ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΚΒ΄ 2 — 14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παρα­βο­λὴν ταύ­την· Ὡμοιώ­θη ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν ἀνθρώ­πῳ βασι­λεῖ, ὅστις ἐποί­η­σε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 3καὶ ἀπέ­στει­λε τοὺς δού­λους αὐτοῦ καλέ­σαι τοὺς κεκλη­μέ­νους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθε­λον ἐλθεῖν. 4πάλιν ἀπέ­στει­λεν ἄλλους δού­λους λέγων· εἴπα­τε τοῖς κεκλη­μέ­νοις· ἰδοὺ τὸ ἄρι­στόν μου ἡτοί­μα­σα, οἱ ταῦ­ροί μου καὶ τὰ σιτι­στὰ τεθυ­μέ­να, καὶ πάν­τα ἕτοι­μα· δεῦ­τε εἰς τοὺς γάμους. 5οἱ δὲ ἀμε­λή­σαν­τες ἀπῆλ­θον, ὃς μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὃς δὲ εἰς τὴν ἐμπο­ρί­αν αὐτοῦ· 6οἱ δὲ λοι­ποὶ κρα­τή­σαν­τες τοὺς δού­λους αὐτοῦ ὕβρι­σαν καὶ ἀπέ­κτει­ναν. 7ἀκού­σας δὲ ὁ βασι­λεὺς ἐκεῖ­νος ὠργί­σθη, καὶ πέμ­ψας τὰ στρα­τεύ­μα­τα αὐτοῦ ἀπώ­λε­σε τοὺς φονεῖς ἐκεί­νους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέ­πρη­σε. 8τότε λέγει τοῖς δού­λοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοι­μός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλη­μέ­νοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· 9πορεύ­ε­σθε οὖν ἐπὶ τὰς διε­ξό­δους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρη­τε καλέ­σα­τε εἰς τοὺς γάμους. 10καὶ ἐξελ­θόν­τες οἱ δοῦ­λοι ἐκεῖ­νοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνή­γα­γον πάν­τας ὅσους εὗρον, πονη­ρούς τε καὶ ἀγα­θούς· καὶ ἐπλή­σθη ὁ γάμος ἀνα­κει­μέ­νων. 11εἰσελ­θὼν δὲ ὁ βασι­λεὺς θεά­σα­σθαι τοὺς ἀνα­κει­μέ­νους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρω­πον οὐκ ἐνδε­δυ­μέ­νον ἔνδυ­μα γάμου· 12καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖ­ρε, πῶς εἰσῆλ­θες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυ­μα γάμου; ὁ δὲ ἐφι­μώ­θη. 13τότε εἶπεν ὁ βασι­λεὺς τοῖς δια­κό­νοις· δήσαν­τες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖ­ρας ἄρα­τε αὐτὸν καὶ ἐκβά­λε­τε εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐξώ­τε­ρον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀδόν­των. 14πολ­λοὶ γάρ εἰσι κλη­τοὶ, ὀλί­γοι δὲ ἐκλε­κτοί.

“Η βασι­λεία των ουρα­νών είναι ομοία με βασι­λέα, ο οποί­ος έκα­με μεγα­λο­πρε­πείς γάμους στο παι­δί του. Και έστει­λε τους δού­λους του να καλέ­ση τους προ­σκα­λε­σμέ­νους του στους γάμους, αλλά εκεί­νοι δεν ήθε­λαν να έλθουν. Παλιν έστει­λε άλλους δού­λους λέγων· Ειπέ­τε στους προ­σκα­λε­σμέ­νους· ιδού το συμ­πό­σιον το έχω ετοι­μά­σει, οι ταύ­ροι μου και τα καλο­θρεμ­μέ­να θρε­φτά­ρια έχουν σφα­γή και όλα είναι έτοι­μα. Ελά­τε στους γάμους. Αλλ’ εκεί­νοι επε­ρι­φρό­νη­σαν την πρό­σκλη­σιν, αδια­φό­ρη­σαν και επή­γαν άλλος με στο κτή­μα του, άλλος δε στο εμπό­ριόν του. Οι υπό­λοι­ποι δε, αφού επια­σαν τους δού­λους, τους ύβρι­σαν και τους εφό­νευ­σαν. Ακού­σας δε ο βασι­λεύς εκεί­νος ωργί­σθη δια την αχα­ρα­κτή­ρι­στον συμ­πε­ρι­φο­ράν των προ­σκα­λε­σμέ­νων, έστει­λε τα στρα­τεύ­μα­τά του, εξω­λό­θρευ­σε τους φονείς εκεί­νους και κατέ­καυ­σε την πόλιν των. Τοτε λέγει στους δού­λους του· Ο μεν γάμος είναι έτοι­μος, αλλά οι προ­σκε­κλη­μέ­νοι δεν ήσαν άξιοι να παρα­κα­θή­σουν στο συμ­πό­σιον. Πηγαί­νε­τε λοι­πόν εκεί, όπου βγά­ζουν οι δρό­μοι και ξεχύ­νον­ται οι άνθρω­ποι, και όσους αν βρή­τε καλέ­σα­τέ τους στους γάμους. 10 Εξήλ­θον οι δού­λοι εκεί­νοι στους δρό­μους και συνε­κέν­τρω­σαν όλους όσους ευρή­καν καλούς και κακούς· και εγέ­μι­σε η μεγά­λη αίθου­σα του γαμη­λί­ου συμ­πο­σί­ου από συν­δαι­τη­μό­νας. 11 Οταν δε εισήλ­θεν ο Βασι­λεύς να ίδη τους καθι­σμέ­νους στο συμ­πό­σιον, παρε­τή­ρη­σεν εκεί ένα άνθρω­πον, ο όποιος δεν εφο­ρού­σε κατάλ­λη­λον για γάμον ένδυ­μα 12 και λέγει εις αυτόν· Φιλε, πως εμπή­κες εδώ, χωρίς να έχης κατάλ­λη­λον ένδυ­μα γάμου; (Επρε­πε να φιλο­τι­μη­θής από την τιμήν που σου έκα­να και να προ­σπα­θή­σης να βρης ένα τέτοιο ένδυ­μα). Εκεί­νος δε έμει­νε άφω­νος. 13 Τοτε είπε ο βασι­λεύς στους υπη­ρέ­τας· Δεστε του πόδια και χέρια, πέρ­τε τον και ρίψα­τέ τον στο πυκνό­τα­τον σκό­τος· εκεί θα είναι ο κλαυθ­μός και ο τριγ­μός των οδόν­των. 14 Διό­τι πολ­λοί είναι οι προ­σκε­κλη­μέ­νοι εις την βασι­λεί­αν του Θεού, αλλά ολί­γοι είναι οι εκλε­κτοί, που δέχον­ται με ευγνω­μο­σύ­νην την πρό­σκλη­σιν και ετοι­μά­ζον­ται όπως πρέ­πει”.

Η βασι­λεία των ουρα­νών μοιά­ζει με κάποιον άνθρω­πο βασι­λιά, ο οποί­ος έκα­νε εορ­τα­σμούς γάμου για το γιο του. Έστει­λε λοι­πόν τους δού­λους του για να καλέ­σει αυτούς που είχαν προ­σκλη­θεί στο γάμο, αλλά εκεί­νοι δεν ήθε­λαν να έλθουν. Έστει­λε ξανά άλλους δού­λους λέγον­τας? Πεί­τε στους καλε­σμέ­νους: Ιδού, ετοί­μα­σα το μεση­με­ρια­νό μου τρα­πέ­ζι. Οι ταύ­ροι μου και τα θρε­φτά­ρια είναι σφαγ­μέ­να, κι όλα είναι έτοι­μα. Ελά­τε στο γάμο. Αυτοί όμως αδια­φό­ρη­σαν κι έφυ­γαν, άλλος στο χωρά­φι του κι άλλος στην εμπο­ρι­κή του επι­χεί­ρη­ση. Και οι υπό­λοι­ποι, αφού έπια­σαν τους δού­λους του, τους κακο­ποί­η­σαν και τους σκό­τω­σαν. Όταν τα άκου­σε αυτά ο βασι­λιάς εκεί­νος, θύμω­σε, κι αφού έστει­λε τα στρα­τεύ­μα­τά του, εξο­λό­θρευ­σε τους φονιά­δες εκεί­νους και κατέ­κα­ψε την πόλη τους. (Έτσι τιμω­ρή­θη­καν οι Ιου­δαί­οι και τα Ιερο­σό­λυ­μα, τους οποί­ους υπο­νο­εί η παρα­βο­λή). Τότε λέει στους δού­λους του: Το τρα­πέ­ζι του γάμου είναι έτοι­μο? οι καλε­σμέ­νοι όμως δεν ήταν άξιοι να πάρουν μέρος σ’ αυτό. Πηγαί­νε­τε λοι­πόν στα σταυ­ρο­δρό­μια και τα τρί­στρα­τα, κι όσους βρεί­τε εκεί, καλέ­στε τους στους γάμους. 10 Βγή­καν τότε εκεί­νοι οι δού­λοι στους δρό­μους και μάζε­ψαν όλους όσους βρή­καν, κακούς και καλούς, και γέμι­σε η αίθου­σα του γάμου από ανθρώ­πους που κάθι­σαν στο τρα­πέ­ζι. (Αυτό πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε με την Εκκλη­σία, στην οποία κλή­θη­καν και προ­σήλ­θαν οι ειδω­λο­λά­τρες που πίστε­ψαν). 11 Κι όταν μπή­κε ο βασι­λιάς για να δει τους καθι­σμέ­νους στο τρα­πέ­ζι, είδε εκεί κι έναν άνθρω­πο που δεν φορού­σε επί­ση­μο ένδυ­μα γάμου. Δεν είχε δηλα­δή μαζί με την πίστη και τον καρ­πό της πίστε­ως, δηλα­δή τις αρε­τές. 12 Και του λέει: Φίλε, πώς μπή­κες εδώ μέσα χωρίς να έχεις ενδυ­μα­σία γάμου; Ήταν εύκο­λο να απευ­θυν­θείς στην υπη­ρε­σία μου και να σου δώσει μια τέτοια ενδυ­μα­σία. Κι αυτός τότε απο­στο­μώ­θη­κε. 13 Τότε ο βασι­λιάς είπε στους υπη­ρέ­τες: Δέστε τα χέρια και τα πόδια του και πάρ­τε τον και ρίξ­τε τον έξω, στο πιο βαθύ σκο­τά­δι, που είναι μακριά από τη βασι­λεία του Θεού. Εκεί οι άνθρω­ποι θα κλαί­νε και θα τρί­ζουν τα δόν­τια τους. 14 Διό­τι πολ­λοί είναι οι καλε­σμέ­νοι στη βασι­λεία του Θεού, λίγοι όμως είναι οι εκλε­κτοί, που έχουν τις αρε­τές και θα κλη­ρο­νο­μή­σουν τη βασι­λεία αυτή.

«Ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶ­νἔ­γι­νε ὁμοία μὲ ἄνθρω­πο βασι­λέα, ποὺ­ἔ­κα­νε τὸ γάμο τοῦ υἱοῦ του. Καὶ­ἔ­στει­λε τοὺς δού­λους του, γιὰ νὰ εἰδο­ποι­ή­σουν τοὺς προ­σκε­κλη­μέ­νους νὰἔλ­θουν στὸ γάμο, ἀλλὰ δὲν õθε­λε νὰ τὴν δια­πομ­πεύ­σῃ, σκέ­φθη­κε­θε­λαν νὰἔλ­θουν. Πάλι­ἔ­στει­λε ἄλλους δού­λους λέγον­τας: “Νὰ εἰπῆ­τε στοὺς προ­σκε­κλη­μέ­νους: Ἰδοὺ ἑτοί­μα­σα τὸ συμ­πό­σιό μου, ἔχουν σφα­γῆ οἱ ταῦ­ροι μου καὶ τὰ θρε­φτά­ρια, καὶ εἶναι ὅλα ἕτοι­μα. Ἐλᾶ­τε στὸ γάμο”. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ ἀδια­φό­ρη­σαν καὶ πῆγαν, ἄλλος μὲν στὸν ἀγρό του, ἄλλος δὲ στὴν ἐμπο­ρι­κή του ἐπι­χεί­ρη­σι. Ὁἱ δὲ υπό­λοι­ποι­ἔ­πια­σαν τοὺς δού­λους του, καὶ τοὺς κακο­ποί­η­σαν, καὶ τοὺς σκό­τω­σαν. Ὅταν δὲ πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὁ βασι­λεὺς ἐκεῖ­νος, ὠργί­σθη­κε, καὶ­ἔ­στει­λε τὸ στρα­τό του καὶ ἐξω­λό­θρευ­σε ἐκεί­νους τοὺς φονεῖς, καὶ τὴν πόλι τους πυρ­πό­λη­σε. Τότε λέγει στοὺς δού­λους του: “Τὸ μὲν τρα­πέ­ζι τοῦ γάμου εἶναι ἕτοι­μο, οἱ δὲ προ­σκε­κλη­μέ­νοι δὲν ἦταν ἄξιοι. Πηγαί­νε­τε λοι­πὸν κατὰ μῆκος τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους θὰ βρῆ­τε, καλέ­σε­τε στὸ γάμο”. 10 Τότε οἱ δοῦ­λοι ἐκεῖ­νοι βγῆ­καν στοὺς δρό­μους, καὶ συγ­κέν­τρω­σαν ὅλους, ὅσους βρῆ­καν, καὶ δυστυ­χεῖς καὶ εὐτυ­χεῖς. Καὶ γέμι­σε ἡ αἴθου­σα τοῦ γάμου ἀπὸ συν­δαι­τυ­μό­νες. 11 Ὅταν δὲ μπῆ­κε ὁ βασι­λεὺς γιὰ νὰ ἰδῇ τοὺς συν­δαι­τυ­μό­νες, εἶδε ἐκεῖ ἕνα ἄνθρω­πο, ποὺ δὲν ἦταν ντυ­μέ­νος μὲἔν­δυ­μα γάμου, 12 καὶ τοῦ λέγει: “Φίλε, πῶς μπῆ­κες ἐδῶ μὴἔ­χον­τα­ςἔν­δυ­μα γάμου;”. Ἀὐτὸς δὲἔ­μει­νεν ἄναυ­δος. 13 Τότε ὁ βασι­λεὺς εἶπε στὰ πρό­σω­πα, ποὺ δια­κο­νοῦ­σαν (στὸ γάμο): “Δέστε του πόδια καὶ χέρια, καὶ σηκῶ­στε τον καὶ πετάξ­τε τονἔ­ξω στὸ βαθύ­τε­ρο σκο­τά­δι”. Ἐκεῖ θὰ κλαίῃ καὶ θὰ τρί­ζῃ τὰ δόν­τια (ἀπὸ τὸν πόνο). 14 Πολ­λοὶ δὲ εἶναι καλε­σμέ­νοι, ἀλλ᾽ ὀλί­γοι εἶναι ἐκλε­κτοί».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΟ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ

«Κα δο ες προ­σελθν επεν ατ· διδά­σκα­λε γαθέ, τί γαθν ποι­ή­σω να χω ζων αώνιον;(:Και ιδού Τον πλη­σί­α­σε κάποιος και Του είπε: ‘’Διδά­σκα­λε αγα­θέ, τι καλό να κάνω για να κλη­ρο­νο­μή­σω την αιώ­νια ζωή;’’)»[Ματθ.19,16].

Ορι­σμέ­νοι κατη­γο­ρούν τον νέο αυτόν ως κάποιον ύπου­λο και πονη­ρό και εκτι­μούν ότι πλη­σί­α­σε τον Ιησού με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει· εγώ όμως δε θα μπο­ρού­σα, βέβαια, να αρνη­θώ ότι ήταν φιλάρ­γυ­ρος και δού­λος των χρη­μά­των, επει­δή και ο Χρι­στός τον έλεγ­ξε ως άνθρω­πο αυτού του είδους, ύπου­λο όμως δε θα μπο­ρού­σα να τον χαρα­κτη­ρί­σω με κανέ­ναν τρό­πο, και διό­τι δεν είναι ασφα­λές το να επι­χει­ρεί κανείς να κατα­λή­γει σε τολ­μη­ρές κρί­σεις για ζητή­μα­τα που αφο­ρούν τον εσω­τε­ρι­κό κόσμο κάποιου ανθρώ­που και πόσο μάλι­στα όταν πρό­κει­ται να τον κατη­γο­ρή­σει για κάτι, καθώς επί­σης και για τον πρό­σθε­το λόγο ότι ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος έχει αναι­ρέ­σει αυτήν την υπο­ψία για τυχόν δόλιες προ­θέ­σεις του συγ­κε­κρι­μέ­νου νέου· πιο συγ­κε­κρι­μέ­να, λέγει τα εξής για τον νεα­νί­σκο αυτόν: «Κα κπο­ρευο­μέ­νου ατο ες δν προσ­δραμν ες κα γονυ­πε­τή­σας ατν πηρώ­τα ατόν(:Και καθώς ο Ιησούς έβγαι­νε στον δρό­μο, έτρε­ξε προς Αυτόν και αφού γονά­τι­σε εμπρός Του, Τον ρωτού­σε)»[Μάρκ.10,17] και ότι « δ ησος μβλέ­ψας ατ γάπη­σεν ατν κα επεν ατῷ…(:ο Ιησούς τον κοί­τα­ξε με πολ­λή αγά­πη και ενδια­φέ­ρον και τον συμ­πά­θη­σε και του είπε…)»[Μάρκ.10,21].

Οπωσ­δή­πο­τε όμως είναι μεγά­λη και τυραν­νι­κή η δύνα­μη των χρη­μά­των και αυτό γίνε­ται φανε­ρό και από το περι­στα­τι­κό αυτό· διό­τι και αν ακό­μη είμα­στε ως προς τα άλλα ενά­ρε­τοι, η φιλαρ­γυ­ρία κατα­στρέ­φει οποια­δή­πο­τε αρε­τή δια­θέ­του­με, κατα­στρέ­φει τα πάν­τα. Δικαιο­λο­γη­μέ­να λοι­πόν και ο Παύ­λος είπε ότι αυτό το πάθος είναι η ρίζα όλων των κακών[Α΄Τιμ.6,10: «ζα γρ πντων τν κακν στιν φιλαρ­γυρα, ς τινες ρεγμενοι πεπλανθησαν π τς πστε­ως κα αυτος περιπει­ραν δναις πολ­λας(:Για­τί ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαρ­γυ­ρία· μερι­κοί μάλι­στα, λόγω της φιλαρ­γυ­ρί­ας τους, κυριεύ­τη­καν από σφο­δρή και ακό­ρε­στη επι­θυ­μία για το χρή­μα και γι’ αυτό απο­πλα­νή­θη­καν από την πίστη και έμπη­ξαν γύρω από τον εαυ­τό τους σαν καρ­φιά πολ­λούς πόνους και αγω­νί­ες)»].

Για ποιο λόγο λοι­πόν ο Χρι­στός έδω­σε τέτοιου είδους απάν­τη­ση, λέγον­τας: «Οδες γαθς(:Κανείς δεν είναι αγα­θός)»; Επει­δή ο νέος αυτός Τον πλη­σί­α­σε με την ιδέα ότι ο Κύριος είναι ένας οποιοσ­δή­πο­τε κοι­νός άνθρω­πος ανά­με­σα στους πολ­λούς και κάποιος από τους Ιου­δαί­ους διδα­σκά­λους· για τού­το λοι­πόν και σαν να ήταν ένας απλός άνθρω­πος ο Ιησούς, ο νέος αυτός συζη­τεί μαζί Του. Καθό­σον ο παν­το­γνώ­στης Κύριος και σε πολ­λές άλλες περι­πτώ­σεις δίνει απάν­τη­ση στις σκέ­ψεις εκεί­νων που Τον πλη­σιά­ζουν, όπως όταν λέγει: «μες προ­σκυ­νετε οκ οδατε, μες προ­σκυ­νομεν οδαμεν(:Εσείς οι Σαμα­ρεί­τες, που έχε­τε απορ­ρί­ψει τα περισ­σό­τε­ρα βιβλία της Παλαιάς Δια­θή­κης, προ­σκυ­νεί­τε εκεί­νο, το οποίο πολύ λίγο γνω­ρί­ζε­τε. Εμείς οι Ιου­δαί­οι προ­σκυ­νού­με εκεί­νο που περισ­σό­τε­ρο από σας και από τους άλλους λαούς γνω­ρί­ζου­με)»· και: «Ἐὰν γ μαρ­τυρ περ μαυ­το, μαρ­τυ­ρία μου οκ στιν ληθής(:Ίσως μου πεί­τε: ‘’Εμείς δεν πιστεύ­ου­με σε αυτά που λες για τον εαυ­τό σου, διό­τι στη­ρί­ζον­ται στη δική σου εγωι­στι­κή μαρ­τυ­ρία’’. Πράγ­μα­τι. Εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδι­να μαρ­τυ­ρία για τον εαυ­τό μου, η μαρ­τυ­ρία μου θα μπο­ρού­σε να μην είναι αξιό­πι­στη)»[Ιω.5,31].

Όταν λοι­πόν λέγει: «Οδες γαθς(:Κανείς δεν είναι αγα­θός)», δεν το λέγει αυτό με σκο­πό να απο­κλεί­σει τον εαυ­τό Του από το ότι είναι αγα­θός, μη σκε­φτείς κάτι τέτοιο σε καμία περί­πτω­ση· διό­τι δεν είπε: «Για ποιον λόγο με ονο­μά­ζεις αγα­θό; Δεν είμαι αγα­θός» αλλά είπε ότι «οδες γαθς(:κανείς δεν είναι αγα­θός)»· δηλα­δή κανείς από τους ανθρώ­πους. Αλλά και αυτό ακό­μη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να απο­κλεί­σει τους ανθρώ­πους από την αγα­θό­τη­τα, αλλά το λέγει εν συγ­κρί­σει προς την αγα­θό­τη­τα του Θεού και για να ξεχω­ρί­σει το μέγε­θός της. Για τον λόγο αυτό και πρό­σθε­σε· «ε μ ες Θεός(:παρά μόνο ένας, ο Θεός)». Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέ­ρω­σε τον εαυ­τό Του στον νεα­νί­σκο.

Κατά τον ίδιο τρό­πο και παρα­πά­νω απο­κα­λού­σε τους ανθρώ­πους ‘’πονη­ρούς’’, λέγον­τας: «Ε ον μες, πονη­ρο ντες, οδατε δόμα­τα γαθ διδό­ναι τος τέκνοις μν(:εάν λοι­πόν εσείς, ενώ είστε ατε­λείς και διε­φθαρ­μέ­νοι από το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα, γνω­ρί­ζε­τε να δίνε­τε στα παι­διά σας ωφέ­λι­μα πράγ­μα­τα)»[Ματθ.7,11]. Πραγ­μα­τι­κά και στην περί­πτω­ση εκεί­νη τους ονό­μα­σε «πονη­ρούς», όχι για να απο­δώ­σει το γνώ­ρι­σμα της πονη­ρί­ας σε όλη γενι­κά την ανθρώ­πι­νη φύση πονη­ρή (διό­τι το «εσείς» δεν σημαί­νει ‘’όλοι εσείς οι άνθρωποι’’),αλλά τους ονό­μα­σε έτσι συγ­κρί­νον­τας την αγα­θό­τη­τα των ανθρώ­πων προς την αγα­θό­τη­τα του Θεού· για τού­το και πρό­σθε­σε· «πόσ μλλον πατρ μν ν τος ορανος δώσει γαθ τος ατοσιν ατόν;(: πόσο περισ­σό­τε­ρο ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας, που είναι γεμά­τος αγα­θό­τη­τα, θα δώσει καλά και ωφέ­λι­μα σ’ εκεί­νους που του ζητούν;)»[Ματθ.7,11].

Αλλά θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος: «Ποια κατε­πεί­γου­σα ανάγ­κη υπήρ­χε ή ποια χρη­σι­μό­τη­τα επέ­βα­λε στον Κύριο να δώσει αυτήν την απάν­τη­ση;». Με τον τρό­πο αυτόν ο Ιησούς εξυ­ψώ­νει πνευ­μα­τι­κά τον πλού­σιο αυτό νέο σιγά-σιγά και τον διδά­σκει να απαλ­λα­γεί εξ ολο­κλή­ρου από την κολα­κεία, απο­σπών­τας τον από τα επί­γεια πράγ­μα­τα και προ­ση­λώ­νον­τάς τον στον Θεό, και τον πεί­θει επί­σης να ζητεί τα ουρά­νια αγα­θά και να γνω­ρί­σει Αυτόν που πράγ­μα­τι είναι αγα­θός και ρίζα και πηγή όλων των αγα­θών, και σε Αυτόν να απο­δί­δει τις τιμές.

Διό­τι και όταν λέγει: «μες δ μ κληθτε αββί· ες γρ μν στιν διδά­σκα­λος, Χρι­στός· πάν­τες δ μες δελ­φοί στε (:Όμως εσείς μην επι­διώ­κε­τε να καλεί­στε ‘’διδά­σκα­λοι’’· διό­τι ένας είναι ο διδά­σκα­λός σας, ο Χρι­στός, και όλοι εσείς είστε αδέλ­φια και άρα ίσοι μετα­ξύ σας)»[Ματθ.23,8], το λέγει σε αντι­δια­στο­λή προς τον εαυ­τό Του και για να γνω­ρί­σουν οι άνθρω­ποι ποια είναι η πρώ­τη αρχή όλων γενι­κώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προ­θυ­μία που έδει­ξε ο νεα­νί­σκος τότε, καθό­σον κυριεύ­τη­κε από τέτοια δυνα­τή επι­θυ­μία για τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά, τη στιγ­μή που άλλοι μεν πεί­ρα­ζαν τον Κύριο, άλλοι Τον πλη­σί­α­σαν μόνο για να θερα­πεύ­σει τις ασθέ­νειές τους ή τις ασθέ­νειες των συγ­γε­νών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλη­σί­α­σε με κάθε ειλι­κρί­νεια και συζη­τού­σε με πραγ­μα­τι­κό ενδια­φέ­ρον για την αιώ­νια ζωή· διό­τι η γη μεν, η ψυχή δηλα­δή του νέου, ήταν εύφο­ρη και πλού­σια, όμως το πλή­θος των ακαν­θών κατέ­πνι­γε τον σπό­ρο.

Πρό­σε­χε λοι­πόν πώς ήταν τη στιγ­μή εκεί­νη προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος για να υπα­κού­ει στις εντο­λές· διό­τι λέγει: «Τί ἀγα­θὸν ποι­ή­σω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώ­νιον;(:Τι να κάνω για να κλη­ρο­νο­μή­σω την αιώ­νια ζωή😉».Τόσο ήταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος και πρό­θυ­μος προς εφαρ­μο­γή των όσων θα του έλε­γε. Εάν όμως Τον είχε πλη­σιά­σει με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει, θα μας το έλε­γε οπωσ­δή­πο­τε ο ευαγ­γε­λι­στής και αυτό, πράγ­μα που το κάνει και στις άλλες περι­πτώ­σεις, όπως δηλα­δή π.χ. στην περί­πτω­ση του νομικού[βλ. Ματθ.22,35–40: «Ο δ Φαρι­σαοι κού­σαν­τες τι φίμω­σε τος Σαδ­δου­καί­ους, συνή­χθη­σαν π τ ατό,κα πηρώ­τη­σεν ες ξ ατν, νομι­κός, πει­ρά­ζων ατν κα λέγων· διδά­σκα­λε, ποία ντολ μεγά­λη ν τ νόμ; δ ησος φη ατ· γαπή­σεις Κύριον τν Θεόν σου ν λ τ καρ­δί σου κα ν λ τ ψυχ σου κα ν λ τ δια­νοί σου. ατη στ πρώ­τη κα μεγά­λη ντο­λή. δευ­τέ­ρα δ μοία ατ· γαπή­σεις τν πλη­σί­ον σου ς σεαυ­τόν. ν ταύ­ταις τας δυσν ντο­λας λος νόμος κα ο προφται κρέ­μαν­ται (:Οι Φαρι­σαί­οι όμως, όταν άκου­σαν ότι ο Ιησούς απο­στό­μω­σε τους Σαδ­δου­καί­ους, μαζεύ­τη­καν στο ίδιο μέρος όπου ήταν κι Εκεί­νος μαζί με τους Σαδ­δου­καί­ους, κι ένας απ’ αυτούς, νομο­δι­δά­σκα­λος, Τον ρώτη­σε δοκι­μά­ζον­τάς Τον, για να δει ποια από­κρι­ση θα έδι­νε, και Του είπε: “Διδά­σκα­λε, ποια είναι η πιο μεγά­λη εντο­λή στον νόμο;” Ο Ιησούς του είπε: “Να αγα­πάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρ­διά, ώστε αυτόν ολο­κλη­ρω­τι­κά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολό­κλη­ρη η θέλη­σή σου να είναι παρα­δο­μέ­νη σε Αυτόν, και με το νου σου ολό­κλη­ρο, ώστε Αυτόν πάν­το­τε να σκέ­φτε­σαι. Αυτή είναι η πρώ­τη και μεγά­λη εντο­λή. Και δεύ­τε­ρη εντο­λή όμοια με αυτήν και εξί­σου σπου­δαία είναι: Να αγα­πάς τον συνάν­θρω­πό σου όπως αγα­πάς τον εαυ­τό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντο­λές στη­ρί­ζε­ται όλος ο νόμος και η διδα­σκα­λία των προ­φη­τών”)»].

Αλλά και αν ακό­μη το απο­σιώ­πη­σε ο ευαγ­γε­λι­στής, ο Χρι­στός όμως δεν θα ήταν δυνα­τόν να τον αφή­σει απα­ρα­τή­ρη­το για τις υστε­ρό­βου­λες προ­θέ­σεις του, αλλά θα τον έλεγ­χε κατά τρό­πο φανε­ρό ή και θα έκα­νε κάποιον υπαι­νιγ­μό, ώστε να μη σχη­μα­τι­σθεί η εντύ­πω­ση ότι πλα­νή­θη­κε και διέ­φυ­γε την προ­σο­χή του και ζημιω­θεί έτσι περισ­σό­τε­ρο. Εάν επί­σης Τον είχε πλη­σιά­σει με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει, ο νέος αυτός δε θα έφευ­γε λυπη­μέ­νος για όσα άκου­σε· διό­τι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρι­σαί­ους δεν το έπα­θε, αλλά εξα­γριώ­νον­ταν όταν τους απο­στό­μω­νε. Όμως δεν συνέ­βη αυτό στον νέο, αλλά έφυ­γε κατα­λυ­πη­μέ­νος και κατη­φής, πράγ­μα που απο­τε­λεί όχι μικρή από­δει­ξη, ότι δεν Τον πλη­σί­α­σε με πονη­ρή διά­θε­ση, αλλά με εξα­σθε­νη­μέ­νη, και επι­θυ­μού­σε μεν την αιώ­νια ζωή, αλλά όμως τον είχε κατα­κυ­ριεύ­σει ένα φοβε­ρό­τα­το πάθος, αυτό της φιλαρ­γυ­ρί­ας.

Όταν λοι­πόν ο Χρι­στός του είπε: «Ε δ θέλεις εσελ­θεν ες τν ζωήν, τήρη­σον τς ντο­λάς(:Εάν όμως θέλεις να μπεις στην αιώ­νια και μακά­ρια ζωή, τήρη­σε σε όλη τη ζωή σου τις εντο­λές)», ο νέος ρωτά­ει: «Ποί­ας;(:Ποιες εντο­λές😉», όχι με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει, μη γένοι­το, αλλά επει­δή νόμι­ζε ότι άλλες είναι εκεί­νες οι εντο­λές, εκτός από τις εντο­λές του μωσαϊ­κού Νόμου, που θα του χάρι­ζαν την αιώ­νια ζωή, πράγ­μα που χαρα­κτη­ρί­ζει τον άνθρω­πο που είναι κυριευ­μέ­νος από κάποια σφο­δρή επι­θυ­μία. Έπει­τα, επει­δή ο Ιησούς του είπε να τηρεί τις εντο­λές του νόμου, απαν­τά: «Πάν­τα τατα φυλα­ξά­μην κ νεό­τη­τός μου(:Όλα αυτά τα έχω τηρή­σει από την νεα­νι­κή μου ηλι­κία)». Και δεν στα­μά­τη­σε μέχρι εδώ, αλλά και πάλι ρωτά: «Τί τι στερ;(:Σε τι ακό­μη υστε­ρώ;)», πράγ­μα που απο­δεί­κνυε επί­σης και αυτό τη μεγά­λη επι­θυ­μία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγ­μα το ότι νόμι­ζε ότι υστε­ρεί σε κάτι, και το ότι θεω­ρού­σε ανε­παρ­κείς τις εντο­λές του Νόμου για να επι­τύ­χει αυτά που επι­θυ­μού­σε.

Τι κάνει λοι­πόν ο Χρι­στός; Επει­δή επρό­κει­το στη συνέ­χεια να δώσει κάποια μεγά­λη εντο­λή, προ­σθέ­τει τα έπα­θλα και λέγει: «Ε θέλεις τέλειος εναι, παγε πώλη­σόν σου τ πάρ­χον­τα κα δς πτω­χος, κα ξεις θησαυρν ν οραν, κα δερο κολού­θει μοι(:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαι­νε, πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα στους φτω­χούς και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς· και τότε έλα και ακο­λού­θη­σέ με)»[Ματθ.19,21]. Είδες πόσα βρα­βεία και πόσους στε­φά­νους ορί­ζει για αυτόν τον αγώ­να; Εάν όμως πεί­ρα­ζε τον Κύριο, δε θα Του έδι­νε αυτήν την απάν­τη­ση. Τώρα όμως και του απαν­τά σχε­τι­κώς, και για να τον προ­σελ­κύ­σει, του φανε­ρώ­νει ότι είναι πολύ μεγά­λος ο μισθός, και αφή­νει το παν στη διά­θε­ση του νέου, επι­κα­λύ­πτον­τας με όλα όσα λέγει την εντύ­πω­ση ότι είναι βαριά η παραί­νε­ση. Για το λόγο αυτόν και πριν καθο­ρί­σει το αγώ­νι­σμα και τον κόπο, του φανε­ρώ­νει το βρα­βείο, λέγον­τας: «Εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει: «πώλη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα στους πτω­χούς» και αμέ­σως πάλι ανα­φέ­ρει τα βρα­βεία: «και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς˙ και τότε έλα και ακο­λού­θη­σέ με». Καθό­σον το να ακο­λου­θεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγά­λη αντα­μοι­βή.

«Και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς». Επει­δή δηλα­δή ο λόγος ήταν για τα χρή­μα­τα και τον συμ­βού­λευε να απαλ­λα­χθεί από όλα, για να δεί­ξει ότι δεν του αφαι­ρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προ­σθέ­τει και άλλα ακό­μη σε αυτά που ήδη έχει, του έδω­σε περισ­σό­τε­ρα από αυτά που του είπε να προ­σφέ­ρει· και όχι μόνο περισ­σό­τε­ρα, αλλά και τόσο σπου­δαιό­τε­ρα, όσο υπε­ρέ­χει ο ουρα­νός από τη γη και ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. ‘’Θησαυ­ρό’’ δε ονό­μα­σε τη μεγα­λο­δω­ρία και την αφθο­νία της αντα­μοι­βής, με σκο­πό να δεί­ξει τη μονι­μό­τη­τα και την ασφά­λειά της· προ­σπα­θού­σε δηλα­δή όσο ήταν δυνα­τόν να οδη­γή­σει τον νέο στη γνώ­ση, χρη­σι­μο­ποιών­τας ανθρώ­πι­να παρα­δείγ­μα­τα και να τον κάνει να κατα­λά­βει στο μέτρο των ανθρώ­πι­νών του δυνα­το­τή­των.

Επο­μέ­νως, δεν αρκεί να περι­φρο­νεί κανείς τα χρή­μα­τα, αλλά πρέ­πει να δώσει τρο­φή στους φτω­χούς και πριν από όλα, να ακο­λου­θεί τον Χρι­στό, δηλα­δή να πράτ­τει όλα τα προ­στάγ­μα­τά Του και να είναι έτοι­μος ακό­μη και για σφα­γή χάριν Αυτού και για καθη­με­ρι­νό θάνα­το· διό­τι λέγει ο Κύριος: «Ε τις θέλει πίσω μου ρχε­σθαι, παρ­νη­σά­σθω αυτν κα ράτω τν σταυρν ατο καθ᾿ μέραν κα κολου­θεί­τω μοι(:Εάν κάποιος θέλει να με ακο­λου­θή­σει, να απαρ­νη­θεί τον εαυ­τό του, να λάβει τον σταυ­ρό του και ας με ακο­λου­θεί)»[Λου­κά 9,23]. Ώστε η εντο­λή αυτή, το να θυσιά­ζει δηλα­δή κανείς και την ίδια του τη ζωή του είναι πολύ πιο ανώ­τε­ρη από το να περι­φρο­νή­σει τα χρή­μα­τα και δεν είναι μικρή η συμ­βο­λή της απαλ­λα­γής από τα χρή­μα­τα στην εφαρ­μο­γή της εντο­λής αυτής.

«κού­σας δ νεα­νί­σκος τν λόγον πλθε λυπού­με­νος(:Μόλις όμως ο νέος άκου­σε αυτόν τον λόγο, έφυ­γε λυπη­μέ­νος)». Και στη συνέ­χεια, για να δεί­ξει ο ευαγ­γε­λι­στής ότι δεν ήταν αυτό που έπα­θε κάτι το αφύ­σι­κο, λέγει: «ν γρ χων κτή­μα­τα πολ­λά (:διό­τι είχε πολ­λά κτή­μα­τα και η καρ­διά του ήταν κολ­λη­μέ­νη σε αυτά)» [Ματθ.19,22]. Δεν είναι δηλα­δή κυριευ­μέ­νοι από το ίδιο πάθος της φιλαρ­γυ­ρί­ας αυτοί που έχουν λίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγά­λη περιου­σία· διό­τι τότε γίνε­ται πιο τυραν­νι­κός ο πόθος για τα χρή­μα­τα. Συμ­βαί­νει δηλα­δή αυτό που δεν θα παύ­σω να το επα­να­λαμ­βά­νω συνε­χώς, ότι η προ­σθή­κη των εκά­στο­τε απο­κτω­μέ­νων χρη­μά­των ανά­πτει κατά πολύ περισ­σό­τε­ρο τη φλό­γα και κάνει πιο φτω­χούς αυτούς που τα απο­κτούν, καθό­σον εμβάλ­λει σε αυτούς μεγα­λύ­τε­ρη επι­θυ­μία για αυτά και τους κάνει να αισθά­νον­ται πολύ περισ­σό­τε­ρο τη φτώ­χειά τους. Και πρό­σε­χε λοι­πόν και στην περί­πτω­ση αυτή ποια δύνα­μη επέ­δει­ξε ότι έχει πάνω του το πάθος αυτό της φιλαρ­γυ­ρί­ας· διό­τι εκεί­νον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προ­θυ­μία, επει­δή ο Χρι­στός τον προ­έ­τρε­ψε να απαρ­νη­θεί τα χρή­μα­τα, τόσο πολύ τον εξου­θέ­νω­σε και κατέ­βα­λε τις δυνά­μεις του, ώστε δεν τον άφη­σε ούτε καν να απαν­τή­σει σε όσα του είπε, αλλά έφυ­γε σιω­πη­λός, σκυ­θρω­πός και κατα­λυ­πη­μέ­νος.

Τι λέγει λοι­πόν ο Χρι­στός; «Ἀμν λέγω μν τι δυσκό­λως πλού­σιος εσελεύ­σε­ται ες τν βασι­λεί­αν τν ορανν(:Αλη­θι­νά σας λέγω ότι δύσκο­λα θα εισέλ­θει πλού­σιος στη βασι­λεία των ουρα­νών)», κατη­γο­ρών­τας όχι τα ίδια τα χρή­μα­τα, αλλά αυτούς που είναι δού­λοι σε αυτά. Εάν όμως θα εισέλ­θει δύσκο­λα ο πλού­σιος στη βασι­λεία των ουρα­νών, πολύ πιο δύσκο­λα θα εισέλ­θει ο πλε­ο­νέ­κτης· διό­τι εάν απο­τε­λεί εμπό­διο για την Βασι­λεία των Ουρα­νών το να μη δίδει κανείς από τα υπάρ­χον­τά του σε όσους έχουν ανάγ­κη, συλ­λο­γί­σου πόσο πυρ επι­σω­ρεύ­ει και το να αρπά­ζει κιό­λας και τα αγα­θά των άλλων. Αλλά με ποιο σκο­πό έλε­γε στους μαθη­τές Του ο Κύριος ότι δύσκο­λα θα εισέλ­θει ο πλού­σιος στη βασι­λεία των ουρα­νών, εφό­σον οι ίδιοι οι μαθη­τές ήσαν πτω­χοί και δεν είχαν τίπο­τε στην κατο­χή τους; Με σκο­πό να τους διδά­ξει να μην αισχύ­νον­ται για την πενία τους και απο­λο­γού­με­νος, κατά κάποιο τρό­πο, προς αυτούς για το ότι δεν τους επέ­τρε­ψε να έχουν τίπο­τε.

Αφού λοι­πόν τους είπε ότι είναι δύσκο­λο, στη συνέ­χεια τονί­ζει ότι είναι και αδύ­να­το, και όχι απλώς αδύ­να­το, αλλά αδύ­να­το σε υπερ­βο­λι­κό βαθ­μό, πράγ­μα που το φανέ­ρω­σε με το παρά­δειγ­μα της καμή­λας και της βελό­νας· διό­τι λέγει: «Πάλιν δ λέγω μν, εκοπώ­τε­ρόν στι κάμη­λον δι τρυ­πή­μα­τος αφί­δος διελ­θεν πλού­σιον ες τν βασι­λεί­αν το Θεο εσελ­θεν(:Ευκο­λό­τε­ρο είναι να περά­σει μία καμή­λα από την τρύ­πα που ανοί­γει η βελό­να, παρά να εισέλ­θει ένας πλού­σιος στη βασι­λεία του Θεού)». Απο­δει­κνύ­ε­ται λοι­πόν εξ αυτού ότι δεν θα είναι μικρή και ασή­μαν­τη η αμοι­βή εκεί­νων που ενώ είναι πλού­σιοι, μπο­ρούν να ζουν με ευσέ­βεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, για να δεί­ξει δηλα­δή ότι χρειά­ζε­ται άφθο­νη χάρη από μέρους του Θεού εκεί­νος ο πλού­σιος που πρό­κει­ται να επι­τύ­χει τη σωτη­ρία. Επει­δή λοι­πόν ταρά­χθη­καν οι μαθη­τές Του, είπε: «Παρ νθρώ­ποις τοτο δύνα­τόν στι, παρ δ Θε πάν­τα δυνα­τά στι(:Στους ανθρώ­πους αυτό είναι αδύ­να­το, στο Θεό όμως όλα είναι δυνα­τά. Μπο­ρεί λοι­πόν ο Θεός με τη χάρη του να λύσει τους δεσμούς της καρ­διάς κάθε καλο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου με το χρή­μα και να τον κατα­στή­σει άξιο της σωτη­ρί­ας. Αρκεί να έχει την καλή διά­θε­ση της αυτα­παρ­νή­σε­ως και θυσί­ας)»[Ματθ.19,26].

Και για ποια αιτία ταράσ­σον­ται οι μαθη­τές, ενώ ήσαν πτω­χοί και μάλι­στα πολύ πτω­χοί; Για ποιο λόγο θορυ­βούν­ται; Επει­δή λυπούν­ταν και ενδια­φέ­ρον­ταν για τη σωτη­ρία των άλλων ανθρώ­πων και μεγά­λη στορ­γή είχαν για όλους και αισθά­νον­ταν πλέ­ον σαν διδά­σκα­λοι των άλλων. Έτσι, λοι­πόν, έτρε­μαν και φοβούν­ταν για την οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη, εξαι­τί­ας της απο­φά­σε­ως αυτής, ώστε χρειά­ζον­ταν μεγά­λη παρη­γο­ρία. Γι’ αυτό ο Κύριος τούς κοί­τα­ξε πρώ­τα και τους είπε: «Εκεί­να που είναι αδύ­να­τα να γίνουν από τους ανθρώ­πους, αυτά είναι δυνα­τά να γίνουν από τον Θεό». Αφού λοι­πόν με το ήμε­ρο και πράο βλέμ­μα Του παρη­γό­ρη­σε τη γεμά­τη από ταρα­χή σκέ­ψη τους και διέ­λυ­σε την αγω­νία τους (διό­τι αυτό το έκα­νε φανε­ρό ο ευαγ­γε­λι­στής, όταν είπε: «μβλέ­ψας δ ησος επεν ατος(:Ο Ιησούς λοι­πόν τους κοί­τα­ξε κατά­μα­τα και εκφρα­στι­κά και τους είπε)», στη συνέ­χεια τους καθη­συ­χά­ζει και με τα λόγια Του, αφού τους παρου­σί­α­σε τη δύνα­μη του Θεού και έτσι τους γέμι­σε με θάρ­ρος.

Αλλά εάν επι­θυ­μείς να μάθεις και τον τρό­πο και πώς θα μπο­ρού­σε το αδύ­να­το να γίνει δυνα­τό, άκου· διό­τι δεν είπε φυσι­κά αυτά τα παρα­πά­νω λόγια για να απελ­πι­στού­με και να παραι­τη­θού­με με τη σκέ­ψη ότι είναι αδύ­να­τα, αλλά το είπε με σκο­πό, ώστε, αφού κατα­νο­ή­σου­με το μέγε­θος του κατορ­θώ­μα­τος, να σπεύ­σου­με με ευκο­λία να ανα­λά­βου­με τον αγώ­να και επι­κα­λού­με­νοι και τη βοή­θεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώ­νες και τους άθλους μας, να επι­τύ­χου­με να απο­κτή­σου­με την αιώ­νια ζωή.

Πώς λοι­πόν θα μπο­ρού­σε αυτό να επι­τευ­χθεί; Αν απαρ­νη­θείς τα υπάρ­χον­τά σου, αν μοι­ρά­σεις τα χρή­μα­τά σου, αν απαλ­λα­γείς από την πονη­ρή επι­θυ­μία σου. Το ότι λοι­πόν αυτό δεν είναι έργο μόνο του Θεού, αλλά το είπε αυτό με σκο­πό να δεί­ξει το μέγε­θος του κατορ­θώ­μα­τος, άκου­σε τα όσα λέγει στη συνέ­χεια. Διό­τι όταν ο Πέτρος είπε: «δο μες φήκα­μεν πάν­τα κα κολου­θή­σα­μέν σοι(:Ιδού εμείς αφή­σα­με όλα και σε ακο­λου­θή­σα­με)» και ρώτη­σε «Τί ρα σται μν;(:Ποια τάχα θα είναι η αμοι­βή μας;)» [Ματθ.19,27], ορί­ζον­τας τον μισθό για εκεί­νους ο Κύριος, πρό­σθε­σε: «Κα πς ς φκεν οκίας δελ­φος δελφς πατέ­ρα μητέ­ρα γυνακα τέκνα γρος νεκεν το νόμα­τός μου, κατον­τα­πλα­σί­ο­να λήψε­ται κα ζων αώνιον κλη­ρο­νο­μή­σει(:Και κάθε ένας, ο οποί­ος για χάρη μου άφη­σε σπί­τια ή αδελ­φούς ή αδελ­φές ή πατέ­ρα ή μητέ­ρα ή γυναί­κα ή χωρά­φια, θα λάβει εδώ στη γη εκα­τό φορές περισ­σό­τε­ρα και, το σπου­δαιό­τε­ρο, θα κλη­ρο­νο­μή­σει την αιώ­νια ζωή)»[Ματθ.19,29]. Έτσι το αδύ­να­το γίνε­ται δυνα­τό. Αλλά θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος: «Πώς αυτό θα μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί; Πώς είναι δυνα­τόν αυτός που κατα­κυ­ριεύ­τη­κε μία φορά από την επι­θυ­μία αυτού του είδους να απαρ­νη­θεί τα χρή­μα­τά του;». Αν αρχί­σει να μοι­ρά­ζει τα υπάρ­χον­τά του και να περι­κό­πτει τα περιτ­τά πράγ­μα­τα· διό­τι έτσι θα προ­χω­ρή­σει και πιο πέρα και θα προ­χω­ρή­σει στο εξής ευκο­λό­τε­ρα.

Μη ζητή­σεις λοι­πόν να ανέ­βεις αμέ­σως, εάν σου φαί­νε­ται δύσκο­λο το ανέ­βα­σμα με την πρώ­τη, αλλά ανέ­βαι­νε ήρε­μα και σιγά σιγά την κλί­μα­κα αυτήν που σε οδη­γεί στον ουρα­νό· διό­τι, όπως ακρι­βώς αυτοί που υπο­φέ­ρουν από πυρε­τό, έχον­τας μέσα τους ευκο­λο­ε­ρέ­θι­στη και πλε­ο­νά­ζου­σα χολή, όταν προ­σθέ­σουν τρο­φές και ποτά, όχι μόνο δε σβή­νουν τη δίψα τους, αλλά και ανά­πτουν τη φλό­γα, έτσι και οι φιλο­χρή­μα­τοι, όταν προ­σθέ­τουν τα χρή­μα­τα στην πονη­ρή αυτή επι­θυ­μία, που είναι πολύ πιο ευκο­λο­ε­ρέ­θι­στη από εκεί­νη τη χολή, την ανά­πτουν ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. Τίπο­τε λοι­πόν δεν καθη­συ­χά­ζει αυτήν τη φιλο­χρη­μα­τία τόσο, όσο η απο­μά­κρυν­ση καταρ­χήν της επι­θυ­μί­ας του κέρ­δους, όπως ακρι­βώς βέβαια και την ευκο­λο­ε­ρέ­θι­στη χολή το λίγο φαγη­τό και η απο­βο­λή. «Αλλά», θα πει κάποιος, «πώς θα γίνει αυτόΕάν κατα­νο­ή­σεις ότι όσο μεν αυξά­νον­ται τα πλού­τη σου, ποτέ δε θα στα­μα­τή­σει η δίψα σου γι’ αυτά και να βαστά­ζε­σαι από την επι­θυ­μία του περισ­σό­τε­ρου, όταν όμως απαλ­λα­γείς από τα υπάρ­χον­τά σου, θα μπο­ρέ­σεις και την ασθέ­νεια αυτήν να την καθη­συ­χά­σεις.

Μην περι­βάλ­λε­σαι λοι­πόν από περισ­σό­τε­ρα, για να μην επι­διώ­κεις ακα­τόρ­θω­τα πράγ­μα­τα και υπο­φέ­ρεις αθε­ρά­πευ­τα και να γίνε­σαι έτσι, υπό την επί­δρα­ση αυτής τη λύσ­σας, ελε­ει­νό­τε­ρος από όλους. Διό­τι πες μου: ποιος θα μπο­ρού­σα­με να πού­με βασα­νί­ζε­ται και υπο­φέ­ρει, αυτός που επι­θυ­μεί πολυ­τε­λή φαγη­τά και ποτά και δεν μπο­ρεί να τα απο­λαύ­σει όπως θέλει, ή αυτός που δεν είναι κυριευ­μέ­νος από μια τέτοια επι­θυ­μία; Είναι ολο­φά­νε­ρο ότι βασα­νί­ζε­ται αυτός που έχει μεν αυτήν την επι­θυ­μία, αλλά δεν μπο­ρεί να απο­λαύ­σει αυτά που επι­θυ­μεί. Τόσο δηλα­δή οδυ­νη­ρό είναι αυτό, το να μην μπο­ρεί δηλα­δή να απο­λαύ­σει κανείς αυτό που επι­θυ­μεί και το να διψά αλλά να μην μπο­ρεί να πιει κάτι για να ξεδι­ψά­σει, ώστε, θέλον­τας ο Χρι­στός να μας παρου­σιά­σει με παρά­δειγ­μα την γέεν­να που περι­μέ­νει τους αμε­τα­νόη­τους, με αυτόν τον τρό­πο επέ­λε­ξε να την περι­γρά­ψει και να παρου­σιά­σει τον πλού­σιο έτσι να κατα­καί­ε­ται [βλ. παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του φτω­χού Λαζά­ρου: Λου­κά 16,19–31]· τιμω­ρούν­ταν δηλα­δή εκεί­νος ο άσπλα­χνος πλού­σιος με το ότι επι­θυ­μού­σε μία στα­γό­να ύδα­τος και δεν μπο­ρού­σε να την απο­λαύ­σει.

Εκεί­νος λοι­πόν που περι­φρο­νεί τα χρή­μα­τα κατά­παυ­σε την επι­θυ­μία αυτήν, ενώ αυτός που επι­θυ­μεί να πλου­τί­ζει και να απο­κτή­σει περισ­σό­τε­ρα, την άνα­ψε περισ­σό­τε­ρο την επι­θυ­μία του και ουδέ­πο­τε αρκεί­ται σε αυτά που έχει· αλλά και αν ακό­μη απο­κτή­σει άπει­ρα τάλαν­τα, επι­θυ­μεί άλλα τόσα· και αν τα απο­κτή­σει και αυτά, επι­θυ­μεί και πλάι τους άλλα διπλά­σια από αυτά, και προ­χω­ρών­τας, εύχε­ται και τα όρη και η γη και η θάλασ­σα κι όλα γενι­κώς να γίνουν προς χάριν του χρυ­σός, κατε­χό­με­νος από μία νέα μορ­φή φοβε­ρής μανί­ας, που δεν μπο­ρεί έτσι να σβή­σει ποτέ. Και για να μάθεις ότι το κακό αυτό δεν στα­μα­τά με την προ­σθή­κη, αλλά με την αφαί­ρε­ση, πρό­σε­ξε το εξής: Εάν κάπο­τε σου γεν­νιό­ταν η παρά­λο­γη επι­θυ­μία να πετά­ξεις και να μετα­βείς κάπου μέσω του αέρος, πώς θα μπο­ρού­σες να σβή­σεις αυτήν την παρά­λο­γη επι­θυ­μία σου; Με το να κάνεις φτε­ρά και να κατα­σκευά­σεις άλλα όργα­να, ή με το να πεί­σεις τον λογι­σμό σου ότι επι­θυ­μεί ακα­τόρ­θω­τα πράγ­μα­τα κι ότι δεν πρέ­πει να επι­χει­ρεί κανέ­να από αυτά; Ολο­φά­νε­ρο είναι ότι θα έσβη­νες την άτο­πη αυτή επι­θυ­μία σου με το να πεί­σεις τον λογι­σμό σου ότι η υλο­ποί­η­σή της είναι ανέ­φι­κτη.

«Αλλά», θα έλε­γε κάποιος, «εκεί­νο είναι αδύ­να­το». Όμως και αυτό είναι πιο ακα­τόρ­θω­το, το να βρεις δηλα­δή τέρ­μα για την επι­θυ­μία σου. Καθό­σον είναι ευκο­λό­τε­ρο, αν και είμα­στε άνθρω­ποι, να πετά­ξου­με, παρά με την προ­σθή­κη του επι­πλέ­ον να στα­μα­τή­σου­με την σφο­δρή αυτήν επι­θυ­μία· διό­τι όταν είναι κατορ­θω­τά αυτά που επι­θυ­μού­με, είναι δυνα­τόν να παρη­γο­ρη­θεί κανείς και με την από­λαυ­ση, όταν όμως είναι ακα­τόρ­θω­τα, μία πρέ­πει να είναι τότε η φρον­τί­δα μας, πώς να απο­μα­κρυν­θού­με από αυτήν την επι­θυ­μία μας· διό­τι δεν είναι δυνα­τόν κατά άλλον τρό­πο να ξανα­κερ­δί­σου­με την ψυχή μας. Ώστε λοι­πόν για να μην στε­νο­χω­ριό­μα­στε για περιτ­τά πράγ­μα­τα, αλλά, αφού απο­βά­λου­με τη σφο­δρή επι­θυ­μία για τα χρή­μα­τα, που συνε­χώς μας λυπεί και ουδέ­πο­τε ανέ­χε­ται να στα­μα­τή­σει, ας στρα­φού­με προς άλλη, που μας κάνει μακα­ρί­ους και είναι πολύ εύκο­λη, και ας επι­θυ­μή­σου­με τους θησαυ­ρούς των ουρα­νών· διό­τι προς την κατεύ­θυν­ση αυτήν δεν υπάρ­χει ούτε τόσο μεγά­λος κόπος, αλλά και το κέρ­δος είναι απε­ρί­γρα­πτο, και δεν είναι δυνα­τόν να απο­τύ­χει εκεί­νος που κατά κάποιον τρό­πο επα­γρυ­πνεί, φρον­τί­ζει τα μελ­λον­τι­κά και περι­φρο­νεί τα παρόν­τα· ενώ αντι­θέ­τως αυτός που είναι δού­λος των υλι­κών πραγ­μά­των και έχει δώσει εξ ολο­κλή­ρου τον εαυ­τό του σε αυτά άπαξ δια παν­τός, οπωσ­δή­πο­τε αυτός θα αναγ­κα­στεί κάπο­τε να τα απο­χω­ρι­στεί.

Ανα­λο­γι­ζό­με­νος λοι­πόν όλα αυτά, βγά­λε από μέσα σου την πονη­ρή επι­θυ­μία των χρη­μά­των. Βέβαια ούτε και αυτό μπο­ρείς να μου πεις, ότι σου παρέ­χει μεν αυτή η επι­θυ­μία τα παρόν­τα· αλλά όμως σου στε­ρεί τα μέλ­λον­τα· και αν ακό­μη βέβαια συνέ­βαι­νε αυτό, θα ήταν χει­ρό­τε­ρη κόλα­ση και τιμω­ρία. Τώρα όμως ούτε αυτό είναι δυνα­τό· διό­τι μαζί με την γέεν­να και πριν από την γέεν­να εκεί­νη, και στην εδώ ζωή σου γίνε­ται πρό­ξε­νος χει­ρό­τε­ρης κολά­σε­ως. Καθό­σον η επι­θυ­μία αυτή πολ­λές οικί­ες κατέ­στρε­ψε και φοβε­ρούς πολέ­μους υπο­κί­νη­σε και οδή­γη­σε κατ’ ανάγ­κην τη ζωή σε βίαιο θάνα­το· και επί­σης, πριν από τους κιν­δύ­νους αυτούς, κατα­στρέ­φει την ευγέ­νεια της ψυχής και κατέ­στη­σε πολ­λές φορές αυτόν που δια­κα­τέ­χε­ται από αυτήν, δει­λό, άναν­δρο, θρα­σύ, ψεύ­τη, συκο­φάν­τη, άρπα­γα, πλε­ο­νέ­κτη και οτι­δή­πο­τε άλλο χει­ρό­τε­ρο.

Αλλά μήπως κατα­γο­η­τεύ­ε­σαι, όταν βλέ­πεις τη λάμ­ψη των χρη­μά­των και το πλή­θος των υπη­ρε­τών και το κάλ­λος των οικο­δο­μη­μά­των και τις τιμές όταν διέρ­χε­σαι από την αγο­ρά; Ποια λοι­πόν θερα­πεία θα μπο­ρέ­σει να βρε­θεί για το πονη­ρό αυτό τραύ­μα; Αν σκε­φτείς, πώς καταν­τούν όλα αυτά την ψυχή σου· ότι την καθι­στούν σκο­τει­νή, έρη­μη, αισχρή και άσχη­μη· αν ανα­λο­γι­στείς με τη βοή­θεια πόσων κακών απο­κτή­θη­καν αυτά, με πόσους κόπους φυλάσ­σον­ται μέχρι τέλους, αλλά και όταν ακό­μη απο­φύ­γει κανείς όλων τις αρπα­γές, αφού έλθει ο θάνα­τος, πολ­λές φορές οδη­γεί αυτά στα χέρια των εχθρών σου, ενώ εσέ­να σε παίρ­νει γυμνό από όλα και φεύ­γει, χωρίς να σύρεις από πίσω σου τίπο­τε από όλα αυτά, παρά μόνο τα τραύ­μα­τα και τις πλη­γές, τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύ­γει.

Όταν λοι­πόν δεις κάποιον να λάμ­πει εξω­τε­ρι­κά από τα ενδύ­μα­τά του και τη μεγά­λη ακο­λου­θία του, ανά­λυ­σε λεπτο­με­ρώς τη συνεί­δη­σή του, και θα βρεις μέσα της πολ­λή πονη­ρία και θα δεις να υπάρ­χει μέσα της πολ­λή σκό­νη. Ανα­λο­γί­σου τον Παύ­λο, τον Πέτρο, σκέ­ψου τον Ιωάν­νη, τον Ηλία· ή, καλύ­τε­ρα, σκέ­ψου τον Υιό του Θεού που δεν είχε πού να κλί­νει την κεφα­λή Του. Γίνε μιμη­τής Εκεί­νου και των δού­λων Εκεί­νου και να φέρεις στη φαν­τα­σία σου τον απε­ρί­γρα­πτο πλού­το αυτών. Εάν όμως για μια στιγ­μή ρίξεις το βλέμ­μα σου προς τα χρή­μα­τα και σκο­τι­στεί και πάλι το μυα­λό σου, όπως ακρι­βώς στην περί­πτω­ση κάποιου ναυα­γί­ου τη στιγ­μή που έρχε­ται η καται­γί­δα, άκου­σε την από­φα­ση του Χρι­στού που λέγει ότι είναι αδύ­να­το ο πλού­σιος να εισέλ­θει στη βασι­λεία των ουρα­νών. Και απέ­ναν­τι από την από­φα­ση αυτήν θέσε τα όρη, τη γη και τη θάλασ­σα και κάνε τα όλα αυτά, εάν θέλεις, με τη σκέ­ψη σου χρυ­σό· θα δια­πι­στώ­σεις λοι­πόν τότε ότι τίπο­τε δεν μπο­ρεί να εξι­σω­θεί με τη ζημία που προ­έρ­χε­ται από αυτά.

Και εσύ μεν σκέ­πτε­σαι τόσα και τόσα στρέμ­μα­τα γης, και τις δέκα ή είκο­σι οικί­ες ή και περισ­σό­τε­ρες και τα τόσο πολ­λά δημό­σια λου­τρά, και τους χίλιους δού­λους ή τις δύο χιλιά­δες αυτών και τα αργυ­ρο­στό­λι­στα και χρυ­σο­στό­λι­στα οχή­μα­τα, εγώ όμως σου λέγω εκεί­νο: Εάν ο καθέ­νας από εσάς τους πλου­σί­ους, εγκα­τέ­λει­πε αυτήν την φτώ­χεια (διό­τι αυτά είναι φτώ­χεια εν συγ­κρί­σει με εκεί­να που πρό­κει­ται να σας πω), και απο­κτού­σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο και ο καθέ­νας από αυτούς είχε τόσους πολ­λούς ανθρώ­πους, όσοι τώρα κατοι­κούν σε όλα τα μέρη της γης και της θαλάσ­σης, και είχε ο καθέ­νας όλη την οικου­μέ­νη, και τη γη και τη θάλασ­σα και παν­τού είχε οικο­δο­μή­μα­τα και πόλεις και έθνη, και από παν­τού έρρεε προς χάριν του αντί ύδα­τος, αντί πηγών, χρυ­σός, δεν θα μπο­ρού­σα να πω ότι αυτοί που έχουν αυτά τα τόσα πλού­τη ότι αξί­ζουν τρεις οβο­λούς, εάν επρό­κει­το να απο­κλει­στούν από την Βασι­λεία των Ουρα­νών· διό­τι εάν τώρα, επι­θυ­μών­τας να απο­κτή­σουν χρή­μα­τα, βασα­νί­ζον­ται όταν δεν επι­τύ­χουν στην προ­σπά­θειά τους αυτήν, εάν επρό­κει­το να λάβουν γνώ­ση των απορ­ρή­των εκεί­νων αγα­θών, τι θα αρκού­σε τότε για να τους παρη­γο­ρή­σει; Δεν υπάρ­χει τίπο­τε.

Μην μου προ­βάλ­λεις λοι­πόν την αφθο­νία των χρη­μά­των, αλλά να σκέ­πτε­σαι πόσο μεγά­λη είναι η ζημία που υφί­σταν­ται οι ερα­στές αυτής, οι οποί­οι αντί τού­των χάνουν τη Βασι­λεία των ουρα­νών, και παθαί­νουν το ίδιο πράγ­μα που παθαί­νει κάποιος, εάν συνέ­βαι­νε να εκπέ­σει από την τιμη­τι­κή του θέση στα ανά­κτο­ρα, και να θεω­ρεί πολύ σπου­δαίο πράγ­μα τη μία σωρό κοπριάς που έχει. Καθό­σον ως προς τίπο­τε δεν δια­φέ­ρει η συγ­κέν­τρω­ση των χρη­μά­των από εκεί­νη, μάλ­λον δε είναι και καλύ­τε­ρη· διό­τι η μεν κοπριά είναι χρή­σι­μη και για τη γεωρ­γία και για τη θέρ­μαν­ση του λου­τρού και για άλλα παρό­μοια, ο κρυμ­μέ­νος όμως μέσα στη γη χρυ­σός δεν είναι χρή­σι­μος για κανέ­να από αυτά.

Και μακά­ρι να ήταν μόνο άχρη­στος· όμως τώρα ανά­πτει και πολ­λές καμί­νους σε εκεί­νον που τον έχει, εάν συμ­βεί να μην τον χρη­σι­μο­ποιεί όπως πρέ­πει· διό­τι τα περισ­σό­τε­ρα κακά προ­έρ­χον­ται από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν οι ειδω­λο­λά­τρες απο­κα­λού­σαν την φιλαρ­γυ­ρία «ακρό­πο­λη των κακών», ο δε μακά­ριος Παύ­λος τη χαρα­κτή­ρι­σε κατά τρό­πο καλύ­τε­ρο και παρα­στα­τι­κό­τε­ρο, αφού την ονό­μα­σε ρίζα όλων των κακών[πρβλ. Α΄Τιμ.6,10: «ζα γρ πντων τν κακν στιν φιλαρ­γυρα, ς τινες ρεγμενοι πεπλανθησαν π τς πστε­ως κα αυτος περιπει­ραν δναις πολ­λας(:Πέφτουν σε πει­ρα­σμό και κατα­στρε­πτι­κή παγί­δα, διό­τι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαρ­γυ­ρία. Μερι­κοί μάλι­στα λόγω της φιλαρ­γυ­ρί­ας τους κυριεύ­τη­καν από σφο­δρή και ακό­ρε­στη επι­θυ­μία για το χρή­μα και γι’ αυτό απο­πλα­νή­θη­καν από την πίστη και έμπη­ξαν γύρω από τον εαυ­τό τους σαν καρ­φιά πολ­λούς πόνους και αγω­νί­ες)»].

Έχον­τας λοι­πόν υπό­ψη όλα αυτά, ας μάθου­με να είμα­στε μιμη­τές εκεί­νων που είναι άξιοι μιμή­σε­ως. Όχι τις λαμ­πρές οικο­δο­μές, ούτε τους πλού­σιους αγρούς, αλλά να ζηλεύ­ου­με τους άνδρες εκεί­νους που έχουν πολ­λή παρ­ρη­σία ενώ­πιον του Θεού, εκεί­νους που είναι πλού­σιοι στον ουρα­νό, τους κυρί­ους των θησαυ­ρών εκεί­νων, τους πραγ­μα­τι­κά πλου­σί­ους, τους πτω­χούς χάριν του ονό­μα­τος του Χρι­στού, ώστε και των αιω­νί­ων αγα­θών να επι­τύ­χου­με με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μετά του οποί­ου στον Πατέ­ρα μαζί με το Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει δόξα, δύνα­μις και τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, Υπό­μνη­μα στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο, ομι­λία ΞΓ΄, σελί­δες 208–233.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 67, σελ. 196–207 .

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 17–8‑1980]

[Β33]

Εάν έπρε­πε, αγα­πη­τοί μου, να ερω­τή­σου­με τι είναι το Ευαγ­γέ­λιον, θα μπο­ρού­σα­με με συν­το­μία να απαν­τή­σου­με: «Η παρά­δο­σις της αλη­θεί­ας». Αλλά τι είναι αλή­θεια; Η αλή­θεια είναι ο Χρι­στός και ο λόγος Του. Όχι ο λόγος Του, αλλά και ο λόγος Του. Διό­τι ο ίδιος είπε: «γώ εμί λήθεια». Συνε­πώς η αλή­θεια είναι τα λόγια Του. Αλλά η πηγή των λόγων Του είναι ο Ίδιος. Συνε­πώς η πηγή της αλη­θεί­ας είναι το πρό­σω­πό Του.

Επα­νερ­χό­με­νοι λοι­πόν εις την ερώ­τη­ση, εάν θα πρέ­πει να ρωτή­σου­με τι είναι Ευαγ­γέ­λιον, θα απαν­τού­σα­με: «Η Αλή­θεια, η Παρά­δο­σις της αλη­θεί­ας». Δηλα­δή ο Χρι­στός και ο λόγος Του. Αλλ’ όμως πολ­λές φορές, αγα­πη­τοί μου, ξεχνά­με αυτήν την Παρά­δο­σιν της αλη­θεί­ας, που είναι το Ευαγ­γέ­λιον. Ο Από­στο­λος Παύ­λος θα βρε­θεί σε μία πολύ δύσκο­λη θέση, δυσά­ρε­στη, όταν θα γρά­ψει την πρώ­τη προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του εις την εκκλη­σία της Κορίν­θου και θα τους πει: «Γνω­ρί­ζω δ μν, δελ­φο, τ εαγγλιον εηγγε­λισμην μν, κα παρελβετε, ν κα στκατε, δι᾿ ο κα σζεσθε, τνι λγ εηγγε­λισμην μν ε κατχετε, κτς ε μ εκ πιστεσατε. Παρδωκα γρ μν ν πρτοις κα παρλαβον, τι Χριστς πθανεν πρ τν μαρ­τιν μν κατ τς γραφς, κα τι τφη, κα τι γγερ­ται τ τρτ μρ κατ τς γραφς» κ.λπ. Δηλα­δή μερι­κοί Κορίν­θιοι αμφι­σβη­τού­σαν την ανά­στα­σιν των νεκρών.

Και φυσι­κά, όπως λέγει ευστο­χό­τα­τα κάποιος Πατήρ ότι «εάν αμφι­σβη­τείς την ανά­στα­σιν των νεκρών, τότε μην μιλάς πια για το Ευαγ­γέ­λιο, δεν έχεις τίπο­τα». Και συνε­πώς ο Από­στο­λος Παύ­λος βλέ­πον­τας πόσο ακρι­βώς μεγά­λο είναι το θέμα αυτό, αφιε­ρώ­νει ένα ολό­κλη­ρο και μακρό­τα­το κεφά­λαιον υπέρ της ανα­στά­σε­ως των νεκρών, αφού βεβαί­ως η κατο­χύ­ρω­σις θα γίνει επά­νω στην Ανά­στα­ση του Χρι­στού. Και θα τους πει: «Γνω­ρί­ζω δέ μν δελ­φοί», δηλα­δή το «γνω­ρί­ζω» εδώ έχει την έννοια «Σας υπεν­θυ­μί­ζω. Για­τί το ξέρε­τε. Αλλά, το ξεχά­σα­τε;». Δεν τους θίγει. Να τους πει: «Το αμφι­σβη­τή­σα­τε; Σας υπεν­θυ­μί­ζω, λοι­πόν, αδελ­φοί, το Ευαγ­γέ­λιον. Εκεί­νο που εγώ ευαγ­γε­λί­στη­κα σε σας. Εκεί­νο το οποί­ον εσείς παρα­λά­βα­τε και επά­νω στο οποίο σεις στα­θή­κα­τε, δια του οποί­ου Ευαγ­γε­λί­ου σεις σώζε­σθε, ε κατέ­χε­τε, εάν βεβαί­ως το κρα­τά­τε».

Εδώ βλέ­πο­με, σ’ αυτήν την έκφρα­σή του, αγα­πη­τοί μου, όλη εκεί­νη την δια­δι­κα­σία της παρα­δό­σε­ως της αλη­θεί­ας. Για­τί είναι μεγά­λο θέμα η παρά­δο­σις της αλη­θεί­ας. Είναι αυτό που πήρα εγώ, να το δώσω στον άλλον. Αλλά αυτό που θα δώσω στον άλλον, πώς θα το δώσω; Και αυτός που θα το πάρει από μένα και θα το δώσει στην επό­με­νη γενεά, πώς θα το δώσει; Θα το δώσει ακέ­ραιο, σωστό, όπως ακρι­βώς βγή­κε από την πηγήν; Ή θα είναι δια­φο­ρε­τι­κό; Έτσι προ­κύ­πτει, αγα­πη­τοί μου, ένα πρό­βλη­μα. Φυσι­κά αυτό που λέγει εδώ ο Από­στο­λος ότι «εγώ σας έδω­κα το Ευαγ­γέ­λιον -εηγγε­λι­σά­μην μν τό Εαγγέ­λιον- το οποί­ον εσείς πήρα­τε και επά­νω στο οποίο στα­θή­κα­τε», θέμα δεν ετί­θε­το τόσο τότε εις τον Από­στο­λον και την γενεά στην οποία υπάρ­χει, διό­τι είναι ο ίδιος εκεί­νος ο οποί­ος πήρε απευ­θεί­ας από την πηγήν τον λόγο του Θεού, όπως και οι άγιοι Από­στο­λοι. Μάλι­στα θα πει λίγο πιο κάτω, που ακού­σα­με την απο­στο­λι­κήν περι­κο­πήν, ότι «ετε γώ ετε κενοι, οτ κηρύσ­σο­μεν καί οτως πιστεύ­σα­τε». «Έτσι κηρύσ­σο­με και έτσι πιστεύ­ε­τε. Αλλά το θέμα είναι ότι εκεί­νο που εγώ σας έδω­κα, εσείς πώς το παρα­λά­βα­τε; Και ακό­μη, όταν εσείς θα το δώσε­τε λίγο πιο κάτω, οι άλλοι οι επι­γε­νέ­στε­ροι, πώς θα το παρα­λά­βουν;».

Όταν λέμε, αγα­πη­τοί μου, «Παρά­δο­ση», τι ακρι­βώς εννο­ού­με; Είναι ό,τι λέγει η λέξις σε μία πρώ­τη διά­στα­ση. Δηλα­δή αυτό το οποίο παίρ­νω και δίδω. « παρέ­λα­βον -λέγει ο Από­στο­λος- καί παρέ­δω­κα μν». Τι; Ότι ο Χρι­στός απέ­θα­νε και την τρί­τη ημέ­ρα ανέ­στη. Αυτό πήρα, αυτό σας έδω­κα. Αυτό βασι­κά είναι Παρά­δο­σις. Αλλά το θέμα είναι όταν γρα­φτεί αυτή η Παρά­δο­σις, κι αυτή η Παρά­δο­σις εγρά­φη, είναι το Ευαγ­γέ­λιον — φερ’ ειπείν, αυτά που γρά­φει στους Κοριν­θί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος, αυτά αγα­πη­τοί είναι κατα­τε­θει­μέ­να, έγι­ναν βιβλίο. Έτσι λοι­πόν τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Οι επό­με­νες γενε­ές, όταν θα δια­βά­σουν αυτό, πώς θα το κατα­λά­βουν; Δηλα­δή πώς θα το ερμη­νεύ­σουν το Ευαγ­γέ­λιο; Διό­τι αν δεν υπήρ­χε πρό­βλη­μα ερμη­νεί­ας, τότε δεν υπήρ­χε θέμα παρα­δό­σε­ως. Εάν υπήρ­χε ένας τρό­πος που όλες οι γενε­ές να κατα­λα­βαί­νουν το Ευαγ­γέ­λιο σωστά, όπως ακρι­βώς παρε­δό­θη από τον Κύριον στους μαθη­τάς Του, επα­να­λαμ­βά­νω, δεν θα υπήρ­χε ανάγ­κη παρα­δό­σε­ως.

Η Παρά­δο­σις λοι­πόν δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας, πώς ακρι­βώς βλέ­πει τις Γρα­φές. Πώς η Εκκλη­σία, πάν­το­τε η Εκκλη­σία, από την επο­χή των Απο­στό­λων, από την Απο­στο­λι­κήν Εκκλη­σί­αν μέχρι σήμε­ρα, πώς η Εκκλη­σία βλέ­πει τις Γρα­φές και τι φρο­νεί γι’ αυτές. Δηλα­δή, πώς ερμη­νεύ­ει τις γρα­φές. Και έτσι το κλει­δί της ερμη­νεί­ας βρί­σκε­ται μέσα εις αυτό το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας, δηλα­δή μέσα εις αυτήν την Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας. Είναι γνω­στό ότι είναι θεμε­λιω­δέ­στα­το αυτό, από τα πιο θεμε­λιώ­δη. Για­τί αν αυτό δεν το κρα­τώ στα χέρια μου, τότε πώς θα κατα­λά­βω την Γρα­φή; Και μην νομί­σε­τε ότι αυτό είναι μια κου­βέν­τα με την οποία μπο­ρού­με τώρα να απα­σχο­λού­με­θα και ανή­κει σε κάποιους άλλους κύκλους θεω­ρη­τι­κούς. Όχι, δεν είναι καθό­λου έτσι τα πράγ­μα­τα. Το πεί­ρα­μα έγι­νε. Έγι­νε στους Προ­τε­στάν­τες. Επή­ραν την Γρα­φή και άρχι­σαν να την μελε­τούν. Και επει­δή ήθε­λαν να αντι­δρά­σουν εις την ρωμαϊ­κήν Εκκλη­σί­αν, την Δυτι­κήν, την Εκκλη­σί­αν της Ρώμης, γι΄αυτό τον λόγο άρχι­σαν να λέγουν ότι… «Μελε­τά­τε την Γρα­φήν κι όπως την κατα­λα­βαί­νε­τε». Κι έτσι ο κάθε ένας μελε­τη­τής έγι­νε μία αυθεν­τία ερμη­νεί­ας. Το απο­τέ­λε­σμα; Επει­δή δεν δέχτη­καν την Παρά­δο­σιν, το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας, πώς ερμη­νεύ­ει η Εκκλη­σία, το απο­τέ­λε­σμα είναι να δια­σπα­στούν σε χίλια κομ­μά­τια. Και η πίστις να δια­σπα­στεί και να εισα­χθούν πλή­θος ανα­ρίθ­μη­το αιρέ­σε­ων. Επό­με­νο ήταν. Διό­τι όταν ο καθέ­νας ερμη­νεύ­ει όπως θέλει, δεν θα εισα­χθούν αιρέ­σεις;

Κατη­γο­ρούν την Εκκλη­σία μας ότι κρα­τού­με την Παρά­δο­ση. Προ­σέξ­τε. Όχι τας Παρα­δό­σεις· την Παρά­δο­σιν. Προ­σέξ­τε. Όχι τας Παρα­δό­σεις· την Παράδοσιν(Το Π με κεφα­λαίο και ενάρ­θρως). Την Παρά­δο­σιν. Όχι «Παρά­δο­σιν», την Παρά­δο­σιν. Συγ­κε­κρι­μέ­νο στοι­χείο. Την Παρά­δο­σιν. Μας κατη­γο­ρούν. Ή ακό­μη αν θέλε­τε και η επο­χή μας είναι τέτοια, που εμείς οι ίδιοι οι Ορθό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί να στε­κό­με­θα εναν­τί­ον της Παρα­δό­σε­ως και να λέμε: «Και πού τα βρή­κες αυτά; Και τι είναι αυτά;». Και πολ­λοί που θα’ θελαν ίσως να ζήσουν μία πνευ­μα­τι­κή ζωή, έξω όμως από την Εκκλη­σία, έξω από την Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας, όπως πολ­λές φορές έχο­με λογί­ους ανθρώ­πους, που παίρ­νουν την Γρα­φή την μελε­τούν, την θαυ­μά­ζουν αλλά την κατα­λα­βαί­νουν όπως θέλουν αυτοί. Τότε αυτό δεν έχει καμία αξία. Για­τί απλού­στα­τα η Γρα­φή κατα­νο­εί­ται μόνο μέσα εις την Εκκλη­σί­αν. Μόνον. Δεν μπο­ρώ ποτέ να βρω τον Χρι­στό, εάν δεν μελε­τή­σω την Γρα­φή μες την Εκκλη­σία· που θα πει μέσα στο φρό­νη­μα, με το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας. Αυτή όμως η Παρά­δο­σις είναι μέσα εις αυτήν την ουσί­αν του Χρι­στια­νι­σμού.

Θα μπο­ρού­σα­με να απαν­τή­σο­με λοι­πόν το εξής: Όταν ο Χρι­στός παρέ­δω­κε στους Απο­στό­λους την αλή­θειαν, τι είπε; Είπε το εξής: «Εγώ δεν ελά­λη­σα τίπο­τε απ’ ό,τι ήκου­σα από τον Πατέ­ρα. Τίπο­τα δεν ελά­λη­σα παρα­πά­νω ή παρα­κά­τω απ’ ό,τι ήκου­σα από τον Πατέ­ρα. Κι εκεί­νο που ήκου­σα από τον Πατέ­ρα, τού­το λαλώ». Αλλά αυτό που ο Χρι­στός λαλεί επι­βε­βαιού­ται από το Πνεύ­μα το Άγιον την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής. Συνε­πώς παρα­τη­ρού­με ότι μέσα εις τα πρό­σω­πα της Αγί­ας Τριά­δος να υπάρ­χει μία ιδιό­τυ­πος παρά­δο­σις. Λέγω «ιδιό­τυ­πος» διό­τι ο Θεός είναι εις. Η ουσία του Θεού είναι μία. Παρά ταύ­τα, επει­δή «ο Χρι­στια­νι­σμός είναι μίμη­σις της Αγί­ας Τριά­δος», όπως λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος, γι΄αυτό και εις το σημείο αυτό η Εκκλη­σία μιμεί­ται την Αγία Τριά­δα. Σε τι; Στην Παρά­δο­ση. Αφού ο Υιός τίπο­τα δεν λέγει απ’ ό,τι δεν ήκου­σε από τον Πατέ­ρα και το Πνεύ­μα το Άγιον επι­βε­βαιοί παν ό,τι ο Υιός είπε την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής, διό­τι τότε κατε­νο­ή­θη, αλλά και το σπου­δαί­ον είναι ότι δεν θα ήρχε­το ποτέ η Πεν­τη­κο­στή εάν ο άνθρω­πος Ιησούς, όπως τον έβλε­παν οι άνθρω­ποι, δεν ήτο αλη­θής. Συνε­πώς το Πνεύ­μα το Άγιον απέ­δει­ξε την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής ότι ο Ιησούς είναι αλη­θής, συνε­πώς είναι Θεάν­θρω­πος. Ώστε αυτή η Παρά­δο­σις μέσα στη ζωή της Αγί­ας Τριά­δος, που δεί­χνει μια πει­θαρ­χία, η οποία μας κατα­πλήσ­σει, γίνε­ται μοντέ­λο, γίνε­ται πρό­τυ­πον για μας μες την Εκκλη­σία.

Έτσι τώρα πηγή είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Διδά­σκει. Οι μαθη­ταί ακούν. Κατό­πιν εκεί­νοι παίρ­νουν την εντο­λή ότι «Πορευ­θέν­τες ες πάν­τα τά θνη, διδά­σκον­τες ατούς τηρεν πάν­τα σα νετει­λά­μην μν». «Αφού τους διδά­ξε­τε να τηρούν όσα εγώ σας παρήγ­γει­λα». Προ­σέξ­τε: Πάν­τα. Ούτε παρα­πά­νω ούτε παρα­κά­τω. Και η αξία, αγα­πη­τοί μου, του Απο­στό­λου είναι η πιστό­τη­τα. Ο Από­στο­λος δεν πρω­το­τυ­πεί. Η αξία του δεν είναι στην πρω­το­τυ­πί­αν. Η αξία του είναι εις την πιστό­τη­τα. Εάν παρέ­δω­κε επα­κρι­βώς εκεί­νο το οποί­ον έχει πάρει.

Και κατό­πιν, η Παρά­δο­ση αυτή περ­νά­ει στους αγί­ους της Εκκλη­σί­ας μας, στους Πατέ­ρες. Και συνε­πώς η Απο­στο­λι­κή Παρά­δο­σις γίνε­ται Πατε­ρι­κή Παρά­δο­σις. Και είναι το φρό­νη­μα της Εκκλη­σί­ας. Είναι το κλει­δί της ερμη­νεί­ας της Αγί­ας Γρα­φής. Λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τα­τα εις την Α΄ του επι­στο­λή. Δια πολ­λών, εγώ σας λέω μόνον τρεις λέξεις. Το λέγει κατ’ επα­νά­λη­ψιν συνω­νύ­μους λέξεις: « ωρά­κα­μεν, κηκό­α­μεν παγ­γέλ­λο­μεν μν». «Εκεί­νο που είδα­με και εκεί­νο που ακού­σα­με, αυτό σας λέμε. Τίπο­τα παρα­πά­νω από εκεί­νο που είδα­με και ακού­σα­με και τα χέρια μας», λέγει παρα­κά­τω, «εψη­λά­φη­σαν περί του λόγου της ζωής. Και σας τα λέμε όχι για να κάνο­με τον έξυ­πνο, αλλά για να έχε­τε κι εσείς την ζωή, όπως την έχο­με και εμείς». Είναι κατα­πλη­κτι­κό, αγα­πη­τοί μου. Αυτή ακρι­βώς η πιστό­της. Θα μας πει δε αργό­τε­ρα ο Μέγας Αθα­νά­σιος το εξής θαυ­μά­σιον: «Εδομεν καί ατήν τήν ξ ρχς Παρά­δο­σιν καί διδα­σκα­λί­αν καί πίστιν τς Καθο­λικς κκλη­σί­ας, ν (:την οποί­αν) μέν Κύριος δωκεν, ο δέ πόστο­λοι κήρυ­ξαν καί ο Πατέ­ρες φύλα­ξαν». «Καί ο Πατέ­ρες φύλα­ξαν». Συνε­πώς το ταμεί­ον της αλη­θεί­ας είναι σ’ αυτό που εφύ­λα­ξαν οι Πατέ­ρες, που επή­ραν από κεί­νο που εδί­δα­ξαν οι Από­στο­λοι, οι οποί­οι ήκου­σαν από το στό­μα του Χρι­στού. «ν ταύτ γάρ τ παρα­δό­σει κκλη­σία τεθε­με­λί­ω­ται». «Εδώ είναι», λέγει, «θεμε­λιω­μέ­νη, έχει θεμε­λιω­θεί η Εκκλη­σία. Επά­νω εις αυτήν την Παρά­δο­σιν».

Έτσι, αγα­πη­τοί, βλέ­πο­με ότι δεν μπο­ρού­με να λέμε ότι θα παίρ­νο­με την Γρα­φή να την δια­βά­ζο­με, για να παίρ­νο­με συν­θή­μα­τα ζωής και να την εξη­γού­με όπως εμείς την θέλο­με και μας συμ­φέ­ρει. Ή ακό­μη να βλέ­πο­με κάποια που να νομί­ζο­με ότι μας αρέ­σουν και κάποια άλλα να τα βάζο­με στην άκρη. Η Γρα­φή ολό­κλη­ρη είναι η αλή­θεια.

Θα ΄θελα όμως ακό­μη να σας τονί­σω και κάτι άλλο. Πολ­λές φορές, όταν μελε­τού­με την Γρα­φή, νομί­ζο­με ότι είναι ένα γράμ­μα η Γρα­φή. Όπως ακρι­βώς θα ήταν ένας που μας στέλ­νει ένα γράμ­μα, μια επι­στο­λή, και ξεχνά­με για μια στιγ­μή τον απο­στο­λέα και μένο­με μόνο στο γράμ­μα. Έτσι θέλο­με πολ­λές φορές να μεί­νο­με σε ένα ρητό, το οποίο θα θέλα­με να το εφαρ­μό­σο­με. Σωστό. Δεν αντι­λέ­γει κανείς. Ξεχνά­με όμως κάτι που είναι πολύ ουσιώ­δες. Ότι δεν είναι αρκε­τό να πεις «Θα βάλω μπρο­στά να εφαρ­μό­σω το Ευαγ­γέ­λιον, με άσκη­ση φυσι­κά». Δεν πρέ­πει να ξεχνώ ότι πίσω από εκεί­νο που δια­βά­ζω, πίσω από εκεί­νο το οποί­ον με πάσαν προ­σπά­θειαν προ­σπα­θώ να το οικειω­θώ, είναι ένα πρό­σω­πο. Δεν είναι ένας λόγος. Είναι ένα πρό­σω­πο. Και το πρό­σω­πο αυτό είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Γι΄αυτό η Παρά­δο­σις δεν είναι ένα γράμ­μα. Είναι μία ζων­τα­νή πραγ­μα­τι­κό­της. Και η τελειο­τά­τη έκφρα­σις αυτής της Παρα­δό­σε­ως, όχι σαν γράμ­μα, αλλά σαν ζωή, είναι η Θεία Λει­τουρ­γία. Την νύχτα που παρε­δί­δε­το ο Υιός Σου, ω Πάτερ, πήρε στα χέρια Του το ψωμί και το κρα­σί και είπε: «Αυτό είναι το Σώμα μου και αυτό είναι το Αίμα μου· για­τί είμαι Εγώ σ’ αυτό που τώρα Εγώ σας παρα­δί­δω». Και η Εκκλη­σία εκρά­τη­σε την υψί­στην Παρά­δο­σιν, την Θεία Λει­τουρ­γία. Τον ανε­κτί­μη­τον αυτόν θησαυ­ρόν. Και δεν έχο­με πια μια παρά­δο­ση γράμ­μα­τος, αλλά μια Παρά­δο­ση προ­σώ­που. Αυτόν τον Ίδιον τον Χρι­στό· ο Οποί­ος είναι… το Σώμα Του, η Εκκλη­σία. Έτσι, ο Χρι­στός και η Εκκλη­σία είναι Ένα. Ό,τι η κεφα­λή με το σώμα. «Και το σώμα του Χρι­στού», λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «είναι η Εκκλη­σία». Όταν κοι­νω­νού­με σωστά, όπως πρέ­πει, το σώμα και το αίμα του Χρι­στού, κρα­τά­με την Παρά­δο­ση, την ζώσα Παρά­δο­ση. Γι’ αυτόν τον λόγο λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος ότι θα τελεί­ται το μυστή­ριον αυτό χρις ο ν λθ, έως ότου έλθει ο Χρι­στός. Δεν έχει σημα­σία, αγα­πη­τοί μου, αν λίγοι άνθρω­ποι τηρούν αυτό. Έστω κι αν απο­τε­λε­στεί ένα λείμ­μα. Πάν­τα δε, θα είναι η Ορθο­δο­ξία.

Μην το ταυ­τί­ζο­με, θέλω να ξυπνή­σο­με λίγο, να ξυπνή­σο­με. Μην το ταυ­τί­ζο­με, «ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ». Κάπο­τε θα δρα­πε­τεύ­σει η Ορθο­δο­ξία από την Ελλά­δα. Θα δρα­πε­τεύ­σει. Δεν ξέρω πού θα πάει. Στην Κίνα θα πάει; Στην Ουγ­κάν­τα θα πάει; Στον Βόρειο Πόλο θα πάει; Δεν ξέρω. Στους Εσκι­μώ­ους; Δεν ξέρω. Ένα μόνο. Η Ορθο­δο­ξία θα μεί­νειχρις ο ν λθ ο Χρι­στός. Μας το είπε ο Από­στο­λος Παύ­λος. Βεβαί­ως, εάν δεν μεί­νει η Ορθο­δο­ξία στην Ελλά­δα, εδώ που κηρύ­χτη­κε κι από δω που ξεκί­νη­σαν οι ιερα­πό­στο­λοι, πραγ­μα­τι­κά θα ήταν κάτι πολύ λυπη­ρό για μας. Πάρα πολύ λυπη­ρό για μας. Αλλά, όπως πηγαί­νο­με και όπως σκε­φτό­μα­στε και όπως κινού­με­θα εμείς οι Ορθό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, φοβά­μαι ότι γρή­γο­ρα θα χάσο­με αυτήν μας την μεγά­λη δόξα και τιμή. Όπως την έχα­σαν και οι Εβραί­οι· την τιμή να γνω­ρί­σουν τον Χρι­στό. Μην νομί­ζε­τε, ο Θεός δεν μερο­λη­πτεί. Ο Θεός δεν περιο­ρί­ζε­ται από συναι­σθη­μα­τι­σμούς. Όχι. «Τήρη­σες; Θα σε ανε­βά­σω και θα σε δοξά­σω. Δεν ετή­ρη­σες; Θα σε απορ­ρί­ψω»... Δεν εδί­στα­σε, λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή του, «να απορ­ρί­ψει τον Ισρα­ήλ. Εσύ ποιος είσαι; Εσύ είσαι αγριέ­λαιος. Θα σε απορ­ρί­ψει. Εάν λέει την φύσει καλ­λιέ­λαιον απέρ­ρι­ψε, εσύ που είσαι αγριέ­λαιος και σε εκέν­τρι­σε δηλα­δή σε μπό­λια­σε, πολύ παρα­πά­νω θα σε απορ­ρί­ψει».

Γι’ αυτόν τον λόγο αν αγα­πά­με και την πατρί­δα μας, την Ελλά­δα, ας προ­σέ­ξο­με. Η Ελλάς υπάρ­χει για­τί υπάρ­χει Ορθο­δο­ξία. Ή καλύ­τε­ρα, η δόξα της Ελλά­δος είναι η Ορθο­δο­ξία. Και η Ορθο­δο­ξία είναι η Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας, είναι η Παρά­δο­ση των Απο­στό­λων, είναι η Παρά­δο­ση των Πατέ­ρων. Και εμείς είμε­θα η ζώσα παρα­κα­τα­θή­κη. Αλλά ακό­μη κάτι να μην ξεχνά­με. Οι Πατέ­ρες, όπως και ο Πλά­των και ο Αρι­στο­τέ­λης και ο Θαλής ο Μιλή­σιος και ο Σωκρά­της και ει τις έτε­ρος σοφός και σπου­δαί­ος, όπως και οι μεγά­λοι καλ­λι­τέ­χνες, δεν ανή­κουν στην Ελλά­δα αλλά σε όλον τον κόσμο. Είναι κλη­ρο­νο­μιά όλου του κόσμου. Βεβαί­ως οι Πατέ­ρες είναι Έλλη­νες, αλλά δεν ανή­κουν παρά σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο. Μην, λοι­πόν, εμείς καυ­χό­μα­στε και λέμε ότι οι Πατέ­ρες ήσαν Έλλη­νες. Είδα­τε τι σας διά­βα­σα; Την γνώ­μη του Μεγά­λου Αθα­να­σί­ου. Και όμως οι Πατέ­ρες θα πουν: «Ανή­κο­με σ’ όλο τον κόσμο. Όπου υπάρ­χει Ορθο­δο­ξία. Και σας σάς αγνο­ού­με». Μη μεί­νο­με, δηλα­δή, μόνο με το όνο­μα. Με ψιλό όνο­μα ότι οι Πατέ­ρες είναι Έλλη­νες. Αλλά να κρα­τή­σο­με την πίστιν μας. Λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Κρα­τά­τε τάς παρα­δό­σεις». «Να κρα­τά­τε τις παρα­δό­σεις που εγώ σας παρέ­δω­σα». Θα πει να κρα­τού­με ‚να φυλάτ­του­με. Και τι λέγει ο Κύριος στην Απο­κά­λυ­ψη σε μια Του επι­στο­λή σε μία Του Εκκλη­σία. «Κρά­τει χεις ως ο ν λθω». «Κρά­τη­σε αυτό που έχεις, έως ότου έλθω». Και θέλε­τε; Αυτή η Εκκλη­σία της Μικράς Ασί­ας… ‑αν και οι επτά Εκκλη­σί­ες της Μικράς Ασί­ας είναι τύπος της Μίας, Αγί­ας, Καθο­λι­κής και Απο­στο­λι­κής Εκκλη­σί­ας με επτά πτυ­χές, με επτά πλευ­ρές, μία η Εκκλη­σία. Αυτές οι τοπι­κές Εκκλη­σί­ες απο­τε­λούν τύπον. Αυτή η Εκκλη­σία που πήρε την εντο­λή να κρα­τή­σει εκεί­νο που έχει έως ότου έλθει ο Χρι­στός, δεν το κρά­τη­σε. Η λυχνία της έσβη­σε. Ορι­στι­κά το 1922. Έσβη­σε. Πάει. Βλέ­πε­τε δεν εκρά­τη­σε την λυχνί­αν έως ότου έλθει ο Χρι­στός. Τι δυστύ­χη­μα… Λοι­πόν η φωνή του Χρι­στού μάς ειδο­ποιεί: «Κρά­τει χεις ως ο ν λθω».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_069.mp3



Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 26–8‑1990]

[Β237]

Είναι συγ­κι­νη­τι­κό, αγα­πη­τοί μου, όταν βλέ­πεις τους νέους ανθρώ­πους να ανα­ζη­τούν το αγα­θόν, το τέλειον, για να το γνω­ρί­σουν και για να το βιώ­σουν. Μια υπο­δειγ­μα­τι­κή περί­πτω­ση με θετι­κή και αρνη­τι­κή πλευ­ρά μάς παρου­σιά­ζει σήμε­ρα ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος. Μας διη­γεί­ται ότι ένας πλού­σιος νεα­νί­σκος με καλή καρ­διά και αγα­θή προ­αί­ρε­ση, πλη­σί­α­σε τον Κύριον και Τον ερω­τά: «Διδσκα­λε γαθ, τ γαθν ποισω να χω ζων αἰώνιον;». Και ο Κύριος τού απαν­τά: «Ε θλεις εσελ­θεν ες τν ζων, τρησον τς ντολς». «Εάν θέλεις να κερ­δί­σεις την ζωήν την αιώ­νιον, να εισέλ­θεις εις αυτήν, να εφαρ­μό­σεις τις εντο­λές». Κι εκεί­νος έκπλη­κτος, για­τί ίσως κάτι το άλλο περί­με­νε, ερω­τά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απήν­τη­σε ότι είναι οι εντο­λές, οι γνω­στό­τα­τες, του δεκα­λό­γου. Η πρώ­τη εντο­λή, η δευ­τέ­ρα, η δεκά­τη. Ο νεα­νί­σκος όμως σημεί­ω­σε ότι τις εντο­λές αυτές, του δεκα­λό­γου, τις είχε εφαρ­μό­σει από μικρό παι­δί. Γι’αυ­τό και εξε­πλά­γη. Εδώ θα έλε­γα, η προ­σφο­ρά της «πεζό­τη­τος» ‑τη λέξη «πεζό­τη­τα» την βάζω εντός εισα­γω­γι­κών- των εντο­λών. Λέμε: «Ε, τώρα, τις εντο­λές…». Δεν ξέρου­με. Οι άνθρω­ποι ανα­ζη­τούν πάν­τα κάτι και­νού­ριο, κάτι άλλο. Και όταν δουν έναν εκπλη­κτι­κόν διδά­σκα­λον, τότε ζητούν ακρι­βώς αυτό το κάτι άλλο. Ο Κύριος όμως παρα­πέμ­πει στον δεκά­λο­γον, τον γνω­στόν, τον αιώ­νιον, τον αναλ­λοί­ω­τον δεκά­λο­γον του νόμου του Θεού.

Ωστό­σο, εφό­σον είπε ότι από μικρό παι­δί είχε εφαρ­μό­σει τον νόμον, τότε ο Κύριος περ­νά σε μία τελειο­τέ­ρα φάση πνευ­μα­τι­κής ζωής. Και του λέγει: «Ε θλεις τλειος εναι, παγε πλησν σου τ πρχον­τα κα δς πτω­χος, κα ξεις θησαυρν ν οραν, κα δερο κολοθει μοι». «Εάν», λέγει, «θέλεις να είσαι τέλειος», μία υπέρ­βα­ση δηλα­δή των εντο­λών, όχι ότι οι εντο­λές δεν καθι­στούν τέλειον τον άνθρω­πον, αλλά εδώ μίαν υπέρ­βα­σιν των εντο­λών ‑άλλο­τε θα μιλή­σο­με γι’ αυτήν την υπέρ­βα­ση των εντο­λών- τι του λέγει; «Πήγαι­νε, πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα εις τους πτω­χούς και θα ΄χεις εκεί τον θησαυ­ρόν· στον ουρα­νόν. Και έλα να με ακο­λου­θή­σεις».

Όμως ο πλού­σιος νεα­νί­σκος, επει­δή ακρι­βώς είχε πολ­λή περιου­σία και ήτο και φιλο­χρή­μα­τος, λυπή­θη­κε γι’ αυτήν την απάν­τη­ση που του έδω­κε ο Κύριος και ανε­χώ­ρη­σε χωρίς πια να ενδια­φερ­θεί για κάτι περισ­σό­τε­ρο.

Παρα­τη­ρεί κανείς στη συμ­πε­ρι­φο­ρά αυτού του νεα­νί­σκου, πάρα πολύ ενδια­φέ­ρου­σες πλευ­ρές. Και ακρι­βώς αυτές, αγα­πη­τοί μου, ας προ­σέ­ξο­με. Καταρ­χάς προ­σεγ­γί­ζει τον Κύριον. Όχι μόνο για τη φήμη που είχε ο Κύριος, αλλά και για την αυθεν­τία Του. Είχε αυθεν­τία. Η διδα­σκα­λία του Κυρί­ου ήταν όντως αυθεν­τι­κή. Γι’αυ­τό σημειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος στο 7ο κεφά­λαιο, όταν είχε πει ο Κύριος την περιώ­νυ­μον εκεί­νη διδα­σκα­λία Του επί του Όρους: «Κα γένε­το – σημειώ­νει ο ιερός ευαγ­γε­λι­στής- τε συνε­τέ­λε­σεν ησος τος λόγους τού­τους, ξεπλήσ­σον­το ο χλοι π τ διδαχ ατο-είχαν μεί­νει έκπλη­κτοι οι όχλοι-· ν γρ διδά­σκων ατος ς ξου­σί­αν χων, κα οχ ς ο γραμ­μα­τες». Διό­τι εδί­δα­σκε «ς ξου­σί­αν χων». Όχι όπως οι γραμ­μα­τείς. Δηλα­δή ήτο αυθεν­τία.

Έτσι μια βασι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση ανα­ζη­τή­σε­ως διδα­σκά­λου, είναι η αυθεν­τία του. Προ­σέξ­τε, παρα­κα­λώ, αυτό το σημείο. Είναι η αυθεν­τία του. Αλλά η επο­χή μας, αν θα έπρε­πε να δού­με την επο­χή μας, έχει γκρε­μί­σει κάθε αυθεν­τία. Και την αυθεν­τία του ανθρώ­που και την αυθεν­τία του Θεού. Έτσι, ο κάθε νέος που θέλει να μάθει, σε ποιον αλή­θεια θα κατα­φύ­γει, αφού κανείς δεν θα μπο­ρού­σε να του δώσει μια αυθεν­τι­κή απάν­τη­ση; Οι γονείς; Χμ… Οι γονείς, αγα­πη­τοί μου, έπαυ­σαν να είναι αυθεν­τία. Οι εκπαι­δευ­τι­κοί; Αλί­μο­νο, απώ­λε­σαν κάθε αυθεν­τία. Θα έλε­γα ότι ο νέος δεν πεί­θε­ται πια, ό,τι και αν του πουν. Κυρί­ως όταν ανα­φερ­θούν σε διδα­σκα­λία ανθρω­πι­στι­κή. Δεν πεί­θε­ται πλέ­ον ο νέος. Εξάλ­λου, οι εκπαι­δευ­τι­κοί έσπευ­σαν να απο­βάλ­λουν κάθε αυθεν­τία, για­τί την θεω­ρούν πια την αυθεν­τία μύθον. Δηλα­δή οι εκπαι­δευ­τι­κοί μας απο­μυ­θο­ποι­ή­θη­καν. Απο­μυ­θο­ποι­ή­θη­καν. Είναι φοβε­ρόν. Η πολι­τεία; Η πολι­τεία με τους άρχον­τές της, τους ταγούς της; Και αυτή με την σει­ρά της ήρθε να απορ­ρί­ψει κάθε αυθεν­τία έναν­τι των πολι­τών της. Δηλα­δή η αυθεν­τία πλέ­ον δεν υπάρ­χει. Έτσι, πολι­τι­κοί, στρα­τιω­τι­κοί, δικα­στι­κοί πια δεν εμπνέ­ουν καμία αυθεν­τία εις τον πολί­την. Βέβαια βαλ­θή­κα­με με τα δέκα μας δάκτυ­λα και με τα δέκα νύχια των δακτύ­λων μας, να σκά­ψο­με και να θάψο­με την αυθεν­τία. Την κοροϊ­δέ­ψα­με. Την ειρω­νευ­τή­κα­με. Είπα­με ότι «Ουφ! Αυθεν­τία… Τι θα πει αυθεν­τία του γονιού, τι θα πει αυθεν­τία του δασκά­λου, του εκπαι­δευ­τι­κού, τι θα πει αυθεν­τία της πολι­τεί­ας… Κολο­κύ­θια στο πάτε­ρο»- Με συγ­χω­ρεί­τε…

Το ίδιο πράγ­μα συνέ­βη και εις τον εκκλη­σια­στι­κό χώρο. Οι σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες μας πια αφή­ρε­σαν και την αυθεν­τία από τον Θεό. Κατ’ επέ­κτα­σιν και από τον κλή­ρο που υπη­ρε­τεί τον Θεό και τον λαό. Έτσι αυθεν­τία δεν υπάρ­χει. Ή ακρι­βέ­στε­ρα, αυθεν­τία γίνε­ται ο κάθε άνθρω­πος: «Για­τί είσαι εσύ αυθεν­τία και δεν είμαι εγώ αυθεν­τία; Είμαι εγώ λοι­πόν αυθεν­τία. Και δεν έχω να ανα­γνω­ρί­σω κανέ­ναν άλλον, έξω από τον εαυ­τόν μου». Έτσι έχο­με ένα φαι­νό­με­νον, το φαι­νό­με­νον του λεγο­μέ­νου Κοι­νω­νι­κού Προ­τε­σταν­τι­σμού. Είναι γνω­στό ότι ο Προ­τε­σταν­τι­σμός θεω­ρεί αυθεν­τία όχι τον Πάπα, εξάλ­λου γι’αυ­τό έφυ­γε από τη δυτι­κή Εκκλη­σία, την Ρωμαιο­κα­θο­λι­κή, για­τί δεν έδι­δε πλέ­ον αυθεν­τία εις την έδρα του Πάπα, αλλά τι είπε ο Προ­τε­σταν­τι­σμός; «Αυθεν­τία, Χρι­στια­νέ, είσαι εσύ, ο καθέ­νας. Δεν έχεις να κοι­τά­ξεις που­θε­νά αλλού παρά στον εαυ­τό σου. Μελέ­τα την Αγία Γρα­φή και αυτή θα σου πει ό,τι έχει να σου πει, όπως εσύ την κατα­λά­βεις». Εμείς λέμε: «Έχο­με την αυθεν­τία των Πατέ­ρων στην ερμη­νεία της Αγί­ας Γρα­φής». «Όχι», λέγει ο Προ­τε­σταν­τι­σμός, «είσαι εσύ η αυθεν­τία. Και θα κατα­λά­βεις αυτό που θα κατα­λά­βεις, αυτό είναι το σωστό». Δηλα­δή μια υπο­κει­με­νι­κή κατά­στα­ση. Γι’αυ­τό σας είπα, έχο­με έναν κοι­νω­νι­κόν Προ­τε­σταν­τι­σμό ως προς το φαι­νό­με­νο αυτό της αυθεν­τί­ας. Έχο­με δηλα­δή στην επο­χή μας ό,τι συνέ­βη τότε στην επο­χή του Σωκρά­τους. Το φαι­νό­με­νο της διδα­σκα­λί­ας των Σοφι­στών, που με την διδα­σκα­λία τους αυτή ‑Πρω­τα­γό­ρας, Πρό­δι­κος ο Κεί­ος κ.ά.- όλοι αυτοί με την διδα­σκα­λία τους διέ­φθει­ραν τους πολί­τας των Αθη­νών και γενι­κά την Ελλά­δα. Και η Ελλά­δα παρή­κμα­σε θρη­σκευ­τι­κά, για­τί αυτοί εκή­ρυτ­ταν ότι δεν υπάρ­χουν θεοί. Θρη­σκευ­τι­κά παρή­κμα­σε η Ελλάς, πολι­τι­στι­κά, πολι­τεια­κά, και σαν νόμοι και σαν ήθος και σαν θεσμοί. Σας θυμί­ζω τον Σωκρά­τη, που είχε πει στον Ιππο­κρά­τη, τον νεα­ρόν Ιππο­κρά­τη, που ήθε­λε να γίνει μαθη­τής του Πρω­τα­γό­ρα: «Και τι θα πας να μάθεις εκεί;», του λέει. «Τι θα πας να μάθεις εκεί, που ήρθες πρωί πρωί να σε πάω εκεί να γίνεις μαθη­τής του σοφι­στού. Τι θα μάθεις εκεί;». Είναι πάρα πολύ αξιό­λο­γα εκεί­να που λέει ο Σωκρά­της εις τον Ιππο­κρά­την τον νεα­ρόν. Αν θέλο­με, αγα­πη­τοί μου, ανόρ­θω­ση, επα­νόρ­θω­ση, πρέ­πει να προσ­δώ­σο­με το κύρος και την αυθεν­τία, ό,τι πρέ­πει να έχει κύρος και αυθεν­τία.

Ο πλού­σιος νεα­νί­σκος στην συνέ­χεια ερω­τά τον Κύριον: «Τ γαθν ποισω για να έχω ζωήν αιώ­νιον;». «Τι αγα­θό να κάνω για να απο­κτή­σω την αιώ­νιον ζωήν;». Εδώ βλέ­πο­με εις τον νεα­νί­σκον την ανα­ζή­τη­ση του αγα­θού. «Τ γαθν ποισω;». Σαν ένα μέσο από­κτη­σης της αιω­νί­ου ζωής.

Αλή­θεια, τι είναι αγα­θόν; Θα έπρε­πε η απάν­τη­σις να ήτο αυτο­νόη­τος· διό­τι το αγα­θόν είναι αντι­λη­πτόν από κάθε άνθρω­πον. Εντού­τοις, το αγα­θόν δεν είναι αυτο­νόη­τον, αγα­πη­τοί μου. Διό­τι η αδα­μιαία πτώ­σις το αγα­θόν το έκα­νε, αφού προ­η­γου­μέ­νως το κατα­κερ­μά­τι­σε, το έκα­νε υπο­κει­με­νι­κόν. Τι είναι αγα­θόν; «Αυτό που νομί­ζω εγώ ότι είναι αγα­θόν. Αυτό είναι αγα­θόν». Και ότι δεν υπάρ­χει εξ αντι­κει­μέ­νου το αγα­θόν, αλλά εξ υπο­κει­μέ­νου. Και έτσι η απάν­τη­σις εξαρ­τά­ται από τον κοσμο­θε­ω­ρια­κόν προ­σα­να­το­λι­σμό που μπο­ρεί να έχει ο κάθε άνθρω­πος. Ο καθέ­νας δηλα­δή έχει μία δια­φο­ρε­τι­κή απάν­τη­ση να δώσει, τι είναι αγα­θόν. Άλλη δίδει ο υλι­στής, άλλη δίδει ο ιδε­α­λι­στής, άλλη απάν­τη­ση δίδει ο Χρι­στια­νός. Είναι όπως και η αλή­θεια. Εκεί­νο που είχε πει ο Πιλά­τος: «Τί στίν λήθεια;». Ξέρε­τε, εκεί δεν ήταν ερώ­τη­μα. Ήταν εκεί­νο το … «Δεν βαριέ­σαι… Μου ήρθες», λέγει, «να μαρ­τυ­ρή­σεις για την αλή­θεια, τι εστίν αλή­θεια». «Καί εθέως», λέει, «ξλθεν ξω, ες τό Πραι­τώ­ριον» κ.τ.λ. ο Πιλά­τος. Δηλα­δή: «Δεν βαριέ­σαι, πολ­λοί λένε την αλή­θεια. Ήρθες κι εσύ, ένας απ’ όλους αυτούς τους πολ­λούς, να πεις για την αλή­θεια. Δεν βαριέ­σαι, τί στίν λήθεια, τι είναι αλή­θεια…». Έτσι κι εδώ: «Τι είναι αγα­θόν; Δεν βαριέ­σαι, τι είναι αγα­θόν». Όπως η αλή­θεια χρή­ζει, αγα­πη­τοί μου, απο­κα­λύ­ψε­ως, έτσι και το αγα­θόν χρή­ζει απο­κα­λύ­ψε­ως. Πρέ­πει να μας απο­κα­λύ­ψει ο Θεός τι είναι αγα­θόν. Ο πλού­σιος νεα­νί­σκος καλώς ερώ­τη­σε τον Κύριον.

Αλλά σήμε­ρα η γενεά μας, πώς θεω­ρεί το αγα­θόν; Τι είναι γι’ αυτήν την γενεά μας το αγα­θόν; Καταρ­χάς είναι μια κακώς νοου­μέ­νη ελευ­θε­ρία. Ή αν θέλε­τε, ένα κακέ­κτυ­πο της ελευ­θε­ρί­ας. Το πρώ­το αγα­θόν. Μιλά­με για ελευ­θε­ρία. Αλλά σήμε­ρα η γενεά μας αυτήν την ελευ­θε­ρία την έχει φοβε­ρά κακο­ποι­ή­σει. Ακό­μη, αγα­θόν είναι για κάποιους η αναρ­χία. Ή η απε­λευ­θέ­ρω­σις απ’ όλα τα ταμπού. Είναι ο ευδαι­μο­νι­σμός. Είναι η ψυχα­γω­γία σαν δια-σκέ­δα­σις· που θα πει… από το «δια­σκε­δάν­νυ­μι»= σκορ­πί­ζω, δια­σκορ­πί­ζω. Κι έτσι, εκεί­νο που λέει στον άσω­τον υιόν στην παρα­βο­λή ο Κύριος, ότι «διε­σκόρ­πι­σεν τήν οσίαν το Πατρός» και η ουσία του πατρός είναι το κατ’ εικό­να, ο σύγ­χρο­νος άνθρω­πος δια­σκορ­πί­ζει, σπα­τα­λά το κατ’ εικό­να. Δια­σκε­δά­ζει, σκορ­πί­ζει το κατ΄εικόνα. Σήμε­ρα ο άνθρω­πος όταν πηγαί­νει να δια­σκε­δά­σει, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στρα­πα­τσα­ρί­ζε­ται. Στρα­πα­τσα­ρί­ζει την ν ατ εικό­να του Θεού. Ο παν­σε­ξουα­λι­σμός θεω­ρεί­ται αγα­θόν ή φρο­ϋ­δι­σμός. Ο πλού­τος. Η αερ­γία. Όχι η ανερ­γία. Η αερ­γία. Άερ­γος είναι αυτός που δεν θέλει να εργα­στεί. Ενώ άνερ­γος είναι αυτός που δεν βρί­σκει δου­λειά. Έτσι, βλέ­πε­τε τα παι­διά μας σήμε­ρα, φεύ­γουν το πρωί απ’ το σπί­τι, γυρί­ζουν το μεση­μέ­ρι για να φάνε, πάνε στις καφε­τέ­ριες… δεν θέλουν να δου­λέ­ψου­νε. Είναι ακα­τα­νόη­το πράγ­μα! Κάπο­τε οι άνθρω­ποι πήγαι­ναν στα καφε­νεία, νέοι και μεγά­λοι, αλλά πήγαι­ναν το βρά­δυ. Να πας σε καφε­νείο τις πρωι­νές ώρες, ήταν ακα­τα­νόη­το. Πήγαι­ναν μόνο οι συν­τα­ξιού­χοι. Σήμε­ρα θα δεί­τε οι καφε­τέ­ριες είναι γεμά­τες από νέους, ώρες πρωι­νές… Αυτή η αερ­γία… Ο τυχο­διω­κτι­σμός. Ακό­μα, ο αστι­σμός. Δηλα­δή ένα βόλε­μα επαγ­γελ­μα­τι­κό, μια τεχνι­κή άνε­ση, ένα όμορ­φο σπί­τι, κι ακό­μη μια καλή υγεία. Δια­βά­ζο­με μύριες συν­τα­γές, για να απο­κτή­σου­με και να έχου­με και να δια­τη­ρή­σο­με μια καλή υγεία. Ένας δηλα­δή άκρα­τος βιτα­λι­σμός, ένας ζωι­σμός. Δηλα­δή αυτό που λέμε και χαρα­κτη­ρί­ζει τα ζώα: «Να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω! Όχι πνευ­μα­τι­κά. Αλλά να ζήσω ζωι­κά». Όλα αυτά, αγα­πη­τοί μου, θα σας απαν­τή­σουν οι σύγ­χρο­νοι άνθρω­ποι ότι είναι το αγα­θόν. Και τού­το για­τί ο σύγ­χρο­νος κοσμο­θε­ω­ρια­κός προ­σα­να­το­λι­σμός είναι υλι­στι­κός. Απλού­στα­τα, το βλέ­πει κανείς. Έχο­με τον λεγό­με­νον «πρα­κτι­κόν υλι­σμόν». Θα πού­με πάλι και θα το ξανα­πού­με ότι η έννοια του αγα­θού χρή­ζει απο­κα­λύ­ψε­ως. Από πηγή αυθεν­τι­κή. Κι Αυτός είναι ο Θεός.

Ο πλού­σιος νεα­νί­σκος ακό­μα είπε εις τον Κύριον: «Τί γαθόν ποι­ή­σω;». «Τι αγα­θό να κάνω;». Δεν ζητά μια θεω­ρη­τι­κή απάν­τη­ση, αλλά μια πρα­κτι­κή απάν­τη­ση. Η επο­χή μας ανα­ζη­τά, αλλά δεν θέλει να κου­ρα­στεί. Το στοι­χεί­ον της ασκή­σε­ως είναι απο­κρου­στι­κόν. Διό­τι ο Χρι­στια­νι­σμός είναι άσκη­σις. Είναι μάλι­στα σταυ­ρι­κός, σταυ­ρι­κή άσκη­σις. Και οι αρχαί­οι έλε­γαν ότι «τά γαθά κόποις κτνται». Τα αγα­θά απο­κτών­ται με κόπους. Αλλά ο Χρι­στια­νι­σμός σήμε­ρα για να αρέ­σει στους πολ­λούς –προ­σέξ­τε αυτό το σημείο- έχει νοθευ­τεί σε βαθ­μόν υπερ­βο­λι­κόν. Κι έτσι για να προ­σελ­κύ­ει δήθεν τους νέους, οι οποί­οι δεν θέλουν να κου­ρα­στούν, απε­χθά­νον­ται αυτό που λέγε­ται άσκη­σις εν ευρεία εννοία. Μια μορ­φή της ασκή­σε­ως, η πιο μικρή, είναι η νηστεία. Επει­δή λοι­πόν απε­χθά­νον­ται την άσκη­ση, έρχε­ται τότε να μετα­βά­λει, να μετα­βά­λει, ο Χρι­στια­νι­σμός, δηλα­δή εμείς, που κατά κάποιο τρό­πο προ­σφέ­ρο­με τον Χρι­στια­νι­σμόν, έρχε­ται, αγα­πη­τοί μου, να προ­σφερ­θεί ως Κοι­νω­νι­σμός και ως Ανθρω­πι­σμός. Δηλα­δή απώ­λε­σε όλο το στοι­χείο του μυστη­ρί­ου του Θεού. Κι έγι­νε ανθρώ­πι­νος ο Χρι­στια­νι­σμός. Έγι­νε ανθρω­πο­κεν­τρι­κός, όχι θεο­κεν­τρι­κός. Όχι τι θα πει ο Θεός, αλλά πώς κατα­λα­βαί­νο­με εμείς οι άνθρω­ποι, για να ζήσο­με δήθεν κάποια στοι­χεία του Χρι­στια­νι­σμού, για να λεγό­μα­στε Χρι­στια­νοί. Είδα­τε; Θα ήθε­λα πολύ χρό­νο να σας πω πώς μετε­βλή­θη δυστυ­χώς ο Χρι­στια­νι­σμός σε Κοι­νω­νι­σμό και σε Ανθρω­πι­σμό.

Όλα αυτά βέβαια χωρίς Θεό. Αυτό­νο­μα. Διό­τι εκεί­νος που θα δεχθεί έναν Χρι­στια­νι­σμό ως Κοι­νω­νι­σμό, δεν δυσκο­λεύ­ε­ται να τοπο­θε­τή­σει έναν Θεό τόσο μακριά που ούτε Εκεί­νος να ενδια­φέ­ρε­ται για τον άνθρω­πο, ούτε ο άνθρω­πος να ενδια­φέ­ρε­ται για τον Θεό. Ουσια­στι­κά δηλα­δή μία αυτό­νο­μη κατά­στα­ση. Γι’αυ­τό και οι νέοι μας στο τέλος καταν­τούν ρηχοί, αθε­ο­λό­γη­τοι, ανερ­μά­τι­στοι. Δεν έχουν βάθος. Δεν έχουν βάθος. Για­τί; Το βάθος είναι ο Θεός.

Ο νεα­νί­σκος ακό­μα είπε: «να χω ζωήν αώνιον». «Για να έχω», λέγει, «αιώ­νιο ζωή». Το αγα­θό το έβλε­πε σαν μέσον ενός σκο­πού· της αιω­νί­ου ζωής. Στις ανα­ζη­τή­σεις τους όμως οι σύγ­χρο­νοι νέοι μας, που διψούν για την αιω­νία ζωή…- αλλά τελι­κά δεν την ανα­ζη­τούν. Είναι σαν εκεί­νον τον άρρω­στο άνθρω­πο που έχει πάθει αφυ­δά­τω­ση και δεν ξέρει τι έχει. Διψά και πέρα­σε στην κατά­στα­ση της αφυ­δα­τώ­σε­ως. Και δεν ξέρει ότι του λεί­πει το νερό. Δηλα­δή έχει μία υπο­λαν­θά­νου­σα δίψα η γενεά μας, ιδί­ως η γενεά των νέων. Ο οπτι­κός των ορί­ζων περιο­ρί­ζε­ται μόνον εις τον παρόν­τα αιώ­να, εις την παρού­σα ζωή. Δεν θέλει ο σύγ­χρο­νος νέος κάτι το μελ­λον­τι­κό, κάτι που να είναι επέ­κει­να της παρού­σης ζωής. Κι εδώ φαί­νε­ται ακρι­βώς η ρηχό­της και η πνευ­μα­τι­κή μυω­πία. Βέβαια δεν είναι όλοι οι νέοι αυτό. Πρέ­πει να το πού­με.

Αλλά σε επο­χές παρα­κμής… δεν το αντι­λαμ­βά­νε­στε ότι η επο­χή μας είναι επο­χή παρα­κμής; Φοβε­ρής παρα­κμής; Παρά τον πλού­το του τεχνι­κού πολι­τι­σμού; Φοβε­ρής παρα­κμής; Λοι­πόν σε επο­χής παρα­κμής, απο­προ­σα­να­το­λι­σμού και υπο­κα­τα­στά­σε­ως των πάν­των, πρέ­πει να πού­με ότι υπάρ­χουν και θαυ­μά­σιοι νέοι, οι οποί­οι εντε­λώς συγ­κε­κρι­μέ­να ανα­ζη­τούν, όχι αφη­ρη­μέ­να, εντε­λώς συγ­κε­κρι­μέ­να, μέσα στον χώρο της Εκκλη­σί­ας και του Χρι­στια­νι­σμού, ανα­ζη­τούν την αιω­νία ζωή. Την αιω­νία ζωή! Ως απου­σία του θανά­του. Και των ανθρω­πί­νων δει­νών. Ως αφθαρ­σία, και αιω­νία νεό­της, ως αιω­νία μακα­ριό­της. Έτσι την ζητούν. Όπως την προ­σφέ­ρει ο λόγος του Θεού. Ακό­μη, ως γνώ­σις και ως θεω­ρία του Χρι­στού. Λέγει ο Κύριος: «Καί ατη στίν αώνιος ζωή …-Ποια είναι η αιώ­νιος ζωή; να γινώ­σκω­σι σέ τόν μόνον ληθι­νόν Θεόν καί ν πέστει­λας ησον Χρι­στόν». Αγα­πη­τοί μου, η αιώ­νιος ζωή είναι Αυτός ο ίδιος ο Ιησούς Χρι­στός. Δεν είναι εδώ ο Χρι­στός και εκεί η αιώ­νιος ζωή. Δεν είναι εδώ ο Χρι­στός και εκεί είναι η Βασι­λεία Του. Όταν λέμε Βασι­λεία, όταν λέμε αιώ­νιος ζωή, δεν είναι παρά Αυτός ούτος ο Χρι­στός, αυτή η παρου­σία του Χρι­στού, αυτός ο χώρος που είναι ο Χρι­στός.

Πολ­λές φορές οι νέοι ανα­ζη­τούν την αιώ­νια ζωή μέσα εις τον Μονα­χι­σμόν. Είναι το ίδιο φαι­νό­με­νο που παρε­τη­ρή­θη μετά από την επι­ση­μο­ποί­η­ση του Χρι­στια­νι­σμού, επί Μεγά­λου Κων­σταν­τί­νου. Είδαν πολ­λοί νέοι να επέρ­χε­ται με ακά­θε­κτον τρό­πον μία εκκο­σμί­κευ­ση μέσα στην Εκκλη­σία. Γι’αυ­τό και αφή­νουν τις πόλεις και ανα­χω­ρούν εις την έρη­μον. Μέχρι τότε, που υπήρ­χε το μαρ­τύ­ριο στις πόλεις, δεν υπήρ­χε λόγος να πάνε εις την έρη­μο. Τώρα που κοσμι­κο­ποιεί­ται η Εκκλη­σία, εκκο­σμι­κεύ­ε­ται, αφή­νουν τις πόλεις, και πηγαί­νουν στην έρη­μο. Μια ζων­τα­νή Εκκλη­σία δίδει βέβαια πάν­το­τε δυνα­τό­τη­τες αιω­νί­ου ζωής και αν ακό­μη είναι μέσα στην πόλη. Αλλά μια ζων­τα­νή Εκκλη­σία, η οποία προ­σελ­κύ­ει τους νέους, είτε στην έρη­μο των πόλε­ων, είτε στην έρη­μο από ανθρώ­πους. Αλλά η ζώσα, η ζων­τα­νή Εκκλη­σία. Γι’αυ­τό, αγα­πη­τοί μου, θα λέγα­με, για την Εκκλη­σία μας σήμε­ρα, υπάρ­χει εκεί­νο που είπε ο Χρι­στός και εφαρ­μό­ζον­ται τα λόγια Του, που είπε εις τον άγγε­λον της Εκκλη­σί­ας των Σάρ­δε­ων, είναι στην Απο­κά­λυ­ψη, είναι στο τρί­το κεφά­λαιο. Λέγει: «Οδά σου τ ργα (:Γνω­ρί­ζω τα έργα σου) τι νομα χεις τι ζς, κα νεκρς ε(:Έχεις μόνο όνο­μα ότι ζεις)». Λέμε: «Ορθο­δο­ξία, Ορθό­δο­ξος Εκκλη­σία». Το όνο­μα έχο­με. Είμα­στε νεκροί. «Γίνου γρη­γορν(:ξύπνα, σήκω), κα στή­ρι­σον τ λοιπ μελ­λον ποθνή­σκειν (: τα μέλη της Εκκλη­σί­ας στή­ρι­ξέ τα. -Επρό­κει­το να πεθά­νουν). Μνη­μό­νευε ον πς εληφας κα κου­σας(:Θυμή­σου πώς πήρες και πώς άκου­σες), κα τήρει κα μετα­νόη­σον».

Η Ορθό­δο­ξός μας Εκκλη­σία έχει ανάγ­κη να μετα­νο­ή­σει. Δηλα­δή εμείς να γυρί­σου­με πίσω. Να δού­με την αρχέ­γο­νο Εκκλη­σία, όπως οι Πατέ­ρες την είδαν, όπως την στή­ρι­ξαν και ερμή­νευ­σαν τον Λόγο του Θεού. Ορθά βεβαί­ως, εξ ου και Ορθό­δο­ξος Εκκλη­σία. Τα μέλη μιας ζων­τα­νής Εκκλη­σί­ας πρέ­πει πάν­το­τε να ανα­ζη­τούν την αιώ­νιον ζωήν. Πάν­το­τε. Αν στα­μα­τή­σουν μπρο­στά σ’ αυτήν ανα­ζη­τούν­τες αλλό­τρια και εγκό­σμια πράγ­μα­τα, έχουν αστο­χή­σει. Πάν­το­τε την αιώ­νιον ζωήν. «πιλα­βο της αωνί­ου ζως», λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος.

Για επο­χές μιας φοβε­ρής παρα­κμής ακό­μα, έχουν γρα­φεί και οι λόγοι του Ψαλ­μω­δού: «Κύριος κ το ορανο διέ­κυ­ψεν πί τούς υούς τν νθρώ­πων το δεν ες στί συνιών κζη­τών τόν Θεόν -Σκύ­βει ο Θεός από τον ουρα­νό να δει, υπάρ­χει κάποιος που ζητά­ει τον Θεό; Που κατα­λα­βαί­νει κάτι από τον Θεό;- Πάν­τες ξέκλι­ναν, μα χρειώ­θη­σαν (:Όλοι εξέ­κλι­ναν, όλοι έγι­ναν αχρεί­οι) οκ στι ποιν χρη­στό­τη­τα, οκ στιν, ως νός». «Κανέ­νας», λέγει ο Ψαλ­μω­δός, στον 13ο Ψαλ­μό του.

Αγα­πη­τοί μου, ο πλού­σιος νεα­νί­σκος απήλ­θε λυπού­με­νος. Και στην επο­χή μας υπάρ­χει η δίψα της αιω­νί­ου ζωής, αλλά όταν ακού­σουν τους όρους για να την απο­κτή­σουν, δια­μαρ­τύ­ρον­ται και λέγουν: «Σκλη­ρός στίν οτος λόγος. Τίς δύνα­ται ατο κού­ειν;». «Φοβε­ρά πράγ­μα­τα. Ποιος μπο­ρεί να τα ακού­σει αυτά που λέει η Εκκλη­σία;». Και ο Κύριος λέγει… «μβλέ­ψας ατ -λέει άλλος Ευαγ­γε­λι­στής· δηλα­δή τον κοί­τα­ξε τον νεα­νί­σκον- γάπη­σεν ατόν». «Τον συνε­πά­θη­σε». Όπως ακρι­βώς συμ­πα­θεί ο Θεός κάθε νέο άνθρω­πο, που του γυρί­ζει την πλά­τη…

Αγα­πη­τοί μου, ο Κύριος είναι ο κομι­στής της αιω­νί­ου ζωής. Καλύ­τε­ρα; Σας το είπα προ­η­γου­μέ­νως, είναι η απο­κά­λυ­ψις του Θεού Λόγου, ως ανθρώ­που ανά­με­σά μας, είναι η απο­κά­λυ­ψις της αιω­νί­ου ζωής που πλέ­ον δια του Ιησού Χρι­στού και εν τω Ιησού Χρι­στώ μπο­ρού­με να προ­σεγ­γί­σο­με και να κατα­κτή­σο­με. Κάπο­τε ένας νεα­ρός είκο­σι ετών, ο Μέγας Αντώ­νιος, όταν άκου­σε αυτήν την σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, τραν­τά­χτη­κε, συγ­κλο­νί­στη­κε. Και είπε: «Εγώ τι κάνω;». Πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά του κι έφυ­γε για την έρη­μο. Εκεί­νο που δεν έκα­νε ο πλού­σιος νεα­νί­σκος στην επο­χή του Χρι­στού, το έκα­νε ο Μέγας Αντώ­νιος. Αλή­θεια, πώς τον έλε­γαν εκεί­νον τον νεα­νί­σκον; Μήπως θυμό­σα­στε; Δεν είχε όνο­μα. Το όνο­μά του δεν έμει­νε στην αιω­νιό­τη­τα. Αλλά ο Μέγας Αντώ­νιος; Ε, είναι ο Μέγας Αντώ­νιος! Έμει­νε στην αιω­νιό­τη­τα. Για­τί; Για­τί ζήτη­σε ακρι­βώς την αιω­νιό­τη­τα.

Κορυ­φαία, αγα­πη­τοί μου, ανα­ζή­τη­σή μας πρέ­πει να είναι η αιώ­νιος ζωή. Ιδιαι­τέ­ρως μάλι­στα των νέων. Εξάλ­λου σε νέον έγρα­ψε ο Από­στο­λος Παύ­λος, στον Τιμό­θεο, όταν του γρά­φει στην πρώ­τη του επι­στο­λή: «γωνί­ζου τν καλν γνα τς πίστε­ως· πιλα­βο της αωνί­ου ζως». «πιλαμ­βά­νο­μαι» θα πει αρπά­ζω, πιά­νω. «πιλα­βο της αωνί­ου ζως», της αιω­νί­ου ζωής. Αυτήν την αιώ­νιον ζωήν, αγα­πη­τοί, πρέ­πει κι εμείς να πιά­σο­με· καλά να πιά­σο­με, να κρα­τή­σο­με, για να μπο­ρέ­σο­με να ζήσο­με μέσα σ’ αυτήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_480.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρω­πο νὰ πιστεύ­ει σ’ Ἐκεῖ­νον, περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὁποιον­δή­πο­τε ἢ ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο στὸν κόσμο.

Ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρω­πο νὰ ἐλπί­ζει σ’ Ἐκεῖ­νον, περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὁποιον­δή­πο­τε ἢ ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο στὸν κόσμο.

Ὁ Θεὸς ζητά­ει ὅμως καὶ κάτι παρα­πά­νω: θέλει ὁ ἄνθρω­πος νὰ προ­σκολ­λη­θεῖ μὲ ἀγά­πη μόνο σ’ Ἐκεῖ­νον. Καὶ τότε, μὲ τὴν ἀγά­πη ποὺ θ’ ἀκτι­νο­βο­λεῖ ἀπὸ μέσα του, θὰ γίνει ἕνα καὶ μὲ τὴν κτί­ση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἕνω­ση τοῦ ἀνθρώ­που μέ το Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μνη­στεία τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χρι­στό. Κάθε ἄλλη ἕνω­ση εἶναι μοι­χεία καὶ πορ­νεία. Μόνο τέτοια στε­νὴ ἕνω­ση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χρι­στό, ποῦ σ’ ἐμᾶς ἀπει­κο­νί­ζε­ται πιὸ καθα­ρὰ μὲ τὸν ἐπί­γειο γάμο, μπο­ρεῖ νὰ κάνει τὴν ψυχὴ πλού­σια καὶ καρ­πο­φό­ρα. Ὅλες οἱ ἄλλες σχέ­σεις ποὺ μπο­ρεῖ νὰ συνά­ψει ἡ ψυχὴ εἶναι ἀγκά­θια καὶ ζιζά­νια, ποὺ εἶναι γυμνὰ καὶ ἄγο­να ἀπὸ κάθε ἀγα­θό. Ἄν αὐτὸ δὲν τὸ γνω­ρί­ζουν καὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ τὸ γνω­ρί­ζουν οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ, οἱ χρι­στια­νοὶ ὅμως πρέ­πει νὰ τὸ γνω­ρί­ζουν, ἰδιαί­τε­ρα οἱ ὀρθό­δο­ξοι χρι­στια­νοί. Εἶναι στὸ πνεῦ­μα καὶ τὴν παρά­δο­σή μας νὰ κατα­νο­ή­σου­με τὸ βάθος καὶ τὸ πλά­τος τῆς ἀπο­κά­λυ­ψης τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγι­νε μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Νὰ κατα­νο­ή­σου­με τὴν αἰω­νιό­τη­τα πιὸ σωστὰ ἀπὸ τοὺς λαοὺς τῆς Ἀνα­το­λῆς, νὰ κατα­νο­ή­σου­με το χρό­νο πιὸ σωστὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους τῆς Δύσης.

Μὲ ὅ,τι εἶναι πιὸ στε­νὰ δεμέ­νη ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που, μ’ αὐτὸ κι ἔχει δεσμευ­τεῖ, εἴτε αὐτὸ εἶναι ζων­τα­νὸ εἴτε νεκρὸ πρᾶγ­μα, εἴτε πρό­κει­ται γιὰ σῶμα εἴτε γιὰ κάποιο ροῦ­χο, γιὰ χρυ­σὸ ἢ ἄργυ­ρο ἢ γιὰ ὁποιο­δή­πο­τε ἐπί­γειο ἀγα­θό, ἐγκό­σμια δόξα ἢ τιμή, πάθος ἢ ὅ,τι ἄλλο στὴν κτί­ση, ὅπως γιὰ παρά­δειγ­μα κόσμη­μα, τρό­φι­μο, ποτό, χορό, φύση ἢ ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο. Κάθε τέτοια δέσμευ­ση τῆς ψυχῆς εἶναι ἄνο­μη κι ἐπι­σύ­ρει ἀτέ­λειω­τη δυστυ­χία γιὰ τὴν ψυχή, τόσο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅσο καὶ στὸν ἄλλον. Τὸ ἴδιο συμ­βαί­νει μὲ τὴν ἄνο­μη σχέ­ση ἀνά­με­σα στὸν ἄντρα καί τη γυναῖ­κα, ποὺ ἐπι­φέ­ρει στε­νο­χώ­ριες ὄχι μόνο σ’ αὐτοὺς τοὺς δύο, ἀλλὰ καὶ στὰ τυχὸν παι­διὰ ποὺ θ’ ἀπο­κτή­σουν. Δὲν πρέ­πει νὰ κρύ­βου­με ἐκεῖ­νο ποῦ ἡ Ἁγία Γρα­φὴ λέει πεν­τα­κά­θα­ρα: πῶς ὁ Θεὸς εἶναι ζηλω­τὴς (Ἔξ. κ’ 5, Δευτ. δ’ 24). Ὁ ζῆλος τοῦ Θεοῦ δὲ στρέ­φε­ται ἐναν­τί­ον ἄλλου στὴ γῆ, παρὰ μόνον στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ Θεὸς θέλει ἀπο­κλει­στι­κό­τη­τα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που, τὴν θέλει πιστὴ μὲ καθα­ρό­τη­τα καὶ εἰλι­κρί­νεια. Κι αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ θέλει γιὰ τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς. Ἡ ἄπει­ρη σοφία τοῦ Θεοῦ γνω­ρί­ζει — ὅπως πρέ­πει καὶ μεῖς νὰ γνω­ρί­ζου­με μετὰ τὴν ἔλευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ — πῶς ἂν ἡ πίστη τῆς ψυχῆς στὸ Θεό, το Δημιουρ­γό, εἶναι ἐλλι­πής, πῶς ἂν ἑνω­θεῖ μὲ ἀπό­λυ­τη ἀγά­πη μὲ κάποιον ἄλλον ἢ κάτι ἄλλο στὸν κόσμο, τότε σιγὰ σιγὰ θὰ ὑπο­δου­λω­θεῖ, θὰ γίνει σκλά­βα, θὰ εἶναι σὰν μιὰ σκο­τει­νὴ κι ἀπελ­πι­σμέ­νη σκιὰ καὶ τελι­κὰ θὰ κατα­λή­ξει σὲ μιὰ ἐλε­ει­νὴ εἰκό­να ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ὁ τρυγ­μὸς κι ὁ βρυγ­μός των ὀδόν­των.

Ἡ θερ­μὴ ἀγά­πη τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ Θεὸ εἶναι ὁ μόνος νόμι­μος δεσμός. Κάθε ἄλλη ἀγά­πη, ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπό το Θεὸ ἢ ἐναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ, εἶναι εἰδω­λο­λα­τρεία. Μὲ τὴν ἀγά­πη γιὰ τὸ σῶμα, ὁ ἄνθρω­πος μετα­τρέ­πει τὸ σῶμα σ’ ἕναν ψεύ­τι­κο θεό, ἕνα εἴδω­λο. Μὲ τὴν ἀγά­πη γιὰ κάθε ἐπί­γειο ἀγα­θὸ ἢ κόσμη­μα, ὁ ἄνθρω­πος εἰδω­λο­ποιεὶ τὰ ἀντι­κεί­με­να αὐτά. Μὲ τὴν ἀγά­πη γιὰ ὁποιον­δή­πο­τε ἢ γιὰ ὁτι­δή­πο­τε, ὁ ἄνθρω­πος εἰδω­λο­ποιεὶ τὸν ἑαυ­τό του. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς ὁ ἄνθρω­πος καθο­δη­γεῖ τὴν ἀγά­πη, ποὺ ἀνή­κει ἀπο­κλει­στι­κὰ στὸ Θεό, σὲ κάτι μικρό­τε­ρο καὶ ὑπο­δε­έ­στε­ρο ἀπὸ τὸ Θεό, σὲ κάτι λιγό­τε­ρο ἄξιο ν’ ἀγα­πη­θεῖ. Σὲ ὁτι­δή­πο­τε πιστεύ­ει ὁ ἄνθρω­πος, ἐλπί­ζει ἢ ἀγα­πᾶ περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸ Θεό, παίρ­νει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ, καθί­στα­ται εἴδω­λο, ἕνας ψεύ­τι­κος θεὸς τῆς ψεύ­τι­κης ψυχῆς. Κάθε τέτοια ειδω­λο­λα­τρεία οἱ προ­φῆ­τες τὴν ὀνό­μα­σαν μοι­χεία καὶ πορ­νεία (Ἰερ. γ 1, Ἰεζεκ. κγ’ 7).

Τὸ χει­ρό­τε­ρο ἀπ’ ὅλα εἶναι ὅτι οἱ εἰδω­λο­λά­τρες ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὰ εἴδω­λά τους. Σὲ κάθε ἀγά­πη, ὁ ἄνθρω­πος χάνε­ται στα­δια­κὰ στὸ ἀντι­κεί­με­νο τῆς ἀγά­πης του. Ἐκεῖ­νο ποὺ ὁ ἄνθρω­πος σκέ­φτε­ται συχνό­τε­ρα, ἐκεῖ­νο ποὺ ἀγα­πᾶ κι ἐπι­θυ­μεῖ περισ­σό­τε­ρο, σιγὰ σιγὰ θὰ γίνει ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς ὕπαρ­ξής του, εἴτε τρό­φι­μο εἶναι αὐτὸ εἴτε ποτό, χρυ­σὸς ἢ ἀσή­μι, κόσμη­μα ἢ ροῦ­χο, σπί­τια ἢ κτή­μα­τα, τιμὴ ἢ δύνα­μη. Αὐτὸ τὸ δια­βά­ζου­με καὶ στὴν Ἁγία Γρα­φή: «Επο­ρεύ­θη­σαν ὀπί­σω τῶν ματαί­ων καὶ ἐμα­ταιώ­θη­σαν» (Δβασ. ἴζ’ 15).

Ἡ ἐπι­θυ­μία ἀνά­με­σα σ’ ἕναν ἄντρα καὶ μιὰ γυναῖ­κα εἶναι κάτι φυσι­κό, δὲν εἶναι ἐξαί­ρε­ση. Ὁ ἄνθρω­πος ταυ­τί­ζε­ται μὲ ὅ,τι ἀγα­πᾶ. Ἄν αὐτὸ ποὺ ἀγα­πᾶ εἶναι ὁ Θεός, γίνε­ται Θεός. Ἄν εἶναι ὁ πηλός, γίνε­ται πηλός. Ὁ ἄνθρω­πος σώζε­ται ἢ κολά­ζε­ται ἀπὸ τὴν ἀγά­πη ποὺ ἔχει σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Μιὰ μόνο σωστι­κὴ ἀγά­πη ὑπάρ­χει, ἡ ἀγά­πη γιά το Θεό. Κάθε ἄλλη ἀγά­πη εἶναι ἀπώ­λεια. Ἕνας μόνο νόμι­μος καὶ σωστι­κὸς γάμος ὑπάρ­χει γιά την ψυχή: ὁ γάμος της μέ το Θεό. Κάθε ἄλλος γάμος ποὺ δὲν προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ γάμο αὐτό, ὅπως οἱ ἀκτῖ­νες ἀπὸ τὸν ἥλιο, εἶναι κολά­σι­μος.

Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς δίνει τὴν πιὸ καθα­ρὴ εἰκό­να τοῦ θαυ­μα­στοῦ αὐτοῦ μυστη­ρί­ου. Μᾶς λέει δηλα­δὴ πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που στε­φα­νώ­νε­ται μέ το Θεό, ὡς πιστὴ νύμ­φη: πῶς σὰν τυφλὸς προ­δό­της καὶ ἄπι­στος σύζυ­γος ἀπὸ τὴν ἄλλη, παρα­σύ­ρε­ται στὸν ὄλε­θρο καὶ στὸ σκο­τά­δι, στὰ ζιζά­νια καὶ τὴν κακία τῆς εἰδω­λο­λα­τρεί­ας.

«Ώμοιώ­θη ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν ἀνθρώ­πῳ βασι­λεῖ, ὅστις ἐποί­η­σε γάμους τὼ υἱῷ αὐτοῦ» (Ματθ. κβ’ 2). Ὅπως καὶ στὶς ἄλλες παρα­βο­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ, ἔτσι κι ἐδῶ ἀνα­φέ­ρε­ται σ’ ὁλό­κλη­ρη τὴν ἀνθρώ­πι­νη ἱστο­ρία, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὼς τὸ τέλος. Ἄνθρω­ποι σοφοὶ δου­λεύ­ουν σκλη­ρὰ γιὰ νὰ γρά­ψουν μεγά­λα καὶ πολ­λὲς φορὲς ἀκα­τα­νόη­τα βιβλία γιὰ νὰ ἐξη­γή­σουν τὴν ἱστο­ρία τοῦ ἀνθρώ­που. Μπο­ρεῖ νὰ πετύ­χουν σ’ αὐτὸ ποὺ προ­σπα­θοῦν νὰ κάνουν, συχνὰ ὅμως μπλέ­κουν τὴ διάρ­θρω­ση τοὺς καὶ συγ­χέ­ουν τὰ νοή­μα­τα. Ὁ Χρι­στὸς ὅμως, μὲ μιὰ σύν­το­μη καὶ ἁπλῆ παρα­βο­λή, τὰ λέει ὅλα καθα­ρὰ καὶ κατα­νο­η­τά. Πράγ­μα­τι, «οὐδέ­πο­τε οὕτως ἐλά­λη­σεν ἄνθρω­πος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρω­πος» (Ἰωάν. ζ’ 46).

Ἡ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐξη­γη­θεῖ μὲ λόγια. Μόνο μὲ κάτι ποὺ εἶναι οἰκεῖο σε μᾶς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μπο­ρεῖ νὰ παρο­μοια­στεῖ. Ἀνά­με­σα στ’ ἄλλα, μπο­ρεῖ νὰ παρο­μοια­στεῖ καὶ μ’ ἕνα γάμο. Ὁ γάμος εἶναι μιὰ εὐκαι­ρία χαρᾶς στοὺς ἀνθρώ­πους. Ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν εἶναι ἀπὸ μόνη της χαρά, μπο­ρεῖ ἑπο­μέ­νως νὰ περι­γρα­φεῖ μ’ ἕνα γάμο. Ὁ βασι­λιᾶς τῆς παρα­βο­λῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Υἱός Του εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός. Ὁ Ἰωάν­νης ὁ Βαπτι­στὴς ἀπο­κά­λυ­ψε πῶς Ἐκεῖ­νος εἶναι ὁ Νυμ­φί­ος (Ἰωάν. γ’ 29). Κι αὐτὸ τὸ ἐπι­βε­βαί­ω­σε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς (Ματθ. θ’ 15). Ὁλό­κλη­ρη ἡ ἱστο­ρία τοῦ ἀνθρώ­που, ξεκι­νῶν­τας μὲ τὴν ἔξω­ση τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παρά­δει­σο, εἶναι ἡ πορεία προ­ε­τοι­μα­σί­ας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που γιά το γάμο της μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔλευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἡ πραγ­μα­τι­κὴ ἀρχὴ τῆς γιορ­τῆς τοῦ γάμου. Ὁλό­κλη­ρη ἡ περί­ο­δος ἀπὸ τὴν ἔλευ­σὴ Τοῦ ώς το θάνα­το καὶ τὴν Ἀνά­στα­σή Τοῦ, εἶναι ἡ συνέ­χι­ση τῆς γαμή­λιας γιορ­τῆς στὸν κόσμο. Ἡ χαρὰ ὅμως θὰ φτά­σει στὸ ἀπο­γαιό της μόνο στὴ μέλ­λου­σα ζωή. Ἡ ἔλευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κόσμο εἶναι τὸ πιὸ εὐφρό­συ­νο γεγο­νὸς γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος γενι­κὰ καὶ γιὰ κάθε ψυχὴ ξεχω­ρι­στά, ὅπως ἡ ἔλευ­ση τοῦ νυμ­φί­ου στὴ νύμ­φη.

Ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ὁ πιὸ χαρού­με­νος λαὸς θὰ ἔπρε­πε νὰ εἶναι οἱ Ἰου­δαῖ­οι, ποῦ δέχτη­καν τὸ Χρι­στὸ ὡς Νυμ­φίο, ἀφοῦ τὸ ἔθνος αὐτὸ εἶχε προ­πα­ρα­σκευα­στεὶ καλύ­τε­ρα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ Τὸν δεχτεῖ. Τὸ ἔθνος αὐτὸ εἶχε την ἐπι­πλέ­ον χαρά νὰ εἶναι τὸ πρῶ­το ποὺ συνάν­τη­σε τὸ Χρι­στό, τὸ πρῶ­το ποὺ τὸν γνώ­ρι­σε καὶ τὸν ὑπο­δέ­χτη­κε, γιὰ ν’ ἀναγ­γεί­λει τὴ χαρὰ τῆς σωτη­ρί­ας ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν λαῶν τῆς γῆς. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποῦ, στὸ ἀρχι­κὸ κεί­με­νο τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, χρη­σι­μο­πο­εῖ­ται πλη­θυν­τι­κός: ὅστις ἐποί­η­σε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. Ὁ ἀνα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας ἦρθε στὸ λαὸ τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης τῶν Ἰου­δαί­ων. Ὁ νυμ­φί­ος κάθε ψυχῆς ποὺ ἀνα­ζη­τοῦ­σε σωτη­ρία, ζωὴ καὶ χαρά, εἶχε ἔρθει. Ὁ νυμ­φί­ος ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων εἶχε ἔρθει γιὰ ὅλους τοὺς λαούς, ὅλα τὰ ἔθνη. Ὅσο μεγά­λη κι ἂν ἦταν ὅμως ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους, ἄλλῃ τόσῃ ἦταν ἡ τυφλό­τη­τα κι ἡ κακία τῶν ἁμαρ­τω­λῶν στὴ γῆ. «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέ­λα­βον» (Ἰωάν. ἅ’ 11), γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής. Ἦρθε λοι­πὸν πρῶ­τα σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἀπὸ πολὺ και­ρὸ καὶ πολὺ προ­σε­χτι­κὰ εἶχε προ­ε­τοι­μά­σει ὡς νύμ­φη Τοῦ: στὸν Ἰου­δαϊ­κὸ λαό. Ὁ λαὸς αὐτὸς ὅμως δὲν τὸν ἀνα­γνώ­ρι­σε. Ἀντί­θε­τα, τὸν περι­φρό­νη­σε καὶ τὸν ἀπόρ­ρι­ψε.

Συνε­χί­ζει ἡ παρα­βο­λή: «Καὶ ἀπέ­στει­λε τοὺς δού­λους αὐτοῦ καλέ­σαι τοὺς κεκλη­μέ­νους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθε­λον ἐλθεῖν» (Ματθ. κβ’ 3). Θέλον­τας νὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὴ γιορ­τὴ γιὰ τοὺς γάμους τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ Θεὸς ἔστελ­νε πρῶ­τα γιὰ πολ­λοὺς αἰῶ­νες τοὺς προ­φῆ­τες, γιὰ ν’ ἀναγ­γεί­λουν τὴ γιορ­τὴ ποὺ πλη­σί­α­ζε καὶ νὰ καλέ­σουν τὸν ἑβραϊ­κὸ λαὸ νὰ προ­ε­τοι­μα­στεῖ κι ἐκεῖ­νος, ὥστε νά ὑπο­δε­χτεῖ τὸ Νυμ­φίο Χρι­στό. Οἱ προ­φῆ­τες ἦταν οἱ πρῶ­τοι ὑπη­ρέ­τες ποὺ ἔστει­λε γιὰ νὰ καλέ­σει τοὺς κεκλη­μέ­νους εἰς τοὺς γάμους. Ὅταν ὁ Χρι­στὸς εἶχε ἤδη ἐμφα­νι­στεῖ στὸν κόσμο, στάλ­θη­κε ὡς ἀγγε­λια­φό­ρος ὁ Ἰωάν­νης ὁ Πρό­δρο­μος, γιὰ ν’ ἀναγ­γεί­λει κι αὐτός, νὰ κραυ­γά­σει δυνα­τὰ καὶ νὰ καλέ­σει. Ὅπως ὅμως ἕνας πολὺ μικρὸς ἀριθ­μὸς ἀνθρώ­πων ἄκου­σε τοὺς ἀρχαί­ους προ­φῆ­τες, ἔτσι καὶ τώρα πολ­λοὶ λίγοι πρό­σε­ξαν τὸν κήρυ­κα τῆς ἐρή­μου, τὸν Ἰωάν­νη τὸν Πρό­δρο­μο. Καὶ οὐκ ἤθε­λον ἐλθεῖν.

«Πάλιν ἀπέ­στει­λεν ἄλλους δού­λους λέγων: εἴπα­τε τοῖς κεκλη­μέ­νοις: ἰδοὺ τὸ ἄρι­στόν μου ἡτοί­μα­σα, οἱ ταῦ­ροι μου καὶ τὰ σιτι­στὰ τεθυ­μέ­να, καὶ πάν­τα ἕτοι­μα δεῦ­τε εἰς τοὺς γάμους» (Ματθ. κβ’ 4). Οἱ ἄλλοι ὑπη­ρέ­τες ἦταν οἱ ἀπό­στο­λοι κι οἱ συνερ­γά­τες τους. Προ­σκε­κλη­μέ­νοι ἦταν πάλι οἱ ἴδιοι: οἱ Ἑβραῖ­οι. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πεῖ παλιό­τε­ρα: «Οὐκ ἀπε­στά­λην εἰ μὴ εἰς τὰ πρό­βα­τα τὰ ἀπο­λω­λό­τα τοῦ οἴκου Ἰσρα­ήλ» (Ματθ. ἰε’ 24). Στὴν ἀρχὴ ἔδω­σε τὴν ἑξῆς ἐντο­λὴ στοὺς ἀπο­στό­λους: «Πορεύ­ε­σθε δὲ μᾶλ­λον πρὸς τὰ πρό­βα­τα τὰ ἀπο­λω­λό­τα οἴκου Ἰσρα­ήλ» (Ματθ. ἰ’ 6). Αὐτὸ πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνά­στα­σή Του. Ὅταν ὅμως οἱ Ἑβραῖ­οι τὸν ἀπόρ­ρι­ψαν, ὅταν οἱ κακοὶ γεωρ­γοὶ τὸν ἔβγα­λαν ἔξω ἀπὸ τὰ τεί­χη καὶ τὸν θανά­τω­σαν, τότε, μετὰ τὴν Ἀνά­στα­ση, ἔδω­σε και­νούρ­για ἐντο­λή: «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κή’ 19).

Ὁ Θεὸς ἔμει­νε πιστὸς στὴν ἐπαγ­γε­λία Του, οἱ Ἑβραῖ­οι ὅμως τὴν κατα­πά­τη­σαν. Ὁ Θεὸς ἔμει­νε πιστὸς στὴ νύμ­φη Του, στὴν ἐκλε­κτή Του, στὸ λαὸ τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης, πιστὸς ὡς τὸ τέλος. Ἡ νύμ­φη ὅμως δὲ στά­θη­κε πιστὴ στὸ Νυμ­φίο της, συνῆ­ψε ἀμέ­τρη­τους ἄνο­μους δεσμοὺς μὲ εἴδω­λα καὶ θεοὺς ψεύ­τι­κους, ποῦ δὲν τοὺς ἄφη­νε γιὰ νὰ γυρί­σει στὸν προ­δο­μέ­νο Νυμ­φίο της.

Ἰδοὺ τὸ ἄρι­στόν μου ἡτοί­μα­σα. Ἔχουν ἑτοι­μα­στεῖ ὅλα ὅσα εἶναι ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ τὴν ἀνα­τρο­φὴ καὶ τὴν ἀνα­νέ­ω­ση τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ τρέ­φε­ται ἀπὸ τὴν ἀλή­θεια. Τὴν ἀλή­θεια ἀπο­κά­λυ­ψε στὴν πλη­ρό­τη­τά της μὲ τὸ πλού­σιο συμ­πό­σιο τοῦ βασι­λιᾶ. Ἡ νίκη ἐναν­τί­ον τῶν πονη­ρῶν πνευ­μά­των, ἐναν­τί­ον τῆς ἀρρώ­στιας καὶ τῆς μέρι­μνας, ἡ νίκη ἐνάν­τια στὴ φύση — ὅλες αὐτὲς οἱ νῖκες ποὺ τρέ­φουν κι ἀνα­νε­ώ­νουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που, εἶναι ἐδῶ, μπρο­στά μας. Γι’ αὐτὸ προ­σέλ­θε­τε.

Ὁ οὐρα­νὸς ὡς τότε ἔμοια­ζε κλει­σμέ­νος μὲ σιδε­ρέ­νιες μπά­ρες γιὰ τὸν ἄνθρω­πο. Οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων ἔμοια­ζαν μὲ ἐλε­ει­νὲς νύμ­φες, κλει­σμέ­νες μέσα σὲ ὑγρὴ φυλα­κή. Τώρα ὅμως ὁ οὐρα­νὸς εἶναι ὀρθά­νοι­χτος. Στὴ γῆ ἐμφα­νί­στη­κε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἐμφα­νί­στη­καν οἱ ἄγγε­λοι, οἱ νεκροὶ ἐμφα­νί­στη­καν ζων­τα­νοὶ κι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώ­που ἔφτα­σε στὸν οὐρα­νό. Πόσο γλυ­κιὰ εἶναι ἡ τρο­φὴ ποὺ προ­σφέ­ρει ὁ Θεός! Πόσο πλού­σιο εἶναι τὸ τρα­πέ­ζι Του! Προ­σέλ­θε­τε!

Οἱ τυφλὲς ψυχὲς ποὺ ζοῦ­σαν μέσα στὴ σκο­τει­νή καὶ νοτε­ρὴ φυλα­κή, ἀντὶ νὰ δεχτοῦν τὴν πρό­σκλη­ση στοὺς γάμους, ἔκα­ναν ἕνα πολὺ φοβε­ρὸ ἔγκλη­μα: θανά­τω­σαν τὸ Σωτῆ­ρα, το Νυμ­φίο τους. Κι αὐτὸ ἀκό­μα ὅμως δὲν ἐξάν­τλη­σε τὴν ὑπο­μο­νὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μετέ­τρε­ψε τὸ ἔγκλη­μά τους σὲ πηγὴ χαρᾶς καὶ ἡδο­νῆς. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ σταυ­ρω­μέ­νου Κυρί­ου, ποὺ ἦταν ἀσύγ­κρι­τα γλυ­κύ­τε­ρα ἀπὸ τὰ στέ­α­τα, προ­σφέ­ρον­ται στὸ τρα­πέ­ζι τοῦ Βασι­λιᾶ. Προ­σέλ­θε­τε! Κοι­νω­νῆ­στε τὴ γλυ­κύ­τη­τα ποὺ ζηλεύ­ουν ἀκό­μα κι οἱ ἄγγε­λοι. Οἱ ποτα­μοὶ χαρί­των τοῦ παν­το­δύ­να­μου καὶ Ζωο­ποιοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, εἶναι ἐλεύ­θε­ροι. Πάν­τα ἕτοι­μα. Ὅλα εἶναι ἕτοι­μα, τὰ πάν­τα. Ὅλα ὅσα χρειά­ζε­ται ἡ μολυ­σμέ­νη νύμ­φη γιὰ νὰ καθα­ρι­στεῖ, οἱ πει­να­σμέ­νοι νὰ τρα­φοῦν, οἱ πλη­γω­μέ­νοι νὰ για­τρευ­τοῦν, οἱ γυμνοὶ νὰ ντυ­θοῦν, οἱ παρά­φρο­νες νά ‘ρθοὺν στὰ λογι­κά τους, οἱ μέθυ­σοι νὰ γίνουν νηφά­λιοι, οἱ νεκροὶ ν’ ἀνα­στη­θοῦν. Ἐδῶ ὑπάρ­χει τὸ βάπτι­σμα μὲ νερό, μὲ φωτιά, μὲ πνεῦ­μα. Ἐδῶ θὰ βρεῖ­τε τὴν ἀνά­παυ­ση μετὰ τὴ νηστεία, τὰ φτε­ρὰ τῆς προ­σευ­χῆς. Ἐδῶ εἶναι τὸ λάδι, ὁ ἄρτος κι ὁ οἶνος. Ἐδῶ ὑπάρ­χει ἡ βασι­λι­κὴ ἱερω­σύ­νη γιὰ νὰ σᾶς καθο­δη­γή­σει, ἐδῶ ἡ Ἐκκλη­σία τῆς ἁγιό­τη­τας καὶ τῆς ἀγά­πης. Ὅλες αὐτὲς τίς δωρε­ὲς φέρ­νει ὁ Νυμ­φί­ος στὴ νύμ­φη Του καὶ τίς τοπο­θε­τεῖ στὸ τρα­πέ­ζι τοῦ Βασι­λιᾶ. Προ­σέλ­θε­τε, λοι­πόν, στοὺς γάμους.

«Οἱ δὲ ἀμε­λή­σαν­τες ἀπῆλ­θον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς την ἐμπο­ρί­ας αὐτοῦ οἱ δέ λοι­ποὶ κρα­τή­σαν­τες τοὺς δού­λους αὐτοῦ ὕβρι­σαν καὶ ἀπέ­κτει­ναν» (Ματθ. κβ’ 5,6). Δὲν ὠφε­λεῖ νὰ προ­σφέ­ρεις νόμι­μο γάμο σὲ μιὰ ἐπαγ­γελ­μα­τία πόρ­νη. Δὲ θὰ δώσει καμιὰ σημα­σία στὸ νόμι­μο σύζυ­γό της. Ἔχει τόσο πολὺ συνη­θί­σει στὰ εἴδω­λά της, ὥστε δὲν μπο­ρεῖ νὰ κόψει τοὺς δεσμοὺς τῆς μαζί τους. Τὸ εἴδω­λο μιᾶς ἄσω­της ψυχῆς εἶναι ὁ ἀγρός, μιᾶς ἄλλης εἶναι τὸ ἐμπό­ριο, μιᾶς τρί­της κάτι ἄλλο. Ὁ ἀγρὸς ὑπο­δη­λώ­νει τὸ σῶμα μὲ τὰ σαρ­κι­κὰ πάθη του, τὸ ἐμπό­ριο τὴν ἀπλη­στία, δηλα­δὴ τὴν ἀπό­κτη­ση ἢ τὸν ἐμπλου­τι­σμὸ τῶν φθαρ­τῶν ἀγα­θῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ καθέ­νας κατευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ εἴδω­λό του, δὲν ἤθε­λε ν’ ἀκού­σει τίπο­τα γιὰ τὸ Νυμ­φίο. Ἄλλοι ἔνιω­σαν προ­σβο­λὴ μὲ τὴν πρό­σκλη­ση καὶ πῆραν τοὺς ὑπη­ρέ­τες τοῦ Βασι­λιᾶ, τοὺς ἔβρι­σαν ἢ τοὺς σκό­τω­σαν. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο, σύν­το­μα μετά το Γολ­γο­θᾶ, μυκτή­ρι­σαν καὶ κακο­ποί­η­σαν τοὺς ἀπο­στό­λους Πέτρο καὶ Ἰωάν­νη (Πράξ. δ’ 3) κι ἀργό­τε­ρα θανά­τω­σαν τὸν ἀρχι­διά­κο­νο Στέ­φα­νο, τὸν ἀπό­στο­λο Ἰάκω­βο καὶ πολ­λοὺς ἄλλους.

«Ἀκού­σας δὲ ὁ βασι­λεὺς ἐκεῖ­νος ὀργί­σθη, καὶ πέμ­ψας τὰ στρα­τεύ­μα­τα αὐτοῦ ἀπώ­λε­σε τοὺς φονεῖς ἐκεί­νους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέ­πρη­σε» (Ματθ. κβ’ 7). Βασι­λιᾶς εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ὀργή Του εἶναι ἡ ἔσχα­τη ἐξάν­τλη­ση τῆς ὑπο­μο­νῆς Του, ἡ ὥρα ποὺ ἡ εὐσπλα­χνία Του μετα­τρέ­πε­ται σὲ δικαιο­σύ­νη. Στρα­τεύ­μα­τα εἶναι ὁ ρωμαϊ­κὸς στρα­τός, φονεῖς εἶναι οἱ Ἰου­δαῖ­οι καὶ πόλις αὐτῶν εἶναι ἡ Ἱερου­σα­λήμ. Ἡ ὑπο­μο­νὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέ­τρη­τη, ἀνε­ξάν­τλη­τη. Δὲν τιμώ­ρη­σε ἀμέ­σως τοὺς Ἰου­δαί­ους μετά το θάνα­το τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ, περί­με­νε ἄλλα σαράν­τα χρό­νια. Ὅπως ὁ Κύριος εἶχε ἀνα­λά­βει νὰ κάνει νηστεία γιὰ σαράν­τα μέρες, ἔτσι ὁ Δημιουρ­γὸς τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας μετά το Γολ­γο­θᾶ ἔκα­νε νηστεία ὑπο­μο­νῆς γιὰ σαράν­τα χρό­νια. Δὲ βια­ζό­ταν νὰ τιμω­ρή­σει τὰ ἐγκλή­μα­τα ποὺ διέ­πρα­ξαν οἱ ἄνθρω­ποι ἐναν­τί­ον Του, γιὰ νὰ μὴν ποῦν ἔπει­τα: «Δές, ὁ Θεὸς εἶναι ἐκδι­κη­τι­κός. Ἄς ἐκδι­κη­θοῦ­με κι λοι­πόν». Ὄχι. Ὁ Θεὸς μόνο μετὰ ἀπὸ σαράν­τα χρό­νια ἐπέ­τρε­ψε νὰ τιμω­ρη­θεῖ τὸ ἔθνος τῶν Ἰου­δαί­ων γιὰ τὰ ἐγκλή­μα­τα ποὺ ἔκα­ναν οἱ ἄρχον­τες τοῦ ἐναν­τί­ον τῶν δού­λων Του.

Ἀπ’ αὐτὸ πρέ­πει νὰ διδα­χτοῦ­με πῶς δὲν πρέ­πει νὰ ζητᾶ­με ἐκδί­κη­ση γιὰ ἀδι­κί­ες ποὺ ἔγι­ναν προ­σω­πι­κὰ σ’ ἐμᾶς. Πρέ­πει νὰ προ­σπα­θοῦ­με ὅσο γίνε­ται περισ­σό­τε­ρο νὰ διορ­θώ­νου­με τοὺς ἄδι­κους. Για­τί ὁ Θεὸς ὀνο­μά­ζει στρα­τεύ­μα­τά Του το ρωμαϊ­κὸ στρα­τό; Ἐπει­δὴ χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὸ στρα­τὸ αὐτὸν γιὰ νὰ τιμω­ρή­σει τὸν ἀχά­ρι­στο περιού­σιο λαό Του. Ὅπως παλιό­τε­ρα εἶχε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὰ εἰδω­λο­λα­τρι­κὰ στρα­τεύ­μα­τα τῆς Ἀσσυ­ρί­ας, τῆς Αἰγύ­πτου καὶ τῆς Βαβυ­λώ­νας γιὰ νὰ τιμω­ρή­σει καὶ νὰ προ­ει­δο­ποι­ή­σει τοὺς Ἰσραη­λῖ­τες, ἔτσι καὶ τώρα χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὰ στρα­τεύ­μα­τα τῆς Ρώμης γιὰ νὰ τιμω­ρή­σει τὸ ἀχά­ρι­στο αὐτὸ ἔθνος. Οἱ Ρωμαῖ­οι αὐτο­κρά­το­ρες Βεσπα­σια­νὸς καὶ Τίτος, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, κυριάρ­χη­σαν στὴν Ἱερου­σα­λὴμ καὶ τὴν κατέ­κα­ψαν, σκό­τω­σαν πολ­λοὺς Ἰου­δαί­ους καὶ σκόρ­πι­σαν τοὺς ὑπό­λοι­πους στὰ τέσ­σε­ρα σημεῖα τοῦ γνω­στοῦ τότε κόσμου. Αὐτὸ ποῦ προ­φή­τε­ψε ὁ Κύριος μὲ τὴν παρα­βο­λὴ τοῦ Γάμου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Βασι­λιᾶ, ἐκπλη­ρώ­θη­κε στὸ ἀκέ­ραιο. Ἄς δοῦ­με τώρα τί κάνει ὁ βασι­λιᾶς μετὰ τὴν τιμω­ρία καὶ τὸν διωγ­μὸ τῶν Ἰου­δαί­ων:

«Τότε λέγει τοὺς δού­λους αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοι­μὸς ἐστιν, οἱ δὲ κεκλη­μέ­νοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι: πορεύ­ε­σθε οὔν ἐπὶ τὰς διε­ξό­δους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρη­τε καλέ­σα­τε εἰς τοὺς γάμους» (Ματθ. κβ’ 8,9). Ὁ γάμος έτοι­μὸς ἐστιν, εἶπε ὁ Θεὸς στοὺς και­νούρ­γιους δού­λους Του. Ἀπὸ τὴν πλευ­ρά μου, λέει ὁ Θεός, εἶναι ὅλα ἕτοι­μα. Οἱ πρῶ­τοι καλε­σμέ­νοι ὅμως δὲν ἦταν ἄξιοι καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ἔρθουν. Κοί­τα­ξαν μὰ δὲν εἶδαν, γι’ αὐτὸ καὶ δὲ χάρη­καν. Ἀφουγ­κρά­στη­καν μὰ δὲν ἄκου­σαν, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀντα­πο­κρί­θη­καν. Ἀγά­πη­σαν περισ­σό­τε­ρο τὰ εἴδω­λα τὰ σωμα­τι­κά, τὸ μαμ­μω­νᾶ, τὰ πλού­τη, γι’ αὐτὸ καὶ ἀρνή­θη­καν τὴν πρό­σκλη­ση. Ἠταν δεμέ­νοι μὲ τίς ἁλυ­σί­δες τῆς δου­λεί­ας στὰ κατώ­τε­ρα, στὰ ὑπο­δε­έ­στε­ρα, γι’ αὐτὸ καὶ σήκω­σαν τὰ χέρια τους ἐναν­τί­ον τοῦ Ὕψι­στου.

Τώρα, λοι­πόν, πορεύ­ε­σθε ἐπὶ τὰς διε­ξό­δους τῶν ὁδῶν καὶ καλέ­στε ὅποιον βρεῖ­τε μπρο­στά σας. Ὁ Ἰσρα­ὴλ εἶναι σὰν ἕνα περι­φραγ­μέ­νο ἀμπέ­λι. Ἀπο­δεί­χτη­κε ἄκαρ­πο ὅμως. Γι’ αὐτὸ βγεῖ­τε ἀπό τὸν ἀμπε­λῶ­να αὐτόν, πηγαί­νε­τε στὰ ἀπε­ρί­φρα­χτα ἀμπέ­λια τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν καὶ καλέ­στε τοὺς ὅλους. Ὁ Ἰσρα­ὴλ μοιά­ζει μὲ ἕνα κλει­στὸ ἐνυ­δρεῖο, φίδια ὅμως ἔχουν ἀφή­σει ἐκεῖ τ’ αὐγά τους. Πηγαί­νε­τε λοι­πὸν στὰ ἀνοι­χτὰ καὶ ρῖξ­τε τὰ δίχτυα στὴ θάλασ­σα ὅλης τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας. Ὁ Ἰσρα­ὴλ δεί­χνει νὰ εἶναι ἕνα φυτώ­ριο, βαλ­μέ­νο μέσα στὸν ἀγρό του Θεοῦ, ἀπ’ ὅπου θὰ μετα­φυ­τεύ­ον­ταν εὐγε­νῆ φροῦ­τα στὸν ἀγρὸ ὅλης τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας. Τὸ φυτώ­ριο ὅμως ἔμει­νε ἄγο­νο. Πηγαί­νε­τε λοι­πὸν στὸν ἀνοι­χτὸ ἀγρὸ τῆς γῆς καὶ φυτέψ­τε εὐγε­νεῖς καρ­πούς.

Αὐτὸ εἶναι τὸ νόη­μα τῶν λόγων ποὺ εἶπε μετὰ ὁ Χρι­στός: «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κή’ 19). Ἐπὶ τὰς διε­ξό­δους τῶν οδών, ἐννο­οῦ­σε τὸν εἰδω­λο­λα­τρι­κὸ κόσμο, ἐκεῖ ποῦ οἱ δρό­μοι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ἀνη­φο­ρι­κοὶ καὶ δύσβα­του. Τὰ δρο­μά­κια ἔχουν ἀγκά­θια κι οἱ μεγά­λοι δρό­μοι ἔχουν κρο­κά­λες γλι­στε­ρές. Οἱ σπό­ροι τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ εἶναι ἐκτε­θει­μέ­νοι σὲ κάθε κίν­δυ­νο. Ὁ Θεὸς κοί­τα­ζε αὐτὸν τὸν μεγά­λο καὶ πυκνο­κα­τοι­κη­μέ­νο κόσμο μὲ τὴν ἴδια πατρι­κὴ ἀγά­πη καὶ μέρι­μνα ὅπως καί τον Ἰσρα­ήλ. Τὸν φρόν­τι­ζε κι αὐτόν, ἀλλὰ μὲ δια­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο. Τὸν Ἰσρα­ὴλ τὸν καθο­δη­γοῦ­σε μὲ ἀπο­κα­λύ­ψεις, μὲ προ­φῆ­τες καὶ σημεῖα. Τὰ ἄλλα ἔθνη τὰ καθο­δη­γοῦ­σε μὲ τὸ νὰ τοὺς χαρί­ζει ἐσω­τε­ρι­κὴ δύνα­μη συνεί­δη­σης καὶ ἀντί­λη­ψης. Ἦταν πολ­λοὶ ἐκεῖ­νοι ποὺ σώθη­καν ἀπὸ τοὺς Ἰσραη­λῖ­τες, ὅσοι ἦταν πιστοὶ καὶ ὑπά­κουοι.

Ἦταν πολ­λοὶ ὅμως καὶ ἀνά­με­σα στοὺς εἰδω­λο­λα­τρι­κοὺς λαούς — ὅσοι ζοῦ­σαν σύμ­φω­να μὲ τὴ συνεί­δη­ση καὶ τὴν ἀντί­λη­ψή τους. Τώρα, ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦρθε στὴ γῆ καὶ τὸν ἀπέρ­ρι­ψε τὸ προ­η­γού­με­νο ἔθνος, ὁ Θεὸς ἄνοι­ξε διά­πλα­τα σὲ ὅλους τὸν ἕνα καὶ μονα­δι­κὸ δρό­μο.

«Καὶ ἐξελ­θόν­τες οἱ δοῦ­λοι ἐκεῖ­νοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνή­γα­γον πάν­τας ὅσους εὗρον, πονη­ροὺς τε καὶ ἀγα­θοὺς καὶ ἐπλή­σθη ὁ γάμος ἀνα­κει­μέ­νων» (Ματθ. κβ’ 10). Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα Δια­θή­κη ποὺ κάνει ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρω­πο στὸ ὄνο­μα τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Μαζεύ­ει (ἡ Ἐκκλη­σία) ὅλα τὰ παι­διὰ τοῦ Θεοῦ κάτω ἀπὸ τίς φτε­ροῦ­γες της, ἀπὸ Ἀνα­το­λὴ καὶ Δύση, ἀπὸ Βορ­ρᾶ καὶ Νότο, ἀπ’ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ἀπ’ ὅλες τίς γλῶσ­σες καὶ τίς τάξεις ἀνθρώ­πων. Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος περιού­σιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Ἰσρα­ήλ, ἡ και­νούρ­για γενιά του δίκαιου Ἀβρα­άμ. Ὁ παλαιὸς Ἰσρα­ὴλ ἀπί­στη­σε, ἀφοῦ ἔπαι­ξε το ρόλο του ὡς περιού­σιος λαὸς στὴν ἱστο­ρία τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας. Τώρα ὁ Θεὸς δημιούρ­γη­σε ἕνα και­νούρ­γιο κανά­λι γιὰ τὴ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων: τὸ νέο Ἰσρα­ήλ. Γιὰ νὰ ἐξη­γή­σουν τὴ στρο­φὴ τοὺς ἀπὸ τὸν Ἰου­δαϊ­κὸ λαὸ στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες, οἱ ἀπό­στο­λοι Παῦ­λος καὶ Βαρ­νά­βας εἶπαν στοὺς πρώ­τους: «Ὑμῖν ἦν ἀναγ­καῖ­ον πρῶ­τον λαλη­θῆ­ναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐπει­δὴ δὲ ἀπω­θεῖ­σθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξί­ους κρί­νε­τε ἑαυ­τούς της αἰω­νί­ου ζωῆς, ἰδοὺ στρε­φό­με­θα εἰς τὰ ἔθνη» (Πράξ. ἴγ’ 46). Ἔτσι ἔγι­νε ἡ και­νούρ­για ἐπι­λο­γὴ μιᾶς νέας ἀνθρω­πό­τη­τας, μιὰ νέα ἱστο­ρία, νέα σωτη­ρία μὲ τοὺς ἀπο­στό­λους καὶ τοὺς δια­δό­χους τους, καθὼς ἡ παλιὰ ἐπι­λο­γὴ ξεκί­νη­σε καὶ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μὲ τοὺς πατριάρ­χες, τὸ Μωυ­σῆ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες.

Ἡ Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ γέμι­σε μὲ καλοὺς καὶ κακούς, ἀφοῦ ὅλοι κλή­θη­καν. Ἡ Ἐκκλη­σία τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης εἶχε χωρί­σει τὸν κόσμο σὲ Ἰου­δαί­ους καὶ μὴ Ἰου­δαί­ους. Ἡ Ἐκκλη­σία τῆς Και­νῆς Δια­θή­κης χωρί­ζει σὲ καλοὺς καὶ κακούς. Ὅλοι κλή­θη­καν, καλοὶ καὶ κακοί. Δὲ σώζον­ται ὅλοι ὅμως ἐκεῖ­νοι ποὺ ἁπλᾶ γίνον­ται μέλη τῆς Ἐκκλη­σί­ας μὲ τὸ βάπτι­σμα. Ὁ Πολυεύ­σπλα­χνος Κύριος φανε­ρώ­νει τὴν ὑπο­μο­νή Του στὴν Ἐκκλη­σία τῆς Και­νῆς Δια­θή­κης, ὅπως ἔκα­νε καὶ στὴν παλιὰ Ἐκκλη­σία. Ὁ σοφὸς οἰκο­δε­σπό­της λέει στοὺς ὑπη­ρέ­τες τοῦ νὰ μὴν ξερι­ζώ­σουν τὰ ζιζά­νια τοῦ σίτου ἀμέ­σως, ἀλλὰ νὰ τὸ ἀφή­σουν νὰ ὡρι­μά­σουν καὶ τὰ δύο καὶ νὰ εἶναι ἕτοι­μα γιά το θερι­σμό. Μέσα στὰ μεγά­λα δίχτυα τοῦ Χρι­στοῦ μπαί­νουν καλὰ καὶ κακὰ ψάρια κι ὅλα τ’ ἀδειά­ζουν στὴν παρα­λία. Τότε μόνο ξεχω­ρί­ζουν τὰ καλὰ ψάρια ἀπὸ τὰ κακά. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς προ­σθέ­τει τὰ ἑξῆς στὴν ἐντο­λὴ τοῦ βασι­λιᾶ: «Ἔξελ­θε ταχέ­ως εἰς τὰς πλα­τεί­ας καὶ ρύμας τῆς πόλε­ως, καὶ τοὺς πτω­χοὺς καὶ ἀνα­πή­ρους καὶ τυφλοὺς καὶ χωλοὺς εἰσά­γα­γε ὧδε» (Λουκ. ιδ’ 21).

Οἱ Ἰου­δαῖ­οι θὰ σκέ­φτη­καν ὅτι ἔτσι ὁ Χρι­στός ἔκα­νε μιὰ σωστὴ περι­γρα­φὴ ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό τους. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἔτσι ἦταν ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ τὰ ἔθνη στὴ γῆ, ὡσό­του γνώ­ρι­σαν τὸ Χρι­στὸ καὶ κάθη­σαν στὴν πλού­σια τρά­πε­ζα ποὺ τοὺς παρά­θε­σε μὲ ὅλα τ’ ἀγα­θὰ ποὺ χορη­γοῦ­σε κι ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ χορη­γεῖ στὸν κόσμο. Χωρὶς τὸ Χρι­στὸ εἴμα­στε ὅλοι φτω­χοί, ἀνά­πη­ροι, χωλοὶ καὶ τυφλοί. Μόνο ὁ Χρι­στὸς μπο­ρεῖ νὰ μᾶς κάνει πλού­σιους μὲ τ’ ἀλη­θι­νὰ πλού­τη Του. Μόνο Ἐκεῖ­νος μπο­ρεῖ νὰ μᾶς θερα­πεύ­σει ἀπ’ ὅλες τίς ἀρρώ­στιες μᾶς, νὰ μᾶς στρέ­ψει πρὸς τὰ ἀγα­θὰ ἔργα καὶ νὰ ὁδη­γή­σει τὰ πόδια μας στὸ δρό­μο τῆς ἀλή­θειας καὶ τῆς δικαιο­σύ­νης. Μόνο Ἐκεῖ­νος μπο­ρεῖ ν’ ἀνοί­ξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μᾶς δώσει τὸ φῶς γιὰ νὰ δοῦ­με τὸν αἰώ­νιο προ­ο­ρι­σμό μας, ποὺ εἶναι γεμᾶ­τος ἀπὸ γαμή­λια δῶρα, ἀπὸ κάθε χαρὰ κι εὐφρο­σύ­νη.

«Εἰσελ­θὼν δὲ ὁ βασι­λεὺς θεά­σα­σθαι τοὺς ἀνα­κει­μέ­νους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρω­πον οὐκ ἐνδε­δυ­μέ­νον ἔνδυ­μα γάμου. καὶ λέγει αὐτῷ’ ἑταῖ­ρε, πῶς εἰσῆλ­θες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυ­μα γάμου; ὁ δὲ ἔφι­μώ­θη» (Ματθ. κβ’11,12). Ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ ἔνδυ­μα γάμου; Τὸ ἔνδυ­μα τοῦ γάμου τῆς ψυχῆς εἶναι πρώτ’ ἀπ’ ὅλα ἡ ἁγνό­τη­τα. Γρά­φει στοὺς πιστοὺς καὶ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος: «Ἡρμο­σά­μην ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρί, παρ­θέ­νον ἁγνὴν παρα­στῆ­σαι το Χρι­στῷ» (Βκορ. ἰα’ 2). Ἡ παρ­θε­νι­κὴ ἁγνό­τη­τα καὶ καθα­ρό­τη­τα εἶναι τὸ πρῶ­το καὶ βασι­κὸ ἔνδυ­μα τῆς ψυχῆς. Στὴ συνέ­χεια ὁ ἴδιος ἀπό­στο­λος λέει καὶ σὲ ἄλλους πιστοὺς ποιό ἔνδυ­μα πρέ­πει νὰ φορᾶ­νε: «Ἐνδύ­σα­σθε οὖν, ὡς ἐκλε­κτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγα­πη­μέ­νοι, σπλάγ­χνα οἰκτιρ­μοῦ, χρη­στό­τη­τα, ταπει­νο­φρο­σύ­νην, πρα­ό­τη­τα, μακροθυμίαν…επί πᾶσι δὲ τού­τοις τὴν ἀγά­πην, ἥτις ἐστὶ σύν­δε­σμος τῆς τελειό­τη­τος» (Κολ. γ’ 12,14). Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔνδυ­μα τῆς ψυχῆς, ὅταν συνά­πτει γάμο μὲ τὸν ἀθά­να­το Χρι­στό.

Τὴ μεγα­λύ­τε­ρη δυνα­τὴ τελειό­τη­τα ἁγνεί­ας τῆς ψυχῆς, ἀπ’ ὅλες τίς ἐπί­γειες ὑπάρ­ξεις, τὴν ἔδει­ξε ἢ πάνα­γνη καὶ πανα­γία Παρ­θέ­νος Μητέ­ρα τοῦ Θεοῦ, Ἐκεί­νη ποὺ ἔδω­σε σάρ­κα ἀπὸ τὴ σάρ­κα της στὸν Κύριο καὶ Σωτῆ­ρα μας. Κανέ­νας ἀπὸ μᾶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔχει τὸ Χρι­στὸ στὴν καρ­διά του, ἂν ἡ καρ­διὰ αὐτὴ δὲν εἶναι ἐντε­λῶς καθα­ρῆ, ἂν δὲν εἶναι ἀμέ­ρι­στα καὶ ὁλο­κλη­ρω­τι­κὰ δοσμέ­νη στὸ Χρι­στό. Σὰν ἁγνὴ παρ­θέ­νος ἔχει μιὰ μόνο ἀγά­πη: τὴν ἀγά­πη της γιὰ τὸν Κύριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔνδυ­μα τοῦ γάμου της, φτιαγ­μέ­νο ἀπὸ ὕφα­σμα καὶ χρυ­σό. Ἡ ἁγνό­τη­τα καὶ ἡ ἀγά­πη κυο­φο­ροῦν καὶ πολ­λὲς ἄλλες ἀρε­τές, εἴτε τίς ἀνα­φέ­ρει ὁ ἀπό­στο­λος εἴτε ὄχι, ποῦ καρ­πο­φο­ροῦν πλού­σια καλὰ ἔργα. Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι τὰ στο­λί­δια καὶ τὰ δια­μάν­τια ποὺ στο­λί­ζουν τὸ ἱμά­τιο τῆς ἁγνό­τη­τας καὶ τὸ χρυ­σο­ποί­κιλ­το ἔνδυ­μα τῆς ἀγά­πης.

Ὁ ὅσιος Μακά­ριος γρά­φει στὴν 15η Ὁμι­λία τοῦ: «Μὲ τὸ ἔνδυ­μα γάμου κατα­νο­οῦ­με τη χάρη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἐκεῖ­νος ποὺ δὲν εἶναι ἄξιος νὰ φορέ­σει τὸ ἔνδυ­μα αὐτό, δὲν μπο­ρεῖ νὰ σύμ­με­τά­σχει στὴ γαμή­λια τελε­τὴ καὶ στὸ συμ­πό­σιο».

Ὅταν ὁ βασι­λιᾶς πῆγε καὶ εἶδε τοὺς καλε­σμέ­νους, εἶδε κι ἕναν ποῦ δὲ φοροῦ­σε αὐτὸ τὸ ἔνδυ­μα γάμου. Ἑταῖ­ρε, τοῦ εἶπε. Για­τί τὸν ὀνό­μα­σε «ἑταῖ­ρο», φίλο Του; Πρῶ­το, γιὰ νὰ δεί­ξει πόσο ἐκτι­μᾶ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώ­που. Δεύ­τε­ρο, ἐπει­δὴ Ἐκεῖ­νος, ὁ Θεός, εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ φίλος κάθε ἀνθρώ­που, χωρὶς διά­κρι­ση, ἐκτὸς ἂν ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς εἶναι ἀνά­ξιος κι ἀπορ­ρί­πτει τὴ φιλία Του. «Ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε, ἐὰν ποι­ῆ­τε ὅσα ἐγὼ ἐντέλ­λο­μαι ὑμῖν» (Ἰωάν. ἰε’ 14), εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στοὺς ἀπο­στό­λους. Ἀλή­θεια, πόση συγ­κα­τά­βα­ση καὶ πόση μεγα­λο­καρ­δία δεί­χνει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώ­πους! Ὁ παν­το­δύ­να­μος Δημιουρ­γὸς καὶ Κύριος τῶν πάν­των, ὀνο­μά­ζει φίλους Τοῦ τοὺς ἀδύ­να­μους ἀνθρώ­πους! Μὲ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση βέβαια πῶς ἐκτε­λοῦν τίς ἐντο­λές Του.

Ὁ φιλο­ξε­νού­με­νος αὐτὸς ὅμως δὲ φοροῦ­σε ἔνδυ­μα γάμου. Δὲν ἔκα­νε τὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, δια­φο­ρε­τι­κὰ θὰ εἶχε βρεῖ τέτοιο ἔνδυ­μα γιὰ νὰ φορέ­σει. Για­τί λοι­πὸν ὁ Θεὸς τὸν ὀνο­μά­ζει φίλο Του; Ἐπει­δὴ εἶναι βαφτι­σμέ­νος κι ἔτσι συγ­κα­τα­λέ­γε­ται μὲ τοὺς πιστούς, λογα­ριά­ζε­ται ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ. Καλῶν­τας τὸν φίλο, ὁ Θεὸς τὸν ἐπι­τι­μᾶ ἐπει­δὴ δὲν ἔμει­νε πιστὸς στὴ φιλία του. Αὐτὸς δὲν ἔμει­νε πιστὸς στὴ φιλία του μέ το Θεό, ὄχι ὁ Θεὸς ἀπέ­ναν­τί του. Ὁ δὲ ἔφι­μώ­θη.

Τί θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀπαν­τή­σει; Πῶς δὲν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀγο­ρά­σει τέτοιο ἔνδυ­μα; Ἢ πῶς δέν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀγο­ρά­σει ὕφα­σμα γιὰ νὰ τὸ κόψει καὶ νὰ τὸ ράψει στὰ μέτρα του; Ὅλα θὰ ἦταν μάταια. Ὁ Θεὸς εἶχε προ­μη­θεύ­σει ὅλους τοὺς καλε­σμέ­νους μ’ ἕνα ἕτοι­μο ἔνδυ­μα. Μόνο ἡ καλὴ θέλη­ση τοῦ ἔλει­πε, γιὰ νὰ βγά­λει τὰ παλιὰ καὶ βρώ­μι­κα ροῦ­χα του τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ νὰ φορέ­σει τὸ και­νούρ­γιο ἔνδυ­μα τῆς σωτη­ρί­ας, τὸ χρυ­σο­ποί­κιλ­το γαμή­λιο ἔνδυ­μα. Δὲν τὸ ἔκα­νε αὐτὸ ὅμως καὶ τώρα ἔμει­νε σιω­πη­λός, δὲν εἶχε τίπο­τα νὰ πεῖ.

«Τότε εἶπεν ὁ βασι­λεὺς τοῖς δια­κό­νοις· δήσαν­τες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖ­ρας ἄρα­τε αὐτὸν καὶ ἐκβά­λε­τε εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐξώ­τε­ρον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μός των ὀδόν­των» (Ματθ. κβ’ 13). Τὰ χέρια του τὰ εἶχε κιό­λας δέσει μὲ τίς ἁμαρ­τί­ες του, ὅπως καὶ τὰ πόδια του, μὲ τὸ νὰ βαδί­ζει το δρό­μο τῆς ἀνο­μί­ας καὶ τῆς ἀδι­κί­ας. Ἀπό την παροῦ­σα ζωὴ εἶχε κιό­λας δια­λέ­ξει τὸ σκο­τά­δι ἀπὸ τὸ φώς, τὸν βρυγ­μὸ καὶ τὸν τρυγ­μό των ὀδόν­των, ἀντὶ τῆς αἰώ­νιας ζωῆς. Εἶχε κατα­δι­κά­σει τὸν ἑαυ­τό του στὴν ἀπώ­λεια. Στὸ Θεὸ δὲν ἀπέ­με­νε παρὰ ν’ ἀπαγ­γεί­λει τὴ δίκαιη κρί­ση Του. Ὁ ἄθε­ος «σει­ραις τῶν ἑαυ­τοῦ ἁμαρ­τιῶν σφίγ­γε­ται» (Παρ. ἔ’ 22), μας λέει ἡ Ἁγία Γρα­φή. Ὅπως ἦταν δεμέ­νος καὶ συρό­ταν ἀπὸ τίς ἁμαρ­τί­ες του ὁ ἁμαρ­τω­λὸς αὐτός, ἔτσι θὰ εἶναι δεμέ­νος καὶ στὸν ἄλλο κόσμο. Στὴν ἄλλη ζωὴ δὲν ὑπάρ­χει μετά­νοια. Τὸ δέσι­μο τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν αὐτὸ δεί­χνει. Πῶς δὲν ὑπάρ­χει μετά­νοια, πῶς δὲν ὑπάρ­χει καμιὰ δυνα­τό­τη­τα νὰ κάνει κάτι ὁ ἄνθρω­πος γιὰ νὰ κερ­δί­σει τὴ σωτη­ρία του καὶ τὴν εἴσο­δό του στὴν οὐρά­νια βασι­λεία.

Ὁ Κύριος τέλειω­σε τὴν ὑπέ­ρο­χη καὶ προ­φη­τι­κὴ παρα­βο­λή του μέ το ἀκό­λου­θα λόγια: «Πολ­λοὶ γὰρ εἰσι κλη­τοί, ὀλί­γοι δὲ ἐκλε­κτοί» (Ματθ. κβ’ 14). Τὰ λόγια αὐτὰ ἰσχύ­ουν τόσο γιὰ τοὺς Ἰου­δαί­ους, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς χρι­στια­νούς. Ἀνά­με­σα στοὺς Ἰου­δαί­ους ἦταν λίγοι οἱ ἐκλε­κτοί, ὅπως λίγοι ὑπάρ­χουν κι ἀνά­με­σα στοὺς χρι­στια­νούς. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ βαφτι­σμέ­νοι εἴμα­στε καλε­σμέ­νοι στὸ τρα­πέ­ζι τοῦ Βασι­λιᾶ, μόνο ὁ Θεὸς γνω­ρί­ζει ὅμως ποιοὶ εἶναι οἱ ἐκλε­κτοί. Ἀλί­μο­νο σ’ ἐκεί­νους ἀπὸ μᾶς ποὺ θ’ ἀκού­σουν τὸν Ὕψι­στο Βασι­λιᾶ νὰ τοῦ λέει ἐνώ­πιον τῶν ἀγγέ­λων καὶ τῶν ἁγί­ων: ἑταῖ­ρε, πῶς εἰσῆλ­θες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυ­μα γάμου; Τί ντρο­πή, τί ἀνώ­φε­λη ντρο­πή! Τί ἀπώ­λεια, τί ἀνα­πό­τρε­πτη ἀπώ­λεια! Εἶναι ἀλή­θεια πῶς ὁ Θεὸς μᾶς ἀπευ­θύ­νει τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τώρα, κάθε φορὰ ποὺ πλη­σιά­ζου­με στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ κοι­νω­νή­σου­με, νὰ ἑνω­θοῦ­με πνευ­μα­τι­κὰ μὲ τὸ Νυμ­φίο Χρι­στό. Ἑταῖ­ρε, πῶς εἰσῆλ­θες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυ­μα γάμου; Ἄς τεν­τώ­σου­με τ’ αὐτιὰ καὶ τὴ συνεί­δη­σή μας ὅταν πλη­σιά­ζου­με τὸ ἅγιο ποτή­ριο καὶ θ’ ἀκού­σου­με σίγου­ρα τὰ λόγια αὐτά, αὐτὴν τὴν ἐπί­πλη­ξη. Εὔχο­μαι τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν ἐπι­φέ­ρουν τὸν κλαυθ­μὸ καὶ τὸ βρυγ­μό των ὀδόν­των, στὸ σκό­τος ποὺ θ’ ἀκο­λου­θή­σει τὰ τελευ­ταῖα λόγια Του.

Ποιός μπο­ρεῖ νὰ μᾶς ἐγγυ­η­θεῖ πῶς ὁ Θεὸς δὲ θὰ μᾶς πεῖ τὰ λόγια αὐτὰ σήμε­ρα, γιὰ τελευ­ταία φορὰ στὴν ἐπί­γεια ζωή μας; Ποιός μπο­ρεῖ νὰ ἐγγυ­η­θεῖ πῶς ἡ ψυχή του δὲ θὰ βρε­θεῖ τὴν ἴδια αὐτη νύχτα στὴν πανέν­δο­ξη οὐρά­νια σύνα­ξη, γύρω ἀπὸ τὸ βασι­λι­κὸ τρα­πέ­ζι, φορῶν­τας τὸ λερω­μέ­νο ἔνδυ­μα τῆς ἁμαρ­τί­ας; Ποιός θνη­τὸς ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­ζει πῶς ἡ σημε­ρι­νὴ μέρα δὲν εἶναι καθο­ρι­στι­κὴ γι’ αὐτόν, γιὰ ὁλό­κλη­ρη τὴν αἰω­νιό­τη­τα; Λίγα δευ­τε­ρό­λε­πτα ἦταν ἀπο­φα­σι­στι­κὰ γιὰ τὴν τύχη τῶν δύο λῃστῶν στὸ σταυ­ρό. Ὁ ἕνας τοὺς στά­θη­κε ἀνί­κα­νος νὰ ἐκμε­ταλ­λευ­τεῖ τὰ λίγα αὐτὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα καὶ ὁδη­γή­θη­κε στὸ ἀπό­λυ­το σκο­τά­δι. Ὁ ἄλλος χρη­σι­μο­ποί­η­σε μὲ σοφία καὶ σύνε­ση τὰ λίγα αὐτὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα: μετά­νιω­σε, ὁμο­λό­γη­σε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ζήτη­σε τὴ σωτη­ρία του: «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασι­λείᾳ σοῦ» (Λουκ. κγ’ 420. Τὴν ἴδια ἐκεί­νη στιγ­μὴ ἡ ψυχή του ἀπεκ­δύ­θη­κε τὸ παλιὸ ἔνδυ­μα τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ φόρε­σε τὸ ὑπέ­ρο­χο ἔνδυ­μα τοῦ γάμου. Ὁ μετα­νιω­μέ­νος λῃστὴς παρου­σιά­στη­κε στὸ βασι­λι­κὸ τρα­πέ­ζι στὸν παρά­δει­σο, μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλε­κτούς.

Ἄς μὴν καθυ­στε­ρή­σου­με λοι­πὸν οὔτε γιὰ μιὰ μόνο στιγ­μὴ τὴ μετά­νοιά μας. Κάθε στιγ­μὴ ποὺ περ­νά­ει ἴσως νὰ εἶναι ἡ τελευ­ταία ποὺ μᾶς συγ­κα­τα­ριθ­μεὶ μὲ τοὺς κατοί­κους αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἄς καθα­ρί­σου­με κι άς πλύ­νου­με γρή­γο­ρα την ψυχή μας, του­λά­χι­στο με τον ίδιο ζήλο που καθα­ρί­ζου­με το σώμα μας, που αύριο θ’ απο­τε­λέ­σει τρο­φή για τα σκου­λή­κια. Ἄς την καθα­ρί­σου­με με μετά­νοια και δάκρυα, ἄς την πλύ­νου­με με νηστεία και προ­σευ­χή. Ἄς την ντύ­σου­με με ένδυ­μα υφα­σμέ­νο με αγνό­τη­τα κι αγά­πη, στο­λι­σμέ­νο με καλά έργα, με συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα και συμ­πά­θεια. Ας κάνου­με αυτό το λόγο που ζητά­ει από μάς ο Θεός. Εκεί­νος θά κάνει τα υπό­λοι­πα.

Όταν ένα παι­δί φωνά­ζει στη μαμά του πώς λερώ­θη­κε, εκεί­νη το καθα­ρί­ζει, το πλέ­νει και το αλλά­ζει. Πόσο ποιό εύσπλα­χνος όμως είναι ο ουρά­νιος Πατέ­ρας μας απ’ όσο είναι οποια­δή­πο­τε μητέ­ρα στα παι­διά της! Η αλή­θεια είναι πώς η ψυχή όλων των ανθρώ­πων είναι τόσο λεκια­σμέ­νη, που από μόνη της δε θα μπο­ρού­σε ποτέ να καθα­ρι­στεί και να γίνει άξια γιά νά παρου­σια­στεί μπρο­στά στο Θεό.

Άς συνει­δη­το­ποι­ή­σει λοι­πόν κάθε άνθρω­πος τόν πνευ­μα­τι­κό του ρύπο. Ἄς νιώ­σει απέ­χθεια γι’ αυτόν μ’ όλη του την καρ­διά κι ας κάνει αυτό το λίγο πού μάς ζητά ο Θεός. Τό σπου­δαιό­τε­ρο που έχει να κάνει, είναι να κραυ­γά­σει στο Θεό, να ζητή­σει να τον καθα­ρί­σει Εκεί­νος εν πυρί και πνεύ­μα­τι. Ο Θεός περι­μέ­νει τέτοιες κραυ­γές από τά μετα­νιω­μέ­να παι­διά Του, κρα­τών­τας το καλ­λί­τε­ρο αγγε­λι­κό ένδυ­μα στα χέρια Του. Περι­μέ­νει πάν­τα για να καθα­ρί­σει, να πλύ­νει, να φωτί­σει, νὰ χρί­σει μὲ μύρο καὶ νὰ ντύ­σει ὅλους ἐκεί­νους ποὺ μετα­νο­οῦν καὶ κραυ­γά­ζουν.

Ἄς ἔχει δόξα καὶ πανεύ­σπλα­χνός Θεός μας! Δόξα καὶ αἶνος στὸν οὐρά­νιο Νυμ­φίο τῶν ψυχῶν μας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Εὐπρέ­πεια στὸ ναό

«Ἐται­ρε, πῶς εἰσῆλ­θες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυ­μα γάμου;» (Ματθ. 22. 12)

Οἱ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ, ἀγα­πη­τοί μου, οἱ παρα­βο­λές, ποὺ εἶπε τὸ στό­μα τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ καὶ βρί­σκον­ται γραμ­μέ­νες στὸ ἱερὸ Εὐαγ­γέ­λιο, εἶνε ἄφθα­στες. Οἱ ἀλή­θειες τοὺς φωτί­ζουν καὶ ὑψώ­νουν τὸν ἄνθρω­πο. Ἀλλὰ καὶ οἱ εἰκό­νες, ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦν­ται σ’ αὐτές, ἑλκύ­ουν τὴν προ­σο­χὴ καὶ κάνουν τὴ διδα­σκα­λία εὐχά­ρι­στη. Θέλε­τε παρά­δειγ­μα; Ἰδοὺ ἡ παρα­βο­λὴ τοῦ δεί­πνου τῶν γάμων τοῦ υἱοῦ τοῦ βασι­λέ­ως, ποὺ ἀκού­σα­με σήμε­ρα.

Μὲ τὴν παρα­βο­λὴ αὐτὴ ὁ Χρι­στὸς παρο­μοιά­ζει τὴ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν, τὴ χαρὰ τοῦ παρα­δεί­σου, μὲ ἕνα γαμή­λιο τρα­πέ­ζι. Διδά­σκει ἔτσι τὴν ἀλή­θεια, ὅτι ὑπάρ­χει ἀλη­θι­νὰ πέραν τοῦ τάφου μιὰ ἀτε­λεύ­τη­τη ζωή, γεμά­τη εὐτυ­χία καὶ μακα­ριό­τη­τα, τὴν ὁποία ὅμως θ’ ἀπο­λαύ­σουν μόνο ὅσοι ἔχουν ἑτοι­μα­σθῇ γι’ αὐτήν. Γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ νὰ κατα­λά­βου­με, ὅτι χρειά­ζε­ται προ­ε­τοι­μα­σία, κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐξω­τε­ρι­κὴ περι­βο­λὴ τῶν προ­σκε­κλη­μέ­νων στὸ δεῖ­πνο” χρη­σι­μο­ποιεῖ τὴν εἰκό­να τοῦ ἐνδύ­μα­τος. Καὶ εἶνε ἀλή­θεια, ὅτι κανεὶς δὲν πηγαί­νει σ’ ἕνα γάμο μὲ τὰ συνη­θι­σμέ­να ροῦ­χα· ντύ­νε­ται ἐπι­σή­μως. Μὲ εὐχά­ρι­στο, λοι­πόν, καὶ κατα­νο­η­τὸ τρό­πο διδά­σκει, ὅτι στὸ τρα­πέ­ζι αὐτὸ κανεὶς δὲν θὰ γίνῃ δεκτός, ἂν δὲν ἔχῃ τὴν κατάλ­λη­λη περι­βο­λή. Τὸ δὲ ἔνδυ­μα, ὅπως λένε οἱ ἐρμη­νευ­ται, σημαί­νει τίς ἀρε­τὲς τοῦ χρι­στια­νοῦ. Δὲν φτά­νει, δηλα­δή, ἁπλῶς νὰ πιστεύῃ κανεὶς στὸ Θεὸ ἀπαι­τεῖ­ται νὰ κοσμῇ τὴν πίστη του καὶ μὲ ἀρε­τές. Δια­φο­ρε­τι­κά, θ’ ἀκού­σῃ τὴν ἐλεγ­κτι­κὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ λέη «Ἐται­ρε, πῶς εἰσῆλ­θες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυ­μα γάμου;», δηλα­δὴ Φίλε, πῶς μπῆ­κες ἐδῶ χωρὶς νὰ ἔχῃς ἐνδυ­μα­σία κατάλ­λη­λη γιὰ γάμο; (Ματθ. 22, 12)

Αὐτά, μὲ λίγα λόγια, λέει ἡ ὡραιο­τά­τη παρα­βο­λή. Ἀνα­φέ­ρε­ται, ὅπως εἴδα­με, στὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἔνδυ­μα τῶν ἀρε­τῶν, ποὺ ἀπαι­τεῖ­ται γιὰ νὰ ἀξιω­θῇ ὁ ἄνθρω­πος ν’ ἀπο­λαύ­σῃ τὴν οὐρά­νιο βασι­λεία. Ἀλλ’ ἐπει­δὴ ἡ βασι­λεία ἐκεί­νη, μὲ τὴν Ἐκκλη­σία ποὺ ἵδρυ­σε ὁ Χρι­στός, μετα­φέ­ρε­ται ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ ἀρχί­ζει ἤδη ἀπὸ τώρα, οἱ δὲ χρι­στια­νοὶ προ­σεύ­χον­ται καθη­με­ρι­νῶς λέγον­τας «Ἐλθέ­τω ἡ βασι­λεία σου γενη­θή­τω τὸ θέλη­μά σου, ὡς οὐρα­νῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. 6, 10), γι’ αὐτὸ δὲν εἶνε λάθος, τὰ λόγια «Ἐται­ρε, πῶς εἰσῆλ­θες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυ­μα γάμου;» (Ματθ. 22, 12) νὰ τὰ ἐφαρ­μό­σου­με ὄχι μόνο πνευ­μα­τι­κῶς ἀλλὰ καὶ πραγ­μα­τι­κῶς. «Ἔνδυ­μα γάμου», δηλα­δή, εἶνε ὄχι μόνο οἱ ἀρε­τές, ποὺ πρέ­πει νὰ κοσμοῦν τίς ψυχὲς τῶν συν­δαι­τυ­μό­νων τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ δεί­πνου τῶν οὐρα­νῶν, ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ ἀρχον­τι­κὴ ἀμφί­ε­ση καὶ κοσμία ἐξω­τε­ρι­κὴ ἐμφά­νι­ση, ποὺ ἐπι­βάλ­λε­ται νὰ ἔχουν οἱ χρι­στια­νοὶ πάν­το­τε βεβαί­ως ἀλλ’ ἰδιαι­τέ­ρως ὅταν ἔρχων­ται στὸ ναό. Ἄς μιλή­σου­με λοι­πὸν γιὰ τὴν περι­βο­λὴ τῶν πιστῶν, ποὺ ἔχει σχέ­ση μὲ τὴν εὐπρέ­πεια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.

Τὸ ζήτη­μα αὐτὸ πολ­λοὶ ἴσως τὸ θεω­ρή­σουν τυπι­κό. Ἀλλὰ στὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ὁ τύπος περι­κλεί­ει οὐσία. Ὅπως τὸ καρύ­δι καὶ τὸ ἀμύ­γδα­λο χρειά­ζον­ται καὶ τὸ σκλη­ρὸ περί­βλη­μα, ποὺ κρύ­βει μέσα καὶ προ­στα­τεύ­ει τὴν ψίχα, ἔτσι κ’ ἐδῶ. Ἀφοῦ λοι­πὸν στοὺς καρ­ποὺς χρειά­ζε­ται καὶ τὸ ἐξω­τε­ρι­κὸ περί­βλη­μα, για­τί καὶ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ὅπου ἐρχό­μα­στε γιὰ νὰ σώσου­με τίς ψυχές μας, νὰ μὴ χρειά­ζον­ται καὶ μερι­κὰ ἐξω­τε­ρι­κά ‑ἀλλ’ ὄχι νεκρά- πράγ­μα­τα, μερι­κοὶ οὐσιώ­δεις τύποι; Αὐτοὶ δια­τη­ροῦν μέσα τους τὴν οὐσία τῆς ἐν Χρι­στῷ ζωῆς καὶ σωτη­ρί­ας.

Ἕνα τέτοιο ἐξω­τε­ρι­κὸ πρᾶγ­μα εἶνε καὶ ἡ ἐνδυ­μα­σία καὶ ἡ ἐν γένει ἐμφά­νι­σί μας παν­τοῦ βεβαί­ως ἀλλὰ προ­παν­τὸς στὸ ναό. Εἶνε ἀνάγ­κη νὰ θίξου­με τὸ ζήτη­μα αὐτό, διό­τι ἡ κατά­στα­σι φθά­νει ἤδη σὲ ἀπρο­χώ­ρη­το σημεῖο. Ὄχι πλέ­ον ἔξω, στοὺς δρό­μους καὶ τίς πλα­τεῖ­ες, στὰ μέσα συγ­κοι­νω­νί­ας καὶ «ψυχα­γω­γί­ας», στὰ θέα­τρα καὶ στὶς παρα­λί­ες, ἀλλὰ τώρα καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους τῆς λατρεί­ας, σὲ ὧρες μάλι­στα ἱερῶν μυστη­ρί­ων, ἡ ἀπρε­πὴς ἐνδυ­μα­σία καὶ ἐμφά­νι­σι μολύ­νει τὴν καθα­ρό­τη­τα καὶ ταρά­ζει τὴ γαλή­νη, ποὺ πρέ­πει ἐκεῖ νὰ ἐπι­κρα­τοῦν. Οἱ ἱεροὶ ναοὶ μετα­βάλ­λον­ται σὲ κοσμι­κὰ σαλό­νια καὶ ἀκό­μη καὶ σὲ πλὰζ γυμνι­στῶν. Γι’ αὐτὸ ἐδῶ θ’ ἀπευ­θύ­νου­με μερι­κὲς συμ­βου­λές.

Καὶ πρῶ­τα στοὺς ἄνδρες καὶ στοὺς νέους. Ἄς προ­σπα­θή­σουν πρῶ­τα αὐτοὶ νὰ εἶνε ἐν τάξει ὅσον ἀφο­ρᾷ τὴ δική τους πλευ­ρά. Νὰ ἔχουν ὑπ’ ὄψιν τους ὅτι, σύμ­φω­να μὲ ρητὴ ἀπο­στο­λι­κὴ ἐντο­λή, ὁ ἄνδρας, τὴν ὥρα ποὺ προ­σεύ­χε­ται καὶ διδά­σκει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, πρέ­πει νὰ εἶνε ἀσκε­πής, νὰ μὴ φέρῃ τίπο­τε ἐπά­νω στὸ κεφά­λι του. Ἐπί­σης δὲν εἶνε ὀρθὸ ν’ ἀφή­νουν νὰ μακραί­νουν τὰ μαλ­λιά τους, νὰ τρέ­φουν κόμη καὶ νὰ τὴν περι­ποιοῦν­ται μὲ φιλα­ρέ­σκεια (βλ. Α’ Κορ. 11, 4 καὶ 14). Ὅταν ἔρχων­ται στὸν ἰ. ναὸ δὲν κάνει νὰ μπαί­νουν μὲ ἐνδυ­μα­σία ἀθλη­τι­κὴ (κον­τὰ παν­τε­λό­νια, μὲ ἀκά­λυ­πτα μέλη) ἢ νὰ στέ­κον­ται μὲ τὰ χέρια πίσω ἢ νὰ καπνί­ζουν καὶ νὰ συζη­τοῦν χωρὶς φόβο Θεοῦ.

Περισ­σό­τε­ρο ὅμως ἂς προ­σέ­ξουν οἱ γυναῖ­κες καὶ οἱ νέες. Δὲν κάνει νὰ ἔρχον­ται στὸ ναὸ μὲ ἐμφά­νι­ση ποὺ προ­κα­λεῖ τὰ περί­ερ­γα καὶ ἁμαρ­τω­λὰ βλέμ­μα­τα ἀνδρῶν καὶ νέων. Παίρ­νουν στὸ λαι­μό τους μεγά­λη ἁμαρ­τία. Πρῶ­τα — πρῶ­τα νὰ λάβουν ὑπ’ ὄψι τους, ὅτι τὸ παν­τε­λό­νι στὴ γυναῖ­κα τὸ ἀπα­γο­ρεύ­ει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Δια­θή­κη, ποὺ γρά­φει: «Οὐκ ἔσται σκεύη ἀνδρὸς ἐπὶ γυναι­κί, οὐδε μὴ ἐνδή­ση­ται ἀνηρ στο­λὴν γυναι­κεί­αν», δηλα­δή: «Δὲν θὰ φορέ­σῃ γυναῖ­κα ἐνδύ­μα­τα ἀνδρι­κά, οὔτε ἄνδρας νὰ ντυ­θῇ γυναι­κεία φορε­σιά» (Δευτ. 22, 5). Προ­φά­σεις καὶ δικαιο­λο­γί­ες ὑπάρ­χουν πολ­λές, μιὰ χρι­στια­νὴ ὅμως δὲν πρέ­πει νὰ παρα­σύ­ρε­ται ἀπὸ αὐτά. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε ὑπε­ρά­νω ὅλων. Ἔπει­τα, σὰν θυγα­τέ­ρες τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς Πανα­γί­ας, ὀφεί­λουν νὰ προ­σέ­ξουν στὰ φορέ­μα­τά τους τρία πράγ­μα­τα. Πρῶ­τον νὰ μὴν εἶνε λει­ψὰ (κον­τά, ὅσα δηλα­δὴ ἀφή­νουν ἀκά­λυ­πτες σάρ­κες, εἴτε ἀπὸ κάτω, εἴτε ἀπὸ πάνω, εἴτε τώρα καὶ στὴ μέση). Δεύ­τε­ρον νὰ μὴν εἶνε ἐφαρ­μο­στὰ (στε­νά, κολ­λη­τὰ στὸ σῶμα, ποὺ κάνουν ἐμφα­νεῖς ὅλες τίς γραμ­μές). Καὶ τρί­τον νὰ μὴν εἶνε δια­φα­νῆ (διό­τι τὸ δια­φα­νὲς δὲν δια­φέ­ρει ἀπὸ τὸ γυμνό). Ὅσες ἐπι­μέ­νουν νὰ πηγαί­νουν ἔτσι στὸν ἱερὸ ναό, νὰ γνω­ρί­ζουν ὅτι δὲν εἶνε ἐν τάξει. Φέρον­ται σὰν τίς εἰδω­λο­λά­τρισ­σες, εἰσά­γουν στὴν Ἐκκλη­σία συνή­θειες ξένες καὶ βέβη­λες. Τὸ αἴσθη­μα τῆς ντρο­πῆς καὶ προ­παν­τὸς τὸ αἴσθη­μα τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπι­τρέ­πει στὴ χρι­στια­νή, ποὺ πρό­τυ­πό της πρέ­πει νὰ ἔχῃ τὴν Πανα­γία καὶ τίς ἅγιες γυναῖ­κες τῆς πίστε­ώς μας, νὰ ἐμφα­νί­ζε­ται ἔτσι.

Μὴ θεω­ρη­θοῦν αὐτὰ ὡς ὑπερ­βο­λι­κὰ καὶ αὐστη­ρά. Ἀντι­θέ­τως, εἶνε ἐπιει­κῆ. Ἄν αὐτὰ θεω­ροῦν­ται αὐστη­ρά, ποῦ ν’ ἀκού­σε­τε κ’ ἐκεῖ­να ἀκρι­βῶς ποὺ ὁρί­ζει ὁ θεό­πνευ­στος νόμος τοῦ Θεοῦ; Καὶ ποιός θὰ τολ­μή­σῃ νὰ τὰ ὑπεν­θυ­μί­σῃ αὐτὰ στὶς γυναῖ­κες τῆς Ἐκκλη­σί­ας σήμε­ρα; Μακά­ρι οἱ σημε­ρι­νὲς χρι­στια­νὲς νὰ εἶχαν τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὡρι­μό­τη­τα καὶ τὴν πει­θαρ­χία ποὺ εἶχαν οἱ γυναῖ­κες τῆς ἐπο­χῆς τοῦ ἁγί­ου Κοσμᾶ, ποῦ, μόλις τοὺς ἔλε­γε κάτι, π.χ. γιὰ τὰ περιτ­τὰ κοσμή­μα­τα καὶ στο­λί­δια, ἀμέ­σως πει­θαρ­χοῦ­σαν καὶ μὲ προ­θυ­μία τὰ ἔβγα­ζαν. Μακά­ρι ἀκό­μη νὰ εἶχαν τὴν ἁγιό­τη­τα καὶ τὴν προ­θυ­μία τῶν γυναι­κῶν τῆς ἐπο­χῆς τῶν μεγά­λων πατέ­ρων καὶ διδα­σκά­λων, ὅπως ἦταν οἱ ὑπέ­ρο­χες μητέ­ρες καὶ ἀδελ­φές των μὲ τὰ σεμνὰ ἤθη (οἱ ἅγιες Ἀνθοῦ­σα, Μακρί­να, Μόνι­κα, Ὀλυμ­πιάς, κ.ἄ.). Μακά­ρι τέλος νὰ ἔφθα­ναν καὶ στὸ ὕψος τῶν γυναι­κῶν τῆς ἀπο­στο­λι­κῆς Ἐκκλη­σί­ας καὶ νὰ ἐφήρ­μο­ζαν κι αὐτὲς ὅσα ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος λέει στὴν Α’ πρὸς Κοριν­θί­ους ἐπι­στο­λὴ γιὰ τὴν ἐμφά­νι­ση τῶν γυναι­κῶν. Ἀλλ’ ἀφοῦ ἀνοί­ξα­με τὸ ζήτη­μα αὐτὸ καὶ φθά­σα­με ὡς ἐδῶ, ἂς τολ­μή­σου­με νὰ ὑπεν­θυ­μί­σου­με, τί ἀκρι­βῶς παραγ­γέλ­λει ἐκεῖ ὄχι κανέ­νας ἄλλος ἀλλ’ αὐτὸ τὸ σκεῦ­ος τῆς ἐκλο­γῆς, ὁ ἀπό­στο­λος τῶν ἐθνῶν Παῦ­λος. Μ’ αὐτά, ποὺ θὰ ποῦ­με τώρα, θὰ δοκι­μα­σθῇ ἡ προ­θυ­μία καὶ ἡ πει­θαρ­χία τῶν χρι­στια­νῶν γυναι­κῶν στὸ λόγο τοῦ Κυρί­ου. Λέει, λοι­πόν, ὁ ἀπό­στο­λος, ὅτι ‑ἀντι­θέ­τως μὲ τοὺς ἄνδρες, ποὺ ὅπως εἴπα­με δὲν ἐπι­τρέ­πε­ται νὰ τρέ­φουν μακριὰ μαλ­λιά- ὅλες οἱ γυναῖ­κες, μεγά­λες καὶ μικρές, δὲν ἐπι­τρέ­πε­ται νὰ κόβουν τὰ μαλ­λιά τους. Εἶνε «αἰσχρόν», λέει, νὰ κόβῃ ἡ γυναῖ­κα τὰ μαλ­λιά της. Ὄχι δὲ μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ὅταν προ­σεύ­χε­ται καὶ λέη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ εἶνε ντρο­πὴ νὰ ἔχῃ ἀκά­λυ­πτη τὴν κεφα­λή της, πρέ­πει δηλα­δὴ στὴν ἐκκλη­σία νὰ εἶνε σκε­πα­σμέ­νη μὲ σεμνὸ μαν­τή­λι (βλ. Α’ Κορ. 11, 5–6).

Σ’ αὐτὰ ἂς προ­σθέ­σου­με κάτι ἀκό­μη καὶ νὰ στα­μα­τή­σου­με. Παρα­τη­ρεῖ­ται πολ­λὲς φορὲς στοὺς ναοὺς τὸ ἄσχη­μο φαι­νό­με­νο, γυναῖ­κες νὰ φεύ­γουν ἀπὸ τίς θέσεις τους καὶ νὰ κατα­λαμ­βά­νουν θέσεις ἀνά­με­σα στοὺς ἄνδρες. Γιὰ τίς γυναῖ­κες, ὅπως εἶνε γνω­στό, ὑπάρ­χει ὅλο τὸ ἀρι­στε­ρὸ μέρος τοῦ ναοῦ καὶ ὁλό­κλη­ρος ὁ γυναι­κω­νί­της. Ἄς ἀρκε­σθοῦν λοι­πὸν στοὺς χώρους αὐτούς, ποὺ εἶνε ἀρκε­τοί, καὶ νὰ μὴ ἀνα­μι­γνύ­ον­ται μὲ τοὺς ἄνδρες.

Ἀγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί, Οἱ καλοὶ ποι­μέ­νες κατα­βάλ­λουν πάν­το­τε προ­σπά­θεια νὰ περι­φρου­ρῆ­ται ἡ εὐπρέ­πεια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ πιστὸς λαὸς καὶ μάλι­στα οἱ γυναῖ­κες δεί­ξουν πει­θαρ­χία, τότε στοὺς ἱεροὺς ναούς μας ὅλα θὰ γίνων­ται «εὐσχη­μό­νως καὶ κατὰ τάξιν» (Α’ Κορ. 14, 40). Εἶνε λυπη­ρό, οἱ ἐντε­ταλ­μέ­νοι τὼν ναῶν μας νὰ βρί­σκον­ται στὴν ἀνάγ­κη ν’ ἀπα­γο­ρεύ­ουν τὴν εἴσο­δο σὲ πρό­σω­πα ποὺ δὲν θέλουν νὰ συμ­μορ­φω­θοῦν μὲ τὴν ἐκκλη­σια­στι­κὴ τάξι. Εἶνε λυπη­ρό, ν’ ἀναγ­κά­ζον­ται νὰ ἐπα­να­λαμ­βά­νουν τὸ ἐρώ­τη­μα «Ἐται­ρε, πῶς εἴσῆλ­θες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυ­μα γάμου;» (Ματθ. 22, 12). Ὅπου, ἀντι­θέ­τως, οἱ πιστοὶ καὶ μάλι­στα οἱ γυναῖ­κες πει­θαρ­χοῦν καὶ ὑπα­κού­ουν στὰ ἀπο­στο­λι­κὰ καὶ πατε­ρι­κὰ παραγ­γέλ­μα­τα, ἐκεῖ ἡ λατρεία τελεῖ­ται ὅπως τὴν θέλει ὁ Θεός, δηλα­δὴ «ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀλη­θείᾳ» (Ἰωάν. 4, 24).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek