ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ιη΄ 23 — 35)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παρα­βο­λὴν ταύ­την· ὡμοιώ­θη ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν ἀνθρώ­πῳ βασι­λεῖ ὃς ἠθέ­λη­σεν συνᾶ­ραι λόγον μετὰ τῶν δού­λων αὐτοῦ. 24ἀρξα­μέ­νου δὲ αὐτοῦ συναί­ρειν προ­ση­νέ­χθη αὐτῷ εἷς ὀφει­λέ­της μυρί­ων ταλάν­των. 25μὴ ἔχον­τος δὲ αὐτοῦ ἀπο­δοῦ­ναι ἐκέ­λευ­σεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πρα­θῆ­ναι καὶ τὴν γυναῖ­κα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάν­τα ὅσα εἶχε, καὶ ἀπο­δο­θῆ­ναι. 26πεσὼν οὖν ὁ δοῦ­λος προ­σε­κύ­νει αὐτῷ λέγων· κύριε μακρο­θύ­μη­σον ἐπ’ ἐμοί, καὶ πάν­τα σοι ἀπο­δώ­σω. 27σπλαγ­χνι­σθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δού­λου ἐκεί­νου ἀπέ­λυ­σεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆ­κεν αὐτῷ. 28ἐξελ­θὼν δὲ ὁ δοῦ­λος ἐκεῖ­νος εὗρεν ἕνα τῶν συν­δού­λων αὐτοῦ, ὃς ὤφει­λεν αὐτῷ ἑκα­τὸν δηνά­ρια, καὶ κρα­τή­σας αὐτὸν ἔπνι­γεν λέγων· ἀπό­δος μοι εἴ τι ὀφεί­λεις. 29πεσὼν οὖν ὁ σύν­δου­λος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρε­κά­λει αὐτὸν λέγων· μακρο­θύ­μη­σον ἐπ’ ἐμοί, καὶ ἀπο­δώ­σω σοι· 30ὁ δὲ οὐκ ἤθε­λεν, ἀλλὰ ἀπελ­θὼν ἔβα­λεν αὐτὸν εἰς φυλα­κὴν ἕως οὗ ἀπο­δῷ τὸ ὀφει­λό­με­νον. 31ἰδόν­τες δὲ οἱ σύν­δου­λοι αὐτοῦ τὰ γενό­με­να ἐλυ­πή­θη­σαν σφό­δρα, καὶ ἐλθόν­τες διε­σά­φη­σαν τῷ κυρίῳ ἑαυ­τῶν πάν­τα τὰ γενό­με­να. 32τότε προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦ­λε πονη­ρέ, πᾶσαν τὴν ὀφει­λὴν ἐκεί­νην ἀφῆ­κά σοι, ἐπεὶ παρε­κά­λε­σάς με· 33οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλε­ῆ­σαι τὸν σύν­δου­λόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέη­σα; 34καὶ ὀργι­σθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέ­δω­κεν αὐτὸν τοῖς βασα­νι­σταῖς ἕως οὗ ἀπο­δῷ πᾶν τὸ ὀφει­λό­με­νον αὐτῷ. 35Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπου­ρά­νιος ποι­ή­σει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆ­τε ἕκα­στος τῷ ἀδελ­φῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρ­διῶν ὑμῶν τὰ παρα­πτώ­μα­τα αὐτῶν.

23 Το καθή­κον να συγ­χω­ρού­μεν αυτούς που μας έφται­ξαν είναι απε­ριό­ρι­στον. Δι’ αυτό και η βασι­λεία των ουρα­νών έχει παρο­μοιω­θή με ένα βασι­λέα, που ηθέ­λη­σε να λογα­ρια­σθή με τους δού­λους του, στους οποί­ους είχεν εμπι­στευ­θή την δια­χεί­ρι­σιν των οικο­νο­μι­κών του. 24 Εκεί δε που ήρχι­σε να εξε­τά­ζη τους λογα­ρια­σμούς, του έφε­ραν βιαί­ως έναν, που του χρε­ω­στού­σε το τερά­στιον πόσον των δέκα χιλιά­δων ταλάν­των. 25 Επει­δή δε δεν είχε να επι­στρέ­ψη όσα χρε­ω­στού­σε, διέ­τα­ξε ο κύριός του να πωλη­θή ως δού­λος αυτός και η γυναί­κα του και τα παι­διά του και όλα όσα είχε, δια να εξο­φλη­θή έτσι έστω και μέρος από το χρέ­ος. 26 Επε­σε τότε κατά γης ο δού­λος εκεί­νος, τον επρο­σκυ­νού­σε και έλε­γε· “Κυριε, δεί­ξε επιεί­κειαν και μακρο­θυ­μί­αν εις εμέ και όλα όσα σου χρε­ω­στώ, θα σου τα πλη­ρώ­σω”. 27 Εφά­νη δε σπλαγ­χνι­κός ο Κυριος του δού­λου εκεί­νου, τον αφή­κεν ελεύ­θε­ρον και του εχά­ρι­σεν όλον το χρέ­ος. 28 Αλλ’ εκεί­νος ο δού­λος όταν εβγή­κεν έξω, ευρή­κε ένα από τους συν­δού­λους του, ο όποιος του χρε­ω­στού­σε το μηδα­μι­νόν ποσόν των εκα­τό δηνα­ρί­ων. Αμέ­σως τον επια­σε και τον επί­ε­ζε κατά τον πλέ­ον σκλη­ρόν τρό­πον λέγων· Πλή­ρω­σέ μου ο,τι μου χρε­ω­στάς. 29 Επε­σε τότε ο σύν­δου­λος εκεί­νος εις τα πόδια αυτού και τον παρα­κα­λού­σε λέγων· Δεί­ξε σε μένα επιεί­κειαν και μακρι­θυ­μί­αν και θα σου επι­στρέ­ψω τα οφει­λό­με­να. 30 Αυτός δε δεν ήθε­λε να ακού­ση τίπο­τε, αλλά επή­γε και τον κατήγ­γει­λε εις τας αρχάς και τον έβα­λε εις την φυλα­κήν, έως ότου πλη­ρώ­ση το χρέ­ος του. 31 Οι άλλοι σύν­δου­λοί του, όταν είδαν αυτά που έγι­ναν, ελυ­πή­θη­καν πάρα πολύ και ελθόν­τες στον κύριόν των του διη­γή­θη­καν με ακρί­βειαν όλα τα γεγο­νό­τα. 32 Τοτε εκά­λε­σε αυτόν ο κύριός του και του είπε· Δού­λε πονη­ρέ, όλο το τερά­στιον εκεί­νο χρέ­ος σου το εχά­ρι­σα, διό­τι με παρε­κά­λε­σες. 33 Δεν έπρε­πε και συ να λυπη­θής και να ελε­ή­σης τον σύν­δου­λό σου, όπως εγώ ο Κυριος σου σε ελυ­πή­θη­κα και σε ελέη­σα; 34 Και οργι­σθείς ο κύριός του τον έβα­λε εις την φυλα­κήν και τον παρέ­δω­κε στους βασα­νι­στάς, δια να τον βασα­νί­ζουν, μέχρις ότου εξο­φλή­ση όλον το χρέ­ος του. 35 Ετσι και ο Πατήρ μου ο επου­ρά­νιος θα κάμη εις σας εάν δεν συγ­χω­ρή­τε ο καθέ­νας στον αδελ­φόν του, με όλην σας την καρ­διά, τα πταί­σμα­τα, που έχει κάμει απέ­ναν­τί σας”.

23 Επει­δή στη βασι­λεία των ουρα­νών το καθή­κον να συγ­χω­ρού­με όσους μας έχουν φταί­ξει είναι απε­ριό­ρι­στο, γι’ αυτό μοιά­ζει η βασι­λεία των ουρα­νών μ’ έναν επί­γειο βασι­λιά, που θέλη­σε να του απο­δώ­σουν λογα­ρια­σμό οι δού­λοι και αυλι­κοί του, στους οποί­ους είχε ανα­θέ­σει τη δια­χεί­ρι­ση των φόρων και των εισπρά­ξε­ών του. 24 Κι όταν αυτός άρχι­σε να κάνει το λογα­ρια­σμό, του έφε­ραν ένα χρε­ώ­στη, ο οποί­ος χρω­στού­σε δέκα χιλιά­δες τάλαν­τα, δηλα­δή ένα αμύ­θη­το ποσό. 25 Επει­δή όμως αυτός δεν είχε να πλη­ρώ­σει, διέ­τα­ξε ο Κύριος να που­λη­θεί κι αυτός και η γυναί­κα του και τα παι­διά του όλα όσα είχε, και να πλη­ρω­θεί το χρέ­ος. 26 Έπε­σε λοι­πόν κατα­γής ο δού­λος και τον προ­σκυ­νού­σε λέγον­τας: Κύριε, δωσ’ μου λίγο χρό­νο ακό­μη, κι όλα όσα χρω­στώ θα σου τα πλη­ρώ­σω. 27 Τότε ο κύριός του τον λυπή­θη­κε και αισθάν­θη­κε συμ­πά­θεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφη­σε ελεύ­θε­ρο, του χάρι­σε μάλι­στα και το δάνειο. 28 Όταν όμως βγή­κε έξω ο δού­λος εκεί­νος, βρή­κε έναν από τους συν­δού­λους του που του χρώ­στα­γε εκα­τό δηνά­ρια, δηλα­δή ένα μικρό ποσό. Κι αφού τον στα­μά­τη­σε, τον πίε­ζε σκλη­ρά λέγον­τας: Εξό­φλη­σέ μου ό,τι μου χρω­στάς. 29 Έπε­σε λοι­πόν στα πόδια του ο συν­δού­λός του κα τον παρα­κα­λού­σε λέγον­τας: Περί­με­νέ με και δώσ’ μου μια παρά­τα­ση χρό­νου, και θα σε πλη­ρώ­σω. 30 Αυτός όμως δεν ήθε­λε, αλλά τον επή­γε στο δικα­στή­ριο και τον έρι­ξε στη φυλα­κή έως ότου του πλη­ρώ­σει ότι χρω­στού­σε. 31 Όταν όμως είδαν οι άλλοι σύν­δου­λοί του αυτά που έγι­ναν, λυπή­θη­καν πολύ. Κι αφού ήλθαν στον κύριό τους, του διη­γή­θη­καν όλα όσα συνέ­βη­σαν. 32 Τότε ο κύριός του τον προ­σκά­λε­σε και του είπε: Δού­λε πονη­ρέ, όλο το χρέ­ος εκεί­νο, το τόσο μεγά­λο, σου το χάρι­σα, επει­δή με παρα­κά­λε­σες. 33 Δεν έπρε­πε και συ να λυπη­θείς και να σπλα­χνι­σθείς το σύν­δου­λό σου, όπως κι εγώ σε λυπή­θη­κα και σου έδει­ξα έλε­ος, αν και δεν είμαι σύν­δου­λός σου αλλά κύριός σου; 34 Και οργι­σμέ­νος ο κύριός του τον παρέ­δω­σε σ’ αυτούς που βασα­νί­ζουν τους φυλα­κι­σμέ­νους, για να τον τιμω­ρούν μέχρι να εξο­φλή­σει όλα όσα χρω­στού­σε. 35 Έτσι θα κάνει σε σας και ο επου­ρά­νιος Πατέ­ρας μου, στον οποίο λόγω των ανα­ρίθ­μη­των αμαρ­τιών σας είστε χρε­ώ­στες ανα­ρίθ­μη­του χρέ­ους, εάν δεν συγ­χω­ρή­σε­τε ο καθέ­νας σας τον αδελ­φό του όχι με το στό­μα σας μόνο αλλά από την καρ­διά σας.

23 «Γι᾽ αὐτὸ ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶ­νἔ­γι­νε ὁμοία μὲ ἕνα ἄνθρω­πο βασι­λέα, ποὺ θέλη­σε νὰ κάνῃ λογα­ρια­σμὸ μὲ τοὺς δού­λους του. 24 Καὶ ὅταν ἄρχι­σε νὰ κάνῃ λογα­ρια­σμό, τοῦ­ἔ­φε­ραν ἕνα ὀφει­λέ­τη δέκα χιλιά­δων ταλάν­των (ποσοῦ ἀστρο­νο­μι­κοῦ). 25 Καὶ ἐπει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἐξο­φλή­σῃ, διέ­τα­ξε ὁ κύριός του νὰ πωλη­θῆ αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖ­κα του καὶ τὰ παι­διὰ καὶ ὅλα ὅσα εἶχε, καὶ νὰ ἐξο­φλη­θῇ τὸ χρέ­ος. 26 Τότε ἔπε­σε ὁ δοῦ­λος καὶ τὸν προ­σκυ­νοῦ­σε λέγον­τας: “Κύριε, κάνε υπο­μο­νὴ γιὰ μένα, καὶ ὅλα θὰ σοῦ τὰ ἐξο­φλή­σω”. 27 Ὁ κύριος τοῦ δού­λου ἐκεί­νου αἰσθάν­θη­κε τότε εὐσπλαγ­χνία καὶ τὸν ἄφη­σε ἐλεύ­θε­ρο, ἀλλὰ καὶ τοῦ χάρι­σε τὸ δάνειο. 28 Ἀλλ᾽ ὅταν βγῆ­κε­ἔ­ξω ὁ δοῦ­λος ἐκεῖ­νος, βρῆ­κε ἕνα ἀπὸ τοὺς συν­δού­λους του, ὁ ὁποῖ­ος τοῦ üφει­λε ἑκα­τὸ δηνά­ρια (μικρὸ­φει­λε ἑκα­τὸ δηνά­ρια (μικρὸ συγ­κρι­τι­κὰ ποσό). Καὶ τὸν ἔπια­σε καὶ τὸν ἔπνι­γε λέγον­τας: “Ἐξό­φλη­σέ μου ὅ,τι ὀφεί­λεις”. 29 Επε­σε τότε ὁ σύν­δου­λός του στὰ πόδια του καὶ τὸν παρα­κα­λοῦ­σε λέγον­τας: “Κάνε υπο­μο­νὴ γιὰ μένα, καὶ θὰ σ᾽ ἐξο­φλή­σω”. 30 Ἀὐτὸς ὅμως δὲν õθε­λε νὰ τὴν δια­πομ­πεύ­σῃ, σκέ­φθη­κε­θε­λε, ἀλλὰ πῆγε καὶ τὸνἔρ­ρι­ξε στὴ φυλα­κή, ἕως ὅτου ἐξο­φλή­σῃ τὸ χρέ­ος. 31 Ὅταν δὲ οἱ σύν­δου­λοί του εἶδαν τὰ συμ­βάν­τα, ἀγα­νά­κτη­σαν πάρα πολύ, καὶ πῆγαν καὶ ἀνέ­φε­ραν στὸν κύριό τους ὅλα ὅσα συνέ­βη­σαν. 32 Τότε τὸν κάλε­σε ὁ κύριός του καὶ τοῦ λέγει: “Δοῦ­λε κακέ, ὅλο ἐκεῖ­νο τὸ χρέ­ος σοῦ χάρι­σα, ἐπει­δὴ μὲ παρα­κά­λε­σες. 33 Δὲνἔ­πρε­πε καὶ σὺ νὰ λυπη­θῇς καὶ νὰ κάνῃ­ςἔ­λε­ος στὸ σύν­δου­λό σου, ὅπως καὶ ἐγὼ λυπή­θη­κα καὶ­ἔ­κα­να­ἔ­λε­ος σὲ σένα;”. 34 Ὠργί­σθη­κε δὲ ὁ κύριός του καὶ τὸν παρέ­δω­σε στοὺς δεσμο­φύ­λα­κες, ἕως ὅτου τοῦ ἐξο­φλή­σῃ ὅλο τὸ χρέ­ος. 35 Ετσι καὶ ὁ Πατέ­ρας μου ὁ ἐπου­ρά­νιος θὰ κάνῃ σὲ σᾶς, ἐὰν δὲν συγ­χω­ρή­σε­τε καθέ­νας στὸν ἀδελ­φό του ἀπὸ τὶς καρ­διές σας τὰ παρα­πτώ­μα­τά τους».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΝΩΜΟΝΟΣ ΟΦΕΙΛΕΤΟΥ

Όπως στην περί­πτω­ση της κιθά­ρας δεν αρκεί μόνον μια χορ­δή για να προ­κλη­θεί μελω­δία, αλλά πρέ­πει όλες να τις κρού­ου­με με τον κατάλ­λη­λο τρό­πο και ρυθ­μό, έτσι και στην περί­πτω­ση της ψυχι­κής αρε­τής δεν αρκεί για τη σωτη­ρία μας η τήρη­ση μόνο μίας εντο­λής του Κυρί­ου, αλλά πρέ­πει να τις τηρού­με όλες με ακρί­βεια και αυστη­ρό­τη­τα, εάν βέβαια έχου­με διά­θε­ση να επι­τύ­χου­με πραγ­μα­τι­κή μελω­δία.

Έμα­θε το στό­μα σου να μην ορκί­ζε­ται, όπως ορί­ζει μία εντο­λή; Έχει ασκη­θεί η γλώσ­σα σου να λέγει σε κάθε περί­στα­ση μονά­χα «ναι» και «όχι», όπως ορί­ζει μία άλλη; Ας μάθει λοι­πόν να απο­φεύ­γει και κάθε κακο­λο­γία και να δεί­χνει περισ­σό­τε­ρο ενδια­φέ­ρον για την εντο­λή αυτή, επει­δή χρειά­ζε­ται και περισ­σό­τε­ρος κόπος εκ μέρους μας για την εκπλή­ρω­σή της. Και αυτό διό­τι στην περί­πτω­ση του όρκου χρεια­ζό­ταν να υπερ­νι­κή­σου­με απλώς μία συνή­θεια, ενώ στην περί­πτω­ση της οργής χρειά­ζε­ται μεγα­λύ­τε­ρος αγώ­νας, επει­δή αυτό είναι πάθος τυραν­νι­κό και πολ­λές φορές παρα­σύ­ρει όσους δεν έχουν νήψη και τους γκρε­μί­ζει στο βάρα­θρο της απώ­λειας.

Υπο­μεί­νε­τε λοι­πόν τον εκτε­τα­μέ­νο λόγο μου που θα ακο­λου­θή­σει· διό­τι θα ήταν παρά­λο­γο να τραυ­μα­τί­ζε­στε κάθε μέρα στις αγο­ρές, στα σπί­τια σας από φίλους, από συγ­γε­νείς, από εχθρούς, από γεί­το­νες, από δού­λους, από γυναί­κα, από παι­δί, από τις ίδιες σας τις σκέ­ψεις και να μη φρον­τί­ζε­τε για τη θερα­πεία των τραυ­μά­των αυτών ούτε μία φορά την εβδο­μά­δα και μάλι­στα όταν γνω­ρί­ζε­τε ότι ο τρό­πος αυτός της θερα­πεί­ας είναι και δωρε­άν και ανώ­δυ­νος· διό­τι τώρα δεν κρα­τώ σίδε­ρο στο χέρι μου, αλλά μετα­χει­ρί­ζο­μαι λόγο αντί σιδή­ρου, λόγο όμως κοπτε­ρό­τε­ρο από κάθε σίδη­ρο, ο οποί­ος απο­κό­πτει από τη ρίζα τη σήψη της αμαρ­τί­ας, χωρίς να προ­κα­λεί πόνο σε εκεί­νον που πάσχει. Δεν κρα­τώ φωτιά στο δεξί μου χέρι, αλλά κρα­τώ διδα­σκα­λία σφο­δρό­τε­ρη και από τη φωτιά, που δε φέρει καυ­τή­ρα στην πλη­γή, αλλά ματαιώ­νει την εξά­πλω­ση της κακί­ας και αντί πόνου, παρέ­χει πολ­λή ευχα­ρί­στη­ση στον απαλ­λασ­σό­με­νο από την κακία. Εδώ δεν χρειά­ζε­ται χρό­νος, δεν χρειά­ζον­ται μόχθοι, δεν χρειά­ζον­ται χρή­μα­τα. Αρκεί μόνο θέλη­ση και θα επι­τύ­χου­με αμέ­σως όλα όσα έχουν σχέ­ση με την αρε­τή. Και αν εννο­ή­σου­με την αξί­ω­ση του Θεού που μας προ­στάσ­σει και νομο­θε­τεί, θα δεχτού­με αρκε­τή διδα­σκα­λία και προ­τρο­πή· διό­τι δεν σας διδά­σκου­με με δική μας έμπνευ­ση, αλλά σας οδη­γού­με όλους στον Νομο­θέ­τη. Ακο­λου­θεί­τε λοι­πόν και ακού­στε τους θεί­ους νόμους.

Πού λοι­πόν ομί­λη­σε ο Κύριος για την οργή και τη μνη­σι­κα­κία; Και σε πολ­λά άλλα σημεία, αλλά ιδιαι­τέ­ρως στην παρα­βο­λή αυτή που είπε στους μαθη­τές για εκεί­νον τον κακό οφει­λέ­τη, αρχί­ζον­τας κάπως έτσι:

«Δι τοτο μοιώ­θη βασι­λεία τν ορανν νθρώπ βασι­λε, ς θέλη­σε συνραι λόγον μετ τν δού­λων ατο(:Επει­δή στη βασι­λεία των ουρα­νών το καθή­κον να συγ­χω­ρού­με όσους μας έχουν φταί­ξει είναι απε­ριό­ρι­στο, γι’ αυτό μοιά­ζει η βασι­λεία των ουρα­νών μ’ έναν επί­γειο βασι­λιά, που θέλη­σε να του απο­δώ­σουν λογα­ρια­σμό οι δού­λοι και αυλι­κοί του, στους οποί­ους είχε ανα­θέ­σει τη δια­χεί­ρι­ση των φόρων και των εισπρά­ξε­ών του).

ρξα­μέ­νου δ ατο συναί­ρειν προ­ση­νέ­χθη ατ ες φει­λέ­της μυρί­ων ταλάν­των. μ χον­τος δ ατο ποδοναι κέλευ­σεν ατν κύριος ατο πραθναι κα τν γυνακα ατο κα τ τέκνα κα πάν­τα σα εχε, κα ποδοθναι. πεσν ον δολος προ­σε­κύ­νει ατ λέγων· κύριε, μακρο­θύ­μη­σον π᾿ μο κα πάν­τα σοι ποδώ­σω. σπλαγ­χνι­σθες δ κύριος το δού­λου κεί­νου πέλυ­σεν ατν κα τ δάνειον φκεν ατ(:Και όταν αυτός άρχι­σε να κάνει το λογα­ρια­σμό, του έφε­ραν ένα χρε­ώ­στη, ο οποί­ος χρω­στού­σε δέκα χιλιά­δες τάλαν­τα, δηλα­δή ένα αμύ­θη­το ποσό. Επει­δή όμως αυτός δεν είχε να πλη­ρώ­σει, διέ­τα­ξε ο Κύριος να που­λη­θεί κι αυτός και η γυναί­κα του και τα παι­διά του όλα όσα είχε, και να πλη­ρω­θεί το χρέ­ος. Έπε­σε λοι­πόν κατα­γής ο δού­λος και τον προ­σκυ­νού­σε λέγον­τας: “Κύριε, δώσε μου λίγο χρό­νο ακό­μη, κι όλα όσα χρω­στώ θα σου τα πλη­ρώ­σω”. Τότε ο κύριός του τον λυπή­θη­κε και αισθάν­θη­κε συμ­πά­θεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφη­σε ελεύ­θε­ρο, του χάρι­σε μάλι­στα και το δάνειο).

ξελθν δ δολος κενος ερεν να τν συν­δού­λων ατο, ς φει­λεν ατ κατν δηνά­ρια, κα κρα­τή­σας ατν πνι­γε λέγων· πόδος μοι ε τι φεί­λεις. πεσν ον σύν­δου­λος ατο ες τος πόδας ατο παρε­κά­λει ατν λέγων· μακρο­θύ­μη­σον π᾿ μο κα ποδώ­σω σοι· δ οκ θελεν, λλ πελθν βαλεν ατν ες φυλακν ως ο ποδ τ φει­λό­με­νον(:Όταν όμως βγή­κε έξω ο δού­λος εκεί­νος, βρή­κε έναν από τους συν­δού­λους του που του χρώ­στα­γε εκα­τό δηνά­ρια, δηλα­δή ένα μικρό ποσό. Κι αφού τον στα­μά­τη­σε, τον πίε­ζε σκλη­ρά λέγον­τας: “Εξό­φλη­σέ μου ό,τι μου χρω­στάς”. Έπε­σε λοι­πόν στα πόδια του ο συν­δού­λός του και τον παρα­κα­λού­σε λέγον­τας: “Περί­με­νέ με και δώσε μου μια παρά­τα­ση χρό­νου, και θα σε πλη­ρώ­σω”. Αυτός όμως δεν ήθε­λε, αλλά πήγε στο δικα­στή­ριο και τον έρι­ξε στη φυλα­κή, μέχρι να πλη­ρώ­σει ό,τι του χρω­στού­σε).

δόν­τες δ ο σύν­δου­λοι ατο τ γενό­με­να λυπή­θη­σαν σφό­δρα, κα λθόν­τες διε­σά­φη­σαν τ κυρί αυτν πάν­τα τ γενό­με­να. Τότε προ­σκα­λε­σά­με­νος ατν κύριος ατο λέγει ατ· δολε πονη­ρέ, πσαν τν φειλν κεί­νην φκά σοι, πε παρε­κά­λε­σάς με. Οκ δει κα σ λεσαι τν σύν­δου­λόν σου, ς κα γώ σε λέη­σα; κα ργι­σθες κύριος ατο παρέ­δω­κεν ατν τος βασα­νι­στας ως ο ποδ πν τ φει­λό­με­νον ατ(:Όταν όμως είδαν οι άλλοι σύν­δου­λοί του αυτά που έγι­ναν, λυπή­θη­καν πολύ. Κι αφού ήλθαν στον κύριό τους, του διη­γή­θη­καν όλα όσα συνέ­βη­σαν. Τότε ο κύριός του τον προ­σκά­λε­σε και του είπε: “Δού­λε πονη­ρέ, όλο το χρέ­ος εκεί­νο, το τόσο μεγά­λο, σου το χάρι­σα, επει­δή με παρα­κά­λε­σες. Δεν έπρε­πε κι εσύ να λυπη­θείς και να σπλα­χνι­σθείς το σύν­δου­λό σου, όπως κι εγώ σε λυπή­θη­κα και σου έδει­ξα έλε­ος, αν και δεν είμαι σύν­δου­λός σου αλλά κύριός σου;” Και οργι­σμέ­νος ο κύριός του τον παρέ­δω­σε σ’ αυτούς που βασα­νί­ζουν τους φυλα­κι­σμέ­νους, για να τον τιμω­ρούν μέχρι να εξο­φλή­σει όλα όσα χρω­στού­σε).

Οτω κα πατήρ μου που­ρά­νιος ποι­ή­σει μν, ἐὰν μ φτε καστος τ δελφ ατο π τν καρ­διν μν τ παρα­πτώ­μα­τα ατν(:Έτσι θα κάνει σε σας και ο επου­ρά­νιος Πατέ­ρας μου, στον Οποίο λόγω των ανα­ρίθ­μη­των αμαρ­τιών σας είστε χρε­ώ­στες ανα­ρίθ­μη­του χρέ­ους, εάν δεν συγ­χω­ρή­σε­τε ο καθέ­νας σας τον αδελ­φό του όχι με το στό­μα σας μόνο, αλλά από την καρ­διά σας)»[Ματθ.18,23–35].

Αυτή λοι­πόν είναι η παρα­βο­λή. Πρέ­πει όμως να πού­με για ποιον λόγο άρχι­σε με την αιτιο­λο­γία «δι τοτο» και στη συνέ­χεια μάς παρου­σί­α­σε την παρα­βο­λή αυτήν · διό­τι δεν είπε απλώς «μοιώ­θη βασι­λεία τν ορανν», αλλά «δι τοτο μοιώ­θη βασι­λεία τν ορανν». Με ποια αφορ­μή λοι­πόν είναι συν­δε­δε­μέ­νη η παρα­βο­λή; Μιλού­σε στους μαθη­τές Του περί ανε­ξι­κα­κί­ας και τους δια­παι­δα­γω­γού­σε και τους δίδα­σκε ότι πρέ­πει να συγ­κρα­τού­με την οργή και να μη δίδου­με πολ­λή σημα­σία στις αδι­κί­ες που μας γίνον­ται από άλλους, λέγον­τας τα εξής: «Ἐὰν μαρ­τήσ ες σ δελ­φός σου, παγε κα λεγ­ξον ατν μεταξ σο κα ατο μόνου· άν σου κούσ, κέρ­δη­σας τν δελ­φόν σου(:Από το ενδια­φέ­ρον λοι­πόν αυτό του Θεού για κάθε χαμέ­νο πρό­βα­τό του διδα­χθεί­τε κι εσείς πώς πρέ­πει να φέρε­στε σε κάθε αδελ­φό σας που παρα­πλα­νή­θη­κε. Εάν δηλα­δή σου φταί­ξει σε κάτι ο αδελ­φός σου, πήγαι­νε και υπό­δει­ξέ του το φταί­ξι­μό του αυτό ιδιαι­τέ­ρως, μετα­ξύ σας εσύ κι εκεί­νος μόνο, χωρίς να είναι παρών κανέ­νας άλλος. Εάν σε ακού­σει και ανα­γνω­ρί­σει το σφάλ­μα του, κέρ­δι­σες τον αδελ­φό σου)»[Ματθ.18,15].

Καθώς ο Χρι­στός συζη­τού­σε με τους μαθη­τές Του αυτά και άλλα παρό­μοια και τους δίδα­σκε να εμβα­θύ­νουν στα πράγ­μα­τα, ο Πέτρος, ο κορυ­φαί­ος του χορού των απο­στό­λων, το στό­μα των μαθη­τών, ο στύ­λος της Εκκλη­σί­ας, το στε­ρέ­ω­μα της πίστε­ως, το θεμέ­λιο της ομο­λο­γί­ας του Χρι­στια­νι­σμού, ο αλιέ­ας της οικου­μέ­νης, ο οποί­ος ανύ­ψω­σε το ανθρώ­πι­νο γένος στον ουρα­νό από τον βυθό της πλά­νης, ο ένθερ­μος σε όλες τις περι­στά­σεις και γεμά­τος παρ­ρη­σία, περισ­σό­τε­ρο μάλ­λον αγά­πη παρά παρ­ρη­σία, ενώ όλοι σιω­πού­σαν, αφού προ­σήλ­θε στον Διδά­σκα­λο, λέγει: «Κύριε, ποσά­κις μαρ­τή­σει ες μ δελ­φός μου κα φήσω ατ; ως πτά­κις;(:Κύριε, πόσες φορές θα μου φταί­ξει ο αδελ­φός μου και θα τον συγ­χω­ρή­σω; Είναι αρκε­τό ως επτά φορές;)»[Ματθ.18,21].

Ταυ­τό­χρο­να και ρωτά και υπό­σχε­ται και πριν λάβει απάν­τη­ση, φιλο­τι­μεί­ται. Επει­δή γνώ­ρι­ζε καλώς τη γνώ­μη του διδα­σκά­λου, ότι δηλα­δή κλί­νει προς τη φιλαν­θρω­πία, και χαρί­ζε­ται προ­παν­τός σε εκεί­νον που παρα­βλέ­πει τις αμαρ­τί­ες των πλη­σί­ον του και δεν τις κρί­νει με αυστη­ρό­τη­τα, επι­θυ­μών­τας να φανεί αρε­στός στον νομο­θέ­τη, λέγει: «ως πτά­κις;(:έως επτά φορές;)». Για να μάθεις λοι­πόν τώρα τι είναι άνθρω­πος και τι είναι Θεός, και ότι η προ­θυ­μία του ανθρώ­που σε όσο βαθ­μό και αν ανέλ­θει συγ­κρι­νό­με­νη προς τη γεν­ναιο­δω­ρία Εκεί­νου, είναι ευτε­λέ­στε­ρη και από τη μεγα­λύ­τε­ρη πτω­χεία, και ότι όσο είναι η στα­γό­να στο απέ­ραν­το πέλα­γος, τόση είναι η αγα­θό­τη­τά μας εν συγ­κρί­σει προς την ανέκ­φρα­στη φιλαν­θρω­πία Του, άκου­σε τη συνέ­χεια.

Όταν είπε ο Πέτρος, «έως επτά φορές», και νόμι­σε ότι επι­δει­κνύ­ει μεγα­λο­ψυ­χία, και πλού­το, άκου­σε τι απάν­τη­ση έλα­βε από τον Κύριο: «Ο λέγω σοι ως πτά­κις, λλ᾿ ως βδο­μη­κον­τά­κις πτά(:Δεν σου λέω έως επτά φορές, αλλά έως εβδο­μήν­τα φορές το επτά, δηλα­δή ανα­ρίθ­μη­τες φορές)»[Ματθ.18,22]. Μερι­κοί νομί­ζουν ότι είπε «εβδο­μήν­τα επτά», αλλά δεν είναι ορθό. Το «βδο­μη­κον­τά­κις πτά» είναι σχε­δόν πεν­τα­κό­σια· διό­τι επτά φορές το εβδο­μήν­τα είναι τετρα­κό­σια ενε­νήν­τα. Και μη νομί­σεις ότι το παράγ­γελ­μα αυτό, αγα­πη­τέ μου, είναι δύσκο­λο· διό­τι εάν κάποιον που αμάρ­τη­σε απέ­ναν­τι σε σένα, τον συγ­χω­ρή­σεις μία φορά και δύο και τρεις φορές την ημέ­ρα, και αν ακό­μη είναι από πέτρα, και αν αυτός που σε λύπη­σε είναι αγριό­τε­ρος και αυτούς τους δαί­μο­νες, δεν θα είναι τόσο αναί­σθη­τος, ώστε να περι­πέ­σει πάλι στα ίδια αμαρ­τή­μα­τα, αλλά αφού σωφρο­νι­στεί από τη συχνή συγ­χώ­ρη­ση, θα γίνει καλύ­τε­ρος και μαλα­κό­τε­ρος.

