ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΚΒ΄ 35 - 46)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, πειράζων αὐτόν καὶ λέγων· 36Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; 37ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· 38αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 40ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. 41Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς 42λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυῒδ. 43λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, 44εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; 45εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; 46καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.
35 και ένας από αυτούς νομοδιδάσκαλος, τον ηρώτησε, με την πονηράν διάθεσιν να τον φέρη εις δύσκολον θέσιν, λέγων· 36 “Διδάσκαλε, ποία είναι η μεγαλυτέρα εντολή μέσα στον νόμον;” 37 Ο δε Ιησούς απήντησεν εις αυτόν· “να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην την καρδιάν σου και με όλην την ψυχήν σου και με όλην την δοιάνοιάν σου. 38 Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. 39 Δευτέρα δε εντολή ομοία με αυτήν· να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτόν σου. 40 Επάνω εις τας δύο αυτάς εντολάς όλος ο νόμος και οι προφήται στηρίζονται”. (Και εις την πονηράν εκείνην ερώτησιν έδωσε την θείαν απάντησίν του”. 41 Ενώ δε ήσαν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι, τους ηρώτησεν ο Ιησούς 42 λέγων· “ποίαν γνώμην έχετε περί του Χριστού; Τινος είναι απόγονος;” Λεγουν εις αυτόν· “είναι απόγονος του Δαυΐδ”. 43 Λεγει εις αυτούς· “Εάν είναι ένας απλούς και μόνον απόγονος του Δαυΐδ, πως τότε ο Δαυΐδ, εμπνεόμενος από το Αγιον Πνεύμα, ονομάζει αυτόν Κυριον και Θεόν λέγων, 44 είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου και Θεόν, τον Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου, μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον, επάνω στο οποίον θα πατούν τα πόδια σου; 45 Εάν λοιπόν ο Δαυίδ ονομάζει αυτόν Κυριον και Θεόν, πως είναι απλούς απόγονός του, όπως σεις νομίζετε; (Ο Δαυίδ λοιπόν, σύμφωνα με αποκάλυψιν εκ μέρους του Θεού, επίστευσε και προεκήρυξε τον Μεσσίαν, τον κατά σάρκα απόγονόν του, ως Κυριον του και Θεόν). 46 Και κανείς δεν ημπόρεσε ούτε λέξιν να απαντήση ούτε ετόλμησε κανείς από εκείνην την ημέραν να ερωτήση πλέον αυτόν.
35 κι ένας απ’ αυτούς, νομοδιδάσκαλος, τον ρώτησε δοκιμάζοντάς τον, για να δει ποιά απόκριση θα έδινε, και του είπε: 36 Διδάσκαλε, ποιά είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο; 37 Ο Ιησούς του είπε: Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε αυτόν ολοκληρωτικά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολόκληρη η θέλησή σου να είναι παραδομένη σ’ αυτόν, και με το νου σου ολόκληρο, ώστε αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. 38 Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. 39 Και δεύτερη εντολή όμοια μ’ αυτήν και εξίσου σπουδαία είναι: Να αγαπάς το συνάνθρωπό σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου. 40 Σ’ αυτές τις δύο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών. 41 Κι ενώ ήταν συναγμένοι οι Φαρισαίοι, τους ρώτησε ο Ιησούς: 42 Τί γνώμη έχετε σχετικά με τον Μεσσία, που θα αναδειχθεί και θα χρισθεί Μεσσίας από τον ίδιο τον Θεό; Ποιανού απόγονος είναι; Του απαντούν: Του Δαβίδ. 43 Τους λέει: Πώς λοιπόν ο Δαβίδ εμπνεόμενος από το Άγιον Πνεύμα τον ονομάζει Κύριο, όταν λέει? 44 είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χριστό: Κάθισε στο θρόνο μου στα δεξιά μου, ωσότου θέσω τους εχθρούς σου σαν υποστήριγμα που θα ακουμπούν και θα πατούν επάνω τα πόδια σου. Αλλά οι παππούδες δεν ονομάζουν ποτέ κυρίους τους τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Ούτε στέκει ποτέ να προσφωνούν οι πρόγονοι τους απογόνους τους κυρίους. 45 Εάν λοιπόν ο Δαβίδ τον ονομάζει Κύριο, πώς είναι υιός και απόγονός του; Αυτό σημαίνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνο υιός του Δαβίδ αλλά και υιός του Θεού, και γι’ αυτό είναι και κύριος του Δαβίδ. 46 Και κανείς δεν μπόρεσε να του αποκριθεί ούτε λέξη, ούτε τόλμησε κανείς από την ημέρα εκείνη να του υποβάλλει πλέον άλλα ερωτήματα.
35 καὶ ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, νομοδιδάσκαλος, ρώτησε δοκιμάζοντας αὐτὸν καὶ λέγοντας: 36 «Διδάσκαλε, ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐντολὴ στὸ νόμο;». 37 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Ν᾽ ἀγαπᾷς τὸν Κύριο τὸ Θεό σου μ᾽ ὅλη τὴν καρδιά σου καὶ μ᾽ ὅλη τὴν ψυχή σου καὶ μ᾽ ὅλο τὸ νοῦ σου. 38 Ἀὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγαλύτερη ἐντολή. 39 Δεύτερη δέ, ὁμοία μὲ αὐτή, εἶναι: Ν᾽ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου. 40 Σ᾽ αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς στηρίζονται ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες (ἡ διδασκαλία τῶν προφητῶν)». 41 Ὅταν δὲ οἱ Φαρισαῖοι ἦταν συγκεντρωμένοι, ὁ Ἰησοῦς τοὺς ρώτησε 42 λέγοντας: «Τί νομίζετε γιὰ τὸ Μεσσία; Τίνος εἶναι ἀπόγονος;». Τοῦ λέγουν: «Τοῦ Δαβίδ». 43 Τοὺς λέγει: «Ἀλλὰ πῶς ὁ Δαβὶδ μὲ τὴν ἔμπνευσι τοῦ Πνεύματος τὸν ὀνομάζει Κύριο, ὅταν λέγῃ, 44 “Εἶπεν ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου, κάθησε στὰ δεξιά μου ἕως ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου υποπόδιο τῶν ποδιῶν σου”; 45 Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Δαβὶδ τὸν ὀνομάζει Κύριο, πῶς εἶναι ἀπόγονός του;». 46 Καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ ἀπαντήσῃ λέξι, οὔτε τόλμησε κανεὶς ἀπ᾽ ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ τοῦ υποβάλῃ πλέον ἐρώτησι.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; (:Οι Φαρισαίοι όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος όπου ήταν και εκείνος μαζί με τους Σαδδουκαίους, και ένας απ’ αυτούς, νομοδιδάσκαλος, τον ρώτησε δοκιμάζοντάς τον, για να δει ποια απόκριση θα έδινε, και του είπε: ‘’Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στον νόμο;’’)»[Ματθ.22,3-36].
Πάλι ο ευαγγελιστής προβάλλει την αιτία για την οποία έπρεπε να σιωπήσουν, και δείχνει με αυτό την θρασύτητα εκείνων. Πώς και με ποιον τρόπο; Με το ότι αν και αποστομώθηκαν εκείνοι[:οι Σαδδουκαίοι με την απάντηση με την οποία μόλις προηγουμένως τους είχε αποστομώσει ο Κύριος σχετικά με την ανάσταση των νεκρών, βλ. Ματθ.22,23-33], αυτοί[:οι Φαρισαίοι] πάλι επιτίθενται. Έπρεπε δε μετά από αυτό να ησυχάζουν, αλλά αυτοί συναγωνίζονται με τους προηγουμένους, και προβάλλουν τον νομικό, όχι με σκοπό να μάθουν, αλλά επιχειρούν να παγιδεύσουν τον Κύριο και Τον ερωτούν: «Ποια είναι η πρώτη εντολή;». Επειδή λοιπόν η πρώτη εντολή είναι: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου(:Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου)»[Ματθ.22,37], καθώς περίμεναν να τους δώσει κάποια αφορμή, συμπληρώνοντας και διορθώνοντας αυτήν εξαιτίας του ότι παρουσίαζε τον εαυτό Του Θεό, του κάνουν αυτήν την ερώτηση.
Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Αφού φανέρωσε την αιτία που τους οδήγησε σε αυτό που πήγαζε από την έλλειψη κάθε ίχνους αγάπης, από το ότι λιώνουν από φθόνο και κατακυριεύονται από ζηλοτυπία, λέγει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν(:Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε Αυτόν ολοκληρωτικά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολόκληρη η θέλησή σου να είναι παραδομένη σε Αυτόν, και με τον νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Και δεύτερη εντολή όμοια με αυτήν και εξίσου σπουδαία είναι: Να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου)»[Ματθ. 22, 37-39]. Γιατί όμως είναι όμοια με αυτήν; Διότι η πρώτη εντολή προετοιμάζει την δεύτερη και συγχρόνως συγκροτείται από αυτήν. Διότι «πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ(:καθένας που επιμένει να κάνει έργα πονηρά και κακά, δεν αδιαφορεί απλώς, αλλά αποστρέφεται το φως. Και δεν έρχεται στο φως, για να μη γίνεται φανερή η ασχήμια και η ανηθικότητα των έργων του και προκληθεί έτσι η αποδοκιμασία του και η εξέγερση της συνειδήσεώς του)» [Ιω.3,20].
Και πάλι: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός(:Είπε στο βάθος του εσωτερικού του ο σκοτισμένος από την αμαρτία μέχρι αφροσύνης άνθρωπος: ‘’Δεν υπάρχει Θεός’’)» [Ψαλμ.52,1]. Και τι προκύπτει από αυτό; Ότι «Διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις(:Ο άφρων και οι όμοιοί του διεφθάρησαν και με την παράνομη και αδιόρθωτα αμαρτωλή διαγωγή τους έγιναν βδελυκτοί και μισητοί από τον Θεό και τους ευσεβείς ανθρώπους)» [Ψαλ.52,3]· και πάλι: «Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως(:διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Μερικοί μάλιστα λόγω της φιλαργυρίας τους κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)» [Α΄Τιμ. 6,10]· και «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε(: Εάν με αγαπάτε, να τηρείτε τις εντολές μου)» [Ιω. 14,15]. Όλες μάλιστα οι εντολές Του με αποκορύφωμά τους είναι: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν(:Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε σε Αυτόν να είσαι ολοκληρωτικά παραδομένος, με όλα τα βάθη της εσωτερικής και πνευματικής υπάρξεώς σου˙ και με όλη σου την ψυχή, ώστε Αυτόν να ποθείς με όλο το συναίσθημά σου˙ και με όλη τη θέληση και τη δύναμή σου, ώστε καθετί που θα κάνεις να είναι σύμφωνο με το θέλημά Του. Και με όλη σου τη δύναμη και με δραστηριότητα ακούραστη να εργάζεσαι για την εφαρμογή του θελήματός Του. Να Τον αγαπάς και με τον νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Να αγαπάς επίσης και τον πλησίον σου, τον συνάνθρωπό σου, όσο και όπως αγαπάς τον εαυτό σου)»[Λουκά 10,27].
Εάν λοιπόν η αγάπη προς τον Θεό σημαίνει αγάπη προς τον πλησίον-διότι λέγει «Εάν με αγαπάς, Πέτρε, ποίμαινε τα πρόβατά μου»[Ιω.21,17]-, η δε αγάπη προς τον πλησίον συντελεί στην διαφύλαξη των εντολών, τότε κατά φυσικό λόγο έπειτα λέγει ότι «ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται(:σε αυτές τις δύο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών)»[: Ματθ.22,40]. Γι’αυτό λοιπόν ακριβώς που έκανε προηγουμένως, το ίδιο κάνει και τώρα εδώ. Καθόσον και εκεί, όταν ρωτήθηκε για τον τρόπο της αναστάσεως, τους δίδαξε τι είναι ανάσταση, διδάσκοντάς τους μάλιστα περισσότερα από όσα χρειάζονταν να πειστούν. Και εδώ απαντώντας στην πρώτη ερώτηση, απαντά και στην δεύτερη που δεν διαφέρει και πολύ από την πρώτη (διότι είναι μεν δεύτερη, αλλά είναι όμοια με την πρώτη), υπαινισσόμενος με τον τρόπο αυτόν το κίνητρο της ερωτήσεώς τους, διότι από μίσος τον ρώτησαν. Καθόσον «ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ (:η αγάπη δεν ζηλοφθονεί)» [Α΄Κορ.13,4]. Με αυτό παρουσιάζει τον εαυτό Του να πειθαρχεί και στον μωσαϊκό νόμο και στους προφήτες.
Αλλά γιατί ο μεν Ματθαίος λέει ότι τον ρώτησε ο νομικός με σκοπό να τον πειράξει, ενώ ο Μάρκος λέγει το αντίθετο; Διότι λέγει: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἰδὼν ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη, εἶπεν αὐτῷ· οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ(:Κι ο Ιησούς, όταν είδε ότι συνετά και φρόνιμα αποκρίθηκε, του είπε: Δεν είσαι μακριά απ’ την Βασιλεία του Θεού, όπως είναι μακριά οι άλλοι γραμματείς και Φαρισαίοι, που με εξωτερικούς μόνο τύπους ζητούν να αρέσουν στον Θεό. Και κανείς πλέον δεν τολμούσε να τον ρωτήσει)» [Μάρκ.12,34]. Δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, αλλά αντιθέτως συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό. Διότι τον ρώτησε στην αρχή με σκοπό να τον πειράξει, επειδή όμως ωφελήθηκε ο νομικός από την απάντηση, επαινέθηκε. Ούτε βέβαια τον επαίνεσε από την αρχή, αλλά όταν είπε ότι η προς τον πλησίον αγάπη έχει μεγαλύτερη αξία από τις θυσίες ολοκαυτωμάτων, τότε λέγει: «Δεν βρίσκεσαι μακριά από την Βασιλεία του Θεού»· διότι παρέβλεψε τα δευτερεύοντα και ασχολήθηκε με την αρχή της αρετής. Καθόσον όλα εκείνα, και το Σάββατο και τα λοιπά, γι’ αυτόν τον σκοπό έγιναν. Και ούτε του έπλεξε πλήρη έπαινο, αλλά ακόμη μικρό. Διότι με τους λόγους του: «Δεν βρίσκεσαι μακριά», του δείχνει ότι ακόμη απέχει ώστε να ζητήσει το υπόλοιπο. Εάν δε με το να πει «εἷς ἐστι ὁ Θεὸς καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ(:Ένας είναι ο Θεός και δεν υπάρχει άλλος εκτός από Αυτόν)»[Μάρκ.12,32], τον επαίνεσε ο Κύριος, αυτό να μη σε κάνει να θαυμάζεις, αλλά και από αυτό μάθε καλά πως απαντά ο Κύριος ανάλογα με την διάθεση αυτών που Τον πλησιάζουν. Διότι και αν ακόμη λέγουν άπειρα λόγια αντάξια της δόξης του Χριστού, όμως δεν θα τολμήσουν να πουν αυτό, ότι δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου Θεός.
Για ποιον λόγο λοιπόν επαινεί αυτόν που είπε ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από τον Πατέρα; Ο Κύριος δεν εξαιρούσε τον εαυτό Του από το να είναι Θεός· μακριά κάτι τέτοιο· αλλά επειδή δεν ήταν ακόμη ο κατάλληλος καιρός να αποκαλύψει την θεότητά του αφήνει εκείνον να μένει στην εκ προτέρου γνωστή πίστη και τον επαινεί που γνωρίζει καλά την παλαιά, ώστε να τον προετοιμάσει για την διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, εισάγοντας αυτήν τον κατάλληλο καιρό. Άλλωστε δε και το «Ένας είναι ο Θεός, και άλλος από Αυτόν δεν υπάρχει» και στην Παλαιά Διαθήκη και παντού δεν λέγεται προς αθέτηση του Υιού, αλλά έχει λεχθεί προς αντιδιαστολή από τα είδωλα. Ώστε, επαινώντας αυτόν που έδωσε αυτήν την απάντηση, τον επαινεί γι’ αυτήν ακριβώς την πίστη του.
Στη συνέχεια και μετά την απάντηση ερωτά: «Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; Τίνος υἱός ἐστι; Λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυΐδ(: ‘’Ποια γνώμη έχετε σχετικά με τον Μεσσία, που θα αναδειχθεί και θα χρισθεί Μεσσίας από τον ίδιο τον Θεό; Τίνος απόγονος είναι;’’. Του απαντούν: ‘’Του Δαβίδ’’)»[Ματθ.22,42]. Πρόσεχε μετά από πόσα θαύματα ερωτά· μετά από πόσα σημεία, μετά από πόσες ερωτήσεις, μετά από πόσες αποδείξεις συμφωνίας του προς τον Πατέρα τόσο με τα λόγια όσο και με τα έργα, μετά από τον έπαινο αυτού που είπε ότι «Ένας είναι ο Θεός», ώστε να μην βρουν δικαιολογία και πουν ότι θαύματα μεν έκανε, αλλά όμως ήταν αντίθετος προς τον νόμο και πολέμιος προς τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν κάνει την ερώτηση αυτήν μετά από τόσα, οδηγώντας αυτούς με τρόπο λανθάνοντα στο να ομολογήσουν και Αυτόν Θεό. Και τους μεν μαθητές καταρχήν τους ρώτησε, τι λένε οι άλλοι γι’ Αυτόν, και στη συνέχεια ζήτησε την γνώμη τους, αυτούς όμως δεν τους ρωτά έτσι, αν και Τον ονόμασαν πλάνο και πονηρό, επειδή χωρίς φόβο έλεγαν τα πάντα. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν εξετάζει την γνώμη αυτών των ίδιων.
Επειδή, λοιπόν, στη συνέχεια επρόκειτο να βαδίσει προς το Πάθος αναφέρει την προφητεία που διακηρύττει αυτόν σαφώς Κύριο, αλλά όμως αυτό δεν γίνεται απλώς και ως έτυχε, ούτε θέτει αυτό εκ των προτέρων ως σκοπό Του, αλλά κατόπιν ευλόγου αιτίας. Διότι, αφού ρώτησε αυτούς προηγουμένως, επειδή η απάντησή τους δεν περιλάμβανε την πραγματική τους γνώμη γι’ Αυτόν(διότι τον ονόμαζαν απλό άνθρωπο), ανατρέποντας την εσφαλμένη τους γνώμη, αναφέρει τον Δαβίδ, ο οποίος ανακηρύττει την θεότητά Του. Διότι εκείνοι μεν νόμιζαν ότι ήταν απλός άνθρωπος, για τον λόγο αυτόν και έλεγαν ότι ήταν υιός του Δαβίδ, Αυτός όμως, διορθώνοντας αυτήν την γνώμη τους, αναφέρει τον Δαβίδ, ο οποίος διαβεβαιώνει και την κυριότητά Του και ότι είναι γνήσιος Υιός του Θεού και ομότιμος προς τον Πατέρα Του. Και δεν σταματά μέχρις εδώ, αλλά με σκοπό να τους προκαλέσει φόβο, προσθέτει και τους επόμενους λόγους, «μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδών σου», ώστε να τους προσελκύσει έστω και με αυτόν τον τρόπο. Και για να μη λένε ότι έδωσε την απάντηση με σκοπό να κολακεύσει εκείνον τον νομικό και ότι αυτή η γνώμη ήταν ανθρώπινη, πρόσεχε τι λέγει: «Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; Εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι;(: Πώς λοιπόν ο Δαβίδ, εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα, τον ονομάζει Κύριο, όταν λέει: «Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χριστό: ‘’Κάθισε στον θρόνο μου στα δεξιά μου, ωσότου θέσω τους εχθρούς σου σαν υποστήριγμα που θα ακουμπούν και θα πατούν επάνω τα πόδια σου’’; Αλλά οι παππούδες δεν ονομάζουν ποτέ κυρίους τους τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Ούτε στέκει ποτέ να προσφωνούν οι πρόγονοι τους απογόνους τους, κυρίους. Εάν λοιπόν ο Δαβίδ Τον ονομάζει Κύριο, πώς είναι υιός και απόγονός του; Αυτό σημαίνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνο υιός του Δαβίδ, αλλά και Υιός του Θεού, και γι’ αυτό είναι και Κύριος του Δαβίδ)»[Ματθ.22, 43-45· πρβ. Ψαλμ.109,1: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου(: Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Μεσσία: Κάθισε στα δεξιά μου δοξαζόμενος και απολαμβάνοντας ίση τιμή με εμένα, έως ότου θέσω τους εχθρούς σου σαν άλλο στήριγμα, που θα πατούν επάνω τα πόδια σου)»].
Πρόσεχε πώς με τρόπο μαλακό εισάγει την περί του εαυτού Του γνώμη και δόξα. Καταρχήν είπε «Ποια γνώμη έχετε για τον Χριστό; Τίνος Υιός είναι;», ώστε με την ερώτηση να τους οδηγήσει στην απάντηση. Στη συνέχεια, επειδή είπαν ότι είναι Υιός του Δαβίδ, δεν είπε: «Να και ο Δαβίδ λέγει το εξής», αλλά και πάλι με τρόπο ερωτήσεως λέγει: «Πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυΐδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱός αὐτοῦ ἐστι;(: Πώς λοιπόν ο Δαβίδ εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα τον ονομάζει Κύριο, όταν λέει: ‘’Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χριστό: Κάθισε στον θρόνο μου στα δεξιά μου, ωσότου θέσω τους εχθρούς σου σαν υποστήριγμα που θα ακουμπούν και θα πατούν επάνω τα πόδια σου’’. Αλλά οι παππούδες δεν ονομάζουν ποτέ κυρίους τους τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Ούτε στέκει ποτέ να προσφωνούν οι πρόγονοι τους απογόνους τους κυρίους. Εάν λοιπόν ο Δαβίδ τον ονομάζει Κύριο, πώς είναι υιός και απόγονός του; Αυτό σημαίνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνο υιός του Δαβίδ, αλλά και υιός του Θεού, και γι’ αυτό είναι και κύριος του Δαβίδ)» [Ματθ.22,43-45], ώστε να μην παρουσιαστεί ως αντιτιθέμενος προς τους λόγους τους. Για τον λόγο αυτόν δεν είπε: «Ποια γνώμη έχετε για εμένα;», αλλά «περί του Χριστού». Για τον λόγο αυτόν και οι απόστολοι με πλάγιο τρόπο ομιλούσαν για τον Δαβίδ λέγοντας: «Μπορούμε με παρρησία να σας πούμε για τον Πατριάρχη Δαβίδ, ότι πέθανε και ενταφιάστηκε» [Ιω.3,13].
Κατά όμοιο τρόπο και ο Κύριος για τον λόγο αυτόν υπό μορφήν ερωτήσεως και συλλογισμού εισάγει την αλήθεια αυτήν, λέγοντας: «Πώς λοιπόν ο Δαβίδ, εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα, ονομάζει Αυτόν Κύριο με τα λόγια : Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου, κάθισε στα δεξιά μου μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδών σου». Και πάλι: «Εάν λοιπόν ο Δαβίδ ονομάζει αυτόν Κύριο, πώς είναι υιός του;». Με τα λόγια αυτά δεν αναιρεί το ότι είναι υιός του, μη γένοιτο, διότι δεν θα επιτιμούσε τον Πέτρο γι’αυτό, αλλά διορθώνει την εσφαλμένη γνώμη εκείνων. Ώστε όταν λέει «Πώς είναι υιός του;» εννοεί αυτό, ότι δηλαδή «δεν είναι το πράγμα όπως το εννοείτε εσείς». Διότι εκείνοι έλεγαν ότι είναι μόνο υιός του Δαβίδ και όχι και Κύριος. Και αυτό το έκανε μετά την μαρτυρία, και πάλι όμως με τρόπο πλάγιο: «Εάν λοιπόν ο Δαβίδ ονομάζει αυτόν Κύριο, πώς είναι υιός του;».
Αλλά όμως, αν και άκουσαν αυτά, δεν έδωσαν καμία απάντηση· διότι βέβαια ήθελαν να μάθουν κάτι από τα πρέποντα. Για τον λόγο αυτόν ο Ίδιος προσθέτει τους λόγους ότι είναι Κύριος του Δαβίδ. Μάλλον δε ούτε και αυτό λέγει κατά τρόπο ευθύ, αλλά αφού έλαβε μαζί του τον προφήτη, για τον λόγο ότι έδειχναν μεγάλη απιστία προς αυτόν, και διαβαλλόταν από αυτούς. Αυτό λοιπόν που κατεξοχήν πρέπει να σκεπτόμαστε, είναι ότι δεν πρέπει να σκανδαλιζόμαστε και όταν ακόμη λέγεται από Αυτόν κάτι το ταπεινό και μη ευθές. Διότι η αιτία του, μαζί με πολλές άλλες, ήταν η συγκατάβασή Του να συνομιλεί με αυτούς. Για τον λόγο αυτόν και τώρα διδάσκει τις αλήθειες με μορφή ερωτήσεως και απαντήσεως, υπαινίσσεται δε και με τον τρόπο αυτόν την αξία Αυτού. Διότι δεν ήταν το ίδιο να ακούσουν να ονομάζεται Κύριος των Ιουδαίων και Κύριος του Δαβίδ.
Εσύ πάλι πρόσεξε, σε παρακαλώ, και το επίκαιρο του πράγματος. Διότι όταν είπε ότι «Ένας είναι ο Κύριος», τότε και για τον εαυτό Του είπε ότι είναι Κύριος, αποδεικνύοντας αυτό όχι μόνο με τα έργα Του, αλλά και με την προφητεία. Και αποδεικνύει ότι χάριν Αυτού και ο Πατήρ αμύνεται εναντίον τους, διότι λέγει: «μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδών σου»· και από τους λόγους αυτούς γίνεται φανερή πολλή ομόνοια του Πατρός προς Αυτόν, καθώς και τιμή. Και θέτει αυτό ως το τέλος των συζητήσεών Του με αυτούς, το οποίο ήταν υψηλό και μέγα και ικανό να κλείσει τα στόματά τους. Καθόσον οι λόγοι αυτοί τους έκαναν να σιωπήσουν, όχι με την θέλησή τους, αλλά επειδή δεν είχαν τίποτε να πουν, και έτσι δέχτηκαν καίριο πλήγμα, ώστε να μην τολμήσουν ποτέ πλέον στο εξής να επιχειρήσουν το ίδιο πράγμα. Διότι λέγει: «Καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι(:Και κανείς δεν μπόρεσε να του αποκριθεί ούτε λέξη, ούτε τόλμησε κανείς από την ημέρα εκείνη να του υποβάλλει πλέον άλλα ερωτήματα)»[Ματθ. 22, 46]. Δεν ήταν δε μικρή η ωφέλεια που ελάμβανε το πλήθος από αυτό. Για τον λόγο αυτόν και προς αυτούς πλέον στρέφει τον λόγο, αφού απομάκρυνε τους λύκους και απέκρουσε τις επιβουλές τους. Διότι εκείνοι δεν κέρδιζαν τίποτε, επειδή κυριεύτηκαν από την κενοδοξία και ενέπεσαν στο φοβερό αυτό πάθος. Πράγματι αυτό το πάθος είναι φοβερό και πολυκέφαλο· διότι κυριευμένοι από αυτήν άλλοι μεν ποθούν σφόδρα την εξουσία, άλλοι δε τα χρήματα και άλλοι την δύναμη. Καθώς μάλιστα προχωρεί η κενοδοξία, χρησιμοποιεί και την ελεημοσύνη και την νηστεία και τις προσευχές και την διδασκαλία και γενικώς είναι πολλές οι κεφαλές αυτού του θηρίου. Αλλά το να κενοδοξούν μεν ως προς όλα τα άλλα δεν είναι καθόλου αξιοθαύμαστο, το να χρησιμοποιούν όμως την νηστεία και να προσεύχονται από φιλοδοξία, αυτό είναι το παράξενο και αξιοδάκρυτο[…].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΟΑ΄(επιλεγμένο απόσπασμα),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 460-473.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diat
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Ε (Κυριακοδρόμιο Β΄)
Ὅποιος θέλει νὰ ὀνειδίσει το Θεό, στὴν πραγματικότητα ντροπιάζεται ὁ ἴδιος, ἐνῶ ὁ Θεὸς δοξάζεται περισσότερο. Ὅποιος προσπαθεῖ νὰ ταπεινώσει τὸ δίκαιο ἄνθρωπο, καταλήγει στὸ τέλος νὰ ταπεινώνεται ὁ ἴδιος καὶ νὰ ἐγκωμιάζεται o δίκαιος. Ἐκεῖνος ποὺ βάζει βράχο στὸ δρόμο τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου θὰ προσκόψει πάνω του ὁ ἴδιος, ἐνῶ θ’ ἀναγκάσει τὸ δίκαιο νὰ σκαρφαλώσει στὰ ὕψη, ἀπ’ ὅπου θὰ βλέπει καλύτερα καὶ μακρύτερα. Αὐτὸς ποὺ φυσάει τὴ φωτιὰ τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου γιὰ νὰ τὴ σβήσει, θὰ τὴ βοηθήσει νὰ γίνει μεγαλύτερη, ἐνῶ θὰ σβήσει ἡ δική του.
Στὴν τρικυμιώδη θάλασσα αὐτοῦ τοῦ κόσμου βράχος εἶναι ὁ Θεός, ὅπου οἱ δίκαιοι σώζονται, ἐνῶ τὰ πλοῖα τῶν ἀθέων ναυαγοῦν. Στὴν ταραγμένη θάλασσα τῆς ζωῆς o δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι «λίθος προσκόμματος» γιὰ τὸν ἁμαρτωλό. Ὁ ἁμαρτωλὸς σπρώχνει το βράχο πρὸς τὴ μιὰ πλευρὰ καὶ πέφτει στὸ λάκκο ποὺ ἄφησε ὁ βράχος πίσω του. Ἐκεῖνος ποὺ ρίχνει τὴ σκόνη κόντρα στὸν ἄνεμο, θὰ τυφλωθεῖ. Ἐκεῖνος ποὺ σωρεύει βράχους σὲ μιὰ λίμνη, θὰ πνιγεῖ.
Ὁ Θεὸς ἔχει ἀφήσει σκόπιμα τὸν δίκαιο ἄοπλο καὶ ἀπροστάτευτο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, γιὰ ν’ ἀποκαλύψει τῇ δύναμή Τοῦ καὶ γιὰ νὰ βάλει «λίθον προσκόμματος» μπροστὰ στοὺς τυράννους. Ἕνα νῆμα δικαιοσύνης εἶναι πιὸ δυνατὸ καὶ πιὸ ἀνθεκτικὸ ἀπὸ μιὰ ἁλυσίδα ἀδικίας. Ὁ τύραννος προσπαθεῖ νὰ σπάσει τὸ νῆμα τῆς δικαιοσύνης, ἀλλὰ θὰ τυλιχτεῖ σ’ αὐτὸ καὶ θὰ πνιγεῖ.
Ὁ σατανᾶς προσπάθησε νὰ βλάψει τὸν δίκαιο Ἰώβ, ἀλλὰ τὸν βοήθησε ν’ ἀνεβεῖ στοὺς οὐρανούς. Ὅταν ὁ Ἰὼβ φαινόταν ἀδύναμος, τότε βγῆκε νικητής. Ὁ σατανᾶς θέλησε νὰ καταστρέψει το βασιλιᾶ Ἡρώδης· ὁ Ἡρώδης μὲ τὴν κακία του δὲν μπόρεσε ν’ ἀντισταθεῖ. Καταστράφηκε ὁ βασιλιᾶς τότε ποὺ φαινόταν παντοδύναμος. Ὅλα ὅσα εἶναι τοῦ Θεοῦ μοιάζουν ἀδύναμα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, εἶναι ὅμως πιὸ δυνατὰ κι ἀπὸ τ’ ἄστρα, πιὸ ἠχηρὰ κι ἀπό το θόρυβο τοῦ ὠκεανοῦ.
Ἀκοῦστε καὶ διδαχθεῖτε ἀπὸ τίς παρακάτω ἀντιθέσεις ποὺ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία μᾶς: Μωυσης καὶ Φαραώ, Δαβὶδ καὶ Γολιάθ, Ἰὼβ καὶ σατανᾶς, Ἱερουσαλὴμ καὶ Βαβυλών, οἱ Τρεῖς Παῖδες κι ὁ Ναβουχοδονόσορας, Δανιὴλ καὶ Δαρεῖος, ἀπόστολοι καὶ Ρώμη. Ἄν κατανοήσουμε τὴ διδαχὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς μὲ τὰ σαφῆ παραδείγματα αὐτά, θ’ ἀναφωνήσουμε μαζὶ μὲ τὸ δίκαιο Δαβίδ: «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν τῷ ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. ἴθ’ 8). Θ’ ἀντιληφθοῦμε μὲ τὸ νοῦ μας τότε καὶ θὰ συνειδητοποιήσουμε μὲ τὴν καρδιά μας τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἶνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνη καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ϊνα καταισχύνη τὰ ἰσχυρά» (Α’ Κορ. ἅ’ 27).
Δὲν μπορεῖς πουθενὰ στὴν παγκόσμια ἱστορία νὰ δεῖς καθαρότερα τὴ θέση τοῦ καλοῦ στὸν κόσμο, ὅσο στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Νὰ δεὶς δηλαδὴ τὴν πορεία τοῦ καλοῦ, τὴν πλασματικὴ ἀδυναμία του καὶ τὴν ἀκαταμάχητη δύναμή του. Ὁ πασίγνωστος, ἐμφανίστηκε σὰν ἄγνωστος. Ὁ δικαιότερος, καταδικάστηκε ὡς ἄνομος. Ὁ ἰσχυρότερος, ἀφέθηκε νὰ θανατωθεῖ ὡς ἀδύναμος. Καὶ ποιό ἦταν τελικὰ τὸ ἀποτέλεσμα; Νίκη καὶ δόξα. Ἡ δική Του νίκη καὶ δόξα, μὰ ἡ ἧττα καὶ τὸ ὄνειδος ἐκείνων ποῦ δὲν τὸν δέχτηκαν, ποῦ δὲν τὸν ὁμολόγησαν, ποὺ τὸν βασάνισαν. Τὸ ἀληθινὸ τέλος ὅμως δὲν ἔφτασε ἀκόμα. Κι ὅταν ἔρθει, τότε θ’ ἀναδειχτεί ὅλη ἡ μεγαλοσύνη τῆς νίκης Του κι ἡ λαμπρότητα τῆς δόξας Του. Τότε μόνο θ’ ἀποκαλυφτεῖ ὅλος ὁ τρόμος τῆς ἥττας καὶ τὸ ὄνειδος ἐκείνων ποὺ τὸν καταδίωξαν καὶ τὸν βασάνισαν. Κάθε φορὰ ποὺ οἱ ἐχθροὶ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ ἔστηναν τὰ δίχτυα τοὺς γιὰ νὰ παγιδέψουν τὸ Χριστό, ἔπεφταν οἱ ἴδιοι στὴν παγίδα. Κάθε φορὰ ποὺ προετοιμάζονταν νὰ τὸν ταπεινώσουν, ταπεινώνονταν οἱ ἴδιοι. Ὅσες φορὲς προσπάθησαν νὰ τὸν φιμώσουν, φιμώθηκαν οἱ ἴδιοι. Στὴν πραγματικότητα ὅλα ὅσα ἔκαναν γιὰ νὰ τὸν ταπεινώσουν, κατέληξαν στὴ δική Του δόξα καὶ στὸ δικό τους ὄνειδος. Αὐτὸ γινόταν τότε, τὸ ἴδιο γίνεται καὶ σήμερα. “Ὅποιος ἀντιτίθεται στὸ Χριστὸ σήμερα, θὰ πέσει, τὸν περιμένει ὄλεθρος. Μέσα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀντίθεση θὰ προκύψει ἡ δόξα κι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ λάμψουν περισσότερο. Ἔτσι εἶναι σήμερα, ἔτσι θὰ εἶναι αὔριο κι ἔτσι θὰ εἶναι ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς φανερώνει θαυμάσια τί παθαίνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀποπειρῶνται νὰ ἐκπειράσουν το Θεό, νὰ τιμηθοῦν οἱ ἴδιοι καὶ νὰ ταπεινώσουν Ἐκεῖνον.
Καὶ ἐπηρώτησεν εἰς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ;» (Ματθ. κβ’ 35,36 ). Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία ἀπὸ μιὰ σειρά πειρασμῶν, μὲ τοὺς ὁποίους οἱ Ἰουδαῖοι προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν ἀφορμὴ γιὰ νὰ καταδικάσουν σὲ θάνατο τὸ Χριστό. Πόσο ἔχει ἐγκλωβίσει ὁ πονηρὸς τοὺς ἀνθρώπους! Ἐνῶ ὁ Θεὸς προσπαθεῖ νὰ βρεῖ μιὰ μοναδικὴ καλὴ πράξη τοῦ μεγαλύτερου ἁμαρτωλοῦ γιὰ νὰ τὸν σώσει, οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονται νὰ βροῦν μιὰ μοναδικὴ ἁμαρτία τοῦ δίκαιου γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν.
Τὴν πρώτη φορὰ οἱ ἀρχιερεῖς κι οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ δοκίμασαν τὸ Χριστὸ μὲ τὴν ἐρώτηση: «εν ποία ἐξουσία ταῦτα ποιεῖς, καί τις σοὶ ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν ταύτην;» (Ματθ. καὶ 23). Στὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ Χριστὸς ἀπάντησε μὲ ἄλλη ἐρώτηση, γιὰ τὸν Ἰωάννη το Βαπτιστή, κατὰ πόσο δηλαδὴ πίστευαν πῶς τὸ βάπτισμά του ἦταν ἀπὸ Θεοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων. Μὲ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ Κύριος ἔφερε σὲ σύγχυση τοὺς ἐχθρούς Του, γιατί σκέφτηκαν μεταξύ τους: «Ἐὰν εἴπωμεν ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὖν οὔκ επιστεύσατε αὐτῷ ἐὰν δὲ εἴπωμεν ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτης» (Ματθ. καὶ 25,26).
Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ κατέληξε σὲ δόξα τοῦ Χριστού καὶ σὲ ὄνειδος τῶν ἐπικριτῶν Του, γιατί ἔτσι ἀποκαλύφτηκε ἡ δειλία τους νὰ ποῦν τὴν ἀλήθεια. Ταυτόχρονα ὅμως τοὺς δίδαξε πῶς ὁ Ἰωάννης ἦταν σταλμένος ἀπό το Θεὸ καί, κυρίως, πῶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦταν ὁ οὐράνιος κυβερνήτης. Στὴν περίπτωση αὐτὴ βρέθηκαν σὲ ἀμηχανία καί ἔχθρα μεταξύ τους οἱ ἱερεῖς κι οἱ γραμματεῖς ποὺ πολεμοῦσαν τὸ Χριστό.
Στὴ συνέχεια οἱ Φαρισαῖοι κι οἱ Ἠρωδιανοὶ προσπάθησαν νὰ παγιδέψουν τὸ Χριστὸ μὲ τὴν ἐρώτηση ἂν ἔπρεπε ἢ ὄχι νὰ πληρώνουν φόρο στὸν Καίσαρα: «Εἶπε οὖν ἡμῖν, τί σοὶ δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον τῷ Καίσαρι ἢ οὐ;» (Ματθ. κβ’ 17). Ὁ Χριστὸς κοίταξε τὸ νόμισμα ποὺ εἶχε τὴν εἰκόνα τοῦ Καίσαρα κι ἀπάντησε: «Ἀπόδοτε οὖν τα Καίσαρος Καίσαρι καί τα τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῶ» (Ματθ. κβ’ 21). Κι αὐτὴ ἡ δοκιμασία κατέληξε στὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ντροπὴ ἐκείνων ποὺ ρώτησαν. Μὲ τὰ λόγια Του ὁ Χριστὸς πρόσθεσε ἕνα ἀκόμα τοῦβλο στὴν οἰκοδομὴ τῆς διδασκαλίας Του. Μᾶς ἄφησε ἔτσι ἕνα ὑπέροχο καὶ οὐσιῶδες μάθημα καὶ ταυτόχρονα ντρόπιασε τοὺς ὑποκριτές, ἀποκαλύπτοντας τοὺς πονηροὺς σκοπούς τους. Μὲ τὴ δοκιμασία αὐτὴ οἱ παλιοὶ παραδοσιακοὶ ἐχθροί – οἱ Φαρισαῖοι κι οἱ Ἠρωδιανοί – συνεργάστηκαν. Οἱ πρῶτοι ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ φανοῦν πατριῶτες καὶ φίλοι τοῦ λαοῦ καὶ οἱ δεύτεροι, ἐπειδὴ ἦταν πιστοὶ στοὺς Ρωμαίους, τοὺς κυρίαρχους τῆς Παλαιστίνης.
Μετὰ πλησίασαν τὸ Χριστὸ οἱ Σαδδουκαῖοι, μὲ μιὰ καινούργια δοκιμασία.
Ὅταν πέθαναν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ἑπτὰ ἀδέρφια, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο εἶχαν ὅλοι τους μὲ τὴ σειρὰ τὴν ἴδια γυναῖκα, στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σὲ ποιόν ἀπ’ ὅλους θ’ ἀνῆκε ἡ γυναῖκα; Στὴν ἀνόητη αὐτὴ ἐρώτηση, ποὺ οἱ ὑποκριτὲς νόμιζαν πῶς ἦταν πολὺ ἔξυπνη γιὰ νὰ παγιδέψουν τὸ Χριστό, ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀπάντησε: «Ἐν τη ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ’ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανὸ εἰσι» (Ματθ. κβ’ 30). Στοὺς Σαδδουκαίους ποὺ εἶχαν καλῆ θύραθεν παιδεία καὶ δὲν πίστευαν οὔτε στὴν Ἁγία Γραφὴ οὔτε στὴ μετὰ θάνατον ζωή, ὁ Κύριος ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία νὰ στηρίξει τὴν πίστη στὴν πέραν τοῦ τάφου ζωὴ καὶ στὴν ἀνάσταση λέγοντας: «Περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ρηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, ἐγὼ εἶμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς, Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων» (Ματθ. κβ’ 31,32). Ἔτσι κι αὐτὸς ὁ πειρασμὸς εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ νικήσει ὁ Χριστὸς καὶ νὰ χάσουν ἐκεῖνοι. Ὁ Κύριος δίνει ἀπαντήσεις στὶς ἐρωτήσεις τους ποὺ κανένας ἄλλος δὲ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει. Κι ἔτσι ἡ ἄγνοια κι ἡ ἀνοησία τῶν ὑποκριτῶν ἀποδείχτηκε.
Τέλος ὅταν οἱ Σαδδουκαίοι, ποὺ ὁ κόσμος τοὺς λογάριαζε ἀνθρώπους σοφούς, ὅπως βέβαια πίστευαν κι οἱ ἴδιοι, ἔνιωσαν ὅτι νικήθηκαν, τότε συνεργάστηκαν μὲ τοὺς χειρότερους ἐχθρούς τους, τοὺς Φαρισαίους. Συμφώνησαν νὰ συνδυάσουν τὴν ἐπίθεσή τους κι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ρώτησε τὸ Χριστὸ ἐξ ὀνόματος ὅλων: ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; Μὲ τίς ἐρωτήσεις αὐτὲς οἱ ὑπηρέτες τοῦ σκότους πίστευαν πῶς θὰ παγιδέψουν τὸ Χριστό, πῶς θὰ βροῦν ἀφορμὴ νὰ τὸν καταδικάσουν. Εἶχαν ποδοπατήσει τίς μέγιστες ἐντολὲς ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ Μωυσῆ κι ἔμειναν μὲ δυὸ μόνο ἄδεια ὄστρακα: τὴν περιτομὴ καὶ τὸ σαββατισμό, τὴν τήρηση δηλαδὴ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Εἶναι ἀλήθεια πῶς κι αὐτὲς ἦταν ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, μὰ ὄχι ἀπὸ τίς μεγάλες, τίς βασικές. Ὅταν δόθηκαν δὲν ἦταν τόσο στεῖρες καὶ ἀσήμαντες, ὅσο ἀργότερα ποὺ κατανοήθηκαν. Οἱ Σαδδουκαῖοι νόμιζαν πῶς ὁ Χριστὸς θὰ ἔδινε μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον τρόπο ἔμφαση σὲ μιὰ ἀπὸ τίς τρείς· στὴν περιτομή, στὸ σαββατισμὸ ἢ σὲ κάποια ἄλλη νέα δική του ἐντολή. Σκέφτονταν: «Ἄν πεῖ πῶς ἡ μέγιστη ἐντολὴ εἶναι ἡ περιτομή, θὰ τὸν κατηγορήσουμε πῶς ὑποτιμᾶ τὴν τήρηση τοῦ Σαββάτου. Ἄν πεῖ πῶς τὸ Σάββατο εἶναι μεγαλύτερη ἐντολή, θὰ τὸν κατηγορήσουμε πῶς μειώνει τὴν περιτομή. Ἄν ὑποστηρίξει κάποια δική του ἐντολῇ, θὰ τὸν κατηγορήσουμε πῶς ὑποτιμᾶ τὸν ἀρχαῖο νόμο τοῦ Θεοῦ». Ἠταν ἀνίκανοι μὲ τὸν ἀδύναμο νοῦ τους νὰ ὑποψιαστοῦν πῶς ὁ Χριστὸς θὰ τόνιζε αὐτὸ στὸ ὁποῖο ἐκεῖνοι ἦταν ἐντελῶς ἀδύναμοι, πῶς μιλῶντας γιὰ τὸ παλιό, ἐξέφραζε τὸ καινούργιο.
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ’ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σοῦ ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου: αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή: δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτὴ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σοῦ ὡς σεαυτόν» (Ματθ. κβ’ 37,38,39). Κι οἱ δυὸ αὐτές ἐντολὲς ὑπάρχουν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἂν καὶ δὲ θὰ τίς συναντήσουμε μαζί. Βρίσκονται σὲ δύο διαφορετικὰ βιβλία τοῦ Μωυσῆ (Δευτερονόμιο στ’ 5 καὶ Λευϊτικὸ ἴθ’ 18). Δὲν περιέχονται στὶς Δέκα Εντολές του Θεοῦ, ποὺ συνιστοῦν τὸ θεμέλιο ὅλου τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ἀναφέρονται συμπτωματικὰ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τίς ἔχουν προσέξει πολλοί. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι τοποθετήθηκαν ἀνάμεσα στὶς μικρότερες ἐντολές. Αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι τότε δὲν ἦταν ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦν τίς ἐντολὲς αὐτές. Πρέπει νὰ φοιτήσει σὲ κατώτερο σχολεῖο κανεὶς κι ἔπειτα σὲ ἀνώτερο. Ὁ Δεκάλογος τοῦ Μωυσῆ ἀντιπροσωπεύει τὸ κατώτερο σχολεῖο προετοιμασίας γιὰ τὸ ἀνώτερο σχολεῖο τῆς ἀγάπης.
«Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου». Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μέγιστη ἐντολή. Ἡ δεύτερη πηγάζει ἀπὸ τὴν πρώτη κι ἐξαρτᾶται ἀπ’ αὐτήν. Ὑπάρχει ἀγάπη μὲ ἐντολή; Ὄχι, δὲν ὑπάρχει. Δυστυχῶς ὅμως, πρέπει νὰ ὑπάρχουν ἐντολὲς γιὰ τὴν ἀγάπη, ἐπειδὴ ἡ σκοτισμένη καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ξεχάσει τὴ φυσικὴ ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ‘χεῖ γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ μητέρα δὲν ὑπενθυμίζει στὸ παιδὶ πῶς πρέπει νὰ τὴν ἀγαπᾶ, ἐκτὸς ἂν τὸ παιδί της τὴν ξεχνᾶ, τὴν περιφρονεῖ, τὴν θλίβει πολὺ καὶ γλιστρᾶ στὸν ὀλισθηρὸ δρόμο τῆς κοσμικῆς ἀγάπης. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἡ ἀγάπη πρὸς τὴ μητέρα γίνεται ἐντολή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ μητέρα ὅσο γιὰ τὸ παιδί.
Ὁ Θεὸς δὲ δίνει καμιὰ ἐντολὴ ἀγάπης στοὺς ἀγγέλους, γιατί βρίσκονται κοντά Του κι εἶναι φυσικό τους νὰ τὸν ἀγαποῦν.
Εἶναι μεγάλη ντροπὴ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος τὸ γεγονὸς ὅτι προκάλεσε τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐντολὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι συνάμα ἐπίπληξη πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὅποιος ἔχει τὴν παραμικρὴ ἰδέα γιὰ ἐκεῖνα ποὺ κάνει ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ ὅ,τι ἑπομένως ὀφείλει ὁ ἴδιος στὸ Θεό, πρέπει νὰ νιώσει πραγματικὰ πολὺ μεγάλη ντροπή, ποὺ ἔγινε αἴτιος νὰ δεχτεῖ τέτοια ἐντολή. Τὸ ν’ ἀγαπᾶ το Θεὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιὸ φυσικὸ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι γιὰ ἕνα παιδὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὴ μητέρα του. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιά το Θεὸ ἑπομένως, χωρὶς τὴν ὕπαρξη καμιᾶς ἐντολῆς, εἶναι πιὸ προφανής, ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ πρὸς τὴ μητέρα του.
Γιατί τὸ παιδὶ ἀγαπᾶ τὴ μητέρα του; Ἐπειδὴ νιώθει πῶς ἡ μητέρα του τὸν ἀγαπᾶ. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲ νιώθει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἴδιο; Ἐπειδὴ ἡ καρδιά του ἔχει σκληρυνθεῖ, ἡ πνευματική του ὅραση ἔχει σκοτιστεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ προετοιμάσει τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, νὰ τίς κάνει νὰ νιώσουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νὰ δώσει φὼς στὴ σκοτισμένη πνευματικὴ ὅρασή τους.
Ὁ ὅσιος Τύχων τοῦ Ζαντὸνσκ γράφει στὸν Α’ τόμο τῶν Ἔργων του: «Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ὑπέρτατο ἀγαθό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται κάθε ἀγαθὸ καί κάθε εὐλογία. Τὸ νὰ ζεῖς κοντὰ στὸ Θεὸ εἶναι ἡ εὐτυχία μέσα στὴ δυστυχία, πλοῦτος μέσα στὴ φτώχεια, ἀνάπαυση μέσα στὴ στέρηση. Ἀγάπα Τον, ὡς τὸ ὑπέρτατο ἀγαθὸ καὶ τὴν ὑπέρτατη εὐλογία, περισσότερο ἀπὸ κάθε πλάσμα, περισσότερο ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα σου, περισσότερο ἀπὸ σύζυγο καὶ παιδιά, περισσότερο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου».
Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο ὡς ἡ μέγιστη καὶ ἰσχυρότερη ἔκφραση τῆς ἀναλλοίωτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἦρθε γιὰ ν’ ἀνάψει ξανὰ τὸ σβησμένο πῦρ τῆς ἀγάπης στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, νὰ καταστήσει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ φυσικὸ ἐκεῖνο ποὺ κάποτε ἦταν ἐντελῶς αὐτονόητο στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως καὶ στοὺς ἀγγέλους, ἀλλὰ μὲ τὸν καιρὸ ἔγινε ἀφύσικο. Ἄν μιὰ μητέρα δὲν ἀγαποῦσε τὸ παιδί της, θὰ μποροῦσε τὸ παιδὶ ν’ ἀγαπήσει τὴ μητέρα τοῦ; Ἄν ο Θεὸς δὲν ἀγαποῦσε τὸν ἄνθρωπο, θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀγαπήσει το Θεό; Ὁ Θεὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἀρχή -καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκόμα αγαπά τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι φυσικὸ στὸν ἄνθρωπο ν’ ἀγαπᾶ το Θεό.
Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος, εἶπε στὸν οὐράνιο Πατέρα Του: «… ἶνα γινώσκη ὁ κόσμος ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας» (Ἰωάν. ἴζ’ 23). Τί ὑπέροχα καὶ παρηγορητικὰ λόγια! Ὁ Θεὸς ἔχει πατρικὴ ἀγάπη γιά μας τοὺς ἁμαρτωλοὺς κι ἀκάθαρτους ἀνθρώπους, ἀγάπη σὰν κι αὐτὴν ποὺ ἔχει γιά το μονογενῆ Του Υἱό. Ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ γνωρίζουν καὶ νὰ νιώθουν τὸ βάθος τῆς ἄσβεστης φλόγας τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ καμιὰ ἐντολὴ ἀγάπης. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα, θὰ ἔνιωθαν ντροπὴ ἂν κάποιος τοὺς ἔδινε ἐντολὴ πῶς πρέπει ν’ ἀγαποῦν το Θεό, ν’ ἀνταποδώσουν ἀγάπη στὴν ἀγάπη.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ ἔγειρε τὸ κεφάλι του στὸ στῆθος τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ του, ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὴν πληρέστερη δυνατὴ ἀντίληψη τοῦ βάθους καὶ τῆς γλυκύτητας τῆς θείας ἀγάπης ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀνεξάντλητη πηγή της, γράφει: «Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Ἰωάν. δ’ 10). Καὶ παρακάτω: «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Αὐτ. δ’ 19).
Προσέξτε μὲ τί τρόπο γράφει! Αὐτὰ δὲν εἶναι ἐπιτηδευμένα λόγια κάποιου σοφοῦ κοσμικοῦ διανοητῆ. Εἶναι τὸ μουρμούρισμα καὶ τὸ ψέλλισμα τῆς καρδιᾶς κάποιου ποὺ εἶχε δοκιμάσει τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πηγή της καὶ χρησιμοποιεῖ μὲ χαρὰ κι εὐχαρίστηση τ’ ἁπλούστερα λόγια γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἄς δοῦμε τώρα τί γράφει γιὰ τὴν ἀγάπη ἕνας ἄλλος ἀπόστολος, ποῦ πρὶν μισοῦσε καὶ καταδίωκε τὸ Χριστό: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;… πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστώτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τίς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ της ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. ἡ 35, 38-39).
Ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, δὲν πιστεύω πῶς διατύπωσε κάποιος ἄνθρωπος καλύτερα τὴν ἀγάπη. Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγάπη σύμφωνη μὲ κάποια ἐντολὴ ἢ προϊὸν ἐντολῆς. Οἱ ἐντολὲς δίνονται σ’ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀξίζει νὰ τιμωρηθοῦν ἐπειδὴ εἶναι ἀναίσθητοι στὴν ἀγάπη, ἐπειδὴ βεβηλώνουν τὴν ἀγάπη κι ἡ ἀγνωμοσύνη τους στὸ Θεὸ ἔφτασε στὸν οὐρανό. Οὔτε ὁ Χριστὸς οὔτε οἱ ἀπόστολοι οὔτε κι ὅλοι οἱ χοροὶ ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν το Θεὸ τόσο στὸν οὐρανὸ ὅσο καὶ στὴ γῆ, ἔχουν ἐκφράσει καλύτερα τὴν ἐντολὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἢ ἔδωσαν πιὸ ἰσχυρὸ κίνητρο στὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς αὐτῆς, ἀπό την ἁπλῆ ὑπενθύμιση πῶς αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς.
Βιβλία ὁλόκληρα θὰ μποροῦσαν νὰ γραφοῦν – καὶ ἔχουν γραφεῖ – μὲ ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά μας καὶ γιὰ λόγους ποὺ ἔχουμε κι ἐμεῖς ν’ ἀγαπᾶμε το Θεό. Ὁλόκληρος ὁ κτιστὸς κόσμος, ὁρατὸς καὶ ἀόρατος, εἶναι μιὰ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς. Ἡ φύση ὁλόκληρη – ὁ ἥλιος, τὰ ἄστρα, οἱ ἐποχές, τὸ διάστημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου κάτω ἀπὸ τὸ μάτι τῆς θείας πρόνοιας, ἡ μεγάλη ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ στοὺς ἁμαρτωλούς, ἡ ἀόρατη μὰ δυναμικὴ παρουσία τῶν δικαίων καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ δὲν μποροῦν ν’ ἀναφερθοῦν ξεχωριστά, εἶναι ὅλα ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά μας. Ἀλλὰ γιατί ν’ ἀπαριθμοῦμε ολ’ αὐτά, ὅταν εἶναι ἀρκετὸ νὰ ποῦμε ἁπλᾶ πῶς ὁ Θεός μας ἀγαπᾶ, πῶς αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς; Ἡ κάθοδος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, τὰ ἔργα Του καὶ τὸ Πάθος Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὑπερβαίνουν μὲ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴ λαμπρότητά τους κάθε ἄλλη ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία Του τὸ φανερώνει αὐτό, τὰ ἔργα Του τὸ βεβαιώνουν, τὸ Πάθος Του τὸ σφραγίζει. Ἑπομένως οἱ ἐντολὲς Τοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη ἔπρεπε νὰ εἶναι στὴν καρδιά μας μιά φυσικὴ αἴσθηση, ὅμοια μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ πρὸς τὴ μητέρα του: ὅμοια μὰ πολὺ ἰσχυρότερη.
Γιατί ὁ Κύριος μὲ τὴν ἐντολή Του μᾶς λέει ν’ ἀγαπᾶμε το Θεὸ μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ ὅλη τὴ διάνοιά μας; Πρῶτο, ὥστε ἡ ἐντολὴ αὐτὴ νὰ χαραχτεῖ ὅσο τὸ δυνατὸ βαθύτερα στὸ νοῦ μας. Δεύτερο, γιὰ νὰ δείξει πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποκλείει κάθε ἄλλη ἀγάπη, κάθε ἀπόσχιση τῆς ἀγάπης, κάθε ὑπηρεσία σὲ δυὸ κυρίους – στὸ Θεὸ καί το μαμμωνᾶ.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη, βαθύτερη ἔννοια. Ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός – Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα – ἀλλὰ ἐν μονάδι. Κι ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι τριαδικός – καρδιά, ψυχὴ καὶ νοῦς. Ὁ Πατέρας ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο, ὁ Υἱὸς ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ὁλόκληρος ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο. Ἐμεῖς ἑπομένως ἔχουμε τὴν ἐντολή, ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀγαπᾶ ὁλόκληρο το Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, ὅλη του τὴν ψυχὴ καὶ ὅλο του το νοῦ, τότε ἀγαπᾶ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀγαπᾶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ ὁλόκληρο το Θεό. Ὅταν ἕνα μέρος τοῦ ἀνθρώπου ἀγαπᾶ ἕνα μέρος τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι πλήρης. Τότε ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀγάπη. Ἕνας διαιρεμένος ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ὅπως κι ἕνας διαιρεμένος Θεὸς δὲν εἶναι Θεός.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέει πῶς ἀγαπᾶ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ δὲ γνωρίζει τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέει πῶς ἀγαπᾶ τὸν Υἱό, ἀλλὰ δὲ γνωρίζει τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἢ πῶς ἀγαπᾶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ δὲ γνωρίζει τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, τότε δὲν ἀγαπᾶ το Θεό, γιατί δὲ γνωρίζει το Θεὸ στὴν πληρότητά Του. Μέ τον ἴδιο τρόπο ὁ ἄνθρωπος ποὺ λέει πῶς ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ μόνο μὲ τὴν καρδιὰ ἢ μὲ τὴν ψυχὴ ἢ μὲ τὸ νοῦ του, δὲν ἀγαπᾶ το Θεό, γιατί δὲ γνωρίζει ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του ἤ, στὴν πραγματικότητα, δὲν ξέρει ν’ ἀγαπᾶ. Ἡ ἀγάπη, ἡ πραγματικὴ ἀγάπη, ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ πλῆρες στὸ πλῆρες.
Βλέπετε πῶς μὲ τὸ ἐσωτερικὸ καὶ ἀνεξάντλητο περιεχόμενό τους, οἱ ἁπλὲς αὐτὲς ἐντολὲς ἀπορρίπτουν ὅλες τίς αἱρέσεις ἐναντίον τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ; Κι ἀκόμα, πῶς ἀπ’ αὐτὲς κονιορτοποιοῦνται ὅλες οἱ δευτερογενεῖς ψυχολογικὲς ἑρμηνεῖες κάποιων σύγχρονων ἐπιστημόνων, ποὺ διαιροῦν τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν βλέπουν ὡς κάτι ἐντελῶς ἀνάξιο καὶ ἀξιοθρήνητο;
«Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτὴ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σοῦ ὡς σεαυτόν» (Ματθ. κβ’ 39). Δὲ λέει πῶς εἶναι ἴσης ἀξίας μὲ τὴν πρώτη, ἀλλὰ ὁμοία αὐτή. Ἡ δεύτερη ἐντολὴ μιλάει γιὰ τὴν ἀγάπη ὄχι πρὸς τὸ Δημιουργό, ἀλλὰ πρὸς τὰ δημιουργήματα. Τὸ παιδὶ ποὺ ἀγαπᾶ τὴ μητέρα του, ἀγαπᾶ κι ὅλα ὅσα λέει ἢ κάνει ἡ μητέρα του. Τὸ παιδὶ πού ἀγαπᾶ τὴ μητέρα του, ἀγαπᾶ κυρίως τ’ ἀδέρφια καὶ τίς ἀδερφές του. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴ μητέρα του δυναμώνει τὴν ἀγάπη γιὰ τ’ ἀδέρφια του. “Ὅποιος ἀγαπᾶ τοὺς γονεῖς του, εἶναι φυσικὸ ν’ ἀγαπᾶ καὶ τ’ ἀδέρφια του. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τοὺς γονεῖς του, σπάνια θ’ ἀγαπήσει τ’ ἀδέρφια του. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, εὔκολα θ’ ἀγαπήσει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὰν ἀδέρφια του ἐν Θεῷ. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ το Θεό, αὐταπατᾶται ἂν νομίζει πῶς ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Στὴν καλλίτερη περίπτωση τέτοιος ἄνθρωπος θὰ “χεῖ μόνο κάποια ὀμιχλώδη συμπάθεια γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κι αὐτὴ ἀκόμα θὰ προέρχεται ἀπὸ φιλαυτία.
Ἡ ἐντολὴ αὐτή, μ’ ὅλο ποὺ τὴ συναντᾶμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ ἀκούγεται ἐντελῶς καινούργια. Σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο ἀναφέρει πάλι ὁ Ἰησοῦς: «Ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἶνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἶνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. ἴγ ́ 34). Εἶναι καινή, καινούργια, πρῶτο ἐπειδὴ τὴν εἶπε Ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὴ μεγαλύτερη ἀγάπη στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Δεύτερο, ἐπειδὴ ἡ ἔννοια «ἀλλήλους» ἐπεκτείνεται πολὺ μακρύτερα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καὶ φτάνει σ’ ὅλους τοὺς λαοὺς τοῦ Θεοῦ. «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», λέει ὁ Κύριος, «ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε;» (Ματθ. ἔ’ 44,46). Ὁ Θεὸς δέν κάνει τὸν ἥλιο Τοῦ νὰ λάμπει καὶ στοὺς ἐχθρούς μας; Δὲ στέλνει τὴ βροχή Του καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ δὲ σ’ ἀγαποῦν; Ἐσὺ πρέπει ν’ ἀγαπᾶς τοὺς ἀνθρώπους γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ διαχωρισμὸς τῶν δίκαιων ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνήκει στὸ Θεό.
Οἱ πλησίον μᾶς εἶναι ὁ ὁρατὸς χῶρος ὅπου δείχνουμε τὴν ἀγάπη μᾶς γιὰ τὸν ἀόρατο Θεό. Σὲ ποιόν θὰ βεβαιωθεῖ ἡ ἀγάπη μᾶς γιὰ τὸ Θεό, ἂν ὄχι στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν μαζί μας στὴ γῆ; Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη μᾶς γιὰ τὸν πλησίον, ὅπως ἡ μητέρα χαίρεται ὅταν κάποιος ξένος δείχνει τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ παιδί της. Εἶναι τόσο οὐσιαστικὸ νὰ δείχνουμε τὴν ἀγάπη μᾶς πρὸς τὸ Θεὸ μέσῳ τῆς ἀγάπης μᾶς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γύρῳ μας, ὥστε ὁ ἀπόστολος τῆς ἀγάπης ἀποκαλεῖ ψεύτη ἐκεῖνον ποὺ λέει πῶς ἀγαπᾶ το Θεὸ ἀλλὰ μισεῖ τὸν ἀδερφό του: «Ἐὰν τίς εἴπη ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῆ, ψεύστης ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. δ’ 20).
Οἱ πλησίον εἶναι γιὰ μᾶς ἕνα σχολεῖο, ὅπου ἀσκούμαστε στὴν πιὸ τέλεια ἀγάπη – στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κάθε πράξη ἀγάπης ποὺ κάνουμε γιὰ τὸν ἄλλον, πληροῖ τὴν ἀγάπη μᾶς γιὰ τὸ Θεό. Ἡ βάση τῆς ἀγάπης μας γιὰ τὸν πλησίον φανερώνεται καθαρά, μὲ ἔργα καὶ μὲ λόγια, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ τοὺς ἀποστόλους Του, καθὼς κι ἀπὸ τὴν χορεία ὅλων ἐκείνων ποὺ εὐαρέστησαν στὸ Θεό, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς θεοφόρους πατέρες μας καὶ τοὺς μάρτυρες. Τὰ μεγαλύτερα ἔργα ἀγάπης εἶναι ἡ φιλανθρωπία, ἡ συγχώρηση τῶν προσβολῶν, ἡ προσευχὴ γιὰ τοὺς ἄλλους, ἡ βοήθεια στοὺς ἀδύνατους, ἡ διόρθωση τῶν ὑπερηφάνων, ἡ ἐπίπληξη τῶν ἀνόμων, ἡ διδασκαλία τῶν ἀγραμμάτων, ἡ ἀπόκρυψη τῶν ἀδυναμιῶν τῶν ἄλλων, ὁ ἔπαινος τῶν ἀρετῶν τῶν ἄλλων, ἡ ὑπεράσπιση τῶν καταπιεσμένων καὶ ἡ θυσία τῆς ζωῆς μᾶς γιὰ τοὺς ἄλλους. «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἶνα τίς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῆ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. ἰε’ 13). Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος κάνει ἀκόμα καὶ τὴ μεγαλύτερη θυσία γιὰ ὁποιοδήποτε ἄλλο λόγο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἡ θυσία του εἶναι ἄκαρπη (βλ. Α ́ Κορ. ἴγ’ 3). “Ὅποιος ἔχει ἀγάπη τὰ ἔχει ὅλα. Αὐτὸς ἐκπληρώνει ὅλον το νόμο.
Τέλος, ἂς ἀναφέρουμε τὴ βαθιὰ ἀντίληψη τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπ’ ὅπου προκύπτει φυσικὰ καὶ ἀβίαστα ἡ ἀντίληψη τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν πλησίον μας. Ὅλοι οἱ πιστοὶ εἴμαστε μέλη τοῦ Χριστοῦ, ζωντανὰ τμήματα τοῦ Σώματός Τοῦ (βλ. Ἐφ. κεφ. δ’& ἔ’, AΚορ. στ’ 15). Συμμετέχουμε ὅλοι σ’ ἕνα μεγάλο, ζωντανὸ ὀργανισμὸ καὶ διαμορφώνουμε τὸ οὐράνιο σῶμα, κεφαλὴ τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Χριστός. Ἔτσι λοιπόν, πρέπει νὰ βοηθᾶμε μὲ ἀγάπη ὁ καθένας τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν πρόοδο τοῦ ἄλλου. Ὅταν προοδεύει ἕνα μέλος τοῦ σώματος, αὐτὸ εἶναι γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν ὠφέλεια ὅλου τοῦ σώματος. Ὅταν ἕνα μέλος τοῦ σώματος εἶναι ἄρρωστο, τότε ὅλο τὸ σῶμα ὑποφέρει καὶ ἀσθενεῖ. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον μᾶς ὑπηρετεῖ τόσο τὴ δική μας ὑγεία ὅσο καὶ τὴ δική του. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὑγεία τὸ μῖσος εἶναι ἀρρώστια. Ἡ ἀγάπη εἶναι σωτηρία τὸ μῖσος εἶναι καταδίκη.
Οἱ δύο αὐτὲς ἐντολὲς γιὰ τὴν ἀγάπη εἶναι οἱ μέγιστες τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Μεγαλύτερες οὔτε ὑπῆρξαν οὔτε καὶ πρόκειται νὰ ὑπάρξουν στὴ γῆ. Αὐτὸς εἶναι ὁ «βασιλικὸς νόμος», ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος (β’ 8). Σ’ αὐτὸν στηρίζεται ὁ οὐρανὸς καὶ μ’ αὐτὸν σώζεται ἡ γῆ. «Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται» (Ματθ. κβ’ 40). Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸ Μωυσῆ ὅλον το νόμο ἀπὸ ἀγάπη. Ὁ Θεὸς ἐνέπνευσε τοὺς προφῆτες ἀπὸ ἀγάπη. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς πῶς οἱ τέσσερις πρῶτες ἐντολὲς ἀναφέρονται στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κι οἱ ὑπόλοιπες ἕξι στὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον μας, μ’ ὅλο ποῦ καὶ οἱ δέκα ἀρχαῖες ἐντολὲς εἶναι ἁπλῆ σκιά τοῦ Νόμου τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη. Θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ πεῖ κανεὶς πῶς κάθε καλὸ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπὸ ἀγάπη γιά το Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό του. Τέλος θὰ μποροῦσε νὰ εἰπωθεῖ πῶς ὅλες οἱ ἁμαρτίες ποὺ διαπράχθηκαν ποτέ, ἦταν ἁμαρτίες ἐναντίον τῆς ἀγάπης, εἴτε γιά το Θεὸ εἴτε γιὰ τὸν πλησίον. Ἄν προχωρήσουμε περισσότερο στὴ θεώρηση τοῦ βάθους καὶ τῆς ἔκτασης τῶν δύο αὐτῶν ἐντολῶν, θὰ ποῦμε ἐλεύθερα πῶς τόσο ὁ οὐρανὸς ὅσο καὶ ἡ γῆ ἐξαρτιῶνται ἀπ’ αὐτὲς ὁλόκληρος ὁ κτιστὸς κόσμος, τόσο ὁ ἀγγελικὸς ὅσο καὶ ὁ ὑλικός.
Προσέξτε τί κατόρθωσαν νὰ κάνουν μὲ τὴ συνωμοσία τους οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ! Προσέξτε τί πύρινες σπίθες χάραξαν τὴν πέτρα μὲ τὰ πανοῦργα χτυπήματά τους! Ἤθελαν νὰ ταπεινώσουν καὶ νὰ μπερδέψουν τὸ Χριστό. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ κονιορτοποιηθοῦν οἱ ἴδιοι καὶ νὰ ὑψωθεῖ ὁ Χριστὸς στὸ θρόνο τοῦ αἰώνιου Νομοδότη. Ἡ τελευταία αὐτὴ δοκιμασία πρόσφερε στὸ Χριστὸ αἰώνια δόξα καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς πολύτιμη βοήθεια, μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τίς ἐντολὲς τῆς ἀγάπης.
Μετὰ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ οἱ ἐχθροί Του ἀποστομώθηκαν. «Οὐδε ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι» (Ματθ. κβ’ 46). Κι ὄχι μόνο αὐτό. Σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου, ὁ νομικὸς ποὺ ἔκανε τὴν ἐρώτηση στὸν Κύριο, βρισκόταν πολὺ κοντὰ στὸ νὰ γίνει μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «οὐ μακρὰν εἴ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. ἴβ’ 34). Κι αὐτὸ ἐπειδὴ ὅταν ἄκουσε ὁ νομικὸς τὴν καταπληκτικὴ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατηθεῖ κι ἀναφώνησε: «Καλῶς, διδάσκαλε, ἐπ’ ἀληθείας εἶπας» καὶ πρόσθεσε «πῶς τὸ ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτὸν πλειὸν ἔστι πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν» (Μάρκ. ἴβ’32,33). Ἐκεῖνος ποὺ λογάριαζε τον ἑαυτό του νικητή, βρέθηκε ἐξουθενωμένος. Αὐτοὶ ποὺ σκέφτηκαν νὰ τὸν παγιδέψουν, καταντροπιάστηκαν. Κι ἀπὸ τότε δὲν τολμοῦσε κανένας νὰ τοῦ κάνει τέτοιες ἐρωτήσεις.
Τότε ἦρθε ἡ σειρὰ τοῦ Χριστοῦ νὰ τοὺς ρωτήσει: «Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱὸς ἔστι; λέγουσιν αὐτὸ τοῦ Δαβίδ. λέγει αὐτοὺς πῶς oυν Δαβὶδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μοῦ ἕως ἂν θὼ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἴ οὔν Δαβὶδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι;» (Ματθ. κβ’ 42 – 45). Μὲ τὴν ἐρώτησή Τοῦ αὐτὴ ὁ Κύριος ἤθελε πρώτ’ ἀπ’ ὅλα νὰ κάνει σαφὲς πῶς ὁ ἴδιος ἦταν ὁ Χριστός. Δεύτερο ἤθελε νὰ δείξει σ’ ἐκείνους ποὺ περίμεναν το Μεσσία ὡς ἐπίγειο βασιλιᾶ ἀπὸ τὸν Οἶκο Δαβίδ, ποὺ θὰ διωχνε τοὺς Ρωμαίους καὶ θὰ μετέτρεπε τὸν Ἰσραὴλ σ’ ἕνα δυνατὸ ἐπίγειο βασίλειο, πῶς αὐταπατῶνται. Τρίτο νὰ φανερώσει πῶς ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἐκπειράζουν εἶναι ἐχθροί Του καὶ τέταρτο, πῶς αὐτοί, ὡς ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔρθει καὶ ποὺ εἶχε ἤδη ἔρθει, θὰ κατατροπωθοῦν καὶ θὰ τιμωρηθοῦν. Τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἔλεγαν, ἦταν: «Υἱὸς Δαβίδ». Μόνο αὐτὸ ἤξεραν. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς καταγόταν πραγματικὰ ἀπὸ τὸν Οἶκο Δαβὶδ κι ἑπομένως, σύμφωνα μὲ το νόμο τους, ἦταν υἱὸς Δαβίδ.
O προφήτης Δαβὶδ δὲ σκεφτόταν τὸ Μεσσία ὡς υἱὸ τοῦ κατὰ σάρκα μόνο, διαφορετικὰ δὲ θὰ τὸν ὀνόμαζε Κύριό του. Δὲν ὑπάρχει πουθενὰ κάποιος πρόγονος ποὺ νὰ ὀνομάζει τὸν ἀπόγονό του «Κύριο». Ὁ Δαβὶδ ὅμως εἶδε «ἐν πνεύματι» καὶ ὁμολόγησε τὴ διπλὴ φύση τοῦ Χριστοῦ, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη καὶ τὸν ὀνόμασε Κύριο, «ἐν πνεύματι» πάλι. Ὁ Δαβὶδ κατανόησε τὸ μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ παλιά, μὲ τὸ προφητικὸ πνεῦμα του, πολὺ καλύτερα ἀπὸ τοὺς Φαρισσαίους καὶ τοὺς Σαδδουκαίους, ποὺ εἶδαν τὸ Χριστὸ πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Ὁ Χριστὸς θὰ γεννιόταν ἀπὸ τὸν Οἶκο του, θὰ ‘παιρνε σάρκα ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο Μαρία, ποῦ καταγόταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ. Θὰ ἐρχόταν ὡς ὁ αἰώνιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴ θεία φύση Του. Κι ἔτσι ἦρθε. Ὁ Κύριος παραθέτει τὰ λόγια τοῦ Δαβὶδ ὄχι γιὰ νὰ τὰ διορθώσει, ἀλλὰ νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει. Ὅλα ὅσα προεῖδε καὶ προεῖπε ὁ Δαβὶδ ἦταν ἀληθινά. Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὰ εἶχε γράψει. Ὁ Μεσσίας ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεὸς καὶ ἀνέμενε ὁ κόσμος, ἦρθε στὴ γῆ τόσο ὡς υἱὸς Δαβὶδ ὅσο καὶ ὡς Υἱὸς Θεοῦ. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του, πραγματικὰ «ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς» (Ἐβρ. ἅ’ 3) κι ὅλοι οἱ ἐχθροί Του ἔγιναν ὑποπόδιο τῶν ποδῶν Του. Ἡ ἐξουσία Του ἦταν «ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι» (Ἐφ. ἅ’ 21).
Τώρα ἔχουμε ἕνα ἀποκαλυμμένο μυστήριο. Τότε ἦταν μιὰ μυστήρια ἀποκάλυψη. Ὁ Κύριος ἑπομένως δὲ μιλοῦσε γιὰ τὸν Ἑαυτό Του. Παρέθεσε ἁπλᾶ τὴν προφητεία τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἔπρεπε νὰ γνωρίζουν οἱ Ἰουδαῖοι. Γνώριζαν γράμματα, διάβαζαν τίς λέξεις, μόνο τὸ νόημα τῶν λεγομένων δὲν μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν. Ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν πλευρά του δὲν τοὺς ἔλεγε τίποτα περισσότερο. Τοὺς ρωτοῦσε μόνο ἂν κατανοοῦσαν το Νόμο, γιὰ τὸν ὁποῖο τοῦ εἶχαν κάνει τὴν ἐρώτηση: ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; Ἔδωσε μιὰ καθαρὴ ἀπάντηση στὴν ἐρώτησή τους «καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτὸ ἀποκριθῆναι λόγον» (Ματθ. κβ’ 46). Ἀποδείχτηκε ἔτσι καθαρὰ πῶς γνώριζε το Νόμο, ἐνῶ ἐκεῖνοι τὸν ἀγνοοῦσαν, κι ἂς προφασίζονταν πῶς λογάριαζαν ἑαυτοὺς παντογνῶστες στὸ νομικὸ χῶρο. Ὁ Κύριος δὲ γνώριζε μόνο τὸ γράμμα τοῦ Νόμου. Κατανοοῦσε καὶ τὸ πνεῦμα του, τὴν πνοή του. Ἐκεῖνοι γνώριζαν μόνο τὸ γράμμα του, ἀγνοοῦσαν τὸ πνεῦμα καὶ τὴ ζωή του. Αὐτὸ σημαίνει πῶς στὴν πραγματικότητα δὲν ἤξεραν τίποτα. Κι αὐτὸ ποὺ γνώριζαν τοὺς ὁδηγοῦσε στὸν ὄλεθρο τὸ δικό τους, καθὼς κι ἐκείνων ποὺ τοὺς ἄκουγαν.
«Οὐδὲ ἐτόλμησε τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι» (Ματθ. κβ’ 46). Οἱ συζητήσεις ποὺ εἶχαν μαζὶ Τοῦ τοὺς γέμισαν φόβο, γιατί νικητὴς ἔβγαινε πάντα ἐκεῖνος. Δὲν μπορούσαν νὰ τὸν παγιδέψουν μὲ λόγια, ὥστε νὰ τὸν καταδικάσουν. Τώρα λοιπὸν ἄφησαν τὰ λόγια κατὰ μέρος κι ἔπιασαν τὸ χρυσὸ καὶ τὸ ἀσήμι, γιὰ νὰ δωροδοκήσουν τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς ψευδομάρτυρες. Αὐτὸ ποὺ ἀπέτυχαν νὰ κάνουν μὲ τὰ λόγια, τὸ κατόρθωσαν μὲ τὸ ἀσήμι καὶ τὸ χρυσάφι. Κι αὐτὴ ἡ ἐπιφανειακὴ ἐπιτυχία τους ὅμως ἀποδείχτηκε τραγικὴ γι’ αὐτούς. Ἡ τελευταία αὐτὴ καὶ πιὸ ἄδικη καταφυγή τους ἔφερε τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, ὅπως φάνηκε καὶ σ’ ὅλες τίς προφορικὲς δοκιμασίες ποὺ τοῦ ἔθεσαν. Γιατί πρόσφερε στὸ Χριστὸ τὴν τελευταία καὶ μοναδικὴ νίκη, ἐνῶ σ’ ἐκείνους ἔδωσε τὸ ἀνεπανόρθωτο χτύπημα καὶ τὸν αἰώνιο ὄλεθρό τους. Μόλις εἶχαν περάσει τρεὶς μέρες ἀπὸ τότε ποὺ πλήρωσαν ἀνθρώπους γιὰ νὰ συλλάβουν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ ψευδομαρτυρήσουν ἐναντίον Του, ὅταν ἀναγκάστηκαν νὰ πληρώσουν φύλακες γιὰ νὰ κρύψουν τὴν Ἀνάστασή Του!
Θὰ ἦταν χίλιες φορὲς καλύτερα νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ κάποιος ἄνθρωπος, παρὰ νὰ γεννηθεῖ καὶ νὰ σταθεῖ ἐνάντια στὸ Θεό. Ὅσοι θελήσουν νὰ ταπεινώσουν το Θεό, θὰ ταπεινωθοῦν οἱ ἴδιοι, ἐνῶ ὁ Θεὸς θὰ δοξαστεῖ περισσότερο. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ θαυμαστό. Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Αθάνατο Ευαγγέλιο!
«Εν ταύταις ταις δυσιν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. 22, 40)
ΠΛΗΣΙΑΣΕ, αγαπητοί μου χριστιανοί, λέει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, πλησίασε κάποιος νομικός το Χριστό, θέλοντας να τον δοκιμάση, και του υπέβαλε το ερώτημα: «Διδάσκαλε, ποία εντολή μεγάλη εν τω νόμω;». Ποιά είνε η σπουδαιότερη έντολή; Και ο Ιησούς απήντησε: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου» (Ματθ. 22, 37). Αυτή είνε η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Και δευτέρα σαν κι αυτήν· «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. 22, 39). Με τα λόγια αυτά ο Χριστός έδειξε, ότι στην κορυφή όλων των εντολών είνε η αγάπη, η διπλή αγάπη και αγάπη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον. Και μετά απ’ αυτά πρόσθεσε: «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. 22, 40). Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Ότι όλη η Παλαιά Διαθήκη και όλη η αγία Γραφή και όλος ο νόμος και το θέλημα του Θεού συνοψίζονται και συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτές τις δύο εντολές.
Ο λόγος αυτός του Χριστού δείχνει πόσο ανώτερο είνε το Ευαγγέλιο απέναντι στα άλλα θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα. Αντί άλλου λοιπόν δικού μας κηρύγματος, ας μεταφέρουμε εδώ ωρισμένες ωραίες παρατηρήσεις, που κάνει πάνω στα λόγια αυτά ο ι. Χρυσόστομος.
Περίφημοι αρχαίοι φιλόσοφοι, λέει ο ι. πατήρ, παρ’ όλη τη σοφία τους, παρ’ όλο το μήκος των συγγραμμάτων τους και παρ’ όλη τη διαλεκτική τους ικανότητα, δεν μπόρεσαν να δώσουν στους ανθρώπους να καταλάβουν στοιχειώδεις έννοιες, π.χ. τί είνε ορθό και δίκαιο. Ούτε ήταν δυνατόν, απλοϊκοι γεωργοί και τεχνίτες και οικοδόμοι και οι άλλοι που ζούν από χειρωνακτική εργασία ν’ αφήσουν τις ασχολίες τους και να ριχτούν στη μελέτη φιλοσοφικών συγγραμμάτων, όπως λ.χ. της Πολιτείας του Πλάτωνος, για να μάθουν τι είνε δίκαιο. Διότι μέχρις ότου μελετήσουν τέτοια ὀγκώδη συγγράμματα καὶ μάθουν τί εἶνε ὀρθὸ καὶ δίκαιο, θὰ εἶχαν πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα. Ἐνῶ στὸ Εὐαγγέλιο! Ὅλα ὑπάρχουν σ’ αὐτό. Καὶ ποιό εἶνε τὸ δίκαιο, καὶ ποιό εἶνε τὸ πρέπον, καὶ ποιό εἶνε τὸ συμφέρον. Μ’ ἕνα λόγο, ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ ὅλη τὴν ἀρετή, θὰ τὰ βρὴς ἐκεῖ. Ὁ Χριστὸς μέσα σὲ λίγα καὶ σαφῆ λόγια συμπεριέλαβε ὅ,τι εἶνε σπουδαῖο καὶ ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Καὶ μόνο αὐτό; Ὅ,τι λέει ὁ Χριστὸς τὸ διδάσκει μὲ τόσο ἁπλὸ καὶ μεταδοτικὸ τρόπο, ὥστε νὰ διευκολύνονται ὅλοι, καὶ ὁ πιὸ ἀδαὴς καὶ ἀμόρφωτος, νὰ τὸ καταλάβουν καὶ νὰ τὸ θυμῶνται. Ἔχει δὲ ὁ Χριστὸς στὰ λόγια του καὶ ώρισμένες μεστὲς ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες μὲ μοναδικὸ τρόπο ἁπλοποιοῦν καὶ κάνουν εὔκολα καὶ τὰ πιὸ δύσκολα πράγματα. Θέλετε δύο παραδείγματα; Ἕνας τέτοιος λόγος εἶνε αὐτὸς ποὺ ἀκούσαμε νὰ λέη στὸ νομικό «’Ἐν ταύταις ταῖς δυσιν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται» (Ματθ. 22, 40), ὅλος δηλαδὴ ὁ θεῖος νόμος συμπεριλαμβάνεται στὴν ἀγάπη πρός το Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον. Μὴ πελαγοδρομείς, λέει, καὶ μὴ δυσκολεύεσαι νὰ θυμηθῇς. Ἄν ἔμαθες τὸ μάθημα τῆς ἀγάπης, τὰ ἔμαθες ὅλα. Ἄλλος τέτοιος λόγος εἶνε ὁ γνωστὸς ἐκεῖνος «χρυσοῦς κανών» «Πάντα ὅσα ἂν θέλετε ἕνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτῳ καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς: οὗτος γὰρ ἔστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται» (Ματθ. 7, 12). Ποιά εἶνε δηλαδή, μὲ σύντομα λόγια, ἡ περίληψη καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ θείου νόμου; Ἰδού: Ὅ,τι θέλετε νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, αὐτὸ νὰ κάνετε κ’ ἐσεῖς σ’ αὐτούς. Ὑπάρχει ἁπλούστερη καὶ σαφέστερη διδασκαλία;
Αὐτὰ καὶ στὸ γεωργό, καὶ στὸ δοῦλο, καὶ στὴ χήρα γυναῖκα, καὶ σ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ παιδί, καὶ σ’ ἐκεῖνον ἀκόμη ποὺ θεωρεῖται πολὺ μικρᾶς διανοήσεως, «πάντα εὐσύνοπτα καὶ ράδια καταμαθείν», ὅλα εἶνε εὔκολα νὰ τὰ συγκρατήσουν καὶ νὰ τὰ μάθουν.
Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό; Ὁ ἰ. Χρυσόστομος ἀπαντᾷ: «Τοιαῦτα γὰρ τὰ τῆς ἀληθείας», αὐτὰ εἶνε τὰ γνωρίσματα τῆς ἀλήθειας, ἔτσι εἶνε ἡ ἀλήθεια.
Ἡ ἀλήθεια εἶνε ἁπλῆ. Καὶ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ ἀλήθεια στὰ πνευματικὰ ζητήματα. Γι’ αὐτὸ ὅλοι καταλαβαίνουν την ἁπλῆ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ὄχι ἐπειδὴ μιλάει γιὰ μικρὰ καὶ εὔκολα πράγματα. Ἀντιθέτως, μιλάει γιὰ ὑψηλὰ καὶ δύσκολα. Ζητάει λ.χ. παρθενία, ζητάει ἀκτημοσύνη, ζητάει νηστεία κ.λπ.. ‘Ὄχι λοιπὸν ἐπειδὴ ζητάει εὔκολα πράγματα, ἀλλ’ ἐπειδὴ κλείνει μέσα του τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ γίνεται δεκτὸ ὅλο καὶ περισσότερο.
Αὐτὸ δείχνουν τ’ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματος. Ὅλοι δηλαδὴ τώρα, λέει ὁ ἰ. Χρυσόστομος, ὅλοι ἔμαθαν τί πρέπει νὰ κάνουν. Καὶ δὲν τὸ ἔμαθαν ἁπλῶς σὰν θεωρία, ἀλλὰ τὸ κάνουν καί πρᾶξι. Καὶ ὄχι μόνο στὶς πόλεις, ὅπου ἡ ζωὴ θεωρεῖται καλλιεργημένη καὶ πολιτισμένη, οὔτε ἐκεῖ ὅπου συγκεντρώνεται ὁ κόσμος, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὲς τίς κορυφὲς τῶν ὀρέων, ἐπάνω στὰ βουνά. Θὰ δὴς πράγματι ἐκεῖ νὰ ὑπάρχῃ πολλὴ πνευματικότης, καὶ σὲ ἀνθρώπινο σῶμα νὰ λάμπουν χοροὶ ἀγγέλων, καὶ ὁ οὐράνιος τρόπος ζωῆς νὰ πραγματοποιῆται ἐδῶ στὴ γῆ.
Ἰδοὺ ἡ ἀληθινὴ πολιτεία, αὐτὴ ποὺ μᾶς ἐπρόβαλαν οἱ ψαρᾶδες οἱ ἀγράμματοι μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἐκείνη ἡ Πολιτεία ποὺ συνέθεσε ὁ φιλόσοφος Πλάτων καὶ δίδασκε τοὺς μαθητές του στὴ σχολὴ ποὺ εἶχε ἱδρύσει. Ἄλλωστε καὶ μεταξὺ τῶν δύο σχολείων ὑπάρχει διαφορά. Γιὰ νὰ ἐγγραφῇ κάποιος στὶς σχολὲς τῶν φιλοσόφων, ἔπρεπε νὰ εἶνε μικρός, κάτω ἀπὸ μιὰ ὡρισμένη ἡλικία. Ἐνῶ γιὰ νὰ ἐγγραφοῦν ὡς μαθηταὶ οἱ ἄνθρωποι στὸ σχολεῖο τῶν ψαράδων τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ διδαχθοῦν τὸ πολίτευμα καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν γίνονται δεκτοὶ μόνο ἀπὸ τὴ μικρὴ παιδικὴ ἡλικία, ὅπως ὥριζαν οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι γιὰ τίς σχολές τους στὸ σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ τὰ μαθήματα προσφέρονται ἀδιακρίτως σὲ ὅλους, σὲ ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἡλικιῶν. Καὶ γιὰ νὰ φθάσουν, ἂς ποῦμε, νὰ πάρουν ἐδῶ τὸ πτυχίο τους καὶ νὰ ὀνομασθοῦν ἐνάρετοι, δὲν ἀπαιτεῖται νὰ εἶνε τόσων καὶ τόσων ἐτῶν, ὅπως ἔλεγαν οἱ φιλόσοφοι στὸ σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ γίνονται δεκτοὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι. Τέλος, ἂν θελήσῃς νὰ συγκρίνῃς τὸ περιεχόμενο τῶν δύο διδασκαλιῶν, τοῦ Χριστοῦ καί των φιλοσόφων, θὰ δῇς ὅτι ἐκεῖνα μὲν ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι ἦταν παιχνίδια γιὰ παιδιά, ἐνῶ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου του Χριστοῦ εἶνε ἡ ἀληθινὴ πραγματικότης (βλ. PG 57, 19-20).
Ἀθάνατο Εὐαγγέλιο! Ὑπερέχεις στὸ περιεχόμενο καὶ τίς ἀλήθειες, ὑπερέχεις καὶ στὴ μορφή, στὸν τρόπο ποὺ προσφέρεις τίς ἀλήθειες σοῦ.
Ἄν ἐρωτᾶ λοιπὸν κανείς, πῶς γίνεται νὰ καλύπτῃ τὸ Εὐαγγέλιο ὅλα τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ ποὺ βρίσκεται τὸ μυστικό του νὰ ἑλκύῃ τίς ψυχές, ἡ ἀπάντηση εἶνε Τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει μιὰ ἀσυναγώνιστη ἁπλότητα, τὴν ἁπλότητα τῆς ἀληθείας. Διότι πάντοτε ἡ ἀλήθεια εἶνε ἁπλῆ. «Ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι· ὁ λόγος τῆς ἀληθείας εἶνε ἁπλός. Ὁ δὲ συνδυασμὸς ἀληθείας καὶ ἁπλότητος, ἰδοὺ ἔκεῖνο ποὺ ἱκανοποιεῖ ὅλους.
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ προβάλῃ τὴν πρόφασι, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε δύσκολο, ἀκατανόητο, ὅτι εἶνε γιὰ τὴν ἀριστοκρατία τοῦ πνεύματος καὶ τῆς κοινωνίας. Ἀπόδειξις, ὅτι καὶ ψαρᾶδες καὶ σκηνοποιοὶ καὶ τελῶνες τὸ δέχθηκαν. Ἀλλ’ αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει, ὅτι δὲν ἱκανοποιεῖ καί τους μορφωμένους. Ἀπόδειξις, ὅτι καὶ βουλευταὶ καὶ νομικοὶ καὶ φαρισαῖοι τὸ δέχθηκαν. Τὸ συμπέρασμα: Τὸ Εὐαγγέλιο προορίζεται γιὰ ὅλους, εἴτε ἀγράμματοι εἶνε εἴτε ἐγγράμματοι, εἴτε μορφωμένοι εἴτε ἀμόρφωτοι, εἴτε ἀριστοκράτες εἴτε ἄσημος λαός, καὶ γίνεται κατανοητὸ ἀπὸ ὅλους. Πότε ὅμως, ὅταν ὑπάρχῃ καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἁπλότης καὶ ταπείνωσις.