ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΙΘ΄ 16 — 26)

16Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, νεα­νί­σκος τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ γονυ­πε­τῶν αὐτῷ καὶ λέγων· Διδά­σκα­λε ἀγα­θέ, τί ἀγα­θὸν ποι­ή­σω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώ­νιον; 17ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγα­θόν; οὐδεὶς ἀγα­θὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς. εἰ δὲ θέλεις εἰσελ­θεῖν εἰς τὴν ζωὴν, τήρη­σον τὰς ἐντο­λάς. 18λέγει αὐτῷ· Ποί­ας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Τὸ οὐ φονεύ­σεις, οὐ μοι­χεύ­σεις, οὐ κλέ­ψεις, οὐ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, 19τίμα τὸν πατέ­ρα καὶ τὴν μητέ­ρα, καί, ἀγα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σεαυ­τόν. 20λέγει αὐτῷ ὁ νεα­νί­σκος· Πάν­τα ταῦ­τα ἐφυ­λα­ξά­μην ἐκ νεό­τη­τός μου· τί ἔτι ὑστε­ρῶ; 21ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπα­γε πώλη­σόν σου τὰ ὑπάρ­χον­τα καὶ δὸς πτω­χοῖς, καὶ ἕξεις θησαυ­ρὸν ἐν οὐρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀκο­λού­θει μοι. 22ἀκού­σας δὲ ὁ νεα­νί­σκος τὸν λόγον ἀπῆλ­θε λυπού­με­νος· ἦν γὰρ ἔχων κτή­μα­τα πολ­λά. 23Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθη­ταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκό­λως πλού­σιος εἰσε­λεύ­σε­ται εἰς τὴν βασι­λεί­αν τῶν οὐρα­νῶν. 24πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκο­πώ­τε­ρόν ἐστι κάμη­λον διὰ τρυ­πή­μα­τος ῥαφί­δος διελ­θεῖν ἢ πλού­σιον εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ εἰσελ­θεῖν. 25ἀκού­σαν­τες δὲ οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ ἐξε­πλήσ­σον­το σφό­δρα λέγον­τες· Τίς ἄρα δύνα­ται σωθῆ­ναι; 26ἐμβλέ­ψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώ­ποις τοῦ­το ἀδύ­να­τόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάν­τα δυνα­τά ἐστι.

16 Και ιδού ένας προ­σήλ­θε εις αυτόν και του είπε· “διδά­σκα­λε αγα­θέ, τι αγα­θόν πρέ­πει να κάμω, δια να έχω ζωήν αιώ­νιον;” 17 Ο δε Ιησούς του είπε· “τι με λέγεις αγα­θόν, αφού με νομί­ζεις απλούν άνθρω­πον; Κανείς δεν είναι από­λυ­τα αγα­θός, ει μη μόνον ένας, ο Θεός. Εάν δε θέλης να εισέλ­θης εις την αιώ­νιον ζωήν, τήρη­σε τας εντο­λάς”. 18 Λεγει εις αυτόν· “ποί­ας;” Ο δε Ιησούς του είπε·“τας γνω­στάς, δηλα­δή το να μη φονεύ­σης, να μη μοι­χεύ­σης, να μη κλέ­ψης, να μη ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σης, 19 τίμα τον πατέ­ρα σου και την μητέ­ρα σου. Και να αγα­πή­σης τον πλη­σί­ον σου, όπως τον ευα­τόν σου”. 20 Λεγει εις αυτόν ο νέος με κάποιαν προ­χει­ρό­τη­τα· “όλα αυτά τα έχω τηρή­σει από την νεα­νι­κή μου ηλι­κί­αν· τι μου λεί­πει ακό­μη δια να γίνω άξιος της βασι­λεί­ας των ουρα­νών;” 21 Είπε εις αυτόν ο Ιησούς· “Εάν θέλης να είσαι τέλειος, πήγαι­νε, πώλη­σε τα υπάρ­χον­τά σου, μοί­ρα­σέ τα στους πτω­χούς και θα απο­κτή­σης θησαυ­ρόν στον ουρα­νόν, και έλα ακο­λού­θη­σέ με”. 22 Αλλ’ όταν ο νέος ήκου­σε αυτόν τον λόγον, έφυ­γε λυπη­μέ­νος, διό­τι είχε πολ­λά κτή­μα­τα και η καρ­διά του ήταν κολ­λη­μέ­νη εις αυτά. 23 Ο δε Ιησούς είπε στους μαθη­τάς του· “αλη­θι­νά σας λέγω ότι πολύ δύσκο­λα θα εισέλ­θη πλού­σιος εις την βασι­λεί­αν των ουρα­νών. 24 Και πάλιν σας λέγω, είναι ευκο­λώ­τε­ρον να περά­ση γκα­μή­λα από την τρύ­πα που ανοί­γει η βελό­νι, παρά πλού­σιος να εισέλ­θη εις την βασι­λεί­αν του Θεού”. 25 Οταν άκου­σαν οι μαθη­ταί τα λόγια αυτά, έπε­σαν εις μεγά­λην έκπλη­ξιν και με κάποια απο­καρ­δί­ω­σιν είπαν· “ποιός τάχα ημπο­ρεί να σωθή;” 26 Ο δε Ιησούς τους εκύτ­τα­ξε κατά­μα­τα και είπεν· “η σωτη­ρία είναι δια τους ανθρώ­πους έργον αδύ­να­τον, αλλά στον Θεόν όλα είναι δυνα­τά, άρα και η σωτη­ρία των πλου­σί­ων, όπως και όλων εκεί­νων οι οποί­οι κατά κάποιον τρό­πον ανα­κα­τεύ­ον­ται με χρή­μα­τα και κτή­μα­τα. Αρκεί να έχουν την διά­θε­σιν της αυτα­παρ­νή­σε­ως και θυσί­ας”.

16 Και ιδού, κάποιος τον πλη­σί­α­σε και του είπε: Διδά­σκα­λε αγα­θέ, τί αγα­θό και τι καλό να κάνω για να απο­κτή­σω την αιώ­νια ζωή; 17 Κι ο Κύριος του είπε: Αφού απευ­θύ­νε­σαι σε μένα θεω­ρών­τας ότι είμαι ένας απλός άνθρω­πος, για­τί με ονο­μά­ζεις αγα­θό; Κανείς δεν είναι από τον εαυ­τό του πραγ­μα­τι­κά αγα­θός παρά μόνο ένας, ο Θεός. Εάν όμως θέλεις να μπεις στην αιώ­νια και μακά­ρια ζωή, τήρη­σε σ’ όλη τη ζωή σου τις εντο­λές. 18 Του λέει ο νέος: Ποιές εντο­λές; Κι ο Ιησούς του είπε: Το να μη σκο­τώ­σεις, να μη μοι­χεύ­σεις, να μην κλέ­ψεις, να μην ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, 19 τίμα τον πατέ­ρα και τη μητέ­ρα, και να αγα­πή­σεις το συνάν­θρω­πό σου σαν τον εαυ­τό σου. 20 Του λέει ο νέος, ο οποί­ος δεν είχε διδα­χθεί ποιά είναι και πώς εφαρ­μό­ζε­ται η αγά­πη προς τον συνάν­θρω­πο: Όλα αυτά τα φύλα­ξα από τότε που ήμουν νέος. Τί άλλο μου λεί­πει ακό­μη; 21 Κι ο Ιησούς του είπε: Εάν θέλεις να είσαι τέλειος πήγαι­νε, πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα στους φτω­χούς, και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς. Κι έλα να με ακο­λου­θή­σεις. 22 Μόλις όμως ο νέος άκου­σε το λόγο αυτό, έφυ­γε λυπη­μέ­νος? διό­τι είχε πολ­λά κτή­μα­τα, και η καρ­διά του ήταν κολ­λη­μέ­νη σ’ αυτά. 23 Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθη­τές του: Αλη­θι­νά σας λέω ότι δύσκο­λα ένας πλού­σιος άνθρω­πος θα μπει στη βασι­λεία των ουρα­νών. 24 Πάλι σας λέω, ευκο­λό­τε­ρο είναι να περά­σει μια καμή­λα από την τρύ­πα που ανοί­γει η βελό­να, παρά ο πλού­σιος να μπει στη βασι­λεία του Θεού. 25 Αλλά όταν οι μαθη­τές του το άκου­σαν αυτό, ένιω­σαν πολύ μεγά­λη έκπλη­ξη και είπαν: Ποιός τάχα μπο­ρεί να σωθεί; 26 Ο Ιησούς τότε τους κοί­τα­ξε εκφρα­στι­κά και τους είπε: Στους ανθρώ­πους αυτό είναι αδύ­να­το, στο Θεό όμως όλα είναι δυνα­τά. Μπο­ρεί λοι­πόν ο Θεός με τη χάρη του να λύσει τους δεσμούς της καρ­διάς κάθε καλο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου με το χρή­μα και να τον κατα­στή­σει άξιο της σωτη­ρί­ας.

16 Καὶ ἰδοὺ κάποιος τὸν πλη­σί­α­σε καὶ τοῦ εἶπε: «Διδά­σκα­λε ἀγα­θέ, τί ἀγα­θὸ νὰ κάνω γιὰ νὰἔ­χω ζωὴ αἰώ­νια;». 17 Ἀὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε: «Για­τί μὲ λέγεις ἀγα­θό (ἀφοῦ μὲ θεω­ρεῖς ἁπλῶς ἄνθρω­πο); Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγα­θός, παρὰ ἕνας, ὁ Θεός. Ἂν θέλῃς δὲ νὰ μπῇς στὴν (αἰώ­νια) ζωή, τήρη­σε τὶς ἐντο­λές». 18 Τοῦ λέγει: «Ποιές;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: «Τὸ νὰ μὴ φονεύ­σῃς, νὰ μὴ μοι­χεύ­σῃς, νὰ μὴ κλέ­ψῃς, νὰ μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς, 19 νὰ τιμᾷς τὸν πατέ­ρα καὶ τὴ μητέ­ρα, καὶ ν᾽ ἀγα­πᾷς τὸν πλη­σί­ον σου σὰν τὸν ἑαυ­τό σου». 20 Τοῦ λέγει ὁ νέος: «Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλα­ξα ἀπὸ τὴν παι­δι­κή μου ἡλι­κία. Σὲ τί ἀκό­μη υστε­ρῶ;». 21 Τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «Ἂν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαι­νε πώλη­σε τὰ υπάρ­χον­τά σου καὶ δῶσε σὲ πτω­χούς, καὶ θὰ ἔχῃς θησαυ­ρὸ στὸν οὐρα­νό, καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκο­λου­θή­σῃς». 22 Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ νέος ἄκου­σε αὐτὸ τὸ λόγο, ἔφυ­γε λυπη­μέ­νος, διό­τι εἶχε μεγά­λη περιου­σία. 23 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στοὺς μαθη­τάς του: «Ἀλη­θι­νὰ σᾶς λέγω, ὅτι δυσκό­λως πλού­σιος θὰ μπῇ στὴ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν. 24 Προ­χω­ρῶ δὲ καὶ σᾶς λέγω: Εἶναι εὐκο­λώ­τε­ρο καμή­λα νὰ περά­σῃ ἀπὸ τρύ­πα βελό­νας, παρὰ πλού­σιος νὰ μπῇ στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ». 25 Στὸ ἄκου­σμα δὲ τέτοιου λόγου οἱ μαθη­ταί του αἰσθάν­θη­καν πολὺ μεγά­λη ἔκπλη­ξι καὶ­ἔ­λε­γαν: «Ποιός τότε δύνα­ται νὰ σωθῇ;». 26 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς κοί­τα­ξε ἐκφρα­στι­κὰ καὶ τοὺς εἶπε: «Τοῦ­το στοὺς ἀνθρώ­πους εἶναι ἀδύ­να­το, ἀλλὰ στὸ Θεὸ εἶναι ὅλα δυνα­τά».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΟ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ

«Κα δο ες προ­σελθν επεν ατ· διδά­σκα­λε γαθέ, τί γαθν ποι­ή­σω να χω ζων αώνιον;(:Και ιδού Τον πλη­σί­α­σε κάποιος και Του είπε: ‘’Διδά­σκα­λε αγα­θέ, τι καλό να κάνω για να κλη­ρο­νο­μή­σω την αιώ­νια ζωή;’’)»[Ματθ.19,16].

Ορι­σμέ­νοι κατη­γο­ρούν τον νέο αυτόν ως κάποιον ύπου­λο και πονη­ρό και εκτι­μούν ότι πλη­σί­α­σε τον Ιησού με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει· εγώ όμως δε θα μπο­ρού­σα, βέβαια, να αρνη­θώ ότι ήταν φιλάρ­γυ­ρος και δού­λος των χρη­μά­των, επει­δή και ο Χρι­στός τον έλεγ­ξε ως άνθρω­πο αυτού του είδους, ύπου­λο όμως δε θα μπο­ρού­σα να τον χαρα­κτη­ρί­σω με κανέ­ναν τρό­πο, και διό­τι δεν είναι ασφα­λές το να επι­χει­ρεί κανείς να κατα­λή­γει σε τολ­μη­ρές κρί­σεις για ζητή­μα­τα που αφο­ρούν τον εσω­τε­ρι­κό κόσμο κάποιου ανθρώ­που και πόσο μάλι­στα όταν πρό­κει­ται να τον κατη­γο­ρή­σει για κάτι, καθώς επί­σης και για τον πρό­σθε­το λόγο ότι ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος έχει αναι­ρέ­σει αυτήν την υπο­ψία για τυχόν δόλιες προ­θέ­σεις του συγ­κε­κρι­μέ­νου νέου· πιο συγ­κε­κρι­μέ­να, λέγει τα εξής για τον νεα­νί­σκο αυτόν: «Κα κπο­ρευο­μέ­νου ατο ες δν προσ­δραμν ες κα γονυ­πε­τή­σας ατν πηρώ­τα ατόν(:Και καθώς ο Ιησούς έβγαι­νε στον δρό­μο, έτρε­ξε προς Αυτόν και αφού γονά­τι­σε εμπρός Του, Τον ρωτού­σε)»[Μάρκ.10,17] και ότι « δ ησος μβλέ­ψας ατ γάπη­σεν ατν κα επεν ατῷ…(:ο Ιησούς τον κοί­τα­ξε με πολ­λή αγά­πη και ενδια­φέ­ρον και τον συμ­πά­θη­σε και του είπε…)»[Μάρκ.10,21].

Οπωσ­δή­πο­τε όμως είναι μεγά­λη και τυραν­νι­κή η δύνα­μη των χρη­μά­των και αυτό γίνε­ται φανε­ρό και από το περι­στα­τι­κό αυτό· διό­τι και αν ακό­μη είμα­στε ως προς τα άλλα ενά­ρε­τοι, η φιλαρ­γυ­ρία κατα­στρέ­φει οποια­δή­πο­τε αρε­τή δια­θέ­του­με, κατα­στρέ­φει τα πάν­τα. Δικαιο­λο­γη­μέ­να λοι­πόν και ο Παύ­λος είπε ότι αυτό το πάθος είναι η ρίζα όλων των κακών[Α΄Τιμ.6,10: «ζα γρ πντων τν κακν στιν φιλαρ­γυρα, ς τινες ρεγμενοι πεπλανθησαν π τς πστε­ως κα αυτος περιπει­ραν δναις πολ­λας(:Για­τί ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαρ­γυ­ρία· μερι­κοί μάλι­στα, λόγω της φιλαρ­γυ­ρί­ας τους, κυριεύ­τη­καν από σφο­δρή και ακό­ρε­στη επι­θυ­μία για το χρή­μα και γι’ αυτό απο­πλα­νή­θη­καν από την πίστη και έμπη­ξαν γύρω από τον εαυ­τό τους σαν καρ­φιά πολ­λούς πόνους και αγω­νί­ες)»].

Για ποιο λόγο λοι­πόν ο Χρι­στός έδω­σε τέτοιου είδους απάν­τη­ση, λέγον­τας: «Οδες γαθς(:Κανείς δεν είναι αγα­θός)»; Επει­δή ο νέος αυτός Τον πλη­σί­α­σε με την ιδέα ότι ο Κύριος είναι ένας οποιοσ­δή­πο­τε κοι­νός άνθρω­πος ανά­με­σα στους πολ­λούς και κάποιος από τους Ιου­δαί­ους διδα­σκά­λους· για τού­το λοι­πόν και σαν να ήταν ένας απλός άνθρω­πος ο Ιησούς, ο νέος αυτός συζη­τεί μαζί Του. Καθό­σον ο παν­το­γνώ­στης Κύριος και σε πολ­λές άλλες περι­πτώ­σεις δίνει απάν­τη­ση στις σκέ­ψεις εκεί­νων που Τον πλη­σιά­ζουν, όπως όταν λέγει: «μες προ­σκυ­νετε οκ οδατε, μες προ­σκυ­νομεν οδαμεν(:Εσείς οι Σαμα­ρεί­τες, που έχε­τε απορ­ρί­ψει τα περισ­σό­τε­ρα βιβλία της Παλαιάς Δια­θή­κης, προ­σκυ­νεί­τε εκεί­νο, το οποίο πολύ λίγο γνω­ρί­ζε­τε. Εμείς οι Ιου­δαί­οι προ­σκυ­νού­με εκεί­νο που περισ­σό­τε­ρο από σας και από τους άλλους λαούς γνω­ρί­ζου­με)»· και: «Ἐὰν γ μαρ­τυρ περ μαυ­το, μαρ­τυ­ρία μου οκ στιν ληθής(:Ίσως μου πεί­τε: ‘’Εμείς δεν πιστεύ­ου­με σε αυτά που λες για τον εαυ­τό σου, διό­τι στη­ρί­ζον­ται στη δική σου εγωι­στι­κή μαρ­τυ­ρία’’. Πράγ­μα­τι. Εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδι­να μαρ­τυ­ρία για τον εαυ­τό μου, η μαρ­τυ­ρία μου θα μπο­ρού­σε να μην είναι αξιό­πι­στη)»[Ιω.5,31].

Όταν λοι­πόν λέγει: «Οδες γαθς(:Κανείς δεν είναι αγα­θός)», δεν το λέγει αυτό με σκο­πό να απο­κλεί­σει τον εαυ­τό Του από το ότι είναι αγα­θός, μη σκε­φτείς κάτι τέτοιο σε καμία περί­πτω­ση· διό­τι δεν είπε: «Για ποιον λόγο με ονο­μά­ζεις αγα­θό; Δεν είμαι αγα­θός» αλλά είπε ότι «οδες γαθς(:κανείς δεν είναι αγα­θός)»· δηλα­δή κανείς από τους ανθρώ­πους. Αλλά και αυτό ακό­μη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να απο­κλεί­σει τους ανθρώ­πους από την αγα­θό­τη­τα, αλλά το λέγει εν συγ­κρί­σει προς την αγα­θό­τη­τα του Θεού και για να ξεχω­ρί­σει το μέγε­θός της. Για τον λόγο αυτό και πρό­σθε­σε· «ε μ ες Θεός(:παρά μόνο ένας, ο Θεός)». Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέ­ρω­σε τον εαυ­τό Του στον νεα­νί­σκο.

Κατά τον ίδιο τρό­πο και παρα­πά­νω απο­κα­λού­σε τους ανθρώ­πους ‘’πονη­ρούς’’, λέγον­τας: «Ε ον μες, πονη­ρο ντες, οδατε δόμα­τα γαθ διδό­ναι τος τέκνοις μν(:εάν λοι­πόν εσείς, ενώ είστε ατε­λείς και διε­φθαρ­μέ­νοι από το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα, γνω­ρί­ζε­τε να δίνε­τε στα παι­διά σας ωφέ­λι­μα πράγ­μα­τα)»[Ματθ.7,11]. Πραγ­μα­τι­κά και στην περί­πτω­ση εκεί­νη τους ονό­μα­σε «πονη­ρούς», όχι για να απο­δώ­σει το γνώ­ρι­σμα της πονη­ρί­ας σε όλη γενι­κά την ανθρώ­πι­νη φύση πονη­ρή (διό­τι το «εσείς» δεν σημαί­νει ‘’όλοι εσείς οι άνθρωποι’’),αλλά τους ονό­μα­σε έτσι συγ­κρί­νον­τας την αγα­θό­τη­τα των ανθρώ­πων προς την αγα­θό­τη­τα του Θεού· για τού­το και πρό­σθε­σε· «πόσ μλλον πατρ μν ν τος ορανος δώσει γαθ τος ατοσιν ατόν;(: πόσο περισ­σό­τε­ρο ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας, που είναι γεμά­τος αγα­θό­τη­τα, θα δώσει καλά και ωφέ­λι­μα σ’ εκεί­νους που του ζητούν;)»[Ματθ.7,11].

Αλλά θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος: «Ποια κατε­πεί­γου­σα ανάγ­κη υπήρ­χε ή ποια χρη­σι­μό­τη­τα επέ­βα­λε στον Κύριο να δώσει αυτήν την απάν­τη­ση;». Με τον τρό­πο αυτόν ο Ιησούς εξυ­ψώ­νει πνευ­μα­τι­κά τον πλού­σιο αυτό νέο σιγά-σιγά και τον διδά­σκει να απαλ­λα­γεί εξ ολο­κλή­ρου από την κολα­κεία, απο­σπών­τας τον από τα επί­γεια πράγ­μα­τα και προ­ση­λώ­νον­τάς τον στον Θεό, και τον πεί­θει επί­σης να ζητεί τα ουρά­νια αγα­θά και να γνω­ρί­σει Αυτόν που πράγ­μα­τι είναι αγα­θός και ρίζα και πηγή όλων των αγα­θών, και σε Αυτόν να απο­δί­δει τις τιμές.

Διό­τι και όταν λέγει: «μες δ μ κληθτε αββί· ες γρ μν στιν διδά­σκα­λος, Χρι­στός· πάν­τες δ μες δελ­φοί στε (:Όμως εσείς μην επι­διώ­κε­τε να καλεί­στε ‘’διδά­σκα­λοι’’· διό­τι ένας είναι ο διδά­σκα­λός σας, ο Χρι­στός, και όλοι εσείς είστε αδέλ­φια και άρα ίσοι μετα­ξύ σας)»[Ματθ.23,8], το λέγει σε αντι­δια­στο­λή προς τον εαυ­τό Του και για να γνω­ρί­σουν οι άνθρω­ποι ποια είναι η πρώ­τη αρχή όλων γενι­κώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προ­θυ­μία που έδει­ξε ο νεα­νί­σκος τότε, καθό­σον κυριεύ­τη­κε από τέτοια δυνα­τή επι­θυ­μία για τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά, τη στιγ­μή που άλλοι μεν πεί­ρα­ζαν τον Κύριο, άλλοι Τον πλη­σί­α­σαν μόνο για να θερα­πεύ­σει τις ασθέ­νειές τους ή τις ασθέ­νειες των συγ­γε­νών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλη­σί­α­σε με κάθε ειλι­κρί­νεια και συζη­τού­σε με πραγ­μα­τι­κό ενδια­φέ­ρον για την αιώ­νια ζωή· διό­τι η γη μεν, η ψυχή δηλα­δή του νέου, ήταν εύφο­ρη και πλού­σια, όμως το πλή­θος των ακαν­θών κατέ­πνι­γε τον σπό­ρο.

Πρό­σε­χε λοι­πόν πώς ήταν τη στιγ­μή εκεί­νη προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος για να υπα­κού­ει στις εντο­λές· διό­τι λέγει: «Τί ἀγα­θὸν ποι­ή­σω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώ­νιον;(:Τι να κάνω για να κλη­ρο­νο­μή­σω την αιώ­νια ζωή😉».Τόσο ήταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος και πρό­θυ­μος προς εφαρ­μο­γή των όσων θα του έλε­γε. Εάν όμως Τον είχε πλη­σιά­σει με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει, θα μας το έλε­γε οπωσ­δή­πο­τε ο ευαγ­γε­λι­στής και αυτό, πράγ­μα που το κάνει και στις άλλες περι­πτώ­σεις, όπως δηλα­δή π.χ. στην περί­πτω­ση του νομικού[βλ. Ματθ.22,35–40: «Ο δ Φαρι­σαοι κού­σαν­τες τι φίμω­σε τος Σαδ­δου­καί­ους, συνή­χθη­σαν π τ ατό,κα πηρώ­τη­σεν ες ξ ατν, νομι­κός, πει­ρά­ζων ατν κα λέγων· διδά­σκα­λε, ποία ντολ μεγά­λη ν τ νόμ; δ ησος φη ατ· γαπή­σεις Κύριον τν Θεόν σου ν λ τ καρ­δί σου κα ν λ τ ψυχ σου κα ν λ τ δια­νοί σου. ατη στ πρώ­τη κα μεγά­λη ντο­λή. δευ­τέ­ρα δ μοία ατ· γαπή­σεις τν πλη­σί­ον σου ς σεαυ­τόν. ν ταύ­ταις τας δυσν ντο­λας λος νόμος κα ο προφται κρέ­μαν­ται (:Οι Φαρι­σαί­οι όμως, όταν άκου­σαν ότι ο Ιησούς απο­στό­μω­σε τους Σαδ­δου­καί­ους, μαζεύ­τη­καν στο ίδιο μέρος όπου ήταν κι Εκεί­νος μαζί με τους Σαδ­δου­καί­ους, κι ένας απ’ αυτούς, νομο­δι­δά­σκα­λος, Τον ρώτη­σε δοκι­μά­ζον­τάς Τον, για να δει ποια από­κρι­ση θα έδι­νε, και Του είπε: “Διδά­σκα­λε, ποια είναι η πιο μεγά­λη εντο­λή στον νόμο;” Ο Ιησούς του είπε: “Να αγα­πάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρ­διά, ώστε αυτόν ολο­κλη­ρω­τι­κά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολό­κλη­ρη η θέλη­σή σου να είναι παρα­δο­μέ­νη σε Αυτόν, και με το νου σου ολό­κλη­ρο, ώστε Αυτόν πάν­το­τε να σκέ­φτε­σαι. Αυτή είναι η πρώ­τη και μεγά­λη εντο­λή. Και δεύ­τε­ρη εντο­λή όμοια με αυτήν και εξί­σου σπου­δαία είναι: Να αγα­πάς τον συνάν­θρω­πό σου όπως αγα­πάς τον εαυ­τό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντο­λές στη­ρί­ζε­ται όλος ο νόμος και η διδα­σκα­λία των προ­φη­τών”)»].

Αλλά και αν ακό­μη το απο­σιώ­πη­σε ο ευαγ­γε­λι­στής, ο Χρι­στός όμως δεν θα ήταν δυνα­τόν να τον αφή­σει απα­ρα­τή­ρη­το για τις υστε­ρό­βου­λες προ­θέ­σεις του, αλλά θα τον έλεγ­χε κατά τρό­πο φανε­ρό ή και θα έκα­νε κάποιον υπαι­νιγ­μό, ώστε να μη σχη­μα­τι­σθεί η εντύ­πω­ση ότι πλα­νή­θη­κε και διέ­φυ­γε την προ­σο­χή του και ζημιω­θεί έτσι περισ­σό­τε­ρο. Εάν επί­σης Τον είχε πλη­σιά­σει με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει, ο νέος αυτός δε θα έφευ­γε λυπη­μέ­νος για όσα άκου­σε· διό­τι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρι­σαί­ους δεν το έπα­θε, αλλά εξα­γριώ­νον­ταν όταν τους απο­στό­μω­νε. Όμως δεν συνέ­βη αυτό στον νέο, αλλά έφυ­γε κατα­λυ­πη­μέ­νος και κατη­φής, πράγ­μα που απο­τε­λεί όχι μικρή από­δει­ξη, ότι δεν Τον πλη­σί­α­σε με πονη­ρή διά­θε­ση, αλλά με εξα­σθε­νη­μέ­νη, και επι­θυ­μού­σε μεν την αιώ­νια ζωή, αλλά όμως τον είχε κατα­κυ­ριεύ­σει ένα φοβε­ρό­τα­το πάθος, αυτό της φιλαρ­γυ­ρί­ας.

Όταν λοι­πόν ο Χρι­στός του είπε: «Ε δ θέλεις εσελ­θεν ες τν ζωήν, τήρη­σον τς ντο­λάς(:Εάν όμως θέλεις να μπεις στην αιώ­νια και μακά­ρια ζωή, τήρη­σε σε όλη τη ζωή σου τις εντο­λές)», ο νέος ρωτά­ει: «Ποί­ας;(:Ποιες εντο­λές😉», όχι με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει, μη γένοι­το, αλλά επει­δή νόμι­ζε ότι άλλες είναι εκεί­νες οι εντο­λές, εκτός από τις εντο­λές του μωσαϊ­κού Νόμου, που θα του χάρι­ζαν την αιώ­νια ζωή, πράγ­μα που χαρα­κτη­ρί­ζει τον άνθρω­πο που είναι κυριευ­μέ­νος από κάποια σφο­δρή επι­θυ­μία. Έπει­τα, επει­δή ο Ιησούς του είπε να τηρεί τις εντο­λές του νόμου, απαν­τά: «Πάν­τα τατα φυλα­ξά­μην κ νεό­τη­τός μου(:Όλα αυτά τα έχω τηρή­σει από την νεα­νι­κή μου ηλι­κία)». Και δεν στα­μά­τη­σε μέχρι εδώ, αλλά και πάλι ρωτά: «Τί τι στερ;(:Σε τι ακό­μη υστε­ρώ;)», πράγ­μα που απο­δεί­κνυε επί­σης και αυτό τη μεγά­λη επι­θυ­μία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγ­μα το ότι νόμι­ζε ότι υστε­ρεί σε κάτι, και το ότι θεω­ρού­σε ανε­παρ­κείς τις εντο­λές του Νόμου για να επι­τύ­χει αυτά που επι­θυ­μού­σε.

Τι κάνει λοι­πόν ο Χρι­στός; Επει­δή επρό­κει­το στη συνέ­χεια να δώσει κάποια μεγά­λη εντο­λή, προ­σθέ­τει τα έπα­θλα και λέγει: «Ε θέλεις τέλειος εναι, παγε πώλη­σόν σου τ πάρ­χον­τα κα δς πτω­χος, κα ξεις θησαυρν ν οραν, κα δερο κολού­θει μοι(:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαι­νε, πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα στους φτω­χούς και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς· και τότε έλα και ακο­λού­θη­σέ με)»[Ματθ.19,21]. Είδες πόσα βρα­βεία και πόσους στε­φά­νους ορί­ζει για αυτόν τον αγώ­να; Εάν όμως πεί­ρα­ζε τον Κύριο, δε θα Του έδι­νε αυτήν την απάν­τη­ση. Τώρα όμως και του απαν­τά σχε­τι­κώς, και για να τον προ­σελ­κύ­σει, του φανε­ρώ­νει ότι είναι πολύ μεγά­λος ο μισθός, και αφή­νει το παν στη διά­θε­ση του νέου, επι­κα­λύ­πτον­τας με όλα όσα λέγει την εντύ­πω­ση ότι είναι βαριά η παραί­νε­ση. Για το λόγο αυτόν και πριν καθο­ρί­σει το αγώ­νι­σμα και τον κόπο, του φανε­ρώ­νει το βρα­βείο, λέγον­τας: «Εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει: «πώλη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα στους πτω­χούς» και αμέ­σως πάλι ανα­φέ­ρει τα βρα­βεία: «και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς˙ και τότε έλα και ακο­λού­θη­σέ με». Καθό­σον το να ακο­λου­θεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγά­λη αντα­μοι­βή.

«Και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς». Επει­δή δηλα­δή ο λόγος ήταν για τα χρή­μα­τα και τον συμ­βού­λευε να απαλ­λα­χθεί από όλα, για να δεί­ξει ότι δεν του αφαι­ρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προ­σθέ­τει και άλλα ακό­μη σε αυτά που ήδη έχει, του έδω­σε περισ­σό­τε­ρα από αυτά που του είπε να προ­σφέ­ρει· και όχι μόνο περισ­σό­τε­ρα, αλλά και τόσο σπου­δαιό­τε­ρα, όσο υπε­ρέ­χει ο ουρα­νός από τη γη και ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. ‘’Θησαυ­ρό’’ δε ονό­μα­σε τη μεγα­λο­δω­ρία και την αφθο­νία της αντα­μοι­βής, με σκο­πό να δεί­ξει τη μονι­μό­τη­τα και την ασφά­λειά της· προ­σπα­θού­σε δηλα­δή όσο ήταν δυνα­τόν να οδη­γή­σει τον νέο στη γνώ­ση, χρη­σι­μο­ποιών­τας ανθρώ­πι­να παρα­δείγ­μα­τα και να τον κάνει να κατα­λά­βει στο μέτρο των ανθρώ­πι­νών του δυνα­το­τή­των.

Επο­μέ­νως, δεν αρκεί να περι­φρο­νεί κανείς τα χρή­μα­τα, αλλά πρέ­πει να δώσει τρο­φή στους φτω­χούς και πριν από όλα, να ακο­λου­θεί τον Χρι­στό, δηλα­δή να πράτ­τει όλα τα προ­στάγ­μα­τά Του και να είναι έτοι­μος ακό­μη και για σφα­γή χάριν Αυτού και για καθη­με­ρι­νό θάνα­το· διό­τι λέγει ο Κύριος: «Ε τις θέλει πίσω μου ρχε­σθαι, παρ­νη­σά­σθω αυτν κα ράτω τν σταυρν ατο καθ᾿ μέραν κα κολου­θεί­τω μοι(:Εάν κάποιος θέλει να με ακο­λου­θή­σει, να απαρ­νη­θεί τον εαυ­τό του, να λάβει τον σταυ­ρό του και ας με ακο­λου­θεί)»[Λου­κά 9,23]. Ώστε η εντο­λή αυτή, το να θυσιά­ζει δηλα­δή κανείς και την ίδια του τη ζωή του είναι πολύ πιο ανώ­τε­ρη από το να περι­φρο­νή­σει τα χρή­μα­τα και δεν είναι μικρή η συμ­βο­λή της απαλ­λα­γής από τα χρή­μα­τα στην εφαρ­μο­γή της εντο­λής αυτής.

«κού­σας δ νεα­νί­σκος τν λόγον πλθε λυπού­με­νος(:Μόλις όμως ο νέος άκου­σε αυτόν τον λόγο, έφυ­γε λυπη­μέ­νος)». Και στη συνέ­χεια, για να δεί­ξει ο ευαγ­γε­λι­στής ότι δεν ήταν αυτό που έπα­θε κάτι το αφύ­σι­κο, λέγει: «ν γρ χων κτή­μα­τα πολ­λά (:διό­τι είχε πολ­λά κτή­μα­τα και η καρ­διά του ήταν κολ­λη­μέ­νη σε αυτά)» [Ματθ.19,22]. Δεν είναι δηλα­δή κυριευ­μέ­νοι από το ίδιο πάθος της φιλαρ­γυ­ρί­ας αυτοί που έχουν λίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγά­λη περιου­σία· διό­τι τότε γίνε­ται πιο τυραν­νι­κός ο πόθος για τα χρή­μα­τα. Συμ­βαί­νει δηλα­δή αυτό που δεν θα παύ­σω να το επα­να­λαμ­βά­νω συνε­χώς, ότι η προ­σθή­κη των εκά­στο­τε απο­κτω­μέ­νων χρη­μά­των ανά­πτει κατά πολύ περισ­σό­τε­ρο τη φλό­γα και κάνει πιο φτω­χούς αυτούς που τα απο­κτούν, καθό­σον εμβάλ­λει σε αυτούς μεγα­λύ­τε­ρη επι­θυ­μία για αυτά και τους κάνει να αισθά­νον­ται πολύ περισ­σό­τε­ρο τη φτώ­χειά τους. Και πρό­σε­χε λοι­πόν και στην περί­πτω­ση αυτή ποια δύνα­μη επέ­δει­ξε ότι έχει πάνω του το πάθος αυτό της φιλαρ­γυ­ρί­ας· διό­τι εκεί­νον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προ­θυ­μία, επει­δή ο Χρι­στός τον προ­έ­τρε­ψε να απαρ­νη­θεί τα χρή­μα­τα, τόσο πολύ τον εξου­θέ­νω­σε και κατέ­βα­λε τις δυνά­μεις του, ώστε δεν τον άφη­σε ούτε καν να απαν­τή­σει σε όσα του είπε, αλλά έφυ­γε σιω­πη­λός, σκυ­θρω­πός και κατα­λυ­πη­μέ­νος.

Τι λέγει λοι­πόν ο Χρι­στός; «Ἀμν λέγω μν τι δυσκό­λως πλού­σιος εσελεύ­σε­ται ες τν βασι­λεί­αν τν ορανν(:Αλη­θι­νά σας λέγω ότι δύσκο­λα θα εισέλ­θει πλού­σιος στη βασι­λεία των ουρα­νών)», κατη­γο­ρών­τας όχι τα ίδια τα χρή­μα­τα, αλλά αυτούς που είναι δού­λοι σε αυτά. Εάν όμως θα εισέλ­θει δύσκο­λα ο πλού­σιος στη βασι­λεία των ουρα­νών, πολύ πιο δύσκο­λα θα εισέλ­θει ο πλε­ο­νέ­κτης· διό­τι εάν απο­τε­λεί εμπό­διο για την Βασι­λεία των Ουρα­νών το να μη δίδει κανείς από τα υπάρ­χον­τά του σε όσους έχουν ανάγ­κη, συλ­λο­γί­σου πόσο πυρ επι­σω­ρεύ­ει και το να αρπά­ζει κιό­λας και τα αγα­θά των άλλων. Αλλά με ποιο σκο­πό έλε­γε στους μαθη­τές Του ο Κύριος ότι δύσκο­λα θα εισέλ­θει ο πλού­σιος στη βασι­λεία των ουρα­νών, εφό­σον οι ίδιοι οι μαθη­τές ήσαν πτω­χοί και δεν είχαν τίπο­τε στην κατο­χή τους; Με σκο­πό να τους διδά­ξει να μην αισχύ­νον­ται για την πενία τους και απο­λο­γού­με­νος, κατά κάποιο τρό­πο, προς αυτούς για το ότι δεν τους επέ­τρε­ψε να έχουν τίπο­τε.

Αφού λοι­πόν τους είπε ότι είναι δύσκο­λο, στη συνέ­χεια τονί­ζει ότι είναι και αδύ­να­το, και όχι απλώς αδύ­να­το, αλλά αδύ­να­το σε υπερ­βο­λι­κό βαθ­μό, πράγ­μα που το φανέ­ρω­σε με το παρά­δειγ­μα της καμή­λας και της βελό­νας· διό­τι λέγει: «Πάλιν δ λέγω μν, εκοπώ­τε­ρόν στι κάμη­λον δι τρυ­πή­μα­τος αφί­δος διελ­θεν πλού­σιον ες τν βασι­λεί­αν το Θεο εσελ­θεν(:Ευκο­λό­τε­ρο είναι να περά­σει μία καμή­λα από την τρύ­πα που ανοί­γει η βελό­να, παρά να εισέλ­θει ένας πλού­σιος στη βασι­λεία του Θεού)». Απο­δει­κνύ­ε­ται λοι­πόν εξ αυτού ότι δεν θα είναι μικρή και ασή­μαν­τη η αμοι­βή εκεί­νων που ενώ είναι πλού­σιοι, μπο­ρούν να ζουν με ευσέ­βεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, για να δεί­ξει δηλα­δή ότι χρειά­ζε­ται άφθο­νη χάρη από μέρους του Θεού εκεί­νος ο πλού­σιος που πρό­κει­ται να επι­τύ­χει τη σωτη­ρία. Επει­δή λοι­πόν ταρά­χθη­καν οι μαθη­τές Του, είπε: «Παρ νθρώ­ποις τοτο δύνα­τόν στι, παρ δ Θε πάν­τα δυνα­τά στι(:Στους ανθρώ­πους αυτό είναι αδύ­να­το, στο Θεό όμως όλα είναι δυνα­τά. Μπο­ρεί λοι­πόν ο Θεός με τη χάρη του να λύσει τους δεσμούς της καρ­διάς κάθε καλο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου με το χρή­μα και να τον κατα­στή­σει άξιο της σωτη­ρί­ας. Αρκεί να έχει την καλή διά­θε­ση της αυτα­παρ­νή­σε­ως και θυσί­ας)»[Ματθ.19,26].

Και για ποια αιτία ταράσ­σον­ται οι μαθη­τές, ενώ ήσαν πτω­χοί και μάλι­στα πολύ πτω­χοί; Για ποιο λόγο θορυ­βούν­ται; Επει­δή λυπούν­ταν και ενδια­φέ­ρον­ταν για τη σωτη­ρία των άλλων ανθρώ­πων και μεγά­λη στορ­γή είχαν για όλους και αισθά­νον­ταν πλέ­ον σαν διδά­σκα­λοι των άλλων. Έτσι, λοι­πόν, έτρε­μαν και φοβούν­ταν για την οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη, εξαι­τί­ας της απο­φά­σε­ως αυτής, ώστε χρειά­ζον­ταν μεγά­λη παρη­γο­ρία. Γι’ αυτό ο Κύριος τούς κοί­τα­ξε πρώ­τα και τους είπε: «Εκεί­να που είναι αδύ­να­τα να γίνουν από τους ανθρώ­πους, αυτά είναι δυνα­τά να γίνουν από τον Θεό». Αφού λοι­πόν με το ήμε­ρο και πράο βλέμ­μα Του παρη­γό­ρη­σε τη γεμά­τη από ταρα­χή σκέ­ψη τους και διέ­λυ­σε την αγω­νία τους (διό­τι αυτό το έκα­νε φανε­ρό ο ευαγ­γε­λι­στής, όταν είπε: «μβλέ­ψας δ ησος επεν ατος(:Ο Ιησούς λοι­πόν τους κοί­τα­ξε κατά­μα­τα και εκφρα­στι­κά και τους είπε)», στη συνέ­χεια τους καθη­συ­χά­ζει και με τα λόγια Του, αφού τους παρου­σί­α­σε τη δύνα­μη του Θεού και έτσι τους γέμι­σε με θάρ­ρος.

Αλλά εάν επι­θυ­μείς να μάθεις και τον τρό­πο και πώς θα μπο­ρού­σε το αδύ­να­το να γίνει δυνα­τό, άκου· διό­τι δεν είπε φυσι­κά αυτά τα παρα­πά­νω λόγια για να απελ­πι­στού­με και να παραι­τη­θού­με με τη σκέ­ψη ότι είναι αδύ­να­τα, αλλά το είπε με σκο­πό, ώστε, αφού κατα­νο­ή­σου­με το μέγε­θος του κατορ­θώ­μα­τος, να σπεύ­σου­με με ευκο­λία να ανα­λά­βου­με τον αγώ­να και επι­κα­λού­με­νοι και τη βοή­θεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώ­νες και τους άθλους μας, να επι­τύ­χου­με να απο­κτή­σου­με την αιώ­νια ζωή.

Πώς λοι­πόν θα μπο­ρού­σε αυτό να επι­τευ­χθεί; Αν απαρ­νη­θείς τα υπάρ­χον­τά σου, αν μοι­ρά­σεις τα χρή­μα­τά σου, αν απαλ­λα­γείς από την πονη­ρή επι­θυ­μία σου. Το ότι λοι­πόν αυτό δεν είναι έργο μόνο του Θεού, αλλά το είπε αυτό με σκο­πό να δεί­ξει το μέγε­θος του κατορ­θώ­μα­τος, άκου­σε τα όσα λέγει στη συνέ­χεια. Διό­τι όταν ο Πέτρος είπε: «δο μες φήκα­μεν πάν­τα κα κολου­θή­σα­μέν σοι(:Ιδού εμείς αφή­σα­με όλα και σε ακο­λου­θή­σα­με)» και ρώτη­σε «Τί ρα σται μν;(:Ποια τάχα θα είναι η αμοι­βή μας;)» [Ματθ.19,27], ορί­ζον­τας τον μισθό για εκεί­νους ο Κύριος, πρό­σθε­σε: «Κα πς ς φκεν οκίας δελ­φος δελφς πατέ­ρα μητέ­ρα γυνακα τέκνα γρος νεκεν το νόμα­τός μου, κατον­τα­πλα­σί­ο­να λήψε­ται κα ζων αώνιον κλη­ρο­νο­μή­σει(:Και κάθε ένας, ο οποί­ος για χάρη μου άφη­σε σπί­τια ή αδελ­φούς ή αδελ­φές ή πατέ­ρα ή μητέ­ρα ή γυναί­κα ή χωρά­φια, θα λάβει εδώ στη γη εκα­τό φορές περισ­σό­τε­ρα και, το σπου­δαιό­τε­ρο, θα κλη­ρο­νο­μή­σει την αιώ­νια ζωή)»[Ματθ.19,29]. Έτσι το αδύ­να­το γίνε­ται δυνα­τό. Αλλά θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος: «Πώς αυτό θα μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί; Πώς είναι δυνα­τόν αυτός που κατα­κυ­ριεύ­τη­κε μία φορά από την επι­θυ­μία αυτού του είδους να απαρ­νη­θεί τα χρή­μα­τά του;». Αν αρχί­σει να μοι­ρά­ζει τα υπάρ­χον­τά του και να περι­κό­πτει τα περιτ­τά πράγ­μα­τα· διό­τι έτσι θα προ­χω­ρή­σει και πιο πέρα και θα προ­χω­ρή­σει στο εξής ευκο­λό­τε­ρα.

Μη ζητή­σεις λοι­πόν να ανέ­βεις αμέ­σως, εάν σου φαί­νε­ται δύσκο­λο το ανέ­βα­σμα με την πρώ­τη, αλλά ανέ­βαι­νε ήρε­μα και σιγά σιγά την κλί­μα­κα αυτήν που σε οδη­γεί στον ουρα­νό· διό­τι, όπως ακρι­βώς αυτοί που υπο­φέ­ρουν από πυρε­τό, έχον­τας μέσα τους ευκο­λο­ε­ρέ­θι­στη και πλε­ο­νά­ζου­σα χολή, όταν προ­σθέ­σουν τρο­φές και ποτά, όχι μόνο δε σβή­νουν τη δίψα τους, αλλά και ανά­πτουν τη φλό­γα, έτσι και οι φιλο­χρή­μα­τοι, όταν προ­σθέ­τουν τα χρή­μα­τα στην πονη­ρή αυτή επι­θυ­μία, που είναι πολύ πιο ευκο­λο­ε­ρέ­θι­στη από εκεί­νη τη χολή, την ανά­πτουν ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. Τίπο­τε λοι­πόν δεν καθη­συ­χά­ζει αυτήν τη φιλο­χρη­μα­τία τόσο, όσο η απο­μά­κρυν­ση καταρ­χήν της επι­θυ­μί­ας του κέρ­δους, όπως ακρι­βώς βέβαια και την ευκο­λο­ε­ρέ­θι­στη χολή το λίγο φαγη­τό και η απο­βο­λή. «Αλλά», θα πει κάποιος, «πώς θα γίνει αυτόΕάν κατα­νο­ή­σεις ότι όσο μεν αυξά­νον­ται τα πλού­τη σου, ποτέ δε θα στα­μα­τή­σει η δίψα σου γι’ αυτά και να βαστά­ζε­σαι από την επι­θυ­μία του περισ­σό­τε­ρου, όταν όμως απαλ­λα­γείς από τα υπάρ­χον­τά σου, θα μπο­ρέ­σεις και την ασθέ­νεια αυτήν να την καθη­συ­χά­σεις.

Μην περι­βάλ­λε­σαι λοι­πόν από περισ­σό­τε­ρα, για να μην επι­διώ­κεις ακα­τόρ­θω­τα πράγ­μα­τα και υπο­φέ­ρεις αθε­ρά­πευ­τα και να γίνε­σαι έτσι, υπό την επί­δρα­ση αυτής τη λύσ­σας, ελε­ει­νό­τε­ρος από όλους. Διό­τι πες μου: ποιος θα μπο­ρού­σα­με να πού­με βασα­νί­ζε­ται και υπο­φέ­ρει, αυτός που επι­θυ­μεί πολυ­τε­λή φαγη­τά και ποτά και δεν μπο­ρεί να τα απο­λαύ­σει όπως θέλει, ή αυτός που δεν είναι κυριευ­μέ­νος από μια τέτοια επι­θυ­μία; Είναι ολο­φά­νε­ρο ότι βασα­νί­ζε­ται αυτός που έχει μεν αυτήν την επι­θυ­μία, αλλά δεν μπο­ρεί να απο­λαύ­σει αυτά που επι­θυ­μεί. Τόσο δηλα­δή οδυ­νη­ρό είναι αυτό, το να μην μπο­ρεί δηλα­δή να απο­λαύ­σει κανείς αυτό που επι­θυ­μεί και το να διψά αλλά να μην μπο­ρεί να πιει κάτι για να ξεδι­ψά­σει, ώστε, θέλον­τας ο Χρι­στός να μας παρου­σιά­σει με παρά­δειγ­μα την γέεν­να που περι­μέ­νει τους αμε­τα­νόη­τους, με αυτόν τον τρό­πο επέ­λε­ξε να την περι­γρά­ψει και να παρου­σιά­σει τον πλού­σιο έτσι να κατα­καί­ε­ται [βλ. παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του φτω­χού Λαζά­ρου: Λου­κά 16,19–31]· τιμω­ρούν­ταν δηλα­δή εκεί­νος ο άσπλα­χνος πλού­σιος με το ότι επι­θυ­μού­σε μία στα­γό­να ύδα­τος και δεν μπο­ρού­σε να την απο­λαύ­σει.

Εκεί­νος λοι­πόν που περι­φρο­νεί τα χρή­μα­τα κατά­παυ­σε την επι­θυ­μία αυτήν, ενώ αυτός που επι­θυ­μεί να πλου­τί­ζει και να απο­κτή­σει περισ­σό­τε­ρα, την άνα­ψε περισ­σό­τε­ρο την επι­θυ­μία του και ουδέ­πο­τε αρκεί­ται σε αυτά που έχει· αλλά και αν ακό­μη απο­κτή­σει άπει­ρα τάλαν­τα, επι­θυ­μεί άλλα τόσα· και αν τα απο­κτή­σει και αυτά, επι­θυ­μεί και πλάι τους άλλα διπλά­σια από αυτά, και προ­χω­ρών­τας, εύχε­ται και τα όρη και η γη και η θάλασ­σα κι όλα γενι­κώς να γίνουν προς χάριν του χρυ­σός, κατε­χό­με­νος από μία νέα μορ­φή φοβε­ρής μανί­ας, που δεν μπο­ρεί έτσι να σβή­σει ποτέ. Και για να μάθεις ότι το κακό αυτό δεν στα­μα­τά με την προ­σθή­κη, αλλά με την αφαί­ρε­ση, πρό­σε­ξε το εξής: Εάν κάπο­τε σου γεν­νιό­ταν η παρά­λο­γη επι­θυ­μία να πετά­ξεις και να μετα­βείς κάπου μέσω του αέρος, πώς θα μπο­ρού­σες να σβή­σεις αυτήν την παρά­λο­γη επι­θυ­μία σου; Με το να κάνεις φτε­ρά και να κατα­σκευά­σεις άλλα όργα­να, ή με το να πεί­σεις τον λογι­σμό σου ότι επι­θυ­μεί ακα­τόρ­θω­τα πράγ­μα­τα κι ότι δεν πρέ­πει να επι­χει­ρεί κανέ­να από αυτά; Ολο­φά­νε­ρο είναι ότι θα έσβη­νες την άτο­πη αυτή επι­θυ­μία σου με το να πεί­σεις τον λογι­σμό σου ότι η υλο­ποί­η­σή της είναι ανέ­φι­κτη.

«Αλλά», θα έλε­γε κάποιος, «εκεί­νο είναι αδύ­να­το». Όμως και αυτό είναι πιο ακα­τόρ­θω­το, το να βρεις δηλα­δή τέρ­μα για την επι­θυ­μία σου. Καθό­σον είναι ευκο­λό­τε­ρο, αν και είμα­στε άνθρω­ποι, να πετά­ξου­με, παρά με την προ­σθή­κη του επι­πλέ­ον να στα­μα­τή­σου­με την σφο­δρή αυτήν επι­θυ­μία· διό­τι όταν είναι κατορ­θω­τά αυτά που επι­θυ­μού­με, είναι δυνα­τόν να παρη­γο­ρη­θεί κανείς και με την από­λαυ­ση, όταν όμως είναι ακα­τόρ­θω­τα, μία πρέ­πει να είναι τότε η φρον­τί­δα μας, πώς να απο­μα­κρυν­θού­με από αυτήν την επι­θυ­μία μας· διό­τι δεν είναι δυνα­τόν κατά άλλον τρό­πο να ξανα­κερ­δί­σου­με την ψυχή μας. Ώστε λοι­πόν για να μην στε­νο­χω­ριό­μα­στε για περιτ­τά πράγ­μα­τα, αλλά, αφού απο­βά­λου­με τη σφο­δρή επι­θυ­μία για τα χρή­μα­τα, που συνε­χώς μας λυπεί και ουδέ­πο­τε ανέ­χε­ται να στα­μα­τή­σει, ας στρα­φού­με προς άλλη, που μας κάνει μακα­ρί­ους και είναι πολύ εύκο­λη, και ας επι­θυ­μή­σου­με τους θησαυ­ρούς των ουρα­νών· διό­τι προς την κατεύ­θυν­ση αυτήν δεν υπάρ­χει ούτε τόσο μεγά­λος κόπος, αλλά και το κέρ­δος είναι απε­ρί­γρα­πτο, και δεν είναι δυνα­τόν να απο­τύ­χει εκεί­νος που κατά κάποιον τρό­πο επα­γρυ­πνεί, φρον­τί­ζει τα μελ­λον­τι­κά και περι­φρο­νεί τα παρόν­τα· ενώ αντι­θέ­τως αυτός που είναι δού­λος των υλι­κών πραγ­μά­των και έχει δώσει εξ ολο­κλή­ρου τον εαυ­τό του σε αυτά άπαξ δια παν­τός, οπωσ­δή­πο­τε αυτός θα αναγ­κα­στεί κάπο­τε να τα απο­χω­ρι­στεί.

Ανα­λο­γι­ζό­με­νος λοι­πόν όλα αυτά, βγά­λε από μέσα σου την πονη­ρή επι­θυ­μία των χρη­μά­των. Βέβαια ούτε και αυτό μπο­ρείς να μου πεις, ότι σου παρέ­χει μεν αυτή η επι­θυ­μία τα παρόν­τα· αλλά όμως σου στε­ρεί τα μέλ­λον­τα· και αν ακό­μη βέβαια συνέ­βαι­νε αυτό, θα ήταν χει­ρό­τε­ρη κόλα­ση και τιμω­ρία. Τώρα όμως ούτε αυτό είναι δυνα­τό· διό­τι μαζί με την γέεν­να και πριν από την γέεν­να εκεί­νη, και στην εδώ ζωή σου γίνε­ται πρό­ξε­νος χει­ρό­τε­ρης κολά­σε­ως. Καθό­σον η επι­θυ­μία αυτή πολ­λές οικί­ες κατέ­στρε­ψε και φοβε­ρούς πολέ­μους υπο­κί­νη­σε και οδή­γη­σε κατ’ ανάγ­κην τη ζωή σε βίαιο θάνα­το· και επί­σης, πριν από τους κιν­δύ­νους αυτούς, κατα­στρέ­φει την ευγέ­νεια της ψυχής και κατέ­στη­σε πολ­λές φορές αυτόν που δια­κα­τέ­χε­ται από αυτήν, δει­λό, άναν­δρο, θρα­σύ, ψεύ­τη, συκο­φάν­τη, άρπα­γα, πλε­ο­νέ­κτη και οτι­δή­πο­τε άλλο χει­ρό­τε­ρο.

Αλλά μήπως κατα­γο­η­τεύ­ε­σαι, όταν βλέ­πεις τη λάμ­ψη των χρη­μά­των και το πλή­θος των υπη­ρε­τών και το κάλ­λος των οικο­δο­μη­μά­των και τις τιμές όταν διέρ­χε­σαι από την αγο­ρά; Ποια λοι­πόν θερα­πεία θα μπο­ρέ­σει να βρε­θεί για το πονη­ρό αυτό τραύ­μα; Αν σκε­φτείς, πώς καταν­τούν όλα αυτά την ψυχή σου· ότι την καθι­στούν σκο­τει­νή, έρη­μη, αισχρή και άσχη­μη· αν ανα­λο­γι­στείς με τη βοή­θεια πόσων κακών απο­κτή­θη­καν αυτά, με πόσους κόπους φυλάσ­σον­ται μέχρι τέλους, αλλά και όταν ακό­μη απο­φύ­γει κανείς όλων τις αρπα­γές, αφού έλθει ο θάνα­τος, πολ­λές φορές οδη­γεί αυτά στα χέρια των εχθρών σου, ενώ εσέ­να σε παίρ­νει γυμνό από όλα και φεύ­γει, χωρίς να σύρεις από πίσω σου τίπο­τε από όλα αυτά, παρά μόνο τα τραύ­μα­τα και τις πλη­γές, τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύ­γει.

Όταν λοι­πόν δεις κάποιον να λάμ­πει εξω­τε­ρι­κά από τα ενδύ­μα­τά του και τη μεγά­λη ακο­λου­θία του, ανά­λυ­σε λεπτο­με­ρώς τη συνεί­δη­σή του, και θα βρεις μέσα της πολ­λή πονη­ρία και θα δεις να υπάρ­χει μέσα της πολ­λή σκό­νη. Ανα­λο­γί­σου τον Παύ­λο, τον Πέτρο, σκέ­ψου τον Ιωάν­νη, τον Ηλία· ή, καλύ­τε­ρα, σκέ­ψου τον Υιό του Θεού που δεν είχε πού να κλί­νει την κεφα­λή Του. Γίνε μιμη­τής Εκεί­νου και των δού­λων Εκεί­νου και να φέρεις στη φαν­τα­σία σου τον απε­ρί­γρα­πτο πλού­το αυτών. Εάν όμως για μια στιγ­μή ρίξεις το βλέμ­μα σου προς τα χρή­μα­τα και σκο­τι­στεί και πάλι το μυα­λό σου, όπως ακρι­βώς στην περί­πτω­ση κάποιου ναυα­γί­ου τη στιγ­μή που έρχε­ται η καται­γί­δα, άκου­σε την από­φα­ση του Χρι­στού που λέγει ότι είναι αδύ­να­το ο πλού­σιος να εισέλ­θει στη βασι­λεία των ουρα­νών. Και απέ­ναν­τι από την από­φα­ση αυτήν θέσε τα όρη, τη γη και τη θάλασ­σα και κάνε τα όλα αυτά, εάν θέλεις, με τη σκέ­ψη σου χρυ­σό· θα δια­πι­στώ­σεις λοι­πόν τότε ότι τίπο­τε δεν μπο­ρεί να εξι­σω­θεί με τη ζημία που προ­έρ­χε­ται από αυτά.

Και εσύ μεν σκέ­πτε­σαι τόσα και τόσα στρέμ­μα­τα γης, και τις δέκα ή είκο­σι οικί­ες ή και περισ­σό­τε­ρες και τα τόσο πολ­λά δημό­σια λου­τρά, και τους χίλιους δού­λους ή τις δύο χιλιά­δες αυτών και τα αργυ­ρο­στό­λι­στα και χρυ­σο­στό­λι­στα οχή­μα­τα, εγώ όμως σου λέγω εκεί­νο: Εάν ο καθέ­νας από εσάς τους πλου­σί­ους, εγκα­τέ­λει­πε αυτήν την φτώ­χεια (διό­τι αυτά είναι φτώ­χεια εν συγ­κρί­σει με εκεί­να που πρό­κει­ται να σας πω), και απο­κτού­σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο και ο καθέ­νας από αυτούς είχε τόσους πολ­λούς ανθρώ­πους, όσοι τώρα κατοι­κούν σε όλα τα μέρη της γης και της θαλάσ­σης, και είχε ο καθέ­νας όλη την οικου­μέ­νη, και τη γη και τη θάλασ­σα και παν­τού είχε οικο­δο­μή­μα­τα και πόλεις και έθνη, και από παν­τού έρρεε προς χάριν του αντί ύδα­τος, αντί πηγών, χρυ­σός, δεν θα μπο­ρού­σα να πω ότι αυτοί που έχουν αυτά τα τόσα πλού­τη ότι αξί­ζουν τρεις οβο­λούς, εάν επρό­κει­το να απο­κλει­στούν από την Βασι­λεία των Ουρα­νών· διό­τι εάν τώρα, επι­θυ­μών­τας να απο­κτή­σουν χρή­μα­τα, βασα­νί­ζον­ται όταν δεν επι­τύ­χουν στην προ­σπά­θειά τους αυτήν, εάν επρό­κει­το να λάβουν γνώ­ση των απορ­ρή­των εκεί­νων αγα­θών, τι θα αρκού­σε τότε για να τους παρη­γο­ρή­σει; Δεν υπάρ­χει τίπο­τε.

Μην μου προ­βάλ­λεις λοι­πόν την αφθο­νία των χρη­μά­των, αλλά να σκέ­πτε­σαι πόσο μεγά­λη είναι η ζημία που υφί­σταν­ται οι ερα­στές αυτής, οι οποί­οι αντί τού­των χάνουν τη Βασι­λεία των ουρα­νών, και παθαί­νουν το ίδιο πράγ­μα που παθαί­νει κάποιος, εάν συνέ­βαι­νε να εκπέ­σει από την τιμη­τι­κή του θέση στα ανά­κτο­ρα, και να θεω­ρεί πολύ σπου­δαίο πράγ­μα τη μία σωρό κοπριάς που έχει. Καθό­σον ως προς τίπο­τε δεν δια­φέ­ρει η συγ­κέν­τρω­ση των χρη­μά­των από εκεί­νη, μάλ­λον δε είναι και καλύ­τε­ρη· διό­τι η μεν κοπριά είναι χρή­σι­μη και για τη γεωρ­γία και για τη θέρ­μαν­ση του λου­τρού και για άλλα παρό­μοια, ο κρυμ­μέ­νος όμως μέσα στη γη χρυ­σός δεν είναι χρή­σι­μος για κανέ­να από αυτά.

Και μακά­ρι να ήταν μόνο άχρη­στος· όμως τώρα ανά­πτει και πολ­λές καμί­νους σε εκεί­νον που τον έχει, εάν συμ­βεί να μην τον χρη­σι­μο­ποιεί όπως πρέ­πει· διό­τι τα περισ­σό­τε­ρα κακά προ­έρ­χον­ται από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν οι ειδω­λο­λά­τρες απο­κα­λού­σαν την φιλαρ­γυ­ρία «ακρό­πο­λη των κακών», ο δε μακά­ριος Παύ­λος τη χαρα­κτή­ρι­σε κατά τρό­πο καλύ­τε­ρο και παρα­στα­τι­κό­τε­ρο, αφού την ονό­μα­σε ρίζα όλων των κακών[πρβλ. Α΄Τιμ.6,10: «ζα γρ πντων τν κακν στιν φιλαρ­γυρα, ς τινες ρεγμενοι πεπλανθησαν π τς πστε­ως κα αυτος περιπει­ραν δναις πολ­λας(:Πέφτουν σε πει­ρα­σμό και κατα­στρε­πτι­κή παγί­δα, διό­τι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαρ­γυ­ρία. Μερι­κοί μάλι­στα λόγω της φιλαρ­γυ­ρί­ας τους κυριεύ­τη­καν από σφο­δρή και ακό­ρε­στη επι­θυ­μία για το χρή­μα και γι’ αυτό απο­πλα­νή­θη­καν από την πίστη και έμπη­ξαν γύρω από τον εαυ­τό τους σαν καρ­φιά πολ­λούς πόνους και αγω­νί­ες)»].

Έχον­τας λοι­πόν υπό­ψη όλα αυτά, ας μάθου­με να είμα­στε μιμη­τές εκεί­νων που είναι άξιοι μιμή­σε­ως. Όχι τις λαμ­πρές οικο­δο­μές, ούτε τους πλού­σιους αγρούς, αλλά να ζηλεύ­ου­με τους άνδρες εκεί­νους που έχουν πολ­λή παρ­ρη­σία ενώ­πιον του Θεού, εκεί­νους που είναι πλού­σιοι στον ουρα­νό, τους κυρί­ους των θησαυ­ρών εκεί­νων, τους πραγ­μα­τι­κά πλου­σί­ους, τους πτω­χούς χάριν του ονό­μα­τος του Χρι­στού, ώστε και των αιω­νί­ων αγα­θών να επι­τύ­χου­με με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μετά του οποί­ου στον Πατέ­ρα μαζί με το Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει δόξα, δύνα­μις και τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, Υπό­μνη­μα στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο, ομι­λία ΞΓ΄, σελί­δες 208–233.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 67, σελ. 196–207 .

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 17–8‑1980]

[Β33]

Εάν έπρε­πε, αγα­πη­τοί μου, να ερω­τή­σου­με τι είναι το Ευαγ­γέ­λιον, θα μπο­ρού­σα­με με συν­το­μία να απαν­τή­σου­με: «Η παρά­δο­σις της αλη­θεί­ας». Αλλά τι είναι αλή­θεια; Η αλή­θεια είναι ο Χρι­στός και ο λόγος Του. Όχι ο λόγος Του, αλλά και ο λόγος Του. Διό­τι ο ίδιος είπε: «γώ εμί λήθεια». Συνε­πώς η αλή­θεια είναι τα λόγια Του. Αλλά η πηγή των λόγων Του είναι ο Ίδιος. Συνε­πώς η πηγή της αλη­θεί­ας είναι το πρό­σω­πό Του.

Επα­νερ­χό­με­νοι λοι­πόν εις την ερώ­τη­ση, εάν θα πρέ­πει να ρωτή­σου­με τι είναι Ευαγ­γέ­λιον, θα απαν­τού­σα­με: «Η Αλή­θεια, η Παρά­δο­σις της αλη­θεί­ας». Δηλα­δή ο Χρι­στός και ο λόγος Του. Αλλ’ όμως πολ­λές φορές, αγα­πη­τοί μου, ξεχνά­με αυτήν την Παρά­δο­σιν της αλη­θεί­ας, που είναι το Ευαγ­γέ­λιον. Ο Από­στο­λος Παύ­λος θα βρε­θεί σε μία πολύ δύσκο­λη θέση, δυσά­ρε­στη, όταν θα γρά­ψει την πρώ­τη προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του εις την εκκλη­σία της Κορίν­θου και θα τους πει: «Γνω­ρί­ζω δ μν, δελ­φο, τ εαγγλιον εηγγε­λισμην μν, κα παρελβετε, ν κα στκατε, δι᾿ ο κα σζεσθε, τνι λγ εηγγε­λισμην μν ε κατχετε, κτς ε μ εκ πιστεσατε. Παρδωκα γρ μν ν πρτοις κα παρλαβον, τι Χριστς πθανεν πρ τν μαρ­τιν μν κατ τς γραφς, κα τι τφη, κα τι γγερ­ται τ τρτ μρ κατ τς γραφς» κ.λπ. Δηλα­δή μερι­κοί Κορίν­θιοι αμφι­σβη­τού­σαν την ανά­στα­σιν των νεκρών.

Και φυσι­κά, όπως λέγει ευστο­χό­τα­τα κάποιος Πατήρ ότι «εάν αμφι­σβη­τείς την ανά­στα­σιν των νεκρών, τότε μην μιλάς πια για το Ευαγ­γέ­λιο, δεν έχεις τίπο­τα». Και συνε­πώς ο Από­στο­λος Παύ­λος βλέ­πον­τας πόσο ακρι­βώς μεγά­λο είναι το θέμα αυτό, αφιε­ρώ­νει ένα ολό­κλη­ρο και μακρό­τα­το κεφά­λαιον υπέρ της ανα­στά­σε­ως των νεκρών, αφού βεβαί­ως η κατο­χύ­ρω­σις θα γίνει επά­νω στην Ανά­στα­ση του Χρι­στού. Και θα τους πει: «Γνω­ρί­ζω δέ μν δελ­φοί», δηλα­δή το «γνω­ρί­ζω» εδώ έχει την έννοια «Σας υπεν­θυ­μί­ζω. Για­τί το ξέρε­τε. Αλλά, το ξεχά­σα­τε;». Δεν τους θίγει. Να τους πει: «Το αμφι­σβη­τή­σα­τε; Σας υπεν­θυ­μί­ζω, λοι­πόν, αδελ­φοί, το Ευαγ­γέ­λιον. Εκεί­νο που εγώ ευαγ­γε­λί­στη­κα σε σας. Εκεί­νο το οποί­ον εσείς παρα­λά­βα­τε και επά­νω στο οποίο σεις στα­θή­κα­τε, δια του οποί­ου Ευαγ­γε­λί­ου σεις σώζε­σθε, ε κατέ­χε­τε, εάν βεβαί­ως το κρα­τά­τε».

Εδώ βλέ­πο­με, σ’ αυτήν την έκφρα­σή του, αγα­πη­τοί μου, όλη εκεί­νη την δια­δι­κα­σία της παρα­δό­σε­ως της αλη­θεί­ας. Για­τί είναι μεγά­λο θέμα η παρά­δο­σις της αλη­θεί­ας. Είναι αυτό που πήρα εγώ, να το δώσω στον άλλον. Αλλά αυτό που θα δώσω στον άλλον, πώς θα το δώσω; Και αυτός που θα το πάρει από μένα και θα το δώσει στην επό­με­νη γενεά, πώς θα το δώσει; Θα το δώσει ακέ­ραιο, σωστό, όπως ακρι­βώς βγή­κε από την πηγήν; Ή θα είναι δια­φο­ρε­τι­κό; Έτσι προ­κύ­πτει, αγα­πη­τοί μου, ένα πρό­βλη­μα. Φυσι­κά αυτό που λέγει εδώ ο Από­στο­λος ότι «εγώ σας έδω­κα το Ευαγ­γέ­λιον -εηγγε­λι­σά­μην μν τό Εαγγέ­λιον- το οποί­ον εσείς πήρα­τε και επά­νω στο οποίο στα­θή­κα­τε», θέμα δεν ετί­θε­το τόσο τότε εις τον Από­στο­λον και την γενεά στην οποία υπάρ­χει, διό­τι είναι ο ίδιος εκεί­νος ο οποί­ος πήρε απευ­θεί­ας από την πηγήν τον λόγο του Θεού, όπως και οι άγιοι Από­στο­λοι. Μάλι­στα θα πει λίγο πιο κάτω, που ακού­σα­με την απο­στο­λι­κήν περι­κο­πήν, ότι «ετε γώ ετε κενοι, οτ κηρύσ­σο­μεν καί οτως πιστεύ­σα­τε». «Έτσι κηρύσ­σο­με και έτσι πιστεύ­ε­τε. Αλλά το θέμα είναι ότι εκεί­νο που εγώ σας έδω­κα, εσείς πώς το παρα­λά­βα­τε; Και ακό­μη, όταν εσείς θα το δώσε­τε λίγο πιο κάτω, οι άλλοι οι επι­γε­νέ­στε­ροι, πώς θα το παρα­λά­βουν;».

Όταν λέμε, αγα­πη­τοί μου, «Παρά­δο­ση», τι ακρι­βώς εννο­ού­με; Είναι ό,τι λέγει η λέξις σε μία πρώ­τη διά­στα­ση. Δηλα­δή αυτό το οποίο παίρ­νω και δίδω. « παρέ­λα­βον -λέγει ο Από­στο­λος- καί παρέ­δω­κα μν». Τι; Ότι ο Χρι­στός απέ­θα­νε και την τρί­τη ημέ­ρα ανέ­στη. Αυτό πήρα, αυτό σας έδω­κα. Αυτό βασι­κά είναι Παρά­δο­σις. Αλλά το θέμα είναι όταν γρα­φτεί αυτή η Παρά­δο­σις, κι αυτή η Παρά­δο­σις εγρά­φη, είναι το Ευαγ­γέ­λιον — φερ’ ειπείν, αυτά που γρά­φει στους Κοριν­θί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος, αυτά αγα­πη­τοί είναι κατα­τε­θει­μέ­να, έγι­ναν βιβλίο. Έτσι λοι­πόν τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Οι επό­με­νες γενε­ές, όταν θα δια­βά­σουν αυτό, πώς θα το κατα­λά­βουν; Δηλα­δή πώς θα το ερμη­νεύ­σουν το Ευαγ­γέ­λιο; Διό­τι αν δεν υπήρ­χε πρό­βλη­μα ερμη­νεί­ας, τότε δεν υπήρ­χε θέμα παρα­δό­σε­ως. Εάν υπήρ­χε ένας τρό­πος που όλες οι γενε­ές να κατα­λα­βαί­νουν το Ευαγ­γέ­λιο σωστά, όπως ακρι­βώς παρε­δό­θη από τον Κύριον στους μαθη­τάς Του, επα­να­λαμ­βά­νω, δεν θα υπήρ­χε ανάγ­κη παρα­δό­σε­ως.

Η Παρά­δο­σις λοι­πόν δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας, πώς ακρι­βώς βλέ­πει τις Γρα­φές. Πώς η Εκκλη­σία, πάν­το­τε η Εκκλη­σία, από την επο­χή των Απο­στό­λων, από την Απο­στο­λι­κήν Εκκλη­σί­αν μέχρι σήμε­ρα, πώς η Εκκλη­σία βλέ­πει τις Γρα­φές και τι φρο­νεί γι’ αυτές. Δηλα­δή, πώς ερμη­νεύ­ει τις γρα­φές. Και έτσι το κλει­δί της ερμη­νεί­ας βρί­σκε­ται μέσα εις αυτό το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας, δηλα­δή μέσα εις αυτήν την Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας. Είναι γνω­στό ότι είναι θεμε­λιω­δέ­στα­το αυτό, από τα πιο θεμε­λιώ­δη. Για­τί αν αυτό δεν το κρα­τώ στα χέρια μου, τότε πώς θα κατα­λά­βω την Γρα­φή; Και μην νομί­σε­τε ότι αυτό είναι μια κου­βέν­τα με την οποία μπο­ρού­με τώρα να απα­σχο­λού­με­θα και ανή­κει σε κάποιους άλλους κύκλους θεω­ρη­τι­κούς. Όχι, δεν είναι καθό­λου έτσι τα πράγ­μα­τα. Το πεί­ρα­μα έγι­νε. Έγι­νε στους Προ­τε­στάν­τες. Επή­ραν την Γρα­φή και άρχι­σαν να την μελε­τούν. Και επει­δή ήθε­λαν να αντι­δρά­σουν εις την ρωμαϊ­κήν Εκκλη­σί­αν, την Δυτι­κήν, την Εκκλη­σί­αν της Ρώμης, γι΄αυτό τον λόγο άρχι­σαν να λέγουν ότι… «Μελε­τά­τε την Γρα­φήν κι όπως την κατα­λα­βαί­νε­τε». Κι έτσι ο κάθε ένας μελε­τη­τής έγι­νε μία αυθεν­τία ερμη­νεί­ας. Το απο­τέ­λε­σμα; Επει­δή δεν δέχτη­καν την Παρά­δο­σιν, το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας, πώς ερμη­νεύ­ει η Εκκλη­σία, το απο­τέ­λε­σμα είναι να δια­σπα­στούν σε χίλια κομ­μά­τια. Και η πίστις να δια­σπα­στεί και να εισα­χθούν πλή­θος ανα­ρίθ­μη­το αιρέ­σε­ων. Επό­με­νο ήταν. Διό­τι όταν ο καθέ­νας ερμη­νεύ­ει όπως θέλει, δεν θα εισα­χθούν αιρέ­σεις;

Κατη­γο­ρούν την Εκκλη­σία μας ότι κρα­τού­με την Παρά­δο­ση. Προ­σέξ­τε. Όχι τας Παρα­δό­σεις· την Παρά­δο­σιν. Προ­σέξ­τε. Όχι τας Παρα­δό­σεις· την Παράδοσιν(Το Π με κεφα­λαίο και ενάρ­θρως). Την Παρά­δο­σιν. Όχι «Παρά­δο­σιν», την Παρά­δο­σιν. Συγ­κε­κρι­μέ­νο στοι­χείο. Την Παρά­δο­σιν. Μας κατη­γο­ρούν. Ή ακό­μη αν θέλε­τε και η επο­χή μας είναι τέτοια, που εμείς οι ίδιοι οι Ορθό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί να στε­κό­με­θα εναν­τί­ον της Παρα­δό­σε­ως και να λέμε: «Και πού τα βρή­κες αυτά; Και τι είναι αυτά;». Και πολ­λοί που θα’ θελαν ίσως να ζήσουν μία πνευ­μα­τι­κή ζωή, έξω όμως από την Εκκλη­σία, έξω από την Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας, όπως πολ­λές φορές έχο­με λογί­ους ανθρώ­πους, που παίρ­νουν την Γρα­φή την μελε­τούν, την θαυ­μά­ζουν αλλά την κατα­λα­βαί­νουν όπως θέλουν αυτοί. Τότε αυτό δεν έχει καμία αξία. Για­τί απλού­στα­τα η Γρα­φή κατα­νο­εί­ται μόνο μέσα εις την Εκκλη­σί­αν. Μόνον. Δεν μπο­ρώ ποτέ να βρω τον Χρι­στό, εάν δεν μελε­τή­σω την Γρα­φή μες την Εκκλη­σία· που θα πει μέσα στο φρό­νη­μα, με το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας. Αυτή όμως η Παρά­δο­σις είναι μέσα εις αυτήν την ουσί­αν του Χρι­στια­νι­σμού.

Θα μπο­ρού­σα­με να απαν­τή­σο­με λοι­πόν το εξής: Όταν ο Χρι­στός παρέ­δω­κε στους Απο­στό­λους την αλή­θειαν, τι είπε; Είπε το εξής: «Εγώ δεν ελά­λη­σα τίπο­τε απ’ ό,τι ήκου­σα από τον Πατέ­ρα. Τίπο­τα δεν ελά­λη­σα παρα­πά­νω ή παρα­κά­τω απ’ ό,τι ήκου­σα από τον Πατέ­ρα. Κι εκεί­νο που ήκου­σα από τον Πατέ­ρα, τού­το λαλώ». Αλλά αυτό που ο Χρι­στός λαλεί επι­βε­βαιού­ται από το Πνεύ­μα το Άγιον την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής. Συνε­πώς παρα­τη­ρού­με ότι μέσα εις τα πρό­σω­πα της Αγί­ας Τριά­δος να υπάρ­χει μία ιδιό­τυ­πος παρά­δο­σις. Λέγω «ιδιό­τυ­πος» διό­τι ο Θεός είναι εις. Η ουσία του Θεού είναι μία. Παρά ταύ­τα, επει­δή «ο Χρι­στια­νι­σμός είναι μίμη­σις της Αγί­ας Τριά­δος», όπως λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος, γι΄αυτό και εις το σημείο αυτό η Εκκλη­σία μιμεί­ται την Αγία Τριά­δα. Σε τι; Στην Παρά­δο­ση. Αφού ο Υιός τίπο­τα δεν λέγει απ’ ό,τι δεν ήκου­σε από τον Πατέ­ρα και το Πνεύ­μα το Άγιον επι­βε­βαιοί παν ό,τι ο Υιός είπε την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής, διό­τι τότε κατε­νο­ή­θη, αλλά και το σπου­δαί­ον είναι ότι δεν θα ήρχε­το ποτέ η Πεν­τη­κο­στή εάν ο άνθρω­πος Ιησούς, όπως τον έβλε­παν οι άνθρω­ποι, δεν ήτο αλη­θής. Συνε­πώς το Πνεύ­μα το Άγιον απέ­δει­ξε την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής ότι ο Ιησούς είναι αλη­θής, συνε­πώς είναι Θεάν­θρω­πος. Ώστε αυτή η Παρά­δο­σις μέσα στη ζωή της Αγί­ας Τριά­δος, που δεί­χνει μια πει­θαρ­χία, η οποία μας κατα­πλήσ­σει, γίνε­ται μοντέ­λο, γίνε­ται πρό­τυ­πον για μας μες την Εκκλη­σία.

Έτσι τώρα πηγή είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Διδά­σκει. Οι μαθη­ταί ακούν. Κατό­πιν εκεί­νοι παίρ­νουν την εντο­λή ότι «Πορευ­θέν­τες ες πάν­τα τά θνη, διδά­σκον­τες ατούς τηρεν πάν­τα σα νετει­λά­μην μν». «Αφού τους διδά­ξε­τε να τηρούν όσα εγώ σας παρήγ­γει­λα». Προ­σέξ­τε: Πάν­τα. Ούτε παρα­πά­νω ούτε παρα­κά­τω. Και η αξία, αγα­πη­τοί μου, του Απο­στό­λου είναι η πιστό­τη­τα. Ο Από­στο­λος δεν πρω­το­τυ­πεί. Η αξία του δεν είναι στην πρω­το­τυ­πί­αν. Η αξία του είναι εις την πιστό­τη­τα. Εάν παρέ­δω­κε επα­κρι­βώς εκεί­νο το οποί­ον έχει πάρει.

Και κατό­πιν, η Παρά­δο­ση αυτή περ­νά­ει στους αγί­ους της Εκκλη­σί­ας μας, στους Πατέ­ρες. Και συνε­πώς η Απο­στο­λι­κή Παρά­δο­σις γίνε­ται Πατε­ρι­κή Παρά­δο­σις. Και είναι το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας. Είναι το κλει­δί της ερμη­νεί­ας της Αγί­ας Γρα­φής. Λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τα­τα εις την Α΄ του επι­στο­λή. Δια πολ­λών, εγώ σας λέω μόνον τρεις λέξεις. Το λέγει κατ’ επα­νά­λη­ψιν συνω­νύ­μους λέξεις: « ωρά­κα­μεν, κηκό­α­μεν παγ­γέλ­λο­μεν μν». «Εκεί­νο που είδα­με και εκεί­νο που ακού­σα­με, αυτό σας λέμε. Τίπο­τα παρα­πά­νω από εκεί­νο που είδα­με και ακού­σα­με και τα χέρια μας», λέγει παρα­κά­τω, «εψη­λά­φη­σαν περί του λόγου της ζωής. Και σας τα λέμε όχι για να κάνο­με τον έξυ­πνο, αλλά για να έχε­τε κι εσείς την ζωή, όπως την έχο­με και εμείς». Είναι κατα­πλη­κτι­κό, αγα­πη­τοί μου. Αυτή ακρι­βώς η πιστό­της. Θα μας πει δε αργό­τε­ρα ο Μέγας Αθα­νά­σιος το εξής θαυ­μά­σιον: «Εδομεν καί ατήν τήν ξ ρχς Παρά­δο­σιν καί διδα­σκα­λί­αν καί πίστιν τς Καθο­λικς κκλη­σί­ας, ν (:την οποί­αν) μέν Κύριος δωκεν, ο δέ πόστο­λοι κήρυ­ξαν καί ο Πατέ­ρες φύλα­ξαν». «Καί ο Πατέ­ρες φύλα­ξαν». Συνε­πώς το ταμεί­ον της αλη­θεί­ας είναι σ’ αυτό που εφύ­λα­ξαν οι Πατέ­ρες, που επή­ραν από κεί­νο που εδί­δα­ξαν οι Από­στο­λοι, οι οποί­οι ήκου­σαν από το στό­μα του Χρι­στού. «ν ταύτ γάρ τ παρα­δό­σει κκλη­σία τεθε­με­λί­ω­ται». «Εδώ είναι», λέγει, «θεμε­λιω­μέ­νη, έχει θεμε­λιω­θεί η Εκκλη­σία. Επά­νω εις αυτήν την Παρά­δο­σιν».

Έτσι, αγα­πη­τοί, βλέ­πο­με ότι δεν μπο­ρού­με να λέμε ότι θα παίρ­νο­με την Γρα­φή να την δια­βά­ζο­με, για να παίρ­νο­με συν­θή­μα­τα ζωής και να την εξη­γού­με όπως εμείς την θέλο­με και μας συμ­φέ­ρει. Ή ακό­μη να βλέ­πο­με κάποια που να νομί­ζο­με ότι μας αρέ­σουν και κάποια άλλα να τα βάζο­με στην άκρη. Η Γρα­φή ολό­κλη­ρη είναι η αλή­θεια.

Θα ΄θελα όμως ακό­μη να σας τονί­σω και κάτι άλλο. Πολ­λές φορές, όταν μελε­τού­με την Γρα­φή, νομί­ζο­με ότι είναι ένα γράμ­μα η Γρα­φή. Όπως ακρι­βώς θα ήταν ένας που μας στέλ­νει ένα γράμ­μα, μια επι­στο­λή, και ξεχνά­με για μια στιγ­μή τον απο­στο­λέα και μένο­με μόνο στο γράμ­μα. Έτσι θέλο­με πολ­λές φορές να μεί­νο­με σε ένα ρητό, το οποίο θα θέλα­με να το εφαρ­μό­σο­με. Σωστό. Δεν αντι­λέ­γει κανείς. Ξεχνά­με όμως κάτι που είναι πολύ ουσιώ­δες. Ότι δεν είναι αρκε­τό να πεις «Θα βάλω μπρο­στά να εφαρ­μό­σω το Ευαγ­γέ­λιον, με άσκη­ση φυσι­κά». Δεν πρέ­πει να ξεχνώ ότι πίσω από εκεί­νο που δια­βά­ζω, πίσω από εκεί­νο το οποί­ον με πάσαν προ­σπά­θειαν προ­σπα­θώ να το οικειω­θώ, είναι ένα πρό­σω­πο. Δεν είναι ένας λόγος. Είναι ένα πρό­σω­πο. Και το πρό­σω­πο αυτό είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Γι΄αυτό η Παρά­δο­σις δεν είναι ένα γράμ­μα. Είναι μία ζων­τα­νή πραγ­μα­τι­κό­της. Και η τελειο­τά­τη έκφρα­σις αυτής της Παρα­δό­σε­ως, όχι σαν γράμ­μα, αλλά σαν ζωή, είναι η Θεία Λει­τουρ­γία. Την νύχτα που παρε­δί­δε­το ο Υιός Σου, ω Πάτερ, πήρε στα χέρια Του το ψωμί και το κρα­σί και είπε: «Αυτό είναι το Σώμα μου και αυτό είναι το Αίμα μου· για­τί είμαι Εγώ σ’ αυτό που τώρα Εγώ σας παρα­δί­δω». Και η Εκκλη­σία εκρά­τη­σε την υψί­στην Παρά­δο­σιν, την Θεία Λει­τουρ­γία. Τον ανε­κτί­μη­τον αυτόν θησαυ­ρόν. Και δεν έχο­με πια μια παρά­δο­ση γράμ­μα­τος, αλλά μια Παρά­δο­ση προ­σώ­που. Αυτόν τον Ίδιον τον Χρι­στό· ο Οποί­ος είναι… το Σώμα Του, η Εκκλη­σία. Έτσι, ο Χρι­στός και η Εκκλη­σία είναι Ένα. Ό,τι η κεφα­λή με το σώμα. «Και το σώμα του Χρι­στού», λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «είναι η Εκκλη­σία». Όταν κοι­νω­νού­με σωστά, όπως πρέ­πει, το σώμα και το αίμα του Χρι­στού, κρα­τά­με την Παρά­δο­ση, την ζώσα Παρά­δο­ση. Γι’ αυτόν τον λόγο λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος ότι θα τελεί­ται το μυστή­ριον αυτό χρις ο ν λθ, έως ότου έλθει ο Χρι­στός. Δεν έχει σημα­σία, αγα­πη­τοί μου, αν λίγοι άνθρω­ποι τηρούν αυτό. Έστω κι αν απο­τε­λε­στεί ένα λείμ­μα. Πάν­τα δε, θα είναι η Ορθο­δο­ξία.

Μην το ταυ­τί­ζο­με, θέλω να ξυπνή­σο­με λίγο, να ξυπνή­σο­με. Μην το ταυ­τί­ζο­με, «ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ». Κάπο­τε θα δρα­πε­τεύ­σει η Ορθο­δο­ξία από την Ελλά­δα. Θα δρα­πε­τεύ­σει. Δεν ξέρω πού θα πάει. Στην Κίνα θα πάει; Στην Ουγ­κάν­τα θα πάει; Στον Βόρειο Πόλο θα πάει; Δεν ξέρω. Στους Εσκι­μώ­ους; Δεν ξέρω. Ένα μόνο. Η Ορθο­δο­ξία θα μεί­νειχρις ο ν λθ ο Χρι­στός. Μας το είπε ο Από­στο­λος Παύ­λος. Βεβαί­ως, εάν δεν μεί­νει η Ορθο­δο­ξία στην Ελλά­δα, εδώ που κηρύ­χτη­κε κι από δω που ξεκί­νη­σαν οι ιερα­πό­στο­λοι, πραγ­μα­τι­κά θα ήταν κάτι πολύ λυπη­ρό για μας. Πάρα πολύ λυπη­ρό για μας. Αλλά, όπως πηγαί­νο­με και όπως σκε­φτό­μα­στε και όπως κινού­με­θα εμείς οι Ορθό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, φοβά­μαι ότι γρή­γο­ρα θα χάσο­με αυτήν μας την μεγά­λη δόξα και τιμή. Όπως την έχα­σαν και οι Εβραί­οι· την τιμή να γνω­ρί­σουν τον Χρι­στό. Μην νομί­ζε­τε, ο Θεός δεν μερο­λη­πτεί. Ο Θεός δεν περιο­ρί­ζε­ται από συναι­σθη­μα­τι­σμούς. Όχι. «Τήρη­σες; Θα σε ανε­βά­σω και θα σε δοξά­σω. Δεν ετή­ρη­σες; Θα σε απορ­ρί­ψω»... Δεν εδί­στα­σε, λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή του, «να απορ­ρί­ψει τον Ισρα­ήλ. Εσύ ποιος είσαι; Εσύ είσαι αγριέ­λαιος. Θα σε απορ­ρί­ψει. Εάν λέει την φύσει καλ­λιέ­λαιον απέρ­ρι­ψε, εσύ που είσαι αγριέ­λαιος και σε εκέν­τρι­σε δηλα­δή σε μπό­λια­σε, πολύ παρα­πά­νω θα σε απορ­ρί­ψει».

Γι’ αυτόν τον λόγο αν αγα­πά­με και την πατρί­δα μας, την Ελλά­δα, ας προ­σέ­ξο­με. Η Ελλάς υπάρ­χει για­τί υπάρ­χει Ορθο­δο­ξία. Ή καλύ­τε­ρα, η δόξα της Ελλά­δος είναι η Ορθο­δο­ξία. Και η Ορθο­δο­ξία είναι η Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας, είναι η Παρά­δο­ση των Απο­στό­λων, είναι η Παρά­δο­ση των Πατέ­ρων. Και εμείς είμε­θα η ζώσα παρα­κα­τα­θή­κη. Αλλά ακό­μη κάτι να μην ξεχνά­με. Οι Πατέ­ρες, όπως και ο Πλά­των και ο Αρι­στο­τέ­λης και ο Θαλής ο Μιλή­σιος και ο Σωκρά­της και ει τις έτε­ρος σοφός και σπου­δαί­ος, όπως και οι μεγά­λοι καλ­λι­τέ­χνες, δεν ανή­κουν στην Ελλά­δα αλλά σε όλον τον κόσμο. Είναι κλη­ρο­νο­μιά όλου του κόσμου. Βεβαί­ως οι Πατέ­ρες είναι Έλλη­νες, αλλά δεν ανή­κουν παρά σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο. Μην, λοι­πόν, εμείς καυ­χό­μα­στε και λέμε ότι οι Πατέ­ρες ήσαν Έλλη­νες. Είδα­τε τι σας διά­βα­σα; Την γνώ­μη του Μεγά­λου Αθα­να­σί­ου. Και όμως οι Πατέ­ρες θα πουν: «Ανή­κο­με σ’ όλο τον κόσμο. Όπου υπάρ­χει Ορθο­δο­ξία. Και σας σάς αγνο­ού­με». Μη μεί­νο­με, δηλα­δή, μόνο με το όνο­μα. Με ψιλό όνο­μα ότι οι Πατέ­ρες είναι Έλλη­νες. Αλλά να κρα­τή­σο­με την πίστιν μας. Λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Κρα­τά­τε τάς παρα­δό­σεις». «Να κρα­τά­τε τις παρα­δό­σεις που εγώ σας παρέ­δω­σα». Θα πει να κρα­τού­με ‚να φυλάτ­του­με. Και τι λέγει ο Κύριος στην Απο­κά­λυ­ψη σε μια Του επι­στο­λή σε μία Του Εκκλη­σία. «Κρά­τει χεις ως ο ν λθω». «Κρά­τη­σε αυτό που έχεις, έως ότου έλθω». Και θέλε­τε; Αυτή η Εκκλη­σία της Μικράς Ασί­ας… ‑αν και οι επτά Εκκλη­σί­ες της Μικράς Ασί­ας είναι τύπος της Μίας, Αγί­ας, Καθο­λι­κής και Απο­στο­λι­κής Εκκλη­σί­ας με επτά πτυ­χές, με επτά πλευ­ρές, μία η Εκκλη­σία. Αυτές οι τοπι­κές Εκκλη­σί­ες απο­τε­λούν τύπον. Αυτή η Εκκλη­σία που πήρε την εντο­λή να κρα­τή­σει εκεί­νο που έχει έως ότου έλθει ο Χρι­στός, δεν το κρά­τη­σε. Η λυχνία της έσβη­σε. Ορι­στι­κά το 1922. Έσβη­σε. Πάει. Βλέ­πε­τε δεν εκρά­τη­σε την λυχνί­αν έως ότου έλθει ο Χρι­στός. Τι δυστύ­χη­μα… Λοι­πόν η φωνή του Χρι­στού μάς ειδο­ποιεί: «Κρά­τει χεις ως ο ν λθω».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_069.mp3



Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 26–8‑1990]

[Β237]

Είναι συγ­κι­νη­τι­κό, αγα­πη­τοί μου, όταν βλέ­πεις τους νέους ανθρώ­πους να ανα­ζη­τούν το αγα­θόν, το τέλειον, για να το γνω­ρί­σουν και για να το βιώ­σουν. Μια υπο­δειγ­μα­τι­κή περί­πτω­ση με θετι­κή και αρνη­τι­κή πλευ­ρά μάς παρου­σιά­ζει σήμε­ρα ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος. Μας διη­γεί­ται ότι ένας πλού­σιος νεα­νί­σκος με καλή καρ­διά και αγα­θή προ­αί­ρε­ση, πλη­σί­α­σε τον Κύριον και Τον ερω­τά: «Διδσκα­λε γαθ, τ γαθν ποισω να χω ζων αἰώνιον;». Και ο Κύριος τού απαν­τά: «Ε θλεις εσελ­θεν ες τν ζων, τρησον τς ντολς». «Εάν θέλεις να κερ­δί­σεις την ζωήν την αιώ­νιον, να εισέλ­θεις εις αυτήν, να εφαρ­μό­σεις τις εντο­λές». Κι εκεί­νος έκπλη­κτος, για­τί ίσως κάτι το άλλο περί­με­νε, ερω­τά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απήν­τη­σε ότι είναι οι εντο­λές, οι γνω­στό­τα­τες, του δεκα­λό­γου. Η πρώ­τη εντο­λή, η δευ­τέ­ρα, η δεκά­τη. Ο νεα­νί­σκος όμως σημεί­ω­σε ότι τις εντο­λές αυτές, του δεκα­λό­γου, τις είχε εφαρ­μό­σει από μικρό παι­δί. Γι’αυ­τό και εξε­πλά­γη. Εδώ θα έλε­γα, η προ­σφο­ρά της «πεζό­τη­τος» ‑τη λέξη «πεζό­τη­τα» την βάζω εντός εισα­γω­γι­κών- των εντο­λών. Λέμε: «Ε, τώρα, τις εντο­λές…». Δεν ξέρου­με. Οι άνθρω­ποι ανα­ζη­τούν πάν­τα κάτι και­νού­ριο, κάτι άλλο. Και όταν δουν έναν εκπλη­κτι­κόν διδά­σκα­λον, τότε ζητούν ακρι­βώς αυτό το κάτι άλλο. Ο Κύριος όμως παρα­πέμ­πει στον δεκά­λο­γον, τον γνω­στόν, τον αιώ­νιον, τον αναλ­λοί­ω­τον δεκά­λο­γον του νόμου του Θεού.

Ωστό­σο, εφό­σον είπε ότι από μικρό παι­δί είχε εφαρ­μό­σει τον νόμον, τότε ο Κύριος περ­νά σε μία τελειο­τέ­ρα φάση πνευ­μα­τι­κής ζωής. Και του λέγει: «Ε θλεις τλειος εναι, παγε πλησν σου τ πρχον­τα κα δς πτω­χος, κα ξεις θησαυρν ν οραν, κα δερο κολοθει μοι». «Εάν», λέγει, «θέλεις να είσαι τέλειος», μία υπέρ­βα­ση δηλα­δή των εντο­λών, όχι ότι οι εντο­λές δεν καθι­στούν τέλειον τον άνθρω­πον, αλλά εδώ μίαν υπέρ­βα­σιν των εντο­λών ‑άλλο­τε θα μιλή­σο­με γι’ αυτήν την υπέρ­βα­ση των εντο­λών- τι του λέγει; «Πήγαι­νε, πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα εις τους πτω­χούς και θα ΄χεις εκεί τον θησαυ­ρόν· στον ουρα­νόν. Και έλα να με ακο­λου­θή­σεις».

Όμως ο πλού­σιος νεα­νί­σκος, επει­δή ακρι­βώς είχε πολ­λή περιου­σία και ήτο και φιλο­χρή­μα­τος, λυπή­θη­κε γι’ αυτήν την απάν­τη­ση που του έδω­κε ο Κύριος και ανε­χώ­ρη­σε χωρίς πια να ενδια­φερ­θεί για κάτι περισ­σό­τε­ρο.

Παρα­τη­ρεί κανείς στη συμ­πε­ρι­φο­ρά αυτού του νεα­νί­σκου, πάρα πολύ ενδια­φέ­ρου­σες πλευ­ρές. Και ακρι­βώς αυτές, αγα­πη­τοί μου, ας προ­σέ­ξο­με. Καταρ­χάς προ­σεγ­γί­ζει τον Κύριον. Όχι μόνο για τη φήμη που είχε ο Κύριος, αλλά και για την αυθεν­τία Του. Είχε αυθεν­τία. Η διδα­σκα­λία του Κυρί­ου ήταν όντως αυθεν­τι­κή. Γι’αυ­τό σημειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος στο 7ο κεφά­λαιο, όταν είχε πει ο Κύριος την περιώ­νυ­μον εκεί­νη διδα­σκα­λία Του επί του Όρους: «Κα γένε­το – σημειώ­νει ο ιερός ευαγ­γε­λι­στής- τε συνε­τέ­λε­σεν ησος τος λόγους τού­τους, ξεπλήσ­σον­το ο χλοι π τ διδαχ ατο-είχαν μεί­νει έκπλη­κτοι οι όχλοι-· ν γρ διδά­σκων ατος ς ξου­σί­αν χων, κα οχ ς ο γραμ­μα­τες». Διό­τι εδί­δα­σκε «ς ξου­σί­αν χων». Όχι όπως οι γραμ­μα­τείς. Δηλα­δή ήτο αυθεν­τία.

Έτσι μια βασι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση ανα­ζη­τή­σε­ως διδα­σκά­λου, είναι η αυθεν­τία του. Προ­σέξ­τε, παρα­κα­λώ, αυτό το σημείο. Είναι η αυθεν­τία του. Αλλά η επο­χή μας, αν θα έπρε­πε να δού­με την επο­χή μας, έχει γκρε­μί­σει κάθε αυθεν­τία. Και την αυθεν­τία του ανθρώ­που και την αυθεν­τία του Θεού. Έτσι, ο κάθε νέος που θέλει να μάθει, σε ποιον αλή­θεια θα κατα­φύ­γει, αφού κανείς δεν θα μπο­ρού­σε να του δώσει μια αυθεν­τι­κή απάν­τη­ση; Οι γονείς; Χμ… Οι γονείς, αγα­πη­τοί μου, έπαυ­σαν να είναι αυθεν­τία. Οι εκπαι­δευ­τι­κοί; Αλί­μο­νο, απώ­λε­σαν κάθε αυθεν­τία. Θα έλε­γα ότι ο νέος δεν πεί­θε­ται πια, ό,τι και αν του πουν. Κυρί­ως όταν ανα­φερ­θούν σε διδα­σκα­λία ανθρω­πι­στι­κή. Δεν πεί­θε­ται πλέ­ον ο νέος. Εξάλ­λου, οι εκπαι­δευ­τι­κοί έσπευ­σαν να απο­βάλ­λουν κάθε αυθεν­τία, για­τί την θεω­ρούν πια την αυθεν­τία μύθον. Δηλα­δή οι εκπαι­δευ­τι­κοί μας απο­μυ­θο­ποι­ή­θη­καν. Απο­μυ­θο­ποι­ή­θη­καν. Είναι φοβε­ρόν. Η πολι­τεία; Η πολι­τεία με τους άρχον­τές της, τους ταγούς της; Και αυτή με την σει­ρά της ήρθε να απορ­ρί­ψει κάθε αυθεν­τία έναν­τι των πολι­τών της. Δηλα­δή η αυθεν­τία πλέ­ον δεν υπάρ­χει. Έτσι, πολι­τι­κοί, στρα­τιω­τι­κοί, δικα­στι­κοί πια δεν εμπνέ­ουν καμία αυθεν­τία εις τον πολί­την. Βέβαια βαλ­θή­κα­με με τα δέκα μας δάκτυ­λα και με τα δέκα νύχια των δακτύ­λων μας, να σκά­ψο­με και να θάψο­με την αυθεν­τία. Την κοροϊ­δέ­ψα­με. Την ειρω­νευ­τή­κα­με. Είπα­με ότι «Ουφ! Αυθεν­τία… Τι θα πει αυθεν­τία του γονιού, τι θα πει αυθεν­τία του δασκά­λου, του εκπαι­δευ­τι­κού, τι θα πει αυθεν­τία της πολι­τεί­ας… Κολο­κύ­θια στο πάτε­ρο»- Με συγ­χω­ρεί­τε…

Το ίδιο πράγ­μα συνέ­βη και εις τον εκκλη­σια­στι­κό χώρο. Οι σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες μας πια αφή­ρε­σαν και την αυθεν­τία από τον Θεό. Κατ’ επέ­κτα­σιν και από τον κλή­ρο που υπη­ρε­τεί τον Θεό και τον λαό. Έτσι αυθεν­τία δεν υπάρ­χει. Ή ακρι­βέ­στε­ρα, αυθεν­τία γίνε­ται ο κάθε άνθρω­πος: «Για­τί είσαι εσύ αυθεν­τία και δεν είμαι εγώ αυθεν­τία; Είμαι εγώ λοι­πόν αυθεν­τία. Και δεν έχω να ανα­γνω­ρί­σω κανέ­ναν άλλον, έξω από τον εαυ­τόν μου». Έτσι έχο­με ένα φαι­νό­με­νον, το φαι­νό­με­νον του λεγο­μέ­νου Κοι­νω­νι­κού Προ­τε­σταν­τι­σμού. Είναι γνω­στό ότι ο Προ­τε­σταν­τι­σμός θεω­ρεί αυθεν­τία όχι τον Πάπα, εξάλ­λου γι’αυ­τό έφυ­γε από τη δυτι­κή Εκκλη­σία, την Ρωμαιο­κα­θο­λι­κή, για­τί δεν έδι­δε πλέ­ον αυθεν­τία εις την έδρα του Πάπα, αλλά τι είπε ο Προ­τε­σταν­τι­σμός; «Αυθεν­τία, Χρι­στια­νέ, είσαι εσύ, ο καθέ­νας. Δεν έχεις να κοι­τά­ξεις που­θε­νά αλλού παρά στον εαυ­τό σου. Μελέ­τα την Αγία Γρα­φή και αυτή θα σου πει ό,τι έχει να σου πει, όπως εσύ την κατα­λά­βεις». Εμείς λέμε: «Έχο­με την αυθεν­τία των Πατέ­ρων στην ερμη­νεία της Αγί­ας Γρα­φής». «Όχι», λέγει ο Προ­τε­σταν­τι­σμός, «είσαι εσύ η αυθεν­τία. Και θα κατα­λά­βεις αυτό που θα κατα­λά­βεις, αυτό είναι το σωστό». Δηλα­δή μια υπο­κει­με­νι­κή κατά­στα­ση. Γι’αυ­τό σας είπα, έχο­με έναν κοι­νω­νι­κόν Προ­τε­σταν­τι­σμό ως προς το φαι­νό­με­νο αυτό της αυθεν­τί­ας. Έχο­με δηλα­δή στην επο­χή μας ό,τι συνέ­βη τότε στην επο­χή του Σωκρά­τους. Το φαι­νό­με­νο της διδα­σκα­λί­ας των Σοφι­στών, που με την διδα­σκα­λία τους αυτή ‑Πρω­τα­γό­ρας, Πρό­δι­κος ο Κεί­ος κ.ά.- όλοι αυτοί με την διδα­σκα­λία τους διέ­φθει­ραν τους πολί­τας των Αθη­νών και γενι­κά την Ελλά­δα. Και η Ελλά­δα παρή­κμα­σε θρη­σκευ­τι­κά, για­τί αυτοί εκή­ρυτ­ταν ότι δεν υπάρ­χουν θεοί. Θρη­σκευ­τι­κά παρή­κμα­σε η Ελλάς, πολι­τι­στι­κά, πολι­τεια­κά, και σαν νόμοι και σαν ήθος και σαν θεσμοί. Σας θυμί­ζω τον Σωκρά­τη, που είχε πει στον Ιππο­κρά­τη, τον νεα­ρόν Ιππο­κρά­τη, που ήθε­λε να γίνει μαθη­τής του Πρω­τα­γό­ρα: «Και τι θα πας να μάθεις εκεί;», του λέει. «Τι θα πας να μάθεις εκεί, που ήρθες πρωί πρωί να σε πάω εκεί να γίνεις μαθη­τής του σοφι­στού. Τι θα μάθεις εκεί;». Είναι πάρα πολύ αξιό­λο­γα εκεί­να που λέει ο Σωκρά­της εις τον Ιππο­κρά­την τον νεα­ρόν. Αν θέλο­με, αγα­πη­τοί μου, ανόρ­θω­ση, επα­νόρ­θω­ση, πρέ­πει να προσ­δώ­σο­με το κύρος και την αυθεν­τία, ό,τι πρέ­πει να έχει κύρος και αυθεν­τία.

Ο πλού­σιος νεα­νί­σκος στην συνέ­χεια ερω­τά τον Κύριον: «Τ γαθν ποισω για να έχω ζωήν αιώ­νιον;». «Τι αγα­θό να κάνω για να απο­κτή­σω την αιώ­νιον ζωήν;». Εδώ βλέ­πο­με εις τον νεα­νί­σκον την ανα­ζή­τη­ση του αγα­θού. «Τ γαθν ποισω;». Σαν ένα μέσο από­κτη­σης της αιω­νί­ου ζωής.

Αλή­θεια, τι είναι αγα­θόν; Θα έπρε­πε η απάν­τη­σις να ήτο αυτο­νόη­τος· διό­τι το αγα­θόν είναι αντι­λη­πτόν από κάθε άνθρω­πον. Εντού­τοις, το αγα­θόν δεν είναι αυτο­νόη­τον, αγα­πη­τοί μου. Διό­τι η αδα­μιαία πτώ­σις το αγα­θόν το έκα­νε, αφού προ­η­γου­μέ­νως το κατα­κερ­μά­τι­σε, το έκα­νε υπο­κει­με­νι­κόν. Τι είναι αγα­θόν; «Αυτό που νομί­ζω εγώ ότι είναι αγα­θόν. Αυτό είναι αγα­θόν». Και ότι δεν υπάρ­χει εξ αντι­κει­μέ­νου το αγα­θόν, αλλά εξ υπο­κει­μέ­νου. Και έτσι η απάν­τη­σις εξαρ­τά­ται από τον κοσμο­θε­ω­ρια­κόν προ­σα­να­το­λι­σμό που μπο­ρεί να έχει ο κάθε άνθρω­πος. Ο καθέ­νας δηλα­δή έχει μία δια­φο­ρε­τι­κή απάν­τη­ση να δώσει, τι είναι αγα­θόν. Άλλη δίδει ο υλι­στής, άλλη δίδει ο ιδε­α­λι­στής, άλλη απάν­τη­ση δίδει ο Χρι­στια­νός. Είναι όπως και η αλή­θεια. Εκεί­νο που είχε πει ο Πιλά­τος: «Τί στίν λήθεια;». Ξέρε­τε, εκεί δεν ήταν ερώ­τη­μα. Ήταν εκεί­νο το … «Δεν βαριέ­σαι… Μου ήρθες», λέγει, «να μαρ­τυ­ρή­σεις για την αλή­θεια, τι εστίν αλή­θεια». «Καί εθέως», λέει, «ξλθεν ξω, ες τό Πραι­τώ­ριον» κ.τ.λ. ο Πιλά­τος. Δηλα­δή: «Δεν βαριέ­σαι, πολ­λοί λένε την αλή­θεια. Ήρθες κι εσύ, ένας απ’ όλους αυτούς τους πολ­λούς, να πεις για την αλή­θεια. Δεν βαριέ­σαι, τί στίν λήθεια, τι είναι αλή­θεια…». Έτσι κι εδώ: «Τι είναι αγα­θόν; Δεν βαριέ­σαι, τι είναι αγα­θόν». Όπως η αλή­θεια χρή­ζει, αγα­πη­τοί μου, απο­κα­λύ­ψε­ως, έτσι και το αγα­θόν χρή­ζει απο­κα­λύ­ψε­ως. Πρέ­πει να μας απο­κα­λύ­ψει ο Θεός τι είναι αγα­θόν. Ο πλού­σιος νεα­νί­σκος καλώς ερώ­τη­σε τον Κύριον.

Αλλά σήμε­ρα η γενεά μας, πώς θεω­ρεί το αγα­θόν; Τι είναι γι’ αυτήν την γενεά μας το αγα­θόν; Καταρ­χάς είναι μια κακώς νοου­μέ­νη ελευ­θε­ρία. Ή αν θέλε­τε, ένα κακέ­κτυ­πο της ελευ­θε­ρί­ας. Το πρώ­το αγα­θόν. Μιλά­με για ελευ­θε­ρία. Αλλά σήμε­ρα η γενεά μας αυτήν την ελευ­θε­ρία την έχει φοβε­ρά κακο­ποι­ή­σει. Ακό­μη, αγα­θόν είναι για κάποιους η αναρ­χία. Ή η απε­λευ­θέ­ρω­σις απ’ όλα τα ταμπού. Είναι ο ευδαι­μο­νι­σμός. Είναι η ψυχα­γω­γία σαν δια-σκέ­δα­σις· που θα πει… από το «δια­σκε­δάν­νυ­μι»= σκορ­πί­ζω, δια­σκορ­πί­ζω. Κι έτσι, εκεί­νο που λέει στον άσω­τον υιόν στην παρα­βο­λή ο Κύριος, ότι «διε­σκόρ­πι­σεν τήν οσίαν το Πατρός» και η ουσία του πατρός είναι το κατ’ εικό­να, ο σύγ­χρο­νος άνθρω­πος δια­σκορ­πί­ζει, σπα­τα­λά το κατ’ εικό­να. Δια­σκε­δά­ζει, σκορ­πί­ζει το κατ΄εικόνα. Σήμε­ρα ο άνθρω­πος όταν πηγαί­νει να δια­σκε­δά­σει, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στρα­πα­τσα­ρί­ζε­ται. Στρα­πα­τσα­ρί­ζει την ν ατ εικό­να του Θεού. Ο παν­σε­ξουα­λι­σμός θεω­ρεί­ται αγα­θόν ή φρο­ϋ­δι­σμός. Ο πλού­τος. Η αερ­γία. Όχι η ανερ­γία. Η αερ­γία. Άερ­γος είναι αυτός που δεν θέλει να εργα­στεί. Ενώ άνερ­γος είναι αυτός που δεν βρί­σκει δου­λειά. Έτσι, βλέ­πε­τε τα παι­διά μας σήμε­ρα, φεύ­γουν το πρωί απ’ το σπί­τι, γυρί­ζουν το μεση­μέ­ρι για να φάνε, πάνε στις καφε­τέ­ριες… δεν θέλουν να δου­λέ­ψου­νε. Είναι ακα­τα­νόη­το πράγ­μα! Κάπο­τε οι άνθρω­ποι πήγαι­ναν στα καφε­νεία, νέοι και μεγά­λοι, αλλά πήγαι­ναν το βρά­δυ. Να πας σε καφε­νείο τις πρωι­νές ώρες, ήταν ακα­τα­νόη­το. Πήγαι­ναν μόνο οι συν­τα­ξιού­χοι. Σήμε­ρα θα δεί­τε οι καφε­τέ­ριες είναι γεμά­τες από νέους, ώρες πρωι­νές… Αυτή η αερ­γία… Ο τυχο­διω­κτι­σμός. Ακό­μα, ο αστι­σμός. Δηλα­δή ένα βόλε­μα επαγ­γελ­μα­τι­κό, μια τεχνι­κή άνε­ση, ένα όμορ­φο σπί­τι, κι ακό­μη μια καλή υγεία. Δια­βά­ζο­με μύριες συν­τα­γές, για να απο­κτή­σου­με και να έχου­με και να δια­τη­ρή­σο­με μια καλή υγεία. Ένας δηλα­δή άκρα­τος βιτα­λι­σμός, ένας ζωι­σμός. Δηλα­δή αυτό που λέμε και χαρα­κτη­ρί­ζει τα ζώα: «Να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω! Όχι πνευ­μα­τι­κά. Αλλά να ζήσω ζωι­κά». Όλα αυτά, αγα­πη­τοί μου, θα σας απαν­τή­σουν οι σύγ­χρο­νοι άνθρω­ποι ότι είναι το αγα­θόν. Και τού­το για­τί ο σύγ­χρο­νος κοσμο­θε­ω­ρια­κός προ­σα­να­το­λι­σμός είναι υλι­στι­κός. Απλού­στα­τα, το βλέ­πει κανείς. Έχο­με τον λεγό­με­νον «πρα­κτι­κόν υλι­σμόν». Θα πού­με πάλι και θα το ξανα­πού­με ότι η έννοια του αγα­θού χρή­ζει απο­κα­λύ­ψε­ως. Από πηγή αυθεν­τι­κή. Κι Αυτός είναι ο Θεός.

Ο πλού­σιος νεα­νί­σκος ακό­μα είπε εις τον Κύριον: «Τί γαθόν ποι­ή­σω;». «Τι αγα­θό να κάνω;». Δεν ζητά μια θεω­ρη­τι­κή απάν­τη­ση, αλλά μια πρα­κτι­κή απάν­τη­ση. Η επο­χή μας ανα­ζη­τά, αλλά δεν θέλει να κου­ρα­στεί. Το στοι­χεί­ον της ασκή­σε­ως είναι απο­κρου­στι­κόν. Διό­τι ο Χρι­στια­νι­σμός είναι άσκη­σις. Είναι μάλι­στα σταυ­ρι­κός, σταυ­ρι­κή άσκη­σις. Και οι αρχαί­οι έλε­γαν ότι «τά γαθά κόποις κτνται». Τα αγα­θά απο­κτών­ται με κόπους. Αλλά ο Χρι­στια­νι­σμός σήμε­ρα για να αρέ­σει στους πολ­λούς –προ­σέξ­τε αυτό το σημείο- έχει νοθευ­τεί σε βαθ­μόν υπερ­βο­λι­κόν. Κι έτσι για να προ­σελ­κύ­ει δήθεν τους νέους, οι οποί­οι δεν θέλουν να κου­ρα­στούν, απε­χθά­νον­ται αυτό που λέγε­ται άσκη­σις εν ευρεία εννοία. Μια μορ­φή της ασκή­σε­ως, η πιο μικρή, είναι η νηστεία. Επει­δή λοι­πόν απε­χθά­νον­ται την άσκη­ση, έρχε­ται τότε να μετα­βά­λει, να μετα­βά­λει, ο Χρι­στια­νι­σμός, δηλα­δή εμείς, που κατά κάποιο τρό­πο προ­σφέ­ρο­με τον Χρι­στια­νι­σμόν, έρχε­ται, αγα­πη­τοί μου, να προ­σφερ­θεί ως Κοι­νω­νι­σμός και ως Ανθρω­πι­σμός. Δηλα­δή απώ­λε­σε όλο το στοι­χείο του μυστη­ρί­ου του Θεού. Κι έγι­νε ανθρώ­πι­νος ο Χρι­στια­νι­σμός. Έγι­νε ανθρω­πο­κεν­τρι­κός, όχι θεο­κεν­τρι­κός. Όχι τι θα πει ο Θεός, αλλά πώς κατα­λα­βαί­νο­με εμείς οι άνθρω­ποι, για να ζήσο­με δήθεν κάποια στοι­χεία του Χρι­στια­νι­σμού, για να λεγό­μα­στε Χρι­στια­νοί. Είδα­τε; Θα ήθε­λα πολύ χρό­νο να σας πω πώς μετε­βλή­θη δυστυ­χώς ο Χρι­στια­νι­σμός σε Κοι­νω­νι­σμό και σε Ανθρω­πι­σμό.

Όλα αυτά βέβαια χωρίς Θεό. Αυτό­νο­μα. Διό­τι εκεί­νος που θα δεχθεί έναν Χρι­στια­νι­σμό ως Κοι­νω­νι­σμό, δεν δυσκο­λεύ­ε­ται να τοπο­θε­τή­σει έναν Θεό τόσο μακριά που ούτε Εκεί­νος να ενδια­φέ­ρε­ται για τον άνθρω­πο, ούτε ο άνθρω­πος να ενδια­φέ­ρε­ται για τον Θεό. Ουσια­στι­κά δηλα­δή μία αυτό­νο­μη κατά­στα­ση. Γι’αυ­τό και οι νέοι μας στο τέλος καταν­τούν ρηχοί, αθε­ο­λό­γη­τοι, ανερ­μά­τι­στοι. Δεν έχουν βάθος. Δεν έχουν βάθος. Για­τί; Το βάθος είναι ο Θεός.

Ο νεα­νί­σκος ακό­μα είπε: «να χω ζωήν αώνιον». «Για να έχω», λέγει, «αιώ­νιο ζωή». Το αγα­θό το έβλε­πε σαν μέσον ενός σκο­πού· της αιω­νί­ου ζωής. Στις ανα­ζη­τή­σεις τους όμως οι σύγ­χρο­νοι νέοι μας, που διψούν για την αιω­νία ζωή…- αλλά τελι­κά δεν την ανα­ζη­τούν. Είναι σαν εκεί­νον τον άρρω­στο άνθρω­πο που έχει πάθει αφυ­δά­τω­ση και δεν ξέρει τι έχει. Διψά και πέρα­σε στην κατά­στα­ση της αφυ­δα­τώ­σε­ως. Και δεν ξέρει ότι του λεί­πει το νερό. Δηλα­δή έχει μία υπο­λαν­θά­νου­σα δίψα η γενεά μας, ιδί­ως η γενεά των νέων. Ο οπτι­κός των ορί­ζων περιο­ρί­ζε­ται μόνον εις τον παρόν­τα αιώ­να, εις την παρού­σα ζωή. Δεν θέλει ο σύγ­χρο­νος νέος κάτι το μελ­λον­τι­κό, κάτι που να είναι επέ­κει­να της παρού­σης ζωής. Κι εδώ φαί­νε­ται ακρι­βώς η ρηχό­της και η πνευ­μα­τι­κή μυω­πία. Βέβαια δεν είναι όλοι οι νέοι αυτό. Πρέ­πει να το πού­με.

Αλλά σε επο­χές παρα­κμής… δεν το αντι­λαμ­βά­νε­στε ότι η επο­χή μας είναι επο­χή παρα­κμής; Φοβε­ρής παρα­κμής; Παρά τον πλού­το του τεχνι­κού πολι­τι­σμού; Φοβε­ρής παρα­κμής; Λοι­πόν σε επο­χής παρα­κμής, απο­προ­σα­να­το­λι­σμού και υπο­κα­τα­στά­σε­ως των πάν­των, πρέ­πει να πού­με ότι υπάρ­χουν και θαυ­μά­σιοι νέοι, οι οποί­οι εντε­λώς συγ­κε­κρι­μέ­να ανα­ζη­τούν, όχι αφη­ρη­μέ­να, εντε­λώς συγ­κε­κρι­μέ­να, μέσα στον χώρο της Εκκλη­σί­ας και του Χρι­στια­νι­σμού, ανα­ζη­τούν την αιω­νία ζωή. Την αιω­νία ζωή! Ως απου­σία του θανά­του. Και των ανθρω­πί­νων δει­νών. Ως αφθαρ­σία, και αιω­νία νεό­της, ως αιω­νία μακα­ριό­της. Έτσι την ζητούν. Όπως την προ­σφέ­ρει ο λόγος του Θεού. Ακό­μη, ως γνώ­σις και ως θεω­ρία του Χρι­στού. Λέγει ο Κύριος: «Καί ατη στίν αώνιος ζωή …-Ποια είναι η αιώ­νιος ζωή; να γινώ­σκω­σι σέ τόν μόνον ληθι­νόν Θεόν καί ν πέστει­λας ησον Χρι­στόν». Αγα­πη­τοί μου, η αιώ­νιος ζωή είναι Αυτός ο ίδιος ο Ιησούς Χρι­στός. Δεν είναι εδώ ο Χρι­στός και εκεί η αιώ­νιος ζωή. Δεν είναι εδώ ο Χρι­στός και εκεί είναι η Βασι­λεία Του. Όταν λέμε Βασι­λεία, όταν λέμε αιώ­νιος ζωή, δεν είναι παρά Αυτός ούτος ο Χρι­στός, αυτή η παρου­σία του Χρι­στού, αυτός ο χώρος που είναι ο Χρι­στός.

Πολ­λές φορές οι νέοι ανα­ζη­τούν την αιώ­νια ζωή μέσα εις τον Μονα­χι­σμόν. Είναι το ίδιο φαι­νό­με­νο που παρε­τη­ρή­θη μετά από την επι­ση­μο­ποί­η­ση του Χρι­στια­νι­σμού, επί Μεγά­λου Κων­σταν­τί­νου. Είδαν πολ­λοί νέοι να επέρ­χε­ται με ακά­θε­κτον τρό­πον μία εκκο­σμί­κευ­ση μέσα στην Εκκλη­σία. Γι’αυ­τό και αφή­νουν τις πόλεις και ανα­χω­ρούν εις την έρη­μον. Μέχρι τότε, που υπήρ­χε το μαρ­τύ­ριο στις πόλεις, δεν υπήρ­χε λόγος να πάνε εις την έρη­μο. Τώρα που κοσμι­κο­ποιεί­ται η Εκκλη­σία, εκκο­σμι­κεύ­ε­ται, αφή­νουν τις πόλεις, και πηγαί­νουν στην έρη­μο. Μια ζων­τα­νή Εκκλη­σία δίδει βέβαια πάν­το­τε δυνα­τό­τη­τες αιω­νί­ου ζωής και αν ακό­μη είναι μέσα στην πόλη. Αλλά μια ζων­τα­νή Εκκλη­σία, η οποία προ­σελ­κύ­ει τους νέους, είτε στην έρη­μο των πόλε­ων, είτε στην έρη­μο από ανθρώ­πους. Αλλά η ζώσα, η ζων­τα­νή Εκκλη­σία. Γι’αυ­τό, αγα­πη­τοί μου, θα λέγα­με, για την Εκκλη­σία μας σήμε­ρα, υπάρ­χει εκεί­νο που είπε ο Χρι­στός και εφαρ­μό­ζον­ται τα λόγια Του, που είπε εις τον άγγε­λον της Εκκλη­σί­ας των Σάρ­δε­ων, είναι στην Απο­κά­λυ­ψη, είναι στο τρί­το κεφά­λαιο. Λέγει: «Οδά σου τ ργα (:Γνω­ρί­ζω τα έργα σου) τι νομα χεις τι ζς, κα νεκρς ε(:Έχεις μόνο όνο­μα ότι ζεις)». Λέμε: «Ορθο­δο­ξία, Ορθό­δο­ξος Εκκλη­σία». Το όνο­μα έχο­με. Είμα­στε νεκροί. «Γίνου γρη­γορν(:ξύπνα, σήκω), κα στή­ρι­σον τ λοιπ μελ­λον ποθνή­σκειν (: τα μέλη της Εκκλη­σί­ας στή­ρι­ξέ τα. -Επρό­κει­το να πεθά­νουν). Μνη­μό­νευε ον πς εληφας κα κου­σας(:Θυμή­σου πώς πήρες και πώς άκου­σες), κα τήρει κα μετα­νόη­σον».

Η Ορθό­δο­ξός μας Εκκλη­σία έχει ανάγ­κη να μετα­νο­ή­σει. Δηλα­δή εμείς να γυρί­σου­με πίσω. Να δού­με την αρχέ­γο­νο Εκκλη­σία, όπως οι Πατέ­ρες την είδαν, όπως την στή­ρι­ξαν και ερμή­νευ­σαν τον Λόγο του Θεού. Ορθά βεβαί­ως, εξ ου και Ορθό­δο­ξος Εκκλη­σία. Τα μέλη μιας ζων­τα­νής Εκκλη­σί­ας πρέ­πει πάν­το­τε να ανα­ζη­τούν την αιώ­νιον ζωήν. Πάν­το­τε. Αν στα­μα­τή­σουν μπρο­στά σ’ αυτήν ανα­ζη­τούν­τες αλλό­τρια και εγκό­σμια πράγ­μα­τα, έχουν αστο­χή­σει. Πάν­το­τε την αιώ­νιον ζωήν. «πιλα­βο της αωνί­ου ζως», λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος.

Για επο­χές μιας φοβε­ρής παρα­κμής ακό­μα, έχουν γρα­φεί και οι λόγοι του Ψαλ­μω­δού: «Κύριος κ το ορανο διέ­κυ­ψεν πί τούς υούς τν νθρώ­πων το δεν ες στί συνιών κζη­τών τόν Θεόν -Σκύ­βει ο Θεός από τον ουρα­νό να δει, υπάρ­χει κάποιος που ζητά­ει τον Θεό; Που κατα­λα­βαί­νει κάτι από τον Θεό;- Πάν­τες ξέκλι­ναν, μα χρειώ­θη­σαν (:Όλοι εξέ­κλι­ναν, όλοι έγι­ναν αχρεί­οι) οκ στι ποιν χρη­στό­τη­τα, οκ στιν, ως νός». «Κανέ­νας», λέγει ο Ψαλ­μω­δός, στον 13ο Ψαλ­μό του.

Αγα­πη­τοί μου, ο πλού­σιος νεα­νί­σκος απήλ­θε λυπού­με­νος. Και στην επο­χή μας υπάρ­χει η δίψα της αιω­νί­ου ζωής, αλλά όταν ακού­σουν τους όρους για να την απο­κτή­σουν, δια­μαρ­τύ­ρον­ται και λέγουν: «Σκλη­ρός στίν οτος λόγος. Τίς δύνα­ται ατο κού­ειν;». «Φοβε­ρά πράγ­μα­τα. Ποιος μπο­ρεί να τα ακού­σει αυτά που λέει η Εκκλη­σία;». Και ο Κύριος λέγει… «μβλέ­ψας ατ -λέει άλλος Ευαγ­γε­λι­στής· δηλα­δή τον κοί­τα­ξε τον νεα­νί­σκον- γάπη­σεν ατόν». «Τον συνε­πά­θη­σε». Όπως ακρι­βώς συμ­πα­θεί ο Θεός κάθε νέο άνθρω­πο, που του γυρί­ζει την πλά­τη…

Αγα­πη­τοί μου, ο Κύριος είναι ο κομι­στής της αιω­νί­ου ζωής. Καλύ­τε­ρα; Σας το είπα προ­η­γου­μέ­νως, είναι η απο­κά­λυ­ψις του Θεού Λόγου, ως ανθρώ­που ανά­με­σά μας, είναι η απο­κά­λυ­ψις της αιω­νί­ου ζωής που πλέ­ον δια του Ιησού Χρι­στού και εν τω Ιησού Χρι­στώ μπο­ρού­με να προ­σεγ­γί­σο­με και να κατα­κτή­σο­με. Κάπο­τε ένας νεα­ρός είκο­σι ετών, ο Μέγας Αντώ­νιος, όταν άκου­σε αυτήν την σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, τραν­τά­χτη­κε, συγ­κλο­νί­στη­κε. Και είπε: «Εγώ τι κάνω;». Πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά του κι έφυ­γε για την έρη­μο. Εκεί­νο που δεν έκα­νε ο πλού­σιος νεα­νί­σκος στην επο­χή του Χρι­στού, το έκα­νε ο Μέγας Αντώ­νιος. Αλή­θεια, πώς τον έλε­γαν εκεί­νον τον νεα­νί­σκον; Μήπως θυμό­σα­στε; Δεν είχε όνο­μα. Το όνο­μά του δεν έμει­νε στην αιω­νιό­τη­τα. Αλλά ο Μέγας Αντώ­νιος; Ε, είναι ο Μέγας Αντώ­νιος! Έμει­νε στην αιω­νιό­τη­τα. Για­τί; Για­τί ζήτη­σε ακρι­βώς την αιω­νιό­τη­τα.

Κορυ­φαία, αγα­πη­τοί μου, ανα­ζή­τη­σή μας πρέ­πει να είναι η αιώ­νιος ζωή. Ιδιαι­τέ­ρως μάλι­στα των νέων. Εξάλ­λου σε νέον έγρα­ψε ο Από­στο­λος Παύ­λος, στον Τιμό­θεο, όταν του γρά­φει στην πρώ­τη του επι­στο­λή: «γωνί­ζου τν καλν γνα τς πίστε­ως· πιλα­βο της αωνί­ου ζως». «πιλαμ­βά­νο­μαι» θα πει αρπά­ζω, πιά­νω. «πιλα­βο της αωνί­ου ζως», της αιω­νί­ου ζωής. Αυτήν την αιώ­νιον ζωήν, αγα­πη­τοί, πρέ­πει κι εμείς να πιά­σο­με· καλά να πιά­σο­με, να κρα­τή­σο­με, για να μπο­ρέ­σο­με να ζήσο­με μέσα σ’ αυτήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_480.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Φαν­τα­στεῖ­τε ἕνα μεγά­λο καὶ ὑπε­ρή­φα­νο Ἡ ἱστιο­φό­ρο νὰ προ­σκρού­ει σ’ ἕναν ὕφα­λο στὴ μέση τοῦ ὠκε­α­νοῦ καὶ ν’ ἀρχί­ζει νὰ βυθί­ζε­ται. Τί κάνουν τότε ὅσοι βρί­σκον­ται μέσα στὸ πλοῖο; Ἕνας ἁρπά­ζει μιὰ σανί­δα καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ ἐπι­πλεύ­σει στὴν ἐπι­φά­νεια τῆς θάλασ­σας. Ἕνας ἄλλος ἁρπά­ζει ἕνα βαρέ­λι καὶ κρέ­με­ται ἀπ’ αὐτό. Ἕνας τρί­τος κατορ­θώ­νει νὰ δέσει γύρω ἀπὸ τὸ λαι­μό του ἕνα ἀσκὶ ἀπὸ κρα­σὶ καὶ νὰ κολυμ­πή­σει μ’ αὐτό. “Ἕνας τέταρ­τος πηδά­ει μέσα στὸ νερὸ χωρὶς κανέ­να ἐξάρ­τη­μα κι ἁπλᾶ κολυμ­πά­ει. “Ἕνας πέμ­πτος κατε­βά­ζει μιὰ βάρ­κα, κάθε­ται μέσα, δὲν πιά­νει ἀμέ­σως τὰ κου­πιὰ νά κωπη­λα­τή­σει ὅμως, ἀλλὰ προ­σπα­θεῖ νὰ γεμί­σει τὴ βάρ­κα μὲ ἀγα­θὰ ἀπὸ τὸ πλοῖο ποὺ βυθί­ζε­ται. Ποιός ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς ἀντι­με­τω­πί­ζει μεγα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο; Ποιός ἀπ’ αὐτοὺς θὰ χαθεῖ μὲ τὸν πιὸ ἐπο­νεί­δι­στο τρό­πο;

Ἐκεῖ­νος ποὺ φαί­νε­ται πῶς εἶναι ὁ πιὸ ἀσφα­λής, αὐτὸς μᾶλ­λον θὰ χαθεῖ μὲ τὸν πιὸ ὀδυ­νη­ρὸ τρό­πο. Εἶναι ἐκεῖ­νος ποὺ ἐξα­σφά­λι­σε τὴ βάρ­κα καὶ κάθε­ται δίπλα στὸ βυθι­ζό­με­νο πλοῖο, γιὰ νὰ μετα­φέ­ρει ἀπὸ ἐκεῖ τ’ ἀγα­θὰ στὴ βάρ­κα του. Αὐτὸς ἀντι­με­τω­πί­ζει τὸ μεγα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο. Στὴν ἀρχὴ θὰ φορ­τώ­σει στὴ βάρ­κα ἀρκε­τοὺς σάκ­κους μὲ ἀλεύ­ρι. Μετὰ βλέ­πει τὰ δοχεῖα μὲ τὸ κρα­σὶ καὶ τὸ κονιὰκ καὶ θ’ ἀρχί­σει νὰ τὰ φορ­τώ­νει κι αὐτά. Μετὰ θὰ συνε­χί­σει νὰ φορ­τώ­νει ρου­χι­σμό, κου­βέρ­τες, σεν­τό­νια καὶ μάλ­λι­να. «Θὰ τὰ χρεια­στῶ αὐτὰ γιὰ τὸ ντύ­σι­μο καὶ τὸν ὕπνο μου», σκέ­φτε­ται. Στὴ συνέ­χεια κοι­τά­ζει πιὸ προ­σε­χτι­κά, βλέ­πει τ’ ἀση­μι­κὰ καὶ τὰ χρυ­σᾶ κηρο­πή­για, θὰ τὰ πάρει κι αὐτά. Δὲς ὅμως, ἐδῶ ἔχει δοχεῖα μὲ λάδι, παστὰ κρέ­α­τα καὶ ψάρια μὲ ρύζι καὶ διά­φο­ρα ἄλλα λαχα­νι­κά. «Θὰ τὰ χρεια­στῶ. Τί θὰ κάνω χωρὶς αὐτά;» Μετὰ θὰ παρα­τη­ρή­σει κιβώ­τια μὲ χρή­μα­τα καὶ μὲ πολύ­τι­μες πέτρες. Μὰ κι αὐτὰ πρέ­πει βέβαια νὰ τὰ βάλει μέσα στὴ βάρ­κα. Καὶ πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀφή­σει πίσω ὄμορ­φες καρέ­κλες, λου­στρα­ρι­σμέ­να τρα­πέ­ζια καὶ βελού­δι­νους κανα­πέ­δες, ἀφοῦ μπο­ρεῖ κι αὐτὰ νὰ τὰ φορ­τώ­σει; Ἔτσι τὰ στρι­μώ­χνει κι αὐτὰ στὴ βάρ­κα. Ἡ βάρ­κα γεμί­ζει, παρα­γε­μί­ζει κι ὅσο πάει, βυθί­ζε­ται ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρο στὸ νερό. Μετὰ θυμᾶ­ται πῶς θὰ χρεια­στεῖ βεν­ζί­νη καὶ κάρ­βου­να γιὰ καύ­σι­μα. Κάνει χῶρο καὶ γι’ αὐτά. Δές, ὅμως, ὑπάρ­χουν κάποιες βιβλιο­θῆ­κες, γεμᾶ­τες μὲ θαυ­μά­σια βιβλία. Θὰ τὰ χρεια­στεῖ κι αὐτὰ γιὰ νὰ δια­βά­ζει στὴ βάρ­κα, νὰ περ­νά­ει τὴν ὥρα του, ὡσό­του φτά­σει σὲ στε­ριά. Ἐδῶ ὅμως ὑπάρ­χουν καὶ πιά­να, βιο­λιὰ καθὼς καὶ ἄλλα ἔγχορ­δα ὄργα­να, φλά­ου­τα. Θὰ βοη­θή­σουν κι αὐτὰ γιὰ νὰ περ­νά­ει τὴν ὥρα του. Τὰ πιέ­ζει καὶ τὰ στρι­μώ­χνει ὅλα στὴ βάρ­κα. Ἡ βάρ­κα βαραί­νει ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρο καὶ βυθί­ζε­ται ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὸ νερό.

«Ἀρκε­τά», λέει στὸ τέλος καὶ κάθε­ται στὴ βάρ­κα. Θυμᾶ­ται ὅμως πῶς ὑπάρ­χουν καὶ πολ­λὰ ἄλλα πράγ­μα­τα ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε κι ἔπρε­πε νὰ τὰ φορ­τώ­σει στὴ βάρ­κα. Ἔτσι σκαρ­φα­λώ­νει καὶ πάλι στὸ πλοῖο καὶ τὰ παίρ­νει κι αὐτά. Ξανα­λέ­ει μέσα του πῶς εἶναι ἀρκε­τὰ αὐτὰ ποῦ φόρ­τω­σε καὶ κάθε­ται στὴ βάρ­κα. Ἢ μάταιη ἐπι­θυ­μία τοῦ γιὰ ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρα ἀγα­θὰ ὅμως τὸν πιέ­ζει νὰ φορ­τώ­σει κι ἄλλα πράγ­μα­τα στὴ βάρ­κα. Ὁ Τελι­κὰ τὸ πλοῖο βυθί­ζε­ται κι ἐκεῖ­νος ἄρχι­σε νὰ κωπη­λα­τεῖ καὶ ν’ ἀπο­μα­κρύ­νε­ται. Μέσα του κυριαρ­χοῦ­σε μιὰ θλί­ψη, ἐπει­δὴ δὲν μπό­ρε­σε νὰ τὰ φορ­τώ­σει ὅλα στὴ βάρ­κα. Κωπη­λα­τεῖ τώρα ἀργὰ μὲ κατεύ­θυν­ση τὴν ἀκτή, τὸ νερὸ ὅμως ἔχει φτά­σει ἴσα­με τὴν κου­πα­στή. Ἄν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θαλασ­σο­πνί­γον­ται τολ­μή­σει ν’ ἀνε­βεῖ στὴ βάρ­κα, θὰ τὸν σκο­τώ­σει ἀμέ­σως, προ­τοῦ ἀνε­βεῖ ἐπά­νω. Ἔτσι, φορ­τώ­νον­τας τὴ βάρ­κα μὲ ἀγα­θά, φορ­τώ­νει καὶ τὴν ψυχή του μὲ ἐγκλη­μα­τι­κὲς πρά­ξεις. Ὁ ἄνε­μος ὅμως φυσά­ει καὶ τὰ κύμα­τα χτυ­ποῦν τὴ βάρ­κα. Προ­σπα­θεῖ νὰ προ­στα­τευ­τεῖ ἀπὸ τὸ νερό, νὰ τὸ κρα­τή­σει ἔξω ἀπὸ τὴ βάρ­κα. Ὅταν βλέ­πει πῶς αὐτὸ εἶναι μάταιο, ἀρχί­ζει νὰ πετά­ει στὴ θάλασ­σα πρῶ­τα τὰ φθη­νό­τε­ρα πράγ­μα­τα κι ἔπει­τα τὰ ἀκρι­βό­τε­ρα καὶ τὰ πιὸ πολύ­τι­μα. Εἶναι κου­ρα­σμέ­νος ὅμως. Κόπια­σε πολὺ νὰ τὰ φορ­τώ­σει όλ’ αὐτὰ καὶ τώρα δὲν τοῦ ἔμει­νε δύνα­μη νὰ τὰ σηκώ­σει ὅλα καὶ νὰ τὰ πετά­ξει στὴ θάλασ­σα. Τὸ νερὸ στὸ τέλος σκε­πά­ζει τὴ βάρ­κα καὶ τὴν βυθί­ζει, μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρω­πο ποὺ ἦταν μέσα.

Τέτοια ζωὴ καὶ τέτοιο τέλος ἔχουν οἱ πλού­σιοι κι οἱ ἄπλη­στοι στὴ θάλασ­σα τῆς ἐπί­γειας ζωῆς. Ζοῦν μὲ τὴν ψευ­δαί­σθη­ση πῶς ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνα ναυα­γι­σμέ­νο πλοῖο χωρὶς καπε­τά­νιο, πηδά­λιο ἢ τιμο­νιέ­ρη. Ἕνα ναυά­γιο ποὺ κομ­μα­τιά­ζε­ται καὶ βυθί­ζε­ται. Ἀξί­ζει μόνο γι’ αὐτοὺς ποῦ ἁρπά­ζουν ὅσα περισ­σό­τε­ρα μπο­ροῦν καὶ τὰ μετα­φέ­ρουν στὴ βάρ­κα τους. Τότε ὅμως, στὸ μέσο αὐτῆς τῆς ἄπλη­στης ἁρπα­γῆς καὶ τῆς ἐκκέ­νω­σης τοῦ πλοί­ου τῆς ζωῆς, ἐμφα­νί­ζε­ται ὁ καπε­τά­νιος τοῦ πλοί­ου, βάζει τὸ χέρι τοῦ πάνω στὸ πλοῖο, γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς εἶναι δικό του, λέει πῶς τὸ πλοῖο δὲ βυθί­ζε­ται κι ὅτι αὐτὸ συμ­βαί­νει στοὺς κον­τό­φθαλ­μους καὶ τοὺς ἀδα­εῖς, ποὺ ἔζη­σαν πολὺ λίγο πάνω στὸ κατά­στρω­μα. Ὁ καπε­τά­νιος ἦταν πάνω στὸ πλοῖο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ πρό­σε­χε τοὺς ἐπι­βά­τες. Ἐκεῖ­νοι ἀλλά­ζουν, μὰ ὁ ἴδιος στέ­κε­ται κρυμ­μέ­νος καὶ καθο­δη­γεῖ τὸ πλοῖο. Ξέρει ἀπὸ ποὺ ἔρχε­ται τὸ πλοῖο καὶ ποὺ πηγαί­νει. Γνω­ρί­ζει τὴ ρότα καὶ ἡ θάλασ­σα δὲν τὸν φοβί­ζει. Ὁ Καπε­τά­νιος τοῦ πλοί­ου εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός. Κατε­βαί­νει ἤρε­μα ἀλλ’ ἀπο­φα­σι­στι­κὰ στὰ κύμα­τα κι ἁπλώ­νει τὸ χέρι Του σ’ ἐκεί­νους ποῦ πνί­γον­ται. Ὅσοι δὲν κρα­τοῦν τίπο­τα στὰ χέρια τους καὶ κολυμ­ποῦν, εἶναι οἱ πρῶ­τοι ποὺ ἀντα­πο­κρί­νον­ται καὶ πιά­νον­ται γρή­γο­ρα ἀπὸ τὸ σωστι­κό Του χέρι. Ἐκεῖ­νοι ὅμως ποὺ ἔχουν γεμί­σει τὴ βάρ­κα τοὺς μέχρι τὴν κου­πα­στή, δυσκο­λεύ­ον­ται ν’ ἀντα­πο­κρι­θοῦν στὸ κάλε­σμά Του. Φοβοῦν­ται πῶς ἂν ἀφή­σουν τὴ βάρ­κα τους καὶ ριχτοῦν ἄδειοι στὰ κύμα­τα, θὰ βυθι­στοῦν τόσο ἐκεῖ­νοι ὅσο κι ἡ βάρ­κα. Δὲν ἔχουν πίστη σ’ Ἐκεῖ­νον, ἐμπι­στεύ­ον­ται περισ­σό­τε­ρο τ’ ἀγα­θὰ τῆς βάρ­κας τους.

Βλέ­πον­τας τοὺς ἀνθρώ­πους αὐτοὺς καὶ προ­σπα­θῶν­τας νὰ δια­βά­σει τὴ μίζε­ρη ψυχή τους καὶ τὴν ἀκό­μα πιὸ μίζε­ρη πίστη τους στὰ νεκρὰ ἄγα­θά, ὁ Κύριος Ἰησοῦς στρέ­φε­ται σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἔσω­σε καὶ λέει: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκό­λως πλού­σιος εἰσε­λεύ­σε­ται εἰς τὴν βασι­λεί­αν τὼν οὐρα­νῶν» (Ματθ. ἴθ’ 23). Ὁ Κύριος ἀνα­φε­ρό­ταν συχνὰ σὲ τέτοια περι­στα­τι­κὰ καὶ ξεκα­θά­ρι­ζε σὲ πολ­λὲς περι­πτώ­σεις πῶς ἡ διδα­σκα­λία Του ἀφο­ροῦ­σε σ’ αὐτούς. Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς περι­γρά­φει ἕνα ἀκό­μα παρό­μοιο περι­στα­τι­κό.

Καὶ ἰδοὺ εἷς προ­σελ­θὼν εἶπεν αὐτῷ διδά­σκα­λε ἀγα­θέ, τί ἀγα­θὸν ποι­ή­σω ἶνα ἔχω ζωὴν αἰώ­νιον;» (Ματθ. ιθ’ 16). Οἱ εὐαγ­γε­λι­στὲς Ματ­θαῖ­ος καὶ Μάρ­κος λένε πῶς ἦταν νέος καὶ πλού­σιος ὁ ἄνθρω­πος (ἢν γὰρ ἔχων κτή­μα­τα πολ­λά). Ὁ Λου­κᾶς προ­σθέ­τει πῶς ἦταν καὶ ἄρχων, εἶχε ἐξου­σία (Λουκ. ἰη’ 18). Τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ ἔγι­νε σ’ ἕνα δρό­μο τῆς Ἰου­δαί­ας, μετὰ τὸ χαρι­τω­μέ­νο περι­στα­τι­κὸ τοῦ Χρι­στοῦ μὲ τὰ παι­διά, ὅταν ἔδω­σε τὴν ἐντο­λὴ στοὺς μαθη­τές Του: «Ἄφε­τε τὰ παι­δία ἔρχε­σθαι πρὸς με…των γὰρ τοιού­των ἐστὶ ἡ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. ἰη’ 16). Τότε τοὺς εἶχε πεῖ ἐπί­σης, ὅταν ἀγκά­λια­σε καὶ εὐλό­γη­σε τὰ παι­διά, πῶς ἐκεῖ­νος ποὺ δὲ δέχε­ται τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ μὲ παι­δι­κὴ πίστη καὶ χαρὰ «οὖ μὴ εἰσέλ­θη εἰς αὐτήν».

Ἀφοῦ τόνι­σε στοὺς παρόν­τες ὅτι τὰ παι­διὰ εἶναι πολῖ­τες τῆς οὐρά­νιας βασι­λεί­ας, ὁ Κύριος βγῆ­κε στὸ δρό­μο. Τότε ἔτρε­ξε κον­τά Του ὁ νεα­ρὸς πλού­σιος ἄντρας «καὶ γονυ­πε­τή­σας αὐτὸν ἐπη­ρώ­τα αὐτόν» (Μάρκ. ἰ’ 17). Τοῦ ἔκα­νε τὴν ἐρώ­τη­ση ποὺ ἤδη ἀνα­φέ­ρα­με. Ὁ τρό­πος ποὺ πλη­σί­α­σε τὸ Χρι­στὸ ἦταν ἀξιέ­παι­νος, ἡ ἀνα­χώ­ρη­ση ἀπὸ κον­τά Του ὅμως ἦταν θλι­βε­ρή. Ἔτρε­ξε στὸ Χρι­στό, γονά­τι­σε μπρο­στὰ Τοῦ καὶ τὸν ρώτη­σε γιὰ τὸ σπου­δαιό­τε­ρο πρᾶγ­μα τοῦ κόσμου: γιὰ τὴν αἰώ­νια ζωὴ καὶ γιὰ τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ποὺ χρειά­ζον­ται γιὰ νὰ τὴν ἀπο­κτή­σει κανείς. Τὸν πλη­σί­α­σε μὲ ἀγα­θὴ πρό­θε­ση, ὄχι σὰν τοὺς γραμ­μα­τεῖς ποὺ πήγαι­ναν κον­τά Του μόνο γιὰ νὰ τὸν δοκι­μά­σουν. Εἶχε πεί­να πνευ­μα­τι­κή, παρ’ ὅλα τὰ ἐπί­γεια πλού­τη του.

Διδά­σκα­λε ἀγα­θέ. Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο ἀπευ­θύν­θη­κε ὁ νεα­ρὸς ἄντρας στὸ Κύριο. Αὐτὸ ἦταν ἀρκε­τὸ γι’ αὐτόν. Ὅποιος δαπά­νη­σε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ φυλα­κή, ἔχον­τας γιὰ φὼς μόνο ἕνα κερί, δὲν εἶναι ἁμαρ­τία νὰ ὀνο­μά­σει κερὶ τὸν ἥλιο ὅταν τὸν πρω­το­δεί. Τί ἀγα­θὸν ποι­ή­σω; Ἡ ἐρώ­τη­ση αὐτὴ φαί­νε­ται πῶς βρί­σκε­ται στὸ λεξι­λό­γιο τῶν πλου­σί­ων, ὅπως συνη­θί­ζε­ται στοὺς πλού­σιους ποὺ δὲν μπο­ροῦν νὰ κάνουν διά­κρι­ση ἀνά­με­σα στοὺς ἴδιους καὶ στὰ πλού­τη τους, οὔτε καὶ σκέ­φτον­ται τὸν ἑαυ­τό τους χωρὶς νὰ τὸν συναρ­τοῦν μὲ τὰ ἀγα­θά τους. Τὸ καλὸ μπο­ρῶ νὰ κάνω ‑μὲ τὰ πλού­τη μου- ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώ­νιον; Δὲ γνώ­ρι­ζε πολὺ καλὰ σὲ ποιόν μιλοῦ­σε καὶ ἤξε­ρε πολὺ λιγό­τε­ρα γι’ αὐτὰ ποὺ ἔλε­γε. Θ’ ἄκου­γε μὲ εὐχα­ρί­στη­ση τὸν Κύριο νὰ τὸν συμ­βου­λεύ­ει πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε μὲ τ’ ἀγα­θά Του ν’ ἀπο­κτή­σει ἐκεῖ­νο ποῦ δὲν μπο­ροῦν ν’ ἀγο­ρά­σουν ὅλα τὰ πλού­τη τοῦ κόσμου: τὴν αἰώ­νια ζωή.

«Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ τί μὲ λέγεις ἀγα­θόν; οὐδεὶς ἀγα­θὸς εἰ μὴ εἰς ὁ Θεός, εἰ δὲ θέλεις εἰσελ­θεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρη­σον τὰς ἐντο­λάς» (Ματθ. ἴθ’ 17). Ὁ Κύριος Ἰησους γνω­ρί­ζει τίς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Διά­βα­σε τίς σκέ­ψεις τοῦ νεα­ροῦ ἄντρα σὰν ἀνοι­χτὸ βιβλίο. Ὁ Κύριος εἶδε πῶς ὁ νεα­ρὸς δὲν τὸν γνώ­ρι­ζε. Τὸν ἔβλε­πε μόνο σὰν ἕνα καλὸ ἄνθρω­πο, ἕναν καλὸ δάσκα­λο. Ἤθε­λε γι’ αὐτὸ μὲ τὰ λόγια Του νὰ τὸν κάνει νὰ σκε­φτεῖ σοβα­ρά. Ἄν εἶμαι ἕνας συνη­θι­σμέ­νος ἄνθρω­πος, για­τί μὲ λὲς ἀγα­θό; Ἄν ξέρεις ποιός εἶμαι, για­τί δὲν τὸ λὲς καθα­ρά, ἀντὶ νὰ μὲ ὀνο­μά­ζεις ἀγα­θό; «Ἀγα­θὸς» στὴν πλή­ρη καὶ τέλεια σημα­σία του εἶναι μόνο ὁ Θεός. Τοὺς καλοὺς ἀνθρώ­πους μπο­ροῦ­με νὰ τοὺς ὀνο­μά­σου­με «ἀγα­θοὺς» μόνο σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τοὺς κακούς. Κανέ­νας ὅμως δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὀνο­μα­στεῖ «ἀγα­θὸς» σὲ σύγ­κρι­ση μέ το Θεό. Μόνο ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μονα­δι­κὸς ἀγα­θός. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν ἔψα­ξε τὸ νεα­ρὸ ἐπει­δὴ τὸν ὀνό­μα­σε «ἀγα­θό». Μ’ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος δὲν ἐννο­οῦ­σε πῶς «Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀγα­θός», ἀλλὰ «Ἔγὼ δὲν εἶμαι συνη­θι­σμέ­νος ἄνθρω­πος, θνη­τός. Εἶμαι ὁ μονα­δι­κὸς ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ὀνο­μα­στεῖ ἀγα­θός».

Μετὰ τὴν ἐξή­γη­ση αὐτή, ὁ Κύριος ἀπάν­τη­σε στὴν ἐρώ­τη­ση τοῦ νεα­ροῦ πλού­σιου ἄντρα: «εἴ δὲ θέλεις εἰσελ­θεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρη­σον τὰς ἐντο­λάς. λέγει αὐτὸ ποί­ας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: το οὐ φονεύ­σεις, οὐ μοι­χεύ­σεις, οὐ κλέ­ψεις, οὐ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, τίμα τὸν πατέ­ρα καὶ τὴν μητέ­ρα, καὶ ἀγα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σοῦ ὡς σεαυ­τόν» (Ματθ. ἴθ’ 18.19). Αὐτὲς εἶναι οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ τὴν εἴσο­δο στὴν αἰώ­νια ζωή. Ὁ νέος ἄντρας ὅμως δὲ ρώτη­σε πῶς θὰ μπεῖ στὴν αἰώ­νια ζωή, ἀλλὰ πῶς θὰ ἔχει ζωή, πῶς θ’ ἀπο­κτή­σει ἢ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σει ζωή.

Τὴ μορ­φὴ τῆς ἄγνοιας ποὺ φανέ­ρω­σε στὴν κατα­νόη­ση τοῦ προ­σώ­που τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ, φανέ­ρω­σε καὶ τώρα στὴν ἄπο­ψή του γιὰ τὴν αἰώ­νια ζωή. Ὁ Κύριος στὴν πρώ­τη περί­πτω­ση τὸν διόρ­θω­σε. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ τώρα Ἡ αἰώ­νια ζωὴ ἔχει τίς δια­βαθ­μί­σεις της: σὲ ἕνα ἐπί­πε­δο εἶναι ἁπλᾶ οἱ σεσω­σμέ­νοι στὸ ἄλλο εἶναι οἱ τέλειοι. Οἱ ἀπό­στο­λοι θὰ καθή­σουν σὲ δώδε­κα θρό­νους καὶ θὰ κρί­νουν τίς φυλὲς τοῦ Ἰσρα­ήλ. Οἱ ὑπό­λοι­ποι, οἱ ἁπλᾶ σεσω­σμέ­νοι, δὲ θὰ καθή­σουν σὲ θρό­νους καὶ δὲ θὰ κρί­νουν κανέ­ναν, μ’ ὅλο ποὺ καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ θὰ βρί­σκον­ται στὴν αἰώ­νια ζωή. «Οὐκ οἴδα­τε ὅτι οἱ ἅγιοι τὸν κόσμον κρι­νοῦ­σι;», λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς Κοριν­θί­ους (Α’ Κορ. στ’ 2). Θὰ κρί­νουν ὄχι μόνο τὰ πράγ­μα­τα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀγγέ­λους. Δὲ θὰ κρί­νουν ὅλοι οἱ σεσω­σμέ­νοι, ἀλλὰ μόνο οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, οἱ τέλειοι.

Ἢ πάνα­γνη καὶ Πανα­γία Παρ­θέ­νος καὶ Μητέ­ρα τοῦ Θεοῦ, εἶναι «τιμιω­τέ­ρα τῶν Χερου­βὶμ καὶ ἔνδο­ξο­τέ­ρα ἀσυγ­κρί­τως τῶν Σερα­φείμ». Οἱ ἀπό­στο­λοι θὰ στέ­κον­ται μπρο­στὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἁγί­ους, οἱ ἅγιοι μπρο­στὰ ἀπὸ τοὺς δίκαιους κι οἱ δίκαιοι μπρο­στὰ ἀπὸ τοὺς ἁπλᾶ σεσω­σμέ­νους. Τέλειοι εἶναι ἐκεῖ­νοι ποῦ, ξέχω­ρα ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό τους, ἔσω­σαν καὶ πολ­λοὺς ἄλλους μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Σεσω­σμέ­νοι εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ κατόρ­θω­σαν νὰ σώσουν τὸν ἑαυ­τό τους μόνο. «Ἔν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς μοῦ πολ­λαι μοναι εἰσὶ» εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Ἰωάν. ἴδ’ 2). Ἄν δὲν ἦταν ἔτσι τὰ πράγ­μα­τα δὲ θά τους τὸ ἔλε­γε αὐτό. Στὴν περί­πτω­ση τοῦ πλού­σιου νέου λέει τὸ ἴδιο πρᾶγ­μα, ἀλλὰ μὲ δια­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο. Στὴ βασι­λεία εἶναι ὅλοι ἴσοι. Ὑπάρ­χει μιὰ δόξα γιὰ ἐκεί­νους ποὺ μπῆ­καν ἁπλᾶ στὴ βασι­λεία καὶ μιὰ ἄλλη δόξα γιὰ κεί­νους ποὺ εἶναι τέλειοι..

Ἄς γυρί­σου­με τώρα στὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ποὺ ἀπαι­τοῦν­ται γιὰ νὰ μπεῖ κανεὶς στὴν οὐρά­νια βασι­λεία. Μετὰ θ’ ἀκού­σου­με ἀπὸ τὰ χεί­λη τῆς ἴδιας τῆς Ἀλή­θειας τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις τῆς τελειό­τη­τας. Ποιὲς εἶναι λοι­πὸν οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ τὴν εἴσο­δο στὴ βασι­λεία, στὴν αἰώ­νια ζωή; Ἡ τήρη­ση τῶν ἐντο­λῶν. Ποιὼν ἐντο­λῶν; Ὅλων. Πρῶ­τα πρέ­πει ν’ ἀπο­φεύ­γου­με τὴ διά­πρα­ξη τοῦ κακοῦ κι ἔπει­τα νὰ προ­χω­ρή­σου­με στὴν τέλε­ση τοῦ καλοῦ, σύμ­φω­να μὲ τὰ λόγια τοῦ προ­φή­τη ποὺ λέει: «Ἔκκλι­νον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποί­η­σον ἀγα­θόν» (Ψαλμ. λγ ́ 14). Πρῶ­τα λοι­πὸν πρέ­πει νὰ προ­φυ­λά­ξου­με τὸν ἑαυ­τό μας ἀπὸ τὸ κακὸ κι ἔπει­τα θὰ δυνη­θοῦ­με νὰ πρά­ξου­με τὸ ἀγα­θό.

Ὁ Κύριος ἔδω­σε ἔμφα­ση πρῶ­τα στὶς ἀρνη­τι­κὲς ἐντο­λὲς κι ἔπει­τα στὶς θετι­κές, ὄχι μὲ τὴ σει­ρὰ ποὺ ἀπο­κα­λύ­φτη­καν στὸ Μωυ­σῆ. Οὐ φονεύ­σεις, οὐ μοι­χεύ­σεις, οὐ κλέ­ψεις, οὐ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις. Αὐτὲς εἶναι οἱ τέσ­σε­ρις πρῶ­τες ἀρνη­τι­κὲς ἐντο­λές, ποὺ ἀντα­πο­κρί­νον­ται στὸ ἔκκλι­νον ἀπό κακοῦ. Καὶ τὸ τίμα τὸν πατέ­ρα καὶ τὴν μητέ­ρα καὶ ἀγα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σοῦ ὡς σεαυ­τὸν εἶναι οἱ θετι­κὲς ἐντο­λὲς καὶ ἀντα­πο­κρί­νον­ται στὸ καὶ ποί­η­σον ἀγα­θόν. Ὥσπου νὰ τηρη­θοῦν οἱ πρῶ­τες, δὲ γίνε­ται νὰ τηρη­θοῦν οἱ δεύ­τε­ρες. Ἐκεῖ­νος ποὺ εἶναι ἱκα­νὸς νὰ σκο­τώ­σει το γεί­το­νά του, δὲν εἶναι ἱκα­νὸς καὶ νὰ τὸν ἀγα­πή­σει. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἱκα­νὸς νὰ δια­πρά­ξει μοι­χείᾳ, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξέρει τί σημαί­νει ἀγά­πη.

Ὁ Κύριος ἀνέ­φε­ρε τίς ἕξι αὐτὲς ἐντο­λὲς ὄχι ἐπει­δὴ ἤθε­λε νὰ τίς βάλει σὲ μιὰ τάξη καὶ σει­ρὰ ὅλες, ἀλλὰ νὰ μνη­μο­νεύ­σει μερι­κὲς ἀπὸ τίς σπου­δαιό­τε­ρες. Αὐτὸ ἐπι­βε­βαιώ­νε­ται πρῶ­τα ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ Κύριος παρέ­λει­ψε ν’ ἀνα­φέ­ρει τὴ σπου­δαιό­τε­ρη ἀπ’ ὅλες τίς ἐντο­λές: τὴν ἀγά­πη γιὰ τὸ Θεό. Δεύ­τε­ρο, αὐτὸ φαί­νε­ται ἀπὸ τὴν περι­γρα­φὴ τοῦ ἴδιου περι­στα­τι­κοῦ ἀπὸ τοὺς δυὸ ἄλλους εὐαγ­γε­λι­στές, τὸ Μάρ­κο καί το Λου­κᾶ, ποὺ δὲ μνη­μο­νεύ­ουν καὶ τίς ἕξι ἐντο­λὲς ποὺ ἀνα­φέ­ρει ὁ Ματ­θαῖ­ος. Καμιὰ ἀπ’ αὐτές, γιὰ παρά­δειγ­μα, δὲν ἀνα­φέ­ρει τὴν ἀγά­πη γιὰ τὸν πλη­σί­ον. Ὁ Μάρ­κος προ­σθέ­τει κι ἄλλη μιὰ ἐντο­λὴ στὶς ἀρνη­τι­κές, το οὐ κλέ­ψεις. Ἐδῶ οἱ εὐαγ­γε­λι­στὲς ἀλλη­λο­συμ­πλη­ρώ­νον­ται, δὲν ὑπάρ­χει ἀντί­φα­ση μετα­ξύ τους.

Ἀπὸ τίς διη­γή­σεις τῶν εὐαγ­γε­λι­στῶν, ἕνα πρᾶγ­μα εἶναι σαφές: ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἤθε­λε νὰ δώσει ἰδιαί­τε­ρη ἔμφα­ση στὶς πέν­τε ἢ ἕξι ἐντο­λὲς ποὺ ἀνα­φέ­ρον­ται, ἀλλὰ μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο νὰ θυμί­σει στὸ νέο ἄντρα ὁλό­κλη­ρο το νόμο. Ἡ σύστα­ση γιά τὴν τήρη­ση τῶν ἐντο­λῶν τοῦ Παλαιοῦ Νόμου ἐπι­βε­βαιώ­νε­ται ἀπὸ προ­η­γού­με­να λόγια Τοῦ: «Μὴ νομί­ση­τε ὅτι ἦλθον κατα­λῦ­σαι τὸν νόμον…ούκ ἦλθον κατα­λῦ­σαι, ἀλλὰ πλη­ρῶ­σαι» (Ματθ. ἔ’ 17).

Ἀφοῦ ὁ τέλειος Κύριος τήρη­σε ὁλό­κλη­ρο τὸ νόμο, τὸ ἴδιο καὶ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει νὰ κάνουν κι αὐτοὶ ποὺ προ­σπα­θοῦν μὲ κόπο ν’ ἀνε­βοῦν τὰ σκα­λο­πά­τια τῆς τελειό­τη­τας.

Ὅλες οἱ ἐντο­λὲς ποὺ ἀπα­ρίθ­μη­σε ὁ Κύριος ἔχουν μιὰ ἰδιαί­τε­ρη καὶ βαθύ­τε­ρη σημα­σία γιὰ τὸν πλού­σιο ἄντρα. Τὸ οὐ φονεύ­σεις σημαί­νει: ἡ ὑπερ­βο­λι­κὴ περι­ποί­η­ση τοῦ σώμα­τος μὲ τὰ πλού­τη καὶ τίς πολυ­τέ­λειες, κατα­στρέ­φουν τὴν ψυχή. Τὸ οὐ μοι­χεύ­σεις σημαί­νει: ἡ ψυχὴ ἑτοι­μά­ζε­ται γιὰ τὸν Κύριο, ὅπως ἡ νύμ­φη γιὰ τὸ σύζυ­γό της. Ἄν τὴν ψυχὴ ἀπα­σχο­λεῖ ἡ ἀγά­πη γιὰ τὰ ἐπί­γεια πλού­τη καὶ τὰ κοσμή­μα­τα καὶ τέρ­πε­ται μὲ τίς πολυ­τέ­λειες καὶ τίς ἐφή­με­ρες δια­σκε­δά­σεις, μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο εἶναι σὰ νὰ δια­πράτ­τει μοι­χεία στὸν ἀθά­να­το σύζυ­γό της, τὸ Θεό. Τὸ οὐ κλέ­ψεις σημαί­νει: μὴν κλέ­ψεις, μὴν ἀφαι­ρεῖς ἀπὸ τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ ὠφε­λη­θεῖ τὸ σῶμα. Μὴν ἀφαι­ρεῖς χρό­νο, φρον­τί­δα καὶ κόπους ποὺ ἔπρε­πε ν’ ἀφιε­ρώ­νεις στὴν ψυχή, ἀλλὰ τὰ δίνεις στὸ σῶμα. Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ εἶναι πλού­σιος σὲ ὑλι­κὰ ἀγα­θά, ἐσω­τε­ρι­κὰ εἶναι ἀπελ­πι­στι­κὰ φτω­χός. Καὶ γενι­κά, ἂν καὶ ὄχι πάν­τα, ὅλα τὰ πλού­τη ποὺ δια­θέ­τει ὁ ἄνθρω­πος ἔχουν σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα νὰ κλέ­βουν ἀπὸ τὸν ἐσω­τε­ρι­κὸ ἄνθρω­πο. Παχὺ σῶμα σημαί­νει ἀδύ­να­τη ψυχή. Πολυ­τε­λῆ κοσμή­μα­τα σημαί­νουν ἐσω­τε­ρι­κὴ γυμνό­τη­τα. Ἐξω­τε­ρι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα σημαί­νει ἐσω­τε­ρι­κὸ σκό­τος. Εξω­τε­ρι­κὴ δύνα­μη σημαί­νει ἐσω­τε­ρι­κὴ ἀδυ­να­μία. Τὸ οὐ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις σημαί­νει: μὴ δικαιο­λο­γεῖς μὲ κανέ­να τρό­πο τὴν ἀγά­πη σου γιὰ τὰ πλού­τη καὶ τὴν ἀμέ­λειά σου γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὴ εἶναι δια­στρο­φὴ τῆς ἀλή­θειας τοῦ Θεοῦ, ψευ­δὴς μαρ­τυ­ρία ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς συνεί­δη­σής σου. Τίμα τὸν πατέ­ρα καὶ τὴν μητέ­ρα σημαί­νει: Μὴ σέβε­σαι καὶ μὴ τιμὰς μόνο τὸν ἑαυ­τό σου, για­τί αὐτὸ θὰ συν­τε­λέ­σει στὴν ἀπώ­λειά σου. Νὰ τιμὰς τὸν πατέ­ρα καὶ τὴν μητέ­ρα ποῦ σ’ ἔφε­ραν στὸν κόσμο, για­τί ἔτσι τιμὰς καί το Θεὸ ποὺ ἔφε­ρε καὶ σένα κι αὐτοὺς στὴ ζωή. Ἀγα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σοῦ σημαί­νει: σ’ αὐτὴν τὴν κατώ­τε­ρη σχο­λὴ ἄσκη­σης τοῦ καλοῦ, μαθαί­νου­με ν’ ἀγα­πᾶ­με τὸν πλη­σί­ον μας, ὥστε νὰ φτά­σου­με στὸ ἐπί­πε­δο ν’ ἀγα­πή­σου­με τὸ Θεό. Ν’ ἀγα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σου, για­τί ἡ ἀγά­πη αὐτὴ θὰ σὲ σώσει ἀπὸ τὴ φιλαυ­τία, ποὺ μπο­ρεῖ νά σε ὁδη­γή­σει στὴν ἀπώ­λεια. Ν’ ἀγα­πή­σεις τοὺς ἄλλους ὡς σεαυ­τόν, γιὰ ν’ ἀσκη­θεὶς στὴν αὐτο­πει­θαρ­χία καὶ νὰ λογα­ριά­σεις τοὺς ἄλλους ἴσους μαζί σου. Δια­φο­ρε­τι­κὰ ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια, ποῦ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὰ πλού­τη, θὰ σ’ ἐξου­σιά­σει καὶ θά σε ὁδη­γή­σει στὴν ἀπώ­λεια.

Σ’ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, ὁ νεα­ρὸς ἄντρας ἀπάν­τη­σε: «Πάν­τα ταῦ­τα ἐφυ­λα­ξά­μην ἐκ νεό­τη­τός μου· τί ἔτι ὑστε­ρῶ;» (Ματθ. ἴθ’ 20). Ὅλες αὐτὲς τίς ἐντο­λὲς τίς ἤξε­ρε ἀπὸ παι­δὶ καὶ τίς εἶχε τηρή­σει σύμ­φω­να μὲ τὸ πνεῦ­μα τοῦ Μωσαϊ­κοῦ Νόμου. Ὁ νέος γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ ἀπα­τοῦ­σε τὸν ἑαυ­τό του. Νόμι­ζε πῶς ὁ Χρι­στὸς δὲν τοῦ εἶπε τίπο­τα και­νούρ­γιο, ἐπα­νέ­λα­βε ἁπλᾶ τίς παλιὲς διδα­χές. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κάθε παλιὰ ἐντο­λὴ παίρ­νει ἕνα και­νούρ­γιο νόη­μα, φέρ­νει νέο πνεῦ­μα καὶ νέα ζωὴ μὲ τὴ γλῶσ­σα τοῦ Χρι­στοῦ. Σὲ κάθε ἐξω­τε­ρι­κὴ ἐντο­λὴ ποὺ ἔδω­σε στὸν Ἰσρα­ὴλ ὁ Χρι­στὸς μέσῳ τοῦ Μωυ­σῆ, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴν Και­νὴ Κτί­ση, στὴ Νέα Ἀπο­κά­λυ­ψη, δίνει κάποιο βαθύ­τε­ρο νόη­μα. Ἄν ὁ νέος ἄντρας εἶχε τηρή­σει τίς ἐντο­λὲς μὲ τὸ ἐσω­τε­ρι­κὸ πνεῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ κι ὄχι ἐξω­τε­ρι­κά, ἐπι­φα­νεια­κά, ὅπως ἔκα­ναν οἱ Φαρι­σαῖ­οι, μ’ ἕναν τρό­πο τυπι­κὸ δηλα­δή, θὰ εἶχε ἐλευ­θε­ρω­θεῖ πνευ­μα­τι­κὰ ἀπὸ τὰ πλού­τη του καὶ δὲ θά του ἦταν δύσκο­λο νὰ τηρή­σει ἐκεῖ­να ποὺ ὁ Χρι­στὸς θὰ τοῦ ἔθε­τε ἀμέ­σως μετά. Εἶχε τηρή­σει τίς ἐντο­λὲς μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ποὺ ἔκα­νε κι ὁ Φαρι­σαῖ­ος, ποὺ στὴν προ­σευ­χή του ἐγκω­μί­α­ζε τὸν ἑαυ­τό του ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ: «Νηστεύω δὶς τοῦ Σαβ­βά­του, ἀπο­δε­κα­τὼ πάν­τα ὅσα κτῶ­μαι» (Λουκ. ἰη’ 12). Ἑπο­μέ­νως ἦταν κι ἐξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ βρί­σκε­ται σὲ μιὰ ἀθέ­μι­τη ἕνω­ση μὲ τὰ πλού­τη του. Δὲν ὑπῆρ­χε κανέ­νας τρό­πος ν’ ἀπο­δε­σμευ­τεῖ ἀπ’ αὐτὰ καὶ ν’ ἀκο­λου­θή­σει τὸ Χρι­στό.

Τί ἔτι ὑστε­ρῶ; ρώτη­σε τὸν Κύριο, μὲ τὴν αἴσθη­ση πῶς βρι­σκό­ταν στὸ κατώ­φλι τῆς σωτη­ρί­ας. Φαί­νε­ται πὼς εἶχε τὴν ἐλπί­δα ὅτι ὁ Κύριος θά του ἔδι­νε κάποιες ἄλλες παρό­μοιες ἐντο­λές, ποὺ θὰ τοῦ ἦταν εὔκο­λο νὰ τίς τηρή­σει. Ὁ Κύριος εἶδε τὴν ἁπλοϊ­κή, νομι­κί­στι­κη ἐπι­πο­λαιό­τη­τά του καὶ τὸν ἀγά­πη­σε, ὅπως λέει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Μάρ­κος: «ὁ Ἰησοῦς ἐμβλέ­ψας αὐτῷ ἠγά­πη­σεν αὐτόν» (Μάρκ. ι’ 21). Για­τί ὁ Κύριος ἀγά­πη­σε αὐτὸν τὸν ἄπει­ρο νέο ἄντρα; Ἐπει­δὴ ἡ νομι­κί­στι­κη ἀντί­λη­ψή του δὲν ἦταν κακή, ὅπως τῶν Φαρι­σαί­ων καὶ τῶν γραμ­μα­τέ­ων. Ἠταν ἁπλοϊ­κή, καλο­προ­αί­ρε­τη. Ὁ Κύριος ὅμως ἔμελ­λε νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει πιὸ πικρὲς ἀλή­θειες, νὰ συν­τρί­ψει ὅλες τίς πλά­νες του γιὰ γρή­γο­ρη καὶ εὔκο­λη σωτη­ρία.

«Ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς: εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπα­γε πώλη­σόν σου τὰ ὑπάρ­χον­τα καὶ δὸς πτω­χοῖς, καὶ ἕξεις θησαυ­ρὸν ἐν οὐρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀκο­λού­θει μοι. ἀκού­σας δὲ ὁ νεα­νί­σκος τὸν λόγον ἀπῆλ­θε λυπού­με­νος ἦν γὰρ ἔχων κτή­μα­τα πολ­λά» (Ματθ. ἴθ’ 21,22). Ὁ Κύριος τώρα δια­τύ­πω­σε ἕναν και­νούρ­γιο λόγο στὸ νέο ἄντρα. Ἦταν σκλη­ρὸς κι ἀνα­πάν­τε­χος ὁ νέος λόγος. Κοί­τα­ξε βαθιὰ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ νέου κι ἔπει­τα εἶπε αὐτὸν τὸν και­νούρ­γιο λόγο. Ἄν καὶ ἤξε­ρε ἀπὸ πρὶν πῶς ὁ λόγος Του αὐτὸς δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ξεκολ­λή­σει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀπὸ τὰ ἐπί­γεια πλού­τη του καὶ νὰ τὴ δώσει στὸν Κύριο, τὸν εἶπε ἀκρι­βῶς ἔτσι, τόσο γιὰ τὸν ἴδιο ποὺ ρώτη­σε ὅσο καί — πολὺ περισ­σό­τε­ρο — γιὰ τοὺς μαθη­τὲς ποὺ παρα­κο­λου­θοῦ­σαν.

Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρό­μος ποὺ ὄχι μόνο ὁδη­γεῖ στὴ βασι­λεία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐξου­σία μέσα σ’ αὐτήν. Ὕπα­γε πώλη­σόν σου τὰ ὑπάρ­χον­τα. Πήγαι­νε, ἀπό­δει­ξε πῶς εἶσαι κύριος τῆς περιου­σί­ας σου, πῶς δέν της ἀνή­κεις. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἡ περιου­σία σου σὲ ἐλέγ­χει, δὲν τὴν ἐλέγ­χεις ἐσύ. Τὰ ὑπάρ­χον­τά σου ἔχουν ἀρχί­σει νὰ ἐξου­σιά­ζουν τὴν ψυχή σου λίγο λίγο, τὴν ὁδη­γοῦν πρὸς τὸν πονη­ρό. Πήγαι­νε τώρα, πού­λη­σε τήν, δῶσε την στοὺς φτω­χούς, γίνε ἀφέν­της, ὄχι δοῦ­λος της στὴ ζωή. Πήγαι­νε καὶ χαλά­ρω­σε τὸν ἐπι­κίν­δυ­νο καὶ παρά­νο­μο δεσμὸ ποὺ ἔχει ἡ ψυχή σου μὲ τὰ ὑπάρ­χον­τά σου. Πήγαι­νε, χώρι­σέ την. Πήγαι­νε καὶ γίνου ἐλεύ­θε­ρος. Πήγαι­νε καὶ ἀπάλ­λα­ξε τὴν ψυχὴ σοῦ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς γῆς, ἀπό τὸν πηγὸ τῆς ὕλης, ἀπὸ τίς σάπιες ἀπο­λαύ­σεις τῶν πλου­σί­ων καὶ στεῖ­λε την νά με ἀκο­λου­θή­σει.

Ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν κατέ­χει τίπο­τα, τότε εἶναι πιὸ πλού­σια. Ἡ ψυχὴ βρί­σκει τὴν καλ­λί­τε­ρη συν­τρο­φιά της ὅταν δὲν κοι­νω­νεῖ μὲ κανέ­ναν ἄλλον, παρὰ μόνο μὲ Μένα. Πού­λη­σέ τα ὅλα, δῶσε τα στοὺς φτω­χούς. Οἱ φτω­χοὶ εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦν τὰ πλού­τη σου ὄχι γιὰ στο­λί­δια ἢ γιὰ νὰ ὑπο­δου­λω­θοῦν σ’ αὐτά, ἀλλὰ γιὰ τὸ καθη­με­ρι­νὸ ψωμί τους, γιὰ νὰ κάνουν τὴ ζωή τους λίγο καλ­λί­τε­ρη, τὰ χρη­σι­μο­ποιοῦν σὰν ὑπη­ρέ­τες, σὰν βοη­θούς. Όλ’ αὐτὰ ποὺ δίνεις ἀπὸ τὰ ὑλι­κά σου ἀγα­θά, θὰ ξανα­γυ­ρί­σουν σὲ σένα ὡς πνευ­μα­τι­κὰ πλού­τη. Πρό­σε­ξε! Ἡ ψυχή σου εἶναι πολὺ φτω­χή, ὅπως ἡ καρ­διὰ κι ὁ νοῦς σου. Τὰ πλού­τη σου θὰ φτά­σουν σὲ ὅλους αὐτούς, ὅσα κι ἂν τοὺς λεί­πουν, ἂν ἐσὺ ἀπο­δε­σμεύ­σεις ἐκεῖ­να ποὺ δὲ χρειά­ζε­σαι.

Για­τί ὁ Κύριος εἶπε στὸν πλού­σιο νὰ που­λή­σει τὰ ὑπάρ­χον­τά του καὶ νὰ τὰ δώσει στοὺς φτω­χοὺς καὶ δὲν τοῦ εἶπε ἁπλᾶ: «Ἄφη­σέ τα ὅλα μὴ γυρί­σεις στὸ σπί­τι σου, ἀκο­λού­θη­σέ μέ»; Δὲν εἶπε τὸ ἴδιο στὸν ἄνθρω­πο ἐκεῖ­νον ποὺ ἤθε­λε νὰ γυρί­σει καὶ νὰ θάψει τὸν πατέ­ρα του; «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τους ἑαυ­τῶν νεκροὺς σὺ δὲ ἀπελ­θὼν διάγ­γε­λε τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. ἰ’ 60), του εἶπε. Ὁ Κύριος δὲν εἶπε τὸ ἴδιο στὸν πλού­σιο γιὰ δυὸ λόγους: πρῶ­το, ἂν δὲν που­λοῦ­σε τὴν περιου­σία του καὶ τὴν ἔδι­νε στοὺς φτω­χούς, τότε εἴτε οἱ γεί­το­νές του θὰ ἔπε­φταν πάνω στὴν ἐγκα­τα­λειμ­μέ­νη περιου­σία καὶ θὰ τὴν ἔκλε­βαν, εἴτε κάποιος ἀπὸ τοὺς συγ­γε­νεῖς του θὰ κλη­ρο­νο­μοῦ­σε τὰ ὑπάρ­χον­τά του καὶ θὰ βρι­σκό­ταν στὴν ἴδια θέση, στὴν ἴδια δου­λεία στὰ ἴδια πλού­τη, ὅπου βρέ­θη­κε ὁ νέος ἄντρας. Ἔτσι οἱ λῃστὲς ἢ οἱ συγ­γε­νεῖς θὰ ‘χαναν τὴν ψυχή τους γιὰ τὰ ἴδια ὑπάρ­χον­τα. Δεύ­τε­ρο, γιὰ νὰ τὸν στεί­λει πίσω νὰ που­λή­σει καὶ νὰ μοι­ρά­σει τὴν περιου­σία τοῦ στοὺς φτω­χούς, ὁ Κύριος ἤθε­λε νὰ καλ­λιερ­γή­σει στὴν ψυχὴ τοῦ πλού­σιου τὴν ἀγά­πη γιὰ τοὺς φτω­χούς, γιὰ τοὺς συναν­θρώ­πους του, νὰ τοῦ κεν­τρί­σει τὴ συμ­πό­νια γιὰ τοὺς πλη­σί­ον τοῦ κι ὁ ἴδιος νὰ φτά­σει σὲ μιὰ κατά­στα­ση ὅπου θὰ νιώ­σει πνευ­μα­τι­κὴ χαρὰ καὶ ἡδο­νὴ ἀπὸ τὴν ἐλεη­μο­σύ­νη, ἀπὸ τὴν τέλε­ση καλῶν ἔργων.

Γιὰ νὰ καλ­λιερ­γή­σει στὸ νέο ἄνθρω­πο τὴν ἐπι­θυ­μία αὐτή, ὁ Κύριος πρό­σθε­σε ἀμέ­σως μιὰ αἰώ­νια ἀντα­μοι­βή, αἰώ­νιες εὐλο­γί­ες στὸν οὐρα­νό, ἐκεῖ ποὺ οὔτε ὁ σκό­ρος τίς ἀπει­λεῖ οὔτε ἡ σκου­ριὰ οὔτε κι οἱ κλέ­φτες μπο­ροῦν νὰ τίς κλέ­ψουν. Τὰ ἀγα­θὰ ποὺ θὰ λάβεις εἶναι πολὺ ἀνώ­τε­ρα ἀπὸ ἐκεῖ­να ποὺ θὰ ἐγκα­τα­λεί­ψεις. Τί θὰ σοῦ χρη­σι­μέ­ψουν τὰ ἐπί­γεια ἀγα­θὰ ἀφοῦ θὰ πεθά­νεις σήμε­ρα ἢ αὔριο; Θὰ σὲ ὁδη­γή­σουν στὴν κατα­στρο­φή, τόσο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅσο καὶ στὸν ἄλλον. Ὁ θησαυ­ρὸς ποῦ θ’ ἀπο­κτή­σεις στὸν οὐρα­νὸ θὰ σὲ περι­μέ­νει μέχρι ν’ ἀνα­χω­ρή­σεις ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Κι αὐτὸ θὰ γίνει σύν­το­μα. Καὶ δὲ θά σου τὸν πάρει κανέ­νας, θὰ διαρ­κεῖ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Μέ την προ­αγ­γε­λία τοῦ οὐρά­νιου θησαυ­ροῦ ὁ Κύριος προ­σπά­θη­σε νὰ τὸν παρη­γο­ρή­σει γιὰ τὴν ἀπώ­λεια τοῦ ἐπί­γειου καὶ στὸ τέλος τὸν κάλε­σε: «Καὶ δεῦ­ρο ἀκο­λού­θει μοί». Ὅταν ἐγκα­τα­λεί­ψεις τὰ πάν­τα, τότε μὲ ἀκο­λου­θεῖς καὶ μὲ τὰ δυὸ πόδια καὶ μὲ τὰ δυὸ μάτια. Δὲν μπο­ρεῖς νὰ ἀκο­λου­θή­σεις μὲ τὸ ἕνα πόδι Ἐμέ­να καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὰ πλού­τη σου. Δὲν μπο­ρεῖς νὰ κοι­τά­ζεις ‘Ἐμέ­να μὲ τὸ ἕνα μάτι καὶ τὰ πλού­τη σου μὲ τὸ ἄλλο. Ὄχι! Δὲν μπο­ρεῖς νὰ ὑπη­ρε­τεῖς δύο κυρί­ους.

Ὅλα κατέ­λη­ξαν μάταια. Ὁ νέος ἄνθρω­πος ἄκου­σε προ­σε­χτι­κά, συνει­δη­το­ποί­η­σε τί ἔπρε­πε νὰ κάνει καὶ στε­νο­χω­ρή­θη­κε πολύ. Ἦν γὰρ ἔχων κτή­μα­τα πολ­λά. Ἔτσι ἀπο­μα­κρύν­θη­κε καὶ μὲ τὰ δυὸ πόδια καὶ τὰ δυό του μάτια καὶ πορεύ­τη­κε πρὸς τὰ κατα­στρο­φι­κὰ πλού­τη του. Ἦταν πολὺ πλού­σιος. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς ἦταν δεμέ­νος στὰ πλού­τη του, δου­λω­μέ­νος σ’ αὐτά. Δὲν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀντι­στα­θεῖ στὰ ζιζά­νια, ἀνά­με­σα στὰ ὁποῖα μεγά­λω­σε. Ὁ ἴδιος ἦταν σὰν τὸ σπό­ρο ποὺ ἔπε­σε ἀνά­με­σα στὰ ζιζά­νια, στὰ ἀγκά­θια, ποὺ φύτρω­σε μὲν ἀλλὰ μετὰ τὸ ἔπνι­ξαν, τὸ περιό­ρι­σαν καὶ δὲν μπό­ρε­σε νὰ καρ­πο­φο­ρή­σει. Τὰ μεγά­λα πλού­τη του ἦταν μιὰ μεγά­λη συστά­δα ἀπὸ ἀγκά­θια γύρω ἀπὸ το σπό­ρο τῆς ψυχῆς του. Ὁ ἰδιο­κτή­της ἤθε­λε νὰ ξερι­ζώ­σει τ’ ἀγκά­θια ποὺ περι­βάλ­λουν τὴν ψυχή, νὰ τὴν ἀφή­σει νὰ βγεῖ στὸ φῶς, ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ ἐλεύ­θε­ρα. Δὲν μπο­ροῦ­σε ὅμως. Οἱ κακές του ἔξεις,ἕξεις τὸν ἐμπό­δι­ζαν, ὅπως καὶ τὸν ἄνθρω­πο πού πνί­γη­κε στὴ θάλασ­σα μέσα στὴν ὑπερ­φορ­τω­μέ­νη βάρ­κα του. Ὁ Κύριος τοῦ ἅπλω­σε τὸ παν­το­δύ­να­μο χέρι Τοῦ γιὰ νὰ τὸν σώσει, νὰ τὸν βάλει μέσα στὸ πλοῖο. Ἐκεῖ­νος ὅμως κατα­τρυ­χό­ταν ἀπὸ τά ἀγα­θὰ ποὺ εἶχε βάλει στὴ βάρ­κα του. Κι ἔτσι ὁ νέος ἄντρας ἔφυ­γε μακριὰ ἀπὸ τὸ Χρι­στό, τὸν Καπε­τά­νιο τοῦ πλοί­ου τῆς ζωῆς. Χάθη­κε στὴν ἀπε­ραν­το­σύ­νη τῆς θάλασ­σας, γιὰ νὰ πνι­γεῖ γρή­γο­ρα μαζὶ μὲ τὰ πλού­τη του.

«Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τους μαθη­ταῖς αὐτοῦ: ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκό­λως πλού­σιος εἰσε­λεύ­σε­ται εἰς τὴν βασι­λεί­αν τῶν οὐρα­νῶν. πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκο­πώ­τε­ρόν ἐστι κάμη­λον διὰ τρυ­πή­μα­τος ραφί­δος διελ­θεῖν ἢ πλού­σιον εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ εἰσελ­θεῖν» (Ματθ. ἴθ’ 23,24). Οὔτε ἕνας μονα­δι­κὸς λόγος ἀπ’ ὅσους εἶπε ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν ἔπε­σε μάταια στὴ γῆ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἄν αὐτοὶ στοὺς ὁποί­ους ἀπευ­θύ­νον­ταν ἄμε­σα δὲν ἔκα­μαν χρή­ση τους, ὅμως τὰ χρη­σι­μο­ποί­η­σαν ἐκεῖ­νοι ποὺ τὰ ἔλα­βαν ἔμμε­σα. Σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ ἀπευ­θύ­νον­ταν ἄμε­σα στὸν πλού­σιο νέο ἄντρα καὶ ἔμμε­σα στοὺς μαθη­τές. Ὁ νέος ἄντρας δὲν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀξιο­ποι­ή­σει τὰ λόγια τοῦ Κυρί­ου, οἱ μαθη­τές Του ὅμως μπο­ροῦ­σαν. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Κύριος, μετὰ τὴν ἀνα­χώ­ρη­ση τοῦ πλού­σιου, γύρι­σε σ’ ἐκεί­νους καὶ τοὺς ἐξή­γη­σε πόσο δύσκο­λο εἶναι νὰ μποῦν στὴ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν οἱ πλού­σιοι.

Τὸ ὅτι δὲν εἶναι ἀδύ­να­το νὰ μποῦν οἱ πλού­σιου στὴν οὐρά­νια βασι­λεία, εἶναι καθα­ρὸ ἀπὸ τὰ παρα­δείγ­μα­τα ποὺ ἔχει ἡ Ἁγία Γρα­φή. Ὁ Ἀβρα­ὰμ ἦταν πολὺ πλού­σιος ἄνθρω­πος. Ἡ πίστη του ὅμως τὸν ἔφερ­νε πιὸ κον­τὰ στὸ Θεὸ παρὰ στὰ πλού­τη του, πιὸ κον­τὰ ἀκό­μα κι ἀπό το μονο­γε­νῆ γιό του. «Ἐγὼ εἶμι γῆ καὶ σπο­δός», ἔλε­γε μέσα του ὁ Ἀβρα­άμ, παρὰ τὰ ἀρίφ­νη­τα πλού­τη τοῦ (Γέν. ἰη’ 27). Ὁ δίκαιος Ἰὼβ ἦταν κι αὐτὸς πραγ­μα­τι­κὰ πολὺ πλού­σιος. Τὰ πλού­τη του ὅμως δὲν τὸν ἐμπό­δι­σαν νὰ ταπει­νω­θεῖ ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ὑπα­κού­σει, τόσο στὴν ἐπο­χὴ τῆς δόξας του ὅσο καὶ στοὺς και­ροὺς τῶν βασά­νων καὶ τῆς ταπεί­νω­σής του. Ὁ Βοόζ, προ­πάπ­πος τοῦ Δαβίδ, ἦταν πλού­σιος κι αὐτός, ἀλλὰ εὐα­ρε­στοῦ­σε στὸ Θεὸ μὲ τίς εὐερ­γε­σί­ες του. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀρι­μα­θαί­ας ἦταν πλού­σιος. Τὰ πλού­τη του ὅμως δὲν τὸν ἐμπό­δι­σαν ν’ ἀφο­σιω­θεῖ στὸν Κύριο. Φρόν­τι­σε ἰδιαί­τε­ρα γιὰ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Κυρί­ου κι ἔδω­σε νὰ ἐντα­φια­στεῖ στὸ και­νὸ μνῆ­μα ποὺ εἶχε προ­ε­τοι­μά­σει γιὰ τὸν ἑαυ­τό του. Πολ­λοὶ ἄλλοι θεά­ρε­στοι ἄνθρω­ποι στὴν ἱστο­ρία τῆς Ἐκκλη­σί­ας ἦταν πλού­σιοι. Σώθη­καν ὅμως, κλη­ρο­νό­μη­σαν τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἐπει­δὴ ἡ καρ­διά τους δὲν ἦταν δεμέ­νη στὰ ἐπί­γεια πλού­τη, ἀλλὰ ἦταν δοσμέ­νη στὸ Χρι­στό. Ὅλα τὰ ἐγκό­σμια ἀγα­θὰ τὰ ἔβλε­παν σὰν χῶμα καὶ στά­χτη.

Ὁ πλοῦ­τος δὲν εἶναι κακὸς ἀπὸ μόνος του. Τίπο­τα ἀπ’ ὅσα δημιούρ­γη­σε ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κακό. Κακὸ εἶναι τὸ δόσι­μο τῶν ἀνθρώ­πων στὰ πλού­τη, στὰ κτή­μα­τα καὶ στ’ ἀγα­θά. Κακὰ εἶναι τὰ ὀλέ­θρια πάθη ποὺ ἐνι­σχύ­ον­ται ἀπὸ τὰ πλού­τη, ὅπως ἡ μοι­χεία, ἡ ἀπλη­στία, ἡ μέθη, ἡ τσιγ­κου­νιά, ἢ αὐτο­ε­κτί­μη­ση, ἡ ματαιό­τη­τα, ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια, ἡ περι­φρό­νη­ση καὶ ἡ ὑπο­τί­μη­ση τῶν φτω­χῶν, ἡ λήθη κι ἡ ἀπο­μά­κρυν­ση ἀπό το Θεό. Λίγοι εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἔχουν τὴ δύνα­μη ν’ ἀντι­στα­θοῦν στὸν πει­ρα­σμὸ τοῦ πλού­του, νὰ ἐλέγ­χουν τὸν πλοῦ­το τοὺς καὶ νὰ μὴ γίνουν ὑπη­ρέ­τες καὶ δοῦ­λοι του.

Ὁ πλού­σιος ἄνθρω­πος δυσκο­λεύ­ε­ται κυρί­ως νὰ νηστεύ­ει. Καὶ χωρὶς νηστεία δὲν ὑπάρ­χει συγ­κρά­τη­ση τῶν σαρ­κι­κῶν παθῶν οὔτε ταπεί­νω­ση οὔτε ἀλη­θι­νή προ­σευ­χή. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος πῶς εἶναι δύσκο­λο στὸν πλού­σιο νὰ μπεῖ στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Δὲ λέει ταυ­τό­χρο­να ὅμως πῶς εἶναι εὔκο­λο στοὺς φτω­χοὺς νὰ μποῦν στὴν οὐρά­νια βασι­λεία. Ἡ φτώ­χεια ἔχει κι αὐτὴ τοὺς πει­ρα­σμούς της, ὅπως κι ὁ πλοῦ­τος. Ὁ πλού­σιος σώζε­ται μὲ τίς μεγά­λες εὐερ­γε­σί­ες καὶ μὲ τὴν ταπεί­νω­ση τοῦ ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ φτω­χὸς σώζε­ται μὲ τὴν ὑπο­μο­νή του, τὴν καρ­τε­ρία του καὶ τὴ στα­θε­ρὴ ἐλπί­δα του στὸ Θεό. Δὲν ὑπάρ­χει σωτη­ρία γιὰ τὸν πλού­σιο ποὺ εἶναι μικρό­ψυ­χος καὶ ὑπε­ρή­φα­νος, οὔτε γιὰ τὸ φτω­χὸ ποὺ γογ­γύ­ζει συνέ­χεια καὶ χάνει τὴν ἐλπί­δα του στὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ πλού­σιος κι ὁ φτω­χὸς δὲ βρέ­θη­καν τυχαῖα στὴ γῆ, ἀλλὰ μὲ τὴν πάν­σο­φη πρό­νοια τοῦ Θεοῦ. Θὰ μπο­ροῦ­σε ὁ Θεός, ἐν ριπῇ ὀφθαλ­μοῦ, νὰ κάνει ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους ἴσους στὸν πλοῦ­το, ἀλλ’ αὐτὸ θὰ ἦταν σκέ­τη ἀνο­η­σία. Σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι θὰ ἦταν ἐντε­λῶς αὐτάρ­κεις κι ἀνε­ξάρ­τη­τοι, δὲ θὰ εἶχαν καὶ ἕνας τὴν ἀνάγ­κη τοῦ ἄλλου. Καὶ τότε ποιός θά σωζό­ταν; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σωθεῖ κανείς; Οἱ ἄνθρω­ποι σώζον­ται μὲ τὴν ἀλλη­λε­ξάρ­τη­σή τους. Οἱ πλού­σιοι ἐξαρ­τιοῦν­ται ἀπὸ τοὺς φτω­χοὺς κι οἱ φτω­χοὶ ἀπὸ τοὺς πλού­σιους. Οἱ μορ­φω­μέ­νοι ἔχουν ἀνάγ­κη τοὺς ἀμόρ­φω­τους κι οἱ ἀμόρ­φω­τοι τοὺς μορ­φω­μέ­νους. Οἱ ὑγιεῖς ἔχουν ἀνάγ­κη τοὺς ἄρρω­στους κι οἱ ἄρρω­στοι τοὺς ὑγιεῖς. Οἱ ὑλι­κὲς θυσί­ες ἀντα­μεί­βον­ται μὲ πνευ­μα­τι­κὰ χαρί­σμα­τα. Οἱ πνευ­μα­τι­κὲς θυσί­ες ποὺ γίνον­ται ἀπὸ τοὺς μορ­φω­μέ­νους, ἀντα­μεί­βον­ται μὲ ὑλι­κὰ ἀγα­θὰ ἀπὸ τοὺς ἀμόρ­φω­τους. Οἱ σωμα­τι­κὲς ὑπη­ρε­σί­ες ποὺ προ­σφέ­ρουν οἱ ὑγιεῖς ἀντα­μεί­βον­ται πνευ­μα­τι­κὰ ἀπὸ τοὺς ἄρρω­στους. Ἀντί­στρο­φα, οἱ πνευ­μα­τι­κὲς ὑπη­ρε­σί­ες τῶν ἀρρώ­στων (ἐπει­δὴ θυμί­ζουν στοὺς ἀνθρώ­πους το Θεὸ καὶ τὴν Κρί­ση), ἀντα­μεί­βον­ται μὲ τίς σωμα­τι­κὲς ὑπη­ρε­σί­ες τῶν ὑγιῶν ἀνθρώ­πων.

Ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι ἀλλη­λο­συμ­πλέ­κον­ται, ὅπως οἱ κόμ­ποι τοῦ πολύ­χρω­μου χαλιοῦ. Ἕνας κόσμος μονό­χρω­μος θὰ τύφλω­νε ὅλα τὰ μάτια. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σωθεῖ ἕνας πλού­σιος μὲ τὴ φιλαν­θρω­πία καὶ μὲ ταπεί­νω­ση ἢ νὰ χάσει τὴ σκλη­ρό­τη­τα καὶ τὴν ὑπε­ρη­φά­νειά του, ἂν δὲν ὑπῆρ­χαν φτω­χοί; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σωθεῖ ἕνας φτω­χὸς ἄνθρω­πος μὲ ὑπο­μο­νὴ καὶ καρ­τε­ρία ἢ νὰ χάσει τὴ σωτη­ρία του μέ το γογ­γυ­σμό, τὴν κλο­πὴ καὶ τὴ λεη­λα­σία, ἂν δὲν ὑπῆρ­χαν πλού­σιοι; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σωθεῖ ὁ μορ­φω­μέ­νος καὶ σοφὸς μὲ τὴ συμ­πό­νια γιὰ τοὺς ἀμόρ­φω­τους, στη­ρι­ζό­με­νος στὴ δική τους δου­λειά, ἢ νὰ τὴν χάσει με τὴν περι­φρό­νη­σή του στοὺς ἀμόρ­φω­τους, ἂν δὲν ὑπῆρ­χαν ἀμα­θεῖς στὸν κόσμο; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σωθεῖ ὁ ἀμα­θὴς ἢ νὰ κολα­στεῖ γιὰ τὴν ἀνυ­πα­κοή του, το φθό­νο καὶ τὴν ἐχθρό­τη­τα πρὸς τοὺς εγγράμ­μα­τους, ἂν δὲν ὑπῆρ­χαν τέτοιοι; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ σωθοῦν οἱ ὑγιεῖς μὲ τὴ συμ­πό­νια καὶ τὴ φιλάν­θρω­πη φρον­τί­δα τοὺς γιὰ τοὺς ἄρρω­στους, ἢ νὰ κολα­στοῦν μὲ τὴν ἀπο­στρο­φὴ καὶ τὴν ἀδια­φο­ρία τοὺς πρὸς αὐτούς, κομ­πά­ζον­τας γιὰ τὴ δική τους ὑγεία, ἂν δὲν ὑπῆρ­χαν ἄρρω­στοι; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε ἕνας ἄρρω­στος ἄνθρω­πος νὰ σωθεῖ μὲ ὑπο­τα­γὴ κι εὐγνω­μο­σύ­νη πρὸς τοὺς ὑγιεῖς ἢ νὰ κολα­στεῖ μὲ τὸ μῖσος καί το φθό­νο τοῦ πρὸς αὐτούς, ἂν δὲν ὑπῆρ­χαν ὑγιεῖς;

Ὁ Κύριος χάρι­σε ἐλεύ­θε­ρη βού­λη­ση στοὺς ἀνθρώ­πους, σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους. Δὲν ὑπάρ­χει οὔτε ἕνας μονα­δι­κὸς ἄνθρω­πος μπρο­στὰ στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρ­χουν δυὸ δρό­μοι ἀνοι­χτοί: ὁ δρό­μος τῆς σωτη­ρί­ας κι ὁ δρό­μος τῆς ἀπώ­λειας. Ἐδῶ ἔγκει­ται ἡ ἐλευ­θε­ρία τοῦ ἀνθρώ­που. Τὰ πλού­τη μπο­ροῦν νὰ σώσουν ἕναν ἄνθρω­πο, μὰ μπο­ροῦν καὶ νὰ τὸν κολά­σουν. Ἡ φτώ­χεια μπο­ρεῖ ἐπί­σης νὰ σώσει τὸν ἄνθρω­πο, μπο­ρεῖ ὅμως καὶ νὰ τὸν κολά­σει. Τὸ ἴδιο συμ­βαί­νει μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἄγνοια, τὴν ἀρρώ­στια καὶ τὴν ὑγεία. Ὅλα ἀνή­κουν στὴν ἐλεύ­θε­ρη ἐπι­λο­γὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ Χρι­στὸς ἦρθε γιὰ νὰ παρα­κι­νή­σει τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ τὸ κατα­λά­βουν αὐτό, δὲν ἦρθε νὰ τοὺς πιέ­σει ἢ νὰ τοὺς ἐκβιά­σει. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶπε στό νεα­ρὸ πλού­σιο «ἔσο τέλειος» ἀλλὰ «εἴ θέλεις τέλειος εἶναι».

Εἰ θέλεις. Ἔτσι μιλά­ει ὁ Θεὸς στὰ ἐλεύ­θε­ρα καὶ λογι­κὰ πλά­σμα­τά Του. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ βαδί­ζουν ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι στὸ σωστὸ δρό­μο, νὰ σωθοῦν ὅλοι. Αὐτὸ ὅμως σημαί­νει πῶς μπρο­στὰ στὸν κάθε ἄνθρω­πο εἶναι ἀνοι­χτὸς κι ὁ δρό­μος τῆς ἀπώ­λειας. Καὶ συνε­χί­ζει ὁ Κύριος:

«Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκο­πώ­τε­ρόν ἐστι κάμη­λον διὰ τρυ­πή­μα­τος ραφί­δος διελ­θεῖν ἢ πλού­σιον εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ εἰσελ­θεῖν» (Μαρτθ. ἴθ’ 24). Τὴ λέξη «κάμη­λος», καμή­λα, δὲν τὴν χρη­σι­μο­ποιοῦ­σαν μόνο γιὰ τὸ γνω­στὸ ζῶο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ χον­τρὰ σχοι­νιά, τὰ «παλα­μά­ρια», ποῦ τὰ ἔχουν οἱ ναυ­τι­κοὶ γιὰ νὰ δένουν τὰ πλοῖα στὰ λιμά­νια, ὥστε νὰ μὴν τὰ παρα­σύ­ρει ὁ ἄνε­μος. Στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση φαί­νε­ται πῶς ὁ Κύριος εἶχε κατὰ νοῦ τὸ παλα­μά­ρι. Εἶναι πιὸ εὔκο­λο λοι­πὸν νὰ περά­σει τὸ χον­τρὸ παλα­μά­ρι ἀπὸ τὴν τρῦ­πα τῆς βελό­νας, παρὰ νὰ μπεὶ κάποιος πλού­σιος στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκο­λο, πολὺ δύσκο­λο, μὰ ὄχι ἀδύ­να­το. Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ εἶπε Ἐκεῖ­νος ποὺ γνω­ρί­ζει καλὰ τὴν ἀδυ­να­μία τῆς ἀνθρώ­πι­νης φύσης, καθὼς καὶ πόσο εὔκο­λα ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που παρα­σύ­ρε­ται ἀπὸ τὰ πλού­τη καὶ μένει κολ­λη­μέ­νη στὴ γῆ.

«Ἀκού­σαν­τες δὲ οἱ μαθη­ταὶ αὐτου ἐξε­πλήσ­σον­το σφό­δρα λέγον­τες· τίς ἄρα δύνα­ται σωθῆ­ναι;» (Ματθ. ιθ’ 25). Για­τί οἱ μαθη­τὲς ἔνιω­σαν τόσο μεγά­λη ἔκπλη­ξη, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι εἶχαν κάνει ἤδη αὐτὸ ποὺ ὁ νεα­ρὸς πλού­σιος δὲν μπό­ρε­σε νὰ κάνει; Τὰ εἶχαν ἀφή­σει ὅλα καὶ ἀκο­λού­θη­σαν τὸ Χρι­στό. Τὸ ἐξη­γεῖ αὐτὸ ὑπέ­ρο­χα ὁ ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος: Οἱ μαθη­τές, γρά­φει, δὲ φοβή­θη­καν γιὰ τὸν ἑαυ­τό τους ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀνά­με­σα στοὺς ὁποί­ους πολ­λοὶ ἦταν πλού­σιοι. Ἔνιω­σαν ἔκπλη­ξη καὶ φόβο λοι­πὸν ἀπὸ τὰ φοβε­ρὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, ἀπὸ ἀγά­πη γιὰ τοὺς συναν­θρώ­πους τους. Ὁ Χρι­στὸς τοὺς ἔστελ­νε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσουν ἀνθρώ­πους. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ σώσουν τόσους πλού­σιους στὸν κόσμο, ἀφοῦ γι’ αὐτοὺς εἶναι σχε­δὸν ἀδύ­να­το νὰ μποῦν στὴ βασι­λεία Του; Ἡ ἀγά­πη τοὺς γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους λοι­πὸν πίε­ζε τὴν ψυχή τους καὶ γι’ αὐτὸ ρώτη­σαν στὴ συνέ­χεια: Τίς ἄρα δύνα­ται σωθῆ­ναι; Ἔκα­ναν λὲς καὶ κεῖ­νοι ἦταν πιὸ εὔσπλα­χνοι ἀπὸ τὸ Χρι­στό! Λὲς καὶ κεῖ­νοι εἶχαν περισ­σό­τε­ρη ἀγά­πη ἀπὸ τὸ Χρι­στό, τὸν Ἐρα­στὴ τῆς Ἀνθρω­πό­τη­τας!

«Ἔμβλέ­ψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς παρὰ ἀνθρώ­ποις τοῦ­το ἀδύ­να­τόν ἔστι, παρὰ δὲ Θεὸ πάν­τα δυνα­τὰ ἔστι» (Ματθ. ἴθ ́ 26).

Ἐμβλέ­ψας δὲ ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν κοί­τα­ξε μόνο τὰ πρό­σω­πά τους, τὰ μάτια τους. Τὸ βλέμ­μα Του εἰσχώ­ρη­σε βαθιὰ στὰ βάθη τῆς καρ­διᾶς τους. Κι ἐκεῖ διά­βα­σε τὴν ἄγνοια καί το φόβο τους. Δὲ γνώ­ρι­ζαν ἀκό­μα τὴ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ, φοβοῦν­ταν ὅμως τὰ πράγ­μα­τα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀδύ­να­το στοὺς ἀνθρώ­πους, εἶναι δυνα­τὸ στὸ Θεό. Καὶ ποιό εἶναι ἀδύ­να­το στοὺς ἀνθρώ­πους; Ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, τί καλὸ μπο­ροῦν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρω­ποι χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ; Τίπο­τα ἀπο­λύ­τως. Χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ δὲν μπο­ροῦν νὰ σωθοῦν οὔτε οἱ φτω­χοὶ οὔτε οἱ πλού­σιοι. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνα­σθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ἰε’ 5), εἶπε ὁ Κύριος.

Ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ποὺ εἶχε νεκρω­θεῖ γιὰ τὸν κόσμο ἀλλὰ ζοῦ­σε γιὰ τὸ Χρι­στό, ἐπι­βε­βαί­ω­σε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρι­στοῦ λέγον­τας: «Πάν­τα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυ­να­μοῦν­ται με Χρι­στῷ» (Φιλ. δ’ 13). Ἡ χάρη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος εἶναι δυνα­τὴ νὰ θερ­μά­νει καὶ τὴν καρ­διὰ τοῦ πλου­σιό­τε­ρου ἀνθρώ­που. Νὰ τὸν ἐλευ­θε­ρώ­σει ἀπὸ τὸν πλοῦ­το καὶ τὰ ἐγκό­σμια δεσμά του, νὰ τὸν ἀνυ­ψώ­σει καὶ νὰ τὸν ὁδη­γή­σει στὸ δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας. Παρὰ δὲ Θεῷ πάν­τα δυνα­τὰ ἐστι.

Ὁ Θεός μας εἶναι παν­το­δύ­να­μος. Ὁ παν­το­δύ­να­μος λόγος Του δημιούρ­γη­σε τὸν κόσμο. Τὸ παν­το­δύ­να­μο χέρι Του συγ­κρα­τεῖ τὸν οὐρά­νιο θόλο. Ἐκεῖ­νος λοι­πόν, ὁ παν­το­δύ­να­μος, μπο­ρεῖ πραγ­μα­τι­κὰ νὰ σώσει ὅλους ἐκεί­νους ποὺ ἀνα­ζη­τοῦν τὴ σωτη­ρία τους. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ θέση μας στὴ γῆ, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ κατά­στα­σή μας ἢ οἱ περι­στά­σεις, ὁ Παν­το­δύ­να­μος μπο­ρεῖ νὰ μᾶς σώσει. Κι ὄχι ἁπλᾶ μπο­ρεῖ, ἀλλὰ τὸ ἐπι­θυ­μεῖ. Ὁ Θεός μας εἶναι παν­το­δύ­να­μος, εἶναι πανεύ­σπλα­χνος. Ἐμεῖς ἂς βια­στοῦ­με νὰ τὸν συναν­τή­σου­με, για­τί Ἐκεῖ­νος μᾶς προ­σκα­λεῖ, μᾶς περι­μέ­νει. Καὶ μόνο ὅταν βλέ­πει πῶς ἐμεῖς στρέ­ψα­με τὸ βλέμ­μα μᾶς πρός ‘Ἐκεῖ­νον, χαί­ρε­ται μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀγγέ­λους Του.

Ἄς στρα­φοῦ­με πρὸς Αὐτόν, ἂς βαδί­ζου­με γρή­γο­ρα πρὸς τὴν ἀλη­θι­νή μας πατρί­δα, γιὰ νὰ συναν­τή­σου­με τὸν παν­το­δύ­να­μο καὶ πανεύ­σπλα­χνο Θεό μας. Ἄς τὸ κάνου­με ὅμως προ­τοῦ κρού­σει τὴν πόρ­τα μας ὁ θάνα­τος καὶ μᾶς πεῖ: «Εἶναι πολὺ ἀργά!»

Στὸν παν­το­δύ­να­μο καὶ πανεύ­σπλα­χνο Θεό μας, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τὸν Πατέ­ρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, πρέ­πει ὕμνος καὶ δόξα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Εὐλο­γη­μέ­νη φτώ­χεια!

«Εἴ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπα­γε πώλη­σόν σου τὰ ὑπάρ­χον­τα καὶ δὸς πτω­χοῖς, καὶ ἕξεις θησαυ­ρὸν ἐν οὐρα­νῷ» (Ματθ. 19, 21)

Ἀ ΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγα­πη­τοί μου, τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ματ­θαῖ­ος περι­γρά­φει τὴ συνάν­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ μὲ ἕνα νέο, ποὺ εἶχε μεγά­λη κτη­μα­τι­κὴ περιου­σία. Ὁ ἄνθρω­πος αὐτός, παρὰ τὰ πλού­τη του, ἔδει­ξε ὅτι τὸν συγ­κι­νοῦν καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἐνδια­φέ­ρον­τα. Ἦρθε στὸ Χρι­στὸ γιὰ νὰ τοῦ ὑπο­βά­λῃ ἕνα ἐρώ­τη­μα, ποὺ τὸν ἀπα­σχο­λοῦ­σε Τί πρέ­πει νὰ κάνω, γιὰ ν’ ἀπο­κτή­σω τὴν αἰώ­νιο ζωή; (Ματθ. 19, 16).

Ὁ Κύριος τοῦ ὑπεν­θύ­μι­σε τίς ἐντο­λὲς τοῦ Μωϋ­σέ­ως, καὶ τέλος τὴν ἐντο­λὴ τῆς ἀγά­πης πρὸς τὸν πλη­σί­ον. Ὁ νέος ἀπήν­τη­σε, ὅτι τὰ τηρεῖ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἱκα­νο­ποιεῖ­ται θέλει κάτι περισ­σό­τε­ρο. Βλέ­πον­τας τὸ νέο νὰ ἐκφρά­ζῃ ἕνα ἀνώ­τε­ρο πόθο, ὁ Χρι­στός του εἶπε: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπα­γε πώλη­σόν σου τὰ ὑπάρ­χον­τα καὶ δὸς πτω­χοῖς, καὶ ἕξεις θησαυ­ρὸν ἐν οὐρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀκο­λού­θει μοί», δηλα­δή: Ἄν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαι­νε πού­λη­σε ὅ,τι ἔχει καὶ δός τα στοὺς φτω­χούς, καὶ θ’ ἀπο­κτή­σῃς θησαυ­ρὸ στὸ οὐρα­νό, καὶ γίνε ἀκό­λου­θός μου (Ματθ. 19, 21). Ὁ νέος ὅμως, ἀκού­γον­τας τὴν ὑπό­δει­ξη αὐτή, παρα­δό­ξως ἄλλα­ξε δια­θέ­σεις. Ἔδει­ξε νὰ στε­νο­χω­ρῆ­ται. Ἔπαυ­σε ἀμέ­σως νὰ ἐνδια­φέ­ρε­ται γιὰ τὰ ὑψη­λὰ καὶ μεγά­λα πράγ­μα­τα, καὶ κάνον­τας μετα­βο­λὴ ἔφυ­γε περί­λυ­πος. Καὶ σημειώ­νει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ματ­θαῖ­ος: «Ἤν,Ἥν,Ἦν γὰρ ἔχων κτή­μα­τα πολ­λά» (Ματθ. 19, 23).

Δυστυ­χῶς ὁ πόθος τῶν κτη­μά­των νίκη­σε τὸν πόθο τῆς τελειό­τη­τος.

Οἱ ἄνθρω­ποι τῶν χαμη­λῶν κοι­νω­νι­κῶν στρω­μά­των συνή­θως μέμ­φον­ται τὴ μιζέ­ρια τους, κατα­ριῶν­ται τὴ φτώ­χεια τους. Θεω­ροῦν εὐτυ­χι­σμέ­νους καὶ ζηλευ­τούς τους πλου­σί­ους, ἀξιο­λύ­πη­το δὲ καὶ ταλαί­πω­ρο τὸν ἑαυ­τό τους. Ἀλλ’ ἂς ἐξε­τά­σου­με, εἶνε ἡ φτώ­χεια κακό;

Κακό, γιὰ ὅσους κρί­νουν μὲ τὰ κρι­τή­ρια καὶ τὰ σταθ­μὰ τοῦ κόσμου, εἶνε κάθε τί ποὺ ἔρχε­ται σὲ ἀντί­θε­ση μὲ τὴν καλο­πέ­ρα­ση, τίς φιλο­δο­ξί­ες, τὰ συμ­φέ­ρον­τα καὶ τὰ κέφια τοῦ ἀνθρώ­που. Γιὰ ὅσους ὅμως κρί­νουν σύμ­φω­να μὲ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ὑπάρ­χει μεγά­λη δια­φο­ρά. Γι’ αὐτοὺς κακὸ εἶνε μόνο ὅ,τι προ­σκρού­ει στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτούς, δηλα­δή, κακὸ εἶνε μόνο ἡ ἁμαρ­τία.

Ἔχον­τας ὑπ’ ὄψιν αὐτὰ μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με, ὅτι ἡ φτώ­χεια δὲν εἶνε κακό. Ὁ τρό­πος ποὺ ζὴ ἕνας τίμιος φτω­χὸς ἄνθρω­πος δὲν προ­σκρού­ει καθό­λου στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἡ φτώ­χεια ἦταν κάτι ἀσυμ­βί­βα­στο μὲ τὴν κατὰ Θεὸν ζωή, τότε ἡ ἁγία Γρα­φὴ θὰ ζητοῦ­σε καὶ θὰ ἐπέ­βαλ­λε σὲ ὅλους, νὰ προ­σπα­θοῦν νὰ γίνουν πλού­σιοι. Ἡ φτώ­χεια ἀσφα­λῶς ἔχει πολ­λὲς δυσκο­λί­ες στὴν καθη­με­ρι­νὴ βιο­πά­λη ἀπαι­τεῖ κόπο καὶ ἱδρῶ­τα. Τὴν ἐπι­τρέ­πει ὅμως ὁ Θεός, διό­τι ἀπ’ αὐτὴν ἠθι­κῶς δὲν ἔχει νὰ βλα­βῇ ὁ ἄνθρω­πος· ἡ πνευ­μα­τι­κή του ὑπό­στα­ση καὶ ἡ αἰώ­νιος ζωή του δὲν κιν­δυ­νεύ­ουν.

Ἡ φτώ­χεια εἶνε ἀκό­μη μιὰ κατά­στα­ση ποὺ τὴν ἔζη­σαν ἄνθρω­ποι τοῦ Θεοῦ. Ἅγιοι ἄνθρω­ποι ἔζη­σαν μὲ ἰσό­βιο σύν­τρο­φο τὴ φτώ­χεια. Ποιόν πρῶ­το καὶ ποιόν δεύ­τε­ρο ν’ ἀνα­φέ­ρῃ κανείς; Φτω­χοὶ ἦταν ἡ Πανα­γία μητέ­ρα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ὁ μνή­στωρ ἅγιος Ἰωσήφ, ποὺ τὴ νύκτα τῶν Χρι­στου­γέν­νων δὲν εὕρι­σκαν κατά­λυ­μα στὴ Βηθλε­έμ. Φτω­χὸς ἦταν ὁ Πρό­δρο­μος Ἰωάν­νης, σὰν τὸν προ­φή­τη Ἠλία, μὲ μόνο κτῆ­μα τοῦ ἕνα ροῦ­χο ἀπὸ δέρ­μα καμή­λου. Φτω­χὸς ὁ Λάζα­ρος τῆς γνω­στῆς παρα­βο­λῆς, ποὺ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σῃ την πεί­να του μὲ τὰ ψίχου­λα ποὺ ἔπε­φταν ἀπ’ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Φτω­χοὶ οἱ δώδε­κα ἀπό­στο­λοι, ποὺ ὅταν κάπο­τε χρειά­στη­κε νὰ πλη­ρώ­σουν φόρο, δὲν εἶχαν (βλ. Ματθ. 17, 24–27), κι ὅταν κάποιος χωλὸς ζητιά­νος περί­με­νε ἐλεη­μο­σύ­νη ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Πέτρος του εἶπε: «Ἀργύ­ριον καὶ χρυ­σί­ον οὐχ ὑπάρ­χει μοι…» (Πράξ. 3, 6).

Ἡ ἁγία Γρα­φὴ ρητῶς μακα­ρί­ζει τὴ φτώ­χεια λέγον­τας: «Μακά­ριοι οἱ πτω­χοί…» (Λουκ. 6, 20). Ὁ Θεὸς ἀγα­πᾷ τοὺς φτω­χοὺς ἀνθρώ­πους. Ὅταν δὲ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, ἐναν­θρώ­πη­σε, ἔζη­σε αὐτός, ὁ βασι­λεὺς οὐρα­νοῦ καὶ γῆς, δου­λεύ­ον­τας σὰν ξυλουρ­γός, σὰν ὁ τελευ­ταῖ­ος φτω­χός, καὶ ἔλε­γε: «Αἱ ἀλώ­πε­κες φωλέ­ους ἔχου­σι καὶ τὰ πετει­νά του οὐρα­νοῦ κατα­σκη­νώ­σεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που οὐκ ἔχει ποὺ τὴν κεφα­λὴν κλί­νῃ» (Ματθ. 8, 20).

Δὲν εἶνε κακὸ ἡ φτώ­χεια αὐτὴ καθ’ ἑαυ­τήν, ὅπως δὲν εἶνε κακὸ καὶ ὁ πλοῦ­τος αὐτὸς καθ’ ἑαυ­τόν. Ἐξαρ­τᾷ­ται ἀπὸ τὴ χρή­ση ποὺ θὰ κάνῃ καὶ ἄνθρω­πος. Ἄν ὁ ἄνθρω­πος προ­σέ­ξῃ, τότε μπο­ρεῖ καὶ ὁ πλοῦ­τος, ποὺ θὰ δια­χει­ρι­σθῇ, νὰ μὴ τὸν κάνῃ πλε­ο­νέ­κτη, ὅπως συνέ­βη λ.χ. στὴν περί­πτω­σι τοῦ Ἀβρα­άμ, ἀλλὰ καὶ ἡ φτώ­χεια, ποὺ θὰ περά­σῃ, νὰ μὴ τὸν κάνῃ γογ­γυ­στή, ὅπως συνέ­βη λ.χ. μὲ τὸν Ἰώβ.

Δὲν εἶνε λοι­πὸν κακὸ ἡ φτώ­χεια. Κι ὄχι μόνο κακὸ δὲν εἶνε, ἀλλὰ μπο­ρεῖ νὰ γίνῃ καὶ αἰτία μεγά­λου καλοῦ, μεγά­λης πνευ­μα­τι­κῆς ὠφε­λεί­ας. Ἕνας περί­φη­μος ἱερο­κῆ­ρυξ, ὁ Νικη­φό­ρος Θεο­τό­κης, σὲ σχε­τι­κὴ ὁμι­λία τοῦ μετα­ξὺ ἄλλων ἀπα­ριθ­μεῖ τὰ καλὰ τῆς φτώ­χειας, τί πλε­ο­νε­κτή­μα­τα ἐξα­σφα­λί­ζει ἡ φτώ­χεια σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴν ὑπο­μέ­νουν μὲ γεν­ναῖο φρό­νη­μα καὶ πίστη στὴ θεία πρό­νοια. Ἄς τὸν παρα­κο­λου­θή­σου­με.

Οἱ φτω­χοὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ τρῶ­νε καὶ νὰ πίνουν πλου­σιο­πά­ρο­χα. Ἡ τρο­φὴ καὶ τὸ ποτό τους εἶνε λιτά. Εἶνε ἀναγ­κα­σμέ­νοι νὰ δου­λεύ­ουν καὶ μὲ τὸν ἱδρῶ­τα τους νὰ βγά­ζουν τὸ ψωμί τους. «Ἡ ξηρο­φα­γία», λέει ὁ Θεο­τό­κης, «καὶ ὑδρο­πο­σία, ἡ κακου­χία καὶ οἱ σωμα­τι­κοὶ κόποι μαραί­νου­σι τῶν σαρ­κι­κῶν ἐπι­θυ­μιῶν τὴν φλό­γα. …Ὅθεν ὁ πτω­χὸς δυσκό­λως γίνε­ται ἀσελ­γής». Μεγά­λη ἀρε­τὴ ἡ ἀρε­τὴ τῆς ἁγνό­τη­τος καὶ τῆς σωφρο­σύ­νης. Καὶ κατήν­τη­σαν σήμε­ρα πολὺ σπά­νιοι οἱ ἐγκρα­τεῖς ἄνθρω­ποι. Μετα­ξὺ λοι­πὸν αὐτῶν τῶν σπα­νί­ων ἐξαι­ρέ­σε­ων εἶνε περισ­σό­τε­ρο φτω­χοί. Ὁ φτω­χὸς ἄνθρω­πος περι­φρο­νεῖ­ται συνή­θως ἀπὸ τοὺς πλου­σί­ους. Αὐτὸ βέβαια τὸν θέτει σὲ δοκι­μα­σία. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅμως τὸν καλ­λιερ­γεῖ στὴν ταπεί­νω­σι, ποὺ εἶνε ἡ βάση ὅλων τῶν ἄλλων ἀρε­τῶν. «Ἡ εὐτέ­λεια τῆς πτω­χεί­ας, ἡ παρα­δρο­μὴ (=παρα­θε­ώ­ρη­σις) καὶ ὁ ἐξευ­τε­λι­σμὸς καὶ ἡ περι­φρό­νη­σις τῶν ἀνθρώ­πων βυθί­ζου­σι τὴν ψυχὴν εἰς τὸ βάθος τῆς ταπει­νώ­σε­ως. …Πτω­χὸν δὲ ὑπε­ρή­φα­νον δυσκό­λως εὑρί­σκεις». Ἐὰν ἔχῃ κανεὶς τὸ θεμέ­λιο τῶν ἀρε­τῶν, τὴν ταπεί­νω­σι, μπο­ρεῖ νὰ οἰκο­δο­μή­σῃ μὲ ἀσφά­λεια ὅλο τὸ οἰκο­δό­μη­μα τῆς σωτη­ρί­ας. Καὶ οἱ φτω­χοὶ κατὰ κανό­να ἔχουν αὐτὸ τὸ θεμέ­λιο.

Ὁ πλοῦ­τος κατ’ οὐσί­αν εἶνε βάρος. Ὁ φτω­χὸς εἶνε ἀπηλ­λαγ­μέ­νος ἀπὸ τὸ βάρος αὐτὸ καὶ περισ­σό­τε­ρο ἐλεύ­θε­ρος. «Τοῦ πτω­χοῦ ἡ καρ­δία οὐδέ­να δεσμὸν ἔχει καὶ οὐδέ­να δεσπό­την, ἐπει­δὴ οὐδὲν ἔχει δυνά­με­νον δεσμεῦ­σαι ἢ ὑπο­δου­λῶ­σαι τὴν καρ­δί­αν αὐτοῦ». Ὁ φτω­χὸς λοι­πὸν εἶνε ἐλεύ­θε­ρος κι ἀπὸ τὸ φοβε­ρὸ πάθος τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας.

Στὴν κορυ­φὴ ὅλων τῶν ἀρε­τῶν εἶνε ἡ ἀγά­πη. Ἀλλοί­μο­νο δέ, ἂν ἡ ἀγά­πη ὑπο­τάσ­σε­ται μόνο στὸ ἐγὼ καὶ στὸ συμ­φέ­ρον. Δὲν εἶνε τότε ἀγά­πη ἀλη­θι­νή. Εἶνε φιλαυ­τία. Ἡ ἀλη­θι­νὴ ἀγά­πη εἶνε ἐλεύ­θε­ρη ἀπὸ προ­σω­πι­κὰ συμ­φέ­ρον­τα. Στρέ­φε­ται μὲ προ­θυ­μία πρὸς τὸν πλη­σί­ον καὶ ὁλό­ψυ­χα πρός το Θεό. Καὶ ἐδῶ λοι­πὸν ὁ φτω­χὸς δὲν ὑστε­ρεῖ. «Ἡ ἀγά­πη τοῦ πτω­χοῦ ἔστιν ἐλευ­θέ­ρα καὶ ἀδού­λω­τος… Ὁ πτω­χὸς μετὰ μεγά­λης εὐκο­λί­ας ἀγα­πᾷ τὸν Θεὸν ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ δια­νοί­ας καὶ ἰσχύ­ος». Ὁ φτω­χὸς ὡς ἀδύ­να­τος ἄνθρω­πος αἰσθά­νε­ται τὴν ἀνάγ­κη νὰ τὸν ἀγα­ποῦν, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἀρνεῖ­ται τὴν ἀγά­πη του σὲ κανέ­να.

Τέλος ὁ Θεο­τό­κης σημειώ­νει: «Ὁ πτω­χὸς εὐκο­λώ­τε­ρον ἀνα­βαί­νει εἰς τὴν ἐνδε­χο­μέ­νην (=δυνα­τὴν) τοὺς ἀνθρώ­ποις τελειό­τη­τα διὰ τοῦ­το οὔν εἶπεν ὁ Κύριος ἡμῶν: “Εἰ,Εἶ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπα­γε πώλη­σόν σου τὰ ὑπάρ­χον­τα καὶ δὸς πτω­χοῖς”» (Ματθ. 19, 21). Αὐτὴ εἶνε καὶ ἡ γενι­κὴ κρί­σις τοῦ Νικη­φό­ρου Θεο­τό­κη: «Ἡ πτω­χεία ἀνα­βι­βά­ζει τὸν ἄνθρω­πον εἰς τὴν τελειό­τη­τα».

Ἀγα­πη­τοί μου,

Οἱ περισ­σό­τε­ροι χρι­στια­νοὶ εἴμα­στε φτω­χοί. Ὅσοι λοι­πὸν ἀνή­κου­με στὴν τάξη τῶν φτω­χῶν, ἂς μὴ γογ­γύ­ζου­με καὶ ἂς μὴν κατα­ρώ­με­θα τὴ φτώ­χεια μας. Ἀντι­θέ­τως, ἂς δοξά­ζου­με το Θεὸ καὶ ἂς χαι­ρώ­με­θα γι’ αὐτήν. Ἄν εἴχα­με χρή­μα­τα καὶ ἤμα­σταν πλού­σιοι, ἴσως νὰ μὴν ἤμα­σταν τόσο κον­τὰ στὸ Θεό. Πολ­λοί, ποὺ ἦρθαν ἀπό­το­μα στὰ χέρια τους χρή­μα­τα πολ­λά, ἔχα­σαν τὸν ἔλεγ­χο τοῦ ἑαυ­τοῦ τους, ἔπε­σαν στὴν πλε­ο­νε­ξία, στὴ ματαιο­δο­ξία, στὴν ἀπι­στία. Ἀντι­θέ­τως ἡ φτώ­χεια εἶνε καμί­νι, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ χρι­στια­νὸς καθα­ρί­ζε­ται καὶ ἡ ἀξία του λάμ­πει περισ­σό­τε­ρο.

Προ­σο­χὴ ὅμως, διό­τι ἡ φτώ­χεια εἶνε δύο εἴδῶν. Ὑπάρ­χει φτώ­χεια ἀκού­σια, καὶ φτώ­χεια ἑκού­σια. Ἡ ἀκού­σια φτώ­χεια μπο­ρεῖ νὰ προ­κα­λέ­σῃ γογ­γυ­σμὸ καὶ μεμ­ψι­μοι­ρία. Ἡ ἑκού­σια φτώ­χεια εἶνε ἡ φτώ­χεια ποὺ δίδα­ξε ὁ Χρι­στός. Eκεί­νος «δι’ ἡμᾶς ἐπτώ­χευ­σε πλού­σιος ὤν» (Β’ Κορ. 8, 9). Αὐτὴ ἡ φτώ­χεια εἶνε ἐκεί­νη ποὺ δίδα­ξαν οἱ ἀπό­στο­λοι καὶ αὐτὴν ἀξί­ζει νὰ ζηλεύ­ου­με, ὅπως λέει ὁ ἰ. Χρυ­σό­στο­μος: «Ἐννόη­σον τὸν Παῦ­λον, τὸν Πέτρον ἐννόη­σον τὸν Ἰωάν­νην, τὸν Ἠλί­αν μᾶλ­λον δὲ αὐτὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν οὐκ ἔχον­τα ποὺ τὴν κεφα­λὴν κλῖ­ναι. Ἐκεί­νου ζηλω­τὴς γενοῦ, καὶ τῶν ἐκεί­νου δού­λων, καὶ τὸν ἄφα­τον τού­των φαν­τά­ζου πλοῦ­τον» (εἵς Ματθ. ὀμ. ΞΓ’ 4 Ε.Π.Ε. 11[42], 504). Αὐτὴ ἡ φτώ­χεια, ἢ ἑκού­σια, ἰσο­δυ­να­μεῖ μὲ τὸν πιὸ μεγά­λο πλοῦ­το.

Τέλος, ὅσοι ἀνή­κουν στὴν τάξη τῶν εὐπό­ρων, αὐτοί, ἂν θέλουν νὰ εἶνε χρι­στια­νοί, ἂς κάνουν δύο πράγ­μα­τα. Πρῶ­τον ἂς ἀνα­γνω­ρί­σουν τὸ μεγα­λεῖο τῶν ἑκου­σί­ως φτω­χῶν κι ἂς τοὺς θαυ­μά­σουν γιὰ τὴν ἀνω­τε­ρό­τη­τά τους. Καὶ δεύ­τε­ρον ἂς ἀρχί­σουν νὰ τοὺς μιμοῦν­ται. Ἄς ἀρχί­σουν νὰ γίνων­ται κι αὐτοὶ λιγώ­τε­ρο πλού­σιοι καὶ περισ­σό­τε­ρο φτω­χοί, ἑκου­σί­ως φτω­χοί, ἀσκῶν­τας τὴ μεγά­λη ἀρε­τὴ τῆς ἐμπρά­κτου ἀγά­πης καὶ τῆς ἐλεη­μο­σύ­νης.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek