σε αυτόν είπε: ‘’Σήκω και πήγαι­νε. Η πίστη σου σε έσω­σε. Δεν θερά­πευ­σε μόνο το σώμα σου, αλλά απο­τε­λεί και καλή αρχή που θα σε οδη­γή­σει και στην πνευ­μα­τι­κή σου σωτη­ρία’’)»].Αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς με το ίδιο πνεύ­μα ομι­λεί στους μαθη­τές Του και λέγει: «Ες δν θνν μ πέλ­θη­τε κα ες πόλιν Σαμα­ρειτν μ εσέλ­θη­τε(:Μην πάτε σε δρό­μο που θα σας οδη­γή­σει σε χώρα που κατοι­κούν ειδω­λο­λά­τρες, και μη μπεί­τε σε πόλη που ανή­κει σε Σαμα­ρεί­τες)»[Ματθ.10,5].

Και δεν μας υπεν­θύ­μι­σε ο Ευαγ­γε­λι­στής τον τόπο του Ιακώβ, μόνο για την πλο­κή της διη­γή­σε­ως, αλλά για να δεί­ξει επί­σης ότι από παλαιά είχαν εκβλη­θεί από εκεί οι Ιου­δαί­οι· διό­τι από την επο­χή των προ­γό­νων τους, τούς τόπους τους τούς είχαν εκεί­νοι αντί γι’ αυτούς. Πραγ­μα­τι­κά εκεί­να που κατεί­χαν οι πρό­γο­νοί τους, χωρίς να είναι δικά τους, τα έχα­σαν αυτοί, αν και ήσαν δικά τους. Έτσι βλέ­που­με ότι καμία ωφέ­λεια δεν προ­έρ­χε­ται από τους αγα­θούς προ­γό­νους, εάν δεν είναι αγα­θοί και οι από­γο­νοί τους. Διό­τι οι βάρ­βα­ροι μόνο όταν δοκί­μα­σαν την αγριό­τη­τα των λεόν­των, επα­νήλ­θαν αμέ­σως στην ιου­δαϊ­κή ευσέ­βεια· εκεί­νοι όμως, αν και υπέ­φε­ραν τόσες τιμω­ρί­ες, δεν σωφρο­νί­στη­καν ούτε με αυτόν τον τρό­πο.

Έφθα­σε λοι­πόν ο Χρι­στός πεζο­πο­ρών­τας στο πηγά­δι του Ιακώβ στη Σαμά­ρεια, απο­φεύ­γον­τας πάν­το­τε τον μαλ­θα­κό και χαλα­ρό τρό­πο ζωής και χρη­σι­μο­ποιών­τας παρα­δειγ­μα­τι­κά τον αντί­στοι­χο κοπια­στι­κό και πλή­ρη εμπο­δί­ων· διό­τι δεν είχε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει υπο­ζύ­για, αλλά περι­πα­τεί τόσο πολύ, ώστε να κου­ρα­στεί από την οδοι­πο­ρία. Και τού­το διδά­σκει παν­τού, δηλα­δή να εργά­ζε­ται ο καθέ­νας για τον εαυ­τό του, να μη ζητεί τα περιτ­τά και να μην έχει ανάγ­κη από πολ­λά. Διό­τι θέλει να είμα­στε ξένοι προς τα περιτ­τά τόσο, ώστε να περι­κό­πτου­με και πολ­λά από τα αναγ­καία. Για τον λόγο αυτό έλε­γε: «Α λώπε­κες φωλεος χου­σι κα τ πετειν το ορανο κατα­σκη­νώ­σεις, δ υἱὸς το νθρώ­που οκ χει πο τν κεφαλν κλίν(:Οι αλε­πού­δες έχουν τρύ­πες που τις χρη­σι­μο­ποιούν ως φωλιές, και τα που­λιά του ουρα­νού έχουν μέρη για να κουρ­νιά­ζουν, ενώ ο Υιός του ανθρώ­που ‑δηλα­δή Εγώ που γεν­νή­θη­κα από την Παρ­θέ­νο και είμαι ο κατε­ξο­χήν Άνθρω­πος, γνω­στός από τις υπο­σχέ­σεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσ­σί­ας πρό­κει­ται να έλθω πάλι Κρι­τής ένδο­ξος πάνω στις νεφέ­λες του ουρα­νού- δεν έχει ούτε πού να ακουμ­πή­σει το κεφά­λι Του. Μην περι­μέ­νεις λοι­πόν κι εσύ να έχεις σωμα­τι­κές ανέ­σεις και ανα­παύ­σεις, αλλά πάρε τις απο­φά­σεις σου γνω­ρί­ζον­τας από πριν ότι η ζωή των ακο­λού­θων μου είναι γεμά­τη από στε­ρή­σεις και θυσί­ες, όπως η δική μου)»[Ματθ.8,20].Για τον λόγο αυτόν παρα­μέ­νει ως επί το πλεί­στον στα όρη και τις ερή­μους, όχι μόνο την ημέ­ρα, αλλά και τη νύκτα.

Από όσα γρά­φον­ται εδώ πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε και την αντο­χή του Ιησού στις οδοι­πο­ρί­ες και την αδια­φο­ρία Του για τις τρο­φές και ότι τις θεω­ρού­σε δευ­τε­ρεύ­ου­σας σημα­σί­ας. Και οι μαθη­τές λοι­πόν διδά­χτη­καν να συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται με τον ίδιο τρό­πο. Πραγ­μα­τι­κά δεν έπαιρ­ναν εφό­δια μαζί τους. Και το φανε­ρώ­νει αυτό και άλλος Ευαγ­γε­λι­στής, ο οποί­ος λέγει ότι όταν ο Ιησούς τούς έκα­νε λόγο για τη ζύμη των Φαρι­σαί­ων, εκεί­νοι σκέ­πτον­ταν ότι δεν είχαν μαζί τους άρτους[Ματθ.16,5–12]· επί­σης και όταν μας παρου­σιά­ζει ο Ευαγ­γε­λι­στής πει­να­σμέ­νους τους μαθη­τές να μαδούν τα στά­χυα και να τρώνε[βλ. Ματθ.12,1: «ν κείν τ καιρ πορεύ­θη ησος τος σάβ­βα­σι δι τν σπο­ρί­μων· ο δ μαθη­τα ατο πεί­να­σαν, κα ρξαν­το τίλ­λειν στά­χυας κα σθί­ειν(:Εκεί­νο τον και­ρό βάδι­ζε ο Ιησούς την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του μέσα από σπαρ­μέ­να χωρά­φια· και οι μαθη­τές Του πεί­να­σαν και άρχι­σαν να μαδούν στά­χυα και να τρώ­νε)»· πρβλ. Μάρκ. 2,23 και Λου­κά 6,18] και όταν λέγει ότι ο Ιησούς από την πεί­να πήγε προς τη συκιά, τίπο­τε άλλο δεν κάνει, παρά αυτό με όλα αυτά μας διδά­σκει να περι­φρο­νού­με την κοι­λία και να μη θεω­ρού­με σπου­δαία τη λει­τουρ­γία της.

Το ίδιο διε­κή­ρυσ­σε και ο Δαυίδ και έλε­γε: «κ χει­μάῤῥου ν δ πίε­ται(:Ο Μεσ­σί­ας αγω­νι­ζό­με­νος υπέρ του λαού Του θα πιει με απλό­τη­τα νερό από τον χεί­μαρ­ρο στο δρό­μο)»[Ψαλμ.109,7], για να κατα­δεί­ξει την αυστη­ρό­τη­τα και τη λιτό­τη­τα της ζωής Του. Αυτό υπο­δει­κνύ­ει και εδώ ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: « ον ησος κεκο­πιακς κ τς δοι­πο­ρί­ας καθέ­ζε­το οτως π τ πηγ· ρα ν σε κτη. ρχε­ται γυν κ τς Σαμα­ρεί­ας ντλσαι δωρ. λέγει ατ ησος· δός μοι πιεν. ο γρ μαθη­τα ατο πελη­λύ­θει­σαν ες τν πόλιν να τροφς γορά­σω­σι(:Υπήρ­χε μάλι­στα εκεί και ένα πηγά­δι που είχε ανοί­ξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοι­πόν, όπως ήταν κου­ρα­σμέ­νος από την πεζο­πο­ρία, καθό­ταν κον­τά στο πηγά­δι. Η ώρα ήταν περί­που έξι από την ανα­το­λή του ηλί­ου, δηλα­δή δώδε­κα το μεση­μέ­ρι. Έρχε­ται τότε μία γυναί­κα που κατα­γό­ταν από τη Σαμά­ρεια, να βγά­λει από το πηγά­δι νερό. Ο Ιησούς τότε, ο οποί­ος πραγ­μα­τι­κά διψού­σε, της είπε: ‘’Δώσε μου να πιω’’. Και ζήτη­σε από τη γυναί­κα νερό, διό­τι οι μαθη­τές Του, που θα φρόν­τι­ζαν να βγά­λουν νερό από το πηγά­δι, είχαν πάει στην πόλη να αγο­ρά­σουν τρό­φι­μα)» [Ιω.4,6–8].

Κοί­τα­ξε λοι­πόν αυτούς ότι και στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση ούτε φέρουν τίπο­τε μαζί τους, ούτε πάλι από το πρωί αμέ­σως φρον­τί­ζουν γι’ αυτό , επει­δή δεν έχουν τρο­φές, αλλά κατά την ώρα κατά την οποία όλοι οι άνθρω­ποι γευ­μα­τί­ζουν, αγο­ρά­ζουν τρό­φι­μα. Εμείς όμως δεν κάνου­με το ίδιο. Αντί­θε­τα, αμέ­σως μόλις θα σηκω­θού­με από το κρε­βά­τι, πριν από τα άλλα, γι’ αυτά φρον­τί­ζου­με, φωνά­ζου­με τους μαγεί­ρους και τους υπη­ρέ­τες και με μεγά­λο ενδια­φέ­ρον ασχο­λού­μα­στε με αυτά και ύστε­ρα δευ­τε­ρευόν­τως προ­σέ­χου­με τα άλλα και μάλι­στα έτσι που προ­τάσ­σου­με τα βιο­τι­κά από τα πνευ­μα­τι­κά και όσα έπρε­πε να έχου­με δευ­τε­ρεύ­ον­τα αυτά τα τιμά­με ως αναγ­καία. Γι’ αυτό και γίνον­ται τα πάν­τα άνω κάτω. Έπρε­πε όμως να συμ­βαί­νει το αντί­θε­το, δηλα­δή αφού ασχο­λη­θού­με ιδιαι­τέ­ρως με όλα τα πνευ­μα­τι­κά θέμα­τα, ύστε­ρα από την εκπλή­ρω­ση αυτών, να ενδια­φερ­θού­με και για τα βιο­τι­κά.

Επί­σης, εδώ πρέ­πει να παρα­τη­ρη­θεί όχι μόνο ο επί­πο­νος τρό­πος της ζωής του Κυρί­ου, αλλά και η έλλει­ψη κάθε μορ­φής υπε­ρη­φά­νειας, από το γεγο­νός ότι όχι μόνο κοπί­α­σε και κάθι­σε στον δρό­μο, αλλά και από το ότι απέ­μει­νε τελεί­ως μόνος και οι μαθη­τές Του απήλ­θαν. Βέβαια υπήρ­χε η δυνα­τό­τη­τα, εάν ήθε­λε, ή να μην τους απο­στεί­λει όλους, ή αφού έφυ­γαν εκεί­νοι, να έχει άλλους υπη­ρέ­τες. Όμως δεν το θέλη­σε αυτό· διό­τι έτσι είχε συνη­θί­σει τους μαθη­τές Του, να κατα­πνί­γουν κάθε είδος εγωι­σμού. Και τι το σπου­δαίο, ίσως πει κάποιος, εάν φέρον­ταν με μετριο­φρο­σύ­νη αυτοί που ήσαν αλιείς και σκη­νο­ποιοί; Ήσαν βέβαια αλιείς και σκη­νο­ποιοί, αλλά από­το­μα ανέ­βη­καν σε αυτήν την κορυ­φή του ουρα­νού και έγι­ναν λαμ­πρό­τε­ροι από όλους τους βασι­λείς, εφό­σον αξιώ­θη­καν να γίνουν μαθη­τές και οικεί­οι του Κυρί­ου της οικου­μέ­νης και να γίνουν ακό­λου­θοι του Διδα­σκά­λου, ο οποί­ος θαυ­μα­ζό­ταν από όλους. Εξάλ­λου, γνω­ρί­ζε­τε καλά ότι όσοι προ­έρ­χον­ται από κατώ­τε­ρη τάξη, αυτοί προ­πάν­των όταν απο­κτή­σουν αξιώ­μα­τα, παρα­σύ­ρον­ται ευκο­λό­τε­ρα προς την υπε­ρο­ψία, επει­δή προ­η­γου­μέ­νως στε­ρούν­ταν τόσης μεγά­λης τιμής. Τους συγ­κρα­τού­σε λοι­πόν στην ταπει­νο­φρο­σύ­νη αυτή και τους δίδα­σκε με όλες τις πρά­ξεις Του να είναι συνε­σταλ­μέ­νοι και σε καμία περί­πτω­ση να μη χρειά­ζον­ται υπη­ρέ­τες.

« ον ησος κεκο­πιακς κ τς δοι­πο­ρί­ας καθέ­ζε­το οτως π τ πηγ(:Υπήρ­χε μάλι­στα εκεί κι ένα πηγά­δι που είχε ανοί­ξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοι­πόν, όπως ήταν κου­ρα­σμέ­νος από την πεζο­πο­ρία, καθό­ταν κον­τά στο πηγά­δι. Η ώρα ήταν περί­που έξι από την ανα­το­λή του ηλί­ου, δηλα­δή δώδε­κα το μεση­μέ­ρι)»[Ιω.4,6],λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής. Βλέ­πεις ότι κάθι­σε από την κού­ρα­ση, από τη ζέστη και για να περι­μέ­νει τους μαθη­τές Του; Γνώ­ρι­ζε βέβαια τι θα συνέ­βαι­νε με τους Σαμα­ρεί­τες, αλλά δεν ήλθε γι’ αυτήν κυρί­ως την αιτία. Και μολο­νό­τι δεν είχε έλθει για την αιτία αυτή, δεν ήταν λόγος να εκδιώ­ξει από κον­τά Του τη γυναί­κα που ήλθε στο πηγά­δι, η οποία έδει­χνε τόση φιλο­μά­θεια· διό­τι οι μεν Ιου­δαί­οι, και όταν ερχό­ταν κον­τά τους ο Ιησούς, Τον εκδί­ω­καν, ενώ οι εθνι­κοί, και όταν κατευ­θυ­νό­ταν προς άλλους, Τον προ­σέλ­κυαν κον­τά τους. Και οι μεν Ιου­δαί­οι Τον φθο­νού­σαν, οι δε εθνι­κοί Τον πίστευαν. Οι μεν πρώ­τοι Τον μισού­σαν, οι δεύ­τε­ροι όμως Τον θαύ­μα­ζαν και Τον λάτρευαν.

Τι λοι­πόν; Μήπως έπρε­πε να κατα­φρο­νή­σει τη σωτη­ρία τόσων ανθρώ­πων και να εγκα­τα­λεί­ψει την τόσο μεγά­λη προ­θυ­μία τους; Αυτό όμως δεν ταί­ρια­ζε στη φιλαν­θρω­πία του Ιησού. Για τον λόγο αυτό και τακτο­ποιεί τα πάν­τα με τη σοφία που Τον διέ­κρι­νε. Καθό­ταν λοι­πόν για να ανα­παύ­σει και να ξεκου­ρά­σει το σώμα Του κον­τά στο πηγά­δι. Ήταν μεση­μέ­ρι, πράγ­μα που δήλω­σε και ο Ευαγ­γε­λι­στής, όταν είπε «ρα ν σε κτη (:η ώρα ήταν έξι από την ανα­το­λή του ηλί­ου, δηλα­δή δώδε­κα το μεση­μέ­ρι)»[Ιω.4,6]· «καθέ­ζε­το οτως π τ πηγ(:κάθι­σε έτσι κον­τά στην πηγή)». Τι σημαί­νει η λέξη «οτως»; Δεν καθό­ταν, λέγει, σε θρό­νο, ούτε σε προ­σκέ­φα­λο, αλλά απλώς επά­νω στο έδα­φος όπως έτυ­χε.

«ρχε­ται γυν κ τς Σαμα­ρεί­ας ντλσαι δωρ(:Έρχε­ται τότε μία γυναί­κα που κατα­γό­ταν από τη Σαμά­ρεια, να βγά­λει από το πηγά­δι νερό)»[Ιω. 4,7].Πρό­σε­ξε ότι και η γυναί­κα για άλλο σκο­πό βγή­κε από την πόλη και απο­στο­μώ­νει με αυτό την αναί­σχυν­τη αντι­λο­γία των Ιου­δαί­ων, για να μην ισχυ­ρι­στεί κανείς ότι όσα πράτ­τει, αντι­τί­θεν­ται στο πρό­σταγ­μά Του, επει­δή είχε προ­στά­ξει να μην εισέρ­χον­ται στην πόλη των Σαμα­ρει­τών, ενώ ο ίδιος συνο­μι­λεί με τους Σαμα­ρεί­τες. Γι’ αυτό είπε ο Ευαγ­γε­λι­στής ότι «ο γρ μαθη­τα ατο πελη­λύ­θει­σαν ες τν πόλιν να τροφς γορά­σω­σι(:και ζήτη­σε από τη γυναί­κα νερό, διό­τι οι μαθη­τές του, που θα φρόν­τι­ζαν να βγά­λουν νερό από το πηγά­δι, είχαν πάει στην πόλη ν’ αγο­ρά­σουν τρό­φι­μα)»[Ιω.4,8], ώστε να δώσει πολ­λές αιτί­ες για το ότι ο Ιησούς συνο­μί­λη­σε με αυτήν.

«Λέγει ατ ησος· δός μοι πιεν(:Ο Ιησούς τότε, ο οποί­ος πραγ­μα­τι­κά διψού­σε, της είπε: ‘’Δώσε μου να πιω’’)».Τι έκα­νε λοι­πόν η γυναί­κα; Όταν άκου­σε: «Δώσε μου να πιω», πολύ φρό­νι­μα χρη­σι­μο­ποιεί τον λόγο του Ιησού για να ρωτή­σει και λέγει: «Πς σ ουδαος ν παρ᾿ μο πιεν ατες, οσης γυναικς Σαμα­ρεί­τι­δος; ο γρ συγ­χρνται ουδαοι Σαμα­ρεί­ταις(:Πώς εσύ ενώ είσαι Ιου­δαί­ος, ζητείς νερό να πιεις από εμέ­να, η οποία είμαι Σαμα­ρεί­τισ­σα; Και το λέω αυτό επει­δή οι Ιου­δαί­οι απο­στρέ­φον­ται τους Σαμα­ρεί­τες και δεν θέλουν να έχουν καμία επι­κοι­νω­νία και σχέ­ση με αυτούς)».

Και πώς αυτή αντι­λή­φθη­κε ότι ο Κύριος ήταν Ιου­δαί­ος; Ίσως από τα ενδύ­μα­τα και από τον τρό­πο της ομι­λί­ας Του. Εσύ όμως παρα­τή­ρη­σε πόσο οξυ­δερ­κής ήταν η γυναί­κα· διό­τι αν έπρε­πε να προ­φυ­λα­χθεί κάποιος, αυτός ήταν ο Χρι­στός και όχι εκεί­νη. Πραγ­μα­τι­κά δεν είπε ότι οι Σαμα­ρεί­τες δεν έρχον­ται σε σχέ­σεις με τους Ιου­δαί­ους, αλλά ότι οι Ιου­δαί­οι δεν πλη­σιά­ζουν τους Σαμα­ρεί­τες. Και όμως η γυναί­κα, αν και ήταν απαλ­λαγ­μέ­νη από την ενο­χή, επει­δή νόμι­σε ότι ο συνο­μι­λη­τής της έπι­πτε σε αυτήν, δε σιώ­πη­σε, αλλά όπως νομί­ζει, διορ­θώ­νει εκεί­νο που δεν γινό­ταν σύμ­φω­να με τον νόμο.

Πιθα­νό όμως κάποιος είναι να δια­τυ­πώ­σει την ακό­λου­θη απο­ρία: «Πώς ο Χρι­στός ζήτη­σε να πιει νερό από αυτήν, ενώ το απα­γό­ρευε ο Νόμος;» Εάν κάποιος απαν­τή­σει ότι το έπρα­ξε αυτό, επει­δή γνώ­ρι­ζε ότι δεν θα Του δώσει, τότε γι’ αυτό ακρι­βώς δεν έπρε­πε να ζητή­σει νερό. Τι μπο­ρού­με λοι­πόν να πού­με; Ότι Του ήταν αδιά­φο­ρο πλέ­ον να εκπλη­ρώ­νει παρό­μοιες απα­γο­ρεύ­σεις του μωσαϊ­κού νόμου· διό­τι αυτός που κατευ­θύ­νει τους άλλους να τις καταρ­γούν, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα τις παρέ­βλε­πε ο ίδιος: «Ο τ εσερ­χό­με­νον ες τ στό­μα κοι­νο τν νθρω­πον, λλ τ κπο­ρευό­με­νον κ το στό­μα­τος τοτο κοι­νο τν νθρω­πον(:Δεν κάνει τον άνθρω­πο βέβη­λο και θρη­σκευ­τι­κώς ακά­θαρ­το εκεί­νο που εισά­γε­ται με την τρο­φή στο στό­μα, αλλά εκεί­νο που βγαί­νει από το στό­μα, δηλα­δή οι πονη­ροί και αμαρ­τω­λοί λόγοι)»[Ματθ.15,11].

Εξάλ­λου, η συνο­μι­λία του Ιησού με τη Σαμα­ρεί­τι­δα δεν θα ήταν μικρή κατη­γο­ρία κατά των Ιου­δαί­ων, διό­τι εκεί­νοι μεν, αν και πολ­λές φορές προ­σκα­λούν­ταν από τον Ιησού και με τους λόγους και με τις πρά­ξεις, εντού­τοις δεν Τον δέχον­ταν, ενώ αυτή πρό­σε­ξε πώς προ­σελ­κύ­ε­ται από μια απλή ερώ­τη­ση· διό­τι ο μεν Χρι­στός δεν είχε σχε­διά­σει από προ­η­γου­μέ­νως αυτήν τη συνάν­τη­ση, ούτε αυτήν την πορεία· όταν όμως Τον πλη­σί­α­ζαν ορι­σμέ­νοι άνθρω­ποι, δεν τους εμπό­δι­ζε· διό­τι στους μαθη­τές Του έλε­γε απλώς να μην εισέλ­θουν σε πόλη των Σαμα­ρει­τών, όχι όμως και να τους απο­μα­κρύ­νουν, εάν εκεί­νοι ήθε­λαν να προ­σέλ­θουν από μόνοι τους· διό­τι αυτό δεν ταί­ρια­ζε καθό­λου στη φιλαν­θρω­πία Του.

Γι’ αυτόν τον λόγο απαν­τά στη γυναί­κα και της λέγει: «Ε δεις τν δωρεν το Θεο, κα τίς στιν λέγων σοι, δός μοι πιεν, σ ν τησας ατόν, κα δωκεν ν σοι δωρ ζν(:Εάν γνώ­ρι­ζες τη δωρεά του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που δίνει ο Θεός στους ανθρώ­πους, και Ποιος είναι Εκεί­νος που σου λέει τώρα: ‘’Δώσε μου να πιω’’, εσύ θα Του ζητού­σες, και θα σου έδι­νε νερό τρε­χού­με­νο, που δεν στε­ρεύ­ει ποτέ. Θα σου έδι­νε Αυτός τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, η οποία σαν πνευ­μα­τι­κό νερό καθα­ρί­ζει, δρο­σί­ζει, παρη­γο­ρεί και ζωο­ποιεί τις ψυχές, χωρίς να στε­ρεύ­ει ποτέ)»[Ιω.4,10]. Κατά πρώ­τον απο­δει­κνύ­ει ότι ήταν άξια να ακού­σει και όχι να περι­φρο­νη­θεί και τότε απο­κα­λύ­πτει τον εαυ­τό Του· διό­τι πραγ­μα­τι­κά επρό­κει­το αμέ­σως, όταν θα μάθαι­νε Ποιος είναι, να υπα­κού­σει και να προ­σέ­ξει σε Αυτόν και τη διδα­σκα­λία Του, πράγ­μα το οποίο δεν θα μπο­ρού­σε να υπο­στη­ρί­ξει κανείς για τους Ιου­δαί­ους· διό­τι αυτοί, όταν Τον γνώ­ρι­σαν, δεν ζήτη­σαν τίπο­τε, ούτε επι­θύ­μη­σαν να μάθουν κάτι χρή­σι­μο, αλλά Τον ύβρι­ζαν και Τον εδί­ω­καν.

Η γυναί­κα όμως όταν άκου­σε αυτά τα λόγια, πρό­σε­ξε με πόση λεπτό­τη­τα απο­κρί­νε­ται: «Κύριε, οτε ντλη­μα χεις, κα τ φρέ­αρ στ βαθύ· πόθεν ον χεις τ δωρ τ ζν;(:Κύριε, ασφα­λώς το νερό αυτό για το οποίο μιλάς δεν είναι από το πηγά­δι αυτό. Διό­τι ούτε αγγείο έχεις, με το οποίο θα μπο­ρού­σες να βγά­λεις από εδώ νερό, αλλά και το πηγά­δι είναι βαθύ. Από πού λοι­πόν έχεις το τρε­χού­με­νο και αστεί­ρευ­το νερό;)»[Ιω.4,11]. Προ ολί­γου την απάλ­λα­ξε από την ταπει­νή αντί­λη­ψη και από την ιδέα ότι είναι ένας από τους πολ­λούς συνη­θι­σμέ­νους ανθρώ­πους· διό­τι εδώ δεν Τον ονο­μά­ζει «Κύριο» τυχαία, αλλά Του απο­δί­δει μεγά­λη τιμή· ότι βέβαια έλε­γε αυτό για να Τον τιμή­σει, φαί­νε­ται από τη συνέ­χεια· δηλα­δή δεν Τον περιέ­παι­ξε, ούτε Τον δια­κω­μώ­δη­σε, αλλά απλώς δια­τύ­πω­σε την απο­ρία της.

Εάν, όμως, δεν αντι­λή­φθη­κε αμέ­σως τα πάν­τα, μην παρα­ξε­νεύ­ε­σαι, διό­τι ούτε και ο Νικό­δη­μος το πέτυ­χε αυτό. Τι λέγει εκεί­νος λοι­πόν; «Πς δύνα­ται τατα γενέ­σθαι;(: Πώς είναι δυνα­τό να γίνουν αυτά και να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αυτή η πνευ­μα­τι­κή ουρά­νια ανα­γέν­νη­ση;)»[Ιω.3,9]· και πάλι: «Πς δύνα­ται νθρω­πος γεν­νηθναι γέρων ν; μ δύνα­ται ες τν κοι­λί­αν τς μητρς ατο δεύ­τε­ρον εσελ­θεν κα γεν­νηθναι;(:Πώς μπο­ρεί να γεν­νη­θεί πάλι ο άνθρω­πος, όταν έχει πλέ­ον γερά­σει; Μήπως μπο­ρεί να μπει για δεύ­τε­ρη φορά στην κοι­λιά της μητέ­ρας του και να ξανα­γεν­νη­θεί;)»[Ιω.3,4]. Αυτή όμως ρωτά με μεγα­λύ­τε­ρο σεβα­σμό: «Κύριε, ούτε δοχείο έχεις να αντλή­σεις νερό και το πηγά­δι είναι βαθύ. Από πού λοι­πόν έχεις το τρε­χού­με­νο και αστεί­ρευ­το νερό;».

Άλλα βέβαια έλε­γε ο Κύριος σε αυτήν και άλλα κατα­λά­βαι­νε εκεί­νη, ούτε άκου­σε τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από τις λέξεις, ούτε ήταν σε θέση ακό­μη να αντι­λη­φθεί κάτι το υψη­λό, αν και μπο­ρού­σε, εάν έδι­δε αυθά­δη απάν­τη­ση, να πει: «Εάν είχες το τρε­χού­με­νο νερό, δεν θα ζητού­σες από εμέ­να, αλλά θα έδι­νες στον εαυ­τό σου πρώ­τα. Τώρα όμως απλώς κομ­πά­ζεις». Δεν είπε όμως τίπο­τε από αυτά, αλλά απο­κρί­νε­ται με μεγά­λη λεπτό­τη­τα και στην αρχή και στη συνέ­χεια. Πραγ­μα­τι­κά στην αρχή λέγει: «Πώς εσύ, ο οποί­ος είσαι Ιου­δαί­ος, ζητείς να πιεις από εμέ­να;». Και δεν είπε, εφό­σον μιλού­σε με έναν εχθρό και αλλό­φυ­λο: «Μακά­ρι να μη μου συμ­βεί ποτέ να προ­σφέ­ρω νερό σε έναν άνθρω­πο που είναι εχθρός μου και απε­χθά­νε­ται το έθνος μου». Όμως και στη συνέ­χεια, όταν Τον άκου­σε να λέγει μεγά­λα πράγ­μα­τα, για τα οποία προ­πάν­των εξα­γριώ­νον­ται οι εχθροί, ούτε τον κατα­γέ­λα­σε, ούτε τον διέ­συ­ρε, παρά μόνο τι λέγει; «Μ σ μεί­ζων ε το πατρς μν ακώβ, ς δωκεν μν τ φρέ­αρ, κα ατς ξ ατο πιε κα ο υο ατο κα τ θρέμ­μα­τα ατο;(:Μήπως εσύ είσαι ανώ­τε­ρος στην αξία και τη δύνα­μη από τον πατέ­ρα μας τον Ιακώβ, που μας έδω­σε ως κλη­ρο­νο­μιά το πηγά­δι αυτό και δεν ζήτη­σε άλλο καλύ­τε­ρο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παι­διά του και τα ζώα του που έτρε­φε και έβο­σκε;)»[Ιω.4,12].

Βλέ­πεις με ποιον τρό­πο εισά­γει τον εαυ­τό της στην ιου­δαϊ­κή οικο­γέ­νεια; Ό,τι επί­σης λέει, έχει την ακό­λου­θη σημα­σία: «Ο Ιακώβ το νερό αυτό χρη­σι­μο­ποιού­σε και δεν είχε τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο να μας δώσει». Τα έλε­γε αυτά για να δεί­ξει ότι από την πρώ­τη απάν­τη­ση δέχθη­κε μεγά­λο και υψη­λό νόη­μα· διό­τι το «ο ίδιος έπι­νε από αυτό και τα παι­διά του και τα ζώα του» δεν φαί­νε­ται να υπαι­νίσ­σε­ται μεν τίπο­τε άλλο, παρά ότι είχε μεν την έννοια του καλύ­τε­ρου νερού, αλλά ούτε το έβρι­σκε, ούτε το γνώ­ρι­ζε καλά. Και για να μιλή­σω περισ­σό­τε­ρο καθα­ρά, αυτό που θέλει να πει είναι το ακό­λου­θο: «Δεν μπο­ρείς βέβαια να υπο­στη­ρί­ξεις ότι ο Ιακώβ έδω­σε σε μας μεν αυτό το πηγά­δι, ενώ αυτός χρη­σι­μο­ποιού­σε άλλο· διό­τι και ο ίδιος και τα παι­διά του από αυτό έπι­ναν. Και δεν θα έπι­ναν, εάν βέβαια είχε άλλο καλύ­τε­ρο πηγά­δι. Από αυτό λοι­πόν το πηγά­δι ούτε εσύ θα μπο­ρέ­σεις να δώσεις, ούτε είναι δυνα­τόν να έχεις άλλο καλύ­τε­ρο, παρό­λο που ομο­λο­γείς ότι είσαι ανώ­τε­ρος από τον Ιακώβ. Από πού λοι­πόν θα πάρεις το νερό, το οποίο υπό­σχε­σαι να μας δώσεις;».

Οι Ιου­δαί­οι, αντί­θε­τα, δεν συζη­τού­σαν με τον Ιησού τόσο φιλι­κά, αν και τους έκα­νε λόγο για το ίδιο θέμα και τους ανέ­φε­ρε το ύδωρ αυτό[βλ. Ιω.7,37–38:«ν δ τ σχάτ μέρ τ μεγάλ τς ορτς εστή­κει ησος κα κρα­ξε λέγων· άν τις διψ, ρχέ­σθω πρός με κα πινέ­τω. πιστεύ­ων ες μέ, καθς επεν γρα­φή, ποτα­μο κ τς κοι­λί­ας ατο εύσου­σιν δατος ζντος(:Την τελευ­ταία και πιο επί­ση­μη ημέ­ρα απ’ όλες τις άλλες ημέ­ρες της εορ­τής στά­θη­κε όρθιος ο Ιησούς και με ζωη­ρή φωνή είπε: ‘’Εάν κανείς αισθά­νε­ται πόθο και δίψα όχι για αγα­θά υλι­κά και φθαρ­τά, αλλά για την εσω­τε­ρι­κή γαλή­νη και τη μακα­ριό­τη­τα της θεί­ας ζωής, ας έρχε­ται σε μένα με πίστη και ας πίνει ελεύ­θε­ρα. Κον­τά μου θα ικα­νο­ποι­η­θούν όλοι οι ευγε­νι­κοί πόθοι και θα βρει ανά­παυ­ση η ψυχή του. Από την καρ­διά και τα βάθη της ψυχής εκεί­νου που πιστεύ­ει σε μένα, σύμ­φω­να με τα λόγια της Αγί­ας Γρα­φής, θα ανα­βλύ­ζουν ποτά­μια νερού που θα είναι πάν­τα τρε­χού­με­νο. Κι έτσι θα ποτί­ζε­ται όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι που θα έρχον­ται σε σχέ­ση με αυτόν’’)»].

Επί­σης, όταν μίλη­σε για τον Αβρα­άμ, επι­χεί­ρη­σαν να Τον λιθο­βο­λή­σουν[ βλ. Ιω. 8,56–59: «βραμ πατρ μν γαλ­λιά­σα­το να δ τν μέραν τν μήν, κα εδε κα χάρη. επον ον ο ουδαοι πρς ατόν· πεν­τή­κον­τα τη οπω χεις κα βραμ ώρα­κας; επεν ατος ησος· μν μν λέγω μν, πρν βραμ γενέ­σθαι γώ εμι. ραν ον λίθους να βάλω­σιν π᾿ ατόν. ησος δ κρύ­βη, κα ξλθεν κ το ερο διελθν δι μέσου ατν, κα παργεν οτως(:Ο Αβρα­άμ, για τον οποίο καυ­χιέ­στε ότι τον έχε­τε πατέ­ρα, γεμά­τος ελπί­δα που τον γέμι­ζε με αφάν­τα­στη χαρά, λαχτα­ρού­σε να δει τις ημέ­ρες της εναν­θρω­πή­σε­ώς μου˙ και τις είδε τώρα από τον τόπο της μακα­ριό­τη­τος όπου ζει, και χάρη­κε. Του είπαν τότε οι Ιου­δαί­οι: ‘’Ούτε πενήν­τα χρο­νών δεν είσαι ακό­μη, κι έχεις δει τον Αβρα­άμ, που έζη­σε πριν από δύο χιλιά­δες περί­που χρό­νια;’’. Τους είπε τότε ο Ιησούς: ‘’Αλη­θι­νά σας λέω, προ­τού ακό­μη να έλθει στην ύπαρ­ξη ο Αβρα­άμ, εγώ υπάρ­χω παν­το­τι­νά πριν από τους αιώ­νες’’. Αγα­να­κτι­σμέ­νοι τότε οι Ιου­δαί­οι πήραν λίθους, για να ρίξουν εναν­τί­ον Του. Όμως ο Ιησούς χάθη­κε από τα μάτια τους και βγή­κε από τις αυλές του ναού, περ­πα­τών­τας δια­μέ­σου αυτών απα­ρα­τή­ρη­τος. Και βάδι­ζε έτσι, χωρίς να Τον βλέ­πουν)».

Η γυναί­κα όμως αυτή δεν συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται με τον ίδιο τρό­πο προς τον Ιησού, αλλά με μεγά­λη λεπτό­τη­τα μέσα στη ζέστη και την ώρα του μεση­με­ριού λέγει και ακού­ει τα πάν­τα με πολ­λή προ­θυ­μία, χωρίς να σκέ­πτε­ται κάτι παρό­μοιο, όπως ήταν φυσι­κό να πουν οι Ιου­δαί­οι, αν άκου­γαν αυτά τα λόγια από τον Ιησού· δηλα­δή «μαί­νε­ται και τα έχει χαμέ­να αυτός, ο οποί­ος με κρα­τά­ει εδώ στην πηγή και το πηγά­δι και δεν μου δίνει τίπο­τε παρά μόνον καυ­χά­ται με τα λόγια». Αντί­θε­τα, κάνει υπο­μο­νή και παρα­μέ­νει εκεί μέχρις ότου βρει εκεί­νο που ζητεί.

Εάν όμως η Σαμα­ρεί­τισ­σα γυναί­κα δεί­χνει τόση προ­θυ­μία για να μάθει κάτι χρή­σι­μο και παρα­μέ­νει πλη­σί­ον του Χρι­στού, αν και δεν Τον γνώ­ρι­ζε, ποια συγ­χώ­ρε­ση θα έχου­με εμείς, οι οποί­οι, αν και Τον γνω­ρί­ζου­με καλά και δεν είμα­στε ούτε κον­τά στο πηγά­δι ούτε στην ερη­μιά, ούτε είναι μεση­μέ­ρι, ούτε μας καί­ει ο ήλιος, αλλά είναι πρωί και βρι­σκό­μα­στε κάτω από μία τόσο ωραία στέ­γη και απο­λαμ­βά­νου­με τη σκιά και τη δρο­σιά, δεν έχου­με την υπο­μο­νή να ακού­σου­με κάτι από τα λεγό­με­να, αλλά μας κοι­μί­ζει η αδια­φο­ρία; Εκεί­νη όμως δε μοιά­ζει με μας, αλλά τόσο συνε­παίρ­νε­ται από τα λόγια του Ιησού, ώστε να προ­σκα­λεί και άλλους. Οι Ιου­δαί­οι όχι μόνο δεν προ­σκα­λού­σαν άλλους, αλλά και εκεί­νους που ήθε­λαν να πλη­σιά­σουν τον Ιησού, τους εμπό­δι­ζαν και τους το απα­γό­ρευαν. Γι’ αυτό και έλε­γαν: «Μή τις κ τν ρχόν­των πίστευ­σεν ες ατν κ τν Φαρι­σαί­ων; λλ᾿ χλος οτος μ γινώ­σκων τν νόμον πικα­τά­ρα­τοί εσι!(:Μήπως πίστε­ψε σε αυτόν κανείς απ’ τους άρχον­τες, που είναι οι μόνοι αρμό­διοι να κρί­νουν τα θρη­σκευ­τι­κά ζητή­μα­τα, ή απ’ τους Φαρι­σαί­ους, που είναι άγρυ­πνοι φύλα­κες των παρα­δό­σε­ων και της αλη­θι­νής πίστε­ως; Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστε­ψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους κατα­ρα­μέ­νοι)»[Ιω.7,48–49].

Ας μιμη­θού­με λοι­πόν τη Σαμα­ρεί­τι­δα, ας δια­λε­χθού­με με τον Χρι­στό, διό­τι και σήμε­ρα βρί­σκε­ται ανά­με­σά μας και μας ομι­λεί με τους προ­φή­τες και τους μαθη­τές Του. Ας Τον ακού­σου­με και ας πιστέ­ψου­με. Μέχρι πότε θα ζού­με άσκο­πα και μάταια; Διό­τι όταν δεν πράτ­του­με ό,τι αρέ­σει στον Θεό, είναι σαν να ζού­με άσκο­πα. Μάλ­λον όμως δεν ζού­με μόνο άσκο­πα, αλλά ζού­με και για το κακό. Διό­τι όταν δαπα­νή­σου­με τον και­ρό που μας δόθη­κε όχι όπως πρέ­πει, θα πεθά­νου­με και θα υπο­στού­με την αυστη­ρό­τε­ρη τιμω­ρία για την άσκο­πη αυτή δαπά­νη του χρό­νου μας επά­νω στη γη. Διό­τι δεν θα δώσει βέβαια λόγο στον πιστω­τή του μόνο εκεί­νος που πήρε χρή­μα­τα για να εμπο­ρευ­θεί και τα κατέ­φα­γε, ενώ εκεί­νος που σπα­τά­λη­σε μία τόσο επί­γεια μακρά ζωή χωρίς να μερι­μνά καθό­λου για την αιώ­νια ζωή κον­τά στον Δημιουρ­γό του, θα μεί­νει ατι­μώ­ρη­τος.

Ο Θεός δεν μας έφε­ρε στην παρού­σα ζωή και δεν μας έδω­σε ψυχή για να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με μόνο στη γη, αλλά για να πράτ­του­με τα πάν­τα απο­βλέ­πον­τας προς τη μέλ­λου­σα ζωή. Διό­τι τα άλο­γα ζώα είναι χρή­σι­μα μόνο στον επί­γειο βίο, ενώ εμείς για τον λόγο αυτό έχου­με αθά­να­τη ψυχή, ώστε να ετοι­μά­ζου­με τα πάν­τα για την προ­ε­τοι­μα­σία εκεί­νης της ουρά­νιας ζωής. Πραγ­μα­τι­κά, εάν μας ρωτή­σει κάποιος για την αναγ­καιό­τη­τα των αλό­γων, των όνων και των βοδιών και των άλλων παρό­μοιων οικια­κών ζώων, δεν θα πού­με καμία άλλη ότι έχουν παρά ότι μας εξυ­πη­ρε­τούν στην παρού­σα ζωή. Για εμάς όμως δεν είναι δυνα­τόν να πού­με το ίδιο, αλλά ότι η ανώ­τε­ρη κατά­στα­ση είναι η μετά την εδώ απο­δη­μία μας και ότι πρέ­πει να πράτ­του­με τα πάν­τα, ώστε να λάμ­ψου­με εκεί, ώστε να συμ­πε­ρι­λη­φθού­με στον χορό των αγγέ­λων και να στε­κό­μα­στε συνε­χώς πλη­σί­ον του Κυρί­ου στους απέ­ραν­τους αιώ­νες. Διό­τι για τον λόγο αυτό πλά­σθη­κε αθά­να­τη η ψυχή και το σώμα θα κατα­στεί αθά­να­το, για να απο­λαύ­σου­με τα ατε­λεύ­τη­τα αγα­θά. Αν όμως παρα­μέ­νεις προ­σκολ­λη­μέ­νος στη γη, ενώ σου προ­σφέ­ρον­ται οι ουρα­νοί, συλ­λο­γί­σου πόσο μεγά­λη προ­σβο­λή γίνε­ται σε Εκεί­νον που τα προ­σφέ­ρει· διό­τι Εκεί­νος σου προ­τεί­νει τα ουρά­νια, ενώ εσύ δε δίνεις μεγά­λη σημα­σία σε αυτά και τα ανταλ­λάσ­σεις με τη γη. Για τον λόγο αυτό και απεί­λη­σε με τη γέεν­να, επει­δή κατα­φρο­νούν­ταν, για να μάθεις από πόσα αγα­θά απο­στε­ρείς τον εαυ­τό σου. Μακά­ρι όμως να μη συμ­βεί να γνω­ρί­σου­με την κόλα­ση εκεί­νη, αλλά να φανού­με ευά­ρε­στοι στον Χρι­στό και να απο­κτή­σου­με τα ουρά­νια αγα­θά με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα ανή­κει η δόξα και στο Άγιο Πνεύ­μα συγ­χρό­νως στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

Ομι­λία ΛΒ΄: υπο­μνη­μα­τι­σμός των χωρί­ων Ιω.4,13–20

«πεκρί­θη ησος κα επεν ατ· πς πίνων κ το δατος τού­του διψή­σει πάλιν· ς δι᾿ ν πί κ το δατος ο γ δώσω ατ, ο μ διψήσ ες τν αἰῶνα, λλ τ δωρ δώσω ατ, γενή­σε­ται ν ατ πηγ δατος λλο­μέ­νου ες ζων αώνιον(:Της απο­κρί­θη­κε τότε ο Ιησούς: ‘’Βεβαί­ως δεν εννοώ το νερό του πηγα­διού αυτού· διό­τι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψά­σει πάλι. Εκεί­νος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψά­σει ποτέ στον αιώ­να˙ αλλά το νερό που θα του δώσω θα μετα­βλη­θεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στε­ρεύ­ει, αλλά θα ανα­βλύ­ζει και θα ανα­πη­δά και θα τρέ­χει πάν­το­τε για να του μεταγ­γί­ζει ζωή αιώ­νια[Ιω.4,13–14].

Τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος η Αγία Γρα­φή άλλο­τε μεν την ονο­μά­ζει «πῦρ», και άλλο­τε «ὕδωρ», επει­δή θέλει να δεί­ξει ότι τα ονό­μα­τα αυτά δεν αντι­προ­σω­πεύ­ουν την ουσία, αλλά την ενέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος· διό­τι το Άγιο Πνεύ­μα δεν απο­τε­λεί­ται από διά­φο­ρες ουσί­ες, επει­δή είναι αόρα­το και μονο­ει­δές. Το ένα όνο­μα το δίνει ο Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής όταν λέγει: «Ατς μς βαπτί­σει ν Πνεύ­μα­τι γί κα πυρί (:Αυτός θα σας βαπτί­σει με Πνεύ­μα Άγιο και με το πυρ της χάρι­τος)»: «γ μν βαπτί­ζω μς ν δατι ες μετά­νοιαν· δ πίσω μου ρχό­με­νος σχυ­ρό­τε­ρός μου στίν, ο οκ εμ κανς τ ποδή­μα­τα βαστά­σαι· ατς μς βαπτί­σει ν Πνεύ­μα­τι γί κα πυρί(:Και είναι και δυνα­τό και εύκο­λο να καρ­πο­φο­ρή­σε­τε την αρε­τή. Διό­τι εγώ βέβαια σας βαπτί­ζω με νερό, για να εισέλ­θε­τε σε κατά­στα­ση μετά­νοιας. Εκεί­νος όμως που έρχε­ται ύστε­ρα από μένα είναι δυνα­τό­τε­ρος από μένα λόγω του αξιώ­μα­τός του και της θεί­ας Του φύσε­ως. Μπρο­στά του εγώ δεν είμαι άξιος ούτε σαν τελευ­ταί­ος δού­λος να κρα­τή­σω τα υπο­δή­μα­τά Του. Αυτός λοι­πόν θα σας βαπτί­σει με Άγιο Πνεύ­μα και με την καθαρ­τι­κή φωτιά της θεί­ας χάρι­τος)»[Ματθ. 3,11], ενώ το άλλο το δίδει ο Χρι­στός: « πιστεύ­ων ες μέ, καθς επεν γρα­φή, ποτα­μο κ τς κοι­λί­ας ατο εύσου­σιν δατος ζντος. τοτο δ επε περ το Πνεύ­μα­τος ο μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πιστεύ­ον­τες ες ατόν(: Από την καρ­διά και τα βάθη της ψυχής εκεί­νου που πιστεύ­ει σε μένα, σύμ­φω­να με τα λόγια της Αγί­ας Γρα­φής, θα ανα­βλύ­ζουν ποτά­μια νερού που θα είναι πάν­τα τρε­χού­με­νο. Κι έτσι θα ποτί­ζε­ται όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι που θα έρχον­ται σε σχέ­ση με Αυτόν. Αυτά τα λόγια τα είπε ο Κύριος για το Άγιο Πνεύ­μα, που θα απο­κτού­σαν μετά την Ανά­λη­ψή του στους ουρα­νούς όσοι θα πίστευαν σε Αυτόν. Διό­τι πρω­τύ­τε­ρα είχαν βέβαια δοθεί χαρί­σμα­τα προ­φη­τι­κά και θαυ­μα­τουρ­γι­κά σε ανθρώ­πους δικαί­ους και προ­φή­τες, αλλά η χάρις του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος που ανα­γεν­νά τους ανθρώ­πους και τους μετα­δί­δει τη θεία και μακα­ρία ζωή δεν είχε δοθεί σε κανέ­ναν. Και δεν είχε δοθεί η χάρις αυτή του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, διό­τι ο Ιησούς δεν είχε ακό­μη δοξα­στεί με το Πάθος Του και την Ανά­λη­ψή Του)»[Ιω.7,38–39] .

Έτσι συνο­μι­λών­τας με τη Σαμα­ρεί­τι­δα ονο­μά­ζει το Άγιο Πνεύ­μα «ὕδωρ»: «ς δι᾿ ν πί κ το δατος ο γ δώσω ατ, ο μ διψήσ ες τν αἰῶνα(:Εκεί­νος που θα πιει από το νερό, το οποίο εγώ θα του δώσω, δεν θα διψά­σει ποτέ)». Και απο­κα­λεί το Άγιο Πνεύ­μα έτσι, διό­τι με τη λέξη «πῦρ» υπαι­νίσ­σε­ται τη δύνα­μη και τη θερ­μό­τη­τα της χάρι­τος, ενώ με τη λέξη «ὕδωρ» θέλει να δεί­ξει τον καθα­ρι­σμό που γίνε­ται από Αυτό και τη μεγά­λη ανα­ψυ­χή που παρέ­χει στις ψυχές που το δέχον­ται. Και δικαιο­λο­γη­μέ­να· διό­τι ως ένα παρά­δει­σο στο­λι­σμέ­νο με κάθε είδους καρ­πο­φό­ρα και αει­θα­λή δέν­τρα, έτσι κάνει την πρό­θυ­μη ψυχή και δεν την αφή­νει να αισθαν­θεί ούτε λύπη, ούτε σατα­νι­κή επι­βου­λή, διό­τι κατα­σβή­νει εύκο­λα όλα τα φλο­γι­σμέ­να βέλη του πονη­ρού.

Εσύ όμως πρό­σε­ξε τη σοφία του Χρι­στού με πόσο ήρε­μο τρό­πο προ­κα­λεί την προ­σο­χή και ανυ­ψώ­νει πνευ­μα­τι­κά τη γυναί­κα αυτή. Δεν της είπε δηλα­δή από την αρχή: «Εάν γνώ­ρι­ζες ποιος είναι εκεί­νος που σου λέγει: ‘’ Δώσε μου να πιω’’», αλλά όταν αυτή του έδω­σε αφορ­μή με το να Τον απο­κα­λέ­σει Ιου­δαίο, και Τον κατη­γό­ρη­σε έτσι επει­δή οι Σαμα­ρεί­τες αντι­πα­θού­σαν τους Ιου­δαί­ους, τότε για να απο­κρού­σει την κατη­γο­ρία, της είπε αυτά. Αφού είπε λοι­πόν «εάν γνώ­ρι­ζες ποιος είναι εκεί­νος που σου λέγει’’ δώσε μου να πιω’’» και την ανάγ­κα­σε με τις μεγά­λες επαγ­γε­λί­ες να θυμη­θεί τον πατριάρ­χη Ιακώβ, έδω­σε έτσι στη γυναί­κα τη δυνα­τό­τη­τα να δει καλύ­τε­ρα.

Έπει­τα, όταν εκεί­νη αντα­πάν­τη­σε : «Μ σ μεί­ζων ε το πατρς μν ακώβ, ς δωκεν μν τ φρέ­αρ, κα ατς ξ ατο πιε κα ο υο ατο κα τ θρέμ­μα­τα ατο;(:Μήπως εσύ είσαι ανώ­τε­ρος στην αξία και τη δύνα­μη από τον πατέ­ρα μας τον Ιακώβ, που μας έδω­σε ως κλη­ρο­νο­μιά το πηγά­δι αυτό και δεν ζήτη­σε άλλο καλύ­τε­ρο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παι­διά του και τα ζώα του που έτρε­φε και έβο­σκε😉»[Ιω.4,12], δεν της έδω­σε την απάν­τη­ση: «Ναι, είμαι ανώ­τε­ρος», διό­τι θα έδι­νε την εντύ­πω­ση ότι κομ­πά­ζει μόνο, αφού δεν υπήρ­χε η ανά­λο­γη από­δει­ξη. Με όσα λέγει όμως αυτήν την από­δει­ξη προ­ε­τοι­μά­ζει.

Πραγ­μα­τι­κά δεν της είπε απλώς: «Θα σου δώσω νερό», αλλά προ­η­γου­μέ­νως εξά­λει­ψε την ιδέα της γυναι­κός για τον Ιακώβ και ύστε­ρα εξυ­ψώ­νει το δικό Του ύδωρ, επι­θυ­μών­τας να απο­δεί­ξει τη δια­φο­ρά των προ­σώ­πων που πρό­σφε­ραν από τη δια­φο­ρά εκεί­νων που προ­σφέ­ρον­ταν και την υπε­ρο­χή Του έναν­τι του πατριάρ­χου. «Εάν θαυ­μά­ζεις», λέγει, «τον Ιακώβ, επει­δή σου έδω­σε αυτό το νερό, τι θα πεις εάν σου δώσω εγώ πολύ ανώ­τε­ρο; Άλλω­στε πρό­φτα­σες και παρα­δέ­χτη­κες ότι είμαι ανώ­τε­ρος από τον Ιακώβ όταν προ­έ­βα­λες ως αντίρ­ρη­ση και είπες ‘’Μήπως είσαι εσύ ανώ­τε­ρος από τον Ιακώβ;’’», επει­δή σου υπο­σχέ­θη­κα ότι θα σου δώσω καλύ­τε­ρο νερό. Αν λοι­πόν λάβεις αυτό το νερό, θα ομο­λο­γή­σεις παν­τοιο­τρό­πως ότι εγώ είμαι ανώ­τε­ρος.

Βλέ­πεις την ακέ­ραιη και αμε­ρό­λη­πτη κρί­ση της γυναι­κός, η οποία από τα ίδια τα πράγ­μα­τα και τα γεγο­νό­τα απο­κρυ­σταλ­λώ­νει την άπο­ψή της και για τον Πατριάρ­χη και για τον Χρι­στό; Οι Ιου­δαί­οι όμως δεν έκρι­ναν με τον τρό­πο αυτόν, αλλά και όταν έβλε­παν τον Ιησού να εκδιώ­κει τους δαί­μο­νες από τους ανθρώ­πους, όχι μόνο δεν Τον παρα­δέ­χον­ταν ως ανώ­τε­ρο από τον πατριάρ­χη αλλά Τον ονό­μα­ζαν και δαι­μο­νι­σμέ­νο. Η γυναί­κα όμως δεν σκέ­πτε­ται όπως αυτοί, αλλά από εκεί παίρ­νει την από­φα­ση, από όπου θέλει και ο Χρι­στός, δηλα­δή από την από­δει­ξη των ίδιων των έργων· διό­τι και ο ίδιος ο Ιησούς με τον τρό­πο αυτό δικά­ζει και κρί­νει, όταν λέγει: «Ε ο ποι τ ργα το πατρός μου, μ πιστεύ­ε­τέ μοι· ε δ ποι, κν μο μ πιστεύ­η­τε, τος ργοις πιστεύ­σα­τε, να γντε κα πιστεύ­ση­τε τι ν μο πατρ κγ ν ατ(:Εάν δεν κάνω τα υπερ­φυ­σι­κά έργα που μου ζητά ο Πατέ­ρας μου και με βοη­θά να τα εκτε­λώ, και ουσια­στι­κά αυτά είναι τα ίδια τα έργα του Πατέ­ρα μου, μην πιστεύ­ε­τε στη μαρ­τυ­ρία του στό­μα­τός μου και στις δικές μου δια­βε­βαιώ­σεις. Εφό­σον όμως ενερ­γώ τα έργα του Πατέ­ρα μου, κι αν ακό­μη δεν πιστεύ­ε­τε σε ό,τι λέω εγώ, πιστέψ­τε του­λά­χι­στον στα έργα αυτά, για να μάθε­τε και να οδη­γη­θεί­τε απ’ αυτά στην τέλεια πίστη. Κι έτσι θα βεβαιω­θεί­τε ότι μέσα μου είναι και μένει ο Πατέ­ρας μου, κι εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέ­ρα. Έχω δηλα­δή ως Υιός και Λόγος του Θεού την ίδια φύση με τον Πατέ­ρα, και είμαι άπει­ρος κι εγώ, ώστε να χωρά­ει μέσα μου ο Πατέ­ρας. Είμα­στε αχώ­ρι­στοι ο ένας από τον άλλο, διό­τι κι εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέ­ρα μου)»[Ιω,10,37–38]. Έτσι και η γυναί­κα οδη­γεί­ται προς την πίστη.

Γι’ αυτό και όταν άκου­σε ο Ιησούς την ερώ­τη­σή της: «Μήπως είσαι εσύ ανώ­τε­ρος από τον πατέ­ρα μας τον Ιακώβ;», άφη­σε τη συζή­τη­ση για τον Ιακώβ και κάνει λόγο για το νερό και λέγει: «Καθέ­νας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψά­σει πάλι» και έτσι κάνει τη σύγ­κρι­ση στη­ρι­ζό­με­νος όχι στην κατη­γο­ρία, αλά στην υπε­ρο­χή. Δεν λέει δηλα­δή ότι το νερό αυτό δεν αξί­ζει, ούτε ότι είναι ευτε­λές και ασή­μαν­το, αλλά εκεί­νο επι­κα­λεί­ται, το οποίο και η φύση μαρ­τυ­ρεί: «Καθέ­νας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψά­σει πάλι. Εκεί­νος όμως που θα πιει από το νερό, το οποίο θα του δώσω εγώ, δε θα διψά­σει ποτέ στον αιώ­να».

Άκου­σε βέβαια προ­η­γου­μέ­νως η γυναί­κα για το «δωρ τό ζν», όμως δεν αντι­λή­φθη­κε τη σημα­σία του. Πραγ­μα­τι­κά επει­δή «δωρ ζν» ονο­μά­ζε­ται και το νερό που τρέ­χει συνέ­χεια και εκεί­νο που ανα­βλύ­ζει χωρίς καμία δια­κο­πή και δεν στε­ρεύ­ουν καθό­λου οι κρου­νοί, νόμι­σε η γυναί­κα ότι για το συγ­κε­κρι­μέ­νο νερό της έλε­γε ο Ιησούς. Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν, για να κατα­στή­σει περισ­σό­τε­ρο σαφές το λεγό­με­νο, κάνει τη σύγ­κρι­ση με βάση την υπε­ρο­χή και προ­σθέ­τει : «Εκεί­νος που θα πιει από το νερό, το οποίο θα του δώσω εγώ, δεν θα διψά­σει ποτέ στον αιώ­να». Με τα λόγια αυτά, όπως είπα, απο­δεί­κνυε την υπε­ρο­χή τη δική Του, αλλά και με όσα είπε στη συνέ­χεια· διό­τι το υλι­κό νερό δεν έχει τίπο­τε από αυτά που είπε. Και ποια είναι αυτά; «Θα μετα­βλη­θεί μέσα σε όποιον το λάβει αυτό το νερό που θα του δώσει ο Ιησούς, σε μια εσω­τε­ρι­κή πηγή ύδα­τος, που θα ανα­βλύ­ζει και θα του παρέ­χει ζωή αιώ­νια». Όπως ακρι­βώς εκεί­νος που έχει μέσα του μια πηγή, δε θα διψά­σει ποτέ, κατά όμοιο τρό­πο και όποιος έχει το νερό αυτό του Ιησού.

Και η γυναί­κα πίστε­ψε αμέ­σως, απο­δει­χθεί­σα πολύ πιο συνε­τή από τον Νικό­δη­μο, και όχι μόνο πιο συνε­τή αλλά και πιο ανδρεία· διό­τι ο Νικό­δη­μος, αν και άκου­γε πολ­λές παρό­μοιες διδα­σκα­λί­ες, ούτε κάλε­σε κανέ­να άλλο σε αυτές, ούτε ο ίδιος είχε το θάρ­ρος να τις δια­κη­ρύ­ξει, ενώ αυτή κάνει έργο απο­στο­λι­κό και αναγ­γέλ­λει την ευχά­ρι­στη αγγε­λία προς όλους και προ­σκα­λεί τους πάν­τες πλη­σί­ον του Ιησού και ακό­μη προ­σελ­κύ­ει τους κατοί­κους μιας ολό­κλη­ρης πόλης προς Αυτόν. Και εκεί­νος μεν, όταν άκου­σε τους λόγους του Κυρί­ου, έλε­γε : «Ρώτη­σε τότε ο Νικό­δη­μος: ‘’Πώς είναι δυνα­τό να γίνουν αυτά και να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αυτή η πνευ­μα­τι­κή ουρά­νια ανα­γέν­νη­ση;’’»[Ιω.3,9] και όταν ο Χρι­στός έφε­ρε το σαφές παρά­δειγ­μα του ανέ­μου, δεν μπό­ρε­σε ούτε και έτσι να κατα­λά­βει τα λεγό­με­να, η γυναί­κα όμως δε συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κε με τον ίδιο τρό­πο.

Στην αρχή είχε μεν απο­ρί­ες, έπει­τα όμως δεν απο­δέ­χθη­κε υπό όρους τον λόγο, αλλά έλα­βε στα­θε­ρή από­φα­ση και βιά­ζε­ται να λάβει αμέ­σως το νερό αυτό· διό­τι, όταν είπε ο Χρι­στός:«ς δι᾿ ν πί κ το δατος ο γ δώσω ατ, ο μ διψήσ ες τν αἰῶνα, λλ τ δωρ δώσω ατ, γενή­σε­ται ν ατ πηγ δατος λλο­μέ­νου ες ζων αώνιον(:Βεβαί­ως δεν εννοώ το νερό του πηγα­διού αυτού· διό­τι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψά­σει πάλι. Εκεί­νος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψά­σει ποτέ στον αιώ­να˙ αλλά το νερό που θα του δώσω θα μετα­βλη­θεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στε­ρεύ­ει, αλλά θα ανα­βλύ­ζει και θα ανα­πη­δά και θα τρέ­χει πάν­το­τε για να του μεταγ­γί­ζει ζωή αιώ­νια)», η Σαμα­ρεί­τι­δα Του απάν­τη­σε: «Κύριε, δός μοι τοτο τ δωρ, να μ διψ μηδ ρχω­μαι νθά­δε ντλεν(:Κύριε, δώσε μου το νερό αυτό, για να μη διψώ και να μην υπο­βάλ­λο­μαι σε τόσο κόπο να έρχο­μαι εδώ για να βγά­ζω νερό από το πηγά­δι)»[Ιω.4,15].

Βλέ­πεις με ποιο τρό­πο ολί­γον κατ’ ολί­γον ανά­γε­ται στο ύψος των δογ­μά­των η Σαμα­ρεί­τι­δα; Κατά πρώ­τον νόμι­σε ότι ο Ιησούς είναι κάποιος Ιου­δαί­ος που παρα­βαί­νει τον νόμο. Έπει­τα, όταν ο Κύριος απέ­κρου­σε την κατη­γο­ρία αυτή, διό­τι το πρό­σω­πο, το οποίο επρό­κει­το να την κατη­χή­σει σε τόσο υψη­λές αλή­θειες, δεν έπρε­πε να γεν­νά υπο­ψί­ες, επει­δή άκου­σε «δωρ ζν» νόμι­σε ότι ομι­λεί για το υλι­κό νερό. Στη συνέ­χεια αντι­λή­φθη­κε ότι γινό­ταν λόγος για πνευ­μα­τι­κά πράγ­μα­τα και πίστε­ψε ότι το νερό αυτό έχει τη δύνα­μη να αφαι­ρέ­σει την αδυ­να­μία της δίψας, δεν γνώ­ρι­ζε όμως ακό­μη τι ήταν αυτό, αλλά βρι­σκό­ταν σε απο­ρία, έχον­τας τη γνώ­μη ότι είναι ανώ­τε­ρο από τα αισθη­τά, χωρίς να έχει σαφή γνώ­ση του πράγ­μα­τος.

Στο σημείο αυτό που είδε καθα­ρό­τε­ρα, χωρίς όμως να αντι­λη­φθεί τα πάν­ταΔώσε μου», λέγει, «το νερό αυτό, για να μη διψώ και για να μην έρχο­μαι εδώ και βγά­ζω νερό από το πηγάδι»),προτίμησε επί του παρόν­τος τον Κύριο από τον Ιακώβ. «Δεν χρειά­ζο­μαι βέβαια αυτό το πηγά­δι, εάν θα πάρω από εσέ­να το νερό εκεί­νο». Προ­σέ­χεις ότι βάζει τον Κύριο σε ανώ­τε­ρη μοί­ρα από τον Πατριάρ­χη; Αυτό είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό της ευσε­βούς ψυχής. Έδει­ξε πόση μεγά­λη πίστη είχε στον Ιακώβ. Γνώ­ρι­σε τον ανώ­τε­ρο και δεν την εμπό­δι­σε η προ­η­γού­με­νη της γνώ­μη.

Δεν ήταν εύπι­στη η Σαμα­ρεί­τι­δα (διό­τι δεν απο­δέ­χτη­κε αβα­σά­νι­στα και χωρίς κρι­τι­κή επε­ξερ­γα­σία τα λόγια του Χρι­στού, αυτή που με τόση μεγά­λη ακρί­βεια τα εξέ­τα­σε), ούτε πάλι ήταν απει­θής και ερι­στι­κή. Και αυτό το απέ­δει­ξε από την παρά­κλη­ση που έκα­νε. Βέβαια και στους Ιου­δαί­ους είπε κάπο­τε ο Κύριος: «γώ εμι ρτος τς ζως· ρχό­με­νος πρός με ο μ πει­νάσ, κα πιστεύ­ων ες μ ο μ διψήσ πώπο­τε(:Εγώ είμαι ο άρτος που μετα­δί­δω ζωή πραγ­μα­τι­κή. Τη μετα­δί­δω με τη μετά­λη­ψη του σώμα­τος και του αίμα­τος μου, αλλά και με τη διδα­σκα­λία μου και τη χάρη του Πνεύ­μα­τός μου. Όποιος έρχε­ται σε μένα με μετά­νοια και πίστη δεν θα πει­νά­σει πνευ­μα­τι­κά˙ και όποιος πιστεύ­ει σε μένα δεν θα διψά­σει πνευ­μα­τι­κά ποτέ. Θα απο­κτή­σει νέες πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις, και θα βρει την ανά­παυ­ση και την ικα­νο­ποί­η­ση της καρ­διάς και της ψυχής του)»[Ιω.6,35], αλλά όχι μόνο δεν πίστε­ψαν, αλλά σκαν­δα­λί­στη­καν κιό­λας. Η γυναί­κα όμως δεν έπα­θε κάτι παρό­μοιο, αλλά παρα­μέ­νει κον­τά στον Ιησού και ζητεί το νερό αυτό. Στους Ιου­δαί­ους λοι­πόν έλε­γε :«Εκεί­νος που πιστεύ­ει σε εμέ­να, δεν θα διψά­σει ποτέ», στη γυναί­κα όμως δεν ομι­λεί με τον ίδιο τρό­πο, αλλά κάπως περισ­σό­τε­ρο αισθη­τά : «Εκεί­νος που θα πιει από το νερό αυτό, δεν θα διψά­σει». Οι λόγοι αυτοί ήταν επαγ­γε­λία πνευ­μα­τι­κών πραγ­μά­των και όχι αισθη­τών.

Για τον λόγο αυτόν, αφού ανύ­ψω­σε τον νου της με τις υπο­σχέ­σεις, χρη­σι­μο­ποιεί ακό­μη ο Κύριος λέξεις με αισθη­τό περιε­χό­με­νο, επει­δή δεν μπο­ρού­σε ακό­μη η γυναί­κα να ξεχω­ρί­σει την ακρί­βεια των πνευ­μα­τι­κών πραγ­μά­των· διό­τι εάν της έλε­γε ότι, «εάν πιστέ­ψεις σε Εμέ­να, δεν θα διψά­σεις», δεν θα αντι­λαμ­βα­νό­ταν το λεγό­με­νο, επει­δή δεν γνώ­ρι­ζε ούτε Ποιος ήταν Αυτός που της μιλού­σε, ούτε για ποιου είδους δίψα έλε­γε. Για­τί όμως δεν έκα­νε το ίδιο και στους Ιου­δαί­ους; Διό­τι εκεί­νοι είχαν δει πολ­λά θαύ­μα­τα, ενώ αυτή δεν είδε κανέ­να θαύ­μα, παρά πρώ­τα άκου­σε τα λόγια.

Για τους λόγους αυτούς που είπα­με λοι­πόν παρα­πά­νω απο­κα­λύ­πτει τη δύνα­μή Του ο Ιησούς με την προ­φη­τεία Του και δεν κάνει κατευ­θεί­αν τον έλεγ­χο, αλλά λέγει: «παγε φώνη­σον τν νδρα σου κα λθ νθά­δε(: Εφό­σον το νερό αυτό δεν το θέλεις μόνο για τον εαυ­τό σου, αλλά και για εκεί­νους με τους οποί­ους συζείς, πήγαι­νε, φώνα­ξε τον άνδρα σου και έλα εδώ μαζί με αυτόν, ώστε και εκεί­νος να δεχθεί μαζί σου τη δωρεά αυτή)»[Ιω. 4,16]. Και εκεί­νη λέγει: «Οκ χω νδρα(:Δεν έχω άντρα)». Και λέγει προς αυτήν ο Ιησούς: «Καλς επας τι νδρα οκ χω· πέν­τε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦ­το ἀλη­θὲς εἴρη­κας(:Διό­τι έχεις λάβει πέν­τε άνδρες, τον ένα ύστε­ρα από τον άλλο. Και τώρα με αυτόν που ζεις, είσαι συν­δε­δε­μέ­νη κρυ­φά, και γι’ αυτό δεν είναι άνδρας σου. Αυτό το είπες αλή­θεια)»[Ιω.4,18].

Απαν­τά προς Αυτόν η γυναί­κα: «Κύριε, θεωρ τι προ­φή­της ε σύ(:Κύριε, κατα­λα­βαί­νω ότι εσύ είσαι προ­φή­της)». Ω, πόσο μεγά­λη είναι η φιλο­σο­φία και η σύνε­ση της γυναι­κός… Με πόση πρα­ό­τη­τα δέχε­ται τον έλεγ­χο! «Και πώς να μην τον δεχό­ταν;», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος. Για ποιον λόγο; Πες μου, σε παρα­κα­λώ, μήπως δεν έλεγ­ξε πολ­λές φορές και τους Ιου­δαί­ους και μάλι­στα αυστη­ρό­τε­ρα; Διό­τι δεν είναι το ίδιο να απο­κα­λύ­πτει κανείς τα από­κρυ­φα της ψυχής και της δια­νοί­ας και το να κάνει φανε­ρό κάτι που γίνε­ται κρυ­φά. Διό­τι το πρώ­το μεν είναι του Θεού μόνο και κανέ­νας άλλος δεν γνω­ρί­ζει, παρά μόνον Εκεί­νος που τα έχει στην ψυχή και στη σκέ­ψη Του, ενώ το δεύ­τε­ρο το γνω­ρί­ζουν όλοι όσοι παίρ­νουν μέρος στη διά­πρα­ξή του.

Όταν όμως οι Ιου­δαί­οι ελέγ­χθη­καν από τον Ιησού δεν δέχτη­καν με πρα­ό­τη­τα τον έλεγ­χο, αλλά όταν τους είπε: « Ο Μωϋσς δέδω­κεν μν τν νόμον; κα οδες ξ μν ποιε τν νόμον. τί με ζητετε ποκτεναι;(: Εσείς όμως με θεω­ρεί­τε παρα­βά­τη του νόμου και δεν δέχε­σθε τη διδα­σκα­λία μου. Αλλά πώς είναι δυνα­τόν να τη δεχθεί­τε, αφού απορ­ρί­πτε­τε και τη διδα­σκα­λία του Μωυ­σή, τον οποίο τόσο πολύ τιμά­τε; Δεν σας έχει δώσει το νόμο ο Μωυ­σής; Κι όμως κανείς από σας δεν τον τηρεί. Εάν τηρεί­τε τις εντο­λές του νόμου, τότε για­τί θέλε­τε να με σκο­τώ­σε­τε αντί­θε­τα με την έκτη εντο­λή;)» [Ιω.7,19], όχι μόνο δεν εκδη­λώ­νουν θαυ­μα­σμό, όπως η γυναί­κα, αλλά Τον λοι­δο­ρούν και Τον υβρί­ζουν. Και εκεί­νοι βέβαια και από άλλα θαύ­μα­τα είχαν την από­δει­ξη της δυνά­με­ως του Ιησού, ενώ αυτή μόνο αυτό είχε ακού­σει, και όμως όχι μόνο δεν θαύ­μα­σαν αλλά και Τον ύβρι­σαν λέγον­τάς Του: «Δαι­μό­νιον χεις· τίς σε ζητε ποκτεναι;(:Απο­κρί­θη­κε ο πολύ λαός και Του είπε: ‘’Είσαι δαι­μο­νι­σμέ­νος, και το δαι­μό­νιο σου δια­τά­ρα­ξε τα μυα­λά και σου δημιουρ­γεί μελαγ­χο­λία και μανία κατα­διώ­ξε­ως, ώστε να νομί­ζεις ότι κάποιοι θέλουν να σε σκο­τώ­σουν. Ποιος θέλει να σε σκο­τώ­σει;)»[Ιω.7,20].

Η γυναί­κα όμως όχι μόνο δεν Τον υβρί­ζει, αλλά και θαυ­μά­ζει και δοκι­μά­ζει κατά­πλη­ξη και Τον θεω­ρεί ως προ­φή­τη· αν και ο έλεγ­χος αυτός προ­σέ­βα­λε περισ­σό­τε­ρο τη γυναί­κα, παρά εκεί­νος τους Ιου­δαί­ους. Διό­τι αυτός ο έλεγ­χος προς τη Σαμα­ρεί­τι­δα απο­κά­λυ­ψε προ­σω­πι­κό αμάρ­τη­μα, ενώ εκεί­νος ένα κοι­νό για όλους τους. Και είναι γεγο­νός ότι δε θιγό­μα­στε τόσο για τα κοι­νά αμαρ­τή­μα­τα, όσο για τα προ­σω­πι­κά. Και εκεί­νοι μεν θεω­ρού­σαν ότι θα έκα­ναν κάποιο μεγά­λο κατόρ­θω­μα, εάν θα φόνευαν τον Ιησού, ενώ το αμάρ­τη­μα της γυναί­κας εθε­ω­ρεί­το από όλους ως κακό. Και όμως δεν στε­νο­χω­ρή­θη­κε η γυναί­κα, αλλά ένιω­σε κατά­πλη­ξη και θαυ­μα­σμό.

Και στον Ναθα­να­ήλ το ίδιο ακρι­βώς έκα­νε ο Ιησούς· διό­τι δεν προ­φή­τευ­σε προ­η­γου­μέ­νως, ούτε του είπε: «ντα π τν συκν εδόν σε(:Σε είδα κάτω από τη συκιά)», αλλά όταν εκεί­νος Τον ρώτη­σε: «πόθεν με γινώ­σκεις;(:Από πού με ξέρεις; Και πώς γνω­ρί­ζεις την ειλι­κρί­νεια των μυστι­κών μου σκέ­ψε­ων και ελα­τη­ρί­ων;)»,τότε μονά­χα του απο­κρί­θη­κε ο Ιησούς: «Πρ το σε Φίλιπ­πον φωνσαι, ντα π τν συκν εδόν σε (:Πριν ακό­μη σε φωνά­ξει ο Φίλιπ­πος, όταν ήσουν κάτω από τη συκιά και προ­σευ­χό­σουν μακριά από κάθε μάτι ανθρώ­που, εγώ με το υπερ­φυ­σι­κό και θείο μου βλέμ­μα σε είδα)»[Ιω.1,49], τότε του πρό­σθε­σε την προ­φη­τεία. Ήθε­λε δηλα­δή ο Ιησούς να παίρ­νει αφορ­μή και για τις προ­φη­τεί­ες και για τα θαύ­μα­τα από αυτούς που έρχον­ταν κον­τά Του, ώστε και να δέχον­ται ευκο­λό­τε­ρα αυτά που συνέ­βαι­ναν και ο Ίδιος να είναι απαλ­λαγ­μέ­νος από την υπο­ψία της κενο­δο­ξί­ας. Το ίδιο λοι­πόν κάνει και στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση. Διό­τι το να ελέγ­ξει προ­η­γου­μέ­νως τη γυναί­κα λέγον­τάς της ότι δεν έχει άντρα, θα φαι­νό­ταν βαρύ και περιτ­τό. Ενώ το γεγο­νός ότι πήρε αφορ­μή από την ίδια, διορ­θώ­νει όλα αυτά και φαί­νε­ται πολύ φυσι­κό και καθι­στά πρα­ό­τε­ρη τη γυναί­κα.

Και ποια συνέ­πεια υπάρ­χει στη συζή­τη­ση, θα μπο­ρού­σε να απο­ρή­σει κάποιος, με το να πει ο Ιησούς: «Πήγαι­νε και φώνα­ξε τον άντρα σου»; Ο λόγος ανα­φε­ρό­ταν στην πνευ­μα­τι­κή δωρεά και χάρη, που υπε­ρέ­βαι­νε την ανθρώ­πι­νη φύση. Επέ­με­νε η γυναί­κα και ήθε­λε να λάβει τη δωρεά και ο Ιησούς της λέγει: «Φώνα­ξε τον άντρα σου», δεί­χνον­τάς της κατά κάποιον τρό­πο ότι έπρε­πε και αυτός να συμ­με­τά­σχει σε αυτά. Εκεί­νη λοι­πόν βιά­ζε­ται να λάβει τη δωρεά και με την ιδέα ότι απο­κρύ­πτει το αισχρό του πράγ­μα­τος, επει­δή νόμι­ζε ότι συζη­τεί με άνθρω­πο, λέγει: «δεν έχω άντρα». Όταν άκου­σε αυτό ο Ιησούς, τότε στην κατάλ­λη­λη στιγ­μή κάνει τον έλεγ­χο και εκθέ­τει και τα δύο με ακρί­βεια. Δηλα­δή και τους προ­η­γού­με­νους άντρες αρίθ­μη­σε όλους και αυτόν που εκεί­νη την περί­ο­δο είχε ως σύν­τρο­φο και τον έκρυ­βε, της τον απο­κά­λυ­ψε.

Τι έκα­νε λοι­πόν η γυναί­κα; Δεν στε­νο­χω­ρή­θη­κε, ούτε Τον άφη­σε και έφυ­γε, ούτε εξέ­λα­βε το πράγ­μα ως προ­σβο­λή, αλλά Τον θαυ­μά­ζει περισ­σό­τε­ρο και επι­μέ­νει ακό­μη. Διό­τι «Κύριε, θεωρ τι προ­φή­της ε σύ(:Κύριε, κατα­λα­βαί­νω ότι εσύ είσαι προ­φή­της)», λέγει. Και πρό­σε­ξε τη σύνε­σή της. Δεν κατέ­λη­ξε αμέ­σως στο συμ­πέ­ρα­σμα αυτό, αλλά ακό­μη ερευ­νά και θαυ­μά­ζει· διό­τι το ρήμα «θεωρ» αυτήν την έννοια έχει· δηλα­δή: «μου φαί­νε­ται ότι είσαι προ­φή­της».

Έπει­τα, όταν απο­κρυ­στάλ­λω­σε αυτήν τη γνώ­μη για τον Ιησού, δεν Τον ρωτά τίπο­τε το βιο­τι­κό, ούτε για την υγεία του σώμα­τος, ούτε για χρή­μα­τα, ούτε για πλού­το, αλλά αμέ­σως για τα δόγ­μα­τα της πίστε­ως. Τι λέγει λοι­πόν; «Ο πατέ­ρες μν ν τ ρει τούτ προ­σε­κύ­νη­σαν· κα μες λέγε­τε τι ν ερο­σο­λύ­μοις στν τόπος που δε προ­σκυ­νεν(:Οι πατέ­ρες μας λάτρευ­σαν τον Θεό σε τού­το εδώ το όρος, το Γαρι­ζίν[εννο­εί τον Αβρα­άμ, διό­τι σε εκεί­νο το όρος είχε πάει τον Ισα­άκ για να τον θυσιά­σει]. Εσείς όμως οι Ιου­δαί­οι λέτε ότι στα Ιερο­σό­λυ­μα είναι ο τόπος, όπου πρέ­πει να λατρεύ­ου­με τον Θεό)»[Ιω.4,20].

Είδες πώς ανυ­ψώ­θη­κε η διά­νοιά της; Εκεί­νη που φρόν­τι­ζε να μην κου­ρά­ζε­ται για τη δίψα, τώρα πλέ­ον ρωτά και για τα δόγ­μα­τα. Τι έκα­νε όμως ο Χρι­στός; Δεν έλυ­σε το ζήτη­μα (διό­τι δεν ήταν αυτό η κύρια φρον­τί­δα Του, να απαν­τά δηλα­δή απλώς σε ό,τι Του έλε­γαν, αυτό ήταν κάτι που είχε δευ­τε­ρεύ­ου­σα σημα­σία), αλλά οδη­γεί τη γυναί­κα πάλι σε μεγα­λύ­τε­ρο ύψος. Και δεν της ομι­λεί προ­η­γου­μέ­νως για αυτά, παρά όταν παρα­δέ­χτη­κε αυτή ότι είναι προ­φή­της Εκεί­νος που συζη­τού­σε μαζί της, ώστε να ακού­σει πλέ­ον τα όσα λέγον­ται με μεγά­λη βεβαιό­τη­τα· διό­τι αυτή που πίστε­ψε στην προ­φη­τι­κή ιδιό­τη­τα του Ιησού, δεν θα είχε πλέ­ον στο μέλ­λον καμία αμφι­βο­λία για εκεί­να που θα λέγον­ταν στη συνέ­χεια.

Ας νιώ­σου­με ντρο­πή και ας κοκ­κι­νί­σου­με εμείς λοι­πόν από το αίσθη­μα αυτό: Μία γυναί­κα, που είχε πέν­τε άντρες δια­δο­χι­κώς, που ήταν Σαμα­ρεί­τι­δα, δεί­χνει τόσο ενδια­φέ­ρον για τα δόγ­μα­τα και ούτε η ώρα της ημέ­ρας, ούτε το γεγο­νός ότι ήλθε εκεί για άλλο σκο­πό, ούτε τίπο­τε άλλο την απέ­τρε­ψε από τη συζή­τη­ση για τα θέμα­τα αυτού του είδους. Εμείς, αντι­θέ­τως, όχι μόνο δε συζη­τού­με για τα δόγ­μα­τα, αλλά για τα πάν­τα κατε­χό­μα­στε από αστό­χα­στη και άσκο­πη διά­θε­ση. Για τον λόγο αυτό έχουν παρα­με­λη­θεί τα πάν­τα. Διό­τι ποιος από εσάς, πες μου σε παρα­κα­λώ, όταν πήγε στο σπί­τι του, πήρε στα χέρια του ένα χρι­στια­νι­κό βιβλίο και μελέ­τη­σε το περιε­χό­με­νό του και ερεύ­νη­σε την Αγία Γρα­φή;

Κανέ­νας δεν μπο­ρεί να πει κάτι παρό­μοιο, αλλά στους περισ­σό­τε­ρους θα βρού­με πεσ­σούς και ζάρια και που­θε­νά βιβλία, παρά σε λίγους μονά­χα. Αλλά και αυτοί είναι όμοιοι με εκεί­νους που δεν έχουν, διό­τι τα έδε­σαν και τα έβα­λαν δια­παν­τός μέσα σε κιβώ­τια κα όλο το ενδια­φέ­ρον τους για αυτά περιο­ρί­ζε­ται στη λεπτό­τη­τα των μεμ­βρα­νών και το κάλ­λος των γραμ­μά­των και όχι στην ανά­γνω­ση αυτών. Διό­τι δεν τα απέ­κτη­σαν για ωφέ­λεια και κέρ­δος ψυχι­κό, αλλά φρόν­τι­σαν γι΄ αυτά για να κάνουν επί­δει­ξη πλού­του και φιλο­δο­ξί­ας, ω, πόση είναι η υπερ­βο­λή της κενο­δο­ξί­ας… Πραγ­μα­τι­κά δεν ακούω κανέ­ναν να καυ­χά­ται ότι γνω­ρί­ζει το περιε­χό­με­νο ενός βιβλί­ου, παρά ότι είναι γραμ­μέ­νο με χρυ­σά γράμ­μα­τα. Και ποιο το κέρ­δος; Πες μου. Διό­τι οι άγιες Γρα­φές δεν μας δόθη­καν για τον λόγο αυτό, για να τις έχου­με δηλα­δή ως βιβλία μόνο, αλλά για να τις γρά­ψου­με μέσα στις καρ­διές μας. Ο τρό­πος βέβαια αυτός της κτή­σε­ως αρμό­ζει στην ιου­δαϊ­κή φιλο­δο­ξία, να ενα­πο­θέ­τουν τις εντο­λές μόνο στα γράμ­μα­τα. Σε εμάς όμως ο νόμος δε δόθη­κε έτσι από την αρχή, αλλά στις σάρ­κι­νες πλά­κες της καρ­διάς μας.

Και αυτά δεν τα λέω για να εμπο­δί­σω την από­κτη­ση των βιβλί­ων, αλλά αντί­θε­τα το συμ­βου­λεύω αυτό και ολο­ψύ­χως το εύχο­μαι. Επι­θυ­μώ όμως από εκεί­να να έχου­με συνε­χώς στη διά­νοιά μας και τα γράμ­μα­τα και τα νοή­μα­τα, ώστε να γίνε­ται καθα­ρή, δεχό­με­νη τις ιδέ­ες των όσων γρά­φον­ται. Διό­τι εάν δεν θα τολ­μή­σει ο διά­βο­λος να πλη­σιά­σει σε ένα σπί­τι, μέσα στο οποίο υπάρ­χει το Ευαγ­γέ­λιο, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν θα εγγί­σει ούτε θα κυριεύ­σει ο δαί­μων ή η αμαρ­τία την ψυχή εκεί­νη, η οποία περι­κλεί­ει τα νοή­μα­τα αυτού του είδους. Αγί­α­σε λοι­πόν την ψυχή σου, αγί­α­σε το σώμα σου, έχον­τας πάν­τα αυτά στην καρ­διά και τη γλώσ­σα σου· διό­τι εάν η αισχρο­λο­γία καταρ­ρυ­παί­νει και προ­σκα­λεί τους δαί­μο­νες, είναι φανε­ρό ότι η πνευ­μα­τι­κή ανά­γνω­ση αγιά­ζει και προ­σελ­κύ­ει τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Τα γράμ­μα­τα αυτά είναι θεία άσμα­τα. Ας τα ψάλ­λου­με λοι­πόν στους εαυ­τούς μας και με αυτά ας κατα­σκευά­ζου­με τα φάρ­μα­κα για τα πάθη της ψυχής μας. Αν γνω­ρί­σου­με καλά την αξία αυτών που δια­βά­ζου­με, θα τα ακού­σου­με με μεγά­λη προ­θυ­μία.

Αυτά τα λέγω πάν­το­τε και δεν θα πάψω να τα λέγω. Διό­τι πώς δεν είναι άτο­πο οι μεν άνθρω­ποι της αγο­ράς να λέγουν τα ονό­μα­τα, τα γένη, τις πόλεις και τους τρό­πους της ενέρ­γειας των ηνιό­χων και των χορευ­τών και να εξαγ­γέλ­λουν με ακρί­βεια τα καλά και τα κακά γνω­ρί­σμα­τα και αυτών ακό­μα των ίππων, ενώ όσοι έρχον­ται εδώ να μην εννο­ούν τίπο­τε από όσα γίνον­ται, αλλά να αγνο­ούν και αυτόν τον αριθ­μό των βιβλί­ων της Αγί­ας Γρα­φής; Εάν βέβαια επι­διώ­κεις εκεί­να για χάρη της ηδο­νής, θα σου απο­δεί­ξω ότι εδώ υπάρ­χει σε μεγα­λύ­τε­ρο ποσο­στό αυτή. Διό­τι, πες μου, σε παρα­κα­λώ, τι είναι περισ­σό­τε­ρο ευχά­ρι­στο, τι πιο θαυ­μα­στό, να δεις άνθρω­πο να παλεύ­ει με άνθρω­πο ή άνθρω­πο να αγω­νί­ζε­ται προς τον διά­βο­λο και σώμα να συμ­πλέ­κε­ται με δύνα­μη ασώ­μα­τη και να νικά; Σε αυτού του είδους την πάλη ας γινό­μα­στε θεα­τές( διό­τι αυτήν είναι ευπρε­πές και ωφέ­λι­μο να μιμού­μα­στε και μιμού­με­νοι υπάρ­χει η δυνα­τό­τη­τα να στε­φα­νω­θού­με ως νικη­τές) και όχι σε εκεί­νους τους αγώ­νες, η μίμη­ση των οποί­ων φέρει ντρο­πή στον μιμού­με­νο. Διό­τι εκεί­νην την πάλη την παρα­κο­λου­θείς μαζί με τους δαί­μο­νες, εάν βέβαια την παρα­κο­λου­θείς, ενώ αυτήν μαζί με τους αγγέ­λους και τον Κύριο των αγγέ­λων. Διό­τι πες μου: Εάν είχες τη δυνα­τό­τη­τα να κάθε­σαι και να απο­λαμ­βά­νεις ένα θέα­μα μαζί με τους άρχον­τες ή τους βασι­λείς, δεν θα το θεω­ρού­σες αυτό μεγά­λη τιμή; Εδώ όμως που παρα­κο­λου­θείς μαζί με τον Βασι­λέα των αγγέ­λων και βλέ­πεις τον διά­βο­λο να κατέ­χε­ται από το μέσο των νώτων και παρά τις προ­σπά­θειες που κατα­βάλ­λει για να νική­σει, να μην κατορ­θώ­νει τίπο­τε, δεν τρέ­χεις στο θέα­μα αυτό;

«Και πώς είναι δυνα­τόν να γίνει αυτό;» θα ρωτού­σε κάποιος. Αν έχεις το βιβλίο της Αγί­ας Γρα­φής στα χέρια σου· διό­τι μέσα σε αυτό θα δεις και τα σκάμ­μα­τα και τους μακρούς αγω­νι­στι­κούς δια­δρό­μους και τις λαβές εκεί­νου και του δικαί­ου την τέχνη. Όταν βλέ­πεις αυτά, θα μάθεις και εσύ να παλεύ­εις με τον ίδιο τρό­πο και θα απαλ­λα­γείς από τους δαί­μο­νες· διό­τι τα όσα τελούν­ται εκτός της Εκκλη­σί­ας είναι πανη­γύ­ρεις δαι­μό­νων και όχι θέα­τρα ανθρώ­πων. Αφού δεν επι­τρέ­πε­ται να εισέλ­θεις στο ναό των ειδώ­λων, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν επι­τρέ­πε­ται σε εορ­τή σατα­νι­κή να συχνά­ζεις.

Αυτά τα λέγω και δεν θα παύ­σω να σας ενο­χλώ, μέχρις ότου να δω την επι­στρο­φή σας. Διό­τι το να σας λέγω αυτά σε εμέ­να μεν δεν προ­κα­λεί οκνη­ρία, σε εσάς όμως είναι ασφα­λές. Μην ενο­χλεί­σθε από την παραί­νε­ση. Εάν έπρε­πε κάποιος να ενο­χλεί­ται, αυτός είμαι εγώ, ο οποί­ος τα λέγω πολ­λές φορές και δεν με ακού­τε, και όχι εσείς, που συνε­χώς τα ακού­τε και πάν­το­τε τα παρα­κού­τε.

Μακά­ρι όμως να μη συμ­βεί να κατη­γο­ρεί­στε για πάν­τα εξαι­τί­ας αυτών των κακών συνη­θειών σας, αλλά να απαλ­λα­γεί­τε από την αισχύ­νη αυτή και να κατα­ξιω­θού­με να απο­λαύ­σου­με την πνευ­μα­τι­κή θεω­ρία και τη μέλ­λου­σα δόξα, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα ανή­κει η δόξα και στο Άγιο Πνεύ­μα συγ­χρό­νως στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.



Ομι­λία ΛΓ΄: Υπο­μνη­μα­τι­σμός των χωρί­ων Ιω. 4,21–27

«Λέγει ατ ησος· γύναι, πίστευ­σόν μοι τι ρχε­ται ρα τε οτε ν τ ρει τούτ οτε ν ερο­σο­λύ­μοις προ­σκυ­νή­σε­τε τ πατρί· μες προ­σκυ­νετε οκ οδατε, μες προ­σκυ­νομεν οδαμεν· τι σωτη­ρία κ τν ουδαί­ων στίν(:Της λέει ο Ιησούς: ‘’Πίστε­ψέ με, γυναί­κα, ότι γρή­γο­ρα έρχε­ται ο και­ρός που ούτε σε αυτό το βου­νό το Γαρι­ζίν μόνο, ούτε στα Ιερο­σό­λυ­μα απο­κλει­στι­κά θα λατρεύ­σε­τε τον ουρά­νιο Πατέ­ρα. Εσείς οι Σαμα­ρεί­τες απορ­ρί­ψα­τε τα βιβλία των προ­φη­τών και προ­σκυ­νά­τε εκεί­νο για το οποίο δεν έχε­τε σαφή και πλή­ρη γνώ­ση. Εμείς οι Ιου­δαί­οι προ­σκυ­νού­με εκεί­νο που γνω­ρί­ζου­με περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον. Από­δει­ξη μάλι­στα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσ­σί­ας που θα σώσει τον κόσμο, προ­έρ­χε­ται από τους Ιου­δαί­ους. Αυτούς διά­λε­ξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί Τον γνώ­ρι­σαν και Τον λάτρευ­σαν τελειό­τε­ρα από κάθε άλλον λαό)»[Ιω.4,21–22].

Σε κάθε περί­πτω­ση, αγα­πη­τοί μου, χρεια­ζό­μα­στε την πίστη, τη μητέ­ρα των αγα­θών και το φάρ­μα­κο της σωτη­ρί­ας. Χωρίς αυτήν δεν είναι δυνα­τόν να κατα­νο­η­θεί κανέ­να από τα μεγά­λα δόγ­μα­τα. Όσοι επι­χει­ρούν να τα κατα­νο­ή­σουν χωρίς πίστη, μοιά­ζουν με εκεί­νους οι οποί­οι επι­χει­ρούν να δια­πλεύ­σουν ένα πέλα­γος χωρίς πλοίο. Αυτοί για λίγο χρο­νι­κό διά­στη­μα μπο­ρούν να κολυμ­πούν χρη­σι­μο­ποιών­τας συγ­χρό­νως χέρια και πόδια· όταν όμως προ­χω­ρή­σουν περισ­σό­τε­ρο, γρή­γο­ρα κατα­πον­τί­ζον­ται από τα κύμα­τα. Κατά όμοιο τρό­πο, και όσοι στη­ρί­ζον­ται στη δική τους νοη­τι­κή δύνα­μη και τους δικούς τους συλ­λο­γι­σμούς, προ­τού να μάθουν κάτι, υφί­σταν­ται ναυά­γιο.

