ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ — ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Θ΄ 1 – 38)

1Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ παρά­γων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρω­πον τυφλὸν ἐκ γενε­τῆς· 2καὶ ἠρώ­τη­σαν αὐτὸν οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ λέγον­τες· Ραβ­βί, τίς ἥμαρ­τεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεν­νη­θῇ; 3ἀπε­κρί­θη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρ­τεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανε­ρω­θῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4ἐμὲ δεῖ ἐργά­ζε­σθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμ­ψαν­τός με ἕως ἡμέ­ρα ἐστίν· ἔρχε­ται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύνα­ται ἐργά­ζε­σθαι. 5ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6ταῦ­τα εἰπὼν ἔπτυ­σεν χαμαὶ καὶ ἐποί­η­σε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύ­σμα­τος, καὶ ἐπέ­χρι­σε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλ­μοὺς τοῦ τυφλοῦ 7καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπα­γε νίψαι εἰς τὴν κολυμ­βή­θραν τοῦ Σιλω­άμ, ὃ ἑρμη­νεύ­ε­ται ἀπε­σταλ­μέ­νος. ἀπῆλ­θεν οὖν καὶ ἐνί­ψα­το, καὶ ἦλθε βλέ­πων. 8Οἱ οὖν γεί­το­νες καὶ οἱ θεω­ροῦν­τες αὐτὸν τὸ πρό­τε­ρον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλε­γον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθή­με­νος καὶ προ­σαι­τῶν; 9ἄλλοι ἔλε­γον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖ­νος ἔλε­γεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10ἔλε­γον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνε­ῴ­χθη­σάν σου οἱ ὀφθαλ­μοί; 11ἀπε­κρί­θη ἐκεῖ­νος καὶ εἶπεν· Ἄνθρω­πος λεγό­με­νος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποί­η­σε καὶ ἐπέ­χρι­σέ μου τοὺς ὀφθαλ­μοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπα­γε εἰς τὴν κολυμ­βή­θραν τοῦ Σιλω­ὰμ καὶ νίψαι· ἀπελ­θὼν δὲ καὶ νιψά­με­νος ἀνέ­βλε­ψα. 12εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖ­νος; λέγει· Οὐκ οἶδα. 13Ἄγου­σιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρι­σαί­ους, τόν ποτε τυφλόν. 14ἦν δὲ σάβ­βα­τον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποί­η­σεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέ­ῳ­ξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλ­μούς. 15πάλιν οὖν ἠρώ­των αὐτὸν καὶ οἱ Φαρι­σαῖ­οι πῶς ἀνέ­βλε­ψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέ­θη­κέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλ­μούς, καὶ ἐνι­ψά­μην, καὶ βλέ­πω. 16ἔλε­γον οὖν ἐκ τῶν Φαρι­σαί­ων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρω­πος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάβ­βα­τον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλε­γον· Πῶς δύνα­ται ἄνθρω­πος ἁμαρ­τω­λὸς τοιαῦ­τα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχί­σμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17λέγου­σι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοι­ξέ σου τοὺς ὀφθαλ­μούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προ­φή­της ἐστίν. 18οὐκ ἐπί­στευον οὖν οἱ Ἰου­δαῖ­οι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέ­βλε­ψεν, ἕως ὅτου ἐφώ­νη­σαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀνα­βλέ­ψαν­τος 19καὶ ἠρώ­τη­σαν αὐτοὺς λέγον­τες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγε­τε ὅτι τυφλὸς ἐγεν­νή­θη; πῶς οὖν ἄρτι βλέ­πει; 20ἀπε­κρί­θη­σαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδα­μεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεν­νή­θη· 21πῶς δὲ νῦν βλέ­πει οὐκ οἴδα­μεν, ἢ τίς ἤνοι­ξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλ­μοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδα­μεν· αὐτὸς ἡλι­κί­αν ἔχει, αὐτὸν ἐρω­τή­σα­τε, αὐτὸς περὶ ἑαυ­τοῦ λαλή­σει. 22ταῦ­τα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφο­βοῦν­το τοὺς Ἰου­δαί­ους· ἤδη γὰρ συνε­τέ­θειν­το οἱ Ἰου­δαῖ­οι ἵνα, ἐάν τις ὁμο­λο­γή­σῃ Χρι­στόν, ἀπο­συ­νά­γω­γος γένη­ται. 23διὰ τοῦ­το οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλι­κί­αν ἔχει, αὐτὸν ἐρω­τή­σα­τε. 24Ἐφώ­νη­σαν οὖν ἐκ δευ­τέ­ρου τὸν ἄνθρω­πον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδα­μεν ὅτι ὁ ἄνθρω­πος οὗτος ἁμαρ­τω­λός ἐστιν. 25ἀπε­κρί­θη οὖν ἐκεῖ­νος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρ­τω­λός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέ­πω. 26εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποί­η­σέ σοι; πῶς ἤνοι­ξέ σου τοὺς ὀφθαλ­μούς; 27ἀπε­κρί­θη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκού­σα­τε· τί πάλιν θέλε­τε ἀκού­ειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλε­τε αὐτοῦ μαθη­ταὶ γενέ­σθαι; 28ἐλοι­δό­ρη­σαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθη­τὴς ἐκεί­νου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋ­σέ­ως ἐσμὲν μαθη­ταί. 29ἡμεῖς οἴδα­μεν ὅτι Μωϋ­σεῖ λελά­λη­κεν ὁ Θεός· τοῦ­τον δὲ οὐκ οἴδα­μεν πόθεν ἐστίν. 30ἀπε­κρί­θη ὁ ἄνθρω­πος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τού­τῳ θαυ­μα­στόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδα­τε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέ­ῳ­ξέ μου τοὺς ὀφθαλ­μούς. 31οἴδα­μεν δὲ ὅτι ἁμαρ­τω­λῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκού­ει, ἀλλ’ ἐάν τις θεο­σε­βὴς ᾖ καὶ τὸ θέλη­μα αὐτοῦ ποιῇ, τού­του ἀκού­ει. 32ἐκ τοῦ αἰῶ­νος οὐκ ἠκού­σθη ὅτι ἤνοι­ξέ τις ὀφθαλ­μοὺς τυφλοῦ γεγεν­νη­μέ­νου· 33εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύ­να­το ποιεῖν οὐδέν. 34ἀπε­κρί­θη­σαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρ­τί­αις σὺ ἐγεν­νή­θης ὅλος, καὶ σὺ διδά­σκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέ­βα­λον αὐτὸν ἔξω. 35Ἤκου­σεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέ­βα­λον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύ­εις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36ἀπε­κρί­θη ἐκεῖ­νος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύ­σω εἰς αὐτόν; 37εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρα­κας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖ­νός ἐστιν. 38ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προ­σε­κύ­νη­σεν αὐτῷ.

Και καθώς επερ­νού­σεν ο Κυριος κάποιον δρό­μον της πόλε­ως, είδε ένα τυφλόν εκ γενε­τής. Και τον ηρώ­τη­σαν οι μαθη­ταί του, λέγον­τες· “Διδά­σκα­λε, ποιός ημάρ­τη­σε, αυτός η οι γονείς του, δια να γεν­νη­θή τυφλός; (Το πρώ­το είναι αδύ­να­τον, το δεύ­τε­ρον είναι άδι­κον. Τοτε δια­τί εγεν­νή­θη τυφλός;)” Απήν­τη­σεν ο Ιησούς· “ούτε αυτός ημάρ­τη­σε ούτε οι γονείς του. Αλλά εγεν­νή­θη τυφλός, δια να φανε­ρω­θούν, με την θαυ­μα­τουρ­γι­κήν θερα­πεί­αν, τα έργα του Θεού. Εγώ πρέ­πει να εργά­ζω­μαι τα έργα του Θεού, ο οποί­ος με έστει­λεν στον κόσμον, έως ότου είναι ημέ­ρα. Ερχε­ται η νύκτα δηλα­δή η εκδη­μία από τον κόσμον αυτόν, κατά την οποί­αν κανείς πλέ­ον από τους ανθρώ­πους δεν ημπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποιή έργα. Εγώ, εφ’ όσον ευρί­σκο­μαι στον κόσμον, είμαι φως του κόσμου με την διδα­σκα­λί­αν μου, με τα θαύ­μα­τά μου, με την ζωήν μου”. Αφού δε είπε αυτά έπτυ­σε κάτω, έκα­με πηλόν και έβα­λε τον πηλόν στους οφθαλ­μούς του τυφλού και του είπε· “πήγαι­νε και νίψου εις την δεξα­με­νήν του Σιλωάμ”-αυτό το όνο­μα μετα­φρά­ζε­ται εις την ελλη­νι­κήν απε­σταλ­μέ­νος. Επή­γε τότε εκεί­νος και ενί­φθη και ήλθε στο σπί­τι του βλέ­πων. Οι γεί­το­νες, λοι­πόν, και όσοι τον έβλε­παν προ­η­γου­μέ­νως ότι ήτο τυφλός, έλε­γαν· “δεν είναι αυτός, που εκά­θη­το και εζη­τού­σε ελεη­μο­σύ­νην;” Αλλοι έλε­γαν ότι “αυτός είναι”. Αλλοι δε ότι “κάποιος άλλος , όμοιος με αυτόν είναι”. Εκεί­νος όμως έλε­γεν ότι “εγώ είμαι, ο τέως τυφλός”. 10 Τοτε τον ερω­τού­σαν εκεί­νοι “πως ανοί­χθη­σαν και εθε­ρα­πεύ­θη­καν τα μάτια σου;” 11 Απε­κρί­θη εκεί­νος και είπεν· “ένας άνθρω­πος, λεγό­με­νος Ιησούς, έκα­με πηλόν, μου άλει­ψε τους οφθαλ­μούς και μου είπε· Πηγαι­νε στην κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ και νίψου. Επή­γα, ενί­φθη­κα και απέ­κτη­σα το φως μου”. 12 Του είπαν· “που είναι εκεί­νος;” Τους λέγει· “δεν ξέρω”. 13 Οδη­γούν τότε τον τέως τυφλόν προς τους Φαρι­σαί­ους. 14 Ητο δε Σαβ­βα­τον, όταν ο Ιησούς έκα­με τον πηλόν και άνοι­ξε τα μάτια του τυφλού. 15 Οι Φαρι­σαί­οι τον ηρώ­τη­σαν και αυτοί πάλιν, πως απέ­κτη­σεν το φως του. Εκεί­νος δε τους είπεν· “ένας άνθρω­πος έβα­λε πηλόν επά­νω εις τα μάτια μου και εγώ ενί­φθη­κα και τώρα βλέ­πω”. 16 Ελε­γαν, λοι­πόν, μερι­κοί από τους Φαρι­σαί­ους· “αυτός ο άνθρω­πος δεν είναι από τον Θεόν, διό­τι δεν τηρεί την αργί­αν του Σαβ­βά­του”. Αλλοι έλε­γαν· “πως είναι δυνα­τόν ένας αμαρ­τω­λός άνθρω­πος να κάνη τέτοια κατα­πλη­κτι­κά θαύ­μα­τα;” Διχο­γνω­μία και διαί­ρε­σις έγι­νε μετα­ξύ των. 17 Λεγουν πάλιν στον τυφλόν· “συ τι λέγεις δια τον άνθρω­πον αυτόν; Ζητού­μεν την γνώ­μην σου, διό­τι τους ιδι­κούς σου οφθαλ­μούς άνοι­ξε”. Εκεί­νος απήν­τη­σεν· “λέγω, ότι είναι προ­φή­της”. 18 Δεν επί­στευ­σαν οι Ιου­δαί­οι δι’ αυτόν ότι ήτο τυφλός και εθε­ρα­πεύ­θη, έως ότου εκά­λε­σαν τους γονείς του 19 και τους ηρώ­τη­σαν, λέγον­τες· “αυτός είναι ο υιός σας, δια τον οποί­ον σεις λέγε­τε ότι εγεν­νή­θη τυφλός; Πως λοι­πόν τώρα βλέ­πει;” 20 Απήν­τη­σαν δε οι γονείς αυτού και τους είπαν· “ξέρο­μεν καλά ότι αυτός είναι ο υιός μας και ότι εγεν­νή­θη τυφλός. 21 Πως όμως τώρα βλέ­πει δεν ξέρο­μεν, η ποιός του άνοι­ξε τα μάτια ημείς δεν γνω­ρί­ζο­μεν. Αυτός ηλι­κί­αν έχει, ερω­τή­σα­τέ τον, και αυτός δια τον ευα­τόν του θα σας ομι­λή­ση”. (Δεν υπε­ρα­σπί­ζον­ται οι γονείς τον Χρι­στόν, τον οποί­ον άλω­στε και δεν είχαν ιδεί, αλλ’ ούτε και τον κατη­γο­ρούν. Αφί­νουν τον υιόν των, καθό ενή­λι­κον και αρκε­τά ικα­νόν να υπε­ρα­σπι­σθή τον ευερ­γέ­την του). 22 Ωμί­λη­σαν δε έτσι οι γονείς του, διό­τι εφο­βούν­το τους Ιου­δαί­ους· επει­δή από και­ρόν είχαν συμ­φω­νή­σει και απο­φα­σί­σει οι άρχον­τες των Εβραί­ων να διω­χθή και να μη γίνη δεκτός εις την συνα­γω­γήν, όποιος θα ωμο­λο­γού­σε ότι αυτός που κάνει τα θαύ­μα­τα είναι ο Χρι­στός. 23 Δια τού­το και οι γονείς του τυφλού είπαν ότι “ο υιός μας ηλι­κί­αν έχει, ερω­τή­σα­τέ τον”. 24 Εκά­λε­σαν τότε δευ­τέ­ραν φοράν τον άνθρω­πον, που ήτο τυφλός και του είπαν· “δόξα­σε τον Θεόν, ο οποί­ος σε εθε­ρά­πευ­σε, αλλά φυλά­ξου από τον άνθρω­πον αυτόν, τον οποί­ον προ­η­γου­μέ­νως ωνό­μα­σες προ­φή­την. Ημείς που μελε­τώ­μεν το θέλη­μα του Θεού, γνω­ρί­ζο­μεν καλά και δια­βε­βαιώ­νο­μεν ότι αυτός ο άνθρω­πος είναι αμαρ­τω­λός”. 25 Απήν­τη­σε τότε εκεί­νος και τους είπε· “εάν είναι αμαρ­τω­λός, δεν ηξεύ­ρω, ένα μόνον ηξεύ­ρω καλά· ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέ­πω”. 26 Είπαν δε πάλιν εις αυτόν· “τι σου έκα­με; Πως σου εθε­ρά­πευ­σε τα μάτια;” 27 Απήν­τη­σεν εις αυτούς· “προ ολί­γου σας είπα και δεν το επρο­σέ­ξα­τε· δια­τί θέλε­τε πάλιν να ακού­σε­τε τα ίδια; Μηπως και σεις θέλε­τε να γίνε­τε μαθη­ταί του;” 28 Τον ύβρι­σαν τότε και με περι­φρό­νη­σιν του είπαν· “συ είσαι μαθη­τής εκεί­νου. Ημείς όμως είμε­θα μαθη­ταί του Μωϋ­σέ­ως. 29 Ημείς οι μορ­φω­μέ­νοι και άρχον­τες του λαού, ξέρο­μεν ότι στον Μωϋ­σέα ωμί­λη­σεν ο Θεός. Αυτός δε μας είναι άγνω­στος και δεν γνω­ρί­ζο­μεν από που είνα και από που έρχε­ται”. 30 Απήν­τη­σεν ο άνθρω­πος και τους είπεν· “εδώ είναι το παρά­δο­ξον· ότι σεις δεν ξέρε­τε από που είναι, εάν είναι από τον Θεόν η όχι, και όμως μου άνοι­ξε τα μάτια να βλέ­πω. 31 Ξερο­με δε όλοι πολύ καλά, ότι ο Θεός αμαρ­τω­λούς δεν ακού­ει, αλλά αν κανείς είναι θεο­σε­βής και το θέλη­μα του Θεού πράτ­τη αυτόν ο Θεός ακού­ει. 32 Από τότε δε που υπάρ­χει ο κόσμος έως σήμε­ρα δεν έχει ακου­σθή ποτέ ότι εθε­ρά­πευ­σε κάποιος άνθρω­πος τους οφθαλ­μούς τυφλού εκ γενε­τής. 33 Εάν αυτός δεν ήτο σταλ­μέ­νος από τον Θεόν, δεν θα ημπο­ρού­σε να κάνη ούτε το παρα­μι­κρόν θαύ­μα”. 34 Γεμά­τοι αγα­νά­κτη­σιν εκεί­νοι του απήν­τη­σαν· “εκ γενε­τής συ είσαι ζυμω­μέ­νος ολό­κλη­ρος με τας αμαρ­τί­ας και συ τολ­μάς να διδά­σκης ημάς;” Και τον έβγα­λαν έξω από τον τόπον της συνε­δριά­σε­ώς των. 35 Ηκου­σεν ο Ιησούς ότι τον έβγα­λαν έξω και όταν τον ευρή­κε, του είπε· “συ παρ’ όλα όσα λέγουν οι άρχον­τες των Εβραί­ων, πιστεύ­εις στον Υιόν του Θεού;” 36 Απήν­τη­σεν εκεί­νος και είπεν· “και ποιός είναι, Κυριε, δια πιστεύ­σω εις αυτόν;” 37 Του είπε δε ο Ιησούς· “και τον είδες και αυτός που ομι­λεί μαζή σου εκεί­νος είναι”. 38 Αυτός δε, φωτι­σθείς από χάριν Θεού, είπε· “πιστεύω με όλην μου την ψυχήν, Κυριε”· και επρο­σκύ­νη­σε αυτόν ως απε­σταλ­μέ­νος πράγ­μα­τι από τον Θεόν.

Καθώς ο Ιησούς περ­νού­σε από το κέν­τρο της πόλε­ως, είδε έναν άνθρω­πο που είχε γεν­νη­θεί τυφλός. Τότε οι μαθη­τές του τον ρώτη­σαν: Διδά­σκα­λε, ποιός αμάρ­τη­σε για να γεν­νη­θεί ο άνθρω­πος αυτός τυφλός; Αμάρ­τη­σε ο ίδιος, όταν ήταν ακό­μη μέσα στην κοι­λιά της μητέ­ρας του, ή αμάρ­τη­σαν οι γονείς του και τιμω­ρεί­ται αυτός για τις αμαρ­τί­ες τους; Κι ο Ιησούς τους απάν­τη­σε: Ούτε αυτός αμάρ­τη­σε, ούτε οι γονείς του. Αλλά γεν­νή­θη­κε τυφλός για να φανε­ρω­θούν με την υπερ­φυ­σι­κή θερα­πεία των ματιών του τα έργα που επι­τε­λεί η δύνα­μη και η αγα­θό­τη­τα του Θεού. Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέ­πει να εργά­ζο­μαι για τη σωτη­ρία του ανθρώ­που τα έργα του Θεού, που με έστει­λε στον κόσμο. Έρχε­ται όμως η μέλ­λου­σα ζωή, και όπως στη διάρ­κεια της νύχτας στα­μα­τούν τα έργα τους οι άνθρω­ποι, έτσι και τότε κανείς πια δεν θα μπο­ρεί να εργά­ζε­ται για να ολο­κλη­ρώ­σει την απο­στο­λή του. Δεν πρέ­πει λοι­πόν ούτε στιγ­μή να χάνω. Εφό­σον είμαι στον κόσμο, είμαι φως του κόσμου με τη διδα­σκα­λία και τα θαύ­μα­τά μου. Κι αφού είπε αυτά, έφτυ­σε κάτω και έκα­νε πηλό, και έχρι­σε μ’ αυτόν τα μάτια του τυφλού. Και δοκι­μά­ζον­τας την πίστη του τυφλού του είπε: Πήγαι­νε, νίψου στη στέρ­να του Σιλω­άμ, όνο­μα εβραϊ­κό που μετα­φρά­ζε­ται “απε­σταλ­μέ­νος”. Ύστε­ρα λοι­πόν από την εντο­λή αυτή του Ιησού πήγε ο τυφλός εκεί και νίφτη­κε, και ήλθε στο σπί­τι του με μάτια υγιή. Τότε οι γεί­το­νες κι όσοι τον έβλε­παν προ­η­γου­μέ­νως ότι ήταν τυφλός, έλε­γαν: Δεν είναι αυτός που καθό­ταν και ζητού­σε από τους δια­βά­τες ελεη­μο­σύ­νη; Μερι­κοί έλε­γαν: Αυτός είναι. Άλλοι όμως έλε­γαν ότι δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιά­ζει. Ο ίδιος έλε­γε ότι εγώ είμαι ο τυφλός που παλαιό­τε­ρα ζητού­σα ελεη­μο­σύ­νη. 10 Μετά λοι­πόν από τη βεβαί­ω­ση αυτή του τυφλού τον ρώτη­σαν εκεί­νοι: Πώς θερα­πεύ­θη­κα τα μάτια σου; 11 Κι εκεί­νος τους απάν­τη­σε: Ένας άνθρω­πος που ονο­μά­ζε­ται Ιησούς έκα­νε πηλό και μου άλει­ψε μ’ αυτόν τα μάτια και μου είπε: Πήγαι­νε στην κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ και νίψου. Πήγα λοι­πόν εκεί και νίφτη­κα, και βρή­κα το φως μου. 12 Μετά από την πλη­ρο­φο­ρία αυτή του τυφλού που είχε θερα­πευ­θεί του είπαν οι Ιου­δαί­οι: Πού είναι εκεί­νος; Δεν ξέρω, τους απάν­τη­σε. 13 Τον οδή­γη­σαν τότε στους Φαρι­σαί­ους, αυτόν που ήταν κάπο­τε τυφλός και είχε ήδη θερα­πευ­θεί ορι­στι­κά. 14 Η ημέ­ρα μάλι­στα που έφτια­ξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοι­ξε τα μάτια ήταν Σάβ­βα­το. 15 Όταν λοι­πόν τον οδή­γη­σαν στους Φαρι­σαί­ους, άρχι­σαν κι αυτοί να τον ανα­κρί­νουν και να τον ρωτούν πάλι πως θερα­πεύ­θη­κε και βρή­κε το φως του. Κι εκεί­νος τους είπε: Αυτός που με θερά­πευ­σε μου έβα­λε πηλό πάνω στα μάτια μου και μετά εγώ πλύ­θη­κα και βλέ­πω. 16 Μερι­κοί από τους Φαρι­σαί­ους έλε­γαν: Αυτός ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να είναι σταλ­μέ­νος από τον Θεό, διό­τι δεν τηρεί την αργία του Σαβ­βά­του. Άλλοι έλε­γαν: Πώς είναι δυνα­τόν ένας άνθρω­πος αμαρ­τω­λός να κάνει τέτοια απο­δει­κτι­κά και σημα­δια­κά θαύ­μα­τα; Και δια­φω­νού­σαν μετα­ξύ τους. 17 Κι επει­δή η δια­φω­νία τους συνε­χι­ζό­ταν, άρχι­σαν πάλι να εξε­τά­ζουν τον τυφλό, και τον ρώτη­σαν: Εσύ τί λές για τον άνθρω­πο αυτό; Πρέ­πει να ακου­στεί και η δική σου γνώ­μη? διό­τι τα δικά σου μάτια θερά­πευ­σε εκεί­νος κι εσύ περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον γνω­ρί­ζεις τα περι­στα­τι­κά της θερα­πεί­ας σου. Κι αυτός τους απάν­τη­σε: Εγώ λέω ότι είναι προ­φή­της. 18 Μετά λοι­πόν από τον χαρα­κτη­ρι­σμό αυτό που έδω­σε για τον Ιησού ο τυφλός που θερα­πεύ­θη­κε, οι Ιου­δαί­οι δυσα­ρε­στή­θη­καν. Δεν εννο­ού­σαν να πιστέ­ψουν ότι αυτός ήταν τυφλός και απέ­κτη­σε πραγ­μα­τι­κά το φως του? ώσπου απο­φά­σι­σαν να καλέ­σουν τους γονείς του ανθρώ­που αυτού που απέ­κτη­σε το φως του. 19 Και τους ρώτη­σαν: Αυτός είναι ο γιος σας, που επι­μέ­νε­τε να βεβαιώ­νε­τε ότι γεν­νή­θη­κε τυφλός; Πώς λοι­πόν, αφού γεν­νή­θη­κε τυφλός, τώρα βλέ­πει; 20 Οι γονείς του τότε τους απο­κρί­θη­καν: Γνω­ρί­ζου­με καλά ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεν­νή­θη­κε τυφλός. 21 Πώς όμως τώρα βλέ­πει δεν ξέρου­με. Ή ποιος του θερά­πευ­σε και του άνοι­ξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρου­με. Αυτός δεν είναι μικρό παι­δί, έχει ώρι­μη ηλι­κία, και συνε­πώς αντι­λή­φθη­κε πως κα από ποιον έγι­νε η θερα­πεία του. Αυτόν λοι­πόν ρωτή­στε, αυτός μπο­ρεί να μιλή­σει για τον εαυ­τό του και θα σας πει τι του συνέ­βη. 22 Και μίλη­σαν με τον τρό­πο αυτό οι γονείς του τυφλού, επει­δή φοβούν­ταν τους Ιου­δαί­ους άρχον­τες. Διό­τι αυτοί πριν από πολύ και­ρό είχαν συμ­φω­νή­σει να απο­κη­ρυ­χθεί, να αφο­ρι­σθεί και να απο­διω­χθεί από τη συνα­γω­γή όποιος θα τολ­μού­σε να ομο­λο­γή­σει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσ­σί­ας. 23 Επει­δή λοι­πόν φοβούν­ταν οι γονείς του μήπως απο­διω­χθούν κι αυτοί από τη συνα­γω­γή, γι’ αυτό είπαν ότι έχει ώρι­μη ηλι­κία ο γιος μας, αυτόν ρωτή­στε. 24 Αφού λοι­πόν οι Ιου­δαί­οι δεν μπό­ρε­σαν να πλη­ρο­φο­ρη­θούν τίπο­τε από τους γονείς του τυφλού για να δια­ψεύ­σουν τη θερα­πεία του ή για να κατα­κρί­νουν τον Ιησού, κάλε­σαν για δεύ­τε­ρη φορά τον άνθρω­πο που ήταν τυφλός και του είπαν: Δόξα­σε τον Θεό ομο­λο­γών­τας ότι πλα­νή­θη­κες και ανα­γνω­ρί­ζον­τας την αλή­θεια γι’ αυτόν που σε θερά­πευ­σε. Εμείς λόγω της θέσε­ως και του αξιώ­μα­τός μας ξέρου­με καλά ότι ο άνθρω­πος αυτός που κατα­λύ­ει την αργία του Σαβ­βά­του είναι αμαρ­τω­λός. 25 Εκεί­νος τότε τους απάν­τη­σε: Εάν ο άνθρω­πος αυτός είναι αμαρ­τω­λός δεν το ξέρω, και γι’ αυτό απο­φεύ­γω να εκφρά­σω γνώ­μη γι’ αυτό. Ξέρω όμως καλά ένα πράγ­μα, ότι δηλα­δή ενώ λίγο πιο πριν ήμουν τυφλός τώρα βλέ­πω. 26 Επει­δή όμως η νέα αυτή βεβαί­ω­ση του πρώ­ην τυφλού δεν τους άρε­σε, του είπαν πάλι: Τί σου έκα­νε; Πώς σε θερά­πευ­σε και πώς σου άνοι­ξε τα μάτια; 27 Μόλις πριν από λίγο σας το είπα, τους απάν­τη­σε, και δεν θελή­σα­τε να προ­σέ­ξε­τε και να παρα­δε­χθεί­τε ό,τι σας είπα. Για­τί τώρα θέλε­τε να ακού­σε­τε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλε­τε κι εσείς να γίνε­τε μαθη­τές του; 28 Τότε του μίλη­σαν υβρι­στι­κά και περι­φρο­νη­τι­κά και του είπαν: Εσύ είσαι μαθη­τής εκεί­νου. Εμείς όμως είμα­στε μαθη­τές του Μωυ­σή. 29 Εμείς, που είμα­στε σπου­δα­σμέ­νοι και ανα­γνω­ρι­σμέ­νοι άρχον­τες του έθνους, ξέρου­με ότι ο Θεός έχει μιλή­σει στο Μωυ­σή και σε κανέ­ναν άλλον. Αυτός μας είναι άγνω­στος και δεν ξέρου­με από που είναι και από πού στάλ­θη­κε. 30 Τότε αυτός τους απάν­τη­σε: Αλλά αυτό ακρι­βώς το γεγο­νός προ­κα­λεί θαυ­μα­σμό και έκπλη­ξη: Ότι δηλα­δή εσείς δεν ξέρε­τε τον άνθρω­πο αυτό εάν έχει στα­λεί από τον Θεό και από πού είναι, και όμως αυτός ο άγνω­στος σε σας μου άνοι­ξε τα μάτια. 31 Είναι όμως γνω­στό και το ξέρου­με όλοι ότι ο Θεός δεν ακού­ει τους αμαρ­τω­λούς. Αλλά εάν κάποιος σέβε­ται τον Θεό και εφαρ­μό­ζει το θέλη­μά του, αυτόν ο Θεός τον ακού­ει. 32 Από τότε που έγι­νε ο κόσμος δεν ακού­στη­κε ποτέ να έχει θερα­πεύ­σει κανείς μάτια ανθρώ­που που να έχει γεν­νη­θεί τυφλός. Πρώ­τη φορά έγι­νε τέτοιο θαύ­μα, και αυτός που το έκα­νε πρέ­πει να έχει θεϊ­κή απο­στο­λή. 33 Εάν ο άνθρω­πος αυτός δεν ήταν απε­σταλ­μέ­νος από τον Θεό, δεν θα μπο­ρού­σε να κάνει τίπο­τε, ούτε το παρα­μι­κρό θαύ­μα. 34 Του απο­κρί­θη­καν τότε εκεί­νοι: Εσύ γεν­νή­θη­κες βου­τηγ­μέ­νος ολό­κλη­ρος στην αμαρ­τία, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται από την τύφλω­ση που είχες απ’ την κοι­λιά της μητέ­ρας σου. Και συ ο άθλιος και αμαρ­τω­λός κάνεις το δάσκα­λο σε μας, που είμα­στε οι πιο σπου­δαγ­μέ­νοι απ’ όλους τους Ιου­δαί­ους; Και τον πέτα­ξαν έξω απ’ τον τόπο που συνε­δρί­α­ζαν, σκο­πεύ­ον­τας να τον αφο­ρί­σουν και να του απα­γο­ρεύ­σουν να συμ­με­τέ­χει πλέ­ον στις λατρευ­τι­κές τελε­τές του ναού. 35 Στο μετα­ξύ άκου­σε ο Ιησούς ότι τον πέτα­ξαν έξω για την παρ­ρη­σία με την οποία διε­κή­ρυτ­τε την αλή­θεια, και αφού τον βρή­κε, του είπε: Εσύ, αντί­θε­τα με τους άπι­στους Ιου­δαί­ους, πιστεύ­εις στον Υιό του Θεού; 36 Κι εκεί­νος του απο­κρί­θη­κε: Και ποιός είναι αυτός, Κύριε, για να τον πιστέ­ψω; 37 Του είπε τότε ο Ιησούς: Μα τον έχεις κιό­λας δει με τα μάτια σου. Αυτός που μιλά­ει αυτή τη στιγ­μή μαζί σου, αυτός είναι ο Υιός του Θεού. 38 Τότε εκεί­νος είπε: Πιστεύω, Κύριε. Και τον προ­σκύ­νη­σε ως Υιό του Θεού και Κύριο. 

Kαὶ προ­χω­ρών­τας εἶδε ἄνθρω­πο γεν­νη­μέ­νο τυφλό. Kαὶ τὸν ρώτη­σαν οἱ μαθη­ταί του λέγον­τας: «Διδά­σκα­λε, ποιός ἁμάρ­τη­σε, αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς του, γιὰ νὰ γεν­νη­θῇ τυφλός;». Ἀπο­κρί­θη­κε ὁ Ἰησοῦς: «Oὔτε αὐτὸς ἁμάρ­τη­σε, οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανε­ρω­θοῦν στὸ πρό­σω­πό του τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ πρέ­πει νὰ κάνω τὰ ἔργα ἐκεί­νου, ποὺ μὲ ἔστει­λε, ἕως ὅτου εἶναι ἡμέ­ρα. Ἔρχε­ται νύκτα, ὁπό­τε κανεὶς δὲν δύνα­ται νὰ ἐργά­ζε­ται. Ἐφ’ ὅσον εἶμαι στὸν κόσμο, εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου». Ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφτυ­σε κάτω, καὶ ἔκα­νε πηλὸ μὲ τὸ σάλιο, καὶ ἄλει­ψε μὲ τὸν πηλὸ τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, καὶ τοῦ εἶπε: «Πήγαι­νε καὶ νίψου στὴ δεξα­με­νὴ τοῦ Σιλω­άμ», –ποὺ μετα­φρά­ζε­ται Ἀπε­σταλ­μέ­νος–. Πῆγε λοι­πὸν καὶ νίφθη­κε, καὶ ἐπέ­στρε­ψε βλέ­πον­τας. Oἱ δὲ γεί­το­νες καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβλε­παν πρω­τύ­τε­ρα ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλε­γαν: «Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ καθό­ταν καὶ ζητοῦ­σε ἐλεη­μο­σύ­νη;». Ἄλλοι ἔλε­γαν, «Aὐτὸς εἶναι»· ἄλλοι δέ, «Ὁμοιά­ζει μ’ αὐτόν». Ἐκεῖ­νος ἔλε­γε, «Ἐγὼ εἶμαι». 10 Tότε τοῦ ἔλε­γαν: «Πῶς ἄνοι­ξαν τὰ μάτια σου;». 11 Ἐκεῖ­νος ἀπο­κρί­θη­κε καὶ εἶπε: «Ἄνθρω­πος ὀνο­μα­ζό­με­νος Ἰησοῦς ἔκα­νε πηλό, καὶ μοῦ ἄλει­ψε τὰ μάτια, καὶ μοῦ εἶπε: “Πήγαι­νε στὴ δεξα­με­νὴ τοῦ Σιλω­ὰμ καὶ νίψου”. Πῆγα δὲ καὶ νίφθη­κα καὶ εἶδα τὸ φῶς μου». 12 Tοῦ εἶπαν τότε: «Ποῦ εἶναι ἐκεῖ­νος;». Λέγει: «Δὲν ξέρω». Ὁ πρώ­ην τυφλὸς καὶ οἱ γονεῖς του ἐνώ­πιον τῶν Φαρι­σαί­ων 13 Tὸν ὁδη­γοῦν στοὺς Φαρι­σαί­ους, τὸν ἄλλο­τε τυφλό. 14 Ἦταν δὲ Σάβ­βα­το, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔκα­νε τὸν πηλὸ καὶ ἄνοι­ξε τὰ μάτια του. 15 Tώρα δὲ τὸν ρωτοῦ­σαν καὶ οἱ Φαρι­σαῖ­οι πῶς ἀπέ­κτη­σε τὸ φῶς του. Ἐκεῖ­νος δὲ τοὺς εἶπε: «Πηλὸ ἔθε­σε πάνω στὰ μάτια μου, καὶ νίφθη­κα, καὶ βλέ­πω». 16 Ἔλε­γαν δὲ μερι­κοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρι­σαί­ους: «Aὐτὸς ὁ ἄνθρω­πος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, διό­τι δὲν τηρεῖ τὸ Σάβ­βα­το». Ἄλλοι ἔλε­γαν: «Πῶς δύνα­ται ἄνθρω­πος ἁμαρ­τω­λός (ἀσε­βής) νὰ κάνῃ τέτοια θαύ­μα­τα;». Kαὶ διαι­ρέ­θη­καν. 17 Λέγουν στὸν τυφλὸ πάλι: «Σὺ τί λέγεις γι’ αὐτόν, γιὰ τὸ ὅτι σοῦ ἄνοι­ξε τὰ μάτια;». Ἐκεῖ­νος δὲ εἶπε: «Eἶναι προ­φή­της». 18 Ἀλλ’ οἱ Ἰου­δαῖ­οι δὲν πίστευ­σαν γι’ αὐτὸν ὅτι ἦταν τυφλὸς καὶ ἀπέ­κτη­σε τὸ φῶς του, ἕως ὅτου φώνα­ξαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ, ποὺ ἀνέ­βλε­ψε, 19 καὶ τοὺς ρώτη­σαν λέγον­τας: «Aὐτὸς εἶναι ὁ υἱός σας, γιὰ τὸν ὁποῖο σεῖς λέγε­τε, ὅτι γεν­νή­θη­κε τυφλός; Πῶς λοι­πὸν τώρα βλέ­πει;». 20 Oἱ δὲ γονεῖς του ἀπο­κρί­θη­καν λέγον­τας: «Ξέρου­με, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μας, καὶ ὅτι γεν­νή­θη­κε τυφλός. 21 Ἀλλὰ πῶς τώρα βλέ­πει δὲν ξέρου­με, ἢ ποιός ἄνοι­ξε τὰ μάτια του ἐμεῖς δὲν ξέρου­με. Aὐτὸς ἡλι­κία ἔχει, αὐτὸν ρωτή­σε­τε, αὐτὸς θὰ σᾶς μιλή­σῃ γιὰ τὸν ἑαυ­τό του». 22 Aὐτὰ εἶπαν οἱ γονεῖς του, διό­τι φοβοῦν­ταν τοὺς Ἰου­δαί­ους. Διό­τι ἤδη οἱ Ἰου­δαῖ­οι εἶχαν συμ­φω­νή­σει νὰ γίνῃ ἀπο­συ­νά­γω­γος (ν’ ἀφο­ρι­σθῇ), ἐὰν κανεὶς ὁμο­λο­γή­σῃ αὐτὸν Mεσ­σία. 23 Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς του εἶπαν, «Ἡλι­κία ἔχει, αὐτὸν ρωτή­σε­τε». 24 Φώνα­ξαν τότε γιὰ δεύ­τε­ρη φορὰ τὸν ἄνθρω­πο, ποὺ ἦταν τυφλός, καὶ τοῦ εἶπαν: «Δόξα­σε τὸ Θεὸ ὁμο­λο­γών­τας τὴν ἀλή­θεια. Ἐμεῖς ξέρου­με, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς εἶναι ἁμαρ­τω­λός (ἀσε­βής)». 25 Ἐκεῖ­νος δὲ ἀπάν­τη­σε: «Ἐὰν εἶναι ἁμαρ­τω­λός, δὲν ξέρω. Ἕνα ξέρω, ὅτι, ἐνῷ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέ­πω». 26 Tοῦ εἶπαν δὲ πάλι: «Tί σοῦ ἔκα­νε; Πῶς σοῦ ἄνοι­ξε τὰ μάτια;». 27 Tοὺς ἀπο­κρί­θη­κε: «Ἤδη σᾶς εἶπα, ἀλλὰ δὲν δώσα­τε σημα­σία. Για­τί θέλε­τε πάλι νὰ ἀκού­σε­τε; Mήπως θέλε­τε καὶ σεῖς νὰ γίνε­τε μαθη­ταί του;». 28 Tὸν χλεύ­α­σαν λέγον­τας: «Σὺ εἶσαι μαθη­τὴς ἐκεί­νου, ἐνῷ ἐμεῖς εἴμε­θα μαθη­ταὶ τοῦ Mωυ­σῆ. 29 Ἐμεῖς ξέρου­με, ὅτι ὁ Θεὸς μίλη­σε στὸ Mωυ­σῆ, ἐνῷ αὐτὸς δὲν ξέρου­με ἀπὸ ποῦ εἶναι». 30 Ὁ ἄνθρω­πος τοὺς εἶπε τότε: «Ἐδῶ βεβαί­ως εἶναι τὸ ἀπο­ρί­ας ἄξιο, ὅτι σεῖς δὲν ξέρε­τε ἀπὸ ποῦ εἶναι, καὶ ὅμως μοῦ ἄνοι­ξε τὰ μάτια. 31 Ξέρου­με δέ, ὅτι ἁμαρ­τω­λούς (ἀσε­βεῖς) ὁ Θεὸς δὲν ἀκού­ει, ἀλλ’ ἐὰν κανεὶς εἶναι θεο­σε­βὴς καὶ ἐκτε­λῇ τὸ θέλη­μά του, αὐτὸν ἀκού­ει. 32 Ἀφ’ ὅτου ὑπῆρ­ξε ὁ κόσμος, δὲν ἀκού­σθη­κε, ὅτι ἄνοι­ξε κάποιος μάτια ἀνθρώ­που ποὺ γεν­νή­θη­κε τυφλός. 33 Ἂν δὲν ἦταν αὐτὸς ἀπ’ τὸ Θεό, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κάνῃ τίπο­τε». 34 Tοῦ εἶπαν τότε: «Σὺ ὁλό­κλη­ρος γεν­νή­θη­κες βου­τηγ­μέ­νος μέσα στὶς ἁμαρ­τί­ες, καὶ σὺ διδά­σκεις ἐμᾶς;». Kαὶ τὸν πέτα­ξαν ἔξω. 35 Ἄκου­σε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι τὸν πέτα­ξαν ἔξω, καὶ ὅταν τὸν βρῆ­κε, τοῦ εἶπε: «Σὺ πιστεύ­εις στὸν Yἱὸ τοῦ Θεοῦ;». 36 Ἀπο­κρί­θη­κε ἐκεῖ­νος καὶ εἶπε: «Kαὶ ποιός εἶναι, κύριε, γιὰ νὰ πιστεύ­σω σ’ αὐτόν;». 37 Kαὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Kαὶ τὸν εἶδες, καὶ αὐτός, ποὺ ὁμι­λεῖ μαζί σου, αὐτὸς εἶναι». 38 Kαὶ ἐκεῖ­νος εἶπε: «Πιστεύω, Kύριε». Kαὶ τὸν προ­σκύ­νη­σε.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ

«Κα παρά­γων εδεν νθρω­πον τυφλν κ γενετς. κα ρώτη­σαν ατν ο μαθη­τα ατο λέγον­τες· αββί, τίς μαρ­τεν, οτος ο γονες ατο, να τυφλς γεν­νηθ;(: καθώς ο Ιησούς περ­νού­σε από το κέν­τρο της πόλε­ως, είδε έναν άνθρω­πο που είχε γεν­νη­θεί τυφλός. Τότε οι μαθη­τές Του Τον ρώτη­σαν: ‘’Διδά­σκα­λε, ποιος αμάρ­τη­σε για να γεν­νη­θεί ο άνθρω­πος αυτός τυφλός; Αμάρ­τη­σε ο ίδιος, όταν ήταν ακό­μη μέσα στην κοι­λιά της μητέ­ρας του, ή αμάρ­τη­σαν οι γονείς του και τιμω­ρεί­ται αυτός για τις αμαρ­τί­ες τους;’’)»[Ιω.9,1].

Επει­δή ο Κύριος είναι πάρα πολύ φιλάν­θρω­πος και φρον­τί­ζει για τη σωτη­ρία μας και επει­δή θέλει να κλεί­σει τα στό­μα­τα των αχα­ρί­στων, δεν παρα­λεί­πει να κάνει τίπο­τε από αυτά που έπρε­πε να κάνει, και αν ακό­μη κανέ­νας δεν έδι­νε προ­σο­χή. Αυτά λοι­πόν γνω­ρί­ζον­τας καλά και ο προ­φή­της Δαβίδ έλε­γε: «πως ν δικαιωθς ν τος λόγοις σου, κα νικήσς ν τ κρί­νε­σθαί σε (:για να φανεί έτσι πόσο δίκιο είχες στις κατα­δι­κα­στι­κές Σου απο­φά­σεις σε βάρος μου και να εξέλ­θεις έτσι νικη­τής, όταν ασε­βείς και μωροί θελή­σουν να Σε επι­κρί­νουν)»[Ψαλμ.50,6].

Για τον λόγο λοι­πόν αυτόν, επει­δή δεν δέχθη­καν το υψη­λό νόη­μα των λόγων Του, αλλά Τον απο­κά­λε­σαν ακό­μη και δαι­μο­νι­σμέ­νο και επι­χει­ρού­σαν να Τον φονεύ­σουν, αφού εξήλ­θε από τον ναό, θερα­πεύ­ει τον τυφλό, επι­τυγ­χά­νον­τας έτσι και να κατα­πρα­ΰ­νει την οργή τους με την απου­σία Του, και με την πραγ­μα­το­ποί­η­ση του θαύ­μα­τος να μετριά­σει τη σκλη­ρό­τη­τα και την ασπλα­χνία τους και ταυ­τό­χρο­να επί­σης να κάνει πιστευ­τούς τους λόγους Του· και το θαύ­μα που επι­τε­λεί δεν είναι τυχαίο, αλλά τότε συμ­βαί­νει για πρώ­τη φορά: «κ το αἰῶνος(:από τότε που έγι­νε ο κόσμος)»,λέγει,«οκ κού­σθη τι νοι­ξέ τις φθαλ­μος τυφλο γεγεν­νη­μέ­νου (:δεν ακού­στη­κε ποτέ να έχει θερα­πεύ­σει κανείς μάτια ανθρώ­που που να έχει γεν­νη­θεί τυφλός· πρώ­τη φορά έγι­νε τέτοιο θαύ­μα, και Αυτός που το έκα­νε πρέ­πει να έχει θεϊ­κή απο­στο­λή)»[:Ιω.9,32]· διό­τι τυφλού ίσως άνοι­ξε κάποιος ως τότε τους οφθαλ­μούς, αλλά τυφλού εκ γενε­τής, όχι ακό­μη.

Και ότι βγαί­νον­τας από το ιερό, ήλθε επί­τη­δες για αυτό το έργο, να κάνει δηλα­δή το θαύ­μα, είναι φανε­ρό από το εξής: δηλα­δή ο Ίδιος είδε τον τυφλό, δεν προ­σήλ­θε σε Αυτόν ο τυφλός· και με τόσο μεγά­λη επι­μέ­λεια ανέ­βλε­ψε ο άνθρω­πος αυτός, ώστε και στους μαθη­τές να προ­κα­λέ­σει βαθιά αίσθη­ση. Για τον λόγο αυτό, δηλα­δή βλέ­πον­τας τον Διδά­σκα­λό τους να λαμ­βά­νει φρον­τί­δα για τον τυφλό με μεγά­λη προ­σο­χή, οι μαθη­τές Του προ­έ­βη­σαν και στην επό­με­νη ερώ­τη­ση: «αββί, τίς μαρ­τεν, οτος ο γονες ατο, να τυφλς γεν­νηθ;(:Διδά­σκα­λε, ποιος αμάρ­τη­σε για να γεν­νη­θεί ο άνθρω­πος αυτός τυφλός; Αμάρ­τη­σε ο ίδιος, όταν ήταν ακό­μη μέσα στην κοι­λιά της μητέ­ρας του, ή αμάρ­τη­σαν οι γονείς του και τιμω­ρεί­ται αυτός για τις αμαρ­τί­ες τους;)». Εσφαλ­μέ­νη είναι η ερώ­τη­ση· διό­τι πώς θα διέ­πρατ­τε αμαρ­τί­ες, πριν γεν­νη­θεί; Πώς λοι­πόν, εάν οι γονείς του αμάρ­τα­ναν, ήταν δυνα­τόν εκεί­νος να τιμω­ρη­θεί;

Από ποια αιτία λοι­πόν οι μαθη­τές προ­έ­βη­σαν σε αυτήν την ερώ­τη­ση; Πριν από αυτό το περι­στα­τι­κό, όταν θερά­πευ­σε τον παρά­λυ­το, έλε­γε: «δε γις γέγονας·μηκέτι μάρ­τα­νε(:Βλέ­πεις, τώρα έχεις γίνει υγι­ής. Πρό­σε­ξε λοι­πόν από δω και πέρα να μην αμαρ­τά­νεις πια, για να μην πάθεις τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο από την ασθέ­νεια που είχες και η οποία σου συνέ­βη από τις αμαρ­τί­ες σου. Πρό­σε­ξε μην πάθεις χει­ρό­τε­ρη συμ­φο­ρά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώμα­τος σου και την ψυχή σου[Ιω.5,14].Αυτοί λοι­πόν, όταν εννόη­σαν ότι εκεί­νος εξ κάποιας αμαρ­τί­ας είχε κατα­στεί παρά­λυ­τος, λέγουν: «Έστω· εκεί­νος κατέ­στη παρά­λυ­τος λόγω αμαρ­τη­μά­των· αλλά γι’ αυτόν εδώ τον εκ γενε­τής τυφλό, τι λες; Αυτός αμάρ­τη­σε; Όμως δεν μπο­ρείς να πεις κάτι τέτοιο, διό­τι είναι τυφλός από τη γέν­νη­σή του. Μήπως λοι­πόν αμάρ­τη­σαν οι γονείς του; Ούτε και αυτό δύνα­ται να προ­βλη­θεί ως αιτιο­λο­γία· διό­τι το τέκνο δεν τιμω­ρεί­ται για τα παρα­πτώ­μα­τα του πατρός».

Όπως λοι­πόν, όταν βλέ­που­με παι­δί να βρί­σκε­ται σε κακή κατά­στα­ση, λέμε: «Τι θα μπο­ρού­σε να πει κανείς σχε­τι­κά με αυτό το παι­δί; Τι έκα­νε το παι­δί;», δεν δια­τυ­πώ­νου­με ερώ­τη­ση, αλλά απο­ρία, έτσι ακρι­βώς και οι μαθη­τές έλε­γαν αυτό όχι δια­τυ­πώ­νον­τας απλώς ερώ­τη­ση, αλλά εκφρά­ζον­τας απο­ρία.

Τι απαν­τά λοι­πόν ο Χρι­στός; «οτε οτος μαρ­τεν οτε ο γονες ατο(:ούτε αυτός αμάρ­τη­σε, ούτε οι γονείς του. Αλλά γεν­νή­θη­κε τυφλός για να φανε­ρω­θούν με την υπερ­φυ­σι­κή θερα­πεία των ματιών του τα έργα που επι­τε­λεί η δύνα­μη και η αγα­θό­τη­τα του Θεού)»[Ιω.9,3]. Και αυτό το λέγει όχι θέλον­τας να απαλ­λά­ξει αυτούς από τις αμαρτίες(διότι δεν είπε απλώς: «Ούτε αυτός αμάρ­τη­σε, ούτε οι γονείς του», αλλά πρό­σθε­σε: «να τυφλς γεν­νηθ(:για να γεν­νη­θεί τυφλός)»,αλλά για να δοξα­σθεί ο Υιός του Θεού· διό­τι «και αυτός μεν αμάρ­τη­σε και οι γονείς του αλλά», λέγει, «δεν προ­έρ­χε­ται εκ τού­του η τύφλω­ση».

Αυτά λοι­πόν τα έλε­γε όχι για να δεί­ξει αυτό, ότι δηλα­δή αυτός μεν δεν τυφλώ­θη­κε για την αιτία, την οποία νόμι­ζαν οι μαθη­τές, άλλοι όμως τυφλώ­θη­καν από την αιτία αυτή, δηλα­δή από τις αμαρ­τί­ες των γονέ­ων τους· διό­τι δεν είναι δυνα­τόν να αμαρ­τά­νει κάποιος και να τιμω­ρεί­ται κάποιος άλλος. Διό­τι, εάν το παρα­δε­χτού­με αυτό, θα παρα­δε­χτού­με και εκεί­νο, ότι δηλα­δή αμάρ­τη­σε πριν από τη γέν­νη­σή του. Όπως λοι­πόν, όταν είπε ότι «οτε οτος μαρ­τεν», δεν ήθε­λε να πει αυτό, ότι δηλα­δή είναι δυνα­τόν κανείς εξαι­τί­ας των γονέ­ων να τιμω­ρη­θεί· διό­τι και δια του Ιεζε­κι­ήλ ο Θεός εξα­λεί­φει αυτήν την ιδέα: «ζ γώ, λέγει Κύριος, ἐὰν γένη­ται τι λεγο­μέ­νη παρα­βολ ατη ν τ σρα­ήλ· ο πατέ­ρες φαγον μφα­κα κα ο δόν­τες τν τέκνων γομ­φί­α­σαν;(:Ορκί­ζο­μαι στον εαυ­τό μου ότι δε θα λέγε­ται πλέ­ον η εξής παροι­μία μετα­ξύ των Ισραη­λι­τών: ’’Οι πατέ­ρες έφα­γαν τα άγου­ρα στα­φύ­λια και τα δόν­τια των παι­διών τους ήταν αυτά που υπέ­φε­ραν από πάθη­ση των ούλων τους’’)»[Ιεζ.18,2–3].

Και ο Μωυ­σής επί­σης λέγει: «Οκ ποθα­νονται πατέ­ρες πρ τέκνων, κα ο υο οκ ποθα­νονται πρ πατέ­ρων· καστος ν τ αυτο μαρ­τί ποθα­νεται (:Δεν θα τιμω­ρη­θούν δια θανά­του πατέ­ρες εξαι­τί­ας των τέκνων τους, ούτε και τα παι­διά εξαι­τί­ας των πατέ­ρων τους. Ο καθέ­νας θα τιμω­ρεί­ται για τη δική του αμαρ­τία[Δευτ.24,16]. Και για έναν βασι­λιά λέγε­ται ότι γι΄ αυτόν τον λόγο δεν το έκα­νε αυτό, διό­τι ήθε­λε να τηρή­σει το νόμο του Μωυσέως[βλ. Δ΄Βασιλ. 14,5–6: «κα γένε­το τε κατί­σχυεν βασι­λεία ν χειρ ατο, κα πάτα­ξε τος δού­λους ατο τος πατά­ξαν­τας τν πατέ­ρα ατο· κα τος υος τν πατα­ξάν­των οκ θανά­τω­σε, καθς γέγρα­πται ν βιβλί νόμων Μωυσ, ς νετεί­λα­το Κύριος λέγων· οκ ποθα­νονται πατέ­ρες πρ υἱῶν, κα υο οκ ποθα­νονται πρ πατέ­ρων, τι λλ᾿ καστος ν τας μαρ­τί­αις ατο ποθα­νεται(:και όταν στα­θε­ρο­ποι­ή­θη­κε η βασι­λι­κή του εξου­σία στα χέρια του, ο βασι­λιάς Αμεσ­σί­ας θανά­τω­σε τους δού­λους του εκεί­νους, οι οποί­οι είχαν συνω­μο­τι­κά χτυ­πή­σει και φονεύ­σει τον πατέ­ρα του. Τα παι­διά όμως των δολο­φό­νων αυτών του πατέ­ρα του δεν τα φόνευ­σε, θέλον­τας να τηρή­σει τη σχε­τι­κή εντο­λή του βιβλί­ου των νόμων του Μωυ­σή, στο οποίο ο Κύριος διέ­τασ­σε: ’’δεν πρέ­πει να θανα­τώ­νον­ται πατέ­ρες εξαι­τί­ας των υιών, ούτε υιοί εξαι­τί­ας των πατέ­ρων τους· αλλά καθέ­νας θα θανα­τώ­νε­ται για τις δικές του αμαρ­τί­ες’)»].

Εάν όμως λέγει κανείς: «Πώς λοι­πόν έχει λεχθεί: «γώ εμι Κύριος Θεός σου, Θες ζηλω­τής, ποδι­δος μαρ­τί­ας πατέ­ρων π τέκνα π τρί­την κα τετάρ­την γενεν τος μισοσί με(:Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλω­τής, που τιμω­ρεί τέκνα για τις αμαρ­τί­ες των γονέ­ων τους μέχρι τρί­της και τετάρ­της γενε­άς, σε εκεί­νους οι οποί­οι με μισούν)»[Δευτ.5,9]; Εκεί­νο μπο­ρού­με να πού­με, ότι δηλα­δή η από­φα­ση δεν είναι για όλους, αλλά έχει λεχθεί για ορι­σμέ­νους, δηλα­δή για εκεί­νους, οι οποί­οι εξήλ­θαν από την Αίγυ­πτο. Και εκεί­νο το οποίο εννο­εί εδώ, είναι περί­που το εξής: «Επει­δή εκεί­νοι, οι οποί­οι εξήλ­θαν από την Αίγυ­πτο, μετά από τόσα σημεία και θαύ­μα­τα έχουν κατα­στεί χει­ρό­τε­ροι από τους προ­γό­νους τους, οι οποί­οι τίπο­τε από αυτά δεν είδαν, θα πάθουν τα ίδια», λέγει, «τα οποία ακρι­βώς έπα­θαν και εκεί­νοι, διό­τι τόλ­μη­σαν να υπο­πέ­σουν στα ίδια παρα­πτώ­μα­τα». Και ότι περί εκεί­νων έχει λεχθεί το παρα­πά­νω, θα το γνω­ρί­σει κανείς, εάν μελε­τή­σει το σχε­τι­κό χωρίο[ βλ. παρα­πά­νω, Δευτ.5,9], ακρι­βέ­στε­ρα.

Για­τί λοι­πόν γεν­νή­θη­κε τυφλός εκεί­νος ο άνθρω­πος; «να φανε­ρωθ τ ργα το Θεο ν ατ(:ούτε αυτός αμάρ­τη­σε, ούτε οι γονείς του, αλλά γεν­νή­θη­κε τυφλός για να φανε­ρω­θούν με την υπερ­φυ­σι­κή θερα­πεία των ματιών του τα έργα που επι­τε­λεί η δύνα­μη και η αγα­θό­τη­τα του Θεού)»[Ιω.9,3], λέγει. Ιδού πάλι άλλη απο­ρία γεν­νά­ται, εάν δηλα­δή χωρίς την τιμω­ρία αυτού δεν ήταν δυνα­τόν να φανεί η δόξα του Θεού. Βεβαί­ως δεν έχει λεχθεί αυτό, ότι δηλα­δή δεν ήταν δυνα­τόν να γίνει έτσι ‑διό­τι ήταν δυνατόν‑, αλλά ελέ­χθη για να φανε­ρω­θεί η δόξα του Θεού και σε αυτόν τον άνθρω­πο.

«Τι λοι­πόν;» θα μπο­ρού­σε να πει κανείς, «αδι­κή­θη­κε ο άνθρω­πος αυτός προ­κει­μέ­νου να δοξα­στεί ο Θεός με το θαύ­μα της θερα­πεί­ας του μετά από αρκε­τά χρό­νια που θα τον συναν­τού­σε ο Χρι­στός;». «Ποια αδι­κία υπέ­στη;», πες μου· εάν βεβαί­ως δε θα ήθε­λε ουδέ­πο­τε να γεν­νη­θεί. Εγώ μάλι­στα λέγω ότι ευερ­γε­τή­θη­κε κιό­λας από την τύφλω­ση αυτή· διό­τι ανέ­βλε­ψε ως προς τους εσω­τε­ρι­κούς, τους πνευ­μα­τι­κούς του οφθαλ­μούς· διό­τι ποια ωφέ­λεια προ­κύ­πτει στους Ιου­δαί­ους από τους οφθαλ­μούς που υπο­τί­θε­ται ότι τους είχαν υγιείς και έβλεπαν;-διότι σοβα­ρό­τε­ρη τιμω­ρία υφί­σταν­το, δεδο­μέ­νου ότι τυφλώ­θη­καν πνευ­μα­τι­κώς δια της φυσι­κής ορά­σε­ως-· και ποια βλά­βη προ­κύ­πτει σε αυτόν από την τύφλω­ση; Με αυτήν ανέ­βλε­ψε πνευ­μα­τι­κά.

Όπως λοι­πόν τα κακά του παρόν­τος βίου, δεν είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κακά, έτσι και τα αγα­θά δεν είναι αγα­θά, αλλά μόνο η αμαρ­τία είναι κακό, η τύφλω­ση όμως δεν είναι κακό. Και εκεί­νος, ο Οποί­ος εκ του μηδε­νός έφε­ρε αυτόν τον τυφλό στην ύπαρ­ξη, είχε εξου­σία και να αφή­σει αυτόν στην κατά­στα­ση, στην οποία βρι­σκό­ταν.

Λέγουν μερι­κοί ότι αυτός ο πρό­σθε­τος λόγος, δηλα­δή για να φανε­ρω­θεί η δόξα του Θεού, δεν αιτιο­λο­γεί την τύφλω­ση, αλλά απλώς ανα­φέ­ρει το απο­τέ­λε­σμα, όπως π.χ. όταν λέγει: «ες κρμα γ ες τν κόσμον τοτον λθον, να ο μ βλέ­πον­τες βλέ­πω­σι κα ο βλέ­πον­τες τυφλο γένων­ται(:Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρί­ση και να ξεχω­ρί­σουν οι καλο­προ­αί­ρε­τοι από τους διε­στραμ­μέ­νους. Και αυτή η κρί­ση θα έχει το εξής απο­τέ­λε­σμα: Εκεί­νοι που θεω­ρούν­ται από τους νομο­μα­θείς γραμ­μα­τείς ότι είναι τυφλοί και βυθι­σμέ­νοι στο σκο­τά­δι της άγνοιας και της πλά­νης, αυτοί θα δουν το φως της αλή­θειας. Και εκεί­νοι που παρου­σιά­ζον­ται ως γνώ­στες των Γρα­φών και νομί­ζουν αλα­ζο­νι­κά ότι βλέ­πουν, θα καταν­τή­σουν σε πνευ­μα­τι­κή τύφλω­ση)»[Ιω.9,39].

Και όμως δεν ήλθε για αυτόν τον σκο­πό, δηλα­δή για να γίνουν τυφλοί εκεί­νοι, οι οποί­οι βλέ­πουν. Και πάλι ο Από­στο­λος Παύ­λος λέγει: «διό­τι τ γνωστν το Θεο φανε­ρόν στιν ν ατος· γρ Θες ατος φανέ­ρω­σε, τ γρ όρα­τα ατο π κτί­σε­ως κόσμου τος ποι­ή­μα­σι νοού­με­να καθορται, τε ΐδιος ατο δύνα­μις κα θειό­της, ες τ εναι ατος ναπο­λο­γή­τους(:και οι άνθρω­ποι που κατα­πα­τούν και αδι­κούν την αλή­θεια με την ειδω­λο­λα­τρία και την αισχρή ζωή τους, αδι­κούν και κατα­πα­τούν την αλή­θεια διό­τι η αλη­θι­νή γνώ­ση για τον Θεό, όση μπο­ρεί να απο­κτή­σει ο πεπε­ρα­σμέ­νος νους του ανθρώ­που, είναι φανε­ρή στη διά­νοιά τους, επει­δή ο Θεός την έχει φανε­ρώ­σει σε αυτούς με σαφή­νεια· διό­τι οι άπει­ρες τελειό­τη­τες του Θεού, οι οποί­ες δεν φαί­νον­ται με τα αισθη­τά μάτια, από τότε που κτί­στη­κε ο κόσμος, φαί­νον­ται καθα­ρά μέσα από τα δημιουρ­γή­μα­τα με τα μάτια της δια­νοί­ας, τόσο η δύνα­μή Του, που δεν έχει αρχή και τέλος, αλλά είναι αιώ­νια, όσο και κάθε τελειό­τη­τα· ώστε να είναι ανα­πο­λό­γη­τοι αυτοί και να μην μπο­ρούν να προ­βά­λουν καμία δικαιο­λο­γία)»[Ρωμ.1,19–20].

Και όμως δεν έδει­ξε σε αυτούς τα γνω­στά σε Αυτόν, για να στε­ρη­θούν απο­λο­γί­ας, αλλά για να επι­τύ­χουν απο­λο­γία· και πάλι σε άλλο μέρος λέγει: «νόμος δ παρεισλθεν να πλε­ο­νάσ τ παρά­πτω­μα(:αλλά αφού επρό­κει­το να σωθού­με όλοι μέσω του Χρι­στού, τι χρεια­ζό­ταν ο νόμος; Ο μωσαϊ­κός νόμος εισήλ­θε προ­σω­ρι­νά έτσι ώστε με την αύξη­ση των παρα­βά­σε­ών του να υπάρ­ξει βαθιά συναί­σθη­ση του βάρους της αμαρ­τί­ας, η οποία προ­ήλ­θε από την πτώ­ση του Αδάμ και διαρ­κώς πλη­θυ­νό­ταν, διό­τι οι άνθρω­ποι παρέ­βαι­ναν τον νόμο. Εκεί όμως όπου πλη­θύν­θη­κε η αμαρ­τία, δόθη­κε πολύ αφθο­νό­τε­ρη η χάρις)»[Ρωμ.5,20]· ‑μολο­νό­τι βέβαια δεν εισήλ­θε στη ζωή των ανθρώ­πων για τον λόγο αυτόν, δηλα­δή για να πλε­ο­νά­σει η αμαρ­τία, αλλά για να εμπο­δι­στεί η αμαρ­τία.

Βλέ­πεις ότι παν­τού ο πρό­σθε­τος λόγος δεί­χνει το αποτέλεσμα(και όχι το σκο­πό); Διό­τι όπως ακρι­βώς ένας άρι­στος οικο­δό­μος, της οικί­ας το μεν ένα τμή­μα κατα­σκευά­ζει, ενώ το άλλο το αφή­νει ατε­λεί­ω­το, ώστε με το υπο­λει­πό­με­νο να υπε­ρα­σπί­σει τον εαυ­τό του απέ­ναν­τι σε όσους δεν πιστεύ­ουν σε όλο το έργο του, έτσι και ο Θεός, σαν να ήταν μια οικία ετοι­μόρ­ρο­πη, συγ­κολ­λά το σώμα μας και το τελειο­ποιεί, θερα­πεύ­ον­τας το ξερό χέρι, απο­κα­θι­στών­τας τα παρα­λε­λυ­μέ­να μέλη, θερα­πεύ­ον­τας τους χωλούς, καθα­ρί­ζον­τας τους λεπρούς, καθι­στών­τας υγιείς τους ασθε­νείς, καθι­στών­τας αρτι­με­λείς τους ανα­πή­ρους, ανα­κα­λών­τας από τον θάνα­το τους νεκρούς, ανοί­γον­τας τους κλει­σμέ­νους οφθαλ­μούς, δίνον­τας οφθαλ­μούς σε όσους δεν έχουν για να δουν· όλα εκεί­να, τα οποία ήταν ατέ­λειες της εκ φύσε­ως ασθε­νεί­ας, αφού κατό­πιν τα διόρ­θω­νε, έδει­χνε τη δύνα­μή Του.

Όταν επί­σης είπε: «να φανε­ρωθ τ ργα το Θεο», ομι­λεί για τον Εαυ­τό Του , όχι για τον Πατέ­ρα Του· διό­τι η δόξα Εκεί­νου ήταν φανε­ρή. Δηλα­δή, επει­δή άκου­γαν ότι τον άνθρω­πο ο Θεός τον δημιούρ­γη­σε, αφού έλα­βε χώμα από τη γη, για τον λόγο αυτό κατ’ αυτόν τον τρό­πο και Αυτός έπλα­σε· διό­τι το να πει μεν ότι «ἐγώ εἰμί ὁ χοῦν λαβν π τς γς και πλά­σας τόν ἂνθρω­πον», φαί­νε­ται ότι έκα­νε τους ακρο­α­τές να αισθά­νον­ται δυσχέ­ρεια, απο­δει­κνυό­με­νο όμως αυτό εμπρά­κτως, δεν θα ενο­χλού­σε πλέ­ον αυτούς.

Για τον λόγο αυτό λοι­πόν και Αυτός, αφού έλα­βε χώμα και αφού ανέ­μει­ξε αυτό με το πτύ­σμα, κατ’ αυτόν τον τρό­πο φανέ­ρω­σε την κρυμ­μέ­νη δόξα Του· διό­τι δεν ήταν μικρή η δόξα το να θεω­ρη­θεί ότι είναι Αυτός Δημιουρ­γός της Κτί­σε­ως· διό­τι εκ τού­του ακο­λου­θού­σαν και τα άλλα και από το μέρος πιστευό­ταν το όλον· διό­τι η πίστη περί του σπου­δαιό­τε­ρου δημιουρ­γού­σε τη βεβαιό­τη­τα και περί εκεί­νου που είχε τη μικρό­τε­ρη σημα­σία· διό­τι το πολυ­τι­μό­τε­ρο από όλα τα δημιουρ­γή­μα­τα της κτί­σε­ως είναι ο άνθρω­πος, και εκ των μελών του σώμα­τός μας πολυ­τι­μό­τε­ρο είναι ο οφθαλ­μός. Για τον λόγο αυτό όχι απλώς, αλλά με εκεί­νο τον τρόπο(δηλαδή αφού έλα­βε χώμα)δημιούρ­γη­σε τους οφθαλ­μούς· διό­τι αν και είναι αυτό το μέλος μικρό κατά το μέγε­θος, είναι όμως το αναγ­καιό­τε­ρο από όλα τα μέλη του σώμα­τος.

Και θέλον­τας να το δεί­ξει αυτό ο από­στο­λος Παύ­λος έλε­γε; «Κα ἐὰν επ τ ος, τι οκ εμ φθαλ­μός, οκ εμ κ το σώμα­τος, ‑ο παρ τοτο οκ στιν κ το σώμα­τος;(:και εάν πει το αυτί· “αφού δεν είμαι μάτι, δεν είμαι από τα μέλη του σώμα­τος’’· τάχα, επει­δή είπε τον λόγο αυτόν, στα­μά­τη­σε να είναι μέλος του σώμα­τος; Έτσι και εσύ επει­δή έχεις αυτό το χάρι­σμα και δεν έχεις εκεί­νο που θα προ­τι­μού­σες, δεν παύ­εις γι’ αυτό να ανή­κεις στο ένα σώμα του Χρι­στού)»[Α΄Κορ.12,16]. Διό­τι όλα μεν τα όργα­να που βρί­σκον­ται στο σώμα μας είναι από­δει­ξη της σοφί­ας του Θεού, πολύ μάλ­λον ωστό­σο ο οφθαλ­μός.

Αυτό το όργα­νο δια­κυ­βερ­νά όλο το σώμα, αυτό δίνει την ωραιό­τη­τα σε όλο το σώμα, αυτό κοσμεί το πρό­σω­πο, αυτό είναι λύχνος όλων των μελών· διό­τι εκεί­νο ακρι­βώς, το οποίο είναι ο ήλιος στην οικου­μέ­νη, αυτό είναι ο οφθαλ­μός στο σώμα. Αν σβή­σεις τον ήλιο τα πάν­τα αφα­νί­ζεις και συν­τα­ράσ­σεις· αν σβή­σεις τους οφθαλ­μούς, και τα πόδια είναι άχρη­στα, και τα χέρια, και η ψυχή· διό­τι εξα­φα­νί­ζε­ται η γνώ­ση, όταν αχρη­στευ­τούν αυτά· διό­τι δι’ αυτών έχου­με γνω­ρί­σει τον Θεό· «τ γρ όρα­τα ατο π κτί­σε­ως κόσμου τος ποι­ή­μα­σι νοού­με­να καθορται(:διό­τι οι άπει­ρες τελειό­τη­τες του Θεού, οι οποί­ες δεν φαί­νον­ται με τα αισθη­τά μάτια, από τότε που κτί­στη­κε ο κόσμος, φαί­νον­ται καθα­ρά μέσα από τα δημιουρ­γή­μα­τα με τα μάτια της δια­νοί­ας, τόσο η δύνα­μή Του, που δεν έχει αρχή και τέλος, αλλά είναι αιώ­νια, όσο και κάθε τελειό­τη­τα· ώστε να είναι ανα­πο­λό­γη­τοι αυτοί και να μην μπο­ρούν να προ­βά­λουν καμία δικαιο­λο­γία)» [Ρωμ,1,20].Επομένως ο οφθαλ­μός δεν είναι μόνο λύχνος στο σώμα, αλλά περισ­σό­τε­ρο από το σώμα στην ψυχή. Για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς όπως σε ένα βασι­λι­κό μέρος έχει εγκα­τα­στα­θεί, αφού έλα­βε την ανώ­τε­ρη θέση και προ­ΐ­στα­ται των άλλων αισθή­σε­ων.

Τού­το λοι­πόν δια­πλάσ­σει. Έπει­τα, για να μη νομί­σει ότι έχει ανάγ­κη από ύλη, όταν δημιουρ­γεί, και για να μάθεις ότι ούτε εξαρ­χής είχε ανάγ­κη πηλού, διό­τι εκεί­νος, ο οποί­ος παρή­γα­γε τις σπου­δαιό­τε­ρες ουσί­ες, οι οποί­ες δεν υπήρ­χαν, πολύ περισ­σό­τε­ρο αυτήν την ουσία άνευ ύλης δημιούρ­γη­σε, για να μάθεις λοι­πόν ότι δεν κάνει αυτό εξ ανάγ­κης, αλλά θέλον­τας να διδά­ξει ότι Αυτός είναι ο εν αρχή Δημιουρ­γός, αφού επέ­χρι­σε τον πηλό, λέγει: «παγε νίψαι (:πήγαι­νε, νίψου στη στέρ­να του Σιλω­άμ, όνο­μα εβραϊ­κό που μετα­φρά­ζε­ται ‘’απε­σταλ­μέ­νος’’)» [Ιω.9,11], «για να γνω­ρί­σεις ότι δεν έχω ανάγ­κη πηλού για να δημιουρ­γή­σω οφθαλ­μούς, αλλά για να φανε­ρω­θεί με αυτό η δόξα μου)».

Και από­δει­ξη ότι ομι­λεί για τον Εαυ­τό Του, όταν λέγει «για να φανε­ρω­θεί η δόξα του Θεού» είναι ότι πρό­σθε­σε: «μ δε ργά­ζε­σθαι τ ργα το πέμ­ψαν­τός με(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέ­πει να εργά­ζο­μαι για τη σωτη­ρία του ανθρώ­που τα έργα του Θεού, που με έστει­λε στον κόσμο)», δηλα­δή «Εγώ πρέ­πει να φανε­ρώ­σω τον Εαυ­τό μου και να πρά­ξω εκεί­να τα οποία δύναν­ται να απο­δεί­ξουν ότι εγώ πράτ­τω τα ίδια με τον Πατέ­ρα, όχι παρό­μοια, αλλά τα ίδια, πράγ­μα το οποίο είναι από­δει­ξη μεγα­λύ­τε­ρης ισό­τη­τας, και το οποίο λέγε­ται επί πραγ­μά­των που δεν έχουν ούτε την ελά­χι­στη δια­φο­ρά».

Ποιος λοι­πόν στο εξής θα βλέ­πει με αμφι­σβή­τη­ση, όταν παρα­τη­ρεί ότι Αυτός δύνα­ται τα ίδια με τον Πατέ­ρα να επι­τε­λεί; Διό­τι δεν έπλα­σε μόνο οφθαλ­μούς, ούτε άνοι­ξε αυτούς μόνο, αλλά χάρι­σε και την όρα­ση, πράγ­μα το οποίο απο­τε­λεί από­δει­ξη ότι και ψυχή ενε­φύ­ση­σε στον άνθρω­πο· διό­τι όταν εκεί­νη δεν ενερ­γεί, ο οφθαλ­μός, και αν ακό­μη είναι τέλειος, δεν δύνα­ται να δει τίπο­τε ποτέ. Ώστε και την ενέρ­γεια της ψυχής χάρι­σε και έδω­σε μέλος, το οποίο έχει τα πάν­τα, και αρτη­ρί­ες, και νεύ­ρα, και φλέ­βες, και αίμα, και όλα τα άλλα, εκ των οποί­ων απο­τε­λεί­ται το σώμα μας.

«μ δε ργά­ζε­σθαι τ ργα το πέμ­ψαν­τός με ως μέρα στίν(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέ­πει να εργά­ζο­μαι για τη σωτη­ρία του ανθρώ­που τα έργα του Θεού, που με έστει­λε στον κόσμο)»[Ιω.9,4].Τι σημαί­νουν τα λόγια αυτά; Ποια συνέ­πεια επί­σης έχουν; Πολ­λή. Διό­τι εκεί­νο, το οποίο λέγει, έχει περί­που την εξής σημα­σία: «Ενό­σο ακό­μη μπο­ρούν οι άνθρω­ποι να πιστεύ­ουν σε εμέ­να, ενό­σο συνε­χί­ζε­ται αυτή η ζωή, πρέ­πει να εργά­ζο­μαι». «ρχε­ται νξ τε οδες δύνα­ται ργά­ζε­σθαι (:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέ­πει να εργά­ζο­μαι για τη σωτη­ρία του ανθρώ­που τα έργα του Θεού, που με έστει­λε στον κόσμο. Έρχε­ται όμως η μέλ­λου­σα ζωή, και όπως στη διάρ­κεια της νύχτας στα­μα­τούν τα έργα τους οι άνθρω­ποι, έτσι και τότε κανείς πια δεν θα μπο­ρεί να εργά­ζε­ται για να ολο­κλη­ρώ­σει την απο­στο­λή του. Δεν πρέ­πει λοι­πόν ούτε στιγ­μή να χάνω)»[Ιω.9,4].

Δεν είπε: «όταν εγώ δεν θα μπο­ρώ να εργά­ζο­μαι», αλλά «όταν κανείς δεν θα μπο­ρεί να εργά­ζε­ται», δηλα­δή δεν θα ισχύ­ουν τότε πλέ­ον η πίστη, ούτε οι κόποι, ούτε η μετά­νοια. Διό­τι επει­δή έργο εννο­εί την πίστη, λένε σε Αυτόν: «Τί ποιμεν να ργα­ζώ­με­θα τά ργα το Θεο;(:Τι πρέ­πει να κάνου­με για να επι­τε­λού­με τα έργα εκεί­να που μας ζητά ο Θεός ως όρο απα­ραί­τη­το για να μας δώσει την άφθαρ­τη τρο­φή;)»[Ιω.6,28].Απαν­τά: «Τοτό στι τ ργον το Θεο, να πιστεύ­ση­τε ες ν πέστει­λεν κενος(:Αυτό είναι το έργο που ζητά ο Θεός: να πιστέ­ψε­τε ζων­τα­νά και έμπρα­κτα σε Αυτόν που Εκεί­νος απέ­στει­λε)»[Ιω.6,29].Πώς λοι­πόν το έργο αυτό κανέ­νας δεν θα μπο­ρεί να το εργά­ζε­ται τότε; Διό­τι τότε ούτε η πίστη θα ισχύ­ει, αλλά και με τη θέλη­σή τους και χωρίς τη θέλη­σή τους, θα υπα­κού­σουν στον Θεό.

Για τον λόγο αυτό δεν έκα­νε, εκεί­νο το οποίο έκα­νε, αφού ήλθε προς Αυτόν ο τυφλός. Διό­τι το ότι ήταν μεν άξιος να θερα­πευ­θεί, και εάν έβλε­πε, θα πίστευε και θα προ­σερ­χό­ταν, και εάν άκου­γε από κάποιον ότι ήταν παρών, ούτε τότε θα έδει­χνε αμέ­λεια, είναι φανε­ρό εκ των ακο­λού­θων σημεί­ων, δηλα­δή εκ της ανδρεί­ας και εξ αυτής της πίστε­ως· διό­τι και ήταν φυσι­κό να σκε­φτεί αυτός και να πει: «Τι είναι τέλος πάν­των αυτό; Πηλό έφτια­ξε και μου επέ­χρι­σε τους οφθαλ­μούς, και μου είπε: ‘’Πήγαι­νε και νίψου’’· δεν μπο­ρού­σε να με θερα­πεύ­σει και μετά να με στεί­λει στην κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ; Πολ­λές φορές νίφτη­κα εκεί μαζί με άλλους πολ­λούς και καμία ωφέ­λεια δεν απο­κό­μι­σα μαζί τους· εάν είχε κάποια δύνα­μη, θα με θερά­πευε, ενώ ήταν ο ίδιος παρών, πράγ­μα που και ο Νεε­μάν έλε­γε προς τον Ελισ­σαίο· διό­τι και εκεί­νος, αφού έλα­βε εντο­λή να πάει και να λου­στεί στον Ιορ­δά­νη, δυσπι­στού­σε, και όλα αυτά τη στιγ­μή που τόση φήμη υπήρ­χε περί του Ελισ­σαί­ου»[Δ΄Βασ. 5,10–11: «κα πέστει­λεν λισαι γγε­λον πρς ατν λέγων· πορευ­θες λοσαι πτά­κις ν τ ορδάν, κα πιστρέ­ψει σάρξ σού σοι, κα καθα­ρι­σθήσῃ. καὶ ἐθυ­μώ­θη Ναι­μὰν καὶ ἀπῆλ­θε καὶ εἶπεν· ἰδοὺ εἶπον ὅτι πρός με πάν­τως ἐξε­λεύ­σε­ται καὶ στή­σε­ται καὶ ἐπι­κα­λέ­σε­ται ἐν ὀνό­μα­τι Θεοῦ αὐτοῦ καὶ ἐπι­θή­σει τὴν χεῖ­ρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τόπον καὶ ἀπο­συ­νά­ξει τὸ λεπρόν· κα θυμώ­θη Ναιμν κα πλθε κα επεν· δο επον τι πρός με πάν­τως ξελεύ­σε­ται κα στή­σε­ται κα πικα­λέ­σε­ται ν νόμα­τι Θεο ατο κα πιθή­σει τν χερα ατο π τν τόπον κα ποσυ­νά­ξει τ λεπρόν(:ο Ελι­σαί­ος έστει­λε αγγε­λιο­φό­ρο προς αυτόν και του είπε:’’ πήγαι­νε να λου­στείς επτά φορές στον Ιορ­δά­νη και θα θερα­πευ­τείς από τη λέπρα σου και θα επα­νέλ­θει υγι­ής η σάρ­κα σου. Και οργί­στη­κε ο Ναι­μάν, έφυ­γε και είπε: ‘’ιδού εγώ νόμι­σα και είπα ότι αυτός θα εξέλ­θει οπωσ­δή­πο­τε σε συνάν­τη­σή μου, θα στα­θεί και θα επι­κα­λε­στεί ενώ­πιόν μου το όνο­μα του Θεού του, θα θέσει το χέρι αυτού στο ασθε­νές μου σώμα, θα περι­μα­ζεύ­σει έτσι και θα θερα­πεύ­σει τη λέπρα μου)»].

Όμως ο τυφλός δεν έδει­ξε απι­στία, ούτε έφε­ρε αντίρ­ρη­ση, ούτε δια­λο­γί­στη­κε μέσα του ως εξής: «Τι είναι τού­το, τέλος πάν­των; Ήταν ανάγ­κη να θέσει πηλό επί των οφθαλ­μών μου; Αυτό περισ­σό­τε­ρο μπο­ρεί να τυφλώ­σει· ποιος βρή­κε το φως του ποτέ με αυτόν τον τρό­πο;». Όμως τίπο­τε από αυτά δε σκέ­φθη­κε. Είδες πίστη στα­θε­ρή και προ­θυ­μία;

«ρχε­ται νξτε οδες δναται ργζεσθαι(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέ­πει να εργά­ζο­μαι για τη σωτη­ρία του ανθρώ­που τα έργα του Θεού, που με έστει­λε στον κόσμο. Έρχε­ται όμως η μέλ­λου­σα ζωή, και όπως στη διάρ­κεια της νύχτας στα­μα­τούν τα έργα τους οι άνθρω­ποι, έτσι και τότε κανείς πια δεν θα μπο­ρεί να εργά­ζε­ται για να ολο­κλη­ρώ­σει την απο­στο­λή του. Δεν πρέ­πει λοι­πόν ούτε στιγ­μή να χάνω»[Ιω.9,4]. Δεί­χνει από αυτά τα λόγια ότι και μετά τον σταυ­ρό πρό­κει­ται να λάβει πρό­νοια για τους ασε­βείς και πολ­λούς να προ­σελ­κύ­σει στην πίστη· «τι γάρ μέρα στίν». Μετά όμως από αυτό, τελεί­ως τους απο­μα­κρύ­νει από κον­τά Του.

Για­τί λοι­πόν ο από­στο­λος Παύ­λος ονό­μα­σε «νύκτα» την παρού­σα ζωή, ενώ εκείνη(δηλαδή τη μέλ­λου­σα) ονό­μα­σε «ημέ­ρα»; Όχι αντι­τι­θέ­με­νος προς τον Χρι­στό, αλλά λέγον­τας τα ίδια, αν και όχι με τα ίδια λόγια, όμως με τις ίδιες έννοιες· διό­τι και λέγει: « νξ προ­έ­κο­ψεν, δ μέρα γγι­κεν(:η ζωή αυτή, που μοιά­ζει με νύχτα σκο­τει­νή, προ­χώ­ρη­σε, ενώ η ημέ­ρα της άλλης ζωής πλη­σί­α­σε. Και αν ακό­μη δεν έλθει ο Κύριος σύν­το­μα με την ένδο­ξη δευ­τέ­ρα Του παρου­σία, έρχε­ται όμως για τον καθέ­να μας με τον θάνα­το. Πλη­σιά­ζει λοι­πόν για τον καθέ­να μας η ημέ­ρα της άλλης ζωής)»[Ρωμ.13,12], εφό­σον επρό­κει­το να απο­λαύ­σουν το φως εκεί­νο της μελ­λού­σης ζωής· και «νύκτα» απο­κα­λεί τον παλαιό βίο· διό­τι λέγει: «ποθώ­με­θα ον τ ργα το σκό­τους(:ας απο­θέ­σου­με λοι­πόν σαν νυκτε­ρι­νά ενδύ­μα­τα τα έργα της αμαρ­τί­ας που γίνον­ται στο σκο­τά­δι, και ας ντυ­θού­με σαν άλλο όπλο τα φωτει­νά έργα της αρε­τής)»[Ρωμ.13,12].

Βλέ­πεις ότι λέγει ότι για εκεί­νους είναι νύκτα. Γι’ αυτό λέγει: «ς ν μέρ εσχη­μό­νως περι­πα­τή­σω­μεν(:όπως συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κανείς την ημέ­ρα που τα βλέμ­μα­τα πολ­λών τον παρα­κο­λου­θούν, έτσι και εμείς ας συμ­πε­ρι­φερ­θού­με με ευπρέ­πεια και σεμνό­τη­τα)»[Ρωμ.13,13], για να απο­λαύ­σου­με το φως εκεί­νο· διό­τι εάν τού­το το φως είναι τόσο ωραίο, θα σκε­φτείς πόσο θα είναι εκεί­νο· διό­τι όσο από το φως του λύχνου το ηλια­κό είναι ανώ­τε­ρο, τόσο και πολύ περισ­σό­τε­ρο θα είναι εκεί­νο ανώ­τε­ρο από αυτό. Και θέλον­τας να δεί­ξει τού­το ο Κύριος έλε­γε ότι « λιος σκο­τι­σθή­σε­ται(:ο ήλιος θα σκο­τι­στεί)»,δηλα­δή λόγω της υπε­ρο­χής εκεί­νης της λαμ­πρό­τη­τας δεν θα φανεί ούτε αυτός.

Εάν όμως τώρα εμείς για να έχου­με φωτει­νές οικί­ες και ευά­ε­ρες, δαπα­νού­με άπει­ρα χρή­μα­τα οικο­δο­μών­τας, ταλαι­πω­ρού­με­νοι, να σκε­φτείς πως πρέ­πει και τα σώμα­τά μας να δαπα­νού­με, για να οικο­δο­μη­θούν για εμάς λαμ­πρές οικί­ες στους ουρα­νούς, όπου επι­κρα­τεί εκεί το φως το ανέκ­φρα­στο· διό­τι εδώ μεν και μάχες και φιλο­νι­κί­ες γίνον­ται για τα όρια και τους τοί­χους, εκεί όμως δεν γίνε­ται τίπο­τε παρό­μοιο, δεν υπάρ­χει φθό­νος, ούτε ζηλο­τυ­πία· κανείς δεν θα φιλο­νι­κή­σει με εμάς για σύνο­ρα κτη­μά­των.

Και αυτή μεν την οικία είμα­στε αναγ­κα­σμέ­νοι να την εγκα­τα­λεί­ψου­με οπωσ­δή­πο­τε κάποια στιγ­μή, ενώ εκεί­νη θα παρα­μέ­νει διαρ­κώς· και αυτή μεν κατ̉’ ανάγ­κην κατα­στρέ­φε­ται από τον χρό­νο και υφί­στα­ται μύριες ζημί­ες, ενώ εκεί­νη μένει αιω­νί­ως άφθαρ­τη· και αυτήν μεν δεν μπο­ρεί πτω­χός να την οικο­δο­μή­σει, ενώ εκεί­νη μπο­ρεί να την οικο­δο­μή­σει και με δύο οβο­λούς, όπως ακρι­βώς η χήρα. Για τού­το λυπού­μαι υπερ­βο­λι­κά, διό­τι αν και βρί­σκον­ται μπρο­στά μας τόσα αγα­θά, ραθυ­μού­με και αδια­φο­ρού­με, και πράτ­του­με μεν τα πάν­τα για να έχου­με εδώ λαμ­πρές οικί­ες, αδια­φο­ρού­με όμως και δεν φρον­τί­ζου­με να απο­κτή­σου­με στους ουρα­νούς έστω και ένα μικρό κατά­λυ­μα.

Πες μου λοι­πόν, πού θα ήθε­λες να έχεις οικία, εδώ; Άρα­γε στην ερη­μιά ή σε μία από τις μικρές πόλεις; Εγώ του­λά­χι­στον δεν το νομί­ζω, αλλά θα ήθε­λες να έχεις στις βασι­λι­κό­τα­τες και μεγά­λες πόλεις, όπου υπάρ­χει περισ­σό­τε­ρο εμπό­ριο και μεγα­λύ­τε­ρη πολυ­τέ­λεια. Αλλά εγώ σε οδη­γώ σε μίαν τέτοια πόλη, της οποί­ας τεχνί­της και δημιουρ­γός είναι ο Θεός. Εκεί σε παρα­κα­λώ να κτί­ζεις και να οικοδο­μείς με λιγό­τε­ρα χρή­μα­τα και λιγό­τε­ρο κόπο. Εκεί­νη την οικία την οικο­δο­μούν τα χέρια των πτω­χών και αυτό προ­πάν­των είναι οικο­δο­μή· διό­τι αυτά που γίνον­ται τώρα, είναι δείγ­μα­τα της πιο φοβε­ρής παρα­φρο­σύ­νης. Καθόσον εάν κάποιος σε οδη­γού­σε στην περσι­κή γη για να δεις τα εκεί και να επα­νέλ­θεις και στη συνέ­χεια σε διέ­τασ­σε να κτί­σεις οικία, άρα­γε δεν θα απέ­δι­δες σε αυτόν την πιο μεγά­λη ανο­η­σία, με το να σε δια­τάσ­σει να κάνεις άσκο­πες δαπά­νες; Πώς λοι­πόν κάνεις το ίδιο πράγ­μα στην γη, την οποία μετά από ολί­γον θα εγκα­τα­λεί­ψεις;

«Αλλά», λέγει, «θα την αφή­σω στα παι­διά μου». Όμως και εκεί­να μετά από ολί­γον από σένα θα την εγκα­τα­λεί­ψουν, πολ­λές φορές μάλι­στα και πριν από σένα, και ομοί­ως και οι μετά από εκεί­νους. Και αυτό το πράγ­μα γίνε­ται για σένα αιτία απο­γο­η­τεύ­σε­ως, όταν δεν δεις τους κλη­ρο­νό­μους σου να κατέ­χουν αυτά. Εκεί όμως τίπο­τε παρό­μοιο δεν είναι δυνα­τόν να φοβη­θείς, αλλά μένει στα­θε­ρό αυτό που απέ­κτη­σες και σε εσέ­να και στα παι­διά σου και στα εγγό­νια σου, αν επι­δεί­ξουν την ίδια αρε­τή. Την οικο­δό­μη­ση εκεί­νης της οικί­ας την κάνει ο Χρι­στός· εάν οικο­δο­μείς εκεί­νη δεν είναι ανάγ­κη να ορί­ζεις επι­στά­τες, ούτε να φρον­τί­ζεις, ούτε να μερι­μνάς· διό­τι όταν ο Θεός ανα­λά­βει το έργο, τι χρειά­ζε­ται η δική σου η φρον­τί­δα;

Εκεί­νος τα συγ­κεν­τρώ­νει όλα και κτί­ζει την οικία. Και δεν είναι αυτό μόνον το αξιο­θαύ­μα­στο, αλλά ότι Αυτός έτσι οικο­δο­μεί αυτήν, όπως αρέ­σει σε εσέ­να, αλλά και περισ­σό­τε­ρο από αυτό που σου αρέ­σει και από αυτό που θέλεις· διό­τι είναι τεχνί­της άρι­στος και φρον­τί­ζει πάρα πολύ για τα συμ­φέ­ρον­τά σου. Και αν είσαι πτω­χός και θελή­σεις να οικο­δο­μή­σεις αυτήν την οικία, κανείς δεν θα σε φθο­νή­σει ούτε και θα σε κακο­λο­γή­σει· διό­τι κανείς δεν την βλέ­πει αυτήν από εκεί­νους που φθο­νούν, αλλά οι άγγε­λοι που γνω­ρί­ζουν να χαί­ρον­ται με τα δικά σου αγα­θά. Κανείς δεν θα μπο­ρέ­σει να εξου­σιά­σει αυτήν, διό­τι κανείς δεν κατοι­κεί πλη­σί­ον της από αυτούς που πάσχουν από παρό­μοια νοσή­μα­τα. Γεί­το­νες εκεί έχεις τους αγί­ους, αυτούς που είναι γύρω από τον Παύ­λο και Πέτρο, όλους τους προ­φή­τες, τους μάρ­τυ­ρες, το πλή­θος των αγγέλ­λων και των αρχαγ­γέ­λων.

Για τού­το λοι­πόν όλα τα υπάρ­χον­τά μας ας τα δώσου­με στους φτω­χούς, για να επι­τύ­χου­με την από­κτη­ση αυτών των ουρα­νί­ων σκη­νών· τις οποί­ες ας συμ­βεί όλοι να επι­τύ­χου­με δια χάρι­τος και φιλαν­θρω­πί­ας του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, δια του οποί­ου και μετά του οποί­ου ανή­κει η δόξα στον Πατέ­ρα συγ­χρό­νως με το Άγιο Πνεύ­μα, στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΟΜΙΛΙΕΣ ΝΖ΄-ΝΘ΄(επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα)

«Ταῦ­τα εἰπὼν ἔπτυ­σε χαμαὶ καὶ ἐποί­η­σε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύ­σμα­τος, καὶ ἐπέ­χρι­σε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλ­μοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπα­γε νίψαι εἰς τὴν κολυμ­βή­θραν τοῦ Σιλω­άμ, ὃ ἑρμη­νεύ­ε­ται ἀπε­σταλ­μέ­νος. ἀπῆλ­θεν οὖν καὶ ἐνί­ψα­το, καὶ ἦλθε βλέ­πων(:και αφού είπε αυτά, έφτυ­σε κάτω και έκα­νε πηλό, και έχρι­σε με αυτόν τα μάτια του τυφλού. Και δοκι­μά­ζον­τας την πίστη του τυφλού, τού είπε: ‘’Πήγαι­νε, νίψου στη στέρ­να του Σιλω­άμ, όνο­μα εβραϊ­κό που μετα­φρά­ζε­ται «απε­σταλ­μέ­νος»’’. Ύστε­ρα λοι­πόν από την εντο­λή αυτή του Ιησού πήγε ο τυφλός εκεί και νίφτη­κε, και ήλθε στο σπί­τι του με μάτια υγιή)»[Ιω.9,6–7].

Εκεί­νοι οι οποί­οι πρό­κει­ται να συνα­πο­κο­μί­σουν κάποια ωφέ­λεια από όσα ανα­γι­γνώ­σκον­ται, ούτε το ελά­χι­στο από όσα λέγον­ται δεν πρέ­πει να αντι­πα­ρέρ­χον­ται· διό­τι λάβα­με εντο­λή να ερευ­νού­με τις Γρα­φές για τον λόγο αυτό, διό­τι τα πολ­λά θεωρούνται(αν και βεβαί­ως αμέ­σως φαί­νον­ται ότι είναι ευκο­λο­νόη­τα) ότι κρύ­πτουν στο βάθος σπου­δαία νοή­μα­τα. Πρό­σε­χε λοι­πόν ποιο είναι το νόη­μα και του παρόν­τος χωρί­ου. «Τατα επν(:και αφού είπε αυτά)», λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής, «πτυ­σε χαμα(:έφτυ­σε κάτω)»[Ιω.9,6]. Ποια είναι αυτά, τα οποία είπε; Τα «να φανε­ρωθ τ ργα το Θεο ν ατ(:γεν­νή­θη­κε αυτός ο άνθρω­πος τυφλός για να φανε­ρω­θούν με την υπερ­φυ­σι­κή θερα­πεία των ματιών του τα έργα που επι­τε­λεί η δύνα­μη και η αγα­θό­τη­τα του Θεού)» και ότι «ἐμὲ δεῖ ἐργά­ζε­σθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμ­ψαν­τός με(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέ­πει να εργά­ζο­μαι για τη σωτη­ρία του ανθρώ­που τα έργα του Θεού, που με έστει­λε στον κόσμο)»· διό­τι δεν μας υπεν­θύ­μι­σε έτσι απλώς τα λεχθέν­τα ο Ευαγ­γε­λι­στής με την προ­σθή­κη ότι «πτυ­σε», αλλά για να δηλώ­σει ότι τον λόγο τον επι­βε­βαί­ω­σε με τα έργα Του.

Και για­τί να μη χρη­σι­μο­ποι­ή­σει νερό για τον πηλό, αλλά πτύ­σμα ; Επρό­κει­το να στεί­λει αυτόν στην κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ· για να μην απο­δο­θεί λοι­πόν καμία δύνα­μη στην πηγή, αλλά για να μάθεις ότι η δύνα­μη, η οποία εξήλ­θε από το στό­μα Του, αυτή και διέ­πλα­σε και άνοι­ξε τους οφθαλ­μούς, έπτυ­σε χάμω. Τού­το λοι­πόν και ο Ευαγ­γε­λι­στής, αφού τόνι­σε, έλε­γε: «κα ποί­η­σε πηλν κ το πτύ­σμα­τος(:και έκα­νε πηλό από το πτύ­σμα, και έχρι­σε με αυτόν τα μάτια του τυφλού)».

Έπει­τα, για να μη θεω­ρη­θεί ότι το κατόρ­θω­μα αυτό είναι της γης που με τον πηλό που δημιουρ­γή­θη­κε από αυτήν έγι­ναν υγιείς οι οφθαλ­μοί του τυφλού, διέ­τα­ξε αυτόν να νιφθεί. Για ποιο λόγο λοι­πόν δεν επι­τέ­λε­σε αμέ­σως αυτό το θαύ­μα, αλλά τον έστει­λε στον Σιλω­άμ; Για να μάθεις την πίστη του τυφλού και για να απο­στο­μω­θεί η αγνω­μο­σύ­νη και η αλα­ζο­νεία των Ιου­δαί­ων· διό­τι ήταν φυσι­κό όλοι να βλέ­πουν αυτόν να απέρ­χε­ται έχον­τας αλειμ­μέ­νο τον πηλό στους οφθαλ­μούς του· διό­τι λόγω του παρα­δό­ξου θεά­μα­τος θα προ­σείλ­κυε τα βλέμ­μα­τα όλων στον εαυ­τό του ο τυφλός, και εκεί­νων οι οποί­οι τον γνώ­ρι­ζαν και εκεί­νων οι οποί­οι δεν τον γνώ­ρι­ζαν, και εντα­τι­κά θα έστρε­φαν την προ­σο­χή τους προς εκεί­νον· διό­τι, επει­δή δεν είναι εύκο­λο να πιστέ­ψει και να ανα­γνω­ρί­σει κανείς ότι τυφλός ανέ­βλε­ψε, κάνει να γίνουν προ­η­γου­μέ­νως πολ­λοί μάρ­τυ­ρες, κάνον­τας μακρά την πορεία της θερα­πεί­ας, και αυτό­πτες, πιστοί θεα­τές του παρα­δό­ξου θεά­μα­τος, ώστε αφού γίνουν προ­σε­κτι­κό­τε­ροι, να μην μπο­ρούν πλέ­ον να λέγουν: «Αυτός είναι· δεν είναι αυτός».

Εκτός από αυτά επί­σης θέλει να απο­δεί­ξει και εκεί­νο, ότι δηλα­δή δεν είναι ξένος προς τον νόμο και την Παλαιά Δια­θή­κη, εφό­σον απο­στέλ­λει τον τυφλό στον Σιλω­άμ· διό­τι ούτε εκεί­νο ήταν δυνα­τόν επι­πλέ­ον να φοβη­θεί, μήπως η κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ λάβει τη δόξα· διό­τι και πολ­λοί πολ­λές φορές αφού ένι­ψαν εκεί τους οφθαλ­μούς, δεν αξιώ­θη­καν ένα τέτοιο θαύ­μα· δηλα­δή και εκεί η δύνα­μη του Χρι­στού ήταν εκεί­νη, η οποία επι­τε­λού­σε τα πάν­τα. Για το λόγο αυτό και την ερμη­νεία προ­σθέ­τει σε εμάς ο Ευαγ­γε­λι­στής. Δηλα­δή όταν είπε: «Στον Σιλω­άμ», πρό­σθε­σε: «αυτό που σημαί­νει ‘’απε­σταλ­μέ­νος’’» για να μάθεις ότι και εκεί ο Χρι­στός ‑και όχι άλλος- τον θερά­πευ­σε, όπως ακρι­βώς ο από­στο­λος Παύ­λος λέγει: «πινον γρ κ πνευ­μα­τικς κολου­θού­σης πέτρας, δ πέτρα ν Χρι­στός(:και όλοι οι Ισραη­λί­τες τότε στην έρη­μο, έπι­ναν το ίδιο ποτό που ανέ­βλυ­σε με την υπερ­φυ­σι­κή πνευ­μα­τι­κή ενέρ­γεια· διό­τι έπι­ναν από την υπερ­φυ­σι­κή και αόρα­τη πέρα που τους ακο­λου­θού­σε · και η πέτρα αυτή ήταν ο Χρι­στός)»[Α΄Κορ.10,4].Όπως λοι­πόν ο Χρι­στός ήταν πέτρα πνευ­μα­τι­κή, έτσι και ο Σιλω­άμ ήταν πνευ­μα­τι­κός.

Σε εμέ­να επί­σης φαί­νε­ται ότι και η αιφ­νί­δια παρου­σία του ύδα­τος με τη νίψη που έπρε­πε να κάνει ο τυφλός κατό­πιν, υπο­δη­λώ­νει μυστή­ριο ανέκ­φρα­στο. Ποιο λοι­πόν είναι τού­το; Η απροσ­δό­κη­τη εμφά­νι­ση, η οποία γινό­ταν σε αντί­θε­ση προς οποια­δή­πο­τε προσ­δο­κία.

Αλλά πρό­σε­χε την καλο­προ­αί­ρε­τη διά­θε­ση του τυφλού, ο οποί­ος σε όλα υπα­κού­ει· διό­τι δεν είπε: «Εάν καθ’ ολο­κλη­ρί­αν ο πηλός ή το πτύ­σμα είναι αυτό το οποίο δημιουρ­γεί την όρα­ση, ποια ανάγ­κη υφί­στα­ται για εμέ­να να πάω στην κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ; Εάν επί­σης δεν υφί­στα­ται ανάγ­κη του Σιλω­άμ, ποια είναι η ανάγ­κη του πηλού; Για ποιο λόγο επέ­θε­σε πηλό στους οφθαλ­μούς μου; Για ποιο λόγο με διέ­τα­ξε να νιφτώ;». Αλλά τίπο­τε δεν σκέ­φθη­κε από αυτά, αλλά για ένα μόνο πράγ­μα ήταν έτοι­μος, δηλα­δή να πεί­θε­ται σε όλα σε Εκεί­νον, ο οποί­ος έδι­νε τις εντο­λές και τίπο­τε από όσα συνέ­βαι­ναν δε σκαν­δά­λι­ζε αυτόν.

Εάν επί­σης κάποιος ρωτή­σει: «Πώς λοι­πόν βρή­κε την όρα­σή του, αφού ο Ιησούς απέ­θε­σε επά­νω στα μάτια του τον πηλό;», τίπο­τε άλλο δεν θα ακού­σει εκ μέρους μας, παρά μόνο ότι δεν γνω­ρί­ζου­με τον τρό­πο. Και τι το απο­ρί­ας άξιον, εάν εμείς δε γνω­ρί­ζου­με; Διό­τι ούτε ο Ευαγ­γε­λι­στής το γνώ­ρι­ζε, ούτε εκεί­νος ο οποί­ος θερα­πεύ­τη­κε· αλλά εκεί­νο μεν, το οποίο συνέ­βη, το γνω­ρί­ζει, ενώ τον τρό­πο δεν δύνα­ται να τον κατα­λά­βει. Όταν επί­σης αυτός που θερα­πεύ­τη­κε δεχό­ταν ερω­τή­σεις ως προς αυτό, έλε­γε: «νθρω­πος λεγό­με­νος ησος πηλν ποί­η­σε κα πέχρι­σέ μου τος φθαλ­μος κα επέ μοι· παγε ες τν κολυμ­βή­θραν το Σιλωμ κα νίψαι· πελθν δ κα νιψά­με­νος νέβλε­ψα(:ένας άνθρω­πος που ονο­μά­ζε­ται Ιησούς έκα­νε πηλό και μου άλει­ψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: ‘’Πήγαι­νε στην κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ και νίψου’’. Πήγα λοι­πόν εκεί και νίφτη­κα, και βρή­κα το φως μου)»[Ιω.9,11].Πώς όμως έχει γίνει αυτό, δεν μπο­ρεί να πει, και αν ακό­μη μύριες φορές τον ρωτή­σουν.

«Ο ον γεί­το­νες κα ο θεω­ροντες ατν τ πρό­τε­ρον τι τυφλς ν, λεγον· ‘’οχ οτός στιν καθή­με­νος κα προ­σαιτν;’’· λλοι λεγον τι οτός στιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν(:τότε οι γεί­το­νες και όσοι τον έβλε­παν προ­η­γου­μέ­νως ότι ήταν τυφλός, έλε­γαν: ‘’Δεν είναι αυτός που καθό­ταν και ζητού­σε από τους δια­βά­τες ελεη­μο­σύ­νη;’’. Μερι­κοί έλε­γαν: ‘’Αυτός είναι’’. Άλλοι όμως έλε­γαν ότι δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιά­ζει. Ο ίδιος έλε­γε ότι ‘’εγώ είμαι ο τυφλός που παλαιό­τε­ρα ζητού­σα ελεη­μο­σύ­νη’’)»[Ιω.9,9].Διό­τι η παρα­δο­ξό­τη­τα του συμ­βάν­τος οδη­γού­σε αυτούς σε απι­στία, παρά το ότι βεβαί­ως τόσα είχαν ρυθ­μι­στεί, ώστε να μην απι­στή­σουν. Άλλοι πάλι έλε­γαν: «οχ οτός στιν καθή­με­νος κα προ­σαιτν;(:αυτός δεν είναι εκεί­νος που καθό­ταν και ζητού­σε ελεη­μο­σύ­νη;)»[Ιω.9,8].

Πόσο μεγά­λη είναι η φιλαν­θρω­πία του Θεού, που κατέ­βαι­νε με πολ­λή αγά­πη θερα­πεύ­ον­τας τους επαί­τες και απο­στο­μώ­νον­τας με την ενέρ­γειά Του αυτήν, τους Ιου­δαί­ους! Διό­τι όχι μόνο τους ενδό­ξους, ούτε τους επι­φα­νείς, ούτε τους άρχον­τες μόνο, αλλά και τους αφα­νείς έκρι­νε άξιους της ίδιας φρον­τί­δας· καθό­σον μάλι­στα είχε έλθει για τη σωτη­ρία όλων των ανθρώ­πων.

Εκεί­νο επί­σης το οποίο συνέ­βη στον παρα­λυ­τι­κό, αυτό συμ­βαί­νει και στον τυφλό· δηλα­δή ούτε ο παρα­λυ­τι­κός γνώ­ρι­ζε ποιος είναι εκεί­νος, ο οποί­ος τον θερά­πευ­σε, ούτε ο τυφλός. Και συνέ­βη αυτό εξαι­τί­ας της ανα­χω­ρή­σε­ως του Χρι­στού. Ανα­χω­ρού­σε μάλι­στα πάν­το­τε, όταν έκα­νε τις θερα­πεί­ες ο Ιησούς, ώστε να εκλεί­ψει οποια­δή­πο­τε υπο­ψία για τα θαύ­μα­τα· διό­τι εκεί­νοι, οι οποί­οι δεν γνώ­ρι­ζαν Αυτόν, ποιος είναι, πώς θα χαρί­ζον­ταν σε Αυτόν και θα έπλα­θαν ιστο­ρί­ες σχε­τι­κά με τα θαύ­μα­τα που είχαν επι­τε­λε­σθεί; Διό­τι αυτός ο τυφλός που θερα­πεύ­τη­κε, δεν ήταν ένας από αυτούς που περιο­δεύ­ουν από τόπο σε τόπο, αλλά ένας από αυτούς που κάθον­ταν κον­τά στις θύρες του ιερού. Ενώ επί­σης όλοι εξέ­φρα­ζαν αμφι­βο­λί­ες περί αυτού, τι απαν­τά εκεί­νος ο τυφλός; «Εγώ είμαι»[Ιω.9,9].Δεν αισθάν­θη­κε ντρο­πή για την προ­η­γού­με­νη τύφλω­ση, ούτε φοβή­θη­κε τον θυμό του πλή­θους, ούτε απο­φεύ­γει να δεί­ξει τον εαυ­τό του, για να κηρύ­ξει τον Ευερ­γέ­τη.

«λεγον ον ατ· πς νεχθη­σάν σου ο φθαλ­μοί; πεκρί­θη κενος κα επεν· νθρω­πος λεγό­με­νος ησος…(:μετά λοι­πόν από τη βεβαί­ω­ση αυτή του τυφλού τον ρώτη­σαν εκεί­νοι: ‘’Πώς θερα­πεύ­θη­καν τα μάτια σου;’’ .Και εκεί­νος τους απάν­τη­σε: ‘’Ένας άνθρω­πος που ονο­μά­ζε­ται Ιησούς…’’)»[Ιω.9,10].Τι λες; Άνθρω­πος μπο­ρεί να επι­τε­λεί τέτοια έργα; Όμως στην αρχή τίπο­τε σπου­δαίο δεν γνώ­ρι­ζε σχε­τι­κά με Αυτόν: «νθρω­πος λεγό­με­νος ησος πηλν ποί­η­σε κα πέχρι­σέ μου τος φθαλ­μος(:Ένας άνθρω­πος που ονο­μά­ζε­ται Ιησούς έκα­νε πηλό και μου άλει­ψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: ‘’Πήγαι­νε στην κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ και νίψου. Πήγα λοι­πόν εκεί και νίφτη­κα, και βρή­κα το φως μου’’)».

Πρό­σε­ξε ότι λέγει την αλή­θεια. Δεν είπε με ποιον τρό­πο επι­τέ­λε­σε ο Ιησούς το θαύ­μα αυτό· διό­τι δεν λέγει εκεί­νο, το οποίο δεν γνω­ρί­ζει. Διό­τι δεν είδε ότι έπτυ­σε επί της γης ο Ιησούς· ότι όμως έβα­λε επά­νω στα μάτια του τον πηλό, το αντι­λαμ­βα­νό­ταν μέσω της αισθή­σε­ως και της αφής. «…κα επέ μοι· παγε ες τν κολυμ­βή­θραν το Σιλωμ κα νίψαι(: και μου είπε: ‘’πήγαι­νε στην κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ και νίψου’’)». Και τού­το η ακοή του το έκα­νε αντι­λη­πτό. Και από τι γνώ­ρι­ζε τη φωνή του Ιησού; Από τη συνο­μι­λία Του με τους μαθη­τές. Και ενώ λέγει όλα αυτά, και εκ των έργων λαμ­βά­νει τη σχε­τι­κή μαρ­τυ­ρία και επι­βε­βαί­ω­ση, δεν μπο­ρεί να πει τον τρό­πο. Και εάν για πράγ­μα­τα αισθη­τά και που μπο­ρούν να αγγι­χτούν δια της αφής υφί­στα­ται ανάγ­κη πίστε­ως, πολύ περισ­σό­τε­ρο για τα αόρα­τα.

«Επον ον ατ· πο στιν κενος; λέγει· οκ οδα’’(:είπαν λοι­πόν σε Αυτόν: ‘’Πού είναι Εκεί­νος;’’. Τους λέγει: ‘’δεν ξέρω’’)». Έλε­γαν ωστό­σο αυτό το «Πού είναι εκεί­νος;», έχον­τας πλέ­ον φονι­κή διά­θε­ση εναν­τί­ον Του. Παρα­τή­ρη­σε επί­σης την έλλει­ψη καυ­χή­σε­ως και τη μετριο­φρο­σύ­νη εκ μέρους του Χρι­στού, ότι δεν έμε­νε παρών ενώ­πιον όσων θερά­πευε-μετά τη θερα­πεία-διό­τι δεν ήθε­λε να απο­κτή­σει δόξα, ούτε να προ­σελ­κύ­σει το πλή­θος, ούτε να επι­δει­χθεί.

Βλέ­πε πως όλα με φιλα­λή­θη τρό­πο τα εκθέ­τει απαν­τών­τας ο τυφλός. Ήθε­λαν μεν να βρουν τον Χρι­στό, για να Τον οδη­γή­σουν προς τους ιερείς, επει­δή όμως δεν το πέτυ­χαν αυτό, οδη­γούν τον πρώ­ην τυφλό προς τους Φαρι­σαί­ους, για να ρωτή­σουν εκεί­νοι αυτόν με μεγα­λύ­τε­ρη δρι­μύ­τη­τα και αυστη­ρό­τη­τα· για τον λόγο αυτό βεβαί­ως και ο Ευαγ­γε­λι­στής σημειώ­νει ότι ήταν Σάβ­βα­το, δηλα­δή για να δεί­ξει την πονη­ρή τους σκέ­ψη και διά­θε­ση, και την αιτία για την οποία ζητού­σαν να Τον κατη­γο­ρή­σουν, βρί­σκον­τας δήθεν ως αφορ­μή αυτήν και δυνά­με­νοι έτσι να δια­βά­λουν το θαύ­μα δια της εντυ­πώ­σε­ως περί παρα­βά­σε­ως του Νόμου[βλ. Ιω.9,14–15: «ν δ σββα­τον τε τν πηλν ποησεν ᾿Ιησος κα νέῳξεν ατο τος φθαλ­μος(:η ημέ­ρα μάλι­στα που έφτια­ξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοι­ξε τα μάτια ήταν Σάβ­βα­το). πλιν ον ρτων ατν κα ο Φαρι­σαοι πς νβλε­ψεν. δ επεν ατος· πηλν πθηκ μου π τος φθαλ­μος, κα νιψμην, κα βλπω(:όταν λοι­πόν τον οδή­γη­σαν στους Φαρι­σαί­ους, άρχι­σαν και αυτοί να τον ανα­κρί­νουν και να τον ρωτούν πάλι πώς θερα­πεύ­θη­κε και βρή­κε το φως του. Και εκεί­νος τους είπε: ‘’Αυτός που με θερά­πευ­σε μου έβα­λε πηλό πάνω στα μάτια μου και μετά εγώ πλύ­θη­κα και βλέ­πω’’)»].

Και αυτό είναι φανε­ρό από το ότι όταν είδαν τον τυφλό, αμέ­σως τίπο­τε άλλο δεν είπαν παρά μόνο: «Πώς σου άνοι­ξε τους οφθαλ­μούς;», παρέ­χον­τάς του ευκαι­ρία να δια­βά­λει Εκεί­νον για εργα­σία κατά την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του. Εκεί­νος όμως μιλού­σε σε αυτούς με συν­το­μία με την ιδέα ότι τα έχουν μάθει· διό­τι χωρίς ούτε το όνο­μα να πει, ούτε ότι «Μου είπε: ’’Πήγαι­νε και νίψου’’», λέγει αμέ­σως: «Πηλν πέθη­κέ μου π τος φθαλ­μούς, κα νιψά­μην, κα βλέ­πω (:έκα­νε πηλό και μου άλει­ψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: ‘’Πήγαι­νε στην κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ και νίψου’’. Πήγα λοι­πόν εκεί και νίφτη­κα, και βρή­κα το φως μου’’)»[Ιω.9,11].Διό­τι είχε επε­κτα­θεί πλέ­ον και εκδη­λω­θεί σε μεγά­λο βαθ­μό η δια­βο­λή και εκεί­νοι είχαν πει: «Να ποια έργα κάνει ο Ιησούς κατά την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του, πηλό χρί­ει!».

Εσύ όμως εξέ­τα­σε πως δεν ταράσ­σε­ται ο τυφλός· διό­τι όταν μεν έλε­γε περί εκεί­νων, τα οποία συνέ­βη­σαν, ερω­τώ­με­νος εκεί­να που συνέ­βη­σαν και χωρίς να δια­τρέ­χει κανέ­ναν κίν­δυ­νο, δεν ήταν τόσο σπου­δαίο το να πει την αλή­θεια, αλλά το αξιο­θαύ­μα­στο είναι τώρα, ότι ενώ περι­ήλ­θε και σε μεγα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο ενώ­πιον πλέ­ον των Φαρι­σαί­ων, ούτε αρνεί­ται, ούτε λέγει αντί­θε­τα προς τα προ­η­γού­με­να. Τι κάνουν λοι­πόν οι Φαρι­σαί­οι, μάλ­λον δε και οι άλλοι; Οδή­γη­σαν μεν αυτόν για να αρνη­θεί, έπα­θαν όμως το αντί­θε­το· εκεί­νο ακρι­βώς, το οποίο δεν ήθε­λαν, το έμα­θαν και με μεγα­λύ­τε­ρη ακρί­βεια. Και το παθαί­νουν αυτό παν­τού σε όλα τα θαύ­μα­τα που επι­τε­λεί ο Ιησούς, με περισ­σό­τε­ρη όμως σαφή­νεια θα το απο­δεί­ξου­με αυτό στη συνέ­χεια.

Τι λέγουν λοι­πόν οι Φαρι­σαί­οι; «λεγον ον κ τν Φαρι­σαί­ων τινές(:έλε­γαν λοι­πόν μερι­κοί από τους Φαρι­σαί­ους)»-όχι όλοι, αλλά οι θρα­σύ­τε­ροι· «οτος νθρω­πος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σάβ­βα­τον ο τηρεῖ­ἄλ­λοι ἔλε­γον· πῶς δύνα­ται ἄνθρω­πος ἁμαρ­τω­λὸς τοιαῦ­τα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχί­σμα ἦν ἐν αὐτοῖς(:μερι­κοί από τους Φαρι­σαί­ους έλε­γαν: ‘’Αυτός ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να είναι σταλ­μέ­νος από τον Θεό, διό­τι δεν τηρεί την αργία του Σαβ­βά­του’’. Άλλοι έλε­γαν: ‘’Πώς είναι δυνα­τόν ένας άνθρω­πος αμαρ­τω­λός να κάνει τέτοια απο­δει­κτι­κά και σημα­δια­κά θαύ­μα­τα;’’ Και δια­φω­νού­σαν μετα­ξύ τους[Ιω.9,16]. Βλέ­πεις ότι από τα θαυ­μα­στά σημεία προ­σελ­κύ­ον­ταν; Διό­τι αυτοί οι οποί­οι προ­η­γου­μέ­νως είχαν στεί­λει υπη­ρέ­τες για να οδη­γη­θεί Εκεί­νος ενώ­πιον αυτών, άκου­σε τι λένε τώρα, αν και δεν το λένε όλοι· διό­τι, επει­δή ήσαν άρχον­τες, εξαι­τί­ας της φιλο­δο­ξί­ας καθί­σταν­το άπι­στοι. Αλλά όμως και από τους άρχον­τες πολ­λοί πίστε­ψαν σε Αυτόν, αλλά δεν ομο­λο­γού­σαν.

Ο πολύς λαός βέβαια ήταν ευκα­τα­φρό­νη­τος, δεδο­μέ­νου ότι δεν συνέ­βα­λε πολύ στη συνα­γω­γή αυτών, ενώ οι άρχον­τες, επει­δή περισ­σό­τε­ρο δια­κρί­νον­ταν, δυσκο­λό­τε­ρα λάμ­βα­ναν θάρ­ρος να ομο­λο­γή­σουν· διό­τι άλλους μεν κατεί­χε φιλαρ­χία, ενώ άλλους δει­λία και ο φόβος εκ μέρους των πολ­λών. Για τού­το και έλε­γε ο Ιησούς: «Πς δύνα­σθε μες πιστεσαι, δόξαν παρ λλή­λων λαμ­βά­νον­τες, κα τν δόξαν τν παρ το μόνου Θεο ο ζητετε;(:αλλά πώς είναι δυνα­τόν να πιστέ­ψε­τε εσείς, αφού επι­διώ­κε­τε να παίρ­νε­τε δόξα και επαί­νους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητά­τε τη δόξα που πηγά­ζει από τον ένα και μόνο Θεό;)»[Ιω.5,44]. Και αυτοί μεν, ενώ ζητού­σαν άδι­κα να Τον φονεύ­σουν, έλε­γαν ότι είναι άνθρω­ποι του Θεού, Εκεί­νος δε, ο οποί­ος θερα­πεύ­ει, έλε­γαν ότι δε δύνα­ται να προ­έρ­χε­ται εκ του Θεού, επει­δή δεν τηρεί το Σάβ­βα­το. Προς αυτήν τη γνώ­μη, αντέ­τα­ξαν οι άλλοι το ότι «αμαρ­τω­λός άνθρω­πος δε δύνα­ται να επι­τε­λέ­σει τέτοια θαύ­μα­τα».

Οι πρώ­τοι μεν, από κακία απο­σιω­πών­τας το γεγο­νός, απο­κά­λυ­πταν τη φαι­νο­με­νι­κή παρά­βα­ση του νόμου· διό­τι δεν έλε­γαν ότι θερα­πεύ­ει κατά το Σάβ­βα­το, αλλά ότι «τ σάβ­βα­τον ο τηρεῖ», ενώ οι δεύ­τε­ροι πάλι ασθε­νώς αντι­δρούν· διό­τι ενώ έπρε­πε να δεί­ξουν πως δεν κατα­λύ­ε­ται το Σάβ­βα­το, αντλούν επι­χει­ρή­μα­τα μόνο από τα θαύ­μα­τα. Και εύλο­γα· διό­τι ακό­μη νόμι­ζαν ότι Εκεί­νος είναι άνθρω­πος. Διό­τι εάν δεν είχε έτσι το πράγ­μα, θα μπο­ρού­σαν και με άλλο τρό­πο να προ­α­σπί­σουν τη γνώ­μη τους, δηλα­δή ότι ήταν Κύριος του Σαβ­βά­του, και Αυτός δημιούρ­γη­σε αυτό· αλλά ακό­μη μέχρι τότε δεν είχαν αυτή τη γνώ­μη. Κανέ­νας βέβαια από αυτούς δεν τολ­μού­σε εκεί­να τα οποία ήθε­λε να τα πει φανε­ρά, ούτε για να εκφρά­σει γνώ­μη, αλλά για να αμφισβητήσει[βλ. Ιω.9,16], άλλοι μεν λόγω ελλεί­ψε­ως θάρ­ρους, άλλοι λόγω φιλαρ­χί­ας.

«Καὶ σχί­σμα ἦν ἐν αὐτοῖς(:και δια­φω­νού­σαν έντο­να μετα­ξύ τους)»[Ιω.9,16]. Η διχο­γνω­μία αυτή άρχι­σε πρώ­τα να δημιουρ­γεί­ται στο λαό, μετά από αυτά όμως και ανά­με­σα στους άρχον­τες· «ο μν λεγον τι γαθός στιν· λλοι λεγον, ο, λλ πλαν τν χλον(:και οι διά­φο­ρες ομά­δες του λαού διαρ­κώς κρυ­φο­μι­λού­σαν και έκα­ναν διά­φο­ρα παρά­πο­να και σχό­λια γι’ Αυτόν, άλλο­τε αρνη­τι­κά και άλλο­τε ευνοϊ­κά. Άλλοι έλε­γαν ότι ο Ιησούς είναι καλός και ειλι­κρι­νής, ενώ άλλοι έλε­γαν: ‘’Όχι, δεν είναι καλός˙ είναι λαο­πλά­νος και εξα­πα­τά τον εύπι­στο λαό’’)»[Ιω.7,12].Βλέπεις ότι, όντας περισ­σό­τε­ρο ασύ­νε­τοι από το πλή­θος οι άρχον­τες, εκ των υστέ­ρων έφτα­σαν σε βαθιά διά­στα­ση από­ψε­ων; Όμως και μετά από αυτόν τον έντο­νο διχα­σμό, πάλι ουδε­μία γεν­ναιό­τη­τα δεν επέ­δει­ξαν, όταν έβλε­παν τους Φαρι­σαί­ους να είναι απει­λη­τι­κοί.

Διό­τι, εάν βεβαί­ως είχαν διχα­σθεί τελεί­ως, ταχέ­ως θα λάμ­βα­ναν γνώ­ση της αλή­θειας· διό­τι είναι δυνα­τός ο τέλειος διχα­σμός. Για τον λόγο αυτό και ο ίδιος έλε­γε: «οκ λθον βαλεν ερήνην, λλ μάχαι­ραν (:Μη νομί­σε­τε ότι ήλθα στη γη να φέρω μια τέτοια ειρή­νη, όπως την φαν­τά­ζον­ται αυτοί που περι­μέ­νουν τον Μεσ­σία ως επί­γειο βασι­λιά και κατα­κτη­τή. Όχι, δεν ήλθα να φέρω ειρή­νη, αλλά μαχαί­ρι και διαί­ρε­ση και διχα­σμό (γι’ αυτά όμως δεν είναι υπεύ­θυ­νο το ευαγ­γέ­λιό μου, αλλά η κακία των ανθρώ­πων)»[Ματθ.10,34]· διό­τι υπάρ­χει και κακή ομό­νοια, υπάρ­χει και καλή δια­φω­νία· διό­τι και εκεί­νοι, οι οποί­οι έκτι­ζαν τον πύρ­γο της Βαβέλ, είχαν ομό­νοια απο­βαί­νου­σα σε κακό δικό τους, και αυτοί οι ίδιοι πάλι χωρίς βέβαια τη θέλη­σή τους, αλλά όμως προς όφε­λός τους χωρί­στη­καν, όταν άρχι­σαν να ομι­λούν δια­φο­ρε­τι­κή γλώσ­σα ο καθέ­νας· και οι περί τον Κορέ κακή ομό­νοια είχαν, για τού­το καλώς χωρί­στη­καν· και ο Ιού­δας κακή ομό­νοια συνή­ψε με τους Ιου­δαί­ους.

Είναι λοι­πόν δυνα­τόν να χωρι­στούν οι άνθρω­ποι καλώς και είναι δυνα­τόν να ομο­νο­ή­σουν κακώς .Για τον λόγο αυτό ο Κύριος λέγει: «ε δ φθαλ­μός σου δεξις σκαν­δα­λί­ζει σε, ξελε ατν κα βάλε π σο(:Και αν κάποιο πρό­σω­πο που είναι χρή­σι­μο, φιλι­κό και αγα­πη­τό σε σένα σαν το δεξί σου μάτι σου γίνε­ται αφορ­μή εμπα­θούς επι­θυ­μί­ας και αμαρ­τί­ας, χωρί­σου ορι­στι­κά απ’ αυτό και πέτα­ξέ το μακριά από σένα˙ όπως θα έκα­νες και με το μάτι σου, εάν κιν­δύ­νευε να πάθει και να βλα­φτεί απ’ αυτό όλο το σώμα σου· διό­τι σε συμ­φέ­ρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου και να μη ριχτεί όλο το σώμα σου στη φωτιά της κολά­σε­ως. Σε συμ­φέ­ρει να στε­ρη­θείς τη φιλία και τη χρη­σι­μό­τη­τα του προ­σώ­που αυτού και να μη ριχτείς μαζί με εκεί­νο στη φωτιά της κολά­σε­ως)»[Ματθ.5,29]· και : «ε δ χείρ σου πούς σου σκαν­δα­λί­ζει σε, κκο­ψον ατ κα βάλε π σο(:και αν κάτι τόσο σπου­δαίο σαν το μάτι σου σού γίνε­ται αφορ­μή αμαρ­τί­ας, βγά­λε το και ρίξε το μακριά. Είναι καλύ­τε­ρο για σένα να μπεις στην αιώ­νια ζωή μονό­φθαλ­μος, παρά με δύο μάτια να ριχθείς στη γέεν­να του πυρός. Είναι καλύ­τε­ρο να χωρι­στείς από πράγ­μα­τα ή πρό­σω­πα που σου είναι χρή­σι­μα και πολύ­τι­μα σαν το μάτι σου, παρά να ριχτείς στην κόλα­ση μαζί με αυτά)»[Ματθ.18,9].

Εάν λοι­πόν πρέ­πει να απο­χω­ρι­ζό­μα­στε από ένα μέλος, το οποίο μας προ­ξε­νεί κακό, δεν είναι πολύ περισ­σό­τε­ρο ανάγ­κη να απο­χω­ρι­ζό­μα­στε από φίλους, οι οποί­οι κακώς έχουν ενω­θεί με εμάς; Επο­μέ­νως, η ομό­νοια δεν είναι σε όλες τις περι­πτώ­σεις καλή, όπως βεβαί­ως ούτε ο διχα­σμός και η πλή­ρης απο­μά­κρυν­ση σε όλες τις περι­πτώ­σεις κακά.[…]

«Λέγου­σι τ τυφλ πάλιν· σ τί λέγεις περ ατο, τι νοι­ξέ σου τος φθαλ­μούς; δ επεν τι προ­φή­της στίν· οκ πίστευ­σαν ον ο ουδαοι(:και επει­δή η δια­φω­νία τους συνε­χι­ζό­ταν, άρχι­σαν πάλι να εξε­τά­ζουν τον τυφλό, και τον ρώτη­σαν: ‘’Εσύ τι λες για τον άνθρω­πο αυτό; Πρέ­πει να ακου­στεί και η δική σου γνώ­μη˙ διό­τι τα δικά σου μάτια θερά­πευ­σε εκεί­νος και εσύ περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον γνω­ρί­ζεις τα περι­στα­τι­κά της θερα­πεί­ας σου. Κι αυτός τους απάν­τη­σε: ‘’Εγώ λέω ότι είναι προ­φή­της’’)»[Ιω.9,17].

Τις Γρα­φές πρέ­πει όχι με απλό και επι­πό­λαιο τρό­πο να τις δια­βά­ζου­με, αλλά με κάθε επι­μέ­λεια, ώστε να μη βρί­σκου­με δυσκο­λί­ες στην ερμη­νεία τους. Διό­τι και τώρα εύλο­γα μπο­ρεί κανείς εδώ να δια­τυ­πώ­σει την απο­ρία, πώς, ενώ είπαν: «οτος νθρω­πος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σάβ­βα­τον ο τηρε», λέγουν στον τυφλό: «σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοι­ξέ σου τοὺς ὀφθαλ­μούς;(:εσύ τι λέγεις για τον άνθρω­πο αυτό; Ζητού­με τη γνώ­μη σου, διό­τι τους δικούς σου οφθαλ­μούς άνοι­ξε)». Και δεν είπαν: «Εσύ τι λέγεις περί Αυτού που κατέ­λυ­σε το Σάβ­βα­το;», αλλά τώρα θέτουν το ερώ­τη­μα το σχε­τι­κό με την απο­λο­γία, αντί του σχε­τι­κού με την κατη­γο­ρία.

Τι λοι­πόν μπο­ρεί να απαν­τή­σει κανείς; Δεν είναι οι ίδιοι που έλε­γαν: «οτος νθρω­πος οκ στι παρ το Θεο(:’’Αυτός ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να είναι σταλ­μέ­νος από τον Θεό’’)», αλλά εκεί­νοι οι οποί­οι απο­σχί­στη­καν από αυτούς και οι οποί­οι είπαν: «νθρω­πος μαρ­τωλς ο δύνα­ται τοιατα σημεα ποιεν(:’’Πώς είναι δυνα­τόν ένας άνθρω­πος αμαρ­τω­λός να κάνει τέτοια απο­δει­κτι­κά και σημα­δια­κά θαύ­μα­τα;’’)», διό­τι επει­δή ήθε­λαν να απο­στο­μώ­σουν τους πρώ­τους πλέ­ον, για να μη θεω­ρη­θούν ότι συνη­γο­ρούν υπέρ του Χρι­στού, οδη­γούν ενώ­πιόν τους αυτόν ο οποί­ος έλα­βε πεί­ρα της δυνά­με­ως Αυτού και τον ρωτούν.

Βλέ­πε λοι­πόν του φτω­χού τη σοφία· διό­τι από όλους αυτούς με περισ­σό­τε­ρη σύνε­ση ομι­λεί. Και πρώ­τα μεν λέγει ότι «προ­φή­της στίν» και δεν φοβή­θη­κε αυτών των διε­στραμ­μέ­νων την κρί­ση, οι οποί­οι εξέ­φρα­ζαν αντί­θε­τη γνώ­μη και έλε­γαν: «οτος νθρω­πος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σάβ­βα­τον ο τηρε», αλλά έλε­γε ότι είναι προ­φή­της. Και «οκ πίστευ­σαν ον ο ουδαοι περ ατο τι τυφλς ν κα νέβλε­ψεν, ως του φώνη­σαν τος γονες ατο το ναβλέ­ψαν­τος(:Μετά λοι­πόν από τον χαρα­κτη­ρι­σμό αυτόν που έδω­σε για τον Ιησού ο τυφλός που θερα­πεύ­τη­κε, οι Ιου­δαί­οι δυσα­ρε­στή­θη­καν. Δεν εννο­ού­σαν να πιστέ­ψουν ότι αυτός ήταν τυφλός και απέ­κτη­σε πραγ­μα­τι­κά το φως του˙ ώσπου απο­φά­σι­σαν να καλέ­σουν τους γονείς του ανθρώ­που αυτού που απέ­κτη­σε το φως του)»[Ιω.9,18].

Και εξέ­τα­σε με πόσους τρό­πους επι­χει­ρούν να συγ­κα­λύ­ψουν το θαύ­μα και να το απο­κλεί­σουν. Αλλά αυτή η φύση της αλή­θειας, με τα μέσα, με τα οποία φαί­νε­ται να διώ­κε­ται από τους ανθρώ­πους, με αυτά καθί­στα­ται ισχυ­ρό­τε­ρη· λάμ­πει με αυτά τα μέσα, δια των οποί­ων συγ­κα­λύ­πτε­ται· διό­τι εάν δεν γίνον­ταν αυτά, από τους πολ­λούς θα εθε­ω­ρεί­το ύπο­πτο το θαύ­μα, τώρα όμως, σαν να φρον­τί­ζουν για να εξα­κρι­βώ­σουν την αλή­θεια, πράτ­τουν κατ’ αυτόν τον τρό­πο τα πάν­τα, και δεν θα ενερ­γού­σαν με άλλον τρό­πο, εάν βεβαί­ως έπρατ­ταν τα πάν­τα υπέρ του Χρι­στού· διό­τι και με αυτόν τον τρό­πο επι­χεί­ρη­σαν να κατα­βά­λουν αυτόν, λέγον­τάς του: «Πώς σου άνοι­ξε τους οφθαλ­μούς;», δηλα­δή «μήπως πέτυ­χε αυτό με κάποιο μαγι­κό κόλ­πο;».

Διό­τι και άλλο­τε, επει­δή δεν είχαν τίπο­τε να καταγ­γεί­λουν, επι­χει­ρούν να δια­βάλ­λουν τον τρό­πο της θερα­πεί­ας λέγον­τας: «οτος οκ κβάλ­λει τ δαι­μό­νια εμ ν τ Βεελ­ζε­βούλ, ρχον­τι τν δαι­μο­νί­ων(:‘’Αυτός δεν βγά­ζει τα δαι­μό­νια παρά μόνο με τη βοή­θεια και τη δύνα­μη του Βεελ­ζε­βούλ, που είναι ο άρχον­τας των δαι­μο­νί­ων’’)»[Ματθ.12,24]· και εδώ πάλι επει­δή δεν έχουν τίπο­τε άλλο να πουν, κατα­φεύ­γουν στο επι­χεί­ρη­μα περί του κατάλ­λη­λου χρό­νου, λέγον­τας ότι κατα­λύ­ει το Σάβ­βα­το, και πάλι ότι «οτος νθρω­πος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σάβ­βα­τον ο τηρε(:’’Αυτός ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να είναι σταλ­μέ­νος από τον Θεό, διό­τι δεν τηρεί την αργία του Σαβ­βά­του)»[ Ιω.9,16].

Και όμως εσάς, οι οποί­οι φθο­νεί­τε και είστε έτοι­μοι να βρεί­τε πρό­σχη­μα για κατη­γο­ρία όσων έχουν επι­τε­λε­στεί από Αυτόν, σας ρώτη­σε με κάθε ακρί­βεια λέγον­τας: «Τίς ξ μν λέγ­χει με περ μαρ­τί­ας; ε δ λήθειαν λέγω, δια­τί μες ο πιστεύ­ε­τέ μοι;(: Ποιος από σας, εξε­τά­ζον­τας και ελέγ­χον­τας τη ζωή μου, μπο­ρεί να απο­δεί­ξει ότι έχω κάνει έστω και την παρα­μι­κρή αμαρ­τία; Κανείς. Συνε­πώς ούτε ως ψεύ­τη μπο­ρεί­τε να με κατη­γο­ρή­σε­τε. Αλλά εάν λέω πάν­το­τε την αλή­θεια, για­τί εσείς δεν με πιστεύ­ε­τε;)»[Ιω.8,46].

Και κανείς δεν μίλη­σε ούτε είπε ότι «βλα­σφη­μείς, επει­δή απο­κα­λείς τον εαυ­τό σου ανα­μάρ­τη­το». Και βέβαια, εάν είχαν να πουν κάτι, δεν θα σιω­πού­σαν· διό­τι εκεί­νοι οι οποί­οι, επει­δή άκου­σαν ότι υπάρ­χει πριν από τον Αβρα­άμ, Τον λιθο­βό­λη­σαν, και καυ­χών­ταν μεν ότι κατά­γον­ται από τον Θεό, ενώ ήσαν ανθρω­πο­κτό­νοι, για Εκεί­νον όμως, ο οποί­ος επι­τε­λού­σε τέτοια θαύ­μα­τα, όταν θερά­πευ­σε, έλε­γαν ότι δεν κατά­γε­ται από τον Θεό, επει­δή δεν τηρού­σε την αργία του Σαβ­βά­του, εάν είχαν την ελά­χι­στη αφορ­μή προς κατη­γο­ρία, δεν θα την παρέ­λει­παν. Εάν όμως τον απο­κα­λούν αμαρ­τω­λό για αυτόν τον λόγο, διό­τι εθε­ω­ρεί­το ότι κατα­λύ­ει το Σάβ­βα­το, και η κατη­γο­ρία αυτή φάνη­κε αστή­ρι­κτη, αφού αυτοί οι οποί­οι ανή­καν στην ίδια τάξη με αυτούς, τους κατη­γό­ρη­σαν για ψυχρό­τη­τα πολ­λή και μικρο­ψυ­χία.

Από παν­τού λοι­πόν αφού βρή­καν εμπό­δια, έρχον­ται στη συνέ­χεια σε άλλο επι­χεί­ρη­μα περισ­σό­τε­ρο αναί­σχυν­το και θρα­σύ. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; «Δεν πίστε­ψαν», λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής, «ότι ήταν τυφλός και ανέ­βλε­ψε». Πώς λοι­πόν Τον κατη­γό­ρη­σαν ότι δεν τηρεί το Σάβ­βα­το; Ή προ­φα­νώς επει­δή πίστε­ψαν, διε­τύ­πω­σαν αυτήν την κατη­γο­ρία; Πώς λοι­πόν δεν δώσα­τε προ­σο­χή στον πολύ λαό; Στους γεί­το­νες, οι οποί­οι γνώ­ρι­ζαν Αυτόν; Αλλά , πράγ­μα το οποίο είπαν, το ψεύ­δος παν­τού συλ­λαμ­βά­νε­ται στην ίδια του την παγί­δα, με εκεί­να τα μέσα, με τα οποία νομί­ζει ότι δια­βάλ­λει την αλή­θεια, αυτή όμως λαμ­πρό­τε­ρη την παρου­σιά­ζει, πράγ­μα το οποίο ακρι­βώς και τώρα συνέ­βη.

Διό­τι, επει­δή δεν μπό­ρε­σαν να πτο­ή­σουν αυτόν, αλλά έβλε­παν ότι με όλο το θάρ­ρος κήρυσ­σε τον Ευερ­γέ­τη του, ήλπι­ζαν ότι με τους γονείς θα προ­κα­λέ­σουν αμφι­σβή­τη­ση για το θαύ­μα. Και πρό­σε­ξε την κακή πρό­θε­ση της ερω­τή­σε­ως. Διό­τι τι λέγει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής; Αφού οδή­γη­σαν αυτούς ενώ­πιόν τους, ώστε να τους προ­κα­λέ­σουν αγω­νία, με πολ­λή σφο­δρό­τη­τα και θυμό απευ­θύ­νουν την ερώ­τη­ση: «Οτός στιν υἱὸς μνν μες λγετε τι τυφλς γεννθη; πς ον ρτι βλπει;(:Αυτός είναι ο γιος σας, που επι­μέ­νε­τε να βεβαιώ­νε­τε ότι γεν­νή­θη­κε τυφλός; Πώς λοι­πόν, αφού γεν­νή­θη­κε τυφλός, τώρα βλέ­πει;)»[Ιω.9,19].

Και δεν είπαν: «Αυτός που κάπο­τε ήταν τυφλός», αλλά τι; «ν μες λέγε­τε τι τυφλς γεν­νή­θη;(:για τον οποίο εσείς λέτε ότι γεν­νή­θη­κε τυφλός;)»[Ιω.9,19],σαν οι ίδιοι οι γονείς να έκα­ναν σκευω­ρί­ες και να επι­δο­κί­μα­ζαν τα έργα του Χρι­στού. Βδε­λυ­ροί άνθρω­ποι και μια­ρό­τα­τοι. Διό­τι ποιος πατέ­ρας θα προ­τι­μού­σε να εκστο­μί­σει τέτοια ψεύ­δη; Διό­τι λένε «αυτόν που εσείς τον παρου­σιά­σα­τε ως τυφλό» και όχι μόνο, αλλά «και δια­δώ­σα­τε παν­τού αυτόν τον ψευ­δή λόγο». «Πς ον ρτι βλέ­πει;(:Αυτός είναι ο γιος σας, που επι­μέ­νε­τε να βεβαιώ­νε­τε ότι γεν­νή­θη­κε τυφλός; Πώς λοι­πόν, αφού γεν­νή­θη­κε τυφλός, τώρα βλέ­πει;)»[Ιω.9,19]. Πώπω, μέγε­θος ανο­η­σί­ας! «Δικό σας», λένε, «είναι το τέχνα­σμα και το επι­νόη­μα!». Διό­τι με τα δύο αυτά επι­χει­ρούν να τους κάνουν να αρνη­θούν, δηλα­δή και με τη φρά­ση: «Αυτόν που εσείς απο­κα­λεί­τε τυφλό» και με τη φρά­ση «Πώς λοι­πόν βλέ­πει τώρα;».

Αφού λοι­πόν δια­τυ­πώ­θη­καν τρεις ερω­τή­σεις, πρώ­τον εάν ήταν γιος τους, δεύ­τε­ρον εάν ήταν τυφλός, και τρί­τον πώς ανέ­βλε­ψε, τις δύο μονά­χα ομο­λο­γούν οι γονείς του, την τρί­τη όμως δεν την επι­βε­βαιώ­νουν. Αλλά και τού­το απέ­βη υπέρ της αλη­θεί­ας, ώστε κανείς άλλος, αλλά εκεί­νος, ο οποί­ος θερα­πεύ­θη­κε, που ήταν και αξιό­πι­στος, να ομο­λο­γή­σει αυτά· οι γονείς του βεβαί­ως πώς θα μπο­ρού­σαν να τους κάνουν αυτή τη χάρη, αυτοί που και ορι­σμέ­να που γνώ­ρι­ζαν τα απο­σιώ­πη­σαν, εξαι­τί­ας του φόβου για τους Ιου­δαί­ους; Τι λένε δηλα­δή; «Οδαμεν τι οτός στιν υἱὸς μν κα τι τυφλς γεν­νή­θη· πς δ νν βλέ­πει οκ οδαμεν, τίς νοι­ξεν ατο τος φθαλ­μος μες οκ οδαμεν· ατς λικί­αν χει, ατν ρωτή­σα­τε, ατς περ αυτο λαλή­σει(:Γνω­ρί­ζου­με καλά ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεν­νή­θη­κε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέ­πει δεν ξέρου­με. Ή ποιος του θερά­πευ­σε και του άνοι­ξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρου­με. Αυτός δεν είναι μικρό παι­δί, έχει ώρι­μη ηλι­κία, και συνε­πώς αντι­λή­φθη­κε πώς κα από ποιον έγι­νε η θερα­πεία του. Αυτόν λοι­πόν ρωτή­στε, αυτός μπο­ρεί να μιλή­σει για τον εαυ­τό του και θα σας πει τι του συνέ­βη’’)»[Ιω.9,20–21].Αφού λοι­πόν κατέ­στη­σαν αυτόν αξιό­πι­στο, με αυτόν τον τρό­πο απέ­σει­σαν από πάνω τους την ευθύ­νη. «Δεν είναι μικρό παι­δί», λένε, «ούτε νήπιο, αλλά ικα­νός να μαρ­τυ­ρή­σει σχε­τι­κά με τον εαυ­τό του».

«Τατα επον ο γονες ατο, τι φοβοντο τος ουδαί­ους(:επει­δή λοι­πόν φοβούν­ταν οι γονείς του μήπως απο­διω­χθούν κι αυτοί από τη συνα­γω­γή, γι’ αυτό είπαν ότι έχει ώρι­μη ηλι­κία ο γιος μας, αυτόν ρωτή­στε)»[Ιω.9,23].Παρατήρησε πάλι πώς ο Ευαγ­γε­λι­στής παρου­σιά­ζει την κρί­ση και τη γνώ­μη τους. Αυτά λοι­πόν τα λέγω για τα λόγια τους εκεί­να που οι Ιου­δαί­οι έλε­γαν προ­η­γου­μέ­νως, δηλα­δή ότι «σον αυτν ποιε τ Θε(:έλε­γε ότι έχει Πατέ­ρα του τον Θεό και εξί­σω­νε έτσι τον εαυ­τό του με τον Θεό[Ιω.5,18], διό­τι, εάν και εκεί­νο ήταν γνώ­μη των Ιου­δαί­ων και όχι πόρι­σμα της κρί­σε­ως του Χρι­στού, θα πρό­σθε­τε ο Ευαγ­γε­λι­στής και θα έλε­γε ότι αυτό ήταν γνώ­μη ιου­δαϊ­κή.

Αφού λοι­πόν οι γονείς του τυφλού, τους παρέ­πεμ­ψαν στον ίδιο τον θερα­πευ­μέ­νο γιο τους, πάλι κάλε­σαν αυτόν για δεύ­τε­ρη φορά ενώ­πιόν τους οι Ιου­δαί­οι. Και δεν του λέγουν μεν φανε­ρά και με αναι­σχυν­τία το εξής: «Αρνεί­σαι ότι ο Χρι­στός έκα­νε θερα­πεία;», αλλά θέλουν τού­το να το περι­βά­λουν με πρό­σχη­μα ευλα­βεί­ας· δηλα­δή λέγουν: «Δς δόξαν τ Θε(:Δόξα­σε τον Θεό ομο­λο­γών­τας ότι πλα­νή­θη­κες και ανα­γνω­ρί­ζον­τας την αλή­θεια γι’ αυτόν που σε θερά­πευ­σε. Εμείς λόγω της θέσε­ως και του αξιώ­μα­τός μας ξέρου­με καλά ότι ο άνθρω­πος αυτός που κατα­λύ­ει την αργία του Σαβ­βά­του είναι αμαρ­τω­λός)»[Ιω.9,24]· διό­τι να πουν μεν στους γονείς «Αρνη­θεί­τε ότι ο γιος είναι δικός σας και ότι τυφλό τον γεν­νή­σα­τε», φαι­νό­ταν πολύ γελοίο, σε αυτόν όμως πάλι να πουν κάτι τέτοιο, θα ήταν φανε­ρά αναι­σχυν­τία· για τον λόγο μεν αυτόν δεν λένε τα λόγια αυτά, αλλά με άλλο τρό­πο πανούρ­γο τα δια­τυ­πώ­νουν, λέγον­τάς του να «δώσει δόξα στον Θεό», δηλα­δή έμμε­σα να ομο­λο­γή­σει ότι ο Ιησούς τίπο­τε δεν έκα­νε για την απο­κα­τά­στα­ση της όρα­σής του.

«μες οδαμεν τι νθρω­πος οτος μαρ­τω­λός στιν(:εμείς λόγω της θέσε­ως και του αξιώ­μα­τός μας ξέρου­με καλά ότι ο άνθρω­πος αυτός που κατα­λύ­ει την αργία του Σαβ­βά­του είναι αμαρ­τω­λός)»[Ιω.9,24]. Πώς λοι­πόν, Ιου­δαί­οι, δεν επι­τι­μή­σα­τε Αυτόν, όταν έλε­γε: «Τίς ξ μν λέγ­χει με περ μαρ­τί­ας;(: Ποιος από σας, εξε­τά­ζον­τας και ελέγ­χον­τας τη ζωή μου, μπο­ρεί να απο­δεί­ξει ότι έχω κάνει έστω και την παρα­μι­κρή αμαρ­τία; Κανείς. Συνε­πώς ούτε ως ψεύ­τη μπο­ρεί­τε να με κατη­γο­ρή­σε­τε. Αλλά εάν λέω πάν­το­τε την αλή­θεια, για­τί εσείς δεν με πιστεύ­ε­τε;)»[Ιω.8,46]. Και από πού επί­σης γνω­ρί­ζε­τε ότι είναι αμαρ­τω­λός;

Όταν λοι­πόν είπαν αυτοί στον τυφλό να δώσει δόξα στον Θεό και εκεί­νος δεν είπε τίπο­τε, ο Χρι­στός όταν τον συνάν­τη­σε, τον επαί­νε­σε και δεν τον κατη­γό­ρη­σε, ούτε είπε: «Για­τί δεν έδω­σες δόξα στον Θεό;», αλλά του είπε: «πιστεύ­εις ες τν υἱὸν το Θεο;(: Εσύ, αντί­θε­τα με τους άπι­στους Ιου­δαί­ους, πιστεύ­εις στον Υιό του Θεού;)»[Ιω.9,35], για να μάθεις ότι το να δοξά­ζεις τον Θεό αυτό είναι.

Εάν όμως ο Ιησούς δεν ήταν ισό­τι­μος με τον Πατέ­ρα, αυτή η ομο­λο­γία πίστης στον Υιό δεν θα ήταν δυνα­τόν να είναι δόξα. Αλλά επει­δή εκεί­νος, ο οποί­ος τιμά τον Υιό, ο ίδιος είναι εκεί­νος ο οποί­ος τιμά και τον Πατέ­ρα, δικαί­ως δεν επι­τι­μά­ται ο τυφλός. Όταν λοι­πόν οι Ιου­δαί­οι ανέ­με­ναν τους γονείς του να αρνη­θούν, τίπο­τε δεν έλε­γαν σε αυτόν, επει­δή όμως είδαν ότι δεν συνα­πε­κό­μι­σαν κανέ­να κέρ­δος από αυτό, πάλι επα­νέρ­χον­ται στον πρώ­ην τυφλό, λέγον­τάς του ότι « νθρω­πος οτος μαρ­τω­λός στιν». Απο­κρί­θη­κε τότε εκεί­νος και είπε: «ε μαρ­τω­λός στιν οκ οδα· ν οδα, τι τυφλς ν ρτι βλέ­πω(:Εάν ο άνθρω­πος αυτός είναι αμαρ­τω­λός δεν το ξέρω, και γι’ αυτό απο­φεύ­γω να εκφρά­σω γνώ­μη γι’ αυτό. Ξέρω όμως καλά ένα πράγ­μα, ότι δηλα­δή ενώ λίγο πιο πριν ήμουν τυφλός τώρα βλέ­πω)»[Ιω.9,25].

Μήπως άρα­γε φοβή­θη­κε ο τυφλός; Μη γένοι­το να σας σχη­μα­τι­στεί τέτοια γνώ­μη! Και πώς εκεί­νος ο οποί­ος είπε προ­η­γου­μέ­νως ότι ο Ιησούς είναι προ­φή­της, τώρα λέει: «Εάν είναι αμαρ­τω­λός, δεν το ξέρω»; Λέει αυτό όχι διό­τι έχει τέτοια διά­θε­ση προς τού­το, ούτε επει­δή έχει πει­στεί για αυτό, αλλά επει­δή θέλει με τη μαρ­τυ­ρία του ίδιου του γεγο­νό­τος της απο­κα­τά­στα­σης της όρα­σής του και όχι με τα λόγια του να απαλ­λά­ξει Εκεί­νον από την κατη­γο­ρία και να παρου­σιά­σει αξιό­πι­στη την απο­λο­γία υπέρ Εκεί­νου, εφό­σον η μαρ­τυ­ρία που θα προ­ερ­χό­ταν από την ευερ­γε­σία, θα κατα­δί­κα­ζε αυτούς· διό­τι εάν, όταν, κατό­πιν περισ­σό­τε­ρων λόγων, είπε αυτός ότι «ε μ ν οτος παρ Θεο, οκ δύνα­το ποιεν οδέν(:Εάν ο άνθρω­πος αυτός δεν ήταν απε­σταλ­μέ­νος από τον Θεό, δεν θα μπο­ρού­σε να κάνει τίπο­τε, ούτε το παρα­μι­κρό θαύ­μα)»[Ιω.9,33],τόσο αγα­να­κτού­σαν ώστε να πουν: «ν μαρ­τί­αις σ γεν­νή­θης λος, κα σ διδά­σκεις μς;(:Εσύ γεν­νή­θη­κες βου­τηγ­μέ­νος ολό­κλη­ρος στην αμαρ­τία, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται από την τύφλω­ση που είχες απ’ την κοι­λιά της μητέ­ρας σου. Και εσύ ο άθλιος και αμαρ­τω­λός κάνεις το δάσκα­λο σε μας, που είμα­στε οι πιο σπου­δαγ­μέ­νοι απ’ όλους τους Ιου­δαί­ους; Και τον πέτα­ξαν έξω απ’ τον τόπο που συνε­δρί­α­ζαν, σκο­πεύ­ον­τας να τον αφο­ρί­σουν και να του απα­γο­ρεύ­σουν να συμ­με­τέ­χει πλέ­ον στις λατρευ­τι­κές τελε­τές του ναού)»[Ιω.9,34]· εάν έλε­γε ο τυφλός τα λόγια αυτά εξαρ­χής, τι δεν θα έπρατ­ταν, τι δεν θα έλε­γαν;

«Εάν είναι αμαρ­τω­λός, δεν το ξέρω». Λέγει αυτό σαν να έλε­γε: «Τίπο­τε τώρα δε λέω σχε­τι­κά με Αυτόν, ούτε εκφρά­ζω γνώ­μη εξαρ­χής, εκεί­νο όμως γνω­ρί­ζω καλά και μπο­ρώ να το βεβαιώ­σω με πεποί­θη­ση, ότι δηλα­δή εάν ήταν αμαρ­τω­λός, δε θα επι­τε­λού­σε τέτοια θαυ­μα­στά έργα». Για τον λόγο αυτό και κατέ­στη­σε τον εαυ­τό του ελεύ­θε­ρο πάσης υπο­ψί­ας, και τη μαρ­τυ­ρία του επί­σης αμε­ρό­λη­πτη, διό­τι δεν προ­σπα­θού­σε να φανεί ευχά­ρι­στος προς αυτούς με όσα θα έλε­γε, αλλά μαρ­τυ­ρού­σε στη­ρι­ζό­με­νος σε αυτό ακρι­βώς το γεγο­νός.

Επει­δή λοι­πόν δεν μπό­ρε­σαν ούτε να ανα­τρέ­ψουν ούτε να εξα­λεί­ψουν το γεγο­νός αυτό, πάλι επα­νέρ­χον­ται στα προ­η­γού­με­να λόγια, ασχο­λού­με­νοι με τον τρό­πο της θερα­πεί­ας του τυφλού, όπως ακρι­βώς μερι­κοί, οι οποί­οι ανι­χνεύ­ουν παν­τού για ένα βέβαιο θήρα­μα και τρέ­χουν άλλο­τε προς ένα, άλλο­τε προς άλλο μέρος. Και επα­νέρ­χον­ται στα προ­η­γού­με­να λόγια, για να εξα­σθε­νή­σουν πάλι αυτούς με τις συνε­χείς ερω­τή­σεις, και λένε: «τί ποί­η­σέ σοι; πς νοι­ξέ σου τος φθαλ­μούς(:Τι σου έκα­νε; Πώς σε θερά­πευ­σε και πώς σου άνοι­ξε τα μάτια;)»[Ιω.9,26].Τι κάνει λοι­πόν εκεί­νος; Αφού νίκη­σε και απο­στό­μω­σε αυτούς, στη συνέ­χεια δεν συζη­τεί πλέ­ον συνε­σταλ­μέ­να και συγ­κρα­τη­μέ­να· διό­τι, εφό­σον το πράγ­μα είχε ανάγ­κη εξε­τά­σε­ως και απο­δεί­ξε­ων, παρεί­χε την από­δει­ξη μιλών­τας με κάποια συστο­λή, όταν όμως τους απο­στό­μω­σε και κατά­φε­ρε λαμ­πρή νίκη απέ­ναν­τί τους, λαμ­βά­νον­τας θάρ­ρος στο εξής, επω­φε­λεί­ται της ευκαι­ρί­ας και στέ­κε­ται με παρ­ρη­σία ενώ­πιόν τους.

Και τι λέγει; «επον μν δη, κα οκ κού­σα­τε· τί πάλιν θέλε­τε κού­ειν;(:Μόλις πριν από λίγο σας το είπα, τους απάν­τη­σε, και δεν θελή­σα­τε να προ­σέ­ξε­τε και να παρα­δε­χθεί­τε ό,τι σας είπα. Για­τί τώρα θέλε­τε να ακού­σε­τε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλε­τε κι εσείς να γίνε­τε μαθη­τές του;)»[Ιω.9,27].Είδες παρ­ρη­σία επαί­του απέ­ναν­τι σε άντρες γραμ­μα­τείς και Φαρι­σαί­ους; Τόσο ισχυ­ρή είναι η αλή­θεια, τόσο ασθε­νές το ψεύ­δος· διό­τι εκεί­νη μεν, και αν ακό­μη στη­ρί­ζε­ται σε απλούς και τυχαί­ους ανθρώ­πους, ενδό­ξους τους ανα­δει­κνύ­ει, το ψεύ­δος όμως, αν και παρου­σιά­ζε­ται με το μέρος των ισχυ­ρών, τους απο­δει­κνύ­ει ασθε­νείς. Και εκεί­νο το οποίο λέγει, σημαί­νει το εξής περί­που: «Δεν προ­σέ­χε­τε στα λεγό­με­νά μου· για τον λόγο αυτό δε θα μιλή­σω πλέ­ον, ούτε συνε­χώς θα απαν­τώ σε εσάς, εφό­σον ρωτά­τε ασκό­πως, και θέλε­τε να ακού­σε­τε όχι για να μάθε­τε, αλλά για να δια­βάλ­λε­τε και να κατη­γο­ρή­σε­τε αυτά που λέγον­ται».

«Μ κα μες θέλε­τε ατο μαθη­τα γενέ­σθαι;(: μόλις πριν από λίγο σας το είπα, τους απάν­τη­σε, και δεν θελή­σα­τε να προ­σέ­ξε­τε και να παρα­δε­χθεί­τε ό,τι σας είπα. Για­τί τώρα θέλε­τε να ακού­σε­τε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλε­τε κι εσείς να γίνε­τε μαθη­τές Του;)»[Ιω.9,27].Εν πρώ­τοις κατέ­τα­ξε τον εαυ­τό του ο τυφλός αυτός στη χορεία των μαθη­τών του Κυρί­ου· διό­τι το «μήπως και εσείς» είναι φρά­ση ανθρώ­που που δεί­χνει τον εαυ­τό του ότι είναι μαθη­τής Εκεί­νου.

Έπει­τα τους δια­κω­μώ­δη­σε και τους ταπεί­νω­σε σε μεγά­λο βαθ­μό. Διό­τι, επει­δή γνώ­ρι­ζε ότι τού­το πολύ έθι­γε αυτούς, θέλον­τας να τους προ­κα­λέ­σει καθ’ υπερ­βο­λήν, είπε τα λόγια αυτά· πράγ­μα το οποίο ήταν χαρα­κτη­ρι­στι­κό μιας ψυχής, η οποία ήταν θαρ­ρα­λέα και είχε ανα­πτε­ρω­θεί και περι­φρο­νού­σε τη μανία τους και έδει­χνε ότι ήταν μέγα το αξί­ω­μα Αυτού, στον Οποίο στή­ρι­ζε το μεγά­λο θάρ­ρος του και η οποία ψυχή απο­δεί­κνυε ότι εκεί­νον ακρι­βώς τον εαυ­τό του, αν και ήταν αξιο­θαύ­μα­στος, τον ύβρι­ζαν και τον περι­φρο­νού­σαν, ενώ ο ίδιος δεν περι­φρο­νούν­ταν, αλλά εκεί­νο το οποίο του κατά­φε­ραν ως ύβρη και ένδει­ξη της περι­φρό­νη­σής τους, εκεί­νο ως τιμή απέ­βη γι’αυτόν.

« λοι­δό­ρη­σαν ατν κα επον·σ ε μαθητς κεί­νου· μες δ το Μωϋ­σέ­ως σμν μαθη­ταί(:τότε του μίλη­σαν υβρι­στι­κά και περι­φρο­νη­τι­κά και του είπαν: ‘’Εσύ είσαι μαθη­τής εκεί­νου. Εμείς όμως είμα­στε μαθη­τές του Μωυ­σή’’)»[Ιω.9,28].Αλλά αυτό δεν δύνα­ται να στα­θεί λογι­κώς. «Διό­τι εσείς ούτε του Μωυ­σή είστε μαθη­τές, ούτε Εκεί­νου· διό­τι εάν είστε μαθη­τές του Μωυ­σή, θα γινό­σα­σταν μαθη­τές και Εκεί­νου». Για τον λόγο αυτό εξαρ­χής έλε­γε σε αυτούς ο Χρι­στός: «ε γρ πιστεύ­ε­τε Μωϋ­σε, πιστεύ­ε­τε ν μοί· περ γρ μο κενος γρα­ψεν(:Και είναι κατή­γο­ρός σας ο Μωυ­σής, διό­τι ούτε στα δικά του λόγια πιστεύ­ε­τε. Εάν πραγ­μα­τι­κά πιστεύ­α­τε στο Μωυ­σή, θα πιστεύ­α­τε και σε μένα. Διό­τι για μένα εκεί­νος έγρα­ψε προ­φη­τι­κώς και προ­α­νήγ­γει­λε τον ερχο­μό μου σε πολ­λά μέρη των συγ­γραμ­μά­των του, είτε με τύπους και εικό­νες, είτε με σαφείς προ­φη­τεί­ες)»[Ιω. 5,46], επει­δή πάν­το­τε εκεί­νοι στα λόγια αυτά κατέ­φευ­γαν.

«μες οδαμεν τι Μωϋ­σε λελά­λη­κεν Θεός(:Εμείς, που είμα­στε σπου­δα­σμέ­νοι και ανα­γνω­ρι­σμέ­νοι άρχον­τες του έθνους, ξέρου­με ότι ο Θεός έχει μιλή­σει στο Μωυ­σή και σε κανέ­ναν άλλον. Αυτός μας είναι άγνω­στος και δεν ξέρου­με από πού είναι και από πού στάλ­θη­κε)»[Ιω.9,29].Ποιος το είπε και ποιος σας το ανήγ­γει­λε αυτό; «Οι πρό­γο­νοί μας», λένε. «Και από τους προ­γό­νους μας», είναι δυνα­τόν να πει κανείς, «δεν είναι πιο αξιό­πι­στος Εκεί­νος ο οποί­ος, δια των σημεί­ων επι­βε­βαιώ­νει αυτό, ότι δηλα­δή και από τον Θεό ήλθε και τα λόγια που προ­έρ­χον­ται από τον Θεό λέγει;».

Και δεν είπαν «Εμείς ακού­σα­με ότι έχει πει στον Μωυ­σή», αλλά ότι «οδαμεν (:γνω­ρί­ζου­με)». Εσείς, ω Ιου­δαί­οι, αυτά που ακού­σα­τε, ισχυ­ρί­ζε­στε μετά πεποι­θή­σε­ως ότι τα γνω­ρί­ζε­τε, αυτά που βλέ­πε­τε όμως, τα θεω­ρεί­τε κατώ­τε­ρα από αυτά που ακού­σα­τε; Και όμως εκεί­να μεν δεν τα είδα­τε, αλλά τα ακού­σα­τε, αυτά όμως δεν τα ακού­σα­τε, αλλά τα είδα­τε.

Τι λέγει λοι­πόν ο τυφλός; «ν γρ τούτ θαυ­μα­στόν στιν, τι μες οκ οδατε πόθεν στί, κα νέξέ μου τος φθαλ­μούς(:αλλά αυτό ακρι­βώς το γεγο­νός προ­κα­λεί θαυ­μα­σμό και έκπλη­ξη, ό,τι δηλα­δή εσείς δεν ξέρε­τε τον άνθρω­πο αυτό εάν έχει στα­λεί από τον Θεό και από πού είναι, και όμως αυτός ο άγνω­στος σε σας μου άνοι­ξε τα μάτια)»[Ιω.9,30] και επι­τε­λεί τέτοια θαύ­μα­τα, ότι ενώ δεν είναι άνθρω­πος ούτε εκ των επι­σή­μων του περι­βάλ­λον­τός σας, ούτε εκ των επι­φα­νών, ούτε εκ των ενδό­ξων, έχει τη δύνα­μη να επι­τε­λεί τέτοια θαύ­μα­τα, ώστε από όλα να είναι φανε­ρό ότι είναι Θεός, ο οποί­ος δεν έχει ανάγ­κη καμιάς ανθρώ­πι­νης βοή­θειας.

«Οδαμεν δ τι μαρ­τωλν Θες οκ κού­ει, λλ᾿ άν τις θεο­σεβς κα τ θέλη­μα ατο ποι, τού­του κού­ει (:είναι όμως γνω­στό και το ξέρου­με όλοι ότι ο Θεός δεν ακού­ει τους αμαρ­τω­λούς. Αλλά εάν κάποιος σέβε­ται τον Θεό και εφαρ­μό­ζει το θέλη­μά του, αυτόν ο Θεός τον ακού­ει)»[Ιω.9,31].Διότι επει­δή εκεί­νοι προ­η­γου­μέ­νως έλε­γαν: «Πώς είναι δυνα­τόν ένας άνθρω­πος αμαρ­τω­λός, τέτοια σημεία να επι­τε­λεί;», στη συνέ­χεια ο τυφλός επι­στρα­τεύ­ει την ίδια την κρί­ση που εκεί­νοι δια­τύ­πω­σαν, υπεν­θυ­μί­ζον­τάς τους τα ίδια τους τα λόγια. «Η γνώ­μη αυτή», λέγει, «είναι και δική μου και δική σας· μεί­νε­τε στα­θε­ροί σε αυτήν».

Και παρα­τή­ρη­σε τη σύνε­ση του ανθρώ­που που θερα­πεύ­τη­κε. Πάν­το­τε επα­να­λαμ­βά­νει σχε­τι­κά με το θαύ­μα τα όσα έγι­ναν, επει­δή αυτό δεν μπο­ρού­σαν να το δια­ψεύ­σουν εφό­σον απο­τε­λού­σε μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, και εκ τού­του εξά­γει τα συμ­πε­ρά­σμα­τα. Βλέ­πεις ότι και εκεί­νο, το οποίο έλε­γε εξαρ­χής, ότι δηλα­δή «εάν είναι αμαρ­τω­λός, δεν το ξέρω», το έλε­γε όχι επει­δή αμφέβαλλε(μακάρι να μη σχη­μα­τι­στεί ποτέ σε σας τέτοια γνώ­μη), αλλά το έλε­γε, ενώ γνώ­ρι­ζε ότι ο Ιησούς δεν είναι αμαρ­τω­λός; Τώρα λοι­πόν, όταν βρή­κε την κατάλ­λη­λη ευκαι­ρία, βλέ­πε πώς απο­λο­γεί­ται: «Γνω­ρί­ζου­με ότι ο Θεός τους αμαρ­τω­λούς δεν τους ακού­ει, αλλά εάν κάποιος είναι θεο­σε­βής και κάνει το θέλη­μα Αυτού, τότε τον ακού­ει»· «διό­τι δεν αρκεί αυτό», λέγει, δηλα­δή το να γνω­ρί­ζεις το θέλη­μα του Θεού, αλλά να εκτε­λείς το θέλη­μα του Θεού». Κατό­πιν εξαί­ρει το γεγο­νός λέγον­τας: «κ το αἰῶνος οκ κού­σθη τι νοι­ξέ τις φθαλ­μος τυφλο γεγεν­νη­μέ­νου(:από τότε που έγι­νε ο κόσμος δεν ακού­στη­κε ποτέ να έχει θερα­πεύ­σει κανείς μάτια ανθρώ­που που να έχει γεν­νη­θεί τυφλός. Πρώ­τη φορά έγι­νε τέτοιο θαύ­μα, και αυτός που το έκα­νε πρέ­πει να έχει θεϊ­κή απο­στο­λή)»[Ιω.9,32].Εάν λοι­πόν ομο­λο­γεί­τε ότι αμαρ­τω­λούς δεν ακού­ει ο Θεός, Αυτός όμως θαύ­μα επι­τέ­λε­σε, και θαύ­μα τέτοιο μάλι­στα, είναι φανε­ρό ότι τα πάν­τα νίκη­σε με την αρε­τή και η δύνα­μή Του είναι μεγα­λύ­τε­ρη από την ανθρώ­πι­νη.

Τι απαν­τούν λοι­πόν εκεί­νοι; «ν μαρ­τί­αις σ γεν­νή­θης λος, κα σ διδά­σκεις μς;(:εσύ γεν­νή­θη­κες βου­τηγ­μέ­νος ολό­κλη­ρος στην αμαρ­τία, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται από την τύφλω­ση που είχες απ’ την κοι­λιά της μητέ­ρας σου. Και εσύ ο άθλιος και αμαρ­τω­λός κάνεις τον δάσκα­λο σε μας, που είμα­στε οι πιο σπου­δαγ­μέ­νοι απ’ όλους τους Ιου­δαί­ους; Και τον πέτα­ξαν έξω απ’ τον τόπο που συνε­δρί­α­ζαν, σκο­πεύ­ον­τας να τον αφο­ρί­σουν και να του απα­γο­ρεύ­σουν να συμ­με­τέ­χει πλέ­ον στις λατρευ­τι­κές τελε­τές του ναού)»[Ιω.9,34]. Εφό­σον μεν ήλπι­ζαν να αρνη­θεί, νόμι­ζαν ότι είναι και αξιό­πι­στος καλών­τας τον για πρώ­τη και για δεύ­τε­ρη φορά· «εάν δεν θεω­ρεί­τε αυτόν τον πρώ­ην εκ γενε­τής τυφλό αξιό­πι­στο», θα έλε­γα προς αυτούς, «για ποιο λόγο καλέ­σα­τε αυτόν και τον ρωτή­σα­τε για δεύ­τε­ρη φορά;».

Επει­δή λοι­πόν είπε την αλή­θεια, χωρίς καθό­λου να ντρα­πεί, οπό­τε γι’ αυτό κυρί­ως έπρε­πε να τον θαυ­μά­σουν οι Ιου­δαί­οι, τότε τον κατα­δι­κά­ζουν. Τι λοι­πόν σημαί­νει: «Γεν­νή­θη­κες ολό­κλη­ρος μέσα σε αμαρ­τί­ες;». Εδώ ψέγουν και την τύφλω­σή του με δρι­μύ­τη­τα· σαν να έλε­γαν: «Από την πρώ­τη σου ηλι­κία εσύ βρί­σκε­σαι μέσα σε αμαρ­τί­ες», υπαι­νισ­σό­με­νοι ότι για αυτόν τον λόγο κατέ­στη τυφλός, πράγ­μα το οποίο δεν έχει λογι­κό στή­ριγ­μα. Σε αυτό παρη­γο­ρών­τας Τον ο Ιησούς λέγει: «Ες κρμα γ ες τν κόσμον τοτον λθον, να ο μ βλέ­πον­τες βλέ­πω­σι κα ο βλέ­πον­τες τυφλο γένων­ται (:Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρί­ση και να ξεχω­ρί­σουν οι καλο­προ­αί­ρε­τοι από τους διε­στραμ­μέ­νους. Και αυτή η κρί­ση θα έχει το εξής απο­τέ­λε­σμα: Εκεί­νοι που θεω­ρούν­ται από τους νομο­μα­θείς γραμ­μα­τείς ότι είναι τυφλοί και βυθι­σμέ­νοι στο σκο­τά­δι της άγνοιας και της πλά­νης, αυτοί θα δουν το φως της αλή­θειας. Και εκεί­νοι που παρου­σιά­ζον­ται ως γνώ­στες των Γρα­φών και νομί­ζουν αλα­ζο­νι­κά ότι βλέ­πουν, θα καταν­τή­σουν σε πνευ­μα­τι­κή τύφλω­ση)»[Ιω.9,39].

«ν μαρ­τί­αις σ γεν­νή­θης λος, κα σ διδά­σκεις μς;». Δηλα­δή τι είπε ο άνθρω­πος; Μήπως δια­τύ­πω­σε δική του γνώ­μη; Δεν δια­τύ­πω­σε μία κοι­νής απο­δο­χής κρί­ση, όταν έλε­γε: «Γνω­ρί­ζου­με ότι αμαρ­τω­λούς ο Θεός δεν ακού­ει», δεν απο­κά­λυ­ψε όλα εκεί­να, τα οποία ειπώ­θη­καν εκ μέρους σας;

«Κα ξέβα­λον ατν ξω. κου­σεν ησος τι ξέβα­λον ατν ξω, κα ερν ατν επεν ατ· σ πιστεύ­εις ες τν υἱὸν το Θεο; πεκρί­θη κενος κα επε· κα τίς στι, Κύριε, να πιστεύ­σω ες ατόν;(: εσύ γεν­νή­θη­κες βου­τηγ­μέ­νος ολό­κλη­ρος στην αμαρ­τία, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται από την τύφλω­ση που είχες απ’ την κοι­λιά της μητέ­ρας σου. Και εσύ ο άθλιος και αμαρ­τω­λός κάνεις τον δάσκα­λο σε μας, που είμα­στε οι πιο σπου­δαγ­μέ­νοι απ’ όλους τους Ιου­δαί­ους; Και τον πέτα­ξαν έξω απ’ τον τόπο που συνε­δρί­α­ζαν, σκο­πεύ­ον­τας να τον αφο­ρί­σουν και να του απα­γο­ρεύ­σουν να συμ­με­τέ­χει πλέ­ον στις λατρευ­τι­κές τελε­τές του ναού. Στο μετα­ξύ άκου­σε ο Ιησούς ότι τον πέτα­ξαν έξω για την παρ­ρη­σία με την οποία διε­κή­ρυτ­τε την αλή­θεια, και αφού τον βρή­κε, του είπε: ‘’Εσύ, αντί­θε­τα με τους άπι­στους Ιου­δαί­ους, πιστεύ­εις στον Υιό του Θεού;’’ Κι εκεί­νος του απο­κρί­θη­κε: Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να τον πιστέ­ψω;)»[Ιω.9,34–36].

Εκεί­νοι οι οποί­οι για την αλή­θεια και την ομο­λο­γία του Χρι­στού πάσχουν κάτι κακό και υβρί­ζον­ται, αυτοί κυρί­ως είναι εκεί­νοι, οι οποί­οι τιμών­ται· διό­τι όπως εκεί­νος, ο οποί­ος χάνει τα χρή­μα­τά του για Αυτόν, αυτός κυρί­ως είναι ο οποί­ος βρί­σκει αυτά[δηλαδή λαμ­βά­νει από τον Θεό την πρέ­που­σα αμοι­βή] και εκεί­νος ο οποί­ος δεν αγα­πά την ψυχή του[δηλαδή δεν φρον­τί­ζει να σώσει την επί­γεια ζωή του, για να κερ­δί­σει την επου­ρά­νια], εκεί­νος κυρί­ως είναι ο οποί­ος Τον αγα­πά , έτσι και εκεί­νος ο οποί­ος υβρί­ζε­ται και περι­φρο­νεί­ται από τους άλλους, εκεί­νος κυρί­ως είναι ο οποί­ος τιμά­ται· αυτό ακρι­βώς συνέ­βη και στον τυφλό. Εκδί­ω­ξαν λοι­πόν αυτόν από το ιερό οι Ιου­δαί­οι και βρή­κε αυτόν ο Δεσπό­της του ιερού. Απο­μα­κρύν­θη­κε από το νοση­ρό συνέ­δριο και συνάν­τη­σε τη σωτή­ρια πηγή· προ­σβλή­θη­κε από εκεί­νους, οι οποί­οι προ­σέ­βα­λαν τον Χρι­στό, και τιμή­θη­κε από τον Δεσπό­τη των αγγέ­λων (τέτοια είναι τα έπα­θλα της αλή­θειας)· έτσι και εμείς αν αφή­σου­με εδώ τα χρή­μα­τα, εκεί θα έχου­με το θάρ­ρος να απο­λο­γη­θού­με· αν εδώ δώσου­με ηθι­κή και οικο­νο­μι­κή ενί­σχυ­ση στους θλι­βό­με­νους, θα ανα­παυ­θού­με στους ουρα­νούς· αν υβρι­σθού­με για τον Θεό, θα τιμώ­μα­στε και εδώ και εκεί.

Όταν λοι­πόν έδιω­ξαν αυτόν από το ιερό, τον βρή­κε ο Ιησούς. Δεί­χνει ο Ευαγ­γε­λι­στής ότι προς τον σκο­πό αυτόν ήλθε, ώστε να συναν­τή­σει αυτόν. Και πρό­σε­ξε με τι τον αμεί­βει, δηλα­δή με το κυριό­τε­ρο από τα αγα­θά· διό­τι και τον Εαυ­τό Του γνώ­ρι­σε σε αυτόν, ο οποί­ος προ­η­γου­μέ­νως Τον αγνο­ού­σε, και στη χορεία των μαθη­τών τον κατέ­τα­ξε. Εσύ επί­σης παρα­τή­ρη­σε πώς δεί­χνει ο Ευαγ­γε­λι­στής την επι­μέ­λεια του τυφλού για την ακρί­βεια· δηλα­δή όταν είπε Εκεί­νος: «Εσύ πιστεύ­εις στον Υιό του Θεού;», ο τυφλός λέγει: «Κύριε, και ποιος είναι;». Διό­τι ουδέ­πο­τε μέχρι τότε δεν Τον γνώ­ρι­ζε, αν και είχε θερα­πευ­θεί· διό­τι ήταν τυφλός, πριν έλθει προς τον ευερ­γέ­τη και μετά την ίαση συρό­ταν από εκεί­νους τους κύνες.

Όπως ακρι­βώς κάποιος αγω­νο­θέ­της λοι­πόν, έτσι και Εκεί­νος δέχε­ται έναν αθλη­τή, ο οποί­ος πολύ κοπί­α­σε και στε­φα­νώ­θη­κε. Και τι λέγει; «Πιστεύ­εις στον Υιό του Θεού;». Για ποιο λόγο; Μετά από τόση αντι­λο­γία, την οποία αντέ­τα­ξε ο τυφλός προς τους Ιου­δαί­ους, μετά από τόσα λόγια που με παρ­ρη­σία υπε­ρα­σπί­στη­κε τον Ευερ­γέ­τη του ενώ­πιόν τους, ρωτά ο Ιησούς: «Εάν πιστεύ­εις», όχι επει­δή αγνο­εί, αλλά επει­δή θέλει, να φανε­ρώ­σει στον θερα­πευ­μέ­νο ποιος είναι Εκεί­νος που τον θερά­πευ­σε, και για να δεί­ξει ότι εκτι­μά πολύ την πίστη του σε Αυτόν. « Με ύβρι­σε τόσο πλή­θος, αλλά εγώ δε σκέ­πτο­μαι εκεί­νους· ένα πράγ­μα με ενδια­φέ­ρει, να πιστέ­ψεις εσύ»[πρβλ. Σοφ. Σειράχ,16,3:«κρείσ­σων γρ ες ποιν τό θέλη­μα Κυρί­ου μύριοι παρά­νο­μοι(:καλύ­τε­ρος είναι ένας που κάνει το θέλη­μα του Κυρί­ου παρά δέκα χιλιά­δες παρά­νο­μοι)»].

«Εσύ πιστεύ­εις στον Υιό του Θεού;». Σαν να ήταν παρών κατά την εξέ­τα­ση του τυφλού από τους Φαρι­σαί­ους και να άκου­γε τους υβρι­στι­κούς τους λόγους, έτσι τον ρωτά, αφού προ­η­γου­μέ­νως έκα­νε τον τυφλό να Τον ποθή­σει· διό­τι δεν είπε: «Αμέ­σως πίστε­ψε», αλλά ρώτη­σε. Τι λέει λοι­πόν εκεί­νος; «Κα τίς στι, Κύριε, να πιστεύ­σω ες ατόν;(: Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να τον πιστέ­ψω;)»[Ιω. 9,38].Αυτός ο λόγος είναι μιας ψυχής, η οποία κατέ­χε­ται από πόθο και σφο­δρή επι­θυ­μία. Αγνο­εί ποιος είναι Αυτός, υπέρ του οποί­ου συζή­τη­σε με τους Φαρι­σαί­ους, για να μάθεις την αγά­πη του προς την αλή­θεια· διό­τι ακό­μη δεν είχε δει Αυτόν.

«Επε δ ατ ησος· κα ώρα­κας ατν κα λαλν μετ σο κενός στιν(:Του είπε τότε ο Ιησούς:’’Μα τον έχεις κιό­λας δει με τα μάτια σου. Αυτός που μιλά­ει αυτή τη στιγ­μή μαζί σου, αυτός είναι ο Υιός του Θεού’’)». Δεν είπε «Εγώ είμαι», αλλά έμμε­σα και συγ­κε­κα­λυμ­μέ­να· «Και Τον έχεις δει με τα μάτια σου». Αυτό ακό­μη δεν ήταν ευκρι­νές· για τον λόγο αυτό πρό­σθε­σε το σαφέ­στε­ρο: «Αυτός που ομι­λεί μαζί σου, Εκεί­νος είναι». Και απαν­τά ο τυφλός: «Πιστεύω, Κύριε·κα προ­σε­κύ­νη­σεν ατ(:’’Πιστεύω, Κύριε’’. Και τον προ­σκύ­νη­σε ως Υιό του Θεού και Κύριο)».

«Κα επεν ᾿Ιησος· ες κρμα γ ες τν κσμον τοτον λθον, να ο μ βλπον­τες βλπωσι κα ο βλπον­τες τυφλο γνων­ται(:μετά λοι­πόν από την πίστη αυτή που εκδή­λω­σε ο τυφλός που θερα­πεύ­τη­κε, σε αντί­θε­ση με την απι­στία των Ιου­δαί­ων, είπε ο Ιησούς: ‘’Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρί­ση και να ξεχω­ρί­σουν οι καλο­προ­αί­ρε­τοι από τους διε­στραμ­μέ­νους. Και αυτή η κρί­ση θα έχει το εξής απο­τέ­λε­σμα: Εκεί­νοι που θεω­ρούν­ται από τους νομο­μα­θείς γραμ­μα­τείς ότι είναι τυφλοί και βυθι­σμέ­νοι στο σκο­τά­δι της άγνοιας και της πλά­νης, αυτοί θα δουν το φως της αλή­θειας. Και εκεί­νοι που παρου­σιά­ζον­ται ως γνώ­στες των Γρα­φών και νομί­ζουν αλα­ζο­νι­κά ότι βλέ­πουν, θα καταν­τή­σουν σε πνευ­μα­τι­κή τύφλω­ση’’[Ιω.9,39].Και δεν είπε «εγώ είμαι αυτός που σε έχει θερα­πεύ­σει, αυτός που σου είπε: ‘’πήγαι­νε και νίψου στον Σιλω­άμ’’», αλλά αφού παρα­σιώ­πη­σε όλα εκεί­να, λέγει: «Πιστεύ­εις στον Υιό του Θεού;»

Κατό­πιν, δεί­χνον­τας αυτός που θερα­πεύ­τη­κε την πολ­λή καλή διά­θε­σή του για Εκεί­νον, Τον προ­σκύ­νη­σε αμέ­σως(πράγ­μα το οποίο λίγοι από όσους θερα­πεύ­τη­καν έπρα­ξαν, όπως οι λεπροί και μερι­κοί άλλοι), δεί­χνον­τας με την πρά­ξη αυτή τη θεϊ­κής προ­ε­λεύ­σε­ως δύνα­μή του Ιησού. Διό­τι, για να μη νομί­σει κανείς, ότι αυτό που ειπώ­θη­κε από αυτόν είναι μόνο λόγος, πρό­σθε­σε και την πρά­ξη και προ­σκύ­νη­σε τον Ιησού.

Είδες τον κήρυ­κα της αλή­θειας και πώς η πτω­χεία του δεν απο­τέ­λε­σε εμπό­διο για την εγκαρ­τέ­ρη­σή του; Βλέ­πεις πόσα άκου­σε εξαρ­χής και πόσα έπα­θε; Και βλέ­πεις πώς με λόγια και με έργα έδω­σε τη μαρ­τυ­ρία του για τον Ιησού; Αυτά λοι­πόν έχουν γρα­φεί για να μιμού­μα­στε και εμείς το παρά­δειγ­μα εκεί­νου· διό­τι εάν ο επαί­της, ο τυφλός, ο οποί­ος ούτε είχε δει αυτόν, τόσο θάρ­ρος αμέ­σως έδει­ξε πριν ακό­μη ενθαρ­ρυν­θεί από τον Χρι­στό, αφού στά­θη­κε ενώ­πιον όλου του πλή­θους εκεί­νου του αιμο­δι­ψούς και δαι­μο­νι­σμέ­νου και μαι­νό­με­νου και που ήθε­λε με τα λόγια και τη μαρ­τυ­ρία εκεί­νου να κατα­δι­κά­σει τον Χρι­στό και δεν υπο­τά­χτη­κε και δεν υπο­χώ­ρη­σε, αλλά με όλο το θάρ­ρος απο­στό­μω­σε αυτούς, πόσο μάλ­λον εμείς, οι οποί­οι τόσο χρό­νο ζήσα­με με πίστη, οι οποί­οι άπει­ρα θαύ­μα­τα έχου­με δει δια της πίστε­ως, οι οποί­οι περισ­σό­τε­ρο από τον τυφλό έχου­με ευερ­γε­τη­θεί και οι οποί­οι έχου­με ανα­βλέ­ψει ως προς τους οφθαλ­μούς της ψυχής, και οι οποί­οι έχου­με δει τα ανέκ­φρα­στα μυστή­ρια και έχου­με κλη­θεί σε τόσο μεγά­λη τιμή, πρέ­πει να δεί­ξου­με όλο το θάρ­ρος υπέρ Αυτού απέ­ναν­τι σε εκεί­νους, οι οποί­οι επι­χει­ρούν να δια­τυ­πώ­σουν κατη­γο­ρία και να λένε κάτι ενάν­τια στους Χρι­στια­νούς και να τους απο­στο­μώ­νου­με και όχι αλο­γί­στως να τους ανε­χό­μα­στε.

Θα μπο­ρέ­σου­με να το επι­τύ­χου­με αυτό και να το κάνου­με, εάν και θάρ­ρος έχου­με και στις θεί­ες Γρα­φές προ­σέ­χου­με, και δεν ακού­με αυτές με επι­πό­λαιο τρό­πο· διό­τι εάν κανείς εδώ εισέρ­χε­ται τακτι­κώς, και αν ακό­μη δεν δια­βά­ζει στην οικία του τις Γρα­φές, αλλά προ­σέ­χει τα λεγό­με­να εδώ, αρκεί και ένα έτος για να απο­κτή­σει αυτός μεγά­λη εμπει­ρία· διό­τι δε δια­βά­ζου­με σήμε­ρα μεν αυτές και αύριο άλλες Γρα­φές, αλλά πάν­το­τε δια­βά­ζου­με τις ίδιες· αλλά όμως τόσο άθλια διά­θε­ση έχουν οι περισ­σό­τε­ροι, ώστε μετά από τόση ανά­γνω­ση ούτε τα ονό­μα­τα των βιβλί­ων να μη γνω­ρί­ζουν και δεν ντρέ­πον­ται ούτε φρίτ­τουν, τόσο επι­πό­λαια και αδιά­φο­ρα να εισέρ­χον­ται σε θείο ακρο­α­τή­ριο.

[…]Ας δεί­χνου­με λοι­πόν πίστη σε όσα λέγον­ται ώστε να επι­τύ­χου­με τα αγα­θά και της εδώ ζωής και της εκεί με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μετά του οποί­ου στον Πατέ­ρα ανή­κει η δόξα, συγ­χρό­νως και στο Άγιο Πνεύ­μα, στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ιωάν­νην Ευαγ­γέ­λιον, επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα από ομι­λί­ες ΝΣΤ΄, ΝΖ΄, ΝΗ΄και ΝΘ’, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2011, τόμος 14, σελί­δες 24–41, 46–59, 53–83 και 91–95.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 74, σελ. 63–76, 78–87,90–102 και 108–111 .

https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLRjBhYVFMMTJuekU/view

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 4–6‑2000]

(Β415)

Ο Κύριος Ιησούς, αγα­πη­τοί μου, είπε κάπο­τε: «Πλν υἱὸς το νθρώ­που λθν ρα ερήσει τν πίστιν π τς γς;». Αλλά ποια πίστη ο Κύριος θα ζητού­σε να βρει όταν κατά τη Δευ­τέ­ρα Του Παρου­σία θα επα­νήρ­χε­το εις την Γην;

Είναι ένα χωρίο, το οποίο πάρα πολύ με έχει, προ­σω­πι­κά, εντυ­πω­σιά­σει· που έμμε­σα δίδε­ται η πλη­ρο­φο­ρία ότι δεν θα υπάρ­χει η πίστις επί της Γης. Δηλα­δή συγ­κε­κρι­μέ­να, θα είναι σπά­νια η πίστις επί της Γης. Και ποία πίστις; Στο Θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πό Του. Δηλα­δή προ­ϊ­όν­τος του χρό­νου, οι άνθρω­ποι θα παύ­σουν να πιστεύ­ουν εις τον Ιησούν Χρι­στόν ως τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρω­πον. Και τού­το για­τί όλοι μιλούν περί πίστε­ως, αλλά σε πολ­λούς χρι­στια­νούς μας, δια­φο­ρο­ποιεί­ται η πίστις. Προ­σέξ­τε, δια­φο­ρο­ποιεί­ται η πίστις. Υπάρ­χει μία πίστις υπο­κει­με­νι­κή, με πλεί­στες όσες παραλ­λα­γές.

Έτσι συνέ­βη και τότε που ο Κύριος έκα­νε το θαύ­μα της θερα­πεί­ας του τυφλού. Ο κάθε ένας έλε­γε ό,τι ήθε­λε. Άλλοι επρό­βαλ­λαν ότι αν το θαύ­μα ήταν πραγ­μα­τι­κό. Άλλοι δέχον­ταν μεν το θαύ­μα, αλλά δεν το ομο­λο­γού­σαν, όπως ακρι­βώς και οι γονείς του τυφλού δεν το ομο­λο­γού­σαν — μας το λέγει σαφώς ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, διό­τι εφο­βούν­το να μη γίνουν απο­συ­νά­γω­γοι, επει­δή οι άρχον­τες είχαν πει ότι όποιος ομο­λο­γεί τον Ιησούν ότι είναι ο Μεσ­σί­ας, αυτός θα γίνε­ται απο­συ­νά­γω­γος.

Οι άρχον­τες θέτουν πολ­λά ερω­τη­μα­τι­κά, αν όντως ήταν θαύ­μα. Γι΄αυτό, όταν κάλε­σαν ή οδή­γη­σαν τον πρώ­ην τυφλόν και τον ερω­τούν πώς έγι­νε αυτό όλο, εκεί­νος διη­γή­θη­κε το πώς έγι­νε. Και πάλι τον ξανα­ρω­τούν: «Και πώς έγι­νε;». Και πάλι: «Και πώς έγι­νε;». «Καλά», λέγει, «για στα­θεί­τε. Δεν σας είπα; Για­τί ρωτά­τε και ξανα­ρω­τά­τε ξανά; Μήπως κι εσείς θέλε­τε να γίνε­τε μαθη­ταί Του;». Εκεί­νοι θύμω­σαν εναν­τί­ον του πρώ­ην τυφλού και τον έβγα­λαν έξω. «Εσύ», λέει, «είσαι όλος ν μαρ­τί­αις και θα μας πεις εμάς ότι θέλο­με να γίνο­με μαθη­ταί Εκεί­νου;». Δεν λένε το όνο­μά Του… «Εκεί­νου». Δεν λένε το όνο­μά Του… Και σημειώ­σα­τε ότι υπήρ­χε η αντί­λη­ψις ότι ένας που γεν­νιέ­ται με ένα σημά­δι, ένα παι­δί ή ο ίδιος, λέει, αμάρτησε(Μα πότε; Στα σπλά­χνα της μάνας του αμάρ­τη­σε; Πότε;) ή αμάρ­τη­σαν οι γονείς του. Αφού λοι­πόν είχε τύφλω­σιν ο άνθρω­πος αυτός, άρα λοι­πόν θα πρέ­πει οι γονείς του να είχαν αμαρ­τή­σει. Κ.λπ. κ.λπ.

Ο μόνος που απε­δέ­χθη το θαύ­μα ήταν, αγα­πη­τοί μου, ο ίδιος ο τυφλός. Κι όταν λίγο αργό­τε­ρα, βρή­κε ο Κύριος έξω τον πρώ­ην τυφλόν, αφού έμα­θε ότι τον είχα­νε βγά­λει έξω κ.λπ. κ.λπ. του είπε: «Σ πιστεύ­εις ες τν υἱὸν το Θεο;». Και λέγει ο τυφλός, ο πρώ­ην τυφλός: «Τίς στιν, Κύριε, να πιστεύ­σω ες ατόν;(Κύριε, ποιος είναι για να πιστέ­ψω σε αυτόν;). Και ο Κύριος του απαν­τά: «Κα ώρα­κας ατν κα λαλν μετ σο κενός στιν»(Και τον έχεις δει και Εκεί­νος που ομι­λεί τώρα μαζί σου είναι ο Αυτός. Που σου είπα, αν πιστεύ­εις εις τον Υιόν του Θεού). Και τότε ο τυφλός απαν­τά: «Πιστεύω, Κύριε». «Κα προ­σε­κύ­νη­σεν ατῷ».

Ένας χαρι­τω­μέ­νος σύν­το­μος διά­λο­γος, κατά πόσο θα μπο­ρού­σε κανείς να πιστεύ­σει. Μάλι­στα, επι­τρέ­ψα­τέ μου μία παρέν­θε­ση. Βέβαια δεν άνοι­ξε όλα τα μάτια των τυφλών της Παλαι­στί­νης. Ούτε εφε­ξής ανοί­γουν τα μάτια των τυφλών μέσα στην Ιστο­ρία από Χρι­στια­νούς· Ιερα­πο­στό­λους, ιερείς κλπ. Αλλά για­τί άνοι­γε τα μάτια των τυφλών ο Κύριος; Για να δουν στο πρό­σω­πο τον Μεσ­σία. Είναι συγ­κι­νη­τι­κό αυτό. Τον Οποί­ον, εάν σωθούν, θα βλέ­πουν εις τους αιώ­νας των αιώ­νων. Είναι μέσα στη Βασι­λεία του Χρι­στού, είναι ένα μικρό προ­οί­μιον ότι θα βλέ­πο­με το πρό­σω­πον Αυτού, όπως λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στην πρώ­τη του επι­στο­λή: «τι ψόμε­θα Ατόν καθώς στίν». Προ­σέξ­τε. «Καθώς στίν». Όπως είναι.

Είδα­με ποι­κί­λες θέσεις πίστε­ως ή απι­στί­ας έναν­τι του Θεαν­θρω­πί­νου προ­σώ­που του Χρι­στού. Δηλα­δή μία δια­φο­ρο­ποί­η­ση της πίστε­ως ή πολ­λές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις, όπως σας είπα από την αρχή, της πίστε­ως. Ό,τι ακρι­βώς είπε και ο Κύριος για το Θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πό Του στα έσχα­τα. «Άρα­γε», λέει, «θα βρω την πίστιν επί της Γης;».

Βέβαια, πίστις και πιστεύω είναι μία εύκο­λη λέξις να τη λέμε. Αλλά η αλη­θι­νή πίστις έχει και προ­ϋ­πο­θέ­σεις έχει και συνέ­πειες. Προ­ϋ­πο­θέ­σεις μιας υγιούς πίστε­ως είναι η ταπεί­νω­σις, αγα­πη­τοί μου· ώστε να απο­δε­χθείς ό,τι σου απο­κα­λύ­πτε­ται. Χωρίς προ­σθα­φαι­ρέ­σεις και συμ­πε­ρά­σμα­τα κατά το δοκούν, όπως το νομί­ζεις. Σήμε­ρα οι Χρι­στια­νοί μας έχουν τις επι­λο­γές τους. Κοι­τάξ­τε: Τις επι­λο­γές τους, πάνω στο θέμα της πίστε­ως. Σου λέει ο ένας: «Πιστεύω κατά τον τρό­πο μου». Πόσες φορές το έχο­με ακού­σει αυτό. «Πιστεύω κατά τον τρό­πο μου»… Αδελ­φέ μου, υπάρ­χει πίστις υπο­κει­με­νι­κή κατά τον τρό­πο σου; Μία είναι η πίστις και δεν δια­φο­ρο­ποιεί­ται. Από­δει­ξις εδώ ότι απου­σιά­ζει η ταπεί­νω­σις. Δεν θέλει να απο­δε­χθεί την εξ αντι­κει­μέ­νου κηρυσ­σο­μέ­νη και λεγο­μέ­νη πίστη. Όχι. Την απορ­ρί­πτει αυτή. Θέλει να πιστεύ­ει, όπως εκεί­νος κρί­νει. Άλλα πράγ­μα­τα θα δεχθεί, άλλα πράγ­μα­τα δεν θα δεχθεί. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι έχο­με εδώ μία υπε­ρη­φά­νειαν; Δηλα­δή μία απου­σία της ταπει­νο­φρο­σύ­νης;

Είναι ακό­μη και η αγα­θή προ­αί­ρε­ση. Τι προ­αι­ρέ­σε­ως άνθρω­πος είσαι. Είναι η αδο­λό­της, όπως την διε­τύ­πω­σε ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, όταν είδε τον Ναθα­να­ήλ. «Να», λέει, «ένας αλη­θι­νός Ισραη­λί­της». Ο ευθύς άνθρω­πος. Ξέρε­τε παρά ταύ­τα, πόσοι λένε ότι έχουν ευθύ­τη­τα, και όμως δεν έχουν ευθύ­τη­τα; Απα­τούν και τον εαυ­τό τους και τους άλλους. Καλύ­τε­ρα… τον εαυ­τό τους απα­τούν, διό­τι οι άλλοι, μία, δυο, τρεις φορές, θα αντι­λη­φθούν ότι δεν έχουν ευθύ­τη­τα οι άνθρω­ποι αυτοί.

Έχου­με και τις συνέ­πειες… Αν η πίστις που δια­τί­θε­ται είναι ορθή, αυτή και θα δικαιω­θεί, αυτή και θα επαι­νε­θεί. Αν η πίστις δεν είναι όπως τη θέλει ο Θεός, διό­τι ο καθέ­νας έχει τον τρό­πο του να πιστεύ­ει, τότε καμία δικαί­ω­σις δεν θα υπάρ­ξει.

Μία πίστις, αλή­θεια, κατά το δοκον, πέστε μου, σας παρα­κα­λώ, θα εθαυ­μα­τούρ­γει; Ποτέ. Ποτέ! Οι Εβραί­οι πίστευαν τον Μεσ­σί­αν· ότι κάπο­τε θα έρθει ο Μεσ­σί­ας. Αλλά το πρό­σω­πό Του το φόρ­τω­σαν με πολ­λές υπο­θέ­σεις, ώστε όταν ήρθε ο Χρι­στός δεν τον ανε­γνώ­ρι­σαν και δεν Τον απε­δέ­χθη­σαν· παρό­τι η Αγία Γρα­φή, η Παλαιά Δια­θή­κη, μας δίνει χαρα­κτη­ρι­στι­κά του Μεσ­σί­ου πάμ­πολ­λα, πλή­θος. Αλλά εδώ οι άνθρω­ποι αυτοί μελε­τού­σαν, μελε­τού­σαν τους προ­φή­τες κ.τ.λ., τελι­κά δεν ανε­γνώ­ρι­σαν τον Ιησούν Χρι­στόν. Λέγει.. είπαν οι τότε, οι σύγ­χρο­νοι με τον τυφλόν, πρώ­ην τυφλόν, οι άρχον­τες, Φαρι­σαί­οι, Γραμ­μα­τείς, ιερείς, οι αρχιε­ρείς, ήσαν αρκε­τοί αρχιε­ρείς, διό­τι τους ανέ­βα­ζαν και τους κατέ­βα­ζαν, απλώς απαν­τώ σε μία τυχόν απο­ρία σας, τους ανέ­βα­ζαν και τους κατέ­βα­ζαν οι Ρωμαί­οι. Αρκεί να σας έλε­γα ότι ήταν ισό­βιος ο αρχιε­ρεύς και ήταν μόνο ένας. Αλλά όπως συνέ­φε­ρε εις τους Ρωμαί­ους, που ήταν βέβαια στρα­τός κατο­χής, ανέ­βα­ζαν και κατέ­βα­ζαν τους αρχιε­ρείς. Τι απήν­τη­σαν τώρα με την υπό­θε­ση αυτού του πρώ­ην τυφλού; «μες οδαμεν τι Μωϋ­σε λελά­λη­κεν Θεός· τοτον δ οκ οδαμεν πόθεν στίν». «Γνω­ρί­ζο­με», λέγει, «ότι ο Θεός μίλη­σε εις τον Μωυ­σέα. Αυτός; Ο Ιησούς; Δεν ξέρο­με την προ­έ­λευ­σή Του». Και όμως αν μελε­τού­σαν τον λόγο του Θεού, θα γνώ­ρι­ζαν πολ­λά.

Έτσι, λοι­δο­ρούν τον πρώ­ην τυφλόν που υπε­ρα­σπι­ζό­ταν τον Ιησούν Χρι­στόν. Λέει: «Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά μόνο τού­το σας λέγω: ότι ο Θεός αμαρ­τω­λούς ανθρώ­πους δεν ακού­ει». Και του λέγουν εκεί­νο που σας είπα: «ν μαρ­τί­αις σ γεν­νή­θης λος, κα σ διδά­σκεις μς;». Και όπως σας είπα, τον πέτα­ξαν έξω. Μία περι­πέ­τεια δηλα­δή… Ενώ ο Κύριος βεβαιώ­νει, επά­νω στο ίδιο το αντι­κεί­με­νον ότι η τύφλω­ση του ανθρώ­που ‑για­τί ερω­τή­θη­κε από τους μαθη­τάς Του- η τύφλω­σις αυτού του συγ­κε­κρι­μέ­νου ανθρώ­που δεν ήταν απο­τέ­λε­σμα τυχόν αμαρ­τιών. «Ούτε οι γονείς του», λέει, «αμάρ­τη­σαν, ούτε αυτός αμάρ­τη­σε». Πότε θα προ­λά­βαι­νε να αμαρ­τή­σει, αφού γεν­νή­θη­κε τυφλός. «Και συνε­πώς αυτό έγι­νε», λέει ο Κύριος, «να φανε­ρωθ τ ργα το Θεο ν ατ».

Πάνω σε αυτό το ημι­στί­χιον θα είχα­με να πού­με πάρα πολ­λά. Δυστυ­χώς δεν έχο­με χρό­νο. Ότι δηλα­δή προ­ε­τοι­μά­στη­κε μία κατά­στα­σις, για να γίνει το θαύ­μα, όταν θα ήρχε­το ο Θεός Λόγος επά­νω εις την Γην. Θα σας έλε­γα, έτσι δειγ­μα­το­λη­πτι­κά, ο λόφος της Σιών έγι­νε εκ των προ­τέ­ρων δια να ικα­νο­ποι­η­θεί το έργον του Μεσ­σί­ου. Κλπ, κλπ. κλπ. Πλή­θος, πλή­θος, πλή­θος… Η εκλο­γή δε αυτού του τόπου, της Παλαι­στί­νης, που οδη­γή­θη­κε ο Αβρα­άμ έγι­νε από τον Θεόν, Θεόν Λόγον, από το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της Αγί­ας Τριά­δος. Του λέει: «Πήγαι­νε από δω, πήγαι­νε από κει…». Και του λέει: «Εδώ θα μεί­νεις». Εδώ. Αυτή είναι η γη της Επαγ­γε­λί­ας κ.λπ. κ.λπ. Όπως δηλα­δή θα ήθε­λε να εμφα­νι­στεί ο Θεός Λόγος μέσα εις την Ιστο­ρί­αν. Δεν λέγω περισ­σό­τε­ρα.

Και τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Καλά οι Γραμ­μα­τείς και οι άλλοι, δεν εγνώ­ρι­ζαν γράμ­μα­τα; Πώς διά­βα­ζαν τους προ­φή­τας; Πώς διά­βα­ζαν τον Ησα­ΐα; Κι όταν διά­βα­ζαν τους προ­φή­τας, πώς τους κατα­λά­βαι­ναν; Και πώς τους ερμή­νευαν; Εδώ βλέ­πει κανέ­νας ότι είχαν βάλει ένα τυφλο­πά­νι στα μάτια τους οι ερμη­νευ­ταί. Για­τί; Διό­τι ήθε­λαν να ερμη­νεύ­ουν βάσει των προ­σω­πι­κών τους επι­θυ­μιών. Περί­ερ­γο… Και δεν είναι λίγοι εκεί­νοι που ερμη­νεύ­ουν βάσει των προ­σω­πι­κών τους επι­θυ­μιών τον λόγο του Θεού. Έτσι, ποια ήταν τα στοι­χεία εκεί­να που τους έκα­ναν να ερμη­νεύ­ουν έτσι; Ήταν, αγα­πη­τοί μου, ήταν εθνι­κές βλέ­ψεις και οικο­νο­μι­κές κατα­στά­σεις. Το ακού­σα­τε; Εθνι­κές βλέ­ψεις και οικο­νο­μι­κές κατα­στά­σεις. Έτσι λοι­πόν απέ­δω­σαν και φόρ­τω­σαν εις τον Μεσ­σία ότι θα ήταν ένα πρό­σω­πον που θα τους απε­λευ­θέ­ρω­νε από εκεί­νον τον φοβε­ρόν ζυγόν των Ρωμαί­ων — προ­η­γή­θη­καν οι Έλλη­νες, προ­η­γή­θη­καν κι άλλοι ακό­μη, οι Βαβυ­λώ­νιοι κ.λπ., οι Ασσύ­ριοι· ήταν κάπου 600 και πλέ­ον χρό­νια κάτω από κατο­χή. Για να απο­κτή­σουν την ελευ­θε­ρία τους.

Τώρα, μεσούν­τος του 20ού αιώ­νος μετά Χρι­στόν, 2.500 χρό­νια κάτω από κατο­χή, έτσι λοι­πόν δια­στρε­βλώ­θη­κε μέσα τους η αντί­λη­ψη ότι ο Μεσ­σί­ας είναι ένα εθνι­κόν πρό­σω­πον. Και ακό­μη, όταν θα ήρχε­το, θα έτρω­γαν οι Εβραί­οι με χρυ­σά κου­τά­λια. Μέχρι σήμε­ρα το ξέρο­με ότι οι Εβραί­οι πάν­το­τε επι­θυ­μούν την ευη­με­ρία, σε όλα τα μήκη και πλά­τη της Γης. Έχουν γίνει τρα­πε­ζί­ται, τα ξέρε­τε αυτά. Ναι. Είναι μέσα στο αίμα τους η εθνι­κή απε­λευ­θέ­ρω­σις, η οποία έγι­νε, αλλά είναι… χμ… είναι… μαλώ­νουν με τους Παλαι­στι­νί­ους… δεν κάνω πολι­τι­κή, απλώς σκια­γρα­φώ την κατά­στα­ση τη σημε­ρι­νή. Και παν­τού πάν­τα θέλουν να έχουν χρή­μα­τα. Να πλου­τί­σουν, να πλου­τί­σουν… Σαν να τους έλει­ψε να φάνε και θέλουν να φάνε. Και όχι μόνο να φάνε, να ευη­με­ρούν, αλλά και με χρυ­σά κου­τά­λια να ευη­με­ρούν.

Έτσι και οι Χρι­στια­νοί μας, αγα­πη­τοί μου. Ναι. Και οι Χρι­στια­νοί μας πλα­νών­ται με ψευ­δο­πί­στεις, διά­φο­ρες πίστεις. Και ο Θεός επι­τρέ­πει να πλα­νών­ται επει­δή προ­τάσ­σουν τα πάθη τους και τις επι­θυ­μί­ες τους.

Η πίστις, αγα­πη­τοί μου, είναι μεγά­λη υπό­θε­ση. Ο Κύριος είπε: «ν χητε πίστιν ς κόκ­κον σινά­πε­ως, ρετε τ ρει τούτ, μετά­βη­θι ντεθεν κε, κα μετα­βή­σε­ται, κα οδν δυνα­τή­σει μν». Πεί­τε στο βου­νό αυτό να πάει πιο πέρα, και θα πάει πιο πέρα. Με αυτήν την εικό­να θέλει ο Κύριος να δεί­ξει ποια είναι η δύνα­μις της πίστε­ως. Έτσι, θα λέγα­με, είναι δυνα­τά πάν­το­τε εις τον πιστεύ­ον­τα. Οι μαθη­ταί βέβαια διέ­θε­ταν πίστιν όταν ακο­λού­θη­σαν τον Κύριον. Εντού­τοις παρα­κα­λούν τον Κύριον να τους προ­στε­θεί πίστις. «Πρό­σθες μν, Κύριε, πίστιν». Δηλα­δή σε αυτή που υπήρ­χε να προ­στε­θεί κι άλλη, κι άλλη πίστις. Η πίστις είναι δώρον στις καλο­προ­αί­ρε­τες καρ­διές. Είναι άκτι­στος ενέρ­γεια που προ­σγειού­ται στις αγα­θές καρ­διές. Άκτι­στος ενέρ­γεια. Έρχε­ται από τον Θεόν.

Πρέ­πει να πού­με ότι οι σύγ­χρο­νοι Χρι­στια­νοί μας ορθο­λο­γί­ζουν. «Ορθο­λο­γί­ζω» θα πει «προ­σπα­θώ να κατα­λά­βω κάτι με το μυα­λό μου. Κι επει­δή βέβαια το μυα­λό μου δεν τα χωρά­ει όλα, ό,τι δεν κατα­λά­βω, το απορ­ρί­πτω». Μα δεν είναι ό,τι δεν κατα­λα­βαί­νω να το απορ­ρί­ψω. Αυτήν την στιγ­μήν φερει­πείν, σε αυτόν τον χώρον εδώ, έχο­μεν ομι­λί­ες μου­σι­κές… Τις ακού­τε, τις βλέ­πε­τε; Απο­κα­λύ­πτον­ται με έναν δέκτην ραδιο­φώ­νου. Σημαί­νει επει­δή τώρα τίπο­τε δεν ακού­με, ότι δεν υπάρ­χουν αυτές όλες οι φωνές;

Βέβαια η σύγ­χρο­νη επι­στή­μη έδει­ξε και κατα­έ­δει­ξε ότι ο Ορθο­λο­γι­σμός δεν είναι παρά μία αρρώ­στια, αρρώ­στια του νου. Ερω­τή­σα­τε, πόσοι Χρι­στια­νοί μας πιστεύ­ουν στην Ανά­στα­ση του Χρι­στού. Ερω­τή­σα­τε, πόσοι πιστεύ­ουν στην ανά­στα­ση των νεκρών, ότι θα ανα­στη­θούν οι νεκροί… Ερω­τή­σα­τε περί της Δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας του Χρι­στού και περί της τελι­κής κρί­σε­ως εάν πιστεύ­ουν… Ερω­τή­σα­τε περί αιω­νί­ου κολά­σε­ως και αιω­νί­ου ζωής… Και τότε θα δεί­τε τι απάν­τη­ση θα πάρε­τε σε όλες αυτές τις ερω­τή­σεις. Για να δεί­τε ότι πόσο χωλαί­νει η πίστις, δια­φο­ρο­ποιεί­ται η πίστις εις τους Χρι­στια­νούς μας. «Α, στην Ανά­στα­ση του Χρι­στού πιστεύω αλλά δεν πιστεύω, βάζω ερω­τη­μα­τι­κό στην ανά­στα­ση των νεκρών». Έτσι έκα­ναν και οι πρό­γο­νοί μας οι Κορίν­θιοι. Και τους γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Εάν», λέγει, «οι νεκροί δεν ανα­στη­θούν, τότε ούτε ο Χρι­στός ανε­στή­θη». Για­τί είναι το ένα συνέ­πεια του άλλου. Και συνε­πώς είμε­θα εις τον ίδιον παρο­νο­μα­στήν, στις αμαρ­τί­ες μας, και δεν έχο­με σωτη­ρία.

Λέγει ο μακα­ρι­στός Πόπο­βιτς ότι αν θέλεις να δεις κατά πόσο η πίστις σου είναι ορθή και υγι­ής, να την αντι­πα­ρα­βά­λεις, να τη συγ­κρί­νεις με τα άρθρα του Συμ­βό­λου της Πίστε­ως. Κι εγώ πολ­λές φορές έχω πει όταν ο άλλος μου λέει: «Δεν πιστεύω στην ανά­στα­ση των νεκρών, δεν χωρά­ει το μυα­λό», ορθο­λο­γι­σμός! Εδώ ο Θεός μας έκα­νε εκ του μηδε­νός και δεν θα μας κάνει εκ του είναι, εκ του όντος; «Τι λες, άνθρω­πέ μου; Ύστε­ρα… το Πιστεύω το ξέρε­τε;». «Πώς!». Τον βάζω να το πει: «Προσ­δοκ νάστα­σιν νεκρν…». Κατα­λα­βαί­νεις τι λες εδώ; Ομο­λο­γείς ότι περι­μέ­νεις ανά­στα­ση νεκρών κι εσύ λες ότι δεν πιστεύ­εις;

Έχο­με σήμε­ρα οι Χρι­στια­νοί μας, αγα­πη­τοί μου, τύφλω­ση φοβε­ρή! Σήμε­ρα Κυρια­κή του Τυφλού, γι΄αυτό έχο­με το θέμα τού­το. Τύφλω­ση φοβε­ρή! Ο Κύριος είπε: «Ε τ πίγεια επον μν κα ο πιστεύ­ε­τε, πς ἐὰν επω μν τ που­ρά­νια πιστεύ­σε­τε;». «Σας είπα επί­γεια πράγ­μα­τα και δεν πιστεύ­ε­τε. Πού να σας πω και ουρά­νια πράγ­μα­τα. Θα πιστεύ­α­τε;». Σίγου­ρα όχι. Και «πίγεια» τι είναι; Όταν το κάπνι­σμα βλά­πτει, δεν είναι ανάγ­κη να μας το πει ο Χρι­στός αυτό. Το βλέ­πο­με δε μπρο­στά μας σε μεγά­λες αφί­σες που δια­φη­μί­ζουν το τσι­γά­ρο και από κάτω γρά­φει ότι: «Το κάπνι­σμα βλά­πτει σοβα­ρά». Πέστε μου, ποιος στα­μά­τη­σε να καπνί­ζει ή ποιος δεν θέλη­σε να προ­χω­ρή­σει να καπνί­ζει, ιδί­ως τα παι­διά, νέα παι­διά, επει­δή υπάρ­χει αυτή η επι­γρα­φή, ή εμπο­δί­στη­καν. Που­θε­νά τίπο­τα. Δεν πιστεύ­ουν οι άνθρω­ποι σε πράγ­μα­τα που φαί­νον­ται. «Το AIDS», σου λέει… «θα αυξά­νει ο αριθ­μός των θυμά­των του AIDS». Κι όμως δεν πιστεύ­ουν. Πολ­λές φορές άμα ακού­ει κανείς από εκπομ­πές κτλ. προ­σπά­θειες να γίνον­ται κατά των ναρ­κω­τι­κών, προ­παν­τός εναν­τί­ον των ναρ­κω­τι­κών, του τσι­γά­ρου κ.τ.λ., μα, δεν κατα­λα­βαί­νε­τε άνθρω­ποι ότι θα αρρω­στή­σε­τε; Δεν το πιστεύ­ουν… Λένε πολ­λά πράγ­μα­τα. Λένε ότι είναι θέμα ενη­με­ρώ­σε­ως. Δεν είναι θέμα ενη­με­ρώ­σε­ως μόνον. Είναι και θέμα πίστε­ως. Επί επι­γεί­ων πραγ­μά­των. Θα ενη­με­ρω­θείς αλλά και θα πιστέ­ψεις ότι όντως βλά­πτει φερει­πείν το ναρ­κω­τι­κό. Για­τί το παίρ­νεις; Στα­μά­τη­σαν τα ναρ­κω­τι­κά παρά την τόση μεγά­λη ενη­μέ­ρω­ση που υπάρ­χει; Όχι! Για­τί λεί­πει αυτό το στοι­χείο της πίστε­ως. Της πίστε­ως όχι στον Θεό, αλλά της πίστε­ως ότι τα πράγ­μα­τα είναι έτσι. Και ότι βλά­πτουν.

Τι να πού­με για την ανάγ­κη της πίστε­ως για τα έσχα­τα; Πολ­λοί θεω­ρούν την πορεία της Ιστο­ρί­ας κυκλι­κή. Ξανα­γυ­ρί­ζο­με στο ίδιο σημείο. Δεν είναι αυτό. Είναι ευθύ­γραμ­μη η Ιστο­ρία. Προ­σέ­ξα­τέ το. Ξεκί­νη­σε ο κόσμος και θα τελειώ­σει ο κόσμος. Του­λά­χι­στον εις την μορ­φήν εις την οποί­αν ευρί­σκε­ται. Πολ­λοί πιστεύ­ουν σε έναν κόσμο καλύ­τε­ρο, τη στιγ­μή που ο κόσμος πηγαί­νει από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο. Η παρα­κμή δε που δέρ­νει τον κόσμον αυτή τη στιγ­μή παγ­κο­σμί­ως, η παρα­κμή, δεν έχει το προ­η­γού­με­νό της. Ποιοι τα βλέ­πουν όλα αυτά; Εκεί­νοι που έχου­νε μάτια, τα βλέ­πουν. Όλα ξηλώ­νουν, όλα ξεφτί­ζουν, όλα βυθί­ζον­ται εις την λάσπην. Τα πάν­τα! Όταν ετοι­μά­ζον­ται στην παρα­δο­χή ομο­φυ­λο­φι­λι­κών γάμων, τι θα λέγα­τε; Μπή­κα σε έναν πει­ρα­σμό. Χθες το σκέ­φτη­κα αυτό. Το έλε­γα σε κάποιους που ήσαν εδώ. Το από­γευ­μα, είχα­με μια ομι­λία. Άρα­γε … καλά, να μην μπει το θρή­σκευ­μα, ξέρω γω, να μην μπει… ξέρω γω. Να μην μπει όμως αν είσαι παν­τρε­μέ­νος ή όχι, να μην μπει η σύζυ­γος ή ο σύζυ­γος, δεν το κατα­λα­βαί­νω. Εσείς το κατα­λα­βαί­νε­τε; Κάποια στιγ­μή σκέ­φτη­κα και λέω, υπο­θέ­τω: Τι σύζυ­γο θα βάλει ο άνδρας όταν τα έχει, παν­τρεύ­ε­ται, με έναν ομο­φυ­λό­φι­λο; Αφού παίρ­νουν και δια­με­ρί­σμα­τα στην Αγγλία, δεν ξέρω πού. Ναι. Όπως παίρ­νουν δια­με­ρί­σμα­τα σε μία πολυ­κα­τοι­κία του Δήμου. Πού να μπει λοι­πόν η σύζυ­γος, όταν αυτός είναι παν­τρε­μέ­νος με έναν άλλον άνδρα; Ναι. Αν θέλε­τε, δεχθεί­τε το. Κι όμως όλα είναι γραμ­μέ­να και δια­βά­ζον­ται μόνο από εκεί­νους που μπο­ρούν να βλέ­πουν.

Λέγει ο Δανι­ήλ: «Καί λόγους πρός τόν ψιστον λαλή­σει καί τούς γίους ψίστου παλαιώ­σει (ο Αντί­χρι­στος) καί πονο­ή­σει (θα σχε­διά­σει) το λλοισαι και­ρούς καί νόμον κα δοθή­σε­ται ν χειρ ατο ως και­ρο κα καιρν κα μισυ και­ρο». Σε ένα ημι­στί­χιο θα μεί­νω. Ότι σχε­διά­ζει να αλλοιώ­σει «και­ρούς και νόμον». Ξέρε­τε τι θα πει «και­ρούς και νόμον;». Ο «νόμος» είναι η αλλοί­ω­σις του νόμου· που τον έχο­με τον νόμο γραμ­μέ­νο και στη συνεί­δη­σή μας. Ξέρε­τε τι είναι οι «και­ροί»; Είναι η φύσις. Ο γάμος είναι φυσι­κόν πράγ­μα. Όταν όμως εσύ αλλοιώ­νεις κάτι που είναι φυσι­κόν πράγ­μα και παν­τρεύ­ε­σαι έναν ομο­φυ­λό­φι­λο, να ΄το… Είναι γραμ­μέ­να αυτά. Ποιος τα δια­βά­ζει; Και ποιος μπο­ρεί να προ­λά­βει το κακό που έρχε­ται καλ­πά­ζον;

Πολ­λά πράγ­μα­τα γίνον­ται λοι­πόν στην επο­χή μας, που προ­μη­νύ­ουν το τέλος της Ιστο­ρί­ας. Και όμως επι­κρα­τεί τύφλω­ση, που τίπο­τα δεν αντι­λαμ­βά­νον­ται οι άνθρω­ποι.

Αγα­πη­τοί, τονί­ζει ο Θεός δια του προ­φή­του Ιεζε­κι­ήλ: «Τδε λγει Κριος·πρας κει (ήρθε το τέλος), τ πρας κει π τς τσσα­ρας πτρυγας τς γς. κει τ πρας π σ τν κατοι­κοντα τν γν». Ήρθε το τέλος. Κι αυτός ακό­μη ο λαός του Θεού θέλει να πάσχει από βαριά τύφλω­ση. Ποιος είναι ο λαός του Θεού; Οι Χρι­στια­νοί. Για να ακου­στεί και πάλι η φωνή του Θεού: «τι λέγεις τι πλού­σιός εμι -που είναι στην Απο­κά­λυ­ψη γραμ­μέ­νο- κα πεπλού­τη­κα κα οδενς χρεί­αν χω, -κα οκ οδας (δεν γνω­ρί­ζεις) τι σ ε ταλαί­πω­ρος κα λεεινς κα πτωχς κα τυφλς κα γυμνός,- Συμ­βου­λεύω σοι (σε συμ­βου­λεύω) γορά­σαι παρ᾿ μο κολ­λύ­ριον (φάρ­μα­κο των ματιών να αγο­ρά­σεις από μένα) κα να γχρίσ τος φθαλ­μούς σου να βλέπς». Και ποιο είναι το κολ­λύ­ριο που θα ανοί­ξει τα μάτια μας και που πρέ­πει να αγο­ρά­σου­με από τον Χρι­στόν; Είναι, αγα­πη­τοί μου, το Πνεύ­μα το Άγιον. Για το οποίο λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Τ πνεμα τ γιον στί το ποιον τέρους φθαλ­μούς». Αυτό θα σου δώσει άλλα μάτια να βλέ­πεις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Και τότε θα δού­με σε τι διά­λυ­ση βρί­σκε­ται, αγα­πη­τοί, ο σημε­ρι­νός κόσμος…

Επι­τρέ­ψα­τέ μου να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τη γλώσ­σα του αγί­ου Ιωάν­νου του Ευαγ­γε­λι­στού που ομο­λο­γεί: «Μ γαπτε τν κόσμον μηδ τ ν τ κόσμ(εν εννοία ηθι­κή)· άν τις γαπ τν κόσμον, οκ στιν γάπη το πατρς ν ατ· τι πν τ ν τ κόσμ, πιθυ­μία τς σαρκς κα πιθυ­μία τν φθαλμν –τηλε­ό­ρα­σις- κα λαζο­νεία το βίου». Τρία αυτο­κί­νη­τα στη διά­θε­σή μας η κάθε οικο­γέ­νεια… «Παι­δία», λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, «σχά­τη ρα στί, κα καθς κού­σα­τε τι ντί­χρι­στος ρχε­ται, κα νν ντί­χρι­στοι πολ­λο γεγό­να­σιν· θεν γινώ­σκο­μεν τι σχά­τη ρα στίν». Αμήν.



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_836.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Γ (Ανα­στά­σε­ως Ημέ­ρα)

Μέγας εἶναι ὁ Θεός μας , μεγά­λα καὶ τὰ ἔργα Του! Δὲν ὑπάρ­χει ἀρχὴ καὶ τέλος στὰ θαυ­μά­σια Τοῦ (πρβλ. Ψαλμ. όστ΄ 13,14)! Δὲν ὑπάρ­χουν μάτια ποῦ νά ‘χοῦν δεῖ όλ’ αὐτὰ τὰ θαυ­μά­σια, δὲν ὑπάρ­χει γλῶσ­σα νὰ τὰ διη­γη­θεῖ, μὰ οὔτε καὶ νοῦς νὰ τὰ συλ­λά­βει. — Τὰ μάτια εἶδαν κι ὅταν ἦρθε ὁ θάνα­τος ἔκλει­σαν. Ἡ γλῶσ­σα διη­γή­θη­κε καὶ μουγ­γά­θη­κε. Ὁ νοῦς συνέ­λα­βε κι ἔπει­τα ὅλα τὰ κάλυ­ψε ἡ λήθη. Ποιός μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὰ θαυ­μά­σια καὶ ν’ ἀγνο­εῖ τὸ θαυ­μα­τουρ­γό; Καὶ ποιός μπο­ρεῖ νὰ δεῖ τὸ θαυ­μα­τουρ­γὸ καὶ νὰ ἐξα­κο­λου­θή­σει νὰ ζεῖ;

Ὅλη ἡ φωτιὰ ἦρθε στὴ γῆ κι ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἔρχε­ται ἀπὸ τὸν ἥλιο. Για­τί δὲν κατέ­βη­κε ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος στή γῆ, ἀντὶ νὰ παρου­σιά­ζε­ται λίγο στὴ γῆ, λίγο στὸ νερό, λίγο στὸν ἀέρα, λίγο στὰ δάση καὶ λίγο στὰ ζῶα; Για­τὶ σὲ κάθε μερι­κὴ παρου­σί­α­σή του ὁ ἥλιος κρύ­βε­ται πίσω ἀπὸ ἕνα σκοῦ­ρο καὶ κρύο παρα­πέ­τα­σμα; Για­τί δὲν κατέ­βη­κε ὁλό­κλη­ρος στὴ γῆ γιὰ νὰ φτιά­ξει τὰ πράγ­μα­τα ποὺ γίνον­ται μὲ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ φώς του, φορῶν­τας σάρ­κα καὶ περιο­ρι­σμέ­νος μέσα στὴ σάρ­κα; Ἐπει­δὴ ἂν πλη­σί­α­ζε πολὺ κον­τά, ἢ γῆ θὰ ἔλιω­νε, θὰ ἐξα­φα­νι­ζό­ταν σὰν ἀτμός, θὰ χανό­ταν.

Ποιός θνη­τὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ βρε­θεῖ κον­τὰ στὸν ἥλιο καὶ νὰ ζήσει; Καὶ ὁ ἥλιος δὲν εἶναι παρὰ δημιούρ­γη­μα τοῦ Θεοῦ. Μπρο­στὰ στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ὁ ἥλιος εἶναι σὰν σκο­τά­δι. Ποιός ἑπο­μέ­νως θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κοι­τά­ξει το Θεὸ τῶν θαυ­μα­σί­ων καὶ νὰ ζήσει;

Δὲ σοῦ εἶναι εὔκο­λο νὰ κατα­νο­ή­σεις ὅτι ὁ Κύριος Ἰησους ἔπρε­πε νὰ κρύ­ψει τὴν ἀστρα­φτε­ρὴ λάμ­ψη τῆς θεό­τη­τάς Τοῦ κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ καὶ σκο­τει­νὸ κάλυμ­μα τῆς ἀνθρώ­πι­νης σάρ­κας; Ποιός ἄνθρω­πος θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀντέ­ξει καὶ νὰ ἐπι­ζή­σει μπρο­στὰ στὴν παρου­σία Του;

Καὶ κάτι ἀκό­μα. Ἄν δὲν εἶχε περιο­ρί­σει τὴ δόξα τῆς θεό­τη­τάς του, ποιός ἄνθρω­πος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σωθεῖ; Γιὰ νὰ ποῦ­με τὴν ἀλή­θεια, ἂν κάτι θὰ ἦταν δύσκο­λο γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, αὐτὸ ἦταν σίγου­ρα νὰ περιο­ρί­σει τὴ δόξα τῆς θεό­τη­τάς του, παρὰ νὰ τὴ φανε­ρώ­σει.

‘Ἀκρι­βῶς λοι­πὸν ἐπει­δὴ περιό­ρι­σε μὲ πολ­λὴ σοφία τὴ δόξα τῆς θεϊ­κῆς Του δύνα­μης, ἡ ζωή του στὴ γῆ ἦταν ἡ τέλεια ἁρμο­νία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρω­πο.

Ἀδελ­φοί μου! Σὰν ἄνθρω­πος ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶναι λιγό­τε­ρο θαυ­μα­στὸς ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ὡς Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρω­πος εἶναι θαυ­μα­στός, εἶναι τὸ θαῦ­μα τῶν θαυ­μά­των. Δὲν εἶναι ὅμως κάποιο θαῦ­μα ποὺ ἔγι­νε ἀπὸ μαγεία, μαν­τεία ἢ κάποιο ἐπι­δέ­ξιο τέχνα­σμα. Εἶναι τὸ θαῦ­μα τῆς σοφί­ας τοῦ Θεοῦ, τῆς δύνα­μης καὶ τῆς ἀγά­πης Του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος.

Ὁ Κύριος δὲν ἔκα­νε θαύ­μα­τα γιὰ νὰ τὸν ἐγκω­μιά­σουν οἱ ἄνθρω­ποι. Μήπως πηγαί­νει κάποιος ἀπὸ μᾶς σὲ νοσο­κο­μεῖο καὶ κυκλο­φο­ρεῖ ἀνά­με­σα σὲ τρε­λούς, κου­φούς, ἄλα­λους καὶ λεπροὺς γιὰ νὰ λάβει τὸν ἔπαι­νό τους; Μήπως ὁ βοσκὸς θερα­πεύ­ει τὸ πρό­βα­τό του, γιὰ ν’ ἀκού­σει τὸ ἐγκω­μια­στι­κὸ βέλα­σμά του; Τὰ θαύ­μα­τά Τοῦ καὶ Κύριος τὰ ἔκα­νε μόνο γιὰ νὰ βοη­θή­σει τοὺς ἀπελ­πι­σμέ­νους καὶ νὰ δεί­ξει ἔτσι πῶς ὁ Θεὸς φανε­ρώ­θη­κε στοὺς ἀνθρώ­πους ἀπὸ τὴ μεγά­λη του ἀγά­πη.

Το σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο περι­γρά­φει ἕνα ἀπὸ τ’ ἀμέ­τρη­τα θαύ­μα­τα ποὺ ἔκα­νε ὁ Θεός. Μὲ αὐτὸ φανε­ρώ­νε­ται ἡ ἀγά­πη τοῦ Χρι­στοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ ὑπο­φέ­ρουν, ἀλλ’ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ κι ἡ θεό­τη­τά Του.

Ἐκεῖ­νο τὸν και­ρό, «παρά­γων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρω­πον τυφλὸν ἐκ γενε­τῆς» (Ἰωάν. θ’ 1). Πρὶν ἀπ’ αὐτὸ ἀνα­φέ­ρε­ται πῶς οἱ Ἰου­δαῖ­οι εἶχαν πάρει πέτρες γιὰ νὰ ρίξουν στὸν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν στὸ ναό, ἐπει­δὴ μιλοῦ­σε τὴν ἀλή­θεια. Τὴν ὥρα ποὺ οἱ κακοῦρ­γοι Ἰου­δαῖ­οι σκέ­φτον­ταν μόνο πῶς θὰ κάνουν κακὸ στὸν Κύριο, Ἐκεῖ­νος σκε­φτό­ταν μόνο πῶς θὰ εὐερ­γε­τή­σει τοὺς ἀνθρώ­πους.

Ἕνας ἄνθρω­πος καθό­ταν μπρο­στὰ στὸ ναό. Εἶχε γεν­νη­θεῖ τυφλὸς καὶ στε­κό­ταν ἐκεῖ ζητῶν­τας ἐλεη­μο­σύ­νη. Κανέ­νας ἀπὸ τοὺς κακεν­τρε­χεῖς διῶ­κτες τοῦ Χρι­στοῦ, τοὺς ἐπαί­σχυν­τους ἄρχον­τες καὶ πρε­σβυ­τέ­ρους του λαοῦ, δὲν ἦταν πρό­θυ­μος ν’ ἀσχο­λη­θεῖ μὲ τὸν φτω­χὸ αὐτὸν ἄνθρω­πο. Ἀκό­μα κι ἂν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ἔρι­χνε λίγα νομί­σμα­τα στὰ χέρια του, τὸ ἔκα­νε περισ­σό­τε­ρο γιὰ νὰ τὸν δοῦν οἱ ἄνθρω­ποι, παρὰ ἀπὸ ἀγά­πη γι’ αὐτόν. Μὲ τὴ γλῶσ­σα τοῦ Μωυ­σῆ ὁ Κύριος εἶχε πεῖ παλιό­τε­ρα γιὰ τέτοιους ἀνθρώ­πους: «Γενεὰ ἐξε­στραμ­μέ­νη ἐστίν, υἱοί, οἷς οὐκ ἔστι πίστις» (Δευτ. λβ’ 20). Ὁ στορ­γι­κὸς Κύριος στά­θη­κε μπρο­στὰ στὸν ἄνθρω­πο αὐτόν, ἕτοι­μος νὰ τὸν βοη­θή­σει πραγ­μα­τι­κά.

«Καὶ ἤρώ­τη­σαν αὐτὸν οἱ μαθη­ταὶ αὐτου λέγον­τες: ραβ­βί, τίς ἥμαρ­τεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἶνα τυφλὸς γεν­νη­θεῖ;» (Ἰωάν. θ’ 2). Λίγο νωρί­τε­ρα ὁ Κύριος εἶχε θερα­πεύ­σει τὸν παρα­λυ­τι­κὸ στὴν προ­βα­τι­κὴ κολυμ­βή­θρα καὶ τοῦ εἶχε πεῖ: «Μηκέ­τι ἁμάρ­τα­νε, ἶνα μὴ χεῖ­ρον σοὶ τί γένη­ται» (Ἰωάν. ἔ’ 14). Γίνε­ται φανε­ρὸ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ πῶς ὁ ἄνθρω­πος ἐκεῖ­νος, ποὺ ἦταν τόσα πολ­λὰ χρό­νια ἀνά­πη­ρος, ἔφται­γε ὁ ἴδιος μὲ τίς ἁμαρ­τί­ες του γιὰ τὴν ἀρρώ­στια τοῦ. Ἡ περί­πτω­ση τοῦ γεν­νη­μέ­νου τυφλοῦ ὅμως ἦταν ἀσα­φὴς καὶ γι’ αὐτὸ οἱ μαθη­τὲς ρώτη­σαν τὸ Χρι­στό: Τίς ἥμαρ­τεν;

Τὸ ὅτι πολ­λὰ παι­διὰ ὑπο­φέ­ρουν γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες τῶν γονιῶν τους, ἔχει ξεκα­θα­ρι­στεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπι­τρέ­πει μερι­κὲς φορὲς νὰ ὑπο­φέ­ρουν τὰ παι­διὰ γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες τῶν γονιῶν τους, ἔχει κι αὐτὸ ξεκα­θα­ρι­στεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γρα­φὴ (Ἀβασ. ἰα’ 12, κά’ 29). Αὐτὸ μπο­ρεῖ νὰ φανεῖ ἄδι­κο μόνο σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἔχουν συνη­θί­σει νὰ θεω­ροῦν τοὺς ἀνθρώ­πους σὰν ξεχω­ρι­στὲς ὀντό­τη­τες, σὰ νά ‘ναι τελεί­ως ἀπο­κομ­μέ­νοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὅποιος ὅμως θεω­ρεῖ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος ὡς ἕναν ὀργα­νι­σμό, δὲ θὰ τὸ λογα­ριά­σει αὐτὸ οὔτε ἄδι­κο οὔτε ἀφύ­σι­κο.

Ὅταν ἕνα ἁμαρ­τω­λὸ μέλος τραυ­μα­τί­ζε­ται, τὰ ἄλλα μέλη ποὺ δὲν ἔχουν ἁμαρ­τή­σει, ὑπο­φέ­ρουν. Εἶναι πολὺ πιὸ δύσκο­λο νὰ ἐξη­γή­σεις πῶς καὶ πότε μπο­ρεῖ νὰ ἁμάρ­τη­σε ὁ ἄνθρω­πος ποὺ γεν­νή­θη­κε τυφλός, παρὰ νὰ ὁρί­σεις τὴν αἰτία τῆς τυφλό­τη­τας. Σὰν ἁπλοῖ ἄνθρω­ποι οἱ ἀπό­στο­λοι δέχτη­καν τὴ δεύ­τε­ρη αὐτὴ ἐκδο­χή, χωρὶς νὰ σκε­φτοῦν ἂν ὑπάρ­χει καὶ τρί­τη. Σ’ αὐτοὺς φαι­νό­ταν πιὸ πιθα­νὸ στὴν περί­πτω­ση αὐτὴ ν’ ἁμάρ­τη­σαν οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ. Θυμή­θη­καν ὅμως τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς στὸν παρα­λυ­τι­κὸ (μηκέ­τι ἁμάρ­τα­νε), καὶ συνέ­δε­σαν κατὰ κάποιο τρό­πο τὴ μιὰ περί­πτω­ση μὲ τὴν ἄλλη.

Ἦταν σὰ νὰ τοῦ ἔλε­γαν: Ἦταν καθα­ρό σε μᾶς τότε ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια Σου, πῶς ὁ ἄνθρω­πος ἐκεῖ­νος προ­κά­λε­σε μόνος του τὴν ἀρρώ­στια. Μπο­ρεῖ ὅμως νὰ ἰσχύ­ει τὸ ἴδιο καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση; Ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἄνθρω­πος ἁμάρ­τη­σε ὁ ἴδιος ἢ ἁμάρ­τη­σαν οἱ γονεῖς του;

Ἄν ὁ Κύριος ἔκα­νε τὴ στιγ­μὴ αὐτὴ στοὺς μαθη­τές του τὴν ἐρώ­τη­ση: «Πῶς νομί­ζε­τε πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔχει ἁμαρ­τή­σει γιὰ νὰ γεν­νη­θεῖ τυφλός;», οἱ μαθη­τές Τοῦ θὰ βρί­σκον­ταν σὲ ἀμη­χα­νία. Σὰν τελευ­ταῖο ἐπι­χεί­ρη­μα ἴσως ἐπι­κα­λοῦν­ταν τὴν κοι­νὴ ἁμαρ­τία τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία τοῦ ‘Ἀδάμ, ὅπως λέει ὁ Ψαλ­μω­δός: «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνο­μί­αις συνε­λή­φθην καὶ ἐν ἁμαρ­τί­αις ἐκίσ­ση­σέ μὲ ἢ μήτηρ μοῦ» (Ψαλμ. ν’ 5).

Ἡ πιθα­νό­τη­τα ν’ ἀνα­φέ­ρον­ταν οἱ μαθη­τὲς στὸ σκε­πτι­κὸ ὁρι­σμέ­νων γραμ­μα­τέ­ων καὶ φαρι­σαί­ων (ποῦ δὲν ἦταν δικό τους, τὸ εἶχαν δανει­στεῖ ἀπὸ τὴν Ἀπω Ἀνα­το­λή), πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που, προ­τοῦ γεν­νη­θεῖ, εἶχε πιθα­νῶς ζήσει σὲ κάποιο ἄλλο σῶμα καὶ πῶς σ’ αὐτὴν τὴν προ­η­γού­με­νη ζωὴ εἶχε ζήσει μὲ τρό­πο ποὺ ἄξι­ζε ν’ ἀντα­μει­φθεῖ ἢ νὰ τιμω­ρη­θεῖ σ’ αὐτὴν τὴ ζωή, εἶναι πολὺ μικρή. Αὐτὴ εἶναι μιὰ φιλο­σο­φι­κὴ ὑπό­θε­ση, ποὺ δὲ θά ‘τὰν δυνα­τὸ νὰ τὴν ἤξε­ραν οἱ ἁπλοϊ­κοὶ καὶ πιστοὶ Γαλι­λαῖ­οι ψαρᾶ­δες.

Ὁ σοφὸς Διδά­σκα­λος ἀπάν­τη­σε στὴν ἐρώ­τη­ση τῶν μαθη­τῶν: «Οὔτε οὗτος ἥμαρ­τεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανε­ρω­θῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. Θ’ 2). Δηλα­δή, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος: «ὅτι ἁμάρ­τη­σε αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς του, δὲν εἶναι ἐδῶ ἡ αἰτία τῆς τυφλό­τη­τας». Γιὰ τὸν Ἰὼβ δὲν εἰπώ­θη­κε ἂν ἁμάρ­τη­σε ὁ ἴδιος ἢ οἱ γονεῖς του ποὺ τὸν βρῆ­καν τόσες συμ­φο­ρὲς κι ἀρρώ­στιες, ὥστε ἀναγ­κά­στη­κε νὰ κραυ­γά­σει: «Φύρε­ται δέ μου τὸ σῶμα ἕν σαπρία σκω­λή­κων, τήκω δὲ βώλα­κας γῆς ἀπὸ ἰχῶ­ρος ξύων» (Ἰώβ, ζ’ 5).

Γιὰ τὰ βάσα­να καὶ τίς ἀρρώ­στιες ποὺ βρί­σκουν τὸν ἄνθρω­πο στὴ γῆ, ἴσως ὑπάρ­χουν κι ἄλλες αἰτί­ες, ἐκτός ἀπὸ τίς ἁμαρ­τί­ες τοῦ ἴδιου ἢ τῶν γονιῶν του. Στὴν περί­πτω­ση τοῦ ἀνθρώ­που ποὺ γεν­νή­θη­κε τυφλός, ἡ αἰτία ἦταν ἕνα φανε­ρω­θῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.



Εὐλο­γη­μέ­νοι εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ πάνω τους φανε­ρώ­νον­ται τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ χρη­σι­μο­ποιεῖ γιὰ τὴν ψυχι­κή τους σωτη­ρία. Εὐλο­γη­μέ­νος εἶναι ὁ φτω­χὸς ἄνθρω­πος ποὺ ὅταν τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ τὸν κάνει πλού­σιο καὶ διά­ση­μο, ἐκεῖ­νος νιώ­θει καὶ δέχε­ται τὸ ἔλε­ός Του μὲ εὐχα­ρι­στία. Εὐλο­γη­μέ­νος εἶναι ὁ ἀπελ­πι­σμέ­νος ἀνά­πη­ρος ποὺ ὁ Θεός του δίνει τὴν ὑγειά του κι αὐτὸς ὑψώ­νει τὴν καρ­διὰ τοῦ στὸν ἀθέ­α­το Θεό, τὸ μονα­δι­κὸ εὐερ­γέ­τη του.

Πόσο ὁρα­τὰ εἶναι κάθε μέρα στὸν καθέ­να μᾶς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ! Τί χαρὰ νιώ­θουν ὅλοι ἐκεῖ­νοι ποὺ μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτὰ ὁ Θεὸς ἀνοί­γει τὴν πνευ­μα­τι­κή τους ὅρα­ση γιὰ νὰ θεω­ροῦν το Θεό! Ἀλί­μο­νο σὲ κεί­νους ποῦ, ἐνῶ στὰ χέρια τοὺς ἀφθο­νοῦν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ­νοι τοῦ γυρί­ζουν τὴν πλά­τη κι ἀκο­λου­θοῦν σὰν τυφλοὶ τοὺς σκο­τει­νοὺς καὶ ματαιό­δο­ξους δρό­μους τους. Τὰ ἔργα τοῦ Θεού φανε­ρώ­νον­ται σὲ ὅλους μας κάθε μέρα, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας κάθε μέρα καὶ ὥρα τῆς ἐπί­γειας ζωῆς μας.

Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ λει­τουρ­γοῦν γιὰ τὴ σωτη­ρία του κάθε ἀνθρώ­που ξεχω­ρι­στά. Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ στὸν ἐκ γενε­τῆς τυφλὸ ὅμως συν­τε­λοῦν στὴ σωτη­ρία πολ­λῶν. Τὰ ἔργα αὐτὰ ἀπο­κά­λυ­ψαν πραγ­μα­τι­κὰ πῶς ὁ Θεὸς κατέ­βη­κε στὴ γῆ, ἔζη­σε ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους. Τὰ ἔργα αὐτὰ φανέ­ρω­σαν πῶς ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους ζοῦν περισ­σό­τε­ροι πνευ­μα­τι­κὰ τυφλοὶ παρὰ σωμα­τι­κά. ‘Ἀπο­δεί­χτη­κε ἐπί­σης μὲ τὰ ἔργα αὐτὰ πῶς ἕνας συνε­τὸς ἄνθρω­πος, ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸ Θεὸ κάποιο σωμα­τι­κό χάρι­σμα, θὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει γιὰ νὰ ἐμπλου­τί­σει τὴν ψυχή του μὲ ἀλη­θι­νὴ πίστη.

Προ­βλέ­πον­τας ὅλους αὐτοὺς τοὺς καρ­ποὺς τῆς θερα­πεί­ας τοῦ ἐκ γενε­τῆς τυφλοῦ, ὁ Κύριος εἶπε ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νος στοὺς μαθη­τές Του: Οὔτε οὗτος ἥμαρ­τεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανε­ρω­θῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἦταν σὰ νά ‘θελε νὰ πεί: ‘Ἀφῆ­στε κατὰ μέρος τώρα τὸ ἐρώ­τη­μα γιά το ποιός φταί­ει, ὁ ἴδιος ἢ ὁ πατέ­ρας του. Δὲν ἀξί­ζει ν’ ἀσχο­λη­θοῦ­με μ’ αὐτὸ αὐτὴ τὴ στιγ­μή. Ἄν ἁμάρ­τη­σε αὐτὸς καὶ οἱ γονεῖς του, μπο­ρῶ αὐτὴ τὴ στιγ­μὴ νὰ τοὺς συγ­χω­ρή­σω, νὰ πάρω τὴν ἁμαρ­τία πάνω Μοῦ καὶ νὰ τοὺς κηρύ­ξω ἀθώ­ους. Όλ’ αὐτὰ εἶναι δευ­τε­ρεύ­ον­τα τώρα μπρο­στὰ σ’ ἐκεῖ­νο ποὺ εἶναι νὰ φανε­ρω­θεῖ. Καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ (ὄχι ἕνα ἀλλὰ πολ­λὰ) θὰ φανε­ρω­θοῦν μὲ τὸν ἄνθρω­πο αὐτὸν καὶ τὸ γεγο­νὸς αὐτὸ θὰ κατα­γρα­φεῖ στὸ εὐαγ­γέ­λιο, ὥστε νὰ λει­τουρ­γή­σει γιὰ τὴ σωτη­ρία πολ­λῶν.

Πραγ­μα­τι­κά, γιὰ τὰ χρό­νια ποὺ ὑπό­φε­ρε ὁ γεν­νη­μέ­νος τυφλὸς ἄνθρω­πος, θ’ ἀπο­ζη­μιω­θεῖ ἑκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. Κι ἡ ἀντα­πό­δο­ση ποὺ δίνει ὁ Θεὸς σὲ κεί­νους ποὺ ὑπό­φε­ραν γιὰ χάρη Του εἶναι αἰώ­νια, ἄφθαρ­τη. Ὁ Νικη­φό­ρος, ἕνας σοφὸς σχο­λια­στὴς τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, λέει γιὰ τὸν ἐκ γενε­τῆς τυφλὸ ἄνθρω­πο: «Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ γεν­νή­θη­κε τυφλός, ποὺ δὲν εἶχε καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸ τί σημαί­νει ὅρα­ση, θὰ ἔνιω­θε πολὺ λιγό­τε­ρη στε­νο­χώ­ρια ἀπὸ ἐκεῖ­νον ποὺ κάπο­τε εἶχε τὴν ὅρα­σή του κι ἔπει­τα τὴν ἔχα­σε. Ἦταν τυφλὸς κι ἀργό­τε­ρα ἀπο­ζη­μιώ­θη­κε γι’ αὐτὴ τὴ μικρὴ καὶ σχε­δὸν ἀσή­μαν­τη λύπη του. Καὶ ἔλα­βε διπλὴ ὅρα­ση: τὴ φυσι­κὴ ἀπὸ τὴ μιά, μὲ τὴν ὁποία μπο­ροῦ­σε νὰ βλέ­πει καὶ νὰ θαυ­μά­ζει τὸν ὁρα­τὸ κόσμο γύρῳ,γύρω του, καὶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ τὴν ὁποία ἀνα­γνώ­ρι­σε κι ὁμο­λό­γη­σε το Δημιουρ­γὸ τοῦ κόσμου.

«Ἐμε δεὶ ἐργά­ζε­σθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμ­ψαν­τός μὲ ἕως ἡμέ­ρα ἐστὶν» ἔρχε­ται νύξ ὅτε οὐδεὶς δύνα­ται ἐργά­ζε­σθαι» (Ἰωάν. θ’ 4). Αὐτὰ εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθη­τές Του. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοὺς ἐξή­γη­σε τὸ κίνη­τρο γιὰ τὸ θαῦ­μα ποὺ ἐπρό­κει­το νὰ κάνει στὸ γεν­νη­μέ­νο τυφλὸ ἄνθρω­πο.

Ἠταν σὰ νά ‘θελε νὰ πεί: «Θεοῦ εἶναι αὐτὸ τὸ ἔργο, ὄχι ἀνθρώ­που. Καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι δημιουρ­γι­κὰ καὶ θαυ­μα­στά. Ἐκεῖ­νος ποὺ μ’ ἔστει­λε — εἶπε ἀπὸ ταπεί­νω­ση κι ἀγά­πη γιὰ τὸν Πατέ­ρα — κάνει τέτοια ἔργα. Ἔτσι κι Ἐγὼ ποὺ εἶμαι μονο­γε­νὴς Υἱός Του, μοῦ ἁρμό­ζει νὰ κάνω μόνο τέτοια ἔργα. Ἡ χρή­ση δύνα­μης εἶναι ἀνθρώ­πι­νη πρα­κτι­κή, δὲν εἶναι γιὰ Μένα. Οἱ ἄνθρω­ποι ἔχουν ὡς κίνη­τρα τὴ ζήλεια, το φθό­νο καὶ τὴν ἐκδί­κη­ση. Δικά Μου κίνη­τρα εἶναι ἡ ἀλή­θεια καὶ τὸ ἔλε­ος. Κι ἂν οἱ ἄνθρω­ποι σηκώ­σουν πέτρες ἐναν­τί­ον Μου, Ἐγὼ θὰ τοὺς δώσω τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς».

Πόσο διά­στη­μα θὰ γίνε­ται αὐτό; Ἕως ἡμέ­ρα ἐστί, δηλα­δὴ ὅσο διαρ­κεῖ ἡ ζωή. Ἡ νύχτα, δηλα­δὴ ὁ θάνα­τος, ἔρχε­ται. Καὶ τότε οὐδεὶς δύνα­ται ἐργά­ζε­σθαι. Αὐτὸ ἔχει μιὰ γενι­κό­τη­τα, ἀνα­φέ­ρε­ται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, μὰ ὄχι στὸν Κύριο. Ὁ Κύριος ἐργά­ζε­ται καὶ στὸ θάνα­το. Κατε­βαί­νει στὸν Ἀδη, καταρ­γεῖ το θάνα­το κι ἐλευ­θε­ρώ­νει τοὺς δίκαιους προ­πά­το­ρες κι ὅλους ὅσοι εὐα­ρέ­στη­σαν στὸν Κύριο. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνά­στα­σή Του, ἀπὸ τὸν ἀόρα­το κόσμο, συνέ­χι­σε νὰ ἐπι­τε­λεῖ θαύ­μα­τα μέχρι σήμε­ρα καὶ θά τα ἐπι­τε­λεῖ ὡς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου. Ἡ νύχτα ποτὲ δὲ θὰ στα­μα­τή­σει τὸν Κύριο νὰ ἐργά­ζε­ται καὶ νὰ θαυ­μα­τουρ­γεί. Ἡ ἡμέ­ρα Του καλύ­πτει ὁλό­κλη­ρο τὸ χρό­νο, τὸν δια­περ­νά­ει καὶ φτά­νει στὴν αἰω­νιό­τη­τα. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅσο διαρ­κεῖ ἡ δική Του μέρα, δὲ θὰ παύ­σει νὰ ἐργά­ζε­ται. Γι’ αὐτὸ κι οἱ ἄνθρω­ποι, ὅσο κρα­τά­ει ἡ δική τους μέρα, πρέ­πει ν’ ἀκο­λου­θή­σουν τὸ δικό του παρά­δειγ­μα καὶ νὰ ἐργά­ζον­ται, ἀπὸ τὴ γέν­νη­ση ὡς τὸ θάνα­τό τους. Ἡ μεγά­λη νύχτα, ὁ θάνα­τος, θὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώ­πους. Καὶ τότε κανέ­νας ἄνθρω­πος δὲ θὰ μπο­ρεῖ νὰ ἐργά­ζε­ται, ὅπως θὰ ἤθε­λε.

Εἶναι ἀλή­θεια πῶς οἱ ἅγιοι εἶναι ἐνερ­γοὶ καὶ μετά το θάνα­τό τους. Ἐργά­ζον­ται μέσα στὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Θεου καὶ τὴ βοη­θοῦν μὲ διά­φο­ρους τρό­πους. Τότε ὅμως δὲν ἐργά­ζον­ται σύμ­φω­να μὲ τὴ δική τους θέλη­ση, ἀλλὰ μὲ τὴ θέλη­ση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐκτε­λεῖ τὸ θέλη­μά Του μέσῳ τῶν ἁγί­ων, ἐπει­δὴ ἐκεῖ­νοι (οἱ ἅγιοι) ἀγά­πη­σαν το Θεὸ ὅσο ζοῦ­σαν στὴ γῆ. Κανέ­νας δὲν μπο­ρεῖ μετὰ τὸ θάνα­τό του νὰ κάνει κάποιο ἔργο ποὺ θὰ ὠφε­λή­σει τὸν ἴδιο σ’ ἐκεῖ­νον τὸν κόσμο καὶ νὰ βελ­τιώ­σει τὴ θέση τοῦ ἐκεῖ. Κανέ­νας δὲν μπο­ρεῖ μετὰ τὸ θάνα­τό του νὰ κερ­δί­σει κάποια χάρη ἀπό το Θεό. Οὔτε κι οἱ ἅγιοι δὲν μπο­ροῦν νὰ κερ­δί­σουν μεγα­λύ­τε­ρη χάρη ἀπ’ αὐτὴν ποὺ ἔχουν. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κερ­δί­ζε­ται μόνο σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Τὸ πνευ­μα­τι­κὸ κεφά­λαιο ἢ η πνευ­μα­τι­κὴ χρε­ω­κο­πία ἐπι­τυγ­χά­νον­ται μόνο σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ λόγια του Κυρί­ου, ἔρχε­ται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύνα­ται ἐργά­ζε­σθαι, δὲν πρέ­πει νὰ ἐκλη­φθοῦν ὡς ἔκφρα­ση τῆς δικῆς του κατά­στα­σης κατὰ ἢ μετά το θάνα­τό του, ἀλλ’ ὼς μιὰ σοβα­ρὴ κι ἔγκαι­ρη προ­ει­δο­ποί­η­ση πρὸς τοὺς ἀνθρώ­πους.

«Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἶμι τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. θ’ 5), εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὅλος ὁ κόσμος, ὅλη ἡ κτί­ση, δημιουρ­γή­θη­κε ἀπὸ τὸν ἄχρο­νο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ­νος ἔδω­σε τὴν ὅρα­ση τόσο στὰ πολυόμ­μα­τα Χερου­βεὶμ ὅσο καὶ στὸν τυφλὸ καὶ θνη­τὸ πηλό, ἀπ’ ὅπου δημιουρ­γή­θη­κε κάθε ὕπαρ­ξη. Ἔδω­σε φῶς στὸν ἥλιο, ὅρα­ση σ’ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ βλέ­πουν. Καὶ μαζὶ μὲ τὴ σωμα­τι­κὴ ὅρα­ση, ἔδω­σε στὸν ἄνθρω­πο καὶ ἐνό­ρα­ση, τὴν αἴσθη­ση τῆς γνώ­σης. Ὁ ἥλιος λάμ­πει ἀπὸ τὸ δικό του φῶς. Ἀπὸ τὴν ὅρα­σή Τοῦ βλέ­πει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώ­που. Εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀλη­θι­νὸ τοῦ κόσμου ὁλό­κλη­ρου, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος του. Ὡς Σωτῆ­ρας τοῦ κόσμου, ὡς Θεὸς μὲ ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα, ἐμφα­νί­στη­κε στὸν κόσμο ὡς ἕνα νέο φῶς, γιὰ νὰ σκορ­πί­σει τὸ σκο­τά­δι ποὺ εἶχε συσ­σω­ρευ­τεῖ στὸν κόσμο, νὰ φωτί­σει τὸ σκο­τι­σμέ­νο νοῦ τῶν ἀνθρώ­πων, ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει τὴν ὅρα­ση σ’ ἐκεί­νους ποὺ τοὺς εἶχε τυφλώ­σει ἡ ἁμαρ­τία. Μὲ ἄλλα λόγια ἦρθε γιὰ νὰ γίνει φῶς στοὺς ἀνθρώ­πους, στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνα­το, στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρα­νό, στὸ σῶμα καὶ στὸ νοῦ. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, εἶπε στοὺς συγ­χρό­νους Του στὴ γῆ, γιὰ νὰ τὸν ἀνα­γνω­ρί­σουν ὡς τὸ φῶς ποὺ περί­με­ναν ἀπὸ παλιὰ καὶ νὰ μὴ παρα­μεί­νουν στὸ σκο­τά­δι. «Περι­πα­τεῖ­τε ἕως τὸ φῶς ἔχε­τε, ἶνα μὴ σκο­τία ὑμᾶς κατα­λά­βη» (Ἰωάν. Ἴβ’ 35).





Ἀλί­μο­νο σὲ κεί­νους ποὺ τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους καὶ δὲν τὸν ἀνα­γνώ­ρι­σαν, ποὺ τὸν ἀπέρ­ρι­ψαν καὶ παρέ­μει­ναν στὸ νεκρι­κὸ σκο­τά­δι. Ἡ ἀπάν­τη­σή Του ὅμως ἀφο­ρᾶ καί μας. Εἴμα­στε καὶ μεὶς σύγ­χρο­νοί Τοῦ, για­τὶ παρα­μέ­νει ζων­τα­νὸς στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Σήμε­ρα ἔχου­με τὴ δια­βε­βαί­ω­ση τῶν λόγων Του: Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἶμι τοῦ κόσμου. Ἐνό­σω ζεῖ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που, εἶναι τὸ φῶς τοῦ ἀνθρώ­που αὐτοῦ. Ἐνό­σω ὑπάρ­χει ἀνά­με­σα στὸ λαό, εἶναι τὸ φὼς αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ἐνό­σω ὑπάρ­χει στὸ σχο­λεῖο, εἶναι τὸ φὼς τοῦ σχο­λεί­ου. Ἐνό­σῳ ὑπάρ­χει στὸ ἐργο­τά­ξιο, εἶναι τὸ φὼς τοῦ ἐργο­τα­ξί­ου καὶ τῶν ἐργα­ζο­μέ­νων. Ἀπ’ ὅπου ἀπο­σύ­ρει τὴν παρου­σία Του, ἐκεῖ κυριαρ­χεῖ ἀπό­λυ­το σκο­τά­δι. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που γίνε­ται κόλα­ση χωρὶς Ἐκεῖ­νον. Λαὸς χωρὶς Ἐκεῖ­νον γίνε­ται ἀγέ­λη πει­να­σμέ­νων κι ἀχόρ­τα­γων λύκων. Σχο­λεῖο χωρὶς Ἐκεῖ­νον μετα­τρέ­πε­ται σὲ φαρ­μα­κε­ρὸ ἐργο­στά­σιο ἀνο­η­σί­ας. Ἐργο­τά­ξιο χωρὶς τὴν παρου­σία του μετα­βάλ­λε­ται σὲ τόπο γογ­γυ­σμοῦ καὶ μίσους. Σκέ­ψου τώρα τὰ νοσο­κο­μεῖα καὶ τίς φυλα­κὲς χωρὶς Ἐκεῖ­νον! Δὲν εἶναι παρὰ σκο­τει­νὰ σπή­λαια ἀπό­γνω­σης. Ὅποιος θυμᾶ­ται πραγ­μα­τι­κὰ τίς μέρες τῆς ζωῆς του, τίς μέρες ποὺ ἔζη­σε χωρὶς τὸ Χρι­στὸ καὶ τίς ἄλλες ποὺ ἔζη­σε μαζί Του, ἔχει μέσα του τὴ μαρ­τυ­ρία τῆς ἀλή­θειας τῶν λόγων τοῦ Κυρί­ου: «Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἶμι τοῦ κόσμου».

«Ταῦ­τα εἰπὼν ἔπτυ­σε χαμαι καὶ ἐποί­η­σε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύ­σμα­τος, καὶ ἐπέ­χρυ­σε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλ­μοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ ὕπα­γε, νίψαι εἰς τὴν κολυμ­βή­θραν τοῦ Σιλω­άμ, ὅ ἑρμη­νεύ­ε­ται ἀπε­σταλ­μέ­νος» (Ἰωάν. θ’ 6–7). Ὁ τυφλὸς ἔκα­νε ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, πλύ­θη­κε στὸ Σιλω­ὰμ καὶ γύρι­σε μὲ ἀπο­κα­τα­στη­μέ­νη τὴν ὅρα­σή του. Ὅλα ὅσα εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στοὺς μαθη­τὲς Τοῦ ὼς ἐκεί­νη τὴ στιγ­μή, τὰ εἶπε μπρο­στὰ στὸν τυφλὸ ἄνθρω­πο, μὲ σαφῆ τὴν πρό­θε­σή Τοῦ ν’ ἀκού­σει κι ἐκεῖ­νος τὰ λόγια Του. Ὁ Κύριος ἔδι­νε προ­τε­ραιό­τη­τα στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὅρα­ση τοῦ τυφλοῦ. Εἶναι πιὸ δύσκο­λο ν’ ἀνοί­ξει κανεὶς τὰ πνευ­μα­τι­κὰ μάτια παρὰ τὰ σωμα­τι­κὰ πιὸ δύσκο­λο ἀλλὰ καὶ πιὸ σπου­δαῖο. Γιὰ ν’ ἀπο­δεί­ξει ὅτι εἶναι πιὸ εὔκο­λο ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει τὴ σωμα­τι­κὴ ὅρα­ση καὶ πῶς αὐτὸ εἶναι λιγό­τε­ρο σπου­δαῖο, ὁ Κύριος ἔφτυ­σε στὸ χῶμα, ἔφτια­ξε πηλὸ καὶ ἄλει­ψε μ’ αὐτὸν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἠταν σὰ νά ‘λεγε δηλα­δή: «Δέστε, πὼς ἀπὸ τὸ περι­φρο­νη­μέ­νο πτύ­σμα καὶ τὸ χῶμα, ἀπὸ τὸν τιπο­τέ­νιο πηλό, θ’ ἀπο­κτή­σει τὴ σωμα­τι­κή του ὅρα­ση καὶ θὰ δεῖ. Πῶς ὅμως θὰ λάβει τὴν πνευ­μα­τι­κή του ὅρα­ση; Ἐκτι­μῆ­στε περισ­σό­τε­ρο τὸ πνευ­μα­τι­κὸ παρὰ τὸ σωμα­τι­κό, για­τί τὸ σῶμα δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἔνδυ­μα κι ὁ ἐξο­πλι­σμὸς τοῦ πνεύ­μα­τος».

Ὁ Κύριος ἤθε­λε μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο νὰ θυμί­σει στοὺς μαθη­τὲς τὴ δημιουρ­γία τοῦ ἀνθρώ­που ἀπὸ τὸν πηλὸ τῆς γῆς. Φανέ­ρω­σε ἔτσι πῶς Ἐκεῖ­νος ἦταν ὁ Δημιουρ­γὸς ποὺ δια­μόρ­φω­σε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που ἀπὸ τὸν πηλό, μὲ τὸ νὰ φτιά­ξει τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλι­κό.

Ὁ Κύριος ἤθε­λε ἐπί­σης νὰ φανε­ρώ­σει στοὺς μαθη­τὲς πῶς ἡ θεϊ­κή Του δύνα­μη πηγά­ζει ἀπὸ τὸ πνεῦ­μα Του, ὄχι ὅπως γινό­ταν μὲ τὰ λόγια Του, μὲ τὰ ὁποῖα ἀνά­στη­σε νεκροὺς κι ἔδω­σε τὴν ὅρα­ση σὲ πολ­λοὺς τυφλούς: ὄχι ὅπως μὲ τὰ χέρια Του, ποὺ τὰ ἀκουμ­ποῦ­σε στοὺς ἄρρω­στους καὶ τοὺς ἔκα­νε καλὰ ὄχι ὅπως μὲ τὰ ἱμά­τιά Τοῦ, ποὺ μόλις τ’ ἄγγι­ξε ἡ γυναῖ­κα ποὺ εἶχε τὴ ρύση τοῦ αἵμα­τος ἔγι­νε καλά, ἀλλ’ ἀκό­μα καὶ μὲ τὸ πτύ­σμα Του.

Για­τί ὁ Κύριος ἔστει­λε τὸν τυφλὸ ἄνθρω­πο στὴν κολυμ­βή­θρα τοῦ Σιλω­άμ; Για­τί δὲν τοῦ χάρι­σε ἀμέ­σως τὴν ὅρα­ση, ἀλλὰ τὸν ἔστει­λε νὰ πλύ­νει σ’ αὐτὸ τὸ νερὸ τὰ μάτια του, ποὺ ἦταν ἀλειμ­μέ­να μὲ τὸν πηλό; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώ­τη φορὰ στὸ εὐαγ­γέ­λιο ποὺ ὁ Κύριος κάνει χρή­ση γήι­νων ὑλι­κῶν γιὰ νὰ θαυ­μα­τουρ­γή­σει. Ἴσως μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο ὁ Κύριος νὰ θέλη­σε νὰ τιμή­σει τὴ δημιουρ­γη­μέ­νη φύση. Θά ‘τὰν καλὸ στοὺς ἀνθρώ­πους ν’ ἀνα­ζη­τοῦν θερα­πεία γιὰ τίς παθή­σεις τους στὰ φυσι­κὰ φάρ­μα­κα καὶ στὰ μεταλ­λι­κὰ νερά. Οἱ ἄνθρω­ποι ὅμως πρέ­πει νὰ ξέρουν πῶς ὅλα τὰ φυσι­κὰ φάρ­μα­κα κι ὅλα τὰ μεταλ­λι­κὰ νερὰ ὑπη­ρε­τοῦν τὴ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὴ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ κανέ­να φάρ­μα­κο δὲν εἶναι ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὸ καὶ κάθε πηγὴ δὲν ἔχει παρὰ νεκρὸ (φυσι­κὸ) νερό. Πόσοι τυφλοὶ ἄνθρω­ποι εἶχαν πλύ­νει τὰ μάτια τους στὴν κολυμ­βή­θρα τοῦ Σιλω­ὰμ ὡς τότε, χωρὶς νὰ λάβουν τὴν ἐπι­θυ­μη­τὴ ἴαση; Πόσες φορὲς θὰ πρέ­πει ὁ τυφλὸς ἄνθρω­πος νά ‘χὲ πλυ­θεῖ ὁ ἴδιος σ’ αὐτὴν χωρὶς ἀπο­τέ­λε­σμα; Ὁ τυφλὸς ἄνθρω­πος θερα­πεύ­τη­κε ἀπὸ τὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ, ὄχι ἀπό την κολυμ­βή­θρα τοῦ Σιλω­άμ. Χωρὶς τὴ δύνα­μή Του, ὁ τυφλὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πλέ­νε­ται κάθε μέρα στὴν κολυμ­βή­θρα αὐτὴ καὶ νὰ ξανα­γυ­ρί­ζει κάθε φορὰ στὸ σπί­τι του τυφλός.

Σιλω­άμ, ὅ ἑρμη­νεύ­ε­ται ἀπε­σταλ­μέ­νος, ἐξη­γεῖ ὁ εὐαγ­γε­λι­στής. Τὸ μυστή­ριο ὄνο­μα τοῦ θερα­πευ­τι­κοῦ αὐτοῦ νεροῦ δὲν εἶναι συμ­βο­λι­κὸ τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ Ἰατροῦ, τοῦ ‘Ἀπε­σταλ­μέ­νου ἀπὸ τὸν οὐρα­νό, τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ Χρι­στοῦ; Ἄν προ­σπα­θού­σα­με νὰ δώσου­με εὐρύ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κὴ διά­στα­ση στὸ γεγο­νὸς αὐτό, θὰ λέγα­με ὅτι ὁ γεν­νη­μέ­νος τυφλὸς ἄνθρω­πος ἀντι­προ­σω­πεύ­ει ὅλη τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα κι ἡ κολυμ­βή­θρα τοῦ Σιλω­ὰμ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ στάλ­θη­κε ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ γιὰ ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὅρα­ση τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ τοὺς εἶχε τυφλώ­σει ἡ ἁμαρ­τία. Κι αὐτὸ μὲ μέσο τὸ ζων­τα­νὸ νερὸ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, μέσῳ τοῦ μυστη­ρί­ου τοῦ βαπτί­σμα­τος.

Πόσο ταπει­νὸς κι ὑπά­κουος ὅμως ἦταν ὁ τυφλός! “Ὄχι μόνο ἄφη­σε τὸν Κύριον’ ἀλεί­ψει τὰ μάτια του μὲ πηλό, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑπά­κου­σε, πῆγε μετὰ στὴν κολυμ­βή­θρα τοῦ Σιλω­ὰμ καὶ πλύ­θη­κε. Ὅταν ὁ Χρι­στὸς εἶπε μπρο­στὰ στὸν ἄνθρω­πο ὅτι εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἀντα­πο­κρί­θη­κε στὸ πνεῦ­μα τοῦ τυφλοῦ, γιὰ νὰ ἐμφυ­τέ­ψει μέσα του τὴν πίστη. Τώρα, μὲ τὸ νὰ τὸν στεί­λει στὴν κολυμ­βή­θρα τοῦ Σιλω­άμ, τοῦ διδά­σκει τὴν ὑπα­κοή, για­τί ἡ πίστη εἶναι ἀλλη­λέν­δε­τη μὲ τὴν ὑπα­κοή. Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ πιστεύ­ει στὸ Θεὸ ὑπα­κού­ει ἀμέ­σως καὶ πρό­θυ­μα στὸ θέλη­μά Του.

Ἀδελ­φοί μου! Ἄν κάνου­με τὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ χωρὶς ὑπα­κοὴ ἀλλὰ μὲ γογ­γυ­σμό, ἡ πίστη πολὺ λίγο θὰ μᾶς ὠφε­λή­σει. Προ­σέξ­τε τὸν τυφλὸ ἄνθρω­πο: Πιστεύ­ει, ἔχει ὑπα­κοή, πηγαί­νει ἀμέ­σως στὸ Σιλω­άμ, ὅπου ἐνί­ψα­το, καὶ ἦλθε βλέ­πων. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος: «Ἄν ρωτή­σει κάποιος: καὶ πῶς εἶδε, ὅταν ἀπό­πλυ­νε τὸν πηλό, δὲ θ ἀκού­σει ἀπὸ μᾶς τίποτ’ ἄλλο, παρὰ μόνο πῶς δὲν ξέρου­με πὼς ἔγι­νε. Καὶ τί σόϊ θαῦ­μα ἦταν αὐτό, ἂν δὲ γνω­ρί­ζου­με; Οὔτε ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς γνώ­ρι­ζε οὔτε καὶ ἴδιος ὁ τυφλός».

Ἀλλὰ για­τί διε­ρω­τώ­μα­στε μόνο γιὰ τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτό; Ἄν κάποιον τὸν ἐνο­χλεῖ αὐτό, ἂς ρωτή­σει καὶ γιὰ τίς ἑκα­τον­τά­δες, τίς χιλιά­δες ἄλλες περι­πτώ­σεις ποὺ θερά­πευ­σε ὁ Χρι­στός. Ἄς διε­ρω­τη­θοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι, ὅλες οἱ γενε­ὲς ἀπὸ τότε ποὺ ξεκί­νη­σε ἡ ἱστο­ρία, πῶς ἔγι­ναν όλ’ αὐτά. Ἀπάν­τη­ση δὲ θὰ λάβουν. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστι­κὸ Ἐκεί­νου ποὺ τὰ ἔκα­νε ὅλα. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, ποὺ ἦταν ἀσύγ­κρι­τα πιὸ σοφὸς καὶ πιὸ δια­βα­σμέ­νος ἄνθρω­πος ἀπὸ τὸν τυφλό, δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐξη­γή­σει πὼς ὁ ἴδιος, ὼς Σαούλ, τυφλώ­θη­κε καὶ πῶς δέχτη­κε τὴν ὅρα­σή του ὅταν ὁ ‘Ἀνα­νί­ας ἔβα­λε πάνω του τὰ χέρια στὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὸν ἔκα­νε Παῦ­λο (βλ. Πράξ. 010–18).

Τὸ ὅτι ὁ γεν­νη­μέ­νος τυφλὸς ἄνθρω­πος δὲ γνώ­ρι­ζε πραγ­μα­τι­κὰ πῶς δέχτη­κε τὴν ὅρα­σή του, φαί­νε­ται ἀπὸ τὰ ἴδια του τὰ λόγια. Ὅταν γύρι­σε ἀπὸ τὸ Σιλω­ὰμ μὲ τὴν ὅρα­σή του ἀπο­κα­τα­στη­μέ­νη, πολ­λοὶ ἀπο­ροῦ­σαν ἂν ἦταν ὁ ἴδιος ἄνθρω­πος ποὺ γνώ­ρι­ζαν πρὶν ὡς τυφλὸ ἢ κάποιος ἄλλος ποὺ τοῦ ἔμοια­ζε. Ὅταν ὁ ἴδιος ἀπάν­τη­σε ὅτι ἐγὼ εἶμι, οἱ ἄλλοι τὸν ρώτη­σαν πὼς ἄνοι­ξαν τὰ μάτια του. Στὴν ἀπάν­τη­σή του ὁ πρώ­ην τυφλὸς περιέ­γρα­ψε μὲ λίγα λόγια ὅλο τὸ περι­στα­τι­κό, δὲν μπο­ροῦ­σε ὅμως νὰ ἐξη­γή­σει πῶς ἔγι­νε καὶ εἶδε. Ἀπελ­θὼν δὲ καὶ νιψά­με­νος ἀνέ­βλε­ψα, εἶπε. Ὅταν τὸν ἔφε­ραν μπρο­στὰ στοὺς Φαρι­σαί­ους κι ἐκεῖ­νοι τὸν ρώτη­σαν πῶς εἶδε, τοὺς ἀπάν­τη­σε: «Πηλὸν ἐπέ­θη­κέ μοὶ (ὁ Ἰησοῦς) ἐπὶ τοὺς ὀφθαλ­μούς, καὶ ἔνι­ψά­μην καὶ βλέ­πω» (Ἰωάν. θ’ 15). Αὐτὸ μόνο μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ, δίνον­τας μιὰ ἀκρι­βῆ καὶ θαραλ­λέα περι­γρα­φὴ τοῦ περι­στα­τι­κοῦ ποὺ εἶχε λάβει χώρα.

Τὸ φὼς τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ λάμ­πει στὸν κόσμο καὶ φωτί­ζει τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στὰ μάτια μας στὴν πραγ­μα­τι­κή του λαμ­πρό­τη­τα μόνο ὅταν τὸ βλέ­που­με ἀπέ­ναν­τι στὸ σκο­τά­δι τοῦ ἀνθρώ­που. Ὅσα ἀκο­λού­θη­σαν τὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ θερα­πεία τοῦ τυφλοῦ φανε­ρώ­νουν, στὴν πραγ­μα­τι­κή τους διά­στα­ση, τὸ παγω­μέ­νο σκο­τά­δι ποὺ κυριαρ­χεῖ στὴν καρ­διὰ καί το νοῦ τοῦ ἀνθρώ­που. Ἕνα σκο­τά­δι ποῦ, στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο, ἁπλώ­νε­ται σὰν μιὰ βαριὰ σκιὰ κάτω ἀπὸ τὸ ἀστρα­φτε­ρὸ φώς του νοη­του Ἡλί­ου, τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ φοβε­ρὸ σκο­τά­δι ποὺ καλύ­πτει τὴν τυφλὴ καρ­διὰ καὶ τὸν τυφλὸ νοῦ τῶν Φαρι­σαί­ων. Ἐκεῖ­νοι (οἱ Φαρι­σαῖ­οι) ὄχι μόνο δὲ χάρη­καν ποὺ ὁ τυφλὸς ἐπαί­της ποὺ ἔστε­κε μπρο­στὰ στὸ ναὸ τώρα ἔβλε­πε, ἀλλὰ καὶ πικρά­θη­καν, ἔνιω­σαν προ­σβο­λή. Ὁ δικός τους ναὸς εἶχε ἤδη μετα­βλη­θεῖ σ’ ἕναν κῆπο τοῦ Σαβ­βά­του, μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ποὺ ὅλη τους ἡ πίστη εἶχε μετα­τρα­πεῖ σὲ λατρεία τοῦ Σαβ­βά­του, σὰ νὰ ἦταν ἡ μέρα ἐκεί­νη κάποια θεᾶ. Δὲ ρώτη­σαν μὲ συμ­πά­θεια τὸν τυφλὸ πῶς ζοῦ­σε τόσα χρό­νια δίχως ὅρα­ση, ἀλλὰ τοῦ ἐπι­τέ­θη­καν μὲ τὸ σκό­πι­μο ἐρώ­τη­μα: Πῶς τόλ­μη­σες νὰ δεχτεῖς τὴν ὅρα­σή σου ἡμέ­ρα Σάβ­βα­το; «Οὗτος ὁ ἄνθρω­πος, ἔλε­γαν, οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάβ­βα­τον οὐ τηρεῖ» (Ἰωάν. Θί6). Γι’ αὐτοὺς ἄνθρω­πος «τοῦ Θεοῦ» ἦταν ὅποιος κοι­μό­ταν το Σάβ­βα­το, ὅποιος δὲν ἔβγαι­νε ἀπὸ τὸ σπί­τι του νὰ περ­πα­τή­σει, γιὰ νὰ μὴ χαλά­σει τὴν ἀργία τοῦ Σαβ­βά­του. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἦταν «τοῦ Θεοῦ» ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς ποῦ, ἐνῶ εἶναι Σάβ­βα­το, δίνει τὴν ὅρα­ση σὲ τυφλὸ ἄνθρω­πο! Σύμ­φω­να μὲ τὴ διε­φθαρ­μέ­νη λογι­κή τους οἱ πρῶ­τοι τηροῦ­σαν τὸ Σάβ­βα­το, ὁ δεύ­τε­ρος ὄχι!

Ὅταν ὅμως ἄνοι­ξε ἡ συζή­τη­ση ἀνά­με­σα στοὺς Φαρι­σαί­ους καὶ τὸν τυφλὸ γιὰ τὸ Χρι­στό, ἐκεῖ­νοι τὸν ρώτη­σαν τί γνώ­μη εἶχε γι’ Αὐτόν. «Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προ­φή­της ἐστίν» (Ἰωάν. θ’ 17). Εἶναι φανε­ρὸ πῶς δὲν τὸν ρώτη­σαν γιὰ νὰ μάθουν ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἀλή­θεια, ἀλλὰ μᾶλ­λον νὰ τὸν ἀκού­σουν νὰ τὸν κατα­δι­κά­ζει ἐπει­δὴ δὲν τήρη­σε τὸ Σάβ­βα­το. Ὁ τυφλὸς ὅμως ὁμο­λό­γη­σε μὲ παρ­ρη­σία τὸ Χρι­στό, μὲ ὅρους ποὺ ὁ ἴδιος ἀντι­λαμ­βα­νό­ταν πῶς ἦταν οἱ καλ­λί­τε­ροι καὶ πιὸ δυνα­τοὶ στὸν κόσμο. Οἱ πιὸ καλοὶ καὶ πιὸ δυνα­τοὶ ἄνθρω­ποι ἦταν οἱ προ­φῆ­τες, γιὰ τοὺς ὁποί­ους θὰ εἶχε ἀκού­σει καὶ θὰ εἶχε μάθει. Γι’ αὐτὸ σκέ­φτη­κε ἔτσι κι ἀπάν­τη­σε ὅτι προ­φή­της ἐστίν.

Ὅταν ἔλα­βαν αὐτὴν τὴν ἀνα­πάν­τε­χη καὶ ἀνέλ­πι­στη ἀπάν­τη­ση, οἱ Ἰου­δαῖ­οι δὲν εἶχαν ἄλλῃ ἐπι­λο­γῇ παρὰ ν’ ἀρνη­θοῦν τὸ θαῦ­μα καὶ νὰ ὑπο­στη­ρί­ξουν πῶς δὲν πίστευαν ὅτι ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς ἦταν κάπο­τε τυφλὸς καὶ τώρα βρῆ­κε τὸ φώς του. «Οὐκ ἐπί­στε­ψαν οὔν οἱ Ἰου­δαῖ­οι περὶ αὐτου ὅτι τυφλὸς ἤν καὶ ἀνέ­βλε­ψεν» (Ἰωάν. θ18). Αὐτὸ σημαί­νει πῶς δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ πιστέ­ψουν ἕνα γεγο­νὸς ποὺ ἔγι­νε δημό­σια, ἔκα­ναν πῶς δὲν τὸ ἀνα­γνώ­ρι­ζαν, ἤθε­λαν νὰ τὸ ὑπο­βαθ­μί­σουν καὶ νὰ περιο­ρί­σουν τη διά­δο­ση τῆς φήμης τοῦ Χρι­στοῦ ὡς θαυ­μα­τουρ­γοῦ. Τὸ ὅτι ἐνερ­γοῦ­σαν ὑπο­κρι­τι­κὰ ὅταν ἔκα­ναν πῶς δὲν τὸ πίστευαν, φαί­νε­ται ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι κάλε­σαν τοὺς γονεῖς του, γιὰ νὰ τοὺς ρωτή­σουν. Κι αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἔκα­ναν γιὰ νὰ ξεκα­θα­ρί­σουν τὴν κατά­στα­ση καὶ νὰ μάθουν τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ἀλή­θεια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐλπί­δα πῶς οἱ γονεῖς τοῦ θ’ ἀρνοῦν­ταν τὸ θαῦ­μα ἢ θὰ τὸ ἀμφι­σβη­τοῦ­σαν ἢ κατὰ κάποιο τρό­πο θὰ τὸ ἀπο­δυ­νά­μω­ναν. Οἱ γονεῖς του ὅμως, ποὺ ἦταν ἰδιαί­τε­ρα προ­σε­κτι­κοὶ ἐπει­δὴ φοβοῦν­ταν τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους, δια­βε­βαί­ω­σαν πῶς αὐτὸς ἦταν ὁ γιός τους κι ὅτι εἶχε γεν­νη­θεῖ τυφλός, «πῶς δὲ νῦν βλέ­πει οὐκ οἴδα­μεν, ἢ τίς ἤνοι­ξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλ­μοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδα­μεν αὐτὸς ἡλι­κί­αν ἔχει, αὐτὸν ἐρω­τή­σα­τε, αὐτὸς περὶ ἑαυ­τοῦ λαλή­σει» (Ἰωάν. θ’21).

Αὐτὴ ἦταν μιὰ ἀκό­μα ἀπο­γο­ή­τευ­ση γιὰ τοὺς θεο­μά­χους πρε­σβυ­τέ­ρους τῶν Ἰου­δαί­ων! Τί μπο­ροῦ­σαν νὰ κάνουν τώρα; Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἐπι­μέ­νει νὰ βαδί­ζει στὸ ὑπο­χθό­νιο σκο­τά­δι, χωρὶς νὰ θέλει νὰ βγεῖ στὸ φῶς τῆς ἡμέ­ρας, τί ἄλλο μπο­ρεῖ νὰ κάνει παρὰ νὰ περ­νά­ει ἀπὸ τὸ ἕνα ζοφε­ρὸ μονο­πά­τι στὸ ἄλλο;

Οἱ πανοῦρ­γοι Φαρι­σαῖ­οι ἔλα­βαν κι ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ μιὰ ὁλό­τε­λα ἀπρό­σμε­νη, ἀνε­πι­θύ­μη­τη καὶ δυσά­ρε­στη ἀπάν­τη­ση. Τώρα δὲν τοὺς ἔμε­νε τίποτ’ ἄλλο νὰ κάνουν παρὰ νὰ πάρουν ἐκδί­κη­ση μὲ τὸν πιὸ ἀπάν­θρω­πο καὶ ταπει­νὸ τρό­πο: τὸν ἐκμαυ­λι­σμὸ τῆς ἀνθρώ­πι­νης συνεί­δη­σης. Κάλε­σαν πάλι τὸν τυφλὸ καὶ τοῦ ἔκα­ναν μιὰ πανούρ­γα καὶ συνά­μα ἄτι­μη πρό­τα­ση: «Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ ἡμεῖς οἴδα­μεν ὅτι ὁ ἄνθρω­πος οὗτος ἁμαρ­τω­λὸς ἔστιν» (Ἰωάν. θ’ 24). Δηλα­δὴ ἦταν σὰ νὰ τοῦ λέγα­νε ὅτι «ἐμεῖς ἔχου­με ἐρευ­νή­σει σὲ βάθος τὰ πράγ­μα­τα καὶ βεβαιω­θή­κα­με πῶς ὅλοι ἔχου­με δίκιο, τόσο ἐσὺ ὅσο κι ἐμεῖς. Εἶπες τὴν ἀλή­θεια ὅταν εἶπες πῶς ἤσουν τυφλὸς κι ἔπει­τα βρῆ­κες τὴν ὅρα­σή σου. Ἔχου­με κι ἐμεῖς δίκιο ὅμως ποὺ ἀμφι­βάλ­λου­με πῶς ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ἄνοι­ξε τὰ μάτια σου. Εἴμα­στε σίγου­ροι πῶς εἶναι ἁμαρ­τω­λὸς κι ὅτι δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κάνει κάτι τέτοιο. Ὅσο γιὰ τὸ πῶς ἔγι­ναν τὰ πράγ­μα­τα, ἔχου­με τὴν πεποί­θη­ση πῶς μόνο ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Γι’ αὐτὸ δὸς δόξαν τῷ Θεῷ καὶ ἀπο­κή­ρυ­ξε αὐτὸν τὸν ἁμαρ­τω­λὸ κι ἀπὸ τώρα καὶ πέρα νὰ μὴν ἔχεις καμιὰ ἐπα­φῆ μαζί του».

Τί ἀνόη­τοι ποὺ ἦταν οἱ Ἰου­δαῖ­οι! Μὲ τὸ πάθος ποὺ τοὺς τύφλω­νε δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ δοῦν ὅτι, μὲ τὸν ἀρνη­θοῦν τὸ Χρι­στό, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τὸν ὁμο­λο­γοῦ­σαν ὡς Θεό. Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ!Μόνο ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Μὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς τὸ ἔκα­νε, κι αὐτὸ σημαί­νει πῶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι Θεός! «Πεσοῦν­ται ἕν ἀμφι­βλη­στρω αὐτῶν οἱ ἁμαρ­τω­λοί…» (Ψαλμ. ρμ’10).

Ὁ τυφλὸς τότε ἔδω­σε μιὰ πολὺ σοφὴ ἀπάν­τη­ση στοὺς ὑπο­κρι­τὲς Φαρι­σαί­ους: «Εἰ ἁμαρ­τω­λὸς ἐστιν οὐκ οἴδα: ἔν οἴδα, ὅτι τυφλὸς ὤν ἄρτι βλέ­πω» (Ἰωάν. θ’ 25).

Ἐγὼ εἶμαι ἁπλὸς ἄνθρω­πος, ἦταν σὰ νὰ τοὺς ἔλε­γε, ἀπαί­δευ­τος, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σπου­δα­σμέ­νοι, ἐπι­τη­δευ­μέ­νοι στὶς συζη­τή­σεις γιὰ ἁμαρ­τω­λοὺς κι ἀνα­μάρ­τη­τους. Ἐσεῖς κρί­νε­τε το Θερα­πευ­τὴ μοῦ ἀπὸ τὸ Σάβ­βα­το, ἐγὼ ἀπὸ τὸ θαῦ­μα. Ἄν εἶναι ἁμαρ­τω­λὸς καὶ σὲ ποιά ἔκτα­ση, σύμ­φω­να μὲ τὸ ὅριο τοῦ σαβ­βα­τι­σμοῦ σας, δὲν ξέρω. Ξέρω μόνο πῶς ἔγι­νε ἕνα θαῦ­μα ἀπὸ Ἐκεῖ­νον σὲ μένα κι αὐτὸ πιστεύω πῶς ἰσο­δυ­να­μεῖ μὲ τὴ δημιουρ­γία τοῦ κόσμου. Μέχρι νὰ μοῦ ἀνοί­ξει τὰ μάτια, ὁ κόσμος γιὰ μένα ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρ­χε.

Οἱ Φαρι­σαῖ­οι εἶχαν δια­βεῖ πιὰ ὅλους τοὺς σκο­τει­νοὺς καὶ κατα­χθό­νιους δρό­μους. Τώρα δὲν τοὺς ἔμε­νε τίποτ’ ἄλλο. Στά­θη­καν πει­σμα­τι­κὰ ὅμως στὰ ἴδια πράγ­μα­τα κι ἐπέ­μει­ναν νὰ ρωτοῦν τὸν τυφλό: «Τί ἐποί­η­σε σοί; Πῶς ἤνοι­ξέ σου τοὺς ὀφθαλ­μούς;» (Ἰωάν. θ’ 26). “Ἔκα­ναν κι αὐτὴν τὴν ἐρώ­τη­ση μὲ πανούρ­γα διά­θε­ση, μήπως ἀκού­σουν κάτι ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑπο­βαθ­μί­σει τὸ θαῦ­μα ἢ νὰ λει­τουρ­γή­σει σὲ βάρος τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς ὅμως ἦταν ἁπλὸς καὶ τίμιος στὴν κρί­ση του κι εἶχε φτά­σει στὰ ἄκρα, ἕτοι­μος ν’ ἀγα­να­κτή­σει μὲ τοὺς ταπει­νοὺς χει­ρι­σμοὺς τῶν πρε­σβυ­τέ­ρων τοῦ λαοῦ, ἐκεί­νους ποὺ ὡς τότε εἶχε μάθει νὰ τοὺς σέβε­ται κατα κάποιο τρό­πο, χωρὶς νὰ τοὺς γνω­ρί­ζει καλά. Γι’ αὐτὸ κι ἀπάν­τη­σε ἀπό­το­μα: «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἤκου­σα­τε τί πάλιν θέλε­τε ἀκού­ειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλε­τε αὐτοῦ μαθη­ταὶ γενέ­σθαι;» (Ἰωάν. θ’ 27). Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς δώσει πιὸ ἴσια καὶ κατάλ­λη­λη ἀπάν­τη­ση. Μετὰ ἀπ’ αὐτὴν ὅμως οἱ πρε­σβύ­τε­ροι ἔλα­βαν ἀμυν­τι­κὴ στά­ση: «ἐλοι­δό­ρη­σαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἰ μαθη­τὴς ἐκεί­νου, ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωυ­σέ­ως ἐσμὲν μαθη­ταί. ἡμεῖς οἴδα­μεν ὅτι Μωυ­σεί λελά­λη­κεν ὁ Θεός· τοῦ­τον δὲ οὐκ οἴδα­μεν πόθεν ἐστίν» (Ἰωάν. Θ’ 28–29). Οἱ παμ­πό­νη­ροι χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τὸ Μωυ­σῆ γιὰ νὰ δικαιώ­σουν τὸν ἑαυ­τό τους. Ἔνα­βρύ­νον­ταν νὰ λένε πῶς ἦταν δάσκα­λός τους, πῶς ἐκεῖ­νοι ἦταν μαθη­τές του. Ὁ Κύριος ὅμως εἶχε ἤδη ξεκα­θα­ρί­σει τίς ἀπό­ψεις τοῦ πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα: «Ἐπὶ τῆς Μωσέ­ως καθέ­δρας ἐκά­θι­σαν οἱ γραμ­μα­τεῖς καὶ οἱ Φαρι­σαῖ­οι… φιλοῦ­σι δὲ τὴν πρω­το­κλι­σί­αν ἐν τοῖς δεί­πνους καὶ τὰς πρω­το­κα­θε­δρί­ας ἐν ταῖς συνα­γω­γαῖς… οὐαὶ δὲ ὑμῖν γραμ­μα­τεῖς καὶ φαρι­σαῖ­οι ὑπο­κρι­ταὶ, ὅτι κατε­σθί­ε­τε τὰς οἰκί­ας τῶν χηρῶν καὶ προ­φά­σει μακρὰ προ­σευ­χό­με­νοι» (Ματθ. κγ’ 2,6,13). Τί σόϊ μαθη­τὲς τοῦ Μωυ­σῆ ἦταν αὐτοί; Τοὺς εἶπε ἐπί­σης ὁ Κύριος: «Οὐ Μωυ­σῆς δέδω­κεν ὑμῖν τὸν νόμον; Καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον» (Ἰωάν. ζ’17). Δὲν τηροῦ­σαν το νόμο τοῦ Μωυ­σῆ, τὸν παρα­βί­α­ζαν μὲ τὴν ὑπο­κρι­σία καὶ τὴν ἀπλη­στία τους καὶ ἰσχυ­ρί­ζον­ταν πῶς ἦταν μαθη­τές του, μ’ ὅλο ποὺ ἦταν παρά­νο­μοι καὶ προ­δό­τες τοῦ ἴδιου τοῦ Μωυ­σῆ. Ὁ Μωυ­σῆς δὲν ἦταν πιὰ δάσκα­λός τους, εἶχε γίνει κατή­γο­ρός τους ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ. «Μὴ δοκεῖ­τε ὅτι ἐγὼ κατη­γο­ρή­σω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέ­ρα ἔστιν ὁ κατη­γο­ρῶν ὑμῶν Μωυ­σῆς, εἰς ὄν ὑμεῖς ἤλπί­κα­τε» (Ἰωάν. ε’ 45). Ἡ ἐμπι­στο­σύ­νη σας στὸ Μωυ­σῆ εἶναι μάταιη, για­τί το νόμο του τὸν κόβε­τε ἀπὸ τὴ ρίζα. Ἡ ἐμπι­στο­σύ­νη σας στὸ Μωυ­σῆ εἶναι πλα­στή, κίβδη­λη, για­τί τὸ μόνο ποὺ ἐμπι­στεύ­ε­στε εἶναι ἡ ἐξου­σία κι ὁ πλοῦ­τος σας, τίποτ’ ἄλλο. «Εἰ γὰρ ἐπι­στεύ­ε­τε Μωυ­σεί, ἐπι­στεύ­ε­τε ἂν ἔμοί. περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖ­νος ἔγρα­ψεν» (Ἰωάν. ἔ’ 46· βλ. Δευτ. ἰη’ 15–19). Οἱ δεμέ­νες στὴ γῆ ψυχὲς τῶν Φαρι­σαί­ων δὲν μπο­ροῦ­σαν πιὰ νὰ πιστεύ­ουν στὸ Μωυ­σῆ. Πολὺ λιγό­τε­ρο μπο­ροῦ­σαν νὰ πιστέ­ψουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Βλέ­πε­τε πῶς χρη­σι­μο­ποιοῦ­σαν τὰ ψέμ­μα­τα οἱ Φαρι­σαῖ­οι, οἱ αὐτο­κα­λού­με­νοι μαθη­τὲς τοῦ Μωυ­σῆ; Σ ἕναν ἁπλοϊ­κὸ ἐπαί­τη λένε γιὰ τὸν Κύριο: «… τοῦ­τον δὲ (τὸν ἄνθρω­πον) οὐκ οἴδα­μεν πόθεν ἐστίν». Γνώ­ρι­ζαν πολὺ καλὰ ἀπὸ ποὺ ἐρχό­ταν ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἦταν οἱ διῶ­κτες Του, οἱ ἄρχον­τες καὶ ἡγέ­τες τοῦ λαοῦ. Οἱ κάτοι­κοι τῆς Ἱερου­σα­λὴμ ἔλε­γαν: «ἀλλὰ τοῦ­τον (τὸν ἄνδρα) οἴδα­μεν πόθεν ἐστίν ο δὲ Χρι­στὸς ὅταν ἔρχε­ται, οὐδεὶς γινώ­σκει πόθεν ἔστίν» (Ἰωάν. ζ’ 27). Εἴτε γνώ­ρι­ζαν οἱ Φαρι­σαῖ­οι ἀπὸ ποὺ ἐρχό­ταν ὁ Κύριος, εἴτε ὄχι. Ἄν γνώ­ρι­ζαν, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι κάτοι­κοι τῆς Ἱερου­σα­λήμ, τότε ψεύ­δον­ταν ὅταν ἔλε­γαν στὸν τυφλὸ ἄνθρω­πο πῶς οὐδεὶς γινώ­σκει πόθεν ἐστίν. Ἄν δὲ γνώ­ρι­ζαν μετὰ ἀπὸ τόση κατα­σκο­πεία, τόσους διωγ­μοὺς καὶ φασα­ρί­ες ἐναν­τί­ον Του, τόση ἔρευ­να γιὰ τὴν κατα­γω­γή, τοὺς λόγους καὶ τίς πρά­ξεις Του, αὐτὸ σημαί­νει πῶς ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ ὁ Χρι­στός. Για­τί ὑπῆρ­χε ἡ κοι­νὴ πεποί­θη­ση πῶς ὁ δὲ Χρι­στὸς ὅταν ἔρχε­ται, οὐδεὶς γινώ­σκει πόθεν ἔστίν. Προ­σέξ­τε πῶς αὐτὸ ἐπι­βε­βαιώ­νει γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ τὰ λόγια τοῦ προ­φή­τη καὶ βασι­λιᾶ: «Πεσοῦν­ται ἕν ἀμφι­βλη­στρω αὐτῶν οἱ ἁμαρ­τω­λοί…» (Ψαλμ. ρμ’ 10).

Όλ’ αὐτὰ λει­τούρ­γη­σαν τελι­κὰ γιὰ νὰ φανε­ρώ­σουν στὸν ἐπαί­τη τὴν ἀπο­γο­η­τευ­τι­κὴ ἠθι­κὴ κατά­πτω­ση τῶν ἄθλιων αὐτῶν πρε­σβυ­τέ­ρων τοῦ λαοῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐκεῖ­νος τοὺς κατη­γο­ροῦ­σε ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρο, ὅπως ἐπί­σης ὁμο­λο­γοῦ­σε τὸν Κύριο ὅλο καὶ μὲ περισ­σό­τε­ρη παρ­ρη­σία. Στὰ τελευ­ταῖα λόγια τους ὁ τυφλὸς ἀπάν­τη­σε με τὸν τρό­πο τοῦ: «ἔν γὰρ τού­τῳ θαυ­μα­στὸν ἔστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδα­τε πόθεν ἔστι, καὶ ἀνέ­ω­ξε μοῦ τοὺς ὀφθαλ­μούς» (Ἰωάν. θ’ 30). Ἦταν δηλα­δὴ σὰ νὰ τοὺς ἔλε­γε: «Τί σόϊ ἐθνι­κοὶ ἡγέ­τες καὶ πρε­σβύ­τε­ροι εἶστε σεῖς, ποὺ γνω­ρί­ζε­τε τίς παρα­μι­κρό­τε­ρες λεπτο­μέ­ρειες τοῦ τελε­τουρ­γι­κοῦ καὶ δὲν ξέρε­τε γιὰ τὸν ἄνθρω­πο ἐκεῖ­νον ποῦ ἔκα­νε σὲ μένα ἕνα τόσο μεγά­λο θαῦ­μα; Ποιός μπο­ρεῖ νὰ ξέρει ἂν ὄχι ἐσεῖς, ποὺ κάθε­στε στὴν καθέ­δρα τοῦ Μωυ­ση; Ποιός μπο­ρεῖ νὰ ἐξη­γή­σει στὸ λαὸ γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρω­πο ἂν ὄχι ἐσεῖς, ποὺ κάθε Σάβ­βα­το ἑρμη­νεύ­ε­τε τὸν ἱερὸ Μωυ­σῆ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες;» Κι ὁ ἁπλὸς αὐτὸς ἄνθρω­πος συνέ­χι­σε τὴ διδα­σκα­λία τοῦ πρὸς τοὺς ψευ­δο­δι­δα­σκά­λους τοῦ λαοῦ:

«Οἴδα­μεν δὲ ὅτι ἁμαρ­τω­λῶν ὁ Θεὸς οὔκ ἀκού­ει, ἀλλ’ ἐὰν τίς θεο­σε­βὴς ἢ καὶ τὸ θέλη­μα αὐτοῦ ποιῆ, τού­του ἀκού­ει» (Ἰωάν. θ’ 31). Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ καὶ ἁπλοϊ­κὸς τυφλὸς ἀπάν­τη­σε στὰ λόγια τῶν Φαρι­σαί­ων, ἡμεῖς οἴδα­μεν ὅτι ὁ ἄνθρω­πος οὗτος ἁμαρ­τω­λὸς ἐστιν. Κι ὁ ἄνθρω­πος τώρα τοὺς ἀπαν­τᾶ: «… ξέρου­με πῶς ὁ Θεὸς δὲν ἀκού­ει τοὺς ἁμαρ­τω­λούς».

Δὲν ὑπάρ­χει οὔτε ἕνα παρά­δειγ­μα στὴν Ἁγία Γρα­φὴ ποῦ νὰ λέει ὅτι ὁ Θεὸς ἀκού­ει τὸν ἁμαρ­τω­λὸ καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο κάνει θαῦ­μα. «Ὅταν ἐκτεί­νε­τε τὰς χεῖ­ρας ὑμῶν πρός με, λέει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ προ­φή­τη Του, ἀπο­στρέ­ψω τοὺς ὀφθαλ­μοὺς μοῦ ἄφ’ ὑμῶν, καὶ ἐὰν πλη­θύ­νη­τε τὴν δέη­σιν, οὐκ εἰσα­κού­σο­μαι ὑμῶν: αἱ γὰρ χεῖ­ρες ὑμῶν αἵμα­τος πλή­ρεις» (Ἠσ. ἅ’ 15). Ἡ προ­σευ­χὴ τοῦ Σαοὺλ τὸν και­ρὸ ποὺ ἁμάρ­τα­νε, ἦταν μάταιη. Ὁ Θεός δὲν τὸν ἄκου­γε. Ὁ Θεὸς δὲν ἀκού­ει τὸν ἁμαρ­τω­λὸ καὶ πολὺ λιγό­τε­ρο θαυ­μα­τουρ­γεὶ μὲ αὐτόν, ἐκτὸς ἂν μετα­νο­ή­σει ὁ ἁμαρ­τω­λός, ξεπλύ­νει τίς ἁμαρ­τί­ες μὲ τὰ δάκρυά του, μισή­σει τὴν ἀνο­μία, ἀπο­δε­χτεῖ τὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ καὶ πέσει μετα­νο­η­μέ­νος κι ἀπο­φα­σι­σμέ­νος μπρο­στὰ στὰ πόδια Του, μ’ ὅλη του τὴν καρ­διὰ καὶ μὲ προ­σευ­χή. Ὁ Θεὸς τὸν συγ­χω­ρεῖ, ὅπως συχώ­ρε­σε καὶ τὴν ἁμαρ­τω­λὴ γυναῖ­κα, ὅπως τὸν Ζακ­χαῖο τὸν τελώ­νη καί το λῃστὴ πάνω στὸ σταυ­ρό. Καὶ τότε δὲ θὰ εἶναι πιὰ ἁμαρ­τω­λοί. Τότε ὁ Θεὸς δὲ θὰ τοὺς ἀκού­ει ἐπει­δὴ εἶναι ἁμαρ­τω­λοί, ἀλλ’ ἐπει­δὴ εἶναι μετα­νιω­μέ­νοι. Ὁ Θεὸς δὲν ἀκού­ει τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς ποὺ προ­σεύ­χον­ται στὸ Θεὸ ἀλλ’ ἐμμέ­νουν στὴν ἁμαρ­τία. «Μακρὰν ἀπέ­χει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀσε­βῶν, εὐχαῖς δὲ δικαί­ων ἐπα­κού­ει» (Παρ. ἰε’ 29).

Ὁ ἁπλὸς ἄνθρω­πος δίδα­ξε τοὺς ψευ­δο­δι­δα­σκά­λους ποιόν ἀκού­ει ὁ Θεὸς καὶ ποιόν ὄχι κι ἔπει­τα ξεχώ­ρι­σε τὸ Χρι­στὸ ὡς τὸ μεγα­λύ­τε­ρο θαυ­μα­τουρ­γὸ στὴν ἱστο­ρία τοῦ κόσμου.

«Ἐκ τοῦ αἰῶ­νος οὐκ ἠκού­σθη ὅτι ἤνοι­ξε τίς ὀφθαλ­μοὺς τυφλοῦ γεγεν­νη­μέ­νου. εἰ μὴ ἢν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἤδύ­να­το ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν, θ’ 32–33). “Ὁ ἄνθρω­πος τώρα ἔπλε­ξε ἕνα πλῆ­ρες ἐγκώ­μιο στὸ Θερα­πευ­τὴ καὶ Εὐερ­γέ­τη του. Τὸ ξεκα­θά­ρι­σε τώρα πῶς ἦταν κι αὐτὸς ὀπα­δός Του. Κι ἀφή­νει τοὺς Φαρι­σαί­ους νὰ κατα­λά­βουν πῶς ἦταν μάταιες ὅλες οἱ πανοῦρ­γες ἐνέρ­γειές τους ν’ ἀρνη­θοῦν τὸ ἐλά­χι­στο θαῦ­μα ἢ νὰ τὸ δια­στρέ­ψουν, μὲ τὸ ἐπι­χεί­ρη­μα πῶς ὁ Κύριος εἶναι ἁμαρ­τω­λός.

Μόλις ἄκου­σαν τὰ τελευ­ταῖα λόγια τοῦ φτω­χοῦ ἀνθρώ­που ποὺ εἶχε θερα­πευ­τεῖ, οἱ Φαρι­σαῖ­οι του εἶπαν: «Ἐν ἁμαρ­τί­αις σὺ ἐγεν­νή­θης ὅλος καὶ σὺ διδά­σκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέ­βα­λον αὐτὸν ἔξω» (Ἰωάν. θ’ 34). Ὅταν οἱ ὑπο­κρι­τὲς κι οἱ ψεῦ­τες φτά­νουν στὴν ἄκρα ἀπό­γνω­ση, δὲν ἔχουν ποὺ ἀλλοῦ νὰ κατα­φύ­γουν παρὰ μόνο στὴ βία. Οἱ Φαρι­σαῖ­οι εἶδαν πὼς εἶχαν μεθο­δεύ­σει τὰ πάν­τα, ἀλλ’ ὅλες οἱ πανουρ­γί­ες τους ἀπο­δεί­χτη­καν μάταιες. Καὶ τότε, ντρο­πια­σμέ­νοι καὶ μαι­νό­με­νοι, κατη­γό­ρη­σαν τὸν ἁπλοϊ­κὸ καὶ τίμιο ἄντρα, τὸν ἀπο­κά­λε­σαν ἁμαρ­τω­λὸ καὶ τὸν ἔδιω­ξαν.

Ώς τὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς περι­γρά­φει τὸ πυκνὸ καὶ σκο­τει­νὸ σύν­νε­φο ποὺ ἦταν ὁλο­φά­νε­ρο στὰ πρό­σω­πα τῶν Φαρι­σαί­ων, σὲ ἀντί­θε­ση μὲ τὸ ὑπέρ­λαμ­προ φῶς τοῦ Σωτῆ­ρα Χρι­στοῦ καὶ τοῦ θεί­ου Του θαύ­μα­τος. Τὸ φῶς εἶναι ἀλή­θεια τὸ σκο­τά­δι εἶναι ψέμ­μα. Τὸ φῶς εἶναι ἀγά­πη: τὸ σκο­τά­δι εἶναι μῖσος. Τὸ φῶς εἶναι δύνα­μη τὸ σκο­τά­δι εἶναι ἀπου­σία δύνα­μης.

Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο ἀρχί­ζει μὲ φῶς κι ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς τὸ τελειώ­νει μὲ φῶς. Φῶς, ὄχι σκο­τά­δι. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μετὰ τὸ θαῦ­μα ἀπο­χώ­ρη­σε καὶ ἄφη­σε τὸν τυφλὸ ποὺ θερά­πευ­σε μόνο του γιὰ λίγο, ν’ ἀντι­με­τω­πί­σει μόνος του τίς ἐπι­θέ­σεις τῶν Φαρι­σαί­ων καὶ νὰ ὑπε­ρα­σπι­στεῖ τὴν ἀλή­θεια ἐνάν­τια στὸ ψέμ­μα. Μετὰ ἐμφα­νί­στη­κε πάλι καὶ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρω­πο ποὺ ἤθε­λε νὰ σώσει.

«Ἤκου­σεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέ­βα­λον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρῶν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ σὺ πιστεύ­εις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;» (Ἰωάν. θ’ 35). Ὁ θερα­πευ­μέ­νος τυφλὸς εἶχε ἤδη περά­σει τὴν πρώ­τη δοκι­μα­σία. Ἀπέ­δει­ξε πῶς ἦταν ταπει­νὸς καὶ ὑπά­κουος, ὅταν ὁ Κύριος τὸν ἔστει­λε μὲ τὰ μάτια ἀλειμ­μέ­να μὲ πηλὸ γιὰ νὰ πλυ­θεῖ στὴν κολυμ­βή­θρα τοῦ Σιλω­άμ. Αὐτὴ ἦταν ἡ δοκι­μα­σία τῆς ὑπα­κο­ῆς. Μετὰ πέρα­σε καὶ τὴ δεύ­τε­ρη δοκι­μα­σία: ἄφη­σε τὸν ἑαυ­τό του νὰ ἐκτε­θεῖ καὶ ν’ ἀντέ­ξει στὸν πει­ρα­σμό, δὲν πρό­δω­σε τὸν Κύριο μπρο­στὰ στὰ ψέμ­μα­τα τῶν Φαρι­σαί­ων. Αὐτὴ ἦταν ἡ δοκι­μα­σία τοῦ πει­ρα­σμοῦ. Μετὰ ὁ Κύριος τὸν πέρα­σε ἀπὸ τὴν τρί­τη καὶ τελευ­ταία δοκι­μα­σία. Κι αὐτὴ ἦταν ἡ μεγα­λύ­τε­ρη. Ἦταν ἡ δοκι­μα­σία τῆς ὀρθῆς πίστης. Σὺ πιστεύ­εις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;

«‘Ἀπε­κρί­θη ἐκεῖ­νος καὶ εἶπε καὶ τίς ἔστι, Κύριε, ἶνα πιστεύ­σω εἰς αὐτόν;» (Ἰωάν. θ’36). Τὸ Χρι­στὸ τὸν εἶχε γνω­ρί­σει ὡς θαυ­μα­τουρ­γό. Στοὺς Φαρι­σαί­ους τὸν ὀνό­μα­σε προ­φή­τη, ἐπει­δὴ δὲν ἤξε­ρε κάποιο μεγα­λύ­τε­ρο ὄνο­μα γιὰ νὰ τὸν ὀνο­μά­σει. Δὲν ἦταν ἀκό­μα ἕτοι­μος νὰ τὸν ὀνο­μά­σει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἦταν σὲ ὅλα ὑπά­κουος στὸν Κύριο, τὸν λογά­ρια­ζε τὸ μεγα­λύ­τε­ρο εὐερ­γέ­τη του στὴ γῆ. Ἔτσι ἤθε­λε ἀπ’ Αὐτὸν ν’ ἀκού­σει ποιός ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ πιστέ­ψει σ’ Αὐτόν.

«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἑώρα­κας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετά σου, ἐκεῖ­νος ἔστιν» (Ἰωάν. θ’ 37). Ὁ πρώ­ην τυφλὸς ἀπάν­τη­σε: «Πιστεύω, Κύριε καὶ προ­σε­κύ­νη­σεν αὐτῷ» (Ἰωάν. θ’38). Ὁ Κύριος μιλά­ει ταπει­νὰ κι εὐγε­νι­κὰ σ’ ἐκεί­νους ποὺ σώζει, ὅπως κάνει κι ὁ καλὸς για­τρὸς σ’ αὐτοὺς ποὺ θερα­πεύ­ει. Δὲν εἶπε στὸν πρώ­ην τυφλό: «Πίστε­ψέ Μέ!», οὔτε τὸν πιέ­ζει μὲ τὰ λόγια:

«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Τοῦ εἶπε μὲ πρα­ό­τη­τα: καὶ ἑώρα­κας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετά σου, ἐκεί­νός ἐστιν. Στὸν ἐλεύ­θε­ρο καὶ σκε­πτό­με­νο ἄνθρω­πο ὁ Κύριος δίνει χρό­νο νὰ σκε­φτεῖ καὶ ν’ ἀπο­φα­σί­σει. Μόλις ὁ θερα­πευ­μέ­νος ἄνθρω­πος ἔμα­θε πόσο μεγά­λος ἦταν ὁ θερα­πευ­τής Του, πολὺ σπου­δαιό­τε­ρος κι ἀπὸ προ­φή­τη, ἔκρα­ξε ἀμέ­σως μὲ χαρά: Πιστεύω, Κύριε! Καὶ δὲν τὸ εἶπε μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ ἔπε­σε καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σε, γιὰ ν’ ἀπο­δεί­ξει ἔμπρα­κτα τὴν πίστη του. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος: «Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο (ὁ πρώ­ην τυφλὸς) ὁμο­λό­γη­σε τὴ θεϊ­κή Του δύνα­μη. Καὶ γιὰ νὰ μὴ θεω­ρη­θεῖ ὅτι ἡ πίστη του ἔφτα­νε ὼς τὰ χεί­λη του, τὴν ἐπι­βε­βαί­ω­σε καὶ μὲ τὴν πρά­ξη». Ὅπως νωρί­τε­ρα εἶχαν ἀνοι­χτεῖ τὰ σωμα­τι­κά του μάτια, ἔτσι καὶ τώρα ἄνοι­ξαν τὰ πνευ­μα­τι­κά. Τώρα ἔβλε­πε καὶ μὲ τὰ σωμα­τι­κὰ καὶ μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κά του μάτια καὶ εἶδε μπρο­στά του το Θεάν­θρω­πο, το Θεὸ μὲ ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα.

Ὁ Θεὸς εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ μεγά­λος. Μέγας ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ ποιῶν θαυ­μά­σια! Πιστεύ­ου­με καὶ μεῖς, Κύριε Ἰησοῦ Χρι­στέ, Σωτῆ­ρα μας. Πιστεύ­ου­με πῶς εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου. Μαζὶ μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἀγγέ­λων καὶ τῶν ἁγί­ων στὸν οὐρα­νό, μαζὶ μὲ ὁλό­κλη­ρη τὴ στρα­τευό­με­νη Ἐκκλη­σία στὴ γῆ, Σὲ προ­σκυ­νοῦ­με, Πανά­γιε Κύριε, Ἐσέ­να καὶ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Τυφλοί

«Ἕν οἴδα, ὅτι τυφλὸς ὤν ἄρτι βλέ­πω» (Ἰωάν. 9, 25)

ΟΛΟΙ, ἀγα­πη­τοί, ὅλοι ἔχου­με δεῖ φωτο­γρα­φι­κὴ μηχα­νή.

Ἡ φωτο­γρα­φι­κὴ μηχα­νὴ εἶνε κι αὐτὴ μιὰ ἀνα­κά­λυ­ψη τῆς ἐπι­στή­μης. Μὲ τὴ μηχα­νή αὐτὴ κατώρ­θω­σε ὁ ἄνθρω­πος νὰ παίρ­νῃ φωτο­γρα­φί­ες, καὶ ἔγχρω­μες ἀκό­μη, ποὺ ὅταν ἔχουν ἐπι­τυ­χία νομί­ζεις ὅτι βλέ­πεις τὸ ἴδιο τὸ ἀντι­κεί­με­νο, εἴτε πρό­σω­πο εἴτε πρᾶγ­μα εἴτε τοπίο εἶνε αὐτό. Στὴν ἀρχὴ οἱ φωτο­γρα­φι­κὲς μηχα­νὲς ἦταν λίγες καὶ πανά­κρι­βες. Σήμε­ρα γέμι­σε ὁ κόσμος ἀπὸ φωτο­γρα­φι­κὲς μηχα­νές. Καὶ τὰ παι­διὰ ἀκό­μη τοῦ δημο­τι­κοῦ σχο­λεί­ου ἔχουν φωτο­γρα­φι­κὲς μηχα­νές. Ἄν τώρα σὲ κάποιον, ποὺ κρα­τά­ει μηχα­νὴ καὶ κάνει συλ­λο­γὴ φωτο­γρα­φιῶν, πήτε ὅτι ἡ φωτο­γρα­φι­κή τοῦ μηχα­νὴ ἔγι­νε μόνη της, χωρὶς κανέ­νας τεχνί­της νὰ κοπιά­σῃ, αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴ μηχα­νὴ θὰ γελά­σῃ εἰς βάρος σας καὶ θ’ ἀρχί­σῃ ν’ ἀμφι­βάλ­λῃ ἂν εἶστε καλὰ στὸ μυα­λό. «Κύριε», θὰ σᾶς πῇ, «τί εἴν’ αὐτὰ ποὺ λέτε; Οἱ φωτο­γρα­φι­κὲς μηχα­νὲς δὲν φυτρώ­νουν στὰ χωρά­φια. Σχε­διά­ζον­ται ἀπὸ ἐπι­στή­μο­νες, κατα­σκευά­ζον­ται ἀπὸ τεχνῖ­τες, βγαί­νουν ἀπὸ ἐργο­στά­σια. Ἡ δική μου μηχα­νὴ εἶνε ἀπὸ τίς τελειό­τε­ρες μάρ­κες…».…

Ὥστε μιὰ φωτο­γρα­φι­κὴ μηχα­νὴ ἔχει κάποιον ποὺ τὴν ἔκα­νε. Σ’ αὐτὸ κανέ­νας δὲν ἀμφι­βάλ­λει. Ἀλλ’ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ μιλή­σω γιὰ τίς φωτο­γρα­φι­κὲς μηχα­νὲς ποὺ κρα­τοῦν οἱ ἄνθρω­ποι. Θέλω σήμε­ρα νὰ μιλή­σω γιὰ κάποια ἄλλη φωτο­γρα­φι­κὴ μηχα­νή, ποὺ εἶνε ἡ πιὸ τέλεια φωτο­γρα­φι­κὴ μηχα­νὴ τοῦ κόσμου. Δὲν μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ τὴ φθά­σῃ. Καὶ οἱ τεχνῖ­τες καὶ οἱ ἐπι­στή­μο­νες κλέ­βουν τὰ μυστι­κὰ καὶ παίρ­νουν σχέ­δια ἀπὸ αὐτὴν καὶ προ­σπα­θοῦν νὰ τὴ μιμη­θοῦν. Ἀλλ’ αὐτὴ εἶνε ἄφθα­στη. Τὴ φωτο­γρα­φι­κὴ αὐτὴ μηχα­νὴ τὴν ἔχουν ὅλοι σχε­δόν. Τὴν ἔχουν καὶ οἱ πιὸ φτω­χοὶ ἄνθρω­ποι, καὶ ὅμως ἡ φωτο­γρα­φι­κὴ αὐτὴ μηχα­νὴ εἶνε πανά­κρι­βη. Εἶνε τὰ μάτια μας. Ποιός, ὅσο φτω­χὸς καὶ ἂν εἶνε, που­λά­ει τὰ μάτια του; Προ­τι­μᾷ νὰ ἔχῃ τὰ μάτια του, παρὰ νὰ εἶνε τυφλὸς καὶ νὰ ἔχῃ ἑκα­τομ­μύ­ρια πολ­λὰ καὶ νὰ εἶνε βασι­λιᾶς.

Καὶ γεν­νιέ­ται τὸ ἐρώ­τη­μα: Ποιός τεχνί­της κατα­σκεύ­α­σε μιὰ τόσο τέλεια μηχα­νή; Εἶνε λογι­κὸ τὸ ἐρώ­τη­μα αὐτό. Για­τί, ἂν γιὰ μιὰ φωτο­γρα­φι­κὴ μηχα­νὴ κανεὶς δὲν λέω ὅτι ἔτσι βρέ­θη­κε, πολὺ περισ­σό­τε­ρο δὲν μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ ἰσχυ­ρι­σθῇ ὅτι τὰ μάτια δὲν ἔχουν τὸν τεχνί­τη τους καί το δημιουρ­γό τους. Ἄν πάρου­με τὰ μάτια ἑνὸς ἀνθρώ­που ποὺ μόλις πέθα­νε καὶ χημι­κῶς τὰ ἐξε­τά­σου­με καὶ τὰ ἀνα­λύ­σου­με, θὰ δοῦ­με ὅτι τὰ μάτια εἶνε μιὰ πολὺ μικρὴ ποσό­τη­τα ὕλης. Λίγα δρά­μια χῶμα. Ἀλλὰ ποιός πῆρε τὸ λίγο αὐτὸ χῶμα, ποιός τὸ ζύμω­σε, ποιός τὸ ἔπλα­σε, ὥστε νὰ γίνῃ ἕνα μικρὸ θαυ­μά­σιο μηχά­νη­μα, ποὺ διαρ­κῶς βλέ­πει καὶ παίρ­νει χιλιά­δες εἰκό­νες καὶ τίς στέλ­νει στὸν ἐγκέ­φα­λο καὶ ἐκεῖ μένουν καὶ δια­τη­ροῦν­ται; Εἶνε τόσο ἀξιο­θαύ­μα­στη ἡ κατα­σκευὴ καὶ ἡ λει­τουρ­γία τῶν ματιῶν, ὥστε γύρω ἀπὸ τὴ σπου­δή τους ἀσχο­λεῖ­ται ἰδιαί­τε­ρη ἐπι­στή­μη, ἡ ὀφθαλ­μο­λο­γία. Ὀφθαλ­μο­λό­γοι για­τροί, μεγά­λοι ἐπι­στή­μο­νες, θαυ­μά­ζουν τὸ ἔξο­χο αὐτὸ δημιούρ­γη­μα. Ποιός ἔπλα­σε τὰ μάτια; Ὁ Θεός! εἶνε ἡ μόνη λογι­κὴ ἀπάν­τη­σι.

Ὦ ἄπι­στοι, φθά­νει ἕνα μάτι ν’ ἀπο­δεί­ξῃ ὅτι ὑπάρ­χει Θεός.

Ἀλλὰ για­τί, θὰ μᾶς ρωτή­σῃ κανείς, για­τί μιλᾶ­με σήμε­ρα γιὰ τὰ μάτια; Διό­τι τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ποὺ ἀκού­σα­με, μιλά­ει γιὰ τὸ ἔξο­χο αὐτὸ δημιούρ­γη­μα. Μιλά­ει γιὰ ἕναν τυφλό, ποὺ συνάν­τη­σε στὸ δρό­μο ὁ Χρι­στός. Ἦταν τυφλὸς ἀπό τὴ μέρα ποὺ γεν­νή­θη­κε. Δὲν εἶχε καθό­λου μάτια. Δυὸ μεμ­βρᾶ­νες λεπτὲς σκέ­πα­ζαν τὸ μέρος ὅπου ὑπάρ­χουν τὰ μάτια. Δυστυ­χι­σμέ­νος ἄνθρω­πος. Στὸ σκο­τά­δι ζοῦ­σε. Δου­λειὰ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κάνῃ. Ζητιά­νος εἶχε καταν­τή­σει. Ἀπὸ τὴν ἐλεη­μο­σύ­νη τῶν ἀνθρώ­πων προ­σπα­θοῦ­σε νὰ ζήσῃ.

Αὐτὸν τὸν τυφλὸ θερά­πευ­σε ὁ Χρι­στός. Τὸν θερά­πευ­σε; Δὲν ἀκρι­βο­λο­γοῦ­με. Θερά­πευ­σε θὰ λέγα­με, ἂν ὁ τυφλὸς εἶχε μάτια βλαμ­μέ­να ἀπὸ ἀσθέ­νεια. Ἀλλ’ ὁ τυφλὸς αὐτός, ὅπως εἴπα­με, δὲν εἶχε καθό­λου μάτια. Ἀδεια­νὲς ἦταν οἱ κόγ­χες. Καὶ ὁ Χρι­στὸς μὲ τὸ θαῦ­μα ποὺ ἔκα­νε δημιούρ­γη­σε μάτια. Ἀπί­στευ­το φαί­νε­ται; Ἀλλ’ ὁ Χρι­στός, ποὺ ἔκα­νε τὸ θαῦ­μα τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου, εἶνε ὁ ἴδιος, ποὺ ὄχι μόνο μάτια ἔκα­νε, ἀλλὰ καὶ αὐτιὰ καὶ χέρια καὶ πόδια καὶ πνευ­μό­νια καὶ νεφρὰ καὶ καρ­διὲς καὶ νεῦ­ρα καὶ κόκ­κα­λα καὶ ὅλα τὰ ἀξιο­θαύ­μα­στα ὄργα­να τοῦ σώμα­τος τοῦ ἀνθρώ­που. Ἔκα­νε τὸ ἀνθρώ­πι­νο σῶμα. Ἔ λοι­πόν, αὐτὸς ποὺ κατα­σκεύ­α­σε ὅλο τὸ ἀνθρώ­πι­νο σῶμα, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κατα­σκευά­σῃ ἕνα μόνο μέρος, τὰ μάτια;

Ὁ Χρι­στός, λέει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ἔφτυ­σε κάτω, καὶ μὲ τὸ σάλιο τοῦ ἔκα­νε λίγη λάσπη, πῆρε τὴ λάσπη, ἔχρι­σε μ’ αὐτὴ τὸν τυφλὸ στὰ μάτια καὶ τὸν ἔστει­λε νὰ νιφτῇ σὲ μιὰ δεξα­με­νή. Καὶ πῆγε, νίφτη­κε καὶ ἀμέ­σως εἶδε..

Ἔτσι ὁ Χρι­στὸς δίδα­ξε, ὅτι εἶνε αὐτὸς πού ἀπὸ χῶμα δημιούρ­γη­σε τὸ ἀνθρώ­πι­νο σῶμα. Ὕλη, λάσπη εἶνε ὅλο τὸ ἀνθρώ­πι­νο σῶμα. Ἀλλὰ μέσα στὸ σῶμα αὐτὸ μὲ τὰ θαυ­μά­σια ὄργα­νά του ὑπάρ­χει ἡ εἰκό­να τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρ­χει ἡ ἀθά­να­τη ψυχή. Ἡ ψυχὴ δὲν εἶνε ὕλη. Εἶνε πνεῦ­μα. Ἡ ὕλη φθεί­ρε­ται καὶ κατα­στρέ­φε­ται, ἀλλὰ τὸ πνεῦ­μα δὲν κατα­στρέ­φε­ται.

Χρι­στέ! Σὺ μᾶς ἔπλα­σες. Σὺ μᾶς ἔδω­σες μάτια γιὰ νὰ βλέ­που­με τὸν ὄμορ­φο κόσμο ποὺ ἔχεις δημιουρ­γή­σει. Βλέ­πον­τας ὅλα τὰ θαυ­μά­σια ποὺ ἔκα­νες σὲ δοξά­ζου­με καὶ σὲ εὐχα­ρι­στοῦ­με.

Δυστυ­χῶς οἱ περισ­σό­τε­ροι ἄνθρω­ποι δὲν δοξο­λο­γοῦν καὶ δὲν εὐχα­ρι­στοῦν τὸ Χρι­στό. Μάτια ἔχουν καὶ μάτια δὲν ἔχουν. Ζοὺν σὰν τυφλοὶ μέσα στὸν ὄμορ­φο κόσμο, καὶ ἕνα «Δόξα σοί, ὁ Θεὸς» δὲν λένε. Εἶνε τυφλοὶ ψυχι­κῶς. Ἡ ἀπι­στία καὶ ἡ ἁμαρ­τία ἔχουν τυφλώ­σει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ δὲν βλέ­πουν καὶ δὲν αἰσθά­νον­ται τίπο­τα. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρω­ποι, ὅσο ἔξυ­πνοι κι ἂν εἶνε καὶ ὅσα γράμ­μα­τα κι ἂν ξέρουν, μοιά­ζουν σὰν τὸ γαϊ­δου­ρά­κι, ποὺ τὸ ἀφεν­τι­κό του κλεί­νει τὰ μάτια μὲ τὸ τυφλο­πά­νι, τὸ δένει στὸ μαγ­γα­νο­πή­γα­δο, καὶ τὸ δυστυ­χι­σμέ­νο ζῶο ποὺ δὲν βλέ­πει ἀρχί­ζει νὰ τρέ­χῃ, μὲ τὴν ἐντύ­πω­ση ὅτι τρέ­χει σὲ δρό­μο, ἐνῶ συνε­χῶς στὸ ἴδιο μέρος βρί­σκε­ται κάνον­τας διαρ­κῶς τοὺς ἴδιους γύρους. Ἔτσι εἶνε καὶ οἱ ἄπι­στοι. Τὸ ἀφεν­τι­κό τους, ὁ διά­βο­λος, τούς ἔχει σκε­πά­σει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μὲ τὸ δικό του τυφλο­πά­νι καὶ δὲν βλέ­πουν οἱ δυστυ­χεῖς. Δὲν βλέ­πουν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Δὲν βλέ­πουν, ὅτι κάθε ἔργο τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ πιὸ μικρό, ὅπως εἶνε ἕνα μυρ­μηγ­κά­κι, εἶνε ἕνα θαυ­μά­σιο κατα­σκεύ­α­σμα, ποὺ ξεπερ­νᾷ σὲ τελειό­τη­τα καὶ τὸ καλύ­τε­ρο ἐργο­στά­σιο τοῦ κόσμου. Δὲν βλέ­πουν τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς Πανα­γί­ας καὶ τῶν ἁγί­ων. Καὶ δὲν βλέ­πουν, για­τί δὲν πιστεύ­ουν. Ὅλα προ­σπα­θοῦν νὰ τὰ ἐξη­γή­σουν ὑλι­στι­κῶς. Ἡ ὕλη! σοῦ λένε· ἀπὸ τὴν ὕλη βγῆ­καν ὅλα. Ἀλλὰ τί εἶνε ἡ ὕλη; Πῶς βρέ­θη­κε; Πῶς ἐξε­λί­χθη­κε; Πῶς ἔγι­νε μάτι, αὐτί, καρ­διά; Πῶς ἔγι­νε δύνα­μη καὶ ἐνέρ­γεια; Πῶς ἔγι­νε σκέ­ψι, αἴσθη­μα καὶ θέλη­σι; Πῶς ἔγι­νε πνεῦ­μα; Στὰ ἐρω­τή­μα­τα αὐτὰ δὲν μπο­ροῦν ν’ ἀπαν­τή­σουν οἱ ἄπι­στοι.

Ἄπι­στοι! Σᾶς παρα­κα­λοῦ­με, πλη­σιά­στε τὸν τυφλὸ ποὺ ἔκα­νε καλὰ ὁ Χρι­στός. Οἱ παλαιοί σας συνά­δελ­φοι, οἱ ἄπι­στοι τῆς ἐπο­χῆς ἐκεί­νης, δὲν ἤθε­λαν νὰ πιστέ­ψουν στὸ θαῦ­μα ποὺ ἔκα­νε ὁ Χρι­στός, καὶ μὲ λόγια δικο­λα­βι­κὰ προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ μετα­βά­λουν τὰ πράγ­μα­τα, νὰ σκο­τί­σουν τὸν ἥλιο, καὶ νὰ κάνουν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ μὴν πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό. Τυφλοὶ αὐτοί, τυφλὸ ἤθε­λαν νὰ κάνουν καὶ ὅλο τὸν κόσμο. Ἀλλ’ ὁ τυφλός, ποὺ εἶδε τὸ φῶς του, μὲ τίς ἀπαν­τή­σεις ποὺ ἔδω­σε τοὺς ἀπο­στό­μω­σε, τοὺς νίκη­σε, τοὺς ξευ­τέ­λι­σε. Το πιὸ μεγά­λο ἐπι­χεί­ρη­μα ἦταν ἡ προ­σω­πι­κή του πεί­ρα. Εἶδε πάνω του τὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶδε τὸ θαῦ­μα. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐλέγ­χει τοὺς ἀπί­στους «Δὲν ἀκούω τί μοῦ λέτε. Ἕνα ξέρω ἤμουν τυφλὸς καὶ τώρα βλέ­πω. Μὲ ἔκα­νε καλὰ ὁ Χρι­στός. Χίλιες δόξες νὰ ἔχῃ».

Ὁ Χρι­στὸς εἶνε τὸ φῶς τοῦ κόσμου.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek