ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ιη΄ 23 - 35)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι· 30ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· 33οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; 34καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
23 Το καθήκον να συγχωρούμεν αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστον. Δι’ αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθή με ένα βασιλέα, που ηθέλησε να λογαριασθή με τους δούλους του, στους οποίους είχεν εμπιστευθή την διαχείρισιν των οικονομικών του. 24 Εκεί δε που ήρχισε να εξετάζη τους λογαριασμούς, του έφεραν βιαίως έναν, που του χρεωστούσε το τεράστιον πόσον των δέκα χιλιάδων ταλάντων. 25 Επειδή δε δεν είχε να επιστρέψη όσα χρεωστούσε, διέταξε ο κύριός του να πωληθή ως δούλος αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, δια να εξοφληθή έτσι έστω και μέρος από το χρέος. 26 Επεσε τότε κατά γης ο δούλος εκείνος, τον επροσκυνούσε και έλεγε· “Κυριε, δείξε επιείκειαν και μακροθυμίαν εις εμέ και όλα όσα σου χρεωστώ, θα σου τα πληρώσω”. 27 Εφάνη δε σπλαγχνικός ο Κυριος του δούλου εκείνου, τον αφήκεν ελεύθερον και του εχάρισεν όλον το χρέος. 28 Αλλ’ εκείνος ο δούλος όταν εβγήκεν έξω, ευρήκε ένα από τους συνδούλους του, ο όποιος του χρεωστούσε το μηδαμινόν ποσόν των εκατό δηναρίων. Αμέσως τον επιασε και τον επίεζε κατά τον πλέον σκληρόν τρόπον λέγων· Πλήρωσέ μου ο,τι μου χρεωστάς. 29 Επεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος εις τα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγων· Δείξε σε μένα επιείκειαν και μακριθυμίαν και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα. 30 Αυτός δε δεν ήθελε να ακούση τίποτε, αλλά επήγε και τον κατήγγειλε εις τας αρχάς και τον έβαλε εις την φυλακήν, έως ότου πληρώση το χρέος του. 31 Οι άλλοι σύνδουλοί του, όταν είδαν αυτά που έγιναν, ελυπήθηκαν πάρα πολύ και ελθόντες στον κύριόν των του διηγήθηκαν με ακρίβειαν όλα τα γεγονότα. 32 Τοτε εκάλεσε αυτόν ο κύριός του και του είπε· Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιον εκείνο χρέος σου το εχάρισα, διότι με παρεκάλεσες. 33 Δεν έπρεπε και συ να λυπηθής και να ελεήσης τον σύνδουλό σου, όπως εγώ ο Κυριος σου σε ελυπήθηκα και σε ελέησα; 34 Και οργισθείς ο κύριός του τον έβαλε εις την φυλακήν και τον παρέδωκε στους βασανιστάς, δια να τον βασανίζουν, μέχρις ότου εξοφλήση όλον το χρέος του. 35 Ετσι και ο Πατήρ μου ο επουράνιος θα κάμη εις σας εάν δεν συγχωρήτε ο καθένας στον αδελφόν του, με όλην σας την καρδιά, τα πταίσματα, που έχει κάμει απέναντί σας”.
23 Επειδή στη βασιλεία των ουρανών το καθήκον να συγχωρούμε όσους μας έχουν φταίξει είναι απεριόριστο, γι’ αυτό μοιάζει η βασιλεία των ουρανών μ’ έναν επίγειο βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι και αυλικοί του, στους οποίους είχε αναθέσει τη διαχείριση των φόρων και των εισπράξεών του. 24 Κι όταν αυτός άρχισε να κάνει το λογαριασμό, του έφεραν ένα χρεώστη, ο οποίος χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή ένα αμύθητο ποσό. 25 Επειδή όμως αυτός δεν είχε να πληρώσει, διέταξε ο Κύριος να πουληθεί κι αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του όλα όσα είχε, και να πληρωθεί το χρέος. 26 Έπεσε λοιπόν καταγής ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: Κύριε, δωσ’ μου λίγο χρόνο ακόμη, κι όλα όσα χρωστώ θα σου τα πληρώσω. 27 Τότε ο κύριός του τον λυπήθηκε και αισθάνθηκε συμπάθεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο. 28 Όταν όμως βγήκε έξω ο δούλος εκείνος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του χρώσταγε εκατό δηνάρια, δηλαδή ένα μικρό ποσό. Κι αφού τον σταμάτησε, τον πίεζε σκληρά λέγοντας: Εξόφλησέ μου ό,τι μου χρωστάς. 29 Έπεσε λοιπόν στα πόδια του ο συνδούλός του κα τον παρακαλούσε λέγοντας: Περίμενέ με και δώσ’ μου μια παράταση χρόνου, και θα σε πληρώσω. 30 Αυτός όμως δεν ήθελε, αλλά τον επήγε στο δικαστήριο και τον έριξε στη φυλακή έως ότου του πληρώσει ότι χρωστούσε. 31 Όταν όμως είδαν οι άλλοι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πολύ. Κι αφού ήλθαν στον κύριό τους, του διηγήθηκαν όλα όσα συνέβησαν. 32 Τότε ο κύριός του τον προσκάλεσε και του είπε: Δούλε πονηρέ, όλο το χρέος εκείνο, το τόσο μεγάλο, σου το χάρισα, επειδή με παρακάλεσες. 33 Δεν έπρεπε και συ να λυπηθείς και να σπλαχνισθείς το σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σε λυπήθηκα και σου έδειξα έλεος, αν και δεν είμαι σύνδουλός σου αλλά κύριός σου; 34 Και οργισμένος ο κύριός του τον παρέδωσε σ’ αυτούς που βασανίζουν τους φυλακισμένους, για να τον τιμωρούν μέχρι να εξοφλήσει όλα όσα χρωστούσε. 35 Έτσι θα κάνει σε σας και ο επουράνιος Πατέρας μου, στον οποίο λόγω των αναρίθμητων αμαρτιών σας είστε χρεώστες αναρίθμητου χρέους, εάν δεν συγχωρήσετε ο καθένας σας τον αδελφό του όχι με το στόμα σας μόνο αλλά από την καρδιά σας.
23 «Γι᾽ αὐτὸ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶνἔγινε ὁμοία μὲ ἕνα ἄνθρωπο βασιλέα, ποὺ θέλησε νὰ κάνῃ λογαριασμὸ μὲ τοὺς δούλους του. 24 Καὶ ὅταν ἄρχισε νὰ κάνῃ λογαριασμό, τοῦἔφεραν ἕνα ὀφειλέτη δέκα χιλιάδων ταλάντων (ποσοῦ ἀστρονομικοῦ). 25 Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἐξοφλήσῃ, διέταξε ὁ κύριός του νὰ πωληθῆ αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιὰ καὶ ὅλα ὅσα εἶχε, καὶ νὰ ἐξοφληθῇ τὸ χρέος. 26 Τότε ἔπεσε ὁ δοῦλος καὶ τὸν προσκυνοῦσε λέγοντας: “Κύριε, κάνε υπομονὴ γιὰ μένα, καὶ ὅλα θὰ σοῦ τὰ ἐξοφλήσω”. 27 Ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου αἰσθάνθηκε τότε εὐσπλαγχνία καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο, ἀλλὰ καὶ τοῦ χάρισε τὸ δάνειο. 28 Ἀλλ᾽ ὅταν βγῆκεἔξω ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, βρῆκε ἕνα ἀπὸ τοὺς συνδούλους του, ὁ ὁποῖος τοῦ üφειλε ἑκατὸ δηνάρια (μικρὸφειλε ἑκατὸ δηνάρια (μικρὸ συγκριτικὰ ποσό). Καὶ τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἔπνιγε λέγοντας: “Ἐξόφλησέ μου ὅ,τι ὀφείλεις”. 29 Επεσε τότε ὁ σύνδουλός του στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας: “Κάνε υπομονὴ γιὰ μένα, καὶ θὰ σ᾽ ἐξοφλήσω”. 30 Ἀὐτὸς ὅμως δὲν õθελε νὰ τὴν διαπομπεύσῃ, σκέφθηκεθελε, ἀλλὰ πῆγε καὶ τὸνἔρριξε στὴ φυλακή, ἕως ὅτου ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος. 31 Ὅταν δὲ οἱ σύνδουλοί του εἶδαν τὰ συμβάντα, ἀγανάκτησαν πάρα πολύ, καὶ πῆγαν καὶ ἀνέφεραν στὸν κύριό τους ὅλα ὅσα συνέβησαν. 32 Τότε τὸν κάλεσε ὁ κύριός του καὶ τοῦ λέγει: “Δοῦλε κακέ, ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρέος σοῦ χάρισα, ἐπειδὴ μὲ παρακάλεσες. 33 Δὲνἔπρεπε καὶ σὺ νὰ λυπηθῇς καὶ νὰ κάνῃςἔλεος στὸ σύνδουλό σου, ὅπως καὶ ἐγὼ λυπήθηκα καὶἔκαναἔλεος σὲ σένα;”. 34 Ὠργίσθηκε δὲ ὁ κύριός του καὶ τὸν παρέδωσε στοὺς δεσμοφύλακες, ἕως ὅτου τοῦ ἐξοφλήσῃ ὅλο τὸ χρέος. 35 Ετσι καὶ ὁ Πατέρας μου ὁ ἐπουράνιος θὰ κάνῃ σὲ σᾶς, ἐὰν δὲν συγχωρήσετε καθένας στὸν ἀδελφό του ἀπὸ τὶς καρδιές σας τὰ παραπτώματά τους».
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΝΩΜΟΝΟΣ ΟΦΕΙΛΕΤΟΥ
Όπως στην περίπτωση της κιθάρας δεν αρκεί μόνον μια χορδή για να προκληθεί μελωδία, αλλά πρέπει όλες να τις κρούουμε με τον κατάλληλο τρόπο και ρυθμό, έτσι και στην περίπτωση της ψυχικής αρετής δεν αρκεί για τη σωτηρία μας η τήρηση μόνο μίας εντολής του Κυρίου, αλλά πρέπει να τις τηρούμε όλες με ακρίβεια και αυστηρότητα, εάν βέβαια έχουμε διάθεση να επιτύχουμε πραγματική μελωδία.
Έμαθε το στόμα σου να μην ορκίζεται, όπως ορίζει μία εντολή; Έχει ασκηθεί η γλώσσα σου να λέγει σε κάθε περίσταση μονάχα «ναι» και «όχι», όπως ορίζει μία άλλη; Ας μάθει λοιπόν να αποφεύγει και κάθε κακολογία και να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για την εντολή αυτή, επειδή χρειάζεται και περισσότερος κόπος εκ μέρους μας για την εκπλήρωσή της. Και αυτό διότι στην περίπτωση του όρκου χρειαζόταν να υπερνικήσουμε απλώς μία συνήθεια, ενώ στην περίπτωση της οργής χρειάζεται μεγαλύτερος αγώνας, επειδή αυτό είναι πάθος τυραννικό και πολλές φορές παρασύρει όσους δεν έχουν νήψη και τους γκρεμίζει στο βάραθρο της απώλειας.
Υπομείνετε λοιπόν τον εκτεταμένο λόγο μου που θα ακολουθήσει· διότι θα ήταν παράλογο να τραυματίζεστε κάθε μέρα στις αγορές, στα σπίτια σας από φίλους, από συγγενείς, από εχθρούς, από γείτονες, από δούλους, από γυναίκα, από παιδί, από τις ίδιες σας τις σκέψεις και να μη φροντίζετε για τη θεραπεία των τραυμάτων αυτών ούτε μία φορά την εβδομάδα και μάλιστα όταν γνωρίζετε ότι ο τρόπος αυτός της θεραπείας είναι και δωρεάν και ανώδυνος· διότι τώρα δεν κρατώ σίδερο στο χέρι μου, αλλά μεταχειρίζομαι λόγο αντί σιδήρου, λόγο όμως κοπτερότερο από κάθε σίδηρο, ο οποίος αποκόπτει από τη ρίζα τη σήψη της αμαρτίας, χωρίς να προκαλεί πόνο σε εκείνον που πάσχει. Δεν κρατώ φωτιά στο δεξί μου χέρι, αλλά κρατώ διδασκαλία σφοδρότερη και από τη φωτιά, που δε φέρει καυτήρα στην πληγή, αλλά ματαιώνει την εξάπλωση της κακίας και αντί πόνου, παρέχει πολλή ευχαρίστηση στον απαλλασσόμενο από την κακία. Εδώ δεν χρειάζεται χρόνος, δεν χρειάζονται μόχθοι, δεν χρειάζονται χρήματα. Αρκεί μόνο θέληση και θα επιτύχουμε αμέσως όλα όσα έχουν σχέση με την αρετή. Και αν εννοήσουμε την αξίωση του Θεού που μας προστάσσει και νομοθετεί, θα δεχτούμε αρκετή διδασκαλία και προτροπή· διότι δεν σας διδάσκουμε με δική μας έμπνευση, αλλά σας οδηγούμε όλους στον Νομοθέτη. Ακολουθείτε λοιπόν και ακούστε τους θείους νόμους.
Πού λοιπόν ομίλησε ο Κύριος για την οργή και τη μνησικακία; Και σε πολλά άλλα σημεία, αλλά ιδιαιτέρως στην παραβολή αυτή που είπε στους μαθητές για εκείνον τον κακό οφειλέτη, αρχίζοντας κάπως έτσι:
«Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ(:Επειδή στη βασιλεία των ουρανών το καθήκον να συγχωρούμε όσους μας έχουν φταίξει είναι απεριόριστο, γι’ αυτό μοιάζει η βασιλεία των ουρανών μ’ έναν επίγειο βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι και αυλικοί του, στους οποίους είχε αναθέσει τη διαχείριση των φόρων και των εισπράξεών του).
ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ(:Και όταν αυτός άρχισε να κάνει το λογαριασμό, του έφεραν ένα χρεώστη, ο οποίος χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή ένα αμύθητο ποσό. Επειδή όμως αυτός δεν είχε να πληρώσει, διέταξε ο Κύριος να πουληθεί κι αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του όλα όσα είχε, και να πληρωθεί το χρέος. Έπεσε λοιπόν καταγής ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: “Κύριε, δώσε μου λίγο χρόνο ακόμη, κι όλα όσα χρωστώ θα σου τα πληρώσω”. Τότε ο κύριός του τον λυπήθηκε και αισθάνθηκε συμπάθεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο).
Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι· ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον(:Όταν όμως βγήκε έξω ο δούλος εκείνος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του χρώσταγε εκατό δηνάρια, δηλαδή ένα μικρό ποσό. Κι αφού τον σταμάτησε, τον πίεζε σκληρά λέγοντας: “Εξόφλησέ μου ό,τι μου χρωστάς”. Έπεσε λοιπόν στα πόδια του ο συνδούλός του και τον παρακαλούσε λέγοντας: “Περίμενέ με και δώσε μου μια παράταση χρόνου, και θα σε πληρώσω”. Αυτός όμως δεν ήθελε, αλλά πήγε στο δικαστήριο και τον έριξε στη φυλακή, μέχρι να πληρώσει ό,τι του χρωστούσε).
Ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. Οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ (:Όταν όμως είδαν οι άλλοι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πολύ. Κι αφού ήλθαν στον κύριό τους, του διηγήθηκαν όλα όσα συνέβησαν. Τότε ο κύριός του τον προσκάλεσε και του είπε: “Δούλε πονηρέ, όλο το χρέος εκείνο, το τόσο μεγάλο, σου το χάρισα, επειδή με παρακάλεσες. Δεν έπρεπε κι εσύ να λυπηθείς και να σπλαχνισθείς το σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σε λυπήθηκα και σου έδειξα έλεος, αν και δεν είμαι σύνδουλός σου αλλά κύριός σου;” Και οργισμένος ο κύριός του τον παρέδωσε σ’ αυτούς που βασανίζουν τους φυλακισμένους, για να τον τιμωρούν μέχρι να εξοφλήσει όλα όσα χρωστούσε).
Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν(:Έτσι θα κάνει σε σας και ο επουράνιος Πατέρας μου, στον Οποίο λόγω των αναρίθμητων αμαρτιών σας είστε χρεώστες αναρίθμητου χρέους, εάν δεν συγχωρήσετε ο καθένας σας τον αδελφό του όχι με το στόμα σας μόνο, αλλά από την καρδιά σας)»[Ματθ.18,23-35].
Αυτή λοιπόν είναι η παραβολή. Πρέπει όμως να πούμε για ποιον λόγο άρχισε με την αιτιολογία «διὰ τοῦτο» και στη συνέχεια μάς παρουσίασε την παραβολή αυτήν · διότι δεν είπε απλώς «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», αλλά «διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Με ποια αφορμή λοιπόν είναι συνδεδεμένη η παραβολή; Μιλούσε στους μαθητές Του περί ανεξικακίας και τους διαπαιδαγωγούσε και τους δίδασκε ότι πρέπει να συγκρατούμε την οργή και να μη δίδουμε πολλή σημασία στις αδικίες που μας γίνονται από άλλους, λέγοντας τα εξής: «Ἐὰν ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ ἔλεγξον αὐτὸν μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ μόνου· ἐάν σου ἀκούσῃ, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου(:Από το ενδιαφέρον λοιπόν αυτό του Θεού για κάθε χαμένο πρόβατό του διδαχθείτε κι εσείς πώς πρέπει να φέρεστε σε κάθε αδελφό σας που παραπλανήθηκε. Εάν δηλαδή σου φταίξει σε κάτι ο αδελφός σου, πήγαινε και υπόδειξέ του το φταίξιμό του αυτό ιδιαιτέρως, μεταξύ σας εσύ κι εκείνος μόνο, χωρίς να είναι παρών κανένας άλλος. Εάν σε ακούσει και αναγνωρίσει το σφάλμα του, κέρδισες τον αδελφό σου)»[Ματθ.18,15].
Καθώς ο Χριστός συζητούσε με τους μαθητές Του αυτά και άλλα παρόμοια και τους δίδασκε να εμβαθύνουν στα πράγματα, ο Πέτρος, ο κορυφαίος του χορού των αποστόλων, το στόμα των μαθητών, ο στύλος της Εκκλησίας, το στερέωμα της πίστεως, το θεμέλιο της ομολογίας του Χριστιανισμού, ο αλιέας της οικουμένης, ο οποίος ανύψωσε το ανθρώπινο γένος στον ουρανό από τον βυθό της πλάνης, ο ένθερμος σε όλες τις περιστάσεις και γεμάτος παρρησία, περισσότερο μάλλον αγάπη παρά παρρησία, ενώ όλοι σιωπούσαν, αφού προσήλθε στον Διδάσκαλο, λέγει: «Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις;(:Κύριε, πόσες φορές θα μου φταίξει ο αδελφός μου και θα τον συγχωρήσω; Είναι αρκετό ως επτά φορές;)»[Ματθ.18,21].
Ταυτόχρονα και ρωτά και υπόσχεται και πριν λάβει απάντηση, φιλοτιμείται. Επειδή γνώριζε καλώς τη γνώμη του διδασκάλου, ότι δηλαδή κλίνει προς τη φιλανθρωπία, και χαρίζεται προπαντός σε εκείνον που παραβλέπει τις αμαρτίες των πλησίον του και δεν τις κρίνει με αυστηρότητα, επιθυμώντας να φανεί αρεστός στον νομοθέτη, λέγει: «ἕως ἑπτάκις;(:έως επτά φορές;)». Για να μάθεις λοιπόν τώρα τι είναι άνθρωπος και τι είναι Θεός, και ότι η προθυμία του ανθρώπου σε όσο βαθμό και αν ανέλθει συγκρινόμενη προς τη γενναιοδωρία Εκείνου, είναι ευτελέστερη και από τη μεγαλύτερη πτωχεία, και ότι όσο είναι η σταγόνα στο απέραντο πέλαγος, τόση είναι η αγαθότητά μας εν συγκρίσει προς την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, άκουσε τη συνέχεια.
Όταν είπε ο Πέτρος, «έως επτά φορές», και νόμισε ότι επιδεικνύει μεγαλοψυχία, και πλούτο, άκουσε τι απάντηση έλαβε από τον Κύριο: «Οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλ᾿ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά(:Δεν σου λέω έως επτά φορές, αλλά έως εβδομήντα φορές το επτά, δηλαδή αναρίθμητες φορές)»[Ματθ.18,22]. Μερικοί νομίζουν ότι είπε «εβδομήντα επτά», αλλά δεν είναι ορθό. Το «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» είναι σχεδόν πεντακόσια· διότι επτά φορές το εβδομήντα είναι τετρακόσια ενενήντα. Και μη νομίσεις ότι το παράγγελμα αυτό, αγαπητέ μου, είναι δύσκολο· διότι εάν κάποιον που αμάρτησε απέναντι σε σένα, τον συγχωρήσεις μία φορά και δύο και τρεις φορές την ημέρα, και αν ακόμη είναι από πέτρα, και αν αυτός που σε λύπησε είναι αγριότερος και αυτούς τους δαίμονες, δεν θα είναι τόσο αναίσθητος, ώστε να περιπέσει πάλι στα ίδια αμαρτήματα, αλλά αφού σωφρονιστεί από τη συχνή συγχώρηση, θα γίνει καλύτερος και μαλακότερος.
Και εσύ πάλι, εάν είσαι προετοιμασμένος να παραβλέψεις τόσες φορές τα αμαρτήματα που έγιναν σε βάρος σου, αφού ασκηθείς από την πρώτη και δεύτερη και τρίτη συγχώρηση, δεν θα έχεις στο εξής καμία δυσκολία σε αυτού του είδους τη φιλοσοφία, διότι θα έχεις γυμναστεί άπαξ δια παντός, με τη συχνότητα της συγχωρήσεως, να μην πλήττεσαι από τα αμαρτήματα των πλησίον σου. Όταν άκουσε αυτά ο Πέτρος, έμεινε έκθαμβος, φροντίζοντας όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για εκείνους οι οποίοι επρόκειτο να εμπιστευθούν από τον Θεό σε αυτόν ως το μελλοντικό ποίμνιό του.
Για να μην κάνει λοιπόν ο Πέτρος το ίδιο, που έκανε και με τις άλλες εντολές, απέκλεισε εκ των προτέρων από τον εαυτό του οποιαδήποτε ερώτηση. Και τι έκανε με τις άλλες εντολές; Εάν ο Χριστός παρήγγειλε κάτι που φαινόταν ότι περιείχε κάποια δυσκολία, προλάμβανε τους άλλους και ρωτούσε και ζητούσε να μάθει για την εντολή. Και πράγματι όταν προσήλθε ο πλούσιος και ρωτούσε τον Χριστό για την αιώνια βασιλεία και έμαθε τι πρέπει να πράξει για να γίνει τέλειος, και έφευγε λυπημένος για τα χρήματά του, τότε είπε ο Χριστός: «Εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν(:Είναι ευκολότερο μια καμήλα να περάσει από τη μικρή τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά ένας πλούσιος να μπει στη βασιλεία του Θεού)»[Μάρκ.10,25].
Ο Πέτρος τότε, αν και είχε γυμνώσει τον εαυτό του από όλα και δεν είχε πλέον ούτε το άγκιστρο, αλλά είχε εγκαταλείψει και την τέχνη και τη βάρκα, πλησίασε τον Χριστό και του είπε: «Καὶ τίς δύναται σωθῆναι;(:Και ποιος μπορεί να σωθεί, αφού είναι τόσο δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να σωθούν οι πλούσιοι;)»[Μάρκ.10,26]. Και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη ο Πέτρος ποιμένας, είχε ψυχή ποιμένα, και ενώ δεν είχε αναλάβει ακόμη την εξουσία, διατηρούσε τη φροντίδα που άρμοζε σε άρχοντα, μεριμνώντας για ολόκληρη την οικουμένη· διότι εάν ήταν πλούσιος και είχε μεγάλη περιουσία, ίσως μπορούσε κάποιος να πει ότι ζητούσε την πληροφορία αυτήν, διότι φρόντιζε όχι για τους άλλους, αλλά για τον εαυτό του. Τώρα όμως η πτωχεία του τον απαλλάσσει από αυτήν την υποψία και αποδεικνύει ότι φρόντιζε για τη σωτηρία των άλλων και γι’ αυτό ανησυχούσε και διερευνούσε και ήθελε να μάθει από τον Διδάσκαλο την οδό της σωτηρίας.
Για τον λόγο αυτόν και ο Χριστός τον ενθάρρυνε και του έλεγε: «Παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατον, ἀλλ᾿ οὐ παρὰ Θεῷ· πάντα γὰρ δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ (:Στους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, αλλά όχι και στο Θεό· διότι στον Θεό είναι όλα δυνατά. Ο Θεός με τη χάρη Του ενισχύει τους καλοδιάθετους πλουσίους, κι έτσι καθιστά δυνατή και σε αυτούς τη σωτηρία)» [Μάρκ.10,27]· [πρβ. Λουκ.18,27: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν(:Εκείνα που είναι αδύνατο να γίνουν με την ασθενική δύναμη του ανθρώπου, είναι κατορθωτά και δυνατά με τη χάρη και τη δύναμη του Θεού· διότι μόνον ο Θεός μπορεί να λύσει τα δεσμά της καρδιάς κάθε καλοπροαίρετου πλουσίου προς το χρήμα και να τον καταστήσει άξιο της σωτηρίας)»].
Πάλι, όταν ο Χριστός ομιλούσε περί γάμου και γυναίκας και έλεγε ότι «Ἐῤῥέθη δέ· ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ ἀποστάσιον.Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολελυμένην γαμήσει, μοιχᾶται(:Έχει δοθεί ακόμη η εντολή: ‘’Εκείνος που θα χωρίσει και θα διώξει τη γυναίκα του, ας της δώσει έγγραφο διαζυγίου’’. Εγώ όμως σας λέω ότι εκείνος που θα διώξει τη γυναίκα του χωρίς να υπάρχει αιτία μοιχείας, συντελεί στο να γίνει αυτή μοιχαλίδα, εάν συζευχθεί με άλλον. Κι εκείνος που θα νυμφευθεί διαζευγμένη γυναίκα διαπράττει μοιχεία, διότι συνδέεται με γυναίκα που ανήκει σε άλλον)»[Ματθ.5,31-32] και τους συμβούλευε να υποφέρουν όλες τις κακίες των γυναικών πλην της πορνείας, ο Πέτρος, ενώ οι άλλοι σιωπούσαν, πλησίασε τον Χριστό και του λέγει: «Εἰ οὕτως ἐστὶν ἡ αἰτία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός, οὐ συμφέρει γαμῆσαι (:Εάν ο λόγος του διαζυγίου του άνδρα με τη γυναίκα είναι αυτός, και για μία μόνο αιτία επιτρέπεται το διαζύγιο, τότε δεν συμφέρει να προχωρεί κανείς σε γάμο)»[Ματθ.19.10]. Πρόσεχε να δεις και εδώ με πόση διακριτικότητα απέδωσε και την πρέπουσα στον Διδάσκαλο τιμή και φρόντισε και για τη σωτηρία των άλλων, χωρίς και στην προκειμένη περίπτωση να μεριμνά για τον εαυτό του.
Για να μην πει λοιπόν και εδώ κάτι παρόμοιο ο Πέτρος, πρόφθασε ο Κύριος με την παραβολή και αναίρεσε την αντίρρησή του. Για να δείξει λοιπόν ότι πρέπει να είμαστε απεριόριστα συγχωρητικοί απέναντι στους συνανθρώπους μας που με τον ένα ή άλλο τρόπο μάς αδικούν, είπε λοιπόν: «Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ(:Το καθήκον να συγχωρούμε αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστο. Γι’ αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθεί με ένα βασιλέα, που θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους του, στους οποίους είχε εμπιστευτεί την διαχείριση των οικονομικών του)». Ήθελε να δείξει ότι για τούτο λέγει την παραβολή αυτήν, για να μάθεις δηλαδή ότι ακόμη και αν εβδομήντα φορές το επτά την ημέρα συγχωρείς τα αμαρτήματα του αδελφού σου, δεν δύνασαι ακόμη να πεις ότι έπραξες μέγα πράγμα, αλλά απέχεις πολύ και απερίγραπτα από τη φιλανθρωπία του Κυρίου και δεν δίνεις τόσο όσο λαμβάνεις.
Ας ακούσουμε λοιπόν με προσοχή την παραβολή· διότι αν και φαίνεται πως από μόνη της είναι σαφής, έχει όμως κρυμμένο μέσα της και κάποιον ανέκφραστο θησαυρό νοημάτων. «Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ (:Μοιάζει η Βασιλεία του Θεού με έναν επίγειο άνθρωπο βασιλιά, ο οποίος θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι και οι αυλικοί του για τα πεπραγμένα τους)».
Μην προσπεράσεις επιπόλαια την φράση, αλλά φαντάσου, παρακαλώ, το δικαστήριο εκείνο και, εισερχόμενος στη συνείδησή σου, αναλογίσου όσα έχεις πράξει σε όλη σου τη ζωή· και όταν ακούσεις ότι λογαριάζεται με τους δούλους Του, να σκεφθείς ότι εννοεί και βασιλείς, και στρατηγούς, και επάρχους, και πλουσίους και πτωχούς, και δούλους και ελευθέρους και τους πάντες: «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν(:Διότι όλοι μας πρέπει να παρουσιαστούμε οπωσδήποτε μπροστά στο δικαστικό βήμα του Χριστού, φανεροί και ξεσκεπασμένοι, για να αποκομίσει και να απολαύσει ο καθένας, ανάλογα με όσα έπραξε με το σώμα, είτε αγαθά είναι συνολικά τα έργα του αυτά, είτε κακά)»[Β΄Κορ.5,10]. Και αν είσαι πλούσιος, σκέψου ότι θα δώσεις λόγο, πού ξόδεψες τα χρήματα, σε πόρνες ή προς ενίσχυση των πτωχών, πού, σε παρασίτους και κόλακες ή σε εκείνους που είχαν ανάγκη, πού λοιπόν, στην ακολασία ή στη φιλανθρωπία, στις απολαύσεις και την ασωτία και τη μέθη ή στη βοήθεια των καταπιεζομένων;
Και θα σου ζητηθεί να δώσεις λόγο όχι μόνο για τη δαπάνη, αλλά και για την απόκτησή τους. Ποιο δηλαδή από τα δύο, απέκτησες την περιουσία σου με δίκαιους μόχθους ή με την αρπαγή και την πλεονεξία, πώς κληρονόμησες την πατρική σου περιουσία ή κατέστρεψες τα σπίτια των ορφανών και διάρπαξες τις περιουσίες των χηρών; Και όπως εμείς ζητούμε λογαριασμό από τους υπηρέτες μας όχι μόνο για τα έξοδα, αλλά και για τα έσοδα, εξετάζοντας από πού έλαβαν τα χρήματα και από ποια πρόσωπα, και πώς και πόσα, το ίδιο λοιπόν και ο Θεός ζητεί από εμάς ευθύνες όχι μόνο για τη δαπάνη των χρημάτων μας, αλλά και για τον τρόπο της αποκτήσεώς τους.
Και δεν δίνει μόνο ο πλούσιος λόγο, αλλά δίνει και ο πτωχός για τη φτώχειά του. Αν π.χ. υπέμεινε την πτωχεία του με γενναιότητα και ευχαρίστηση, αν δεν αποθαρρύνθηκε, αν δεν δυσανασχέτησε, αν δεν καταφέρθηκε ενάντια στην πρόνοια του Θεού, βλέποντας άλλον να ζει στην απόλαυση και την σπατάλη και αυτός να στερείται των πάντων. Όπως ο πλούσιος θα δώσει λόγο για την ελεημοσύνη, το ίδιο και ο πτωχός εάν επέδειξε υπομονή. Ή μάλλον όχι μόνο για την υπομονή, αλλά και για αυτήν την ελεημοσύνη[πρβλ. Μάρκ.12,42-44: «Καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον πολλά· καὶ ἐλθοῦσα μία χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης(:Και πολλοί πλούσιοι έρριπταν πολλά χρήματα στο κουτί για τους απόρους· Ήρθε όμως μία φτωχή χήρα και έριξε δύο λεπτά, δηλαδή ένα κοδράντη. Κάλεσε τότε ο Ιησούς τους μαθητές Του και τους είπε: “Αληθινά σας λέω ότι η φτωχή αυτή χήρα έριξε περισσότερα απ’ όλους αυτούς που ρίχνουν χρήματα στο θησαυροφυλάκιο· διότι όλοι αυτοί έριξαν απ’ το περίσσευμά τους. Αυτή όμως έριξε από το υστέρημά της και από την τέλεια φτώχειά της όλα όσα είχε, όλη την περιουσία της”)»]· διότι η φτώχεια δεν αποτελεί εμπόδιο προς ελεημοσύνη. Και μάρτυρας η χήρα εκείνη που κατέβαλε τα δύο λεπτά και με τη μικρή εκείνη εισφορά υπερέβαλε, κατά τη μαρτυρία του Κυρίου, εκείνους που κατέβαλλαν πολλά.
Και όχι μόνο πλούσιοι και φτωχοί, αλλά και άρχοντες και δικαστές εξετάζονται με μεγάλη αυστηρότητα, μήπως παραβίασαν το δίκαιο, μήπως έλαβαν τις αποφάσεις τους για τους δικαζόμενους επηρεαζόμενοι από εύνοια ή μίσος, μήπως ψήφισαν παρά τη συνείδησή τους διότι κολακεύτηκαν, μήπως έβλαψαν από μνησικακία ανθρώπους αθώους. Και όχι μόνο οι κοσμικοί άρχοντες, αλλά και όσοι προΐστανται των Εκκλησιών θα λογοδοτήσουν για την εξουσία τους. Και μάλιστα αυτοί είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν πικρές και βαριές ευθύνες. Και πράγματι, ο επιφορτισμένος με την υπηρεσία του λόγου και του κηρύγματος θα εξεταστεί εκεί με μεγάλη ακρίβεια, μήπως είτε από οκνηρία ή από φθόνο παρέλειψε κάτι από αυτά που έπρεπε να πει και απέδειξε με τα έργα του ότι τα ανέπτυξε όλα και δεν απέκρυψε τίποτε από τα ωφέλιμα.
Επίσης, σε εκείνον, στον οποίο έλαχε η Επισκοπή, όπου είναι μεγαλύτερο το αξίωμα, στο οποίο ανήλθε, τόσο μεγαλύτερος θα ζητηθεί λόγος, όχι μόνο για τη διδασκαλία και την προστασία των πτωχών, αλλά και για τις χειροτονίες και για άλλα αναρίθμητα. Και αυτά καθιστώντας φανερά ο απόστολος Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαι(:Να μη θέτεις γρήγορα τα χέρια σου σε κανένα για να τον χειροτονήσεις, ούτε να γίνεσαι συμμέτοχος και συνυπεύθυνος σε ξένες αμαρτίες, τις οποίες είναι επόμενο να διαπράξει αυτός που χειροτονείται ανάξια. Να διατηρείς τον εαυτό σου καθαρό κι από δικές σου αμαρτίες αλλά κι από ξένες)»[Α΄Τιμ.5,22].
Και γράφοντας στους Εβραίους για τους δικούς τους άρχοντες, τους φόβιζε με άλλο τρόπο λέγοντας: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο(:Να υπακούτε και να υποτάσσεστε με προθυμία, χωρίς δισταγμούς και δυσφορίες, στους πνευματικούς προϊσταμένους σας· διότι αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία των ψυχών σας, επειδή θα δώσουν λόγο για σας στον Χριστό. Υπακούετε, λοιπόν, σε αυτούς με προθυμία, ώστε να εκτελούν το έργο αυτό της πνευματικής καθοδηγήσεώς σας με χαρά και όχι με στεναγμούς· διότι το να στενάζουν από τη δική σας απείθεια, είναι επιζήμιο σε σας τους ιδίους, επειδή ο Θεός θα σας τιμωρήσει γι’ αυτό)»[Εβρ.13,17].
Τότε λοιπόν θα δώσουμε λόγο όχι μόνο για πράξεις, αλλά και για λόγους. Καθώς δηλαδή και εμείς όταν εμπιστευτούμε στους δούλους μας χρήματα, ζητούμε από αυτούς λογαριασμό για όλα, έτσι και ο Θεός, ο οποίος μας εμπιστεύτηκε λόγους, θα μας ζητήσει λόγο για τον τρόπο της δαπάνης τους. Μας ζητείται λόγος και εξεταζόμαστε λοιπόν με αυστηρότητα, μήπως δαπανήσαμε αυτά στην τύχη και άσκοπα· διότι τα χρήματα, τα οποία δαπανήθηκαν στην τύχη και άσκοπα, συνήθως δεν βλάπτουν τόσο, όσο ένας λόγος που ειπώθηκε άσκοπα και όχι στην κατάλληλη στιγμή· διότι χρήματα που δαπανήθηκαν άσκοπα προκαλούν πολλές φορές ζημία οικονομική, ενώ λόγος που ειπώθηκε απερίσκεπτα, ανέτρεψε ολόκληρα σπίτια και κατέστρεψε και αφάνισε ψυχές. Και τη χρηματική ζημία είναι δυνατόν να τη διορθώσουμε πάλι, λόγο όμως, ο οποίος μία φορά ειπώθηκε δεν είναι δυνατόν να τον ανακαλέσουμε. Και ότι τιμωρούμαστε για τους λόγους, το λέγει ο Χριστός.
Άκουσέ το, λοιπόν: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ(:Για να καταλάβετε λοιπόν πόσο αυστηρά θα κριθείτε για τα βλάσφημα και συκοφαντικά σας λόγια, σας λέω ότι για κάθε λόγο περιττό και ανώφελο που τυχόν θα πουν οι άνθρωποι, θα δώσουν λόγο γι’ αυτόν την ημέρα της κρίσεως· διότι από τα καλά σου λόγια θα δικαιωθείς, και από τα πονηρά σου λόγια θα καταδικαστείς)»[Ματθ.12,36-37].
Και δεν λογοδοτούμε μόνο για τους λόγους, αλλά και για τα ακούσματα. Π.χ. αν πίστεψες αβασάνιστα ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του πλησίον σου: «Οὐ παραδέξῃ ἀκοὴν ματαίαν. οὐ συγκαταθήσῃ μετὰ τοῦ ἀδίκου γενέσθαι μάρτυς ἄδικος(:Εάν είσαι δικαστής, δεν πρέπει να παραδεχτείς ποτέ επιπόλαια και αναπόδεικτη κατηγορία. Εάν κληθείς ως μάρτυρας, ποτέ δεν πρέπει να έλθεις σε συμφωνία με αυτόν που διέπραξε το αδίκημα, ώστε να γίνεις ψευδομάρτυρας)»[Έξ.23,1]. Και αν οι αποδεχόμενοι ψευδές άκουσμα δεν θα συγχωρηθούν, τότε όσοι διαβάλλουν και κατηγορούν, ποια δικαιολογία θα έχουν;
Και τι λέγω για λόγους και ακούσματα, αφού έχουμε ευθύνες και για τις σκέψεις μας; Και τούτο υπογράμμιζε ο Παύλος, όταν έλεγε: «Ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τι κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλὰς τῶν καρδιῶν, καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ(:Γι’ αυτό μη λέτε ο Παύλος ή ο Απολλώς ή ο Πέτρος είναι ο καλύτερος. Μην κάνετε δηλαδή καμία κρίση πέρα από τον ορισμένο καιρό, μέχρι να έρθει ο Κύριος. Αυτός θα ρίξει άπλετο φως σε αυτά που είναι κρυμμένα τώρα στο σκοτάδι και θα φανερώσει τις εσωτερικές σκέψεις και αποφάσεις των καρδιών. Και τότε τον έπαινο στον καθένα θα τον αποδώσει όχι κάποιος άνθρωπος, αλλά ο Θεός)» [Α΄Κορ.4,5].
Και ο ψαλμωδός Δαβίδ λέγει: «Ὃτι ἐνθύμιον ἀνθρώπου ἐξομολογήσεταί σοι, καὶ ἐγκατάλειμμα ἐνθυμίου ἑορτάσει σοι (:Κανείς τότε δεν θα τολμήσει να ανοίξει το στόμα του· διότι τα σχέδια και οι σκέψεις του κάθε ανθρώπου ακόμη και οι κακές, θα έχουν μεταστραφεί από την πανσοφία Σου, ώστε να υπηρετούν τις θείες Σου βουλές, και θα μετατραπούν σε ύμνους δοξολογίας του ονόματός Σου. Και ό,τι απομείνει ως λείψανο από τις σκέψεις και τις ενθυμήσεις αυτές, θα γίνει αφορμή εορτασμού και εξυμνήσεως της δόξας Σου)» [Ψαλμ.75,11]. Τι εννοεί όταν λέει στον ψαλμό αυτόν ότι «ἐνθύμιον ἀνθρώπου ἐξομολογήσεταί σοι»; Π.χ. εάν ομίλησες προς τον αδελφό σου με δόλο και πονηρή σκέψη, αν δηλαδή τον επαινούσες με το στόμα και τη γλώσσα, και στην ψυχή σου σκεπτόσουν κακά για αυτόν και τον φθονούσες.
Το ίδιο πάλι υπαινισσόταν ο Χριστός, όταν έλεγε ότι τιμωρούμαστε όχι μόνο για τα έργα μας, αλλά και για τις σκέψεις: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸν ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ(: Εγώ όμως σας λέω ότι καθένας που βλέπει οποιαδήποτε γυναίκα έχοντας πονηρή επιθυμία να αμαρτήσει μαζί της, ήδη με την εμπαθή αυτή ματιά του την μοίχευσε μέσα στην καρδιά του και αμάρτησε με την πρόθεση και τη διάθεσή του)»[Ματθ.5,28]. Κοίτα, η αμαρτία δεν έγινε πράξη, αλλά έμενε ακόμη στη διάνοια. Αλλά ούτε σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να μείνει ακατάκριτος ο περιεργαζόμενος τα κάλλη των γυναικών για να ανάψει επιθυμία πορνείας.
Όταν λοιπόν ακούσεις ότι λογαριάζεται με τους δούλους του, μη δεις επιπόλαια τη φράση, αλλά σκέψου όλο το νόημά της και να φανταστείς κάθε ηλικία και των δύο φύλων, και των ανδρών και των γυναικών. Βάλε με τον νου σου πώς θα είναι τότε το δικαστήριο, αναλογίσου όλα τα αμαρτήματα που έχεις κάμει. Και αν μάλιστα εσύ λησμονήσεις κάτι από τα αμαρτήματά σου, ο Θεός δεν θα λησμονήσει ποτέ, αλλά θα τα στήσει όλα εμπρός στους οφθαλμούς μας, αν δεν προλάβουμε να τα εξαλείψουμε τώρα με τη μετάνοια και την εξομολόγηση, και με το να μη μνησικακούμε ποτέ κατά του πλησίον.
Για ποια λοιπόν αιτία θέσπισε τη λογοδοσία για τα λόγια και τις πράξεις μας; Όχι βέβαια επειδή αγνοεί Αυτός(πώς είναι δυνατός να αγνοεί Αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν;-πρβλ. Δαν.Α,42: «Ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος ὁ τῶν κρυπτῶν γνώστης, ὁ εἰδὼς τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν(:Εσύ ο αιώνιος Θεός, ο οποίος γνωρίζεις τα κρυπτά των ανθρώπων, γνωρίζεις τα πάντα και πριν ακόμη γίνουν)», αλλά για να πείσει εσένα τον δούλο ότι δικαίως οφείλεις, ό, τι οφείλεις.
Και περισσότερο όχι για να μάθεις μόνο, αλλά και για να αποπλύνεις τις αμαρτίες σου, να καθαριστείς τελείως και να διορθωθείς· διότι και τον προφήτη για αυτόν ακριβώς τον λόγο τον διέταξε να λέγει τα αμαρτήματα των Ιουδαίων. «Ἀναβόησον ἐν ἰσχύϊ καὶ μὴ φείσῃ, ὡς σάλπιγγα ὕψωσον τὴν φωνήν σου, καὶ ἀνάγγειλον τῷ λαῷ μου τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν καὶ τῷ οἴκῳ Ἰακὼβ τὰς ἀνομίας αὐτῶν(:Φώναξε με όλη σου τη δύναμη, μη λυπηθείς την φωνή σου· ύψωσε και δυνάμωσε την φωνή σου σαν μεγαλόφωνη σάλπιγγα και, πες καθαρά στον λαό μου τα αμαρτήματά τους και στους απογόνους του Ιακώβ τις παρανομίες τους)»[Ησ.58,1].
«Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων(:Και όταν αυτός άρχισε να κάνει το λογαριασμό, του έφεραν ένα χρεώστη, ο οποίος χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή ένα αμύθητο ποσό)»[Ματθ.18,24]. Άραγε πόσα του είχε εμπιστευθεί, αφού κατέφαγε τόσα πολλά; Μεγάλος ο όγκος του χρέους· και δεν ήταν μόνον αυτό το φοβερό, αλλά το ότι τον έφεραν και πρώτο στον Κύριο του. Επειδή εάν μεν τον έφερναν ύστερα από πολλούς άλλους που φάνηκαν συνεπείς, δεν θα ήταν τόσο θαυμαστό το να μη εξοργισθεί ο Κύριος, επειδή η συνέπεια των προηγουμένων οφειλετών θα Τον είχε κάνει ημερότερο προς τους ασυνεπείς που ακολούθησαν· το να φανεί όμως ασυνεπής στις υποχρεώσεις του αυτός πού εισήλθε πρώτος και μολονότι φάνηκε τόσο ασυνεπής, να αντιμετωπιστεί με τόση φιλανθρωπία από τον Κύριό του, αυτό είναι το ιδιαιτέρως θαυμαστό και παράδοξο.
Διότι οι άνθρωποι, όταν βρουν τούς οφειλέτες τους, χαίρονται τόσο πολύ, σαν να βρήκαν ένα θήραμα και κάνουν τα πάντα για να λάβουν πίσω όλο το χρέος. Και αν δεν κατορθώσουν να το λάβουν εξαιτίας της φτώχειας των οφειλετών, τότε εκδηλώνουν την οργή τους για τα χρήματα στο ταλαίπωρο σώμα των δυστυχών και άθλιων εκείνων, βασανίζοντας και κτυπώντας το και υποβάλλοντάς το σε αμέτρητα άλλα μαρτύρια. Ο Θεός όμως αντιθέτως, επινόησε και μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να τον απαλλάξει από τα χρέη· διότι σε μας τους ανθρώπους, ο πλούτος είναι το να απαιτήσουμε τα οφειλόμενα, ενώ για τον Θεό, πλούτος είναι το να συγχωρήσει. Εμείς, όταν λάβουμε πίσω τα οφειλόμενα, τότε γινόμαστε ευπορότεροι, ενώ ο Θεός όταν συγχωρήσει τα αμαρτήματα, τότε κυρίως πλουτίζει· διότι πλούτος του Θεού είναι η σωτηρία των ανθρώπων, όπως λέγει ο Παύλος: «Ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν(:Ο ίδιος Κύριος είναι Κύριος και Θεός όλων, προσφέροντας πλούσιες τις δωρεές Του σε όλους εκείνους, οι οποίοι Τον επικαλούνται)»[Ρωμ.10,12]
Αλλά ίσως κάποιος ειπεί: «Και πώς Αυτός που θέλει να χαρίσει και να συγχωρήσει τα ανομήματα, διέταξε να τον πωλήσουν;» Αυτό ακριβώς είναι που φανερώνει πάρα πολύ την φιλανθρωπία Του. Όμως ας μη βιαζόμαστε, αλλά ας προχωρούμε με την σειρά στην διήγηση της παραβολής: «Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι (:Επειδή αυτός δεν είχε να ξεπληρώσει)»,λέγει. Τι σημαίνει «μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι»; Πάλι επίταση της ασυνέπειάς του· επειδή όταν λέγει ότι «δεν μπορούσε να τα επιστρέψει», δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά ότι ήταν στερημένος κατορθωμάτων και όλων των αρετών και δεν είχε κανένα έργο αγαθό, για να λογαριαστεί στην απαλλαγή των αμαρτημάτων του· διότι λογαριάζονται, οπωσδήποτε λογαριάζονται τα κατορθώματα και οι ενάρετές μας πράξεις για την απαλλαγή των αμαρτημάτων μας, όπως και η πίστη λογαριάζεται στη δικαιοσύνη. «Τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, πιστεύοντι δὲ ἐπὶ τὸν δικαιοῦντα τὸν ἀσεβῆ, λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην(:Σε εκείνον όμως ο οποίος δεν έχει να επιδείξει έργα, πιστεύει όμως στον Θεό, ο Οποίος δίδει δικαίωση και σε αυτόν ακόμη τον ασεβή, εάν μετανοήσει, η πίστη του λογαριάζεται τόσο πολύ, ώστε ο Θεός τον αναγνωρίζει ως δίκαιο για την πίστη του αυτή)»[Ρωμ.4,5].
Και τι λέγω για πίστη και κατορθώματα, αφού και οι θλίψεις μας λογαριάζονται για την εξάλειψη των αμαρτημάτων; Και αυτό το φανερώνει ο Χριστός με την παραβολή του Λαζάρου, παρουσιάζοντας τον Αβραάμ να λέγει προς τον πλούσιο ότι ο Λάζαρος απόλαυσε στη ζωή του τα κακά και γι’ αυτό εδώ βρήκε παρηγορία[βλ.Λουκ.16,25: «Εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι (:Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: “Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη. Ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα απόλαυσε τα κακά της δυστυχίας και της ασθένειας. Τώρα όμως εδώ ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε τότε συνεχώς, ενώ εσύ υποφέρεις και βασανίζεσαι χωρίς διακοπή, όπως αδιάκοπη και συνεχής ήταν η ευτυχία σου πάνω στη γη”)»].
Το λέγει επίσης και ο Παύλος, όταν γράφει προς τους Κορινθίους για τον πόρνο ως εξής: «Παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:Ας παραδώσουμε τον άνθρωπο αυτό στον σατανά αποκόπτοντας τον από την εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να κολασθεί σκληρά το σώμα του και να συνετισθεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού)»[Α΄Κορ.5,5]. Παρηγορώντας επίσης και άλλους που αμάρτησαν έλεγε τα εξής: «Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν (: Διότι εάν ανακρίναμε τον εαυτό μας και τον εξετάζαμε και μετανοούσαμε ειλικρινώς για τα αμαρτήματά μας και έτσι προετοιμασμένοι προσερχόμασταν στο μέγα μυστήριο της Θείας Κοινωνίας με φόβο Θεού, δεν θα καταδικαζόμασταν από τον Θεό· με τέτοιες τιμωρίες όταν λοιπόν τιμωρούμαστε από τον Κύριο με ασθένειες, τιμωρούμαστε παιδαγωγικά από Αυτόν για να διορθωθούμε και να μην κατακριθούμε στην άλλη ζωή μαζί με τον κόσμο που ζει μακριά από τον Θεό)»[Α΄Κορ.11,32].
Και εάν ο πειρασμός και η νόσος και η αδυναμία και ο αφανισμός του σώματος, τα οποία υπομένουμε ακουσίως, χωρίς να τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, μας λογαριάζονται για την εξάλειψη της αμαρτίας, πολύ περισσότερο τα κατορθώματα και οι αρετές, τα οποία πραγματοποιούμε εκουσίως και ασκούμε, και με τη δική μας προσπάθεια, διότι το θέλουμε εμείς και το επιδιώκουμε.
Αυτός όμως ο αχάριστος δούλος της παραβολής αυτής που εξετάζουμε και στερημένος από κάθε αρετή ήταν, και αφόρητο φορτίο αμαρτημάτων είχε· γι’ αυτό λέγει «μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι(:επειδή όμως αυτός δεν είχε να ξεπληρώσει το χρέος του, διέταξε ο Κύριος να πωληθεί)»· αυτό μας φανερώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την φιλανθρωπία του Δεσπότου, ότι και τον κάλεσε να λογοδοτήσει και να πωληθεί διέταξε. Επειδή και τα δύο τα έκαμε ώστε αυτός να μην πωληθεί. Από πού γίνεται αυτό φανερό; Από το τέλος· διότι αν ήθελε να πωληθεί αυτός ο δούλος, ποιος Του το απαγόρευε; Ποιος Τον εμπόδιζε;
Γιατί λοιπόν διέταξε να πωληθεί, αφού δεν επρόκειτο να το κάνει; Με την απειλή του αύξησε τον φόβο για να τον παρακινήσει σε ικεσία· και τον παρακίνησε σε ικεσία, για να λάβει από αυτό αφορμή συγχωρήσεως. Βεβαίως μπορούσε και πριν από την παράκληση να τον απαλλάξει από το χρέος, αλλά δεν το έπραξε για να μην πέσει σε χειρότερα. Μπορούσε και πριν από το λογοθέσιο να δώσει τη συγχώρηση, αλλά για να μη γίνει ωμότερος προς τους συνανθρώπους του, αγνοώντας το πλήθος των δικών του αμαρτημάτων, γι’ αυτό τον βοήθησε πρώτα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του χρέους του, και τότε του το χάρισε όλο· διότι, εάν αφού πρώτα έγινε η λογοδοσία και αποκαλύφθηκε το χρέος και άκουσε την απειλή, και έγινε φανερή η καταδίκη της οποίας ήταν άξιος, φάνηκε τόσο άγριος και σκληρός προς τον σύνδουλό του, σε πόση αγριότητα θα είχε φθάσει, αν τίποτε από αυτά δεν είχε συμβεί; Γι’ αυτό τα έκανε όλα αυτά ο Θεός και τα επιχειρούσε, για να συγκρατήσει και να περιορίσει εκ των προτέρων εκείνη τη σκληρότητα. Εάν όμως με τίποτα από αυτά δεν διορθώθηκε, αίτιος δεν είναι ο διδάσκαλος, αλλά εκείνος που δεν δέχθηκε την διόρθωση.
Ας δούμε όμως πώς προσπαθεί να θεραπεύσει την πληγή. «Πεσὼν οὖν», λέγει, «ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω(:Έπεσε λοιπόν στα πόδια του Κυρίου του ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: “Κύριε, δείξε επιείκεια και μακροθυμία σε εμένα και όλα όσα σου χρωστώ, θα σου τα ξεπληρώσω”)». Και μάλιστα δεν είπε ότι δεν είχε να του τα επιστρέψει· έτσι όμως συνηθίζουν να κάνουν όσοι χρεωστούν· και αν ακόμη δεν μπορούν να επιστρέψουν τίποτε, υπόσχονται, ώστε να απαλλαγούν από τα παρόντα δεινά.
Ας ακούσουμε όσοι ραθυμούμε στην προσευχή, πόση είναι η δύναμη των παρακλήσεων. Αυτός δεν επέδειξε νηστεία, ούτε ακτημοσύνη, ούτε τίποτε παρόμοιο, αλλά αν και ήταν έρημος και γυμνός από κάθε αρετή, επειδή μόνο παρεκάλεσε τον Κύριο, κατόρθωσε να Τον παρακινήσει σε ευσπλαχνία. Ας μην κουραζόμαστε λοιπόν ποτέ να Τον παρακαλούμε με την προσευχή μας· διότι ποιος θα μπορούσε να γίνει αμαρτωλότερος από αυτόν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τόσα ανομήματα, ενώ κατόρθωμα δεν είχε κανένα, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο; Δεν είπε όμως μέσα του «δεν έχω παρρησία, είμαι γεμάτος εντροπή· πώς μπορώ να τον πλησιάσω; πώς μπορώ να παρακαλέσω;», πράγμα που πολλοί επιβαρυμένοι με αμαρτίες το λέγουν, πάσχοντες από διαβολική ευλάβεια. Σου λείπει η παρρησία; Γι’ αυτό πλησίασε, για να αποκτήσεις παρρησία πολλή. Μήπως είναι άνθρωπος αυτός που πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί σου, για να ντραπείς και να κοκκινίσεις; Είναι ο Θεός, που περισσότερο από εσένα θέλει να σε απαλλάξει από τα ανομήματα. Δεν επιθυμείς εσύ τόσο την ασφάλειά σου, όσον Εκείνος ποθεί την σωτηρία σου. Και αυτό μας το δίδαξε με τα ίδια Του τα έργα.
Δεν έχεις παρρησία; Γι’ αυτό ακριβώς θα μπορέσεις να αποκτήσεις παρρησία, επειδή έχεις αυτήν την αίσθηση· διότι η μεγαλύτερη παρρησία είναι το να μη νομίζεις ότι έχεις παρρησία. Όπως ακριβώς η μεγαλύτερη καταισχύνη είναι το να δικαιώνει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Κυρίου· εκείνος είναι ακάθαρτος, έστω και αν είναι ο αγιότερος από όλους τούς ανθρώπους· όπως ακριβώς δίκαιος γίνεται εκείνος που έπεισε τον εαυτό του ότι είναι ο τελευταίος από όλους. Και μάρτυρες για τα λεγόμενα είναι ο Φαρισαίος και ο Τελώνης. Μην απελπιζόμαστε λοιπόν για τις αμαρτίες μας, ούτε να απογοητευόμαστε, αλλά ας προσερχόμαστε στον Θεό, ας γονατίζουμε ενώπιόν Του, ας παρακαλούμε, καθώς έκαμε και αυτός, αφού μέχρι το σημείο αυτό έδειξε τη καλή του διάθεση. Και το ότι δεν έχασε το θάρρος του, και το ότι δεν απελπίσθηκε, και το ότι ομολόγησε τις αμαρτίες του, και το ότι ζήτησε κάποια αναβολή και παράταση, όλα αυτά είναι καλά και φανερώνουν συντριβή διανοίας και ψυχή ταπεινωμένη. Αυτά πού ακολούθησαν όμως δεν είναι όμοια με τα προηγούμενα· διότι όσα συγκέντρωσε με την ικεσία, αυτά τα σκόρπισε όλα σε μία στιγμή με την οργή κατά του πλησίον.
Αλλά ας έλθουμε πρώτα στον τρόπον της συγχωρήσεως· ας δούμε πώς τον απήλλαξαν από το χρέος και από ποια αιτία οδηγήθηκε ο Κύριος σ’ αυτό. «Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου», λέγει, «ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ(:Τότε ο κύριός του τον λυπήθηκε και αισθάνθηκε συμπάθεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο)»[Ματθ.18,27]. Εκείνος ζήτησε αναβολή, αυτός έδωσε συγχώρηση, δηλαδή έλαβε περισσότερο από αυτό που ζήτησε.
Γι’ αυτό και ο Παύλος λέγει: «Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν, κατὰ τὴν δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν(:Στον Θεό, ο οποίος έχει τη δύναμη να κάνει για μας απείρως μεγαλύτερα και περισσότερα από όλα όσα εμείς ζητούμε ή μπορούμε να βάλουμε με το μυαλό μας, και να τα κάνει σύμφωνα με τη δύναμη που ενεργεί μέσα μας για τον αγιασμό και τη σωτηρία μας)»[Εφ.3,20]· διότι ούτε να φανταστείς δεν μπορείς τόσα πολλά, όσα Εκείνος είναι έτοιμος να σου δώσει.Μην ντραπείς λοιπόν, μην κοκκινίσεις· ή μάλλον, να ντρέπεσαι για τις αμαρτίες σου, να μην απελπίζεσαι όμως, ούτε να απομακρυνθείς από την προσευχή, αλλά πλησίασε, έστω και να Του δώσεις την ευκαιρία να επιδείξει την φιλανθρωπία Του με τη συγχώρηση των αμαρτιών σου. Εάν όμως φοβηθείς να Τον πλησιάσεις, τότε εμπόδισες την αγαθότητά Του, συγκράτησες την αφθονία της καλοσύνης Του, όσον βεβαίως εξαρτάται από εσένα.
Ας μη δειλιάζουμε λοιπόν, ούτε να διστάζουμε στις προσευχές. Επειδή, και αν ακόμη πέσουμε σε αυτό το ίδιο το βάραθρο της κακίας, έχει τη δυνατότητα γρήγορα να μας ανασύρει από εκεί. Κανείς προφανώς δεν έκαμε τόσες αμαρτίες, όσες αυτός ο δούλος της παραβολής· διότι πράγματι διέπραξε κάθε είδος πονηρίας· αυτό φανερώνουν τα μύρια τάλαντα. Κανείς δεν ήταν τόσο έρημος από αρετές όσο αυτός· διότι αυτό σημαίνει ότι δεν είχε να πληρώσει το χρέος του. Αλλά όμως αυτόν που είχε προδοθεί από παντού, μπόρεσε να τον σώσει η δύναμη της προσευχής. «Και έχει τόσο μεγάλη δύναμη η προσευχή», θα ειπεί κάποιος, «ώστε να απαλλάξει από την ποινή και την τιμωρία αυτόν που με έργα και με μύριους τρόπους ήλθε σε σύγκρουση με τον Κύριο;». Ναι, άνθρωπε, τόσο μεγάλες δυνατότητες έχει· διότι δεν κατορθώνει αυτή μόνη της τα πάντα, αλλά έχει σύμμαχο και πολύ μεγάλο βοηθό την φιλανθρωπία του δεχόμενου την προσευχή Θεού, η οποία και τα κατόρθωσε όλα στην περίπτωση αυτήν, και κατέστησε ισχυρή την προσευχή. Αυτό λοιπόν υπονοούσε όταν έλεγε «σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ(:αφού λοιπόν τον ευσπλαχνίστηκε τον δούλο Του εκείνον, τον άφησε ελεύθερο και του χάρισε όλο το χρέος)», για να μάθεις ότι μαζί με την προσευχή και πριν από την προσευχή όλα τα έκανε η φιλανθρωπία και η ευσπλαχνία του Κυρίου.
«Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις (:Όταν όμως βγήκε έξω ο δούλος εκείνος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του χρώσταγε εκατό δηνάρια, δηλαδή ένα μικρό ποσό. Και αφού τον σταμάτησε, τον πίεζε σκληρά λέγοντας: ‘’Εξόφλησέ μου ό,τι μου χρωστάς’’)». Άραγε τι θα μπορούσε να υπάρξει αισχρότερο από αυτό; Ενώ η ευεργεσία που ο ίδιος δέχτηκε, ηχούσε ακόμη στην ακοή του, λησμόνησε την φιλανθρωπία και την ευσπλαχνία του Κυρίου. Βλέπεις πόσο μεγάλο αγαθό είναι το να ενθυμείται κανείς τις αμαρτίες του; Διότι και αυτός, εάν τις είχε διαρκώς στη μνήμη του, δεν θα γινόταν τόσο σκληρός και απάνθρωπος. Γι’ αυτό συνεχώς λέγω, και δεν θα παύσω να το λέγω, ότι είναι πάρα πολύ χρήσιμο και αναγκαίο το να κρατούμε διαρκώς στη μνήμη μας όλα μας τα πταίσματα· διότι τίποτε δεν μπορεί να καταστήσει την ψυχή τόσο φιλόσοφη και επιεική και ήπια, όσο η διαρκής μνήμη των αμαρτημάτων.
Γι’ αυτό ο Παύλος κρατούσε στη μνήμη του όχι μόνο τα μετά το λουτρό του βαπτίσματος αμαρτήματα, αλλά και αυτά που προηγήθησαν από αυτό, μολονότι βεβαίως είχαν εξαφανιστεί ολότελα. Εάν όμως εκείνος κρατούσε στη μνήμη του τα αμαρτήματά του πριν από το βάπτισμα, πόσο μάλλον εμείς πρέπει να μη λησμονούμε όσα έχουμε διαπράξει και μετά το βάπτισμα· διότι με τη διατήρησή τους στην μνήμη μας, όχι μόνο τα εξαφανίζουμε, αλλά και προς όλους τους ανθρώπους θα συμπεριφερόμαστε με περισσότερη επιείκεια, και τον Θεό θα Τον υπηρετήσουμε με μεγαλύτερη αφοσίωση, αφού μαθαίνουμε πολύ καλά και κατανοούμε με την ανάμνησή τους την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του.
Αυτό το πράγμα όμως εκείνος δεν το έκαμε, αλλά ξεχνώντας το μέγεθος των οφειλών του, λησμόνησε και την ευεργεσία. Και αφού λησμόνησε την ευεργεσία, έγινε κακός με τον σύνδουλό του και με την κακία πού έδειξε σ’ εκείνον έχασε όλα όσα κέρδισε από τη φιλανθρωπία του Θεού. «Κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις(:Αμέσως τον έπιασε και τον πίεζε κατά τον πλέον σκληρό τρόπο λέγοντας: ‘’Πλήρωσέ μου ό,τι μου χρωστάς’’)». Δεν είπε: «Δώσε μου πίσω τα εκατό δηνάρια που μου χρωστάς», επειδή ντρεπόταν το ασήμαντο του χρέους, αλλά «ό,τι οφείλεις».
«Πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι(:Έπεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος στα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγοντας· Δείξε σε μένα επιείκεια και μακροθυμία και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα)»[Ματθ.18,29]. Με τα ίδια λόγια, πού βρήκε και εκείνος τη συγχώρηση προηγουμένως, με τα ίδια και αυτός αξιώνει να σωθεί. Εκείνος όμως από την υπερβολική του σκληρότητα ούτε με αυτά τα λόγια κάμφθηκε, ούτε σκέφθηκε ότι ο ίδιος με τα λόγια αυτά σώθηκε. Και όμως, και αν ακόμη τον συγχωρούσε, ούτε έτσι θα ήταν εκδήλωση φιλανθρωπίας και ευσπλαχνίας, αλλά απλώς οφειλή και χρέος· διότι εάν το έκανε αυτό πριν γίνει η λογοδοσία και πριν ληφθεί εκείνη η απόφαση και απολαύσει τόσο μεγάλη ευεργεσία, το γεγονός θα μπορούσε να αποδοθεί στη δική του μεγαλοψυχία.
Τώρα όμως, μετά από τόσο μεγάλη δωρεά και άφεση τόσων πολλών αμαρτημάτων, ήταν πλέον υποχρεωμένος να φερθεί στον σύνδουλό του με ανεξικακία, σαν κάποια αναγκαία οφειλή. Αλλά όμως ούτε αυτό έκαμε, ούτε σκέφθηκε πόση ήταν η διαφορά της αφέσεως την οποία και αυτός απήλαυσε και που έπρεπε να δείξει στο σύνδουλό του· διότι όχι μόνο στο ποσό των οφειλών, ούτε στο αξίωμα και το κύρος των προσώπων, αλλά και σε αυτόν τον ίδιο τον τρόπο θα μπορούσε κανείς να δει μεγάλη διαφορά. Επειδή εκείνα μεν ήσαν δέκα χιλιάδες τάλαντα, ενώ αυτά ήσαν μονάχα εκατό δηνάρια. Και αυτός μεν που όφειλε και του χαρίστηκαν τα δέκα χιλιάδες τάλαντα, προσέβαλε και αυθαδίασε εμπρός στον Κύριο του, ενώ ο οφειλέτης των εκατό δηναρίων αμάρτησε προς έναν σύνδουλό του· αυτός επομένως, αφού είχε ευεργετηθεί, είχε υποχρέωση να χαρίσει και αυτός το χρέος στον σύνδουλό του· ενώ ο Κύριος τον είχε απαλλάξει από όλο το χρέος χωρίς να δει να γίνεται εκ μέρους του κάποιο μικρό ή μεγάλο αγαθό.
Δεν έβαλε όμως τίποτε από αυτά στο νου του, αλλά εντελώς τυφλωμένος από την οργή τον έπιασε από το λαιμό και τον έκλεισε στην φυλακή. Βλέποντας αυτά όμως οι σύνδουλοί του, λέγει η Γραφή, αγανάκτησαν· και τον καταδικάζουν πριν από τον Κύριο οι σύνδουλοι, για να μάθεις πόσο ήμερος είναι ο Κύριος. Όταν ο Κύριός του τα άκουσε αυτά, τον κάλεσε και λογαριάζεται πάλι μαζί του, και δεν αποφασίζει έτσι απλώς την καταδίκη, αλλά προηγουμένως δικαιολογείται. Και τι λέγει; «Δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με (:Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιο εκείνο χρέος σού το χάρισα, διότι με παρεκάλεσες)»[Ματθ.18,32].
Ποιος θα μπορούσε να δείξει μεγαλύτερη καλοσύνη από αυτήν του Κυρίου; Όταν του όφειλε τα μύρια τάλαντα, ούτε καν με λόγο τον λύπησε, ούτε πονηρό τον απεκάλεσε, αλλά μόνο διέταξε να πωληθεί· και αυτό, για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Όταν όμως έγινε κακός στον σύνδουλό του, τότε οργίζεται και θυμώνει· για να μάθεις ότι ευκολότερα συγχωρεί τα αμαρτήματα που έγιναν απέναντι σε Αυτόν, παρά αυτά πού έγιναν στους συνανθρώπους μας. Και δεν το κάνει μόνο εδώ αυτό, αλλά και σε άλλη περίπτωση. «Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ», λέγει, «ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου(:Κάθε προσβολή λοιπόν εναντίον των αδελφών μας είναι αξιόποινη. Γι’ αυτό, εάν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο κι εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου για κάποια αδικία που του έκανες, άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα και συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε, αφού συνδιαλλαγείς, έλα και πρόσφερε το δώρο σου, διότι μόνο τότε αυτό θα γίνει δεκτό από τον Θεό)»[Ματθ.5,23-24]. Βλέπεις πως προτιμά παντού τα δικά μας από τα δικά Του και δεν θεωρεί τίποτε ανώτερο από την ειρήνη και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο;
Και αλλού πάλι: «Ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι(:Εγώ όμως σας λέω ότι εκείνος που θα διώξει τη γυναίκα του χωρίς να υπάρχει αιτία μοιχείας, συντελεί στο να γίνει αυτή μοιχαλίδα, εάν συζευχθεί με άλλον. Κι εκείνος που θα νυμφευθεί διαζευγμένη γυναίκα γίνεται μοιχός)»[Ματθ.5,32]. Και με τον Παύλο νομοθέτησε έτσι: «Εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ᾿ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω αὐτήν(:Και στους υπόλοιπους εγγάμους λέω το εξής, το οποίο δεν όρισε βέβαια απευθείας ο Κύριος, αλλά το ορίζω εγώ ως απόστολος Του: Εάν κανείς χριστιανός αδελφός έχει γυναίκα άπιστη, την οποία νυμφεύτηκε πριν πιστέψει, και αυτή δέχεται με την καρδιά της να κατοικεί μαζί του, ας μην την αφήνει, αλλά ας εξακολουθεί να την έχει σύζυγο)»[Α΄Κορ.7,12]. «Εάν πορνεύσει», λέγει, «να την διώξεις· εάν όμως είναι άπιστη απέναντι σε εμένα τον Θεό, μην την διώξεις· εάν δηλαδή αμαρτήσει σε εσένα, χώρισέ την· εάν αμαρτήσει σε Εμένα, κράτησέ την».
Έτσι και εδώ όταν αμάρτησε τόσο πολύ απέναντι σε Αυτόν, τον συγχώρησε· όταν όμως αμάρτησε στον σύνδουλό του με λιγότερα και μικρότερα αμαρτήματα από αυτά που αμάρτησε στον Κύριό του, δεν τον συγχώρησε, αλλά τον τιμώρησε αυστηρά. Και εδώ μεν τον απεκάλεσε πονηρό, ενώ εκεί ούτε καν με λόγια δεν τον λύπησε. Γι’ αυτό και εδώ προστίθεται και τούτο, ότι οργίστηκε και τον παρέδωσε στους βασανιστές· ενώ όταν του ζητούσε να απολογηθεί για τα μύρια τάλαντα, τίποτε παρόμοιο δεν πρόσθεσε, για να μάθεις ότι εκείνη μεν η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα οργής, αλλά φροντίδας που απέβλεπε στη συγχώρηση· αυτή λοιπόν η προς τον σύνδουλό του αμαρτία ήταν που τον εξόργισε τόσο πολύ.
Άραγε τι θα μπορούσε λοιπόν να υπάρξει χειρότερο από την μνησικακία, αφού ανακαλεί και την ήδη αποφασισμένη φιλανθρωπία του Θεού, και αυτό που δεν κατόρθωσαν να προκαλέσουν τα αμαρτήματα, αυτό κατορθώνει να το προκαλέσει η οργή για την αδικία σε βάρος του πλησίον; Μολονότι έχει γραφτεί ότι «ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ(:διότι ο Θεός, όταν δίνει τα χαρίσματα και όταν εκλέγει και καλεί, ως αλάθητος και πάνσοφος που είναι, δεν κάνει λάθος και είναι γι’ αυτό τα χαρίσματά Του αμετάκλητα και αμετακίνητα)»[Ρωμ.11,29]. Πώς λοιπόν εδώ μετά την ανακοίνωση της δωρεάς, μετά την εκδήλωση της φιλανθρωπίας, ανεκλήθη πάλι η απόφαση; Εξαιτίας της μνησικακίας· ώστε δεν θα έσφαλλε κάποιος αν ονόμαζε αυτή πιο φοβερή από κάθε αμαρτία· διότι όλες οι άλλες κατέστη δυνατόν να βρουν συγχώρηση, ενώ αυτή όχι μόνον δεν μπόρεσε να επιτύχει συγνώμη, αλλά και τις άλλες, που είχαν αφανισθεί ολότελα, τις ανανέωσε πάλι.
Ώστε η μνησικακία είναι διπλό κακό, διότι και καμία απολογία δεν έχει ενώπιον του Θεού, και τα υπόλοιπα αμαρτήματα μας, και αν ακόμη συγχωρηθούν, πάλι τα ανακαλεί και τα στρέφει εναντίον μας· πράγμα το οποίο έκανε και εδώ στην προκειμένη περίπτωση. Επειδή τίποτε, τίποτε δεν μισεί και δεν αποστρέφεται τόσο ο Θεός, όσο έναν άνθρωπο που είναι μνησίκακος και διατηρεί την οργή του. Αυτό μας το έδειξε εδώ ιδιαιτέρως, αλλά και στην προσευχή που μας παρέδωσε παρήγγειλε να λέγουμε έτσι: «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν(:Και συγχώρησε τα βαρύτατα χρέη μας, δηλαδή τις αναρίθμητες αμαρτίες μας, όπως και εμείς συγχωρούμε εκείνους, οι οποίοι είναι οφειλέτες απέναντί μας εξαιτίας των αδικημάτων που μας έκαμαν)»[Ματθ.6,12].
Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, και αφού γράψουμε την παραβολή αυτή στις καρδιές μας, όταν έλθουν στον νου μας όσα έχουμε πάθει από τους συνδούλους μας, ας αναλογισθούμε και αυτά που και εμείς έχουμε κάνει στον Κύριο· και με τον φόβο των δικών μας αμαρτημάτων, θα μπορέσουμε να απομακρύνουμε γρήγορα τον θυμό για τα ξένα παραπτώματα. Εάν πρέπει να ενθυμούμαστε αμαρτήματα, μόνον τα δικά μας πρέπει να ενθυμούμαστε· διότι εάν κρατήσουμε στη μνήμη τα δικά μας, ποτέ δεν θα δώσουμε σημασία στα ξένα· όπως ακριβώς εάν λησμονήσουμε τα δικά μας, εύκολα εκείνα θα εισχωρήσουν στους λογισμούς μας. Πράγματι, και αυτός εάν είχε κρατήσει στη μνήμη του τα μύρια τάλαντα, δεν θα θυμόταν τα εκατό δηνάρια· επειδή όμως τα λησμόνησε εκείνα, γι’ αυτό έπιασε από το λαιμό τον συνδούλο του, και θέλοντας να απαιτήσει τα ολίγα, ούτε αυτό επέτυχε, αλλά επέσυρε στην κεφαλή του και τον όγκο των μυρίων ταλάντων.
Γι’ αυτό θα τολμούσα να ειπώ ότι η μνησικακία είναι η φοβερότερη από όλες τις αμαρτίες· ή μάλλον δεν το λέγω αυτό εγώ, αλλά ο Χριστός το φανέρωσε με την παραβολή αυτή· διότι αν δεν ήταν φοβερότερη από μύρια τάλαντα, εννοώ από τα αναρίθμητα αμαρτήματα, δεν θα ανακαλούσε εξαιτίας της και εκείνα. Τίποτε λοιπόν ας μη φροντίζομε τόσο, όσο το να καθαριζόμαστε από την οργή και το να συμφιλιωνόμαστε προς εκείνους που είναι δυσαρεστημένοι μαζί μας, γνωρίζοντας πως ούτε η κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, θα μπορέσει να μας βοηθήσει εκείνη την ημέρα. Όπως πάλι εάν νικήσουμε αυτήν την αμαρτία, έστω και αν έχουμε μύρια πλημμελήματα, θα μπορέσουμε να επιτύχουμε κάποια συγνώμη. Και δεν είναι δικός μας ο λόγος, αλλά του ίδιου του Θεού, ο οποίος πρόκειται να μας κρίνει· διότι όπως είπε εδώ, ότι «Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν»[Ματθ.18,35], έτσι και αλλού λέγει: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος(:Εάν όμως δεν συγχωρήσετε τους ανθρώπους που αμάρτησαν απέναντί σας, ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τις δικές σας αμαρτίες προς Αυτόν)»[Ματθ.6,15].
Για να έχουμε λοιπόν και εδώ γαλήνια και ήρεμη ζωή και εκεί να επιτύχουμε συγχώρηση και άφεση, ας προσπαθούμε και ας φροντίζουμε να συμφιλιωνόμαστε με όσους εχθρούς έχουμε· διότι έτσι και τον Κύριό μας θα συμφιλιώσουμε μαζί μας, και τα μέλλοντα αγαθά θα επιτύχουμε, των οποίων είθε όλοι να αξιωθούμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-decem-millium-talentorum-debitore.pdf
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 26, σελίδες 18-35.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 30, σελ. 86-104.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΑΣ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 30-8-1992]
(Β267)
Πάντοτε, αγαπητοί μου, στις ανθρώπινες σχέσεις θα υπάρχουν διαφορές. Και πολλές φορές ο ένας θα είναι ο αδικών και ο άλλος ο αδικούμενος. Και ἐν στενῇ και ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Και τίθεται το ερώτημα: Το πώς θα μπορούν αυτές οι σχέσεις να αποκαθίστανται, πράγμα πολύ αναγκαίον για την ομαλή συνύπαρξη των ανθρώπων. Πώς αλλιώς παρά με την ανεξικακία ή με την αμνησικακία, να μην θυμάται κανείς την κακία του άλλου, που εκφράζονται με την εκ βάθους καρδίας συγχωρητικότητα. Κι αν συμβαίνουν, υποτίθεται, απεριόριστες προστριβές, πόσο μπορεί να ισχύει αυτή η συγχωρητικότητα; Απεριόριστα. Αρκεί φυσικά, ο αδικών, ο πταίων, να ζητά συγνώμη.
Κατά την εβραϊκή αντίληψη, η συγνώμη, έστω και αν εζητείτο, περισσότερο περιορίζετο ωστόσο στις τρεις φορές. Εννοείται την ημέρα. Όχι σε όλη του τη ζωή. Την ημέρα. Και ο Απόστολος Πέτρος κάποτε άκουσε τον Κύριο να λέγει: «᾿Εὰν δὲ ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ ἔλεγξον αὐτὸν· ἐάν σου ἀκούσῃ, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου». Δηλαδή υποτίθεται ότι τον συγχωρείς. Και όχι μόνον αυτό αλλά τον κερδίζεις κιόλας. Και με μεγαλοψυχία ο απόστολος Πέτρος νόμιζε ότι αν ξεπερνούσε το εβραϊκόν όριον -αυτό το οποίον υπήρχε, δεν ήταν γραμμένο στην Παλαιά Διαθήκη, όχι, υπήρχε ως αντίληψις εις τους Εβραίους, ήτο διδασκαλία των Ραββίνων· ερωτά λοιπόν τον Κύριον: «Κύριε, έως επτά φορές εάν αμαρτήση σε μένα ο αδελφός μου, θα τον συγχωρήσω;». Θα επαναλάβω· την ημέρα 7 φορές. Και ο Κύριος του απαντά: «Όχι επτά φορές, όπως νομίζεις, αλλά έως εβδομηκοντάκις επτά». Δηλαδή εβδομήντα φορές το επτά. Δεν είναι 7×7= 49=490. Αλλά σημαίνει: Είπες επτά; Εγώ σου λέω εβδομήντα φορές το επτά. Είναι έκφρασις που δείχνει το απεριόριστον. Όσες φορές και αν αμαρτήσει ο αδερφός σου, κι έρθει και σου ζητήσει συγνώμη, οφείλεις να τον συγχωρήσεις. Προσέξτε. Οφείλεις να τον συγχωρήσεις.
Και για να εδραιώσει ο Κύριος αυτήν την σπουδαιοτάτην ηθικήν θέσιν, που καθορίζει τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ των, είπε την παραβολή των μυρίων ταλάντων και του χρεώστου δούλου, που ακούσαμε, αγαπητοί μου, στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.
Πώς άρχισε ο Κύριος τον λόγο Του, για να δείξει τη μεγάλη αυτή αλήθεια της συγχωρητικότητος; Είπε: «Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν…». «Γι΄αυτό τον λόγο έμοιασε η βασιλεία των ουρανών…». Και ακολουθεί η παραβολή. Πολύ συχνά ο Κύριος αναφέρεται σε αυτή τη φράση. Δηλαδή περίπου στερεότυπη. Όπως: «Τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν; –«Με τι να την παρομοιάσω τη Βασιλεία των Ουρανών;»- ή «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». «Έμοιασε, μοιάζει η βασιλεία των ουρανών», κλπ. Αυτό το «Τίνι ὁμοιώσω», «με τι να την παρομοιάσω τη βασιλεία του Θεού», δείχνει την προσπάθεια του Κυρίου να μεταφέρει μια ουράνια πραγματικότητα πάνω στη Γη. Έχει πει ο Κύριος επτά παραβολές, αποτελούν μία δέσμη αυτές οι επτά παραβολές, κι όλες αρχίζουν έτσι: «Τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;»· που δείχνει ότι αυτές οι επτά παραβολές δεν είναι τίποτε άλλο παρά επτά πτυχές μιας πραγματικότητος. Της βασιλείας του Θεού. Αλλά η Βασιλεία του Θεού ή η Βασιλεία των ουρανών είναι μια ουρανία πραγματικότητα. Ενώ εδώ στη Γη ζούμε μέσα σε μια γήινη πραγματικότητα. Αυτή η μεταφορά -γι΄αυτό λέει ο Κύριος «Τίνι ὁμοιώσω»- αυτή η μεταφορά ουρανίων πραγμάτων σε γήινες πραγματικότητες, με ποια γλώσσα θα γίνει; Ποια είναι η γλώσσα που θα μιλήσουμε; Και ποια αυτή η γλώσσα θα μπορεί να μεταφέρει αυτές τις ουράνιες πραγματικότητες; Είναι δύσκολο. Είναι αδύνατον. Λέει ο απόστολος Παύλος, που είδε ουράνια πράγματα, ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφέρει κανείς τα ουράνια πράγματα εδώ στη Γη. Δεν υπάρχει περιγραφή. «Οὐκ ἐξὸν ἐστίν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Δεν είναι δυνατόν, εκφεύγουν, η περιγραφή ουρανίων πραγμάτων, δεν μπορεί να μεταφερθεί. Κι όμως αυτή η μεταφορά είναι ανάγκη να γίνει. Και πώς γίνεται; Γίνεται με παρομοιώσεις. Η γλώσσα των παρομοιώσεων. Γι΄αυτό λοιπόν μία παραβολή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία παρομοίωσις, παρά μία εικόνα, ένας τρόπος να εκφραστούμε για πράγματα ανέκφραστα, μέσα στον χώρο των γηίνων πραγματικοτήτων. Και εν προκειμένω έχομε την παραβολή που ακούσαμε σήμερα.
Η παραβολή, μιλώντας γενικά τώρα, θα ήθελα να το γνωρίζετε ότι έχει το μειονέκτημα της απουσίας ορισμού. Πώς να ορίσεις; Ουράνια πράγματα ορίζονται; Τι είναι η Βασιλεία του Θεού, ορίζεται; Τι υπάρχει στη Βασιλεία του Θεού, ορίζεται; Δεν ορίζεται. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να χρησιμοποιηθεί ορισμός. Το λέει η λέξις. Ορίζω. Ορίζω θα πει βάζω όρια. Αλλά η Βασιλεία του Θεού δεν ορίζεται, δεν έχει όρια. Δεν μπορεί να μπει λοιπόν μέσα στα καλούπια ορίων. Γι΄αυτό και δεν ορίζεται. Είναι γνωστό, και μάλιστα κατ΄ επιστήμην ομιλούντες, ότι όταν θέλομε να δώσομε ακριβή περιγραφή ενός πράγματος, δίδομε ορισμόν. Εάν δεν δώσομε ορισμόν, δεν μιλάμε κατ’ επιστήμην. Το ξέρομε αυτό το πράγμα. Αυτό λοιπόν είναι ένα μειονέκτημα, ότι απουσιάζει ο ορισμός. Αλλά εκ της φύσεως των πραγμάτων, δεν είναι δυνατόν, όπως είπαμε, να τεθεί ορισμός. Κι έτσι μιλάμε με πολλές παρομοιώσεις, με πολλές εικόνες. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα· διότι μπορούμε να δούμε με πολλούς τρόπους, πολλές πτυχές ενός πράγματος και συνεπώς έχομε έναν πλούτον ερμηνευτικόν. Είναι πάρα πολύ σπουδαίο αυτό. Έτσι έχομε το μειονέκτημα του ορισμού, της απουσίας του ορισμού, έχομε όμως το πλεονέκτημα μιας πληθωρικής ερμηνείας. Γι΄αυτό βλέπετε που λέμε, όταν ερμηνεύομε το Ευαγγέλιο, ένας πατήρ το ερμηνεύει έτσι, άλλος το ερμηνεύει έτσι, άλλος το ερμηνεύει έτσι. Τι σημαίνει αυτό; Αντιφάσεις; Ελλείψεις; Όχι. Ουράνιες πραγματικότητες ερμηνεύομε. Συνεπώς έχομε τη δυνατότητα να πούμε πάρα πολλά πράγματα. Τόσα πολλά, επιτρέψατέ μου να σας το πω, ανεξαντλήτως. Όσο σκάβεις, βρίσκεις. Ναι. Όσο ερευνάς, γνωρίζεις.
Έτσι, στην παραβολή που ακούστηκε, που είπαμε σήμερα, ευαγγελική περικοπή, εδώ ξεδιπλώνεται σ’ αυτήν την παραβολή των μυρίων ταλάντων, μία πτυχή της βασιλείας των Ουρανών· που είναι η συγχωρητικότης και η αμνησικακία. Έχομε εδώ μία ωραία και βαθιά αποκάλυψη του πνεύματος της Βασιλείας του Θεού. Τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Η Βασιλεία του Θεού είναι αγάπη. Τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Είναι ελπίδα. Τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Είναι η θέα του προσώπου του Χριστού. Τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Η συγχωρητικότης και ανεξικακία. Κ.ο.κ. Βλέπετε λοιπόν ότι εδώ η παραβολή αυτή δίδει σε μία πτυχή, το πνεύμα της Βασιλείας του Θεού. Και πρέπει ακόμη να πούμε ότι η Βασιλεία του Θεού έχει δύο σκέλη. Μία, ενιαία είναι. Μία είναι, το ξαναλέγω. Έχει δύο σκέλη. Το ουράνιον σκέλος και το γήινον σκέλος. Το ουράνιον σκέλος είναι οι ουράνιες πραγματικότητες. Το γήινο σκέλος είναι εδώ στη Γη. Και ξέρετε τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Ω, αν ξέραμε! Ξέρομε. Αλλά ποτέ δεν το σκεφθήκαμε. Είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία μέσα στην Ιστορία είναι η Βασιλεία του Θεού, στο γήινον σκέλος.
Αλλά τα δύο σκέλη κρατούν ένα σώμα. Μία είναι η Βασιλεία του Θεού. Αυτός που είμαι εδώ, στο γήινο σκέλος της Βασιλείας του Θεού, αυτός θα είμαι και εκεί. Δεν μπορώ να είμαι κάτι διαφορετικό εδώ και κάτι διαφορετικό εκεί. Γι΄αυτό, αν φύγω άγιος, θα ζήσω εν αγιότητι στη Βασιλεία του Θεού. Αν δεν φύγω άγιος, αλλά μοχθηρός, κακοήθης, παραβάτης των εντολών του Θεού κλπ., δεν μπορώ να μπω στη Βασιλεία του Θεού. Δεν είναι δυνατόν. Γιατί δεν μπήκα ήδη στη γηίνη πραγματικότητα. Δεν μπήκα στα μυστήρια της Εκκλησίας, μέσα στην πνευματική ζωή, στη ζωή του Αγίου Πνεύματος, εν Χριστώ Ιησού. Ή μέσα στη ζωή του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι. Δεν μπήκα. Δεν μπορώ λοιπόν να μπω, ούτε σε εκείνη την ουράνια πραγματικότητα.
Με τι λοιπόν ωμοιώθη η Βασιλεία των Ουρανών; «Ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ». «Με κάποιον βασιλέα άνθρωπον, που θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους του». Να του δώσουν λογαριασμό, πού βρίσκονται στα οικονομικά. Πράγματι και ενώ εδίδετο ο λόγος, βρέθηκε κάποιος δούλος, μας λέγει η παραβολή, ο οποίος χρωστούσε στο αφεντικό του, στον κύριό του μύρια τάλαντα! Ο αριθμός μύρια, όπως θα γνωρίζετε είναι ο δέκα χιλιάδες(10.000). Συνεπώς μύρια τάλαντα σημαίνει ένα ποσόν 10.000 ταλάντων. Πρέπει όμως ευθύς εξαρχής να πούμε ότι στην παραβολή αυτή βλέπομε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει να δώσει λόγο στον Θεό για τα πεπραγμένα του. Είναι μία μεγάλη αλήθεια, είναι μία μεγάλη πραγματικότης, που δυστυχώς διαφεύγει σε πολλούς χριστιανούς μας. Όσο για κείνους που μιλάνε για ελευθερία, μία ελευθερία κατασκεύασμα του δικού τους του μυαλού, λένε ότι… «αφού είμαι ελεύθερος, γιατί θα πρέπει να δώσω λόγο των πεπραγμένων μου; Διότι αυτό θα πει είμαι ελεύθερος. Δεν έχω λόγο να δώσω λόγο πουθενά. Ούτε σε ανθρώπους ούτε στον Θεό». Αλλά θα βρεθούν προ εκπλήξεως οι άνθρωποι αυτοί, όταν αντιληφθούν ότι η έννοια της ελευθερίας δεν είναι όπως αυτοί νόμισαν, δίδοντες μία διάσταση φιλοσοφική. Αλλά όπως την νοεί την ελευθερία ο λόγος του Θεού. Έτσι η κρίσις του Θεού, αγαπητοί μου, είναι μία φοβερή πραγματικότητα. Και είναι η κρίσις τόσο προσωπική, όσο και γενική. Ο καθένας που φεύγει από τον παρόντα κόσμον, κρίνεται. Και όταν έλθει ο Χριστός, θα κριθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα, στη γενική κρίση.
Και τότε εμφανίζεται, όπως λέγει η περικοπή, ένας οφειλέτης μυρίων ταλάντων. Δεν ξέρω αν γνωρίζετε τι ήταν το τάλαντο. Ήταν το μεγαλύτερο νόμισμα, το οποίον δεν είχαν μόνον οι Έλληνες, είχαν κι άλλοι λαοί και ήταν τριών ποιοτήτων. Ήταν το χρυσούν τάλαντον, ήταν το αργυρούν, ήταν και το χαλκούν. Μάλιστα όταν ο Τωβίτ στέλνει τον γιο του στους Ράγους της Μηδίας, με ένα παλιό χρέος ενός φίλου, θα του έδινε λοιπόν το χρέος αυτό, γιατί ήταν κάποια τάλαντα. Το τάλαντο το χρυσούν ήταν βεβαίως κι εκείνο που είχε τη μεγαλύτερη αξία. Είχε πολύ βάρος. Ήτο ασήκωτο. Και η αξία ενός χρυσού ταλάντου, αττικού ταλάντου, αττικού -σας είπα τον Τωβίτ, για να σας πω ότι και στην Ανατολή χρησιμοποιούσαν το τάλαντο· το αττικό τάλαντο ήταν… όχι αρχαιολογική αξία, αλλά πραγματική, εις χρυσόν, ήτο, παρακαλώ, διακόσιες σαράντα χρυσές λίρες Αγγλίας. Ήταν το τάλαντο το αττικόν. Μύρια τάλαντα σημαίνει δύο εκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες χρυσές λίρες Αγγλίας! Με την πραγματική αξία, τη σημερινή. Αυτό δείχνει πόσο χρεώστης ήταν αυτός ο άνθρωπος έναντι του Θεού.
Ναι. Το χρέος είναι οι αμαρτίες. Γι’ αυτό λέμε στην Κυριακή προσευχή: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν», και άφησέ μας, δηλαδή συγχώρεσέ μας, δηλαδή να διαγράψεις, τι; Τὰ ὀφειλήματα. «Ὀφείλημα» θα πει χρέος. Να διαγράψεις τα χρέη μας. Και τα οφειλήματα αυτά είναι, οφειλήματα παραβάσεων και οφειλήματα παραλείψεων. Τι παρέβην και τι έπρεπε να κάνω και δεν το έκανα. Πόσο βαθύ σκοτάδι αγαπητοί μου υπάρχει σε πολλούς που νομίζουν ότι είναι αθώοι απέναντι του Θεού! «Εγώ», λέει, «εγώ δεν έχω αμαρτίες». Κι αν βέβαια κάποιες ειπωθούν… «Και τι είναι αυτό; Όλοι οι άνθρωποι κάνουν αυτό, κάνουν εκείνο». Φοβερό πράγμα, φοβερόν! Το χρέος μένει ανεξόφλητον. Κάποτε είχα πει…, πολλές φορές το έχω πει, δεν πειράζει αν γρήγορα γρήγορα το ξαναπώ εν παρενθέσει, ότι το χρέος μεγαλώνει απέναντι στον Θεό, γιατί είναι ο Θεός. Ανάλογα με το πρόσωπο είναι και η εκτίμηση του χρέους. Δηλαδή· για να το καταλάβομε… Τι είπαμε είναι το χρέος; Παράβασις. Και ακόμη τι είναι; Παράλειψις. Να πάρω μία παράβαση εντολής. Παραβαίνω μία εντολή. Εάν σε ένα μικρό παιδί δώσω ένα χαστούκι, δεν έχει και πολλή σημασία αυτό. Θα κλάψει αυτό, το πολύ να μου διαμαρτυρηθούν οι γονείς του. Αν δώσω το ίδιο χαστούκι στον Δήμαρχο της πόλεως, το πράγμα διαφέρει. Εάν δώσω στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ένα χαστούκι δημοσίως, το πράγμα ακόμη διαφέρει. Εάν τώρα κάνω μία προσβολή στον Θεό, πόση είναι η προσβολή; Όσο είναι το πρόσωπον. Ο Θεός είναι άπειρος και η προσβολή είναι άπειρος. Ο Θεός είναι αιώνιος και η προσβολή είναι αιώνιος.
Λέει κάποιος, ερωτά ο Ιερός Χρυσόστομος, λέει κάποιος: «Καλά, εγώ αμάρτησα για ένα λεπτό, και θα τιμωρούμαι αιώνια;». Ναι. Γιατί; Γιατί σε Εκείνον που αμάρτησες, είναι άπειρος και αιώνιος. Για να καταλάβομε, γιατί με το ποσόν αυτό ο Κύριος θέλει να δείξει πως ο κάθε άνθρωπος είναι χρεώστης. Και μη λέμε, αγαπητοί μου, εκείνο το παραμύθι κυριολεκτικά του διαβόλου παραμύθι, ότι δεν έχομε αμαρτίες και ότι δεν κάνομε τίποτα και ότι είμεθα αθώοι άνθρωποι. Έτσι, ποιος μπορεί να εξοφλήσει αυτόν τον όγκον του χρέους; Ένας μόνον. Ο Θεός. Όπως εδώ έρχεται ο δούλος και τον παρακαλεί τον Κύριό του: «Κύριε», λέει, «μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ», «μακροθύμησε σε μένα, θα σου το εξοφλήσω». Τι θα εξοφλήσεις, άνθρωπε; Τι θα εξοφλήσεις; Δούλος είσαι και δεν είναι δυνατόν να δουλεύεις για να δίνεις χρήματα στο αφεντικό. Δούλος είσαι. Τι θα κάνεις; Ένας το ξόφλησε το χρέος για τον καθένα μας. Ο Ιησούς Χριστός. Λέει στους Κολοσσαείς ο Απόστολος Παύλος: «Καὶ ὑμᾶς, νεκροὺς ὄντας ἐν τοῖς παραπτώμασι –νεκροί στα παραπτώματα–, συνεζωοποίησεν ὑμᾶς σὺν αὐτῷ –μαζί με τον Χριστόν, ο Πατήρ μας εζωοποίησε–, χαρισάμενος ἡμῖν πάντα τὰ παραπτώματα –μας χάρισε όλα μας τα παραπτώματα– ἐξαλείψας τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον -Ξέρετε ότι το χρέος είναι με ένα χειρόγραφο, με μία συναλλαγματική, με ένα συμβόλαιο, με ένα χαρτί. Με ένα χαρτί, που λέμε «σε τυλίγει σε μία κόλλα χαρτί ο δανειστής σου». Χειρόγραφον χρέους. Ε, λέγει, μας το εξάλειψε αυτό– προσηλώσας αὐτὸ –Ποιο; Το χειρόγραφο προσηλώσας, το κάρφωσε– τῷ σταυρῷ». Εκεί το χρέος. Σαν να είναι ο δανειστής στον οποίον χρωστάμε και να μας πει: «Το βλέπεις; Στο χέρι μου το κρατάω. Μου χρωστάς. Το βλέπεις;». Και να πάει μπροστά στα μάτια μας να το σχίσει. Αυτό θα πει το κάρφωσε πάνω εις τον σταυρό. Εκπληκτικόν.
Και μη έχων ο δούλος να εξοφλήσει το χρέος στην παραβολή, τι κάνει ο κύριος; Δεν είχε. «Ἐκέλευσεν πραθῆναι». «Διέταξε να πουληθεί». «Να πουληθεί», λέει, «η γυναίκα, του…-έτσι εγίνετο στην αρχαιότητα. Το υλικό της παραβολής είναι παρμένο από την αρχαιότητα και από την πραγματικότητα-, τα παιδιά του, ό,τι είχε και δεν είχε και να προσμετρηθεί». Ξέρετε πόσο κόστιζε ένας δούλος; Πάμφθηνος. Η γυναίκα δε ακόμα πιο φθηνή. Λοιπόν; Τι να εξοφλήσεις άνθρωπε; Και τι γίνεται τώρα; Εν τω μεταξύ ο δούλος πωλούμενος… κι αυτός ακόμη θα επωλείτο ο δούλος για να εισπράξει το αφεντικό το χρέος που του όφειλε. Τι σήμαινε; Ότι θα υφίστατο αλλοτρίωσιν. Θα αλλοτριώνετο από τον κύριόν του. Τι θα πει αυτό; Αυτή η αλλοτρίωσις είναι η αιωνία κόλασις. Σε πουλάει το αφεντικό. Σε διώχνει ο Θεός. Όταν σε διώχνει ο Θεός, πού θα πας; Πού αλλού; Δεν υπάρχει πουθενά αλλού, παρά η κόλασις. Αυτή η αλλοτρίωσις.
Ο δούλος είδε ότι δεν υπάρχει σωτηρία. «Πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος –Και τον παρακαλούσε, Μακροθύμησε– λέει-σε μένα». Έπεσε, γονάτισε κάτω. Και το αφεντικό: «Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος…». Τι ωραίες εικόνες! Είναι μία απλή πράξη αιτήσεως μακροθυμίας· που είπε ο δούλος: «Μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ». Και αυτό όλο επέφερε την αλλαγή, την εξόφληση του χρέους. «Λυπήσου με». «Στα χαρίζω». «Λυπήσου με». «Στα χαρίζω!». Αυτό δείχνει περίτρανα ότι η μετάνοια και η αίτησις συγχωρήσεως, αγαπητοί μου, μας απαλλάσσει από την αιώνια καταδίκη.
Αλλά ας προσέξομε και κάτι ερμηνευτικό. Όταν ο Κύριος λέγει «ἐκέλευσεν πραθῆναι», διέταξε να πουληθεί, αυτό εκφράζει το πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης. Διότι «πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν». Παρέβης; Θα τιμωρηθείς. Αντίθετα το «σπλαχνισθείς» εκφράζει το πνεύμα της Καινής Διαθήκης. Αυτά βέβαια ως προς τις σχέσεις ανθρώπου-Θεού. Μένουν όμως και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Και σημειώνει η παραβολή: «Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος…». Μόλις βγήκε από τον χώρο, το γραφείο του αφεντικού, κατεβαίνει τα σκαλοπάτια βρίσκει έναν σύνδουλό του. «Α, έλα εδώ, έλα εδώ. Μου χρωστάς 100 δηνάρια». Εκατό δηνάρια… δύο λίρες. «Έλα δω. Ξόφλησέ μου το χρέος που μου οφείλεις». Εκεί βάζει τη λέξη: «Ἒπνιγεν αὐτὸν». Αυτό που λέμε στη γλώσσα μας: «Με έπνιξε ο δανειστής μου». Αυτό είναι κυριολεξία. Δεν είναι μεταφορικό. Διότι ο δανειστής έβαλε τον αντίχειρα, το μεγάλο δάχτυλο, εδώ στο καρύδι του χρεοφειλέτου και το ζουλούσε το δάχτυλό του και κυριολεκτικά τον έπνιγε. «Δώσ’ μου αυτά που μου χρωστάς». «Ἒπνιγεν αὐτὸν». «Σε παρακαλώ», του λέει, «μακροθύμησε σε μένα, θα σου τα πληρώσω». Τι είναι 100 δηνάρια; Δύο λίρες. Ε, εύκολο είναι. «Όχι· τώρα!». Και τον έβαλε στη φυλακή. Είδαν τη συμπεριφορά αυτή οι άλλοι σύνδουλοι, τρόμαξαν και πήγαν και διασάφησαν εις τον κύριόν των αυτά που είδαν και άκουσαν. Τότε βέβαια ο κύριος εκάλεσε τον δούλον και του λέει: «Δούλε αχρείε και πονηρέ, εγώ σου χάρισα τόσο υπέρογκο ποσόν, εσύ δεν μπορούσες να μακροθυμήσεις εις τον σύνδουλόν σου;». Εδώ όμως δείχνει την πελώρια διαφορά των όσων χρεωστούμε στον Θεό και των όσων μας χρωστούν οι άλλοι άνθρωποι σε μας. Εντούτοις, ενώ το ποσόν είναι μικρό… δηλαδή τι θα πει; Άνθρωπος και άνθρωπος. Μου δίνουν ένα σκαμπίλι… αυτό που σας είπα το παράδειγμα προηγουμένως. Το ίδιο είναι με το σκαμπίλι που θα δώσω στον Θεό και θα Τον προσβάλλω; Είναι μικρό πράγμα, είναι πολύ μικρό. Εντούτοις, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, για να μπορούμε να συγχωρήσουμε τους άλλους ανθρώπους για εκείνα τα οποία μας έχουν κάνει. Πολύ δε παραπάνω όταν μας ζητούν επίμονα τη συγνώμη.
Το συμπέρασμα της παραβολής; Ω, το συμπέρασμα της παραβολής το εξάγει ο ίδιος ο Κύριος: «Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν –Έτσι θα σας κάνει και ο Πατέρας μου ο επουράνιος–, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν». «Εάν δεν αφήσετε», λέει, «τα αμαρτήματα των άλλων από την καρδιά σας, με την καρδιά σας».
Αγαπητοί μου, ο Θεός απεκάλυψε το πνεύμα της βασιλείας Του. Αλλά οι άνθρωποι δεν συμμορφώνονται με αυτό. Και τίθεται το ερώτημα: Μας συμφέρει; Να μην συμμορφωθούμε; Δεν θα μπούμε στη Βασιλεία του Θεού. Μας συμφέρει; Κι αν υποτεθεί ακόμη ότι ο Θεός παρά ταύτα μας συγχωρούσε, κι αν δεν συγχωρούσαμε τους άλλους ανθρώπους, εμείς, θα είχαμε ειρήνη, ερωτώ, θα είχαμε ειρήνη στην ψυχή μας, και οι σχέσεις μας θα ήταν αγαθές με τον πλησίον μας; Όχι. Μας συμφέρει; Όχι. Μήπως δημιουργεί αυτοτιμωρία ένας που δεν συγχωρεί και αυτοβασανίζεται; Και αυτοτιμωρείται; Μας συμφέρει; Όχι. Έτσι λοιπόν, δεν μας συμφέρει. Διότι ούτε ο Θεός μας συγχωρεί, ούτε αγαθές σχέσεις μπορούμε να έχουμε, να αναπτύξουμε με τους άλλους ανθρώπους, αν δεν μάθουμε να ζητούμε τόσο τη συγχώρηση του Θεού, όσο και να δίδομε συγχώρηση εις τους άλλους ανθρώπους. Εμπρός λοιπόν, αγαπητοί μου, εμπρός λοιπόν, ας μάθομε να συγχωρούμε απεριόριστα. Και εύκολο είναι και μας συμφέρει.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_539.mp3
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Δ (Κυριακοδρόμιο Α΄)
Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἄφηνε τὴν τελευταία Του πνοὴ στὸ σταυρό, ἀκόμα καὶ τὴ στιγμὴ αὐτὴ τῆς ἐπιθανάτιας ἀγωνίας Του, προσπαθοῦσε νὰ κάνει καλὸ στοὺς ἀνθρώπους. Δὲ σκεφτόταν τὸν ἑαυτό Του. Στοὺς ἀνθρώπους ἦταν ὁ νοῦς Του, γι’ αὐτὸ καὶ παράδωσε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα μαθήματα ποὺ ἔδωσε ποτὲ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ διδασκαλία Του γιὰ τὴ συγχώρηση. «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ ́ 34).
Ποτὲ ὡς τότε δὲν εἶχαν ἀκουστεῖ τέτοια λόγια στοὺς τόπους ἐκτέλεσης. Ἀντίθετα μάλιστα, ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν καταδικαστεῖ σὲ θάνατο μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, εἴτε ἀθῶοι ἦταν εἴτε ἔνοχοι, συνήθως ἐπικαλοῦνταν θεοὺς καὶ ἀνθρώπους γιὰ ἐκδίκηση. «Ἐκδικηθεῖτε», ἦταν ὁ λόγος ποὺ ἀκουγόταν συχνὰ μπροστὰ στὸ ἰκρίωμα καὶ δυστυχῶς ἀκούγεται ὡς τίς μέρες μᾶς ἀπὸ τοὺς μελλοθάνατους, ἀκόμα κι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προτοῦ θανατωθοῦν κάνουν το σταυρό τους.
Ὁ Χριστός, προτοῦ παραδώσει τὴν τελευταία Του πνοή, συγχώρεσε ὅλους ἐκείνους ποὺ τὸν βασάνισαν, τὸν μυκτήρισαν καὶ τὸν θανάτωσαν. Προσευχήθηκε στὸν οὐράνιο Πατέρα Τοῦ νὰ τοὺς συγχωρέσει, ἀλλὰ προχώρησε ἀκόμα παραπέρα. Τοὺς δικαιολόγησε, βρῆκε ἐλαφρυντικὸ γι’ αὐτούς. Εἶπε, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι.
Γιατί ἐπανέλαβε ἰδιαίτερα ὁ Κύριος τὴ διδαχὴ Τοῦ γιὰ τὴ συχώρεση, τὴν ὥρα ποὺ βρισκόταν πάνω στὸ σταυρό; Ἀπὸ τὸ τεράστιο πλῆθος τῶν διδαχῶν ποὺ ἔκανε ἐνόσω ζοῦσε, γιατί διάλεξε αὐτὴν κι ὄχι κάποια ἄλλη νὰ προφέρουν τὰ ἅγια χείλη Του, στὸ τέλος ἀκριβῶς τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του; Ἀναμφίβολα ἐπειδὴ ἤθελε ἡ διδασκαλία του αὐτὴ νὰ παραμείνει στὴ μνήμη ὅλων, νὰ λειτουργήσει σὰν παράδειγμα πρὸς μίμηση. Στὸ πάθος τοῦ πάνω στὸ σταυρό, σ’ αὐτὸ τὸ μεγαλειῶδες πάθος ποὺ ξεπερνᾶ κάθε μεγαλεῖο, ποὺ ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τοὺς βασιλιᾶδες καὶ τοὺς κριτὲς τῆς γῆς, πάνω ἀπὸ σοφοὺς καὶ διδασκάλους, ἀπὸ πλούσιους καὶ φτωχούς, ἀπὸ κοινωνικοὺς ἀναμορφωτὲς κι ἐπαναστάτες, ὁ Κύριος Ἰησοῦς μὲ τὸ παράδειγμα τῆς συχώρεσης ἔβαλε τὴ σφραγῖδα στὸ εὐαγγέλιό Του. Ἔδειξε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο πῶς χωρὶς συχώρεση οὔτε οἱ βασιλιᾶδες μποροῦν νὰ κυβερνοῦν οὔτε οἱ δικαστὲς νὰ κρίνουν, οἱ σοφοὶ δὲν μποροῦν νὰ εἶναι σοφοί, οὔτε οἱ διδάσκαλοι νὰ διδάσκουν. Δὲν μποροῦν οἱ πλούσιοι κι οἱ φτωχοὶ νὰ ζοῦν ὡς ἄνθρωποι κι ὄχι σὰν ἄλογα ζῶα, δὲ γίνεται ὁ πυρετός των ἐπαναστατῶν κι ἀναμορφωτῶν νὰ εἶναι χρήσιμος. Πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ Χριστὸς ἤθελε μὲ τὴ διδαχή Του αὐτὴ νὰ δείξει πῶς, χωρὶς συγχωρητικότητα, οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν οὔτε νὰ κατανοήσουν τὸ εὐαγγέλιό Του, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ τὸ ἐφαρμόσουν.
Ὁ Κύριος ξεκίνησε τὴ διδασκαλία του μὲ λόγια γιὰ τὴ μετάνοια καὶ τὴν τέλειωσε μὲ λόγια γιὰ τὴ συχώρεση. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ σπόρος, ἡ συχώρεση εἶναι ὁ καρπός. Ὁ σπόρος δὲν ἔχει καμιὰ ἀξία ἂν δὲν καρποφορήσει. Καμιὰ μετάνοια δὲν ἔχει ἀξία χωρὶς συχώρεση.
Τί θὰ ἦταν ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων χωρὶς συχώρεση; Ἕνα θηριοτροφεῖο, τοποθετημένο στὴ μέση του θηριοτροφείου τῆς φύσης. Τί ἄλλο θὰ ἦταν ὅλοι οἱ νόμοι τῶν ἀνθρώπων στὴ γῆ παρὰ ἁλυσίδες ἀφόρητες, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ συχώρεση νὰ τίς μαλακώσει;
Θὰ μποροῦσε μιὰ γυναῖκα ν’ ἀποκαλεῖται μητέρα ἂν δὲν εἶχε συχώρεση, ἢ ἕνας ἀδερφὸς νὰ ὀνομάζεται ἀδερφός, ὁ φίλος φίλος, ἢ ὁ χριστιανὸς χριστιανός; Ὄχι! Ἡ συχώρεση εἶναι ἡ καρδιὰ κι ἡ ρίζα ὅλων αὐτῶν τῶν τίτλων. Ἄν δὲν ὑπῆρχαν οἱ λέξεις «συχώρεσέ με» καὶ «νὰ σαι συχωρεμένος», ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων θὰ ἦταν ἀβάσταχτη, ἀνυπόφορη. Δὲν ὑπάρχει σοφία στὸν κόσμο ἱκανὴ νὰ δημιουργήσει τάξη καὶ νὰ ἐπιβάλει τὴν εἰρήνη, χωρὶς τὴν ἐφαρμογὴ τῆς συχώρεσης. Οὔτε ὑπάρχουν σχολεῖα ἢ ἄλλα ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα ἱκανὰ νὰ μεταδώσουν στοὺς ἀνθρώπους τὴ μεγαλοψυχία καὶ τὴν εὐγένεια, χωρὶς νὰ ἐφαρμόσουν τὴν πρακτική της συχώρεσης.
Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο ἡ κοσμικὴ γνώση ἂν δὲν μπορεῖ μὲ κανέναν τρόπο νὰ συγχωρέσει τὸν πλησίον του, νὰ τοῦ πεῖ ἕνα καλὸ λόγο ἢ νὰ τοῦ ρίξει μιὰ γλυκιὰ ματιά; Τίποτα ἀπολύτως. Τί θὰ χρησιμεύσουν στὸν ἄνθρωπο ἑκατοντάδες μπουκάλια λάδι μπροστὰ στὸ καντήλι, ἂν κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἔχει νὰ μαρτυρήσει τὴ συχώρεση μιᾶς τοὐλάχιστον ταπεινωτικῆς προσβολῆς; Τίποτα ἀπολύτως.
Ἄν γνωρίζαμε πόσα μᾶς συγχωροῦνται σιωπηρὰ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀλλὰ κι ἀπὸ ἀνθρώπους, θὰ τρέχαμε μὲ ντροπὴ νὰ συγχωρέσουμε τοὺς ἄλλους. Πόσα ἀπρόσεχτα ἀλλὰ καὶ προσβλητικὰ λόγια βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα μας, στὰ ὁποῖα ἡ ἀπάντηση ποὺ δεχτήκαμε εἶναι ἡ σιωπή; Πόσα ἄγρια βλέμματα ρίχνουμε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεί; Πόσες ἀνάρμοστες πράξεις κάνουμε, σὲ πόσες απαράδεκτες ἐνέργειες προβαίνουμε; Κι οἱ ἄνθρωποι τὰ προσπερνοῦν ολ’ αὐτά, δὲν ἐφαρμόζουν τὸ «οφθαλμόν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος». Καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴ συχώρεση τοῦ Θεοῦ; Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκῆ λόγια νὰ τὴν ἐκφράσουν. Γιὰ νὰ περιγράψει κανεὶς τὰ ἀμέτρητα βάθη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγχωρητικότητας τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται λόγος θεϊκός. Καὶ τέτοιος εἶναι ὁ λόγος ποὺ μᾶς δίνει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ποιός θὰ μποροῦσε στὸν οὐρανὸ ἢ στὴ γῆ νὰ μᾶς ἐξηγήσει καλύτερα καὶ νὰ μᾶς περιγράψει τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ, ἂν ὄχι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ προαιώνιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; «Οὐδεὶς ἐπιγινώσκει… τόν πατέρα εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ὁ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι» (Ματθ. ἰα’ 27).
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς φανέρωσε τὴν ἀμέτρητη συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ στὴν παραβολὴ τοῦ δούλου ἐκείνου ποὺ εἶχε μεγάλο χρέος. Πῆρε ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ ἀπό τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ὅταν τὸν ρώτησε πόσες φορὲς θά ‘πρεπε νὰ συγχωρεῖ τίς προσβολὲς τοῦ ἀδελφοῦ του: «ἕως ἐπτάκις;» Στὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ Κύριος ἀπάντησε μ’ αὐτὰ τὰ πολὺ σημαντικὰ λόγια: «οὐ λέγω σοὶ ἕως ἐπτάκις, ἀλλ’ ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. ἰη’ 22). Προσπάθησε νὰ συγκρίνεις τίς δυὸ αὐτὲς προτάσεις καὶ θὰ διαπιστώσεις τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Πέτρος, ὅταν ρώτησε το Διδάσκαλό Του «ἕως ἐπτάκις;», νόμιζε πῶς εἶχε φτάσει στὰ ἀνώτατα ὅρια τῆς συγχωρητικότητας. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ὅμως ἦταν: ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά! Καὶ σὰ νὰ μή του φάνηκε ἀρκετὸ ἀκόμα κι αὐτὸ τὸ μέτρο, πρόσθεσε μετὰ καὶ τὴν ἀκόλουθη παραβολή, γιὰ νὰ ξεκαθαρίσει καλύτερα τὰ πράγματα.
«Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅς ἠθέλησε συνάραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ» (Ματθ. ἰη’ 23). Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν προσφέρεται γιὰ περιγραφή, οὔτε μὲ λόγια οὔτε μὲ χρώματα. Ἡ ὁμοιότητά της μπορεῖ ν’ ἀπεικονιστεῖ μόνο μέσα σὲ περιορισμένη ἔκταση, μὲ ὅρους αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ παραβολές, ἐπειδὴ εἶναι οὐσιαστικὰ ἀδύνατο νὰ ἐκφράσει μὲ ἄλλα μέσα πράγματα ποὺ δὲν ἀνήκουν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τὸν κόσμο αὐτὸν τὸν ἔχει παραμορφώσει καὶ ἀμαυρώσει ἡ ἁμαρτία. Δὲν ἔχασε ἐντελῶς ὅμως τὴν ὁμοιότητά του μὲ τὸν ἄλλο κόσμο, τὸν ἀληθινό. Ὁ κόσμος αὐτὸς δὲν εἶναι ἀντίγραφο τοῦ ἄλλου, σὲ καμιά περίπτωση. Εἶναι ἁπλᾶ μιὰ χλωμὴ εἰκόνα καὶ σκιά του. Ἑπομένως ἀνάμεσα στοὺς δύο κόσμους μποροῦμε νὰ κάνουμε σύγκριση ὅπως ἀνάμεσα σὲ κάτι ἀληθινὸ καὶ στὴ σκιά του.
Κάποιος βασιλιᾶς ἀποφάσισε νὰ κανονίσει τοὺς λογαριασμοὺς τοῦ μὲ τοὺς δούλους του, ποὺ ἦταν ὀφειλέτες του. Ἕνας βασιλιᾶς δὲν εἶναι ποτὲ ὀφειλέτης στοὺς δούλους του, ἐκεῖνοι τοῦ χρωστᾶνε. «Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἰς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων» (Ματθ. ἰη’ 24). Ἕνα τάλαντο ἰσοδυναμεῖ μὲ διακόσιες σαράντα χρυσὲς λίρες. Δέκα χιλιάδες τάλαντα ἀνέρχονται σὲ περίπου δυόμισυ ἔκατομμύρια χρυσὲς λίρες. Αὐτὸ ἦταν ἕνα τεράστιο ποσὸ ἀκόμα καὶ γιὰ μιὰ χώρα, ὄχι γιὰ ἕνα δοῦλο. Τί σημασία ἔχει αὐτὸ ὅμως; Τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τῶν ὀφειλῶν μᾶς πρὸς Αὐτόν, εἶναι πολὺ μεγαλύτερο. Ὅταν ὁ Κύριος μιλάει γιὰ τὴν ὀφειλὴ τοῦ δούλου πρός το βασιλιᾶ, ἐννοεῖ τίς ὀφειλές μας στὸ Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπισημαίνει πόσο μεγάλο εἶναι τὸ ὀφειλόμενο ποσό, ποὺ ὅμως σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων.
«Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι» (Ματθ. ἰη’ 25). Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τόσο ὁ ρωμαϊκὸς ὅσο κι ὁ ἰουδαϊκὸς νόμος (Ἔξ. καὶ 2, Λευϊτ. κέ’ 39), προέβλεπαν νὰ πουλιοῦνται σκλάβοι οἱ πτωχευμένοι ὀφειλέτες, μαζὶ μὲ τίς οἰκογένειές τους. Ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφὴ πῶς μιὰ χήρα ἔκραζε στὸν προφήτη Ἐλισαῖο: «Ὁ δοῦλος σου ἀνὴρ μοῦ ἀπέθανε… και ὁ δανειστὴς ἦλθε λαβεῖν τοὺς δύο υἱούς μου ἑαυτῷ εἰς δούλους» (Δ Βασ. δ’ 1). Αὐτὸ ἔκανε κι ὁ βασιλιᾶς τῆς παραβολῆς κι ἦταν τόσο δίκαιο ὅσο καὶ νόμιμο.
Τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἐντολῆς τοῦ βασιλιᾶ ἦταν πῶς, ὅταν οἱ ἁμαρτίες ξεπερνοῦν τὰ ὅρια, ὁ Θεός μας στερεῖ ὅλες τίς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ καταξιώνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πώληση τοῦ ὀφειλέτη σημαίνει πῶς ὁ ἁμαρτωλὸς στερεῖται τὸ πρόσωπο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἡ πώληση τῆς γυναίκας του σημαίνει τὴ στέρηση τῶν δώρων τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους. Ἡ πώληση τῶν παιδιῶν του ὑποδηλώνει πῶς στερεῖται τὴ δυνατότητα δημιουργίας καὶ ἑνὸς ἔστω ἀγαθοῦ. Καὶ πάντα ὅσα εἶχε, σημαίνει πῶς ἀποξενώνεται ἀπὸ κάθε χαρὰ πνευματικῆς εὐλογίας. Καὶ ἀποδοθῆναι, σημαίνει πῶς ὅλα τὰ θεόσδοτα χαρίσματα ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο στὸ Θεό, τὴν Πηγὴ καὶ τὸν Κύριο «παντὸς ἀγαθοῦ». «Ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω» ἀπὸ ἕνα σπίτι ποὺ δὲν ἀξίζει, εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητὲς Τοῦ (Ματθ. ἰ ́ 13).
«Πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτὸ λέγων: κύριε, μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ πάντα σοὶ ἀποδώσω. σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ» (Ματθ. ἰη’ 26, 27). Τί ξαφνική, τί ἀπρόσμενη μεταβολή! Πόσο φτηνὸ ἀντίλυτρο τοῦ δανείου, πόσο ἀμέτρητο ἔλεος! Ὁ κακὸς δοῦλος, ποὺ εἶχε σωρεύσει ἕνα τεράστιο χρέος, δὲν εἶχε ποῦ νὰ καταφύγει, οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά. Δὲν μποροῦσε κανένας ἄλλος στὸν κόσμο νὰ τὸν βοηθήσει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δανειστῆ του. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἦταν ὁ κύριός του κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ σύνδουλοί του. Οἱ ἄλλοι δοῦλοι δὲν τολμοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, ἐνάντια στὴ θέληση τοῦ κυρίου τους. Ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει, ἦταν ὁ κύριός του, ὁ κριτής του. Ἔτσι κι ἐκεῖνος ἔκανε τὸ μοναδικὸ πρᾶγμα ποὺ τοῦ ἦταν δυνατὸ καὶ λογικό: Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ κυρίου του κι ἐπαιτοῦσε τὸ ἔλεός του. Δὲ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ χαρίσει τὸ χρέος – οὔτε νὰ τὸ σκεφτεῖ αὐτὸ δὲν τολμοῦσε. Τοῦ ζήτησε μόνο παράταση τοῦ χρόνου ἐξόφλησης. Μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοῦ καὶ πάντα σου ἀποδώσω, τοῦ εἶπε. Κι ὁ βασιλιᾶς, ποὺ ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ σωστὸς κριτής, ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. Τοῦ χάρισε μιὰ διπλὴ ἐλευθερία: τόσο ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ ὅσο κι ἀπὸ τὸ χρέος.
Δὲν εἶναι αὐτὸ ἕνα πραγματικὰ βασιλικὸ δῶρο; Αὐτὸς ὅμως δὲν εἶναι ὁ τρόπος ποὺ συμπεριφέρονται πολλὲς φορὲς οἱ ἐπίγειοι βασιλιᾶδες. Τέτοιο ἔλεος καὶ μάλιστα μὴ ἀπαιτητό, μόνο ἀπὸ τὸν οὐράνιο Βασιλιᾶ μπορεῖ νὰ ἔρθει. Ἐκεῖνος τὸ κάνει αὐτὸ καὶ μάλιστα συχνά. Ὅταν κάποιος ἁμαρτωλὸς συνέρχεται καὶ μετανοεῖ, ὁ οὐράνιος Βασιλιᾶς εἶναι ἕτοιμος νὰ τοῦ συγχωρέσει μύριες ἁμαρτίες, νὰ ἐπιστρέψει στὸν ἁμαρτωλὸ ὅλες τίς δωρεὲς ποὺ ἀποστερήθηκε.
Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὸ μέτρο τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ. Κανένας δὲν μπορεῖ οὔτε κἄν νὰ τὴν περιγράψει. «Ἰδοὺ γὰρ ἀπήλειψα ὡς νεφέλην τὰς ἀνομίας σου καὶ ὡς γνόφον τὰς ἁμαρτίας σου· ἐπιστράφηθι πρὸς με καὶ λυτρώσομαί σε» (Ἠσ. μδ’ 22), εἶπε ὁ Κύριος. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιστρέφει στὸ Θεὸ μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια, δέχεται τὴ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλες τίς ἁμαρτίες του. Ὁ Θεός του χαρίζει περισσότερο χρόνο δοκιμασίας, γιὰ νὰ δεῖ κατὰ πόσο ὁ ἁμαρτωλὸς αὐτὸς θὰ μείνει μαζί Του ἢ θὰ τὸν προδώσει.
Ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ἐζεκίας βρισκόταν στὸ νεκρικὸ κρεβάτι, γύρισε πρὸς τὸν τοῖχο καὶ προσευχήθηκε στὸν Κύριο θρηνῶντας καὶ ζητῶντας Του νὰ ἐπιμηκύνει τὴ ζωή του. Ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὴν προσευχή του καὶ τοῦ χάρισε ἄλλα δεκαπέντε χρόνια ζωῆς. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ Ἐζεκίας εὐχαρίστησε καὶ δοξολόγησε τὸ Θεὸ μὲ τοῦτα δω τὰ λόγια: «Eίλου γάρ μου τὴν ψυχήν, ἕνα μὴ ἀπόληται, καὶ ἀπέρριψας ὀπίσω μου πάσας τὰς ἁμαρτίας» (Ἠσ. λή’ 17). Εὐδόκησες στὴν ψυχή μου καὶ τὴν προφύλαξες ἀπό το λάκκο τῆς φθορᾶς, εἶπε. Μὲ λύτρωσες ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες μου.
Κάτι ἀνάλογο ἔγινε μὲ τὸ δοῦλο ποὺ ἦταν καταχρεωμένος. Ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μακροθυμήσει, νὰ τοῦ χαρίσει λίγο χρόνο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐξοφλήσει τὸ χρέος του. Κι ὁ Κύριος τοῦ χάρισε ὁλόκληρο τό χρέος, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν ἐλευθερία του. Περίμενε μόνο νὰ δεῖ ὄχι πῶς θὰ κατορθώσει ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ν’ ἀποπληρώσει τὸ παλιό του χρέος, ἀλλὰ τί θὰ τοῦ ἀνταποδώσει γιὰ τὴ νέα εὐεργεσία του. Ἄς παρακολουθήσουμε τί ἔκανε στὴ συνέχεια ὁ δοῦλος:
«Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὅς ὄφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοὶ εἴ τί ὀφείλεις» (Ματθ. ἰη’ 28). Ἀφοῦ ὁ κύριός του τὸν συγχώρεσε, τοῦ χάρισε τὸ χρέος καὶ τὸν ἐλευθέρωσε, ὁ δοῦλος βρῆκε κάποιον σύνδουλό του ποὺ τοῦ εἶχε δανείσει χρήματα. Τώρα ὁ δοῦλος φέρθηκε σὰν κύριος στὸ σύνδουλό του. Τότε ὅμως ἔγινε ἕνας φοβερὸς κύριος, δυνάστης. Ἐνῶ ὁ βασιλιᾶς εἶχε φερθεῖ στὸν ὀφειλέτη τοῦ μ’ ἕναν ἀνθρώπινο καὶ βασιλικὸ τρόπο, ὁ ἴδιος όφειλέτης, ποὺ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ κυρίου του τὸν εἶχε σώσει ἀπὸ τὸν ὄλεθρο, στὸ σύνδουλό του φέρθηκε σὰν ἄγριο θηρίο. Καὶ γιὰ τί χρέος; Μόλις γιὰ ἑκατὸ δηνάρια! Ὁ βασιλιᾶς του χάρισε τὸ χρέος του, ποὺ ἦταν δέκα χιλιάδες τάλαντα. Κι ὁ ἀχάριστος δοῦλος γιὰ ἕνα ἐλάχιστο ποσὸ ἅρπαξε τὸ σύνδουλό του ἀπό το λαιμὸ καὶ τὸν πέταξε στὴ φυλακή, ὡσότου τοῦ πληρώσει τὸ χρέος.
Αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ τρόπος ποὺ διευθετοῦσε ὁ βασιλιᾶς τοὺς λογαριασμοὺς μὲ τοὺς δούλους του, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ δοῦλοι μεταξύ τους. Ὁ δανειστής-δοῦλος ἅρπαξε ἀπὸ τὸ λαιμὸ τὸ χρεώστη σύνδουλό του καὶ ἀπαιτοῦσε τὴν ἄμεση ἀποπληρωμὴ τοῦ χρέους του.
«Πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοί» (Ματθ. ἰη’ 29). Ἐπαναλήφθηκε τὸ ἴδιο σενάριο ποὺ εἶχε ἐκτυλιχτεὶ λίγο νωρίτερα, ὅταν ὁ κακὸς αὐτὸς δοῦλος εἶχε γονατίσει μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ κυρίου του. Εἶχε ζητήσει κι αὐτὸς ἀπὸ τὸν κύριό του νὰ μακροθυμήσει, νὰ τοῦ χαρίσει λίγο χρόνο, κι αὐτὸς θὰ πλήρωνε τὸ χρέος του. Κι ὁ κύριός του ἔνιωσε συμπάθεια καὶ τοῦ χάρισε τὰ μύρια τάλαντα. Ὁ ἴδιος ὅμως, ὅταν ἦρθε ἡ σειρά του, δὲν ἔνιωσε καμιὰ συμπάθεια γιὰ τὸ σύνδουλό του, ποὺ τοῦ χρωστοῦσε μόλις ἑκατὸ δηνάρια. Δὲν ἔδειξε οὔτε ἔλεος οὔτε συγχωρητικότητα, ἀλλὰ «ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως oὺ ἀποδῶ αὐτὸ τὸ ὀφειλόμενον» (Ματθ. ἰη’ 30).
Ἔτσι συμπεριφέρθηκε ὁ δανειστὴς δοῦλος στὸ χρεώστη σύνδουλό του. Ἔτσι συμπεριφέρεται ἄνθρωπος σὲ ἄνθρωπο. Καὶ τέτοια συμπεριφορὰ μετατρέπει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ δικαιοσύνη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίζει μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, πέφτει ὁ ἴδιος στὴ δικαιοσύνη Του. Κι ἡ κρίση αὐτῆς τῆς δικαιοσύνης, ποὺ ἀκολουθεῖ μιᾷ περιφρονημένῃ εὐσπλαχνίᾳ, εἶναι φοβερή: «Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται: ὁ γὰρ ἐὰν σπείρει ὁ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» (Γαλ. στ’ 7), βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὅταν γονατίζουμε μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ ζητοῦμε τὸ ἔλεός Του γιὰ τίς δυσεξαρίθμητες ἁμαρτίες μας κι ἔπειτα πετᾶμε τὸν ἀδελφό μας στὴ φυλακὴ γιὰ μιὰ μοναδικὴ ἁμαρτία ποὺ ἔκανε καὶ μᾶς πρόσβαλε, τότε μυκτηρίζουμε το Θεό. Ἄς μὴν ξεγελιόμαστε. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει νὰ τὸν ἐμπαίζουμε, νὰ τὸν μυκτηρίζουμε, νὰ παίζουμε μαζί Του. Τὰ χέρια Τοῦ δὲν εἶναι μακριά μας, καὶ τὰ δυό Του χέρια. Τόσο ἐκεῖνο ποὺ μᾶς χαϊδεύει ὅσο κι ἐκεῖνο ποὺ τιμωρεῖ. «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἐβρ. ι’ 31). Πόσο φοβερὸ εἶναι, φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὴ συνέχεια τῆς παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ:
«Ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν το κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα» (Ματθ. ἰη’ 31). Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ σύνδουλοι ποὺ εἶδαν τὰ γενόμενα καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα; Εἶναι ἄνθρωποι σπλαχνικοὶ ποὺ διαθέτουν πνευματικὴ ἀντίληψη καὶ γνωρίζουν τί θὰ κάνει ὁ Θεὸς στὸν πονηρὸ δοῦλο, ἐκεῖνοι ποῦ βλέπουν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια τὴν ἀνείπωτη κακία τοῦ πονηροῦ δούλου καὶ κραυγάζουν στὸ Θεό. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πῶς αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στοὺς ἀγγέλους, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ὀνομαστοῦν κι αὐτοὶ σύνδουλοι τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ κι οἱ δυὸ βρίσκονται στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ἢ κι ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ὅσοι εἶναι ἄξιοι γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο, εἶναι «ἰσάγγελοι» (Λουκ. κ’ 36).
Περιττεύει νὰ ποῦμε πῶς οὔτε οἱ σπλαχνικοὶ ἄνθρωποι οὔτε κι οἱ ἄγγελοι πρέπει νὰ πληροφορήσουν το Θεὸ γιὰ ὅ,τι γίνεται στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὸ μάθει κι ὁ Θεὸς μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὁ Ὕψιστος Θεὸς εἶναι παντογνώστης καὶ παντεπόπτης. Ὅλα ὅσα βλέπουν κι ἀντιλαμβάνονται ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι, γίνονται μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀναφέρει τότε πῶς οἱ σύνδουλοι εἶδαν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ ἄσπλαχνος δοῦλος καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν κύριό τους; Γιὰ νὰ δείξει τὴ συμπάθεια ποὺ δείχνουν οἱ καλοὶ ἄνθρωποι κι οἱ ἄγγελοι. Εἶναι θέλημα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ὥστε ὅλοι οἱ πιστοὶ δοῦλοι Του νὰ χαίρονται μὲ τὸ καλὸ καὶ νὰ θλίβονται μὲ τὴν ἁμαρτία. Οἱ λυπημένοι δοῦλοι τότε ἦρθαν καὶ πληροφόρησαν τὸν κύριό τους γιὰ ὅσα ἔγιναν.
«Τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν την ὀφειλῆς ἐκείνης ἀφῆκα σοί, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. οὔκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα;» (Ματθ. ἰη’ 32, 33). Ὁ βασιλιᾶς δὲ θὰ τιμωρήσει τὸν πονηρὸ δοῦλο προτοῦ καταγγείλει μπροστά του τὴν κακία του. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ἐνεργήσει ὁ Κύριος καὶ στὴν Τελικὴ Κρίση. Θὰ στραφεῖ σ’ ἐκείνους ποὺ στέκονται στὰ δεξιά Του, θὰ τοὺς καλέσει στὴν αἰώνια μακαριότητα καὶ θὰ τοὺς ἐξηγήσει γιατί κρίθηκαν ἄξιοι. Μετὰ θὰ στραφεῖ σ’ ἐκείνους ποὺ στέκονται ἀριστερά Του, θὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια κόλαση καὶ θὰ τοὺς ἐξηγήσει ἐπίσης γιατί καταδικάστηκαν νὰ πᾶνε ἐκεῖ. Ὁ Κύριος θέλει νὰ γνωρίζουν ὅλοι γιατί κρίθηκαν ἄξιοι γιὰ ἀνταπόδοση ἢ γιὰ τιμωρία, ὥστε κανένας νὰ μὴ σκεφτεῖ πῶς ὁ Θεὸς τοὺς μεταχειρίστηκε ἄδικα.
Ὁ Θεὸς καλεῖ πρῶτα τὸν πονηρὸ δοῦλο καὶ τὸν ἀπομακρύνει γιὰ πάντα ἀπὸ κοντά Του. Τὸ πονηρὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει κάτι κοινὸ μὲ τὸ καλό. Ἀμέσως μετὰ ἀποδείχνεται γιατί ὁ Θεὸς ἀποκάλεσε τὸν δοῦλο αὐτὸν πονηρό: πᾶσαν τὴν ὀφειλῆς ἐκείνην ἀφῆκα σοί. Ὁ Θεὸς δὲν μπαίνει σὲ λεπτομέρειες. Δὲ λέει: «σοῦ χάρισα τὸ δάνειο δέκα χιλιάδων ταλάντων καὶ σὺ δὲ χάρισες στὸ σύνδουλό σου τὸ δικό του χρέος, τὰ ἑκατὸ δηνάρια». Λέει ἁπλᾶ: πᾶσαν την ὀφειλῶν. Ἐλπίζει ἔτσι νὰ διεγείρει στὸν ἁμαρτωλὸ τὴ συναίσθηση τοῦ μεγάλου χρέους του. Ἐπεὶ παρεκάλεσάς με.
Ὁ Κύριος δὲν μπαίνει καὶ δω σὲ λεπτομέρειες. Ἀποσιωπᾶ ὅσα προηγήθηκαν τῆς παράκλησης τοῦ δούλου, το ὅτι ἔπεσε στὰ πόδια Του γονατιστὸς καὶ τὸν παρακάλεσε. Οἱ δυὸ αὐτὲς πράξεις σημαίνουν μετάνοια. Καὶ τῆς μετάνοιας προηγήθηκε ἡ προσευχή. Ἡ προσευχὴ χωρὶς μετάνοια εἶναι χωρὶς νόημα, ἀνενεργή. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἡ προσευχὴ θὰ συνδεθεῖ μὲ τὴ μετάνοια, ὁ Θεὸς τὴν εἰσακούει. Ὁ δοῦλος μὲ τὸ ὑπέρογκο χρέος στὴν ἀρχὴ ἔδειξε πραγματικὴ μετάνοια κι ἔτσι ζήτησε ἀπὸ τὸν κύριό του νὰ μακροθυμήσει. Ἡ προσευχή του εἰσακούσθηκε ἀμέσως κι ὁ κύριος τοῦ ἔδωσε περισσότερα ἀπ’ ὅσα ζητοῦσε. Τοῦ χάρισε ὁλόκληρο τὸ χρέος. Ὁ κύριος συνέχισε χαρακτηρίζοντας τὴν κακία τοῦ δούλου αὐτοῦ πρὸς τὸ σύνδουλό του κι αὐτὸ τὸ ἔκανε μὲ ἐρώτηση. Γιὰ ποιό λόγο; Γιατί δὲν τοῦ εἶπε: «Ἐγώ σου ἔδειξα ἔλεος, ἐσὺ ὅμως φέρθηκες ἄσπλαχνα στὸ σύνδουλό σου», ἀλλὰ οὔκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; Τὸ ’κανε αὐτὸ ὥστε ὁ πονηρὸς δοῦλος νὰ συνειδητοποιήσει πῶς δὲν εἶχε τί ν’ ἀπαντήσει, ὥστε ὁ κύριος νὰ τὸν φέρει σὲ ἀμηχανία, ἀνίκανο νὰ μιλήσει καὶ νὰ πεῖ κάτι. Τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσει γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂν εἶχε κάτι νὰ πεῖ. Ὅταν ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀρχιερέα χτύπησε τὸν Κύριο στὸ μάγουλο καὶ τὸν ρώτησε: «Οὕτως σὺ ἀποκρίνη το ἀρχιερεῖ;», ὁ Κύριος Ἰησοῦς του ἀπάντησε: «Εἴ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί μὲ δέρεις;» (Ἰωάν. ἰη’ 22-23). Παρόμοια ἀπάντηση μὲ τοῦ Χριστοῦ ἔπρεπε νὰ δώσει κι ὁ δοῦλος, ἀντὶ τῆς ἔνοχης σιωπῆς του. Τέτοια ἀπάντηση ὅμως θὰ ἦταν σὰ νά ριχνε κάρβουνα ἀναμμένα στὸ κεφάλι του καὶ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του. Ὁ τρόπος αὐτός του νὰ ἐκθέτει κανεὶς τὴν ἐνοχὴ τοῦ ἄλλου χρησιμοποιεῖται κι ἀπό το βασιλιᾶ τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς: οὔκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου;
Στὴν ἀρχὴ εἴχαμε τὸν τρόμο τῆς σιωπῆς κι ὕστερα ἀκολούθησε ὁ τρόμος τῆς καταδίκης: «Καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὐ ἀποδῶ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ» (Ματθ. ἰη’ 34). Ὅταν τὸ ἔλεος ἀντιστρέφεται καὶ γίνεται δίκαιη καταδίκη, τότε ὁ Θεὸς γίνεται φοβερός. Ὁ μακάριος Δαβὶδ λέει στὸ Θεό: «Σὺ φοβερὸς εἴ, καὶ τίς ἀντιστήσεταί σοί; ἀπὸ τότε ἡ ὀργὴ σοῦ» (Ψαλμ. ὀε’ 8). Κι ὁ προφήτης Ἠσαΐας: «Ἰδοὺ τὸ ὄνομα Κυρίου ἔρχεται διὰ χρόνου πολλοῦ, καιόμενος ὁ θυμός» (Α’ 27).
Ὁ βασιλιᾶς τότε ὀργίστηκε πολὺ ἐνατίον τοῦ ἄσπλαχνου δούλου καὶ τὸν παράδωσε στοὺς βασανιστές – στὰ πονηρὰ πνεύματα, ἀφοῦ ἐκεῖνα εἶναι ποὺ βασανίζουν πραγματικὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Σὲ ποιόν θὰ μποροῦσε νὰ παραδοθεῖ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπό το Θεὸ γιὰ τὴν ασπλαχνία του, αὐτὸς ποὺ ὁ Θεὸς τὸν ἀποκαλεῖ πονηρὸ δοῦλο, ἂν ὄχι σ’ ἐκεῖνον ποὺ προκαλεῖ τὸ μεγαλύτερο κακό, στὸ διάβολο; Γιατι λέει: ἕως οὐ ἀποδῶ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτό; Γιὰ νὰ δείξει πῶς εἶχε ἤδη καταδικαστεῖ στὰ αἰώνια βάσανα. Πρῶτα πρῶτα εἶναι ἐντελῶς ἀπίθανο γιὰ ἕναν ἄνθρωπο μὲ τέτοιο χρέος νὰ μπορέσει ποτὲ νὰ τὸ ἐξοφλήσει. Καὶ δεύτερο, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀπαγγέλει ποτὲ τέτοια τελικὴ καταδίκη στὸν ἄνθρωπο σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, παρὰ μόνο μετὰ τὸ θάνατο, ὁπότε δὲν ὑπάρχει πιὰ δυνατότητα γιὰ μετάνοια, οὔτε καὶ γιὰ τὴν ἐξόφληση τοῦ χρέους τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ ἔκανε σ’ αὐτὴ τὴ ζωή.
«Οὕτῳ καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος των ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν» (Ματθ. ἰη ́ 35). Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος τῆς παραβολῆς κι αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ θέματος. Δὲν ὑπάρχει ἐπιφύλαξη ἢ κάποιο διφορούμενο στὰ λόγια αὐτά. Ὁ Θεὸς θὰ συμπεριφερθεῖ ἀπέναντί μας μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς συμπεριφερόμαστε στὸν ἀδελφό μας. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μᾶς τὸ ξεκαθάρισε αὐτὸ καὶ μαζὶ Τοῦ δὲν ὑπάρχει πιθανότητα λάθους ἢ ἔλλειψη γνώσης. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ὁ Πατέρας σου, ἀλλὰ καὶ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος. Ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δείξει πῶς ἂν δὲ συγχωρήσουμε τὸν ἀδελφό μας γιὰ τίς ἁμαρτίες του, χάνουμε τὸ δικαίωμα νὰ όνομάσουμε Πατέρα μας το Θεό. Ὁ Κύριος ἐπισημαίνει ἐπίσης μὲ ποιόν τρόπο πρέπει νὰ γίνει ἡ συχώρεση· ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν. Ὁ βασιλιᾶς συγχώρεσε τὸ χρέος τοῦ δούλου του μὲ τὴν καρδιά του, γι’ αὐτὸ καὶ λέει, σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος… Κι ἡ εὐσπλαχνία, τὸ ἔλεος, προέρχεται ἀπὸ τὴν καρδιά.
Ἄν δὲ συγχωρήσουμε τὸν ἀδελφό μας κι ἂν δὲν τὸ κάνουμε αὐτὸ ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μὲ συμπάθεια κι ἀγάπη, τότε κι ὁ Θεός, ὁ κοινὸς Δημιουργός μας, θὰ φερθεῖ σ’ ἐμᾶς ὅπως κι ὁ βασιλιᾶς ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς στὸν ἀνελεήμονα δοῦλο. Θὰ παραδοθοῦμε στοὺς βασανιστές – στὰ πονηρὰ πνεύματα – ποὺ θὰ μᾶς βασανίζουν αἰώνια στὸ βασίλειο τοῦ σκότους, ἐκεῖ ὅπου ὁ κλαυθμὸς κι ὁ βρυγμός των ὀδόντων εἶναι ἀτελεύτητος. Ἄν δὲν ἦταν ἔτσι, δὲ θά μας τὸ εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Δὲν τὸ εἶπε μόνο στὸ κείμενο τῆς παραβολῆς τοῦ ἄσπλαχνου δούλου αὐτό, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀρκετές ἄλλες περιπτώσεις: «Ἐνῶ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐνῶ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ζ’ 2).
Ἡ διδαχὴ αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἴδια μ’ ἐκείνης της σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, χωρὶς κανένα διφορούμενο, χωρὶς καμιὰ ἐπιφύλαξη. Τὴν ἴδια ἀκριβῶς διδαχή μας ἔκανε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὴ μεγαλύτερη προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε, τὴν Κυριακὴ προσευχή: «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθ. στ’ 12); Ὅταν λέμε ἀπὸ τότε τὸ Πάτερ ἡμῶν, ἀνανεώνουμε τὴ συμφωνία μας μέ το Θεό. Τοῦ λέμε νὰ μᾶς φερθεῖ ὅπως φερόμαστε κι ἐμεῖς στοὺς δικούς μας ἀνθρώπους. Νά μας ἐλεήσει, ὅπως ἐλεοῦμε κι ἐμεῖς, νὰ μᾶς συγχωρήσει, ὅπως συγχωροῦμε κι ἐμεῖς αὐτοὺς ποὺ μᾶς προσβάλλουν.
Πόσο εὔκολα δίνουμε ἐντολὲς στὸ Θεό, τί φοβερὴ εὐθύνη ἀναλαμβάνουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας! Στὸ Θεὸ εἶναι εὔκολο νὰ μᾶς συγχωρέσει, στὸ μέτρο ποὺ συγχωροῦμε κι ἐμεῖς τοὺς ἄλλους. Τοῦ εἶναι εὔκολο νὰ συγχωρέσει σὲ ὅλους μας κάποιο χρέος ἀπὸ δέκα χιλιάδες τάλαντα. Ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ συγχωρέσουμε μὲ τέτοια θεϊκὴ εὐκολία χρέος ἑκατὸ δηναρίων ποὺ μᾶς ὀφείλει ὁ ἀδελφός μας; Πιστέψτε με, ὅσο μεγάλο κι ἂν εἶναι τὸ χρέος κάποιου ἀνθρώπου πρός το συνάνθρωπό του, ὅσο κι ἂν ἁμάρτησε ἕνας ἄνθρωπος στὸν ἀδελφὸ ἢ τὸ φίλο του, τὸ χρέος αὐτὸ δὲ θὰ ξεπερνᾶ τα ἑκατὸ δηνάρια, σὲ σύγκριση μὲ τὸ τεράστιο χρέος ποὺ ὀφείλει ὁ καθένας μᾶς στὸ Θεό. Ὅλοι μας, χωρὶς ἐξαίρεση, εἴμαστε καταχρεωμένοι στὸ Θεό. Ὁποτεδήποτε σκεφτοῦμε νὰ ὁδηγήσουμε τοὺς συνανθρώπους μας στὸ δικαστήριο γιὰ τὰ χρέη του, πρέπει νὰ σκεφτοῦμε πῶς ἐμεῖς χρωστᾶμε στὸ Θεὸ ἀπείρως περισσότερα. Ἐκεῖνος ὅμως μακροθυμεῖ, περιμένει, ὑπομένει καὶ μᾶς συγχωρεῖ. Πρέπει νὰ θυμόμαστε πῶς μὲ ὅποιο μέτρο μετρᾶμε τοὺς ἄλλους, θὰ μετρηθοῦμε κι ἐμεῖς. Πάνω ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρό: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς!» (Λουκ. κγ’ 24). Ὅποιος ἔχει ἔστω καὶ λίγη συνείδηση, θὰ ντραπεῖ ὅταν τὰ θυμηθεῖ αὐτὰ καὶ θὰ τραβήξει τὸ χέρι του, δὲ θὰ συνεχίσει νὰ καταδιώκει ἐκείνους ποὺ τοῦ ὀφείλουν κάποιο μικρὸ χρέος.
Ἀδελφοί μου! Ἄς βιαστοῦμε νὰ συγχωρήσουμε ὅλες τίς ἁμαρτίες καὶ τίς προσβολὲς ποὺ μᾶς κάνουν, ὥστε κι ὁ Θεὸς νὰ συγχωρέσει ὅλες τίς δικές μας ἁμαρτίες καὶ προσβολές. Ἄς κάνουμε γρήγορα, προτοῦ μᾶς κρούσει τὴν πόρτα ὁ θάνατος καὶ μᾶς πεῖ: «Εἶναι πολὺ ἀργά!» Πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ θανάτου δὲ θὰ μπορέσουμε οὔτε νὰ συγχωρέσουμε οὔτε νὰ συγχωρεθοῦμε. Δόξα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ δικαιοσύνη Του. Δόξα καὶ ὕμνος στὸ θεῖο μας Διδάσκαλο καὶ Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἕνας λογαριασμός!
«Ὡμοιώθῃ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅς ἠθέλησε συνάραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτῶν. Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἰς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων»
(Ματθ. 18, 23-24)
ΥΠΗΡΧΕ, λέει ὁ Κύριος, ἕνας βασιλιᾶς. Βασιλιᾶς πλούσιος. Εἶχε στὰ ἀνάκτορά του αὐλικοὺς καὶ ὑπηρέτες. Αὐτοὶ διαχειρίζονταν τὰ χρήματα τοῦ βασιλιᾶ. Δικά τους χρήματα δὲν εἶχαν. Ὅ,τι εἶχαν ἦταν περιουσία τοῦ βασιλιᾶ καὶ ἔπρεπε νὰ τὴ διαχειρίζονται μὲ προσοχὴ καὶ τιμιότητα, γιατί κάποια μέρα ὁ βασιλιᾶς θὰ τοὺς καλοῦσε καὶ θὰ ζητοῦσε ἀκριβῆ λογαριασμό. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ βασιλιᾶς ἀργοῦσε νὰ τοὺς καλέσῃ, οἱ δοῦλοι νόμισαν πὼς δὲν θὰ τοὺς καλέσῃ πιὰ ποτὲ καὶ πῶς μποροῦν νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν.
Πόσο ὅμως ἔπεσαν ἔξω στὶς σκέψεις τους! Ἡ μέρα τοῦ λογαριασμοῦ ἦρθε. Ὁ βασιλιᾶς διέταξε νὰ παρουσιασθῇ μπροστά τους ἕνας ἀπὸ τοὺς δούλους. Ἦρθε ὁ δοῦλος, μὰ ἡ καρδιά του ἔτρεμε, γιατί ἤξερε πὼς δὲν ἦταν ἐν τάξει. Ἄνοιξαν τὰ βιβλία. Ὅ,τι ὁ δοῦλος εἶχε πάρει, ὅ,τι εἰσέπραξε καὶ ὅ,τι ξόδεψε, ὅλα μέχρι δραχμῆς ἦταν γραμμένα στὰ βιβλία. Ὁ ἔλεγχος ποὺ ἔγινε ἀπέδειξε, ὅτι ὁ δοῦλος χρωστοῦσε στὸ βασιλιᾶ δέκα χιλιάδες (10.000) τάλαντα, δηλαδὴ ἑξῆντα ἑκατομμύρια χρυσὲς δραχμές, ἢ ἕνα περίπου δισεκατομμύριο σημερινὲς δραχμές. Τεράστιο χρέος! Τὸ ἄκουσε ὁ δοῦλος κ’ ἔπεσε σὲ μεγάλη ἀπελπισία, γιατί δὲν εἶχε τίποτε, καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ ξοφλήσῃ τὸ χρέος αὐτό. Θὰ ἔπρεπε νὰ μείνῃ γιὰ πάντα στὴ φυλακή, χωρὶς καμμιὰ ἐλπίδα νὰ ξοφλήσῃ τὸ χρέος. Ὁ δοῦλος πέφτει στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ δώσῃ κάποια παράτασι. Ὑποσχόταν, ὅτι θὰ ξοφλήσῃ τὸ χρέος του. Ὁ βασιλιᾶς, γεμᾶτος ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία, τὸν λυπήθηκε καὶ τοῦ χάρισε ὅλο τὸ χρέος. Καὶ ὁ δοῦλος, σὰν νὰ εἶχε φτερὰ στὰ πόδια, πετοῦσε ἀπὸ τὴ χαρά του.
Ἀλλ’ ἐνῶ ὁ δοῦλος αὐτὸς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ παλάτι, ἐλεύθερος πιὰ ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ χρέους, συναντᾷ ἕναν ἄλλο δοῦλο. Αὐτὸς ὁ δοῦλος χρωστοῦσε σ’ αὐτὸν ἕνα μικρὸ ποσό, τοῦ χρωστοῦσε ἑκατὸ (100) δηνάρια, δηλαδὴ 1.500 σημερινὲς δραχμές. Μόλις τὸν εἶδε, θυμήθηκε τί εἶχε νά λαμβάνῃ. Ζητάει λοιπὸν τώρα νά του τὰ δώσῃ.
Ἐκεῖνος δὲν εἶχε. Ἀλλ’ αὐτὸς ἐπέμενε. Τὸν παρακαλεῖ νὰ κάνῃ λίγη ὑπομονὴ γιὰ νὰ τοῦ ξοφλήσῃ τὸ χρέος. Κλαίει, πέφτει στὰ πόδια του. Τίποτε. Σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος, τὸν εἶχε ἁρπάξει ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ πήγαινε νὰ τὸν πνίξῃ. Τέλος τὸν ἔρριξε στὴ φυλακή. Ὁ βασιλιᾶς, ὅταν ἔμαθε ποιά συμπεριφορὰ ἔδειξε ὁ πρῶτος δοῦλος στὸ δεύτερο, ωργίστηκε πολύ. Ἐγώ, εἶπε, νὰ τοῦ χαρίσω ἕνα τόσο μεγάλο χρέος, κι αὐτὸς νὰ μὴ χαρίζῃ στὸ σύνδουλό του ἕνα τόσο μικρὸ ποσό; Ἀνεκάλεσε ἀμέσως τη χάρι, ποὺ τοῦ εἶχε κάνει, καὶ διέταξε νὰ ρίξουν στὴ φυλακὴ τὸ σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο δοῦλο.
Αὐτὴ εἶνε, κάπως ἀνεπτυγμένη, ἡ παραβολὴ τοῦ ὀφειλέτου δούλου τῶν μυρίων ταλάντων. Μὲ τὴν παραβολή, ὅπως γνωρίζουμε, ὁ Κύριος ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ. Ἀπὸ ὅλα ὅσα λέει ἡ παραβολὴ αὐτὴ θὰ παρακαλέσουμε τοὺς ἀγαπητούς μας χριστιανοὺς νὰ προσέξουν τί σημαίνει τὸ χρέος τοῦ δούλου, τὸ χρέος τῶν μυρίων ταλάντων.
Τὸ χρέος αὐτὸ δὲν εἶνε ὑλικό. Δὲν εἶνε λεφτά, δὲν εἶνε χρυσᾶ νομίσματα. Τὸ χρέος αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ἡ παραβολή, εἶνε χρέος πνευματικό. Εἶνε χρέος, ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅταν αὐτὸς παραβαίνῃ τίς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ὅταν κάνῃ κατάχρηση τῆς ἐξουσίας πού τοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος πάνω στὰ διάφορα ἀγαθά. Καὶ τί δὲν ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο! Τοῦ ἔδωσε μάτια γιὰ νὰ βλέπῃ, αὐτιὰ γιὰ ν’ ἀκούῃ, πόδια γιὰ νὰ περπατάη, χέρια γιὰ νὰ ἐργάζεται. Τοῦ ἔδωσε ὑγεία. Τοῦ ἔδωσε μυαλὸ γιὰ νὰ σκέπτεται ὀρθά. Τοῦ ἔδωσε ὑλικὰ ἀγαθά, ἀέρα γιὰ ν’ ἀναπνέῃ, νερὸ γιὰ νὰ δροσίζεται, ἥλιο γιὰ νὰ ζεσταίνεται, φυτὰ καὶ δέντρα γιὰ νὰ τρέφεται, ζῶα γιὰ νὰ ὑπηρετῆται. Τοῦ ἔδωσε χρόνο πολύτιμο γιὰ νὰ ἐργάζεται, νὰ λατρεύῃ το Δημιουργό του καὶ νὰ κάνῃ καλὸ στὸν κόσμο, στοὺς συνανθρώπους του.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος πῶς συμπεριφέρεται; Πῶς διαχειρίζεται τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά; Ἀλλοίμονο! Ἄν γίνῃ ἕνας πρόχειρος ἔλεγχος, ὁ ἔλεγχος αὐτὸς θ’ ἀποδείξῃ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν κάνει καλὴ χρήση τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ. Κάνει κατάχρησι, σπαταλᾷ τὸν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ. Ζὴ χωρὶς νὰ σκέπτεται τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχει. Καθημερινῶς ἁμαρτάνει. Τὸ κορμί του ὑπηρετεῖ τὴν ἁμαρτία. Τὰ μάτια του βλέπουν τὰ αἰσχρά. Τὰ αὐτιά του ἀκοῦνε πράγματα ποὺ δὲν πρέπει ν’ ἀκοῦνε. Ἡ γλῶσσα του λέει ψέματα, κατακρίνει, διαβάλλει, συκοφαντεῖ, καταριέται καὶ βλαστημᾷ το Θεό. Τὰ χέρια του κλέβουν, χτυποῦν καὶ σκοτώνουν. Τὰ πόδια του τρέχουν σὲ κέντρα ἁμαρτωλά. Τὸ μυαλό του ὅλο τὸ πονηρὸ σκέπτεται. Ὁ χρόνος του πηγαίνει χαμένος. Μιὰ ὥρα δὲν διαθέτει γιὰ νὰ πάη στὴν ἐκκλησία. Δὲν διαθέτει λίγη ὥρα γιὰ νὰ κάνῃ τὴν προσευχή του. Δέκα λεπτὰ δὲν διαθέτει τὴ μέρα γιὰ νὰ διαβάσῃ τὴν ἁγία Γραφή. Ἕνα «εὐχαριστῶ» δὲν λέει. Ἀχάριστος στὸ Θεό, εἶνε σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ διψᾶνε, ἕνα ποτήρι νερὸ δὲν προσφέρει. Νὰ πεινᾶνε, ἕνα κομμάτι ψωμὶ δὲν δίνει. Νὰ εἶνε γυμνοὶ καὶ νὰ τουρτουρίζουν ἀπὸ τὸ κρύο, δὲν δίνει ἕνα ροῦχο γιὰ νὰ σκεπαστοῦν. Νὰ εἶνε ἄρρωστοι, δὲν τοὺς ἐπισκέπτεται. Νὰ ἀδικοῦνται, δὲν τοὺς ὑπερασπίζεται. Ὀρφανὰ καὶ χῆρες δὲν προστατεύει. Σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος εἶνε. Τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος δὲν τὸ συγχωρεῖ. Μέχρι τὸ θάνατο κρατάει τὸ μῖσος.
Νὰ προχωρήσουμε καὶ νὰ ἐξετάσουμε πιὸ βαθειὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων; Ὅλο καὶ νέες ἁμαρτίες θὰ παρουσιάζονται. Τὸ χρέος ὅλο καὶ θ’ αὐξάνῃ, καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἁμαρτημάτων θὰ ξεπεράσῃ τὰ μύρια τάλαντα, θὰ ξεπεράσῃ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης. «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;».
Ποῦ εἶνε τώρα ἐκεῖνοι, ποὺ λένε καὶ καυχῶνται, ὅτι δὲν ἔχουν ἁμαρτίες, καὶ ὅτι εἶνε οἱ καλύτεροι ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους; Δυστυχισμένοι! Τοὺς λείπει τὸ «γνῶθι σαυτόν». Τοὺς λείπει ἡ γνώση καὶ ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Τοὺς λείπει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅμως κάθονταν νὰ μελετήσουν τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ γνώριζαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τίς μικρὲς καὶ μεγάλες ἐντολὲς τοῦ θείου νόμου, καὶ ἐξέταζαν τὸν ἑαυτό τους, τότε θὰ ἔβλεπαν πόσο πλανῶνται. Τότε θὰ τρόμαζαν. Καὶ πῶς νὰ μὴν τρομάξουν;
Πῶς νὰ μὴν τρομάξουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Γιατί ὁ ἄνθρωπος, ὀσοδήποτε ἅγιος καὶ νὰ θεωρῆται, δὲν μπορεῖ μόνος του νὰ ξοφλήσῃ τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν του. Τί λέω; Ὄχι ὅλο τὸ χρέος, ἀλλ’ οὔτε μιᾷ ἁμαρτίᾳ ἀπὸ κεῖνες, ποὺ θεωρεῖ μικρὲς καὶ ἀσήμαντες. Ἑκατὸ χρόνια νὰ ἀσκητεύῃς μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, νὰ νηστεύῃς καὶ νὰ κάνῃς χιλιάδες προσευχές, δὲν φτάνουν γιὰ νὰ συγχωρηθῇ μιά σου ἁμαρτία καὶ μόνο. Ἄν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος μόνος του νὰ σωθῇ, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Ἦρθε καὶ σήκωσε στοὺς ὤμους του τίς ἁμαρτίες ὅλων μας, καὶ μὲ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ ξώφλησε τὸ χρέος μας. Οἱ ἁμαρτωλοὶ εἶνε πιὰ ἐλεύθεροι καὶ συχωρεμένοι. Ἕνα μόνο ζητάει ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος Νὰ δίνουμε καὶ ἐμεῖς συγχώρησι σ’ ἐκείνους ποὺ μᾶς φταῖνε. Μᾶς χάρισε Ἐκεῖνος ἕνα δισεκατομμύριο; Ἄς χαρίσουμε καὶ ἐμεῖς στὸν ἄλλο μιὰ δραχμή! Εἶνε δίκαιο καὶ πρέπον. Δὲν τὸ κάνουμε; Τότε θὰ μείνουμε ἀσυγχώρητοι. Ποιός θὰ φταίη τότε; Ἐμεῖς καὶ κανεὶς ἄλλος.