Και εσύ πάλι, εάν είσαι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος να παρα­βλέ­ψεις τόσες φορές τα αμαρ­τή­μα­τα που έγι­ναν σε βάρος σου, αφού ασκη­θείς από την πρώ­τη και δεύ­τε­ρη και τρί­τη συγ­χώ­ρη­ση, δεν θα έχεις στο εξής καμία δυσκο­λία σε αυτού του είδους τη φιλο­σο­φία, διό­τι θα έχεις γυμνα­στεί άπαξ δια παν­τός, με τη συχνό­τη­τα της συγ­χω­ρή­σε­ως, να μην πλήτ­τε­σαι από τα αμαρ­τή­μα­τα των πλη­σί­ον σου. Όταν άκου­σε αυτά ο Πέτρος, έμει­νε έκθαμ­βος, φρον­τί­ζον­τας όχι μόνο για τον εαυ­τό του, αλλά και για εκεί­νους οι οποί­οι επρό­κει­το να εμπι­στευ­θούν από τον Θεό σε αυτόν ως το μελ­λον­τι­κό ποί­μνιό του.

Για να μην κάνει λοι­πόν ο Πέτρος το ίδιο, που έκα­νε και με τις άλλες εντο­λές, απέ­κλει­σε εκ των προ­τέ­ρων από τον εαυ­τό του οποια­δή­πο­τε ερώ­τη­ση. Και τι έκα­νε με τις άλλες εντο­λές; Εάν ο Χρι­στός παρήγ­γει­λε κάτι που φαι­νό­ταν ότι περιεί­χε κάποια δυσκο­λία, προ­λάμ­βα­νε τους άλλους και ρωτού­σε και ζητού­σε να μάθει για την εντο­λή. Και πράγ­μα­τι όταν προ­σήλ­θε ο πλού­σιος και ρωτού­σε τον Χρι­στό για την αιώ­νια βασι­λεία και έμα­θε τι πρέ­πει να πρά­ξει για να γίνει τέλειος, και έφευ­γε λυπη­μέ­νος για τα χρή­μα­τά του, τότε είπε ο Χρι­στός: «Εκοπώ­τε­ρόν στι κάμη­λον δι τρυ­μα­λις αφί­δος εσελ­θεν πλού­σιον ες τν βασι­λεί­αν το Θεο εσελ­θεν(:Είναι ευκο­λό­τε­ρο μια καμή­λα να περά­σει από τη μικρή τρύ­πα που ανοί­γει η βελό­να, παρά ένας πλού­σιος να μπει στη βασι­λεία του Θεού)»[Μάρκ.10,25].

Ο Πέτρος τότε, αν και είχε γυμνώ­σει τον εαυ­τό του από όλα και δεν είχε πλέ­ον ούτε το άγκι­στρο, αλλά είχε εγκα­τα­λεί­ψει και την τέχνη και τη βάρ­κα, πλη­σί­α­σε τον Χρι­στό και του είπε: «Κα τίς δύνα­ται σωθναι;(:Και ποιος μπο­ρεί να σωθεί, αφού είναι τόσο δύσκο­λο, σχε­δόν αδύ­να­το, να σωθούν οι πλού­σιοι;)»[Μάρκ.10,26]. Και ενώ δεν είχε γίνει ακό­μη ο Πέτρος ποι­μέ­νας, είχε ψυχή ποι­μέ­να, και ενώ δεν είχε ανα­λά­βει ακό­μη την εξου­σία, δια­τη­ρού­σε τη φρον­τί­δα που άρμο­ζε σε άρχον­τα, μερι­μνών­τας για ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη· διό­τι εάν ήταν πλού­σιος και είχε μεγά­λη περιου­σία, ίσως μπο­ρού­σε κάποιος να πει ότι ζητού­σε την πλη­ρο­φο­ρία αυτήν, διό­τι φρόν­τι­ζε όχι για τους άλλους, αλλά για τον εαυ­τό του. Τώρα όμως η πτω­χεία του τον απαλ­λάσ­σει από αυτήν την υπο­ψία και απο­δει­κνύ­ει ότι φρόν­τι­ζε για τη σωτη­ρία των άλλων και γι’ αυτό ανη­συ­χού­σε και διε­ρευ­νού­σε και ήθε­λε να μάθει από τον Διδά­σκα­λο την οδό της σωτη­ρί­ας.

Για τον λόγο αυτόν και ο Χρι­στός τον ενθάρ­ρυ­νε και του έλε­γε: «Παρ νθρώ­ποις δύνα­τον, λλ᾿ ο παρ Θε· πάν­τα γρ δυνα­τά στι παρ τ Θε (:Στους ανθρώ­πους αυτό είναι αδύ­να­το, αλλά όχι και στο Θεό· διό­τι στον Θεό είναι όλα δυνα­τά. Ο Θεός με τη χάρη Του ενι­σχύ­ει τους καλο­διά­θε­τους πλου­σί­ους, κι έτσι καθι­στά δυνα­τή και σε αυτούς τη σωτη­ρία)» [Μάρκ.10,27]· [πρβ. Λουκ.18,27: «Τ δύνα­τα παρ νθρώ­ποις δυνατ παρ τ Θε στιν(:Εκεί­να που είναι αδύ­να­το να γίνουν με την ασθε­νι­κή δύνα­μη του ανθρώ­που, είναι κατορ­θω­τά και δυνα­τά με τη χάρη και τη δύνα­μη του Θεού· διό­τι μόνον ο Θεός μπο­ρεί να λύσει τα δεσμά της καρ­διάς κάθε καλο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου προς το χρή­μα και να τον κατα­στή­σει άξιο της σωτη­ρί­ας)»].

Πάλι, όταν ο Χρι­στός ομι­λού­σε περί γάμου και γυναί­κας και έλε­γε ότι «Ἐῤῥέθη δέ· ς ν πολύσ τν γυνακα ατο, δότω ατ ποστά­σιον.γ δ λέγω μν τι ς ν πολύσ τν γυνακα ατο παρεκτς λόγου πορ­νεί­ας, ποιε ατν μοιχσθαι, κα ς ἐὰν πολε­λυ­μέ­νην γαμή­σει, μοιχται(:Έχει δοθεί ακό­μη η εντο­λή: ‘’Εκεί­νος που θα χωρί­σει και θα διώ­ξει τη γυναί­κα του, ας της δώσει έγγρα­φο δια­ζυ­γί­ου’’. Εγώ όμως σας λέω ότι εκεί­νος που θα διώ­ξει τη γυναί­κα του χωρίς να υπάρ­χει αιτία μοι­χεί­ας, συν­τε­λεί στο να γίνει αυτή μοι­χα­λί­δα, εάν συζευ­χθεί με άλλον. Κι εκεί­νος που θα νυμ­φευ­θεί δια­ζευγ­μέ­νη γυναί­κα δια­πράτ­τει μοι­χεία, διό­τι συν­δέ­ε­ται με γυναί­κα που ανή­κει σε άλλον)»[Ματθ.5,31–32] και τους συμ­βού­λευε να υπο­φέ­ρουν όλες τις κακί­ες των γυναι­κών πλην της πορ­νεί­ας, ο Πέτρος, ενώ οι άλλοι σιω­πού­σαν, πλη­σί­α­σε τον Χρι­στό και του λέγει: «Ε οτως στν ατία το νθρώ­που μετ τς γυναι­κός, ο συμ­φέ­ρει γαμσαι (:Εάν ο λόγος του δια­ζυ­γί­ου του άνδρα με τη γυναί­κα είναι αυτός, και για μία μόνο αιτία επι­τρέ­πε­ται το δια­ζύ­γιο, τότε δεν συμ­φέ­ρει να προ­χω­ρεί κανείς σε γάμο)»[Ματθ.19.10]. Πρό­σε­χε να δεις και εδώ με πόση δια­κρι­τι­κό­τη­τα απέ­δω­σε και την πρέ­που­σα στον Διδά­σκα­λο τιμή και φρόν­τι­σε και για τη σωτη­ρία των άλλων, χωρίς και στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση να μερι­μνά για τον εαυ­τό του.

Για να μην πει λοι­πόν και εδώ κάτι παρό­μοιο ο Πέτρος, πρό­φθα­σε ο Κύριος με την παρα­βο­λή και αναί­ρε­σε την αντίρ­ρη­σή του. Για να δεί­ξει λοι­πόν ότι πρέ­πει να είμα­στε απε­ριό­ρι­στα συγ­χω­ρη­τι­κοί απέ­ναν­τι στους συναν­θρώ­πους μας που με τον ένα ή άλλο τρό­πο μάς αδι­κούν, είπε λοι­πόν: «Δι τοτο μοιώ­θη βασι­λεία τν ορανν νθρώπ βασι­λε, ς θέλη­σε συνραι λόγον μετ τν δού­λων ατο(:Το καθή­κον να συγ­χω­ρού­με αυτούς που μας έφται­ξαν είναι απε­ριό­ρι­στο. Γι’ αυτό και η βασι­λεία των ουρα­νών έχει παρο­μοιω­θεί με ένα βασι­λέα, που θέλη­σε να λογα­ρια­στεί με τους δού­λους του, στους οποί­ους είχε εμπι­στευ­τεί την δια­χεί­ρι­ση των οικο­νο­μι­κών του)». Ήθε­λε να δεί­ξει ότι για τού­το λέγει την παρα­βο­λή αυτήν, για να μάθεις δηλα­δή ότι ακό­μη και αν εβδο­μήν­τα φορές το επτά την ημέ­ρα συγ­χω­ρείς τα αμαρ­τή­μα­τα του αδελ­φού σου, δεν δύνα­σαι ακό­μη να πεις ότι έπρα­ξες μέγα πράγ­μα, αλλά απέ­χεις πολύ και απε­ρί­γρα­πτα από τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου και δεν δίνεις τόσο όσο λαμ­βά­νεις.

Ας ακού­σου­με λοι­πόν με προ­σο­χή την παρα­βο­λή· διό­τι αν και φαί­νε­ται πως από μόνη της είναι σαφής, έχει όμως κρυμ­μέ­νο μέσα της και κάποιον ανέκ­φρα­στο θησαυ­ρό νοη­μά­των. «μοιώ­θη βασι­λεία τν ορανν νθρώπ βασι­λε, ς θέλη­σε συνραι λόγον μετ τν δού­λων ατο (:Μοιά­ζει η Βασι­λεία του Θεού με έναν επί­γειο άνθρω­πο βασι­λιά, ο οποί­ος θέλη­σε να του απο­δώ­σουν λογα­ρια­σμό οι δού­λοι και οι αυλι­κοί του για τα πεπραγ­μέ­να τους)».

Μην προ­σπε­ρά­σεις επι­πό­λαια την φρά­ση, αλλά φαν­τά­σου, παρα­κα­λώ, το δικα­στή­ριο εκεί­νο και, εισερ­χό­με­νος στη συνεί­δη­σή σου, ανα­λο­γί­σου όσα έχεις πρά­ξει σε όλη σου τη ζωή· και όταν ακού­σεις ότι λογα­ριά­ζε­ται με τους δού­λους Του, να σκε­φθείς ότι εννο­εί και βασι­λείς, και στρα­τη­γούς, και επάρ­χους, και πλου­σί­ους και πτω­χούς, και δού­λους και ελευ­θέ­ρους και τους πάν­τες: «Τος γρ πάν­τας μς φανε­ρωθναι δε μπρο­σθεν το βήμα­τος το Χρι­στο, να κομί­ση­ται καστος τ δι το σώμα­τος πρς πρα­ξεν, ετε γαθν ετε κακόν(:Διό­τι όλοι μας πρέ­πει να παρου­σια­στού­με οπωσ­δή­πο­τε μπρο­στά στο δικα­στι­κό βήμα του Χρι­στού, φανε­ροί και ξεσκε­πα­σμέ­νοι, για να απο­κο­μί­σει και να απο­λαύ­σει ο καθέ­νας, ανά­λο­γα με όσα έπρα­ξε με το σώμα, είτε αγα­θά είναι συνο­λι­κά τα έργα του αυτά, είτε κακά)»[Β΄Κορ.5,10]. Και αν είσαι πλού­σιος, σκέ­ψου ότι θα δώσεις λόγο, πού ξόδε­ψες τα χρή­μα­τα, σε πόρ­νες ή προς ενί­σχυ­ση των πτω­χών, πού, σε παρα­σί­τους και κόλα­κες ή σε εκεί­νους που είχαν ανάγ­κη, πού λοι­πόν, στην ακο­λα­σία ή στη φιλαν­θρω­πία, στις απο­λαύ­σεις και την ασω­τία και τη μέθη ή στη βοή­θεια των κατα­πιε­ζο­μέ­νων;

Και θα σου ζητη­θεί να δώσεις λόγο όχι μόνο για τη δαπά­νη, αλλά και για την από­κτη­σή τους. Ποιο δηλα­δή από τα δύο, απέ­κτη­σες την περιου­σία σου με δίκαιους μόχθους ή με την αρπα­γή και την πλε­ο­νε­ξία, πώς κλη­ρο­νό­μη­σες την πατρι­κή σου περιου­σία ή κατέ­στρε­ψες τα σπί­τια των ορφα­νών και διάρ­πα­ξες τις περιου­σί­ες των χηρών; Και όπως εμείς ζητού­με λογα­ρια­σμό από τους υπη­ρέ­τες μας όχι μόνο για τα έξο­δα, αλλά και για τα έσο­δα, εξε­τά­ζον­τας από πού έλα­βαν τα χρή­μα­τα και από ποια πρό­σω­πα, και πώς και πόσα, το ίδιο λοι­πόν και ο Θεός ζητεί από εμάς ευθύ­νες όχι μόνο για τη δαπά­νη των χρη­μά­των μας, αλλά και για τον τρό­πο της απο­κτή­σε­ώς τους.

Και δεν δίνει μόνο ο πλού­σιος λόγο, αλλά δίνει και ο πτω­χός για τη φτώ­χειά του. Αν π.χ. υπέ­μει­νε την πτω­χεία του με γεν­ναιό­τη­τα και ευχα­ρί­στη­ση, αν δεν απο­θαρ­ρύν­θη­κε, αν δεν δυσα­να­σχέ­τη­σε, αν δεν κατα­φέρ­θη­κε ενάν­τια στην πρό­νοια του Θεού, βλέ­πον­τας άλλον να ζει στην από­λαυ­ση και την σπα­τά­λη και αυτός να στε­ρεί­ται των πάν­των. Όπως ο πλού­σιος θα δώσει λόγο για την ελεη­μο­σύ­νη, το ίδιο και ο πτω­χός εάν επέ­δει­ξε υπο­μο­νή. Ή μάλ­λον όχι μόνο για την υπο­μο­νή, αλλά και για αυτήν την ελεημοσύνη[πρβλ. Μάρκ.12,42–44: «Κα πολ­λο πλού­σιοι βαλ­λον πολ­λά· κα λθοσα μία χήρα πτωχ βαλε λεπτ δύο, στι κοδράν­της(:Και πολ­λοί πλού­σιοι έρρι­πταν πολ­λά χρή­μα­τα στο κου­τί για τους από­ρους· Ήρθε όμως μία φτω­χή χήρα και έρι­ξε δύο λεπτά, δηλα­δή ένα κοδράν­τη. Κάλε­σε τότε ο Ιησούς τους μαθη­τές Του και τους είπε: “Αλη­θι­νά σας λέω ότι η φτω­χή αυτή χήρα έρι­ξε περισ­σό­τε­ρα απ’ όλους αυτούς που ρίχνουν χρή­μα­τα στο θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο· διό­τι όλοι αυτοί έρι­ξαν απ’ το περίσ­σευ­μά τους. Αυτή όμως έρι­ξε από το υστέ­ρη­μά της και από την τέλεια φτώ­χειά της όλα όσα είχε, όλη την περιου­σία της”)»]· διό­τι η φτώ­χεια δεν απο­τε­λεί εμπό­διο προς ελεη­μο­σύ­νη. Και μάρ­τυ­ρας η χήρα εκεί­νη που κατέ­βα­λε τα δύο λεπτά και με τη μικρή εκεί­νη εισφο­ρά υπε­ρέ­βα­λε, κατά τη μαρ­τυ­ρία του Κυρί­ου, εκεί­νους που κατέ­βαλ­λαν πολ­λά.

Και όχι μόνο πλού­σιοι και φτω­χοί, αλλά και άρχον­τες και δικα­στές εξε­τά­ζον­ται με μεγά­λη αυστη­ρό­τη­τα, μήπως παρα­βί­α­σαν το δίκαιο, μήπως έλα­βαν τις απο­φά­σεις τους για τους δικα­ζό­με­νους επη­ρε­α­ζό­με­νοι από εύνοια ή μίσος, μήπως ψήφι­σαν παρά τη συνεί­δη­σή τους διό­τι κολα­κεύ­τη­καν, μήπως έβλα­ψαν από μνη­σι­κα­κία ανθρώ­πους αθώ­ους. Και όχι μόνο οι κοσμι­κοί άρχον­τες, αλλά και όσοι προ­ΐ­σταν­ται των Εκκλη­σιών θα λογο­δο­τή­σουν για την εξου­σία τους. Και μάλι­στα αυτοί είναι εκεί­νοι, οι οποί­οι έχουν πικρές και βαριές ευθύ­νες. Και πράγ­μα­τι, ο επι­φορ­τι­σμέ­νος με την υπη­ρε­σία του λόγου και του κηρύγ­μα­τος θα εξε­τα­στεί εκεί με μεγά­λη ακρί­βεια, μήπως είτε από οκνη­ρία ή από φθό­νο παρέ­λει­ψε κάτι από αυτά που έπρε­πε να πει και απέ­δει­ξε με τα έργα του ότι τα ανέ­πτυ­ξε όλα και δεν απέ­κρυ­ψε τίπο­τε από τα ωφέ­λι­μα.

Επί­σης, σε εκεί­νον, στον οποίο έλα­χε η Επι­σκο­πή, όπου είναι μεγα­λύ­τε­ρο το αξί­ω­μα, στο οποίο ανήλ­θε, τόσο μεγα­λύ­τε­ρος θα ζητη­θεί λόγος, όχι μόνο για τη διδα­σκα­λία και την προ­στα­σία των πτω­χών, αλλά και για τις χει­ρο­το­νί­ες και για άλλα ανα­ρίθ­μη­τα. Και αυτά καθι­στών­τας φανε­ρά ο από­στο­λος Παύ­λος έγρα­ψε στον Τιμό­θεο: «Χερας ταχως μηδεν πιτθει, μηδ κοιννει μαρταις λλοτραι(:Να μη θέτεις γρή­γο­ρα τα χέρια σου σε κανέ­να για να τον χει­ρο­το­νή­σεις, ούτε να γίνε­σαι συμ­μέ­το­χος και συνυ­πεύ­θυ­νος σε ξένες αμαρ­τί­ες, τις οποί­ες είναι επό­με­νο να δια­πρά­ξει αυτός που χει­ρο­το­νεί­ται ανά­ξια. Να δια­τη­ρείς τον εαυ­τό σου καθα­ρό κι από δικές σου αμαρ­τί­ες αλλά κι από ξένες)»[Α΄Τιμ.5,22].

Και γρά­φον­τας στους Εβραί­ους για τους δικούς τους άρχον­τες, τους φόβι­ζε με άλλο τρό­πο λέγον­τας: «Πεί­θε­σθε τος γου­μέ­νοις μν κα πεί­κε­τε· ατο γρ γρυ­πνοσιν πρ τν ψυχν μν ς λόγον ποδώ­σον­τες· να μετ χαρς τοτο ποισι κα μ στε­νά­ζον­τες· λυσι­τελς γρ μν τοτο(:Να υπα­κού­τε και να υπο­τάσ­σε­στε με προ­θυ­μία, χωρίς δισταγ­μούς και δυσφο­ρί­ες, στους πνευ­μα­τι­κούς προϊ­στα­μέ­νους σας· διό­τι αυτοί αγρυ­πνούν για τη σωτη­ρία των ψυχών σας, επει­δή θα δώσουν λόγο για σας στον Χρι­στό. Υπα­κού­ε­τε, λοι­πόν, σε αυτούς με προ­θυ­μία, ώστε να εκτε­λούν το έργο αυτό της πνευ­μα­τι­κής καθο­δη­γή­σε­ώς σας με χαρά και όχι με στε­ναγ­μούς· διό­τι το να στε­νά­ζουν από τη δική σας απεί­θεια, είναι επι­ζή­μιο σε σας τους ιδί­ους, επει­δή ο Θεός θα σας τιμω­ρή­σει γι’ αυτό)»[Εβρ.13,17].

Τότε λοι­πόν θα δώσου­με λόγο όχι μόνο για πρά­ξεις, αλλά και για λόγους. Καθώς δηλα­δή και εμείς όταν εμπι­στευ­τού­με στους δού­λους μας χρή­μα­τα, ζητού­με από αυτούς λογα­ρια­σμό για όλα, έτσι και ο Θεός, ο οποί­ος μας εμπι­στεύ­τη­κε λόγους, θα μας ζητή­σει λόγο για τον τρό­πο της δαπά­νης τους. Μας ζητεί­ται λόγος και εξε­τα­ζό­μα­στε λοι­πόν με αυστη­ρό­τη­τα, μήπως δαπα­νή­σα­με αυτά στην τύχη και άσκο­πα· διότι τα χρή­μα­τα, τα οποία δαπα­νή­θη­καν στην τύχη και άσκο­πα, συνή­θως δεν βλά­πτουν τόσο, όσο ένας λόγος που ειπώ­θη­κε άσκο­πα και όχι στην κατάλ­λη­λη στιγ­μή· διό­τι χρή­μα­τα που δαπα­νή­θη­καν άσκο­πα προ­κα­λούν πολ­λές φορές ζημία οικο­νο­μι­κή, ενώ λόγος που ειπώ­θη­κε απε­ρί­σκε­πτα, ανέ­τρε­ψε ολό­κλη­ρα σπί­τια και κατέ­στρε­ψε και αφά­νι­σε ψυχές. Και τη χρη­μα­τι­κή ζημία είναι δυνα­τόν να τη διορ­θώ­σου­με πάλι, λόγο όμως, ο οποί­ος μία φορά ειπώ­θη­κε δεν είναι δυνα­τόν να τον ανα­κα­λέ­σου­με. Και ότι τιμω­ρού­μα­στε για τους λόγους, το λέγει ο Χρι­στός.

Άκου­σέ το, λοι­πόν: «Λέγω δ μν τι πν ῥῆμα ργν ἐὰν λαλή­σω­σιν ο νθρω­ποι, ποδώ­σου­σι περ ατο λόγον ν μέρ κρί­σε­ως· κ γρ τν λόγων σου δικαιω­θήσ κα κ τν λόγων σου κατα­δι­κα­σθήσ(:Για να κατα­λά­βε­τε λοι­πόν πόσο αυστη­ρά θα κρι­θεί­τε για τα βλά­σφη­μα και συκο­φαν­τι­κά σας λόγια, σας λέω ότι για κάθε λόγο περιτ­τό και ανώ­φε­λο που τυχόν θα πουν οι άνθρω­ποι, θα δώσουν λόγο γι’ αυτόν την ημέ­ρα της κρί­σε­ως· διό­τι από τα καλά σου λόγια θα δικαιω­θείς, και από τα πονη­ρά σου λόγια θα κατα­δι­κα­στείς)»[Ματθ.12,36–37].

Και δεν λογο­δο­τού­με μόνο για τους λόγους, αλλά και για τα ακού­σμα­τα. Π.χ. αν πίστε­ψες αβα­σά­νι­στα ψευ­δείς κατη­γο­ρί­ες σε βάρος του πλη­σί­ον σου: «Ο παρα­δέξ κον ματαί­αν. ο συγ­κα­τα­θήσ μετ το δίκου γενέ­σθαι μάρ­τυς δικος(:Εάν είσαι δικα­στής, δεν πρέ­πει να παρα­δε­χτείς ποτέ επι­πό­λαια και ανα­πό­δει­κτη κατη­γο­ρία. Εάν κλη­θείς ως μάρ­τυ­ρας, ποτέ δεν πρέ­πει να έλθεις σε συμ­φω­νία με αυτόν που διέ­πρα­ξε το αδί­κη­μα, ώστε να γίνεις ψευ­δο­μάρ­τυ­ρας)»[Έξ.23,1]. Και αν οι απο­δε­χό­με­νοι ψευ­δές άκου­σμα δεν θα συγ­χω­ρη­θούν, τότε όσοι δια­βάλ­λουν και κατη­γο­ρούν, ποια δικαιο­λο­γία θα έχουν;

Και τι λέγω για λόγους και ακού­σμα­τα, αφού έχου­με ευθύ­νες και για τις σκέ­ψεις μας; Και τού­το υπο­γράμ­μι­ζε ο Παύ­λος, όταν έλε­γε: «στε μ πρ και­ρο τι κρί­νε­τε, ως ν λθ Κύριος, ς κα φωτί­σει τ κρυ­πτ το σκό­τους κα φανε­ρώ­σει τς βουλς τν καρ­διν, κα τότε παι­νος γενή­σε­ται κάστ π το Θεο(:Γι’ αυτό μη λέτε ο Παύ­λος ή ο Απολ­λώς ή ο Πέτρος είναι ο καλύ­τε­ρος. Μην κάνε­τε δηλα­δή καμία κρί­ση πέρα από τον ορι­σμέ­νο και­ρό, μέχρι να έρθει ο Κύριος. Αυτός θα ρίξει άπλε­το φως σε αυτά που είναι κρυμ­μέ­να τώρα στο σκο­τά­δι και θα φανε­ρώ­σει τις εσω­τε­ρι­κές σκέ­ψεις και απο­φά­σεις των καρ­διών. Και τότε τον έπαι­νο στον καθέ­να θα τον απο­δώ­σει όχι κάποιος άνθρω­πος, αλλά ο Θεός)» [Α΄Κορ.4,5].

Και ο ψαλ­μω­δός Δαβίδ λέγει: «τι νθύ­μιον νθρώ­που ξομο­λο­γή­σε­ταί σοι, κα γκα­τά­λειμ­μα νθυ­μί­ου ορτά­σει σοι (:Κανείς τότε δεν θα τολ­μή­σει να ανοί­ξει το στό­μα του· διό­τι τα σχέ­δια και οι σκέ­ψεις του κάθε ανθρώ­που ακό­μη και οι κακές, θα έχουν μετα­στρα­φεί από την παν­σο­φία Σου, ώστε να υπη­ρε­τούν τις θεί­ες Σου βου­λές, και θα μετα­τρα­πούν σε ύμνους δοξο­λο­γί­ας του ονό­μα­τός Σου. Και ό,τι απο­μεί­νει ως λεί­ψα­νο από τις σκέ­ψεις και τις ενθυ­μή­σεις αυτές, θα γίνει αφορ­μή εορ­τα­σμού και εξυ­μνή­σε­ως της δόξας Σου)» [Ψαλμ.75,11]. Τι εννο­εί όταν λέει στον ψαλ­μό αυτόν ότι «νθύ­μιον νθρώ­που ξομο­λο­γή­σε­ταί σοι»; Π.χ. εάν ομί­λη­σες προς τον αδελ­φό σου με δόλο και πονη­ρή σκέ­ψη, αν δηλα­δή τον επαι­νού­σες με το στό­μα και τη γλώσ­σα, και στην ψυχή σου σκε­πτό­σουν κακά για αυτόν και τον φθο­νού­σες.

Το ίδιο πάλι υπαι­νισ­σό­ταν ο Χρι­στός, όταν έλε­γε ότι τιμω­ρού­μα­στε όχι μόνο για τα έργα μας, αλλά και για τις σκέ­ψεις: «γ δ λέγω μν τι πς βλέ­πων γυνακα πρς τν πιθυμσαι ατν δη μοί­χευ­σεν ατν ν τ καρ­δί ατο(: Εγώ όμως σας λέω ότι καθέ­νας που βλέ­πει οποια­δή­πο­τε γυναί­κα έχον­τας πονη­ρή επι­θυ­μία να αμαρ­τή­σει μαζί της, ήδη με την εμπα­θή αυτή ματιά του την μοί­χευ­σε μέσα στην καρ­διά του και αμάρ­τη­σε με την πρό­θε­ση και τη διά­θε­σή του)»[Ματθ.5,28]. Κοί­τα, η αμαρ­τία δεν έγι­νε πρά­ξη, αλλά έμε­νε ακό­μη στη διά­νοια. Αλλά ούτε σε αυτήν την περί­πτω­ση δεν μπο­ρεί να μεί­νει ακα­τά­κρι­τος ο περιερ­γα­ζό­με­νος τα κάλ­λη των γυναι­κών για να ανά­ψει επι­θυ­μία πορ­νεί­ας.

Όταν λοι­πόν ακού­σεις ότι λογα­ριά­ζε­ται με τους δού­λους του, μη δεις επι­πό­λαια τη φρά­ση, αλλά σκέ­ψου όλο το νόη­μά της και να φαν­τα­στείς κάθε ηλι­κία και των δύο φύλων, και των ανδρών και των γυναι­κών. Βάλε με τον νου σου πώς θα είναι τότε το δικα­στή­ριο, ανα­λο­γί­σου όλα τα αμαρ­τή­μα­τα που έχεις κάμει. Και αν μάλι­στα εσύ λησμο­νή­σεις κάτι από τα αμαρ­τή­μα­τά σου, ο Θεός δεν θα λησμο­νή­σει ποτέ, αλλά θα τα στή­σει όλα εμπρός στους οφθαλ­μούς μας, αν δεν προ­λά­βου­με να τα εξα­λεί­ψου­με τώρα με τη μετά­νοια και την εξο­μο­λό­γη­ση, και με το να μη μνη­σι­κα­κού­με ποτέ κατά του πλη­σί­ον.

Για ποια λοι­πόν αιτία θέσπι­σε τη λογο­δο­σία για τα λόγια και τις πρά­ξεις μας; Όχι βέβαια επει­δή αγνο­εί Αυτός(πώς είναι δυνα­τός να αγνο­εί Αυτός που γνω­ρί­ζει τα πάν­τα πριν γίνουν;-πρβλ. Δαν.Α,42: « Θες αώνιος τν κρυ­πτν γνώ­στης, εδς τ πάν­τα πρν γενέ­σε­ως ατν(:Εσύ ο αιώ­νιος Θεός, ο οποί­ος γνω­ρί­ζεις τα κρυ­πτά των ανθρώ­πων, γνω­ρί­ζεις τα πάν­τα και πριν ακό­μη γίνουν)», αλλά για να πεί­σει εσέ­να τον δού­λο ότι δικαί­ως οφεί­λεις, ό, τι οφεί­λεις.

Και περισ­σό­τε­ρο όχι για να μάθεις μόνο, αλλά και για να απο­πλύ­νεις τις αμαρ­τί­ες σου, να καθα­ρι­στείς τελεί­ως και να διορ­θω­θείς· διό­τι και τον προ­φή­τη για αυτόν ακρι­βώς τον λόγο τον διέ­τα­ξε να λέγει τα αμαρ­τή­μα­τα των Ιου­δαί­ων. «ναβόη­σον ν σχύϊ κα μ φείσ, ς σάλ­πιγ­γα ψωσον τν φωνήν σου, κα νάγ­γει­λον τ λα μου τ μαρ­τή­μα­τα ατν κα τ οκ ακβ τς νομί­ας ατν(:Φώνα­ξε με όλη σου τη δύνα­μη, μη λυπη­θείς την φωνή σου· ύψω­σε και δυνά­μω­σε την φωνή σου σαν μεγα­λό­φω­νη σάλ­πιγ­γα και, πες καθα­ρά στον λαό μου τα αμαρ­τή­μα­τά τους και στους απο­γό­νους του Ιακώβ τις παρα­νο­μί­ες τους)»[Ησ.58,1].

«ρξα­μέ­νου δ ατο συναί­ρειν προ­ση­νέ­χθη ατ ες φει­λέ­της μυρί­ων ταλάν­των(:Και όταν αυτός άρχι­σε να κάνει το λογα­ρια­σμό, του έφε­ραν ένα χρε­ώ­στη, ο οποί­ος χρω­στού­σε δέκα χιλιά­δες τάλαν­τα, δηλα­δή ένα αμύ­θη­το ποσό)»[Ματθ.18,24]. Άρα­γε πόσα του είχε εμπι­στευ­θεί, αφού κατέ­φα­γε τόσα πολ­λά; Μεγά­λος ο όγκος του χρέ­ους· και δεν ήταν μόνον αυτό το φοβε­ρό, αλλά το ότι τον έφε­ραν και πρώ­το στον Κύριο του. Επει­δή εάν μεν τον έφερ­ναν ύστε­ρα από πολ­λούς άλλους που φάνη­καν συνε­πείς, δεν θα ήταν τόσο θαυ­μα­στό το να μη εξορ­γι­σθεί ο Κύριος, επει­δή η συνέ­πεια των προ­η­γου­μέ­νων οφει­λε­τών θα Τον είχε κάνει ημε­ρό­τε­ρο προς τους ασυ­νε­πείς που ακο­λού­θη­σαν· το να φανεί όμως ασυ­νε­πής στις υπο­χρε­ώ­σεις του αυτός πού εισήλ­θε πρώ­τος και μολο­νό­τι φάνη­κε τόσο ασυ­νε­πής, να αντι­με­τω­πι­στεί με τόση φιλαν­θρω­πία από τον Κύριό του, αυτό είναι το ιδιαι­τέ­ρως θαυ­μα­στό και παρά­δο­ξο.

Διό­τι οι άνθρω­ποι, όταν βρουν τούς οφει­λέ­τες τους, χαί­ρον­ται τόσο πολύ, σαν να βρή­καν ένα θήρα­μα και κάνουν τα πάν­τα για να λάβουν πίσω όλο το χρέ­ος. Και αν δεν κατορ­θώ­σουν να το λάβουν εξαι­τί­ας της φτώ­χειας των οφει­λε­τών, τότε εκδη­λώ­νουν την οργή τους για τα χρή­μα­τα στο ταλαί­πω­ρο σώμα των δυστυ­χών και άθλιων εκεί­νων, βασα­νί­ζον­τας και κτυ­πών­τας το και υπο­βάλ­λον­τάς το σε αμέ­τρη­τα άλλα μαρ­τύ­ρια. Ο Θεός όμως αντι­θέ­τως, επι­νόη­σε και μετα­χει­ρί­στη­κε όλα τα μέσα για να τον απαλ­λά­ξει από τα χρέη· διό­τι σε μας τους ανθρώ­πους, ο πλού­τος είναι το να απαι­τή­σου­με τα οφει­λό­με­να, ενώ για τον Θεό, πλού­τος είναι το να συγ­χω­ρή­σει. Εμείς, όταν λάβου­με πίσω τα οφει­λό­με­να, τότε γινό­μα­στε ευπο­ρό­τε­ροι, ενώ ο Θεός όταν συγ­χω­ρή­σει τα αμαρ­τή­μα­τα, τότε κυρί­ως πλου­τί­ζει· διό­τι πλού­τος του Θεού είναι η σωτη­ρία των ανθρώ­πων, όπως λέγει ο Παύ­λος: « γρ ατς Κριος πντων, πλουτν ες πντας τος πικα­λουμνους αὐτόν(:Ο ίδιος Κύριος είναι Κύριος και Θεός όλων, προ­σφέ­ρον­τας πλού­σιες τις δωρε­ές Του σε όλους εκεί­νους, οι οποί­οι Τον επι­κα­λούν­ται)»[Ρωμ.10,12]

Αλλά ίσως κάποιος ειπεί: «Και πώς Αυτός που θέλει να χαρί­σει και να συγ­χω­ρή­σει τα ανο­μή­μα­τα, διέ­τα­ξε να τον πωλή­σουν;» Αυτό ακρι­βώς είναι που φανε­ρώ­νει πάρα πολύ την φιλαν­θρω­πία Του. Όμως ας μη βια­ζό­μα­στε, αλλά ας προ­χω­ρού­με με την σει­ρά στην διή­γη­ση της παρα­βο­λής: «Μ χον­τος δ ατο ποδοναι (:Επει­δή αυτός δεν είχε να ξεπλη­ρώ­σει)»,λέγει. Τι σημαί­νει «μ χον­τος δ ατο ποδοναι»; Πάλι επί­τα­ση της ασυ­νέ­πειάς του· επει­δή όταν λέγει ότι «δεν μπο­ρού­σε να τα επι­στρέ­ψει», δεν εννο­εί τίπο­τε άλλο παρά ότι ήταν στε­ρη­μέ­νος κατορ­θω­μά­των και όλων των αρε­τών και δεν είχε κανέ­να έργο αγα­θό, για να λογα­ρια­στεί στην απαλ­λα­γή των αμαρ­τη­μά­των του· διό­τι λογα­ριά­ζον­ται, οπωσ­δή­πο­τε λογα­ριά­ζον­ται τα κατορ­θώ­μα­τα και οι ενά­ρε­τές μας πρά­ξεις για την απαλ­λα­γή των αμαρ­τη­μά­των μας, όπως και η πίστη λογα­ριά­ζε­ται στη δικαιο­σύ­νη. «Τ δ μ ργα­ζο­μέν, πιστεύ­ον­τι δ π τν δικαιοντα τν σεβ, λογί­ζε­ται πίστις ατο ες δικαιο­σύ­νην(:Σε εκεί­νον όμως ο οποί­ος δεν έχει να επι­δεί­ξει έργα, πιστεύ­ει όμως στον Θεό, ο Οποί­ος δίδει δικαί­ω­ση και σε αυτόν ακό­μη τον ασε­βή, εάν μετα­νο­ή­σει, η πίστη του λογα­ριά­ζε­ται τόσο πολύ, ώστε ο Θεός τον ανα­γνω­ρί­ζει ως δίκαιο για την πίστη του αυτή)»[Ρωμ.4,5].

Και τι λέγω για πίστη και κατορ­θώ­μα­τα, αφού και οι θλί­ψεις μας λογα­ριά­ζον­ται για την εξά­λει­ψη των αμαρ­τη­μά­των; Και αυτό το φανε­ρώ­νει ο Χρι­στός με την παρα­βο­λή του Λαζά­ρου, παρου­σιά­ζον­τας τον Αβρα­άμ να λέγει προς τον πλού­σιο ότι ο Λάζα­ρος από­λαυ­σε στη ζωή του τα κακά και γι’ αυτό εδώ βρή­κε παρηγορία[βλ.Λουκ.16,25: «Επε δ βρα­άμ· τέκνον, μνή­σθη­τι τι πέλα­βες σ τ γαθά σου ν τ ζω σου, κα Λάζα­ρος μοί­ως τ κακά· νν δ δε παρα­κα­λεται, σ δ δυνσαι (:Ο Αβρα­άμ όμως του απάν­τη­σε: “Παι­δί μου, θυμή­σου ότι εσύ από­λαυ­σες με το παρα­πά­νω τα αγα­θά σου όταν ζού­σες στη γη. Ενώ ο Λάζα­ρος αντί­στοι­χα από­λαυ­σε τα κακά της δυστυ­χί­ας και της ασθέ­νειας. Τώρα όμως εδώ ο Λάζα­ρος παρη­γο­ρεί­ται γι’ αυτά που υπέ­φε­ρε τότε συνε­χώς, ενώ εσύ υπο­φέ­ρεις και βασα­νί­ζε­σαι χωρίς δια­κο­πή, όπως αδιά­κο­πη και συνε­χής ήταν η ευτυ­χία σου πάνω στη γη”)»].

Το λέγει επί­σης και ο Παύ­λος, όταν γρά­φει προς τους Κοριν­θί­ους για τον πόρ­νο ως εξής: «Παρα­δοναι τν τοιοτον τ σαταν ες λεθρον τς σαρ­κός, να τ πνεμα σωθ ν τ μέρ το Κυρί­ου ησο(:Ας παρα­δώ­σου­με τον άνθρω­πο αυτό στον σατα­νά απο­κό­πτον­τας τον από την εκκλη­σία, για να τιμω­ρη­θεί και να κολα­σθεί σκλη­ρά το σώμα του και να συνε­τι­σθεί με την παι­δα­γω­γία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέ­ρα της δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας του Κυρί­ου Ιησού)»[Α΄Κορ.5,5]. Παρη­γο­ρών­τας επί­σης και άλλους που αμάρ­τη­σαν έλε­γε τα εξής: «Ε γρ αυτος διε­κρί­νο­μεν, οκ ν κρι­νό­με­θα· κρι­νό­με­νοι δ π το Κυρί­ου παι­δευό­με­θα, να μ σν τ κόσμ κατα­κριθμεν (: Διό­τι εάν ανα­κρί­να­με τον εαυ­τό μας και τον εξε­τά­ζα­με και μετα­νο­ού­σα­με ειλι­κρι­νώς για τα αμαρ­τή­μα­τά μας και έτσι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι προ­σερ­χό­μα­σταν στο μέγα μυστή­ριο της Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας με φόβο Θεού, δεν θα κατα­δι­κα­ζό­μα­σταν από τον Θεό· με τέτοιες τιμω­ρί­ες όταν λοι­πόν τιμω­ρού­μα­στε από τον Κύριο με ασθέ­νειες, τιμω­ρού­μα­στε παι­δα­γω­γι­κά από Αυτόν για να διορ­θω­θού­με και να μην κατα­κρι­θού­με στην άλλη ζωή μαζί με τον κόσμο που ζει μακριά από τον Θεό)»[Α΄Κορ.11,32].

Και εάν ο πει­ρα­σμός και η νόσος και η αδυ­να­μία και ο αφα­νι­σμός του σώμα­τος, τα οποία υπο­μέ­νου­με ακου­σί­ως, χωρίς να τα δημιουρ­γού­με εμείς οι ίδιοι, μας λογα­ριά­ζον­ται για την εξά­λει­ψη της αμαρ­τί­ας, πολύ περισ­σό­τε­ρο τα κατορ­θώ­μα­τα και οι αρε­τές, τα οποία πραγ­μα­το­ποιού­με εκου­σί­ως και ασκού­με, και με τη δική μας προ­σπά­θεια, διό­τι το θέλου­με εμείς και το επι­διώ­κου­με.

Αυτός όμως ο αχά­ρι­στος δού­λος της παρα­βο­λής αυτής που εξε­τά­ζου­με και στε­ρη­μέ­νος από κάθε αρε­τή ήταν, και αφό­ρη­το φορ­τίο αμαρ­τη­μά­των είχε· γι’ αυτό λέγει «μ χον­τος δ ατο ποδοναικέλευ­σεν ατν κύριος ατο πραθναι(:επει­δή όμως αυτός δεν είχε να ξεπλη­ρώ­σει το χρέ­ος του, διέ­τα­ξε ο Κύριος να πωλη­θεί)»· αυτό μας φανε­ρώ­νει περισ­σό­τε­ρο από οτι­δή­πο­τε άλλο την φιλαν­θρω­πία του Δεσπό­του, ότι και τον κάλε­σε να λογο­δο­τή­σει και να πωλη­θεί διέ­τα­ξε. Επει­δή και τα δύο τα έκα­με ώστε αυτός να μην πωλη­θεί. Από πού γίνε­ται αυτό φανε­ρό; Από το τέλος· διό­τι αν ήθε­λε να πωλη­θεί αυτός ο δού­λος, ποιος Του το απα­γό­ρευε; Ποιος Τον εμπό­δι­ζε;

Για­τί λοι­πόν διέ­τα­ξε να πωλη­θεί, αφού δεν επρό­κει­το να το κάνει; Με την απει­λή του αύξη­σε τον φόβο για να τον παρα­κι­νή­σει σε ικε­σία· και τον παρα­κί­νη­σε σε ικε­σία, για να λάβει από αυτό αφορ­μή συγ­χω­ρή­σε­ως. Βεβαί­ως μπο­ρού­σε και πριν από την παρά­κλη­ση να τον απαλ­λά­ξει από το χρέ­ος, αλλά δεν το έπρα­ξε για να μην πέσει σε χει­ρό­τε­ρα. Μπο­ρού­σε και πριν από το λογο­θέ­σιο να δώσει τη συγ­χώ­ρη­ση, αλλά για να μη γίνει ωμό­τε­ρος προς τους συναν­θρώ­πους του, αγνο­ών­τας το πλή­θος των δικών του αμαρ­τη­μά­των, γι’ αυτό τον βοή­θη­σε πρώ­τα να συνει­δη­το­ποι­ή­σει το μέγε­θος του χρέ­ους του, και τότε του το χάρι­σε όλο· διό­τι, εάν αφού πρώ­τα έγι­νε η λογο­δο­σία και απο­κα­λύ­φθη­κε το χρέ­ος και άκου­σε την απει­λή, και έγι­νε φανε­ρή η κατα­δί­κη της οποί­ας ήταν άξιος, φάνη­κε τόσο άγριος και σκλη­ρός προς τον σύν­δου­λό του, σε πόση αγριό­τη­τα θα είχε φθά­σει, αν τίπο­τε από αυτά δεν είχε συμ­βεί; Γι’ αυτό τα έκα­νε όλα αυτά ο Θεός και τα επι­χει­ρού­σε, για να συγ­κρα­τή­σει και να περιο­ρί­σει εκ των προ­τέ­ρων εκεί­νη τη σκλη­ρό­τη­τα. Εάν όμως με τίπο­τα από αυτά δεν διορ­θώ­θη­κε, αίτιος δεν είναι ο διδά­σκα­λος, αλλά εκεί­νος που δεν δέχθη­κε την διόρ­θω­ση.

Ας δού­με όμως πώς προ­σπα­θεί να θερα­πεύ­σει την πλη­γή. «Πεσν ον», λέγει, « δολος προ­σε­κύ­νει ατ λέγων· κύριε, μακρο­θύ­μη­σον π᾿ μο κα πάν­τα σοι ποδώ­σω(:Έπε­σε λοι­πόν στα πόδια του Κυρί­ου του ο δού­λος και τον προ­σκυ­νού­σε λέγον­τας: “Κύριε, δεί­ξε επιεί­κεια και μακρο­θυ­μία σε εμέ­να και όλα όσα σου χρω­στώ, θα σου τα ξεπλη­ρώ­σω”)». Και μάλι­στα δεν είπε ότι δεν είχε να του τα επι­στρέ­ψει· έτσι όμως συνη­θί­ζουν να κάνουν όσοι χρε­ω­στούν· και αν ακό­μη δεν μπο­ρούν να επι­στρέ­ψουν τίπο­τε, υπό­σχον­ται, ώστε να απαλ­λα­γούν από τα παρόν­τα δει­νά.

Ας ακού­σου­με όσοι ραθυ­μού­με στην προ­σευ­χή, πόση είναι η δύνα­μη των παρα­κλή­σε­ων. Αυτός δεν επέ­δει­ξε νηστεία, ούτε ακτη­μο­σύ­νη, ούτε τίπο­τε παρό­μοιο, αλλά αν και ήταν έρη­μος και γυμνός από κάθε αρε­τή, επει­δή μόνο παρε­κά­λε­σε τον Κύριο, κατόρ­θω­σε να Τον παρα­κι­νή­σει σε ευσπλα­χνία. Ας μην κου­ρα­ζό­μα­στε λοι­πόν ποτέ να Τον παρα­κα­λού­με με την προ­σευ­χή μας· διό­τι ποιος θα μπο­ρού­σε να γίνει αμαρ­τω­λό­τε­ρος από αυτόν, ο οποί­ος ήταν υπεύ­θυ­νος για τόσα ανο­μή­μα­τα, ενώ κατόρ­θω­μα δεν είχε κανέ­να, ούτε μικρό, ούτε μεγά­λο; Δεν είπε όμως μέσα του «δεν έχω παρ­ρη­σία, είμαι γεμά­τος εντρο­πή· πώς μπο­ρώ να τον πλη­σιά­σω; πώς μπο­ρώ να παρα­κα­λέ­σω;», πράγ­μα που πολ­λοί επι­βα­ρυ­μέ­νοι με αμαρ­τί­ες το λέγουν, πάσχον­τες από δια­βο­λι­κή ευλά­βεια. Σου λεί­πει η παρ­ρη­σία; Γι’ αυτό πλη­σί­α­σε, για να απο­κτή­σεις παρ­ρη­σία πολ­λή. Μήπως είναι άνθρω­πος αυτός που πρό­κει­ται να συμ­φι­λιω­θεί μαζί σου, για να ντρα­πείς και να κοκ­κι­νί­σεις; Είναι ο Θεός, που περισ­σό­τε­ρο από εσέ­να θέλει να σε απαλ­λά­ξει από τα ανο­μή­μα­τα. Δεν επι­θυ­μείς εσύ τόσο την ασφά­λειά σου, όσον Εκεί­νος ποθεί την σωτη­ρία σου. Και αυτό μας το δίδα­ξε με τα ίδια Του τα έργα.

Δεν έχεις παρ­ρη­σία; Γι’ αυτό ακρι­βώς θα μπο­ρέ­σεις να απο­κτή­σεις παρ­ρη­σία, επει­δή έχεις αυτήν την αίσθη­ση· διό­τι η μεγα­λύ­τε­ρη παρ­ρη­σία είναι το να μη νομί­ζεις ότι έχεις παρ­ρη­σία. Όπως ακρι­βώς η μεγα­λύ­τε­ρη καται­σχύ­νη είναι το να δικαιώ­νει κανείς τον εαυ­τό του ενώ­πιον του Κυρί­ου· εκεί­νος είναι ακά­θαρ­τος, έστω και αν είναι ο αγιό­τε­ρος από όλους τούς ανθρώ­πους· όπως ακρι­βώς δίκαιος γίνε­ται εκεί­νος που έπει­σε τον εαυ­τό του ότι είναι ο τελευ­ταί­ος από όλους. Και μάρ­τυ­ρες για τα λεγό­με­να είναι ο Φαρι­σαί­ος και ο Τελώ­νης. Μην απελ­πι­ζό­μα­στε λοι­πόν για τις αμαρ­τί­ες μας, ούτε να απο­γο­η­τευό­μα­στε, αλλά ας προ­σερ­χό­μα­στε στον Θεό, ας γονα­τί­ζου­με ενώ­πιόν Του, ας παρα­κα­λού­με, καθώς έκα­με και αυτός, αφού μέχρι το σημείο αυτό έδει­ξε τη καλή του διά­θε­ση. Και το ότι δεν έχα­σε το θάρ­ρος του, και το ότι δεν απελ­πί­σθη­κε, και το ότι ομο­λό­γη­σε τις αμαρ­τί­ες του, και το ότι ζήτη­σε κάποια ανα­βο­λή και παρά­τα­ση, όλα αυτά είναι καλά και φανε­ρώ­νουν συν­τρι­βή δια­νοί­ας και ψυχή ταπει­νω­μέ­νη. Αυτά πού ακο­λού­θη­σαν όμως δεν είναι όμοια με τα προ­η­γού­με­να· διό­τι όσα συγ­κέν­τρω­σε με την ικε­σία, αυτά τα σκόρ­πι­σε όλα σε μία στιγ­μή με την οργή κατά του πλη­σί­ον.

Αλλά ας έλθου­με πρώ­τα στον τρό­πον της συγ­χω­ρή­σε­ως· ας δού­με πώς τον απήλ­λα­ξαν από το χρέ­ος και από ποια αιτία οδη­γή­θη­κε ο Κύριος σ’ αυτό. «Σπλαγ­χνι­σθες δ κύριος το δού­λου κεί­νου», λέγει, «πέλυ­σεν ατν κα τ δάνειον φκεν ατ(:Τότε ο κύριός του τον λυπή­θη­κε και αισθάν­θη­κε συμ­πά­θεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφη­σε ελεύ­θε­ρο, του χάρι­σε μάλι­στα και το δάνειο)»[Ματθ.18,27]. Εκεί­νος ζήτη­σε ανα­βο­λή, αυτός έδω­σε συγχώρηση, δηλα­δή έλα­βε περισ­σό­τε­ρο από αυτό που ζήτη­σε.

Γι’ αυτό και ο Παύ­λος λέγει: «Τ δ δυνα­μέν πρ πάν­τα ποισαι περεκ­πε­ρισ­σο ν ατού­με­θα νοομεν, κατ τν δύνα­μιν τν νερ­γου­μέ­νην ν μν(:Στον Θεό, ο οποί­ος έχει τη δύνα­μη να κάνει για μας απεί­ρως μεγα­λύ­τε­ρα και περισ­σό­τε­ρα από όλα όσα εμείς ζητού­με ή μπο­ρού­με να βάλου­με με το μυα­λό μας, και να τα κάνει σύμ­φω­να με τη δύνα­μη που ενερ­γεί μέσα μας για τον αγια­σμό και τη σωτη­ρία μας)»[Εφ.3,20]· διότι ούτε να φαν­τα­στείς δεν μπο­ρείς τόσα πολ­λά, όσα Εκεί­νος είναι έτοι­μος να σου δώσει.Μην ντρα­πείς λοι­πόν, μην κοκ­κι­νί­σεις· ή μάλ­λον, να ντρέ­πε­σαι για τις αμαρ­τί­ες σου, να μην απελ­πί­ζε­σαι όμως, ούτε να απο­μα­κρυν­θείς από την προ­σευ­χή, αλλά πλη­σί­α­σε, έστω και να Του δώσεις την ευκαι­ρία να επι­δεί­ξει την φιλαν­θρω­πία Του με τη συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών σου. Εάν όμως φοβη­θείς να Τον πλη­σιά­σεις, τότε εμπό­δι­σες την αγα­θό­τη­τά Του, συγ­κρά­τη­σες την αφθο­νία της καλο­σύ­νης Του, όσον βεβαί­ως εξαρ­τά­ται από εσέ­να.

Ας μη δει­λιά­ζου­με λοι­πόν, ούτε να διστά­ζου­με στις προ­σευ­χές. Επει­δή, και αν ακό­μη πέσου­με σε αυτό το ίδιο το βάρα­θρο της κακί­ας, έχει τη δυνα­τό­τη­τα γρή­γο­ρα να μας ανα­σύ­ρει από εκεί. Κανείς προ­φα­νώς δεν έκα­με τόσες αμαρ­τί­ες, όσες αυτός ο δού­λος της παρα­βο­λής· διό­τι πράγ­μα­τι διέ­πρα­ξε κάθε είδος πονη­ρί­ας· αυτό φανε­ρώ­νουν τα μύρια τάλαν­τα. Κανείς δεν ήταν τόσο έρη­μος από αρε­τές όσο αυτός· διό­τι αυτό σημαί­νει ότι δεν είχε να πλη­ρώ­σει το χρέ­ος του. Αλλά όμως αυτόν που είχε προ­δο­θεί από παν­τού, μπό­ρε­σε να τον σώσει η δύνα­μη της προ­σευ­χής. «Και έχει τόσο μεγά­λη δύνα­μη η προ­σευ­χή», θα ειπεί κάποιος, «ώστε να απαλ­λά­ξει από την ποι­νή και την τιμω­ρία αυτόν που με έργα και με μύριους τρό­πους ήλθε σε σύγ­κρου­ση με τον Κύριο;». Ναι, άνθρω­πε, τόσο μεγά­λες δυνα­τό­τη­τες έχει· διό­τι δεν κατορ­θώ­νει αυτή μόνη της τα πάν­τα, αλλά έχει σύμ­μα­χο και πολύ μεγά­λο βοη­θό την φιλαν­θρω­πία του δεχό­με­νου την προ­σευ­χή Θεού, η οποία και τα κατόρ­θω­σε όλα στην περί­πτω­ση αυτήν, και κατέ­στη­σε ισχυ­ρή την προ­σευ­χή. Αυτό λοι­πόν υπο­νο­ού­σε όταν έλε­γε «σπλαγ­χνι­σθες δ κύριος το δού­λου κεί­νου πέλυ­σεν ατν κα τ δάνειον φκεν ατ(:αφού λοι­πόν τον ευσπλα­χνί­στη­κε τον δού­λο Του εκεί­νον, τον άφη­σε ελεύ­θε­ρο και του χάρι­σε όλο το χρέ­ος)», για να μάθεις ότι μαζί με την προ­σευ­χή και πριν από την προ­σευ­χή όλα τα έκα­νε η φιλαν­θρω­πία και η ευσπλα­χνία του Κυρί­ου.

«ξελθν δ δολος κενος ερεν να τν συν­δού­λων ατο, ς φει­λεν ατ κατν δηνά­ρια, κα κρα­τή­σας ατν πνι­γε λέγων· πόδος μοι ε τι φεί­λεις (:Όταν όμως βγή­κε έξω ο δού­λος εκεί­νος, βρή­κε έναν από τους συν­δού­λους του που του χρώ­στα­γε εκα­τό δηνά­ρια, δηλα­δή ένα μικρό ποσό. Και αφού τον στα­μά­τη­σε, τον πίε­ζε σκλη­ρά λέγον­τας: ‘’Εξό­φλη­σέ μου ό,τι μου χρω­στάς’’)». Άρα­γε τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει αισχρό­τε­ρο από αυτό; Ενώ η ευερ­γε­σία που ο ίδιος δέχτη­κε, ηχού­σε ακό­μη στην ακοή του, λησμό­νη­σε την φιλαν­θρω­πία και την ευσπλα­χνία του Κυρί­ου. Βλέ­πεις πόσο μεγά­λο αγα­θό είναι το να ενθυ­μεί­ται κανείς τις αμαρ­τί­ες του; Διό­τι και αυτός, εάν τις είχε διαρ­κώς στη μνή­μη του, δεν θα γινό­ταν τόσο σκλη­ρός και απάν­θρω­πος. Γι’ αυτό συνε­χώς λέγω, και δεν θα παύ­σω να το λέγω, ότι είναι πάρα πολύ χρή­σι­μο και αναγ­καίο το να κρα­τού­με διαρ­κώς στη μνή­μη μας όλα μας τα πταί­σμα­τα· διό­τι τίπο­τε δεν μπο­ρεί να κατα­στή­σει την ψυχή τόσο φιλό­σο­φη και επιει­κή και ήπια, όσο η διαρ­κής μνή­μη των αμαρ­τη­μά­των.

Γι’ αυτό ο Παύ­λος κρα­τού­σε στη μνή­μη του όχι μόνο τα μετά το λου­τρό του βαπτί­σμα­τος αμαρ­τή­μα­τα, αλλά και αυτά που προ­η­γή­θη­σαν από αυτό, μολο­νό­τι βεβαί­ως είχαν εξα­φα­νι­στεί ολό­τε­λα. Εάν όμως εκεί­νος κρα­τού­σε στη μνή­μη του τα αμαρ­τή­μα­τά του πριν από το βάπτι­σμα, πόσο μάλ­λον εμείς πρέ­πει να μη λησμο­νού­με όσα έχου­με δια­πρά­ξει και μετά το βάπτι­σμα· διό­τι με τη δια­τή­ρη­σή τους στην μνή­μη μας, όχι μόνο τα εξα­φα­νί­ζου­με, αλλά και προς όλους τους ανθρώ­πους θα συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε με περισ­σό­τε­ρη επιεί­κεια, και τον Θεό θα Τον υπη­ρε­τή­σου­με με μεγα­λύ­τε­ρη αφο­σί­ω­ση, αφού μαθαί­νου­με πολύ καλά και κατα­νο­ού­με με την ανά­μνη­σή τους την ανέκ­φρα­στη φιλαν­θρω­πία Του.

Αυτό το πράγ­μα όμως εκεί­νος δεν το έκα­με, αλλά ξεχνών­τας το μέγε­θος των οφει­λών του, λησμό­νη­σε και την ευερ­γε­σία. Και αφού λησμό­νη­σε την ευερ­γε­σία, έγι­νε κακός με τον σύν­δου­λό του και με την κακία πού έδει­ξε σ’ εκεί­νον έχα­σε όλα όσα κέρ­δι­σε από τη φιλαν­θρω­πία του Θεού. «Κρα­τή­σας ατν πνι­γε λέγων· πόδος μοι ε τι φεί­λεις(:Αμέ­σως τον έπια­σε και τον πίε­ζε κατά τον πλέ­ον σκλη­ρό τρό­πο λέγον­τας: ‘’Πλή­ρω­σέ μου ό,τι μου χρω­στάς’’)». Δεν είπε: «Δώσε μου πίσω τα εκα­τό δηνά­ρια που μου χρω­στάς», επει­δή ντρε­πό­ταν το ασή­μαν­το του χρέ­ους, αλλά «ό,τι οφεί­λεις».

«Πεσν ον σύν­δου­λος ατο ες τος πόδας ατο παρε­κά­λει ατν λέγων· μακρο­θύ­μη­σον π᾿ μο κα ποδώ­σω σοι(:Έπε­σε τότε ο σύν­δου­λος εκεί­νος στα πόδια αυτού και τον παρα­κα­λού­σε λέγον­τας· Δεί­ξε σε μένα επιεί­κεια και μακρο­θυ­μία και θα σου επι­στρέ­ψω τα οφει­λό­με­να)»[Ματθ.18,29]. Με τα ίδια λόγια, πού βρή­κε και εκεί­νος τη συγ­χώ­ρη­ση προ­η­γου­μέ­νως, με τα ίδια και αυτός αξιώ­νει να σωθεί. Εκεί­νος όμως από την υπερ­βο­λι­κή του σκλη­ρό­τη­τα ούτε με αυτά τα λόγια κάμ­φθη­κε, ούτε σκέ­φθη­κε ότι ο ίδιος με τα λόγια αυτά σώθη­κε. Και όμως, και αν ακό­μη τον συγ­χω­ρού­σε, ούτε έτσι θα ήταν εκδή­λω­ση φιλαν­θρω­πί­ας και ευσπλα­χνί­ας, αλλά απλώς οφει­λή και χρέ­ος· διό­τι εάν το έκα­νε αυτό πριν γίνει η λογο­δο­σία και πριν ληφθεί εκεί­νη η από­φα­ση και απο­λαύ­σει τόσο μεγά­λη ευερ­γε­σία, το γεγο­νός θα μπο­ρού­σε να απο­δο­θεί στη δική του μεγα­λο­ψυ­χία.

Τώρα όμως, μετά από τόσο μεγά­λη δωρεά και άφε­ση τόσων πολ­λών αμαρ­τη­μά­των, ήταν πλέ­ον υπο­χρε­ω­μέ­νος να φερ­θεί στον σύν­δου­λό του με ανε­ξι­κα­κία, σαν κάποια αναγ­καία οφει­λή. Αλλά όμως ούτε αυτό έκα­με, ούτε σκέ­φθη­κε πόση ήταν η δια­φο­ρά της αφέ­σε­ως την οποία και αυτός απή­λαυ­σε και που έπρε­πε να δεί­ξει στο σύν­δου­λό του· διό­τι όχι μόνο στο ποσό των οφει­λών, ούτε στο αξί­ω­μα και το κύρος των προ­σώ­πων, αλλά και σε αυτόν τον ίδιο τον τρό­πο θα μπο­ρού­σε κανείς να δει μεγά­λη δια­φο­ρά. Επει­δή εκεί­να μεν ήσαν δέκα χιλιά­δες τάλαν­τα, ενώ αυτά ήσαν μονά­χα εκα­τό δηνά­ρια. Και αυτός μεν που όφει­λε και του χαρί­στη­καν τα δέκα χιλιά­δες τάλαν­τα, προ­σέ­βα­λε και αυθα­δί­α­σε εμπρός στον Κύριο του, ενώ ο οφει­λέ­της των εκα­τό δηνα­ρί­ων αμάρ­τη­σε προς έναν σύν­δου­λό του· αυτός επο­μέ­νως, αφού είχε ευερ­γε­τη­θεί, είχε υπο­χρέ­ω­ση να χαρί­σει και αυτός το χρέ­ος στον σύν­δου­λό του· ενώ ο Κύριος τον είχε απαλ­λά­ξει από όλο το χρέ­ος χωρίς να δει να γίνε­ται εκ μέρους του κάποιο μικρό ή μεγά­λο αγα­θό.

Δεν έβα­λε όμως τίπο­τε από αυτά στο νου του, αλλά εντε­λώς τυφλω­μέ­νος από την οργή τον έπια­σε από το λαι­μό και τον έκλει­σε στην φυλα­κή. Βλέ­πον­τας αυτά όμως οι σύν­δου­λοί του, λέγει η Γρα­φή, αγα­νά­κτη­σαν· και τον κατα­δι­κά­ζουν πριν από τον Κύριο οι σύν­δου­λοι, για να μάθεις πόσο ήμε­ρος είναι ο Κύριος. Όταν ο Κύριός του τα άκου­σε αυτά, τον κάλε­σε και λογα­ριά­ζε­ται πάλι μαζί του, και δεν απο­φα­σί­ζει έτσι απλώς την κατα­δί­κη, αλλά προ­η­γου­μέ­νως δικαιο­λο­γεί­ται. Και τι λέγει; «Δολε πονη­ρέ, πσαν τν φειλν κεί­νην φκά σοι, πε παρε­κά­λε­σάς με (:Δού­λε πονη­ρέ, όλο το τερά­στιο εκεί­νο χρέ­ος σού το χάρι­σα, διό­τι με παρε­κά­λε­σες)»[Ματθ.18,32].

Ποιος θα μπο­ρού­σε να δεί­ξει μεγα­λύ­τε­ρη καλο­σύ­νη από αυτήν του Κυρί­ου; Όταν του όφει­λε τα μύρια τάλαν­τα, ούτε καν με λόγο τον λύπη­σε, ούτε πονη­ρό τον απε­κά­λε­σε, αλλά μόνο διέ­τα­ξε να πωλη­θεί· και αυτό, για να τον απαλ­λά­ξει από τα χρέη. Όταν όμως έγι­νε κακός στον σύν­δου­λό του, τότε οργί­ζε­ται και θυμώ­νει· για να μάθεις ότι ευκο­λό­τε­ρα συγ­χω­ρεί τα αμαρ­τή­μα­τα που έγι­ναν απέ­ναν­τι σε Αυτόν, παρά αυτά πού έγι­ναν στους συναν­θρώ­πους μας. Και δεν το κάνει μόνο εδώ αυτό, αλλά και σε άλλη περί­πτω­ση. «Ἐὰν ον προ­σφέρς τ δρόν σου π τ θυσια­στή­ριον κκε μνη­σθς τι δελ­φός σου χει τι κατ σο», λέγει, «φες κε τ δρόν σου μπρο­σθεν το θυσια­στη­ρί­ου, κα παγε πρτον διαλ­λά­γη­θι τ δελφ σου, κα τότε λθν πρό­σφε­ρε τ δρόν σου(:Κάθε προ­σβο­λή λοι­πόν εναν­τί­ον των αδελ­φών μας είναι αξιό­ποι­νη. Γι’ αυτό, εάν προ­σφέ­ρεις το δώρο σου στο θυσια­στή­ριο κι εκεί θυμη­θείς ότι ο αδελ­φός σου έχει κάτι εναν­τί­ον σου για κάποια αδι­κία που του έκα­νες, άφη­σε εκεί το δώρο σου μπρο­στά στο θυσια­στή­ριο και πήγαι­νε πρώ­τα και συμ­φι­λιώ­σου με τον αδελ­φό σου, και τότε, αφού συν­διαλ­λα­γείς, έλα και πρό­σφε­ρε το δώρο σου, διό­τι μόνο τότε αυτό θα γίνει δεκτό από τον Θεό)»[Ματθ.5,23–24]. Βλέ­πεις πως προ­τι­μά παν­τού τα δικά μας από τα δικά Του και δεν θεω­ρεί τίπο­τε ανώ­τε­ρο από την ειρή­νη και την αγά­πη προς τον συνάν­θρω­πο;

Και αλλού πάλι: «ς ν πολύσ τν γυνακα ατο παρεκτς λόγου πορ­νεί­ας, ποιε ατν μοιχσθαι(:Εγώ όμως σας λέω ότι εκεί­νος που θα διώ­ξει τη γυναί­κα του χωρίς να υπάρ­χει αιτία μοι­χεί­ας, συν­τε­λεί στο να γίνει αυτή μοι­χα­λί­δα, εάν συζευ­χθεί με άλλον. Κι εκεί­νος που θα νυμ­φευ­θεί δια­ζευγ­μέ­νη γυναί­κα γίνε­ται μοι­χός)»[Ματθ.5,32]. Και με τον Παύ­λο νομο­θέ­τη­σε έτσι: «Ε τις δελφς γυνακα χει πιστον, κα ατ συνευ­δο­κε οκεν μετ᾿ ατο, μ φιέ­τω ατήν(:Και στους υπό­λοι­πους εγγά­μους λέω το εξής, το οποίο δεν όρι­σε βέβαια απευ­θεί­ας ο Κύριος, αλλά το ορί­ζω εγώ ως από­στο­λος Του: Εάν κανείς χρι­στια­νός αδελ­φός έχει γυναί­κα άπι­στη, την οποία νυμ­φεύ­τη­κε πριν πιστέ­ψει, και αυτή δέχε­ται με την καρ­διά της να κατοι­κεί μαζί του, ας μην την αφή­νει, αλλά ας εξα­κο­λου­θεί να την έχει σύζυ­γο)»[Α΄Κορ.7,12]. «Εάν πορ­νεύ­σει», λέγει, «να την διώ­ξεις· εάν όμως είναι άπι­στη απέ­ναν­τι σε εμέ­να τον Θεό, μην την διώ­ξεις· εάν δηλα­δή αμαρ­τή­σει σε εσέ­να, χώρι­σέ την· εάν αμαρ­τή­σει σε Εμέ­να, κρά­τη­σέ την».

Έτσι και εδώ όταν αμάρ­τη­σε τόσο πολύ απέ­ναν­τι σε Αυτόν, τον συγ­χώ­ρη­σε· όταν όμως αμάρ­τη­σε στον σύν­δου­λό του με λιγό­τε­ρα και μικρό­τε­ρα αμαρ­τή­μα­τα από αυτά που αμάρ­τη­σε στον Κύριό του, δεν τον συγ­χώ­ρη­σε, αλλά τον τιμώ­ρη­σε αυστη­ρά. Και εδώ μεν τον απε­κά­λε­σε πονη­ρό, ενώ εκεί ούτε καν με λόγια δεν τον λύπη­σε. Γι’ αυτό και εδώ προ­στί­θε­ται και τού­το, ότι οργί­στη­κε και τον παρέ­δω­σε στους βασα­νι­στές· ενώ όταν του ζητού­σε να απο­λο­γη­θεί για τα μύρια τάλαν­τα, τίπο­τε παρό­μοιο δεν πρό­σθε­σε, για να μάθεις ότι εκεί­νη μεν η από­φα­ση δεν ήταν απο­τέ­λε­σμα οργής, αλλά φρον­τί­δας που απέ­βλε­πε στη συγ­χώ­ρη­ση· αυτή λοι­πόν η προς τον σύν­δου­λό του αμαρ­τία ήταν που τον εξόρ­γι­σε τόσο πολύ.

Άρα­γε τι θα μπο­ρού­σε λοι­πόν να υπάρ­ξει χει­ρό­τε­ρο από την μνη­σι­κα­κία, αφού ανα­κα­λεί και την ήδη απο­φα­σι­σμέ­νη φιλαν­θρω­πία του Θεού, και αυτό που δεν κατόρ­θω­σαν να προ­κα­λέ­σουν τα αμαρ­τή­μα­τα, αυτό κατορ­θώ­νει να το προ­κα­λέ­σει η οργή για την αδι­κία σε βάρος του πλη­σί­ον; Μολο­νό­τι έχει γρα­φτεί ότι «μετα­μέ­λη­τα γρ τ χαρί­σμα­τα κα κλσις το Θεο(:διό­τι ο Θεός, όταν δίνει τα χαρί­σμα­τα και όταν εκλέ­γει και καλεί, ως αλά­θη­τος και πάν­σο­φος που είναι, δεν κάνει λάθος και είναι γι’ αυτό τα χαρί­σμα­τά Του αμε­τά­κλη­τα και αμε­τα­κί­νη­τα)»[Ρωμ.11,29]. Πώς λοι­πόν εδώ μετά την ανα­κοί­νω­ση της δωρε­άς, μετά την εκδή­λω­ση της φιλαν­θρω­πί­ας, ανε­κλή­θη πάλι η από­φα­ση; Εξαι­τί­ας της μνη­σι­κα­κί­ας· ώστε δεν θα έσφαλ­λε κάποιος αν ονό­μα­ζε αυτή πιο φοβε­ρή από κάθε αμαρ­τία· διό­τι όλες οι άλλες κατέ­στη δυνα­τόν να βρουν συγ­χώ­ρη­ση, ενώ αυτή όχι μόνον δεν μπό­ρε­σε να επι­τύ­χει συγνώ­μη, αλλά και τις άλλες, που είχαν αφα­νι­σθεί ολό­τε­λα, τις ανα­νέ­ω­σε πάλι.

Ώστε η μνη­σι­κα­κία είναι διπλό κακό, διό­τι και καμία απο­λο­γία δεν έχει ενώ­πιον του Θεού, και τα υπό­λοι­πα αμαρ­τή­μα­τα μας, και αν ακό­μη συγ­χω­ρη­θούν, πάλι τα ανα­κα­λεί και τα στρέ­φει εναν­τί­ον μας· πράγ­μα το οποίο έκα­νε και εδώ στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση. Επει­δή τίπο­τε, τίπο­τε δεν μισεί και δεν απο­στρέ­φε­ται τόσο ο Θεός, όσο έναν άνθρω­πο που είναι μνη­σί­κα­κος και δια­τη­ρεί την οργή του. Αυτό μας το έδει­ξε εδώ ιδιαι­τέ­ρως, αλλά και στην προ­σευ­χή που μας παρέ­δω­σε παρήγ­γει­λε να λέγου­με έτσι: «Κα φες μν τ φει­λή­μα­τα μν, ς κα μες φίε­μεν τος φει­λέ­ταις μν(:Και συγ­χώ­ρη­σε τα βαρύ­τα­τα χρέη μας, δηλα­δή τις ανα­ρίθ­μη­τες αμαρ­τί­ες μας, όπως και εμείς συγ­χω­ρού­με εκεί­νους, οι οποί­οι είναι οφει­λέ­τες απέ­ναν­τί μας εξαι­τί­ας των αδι­κη­μά­των που μας έκα­μαν)»[Ματθ.6,12].

Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πόν όλα αυτά, και αφού γρά­ψου­με την παρα­βο­λή αυτή στις καρ­διές μας, όταν έλθουν στον νου μας όσα έχου­με πάθει από τους συν­δού­λους μας, ας ανα­λο­γι­σθού­με και αυτά που και εμείς έχου­με κάνει στον Κύριο· και με τον φόβο των δικών μας αμαρ­τη­μά­των, θα μπο­ρέ­σου­με να απο­μα­κρύ­νου­με γρή­γο­ρα τον θυμό για τα ξένα παρα­πτώ­μα­τα. Εάν πρέ­πει να ενθυ­μού­μα­στε αμαρ­τή­μα­τα, μόνον τα δικά μας πρέ­πει να ενθυ­μού­μα­στε· διό­τι εάν κρα­τή­σου­με στη μνή­μη τα δικά μας, ποτέ δεν θα δώσου­με σημα­σία στα ξένα· όπως ακρι­βώς εάν λησμο­νή­σου­με τα δικά μας, εύκο­λα εκεί­να θα εισχω­ρή­σουν στους λογι­σμούς μας. Πράγ­μα­τι, και αυτός εάν είχε κρα­τή­σει στη μνή­μη του τα μύρια τάλαν­τα, δεν θα θυμό­ταν τα εκα­τό δηνά­ρια· επει­δή όμως τα λησμό­νη­σε εκεί­να, γι’ αυτό έπια­σε από το λαι­μό τον συν­δού­λο του, και θέλον­τας να απαι­τή­σει τα ολί­γα, ούτε αυτό επέ­τυ­χε, αλλά επέ­συ­ρε στην κεφα­λή του και τον όγκο των μυρί­ων ταλάν­των.

Γι’ αυτό θα τολ­μού­σα να ειπώ ότι η μνη­σι­κα­κία είναι η φοβε­ρό­τε­ρη από όλες τις αμαρ­τί­ες· ή μάλ­λον δεν το λέγω αυτό εγώ, αλλά ο Χρι­στός το φανέ­ρω­σε με την παρα­βο­λή αυτή· διό­τι αν δεν ήταν φοβε­ρό­τε­ρη από μύρια τάλαν­τα, εννοώ από τα ανα­ρίθ­μη­τα αμαρ­τή­μα­τα, δεν θα ανα­κα­λού­σε εξαι­τί­ας της και εκεί­να. Τίπο­τε λοι­πόν ας μη φρον­τί­ζο­με τόσο, όσο το να καθα­ρι­ζό­μα­στε από την οργή και το να συμ­φι­λιω­νό­μα­στε προς εκεί­νους που είναι δυσα­ρε­στη­μέ­νοι μαζί μας, γνω­ρί­ζον­τας πως ούτε η κοι­νω­νία των Αχράν­των Μυστη­ρί­ων, ούτε τίπο­τε άλλο από αυτά, θα μπο­ρέ­σει να μας βοη­θή­σει εκεί­νη την ημέ­ρα. Όπως πάλι εάν νική­σου­με αυτήν την αμαρ­τία, έστω και αν έχου­με μύρια πλημ­με­λή­μα­τα, θα μπο­ρέ­σου­με να επι­τύ­χου­με κάποια συγνώ­μη. Και δεν είναι δικός μας ο λόγος, αλλά του ίδιου του Θεού, ο οποί­ος πρό­κει­ται να μας κρί­νει· διό­τι όπως είπε εδώ, ότι «Οτω κα πατήρ μου που­ρά­νιος ποι­ή­σει μν, ἐὰν μ φτε καστος τ δελφ ατο π τν καρ­διν μν τ παρα­πτώ­μα­τα ατν»[Ματθ.18,35], έτσι και αλλού λέγει: «Ἐὰν γρ φτε τος νθρώ­ποις τ παρα­πτώ­μα­τα ατν, φήσει κα μν πατρ μν οράνιος(:Εάν όμως δεν συγ­χω­ρή­σε­τε τους ανθρώ­πους που αμάρ­τη­σαν απέ­ναν­τί σας, ούτε ο Πατέ­ρας σας θα συγ­χω­ρή­σει τις δικές σας αμαρ­τί­ες προς Αυτόν)»[Ματθ.6,15].

Για να έχου­με λοι­πόν και εδώ γαλή­νια και ήρε­μη ζωή και εκεί να επι­τύ­χου­με συγ­χώ­ρη­ση και άφε­ση, ας προ­σπα­θού­με και ας φρον­τί­ζου­με να συμ­φι­λιω­νό­μα­στε με όσους εχθρούς έχου­με· διό­τι έτσι και τον Κύριό μας θα συμ­φι­λιώ­σου­με μαζί μας, και τα μέλ­λον­τα αγα­θά θα επι­τύ­χου­με, των οποί­ων είθε όλοι να αξιω­θού­με με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει η δόξα και το κρά­τος στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-decem-millium-talentorum-debitore.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 26, σελί­δες 18–35.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 30, σελ. 86–104.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΑΣ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΑΣ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 30–8‑1992]

(Β267)

Πάν­το­τε, αγα­πη­τοί μου, στις ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις θα υπάρ­χουν δια­φο­ρές. Και πολ­λές φορές ο ένας θα είναι ο αδι­κών και ο άλλος ο αδι­κού­με­νος. Και ἐν στε­νῇ και ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Και τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Το πώς θα μπο­ρούν αυτές οι σχέ­σεις να απο­κα­θί­σταν­ται, πράγ­μα πολύ αναγ­καί­ον για την ομα­λή συνύ­παρ­ξη των ανθρώ­πων. Πώς αλλιώς παρά με την ανε­ξι­κα­κία ή με την αμνη­σι­κα­κία, να μην θυμά­ται κανείς την κακία του άλλου, που εκφρά­ζον­ται με την εκ βάθους καρ­δί­ας συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα. Κι αν συμ­βαί­νουν, υπο­τί­θε­ται, απε­ριό­ρι­στες προ­στρι­βές, πόσο μπο­ρεί να ισχύ­ει αυτή η συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα; Απε­ριό­ρι­στα. Αρκεί φυσι­κά, ο αδι­κών, ο πταί­ων, να ζητά συγνώ­μη.

Κατά την εβραϊ­κή αντί­λη­ψη, η συγνώ­μη, έστω και αν εζη­τεί­το, περισ­σό­τε­ρο περιο­ρί­ζε­το ωστό­σο στις τρεις φορές. Εννο­εί­ται την ημέ­ρα. Όχι σε όλη του τη ζωή. Την ημέ­ρα. Και ο Από­στο­λος Πέτρος κάπο­τε άκου­σε τον Κύριο να λέγει: «᾿Εν δ μαρτσ ες σ δελφς σου, παγε κα λεγ­ξον ατν· ἐάν σου κοσ, κρδη­σας τν δελφν σου». Δηλα­δή υπο­τί­θε­ται ότι τον συγ­χω­ρείς. Και όχι μόνον αυτό αλλά τον κερ­δί­ζεις κιό­λας. Και με μεγα­λο­ψυ­χία ο από­στο­λος Πέτρος νόμι­ζε ότι αν ξεπερ­νού­σε το εβραϊ­κόν όριον ‑αυτό το οποί­ον υπήρ­χε, δεν ήταν γραμ­μέ­νο στην Παλαιά Δια­θή­κη, όχι, υπήρ­χε ως αντί­λη­ψις εις τους Εβραί­ους, ήτο διδα­σκα­λία των Ραβ­βί­νων· ερω­τά λοι­πόν τον Κύριον: «Κύριε, έως επτά φορές εάν αμαρ­τή­ση σε μένα ο αδελ­φός μου, θα τον συγ­χω­ρή­σω;». Θα επα­να­λά­βω· την ημέ­ρα 7 φορές. Και ο Κύριος του απαν­τά: «Όχι επτά φορές, όπως νομί­ζεις, αλλά έως εβδο­μη­κον­τά­κις επτά». Δηλα­δή εβδο­μήν­τα φορές το επτά. Δεν είναι 7×7= 49=490. Αλλά σημαί­νει: Είπες επτά; Εγώ σου λέω εβδο­μήν­τα φορές το επτά. Είναι έκφρα­σις που δεί­χνει το απε­ριό­ρι­στον. Όσες φορές και αν αμαρ­τή­σει ο αδερ­φός σου, κι έρθει και σου ζητή­σει συγνώ­μη, οφεί­λεις να τον συγ­χω­ρή­σεις. Προ­σέξ­τε. Οφεί­λεις να τον συγ­χω­ρή­σεις.

Και για να εδραιώ­σει ο Κύριος αυτήν την σπου­δαιο­τά­την ηθι­κήν θέσιν, που καθο­ρί­ζει τις σχέ­σεις των ανθρώ­πων μετα­ξύ των, είπε την παρα­βο­λή των μυρί­ων ταλάν­των και του χρε­ώ­στου δού­λου, που ακού­σα­με, αγα­πη­τοί μου, στη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή.

Πώς άρχι­σε ο Κύριος τον λόγο Του, για να δεί­ξει τη μεγά­λη αυτή αλή­θεια της συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τος; Είπε: «Δι τοτο μοιθη βασι­λεα τν ορανν…». «Γι΄αυτό τον λόγο έμοια­σε η βασι­λεία των ουρα­νών…». Και ακο­λου­θεί η παρα­βο­λή. Πολύ συχνά ο Κύριος ανα­φέ­ρε­ται σε αυτή τη φρά­ση. Δηλα­δή περί­που στε­ρε­ό­τυ­πη. Όπως: «Τίνι μοιώ­σω τν βασι­λεί­αν τν ορανν; -«Με τι να την παρο­μοιά­σω τη Βασι­λεία των Ουρα­νών;»- ή «μοιθη βασι­λεα τν ορανν». «Έμοια­σε, μοιά­ζει η βασι­λεία των ουρα­νών», κλπ. Αυτό το «Τίνι μοιώ­σω», «με τι να την παρο­μοιά­σω τη βασι­λεία του Θεού», δεί­χνει την προ­σπά­θεια του Κυρί­ου να μετα­φέ­ρει μια ουρά­νια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πάνω στη Γη. Έχει πει ο Κύριος επτά παρα­βο­λές, απο­τε­λούν μία δέσμη αυτές οι επτά παρα­βο­λές, κι όλες αρχί­ζουν έτσι: «Τίνι μοιώ­σω τν βασι­λεί­αν τν ορανν;»· που δεί­χνει ότι αυτές οι επτά παρα­βο­λές δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά επτά πτυ­χές μιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τος. Της βασι­λεί­ας του Θεού. Αλλά η Βασι­λεία του Θεού ή η Βασι­λεία των ουρα­νών είναι μια ουρα­νία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ενώ εδώ στη Γη ζού­με μέσα σε μια γήι­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αυτή η μετα­φο­ρά ‑γι΄αυτό λέει ο Κύριος «Τίνι μοιώ­σω»- αυτή η μετα­φο­ρά ουρα­νί­ων πραγ­μά­των σε γήι­νες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, με ποια γλώσ­σα θα γίνει; Ποια είναι η γλώσ­σα που θα μιλή­σου­με; Και ποια αυτή η γλώσ­σα θα μπο­ρεί να μετα­φέ­ρει αυτές τις ουρά­νιες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες; Είναι δύσκο­λο. Είναι αδύ­να­τον. Λέει ο από­στο­λος Παύ­λος, που είδε ουρά­νια πράγ­μα­τα, ότι δεν είναι δυνα­τόν να μετα­φέ­ρει κανείς τα ουρά­νια πράγ­μα­τα εδώ στη Γη. Δεν υπάρ­χει περι­γρα­φή. «Οκ ξν στίν νθρώπ λαλσαι». Δεν είναι δυνα­τόν, εκφεύ­γουν, η περι­γρα­φή ουρα­νί­ων πραγ­μά­των, δεν μπο­ρεί να μετα­φερ­θεί. Κι όμως αυτή η μετα­φο­ρά είναι ανάγ­κη να γίνει. Και πώς γίνε­ται; Γίνε­ται με παρο­μοιώ­σεις. Η γλώσ­σα των παρο­μοιώ­σε­ων. Γι΄αυτό λοι­πόν μία παρα­βο­λή δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά μία παρο­μοί­ω­σις, παρά μία εικό­να, ένας τρό­πος να εκφρα­στού­με για πράγ­μα­τα ανέκ­φρα­στα, μέσα στον χώρο των γηί­νων πραγ­μα­τι­κο­τή­των. Και εν προ­κει­μέ­νω έχο­με την παρα­βο­λή που ακού­σα­με σήμε­ρα.

Η παρα­βο­λή, μιλών­τας γενι­κά τώρα, θα ήθε­λα να το γνω­ρί­ζε­τε ότι έχει το μειο­νέ­κτη­μα της απου­σί­ας ορι­σμού. Πώς να ορί­σεις; Ουρά­νια πράγ­μα­τα ορί­ζον­ται; Τι είναι η Βασι­λεία του Θεού, ορί­ζε­ται; Τι υπάρ­χει στη Βασι­λεία του Θεού, ορί­ζε­ται; Δεν ορί­ζε­ται. Δεν είναι δυνα­τόν δηλα­δή να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ορι­σμός. Το λέει η λέξις. Ορί­ζω. Ορί­ζω θα πει βάζω όρια. Αλλά η Βασι­λεία του Θεού δεν ορί­ζε­ται, δεν έχει όρια. Δεν μπο­ρεί να μπει λοι­πόν μέσα στα καλού­πια ορί­ων. Γι΄αυτό και δεν ορί­ζε­ται. Είναι γνω­στό, και μάλι­στα κατ΄ επι­στή­μην ομι­λούν­τες, ότι όταν θέλο­με να δώσο­με ακρι­βή περι­γρα­φή ενός πράγ­μα­τος, δίδο­με ορι­σμόν. Εάν δεν δώσο­με ορι­σμόν, δεν μιλά­με κατ’ επι­στή­μην. Το ξέρο­με αυτό το πράγ­μα. Αυτό λοι­πόν είναι ένα μειο­νέ­κτη­μα, ότι απου­σιά­ζει ο ορι­σμός. Αλλά εκ της φύσε­ως των πραγ­μά­των, δεν είναι δυνα­τόν, όπως είπα­με, να τεθεί ορι­σμός. Κι έτσι μιλά­με με πολ­λές παρο­μοιώ­σεις, με πολ­λές εικό­νες. Αυτό είναι ένα πλε­ο­νέ­κτη­μα· διό­τι μπο­ρού­με να δού­με με πολ­λούς τρό­πους, πολ­λές πτυ­χές ενός πράγ­μα­τος και συνε­πώς έχο­με έναν πλού­τον ερμη­νευ­τι­κόν. Είναι πάρα πολύ σπου­δαίο αυτό. Έτσι έχο­με το μειο­νέ­κτη­μα του ορι­σμού, της απου­σί­ας του ορι­σμού, έχο­με όμως το πλε­ο­νέ­κτη­μα μιας πλη­θω­ρι­κής ερμη­νεί­ας. Γι΄αυτό βλέ­πε­τε που λέμε, όταν ερμη­νεύ­ο­με το Ευαγ­γέ­λιο, ένας πατήρ το ερμη­νεύ­ει έτσι, άλλος το ερμη­νεύ­ει έτσι, άλλος το ερμη­νεύ­ει έτσι. Τι σημαί­νει αυτό; Αντι­φά­σεις; Ελλεί­ψεις; Όχι. Ουρά­νιες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες ερμη­νεύ­ο­με. Συνε­πώς έχο­με τη δυνα­τό­τη­τα να πού­με πάρα πολ­λά πράγ­μα­τα. Τόσα πολ­λά, επι­τρέ­ψα­τέ μου να σας το πω, ανε­ξαν­τλή­τως. Όσο σκά­βεις, βρί­σκεις. Ναι. Όσο ερευ­νάς, γνω­ρί­ζεις.

Έτσι, στην παρα­βο­λή που ακού­στη­κε, που είπα­με σήμε­ρα, ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, εδώ ξεδι­πλώ­νε­ται σ’ αυτήν την παρα­βο­λή των μυρί­ων ταλάν­των, μία πτυ­χή της βασι­λεί­ας των Ουρα­νών· που είναι η συγ­χω­ρη­τι­κό­της και η αμνη­σι­κα­κία. Έχο­με εδώ μία ωραία και βαθιά απο­κά­λυ­ψη του πνεύ­μα­τος της Βασι­λεί­ας του Θεού. Τι είναι η Βασι­λεία του Θεού; Η Βασι­λεία του Θεού είναι αγά­πη. Τι είναι η Βασι­λεία του Θεού; Είναι ελπί­δα. Τι είναι η Βασι­λεία του Θεού; Είναι η θέα του προ­σώ­που του Χρι­στού. Τι είναι η Βασι­λεία του Θεού; Η συγ­χω­ρη­τι­κό­της και ανε­ξι­κα­κία. Κ.ο.κ. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι εδώ η παρα­βο­λή αυτή δίδει σε μία πτυ­χή, το πνεύ­μα της Βασι­λεί­ας του Θεού. Και πρέ­πει ακό­μη να πού­με ότι η Βασι­λεία του Θεού έχει δύο σκέ­λη. Μία, ενιαία είναι. Μία είναι, το ξανα­λέ­γω. Έχει δύο σκέ­λη. Το ουρά­νιον σκέ­λος και το γήι­νον σκέ­λος. Το ουρά­νιον σκέ­λος είναι οι ουρά­νιες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Το γήι­νο σκέ­λος είναι εδώ στη Γη. Και ξέρε­τε τι είναι η Βασι­λεία του Θεού; Ω, αν ξέρα­με! Ξέρο­με. Αλλά ποτέ δεν το σκε­φθή­κα­με. Είναι η Εκκλη­σία. Η Εκκλη­σία μέσα στην Ιστο­ρία είναι η Βασι­λεία του Θεού, στο γήι­νον σκέ­λος.

Αλλά τα δύο σκέ­λη κρα­τούν ένα σώμα. Μία είναι η Βασι­λεία του Θεού. Αυτός που είμαι εδώ, στο γήι­νο σκέ­λος της Βασι­λεί­ας του Θεού, αυτός θα είμαι και εκεί. Δεν μπο­ρώ να είμαι κάτι δια­φο­ρε­τι­κό εδώ και κάτι δια­φο­ρε­τι­κό εκεί. Γι΄αυτό, αν φύγω άγιος, θα ζήσω εν αγιό­τη­τι στη Βασι­λεία του Θεού. Αν δεν φύγω άγιος, αλλά μοχθη­ρός, κακο­ή­θης, παρα­βά­της των εντο­λών του Θεού κλπ., δεν μπο­ρώ να μπω στη Βασι­λεία του Θεού. Δεν είναι δυνα­τόν. Για­τί δεν μπή­κα ήδη στη γηί­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Δεν μπή­κα στα μυστή­ρια της Εκκλη­σί­ας, μέσα στην πνευ­μα­τι­κή ζωή, στη ζωή του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, εν Χρι­στώ Ιησού. Ή μέσα στη ζωή του Χρι­στού εν Αγίω Πνεύ­μα­τι. Δεν μπή­κα. Δεν μπο­ρώ λοι­πόν να μπω, ούτε σε εκεί­νη την ουρά­νια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Με τι λοι­πόν ωμοιώ­θη η Βασι­λεία των Ουρα­νών; «νθρώπ βασι­λε, ς θέλη­σε συνραι λόγον μετ τν δού­λων ατο». «Με κάποιον βασι­λέα άνθρω­πον, που θέλη­σε να λογα­ρια­στεί με τους δού­λους του». Να του δώσουν λογα­ρια­σμό, πού βρί­σκον­ται στα οικο­νο­μι­κά. Πράγ­μα­τι και ενώ εδί­δε­το ο λόγος, βρέ­θη­κε κάποιος δού­λος, μας λέγει η παρα­βο­λή, ο οποί­ος χρω­στού­σε στο αφεν­τι­κό του, στον κύριό του μύρια τάλαν­τα! Ο αριθ­μός μύρια, όπως θα γνω­ρί­ζε­τε είναι ο δέκα χιλιάδες(10.000). Συνε­πώς μύρια τάλαν­τα σημαί­νει ένα ποσόν 10.000 ταλάν­των. Πρέ­πει όμως ευθύς εξαρ­χής να πού­με ότι στην παρα­βο­λή αυτή βλέ­πο­με ότι ο κάθε άνθρω­πος έχει να δώσει λόγο στον Θεό για τα πεπραγ­μέ­να του. Είναι μία μεγά­λη αλή­θεια, είναι μία μεγά­λη πραγ­μα­τι­κό­της, που δυστυ­χώς δια­φεύ­γει σε πολ­λούς χρι­στια­νούς μας. Όσο για κεί­νους που μιλά­νε για ελευ­θε­ρία, μία ελευ­θε­ρία κατα­σκεύ­α­σμα του δικού τους του μυα­λού, λένε ότι… «αφού είμαι ελεύ­θε­ρος, για­τί θα πρέ­πει να δώσω λόγο των πεπραγ­μέ­νων μου; Διό­τι αυτό θα πει είμαι ελεύ­θε­ρος. Δεν έχω λόγο να δώσω λόγο που­θε­νά. Ούτε σε ανθρώ­πους ούτε στον Θεό». Αλλά θα βρε­θούν προ εκπλή­ξε­ως οι άνθρω­ποι αυτοί, όταν αντι­λη­φθούν ότι η έννοια της ελευ­θε­ρί­ας δεν είναι όπως αυτοί νόμι­σαν, δίδον­τες μία διά­στα­ση φιλο­σο­φι­κή. Αλλά όπως την νοεί την ελευ­θε­ρία ο λόγος του Θεού. Έτσι η κρί­σις του Θεού, αγα­πη­τοί μου, είναι μία φοβε­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Και είναι η κρί­σις τόσο προ­σω­πι­κή, όσο και γενι­κή. Ο καθέ­νας που φεύ­γει από τον παρόν­τα κόσμον, κρί­νε­ται. Και όταν έλθει ο Χρι­στός, θα κρι­θεί ολό­κλη­ρη η ανθρω­πό­τη­τα, στη γενι­κή κρί­ση.

Και τότε εμφα­νί­ζε­ται, όπως λέγει η περι­κο­πή, ένας οφει­λέ­της μυρί­ων ταλάν­των. Δεν ξέρω αν γνω­ρί­ζε­τε τι ήταν το τάλαν­το. Ήταν το μεγα­λύ­τε­ρο νόμι­σμα, το οποί­ον δεν είχαν μόνον οι Έλλη­νες, είχαν κι άλλοι λαοί και ήταν τριών ποιο­τή­των. Ήταν το χρυ­σούν τάλαν­τον, ήταν το αργυ­ρούν, ήταν και το χαλ­κούν. Μάλι­στα όταν ο Τωβίτ στέλ­νει τον γιο του στους Ράγους της Μηδί­ας, με ένα παλιό χρέ­ος ενός φίλου, θα του έδι­νε λοι­πόν το χρέ­ος αυτό, για­τί ήταν κάποια τάλαν­τα. Το τάλαν­το το χρυ­σούν ήταν βεβαί­ως κι εκεί­νο που είχε τη μεγα­λύ­τε­ρη αξία. Είχε πολύ βάρος. Ήτο ασή­κω­το. Και η αξία ενός χρυ­σού ταλάν­του, αττι­κού ταλάν­του, αττι­κού ‑σας είπα τον Τωβίτ, για να σας πω ότι και στην Ανα­το­λή χρη­σι­μο­ποιού­σαν το τάλαν­το· το αττι­κό τάλαν­το ήταν… όχι αρχαιο­λο­γι­κή αξία, αλλά πραγ­μα­τι­κή, εις χρυ­σόν, ήτο, παρα­κα­λώ, δια­κό­σιες σαράν­τα χρυ­σές λίρες Αγγλί­ας. Ήταν το τάλαν­το το αττι­κόν. Μύρια τάλαν­τα σημαί­νει δύο εκα­τομ­μύ­ρια τετρα­κό­σιες χιλιά­δες χρυ­σές λίρες Αγγλί­ας! Με την πραγ­μα­τι­κή αξία, τη σημε­ρι­νή. Αυτό δεί­χνει πόσο χρε­ώ­στης ήταν αυτός ο άνθρω­πος έναν­τι του Θεού.

Ναι. Το χρέ­ος είναι οι αμαρ­τί­ες. Γι’ αυτό λέμε στην Κυρια­κή προ­σευ­χή: «κα φες μν τ φει­λή­μα­τα μν», και άφη­σέ μας, δηλα­δή συγ­χώ­ρε­σέ μας, δηλα­δή να δια­γρά­ψεις, τι; Τ φει­λή­μα­τα. «φεί­λη­μα» θα πει χρέ­ος. Να δια­γρά­ψεις τα χρέη μας. Και τα οφει­λή­μα­τα αυτά είναι, οφει­λή­μα­τα παρα­βά­σε­ων και οφει­λή­μα­τα παρα­λεί­ψε­ων. Τι παρέ­βην και τι έπρε­πε να κάνω και δεν το έκα­να. Πόσο βαθύ σκο­τά­δι αγα­πη­τοί μου υπάρ­χει σε πολ­λούς που νομί­ζουν ότι είναι αθώ­οι απέ­ναν­τι του Θεού! «Εγώ», λέει, «εγώ δεν έχω αμαρ­τί­ες». Κι αν βέβαια κάποιες ειπω­θούν… «Και τι είναι αυτό; Όλοι οι άνθρω­ποι κάνουν αυτό, κάνουν εκεί­νο». Φοβε­ρό πράγ­μα, φοβε­ρόν! Το χρέ­ος μένει ανε­ξό­φλη­τον. Κάπο­τε είχα πει…, πολ­λές φορές το έχω πει, δεν πει­ρά­ζει αν γρή­γο­ρα γρή­γο­ρα το ξανα­πώ εν παρεν­θέ­σει, ότι το χρέ­ος μεγα­λώ­νει απέ­ναν­τι στον Θεό, για­τί είναι ο Θεός. Ανά­λο­γα με το πρό­σω­πο είναι και η εκτί­μη­ση του χρέ­ους. Δηλα­δή· για να το κατα­λά­βο­με… Τι είπα­με είναι το χρέ­ος; Παρά­βα­σις. Και ακό­μη τι είναι; Παρά­λει­ψις. Να πάρω μία παρά­βα­ση εντο­λής. Παρα­βαί­νω μία εντο­λή. Εάν σε ένα μικρό παι­δί δώσω ένα χαστού­κι, δεν έχει και πολ­λή σημα­σία αυτό. Θα κλά­ψει αυτό, το πολύ να μου δια­μαρ­τυ­ρη­θούν οι γονείς του. Αν δώσω το ίδιο χαστού­κι στον Δήμαρ­χο της πόλε­ως, το πράγ­μα δια­φέ­ρει. Εάν δώσω στον Πρό­ε­δρο της Δημο­κρα­τί­ας ένα χαστού­κι δημο­σί­ως, το πράγ­μα ακό­μη δια­φέ­ρει. Εάν τώρα κάνω μία προ­σβο­λή στον Θεό, πόση είναι η προ­σβο­λή; Όσο είναι το πρό­σω­πον. Ο Θεός είναι άπει­ρος και η προ­σβο­λή είναι άπει­ρος. Ο Θεός είναι αιώ­νιος και η προ­σβο­λή είναι αιώ­νιος.

Λέει κάποιος, ερω­τά ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, λέει κάποιος: «Καλά, εγώ αμάρ­τη­σα για ένα λεπτό, και θα τιμω­ρού­μαι αιώ­νια;». Ναι. Για­τί; Για­τί σε Εκεί­νον που αμάρ­τη­σες, είναι άπει­ρος και αιώ­νιος. Για να κατα­λά­βο­με, για­τί με το ποσόν αυτό ο Κύριος θέλει να δεί­ξει πως ο κάθε άνθρω­πος είναι χρε­ώ­στης. Και μη λέμε, αγα­πη­τοί μου, εκεί­νο το παρα­μύ­θι κυριο­λε­κτι­κά του δια­βό­λου παρα­μύ­θι, ότι δεν έχο­με αμαρ­τί­ες και ότι δεν κάνο­με τίπο­τα και ότι είμε­θα αθώ­οι άνθρω­ποι. Έτσι, ποιος μπο­ρεί να εξο­φλή­σει αυτόν τον όγκον του χρέ­ους; Ένας μόνον. Ο Θεός. Όπως εδώ έρχε­ται ο δού­λος και τον παρα­κα­λεί τον Κύριό του: «Κύριε», λέει, «μακρο­θύ­μη­σον π᾿ μο», «μακρο­θύ­μη­σε σε μένα, θα σου το εξο­φλή­σω». Τι θα εξο­φλή­σεις, άνθρω­πε; Τι θα εξο­φλή­σεις; Δού­λος είσαι και δεν είναι δυνα­τόν να δου­λεύ­εις για να δίνεις χρή­μα­τα στο αφεν­τι­κό. Δού­λος είσαι. Τι θα κάνεις; Ένας το ξόφλη­σε το χρέ­ος για τον καθέ­να μας. Ο Ιησούς Χρι­στός. Λέει στους Κολοσ­σα­είς ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Κα μς, νεκρος ντας ν τος παρα­πτώ­μα­σι -νεκροί στα παρα­πτώ­μα­τα-, συνε­ζω­ο­ποί­η­σεν μς σν ατ -μαζί με τον Χρι­στόν, ο Πατήρ μας εζω­ο­ποί­η­σε-, χαρι­σά­με­νος μν πάν­τα τ παρα­πτώ­μα­τα -μας χάρι­σε όλα μας τα παρα­πτώ­μα­τα- ξαλεί­ψας τ καθ’ μν χει­ρό­γρα­φον ‑Ξέρε­τε ότι το χρέ­ος είναι με ένα χει­ρό­γρα­φο, με μία συναλ­λαγ­μα­τι­κή, με ένα συμ­βό­λαιο, με ένα χαρ­τί. Με ένα χαρ­τί, που λέμε «σε τυλί­γει σε μία κόλ­λα χαρ­τί ο δανει­στής σου». Χει­ρό­γρα­φον χρέ­ους. Ε, λέγει, μας το εξά­λει­ψε αυτό- προ­σηλσας ατὸ -Ποιο; Το χει­ρό­γρα­φο προ­ση­λώ­σας, το κάρ­φω­σε- τ σταυρ». Εκεί το χρέ­ος. Σαν να είναι ο δανει­στής στον οποί­ον χρω­στά­με και να μας πει: «Το βλέ­πεις; Στο χέρι μου το κρα­τάω. Μου χρω­στάς. Το βλέ­πεις;». Και να πάει μπρο­στά στα μάτια μας να το σχί­σει. Αυτό θα πει το κάρ­φω­σε πάνω εις τον σταυ­ρό. Εκπλη­κτι­κόν.

Και μη έχων ο δού­λος να εξο­φλή­σει το χρέ­ος στην παρα­βο­λή, τι κάνει ο κύριος; Δεν είχε. «κέλευ­σεν πραθναι». «Διέ­τα­ξε να που­λη­θεί». «Να που­λη­θεί», λέει, «η γυναί­κα, του…-έτσι εγί­νε­το στην αρχαιό­τη­τα. Το υλι­κό της παρα­βο­λής είναι παρ­μέ­νο από την αρχαιό­τη­τα και από την πραγματικότητα‑, τα παι­διά του, ό,τι είχε και δεν είχε και να προ­σμε­τρη­θεί». Ξέρε­τε πόσο κόστι­ζε ένας δού­λος; Πάμ­φθη­νος. Η γυναί­κα δε ακό­μα πιο φθη­νή. Λοι­πόν; Τι να εξο­φλή­σεις άνθρω­πε; Και τι γίνε­ται τώρα; Εν τω μετα­ξύ ο δού­λος πωλού­με­νος… κι αυτός ακό­μη θα επω­λεί­το ο δού­λος για να εισπρά­ξει το αφεν­τι­κό το χρέ­ος που του όφει­λε. Τι σήμαι­νε; Ότι θα υφί­στα­το αλλο­τρί­ω­σιν. Θα αλλο­τριώ­νε­το από τον κύριόν του. Τι θα πει αυτό; Αυτή η αλλο­τρί­ω­σις είναι η αιω­νία κόλα­σις. Σε που­λά­ει το αφεν­τι­κό. Σε διώ­χνει ο Θεός. Όταν σε διώ­χνει ο Θεός, πού θα πας; Πού αλλού; Δεν υπάρ­χει που­θε­νά αλλού, παρά η κόλα­σις. Αυτή η αλλο­τρί­ω­σις.

Ο δού­λος είδε ότι δεν υπάρ­χει σωτη­ρία. «Πεσν ον δολος -Και τον παρα­κα­λού­σε, Μακρο­θύ­μη­σε- λέει-σε μένα». Έπε­σε, γονά­τι­σε κάτω. Και το αφεν­τι­κό: «Σπλαγ­χνι­σθες δ κύριος». Τι ωραί­ες εικό­νες! Είναι μία απλή πρά­ξη αιτή­σε­ως μακρο­θυ­μί­ας· που είπε ο δού­λος: «Μακρο­θύ­μη­σον π᾿ μο». Και αυτό όλο επέ­φε­ρε την αλλα­γή, την εξό­φλη­ση του χρέ­ους. «Λυπή­σου με». «Στα χαρί­ζω». «Λυπή­σου με». «Στα χαρί­ζω!». Αυτό δεί­χνει περί­τρα­να ότι η μετά­νοια και η αίτη­σις συγ­χω­ρή­σε­ως, αγα­πη­τοί μου, μας απαλ­λάσ­σει από την αιώ­νια κατα­δί­κη.

Αλλά ας προ­σέ­ξο­με και κάτι ερμη­νευ­τι­κό. Όταν ο Κύριος λέγει «κέλευ­σεν πραθναι», διέ­τα­ξε να που­λη­θεί, αυτό εκφρά­ζει το πνεύ­μα της Παλαιάς Δια­θή­κης. Διό­τι «πσα παρά­βα­σις κα παρα­κο λαβεν νδι­κον μισθα­πο­δο­σί­αν». Παρέ­βης; Θα τιμω­ρη­θείς. Αντί­θε­τα το «σπλα­χνι­σθείς» εκφρά­ζει το πνεύ­μα της Και­νής Δια­θή­κης. Αυτά βέβαια ως προς τις σχέ­σεις ανθρώ­που-Θεού. Μένουν όμως και οι σχέ­σεις μετα­ξύ των ανθρώ­πων.

Και σημειώ­νει η παρα­βο­λή: «ξελθν δ δολος κενος». Μόλις βγή­κε από τον χώρο, το γρα­φείο του αφεν­τι­κού, κατε­βαί­νει τα σκα­λο­πά­τια βρί­σκει έναν σύν­δου­λό του. «Α, έλα εδώ, έλα εδώ. Μου χρω­στάς 100 δηνά­ρια». Εκα­τό δηνά­ρια… δύο λίρες. «Έλα δω. Ξόφλη­σέ μου το χρέ­ος που μου οφεί­λεις». Εκεί βάζει τη λέξη: «πνι­γεν ατν». Αυτό που λέμε στη γλώσ­σα μας: «Με έπνι­ξε ο δανει­στής μου». Αυτό είναι κυριο­λε­ξία. Δεν είναι μετα­φο­ρι­κό. Διό­τι ο δανει­στής έβα­λε τον αντί­χει­ρα, το μεγά­λο δάχτυ­λο, εδώ στο καρύ­δι του χρε­ο­φει­λέ­του και το ζου­λού­σε το δάχτυ­λό του και κυριο­λε­κτι­κά τον έπνι­γε. «Δώσ’ μου αυτά που μου χρω­στάς». «πνι­γεν ατν». «Σε παρα­κα­λώ», του λέει, «μακρο­θύ­μη­σε σε μένα, θα σου τα πλη­ρώ­σω». Τι είναι 100 δηνά­ρια; Δύο λίρες. Ε, εύκο­λο είναι. «Όχι· τώρα!». Και τον έβα­λε στη φυλα­κή. Είδαν τη συμ­πε­ρι­φο­ρά αυτή οι άλλοι σύν­δου­λοι, τρό­μα­ξαν και πήγαν και δια­σά­φη­σαν εις τον κύριόν των αυτά που είδαν και άκου­σαν. Τότε βέβαια ο κύριος εκά­λε­σε τον δού­λον και του λέει: «Δού­λε αχρείε και πονη­ρέ, εγώ σου χάρι­σα τόσο υπέ­ρογ­κο ποσόν, εσύ δεν μπο­ρού­σες να μακρο­θυ­μή­σεις εις τον σύν­δου­λόν σου;». Εδώ όμως δεί­χνει την πελώ­ρια δια­φο­ρά των όσων χρε­ω­στού­με στον Θεό και των όσων μας χρω­στούν οι άλλοι άνθρω­ποι σε μας. Εντού­τοις, ενώ το ποσόν είναι μικρό… δηλα­δή τι θα πει; Άνθρω­πος και άνθρω­πος. Μου δίνουν ένα σκαμ­πί­λι… αυτό που σας είπα το παρά­δειγ­μα προ­η­γου­μέ­νως. Το ίδιο είναι με το σκαμ­πί­λι που θα δώσω στον Θεό και θα Τον προ­σβάλ­λω; Είναι μικρό πράγ­μα, είναι πολύ μικρό. Εντού­τοις, δεν μπο­ρού­με να ξεπε­ρά­σου­με τον εαυ­τό μας, για να μπο­ρού­με να συγ­χω­ρή­σου­με τους άλλους ανθρώ­πους για εκεί­να τα οποία μας έχουν κάνει. Πολύ δε παρα­πά­νω όταν μας ζητούν επί­μο­να τη συγνώ­μη.

Το συμ­πέ­ρα­σμα της παρα­βο­λής; Ω, το συμ­πέ­ρα­σμα της παρα­βο­λής το εξά­γει ο ίδιος ο Κύριος: «Οτω κα πατήρ μου που­ρά­νιος ποι­ή­σει μν -Έτσι θα σας κάνει και ο Πατέ­ρας μου ο επου­ρά­νιος-, ἐὰν μ φτε καστος τ δελφ ατο π τν καρ­διν μν τ παρα­πτώ­μα­τα ατν». «Εάν δεν αφή­σε­τε», λέει, «τα αμαρ­τή­μα­τα των άλλων από την καρ­διά σας, με την καρ­διά σας».

Αγα­πη­τοί μου, ο Θεός απε­κά­λυ­ψε το πνεύ­μα της βασι­λεί­ας Του. Αλλά οι άνθρω­ποι δεν συμ­μορ­φώ­νον­ται με αυτό. Και τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Μας συμ­φέ­ρει; Να μην συμ­μορ­φω­θού­με; Δεν θα μπού­με στη Βασι­λεία του Θεού. Μας συμ­φέ­ρει; Κι αν υπο­τε­θεί ακό­μη ότι ο Θεός παρά ταύ­τα μας συγ­χω­ρού­σε, κι αν δεν συγ­χω­ρού­σα­με τους άλλους ανθρώ­πους, εμείς, θα είχα­με ειρή­νη, ερω­τώ, θα είχα­με ειρή­νη στην ψυχή μας, και οι σχέ­σεις μας θα ήταν αγα­θές με τον πλη­σί­ον μας; Όχι. Μας συμ­φέ­ρει; Όχι. Μήπως δημιουρ­γεί αυτο­τι­μω­ρία ένας που δεν συγ­χω­ρεί και αυτο­βα­σα­νί­ζε­ται; Και αυτο­τι­μω­ρεί­ται; Μας συμ­φέ­ρει; Όχι. Έτσι λοι­πόν, δεν μας συμ­φέ­ρει. Διό­τι ούτε ο Θεός μας συγ­χω­ρεί, ούτε αγα­θές σχέ­σεις μπο­ρού­με να έχου­με, να ανα­πτύ­ξου­με με τους άλλους ανθρώ­πους, αν δεν μάθου­με να ζητού­με τόσο τη συγ­χώ­ρη­ση του Θεού, όσο και να δίδο­με συγ­χώ­ρη­ση εις τους άλλους ανθρώ­πους. Εμπρός λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, εμπρός λοι­πόν, ας μάθο­με να συγ­χω­ρού­με απε­ριό­ρι­στα. Και εύκο­λο είναι και μας συμ­φέ­ρει.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_539.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 18,3–35]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 14–8‑1988] 

                                                                                                    (Β200)

       «Ωμοιώ­θη», λέγει ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, «η Βασι­λεία του Θεού με έναν βασι­λέα που θέλη­σε να του δώσουν λογα­ρια­σμό οι δού­λοι του από τα πεπραγ­μέ­να των. Ανά­με­σά τους», λέγει η παρα­βο­λή, «βρέ­θη­κε κάποιος που το χρέ­ος του ανέ­βαι­νε εις το ποσόν των μυρί­ων ταλάν­των»· που, για να πάρο­με μια εικό­να, ήτο ποσόν 2,5 εκα­τομ­μυ­ρί­ων χρυ­σών λιρών Αγγλί­ας… Και κατά τις συνή­θειες, βεβαί­ως, της επο­χής, έπρε­πε ο δού­λος εκεί­νος να πωλη­θεί και να εισπρα­χθεί το ποσόν υπέρ του αφεν­τι­κού του. Βέβαια, αν λάβε­τε υπό­ψιν ότι ο Κύριος επω­λή­θη αντί τριά­κον­τα αργυ­ρί­ων, δηλα­δή 30 χρό­νια πίσω, χίλιες δραχ­μές… Συγ­κρί­να­τε το ένα ποσόν με το άλλο, για να δεί­τε αν ποτέ ο δού­λος αυτός μπο­ρού­σε να εξο­φλή­σει, έστω και με την πώλη­σή του και την πώλη­ση της γυναι­κός του και των παι­διών του και των υπαρ­χόν­των του για να απο­δο­θεί το ποσόν στο οποίο είχε βρε­θεί χρε­ώ­στης. Ό,τι κάνουν περί­που, δηλα­δή, οι τρά­πε­ζες σήμε­ρα προ­κει­μέ­νου να πάρουν τα χρή­μα­τά τους και βγά­ζουν στον πλει­στη­ρια­σμό εκεί­νο το οποί­ον, το κτί­σμα εκεί­νο, το αντι­κεί­με­νον, το οποί­ον είχε τοπο­θε­τη­θεί, τεθεί ενέ­χυ­ρον.

       «Και τότε», λέει η παρα­βο­λή, «πεσν ον δολος προ­σεκνει ατ λγων· κριε, μακροθμησον π᾿ μο κα πντα σοι ποδσω(:Δεί­ξε μια μακρο­θυ­μία, ‑δηλα­δή ανά­βα­λε το πράγ­μα- κι εγώ όλα θα σου τα απο­δώ­σω). Κι εκεί­νος ο βασι­λεύς», λέγει η παρα­βο­λή, «μακρο­θύ­μη­σε. Και όχι μόνο επε­ρί­με­νε κάπο­τε να του απο­δώ­σει το χρέ­ος, αλλά του το εχά­ρι­σε ολό­κλη­ρο.

       Φεύ­γον­τας ο χρε­ώ­στης δού­λος, συνήν­τη­σε έναν σύν­δου­λό του στο ίδιο αφεν­τι­κό, που και αυτός χρε­ω­στού­σε 100 δηνά­ρια. Τρεις μόνο χρυ­σές λίρες. ‘’Έλα εδώ’’, του λέγει, ‘’μου χρω­στάς εκα­τό δηνά­ρια’’, λέγει ο μεγά­λος χρε­ώ­στης δού­λος. ‘’Ναι’’, του λέγει, ‘’δεν στο αρνού­μαι ότι σου χρω­στώ 100 δηνά­ρια’’. ‘’Θα μου τα δώσεις τώρα!’’. ‘’Μα, μακρο­θύ­μη­σον π’ μοί ’’, έλε­γε αυτός ο δεύ­τε­ρος ο σύν­δου­λος, ‘’ε, περί­με­νε λίγο, σε παρα­κα­λώ». Κι εκεί σημειώ­νει κάτι πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Ότι «πνι­γε ατόν». «Πνί­γω»…, το λέμε και σήμε­ρα σαν έκφρα­ση. Δεν είναι τι άλλο παρά η τοπο­θέ­τη­σις του αντί­χει­ρος εδώ εις το καρύ­δι του λαι­μού. Και είναι κατά κυριο­λε­ξί­αν ένα πνί­ξι­μο. Σήμε­ρα το έχο­με μετα­φο­ρι­κά αυτό το πνί­ξι­μο. Τότε ήταν ό,τι ακρι­βώς λέει η λέξις.

     Το έμα­θε ο βασι­λιάς αυτό, έμα­θε αυτήν την περί­ερ­γη συμ­πε­ρι­φο­ρά αυτού του δού­λου του, του με το μεγά­λο χρέ­ος και τον καλεί. Και του λέγει: «Έλα εδώ. Δού­λε πονη­ρέ, δολε πονηρ, πσαν τν φειλν κενην φκ σοι, πε παρεκλεσς με. Οκ δει κα σ λεσαι τν σνδουλν σου, ς κα γ σε λησα;». «Έλα εδώ, δού­λε πονη­ρέ. Εκεί­νη όλη την μεγά­λη οφει­λή, το μεγά­λο χρέ­ος που είχες σε μένα, μόνο για­τί με παρε­κά­λε­σες, όχι μόνο μακρο­θύ­μη­σα, αλλά και σου το χάρι­σα. Δεν έπρε­πε κι εσύ να ελε­ή­σεις τον σύν­δου­λό σου, όπως κι εγώ ελέη­σα εσέ­να;».

     Σαφώς, λοι­πόν, βλέ­πο­με, αγα­πη­τοί μου, ότι ένα και­νού­ριο στοι­χείο απο­κα­λύ­πτει ο Χρι­στός και που ανή­κει στον χώρο της Βασι­λεί­ας του Θεού. Εκεί­νο το «μοιώ­θη βασι­λεία το Θεο», πως έμοια­σε. Δηλα­δή είναι η συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα. Αυτό το και­νού­ριο στοι­χείο βασι­κής και θεμε­λιώ­δους σημα­σί­ας, για να στα­θεί κανείς πολί­της αυτής της Βασι­λεί­ας. Τι είναι; Θα το ξανα­πώ: Η μακρο­θυ­μία. Με πρό­τυ­πον; Συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τος και μακρο­θυ­μί­ας; Την συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα και την μακρο­θυ­μία του Θεού.

      Και το εξα­γό­με­νον συμ­πέ­ρα­σμα, από τον ίδιον τον Κύριο, της παρα­βο­λής είναι: «Οτω κα πατρ μου πουρνιος ποισει μν, ἐὰν μ φτε καστος τ δελφ ατο π τν καρ­διν μν τ παρα­πτματα ατν». «Το ίδιο πράγ­μα θα κάνει κι ο Πατέ­ρας σας ο ουρά­νιος σε σας, θα σας συγ­χω­ρή­σει μεν, αλλά εάν δεν συγ­χω­ρή­σε­τε εσείς τους συναν­θρώ­πους σας, τους συν­δού­λους σας, τότε κι Εκεί­νος δεν θα σας συγ­χω­ρή­σει».

     Θα μεί­νο­με σ’ αυτό το κεν­τρι­κό σημείο, της μακρο­θυ­μί­ας του Θεού, αλλά και των ανθρώ­πων. Και είναι ένα πολύ σπου­δαίο θέμα, το οποί­ον ίσως δεν έχο­με προ­σέ­ξει σαν ένα στοι­χείο, σας είπα, των πολι­τών της και­νού­ριας Βασι­λεί­ας.

          Πρό­τυ­πον μακρο­θυ­μί­ας, είδα­με, ότι είναι Αυτός ο Θεός. Αλλά τι είναι η μακρο­θυ­μία; Είναι η ανε­κτι­κό­της. Είναι η συγ­χω­ρη­τι­κό­της. Είναι η ανα­βο­λή της δικαιο­σύ­νης και της οργής. Και η αγα­θό­τη­τα του Θεού έναν­τι αυτής της προ­κλη­τι­κής και επι­μό­νου αμαρ­τί­ας μας. Περι­μέ­νει την επι­στρο­φή μας. Περι­μέ­νει τη μετά­νοιά μας. Για­τί ο Θεός «πάν­τας θέλει σωθναι κα ες πίγνω­σιν ληθεί­ας λθεν». Και προ­βάλ­λει την μακρο­θυ­μί­αν. Προ­βάλ­λει την ανα­βο­λήν της τιμω­ρί­ας και της κρί­σε­ως και της δικαιο­σύ­νης. Και όπως λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος, ο λόγος για τον οποίο ο Κύριος μακρο­θυ­μεί είναι η σωτη­ρία: «Κα τν το Κυρί­ου μν μακρο­θυ­μί­αν σωτη­ρί­αν γεσθε», λέγει ο Από­στο­λος. «Να θεω­ρεί­τε την μακρο­θυ­μί­αν του Θεού σαν ένα στοι­χείο για την σωτη­ρία σας». Περι­μέ­νει. Δεν σας τιμω­ρεί. Διό­τι αν τιμω­ρή­σει και μάλι­στα κόψει με θάνα­τον, πού μένει περι­θώ­ριον πλέ­ον σωτη­ρί­ας; Γι’αυ­τό λοι­πόν δίδει… και ζωή δίδει ο Κύριος και ευκαι­ρί­ες δίδει και μακρο­θυ­μεί.

         Βέβαια, όμως, πρέ­πει να πού­με ότι η μακρο­θυ­μία του Θεού ως άκτι­στος ενέρ­γεια… διό­τι όλες… κακώς λέω τη λέξη «αρε­τές» του Θεού, δεν είναι σωστή αυτή η έκφρα­ση, όλες οι ενέρ­γειες του Θεού, όλα τα ιδιώ­μα­τα του Θεού, ανά­με­σα στα οποία είναι και η μακρο­θυ­μία, είναι ενέρ­γειες άκτι­στες. Διό­τι απορ­ρέ­ουν από τον Θεό. Εμφα­νί­ζε­ται λοι­πόν η μακρο­θυ­μία του Θεού ως άκτι­στος ενέρ­γεια μέσα εις τον κτι­στόν κόσμον. Και ο κτι­στός κόσμος είναι περιο­ρι­σμέ­νος. Γι΄αυτό, λοι­πόν, βλέ­πο­με εδώ, στην παρα­βο­λή αυτού του χρε­ώ­στου δού­λου, η μακρο­θυ­μία του Θεού, παρό­τι είναι άκτι­στος ενέρ­γεια, δηλα­δή απε­ριό­ρι­στη, εμφα­νί­ζε­ται με όρια. Εμφα­νί­ζε­ται με περιο­ρι­σμόν. Εμφα­νί­ζε­ται με προ­ϋ­πο­θέ­σεις.

     Και κάποια στιγ­μή τι γίνε­ται εδώ; Επα­νέρ­χε­ται ο βασι­λιάς της παρα­βο­λής να τιμω­ρή­σει εκεί­νον τον δού­λον. Άρα λοι­πόν ετερ­μα­τί­σθη η μακρο­θυ­μία. Για­τί ετερ­μα­τί­σθη; Διό­τι τερ­μα­τί­ζε­ται ο κόσμος, ο παρών κόσμος. Διό­τι τερ­μα­τί­ζε­ται ο χρό­νος. Για­τί τερ­μα­τί­ζε­ται; Για­τί είναι κτι­στός. Έτσι μη νομι­σθεί, αγα­πη­τοί μου, ότι η μακρο­θυ­μία του Θεού εκτο­πί­ζει την δικαιο­σύ­νη του Θεού. Η μακρο­θυ­μία είναι παι­δί της αγά­πης. Και η αγά­πη έχει όρια. Όχι στον Θεό. Αλλά προ­βαλ­λο­μέ­νη μέσα στον χρό­νο, προ­βαλ­λο­μέ­νη μέσα στον κτι­στόν κόσμον έχει όρια. Προ­σέξ­τε αυτό το σημείο. Γι’αυ­τό οι ενέρ­γειες του Θεού προ­βάλ­λον­ται μέσα στον κόσμο μας περιο­ρι­σμέ­νες. Έτσι, μη νομι­σθεί, όπως σας είπα, ότι η μακρο­θυ­μία του Θεού εκτο­πί­ζει την δικαιο­σύ­νη του Θεού. Η μακρο­θυ­μία είναι από ένα σημείο ως ένα άλλο σημείο. Και από κει αρχί­ζει άλλη ενέρ­γεια του Θεού, άκτι­στος κι αυτή, περιο­ρι­σμέ­νη και αυτή. Η δικαιο­σύ­νη του Θεού.

     Γι’ αυτό γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή του στο 2ο κεφά­λαιο: «Λογίζ, νθρω­πε, τι σ κφεύξ τ κρμα το Θεο; (:Νομί­ζεις, άνθρω­πε, ότι συ θα ξεφύ­γεις την κατα­δί­κη του Θεού;) το πλού­του τς χρη­στό­τη­τος ατο κα τς νοχς κα τς μακρο­θυ­μί­ας κατα­φρο­νες, γνον τι τ χρηστν το Θεο ες μετά­νοιάν σε γει; (:ή, ακό­μη, νομί­ζεις ότι αυτός ο πλού­τος της χρη­στό­τη­τός Του, της αγα­θο­σύ­νης Του και της ανο­χής Του και της μακρο­θυ­μί­ας Του, την οποί­αν εσύ κατα­φρο­νείς, αγνο­ών­τας ότι το ‘’χρη­στόν’’, δηλα­δή αυτή η αγα­θό­τη­τα του Θεού σε οδη­γεί σε μετά­νοια; Το αγνο­είς αυτό; Λες: ‘’Να, δεν με τιμω­ρεί ο Θεός’’. Δεν σε τιμω­ρεί για­τί περι­μέ­νει να επι­στρα­φείς). Κατ δ τν σκλη­ρό­τη­τά σου κα μετα­νόη­τον καρ­δί­αν θησαυ­ρί­ζεις σεαυτ ργν ν μέρ ργς κα ποκα­λύ­ψε­ως κα δικαιο­κρι­σί­ας το Θεο, ς ποδώ­σει κάστ κατ ργα ατο (:Τι θησαυ­ρί­ζεις, όταν εσύ επι­μέ­νεις στην αμαρ­τία, στην αμε­τα­νο­η­σία, θησαυ­ρί­ζεις -λέγει- οργήν, η οποία θα εκδη­λω­θεί επά­νω σου, την ημέ­ρα που θα εκδη­λω­θεί η ημέ­ρα της οργής. Και είναι η Δευ­τέ­ρα του Χρι­στού παρου­σία, όταν θα κρί­νει ο Θεός τον κόσμον· ο Οποί­ος θα απο­δώ­σει στον καθέ­να κατά τα έργα του)».

       Τότε δεν είναι η περί­ο­δος της μακρο­θυ­μί­ας. Τότε θα είναι η περί­ο­δος της δικαιο­σύ­νης. Όταν εμφα­νι­σθεί ο Χρι­στός, Τον δουν οι άνθρω­ποι, θα πει κάποιος: «Κι αν πω εγώ: ‘’Κύριε,  συγ­χώ­ρε­σέ με’’, δεν θα γίνω ακου­στός;». Όχι. Έκλει­σε. Έκλει­σε η θύρα της μακρο­θυ­μί­ας και του ελέ­ους και ανοί­γει η θύρα της δικαιο­σύ­νης. Το ακού­σα­τε, αγα­πη­τοί μου; Και για να μη νομι­σθεί ότι… «Καλά εμείς, καλά, μπο­ρεί να μη βρε­θού­με κατά την ημέ­ρα της Κρί­σε­ως, με την έννοια ‘’Όλοι θα βρε­θού­με και θα ανα­στη­θού­με;’’», αλλά… αλλά αυτό συμ­βαί­νει και με τον θάνα­τον. Αφή­νο­με την ζωή μας, περ­νά­ει ολό­κλη­ρη χωρίς μετά­νοια και εξαν­τλού­με την μακρο­θυ­μία του Θεού. Πολ­λές φορές λέμε: «Για­τί άρα­γε δεν προ­λά­βα­με αυτόν τον άνθρω­πο να τον κοι­νω­νή­σο­με;». «Για­τί άρα­γε δεν πρό­λα­βε αυτός ο άνθρω­πος την τελευ­ταία στιγ­μή να εξο­μο­λο­γη­θεί;». Διό­τι πριν πεθά­νει, έκλει­σε η θύρα του ελέ­ους και άνοι­ξε η θύρα της δικαιο­σύ­νης. Το ακού­σα­με, παρα­κα­λώ;

     Και για να τα δού­με αυτά λίγο καλύ­τε­ρα, βλέ­πο­με μέσα στην Ιστο­ρία πλή­θος από περι­πτώ­σεις, που δεί­χνουν αυτήν την μακρο­θυ­μί­αν του Θεού. Την όχι απε­ριό­ρι­στον. Εξαρ­τά­ται. Είναι πάν­τα μέσα στα όρια της ανθρω­πί­νης ζωής ή της ζωής ενός λαού. Βλέ­πει ο Θεός, επί παρα­δείγ­μα­τι στην επο­χή του Κατα­κλυ­σμού, επο­χή του Νώε, ότι οι άνθρω­ποι έγι­ναν σαρ­κι­κοί. Ο Νώε είναι ενά­ρε­τος άνθρω­πος και η παρου­σία του μπο­ρού­σε να διδά­ξει πολ­λά τους συγ­χρό­νους του. Αλλά για να γίνει, όμως, αυτό το πράγ­μα αισθη­τόν, λέγει ο Θεός εις τον Νώε: «Να κατα­σκευά­σεις Κιβω­τόν, διό­τι θα κατα­στρέ­ψω τον κόσμον με κατα­κλυ­σμόν, ενώ εσύ και η οικο­γέ­νειά σου θα σωθεί­τε». Και ο Νώε αρχί­ζει να κατα­σκευά­ζει Κιβω­τόν. Αν θέλε­τε τις δια­στά­σεις της, πηγαί­νε­τε εις το βιβλί­ον της «Γενέ­σε­ως» και εκεί θα δεί­τε τι πελώ­ριες δια­στά­σεις είχε αυτή η Κιβω­τός. Ήτο σαν ένα μεγά­λο υπε­ρω­κε­ά­νιον· διό­τι πάρα πολ­λά πράγ­μα­τα έπρε­πε να χωρέ­σουν εκεί. Λογα­ριά­στε ακό­μη τα εργα­λεία και τους τρό­πους με τους οποί­ους μπο­ρού­σαν να ξυλεύ­ον­ται και να κατα­σκευά­ζουν κάτι, για να βγά­λε­τε το συμ­πέ­ρα­σμα ότι η Κιβω­τός αυτή χρειά­στη­κε περί­που εκα­τόν είκο­σι χρό­νια για να τελειώ­σει! Τι ήσαν αυτά τα 120 χρό­νια της κατα­σκευ­ής της Κιβω­τού; Ήσαν τα χρό­νια της μακρο­θυ­μί­ας του Θεού για μετά­νοια. Διό­τι έλε­γαν εις τον Νώε οι σύγ­χρο­νοί του: «Νώε, τι φτιά­χνεις;». «Κιβω­τόν. Διό­τι θα επέλ­θει κατα­κλυ­σμός ένε­κα των αμαρ­τιών μας». Κι έλε­γαν: «Ο Νώε εγέ­ρα­σε κι έχα­σε το μυα­λό του». Συνε­πώς, γελού­σαν. Δηλα­δή δεν επί­στευαν. Και συνε­πώς εξήν­τλη­σαν τα 120 χρό­νια αυτά της μακρο­θυ­μί­ας του Θεού. Μετά, όμως, από τη μακρο­θυ­μία αυτή ήρθε ο κατα­κλυ­σμός, ήρθε η τιμω­ρία. Άρα­γε, την ώρα που έβλε­παν τα νερά να ανε­βαί­νουν ‑δεν είχαν πεθά­νει οι άνθρω­ποι, απλώς εγί­νε­το πλημ­μύ­ρα, ανέ­βαι­ναν τα νερά. Ανέ­βη­καν στα δέν­δρα. Πήγαν στα βου­νά, δεν ξέρω τι έκα­ναν. Ανέ­βη­καν σε υψη­λά μέρη–  άρα­γε τότε δεν θα είπαν: «Κύριε του ουρα­νού και της γης, σώσε μας!». Είχε κλεί­σει η θύρα του ελέ­ους και της μακρο­θυ­μί­ας. Προ του θανά­του των. Είχε κλεί­σει.

     Αλλά το ίδιο πράγ­μα βλέ­πο­με, αγα­πη­τοί μου, και εις τα Σόδο­μα. Τα Σόδο­μα ήταν μία Πεν­τά­πο­λις, πέν­τε πόλεις. Εκεί ο Θεός επέ­τρε­ψε να στα­λεί ο Λωτ, ο ανι­ψιός του Αβρα­άμ. Ο Λωτ, με την παρου­σία του… ήταν δίκαιος ο Λωτ. Δηλα­δή ήταν άνθρω­πος αρε­τής.Λιγο­τέ­ρας βεβαί­ως αρε­τής από τον θείο του τον Αβρα­άμ, αλλά ήταν άνθρω­πος αρε­τής. Το βεβαιώ­νει η Γρα­φή. Τον έστει­λε εκεί ο Θεός, σαν ένα ζων­τα­νό παρά­δειγ­μα, να μετα­νο­ή­σουν εκεί­νες οι πόλεις. Και ο Λωτ έβλε­πε την αμαρ­τία να ξεχυ­λί­ζει, ανα­στέ­να­ζε, αλλά οι άνθρω­ποι αυτοί δεν εννο­ού­σαν να στα­μα­τή­σουν να αμαρ­τά­νουν, ώσπου ήρθε το κορυ­φαί­ον εκεί­νο γεγο­νός, το γνω­στό­τα­τον, που πήγαν να του ζητή­σουν τους δύο επι­σκέ­πτας του -ήσαν τα δύο πρό­σω­πα της Αγί­ας Τριά­δος υπό μορ­φήν ανδρών- να του ζητή­σουν αυτά τα δύο πρό­σω­πα, τους δύο νέους, για να αμαρ­τή­σουν οι Σοδο­μί­ται. Δηλα­δή το απο­κο­ρύ­φω­μα της αμαρ­τί­ας των. Και βεβαί­ως δεν ανε­μέ­νε­το πλέ­ον τίπο­τα, ήρθε η κατα­στρο­φή. Λέγει για τον Λωτ ο Από­στο­λος Πέτρος στην Β΄του επι­στο­λή: «Βλέμ­μα­τι γρ κα κο δίκαιος, γκα­τοικν ν ατος (: Με το βλέμ­μα του και με την ακοή του, αυτά που έβλε­πε και αυτά που άκου­γε ο δίκαιος Λωτ, όταν κατοι­κού­σε στα Σόδο­μα) μέραν ξ μέρας ψυχν δικαί­αν νόμοις ργοις βασά­νι­ζεν (: βασά­νι­σε την δικαία του ψυχή με τα άνο­μα έργα αυτών των πόλε­ων)». Βλέ­πε­τε;

     Το ίδιο πράγ­μα συνέ­βη, αγα­πη­τοί μου, και με την Νινευί. Μάλι­στα με την Νινευί είναι πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κή η ιστο­ρία της, όταν έστει­λε ο Θεός τον Ιωνά να κηρύ­ξει κήρυγ­μα μετα­νοί­ας. Ενθυ­μεί­σθε τι μετά­νοια έδει­ξαν οι άνθρω­ποι αυτοί; Τόση μετά­νοια που ο Ιωνάς στε­νο­χω­ρή­θη­κε. «Μπα…!». Γι’ αυτό λέει: «Κύριε, εγώ δεν πήγαι­να στη Νινευί. Όχι διό­τι μόνον είναι εχθροί μας οι Ασσύ­ριοι, αλλά διό­τι ήξε­ρα ότι είσαι φιλάν­θρω­πος και πολυέ­λαιος. Οπό­τε όταν εγώ έκα­να κήρυγ­μα μετα­νοί­ας, εκεί­νοι θα εμε­τα­νό­ουν, θα τους συγ­χω­ρού­σες και θα απε­δει­κνυό­μην ψεύ­της εγώ· που θα έλε­γα ότι σε τρεις μέρες κατα­στρέ­φε­ται η Νινευί». Βέβαια δεν είχε δίκαιο. Διό­τι θα έλε­γε το κήρυγ­μά του: «Αν μετα­νο­ή­σε­τε, δεν θα κατα­στρα­φεί­τε». Για­τί, λοι­πόν, να λυπη­θεί ο Ιωνάς; Δια­βά­στε, παρα­κα­λώ, την ιστο­ρία του, είναι το βιβλί­ον «Ιωνάς» στην Παλαιά Δια­θή­κη. Είναι πολύ μικρό. Μέσα σε λίγη ώρα θα το έχε­τε τελειώ­σει.

       Όμως οι Νινευί­ται ξανα­γύ­ρι­σαν πάλι στις αμαρ­τί­ες τους. Ξανα­γύ­ρι­σαν ακά­θε­κτοι. Γι’αυ­τό και ο Θεός μακρο­θυ­μεί από εκεί­νο το πρώ­το κήρυγ­μα μετα­νοί­ας του Ιωνά, πόσο λέτε; Ξέρε­τε; Πάλι 120 χρό­νια! Περί­που. Και όταν έγι­νε η αιχ­μα­λω­σία του Βορεί­ου Βασι­λεί­ου και είχε αιχ­μα­λω­τι­στεί ο Τωβίτ με την οικο­γέ­νειά του, τότε ο Τωβίτ λέει στον Τωβία τον γιο του. Ακού­στε αυτά τα θαυ­μά­σια σημαν­τι­κά λόγια: «Κα νν, τέκνον –ύστε­ρα από εκεί­νη την ωραία περι­πέ­τεια του Τωβίτ. Ωραίο βιβλίο. Δια­βά­στε το κι αυτό- (:Και τώρα παι­δί μου, λέγει…), πελ­θε π Νινευ(: φύγε από την Νινευί. – Παν­τρεύ­τη­κε την Σάρα, έκα­νε το σπι­τι­κό του και βέβαια ο Τωβίτ, έτοι­μος πια να πεθά­νει και η γυναί­κα του και του λέει:), τι πάν­τως σται λάλη­σεν προ­φή­της ωνς (: οπωσ­δή­πο­τε θα γίνει εκεί­νο που είπε ο προ­φή­της Ιωνάς). Κα μηκέ­τι αλισθτε ες Νινευ (:Μη κατοι­κή­σε­τε στην Νινευί. Εμείς θα πεθά­νο­με, εσείς, νέοι άνθρω­ποι που είστε, φύγε­τε). πλθε δ Τωβί­ας ες κβά­τα­να (: Μόλις πέθα­ναν ο πατέ­ρας του και η μάνα του, τους έθα­ψαν και φύγα­νε. Και πήγε στα Εκβά­τα­να). Κα κου­σε –ο Τωβί­ας, ο γιος- πρν ποθα­νεν ατν τν πώλειαν Νινευ (:πριν πεθά­νει ‑127 χρό­νια έζη­σε ο Τωβί­ας- άκου­σε την κατα­στρο­φή της Νινευί. Ξέρε­τε ότι η κατα­στρο­φή της Νινευί έγι­νε από τους Βαβυ­λω­νί­ους, από τον Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρα), ν χμα­λώ­τι­σε Ναβου­χο­δο­νό­σορ κα σύη­ρος, κα χάρη πρ το ποθα­νεν π Νινευ». Δεν χάρη­κε χαι­ρε­κά­κως. Δηλα­δή «Επι­τέ­λους, μας βασά­νι­σες Νινευί, ήρθε η ώρα σου και ετι­μω­ρή­θης». Όχι. Εχά­ρη­κε δια την εκπλή­ρω­σιν της προ­φη­τεί­ας.

       Για­τί; Διό­τι παρα­κά­τω ο πατέ­ρας του επρο­φή­τευ­σε την απο­κα­τά­στα­ση της Ιερου­σα­λήμ και του ναού και ο ναός θα εκτί­ζε­το με χρυ­σά­φια, με δια­μάν­τια… ένας ναός ουτο­πι­κός. Αλλ’ αυτός ο ναός ο ουτο­πι­κός δεν ήτο, όπως και τα τεί­χη της Ιερου­σα­λήμ, από δια­μάν­τια και σαπ­φεί­ρους και ρου­μπί­νια χτι­σμέ­νη… τα τεί­χη της Ιερου­σα­λήμ. Ουτο­πι­κά πράγ­μα­τα. Όχι. Είναι η Βασι­λεία του Θεού. Είναι εικό­να της Βασι­λεί­ας του Θεού. Δια­βά­στε το τελευ­ταί­ον κεφά­λαιον του βιβλί­ου του Τωβίτ να δεί­τε πόσο μοιά­ζει με τα τελευ­ταία κεφά­λαια της Απο­κα­λύ­ψε­ως, που περι­γρά­φει εκεί ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης την άνω Ιερου­σα­λήμ, την Εκκλη­σία, την Βασι­λεία του Θεού. Γι΄αυτό χάρη­κε ο Τωβί­ας. Για­τί πραγ­μα­τώ­θη­κε η προ­φη­τεία. Και συνε­πώς θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν και οι άλλες, οι έσχα­τες, οι εσχα­το­λο­γι­κές.

       Ακό­μη ο Ισρα­ήλ, αγα­πη­τοί μου, παρα­βαί­νει τις εντο­λές του Θεού και ο Θεός μακρο­θυ­μεί. Ξέρε­τε πόσο; Δέκα περί­που αιώ­νες! Από τότε που έδω­σε τον νόμον, είχε πει να τηρούν τις εντο­λές Του, μάλι­στα την εντο­λήν της αργί­ας. Μέσα στους δέκα αιώ­νες, η κατα­πά­τη­σις των αργιών, μαζεύ­τη­καν 70 χρό­νια! Και τότε λέγει ο Θεός: «Έλα τώρα, τρά­βα μέχρι την Βαβυ­λώ­να αιχ­μά­λω­τος 70 χρό­νια, ω Ισρα­ήλ, για να μάθεις να τηρείς τις εντο­λές μου. Εβδο­μήν­τα χρό­νια εργα­ζό­σουν στις αργί­ες μου. Ε, 70 χρό­νια θα είσαι αιχ­μά­λω­τος εκεί και τα χωρά­φια σου θα μεί­νουν ακαλ­λιέρ­γη­τα 70 χρό­νια, για να ξεκου­ρα­στούν». Αγρα­νά­παυ­σις υπο­χρω­τι­κή 70 ετών.

       Έρχε­ται ακό­μη, αγα­πη­τοί μου, ο Κύριος Ιησούς Χρι­στός. Ένας μαθη­τής Του, ο Ιού­δας, Τον προ­δί­δει, κι όμως, όπως λέγει κάποιος πατήρ: «ούδας οκ πεβλή­θη πο το Κυρί­ου δι μακρο­θυ­μί­αν». «Κάποιος», λέγει, «κάποιος θα με προ­δώ­σει». Ακό­μα και στον χορ­τα­σμό των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων κάτι είπε εκεί ο Κύριος δια τον Ιού­δα. Δεν τον έδιω­ξε. Δεν τον απε­κά­λυ­ψε. Τον άφη­σε. Μακρο­θυ­μών.

       Μακρο­θυ­μεί ο Κύριος ακό­μα και για την επι­στρο­φή της Ιερου­σα­λήμ, από το 33 που Τον σταυ­ρώ­νει μέχρι το 70 μ.Χ.  Τον αφή­νει 37 ολό­κλη­ρα χρό­νια για να μετα­νο­ή­σει ο Ισρα­ήλ. Αλλά όχι μόνο δεν μετα­νο­εί, αλλά τον Στέ­φα­νο φονεύ­ει ο λαός εκεί­νος, γκρε­μί­ζει από πάνω από το αέτω­μα του ναού τον δίκαιον Ιάκω­βον τον Αδελ­φό­θεο και ασκεί διωγ­μόν εναν­τί­ον της Εκκλη­σί­ας του Χρι­στού. Ε, κατέ­φθα­σαν τα ρωμαϊ­κά στρα­τεύ­μα­τα και η κατα­στρο­φή έμει­νε μονα­δι­κή εις την Ιστο­ρία. Το λέγει η Αγία Γρα­φή. Ούτε έγι­νε, ούτε θα γίνει ποτέ τέτοια κατα­στρο­φή πόλε­ως. Εκα­τό χιλιά­δες δού­λοι έγι­ναν οι Εβραί­οι, που­λή­θη­καν 100.000 σε όλες τις αγο­ρές τότε του κόσμου. Τα ξύλα τέλειω­σαν για να σταυ­ρώ­νουν και για πολ­λά χρό­νια, λέει, στά­θη­κε το αίμα λίπα­σμα για τα χωρά­φια και η πόλις οργώ­θη­κε με άρο­τρα. Τέτοια κατα­στρο­φή δεν έγι­νε ποτέ. Και η Χιρο­σί­μα και το Ναγ­κα­σά­κι κατε­στρά­φη­σαν και ξανα­κτί­στη­καν και δεν κατε­στρά­φη­σαν ολο­τε­λώς. Παρό­τι έπε­σαν ατο­μι­κές βόμ­βες. Φοβε­ρή η κατα­στρο­φή εκεί­νης της πόλε­ως. Ήταν η δικαία τιμω­ρία του Θεού. Το 70 μ. Χ. έκλει­σε η θύρα της μακρο­θυ­μί­ας και ήνοι­ξε η θύρα της δικαιο­σύ­νης.

       Αλλά και αυτός ο Από­στο­λος Παύ­λος θα είχε την ιδί­αν τύχην, όμως μετε­νόη­σε. Όμως άκου­σε τον Χρι­στό. Και τι λέει; «λλ δι τοτο λεή­θην (:γι΄αυτόν τον λόγο έχω ελεη­θεί), να ν μο πρώτ νδεί­ξη­ται ησος Χριστς τν πσαν μακρο­θυ­μί­αν, πρς ποτύ­πω­σιν τν μελ­λόν­των πιστεύ­ειν π᾿ ατ ες ζων αώνιον». «Είμαι υπό­δειγ­μα μακρο­θυ­μί­ας του Θεού».

     Αγα­πη­τοί μου, η παρα­βο­λή του χρε­ώ­στου δού­λου δεί­χνει ακό­μα και σαν πρό­τυ­πο, όμως είπα­με, μακρο­θυ­μί­ας τον Θεό, αλλά δεί­χνει ότι ζητά­ει από τους νέους πολί­τας τους Χρι­στια­νούς να είναι το ίδιο. Γρά­φει ο άγιος Ιγνά­τιος: «Μακρο­θυ­μή­σα­τε μετ’ λλή­λων ν πρα­ΰ­τη­τι ς Θες μεθ’ μν». «Μετα­ξύ σας», λέει, «να μακρο­θυ­μεί­τε, όπως ο Θεός με μας». Και λέγει ένας εκκλη­σια­στι­κός συγ­γρα­φεύς, ο Ωρι­γέ­νης… ακού­στε ένα ωραίο: «ς μακρο­θύ­μου Θεο υο κα μακρο­θύ­μου Χρι­στο δελ­φοί, μακρο­θυ­μετε ν πσι τος συμ­βαί­νου­σιν (:Σαν παι­διά μακρο­θύ­μου Θεού και σαν αδέλ­φια μακρο­θύ­μου Χρι­στού, έτσι κι εσείς σε ό,τι συμ­βαί­νει μετα­ξύ σας να μακρο­θυ­μεί­τε)».

       Ας θυμη­θού­με, ακό­μη, τον Δαβίδ πώς μακρο­θύ­μη­σε όχι μόνον στον Σαούλ, αλλά και στους απο­γό­νους του. Ας θυμη­θού­με ακό­μη τον Ισα­άκ, που του παίρ­ναν τα πηγά­δια οι γύρω οι  γεί­το­νες και πήγαι­νε κι άνοι­γε άλλο πηγά­δι και του το παίρ­ναν κι αυτό και πήγαι­νε σ’ άλλο μέρος να σκά­ψει άλλο πηγά­δι. Διαρ­κώς μακρο­θυ­μού­σε ο θαυ­μά­σιος Ισα­άκ.

       Θα λέγα­με, σε ποιους πρέ­πει να μακρο­θυ­μού­με; Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στους Θεσ­σα­λο­νι­κείς: «Μακρο­θυ­μετε πρς πάν­τας». Σε όλους. Πόσο πρέ­πει να μακρο­θυ­μού­με; Λέγει ο άγιος Ιάκω­βος: «Μακρο­θυ­μή­σα­τε, δελ­φοί, ως τς παρου­σί­ας το Κυρί­ου». «Μέχρι την Δευ­τέ­ρα του Χρι­στού Παρου­σία, να μακρο­θυ­μεί­τε». Και συνι­στά ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Μακρο­θυ­μί­αν πρς λλή­λους, πομονν πρς τος ξω». «Προς τους έξω υπο­μο­νήν. Προς τους έσω, τους αδελ­φούς, μακρο­θυ­μί­αν».

      Αγα­πη­τοί μου, η μακρο­θυ­μία του Θεού είναι ένα μυστή­ριον. Για­τί εκφρά­ζει το μυστή­ριον της σωτη­ρί­ας μας. Ποτέ, όμως, δεν πρέ­πει να λησμο­νού­με ότι ο Θεός «μακρο­θυ­με ες μς –όπως λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος‑, μ βου­λό­με­νός τινας πολέ­σθαι (:για να μη χαθεί κανέ­νας), λλ πάν­τας ες μετά­νοιαν χωρσαι (:να βρε­θού­με όλοι στον χώρο της μετα­νοί­ας). ξει δ μέρα Κυρί­ου ς κλέ­πτης ν νυκτί (::θα μπει όριο και θα έρθει ο Κύριος σαν τον κλέ­φτη την νύχτα)».

       Οι άγιοι, βεβαί­ως, είναι εκεί­νοι οι θετι­κοί συν­τε­λε­σταί στην μακρο­θυ­μία του Θεού υπέρ του κόσμου. Είναι οι προ­σευ­χές των αγί­ων. Είναι οι προ­σευ­χές της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου. Και παρα­τεί­νουν την μακρο­θυ­μία του Θεού. Πάν­τως, κύριον γνώ­ρι­σμα των πολι­τών της Βασι­λεί­ας του Θεού, όπως ανά­γλυ­φα το είδα­με σ’ αυτήν την σημε­ρι­νήν θαυ­μα­σία παρα­βο­λή του χρε­ώ­στου δού­λου, είναι η μακρο­θυ­μία. «Μέγα φάρ­μα­κο εστίν η μακρο­θυ­μία στους πει­ρα­σμούς», λέγουν οι Πατέ­ρες. Μέγα φάρ­μα­κον! « μακρο­θυ­μία γλυ­κυ­τά­τη στ κα εχρη­στος, δ ξυχο­λία, θυμός, πικρ κα χρη­στος στίν».

      Η μακρο­θυ­μία μας εξο­μοιώ­νει, αγα­πη­τοί μου, με τον Θεό. Για­τί «οκτρμων κα λεμων Κριος, μακρθυμος κα πολυλεος· οκ ες τλος ργι­σθσεται, οδ ες τν αἰῶνα μηνιε», λέγει ο 102 Ψαλ­μός. Έτσι, ας επι­ση­μά­νο­με την μακρο­θυ­μία. Θα μακρο­θυ­μή­σει σε μας ο Θεός. Μας συμ­φέ­ρει αφάν­τα­στα. Ο Κύριος, ότι μας συμ­φέ­ρει, το απέ­δει­ξε στην πολύ χρή­σι­μη παρα­βο­λή του χρε­ώ­στου δού­λου.     

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.
  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_406.mp3

 

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἄφη­νε τὴν τελευ­ταία Του πνοὴ στὸ σταυ­ρό, ἀκό­μα καὶ τὴ στιγ­μὴ αὐτὴ τῆς ἐπι­θα­νά­τιας ἀγω­νί­ας Του, προ­σπα­θοῦ­σε νὰ κάνει καλὸ στοὺς ἀνθρώ­πους. Δὲ σκε­φτό­ταν τὸν ἑαυ­τό Του. Στοὺς ἀνθρώ­πους ἦταν ὁ νοῦς Του, γι’ αὐτὸ καὶ παρά­δω­σε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγα­λύ­τε­ρα μαθή­μα­τα ποὺ ἔδω­σε ποτὲ στὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ διδα­σκα­λία Του γιὰ τὴ συγ­χώ­ρη­ση. «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ γὰρ οἴδα­σι τί ποιοῦ­σι» (Λουκ. κγ ́ 34).

Ποτὲ ὡς τότε δὲν εἶχαν ἀκου­στεῖ τέτοια λόγια στοὺς τόπους ἐκτέ­λε­σης. Ἀντί­θε­τα μάλι­στα, ἐκεῖ­νοι ποὺ εἶχαν κατα­δι­κα­στεῖ σὲ θάνα­το μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο, εἴτε ἀθῶ­οι ἦταν εἴτε ἔνο­χοι, συνή­θως ἐπι­κα­λοῦν­ταν θεοὺς καὶ ἀνθρώ­πους γιὰ ἐκδί­κη­ση. «Ἐκδι­κη­θεῖ­τε», ἦταν ὁ λόγος ποὺ ἀκου­γό­ταν συχνὰ μπρο­στὰ στὸ ἰκρί­ω­μα καὶ δυστυ­χῶς ἀκού­γε­ται ὡς τίς μέρες μᾶς ἀπὸ τοὺς μελ­λο­θά­να­τους, ἀκό­μα κι ἀπὸ ἐκεί­νους ποὺ προ­τοῦ θανα­τω­θοῦν κάνουν το σταυ­ρό τους.

Ὁ Χρι­στός, προ­τοῦ παρα­δώ­σει τὴν τελευ­ταία Του πνοή, συγ­χώ­ρε­σε ὅλους ἐκεί­νους ποὺ τὸν βασά­νι­σαν, τὸν μυκτή­ρι­σαν καὶ τὸν θανά­τω­σαν. Προ­σευ­χή­θη­κε στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα Τοῦ νὰ τοὺς συγ­χω­ρέ­σει, ἀλλὰ προ­χώ­ρη­σε ἀκό­μα παρα­πέ­ρα. Τοὺς δικαιο­λό­γη­σε, βρῆ­κε ἐλα­φρυν­τι­κὸ γι’ αὐτούς. Εἶπε, οὐ γὰρ οἴδα­σι τί ποιοῦ­σι.

Για­τί ἐπα­νέ­λα­βε ἰδιαί­τε­ρα ὁ Κύριος τὴ διδα­χὴ Τοῦ γιὰ τὴ συχώ­ρε­ση, τὴν ὥρα ποὺ βρι­σκό­ταν πάνω στὸ σταυ­ρό; Ἀπὸ τὸ τερά­στιο πλῆ­θος τῶν διδα­χῶν ποὺ ἔκα­νε ἐνό­σω ζοῦ­σε, για­τί διά­λε­ξε αὐτὴν κι ὄχι κάποια ἄλλη νὰ προ­φέ­ρουν τὰ ἅγια χεί­λη Του, στὸ τέλος ἀκρι­βῶς τῆς ἐπί­γειας ζωῆς Του; Ἀναμ­φί­βο­λα ἐπει­δὴ ἤθε­λε ἡ διδα­σκα­λία του αὐτὴ νὰ παρα­μεί­νει στὴ μνή­μη ὅλων, νὰ λει­τουρ­γή­σει σὰν παρά­δειγ­μα πρὸς μίμη­ση. Στὸ πάθος τοῦ πάνω στὸ σταυ­ρό, σ’ αὐτὸ τὸ μεγα­λειῶ­δες πάθος ποὺ ξεπερ­νᾶ κάθε μεγα­λεῖο, ποὺ ὑψώ­νε­ται πάνω ἀπὸ τοὺς βασι­λιᾶ­δες καὶ τοὺς κρι­τὲς τῆς γῆς, πάνω ἀπὸ σοφοὺς καὶ διδα­σκά­λους, ἀπὸ πλού­σιους καὶ φτω­χούς, ἀπὸ κοι­νω­νι­κοὺς ἀνα­μορ­φω­τὲς κι ἐπα­να­στά­τες, ὁ Κύριος Ἰησοῦς μὲ τὸ παρά­δειγ­μα τῆς συχώ­ρε­σης ἔβα­λε τὴ σφρα­γῖ­δα στὸ εὐαγ­γέ­λιό Του. Ἔδει­ξε μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο πῶς χωρὶς συχώ­ρε­ση οὔτε οἱ βασι­λιᾶ­δες μπο­ροῦν νὰ κυβερ­νοῦν οὔτε οἱ δικα­στὲς νὰ κρί­νουν, οἱ σοφοὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ εἶναι σοφοί, οὔτε οἱ διδά­σκα­λοι νὰ διδά­σκουν. Δὲν μπο­ροῦν οἱ πλού­σιοι κι οἱ φτω­χοὶ νὰ ζοῦν ὡς ἄνθρω­ποι κι ὄχι σὰν ἄλο­γα ζῶα, δὲ γίνε­ται ὁ πυρε­τός των ἐπα­να­στα­τῶν κι ἀνα­μορ­φω­τῶν νὰ εἶναι χρή­σι­μος. Πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ Χρι­στὸς ἤθε­λε μὲ τὴ διδα­χή Του αὐτὴ νὰ δεί­ξει πῶς, χωρὶς συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα, οἱ ἄνθρω­ποι δὲν μπο­ροῦν οὔτε νὰ κατα­νο­ή­σουν τὸ εὐαγ­γέ­λιό Του, οὔτε πολὺ περισ­σό­τε­ρο νὰ τὸ ἐφαρ­μό­σουν.

Ὁ Κύριος ξεκί­νη­σε τὴ διδα­σκα­λία του μὲ λόγια γιὰ τὴ μετά­νοια καὶ τὴν τέλειω­σε μὲ λόγια γιὰ τὴ συχώ­ρε­ση. Ἡ μετά­νοια εἶναι ὁ σπό­ρος, ἡ συχώ­ρε­ση εἶναι ὁ καρ­πός. Ὁ σπό­ρος δὲν ἔχει καμιὰ ἀξία ἂν δὲν καρ­πο­φο­ρή­σει. Καμιὰ μετά­νοια δὲν ἔχει ἀξία χωρὶς συχώ­ρε­ση.

Τί θὰ ἦταν ἡ κοι­νω­νία τῶν ἀνθρώ­πων χωρὶς συχώ­ρε­ση; Ἕνα θηριο­τρο­φεῖο, τοπο­θε­τη­μέ­νο στὴ μέση του θηριο­τρο­φεί­ου τῆς φύσης. Τί ἄλλο θὰ ἦταν ὅλοι οἱ νόμοι τῶν ἀνθρώ­πων στὴ γῆ παρὰ ἁλυ­σί­δες ἀφό­ρη­τες, ἂν δὲν ὑπῆρ­χε ἡ συχώ­ρε­ση νὰ τίς μαλα­κώ­σει;

Θὰ μπο­ροῦ­σε μιὰ γυναῖ­κα ν’ ἀπο­κα­λεῖ­ται μητέ­ρα ἂν δὲν εἶχε συχώ­ρε­ση, ἢ ἕνας ἀδερ­φὸς νὰ ὀνο­μά­ζε­ται ἀδερ­φός, ὁ φίλος φίλος, ἢ ὁ χρι­στια­νὸς χρι­στια­νός; Ὄχι! Ἡ συχώ­ρε­ση εἶναι ἡ καρ­διὰ κι ἡ ρίζα ὅλων αὐτῶν τῶν τίτλων. Ἄν δὲν ὑπῆρ­χαν οἱ λέξεις «συχώ­ρε­σέ με» καὶ «νὰ σαι συχω­ρε­μέ­νος», ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώ­πων θὰ ἦταν ἀβά­στα­χτη, ἀνυ­πό­φο­ρη. Δὲν ὑπάρ­χει σοφία στὸν κόσμο ἱκα­νὴ νὰ δημιουρ­γή­σει τάξη καὶ νὰ ἐπι­βά­λει τὴν εἰρή­νη, χωρὶς τὴν ἐφαρ­μο­γὴ τῆς συχώ­ρε­σης. Οὔτε ὑπάρ­χουν σχο­λεῖα ἢ ἄλλα ἐκπαι­δευ­τι­κὰ ἱδρύ­μα­τα ἱκα­νὰ νὰ μετα­δώ­σουν στοὺς ἀνθρώ­πους τὴ μεγα­λο­ψυ­χία καὶ τὴν εὐγέ­νεια, χωρὶς νὰ ἐφαρ­μό­σουν τὴν πρα­κτι­κή της συχώ­ρε­σης.

Τί θὰ ὠφε­λή­σει τὸν ἄνθρω­πο ἡ κοσμι­κὴ γνώ­ση ἂν δὲν μπο­ρεῖ μὲ κανέ­ναν τρό­πο νὰ συγ­χω­ρέ­σει τὸν πλη­σί­ον του, νὰ τοῦ πεῖ ἕνα καλὸ λόγο ἢ νὰ τοῦ ρίξει μιὰ γλυ­κιὰ ματιά; Τίπο­τα ἀπο­λύ­τως. Τί θὰ χρη­σι­μεύ­σουν στὸν ἄνθρω­πο ἑκα­τον­τά­δες μπου­κά­λια λάδι μπρο­στὰ στὸ καν­τή­λι, ἂν κανέ­να ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἔχει νὰ μαρ­τυ­ρή­σει τὴ συχώ­ρε­ση μιᾶς τοὐ­λά­χι­στον ταπει­νω­τι­κῆς προ­σβο­λῆς; Τίπο­τα ἀπο­λύ­τως.

Ἄν γνω­ρί­ζα­με πόσα μᾶς συγ­χω­ροῦν­ται σιω­πη­ρὰ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀλλὰ κι ἀπὸ ἀνθρώ­πους, θὰ τρέ­χα­με μὲ ντρο­πὴ νὰ συγ­χω­ρέ­σου­με τοὺς ἄλλους. Πόσα ἀπρό­σε­χτα ἀλλὰ καὶ προ­σβλη­τι­κὰ λόγια βγαί­νουν ἀπὸ τὸ στό­μα μας, στὰ ὁποῖα ἡ ἀπάν­τη­ση ποὺ δεχτή­κα­με εἶναι ἡ σιω­πή; Πόσα ἄγρια βλέμ­μα­τα ρίχνου­με ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεί; Πόσες ἀνάρ­μο­στες πρά­ξεις κάνου­με, σὲ πόσες απα­ρά­δε­κτες ἐνέρ­γειες προ­βαί­νου­με; Κι οἱ ἄνθρω­ποι τὰ προ­σπερ­νοῦν ολ’ αὐτά, δὲν ἐφαρ­μό­ζουν τὸ «οφθαλ­μόν ἀντὶ ὀφθαλ­μοῦ καὶ ὀδόν­τα ἀντὶ ὀδόν­τος». Καὶ τί νὰ ποῦ­με γιὰ τὴ συχώ­ρε­ση τοῦ Θεοῦ; Δὲν ὑπάρ­χουν ἐπαρ­κῆ λόγια νὰ τὴν ἐκφρά­σουν. Γιὰ νὰ περι­γρά­ψει κανεὶς τὰ ἀμέ­τρη­τα βάθη τῆς ἀγά­πης καὶ τῆς συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τας τοῦ Θεοῦ, χρειά­ζε­ται λόγος θεϊ­κός. Καὶ τέτοιος εἶναι ὁ λόγος ποὺ μᾶς δίνει τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο. Ποιός θὰ μπο­ροῦ­σε στὸν οὐρα­νὸ ἢ στὴ γῆ νὰ μᾶς ἐξη­γή­σει καλύ­τε­ρα καὶ νὰ μᾶς περι­γρά­ψει τὰ πράγ­μα­τα τοῦ Θεοῦ, ἂν ὄχι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός, ὁ προ­αιώ­νιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; «Οὐδεὶς ἐπι­γι­νώ­σκει… τόν πατέ­ρα εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ὁ ἐὰν βού­λη­ται ὁ υἱὸς ἀπο­κα­λύ­ψαι» (Ματθ. ἰα’ 27).

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς φανέ­ρω­σε τὴν ἀμέ­τρη­τη συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα τοῦ Θεοῦ στὴν παρα­βο­λὴ τοῦ δού­λου ἐκεί­νου ποὺ εἶχε μεγά­λο χρέ­ος. Πῆρε ἀφορ­μὴ γι’ αὐτὸ ἀπό τὸν ἀπό­στο­λο Πέτρο, ὅταν τὸν ρώτη­σε πόσες φορὲς θά ‘πρε­πε νὰ συγ­χω­ρεῖ τίς προ­σβο­λὲς τοῦ ἀδελ­φοῦ του: «ἕως ἐπτά­κις;» Στὴν ἐρώ­τη­ση αὐτὴ ὁ Κύριος ἀπάν­τη­σε μ’ αὐτὰ τὰ πολὺ σημαν­τι­κὰ λόγια: «οὐ λέγω σοὶ ἕως ἐπτά­κις, ἀλλ’ ἕως ἐβδο­μη­κον­τά­κις ἑπτά» (Ματθ. ἰη’ 22). Προ­σπά­θη­σε νὰ συγ­κρί­νεις τίς δυὸ αὐτὲς προ­τά­σεις καὶ θὰ δια­πι­στώ­σεις τὴ δια­φο­ρὰ ἀνά­με­σα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρω­πο. Ὁ Πέτρος, ὅταν ρώτη­σε το Διδά­σκα­λό Του «ἕως ἐπτά­κις;», νόμι­ζε πῶς εἶχε φτά­σει στὰ ἀνώ­τα­τα ὅρια τῆς συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τας. Ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ Κυρί­ου ὅμως ἦταν: ἕως ἐβδο­μη­κον­τά­κις ἑπτά! Καὶ σὰ νὰ μή του φάνη­κε ἀρκε­τὸ ἀκό­μα κι αὐτὸ τὸ μέτρο, πρό­σθε­σε μετὰ καὶ τὴν ἀκό­λου­θη παρα­βο­λή, γιὰ νὰ ξεκα­θα­ρί­σει καλύ­τε­ρα τὰ πράγ­μα­τα.

«Διὰ τοῦ­το ὡμοιώ­θη ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν ἀνθρώ­πῳ βασι­λεῖ, ὅς ἠθέ­λη­σε συνά­ραι λόγον μετὰ τῶν δού­λων αὐτοῦ» (Ματθ. ἰη’ 23). Ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν δὲν προ­σφέ­ρε­ται γιὰ περι­γρα­φή, οὔτε μὲ λόγια οὔτε μὲ χρώ­μα­τα. Ἡ ὁμοιό­τη­τά της μπο­ρεῖ ν’ ἀπει­κο­νι­στεῖ μόνο μέσα σὲ περιο­ρι­σμέ­νη ἔκτα­ση, μὲ ὅρους αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος χρη­σι­μο­ποιεῖ παρα­βο­λές, ἐπει­δὴ εἶναι οὐσια­στι­κὰ ἀδύ­να­το νὰ ἐκφρά­σει μὲ ἄλλα μέσα πράγ­μα­τα ποὺ δὲν ἀνή­κουν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τὸν κόσμο αὐτὸν τὸν ἔχει παρα­μορ­φώ­σει καὶ ἀμαυ­ρώ­σει ἡ ἁμαρ­τία. Δὲν ἔχα­σε ἐντε­λῶς ὅμως τὴν ὁμοιό­τη­τά του μὲ τὸν ἄλλο κόσμο, τὸν ἀλη­θι­νό. Ὁ κόσμος αὐτὸς δὲν εἶναι ἀντί­γρα­φο τοῦ ἄλλου, σὲ καμιά περί­πτω­ση. Εἶναι ἁπλᾶ μιὰ χλω­μὴ εἰκό­να καὶ σκιά του. Ἑπο­μέ­νως ἀνά­με­σα στοὺς δύο κόσμους μπο­ροῦ­με νὰ κάνου­με σύγ­κρι­ση ὅπως ἀνά­με­σα σὲ κάτι ἀλη­θι­νὸ καὶ στὴ σκιά του.

Κάποιος βασι­λιᾶς ἀπο­φά­σι­σε νὰ κανο­νί­σει τοὺς λογα­ρια­σμοὺς τοῦ μὲ τοὺς δού­λους του, ποὺ ἦταν ὀφει­λέ­τες του. Ἕνας βασι­λιᾶς δὲν εἶναι ποτὲ ὀφει­λέ­της στοὺς δού­λους του, ἐκεῖ­νοι τοῦ χρω­στᾶ­νε. «Ἀρξα­μέ­νου δὲ αὐτοῦ συναί­ρειν προ­ση­νέ­χθη αὐτῷ εἰς ὀφει­λέ­της μυρί­ων ταλάν­των» (Ματθ. ἰη’ 24). Ἕνα τάλαν­το ἰσο­δυ­να­μεῖ μὲ δια­κό­σιες σαράν­τα χρυ­σὲς λίρες. Δέκα χιλιά­δες τάλαν­τα ἀνέρ­χον­ται σὲ περί­που δυό­μι­συ ἔκα­τομ­μύ­ρια χρυ­σὲς λίρες. Αὐτὸ ἦταν ἕνα τερά­στιο ποσὸ ἀκό­μα καὶ γιὰ μιὰ χώρα, ὄχι γιὰ ἕνα δοῦ­λο. Τί σημα­σία ἔχει αὐτὸ ὅμως; Τὸ πλῆ­θος τῶν ἁμαρ­τιῶν μας ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ, τῶν ὀφει­λῶν μᾶς πρὸς Αὐτόν, εἶναι πολὺ μεγα­λύ­τε­ρο. Ὅταν ὁ Κύριος μιλά­ει γιὰ τὴν ὀφει­λὴ τοῦ δού­λου πρός το βασι­λιᾶ, ἐννο­εῖ τίς ὀφει­λές μας στὸ Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπι­ση­μαί­νει πόσο μεγά­λο εἶναι τὸ ὀφει­λό­με­νο ποσό, ποὺ ὅμως σὲ καμιὰ περί­πτω­ση δὲν εἶναι μεγα­λύ­τε­ρο ἀπὸ τίς ἁμαρ­τί­ες τῶν ἀνθρώ­πων.

«Μὴ ἔχον­τος δὲ αὐτοῦ ἀπο­δοῦ­ναι ἐκέ­λευ­σεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πρα­θῆ­ναι καὶ τὴν γυναῖ­κα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάν­τα ὅσα εἶχε, καὶ ἀπο­δο­θῆ­ναι» (Ματθ. ἰη’ 25). Τὴν ἐπο­χὴ ἐκεί­νη τόσο ὁ ρωμαϊ­κὸς ὅσο κι ὁ ἰου­δαϊ­κὸς νόμος (Ἔξ. καὶ 2, Λευ­ϊτ. κέ’ 39), προ­έ­βλε­παν νὰ που­λιοῦν­ται σκλά­βοι οἱ πτω­χευ­μέ­νοι ὀφει­λέ­τες, μαζὶ μὲ τίς οἰκο­γέ­νειές τους. Ἀνα­φέ­ρε­ται στὴν Ἁγία Γρα­φὴ πῶς μιὰ χήρα ἔκρα­ζε στὸν προ­φή­τη Ἐλι­σαῖο: «Ὁ δοῦ­λος σου ἀνὴρ μοῦ ἀπέ­θα­νε… και ὁ δανει­στὴς ἦλθε λαβεῖν τοὺς δύο υἱούς μου ἑαυ­τῷ εἰς δού­λους» (Δ Βασ. δ’ 1). Αὐτὸ ἔκα­νε κι ὁ βασι­λιᾶς τῆς παρα­βο­λῆς κι ἦταν τόσο δίκαιο ὅσο καὶ νόμι­μο.

Τὸ βαθύ­τε­ρο νόη­μα τῆς ἐντο­λῆς τοῦ βασι­λιᾶ ἦταν πῶς, ὅταν οἱ ἁμαρ­τί­ες ξεπερ­νοῦν τὰ ὅρια, ὁ Θεός μας στε­ρεῖ ὅλες τίς δωρε­ὲς τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος ποὺ κατα­ξιώ­νουν τὸν ἄνθρω­πο. Ἡ πώλη­ση τοῦ ὀφει­λέ­τη σημαί­νει πῶς ὁ ἁμαρ­τω­λὸς στε­ρεῖ­ται τὸ πρό­σω­πο ποὺ τοῦ ἔδω­σε ὁ Θεός. Ἡ πώλη­ση τῆς γυναί­κας του σημαί­νει τὴ στέ­ρη­ση τῶν δώρων τῆς ἀγά­πης καὶ τοῦ ἐλέ­ους. Ἡ πώλη­ση τῶν παι­διῶν του ὑπο­δη­λώ­νει πῶς στε­ρεῖ­ται τὴ δυνα­τό­τη­τα δημιουρ­γί­ας καὶ ἑνὸς ἔστω ἀγα­θοῦ. Καὶ πάν­τα ὅσα εἶχε, σημαί­νει πῶς ἀπο­ξε­νώ­νε­ται ἀπὸ κάθε χαρὰ πνευ­μα­τι­κῆς εὐλο­γί­ας. Καὶ ἀπο­δο­θῆ­ναι, σημαί­νει πῶς ὅλα τὰ θεόσ­δο­τα χαρί­σμα­τα ἐπι­στρέ­φουν ἀπὸ τὸν ἁμαρ­τω­λὸ ἄνθρω­πο στὸ Θεό, τὴν Πηγὴ καὶ τὸν Κύριο «παν­τὸς ἀγα­θοῦ». «Ἡ εἰρή­νη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπι­στρα­φή­τω» ἀπὸ ἕνα σπί­τι ποὺ δὲν ἀξί­ζει, εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθη­τὲς Τοῦ (Ματθ. ἰ ́ 13).

«Πεσὼν οὖν ὁ δοῦ­λος προ­σε­κύ­νει αὐτὸ λέγων: κύριε, μακρο­θύ­μη­σον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ πάν­τα σοὶ ἀπο­δώ­σω. σπλαγ­χνι­σθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δού­λου ἐκεί­νου ἀπέ­λυ­σεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆ­κεν αὐτῷ» (Ματθ. ἰη’ 26, 27). Τί ξαφ­νι­κή, τί ἀπρό­σμε­νη μετα­βο­λή! Πόσο φτη­νὸ ἀντί­λυ­τρο τοῦ δανεί­ου, πόσο ἀμέ­τρη­το ἔλε­ος! Ὁ κακὸς δοῦ­λος, ποὺ εἶχε σωρεύ­σει ἕνα τερά­στιο χρέ­ος, δὲν εἶχε ποῦ νὰ κατα­φύ­γει, οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀρι­στε­ρά. Δὲν μπο­ροῦ­σε κανέ­νας ἄλλος στὸν κόσμο νὰ τὸν βοη­θή­σει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δανει­στῆ του. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἦταν ὁ κύριός του κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ σύν­δου­λοί του. Οἱ ἄλλοι δοῦ­λοι δὲν τολ­μοῦ­σαν νὰ τὸν βοη­θή­σουν, ἐνάν­τια στὴ θέλη­ση τοῦ κυρί­ου τους. Ὁ μόνος ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν βοη­θή­σει, ἦταν ὁ κύριός του, ὁ κρι­τής του. Ἔτσι κι ἐκεῖ­νος ἔκα­νε τὸ μονα­δι­κὸ πρᾶγ­μα ποὺ τοῦ ἦταν δυνα­τὸ καὶ λογι­κό: Ἔπε­σε στὰ πόδια τοῦ κυρί­ου του κι ἐπαι­τοῦ­σε τὸ ἔλε­ός του. Δὲ τοῦ ζήτη­σε νὰ τοῦ χαρί­σει τὸ χρέ­ος — οὔτε νὰ τὸ σκε­φτεῖ αὐτὸ δὲν τολ­μοῦ­σε. Τοῦ ζήτη­σε μόνο παρά­τα­ση τοῦ χρό­νου ἐξό­φλη­σης. Μακρο­θύ­μη­σον ἐπ’ ἐμοῦ καὶ πάν­τα σου ἀπο­δώ­σω, τοῦ εἶπε. Κι ὁ βασι­λιᾶς, ποὺ ἦταν ἀλη­θι­νὸς ἄνθρω­πος καὶ σωστὸς κρι­τής, ἀπέ­λυ­σεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆ­κεν αὐτῷ. Τοῦ χάρι­σε μιὰ διπλὴ ἐλευ­θε­ρία: τόσο ἀπὸ τὴ σκλα­βιὰ ὅσο κι ἀπὸ τὸ χρέ­ος.

Δὲν εἶναι αὐτὸ ἕνα πραγ­μα­τι­κὰ βασι­λι­κὸ δῶρο; Αὐτὸς ὅμως δὲν εἶναι ὁ τρό­πος ποὺ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται πολ­λὲς φορὲς οἱ ἐπί­γειοι βασι­λιᾶ­δες. Τέτοιο ἔλε­ος καὶ μάλι­στα μὴ ἀπαι­τη­τό, μόνο ἀπὸ τὸν οὐρά­νιο Βασι­λιᾶ μπο­ρεῖ νὰ ἔρθει. Ἐκεῖ­νος τὸ κάνει αὐτὸ καὶ μάλι­στα συχνά. Ὅταν κάποιος ἁμαρ­τω­λὸς συνέρ­χε­ται καὶ μετα­νο­εῖ, ὁ οὐρά­νιος Βασι­λιᾶς εἶναι ἕτοι­μος νὰ τοῦ συγ­χω­ρέ­σει μύριες ἁμαρ­τί­ες, νὰ ἐπι­στρέ­ψει στὸν ἁμαρ­τω­λὸ ὅλες τίς δωρε­ὲς ποὺ ἀπο­στε­ρή­θη­κε.

Κανέ­νας ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ φτά­σει τὸ μέτρο τῆς εὐερ­γε­σί­ας τοῦ Θεοῦ. Κανέ­νας δὲν μπο­ρεῖ οὔτε κἄν νὰ τὴν περι­γρά­ψει. «Ἰδοὺ γὰρ ἀπή­λει­ψα ὡς νεφέ­λην τὰς ἀνο­μί­ας σου καὶ ὡς γνό­φον τὰς ἁμαρ­τί­ας σου· ἐπι­στρά­φη­θι πρὸς με καὶ λυτρώ­σο­μαί σε» (Ἠσ. μδ’ 22), εἶπε ὁ Κύριος. Ἐκεῖ­νος ποὺ ἐπι­στρέ­φει στὸ Θεὸ μὲ εἰλι­κρι­νῆ μετά­νοια, δέχε­ται τὴ συγ­χώ­ρη­ση τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλες τίς ἁμαρ­τί­ες του. Ὁ Θεός του χαρί­ζει περισ­σό­τε­ρο χρό­νο δοκι­μα­σί­ας, γιὰ νὰ δεῖ κατὰ πόσο ὁ ἁμαρ­τω­λὸς αὐτὸς θὰ μεί­νει μαζί Του ἢ θὰ τὸν προ­δώ­σει.

Ὅταν ὁ βασι­λιᾶς Ἐζε­κί­ας βρι­σκό­ταν στὸ νεκρι­κὸ κρε­βά­τι, γύρι­σε πρὸς τὸν τοῖ­χο καὶ προ­σευ­χή­θη­κε στὸν Κύριο θρη­νῶν­τας καὶ ζητῶν­τας Του νὰ ἐπι­μη­κύ­νει τὴ ζωή του. Ὁ Θεὸς εἰσά­κου­σε τὴν προ­σευ­χή του καὶ τοῦ χάρι­σε ἄλλα δεκα­πέν­τε χρό­νια ζωῆς. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ Ἐζε­κί­ας εὐχα­ρί­στη­σε καὶ δοξο­λό­γη­σε τὸ Θεὸ μὲ τοῦ­τα δω τὰ λόγια: «Eίλου γάρ μου τὴν ψυχήν, ἕνα μὴ ἀπό­λη­ται, καὶ ἀπέρ­ρι­ψας ὀπί­σω μου πάσας τὰς ἁμαρ­τί­ας» (Ἠσ. λή’ 17). Εὐδό­κη­σες στὴν ψυχή μου καὶ τὴν προ­φύ­λα­ξες ἀπό το λάκ­κο τῆς φθο­ρᾶς, εἶπε. Μὲ λύτρω­σες ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρ­τί­ες μου.

Κάτι ἀνά­λο­γο ἔγι­νε μὲ τὸ δοῦ­λο ποὺ ἦταν κατα­χρε­ω­μέ­νος. Ζήτη­σε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μακρο­θυ­μή­σει, νὰ τοῦ χαρί­σει λίγο χρό­νο γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἐξο­φλή­σει τὸ χρέ­ος του. Κι ὁ Κύριος τοῦ χάρι­σε ὁλό­κλη­ρο τό χρέ­ος, ἀλλὰ τοῦ ἔδω­σε καὶ τὴν ἐλευ­θε­ρία του. Περί­με­νε μόνο νὰ δεῖ ὄχι πῶς θὰ κατορ­θώ­σει ὁ δοῦ­λος ἐκεῖ­νος ν’ ἀπο­πλη­ρώ­σει τὸ παλιό του χρέ­ος, ἀλλὰ τί θὰ τοῦ ἀντα­πο­δώ­σει γιὰ τὴ νέα εὐερ­γε­σία του. Ἄς παρα­κο­λου­θή­σου­με τί ἔκα­νε στὴ συνέ­χεια ὁ δοῦ­λος:

«Ἐξελ­θὼν δὲ ὁ δοῦ­λος ἐκεῖ­νος εὗρεν ἕνα τῶν συν­δού­λων αὐτοῦ, ὅς ὄφει­λεν αὐτῷ ἑκα­τὸν δηνά­ρια, καὶ κρα­τή­σας αὐτὸν ἔπνι­γε λέγων· ἀπό­δος μοὶ εἴ τί ὀφεί­λεις» (Ματθ. ἰη’ 28). Ἀφοῦ ὁ κύριός του τὸν συγ­χώ­ρε­σε, τοῦ χάρι­σε τὸ χρέ­ος καὶ τὸν ἐλευ­θέ­ρω­σε, ὁ δοῦ­λος βρῆ­κε κάποιον σύν­δου­λό του ποὺ τοῦ εἶχε δανεί­σει χρή­μα­τα. Τώρα ὁ δοῦ­λος φέρ­θη­κε σὰν κύριος στὸ σύν­δου­λό του. Τότε ὅμως ἔγι­νε ἕνας φοβε­ρὸς κύριος, δυνά­στης. Ἐνῶ ὁ βασι­λιᾶς εἶχε φερ­θεῖ στὸν ὀφει­λέ­τη τοῦ μ’ ἕναν ἀνθρώ­πι­νο καὶ βασι­λι­κὸ τρό­πο, ὁ ἴδιος όφει­λέ­της, ποὺ ἡ εὐσπλα­χνία τοῦ κυρί­ου του τὸν εἶχε σώσει ἀπὸ τὸν ὄλε­θρο, στὸ σύν­δου­λό του φέρ­θη­κε σὰν ἄγριο θηρίο. Καὶ γιὰ τί χρέ­ος; Μόλις γιὰ ἑκα­τὸ δηνά­ρια! Ὁ βασι­λιᾶς του χάρι­σε τὸ χρέ­ος του, ποὺ ἦταν δέκα χιλιά­δες τάλαν­τα. Κι ὁ ἀχά­ρι­στος δοῦ­λος γιὰ ἕνα ἐλά­χι­στο ποσὸ ἅρπα­ξε τὸ σύν­δου­λό του ἀπό το λαι­μὸ καὶ τὸν πέτα­ξε στὴ φυλα­κή, ὡσό­του τοῦ πλη­ρώ­σει τὸ χρέ­ος.

Αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ τρό­πος ποὺ διευ­θε­τοῦ­σε ὁ βασι­λιᾶς τοὺς λογα­ρια­σμοὺς μὲ τοὺς δού­λους του, ἀλλὰ ἐκεῖ­νος ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦ­σαν οἱ δοῦ­λοι μετα­ξύ τους. Ὁ δανει­στής-δοῦ­λος ἅρπα­ξε ἀπὸ τὸ λαι­μὸ τὸ χρε­ώ­στη σύν­δου­λό του καὶ ἀπαι­τοῦ­σε τὴν ἄμε­ση ἀπο­πλη­ρω­μὴ τοῦ χρέ­ους του.

«Πεσὼν οὖν ὁ σύν­δου­λος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρε­κά­λει αὐτὸν λέγων· μακρο­θύ­μη­σον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ ἀπο­δώ­σω σοί» (Ματθ. ἰη’ 29). Ἐπα­να­λή­φθη­κε τὸ ἴδιο σενά­ριο ποὺ εἶχε ἐκτυ­λι­χτεὶ λίγο νωρί­τε­ρα, ὅταν ὁ κακὸς αὐτὸς δοῦ­λος εἶχε γονα­τί­σει μπρο­στὰ στὰ πόδια τοῦ κυρί­ου του. Εἶχε ζητή­σει κι αὐτὸς ἀπὸ τὸν κύριό του νὰ μακρο­θυ­μή­σει, νὰ τοῦ χαρί­σει λίγο χρό­νο, κι αὐτὸς θὰ πλή­ρω­νε τὸ χρέ­ος του. Κι ὁ κύριός του ἔνιω­σε συμ­πά­θεια καὶ τοῦ χάρι­σε τὰ μύρια τάλαν­τα. Ὁ ἴδιος ὅμως, ὅταν ἦρθε ἡ σει­ρά του, δὲν ἔνιω­σε καμιὰ συμ­πά­θεια γιὰ τὸ σύν­δου­λό του, ποὺ τοῦ χρω­στοῦ­σε μόλις ἑκα­τὸ δηνά­ρια. Δὲν ἔδει­ξε οὔτε ἔλε­ος οὔτε συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα, ἀλλὰ «ἔβα­λεν αὐτὸν εἰς φυλα­κὴν ἕως oὺ ἀπο­δῶ αὐτὸ τὸ ὀφει­λό­με­νον» (Ματθ. ἰη’ 30).

Ἔτσι συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κε ὁ δανει­στὴς δοῦ­λος στὸ χρε­ώ­στη σύν­δου­λό του. Ἔτσι συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ἄνθρω­πος σὲ ἄνθρω­πο. Καὶ τέτοια συμ­πε­ρι­φο­ρὰ μετα­τρέ­πει τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ σὲ δικαιο­σύ­νη. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος παί­ζει μὲ τὴν εὐσπλα­χνία τοῦ Θεοῦ, πέφτει ὁ ἴδιος στὴ δικαιο­σύ­νη Του. Κι ἡ κρί­ση αὐτῆς τῆς δικαιο­σύ­νης, ποὺ ἀκο­λου­θεῖ μιᾷ περι­φρο­νη­μέ­νῃ εὐσπλα­χνίᾳ, εἶναι φοβε­ρή: «Μὴ πλα­νᾶ­σθε, Θεὸς οὐ μυκτη­ρί­ζε­ται: ὁ γὰρ ἐὰν σπεί­ρει ὁ ἄνθρω­πος, τοῦ­το καὶ θερί­σει» (Γαλ. στ’ 7), βεβαιώ­νει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Ὅταν γονα­τί­ζου­με μπρο­στὰ στὸ Θεὸ καὶ ζητοῦ­με τὸ ἔλε­ός Του γιὰ τίς δυσε­ξα­ρίθ­μη­τες ἁμαρ­τί­ες μας κι ἔπει­τα πετᾶ­με τὸν ἀδελ­φό μας στὴ φυλα­κὴ γιὰ μιὰ μονα­δι­κὴ ἁμαρ­τία ποὺ ἔκα­νε καὶ μᾶς πρό­σβα­λε, τότε μυκτη­ρί­ζου­με το Θεό. Ἄς μὴν ξεγε­λιό­μα­στε. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπι­τρέ­πει νὰ τὸν ἐμπαί­ζου­με, νὰ τὸν μυκτη­ρί­ζου­με, νὰ παί­ζου­με μαζί Του. Τὰ χέρια Τοῦ δὲν εἶναι μακριά μας, καὶ τὰ δυό Του χέρια. Τόσο ἐκεῖ­νο ποὺ μᾶς χαϊ­δεύ­ει ὅσο κι ἐκεῖ­νο ποὺ τιμω­ρεῖ. «Φοβε­ρὸν τὸ ἐμπε­σεῖν εἰς χεῖ­ρας Θεοῦ ζῶν­τος» (Ἐβρ. ι’ 31). Πόσο φοβε­ρὸ εἶναι, φαί­νε­ται καθα­ρὰ ἀπὸ τὴ συνέ­χεια τῆς παρα­βο­λῆς τοῦ Χρι­στοῦ:

«Ἰδόν­τες δὲ οἱ σύν­δου­λοι αὐτοῦ τὰ γενό­με­να ἐλυ­πή­θη­σαν σφό­δρα, καὶ ἐλθόν­τες διε­σά­φη­σαν το κυρίῳ ἑαυ­τῶν πάν­τα τὰ γενό­με­να» (Ματθ. ἰη’ 31). Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ σύν­δου­λοι ποὺ εἶδαν τὰ γενό­με­να καὶ ἐλυ­πή­θη­σαν σφό­δρα; Εἶναι ἄνθρω­ποι σπλα­χνι­κοὶ ποὺ δια­θέ­τουν πνευ­μα­τι­κὴ ἀντί­λη­ψη καὶ γνω­ρί­ζουν τί θὰ κάνει ὁ Θεὸς στὸν πονη­ρὸ δοῦ­λο, ἐκεῖ­νοι ποῦ βλέ­πουν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια τὴν ἀνεί­πω­τη κακία τοῦ πονη­ροῦ δού­λου καὶ κραυ­γά­ζουν στὸ Θεό. Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με πῶς αὐτὸ ἀνα­φέ­ρε­ται καὶ στοὺς ἀγγέ­λους, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ὀνο­μα­στοῦν κι αὐτοὶ σύν­δου­λοι τῶν ἀνθρώ­πων, ἀφοῦ κι οἱ δυὸ βρί­σκον­ται στὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ Θεοῦ ἢ κι ἐπει­δή, σύμ­φω­να μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρί­ου, ὅσοι εἶναι ἄξιοι γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο, εἶναι «ἰσάγ­γε­λοι» (Λουκ. κ’ 36).

Περιτ­τεύ­ει νὰ ποῦ­με πῶς οὔτε οἱ σπλα­χνι­κοὶ ἄνθρω­ποι οὔτε κι οἱ ἄγγε­λοι πρέ­πει νὰ πλη­ρο­φο­ρή­σουν το Θεὸ γιὰ ὅ,τι γίνε­ται στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὸ μάθει κι ὁ Θεὸς μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο. Ὁ Ὕψι­στος Θεὸς εἶναι παν­το­γνώ­στης καὶ παν­τε­πό­πτης. Ὅλα ὅσα βλέ­πουν κι ἀντι­λαμ­βά­νον­ται ἄγγε­λοι καὶ ἄνθρω­ποι, γίνον­ται μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ. Για­τί ἀνα­φέ­ρει τότε πῶς οἱ σύν­δου­λοι εἶδαν αὐτὸ ποὺ ἔκα­νε ὁ ἄσπλα­χνος δοῦ­λος καὶ τὸ ἀνέ­φε­ραν στὸν κύριό τους; Γιὰ νὰ δεί­ξει τὴ συμ­πά­θεια ποὺ δεί­χνουν οἱ καλοὶ ἄνθρω­ποι κι οἱ ἄγγε­λοι. Εἶναι θέλη­μα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ὥστε ὅλοι οἱ πιστοὶ δοῦ­λοι Του νὰ χαί­ρον­ται μὲ τὸ καλὸ καὶ νὰ θλί­βον­ται μὲ τὴν ἁμαρ­τία. Οἱ λυπη­μέ­νοι δοῦ­λοι τότε ἦρθαν καὶ πλη­ρο­φό­ρη­σαν τὸν κύριό τους γιὰ ὅσα ἔγι­ναν.

«Τότε προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ δοῦ­λε πονη­ρέ, πᾶσαν την ὀφει­λῆς ἐκεί­νης ἀφῆ­κα σοί, ἐπεὶ παρε­κά­λε­σάς με. οὔκ ἔδει καὶ σὲ ἐλε­ῆ­σαι τὸν σύν­δου­λόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέη­σα;» (Ματθ. ἰη’ 32, 33). Ὁ βασι­λιᾶς δὲ θὰ τιμω­ρή­σει τὸν πονη­ρὸ δοῦ­λο προ­τοῦ καταγ­γεί­λει μπρο­στά του τὴν κακία του. Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο θὰ ἐνερ­γή­σει ὁ Κύριος καὶ στὴν Τελι­κὴ Κρί­ση. Θὰ στρα­φεῖ σ’ ἐκεί­νους ποὺ στέ­κον­ται στὰ δεξιά Του, θὰ τοὺς καλέ­σει στὴν αἰώ­νια μακα­ριό­τη­τα καὶ θὰ τοὺς ἐξη­γή­σει για­τί κρί­θη­καν ἄξιοι. Μετὰ θὰ στρα­φεῖ σ’ ἐκεί­νους ποὺ στέ­κον­ται ἀρι­στε­ρά Του, θὰ τοὺς ὁδη­γή­σει στὴν αἰώ­νια κόλα­ση καὶ θὰ τοὺς ἐξη­γή­σει ἐπί­σης για­τί κατα­δι­κά­στη­καν νὰ πᾶνε ἐκεῖ. Ὁ Κύριος θέλει νὰ γνω­ρί­ζουν ὅλοι για­τί κρί­θη­καν ἄξιοι γιὰ ἀντα­πό­δο­ση ἢ γιὰ τιμω­ρία, ὥστε κανέ­νας νὰ μὴ σκε­φτεῖ πῶς ὁ Θεὸς τοὺς μετα­χει­ρί­στη­κε ἄδι­κα.

Ὁ Θεὸς καλεῖ πρῶ­τα τὸν πονη­ρὸ δοῦ­λο καὶ τὸν ἀπο­μα­κρύ­νει γιὰ πάν­τα ἀπὸ κον­τά Του. Τὸ πονη­ρὸ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔχει κάτι κοι­νὸ μὲ τὸ καλό. Ἀμέ­σως μετὰ ἀπο­δεί­χνε­ται για­τί ὁ Θεὸς ἀπο­κά­λε­σε τὸν δοῦ­λο αὐτὸν πονη­ρό: πᾶσαν τὴν ὀφει­λῆς ἐκεί­νην ἀφῆ­κα σοί. Ὁ Θεὸς δὲν μπαί­νει σὲ λεπτο­μέ­ρειες. Δὲ λέει: «σοῦ χάρι­σα τὸ δάνειο δέκα χιλιά­δων ταλάν­των καὶ σὺ δὲ χάρι­σες στὸ σύν­δου­λό σου τὸ δικό του χρέ­ος, τὰ ἑκα­τὸ δηνά­ρια». Λέει ἁπλᾶ: πᾶσαν την ὀφει­λῶν. Ἐλπί­ζει ἔτσι νὰ διε­γεί­ρει στὸν ἁμαρ­τω­λὸ τὴ συναί­σθη­ση τοῦ μεγά­λου χρέ­ους του. Ἐπεὶ παρε­κά­λε­σάς με.

Ὁ Κύριος δὲν μπαί­νει καὶ δω σὲ λεπτο­μέ­ρειες. Ἀπο­σιω­πᾶ ὅσα προ­η­γή­θη­καν τῆς παρά­κλη­σης τοῦ δού­λου, το ὅτι ἔπε­σε στὰ πόδια Του γονα­τι­στὸς καὶ τὸν παρα­κά­λε­σε. Οἱ δυὸ αὐτὲς πρά­ξεις σημαί­νουν μετά­νοια. Καὶ τῆς μετά­νοιας προ­η­γή­θη­κε ἡ προ­σευ­χή. Ἡ προ­σευ­χὴ χωρὶς μετά­νοια εἶναι χωρὶς νόη­μα, ἀνε­νερ­γή. Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ὅμως ποὺ ἡ προ­σευ­χὴ θὰ συν­δε­θεῖ μὲ τὴ μετά­νοια, ὁ Θεὸς τὴν εἰσα­κού­ει. Ὁ δοῦ­λος μὲ τὸ ὑπέ­ρογ­κο χρέ­ος στὴν ἀρχὴ ἔδει­ξε πραγ­μα­τι­κὴ μετά­νοια κι ἔτσι ζήτη­σε ἀπὸ τὸν κύριό του νὰ μακρο­θυ­μή­σει. Ἡ προ­σευ­χή του εἰσα­κού­σθη­κε ἀμέ­σως κι ὁ κύριος τοῦ ἔδω­σε περισ­σό­τε­ρα ἀπ’ ὅσα ζητοῦ­σε. Τοῦ χάρι­σε ὁλό­κλη­ρο τὸ χρέ­ος. Ὁ κύριος συνέ­χι­σε χαρα­κτη­ρί­ζον­τας τὴν κακία τοῦ δού­λου αὐτοῦ πρὸς τὸ σύν­δου­λό του κι αὐτὸ τὸ ἔκα­νε μὲ ἐρώ­τη­ση. Γιὰ ποιό λόγο; Για­τί δὲν τοῦ εἶπε: «Ἐγώ σου ἔδει­ξα ἔλε­ος, ἐσὺ ὅμως φέρ­θη­κες ἄσπλα­χνα στὸ σύν­δου­λό σου», ἀλλὰ οὔκ ἔδει καὶ σὲ ἐλε­ῆ­σαι τὸν σύν­δου­λόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέη­σα; Τὸ ’κανε αὐτὸ ὥστε ὁ πονη­ρὸς δοῦ­λος νὰ συνει­δη­το­ποι­ή­σει πῶς δὲν εἶχε τί ν’ ἀπαν­τή­σει, ὥστε ὁ κύριος νὰ τὸν φέρει σὲ ἀμη­χα­νία, ἀνί­κα­νο νὰ μιλή­σει καὶ νὰ πεῖ κάτι. Τοῦ ἔδω­σε τὴν εὐκαι­ρία νὰ μιλή­σει γιὰ νὰ ὑπε­ρα­σπι­στεῖ τὸν ἑαυ­τό του, ἂν εἶχε κάτι νὰ πεῖ. Ὅταν ὁ ὑπη­ρέ­της τοῦ ἀρχιε­ρέα χτύ­πη­σε τὸν Κύριο στὸ μάγου­λο καὶ τὸν ρώτη­σε: «Οὕτως σὺ ἀπο­κρί­νη το ἀρχιε­ρεῖ;», ὁ Κύριος Ἰησοῦς του ἀπάν­τη­σε: «Εἴ κακῶς ἐλά­λη­σα, μαρ­τύ­ρη­σον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί μὲ δέρεις;» (Ἰωάν. ἰη’ 22–23). Παρό­μοια ἀπάν­τη­ση μὲ τοῦ Χρι­στοῦ ἔπρε­πε νὰ δώσει κι ὁ δοῦ­λος, ἀντὶ τῆς ἔνο­χης σιω­πῆς του. Τέτοια ἀπάν­τη­ση ὅμως θὰ ἦταν σὰ νά ριχνε κάρ­βου­να ἀναμ­μέ­να στὸ κεφά­λι του καὶ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του. Ὁ τρό­πος αὐτός του νὰ ἐκθέ­τει κανεὶς τὴν ἐνο­χὴ τοῦ ἄλλου χρη­σι­μο­ποιεῖ­ται κι ἀπό το βασι­λιᾶ τῆς σημε­ρι­νῆς εὐαγ­γε­λι­κῆς περι­κο­πῆς: οὔκ ἔδει καὶ σὲ ἐλε­ῆ­σαι τὸν σύν­δου­λόν σου;

Στὴν ἀρχὴ εἴχα­με τὸν τρό­μο τῆς σιω­πῆς κι ὕστε­ρα ἀκο­λού­θη­σε ὁ τρό­μος τῆς κατα­δί­κης: «Καὶ ὀργι­σθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέ­δω­κεν αὐτὸν τοῖς βασα­νι­σταῖς ἕως οὐ ἀπο­δῶ πᾶν τὸ ὀφει­λό­με­νον αὐτῷ» (Ματθ. ἰη’ 34). Ὅταν τὸ ἔλε­ος ἀντι­στρέ­φε­ται καὶ γίνε­ται δίκαιη κατα­δί­κη, τότε ὁ Θεὸς γίνε­ται φοβε­ρός. Ὁ μακά­ριος Δαβὶδ λέει στὸ Θεό: «Σὺ φοβε­ρὸς εἴ, καὶ τίς ἀντι­στή­σε­ταί σοί; ἀπὸ τότε ἡ ὀργὴ σοῦ» (Ψαλμ. ὀε’ 8). Κι ὁ προ­φή­της Ἠσα­ΐ­ας: «Ἰδοὺ τὸ ὄνο­μα Κυρί­ου ἔρχε­ται διὰ χρό­νου πολ­λοῦ, καιό­με­νος ὁ θυμός» (Α’ 27).

Ὁ βασι­λιᾶς τότε ὀργί­στη­κε πολὺ ἐνα­τί­ον τοῦ ἄσπλα­χνου δού­λου καὶ τὸν παρά­δω­σε στοὺς βασα­νι­στές — στὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα, ἀφοῦ ἐκεῖ­να εἶναι ποὺ βασα­νί­ζουν πραγ­μα­τι­κὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος. Σὲ ποιόν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ παρα­δο­θεῖ ἐκεῖ­νος ποὺ εἶχε ἀπο­μα­κρυν­θεῖ ἀπό το Θεὸ γιὰ τὴν ασπλα­χνία του, αὐτὸς ποὺ ὁ Θεὸς τὸν ἀπο­κα­λεῖ πονη­ρὸ δοῦ­λο, ἂν ὄχι σ’ ἐκεῖ­νον ποὺ προ­κα­λεῖ τὸ μεγα­λύ­τε­ρο κακό, στὸ διά­βο­λο; Για­τι λέει: ἕως οὐ ἀπο­δῶ πᾶν τὸ ὀφει­λό­με­νον αὐτό; Γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς εἶχε ἤδη κατα­δι­κα­στεῖ στὰ αἰώ­νια βάσα­να. Πρῶ­τα πρῶ­τα εἶναι ἐντε­λῶς ἀπί­θα­νο γιὰ ἕναν ἄνθρω­πο μὲ τέτοιο χρέ­ος νὰ μπο­ρέ­σει ποτὲ νὰ τὸ ἐξο­φλή­σει. Καὶ δεύ­τε­ρο, ἐπει­δὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀπαγ­γέ­λει ποτὲ τέτοια τελι­κὴ κατα­δί­κη στὸν ἄνθρω­πο σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, παρὰ μόνο μετὰ τὸ θάνα­το, ὁπό­τε δὲν ὑπάρ­χει πιὰ δυνα­τό­τη­τα γιὰ μετά­νοια, οὔτε καὶ γιὰ τὴν ἐξό­φλη­ση τοῦ χρέ­ους τῶν ἁμαρ­τιῶν ποὺ ἔκα­νε σ’ αὐτὴ τὴ ζωή.

«Οὕτῳ καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπου­ρά­νιος ποι­ή­σει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆ­τε ἕκα­στος των ἀδελ­φῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρ­διῶν ὑμῶν τὰ παρα­πτώ­μα­τα αὐτῶν» (Ματθ. ἰη ́ 35). Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος τῆς παρα­βο­λῆς κι αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ θέμα­τος. Δὲν ὑπάρ­χει ἐπι­φύ­λα­ξη ἢ κάποιο διφο­ρού­με­νο στὰ λόγια αὐτά. Ὁ Θεὸς θὰ συμ­πε­ρι­φερ­θεῖ ἀπέ­ναν­τί μας μὲ τὸν τρό­πο ποὺ ἐμεῖς συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε στὸν ἀδελ­φό μας. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μᾶς τὸ ξεκα­θά­ρι­σε αὐτὸ καὶ μαζὶ Τοῦ δὲν ὑπάρ­χει πιθα­νό­τη­τα λάθους ἢ ἔλλει­ψη γνώ­σης. Σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶπε ὁ Πατέ­ρας σου, ἀλλὰ καὶ πατήρ μου ὁ ἐπου­ρά­νιος. Ἤθε­λε μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο νὰ δεί­ξει πῶς ἂν δὲ συγ­χω­ρή­σου­με τὸν ἀδελ­φό μας γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες του, χάνου­με τὸ δικαί­ω­μα νὰ όνο­μά­σου­με Πατέ­ρα μας το Θεό. Ὁ Κύριος ἐπι­ση­μαί­νει ἐπί­σης μὲ ποιόν τρό­πο πρέ­πει νὰ γίνει ἡ συχώ­ρε­ση· ἀπὸ τῶν καρ­διῶν ὑμῶν. Ὁ βασι­λιᾶς συγ­χώ­ρε­σε τὸ χρέ­ος τοῦ δού­λου του μὲ τὴν καρ­διά του, γι’ αὐτὸ καὶ λέει, σπλαγ­χνι­σθεὶς δὲ ὁ κύριος… Κι ἡ εὐσπλα­χνία, τὸ ἔλε­ος, προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὴν καρ­διά.

Ἄν δὲ συγ­χω­ρή­σου­με τὸν ἀδελ­φό μας κι ἂν δὲν τὸ κάνου­με αὐτὸ ἀπὸ τὴν καρ­διά μας, μὲ συμ­πά­θεια κι ἀγά­πη, τότε κι ὁ Θεός, ὁ κοι­νὸς Δημιουρ­γός μας, θὰ φερ­θεῖ σ’ ἐμᾶς ὅπως κι ὁ βασι­λιᾶς ἐκεῖ­νος τῆς παρα­βο­λῆς στὸν ἀνε­λε­ή­μο­να δοῦ­λο. Θὰ παρα­δο­θοῦ­με στοὺς βασα­νι­στές — στὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα — ποὺ θὰ μᾶς βασα­νί­ζουν αἰώ­νια στὸ βασί­λειο τοῦ σκό­τους, ἐκεῖ ὅπου ὁ κλαυθ­μὸς κι ὁ βρυγ­μός των ὀδόν­των εἶναι ἀτε­λεύ­τη­τος. Ἄν δὲν ἦταν ἔτσι, δὲ θά μας τὸ εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Δὲν τὸ εἶπε μόνο στὸ κεί­με­νο τῆς παρα­βο­λῆς τοῦ ἄσπλα­χνου δού­λου αὐτό, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀρκε­τές ἄλλες περι­πτώ­σεις: «Ἐνῶ γὰρ κρί­μα­τι κρί­νε­τε κρι­θή­σε­σθε, καὶ ἐνῶ μέτρῳ μετρεῖ­τε μετρη­θή­σε­ται ὑμῖν» (Ματθ. ζ’ 2).

Ἡ διδα­χὴ αὐτὴ εἶναι ἀκρι­βῶς ἴδια μ’ ἐκεί­νης της σημε­ρι­νῆς εὐαγ­γε­λι­κῆς περι­κο­πῆς, χωρὶς κανέ­να διφο­ρού­με­νο, χωρὶς καμιὰ ἐπι­φύ­λα­ξη. Τὴν ἴδια ἀκρι­βῶς διδα­χή μας ἔκα­νε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὴ μεγα­λύ­τε­ρη προ­σευ­χὴ ποὺ μᾶς παρέ­δω­σε, τὴν Κυρια­κὴ προ­σευ­χή: «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφει­λή­μα­τα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφί­ε­μεν τοῖς ὀφει­λέ­ταις ἡμῶν» (Ματθ. στ’ 12); Ὅταν λέμε ἀπὸ τότε τὸ Πάτερ ἡμῶν, ἀνα­νε­ώ­νου­με τὴ συμ­φω­νία μας μέ το Θεό. Τοῦ λέμε νὰ μᾶς φερ­θεῖ ὅπως φερό­μα­στε κι ἐμεῖς στοὺς δικούς μας ἀνθρώ­πους. Νά μας ἐλε­ή­σει, ὅπως ἐλε­οῦ­με κι ἐμεῖς, νὰ μᾶς συγ­χω­ρή­σει, ὅπως συγ­χω­ροῦ­με κι ἐμεῖς αὐτοὺς ποὺ μᾶς προ­σβάλ­λουν.

Πόσο εὔκο­λα δίνου­με ἐντο­λὲς στὸ Θεό, τί φοβε­ρὴ εὐθύ­νη ἀνα­λαμ­βά­νου­με γιὰ τὸν ἑαυ­τό μας! Στὸ Θεὸ εἶναι εὔκο­λο νὰ μᾶς συγ­χω­ρέ­σει, στὸ μέτρο ποὺ συγ­χω­ροῦ­με κι ἐμεῖς τοὺς ἄλλους. Τοῦ εἶναι εὔκο­λο νὰ συγ­χω­ρέ­σει σὲ ὅλους μας κάποιο χρέ­ος ἀπὸ δέκα χιλιά­δες τάλαν­τα. Ἐμεῖς εἴμα­στε ἕτοι­μοι νὰ συγ­χω­ρέ­σου­με μὲ τέτοια θεϊ­κὴ εὐκο­λία χρέ­ος ἑκα­τὸ δηνα­ρί­ων ποὺ μᾶς ὀφεί­λει ὁ ἀδελ­φός μας; Πιστέψ­τε με, ὅσο μεγά­λο κι ἂν εἶναι τὸ χρέ­ος κάποιου ἀνθρώ­που πρός το συνάν­θρω­πό του, ὅσο κι ἂν ἁμάρ­τη­σε ἕνας ἄνθρω­πος στὸν ἀδελ­φὸ ἢ τὸ φίλο του, τὸ χρέ­ος αὐτὸ δὲ θὰ ξεπερ­νᾶ τα ἑκα­τὸ δηνά­ρια, σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὸ τερά­στιο χρέ­ος ποὺ ὀφεί­λει ὁ καθέ­νας μᾶς στὸ Θεό. Ὅλοι μας, χωρὶς ἐξαί­ρε­ση, εἴμα­στε κατα­χρε­ω­μέ­νοι στὸ Θεό. Ὁπο­τε­δή­πο­τε σκε­φτοῦ­με νὰ ὁδη­γή­σου­με τοὺς συναν­θρώ­πους μας στὸ δικα­στή­ριο γιὰ τὰ χρέη του, πρέ­πει νὰ σκε­φτοῦ­με πῶς ἐμεῖς χρω­στᾶ­με στὸ Θεὸ ἀπεί­ρως περισ­σό­τε­ρα. Ἐκεῖ­νος ὅμως μακρο­θυ­μεῖ, περι­μέ­νει, ὑπο­μέ­νει καὶ μᾶς συγ­χω­ρεῖ. Πρέ­πει νὰ θυμό­μα­στε πῶς μὲ ὅποιο μέτρο μετρᾶ­με τοὺς ἄλλους, θὰ μετρη­θοῦ­με κι ἐμεῖς. Πάνω ἀπ’ ὅλα πρέ­πει νὰ θυμό­μα­στε τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς πάνω στὸ σταυ­ρό: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς!» (Λουκ. κγ’ 24). Ὅποιος ἔχει ἔστω καὶ λίγη συνεί­δη­ση, θὰ ντρα­πεῖ ὅταν τὰ θυμη­θεῖ αὐτὰ καὶ θὰ τρα­βή­ξει τὸ χέρι του, δὲ θὰ συνε­χί­σει νὰ κατα­διώ­κει ἐκεί­νους ποὺ τοῦ ὀφεί­λουν κάποιο μικρὸ χρέ­ος.

Ἀδελ­φοί μου! Ἄς βια­στοῦ­με νὰ συγ­χω­ρή­σου­με ὅλες τίς ἁμαρ­τί­ες καὶ τίς προ­σβο­λὲς ποὺ μᾶς κάνουν, ὥστε κι ὁ Θεὸς νὰ συγ­χω­ρέ­σει ὅλες τίς δικές μας ἁμαρ­τί­ες καὶ προ­σβο­λές. Ἄς κάνου­με γρή­γο­ρα, προ­τοῦ μᾶς κρού­σει τὴν πόρ­τα ὁ θάνα­τος καὶ μᾶς πεῖ: «Εἶναι πολὺ ἀργά!» Πίσω ἀπὸ τὴν πόρ­τα τοῦ θανά­του δὲ θὰ μπο­ρέ­σου­με οὔτε νὰ συγ­χω­ρέ­σου­με οὔτε νὰ συγ­χω­ρε­θοῦ­με. Δόξα στὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ δικαιο­σύ­νη Του. Δόξα καὶ ὕμνος στὸ θεῖο μας Διδά­σκα­λο καὶ Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρ­χο Πατέ­ρα καὶ τὸ Πανά­γιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἕνας λογα­ρια­σμός!

«Ὡμοιώ­θῃ ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν ἀνθρώ­πῳ βασι­λεῖ, ὅς ἠθέ­λη­σε συνά­ραι λόγον μετὰ τῶν δού­λων αὐτῶν. Ἀρξα­μέ­νου δὲ αὐτοῦ συναί­ρειν προ­ση­νέ­χθη αὐτῷ εἰς ὀφει­λέ­της μυρί­ων ταλάν­των»

(Ματθ. 18, 23–24)

ΥΠΗΡΧΕ, λέει ὁ Κύριος, ἕνας βασι­λιᾶς. Βασι­λιᾶς πλού­σιος. Εἶχε στὰ ἀνά­κτο­ρά του αὐλι­κοὺς καὶ ὑπη­ρέ­τες. Αὐτοὶ δια­χει­ρί­ζον­ταν τὰ χρή­μα­τα τοῦ βασι­λιᾶ. Δικά τους χρή­μα­τα δὲν εἶχαν. Ὅ,τι εἶχαν ἦταν περιου­σία τοῦ βασι­λιᾶ καὶ ἔπρε­πε νὰ τὴ δια­χει­ρί­ζον­ται μὲ προ­σο­χὴ καὶ τιμιό­τη­τα, για­τί κάποια μέρα ὁ βασι­λιᾶς θὰ τοὺς καλοῦ­σε καὶ θὰ ζητοῦ­σε ἀκρι­βῆ λογα­ρια­σμό. Ἀλλ’ ἐπει­δὴ ὁ βασι­λιᾶς ἀργοῦ­σε νὰ τοὺς καλέ­σῃ, οἱ δοῦ­λοι νόμι­σαν πὼς δὲν θὰ τοὺς καλέ­σῃ πιὰ ποτὲ καὶ πῶς μπο­ροῦν νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν.

Πόσο ὅμως ἔπε­σαν ἔξω στὶς σκέ­ψεις τους! Ἡ μέρα τοῦ λογα­ρια­σμοῦ ἦρθε. Ὁ βασι­λιᾶς διέ­τα­ξε νὰ παρου­σια­σθῇ μπρο­στά τους ἕνας ἀπὸ τοὺς δού­λους. Ἦρθε ὁ δοῦ­λος, μὰ ἡ καρ­διά του ἔτρε­με, για­τί ἤξε­ρε πὼς δὲν ἦταν ἐν τάξει. Ἄνοι­ξαν τὰ βιβλία. Ὅ,τι ὁ δοῦ­λος εἶχε πάρει, ὅ,τι εἰσέ­πρα­ξε καὶ ὅ,τι ξόδε­ψε, ὅλα μέχρι δραχ­μῆς ἦταν γραμ­μέ­να στὰ βιβλία. Ὁ ἔλεγ­χος ποὺ ἔγι­νε ἀπέ­δει­ξε, ὅτι ὁ δοῦ­λος χρω­στοῦ­σε στὸ βασι­λιᾶ δέκα χιλιά­δες (10.000) τάλαν­τα, δηλα­δὴ ἑξῆν­τα ἑκα­τομ­μύ­ρια χρυ­σὲς δραχ­μές, ἢ ἕνα περί­που δισε­κα­τομ­μύ­ριο σημε­ρι­νὲς δραχ­μές. Τερά­στιο χρέ­ος! Τὸ ἄκου­σε ὁ δοῦ­λος κ’ ἔπε­σε σὲ μεγά­λη ἀπελ­πι­σία, για­τί δὲν εἶχε τίπο­τε, καὶ ἦταν ἀδύ­να­το νὰ ξοφλή­σῃ τὸ χρέ­ος αὐτό. Θὰ ἔπρε­πε νὰ μεί­νῃ γιὰ πάν­τα στὴ φυλα­κή, χωρὶς καμ­μιὰ ἐλπί­δα νὰ ξοφλή­σῃ τὸ χρέ­ος. Ὁ δοῦ­λος πέφτει στὰ πόδια τοῦ βασι­λιᾶ καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρα­κα­λεῖ νὰ τοῦ δώσῃ κάποια παρά­τα­σι. Ὑπο­σχό­ταν, ὅτι θὰ ξοφλή­σῃ τὸ χρέ­ος του. Ὁ βασι­λιᾶς, γεμᾶ­τος ἀγά­πη καὶ εὐσπλα­χνία, τὸν λυπή­θη­κε καὶ τοῦ χάρι­σε ὅλο τὸ χρέ­ος. Καὶ ὁ δοῦ­λος, σὰν νὰ εἶχε φτε­ρὰ στὰ πόδια, πετοῦ­σε ἀπὸ τὴ χαρά του.

Ἀλλ’ ἐνῶ ὁ δοῦ­λος αὐτὸς ἔβγαι­νε ἀπὸ τὸ παλά­τι, ἐλεύ­θε­ρος πιὰ ἀπὸ τὴν ἀγω­νία τοῦ χρέ­ους, συναν­τᾷ ἕναν ἄλλο δοῦ­λο. Αὐτὸς ὁ δοῦ­λος χρω­στοῦ­σε σ’ αὐτὸν ἕνα μικρὸ ποσό, τοῦ χρω­στοῦ­σε ἑκα­τὸ (100) δηνά­ρια, δηλα­δὴ 1.500 σημε­ρι­νὲς δραχ­μές. Μόλις τὸν εἶδε, θυμή­θη­κε τί εἶχε νά λαμ­βά­νῃ. Ζητά­ει λοι­πὸν τώρα νά του τὰ δώσῃ.

Ἐκεῖ­νος δὲν εἶχε. Ἀλλ’ αὐτὸς ἐπέ­με­νε. Τὸν παρα­κα­λεῖ νὰ κάνῃ λίγη ὑπο­μο­νὴ γιὰ νὰ τοῦ ξοφλή­σῃ τὸ χρέ­ος. Κλαί­ει, πέφτει στὰ πόδια του. Τίπο­τε. Σκλη­ρὸς καὶ ἀπάν­θρω­πος, τὸν εἶχε ἁρπά­ξει ἀπὸ τὸ λαι­μὸ καὶ πήγαι­νε νὰ τὸν πνί­ξῃ. Τέλος τὸν ἔρρι­ξε στὴ φυλα­κή. Ὁ βασι­λιᾶς, ὅταν ἔμα­θε ποιά συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ἔδει­ξε ὁ πρῶ­τος δοῦ­λος στὸ δεύ­τε­ρο, ωργί­στη­κε πολύ. Ἐγώ, εἶπε, νὰ τοῦ χαρί­σω ἕνα τόσο μεγά­λο χρέ­ος, κι αὐτὸς νὰ μὴ χαρί­ζῃ στὸ σύν­δου­λό του ἕνα τόσο μικρὸ ποσό; Ἀνε­κά­λε­σε ἀμέ­σως τη χάρι, ποὺ τοῦ εἶχε κάνει, καὶ διέ­τα­ξε νὰ ρίξουν στὴ φυλα­κὴ τὸ σκλη­ρὸ καὶ ἀπάν­θρω­πο δοῦ­λο.

Αὐτὴ εἶνε, κάπως ἀνε­πτυγ­μέ­νη, ἡ παρα­βο­λὴ τοῦ ὀφει­λέ­του δού­λου τῶν μυρί­ων ταλάν­των. Μὲ τὴν παρα­βο­λή, ὅπως γνω­ρί­ζου­με, ὁ Κύριος ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννο­εῖ. Ἀπὸ ὅλα ὅσα λέει ἡ παρα­βο­λὴ αὐτὴ θὰ παρα­κα­λέ­σου­με τοὺς ἀγα­πη­τούς μας χρι­στια­νοὺς νὰ προ­σέ­ξουν τί σημαί­νει τὸ χρέ­ος τοῦ δού­λου, τὸ χρέ­ος τῶν μυρί­ων ταλάν­των.

Τὸ χρέ­ος αὐτὸ δὲν εἶνε ὑλι­κό. Δὲν εἶνε λεφτά, δὲν εἶνε χρυ­σᾶ νομί­σμα­τα. Τὸ χρέ­ος αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλά­ει ἡ παρα­βο­λή, εἶνε χρέ­ος πνευ­μα­τι­κό. Εἶνε χρέ­ος, ποὺ δημιουρ­γεῖ­ται ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο, ὅταν αὐτὸς παρα­βαί­νῃ τίς ἐντο­λὲς τοῦ Κυρί­ου, ὅταν κάνῃ κατά­χρη­ση τῆς ἐξου­σί­ας πού τοῦ ἔδω­σε ὁ Κύριος πάνω στὰ διά­φο­ρα ἀγα­θά. Καὶ τί δὲν ἔδω­σε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρω­πο! Τοῦ ἔδω­σε μάτια γιὰ νὰ βλέ­πῃ, αὐτιὰ γιὰ ν’ ἀκούῃ, πόδια γιὰ νὰ περ­πα­τάη, χέρια γιὰ νὰ ἐργά­ζε­ται. Τοῦ ἔδω­σε ὑγεία. Τοῦ ἔδω­σε μυα­λὸ γιὰ νὰ σκέ­πτε­ται ὀρθά. Τοῦ ἔδω­σε ὑλι­κὰ ἀγα­θά, ἀέρα γιὰ ν’ ἀνα­πνέῃ, νερὸ γιὰ νὰ δρο­σί­ζε­ται, ἥλιο γιὰ νὰ ζεσταί­νε­ται, φυτὰ καὶ δέν­τρα γιὰ νὰ τρέ­φε­ται, ζῶα γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τῆ­ται. Τοῦ ἔδω­σε χρό­νο πολύ­τι­μο γιὰ νὰ ἐργά­ζε­ται, νὰ λατρεύῃ το Δημιουρ­γό του καὶ νὰ κάνῃ καλὸ στὸν κόσμο, στοὺς συναν­θρώ­πους του.

Καὶ ὁ ἄνθρω­πος πῶς συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται; Πῶς δια­χει­ρί­ζε­ται τὰ ὑλι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἀγα­θά; Ἀλλοί­μο­νο! Ἄν γίνῃ ἕνας πρό­χει­ρος ἔλεγ­χος, ὁ ἔλεγ­χος αὐτὸς θ’ ἀπο­δεί­ξῃ, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος δὲν κάνει καλὴ χρή­ση τῶν ἀγα­θῶν τοῦ Θεοῦ. Κάνει κατά­χρη­σι, σπα­τα­λᾷ τὸν πλοῦ­το τοῦ Θεοῦ. Ζὴ χωρὶς νὰ σκέ­πτε­ται τὴν εὐθύ­νη ποὺ ἔχει. Καθη­με­ρι­νῶς ἁμαρ­τά­νει. Τὸ κορ­μί του ὑπη­ρε­τεῖ τὴν ἁμαρ­τία. Τὰ μάτια του βλέ­πουν τὰ αἰσχρά. Τὰ αὐτιά του ἀκοῦ­νε πράγ­μα­τα ποὺ δὲν πρέ­πει ν’ ἀκοῦ­νε. Ἡ γλῶσ­σα του λέει ψέμα­τα, κατα­κρί­νει, δια­βάλ­λει, συκο­φαν­τεῖ, κατα­ριέ­ται καὶ βλα­στη­μᾷ το Θεό. Τὰ χέρια του κλέ­βουν, χτυ­ποῦν καὶ σκο­τώ­νουν. Τὰ πόδια του τρέ­χουν σὲ κέν­τρα ἁμαρ­τω­λά. Τὸ μυα­λό του ὅλο τὸ πονη­ρὸ σκέ­πτε­ται. Ὁ χρό­νος του πηγαί­νει χαμέ­νος. Μιὰ ὥρα δὲν δια­θέ­τει γιὰ νὰ πάη στὴν ἐκκλη­σία. Δὲν δια­θέ­τει λίγη ὥρα γιὰ νὰ κάνῃ τὴν προ­σευ­χή του. Δέκα λεπτὰ δὲν δια­θέ­τει τὴ μέρα γιὰ νὰ δια­βά­σῃ τὴν ἁγία Γρα­φή. Ἕνα «εὐχα­ρι­στῶ» δὲν λέει. Ἀχά­ρι­στος στὸ Θεό, εἶνε σκλη­ρὸς καὶ ἀπάν­θρω­πος καὶ στοὺς ἀνθρώ­πους. Νὰ διψᾶ­νε, ἕνα ποτή­ρι νερὸ δὲν προ­σφέ­ρει. Νὰ πει­νᾶ­νε, ἕνα κομ­μά­τι ψωμὶ δὲν δίνει. Νὰ εἶνε γυμνοὶ καὶ νὰ τουρ­του­ρί­ζουν ἀπὸ τὸ κρύο, δὲν δίνει ἕνα ροῦ­χο γιὰ νὰ σκε­πα­στοῦν. Νὰ εἶνε ἄρρω­στοι, δὲν τοὺς ἐπι­σκέ­πτε­ται. Νὰ ἀδι­κοῦν­ται, δὲν τοὺς ὑπε­ρα­σπί­ζε­ται. Ὀρφα­νὰ καὶ χῆρες δὲν προ­στα­τεύ­ει. Σκλη­ρὸς καὶ ἀπάν­θρω­πος εἶνε. Τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔκα­νε ὁ ἄλλος δὲν τὸ συγ­χω­ρεῖ. Μέχρι τὸ θάνα­το κρα­τά­ει τὸ μῖσος.

Νὰ προ­χω­ρή­σου­με καὶ νὰ ἐξε­τά­σου­με πιὸ βαθειὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώ­πων; Ὅλο καὶ νέες ἁμαρ­τί­ες θὰ παρου­σιά­ζον­ται. Τὸ χρέ­ος ὅλο καὶ θ’ αὐξά­νῃ, καὶ ὁ ἀριθ­μὸς τῶν ἁμαρ­τη­μά­των θὰ ξεπε­ρά­σῃ τὰ μύρια τάλαν­τα, θὰ ξεπε­ρά­σῃ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσ­σης. «Ἁμαρ­τιῶν μου τὰ πλή­θη τίς ἐξι­χνιά­σει, ψυχο­σώ­στα Σωτήρ μου;».

Ποῦ εἶνε τώρα ἐκεῖ­νοι, ποὺ λένε καὶ καυ­χῶν­ται, ὅτι δὲν ἔχουν ἁμαρ­τί­ες, καὶ ὅτι εἶνε οἱ καλύ­τε­ροι ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους; Δυστυ­χι­σμέ­νοι! Τοὺς λεί­πει τὸ «γνῶ­θι σαυ­τόν». Τοὺς λεί­πει ἡ γνώ­ση καὶ ἡ συναί­σθη­ση τῶν ἁμαρ­τιῶν τους. Τοὺς λεί­πει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅμως κάθον­ταν νὰ μελε­τή­σουν τὴν ἁγία Γρα­φὴ καὶ γνώ­ρι­ζαν τὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, τίς μικρὲς καὶ μεγά­λες ἐντο­λὲς τοῦ θεί­ου νόμου, καὶ ἐξέ­τα­ζαν τὸν ἑαυ­τό τους, τότε θὰ ἔβλε­παν πόσο πλα­νῶν­ται. Τότε θὰ τρό­μα­ζαν. Καὶ πῶς νὰ μὴν τρο­μά­ξουν;

Πῶς νὰ μὴν τρο­μά­ξου­με ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι; Για­τί ὁ ἄνθρω­πος, ὀσο­δή­πο­τε ἅγιος καὶ νὰ θεω­ρῆ­ται, δὲν μπο­ρεῖ μόνος του νὰ ξοφλή­σῃ τὸ χρέ­ος τῶν ἁμαρ­τιῶν του. Τί λέω; Ὄχι ὅλο τὸ χρέ­ος, ἀλλ’ οὔτε μιᾷ ἁμαρ­τίᾳ ἀπὸ κεῖ­νες, ποὺ θεω­ρεῖ μικρὲς καὶ ἀσή­μαν­τες. Ἑκα­τὸ χρό­νια νὰ ἀσκη­τεύ­ῃς μέσα σὲ μιὰ σπη­λιά, νὰ νηστεύ­ῃς καὶ νὰ κάνῃς χιλιά­δες προ­σευ­χές, δὲν φτά­νουν γιὰ νὰ συγ­χω­ρη­θῇ μιά σου ἁμαρ­τία καὶ μόνο. Ἄν μπο­ροῦ­σε ὁ ἄνθρω­πος μόνος του νὰ σωθῇ, δὲν θὰ ἐρχό­ταν ὁ Χρι­στὸς στὸν κόσμο. Ἦρθε καὶ σήκω­σε στοὺς ὤμους του τίς ἁμαρ­τί­ες ὅλων μας, καὶ μὲ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ ξώφλη­σε τὸ χρέ­ος μας. Οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ εἶνε πιὰ ἐλεύ­θε­ροι καὶ συχω­ρε­μέ­νοι. Ἕνα μόνο ζητά­ει ὁ πολυεύ­σπλα­χνος Κύριος Νὰ δίνου­με καὶ ἐμεῖς συγ­χώ­ρη­σι σ’ ἐκεί­νους ποὺ μᾶς φταῖ­νε. Μᾶς χάρι­σε Ἐκεῖ­νος ἕνα δισε­κα­τομ­μύ­ριο; Ἄς χαρί­σου­με καὶ ἐμεῖς στὸν ἄλλο μιὰ δραχ­μή! Εἶνε δίκαιο καὶ πρέ­πον. Δὲν τὸ κάνου­με; Τότε θὰ μεί­νου­με ἀσυγ­χώ­ρη­τοι. Ποιός θὰ φταίη τότε; Ἐμεῖς καὶ κανεὶς ἄλλος.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek