ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΚΑ΄ 33 — 42)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παρα­βο­λὴν ταύ­την· ἄνθρω­πος τις ἦν οἰκο­δε­σπό­της, ὅστις ἐφύ­τευ­σεν ἀμπε­λῶ­να καὶ φραγ­μὸν αὐτῷ περιέ­θη­κε καὶ ὤρυ­ξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκο­δό­μη­σεν πύρ­γον, καὶ ἐξέ­δο­το αὐτὸν γεωρ­γοῖς, καὶ ἀπε­δή­μη­σεν. 34ὅτε δὲ ἤγγι­σεν ὁ και­ρὸς τῶν καρ­πῶν, ἀπέ­στει­λε τοὺς δού­λους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωρ­γοὺς λαβεῖν τοὺς καρ­ποὺς αὐτοῦ. 35καὶ λαβόν­τες οἱ γεωρ­γοὶ τοὺς δού­λους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδει­ραν, ὃν δὲ ἀπέ­κτει­ναν, ὃν δὲ ἐλι­θο­βό­λη­σαν. 36πάλιν ἀπέ­στει­λεν ἄλλους δού­λους πλεί­ο­νας τῶν πρώ­των, καὶ ἐποί­η­σαν αὐτοῖς ὡσαύ­τως. 37ὕστε­ρον δὲ ἀπέ­στει­λε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντρα­πή­σον­ται τὸν υἱόν μου. 38οἱ δὲ γεωρ­γοὶ ἰδόν­τες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυ­τοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κλη­ρο­νό­μος· δεῦ­τε ἀπο­κτεί­νω­μεν αὐτὸν καὶ κατά­σχω­μεν τὴν κλη­ρο­νο­μί­αν αὐτοῦ. 39καὶ λαβόν­τες αὐτὸν ἐξέ­βα­λον ἔξω τοῦ ἀμπε­λῶ­νος καὶ ἀπέ­κτει­ναν. 40ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπε­λῶ­νος, τί ποι­ή­σει τοῖς γεωρ­γοῖς ἐκεί­νοις; 41λέγου­σιν αὐτῷ· Κακοὺς κακῶς ἀπο­λέ­σει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπε­λῶ­να ἐκδώ­σε­ται ἄλλοις γεωρ­γοῖς, οἵτι­νες ἀπο­δώ­σου­σιν αὐτῷ τοὺς καρ­ποὺς ἐν τοῖς και­ροῖς αὐτῶν. 42λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐδέ­πο­τε ἀνέ­γνω­τε ἐν ταῖς γρα­φαῖς, λίθον ὃν ἀπε­δο­κί­μα­σαν οἱ οἰκο­δο­μοῦν­τες, οὗτος ἐγε­νή­θη εἰς κεφα­λὴν γωνί­ας· παρὰ Κυρί­ου ἐγέ­νε­το αὕτη, καὶ ἔστι θαυ­μα­στὴ ἐν ὀφθαλ­μοῖς ἡμῶν;

33 Ακού­στε και άλλην παρα­βο­λήν· ένας άνθρω­πος οικο­δε­σπό­της εφύ­τευ­σε αμπέ­λι και ύψω­σε γύρω από αυτό φρά­κτην και έσκα­ψε μέσα εις αυτό πατη­τή­ρι και δεξα­μέ­νην και έκτι­σε πύρ­γον, δια να μένουν οι εργά­ται και οι φύλα­κες· ενοι­κί­α­σε αυτό εις γεωρ­γούς και ανε­χώ­ρη­σε εις άλλην χώραν. 34 Οταν δε επλη­σί­α­σε ο και­ρός του τρυ­γη­τού, έστει­λε τους δού­λους του στους γεωρ­γούς, δια να πάρουν τους καρ­πούς που εδι­καιού­το. 35 Οι δε γεωρ­γοί, μοχθη­ροί και άπλη­στοι, συνέ­λα­βαν τους δού­λους και άλλον μεν έδει­ραν, άλλον δε εφό­νευ­σαν, άλλον δε ελι­θο­βό­λη­σαν. 36 Παλιν ο οικο­δε­σπό­της έστει­λε άλλους δού­λους περισ­σο­τέ­ρους από τους πρώ­τους και έκα­μαν εις αυτούς τα ίδια. 37 Υστε­ρα δε έστει­λε προς αυτούς τον υιόν του λέγων· Οι άνθρω­ποι αυτοί θα εντρα­πούν του­λά­χι­στον το παι­δί μου. 38 Οι γεωρ­γοί όμως, όταν είδαν τον υιόν, είπαν μετα­ξύ των· Αυτός είναι ο κλη­ρο­νό­μος· ελά­τε, ας τον φονεύ­σω­μεν και ας κατα­λά­βω­μεν ορι­στι­κά πλέ­ον ημείς την κλη­ρο­νο­μί­αν του. 39 Και αφού τον συνέ­λα­βαν, τον έβγα­λαν έξω από το αμπέ­λι και εκεί τον εφόνευσαν”.(Κακοί γεωρ­γοί, οι πνευ­μα­τι­κοί άρχον­τες του Ισρα­ήλ, ασε­βείς και αχά­ρι­στοι προς τον οικο­δε­σπό­την, εξε­με­ταλ­λεύ­ον­το την άμπε­λον, δηλα­δή τον Ιου­δαϊ­κόν λαόν, εκα­κο­ποιού­σαν και εφό­νευον τους προ­φή­τας, που έστελ­λε ο Θεός, και τέλος θα εφό­νευαν με σταυ­ρι­κόν θάνα­τον τον υιόν του Θεού, τον Χρι­στόν, έξω από την Ιερου­σα­λήμ, δια να μεί­νουν ανε­νό­χλη­τοι εκμε­ταλ­λευ­ταί της αμπέ­λου του Θεού). 40 Μετά την διή­γη­σιν της παρα­βο­λής ηρώ­τη­σε τους αρχιε­ρείς και πρε­σβυ­τέ­ρους του λαού ο Χρι­στός· “όταν λοι­πόν έλθη ο κύριος του αμπε­λώ­νος, τι θα κάμη στους γεωρ­γούς εκεί­νους;” 41 Και αυτοί του απήν­τη­σαν· “τόσον κακοί που υπήρ­ξαν, κακώς θα τους εξο­λο­θρεύ­ση και θα εμπι­στευ­θή εις άλλους γεωρ­γούς τον αμπε­λώ­να, οι οποί­οι θα δώσουν εις αυτόν τους καρ­πούς εις τας καταλ­λή­λους επο­χάς”. 42 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ουδέ­πο­τε λοι­πόν εδια­βά­σα­τε εις τας Γρα­φάς· λίθον, δηλα­δή εμέ, τον οποί­ον απέρ­ρι­ψαν ως ακα­τάλ­λη­λον οι κτί­σται, σεις οι οικο­δό­μοι του λαού, έγι­νε ακρο­γω­νιαί­ος λίθος εις την πνευ­μα­τι­κήν οικο­δο­μήν του Θεού, δηλα­δή εις την Εκκλη­σί­αν, η οποία έγι­νε παρά του Θεού και είναι αξιο­θαύ­μα­στη στους οφθαλ­μούς μας;

33 Άλλη παρα­βο­λή ακού­στε. Ήταν κάποιος νοι­κο­κύ­ρης, ο Θεός δηλα­δή, ο οποί­ος φύτε­ψε αμπέ­λι, δηλα­δή το ιου­δαϊ­κό έθνος. Κι έδει­ξε ιδιαί­τε­ρη φρον­τί­δα γι’ αυτό. Έβα­λε δηλα­δή τρι­γύ­ρω του φρά­κτη κι έσκα­ψε μέσα σ’ αυτό πατη­τή­ρι, έκτι­σε πύρ­γο για να μένουν οι φύλα­κες και εργά­τες, και το εμπι­στεύ­θη­κε σε γεωρ­γούς, στους αρχιε­ρείς και στους άρχον­τες του λαού, κι ανα­χώ­ρη­σε σε άλλη χώρα. 34 Όταν πλη­σί­α­σε ο και­ρός της σοδειάς, απέ­στει­λε τους δού­λους του, τους προ­φή­τες, στους γεωρ­γούς για να παρα­λά­βουν τους καρ­πούς του? για να δια­πι­στώ­σουν δηλα­δή την αφο­σί­ω­σή τους στο Θεό και τα έργα της αρε­τής που όφει­λε ο λαός αυτός ύστε­ρα από την τόση εύνοια και πρό­νοια του Θεού να καρ­πο­φο­ρή­σει σαν ένα καλ­λιερ­γη­μέ­νο πνευ­μα­τι­κό αμπέ­λι. 35 Όμως οι γεωρ­γοί, οι άρχον­τες δηλα­δή του Ισρα­ήλ, αφού συνέ­λα­βαν τους δού­λους του, άλλον τον έδει­ραν, άλλον τον σκό­τω­σαν κι άλλον τον λιθο­βό­λη­σαν. 36 Ξανά­στει­λε ο ιδιο­κτή­της του αμπε­λιού άλλους δού­λους περισ­σό­τε­ρους απ’ τους πρώ­τους, κι έκα­ναν και σ’ αυτούς τα ίδια. 37 Ύστε­ρα απέ­στει­λε σ’ αυτούς το γιο του λέγον­τας: Πρέ­πει του­λά­χι­στον οι άνθρω­ποι αυτοί να ντρα­πούν το γιο μου. 38 Οι γεωρ­γοί όμως, όταν είδαν το γιο, τον Ιησού Χρι­στό δηλα­δή, τον εναν­θρω­πή­σαν­τα υιό του Θεού, είπαν μετα­ξύ τους: Αυτός είναι ο κλη­ρο­νό­μος? ελά­τε, ας τον σκο­τώ­σου­με κι ας αρπά­ξου­με την κλη­ρο­νο­μιά του, για να γίνου­με έτσι ανε­νό­χλη­τοι πλέ­ον κύριοι και εκμε­ταλ­λευ­τές της ιου­δαϊ­κής συνα­γω­γής. 39 Κι αφού τον έπια­σαν, τον έβγα­λαν έξω από το αμπέ­λι και τον σκό­τω­σαν. 40 Όταν λοι­πόν έλθει ο κύριος του αμπε­λιού, τί είναι δίκαιο να κάνει στους καλ­λιερ­γη­τές εκεί­νους; 41 Του απαν­τούν: Θα εξο­λο­θρεύ­σει με τον χει­ρό­τε­ρο θάνα­το αυτούς που είναι τόσο κακοί. Και το αμπέ­λι θα το νοι­κιά­σει σε άλλους γεωρ­γούς, οι οποί­οι θα του δώσουν τους οφει­λό­με­νους καρ­πούς στην κατάλ­λη­λη επο­χή. Πράγ­μα­τι λοι­πόν, αφού εξο­λό­θρευ­σε τους Ιου­δαί­ους και κατέ­στρε­ψε με τους Ρωμαί­ους την Ιερου­σα­λήμ, παρέ­δω­σε το αμπέ­λι του, δηλα­δή τον νέο Ισρα­ήλ της χάρι­τος, στους Απο­στό­λους και τους δια­δό­χους τους για να το καλ­λιερ­γούν καρ­πο­φό­ρα. 42 Τους λέει ο Ιησούς: Δεν δια­βά­σα­τε ποτέ στις Γρα­φές: Λίθο τον οποίο απέρ­ρι­ψαν ως ακα­τάλ­λη­λο οι κτί­στες, αυτός έγι­νε κεφα­λή όλης της οικο­δο­μής και ακρο­γω­νιαί­ος λίθος. Ο Κύριος το έκα­νε αυτό, και είναι θαυ­μα­στό στα μάτια μας, στα μάτια των πιστών. Δηλα­δή, ενώ αυτοί που με τη διδα­σκα­λία τους έχουν ως έργο και καθή­κον να σας οικο­δο­μούν με απέρ­ρι­ψαν ως ακα­τάλ­λη­λο λίθο στην οικο­δο­μή του Θεού, εγώ έγι­να κεφα­λή της όλης οικο­δο­μής και συνέ­νω­σα τους λαούς σε μία Εκκλη­σία. Το θαυ­μα­στό αυτό γεγο­νός μπρο­στά στα μάτια όλων των πιστών το έκα­νε ο Κύριος.

33 «Ἀλλη παρα­βο­λὴ ἀκού­σε­τε: Ἦταν κάποιος ἄνθρω­πος νοι­κο­κύ­ρης, ὁ ὁποῖ­ος φύτευ­σε ἀμπέ­λι, καὶ τὸ περί­φρα­ξε, καὶ ἔσκα­ψε καὶ ἔκα­νε σ᾽ αὐτὸ πατη­τή­ρι, καὶ ἔκτι­σε πύρ­γο, καὶ τὸ νοί­κια­σε σὲ γεωρ­γούς, καὶ ἔφυ­γε σὲ ἄλλο τόπο. 34 Ὅταν δὲ πλη­σί­α­σε ὁ και­ρὸς τῆς ἐσο­δεί­ας, ἀπέ­στει­λε τοὺς δού­λους του πρὸς τοὺς γεωρ­γούς, γιὰ νὰ πάρουν τὸ μερί­διό του ἀπὸ τοὺς καρ­πούς. 35 Ἀλλ᾽ οἱ γεωρ­γοὶ­ἔ­πια­σαν τοὺς δού­λους του, καὶ ἄλλον μὲν κτύ­πη­σαν, ἄλλον δὲ φόνευ­σαν, καὶ ἄλλον λιθο­βό­λη­σαν. 36 Πάλι ἀπέ­στει­λε ἄλλους δού­λους, περισ­σο­τέ­ρους ἀπὸ τοὺς πρώ­τους, ἀλλ᾽ἔκαναν σ᾽ αὐτοὺς τὰ ἴδια. 37 Ὕστε­ρα δὲ ἀπέ­στει­λε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱό του λέγον­τας: “Θὰ σεβα­σθοῦν τὸν υἱό μου”. 38 Ἀλλ᾽ οἱ γεωρ­γοί, ὅταν εἶδαν τὸν υἱό, εἶπαν μετα­ξύ τους: “Ἀὐτὸς εἶναι ὁ κλη­ρο­νό­μος. Ἐμπρὸς νὰ τὸν σκο­τώ­σω­με, καὶ νὰ ἁρπά­ξω­με τὴν κλη­ρο­νο­μία του”. 39 Καὶ τὸνἔ­πια­σαν, καὶ τὸνἔ­βγα­λα­νἔ­ξω ἀπὸ τὸ ἀμπέ­λι, καὶ τὸν σκό­τω­σαν. 40 Ὅταν λοι­πὸ­νἔλ­θῃ ὁ ἰδιο­κτή­της τοῦ ἀμπε­λιοῦ, τί θὰ κάνῃ στοὺς γεωρ­γοὺς ἐκεί­νους;». 41 Τοῦ λέγουν: «Σὰν κακοὺς μὲ κακὸ τρό­πο θὰ τοὺς ἐξον­τώ­σῃ, καὶ τὸ ἀμπέ­λι θὰ ἐνοι­κιά­σῃ σὲ ἄλλους γεωρ­γούς, οἱ ὁποῖ­οι θὰ τοῦ δώσουν τοὺς ὀφει­λο­μέ­νους καρ­ποὺς στὸν και­ρό τους». 42 Τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Δὲν δια­βά­σα­τε ποτὲ στὶς Γρα­φές, “Ὁ λίθος, τὸν ὁποῖ­ον ἀπέρ­ρι­ψαν οἱ οἰκο­δό­μοι, αὐτὸς ἔγι­νε ἀκρο­γω­νιαῖ­ος λίθος· ἀπὸ τὸν Κύριο ἔγι­νε αὐτό, καὶ εἶναι θαυ­μα­στὸ στὰ μάτια μας”;

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ

«λλην παρα­βολν κού­σα­τε. νθρω­πός τις ν οκοδε­σπό­της, στις φύτευ­σεν μπελνα κα φραγμν ατ περιέ­θη­κε κα ρυξεν ν ατ ληνν κα κοδό­μη­σε πύρ­γον, κα ξέδο­το ατν γεωρ­γος κα πεδή­μη­σεν(:Ακού­στε και άλλη παρα­βο­λή: Ένας άνθρω­πος οικο­δε­σπό­της φύτε­ψε αμπέ­λι και ύψω­σε γύρω από αυτό ένα φρά­κτη και έσκα­ψε μέσα σε αυτό ένα πατη­τή­ρι και μία δεξα­με­νή και έκτι­σε πύρ­γο, για να μένουν οι εργά­τες και οι φύλα­κες· εμπι­στεύ­τη­κε αυτό σε κάποιους γεωρ­γούς και ανα­χώ­ρη­σε σε άλλη χώρα).

τε δ γγι­σεν καιρς τν καρπν, πέστει­λε τος δού­λους ατο πρς τος γεωρ­γος λαβεν τος καρ­πος ατο(:Όταν λοι­πόν πλη­σί­α­σε ο και­ρός του τρυ­γη­τού, έστει­λε τους δού­λους του στους γεωρ­γούς, για να πάρουν τους καρ­πούς που αυτός δικαιούν­ταν). Κα λαβόν­τες ο γεωρ­γο τος δού­λους ατο ν μν δει­ραν, ν δ πέκτει­ναν, ν δ λιθο­βό­λη­σαν(:Οι γεωρ­γοί, όμως, όντας μοχθη­ροί και άπλη­στοι, συνέ­λα­βαν τους δού­λους και άλλον έδει­ραν, άλλον φόνευ­σαν, άλλον λιθο­βό­λη­σαν). πάλιν πέστει­λεν λλους δού­λους πλεί­ο­νας τν πρώ­των, κα ποί­η­σαν ατος σαύ­τως(:Πάλι ο οικο­δε­σπό­της έστει­λε άλλους δού­λους, περισ­σο­τέ­ρους από τους πρώ­τους και έκα­μαν και σε αυτούς τα ίδια). στε­ρον δ πέστει­λε πρς ατος τν υἱὸν ατο λέγων· ντρα­πή­σον­ται τν υόν μου(:Ύστε­ρα πάλι έστει­λε προς αυτούς τον υιό του λέγον­τας: ‘’Οι άνθρω­ποι αυτοί θα ντρα­πούν του­λά­χι­στον το παι­δί μου’’). Ο δ γεωρ­γο δόν­τες τν υἱὸν επον ν αυτος· οτός στιν κλη­ρο­νό­μος· δετε ποκτεί­νω­μεν ατν κα κατά­σχω­μεν τν κλη­ρο­νο­μί­αν ατο(:Οι γεωρ­γοί όμως, όταν είδαν τον υιό, είπαν μετα­ξύ τους: ‘’Αυτός είναι ο κλη­ρο­νό­μος· ελά­τε, ας τον φονεύ­σου­με και ας κατα­λά­βου­με ορι­στι­κά πλέ­ον εμείς την κλη­ρο­νο­μία του). Κα λαβόν­τες ατν ξέβα­λον ξω το μπελνος, κα πέκτει­ναν(:Και αφού τον συνέ­λα­βαν, τον έβγα­λαν έξω από το αμπέ­λι και εκεί τον φόνευ­σαν).

ταν ον λθ κύριος το μπελνος, τί ποι­ή­σει τος γεωρ­γος κεί­νοις;(: Μετά από τη διή­γη­ση της παρα­βο­λής ρώτη­σε ο Χρι­στός τους αρχιε­ρείς και πρε­σβυ­τέ­ρους του λαού: “Όταν λοι­πόν έλθει ο κύριος του αμπε­λώ­να, τι θα κάμει στους γεωρ­γούς εκεί­νους;”). Λέγου­σιν ατ· κακος κακς πολέ­σει ατούς, κα τν μπελνα κδώ­σε­ται λλοις γεωρ­γος, οτινες ποδώ­σου­σιν ατ τος καρ­πος ν τος και­ρος ατν(:Και αυτοί του απάν­τη­σαν: “τόσο κακοί που υπήρ­ξαν, με τον χει­ρό­τε­ρο θάνα­το θα τους εξο­λο­θρεύ­σει και θα εμπι­στευ­τεί σε άλλους γεωρ­γούς τον αμπε­λώ­να, οι οποί­οι θα δώσουν σε αυτόν τους οφει­λό­με­νους καρ­πούς στην κατάλ­λη­λη επο­χή”).

Λέγει ατος ησος· οδέπο­τε νέγνω­τε ν τας γρα­φας, λίθον ν πεδο­κί­μα­σαν ο οκοδο­μοντες, οτος γενή­θη ες κεφαλν γωνί­ας· παρ Κυρί­ου γένε­το ατη, κα στι θαυ­μαστ ν φθαλ­μος μν;(:Λέγει σε αυτούς ο Ιησούς: “Ουδέ­πο­τε λοι­πόν δια­βά­σα­τε στις Γρα­φές: «Λίθο, [δηλα­δή Εμέ­να], τον οποίο απέρ­ρι­ψαν ως ακα­τάλ­λη­λο οι χτί­στες, [εσείς, δηλα­δή, οι οικο­δό­μοι του λαού], έγι­νε ακρο­γω­νιαί­ος λίθος στην πνευ­μα­τι­κή οικο­δο­μή του Θεού, [δηλα­δή στην Εκκλη­σία] η οποία έγι­νε παρά του Θεού και είναι αξιο­θαύ­μα­στη στους οφθαλ­μούς μας;»).Δι τοτο λέγω μν τι ρθή­σε­ται φ᾿ μν βασι­λεία το Θεο κα δοθή­σε­ται θνει ποιοντι τος καρ­πος ατς(:Για τού­το σας λέγω ότι θα αφαι­ρε­θεί από σας η βασι­λεία [και η ιδιαί­τε­ρη προ­στα­σία] του Θεού και θα δοθεί σε έθνος, που θα παρά­γει καρ­πούς [δηλα­δή έργα αγα­θά, που είναι οι καρ­ποί της βασι­λεί­ας αυτής])· κα πεσν π τν λίθον τοτον συν­θλα­σθή­σε­ται· φ᾿ ν δ᾿ ν πέσ, λικμή­σει ατόν(:Και εκεί­νος, ο οποί­ος θα πέσει με εχθρι­κές δια­θέ­σεις εναν­τί­ον του ακρο­γω­νιαί­ου αυτού λίθου, θα κατα­τσα­κι­στεί. Και σε όποιον πέσει επά­νω ο βαρύς αυτός λίθος, θα τον κάμει συν­τρίμ­μια και σκό­νη[Όποιος δηλα­δή πολε­μή­σει τον Χρι­στό, θα αντι­κρί­σει την οργή Του και θα κατα­λή­ξει στον όλε­θρο και τον αφα­νι­σμό]).

Κα κού­σαν­τες ο ρχιε­ρες κα ο Φαρι­σαοι τς παρα­βολς ατο γνω­σαν τι περ ατν λέγει· κα ζητοντες ατν κρατσαι φοβή­θη­σαν τος χλους πειδ ς προ­φή­την ατν εχον(:Και όταν άκου­σαν οι αρχιε­ρείς και οι Φαρι­σαί­οι τις παρα­βο­λές Του, εννόη­σαν πλέ­ον ότι γι’ αυτούς ομι­λεί και σε αυτούς ανα­φέ­ρε­ται. Και παρό­λο που ζητού­σαν να τον συλ­λά­βουν, δεν τόλ­μη­σαν, επει­δή φοβή­θη­καν τον λαό, ο οποί­ος Τον θεω­ρού­σε προ­φή­τη και Τον τιμού­σε)»[Ματθ.21,33–46], [ερμη­νεία Πανα­γιώ­του Τρεμ­πέ­λα].

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Πολ­λά υπαι­νίσ­σε­ται με την παρα­πά­νω παρα­βο­λή ο Κύριος· την πρό­νοια του Θεού που έδει­ξε προς τους Ιου­δαί­ους από ψηλά, τη φονι­κή διά­θε­ση που είχαν από την αρχή οι Ιου­δαί­οι, το ότι δεν παρα­λεί­φθη­κε τίπο­τε από όσα έπρε­πε για τη φρον­τί­δα τους, το ότι όχι μόνο δεν τους απο­στρά­φη­κε ο Θεός και όταν ακό­μη φόνευ­σαν τους προ­φή­τες, αλλά απέ­στει­λε ακό­μη και τον Υιό του για να τους βοη­θή­σει να σωθούν· το ότι ένας και ο αυτός είναι ο Θεός της Παλαιάς και της Και­νής Δια­θή­κης, το ότι θα επι­τύ­χει με τον θάνα­τό Του πολ­λά, το ότι οι Ιου­δαί­οι υφί­σταν­ται τη βαριά τιμω­ρία για τη σταύ­ρω­ση και το τόλ­μη­μά τους εκεί­νο· την πρό­σκλη­ση των εθνών και την έκπτω­ση των Ιου­δαί­ων. Γι’ αυτό και τοπο­θε­τεί την παρα­βο­λή αυτή στη σει­ρά αμέ­σως μετά από αυτήν που είχε προ­η­γη­θεί(: η παρα­βο­λή των δύο γιων, που ο ένας αρχι­κά είπε ότι θα έκα­νε το θέλη­μα του πατέ­ρα του και δεν το έκα­νε, ενώ ο δεύ­τε­ρος ήταν αυτός που μολο­νό­τι αρχι­κά αρνή­θη­κε, έπει­τα μετα­νόη­σε και το έκα­νε: Ματθ.21,28–32), για να δεί­ξει ότι το έγκλη­μα των Ιου­δαί­ων είναι πολύ μεγά­λο και δύσκο­λα συγ­χω­ρεί­ται.

Πώς και με ποιο τρό­πο επι­τυγ­χά­νει να το δεί­ξει αυτό; Διό­τι, ενώ τόσο πολύ τους φρόν­τι­σε ο Θεός, εντού­τοις τους υπο­σκέ­λι­σαν οι πόρ­νες και οι τελώ­νες και μάλι­στα τους υπο­σκέ­λι­σαν σε πολύ μεγά­λο βαθ­μό. Πρό­σε­χε όμως και του Θεού τη μεγά­λη πρό­νοια γι΄αυτούς και την απε­ρί­γρα­πτη αδρά­νειά τους. Πραγ­μα­τι­κά, αυτά που ήσαν έργο και απο­στο­λή των γεωρ­γών, τα ανέ­λα­βε και τα έκα­νε ο Ίδιος· τοπο­θέ­τη­σε δηλα­δή τον φρά­κτη, φύτε­ψε την άμπε­λο και όλα τα άλλα που έκα­νε· σε αυτούς άφη­σε ένα μικρό έργο, το να φρον­τί­ζουν για την άμπε­λο και να δια­φυ­λά­ξουν αυτά που τους εμπι­στεύ­τη­κε· διό­τι τίπο­τε δεν παρα­λεί­φθη­κε, αλλά τα πάν­τα έγι­ναν στην εντέ­λεια. Και όμως ούτε και έτσι κέρ­δι­σαν τίπο­τε, και όλα αυτά παρά τις τόσες ευερ­γε­σί­ες και την τόση φρον­τί­δα και επι­μέ­λεια εκ μέρους του Θεού γι’ αυτούς· διό­τι, όταν εξήλ­θαν από την Αίγυ­πτο, και νόμο τούς έδω­σε, και πόλη τούς έκτι­σε, και ναό τούς οικο­δό­μη­σε, και θυσια­στή­ριο τούς κατα­σκεύ­α­σε. «Κα πεδή­μη­σεν (:Και έφυ­γε για άλλη χώρα)», δηλα­δή έδει­ξε μακρο­θυ­μία, δεν τους τιμω­ρού­σε πάν­το­τε αμέ­σως μετά τη διά­πρα­ξη των αμαρ­τιών· δηλα­δή «απο­δη­μία» απο­κα­λεί τη μεγά­λη μακρο­θυ­μία Του.

Και «πέστει­λε τος δού­λους ατο(:απέ­στει­λε τους δού­λους του)», δηλα­δή τους προ­φή­τες, «λαβεν τος καρ­πος ατο(:για να παρα­λά­βουν τους καρ­πούς που του ανή­καν)», δηλα­δή την υπα­κοή που θα απο­δει­κνυό­ταν με τα αγα­θά έργα τους. Οι Ιου­δαί­οι όμως και στην περί­πτω­ση αυτή έδει­ξαν την κακία τους, όχι μόνο διό­τι δεν απέ­δω­σαν τους καρ­πούς, αν και έτυ­χαν τόσης μεγά­λης φρον­τί­δας εκ μέρους του Θεού, πράγ­μα που απο­δει­κνύ­ει την αδια­φο­ρία τους, αλλά και με το ότι φέρ­θη­καν με σκλη­ρό­τη­τα προς τους απε­σταλ­μέ­νους Το· διό­τι εκεί­νοι που δεν είχαν να δώσουν καρ­πούς, μολο­νό­τι ήσαν οφει­λέ­τες, δεν έπρε­πε να αγα­να­κτούν, ούτε να επι­δει­κνύ­ουν σκλη­ρό­τη­τα και αγριό­τη­τα, αλλά να παρα­κα­λούν για έλε­ος. Αυτοί όμως, όχι μόνο αγα­νά­κτη­σαν, αλλά και γέμι­σαν τα χέρια τους με αίμα, και, αν και έπρε­πε οι ίδιοι ως ένο­χοι να τιμω­ρη­θούν, ζήτη­σαν αυτοί να γίνουν τιμω­ροί. Για τού­το έστει­λε και δεύ­τε­ρους και τρί­τους απε­σταλ­μέ­νους, για να απο­δει­χθεί και η κακία τους και η φιλαν­θρω­πία του Θεού.

Και για­τί δεν έστει­λε από την αρχή τον Υιό Του, για να έλθουν σε επί­γνω­ση του εαυ­τού τους από όσα έκα­ναν εις βάρος των απε­σταλ­μέ­νων Του και αφού αφή­σουν την οργή τους, να ντρα­πούν Αυτόν, όταν θα ερχό­ταν; Υπάρ­χουν βέβαια και άλλοι λόγοι, αλλά τώρα επί του παρόν­τος ας προ­χω­ρή­σου­με στη συνέ­χεια της παρα­βο­λής. Τι σημαί­νει λοι­πόν η φρά­ση: «ντρα­πή­σον­ται τν υόν μου(:Ίσως να ντρα­πούν τον Υιό μου)»; Δεν σημαί­νει ότι είχε άγνοια ο Θεός για το πώς επρό­κει­το οι Ιου­δαί­οι να συμ­πε­ρι­φερ­θούν και στον ίδιο του τον Υιό, μη γένοι­το, αλλά θέλει να δεί­ξει με τον τρό­πο αυτό ότι το αμάρ­τη­μα είναι μεγά­λο και στε­ρεί­ται κάθε απο­λο­γί­ας· διό­τι Αυτός Τον έστει­λε, αν και γνώ­ρι­ζε ότι θα Τον φονεύ­σουν.

Και λέει ότι «ίσως να ντρα­πούν», για να δεί­ξει τι έπρε­πε να γίνει, ότι δηλα­δή έπρε­πε να ντρα­πούν. Διό­τι σε άλλη περί­πτω­ση,[και, πιο συγ­κε­κρι­μέ­να, στον προ­φή­τη Ιεζε­κι­ήλ] λέγει: «ν ρα κού­σω­σιν πτο­ηθσι ‑διό­τι οκος παρα­πι­κραί­νων στί- κα γνώ­σον­ται τι προ­φή­της ε σ ν μέσ ατν(:Μήπως και θελή­σουν να υπα­κού­σουν στα λόγια μου ή απλώς να κατα­πτο­η­θούν, διό­τι είναι γένος και λαός, που πάν­το­τε με παρα­πι­κραί­νει με τις παρα­βά­σεις των εντο­λών μου και οπωσ­δή­πο­τε θα μάθουν ότι ανά­με­σά τους υπάρ­χει ένας προ­φή­της, ο οποί­ος είσαι εσύ)»[Ιεζ.2,5]· ούτε και εκεί δεί­χνει άγνοια, αλλά για να μη λέγουν ορι­σμέ­νοι αγνώ­μο­νες ότι η πρόρ­ρη­σή Του έγι­νε αναγ­κα­στι­κή αιτία της παρα­κο­ής τους, για τού­το ομι­λεί κατά αυτόν τον τρό­πο και χρη­σι­μο­ποιεί αυτές τις φρά­σεις και λέγει· «μην τυχόν» και «ίσως»· διό­τι και αν ακό­μη φάνη­καν αχά­ρι­στοι προς τους δού­λους[δηλα­δή τους προ­φή­τες], έπρε­πε να σεβα­σθούν το αξί­ω­μα του Υιού.

Τι έκα­ναν όμως οι Ιου­δαί­οι; Ενώ έπρε­πε να τρέ­ξουν και να πέσουν στα πόδια Του, ενώ έπρε­πε να ζητή­σουν συγνώ­μη για τα αμαρ­τή­μα­τά τους, αυτοί αγω­νί­ζον­ται να υπερ­βούν τα προ­η­γού­με­να εγκλή­μα­τά τους, εκδύ­ον­ται και ανα­κα­τεύ­ον­ται με τα μιά­σμα­τα και διαρ­κώς με τα νέα πλημ­με­λή­μα­τά τους καλύ­πτουν τα προ­η­γού­με­να. Αυτό το δήλω­σε και ο Κύριος όταν έλε­γε: «στε μαρ­τυ­ρετε αυτος τι υοί στε τν φονευ­σάν­των τος προ­φή­τας. κα μες πλη­ρώ­σα­τε τ μέτρον τν πατέ­ρων μν(:Ώστε εσείς οι ίδιοι βεβαιώ­νε­τε ότι είστε γνή­σιοι και αντά­ξιοι από­γο­νοι εκεί­νων, που φόνευ­σαν τους προ­φή­τες.Λοι­πόν, ολο­κλη­ρώ­στε και εσείς το έργο των πατέ­ρων σας, κάμε­τε όσα εκεί­νοι δεν έκα­μαν, φονεύ­σε­τε τον Μεσ­σία, για να φθά­σε­τε έτσι στο έσχα­το όριο της κακί­ας)»[Ματθ.23,31–32].

Εξάλ­λου και οι προ­φή­τες τούς κατη­γο­ρού­σαν από παλιά για αυτά και τους έλε­γαν: «Α γρ χερες μν αματος πλή­ρεις(:Τα χέρια σας είναι γεμά­τα από αίμα­τα αθώ­ων)»[Ησ.1,15] και: «ρ κα ψεδος κα φόνος κα κλοπ κα μοι­χεία κέχυ­ται π τς γς, κα αματα φ᾿ αμασι μίσγου­σι (:Έχουν χυθεί και πλημ­μυ­ρί­σει τη χώρα σας κατά­ρες, ψεύ­δη, φόνοι, κλο­πές, μοι­χεί­ες, ενώ τα αίμα­τα στη χώρα σας χύνον­ται συνε­χώς και ανα­κα­τεύ­ον­ται το ένα με το άλλο)»[Ωσ.4,2] και: «Ο οκοδο­μοντες Σιν ν αμασι κα ερου­σαλμ ν δικί­αις(:Eσείς, οι οποί­οι οικο­δο­μεί­τε τα σπί­τια σας στη Σιών με το αίμα των φτω­χών και των αδυ­νά­των και τις κατοι­κί­ες σας στην Ιερου­σα­λήμ τις οικο­δο­μεί­τε με τις αδι­κί­ες εναν­τί­ον των αδελ­φών σας)»[Μιχ.3,10]. Όμως, δεν σωφρο­νί­ζον­ταν αυτοί, αν και αυτήν την εντο­λή έλα­βαν πρώ­τη, το «Οὐ φονεύ­σεις»[Έξ.20,15], δηλα­δή, και συγ­χρό­νως δια­τά­χθη­καν να απο­φεύ­γουν πολ­λά άλλα με την τήρη­ση αυτής της μεγά­λης εντο­λής και με πολ­λούς και ποι­κί­λους τρό­πους οδη­γούν­ταν στο να απο­φεύ­γουν την παρά­βα­ση της εντο­λής αυτής.

Όμως δεν εγκα­τέ­λει­ψαν την πονη­ρή εκεί­νη συνή­θειά τους. Αλλά τι λέγουν όταν Τον είδαν; «Δετε ποκτεί­νω­μεν ατν(:Ελά­τε, ας Τον φονεύ­σου­με)». Με ποιον σκο­πό και για­τί να το κάνε­τε αυτό; Ποια τέλος πάν­των μικρή ή μεγά­λη κατη­γο­ρία είχα­τε να Του απο­δώ­σε­τε; Το ότι σας τίμη­σε και, αν και ήταν Θεός, έγι­νε άνθρω­πος προς χάρη σας και έκα­νε τα αμέ­τρη­τα εκεί­να θαύ­μα­τα; Ή επει­δή συγ­χω­ρού­σε τα αμαρ­τή­μα­τα; Ή επει­δή σας καλού­σε στη Βασι­λεία; Πρό­σε­ξε, όμως, εκτός από την ασέ­βειά τους και την μεγά­λη αφρο­σύ­νη τους, και την αιτία της σφα­γής, που ήταν τελεί­ως βλα­κώ­δης και γεμά­τη από μεγά­λη παρα­φρο­σύ­νη: «Δετε ποκτεί­νω­μεν ατν(:Ελά­τε, ας τον φονεύ­σου­με)», λέγει, «κα κατά­σχω­μεν τν κλη­ρο­νο­μί­αν ατο(:και θα γίνει έτσι η άμπε­λος δική μας κλη­ρο­νο­μία)»[Ματθ.21,38].

Και πού σκέ­φτον­ται να τον φονεύ­σουν; Έξω από την άμπε­λο. Είδες πώς προ­φη­τεύ­ει και τον τόπο, στον οποίο επρό­κει­το να θανα­τω­θεί; «Κα λαβόν­τες ατν ξέβα­λον ξω το μπελνος, κα πέκτει­ναν(:Και αφού τον έβγα­λαν έξω από την άμπε­λο, τον φόνευ­σαν)»[Ματθ.21,39].

Και ο μεν ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς λέγει ότι ο ίδιος ο Κύριος είπε αυτό που έπρε­πε να πάθουν αυτοί και εκεί­νοι απάν­τη­σαν: «Μή γένοι­το»[Λουκ.20,16: «Τί ον ποι­ή­σει ατος κύριος το μπελνος; λεύ­σε­ται κα πολέ­σει τος γεωρ­γος τού­τους, κα δώσει τν μπελνα λλοις. κού­σαν­τες δ επον· μ γένοι­το(:Τι λοι­πόν θα κάμει εναν­τί­ον αυτών ο κύριος του αμπε­λιού; Θα έλθει ο ίδιος και θα εξο­λο­θρεύ­σει τους γεωρ­γούς αυτούς και θα δώσει το αμπέ­λι σε άλλους. Μερι­κοί μάλι­στα από τους Φαρι­σαί­ους, που ήσαν εκεί, όταν άκου­σαν την παρα­βο­λή και εννόη­σαν τη σημα­σία της, είπαν: “Μη γένοι­το!’’)» και κατό­πιν πρό­σθε­σε ο Ιησούς τη μαρ­τυ­ρία της Γρα­φής· διό­τι λέγει παρα­κά­τω ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς (Λουκ.20,17–18): « δ μβλέ­ψας ατος επε· τί ον στι τ γεγραμ­μέ­νον τοτο, λίθον ν πεδο­κί­μα­σαν ο οκοδο­μοντες, οτος γενή­θη ες κεφαλν γωνί­ας;(: Εκεί­νος τους κοί­τα­ξε κατά­μα­τα και τους είπε: “Τι σημαί­νει λοι­πόν αυτό που έχει γρα­φεί από τους προ­φή­τες :”Λίθο, που τον απέρ­ρι­ψαν ως ακα­τάλ­λη­λο οι οικο­δό­μοι, αυτός έγι­νε κεφα­λή και ακρο­γω­νιαί­ος λίθος για όλη την οικο­δο­μή, και ο καθέ­νας που θα προ­σκό­ψει επά­νω στον λίθο αυτόν, θα κατα­κομ­μα­τια­στεί”;)»].

Ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, ωστό­σο, λέγει ότι οι ίδιοι διε­τύ­πω­σαν την από­φα­ση [Ματθ.21,40–41] : «ταν ον λθ κύριος το μπελνος, τί ποι­ή­σει τος γεωρ­γος κεί­νοις; λέγου­σιν ατ· κακος κακς πολέ­σει ατούς, κα τν μπελνα κδώ­σε­ται λλοις γεωρ­γος, οτινες ποδώ­σου­σιν ατ τος καρ­πος ν τος και­ρος ατν(:Μετά τη διή­γη­ση της παρα­βο­λής, ρώτη­σε τους αρχιε­ρείς και πρε­σβυ­τέ­ρους του λαού ο Χρι­στός: “Όταν λοι­πόν έλθει ο κύριος του αμπε­λώ­να, τι θα κάμει στους γεωρ­γούς εκεί­νους;”. Και αυτοί του απάν­τη­σαν: “Τόσο κακοί που υπήρ­ξαν, κακώς θα τους εξο­λο­θρεύ­σει και θα εμπι­στευ­τεί σε άλλους γεωρ­γούς τον αμπε­λώ­να, οι οποί­οι θα δώσουν σε αυτόν τους οφει­λό­με­νους καρ­πούς στην κατάλ­λη­λη επο­χή)». Όμως αυτό δεν απο­τε­λεί αντί­φα­ση μετα­ξύ των δύο ευαγ­γε­λι­στών, διό­τι συνέ­βη­σαν και τα δύο· δηλα­δή και οι ίδιοι μέσα τους έβγα­λαν την από­φα­ση αυτή, αλλά και όταν πάλι αντι­λή­φθη­καν τη σημα­σία των λόγων Του είπαν: «Μή γένοι­το»· και ακό­μη τους ανέ­φε­ρε και τη μαρ­τυ­ρία του προ­φή­τη Δαβίδ [Ψαλμ.117,22: «Λίθον, ν πεδο­κί­μα­σαν ο οκοδο­μοντες, οτος γενή­θη ες κεφαλν γωνί­ας(:Εγώ ο Ισρα­ήλ, προ­τυ­πώ­νον­τας και τον Μεσ­σία, είμαι ο λίθος, τον οποίο απέρ­ρι­ψαν οι χτί­στες, όσοι ρυθ­μί­ζουν με τη σπά­θη και τις συμ­μα­χί­ες τους τις τύχες των αση­μό­τε­ρων λαών. Αλλά ο λίθος αυτός έγι­νε της όλης οικο­δο­μής κεφα­λή και ακρο­γω­νιαί­ος λίθος. Έτσι και ο Χρι­στός, μολο­νό­τι απορ­ρί­φτη­κε ως άχρη­στος από τους οικο­δό­μους της συνα­γω­γής, συνέ­νω­σε τους δύο λαούς, Ιου­δαί­ους και εθνι­κούς, σε μία Εκκλη­σία και έγι­νε αυτής αρχη­γός και κεφα­λή και ποι­μέ­νας)»], πεί­θον­τάς τους ότι οπωσ­δή­πο­τε θα συμ­βεί αυτό και έτσι θα γίνουν τα πράγ­μα­τα.

Αλλά παρά ταύ­τα ούτε και έτσι τους απε­κά­λυ­πτε καθα­ρά τους εθνι­κούς, ώστε να μην τους δώσει καμί­αν αφορ­μή κατη­γο­ρί­ας και δυσα­ρέ­σκειας, αλλά απλώς έκα­νε έναν υπαι­νιγ­μό με τα λόγια: «θα παρα­δώ­σει την άμπε­λο σε άλλους». Για τον λόγο αυτό βέβαια τους ομί­λη­σε με παρα­βο­λή, ώστε αυτοί οι ίδιοι να βγά­λουν την από­φα­ση, πράγ­μα το οποίο συνέ­βη και στην περί­πτω­ση του Δαβίδ, όταν έκρι­νε την παρα­βο­λή του προ­φή­τη Νάθαν[Β΄Βασ.12,5: «Κα θυμώ­θη ργ Δαυδ σφό­δρα τ νδρί, κα επε Δαυδ πρς Νάθαν· ζ Κύριος, τι υἱὸς θανά­του νρ ποι­ή­σας τοτο(:Ο Δαυίδ κυριεύ­τη­κε από μεγά­λη οργή εναν­τί­ον του ανθρώ­που εκεί­νου που έλε­γε η παρα­βο­λή του προ­φή­τη Νάθαν ότι, παρά τα δικά του πλού­τη, άρπα­ξε τη μονα­δι­κή προ­βα­τί­να ενός φτω­χού ανθρώ­που και είπε προς τον Νάθαν: “ορκί­ζο­μαι ενώ­πιον του ζών­τος Κυρί­ου, ότι αυτός ο άνθρω­πος, που έκα­με τού­το, είναι οπωσ­δή­πο­τε άξιος θανά­του και θα πρέ­πει να θανα­τω­θεί)»]. Εσύ όμως σε παρα­κα­λώ πρό­σε­χε και στην περί­πτω­ση αυτή [της παρα­βο­λής των κακών γεωρ­γών] πόσο δίκαιη είναι η από­φα­ση της τιμω­ρί­ας, τη στιγ­μή που και οι ίδιοι, που επρό­κει­το να τιμω­ρη­θούν, κατα­δι­κά­ζουν τους εαυ­τούς τους.

Ακο­λού­θως, για να αντι­λη­φθούν ότι όχι μόνο η φύση του δικαί­ου απαι­τού­σε αυτήν την ποι­νή, αλλά ότι και η χάρη του Πνεύ­μα­τος εκ του ουρα­νού προ­έ­λε­γε αυτό και ότι αυτή ήταν η από­φα­ση του Θεού, πρό­σθε­σε και τη μαρ­τυ­ρία του προ­φή­του και τους επι­τι­μά κατά τρό­πο που να νιώ­σουν ντρο­πή, λέγον­τας τα εξής: «Δεν ανα­γνώ­σα­τε ποτέ στις Γρα­φάς, ότι τον λίθο, που τον απέρ­ρι­ψαν ως ακα­τάλ­λη­λο οι οικο­δό­μοι, αυτός έγι­νε ο ακρο­γω­νιαί­ος λίθος που στή­ρι­ξε ολό­κλη­ρη την οικο­δο­μή; Αυτή η οικο­δο­μή έγι­νε από τον Κύριο και είναι θαυ­μα­στή ενώ­πιον των οφθαλ­μών μας», δεί­χνον­τας με όλα αυτά ότι αυτοί μεν επρό­κει­το να εκδιω­χθούν εξαι­τί­ας της απι­στί­ας τους, οι εθνι­κοί όμως που ως τότε ειδω­λο­λα­τρού­σαν, καθώς δεν γνώ­ρι­ζαν τον αλη­θι­νό Θεό, θα εισά­γον­ταν στη Βασι­λεία. Τον ίδιο υπαι­νιγ­μό έκα­νε με τη Χαναναία[βλ. Ματθ.15,21–28], το ίδιο με τον όνο, το ίδιο με τον εκα­τόν­ταρ­χο και με πολ­λές άλλες παρα­βο­λές. Για τού­το και πρό­σθε­σε: «Παρ Κυρί­ου γένε­το ατη, κα στι θαυ­μαστ ν φθαλ­μος μν (:Αυτό έγι­νε από τον Κύριο και είναι θαυ­μα­στό στα μάτια μας)», φανε­ρώ­νον­τας εκ των προ­τέ­ρων ότι οι εθνι­κοί που θα πιστέ­ψουν, και από τους Ιου­δαί­ους όσοι τυχόν πιστέ­ψουν, θα απο­τε­λέ­σουν ένα σώμα, αν και τόση από­στα­ση και τόση δια­φο­ρά υπήρ­χε προ­η­γου­μέ­νως μετα­ξύ τους.

Στη συνέ­χεια, για να αντι­λη­φθούν ότι τίπο­τε από όσα συμ­βαί­νουν δεν ήταν αντί­θε­το προς την θέλη­ση του Θεού, αλλά ότι Του ήταν και πολύ αρε­στό αυτό που συνέ­βαι­νε και συγ­χρό­νως ήταν και παρά­δο­ξο και προ­κα­λού­σε κατά­πλη­ξη στον καθέ­να που το έβλεπε(καθόσον ήταν θαύ­μα σε μεγά­λο βαθ­μό απερίγραπτο),πρόσθεσε: «Αυτό έγι­νε από τον Κύριο». «Λίθο» ονο­μά­ζει τον εαυ­τό Του και «οικο­δό­μους» τους διδα­σκά­λους των Ιου­δαί­ων, πράγ­μα που το κάνει και ο προ­φή­της Ιεζε­κι­ήλ: «νθ᾿ ν πλά­νη­σαν τν λαόν μου λέγον­τες· ερήνη ερήνη, κα οκ στιν ερήνη, κα οτος οκοδο­με τοχον, κα ατο λεί­φου­σιν ατόν, ε πεσεται (:Θα τιμω­ρη­θούν κατ’ αυτόν τον τρό­πο, διό­τι παρα­πλά­νη­σαν τον λαό μου τον ισραη­λι­τι­κό λέγον­τας: “Ειρή­νη, ειρή­νη επι­κρα­τεί και θα επι­κρα­τεί”. Αλλά δεν είναι πλέ­ον και­ρός ειρή­νης. Οι Ισραη­λί­τες όμως θα τους πιστέ­ψουν και θα οικο­δο­μούν τις οικί­ες τους και θα τις ασβε­στώ­νουν, διό­τι παρα­πλα­νη­μέ­νοι από τους ψευ­δο­προ­φή­τες θα έχουν πιστέ­ψει, ότι δεν θα πέσουν ούτε αυτές, ούτε αυτοί, από τους εχθρούς που οικο­δο­μούν τον τοί­χο και αλεί­φουν χωρίς τάξη)»(Ιεζ. 13,10).

Και πώς Τον απο­δο­κί­μα­σαν οι Ιου­δαί­οι; Λέγον­τας: «Οτος νθρω­πος οκ στι παρ το Θεο(:Αυτός ο άνθρω­πος δεν εστά­λη από τον Θεό)»· «οτος πλαν τν χλον(:αυτός πλα­νά τον λαό)»(Ιω.7,12)·και πάλι: «Ο καλς λέγο­μεν μες τι Σαμα­ρεί­της ε σ κα δαι­μό­νιον χεις;(:Καλά δεν λέμε εμείς, ότι είσαι Σαμα­ρεί­της, [δηλα­δή εχθρός των Ιου­δαί­ων], και ότι έχεις δαι­μό­νιο, που σε κινεί να λες αυτές τις ύβρεις εναν­τί­ον μας;)»[Ιω. 8,48].

Έπει­τα, για να κατα­νο­ή­σουν ότι η ζημία τους δεν περιο­ρί­ζε­ται μόνο στην έξω­σή τους από τη βασι­λεία, πρό­σθε­σε και τις τιμω­ρί­ες, λέγον­τας: «Ο καθέ­νας που θα προ­σκό­ψει επά­νω στον λίθο αυτόν θα κατα­κομ­μα­τια­στεί· και σε εκεί­νον που θα πέσει πάνω του ο λίθος αυτός, θα τον συν­θλί­ψει και θα τον δια­σκορ­πί­σει σαν σκό­νη». Δύο απώ­λειες ανα­φέ­ρει εδώ· η μία προ­έρ­χε­ται από το ότι θα σκον­τά­ψουν σε Αυτόν και θα σκαν­δα­λι­σθούν· διό­τι αυτό σημαί­νει το «αυτός που θα προ­σκό­ψει στον λίθο αυτόν».

Η άλλη επί­σης είναι η απώ­λεια που θα προ­έλ­θει από την άλω­ση, τη συμ­φο­ρά και την πανω­λε­θρία τους, την οποία προ­εί­πε καθα­ρά με τα λόγια: «λικμή­σει ατόν». Με τους λόγους αυτούς υπαι­νί­χθη­κε και την Ανά­στα­σή Του[πρβ. Γ΄Βασ.9,7: «Καὶ ἐξα­ρῶ τὸν Ἰσρα­ὴλ ἀπὸ τῆς γῆς ἣν ἔδω­κα αὐτοῖς, καὶ τὸν οἶκον τοῦ­τον, ὃν ἡγί­α­σα τῷ ὀνό­μα­τί μου, ἀποῤ­ῥί­ψω ἐκ προ­σώ­που μου, καὶ ἔσται Ἰσρα­ὴλ εἰς ἀφα­νι­σμὸν καὶ εἰς λάλη­μα εἰς πάν­τας τοὺς λαούς(:Και θα ξερι­ζώ­σω τον ισραη­λι­τι­κό λαό από τη γη, την οποία έχω δώσει σε αυτούς· και τον ναό, τον οποίο αφιέ­ρω­σα στο όνο­μά μου, θα τον απορ­ρί­ψω από το πρό­σω­πό μου. Ο ισραη­λι­τι­κός λαός θα εξα­φα­νι­στεί από την πατρί­δα του και θα γίνει περί­γε­λως μετα­ξύ όλων των λαών της γης)»· και Ιεζ.34,10,για τους κακούς ποι­μέ­νες: «Τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ τοὺς ποι­μέ­νας καὶ ἐκζη­τή­σω τὰ πρό­βα­τά μου ἐκ τῶν χει­ρῶν αὐτῶν καὶ ἀπο­στρέ­ψω αὐτοὺς τοῦ μὴ ποι­μαί­νειν τὰ πρό­βα­τά μου, καὶ οὐ βοσκή­σου­σιν ἔτι οἱ ποι­μέ­νες αὐτά· καὶ ἐξε­λοῦ­μαι τὰ πρό­βα­τά μου ἐκ τοῦ στό­μα­τος αὐτῶν. καὶ οὐκ ἔσον­ται αὐτοῖς ἔτι εἰς κατά­βρω­μα(:Αυτά λέγει ο Κύριος Κύριος· “Θα επέλ­θω εγώ τιμω­ρός εναν­τί­ον των άστορ­γων ποι­μέ­νων και θα ζητή­σω τα πρό­βα­τά μου από τα χέρια τoυς, θα τους καθαι­ρέ­σω και θα τους εκδιώ­ξω, ώστε να μην ποι­μαί­νουν πλέ­ον τα πρό­βα­τά μου και οι κακοί αυτοί ποι­μέ­νες δεν θα τα βοσκή­σουν. Θα απο­σπά­σω τα πρό­βα­τά μου από την εκμε­τάλ­λευ­σή τους και δεν θα τα κατα­τρώ­γουν πλέ­ον αυτοί”)»].

Ο μεν προ­φή­της Ησα­ΐ­ας λέγει ότι ο Κύριος κατη­γο­ρεί τον αμπε­λώ­να, δηλα­δή τον λαό των Ιου­δαί­ων, ενώ εδώ κατη­γο­ρεί και τους άρχον­τες του λαού. Και εκεί μεν λέγει: «Τί ποι­ή­σω τι τ μπελνί μου κα οκ ποί­η­σα ατ; διό­τι μει­να το ποισαι στα­φυ­λήν, ποί­η­σε δ κάν­θας(:Τι υπο­λεί­πε­ται να κάμω ακό­μη για την άμπε­λό μου αυτήν και τι έως τώρα δεν έκα­μα γι’ αυτήν; Έκα­μα τα πάν­τα, για να καρ­πο­φο­ρή­σει αυτή στα­φύ­λια. Εκεί­νη όμως έκα­νε αγκά­θια!)»[Ησ. 5,4]. Και σε άλλο σημείο λέγει πάλι: «Τί εροσαν ο πατέ­ρες μν ν μο πλημ­μέ­λη­μα, τι μακρν π᾿ μο κα πορεύ­θη­σαν πίσω τν ματαί­ων κα ματαιώ­θη­σαν;(: Ποια, έστω και μικρή, έλλει­ψη βρή­καν σε Εμέ­να οι προ­γο­νοί σας και έφυ­γαν μακριά από Εμέ­να, ενώ πορεύ­θη­καν και ακο­λού­θη­σαν τα μάταια είδω­λα, για να γίνουν έτσι και αυτοί μηδα­μι­νοί και τιπο­τέ­νιοι;)»[Ιερ.2,5]. Και πάλι: «Λαός μου, τί ποί­η­σά σοι τί λύπη­σά σε;(:Λαέ μου, τι κακό σου έκα­να, ή σε τι σε λύπη­σα;)»[ Μιχ.6,3], για να δεί­ξει την αχα­ρι­στία τους και ότι, αν και απο­λάμ­βα­ναν τα πάν­τα, αντα­πέ­δι­δαν σε αυτά τα αντί­θε­τα· στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση όμως παρου­σιά­ζει την αγνω­μο­σύ­νη τους με μεγα­λύ­τε­ρη υπερ­βο­λή.

Πραγ­μα­τι­κά, δεν εκφρά­ζει ο ίδιος την άπο­ψή Του και δεν λέγει: «Τι έπρε­πε να κάνω και δεν το έκα­να;», αλλά παρου­σιά­ζει τους ίδιους να βεβαιώ­νουν ότι δεν τους έλει­πε τίπο­τε και έτσι να κατα­δι­κά­ζουν τους εαυ­τούς τους· διό­τι όταν λέγουν ότι: «Κακος κακς πολέ­σει ατούς, κα τν μπελνα κδώ­σε­ται λλοις γεωρ­γος, οτινες ποδώ­σου­σιν ατ τος καρ­πος ν τος και­ρος ατν(:Τόσο κακοί που υπήρ­ξαν, θα τους εξο­λο­θρεύ­σει με τον χει­ρό­τε­ρο θάνα­το και θα εμπι­στευ­τεί σε άλλους γεωρ­γούς τον αμπε­λώ­να, οι οποί­οι θα δώσουν σε αυτόν τους οφει­λό­με­νους καρ­πούς στην κατάλ­λη­λη επο­χή)»[Ματθ.21,41], δεν λένε τίπο­τε άλλο από την κατα­δί­κη τους, και μάλι­στα με ιδιαί­τε­ρα κατη­γο­ρη­μα­τι­κό τρό­πο εκφέ­ρουν την από­φα­ση αυτή.

Την ίδια κατη­γο­ρία, επί­σης, τους απο­δί­δει και ο Στέφανος[βλ. Πράξ. κεφ.6–7 και ειδι­κό­τε­ρα στα χωρία 7,51–53: «Σκλη­ρο­τρά­χη­λοι κα περί­τμη­τοι τ καρ­δί κα τος σίν, μες ε τ Πνεύ­μα­τι τ γί ντι­πί­πτε­τε, ς ο πατέ­ρες μν κα μες. τίνα τν προ­φητν οκ δίω­ξαν ο πατέ­ρες μν;κα πέκτει­ναν τος προ­κα­ταγ­γεί­λαν­τας περ τς λεύ­σε­ως το δικαί­ου, ο νν μες προ­δό­ται κα φονες γεγέ­νη­σθε· οτινες λάβε­τε τν νόμον ες δια­ταγς γγέ­λων, κα οκ φυλά­ξα­τε(:Είστε σκλη­ρο­τρά­χη­λοι και άκαμ­πτοι, και δεν υπο­τάσ­σε­στε στο Θεό. Δεν έχε­τε περι­κό­ψει τη σκλη­ρό­τη­τα και την αναι­σθη­σία της καρ­διάς σας και δεν θελή­σα­τε να απαλ­λα­γεί­τε από την πνευ­μα­τι­κή σας βαρη­κο­ΐα, για να ακού­τε με καλή και ευπει­θή διά­θε­ση την αλή­θεια. Γι’ αυτό πάν­το­τε εναν­τιώ­νε­σθε στο Πνεύ­μα το Άγιο. Όπως απει­θού­σαν και εναν­τιώ­νον­ταν οι πατέ­ρες σας, έτσι και σήμε­ρα εναν­τιώ­νε­στε και σεις. Ποιον από τους προ­φή­τες δεν κατα­δί­ω­ξαν οι πρό­γο­νοί σας; Και σκό­τω­σαν εκεί­νους που προ­α­νήγ­γει­λαν τον ερχο­μό του Μεσ­σία, ο οποί­ος υπήρ­ξε ο απο­λύ­τως ανα­μάρ­τη­τος και κατ’ εξο­χήν δίκαιος. Αλλά και σεις τώρα έχε­τε γίνει προ­δό­τες και φονιά­δες Του. Εσείς πήρα­τε τον νόμο τον οποίο διέ­τα­ξε ο Θεός δια­μέ­σου αγγέ­λων, και δεν τον τηρή­σα­τε, αλλά τον παρα­βή­κα­τε”)»], πράγ­μα που τους πεί­ρα­ξε περισ­σό­τε­ρο, ότι δηλα­δή, αν και μεγά­λη φρον­τί­δα είχε δεί­ξει για αυτούς ο Θεός, εντού­τοις αυτοί αντα­πέ­δι­δαν τα αντί­θε­τα στον Ευερ­γέ­τη. Και αυτό ήταν από­δει­ξη μεγά­λη ότι αίτιος της τιμω­ρί­ας που τους επι­βαλ­λό­ταν δεν ήταν ο τιμω­ρός, αλλά οι ίδιοι οι τιμω­ρού­με­νοι.

Αυτό λοι­πόν απο­δει­κνύ­ε­ται και εδώ με την παρα­βο­λή και με την προ­φη­τεία που τους υπεν­θυ­μί­ζει στη συνέ­χεια. Διό­τι δεν αρκέ­στη­κε στην παρα­βο­λή μόνο, αλλά πρό­σθε­σε και διπλή προ­φη­τεία, μία του Δαβίδ[:Ψαλμ.117,22:«Λίθον,ν πεδο­κί­μα­σαν ο οκοδο­μοντες, οτος γενή­θη ες κεφαλν γωνί­ας», και μία δική Του [Ματθ.21,43–44: «Δι τοτο λέγω μν τι ρθή­σε­ται φ᾿ μν βασι­λεία το Θεο κα δοθή­σε­ται θνει ποιοντι τος καρ­πος ατς(:Γι’ αυτό σας λέω ότι θα αφαι­ρε­θεί από σας η βασι­λεία και η ιδιαί­τε­ρη προ­στα­σία του Θεού, και θα δοθεί σε έθνος το οποίο θα παρά­γει τα αγα­θά έργα, που είναι οι καρ­ποί της βασι­λεί­ας αυτής)· κα πεσν π τν λίθον τοτον συν­θλα­σθή­σε­ται· φ᾿ ν δ᾿ ν πέσ, λικμή­σει ατόν(:και εκεί­νος που θα πέσει με εχθρι­κές δια­θέ­σεις πάνω στον λίθο αυτό τον ακρο­γω­νιαίο θα τσα­κι­στεί˙ επι­πλέ­ον, σε όποιον πέσει βαρύς ο λίθος αυτός θα τον κομ­μα­τιά­σει και θα τον σκορ­πί­σει σαν σκό­νη. [Όποιος δηλα­δή πολε­μή­σει τον Χρι­στό, θα αντι­κρί­σει την οργή Του και θα κατα­λή­ξει στον όλε­θρο και τον αφα­νι­σμό])».

Τι έπρε­πε λοι­πόν να κάνουν όταν άκου­σαν αυτά; Δεν έπρε­πε να Τον προ­σκυ­νή­σουν; Δεν έπρε­πε να θαυ­μά­σουν το ενδια­φέ­ρον και την φρον­τί­δα Του γι’ αυτούς και παλαιό­τε­ρα και τώρα; Εάν όμως με κανέ­να από αυτά δεν έγι­ναν καλύ­τε­ροι, δεν έπρε­πε του­λά­χι­στον να γίνουν φρο­νι­μό­τε­ροι από τον φόβο της κολά­σε­ως; Δεν έγι­ναν όμως, ωστό­σο. Και τι έκα­ναν, αντι­θέ­τως, ύστε­ρα από αυτά; : «Κα κού­σαν­τες ο ρχιε­ρες κα ο Φαρι­σαοι τς παρα­βολς ατο(:Και όταν άκου­σαν οι αρχιε­ρείς και οι Φαρι­σαί­οι τις παρα­βο­λές Του)», λέγει, «γνω­σαν τι περ ατν λέγει· κα ζητοντες ατν κρατσαι φοβή­θη­σαν τος χλους πειδ ς προ­φή­την ατν εχον(:όταν άκου­σαν αυτά, εννόη­σαν πλέ­ον ότι γι’ αυτούς ομι­λεί. Και παρό­λο που ζητού­σαν να Τον συλ­λά­βουν, δεν τόλ­μη­σαν, επει­δή φοβή­θη­καν τον λαό, ο οποί­ος Τον σεβό­ταν και Τον τιμού­σε ως προ­φή­τη)»[Ματθ.21,45–46]· διό­τι αντι­λαμ­βά­νον­ταν πλέ­ον ότι υπαι­νισ­σό­ταν αυτούς.

Και άλλο­τε μεν, ενώ βρί­σκε­ται ανά­με­σά τους, φεύ­γει δια­μέ­σου αυτών και δεν Τον βλέ­πουν, και άλλο­τε πάλι, ενώ Τον βλέ­πουν και επι­θυ­μούν σφό­δρα να Τον συλ­λά­βουν, συγ­κρα­τεί την επι­θυ­μία τους αυτή, πράγ­μα για το οποίο Τον θαύ­μα­ζαν και έλε­γαν: «Οχ οτός στιν ν ζητοσιν ποκτεναι; κα δε παῤῥησί λαλε, κα οδν ατ λέγου­σι. μήπο­τε ληθς γνω­σαν ο ρχον­τες τι οτός στιν ληθς Χρι­στός;(:Δεν είναι αυτός, που οι άρχον­τες ζητούν να Τον φονεύ­σουν; Και ιδού, ομι­λεί άφο­βα και φανε­ρά και τίπο­τε δεν αντι­λέ­γουν σε Αυτόν. Μήπως πραγ­μα­τι­κά κατά­λα­βαν οι άρχον­τες ότι Αυτός αλη­θώς είναι ο Χρι­στός;)»[Ιω.7,25–26].

Στην περί­πτω­ση αυτή, όμως,[αφού δηλα­δή κατα­νόη­σαν το βαθύ­τε­ρο νόη­μα της παρα­βο­λής των κακών γεωρ­γών],επει­δή συγ­κρα­τούν­ταν από τον φόβο του πλή­θους, και αρκεί­ται σε αυτόν τους τον φόβο ο Ιησούς και δεν ενερ­γεί κάποιο θαύ­μα, όπως είχε κάνει κάποια προ­η­γού­με­νη φορά που ανα­χώ­ρη­σε από ανά­με­σά τους και δεν Τον έβλε­παν· διό­τι δεν ήθε­λε πάν­το­τε να ενερ­γεί με υπε­ράν­θρω­πη δύνα­μη, για να γίνει πιστευ­τή η οικο­νο­μία της σαρ­κώ­σε­ως. Αυτοί, όμως, ούτε από το πλή­θος σωφρο­νί­ζον­ταν, ούτε από τους λόγους Του, ούτε την μαρ­τυ­ρία των προ­φη­τών σέβον­ταν, ούτε τη δική τους την κρί­ση, ούτε τη γνώ­μη των πολ­λών. Τόσο πολύ τους τύφλω­σε άπαξ δια­παν­τός η φιλαρ­χία και ο έρως της κενο­δο­ξί­ας και η επι­δί­ω­ξη των πρό­σκαι­ρων πραγ­μά­των.

Πράγ­μα­τι, τίπο­τα δεν προ­κα­λεί τόση παρα­φρο­σύ­νη και δεν οδη­γεί στον γκρε­μό, τίπο­τε δεν συν­τε­λεί τόσο στην απώ­λεια των μελ­λον­τι­κών αγα­θών, όσο η προ­σή­λω­ση σε αυτά τα φθαρ­τά. Τίπο­τε δεν συν­τε­λεί στο να απο­λαμ­βά­νει κανείς και τα εδώ αγα­θά και τα εκεί, όσο η προ­τί­μη­ση των ουρα­νί­ων από καθε­τί το κοσμι­κό και πρό­σκαι­ρο. Διό­τι τι λέγει ο ίδιος ο Χρι­στός; : «Ζητετε πρτον τν βασι­λεί­αν το Θεο κα τν δικαιο­σύ­νην ατο, κα τατα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται μν(:Να ζητά­τε πρώ­τα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά της βασι­λεί­ας του Θεού και την από­κτη­ση των αρε­τών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρί­σει τα αγα­θά αυτά. Και τότε αυτά τα επί­γεια θα σας δοθούν μαζί με εκεί­να)»[Ματθ.6,33]. Καθό­σον βέβαια εάν δεν υπήρ­χε δυνα­τό­τη­τα απο­κτή­σε­ως των ουρα­νί­ων αγα­θών, δεν έπρε­πε τότε ούτε τα επί­γεια να επι­θυ­μεί κανείς. Τώρα όμως, εάν λάβει εκεί­να, είναι δυνα­τόν να απο­κτή­σει και τα επί­γεια· και όμως ορι­σμέ­νοι ούτε και έτσι πεί­θον­ται, αλλά ομοιά­ζουν με αναί­σθη­τους λίθους και επι­διώ­κουν τις σκιές της ηδο­νής.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ),εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, Υπό­μνη­μα στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο, επι­λο­γές από την ομι­λία ΞΗ΄, σελί­δες 366–381.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 68, σελ. 72- 80.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΦΥΠΝΙΣΕΩΣ, ΕΔΡΑΙΩΣΕΩΣ, ΑΝΔΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΦΥΠΝΙΣΕΩΣ, ΕΔΡΑΙΩΣΕΩΣ, ΑΝΔΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 28–8‑1988]

[Β201]

Τελειώ­νον­τας, αγα­πη­τοί μου, την Α΄ του επι­στο­λή στους Κοριν­θί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος τούς γρά­φει: «Γρη­γο­ρεῖ­τε, στή­κε­τε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρί­ζε­σθε, κρα­ταιοῦ­σθε». Με τα τέσ­σε­ρα αυτά δυνα­τά ρήμα­τα, σε τόνο προ­στα­κτι­κής και συνε­πώς εντο­λής, θέλει να αφυ­πνί­σει τους Κοριν­θί­ους από τον πνευ­μα­τι­κόν λήθαρ­γον και την επι­πο­λαιό­τη­τά των, τόσον εις την πίστιν, όσο και εις την πνευ­μα­τι­κήν ζωήν. Και φυσι­κά αυτές οι προ­στα­κτι­κές, δηλα­δή εντο­λές, απο­τεί­νον­ται προς όλους τους Χρι­στια­νούς, όλων των επο­χών και συνε­πώς και της επο­χής μας.

Γρη­γο­ρεί­τε. Μένε­τε ξύπνιοι. «Γρη­γο­ρέω-γρη­γορῶ», μένω ξύπνιος. Πρό­κει­ται για ένα εγερ­τή­ριο σάλ­πι­σμα από τον πνευ­μα­τι­κόν ύπνον και πνευ­μα­τι­κόν λήθαρ­γον. Ο Χρι­στια­νός και κάπο­τε ολό­κλη­ρη η τοπι­κή Εκκλη­σία, μπο­ρεί να κατα­λη­φθεί από μια νωχέ­λεια, από μια ακη­δία, από μια πνευ­μα­τι­κή ανε­με­λιά, που να θυμί­ζει ύπνο. Και μία εικό­να αυτής της υπνη­λί­ας, αν και σωμα­τι­κής, όμως εικό­να της πνευ­μα­τι­κής υπνη­λί­ας, είναι εκεί­νος ο κάρος, δηλα­δή εκεί­νος ο νυσταγ­μός, εκεί­νη η νάρ­κη που είχε κατα­λά­βει τους ένδε­κα μαθη­τάς στον κήπο της Γεθ­ση­μα­νή. Όταν ο Κύριος τους είπε : «Οτως οκ σχύ­σα­τε μίαν ραν γρη­γορσαι μετ’ μο! (: Έτσι λοι­πόν; Ούτε μια ώρα δεν μπο­ρέ­σα­τε να μεί­νε­τε ξυπνη­τοί μαζί μου;). Γρη­γο­ρετε καί προ­σεύ­χε­σθε, να μή εσέλ­θη­τε ες πει­ρα­σμόν (:Μένε­τε ξυπνη­τοί. ‑Κι εδώ βεβαί­ως εννο­εί το ξύπνη­μα το σωμα­τι­κό· ενώ φυσι­κά εξυ­πα­κού­ε­ται και το ξύπνη­μα το πνευ­μα­τι­κό. Γι’αυ­τό λέγει: «Γρη­γο­ρετε καί προ­σεύ­χε­σθε». Για­τί; «Διό­τι υπάρ­χει κίν­δυ­νος, τώρα, σε λιγά­κι, να μπεί­τε σε φοβε­ρό πει­ρα­σμό για το πρό­σω­πό μου, όταν θα με δεί­τε να παρα­δί­δο­μαι στα χέρια των αμαρ­τω­λών. Συνε­πώς γρη­γο­ρεί­τε και προ­σεύ­χε­σθε, για να μην μπεί­τε στον πει­ρα­σμόν».

Είπα­με ότι εις τον πνευ­μα­τι­κόν αυτόν ύπνο μπο­ρεί να πέσει μία ολό­κλη­ρη τοπι­κή Εκκλη­σία. Γι’αυ­τό ο Κύριος παραγ­γέλ­λει εις τον επί­σκο­πον της Εκκλη­σί­ας των Σάρ­δε­ων, της Μικράς Ασί­ας, που είναι γραμ­μέ­νο στην Απο­κά­λυ­ψη, είναι μία από τις επτά ‑της Απο­κα­λύ­ψε­ως, επτά, για­τί φυσι­κά περισ­σό­τε­ρες ήσαν- μια από τις επτά της Απο­κα­λύ­ψε­ως Εκκλη­σί­ες: «Γίνου γρη­γορν(:Ξύπνα!). άν ον μή γρη­γο­ρήσς, ξω πί σέ ς κλέ­πτς, καί ο μή γνώσ ποί­αν ραν ξω πί σέ». «Ξύπνα! Για­τί αν δεν ξυπνή­σεις, θα έρθω σαν τον κλέ­φτη, που έρχε­ται να κλέ­ψει το σπί­τι που κοι­μά­ται ο νοι­κο­κύ­ρης. Και δεν θα γνω­ρί­ζεις την ώρα που θα έρθω σε σένα. Να σε κρί­νω δηλα­δή».

Συνή­θως ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, συνό­δευε την διδα­σκα­λία Του, συνή­θως σας είπα, με το «Γρη­γο­ρετε», «Μένε­τε ξυπνη­τοί». Είναι ένα πολύ συνη­θι­σμέ­νο μήνυ­μα, σύν­θη­μα του Κυρί­ου. «Περί δέ τς μέρας κεί­νης», λέγει, « τς ρας οδείς οδεν». Πότε; Όταν θα ξανάρ­θει ο Κύριος. «Βλέ­πε­τε, γρυ­πνετε καί προ­σεύ­χε­σθε». Βλέ­πε­τε θα πει προ­σέ­χε­τε. Μένε­τε ξύπνιοι. Προ­σεύ­χε­σθε. «Οκ οδατε γρ πότε και­ρός στιν». «Δεν ξέρε­τε πότε είναι ο και­ρός που θα έλθω εγώ, ή που θα φύγε­τε εσείς από τον κόσμον αυτόν». «Γρη­γο­ρετε ον (:Λοι­πόν, μένε­τε ξύπνιοι), οκ οδατε γάρ πότε κύριος τς οκίας ρχε­ται». — Ο «κύριος τς οκίας» είναι ο Θεός. Η «οκία» είναι η Βασι­λεία του Θεού, είναι η Εκκλη­σία- «ψ μεσο­νυ­κτί­ου λεκτο­ρο­φω­νί­ας πρωΐ (:αν θα είναι αργά το βρά­δυ ή θα είναι μεσά­νυ­χτα ή θα είναι η ώρα που κάπου εκεί λαλούν τα κοκό­ρια ή θα είναι πρωί. Δεν ξέρε­τε πότε θα έλθει) μ λθν ξαίφ­νης ερ μς καθεύ­δον­τας». «Μήπως έρθει ξαφ­νι­κά και θα σας βρει να κοι­μά­στε». « δ μν λέγω, πσι λέγω· γρη­γο­ρετε (:Εκεί­να που λέγω, τα λέγω για όλους σας. Γρη­γο­ρεί­τε, μένε­τε ξυπνη­τοί)».

Αλλά για­τί αυτός ο τονι­σμός από τον Κύριον, του «γρη­γο­ρετε»; Για­τί απλού­στα­τα μένει άγρυ­πνος, αγα­πη­τοί μου, ο διά­βο­λος και ποτέ δεν ησυ­χά­ζει, έως ότου κατα­στρέ­ψει τον άνθρω­πον. Πρέ­πει να απο­κτή­σο­με «γρή­γο­ρον» πνεύ­μα. Δηλα­δή πνεύ­μα ξυπνη­τό. Αυτό που λέμε «ξυπνος». Αυτός που δεν είναι στον ύπνο. Δηλα­δή αυτός που έχει νουν εύστρο­φον. Αυτός που το μυα­λό του γυρί­ζει, είναι ξυπνη­τός. Κάτι που πρέ­πει, αυτό το γρή­γο­ρον πνεύ­μα, πρέ­πει να δια­πο­τί­ζει ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξή μας, είτε ενσυ­νεί­δη­τα, είτε ασυ­νεί­δη­τα. Δηλα­δή είτε ευρι­σκό­με­θα σε κατά­στα­ση συνει­δη­τήν, είτε σε κατά­στα­ση ασυ­νεί­δη­τον. Δηλα­δή, είτε έχο­με… αυτή την στιγ­μή ας πού­με εσείς ακού­τε αυτόν τον λόγον και έχε­τε μίαν εγρή­γορ­σιν· για­τί ακού­τε. Κάποια στιγ­μή ασχο­λού­με­θα με κάτι άλλο. Ή αν θέλε­τε ακό­μα και κοι­μό­μα­στε τον βιο­λο­γι­κόν ύπνον. Όταν το πνεύ­μα το γρή­γο­ρον, δηλα­δή το ξυπνη­τόν, μπει μέσα στην ύπαρ­ξή μας, μπει μέσα σ’ αυτό το κύτ­τα­ρό μας, τότε προ­σέ­χο­με και αν ακό­μα κοι­μό­μα­στε τον βιο­λο­γι­κόν ύπνον ή με οτι­δή­πο­τε άλλο ασχο­λού­με­θα. Είναι αυτό που είχαν οι άγιοι πάν­το­τε. Δεν πια­νόν­του­σαν στον ύπνο ποτέ. Είχαν αυτήν την παν­το­τι­νή μέρα-νύχτα εγρή­γορ­σιν. Γι΄αυτό γρά­φει ο άγιος Ιγνά­τιος Αντιο­χεί­ας στον άγιο Πολύ­καρ­πο: «Γρη­γό­ρει, κοί­μη­τον πνεμα κεκτη­μέ­νος». «Να μένεις ξυπνη­τός, συ που έχεις απο­κτή­σει αυτό το ακοί­μη­τον πνεύ­μα». Προ­σέξ­τε: ακοί­μη­τον· που δεν κοι­μά­ται ποτέ. Εάν έχο­με εγρή­γορ­ση, αγα­πη­τοί, επα­γρύ­πνη­ση, τότε δεν χρεια­ζό­μα­στε πια την βοή­θεια των άλλων. Για­τί απλού­στα­τα δεν κιν­δυ­νεύ­ο­με. Αφού προ­σέ­χο­με εμείς, δεν μας προ­σέ­χουν οι άλλοι. Γι’αυ­τό λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος ότι: «ν γρη­γορμεν, ο δεη­σό­με­θα τς τέρων βοη­θεί­ας». «Εάν είμε­θα ξυπνη­τοί, δεν έχο­με ανάγ­κη την βοή­θεια των άλλων».

Αλλά σε τι να αγρυ­πνού­με; Πρώ­τον, εις τον ερχο­μό του Χρι­στού. Ακού­σα­τε προ­η­γου­μέ­νως τι είπε ο Κύριος. Αλλά, σας δια­βά­ζω, όχι τώρα από το Ευαγ­γέ­λιον, από ένα πολύ πολύ παλιό βιβλίο, γραμ­μέ­νο μετά τα Ευαγ­γέ­λια θα λέγα­με, μετά την Και­νή Δια­θή­κη, που λέγε­ται «Βιβλί­ον Διδα­χής των δώδε­κα Απο­στό­λων». Πανάρ­χαιο βιβλίο. Λέγει εκεί: «Γρη­γο­ρετε πέρ τς ζως μν(:Μένε­τε ξύπνιοι)· ο λύχνοι μν μή σβε­σθή­τω­σαν (:τα λυχνά­ρια σας να μη σβή­σουν) -Αυτό μας θυμί­ζει και την παρα­βο­λή των δέκα παρ­θέ­νων, που ο Κύριος ήθε­λε να υπάρ­χουν αναμ­μέ­να τα λυχνά­ρια ή να υπάρ­χει το έλαιον, που ανά πάσα στιγ­μή μπο­ρεί να ανά­ψει) καί α σφύ­ες μν μή κλυέ­σθω­σαν (:και οι μέσες σας να μην απο­κά­μνουν) ‑Αυτό μας θυμί­ζει όταν οι Εβραί­οι έφευ­γαν από την Αίγυ­πτο, που έπρε­πε να ζωστούν με μία ζώνη, να είναι έτοι­μοι· στο δεξί χέρι έπρε­πε να κρα­τούν το ραβδί και στο αρι­στε­ρό χέρι έπρε­πε να κρα­τούν τα παπού­τσια τους! Διό­τι και αυτά θα τους εμπό­δι­ζαν να περ­πα­τή­σουν. Και η ζώνη που θα φορού­σαν, θα έπρε­πε να σηκώ­νει τον χιτώ­να προς τα πάνω, ψηλά, για να μην μπερ­δεύ­ον­ται τα πόδια στο περ­πά­τη­μα. Αυτό θα πει λοι­πόν, όπως το παίρ­νει εδώ ο ιερός συν­τά­κτης: «α σφύ­ες μν μή κλυέ­σθω­σαν, λλά γίνε­σθε τοι­μοι· ο γάρ οδατε τήν ραν, ν κύριος ρχε­ται(:Για­τί δεν ξέρε­τε την ώρα που ο Κύριος έρχε­ται)». Πρέ­πει λοι­πόν να έχο­με εγρή­γορ­ση, να είμε­θα έτοι­μοι για να υπαν­τή­σο­με τον Κύριον ερχό­με­νον από τον ουρα­νό επί των νεφε­λών.

Δεύ­τε­ρον. Πρέ­πει να έχο­με εγρή­γορ­ση στον ερχο­μό του πλά­νου, δηλα­δή του Αντι­χρί­στου. Και πάλι παίρ­νω από την Διδα­χήν, το βιβλίο «Διδα­χή». Διό­τι: «ν τας σχά­ταις μέραις πλη­θυν­θή­σον­ται ο ψευ­δο­προφται -Μην ξεχνά­τε δε ότι αυτά τα βιβλία και τα πατε­ρι­κά γενι­κά, απη­χούν την Αγί­αν Γρα­φήν. Γι’ αυτό βλέ­πε­τε, σχε­δόν κεί­με­νον Και­νής Δια­θή­κης-«ν τας σχά­ταις μέραις πλη­θυν­θή­σον­ται ο ψευ­δο­προφται (:Θα πλη­θύ­νουν οι ψευ­δο­προ­φή­ται) καί ο φθο­ρες (:εκεί­νοι οι οποί­οι κατα­στρέ­φουν την Εκκλη­σία του Χρι­στού) -Ποιοι είναι; Όχι να κατα­στρέ­ψουν τα ντου­βά­ρια. Από εκεί­νους που κατα­στρέ­φουν τα ντου­βά­ρια, δηλα­δή γκρε­μί­ζουν Εκκλη­σί­ες ή εμπο­δί­ζουν να κτι­στούν Εκκλη­σί­ες, μέχρι εκεί­νοι που φθεί­ρουν το πνεύ­μα της Εκκλη­σί­ας- καί στρα­φή­σον­ται τά πρό­βα­τα ες λύκους(:και θα γίνουν τα πρό­βα­τα σε λύκους)Για­τί αυτοί που θα γκρε­μούν, αυτοί που θα γίνον­ται διώ­κται, τι νομί­ζε­τε; Θα είναι βαφτι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοί! Ο αιώ­νας μας το έχει δεί­ξει κατα­φά­νε­ρα. Βαφτι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοί είναι εκεί­νοι που στρέ­φον­ται εναν­τί­ον της Εκκλη­σί­ας- καί γάπη στρα­φή­σε­ται ες μσος (:αντί να έχο­με αγά­πη, θα έχο­με μίσος)· αξανού­σης γάρ της νομί­ας μισή­σου­σιν λλή­λους καί διώ­ξου­σι καί παρα­δώ­σου­σι, καί τότε φανή­σε­ται κοσμο­πλα­νής (:και τότε θα φανεί αυτός που πλα­νά τον κόσμον — Κοσμο­πλα­νής. Είναι ο Αντί­χρι­στος. Είναι ένα άλλο του όνο­μα) ς υός Θεο(:Θα ‘ρθει σαν υιός Θεού) καί ποι­ή­σει σημεα καί τέρα­τα(:θα κάνει θαύ­μα­τα) καί γ παρα­δο­θή­σε­ται ες χερας ατο ‑Η γη ολό­κλη­ρη. Θα γίνει παγ­κό­σμιος κυβερ­νή­της!- καί ποι­ή­σει θέμι­τα οδέπο­τε γέγο­νεν ξ αἰῶνος (:και θα νομο­θε­τή­σει πράγ­μα­τα τόσο αθέ­μι­τα, τόσο άσχη­μα, που ποτέ δεν νομο­θε­τή­θη­καν τέτοιοι νόμοι από αρχής κτί­σε­ως ανθρώ­που)». Βλέ­πε­τε; Πώς μπο­ρού­με λοι­πόν να πού­με ότι ο νόμος των αμβλώ­σε­ων, των εκτρώ­σε­ων, ο νόμος της μοι­χεί­ας, δηλα­δή η αμνή­στευ­ση της μοι­χεί­ας κ.λπ., πέστε μου, θα μπο­ρού­με να λέμε, θα μπο­ρού­με να λέμε αν έχο­με εγρή­γορ­ση ότι αυτοί οι νόμοι είναι καλοί; Αν δεν έχο­με εγρή­γορ­ση, θα λέμε: «Επι­τέ­λους απε­λευ­θε­ρό­με­θα από την νόμι­μον σύζυ­γό μας ή από τον νόμι­μον σύζυ­γό μας και ακό­μη μπο­ρού­με να κρα­τή­σο­με όσα παι­διά θέλο­με, κατ’ επι­λο­γήν· τα υπό­λοι­πα τα στέλ­νο­με στον βόθρον τον βιο­λο­γι­κόν». Έτσι βλέ­πε­τε τι σημαί­νει «έχω εγρή­γορ­σιν»;

Τρί­τον. Χρειά­ζε­ται εγρή­γορ­σις στην παρου­σία των αιρέ­σε­ων. Η αίρε­σις δεν είναι η καλή προ­ϋ­πό­θε­σις μιας αλη­θι­νής λατρεί­ας του Θεού. Θυμη­θεί­τε, ο Κύριος που είπε εκεί στην διδα­σκα­λία Του στη Σαμα­ρεί­τι­δα γυναί­κα ότι πρέ­πει να προ­σκυ­νού­με τον Θεό «ν πνεύ­μα­τι καί ληθεί». Όχι ««ν πνεύ­μα­τι». «ν πνεύ­μα­τι καί ληθεί»! Για­τί αν δεν υπάρ­χει η αλή­θεια, η δογ­μα­τι­κή αλή­θεια, τότε αυτό δεν είναι λατρεία αλη­θι­νή. Η αίρε­σις ακό­μα δεν είναι η καλή προ­ϋ­πό­θε­σις και της όλης πνευ­μα­τι­κό­τη­τος. Η αίρε­σις έχει σαν καρ­πό την λαν­θα­σμέ­νη πνευ­μα­τι­κή ζωή, με την οποία δεν ευα­ρε­στού­με στον Θεό. Η αίρε­σις ακό­μη είναι μία βλα­σφη­μία κατά του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος. Η αίρε­σις είναι μία δια­βο­λι­κή επι­νόη­σις. Στη­ρί­ζε­ται δε στον ανθρώ­πι­νο λόγο, στην ανθρω­πί­νη λογι­κή. Και είναι μία επα­νά­λη­ψις του προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος. Για όλους αυτούς τους λόγους, που η αίρε­σις δεν μας εισα­γά­γει δηλα­δή εις την Βασι­λεί­αν του Θεού, πρέ­πει να έχο­με επα­γρύ­πνη­σιν. Να αγρυ­πνού­με επί της ορθο­δό­ξου πίστε­ώς μας και ορθο­δό­ξου πνευ­μα­τι­κό­τη­τός μας.

Τέταρ­τον. Επα­γρύ­πνη­σις και σ’ αυτήν την πνευ­μα­τι­κή μας πορεία, τόσο την προ­σω­πι­κή, όσο και την πορεία των κον­τι­νών μας, της μάνας μου, του πατέ­ρα μου, της γυναί­κας μου, του ανδρός μου, του παι­διού μου, του γεί­το­νά μου, του φίλου μου. Πρέ­πει να έχου­με μία επα­γρύ­πνη­ση. Ακό­μη είναι ανάγ­κη να έχο­με μία διαρ­κή αυτο­κρι­τι­κή: «Πηγαί­νω καλά; Ή μήπως δεν πηγαί­νω καλά;». Μια επα­γρύ­πνη­ση μίας αυτο­τελ­μα­τώ­σε­ως. «Μήπως βού­λια­ξα;». «Πού βρί­σκο­μαι;». Για­τί πολ­λές φορές όταν κατε­βαί­νο­με, βυθι­ζό­με­θα, αυτο­τελ­μα­τού­με­θα, δεν παίρ­νο­με είδη­ση. Και αυτό είναι πολύ κακό. Αν η γλώσ­σα μας είναι σωστή, αν η φαν­τα­σία μας έχει σωστούς, καθα­ρούς λογι­σμούς, αν η καρ­διά μας στον συναι­σθη­μα­τι­κό της χώρο είναι εκεί­νη που έχει αγα­θά αισθή­μα­τα, αν ο νους μας σκέ­φτε­ται καλά, υγιά, βαθιά και όχι ρηχά, αν ζού­με κοσμι­κά ή πνευ­μα­τι­κά, όλα αυτά, για να μπο­ρού­με να τα δού­με, χρεια­ζό­μα­στε εγρή­γορ­ση. Λοι­πόν, γρη­γο­ρετε, λέει ο Κύριος.

Είπε όμως και «στή­κε­τε ἐν τῇ πίστει» όπως σημειώ­νει το Πνεύ­μα του Θεού, δια γρα­φί­δος Απο­στό­λου Παύ­λου. Τι θα πει «στή­κε­τε ἐν τῇ πίστει»; «Να στέ­κε­στε», λέει, «επά­νω στην πίστη». Η πίστις, είναι, αγα­πη­τοί μου, το θεμέ­λιο της σωτη­ρί­ας μας. Πρέ­πει να έχο­με εδραιω­θεί πάνω εις την πίστη. Εδραιώ­νο­μαι θα πει σιγου­ρεύω την ύπαρ­ξή μου, τα βήμα­τά μου, την στά­ση μου επά­νω στο αντι­κεί­με­νον που λέγε­ται «πίστις». Γι’αυ­τό λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος «Στή­κε­τε ἐν τῇ πίστει». «Να στέ­κε­στε». Τι θα πει: «Να στέ­κε­στε;». Όπως λέγει ένας Εκκλη­σια­στι­κός συγ­γρα­φεύς, «Στή­κε­τε, μ σαλεύ­ε­στε, λλ βέβαιοι γίνε­σθε». «Βέβαιος» θα πει σίγου­ρος. «Μη σαλεύ­ε­στε, μη κου­νιό­σα­στε, μην είσα­στε έτοι­μοι να ανα­τρα­πεί­τε ή να βγεί­τε από τον αντι­κεί­με­νον της πίστε­ως, από τον χώρο της πίστε­ως». Αυτό το σχή­μα δε της σωτη­ρί­ας, ο Από­στο­λος Παύ­λος το σημειώ­νει ως εξής ‑είναι από την Α΄ Κορ. 15,1. Λέγει: «Γνω­ρί­ζω δ μν, δελ­φοί, τ εαγγέ­λιον εηγγε­λι­σά­μην μν(:Σας κάνω γνω­στό το Ευαγ­γέ­λιον), κα παρε­λά­βε­τε, ν κα στή­κα­τε, δι᾿ ο κα σζεσθε». Τι είπε; Πρώ­τον: «παρε­λά­βε­τε». Δηλα­δή, καταρ­χάς, το ακού­σα­τε. «Εγώ το ευαγ­γε­λί­στη­κα σε σας το Ευαγ­γέ­λιο, εσείς το ακού­σα­τε». Είναι η ακρό­α­σις του Ευαγ­γε­λί­ου. Μετά «παρε­λά­βε­τε», δηλα­δή το απο­δε­χθή­κα­τε, συμ­φω­νή­σα­τε. «Ναι. Το απο­δέ­χο­μαι». Κατό­πιν τι λέει; «ν κα στή­κα­τε». «Επά­νω στο οποί­ον Ευαγ­γέ­λιο έχε­τε στη­ρι­χθεί, δηλα­δή αρχί­ζε­τε να εφαρ­μό­ζε­τε»· «δι᾿ ο κα σζεσθε(: δια του οποί­ου Ευαγ­γε­λί­ου και σώζε­στε)» . Βλέ­πε­τε, παρα­κα­λώ, αυτό το σχή­μα της σωτη­ρί­ας πώς κινεί­ται; «Ακούω το Ευαγ­γέ­λιο, το απο­δέ­χο­μαι, στη­ρί­ζο­μαι, σώζο­μαι».

Ώστε λοι­πόν βλέ­πο­με ότι αυτό το «στή­κε­τε ἐν τῇ πίστει» είναι θεμε­λιώ­δους σημα­σί­ας. Τι όμως σημαί­νει «στή­κε­τε»; Τι θα πει «στέ­κε­στε»; Το «μή σαλεύ­ε­σθε». Δηλα­δή, μην κου­νιό­σα­στε. Σάλος και σαλεύω. Σαλεύ­ο­μαι, σαλεύω, σάλος. Σάλος θα πει κάτι που κου­νιέ­ται. Λέμε… η θάλασ­σα έχει σάλον. Δηλα­δή η επι­φά­νειά της έχει κύμα. Είναι εκεί­νο που λέγει ο 120 Ψαλ­μός: «Μή δης ες σάλον τόν πόδα σου». «Το πόδι σου», λέει, «μην το δώσεις σε κάτι που κου­νά­ει, σε κάτι που γλυ­στρά­ει». Κι αυτό δεν είναι παρά το ολι­σθη­ρόν έδα­φος των βιο­τι­κών μερι­μνών, των σαρ­κι­κών επι­θυ­μιών και των ποι­κί­λων αιω­ριών της απι­στί­ας και της απο­στα­σί­ας. Εκεί μην πάνε τα πόδια σου. Θα είσαι επί του Ευαγ­γε­λί­ου, δεν θα είσαι άστα­τος άνθρω­πος, θα είσαι στε­ρε­ω­μέ­νος επά­νω στο Ευαγ­γέ­λιον και αυτό για σένα θα είναι το θεμέ­λιό σου. Δεν θα μετα­κι­νη­θείς ποτέ από κει. Πέστε μου, όταν βάλα­με θεμέ­λια για να κτί­σου­με το σπί­τι μας, τα ντου­βά­ρια πάνε κατ τ δοκον, τδε κακεσε, από δω και από κει και χορο­πη­δούν; Ή είναι πάν­τα στε­ρε­ω­μέ­να στα θεμέ­λια που βάλα­με στο σπί­τι μας; Και σημειώ­νει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Ώστε, αδελ­φοί μου αγα­πη­τοί», λέει στους Κοριν­θί­ους, πιο μπρο­στά το λέει, στο 15 κεφά­λαιο: «δραοι γίνε­σθε». Τι θα πει «δραος»; Από το «δρα», στή­ριγ­μα, «στη­ρί­ζο­μαι, πλα­τιά-πλα­τιά», επι­τρέ­ψα­τέ μου να πω: «ανοί­γω τα πόδια μου να στε­ρε­ω­θώ καλά». Όταν πρό­κει­ται να αντι­με­τω­πί­σου­με κάποιον άνθρω­πο, έναν εχθρό, θέλο­με να παλέ­ψο­με μαζί του, δεν στε­κό­με­θα με ενω­μέ­να τα πόδια. Ανοί­γο­με τα πόδια για να απο­κτή­σο­με μιαν εδραί­ω­σιν, μία στε­ρέ­ω­ση του σώμα­τός μας. Αυτό θα πει λοι­πόν «δραοι γίνε­σθε». Αμε­τα­κί­νη­τοι. Όχι να σαλεύ­ε­στε. «Εδότες τι κόπος μν οκ στι κενός ν Κυρί». «Γνω­ρί­ζον­τες ότι ο κόπος σας δεν θα πάει χαμέ­νος».

Είναι όμως και ένα τρί­το που παραγ­γέλ­λει το Πνεύ­μα του Θεού. Είναι το «νδρί­ζε­σθε». Γίνε­σθε ανδρεί­οι. Και άνδρες. Παρό­τι το «νδρεος» θα λέγα­με έχει κάποια σχέ­ση με το «άνδρας» για­τί υπο­τί­θε­ται ότι ο άνδρας έχει ανδρεία, όχι, νδρί­ζε­σθε· άνδρες, γυναί­κες, παι­διά. Η ανδρεία, αγα­πη­τοί μου, είναι μία θεμε­λια­κή και αφε­τη­ρια­κή αρε­τή. Λέγω «αφε­τη­ρια­κή» για­τί μαζί με τις άλλες τρεις, «φρό­νη­σις, σωφρο­σύ­νη και δικαιο­σύ­νη» απ’ αυτές τις τέσ­σε­ρις, ξεκι­νούν όλες οι άλλες αρε­τές. Η ανδρεία για τον Χρι­στια­νό είναι κορυ­φαία αρε­τή. Για­τί μ’ αυτήν, προ­σέξ­τε, θα σηκώ­σει τον σταυ­ρό του. Σώζε­σαι, αδελ­φέ μου, χωρίς να σηκώ­σεις τον σταυ­ρό σου; Όχι. Για να σηκώ­σεις λοι­πόν τον σταυ­ρό σου πρέ­πει να έχεις ανδρεία. Δηλα­δή θα αντι­με­τω­πί­σεις έναν αντι­τι­θέ­με­νον κόσμον και θα έλθεις μαζί του σε σύγ­κρου­ση. Τι χρειά­ζε­σαι; Δεν χρειά­ζε­σαι ανδρεία; Από το φρό­νη­μα της ανδρεί­ας, από το ανδρεί­ον φρό­νη­μα γεν­νιέ­ται η επι­μο­νή, σας είπα, είναι αφε­τη­ρια­κές αυτές οι αρε­τές, η επι­μο­νή και η υπο­μο­νή. Και η υπο­μο­νή και η επι­μο­νή είναι οι αρε­τές με τις οποί­ες θα σωθού­με. Αμφι­βάλ­λε­τε; « πομεί­νας ες τέλος –λέει ο Κύριος-οτος σωθή­σε­ται». «Αυτός που θα υπο­μεί­νει μέχρι το τέλος της ζωής του, αυτός θα σωθεί». Αμφι­βάλ­λε­τε; «ν τ πομον μν κτή­σα­σθε τς ψυχς μν», λέγει ο Κύριος. «Με την υπο­μο­νή σας κτή­σα­σθε, κερ­δί­στε τις ψυχές σας». Ώστε λοι­πόν κερ­δί­ζω την ψυχή μου με την υπο­μο­νή μου; Ναι. Η ανδρεία και την πίστιν δια­τη­ρεί, για­τί δεν την χάνω όταν έχω ανδρεία, δεν σαλεύ­ο­μαι, δεν σκαν­δα­λί­ζο­μαι, αλλά και την πνευ­μα­τι­κή ζωή ολο­κλη­ρώ­νει. Όταν δω τους άλλους πώς ζουν και οι άλλοι με ειρω­νεύ­ον­ται κι έχω ανδρεία και λέγω «Όχι· έτσι πρέ­πει να ζήσω», τότε δεν ολο­κλη­ρώ­νει την πνευ­μα­τι­κή μου ζωή η υπο­μο­νή και η ανδρεία; Στην επο­χή μας, αγα­πη­τοί μου, η ανδρεία λεί­πει. Εννοώ από τους Χρι­στια­νούς μας. Σε απελ­πι­στι­κόν βαθ­μόν λεί­πει η ανδρεία. Έτσι και μας αφαι­ρούν τα αγα­θά μας, τα προ­δί­δο­με όλα. Για να πάρε­τε μια πρό­γευ­ση, τι θα κάνο­με όταν θα έλθει ο Αντί­χρι­στος. Πόσο εύκο­λα θα παρα­δο­θού­με. Χρεια­ζό­μα­στε ανδρεία, φρό­νη­μα ανδρεί­ας, όσο τίπο­τε άλλο αυτό στην επο­χή μας.

Και το τελευ­ταίο. Το Πνεύ­μα του Θεού μάς σημειώ­νει: «Κρα­ταιοῦ­σθε». Δηλα­δή λέει ένας Εκκλη­σια­στι­κός συγ­γρα­φεύς: «Οον ναλά­βε­τε τήν σχύν». Δηλα­δή «να έχε­τε δύνα­μιν». Και ισχύς είναι η δύνα­μις που παρέ­χε­ται από το Πνεύ­μα το Άγιον. Χωρίς αυτήν την ισχύν, την δύνα­μη, μοιά­ζο­με σαν παρά­λυ­τοι. Κι αυτή η ισχύς χρειά­ζε­ται για να μπο­ρέ­σο­με να φέρο­με εις πέρας την ανοι­κο­δό­μη­ση του πύρ­γου της πνευ­μα­τι­κής μας ζωής, όπως λέγει ο Κύριος στην παρα­βο­λή εκεί­νου του κάποιου ανθρώ­που που ανέ­λα­βε να κτί­σει, να οικο­δο­μή­σει πύρ­γον. «Το οκοδο­μοντος τόν πύρ­γον». Τι σημειώ­νει εκεί ο Κύριος; Ακού­στε τι σημειώ­νει: «Καί μή σχύ­σαν­τος κτε­λέ­σαι -Έβα­λε θεμέ­λια, απλώ­θη­κε, οικο­δο­μή μεγά­λη. Καί μή σχύ­σαν­τος κτε­λέ­σαι (:Και μη δυνα­μέ­νου πια, δεν μπό­ρε­σε να το φέρει εις πέρας το οικο­δό­μη­μα) πάν­τες ο θεω­ροντες ρξων­ται ατ μπαί­ζειν(:όλοι αρχί­ζουν, που βλέ­πουν, να τον κοροϊ­δεύ­ουν) λέγον­τες τι νθρω­πος οτος ρξα­το οκοδο­μεν καί οκ σχυ­σεν κτε­λέ­σαι (:Ξεκί­νη­σε να κτί­ζει· δεν μπό­ρε­σε να ολο­κλη­ρώ­σει)». Ξεκι­νάς, αδελ­φέ μου, την πνευ­μα­τι­κή σου ζωή, ενθου­σιά­στη­κες από ένα κήρυγ­μα, μέσα σου γεν­νή­θη­κε ένα αίσθη­μα αγά­πης και εμπι­στο­σύ­νης και πίστε­ως, αλλά δεν είδες πόσο δύνα­μη έχεις και δεν επε­κα­λέ­σθης το Πνεύ­μα το Άγιον, για να σου δώσει την δύνα­μη να μπο­ρέ­σεις να φέρεις εις πέρας τη σωτη­ρία σου, το οικο­δό­μη­μα της σωτη­ρί­ας σου.

Αγα­πη­τοί μου, το Πνεύ­μα του Θεού μάς παραγ­γέλ­λει να γρη­γο­ρού­με. Για­τί οι και­ροί είναι χαλε­ποί. Μας εντέλ­λε­ται το Πνεύ­μα το Άγιον να στε­κό­μα­στε στην πίστη, για­τί πολ­λοί είναι εκεί­νοι που την προ­σβάλ­λουν. Προ­παν­τός δε, προ­σβάλ­λουν το θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πον του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού.

Μας λέγει ακό­μα να έχο­με ανδρεία. Για­τί δεν είμα­στε, όπως σημειώ­νει στην προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος «τέκνα ποστολς», μαζέ­μα­τος. Υπο­στέλ­λω τη σημαία. Να μαζευ­τώ, όταν ο άλλος μου βάζει μια φωνή, να μαζευ­τώ στο καβου­κά­κι μου. «Όχι», λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «δεν είμα­στε τέκνα υπο­στο­λής εις απώ­λειαν· που οδη­γού­με­θα στην κατα­στρο­φήν». «λλά δυνά­με­ως καί γάπης καί σωφρο­νι­σμο». «Ο Θεός», λέγει, «δεν μας έδω­σε πνεύ­μα δει­λί­ας, αλλά δυνά­με­ως». Μας έδω­σε δύνα­μιν, μας έδω­σε ισχύν· τέλος, θα λέγα­με, την ισχύν του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Και όλα αυτά, προ­σέξ­τε, είναι εντο­λές. Προ­σέξ­τε, όλα αυτά, αγα­πη­τοί μου, είναι εντο­λές. Κι εκεί­νος που τηρεί τις εντο­λές του Θεού έχει ζωήν αιώ­νιον.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_407.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν ὑπάρ­χει τίπο­τα χει­ρό­τε­ρο ἀπὸ τὴν ἀγνω­μο­σύ­νη. Τίποτ’ ἄλλο δὲν εἶναι πιὸ προ­σβλη­τι­κὸ καὶ πιὸ ὀλέ­θριο. Τί χει­ρό­τε­ρο μπο­ρεῖ νὰ ὑπάρ­χει ἀπὸ τὸ νὰ ἀπο­σιω­πᾶ καὶ νὰ κρύ­βει ὁ ἄνθρω­πος ἕνα καλὸ ἔργο ποὺ δέχτη­κε; Τί χει­ρό­τε­ρο μπο­ρεῖ νὰ ὑπάρ­χει ἀπὸ τὸ ν’ ἀντα­μεί­βει ὁ ἄνθρω­πος τὸ ἔλε­ος μὲ τὴν ἀσπλαγ­χνία, τὴν πίστη μὲ τὴν ἀπι­στία, τὴν τιμὴ μέ την ἀτι­μία καὶ τὸ ἀγα­θὸ ἔργο μὲ τὸν ἐμπαιγ­μό; Τέτοια ἀγνω­μο­σύ­νη δημιουρ­γεῖ ἕνα μαῦ­ρο κι ἀδια­πέ­ρα­στο σύν­νε­φο ἀνά­με­σα στὸν ἀγνώ­μο­να ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ καὶ τὸ ἁγνὸ μάτι τοῦ οὐρα­νοῦ — δηλα­δὴ τὸ καθα­ρὸ φῶς χωρὶς πρό­σμι­ξη μὲ τό σκο­τά­δι, τὴν καλο­σύ­νη χωρὶς τὴν πρό­σμι­ξη μὲ τὸ κακό — ἀπὸ τὴν ἄλλη.

Οἱ ἄνθρω­ποι ἐκνευ­ρί­ζον­ται μὲ τὰ ἀγνώ­μο­να ζῶα, ἂν κι αὐτὰ μερι­κὲς φορὲς ντρο­πιά­ζουν μὲ τὴν εὐγνω­μο­σύ­νη καὶ τὴν ἐμπι­στο­σύ­νη τοὺς τοὺς ἀνθρώ­πους. Αὐτὰ ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρω­ποι στὰ ζῶα, τὰ κάνουν γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν εὐγνω­μο­σύ­νη τους; Ὄχι βέβαια. Τὰ κάνουν ὅλα μὲ τὸν ὑπο­λο­γι­σμὸ πῶς θὰ δώσουν λίγα γιὰ νὰ λάβουν πολ­λά. Καὶ παρὰ τὴ δεκα­πλά­σια ἀπό­δο­ση ποὺ ἔχουν τὰ ζῶα γιὰ τὸν ἄνθρω­πο, οἱ ἄνθρω­ποι περι­μέ­νουν εὐγνω­μο­σύ­νη ἀπ’ αὐτὰ γιὰ τὴν περι­ποί­η­ση ποὺ τοὺς προ­σφέ­ρουν.

Οἱ ἄνθρω­ποι ἐκνευ­ρί­ζον­ται πολὺ περισ­σό­τε­ρο μὲ τὸν ἀγνώ­μο­να ἄνθρω­πο. Ὁ ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει πολὺ μεγα­λύ­τε­ρη ἐξυ­πη­ρέ­τη­ση σ’ ἕναν ἄλλον ἄνθρω­πο ἀπ’ ὅ,τι προ­σφέ­ρει ἕνα ζῶο. Μπο­ρεῖ ὅμως νὰ δεχτεῖ καὶ ἀσύγ­κρι­τα μεγα­λύ­τε­ρη αγνω­μο­σύ­νη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους παρὰ ἀπὸ τὰ ζῶα. Στὸν κόσμο αὐτὸν ἡ εὐγνω­μο­σύ­νη ἔχει μιᾷ ἀλη­θι­νῇ καὶ θεϊ­κῇ ἀκτι­νο­βο­λίᾳ, ἐνῶ ἡ ἀγνω­μο­σύ­νη στιγ­μα­τί­ζε­ται, ἀπο­πνέ­ει μιὰ ὀλέ­θρια κακία. Κι αὐτὰ συμ­βαί­νουν μόνο στὸν ἄνθρω­πο, στὴν ἀνθρώ­πι­νη φύση. Κανέ­να ἄλλο πλά­σμα στὸν κόσμο δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐπι­δεί­ξει τέτοια εὐγνω­μο­σύ­νη ἢ αγνω­μο­σύ­νη, παρὰ μόνο ὁ ἄνθρω­πος. Ὅσο μεγα­λύ­τε­ρη εὐγνω­μο­σύ­νη νιώ­θει ὁ ἄνθρω­πος, τόσο πιὸ κον­τὰ βρί­σκε­ται στὴν τελειό­τη­τα. Ἡ εὐγνω­μο­σύ­νη τοῦ πρὸς ὅλα τὰ πλά­σμα­τα τοῦ Θεοῦ γύρω του, τὸν κάνει νὰ φαί­νε­ται ὁ πιὸ ἄρι­στος κι ἐξευ­γε­νι­σμέ­νος πολί­της στὸ σύμ­παν. Ἡ εὐγνω­μο­σύ­νη τοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώ­πους τὸν ἀνα­βι­βά­ζει στὴ θέση τοῦ πρώ­του πολί­τη τῆς ἀνθρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας. Ἡ εὐγνω­μο­σύ­νη του πρός το Δημιουρ­γὸ τοῦ σύμ­παν­τος καὶ τοὺς ἀνθρώ­πους, τὸν κάνει ἄξιο πολί­τη τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ.

Ποιὲς ὅμως εἶναι ὅλες οἱ δωρε­ὲς τοῦ σύμ­παν­τος κι ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων στὴ γῆ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ δεχτεῖ ἕνας θνη­τὸς ἄνθρω­πος, σὲ σχέ­ση μὲ τίς ἀσύγ­κρι­τες κι ἀπει­ρά­ριθ­μες δωρε­ὲς ποὺ λαβαί­νει μέρα καὶ νύχτα ἀπό το Θεό; Τί εἶναι ὁλό­κλη­ρη ἡ εὐγνω­μο­σύ­νη ποὺ ὀφεί­λου­με σὲ ἀνθρώ­πους καὶ ζῶα, ἂν τὴ συγ­κρί­νου­με μὲ τὴν ἄπει­ρη εὐγνω­μο­σύ­νη ποὺ ὀφεί­λου­με στὸ Θεό; Προ­σέξ­τε! Ὅλα τὰ καλὰ δῶρα ποῦ λαβαί­νου­με ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ τὸν κόσμο, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τὰ παίρ­νου­με ἀπό το Θεό, μὲ ὄργα­να τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ τὸν κόσμο. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ ὅμως, πόσα ἄλλα δῶρα μας δίνει ἄμε­σα ὁ Θεός, τὰ μετα­δί­δει στὸ πνεῦ­μα μᾶς χωρὶς ἐνδιά­με­σο, κι αὐτὰ ἀπὸ τὴ γέν­νη­σή μας ἢ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὴν ὡς το θάνα­τό μας; Πόσες δωρε­ὲς χορη­γεῖ ὁ Θεὸς στὶς ψυχὲς ποὺ βαπτί­ζον­ται, πόσες πνευ­μα­τι­κὲς εὐλο­γί­ες, πόση εὐλο­γη­μέ­νη δύνα­μη; Ἄν εἴμα­στε ἀγνώ­μο­νες σ’ όλ’ αὐτά, σημαί­νει πῶς ὄχι μόνο ἔχου­με χάσει τὴν ἀνθρώ­πι­νη ἀξία μας, ἀλλὰ πῶς ξεπέ­σα­με πιὸ χαμη­λὰ κι ἀπὸ τὰ ἄλο­γα ζῶα κι ἀπὸ κάθε ἄλλο πλά­σμα στὸ ἀχα­νὲς σύμ­παν.

Γιὰ νὰ γλι­τώ­σει ὁ Κύριος Ἰησοῦς τοὺς ἀνθρώ­πους ἀπὸ τέτοια ταπεί­νω­ση, πολὺ συχνὰ ἔδι­νε δημό­σια εὐχα­ρι­στία καὶ ὕμνο στὸ Θεὸ (βλ. Ματθ. ἰα’ 25), ἴδ’ 19, κστ’ 26–27). Τὸ ἴδιο ἔκα­ναν κι οἱ ἀπό­στο­λοι, ποὺ ὑμνοῦ­σαν καὶ δοξο­λο­γοῦ­σαν συνέ­χεια το Θεὸ (Πράξ. β’ 47), ὄχι μόνο γιὰ τίς εὐερ­γε­σί­ες Τοῦ πρὸς τοὺς ἴδιους, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους. «Οὐ παύ­ο­μαι εὐχα­ρι­στῶν ὑπὲρ ὑμῶν», ἔγρα­φε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς πιστοὺς τῆς Ἐφέ­σου (α΄ 16). Τοὺς δίδα­σκε ἔτσι ταυ­τό­χρο­να νὰ παρα­μέ­νουν «εὐχα­ρι­στοῦν­τες πάν­το­τε ὑπὲρ πάν­των ἐν ὀνό­μα­τι τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ» (Εφ. ε’ 20). Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ἡ Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ ἀκο­λου­θεῖ τὸ παρά­δειγ­μα τῶν ἀπο­στό­λων καὶ προ­βαί­νει συνέ­χεια σὲ εὐχα­ρι­στί­ες καὶ δοξο­λο­γί­ες στὸ Θεό. Ἔτσι θυμί­ζει καὶ στοὺς πιστοὺς πῶς δὲν πρέ­πει νὰ ξεχνοῦν, ἀλλὰ νὰ δοξο­λο­γοῦν διαρ­κῶς το Θεὸ γιὰ ὅλα τ’ ἀγα­θὰ ποὺ τοὺς στέλ­νει. Δὲν ὑπάρ­χει ἐκκλη­σια­στι­κὴ ἀκο­λου­θία ποὺ νὰ μὴν ἀρχί­ζει μὲ τὰ λόγια: «Εὐλο­γη­τὸς ὁ Θεός…» ἢ «Εὐλο­γη­μέ­νη ἡ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ…».… Δὲν ὑπάρ­χει ἐπί­σης ἀκο­λου­θία ποῦ νὰ μὴν τελειώ­νει μὲ τὰ λόγια: «Δόξα σοί, Χρι­στὲ ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡμῶν δόξα σοί!».

Ἡ Ἐκκλη­σία τὸ κάνει αὐτὸ ὥστε νὰ χαρα­χτοῦν βαθιὰ στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν σκέ­ψεις, ὕμνοι κι εὐχὲς εὐχα­ρι­στί­ας στὸ Θεό. Ἔτσι θὰ μπο­ρέ­σει ὁ καθέ­νας μας νὰ πεῖ μαζὶ μὲ τὸν Ψαλ­μω­δό: «Δια­παν­τὸς ἢ αἴνε­σις αὐτοῦ ἐν τῷ στό­μα­τί μου» (Ψαλμ. Λγ ́ 1).

Ἀπ’ ὅλα τὰ παρα­δείγ­μα­τα ἀγνω­μο­σύ­νης τοῦ ἀνθρώ­που πρὸς τὸ Θεό, τὸ πιὸ χαρα­κτη­ρι­στι­κὸ καὶ πιὸ φοβε­ρὸ εἶναι ἐκεῖ­νο τοῦ Ἰου­δαϊ­κοῦ λαοῦ πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό. Τὸ παρά­δειγ­μα αὐτὸ τὸ ἐπι­κα­λεῖ­ται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴ σημε­ρι­νὴ εὐαγ­γε­λι­κὴ περι­κο­πή, μὲ τὴ μορ­φὴ μιᾶς προ­φη­τι­κῆς παρα­βο­λῆς: τῆς παρα­βο­λῆς τοῦ οἰκο­δε­σπό­του καὶ τῶν ἀγνω­μό­νων γεωρ­γῶν.

«Ἄνθρω­πός τις ἦν οἰκο­δε­σπό­της, ὅστις ἐφύ­τευ­σεν ἀμπε­λῶ­να καὶ φραγ­μὸν αὐτὸ περιέ­θη­κε καὶ ὤρυ­ξε ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκο­δό­μη­σε πύρ­γον, καὶ ἐξέ­δο­το αὐτὸν γεωρ­γοὺς καὶ ἀπε­δή­μη­σεν» (Ματθ. κά’ 33). Σὲ ἄλλη περί­πτω­ση ὁ Χρι­στὸς μίλη­σε γιὰ ἕναν ἄνθρω­πο ποὺ ἦταν βασι­λιᾶς. Ἐδῶ μιλά­ει γιὰ ἕναν ἄνθρω­πο ποῦ ἢν οἰκο­δε­σπό­της. Σίγου­ρα ἐννο­εῖ κάποιον καλὸ οἰκο­δε­σπό­τη ἤ το Θεό. Ὅσο ἀβο­ή­θη­τος καὶ ταπει­νω­μέ­νος κι ἂν εἶναι ὁ ἄνθρω­πος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ Θεὸς δὲν ντρέ­πε­ται νὰ παρο­μοιά­σει τὸν Ἑαυ­τὸ Τοῦ μαζί του. Ὁ ἄνθρω­πος εἶναι τὸ τελειό­τε­ρο καὶ πολυ­τι­μό­τε­ρο πλά­σμα τῆς δημιουρ­γί­ας. Ὁ Θεὸς ἑπο­μέ­νως καλεῖ τὸν Ἑαυ­τό Του ἄνθρω­πο, γιὰ νὰ δεί­ξει τὴν ὑπε­ρο­χὴ τοῦ ἀνθρώ­που πάνω σ’ ὅλα τὰ πλά­σμα­τα στὸν κόσμο, καθὼς καὶ τὴ μεγα­λο­σύ­νη τῆς ἀγά­πης Του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος. Μόνο τὰ σκο­τι­σμέ­να μυα­λὰ τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν ἔδω­σαν στὸ Θεὸ ὀνό­μα­τα ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀπὸ φυσι­κὰ φαι­νό­με­να καὶ ἀντι­κεί­με­να, ὅπως φωτιά, ἥλιος, ἄνε­μος, νερό, πέτρες, ξύλα καὶ ζῶα. Ποτὲ ὅμως καὶ κανέ­νας δὲν τὸν ὀνό­μα­σε ἄνθρω­πο. Μόνο ἡ χρι­στια­νι­κὴ πίστη ἀνύ­ψω­σε τὸν ἄνθρω­πο ψηλά, πάνω ἀπὸ τὴ δημιουρ­γη­μέ­νη φύση, σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ὁ Ὕψι­στος νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὸ ὄνο­μά του.

Ὁ ἀμπε­λῶ­νας ὑπο­δη­λώ­νει τὸν Ἰσραη­λι­τι­κὸ λαό, ποὺ ὁ Θεὸς τὸν διά­λε­ξε γιὰ νὰ γίνει φορέ­ας τῆς σωτη­ρί­ας γιὰ ὁλό­κλη­ρο τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀπο­κα­λεῖ τοὺς Ἰσραη­λῖ­τες ἀμπε­λῶ­να Τοῦ (Ἠσ. ε’ 1–7). Ὁ φραγ­μὸς γύρω ἀπὸ τὸν ἀμπε­λῶ­να, ὁ φρά­χτης, σημαί­νει τοὺς νόμους ποὺ ἔδω­σε ὁ Θεὸς στὸν ἐκλε­κτὸ λαό Του καὶ τοὺς ξεχώ­ρι­σε ἔτσι ἀπὸ τ’ ἄλλα ἔθνη. «Καὶ νόμον ἔθε­το ἕν Ἰσρα­ήλ, ὅσα ἐνε­τεί­λα­το τοῖς πατρά­σιν ἡμῶν τοῦ γνω­ρί­σαι αὐτὰ τοῖς υἱοὺς αὐτῶν» (Ψαλμ. όζ’ 5). Ὁ ληνός, τὸ πατη­τή­ρι, ὑπο­δη­λώ­νει τὸν ἀνα­με­νό­με­νο Μεσ­σία, τὸν ἀλη­θι­νὸ Σωτῆ­ρα τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους. Μὲ τὴν ἐπαγ­γε­λία αὐτὴ τοῦ ἀνα­με­νό­με­νου Μεσ­σία καὶ περιού­σιος λαὸς ἔσβη­νε ἀνὰ τοὺς αἰῶ­νες τὴ δίψα του μὲ ὕδωρ ζῶν. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔβλε­πε τὸν Ἑαυ­τὸ Τοῦ σὰν τὸ ζωο­ποιὸ αὐτὸ νερό, γι’ αὐτὸ κι ἔλε­γε: «Ἐάν τίς διψᾶ, ἐρχέ­σθω πρὸς μὲ καὶ πινέ­τω» (Ἰωάν. ζ’ 37). Κι ἀλλοῦ πάλι: «Ὁ πιστεύ­ων εἰς ἐμὲ οὐ,οὗ μὴ διψή­ση πώπο­τε» (Ἰωάν. στ’ 35). Μὲ τὸν πύρ­γο ὑπο­δη­λώ­νε­ται ὁ παλαιὸς ναός, ὁ πρό­δρο­μος τῆς Ἐκκλη­σί­ας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἱδρύ­θη­κε μετὰ τὴν ἔλευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Ματθ. ἴστ’ 18, κά’ 42), καθὼς κι οἱ ἀπό­στο­λοι (Ἔφ. β’ 20), παρο­μοί­α­ζαν τὴν Ἐκκλη­σία μὲ οἶκο. Γεωρ­γοὺς ὀνό­μα­σε τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τοῦ λαοῦ, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς διδα­σκά­λους.

Τί σημαί­νουν τὰ λόγια καὶ ἀπε­δή­μη­σεν; Μπο­ρεῖ ὁ Θεὸς ν’ ἀπο­μα­κρυν­θεῖ ἀπό το λαό Του; Τὸ ἀπε­δή­μη­σεν σημαί­νει ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ πῶς ὁ Θεός, ἀφοῦ προ­νόη­σε νὰ κάνει ὅλα ὅσα ἦταν ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ σωτη­ρία τοῦ ἀνθρώ­που, τὸν ἄφη­σε νὰ δια­λέ­ξει μὲ τὴν ἐλεύ­θε­ρη βού­λη­σή του ὅλα ὅσα τοῦ χρειά­ζον­ταν γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ σημαί­νει τὴν ὑπο­μο­νὴ ποὺ δεί­χνει ὁ Θεὸς στὶς ἁμαρ­τί­ες τῶν ἀνθρώ­πων καὶ στὴν ἀφρο­σύ­νη τους νὰ ἐργά­ζον­ται ἐνάν­τια στὴ σωτη­ρία τους. Ἡ ὑπο­μο­νὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι καρ­τε­ρι­κή, ξεπερ­νά­ει τὴν ἀνθρώ­πι­νη λογι­κὴ καὶ ἀντί­λη­ψη.

«Ὅτε δὲ ἤγγι­κεν ὁ και­ρὸς τῶν καρ­πῶν, ἀπέ­στει­λε τοὺς δού­λους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωρ­γοὺς λαβεῖν τοὺς καρ­ποὺς αὐτοῦ» (Ματθ. κά’ 34). Ὅπως κάθε συνη­θι­σμέ­νος οἰκο­δε­σπό­της στέλ­νει τοὺς ὑπη­ρέ­τες του ὅταν ἔρθει ὁ και­ρὸς γιὰ νὰ λάβουν τοὺς καρ­ποὺς ἀπὸ τοὺς γεωρ­γούς, ἔτσι ἔκα­νε κι ὁ Θεός. Ἔστει­λε τοὺς ὑπη­ρέ­τες Του, τοὺς ἐκλε­κτούς Του, στοὺς Ἰσραη­λῖ­τες, νὰ ζητή­σουν τοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς καρ­ποὺς γιὰ ὅλα ὅσα εἶχε δώσει ὁ Θεὸς στὸ λαὸ αὐτό. Ὑπη­ρέ­τες τοῦ Θεοῦ ἦταν οἱ προ­φῆ­τες. Καρ­ποὶ τοῦ ἀμπε­λῶ­να ἦταν ὅλα τὰ καλὰ ἔργα ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀπὸ τὴν ὑπα­κοὴ στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀπέ­στει­λε τοὺς δού­λους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωρ­γούς. Τοὺς ἔστει­λε πρῶ­τα στοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τοῦ λαοῦ, στοὺς ἱερεῖς, στοὺς γραμ­μα­τεῖς καὶ τοὺς διδα­σκά­λους, σὲ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ εἶχαν κλη­θεῖ νὰ διδά­ξουν το λαὸ μὲ λόγια καὶ ἔργα τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦταν ὑπεύ­θυ­νοι στὸ Θεὸ τόσο γιὰ τὸν ἑαυ­τό τους ὅσο καὶ γιὰ τὸ λαό. Σὲ κεί­νους εἶχε δοθεῖ μεγα­λύ­τε­ρη αὐθεν­τία καὶ περισ­σό­τε­ρη σοφία. Καὶ σὲ ὅποιον δίνον­ται πολ­λά, ζητοῦν­ται ἐπί­σης πολ­λά. Οἱ πρε­σβύ­τε­ροι καὶ οἱ ἄρχον­τες τοῦ λαοῦ ἔπρε­πε λοι­πόν, ἂν ὄχι γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο, του­λά­χι­στο ἀπὸ εὐγνω­μο­σύ­νη στὸ Θεό, νὰ ὑπο­δε­χτοῦν τοὺς ἀπε­σταλ­μέ­νους μὲ σεβα­σμὸ καὶ ἀγά­πη, σὰ νὰ ὑπο­δέ­χον­ται τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Τί ἔκα­μαν ἐκεῖ­νοι ὅμως;

«Καὶ λαβόν­τες οἱ γεωρ­γοὶ τοὺς δού­λους αὐτοῦ ὄν μὲν ἔδει­ραν, ὄν δὲ ἀπέ­κτει­ναν, ὄν δὲ ἐλι­θο­βό­λη­σαν» (Ματθ. καὶ 35). Προ­σέξ­τε με ποιόν τρό­πο ἔμπει­ροι ἄνθρω­ποι ἀντα­πο­δί­δουν κακὸ στὸ καλό! Σημειῶ­στε τὴν ἀγνω­μο­σύ­νη τῶν ἀνθρώ­πων! Οἱ προ­φῆ­τες ὑπεν­θύ­μι­σαν στοὺς πρε­σβύ­τε­ρους το Νόμο τοῦ Θεοῦ, τὸ θέλη­μά Του, τις εὐερ­γε­σί­ες Του. Τόνι­σαν τὴν εὐερ­γε­τι­κὴ καὶ σωστι­κὴ φύση, τὸ κάλ­λος καὶ τὴ γλυ­κύ­τη­τα τοῦ Νόμου, ἀπαι­τοῦ­σαν τὴν τήρη­σή του στὴ ζωὴ κάθε ἔθνους, κάθε ἀνθρώ­που ξεχω­ρι­στά. Ζήτη­σαν στὸ ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ τοὺς καρ­ποὺς τοῦ Νόμου Του, δηλα­δὴ τὰ καλά τους ἔργα. Καλὰ ἔργα δὲ βρῆ­καν ὅμως. Ἔμει­ναν σὰν τοὺς ἐργά­τες ἐκεί­νους ποὺ πῆγαν στὸ ἀμπέ­λι νὰ μαζέ­ψουν στα­φύ­λια, μὰ δὲ βρῆ­καν οὔτε τσαμ­πί. Οἱ πρε­σβύ­τε­ροι τοῦ λαοῦ δὲν περιο­ρί­στη­καν νὰ τοὺς διώ­ξουν, γιὰ νὰ φύγουν μὲ ἄδεια χέρια, ἀλλὰ τοὺς ἔπια­σαν, τοὺς μυκτή­ρι­σαν, ἕναν ἔδει­ραν, ἄλλον σκό­τω­σαν κι ἕναν τρί­το τὸν λιθο­βό­λη­σαν. Τὸ ἴδιο εἶχαν κάνει καὶ στοὺς προ­φῆ­τες: τὸν προ­φή­τη Μιχαία τὸν ἔδει­ραν, τὸν Ζαχα­ρία τὸν σκό­τω­σαν μπρο­στὰ στὸ θυσια­στή­ριο, τὸν Ἰερε­μία τὸν λιθο­βό­λη­σαν, τὸν Ἠσα­ΐα τὸν πριό­νι­σαν καὶ τὸν Τίμιο Πρό­δρο­μο τὸν ἀπο­κε­φά­λι­σαν μὲ ξίφος.

«Πάλιν ἀπέ­στει­λεν ἄλλους δού­λους, πλεί­ο­νας τῶν πρώ­των, καὶ ἐποί­η­σαν αὐτοῖς ὡσαύ­τως» (Ματθ. καὶ 36). Οἱ ἄλλοι δοῦ­λοι ἦταν κι αὐτοὶ προ­φῆ­τες. Ὅσο περισ­σό­τε­ρο δια­φθεί­ρον­ταν ὁ ἐκλε­κτὸς λαὸς κι ὅσο ἀπο­μα­κρύ­νον­ταν ἀπὸ τό Θεό, τόσο περισ­σό­τε­ρους προ­φῆ­τες ἔστελ­νε ὁ πανά­γα­θος Θεὸς γιὰ νὰ προ­ει­δο­ποι­ή­σει το λαὸ καὶ νὰ ἐπι­τι­μή­σει τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ μὴ χαθοῦν ὅλοι ὅπως τὰ ἄκαρ­πα κλή­μα­τα ποὺ τὰ κόβουν καὶ τὰ ρίχνουν στὴ φωτιά. Κι ἡ δεύ­τε­ρη αὐτὴ ὁμά­δα τῶν ἀπε­σταλ­μέ­νων τοῦ Θεοῦ ὅμως, εἶχε τὴν ἴδια τύχη μὲ τὴν πρώ­τη. Κι αὐτοὺς οἱ πρε­σβύ­τε­ροι τοῦ λαοῦ, οἱ ἱερεῖς, οἱ γραμ­μα­τεῖς κι οἱ διδά­σκα­λοι, τοὺς ἔδει­ραν, τοὺς σκό­τω­σαν, τοὺς λιθο­βό­λη­σαν. Ὅσο περισ­σό­τε­ρο παρέ­τει­νε ὁ Θεὸς τὴν ὑπο­μο­νή Του, τόσο μεγα­λύ­τε­ρη ἦταν ἡ αγνω­μο­σύ­νη τοῦ λαοῦ πρὸς τὸ Θεό.

«Ὕστε­ρον δὲ ἀπέ­στει­λε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντρα­πή­σον­ται τὸν υἱὸν μοῦ» (Ματθ. κά’ 37). Τοὺς ὑπη­ρέ­τες τοῦ Θεοῦ τοὺς μετα­χει­ρί­στη­καν πολὺ ἄσχη­μα. Ὅλες οἱ προ­ει­δο­ποι­ή­σεις τοῦ Θεοῦ ἀπορ­ρί­φτη­καν. Οἱ εὐερ­γε­σί­ες Του περι­φρο­νή­θη­καν. Σὲ τέτοιες περι­πτώ­σεις ἡ ὑπο­μο­νὴ τοῦ ἀνθρώ­που σίγου­ρα θὰ εἶχε ἐξαν­τλη­θεῖ. Ἡ ὑπο­μο­νὴ τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι μεγα­λύ­τε­ρη κι ἀπὸ ἐκεί­νης ποὺ ἔχει ὁ πιὸ υπὁ­μο­νη­τι­κὸς για­τρός, ποῦ προ­σπα­θεῖ νὰ θερα­πεύ­σει ἕναν παρά­φρο­να. Καὶ στὸ ἕνα δέκα­το τέτοιας ἀγνω­μο­σύ­νης, οἱ ἄνθρω­ποι θὰ εἶχαν ἀπαν­τή­σει μὲ σιδε­ρέ­νια γρο­θιά. Προ­σέξ­τε ὅμως τί ἔκα­νε ὁ πανά­γα­θος Θεός: ἀντὶ νὰ τοὺς τιμω­ρή­σει μὲ σιδε­ρέ­νια γρο­θιά, τοὺς στέλ­νει τον Μονο­γε­νῆ Του Υἱό.

Πόσο ἀνε­ξάν­τλη­τη εἶναι ἀλή­θεια ἡ καλο­σύ­νη τοῦ Θεοῦ! Οὔτε ἡ πιὸ στορ­γι­κὴ μητέ­ρα δὲ θὰ ’δει­χνε τόση εὐσπλα­χνία καὶ ὑπο­μο­νὴ πρὸς τὸ παι­δί της, ὅση ἔδει­ξε ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς ἀνθρώ­πους, τὰ πλά­σμα­τά Του. «Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου ἐξα­πέ­στει­λεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ», μᾶς λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (Γαλ. δ’ 4). Ὅταν ἔφτα­σε τὸ πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου, δηλα­δὴ ὅταν συμ­πλη­ρώ­θη­κε ὁ χρό­νος ποὺ περί­με­νε ὁ Θεὸς τοὺς Ἰσραη­λῖ­τες γιὰ ν’ ἀπο­δώ­σουν καρ­πό: στὸ τέλος τοῦ χρό­νου τῆς κακί­ας καὶ τῆς ἀνο­μί­ας τῶν πρε­σβυ­τέ­ρων τοῦ λαοῦ, ὅταν τέλειω­σε ἡ περί­ο­δος ὑπο­μο­νῆς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἀμπε­λῶ­νας εἶχε φθα­ρεῖ ἀπὸ τὰ σκου­λή­κια κι ὁ φρά­χτης εἶχε πέσει, ὅταν ὁ κατα­κλυ­σμὸς τῆς εἰδω­λο­λα­τρεί­ας εἶχε εἰσχω­ρή­σει στὸν ἀμπε­λῶ­να καὶ τὸ πατη­τή­ρι εἶχε στε­γνώ­σει, ὅταν ὁ πύρ­γος εἶχε γίνει σπή­λαιο λῃστῶν, τότε ὁ Υἱὸς τοῦ οἰκο­δε­σπό­τη, ὁ Μονο­γε­νὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἦρθε ἀπρο­ει­δο­ποί­η­τα στὸν ἀμπε­λῶ­να.

Ὁ Θεὸς γνώ­ρι­ζε προ­κα­τα­βο­λι­κὰ πῶς οἱ γεωρ­γοὶ δὲ θὰ δίστα­ζαν καθό­λου νὰ κάνουν καὶ στὸ γιο Του αὐτὰ ποὺ ἔκα­ναν στοὺς ὑπη­ρέ­τες. Τότε για­τί εἶπε, ἐντρα­πή­σον­ται τὸν υἱόν μου; Γιὰ νὰ ντρο­πια­στοῦ­με ἐμεῖς, ποὺ μέχρι σήμε­ρα δὲ δεχό­μα­στε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ μέ το σεβα­σμὸ καὶ τὴν ἀγά­πη ποὺ πρέ­πει. Ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δεί­ξει το βαθ­μὸ τῆς ἀγνω­μο­σύ­νης τοῦ περιού­σιου λαοῦ, ποὺ τόσο πλού­σια εἶχε δεχτεῖ τίς εὐλο­γί­ες τοῦ Θεοῦ. Δέστε λοι­πὸν σὲ ποιό βαθ­μὸ κατά­πτω­σης ἔφτα­σαν μὲ τὴν ἐπο­νεί­δι­στη ἀχα­ρι­στία τους καὶ τὸ μῖσος ποὺ ἔτρε­φαν γιὰ ἐκεῖ­νον.

«Οἱ δὲ γεωρ­γοὶ ἰδόν­τες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυ­τοῖς οὗτος ἔστιν ὁ κλη­ρο­νό­μος δεῦ­τε ἀπο­κτεί­νω­μεν αὐτὸν καὶ κατά­σχω­μεν τὴν κλη­ρο­νο­μί­αν αὐτοῦ. καὶ λαβόν­τες αὐτὸν ἐξέ­βα­λον ἔξω τοῦ ἀμπε­λῶ­νος καὶ ἀπέ­κτει­ναν» (Ματθ. καὶ 38,39). Αὐτὴ εἶναι μιὰ τέλεια εἰκό­να ὅσων ἔμελ­λε πολὺ σύν­το­μα νὰ ὑπο­στεῖ ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ὅπως οἱ κακοὶ γεωρ­γοὶ σκό­τω­σαν το γιὸ τοῦ οἰκο­δε­σπό­τη γιὰ νὰ κατά­σχουν τὸν ἀμπε­λῶ­να καὶ νὰ τὸν κάνουν δικό τους, ἔτσι ἔκα­ναν κι οἱ Ἰου­δαῖ­οι ἄρχιε­ρείς, οἱ Φαρι­σαῖ­οι κι οἱ γραμ­μα­τεῖς. Σκό­τω­σαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ γιὰ νὰ ἐπι­βά­λουν τὴν ἐξου­σία καὶ τίς ὀρέ­ξεις τους στὸ λαό. «Ἐὰν ἀφῶ­μεν αὐτὸν οὕτῳ, πάν­τες πιστεύ­σου­σιν εἰς αὐτόν» (Ἰωάν. ἰα’ 48), ἔλε­γαν οἱ Ἰου­δαῖ­οι μετα­ξύ τους. Κι ἔτσι μὲ πρό­τα­ση τοῦ Καϊ­ά­φα, ἀπο­φά­σι­σαν νὰ τὸν σκο­τώ­σουν. Ἀγνόη­σαν τὴ χιλιό­χρο­νη ἐμπει­ρία τους, πῶς ἄνθρω­πος τοῦ Θεοῦ δὲν πρέ­πει νὰ σκο­τώ­νε­ται, για­τί τότε ζεῖ πιὸ ὁλο­κλη­ρω­μέ­να, προ­ει­δο­ποιεῖ πιὸ ἔντο­να καὶ ἀσκεῖ μεγα­λύ­τε­ρη πίε­ση στὴ συνεί­δη­ση. Οἱ προ­πά­το­ρές τους εἶχαν σκο­τώ­σει πολ­λοὺς προ­φῆ­τες τοῦ Θεοῦ. Ἀργό­τε­ρα ὅμως ἀναγ­κά­στη­καν νὰ στή­σουν μνη­μεῖα γι’ αὐτούς, ἐπει­δὴ οἱ προ­φῆ­τες ἦταν μεγα­λύ­τε­ρη ἀπει­λὴ τώρα ποὺ ἦταν νεκροί, ἀπ’ ὅσο ὅταν ἦταν ζων­τα­νοί. Εἶχαν μάτια, μὰ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ δοῦν. Εἶχαν νοῦ, μὰ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ κατα­νο­ή­σουν αὐτὰ ποὺ γίνον­ταν ἐδῶ καὶ χίλια χρό­νια τόσο στοὺς νεκροὺς ὅσο καὶ στοὺς δολο­φό­νους τους. Οὔτε νὰ κατα­λά­βουν μπο­ροῦ­σαν οὔτε καὶ νὰ θυμη­θοῦν.

Δεῦ­τε ἀπο­κτεί­νω­μεν αὐτόν. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ πρό­χει­ρη ἀνθρώ­πι­νη λύση ἀλλὰ κι ἡ λιγό­τε­ρο ἐπι­τυ­χής, ἀνα­πο­τε­λε­σμα­τι­κή. Κι αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἐπο­χὴ τοῦ Κάϊν ὡς τὸν Καϊ­ά­φα κι ἀπὸ τὸν Καϊ­ά­φα ὡς τὸν τελευ­ταῖο δολο­φό­νο στὴ γῆ. Τὸ νὰ σκο­τώ­σεις ἕναν ὅσιο ἄνθρω­πο, σημαί­νει νὰ τὸν στεί­λεις πίσω στὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο προ­έρ­χε­ται. Σημαί­νει ἐπί­σης νὰ τὸν τοπο­θε­τή­σεις σὲ μιὰ ἀπόρ­θη­τη θέση στὴ μάχη, νὰ τὸν ὁπλί­σεις μὲ ἀκα­τα­μά­χη­τα ὅπλα καὶ νὰ τὸν κάνεις χίλιες φορὲς πιὸ δυνα­τὸ ἀπ’ ὅσο ἦταν ὅταν βάδι­ζε σωμα­τι­κὰ στὴ γῆ. Τὸ νὰ σκο­τώ­σεις ἕναν ὅσιο καὶ δίκαιο ἄνθρω­πο σημαί­νει αὐτὸν μὲν νὰ τὸν βοη­θή­σεις νὰ νική­σει, τὸν ἑαυ­τό σου δὲ νὰ τὸν κατα­δι­κά­σεις στὴν τελι­κὴ κρί­ση. Τί γνώ­ρι­ζε ὁ Καϊ­ά­φας, ὁ ἀρχιε­ρέ­ας τῶν Ἰου­δαί­ων, ἂν δὲν τὸ ἤξε­ρε αὐτό; Γνώ­ρι­ζε λιγό­τε­ρα κι ἀπὸ τὸ τίπο­τα. Ἄν αὐτὸ ποὺ γνώ­ρι­ζε ἦταν ἁπλᾶ τὸ τίπο­τα, δὲ θά ‘χὲ ἀπο­φα­σί­σει νὰ θανα­τώ­σει τὸ Χρι­στὸ κι ἔτσι νὰ κατα­δι­κά­σει τὸν ἑαυ­τό του σὲ αἰώ­νιο θάνα­το.

Δεῦ­τε ἀπο­κτεί­νω­μεν αὐτόν, για­τί ὁ περισ­σό­τε­ρος κόσμος τὸν ἀκο­λου­θεῖ. «Μεί­να­με μόνοι μας, ἔλε­γαν. Χωρὶς εξου­σία, χωρὶς τιμή, χωρὶς χρή­μα­τα. Ποιός θὰ μᾶς ὑπη­ρε­τεῖ; Ποιός θὰ μᾶς ἐγκω­μιά­ζει; Ποιόν θὰ ἀπα­τοῦ­με; Ποιόν θὰ γδά­ρου­με; Ἄς τὸν σκο­τώ­σου­με λοι­πόν, γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σου­με ἐκεῖ­να ποὺ βλέ­που­με ὅτι θὰ κλη­ρο­νο­μή­σει ἐκεῖ­νος.

Ὁ λαός, ὁ ἀμπε­λῶ­νας μας, ποὺ ὡς τώρα βρί­σκε­ται στὰ χέρια μας καὶ ποὺ οἱ καρ­ποί του μᾶς ἀνή­κουν, εἶναι ἡ ἀπό­λαυ­σή μας».

Οἱ κακοὶ γεωρ­γοὶ ἐκτέ­λε­σαν γρή­γο­ρα το στό­χο τους. Τὸν συνέ­λα­βαν, ἐξέ­βα­λον ἔξω τοῦ ἀμπε­λῶ­νος καὶ ἀπέ­κτει­ναν. Προ­σέξ­τε με πόσες λεπτο­μέ­ρειες περι­γρά­φει ὁ Χρι­στὸς ὅσα τοῦ ἔμελ­λαν νὰ πάθει. Ὅλοι οἱ εὐαγ­γε­λι­στὲς λένε πῶς οἱ Ἰου­δαῖ­οι ὁδή­γη­σαν τὸ Χρι­στὸ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὸ Γολ­γο­θᾶ, στὸν Κρα­νί­ου Τόπον, ποὺ βρι­σκό­ταν ἔξω ἀπὸ τὰ τεί­χη τῆς Ἱερου­σα­λήμ. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόη­μα τῶν λόγων ἐξέ­βα­λον ἔξω τοῦ ἀμπε­λῶ­νος. Τὰ λόγια αὐτὰ ὅμως σημαί­νουν πῶς οἱ ἄρχον­τες τῶν Ἰου­δαί­ων θὰ ἀπέρ­ρι­πταν τὸ Χρι­στό, θὰ τὸν ἀπό­κο­βαν ἀπὸ τὸν Ἰσραη­λι­τι­κὸ λαό, θὰ τὸν ἀρνοῦν­ταν ὡς Ἰσραη­λί­τη, θὰ τὸν ἔβγα­ζαν ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἔθνους τους καὶ θὰ τὸν μετα­χει­ρί­ζον­ταν ὡς ξένο. Τελι­κὰ θὰ τὸν παρέ­δι­δαν στὰ χέρια τῶν Ρωμαί­ων, γιὰ νὰ τὸν δικά­σουν ἐκεῖ­νοι.

«Ὅταν οὖν ἔλθη ὁ κύριος τοῦ ἀμπε­λῶ­νος, τί ποι­ή­σει τοὺς γεωρ­γοὺς ἐκεί­νους;» (Ματθ. καὶ 40). Αὐτὴ τὴν ἐρώ­τη­ση ἔκα­νε ὁ Κύριος Ἰησοῦς στοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τοῦ Ἰου­δαϊ­κοῦ λαοῦ. Ὅταν οὖν ἔλθη ὁ κύριος τοῦ ἀμπε­λῶ­νος εἶπε, ἐπει­δὴ στὴν ἀρχὴ τῆς διή­γη­σης τῆς παρα­βο­λῆς εἶχε ἀνα­φέ­ρει πῶς ἀπε­δή­μη­σεν. Ὅταν οὖν ἔλθη ὁ κύριος τοῦ ἀμπε­λῶ­νος, σημαί­νει ὅταν θὰ ἐξαν­τλη­θεῖ ἡ ὑπο­μο­νὴ τοῦ Κυρί­ου καὶ θ’ ἀρχί­σει νὰ ἐμφα­νί­ζε­ται ἡ ὀργή Του. Ποιόν βλέ­πει ὅμως ἐδῶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὡς οἰκο­δε­σπό­τη, τὸν ἴδιον ἢ τὸν Πατέ­ρα Του; Δὲν ἔχει καμιὰ σημα­σία. «Ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν», εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημα­σία εἶναι πῶς τόσο ἡ ὑπο­μο­νὴ τοῦ Θεοῦ ὅσο καὶ ἢ ἀπεί­θεια τῶν γεωρ­γῶν θὰ τελειώ­σουν σύν­το­μα μετὰ τὴ θανά­τω­ση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Τί θὰ κάνει ὁ οἰκο­δε­σπό­της στοὺς κακοὺς γεωρ­γούς; Ποιός καὶ σὲ ποιούς κάνει τὴν ἐρώ­τη­ση αὐτή; Ρωτά­ει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοὺς κακοὺς γεωρ­γούς. Αὐτὸς ποὺ κατα­δι­κά­στη­κε σὲ θάνα­το ρωτά­ει τοὺς δικα­στὲς καὶ δολο­φό­νους Του. Τί τρο­με­ρὴ συνο­μι­λία ἀνά­με­σα σ’ Ἐκεῖ­νον ποὺ εἶναι ἀντι­μέ­τω­πος μέ το θάνα­το καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ ἀντι­με­τω­πί­ζουν τὴν κακία τους! Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀντι­με­τω­πί­ζουν το θάνα­το συνή­θως βρί­σκον­ται σὲ σύγ­χυ­ση, δὲν ξέρουν τί λένε, ἐνῶ οἱ δικα­στές τους — ἂν εἶναι δίκαιοι — εἶναι ἤρε­μοι. Ἐδῶ τὰ πράγ­μα­τα ἐξε­λίσ­σον­ται δια­με­τρι­κὰ ἀντί­θε­τα. Ὁ Χρι­στός, ποῦ γνώ­ρι­ζε τὴ μυστι­κὴ ἀπό­φα­ση τῶν πρε­σβυ­τέ­ρων νὰ τὸν δολο­φο­νή­σουν, εἶναι ἤρε­μος. Γνω­ρί­ζει τί λέει. Οἱ ἄδι­κοι δικα­στές του ὅμως βρί­σκον­ται σὲ σύγ­χυ­ση, δὲν ξέρουν τί λένε. Κάθε ἄδι­κη πρά­ξη ἀφαι­ρεῖ δυὸ πράγ­μα­τα ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο: τὸ θάρ­ρος καὶ τὴ λογι­κή. Προ­σέξ­τε πῶς ἀπαν­τοῦν στὸ Χρι­στό:

«Λέγου­σιν αὐτῷ κακοὺς κακῶς ἀπο­λέ­σει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπε­λῶ­να ἐκδώ­σε­ται ἄλλους γεωρ­γοῖς, οἵτι­νες ἀπο­δώ­σου­σιν αὐτῷ τοὺς καρ­ποὺς ἕν τοῖς και­ροὺς αὐτῶν» (Ματθ. κά’ 41).

Βλέ­πε­τε πῶς δὲν ξέρουν τί λένε; Αὐτὸ ποὺ κάνουν, εἶναι ὅτι ἀναγ­γέλ­λουν τὴν κατα­δί­κη τους. Σύμ­φω­να μὲ τὸ Μάρ­κο καί το Λου­κᾶ, φαί­νε­ται πῶς τὰ λόγια αὐτὰ τὰ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὁ Ματ­θαῖ­ος ξεκα­θα­ρί­ζει ὅμως πῶς ὁ Κύριος τοὺς ρώτη­σε νὰ τοῦ ἀπαν­τή­σουν ἐκεῖ­νοι τί θὰ γινό­ταν. Καθὼς δὲν ὑπάρ­χει καμιὰ ἀντί­φα­ση ἀνά­με­σα στοὺς εὐαγ­γε­λι­στές, τὸ πιθα­νό­τε­ρο εἶναι νὰ εἶπε ἀρχι­κὰ ὁ Κύριος τί θὰ ἔκα­νε ὁ οἰκο­δε­σπό­της στοὺς κακοὺς γεωρ­γοὺς κι ἔπει­τα τοὺς ρώτη­σε τί σκέ­φτον­ταν ἐκεῖ­νοι. Αὐτοὶ στὴν ἀρχὴ ἐπα­νέ­λα­βαν ὅσα εἶπε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὰ ὁποῖα συμ­φω­νοῦ­σαν. Ἔπει­τα συνει­δη­το­ποί­η­σαν πῶς ἡ διή­γη­ση ἀφο­ροῦ­σε σ’ αὐτοὺς κι ἀνα­φώ­νη­σαν, σύμ­φω­να μὲ τὸν εὐαγ­γε­λι­στὴ: «Μὴ γένοι­το» (Λουκ. κ’ 16).

Ἀπ’ αὐτὸ μπο­ρεῖ­τε νὰ συμ­πε­ρά­νε­τε τὴ σύγ­χυ­ση καὶ τὴν ἀνα­κο­λου­θία τους. Ποιοὶ εἶναι ὅμως οἱ ἄλλοι γεωρ­γοί, ἐκεῖ­νοι ποὺ ὁ Κύριος θὰ τοὺς δώσει τὸν ἀμπε­λῶ­να; Θὰ πρέ­πει νὰ ξεκα­θα­ρί­σου­με ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πῶς ὁ ἀμπε­λῶ­νας αὐτὸς θὰ εἶναι και­νούρ­γιος, ὅπως κι οἱ γεωρ­γοὶ θὰ εἶναι και­νούρ­γιοι. Ἀπὸ τὴν ἐπο­χὴ τῆς ἔλευ­σης τοῦ Χρι­στου, ὁ ἀμπε­λῶ­νας τοῦ Θεοῦ θὰ μεγα­λώ­σει, γιὰ νὰ συμ­πε­ρι­λά­βει ὁλό­κλη­ρο τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος. Δὲ θ’ ἀνή­κει μόνο στοὺς Ἰσραη­λῖ­τες, μὰ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. Ὁ νέος ἀμπε­λῶ­νας θὰ κλη­θεῖ Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ. Ἐργά­τες καὶ γεωρ­γοὶ θὰ εἶναι οἱ ἀπό­στο­λοι, οἱ ἅγιοι, οἱ πατέ­ρες καὶ διδά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλη­σί­ας, μάρ­τυ­ρες κι ὁμο­λο­γη­τές, ἐπί­σκο­ποι καὶ ἱερεῖς, ἀφο­σιω­μέ­νοι καὶ θεο­φι­λεῖς βασι­λιᾶ­δες καὶ βασί­λισ­σες κι ὅλοι ἐκεῖ­νοι ποὺ δια­κο­νοῦν στὸν ἀμπε­λῶ­να τοῦ Κυρί­ου. Ἐκεῖ­νοι ἀπο­δώ­σου­σιν αὐτῷ τοὺς καρ­ποὺς ἐν τοῖς και­ροὺς αὐτῶν. Μετὰ τὴν ἔλευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ θὰ γίνουν γένος ἐκλε­κτό, ἔθνος ἅγιο, βασί­λειο ἰερά­τευ­μα (βλ. Α Πέτρ. β’ 9). Μὲ τὴν ἔλευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ ἡ θέση τῶν Ἰσραη­λι­τῶν ὡς ἐκλε­κτοῦ λαοῦ παύ­ει καὶ μετα­φέ­ρε­ται τώρα σ’ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό, σ’ ὁποιο­δή­πο­τε ἔθνος τῆς γῆς κι ἂν ἀνή­κουν.

Μὴ γένοι­το! Αὐτὸ εἶπαν στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ οἱ κακοὶ γεωρ­γοὶ ὅταν συνει­δη­το­ποί­η­σαν πῶς ἡ φοβε­ρὴ παρα­βο­λὴ ἀπευ­θυ­νό­ταν σ’ ἐκεί­νους. Ἄν δὲν ὑπῆρ­χαν τὰ λόγια αὐτά, ποὺ μᾶς δίνει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς, θὰ ὑπῆρ­χε κάποιο κενὸ στὴ διή­γη­ση τοῦ Ματ­θαί­ου. Δὲ θά ‘ταν ἀπό­λυ­τα κατα­νο­η­τὰ ἐκεῖ­να ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὴ συνέ­χεια. Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ τῶν πρε­σβυ­τέ­ρων των Ἰου­δαί­ων, τὰ ἑπό­με­να λόγια τοῦ Χρι­στοῦ ἦταν ἀπό­λυ­τα κατα­νο­η­τά: «Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς: οὐδέ­πο­τε ἀνέ­γνω­τε ἐν ταῖς γρα­φαῖς, λίθον ὄν ἀπε­δο­κί­μα­σαν οἱ οἰκο­δο­μοῦν­τες, οὗτος ἐγε­νή­θη εἰς κεφα­λὴν γωνί­ας παρὰ Κυρί­ου ἐγέ­νε­το αὕτη, καὶ ἔστι θαυ­μα­στή ἐν ὀφθαλ­μοῖς ἡμῶν;» (Ματθ. κά’ 42). Ὁ λίθος εἶναι ὁπωσ­δή­πο­τε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός. Οἰκο­δο­μοῦν­τες εἶναι οἱ πρε­σβύ­τε­ροι τῶν Ἰου­δαί­ων, ἱερεῖς κι οἱ γραμ­μα­τεῖς. Γωνία εἶναι ὁ σύν­δε­σμος ἀνά­με­σα στὸν Ἰσρα­ὴλ καί την εἰδω­λο­λα­τρεία, ἀνά­με­σα στὸν πρώ­ην ἐκλε­κτὸ λαὸ καὶ τὸν τωρι­νό, ἀνά­με­σα στὸν παλαιὸ ναὸ καὶ τὴ νέα Ἐκκλη­σία. Ὁ Χρι­στὸς εἶναι ὁ ἀκρο­γω­νιαῖ­ος λίθος, στὸ τέλος τοῦ παλιοῦ καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ και­νούρ­γιου. Στὴ βασι­λεία Τοῦ τοὺς καλεῖ ὅλους μὲ τὴν ἴδια ἀγά­πη, τόσο τοὺς Ἰσραη­λῖ­τες ὅσο καὶ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες, ἀφοῦ καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ κατὰ τὴν ἔλευ­σὴ Τοῦ ἦταν ἄκαρ­πα δέν­τρα. Αὐτὸ ἰσχύ­ει ἰδιαί­τε­ρα γιὰ τοὺς Ἰσραη­λῖ­τες, για­τί τὸν εἶχαν ἀπορ­ρί­ψει, ὅπως ἀπορ­ρί­πτουν οἱ οἰκο­δό­μοι τίς ἄχρη­στες πέτρες. Πόσο ἀπα­τή­θη­καν οἱ οἰκο­δό­μοι αὐτοί! Ἀπέρ­ρι­ψαν τὸ θεμέ­λιο λίθο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώ­που, τῆς ἀνθρώ­πι­νης ἱστο­ρί­ας, τῆς ἱστο­ρί­ας ὁλό­κλη­ρου τοῦ δημιουρ­γη­μέ­νου κόσμου. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν τὸν ἀπέρ­ρι­ψαν, ἀλλὰ στὴν προ­σπά­θειά τους νὰ τὸν ἀπορ­ρί­ψουν ἀπορ­ρί­φθη­καν οἱ ἴδιοι, ἐνῶ ἐκεῖ­νος ἔγι­νε ὁ ἀκρο­γω­νιαῖ­ος λίθος τῆς νέας οἰκο­δο­μῆς, τῆς Νέας Κτί­σης.

«Παρὰ Κυρί­ου ἐγέ­νε­το αὕτη καὶ ἔστι θαυ­μα­στὴ ἐν ὀφθαλ­μοῖς ἡμῶν» (Ψαλμ. ριζ’ 23). Τίπο­τα δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ γίνει πιὸ σοφὸ καὶ πιὸ δίκαιο. Αὐτὸ σημαί­νει: “Ὅταν δια­βά­ζε­τε τὴν Ἁγία Γρα­φὴ ἐσεῖς οἱ Ἰου­δαῖ­οι νομί­ζε­τε πῶς αὐτὸ ποὺ εἶναι θαυ­μα­στὸ παρὰ Κυρί­ου, εἶναι θαυ­μα­στὸ γιά σας. Κι αὐτὸ ἐπει­δὴ δὲ γνω­ρί­ζε­τε σὲ ποιόν ἀνα­φέ­ρον­ται τὰ λόγια αὐτά. Δὲν ξέρε­τε πῶς ὁ λίθος αὐτὸς εἶναι φοβε­ρὸς καὶ «ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦ­τον συν­θλα­σθή­σε­ται ἐφ’ ὄν δ’ ἂν πέση, λικμή­σει αὐτόν» (Ματθ. καὶ 44). Ὅποιος πέσει πάνω στήν πέτρα αὐτὴ θὰ συν­τρι­βεῖ καὶ σ’ ἐκεῖ­νον ποὺ θὰ πέσει πάνω του, θὰ γίνει σκό­νη. Οἱ ἐπί­μο­νοι κι ἐνο­χλη­τι­κοὶ Ἰου­δαῖ­οι ἔπε­σαν πραγ­μα­τι­κὰ πάνω στὴν πέτρα αὐτὴν καὶ συν­τρί­φτη­καν, ἔγι­ναν σκό­νη. Σκόν­τα­ψαν πάνω της ὅπως πάνω σὲ «λίθο προ­σκόμ­μα­τος», ἐνό­σῳ ὁ Κύριος Ἰησοῦς ζοῦ­σε ἀκό­μα στὴ γῆ σωμα­τι­κά. Ἀργό­τε­ρα, μετὰ τὴ Σταύ­ρω­ση καὶ τὴν Ἀνά­στα­ση, ὁ λίθος αὐτὸς ἔπε­σε πάνω τους καὶ τοὺς συν­τρι­ψε, τοὺς ἔκα­νε κομ­μά­τια. Λίγο χρό­νο ἀργό­τε­ρα, ἀφό­του οἱ κακοὶ γεωρ­γοὶ θανά­τω­σαν τὸν Υἱὸ τοῦ Οἰκο­δε­σπό­τη, ὁ Ρωμαϊ­κὸς στρα­τός, ὁδη­γού­με­νος ἀπὸ τὸν Τίτο, ἐπι­τέ­θη­κε στὴν Ἱερου­σα­λήμ, τὴν ἰσο­πέ­δω­σε κι ἔδιω­ξε ἀπὸ τὴν πόλη τοὺς Ἰου­δαί­ους, ποὺ σκορ­πί­στη­καν σ’ ὅλον τὸν κόσμο.

Οἱ Ἰου­δαῖ­οι βασα­νί­στη­καν περισ­σό­τε­ρο κι ἔπα­θαν χει­ρό­τε­ρα ἀπ’ ὅσα ἔπα­θαν ἄλλοι λαοὶ ποὺ ἁμάρ­τη­σαν καὶ πέθα­ναν στὴν ἁμαρ­τία τους, ὅπως οἱ Ἀσσύ­ριοι, οἱ Βαβυ­λώ­νιοι, οἱ Φοί­νι­κες, οἱ Αἰγύ­πτιοι κ. α. Οἱ Ἰου­δαῖ­οι ἔπα­θαν κάτι παρό­μοιο μ’ αὐτὸ ποὺ εἶχε πάθει ὁ Κάϊν. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπέ­τρε­ψε σὲ κανέ­ναν ἄνθρω­πο νὰ σκο­τώ­σει τὸν Κάϊν, ἀλλὰ τὸν σφρά­γι­σε μὲ τὸ σημά­δι τοῦ δολο­φό­νου καὶ τὸν ἄφη­σε νὰ περι­πλα­νιέ­ται στὴ γῆ. Ὁ Κάϊν τιμω­ρή­θη­κε ἀμέ­σως μετὰ τὸ ἔγκλη­μά του, ἡ τιμω­ρία τῶν Ἰου­δαί­ων ὅμως ἄργη­σε. Λιθο­βό­λη­σαν καὶ θανά­τω­σαν τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλον τοὺς προ­φῆ­τες τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ­νος ὅμως ἦταν υπὁ­μο­νη­τι­κός, καθυ­στε­ροῦ­σε τὴν τιμω­ρία περι­μέ­νον­τας τὴ μετά­νοιά τους. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἔστελ­νε ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρους προ­φῆ­τες. Μόνο ὅταν θανά­τω­σαν τὸν Σωτῆ­ρα τοὺς παρά­λα­βε ἡ δίκαιη τιμω­ρία. Μερι­κὲς φορὲς ὁ Θεὸς στέλ­νει μιὰ ἄμε­ση τιμω­ρία γιὰ τὴν ἀνο­μία. Ἄλλες φορὲς ἀλλά­ζει τὴν τιμω­ρία, ὁπό­τε οἱ ἄνθρω­ποι νομί­ζουν πῶς θὰ γλι­τώ­σουν, πῶς ἡ τιμω­ρία δὲ θά ‘ρθεὶ ποτέ. Ὅταν ἡ Μαριάμ, ἡ ἀδερ­φὴ τοῦ Μωυ­σῆ, μίλη­σε ἐνάν­τια στὸν ἀδερ­φὸ τῆς, «ἰδοὺ Μαριὰμ λεπρῶ­σα ὡσεὶ χιῶν» (Ἀριθ. ιβ’ 10). Ὅταν ὁ Δαβὰν κι ὁ Αβει­ρὼν κατέ­κρι­ναν τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους, «ηνοί­χθη ἡ γῆ καὶ κατέ­πιεν αὐτούς» (Ἀριθ. ἴστ’ 32). Ὁ Ἀνα­νί­ας κι ἡ Σαπ­φεί­ρα πού­λη­σαν τὸ κτῆ­μα τους καὶ κρά­τη­σαν κάτι γιὰ τὸν ἑαυ­τό τους, ἀμέ­σως μετὰ ὅμως ἦρθε ὁ θάνα­τος (βλ. Πράξ. ἔ’ 5).

Ὁ Θεὸς δὲν τιμω­ρεῖ ἀμέ­σως κάθε ἁμαρ­τω­λό. Τὸ ἀντί­θε­το μάλι­στα. Ὁ μεγα­λύ­τε­ρος ἀριθ­μὸς τῶν κρι­μά­των καὶ τῶν ἁμαρ­τη­μά­των δὲν τιμω­ροῦν­ται τὴ στιγ­μὴ ποὺ δια­πράτ­τον­ται ἀλλ’ ἀργό­τε­ρα. Μερι­κὲς φορὲς πολὺ ἀργό­τε­ρα, ἴσως ἀκό­μα καὶ μετά το θάνα­το τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ.

Ἡ τιμω­ρία τῆς ἁμαρ­τί­ας ἔρχε­ται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο σύμ­φω­να μὲ τὴν πάν­σο­φη πρό­νοια τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ Θεὸς δὲν τιμω­ροῦ­σε ποτὲ ἄμε­σα μετὰ τὴ διά­πρα­ξη τῆς ἁμαρ­τί­ας, θὰ μᾶς ἔπια­νε ἀπό­γνω­ση στὴν ἀνα­μο­νὴ τῆς δικαιο­σύ­νης τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ Θεὸς δὲ δια­φο­ρο­ποιοῦ­σε υπὁ­μο­νη­τι­κά την τιμω­ρία ἄλλων ἁμαρ­τω­λῶν, πῶς θὰ μαθαί­να­με νὰ ὑπο­μέ­νου­με ἐκεί­νους ποὺ μᾶς πρό­σβα­λαν; Καὶ τελι­κά, τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ Θεὸς μερι­κὲς φορὲς δὲν τιμω­ρεῖ κάποιους ἁμαρ­τω­λοὺς ποὺ ἐμμέ­νουν στὴν ἁμαρ­τία, ἐνι­σχύ­ει τὴν πίστη μας στὴν τελι­κὴ κρί­ση τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲ θὰ γλι­τώ­σουν οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ ποῦ δὲν τοὺς πρό­λα­βε ἡ τιμω­ρία στὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς τους. Ἀλί­μο­νο σ’ ἐκεί­νους ποὺ οἱ ἁμαρ­τί­ες τους ἔμει­ναν ἀτι­μώ­ρη­τες ὡς το θάνα­τό τους! Μὴν τοὺς ζηλεύ­εις. Ἐκεῖ­νοι ἔλα­βαν ὅ,τι θέλη­σαν σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἔτσι στὴ μέλ­λου­σα ζωὴ δὲν ἔχουν τίποτ’ ἄλλο νὰ λάβουν, παρὰ νὰ δεχτοῦν τὴν κατα­δί­κη τους. — Ὅταν ὁ ἀνα­μάρ­τη­τος Κύριός μας ὑπό­φε­ρε καὶ βασα­νί­στη­κε τόσο πολύ, πῶς ἐμεῖς οἱ ἁμαρ­τω­λοί, ποὺ μᾶς ἀγα­πᾶ ὁ Θεός, δὲ δεχό­μα­στε νὰ ὑπο­φέ­ρου­με; Ὅποιος ἁμαρ­τά­νει πολὺ καὶ δὲν ὑπο­φέ­ρει μὲ κανέ­να τρό­πο, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔχει κάτι κοι­νὸ μὲ τὸ Χρι­στό, οὔτε καὶ θὰ ἔχει θέση μαζί Του στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Ἄς προ­σέ­ξου­με, μήπως ἡ ζωή μας ὁλό­κλη­ρη περά­σει χωρὶς βάσα­να καὶ δοκι­μα­σί­ες, κι ἐμεῖς παρα­μέ­νου­με ἀμε­τα­νόη­τοι στὶς πολ­λὲς ἁμαρ­τί­ες μας. Ὅταν ὑπο­μέ­νου­με δοκι­μα­σί­ες καὶ βάσα­να ἂς χαι­ρό­μα­στε, πολὺ περισ­σό­τε­ρο μάλι­στα ὅταν μετα­νο­ή­σα­με γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες μας καὶ βάλα­με τὰ πόδια μας νὰ βαδί­σουν στὸ σωστὸ δρό­μο. Ἄς μὴ σκε­φτεῖ κι ἂς μὴν πεῖ κανείς: «Ὁ Θεὸς ὑπο­μέ­νει, ἂς ἀνα­βά­λω τὴ μετά­νοιά μου. Ὅταν ὑπό­με­νε τοὺς Ἰσραη­λῖ­τες τόσο πολύ, θὰ ὑπο­μεί­νει καὶ μένα γιὰ λίγα χρό­νια».

Ἄς μὴν αὐτα­πα­τώ­με­θα. Ὁ Θεὸς μὲ τὴν πρό­νοια Τοῦ μπο­ρεῖ νὰ ὑπο­μέ­νει καὶ νὰ μᾶς ἀνέ­χε­ται γιὰ μερι­κὰ χρό­νια ἀκό­μα ἀμε­τα­νόη­τους. Μπο­ρεῖ ὅμως σὲ κάθε στιγ­μὴ νὰ νιώ­σεις πάνω σου τὸ βαρὺ χέρι Του. Ἡ ἀνα­βο­λὴ τῆς μετά­νοιας δυσκο­λεύ­ει πολὺ τὰ πράγ­μα­τα, για­τί τότε ἡ συνή­θεια τῆς ἁμαρ­τί­ας ριζώ­νει ὅλο καὶ βαθύ­τε­ρα μέσα μας, σκο­τί­ζει περισ­σό­τε­ρο το νοῦ μας καὶ νεκρώ­νει τὴν καρ­διά μας. Καὶ τότε προ­χω­ροῦ­με ἀπὸ τίς βαριὲς στὶς πιὸ βαριὲς ἁμαρ­τί­ες ὅπως οἱ κακοὶ γεωρ­γοί, ποῦ πρῶ­τα σκό­τω­σαν τοὺς προ­φῆ­τες καὶ τελι­κὰ ἔφτα­σαν στὸ σημεῖο νὰ θανα­τώ­σουν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Τί ἄλλο περισ­σό­τε­ρο μπο­ροῦ­με νὰ περι­μέ­νου­με γιὰ τὸν ἑαυ­τό μας τότε, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖ­νο ποὺ περί­με­νε τοὺς κακοὺς γεωρ­γούς; Ὁ ἀκρο­γω­νιαῖ­ος λίθος ποὺ ἑτοί­μα­ζε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν οἰκο­δο­μὴ τῆς σωτη­ρί­ας μας, θὰ πέσει στὸ κεφά­λι μας καὶ θὰ μᾶς συν­τρί­ψει. Ὁ Θεὸς εἶναι «πλού­σιος ἐν ἐλέ­ει», μὰ εἶναι καὶ δυνα­τὸς στὴ δικαιο­σύ­νη Του. Ἄς βια­στοῦ­με λοι­πόν, ας χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τὸ ἔλε­ὸς Τοῦ, ὅσο αὐτὸ μᾶς προ­σφέ­ρε­ται. Ἄς μὴν ἀνα­βά­λου­με τὴ μετά­νοιά μας, γιὰ νὰ μὴν ἀπο­συρ­θεῖ τὸ χέρι τοῦ ἐλέ­ους καὶ ἀντι­κα­τα­στα­θεῖ ἀπὸ τὸ χέρι τῆς δικαιο­σύ­νης.

Ἄς μὴν ἀνα­βά­λου­με τὴν προ­ε­τοι­μα­σία τῶν καρ­πῶν στὸν ἀμπε­λῶ­να τῆς ψυχῆς μας. Ἄς εἴμα­στε ἕτοι­μοι, ὥστε ὅταν ἔρθουν οἱ ὑπη­ρέ­τες του οἰκο­δε­σπό­τη, νὰ τοὺς παρα­δώ­σου­με τοὺς καρ­ποὺς ποὺ προ­ε­τοι­μά­σα­με καὶ συνά­ξα­με. Κάθε μέρα ἄγγε­λοι τοῦ Θεοῦ θερί­ζουν ψυχὲς ἀνθρώ­πων καὶ τίς μετα­φέ­ρουν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν σὰν στα­φύ­λια ποὺ μαζεύ­τη­καν ἀπὸ τὸν ἀμπε­λῶ­να. Ἡ σει­ρά μας εἶναι κον­τά, θὰ ἔρθει ὁπωσ­δή­πο­τε. Ἄς εὐχό­μα­στε ὥστε ὁ καρ­πὸς μᾶς νὰ μὴν ἔχει σαπί­σει. Εἴθε οἱ ψυχές μας νὰ μὴ βρε­θοῦν ἀπρο­ε­τοί­μα­στες, ἐλλει­πείς.

Φύλα­κα ἄγγε­λέ μας! Ξύπνη­σε τὴ συνεί­δη­σή μας, κρά­τη­σέ μας καὶ βοή­θη­σέ μας προ­τοῦ ἔρθει ἡ ἔσχα­τη ὥρα! Κύριε Ἰησοῦ Χρι­στέ, ἐλέη­σέ μας! Σὲ Σένα πρέ­πει ὕμνος καὶ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Αμπέ­λι του Θεού

«Ανθρω­πός τις ην οικο­δε­σπό­της, όστις εφύ­τευ­σεν αμπε­λώ­να…» (Ματθ. 21, 33)

ΕΛΑΤΕ, αγα­πη­τοί, ελά­τε να σας δεί­ξω ένα εκλε­κτό αμπέ­λι. Δεν ήταν από πριν την αρχή έτσι. Ήταν ένας τόπος ακαλ­λιέρ­γη­τος. Ήταν ένα χέρ­σο χωρά­φι. Ήταν γεμά­το πέτρες, άγρια χόρ­τα, αγκά­θια και φίδια. Κανείς δεν το πρό­σε­χε. Αλλά κάποιος το πρό­σε­ξε. Ήξε­ρε, ότι κάτω από τις πέτρες και τ’ αγκά­θια κρυ­βό­ταν εκλε­κτό χώμα και ότι, όταν ελευ­θε­ρω­νό­ταν από αυτά, μπο­ρού­σε να γίνη ένα εκλε­κτό αμπέ­λι. Αγό­ρα­σε λοι­πόν το χέρ­σο αυτό τόπο και άρχι­σε να τον δου­λεύη. Έβα­λε φωτιά, έκα­ψε το αγκά­θια, έβγα­λε τις πέτρες, το καθά­ρι­σε από τα άγρια χόρ­τα, το έσκα­ψε βαθειά, έφε­ρε κλή­μα­τα και τα φύτε­ψε. Το έφρα­ξε απ’ όλες τις μεριές, ώστε να μη μπο­ρούν να μπαί­νουν μέσα κλέ­φτες και ζώα. Έχτι­σε πατη­τή­ρι. Έχτι­σε πύρ­γο, για νὰ μένουν οἱ φύλα­κες καὶ ἀπό ‘κεὶ σὰν ἀπὸ σκο­πιὰ νὰ παρα­τη­ροῦν τί γίνε­ται σ’ ὅλο τ’ ἀμπέ­λι καὶ πέρα ἀπ’ αὐτό. Τὸ ἀγα­ποῦ­σε ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς τὸ ἀμπέ­λι καὶ γι’ αὐτὸ προ­νόη­σε γιὰ ὅλα. Ἤθε­λε νὰ εἶνε ἕνα ἀμπέ­λι, ποὺ ἄλλο σὰν αὐτὸ νὰ μὴν ὑπάρ­χῃ. Ἀμπέ­λι ὑπο­δειγ­μα­τι­κό. Τὸ ἐμπι­στεύ­θη­κε σὲ γεωρ­γούς, καὶ αὐτὸς ἔφυ­γε καὶ πῆγε μακριά.

Ἀλλ’ οἱ γεωρ­γοὶ δὲν ἦταν καλοὶ ἄνθρω­ποι. Δὲν πόνε­σαν τὸ ἀμπέ­λι. Δὲν τὸ περι­ποι­ή­θη­καν ὅπως ἔπρε­πε. Νόμι­σαν, ὅτι ἦταν ἀνε­ξέ­λεγ­κτοι, καὶ ὅτι ποτὲ πιὰ δὲν θὰ ἐπέ­στρε­φε ὁ ἰδιο­κτή­της, γιὰ νὰ τὸ δὴ καὶ νὰ ζητή­σῃ λόγο. Μὰ ὁ ἰδιο­κτή­της δὲν λησμό­νη­σε τὸ κτῆ­μα του. Ἔστει­λε τοὺς ὑπη­ρέ­τες του γιὰ νὰ πάρῃ τοὺς καρ­πούς. Οἱ κακοὶ ὅμως γεωρ­γοὶ δὲν ἔδω­σαν σ’ αὐτοὺς οὔτε ἕνα τσαμ­πὶ στα­φύ­λι. Ἄλλους ἀπὸ τοὺς ὑπη­ρέ­τες σκό­τω­σαν, ἄλλους ἔδει­ραν καὶ ἄλλους πετρο­βό­λη­σαν. Στέλ­νει ἄλλους ὑπη­ρέ­τες καὶ ἰδιο­κτή­της. Ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτοὺς τὰ ἴδια ἔκα­ναν. Τέλος στέλ­νει τὸ παι­δί του. Οὔτε ὅμως κι αὐτὸ τὸ σεβά­στη­καν. Τὸ πῆραν, τὸ ἔβγα­λαν ἔξω ἀπὸ τ’ ἀμπέ­λι καὶ τὸ σκό­τω­σαν.

Τί πρέ­πει, λοι­πόν, νὰ κάνῃ τοὺς κακοὺς αὐτούς γεωρ­γοὺς καὶ οἰκο­δε­σπό­της; ρώτη­σε ὁ Κύριος τοὺς Ἰου­δαί­ους. Καὶ αὐτοὶ ἀπάν­τη­σαν ὅτι «κακούς κακῶς ἀπο­λέ­σει αὐτούς» (Ματθ. 21, 41), ὅτι δηλα­δή, ἐπει­δὴ αὐτοὶ ἀπο­δεί­χτη­καν κακοί, κακὸ θὰ εἶνε καὶ τὸ τέλος τους τὸ δὲ ἀμπέ­λι θά τὸ δώσῃ σὲ ἄλλους γεωρ­γούς, ποὺ θὰ τὸ καλ­λιερ­γοῦν καὶ στὸν κατάλ­λη­λο και­ρὸ θὰ τοῦ ἀπο­δώ­σουν τοὺς καρ­πούς.

Παρα­βο­λὴ εἶνε ὅσα εἴπα­με. Παρα­βο­λή, ποὺ περιέ­χε­ται στὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, κ’ ἐμεῖς κάπως ἀνα­πτυγ­μέ­νη τὴν παρου­σιά­ζου­με. Παρα­βο­λή, ποὺ ἔχει βαθὺ νόη­μα. Για­τί ἄλλα λέει, καὶ ἄλλα ἐννο­εῖ ὁ Κύριος.

Καὶ γεν­νιέ­ται τὸ ἐρώ­τη­μα Ποιό εἶνε τὸ ἀμπέ­λι; Τὸ ἀμπέ­λι εἶνε ὁ Ἰου­δαϊ­κὸς λαός. Ἦταν ἐξ ἀρχῆς ὁ λαὸς αὐτὸς ἐκλε­κτός; Ἦταν ἀμπέ­λι περι­ποι­η­μέ­νο; Ὄχι. Ἦταν ἕνας λαός, ποὺ ἔμοια­ζε μὲ χερ­σό­το­πο. Ζοῦ­σαν μέσα στὴν ἁμαρ­τία καὶ τὴν εἰδω­λο­λα­τρία ὅπως ὅλοι οἱ λαοί. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς διά­λε­ξε τὸ λαὸ αὐτὸ καὶ τὸν περι­ποι­ή­θη­κε μὲ ἰδιαί­τε­ρη ἀγά­πη καὶ στορ­γή. Καὶ τί δὲν ἔκα­νε γιὰ τὸ λαὸ αὐτό! Πόση διδα­σκα­λία, πόσα θαύ­μα­τα! Πόσοι μεγά­λοι διδά­σκα­λοι καὶ προ­φῆ­τες δὲν δίδα­ξαν τὸ λαὸ αὐτό! Ἀλλὰ δυστυ­χῶς ὁ Ἰου­δαϊ­κὸς λαὸς δὲν ἔδει­ξε τὴν ἀγά­πη ποὺ ἔπρε­πε στὸ Θεό. Δὲν ἐτί­μη­σε τίς δωρε­ὲς καὶ εὐερ­γε­σί­ες τοῦ Θεοῦ. Φάνη­κε λαὸς ἀχά­ρι­στος. Ἀμπέ­λι, ποὺ δὲν ἔδω­σε καρ­πὸ στὸν κύριό του. Γέμι­σε πέτρες κι ἀγκά­θια. Κι ἀπὸ τ’ ἀγκά­θια αὐτὰ πλέ­χθη­κε τὸ ἀγκά­θι­νο στε­φά­νι, ποὺ οἱ στρα­τιῶ­τες ἔβα­λαν πάνω στὸ κεφά­λι τοῦ μονο­γε­νοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἱ ἀχά­ρι­στοι Ἰου­δαῖ­οι ἐσταύ­ρω­σαν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀμπε­λῶ­να, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερου­σα­λήμ. Ὄχι στα­φύ­λια, ὄχι γλυ­κὸ κρα­σί, ἀλλὰ ξίδι μὲ χολὴ ἔδω­σαν στὸ Χρι­στό, τὸν εὐερ­γέ­τη τους.

Τὸ τέλος τοὺς εἶνε γνω­στό. Ὑπῆρ­ξε τὸ τέλος τῶν κακῶν γεωρ­γῶν. Τιμω­ρή­θη­καν μὲ μεγά­λη τιμω­ρία. Τιμω­ρή­θη­καν ὅπως ἔπρε­πε. Τὸ ἀμπέ­λι ἔφυ­γε ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τους καὶ παρα­δό­θη­κε σὲ ἄλλους γεωρ­γούς, σὲ ἄλλο λαό, τὸν χρι­στια­νι­κὸ λαό. Αὐτὸς ὁ λαὸς ἀπε­τέ­λε­σε τὴν Ἐκκλη­σία καὶ ἔγι­νε τὸ ἀμπέ­λι τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὸ και­νούρ­γιο αὐτὸ ἀμπέ­λι περι­μέ­νει τώρα ὁ Κύριος τοῦ ἀμπε­λῶ­νος καρ­ποὺς ἐκλε­κτούς. Καὶ ἀλλοί­μο­νο ἂν δὲν τοὺς δώσῃ. Ἀλλοί­μο­νο, ἂν καὶ οἱ νέοι γεωρ­γοὶ δὲν καλ­λιερ­γή­σουν ὅπως πρέ­πει τὸ ἀμπέ­λι, ποὺ μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὸ αἷμα του πότι­σε ὁ Θεάν­θρω­πος Κύριος.

Ἀμπέ­λι εἶνε ἡ Ὀρθό­δο­ξος Ἐκκλη­σία μας. Φραγ­μέ­νη ἀπ’ ὅλες τίς μεριὲς μὲ τίς ἐντο­λὲς τοῦ Κυρί­ου, μὲ τὰ δόγ­μα­τα, μὲ τοὺς θεί­ους καὶ ἱεροὺς κανό­νας τῶν οἰκου­με­νι­κῶν καὶ τοπι­κῶν Συνό­δων. Ἀμπέ­λι, ποὺ ἔχει πατη­τή­ρια, ἱερὰ θυσια­στή­ρια, ὅπου προ­σφέ­ρε­ται τὸ ἄχραν­το σῶμα καὶ τίμιον αἷμα τοῦ Κυρί­ου. Ἀμπέ­λι μὲ πύρ­γους, μὲ ναούς, μὲ ἄμβω­νες, μὲ ὑψη­λὰ παρα­τη­ρη­τή­ρια, ποὺ οἱ φύλα­κες μπο­ροῦν ἀπὸ αὐτὰ νὰ βλέ­πουν τί συμ­βαί­νει ὄχι μόνο στὸ ἀμπέ­λι, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ νὰ παίρ­νουν τὰ κατάλ­λη­λα μέτρα. Ἀμπέ­λι ἐφο­δια­σμέ­νο μὲ ὅλα τὰ μέσα, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ φέρῃ ἐκλε­κτὸ καρ­πό.

Ναί! Ἡ Ὀρθό­δο­ξος Ἐκκλη­σία εἶνε τὸ ἀμπέ­λι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μέσα σ’ ὅλο το χῶρο τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας ἀμπέ­λι εἶνε καὶ κάθε ἐπι­σκο­πὴ μὲ τοὺς χιλιά­δες χρι­στια­νούς, ποὺ εἶνε τὰ κλή­μα­τα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν λει­τουρ­γῇ ὁ ἐπί­σκο­πος, πρὶν ἀκό­μη δια­βα­στῇ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, βγαί­νει ἔξω στὴν ὡραία πύλη, κρα­τεῖ δικη­ρο­τρί­κη­ρα, ὑψώ­νει τὴ φωνή του καὶ λέει: «Κύριε Κύριε, ἐπί­βλε­ψον ἐξ οὐρα­νοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπί­σκε­ψαι τὴν ἄμπε­λον ταύ­την καὶ κατάρ­τι­σαι αὐτήν, ἦν ἐφύ­τευ­σεν ἡ δεξιά σου». Τί σημαί­νουν τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε μιὰ προ­σευ­χή. Ὁ ἐπί­σκο­πος παρα­κα­λεῖ τὸν Κύριο νὰ μὴν ἀφή­σῃ τὴν Ἐκκλη­σία, ἀλλὰ νὰ ρίξῃ τὴ ματιά του ἀπὸ τὸν οὐρα­νό, νὰ μᾶς σπλαγ­χνι­σθῇ. Καὶ ἂν οἱ χρι­στια­νοὶ παρου­σιά­ζουν ἐλατ­τώ­μα­τα καὶ κακί­ες καὶ μοιά­ζουν σὰν κλή­μα­τα ἄκαρ­πα, νὰ μὴν τὰ ξερ­ρι­ζώ­ση, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀφή­σῃ καὶ νὰ τὰ περι­ποι­η­θῇ ἀκό­μη, μὲ τὴν ἐλπί­δα ὅτι θὰ γίνουν κι αὐτὰ μιὰ μέρα κλή­μα­τα καρ­πο­φό­ρα.

Καὶ γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ αὐτὴ καλ­λιέρ­γεια τῶν χρι­στια­νῶν εἶνε ὑπεύ­θυ­νος καὶ ἐπί­σκο­πος. Καὶ ὄχι μόνο ὁ ἐπί­σκο­πος, ἀλλ’ ὕστε­ρα ἀπὸ τὸν ἐπί­σκο­πο ὑπεύ­θυ­νοι εἶνε καὶ ὅλοι οἱ ἱερεῖς. Για­τί κάθε ἐνο­ρία εἶνε κι αὐτὴ ἕνα μικρὸ ἀμπέ­λι. Κλή­μα­τα εἶνε ὅσες ψυχές, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες, κατοι­κοῦν στὸ χωριό. Κλή­μα­τα ποὺ θέλουν περι­ποί­η­σι. Καὶ ὅπως τὰ φυσι­κὰ κλή­μα­τα ἔχουν ἀνάγ­κη ἀπὸ σκά­ψι­μο, ἀπὸ κλά­δε­μα, ἀπὸ ράν­τι­σμα, ἀπὸ φάρ­μα­κα διά­φο­ρα, ἔχουν ἀνάγ­κη ἀπὸ προ­φύ­λα­ξη ἀπὸ τοὺς δια­φό­ρους ἐχθροὺς καὶ τοὺς κλέ­φτες, ἔτσι οἱ ἐνο­ρῖ­τες, τὰ πνευ­μα­τι­κὰ αὐτὰ κλή­μα­τα, ἔχουν ἀνάγ­κη ἀπὸ συνε­χῆ παρα­κο­λού­θη­σι. Ὁ καλὸς ἀμπε­λουρ­γὸς εἶνε πάν­το­τε στὸ ἀμπέ­λι του. Ἄλλο­τε θὰ τὸ καθα­ρί­σῃ ἀπὸ ἄγρια χόρ­τα καὶ πέτρες, ἄλλο­τε θὰ σκά­ψῃ, ἄλλο­τε θὰ ραν­τί­σῃ, στὸν και­ρὸ δὲ τῶν καρ­πῶν μένει ἐκεῖ καὶ τὴ νύχτα καὶ φυλά­ει τ’ ἀμπέ­λι. Καὶ ὁ καλὸς ἱερεὺς δὲν φεύ­γει ποτὲ ἀπὸ τ’ ἀμπέ­λι του, δὲν φεύ­γει ἀπὸ τὴν ἐνο­ρία του. Μένει κον­τὰ στοὺς ἐνο­ρῖ­τες τοῦ χει­μῶ­να — καλο­καί­ρι. Κάτι ἔχει νὰ κάνῃ. Δὲν μένει ποτὲ ἀργός. Μιὰ παρά­κλη­σι, ἕνα τρι­σά­γιο στὰ μνή­μα­τα τῶν νεκρῶν, μιὰ ἐπί­σκε­ψι στὸ σπί­τι τῶν πονε­μέ­νων, μιὰ διδα­σκα­λία, ἕνας ἔλεγ­χος, μιὰ μάχη ἐναν­τί­ον τῶν αἱρε­τι­κῶν ποὺ ἔρχον­ται νὰ πηδή­ξουν το φρά­χτη καὶ νὰ ρημά­ξουν τ’ ἀμπέ­λι του. Ώ, πόσα δὲν μπο­ρεῖ νὰ κάνῃ ἕνας καλὸς ἱερεύς!

Κύριε! Δικό σου ἀμπέ­λι εἶνε ἡ Ἐκκλη­σία. Στεῖ­λε σ’ αὐτὸ τ’ ἀμπέ­λι καλοὺς γεωρ­γούς, καλοὺς ἱερεῖς καὶ ἐπι­σκό­πους, γιὰ νὰ γίνῃ καὶ πάλι κάθε ἐπι­σκο­πὴ καὶ κάθε ἐνο­ρία ἕνα δια­λε­χτὸ ἀμπέ­λι.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek