ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΙΘ΄ 16 - 26)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
16Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; 17ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν, τήρησον τὰς ἐντολάς. 18λέγει αὐτῷ· Ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, 19τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 20λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; 21ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 22ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. 23Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 24πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 25ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; 26ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.
16 Και ιδού ένας προσήλθε εις αυτόν και του είπε· “διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν πρέπει να κάμω, δια να έχω ζωήν αιώνιον;” 17 Ο δε Ιησούς του είπε· “τι με λέγεις αγαθόν, αφού με νομίζεις απλούν άνθρωπον; Κανείς δεν είναι απόλυτα αγαθός, ει μη μόνον ένας, ο Θεός. Εάν δε θέλης να εισέλθης εις την αιώνιον ζωήν, τήρησε τας εντολάς”. 18 Λεγει εις αυτόν· “ποίας;” Ο δε Ιησούς του είπε·“τας γνωστάς, δηλαδή το να μη φονεύσης, να μη μοιχεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, 19 τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Και να αγαπήσης τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”. 20 Λεγει εις αυτόν ο νέος με κάποιαν προχειρότητα· “όλα αυτά τα έχω τηρήσει από την νεανική μου ηλικίαν· τι μου λείπει ακόμη δια να γίνω άξιος της βασιλείας των ουρανών;” 21 Είπε εις αυτόν ο Ιησούς· “Εάν θέλης να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης θησαυρόν στον ουρανόν, και έλα ακολούθησέ με”. 22 Αλλ’ όταν ο νέος ήκουσε αυτόν τον λόγον, έφυγε λυπημένος, διότι είχε πολλά κτήματα και η καρδιά του ήταν κολλημένη εις αυτά. 23 Ο δε Ιησούς είπε στους μαθητάς του· “αληθινά σας λέγω ότι πολύ δύσκολα θα εισέλθη πλούσιος εις την βασιλείαν των ουρανών. 24 Και πάλιν σας λέγω, είναι ευκολώτερον να περάση γκαμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνι, παρά πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 25 Οταν άκουσαν οι μαθηταί τα λόγια αυτά, έπεσαν εις μεγάλην έκπληξιν και με κάποια αποκαρδίωσιν είπαν· “ποιός τάχα ημπορεί να σωθή;” 26 Ο δε Ιησούς τους εκύτταξε κατάματα και είπεν· “η σωτηρία είναι δια τους ανθρώπους έργον αδύνατον, αλλά στον Θεόν όλα είναι δυνατά, άρα και η σωτηρία των πλουσίων, όπως και όλων εκείνων οι οποίοι κατά κάποιον τρόπον ανακατεύονται με χρήματα και κτήματα. Αρκεί να έχουν την διάθεσιν της αυταπαρνήσεως και θυσίας”.
16 Και ιδού, κάποιος τον πλησίασε και του είπε: Διδάσκαλε αγαθέ, τί αγαθό και τι καλό να κάνω για να αποκτήσω την αιώνια ζωή; 17 Κι ο Κύριος του είπε: Αφού απευθύνεσαι σε μένα θεωρώντας ότι είμαι ένας απλός άνθρωπος, γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανείς δεν είναι από τον εαυτό του πραγματικά αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός. Εάν όμως θέλεις να μπεις στην αιώνια και μακάρια ζωή, τήρησε σ’ όλη τη ζωή σου τις εντολές. 18 Του λέει ο νέος: Ποιές εντολές; Κι ο Ιησούς του είπε: Το να μη σκοτώσεις, να μη μοιχεύσεις, να μην κλέψεις, να μην ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τον πατέρα και τη μητέρα, και να αγαπήσεις το συνάνθρωπό σου σαν τον εαυτό σου. 20 Του λέει ο νέος, ο οποίος δεν είχε διδαχθεί ποιά είναι και πώς εφαρμόζεται η αγάπη προς τον συνάνθρωπο: Όλα αυτά τα φύλαξα από τότε που ήμουν νέος. Τί άλλο μου λείπει ακόμη; 21 Κι ο Ιησούς του είπε: Εάν θέλεις να είσαι τέλειος πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς. Κι έλα να με ακολουθήσεις. 22 Μόλις όμως ο νέος άκουσε το λόγο αυτό, έφυγε λυπημένος? διότι είχε πολλά κτήματα, και η καρδιά του ήταν κολλημένη σ’ αυτά. 23 Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: Αληθινά σας λέω ότι δύσκολα ένας πλούσιος άνθρωπος θα μπει στη βασιλεία των ουρανών. 24 Πάλι σας λέω, ευκολότερο είναι να περάσει μια καμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά ο πλούσιος να μπει στη βασιλεία του Θεού. 25 Αλλά όταν οι μαθητές του το άκουσαν αυτό, ένιωσαν πολύ μεγάλη έκπληξη και είπαν: Ποιός τάχα μπορεί να σωθεί; 26 Ο Ιησούς τότε τους κοίταξε εκφραστικά και τους είπε: Στους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, στο Θεό όμως όλα είναι δυνατά. Μπορεί λοιπόν ο Θεός με τη χάρη του να λύσει τους δεσμούς της καρδιάς κάθε καλοπροαίρετου πλουσίου με το χρήμα και να τον καταστήσει άξιο της σωτηρίας.
16 Καὶ ἰδοὺ κάποιος τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸ νὰ κάνω γιὰ νὰἔχω ζωὴ αἰώνια;». 17 Ἀὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε: «Γιατί μὲ λέγεις ἀγαθό (ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἁπλῶς ἄνθρωπο); Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ ἕνας, ὁ Θεός. Ἂν θέλῃς δὲ νὰ μπῇς στὴν (αἰώνια) ζωή, τήρησε τὶς ἐντολές». 18 Τοῦ λέγει: «Ποιές;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: «Τὸ νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, 19 νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα, καὶ ν᾽ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου». 20 Τοῦ λέγει ὁ νέος: «Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τὴν παιδική μου ἡλικία. Σὲ τί ἀκόμη υστερῶ;». 21 Τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «Ἂν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πώλησε τὰ υπάρχοντά σου καὶ δῶσε σὲ πτωχούς, καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸ στὸν οὐρανό, καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς». 22 Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ νέος ἄκουσε αὐτὸ τὸ λόγο, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε μεγάλη περιουσία. 23 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στοὺς μαθητάς του: «Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι δυσκόλως πλούσιος θὰ μπῇ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 24 Προχωρῶ δὲ καὶ σᾶς λέγω: Εἶναι εὐκολώτερο καμήλα νὰ περάσῃ ἀπὸ τρύπα βελόνας, παρὰ πλούσιος νὰ μπῇ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». 25 Στὸ ἄκουσμα δὲ τέτοιου λόγου οἱ μαθηταί του αἰσθάνθηκαν πολὺ μεγάλη ἔκπληξι καὶἔλεγαν: «Ποιός τότε δύναται νὰ σωθῇ;». 26 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς κοίταξε ἐκφραστικὰ καὶ τοὺς εἶπε: «Τοῦτο στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἀδύνατο, ἀλλὰ στὸ Θεὸ εἶναι ὅλα δυνατά».
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΟ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ
«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;(:Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε: ‘’Διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;’’)»[Ματθ.19,16].
Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως κάποιον ύπουλο και πονηρό και εκτιμούν ότι πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δε θα μπορούσα, βέβαια, να αρνηθώ ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον έλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δε θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω με κανέναν τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να καταλήγει σε τολμηρές κρίσεις για ζητήματα που αφορούν τον εσωτερικό κόσμο κάποιου ανθρώπου και πόσο μάλιστα όταν πρόκειται να τον κατηγορήσει για κάτι, καθώς επίσης και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία για τυχόν δόλιες προθέσεις του συγκεκριμένου νέου· πιο συγκεκριμένα, λέγει τα εξής για τον νεανίσκο αυτόν: «Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν(:Και καθώς ο Ιησούς έβγαινε στον δρόμο, έτρεξε προς Αυτόν και αφού γονάτισε εμπρός Του, Τον ρωτούσε)»[Μάρκ.10,17] και ότι «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ…(:ο Ιησούς τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε και του είπε…)»[Μάρκ.10,21].
Οπωσδήποτε όμως είναι μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από το περιστατικό αυτό· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, η φιλαργυρία καταστρέφει οποιαδήποτε αρετή διαθέτουμε, καταστρέφει τα πάντα. Δικαιολογημένα λοιπόν και ο Παύλος είπε ότι αυτό το πάθος είναι η ρίζα όλων των κακών[Α΄Τιμ.6,10: «Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς(:Γιατί ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία· μερικοί μάλιστα, λόγω της φιλαργυρίας τους, κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].
Για ποιο λόγο λοιπόν ο Χριστός έδωσε τέτοιου είδους απάντηση, λέγοντας: «Οὐδεὶς ἀγαθὸς(:Κανείς δεν είναι αγαθός)»; Επειδή ο νέος αυτός Τον πλησίασε με την ιδέα ότι ο Κύριος είναι ένας οποιοσδήποτε κοινός άνθρωπος ανάμεσα στους πολλούς και κάποιος από τους Ιουδαίους διδασκάλους· για τούτο λοιπόν και σαν να ήταν ένας απλός άνθρωπος ο Ιησούς, ο νέος αυτός συζητεί μαζί Του. Καθόσον ο παντογνώστης Κύριος και σε πολλές άλλες περιπτώσεις δίνει απάντηση στις σκέψεις εκείνων που Τον πλησιάζουν, όπως όταν λέγει: «Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν(:Εσείς οι Σαμαρείτες, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, προσκυνείτε εκείνο, το οποίο πολύ λίγο γνωρίζετε. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που περισσότερο από σας και από τους άλλους λαούς γνωρίζουμε)»· και: «Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής(:Ίσως μου πείτε: ‘’Εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτά που λες για τον εαυτό σου, διότι στηρίζονται στη δική σου εγωιστική μαρτυρία’’. Πράγματι. Εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αξιόπιστη)»[Ιω.5,31].
Όταν λοιπόν λέγει: «Οὐδεὶς ἀγαθὸς(:Κανείς δεν είναι αγαθός)», δεν το λέγει αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον εαυτό Του από το ότι είναι αγαθός, μη σκεφτείς κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση· διότι δεν είπε: «Για ποιον λόγο με ονομάζεις αγαθό; Δεν είμαι αγαθός» αλλά είπε ότι «οὐδεὶς ἀγαθὸς(:κανείς δεν είναι αγαθός)»· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά το λέγει εν συγκρίσει προς την αγαθότητα του Θεού και για να ξεχωρίσει το μέγεθός της. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε· «εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός(:παρά μόνο ένας, ο Θεός)». Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέρωσε τον εαυτό Του στον νεανίσκο.
Κατά τον ίδιο τρόπο και παραπάνω αποκαλούσε τους ανθρώπους ‘’πονηρούς’’, λέγοντας: «Εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν(:εάν λοιπόν εσείς, ενώ είστε ατελείς και διεφθαρμένοι από το προπατορικό αμάρτημα, γνωρίζετε να δίνετε στα παιδιά σας ωφέλιμα πράγματα)»[Ματθ.7,11]. Πραγματικά και στην περίπτωση εκείνη τους ονόμασε «πονηρούς», όχι για να αποδώσει το γνώρισμα της πονηρίας σε όλη γενικά την ανθρώπινη φύση πονηρή (διότι το «εσείς» δεν σημαίνει ‘’όλοι εσείς οι άνθρωποι’’),αλλά τους ονόμασε έτσι συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων προς την αγαθότητα του Θεού· για τούτο και πρόσθεσε· «…πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;(: πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώσει καλά και ωφέλιμα σ’ εκείνους που του ζητούν;)»[Ματθ.7,11].
Αλλά θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: «Ποια κατεπείγουσα ανάγκη υπήρχε ή ποια χρησιμότητα επέβαλε στον Κύριο να δώσει αυτήν την απάντηση;». Με τον τρόπο αυτόν ο Ιησούς εξυψώνει πνευματικά τον πλούσιο αυτό νέο σιγά-σιγά και τον διδάσκει να απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από την κολακεία, αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα και προσηλώνοντάς τον στον Θεό, και τον πείθει επίσης να ζητεί τα ουράνια αγαθά και να γνωρίσει Αυτόν που πράγματι είναι αγαθός και ρίζα και πηγή όλων των αγαθών, και σε Αυτόν να αποδίδει τις τιμές.
Διότι και όταν λέγει: «Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε (:Όμως εσείς μην επιδιώκετε να καλείστε ‘’διδάσκαλοι’’· διότι ένας είναι ο διδάσκαλός σας, ο Χριστός, και όλοι εσείς είστε αδέλφια και άρα ίσοι μεταξύ σας)»[Ματθ.23,8], το λέγει σε αντιδιαστολή προς τον εαυτό Του και για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ποια είναι η πρώτη αρχή όλων γενικώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κυριεύτηκε από τέτοια δυνατή επιθυμία για τα πνευματικά αγαθά, τη στιγμή που άλλοι μεν πείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον πλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνια ζωή· διότι η γη μεν, η ψυχή δηλαδή του νέου, ήταν εύφορη και πλούσια, όμως το πλήθος των ακανθών κατέπνιγε τον σπόρο.
Πρόσεχε λοιπόν πώς ήταν τη στιγμή εκείνη προετοιμασμένος για να υπακούει στις εντολές· διότι λέγει: «Τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;(:Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή😉».Τόσο ήταν προετοιμασμένος και πρόθυμος προς εφαρμογή των όσων θα του έλεγε. Εάν όμως Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, θα μας το έλεγε οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής και αυτό, πράγμα που το κάνει και στις άλλες περιπτώσεις, όπως δηλαδή π.χ. στην περίπτωση του νομικού[βλ. Ματθ.22,35-40: «Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό,καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται (:Οι Φαρισαίοι όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος όπου ήταν κι Εκείνος μαζί με τους Σαδδουκαίους, κι ένας απ’ αυτούς, νομοδιδάσκαλος, Τον ρώτησε δοκιμάζοντάς Τον, για να δει ποια απόκριση θα έδινε, και Του είπε: “Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στον νόμο;” Ο Ιησούς του είπε: “Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε αυτόν ολοκληρωτικά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολόκληρη η θέλησή σου να είναι παραδομένη σε Αυτόν, και με το νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Και δεύτερη εντολή όμοια με αυτήν και εξίσου σπουδαία είναι: Να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών”)»].
Αλλά και αν ακόμη το αποσιώπησε ο ευαγγελιστής, ο Χριστός όμως δεν θα ήταν δυνατόν να τον αφήσει απαρατήρητο για τις υστερόβουλες προθέσεις του, αλλά θα τον έλεγχε κατά τρόπο φανερό ή και θα έκανε κάποιον υπαινιγμό, ώστε να μη σχηματισθεί η εντύπωση ότι πλανήθηκε και διέφυγε την προσοχή του και ζημιωθεί έτσι περισσότερο. Εάν επίσης Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, ο νέος αυτός δε θα έφευγε λυπημένος για όσα άκουσε· διότι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρισαίους δεν το έπαθε, αλλά εξαγριώνονταν όταν τους αποστόμωνε. Όμως δεν συνέβη αυτό στον νέο, αλλά έφυγε καταλυπημένος και κατηφής, πράγμα που αποτελεί όχι μικρή απόδειξη, ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρή διάθεση, αλλά με εξασθενημένη, και επιθυμούσε μεν την αιώνια ζωή, αλλά όμως τον είχε κατακυριεύσει ένα φοβερότατο πάθος, αυτό της φιλαργυρίας.
Όταν λοιπόν ο Χριστός του είπε: «Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς(:Εάν όμως θέλεις να μπεις στην αιώνια και μακάρια ζωή, τήρησε σε όλη τη ζωή σου τις εντολές)», ο νέος ρωτάει: «Ποίας;(:Ποιες εντολές😉», όχι με σκοπό να Τον πειράξει, μη γένοιτο, αλλά επειδή νόμιζε ότι άλλες είναι εκείνες οι εντολές, εκτός από τις εντολές του μωσαϊκού Νόμου, που θα του χάριζαν την αιώνια ζωή, πράγμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι κυριευμένος από κάποια σφοδρή επιθυμία. Έπειτα, επειδή ο Ιησούς του είπε να τηρεί τις εντολές του νόμου, απαντά: «Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου(:Όλα αυτά τα έχω τηρήσει από την νεανική μου ηλικία)». Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά και πάλι ρωτά: «Τί ἔτι ὑστερῶ;(:Σε τι ακόμη υστερώ;)», πράγμα που αποδείκνυε επίσης και αυτό τη μεγάλη επιθυμία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι νόμιζε ότι υστερεί σε κάτι, και το ότι θεωρούσε ανεπαρκείς τις εντολές του Νόμου για να επιτύχει αυτά που επιθυμούσε.
Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή επρόκειτο στη συνέχεια να δώσει κάποια μεγάλη εντολή, προσθέτει τα έπαθλα και λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι(:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με)»[Ματθ.19,21]. Είδες πόσα βραβεία και πόσους στεφάνους ορίζει για αυτόν τον αγώνα; Εάν όμως πείραζε τον Κύριο, δε θα Του έδινε αυτήν την απάντηση. Τώρα όμως και του απαντά σχετικώς, και για να τον προσελκύσει, του φανερώνει ότι είναι πολύ μεγάλος ο μισθός, και αφήνει το παν στη διάθεση του νέου, επικαλύπτοντας με όλα όσα λέγει την εντύπωση ότι είναι βαριά η παραίνεση. Για το λόγο αυτόν και πριν καθορίσει το αγώνισμα και τον κόπο, του φανερώνει το βραβείο, λέγοντας: «Εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει: «πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς» και αμέσως πάλι αναφέρει τα βραβεία: «και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς˙ και τότε έλα και ακολούθησέ με». Καθόσον το να ακολουθεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγάλη ανταμοιβή.
«Και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Επειδή δηλαδή ο λόγος ήταν για τα χρήματα και τον συμβούλευε να απαλλαχθεί από όλα, για να δείξει ότι δεν του αφαιρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προσθέτει και άλλα ακόμη σε αυτά που ήδη έχει, του έδωσε περισσότερα από αυτά που του είπε να προσφέρει· και όχι μόνο περισσότερα, αλλά και τόσο σπουδαιότερα, όσο υπερέχει ο ουρανός από τη γη και ακόμη περισσότερο. ‘’Θησαυρό’’ δε ονόμασε τη μεγαλοδωρία και την αφθονία της ανταμοιβής, με σκοπό να δείξει τη μονιμότητα και την ασφάλειά της· προσπαθούσε δηλαδή όσο ήταν δυνατόν να οδηγήσει τον νέο στη γνώση, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα παραδείγματα και να τον κάνει να καταλάβει στο μέτρο των ανθρώπινών του δυνατοτήτων.
Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους φτωχούς και πριν από όλα, να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλα τα προστάγματά Του και να είναι έτοιμος ακόμη και για σφαγή χάριν Αυτού και για καθημερινό θάνατο· διότι λέγει ο Κύριος: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι(:Εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του, να λάβει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί)»[Λουκά 9,23]. Ώστε η εντολή αυτή, το να θυσιάζει δηλαδή κανείς και την ίδια του τη ζωή του είναι πολύ πιο ανώτερη από το να περιφρονήσει τα χρήματα και δεν είναι μικρή η συμβολή της απαλλαγής από τα χρήματα στην εφαρμογή της εντολής αυτής.
«Ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος(:Μόλις όμως ο νέος άκουσε αυτόν τον λόγο, έφυγε λυπημένος)». Και στη συνέχεια, για να δείξει ο ευαγγελιστής ότι δεν ήταν αυτό που έπαθε κάτι το αφύσικο, λέγει: «ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά (:διότι είχε πολλά κτήματα και η καρδιά του ήταν κολλημένη σε αυτά)» [Ματθ.19,22]. Δεν είναι δηλαδή κυριευμένοι από το ίδιο πάθος της φιλαργυρίας αυτοί που έχουν λίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγάλη περιουσία· διότι τότε γίνεται πιο τυραννικός ο πόθος για τα χρήματα. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που δεν θα παύσω να το επαναλαμβάνω συνεχώς, ότι η προσθήκη των εκάστοτε αποκτωμένων χρημάτων ανάπτει κατά πολύ περισσότερο τη φλόγα και κάνει πιο φτωχούς αυτούς που τα αποκτούν, καθόσον εμβάλλει σε αυτούς μεγαλύτερη επιθυμία για αυτά και τους κάνει να αισθάνονται πολύ περισσότερο τη φτώχειά τους. Και πρόσεχε λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ποια δύναμη επέδειξε ότι έχει πάνω του το πάθος αυτό της φιλαργυρίας· διότι εκείνον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προθυμία, επειδή ο Χριστός τον προέτρεψε να απαρνηθεί τα χρήματα, τόσο πολύ τον εξουθένωσε και κατέβαλε τις δυνάμεις του, ώστε δεν τον άφησε ούτε καν να απαντήσει σε όσα του είπε, αλλά έφυγε σιωπηλός, σκυθρωπός και καταλυπημένος.
Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός; «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν(:Αληθινά σας λέγω ότι δύσκολα θα εισέλθει πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών)», κατηγορώντας όχι τα ίδια τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σε αυτά. Εάν όμως θα εισέλθει δύσκολα ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, πολύ πιο δύσκολα θα εισέλθει ο πλεονέκτης· διότι εάν αποτελεί εμπόδιο για την Βασιλεία των Ουρανών το να μη δίδει κανείς από τα υπάρχοντά του σε όσους έχουν ανάγκη, συλλογίσου πόσο πυρ επισωρεύει και το να αρπάζει κιόλας και τα αγαθά των άλλων. Αλλά με ποιο σκοπό έλεγε στους μαθητές Του ο Κύριος ότι δύσκολα θα εισέλθει ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, εφόσον οι ίδιοι οι μαθητές ήσαν πτωχοί και δεν είχαν τίποτε στην κατοχή τους; Με σκοπό να τους διδάξει να μην αισχύνονται για την πενία τους και απολογούμενος, κατά κάποιο τρόπο, προς αυτούς για το ότι δεν τους επέτρεψε να έχουν τίποτε.
Αφού λοιπόν τους είπε ότι είναι δύσκολο, στη συνέχεια τονίζει ότι είναι και αδύνατο, και όχι απλώς αδύνατο, αλλά αδύνατο σε υπερβολικό βαθμό, πράγμα που το φανέρωσε με το παράδειγμα της καμήλας και της βελόνας· διότι λέγει: «Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν(:Ευκολότερο είναι να περάσει μία καμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά να εισέλθει ένας πλούσιος στη βασιλεία του Θεού)». Αποδεικνύεται λοιπόν εξ αυτού ότι δεν θα είναι μικρή και ασήμαντη η αμοιβή εκείνων που ενώ είναι πλούσιοι, μπορούν να ζουν με ευσέβεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, για να δείξει δηλαδή ότι χρειάζεται άφθονη χάρη από μέρους του Θεού εκείνος ο πλούσιος που πρόκειται να επιτύχει τη σωτηρία. Επειδή λοιπόν ταράχθηκαν οι μαθητές Του, είπε: «Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι(:Στους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, στο Θεό όμως όλα είναι δυνατά. Μπορεί λοιπόν ο Θεός με τη χάρη του να λύσει τους δεσμούς της καρδιάς κάθε καλοπροαίρετου πλουσίου με το χρήμα και να τον καταστήσει άξιο της σωτηρίας. Αρκεί να έχει την καλή διάθεση της αυταπαρνήσεως και θυσίας)»[Ματθ.19,26].
Και για ποια αιτία ταράσσονται οι μαθητές, ενώ ήσαν πτωχοί και μάλιστα πολύ πτωχοί; Για ποιο λόγο θορυβούνται; Επειδή λυπούνταν και ενδιαφέρονταν για τη σωτηρία των άλλων ανθρώπων και μεγάλη στοργή είχαν για όλους και αισθάνονταν πλέον σαν διδάσκαλοι των άλλων. Έτσι, λοιπόν, έτρεμαν και φοβούνταν για την οικουμένη ολόκληρη, εξαιτίας της αποφάσεως αυτής, ώστε χρειάζονταν μεγάλη παρηγορία. Γι’ αυτό ο Κύριος τούς κοίταξε πρώτα και τους είπε: «Εκείνα που είναι αδύνατα να γίνουν από τους ανθρώπους, αυτά είναι δυνατά να γίνουν από τον Θεό». Αφού λοιπόν με το ήμερο και πράο βλέμμα Του παρηγόρησε τη γεμάτη από ταραχή σκέψη τους και διέλυσε την αγωνία τους (διότι αυτό το έκανε φανερό ο ευαγγελιστής, όταν είπε: «Ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς(:Ο Ιησούς λοιπόν τους κοίταξε κατάματα και εκφραστικά και τους είπε)», στη συνέχεια τους καθησυχάζει και με τα λόγια Του, αφού τους παρουσίασε τη δύναμη του Θεού και έτσι τους γέμισε με θάρρος.
Αλλά εάν επιθυμείς να μάθεις και τον τρόπο και πώς θα μπορούσε το αδύνατο να γίνει δυνατό, άκου· διότι δεν είπε φυσικά αυτά τα παραπάνω λόγια για να απελπιστούμε και να παραιτηθούμε με τη σκέψη ότι είναι αδύνατα, αλλά το είπε με σκοπό, ώστε, αφού κατανοήσουμε το μέγεθος του κατορθώματος, να σπεύσουμε με ευκολία να αναλάβουμε τον αγώνα και επικαλούμενοι και τη βοήθεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώνες και τους άθλους μας, να επιτύχουμε να αποκτήσουμε την αιώνια ζωή.
Πώς λοιπόν θα μπορούσε αυτό να επιτευχθεί; Αν απαρνηθείς τα υπάρχοντά σου, αν μοιράσεις τα χρήματά σου, αν απαλλαγείς από την πονηρή επιθυμία σου. Το ότι λοιπόν αυτό δεν είναι έργο μόνο του Θεού, αλλά το είπε αυτό με σκοπό να δείξει το μέγεθος του κατορθώματος, άκουσε τα όσα λέγει στη συνέχεια. Διότι όταν ο Πέτρος είπε: «Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι(:Ιδού εμείς αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε)» και ρώτησε «Τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;(:Ποια τάχα θα είναι η αμοιβή μας;)» [Ματθ.19,27], ορίζοντας τον μισθό για εκείνους ο Κύριος, πρόσθεσε: «Καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει(:Και κάθε ένας, ο οποίος για χάρη μου άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή χωράφια, θα λάβει εδώ στη γη εκατό φορές περισσότερα και, το σπουδαιότερο, θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή)»[Ματθ.19,29]. Έτσι το αδύνατο γίνεται δυνατό. Αλλά θα μπορούσε να πει κάποιος: «Πώς αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί; Πώς είναι δυνατόν αυτός που κατακυριεύτηκε μία φορά από την επιθυμία αυτού του είδους να απαρνηθεί τα χρήματά του;». Αν αρχίσει να μοιράζει τα υπάρχοντά του και να περικόπτει τα περιττά πράγματα· διότι έτσι θα προχωρήσει και πιο πέρα και θα προχωρήσει στο εξής ευκολότερα.
Μη ζητήσεις λοιπόν να ανέβεις αμέσως, εάν σου φαίνεται δύσκολο το ανέβασμα με την πρώτη, αλλά ανέβαινε ήρεμα και σιγά σιγά την κλίμακα αυτήν που σε οδηγεί στον ουρανό· διότι, όπως ακριβώς αυτοί που υποφέρουν από πυρετό, έχοντας μέσα τους ευκολοερέθιστη και πλεονάζουσα χολή, όταν προσθέσουν τροφές και ποτά, όχι μόνο δε σβήνουν τη δίψα τους, αλλά και ανάπτουν τη φλόγα, έτσι και οι φιλοχρήματοι, όταν προσθέτουν τα χρήματα στην πονηρή αυτή επιθυμία, που είναι πολύ πιο ευκολοερέθιστη από εκείνη τη χολή, την ανάπτουν ακόμη περισσότερο. Τίποτε λοιπόν δεν καθησυχάζει αυτήν τη φιλοχρηματία τόσο, όσο η απομάκρυνση καταρχήν της επιθυμίας του κέρδους, όπως ακριβώς βέβαια και την ευκολοερέθιστη χολή το λίγο φαγητό και η αποβολή. «Αλλά», θα πει κάποιος, «πώς θα γίνει αυτό;» Εάν κατανοήσεις ότι όσο μεν αυξάνονται τα πλούτη σου, ποτέ δε θα σταματήσει η δίψα σου γι’ αυτά και να βαστάζεσαι από την επιθυμία του περισσότερου, όταν όμως απαλλαγείς από τα υπάρχοντά σου, θα μπορέσεις και την ασθένεια αυτήν να την καθησυχάσεις.
Μην περιβάλλεσαι λοιπόν από περισσότερα, για να μην επιδιώκεις ακατόρθωτα πράγματα και υποφέρεις αθεράπευτα και να γίνεσαι έτσι, υπό την επίδραση αυτής τη λύσσας, ελεεινότερος από όλους. Διότι πες μου: ποιος θα μπορούσαμε να πούμε βασανίζεται και υποφέρει, αυτός που επιθυμεί πολυτελή φαγητά και ποτά και δεν μπορεί να τα απολαύσει όπως θέλει, ή αυτός που δεν είναι κυριευμένος από μια τέτοια επιθυμία; Είναι ολοφάνερο ότι βασανίζεται αυτός που έχει μεν αυτήν την επιθυμία, αλλά δεν μπορεί να απολαύσει αυτά που επιθυμεί. Τόσο δηλαδή οδυνηρό είναι αυτό, το να μην μπορεί δηλαδή να απολαύσει κανείς αυτό που επιθυμεί και το να διψά αλλά να μην μπορεί να πιει κάτι για να ξεδιψάσει, ώστε, θέλοντας ο Χριστός να μας παρουσιάσει με παράδειγμα την γέεννα που περιμένει τους αμετανόητους, με αυτόν τον τρόπο επέλεξε να την περιγράψει και να παρουσιάσει τον πλούσιο έτσι να κατακαίεται [βλ. παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου: Λουκά 16,19-31]· τιμωρούνταν δηλαδή εκείνος ο άσπλαχνος πλούσιος με το ότι επιθυμούσε μία σταγόνα ύδατος και δεν μπορούσε να την απολαύσει.
Εκείνος λοιπόν που περιφρονεί τα χρήματα κατάπαυσε την επιθυμία αυτήν, ενώ αυτός που επιθυμεί να πλουτίζει και να αποκτήσει περισσότερα, την άναψε περισσότερο την επιθυμία του και ουδέποτε αρκείται σε αυτά που έχει· αλλά και αν ακόμη αποκτήσει άπειρα τάλαντα, επιθυμεί άλλα τόσα· και αν τα αποκτήσει και αυτά, επιθυμεί και πλάι τους άλλα διπλάσια από αυτά, και προχωρώντας, εύχεται και τα όρη και η γη και η θάλασσα κι όλα γενικώς να γίνουν προς χάριν του χρυσός, κατεχόμενος από μία νέα μορφή φοβερής μανίας, που δεν μπορεί έτσι να σβήσει ποτέ. Και για να μάθεις ότι το κακό αυτό δεν σταματά με την προσθήκη, αλλά με την αφαίρεση, πρόσεξε το εξής: Εάν κάποτε σου γεννιόταν η παράλογη επιθυμία να πετάξεις και να μεταβείς κάπου μέσω του αέρος, πώς θα μπορούσες να σβήσεις αυτήν την παράλογη επιθυμία σου; Με το να κάνεις φτερά και να κατασκευάσεις άλλα όργανα, ή με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι επιθυμεί ακατόρθωτα πράγματα κι ότι δεν πρέπει να επιχειρεί κανένα από αυτά; Ολοφάνερο είναι ότι θα έσβηνες την άτοπη αυτή επιθυμία σου με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι η υλοποίησή της είναι ανέφικτη.
«Αλλά», θα έλεγε κάποιος, «εκείνο είναι αδύνατο». Όμως και αυτό είναι πιο ακατόρθωτο, το να βρεις δηλαδή τέρμα για την επιθυμία σου. Καθόσον είναι ευκολότερο, αν και είμαστε άνθρωποι, να πετάξουμε, παρά με την προσθήκη του επιπλέον να σταματήσουμε την σφοδρή αυτήν επιθυμία· διότι όταν είναι κατορθωτά αυτά που επιθυμούμε, είναι δυνατόν να παρηγορηθεί κανείς και με την απόλαυση, όταν όμως είναι ακατόρθωτα, μία πρέπει να είναι τότε η φροντίδα μας, πώς να απομακρυνθούμε από αυτήν την επιθυμία μας· διότι δεν είναι δυνατόν κατά άλλον τρόπο να ξανακερδίσουμε την ψυχή μας. Ώστε λοιπόν για να μην στενοχωριόμαστε για περιττά πράγματα, αλλά, αφού αποβάλουμε τη σφοδρή επιθυμία για τα χρήματα, που συνεχώς μας λυπεί και ουδέποτε ανέχεται να σταματήσει, ας στραφούμε προς άλλη, που μας κάνει μακαρίους και είναι πολύ εύκολη, και ας επιθυμήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών· διότι προς την κατεύθυνση αυτήν δεν υπάρχει ούτε τόσο μεγάλος κόπος, αλλά και το κέρδος είναι απερίγραπτο, και δεν είναι δυνατόν να αποτύχει εκείνος που κατά κάποιον τρόπο επαγρυπνεί, φροντίζει τα μελλοντικά και περιφρονεί τα παρόντα· ενώ αντιθέτως αυτός που είναι δούλος των υλικών πραγμάτων και έχει δώσει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του σε αυτά άπαξ δια παντός, οπωσδήποτε αυτός θα αναγκαστεί κάποτε να τα αποχωριστεί.
Αναλογιζόμενος λοιπόν όλα αυτά, βγάλε από μέσα σου την πονηρή επιθυμία των χρημάτων. Βέβαια ούτε και αυτό μπορείς να μου πεις, ότι σου παρέχει μεν αυτή η επιθυμία τα παρόντα· αλλά όμως σου στερεί τα μέλλοντα· και αν ακόμη βέβαια συνέβαινε αυτό, θα ήταν χειρότερη κόλαση και τιμωρία. Τώρα όμως ούτε αυτό είναι δυνατό· διότι μαζί με την γέεννα και πριν από την γέεννα εκείνη, και στην εδώ ζωή σου γίνεται πρόξενος χειρότερης κολάσεως. Καθόσον η επιθυμία αυτή πολλές οικίες κατέστρεψε και φοβερούς πολέμους υποκίνησε και οδήγησε κατ’ ανάγκην τη ζωή σε βίαιο θάνατο· και επίσης, πριν από τους κινδύνους αυτούς, καταστρέφει την ευγένεια της ψυχής και κατέστησε πολλές φορές αυτόν που διακατέχεται από αυτήν, δειλό, άνανδρο, θρασύ, ψεύτη, συκοφάντη, άρπαγα, πλεονέκτη και οτιδήποτε άλλο χειρότερο.
Αλλά μήπως καταγοητεύεσαι, όταν βλέπεις τη λάμψη των χρημάτων και το πλήθος των υπηρετών και το κάλλος των οικοδομημάτων και τις τιμές όταν διέρχεσαι από την αγορά; Ποια λοιπόν θεραπεία θα μπορέσει να βρεθεί για το πονηρό αυτό τραύμα; Αν σκεφτείς, πώς καταντούν όλα αυτά την ψυχή σου· ότι την καθιστούν σκοτεινή, έρημη, αισχρή και άσχημη· αν αναλογιστείς με τη βοήθεια πόσων κακών αποκτήθηκαν αυτά, με πόσους κόπους φυλάσσονται μέχρι τέλους, αλλά και όταν ακόμη αποφύγει κανείς όλων τις αρπαγές, αφού έλθει ο θάνατος, πολλές φορές οδηγεί αυτά στα χέρια των εχθρών σου, ενώ εσένα σε παίρνει γυμνό από όλα και φεύγει, χωρίς να σύρεις από πίσω σου τίποτε από όλα αυτά, παρά μόνο τα τραύματα και τις πληγές, τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύγει.
Όταν λοιπόν δεις κάποιον να λάμπει εξωτερικά από τα ενδύματά του και τη μεγάλη ακολουθία του, ανάλυσε λεπτομερώς τη συνείδησή του, και θα βρεις μέσα της πολλή πονηρία και θα δεις να υπάρχει μέσα της πολλή σκόνη. Αναλογίσου τον Παύλο, τον Πέτρο, σκέψου τον Ιωάννη, τον Ηλία· ή, καλύτερα, σκέψου τον Υιό του Θεού που δεν είχε πού να κλίνει την κεφαλή Του. Γίνε μιμητής Εκείνου και των δούλων Εκείνου και να φέρεις στη φαντασία σου τον απερίγραπτο πλούτο αυτών. Εάν όμως για μια στιγμή ρίξεις το βλέμμα σου προς τα χρήματα και σκοτιστεί και πάλι το μυαλό σου, όπως ακριβώς στην περίπτωση κάποιου ναυαγίου τη στιγμή που έρχεται η καταιγίδα, άκουσε την απόφαση του Χριστού που λέγει ότι είναι αδύνατο ο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών. Και απέναντι από την απόφαση αυτήν θέσε τα όρη, τη γη και τη θάλασσα και κάνε τα όλα αυτά, εάν θέλεις, με τη σκέψη σου χρυσό· θα διαπιστώσεις λοιπόν τότε ότι τίποτε δεν μπορεί να εξισωθεί με τη ζημία που προέρχεται από αυτά.
Και εσύ μεν σκέπτεσαι τόσα και τόσα στρέμματα γης, και τις δέκα ή είκοσι οικίες ή και περισσότερες και τα τόσο πολλά δημόσια λουτρά, και τους χίλιους δούλους ή τις δύο χιλιάδες αυτών και τα αργυροστόλιστα και χρυσοστόλιστα οχήματα, εγώ όμως σου λέγω εκείνο: Εάν ο καθένας από εσάς τους πλουσίους, εγκατέλειπε αυτήν την φτώχεια (διότι αυτά είναι φτώχεια εν συγκρίσει με εκείνα που πρόκειται να σας πω), και αποκτούσε ολόκληρο τον κόσμο και ο καθένας από αυτούς είχε τόσους πολλούς ανθρώπους, όσοι τώρα κατοικούν σε όλα τα μέρη της γης και της θαλάσσης, και είχε ο καθένας όλη την οικουμένη, και τη γη και τη θάλασσα και παντού είχε οικοδομήματα και πόλεις και έθνη, και από παντού έρρεε προς χάριν του αντί ύδατος, αντί πηγών, χρυσός, δεν θα μπορούσα να πω ότι αυτοί που έχουν αυτά τα τόσα πλούτη ότι αξίζουν τρεις οβολούς, εάν επρόκειτο να αποκλειστούν από την Βασιλεία των Ουρανών· διότι εάν τώρα, επιθυμώντας να αποκτήσουν χρήματα, βασανίζονται όταν δεν επιτύχουν στην προσπάθειά τους αυτήν, εάν επρόκειτο να λάβουν γνώση των απορρήτων εκείνων αγαθών, τι θα αρκούσε τότε για να τους παρηγορήσει; Δεν υπάρχει τίποτε.
Μην μου προβάλλεις λοιπόν την αφθονία των χρημάτων, αλλά να σκέπτεσαι πόσο μεγάλη είναι η ζημία που υφίστανται οι εραστές αυτής, οι οποίοι αντί τούτων χάνουν τη Βασιλεία των ουρανών, και παθαίνουν το ίδιο πράγμα που παθαίνει κάποιος, εάν συνέβαινε να εκπέσει από την τιμητική του θέση στα ανάκτορα, και να θεωρεί πολύ σπουδαίο πράγμα τη μία σωρό κοπριάς που έχει. Καθόσον ως προς τίποτε δεν διαφέρει η συγκέντρωση των χρημάτων από εκείνη, μάλλον δε είναι και καλύτερη· διότι η μεν κοπριά είναι χρήσιμη και για τη γεωργία και για τη θέρμανση του λουτρού και για άλλα παρόμοια, ο κρυμμένος όμως μέσα στη γη χρυσός δεν είναι χρήσιμος για κανένα από αυτά.
Και μακάρι να ήταν μόνο άχρηστος· όμως τώρα ανάπτει και πολλές καμίνους σε εκείνον που τον έχει, εάν συμβεί να μην τον χρησιμοποιεί όπως πρέπει· διότι τα περισσότερα κακά προέρχονται από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν οι ειδωλολάτρες αποκαλούσαν την φιλαργυρία «ακρόπολη των κακών», ο δε μακάριος Παύλος τη χαρακτήρισε κατά τρόπο καλύτερο και παραστατικότερο, αφού την ονόμασε ρίζα όλων των κακών[πρβλ. Α΄Τιμ.6,10: «Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς(:Πέφτουν σε πειρασμό και καταστρεπτική παγίδα, διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Μερικοί μάλιστα λόγω της φιλαργυρίας τους κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].
Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα αυτά, ας μάθουμε να είμαστε μιμητές εκείνων που είναι άξιοι μιμήσεως. Όχι τις λαμπρές οικοδομές, ούτε τους πλούσιους αγρούς, αλλά να ζηλεύουμε τους άνδρες εκείνους που έχουν πολλή παρρησία ενώπιον του Θεού, εκείνους που είναι πλούσιοι στον ουρανό, τους κυρίους των θησαυρών εκείνων, τους πραγματικά πλουσίους, τους πτωχούς χάριν του ονόματος του Χριστού, ώστε και των αιωνίων αγαθών να επιτύχουμε με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα μαζί με το Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμις και τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΞΓ΄, σελίδες 208-233.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 67, σελ. 196-207 .
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 17-8-1980]
[Β33]
Εάν έπρεπε, αγαπητοί μου, να ερωτήσουμε τι είναι το Ευαγγέλιον, θα μπορούσαμε με συντομία να απαντήσουμε: «Η παράδοσις της αληθείας». Αλλά τι είναι αλήθεια; Η αλήθεια είναι ο Χριστός και ο λόγος Του. Όχι ο λόγος Του, αλλά και ο λόγος Του. Διότι ο ίδιος είπε: «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια». Συνεπώς η αλήθεια είναι τα λόγια Του. Αλλά η πηγή των λόγων Του είναι ο Ίδιος. Συνεπώς η πηγή της αληθείας είναι το πρόσωπό Του.
Επανερχόμενοι λοιπόν εις την ερώτηση, εάν θα πρέπει να ρωτήσουμε τι είναι Ευαγγέλιον, θα απαντούσαμε: «Η Αλήθεια, η Παράδοσις της αληθείας». Δηλαδή ο Χριστός και ο λόγος Του. Αλλ’ όμως πολλές φορές, αγαπητοί μου, ξεχνάμε αυτήν την Παράδοσιν της αληθείας, που είναι το Ευαγγέλιον. Ο Απόστολος Παύλος θα βρεθεί σε μία πολύ δύσκολη θέση, δυσάρεστη, όταν θα γράψει την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του εις την εκκλησία της Κορίνθου και θα τους πει: «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε. Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς» κ.λπ. Δηλαδή μερικοί Κορίνθιοι αμφισβητούσαν την ανάστασιν των νεκρών.
Και φυσικά, όπως λέγει ευστοχότατα κάποιος Πατήρ ότι «εάν αμφισβητείς την ανάστασιν των νεκρών, τότε μην μιλάς πια για το Ευαγγέλιο, δεν έχεις τίποτα». Και συνεπώς ο Απόστολος Παύλος βλέποντας πόσο ακριβώς μεγάλο είναι το θέμα αυτό, αφιερώνει ένα ολόκληρο και μακρότατο κεφάλαιον υπέρ της αναστάσεως των νεκρών, αφού βεβαίως η κατοχύρωσις θα γίνει επάνω στην Ανάσταση του Χριστού. Και θα τους πει: «Γνωρίζω δέ ὑμῖν ἀδελφοί», δηλαδή το «γνωρίζω» εδώ έχει την έννοια «Σας υπενθυμίζω. Γιατί το ξέρετε. Αλλά, το ξεχάσατε;». Δεν τους θίγει. Να τους πει: «Το αμφισβητήσατε; Σας υπενθυμίζω, λοιπόν, αδελφοί, το Ευαγγέλιον. Εκείνο που εγώ ευαγγελίστηκα σε σας. Εκείνο το οποίον εσείς παραλάβατε και επάνω στο οποίο σεις σταθήκατε, δια του οποίου Ευαγγελίου σεις σώζεσθε, εἰ κατέχετε, εάν βεβαίως το κρατάτε».
Εδώ βλέπομε, σ’ αυτήν την έκφρασή του, αγαπητοί μου, όλη εκείνη την διαδικασία της παραδόσεως της αληθείας. Γιατί είναι μεγάλο θέμα η παράδοσις της αληθείας. Είναι αυτό που πήρα εγώ, να το δώσω στον άλλον. Αλλά αυτό που θα δώσω στον άλλον, πώς θα το δώσω; Και αυτός που θα το πάρει από μένα και θα το δώσει στην επόμενη γενεά, πώς θα το δώσει; Θα το δώσει ακέραιο, σωστό, όπως ακριβώς βγήκε από την πηγήν; Ή θα είναι διαφορετικό; Έτσι προκύπτει, αγαπητοί μου, ένα πρόβλημα. Φυσικά αυτό που λέγει εδώ ο Απόστολος ότι «εγώ σας έδωκα το Ευαγγέλιον –εὐηγγελισάμην ὑμῖν τό Εὐαγγέλιον- το οποίον εσείς πήρατε και επάνω στο οποίο σταθήκατε», θέμα δεν ετίθετο τόσο τότε εις τον Απόστολον και την γενεά στην οποία υπάρχει, διότι είναι ο ίδιος εκείνος ο οποίος πήρε απευθείας από την πηγήν τον λόγο του Θεού, όπως και οι άγιοι Απόστολοι. Μάλιστα θα πει λίγο πιο κάτω, που ακούσαμε την αποστολικήν περικοπήν, ότι «εἴτε ἐγώ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτῳ κηρύσσομεν καί οὕτως ἐπιστεύσατε». «Έτσι κηρύσσομε και έτσι πιστεύετε. Αλλά το θέμα είναι ότι εκείνο που εγώ σας έδωκα, εσείς πώς το παραλάβατε; Και ακόμη, όταν εσείς θα το δώσετε λίγο πιο κάτω, οι άλλοι οι επιγενέστεροι, πώς θα το παραλάβουν;».
Όταν λέμε, αγαπητοί μου, «Παράδοση», τι ακριβώς εννοούμε; Είναι ό,τι λέγει η λέξις σε μία πρώτη διάσταση. Δηλαδή αυτό το οποίο παίρνω και δίδω. «Ὃ παρέλαβον -λέγει ο Απόστολος- ὃ καί παρέδωκα ὑμῖν». Τι; Ότι ο Χριστός απέθανε και την τρίτη ημέρα ανέστη. Αυτό πήρα, αυτό σας έδωκα. Αυτό βασικά είναι Παράδοσις. Αλλά το θέμα είναι όταν γραφτεί αυτή η Παράδοσις, κι αυτή η Παράδοσις εγράφη, είναι το Ευαγγέλιον – φερ’ ειπείν, αυτά που γράφει στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος, αυτά αγαπητοί είναι κατατεθειμένα, έγιναν βιβλίο. Έτσι λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Οι επόμενες γενεές, όταν θα διαβάσουν αυτό, πώς θα το καταλάβουν; Δηλαδή πώς θα το ερμηνεύσουν το Ευαγγέλιο; Διότι αν δεν υπήρχε πρόβλημα ερμηνείας, τότε δεν υπήρχε θέμα παραδόσεως. Εάν υπήρχε ένας τρόπος που όλες οι γενεές να καταλαβαίνουν το Ευαγγέλιο σωστά, όπως ακριβώς παρεδόθη από τον Κύριον στους μαθητάς Του, επαναλαμβάνω, δεν θα υπήρχε ανάγκη παραδόσεως.
Η Παράδοσις λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο παρά το φρόνημα της Εκκλησίας, πώς ακριβώς βλέπει τις Γραφές. Πώς η Εκκλησία, πάντοτε η Εκκλησία, από την εποχή των Αποστόλων, από την Αποστολικήν Εκκλησίαν μέχρι σήμερα, πώς η Εκκλησία βλέπει τις Γραφές και τι φρονεί γι’ αυτές. Δηλαδή, πώς ερμηνεύει τις γραφές. Και έτσι το κλειδί της ερμηνείας βρίσκεται μέσα εις αυτό το φρόνημα της Εκκλησίας, δηλαδή μέσα εις αυτήν την Παράδοση της Εκκλησίας. Είναι γνωστό ότι είναι θεμελιωδέστατο αυτό, από τα πιο θεμελιώδη. Γιατί αν αυτό δεν το κρατώ στα χέρια μου, τότε πώς θα καταλάβω την Γραφή; Και μην νομίσετε ότι αυτό είναι μια κουβέντα με την οποία μπορούμε τώρα να απασχολούμεθα και ανήκει σε κάποιους άλλους κύκλους θεωρητικούς. Όχι, δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Το πείραμα έγινε. Έγινε στους Προτεστάντες. Επήραν την Γραφή και άρχισαν να την μελετούν. Και επειδή ήθελαν να αντιδράσουν εις την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, την Δυτικήν, την Εκκλησίαν της Ρώμης, γι΄αυτό τον λόγο άρχισαν να λέγουν ότι… «Μελετάτε την Γραφήν κι όπως την καταλαβαίνετε». Κι έτσι ο κάθε ένας μελετητής έγινε μία αυθεντία ερμηνείας. Το αποτέλεσμα; Επειδή δεν δέχτηκαν την Παράδοσιν, το φρόνημα της Εκκλησίας, πώς ερμηνεύει η Εκκλησία, το αποτέλεσμα είναι να διασπαστούν σε χίλια κομμάτια. Και η πίστις να διασπαστεί και να εισαχθούν πλήθος αναρίθμητο αιρέσεων. Επόμενο ήταν. Διότι όταν ο καθένας ερμηνεύει όπως θέλει, δεν θα εισαχθούν αιρέσεις;
Κατηγορούν την Εκκλησία μας ότι κρατούμε την Παράδοση. Προσέξτε. Όχι τας Παραδόσεις· την Παράδοσιν. Προσέξτε. Όχι τας Παραδόσεις· την Παράδοσιν(Το Π με κεφαλαίο και ενάρθρως). Την Παράδοσιν. Όχι «Παράδοσιν», την Παράδοσιν. Συγκεκριμένο στοιχείο. Την Παράδοσιν. Μας κατηγορούν. Ή ακόμη αν θέλετε και η εποχή μας είναι τέτοια, που εμείς οι ίδιοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να στεκόμεθα εναντίον της Παραδόσεως και να λέμε: «Και πού τα βρήκες αυτά; Και τι είναι αυτά;». Και πολλοί που θα’ θελαν ίσως να ζήσουν μία πνευματική ζωή, έξω όμως από την Εκκλησία, έξω από την Παράδοση της Εκκλησίας, όπως πολλές φορές έχομε λογίους ανθρώπους, που παίρνουν την Γραφή την μελετούν, την θαυμάζουν αλλά την καταλαβαίνουν όπως θέλουν αυτοί. Τότε αυτό δεν έχει καμία αξία. Γιατί απλούστατα η Γραφή κατανοείται μόνο μέσα εις την Εκκλησίαν. Μόνον. Δεν μπορώ ποτέ να βρω τον Χριστό, εάν δεν μελετήσω την Γραφή μες την Εκκλησία· που θα πει μέσα στο φρόνημα, με το φρόνημα της Εκκλησίας. Αυτή όμως η Παράδοσις είναι μέσα εις αυτήν την ουσίαν του Χριστιανισμού.
Θα μπορούσαμε να απαντήσομε λοιπόν το εξής: Όταν ο Χριστός παρέδωκε στους Αποστόλους την αλήθειαν, τι είπε; Είπε το εξής: «Εγώ δεν ελάλησα τίποτε απ’ ό,τι ήκουσα από τον Πατέρα. Τίποτα δεν ελάλησα παραπάνω ή παρακάτω απ’ ό,τι ήκουσα από τον Πατέρα. Κι εκείνο που ήκουσα από τον Πατέρα, τούτο λαλώ». Αλλά αυτό που ο Χριστός λαλεί επιβεβαιούται από το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής. Συνεπώς παρατηρούμε ότι μέσα εις τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος να υπάρχει μία ιδιότυπος παράδοσις. Λέγω «ιδιότυπος» διότι ο Θεός είναι εις. Η ουσία του Θεού είναι μία. Παρά ταύτα, επειδή «ο Χριστιανισμός είναι μίμησις της Αγίας Τριάδος», όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, γι΄αυτό και εις το σημείο αυτό η Εκκλησία μιμείται την Αγία Τριάδα. Σε τι; Στην Παράδοση. Αφού ο Υιός τίποτα δεν λέγει απ’ ό,τι δεν ήκουσε από τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιον επιβεβαιοί παν ό,τι ο Υιός είπε την ημέρα της Πεντηκοστής, διότι τότε κατενοήθη, αλλά και το σπουδαίον είναι ότι δεν θα ήρχετο ποτέ η Πεντηκοστή εάν ο άνθρωπος Ιησούς, όπως τον έβλεπαν οι άνθρωποι, δεν ήτο αληθής. Συνεπώς το Πνεύμα το Άγιον απέδειξε την ημέρα της Πεντηκοστής ότι ο Ιησούς είναι αληθής, συνεπώς είναι Θεάνθρωπος. Ώστε αυτή η Παράδοσις μέσα στη ζωή της Αγίας Τριάδος, που δείχνει μια πειθαρχία, η οποία μας καταπλήσσει, γίνεται μοντέλο, γίνεται πρότυπον για μας μες την Εκκλησία.
Έτσι τώρα πηγή είναι ο Ιησούς Χριστός. Διδάσκει. Οι μαθηταί ακούν. Κατόπιν εκείνοι παίρνουν την εντολή ότι «Πορευθέντες εἰς πάντα τά ἔθνη, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». «Αφού τους διδάξετε να τηρούν όσα εγώ σας παρήγγειλα». Προσέξτε: Πάντα. Ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. Και η αξία, αγαπητοί μου, του Αποστόλου είναι η πιστότητα. Ο Απόστολος δεν πρωτοτυπεί. Η αξία του δεν είναι στην πρωτοτυπίαν. Η αξία του είναι εις την πιστότητα. Εάν παρέδωκε επακριβώς εκείνο το οποίον έχει πάρει.
Και κατόπιν, η Παράδοση αυτή περνάει στους αγίους της Εκκλησίας μας, στους Πατέρες. Και συνεπώς η Αποστολική Παράδοσις γίνεται Πατερική Παράδοσις. Και είναι το φρόνημα της Εκκλησίας. Είναι το κλειδί της ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηριστικότατα εις την Α΄ του επιστολή. Δια πολλών, εγώ σας λέω μόνον τρεις λέξεις. Το λέγει κατ’ επανάληψιν συνωνύμους λέξεις: «Ὃ ἑωράκαμεν, ὃ ἀκηκόαμεν ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν». «Εκείνο που είδαμε και εκείνο που ακούσαμε, αυτό σας λέμε. Τίποτα παραπάνω από εκείνο που είδαμε και ακούσαμε και τα χέρια μας», λέγει παρακάτω, «εψηλάφησαν περί του λόγου της ζωής. Και σας τα λέμε όχι για να κάνομε τον έξυπνο, αλλά για να έχετε κι εσείς την ζωή, όπως την έχομε και εμείς». Είναι καταπληκτικό, αγαπητοί μου. Αυτή ακριβώς η πιστότης. Θα μας πει δε αργότερα ο Μέγας Αθανάσιος το εξής θαυμάσιον: «Εἴδομεν καί αὐτήν τήν ἐξ ἀρχῆς Παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἥν (:την οποίαν) ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν». «Καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν». Συνεπώς το ταμείον της αληθείας είναι σ’ αυτό που εφύλαξαν οι Πατέρες, που επήραν από κείνο που εδίδαξαν οι Απόστολοι, οι οποίοι ήκουσαν από το στόμα του Χριστού. «Ἐν ταύτῃ γάρ τῇ παραδόσει ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται». «Εδώ είναι», λέγει, «θεμελιωμένη, έχει θεμελιωθεί η Εκκλησία. Επάνω εις αυτήν την Παράδοσιν».
Έτσι, αγαπητοί, βλέπομε ότι δεν μπορούμε να λέμε ότι θα παίρνομε την Γραφή να την διαβάζομε, για να παίρνομε συνθήματα ζωής και να την εξηγούμε όπως εμείς την θέλομε και μας συμφέρει. Ή ακόμη να βλέπομε κάποια που να νομίζομε ότι μας αρέσουν και κάποια άλλα να τα βάζομε στην άκρη. Η Γραφή ολόκληρη είναι η αλήθεια.
Θα ΄θελα όμως ακόμη να σας τονίσω και κάτι άλλο. Πολλές φορές, όταν μελετούμε την Γραφή, νομίζομε ότι είναι ένα γράμμα η Γραφή. Όπως ακριβώς θα ήταν ένας που μας στέλνει ένα γράμμα, μια επιστολή, και ξεχνάμε για μια στιγμή τον αποστολέα και μένομε μόνο στο γράμμα. Έτσι θέλομε πολλές φορές να μείνομε σε ένα ρητό, το οποίο θα θέλαμε να το εφαρμόσομε. Σωστό. Δεν αντιλέγει κανείς. Ξεχνάμε όμως κάτι που είναι πολύ ουσιώδες. Ότι δεν είναι αρκετό να πεις «Θα βάλω μπροστά να εφαρμόσω το Ευαγγέλιον, με άσκηση φυσικά». Δεν πρέπει να ξεχνώ ότι πίσω από εκείνο που διαβάζω, πίσω από εκείνο το οποίον με πάσαν προσπάθειαν προσπαθώ να το οικειωθώ, είναι ένα πρόσωπο. Δεν είναι ένας λόγος. Είναι ένα πρόσωπο. Και το πρόσωπο αυτό είναι ο Ιησούς Χριστός. Γι΄αυτό η Παράδοσις δεν είναι ένα γράμμα. Είναι μία ζωντανή πραγματικότης. Και η τελειοτάτη έκφρασις αυτής της Παραδόσεως, όχι σαν γράμμα, αλλά σαν ζωή, είναι η Θεία Λειτουργία. Την νύχτα που παρεδίδετο ο Υιός Σου, ω Πάτερ, πήρε στα χέρια Του το ψωμί και το κρασί και είπε: «Αυτό είναι το Σώμα μου και αυτό είναι το Αίμα μου· γιατί είμαι Εγώ σ’ αυτό που τώρα Εγώ σας παραδίδω». Και η Εκκλησία εκράτησε την υψίστην Παράδοσιν, την Θεία Λειτουργία. Τον ανεκτίμητον αυτόν θησαυρόν. Και δεν έχομε πια μια παράδοση γράμματος, αλλά μια Παράδοση προσώπου. Αυτόν τον Ίδιον τον Χριστό· ο Οποίος είναι… το Σώμα Του, η Εκκλησία. Έτσι, ο Χριστός και η Εκκλησία είναι Ένα. Ό,τι η κεφαλή με το σώμα. «Και το σώμα του Χριστού», λέει ο Απόστολος Παύλος, «είναι η Εκκλησία». Όταν κοινωνούμε σωστά, όπως πρέπει, το σώμα και το αίμα του Χριστού, κρατάμε την Παράδοση, την ζώσα Παράδοση. Γι’ αυτόν τον λόγο λέγει ο Απόστολος Παύλος ότι θα τελείται το μυστήριον αυτό ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ, έως ότου έλθει ο Χριστός. Δεν έχει σημασία, αγαπητοί μου, αν λίγοι άνθρωποι τηρούν αυτό. Έστω κι αν αποτελεστεί ένα λείμμα. Πάντα δε, θα είναι η Ορθοδοξία.
Μην το ταυτίζομε, θέλω να ξυπνήσομε λίγο, να ξυπνήσομε. Μην το ταυτίζομε, «ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ». Κάποτε θα δραπετεύσει η Ορθοδοξία από την Ελλάδα. Θα δραπετεύσει. Δεν ξέρω πού θα πάει. Στην Κίνα θα πάει; Στην Ουγκάντα θα πάει; Στον Βόρειο Πόλο θα πάει; Δεν ξέρω. Στους Εσκιμώους; Δεν ξέρω. Ένα μόνο. Η Ορθοδοξία θα μείνει ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ ο Χριστός. Μας το είπε ο Απόστολος Παύλος. Βεβαίως, εάν δεν μείνει η Ορθοδοξία στην Ελλάδα, εδώ που κηρύχτηκε κι από δω που ξεκίνησαν οι ιεραπόστολοι, πραγματικά θα ήταν κάτι πολύ λυπηρό για μας. Πάρα πολύ λυπηρό για μας. Αλλά, όπως πηγαίνομε και όπως σκεφτόμαστε και όπως κινούμεθα εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, φοβάμαι ότι γρήγορα θα χάσομε αυτήν μας την μεγάλη δόξα και τιμή. Όπως την έχασαν και οι Εβραίοι· την τιμή να γνωρίσουν τον Χριστό. Μην νομίζετε, ο Θεός δεν μεροληπτεί. Ο Θεός δεν περιορίζεται από συναισθηματισμούς. Όχι. «Τήρησες; Θα σε ανεβάσω και θα σε δοξάσω. Δεν ετήρησες; Θα σε απορρίψω»... Δεν εδίστασε, λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, «να απορρίψει τον Ισραήλ. Εσύ ποιος είσαι; Εσύ είσαι αγριέλαιος. Θα σε απορρίψει. Εάν λέει την φύσει καλλιέλαιον απέρριψε, εσύ που είσαι αγριέλαιος και σε εκέντρισε δηλαδή σε μπόλιασε, πολύ παραπάνω θα σε απορρίψει».
Γι’ αυτόν τον λόγο αν αγαπάμε και την πατρίδα μας, την Ελλάδα, ας προσέξομε. Η Ελλάς υπάρχει γιατί υπάρχει Ορθοδοξία. Ή καλύτερα, η δόξα της Ελλάδος είναι η Ορθοδοξία. Και η Ορθοδοξία είναι η Παράδοση της Εκκλησίας, είναι η Παράδοση των Αποστόλων, είναι η Παράδοση των Πατέρων. Και εμείς είμεθα η ζώσα παρακαταθήκη. Αλλά ακόμη κάτι να μην ξεχνάμε. Οι Πατέρες, όπως και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και ο Θαλής ο Μιλήσιος και ο Σωκράτης και ει τις έτερος σοφός και σπουδαίος, όπως και οι μεγάλοι καλλιτέχνες, δεν ανήκουν στην Ελλάδα αλλά σε όλον τον κόσμο. Είναι κληρονομιά όλου του κόσμου. Βεβαίως οι Πατέρες είναι Έλληνες, αλλά δεν ανήκουν παρά σε ολόκληρο τον κόσμο. Μην, λοιπόν, εμείς καυχόμαστε και λέμε ότι οι Πατέρες ήσαν Έλληνες. Είδατε τι σας διάβασα; Την γνώμη του Μεγάλου Αθανασίου. Και όμως οι Πατέρες θα πουν: «Ανήκομε σ’ όλο τον κόσμο. Όπου υπάρχει Ορθοδοξία. Και σας σάς αγνοούμε». Μη μείνομε, δηλαδή, μόνο με το όνομα. Με ψιλό όνομα ότι οι Πατέρες είναι Έλληνες. Αλλά να κρατήσομε την πίστιν μας. Λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Κρατάτε τάς παραδόσεις». «Να κρατάτε τις παραδόσεις που εγώ σας παρέδωσα». Θα πει να κρατούμε ,να φυλάττουμε. Και τι λέγει ο Κύριος στην Αποκάλυψη σε μια Του επιστολή σε μία Του Εκκλησία. «Κράτει ὃ ἔχεις ἕως οὗ ἄν ἔλθω». «Κράτησε αυτό που έχεις, έως ότου έλθω». Και θέλετε; Αυτή η Εκκλησία της Μικράς Ασίας… -αν και οι επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας είναι τύπος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με επτά πτυχές, με επτά πλευρές, μία η Εκκλησία. Αυτές οι τοπικές Εκκλησίες αποτελούν τύπον. Αυτή η Εκκλησία που πήρε την εντολή να κρατήσει εκείνο που έχει έως ότου έλθει ο Χριστός, δεν το κράτησε. Η λυχνία της έσβησε. Οριστικά το 1922. Έσβησε. Πάει. Βλέπετε δεν εκράτησε την λυχνίαν έως ότου έλθει ο Χριστός. Τι δυστύχημα… Λοιπόν η φωνή του Χριστού μάς ειδοποιεί: «Κράτει ὃ ἔχεις ἕως οὗ ἄν ἔλθω».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_069.mp3
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-8-1990]
[Β237]
Είναι συγκινητικό, αγαπητοί μου, όταν βλέπεις τους νέους ανθρώπους να αναζητούν το αγαθόν, το τέλειον, για να το γνωρίσουν και για να το βιώσουν. Μια υποδειγματική περίπτωση με θετική και αρνητική πλευρά μάς παρουσιάζει σήμερα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Μας διηγείται ότι ένας πλούσιος νεανίσκος με καλή καρδιά και αγαθή προαίρεση, πλησίασε τον Κύριον και Τον ερωτά: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Και ο Κύριος τού απαντά: «Εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς». «Εάν θέλεις να κερδίσεις την ζωήν την αιώνιον, να εισέλθεις εις αυτήν, να εφαρμόσεις τις εντολές». Κι εκείνος έκπληκτος, γιατί ίσως κάτι το άλλο περίμενε, ερωτά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απήντησε ότι είναι οι εντολές, οι γνωστότατες, του δεκαλόγου. Η πρώτη εντολή, η δευτέρα, η δεκάτη. Ο νεανίσκος όμως σημείωσε ότι τις εντολές αυτές, του δεκαλόγου, τις είχε εφαρμόσει από μικρό παιδί. Γι’αυτό και εξεπλάγη. Εδώ θα έλεγα, η προσφορά της «πεζότητος» -τη λέξη «πεζότητα» την βάζω εντός εισαγωγικών- των εντολών. Λέμε: «Ε, τώρα, τις εντολές…». Δεν ξέρουμε. Οι άνθρωποι αναζητούν πάντα κάτι καινούριο, κάτι άλλο. Και όταν δουν έναν εκπληκτικόν διδάσκαλον, τότε ζητούν ακριβώς αυτό το κάτι άλλο. Ο Κύριος όμως παραπέμπει στον δεκάλογον, τον γνωστόν, τον αιώνιον, τον αναλλοίωτον δεκάλογον του νόμου του Θεού.
Ωστόσο, εφόσον είπε ότι από μικρό παιδί είχε εφαρμόσει τον νόμον, τότε ο Κύριος περνά σε μία τελειοτέρα φάση πνευματικής ζωής. Και του λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Εάν», λέγει, «θέλεις να είσαι τέλειος», μία υπέρβαση δηλαδή των εντολών, όχι ότι οι εντολές δεν καθιστούν τέλειον τον άνθρωπον, αλλά εδώ μίαν υπέρβασιν των εντολών -άλλοτε θα μιλήσομε γι’ αυτήν την υπέρβαση των εντολών- τι του λέγει; «Πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα εις τους πτωχούς και θα ΄χεις εκεί τον θησαυρόν· στον ουρανόν. Και έλα να με ακολουθήσεις».
Όμως ο πλούσιος νεανίσκος, επειδή ακριβώς είχε πολλή περιουσία και ήτο και φιλοχρήματος, λυπήθηκε γι’ αυτήν την απάντηση που του έδωκε ο Κύριος και ανεχώρησε χωρίς πια να ενδιαφερθεί για κάτι περισσότερο.
Παρατηρεί κανείς στη συμπεριφορά αυτού του νεανίσκου, πάρα πολύ ενδιαφέρουσες πλευρές. Και ακριβώς αυτές, αγαπητοί μου, ας προσέξομε. Καταρχάς προσεγγίζει τον Κύριον. Όχι μόνο για τη φήμη που είχε ο Κύριος, αλλά και για την αυθεντία Του. Είχε αυθεντία. Η διδασκαλία του Κυρίου ήταν όντως αυθεντική. Γι’αυτό σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στο 7ο κεφάλαιο, όταν είχε πει ο Κύριος την περιώνυμον εκείνη διδασκαλία Του επί του Όρους: «Καὶ ἐγένετο – σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής- ὅτε συνετέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ –είχαν μείνει έκπληκτοι οι όχλοι-· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς». Διότι εδίδασκε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων». Όχι όπως οι γραμματείς. Δηλαδή ήτο αυθεντία.
Έτσι μια βασική προϋπόθεση αναζητήσεως διδασκάλου, είναι η αυθεντία του. Προσέξτε, παρακαλώ, αυτό το σημείο. Είναι η αυθεντία του. Αλλά η εποχή μας, αν θα έπρεπε να δούμε την εποχή μας, έχει γκρεμίσει κάθε αυθεντία. Και την αυθεντία του ανθρώπου και την αυθεντία του Θεού. Έτσι, ο κάθε νέος που θέλει να μάθει, σε ποιον αλήθεια θα καταφύγει, αφού κανείς δεν θα μπορούσε να του δώσει μια αυθεντική απάντηση; Οι γονείς; Χμ… Οι γονείς, αγαπητοί μου, έπαυσαν να είναι αυθεντία. Οι εκπαιδευτικοί; Αλίμονο, απώλεσαν κάθε αυθεντία. Θα έλεγα ότι ο νέος δεν πείθεται πια, ό,τι και αν του πουν. Κυρίως όταν αναφερθούν σε διδασκαλία ανθρωπιστική. Δεν πείθεται πλέον ο νέος. Εξάλλου, οι εκπαιδευτικοί έσπευσαν να αποβάλλουν κάθε αυθεντία, γιατί την θεωρούν πια την αυθεντία μύθον. Δηλαδή οι εκπαιδευτικοί μας απομυθοποιήθηκαν. Απομυθοποιήθηκαν. Είναι φοβερόν. Η πολιτεία; Η πολιτεία με τους άρχοντές της, τους ταγούς της; Και αυτή με την σειρά της ήρθε να απορρίψει κάθε αυθεντία έναντι των πολιτών της. Δηλαδή η αυθεντία πλέον δεν υπάρχει. Έτσι, πολιτικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί πια δεν εμπνέουν καμία αυθεντία εις τον πολίτην. Βέβαια βαλθήκαμε με τα δέκα μας δάκτυλα και με τα δέκα νύχια των δακτύλων μας, να σκάψομε και να θάψομε την αυθεντία. Την κοροϊδέψαμε. Την ειρωνευτήκαμε. Είπαμε ότι «Ουφ! Αυθεντία… Τι θα πει αυθεντία του γονιού, τι θα πει αυθεντία του δασκάλου, του εκπαιδευτικού, τι θα πει αυθεντία της πολιτείας… Κολοκύθια στο πάτερο»- Με συγχωρείτε…
Το ίδιο πράγμα συνέβη και εις τον εκκλησιαστικό χώρο. Οι σύγχρονες κοινωνίες μας πια αφήρεσαν και την αυθεντία από τον Θεό. Κατ’ επέκτασιν και από τον κλήρο που υπηρετεί τον Θεό και τον λαό. Έτσι αυθεντία δεν υπάρχει. Ή ακριβέστερα, αυθεντία γίνεται ο κάθε άνθρωπος: «Γιατί είσαι εσύ αυθεντία και δεν είμαι εγώ αυθεντία; Είμαι εγώ λοιπόν αυθεντία. Και δεν έχω να αναγνωρίσω κανέναν άλλον, έξω από τον εαυτόν μου». Έτσι έχομε ένα φαινόμενον, το φαινόμενον του λεγομένου Κοινωνικού Προτεσταντισμού. Είναι γνωστό ότι ο Προτεσταντισμός θεωρεί αυθεντία όχι τον Πάπα, εξάλλου γι’αυτό έφυγε από τη δυτική Εκκλησία, την Ρωμαιοκαθολική, γιατί δεν έδιδε πλέον αυθεντία εις την έδρα του Πάπα, αλλά τι είπε ο Προτεσταντισμός; «Αυθεντία, Χριστιανέ, είσαι εσύ, ο καθένας. Δεν έχεις να κοιτάξεις πουθενά αλλού παρά στον εαυτό σου. Μελέτα την Αγία Γραφή και αυτή θα σου πει ό,τι έχει να σου πει, όπως εσύ την καταλάβεις». Εμείς λέμε: «Έχομε την αυθεντία των Πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής». «Όχι», λέγει ο Προτεσταντισμός, «είσαι εσύ η αυθεντία. Και θα καταλάβεις αυτό που θα καταλάβεις, αυτό είναι το σωστό». Δηλαδή μια υποκειμενική κατάσταση. Γι’αυτό σας είπα, έχομε έναν κοινωνικόν Προτεσταντισμό ως προς το φαινόμενο αυτό της αυθεντίας. Έχομε δηλαδή στην εποχή μας ό,τι συνέβη τότε στην εποχή του Σωκράτους. Το φαινόμενο της διδασκαλίας των Σοφιστών, που με την διδασκαλία τους αυτή -Πρωταγόρας, Πρόδικος ο Κείος κ.ά.- όλοι αυτοί με την διδασκαλία τους διέφθειραν τους πολίτας των Αθηνών και γενικά την Ελλάδα. Και η Ελλάδα παρήκμασε θρησκευτικά, γιατί αυτοί εκήρυτταν ότι δεν υπάρχουν θεοί. Θρησκευτικά παρήκμασε η Ελλάς, πολιτιστικά, πολιτειακά, και σαν νόμοι και σαν ήθος και σαν θεσμοί. Σας θυμίζω τον Σωκράτη, που είχε πει στον Ιπποκράτη, τον νεαρόν Ιπποκράτη, που ήθελε να γίνει μαθητής του Πρωταγόρα: «Και τι θα πας να μάθεις εκεί;», του λέει. «Τι θα πας να μάθεις εκεί, που ήρθες πρωί πρωί να σε πάω εκεί να γίνεις μαθητής του σοφιστού. Τι θα μάθεις εκεί;». Είναι πάρα πολύ αξιόλογα εκείνα που λέει ο Σωκράτης εις τον Ιπποκράτην τον νεαρόν. Αν θέλομε, αγαπητοί μου, ανόρθωση, επανόρθωση, πρέπει να προσδώσομε το κύρος και την αυθεντία, ό,τι πρέπει να έχει κύρος και αυθεντία.
Ο πλούσιος νεανίσκος στην συνέχεια ερωτά τον Κύριον: «Τί ἀγαθὸν ποιήσω για να έχω ζωήν αιώνιον;». «Τι αγαθό να κάνω για να αποκτήσω την αιώνιον ζωήν;». Εδώ βλέπομε εις τον νεανίσκον την αναζήτηση του αγαθού. «Τί ἀγαθὸν ποιήσω;». Σαν ένα μέσο απόκτησης της αιωνίου ζωής.
Αλήθεια, τι είναι αγαθόν; Θα έπρεπε η απάντησις να ήτο αυτονόητος· διότι το αγαθόν είναι αντιληπτόν από κάθε άνθρωπον. Εντούτοις, το αγαθόν δεν είναι αυτονόητον, αγαπητοί μου. Διότι η αδαμιαία πτώσις το αγαθόν το έκανε, αφού προηγουμένως το κατακερμάτισε, το έκανε υποκειμενικόν. Τι είναι αγαθόν; «Αυτό που νομίζω εγώ ότι είναι αγαθόν. Αυτό είναι αγαθόν». Και ότι δεν υπάρχει εξ αντικειμένου το αγαθόν, αλλά εξ υποκειμένου. Και έτσι η απάντησις εξαρτάται από τον κοσμοθεωριακόν προσανατολισμό που μπορεί να έχει ο κάθε άνθρωπος. Ο καθένας δηλαδή έχει μία διαφορετική απάντηση να δώσει, τι είναι αγαθόν. Άλλη δίδει ο υλιστής, άλλη δίδει ο ιδεαλιστής, άλλη απάντηση δίδει ο Χριστιανός. Είναι όπως και η αλήθεια. Εκείνο που είχε πει ο Πιλάτος: «Τί ἐστίν ἀλήθεια;». Ξέρετε, εκεί δεν ήταν ερώτημα. Ήταν εκείνο το … «Δεν βαριέσαι… Μου ήρθες», λέγει, «να μαρτυρήσεις για την αλήθεια, τι εστίν αλήθεια». «Καί εὐθέως», λέει, «ἐξῆλθεν ἔξω, εἰς τό Πραιτώριον» κ.τ.λ. ο Πιλάτος. Δηλαδή: «Δεν βαριέσαι, πολλοί λένε την αλήθεια. Ήρθες κι εσύ, ένας απ’ όλους αυτούς τους πολλούς, να πεις για την αλήθεια. Δεν βαριέσαι, τί ἐστίν ἀλήθεια, τι είναι αλήθεια…». Έτσι κι εδώ: «Τι είναι αγαθόν; Δεν βαριέσαι, τι είναι αγαθόν». Όπως η αλήθεια χρήζει, αγαπητοί μου, αποκαλύψεως, έτσι και το αγαθόν χρήζει αποκαλύψεως. Πρέπει να μας αποκαλύψει ο Θεός τι είναι αγαθόν. Ο πλούσιος νεανίσκος καλώς ερώτησε τον Κύριον.
Αλλά σήμερα η γενεά μας, πώς θεωρεί το αγαθόν; Τι είναι γι’ αυτήν την γενεά μας το αγαθόν; Καταρχάς είναι μια κακώς νοουμένη ελευθερία. Ή αν θέλετε, ένα κακέκτυπο της ελευθερίας. Το πρώτο αγαθόν. Μιλάμε για ελευθερία. Αλλά σήμερα η γενεά μας αυτήν την ελευθερία την έχει φοβερά κακοποιήσει. Ακόμη, αγαθόν είναι για κάποιους η αναρχία. Ή η απελευθέρωσις απ’ όλα τα ταμπού. Είναι ο ευδαιμονισμός. Είναι η ψυχαγωγία σαν δια-σκέδασις· που θα πει… από το «διασκεδάννυμι»= σκορπίζω, διασκορπίζω. Κι έτσι, εκείνο που λέει στον άσωτον υιόν στην παραβολή ο Κύριος, ότι «διεσκόρπισεν τήν οὐσίαν τοῦ Πατρός» και η ουσία του πατρός είναι το κατ’ εικόνα, ο σύγχρονος άνθρωπος διασκορπίζει, σπαταλά το κατ’ εικόνα. Διασκεδάζει, σκορπίζει το κατ΄εικόνα. Σήμερα ο άνθρωπος όταν πηγαίνει να διασκεδάσει, στην πραγματικότητα στραπατσαρίζεται. Στραπατσαρίζει την ἐν αὐτῶ εικόνα του Θεού. Ο πανσεξουαλισμός θεωρείται αγαθόν ή φροϋδισμός. Ο πλούτος. Η αεργία. Όχι η ανεργία. Η αεργία. Άεργος είναι αυτός που δεν θέλει να εργαστεί. Ενώ άνεργος είναι αυτός που δεν βρίσκει δουλειά. Έτσι, βλέπετε τα παιδιά μας σήμερα, φεύγουν το πρωί απ’ το σπίτι, γυρίζουν το μεσημέρι για να φάνε, πάνε στις καφετέριες… δεν θέλουν να δουλέψουνε. Είναι ακατανόητο πράγμα! Κάποτε οι άνθρωποι πήγαιναν στα καφενεία, νέοι και μεγάλοι, αλλά πήγαιναν το βράδυ. Να πας σε καφενείο τις πρωινές ώρες, ήταν ακατανόητο. Πήγαιναν μόνο οι συνταξιούχοι. Σήμερα θα δείτε οι καφετέριες είναι γεμάτες από νέους, ώρες πρωινές… Αυτή η αεργία… Ο τυχοδιωκτισμός. Ακόμα, ο αστισμός. Δηλαδή ένα βόλεμα επαγγελματικό, μια τεχνική άνεση, ένα όμορφο σπίτι, κι ακόμη μια καλή υγεία. Διαβάζομε μύριες συνταγές, για να αποκτήσουμε και να έχουμε και να διατηρήσομε μια καλή υγεία. Ένας δηλαδή άκρατος βιταλισμός, ένας ζωισμός. Δηλαδή αυτό που λέμε και χαρακτηρίζει τα ζώα: «Να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω! Όχι πνευματικά. Αλλά να ζήσω ζωικά». Όλα αυτά, αγαπητοί μου, θα σας απαντήσουν οι σύγχρονοι άνθρωποι ότι είναι το αγαθόν. Και τούτο γιατί ο σύγχρονος κοσμοθεωριακός προσανατολισμός είναι υλιστικός. Απλούστατα, το βλέπει κανείς. Έχομε τον λεγόμενον «πρακτικόν υλισμόν». Θα πούμε πάλι και θα το ξαναπούμε ότι η έννοια του αγαθού χρήζει αποκαλύψεως. Από πηγή αυθεντική. Κι Αυτός είναι ο Θεός.
Ο πλούσιος νεανίσκος ακόμα είπε εις τον Κύριον: «Τί ἀγαθόν ποιήσω;». «Τι αγαθό να κάνω;». Δεν ζητά μια θεωρητική απάντηση, αλλά μια πρακτική απάντηση. Η εποχή μας αναζητά, αλλά δεν θέλει να κουραστεί. Το στοιχείον της ασκήσεως είναι αποκρουστικόν. Διότι ο Χριστιανισμός είναι άσκησις. Είναι μάλιστα σταυρικός, σταυρική άσκησις. Και οι αρχαίοι έλεγαν ότι «τά ἀγαθά κόποις κτῶνται». Τα αγαθά αποκτώνται με κόπους. Αλλά ο Χριστιανισμός σήμερα για να αρέσει στους πολλούς –προσέξτε αυτό το σημείο- έχει νοθευτεί σε βαθμόν υπερβολικόν. Κι έτσι για να προσελκύει δήθεν τους νέους, οι οποίοι δεν θέλουν να κουραστούν, απεχθάνονται αυτό που λέγεται άσκησις εν ευρεία εννοία. Μια μορφή της ασκήσεως, η πιο μικρή, είναι η νηστεία. Επειδή λοιπόν απεχθάνονται την άσκηση, έρχεται τότε να μεταβάλει, να μεταβάλει, ο Χριστιανισμός, δηλαδή εμείς, που κατά κάποιο τρόπο προσφέρομε τον Χριστιανισμόν, έρχεται, αγαπητοί μου, να προσφερθεί ως Κοινωνισμός και ως Ανθρωπισμός. Δηλαδή απώλεσε όλο το στοιχείο του μυστηρίου του Θεού. Κι έγινε ανθρώπινος ο Χριστιανισμός. Έγινε ανθρωποκεντρικός, όχι θεοκεντρικός. Όχι τι θα πει ο Θεός, αλλά πώς καταλαβαίνομε εμείς οι άνθρωποι, για να ζήσομε δήθεν κάποια στοιχεία του Χριστιανισμού, για να λεγόμαστε Χριστιανοί. Είδατε; Θα ήθελα πολύ χρόνο να σας πω πώς μετεβλήθη δυστυχώς ο Χριστιανισμός σε Κοινωνισμό και σε Ανθρωπισμό.
Όλα αυτά βέβαια χωρίς Θεό. Αυτόνομα. Διότι εκείνος που θα δεχθεί έναν Χριστιανισμό ως Κοινωνισμό, δεν δυσκολεύεται να τοποθετήσει έναν Θεό τόσο μακριά που ούτε Εκείνος να ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο, ούτε ο άνθρωπος να ενδιαφέρεται για τον Θεό. Ουσιαστικά δηλαδή μία αυτόνομη κατάσταση. Γι’αυτό και οι νέοι μας στο τέλος καταντούν ρηχοί, αθεολόγητοι, ανερμάτιστοι. Δεν έχουν βάθος. Δεν έχουν βάθος. Γιατί; Το βάθος είναι ο Θεός.
Ο νεανίσκος ακόμα είπε: «ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον». «Για να έχω», λέγει, «αιώνιο ζωή». Το αγαθό το έβλεπε σαν μέσον ενός σκοπού· της αιωνίου ζωής. Στις αναζητήσεις τους όμως οι σύγχρονοι νέοι μας, που διψούν για την αιωνία ζωή…- αλλά τελικά δεν την αναζητούν. Είναι σαν εκείνον τον άρρωστο άνθρωπο που έχει πάθει αφυδάτωση και δεν ξέρει τι έχει. Διψά και πέρασε στην κατάσταση της αφυδατώσεως. Και δεν ξέρει ότι του λείπει το νερό. Δηλαδή έχει μία υπολανθάνουσα δίψα η γενεά μας, ιδίως η γενεά των νέων. Ο οπτικός των ορίζων περιορίζεται μόνον εις τον παρόντα αιώνα, εις την παρούσα ζωή. Δεν θέλει ο σύγχρονος νέος κάτι το μελλοντικό, κάτι που να είναι επέκεινα της παρούσης ζωής. Κι εδώ φαίνεται ακριβώς η ρηχότης και η πνευματική μυωπία. Βέβαια δεν είναι όλοι οι νέοι αυτό. Πρέπει να το πούμε.
Αλλά σε εποχές παρακμής… δεν το αντιλαμβάνεστε ότι η εποχή μας είναι εποχή παρακμής; Φοβερής παρακμής; Παρά τον πλούτο του τεχνικού πολιτισμού; Φοβερής παρακμής; Λοιπόν σε εποχής παρακμής, αποπροσανατολισμού και υποκαταστάσεως των πάντων, πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν και θαυμάσιοι νέοι, οι οποίοι εντελώς συγκεκριμένα αναζητούν, όχι αφηρημένα, εντελώς συγκεκριμένα, μέσα στον χώρο της Εκκλησίας και του Χριστιανισμού, αναζητούν την αιωνία ζωή. Την αιωνία ζωή! Ως απουσία του θανάτου. Και των ανθρωπίνων δεινών. Ως αφθαρσία, και αιωνία νεότης, ως αιωνία μακαριότης. Έτσι την ζητούν. Όπως την προσφέρει ο λόγος του Θεού. Ακόμη, ως γνώσις και ως θεωρία του Χριστού. Λέγει ο Κύριος: «Καί αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή …-Ποια είναι η αιώνιος ζωή; ἵνα γινώσκωσι σέ τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Αγαπητοί μου, η αιώνιος ζωή είναι Αυτός ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Δεν είναι εδώ ο Χριστός και εκεί η αιώνιος ζωή. Δεν είναι εδώ ο Χριστός και εκεί είναι η Βασιλεία Του. Όταν λέμε Βασιλεία, όταν λέμε αιώνιος ζωή, δεν είναι παρά Αυτός ούτος ο Χριστός, αυτή η παρουσία του Χριστού, αυτός ο χώρος που είναι ο Χριστός.
Πολλές φορές οι νέοι αναζητούν την αιώνια ζωή μέσα εις τον Μοναχισμόν. Είναι το ίδιο φαινόμενο που παρετηρήθη μετά από την επισημοποίηση του Χριστιανισμού, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Είδαν πολλοί νέοι να επέρχεται με ακάθεκτον τρόπον μία εκκοσμίκευση μέσα στην Εκκλησία. Γι’αυτό και αφήνουν τις πόλεις και αναχωρούν εις την έρημον. Μέχρι τότε, που υπήρχε το μαρτύριο στις πόλεις, δεν υπήρχε λόγος να πάνε εις την έρημο. Τώρα που κοσμικοποιείται η Εκκλησία, εκκοσμικεύεται, αφήνουν τις πόλεις, και πηγαίνουν στην έρημο. Μια ζωντανή Εκκλησία δίδει βέβαια πάντοτε δυνατότητες αιωνίου ζωής και αν ακόμη είναι μέσα στην πόλη. Αλλά μια ζωντανή Εκκλησία, η οποία προσελκύει τους νέους, είτε στην έρημο των πόλεων, είτε στην έρημο από ανθρώπους. Αλλά η ζώσα, η ζωντανή Εκκλησία. Γι’αυτό, αγαπητοί μου, θα λέγαμε, για την Εκκλησία μας σήμερα, υπάρχει εκείνο που είπε ο Χριστός και εφαρμόζονται τα λόγια Του, που είπε εις τον άγγελον της Εκκλησίας των Σάρδεων, είναι στην Αποκάλυψη, είναι στο τρίτο κεφάλαιο. Λέγει: «Οἶδά σου τὰ ἔργα (:Γνωρίζω τα έργα σου) ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ(:Έχεις μόνο όνομα ότι ζεις)». Λέμε: «Ορθοδοξία, Ορθόδοξος Εκκλησία». Το όνομα έχομε. Είμαστε νεκροί. «Γίνου γρηγορῶν(:ξύπνα, σήκω), καὶ στήρισον τὰ λοιπὰ ἃ ἔμελλον ἀποθνήσκειν (: τα μέλη της Εκκλησίας στήριξέ τα. –Επρόκειτο να πεθάνουν). Μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ ἤκουσας(:Θυμήσου πώς πήρες και πώς άκουσες), καὶ τήρει καὶ μετανόησον».
Η Ορθόδοξός μας Εκκλησία έχει ανάγκη να μετανοήσει. Δηλαδή εμείς να γυρίσουμε πίσω. Να δούμε την αρχέγονο Εκκλησία, όπως οι Πατέρες την είδαν, όπως την στήριξαν και ερμήνευσαν τον Λόγο του Θεού. Ορθά βεβαίως, εξ ου και Ορθόδοξος Εκκλησία. Τα μέλη μιας ζωντανής Εκκλησίας πρέπει πάντοτε να αναζητούν την αιώνιον ζωήν. Πάντοτε. Αν σταματήσουν μπροστά σ’ αυτήν αναζητούντες αλλότρια και εγκόσμια πράγματα, έχουν αστοχήσει. Πάντοτε την αιώνιον ζωήν. «Ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς», λέει ο Απόστολος Παύλος.
Για εποχές μιας φοβερής παρακμής ακόμα, έχουν γραφεί και οι λόγοι του Ψαλμωδού: «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰς ἐστί συνιών ἤ ἐκζητών τόν Θεόν -Σκύβει ο Θεός από τον ουρανό να δει, υπάρχει κάποιος που ζητάει τον Θεό; Που καταλαβαίνει κάτι από τον Θεό;- Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν (:Όλοι εξέκλιναν, όλοι έγιναν αχρείοι) οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν, ἕως ἑνός». «Κανένας», λέγει ο Ψαλμωδός, στον 13ο Ψαλμό του.
Αγαπητοί μου, ο πλούσιος νεανίσκος απήλθε λυπούμενος. Και στην εποχή μας υπάρχει η δίψα της αιωνίου ζωής, αλλά όταν ακούσουν τους όρους για να την αποκτήσουν, διαμαρτύρονται και λέγουν: «Σκληρός ἐστίν οὗτος ὁ λόγος. Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;». «Φοβερά πράγματα. Ποιος μπορεί να τα ακούσει αυτά που λέει η Εκκλησία;». Και ο Κύριος λέγει… «Ἐμβλέψας αὐτῶ -λέει άλλος Ευαγγελιστής· δηλαδή τον κοίταξε τον νεανίσκον- ἠγάπησεν αὐτόν». «Τον συνεπάθησε». Όπως ακριβώς συμπαθεί ο Θεός κάθε νέο άνθρωπο, που του γυρίζει την πλάτη…
Αγαπητοί μου, ο Κύριος είναι ο κομιστής της αιωνίου ζωής. Καλύτερα; Σας το είπα προηγουμένως, είναι η αποκάλυψις του Θεού Λόγου, ως ανθρώπου ανάμεσά μας, είναι η αποκάλυψις της αιωνίου ζωής που πλέον δια του Ιησού Χριστού και εν τω Ιησού Χριστώ μπορούμε να προσεγγίσομε και να κατακτήσομε. Κάποτε ένας νεαρός είκοσι ετών, ο Μέγας Αντώνιος, όταν άκουσε αυτήν την σημερινή ευαγγελική περικοπή, τραντάχτηκε, συγκλονίστηκε. Και είπε: «Εγώ τι κάνω;». Πούλησε τα υπάρχοντά του κι έφυγε για την έρημο. Εκείνο που δεν έκανε ο πλούσιος νεανίσκος στην εποχή του Χριστού, το έκανε ο Μέγας Αντώνιος. Αλήθεια, πώς τον έλεγαν εκείνον τον νεανίσκον; Μήπως θυμόσαστε; Δεν είχε όνομα. Το όνομά του δεν έμεινε στην αιωνιότητα. Αλλά ο Μέγας Αντώνιος; Ε, είναι ο Μέγας Αντώνιος! Έμεινε στην αιωνιότητα. Γιατί; Γιατί ζήτησε ακριβώς την αιωνιότητα.
Κορυφαία, αγαπητοί μου, αναζήτησή μας πρέπει να είναι η αιώνιος ζωή. Ιδιαιτέρως μάλιστα των νέων. Εξάλλου σε νέον έγραψε ο Απόστολος Παύλος, στον Τιμόθεο, όταν του γράφει στην πρώτη του επιστολή: «Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς». «Ἐπιλαμβάνομαι» θα πει αρπάζω, πιάνω. «Ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς», της αιωνίου ζωής. Αυτήν την αιώνιον ζωήν, αγαπητοί, πρέπει κι εμείς να πιάσομε· καλά να πιάσομε, να κρατήσομε, για να μπορέσομε να ζήσομε μέσα σ’ αυτήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_480.mp3
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Ε (Κυριακοδρόμιο Β΄)
Φανταστεῖτε ἕνα μεγάλο καὶ ὑπερήφανο Ἡ ἱστιοφόρο νὰ προσκρούει σ’ ἕναν ὕφαλο στὴ μέση τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ν’ ἀρχίζει νὰ βυθίζεται. Τί κάνουν τότε ὅσοι βρίσκονται μέσα στὸ πλοῖο; Ἕνας ἁρπάζει μιὰ σανίδα καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐπιπλεύσει στὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Ἕνας ἄλλος ἁρπάζει ἕνα βαρέλι καὶ κρέμεται ἀπ’ αὐτό. Ἕνας τρίτος κατορθώνει νὰ δέσει γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του ἕνα ἀσκὶ ἀπὸ κρασὶ καὶ νὰ κολυμπήσει μ’ αὐτό. “Ἕνας τέταρτος πηδάει μέσα στὸ νερὸ χωρὶς κανένα ἐξάρτημα κι ἁπλᾶ κολυμπάει. “Ἕνας πέμπτος κατεβάζει μιὰ βάρκα, κάθεται μέσα, δὲν πιάνει ἀμέσως τὰ κουπιὰ νά κωπηλατήσει ὅμως, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ γεμίσει τὴ βάρκα μὲ ἀγαθὰ ἀπὸ τὸ πλοῖο ποὺ βυθίζεται. Ποιός ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς ἀντιμετωπίζει μεγαλύτερο κίνδυνο; Ποιός ἀπ’ αὐτοὺς θὰ χαθεῖ μὲ τὸν πιὸ ἐπονείδιστο τρόπο;
Ἐκεῖνος ποὺ φαίνεται πῶς εἶναι ὁ πιὸ ἀσφαλής, αὐτὸς μᾶλλον θὰ χαθεῖ μὲ τὸν πιὸ ὀδυνηρὸ τρόπο. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐξασφάλισε τὴ βάρκα καὶ κάθεται δίπλα στὸ βυθιζόμενο πλοῖο, γιὰ νὰ μεταφέρει ἀπὸ ἐκεῖ τ’ ἀγαθὰ στὴ βάρκα του. Αὐτὸς ἀντιμετωπίζει τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο. Στὴν ἀρχὴ θὰ φορτώσει στὴ βάρκα ἀρκετοὺς σάκκους μὲ ἀλεύρι. Μετὰ βλέπει τὰ δοχεῖα μὲ τὸ κρασὶ καὶ τὸ κονιὰκ καὶ θ’ ἀρχίσει νὰ τὰ φορτώνει κι αὐτά. Μετὰ θὰ συνεχίσει νὰ φορτώνει ρουχισμό, κουβέρτες, σεντόνια καὶ μάλλινα. «Θὰ τὰ χρειαστῶ αὐτὰ γιὰ τὸ ντύσιμο καὶ τὸν ὕπνο μου», σκέφτεται. Στὴ συνέχεια κοιτάζει πιὸ προσεχτικά, βλέπει τ’ ἀσημικὰ καὶ τὰ χρυσᾶ κηροπήγια, θὰ τὰ πάρει κι αὐτά. Δὲς ὅμως, ἐδῶ ἔχει δοχεῖα μὲ λάδι, παστὰ κρέατα καὶ ψάρια μὲ ρύζι καὶ διάφορα ἄλλα λαχανικά. «Θὰ τὰ χρειαστῶ. Τί θὰ κάνω χωρὶς αὐτά;» Μετὰ θὰ παρατηρήσει κιβώτια μὲ χρήματα καὶ μὲ πολύτιμες πέτρες. Μὰ κι αὐτὰ πρέπει βέβαια νὰ τὰ βάλει μέσα στὴ βάρκα. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε ν’ ἀφήσει πίσω ὄμορφες καρέκλες, λουστραρισμένα τραπέζια καὶ βελούδινους καναπέδες, ἀφοῦ μπορεῖ κι αὐτὰ νὰ τὰ φορτώσει; Ἔτσι τὰ στριμώχνει κι αὐτὰ στὴ βάρκα. Ἡ βάρκα γεμίζει, παραγεμίζει κι ὅσο πάει, βυθίζεται ὅλο καὶ περισσότερο στὸ νερό. Μετὰ θυμᾶται πῶς θὰ χρειαστεῖ βενζίνη καὶ κάρβουνα γιὰ καύσιμα. Κάνει χῶρο καὶ γι’ αὐτά. Δές, ὅμως, ὑπάρχουν κάποιες βιβλιοθῆκες, γεμᾶτες μὲ θαυμάσια βιβλία. Θὰ τὰ χρειαστεῖ κι αὐτὰ γιὰ νὰ διαβάζει στὴ βάρκα, νὰ περνάει τὴν ὥρα του, ὡσότου φτάσει σὲ στεριά. Ἐδῶ ὅμως ὑπάρχουν καὶ πιάνα, βιολιὰ καθὼς καὶ ἄλλα ἔγχορδα ὄργανα, φλάουτα. Θὰ βοηθήσουν κι αὐτὰ γιὰ νὰ περνάει τὴν ὥρα του. Τὰ πιέζει καὶ τὰ στριμώχνει ὅλα στὴ βάρκα. Ἡ βάρκα βαραίνει ὅλο καὶ περισσότερο καὶ βυθίζεται ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὸ νερό.
«Ἀρκετά», λέει στὸ τέλος καὶ κάθεται στὴ βάρκα. Θυμᾶται ὅμως πῶς ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα πράγματα ποὺ θὰ μποροῦσε κι ἔπρεπε νὰ τὰ φορτώσει στὴ βάρκα. Ἔτσι σκαρφαλώνει καὶ πάλι στὸ πλοῖο καὶ τὰ παίρνει κι αὐτά. Ξαναλέει μέσα του πῶς εἶναι ἀρκετὰ αὐτὰ ποῦ φόρτωσε καὶ κάθεται στὴ βάρκα. Ἢ μάταιη ἐπιθυμία τοῦ γιὰ ὅλο καὶ περισσότερα ἀγαθὰ ὅμως τὸν πιέζει νὰ φορτώσει κι ἄλλα πράγματα στὴ βάρκα. Ὁ Τελικὰ τὸ πλοῖο βυθίζεται κι ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ κωπηλατεῖ καὶ ν’ ἀπομακρύνεται. Μέσα του κυριαρχοῦσε μιὰ θλίψη, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ τὰ φορτώσει ὅλα στὴ βάρκα. Κωπηλατεῖ τώρα ἀργὰ μὲ κατεύθυνση τὴν ἀκτή, τὸ νερὸ ὅμως ἔχει φτάσει ἴσαμε τὴν κουπαστή. Ἄν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θαλασσοπνίγονται τολμήσει ν’ ἀνεβεῖ στὴ βάρκα, θὰ τὸν σκοτώσει ἀμέσως, προτοῦ ἀνεβεῖ ἐπάνω. Ἔτσι, φορτώνοντας τὴ βάρκα μὲ ἀγαθά, φορτώνει καὶ τὴν ψυχή του μὲ ἐγκληματικὲς πράξεις. Ὁ ἄνεμος ὅμως φυσάει καὶ τὰ κύματα χτυποῦν τὴ βάρκα. Προσπαθεῖ νὰ προστατευτεῖ ἀπὸ τὸ νερό, νὰ τὸ κρατήσει ἔξω ἀπὸ τὴ βάρκα. Ὅταν βλέπει πῶς αὐτὸ εἶναι μάταιο, ἀρχίζει νὰ πετάει στὴ θάλασσα πρῶτα τὰ φθηνότερα πράγματα κι ἔπειτα τὰ ἀκριβότερα καὶ τὰ πιὸ πολύτιμα. Εἶναι κουρασμένος ὅμως. Κόπιασε πολὺ νὰ τὰ φορτώσει όλ’ αὐτὰ καὶ τώρα δὲν τοῦ ἔμεινε δύναμη νὰ τὰ σηκώσει ὅλα καὶ νὰ τὰ πετάξει στὴ θάλασσα. Τὸ νερὸ στὸ τέλος σκεπάζει τὴ βάρκα καὶ τὴν βυθίζει, μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν μέσα.
Τέτοια ζωὴ καὶ τέτοιο τέλος ἔχουν οἱ πλούσιοι κι οἱ ἄπληστοι στὴ θάλασσα τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ζοῦν μὲ τὴν ψευδαίσθηση πῶς ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνα ναυαγισμένο πλοῖο χωρὶς καπετάνιο, πηδάλιο ἢ τιμονιέρη. Ἕνα ναυάγιο ποὺ κομματιάζεται καὶ βυθίζεται. Ἀξίζει μόνο γι’ αὐτοὺς ποῦ ἁρπάζουν ὅσα περισσότερα μποροῦν καὶ τὰ μεταφέρουν στὴ βάρκα τους. Τότε ὅμως, στὸ μέσο αὐτῆς τῆς ἄπληστης ἁρπαγῆς καὶ τῆς ἐκκένωσης τοῦ πλοίου τῆς ζωῆς, ἐμφανίζεται ὁ καπετάνιος τοῦ πλοίου, βάζει τὸ χέρι τοῦ πάνω στὸ πλοῖο, γιὰ νὰ δείξει πῶς εἶναι δικό του, λέει πῶς τὸ πλοῖο δὲ βυθίζεται κι ὅτι αὐτὸ συμβαίνει στοὺς κοντόφθαλμους καὶ τοὺς ἀδαεῖς, ποὺ ἔζησαν πολὺ λίγο πάνω στὸ κατάστρωμα. Ὁ καπετάνιος ἦταν πάνω στὸ πλοῖο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ πρόσεχε τοὺς ἐπιβάτες. Ἐκεῖνοι ἀλλάζουν, μὰ ὁ ἴδιος στέκεται κρυμμένος καὶ καθοδηγεῖ τὸ πλοῖο. Ξέρει ἀπὸ ποὺ ἔρχεται τὸ πλοῖο καὶ ποὺ πηγαίνει. Γνωρίζει τὴ ρότα καὶ ἡ θάλασσα δὲν τὸν φοβίζει. Ὁ Καπετάνιος τοῦ πλοίου εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Κατεβαίνει ἤρεμα ἀλλ’ ἀποφασιστικὰ στὰ κύματα κι ἁπλώνει τὸ χέρι Του σ’ ἐκείνους ποῦ πνίγονται. Ὅσοι δὲν κρατοῦν τίποτα στὰ χέρια τους καὶ κολυμποῦν, εἶναι οἱ πρῶτοι ποὺ ἀνταποκρίνονται καὶ πιάνονται γρήγορα ἀπὸ τὸ σωστικό Του χέρι. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἔχουν γεμίσει τὴ βάρκα τοὺς μέχρι τὴν κουπαστή, δυσκολεύονται ν’ ἀνταποκριθοῦν στὸ κάλεσμά Του. Φοβοῦνται πῶς ἂν ἀφήσουν τὴ βάρκα τους καὶ ριχτοῦν ἄδειοι στὰ κύματα, θὰ βυθιστοῦν τόσο ἐκεῖνοι ὅσο κι ἡ βάρκα. Δὲν ἔχουν πίστη σ’ Ἐκεῖνον, ἐμπιστεύονται περισσότερο τ’ ἀγαθὰ τῆς βάρκας τους.
Βλέποντας τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς καὶ προσπαθῶντας νὰ διαβάσει τὴ μίζερη ψυχή τους καὶ τὴν ἀκόμα πιὸ μίζερη πίστη τους στὰ νεκρὰ ἄγαθά, ὁ Κύριος Ἰησοῦς στρέφεται σ’ ἐκείνους ποὺ ἔσωσε καὶ λέει: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τὼν οὐρανῶν» (Ματθ. ἴθ’ 23). Ὁ Κύριος ἀναφερόταν συχνὰ σὲ τέτοια περιστατικὰ καὶ ξεκαθάριζε σὲ πολλὲς περιπτώσεις πῶς ἡ διδασκαλία Του ἀφοροῦσε σ’ αὐτούς. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς περιγράφει ἕνα ἀκόμα παρόμοιο περιστατικό.
Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἶνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Ματθ. ιθ’ 16). Οἱ εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μάρκος λένε πῶς ἦταν νέος καὶ πλούσιος ὁ ἄνθρωπος (ἢν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά). Ὁ Λουκᾶς προσθέτει πῶς ἦταν καὶ ἄρχων, εἶχε ἐξουσία (Λουκ. ἰη’ 18). Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔγινε σ’ ἕνα δρόμο τῆς Ἰουδαίας, μετὰ τὸ χαριτωμένο περιστατικὸ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ παιδιά, ὅταν ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στοὺς μαθητές Του: «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρὸς με…των γὰρ τοιούτων ἐστὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. ἰη’ 16). Τότε τοὺς εἶχε πεῖ ἐπίσης, ὅταν ἀγκάλιασε καὶ εὐλόγησε τὰ παιδιά, πῶς ἐκεῖνος ποὺ δὲ δέχεται τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ παιδικὴ πίστη καὶ χαρὰ «οὖ μὴ εἰσέλθη εἰς αὐτήν».
Ἀφοῦ τόνισε στοὺς παρόντες ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι πολῖτες τῆς οὐράνιας βασιλείας, ὁ Κύριος βγῆκε στὸ δρόμο. Τότε ἔτρεξε κοντά Του ὁ νεαρὸς πλούσιος ἄντρας «καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν» (Μάρκ. ἰ’ 17). Τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτηση ποὺ ἤδη ἀναφέραμε. Ὁ τρόπος ποὺ πλησίασε τὸ Χριστὸ ἦταν ἀξιέπαινος, ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ κοντά Του ὅμως ἦταν θλιβερή. Ἔτρεξε στὸ Χριστό, γονάτισε μπροστὰ Τοῦ καὶ τὸν ρώτησε γιὰ τὸ σπουδαιότερο πρᾶγμα τοῦ κόσμου: γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ γιὰ τίς προϋποθέσεις ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσει κανείς. Τὸν πλησίασε μὲ ἀγαθὴ πρόθεση, ὄχι σὰν τοὺς γραμματεῖς ποὺ πήγαιναν κοντά Του μόνο γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσουν. Εἶχε πείνα πνευματική, παρ’ ὅλα τὰ ἐπίγεια πλούτη του.
Διδάσκαλε ἀγαθέ. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπευθύνθηκε ὁ νεαρὸς ἄντρας στὸ Κύριο. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ γι’ αὐτόν. Ὅποιος δαπάνησε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ φυλακή, ἔχοντας γιὰ φὼς μόνο ἕνα κερί, δὲν εἶναι ἁμαρτία νὰ ὀνομάσει κερὶ τὸν ἥλιο ὅταν τὸν πρωτοδεί. Τί ἀγαθὸν ποιήσω; Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ φαίνεται πῶς βρίσκεται στὸ λεξιλόγιο τῶν πλουσίων, ὅπως συνηθίζεται στοὺς πλούσιους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν διάκριση ἀνάμεσα στοὺς ἴδιους καὶ στὰ πλούτη τους, οὔτε καὶ σκέφτονται τὸν ἑαυτό τους χωρὶς νὰ τὸν συναρτοῦν μὲ τὰ ἀγαθά τους. Τὸ καλὸ μπορῶ νὰ κάνω -μὲ τὰ πλούτη μου- ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; Δὲ γνώριζε πολὺ καλὰ σὲ ποιόν μιλοῦσε καὶ ἤξερε πολὺ λιγότερα γι’ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε. Θ’ ἄκουγε μὲ εὐχαρίστηση τὸν Κύριο νὰ τὸν συμβουλεύει πῶς θὰ μποροῦσε μὲ τ’ ἀγαθά Του ν’ ἀποκτήσει ἐκεῖνο ποῦ δὲν μποροῦν ν’ ἀγοράσουν ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου: τὴν αἰώνια ζωή.
«Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ τί μὲ λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἰς ὁ Θεός, εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς» (Ματθ. ἴθ’ 17). Ὁ Κύριος Ἰησους γνωρίζει τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Διάβασε τίς σκέψεις τοῦ νεαροῦ ἄντρα σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο. Ὁ Κύριος εἶδε πῶς ὁ νεαρὸς δὲν τὸν γνώριζε. Τὸν ἔβλεπε μόνο σὰν ἕνα καλὸ ἄνθρωπο, ἕναν καλὸ δάσκαλο. Ἤθελε γι’ αὐτὸ μὲ τὰ λόγια Του νὰ τὸν κάνει νὰ σκεφτεῖ σοβαρά. Ἄν εἶμαι ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Ἄν ξέρεις ποιός εἶμαι, γιατί δὲν τὸ λὲς καθαρά, ἀντὶ νὰ μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό; «Ἀγαθὸς» στὴν πλήρη καὶ τέλεια σημασία του εἶναι μόνο ὁ Θεός. Τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους μποροῦμε νὰ τοὺς ὀνομάσουμε «ἀγαθοὺς» μόνο σὲ σύγκριση μὲ τοὺς κακούς. Κανένας ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ «ἀγαθὸς» σὲ σύγκριση μέ το Θεό. Μόνο ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς ἀγαθός. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν ἔψαξε τὸ νεαρὸ ἐπειδὴ τὸν ὀνόμασε «ἀγαθό». Μ’ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος δὲν ἐννοοῦσε πῶς «Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀγαθός», ἀλλὰ «Ἔγὼ δὲν εἶμαι συνηθισμένος ἄνθρωπος, θνητός. Εἶμαι ὁ μοναδικὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἀγαθός».
Μετὰ τὴν ἐξήγηση αὐτή, ὁ Κύριος ἀπάντησε στὴν ἐρώτηση τοῦ νεαροῦ πλούσιου ἄντρα: «εἴ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. λέγει αὐτὸ ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: το οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σοῦ ὡς σεαυτόν» (Ματθ. ἴθ’ 18.19). Αὐτὲς εἶναι οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴν εἴσοδο στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ νέος ἄντρας ὅμως δὲ ρώτησε πῶς θὰ μπεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ πῶς θὰ ἔχει ζωή, πῶς θ’ ἀποκτήσει ἢ θὰ κληρονομήσει ζωή.
Τὴ μορφὴ τῆς ἄγνοιας ποὺ φανέρωσε στὴν κατανόηση τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, φανέρωσε καὶ τώρα στὴν ἄποψή του γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Κύριος στὴν πρώτη περίπτωση τὸν διόρθωσε. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ τώρα Ἡ αἰώνια ζωὴ ἔχει τίς διαβαθμίσεις της: σὲ ἕνα ἐπίπεδο εἶναι ἁπλᾶ οἱ σεσωσμένοι στὸ ἄλλο εἶναι οἱ τέλειοι. Οἱ ἀπόστολοι θὰ καθήσουν σὲ δώδεκα θρόνους καὶ θὰ κρίνουν τίς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ ὑπόλοιποι, οἱ ἁπλᾶ σεσωσμένοι, δὲ θὰ καθήσουν σὲ θρόνους καὶ δὲ θὰ κρίνουν κανέναν, μ’ ὅλο ποὺ καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ θὰ βρίσκονται στὴν αἰώνια ζωή. «Οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τὸν κόσμον κρινοῦσι;», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους (Α’ Κορ. στ’ 2). Θὰ κρίνουν ὄχι μόνο τὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀγγέλους. Δὲ θὰ κρίνουν ὅλοι οἱ σεσωσμένοι, ἀλλὰ μόνο οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, οἱ τέλειοι.
Ἢ πάναγνη καὶ Παναγία Παρθένος καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, εἶναι «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἔνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Οἱ ἀπόστολοι θὰ στέκονται μπροστὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἁγίους, οἱ ἅγιοι μπροστὰ ἀπὸ τοὺς δίκαιους κι οἱ δίκαιοι μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἁπλᾶ σεσωσμένους. Τέλειοι εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ, ξέχωρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ἔσωσαν καὶ πολλοὺς ἄλλους μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σεσωσμένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κατόρθωσαν νὰ σώσουν τὸν ἑαυτό τους μόνο. «Ἔν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς μοῦ πολλαι μοναι εἰσὶ» εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Ἰωάν. ἴδ’ 2). Ἄν δὲν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα δὲ θά τους τὸ ἔλεγε αὐτό. Στὴν περίπτωση τοῦ πλούσιου νέου λέει τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Στὴ βασιλεία εἶναι ὅλοι ἴσοι. Ὑπάρχει μιὰ δόξα γιὰ ἐκείνους ποὺ μπῆκαν ἁπλᾶ στὴ βασιλεία καὶ μιὰ ἄλλη δόξα γιὰ κείνους ποὺ εἶναι τέλειοι..
Ἄς γυρίσουμε τώρα στὶς προϋποθέσεις ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπεῖ κανεὶς στὴν οὐράνια βασιλεία. Μετὰ θ’ ἀκούσουμε ἀπὸ τὰ χείλη τῆς ἴδιας τῆς Ἀλήθειας τίς προϋποθέσεις τῆς τελειότητας. Ποιὲς εἶναι λοιπὸν οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴν εἴσοδο στὴ βασιλεία, στὴν αἰώνια ζωή; Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ποιὼν ἐντολῶν; Ὅλων. Πρῶτα πρέπει ν’ ἀποφεύγουμε τὴ διάπραξη τοῦ κακοῦ κι ἔπειτα νὰ προχωρήσουμε στὴν τέλεση τοῦ καλοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη ποὺ λέει: «Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. λγ ́ 14). Πρῶτα λοιπὸν πρέπει νὰ προφυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὸ κακὸ κι ἔπειτα θὰ δυνηθοῦμε νὰ πράξουμε τὸ ἀγαθό.
Ὁ Κύριος ἔδωσε ἔμφαση πρῶτα στὶς ἀρνητικὲς ἐντολὲς κι ἔπειτα στὶς θετικές, ὄχι μὲ τὴ σειρὰ ποὺ ἀποκαλύφτηκαν στὸ Μωυσῆ. Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις. Αὐτὲς εἶναι οἱ τέσσερις πρῶτες ἀρνητικὲς ἐντολές, ποὺ ἀνταποκρίνονται στὸ ἔκκλινον ἀπό κακοῦ. Καὶ τὸ τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σοῦ ὡς σεαυτὸν εἶναι οἱ θετικὲς ἐντολὲς καὶ ἀνταποκρίνονται στὸ καὶ ποίησον ἀγαθόν. Ὥσπου νὰ τηρηθοῦν οἱ πρῶτες, δὲ γίνεται νὰ τηρηθοῦν οἱ δεύτερες. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἱκανὸς νὰ σκοτώσει το γείτονά του, δὲν εἶναι ἱκανὸς καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσει. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἱκανὸς νὰ διαπράξει μοιχείᾳ, δὲν μπορεῖ νὰ ξέρει τί σημαίνει ἀγάπη.
Ὁ Κύριος ἀνέφερε τίς ἕξι αὐτὲς ἐντολὲς ὄχι ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τίς βάλει σὲ μιὰ τάξη καὶ σειρὰ ὅλες, ἀλλὰ νὰ μνημονεύσει μερικὲς ἀπὸ τίς σπουδαιότερες. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται πρῶτα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος παρέλειψε ν’ ἀναφέρει τὴ σπουδαιότερη ἀπ’ ὅλες τίς ἐντολές: τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό. Δεύτερο, αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ ἴδιου περιστατικοῦ ἀπὸ τοὺς δυὸ ἄλλους εὐαγγελιστές, τὸ Μάρκο καί το Λουκᾶ, ποὺ δὲ μνημονεύουν καὶ τίς ἕξι ἐντολὲς ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος. Καμιὰ ἀπ’ αὐτές, γιὰ παράδειγμα, δὲν ἀναφέρει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον. Ὁ Μάρκος προσθέτει κι ἄλλη μιὰ ἐντολὴ στὶς ἀρνητικές, το οὐ κλέψεις. Ἐδῶ οἱ εὐαγγελιστὲς ἀλληλοσυμπληρώνονται, δὲν ὑπάρχει ἀντίφαση μεταξύ τους.
Ἀπὸ τίς διηγήσεις τῶν εὐαγγελιστῶν, ἕνα πρᾶγμα εἶναι σαφές: ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἤθελε νὰ δώσει ἰδιαίτερη ἔμφαση στὶς πέντε ἢ ἕξι ἐντολὲς ποὺ ἀναφέρονται, ἀλλὰ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ θυμίσει στὸ νέο ἄντρα ὁλόκληρο το νόμο. Ἡ σύσταση γιά τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Παλαιοῦ Νόμου ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ προηγούμενα λόγια Τοῦ: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον…ούκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι» (Ματθ. ἔ’ 17).
Ἀφοῦ ὁ τέλειος Κύριος τήρησε ὁλόκληρο τὸ νόμο, τὸ ἴδιο καὶ περισσότερο πρέπει νὰ κάνουν κι αὐτοὶ ποὺ προσπαθοῦν μὲ κόπο ν’ ἀνεβοῦν τὰ σκαλοπάτια τῆς τελειότητας.
Ὅλες οἱ ἐντολὲς ποὺ ἀπαρίθμησε ὁ Κύριος ἔχουν μιὰ ἰδιαίτερη καὶ βαθύτερη σημασία γιὰ τὸν πλούσιο ἄντρα. Τὸ οὐ φονεύσεις σημαίνει: ἡ ὑπερβολικὴ περιποίηση τοῦ σώματος μὲ τὰ πλούτη καὶ τίς πολυτέλειες, καταστρέφουν τὴν ψυχή. Τὸ οὐ μοιχεύσεις σημαίνει: ἡ ψυχὴ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸν Κύριο, ὅπως ἡ νύμφη γιὰ τὸ σύζυγό της. Ἄν τὴν ψυχὴ ἀπασχολεῖ ἡ ἀγάπη γιὰ τὰ ἐπίγεια πλούτη καὶ τὰ κοσμήματα καὶ τέρπεται μὲ τίς πολυτέλειες καὶ τίς ἐφήμερες διασκεδάσεις, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶναι σὰ νὰ διαπράττει μοιχεία στὸν ἀθάνατο σύζυγό της, τὸ Θεό. Τὸ οὐ κλέψεις σημαίνει: μὴν κλέψεις, μὴν ἀφαιρεῖς ἀπὸ τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ ὠφεληθεῖ τὸ σῶμα. Μὴν ἀφαιρεῖς χρόνο, φροντίδα καὶ κόπους ποὺ ἔπρεπε ν’ ἀφιερώνεις στὴν ψυχή, ἀλλὰ τὰ δίνεις στὸ σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι πλούσιος σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἐσωτερικὰ εἶναι ἀπελπιστικὰ φτωχός. Καὶ γενικά, ἂν καὶ ὄχι πάντα, ὅλα τὰ πλούτη ποὺ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος ἔχουν σὰν ἀποτέλεσμα νὰ κλέβουν ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο. Παχὺ σῶμα σημαίνει ἀδύνατη ψυχή. Πολυτελῆ κοσμήματα σημαίνουν ἐσωτερικὴ γυμνότητα. Ἐξωτερικὴ λαμπρότητα σημαίνει ἐσωτερικὸ σκότος. Εξωτερικὴ δύναμη σημαίνει ἐσωτερικὴ ἀδυναμία. Τὸ οὐ ψευδομαρτυρήσεις σημαίνει: μὴ δικαιολογεῖς μὲ κανένα τρόπο τὴν ἀγάπη σου γιὰ τὰ πλούτη καὶ τὴν ἀμέλειά σου γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὴ εἶναι διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ψευδὴς μαρτυρία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς συνείδησής σου. Τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα σημαίνει: Μὴ σέβεσαι καὶ μὴ τιμὰς μόνο τὸν ἑαυτό σου, γιατί αὐτὸ θὰ συντελέσει στὴν ἀπώλειά σου. Νὰ τιμὰς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα ποῦ σ’ ἔφεραν στὸν κόσμο, γιατί ἔτσι τιμὰς καί το Θεὸ ποὺ ἔφερε καὶ σένα κι αὐτοὺς στὴ ζωή. Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σοῦ σημαίνει: σ’ αὐτὴν τὴν κατώτερη σχολὴ ἄσκησης τοῦ καλοῦ, μαθαίνουμε ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας, ὥστε νὰ φτάσουμε στὸ ἐπίπεδο ν’ ἀγαπήσουμε τὸ Θεό. Ν’ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου, γιατί ἡ ἀγάπη αὐτὴ θὰ σὲ σώσει ἀπὸ τὴ φιλαυτία, ποὺ μπορεῖ νά σε ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια. Ν’ ἀγαπήσεις τοὺς ἄλλους ὡς σεαυτόν, γιὰ ν’ ἀσκηθεὶς στὴν αὐτοπειθαρχία καὶ νὰ λογαριάσεις τοὺς ἄλλους ἴσους μαζί σου. Διαφορετικὰ ἡ ὑπερηφάνεια, ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὰ πλούτη, θὰ σ’ ἐξουσιάσει καὶ θά σε ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια.
Σ’ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, ὁ νεαρὸς ἄντρας ἀπάντησε: «Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ;» (Ματθ. ἴθ’ 20). Ὅλες αὐτὲς τίς ἐντολὲς τίς ἤξερε ἀπὸ παιδὶ καὶ τίς εἶχε τηρήσει σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ὁ νέος γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ ἀπατοῦσε τὸν ἑαυτό του. Νόμιζε πῶς ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε τίποτα καινούργιο, ἐπανέλαβε ἁπλᾶ τίς παλιὲς διδαχές. Στὴν πραγματικότητα κάθε παλιὰ ἐντολὴ παίρνει ἕνα καινούργιο νόημα, φέρνει νέο πνεῦμα καὶ νέα ζωὴ μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ κάθε ἐξωτερικὴ ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε στὸν Ἰσραὴλ ὁ Χριστὸς μέσῳ τοῦ Μωυσῆ, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴν Καινὴ Κτίση, στὴ Νέα Ἀποκάλυψη, δίνει κάποιο βαθύτερο νόημα. Ἄν ὁ νέος ἄντρας εἶχε τηρήσει τίς ἐντολὲς μὲ τὸ ἐσωτερικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι ἐξωτερικά, ἐπιφανειακά, ὅπως ἔκαναν οἱ Φαρισαῖοι, μ’ ἕναν τρόπο τυπικὸ δηλαδή, θὰ εἶχε ἐλευθερωθεῖ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ πλούτη του καὶ δὲ θά του ἦταν δύσκολο νὰ τηρήσει ἐκεῖνα ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ τοῦ ἔθετε ἀμέσως μετά. Εἶχε τηρήσει τίς ἐντολὲς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἔκανε κι ὁ Φαρισαῖος, ποὺ στὴν προσευχή του ἐγκωμίαζε τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατὼ πάντα ὅσα κτῶμαι» (Λουκ. ἰη’ 12). Ἑπομένως ἦταν κι ἐξακολουθοῦσε νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀθέμιτη ἕνωση μὲ τὰ πλούτη του. Δὲν ὑπῆρχε κανένας τρόπος ν’ ἀποδεσμευτεῖ ἀπ’ αὐτὰ καὶ ν’ ἀκολουθήσει τὸ Χριστό.
Τί ἔτι ὑστερῶ; ρώτησε τὸν Κύριο, μὲ τὴν αἴσθηση πῶς βρισκόταν στὸ κατώφλι τῆς σωτηρίας. Φαίνεται πὼς εἶχε τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Κύριος θά του ἔδινε κάποιες ἄλλες παρόμοιες ἐντολές, ποὺ θὰ τοῦ ἦταν εὔκολο νὰ τίς τηρήσει. Ὁ Κύριος εἶδε τὴν ἁπλοϊκή, νομικίστικη ἐπιπολαιότητά του καὶ τὸν ἀγάπησε, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος: «ὁ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (Μάρκ. ι’ 21). Γιατί ὁ Κύριος ἀγάπησε αὐτὸν τὸν ἄπειρο νέο ἄντρα; Ἐπειδὴ ἡ νομικίστικη ἀντίληψή του δὲν ἦταν κακή, ὅπως τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν γραμματέων. Ἠταν ἁπλοϊκή, καλοπροαίρετη. Ὁ Κύριος ὅμως ἔμελλε νὰ τοῦ προσφέρει πιὸ πικρὲς ἀλήθειες, νὰ συντρίψει ὅλες τίς πλάνες του γιὰ γρήγορη καὶ εὔκολη σωτηρία.
«Ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς: εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά» (Ματθ. ἴθ’ 21,22). Ὁ Κύριος τώρα διατύπωσε ἕναν καινούργιο λόγο στὸ νέο ἄντρα. Ἦταν σκληρὸς κι ἀναπάντεχος ὁ νέος λόγος. Κοίταξε βαθιὰ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ νέου κι ἔπειτα εἶπε αὐτὸν τὸν καινούργιο λόγο. Ἄν καὶ ἤξερε ἀπὸ πρὶν πῶς ὁ λόγος Του αὐτὸς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ξεκολλήσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πλούτη του καὶ νὰ τὴ δώσει στὸν Κύριο, τὸν εἶπε ἀκριβῶς ἔτσι, τόσο γιὰ τὸν ἴδιο ποὺ ρώτησε ὅσο καί – πολὺ περισσότερο – γιὰ τοὺς μαθητὲς ποὺ παρακολουθοῦσαν.
Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὄχι μόνο ὁδηγεῖ στὴ βασιλεία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐξουσία μέσα σ’ αὐτήν. Ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα. Πήγαινε, ἀπόδειξε πῶς εἶσαι κύριος τῆς περιουσίας σου, πῶς δέν της ἀνήκεις. Στὴν πραγματικότητα ἡ περιουσία σου σὲ ἐλέγχει, δὲν τὴν ἐλέγχεις ἐσύ. Τὰ ὑπάρχοντά σου ἔχουν ἀρχίσει νὰ ἐξουσιάζουν τὴν ψυχή σου λίγο λίγο, τὴν ὁδηγοῦν πρὸς τὸν πονηρό. Πήγαινε τώρα, πούλησε τήν, δῶσε την στοὺς φτωχούς, γίνε ἀφέντης, ὄχι δοῦλος της στὴ ζωή. Πήγαινε καὶ χαλάρωσε τὸν ἐπικίνδυνο καὶ παράνομο δεσμὸ ποὺ ἔχει ἡ ψυχή σου μὲ τὰ ὑπάρχοντά σου. Πήγαινε, χώρισέ την. Πήγαινε καὶ γίνου ἐλεύθερος. Πήγαινε καὶ ἀπάλλαξε τὴν ψυχὴ σοῦ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς γῆς, ἀπό τὸν πηγὸ τῆς ὕλης, ἀπὸ τίς σάπιες ἀπολαύσεις τῶν πλουσίων καὶ στεῖλε την νά με ἀκολουθήσει.
Ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν κατέχει τίποτα, τότε εἶναι πιὸ πλούσια. Ἡ ψυχὴ βρίσκει τὴν καλλίτερη συντροφιά της ὅταν δὲν κοινωνεῖ μὲ κανέναν ἄλλον, παρὰ μόνο μὲ Μένα. Πούλησέ τα ὅλα, δῶσε τα στοὺς φτωχούς. Οἱ φτωχοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ χρησιμοποιοῦν τὰ πλούτη σου ὄχι γιὰ στολίδια ἢ γιὰ νὰ ὑποδουλωθοῦν σ’ αὐτά, ἀλλὰ γιὰ τὸ καθημερινὸ ψωμί τους, γιὰ νὰ κάνουν τὴ ζωή τους λίγο καλλίτερη, τὰ χρησιμοποιοῦν σὰν ὑπηρέτες, σὰν βοηθούς. Όλ’ αὐτὰ ποὺ δίνεις ἀπὸ τὰ ὑλικά σου ἀγαθά, θὰ ξαναγυρίσουν σὲ σένα ὡς πνευματικὰ πλούτη. Πρόσεξε! Ἡ ψυχή σου εἶναι πολὺ φτωχή, ὅπως ἡ καρδιὰ κι ὁ νοῦς σου. Τὰ πλούτη σου θὰ φτάσουν σὲ ὅλους αὐτούς, ὅσα κι ἂν τοὺς λείπουν, ἂν ἐσὺ ἀποδεσμεύσεις ἐκεῖνα ποὺ δὲ χρειάζεσαι.
Γιατί ὁ Κύριος εἶπε στὸν πλούσιο νὰ πουλήσει τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ δώσει στοὺς φτωχοὺς καὶ δὲν τοῦ εἶπε ἁπλᾶ: «Ἄφησέ τα ὅλα μὴ γυρίσεις στὸ σπίτι σου, ἀκολούθησέ μέ»; Δὲν εἶπε τὸ ἴδιο στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ ἤθελε νὰ γυρίσει καὶ νὰ θάψει τὸν πατέρα του; «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τους ἑαυτῶν νεκροὺς σὺ δὲ ἀπελθὼν διάγγελε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. ἰ’ 60), του εἶπε. Ὁ Κύριος δὲν εἶπε τὸ ἴδιο στὸν πλούσιο γιὰ δυὸ λόγους: πρῶτο, ἂν δὲν πουλοῦσε τὴν περιουσία του καὶ τὴν ἔδινε στοὺς φτωχούς, τότε εἴτε οἱ γείτονές του θὰ ἔπεφταν πάνω στὴν ἐγκαταλειμμένη περιουσία καὶ θὰ τὴν ἔκλεβαν, εἴτε κάποιος ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του θὰ κληρονομοῦσε τὰ ὑπάρχοντά του καὶ θὰ βρισκόταν στὴν ἴδια θέση, στὴν ἴδια δουλεία στὰ ἴδια πλούτη, ὅπου βρέθηκε ὁ νέος ἄντρας. Ἔτσι οἱ λῃστὲς ἢ οἱ συγγενεῖς θὰ ‘χαναν τὴν ψυχή τους γιὰ τὰ ἴδια ὑπάρχοντα. Δεύτερο, γιὰ νὰ τὸν στείλει πίσω νὰ πουλήσει καὶ νὰ μοιράσει τὴν περιουσία τοῦ στοὺς φτωχούς, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ καλλιεργήσει στὴν ψυχὴ τοῦ πλούσιου τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς φτωχούς, γιὰ τοὺς συνανθρώπους του, νὰ τοῦ κεντρίσει τὴ συμπόνια γιὰ τοὺς πλησίον τοῦ κι ὁ ἴδιος νὰ φτάσει σὲ μιὰ κατάσταση ὅπου θὰ νιώσει πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἡδονὴ ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη, ἀπὸ τὴν τέλεση καλῶν ἔργων.
Γιὰ νὰ καλλιεργήσει στὸ νέο ἄνθρωπο τὴν ἐπιθυμία αὐτή, ὁ Κύριος πρόσθεσε ἀμέσως μιὰ αἰώνια ἀνταμοιβή, αἰώνιες εὐλογίες στὸν οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ οὔτε ὁ σκόρος τίς ἀπειλεῖ οὔτε ἡ σκουριὰ οὔτε κι οἱ κλέφτες μποροῦν νὰ τίς κλέψουν. Τὰ ἀγαθὰ ποὺ θὰ λάβεις εἶναι πολὺ ἀνώτερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἐγκαταλείψεις. Τί θὰ σοῦ χρησιμέψουν τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ ἀφοῦ θὰ πεθάνεις σήμερα ἢ αὔριο; Θὰ σὲ ὁδηγήσουν στὴν καταστροφή, τόσο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅσο καὶ στὸν ἄλλον. Ὁ θησαυρὸς ποῦ θ’ ἀποκτήσεις στὸν οὐρανὸ θὰ σὲ περιμένει μέχρι ν’ ἀναχωρήσεις ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Κι αὐτὸ θὰ γίνει σύντομα. Καὶ δὲ θά σου τὸν πάρει κανένας, θὰ διαρκεῖ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Μέ την προαγγελία τοῦ οὐράνιου θησαυροῦ ὁ Κύριος προσπάθησε νὰ τὸν παρηγορήσει γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ ἐπίγειου καὶ στὸ τέλος τὸν κάλεσε: «Καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοί». Ὅταν ἐγκαταλείψεις τὰ πάντα, τότε μὲ ἀκολουθεῖς καὶ μὲ τὰ δυὸ πόδια καὶ μὲ τὰ δυὸ μάτια. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀκολουθήσεις μὲ τὸ ἕνα πόδι Ἐμένα καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὰ πλούτη σου. Δὲν μπορεῖς νὰ κοιτάζεις ‘Ἐμένα μὲ τὸ ἕνα μάτι καὶ τὰ πλούτη σου μὲ τὸ ἄλλο. Ὄχι! Δὲν μπορεῖς νὰ ὑπηρετεῖς δύο κυρίους.
Ὅλα κατέληξαν μάταια. Ὁ νέος ἄνθρωπος ἄκουσε προσεχτικά, συνειδητοποίησε τί ἔπρεπε νὰ κάνει καὶ στενοχωρήθηκε πολύ. Ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. Ἔτσι ἀπομακρύνθηκε καὶ μὲ τὰ δυὸ πόδια καὶ τὰ δυό του μάτια καὶ πορεύτηκε πρὸς τὰ καταστροφικὰ πλούτη του. Ἦταν πολὺ πλούσιος. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ἦταν δεμένος στὰ πλούτη του, δουλωμένος σ’ αὐτά. Δὲν μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ στὰ ζιζάνια, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα μεγάλωσε. Ὁ ἴδιος ἦταν σὰν τὸ σπόρο ποὺ ἔπεσε ἀνάμεσα στὰ ζιζάνια, στὰ ἀγκάθια, ποὺ φύτρωσε μὲν ἀλλὰ μετὰ τὸ ἔπνιξαν, τὸ περιόρισαν καὶ δὲν μπόρεσε νὰ καρποφορήσει. Τὰ μεγάλα πλούτη του ἦταν μιὰ μεγάλη συστάδα ἀπὸ ἀγκάθια γύρω ἀπὸ το σπόρο τῆς ψυχῆς του. Ὁ ἰδιοκτήτης ἤθελε νὰ ξεριζώσει τ’ ἀγκάθια ποὺ περιβάλλουν τὴν ψυχή, νὰ τὴν ἀφήσει νὰ βγεῖ στὸ φῶς, ν’ ἀναπτυχθεῖ ἐλεύθερα. Δὲν μποροῦσε ὅμως. Οἱ κακές του ἔξεις,ἕξεις τὸν ἐμπόδιζαν, ὅπως καὶ τὸν ἄνθρωπο πού πνίγηκε στὴ θάλασσα μέσα στὴν ὑπερφορτωμένη βάρκα του. Ὁ Κύριος τοῦ ἅπλωσε τὸ παντοδύναμο χέρι Τοῦ γιὰ νὰ τὸν σώσει, νὰ τὸν βάλει μέσα στὸ πλοῖο. Ἐκεῖνος ὅμως κατατρυχόταν ἀπὸ τά ἀγαθὰ ποὺ εἶχε βάλει στὴ βάρκα του. Κι ἔτσι ὁ νέος ἄντρας ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό, τὸν Καπετάνιο τοῦ πλοίου τῆς ζωῆς. Χάθηκε στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, γιὰ νὰ πνιγεῖ γρήγορα μαζὶ μὲ τὰ πλούτη του.
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τους μαθηταῖς αὐτοῦ: ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Ματθ. ἴθ’ 23,24). Οὔτε ἕνας μοναδικὸς λόγος ἀπ’ ὅσους εἶπε ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν ἔπεσε μάταια στὴ γῆ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἄν αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἀπευθύνονταν ἄμεσα δὲν ἔκαμαν χρήση τους, ὅμως τὰ χρησιμοποίησαν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἔλαβαν ἔμμεσα. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνονταν ἄμεσα στὸν πλούσιο νέο ἄντρα καὶ ἔμμεσα στοὺς μαθητές. Ὁ νέος ἄντρας δὲν μποροῦσε ν’ ἀξιοποιήσει τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, οἱ μαθητές Του ὅμως μποροῦσαν. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Κύριος, μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ πλούσιου, γύρισε σ’ ἐκείνους καὶ τοὺς ἐξήγησε πόσο δύσκολο εἶναι νὰ μποῦν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν οἱ πλούσιοι.
Τὸ ὅτι δὲν εἶναι ἀδύνατο νὰ μποῦν οἱ πλούσιου στὴν οὐράνια βασιλεία, εἶναι καθαρὸ ἀπὸ τὰ παραδείγματα ποὺ ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πολὺ πλούσιος ἄνθρωπος. Ἡ πίστη του ὅμως τὸν ἔφερνε πιὸ κοντὰ στὸ Θεὸ παρὰ στὰ πλούτη του, πιὸ κοντὰ ἀκόμα κι ἀπό το μονογενῆ γιό του. «Ἐγὼ εἶμι γῆ καὶ σποδός», ἔλεγε μέσα του ὁ Ἀβραάμ, παρὰ τὰ ἀρίφνητα πλούτη τοῦ (Γέν. ἰη’ 27). Ὁ δίκαιος Ἰὼβ ἦταν κι αὐτὸς πραγματικὰ πολὺ πλούσιος. Τὰ πλούτη του ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισαν νὰ ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ὑπακούσει, τόσο στὴν ἐποχὴ τῆς δόξας του ὅσο καὶ στοὺς καιροὺς τῶν βασάνων καὶ τῆς ταπείνωσής του. Ὁ Βοόζ, προπάππος τοῦ Δαβίδ, ἦταν πλούσιος κι αὐτός, ἀλλὰ εὐαρεστοῦσε στὸ Θεὸ μὲ τίς εὐεργεσίες του. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας ἦταν πλούσιος. Τὰ πλούτη του ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισαν ν’ ἀφοσιωθεῖ στὸν Κύριο. Φρόντισε ἰδιαίτερα γιὰ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Κυρίου κι ἔδωσε νὰ ἐνταφιαστεῖ στὸ καινὸ μνῆμα ποὺ εἶχε προετοιμάσει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Πολλοὶ ἄλλοι θεάρεστοι ἄνθρωποι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν πλούσιοι. Σώθηκαν ὅμως, κληρονόμησαν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ καρδιά τους δὲν ἦταν δεμένη στὰ ἐπίγεια πλούτη, ἀλλὰ ἦταν δοσμένη στὸ Χριστό. Ὅλα τὰ ἐγκόσμια ἀγαθὰ τὰ ἔβλεπαν σὰν χῶμα καὶ στάχτη.
Ὁ πλοῦτος δὲν εἶναι κακὸς ἀπὸ μόνος του. Τίποτα ἀπ’ ὅσα δημιούργησε ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κακό. Κακὸ εἶναι τὸ δόσιμο τῶν ἀνθρώπων στὰ πλούτη, στὰ κτήματα καὶ στ’ ἀγαθά. Κακὰ εἶναι τὰ ὀλέθρια πάθη ποὺ ἐνισχύονται ἀπὸ τὰ πλούτη, ὅπως ἡ μοιχεία, ἡ ἀπληστία, ἡ μέθη, ἡ τσιγκουνιά, ἢ αὐτοεκτίμηση, ἡ ματαιότητα, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ περιφρόνηση καὶ ἡ ὑποτίμηση τῶν φτωχῶν, ἡ λήθη κι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό το Θεό. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὴ δύναμη ν’ ἀντισταθοῦν στὸν πειρασμὸ τοῦ πλούτου, νὰ ἐλέγχουν τὸν πλοῦτο τοὺς καὶ νὰ μὴ γίνουν ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι του.
Ὁ πλούσιος ἄνθρωπος δυσκολεύεται κυρίως νὰ νηστεύει. Καὶ χωρὶς νηστεία δὲν ὑπάρχει συγκράτηση τῶν σαρκικῶν παθῶν οὔτε ταπείνωση οὔτε ἀληθινή προσευχή. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος πῶς εἶναι δύσκολο στὸν πλούσιο νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲ λέει ταυτόχρονα ὅμως πῶς εἶναι εὔκολο στοὺς φτωχοὺς νὰ μποῦν στὴν οὐράνια βασιλεία. Ἡ φτώχεια ἔχει κι αὐτὴ τοὺς πειρασμούς της, ὅπως κι ὁ πλοῦτος. Ὁ πλούσιος σώζεται μὲ τίς μεγάλες εὐεργεσίες καὶ μὲ τὴν ταπείνωση τοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ φτωχὸς σώζεται μὲ τὴν ὑπομονή του, τὴν καρτερία του καὶ τὴ σταθερὴ ἐλπίδα του στὸ Θεό. Δὲν ὑπάρχει σωτηρία γιὰ τὸν πλούσιο ποὺ εἶναι μικρόψυχος καὶ ὑπερήφανος, οὔτε γιὰ τὸ φτωχὸ ποὺ γογγύζει συνέχεια καὶ χάνει τὴν ἐλπίδα του στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ πλούσιος κι ὁ φτωχὸς δὲ βρέθηκαν τυχαῖα στὴ γῆ, ἀλλὰ μὲ τὴν πάνσοφη πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Θὰ μποροῦσε ὁ Θεός, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, νὰ κάνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἴσους στὸν πλοῦτο, ἀλλ’ αὐτὸ θὰ ἦταν σκέτη ἀνοησία. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἦταν ἐντελῶς αὐτάρκεις κι ἀνεξάρτητοι, δὲ θὰ εἶχαν καὶ ἕνας τὴν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Καὶ τότε ποιός θά σωζόταν; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ κανείς; Οἱ ἄνθρωποι σώζονται μὲ τὴν ἀλληλεξάρτησή τους. Οἱ πλούσιοι ἐξαρτιοῦνται ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς κι οἱ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους. Οἱ μορφωμένοι ἔχουν ἀνάγκη τοὺς ἀμόρφωτους κι οἱ ἀμόρφωτοι τοὺς μορφωμένους. Οἱ ὑγιεῖς ἔχουν ἀνάγκη τοὺς ἄρρωστους κι οἱ ἄρρωστοι τοὺς ὑγιεῖς. Οἱ ὑλικὲς θυσίες ἀνταμείβονται μὲ πνευματικὰ χαρίσματα. Οἱ πνευματικὲς θυσίες ποὺ γίνονται ἀπὸ τοὺς μορφωμένους, ἀνταμείβονται μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τοὺς ἀμόρφωτους. Οἱ σωματικὲς ὑπηρεσίες ποὺ προσφέρουν οἱ ὑγιεῖς ἀνταμείβονται πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς ἄρρωστους. Ἀντίστροφα, οἱ πνευματικὲς ὑπηρεσίες τῶν ἀρρώστων (ἐπειδὴ θυμίζουν στοὺς ἀνθρώπους το Θεὸ καὶ τὴν Κρίση), ἀνταμείβονται μὲ τίς σωματικὲς ὑπηρεσίες τῶν ὑγιῶν ἀνθρώπων.
Ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀλληλοσυμπλέκονται, ὅπως οἱ κόμποι τοῦ πολύχρωμου χαλιοῦ. Ἕνας κόσμος μονόχρωμος θὰ τύφλωνε ὅλα τὰ μάτια. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ ἕνας πλούσιος μὲ τὴ φιλανθρωπία καὶ μὲ ταπείνωση ἢ νὰ χάσει τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του, ἂν δὲν ὑπῆρχαν φτωχοί; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἢ νὰ χάσει τὴ σωτηρία του μέ το γογγυσμό, τὴν κλοπὴ καὶ τὴ λεηλασία, ἂν δὲν ὑπῆρχαν πλούσιοι; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ ὁ μορφωμένος καὶ σοφὸς μὲ τὴ συμπόνια γιὰ τοὺς ἀμόρφωτους, στηριζόμενος στὴ δική τους δουλειά, ἢ νὰ τὴν χάσει με τὴν περιφρόνησή του στοὺς ἀμόρφωτους, ἂν δὲν ὑπῆρχαν ἀμαθεῖς στὸν κόσμο; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ ὁ ἀμαθὴς ἢ νὰ κολαστεῖ γιὰ τὴν ἀνυπακοή του, το φθόνο καὶ τὴν ἐχθρότητα πρὸς τοὺς εγγράμματους, ἂν δὲν ὑπῆρχαν τέτοιοι; Πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ σωθοῦν οἱ ὑγιεῖς μὲ τὴ συμπόνια καὶ τὴ φιλάνθρωπη φροντίδα τοὺς γιὰ τοὺς ἄρρωστους, ἢ νὰ κολαστοῦν μὲ τὴν ἀποστροφὴ καὶ τὴν ἀδιαφορία τοὺς πρὸς αὐτούς, κομπάζοντας γιὰ τὴ δική τους ὑγεία, ἂν δὲν ὑπῆρχαν ἄρρωστοι; Πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας ἄρρωστος ἄνθρωπος νὰ σωθεῖ μὲ ὑποταγὴ κι εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς ὑγιεῖς ἢ νὰ κολαστεῖ μὲ τὸ μῖσος καί το φθόνο τοῦ πρὸς αὐτούς, ἂν δὲν ὑπῆρχαν ὑγιεῖς;
Ὁ Κύριος χάρισε ἐλεύθερη βούληση στοὺς ἀνθρώπους, σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας μοναδικὸς ἄνθρωπος μπροστὰ στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχουν δυὸ δρόμοι ἀνοιχτοί: ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας κι ὁ δρόμος τῆς ἀπώλειας. Ἐδῶ ἔγκειται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πλούτη μποροῦν νὰ σώσουν ἕναν ἄνθρωπο, μὰ μποροῦν καὶ νὰ τὸν κολάσουν. Ἡ φτώχεια μπορεῖ ἐπίσης νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ τὸν κολάσει. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἄγνοια, τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ὑγεία. Ὅλα ἀνήκουν στὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ νὰ παρακινήσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό, δὲν ἦρθε νὰ τοὺς πιέσει ἢ νὰ τοὺς ἐκβιάσει. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε στό νεαρὸ πλούσιο «ἔσο τέλειος» ἀλλὰ «εἴ θέλεις τέλειος εἶναι».
Εἰ θέλεις. Ἔτσι μιλάει ὁ Θεὸς στὰ ἐλεύθερα καὶ λογικὰ πλάσματά Του. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ βαδίζουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στὸ σωστὸ δρόμο, νὰ σωθοῦν ὅλοι. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει πῶς μπροστὰ στὸν κάθε ἄνθρωπο εἶναι ἀνοιχτὸς κι ὁ δρόμος τῆς ἀπώλειας. Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος:
«Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Μαρτθ. ἴθ’ 24). Τὴ λέξη «κάμηλος», καμήλα, δὲν τὴν χρησιμοποιοῦσαν μόνο γιὰ τὸ γνωστὸ ζῶο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ χοντρὰ σχοινιά, τὰ «παλαμάρια», ποῦ τὰ ἔχουν οἱ ναυτικοὶ γιὰ νὰ δένουν τὰ πλοῖα στὰ λιμάνια, ὥστε νὰ μὴν τὰ παρασύρει ὁ ἄνεμος. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται πῶς ὁ Κύριος εἶχε κατὰ νοῦ τὸ παλαμάρι. Εἶναι πιὸ εὔκολο λοιπὸν νὰ περάσει τὸ χοντρὸ παλαμάρι ἀπὸ τὴν τρῦπα τῆς βελόνας, παρὰ νὰ μπεὶ κάποιος πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκολο, πολὺ δύσκολο, μὰ ὄχι ἀδύνατο. Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ εἶπε Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καλὰ τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καθὼς καὶ πόσο εὔκολα ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου παρασύρεται ἀπὸ τὰ πλούτη καὶ μένει κολλημένη στὴ γῆ.
«Ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτου ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι;» (Ματθ. ιθ’ 25). Γιατί οἱ μαθητὲς ἔνιωσαν τόσο μεγάλη ἔκπληξη, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι εἶχαν κάνει ἤδη αὐτὸ ποὺ ὁ νεαρὸς πλούσιος δὲν μπόρεσε νὰ κάνει; Τὰ εἶχαν ἀφήσει ὅλα καὶ ἀκολούθησαν τὸ Χριστό. Τὸ ἐξηγεῖ αὐτὸ ὑπέροχα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Οἱ μαθητές, γράφει, δὲ φοβήθηκαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους πολλοὶ ἦταν πλούσιοι. Ἔνιωσαν ἔκπληξη καὶ φόβο λοιπὸν ἀπὸ τὰ φοβερὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους. Ὁ Χριστὸς τοὺς ἔστελνε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσουν ἀνθρώπους. Πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ σώσουν τόσους πλούσιους στὸν κόσμο, ἀφοῦ γι’ αὐτοὺς εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ μποῦν στὴ βασιλεία Του; Ἡ ἀγάπη τοὺς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους λοιπὸν πίεζε τὴν ψυχή τους καὶ γι’ αὐτὸ ρώτησαν στὴ συνέχεια: Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; Ἔκαναν λὲς καὶ κεῖνοι ἦταν πιὸ εὔσπλαχνοι ἀπὸ τὸ Χριστό! Λὲς καὶ κεῖνοι εἶχαν περισσότερη ἀγάπη ἀπὸ τὸ Χριστό, τὸν Ἐραστὴ τῆς Ἀνθρωπότητας!
«Ἔμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἔστι, παρὰ δὲ Θεὸ πάντα δυνατὰ ἔστι» (Ματθ. ἴθ ́ 26).
Ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν κοίταξε μόνο τὰ πρόσωπά τους, τὰ μάτια τους. Τὸ βλέμμα Του εἰσχώρησε βαθιὰ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους. Κι ἐκεῖ διάβασε τὴν ἄγνοια καί το φόβο τους. Δὲ γνώριζαν ἀκόμα τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, φοβοῦνταν ὅμως τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀδύνατο στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὸ στὸ Θεό. Καὶ ποιό εἶναι ἀδύνατο στοὺς ἀνθρώπους; Ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, τί καλὸ μποροῦν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ; Τίποτα ἀπολύτως. Χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν οὔτε οἱ φτωχοὶ οὔτε οἱ πλούσιοι. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ἰε’ 5), εἶπε ὁ Κύριος.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ εἶχε νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο ἀλλὰ ζοῦσε γιὰ τὸ Χριστό, ἐπιβεβαίωσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦνται με Χριστῷ» (Φιλ. δ’ 13). Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι δυνατὴ νὰ θερμάνει καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ πλουσιότερου ἀνθρώπου. Νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὰ ἐγκόσμια δεσμά του, νὰ τὸν ἀνυψώσει καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατὰ ἐστι.
Ὁ Θεός μας εἶναι παντοδύναμος. Ὁ παντοδύναμος λόγος Του δημιούργησε τὸν κόσμο. Τὸ παντοδύναμο χέρι Του συγκρατεῖ τὸν οὐράνιο θόλο. Ἐκεῖνος λοιπόν, ὁ παντοδύναμος, μπορεῖ πραγματικὰ νὰ σώσει ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦν τὴ σωτηρία τους. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ θέση μας στὴ γῆ, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ κατάστασή μας ἢ οἱ περιστάσεις, ὁ Παντοδύναμος μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Κι ὄχι ἁπλᾶ μπορεῖ, ἀλλὰ τὸ ἐπιθυμεῖ. Ὁ Θεός μας εἶναι παντοδύναμος, εἶναι πανεύσπλαχνος. Ἐμεῖς ἂς βιαστοῦμε νὰ τὸν συναντήσουμε, γιατί Ἐκεῖνος μᾶς προσκαλεῖ, μᾶς περιμένει. Καὶ μόνο ὅταν βλέπει πῶς ἐμεῖς στρέψαμε τὸ βλέμμα μᾶς πρός ‘Ἐκεῖνον, χαίρεται μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀγγέλους Του.
Ἄς στραφοῦμε πρὸς Αὐτόν, ἂς βαδίζουμε γρήγορα πρὸς τὴν ἀληθινή μας πατρίδα, γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν παντοδύναμο καὶ πανεύσπλαχνο Θεό μας. Ἄς τὸ κάνουμε ὅμως προτοῦ κρούσει τὴν πόρτα μας ὁ θάνατος καὶ μᾶς πεῖ: «Εἶναι πολὺ ἀργά!»
Στὸν παντοδύναμο καὶ πανεύσπλαχνο Θεό μας, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει ὕμνος καὶ δόξα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Εὐλογημένη φτώχεια!
«Εἴ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ» (Ματθ. 19, 21)
Ἀ ΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος περιγράφει τὴ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ ἕνα νέο, ποὺ εἶχε μεγάλη κτηματικὴ περιουσία. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, παρὰ τὰ πλούτη του, ἔδειξε ὅτι τὸν συγκινοῦν καὶ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα. Ἦρθε στὸ Χριστὸ γιὰ νὰ τοῦ ὑποβάλῃ ἕνα ἐρώτημα, ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε Τί πρέπει νὰ κάνω, γιὰ ν’ ἀποκτήσω τὴν αἰώνιο ζωή; (Ματθ. 19, 16).
Ὁ Κύριος τοῦ ὑπενθύμισε τίς ἐντολὲς τοῦ Μωϋσέως, καὶ τέλος τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Ὁ νέος ἀπήντησε, ὅτι τὰ τηρεῖ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἱκανοποιεῖται θέλει κάτι περισσότερο. Βλέποντας τὸ νέο νὰ ἐκφράζῃ ἕνα ἀνώτερο πόθο, ὁ Χριστός του εἶπε: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοί», δηλαδή: Ἄν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε ὅ,τι ἔχει καὶ δός τα στοὺς φτωχούς, καὶ θ’ ἀποκτήσῃς θησαυρὸ στὸ οὐρανό, καὶ γίνε ἀκόλουθός μου (Ματθ. 19, 21). Ὁ νέος ὅμως, ἀκούγοντας τὴν ὑπόδειξη αὐτή, παραδόξως ἄλλαξε διαθέσεις. Ἔδειξε νὰ στενοχωρῆται. Ἔπαυσε ἀμέσως νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ ὑψηλὰ καὶ μεγάλα πράγματα, καὶ κάνοντας μεταβολὴ ἔφυγε περίλυπος. Καὶ σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Ἤν,Ἥν,Ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά» (Ματθ. 19, 23).
Δυστυχῶς ὁ πόθος τῶν κτημάτων νίκησε τὸν πόθο τῆς τελειότητος.
Οἱ ἄνθρωποι τῶν χαμηλῶν κοινωνικῶν στρωμάτων συνήθως μέμφονται τὴ μιζέρια τους, καταριῶνται τὴ φτώχεια τους. Θεωροῦν εὐτυχισμένους καὶ ζηλευτούς τους πλουσίους, ἀξιολύπητο δὲ καὶ ταλαίπωρο τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλ’ ἂς ἐξετάσουμε, εἶνε ἡ φτώχεια κακό;
Κακό, γιὰ ὅσους κρίνουν μὲ τὰ κριτήρια καὶ τὰ σταθμὰ τοῦ κόσμου, εἶνε κάθε τί ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν καλοπέραση, τίς φιλοδοξίες, τὰ συμφέροντα καὶ τὰ κέφια τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ ὅσους ὅμως κρίνουν σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὑπάρχει μεγάλη διαφορά. Γι’ αὐτοὺς κακὸ εἶνε μόνο ὅ,τι προσκρούει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτούς, δηλαδή, κακὸ εἶνε μόνο ἡ ἁμαρτία.
Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν αὐτὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ φτώχεια δὲν εἶνε κακό. Ὁ τρόπος ποὺ ζὴ ἕνας τίμιος φτωχὸς ἄνθρωπος δὲν προσκρούει καθόλου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἡ φτώχεια ἦταν κάτι ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν κατὰ Θεὸν ζωή, τότε ἡ ἁγία Γραφὴ θὰ ζητοῦσε καὶ θὰ ἐπέβαλλε σὲ ὅλους, νὰ προσπαθοῦν νὰ γίνουν πλούσιοι. Ἡ φτώχεια ἀσφαλῶς ἔχει πολλὲς δυσκολίες στὴν καθημερινὴ βιοπάλη ἀπαιτεῖ κόπο καὶ ἱδρῶτα. Τὴν ἐπιτρέπει ὅμως ὁ Θεός, διότι ἀπ’ αὐτὴν ἠθικῶς δὲν ἔχει νὰ βλαβῇ ὁ ἄνθρωπος· ἡ πνευματική του ὑπόσταση καὶ ἡ αἰώνιος ζωή του δὲν κινδυνεύουν.
Ἡ φτώχεια εἶνε ἀκόμη μιὰ κατάσταση ποὺ τὴν ἔζησαν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἅγιοι ἄνθρωποι ἔζησαν μὲ ἰσόβιο σύντροφο τὴ φτώχεια. Ποιόν πρῶτο καὶ ποιόν δεύτερο ν’ ἀναφέρῃ κανείς; Φτωχοὶ ἦταν ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ μνήστωρ ἅγιος Ἰωσήφ, ποὺ τὴ νύκτα τῶν Χριστουγέννων δὲν εὕρισκαν κατάλυμα στὴ Βηθλεέμ. Φτωχὸς ἦταν ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, σὰν τὸν προφήτη Ἠλία, μὲ μόνο κτῆμα τοῦ ἕνα ροῦχο ἀπὸ δέρμα καμήλου. Φτωχὸς ὁ Λάζαρος τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσῃ την πείνα του μὲ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπ’ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Φτωχοὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ποὺ ὅταν κάποτε χρειάστηκε νὰ πληρώσουν φόρο, δὲν εἶχαν (βλ. Ματθ. 17, 24-27), κι ὅταν κάποιος χωλὸς ζητιάνος περίμενε ἐλεημοσύνη ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Πέτρος του εἶπε: «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι…» (Πράξ. 3, 6).
Ἡ ἁγία Γραφὴ ρητῶς μακαρίζει τὴ φτώχεια λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοί…» (Λουκ. 6, 20). Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν δὲ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἐνανθρώπησε, ἔζησε αὐτός, ὁ βασιλεὺς οὐρανοῦ καὶ γῆς, δουλεύοντας σὰν ξυλουργός, σὰν ὁ τελευταῖος φτωχός, καὶ ἔλεγε: «Αἱ ἀλώπεκες φωλέους ἔχουσι καὶ τὰ πετεινά του οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποὺ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8, 20).
Δὲν εἶνε κακὸ ἡ φτώχεια αὐτὴ καθ’ ἑαυτήν, ὅπως δὲν εἶνε κακὸ καὶ ὁ πλοῦτος αὐτὸς καθ’ ἑαυτόν. Ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴ χρήση ποὺ θὰ κάνῃ καὶ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος προσέξῃ, τότε μπορεῖ καὶ ὁ πλοῦτος, ποὺ θὰ διαχειρισθῇ, νὰ μὴ τὸν κάνῃ πλεονέκτη, ὅπως συνέβη λ.χ. στὴν περίπτωσι τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ καὶ ἡ φτώχεια, ποὺ θὰ περάσῃ, νὰ μὴ τὸν κάνῃ γογγυστή, ὅπως συνέβη λ.χ. μὲ τὸν Ἰώβ.
Δὲν εἶνε λοιπὸν κακὸ ἡ φτώχεια. Κι ὄχι μόνο κακὸ δὲν εἶνε, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ αἰτία μεγάλου καλοῦ, μεγάλης πνευματικῆς ὠφελείας. Ἕνας περίφημος ἱεροκῆρυξ, ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, σὲ σχετικὴ ὁμιλία τοῦ μεταξὺ ἄλλων ἀπαριθμεῖ τὰ καλὰ τῆς φτώχειας, τί πλεονεκτήματα ἐξασφαλίζει ἡ φτώχεια σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴν ὑπομένουν μὲ γενναῖο φρόνημα καὶ πίστη στὴ θεία πρόνοια. Ἄς τὸν παρακολουθήσουμε.
Οἱ φτωχοὶ δὲν μποροῦν νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουν πλουσιοπάροχα. Ἡ τροφὴ καὶ τὸ ποτό τους εἶνε λιτά. Εἶνε ἀναγκασμένοι νὰ δουλεύουν καὶ μὲ τὸν ἱδρῶτα τους νὰ βγάζουν τὸ ψωμί τους. «Ἡ ξηροφαγία», λέει ὁ Θεοτόκης, «καὶ ὑδροποσία, ἡ κακουχία καὶ οἱ σωματικοὶ κόποι μαραίνουσι τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν τὴν φλόγα. …Ὅθεν ὁ πτωχὸς δυσκόλως γίνεται ἀσελγής». Μεγάλη ἀρετὴ ἡ ἀρετὴ τῆς ἁγνότητος καὶ τῆς σωφροσύνης. Καὶ κατήντησαν σήμερα πολὺ σπάνιοι οἱ ἐγκρατεῖς ἄνθρωποι. Μεταξὺ λοιπὸν αὐτῶν τῶν σπανίων ἐξαιρέσεων εἶνε περισσότερο φτωχοί. Ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος περιφρονεῖται συνήθως ἀπὸ τοὺς πλουσίους. Αὐτὸ βέβαια τὸν θέτει σὲ δοκιμασία. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅμως τὸν καλλιεργεῖ στὴν ταπείνωσι, ποὺ εἶνε ἡ βάση ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν. «Ἡ εὐτέλεια τῆς πτωχείας, ἡ παραδρομὴ (=παραθεώρησις) καὶ ὁ ἐξευτελισμὸς καὶ ἡ περιφρόνησις τῶν ἀνθρώπων βυθίζουσι τὴν ψυχὴν εἰς τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως. …Πτωχὸν δὲ ὑπερήφανον δυσκόλως εὑρίσκεις». Ἐὰν ἔχῃ κανεὶς τὸ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, τὴν ταπείνωσι, μπορεῖ νὰ οἰκοδομήσῃ μὲ ἀσφάλεια ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τῆς σωτηρίας. Καὶ οἱ φτωχοὶ κατὰ κανόνα ἔχουν αὐτὸ τὸ θεμέλιο.
Ὁ πλοῦτος κατ’ οὐσίαν εἶνε βάρος. Ὁ φτωχὸς εἶνε ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὸ βάρος αὐτὸ καὶ περισσότερο ἐλεύθερος. «Τοῦ πτωχοῦ ἡ καρδία οὐδένα δεσμὸν ἔχει καὶ οὐδένα δεσπότην, ἐπειδὴ οὐδὲν ἔχει δυνάμενον δεσμεῦσαι ἢ ὑποδουλῶσαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ». Ὁ φτωχὸς λοιπὸν εἶνε ἐλεύθερος κι ἀπὸ τὸ φοβερὸ πάθος τῆς πλεονεξίας.
Στὴν κορυφὴ ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶνε ἡ ἀγάπη. Ἀλλοίμονο δέ, ἂν ἡ ἀγάπη ὑποτάσσεται μόνο στὸ ἐγὼ καὶ στὸ συμφέρον. Δὲν εἶνε τότε ἀγάπη ἀληθινή. Εἶνε φιλαυτία. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶνε ἐλεύθερη ἀπὸ προσωπικὰ συμφέροντα. Στρέφεται μὲ προθυμία πρὸς τὸν πλησίον καὶ ὁλόψυχα πρός το Θεό. Καὶ ἐδῶ λοιπὸν ὁ φτωχὸς δὲν ὑστερεῖ. «Ἡ ἀγάπη τοῦ πτωχοῦ ἔστιν ἐλευθέρα καὶ ἀδούλωτος… Ὁ πτωχὸς μετὰ μεγάλης εὐκολίας ἀγαπᾷ τὸν Θεὸν ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ διανοίας καὶ ἰσχύος». Ὁ φτωχὸς ὡς ἀδύνατος ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν ἀγαποῦν, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἀρνεῖται τὴν ἀγάπη του σὲ κανένα.
Τέλος ὁ Θεοτόκης σημειώνει: «Ὁ πτωχὸς εὐκολώτερον ἀναβαίνει εἰς τὴν ἐνδεχομένην (=δυνατὴν) τοὺς ἀνθρώποις τελειότητα διὰ τοῦτο οὔν εἶπεν ὁ Κύριος ἡμῶν: “Εἰ,Εἶ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς”» (Ματθ. 19, 21). Αὐτὴ εἶνε καὶ ἡ γενικὴ κρίσις τοῦ Νικηφόρου Θεοτόκη: «Ἡ πτωχεία ἀναβιβάζει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν τελειότητα».
Ἀγαπητοί μου,
Οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ εἴμαστε φτωχοί. Ὅσοι λοιπὸν ἀνήκουμε στὴν τάξη τῶν φτωχῶν, ἂς μὴ γογγύζουμε καὶ ἂς μὴν καταρώμεθα τὴ φτώχεια μας. Ἀντιθέτως, ἂς δοξάζουμε το Θεὸ καὶ ἂς χαιρώμεθα γι’ αὐτήν. Ἄν εἴχαμε χρήματα καὶ ἤμασταν πλούσιοι, ἴσως νὰ μὴν ἤμασταν τόσο κοντὰ στὸ Θεό. Πολλοί, ποὺ ἦρθαν ἀπότομα στὰ χέρια τους χρήματα πολλά, ἔχασαν τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ τους, ἔπεσαν στὴν πλεονεξία, στὴ ματαιοδοξία, στὴν ἀπιστία. Ἀντιθέτως ἡ φτώχεια εἶνε καμίνι, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ χριστιανὸς καθαρίζεται καὶ ἡ ἀξία του λάμπει περισσότερο.
Προσοχὴ ὅμως, διότι ἡ φτώχεια εἶνε δύο εἴδῶν. Ὑπάρχει φτώχεια ἀκούσια, καὶ φτώχεια ἑκούσια. Ἡ ἀκούσια φτώχεια μπορεῖ νὰ προκαλέσῃ γογγυσμὸ καὶ μεμψιμοιρία. Ἡ ἑκούσια φτώχεια εἶνε ἡ φτώχεια ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Eκείνος «δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν» (Β’ Κορ. 8, 9). Αὐτὴ ἡ φτώχεια εἶνε ἐκείνη ποὺ δίδαξαν οἱ ἀπόστολοι καὶ αὐτὴν ἀξίζει νὰ ζηλεύουμε, ὅπως λέει ὁ ἰ. Χρυσόστομος: «Ἐννόησον τὸν Παῦλον, τὸν Πέτρον ἐννόησον τὸν Ἰωάννην, τὸν Ἠλίαν μᾶλλον δὲ αὐτὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν οὐκ ἔχοντα ποὺ τὴν κεφαλὴν κλῖναι. Ἐκείνου ζηλωτὴς γενοῦ, καὶ τῶν ἐκείνου δούλων, καὶ τὸν ἄφατον τούτων φαντάζου πλοῦτον» (εἵς Ματθ. ὀμ. ΞΓ’ 4 Ε.Π.Ε. 11[42], 504). Αὐτὴ ἡ φτώχεια, ἢ ἑκούσια, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸν πιὸ μεγάλο πλοῦτο.
Τέλος, ὅσοι ἀνήκουν στὴν τάξη τῶν εὐπόρων, αὐτοί, ἂν θέλουν νὰ εἶνε χριστιανοί, ἂς κάνουν δύο πράγματα. Πρῶτον ἂς ἀναγνωρίσουν τὸ μεγαλεῖο τῶν ἑκουσίως φτωχῶν κι ἂς τοὺς θαυμάσουν γιὰ τὴν ἀνωτερότητά τους. Καὶ δεύτερον ἂς ἀρχίσουν νὰ τοὺς μιμοῦνται. Ἄς ἀρχίσουν νὰ γίνωνται κι αὐτοὶ λιγώτερο πλούσιοι καὶ περισσότερο φτωχοί, ἑκουσίως φτωχοί, ἀσκῶντας τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης καὶ τῆς ἐλεημοσύνης.