Όπως και ο Από­στο­λος Παύ­λος λέγει: «Τατην τν παραγ­γελαν παρατθεμα σοι, τκνον Τιμθεε, κατ τς προ­α­γοσας π σ προ­φη­τεας, να στρα­τεύῃ ν ατας τν καλν στρα­τεαν, χων πστιν κα γαθν συνεδησιν, ν τινες πωσμενοι περ τν πστιν ναυγησαν(:Αυτήν την εντο­λή σού εμπι­στεύ­ο­μαι και σου ανα­θέ­τω να φυλά­ξεις ακρι­βώς παι­δί μου Τιμό­θεε, σύμ­φω­να με τις προ­φη­τεί­ες που λέχθη­καν για σένα και με οδή­γη­σαν να σε εκλέ­ξω συνερ­γά­τη μου. Σου παραγ­γέλ­λω δηλα­δή τώρα παρα­κι­νη­μέ­νος από τις προ­φη­τεί­ες αυτές να στρα­τεύ­ε­σαι την καλή στρα­τεία, γεμά­τος με πίστη και συνεί­δη­ση που να δίνει αγα­θή μαρ­τυ­ρία και να είναι ελεύ­θε­ρη από κάθε τύψη. Μερι­κοί απώ­θη­σαν και κατέ­πνι­ξαν τις τύψεις και τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες της συνει­δή­σε­ώς τους, και γι’ αυτό κατέ­λη­ξαν σε ναυά­γιο της πίστε­ώς τους)»[Α΄ Τιμοθ. 1,18–19].

Για να μην πάθου­με και εμείς το ίδιο, ας κρα­τού­με καλά την ιερή άγκυ­ρα, δια της οποί­ας ο Χρι­στός προ­σελ­κύ­ει τώρα και τη Σαμα­ρεί­τι­δα. Διό­τι όταν εκεί­νη είπε: «Ο πατέ­ρες μν ν τ ρει τούτ προ­σε­κύ­νη­σαν· κα μες λέγε­τε τι ν ερο­σο­λύ­μοις στν τόπος που δε προ­σκυ­νεν(:Οι πατέ­ρες μας προ­σκύ­νη­σαν και λάτρευ­σαν τον Θεό στο όρος αυτό το Γαρι­ζίν, ενώ εσείς οι Ιου­δαί­οι λέτε ότι στα Ιερο­σό­λυ­μα είναι ο τόπος που πρέ­πει να λατρεύ­ο­με τον Θεό. Εσύ λοι­πόν ως προ­φή­της τι λες γι’ αυτό;)»[Ιω.4,20], ο Χρι­στός τής απάν­τη­σε: «Γύναι, πίστευ­σόν μοι τι ρχε­ται ρα τε οτε ν τ ρει τούτ οτε ν ερο­σο­λύ­μοις προ­σκυ­νή­σε­τε τ πατρί (:Πίστε­ψέ με, γυναί­κα, ότι έρχε­ται πολύ σύν­το­μα και­ρός, που ούτε στο όρος τού­το ούτε στα Ιερο­σό­λυ­μα μόνο θα λατρέ­ψε­τε τον ουρά­νιο Πατέ­ρα)»[Ιω.4,21]. Πολύ μεγά­λο δόγ­μα τής απο­κά­λυ­ψε, πράγ­μα που δεν είπε ούτε στον Νικό­δη­μο, ούτε στον Ναθα­να­ήλ.

Αυτή λοι­πόν προ­σπα­θού­σε να απο­δεί­ξει ότι η δική της λατρεία ήταν ανώ­τε­ρη από αυτήν των Ιου­δαί­ων και στή­ρι­ζε την άπο­ψή της στο κύρος των πατέ­ρων, αλλά ο Χρι­στός δεν έδω­σε απάν­τη­ση στην ερώ­τη­ση αυτήν. Διό­τι ήταν περιτ­τό τη στιγ­μή αυτήν να ανα­λύ­σει και να εξη­γή­σει, για ποιο λόγο οι πατέ­ρες λάτρευαν τον Θεό στο όρος Γαρι­ζίν και για ποιο λόγο οι Ιου­δαί­οι Τον λάτρευαν στα Ιερο­σό­λυ­μα. Για τον λόγο αυτό και το απο­σιώ­πη­σε. Με την κατάρ­γη­ση όμως των πρω­τεί­ων και των δύο τύπων της λατρεί­ας, εξυ­ψώ­νει την ψυχή της και της απο­δει­κνύ­ει ότι ούτε οι Ιου­δαί­οι ούτε οι Σαμα­ρεί­τες έχουν να προ­σφέ­ρουν κάτι το σπου­δαίο για το μέλ­λον και τότε παρου­σιά­ζει τη δια­φο­ρά.

Ωστό­σο και έτσι έδει­ξε ανώ­τε­ρους τους Ιου­δαί­ους, όχι επει­δή προ­τι­μού­σε τον έναν τόπο αντί για τον άλλο, αλλά έδω­σε το προ­βά­δι­σμα σε αυτούς από το περιε­χό­με­νο της πίστε­ως, σαν να έλε­γε δηλα­δή: «Οι Ιου­δαί­οι μόνο κατά τον τρό­πο υπε­ρέ­χουν των Σαμα­ρει­τών, διό­τι «μες προ­σκυ­νετε οκ οδατε, μες προ­σκυ­νομεν οδαμεν· τι ἡ σωτη­ρία ἐκ τῶν Ἰου­δαί­ων ἐστίν(:εσείς οι Σαμα­ρεί­τες απορ­ρί­ψα­τε τα βιβλία των προ­φη­τών και προ­σκυ­νά­τε εκεί­νο για το οποίο δεν έχε­τε σαφή και πλή­ρη γνώ­ση. Εμείς οι Ιου­δαί­οι προ­σκυ­νού­με εκεί­νο που γνω­ρί­ζου­με περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον. Από­δει­ξη μάλι­στα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσ­σί­ας που θα σώσει τον κόσμο προ­έρ­χε­ται από τους Ιου­δαί­ους. Αυτούς διά­λε­ξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί Τον γνώ­ρι­σαν και Τον λάτρευ­σαν τελειό­τε­ρα από κάθε άλλον λαό)»[Ιω.4,22].

Πώς όμως δε γνώ­ρι­ζαν οι Σαμα­ρεί­τες εκεί­νο που προ­σκυ­νού­σαν; Διό­τι νόμι­ζαν ότι ο Θεός μπο­ρεί να ορι­στεί σε έναν τόπο και να μερι­στεί. Με την ιδέα αυτή Τον λάτρευαν και το ίδιο έλε­γαν στους Πέρ­σες, όταν έστει­λαν αγγε­λία με απε­σταλ­μέ­νους προς αυτούς, ότι δηλα­δή «ο Θεός του τόπου τού­του αγα­να­κτεί εναν­τί­ον σας»[πρβλ. Δ΄Βασιλ. 17,26: «Κα επαν τ βασι­λε σσυ­ρί­ων λέγον­τες· τ θνη, πκισας κα ντε­κά­θι­σας ν πόλε­σι Σαμα­ρεί­ας, οκ γνω­σαν τ κρί­μα το Θεο τς γς, κα πέστει­λεν ες ατος τος λέον­τας, κα δού εσι θανα­τοντες ατούς, καθό­τι οκ οδασι τ κρί­μα το Θεο τς γῆς(:Τότε προ­σήλ­θαν μερι­κοί στον βασι­λέα των Ασσυ­ρί­ων και του είπαν: ‘’Οι λαοί, τους οποί­ους εσύ μετέ­φε­ρες και εγκα­τέ­στη­σες αντί των Σαμα­ρει­τών στις πόλεις της Σαμα­ρεί­ας, δεν φρόν­τι­σαν να μάθουν το θέλη­μα του Θεού της χώρας αυτής. Για τον λόγο αυτό ο Θεός έστει­λε εναν­τί­ον τους τα λιον­τά­ρια· και ιδού, ότι οι λέον­τες τούς κατα­σπα­ράσ­σουν, διό­τι δεν φρόν­τι­σαν οι άνθρω­ποι αυτοί να μάθουν και να τηρή­σουν το θέλη­μα του Θεού της χώρας αυτής)», χωρίς να σκέ­πτον­ται τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο για Αυτόν από ό,τι φαν­τά­ζον­ταν για τα είδω­λα. Γι’ αυτό ακρι­βώς και συνέ­χι­ζαν να λατρεύ­ουν και τους δαί­μο­νες και τον Θεό, ανα­μει­γνύ­ον­τας τα άμει­κτα. Οι Ιου­δαί­οι όμως ήσαν απαλ­λαγ­μέ­νοι από την αντί­λη­ψη αυτή και γνώ­ρι­ζαν, έστω και όχι όλοι, ότι ήταν Θεός ολό­κλη­ρης της οικου­μέ­νης. Για τον λόγο αυτό λέγει ο Κύριος στη Σαμα­ρεί­τι­δα : «μες προ­σκυ­νετε οκ οδατε, μες προ­σκυ­νομεν οδαμεν(: Εσείς προ­σκυ­νεί­τε εκεί­νο για το οποίο δεν έχε­τε σαφή γνώ­ση, ενώ εμείς προ­σκυ­νού­με εκεί­νο που γνω­ρί­ζου­με καλά)».

Να μην παρα­ξε­νεύ­ε­σαι, βέβαια, επει­δή συγ­κα­τα­ριθ­μεί τον εαυ­τό Του μετα­ξύ των Ιου­δαί­ων, διό­τι ομι­λεί ως προ­φή­της των Ιου­δαί­ων σύμ­φω­να με την ιδέα που είχε η γυναί­κα. Γι’ αυτό χρη­σι­μο­ποιεί και το ρήμα «προ­σκυ­νομεν »· διό­τι το ότι ο Ιησούς ανή­κει στους προ­σκυ­νού­με­νους και όχι σε αυτούς που προ­σκυ­νούν είναι, νομί­ζω, φανε­ρό στον καθέ­να. Πραγ­μα­τι­κά η προ­σκύ­νη­ση είναι γνώ­ρι­σμα της δημιουρ­γί­ας και των κτι­σμά­των, ενώ το να προ­σκυ­νεί­ται από τους άλλους είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό του Κυρί­ου της δημιουρ­γί­ας. Στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση, ωστό­σο, ομι­λεί ως Ιου­δαί­ος· διό­τι το «εμείς» εδώ σημαί­νει, «εμείς οι Ιου­δαί­οι».

Με το να εξά­ρει λοι­πόν την ιου­δαϊ­κή θέση, πάλι καθι­στά αξιό­πι­στο τον εαυ­τό Του και την πεί­θει να προ­σέ­χει περισ­σό­τε­ρο σε όσα λέγον­ται από Αυτόν, αφού απαλ­λάσ­σει τον λόγο Του από την υπο­ψία και απο­δει­κνύ­ει ότι δεν επαι­νεί την πίστη των Ιου­δαί­ων, επει­δή ήταν ομό­φυ­λοί Του. Πραγ­μα­τι­κά Αυτός που είπε τόσα για τον τόπο της λατρεί­ας, για τον οποίο προ­πάν­των πίστευαν ότι είναι ανώ­τε­ροι όλων οι Ιου­δαί­οι, και έτσι κατέρ­ρι­ψε το καύ­χη­μά τους, είναι φανε­ρό ότι δεν μιλού­σε για να χαρι­στεί σε κάποιον, αλλά τα λεγό­με­νά του τα διέ­κρι­νε η αλή­θεια και η προ­φη­τι­κή δύνα­μη. Από τους συλ­λο­γι­σμούς αυτού του είδους[ότι δηλα­δή χαρί­ζε­ται προς τους Ιου­δαί­ους λόγω συγ­γε­νεί­ας] την απο­μά­κρυ­νε προ ολί­γου, όταν της είπε: «Πίστε­ψέ με, γυναί­κα» και πρό­σθε­σε «τι σωτη­ρία κ τν ουδαί­ων στίν(:Εμείς οι Ιου­δαί­οι προ­σκυ­νού­με εκεί­νο που γνω­ρί­ζου­με περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον. Από­δει­ξη μάλι­στα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσ­σί­ας που θα σώσει τον κόσμο προ­έρ­χε­ται από τους Ιου­δαί­ους. Αυτούς διά­λε­ξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί Τον γνώ­ρι­σαν και Τον λάτρευ­σαν τελειό­τε­ρα από κάθε άλλον λαό)»[Ιω.4,22].

Τα όσα λέγει έχουν την ακό­λου­θη σημα­σία: Ή ότι «τα αγα­θά για την οικου­μέ­νη προ­ήλ­θαν από τους Ιου­δαί­ους»-διό­τι η γνώ­ση του Θεού και η κατα­δί­κη των ειδώ­λων από αυτούς άρχι­σε και όλα τα άλλα δόγ­μα­τα και αυτή ακό­μη η δική σας λατρεία, των Σαμα­ρει­τών, έστω και αν δεν είναι ορθή, από τους Ιου­δαί­ους ξεκί­νη­σε βέβαια». «Σωτη­ρί­αν» λοι­πόν ή τα παρα­πά­νω ή τη δική Του παρου­σία στη γη ονο­μά­ζει, μάλ­λον όμως δεν θα πέσει έξω κανέ­νας, εάν και τα δύο αυτά τα ονο­μά­σει «σωτη­ρί­αν», για την οποία είπε ότι προ­ήλ­θε από τους Ιου­δαί­ους.

Το ίδιο υπαι­νισ­σό­ταν και ο από­στο­λος Παύ­λος, όταν έλε­γε: «Ηχόμην γρ ατς γ νάθε­μα εναι π το Χρι­στο πρ τν δελφν μου, τν συγ­γενν μου κατ σάρ­κα, οτινές εσιν σραηλται, ν υοθε­σία κα δόξα κα α διαθκαι κα νομο­θε­σία κα λατρεία κα α παγ­γε­λί­αι, ν ο πατέ­ρες, κα ξ ν Χριστς τ κατ σάρ­κα, ν π πάν­των Θες ελογητς ες τος αἰῶνας· μήν (:Και θα ευχό­μουν εγώ, που τίπο­τε δεν θα μπο­ρού­σε να με χωρί­σει από τον Χρι­στό, να χωρι­στώ από Αυτόν για πάν­τα εάν ήταν δυνα­τόν να γίνει αυτό, για χάρη των αδελ­φών μου Ιου­δαί­ων, οι οποί­οι είναι συγ­γε­νείς μου από σαρ­κι­κή κατα­γω­γή. Και λυπά­μαι επει­δή απο­ξε­νώ­θη­καν από τη σωτη­ρία που μας έφε­ρε ο Μεσ­σί­ας αυτοί που είναι από­γο­νοι του Ιακώβ, ο οποί­ος έλα­βε από τον Θεό το τιμη­τι­κό όνο­μα Ισρα­ήλ· αυτοί που τους υιο­θέ­τη­σε ο Θεός και εμφα­νί­στη­κε μπρο­στά τους ένδο­ξα και τους έδω­σε την Παλαιά Δια­θή­κη, την οποία επα­νει­λημ­μέ­να ανα­νέ­ω­σε· τους έδω­σε μάλι­στα και την νομο­θε­σία και τη λατρεία και τις υπο­σχέ­σεις. Χωρί­στη­καν από τον Μεσ­σία αυτοί που έχουν ως κλη­ρο­νο­μιά, τους μακα­ρι­στούς πατέ­ρες, και από τους οποί­ους κατά­γε­ται ο Χρι­στός ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση Του, ο οποί­ος είναι Θεός εξου­σια­στής όλων, άξιος να υμνεί­ται στους αιώ­νες.Αμήν)»[Ρωμ.9,3–5]. Βλέ­πεις πώς στη­ρί­ζει και εξαί­ρει την Παλαιά Δια­θή­κη και απο­δει­κνύ­ει ότι αυτή είναι η ρίζα των αγα­θών; Επί­σης με όλα αυτά κατα­φαί­νε­ται ότι δεν είναι εξ ολο­κλή­ρου αντί­θε­τος προς τον νόμο, εφό­σον θεω­ρεί ότι στους Ιου­δαί­ους υπάρ­χει η αιτία όλων των αγα­θών.

« λλ᾿ ρχε­ται ρα, κα νν στιν, τε ο ληθι­νο προ­σκυ­νη­τα προ­σκυ­νή­σου­σι τ πατρ ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί· κα γρ πατρ τοιού­τους ζητε τος προ­σκυ­νοντας ατόν(:Πολύ σύν­το­μα όμως έρχε­ται ώρα, και μπο­ρώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγ­μα­τι­κοί προ­σκυ­νη­τές θα προ­σκυ­νή­σουν και θα λατρεύ­σουν τον Πατέ­ρα πνευ­μα­τι­κά και αλη­θι­νά˙ δηλα­δή με θεο­φώ­τι­στες τις πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις και με λατρεία όχι τυπι­κή και σκιώ­δη, αλλά πραγ­μα­τι­κή και εμπνευ­σμέ­νη από πλή­ρη επί­γνω­ση της αλή­θειας· διό­τι και ο Πατήρ ζητά επί­μο­να τέτοιοι αλη­θι­νοί και πραγ­μα­τι­κοί προ­σκυ­νη­τές να είναι εκεί­νοι που τον λατρεύ­ουν)» [Ιω.4,23].

«Υπερ­τε­ρούν βέβαια οι Ιου­δαί­οι, από εσάς, γυναί­κα», λέγει, «κατά τον τρό­πο της λατρεί­ας, αλλά και αυτή η λατρεία θα τελειώ­σει πλέ­ον· διό­τι δεν θα αλλά­ξουν μόνο οι τόποι της λατρεί­ας του Θεού, αλλά και οι τρό­ποι· και η αλλα­γή αυτή είναι πολύ κον­τά μας. Έρχε­ται ώρα, και μάλι­στα η ώρα αυτή ήλθε τώρα». Επει­δή οι προ­φή­τες προ­έ­λε­γαν τα όσα κήρυτ­ταν προ πολ­λών ετών, για να αφαι­ρέ­σει την ιδέα αυτή, είπε «και μάλι­στα η ώρα αυτή ήλθε τώρα». «Να μη νομί­σεις», λέγει, «ότι η προ­φη­τεία αυτή μοιά­ζει προς τις άλλες και ότι κατά συνέ­πεια θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί ύστε­ρα από πολύ χρό­νο. Τα γεγο­νό­τα έφθα­σαν πλέ­ον και είναι κον­τά μας η ώρα, κατά την οποία ο οι αλη­θι­νοί προ­σκυ­νη­τές θα προ­σκυ­νή­σουν τον Πατέ­ρα ‘’ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί’’». Λέγον­τας: «ληθι­νο προ­σκυ­νη­τα» απέ­κλει­σε ταυ­τό­χρο­να και τους Σαμα­ρεί­τες και τους Ιου­δαί­ους· διό­τι αν και οι Ιου­δαί­οι υπε­ρεί­χαν των Σαμα­ρει­τών εκεί­νη τη στιγ­μή, εντού­τοις θα υστε­ρού­σαν πολύ εν συγ­κρί­σει προς τα μελ­λον­τι­κά και μάλι­στα θα υστε­ρού­σαν τόσο, όσο ο τύπος υστε­ρεί από την αλή­θεια.

«Κα γρ πατρ τοιού­τους ζητε τος προ­σκυ­νοντας ατόν(:Πολύ σύν­το­μα όμως έρχε­ται ώρα, και μπο­ρώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγ­μα­τι­κοί προ­σκυ­νη­τές θα προ­σκυ­νή­σουν και θα λατρεύ­σουν τον Πατέ­ρα πνευ­μα­τι­κά και αλη­θι­νά˙ δηλα­δή με θεο­φώ­τι­στες τις πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις και με λατρεία όχι τυπι­κή και σκιώ­δη, αλλά πραγ­μα­τι­κή και εμπνευ­σμέ­νη από πλή­ρη επί­γνω­ση της αλή­θειας. Διό­τι και ο Πατήρ ζητά επί­μο­να τέτοιοι αλη­θι­νοί και πραγ­μα­τι­κοί προ­σκυ­νη­τές να είναι εκεί­νοι που Τον λατρεύ­ουν)»[Ιω.4,23].Κατά συνέ­πεια, εάν έτσι ήθε­λε αυτούς που θα Τον προ­σκυ­νού­σαν ο Θεός, επέ­τρε­ψε σε εκεί­νους αυτόν τον τρό­πο της λατρεί­ας, όχι επει­δή αυτή ήταν η θέλη­σή Του, αλλά από συγ­κα­τά­βα­ση και με σκο­πό να τους προ­σελ­κύ­σει και αυτούς στην πραγ­μα­τι­κή λατρεία.

Ποιοι είναι όμως οι αλη­θι­νοί προ­σκυ­νη­τές; Όσοι δεν περιο­ρί­ζουν τη λατρεία σε ορι­σμέ­νο τόπο και προ­σκυ­νούν τον Θεό ν πνεύ­μα­τι. Καθώς λέγει και ο από­στο­λος Παύ­λος: «Μάρ­τυς γρ μού στιν Θεός, λατρεύω ν τ πνεύ­μα­τί μου ν τ εαγγε­λί το υο ατο, ς δια­λεί­πτως μνεί­αν μν ποιομαι(:Μάρ­τυ­ράς μου είναι ο Θεός, τον Οποίο λατρεύω από τα βάθη της ψυχής μου με τις ανώ­τε­ρες πνευ­μα­τι­κές μου δυνά­μεις, υπη­ρε­τών­τας και κηρύσ­σον­τας το ευαγ­γέ­λιο του Υιού Του, ότι συνε­χώς και αδια­κό­πως σας θυμού­μαι, χωρίς να παρα­λεί­πω αυτό ποτέ)»[Ρωμ.1,9]. Και σε άλλο πάλι σημείο : «Παρα­καλ ον μς, δελ­φοί, δι τν οκτιρμν το Θεο, παραστσαι τ σώμα­τα μν θυσί­αν ζσαν, γίαν, εάρε­στον τ Θε, τν λογικν λατρεί­αν μν(: Αφού τόση αγα­θό­τη­τα μάς δεί­χνει ο Θεός, οφεί­λου­με και εμείς να δεί­ξου­με δια­γω­γή αντά­ξια με τις δωρε­ές Του. Σας προ­τρέ­πω λοι­πόν, αδελ­φοί, στο όνο­μα της ευσπλα­χνί­ας κα των οικτιρ­μών που μας έδει­ξε ο Θεός, να προ­σφέ­ρε­τε τα σώμα­τά σας ως θυσια­στή­ριο και θυσία ζων­τα­νή, αγία, ευά­ρε­στη στον Θεό, χρη­σι­μο­ποιών­τας τα μέλη σας ως όργα­να απο­κλει­στι­κά και μόνο αγί­ων πρά­ξε­ων και ποτέ ως όργα­να αμαρ­τί­ας. Αυτή η θυσία είναι και η μόνη κατάλ­λη­λη και καθα­ρά πνευ­μα­τι­κή λατρεία, αυτή που γίνε­ται με τις λογι­κές δυνά­μεις του ανθρώ­που)»[Ρωμ.12,1].

Όταν επί­σης λέγει ο Κύριος «πνεμα Θεός(:Ο Θεός είναι πνεύ­μα, γι’ αυτό και δεν περιο­ρί­ζε­ται σε τόπους. Και εκεί­νοι που Τον λατρεύ­ουν, πρέ­πει να Τον προ­σκυ­νούν με τις εσω­τε­ρι­κές τους πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις, με αφο­σί­ω­ση της καρ­διάς και του νου, αλλά και με αλη­θι­νή επί­γνω­ση του Θεού και της λατρεί­ας που του αρμό­ζει)»[Ιω.4,24] δεν φανε­ρώ­νει τίπο­τε άλλο, παρά την ασώ­μα­τη φύση Του. Πρέ­πει λοι­πόν η λατρεία του Ασω­μά­του να είναι ανά­λο­γη και να προ­σφέ­ρε­ται με το ασώ­μα­το στοι­χείο που υπάρ­χει μέσα μας, δηλα­δή με την ψυχή και με την καθα­ρό­τη­τα του νου. Για τον λόγο αυτόν, λέει: «Και εκεί­νοι που Τον προ­σκυ­νούν, πρέ­πει να Τον προ­σκυ­νούν ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί». Επει­δή και οι Σαμα­ρεί­τες και οι Ιου­δαί­οι παρα­με­λού­σαν την ψυχή και φρόν­τι­ζαν κυρί­ως το σώμα, καθα­ρί­ζον­τάς το με πολ­λούς τρό­πους, τονί­ζει ο Κύριος ότι ο Ασώ­μα­τος Θεός δεν λατρεύ­ε­ται με την καθα­ρό­τη­τα του σώμα­τος, αλλά με την καθα­ρό­τη­τα εκεί­νου που μέσα μας είναι ασώ­μα­το, δηλα­δή του νου.

Συνε­πώς μη θυσιά­ζεις πρό­βα­τα και μοσχά­ρια, αλλά ανά­θε­σε τον εαυ­τό σου με εμπι­στο­σύ­νη στον Θεό και γίνε ολο­καύ­τω­μα. Αυτό σημαί­νει το να «κατα­στή­σε­τε και να παρου­σιά­σε­τε σαν άλλοι ιερείς με θυσια­στή­ριο, τον εαυ­τό σας τα σώμα­τά σας, θυσία ζων­τα­νή, αγία, ευά­ρε­στη στον Θεό». Πρέ­πει βέβαια να Τον προ­σκυ­νού­με «ν ληθείᾳ», διό­τι η προ­η­γού­με­νη λατρεία ήταν τύπος, όπως για παρά­δειγ­μα είναι η περι­το­μή, τα ολο­καυ­τώ­μα­τα, τα σφά­για, τα θυμιά­μα­τα. Τώρα όμως δεν είναι τα ίδια πλέ­ον, αλλά τα πάν­τα είναι αλή­θεια. Πραγ­μα­τι­κά, δεν είναι ανάγ­κη να περι­κό­πτου­με με την περι­το­μή τη σάρ­κα, αλλά τους πονη­ρούς δια­λο­γι­σμούς και να σταυ­ρώ­νου­με τον εαυ­τό μας και να αφα­νί­ζου­με και να κατα­νε­κρώ­νου­με τις άλο­γες επι­θυ­μί­ες.

Η γυναί­κα ένιω­σε ίλιγ­γο μπρο­στά σε όσα ειπώ­θη­καν σε αυτήν και αισθάν­θη­κε αδυ­να­μία από το ύψος των λόγων αυτών και βρι­σκό­με­νη σε αμη­χα­νία, άκου­σε τι λέγει: «Λέγει ατ γυνή· οδα τι Μεσ­σί­ας ρχε­ται λεγό­με­νος Χρι­στός· ταν λθ κενος, ναγ­γε­λε μν πάν­τα(:Του λέει η γυναί­κα: Γνω­ρί­ζω ότι έρχε­ται ο Μεσ­σί­ας, όνο­μα που μετα­φρά­ζε­ται με τη λέξη Χρι­στός. Όταν έλθει εκεί­νος, θα μας τα διδά­ξει όλα)»[Ιω.4,25].

Και πώς είχαν οι Σαμα­ρεί­τες την προσ­δο­κία του Μεσ­σία, αφού δέχον­ταν μόνο τα βιβλία του Μωυ­σή; Από τα ίδια τα συγ­γράμ­μα­τα του Μωυ­σή· διό­τι ο Μωυ­σής στην αρχή του έργου του, στη «Γένε­ση», απο­κά­λυ­ψε τον Υιό. Πραγ­μα­τι­κά, το «κα επεν Θεός· ποι­ή­σω­μεν νθρω­πον κατ᾿ εκόνα μετέ­ραν κα καθ᾿ μοί­ω­σιν(:στη συνέ­χεια ο Θεός είπε: ’’ας δημιουρ­γή­σου­με τώρα τον άνθρω­πο, σύμ­φω­να με τη δική μας εικό­να, και να έχει τη δυνα­τό­τη­τα να ομοιά­σει με εμάς)»[Γέν.1,26] προς τον Υιό ελέ­χθη. Και με τον φιλό­ξε­νο Αβρα­άμ στη σκη­νή ο Υιός ήταν που μιλού­σε [βλ. Γέν. 18,1 κ.ε.]. Επί­σης και ο Ιακώβ έλε­γε, προ­φη­τεύ­ον­τας γι’ Αυτόν: «Οκ κλεί­ψει ρχων ξ ούδα κα γού­με­νος κ τν μηρν ατο, ως ἐὰν λθ τ ποκεί­με­να ατ, κα ατς προσ­δο­κία θνν(:Δεν θα λεί­ψει άρχον­τας από τη φυλή Ιού­δα και αρχη­γός από τους απο­γό­νους του, μέχρις ότου έλθει Εκεί­νος, στα χέρια του οποί­ου από­κειν­ται οι εξου­σί­ες. Αυτός θα είναι η ελπί­δα και η προ­σμο­νή των λαών, ο Μεσ­σί­ας)» [Γεν.49,10]. Αλλά και ο ίδιος ο Μωυ­σής λέγει: «Προ­φή­την κ τν δελφν σου ς μ ναστή­σει σοι Κύριος Θεός σου, ατο κού­σε­σθε(:Κύριος ο Θεός σου θα ανα­δεί­ξει ανά­με­σα από τους αδελ­φούς σου Ισραη­λί­τες έναν προ­φή­τη σαν εμέ­να· σε Αυτόν πλέ­ον θα υπα­κού­ε­τε)»[Δευτ. 18,15].Επίσης και το περι­στα­τι­κό με τον χάλ­κι­νο όφι, με τη ράβδο του Μωυ­σή, τον Ισα­άκ και το πρό­βα­το και πολ­λά άλλα γεγο­νό­τα μπο­ρού­με να επι­λέ­ξου­με (από την Πεν­τά­τευ­χο), τα οποία δια­κη­ρύσ­σουν την παρου­σία του Ιησού.

«Και για ποιον λόγο», θα ρωτού­σε ίσως κάποιος, «δεν καθο­δή­γη­σε και τη Σαμα­ρεί­τι­δα με βάση τα παρα­πά­νω ο Χρι­στός, ενώ στον Νικό­δη­μο ανέ­φε­ρε στη συζή­τη­ση τον όφι;»[ βλ. Ιω.3,14: «Κα καθς Μωϋσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως ψωθναι δε τν υἱὸν το νθρώ­που(:Άκου­σε τώρα και μιαν άλλη άγνω­στη και ψυχο­σω­τή­ρια αλή­θεια, που θα σου απο­κα­λύ­ψω: Όπως κάπο­τε ο Μωυ­σής στην έρη­μο κρέ­μα­σε ψηλά το χάλ­κι­νο φίδι για να σώζον­ται με αυτό οι Ισραη­λί­τες από τα θανα­τη­φό­ρα δαγ­κώ­μα­τα των φιδιών, έτσι σύμ­φω­να με το μυστη­ριώ­δες σχέ­διο του Θεού πρέ­πει να κρε­μα­στεί ψηλά πάνω στον σταυ­ρό ο Υιός του ανθρώ­που και να προ­σλά­βει έτσι το ομοί­ω­μα της αμαρ­τί­ας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγ­μα­τι­κή σχέ­ση με αυτή)»] και στον Ναθα­να­ήλ υπεν­θύ­μι­σε τις προφητείες[Ιω. 1,46: «Ερίσκει Φίλιπ­πος τν Ναθα­ναλ κα λέγει ατ· ν γρα­ψε Μωϋσς ν τ νόμ κα ο προφται, ερήκα­μεν, ησον τν υἱὸν το ωσφ τν π Ναζα­ρέτ(:Βρί­σκει στο μετα­ξύ ο Φίλιπ­πος τον Ναθα­να­ήλ και του λέει: ‘’Εκεί­νον για τον οποίο έγρα­ψε ο Μωυ­σής στο νόμο και προ­α­νήγ­γει­λαν οι προ­φή­τες, τον βρή­κα­με. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, και κατά­γε­ται από τη Ναζα­ρέτ’’)»], σε αυτήν όμως δεν είπε τίπο­τε παρό­μοιο;

Για ποιο λόγο λοι­πόν και προς ποιο σκο­πό; Διό­τι εκεί­νοι μεν ήσαν άντρες και ασχο­λούν­ταν με θέμα­τα αυτά και με τις Γρα­φές, ενώ αυτή ήταν γυναί­κα πτω­χή και αμα­θής και δεν είχε καμία γνώ­ση των Γρα­φών. Για αυτόν τον λόγο και ο Κύριος δεν ομι­λεί σε αυτή με βάση την Αγία Γρα­φή, αλλά την προ­σελ­κύ­ει με όσα της είπε για το νερό και με την προ­φη­τεία. Με αυτά την κάνει να θυμη­θεί τον Χρι­στό και τότε πλέ­ον απο­κα­λύ­πτει τον εαυ­τό Του. Εάν αυτό όμως το έκα­νε από την αρχή, χωρίς να το ζητή­σει η γυναί­κα, θα της έδι­νε την εντύ­πω­ση ότι φλυα­ρεί και λέγει ανόη­τα πράγ­μα­τα. Τώρα όμως, αφού ολί­γον κατ’ ολί­γον την οδή­γη­σε να ενθυ­μη­θεί τον Χρι­στό και τότε πλέ­ον απο­κα­λύ­πτει τον εαυ­τό Του. Εάν αυτό όμως το έκα­νε από την αρχή, χωρίς να το ζητή­σει η γυναί­κα, θα της έδι­νε την εντύ­πω­ση ότι φλυα­ρεί και λέγει ανόη­τα πράγ­μα­τα. Τώρα όμως, αφού λίγο κατ’ ολί­γον την οδή­γη­σε να ενθυ­μη­θεί τον Μεσ­σία, απο­κά­λυ­ψε τον εαυ­τό Του στην κατάλ­λη­λη στιγ­μή.

Και στους Ιου­δαί­ους μεν, οι οποί­οι συνε­χώς Του έλε­γαν: «ως πότε τν ψυχν μν αρεις; ε σ ε Χρι­στός, επ μν παῤῥησί(:Ως πότε θα μας κρα­τάς σε αγω­νία και θα βάζεις σε μεγά­λη απο­ρία τις ψυχές μας; Εάν εσύ είσαι ο Χρι­στός, πες το μας καθα­ρά)» [Ιω. 10,24], δεν έδω­σε σαφή απάν­τη­ση, σε αυτήν όμως φανε­ρά είπε ότι είναι Αυτός. Διό­τι η διά­θε­ση της γυναί­κας ήταν περισ­σό­τε­ρο ευσε­βής από τη διά­θε­ση των Ιου­δαί­ων. Εκεί­νοι δεν ζητού­σαν για να μάθουν, αλλά για να Τον δια­κω­μω­δούν και να Τον δια­σύ­ρουν συνε­χώς. Διό­τι εάν ήθε­λαν να μάθουν και ήταν καλο­προ­αί­ρε­τοι, τους ήταν αρκε­τή η διδα­σκα­λία και με τους λόγους και με τις Γρα­φές και με τα θαύ­μα­τα. Η Σαμα­ρεί­τι­δα όμως, ό,τι έλε­γε, το έλε­γε με ανυ­στε­ρό­βου­λη γνώ­μη και αγνή διά­θε­ση. Και αυτό απο­δει­κνύ­ε­ται από τα όσα έπρα­ξε στη συνέ­χεια· διό­τι πραγ­μα­τι­κά άκου­σε και πίστε­ψε, αλλά και άλλους οδή­γη­σε στην πίστη και σε κάθε εκδή­λω­ση μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με την επι­μέ­λεια και την πίστη της γυναί­κας.

«Κα π τούτ λθον ο μαθη­τα ατο, κα θαύ­μα­σαν τι μετ γυναικς λάλει· οδες μέν­τοι επε, τί ζητες τί λαλες μετ᾿ ατς;(: Και τη στιγ­μή αυτή ακρι­βώς ήλθαν οι μαθη­τές του και από­ρη­σαν που ο διδά­σκα­λος μιλού­σε δημο­σί­ως με γυναί­κα, κάτι που απα­γο­ρευό­ταν από τις παρα­δό­σεις των ραβί­νων. Κανείς όμως δεν Του είπε: ‘’Τι ζητάς να σου κάνει η γυναί­κα αυτή’’, ή ‘’για ποιο θέμα μιλάς μαζί της;’’)»[Ιω.4,27].

Ποιο ήταν το αντι­κεί­με­νο του θαυ­μα­σμού και της απο­ρί­ας τους; Το απρο­σποί­η­το και η υπερ­βο­λι­κή ταπεί­νω­ση, διό­τι ενώ ήταν τόσο περί­βλε­πτος, κατα­δε­χό­ταν να συζη­τεί με τόση ταπει­νο­φρο­σύ­νη προς μία γυναί­κα πτω­χή και μάλι­στα Σαμα­ρεί­τισ­σα. Αλλά όμως αν και εξε­πλά­γη­σαν, δεν ρώτη­σαν την αιτία, διό­τι ήσαν διδαγ­μέ­νοι να δια­τη­ρούν την τάξη των μαθη­τών πάν­το­τε· τόσο ευλα­βούν­ταν και σέβον­ταν τον Κύριο. Διό­τι, έστω και αν δεν είχαν ακό­μη σχη­μα­τί­σει την αντά­ξια για Αυτόν γνώ­μη, Τον πρό­σε­χαν ως κάποιο αξιο­θαύ­μα­στο πρό­σω­πο και Του απέ­δι­δαν μεγά­λο σεβα­σμό, μολο­νό­τι πολ­λές φορές φαί­νον­ται να απευ­θύ­νον­ται προς Αυτόν με περισ­σό­τε­ρο θάρ­ρος, όπως για παρά­δειγ­μα όταν ο Ιωάν­νης έπε­σε στο στή­θος Του[ Ιω.13,25: «πιπεσν δ κενος π τ στθος το ησο λέγει ατ· Κύριε, τίς στιν;(:Τότε εκεί­νος έπε­σε με πολ­λή στορ­γή στο στή­θος του Ιησού και του είπε: ‘’Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προ­δώ­σει;’’)»].

Αντί­στοι­χα αυτό φάνη­κε και όταν Τον πλη­σί­α­σαν και Τον ρώτη­σαν: «ν κείν τ ρ προσλθον ο μαθη­τα τ ησο λέγον­τες· τίς ρα μεί­ζων στν ν τ βασι­λεί τν ορανν;(: Εκεί­νη την ώρα που ο Ιησούς επέ­δει­ξε την προ­τί­μη­ση αυτή στον Πέτρο, τον πλη­σί­α­σαν οι μαθη­τές και του είπαν: ‘’Ποιος λοι­πόν είναι μεγα­λύ­τε­ρος και περισ­σό­τε­ρο δια­κε­κρι­μέ­νος απ’ τους άλλους στη βασι­λεία των ουρα­νών;’’ )»[Ματθ.18,1] και όταν Τον παρα­κά­λε­σαν οι υιοί του Ζεβε­δαί­ου να καθί­σουν ο ένας στα δεξιά Του και ο άλλος στα αρι­στε­ρά Του[Μάρκ.10,35–37: «Κα προ­σπο­ρεύ­ον­ται ατ άκω­βος κα ωάν­νης υο Ζεβε­δαί­ου λέγον­τες· διδά­σκα­λε, θέλο­μεν να ἐὰν ατήσω­μεν ποι­ήσς μν. δ επεν ατος· τί θέλε­τε ποισαί με μν; ο δ επον ατ· δς μν να ες κ δεξιν σου κα ες ξ εωνύ­μων σου καθί­σω­μεν ν τ δόξ σου(: Πλη­σιά­ζουν τότε τον Ιησού ο Ιάκω­βος και ο Ιωάν­νης, οι γιοι του Ζεβε­δαί­ου, και του λένε: ‘’Διδά­σκα­λε, θέλου­με να μας κάνεις αυτό που θα σου ζητή­σου­με’’. Και Αυτός τους ρώτη­σε: ‘’Τι θέλε­τε να σας κάνω;’’. Αυτοί Του είπαν: ‘’Όταν έλθεις στη δόξα σου και ανε­βείς στον επί­γειο βασι­λι­κό θρό­νο του Δαβίδ, βάλε μας να καθί­σου­με ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στ’ αρι­στε­ρά σου’’)»].

Για ποιον λόγο λοι­πόν στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση δεν ρώτη­σαν τον Κύριο; Διό­τι τότε εκεί­να τα θέμα­τα αισθά­νον­ταν την ανάγ­κη να εξε­τά­ζουν, επει­δή ανή­καν σε αυτούς, ενώ εδώ τώρα δεν τους αφο­ρού­σε και τόσο αυτό που συνέ­βαι­νε. Αλλά και ο Ιωάν­νης ύστε­ρα από πολύ χρό­νο προς το τέλος της επί της γης ζωής του Κυρί­ου το έκα­νε αυτό και έπε­σε στο στή­θος Του, όταν πλέ­ον είχε μεγα­λύ­τε­ρη παρ­ρη­σία και του έδι­νε θάρ­ρος η αγά­πη του Χρι­στού, διό­τι «αυτός ήταν ο μαθη­τής τον οποίο αγα­πού­σε ο Ιησούς» [βλ. Ιω.19,26] και ποιος μακα­ρι­σμός θα μπο­ρού­σε να εξι­σω­θεί με αυτόν;

Ομι­λία ΛΔ΄: υπο­μνη­μα­τι­σμός των χωρί­ων Ιω.4,28–39

«φῆκεν οὖν τὴν ὑδρί­αν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλ­θεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώ­ποις· δεῦ­τε ἴδε­τε ἄνθρω­πον ὃς εἶπέ μοι πάν­τα ὅσα ἐποί­η­σα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χρι­στός; (:Στο μετα­ξύ η γυναί­κα, γεμά­τη συγ­κί­νη­ση ύστε­ρα απ’ αυτά που άκου­σε, άφη­σε τη στά­μνα της στο πηγά­δι και πήγε τρέ­χον­τας στην πόλη κι άρχι­σε να λέει στους ανθρώ­πους: ‘’Ελά­τε να δεί­τε έναν άνθρω­πο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, και αυτά ακό­μη τα μυστι­κά και προ­σω­πι­κά στοι­χεία της ζωής μου. Μήπως είναι αυτός ο Χρι­στός;’’)»[Ιω.4,28].

Χρεια­ζό­μα­στε μεγά­λη θερ­μό­τη­τα και άγρυ­πνο ζήλο, διό­τι χωρίς αυτόν δεν είναι δυνα­τόν να απο­κτή­σου­με τα αγα­θά που έχουν εξαγ­γελ­θεί για εμάς. Και για να δεί­ξει αυτό ο Χρι­στός άλλο­τε μεν λέγει: «Κα ς ο λαμ­βά­νει τν σταυρν ατο κα κολου­θε πίσω μου, οκ στι μου ξιος(:Και εκεί­νος που δεν παίρ­νει την από­φα­ση να υπο­στεί σταυ­ρι­κό θάνα­το και δεν ακο­λου­θεί πίσω μου με την από­φα­ση αυτή, δεν μιμεί­ται δηλα­δή σε όλα το παρά­δειγ­μά μου, δεν αξί­ζει για μένα)»[Ματθ. 10,38]· και άλλο­τε: «Πρ λθον βαλεν π τν γν, κα τί θέλω ε δη νήφθη!(:Ο και­ρός αυτός δεν είναι και­ρός για ασύ­δο­τη ζωή και για ύπνο, και για να περ­νούν οι δού­λοι μου ξένοια­στα τις ημέ­ρες τους. Ήλθα να βάλω φωτιά στη γη. Ήλθα δηλα­δή να ανά­ψω την πυρ­κα­γιά που μέσα στις καλο­προ­αί­ρε­τες καρ­διές θα δημιουρ­γή­σει φλο­γε­ρή αγά­πη και ζήλο για τον Θεό˙ στους κακο­προ­αί­ρε­τους όμως και δύστρο­πους ανθρώ­πους θα διε­γεί­ρει φανα­τι­κό μίσος. Κι έτσι θα χωρι­στούν οι πιστοί απ’ τους απί­στους. Τη φωτιά του πνευ­μα­τι­κού αυτού πολέ­μου ήλθα να ρίξω απ’ τον ουρα­νό στη γη. Και τι άλλο περισ­σό­τε­ρο θέλω, εάν τώρα άνα­ψε κιό­λας η φωτιά αυτή;)»[Λουκ.12,49].

Και με τις δύο αυτές παρα­βο­λι­κές εκφρά­σεις θέλει να μας παρου­σιά­σει τον δια­καή και φλο­γε­ρό μαθη­τή, ο οποί­ος είναι έτοι­μος για κάθε κίν­δυ­νο. Παρό­μοια λοι­πόν ήταν και η γυναί­κα αυτή. Διό­τι τόσο πολύ δια­κα­ής ενθου­σια­σμός την κατέ­λα­βε από τα λεχθέν­τα, ώστε και τη στά­μνα να αφή­σει και τον σκο­πό για τον οποίο ήλθε και να τρέ­ξει στην πόλη και να προ­σκα­λέ­σει όλους τους ανθρώ­πους προς τον Ιησού. «Ελά­τε», λέγει, «να δεί­τε έναν άνθρω­πο, ο οποί­ος μου είπε όλα όσα έκα­να».

Κοί­τα­ξε ζήλο και σύνε­ση. Ήλθε να βγά­λει νερό και επει­δή συνάν­τη­σε την αλη­θι­νή πηγή περι­φρό­νη­σε πλέ­ον την αισθη­τή. Έτσι μας διδά­σκει, έστω και με μικρό παρά­δειγ­μα, να αδια­φο­ρού­με για τα βιο­τι­κά και να μη φρον­τί­ζου­με καθό­λου για αυτά, όταν πρό­κει­ται να ακού­σου­με την πνευ­μα­τι­κή διδα­σκα­λία· διό­τι εκεί­νο που έκα­ναν οι από­στο­λοι, το έκα­νε και αυτή σε μεγα­λύ­τε­ρο μάλι­στα βαθ­μό. Εκεί­νοι μεν, αφού κλή­θη­καν από τον Χρι­στό, άφη­σαν τα δίκτυα, ενώ αυτή από μόνη της αφή­νει τη στά­μνα, χωρίς να της το ζητή­σει κανείς, και κάνει έργο Ευαγ­γε­λι­στών, επει­δή η ανε­κλά­λη­τή της χαρά τής έδω­σε φτε­ρά. Και δεν προ­σκα­λεί ένα ή δύο πρό­σω­πα, όπως έκα­ναν ο Ανδρέ­ας και ο Φίλιπ­πος, αλλά αφού ξεσή­κω­σε πόλη ολό­κλη­ρη και τόσο πολύ κόσμο,έτσι τους οδή­γη­σε προς τον Ιησού.

Και πρό­σε­ξε με πόση σύνε­ση ομι­λεί. Δεν είπε δηλα­δή, ‘’ελά­τε να δεί­τε τον Χρι­στό’’, αλλά με τον κατάλ­λη­λο τρό­πο, όπως την προ­σείλ­κυ­σε ο Χρι­στός, προ­σκα­λεί και αυτή τους ανθρώ­πους· διό­τι λέγει: «Ελά­τε να δεί­τε έναν άνθρω­πο, ο οποί­ος μου είπε όλα όσα έκα­να». Μπο­ρού­σε βέβαια να ομι­λή­σει δια­φο­ρε­τι­κά και να πει «Ελά­τε να δεί­τε έναν προ­φή­τη», αλλά όταν πυρω­θεί μία ψυχή από το θείο πυρ, δεν προ­σέ­χει πλέ­ον τίπο­τε το γήι­νο, ούτε τη δόξα ούτε την αισχύ­νη, αλλά είναι εξ ολο­κλή­ρου αφο­σιω­μέ­νη στη φλό­γα που την κατέ­χει.

«Μήπως είναι αυτός ο Χρι­στός;». Κοί­τα­ξε πάλι τη μεγά­λη σοφία της γυναι­κός. Ούτε μίλη­σε σαφώς, ούτε και σιώ­πη­σε. Διό­τι ήθε­λε να μην προ­σελ­κύ­σει τους συναν­θρώ­πους της με τη δική της από­φα­ση, αλλά με την ακρό­α­ση του Κυρί­ου να τους κατα­στή­σει κοι­νω­νούς της απο­φά­σε­ως αυτής, πράγ­μα που έκα­νε περισ­σό­τε­ρο ευπρόσ­δε­κτο τον λόγο. Αν και δεν της απο­κά­λυ­ψε ολό­κλη­ρη τη ζωή της, εντού­τοις από τα λεχθέν­τα πεί­στη­κε και για τα άλλα. Και δεν τους είπε «ελά­τε να πιστέ­ψε­τε», αλλά «ελά­τε να δεί­τε», το οποίο ήταν ελα­φρό­τε­ρο από το πρώ­το και περισ­σό­τε­ρο τους προ­σείλ­κυε.

Βλέ­πεις τη σοφία της γυναι­κός; Διό­τι γνώ­ρι­ζε, το γνώ­ρι­ζε καλά ότι όταν θα γεύ­ον­ταν από την Πηγή εκεί­νη, θα πάθαι­ναν το ίδιο με αυτήν. Αν και σε περί­πτω­ση που στη θέση της θα ήταν κάποιος άλλη με μεγα­λύ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή ακαμ­ψία, θα απέ­κρυ­πτε το παρά­πτω­μά της, ενώ αυτή δια­πομ­πεύ­ει τη ζωή της και απο­κα­λύ­πτει τον Κύριο σε όλους, με σκο­πό να σαγη­νεύ­σει και να προ­σελ­κύ­σει τους πάν­τες.

«ν δ τ μεταξ ρώτων ατν ο μαθη­τα λέγον­τες· αββί, φάγε(:Στο μετα­ξύ όμως, μέχρι να ειδο­ποι­η­θούν οι Σαμα­ρεί­τες και να έλθουν να συναν­τή­σουν τον Ιησού, επει­δή ο Κύριος είχε απορ­ρο­φη­θεί απ’ το πνευ­μα­τι­κό του έργο και δεν ενδια­φε­ρό­ταν καθό­λου για φαγη­τό, Τον παρα­κα­λού­σαν οι μαθη­τές και Του έλε­γαν: ‘’Διδά­σκα­λε, φάε κάτι’’)»[Ιω.4,31]. Το ρήμα «ρώτων» εδώ σημαί­νει «παρα­κα­λού­σαν» στην τοπι­κή διά­λε­κτό τους. Επει­δή δηλα­δή Τον έβλε­παν κου­ρα­σμέ­νο από την οδοι­πο­ρία και από την επι­κρα­τού­σα ζέστη, Τον παρα­κα­λού­σαν να φάει κάτι. Το ότι Τον παρα­κα­λού­σαν να λάβει τρο­φή δεν ήταν βέβαια ένδει­ξη αδια­κρι­σί­ας και απε­ρί­σκε­πτης παρορ­μη­τι­κό­τη­τας, αλλά ένδει­ξη στορ­γής προς τον Διδά­σκα­λο.

Τι απάν­τη­σε λοι­πόν ο Χρι­στός; « δ επεν ατος· γ βρσιν χω φαγεν, ν μες οκ οδατε(:Αυτός όμως τους είπε: ‘’Εγώ έχω φαγη­τό να φάω που εσείς δεν το ξέρε­τε’’)»[Ιω.4,32]. «λεγον ον ο μαθη­τα πρς λλή­λους· μή τις νεγ­κεν ατ φαγεν;(: Επει­δή λοι­πόν δεν κατά­λα­βαν οι μαθη­τές τη σημα­σία των λόγων αυτών του Κυρί­ου, έλε­γαν μετα­ξύ τους: ‘’Μήπως την ώρα που λεί­πα­με του έφε­ρε κανείς άλλος φαγη­τό και έφα­γε;’’)»[Ιω.4,33]. Για­τί λοι­πόν εκπλήτ­τε­σαι, επει­δή η γυναί­κα, όταν άκου­σε για νερό, νόμι­ζε ακό­μη ότι της ομι­λεί για το φυσι­κό νερό, όταν βέβαια οι μαθη­τές παθαί­νουν τα ίδια ακό­μη και δεν αντι­λαμ­βά­νον­ται μέχρι τώρα τίπο­τε το πνευ­μα­τι­κό, αλλά βρί­σκον­ται σε απο­ρία, απο­δί­δουν όμως στον Διδά­σκα­λό τους τον συνή­θη σεβα­σμό και τιμή συζη­τών­τας μετα­ξύ τους, χωρίς να Τον ρωτή­σουν; Το ίδιο κάνουν και σε άλλες περι­πτώ­σεις, που αισθά­νον­ται την επι­θυ­μία να Τον ρωτή­σουν, αλλά δεν Τον ρωτούν.

Και ο Χρι­στός τι κάνει; Τους λέγει: «μν βρμά στιν να ποι τ θέλη­μα το πέμ­ψαν­τός με κα τελειώ­σω ατο τ ργον(:Δικό μου φαγη­τό, που με χορ­ταί­νει και με τρέ­φει, είναι να κάνω πάν­το­τε το θέλη­μα Εκεί­νου που με απέ­στει­λε στον κόσμο και να ολο­κλη­ρώ­σω το έργο Του, το οποίο είναι η σωτη­ρία των ανθρώ­πων. Και το θερ­μό ενδια­φέ­ρον μου για το έργο αυτό με απορ­ρό­φη­σε ολό­κλη­ρο τώρα που πρό­κει­ται να έλθουν εδώ οι Σαμα­ρεί­τες, και μου έκο­ψε κάθε όρε­ξη που προ­έρ­χε­ται από τη φυσι­κή πεί­να)»[Ιω.4,34]. Τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων την ονό­μα­σε εδώ «βρσιν», για να δεί­ξει το μέγε­θος του ενδια­φέ­ρον­τός Του για εμάς·διότι όπως ακρι­βώς σε εμάς είναι ποθη­τό το φαγη­τό, έτσι και για Αυτόν η σωτη­ρία μας.

Άκου­σε λοι­πόν με ποιον τρό­πο σε κάθε περί­πτω­ση δεν απο­κα­λύ­πτει εύκο­λα και αμέ­σως τα πάν­τα, αλλά κατά πρώ­τον εμβάλ­λει σε απο­ρία τον ακρο­α­τή, ώστε, αφού αρχί­σει να ανα­ζη­τεί τη σημα­σία αυτού που ειπώ­θη­κε, στη συνέ­χεια, βρι­σκό­με­νος σε κατά­στα­ση απο­ρί­ας και κοπιώ­δους προ­βλη­μα­τι­σμού, να δεχθεί με μεγα­λύ­τε­ρη προ­θυ­μία τη λύση του ζητου­μέ­νου και να δεί­ξει περισ­σό­τε­ρο ενδια­φέ­ρον για την ακρό­α­ση. Πραγ­μα­τι­κά για­τί δεν τους είπε ευθέ­ως: «Δική μου τρο­φή είναι να πράτ­τω το θέλη­μα του Πατρός μου»;-μολο­νό­τι και αυτό δεν ήταν σαφές, αλλά οπωσ­δή­πο­τε ήταν σαφέ­στε­ρο του προ­η­γου­μέ­νου- αλλά τι είπε; «Εγώ», λέγει, «έχω τρο­φή να φάγω, την οποία εσείς δεν γνω­ρί­ζε­τε». Προ­η­γου­μέ­νως δηλα­δή, όπως είπα, με την απο­ρία επι­θυ­μεί να τους κατα­στή­σει περισ­σό­τε­ρο προ­σε­κτι­κούς και να τους συνη­θί­σει να ακού­νε τα λεγό­με­να και δια­μέ­σου παρό­μοιων αινιγ­μα­τι­κών εκφρά­σε­ων.

Ποιο είναι λοι­πόν το θέλη­μα του Πατρός; Το λέγει στη συνέ­χεια και το επε­ξη­γεί: «Οχ μες λέγε­τε τι τι τετρά­μη­νός στι κα θερι­σμς ρχε­ται; δο λέγω μν, πάρα­τε τος φθαλ­μος μν κα θεά­σα­σθε τς χώρας, τι λευ­καί εσι πρς θερι­σμν δη(:Δεν λέτε εσείς ότι τέσ­σε­ρις μήνες μένουν ακό­μη και ο θερι­σμός έρχε­ται; Στην πνευ­μα­τι­κή όμως σπο­ρά είναι δυνα­τόν ο λόγος του Θεού να καρ­πο­φο­ρή­σει και σε χρο­νι­κό διά­στη­μα πολύ πιο σύν­το­μο. Και για να πει­σθεί­τε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώ­στε τα μάτια σας και κοι­τάξ­τε το πλή­θος αυτό των Σαμα­ρει­τών που έρχον­ται. Μοιά­ζουν οι ψυχές τους με χωρά­φια, στα οποία δεν πρό­φθα­σε να σπα­ρεί ο λόγος της αλή­θειας, κι όμως είναι λευ­κά και ώρι­μες πλέ­ον, έτοι­μα να θερι­σθούν. Έτσι και σε όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώ­πων είναι τώρα ώρι­μες για να δεχθούν τη σωτη­ρία.Και εκεί­νος που θερί­ζει στον πνευ­μα­τι­κό αυτό αγρό παίρ­νει μισθό, όχι μόνο διό­τι χαί­ρε­ται και εδώ βλέ­πον­τας την πνευ­μα­τι­κή συγ­κο­μι­δή, αλλά και διό­τι θα αντα­μει­φθεί και στη μελ­λον­τι­κή ζωή από τον Κύριο. Επει­δή λοι­πόν ελκύ­ει στη σωτη­ρία ψυχές αθά­να­τες, συνα­θροί­ζει καρ­πό για την αιώ­νια ζωή. Κι έτσι, στην πνευ­μα­τι­κή σπο­ρά που γίνε­ται τώρα, χαί­ρο­μαι κι εγώ που σπέρ­νω μαζί με σας που θα θερί­σε­τε)»[Ιω.4, 36] .

Να λοι­πόν που πάλι με τις συνη­θι­σμέ­νες λέξεις τούς εξυ­ψώ­νει στην κατα­νόη­ση των μεγί­στων ζητη­μά­των. Διό­τι, όταν είπε «τρο­φή», τίπο­τε άλλο δεν δήλω­σε, παρά τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων, που επρό­κει­το σε λίγο να έρθουν[δηλαδή των Σαμα­ρει­τών που πήγαι­νε να προ­σκα­λέ­σει η γυναί­κα εν τω μετα­ξύ για να γνω­ρί­σουν και εκεί­νοι τον Μεσ­σία]. Επί­σης η «χώρα» και ο «θερι­σμός» το ίδιο φανε­ρώ­νουν, το πλή­θος των ψυχών δηλα­δή, οι οποί­ες είναι έτοι­μες για να δεχθούν σε λίγο το κήρυγ­μα. Επί­σης, με τη λέξη «φθαλ­μος» εδώ εννο­εί και τους νοε­ρούς και τους σωμα­τι­κούς. Διό­τι έβλε­παν πλέ­ον το πλή­θος των Σαμα­ρει­τών να έρχε­ται· επί­σης, την ετοι­μό­τη­τα της δια­θέ­σε­ως και την καλή προ­αί­ρε­ση των Σαμα­ρει­τών την ονο­μά­ζει «χωρά­φια» που είναι λευ­κά. Δηλα­δή όπως ακρι­βώς τα στά­χυα, όταν γίνουν λευ­κά, είναι έτοι­μα για το θερι­σμό, ομοιο­τρό­πως τώρα και αυτοί, λέγει, είναι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι και πρό­θυ­μοι για σωτη­ρία.

Και για­τί δεν τους είπε καθα­ρά ότι έρχον­ται οι άνθρω­ποι να πιστέ­ψουν και είναι έτοι­μοι να απο­δε­χθούν τον λόγο της σωτη­ρί­ας, επει­δή κατη­χή­θη­καν από τους προ­φή­τες και τώρα δίδουν τον καρ­πό της πνευ­μα­τι­κή σπο­ράς, αλλά τους ονό­μα­σε «χωρά­φια» και μίλη­σε για «θερι­σμό»; Τι επι­διώ­κει ο Κύριος με αυτά τα σχή­μα­τα του λόγου; Διό­τι όχι μόνο εδώ, αλλά και σε όλο το Ευαγ­γέ­λιο πράτ­τει το ίδιο. Επί­σης και οι προ­φή­τες χρη­σι­μο­ποιούν τον ίδιο τρό­πο διδα­σκα­λί­ας και πολ­λά λένε με μετα­φο­ρι­κή σημα­σία. Ποια είναι η αιτία αυτού λοι­πόν; Διό­τι η χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος δεν όρι­σε αυτόν τον τρό­πο διδα­σκα­λί­ας χωρίς αιτία.

Αλλά για ποιο λόγο και προς ποιο σκο­πό; Για δύο λόγους. Ο ένας είναι για να κατα­στή­σει περισ­σό­τε­ρο εμφαν­τι­κό και παρα­στα­τι­κό τον λόγο και να γίνουν περισ­σό­τε­ρο κατα­νο­η­τά τα λεγό­με­να. Διό­τι ο νους, όταν συναν­τή­σει εικό­να των πραγ­μά­των με τις γνω­στές και συνή­θεις λέξεις δια­τυ­πω­μέ­νη, διε­γεί­ρε­ται περισ­σό­τε­ρο και όπως να βλέ­πει τα πράγ­μα­τα σε πίνα­κα ζωγρα­φι­κής, σαγη­νεύ­ε­ται πολύ από αυτά. Αυτός είναι ο ένας λόγος. Ο δεύ­τε­ρος είναι να κάνει θελ­κτι­κό­τε­ρη τη διή­γη­ση και να δια­τη­ρη­θεί μονι­μό­τε­ρη η μνή­μη των όσων λέγον­ται. Διό­τι πραγ­μα­τι­κά δεν αιχ­μα­λω­τί­ζει και δεν καθο­δη­γεί τόσο τους περισ­σό­τε­ρους ακρο­α­τές μία γνώ­μη, όσο η διή­γη­ση που γίνε­ται με βάση τα πράγ­μα­τα, καθώς και η απει­κό­νι­ση των όσων εκ πεί­ρας γνω­ρί­ζου­με. Αυτό μπο­ρού­με να το δού­με να γίνε­ται με μεγά­λη σοφία στις παρα­βο­λές.

«Κα θερί­ζων μισθν λαμ­βά­νει κα συνά­γει καρπν ες ζων αώνιον, να κα σπεί­ρων μο χαίρ κα θερί­ζων(:Και εκεί­νος που θερί­ζει στον πνευ­μα­τι­κό αυτό αγρό παίρ­νει μισθό, όχι μόνο διό­τι χαί­ρε­ται και εδώ βλέ­πον­τας την πνευ­μα­τι­κή συγ­κο­μι­δή, αλλά και διό­τι θα αντα­μει­φθεί και στη μελ­λον­τι­κή ζωή από τον Κύριο. Επει­δή λοι­πόν ελκύ­ει στη σωτη­ρία ψυχές αθά­να­τες, συνα­θροί­ζει καρ­πό για την αιώ­νια ζωή. Κι έτσι, στην πνευ­μα­τι­κή σπο­ρά που γίνε­ται τώρα, χαί­ρο­μαι κι εγώ που σπέρ­νω μαζί με σας που θα θερί­σε­τε)»[Ιω.4,36]. Διό­τι ο καρ­πός του επί­γειου θερι­σμού δεν γίνε­ται για την αιώ­νια ζωή αλλά προ­ο­ρί­ζε­ται για την εδώ πρό­σκαι­ρη ζωή, ενώ ο πνευ­μα­τι­κός για την αγέ­ρα­στη και αθά­να­τη ζωή.

Βλέ­πεις ότι οι λέξεις είναι αντι­λη­πτές με τις αισθή­σεις, τα νοή­μα­τα όμως είναι πνευ­μα­τι­κά και ότι με αυτές τις λέξεις ξεχω­ρί­ζει τα γήι­να από τα ουρά­νια; Εκεί­νο δηλα­δή που έκα­νε με το νερό, συζη­τών­τας με τη Σαμα­ρεί­τι­δα και ανέ­φε­ρε το χαρα­κτη­ρι­στι­κό του γνώ­ρι­σμα, όταν είπε «όποιος πίνει από το νερό αυτό, δεν θα διψά­σει», το ίδιο κάνει και στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση, όταν λέγει ότι ο καρ­πός αυτός συγ­κεν­τρώ­νε­ται για τη ζωή την αιώ­νια.

«Για να χαί­ρον­ται ταυ­τό­χρο­να μαζί και αυτός που σπέρ­νει και αυτός που θερί­ζει». Ποιος είναι αυτός που σπέρ­νει και ποιος είναι αυτός που θερί­ζει; Οι προ­φή­τες ήταν αυτοί που έσπει­ραν, δεν θέρι­σαν όμως αυτοί, αλλά οι Από­στο­λοι. Και όμως εξαι­τί­ας αυτού δεν στε­ρή­θη­καν την ευχα­ρί­στη­ση και την αμοι­βή των κόπων τους, αλλά ευχα­ρι­στούν­ται και χαί­ρον­ται μαζί μας, έστω και αν δεν θερί­ζουν μαζί με εμάς. Διό­τι ο θερι­σμός δεν είναι η ίδια εργα­σία με τη σπο­ρά. «Όπου δηλα­δή ο κόπος είναι λιγό­τε­ρος και μεγα­λύ­τε­ρη η ευχα­ρί­στη­ση, για το έργο αυτό σάς δια­τή­ρη­σα και σας όρι­σα, όχι για τη σπο­ρά. Διό­τι σε αυτήν την εργα­σία απαι­τεί­ται μεγά­λη ταλαι­πω­ρία και κόπος· ενώ στο θερι­σμό η μεν συγ­κο­μι­δή είναι άφθο­νη, ο δε κόπος όχι τόσο πολύς, αλλά και η ευκο­λία μεγα­λύ­τε­ρη».

Στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση, με όσα λέγει, θέλει να δεί­ξει ότι «και των προ­φη­τών το θέλη­μα αυτό ήταν, να έλθουν δηλα­δή οι άνθρω­ποι κον­τά Μου». Αυτό άλλω­στε το προ­ε­τοί­μα­ζε και ο νόμος. Για τού­το και έσπει­ραν, για να παρα­χθεί αυτός ο καρ­πός. Φανε­ρώ­νει ότι και εκεί­νους Αυτός τους απέ­στει­λε και ότι η συγ­γέ­νεια της Και­νής Δια­θή­κης με την Παλαιά είναι μεγά­λη και με την παρα­βο­λή αυτή έφε­ρε τα πάν­τα σε στε­νή σχέ­ση.

Ανέ­φε­ρε επί­σης και μία παροι­μία που ήταν σε μεγά­λη χρή­ση: «ν γρ τούτ λόγος στν ληθι­νός, τι λλος στν σπεί­ρων κα λλος θερί­ζων(:Διό­τι στη δική μας περί­πτω­ση εφαρ­μό­ζε­ται η αλη­θι­νή παροι­μία, ότι άλλος έσπει­ρε κι άλλος θερί­ζει. Έσπει­ρα εγώ και θα θερί­σε­τε εσείς, όπως και μελ­λον­τι­κά θα σπέρ­νε­τε εσείς και θα θερί­ζουν οι διά­δο­χοί σας)»[Ιω.4,37].Αυτά τα έλε­γαν οι άνθρω­ποι, όσες φορές άλλοι υφί­σταν­το τους κόπους και άλλοι απο­λάμ­βα­ναν τους καρ­πούς και λέγει η παροι­μία αυτή εφαρ­μό­ζε­ται επα­κρι­βώς σε αυτούς. Διό­τι «κοπί­α­σαν μεν οι προ­φή­τες, εσείς όμως τους καρ­πούς, που θα παρα­χθούν από τους κόπους εκεί­νων, θα δρέ­ψε­τε». Και δεν είπε: «τους μισθούς»-διό­τι και εκεί­νων ο πολύς κόπος δεν ήταν άμι­σθος-αλλά τους «καρ­πούς»· το ίδιο έκα­νε και ο Δανι­ήλ. Πραγ­μα­τι­κά και αυτός χρη­σι­μο­ποί­η­σε παροι­μία που έλε­γε: «ξ νόμων ξελεύ­σε­ται πλημ­μέ­λεια· κα χείρ μου οκ σται π σέ(:Από τους κακούς προ­έρ­χε­ται ως καρ­πός η κακία. Όμως εγώ δε θα απλώ­σω το χέρι πάνω σου)»[Α΄Βασ.24,14].Επί­σης και ο Δαβίδ στον θρή­νο του θυμά­ται ανά­λο­γη παροι­μία.

Γι’ αυτό πρό­φθα­σε ο Κύριος και είπε: «να κα σπεί­ρων μο χαίρ κα θερί­ζων(:για να χαί­ρον­ται μαζί και αυτός που σπέρ­νει και αυτός που θερί­ζει)». Επει­δή δηλα­δή επρό­κει­το να τους πει ότι άλλος έσπει­ρε και άλλος θερί­ζει, για να μη σχη­μα­τί­σει κανείς την εντύ­πω­ση, όπως είπα, ότι οι προ­φή­τες έχουν στε­ρη­θεί τον μισθό τους, λέγει κάτι το νέο και το παρά­δο­ξο, το οποίο δεν συμ­βαί­νει στα υλι­κά και αισθη­τά πράγ­μα­τα, αλλά χαρα­κτη­ρί­ζει ιδιαί­τε­ρα τα πνευ­μα­τι­κά. Διό­τι στα πράγ­μα­τα που υπο­πί­πτουν στις αισθή­σεις μας, εάν συμ­βεί άλλος να σπεί­ρει και άλλος να θερί­σει, όχι μόνο δεν χαί­ρον­ται μαζί του και όσοι έσπει­ραν, αλλά και αγα­να­κτούν, επει­δή κοπί­α­σαν για άλλους και μόνο όσοι θερί­ζουν χαί­ρον­ται. Στα πνευ­μα­τι­κά όμως θέμα­τα δεν είναι το ίδιο, αλλά και όσοι δεν θερί­ζουν εκεί­να που έσπει­ραν, χαί­ρον­ται εξί­σου με αυτούς που θερί­ζουν. Συνε­πώς είναι φανε­ρό ότι και αυτοί συμ­με­τέ­χουν στην αμοι­βή.

«γ πέστει­λα μς θερί­ζειν οχ μες κεκο­πιά­κα­τε· λλοι κεκο­πιά­κα­σι, κα μες ες τν κόπον ατν εσελη­λύ­θα­τε(:Εγώ, ο Κύριος του αγρού, σας έστει­λα για να θερί­ζε­τε καρ­πό για τον οποίο εσείς δεν έχε­τε κοπιά­σει για να σπα­ρεί. Άλλοι, δηλα­δή εγώ και οι προ­φή­τες πριν από μένα, έχουν κοπιά­σει κι έχουν σπεί­ρει, κι εσείς έχε­τε μπει στους κόπους και τη σπο­ρά τους για να θερί­σε­τε)»[Ιω.4,38]. Με όσα λέγει τους δίνει περισ­σό­τε­ρο θάρ­ρος. Επει­δή δηλα­δή εθε­ω­ρεί­το ότι είναι επί­πο­νο έργο το να περιέλ­θουν την οικου­μέ­νη και να κηρύ­ξουν το Ευαγ­γέ­λιο, τους απο­δει­κνύ­ει ότι είναι και εύκο­λο. Διό­τι το πάρα πολύ επί­πο­νο ήταν εκεί­νο, το οποίο και απαι­τού­σε πολύ κόπο, το να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί δηλα­δή η σπο­ρά και να οδη­γη­θεί σε θεο­γνω­σία η αμύ­η­τη ψυχή.

Αλλά με ποιον σκο­πό τα λέγει αυτά; Για να μην πανι­κο­βάλ­λον­ται, όταν θα τους απέ­στελ­λε στο κήρυγ­μα, με την ιδέα ότι απο­στέλ­λον­ται σε εργα­σία επί­πο­νη· διό­τι περισ­σό­τε­ρο κοπια­στι­κό και δύσκο­λο ήταν το έργο των προ­φη­τών, λέγει, και σε από­δει­ξη των λεγο­μέ­νων έρχε­ται το έργο, εφό­σον εσείς ήλθα­τε στα εύκο­λα. Δηλα­δή όπως στον θερι­σμό με ευκο­λία συγ­κεν­τρώ­νε­ται ο καρ­πός και σε μία και μόνη στιγ­μή γεμί­ζει το αλώ­νι από τα δέμα­τα με τα στά­χυα και δεν περι­μέ­νουν τις μετα­βο­λές του και­ρού, τον χει­μώ­να, την άνοι­ξη και τη βρο­χή, έτσι συμ­βαί­νει και εδώ.

Και αυτό το φωνά­ζουν τα ίδια τα έργα· διό­τι καθώς ο Ιησούς έλε­γε αυτά, εξέρ­χον­ταν οι Σαμα­ρεί­τες και ο καρ­πός συγ­κεν­τρω­νό­ταν με αφθο­νία. Γι’ αυτό και τους είπε: «πάρα­τε τος φθαλ­μος μν κα θεά­σα­σθε τς χώρας, τι λευ­καί εσι πρς θερι­σμν δη(:Δεν λέτε εσείς ότι τέσ­σε­ρις μήνες μένουν ακό­μη και ο θερι­σμός έρχε­ται; Στην πνευ­μα­τι­κή όμως σπο­ρά είναι δυνα­τόν ο λόγος του Θεού να καρ­πο­φο­ρή­σει και σε χρο­νι­κό διά­στη­μα πολύ πιο σύν­το­μο. Και για να πει­σθεί­τε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώ­στε τα μάτια σας και κοι­τάξ­τε το πλή­θος αυτό των Σαμα­ρει­τών που έρχον­ται. Μοιά­ζουν οι ψυχές τους με χωρά­φια, στα οποία δεν πρό­φθα­σε να σπα­ρεί ο λόγος της αλή­θειας, κι όμως είναι λευ­κά και ώρι­μες πλέ­ον, έτοι­μα να θερι­σθούν. Έτσι και σε όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώ­πων είναι τώρα ώρι­μες για να δεχθούν τη σωτη­ρία)»[Ιω.4,35].

Αυτά λοι­πόν είπε ο Κύριος και το πράγ­μα απο­δεί­χτη­κε, διό­τι τα λόγια επι­βε­βαιω­θή­καν από τα έργα : «κ δ τς πόλε­ως κεί­νης πολ­λο πίστευ­σαν ες ατν τν Σαμα­ρειτν δι τν λόγον τς γυναι­κός, μαρ­τυ­ρού­σης τι επέ μοι πάν­τα σα ποί­η­σα(: Εγώ, ο Κύριος του αγρού, σας έστει­λα για να θερί­ζε­τε καρ­πό για τον οποίο εσείς δεν έχε­τε κοπιά­σει για να σπα­ρεί. Άλλοι, δηλα­δή εγώ και οι προ­φή­τες πριν από μένα, έχουν κοπιά­σει κι έχουν σπεί­ρει, και εσείς έχε­τε μπει στους κόπους και τη σπο­ρά τους για να θερί­σε­τε)»[Ιω.4,38].Έβλεπαν βέβαια ότι η γυναί­κα δεν θα επαι­νού­σε Εκεί­νον ο οποί­ος της απο­κά­λυ­ψε τα αμαρ­τή­μα­τά της, ούτε πάλι θα δια­πόμ­πευε έτσι τη ζωή της για να κάνει τη χάρη σε κάποιον άλλο. Ας μιμη­θού­με λοι­πόν τη γυναί­κα αυτή και εμείς και για τα αμαρ­τή­μα­τά μας να μην ντρε­πό­μα­στε τους ανθρώ­πους, αλλά πρέ­πει να φοβού­μα­στε τον Θεό, ο οποί­ος και τώρα βλέ­πει αυτό που γίνε­ται, και τότε τιμω­ρεί όσους δεν μετα­νο­ούν σήμε­ρα. Διό­τι όποιος στην παρού­σα ζωή προ­σέ­χει μόνο την ντρο­πή των ανθρώ­πων, χωρίς να ντρέ­πε­ται να πρά­ξει κάτι το άτο­πο, ενώ τον βλέ­πει ο Θεός και δεν θέλει να μετα­νο­ή­σει και να αλλά­ξει δια­γω­γή, αυτός κατά την ημέ­ρα εκεί­νη, όχι ενώ­πιον ενός ή δύο ανθρώ­πων, αλλά της οικου­μέ­νης ολό­κλη­ρης πρό­κει­ται να λάβει τιμω­ρία.

Ομι­λία ΛΕ΄: Υπο­μνη­μα­τι­σμός των χωρί­ων Ιω.4,40–42

[…] «ς ον λθον πρς ατν ο Σαμα­ρεται, ρώτων ατν μεναι παρ᾿ ατος· κα μει­νεν κε δύο μέρας. κα πολλ πλεί­ους πίστευ­σαν δι τν λόγον ατο, τ τε γυναικ λεγον τι οκέτι δι τν σν λαλιν πιστεύ­ο­μεν· ατο γρ κηκό­α­μεν, κα οδαμεν τι οτός στιν ληθς σωτρ το κόσμου Χρι­στός(:Όταν λοι­πόν ήλθαν κον­τά Του οι Σαμα­ρεί­τες, Τον παρα­κα­λού­σαν να μεί­νει για πάν­τα μαζί τους. Και έμει­νε εκεί δύο ημέ­ρες. Και από τη διδα­σκα­λία που τους έκα­νε τις δύο ημέ­ρες πίστε­ψαν πολύ περισ­σό­τε­ροι από εκεί­νους που ήλθαν στο πηγά­δι και Τον παρα­κά­λε­σαν να μεί­νει στην πόλη τους. Και στη γυναί­κα έλε­γαν ότι δεν πιστεύ­ου­με πλέ­ον για τα όσα μας είπες εσύ. Διό­τι εμείς οι ίδιοι Τον έχου­με τώρα ακού­σει και γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον ότι Αυτός είναι αλη­θι­νά ο Σωτή­ρας όλου του κόσμου, ο ανα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, ο Χρι­στός)»[Ιω.4,40–42].

Tίπο­τα δεν είναι χει­ρό­τε­ρο από τον φθό­νο και τη ζηλο­τυ­πία. Αυτή συνή­θως φθεί­ρει τα πολ­λά αγα­θά. Οι Ιου­δαί­οι δηλα­δή, οι οποί­οι είχαν περισ­σό­τε­ρες θρη­σκευ­τι­κές γνώ­σεις και είχαν έλθει σε επα­φή με τους προ­φή­τες, φάνη­καν κατώ­τε­ροι. Διό­τι οι Σαμα­ρεί­τες από την πλη­ρο­φο­ρία της γυναι­κός και μόνο, χωρίς να δουν κανέ­να θαύ­μα, εξήλ­θαν και παρα­κα­λού­σαν τον Χρι­στό να παρα­μεί­νει μαζί τους, ενώ οι Ιου­δαί­οι, αν και είδαν τα θαύ­μα­τα, όχι μόνο δεν Τον κρά­τη­σαν μαζί τους, αλλά και Τον εξε­δί­ω­καν και τα πάν­τα έκα­ναν, ώστε να Τον απο­μα­κρύ­νουν και από τη χώρα τους, μολο­νό­τι η επί γης παρου­σία του Κυρί­ου για αυτούς είχε γίνει. Αλλά εκεί­νοι μεν Τον εξε­δί­ω­καν, ενώ αυτοί Του ζητού­σαν να παρα­μεί­νει μαζί τους.

Πες μου, σε παρα­κα­λώ, αυτούς, αν και Τον παρα­κα­λού­σαν και Τον ικέ­τευαν, δεν έπρε­πε να τους πλη­σιά­σει ο Κύριος, αλλά να μένει κον­τά σε εκεί­νους που Τον εχθρεύ­ον­ταν και Τον εκδί­ω­καν, ενώ σε όσους Τον αγα­πού­σαν και ήθε­λαν να Τον έχουν κον­τά τους να μη δίνει τον εαυ­τό Του αλλά να τους εγκα­τα­λεί­ψει; Αλλά αυτό δεν θα ήταν αντά­ξιο προς την πρό­νοια και το ενδια­φέ­ρον Αυτού. Για τον λόγο αυτό δέχτη­κε και παρέ­μει­νε κον­τά τους για δύο ημέ­ρες. Αυτοί βέβαια ήθε­λαν να Τον κρα­τή­σουν συνέ­χεια μαζί τους-διό­τι αυτό έδει­ξε ο Ευαγ­γε­λι­στής όταν είπε: «Τον παρα­κα­λού­σαν να μεί­νει μαζί τους»-, ο Ιησούς όμως δεν το αρνιό­ταν, αλλά έμει­νε μόνο δύο μέρες και κατά τη διάρ­κεια των ημε­ρών αυτών πίστε­ψαν πολύ περισ­σό­τε­ροι.

Βέβαια ήταν φυσι­κό να μην πιστέ­ψουν αυτοί, επει­δή και κανέ­να θαύ­μα δεν είχαν δει και ήταν εχθρι­κώς δια­κεί­με­νοι προς τους Ιου­δαί­ους. Και όμως, επει­δή έκρι­ναν τα λεγό­με­να με βάση την αλή­θεια, δεν έλα­βαν υπό­ψη την εχθρό­τη­τα αυτή, αλλά η σκέ­ψη τους ήταν ανώ­τε­ρη από τα εμπό­δια και φιλο­τι­μούν­ταν να θαυ­μά­ζουν περισ­σό­τε­ρο τον Ιησού. «Και στη γυναί­κα έλε­γαν ότι ‘’δεν πιστέ­ψα­με πλέ­ον για τα όσα μας είπες εσύ, διό­τι εμείς οι ίδιοι έχου­με ακού­σει Αυτόν και γνω­ρί­ζου­με ότι Αυτός είναι αλη­θώς ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χρι­στός’’».

Οι μαθη­τές υπε­ρέ­βη­σαν τον Διδά­σκα­λο. Διό­τι αυτοί θα μπο­ρού­σαν δίκαια να κατη­γο­ρή­σουν τους Ιου­δαί­ους και με την πίστη τους και με την υπο­δο­χή του Κυρί­ου. Οι Ιου­δαί­οι δηλα­δή, χάριν των οποί­ων όλο το έργο Του έκα­νε ο Κύριος, συνε­χώς Τον λιθο­βο­λού­σαν, ενώ οι Σαμα­ρεί­τες Τον προ­σείλ­κυ­σαν προς το μέρος τους, έστω και αν δεν κατευ­θυ­νό­ταν προς αυτούς. Και οι μεν παρά τα θαύ­μα­τα μένουν αδιόρ­θω­τοι, αυτοί όμως χωρίς θαύ­μα­τα έδει­ξαν μεγά­λη πίστη σε Αυτόν και συνα­γω­νί­ζον­ται σε αυτό ακρι­βώς, να πιστέ­ψουν δηλα­δή χωρίς θαύ­μα­τα, ενώ εκεί­νοι δεν παύ­ουν και θαύ­μα­τα να ζητούν και να Τον πει­ρά­ζουν. Τόσο μονά­χα χρειά­ζε­ται σε κάθε περί­πτω­ση η ευσε­βής και ευγνώ­μων ψυχή. Και όταν η αλή­θεια συναν­τή­σει παρό­μοια ψυχή, εύκο­λα κυριαρ­χεί. Και αν δεν επι­κρα­τή­σει, αυτό δεν οφεί­λε­ται στη δική της αδυ­να­μία, αλλά στην αγνω­μο­σύ­νη της ψυχής. Διό­τι και ο ήλιος, όταν πέσει σε υγιείς οφθαλ­μούς, εύκο­λα φωτί­ζει. Και αν δε φωτί­σει, το σφάλ­μα οφεί­λε­ται στην ασθέ­νεια εκεί­νων και όχι στην αδυ­να­μία αυτού.

Άκου­σε λοι­πόν τι λέγουν οι Σαμα­ρεί­τες: «Γνω­ρί­ζου­με ότι Αυτός είναι αλη­θώς ο Σωτή­ρας του κόσμου,ο Χρι­στός». Βλέ­πεις ότι αμέ­σως αντι­λή­φθη­καν ότι επρό­κει­το να προ­σελ­κύ­σει την οικου­μέ­νη και ότι ήλθε να τακτο­ποι­ή­σει την κοι­νή σωτη­ρία και ακό­μη ότι δε σκό­πευε να περιο­ρί­σει το ενδια­φέ­ρον Του στους Ιου­δαί­ους μόνο, αλλά ότι παν­τού θα έσπει­ρε τον λόγο Του; Όμως οι Ιου­δαί­οι δεν συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται τοιου­το­τρό­πως. Αντί­θε­τα επι­διώ­κουν να στη­ρί­ξουν τη δική τους δικαιο­σύ­νη και δεν υπο­τά­χτη­καν στη δικαιο­σύ­νη του Θεού. Οι Σαμα­ρεί­τες όμως, παρα­δε­χό­με­νοι ότι οι πάν­τες βρί­σκον­ται υπό κατα­δί­κη, υπο­δη­λώ­νουν εκεί­νο τον απο­στο­λι­κό λόγο που λέγει: «Πάν­τες γρ μαρ­τον κα στε­ρονται τς δόξης το Θεο, δικαιού­με­νοι δωρε­ὰν τῇ αὐτοῦ χάρι­τι διὰ τῆς ἀπο­λυ­τρώ­σε­ως τῆς ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ(: Διό­τι όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως αμάρ­τη­σαν και έχουν στε­ρη­θεί από τη δόξα, που έχει και μετα­δί­δει ο Θεός. Και γίνον­ται όλοι δίκαιοι και παίρ­νουν τη σωτη­ρία δωρε­άν με τη χάρη του Θεού, δια της εξα­γο­ράς από την αμαρ­τία, όπως αυτή πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε με τη θυσία του Ιησού Χρι­στού)»[Ρωμ.3,23–24]. Με το να πουν δηλα­δή ότι είναι ο Σωτή­ρας του κόσμου, έδει­ξαν ότι είναι Σωτή­ρας του χαμέ­νου και αμαρ­τω­λού κόσμου και μάλι­στα όχι απλώς Σωτή­ρας, αλλά Σωτή­ρας στα σπου­δαιό­τα­τα και μέγι­στα πράγ­μα­τα. Ήλθαν βέβαια πολ­λοί με σκο­πό να σώσουν, και προ­φή­τες και άγγε­λοι, αλλά ο αλη­θι­νός Σωτή­ρας είναι αυτός, λέγει, ο οποί­ος προ­σφέ­ρει την αλη­θι­νή σωτη­ρία και όχι την πρό­σκαι­ρη μόνο.

Αυτό είναι το χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα της ειλι­κρι­νούς πίστε­ως, διό­τι οι Σαμα­ρεί­τες είναι άξιοι θαυ­μα­σμού και από τις δύο από­ψεις. Αφε­νός μεν διό­τι πίστε­ψαν, αφε­τέ­ρου δε διό­τι πίστε­ψαν χωρίς θαύ­μα­τα· αυτούς μακα­ρί­ζει και ο Χρι­στός, όταν λέγει: «Μακά­ριοι ο μ δόν­τες κα πιστεύ­σαν­τες(:Πίστε­ψες επει­δή με είδες. Μακά­ριοι και πιο ευτυ­χι­σμέ­νοι είναι εκεί­νοι που πιστεύ­ουν χωρίς να με έχουν δει με τα μάτια τους, όπως με είδες εσύ. Και θα πιστέ­ψουν έτσι όλα τα μέλη της Εκκλη­σί­ας μου στις γενιές που θα έλθουν)»[Ιω.20,29] και μάλι­στα η πίστη τους ήταν ειλι­κρι­νής. Αν και άκου­σαν τη γυναί­κα να τους λέγει με αμφι­βο­λία: «Ελά­τε να δεί­τε έναν άνθρω­πο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, και αυτά ακό­μη τα μυστι­κά και προ­σω­πι­κά στοι­χεία της ζωής μου. Μήπως είναι αυτός ο Χρι­στός;»[Ιω.4,29], δεν είπαν και αυτοί ότι «και εμείς έχου­με αυτήν την υπο­ψία», ούτε ότι «νομί­ζου­με», αλλά ότι «γνω­ρί­ζου­με» και μάλι­στα όχι απλώς «γνω­ρί­ζου­με» αλλά ότι «Αυτός είναι αλη­θώς ο Σωτή­ρας του κόσμου». Δεν παρα­δέ­χον­ταν βέβαια τον Χρι­στό ως έναν από τους πολ­λούς σωτή­ρες, αλλά ως τον όντως Σωτή­ρα. Και όμως ποιον είδαν να σώζε­ται; Τους λόγους άκου­σαν μόνο και είπαν εκεί­να ακρι­βώς τα οποία θα έλε­γαν, εάν έβλε­παν και θαύ­μα­τα πολ­λά και μεγά­λα.

Και για ποιον λόγο δεν μας ανα­φέ­ρουν οι Ευαγ­γε­λι­στές αυτούς τους λόγους και ότι τους ομί­λη­σε κατά τρό­πο θαυ­μα­στό; Για να μάθεις ότι πολ­λά από τα σπου­δαία και μεγά­λα τα παρα­λεί­πουν. Άλλω­στε από το τελι­κή έκβα­ση απέ­δει­ξαν τα πάν­τα, διό­τι με τα λεχθέν­τα έπει­σε λαό ολό­κλη­ρο και όλη την πόλη. Όπου όμως δεν πεί­θον­ται οι άνθρω­ποι, τότε αναγ­κά­ζον­ται οι Ευαγ­γε­λι­στές να εκθέ­τουν και όσα ειπώ­θη­καν, για να μην κατη­γο­ρεί κανείς τον ομι­λη­τή από την αγνω­μο­σύ­νη των ακρο­α­τών.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ιωάν­νην Ευαγ­γέ­λιον, επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα από τις ομι­λί­ες ΛΑ΄- ΛΕ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμοι 13, σελ. 515–539 και 13Α, σελ.11–63 και 75–81.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 72, σελ. 199–258 και 263–268.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 9–5‑1999]

(Β397)

Το πρώ­το σύμ­πτω­μα της πτώ­σε­ως των Πρω­το­πλά­στων, αγα­πη­τοί μου, ήταν η απώ­λεια της γνώ­σε­ως του αλη­θι­νού Θεού. Κάποιες βέβαια λίγες γενε­ές μετά από τον Αδάμ, εκρά­τη­σαν αυτήν την πίστιν. Κατά παρα­δο­σια­κόν φυσι­κά τρό­πον, την στιγ­μή που ο Αδάμ και η Εύα είπαν στα παι­διά τους, στα εγγό­νια τους παρα­κά­τω, πώς ήσαν εις τον Παρά­δει­σον, πώς εγνώ­ρι­σαν τον αλη­θι­νόν Θεόν κ.λπ. Αλλά όσο οι άνθρω­ποι εξη­πλούν­το επά­νω εις την Γην, αλλά και απε­μα­κρύ­νε­το η μία ομά­δα ανθρώ­πων από την άλλη, επά­νω εις την τότε αχα­νή Γη, στρε­φό­με­νοι προς τα τέσ­σε­ρα σημεία του ορί­ζον­τος, που ήτο το θέλη­μα του Θεού αυτό, το έχο­με από πολ­λές μαρ­τυ­ρί­ες και μάλι­στα ο πύρ­γος της Βαβέλ είναι ένα από αυτά τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά απο­μα­κρύν­σε­ως των ανθρώ­πων, όπως και στην Και­νή Δια­θή­κη που έγι­νε διωγ­μός εις τα Ιερο­σό­λυ­μα, μόνο και μόνο για να φύγουν οι Από­στο­λοι. Για να πάνε πιο πέρα. Για­τί δεν έφευ­γαν πιο πέρα. Έμε­ναν εκεί συγ­κεν­τρω­μέ­νοι.

Ωστό­σο, όλα αυτά δημιούρ­γη­σαν ένα ξεθώ­ρια­σμα της μνή­μης του Θεού. Έτσι απω­λέ­σθη η μνή­μη της γνώ­σε­ως του αλη­θι­νού Θεού. Και έπε­σαν εις την ειδω­λο­λα­τρί­αν. Θεο­ποιού­σαν εκεί­νο που έβλε­παν μπρο­στά τους. «Τι ευκο­λό­τε­ρον; Βλέ­πω τον ήλιο. Με ζωο­γο­νεί. Θα τον λατρεύ­σω». Κ.ο.κ. Όπως μέχρι πρό­τι­νος, αν όχι ίσως και ακό­μη, στην Αμε­ρι­κή οι ιθα­γε­νείς, οι ντό­πιοι, ελά­τρευαν το καλαμ­πό­κι. Για­τί τους έτρε­φε. Κ.ο.κ.

Παρέ­μει­ναν μόνον μερι­κά ευά­ριθ­μα πρό­σω­πα, που είχαν κρα­τή­σει αυτήν την πίστιν του αλη­θι­νού Θεού. Και ένας απ’ αυτούς ήταν ο Αβρα­άμ. Και ο Μελ­χι­σε­δέκ. Αυτό το μυστη­ριώ­δες πρό­σω­πον, βασι­λιάς της Ιερου­σα­λήμ. Η Ιερου­σα­λήμ προ­ϋ­πήρ­ξε του Αβρα­άμ. Προ­σέ­ξα­τέ το αυτό. Και αυτά τα πρό­σω­πα εγνώ­ρι­σαν τον αλη­θι­νόν Θεόν. Μάλι­στα ο δεύ­τε­ρος Ψαλ­μός μάς λέγει ότι ο Μεσ­σί­ας θα είναι κατά την τάξιν του Μελ­χι­σε­δέκ. Σπου­δαίο αυτό.

Αλλά όμως, σε όλο το πρό­σω­πο της Γης, σας είπα, απλώ­θη­κε η ειδω­λο­λα­τρία. Συνε­πώς, το κυριό­τε­ρον και πρώ­τον έργον της Εναν­θρω­πή­σε­ως του Θεού Λόγου ήταν η απο­κά­λυ­ψις του αλη­θι­νού Θεού. Ήλθε να μας απο­κα­λύ­ψει τον αλη­θι­νόν Θεόν. Λέγει στις Κατη­χή­σεις του ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων ότι το δεύ­τε­ρον Πρό­σω­πον…- εκεί μιλά­ει για το θέμα για­τί ενην­θρώ­πη­σε το δεύ­τε­ρον Πρό­σω­πον- διό­τι το Δεύ­τε­ρον πρό­σω­πον είναι ο άμε­σος εκτε­λε­στής της Δημιουρ­γί­ας· και «δεν ηνεί­χε­το», λέγει, «ο Θεός Λόγος, να λατρεύ­ον­ται τα ξόα­να και δεν ξέρω τι, τα αγάλ­μα­τα, η φύσις, αντί του Πατρός. Ενην­θρώ­πη­σε για να έρθει να μας πει Ποιος είναι ο αλη­θι­νός Θεός». Είναι μία πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κή θέσις του αγί­ου Κυρίλ­λου. Ότι ο Θεός είναι Πνεύ­μα και ότι ο Θεός είναι τρεις υπο­στά­σεις και ο Ένας εκ των Τριών ενην­θρώ­πη­σε.

Αυτά ήλθε να μας πει, αγα­πη­τοί μου, σήμε­ρα ο Λόγος του Θεού. Δηλα­δή ήρθε ο Χρι­στός να μας πει αυτά που ακού­σα­με στην ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, σήμε­ρα, της Σαμα­ρεί­τι­δος. Κι έτσι έχο­με Έναν Θεόν, Πνεύ­μα ο Θεός, τρεις οι υπο­στά­σεις. «Υπό­στα­σις» εδώ θα πει «πρό­σω­πον». Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύ­μα. Το δε Σύμ­βο­λον της Πίστε­ως, αν το έχε­τε ποτέ προ­σέ­ξει, πολύ εύκο­λο είναι να το δει κανείς, δεν είναι παρά μία ανα­φο­ρά εις τα τρία πρό­σω­πα της Αγί­ας Τριά­δος. «Πιστεύω…». Αυτό το ρήμα «πιστεύω» επα­να­λαμ­βά­νε­ται εις το κάθε άρθρον του Συμ­βό­λου της Πίστε­ως. «Εις έναν Θεόν». Αυτός ο Θεός είναι: Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύ­μα. Αυτό είναι το κρι­τή­ριον δε, του να είσαι Χρι­στια­νός, αλλά και προ­παν­τός Ορθό­δο­ξος Χρι­στια­νός.

Γι’αυ­τό ο Κύριος εδώ εις τον κόσμον όταν ήλθε, είπε στην προ­σευ­χή Του την αρχιε­ρα­τι­κή: «φανέ­ρω­σά σου τό νομα τος νθρώ­ποις». «Το όνο­μά Σου», λέγει, «το εφα­νέ­ρω­σα εις τους ανθρώ­πους». «Καί γνώ­ρι­σα ατος -λέει λίγο πιο κάτω- το νομά Σου και γνω­ρί­σω». «Το έκα­να γνω­στό το όνο­μά Σου. Αλλά και θα το κάνω και εις το μέλ­λον γνω­στό το όνο­μά Σου». Πώς; Διό­τι η αρχιε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή του Κυρί­ου μας έγι­νε λίγο πριν σταυ­ρω­θεί, λίγο πριν συλ­λη­φθεί. Δια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Έρχε­ται το Πνεύ­μα το Άγιον μέσα εις την Ιστο­ρία, σαφέ­στε­ρα και ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα μας το λέγει αυτό ο Κύριος, αλλά δεν έχω χρό­νο πιο πολύ να σας το ανα­λύ­σω, ότι Εκεί­νος, ο Παρά­κλη­τος, το τρί­τον Πρό­σω­πον της Αγί­ας Τριά­δος, Εκεί­νο θα μας πει όσα δεν «πρό­λα­βε»(εντός εισα­γω­γι­κών το ρήμα) ο Υιός να μας πει. Για­τί δεν μπο­ρού­σα­με όλα να τα κρα­τή­σο­με εμείς οι άνθρω­ποι και η απο­κά­λυ­ψις έπρε­πε να γίνε­ται προ­ο­δευ­τι­κά.

Και ποιο είναι το όνο­μα του Θεού; Αυτό που είπε ο Κύριος εις τους μαθη­τάς Του μετά την Ανά­στα­σή Του. Μ’ αυτό, μάλι­στα, τελειώ­νει το κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον: «Πορευ­θέν­τες –είπε εις τους μαθη­τάς Του- μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη, βαπτί­ζον­τες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύ­μα­τος». Αυτό είναι το όνο­μα του Θεού. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κόν ότι δεν λέγει «ες τά νόματα», αλλά λέγει «ες τ νομα». Για­τί είναι Ένα όνο­μα. Για­τί είναι Ένας ο Θεός. Με τις τρεις υπο­στά­σεις. Ποιο είναι λοι­πόν το όνο­μα του αλη­θι­νού Θεού; Το όνο­μα, το υπο­γραμ­μί­ζω. «Πατήρ, Υός καί γιον Πνεμα». Και τού­το εκφρά­ζει ακό­μα, εδώ που λέει ο Κύριος «ες τ νομα», την κοι­νήν ουσί­αν των τριών προ­σώ­πων.

Είναι γνω­στό ότι ο λεγό­με­νος χρι­στια­νι­κός κόσμος, για μία ακό­μη φορά, όπως τότε, από τους απο­γό­νους του Αδάμ, λησμο­νεί το αλη­θι­νόν όνο­μα του Θεού. Το λησμο­νεί. Στην επο­χή μας. Και τού­το, δηλα­δή το Άγιον Όνο­μα του Τρια­δι­κού Θεού. Το λησμο­νεί. Μέσα δε εις τον χρι­στια­νι­κόν κόσμον εισέ­δυ­σαν πολ­λές και ποι­κί­λες αντι­λή­ψεις περί Θεού. Ναι.

Με την παγ­κο­σμιό­τη­τα των Μέσων Ενη­με­ρώ­σε­ως και της μετα­κι­νή­σε­ως των ανθρώ­πων, ξεκί­νη­σε ένας νέος Γνω­στι­κι­σμός, δηλα­δή ένα συνον­θύ­λευ­μα αντι­λή­ψε­ων περί Θεού. Αυτός είναι ο Γνω­στι­κι­σμός· ο οποί­ος πρω­το­εμ­φα­νί­σθη τον 3ον αιώ­να προ Χρι­στού με τις κατα­κτή­σεις του Μεγά­λου Αλε­ξάν­δρου. Για­τί οι άνθρω­ποι ήσαν, ούτως ειπείν, μεμο­νω­μέ­νοι. Αλλά έχο­με ένα άνοιγ­μα επι­κοι­νω­νιών των λαών με τις κατα­κτή­σεις του Μεγά­λου Αλε­ξάν­δρου, κι έτσι λοι­πόν η μία αντί­λη­ψις, η μία θρη­σκεία χωρά­ει μέσα στην άλλη και έχο­με αυτό που είπα­με: Γνω­στι­κι­σμός.

Έτσι έχο­με θέσεις, στην επο­χή μας, παν­θεϊ­στι­κές και ειδω­λο­λα­τρι­κές. Απ’ όλη την υφή­λιον. Ενδο­κο­σμι­κές θρη­σκεί­ες. Έχο­με Ισλα­μι­σμόν. Έχο­με όλα συσ­σω­ρευ­μέ­να και μάλι­στα εις τις λεγό­με­νες χρι­στια­νι­κές χώρες. Γι’αυ­τό σας είπα προ­η­γου­μέ­νως, άρχι­σαν οι Χρι­στια­νοί να λησμο­νούν το Όνο­μα του Αγί­ου αλη­θι­νού Θεού.

Όλα αυτά σήμε­ρα τα ονο­μά­ζο­με με μία λέξη: Οικου­με­νι­σμός. Αυτός είναι ο Οικου­με­νι­σμός. Και θα έλε­γα ότι αυτός ο Οικου­με­νι­σμός είναι όχι έξω από την πόρ­τα μας και την κρού­ει, αλλά είναι ήδη μέσα, είναι εντός, μες στην χώρα μας, μες στην πατρί­δα μας. Θέλε­τε; Και μέσα στην Εκκλη­σία μας…

Προ ολί­γων ετών έγι­νε ένα δια­χρι­στια­νι­κό Συνέ­δριο στον Κανα­δά. Βέβαια πήγαν και Έλλη­νες. Ένας απ’ αυτούς έγρα­ψε και ένα βιβλια­ρά­κι απ΄ όπου και γνω­ρί­ζο­με αυτό που θα σας πω. Προ­σέξ­τε. Εκεί μαζεύ­τη­καν βέβαια Ορθό­δο­ξοι, Ρωμαιο­κα­θο­λι­κοί, Προ­τε­στάν­ται. Σας είπα, δια­χρι­στια­νι­κόν Συνέ­δριον. Και ειπώ­θη­κε εις τους συνέ­δρους να μην έχουν ανα­φο­ρά εις τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν, επει­δή ανά­με­σά τους ήσαν Προ­τε­στάν­ται αντι­τρια­δι­σταί. Δεν πίστευαν εις τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν. Επι­τρέ­ψα­τέ μου την λαϊ­κή έκφρα­ση: Τι σόι Χρι­στια­νοί ήταν αυτοί; Τι καθο­ρί­ζει ακρι­βώς τον Χρι­στια­νόν; Η πίστις εις τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν. Και όμως έγι­νε αυτό προ ολί­γων ετών στο δια­χρι­στια­νι­κό αυτό Συνέ­δριο. Για να δεί­τε το πράγ­μα πόσο έχει προ­χω­ρή­σει και ότι είναι ανάγ­κη, τώρα με Ενω­μέ­νες Ευρώ­πες και δεν ξέρω τι, και δεν ξέρω τι, όλα αυτά τα πράγ­μα­τα ήδη εισβάλ­λουν με τα τσα­ρού­χια εις τον χώρον και της Εκκλη­σί­ας μας.

Γι’αυ­τό είναι ανάγ­κη λοι­πόν σήμε­ρα εις τον Ορθό­δο­ξον Χρι­στια­νι­κόν Κόσμον να τονί­ζε­ται ο Άγιος Τρια­δι­κός Θεός. Έρχον­ται, αγα­πη­τοί μου, δύσκο­λες ημέ­ρες· που θα μας αναγ­κά­ζουν να μην ανα­φε­ρό­με­θα εις το άγιον Όνο­μα του Τρια­δι­κού Θεού. Θα μας αναγ­κά­ζουν… Απλώς, θα μας λέγουν, να ανα­φε­ρό­με­θα εις τον Θεόν. Εις τον Θεόν. Μέσα στον χώρο, ξέρε­τε, του Προ­σκο­πι­σμού, για να υπάρ­χει πάσα πίστις, φερει­πείν να είναι και ο Βου­δι­στής, ο πρό­σκο­πος και ο Α και ο Β και ο Γ και ο Δ δια­φό­ρων θρη­σκειών, όταν θέλουν να κάνουν μία κοι­νή προ­σευ­χή, ξέρε­τε πώς την κάνουν; Διε­θνώς πλέ­ον. «Ο Θεός», λένε. Ποιος είναι αυτός ο «Θεός»; Για σένα τον Βου­δι­στή είναι αυτό που είναι. Για μένα τον Χρι­στια­νό είναι αυτό που είναι. Κ.ο.κ. Σας είπα, το πράγ­μα έχει ξεκι­νή­σει. Λέγουν ότι ο Θεός είναι Ένας, αυτό είναι το επι­χεί­ρη­μά τους, και είναι παν­τα­χού παρών. Δεν έχει σημα­σία. Τι θα πει να πω Τρια­δι­κός Θεός. «Ένας», λέει, «είναι ο Θεός και είναι παν­τα­χού παρών». Με αυτόν τον τρό­πο δικαιο­λο­γούν­ται με εκεί­να τα οποία ήδη εισά­γουν ή επι­μέ­νουν. Φυσι­κά ουδε­μία μνεία περί Ιησού Χρι­στού. Το ακού­σα­τε; Ουδε­μία μνεία περί Ιησού Χρι­στού. Απλώς «ένας είναι ο Θεός». Τίπο­τε άλλο. Ούτε περί Εναν­θρω­πή­σε­ως του Θεού Λόγου, ούτε περί της σταυ­ρι­κής θυσί­ας του Χρι­στού, ούτε περί σωτη­ρί­ας. Ισχυ­ρί­ζον­ται ότι είναι αδια­νόη­τος η σωτη­ρία. «Τι θα πει ‘’σωτη­ρία’’; Δεν την κατα­λα­βαί­νο­με». Καμία αίσθη­ση περί αμαρ­τί­ας.

Έρχε­ται, όμως, η σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, όπως σας είπα, του Ιωάν­νου, που ακού­σα­με εκεί­νον τον θαυ­μά­σιον διά­λο­γον του Κυρί­ου μετά της Σαμα­ρεί­τι­δος γυναι­κός, να δώσει την απάν­τη­ση. Λέγει ο Κύριος εις την Σαμα­ρεί­τι­δα γυναί­κα: «Πνεμα Θεός, κα τος προ­σκυ­νοντας ατν ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί δε προ­σκυ­νεν». Πνεύ­μα ο Θεός. Δεν ταυ­τί­ζε­ται ο Θεός με την Δημιουρ­γία. Δεν υπάρ­χει παν­θεϊ­σμός. Αυτό θα πει παν­θεϊ­σμός. Η ταύ­τι­ση του Θεού με την Δημιουρ­γία. Σήμε­ρα δε πάρα πολ­λοί, εις τον δυτι­κόν κόσμον, βαπτι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοί, είναι παν­θεϊ­σταί. Και εις ημάς τους Έλλη­νες. Είναι παν­θεϊ­σταί. Θέλε­τε ακό­μη; Ο Μασο­νι­σμός στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι παν­θεϊ­σμός.

Αλλά και κάτι ακό­μη. Όταν ο Μωυ­σής ερώ­τη­σε τον Κύριον, εκεί στην φλε­γο­μέ­νη βάτο, ποιο ήταν το Όνο­μά Του, ο Κύριος απήν­τη­σε: « ν». Ρώτη­σε, για­τί στην Αίγυ­πτο είδε ότι οι Αιγύ­πτιοι έδι­ναν ονό­μα­τα εις τους θεούς των. «Όταν λοι­πόν Εσύ, Κύριε, με στέλ­νεις εις την Αίγυ­πτον να μιλή­σω για Σένα εις τους συμ­πα­τριώ­τες μου — ήσαν ήδη 430 χρό­νια εκεί και είχαν οι Εβραί­οι αφο­μοιώ­σει πολ­λά από τους Αιγυ­πτί­ους- τι να τους πω; Ποιο είναι το όνο­μά Σου;». Και απαν­τά­ει ο Κύριος: « ν». Η μετο­χή του εμί. Ο υπάρ­χων!

Με αυτές τις δύο τώρα αφε­τη­ρί­ες, αυτά που λέγει ο Κύριος εις την Σαμα­ρεί­τι­δα γυναί­κα, ότι ο Θεός είναι Πνεύ­μα, κι εκεί­νο που ο Μωυ­σής μας παρέ­δω­σε, που του είπε ο Θεός: «γώ εμί ν», με αυτές τις δύο θέσεις ξεκι­νού­με να δού­με το θέμα λιγά­κι πιο κον­τά.

Όταν λέγει « ν», ο Υπάρ­χων, αυτό σημαί­νει ότι είναι Θεός υπάρ­χων, Θεός ζων­τα­νός. Είναι στον Ενε­στώ­τα, η μετο­χή στον Ενε­στώ­τα. Ο υπάρ­χων. Δηλα­δή πάν­το­τε υπήρ­χε. Και χθες και σήμε­ρα και αύριο θα υπάρ­χει ο Θεός. Ο Ένας, ο υπάρ­χων, διαρ­κώς ο υπάρ­χων. Και συνε­πώς ένας Θεός χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Αφού πάν­τα υπήρ­χε, πάν­τα υπάρ­χει και πάν­τα θα υπάρ­χει. Είναι δηλα­δή άναρ­χος. Και να είμαι ακρι­βέ­στε­ρος, είναι Αΐδιος· Αΐδιος, θα πει αυτός που δεν έχει ούτε αρχήν, ούτε τέλος. Κατα­χρη­στι­κά λέμε τον Θεόν αιώ­νιον. Αιώ­νιοι θα είμα­στε εμείς. Αλλά εμείς θα είμε­θα αιώ­νιοι ως προς το μέλ­λον, αλλά ως προς το χθες υπήρ­ξα­με, δεν υπήρ­χα­με πρώ­τα. Έχο­με αρχήν. Συνε­πώς, ο χαρα­κτη­ρι­σμός «αιώ­νιος» εκφρά­ζει αυτό το οποί­ον δεν υπήρ­χε και τώρα υπάρ­χει. Και δεν θα τελειώ­σει. Ο Θεός λοι­πόν είναι Αΐδιος. Ξανα­λέ­γω, κατα­χρη­στι­κά λέμε τον Θεόν «αιώ­νιον». Άνευ αρχής και άνευ τέλους. Και είναι συγ­κε­κρι­μέ­νος Θεός. « ν». Με άρθρο. « ν». Ο υπάρ­χων. Και έρχε­ται σ’ αυτήν την αλή­θεια τώρα της Παλαιάς Δια­θή­κης, να προ­στε­θεί και η αλή­θεια της Και­νής Δια­θή­κης.

Όταν λέμε «ο υπάρ­χων» πρέ­πει να πού­με ότι είναι Θεός προ­σω­πι­κός. Είναι πρό­σω­πον. Διό­τι αλλιώ­τι­κα δεν θα ήταν δυνα­τόν ποτέ να είναι ένας Θεός που να έχει αντί­λη­ψη του εαυ­τού Του και του περι­βάλ­λον­τός Του. Είναι πρό­σω­πον ο Θεός. Το ακού­σα­τε; Είναι πρό­σω­πον. Κοι­τάξ­τε πού φθά­νει η ανο­η­σία των ανθρώ­πων… Όπως οι Τέκτο­νες λένε ότι ο ήλιος είναι ο Μέγας Αρχι­τέ­κτων του Σύμ­παν­τος. Αλλά ο ήλιος δεν έχει γνώ­ση του εαυ­τού του. Δεν έχει συνεί­δη­ση του εαυ­τού του. Ο ήλιος ξέρει ότι είναι ο ήλιος; Προ­φα­νώς όχι. Είναι πρό­σω­πον ο ήλιος; Προ­φα­νώς όχι. Εδώ ο Θεός, « ν», είναι συγ­κε­κρι­μέ­νος και προ­σω­πι­κός Θεός.

Και τι λέγει τώρα η Και­νή Δια­θή­κη που σας είπα; Ότι ο Θεός είναι Πνεύ­μα. Τι θα πει αυτό; Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Οδέν λλο δηλο τό σώμα­τον». «Δεν φανε­ρώ­νει τίποτ΄ άλλο, παρά ότι ο Θεός δεν έχει καμία σχέ­ση με τον υλι­κόν κόσμον». Δηλα­δή δεν είναι ύλη. Ο Θεός δεν είναι ο κόσμος. Σας είπα προ­η­γου­μέ­νως, δεν ταυ­τί­ζε­ται με τον κόσμον. Δεν είναι η Δημιουρ­γία ο Θεός. Δεν είναι η ύλη. Δεν είναι οι δυνά­μεις της φύσε­ως. Ο Θεός είναι έξω από όλα. Όπως ένα παρά­δειγ­μα που λέγε­ται, δεν είναι δικό μου το παρά­δειγ­μα, όπως ο ζωγρά­φος είναι έξω από τον μου­σα­μά του που ζωγρα­φί­ζει. Βάζει την σφρα­γί­δα του την καλ­λι­τε­χνι­κή επά­νω εις τον μου­σα­μά που ζωγρα­φί­ζει, αλλά δεν είναι μέσα στον μου­σα­μά ο ζωγρά­φος.

Δηλα­δή ο Θεός δημιουρ­γεί τον κόσμον, αλλά η ουσία του Θεού είναι έξω από την ουσία της Δημιουρ­γί­ας. Η Δημιουρ­γία είναι κτι­στή. Ο Θεός είναι άκτι­στος. Η ουσία της Δημιουρ­γί­ας είναι κτι­στή. Η ουσία του Θεού είναι άκτι­στος. Ο Θεός είναι Πνεύ­μα. Όχι απλώς ένα πνεύ­μα. Αλλά το ντως ν.

Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κόν ότι τελι­κά ο Θεός μίλη­σε για την ύπαρ­ξή Του, αλλά δεν έδω­σε συγ­κε­κρι­μέ­νο όνο­μα, όπως ζήτη­σε ο Μωυ­σής, που θα του ζητού­σαν πιθα­νώς οι Εβραί­οι εις την Αίγυ­πτον, μαθη­μέ­νοι από τους Αιγυ­πτί­ους. Για­τί; Ο Θεός, αγα­πη­τοί μου, δεν έχει όνο­μα. Λέγε­ται Κύριος. Ο Κύριος. Δεν έχει όνο­μα. Μάλι­στα προ­ο­δευ­τι­κή η απο­κά­λυ­ψις. Λέγει ο Θεός εις τον Μωυ­σέα ότι: «Το όνο­μά Μου το απε­κά­λυ­ψα εις τον Αβρα­άμ. Ποιο όνο­μα; ‘’Θεός’’! Σε σένα, σου απο­κα­λύ­πτω τώρα προ­ο­δευ­τι­κά το όνο­μά μου, που είναι: ‘’Κύριος’’». Κανέ­να, τίπο­τε άλλο. Αυτό το «Γιαχ­βέ» ή «Ιεχω­βά», που το λένε, μία κακή μετά­φρα­σις, Γιαχ­βέ θα πει Κύριος. Ο Θεός δεν έχει όνο­μα. Για­τί δεν έχει όνο­μα; Επει­δή υπέρ­κει­ται παν­τός ονό­μα­τος και πράγ­μα­τος. Όταν δίδω σε κάτι όνο­μα, σημαί­νει αυτό το κατα­κτώ. Αλλά δεν μπο­ρώ να κατα­κτή­σω τον Θεόν. Και συνε­πώς είναι ανώ­νυ­μος. Άρα τι είναι. Είναι το υπέρ παν, όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, είναι «τό πέρ πν νομα». Το όνο­μα εκεί­νο, το ανέκ­φρα­στο, το ανεί­πω­το, πάνω από όλα τα ονό­μα­τα. Η από­δο­σις του ονό­μα­τος ταυ­τί­ζε­ται με την κατά­κτη­ση του προ­σώ­που, του αντι­κει­μέ­νου, αλλά ο Θεός δεν κατα­κτά­ται. Γι΄αυτό δεν μπο­ρού­με να δώσου­με όνο­μα στον Θεόν.

Όταν, αγα­πη­τοί μου, ο Μανωέ, ο πατέ­ρας του Σαμ­ψών, είδε εκεί­νο το όρα­μα του αγγέ­λου, κι αυτός ο άγγε­λος ήταν ο Θεός Λόγος, σε πόσα σημεία δεν τον ανα­κα­λύ­πτο­με τον Θεόν Λόγον πριν εναν­θρω­πή­σει, βρί­σκε­ται στη μέση της φλο­γός. Άνα­ψε φωτιά ο Μανωέ, θυσία. Κάποια στιγ­μή βλέ­πει αυτόν που του μιλού­σε προ­η­γου­μέ­νως, μέσα στην φλό­γα! Τρό­μα­ξε ο Μανωέ. Του λέει: «Τί τ νομά σοι;». «Ποιο είναι το όνο­μά Σου;». «Κα επεν ατ γγε­λος Κυρί­ου ‑Ποιος είναι αυτός ο γγε­λος είπα­με; Ο «Μεγά­λης Βουλς γγε­λος». Ο μετέ­πει­τα Κύριος Ιησούς Χρι­στός- · ες τί τοτο ρωτς τ νομά μου; κα ατό στι θαυ­μα­στόν». «Τι ρωτάς τ’ Όνο­μά μου; Κι αυτό», λέει, «είναι θαυ­μα­στόν».

Και προ­σθέ­τει ο Κύριος στην Σαμα­ρεί­τι­δα: «Κα τος προ­σκυ­νοντας ατν ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί δε προ­σκυ­νεν». Ναι. Εφό­σον ο Θεός είναι πνεύ­μα, πολύ φυσι­κόν είναι και η λατρεία Του να είναι πνευ­μα­τι­κή. Βέβαια, δεν απο­κλεί­ε­ται η λατρεία του Θεού να υπάρ­χει με γνω­ρί­σμα­τα εξω­τε­ρι­κά. Τελέ­σα­με την Θεία Λει­τουρ­γία. Αυτά είναι γνω­ρί­σμα­τα εξω­τε­ρι­κά. Αλλά εννο­εί­ται λατρεία με όλες τις υπο­δο­μές της ψυχής, τη λογι­κή, το συναί­σθη­μα και τη βού­λη­ση. Ολό­κλη­ρος ο άνθρω­πος θα λατρεύ­σει τον Θεόν. Κατά το «γαπή­σεις Κύριον τν Θεόν σου ξ λης τς καρ­δί­ας σου κα ξ λης τς ψυχς σου κα ξ λης τς δια­νοί­ας σου κα ξ λης τς σχύ­ος σου». Αυτό είναι.

Οι Πατέ­ρες μας λέγουν ότι όταν ο Κύριος είπε «ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί» ‑προ­σέ­ξα­τέ το αυτό το σημείο- εννο­ού­σε κατά μυστι­κόν τρό­πον τα εξής: Το «ν πνεύ­μα­τι » είναι το Πνεύ­μα το Άγιον. Πνεύ­μα ο Θεός, αλλά το τρί­το Πρό­σω­πο λέγε­ται Πνεύ­μα. Συνε­πώς είναι κάτι ξεχω­ρι­στό· το Οποί­ον, Αυτό μας οδη­γεί προς τον Υιόν. Και ανα­φέ­ρε­ται στο «ν ληθεί». «ν ληθεί» τι θα πει; Είναι ο Χρι­στός. «Εγώ είμαι η Αλή­θεια και η Ζωή». Δεν μπο­ρείς να προ­σκυ­νή­σεις τον Θεό, παρά δια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, δια του Ιησού Χρι­στού, τον Πατέ­ρα. Δηλα­δή με άλλα λόγια, θα προ­σκυ­νή­σεις τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν. Αυτός είναι ο Θεός. «Οδες δύνα­ται επεν –λέει ο Παύ­λος- Κύριον ησον ε μ ν Πνεύ­μα­τι γί». Δεν μπο­ρεί κανείς να δεχθεί την θεό­τη­τα του Ιησού Χρι­στού παρά μόνον αν έχει το Πνεύ­μα του Θεού. «Και κανείς δεν έρχε­ται προς τον Πατέ­ρα ‑το είπε ο Χρι­στός- ε μή δι΄μο». Εάν δεν τον ελκύ­σει ο Υιός, δεν πηγαί­νει προς τον Πατέ­ρα.

Έτσι, λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, όσο ποτέ άλλο­τε έχο­με ανάγ­κη σήμε­ρα της γνώ­σε­ως του αλη­θι­νού αγί­ου Τρια­δι­κού Θεού. Ο φοβε­ρός Οικου­με­νι­σμός έρχε­ται σαν οδο­στρω­τή­ρας να ισο­πε­δώ­σει τα πάν­τα. Η έννοια του Οικου­με­νι­σμού σήμε­ρα κινεί­ται προς όλας τας κατευ­θύν­σεις. Είτε πού­με «επο­χή οικου­με­νο­ποι­ή­σε­ως», είτε πού­με «επο­χή παγ­κο­σμιο­ποι­ή­σε­ως» είναι το ίδιο πράγ­μα. Και είναι σε όλα τα πράγ­μα­τα. Και είναι ο δρό­μος, η λεω­φό­ρος που θα οδη­γή­σει προ­σε­χώς, προ­σε­χέ­στα­τα εις τον Αντί­χρι­στον. Αυτή είναι παρα­κα­λώ η παγ­κο­σμιο­ποί­η­σις. Οδη­γεί εις τον Αντί­χρι­στον. Για να κυβερ­νή­σει όλον τον κόσμον. Να βοη­θη­θεί προς τού­το.

Οι Πατέ­ρες μάς λέγουν ότι οι Χρι­στια­νοί των εσχά­των θα υπο­στούν μαρ­τύ­ρια, που τα παλαιά μαρ­τύ­ρια, λέγει, των Χρι­στια­νών, ωχριούν. Μόνον όποιος κρα­τή­σει την ορθό­δο­ξο πίστη του θα σωθεί. Γι’ αυτό είναι ανάγ­κη να δια­τη­ρού­με αυτή μας την πίστη. Και να την αυξά­νο­με κατά το « γιος για­σθή­τω τι». Και συμ­πλη­ρώ­νει ο Κύριος στην Απο­κά­λυ­ψη τελειώ­νον­τας: «᾿Ιδο ρχο­μαι ταχύ, κα μισθός μου μετ᾿ μο, ποδοναι κάστ ς τ ργον ατοῦ ἔσται». Λοι­πόν, και­ρός δεν μένει. Είναι πλέ­ον ορα­τά τα σημά­δια του ερχο­μού του Χρι­στού. Ορθοί λοι­πόν στην πίστη και στη ζωή όλη μας. Αγα­πη­τοί, όλοι μας! Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_799.mp3

Αθαν, Μυτι­λη­ναί­ος (ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 17–5‑1998]

(Β375) Β΄έκδοσις

Σε όλους μας είναι γνω­στός, αγα­πη­τοί μου, ο θαυ­μά­σιος εκεί­νος διά­λο­γος που διη­μεί­φθη ανά­με­σα εις τον Κύριον και την Σαμα­ρεί­τι­δα γυναί­κα, όπως ακού­σα­με σήμε­ρα στην ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, Κυρια­κή της Σαμα­ρεί­τι­δος.

Ο διά­λο­γος αυτός ανοί­χθη­κε πλάι στο πηγά­δι του Ιακώβ, του προ­γό­νου Ιακώβ, όταν ο Κύριος εκά­θι­σε κου­ρα­σμέ­νος από το ταξί­δι του από την Ιου­δαία στην Γαλι­λαία. Αλλά έπρε­πε, για λόγους συν­το­μί­ας οδού, να περά­σει από την Σαμά­ρεια. Ήταν Ιου­δαία-Σαμά­ρεια-Γαλι­λαία. Όπως θα λέγα­με, Πελο­πόν­νη­σος-Θεσ­σα­λία-Μακε­δο­νία. Για να πάρο­με, έτσι, μία εικό­να. Η Γαλι­λαία ήταν βορεία επαρ­χία.

Οι μαθη­ταί είχαν πάει ως την πόλη για να αγο­ρά­σουν τρο­φές. Ο Κύριος τούς περί­με­νε εκεί στο πηγά­δι του Ιακώβ. Στο διά­στη­μα αυτό κατέ­φθα­σε μία γυναί­κα Σαμα­ρεί­τι­δα, δηλα­δή κατα­γο­μέ­νη από την πόλιν της Σαμα­ρεί­ας. Και τότε ανοί­χθη­κε αυτός ο θαυ­μά­σιος διά­λο­γος, με αντι­κεί­με­νον, κύριο θέμα, περί Θεού και περί Μεσ­σί­ου. Εκεί­νη, έκπλη­κτη από τους λόγους του Κυρί­ου, σπεύ­δει στην πόλη να αναγ­γεί­λει στους συμ­πα­τριώ­τες της περί του Μεσ­σί­ου. Ότι: «Μήπως είναι αυτός ο Μεσ­σί­ας;». Στο μεσο­διά­στη­μα όμως επέ­στρε­ψαν οι μαθη­ταί από την πόλη και ετοί­μα­σαν ένα πρό­χει­ρο γεύ­μα.

Ο Κύριος όμως που ανέ­με­νε την Σαμα­ρεί­τι­δα, την ανέ­με­νε να επι­στρέ­ψει μαζί με τους συμ­πα­τριώ­τες της, απαν­τά­ει εις τους μαθη­τάς που του είπαν να φάει: «γ βρσιν χω φαγεν(: Εγώ έχω φαγη­τό να φάγω), ν μες οκ οδατε(: το οποί­ον φαγη­τό σεις δεν γνω­ρί­ζε­τε). μν βρμά στιν να ποι τ θέλη­μα το πέμ­ψαν­τός με κα τελειώ­σω ατο τ ργον(: διό­τι το δικό μου φαγη­τό είναι να κάνω, να ολο­κλη­ρώ­σω το έργον Εκεί­νου που με έστει­λε, του Πατρός μου, του Θεού). δο λέγω μν, πάρα­τε τος φθαλ­μος μν κα θεά­σα­σθε τς χώρας, τι λευ­καί εσι πρς θερι­σμν δη(: Να, κοι­τάξ­τε, σηκώ­στε τα μάτια σας, κοι­τάξ­τε τα χωρά­φια, που έχουν ασπρί­σει τα στά­χυα και είναι έτοι­μα για θερι­σμό, περι­μέ­νουν τους θερι­στάς τα στά­χυα)».

Δηλα­δή, με άλλα λόγια, ποια ήταν η βρώ­σις του Κυρί­ου Ιησού, που είπε: «Εγώ έχω να φάγω;». Ήταν η σωτη­ρία των ανθρώ­πων. Αυτό ήταν το κύριο μέλη­μα του Ιησού Χρι­στού· που εξάλ­λου και γι’αυ­τό ήρθε εις τον κόσμον αυτόν. Και όπως λέγει και ο Οίκος της εορ­τής ‑είναι ένα… να το πω χον­τρι­κά, τρο­πά­ριον που ακού­σα­με στον Όρθρον και λέγε­ται «οίκος» αυτό το ιδιαί­τε­ρο τρο­πά­ριο: «λθε – λέγει, εκεί — κζητν τν εκνα ατο». « Ήλθε γυρεύ­ον­τας τη δική Του εικό­να». Για­τί ο άνθρω­πος είναι εικό­να του Θεού Λόγου. Ακρι­βέ­στα­τα, δεν είναι εικών του Θεού ο άνθρω­πος, αλλά είναι εικών του Θεού Λόγου του Εναν­θρω­πή­σαν­τος, έστω κι αν είναι πρω­θύ­στε­ρον το σχή­μα, ότι προ­ϋ­πήρ­ξε ο Αδάμ της Εναν­θρω­πή­σε­ως του Υιού, ο δε Ιησούς Χρι­στός, με την ανθρω­πί­νη Του φύση είναι εικών του ουρα­νί­ου Πατρός. Συνε­πώς ο άνθρω­πος είναι εικών εικό­νος. Μας το λέγει πολύ ωραία αυτό ο άγιος Ειρη­ναί­ος Λυώ­νος.

«λθε – λοι­πόν — κζητν τν εκνα ατο». «Ήλθε γυρεύ­ον­τας την εικό­να Του, τον άνθρω­πο». Ειδι­κό­τε­ρα, λέγει, ένα κεκρα­γά­ριο του Όρθρου, πάλι τρο­πά­ριο του Όρθρου είναι. Έχουν ειδι­κή θέση, ειδι­κή σημα­σία, γι’αυ­τό και έχουν ειδι­κά ονό­μα­τα αυτά όλα: «π τν πηγν πέστη, πηγ τν θαυ­μά­των, ν τ κτ ρ, τς Εας ζωγρσαι καρ­πόν». Λέγει: « Η Πηγή ήρθε και κάθι­σε στην πηγή· για­τί ο Χρι­στός είναι η πηγή της ζωής. Και ήρθε εκεί, που είναι η πηγή των θαυ­μά­των, το κεφα­λά­ρι των θαυ­μά­των, ήρθε εκεί στην πηγή του Ιακώβ να καθί­σει το μεση­μέ­ρι, ν τ κτ ρ». Ποιος; «Ζωγρσαι τς Εας καρ­πόν». Ζωγρέω-, κατά λέξη θα πει ψαρεύω. Αλλά εδώ, να μαζέ­ψει τον καρ­πόν της Εύας. Ποιος ήταν ο καρ­πός της Εύας; Η Σαμα­ρεί­τι­δα γυναί­κα. Ήρθε εκεί ακρι­βώς για να μαζέ­ψει τον καρ­πό της Εύας. Τι ωραία που είναι η Υμνο­γρα­φία και πόσο ακρι­βο­λο­γεί! Γι’αυ­τό και την χρη­σι­μο­ποιού­με, αγα­πη­τοί μου, πάρα πολ­λές φορές.

Ιδιαί­τε­ρα μας συγ­κι­νεί ο λόγος του Κυρί­ου που είπε στους μαθη­τάς Του: «πάρα­τε τος φθαλ­μος μν(:Σηκώ­στε τα μάτια σας να ιδεί­τε) κα θεά­σα­σθε τς χώρας(: για να δεί­τε και δεί­τε τα χωρά­φια), τι λευ­καί εσι πρς θερι­σμν δη». «Ότι λεύ­κα­ναν, άσπρι­σαν, ξερά­θη­καν, έτοι­μα για θέρι­σμα». Κι εννο­ού­σε, εννο­εί­ται, τους πνευ­μα­τι­κούς αγρούς, τους ανθρώ­πους.

Ο Κύριος ήθε­λε να τονί­σει τις πνευ­μα­τι­κές ανάγ­κες της κάθε επο­χής- που πρέ­πει να κατα­νο­ούν­ται αυτές οι ανάγ­κες. Είναι μία ωραία εικό­να αυτών των κατά­λευ­κων στα­χυών που περι­μέ­νουν τον θερι­σμό. Δηλα­δή, περι­μέ­νουν το Ευαγ­γέ­λιον. Να ωρι­μά­σουν οι άνθρω­ποι.

Και ποιες είναι αυτές οι ανάγ­κες; Αγα­πη­τοί μου, δύο θεμε­λιώ­δεις και βασι­κές. Όλα τα άλλα έπον­ται. Πρώ­τον: Η γνώ­σις του αλη­θι­νού Θεού και του Μεσ­σί­ου. Δεύ­τε­ρον: Η λατρεία του αλη­θι­νού Θεού. Θα το λέγα­με ως εξής: Πολ­λές φορές χρη­σι­μο­ποιώ τού­το το σχή­μα, δεν πει­ρά­ζει αν το επα­να­λαμ­βά­νω. Τρία πράγ­μα­τα είναι. Ο Θεός, εγώ, ο άνθρω­πος, και ο τρό­πος που θα προ­σεγ­γί­σω τον Θεόν. Το μέσον. Έτσι, εγώ είμαι το υπο­κεί­με­νο ‑δεν σας κάνω συν­τα­κτι­κό-· εγώ είμαι το υπο­κεί­με­νο. Ο Θεός είναι το αντι­κεί­με­νον. Και η σχέ­ση μου με τον Θεό είναι ο τρό­πος που θα πλη­σιά­σω τον Θεό. Αν το θέλε­τε, και ο Θεός να πλη­σιά­σει εμέ­να. Κατά το «κλι­νεν ορανούς καί κατέ­βη». Εκεί­νος έρχε­ται και εγώ πηγαί­νω και συναν­τού­με­θα.

Έτσι, η γνώ­σις του Θεού είναι θεμε­λιω­δε­στά­της σημα­σί­ας. Βεβαί­ως. Αλλά και η οδός είναι σπου­δαία. Είναι ο Μεσ­σί­ας. Ο Μεσ­σί­ας είναι η οδός. «Εγώ είμαι η Οδός», είπε ο Χρι­στός. Η οδός που οδη­γεί πού; Προς τον Πατέ­ρα. Αλλά και μετά, όταν γνω­ρί­σω την οδόν –κρα­τή­σα­τέ το αυτό, κάτι θα σας πω στο τέλος- και γνω­ρί­σω και τον Πατέ­ρα, βασι­κά, χον­τρι­κά τον Θεόν, τότε δεν μου μένει παρά η λατρεία μου προς Εκεί­νον. Για­τί αυτός είναι ο σκο­πός αυτής της γνώ­σε­ως.

Αλλά ας τα δού­με από πιο κον­τά αυτά. Η γνώ­σις του αλη­θι­νού Θεού και του Μεσ­σί­ου. Αλή­θεια, ο διά­λο­γος που ανοί­χθη­κε με την Σαμα­ρεί­τι­δα απέ­βλε­πε εις την απο­κά­λυ­ψιν του αλη­θι­νού Θεού. Οι Σαμα­ρεί­τες ήσαν περί­που ειδω­λο­λά­τρες. Από μία ιστο­ρι­κή ατυ­χία. Και δεν είχαν σαφή και ακρι­βή γνώ­ση του Θεού. Αυτή η ιστο­ρι­κή ατυ­χία τους ήτα­νε, σας είπα, επαρ­χία ήταν, όλος ο Ισρα­ήλ. Και μάλι­στα έμε­ναν στο βόρειο μέρος, έμε­ναν οι δέκα φυλές. Από μία ιστο­ρι­κή ατυ­χία. Ε, κατα­λη­φθέν­τες από εχθρούς, έτυ­χαν μετοι­κε­σί­ας. Αυτό που γίνε­ται σήμε­ρα στην βόρειον Κύπρον. Να διώ­ξο­με από κει τους κατοί­κους τους Έλλη­νας και να εποι­κί­σο­με Τούρ­κους.

Αυτό το πράγ­μα, αυτή η αλλα­γή του πλη­θυ­σμού επι­φέ­ρει φοβε­ρά απο­τε­λέ­σμα­τα. Είναι αρχαία η μέθο­δος. Και την χρη­σι­μο­ποιούν συνή­θως οι βάρ­βα­ροι. Ναι. Ποτέ δεν την χρη­σι­μο­ποιούν οι πολι­τι­σμέ­νοι άνθρω­ποι αυτήν την μέθο­δο. Γι’αυ­τό, σας είπα, είχαν μία ιστο­ρι­κή ατυ­χία. Εν τοιαύ­τη περι­πτώ­σει, σ’ αυτήν την αλλα­γή των πλη­θυ­σμών, ξέχα­σαν τον αλη­θι­νό Θεό. Μπερ­δεύ­τη­καν με εκεί­νους οι οποί­οι είχαν έρθει από άλλη περιο­χή, από άλλη χώρα, και ήσαν σχε­δόν ‑δεν ξέχα­σαν ολό­τε­λα τον αλη­θι­νό Θεό- σχε­δόν είχαν καταν­τή­σει ειδω­λο­λά­τρες. Το ίδιο συμ­βαί­νει, είδα­τε, και στην επο­χή μας, κατά δυστυ­χί­αν. Η γνώ­σις, λοι­πόν, του αλη­θι­νού Θεού φοβε­ρά υστε­ρεί, όπως και τότε και σήμε­ρα, ανά­με­σα εις τους Χρι­στια­νούς μας. Ναι. Υστε­ρεί!

Η αθε­ΐα δεν δέχε­ται καν την ύπαρ­ξιν του Θεού. Ο παν­θεϊ­σμός, αυτός που ταυ­τί­ζει τον Θεόν με την φύση ή θεο­ποιεί την φύση. Ο παν­θεϊ­σμός συγ­χέ­ει τον Θεό με τη φύση. Δηλα­δή ειδω­λο­λα­τρία. Ο δεϊ­σμός- δεϊσμός, δέλ­τα- δέχε­ται Θεόν υπερ­βα­τι­κόν, αδιά­φο­ρον όμως έναν­τι της Δημιουρ­γί­ας. «Έκα­νε», λέγει, «ο Θεός τον κόσμον, δεν τον ενδια­φέ­ρει πλέ­ον τον Θεόν τίπο­τε. Ευρί­σκε­ται εις την μακα­ριό­τη­τά Του. Τι δα;». Το λέμε. Χωρίς να το κατα­λα­βαί­νο­με, είμα­στε Δεϊ­σταί. «Τι δα; Ο Θεός θα ασχο­λεί­ται μ’ εμάς τους μικρούς; Η δική Του η μεγα­λο­πρέ­πεια θα ασχο­λη­θεί με εμάς;». Δεϊ­σμός είναι. Δεϊ­στι­κή αντί­λη­ψις. Προ­σέξ­τε με δέλ­τα. Δεϊ­στι­κή.

Η πολυ­θε­ΐα ακό­μα, δέχε­ται θεω­μέ­νες τις δυνά­μεις της φύσε­ως. Λέμε: «Τι ωραία πράγ­μα­τα που δημιουρ­γεί η φύσις! Τι πράγ­μα­τα δημιουρ­γεί ο ήλιος!». Ο ήλιος δημιουρ­γεί; Ο ήλιος είναι δημιούρ­γη­μα. Απλώς είναι όλα μέσα στο πρό­γραμ­μα της Δημιουρ­γί­ας, που ο Θεός έτσι όλα αυτά τα θέλει. Πάν­τως η πιο τρα­γι­κή άγνοια του ανθρώ­που μετά την πτώ­ση των Πρω­το­πλά­στων είναι η άγνοια του Θεού. Το πρώ­το σύμ­πτω­μα. Ο Αδάμ και η Εύα Τον εγνώ­ρι­ζαν τον Θεόν. Τα παι­διά τους Τον εγνώ­ρι­ζαν τον Θεόν. Παρα­κά­τω, παρα­κά­τω, ελη­σμο­νού­σαν τον Θεόν. Και Τον έχα­σαν από τον οπτι­κό τους ορί­ζον­τα. Εκεί­νο που είχαν μπρο­στά τους ήτα­νε μόνον η φύσις. «Η φύση, ο ήλιος, όλα αυτά τα πράγ­μα­τα εμέ­να με ζωο­γο­νούν. Αυτός λοι­πόν είναι ο Θεός μου»… Αμέ­σως οι άνθρω­ποι ειδω­λο­λά­τρη­σαν. Είναι το πρώ­το σύμ­πτω­μα της πτώ­σε­ως. Η ειδω­λο­λα­τρία. Οφει­λο­μέ­νη εις την άγνοιαν –υπο­γραμ­μί­ζω την λέξη «άγνοιαν»- του αλη­θι­νού Θεού.

Βέβαια αυτή η άγνοια του Θεού δημιουρ­γού­σε και άγνοια της αλη­θι­νής φύσε­ως του ανθρώ­που. Ο άνθρω­πος έχα­σε την γνώ­ση του εαυ­τού του. Έτσι βλέ­πο­με σε όλα τα φιλο­σο­φι­κά συστή­μα­τα…: «Ποιος είμαι; Εγώ, ποιος είμαι;. Δεν ξέρω…». «Ο άνθρω­πος, αυτό το μυστή­ριο, αυτό το άγνω­στον», έγρα­φε ο Αλέ­ξης Καρέλ, ένας Γάλ­λος. Έγρα­ψε ένα βιβλίο: «Ο άνθρω­πος, αυτός ο άγνω­στος». Άγνω­στος. Ακό­μα κι εκεί­νο που βλέ­πο­με από την ανθρω­πί­νη φύση είναι άγνω­στο. Δηλα­δή ο οργα­νι­σμός του. Πόσο δε περισ­σό­τε­ρο ο προ­ο­ρι­σμός του.

Έτσι, από τη στιγ­μή που ο άνθρω­πος χάνει τον Θεό, χάνει και τον εαυ­τό του. Χάνει τη γνώ­ση του Θεού, χάνει και την γνώ­ση του εαυ­τού του. Διό­τι όταν πού­με ότι ο άνθρω­πος είναι εικό­να του Θεού… τίνος Θεού; Αφού τον έχα­σα τον Θεό. Άρα λοι­πόν έχα­σα και τον εαυ­τόν μου, ότι είμαι εικό­να του Θεού. Γι΄αυτό, λοι­πόν, θαυ­μά­σια λέγει ο οίκος, όπως σας είπα προ­η­γου­μέ­νως, ο οίκος της ημέ­ρας, ότι ο Θεός Λόγος «λθε κζητν τήν εκόνα ατοῦ». Ήλθε ανα­ζη­τών­τας την δική Του εικό­να.

Και τι λέγει τώρα ο Ιησούς εις την Σαμα­ρεί­τι­δα; «Πνεμα Θεός». Πνεύ­μα ο Θεός. Και όπως απο­κα­λύ­πτει ο Θεός τον Εαυ­τόν Του στον Μωυ­σή και του λέγει, όταν τον ερώ­τη­σε ο Μωυ­σής προ της βάτου: «Τι θα πω εις τους Εβραί­ους όταν θα πάω στην Αίγυ­πτο που με στέλ­νεις; Ποιος Θεός σε στέλ­νει; Ποιο είναι το όνο­μά Σου;». Και απήν­τη­σε ο Θεός. -Ξέρε­τε Ποιος μιλού­σε εκεί στην βάτον; Ο Θεός Λόγος μιλού­σε. Υπο­γραμ­μί­σα­τέ το αυτό. Δεν είναι ο Θεός Πατήρ. Είναι ο Θεός Λόγος. Όπως και εις το Σινά. Δεν είναι ο Θεός Πατήρ. Είναι ο Θεός Λόγος, ο μετά ταύ­τα Εναν­θρω­πή­σας. Τι απαν­τά­ει λοι­πόν ο Κύριος; «γώ εμι ν». «Αυτό θα πεις είναι το όνο­μα του Θεού που με στέλ­νει σε σας: Εγώ είμαι ο υπάρ­χων. γώ εμι ν». Μετο­χή του εμί.

Εδώ έχο­με μια πρώ­τη και μεγά­λη προ­σέγ­γι­ση του Θεού. Ο Θεός είναι πνεύ­μα. Δηλα­δή, είναι υπερ­βα­τι­κός Θεός. Πέρα από την Δημιουρ­γία. Αυτό θα πει υπερ­βα­τι­κός Θεός. Και δεν συγ­χέ­ε­ται, ούτε ταυ­τί­ζε­ται με την ύλη και τον κόσμο και τις δυνά­μεις του. Τελεί­ως έξω από αυτό το δημιούρ­γη­μά Του. Γι’αυ­τό ακό­μη και η λέξις Θεός είναι ανε­παρ­κής. Πρέ­πει να σας πω ότι ο άγιος Ιωάν­νης ο Δαμα­σκη­νός πολύ συχνά ανα­φέ­ρε­ται σ΄ αυτό το θέμα, ότι και η λέξις Θεός είναι ανε­παρ­κής, επει­δή λέγα­με και τον… Δία, τον λέγα­με θεό, και την φύση την λέμε θεό. Γι’αυ­τό ο Θεός τι είναι; Πώς θα Τον πού­με; Γι΄αυτό Τον απο­κα­λού­με «πέρ­θε­ον». Πάρα πολύ συχνά θα συναν­τή­σο­με αυτήν την έκφρα­ση: «πέρ­θε­ον». Μάλι­στα στις ευχές των Θεο­φα­νί­ων: «πέρ­θεε». Τι θα πει «πέρ­θεε»; Δεν ξέρο­με τι λέξη, Κύριε, να βρού­με και βάζου­με τη λέξη «Θεός». Αλλά επει­δή η λέξις Θεός είναι κάπως πεπα­τη­μέ­νη, γι’αυ­τό λέμε: «Είσαι πάνω από την έννοια Θεός». Ακό­μη Τον λέμε «περού­σιον». Λέμε «η ουσία του Θεού». Δεν έχει βεβαί­ως καμία σχέ­ση με τη Δημιουρ­γία, αλλά πού θα τα πού­με; Πώς θα τα ονο­μα­τί­σο­με; Έχο­με αδυ­να­μία ανθρω­πί­νης εκφρά­σε­ως, γνώ­σε­ως, ατέ­λειες, έχο­με όρια. Και λέμε…βάζομε αυτό το «υπέρ» μπρο­στά και λέμε: «περού­σιε! Είσαι πάνω από όλες τις νοη­τές και μη νοη­τές ουσί­ες». Όλα αυτά δεί­χνουν ότι ο Θεός υπάρ­χει. Είναι ο ν, ο υπάρ­χων. Που υπάρ­χει πάν­το­τε. Για­τί λέγει: «Δεν ήμουν, ούτε θα είμαι. Υπάρ­χω». Και υπάρ­χει και εις το παρελ­θόν και εις το παρόν και εις το μέλ­λον. Είναι συνε­πώς άνευ αρχής, άναρ­χος. Ελά­τε τώρα να κατα­νο­ή­σο­με αυτό που λέγε­ται χωρίς αρχή… Και άπει­ρος!

Είναι Θεός ακό­μη, προ­σω­πι­κός. Όταν χρη­σι­μο­ποιεί την μετο­χή βέβαια του ρήμα­τος εμί, τι σημαί­νει εμί; Υπάρ­χω. Και τι σημαί­νει «γώ» ; Πάρα πολ­λές φορές συναν­τού­με αυτήν την φρα­σού­λα στην Παλαιά Δια­θή­κη. Εκα­τον­τά­δες φορές τη συναν­τού­με. «γώ εμί Κύριος Θεός σου». «γώ εμί». Το «γώ» εκφρά­ζει πρό­σω­πον. Το «εμί» εκφρά­ζει ύπαρ­ξη. Συνε­πώς μία ύπαρ­ξις προ­σω­πι­κή. Πολύ σπου­δαία πράγ­μα­τα αυτά, αγα­πη­τοί μου. Αρκεί να δει κανείς βυθι­σμέ­νη την αρχαιό­τη­τα μέσα εις αυτήν την άγνοια. Είναι συνε­πώς Θεός που δια­τη­ρεί αυτο­συ­νει­δη­σία.

Απλά, πολύ απλά, αλλά δυνα­τά και καί­ρια, αυτήν την αλή­θεια την απο­κα­λύ­πτει η Αγία Γρα­φή ως εξής: « φυτεύ­σας τ ος οχ κού­ει;». Αυτός που έκα­νε δισε­κα­τομ­μύ­ρια δισε­κα­τομ­μυ­ρί­ων αυτιά, όχι μόνον ανθρώ­πων, και στα ζώα, Αυτός δεν ακού­ει; « πλά­σας τν φθαλμν οχ κατα­νοε. Εκεί­νος που έπλα­σε τα μάτια… ‑πόσες φορές σας το έχω πει, το ξέρε­τε, αγα­πη­τοί μου, η μύγα, η μέλισσα…έξι χιλιά­δες μάτια! Για­τί έχουν δύο μεγά­λα σύν­θε­τα μάτια- Εκεί­νος που έκα­νε τα μάτια, δεν βλέ­πει;». Αλλά εάν ακού­ει και βλέ­πει, σημαί­νει ότι έχει αυτο­συ­νει­δη­σία. «γώ εμί ν». «Εγώ είμαι ο υπάρ­χων». Ένας Θεός, ένας, μόνον ένας Θεός. Και η τελευ­ταία απο­κά­λυ­ψη που έγι­νε από τον Ιησούν Χρι­στόν, που είπε «Ἀπε­κά­λυ­ψά σου τ νομα τος νθρώ­ποις» κ.λπ. «Απε­κά­λυ­ψα το όνο­μά Σου εις τους ανθρώ­πους». Ποιο είναι το όνο­μα; Όχι εις πλη­θυν­τι­κόν αριθ­μόν, αλλά εις ενι­κόν, για­τί ο Θεός είναι Ένας, που τελειώ­νει το κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιο: «βαπτί­ζον­τες ατούς ες τό νομα -και όχι «ες τά νόμα­τα»- το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύ­μα­τος». Αυτή είναι η πλή­ρης και τελευ­ταία απο­κά­λυ­ψις και στην Ιστο­ρία και στην αιω­νιό­τη­τα.

Αυτή λοι­πόν είναι η αλή­θεια περί Θεού. Έξω της Αγί­ας Γρα­φής υπάρ­χει σκό­τος βαθύ περί Θεού. Σ’ αυτών των προ­γό­νων μας, των σοφών μας προ­γό­νων, των Ελλή­νων, που υπο­τί­θε­ται ότι ήσαν εκλε­πτυ­σμέ­νοι στον νουν, ρίξ­τε μία ματιά εις την ειδω­λο­λα­τρι­κήν θεο­λο­γί­αν, να δεί­τε τι πίστευαν… Ναι. Φοβε­ρά ανόη­τα πράγ­μα­τα. Ορθά είπε ο Πασκάλ: «Εμείς σήμε­ρα πιστεύ­ο­με σε έναν φιλο­σο­φι­κό Θεό (Οι πιο πολ­λοί σήμε­ρα, των Χρι­στια­νών μας, όντως πιστεύ­ουν σ΄έναν φιλο­σο­φι­κόν Θεόν) τον Οποί­ον πλά­θο­με», λέγει ο Πασκάλ, «και όχι σε έναν απο­κα­λυ­πτό­με­νον Θεόν». Δεν θα τον επι­νο­ή­σεις. Δεν θα τον πλά­σεις. Αλλά θα σου απο­κα­λυ­φθεί. Και απε­κα­λύ­φθη εν προ­σώ­πω Ιησού Χρι­στού. Δυστυ­χώς, πόσοι Χρι­στια­νοί σήμε­ρα δεν πιστεύ­ουν εις τον Ιησούν Χρι­στόν και μένουν εις το σκο­τά­δι της αγνω­σί­ας του Θεού. Και το περί­ερ­γο ότι αντι­δρού­με εις τον απο­κα­λυ­πτό­με­νον Θεόν κι επι­μέ­νο­με να πλά­θο­με τον δικό μας, τον φαν­τα­στι­κό Θεό. Προ­χθές ακό­μα ακού­στη­κε από το ραδιό­φω­νο, «Και στον Θεό», λέει, «εκεί­νον, όπως ο καθέ­νας θέλει να τον πιστεύ­ει», από ένα στό­μα πολι­τι­κού. «Όπως ο καθέ­νας θέλει να τον πιστεύ­ει»…

Το πρώτο,λοιπόν, σύμ­πτω­μα του προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος ήταν η άγνοια του Θεού. Και το πρώ­το σύμ­πτω­μα της σωτη­ρί­ας είναι η αλη­θής γνώ­σις του Θεού.

Ένα δεύ­τε­ρο μυστή­ριον είναι η γνώ­σις του Μεσ­σί­ου, του προ­σώ­που του Ιησού Χρι­στού, του Εναν­θρω­πή­σαν­τος. Είναι η γνώ­ση Εκεί­νου, ξανα­λέ­γω, του Θεού Λόγου, που γίνε­ται άνθρω­πος. Και για­τί γίνε­ται άνθρω­πος; Γρά­φει ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων… λίγο θα ερμη­νεύ­σω: «Μή τι ρα μάτην Υἱὸς Θεο κατλθεν ξ ορανο, να τ τηλι­κοτον τραμα (: «Ματαί­ως», λέγει, «έγι­νε άνθρω­πος ο Θεός Λόγος; Ή ένα τέτοιο τραύ­μα…- Ποιο είναι το τραύ­μα; Της αγνω­σί­ας του Θεού- θερα­πεύσ;(:για να θερα­πεύ­σει αυτό το τραύ­μα;). Μή τι μάτην λθεν Υός να Πατήρ πιγνω­σθ (:Για να γίνει γνω­στός ο Πατήρ, ματαί­ως ήλθε;). πέγνως τί κίνη­σεν(:το κατά­λα­βες) κ δεξιν θρό­νον κατελ­θεν τον μονο­γεν; Πατήρ κατε­φρο­νετο, δει Υόν διορ­θώ­σαν­τα (:ο Υιός έπρε­πε να διορ­θώ­σει την κατα­φρό­νη­σιν που είχα­με εμείς, τα κτί­σμα­τα, οι άνθρω­ποι, προς τον Πατέ­ραν Θεόν) τήν πλά­νην. δει γάρ τον δι’ ο γένε­το τά πάν­τα, τόν δεσπό­την τν πάν­των προ­σε­νεγ­κεν τά πάν­τα (:Εκεί­νος που τα έκα­νε όλα, Εκεί­νος να έρθει, για να μας πει για τον Πατέ­ρα, για τον αλη­θι­νό Θεό). δει θερα­πευθναι τό τραμα (:Έπρε­πε να θερα­πευ­θεί αυτή η πλη­γή της αγνοί­ας του Θεού). Τί γάρ ν ταύ­της τς νόσου χερον; να λίθος ντί Θεο προ­σκυ­νηθ;(:Τι χει­ρό­τε­ρη αρρώ­στια θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει, από του να προ­σκυ­νεί­ται το λιθά­ρι αντί του αλη­θι­νού Θεού;)».

Και τώρα η Σαμα­ρεί­τισ­σα, αγα­πη­τοί μου, λέγει στον Κύριον: «Οδα –όταν ανοί­χτη­κε ο διά­λο­γος· Γνω­ρί­ζω- ὅτι Μεσ­σί­ας ρχε­ται, λεγό­με­νος Χρι­στός(Μεσ­σί­ας είναι στην εβραϊ­κή γλώσ­σα, Χρι­στός είναι στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα. Ο ορι­σμέ­νος υπό του Θεού, ο κεχρι­σμέ­νος, Χρι­στός)· ταν λθ κενος, ναγ­γε­λε μν πάν­τα (:Όταν εκεί­νος, λέει, θα έλθει, Αυτός όλα θα μας τα πει, αυτά τα οποία τώρα εμείς κου­βεν­τιά­ζο­με)». Από πού το εγνώ­ρι­ζε η Σαμα­ρεί­τις; Από τον Μωυ­σέα. Από την Πεν­τά­τευ­χο. Με την ευκαι­ρία σας λέγω ότι οι Σαμα­ρεί­ται εδέ­χον­το μόνον τα πέν­τε πρώ­τα βιβλία της Παλαιάς Δια­θή­κης. Όλα τα άλλα, Προ­φή­τες κ.λπ. και τα ιστο­ρι­κά βιβλία, όλα τα άλλα τα απέρ­ρι­πτον. Γι’αυ­τό και ο Κύριος, όπου μίλη­σε, μίλη­σε από την Πεν­τά­τευ­χον. Γι’ αυτόν τον λόγο.

Και είχε ορθή γνώ­ση βεβαί­ως αυτή η γυναί­κα περί του ανα­με­νο­μέ­νου Μεσ­σί­ου, αν και ατε­λή. Γι’αυ­τό και ο Κύριος της απαν­τά: «γώ εμι λαλν σοι». «Εγώ είμαι, που τώρα σου ομι­λώ. Εγώ είμαι ο Μεσ­σί­ας. Ήρθα. Εγώ είμαι». Αγα­πη­τοί μου, πιο συγ­κλο­νι­στι­κή απάν­τη­ση δεν θα μπο­ρού­σε ποτέ να δοθεί. Ποιος ήταν μπρο­στά της; Ο Εναν­θρω­πή­σας Θεός Λόγος. Ο Μεσ­σί­ας! Η γυναί­κα αυτή κατε­πλά­γη. Εκεί­νος που ομι­λεί στο Σινά είναι. Ο άγιος του Ισρα­ήλ. Ο Κύριος. Αυτός είναι. «Και τον Πατέ­ρα κανείς δεν γνω­ρί­ζει, αν δεν γνω­ρί­σει τον Υιόν. Κανείς δεν έρχε­ται προς τον Πατέ­ρα παρά δια του Υιού. Και ο αρνού­με­νος τον Υιόν, αρνεί­ται και τον Πατέ­ρα». Και είναι άθε­ος, με την διά­στα­ση που δίδει η Αγία Γρα­φή. Το λέγει σαφώς ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης. «Αυτός που δεν έχει», λέει, «τον Υιόν, δεν έχει ούτε τον Πατέ­ρα».

Και η γνώ­σις του αλη­θι­νού Θεού και της φύσε­ώς Του, μας δίδει την πρώ­τη φάση στην σωτη­ρία μας. Και ποια είναι η δευ­τέ­ρα φάσις; Η λατρεία. «Κα τος προ­σκυ­νοντας ατν ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί δε προ­σκυ­νεν». «Εκεί­νοι που Τον προ­σκυ­νούν, πρέ­πει να Τον προ­σκυ­νούν –προ­σέξ­τε- ν Πνεύ­μα­τι (με το Π κεφα­λαίο) κα ληθεί (το Α κεφα­λαίο)».

Τι σημαί­νει αυτό; Καταρ­χάς, είναι η προ­σκύ­νη­σις. Ύστε­ρα η προ­σκύ­νη­σις είναι λατρεία. Άλλο πράγ­μα κάνω την προ­σευ­χή μου και άλλο πράγ­μα ανά­βω ένα κερί, ή το καν­τή­λι μου. Αυτό είναι λατρεία. Άλλο πράγ­μα, ήρθα­με εδώ να προ­σευ­χη­θού­με, και άλλο να τελέ­σο­με το μυστή­ριο της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Αυτό είναι λατρεία. Άλλο η προ­σευ­χή και άλλο η λατρεία. Και η λατρεία είναι η απο­δο­χή του Θεού, η ταπεί­νω­ση μπρο­στά Του, η επί­γνω­ση του Ποιος είναι ο Θεός και ποιος είναι ο άνθρω­πος. Είναι η προ­σφο­ρά της πίστε­ως. Είναι η προ­σφο­ρά της αγά­πης. Και αυτά όλα, τόσον εξω­τε­ρι­κά, με κινή­σεις, όσο και εσω­τε­ρι­κά. Το ένα δεν καταρ­γεί το άλλο. Ούτε το ένα συμ­πλη­ρώ­νει το άλλο. Και τα δύο προ­σφέ­ρον­ται ταυ­τό­χρο­να. Και το έσω και το έξω. Ο Κύριος βέβαια τονί­ζει την εσω­τε­ρι­κή λατρεία. Όχι για­τί ήθε­λε να παρα­με­ρί­σει την εξω­τε­ρι­κή λατρεία. Αλλά για­τί οι Εβραί­οι είχαν μεί­νει στην εξω­τε­ρι­κή λατρεία. Και οι Σαμα­ρεί­ται μεί­ναν στην εξω­τε­ρι­κή λατρεία. Αυτό ήταν όλο.

Αλλά οι Πατέ­ρες βλέ­πουν κάτι ακό­μα βαθύ­τε­ρο και προ­σέ­ξα­τέ το. Η προ­σκύ­νη­σις του Πατρός γίνε­ται «ν Πνεύ­μα­τι». «Προ­σκυ­νεί­ται», λέει, «ο Πατήρ, ν Πνεύ­μα­τι κα ληθεί». Σας είπα, με Π κεφα­λαίο, ν Πνεύ­μα­τι. Όχι μόνο το ανθρώ­πι­νον πνεύ­μα, αλλά με το Άγιον Πνεύ­μα. Αλλά «κα ληθεί» ‑δοτική‑, το Άλφα κεφα­λαίο. Και ποια είναι η Αλή­θεια; Είναι ο Χρι­στός. Είπε ο Χρι­στός: «Εγώ είμαι η Αλή­θεια». Συνε­πώς, ο Πατήρ προ­σκυ­νεί­ται δια του τρί­του και δευ­τέ­ρου Προ­σώ­που της Αγί­ας Τριά­δος. Αυτό θα πει «ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί δε προ­σκυ­νεν». Κανείς δεν ομο­λο­γεί, αν θέλε­τε να το πλα­τύ­νο­με, το πλα­ταί­νει η Αγία Γρα­φή, η Και­νή Δια­θή­κη, κανείς δεν ομο­λο­γεί τον Ιησούν «Κύριον», παρά με το Πνεύ­μα το Άγιον. Και κανείς δεν έρχε­ται προς τον Πατέ­ρα, παρά δια του Υιού. Είναι η προ­σκύ­νη­σις και των τριών προ­σώ­πων της Αγί­ας Τριά­δος με τη σχέ­ση που ανα­φέ­ρα­με.

Αγα­πη­τοί μου, αυτή είναι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Έτσι, τα δύο αυτά πελώ­ρια προ­βλή­μα­τα, η γνώ­σις του αλη­θι­νού Θεού και του Μεσ­σί­ου και η σχέ­ση μου με τον Θεόν, δηλα­δή η λατρεία, απο­τε­λούν τα μεγά­λα κεφά­λαια της πίστε­ώς μας, που, αν το θέλε­τε, κατα­ξιώ­νουν και αξιο­ποιούν το δικό μου το πρό­σω­πο. Για­τί από τη στιγ­μή που θα γνω­ρί­σω Ποιος είναι ο Θεός, θα γνω­ρί­σω και τον εαυ­τό μου.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_756.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Γ (Ανα­στά­σε­ως Ημέ­ρα)

«Ὅν τρό­πον ἐπι­πoθεὶ ἡ ἔλα­φος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδά­των, οὕτως ἐπι­πoθεὶ ἡ ψυχὴ μοῦ πρός σε, ὁ Θεός. ἐδί­ψη­σεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζων­τα» (Ψαλμ. μά΄ 2–3).

Τὴν κραυ­γὴ αὐτὴ δὲν τὴ βγά­ζει ἕνας φτω­χὸς κι ἁπλὸς ἄνθρω­πος ποὺ δὲν ἔχει τὸν τρό­πο νὰ πλου­τί­σει τὴν ψυχή του μὲ ἀνθρώ­πι­νη σοφία, μὲ ἔγκό­σμια γνώ­ση, μὲ φιλο­σο­φία καὶ τέχνη. Ἡ γνώ­ση τοῦ καλοῦ ξεκι­νά­ει ἀπὸ τὸ ὑλι­κὸ ποὺ εἶναι φτιαγ­μέ­νοι, ἀπὸ τὸ ὕφα­σμα ποὺ εἶναι ὑφα­σμέ­νοι οἱ ἄνθρω­ποι κι ἡ φύση. Δὲν εἶναι τέτοια ἢ κραυ­γὴ αὐτή. Εἶναι ἡ νοσταλ­γι­κὴ καὶ καρ­δια­κὴ κραυ­γὴ κάποιου βασι­λιᾶ ποὺ ἔχει ἀρίφ­νη­τα ἐπί­γεια πλού­τη, ποὺ εἶναι πολὺ εὐφυ­ής, εὐγε­νὴς στὶς ἰδέ­ες καὶ τὴν καρ­διά, ἰσχυ­ρὸς σὲ δύνα­μη καὶ ἔργα.

Πλού­σια ἡ ψυχή του ἀπ’ όλ’ αὐτὰ ποὺ νοσταλ­γεῖ ἡ ἀνε­λεύ­θε­ρη ψυχὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ βασι­λιᾶς Δαβὶδ ἔνιω­σε ξαφ­νι­κὰ πῶς ἡ πνευ­μα­τι­κή του δίψα ὄχι μόνο δὲν κορέ­στη­κε, ἀλλ’ αὐξή­θη­κε σὲ ὕψι­στο βαθ­μό, σὲ τέτοιο σημεῖο ὥστε νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ τὴν κορέ­σει τὸ ὑλι­κὸ σύμ­παν ὁλό­κλη­ρο. Ἔνιω­σε τότε πῶς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ζοῦ­σε «ἐν γῆ ἐρή­μῳ καὶ ἀβά­τῳ καὶ ἀνύ­δρῳ» (Ψαλμ. ξβ’ 2). Γι’ αὐτὸ κραύ­γα­σε στὸ Θεό, τὴ μόνη πηγὴ ποὺ ἔχει τὸ ἀθά­να­το νερό, ἐκεῖ­νο ποὺ διψά­ει ἡ λογι­κὴ ψυχή. Ἐδί­ψη­σεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζῶν­τα.

Δὲ χρειά­ζε­ται ν’ ἀπο­δεί­ξου­με πῶς ἡ ὑλι­κὴ τρο­φὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που, οὔτε πῶς τὸ φυσι­κὸ νερὸ δὲν μπο­ρεῖ νὰ κορέ­σει τὴν πνευ­μα­τι­κή του δίψα. Ἀκό­μα κι αὐτὸ τὸ πνεῦ­μα τῆς ζωῆς, ποὺ λάμ­πει καὶ ξεχω­ρί­ζει ἀνά­με­σα στὰ δημιουρ­γή­μα­τα καὶ τοὺς χαρί­ζει ζωὴ καὶ ἁρμο­νία, εἶναι ἀνί­κα­νο νὰ χορ­τά­σει καὶ ν’ ἀνα­ζω­ο­γο­νή­σει τὴν ψυχή.

Τὸ σῶμα λαβαί­νει ἄμε­σα τὴν τρο­φὴ ποὺ εἶναι ἀπα­ραί­τη­τη καὶ οὐσια­στι­κὴ γιὰ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα εἶναι γήι­νο, γι’ αὐτὸ κι ἡ τρο­φή του εἶναι γήι­νη. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὸ σῶμα αἰσθά­νε­ται ἄνε­τα στὴ γῆ, στὸν κόσμο, ποῦ εἶναι ἡ πατρί­δα του. Ἡ ψυχὴ ὅμως ὑπο­φέ­ρει ἐδῶ. Σταυ­ρώ­νε­ται καὶ ὑπο­φέ­ρει. Ξεση­κώ­νε­ται καὶ δια­μαρ­τύ­ρε­ται για­τί τὴν τρο­φή της πρέ­πει νὰ τὴν πάρει ἔμμε­σα. Γι’ αὐτὸ κι ἡ ψυχὴ στὸν κόσμο αὐτὸν αἰσθά­νε­ται σὰ νὰ ζεῖ ξένη, ἀνά­με­σα σὲ ξένους.

Τὸ ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθά­να­τη κι ὅτι στὴν οὐσία της ἀνή­κει στὸν ἀθά­να­το κόσμο, τὸ ἀπο­δεί­χνει τὸ γεγο­νὸς ὅτι, στὴν ἐπί­γεια αὐτὴ ζωή, νιώ­θει σὰν τὸν ἀνι­κα­νο­ποί­η­το ταξι­διώ­τη σὲ ξένη χώρα, ποὺ τίπο­τα στὸν κόσμο δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν χορ­τά­σει καὶ νὰ τὸν ζωο­γο­νή­σει. Ἀκό­μα κι ἂν ἡ ψυχὴ εἶχε τὴ δυνα­τό­τη­τα ν’ ἀδειά­σει μέσα της τὸ σύμ­παν ὁλό­κλη­ρο μ’ ἕνα ποτή­ρι νεροῦ, ἡ δίψα της ὄχι μόνο δὲ θὰ λιγό­στευε, ἀλλὰ στὴν οὐσία θὰ γινό­ταν ἐντο­νό­τε­ρη. Για­τί τότε δὲ θά ‘μενε μέσα της οὔτε ἴχνος ἐλπί­δας πῶς, μετὰ τὸν ἑπό­με­νο λόφο, θὰ βρι­σκε κάποια ἄλλη ἀνα­πάν­τε­χη πηγὴ νεροῦ.

Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι ζων­τα­νή. Ζων­τα­νὴ ποὺ πάν­τα ὅμως διψά­ει γιὰ περισ­σό­τε­ρη ζωή. Τίπο­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν ξεδι­ψά­σει, παρὰ μόνο ἡ ζωή. Ἡ ζωή της ὅμως βρί­σκε­ται μόνο στὸ Θεό, στὸ ζῶν­τα Θεό. Ἐδί­ψη­σεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζῶν­τα. Δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ψαλ­μὸς αὐτός, εἶναι ἕνα γεγο­νός. Ὁ λαι­μὸς τοῦ διψα­σμέ­νου λιον­τα­ριοῦ ποὺ βρυ­χᾶ­ται στὴν ἔρη­μο, μ’ ὅλο ποὺ ὁ βρη­χυθ­μός του ἠχεῖ στὰ που­λιὰ τῆς ἐρή­μου σὰν τρα­γού­δι, στὸ λιον­τά­ρι δὲν εἶναι τρα­γού­δι, μὰ κραυ­γὴ γιὰ βοή­θεια.

Ἐδί­ψη­σεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζῶν­τα. Αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια ποὺ τὰ λέει κάποιος ποι­η­τής, ἀλλ’ ἕνας διψα­σμέ­νος ταξι­διώ­της ἐν γῆ ἐρή­μῳ καὶ ἀβά­τῳ καὶ ἀνύ­δρῳ. Δὲν εἶναι τρα­γου­δι­στὴς αὐτὸς ποὺ ἔχει συν­θέ­σει τοὺς στί­χους αὐτούς, ἀλλ’ ἴσως ὁ ἄνθρω­πος μὲ τὴ μεγα­λύ­τε­ρη ἔμπνευ­ση στὴν ἱστο­ρία τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας.

Ἄνθρω­πε! Ἄν ἐξα­κο­λου­θεῖς νὰ πιστεύ­εις πῶς ἡ σωμα­τι­κὴ τρο­φὴ καὶ τὸ ποτὸ εἶναι ἱκα­νὰ νὰ θρέ­ψουν καὶ νὰ ξεδι­ψά­σουν τὴν ψυχή σου, θὰ βρε­θεῖς στὸ ἐπί­πε­δο ὅπου βρί­σκον­ται τὰ οἰκό­σι­τα ζῶα καὶ τὰ ἄγρια κτή­νη. Ἄν κατόρ­θω­σες νὰ ξεπε­ρά­σεις τὸ ἐπί­πε­δο αὐτὸ κι ἐλπί­ζεις πῶς ἡ ψυχή σου μπο­ρεῖ νὰ τρα­φεῖ καὶ ν’ ἀνα­ζω­ο­γο­νη­θεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώ­πι­νη σοφία καὶ τὸ ἐγκό­σμιο κάλ­λος, τότε θὰ βρε­θεῖς στὸ ἐπί­πε­δο ἐκεί­νων ποὺ ἔχουν ἀπο­κτή­σει ἡμι-ἐμπει­ρία, ἡμι-ἀνά­πτυ­ξη. Ἡ πρώ­τη σκέ­ψη εἶναι ἀνόη­τη, ἡ δεύ­τε­ρη (ἡ ἐλπί­δα) εἶναι στεῖ­ρα. Στὸ δεύ­τε­ρο αὐτὸ ἐπί­πε­δο ἀκοῦς τὰ βογ­γη­τὰ καὶ τίς κραυ­γὲς τοῦ διψα­σμέ­νου κόσμου καὶ νομί­ζεις πῶς εἶναι τρα­γού­δια κι μιὰ προ­σπά­θεια νὰ ξεδι­ψά­σει κανεὶς μὲ τὴ δίψα τῶν ἄλλων. Ἄν ξεπέ­ρα­σες τὸ ἐπί­πε­δο αὐτὸ κι ἔνιω­σες μιὰ ἀνέκ­φρα­στη δίψα, ποὺ καμιὰ πηγὴ στὸν κόσμο δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὴ σβή­σει — ποὺ δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε οὔτε κι ὁλό­κλη­ρος ὠκε­α­νὸς νὰ τὴ σβή­σει — τότε ἔχεις ἀπο­κτή­σει πραγ­μα­τι­κὴ ἐμπει­ρία, εἶσαι ἄνθρω­πος ἀλη­θι­νός. Μόνο ὅταν βρε­θεῖς στὸ ἐπί­πε­δο αὐτὸ τῆς ἀκό­ρε­στης πνευ­μα­τι­κῆς δίψας, τῆς δίψας ἐκεί­νης ποὺ ἔνιω­σε κι ὁ Δαβίδ, θὰ κατα­νο­ή­σεις μὲ πλη­ρό­τη­τα τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο.

«Ἔρχε­ται οὔν εἰς πόλιν τῆς Σαμα­ρεί­ας τὴν λεγο­μέ­νην Συχάρ, πλη­σί­ον τοῦ χωρί­ου καὶ ἔδω­κεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τὼ υἱῷ αὐτοῦ» (Ἰωάν.δ’ 5). Ἡ περιο­χὴ ὁλό­κλη­ρη ἀπὸ τὴν Ἰου­δαία μέχρι τὴ Γαλι­λαία ὀνο­μά­ζε­ται Σαμά­ρεια. Τὸ ὄνο­μά της τὸ ἔλα­βε ἀπὸ τὸ βου­νὸ Σαμά­ρεια. Ὁ δρό­μος ἀπὸ τὴν Ἱερου­σα­λὴμ πρός τὴ Γαλι­λαία ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ περ­νά­ει ἀπὸ τὴ Συχὰρ (τὴ σημε­ρι­νή Ἀσκάρ). Ἐκεῖ εἶναι ἕνα κομ­μά­τι γῆς ποὺ τὸ εἶχε ἀγο­ρά­σει ὁ Ἰακὼβ ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Ἐμὼρ κι ἔχτι­σε ἐκεῖ ἕνα θυσια­στή­ριο, ποὺ τὸ ὀνό­μα­σε «Θεὸς τοῦ ‘Ἰσρα­ήλ» (Γέν.λγ19–20). Ἀργό­τε­ρα ὁ Ἰακὼβ δώρη­σε τὴ γῆ αὐτὴ στὸ γιο του Ἰωσήφ.

«Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὔν Ἰησοῦς κεκο­πια­κὼς ἔκ τῆς ὁδοι­πο­ρί­ας ἔκα­θέ­ζε­το οὕτως ἐπὶ τὴ πηγή: ὥρα ἢν ὡσεὶ ἕκτη» (Ἰωάν. δ’ 6). “Ἡ πηγὴ αὐτὴ εἶχε τὸ ὄνο­μα τοῦ Ἰακὼβ εἴτε ἐπει­δὴ ὁ προ­πά­το­ράς μας Ἰακὼβ εἶχε κατοι­κή­σει κον­τὰ στὸ πηγά­δι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὰ κοπά­δια του εἴτε ἐπει­δὴ τὸ πηγά­δι αὐτὸ τὸ ἔφτια­ξε ὁ ἴδιος. Κου­ρα­σμέ­νος ἀπὸ τὸν ἀπό­κρη­μνο καὶ ἀνη­φο­ρι­κὸ δρό­μο ἀπὸ τὴν Ἱερου­σα­λὴμ ὼς ἐκεῖ, ὁ Κύριος κάθη­σε δίπλα στὸ πηγά­δι γιὰ νὰ ξεκου­ρα­στεῖ. Ἡ ἕκτη ὥρα, ὅπως τὴ μετροῦ­σαν στὴν Ἀνα­το­λή, ἦταν ἡ μεσημ­βρία.

Ὁ Κύριος ἔφτα­σε ἐκεῖ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος μεσου­ρα­νοῦ­σε κι ἡ ζέστη ἦταν μεγά­λη. Ἦταν κεκο­πια­κὼς ἐκ τῆς ὁδοι­πο­ρί­ας ποὺ ἔκα­νε γιὰ τὴ σωτη­ρία μας, ὅπως κεκο­πια­κὼς ἦταν κι ἀργό­τε­ρα, ὅταν ἀνέ­βαι­νε στὸ σταυ­ρὸ αἱμό­φυρ­τος καὶ πονε­μέ­νος. Για­τί δὲν ταξί­δε­ψε νύχτα, ποὺ εἶχε καὶ δρο­σιά; Οἱ νύχτες γιὰ τὸν Κύριο ἦταν ἀφιε­ρω­μέ­νες στὴν προ­σευ­χή. Κι ἂν ὑπο­θέ­σου­με στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση πῶς θὰ ταξί­δευε νύχτα, τὸ εὐαγ­γέ­λιο θὰ ἦταν φτω­χό­τε­ρο κατὰ ἕνα μονα­δι­κὸ γεγο­νὸς κι ἀπὸ μιὰ πολὺ διδα­κτι­κὴ καὶ σωστι­κὴ ἀπο­κά­λυ­ψη. Ταξί­δευε μέρα, μὲ τὰ πόδια, στοὺς ἀνη­φο­ρι­κοὺς κι ἀπό­το­μους δρό­μους καὶ μὲ μεγά­λη ζέστη, κου­ρα­σμέ­νος καὶ διψα­σμέ­νος, για­τί βια­ζό­ταν νὰ ἐκμε­ταλ­λευ­τεῖ κάθε στιγ­μὴ τοῦ ἐπί­γειου βίου Του, μέρα καὶ νύχτα, γιὰ τὴ σωτη­ρία μας.

«Ἔρχε­ται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμα­ρεί­ας ἀντλῆ­σαι ὕδωρ. Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς δὸς μοὶ πιεῖν» (Ἰωάν. δ’ 7). Ὁ εὐαγ­γε­λι­τὴς τονί­ζει πῶς ἡ γυναῖ­κα ἦταν Σαμα­ρεί­τι­δα, ἐπει­δὴ οἱ Ἰου­δαῖ­οι χαρα­κτή­ρι­ζαν τοὺς Σαμα­ρεῖ­τες ὡς εἰδω­λο­λά­τρες. Δὸς μοι πιεῖν, τῆς εἶπε ὁ Κύριος. Ἦταν κου­ρα­σμέ­νος καὶ διψα­σμέ­νος, σημά­δι πῶς τὸ σῶμα Του ἦταν ἀλη­θι­νὰ ἀνθρώ­πι­νο σῶμα κι ὄχι ὁμοί­ω­μα, ὅπως ἰσχυ­ρί­στη­καν κάποιοι αἱρε­τι­κοί. Ὅπως τὸ σῶμα Του δάκρυ­ζε γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους, ὅπως ὑπό­φε­ρε ἀπὸ τοὺς πόνους Του στὸ σταυ­ρό, ἔτσι εἶχε καὶ τὴν αἴσθη­ση τῆς πεί­νας καὶ τῆς δίψας. Ἄν τὸ ἤθε­λε, θὰ μπο­ροῦ­σε βέβαια νὰ ξεπε­ρά­σει τὴν ἀνάγ­κη αὐτή, ν’ ἀπαλ­λα­γεῖ ἀπ’ αὐτήν. Θὰ μπο­ροῦ­σε μὲ τὴ θεϊ­κή Του δύνα­μη νὰ τὴν ἀνα­στεί­λει γιὰ κάποιο διά­στη­μα ἢ καὶ νὰ τὴν καταρ­γή­σει ἐντε­λῶς. Πῶς ὅμως ἔτσι θά ‘δει­χνε ὅτι ἦταν ἀλη­θι­νὸς ἄνθρω­πος; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε «κατὰ πάν­τα τοῖς ἁδελ­φοῖς ὁμοιω­θῆ­ναι» (Ἐβρ. β’17), πῶς θὰ τοὺς ὀνό­μα­ζε ἀδελ­φούς Του; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μᾶς διδά­ξει τὴν ὑπο­μο­νὴ καὶ τὴν καρ­τε­ρία στὶς θλί­ψεις, ἂν ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ὑπο­φέ­ρει καὶ δὲν εἶχε ὑπο­μεί­νει τίς θλί­ψεις καὶ τοὺς πει­ρα­σμούς; Καὶ τελευ­ταῖο, θὰ μπο­ροῦ­σε ἡ τελι­κὴ νίκη Του νά ‘χει τὴ λαμ­πρό­τη­τα ποὺ μᾶς δυνα­μώ­νει καὶ μᾶς φωτί­ζει στὶς δυσκο­λί­ες τῆς ζωῆς μας, ἂν ὁ ἴδιος δὲν τὰ εἶχε ὑπο­μεί­νει πρῶ­τος ὅλα καὶ μάλι­στα στὸν ὕψι­στο βαθ­μό; Θὰ ρωτή­σει κανείς: «Πῶς γίνε­ται Ἐκεῖ­νος πού μπο­ροῦ­σε νὰ πολ­λα­πλα­σιά­σει τοὺς ἄρτους καὶ νὰ περ­πα­τά­ει στὸ νερό, ὅπως σὲ στέ­ρεο ἔδα­φος, νὰ μὴν μπο­ρεῖ μετὰ ἀπὸ ἕνα τόσο κοπια­στι­κὸ καὶ μακρὺ ταξί­δι, μ’ ἕνα Τοῦ λόγο (ἢ καὶ μὲ μιὰ Τοῦ σκέ­ψῃ) ν’ ἀνοί­ξει ξαφ­νι­κὰ μιὰ πηγὴ μὲ νερὸ στὸ βρά­χο ἢ στὴν ἄμμο καὶ νὰ σβή­σει τὴ δίψα του;»

Σίγου­ρα αὐτὸ ἀνή­κει στὴ δύνα­μή Του. Τὸ ἔκα­νε καὶ Μωυ­σῆς αὐτὸ στὴν ἔρη­μο. Τὸ ἔκα­ναν καὶ πολ­λοὶ ἅγιοι στὸ ὄνο­μά Του, ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρ­χει ἡ Ἐκκλη­σία μας. Πῶς λοι­πὸν δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ κάνει ὁ ἴδιος; Μπο­ροῦ­σε, μὰ δὲν ἤθε­λε. Ποτέ Του δὲν ἔκα­νε οὔτε ἕνα μονα­δι­κὸ θαῦ­μα μόνο γιὰ τὸ δικό Του καλό, γιὰ νὰ ταΐ­σει, νὰ ποτί­σει ἢ νὰ ντύ­σει τὸν ἑαυ­τό Του. Ὅλα τὰ θαύ­μα­τα τὰ ἔκα­νε γιὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν ὑπάρ­χει σκιὰ ἰδιο­τέ­λειας στὴ ζωή Του. Ἀκό­μα κι ὅταν μικρὸ παι­δὶ ἔφυ­γε γιὰ ν’ ἀπο­φύ­γει τὸ ξίφος τοῦ Ἡρώ­δη, δὲν τὸ ἔκα­νε γιὰ τὸν ἑαυ­τό του, ἀλλὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώ­πων. Ἡ ὥρα Του δὲν εἶχε φτά­σει ἀκό­μα. Ὅταν ὅμως ὁλο­κλή­ρω­σε τὸ ἔργο Τοῦ ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους, δὲν προ­σπά­θη­σε ν’ ἀπο­φύ­γει το θάνα­το, δὲν ἔφυ­γε. Ἀντί­θε­τα, πῆγε νὰ τὸν συναν­τή­σει. “Ὅλα τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, κάθε συμ­πε­ρι­φο­ρά Του καὶ κάθε ἔργο ποὺ ἔκα­νε σ’ ὅλη τὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς του, τὰ πάν­τα καθο­δη­γοῦν­ταν ἀπὸ τὴν ἀπε­ριό­ρι­στη ἀγά­πη του γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους, καθὼς κι ἀπὸ τὴν ἀπε­ριό­ρι­στη σοφία Του.

Δὸς μοι πιεῖν. Ὁ Δημιουρ­γὸς τὸ ζητά­ει αὐτὸ ἀπὸ τὸ πλά­σμα Του. Τὰ λόγια αὐτὰ ἀντη­χοῦν ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιά­δες χρό­νια. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ εἶπε μόνο στὴ Σαμα­ρεί­τι­δα. Ἀπευ­θύ­νον­ται σ’ ὅλες τίς γενιὲς τῶν ἀνθρώ­πων, ὡς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου.

Δὸς μοι πιεῖν, λέει σήμε­ρα ὁ Χρι­στὸς στὸν καθέ­να μας. Ὁ Δημιουρ­γὸς τοῦ νεροῦ, Ἐκεῖ­νος ποὺ παρέ­χει τίς θάλασ­σες καὶ τοὺς ὠκε­α­νούς, τὰ ποτά­μια καὶ τίς πηγές, δὲν τὸ λέει αὐτὸ ἐπει­δὴ διψά­ει γιὰ νερό. Διψά­ει γιὰ τὴν ἀγα­θή μας θέλη­ση, γιὰ τὴν ἀγά­πη μας. Ὅταν τοῦ δίνου­με κάτι, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ δικό μας, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ δικό Του. Κάθε ποτή­ρι νερὸ ποὺ ἔχου­με στὴ γῆ δικὸ Τοῦ εἶναι, Ἐκεῖ­νος τὸ δημιούρ­γη­σε. Γιὰ κάθε ποτή­ρι ψυχροῦ ὕδα­τος ποὺ δίνου­με στοὺς ἀδελ­φοὺς Του τοὺς ἔλα­χί­στους, ἔχει πλη­ρώ­σει μὲ τὸ τίμιο αἷμα Του. Μὲ τὴν ἀνε­ξάν­τλη­τη κι ἀμί­μη­τη ταπεί­νω­σή Τοῦ ὅμως δὲ ζητά­ει ἀπὸ τὴ Σαμα­ρεί­τι­δα ὡς Δημιουρ­γὸς ἀπὸ τὸ πλά­σμα Του, ἀλλ’ ὡς ἄνθρω­πος ἀπὸ ἄνθρω­πο. Μᾶς δεί­χνει ἔτσι τὴν ταπεί­νω­σή Τοῦ καὶ φανε­ρώ­νει τὴν περιο­ρι­σμέ­νη καὶ ἐνδεῆ ἀνθρώ­πι­νη φύση Του. Ὁ ἄνθρω­πος ἔχει τὸ δικαί­ω­μα νὰ ζητή­σει κάτι ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ὅπως ἔχει καὶ τὸ καθῆ­κον νὰ ἐξυ­πη­ρε­τή­σει καὶ νὰ ἐλε­ή­σει τὸν ἄλλον.

«Οἱ γὰρ μαθη­ταὶ αὐτοῦ ἀπε­λη­λύ­θει­σαν εἰς τὴν πόλιν ἕνα τρο­φὰς ἀγο­ρά­σω­σι» (Ἰωάν. δ’ 8). Ὁ Κύριος δὲν ἦταν μόνο κου­ρα­σμέ­νος καὶ διψα­σμέ­νος, ἀλλὰ πει­νοῦ­σε κιό­λας, ὅπως καὶ οἱ μαθη­τές Του. Εἶναι κι αὐτὴ μιὰ ἀκό­μα ἀπό­δει­ξη πῶς ἦταν ἀλη­θι­νὸς ἄνθρω­πος καὶ πῶς δὲν ἔκα­νε θαύ­μα­τα στὶς περι­πτώ­σεις ποὺ ἡ θαυ­μα­τουρ­γία δὲ λει­τουρ­γοῦ­σε γιὰ τὸ γενι­κό­τε­ρο καλό, γιὰ τὴ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς ἀνα­φέ­ρει τὴν ἀπου­σία τῶν μαθη­τῶν, ὥστε νὰ ἐξη­γή­σει γιὰ ποιό λόγο ὁ Κύριος ζήτη­σε νερὸ ἀπὸ τὴ γυναῖ­κα. Ἄν οἱ μαθη­τὲς ἦταν ἐκεῖ θὰ εἶχαν βγά­λει ἐκεῖ­νοι νερό, ὁπό­τε ἡ γυναῖ­κα δὲ χρεια­ζό­ταν ν’ ἀνα­φερ­θεῖ. Σὲ κάθε περί­πτω­ση ἡ θεία πρό­νοια ἤθε­λε νὰ δημιουρ­γή­σει τὴν εὐκαι­ρία γιὰ τὴ δική μας διδα­χή, ὥστε ὅταν κι ἐμεῖς συναν­τᾶ­με τὸν ἐχθρό μας στὴν ἀνάγ­κη του, νὰ τὸν βοη­θᾶ­με. Κι ὅταν τὸ ἔθνος μας βρί­σκε­ται σὲ ἔχθρα μὲ τοὺς γει­το­νι­κοὺς λαούς, ἐμεῖς σὰν ἄνθρω­ποι νὰ μὴν τολ­μᾶ­με νὰ ἐπε­κτεί­νου­με τὴν ἔχθρα σὲ κάθε ἄνθρω­πο τοῦ ἔθνους αὐτοῦ. Ὅταν μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαι­ρία, εἶναι καθῆ­κον μας νὰ βοη­θᾶ­με κάθε ἄνθρω­πο ποὺ ἔχει ἀνάγ­κη, χωρὶς νὰ προ­σέ­χου­με ἂν ἀνή­κει στὸ δικό μας ἔθνος ἢ ὄχι.

«Λέγει οὖν αὐτῷ ἢ γυνὴ ἢ Σαμα­ρεί­τις πὼς σὺ Ἰου­δαῖ­ος ὤν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναι­κὸς Σαμα­ρεί­τι­δος; οὐ γὰρ συγ­χρῶν­ται Ἰου­δαῖ­οι Σαμα­ρεί­ταις» (Ἰωάν. δ’ 9). Ἡ γυναῖ­κα εἶχε τὴν ἄπο­ψη ποὺ εἶχαν ὅλοι στὴν ἐπο­χή της, πῶς ὁ ἄνθρω­πος δὲν πρέ­πει νὰ μισεῖ μόνο ἕνα ἐχθρι­κὸ ἔθνος, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρω­πο ποὺ ἀνή­κει στὸ ἔθνος αὐτό. Στὴν παρα­βο­λὴ τοῦ Καλοῦ Σαμα­ρεί­τη ὁ Κύριος ἐπι­σή­μα­νε τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μῖσος ποὺ ἔνιω­θαν οἱ Ἰου­δαῖ­οι γιὰ τοὺς Σαμα­ρεῖ­τες. Καὶ τὸ γεγο­νὸς αὐτὸ ἐξη­γεῖ για­τί κι οἱ Σαμα­ρεῖ­τες ἔνιω­θαν τὸ ἴδιο μῖσος γιὰ τοὺς Ἰου­δαί­ους. Γιὰ νὰ σπά­σει τὸ φράγ­μα τοῦ μίσους ἀνά­με­σα στὰ ἔθνη, πρέ­πει πρῶ­τα νὰ σπά­σει κανεὶς τὸ φράγ­μα ποὺ δημιουρ­γεῖ τὸ μῖσος ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους. Αὐτὸς εἶναι ὁ μονα­δι­κὸς λογι­κὸς τρό­πος γιὰ νὰ θερα­πεύ­σει κανεὶς τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος ἀπὸ τὴ μεγά­λη ἀρρώ­στια τοῦ ἀμοι­βαί­ου μίσους.

«Ἀπε­κρί­θῃ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτη εἰ ἤδεις τὴν δωρε­ὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἔστιν ὁ λέγων σοί, δὸς μοὶ πιεῖν, σὺ ἂν ἤτη­σας αὐτὸν καὶ ἔδω­κεν ἂν σοὶ ὕδωρ ζῶν» (Ἰωάν. δ’ 10). Ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέ­πει νὰ κατα­νο­η­θεῖ τόσο μὲ τὴν ὑλι­κὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἔννοια. Ἀπὸ τὴν ὑλι­κὴ ἄπο­ψη ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέ­πει νὰ κατα­νο­ή­σου­με πῶς ἀνα­φέ­ρε­ται σ’ ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγα­θό­τη­τά Τοῦ δημιούρ­γη­σε καὶ ἔδω­σε γιὰ χρή­ση καὶ βοή­θεια στὸν ἄνθρω­πο. Ἄν ἐσύ, γυναῖ­κα, γνώ­ρι­ζες πῶς τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἀνή­κει οὔτε στοὺς Σαμα­ρεῖ­τες οὔτε στοὺς Ἰου­δαί­ους, ἀλλ’ εἶναι τοῦ Θεοῦ· ἂν γνώ­ρι­ζες πῶς ὅταν ὁ Θεὸς δημιούρ­γη­σε τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἔβα­λε πινα­κί­δες ποῦ νὰ λένε πῶς «αὐτὸ εἶναι γιὰ τοὺς Σαμα­ρεῖ­τες» ἢ «γιὰ τοὺς Ἰου­δαί­ους», ἀλλὰ «γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους», τότε θὰ ἔβγα­ζες τὸ νερὸ αὐτὸ μὲ δέος, ἀφοῦ εἶναι δῶρο Θεοῦ, καὶ θὰ τὸ ἔδι­νες στὸ διψα­σμέ­νο ἄνθρω­πο νὰ πιεῖ μὲ ἀκό­μα μεγα­λύ­τε­ρο δέος, ἀφοῦ τὸ προ­σφέ­ρεις στὸ πλά­σμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος ὁλό­κλη­ρος εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρω­πο κι ὁ ἄνθρω­πος εἶναι δῶρο Θεοῦ στὸν κόσμο.

Ἀπὸ πνευ­μα­τι­κὴ ἄπο­ψη τώρα, ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Παρα­δί­νον­τας ὁλό­κλη­ρο τὸν ὁρα­τὸ κόσμο στὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὴν ἀγά­πη Του, ὁ Θεός του δίνει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυ­τό. Ἄν ἐσύ, γυναῖ­κα, γνώ­ρι­ζες τί πολύ­τι­μο δῶρο ἔστει­λε ὁ Θεὸς στοὺς Ἰου­δαί­ους καὶ στοὺς Σαμα­ρεῖ­τες, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἄλλους λαοὺς χωρὶς ἐξαί­ρε­ση, ἡ ψυχή σου θὰ ἔτρε­με. Θὰ ἔκλαι­γες ἀπὸ χαρά, θὰ ἔμε­νες ἄφω­νη ἀπὸ θαυ­μα­σμό, δὲ θά τολ­μοῦ­σες νὰ σκέ­φτε­σαι κὰν γιὰ ἀμοι­βαία ἔχθρα καὶ γιὰ μῖσος ἀνά­με­σα στοὺς Ἰου­δαί­ους καὶ τοὺς Σαμα­ρεῖ­τες.

Νὰ ξέρεις πῶς ἂν ἐπρό­κει­το νὰ σοῦ ἀπο­κα­λυ­φτοῦν ὅλα τὰ μυστή­ρια Ἐκεί­νου ποὺ τώρα μιλά­ει μαζί σου, Αὐτοῦ ποὺ κρί­νον­τας ἀπὸ τὴν ἐξω­τε­ρι­κή του ἐμφά­νι­ση τὸν λογα­ριά­ζεις γιὰ κάποιον συνη­θι­σμέ­νο ἄνθρω­πο, ποὺ ἀπὸ τὰ ροῦ­χα ποὺ φορά­ει κι ἀπὸ τὸν τρό­πο ποὺ μιλά­ει τὸν θεω­ρεῖς Ἰου­δαῖο, σὺ ἂν ἤτη­σας αὐτὸν καὶ ἔδω­κεν ἂν σοὶ ὕδωρ ζῶν. Μὲ τὸ ὕδωρ ζών εννο­εί ὁ Κύριος τὴν φωτι­στι­κὴ καὶ ζεί­δω­ρη δύνα­μη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε στοὺς πιστούς. «Ὁ πιστεύ­ων εἰς ἐμέ… ποτα­μοὶ ἐκ τῆς κοι­λί­ας αὐτοῦ ρεύ­σου­σιν ὕδα­τος ζῶν­τος. Τοῦ­το δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύ­μα­τος οὐ ἔμελ­λον λαμ­βά­νειν οἱ πιστεύ­ον­τες εἰς αὐτόν» (Ἰωάν. ζ’ 38–39). Ἡ γυναῖ­κα ὅμως δὲν ἤξε­ρε καὶ δὲν κατα­λά­βαι­νε τίπο­τα ἀπ’ όλ’ αὐτὰ καὶ γι’ αὐτὸ συνέ­χι­σε νὰ ρωτά­ει:

«Λέγει αὐτὴ ἡ γυνὴ Κύριε, οὔτε ἄντλη­μα ἔχεις, καὶ τὸ φρέ­αρ ἐστὶ βαθὺ πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; μὴ σὺ μεί­ζων εἰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὸς ἔδω­κεν ἡμῖν τὸ φρέ­αρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμ­μα­τα αὐτοῦ;» (Ἰωάν. δ’ 13,14). Δού­λους δὲν ἔχεις, δοχεῖο δὲν ἔχεις, τὸ πηγά­δι εἶναι βαθύ. Πῶς λοι­πὸν θ’ ἀντλή­σεις τὸ δρο­σε­ρὸ καὶ ζωο­γό­νο νερό; Ἡ γυναῖ­κα ἔβλε­πε τὸν Κύριο κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμ­μα τῆς ἀνθρώ­πι­νης σάρ­κας, τὸν λογά­ρια­ζε κάποιον συνη­θι­σμέ­νο θνη­τό, ἕναν ἀβο­ή­θη­το ἄνθρω­πο. Ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε καὶ τώρα, ὀνο­μά­ζε­ται τὸ νερὸ ποὺ βγαί­νει ἀπὸ πηγή, σὲ ἀντί­θε­ση μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἀντλοῦ­με ἀπὸ πηγά­δια καὶ στέρ­νες.

Ὑπάρ­χει ὅμως καὶ πηγα­δί­σιο νερὸ ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται δρο­σε­ρό, ζῶν ὕδωρ, ὅταν τὸ πηγά­δι αὐτὸ τρο­φο­δο­τεῖ­ται ἀπὸ πηγή. Ἡ πηγὴ βρί­σκε­ται στὸν πυθ­μέ­να τοῦ πηγα­διοῦ, ἀπ’ ὅπου ρέει τὸ νερὸ καὶ τὸ γεμί­ζει. Σὲ κάποια στιγ­μὴ ὅμως τῆς ἔρχε­ται μιὰ δεύ­τε­ρη σκέ­ψη καὶ βιά­ζε­ται νά την ἐξω­τε­ρι­κεύ­σει: μὴ σὺ μεί­ζων εἰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ; Σὰ νά ‘θελε νὰ πεῖ: Μήπως μπο­ρεῖς ἐσὺ νὰ δημιουρ­γή­σεις μιὰ ἄλλη πηγὴ νεροῦ, δίπλα στὴν πρώ­τη; Ὁ πατέ­ρας μας Ἰακὼβ δὲ δημιούρ­γη­σε τὴν πηγή, ἀλλ’ ἁπλᾶ τὴν ἔχτι­σε καὶ τὴν περιό­ρι­σε. Ἄν ἐσὺ μπο­ρεῖς νὰ δημιουρ­γή­σεις μιὰ ἄλλη πηγή, νὰ φτιά­ξεις τρε­χού­με­νο νερό, αὐτὸ θὰ ἦταν ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε βέβαια θὰ ἤσουν μεί­ζων τοῦ πατέ­ρα μας Ἰακώβ. Εἶσαι ἀνώ­τε­ρος ἀπὸ ἐκεῖ­νον; Τὸ πηγά­δι αὐτὸ τοῦ Ἰακὼβ ἔχει τόσο ἄφθο­νο νερό, ὥστε ἀπ’ αὐτὸ ἤπιε ὁ ἴδιος, ἤπιαν τὰ παι­διά του, τὰ ζων­τα­νά του κι ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ζοῦ­με ἐδῶ κον­τά, καθὼς καὶ οἱ ταξι­διῶ­τες ποὺ περ­νοῦν ἀπ’ ἐδῶ, κι οἱ ἐπι­σκέ­πτες. Κι αὐτὸ γίνε­ται αἰῶ­νες τώρα καὶ τὸ νερὸ στὸ πηγά­δι δὲ στε­ρεύ­ει. Μήπως ἐσὺ μπο­ρεῖς νὰ κάνεις κάτι καλ­λί­τε­ρο κι ἀνώ­τε­ρο ἀπ’ αὐτό;

Τὰ λόγια αὐτὰ τῆς Σαμα­ρεί­τι­δας ἀπὸ τὴ μιὰ φανε­ρώ­νουν τὴν ὑπε­ρη­φά­νειά της γιὰ τὸν πατέ­ρα τοὺς Ἰακώβ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη δια­τυ­πώ­νουν κάτι περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ ἀμφι­βο­λία, κάτι σὰν εἰρω­νεία στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Δὲν ἦταν τόσο ἀγε­νὴς καὶ δημό­σια ἡ εἰρω­νεία ὅσο ἐκεί­νη ποὺ ἔγι­νε κατὰ τὴν ἀνά­στα­ση τῆς κόρης τοῦ Ἰαεί­ρου, ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ ἄκου­σαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς λέει πῶς κοι­μᾷ­ται τὸ κορί­τσι τὸν περι­γε­λοῦ­σαν (κατε­γέ­λων αὐτοῦ), ἦταν ὅμως μιὰ ἔμμε­ση καὶ κρυ­φὴ εἰρω­νεία. Ὁ Κύριος ὅμως ποὺ σκο­πό Του εἶχε νὰ τρα­βή­ξει τοὺς ἀνθρώ­πους ἀπὸ τὴ λάσπη τῆς ἁμαρ­τί­ας, ἦταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος νὰ δεχτεῖ ἐμπαιγ­μοὺς καὶ εἰρω­νεῖ­ες τόσο ἀπὸ ἀνθρώ­πους ὅσο κι ἀπὸ δαί­μο­νες. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲ μέμ­φε­ται τὴ γυναῖ­κα γι’ αὐτὴν τὴν αἰχ­μη­ρὴ εἰρω­νεία, ἀλλὰ προ­χω­ρεῖ μὲ στό­χο τὴ σωτη­ρία τῆς ψυχῆς της:

«Ἀπε­κρί­θη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτη πὰς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδα­τος τού­του διψή­σῃ πάλιν ὅς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδα­τος οὐ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψή­σῃ εἰς τὸν αἰῶ­να, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὸ δώσω αὐτῷ γενή­σε­ται ἐν αὐτῷ πηγῇ ὕδα­τος ἁλλο­μέ­νου εἰς ζωὴν αἰώ­νιον» (Ἰωάν.δ’ 13,14). Ὁ Κύριος δὲν ἀπαν­τᾷ στὴ γυναῖ­κα μὲ τὸν τρό­πο ποὺ θά ‘θελε ἐκεί­νη. Δὲ θὰ τῆς πεῖ πόσο ἀνώ­τε­ρος εἶναι ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἐκεῖ­νος βλέ­πει τὴν αἰτία τῆς παρα­νόη­σης ἀνά­με­σα στὸν ἴδιο καὶ στὴ γυναῖ­κα, ἡ γυναῖ­κα ὅμως δὲν τὴ βλέ­πει. Ἡ παρα­νόη­ση προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι Αὐτὸς τῆς μιλά­ει γιὰ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ νερό, τὸ ζωο­γό­νο. Ἡ γυναῖ­κα ὅμως εἶναι μαθη­μέ­νη νὰ σκέ­φτε­ται μὲ τὴ γήι­νη ἀντί­λη­ψη, ἐκεί­νη ποὺ νιώ­θουν κι οἱ αἰσθή­σεις. Ἐκεί­νη κατα­νο­εῖ τὸ νερὸ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ δεῖ, ποὺ δημιούρ­γη­σε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξεδι­ψά­ει πρό­σκαι­ρα τὴ φυσι­κὴ δίψα. Τὸ ζῶν ὕδωρ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλά­ει ὁ Κύριος εἶναι ἡ ζωο­ποιὸς θεία χάρη ποὺ ἀνα­ζω­ο­γο­νεῖ καὶ ξεδι­ψά­ει τὴν ψυχή, ποὺ τὴν ὁδη­γεῖ στὴν αἰώ­νια ζωή, ἐνῶ ἀκό­μα βρί­σκε­ται στὴν παροῦ­σα. Ὅταν ἡ ζωο­ποιὸς αὐτὴ χάρη εἰσέρ­χε­ται στὸν ἄνθρω­πο, ἀνοί­γει μέσα του μιὰ ἀνε­ξάν­τλη­τη πηγὴ ζωῆς, χαρᾶς καὶ δύνα­μης.

«Λέγει πρὸς αὐτὸν ἢ γυνὴ Κύριε, δὸς μοὶ τοῦ­το τὸ ὕδωρ, ἶνα μὴ διψή­σω μηδὲ ἔρχο­μαι ἐνθά­δε ἀντλεῖν» (Ἰωάν. δ’ 15). Ἡ γυναῖ­κα βρί­σκε­ται ἀκό­μα ἐγκλω­βι­σμέ­νη στὴ δική της ἀντί­λη­ψη, σκέ­φτε­ται ἀκό­μα τὸ ἐπί­γειο νερό. Στὴν καλ­λί­τε­ρη περί­πτω­ση θά ‘παιρ­νε τὸν Κύριο γιὰ κάποιον μάγο, ἱκα­νὸ νὰ κάνει ἕνα θαῦ­μα μὲ ἀπά­τη. Γιὰ νὰ ἐξου­δε­τε­ρώ­σει λοι­πὸν τὴν ἀνθρώ­πι­νη αὐτὴ ἀντί­λη­ψη τῆς γυναί­κας ὁ Κύριος, γυρί­ζει ξαφ­νι­κὰ τὴ συζή­τη­ση σὲ ἄλλο θέμα.

«Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς ὕπα­γε φώνη­σον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθε ἐνθά­δε. ἀπε­κρί­θῃ ἢ γυνὴ καὶ εἶπεν οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς: καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω πέν­τε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὄν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνὴρ τοῦ­το ἀλη­θῶς εἴρη­κας (Ἰωάν. δ’ 16–18). Τῆς τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ τὴν μάθει νὰ σκέ­φτε­ται πνευ­μα­τι­κά, ὄχι σαρ­κι­κά. Ὁ Κύριος δὲν τὸ λογα­ριά­ζει συνε­τὸ νὰ κάνει κάποιο θαῦ­μα μπρο­στά της, μὰ νὰ δεί­ξει πῶς ὁ ἴδιος εἶναι προ­φή­της. Ξέρει πῶς αὐτὸ θὰ ἔχει τὸ ἴδιο δυνα­τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα μὲ τὴ θαυ­μα­τουρ­γία. Ὕπα­γε φώνη­σον τὸν ἄνδρα σου.

Ὁ Κύριος γνω­ρί­ζει πῶς δὲν ἔχει ἄντρα, μὰ θέλει ν’ ἀκού­σει τὴ δική της ἀπάν­τη­ση. Τὴν ταρα­κου­νᾷ, φανε­ρώ­νον­τας τὴν παν­το­γνω­σία Του.

Πέν­τε γὰρ ἄνδρας ἔσχες. Αὐτὴ ἦταν μιὰ δυνα­τὴ ἔκπλη­ξη γιὰ τὴ γυναῖ­κα. Τώρα ὅμως ἀκού­ει κι ἕνα ἔνο­χο μυστι­κό της, ποὺ πολὺ θά ‘θελε νὰ κρύ­ψει, ὅπως: καί νὺν ὄν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ. Αὐτὸ λει­τούρ­γη­σε σὰν κεραυ­νὸς ποῦ ἄστρα­ψε στὸν γαλα­νὸ οὐρα­νό.

Ἀλλὰ μὴν κατα­κρί­νεις τὴ Σαμα­ρεί­τι­δα, ἀνθρώ­πι­νη ψυχή. Μὴ τὴν κατα­δι­κά­ζεις. Ρώτη­σε καλύ­τε­ρα τὸν ἐαυ­το σου: «Ποιός εἶναι ὁ σύζυ­γός μου;» Δὲν εἶχες ἤδη πέν­τε ἄντρες ἴσα­με τώρα; Κι ὁ σύν­τρο­φος ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι κάποιος ἄλλος κι ὄχι ὁ νόμι­μος σύζυ­γός σου;

Ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκκλη­σία. Κεφα­λὴ τῆς ἐκκλη­σί­ας εἶναι ὁ Χρι­στός. Μὲ λίγα λόγια, σύζυ­γος (νυμ­φί­ος) τῆς χρι­στια­νι­κῆς ψυχῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ἄν ὅμως παρα­μέ­νεις δεμέ­νη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἂν εἶσαι «συζευγ­μέ­νη» μ’ αὐτὸν κι ἂν οἱ πέν­τε αἰσθή­σεις σου εἶναι ται­ρια­σμέ­νες μαζί του, τότε θὰ βρί­σκε­σαι στὴν ἴδια ἁμαρ­τω­λὴ καὶ δύστυ­χη κατά­στα­ση ὅπου βρέ­θη­κε κι ἡ Σαμα­ρεί­τι­δα. Ἄν εἶσαι δυσα­ρε­στη­μέ­νη καὶ ἀπο­γο­η­τευ­μέ­νη ἀπὸ τίς αἰσθή­σεις σου, τότε τίς ἔχεις πραγ­μα­τι­κὰ ἀπορ­ρί­ψει, ἔχεις πάρει δια­ζύ­γιο ἀπ’ αὐτές. Τότε θὰ εἶναι σὰν πέν­τε νεκροὶ σύζυ­γοι, ὁπό­τε ἐσὺ ἀπο­φα­σί­ζεις νὰ ζήσεις μὲ τὸν ἕκτο σύν­τρο­φο, ποὺ βέβαια δὲν εἶναι νόμι­μος σύζυ­γός σου, ἀλλὰ διά­δο­χος τῶν ἄλλων πέν­τε, ποὺ ὅλοι μαζὶ ὁλο­κλη­ρώ­νουν τὴν αἰσθη­τι­κή σου ἀντί­λη­ψη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ψέμ­μα κι ἡ λάσπη ποὺ ἔχουν μαζέ­ψει οἱ αἰσθή­σεις μέσα σου κι ἔχουν σχη­μα­τί­σει ἕνα σωρὸ ἀπὸ σκου­πί­δια.

Ἡ συνο­μι­λία τοῦ Κυρί­ου μὲ τὴ Σαμα­ρεί­τι­δα εἶναι συζή­τη­ση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἄπι­στη ψυχή. Ἡ συνο­μι­λία αὐτὴ περιέ­χει ἕνα μήνυ­μα γιὰ σένα. Εἶναι συνο­μι­λία ἀνά­με­σα στὸν Οὐρά­νιο Νυμ­φίο καὶ τὴ νύμ­φη Του, την ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος ἐπι­κέν­τρω­σε τὴ συζή­τη­σή Του στὸν ἄντρα τῆς Σαμα­ρεί­τι­δας. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐκτυ­λι­χτεὶ δια­φο­ρε­τι­κὰ ἡ συζή­τη­ση μαζί της, νὰ τῆς φανέ­ρω­νε μὲ ἄλλον τρό­πο πῶς ἦταν προ­φή­της. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τῆς ἀπο­κα­λύ­ψει κάποιο ἄλλο μυστι­κὸ δικό της ἢ τῶν γονιῶν της ἢ τῶν γει­τό­νων της στὸ Συχάρ. Κι ἡ γνώ­ση αὐτὴ νὰ εἶχε κατα­πλή­ξει ἐξί­σου τὴ γυναῖ­κα. Σκό­πι­μα ὅμως ἔφε­ρε τὴ συζή­τη­ση στὸ σύζυ­γο τῆς γυναί­κας, ἐπει­δὴ αὐτὸ ἔχει νὰ προ­σφέ­ρει κάτι καὶ σὲ σένα. Σὲ σένα καθὼς καὶ σ’ ὅλες τίς ψυχὲς ποὺ δημιούρ­γη­σε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ θὰ συνε­χί­σει νὰ δημιουρ­γεῖ ὡς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου. Ἡ ἐρώ­τη­ση γιὰ τὸ σύζυ­γό σου, ψυχή, εἶναι ἡ σπου­δαιό­τε­ρη κι ἡ πιὸ ἀπο­φα­σι­στι­κή. Ὅποιος κι ἂν εἶναι ὁ σύν­τρο­φός σου, εἶσαι σύζυ­γος τοῦ προ­σώ­που αὐτοῦ. Ἄν σύν­τρο­φός σου εἶναι ὁ κόσμος, θὰ κατα­στρα­φεῖς μαζί του. Ἄν σύν­τρο­φός σου εἶναι ἡ ἁμαρ­τία, θὰ πεθά­νεις μαζί της. Ἄν σύν­τρο­φός σου εἶναι ὁ διά­βο­λος, θὰ εἶσαι μαζί του αἰώ­νια. Σὲ ὁποια­δή­πο­τε ἀπὸ τίς παρα­πά­νω περι­πτώ­σεις, θὰ πίνεις νερὸ ποὺ θὰ σοῦ προ­κα­λεῖ ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρη δίψα. Μόνο ἂν ὁμο­λο­γή­σεις τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στὸ ὡς νόμι­μο Σύζυ­γό σου καὶ τὸν συζευ­χθεῖς μὲ πίστη κι ἀγά­πη, θὰ πίνεις τὸ ζὼν ὕδωρ, τὸ δρο­σε­ρὸ καὶ ζωο­γό­νο νερὸ ποὺ θὰ σὲ ξεδι­ψά­σει γιὰ πάν­τα καὶ θά σε ὁδη­γή­σει στὴ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν καὶ τὴν αἰώ­νια ζωή.

«Λέγει αὐτῷ ἢ γυνὴ Κύριε, θεω­ρῶ ὅτι προ­φή­της εἴ σύ. οἱ πατέ­ρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τού­τῳ προ­σε­κύ­νη­σαν: καὶ ὑμεῖς λέγε­τε ὅτι ἐν Ἱερο­σο­λύ­μοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεὶ προ­σκυ­νεῖν. λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς: γύναι, πίστευ­σόν μοὶ ὅτι ἔρχε­ται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τού­τῳ οὔτε ἐν Ἱερο­σο­λύ­μοις προ­σκυ­νή­σε­τε το πατρί. ὑμεῖς προ­σκυ­νεῖ­τε ὸ οὐκ οἴδα­τε, ἡμεῖς προ­σκυ­νοῦ­μεν ὸ οἴδα­μεν ὅτι ἡ σωτη­ρία ἐκ τῶν Ἰου­δαί­ων ἐστὶν (Ἰωάν. δ’ 19–22). Ὁ Κύριος στο­χεύ­ει σκό­πι­μα ν’ ἀγγί­ξει μιὰ πνευ­μα­τι­κὴ χορ­δὴ τῆς Σαμα­ρεί­τι­δας. Καὶ τὸ κατορ­θώ­νει αὐτὸ ἀνα­φέ­ρον­τας τὸ παρελ­θόν της. Ἡ γυναῖ­κα, ποὺ ὼς τότε ἔνιω­θε μόνο τίς αἰσθή­σεις καὶ τὴν κοσμι­κὴ ἀντί­λη­ψη νὰ κυριαρ­χοῦν μέσα της, ἄρχι­σε ξαφ­νι­κὰ νὰ αἰσθά­νε­ται πῶς ξυπνά­ει ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ἀντί­λη­ψη, ποῦ ὡς τότε ἦταν ναρ­κω­μέ­νη. Καὶ τὸ πρῶ­το ποὺ κάνει, εἶναι ν’ ἀνα­γνω­ρί­σει καὶ νὰ ὁμο­λο­γή­σει τὸ Χρι­στὸ ὡς προ­φή­τη. Αὐτὸ ἦταν ἀρκε­τὸ σὰν ἀρχή. Κι ἀμέ­σως μετὰ ἄρχι­σε ν’ ἀνα­πτύσ­σε­ται ραγδαῖα τὸ ἐνδια­φέ­ρον της γιὰ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ πράγ­μα­τα. Ἔτσι θέτει στὸν Κύριο ἕνα ἐρώ­τη­μα πού ἦταν πολὺ ἐπί­και­ρο στὶς μέρες της. Ποιό ἦταν αὐτό; Οἱ ἀτέ­λειω­τες φιλο­νι­κί­ες ποὺ εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐπο­χὴ Ἰου­δαῖ­οι καὶ Σαμα­ρεῖ­τες γιὰ τὸν τόπο ὅπου ἔπρε­πε νὰ λατρεύ­ε­ται ὁ Θεός. Ποιός ἦταν πιὸ θεά­ρε­στος τόπος; Ἡ Ἱερου­σα­λὴμ ἢ τὸ βου­νὸ τῆς Σαμά­ρειας; Ποιός λατρεύ­ει καλύ­τε­ρα καὶ προ­σεύ­χε­ται σωστό­τε­ρα στὸ Θεό, αὐτὸς ποὺ κάνει μετά­νοιες καὶ προ­σεύ­χε­ται ἐδῶ ἢ ὁ ἄλλος ποὺ κάνει μετά­νοιες καὶ προ­σεύ­χε­ται ἐκεῖ; Οἱ πατέ­ρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τού­τῳ προ­σε­κύ­νη­σαν. Ἡ γυναῖ­κα δὲ λέει «ἐμεῖς», ἀλλὰ «οἱ πατέ­ρες ἡμῶν». Ἤθε­λε μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο νὰ δώσει μεγα­λύ­τε­ρη σπου­δαιό­τη­τα στὸ ὄρος αὐτὸ καὶ νὰ δικαιώ­σει ἔτσι περισ­σό­τε­ρο τοὺς Σαμα­ρεῖ­τες τῆς ἐπο­χῆς της. Ἦταν σὰ νά ‘θελε νὰ πεῖ: Δὲ δια­λέ­ξα­με ἐμεῖς τὸ ὅρος τοῦ­το γιὰ τόπο λατρεί­ας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οἱ πατέ­ρες μας κι ἐκεῖ­νοι ἦταν ἀνώ­τε­ροι ἀπό μας καὶ πιὸ κον­τὰ στὸ Θεό.

Πάλι ὁ Κύριος δὲν ἀπαν­τᾷ στὴ γυναῖ­κα μ’ ἕνα «ναὶ» ἢ ἕνα «ὄχι». Προ­χω­ρεῖ προ­σπα­θῶν­τας ν’ ἀφυ­πνί­σει καὶ νὰ στη­ρί­ξει τὴν ψυχή της. Γύναι, πίστευ­σόν μοι… Πίστε­ψε Ἐμέ­να, γυναῖ­κα, ὄχι ἐκεί­νους ποὺ σοῦ λένε πῶς πρέ­πει νὰ λατρεύ­εις το Θεὸ στὸ ὄρος αὐτὸ ἢ στὴν Ἱερου­σα­λήμ. Θὰ ἔρθει και­ρὸς ποὺ προ­σκυ­νή­σε­τε τῷ πατρὶ οὔτε στὸ ὄρος αὐτὸ οὔτε στὴν Ἱερου­σα­λήμ. Ὁ Κύριος σκό­πι­μα χρη­σι­μο­ποιεῖ τὸν ὅρο «πατὴρ» ἀντὶ γιὰ «θεούς» (οἱ Σαμα­ρεῖ­τες προ­σκυ­νοῦ­σαν καὶ «Θεὸ» καὶ «θεούς»). Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο ἡ γυναῖ­κα θὰ κατα­νο­ή­σει πῶς μὲ τὴν και­νούρ­για ἀντί­λη­ψη γιά το Θεὸ θὰ μάθει καὶ τὴ νέα λατρεία. Ἡ λατρεία τοῦ Πατέ­ρα δὲ θὰ ἐξαρ­τᾷ­ται ἀπό συγ­κε­κρι­μέ­νο τόπο. Κι ἔτσι ἡ ἀπο­κλει­στι­κό­τη­τα ποὺ διεκ­δι­κοῦ­σαν οἱ Σαμα­ρεῖ­τες κι οἱ Ἰου­δαῖ­οι καταρ­γεῖ­ται. Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο ὁ Κύριος προ­φη­τεύ­ει κάτι ποὺ θὰ γίνει σύν­το­μα καὶ ποὺ ἔχει σχέ­ση μὲ τὴν ἔλευ­σή Του στὸν κόσμο.

Μ’ ὅλο ποὺ ὁ Κύριος δίνει καὶ στὶς δυὸ αὐτὲς μορ­φὲς ἀπο­κλει­στι­κό­τη­τας τὸ ἴδιο βάρος καὶ προ­φη­τεύ­ει τὸ τέλος καὶ τῶν δύο, στὰ θέμα­τα τῆς γνώ­σης τοῦ Θεοῦ δίνει κάποια ὑπε­ρο­χὴ στοὺς Ἰου­δαί­ους. Ἐμεῖς προ­σκυ­νεῖ­τε ὅ ουκ οἴδα­τε, ἡμεῖς προ­σκυ­νού­με­νό οἴδα­μεν. Ὁ Κύριος γνω­ρί­ζει πῶς ἡ γυναῖ­κα τὸν βλέ­πει σὰν Ἰου­δαῖο, γι’ αὐτὸ καὶ μιλά­ει σὰν Ἰου­δαῖ­ος. Ἐσεῖς οἱ Σαμα­ρεῖ­τες, εἶπε, δὲ γνω­ρί­ζε­τε ποιόν προ­σκυ­νᾶ­τε, για­τί προ­σκυ­νᾶ­τε πολ­λοὺς θεοὺς καὶ εἴδω­λα. Ὁμο­λο­γεῖ­τε τὴ θεό­τη­τα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀβρα­ὰμ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ταυ­τό­χρο­να ὅμως προ­σφέ­ρε­τε θυσία στὰ πολυά­ριθ­μα εἴδω­λα τῶν Ἀσσυ­ρί­ων καὶ τῶν Βαβυ­λω­νί­ων. Οἱ Ἰου­δαῖ­οι γνω­ρί­ζουν τοὐ­λά­χι­στον πῶς ὑπάρ­χει ἕνας Θεός, μ’ ὅλο ποὺ τὸν προ­σκυ­νοῦν καὶ κεῖ­νοι, ὅπως καὶ σεῖς, μὲ πετρω­μέ­νες καρ­διές, μὲ σκο­τι­σμέ­νο νοῦ καὶ νεκρὲς συνή­θειες. Παρὰ ταῦ­τα, ἡ σωτη­ρία ἐκ τῶν Ἰου­δαί­ων ἐστίν. Δηλα­δή, λέει ὁ Κύριος, ὁ Μεσ­σί­ας θὰ γεν­νη­θεῖ ἀπὸ Ἰου­δαί­ους. Ἀπό Ἐκεῖ­νον θὰ ἔρθει ἡ σωτη­ρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Θεὸς στοὺς προ­πά­το­ρές μας καὶ τὸ ἴδιο προ­φή­τε­ψαν οἱ προ­φῆ­τες. Ἔτσι φρόν­τι­σε ἡ πρό­νοια τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ἔγι­ναν τὰ πράγ­μα­τα.

«Ἀλλ’ ἔρχε­ται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ὅτε οἱ ἀλη­θι­νοὶ προ­σκυ­νη­ταὶ προ­σκυ­νή­σου­σι τῷ πατρὶ ἐν πνεύ­μα­τι καί ἀλη­θείᾳ καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιού­τους ζητεῖ τοὺς προ­σκυ­νοῦν­τας αὐτόν. πνεῦ­μα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προ­σκυ­νοῦν­τας αὐτὸν ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀλη­θείᾳ δεῖ προ­σκυ­νεῖν» (Ἰωάν. δ’ 23–24). Ἡ λατρεία τῶν Σαμα­ρει­τῶν δὲν εἶναι ἀλη­θι­νή, για­τί δὲν ξέρουν ποιό θεὸ προ­σκυ­νοῦν. Ἡ λατρεία στὴν Ἱερου­σα­λὴμ δὲν εἶναι παρὰ σκιὰ τῆς ἀλη­θι­νῆς λατρεί­ας τοῦ Θεοῦ, «σκιὰ τῶν μελ­λού­με­νων ἀγα­θῶν» (Ἐβρ. ). Τόσο τὸ ψεύ­τι­κο, τὸ μὴ ἀλη­θι­νό, ὅπως καὶ ἡ σκιά, σύν­το­μα θὰ ἐξα­φα­νι­στοῦν καὶ στὴ θέση τους θὰ βασι­λέ­ψει ἡ ἀλη­θι­νὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἥλιος τῆς και­νούρ­γιας μέρας ἀνέ­τει­λε. Ἡ αὐγὴ τῆς και­νούρ­γιας μέρας χαρά­ζει καθα­ρὰ καὶ δια­λύ­ει τὸ σκο­τά­δι καὶ τίς σκιές. Περ­νά­ει πολὺς και­ρὸς κι ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ εἶναι χαραυ­γή. Ὅταν τὸ φὼς τῆς και­νούρ­γιας μέρας λάμ­ψει παν­τοῦ, τότε οἱ ἄνθρω­ποι θὰ γνω­ρί­σουν το Θεὸ ὡς Πατέ­ρα καὶ θὰ τὸν προ­σκυ­νή­σουν σὰν γιοί Του, ὄχι σὰν δοῦ­λοι Του. Δὲ θὰ τὸν λατρεύ­ουν μὲ λέξεις καὶ θυσί­ες νεκρές, ἀλλ’ ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀλη­θείᾳ, μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα, μὲ πίστη καὶ ἔργα, μὲ σοφία κι ἀγά­πη. Ὁ ἄνθρω­πος στὴν πλη­ρό­τη­τά του θὰ λατρεύ­σει το Θεὸ στὴ δική του πλη­ρό­τη­τα. Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ συνί­στα­ται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, θὰ τὰ καθα­γιά­σει καὶ τὰ δύο στὸ Θεό, καὶ θὰ τὸν προ­σκυ­νή­σει μὲ τὰ δύο. Οἱ προ­σκυ­νη­τὲς θὰ ὑπο­κλι­θοῦν ὄχι σὲ κάποιο πλά­σμα, μὰ στὸν ἴδιο το Δημιουρ­γό, ὄχι σὲ κακοὺς δαί­μο­νες ποὺ ἐμφα­νί­ζον­ται σὰν θεοί, ἀλλὰ στὸν Ἕνα Πολυεύ­σπλα­χνο Πατέ­ρα τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀλή­θειας. Τέτοιοι εἶναι οἱ προ­σκυ­νη­τὲς ποὺ ἀνα­ζη­τοῦν τὸν Οὐρά­νιο Πατέ­ρα. Πνεῦ­μα καὶ Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦ­μα, δὲν εἶναι οὔτε σάρ­κα οὔτε ἄγαλ­μα οὔτε νεκρὸς λόγος ἢ ἕνας τόπος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι τὸν προ­σκυ­νοῦν, πρέ­πει νὰ τὸ κάνουν ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀλη­θείᾳ. Ὁ ἄνθρω­πος ἐπι­κοι­νω­νεῖ μὲ τὸ θνη­τὸ κόσμο γύρῳ του, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τοὺς θνη­τοὺς συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κι αὐτὸς ὡς θνη­τός. Ὅταν ὅμως ἐπι­κοι­νω­νεῖ μὲ τὸν ἀθά­να­το Θεό, πρέ­πει νὰ τὸν προ­σεγ­γί­σει μὲ ὅ,τι εἶναι ἀθά­να­το. Ὅπως λέει καὶ ἀπό­στο­λος, «οὖ γὰρ ζητῶ τα ὑμῶν, ἀλλὰ ὑμᾶς» (Β κορ. ιβ14).

Ὁ παλιὸς κόσμος ὑπη­ρε­τοῦ­σε το Θεὸ μὲ νομι­κὲς φόρ­μες. Πρό­σφε­ρε θυσία στὸ Θεὸ τρά­γους καὶ κριά­ρια, σεβό­ταν τὸ Σάβ­βα­το κι ἐκτε­λοῦ­σε τοὺς ἀπα­ραί­τη­τους καθα­ρι­σμούς, εἶχε λησμο­νή­σει ὅμως τὸ ἔλε­ος καὶ τὴν ἀγά­πη. Διά­βα­ζε τὰ λόγια, «θυσία τῷ Θεῷ πνεῦ­μα συν­τε­τριμ­μέ­νον καρ­δί­αν συν­τε­τριμ­μέ­νην καὶ τετα­πει­νω­μέ­νην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξου­δε­νώ­σει» (Ψαλμ. ν17), μὰ δὲν τὰ κατα­λά­βαι­νε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ τηροῦ­σε. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς ὅμως θὰ λατρεύ­ει το Θεὸ ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀλη­θείᾳ. Γι αὐτὸ τὸ λόγο ἦρθε ὁ Κύριος στὴ γῆ, γιὰ νὰ δώσει τὸ παρά­δειγ­μα τέτοιας λατρεί­ας καὶ προ­σκύ­νη­σης. Ἡ δυσω­δία τῶν τρά­γων καὶ τῶν κρια­ριῶν ποὺ προ­σφέ­ρον­ταν θυσία ἀπὸ ἀνθρώ­πους μὲ πέτρι­νες καρ­διὲς καὶ σκο­τι­σμέ­νες ψυχές, ἦταν προ­σβλη­τι­κὴ γιά το Θεό. Παλιό­τε­ρα ἴσως νὰ μὴν ἦταν δυσω­δία ἀλλὰ εὐω­δία. Τότε ὅμως οἱ θυσί­ες προ­σφέ­ρον­ταν ἀπὸ τὸν Ἀβρα­άμ, τόν ‘Ἰσα­άκ, τὸν Ἰακὼβ καί το Μωυ­σῆ. Ἡ εὐω­δία αὐτὴ δέν προ­ερ­χό­ταν ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τίς σάρ­κες τῶν ζώων, ἀλλ’ ἀπὸ τίς εὐλα­βι­κὲς ψυχὲς καὶ τίς φιλό­θε­ες καρ­διὲς τῶν πιστῶν δού­λων Του.

Ἀργό­τε­ρα ποὺ οἱ ψυχὲς ἐκεί­νων ποὺ ἔκα­ναν θυσί­ες ζώων μαρά­θη­καν καὶ οἱ καρ­διές τους πέτρω­σαν, καμιὰ θυσία δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ προ­σφέ­ρει εὐω­δία στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς δὲ ζητᾷ τὴ μυρου­διὰ ποὺ βγαί­νει ἀπὸ τίς σάρ­κες καὶ τὸ αἷμα, ἀλλ’ ἐκεῖ­νο ποὺ βγαί­νει ἀπὸ τίς καρ­διὲς καὶ τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Ἔτσι ὅλες οἱ μυρου­διὲς ποὺ ἔβγαι­ναν ἀπὸ τὰ θυσια­στή­ρια, γιὰ τὸν Κύριο ἦταν δυσω­δία. Κι αὐτὸ ἴσχυε γιὰ ὅλα τὰ θυσια­στή­ρια, εἴτε τῆς Ἱερου­σα­λὴμ εἴτε τῆς Σαμά­ρειας. Πάνω σ’ ὅλη τὴν κόπρο τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅπου ἀνα­δυό­ταν ἡ μυρου­διὰ κι ὁ θάνα­τος, ἦρθε ὁ Κύριος νὰ σπεί­ρει τὰ ἄνθη τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ τῆς ἀλή­θειας, ποὺ θὰ κατέ­στρε­φαν το θάνα­το καὶ θ’ ἀφά­νι­ζαν τὴ δυσω­δία. Ἔτσι ὁ νέος κόσμος παρου­σιά­ζε­ται στὸ Θεὸ ὡς νύμ­φη, ἁγνὴ καὶ κατα­στό­λι­στη.

«Λέγει αὐτὴ ἡ γυνὴ οἴδα ὅτι Μεσ­σί­ας ἔρχε­ται ὁ λεγό­με­νος Χρι­στός: ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖ­νος, ἀναγ­γε­λεῖ ἡμῖν πάν­τα. λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς: ἐγὼ εἶμι ὁ λαλῶν σοί. Καὶ ἐπὶ τού­τῳ ἦλθον οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύ­μα­σαν ὅτι μετὰ γυναι­κὸς ἐλά­λει οὐδεὶς μὲν τοὶ εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; ἀφῆ­κεν οὖν τὴν ὑδρί­αν αὐτῆς ἢ γυνὴ καὶ ἀπῆλ­θεν εἰς τὴν πόλιν» (Ἰωάν.δ’ 25–28). Τί παρά­ξε­νο σκη­νι­κό! Τί περί­ερ­γη ἀλλη­λου­χία σκη­νῶν καὶ γεγο­νό­των! Ὁ Κύριος στέ­κε­ται στὸ κέν­τρο μόνος Του, ἀκί­νη­τος, ὅπως ἡ αἰω­νιό­τη­τα. Ἡ γυναῖ­κα προ­κλή­θη­κε ἀπὸ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ λόγια τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ καὶ ξαφ­νι­κᾷ θυμή­θη­κε τὸν ἀνα­με­νό­με­νο Μεσ­σία, ποὺ τὸν περί­με­ναν κι οἱ Σαμα­ρεῖ­τες ὅπως ἀκρι­βῶς οἱ Ἰου­δαῖ­οι. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖ­νος, ἀναγ­γε­λεῖ ἡμῖν πάν­τα, εἶπε ἡ γυναῖ­κα. Γιὰ ἐκεί­νην, ὅπως καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἡ ἰδέα τοῦ Μεσ­σία ἦταν κάτι μακρι­νό, κάτι ποὺ βρι­σκό­ταν πιὸ μακριὰ κι ἀπὸ τὴ γραμ­μὴ τοῦ ὁρί­ζον­τα. Κι ἔνιω­σε μεγά­λη ἔκπλη­ξη ὅταν ὁ Κύριος τῆς ἀπο­κά­λυ­ψε πῶς Ἐκεῖ­νος ἦταν ὁ ἀνα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας. ‘Ἐγὼ εἶμι ὁ λαλῶν σοί. Ἡ γυναῖ­κα ἔμει­νε ἄφω­νη ἀπὸ θαυ­μα­σμό, δὲν τοῦ ἀπάν­τη­σε. Κι ἐκεί­νη τὴν ὥρα ἔφτα­σαν οἱ ἀπό­στο­λοι ἀπὸ τὴν πόλη καὶ θαύ­μα­σαν ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο νὰ μιλά­ει μὲ μιὰ γυναῖ­κα καὶ μάλι­στα ἄπι­στη, Σαμα­ρεί­τι­δα. Κι ἔμει­ναν ἄφω­νοι κι ἐκεῖ­νοι.

Ἡ γυναῖ­κα δὲν ἤξε­ρε τί ἄλλο νὰ ρωτή­σει ἢ νὰ πεί. Παρά­τη­σε τὴ στά­μνα τῆς ἐκεῖ κι ἔτρε­ξε στὴν πόλη. Ἤθε­λε τὸ συν­το­μό­τε­ρο ν’ ἀναγ­γεί­λει αὐτὸ ποὺ ἀνα­κά­λυ­ψε. Αὐτὴ ἦταν μιὰ πολὺ ἐκφρα­στι­κὴ σκη­νή, πιὸ εὔγλωτ­τη ἀπ’ ὅλα τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Ἡ γυναῖ­κα ἔτρε­ξε, ἔφτα­σε στὴν πόλη καὶ μίλη­σε σὲ ὅλους γιὰ τὸν παρά­ξε­νο ἄνθρω­πο ποὺ γνώ­ρι­σε στὸ πηγά­δι. «Μήτι οὔτὸς ἔστιν ὁ Χρι­στός;» Δὲν τολ­μά­ει νὰ πεῖ πῶς «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χρι­στός», μ’ ὅλο ποὺ εἶχε ἀπο­κτή­σει ἐμπει­ρία τῆς σπά­νιας πνευ­μα­τι­κῆς σοφί­ας Του. Ἔτσι, σὰ νὰ διστά­ζει γι’ αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεί, ρωτά­ει: Μήτι οὗτος ἔστιν ὁ Χρι­στός; Εἶναι σὰ νὰ ἤθε­λε νὰ πεί: Εἶμαι μιὰ ξένη γυναῖ­κα καὶ δὲν μπο­ρῶ νὰ εἶμαι σίγου­ρη γι’ αὐτὸ ἐσεῖς εἶστε ἄντρες κι ὁπωσ­δή­πο­τε πιὸ προ­σε­χτι­κοὶ καὶ πιὸ λογι­κοὶ ἀπὸ μένα. Γι’ αὐτὸ «ἔρχου καὶ ἴδε». Ἔτσι ἡ γυναῖ­κα, τόσο με τὴν ἐπι­τη­δειό­τη­τά της ὅσο καὶ μὲ τὴ μετριο­φρο­σύ­νη της, κατόρ­θω­σε νὰ τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χὴ ὅλων τῶν κατοί­κων τῆς Συχάρ, ποὺ «ἐξῆλ­θον οὖν ἐκ τῆς πόλε­ως καὶ ἤρχον­το πρὸς αὐτόν».

Μόλις ἔφυ­γε ἡ γυναῖ­κα ξεκί­νη­σε μιὰ συζή­τη­ση ἀνά­με­σα στὸ Διδά­σκα­λο καὶ τοὺς μαθη­τές Του. «Ἠρώ­των αὐτὸν οἱ μαθη­ταὶ λέγον­τες· ραβ­βί, φάγε». Εἶχαν ἀγο­ρά­σει τρό­φι­μα στὴν πόλη καὶ τοῦ ἔφε­ραν νὰ φάει. Κι ὁ δάσκα­λός τους σίγου­ρα πει­νοῦ­σε. Ἀντὶ νὰ φάει ὅμως, συνέ­χι­σε τὴ θεϊ­κὴ ἀπο­στο­λή Του, γιὰ τὴν ὁποία ἦρθε στὸν κόσμο. Δὲν ἔδω­σε προ­σο­χὴ στὴ σωμα­τι­κὴ πεῖ­να. Ἦταν πολὺ σπου­δαία στιγ­μὴ καὶ δὲν ἤθε­λε νὰ περά­σει ἀνε­κμε­τάλ­λευ­τη. Δὲ θ’ ἀντάλ­λα­ζε μὲ τίπο­τα τὴν ἀνάγ­κη τῆς ψυχῆς γιὰ λίγο φαγη­τό. Ἔτσι ἀπάν­τη­σε στοὺς μαθη­τές Του:

«Ἐγὼ βρῶ­σιν ἔχω φαγεῖν, ἦν ὑμεῖς οὐκ οἴδα­τε. ἔλε­γον οὖν οἱ μαθη­ταὶ πρὸς ἀλλή­λους: μὴ τίς ἤνεγ­κεν αὐτῷ φαγεῖν;» (Ἰωάν. δ’ 32–33). Ὁ Κύριος τοὺς μιλοῦ­σε γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ τρο­φὴ κι οἱ μαθη­τές Του γιὰ σωμα­τι­κή. Ἡ ἴδια περί­που σκη­νὴ εἶχε γίνει καὶ νωρί­τε­ρα, ὅταν ὁ Κύριος μιλοῦ­σε στὴ γυναῖ­κα γιὰ πνευ­μα­τι­κὸ νερὸ καὶ κεί­νη ἔλε­γε γιὰ τὸ νερὸ τοῦ πηγα­διοῦ. Τώρα Ἐκεῖ­νος μιλοῦ­σε γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ τρο­φὴ κι οἱ μαθη­τές Του σκέ­φτον­ταν τὴ σωμα­τι­κή.

«Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς: ἐμὸν βρώ­μα ἔστιν ἶνα ποιῶ τὸ θέλη­μα τοῦ πέμ­ψαν­τός μὲ καὶ τελειώ­σω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν. δ’ 34). Τὸ θέλη­μα τοῦ Πατέ­ρα εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ θέλη­μα, ἀφοῦ ὁ Πατέ­ρας κι ὁ Υἱὸς μοι­ρά­ζον­ται τὴν ἴδια ὕπαρ­ξη. Πῶς λοι­πὸν τώρα ὁ Κύριος τοὺς ἔλε­γε γιὰ τὸ θέλη­μα τοῦ Πατέ­ρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Για­τί μιλοῦ­σε γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Πατέ­ρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγ­μα τὸ θέλη­μα τοῦ Πατέ­ρα καὶ τὸ δικό Του; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο θέλη­μα; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο ἔργο; Ναί, τὸ ἴδιο ἔχουν. Κατο­νο­μά­ζει ὅμως τὸ θέλη­μα ἀπὸ τὸ ὁποῖο καθο­δη­γεῖ­ται: τοῦ Πατέ­ρα Του τὸ ἔργο ποὺ ἔχει νὰ ἐκτε­λέ­σεις τοῦ Πατέ­ρα Του. Κι αὐτὰ γιὰ χάρη μας. Γιὰ νὰ διδά­ξει σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνυ­πά­κουους καὶ ὑπε­ρή­φα­νους τὴν ὑπα­κοὴ καὶ τὴν ταπεί­νω­ση.

Προ­σέξ­τε ὅμως πόσο εὐχά­ρι­στο εἶναι στὸν Κύριο τὸ θέλη­μα τοῦ Πατέ­ρα Του! Δὲν τὸ βλέ­πει σὰν καθῆ­κον, ἀλλὰ σὰν τρο­φή! Ἐμὸν βρώ­μα ἔστιν ἶνα ποιῶ τὸ θέλη­μα τοῦ πέμ­ψαν­τός με, τοῦ Πατέ­ρα μου. Τί θεϊ­κὸ παρά­δειγ­μα, τί εὐγε­νι­κὸς ἔλεγ­χος σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ ὅλη μέρα μιλᾶ­με γιὰ τὸ καθῆ­κον μας, λὲς καὶ πρό­κει­ται γιὰ βάρος. Ἄν πράγ­μα­τι κοι­τά­ξου­με τὸν Κύριο καὶ τὴν τήρη­ση τοῦ θελή­μα­τός του ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ τὸ βαρὺ καθῆ­κον Του πρὸς τοὺς ἀνθρώ­πους ἀπὸ τὴν ἄλλη, πρέ­πει νὰ παρα­δε­χτοῦ­με λογι­κὰ πῶς κανέ­νας στὸν κόσμο δὲν μπο­ρεῖ νὰ κάνει τὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν τὸ δέχε­ται τόσο εὐχά­ρι­στα, ὅπως τὴν καθη­με­ρι­νὴ τρο­φή Του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέει ὁ Κύριος: πῶς κάνει τὸ θέλη­μα τοῦ Πατέ­ρα Του, ὄχι τὸ δικό Του, ὅπως λέει καὶ σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο: «κατα­βέ­βη­κα ἐκ τοῦ οὐρα­νοῦ οὐχ ἕνα ποιῶ τὸ θέλη­μα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλη­μα τοῦ πέμ­ψαν­τός μέ» (Ἰωάν. στ’38). Αὐτὸ δὲ σημαί­νει πῶς ὁ Υἱὸς εἶναι κατώ­τε­ρος ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα. Δεί­χνει ἁπλᾶ τὴ μεγά­λη ἀγά­πη ποὺ τρέ­φει ὁ Υἱὸς πρὸς τὸν Πατέ­ρα Του.

Ὁ ἴδιος εὐαγ­γε­λι­στὴς ἀνα­φέ­ρει ἐπί­σης πῶς ὁ Πατέ­ρας ἀκού­ει πάν­τα τὸν Υἱό. «Ἐγὼ δὲ ἤδειν ὅτι πάν­το­τε μοῦ ἀκού­εις» (Ἰωάν. ἰα’42). Ἡ τέλεια ὑπα­κοὴ τοῦ Πατέ­ρα ἀντα­πο­κρί­νε­ται ἔτσι στὴν τέλεια ὑπα­κοὴ τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἡ τέλεια ὑπα­κοὴ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος ἀντα­πο­κρί­νε­ται στὴν τέλεια ὑπα­κοή του Πατέ­ρα καὶ τοῦ Υἱοῦ. Κι ἡ τέλεια ὑπα­κοὴ κυριαρ­χεῖ σὲ ἑνό­τη­τα μὲ τὴν τέλεια ἀγά­πη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀλη­θι­νὴ τρο­φὴ τοῦ Υἱοῦ εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλη­μα τοῦ Πατέ­ρα. Ἀλη­θι­νὴ τρο­φὴ τοῦ Πατέ­ρα εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλη­μα τοῦ Υἱοῦ. Κι ἀλη­θι­νὴ τρο­φὴ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλη­μα τοῦ Πατέ­ρα καὶ τοῦ Υἱοῦ.

«Οὐχ ὑμεῖς λέγε­τε ὅτι ἔτι τετρά­μη­νός ἔστι καὶ ὁ θερι­σμὸς ἔρχε­ται, ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπά­ρα­τε τοὺς ὀφθαλ­μοὺς ὑμῶν καὶ θεά­σα­σθε τὰς χώρας, ὅτι λευ­καὶ εἰσί πρὸς θερι­σμὸν ἤδη» (Ἰωάν. δ’35). Λίγο νωρί­τε­ρα ὁ Κύριος μιλοῦ­σε στοὺς μαθη­τές Του γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ τρο­φή, τώρα τοὺς λέει γιὰ πνευ­μα­τι­κὸ θερι­σμό. Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς θερι­σμὸς εἶναι κον­τά, φαί­νε­ται, ὅπως φαί­νε­ται καὶ ὁ ἐπί­γειος θερι­σμός. Ὅταν τὰ στά­χυα γίνον­ται κίτρι­να ἢ λευ­κά, ὅλοι ξέρουν πῶς ὁ θερι­σμὸς πλη­σιά­ζει. Ὅταν πλή­θῃ ἀνθρώ­πων ἔρχον­ται κον­τὰ στὸ Χρι­στό, εἶναι φανε­ρὸ πῶς ὁ πνευ­μα­τι­κὸς καρ­πὸς ἔχει ὡρι­μά­σει.

Ὅταν οἱ Σαμα­ρεῖ­τες ἄκου­σαν γιὰ τὸ Χρι­στὸ ἀπὸ τὴ Σαμα­ρεί­τι­δα, δὲν εἶπαν πῶς ἡ γυναῖ­κα αὐτὴ τρελ­λά­θη­κε, ἀλλὰ παρά­τη­σαν τὴ δου­λειά τους κι ἔτρε­ξαν ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν δοῦν. Ἐπά­ρα­τε τοὺς ὀφθαλ­μοὺς ὑμῶν καὶ θεά­σα­σθε, δεῖ­τε τὰ πλή­θη τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ τρέ­χουν κον­τά μας! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὥρι­μη σοδειὰ ποὺ περι­μέ­νει τοὺς θερι­στές. Ἔτσι εἶναι. «Ὁ μὲν θερι­σμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργά­ται ὀλί­γοι» (Λουκ. ἰ’ 2). Ἐσεῖς εἶστε οἱ θερι­στὲς τοῦ ἀγροῦ τοῦ Θεοῦ. Για­τὶ μου προ­σφέ­ρε­τε ὑλι­κή, πρό­σκαι­ρη τρο­φή, ὅταν ὑπάρ­χει μπρο­στά μας τόσο πλού­σιος κι ὑπέ­ρο­χος θερι­σμός; Ὅταν ὁ νοι­κο­κύ­ρης βλέ­πει μπρο­στά του τέτοιο θερι­σμό, δὲν ξεχνά­ει νὰ φάει ἀπὸ τὴ χαρά του; Κι ὅταν βρε­θεῖ μπρο­στὰ σὲ τέτοια θαυ­μά­σια θέα, δὲν τρέ­χει ἀμέ­σως νὰ θερί­σει τὴ σοδειά του καὶ νὰ τὴν μαζέ­ψει στὶς ἀπο­θῆ­κες ὅσο γίνε­ται πιὸ γρή­γο­ρα, προ­τοῦ τὴν κατα­στρέ­ψει ἢ καται­γί­δα; Γι’ αὐτὸ μὴ φρον­τί­ζε­τε ὑπερ­βο­λι­κὰ γιὰ τὴν τρο­φή σας ἢ γιὰ τὸν ἑαυ­τό σας ἢ γιὰ Μένα. Τρέξ­τε γρή­γο­ρα στὸ θερι­σμὸ γιὰ νὰ μὴ χάσε­τε τὸ μισθό σας.

«Καὶ ὁ θερί­ζων μισθὸν λαμ­βά­νει καὶ συνά­γει καρ­πὸν εἰς ζωὴν αἰώ­νιον, ἶνα καὶ ὁ σπεί­ρων ὁμοῦ χαί­ρῃ καὶ ὁ θερί­ζων. ἕν γὰρ τού­τῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀλη­θι­νός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπεί­ρων καὶ ἄλλος ὁ θερί­ζων. ἐγὼ ἀπέ­στει­λα ὑμᾶς θερί­ζειν ὸ οὐχ ὑμεῖς κεκο­πιά­κα­τε: ἄλλοι κεκο­πιά­κα­σι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτοῦ εἰσε­λη­λύ­θα­τε» (Ἰωάν. δ’ 36–38).

Στὸν ἀπέ­ραν­το ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ, πολ­λὲς φορὲς δὲν προ­λα­βαί­νουν οἱ ἴδιοι ἐργά­τες καὶ νὰ σπεί­ρουν καὶ νὰ θερί­σουν, ἐπει­δὴ οἱ μέρες τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι μετρη­μέ­νες. Μερι­κοὶ ἄνθρω­ποι σπέρ­νουν καὶ πεθαί­νουν προ­τοῦ προ­λά­βουν νὰ δοῦν τὸν καρ­πὸ τοῦ κόπου τους. Μετὰ γεν­νιοῦν­ται ἄλλοι, ὅταν ὁ καρ­πὸς ποὺ ἔσπει­ραν μεγά­λω­σε, ὡρί­μα­σε κι ἔγι­νε κίτρι­νος γιὰ θερι­σμό. Κι ἔτσι αὐτοὶ γίνον­ται θερι­στὲς καὶ μαζεύ­ουν τὸν ὥρι­μο καρ­πὸ ποῦ δὲν ἔσπει­ραν.

Ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ἔχει σπα­ρεὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ ζωή. Σπο­ριά­δες ἦταν οἱ προ­πά­το­ρές μας, οἱ ἄνθρω­ποι τοῦ Θεοῦ, προ­φῆ­τες καὶ δίκαιοι, κυρί­ως οἱ προ­φῆ­τες.

Ἐκεῖ­νοι ἔσπει­ραν, μὰ δὲν εἶδαν τὸν καρ­πὸ ν’ αὐξά­νει καὶ νὰ ὡρι­μά­ζει. Ἔζη­σαν ὅλοι μὲ πίστη καὶ πέθα­ναν μὲ πίστη, χωρὶς νὰ δοῦν τοὺς καρ­ποὺς τῆς ἐπαγ­γε­λί­ας. Τοὺς εἶδαν μόνο ἀπὸ μακριά, μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κή τους ὅρα­ση (βλ. Εβρ’ ια13).

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶπε κάπο­τε στοὺς μαθη­τές Του:

«Πολ­λοὶ προ­φῆ­ται καὶ δίκαιοι ἐπε­θύ­μη­σαν ἰδεῖν ἃ βλέ­πε­τε, καὶ οὐκ εἶδον» (Ματθ. ἴγ’ 17). Οἱ σπο­ριά­δες δὲ βλέ­πουν ἐκεῖ­να ποὺ βλέ­πουν οἱ θερι­στές: τὸν καρ­πὸ καί το θερι­σμό. Κι οἱ δυό τους ὅμως θὰ λάβουν μισθὸ γιὰ τὸν κόπο τους, για­τί κι οἱ δυὸ τοὺς εἶναι ἐργά­τες στὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ, ἶνα καὶ ὁ σπεί­ρων ὁμοῦ χαί­ρῃ καὶ ὁ θερί­ζων.

Ὁ Κύριος ἐπαι­νεῖ τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶ­νες τῶν προ­φη­τῶν καὶ τῶν δικαί­ων τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης, ταυ­τό­χρο­να ὅμως ἐνθαρ­ρύ­νει τοὺς ἀπο­στό­λους στὸν ἀγῶ­να τοῦ θερι­σμοῦ τους. Εἶναι σὰ νά ‘θελε νὰ πεί: Αὐτοὶ ἔκα­ναν μεγα­λύ­τε­ρους ἀγῶ­νες ἀπό σας, για­τί εἶναι πιὸ δύσκο­λο καὶ πιὸ κου­ρα­στι­κὸ νὰ σπέρ­νεις, χωρὶς νὰ βλέ­πεις τὸν καρ­πὸ στὸν ἀγρό σου, παρὰ νὰ θερί­ζεις τὸν ὥρι­μο καρ­πό. Ἐσεῖς μπή­κα­τε στὸ δικό τους κόπο. Ἐκεῖ­νοι ἀγω­νί­στη­καν καὶ πέθα­ναν σὰν μισθω­τοὶ καὶ δοῦ­λοι, χωρὶς νὰ δοῦν στὸ μετα­ξὺ τὸν Κύριο τοῦ ἀγροῦ. Ἐσεῖς ἔχε­τε τὸν Κύριο ἀνά­με­σά σας, ἐργά­ζε­στε σὰν γιοί, ὄχι σὰν μισθω­τοὶ ἢ δοῦ­λοι. Στὴν οὐσία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐργά­ζε­ται, ἐσεῖς εἶστε οἱ σύν-ἐργά­τες Του. Γι’ αὐτὸ εὐφραν­θεῖ­τε καὶ σπεύ­σε­τε μὲ χαρὰ νὰ θερί­σε­τε τὸν ὥρι­μο καρ­πό.

«Ἔκ δὲ τῆς πόλε­ως ἐκεί­νης πολ­λοὶ ἐπί­στευ­σαν εἰς αὐτὸν τὼν Σαμα­ρει­τῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναι­κός, μαρ­τυ­ρού­σης ὅτι εἴπὲ μοὶ πάν­τα ὅσα ἐποί­η­σα» (Ἰωάν. δ’39). Δέστε πόσο ὥρι­μος εἶναι ὁ καρ­πός! Δέστε πόσο πλού­σιος εἶναι ὁ θερι­σμός! Ἡ διψα­σμέ­νη γῆ ρού­φη­ξε γρή­γο­ρα τὸ νερό. Πολ­λοὶ Σαμα­ρεῖ­τες πίστε­ψαν στὸ Χρι­στὸ ἀκό­μα καὶ προ­τοῦ τὸν δούν, μόνο μὲ τὰ λόγια ποὺ ἄκου­σαν ἀπὸ τὴ γυναῖ­κα. Ἡ Σαμα­ρεί­τι­δα δὲν ἦταν ἀπό­στο­λος, οὔτε κι ἔκα­νε κάποιο θαῦ­μα. Ἀντί­θε­τα μάλι­στα, ἦταν μιὰ γυναῖ­κα ἁμαρ­τω­λή. Κι ἔτσι ὅμως τὰ λόγια της εἶχαν πλού­σιο θερι­σμὸ ἀνά­με­σα σ’ αὐτοὺς τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες. Τί ντρο­πή, τί ἀμη­χα­νία γιὰ τοὺς Ἰου­δαί­ους, τὸν Ἐκλε­κτὸ Λαό! Ἐκεῖ­νοι ἄκου­σαν ἀπὸ τὸ στό­μα Του ὅλα τὰ δυνα­τὰ λόγια, μὰ παρά­μει­ναν κου­φοὶ καὶ τυφλοί, ἀμε­τα­νόη­τοι καὶ σκλη­ρό­καρ­δοι! Ἡ Σαμα­ρεί­τι­δα δὲν κρά­τη­σε γιὰ τὸν ἑαυ­τό της τὰ καλὰ λόγια ποὺ ἄκου­σε ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἔτρε­ξε ἀμέ­σως νὰ τὰ μετα­δώ­σει καὶ στοὺς ἄλλους, γι’ αὐτὸ καὶ τῆς ἀξί­ζει κάθε ἔπαι­νος. Εἶναι σὰν τὴ γυναῖ­κα ποὺ βρῆ­κε τὴ χαμέ­νη δραχ­μὴ κι ἀμέ­σως φώνα­ξε τίς γει­τό­νισ­σές της λέγον­τας: «Συγ­χά­ρη­τὲ μοι, ὅτι εὗρον τὴν δραχ­μὴν ἦν ἀπώ­λε­σα» (Λουκ. ἰε’9).

«Ὡς οὔν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμα­ρεῖ­ται, ἤρώ­των αὐτὸν μεῖ­ναι παρ’ αὐτοὺς καὶ ἔμει­νεν ἐκεῖ δύο ἡμέ­ρας. καὶ πολ­λὰ πλεί­ους ἐπί­στευ­σαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ» (Ἰωάν.δ’ 40–41). Οἱ Ναζα­ρη­νοὶ ζητοῦ­σαν νὰ τὸν γκρε­μί­σουν ἀπὸ τὸ χεῖ­λος τοῦ ὄρους (βλ. Λουκ. δ’29), διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ. Οἱ Γαδα­ρη­νοί του ζήτη­σαν νὰ τοὺς ἀφή­σει καὶ νὰ φύγει μακριὰ (Λουκ. ἡ’ 37). Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ Σαμα­ρεῖ­τες ὅμως τοῦ ζήτη­σαν νὰ μεί­νει μαζί τους, ἠρώ­των αὐτὸν μεῖ­ναι παρ αὐτοῖς. Ὁ Κύριος ἀντα­πο­κρί­θη­κε στὸ αἴτη­μά τους κι ἔμει­νε μαζί τους δυὸ μέρες. Κι ὁ θερι­σμὸς ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ μεγά­λος, πλού­σιος, τόσο γιὰ ἐκεί­νους ποὺ τὸν πίστε­ψαν ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκου­σαν ἀπὸ τὴ γυναῖ­κα, ὅσο καὶ γιὰ ἐκεί­νους ποὺ πίστε­ψαν ἄμε­σα στὰ δικά του λόγια.

Στὴ συνέ­χεια ἔλε­γαν στὴ γυναῖ­κα: «οὐκέ­τι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύ­ο­μεν αὐτοὶ γὰρ ἀκη­κό­α­μεν, καὶ οἴδα­μεν ὅτι οὔτὸς ἔστιν ἀλη­θῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χρι­στός» (Ἰωάν. δ’42). Δὲ μᾶς εἶναι γνω­στὰ ὅσα εἶπε ὁ Κύριος τίς δυὸ αὐτὲς μέρες στοὺς πνευ­μα­τι­κὰ πει­να­σμέ­νους καὶ διψα­σμέ­νους ἀνθρώ­πους. Δὲ γρά­φτη­κε τίπο­τα γι’ αὐτά. Δὲν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λία ὅμως πῶς τὰ λόγια Του εἶναι ὕδωρ ζῶν, ποὺ ὅταν τὸ πίνει ὁ ἄνθρω­πος δὲν ξανα­δι­ψά­ει ποτὲ πιά. Αὐτὸ φαί­νε­ται πρῶ­το ἀπὸ τὸ μεγά­λο πλῆ­θος ἐκεί­νων ποὺ πίστε­ψαν στὸν Κύριο καὶ δεύ­τε­ρο ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ὁμο­λο­γία τῆς πίστης τούς: οὗτος ἔστιν ἀλη­θῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χρι­στός.

Ἀνά­με­σα στοὺς πολ­λοὺς θεοὺς ποὺ πίστευαν οἱ Σαμα­ρεῖ­τες, μέσα τους δια­τη­ροῦ­σαν καὶ κάποια πίστη στὸ Θεὸ τοῦ Ἰσρα­ήλ. Καὶ κρα­τοῦ­σαν τὴν πίστη αὐτὴ ὄχι ἐπει­δὴ γνώ­ρι­ζαν τὸ Θεὸ αὐτό, ἀλλ’ ἀπὸ σεβα­σμὸ στόν Ἰσρα­ὴλ (Ἰακώβ), ποὺ κάπο­τε εἶχε ζήσει ἀνά­με­σά τους. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Σαμα­ρεί­τι­δα μίλη­σε γιὰ τὸν «πατέ­ρα μας Ἰακώβ» (Ἰωάν, δ΄13). Οἱ Σαμα­ρεῖ­τες σίγου­ρα θὰ εἶχαν ἀκού­σει τὴν προ­φη­τεία γιὰ τὸ ἄστρο ποὺ θ’ ἀνα­τεί­λει ἀπὸ τὸν Ἰακώβ («ἁνα­τε­λεὶ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ», ‘Ἀριθ­μοί, κδ’ 17). Ὅταν ὁ βασι­λιᾶς τῶν Μωα­βι­τῶν Μπα­λὰκ ξεκί­νη­σε πόλε­μο ἐναν­τί­ον τῶν Ἰσραη­λι­τῶν, κάλε­σε τὸν προ­φή­τη Βαλα­ὰμ ν’ ἀνα­κοι­νώ­σει νίκη ἐναν­τί­ον τοῦ Ἰσρα­ήλ, γιὰ νὰ ἐνθαρ­ρύ­νει το στρα­τό του. Ὁ Μπα­λὰκ ὑπο­σχέ­θη­κε στὸ Βαλα­ὰμ νὰ τοῦ δώσει μεγά­λα δῶρα γιὰ τίς ὑπη­ρε­σί­ες του κι ὁ Βαλα­ὰμ πῆγε στὸ στρα­τό­πε­δο τοῦ βασι­λιᾶ. Ὅταν ὅμως προ­σπά­θη­σε νὰ κάνει τα μαγι­κά του καὶ νὰ προ­φη­τεύ­σει αὐτὰ ποὺ ἤθε­λε ὁ Μπα­λάκ, ξαφ­νι­κὰ τὸν ἐπι­σκέ­φτη­κε τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ κι ἄρχι­σε νὰ προ­φη­τεύ­ει ὄχι αὐτὰ ποὺ ἤθε­λε ὁ Μπα­λάκ, ἀλλ’ ἐκεῖ­να ποὺ ἤθε­λε ὁ Θεός. «Ὡς καλοὶ οἱ οἰκοί σου Ἰακώβ, αἱ σκη­ναί σου Ἰσρα­ήλ». Ὅταν ὁ Μπα­λὰκ ἄκου­σε τὰ λόγια αὐτὰ ἐπι­τί­μη­σε τὸν Βαλα­άμ, ἐκεῖ­νος ὅμως δὲν πτο­ή­θη­κε καὶ συνέ­χι­σε: «Φησὶ Βαλα­άμ, υἱὸς Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρω­πος καὶ ἀλη­θι­νῶς ὁρῶν, φησὶν ἀκού­ων λόγια ἰσχυ­ροῦ, ὅστις ὅρα­σιν Θεοῦ εἶδεν ἐν ὕπνῳ, ἀπο­κε­κα­λυμ­μέ­νοι οἱ ὀφθαλ­μοὶ αὐτοῦ… ἀνα­τε­λεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀνα­στή­σε­ται ἄνθρω­πος ἐξ Ἰσρα­ήλ» (‘Ἀριθ. κδ’). Καὶ νὰ ποὺ ἐμφα­νί­στη­κε Ἐκεῖ­νος ποὺ προ­εῖ­δε ὁ Βαλα­ὰμ ἀπὸ παλιά. Τὸ ἄστρο ἔλαμ­ψε ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰακὼβ κι ἦταν λαμ­πρό­τε­ρο ἀπὸ τὸν ἥλιο, πιὸ ὄμορ­φο ἀπὸ τὸ καλ­λί­τε­ρο ὄνει­ρο. Κι οἱ Σαμα­ρεῖ­τες τὸ εἶδαν καὶ χάρη­καν. Τὸ εἶδαν καὶ πίστε­ψαν. Ἤπιαν μέχρι κορε­σμοῦ τὸ ὕδωρ τὸ ζὼν κι ἔζη­σαν στὸν αἰῶ­να.

Ὁ Σωτῆ­ρας μας Χρι­στὸς δὲν ἔδω­σε τὸ ζῶν ὕδωρ μόνο στοὺς Σαμα­ρεῖ­τες καὶ τοὺς Ἰου­δαί­ους. Τὸ ἔδω­σε κι ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ τὸ δίνει μέχρι σήμε­ρα σὲ κάθε ἄνθρω­πο ποὺ ἔχει ἐπί­γνω­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς του δίψας στὴν ἔρη­μο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Κάπο­τε ὁ Κύριος στά­θη­κε στὴν Ἱερου­σα­λὴμ «καὶ ἔκρα­ξε λέγων· ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέ­σθω πρὸς με καὶ πινέ­τω» (Ἰωάν. ζ’ 37). Πρό­σε­ξε πῶς τὸ ἀνα­φέ­ρει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής: ἔκρα­ξε. Ὁ Καλὸς Ποι­μὴν δὲν ψιθυ­ρί­ζει. Φωνά­ζει, κρά­ζει τὸ ποί­μνιό Του, το καλεῖ στὸ νερό. Ἀπὸ τὴν ἀγά­πη του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος ὁ Χρι­στὸς στέ­κε­ται στὴ μέση τῆς ἐρή­μου αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ κρά­ζει σ’ ὅλους τοὺς ταξι­διῶ­τες ποὺ εἶναι ἐξαν­τλη­μέ­νοι ἀπὸ τὴ δίψα. Εὐλο­γη­μέ­νοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦ­νε τὴ φωνή Του καὶ τὸν πλη­σιά­ζουν μὲ πίστη. Ὁ Χρι­στὸς δὲ θὰ τοὺς ρωτή­σει οὔτε ποιά γλῶσ­σα μιλᾶ­νε οὔτε σὲ ποιό ἔθνος ἀνή­κουν. Οὔτε τὴν ἡλι­κία τους θέλει νὰ μάθει οὔτε ἂν εἶναι πλού­σιοι ἢ φτω­χοί. Θὰ δώσει σὲ ὅλους ὕδωρ ζῶν γιὰ νὰ τοὺς ἐνι­σχύ­σει καὶ νὰ τοὺς ἀνα­ζω­ο­γο­νή­σει, νὰ τοὺς ἀνα­νε­ώ­σει καὶ νὰ τοὺς ἀνα­γεν­νή­σει, νὰ τοὺς υἱο­θε­τή­σει, νὰ τοὺς βγά­λει ἀπὸ τὸ πύρι­νο καμί­νι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ νὰ τοὺς ὁδη­γή­σει στὴ γῆ τῆς ἐπαγ­γε­λί­ας.

Πόσο ὑπέ­ρο­χο εἶσαι, ὕδωρ ζῶν! Γλυ­κύ­τα­τε Σωτῆ­ρα μας, δρο­σε­ρή, κρυ­στάλ­λι­νη κι ἀνα­νε­ω­τι­κὴ πηγή, πόσο πλού­σιος καὶ ζωο­ποιὸς εἶσαι! Πνεῦ­μα Ἅγιο, Παρά­κλη­τε, προ­σά­γα­γε στὸν Κύριο Ἰησοῦ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ οἱ ψυχές τους διψοῦν γιὰ τὴν αἰώ­νια ζωὴ καὶ κραυ­γά­ζουν: «Ἡ ψυχή μου διψᾷ γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸ Ζῶν­τα Θεό!»

Δόξα καὶ ὕμνος σὲ Σένα, Κύριε Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν!

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἐλᾶ­τε στὸ Χρι­στό

«Δεῦ­τε ἴδε­τε ἄνθρω­πον ὅς εἶπε μοι πάν­τα ὅσα ἐποί­η­σα· μήτι οὔτὸς ἐστιν ὁ Χρι­στός;» (Ἰωάν. 4, 29)

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ἀγα­πη­τοί μου, μιλά­ει σήμε­ρα γιὰ τὴ Σαμά­ρεια. Τί ἦταν ἡ Σαμά­ρεια; Ἦταν μιὰ ἀπὸ τίς τέσ­σε­ρις ἐπαρ­χί­ες, ποὺ ἦταν χωρι­σμέ­νο τὸ κρά­τος τοῦ Ἰσρα­ήλ. Ἦταν μετα­ξὺ Νὰ τῆς Ἰου­δαί­ας καὶ τῆς Γαλι­λαί­ας. Οἱ κάτοι­κοί της στὴν ἀρχὴ ἦταν Ἰου­δαῖ­οι, ποὺ εἶχαν τὴν κατα­γω­γή τους ἀπ’ τὴ γενιὰ τοῦ Ἰακώβ. Ἀλλὰ στὰ 721 π.Χ. ἔγι­νε στὴν ἐπαρ­χία αὐτὴ μεγά­λη ἀνα­στά­τω­ση. Εἰδω­λο­λά­τρης βασι­λιᾶς νίκη­σε τοὺς Ἰου­δαί­ους, κατέ­κτη­σε τὴν ἐπαρ­χία κ’ ἔφε­ρε δικούς του ἀνθρώ­πους ἀπὸ τὸ βασί­λειό του. Τοὺς ἐγκα­τέ­στη­σε στὰ σπί­τια καὶ στὰ χωρά­φια της Σαμα­ρεί­ας. Ἔτσι οἱ ἄποι­κοι εἰδω­λο­λά­τρες ἀνα­κα­τεύ­τη­καν μὲ τοὺς Ἰου­δαί­ους, ποὺ εἶχαν ἀπο­μεί­νει. Κι ἀπὸ τὸ ἀνα­κά­τε­μα αὐτὸ ξένων καὶ ἐντο­πί­ων βγῆ­κε ἕνας λαὸς ἀλλό­κο­τος, ποὺ δὲν ἦταν οὔτε 100% εἰδω­λο­λά­τρες οὔτε 100% Ἰου­δαῖ­οι. Τὰ ἔθι­μά τους ἄλλα μὲν ἦταν παρ­μέ­να ἀπὸ τὴν εἰδω­λο­λα­τρι­κὴ θρη­σκεία, ἄλλα δὲ ἀπὸ τὴν ἰου­δαϊ­κὴ θρη­σκεία. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ γνή­σιοι Ἰου­δαῖ­οι, ποὺ κατοι­κοῦ­σαν στὶς ἄλλες ἐπαρ­χί­ες, μισοῦ­σαν καὶ ἀπο­στρέ­φον­ταν τοὺς Σαμα­ρεῖ­τες. Τοὺς θεω­ροῦ­σαν νόθα παι­διὰ τοῦ Ἰσρα­ήλ. Γάμοι μετα­ξύ τους δὲν γίνον­ταν, καλη­μέ­ρα δὲν ἔλε­γαν καὶ οἱ Ἰου­δαῖ­οι, γιὰ νὰ μὴν περά­σουν ἀπὸ τὰ χωριά τους, ἀναγ­κά­ζον­ταν νὰ κάνουν ὁλό­κλη­ρο γῦρο γιὰ νὰ πᾶνε στὴ Γαλι­λαία. Καὶ οἱ Σαμα­ρεῖ­τες τὰ ἴδια σχε­δὸν αἰσθή­μα­τα ἔτρε­φαν γιὰ τοὺς Ἰου­δαί­ους. Ἐπει­δὴ δὲ οἱ Ἰου­δαῖ­οι δὲν τοὺς ἄφη­ναν νὰ πηγαί­νουν στὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶν­τος, ἔκτι­σαν δικό τους ναὸ πάνω σ’ ἕνα βου­νό, ποὺ τὸ ἔλε­γαν Γαρι­ζίν. Καὶ μέχρι σήμε­ρα ὑπάρ­χουν Σαμα­ρεῖ­τες, ἀλλὰ πολὺ λίγοι.

Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο σήμε­ρα μᾶς λέει, ὅτι ὑπῆρ­χε μιὰ πόλι τῆς Σαμα­ρεί­ας, ποὺ ὀνο­μα­ζό­ταν Συχάρ. Λίγο ἔξω ἀπ’ τὴν πόλι αὐτὴ ἦταν ἕνα περί­φη­μο πηγά­δι. Λεγό­ταν «πηγά­δι τοῦ Ἰακώβ». Οἱ κάτοι­κοι τῆς Συχὰρ καμ­μιὰ ἰδέα δὲν εἶχαν γιὰ τὸ Χρι­στό. Ζοῦ­σαν μὲ τὰ ἔθι­μά τους. Στὶς μεγά­λες γιορ­τὲς ἀνέ­βαι­ναν στὸ βου­νὸ Γαρι­ζίν, ἔσφα­ζαν ζῶα, πρό­σφε­ραν θυσί­ες, καὶ λάτρευαν το Θεό. Κανεὶς δὲν πῆγε ἐκεῖ νὰ τοὺς διδά­ξῃ καὶ νὰ τοὺς δια­φω­τί­σῃ. Σκο­τά­δι θρη­σκευ­τι­κὸ καὶ ἠθι­κὸ βασί­λευε ὄχι μόνο στὴν πόλι Συχάρ, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλη τὴν ἐπαρ­χία τῆς Σαμα­ρεί­ας.

Ἀλλὰ νά, τώρα πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς κατοί­κους τῆς πόλε­ως Συχάρ, ἄνδρες καὶ γυναῖ­κες, πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό. Πιστεύ­ουν καλύ­τε­ρα ἀπὸ τοὺς Ἰου­δαί­ους. Πιστεύ­ουν καὶ δια­λα­λοῦν τὴν πίστι τους. Πιστεύ­ουν κ’ εἶνε γεμᾶ­τοι χαρὰ καὶ ἀγαλ­λί­α­σι. Πῶς ἔγι­νε τὸ θαῦ­μα αὐτό; Πῶς ἄνθρω­ποι γεμᾶ­τοι ἀπὸ προ­λή­ψεις καὶ δει­σι­δαι­μο­νί­ες, ἄνθρω­ποι ποὺ ζοῦ­σαν στὸ σκο­τά­δι, γνώ­ρι­σαν τὴν ἀλή­θεια καὶ εἶδαν τὸ φῶς; Πῶς; Τὸ λέει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο.

Μιὰ γυναῖ­κα τους πῆρε καὶ τοὺς πῆγε στὸ Χρι­στό. Μιὰ γυναῖ­κα ἀπὸ τὸν τόπο τους. Μιὰ γυναῖ­κα ἁμαρ­τω­λή. Εἶχε παν­τρευ­τῇ τέσ­σε­ρις φορές. Χώρι­σε, ἔδιω­ξε καὶ τοὺς τέσ­σε­ρις ἄντρες, καὶ ζοῦ­σε παρά­νο­μα μὲ ἕναν πέμ­πτον ἄντρα. Αὐτὴ ἡ ἁμαρ­τω­λὴ γυναῖ­κα, ποὺ ὅλοι τὴν ἀπο­στρέ­φον­ταν γιὰ τὴν ἁμαρ­τω­λὴ ζωή της, αὐτὴ ἀπό­το­μα ἄλλα­ξε, μετα­νόη­σε καὶ πίστε­ψε στὸ Χρι­στό.

Πῶς; Ἔφυ­γε ἀπὸ τὴ Σαμά­ρεια καὶ πῆγε στὴν Ἰου­δαία, πῆγε στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ στὰ ἄλλα μέρη ὅπου δίδα­σκε καὶ κήρυτ­τε ὁ Χρι­στός; Ὄχι. Δὲν πῆγε ἡ Σαμα­ρεί­τισ­σα στὸ Χρι­στό. Ὁ Χρι­στὸς πῆγε στὴ Σαμα­ρεί­τισ­σα. Ὁ Χρι­στός; Ναί, ὁ Χρι­στός. Ὁ Χρι­στὸς ἀγα­ποῦ­σε ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ἤθε­λε ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι νὰ πιστέ­ψουν στὸν ἀλη­θι­νὸ Θεό. Θεὸς ἦταν, ἀλλὰ φόρε­σε σάρ­κα καὶ ἔγι­νε ἄνθρω­πος. Ὡς Θεὸς ὁ Χρι­στὸς γνώ­ρι­ζε, ὅτι σ’ ἐκεί­νη τὴ δυστυ­χι­σμέ­νη χώρα τῆς Σαμα­ρεί­ας ὑπῆρ­χε ἕνα δια­μάν­τι. Δια­μάν­τι, ποὺ εἶχε πέσει μέσα στὴ λάσπη, καὶ κανέ­νας δὲν τὸ πρό­σε­χε. Δια­μάν­τι ἦταν αὐτὴ ἡ ἁμαρ­τω­λὴ γυναῖ­κα, ἡ Σαμα­ρεί­τισ­σα. Παρ’ ὅλη τὴν κατά­πτω­σι καὶ τὴ δια­φθο­ρά της, μέσα της ἔκρυ­βε κάτι τὸ πολύ­τι­μο. Ἐρχό­ταν ὥρα ποὺ σιχαι­νό­ταν τὸν ἑαυ­τὸ της. Ἔβλε­πε πόσο χαμη­λὰ εἶχε πέσει. Ποθοῦ­σε μιὰ ἀνώ­τε­ρη ζωή. Ποθοῦ­σε νὰ γνω­ρί­σῃ τὴν ἀλή­θεια.

Καὶ ὁ Χρι­στός, ποὺ γνω­ρί­ζει τίς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων, ξεκί­νη­σε ἀπὸ μακριὰ βαδί­ζον­τας μὲ τὰ πόδια χιλιό­με­τρα πολ­λά. Ἦταν ἐπο­χὴ ποὺ ὁ ἥλιος ἔκαι­γε τίς πέτρες, καὶ ἦρθε κατα­με­σή­με­ρο καὶ κάθη­σε κον­τὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ἦταν κου­ρα­σμέ­νος καὶ διψα­σμέ­νος. Ἔρη­μος ὁ τόπος. Καμ­μιὰ ψυχὴ δὲν φαι­νό­ταν. Τὴν ὥρα ἐκεί­νη ἦρθε ἡ Σαμα­ρεί­τισ­σα νὰ πάρῃ νερό. Ὁ Χρι­στὸς ἄνοι­ξε συζή­τη­ση μαζί της. Μιὰ συζή­τη­ση, ποὺ δὲν μπο­ροῦ­με στὸ λίγο χῶρο τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ νὰ τὴ διη­γη­θοῦ­με καὶ νὰ τὴν ἐξη­γή­σου­με ὅπως τὴν ἐξή­γη­σαν οἱ διδά­σκα­λοι καὶ πατέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Μόνο τόσο λέμε ἐδῶ, ὅτι τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς σὰν μιὰ λεπτὴ βρο­χὴ ἔπε­φταν στήν ψυχὴ τῆς Σαμα­ρεί­τισ­σας, ποὺ διψοῦ­σε τὴν ἀλή­θεια. Καὶ ἡ ἁμαρ­τω­λὴ αὐτὴ γυναῖ­κα, ποὺ γιὰ πρώ­τη φορὰ στὴ ζωή της ἄκου­γε τέτοια λόγια καὶ ἔβλε­πε ἕνα τέτοιο ἐνδια­φέ­ρον γιὰ τὴ σωτη­ρία της, πίστε­ψε στὸ Χρι­στό.

Πῆγε νὰ πάρῃ νερό, καὶ βρῆ­κε τὸ ἀθά­να­το νερό. Τί δρο­σιά, τί ἀνά­παυ­σι, τί χαρὰ εἶνε ὁ Χρι­στός! Καὶ μιὰ ἐπι­θυ­μία φούν­τω­σε τώρα μέσα της. Θέλει ὅλοι οἱ συγ­χω­ρια­νοί της, ὅλες οἱ γυναῖ­κες καὶ ὅλοι οἱ ἄντρες, νὰ γνω­ρί­σουν καὶ νὰ πιστέ­ψουν στὸ Χρι­στό. Γι’ αὐτὸ ἀφή­νει τὴ στά­μνα της στὴν πηγὴ καὶ πηγαί­νει στὴν πόλι καὶ εἰδο­ποιεῖ ὅλο τὸν κόσμο. «Ἐλᾶ­τε», τοὺς λέει, «ἐλᾶ­τε νὰ δῆτε ἕναν ἄνθρω­πο, ποὺ μοῦ εἶπε πρω­τά­κου­στα πράγ­μα­τα, ποὺ μοῦ φανέ­ρω­σε τὰ μυστι­κὰ τῆς ζωῆς μου. Ἐλᾶ­τε νὰ τὸν γνω­ρί­σε­τε. Ἐλᾶ­τε νὰ τὸν ἀκού­σε­τε. Ἀξί­ζει τὸν κόπο. Μὴ χάσε­τε τέτοια εὐκαι­ρία, για­τί περα­στι­κὸς εἶνε καὶ θὰ φύγῃ. Ἐλᾶ­τε, παρα­κα­λῶ καὶ μόνοι σας, ἅμα τὸν δῆτε καὶ τὸν ἀκού­σε­τε, θὰ κρί­νε­τε ποιός εἶνε. Γιὰ μένα δὲν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λία, ὅτι εἶνε ὁ Χρι­στός, εἶνε ὁ Μεσ­σί­ας. Εἶνε αὐτός, ποὺ περί­με­ναν μὲ τόση λαχτά­ρα οἱ ἄνθρω­ποι…».… Ἔδω­σαν μεγά­λη σημα­σία στὰ λόγια τῆς γυναί­κας οἱ συγ­χω­ρια­νοί της. Τὰ ἔλε­γε ὄχι μὲ κρύα ἀλλὰ μὲ ζεστὴ καρ­διά. Πολ­λοὶ βγῆ­καν ἀπὸ τὴν πόλι καὶ πῆγαν στὸ Χρι­στό. Εἶχαν κι αὐτοὶ πόθο νὰ γνω­ρί­σουν τὴν ἀλή­θεια. Καὶ ὁ Χρι­στός, βλέ­πον­τας τὸν πόθο τους, ἔμει­νε δυὸ μέρες μαζί τους. Πολ­λοὶ ἀπ’ αὐτοὺς πίστε­ψαν στὸ Χρι­στὸ καὶ ἔλε­γαν στὴ Σαμα­ρεί­τισ­σα: «Πιστεύ­ου­με στὸ Χρι­στὸ ὄχι για­τί μας τὸ εἶπες σύ, ἀλλὰ για­τί αὐτὰ ποὺ ἀκού­σα­με μὲ τ’ αὐτιά μας καὶ εἴδα­με μὲ τὰ μάτια μας αὐτὲς τίς δυὸ μέρες, μᾶς ἔκα­ναν νὰ πιστέ­ψου­με, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς εἶνε ὁ Χρι­στός, ὁ ἀλη­θι­νὸς Σωτῆ­ρας τοῦ κόσμου».

Τί διδα­σκό­μα­στε, ἀγα­πη­τοί μου; Νὰ μιμη­θοῦ­με καὶ ἐμεῖς τὴ Σαμα­ρεί­τισ­σα. Νὰ πιστέ­ψου­με κ’ ἐμεῖς στὸ Χρι­στό, ὅπως πίστε­ψε ἐκεί­νη. Νὰ πιστέ­ψου­με μὲ ὅλη τὴν καρ­διά μας. Νὰ μετα­νο­ή­σου­με, ν’ ἀφή­σου­με τὴν ἁμαρ­τω­λὴ ζωή. Νὰ τρέ­ξου­με καὶ ἐμεῖς, σὰν τὴ Σαμα­ρεί­τισ­σα, νὰ πᾶμε νὰ βροῦ­με τοὺς ἀνθρώ­πους τῆς Σαμα­ρεί­ας, τοὺς ἀνθρώ­πους δηλα­δὴ ποὺ εἶνε γεμᾶ­τοι προ­λή­ψεις καὶ δει­σι­δαι­μο­νί­ες, ποὺ δὲν γνω­ρί­ζουν τὸ Χρι­στό, τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ δὲν δοκί­μα­σαν πόσο ὄμορ­φη καὶ γλυ­κειὰ εἶνε ἡ ζωὴ κον­τὰ στὸ Χρι­στό. Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ δὲν κατοι­κοῦν μακριά μας. Δὲν εἶνε ἀνάγ­κη νὰ βαδί­σου­με χιλιό­με­τρα γιὰ νὰ τοὺς βροῦ­με. Ὄχι. Εἶνε κον­τά μας. Εἶνε οἱ φίλοι μας. Εἶνε οἱ συγ­γε­νεῖς μας. Εἶνε οἱ συγ­χω­ρια­νοί μας. Εἶνε ἴσως ὁ πατέ­ρας, ὁ σύζυ­γος, τὰ παι­διά. Σ’ ὅλους αὐτοὺς νὰ ποῦ­με το λόγο τῆς Σαμα­ρεί­τισ­σας «Ἐλᾶ­τε στὸ Χρι­στό». Κι ὅταν ἔρθουν κον­τὰ στὸ Χρι­στό, μόνοι τους πιὰ θὰ πει­σθοῦν, ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ ἀλη­θι­νὸς Σωτῆ­ρας τοῦ κόσμου.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek