ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΙΕ΄ 21 - 28)

21Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. 22Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. 23ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτουν αὐτὸν λέγοντες· Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. 24ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. 25ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. 26ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 27ἡ δὲ εἶπε· Ναί, Κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. 28τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.

21 Αναχωρήσας δε από εκεί ο Ιησούς επήγε εις τα μέρη Τυρου και Σιδώνος. 22 Και ιδού μία γυναίκα Χαναναία, εβγήκε από τα όρια της περιοχής εκείνης και με μεγάλην κραυγήν του έλεγεν· “ελέησέ με, Κυριε υιέ του Δαυΐδ· η κόρη μου βασανίζεται φρικτά από πονηρόν δαιμόνιον”. 23 Εκείνος δε δεν της είπε ούτε μίαν λέξιν εις απάντησιν. Προσήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του και τον παρακαλούσαν, λέγοντες· “άκουσε την παράκλησίν της, λυπήσου την, κάμε της αυτό που με τόσον σπαραγμόν σου ζητεί, και άφησέ την να φύγη, διότι μας ακολουθεί από κοντά και κράζει”. 24 Εκείνος απήντησε· “δεν έχω σταλή παρά μόνον για τα χαμένα πρόβατα του Ισραηλιτικού λαού”. 25 Αυτή δε ήλθε τότε εμπρός στον Ιησούν, εγονάτισε με ευλάβειαν και είπε· “Κυριε, βοήθησέ με”. 26 Εκείνος απήντησε και είπε· “δεν είναι καλόν να πάρη κανείς το ψωμί από τα τέκνα του και να το ρίψη εις τα σκυλάκια”. 27 Εκείνη δε είπε· “ναι, Κυριε, σωστό είναι αυτό· αλλά και τα σκυλάκια τρώγουν από τα ψίχουλα, που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων των”. 28 Οταν δε ο Ιησούς ήκουσε αυτούς τους γεμάτους πίστιν και ταπείνωσιν λόγους, είπε· “ω γύναι, μεγάλη είναι η πίστις σου! Ας γίνη προς χάριν σου, όπως ακριβώς θέλεις”. Και εθεραπεύθη η κόρη της από την στιγμήν εκείνην.

21 Κι αφού έφυγε από κει ο Ιησούς, αναχώρησε προς τα μέρη της Τύρου και Σιδώνας. 22 Τότε μια γυναίκα Χαναναία που βγήκε από τα σύνορα εκείνα του φώναξε δυνατά: Ελέησέ με, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ. Η κόρη μου κατέχεται από δαιμόνιο και υποφέρει φρικτά. 23 Ο Κύριος όμως δεν της αποκρίθηκε ούτε λέξη. Πλησίασαν τότε οι μαθητές του κι άρχισαν να τον παρακαλούν λέγοντας? Κάνε της αυτό που ζητά, για να φύγει, διότι φωνάζει δυνατά από πίσω μας, κι απ’ τις φωνές της θα μαζευτεί πολύς λαός. 24 Αυτός τους αποκρίθηκε: Δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους. 25 Εκείνη όμως, αφού πλησίασε, έπεσε με ευλάβεια στα πόδια του Κυρίου λέγοντας: Κύριε, βοήθα με στη δυστυχία μου! 26 Αυτός της αποκρίθηκε: Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξει στα σκυλάκια. 27 Κι εκείνη είπε: Ναι, Κύριε? δέχομαι ότι είμαι σκυλάκι. Διότι και τα σπιτίσια σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους. 28 Τότε ο Ιησούς της αποκρίθηκε: Ώ γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου. Ας γίνει σε σένα όπως το θέλεις. Και πράγματι απ’ την ώρα ακριβώς εκείνη γιατρεύτηκε η κόρη της.

21 Ἀφοῦ δὲ ὁ Ἰησοῦς βγῆκε ἀπ᾽ ἐκεῖ, ἀναχώρησε γιὰ τὰ μέρη τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος. 22 Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα Χαναναία βγῆκε ἀπὸ τὴν περιοχὴ ἐκείνη καὶ τοῦ φώναζε δυνατὰ λέγοντας: «Ἐλέησέ με (λυπήσου με καὶ βοήθησέ με), Κύριε, Υἱὲ Δαβίδ. Ἡ θυγατέρα μου δαιμονίζεται καὶ βασανίζεται φρικτά». 23 Ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν τῆς ἀποκρίθηκε λέξι. Τότε πλησίασαν οἱ μαθηταί του καὶ τὸν παρακαλοῦσαν λέγοντας: «Κάνε τὸ αἴτημά της γιὰ νὰ φύγῃ, διότι μᾶς ἀκολουθεῖ φωνάζοντας». 24 Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Δὲν στάλθηκα, παρὰ στὰ πρόβατα τὰ χαμένα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦἔθνους». 25 Ἀὐτὴ δὲ ἦλθε καὶ τὸν προσκύνησε λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με». 26 Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξω στὰ σκυλάκια». 27 Ἀὐτὴ δὲ εἶπε: «Ναί, Κύριε. Ἀλλὰ καὶ τὰ σκυλάκια τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους». 28 Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε σ᾽ αὐτή: «Ὦ γυναῖκα, εἶναι μεγάλη ἡ πίστι σου! Ἂς γίνῃ σὲ σένα ὅπως θέλεις». Καὶ θεραπεύτηκε ἡ θυγατέρα της ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ιερός Χρυσόστομος (Υπομνηματισμός Περικοπής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ

«Κα ξελθν κεθεν ᾿Ιησος νεχρησεν ες τ μρη Τρου κα Σιδνος. κα δο γυν Χαναναα π τν ρων κενων ξελθοσα κραγαζεν ατ λγουσα· λησν με, Κριε, υἱὲ Δαυδ· θυγτηρ μου κακς δαιμονζεται (:Και αφού έφυγε από κει ο Ιησούς, αναχώρησε προς τα μέρη της Τύρου και Σιδώνας. Τότε μια γυναίκα Χαναναία που βγήκε από τα σύνορα εκείνα, Του φώναξε δυνατά: ‘’Ελέησέ με, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ. Η κόρη μου κατέχεται από δαιμόνιο και υποφέρει φρικτά’’)»[Ματθ.15,21-22].

Ο ευαγγελιστής Μάρκος λέγει ότι δεν μπόρεσε να εισέλθει στην οικία διαφεύγοντας την προσοχή του πλήθους[Μάρκ.7,24: «Κα κεθεν ναστς πλθεν ες τ μεθόρια Τύρου κα Σιδνος. κα εσελθν ες οκίαν οδένα θελε γνναι, κα οκ δυνήθη λαθεν(:Έπειτα ο Ιησούς έφυγε από εκεί και πήγε κοντά στα σύνορα της Τύρου και της Σιδώνος. Κι αφού μπήκε σ’ ένα σπίτι, όπου διάλεξε να μείνει, δεν ήθελε να γίνει γνωστό ότι ήταν εκεί. Αλλά δεν μπόρεσε να ξεφύγει την προσοχή του κόσμου)»].

Γιατί όμως πήγαινε τακτικά στα μέρη αυτά; Όταν τους απάλλαξε από την φροντίδα της τροφής, τότε πλέον προχωρεί και ανοίγει τη θύρα της σωτηρίας και στα έθνη· όπως ακριβώς λοιπόν και ο Πέτρος, αφού έλαβε εντολή πρώτα να καταργήσει αυτόν τον νόμο, αποστέλλεται στον Κορνήλιο: «Το δ Πέτρου διενθυμουμένου περ το ράματος επεν ατ τ Πνεμα· δο νδρες τρες ζητοσί σε· λλ ναστς κατάβηθι κα πορεύου σν ατος μηδν διακρινόμενος, διότι γ πέσταλκα ατούς. καταβς δ Πέτρος πρς τος νδρας επεν· δο γώ εμι ν ζητετε· τίς ατία δι᾿ ν πάρεστε; ο δ επον· Κορνήλιος κατοντάρχης, νρ δίκαιος κα φοβούμενος τν Θεόν, μαρτυρούμενός τε π λου το θνους τν ουδαίων, χρηματίσθη π γγέλου γίου μεταπέμψασθαί σε ες τν οκον ατο κα κοσαι ήματα παρ σο(:Ενώ λοιπόν ο Πέτρος κυκλοφορούσε στον νου του το όραμα που είδε, και προσπαθούσε να το εξηγήσει, του είπε το Άγιο Πνεύμα με εσωτερική έμπνευση: ‘’Ιδού, τρεις άνδρες σε ζητούν. Μην τους αποφύγεις επειδή είναι εθνικοί και ακάθαρτοι. Αλλά σήκω γρήγορα, κατέβα από την ταράτσα και πήγαινε μαζί τους χωρίς να έχεις κανένα δισταγμό, διότι εγώ τους έχω στείλει να σε συναντήσουν’’. Τότε ο Πέτρος κατέβηκε στους άνδρες και τους είπε: ‘’Ιδού, εγώ είμαι εκείνος που ζητάτε. Για ποιον λόγο ήλθατε εδώ και για ποιον σκοπό; ‘’. Και αυτοί απάντησαν: ‘’Ο Κορνήλιος ο εκατόνταρχος, άνθρωπος δίκαιος και θεοφοβούμενος – και το ομολογούν αυτό όλοι όσοι τον γνωρίζουν από το ιουδαϊκό έθνος – πήρε εντολή και οδηγία από έναν άγιο άγγελο να στείλει και να σε καλέσει στο σπίτι του και να ακούσει από εσένα λόγια που θα τον οδηγήσουν στη σωτηρία’’)»[Πράξ. 10,19-21].

Εάν όμως αναρωτιόταν κάποιος: «Πώς λοιπόν, ενώ παραγγέλλει στους μαθητές Του [βλ. Ματθ.10,5: «Τούτους τος δώδεκα πέστειλεν ησος παραγγείλας ατος λέγων· ες δν θνν μ πέλθητε κα ες πόλιν Σαμαρειτν μ εσέλθητε· πορεύεσθε δ μλλον πρς τ πρόβατα τ πολωλότα οκου σραήλ(:Αυτούς τους δώδεκα μαθητές τους απέστειλε και τους έδωσε τις εξής παραγγελίες: ‘’Μην πάτε σε δρόμο που θα σας οδηγήσει σε χώρα που κατοικούν ειδωλολάτρες, και μην μπείτε σε πόλη που ανήκει σε Σαμαρείτες. Πηγαίνετε καλύτερα στα χαμένα πρόβατα που κατάγονται από το γένος του Ισραήλ’’)»], δέχεται να Τον πλησιάσει αυτή η γυναίκα;» Πρώτον μεν θα μπορούσαμε να πούμε το εξής, ότι ο Ίδιος δεν ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει αυτό που πρόσταξε τους μαθητές Του, δεύτερον επίσης ότι δεν μετέβη εκεί για να κηρύξει, πράγμα που υπαινισσόμενος και ο Μάρκος έλεγε ότι δηλαδή κρύφτηκε, αλλά δεν κατάφερε να διαφύγει την προσοχή του πλήθους· διότι όπως ακριβώς ήταν σύμφωνο προς τη φυσική ακολουθία των πραγμάτων, το να μην τρέξει πρώτα προς τους ειδωλολάτρες, έτσι δεν ήταν σύμφωνο προς τη φιλανθρωπία Του να διώξει αυτούς που Τον πλησίαζαν· διότι αν έπρεπε να αναζητεί αυτούς που έφευγαν, πολύ περισσότερο δεν έπρεπε να αποφύγει αυτούς που Τον αναζητούσαν.

Πρόσεξε λοιπόν πως η γυναίκα ήταν άξια κάθε ευεργεσίας, αφού ούτε καν τόλμησε να έλθει στα Ιεροσόλυμα, επειδή φοβούνταν και θεωρούσε ανάξιο τον εαυτό της· διότι το ότι θα μπορούσε να φθάσει εκεί, αν δεν ήταν αυτή η αιτία, φαίνεται καθαρά από τη μεγάλη επιμονή της τώρα, και από το ότι βγήκε έξω από τα σύνορά της. Ορισμένοι πάλι, ερμηνεύοντας αλληγορικά το σημείο αυτό, λέγουν ότι όταν βγήκε έξω από την Ιουδαία ο Χριστός, τότε τόλμησε να Τον πλησιάσει η Εκκλησία, εξερχόμενη και αυτή από τα δικά της όρια. Διότι λέγει: «κουσον, θύγατερ, κα δε κα κλνον τ ος σου κα πιλάθου το λαο σου κα το οκου το πατρός σου(:Εσύ, μελλόνυμφη κόρη, άκουσε τη συμβουλή μου. Κλίνε το αυτί σου, ώστε να ακούει με προσοχή και να δέχεται τις εντολές του και λησμόνησε εντελώς τον λαό, στον οποίο μέχρι τώρα ανήκες, και αυτόν ακόμη τον πατρικό σου οίκο)» [Ψαλμ.44,11]. Καθόσον και ο Χριστός εξήλθε από τα όριά Του, και η γυναίκα από τα δικά της όρια, και έτσι μπόρεσαν να συναντηθούν. Διότι λέγει: «δο γυν Χαναναα π τν ρων κενων ξελθοσα (:Ιδού μια γυναίκα Χαναναία που βγήκε από τα σύνορα εκείνα)»[Ματθ.15,22].

Ο ευαγγελιστής αναφέρει την ιδιότητα της γυναίκας για να κάνει φανερό το θαύμα και να την εξυμνήσει περισσότερο· διότι ακούγοντας ότι ήταν Χαναναία, φέρε στη σκέψη σου εκείνα τα παράνομα ειδωλολατρικά έθνη, που ανέτρεψαν εκ θεμελίων τους νόμους της φύσεως. Αφού πάλι θυμηθείς αυτά, τότε αναλογίσου και τη δύναμη της παρουσίας του Χριστού· διότι αυτοί που είχαν εκδιωχθεί, για να μη διαφθείρουν τους Ιουδαίους, αυτοί φάνηκαν τόσο περισσότερο πρόθυμοι από τους Ιουδαίους, ώστε και να εξέλθουν από τα όρια της χώρας τους και να πλησιάσουν τον Χριστό, ενώ εκείνοι Τον εκδίωκαν και όταν ερχόταν προς αυτούς.

Αφού λοιπόν Τον πλησίασε, τίποτε άλλο δεν Του λέγει, παρά μόνο «ελέησέ με», και με την κραυγή της προσείλκυσε πολύ πλήθος ανθρώπων. Καθόσον πράγματι ήταν θέαμα ελεεινό να βλέπει κανείς μία γυναίκα να φωνάζει με τόσο πόνο και μάλιστα γυναίκα μητέρα και να παρακαλεί για τη θυγατέρα της, και μάλιστα για τη θυγατέρα της που βρισκόταν σε τόσο θλιβερή κατάσταση· διότι ούτε καν τόλμησε να φέρει τη δαιμονισμένη μπροστά στα μάτια του Διδασκάλου, αλλά αφού την άφησε κατάκοιτη στο σπίτι, έρχεται η ίδια να Τον παρακαλέσει.

Και αναφέρει μόνο το πάθος της και δεν προσθέτει τίποτε επιπλέον, ούτε φέρει τον ιατρό στο σπίτι της όπως ακριβώς εκείνος ο αξιωματικός του βασιλέως που έλεγε: «Κατέβα στην Καπερναούμ γρήγορα πριν πεθάνει το παιδί μου» και όπως εκείνος ο άρχοντας της συναγωγής, ο Ιάειρος που έλεγε στον Κύριο για τη νεκρή του κόρη :«έλα και θέσε επάνω της το χέρι Σου» [βλ. Ιω.4,46-49: «λθεν ον πάλιν ησος ες τν Καν τς Γαλιλαίας, που ποίησε τ δωρ ονον. κα ν τις βασιλικός, ο υἱὸς σθένει ν Καπερναούμ· οτος κούσας τι ησος κει κ τς ουδαίας ες τν Γαλιλαίαν, πλθε πρς ατν κα ρώτα ατν να καταβ κα άσηται ατο τν υἱὸν· μελλε γρ ποθνήσκειν. επεν ον ησος πρς ατόν· ἐὰν μ σημεα κα τέρατα δητε, ο μ πιστεύσητε. λέγει πρς ατν βασιλικός· Κύριε, κατάβηθι πρν ποθανεν τ παιδίον μου(:Ήλθε λοιπόν ο Ιησούς πάλι στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου παλιότερα είχε μετατρέψει το νερό σε κρασί. Εκεί υπήρχε κάποιος άνθρωπος που ανήκε στη βασιλική αυλή του Ηρώδη, και το παιδί του ήταν βαριά άρρωστο στην Καπερναούμ. Αυτός λοιπόν, μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς είχε έλθει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, έφυγε από την Καπερναούμ και πήγε να Τον συναντήσει˙ κι άρχισε να Τον παρακαλεί να κατεβεί από την Κανά στην Καπερναούμ και να θεραπεύσει το γιο του˙ διότι ήταν βαριά άρρωστος και κινδύνευε να πεθάνει. Του είπε λοιπόν τότε ο Ιησούς, ενώ Τον άκουγαν και οι άλλοι που ήταν εκεί: ‘’Εάν δεν δείτε θαύματα που να δείχνουν φανερά τη δύναμη του Θεού και να προκαλούν τρόμο και κατάπληξη, δεν θα πιστέψετε’’. Του λέει ο αυλικός: ‘’Κύριε, κατέβα στην Καπερναούμ γρήγορα, πριν πεθάνει το παιδί μου’’)» και Ματθ.9,18: «Τατα ατο λαλοντος ατος δο ρχων ες προσελθν προσεκύνει ατ λέγων τι θυγάτηρ μου ρτι τελεύτησεν· λλ λθν πίθες τν χερά σου π᾿ ατν κα ζήσεται(:Κι ενώ τους έλεγε αυτά ο Ιησούς, την ώρα εκείνη κάποιος άρχοντας της συναγωγής Τον πλησίασε και Τον προσκύνησε λέγοντας ότι ‘’η κόρη μου πριν από λίγο πέθανε. Έλα όμως και βάλε το χέρι σου πάνω της και θα ζήσει’’)»]. Αλλά αφού ανέφερε και τη συμφορά της και τη χειροτέρευση της ασθένειας, επικαλείται την ευσπλαχνία του Κυρίου φωνάζοντας δυνατά. Και δεν λέγει «ελέησε τη θυγατέρα μου», αλλά «ελέησέ με». «Διότι εκείνη μεν δεν έχει συναίσθηση της ασθένειάς της, εγώ όμως είμαι εκείνη που υποφέρω από μύρια κακά, που συναισθάνομαι την ασθένειά μου, που το γνωρίζω ότι είναι μανιακή».

« δ οκ πεκρθη ατ λγον(:Ο Κύριος όμως δεν της αποκρίθηκε ούτε λέξη)». Γιατί αυτό το πρωτάκουστο και παράξενο; Τους μεν Ιουδαίους παρόλη την αχαριστία τους δεν παύει να τους συμβουλεύει, και αν και Τον βλασφημούν, τους παρακαλεί, και μολονότι Τον πειράζουν, δεν τους εγκαταλείπει. Αυτήν όμως που τρέχει κοντά Του και Τον παρακαλεί και Τον ικετεύει και δείχνει τόση ευλάβεια, αν και δεν ανατράφηκε με τον νόμο και τους προφήτες, αυτή δεν τη θεωρεί άξια ούτε καν να της απαντήσει. Ποιον δεν θα ήταν δυνατόν να σκανδαλίσει αυτή η ενέργεια, όταν έβλεπε αυτά που γίνονταν να είναι αντίθετα προς τη φήμη της ευσπλαχνίας του Ιησού; Καθόσον άκουσαν ότι περιόδευε τα χωριά και θεράπευε· αυτήν όμως που ήλθε μόνη της την απομακρύνει από κοντά Του. Ποιον δεν θα ήταν δυνατόν να συγκινήσει το πάθος και η παράκληση, που έκανε για τη θυγατέρα της, η οποία βρισκόταν σε τόσο κακή κατάσταση; Διότι ούτε προσήλθε, θεωρώντας τον εαυτό της άξιο, ούτε αυτό που ζητούσε, το ζητούσε σαν οφειλή, αλλά απλώς παρακαλούσε να την ευσπλαχνιστεί και τη συμφορά της μόνο θρηνολογούσε, και παρ’ όλ’ αυτά δεν θεωρείται ούτε καν άξια να τύχει απαντήσεως.

Ίσως πολλοί από αυτούς που άκουγαν σκανδαλίστηκαν, εκείνη όμως δεν σκανδαλίστηκε. Και γιατί λέγω από αυτούς που άκουγαν; Καθόσον έχω τη γνώμη ότι και οι ίδιοι οι μαθητές θα ένιωσαν κάτι για τη συμφορά της γυναίκας και ότι θα ταράχτηκαν και θα λυπήθηκαν. Αλλά όμως παρόλο που ταράχτηκαν, δεν τόλμησαν να Του πουν: «χάρισέ της αυτό που ζητεί». Αλλά αφού Τον πλησίασαν οι μαθητές Του Τον παρακαλούσαν, λέγοντας: «πλυσον ατν, τι κρζει πισθεν μν (:Πες της να φύγει διότι κραυγάζει πίσω μας)»[Ματθ.15,23]. Και εμείς βέβαια όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον, του λέμε πολλές φορές τα αντίθετα. Ο Χριστός όμως απάντησε: «Οκ πεστλην ε μ ες τ πρβατα τ πολωλτα οκου ᾿Ισραλ(:Δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους)»[Ματθ.15,24].

Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα, όταν άκουσε αυτά; Σιώπησε και έφυγε; Ή εγκατάλειψε την προθυμία της; Κάθε άλλο· αλλά αντίθετα έγινε περισσότερο ορμητική. Δεν ενεργούμε όμως και εμείς έτσι· αλλά όταν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά μας, απομακρυνόμαστε, ενώ ακριβώς για τον λόγο αυτόν πρέπει να επιμένουμε περισσότερο. Αν και ποιον δεν θα ήταν δυνατόν να απογοητεύσει εκείνος τότε ο λόγος; Ακόμη και η σιωπή μόνο ήταν αρκετή να την οδηγήσει σε απελπισία, ενώ η απάντηση συντελούσε να αυξηθεί ακόμη περισσότερο η απελπισία της. Διότι το να διαπιστώσει ότι μαζί με αυτήν περιήλθαν σε αμηχανία και οι συνήγοροί της, και το να αντιληφθεί ότι το πράγμα είχε φθάσει στο απροχώρητο, ήταν κάτι που μπορούσε να την οδηγήσει σε απερίγραπτη απορία.

Και όμως δεν τα έχασε η γυναίκα· αλλά όταν είδε ότι οι προστάτες της δεν είχαν καμία δύναμη, έδειξε την ωραία αδιαντροπιά της· διότι πριν από αυτό δεν τολμούσε ούτε μπροστά Του να παρουσιαστεί. Διότι, λέγει, «φωνάζει πίσω από εμάς»· όταν όμως όπως ήταν φυσικό, έπρεπε να φύγει ακόμη πιο μακριά, λόγω της αμηχανίας που την κατέλαβε, τότε και πλησιάζει ακόμη περισσότερο και προσκυνεί τον Κύριο, λέγοντας: «Κριε, βοθει μοι (:Κύριε, βοήθα με στη δυστυχία μου)». Τι σημαίνει αυτό, γυναίκα; Μήπως έχεις περισσότερο θάρρος από τους αποστόλους; Μήπως έχεις μεγαλύτερη δύναμη; «Θάρρος και δύναμη», λέγει, «δεν έχω καθόλου, απεναντίας είμαι γεμάτη από ντροπή, αλλά όμως αυτήν την αναισχυντία προβάλλω σαν παράκλησή μου· θα σεβαστεί το θάρρος μου». Και τι σημασία έχει αυτό; Δεν Τον άκουσες να λέγει ότι «οκ πεστλην ε μ ες τ πρβατα τ πολωλτα οκου ᾿Ισραλ (:Δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους)»; «Τον άκουσα», λέγει, «αλλά Αυτός είναι ο Κύριος». Για τον λόγο αυτόν δεν Του έλεγε «παρακάλεσε και προσευχήσου», αλλά «βοήθησέ με».

Τι έκανε λοιπόν ο Χριστός; Δεν αρκέστηκε ούτε σε αυτά, αλλά μεγαλώνει και πάλι την αμηχανία της λέγοντας: «Οκ στι καλν λαβεν τν ρτον τν τκνων κα βαλεν τος κυναροις(:Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξει στα σκυλάκια)»[Ματθ.15,26]. Και όταν της έκανε την τιμή να της ομιλήσει, τότε την πλήγωσε ακόμη περισσότερο, παρά με τη σιωπή Του. Και δε μεταφέρει πλέον σε άλλον την αιτία, ούτε λέγει : «Δεν είναι αυτή η αποστολή μου», αλλά όσο εκείνη μεγάλωνε την παράκλησή της, τόσο και Εκείνος αύξανε την άρνησή Του. Και δεν τους ονομάζει πλέον αυτούς «πρόβατα», αλλά «τέκνα», και αυτήν την ονομάζει «σκυλάκι».

Τι κάνει λοιπόν η γυναίκα; Από τις ίδιες λέξεις του Κυρίου συνθέτει την υπεράσπισή της. «Διότι», λέγει, «αν και είμαι πράγματι σκυλάκι, δεν είμαι όμως ξένη». Είχε δίκιο ο Χριστός που έλεγε: «Ες κρμα γ ες τν κόσμον τοτον λθον, να ο μ βλέποντες βλέπωσι κα ο βλέποντες τυφλο γένωνται(:Μετά λοιπόν από την πίστη αυτή που εκδήλωσε ο τυφλός που θεραπεύτηκε, σε αντίθεση με την απιστία των Ιουδαίων, είπε ο Ιησούς: ‘’Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρίση και να ξεχωρίσουν οι καλοπροαίρετοι από τους διεστραμμένους. Και αυτή η κρίση θα έχει το εξής αποτέλεσμα: Εκείνοι που θεωρούνται από τους νομομαθείς γραμματείς ότι είναι τυφλοί και βυθισμένοι στο σκοτάδι της άγνοιας και της πλάνης, αυτοί θα δουν το φως της αλήθειας. Και εκείνοι που παρουσιάζονται ως γνώστες των Γραφών και νομίζουν αλαζονικά ότι βλέπουν, θα καταντήσουν σε πνευματική τύφλωση’’)» [Ιω.9,39].

Η μεν γυναίκα φιλοσοφεί και αποκαλύπτει όλη την καρτερία και την πίστη της, παρ’ όλες τις προσβολές που δέχεται. Ενώ εκείνοι αν και θεραπεύονται και τιμώνται από Αυτόν, Τον πληρώνουν με τα αντίθετα. «Το ότι η τροφή είναι αναγκαία για τα τέκνα», λέγει η Χαναναία, «το γνωρίζω και εγώ, πλην όμως αυτό σε τίποτε δεν εμποδίζει εμένα, που είμαι σκυλάκι. Διότι αν δεν είναι σωστό το σκυλάκι να πάρει, ούτε στα ψίχουλα θα είναι σωστό να έχει μερίδιο· αν όμως πρέπει να έχει έστω και μικρό μερίδιο, τότε ούτε εγώ εμποδίζομαι, έστω και αν είμαι σκυλάκι. Αλλά ακριβώς για τον λόγο αυτόν δικαιούμαι να έχω μερίδιο σε αυτήν, επειδή είμαι σκυλάκι».

Για τον λόγο αυτόν ανέβαλλε ο Χριστός· διότι γνώριζε ότι θα μιλούσε έτσι. Για τον λόγο αυτόν αρνιόταν τη δωρεά, για να φανερώσει την όλη ευσέβειά της. Διότι εάν δεν επρόκειτο να της δώσει, ούτε και μετά από αυτά θα της έδινε, αλλά και ούτε πάλι θα ήταν δυνατόν να την αποστομώσει. Αυτός όμως όπως κάνει στην περίπτωση του εκατόνταρχου που του λέγει: «γ λθν θεραπεύσω ατόν(:Θα έλθω εγώ στο σπίτι σου και θα τον θεραπεύσω)» [Ματθ.8,7], για να μάθουμε την ευλάβειά του και να τον ακούσουμε να λέγει: «Κύριε, οκ εμ κανς να μου π τν στέγην εσέλθς· λλ μόνον επ λόγ, κα αθήσεται πας μου(:Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου. Αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο μ’ έναν απλό λόγο, και θα γιατρευθεί ο δούλος μου)» [Ματθ.8,8].

Και αυτό ακριβώς που κάνει και στην αιμορροούσα, που της λέγει: «ψατό μού τις· γ γρ γνων δύναμιν ξελθοσαν π᾿ μο(:Κάποιος με άγγιξε· διότι εγώ κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη θαυματουργική)» [Λουκ.8,46], για να κάνει φανερή σε όλους την πίστη της και όπως ενήργησε στην περίπτωση της Σαμαρείτιδας, για να δείξει πως δεν απομακρύνεται ούτε και μετά τον έλεγχο που της έκανε, το ίδιο κάνει και στην περίπτωση αυτήν· διότι δεν ήθελε να μείνει κρυμμένη η τόσο μεγάλη αρετή της γυναίκας. Ώστε δεν ήσαν λόγια προσβλητικά τα όσα της έλεγε, αλλά λόγια προκλητικά με σκοπό να αποκαλύψει τον κρυμμένο θησαυρό.

Εσύ όμως σε παρακαλώ, πρόσεξε μαζί με την πίστη της και την ταπεινοφροσύνη της· διότι ο μεν Κύριος ονόμασε «παιδιά» τους Ιουδαίους, αυτή όμως δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό, αλλά τους ονομάζει και «κυρίους». Τόσο πολύ απείχε από το να λυπάται για τα εγκώμια για τους άλλους. Διότι λέγει: «Να, Κριε· κα γρ τ κυνρια σθει π τν ψιχων τν πιπτντων π τς τραπζης τν κυρων ατν(:Ναι, Κύριε˙ δέχομαι ότι είμαι σκυλάκι· διότι και τα σπιτίσια σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους)»[Ματθ.15,27]. Είδες σύνεση γυναικός, που ούτε καν τόλμησε να φέρει αντίρρηση, που ούτε καν πληγώθηκε από τους επαίνους των άλλων, και ούτε αγανάκτησε από την προσβολή; Είδες υπομονή; Αυτός έλεγε «δεν είναι καλό», ενώ εκείνη απαντούσε «ναι, Κύριε». Αυτός ονόμαζε τους Ιουδαίους «παιδιά», ενώ εκείνη «κυρίους». Αυτός την ονόμασε «σκυλάκι», ενώ εκείνη πρόσθεσε και το έργο του σκυλιού.

Είδες την ταπεινοφροσύνη της; Άκουσε τώρα και την καυχησιολογία των Ιουδαίων: «Σπέρμα βραάμ σμεν κα οδεν δεδουλεύκαμεν πώποτε· πς σ λέγεις τι λεύθεροι γενήσεσθε;(:Του αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι μέσα στην έξαψη και την παραφορά τους λησμόνησαν τη δουλεία της Αιγύπτου και της Βαβυλώνας, και το ρωμαϊκό ζυγό: ‘’Εμείς είμαστε απόγονοι και κληρονόμοι του Αβραάμ, προορισμένοι να κατακτήσουμε ολόκληρο τον κόσμο, και δεν γίναμε ποτέ έως τώρα δούλοι σε κανέναν. Μόνο κυβερνήτη και Κύριό μας έχουμε τον Θεό. Πώς εσύ λες ότι «θα ελευθερωθείτε»’’;)» [Ιω.8,33] και: «μες κ πορνείας ο γεγεννήμεθα· να πατέρα χομεν, τν Θεόν(:Εμείς δεν έχουμε γεννηθεί από αθέμιτη και πορνική επιμειξία με ειδωλολάτρες, ώστε να έχει νοθευθεί η καταγωγή μας από τον Αβραάμ. Δεν ανήκουμε στην οικογένεια του σατανά, τους ειδωλολάτρες, αλλά ανήκουμε στο λαό του Θεού που κατάγεται από τον Αβραάμ. Έναν πατέρα έχουμε, τον Θεό)»[Ιω.8,41].

Αλλά αυτή δεν ενεργεί έτσι· αντιθέτως ονομάζει τον εαυτό της «σκυλάκι» και εκείνους «κυρίους»· και ακριβώς για τον λόγο αυτόν έγινε τέκνο. Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός προς αυτήν; « γναι, μεγλη σου πστις! γενηθτω σοι ς θλεις(:Ω γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου. Ας γίνει σε σένα όπως το θέλεις)»[Ματθ.15,28]. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν ανέβαλλε, για να βροντοφωνάξει αυτόν τον λόγο, για να στεφανώσει τη γυναίκα: «Ας γίνει όπως ακριβώς θέλεις». Η σημασία αυτών των λόγων Του είναι η εξής: «Η μεν πίστη σου μπορεί και μεγαλύτερα από αυτά να επιτύχει, αλλά όμως τώρα ας γίνει όπως θέλεις». Αυτός ο λόγος ομοιάζει με τη φωνή εκείνη που έλεγε: «Κα επεν Θεός· γενηθήτω στερέωμα ν μέσ το δατος κα στω διαχωρίζον ν μέσον δατος κα δατος. κα γένετο οτως(: Και είπε ο Θεός: ‘’Να γίνει ο ουράνιος θόλος της γης μεταξύ των υδάτων που καλύπτουν την επιφάνειά της και των νεφών που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, και να διαχωρίζει μεταξύ των υδάτων της γης και των υδάτων του ουρανού)» [Γέν.1,6]. «Κα ἰάθη θυγτηρ ατς π τς ρας κενης(:Και πράγματι απ’ την ώρα ακριβώς εκείνη γιατρεύτηκε η κόρη της)»[Ματθ.15,28].

Είδες πόσο πολύ βοήθησε και εκείνη για τη θεραπεία της κόρης της; Για τον λόγο αυτόν λοιπόν δεν είπε ο Χριστός «ας γίνει καλά το κορίτσι σου», αλλά «είναι μεγάλη η πίστη σου, ας γίνει όπως θέλεις», για να μάθεις ότι δεν ήσαν τα λόγια της τυχαία, ούτε ήσαν λόγια κολακείας, αλλά ότι ήταν μεγάλη η δύναμη της πίστεως. Τον ακριβή λοιπόν έλεγχο και την απόδειξή της τα άφησε στην εξέλιξη των πραγμάτων στη συνέχεια· διότι αμέσως θεραπεύτηκε η κόρη της.

Εσύ όμως σε παρακαλώ, πρόσεξε πως, ενώ νικήθηκαν οι απόστολοι και δεν κατόρθωσαν τίποτε, αυτή πέτυχε τόσο μεγάλη ωφέλεια. Τόσο μεγάλη δύναμη έχει η επιμονή στην προσευχή. Καθόσον θέλει για τις δικές μας υποθέσεις να Τον παρακαλούμε μάλλον εμείς που είμαστε οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, παρά να Τον παρακαλούν άλλοι για εμάς. Μολονότι βέβαια οι απόστολοι είχαν περισσότερο θάρρος, όμως αυτή έδειξε περισσότερη υπομονή. Με το τελικό αποτέλεσμα μάλιστα ο Κύριος δικαιολογήθηκε προς τους μαθητές Του για την αναβολή και τους απέδειξε ότι δικαιολογημένα αρνήθηκε όταν αυτοί Του το ζήτησαν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ),εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 11, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΝΒ΄, σελίδες 108-123.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 67, σελ. 11-18 .

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (ΘΕΣΕΙΣ ΓΟΝΙΜΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΘΕΣΕΙΣ ΓΟΝΙΜΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 1-2-1998]

[Β369]

Μία από τις ωραιότερες και συγκινητικότερες περικοπές, αγαπητοί μου, της Καινής Διαθήκης, είναι η ιστορία της Χαναναίας γυναικός· που ζητούσε από τον Κύριο την θεραπεία της δαιμονιζομένης κόρης της. Και δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει μέσα εις αυτήν την ιστορία. Πάντως είναι μία ιστορία νίκης. Μια ιστορία νίκης της Χαναναίας γυναικός. Όχι μόνον γιατί ενίκησε το θέλημα του Χριστού με το να της πει: «Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις» και να θεραπευθεί βέβαια η θυγατέρα της, αλλά και να αποσπάσει μεγαλειώδη έπαινον από τον Χριστόν υπέρ του δικού της προσώπου, όταν ο Κύριος δημοσίως την επαινούσε κι έλεγε: « γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!».

Και ο Κύριος, μαζί με την πίστη της Χαναναίας γυναικός, αλλά και την πίστη του Εκατοντάρχου, που δεν ήταν Εβραίος, ήταν Ρωμαίος και η Χαναναία γυναίκα δεν ήτο Εβραία, ήτο Συροφοινίκισσα, ήτο δηλαδή ειδωλολάτρης, που έφθασε να πει, για την μεγάλη πίστη που βρήκε στα δύο αυτά πρόσωπα, ώστε το εβεβαίωσε ο Χριστός, «Ούτε εις τον Ισραήλ», λέει, «δεν βρήκα τέτοια πίστη».

Είναι γνωστή η ιστορία βέβαια της Χαναναίας, όπως την ακούσαμε σήμερα, αγαπητοί μου, εις την ευαγγελική περικοπή. Η γυναίκα αυτή, ενώ ήτο ειδωλολάτρης, έμαθε, στην πατρίδα της, βόρεια της Παλαιστίνης, ότι υπάρχει ένα πρόσωπο που λέγεται Ιησούς. Και είναι μεγάλο πρόσωπο αυτό· που είναι καταπληκτικό, κάνει θαύματα, έχει υπέροχη διδασκαλία… Έφθασε λοιπόν η μεγάλη φήμη του Χριστού έως και στην χώρα της και η γυναίκα αυτή σπεύδει.

Πρώτος καρπός εδώ του ότι σπεύδει, είναι η πίστις της . Επίστευσε. Ότι όντως είναι σπουδαίο πρόσωπο ο Ιησούς. Και έρχεται, δεομένη τώρα στον Κύριον για την θυγατέρα της.

Αν διαβάσετε ξανά στο σπίτι σας την περικοπή αυτή, αγαπητοί, που είναι στον Ματθαίο, στο 15ο κεφάλαιο και μείνετε με προσοχή στις λεπτομέρειες, θα θαυμάσετε πραγματικά. Γιατί όσα είπε εις τον Κύριον, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία θαυμασία ζώσα προσευχή. Με όλες τις γόνιμες θέσεις που έχει μια καλή προσευχή.

Τι έλεγε; Και ήταν μάλιστα και ο τρόπος της και το περιεχόμενον της προσευχής. «λέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Είδατε; Προσευχή. «λέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ. Γιατί η θυγατέρα μου έχει δαιμόνιον και υποφέρει φοβερό δαιμόνιο». Και είναι τελεία προσευχή και για τον τρόπο που σας είπα και για το περιεχόμενό της, όπως θα δούμε εις την συνέχειαν. Και τούτο έχει, θα λέγαμε, μια θεμελιώδη βάση, η προσευχή αυτή της γυναικός, θεολογική βάση έχει η προσευχή αυτής της γυναικός. Αποκαλεί τον Ιησούν «Κύριον». Δηλαδή Θεόν. Τον αποκαλεί ακόμα «υἱόν Δαυῒδ». Δηλαδή άνθρωπον. Δηλαδή Θεάνθρωπον. Όταν λέμε αυτήν την απλή προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Κύριε, Ιησού, Χριστέ, τρία πράγματα φανερώνομε. Με το «Κύριε» την θεότητά Του, με το «Ιησού» την ανθρωπότητά Του και με τον «Χριστέ» το έργον που είχε να επιτελέσει επάνω εδώ εις την Γη· την Μεσσιανικότητά Του.

Είδατε πόσο σπουδαία είναι αυτή η προσευχή; Κι επειδή γίνεται ομολογία του προσώπου του Ιησού του Ποιος είναι, της ταυτότητός Του, γι’ αυτό είναι παντοδύναμη προσευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ»: Όλη η θεολογία είναι εδώ. Και όπως είναι γνωστό, όλες οι προσευχές που η Εκκλησία μας έχει συντάξει, είτε στην Θεία Λειτουργία ή σε οποιαδήποτε περίπτωση, κάθε προσευχή, έχει δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι θεολογικόν. Και αναφέρεται εις το πρόσωπον του Θεού ή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πάντως θεολογικόν. Και το δεύτερον μέρος είναι το πρακτικό. Αποτελεί το αίτημα. Εδώ λοιπόν «Κύριε Ιησού Χριστέ» είναι το θεολογικόν μέρος. «Ελέησόν με» είναι το πρακτικόν μέρος. Αν προσέξετε, θα δείτε ότι όλες οι ευχές έχουν αυτήν την μορφήν συντάξεως.

Και θέτει αυτό το «Ελέησόν με» η γυναίκα αυτή, που δείχνει ότι ο Θεός γνωρίζει τι πρέπει να δώσει, για να ελεήσει τον άνθρωπο. Τι πρέπει να ζητήσουμε από τον Θεό; Δεν ξέρομε. Αν αυτό που θα ζητήσουμε, δεν μας βγει σε καλό; Δεν το ξέρουμε. Και βέβαια ο Θεός προλαβαίνει και δεν μας δίνει το κακό, εκείνο το οποίο ζητούμε και δεν το βλέπομε και δεν το καταλαβαίνομε. Αλλά τι; Μάλιστα λέμε «Θεέ μου, Κύριέ μου, κάνε με καλά». Μα εάν σε κάνει καλά, πιθανώς να ξαναπάς στην αμαρτία. Γιατί πιθανώς να αρρώστησες από την αμαρτία. Για θυμηθείτε την περίπτωση που είπε σε εκείνον τον παράλυτον, τον 38 χρόνια, «Πρόσεξε» -του λέγει, όταν τον συνήντησε μετά εις τον ναόν υγιή- μην ξαναμαρτήσεις, για να μην σου γίνει κάτι χειρότερο». Ώστε υπήρχε ο κίνδυνος, με το να έχει την υγεία του, να του γίνει κάτι χειρότερο; Ναι. Να χάσει την ψυχή του. Δεν μας το δίνει λοιπόν αυτό ο Θεός, όταν το ζητούμε. Τι απλούστερον; Τι φυσικότερον; «Κύριε, κάνε με καλά». Και δεν μας κάνει καλά ο Κύριος. Ξέρομε λοιπόν τι να ζητήσουμε; Δεν ξέρομε τι να ζητήσουμε. Ένα αίτημα όμως τα λέει όλα: «λέησόν με». Δηλαδή ζητούμε το έλεος του Θεού. Κι Εκείνος ξέρει τι θα μας δώσει. Αυτό είναι το πάρα πολύ σπουδαίο πράγμα.

Έτσι λοιπόν, εδώ δείχνει ότι ο Θεός γνωρίζει τι πρέπει να δώσει, για να ελεήσει τον άνθρωπο. Και το «ελέησόν με» είναι γενικόν, είναι αίτημα γενικόν. Τώρα όμως η γυναίκα αυτή, προχωρεί, εάν θα ήθελε ο Κύριος, και εις το επιμέρους αίτημά της. Ποιο είναι το επιμέρους αίτημα της γυναικός; « θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Κάποτε ένας τυφλός είπε στον Κύριο: «Δώσε μου Κύριε τα μάτια, την όραση, εάν θέλεις». Και τι είπε ο Κύριος; «Θέλω». Ένας λεπρός, κάποτε. «Κύριε, καθάρισέ με». «Θέλω. Καθαρίσθητι». Αχ, αυτό το θέλω του Θεού! Όταν ταυτίζεται ή, καλύτερα, το θέλημα του ανθρώπου όταν ταυτίζεται με το θέλημα του Θεού.

Kaι ο Κύριος τώρα εδώ προσποιείται ότι δεν την ακούει. Φώναζε από πίσω, φώναζε εκείνη. Και ο Κύριος δεν έδινε καμία σημασία. Γιατί το κάνει αυτό ο Κύριος; Για να αναδείξει περισσότερο την πίστη αυτής της γυναικός. Ώστε να φθάσει να πει: « γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!». Διότι θα μπορούσε ακόμη, αν το θέλετε, και να θυμώσει. Και λίγο παρακάτω, όπως θα δούμε, όταν ο Κύριος τής αποδίδει μομφήν, δεν θυμώνει. Εάν βέβαια μας πουν σε εμάς…ο ίδιος ο Θεός μάς πει κάτι, θυμώνομε μαζί Του και τα βάζομε μαζί Του. Τι λέγει εδώ; « δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον». Καμία κουβέντα. Καμία απάντησις.

Και επεμβαίνουν οι μαθηταί. «Κύριε», λέει, «μας κυνηγάει από πίσω. Κάνε της αυτό που σου ζητάει. Να την ξεφορτωθούμε. Μας ενοχλεί. Φωνάζει από πίσω μας». Προσέξτε εδώ. Είπα την λέξη «ξεφορτωθούμε». Ο Κύριος είπε μία παραβολή του αδίκου κριτού· που εκεί μία χήρα επέμενε και επέμενε. Και το είπε αυτό ο άδικος κριτής. «Θέλω να την ξεφορτωθώ. Θα της κάνω το θέλημά της, γιατί μ’ ενοχλεί». «Είδατε», λέγει, «πώς σκέπτεται ο άδικος κριτής;», είπε ο Κύριος. Και για να διδάξει «μή κκακεν», να μην αποκάμνομε στις προσευχές μας. Εδώ οι μαθηταί αντιπροσωπεύουν τους αγίους που πρεσβεύουν εις τον Χριστόν. Τι θα έλεγε κανείς, οι άγιοι δεν μας χρειάζονται; Μας χρειάζονται. Δεν είναι επαρκής ο Χριστός να ακούσει; Όπως λένε οι Προτεστάνται; Ο Θεός θέλει να ικετεύουν πολλοί Αυτόν. Και συνεπώς δέχεται τις προσευχές και των αγίων ως προσευχές πρεσβείας. Είναι διάχυτος η Αγία Γραφή, διάχυτος με την θέσιν αυτήν. Μας χρειάζονται λοιπόν οι άγιοι.

Και ο Κύριος εδώ δικαιολογείται ότι, επειδή δεν απαντούσε, λέει στους μαθητάς Του ότι : «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ». Ότι Τον έστειλε ο Πατήρ μόνον για τους Εβραίους! «Για τα χαμένα πρόβατα», λέει, «του οίκου Ισραήλ». Δηλαδή του λαού του Ισραήλ. Όχι για τους λαούς. Όχι δια τα έθνη. Αλήθεια, Αυτός, Αυτός, ο Ιησούς Χριστός, που θα πει ευθύς μετά την Ανάστασή Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τ θνη ως σχάτου τς γς». Δεν αδικεί κανέναν. Αυτό που κάνει ο Χριστός ήταν ένα σχήμα. Ήταν ένα σχήμα κατ’ αρχάς, κατά το φαινόμενον, για να μην τον κατηγορήσουν οι Εβραίοι, γιατί το θεωρούσαν μεγάλο κακό πράγμα να αποδίδει κανείς από τον λαό του Θεού, μία ευεργεσία εις τους εθνικούς, εις τους ειδωλολάτρας. Για να τους αφαιρέσει, λοιπόν, την δικαιολογίαν αυτήν, γι’αυτό δεν μιλάει στην γυναίκα τούτη. Θα έλθει η ώρα της. Ποια ώρα; Η ώρα των εθνών· που τότε θα στείλει τους μαθητάς Του και τότε θα δώσουν την σωτηρία στα έθνη. Για να μην πω ότι θα συνέβαινε, εξαιτίας της αρνήσεως του λαού του Θεού, το ακριβώς αντίθετο. Η σωτηρία να προχωρήσει στα έθνη και να μην την εγκολπωθούν οι Εβραίοι, ο λαός του Θεού.

Πάντως η Χαναναία το άκουσε αυτό. Το άκουσε. Ότι δεν απεστάλη ο Ιησούς, παρά μόνον για τα παιδιά του Ισραήλ. Εκείνη όμως τι κάνει; Τον προσκυνάει! «Προσεκύνει αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι». «Κύριε, βοήθησέ με. Ναι. Δεν αξίζομε εμείς οι εθνικοί, αλλά βοήθησέ με». Και ακολούθησε ένας διάλογος μεταξύ του Κυρίου και της γυναικός, που τον παραλείπομε τουλάχιστον στην απόδοσή του, στην ερμηνεία του. Είναι γνωστό ότι ο Κύριος τής είπε: «Δεν είναι σωστό πράγμα να πάρει κανείς το ψωμί, δηλαδή τις ευεργεσίες που δίνει ο Θεός στον δικό Του λαό και να τις σπαταλήσει στα κυνάρια». Κοιτάξτε, ευγενώς «κυνάρια». Θα πει σκυλάκια. Για να μην πει σκυλιά· που πάει βαρύ. Και το λέει «κυνάρια», σκυλάκια. «Ναι», λέγει εκείνη εξυπνότατα, «και τα κυνάρια κάθονται και προσμένουν εκεί, όταν τα παιδιά τρώνε στο τραπέζι και πέφτουν τα ψιχουλάκια». Τα παιδιά είναι απρόσεκτα, όπως ξέρετε, και τους φεύγουν ψίχουλα, φεύγει φαΐ απ’ τα πιάτα τους, ξέρω ΄γω, απ’ τα χέρια τους και πέφτει κάτω. Και το σκυλάκι, όπως και η γάτα κ.τ.λ. πάνε και τρώνε. Τα σκυλάκια είναι γύρω γύρω απ’ το τραπέζι των αφεντικών, είναι πασίγνωστο. Και είναι ωραία εικόνα αυτή. Είναι πάρα πολύ ωραία εικόνα. «Ναι, Κύριε, κυνάριον είμαι, ναι, δεν το αρνούμαι. Σωστά μίλησες. Αλλά όμως κοίταξε και τα κυνάρια που τρέφονται με τα ψιχουλάκια από τα παιδιά, που πέφτουν από τα χέρια τους!».

Εκεί ο Κύριος εθαύμασε! Εδώ είναι το καταπληκτικό. Δεν μένω πιο πολύ όμως, γιατί θα μπορούσαμε πάρα πολλά να πούμε πάνω στο σημείο αυτό. Τούτο μόνο είναι πάρα πολύ σημαντικό, ότι η γυναίκα αυτή έζησε και διεξήλθε τους καλύτερους όρους μιας καλής, γονίμου προσευχής.

Και πρώτα πρώτα η προσευχή αυτής της γυναικός ήταν προσευχή γεμάτη από πίστη. Πιστεύει η γυναίκα αυτή, γι’αυτό ομολογεί και αποκαλύπτει την θεανθρωπίνη φύση του Χριστού. Δεν Τον ήξερε. Άκουσε. Λέει ο Απόστολος Παύλος: « πίστις ξ κος». Ξέρετε τι σημαίνει η «πίστις ξ κος»; Γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Κολοσσαείς και όπου αλλού: «Δεν είδατε στο πρόσωπο τον Ιησού Χριστόν. Ακούσατε μόνον. Και πιστέψατε». Μεγάλο πράγμα. Μόνο ακούσατε. Άκουσε κι αυτή στην πατρίδα της και επίστευσε. Αυτή η πίστις αποτελεί την βάση της προσευχής. Γιατί αλλιώτικα, αν δεν υπάρχει πίστις, πέφτει βέβαια η προσευχή στο κενό.

Μια φορά, και δεν είναι η μοναδική, ήρθε κάποιος να εξομολογηθεί. Αλλά δεν πίστευε όμως εις τον Ιησούν Χριστόν. «Άνθρωπέ μου», του λέω, «δυνάμει της πίστεως στην θεανθρωπίνη φύση του Χριστού, τελείται το μυστήριον της Εξομολογήσεως. Εάν δεν πιστεύεις, τότε πέφτει στο κενό το μυστήριον της εξομολογήσεως». Αναμφισβήτητα. Να λοιπόν γιατί η βάσις όλων των μυστηρίων, όλης της πνευματικής ζωής και αυτής της προσευχής είναι βεβαίως η πίστις. Και μετά την πίστη στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, έρχεται η πίστις συνδέσεως– προσέξτε αυτό το σημείο, πού χωλαίνομε- συνδέσεως προσώπου και λόγων Χριστού. Δηλαδή, το πρόσωπον του Χριστού κι αυτά που είπε ο Χριστός. Είναι οι λόγοι του Χριστού. Ο Χριστός είπε ότι: «,τι ν ατήσητε ν τ νόματί μου, λήψεσθε». «Ό,τι ζητήσετε» –προσέξτε- «ν τ νόματί μου, θα το πάρετε». «Εάν το ζητήσετε και δεν είναι στο όνομά μου, δεν θα το πάρετε. Ή θα πέσει στο κενό. Ή δεν ξέρω τι θα σας έρθει».

Πάντως αίτημα και όνομα Χριστού, αυτά τα δύο είναι δεμένα. Θα μου πείτε… είναι αυτονόητο. Όχι, αγαπητοί μου, δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Διότι πάρα πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι δέχονται τα λόγια του Χριστού, αλλά όχι το πρόσωπό Του. Ναι. Μην σας κάνει εντύπωση. Στην ακμή της αθεΐας του σοβιετικού καθεστώτος στην Ρωσία, ήταν γραμμένο ένα λόγιον του Ευαγγελίου, του Αποστόλου Παύλου συγκεκριμένα, στη μετώπη του Κρεμλίνου. Κι έλεγε: « μ ργαζόμενος μηδ σθιέτω». Αυτός που δεν εργάζεται, ούτε να τρώει. Δηλαδή ο κομμουνισμός, ο υλισμός, χρησιμοποίησε …τι χρησιμοποίησε; Ένα χωρίον της Αγίας Γραφής. Γιατί; Μα είναι άθεος ο υλισμός. Μάλιστα. Διότι απλούστατα έγινε ο χωρισμός προσώπου Χριστού και λόγων του Ευαγγελίου. Είναι κάτι που… πάρα πολλοί Χριστιανοί μας δέχονται, επί παραδείγματι, τον λεγόμενον «Κοινωνικόν Χριστιανισμόν», αλλά δεν δέχονται το θεανθρώπινον πρόσωπον του Χριστού. Μπορεί να πουν: «Λυπούμεθα την ανθρωπότητα. Να φτιάξομε ιατρούς, χωρίς», λέει, «σύνορα. Να φτιάξομε…εκείνα κι εκείνα, εμβόλια κλπ.». Δεν πιστεύουν στον Χριστόν. Γίνεται ο διαχωρισμός αυτός, προσώπου Χριστού και λόγων Χριστού. Ας το προσέξομε. Πρόκειται για καμουφλαρισμένη αθεΐα.

Πίστις ακόμη σημαίνει ότι ο Θεός σε ακούει, σε βλέπει, σε κρίνει, σε ζυγίζει, σου αποδίδει. Κι αυτό ακόμα είναι πίστις. Υπάρχει μία «λογική» θέσις· την λέξη «λογική» την βάζω μέσα σε εισαγωγικά, γιατί δεν θέλω να τονίσω τον ορθολογισμόν που πρέπει να διαθέτομε προκειμένου να δεχθούμε το Ευαγγέλιον, αλλά όμως την λογική την έχει κάνει ο Θεός. Και όταν μας καλεί δια του Ευαγγελίου, η πίστις δεν είναι παράλογος. Είναι λογική. Δεν είναι βέβαια ορθολογισμός, αλλά είναι λογική. Αποτείνεται και εις το συναίσθημα και εις την βούλησιν και εις την λογικήν. Δηλαδή εις τον όλον άνθρωπον, με άλλα λόγια. Γι’αυτό ακούστε τι λέγει εδώ μία βάσις η οποία είναι λογική: Απλώς λογική. Αναφέρεται ο Ψαλμωδός εις τον 93ον Ψαλμόν και λέγει: « φυτεύσας τ ος οχ κούει; (:Αυτός που έκανε αυτιά, φύτεψε – ωραία έκφρασις- αυτός που φύτεψε τ΄αυτιά, δεν ακούει;) πλάσας τν φθαλμὸν οχ κατανοεί; (:Εκείνος που έκανε τα μάτια, δεν βλέπει;)». Είναι τετράγωνη λογική, με πάσαν λογικήν συνέπειαν. Όλοι έχομε αυτιά. Και τα ζώα και τα κουνούπια και οι μύγες, όλοι έχομε αυτιά. Σας ερωτώ: Εκείνος που έκανε τα πάντα με αυτιά, δεν έχει αυτιά; Εκείνος που έκανε τα πάντα με μάτια, δεν υπάρχει κανένα ζώο που να μην έχει μάτια, δεν βλέπει; Αυτό, ξέρετε πόσο ισχυρόν, θα λέγαμε, επιχείρημα είναι, όχι για τους άλλους· για τον εαυτό μας. Όταν πάμε κάπου να απιστήσουμε, να πούμε: «Δεν βλέπει ο Θεός; Βλέπω εγώ, δεν βλέπει ο Θεός; Ακούω εγώ, δεν ακούει ο Θεός;». Για να φανεί ότι η Αγία Γραφή καλεί και τον ανθρώπινον νουν, την ανθρωπίνη λογική, για να πεισθεί ο άνθρωπος.

Η προσευχή πρέπει ακόμα να γίνεται με ταπείνωση, αγαπητοί μου. Επροσέξατε την ταπείνωση της Χαναναίας γυναικός; Δεν ντράπηκε τίποτε, προκειμένου να ζητήσει αυτό που ζητούσε. Ο Κύριος την αποκαλεί ακόμα «κυνάριον», όπως είδαμε. Εκείνη ευφυέστατα έδωσε την απάντηση που κατέπληξε τον Κύριον και τον κέρδισε. Αλλιώτικα έχομε μια φαρισαϊκή προσευχή· που ο Κύριος δεν την προσέχει. Θα έχουμε ταπείνωση. Λέγει ο όσιος Νείλος, που έχει γράψει πάρα πολλά κεφάλαια· κεφάλαιον είναι μία πρότασις μόνον. Είναι στον Α΄ τόμο της Φιλοκαλίας: «Να μν πιγινώσκων τ μέτρα σου, δέως πενθήσεις (:Όταν νιώσεις, γνωρίσεις καλά τις δυνατότητές σου, τα μέτρα σου, γρήγορα και ευχάριστα θα πενθήσεις) ταλανίζων σεαυτόν(:θα ταλανίσεις τον εαυτόν σου) κατ τν σαΐαν (:που είπε ο Ησαΐας) πς κάθαρτος ν κα ν μέσ λαο τοιούτου πάρχων, τοτέστιν ναντίων, τολμς τ Κυρίω Σαβαθ παρεστάναι;». «Εγώ ο Ησαΐας, πώς τολμώ, που είμαι ακάθαρτος και ζω σε ακάθαρτο λαό, να σταθώ μπροστά εις τον Κύριον, που είδε τον Κύριον επηρμένον, επί θρόνου επηρμένου δόξης». Δηλαδή; Χρειάζεται η τελωνική προσευχή.

Η προσευχή πρέπει ακόμη να γίνεται με προσοχή. Όταν η Χαναναία έκραζε προς τον Κύριον, τίποτε άλλο δεν την απασχολούσε, παρά μόνον, αγαπητοί μου, η θεραπεία της θυγατρός της. Την προσοχή της δεν την διασπούσε, ούτε να ‘χει το μυαλό της στο σπίτι της, ούτε στη γειτονιά της, ούτε στον όχλο που περιστοίχιζε τον Κύριο, τίποτα. Ένα την ενδιέφερε: η θεραπεία της θυγατρός της. Δηλαδή είχε συγκεντρωμένη την προσοχή της εις το αίτημά της. Στην προσευχή δεν πρέπει τίποτα άλλο να μας απασχολεί, αγαπητοί, τίποτε άλλο. Αλλιώτικα έχομε διάσπαση και του νου και της καρδιάς και είναι πολύ κακό πράγμα αυτό. Είναι περίεργο να λέμε στην προσευχή μας, όπως στον 69ον Ψαλμό: « Θεός, ες τν βοήθειάν μου πρόσχες». «Πρόσχες» θα πει πρόσεξε. «Πρόσεξέ με». Κι εμείς να μην προσέχομε. Δεν είναι περίεργο; Ζητάμε απ΄τον Θεό να προσέχει εμάς, κι εμείς δεν προσέχομε καν εκείνα που λέμε. Αντίθετα, όπως λέγει ο 122ος Ψαλμός: «Πρς σ ρα τος φθαλμούς μου, τν κατοικοντα ν τ οραν (:Σήκωσα τα μάτια μου σε Σένα στον ουρανό, Κύριε). δο ς φθαλμο δούλων ες χερας τν κυρίων ατν, ς φθαλμο παιδίσκης ες χερας τς κυρίας ατς, οτως ο φθαλμο μν πρς Κύριον τν Θεν μν, ως ο οκτειρσαι μς». «Όπως», λέει, «οι δούλοι κοιτάζουνε τ’ αφεντικό τους τι θα τους πει, τι δουλειά θα κάνουν σήμερα, όπως», λέει, «η δούλη την κυρία της, την προσέχει, έτσι», λέει, «κι εμείς με τα μάτια μας προσέχομε Εσένα για να μας λυπηθείς». Δηλαδή, προσοχή όπως πρέπει.

Πρέπει να πούμε ότι το δυσκολότερο σημείο της προσευχής μας είναι η σύναξη της καρδιάς μας. Το δυσκολότερο σημείο. Γι’αυτό, προσέξτε, απαιτείται πολύς αγών. Ένα σημείο που ενισχύει την προσοχή είναι η προσευχή να γίνεται κατ’ αίσθησιν· ένα καινούριο, τώρα, στοιχείο. Τι θα πει κατ’ αίσθησιν; Λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι «θα προσεύχεσαι κατ’ αίσθησιν». Και όπως λέγει ο άγιος Νείλος πάλι: «Ε μετ δελφν, ετε κατ μόνας προσεύχ, γώνισαι μ θει (:όχι κατά συνήθεια να προσεύχεσαι) λλ ασθήσει προσεύχεσθαι». «Αλλά με αίσθηση», λέει, «να προσεύχεσαι, να καταλαβαίνεις». Μ’ άλλα λόγια, λέει πάλι ο άγιος Νείλος: «Ασθησις στ προσευχς, σύννοια -δηλαδή βαθιά σκέψη, και στο γράμμα και στο πνεύμα μιας λέξεως. Γι’ αυτό είναι ευλογία Θεού να ξέρει κανείς και μερικά γράμματα- μετ΄ευλαβείας κα κατανύξεως κα δύνης ψυχς ν ξαγορεύσει πταισμάτων, μετ στεναγμν φανν» κ.λπ. Θα νιώθεις όταν κάνεις την προσευχή σου τι λες.

Και τέλος, αν μπορούμε να μιλάμε για τέλος, είναι μία προσευχή με εγκαρτέρησιν· αληθινό γνώρισμα της προσευχής της Χαναναίας. Επέμενε: «Θα πάρω το αποτέλεσμα». Ήταν σίγουρη. Εκείνη είχε να αντιμετωπίσει τη σιωπή του Κυρίου. Ο Κύριος μάς είπε· ακούστε: «Ατετε, ζητετε, κρούετε». Τρία ρήματα κατά κλιμακωτόν σχήμα. «Ατ» θα πει απλώς «ζητώ». «Ζητ» θα πει «μετ’ επιμονής». «Κρούω», «αρχίζω να χτυπάω το χέρι μου». Πάμε σε ένα γραφείο και λέμε με το στόμα μας κάτι. Αλλά δεν μας δίνει προσοχή εκεί ο διευθυντής του γραφείου, ξέρω΄γω. Τότε αρχίζω να ζητώ, να υψώνω φωνήν. Πάλι δεν μου δίνει σημασία. Και αρχίζω να χτυπάω το χέρι μου επάνω στο γραφείο. Κλιμακωτόν σχήμα. «Ατετε, ζητετε, κρούετε». «Και θα σας ανοιχθεί», λέει, «θα σας δοθεί», λέει ο Κύριος. Και πάλι λέει ο όσιος Νείλος: «Οκον, μ κκάκει τέως (:Μην αποκάμνεις), μηδ θύμει, ς μ λαβών (:ούτε να αθυμείς ότι δεν έλαβες). Λήψ γρ στερον. Εθύμει τοιγαρον προσκαρτερν μπόνως τ γί προσευχ». «Θα το πάρεις αργότερα. Μην αθυμείς».

Αγαπητοί, όσοι θέλομε την επικοινωνία μας με τον ουρανό, αλλά πολλάκις αγνοούμε τον τρόπο, ας προσέξομε αυτούς τους τρόπους. Και τελικά η προσευχή μας γίνεται άγονη. Κρίμα δεν είναι; Ας μάθομε λοιπόν να προσευχόμεθα. Να προσευχόμεθα με πίστη, με ταπείνωση, με προσοχή, με αίσθηση, με εγκαρτέρηση. Και με άλλα πολλά στοιχεία, θα μπορούσαμε να πούμε, αλλά αρκετά αυτά για να πλαισιώσουν μία καλή και γόνιμη προσευχή. Και τότε θα γευθούμε το μεγάλο προνόμιο σε μας τους ανθρώπους που μας εδόθη, να προσευχόμεθα στον Θεό τον Ζώντα και Αληθινό.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_743.mp3

  •  
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Ε (Κυριακοδρόμιο Β΄)

Κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γευτεῖ τή γλυκύτητα τοῦ καλου, ἄν πρῶτα δέν ἐπιμείνει καί δέ δοκιμαστεῖ στό καλό. Στό δρόμο πρός τό καλό πρῶτα δοκιμάζουμε τήν πικρία κι ὕστερα τή γλυκύτητα.

Ἡ φύση ὁλόκληρη εἶναι γεμάτη ἀπό διδαχές καρτερίας καί ἐπιμονῆς. Ἄν τά νεόφυτα δέντρα σου δέν ἀναπτυχθοῦν γιά νά δημιουργήσουν δασύλιο, θά μπορέσουν ν’ ἀντέξουν στόν ἄνεμο καί τό χιόνι; Θά σοῦ ἦταν χρήσιμα τά ποτάμια ἄν δέν ἔφτιαχναν βαθιές κοῖτες; Μήπως τά μυρμήγκια αὐτοκτονοῦν ὅταν οἱ τροχοί καταστρέφουν τά σπίτια τους στό δρόμο, ἤ ξεκινοῦν μέ ἐπιμονή νά φτιάχνουν καινούργια; Ἄν κάποιος ἄκαρδος ἄνθρωπος γκρεμίσει τή φωλιά τοῦ χελιδονιοῦ στό σπίτι του, τότε τό χελιδόνι θά ξεκινήσει ἀδιαμαρτύρητα νά πάει σέ ἄλλο σπίτι γιά νά φτιάξει τήν καινούργια φωλιά του. Ὁτιδήποτε κάνουν οἱ φυσικές καταστροφές ἤ οἱ ἄνθρωποι στά φυτά καί στά ζῶα, κάνουν τούς ἀνθρώπους νά θαυμάζουν τήν ἀκατάβλητη ἐπιμονή τους στήν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος πού τούς ὅρισε ὁ Θεός. “Ὅταν ἕνα φυτό πού τό κόψανε ἤ τό θερίσανε ἔχει τή δύναμη ν’ ἀναπτυχθεῖ ξανά, θά τό κάνει. “Ὅταν σ’ ἕνα πληγωμένο καί μοναχικό ζῶο ἔμεινε ἔστω κι ἐλάχιστη δύναμη ζωῆς. θά προσπαθήσει νά κάνει κι αὐτό τό καθῆκον του γιά νά ζήσει.

Ἡ καθημερινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γεμάτη ἀπό διδαχές γιά τήν καρτερία καί τήν ἐπιμονή. Ὁ ἐπίμονος στρατιώτης θά κερδίσει τή μάχη. Ὁ ἐπίμονος τεχνίτης θά τελειοποιήσει τό ἔργο του. Ό ἐπίμονος ἔμπορος θά πλουτίσει. Ὁ ἐπίμονος ἱερέας θά βάλει τούς ἀνθρώπους τῆς ἐνορίας του στό σωστό δρόμο. Ὁ ἐπίμονος ἄντρας ἤ ἡ ἐπίμονη γυναῖκα τῆς προσευχῆς. θά φτάσει στήν τελειότητα καί τήν ἁγιότητα. Ὁ ἐπίμονος καλλιτέχνης ἀποκαλύπτει τό ἐσωτερικό κάλλος τῶν πραγμάτων. Ὁ ἐπίμονος ἐπιστήμονας ἀνακαλύπτει τούς κανόνες καί τούς νόμους πού διέπουν τίς σχέσεις τῶν πραγμάτων. Ἀκόμα καί τό πιό χαρισματικό παιδί δέ θά μάθει νά γράφει, ἄν δέν ἐξασκηθεῖ μέ ἐπιμονή στό γράψιμο. Ἕνας ἄνθρωπος μέ θαυμάσια φωνή δέ θά γίνει ποτέ μεγάλος τραγουδιστής ἄν δέν ἐξασκηθεῖ. “Ἔχουμε συνηθίσει νά ὑπενθυμίζουμε στούς ἄλλους κάθε μέρα, ἀλλά καί νά μᾶς ὑπενθυμίζουν οἱ ἄλλοι, τήν ἀνάγκη τῆς ἐπιμονῆς καί τῆς καρτερίας στό καθημερινό μας ἔργο.

Ἡ ἐπιμονή, γιά νά καταλήξουμε σέ κάποιο συμπέρασμα, εἶναι τό μοναδικό καλό ἔργο πού τό συνιστοῦν ὅλοι καί δέν τό ἀμφισβητεῖ κανένας. “Ὅλη αὐτή ἡ ἐπιμονή στό ἔργο ὅμως πού ἀκοῦμε κάθε μέρα, εἶναι μόνο ἕνα σχολεῖο πού μᾶς μαθαίνει τήν ἐσωτερική ἐπιμονή στό πνευματικό βασίλειο. “Ὅλη αὐτή ἡ ἐξωτερική ἐπιμονή στό λουστράρισμα καί στήν τελειοποίηση τῶν πραγμάτων, στή σύναξη πλούτου, γνώσεων καί τεχνῶν, εἶναι μόνο μιά εἰκόνα τῆς θαυμαστῆς ἐπιμονῆς πού πρέπει νά ἔχουμε γιά τή βελτίωση καί τελειοποίηση τῶν καρδιῶν μας, γιά τή φροντίδα καί τόν ἐμπλουτισμό τῆς ψυχῆς μας, τῆς ἄφθαρτης κι ἀθάνατης ἐσωτερικῆς μας ὕπαρξης.

Ἡ Ἁγία Γραφή μας διδάσκει σέ κάθε σελίδα της τήν ἐπιμονή στά πνευματικά θέματα. Μᾶς διδάσκει τόσο μέ λόγια ὅσο καί μέ τά μεγάλα παραδείγματα ἀνδρῶν καρτερικῶν ἤ μή. Τά δυό πιό φοβερά παραδείγματα μή ἐπιμονῆς στό καλό, τά βρίσκουμε στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ, τοῦ προπάτορα τοῦ ἀνθρώπινου γένους, καί τοῦ Ἰούδα, ποῦ πρίν ἦταν ἀπόστολος κι ἔπειτα ἔγινε προδότης. Καί τούς δυό ἤ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ τούς τοποθέτησε πολύ κοντά Του. Ὁ Ἀδάμ ἦταν μέ τό Θεό στόν παράδεισο, ὁ Ἰούδας κοντά στό Χριστό στή γῆ. Ξεκίνησαν κι οἱ δυό μέ ὑπακοή στό Θεό καί τέλειωσαν μέ δυσπιστία. Τό τέλος τοῦ Ἰούδα ἦταν πιό φοβερό ἀπό τοῦ Ἀδάμ, ἐπειδή μπροστά του εἶχε καί τό παράδειγμα τοῦ πρωτόπλαστου. Ὁ Σαούλ πάλι δέν εἶχε ἐπιμονή στή μάχη καί γι’ αὐτό παραφρόνησε. Ὁ Σολομῶν δέν εἶχε ἐπιμονή κι ἡ βασιλεία του μοιράστηκε. Πόσο ὑπέροχη ὅμως, πόσο ὑπεράνθρωπη ἐπιμονή ἔδειξε ὁ Ἀβραάμ μέ τήν πίστη του στό Θεό, ὁ Ἰακώβ μέ τήν πραότητά του, ὁ Ἰωσήφ μέ τήν ἔγκράτειά του, ὁ Δαβίδ μέ τή μετάνοιά του κι ὁ δίκαιος Ἰώβ μέ τήν καρτερία του! Τί ὑπέροχο παράδειγμα ἐπιμονῆς στήν ἁγνότητά της ἔδειξε ἡ Πάναγνή Παρθένος, ἀλλά κι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ μέ τήν ὑπακοή του στό Θεό! Ἀλλά τό ἴδιο ἔκαναν κι οἱ ἀπόστολοι, καθώς κι ὅλοι ἐκεῖνοι πού εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στό Θεό, μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!

Στήν Ἁγία Γραφή θά βροῦμε πάρα πολλά καί καθαρά παραδείγματα πῶς ἡ ἐπιμονή στό καλό ἀποβαίνει πάντα νικηφόρα καί στεφανώνεται. Κανένας ἀπό μας πού τά διαβάζει αὐτά δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ πῶς δέν ἤξερε ἤ δέ διδάχτηκε. Πῶς γίνεται ἑκατοντάδες χιλιάδες ἁγίων, παρθένων καί μαρτύρων, ἀπό τήν ἔνσαρκη ζωή τοῦ Χριστοῦ στή γῆ ώς σήμερα, νά τό γνωρίζουν αὐτό καί μείς νά τό ἀγνοοῦμε; Δέν εἶναι πῶς δέν ξέρουμε, ἀλλά δέν ἔχουμε τή δύναμη νά ἐπιμείνουμε. Τό νά γνωρίζουμε τό καλό καί νά μήν ἐπιμένουμε σ’ αὐτό, μᾶς κατακρίνει διπλά. Ἐκεῖνος πού δέ γνωρίζει το δρόμο αὐτό καί δέν τόν ἀκολουθεῖ «δαρήσεται ὀλίγας». Αὐτός ὅμως πού τόν γνωρίζει καί δέν τόν ἀκολουθεῖ, «δαρήσεται πολλάς» (βλ. Λουκ. ἴβ’ 47,48).

Ὁ δρόμος πρός τό καλό εἶναι ἀνηφορικός. Ἐκεῖνος πού ἔμαθε νά βαδίζει μόνο σέ ἐπίπεδες ἐπιφάνειες ἤ σέ κατηφόρες, στήν ἀρχή θά τόν βρεῖ δύσκολο. Αὐτός πού ξεκίνησε νά βαδίζει το δρόμο αὐτόν κι ἔπειτα γυρίζει πίσω, δέ θά μπορέσει νά σταθεῖ στόν τόπο ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε τόν ἀνήφορο, ἀλλά θά κατεβεῖ πιό χαμηλά, στό σκοτάδι καί στήν ἀπώλεια. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος πῶς «οὐδείς ἐπιβαλών τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καί βλέπων εἰς τά ὀπίσω εὔθετός ἐστιν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. θ’ 62).

Τό σημερινό εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γιά ἕνα θαυμαστό παράδειγμα ἐπιμονῆς στήν πίστη καί τήν προσευχή πού μᾶς δίνει μιά συνηθισμένη γυναῖκα, πού μάλιστα ἦταν εἰδωλολάτρισσα. Μακάρι τό παράδειγμα αὐτό νά λειτουργήσει σάν φωτιά στίς συνειδήσεις ὅλων ἐκείνων πού αὐτοονομάζονται πιστοί, ἐνῶ στήν πίστη καί στήν προσευχή εἶναι σκληροί καί ψυχροί σάν τήν πέτρα.

Καί ἐξελθών ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν 8 εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος. καί ἰδού Ἡ γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα: ἐλέησόν μέ, Κύριε, υἱέ Δαυίδ: ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται» (Ματθ. ἰε’21,22). Ἀπό πού ἐρχόταν ὁ Ἰησοῦς; Ἀπό τή Γαλιλαία, ἀπό τη γῆ ὅπου κατοικοῦσαν Ἰσραηλῖτες πού προέρχονταν ἀπό τή φυλή τοῦ εὐλογημένου Σήμ. Καί πού πήγαινε; Στίς περιοχές ὅπου κατοικοῦσαν οἱ Χανανίτες, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Χάμ, πού τόν εἶχε καταραστεῖ ὁ πατέρας του. Ὁ Κύριος λοιπόν ἄφησε τούς εὐλογημένους καί πῆγε στούς καταραμένους. Γιατί; Ἐπειδή οἱ εὐλογημένοι εἶχαν ξεχάσει το Θεό κι ἑπομένως εἶχαν γίνει καταραμένοι, ἐνῶ κάποιοι ἀπό τούς καταραμένους εἶχαν ὁμολογήσει το Θεό κι εἶχαν γίνει εὐλογημένοι. Ὁ Κύριος, ἀφοῦ στηλίτευσε τούς γραμματεῖς καί τούς Φαρισσαίους γιά τήν προσήλωσή τους σέ ἐξωτερικές συνήθειες, στόν τύπο δηλαδή, καί την ἀπό μέρους τους παράβαση τῶν ἐντολῶν τῆς ἐλεημοσύνης καί τῆς τιμῆς πρός τούς γονεῖς, πῆρε τούς μαθητές του καί πέρασε στή γῆ τῶν εἰδωλολατρῶν.

Γιατί πῆγε στούς εἰδωλολάτρες ἀφοῦ νωρίτερα εἶχε δώσει ἐντολή στούς μαθητές Του νά πᾶνε «πρός τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. ἰ’ 6); Πρῶτο ἐπειδή, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δέν περιορίζεται ἀπό τίς ἐντολές πού δίνει στούς μαθητές Του. Δεύτερο, ἐπειδή ἔβλεπε πῶς οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἀποστρέφονταν κι ὁ ἴδιος ἀντιλαμβανόταν πῶς τελικά θά τόν ἀπέρριπταν ἐντελῶς.

Ὁ Θεός εἶναι πιστός στίς ὑποσχέσεις Του. Μέ τούς προφῆτες Του εἶχε ὑποσχεθεῖ νά στείλει το Σωτῆρα στόν Ἰουδαϊκό λαό. Κι αὐτό τό πραγματοποίησε ὁ Θεός. Ὁ Ἰουδαϊκός λαός, μέσῳ τῶν ἡγετῶν του, ἀπέρριψε τό Σωτῆρα. Ό Θεός ὅμως ἔχει πλῆθος τρόπους γιά νά ἐκτελέσει τό σχέδιό Του. Ἤ ἀπόρριψη τῶν Ἰουδαίων δέν ἦταν ἱκανή νά ἐμποδίσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας, πολύ λιγότερο μποροῦσε νά τό ἀφανίσει. Ό Σωτῆρας Χριστός πέρασε τά σύνορα τῆς Ἰουδαίας καί πῆγε σέ ἄλλους λαούς. Πιστός στήν ὑπόσχεσή Του ὁ Κύριος ἔστειλε πρῶτα στούς Ἰουδαίους τούς ἀποστόλους Του, μετά τή Σταύρωσή Του ὅμως, ὁ ἀναστημένος Κύριος τούς ἔστειλε «εἰς πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. κή 19). Τρίτο καί τελευταῖο, ὁ Κύριος ἤθελε γιά μιά ἀκόμα φορά νά ντροπιάσει τόν ἐκλεκτό καί εὐλογημένο λαό μέ τήν πίστη τῶν εἰδωλολατρῶν, ὥστε μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά τούς ὁδηγήσει στή μετάνοια καί νά τούς ξαναφέρει κοντά στό Θεό. Αὐτό τό ἔκανε γιά πρώτη φορά στήν Καπερναούμ μέ τόν Ρωμαῖο ἑκατόνταρχο. Ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος προερχόταν ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰάφεθ καί ἔδειξε μιά σπάνια πίστη στόν Κύριο Ἰησοῦ. Οἱ Iαφεθίτες κι οἱ Χαμίτες λοιπόν θά κληθοῦν στή βασιλική τράπεζα ἀπό τόν Βασιλιᾶ τοῦ οὐρανοῦ, ὅταν οἱ Σημῖτες, ὁ ἐκλεκτός λαός, θ’ ἀπορρίψει τήν πρόσκληση. Αὐτό λειτουργοῦσε ὡς μιά ὑπενθύμιση, ἀλλά καί ὡς ἐπίπληξη στούς Ἰουδαίους. Ἐκεῖνοι ὅμως παρέμειναν ἄκαμπτοι κι ἀλύγιστοι ώς τό τέλος κι ἔτσι ἀπορρίφθηκαν ἀπό Ἐκεῖνον πού οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀπορρίψει.

Ἄς δοῦμε τώρα τό μεγαλεῖο τῆς πίστης πού εἶχε ἡ Χαναναία. Πῆγε νά συναντήσει τόν Ἰησοῦ, πού τόν ἀποκάλεσε Κύριο καί Υἱό Δαβίδ. Σίγουρα εἶχε ἀκούσει γιά τό θαυματουργό Χριστό, ἀφοῦ ἤ φήμη Του εἶχε διαδοθεῖ στίς πλησιόχωρες περιοχές. Τώρα ἄκουσε πῶς πλησίασε στά δικά της μέρη κι ἔτρεξε νά τόν συννατήσει μέ χαρά καί μέ μεγάλη πίστη. “Ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος, ὁ Κύριος εἶχε πάει σ’ ἕνα σπίτι, ποῦ «οὐδένα ἤθελε γνῶναι» (Μάρκ. ζ’ 24), δέν ἤθελε νά γνωρίζει κανένας πῶς βρισκόταν ἐκεῖ. Εἶναι φανερό πῶς ὁ Κύριος ἤθελε μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά δώσει μεγαλύτερη ἔμφαση στό μεγαλεῖο τῆς πίστης τῶν εἰδωλολατρῶν. Δέ θά ἔκανε δημόσια προσωπική ἐπίδειξη, ἐκεῖνοι θά τόν ἀναζητοῦσαν. Θά μποροῦσε νά κρυφτεῖ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἀλλά «οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν» (αὐτόθι). Ἡ δυνατή πίστη τῆς Χαναναίας γυναίκας τόν ἐντόπισε. Τό ἔθνος πού εἶχε καλέσει, δέν τόν δέχτηκε, ἐνῶ «ό λαός ὁ καθήμενος ἕν σκότει…έν χώρα καί σκιά θανάτου» (Ἠσ. θ’ 2), τόν ἀναζήτησε. Καί τόν βρῆκαν τήν ὥρα πού Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νά κρυφτεῖ ἀπ’ αὐτούς.

Προσέξτε πῶς ἡ γυναῖκα δέν εἶπε στόν Κύριο, «ἐλέησε τήν κόρη μου», ἀλλά ἐλέησόν μέ, Κύριε. Ἡ κόρη της ἦταν παράφρων, τή βασάνιζε ὁ δαίμονας. Κι ὅμως ἡ μητέρα της ζήτησε ἀπό τόν Κύριο νά ἐλεήσει ἐκείνην, ἀντί τῆς θυγατέρας της. Γιατί; Ἐπειδή ἡ κόρη της, μέ τήν παραφροσύνη πού εἶχε, δέν καταλάβαινε τί τῆς συνέβαινε. Δέν μποροῦσε ν’ ἀντιληφθεῖ τόν τρόμο καί τό βάσανό της, ὅπως τό καταλάβαινε ἡ μητέρα της πού ἦταν καλά. Ἀπό τά λόγια αὐτά καταλαβαίνουμε τή μεγάλη ἀγάπη τῆς μητέρας πρός τήν κόρη της. Ἡ μητέρα ὑπόφερε τά βάσανα τῆς κόρης της σά νά ‘τάν δικά της. “Ἐκεῖνος πού θά ἔλεοῦσε τήν κόρη της, θά ἔλεοῦσε κι ἐκείνη, τή δύστυχη μητέρα της. Στήν τρομερή αὐτή κατάσταση τῆς μητέρας ποιός θά μποροῦσε μέ κάποιο τρόπο νά τήν ἐλεήσει, ἄν δέν ἐλεοῦσε καί τήν κόρη της; Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία πῶς ἤ παραφροσύνη τῆς κόρης προκαλοῦσε θλίψη σ’ ὁλόκληρη τήν οἰκογένεια, καθώς καί σ’ ὅλους τούς φίλους καί συγγενεῖς τους. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία πῶς οἱ γείτονες θά εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ, οἱ ἐχθροί τους θά χαίρονταν. Τό σπίτι ἦταν ἀδειανό, ἔμοιαζε μέ τάφο. “Ἔξω ἀπ’ αὐτό ἔφταναν μόνο οἱ κραυγές καί τά παλαβά γέλια τῆς τρελῆς κόρης. Θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ ἤ νά ὀνειρευτεῖ ἡ μητέρα νά μιλήσει ἤ νά προσευχηθεῖ γιά ὁτιδήποτε ἄλλο; Εἶναι πιθανό νά εἶχε καταλογίσει τό κακό πού βρῆκε τήν κόρη της σέ κάποια δική της ἁμαρτία. Γι’ αὐτό καί εἶπε: ἐλέησόν μέ, Κύριε!

«Ό δέ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτή λόγον» (Ματθ. ἰε’ 23). Δέν τό συνήθιζε ὁ Χριστός νά μήν ἀπαντάει στίς ἐρωτήσεις ἤ στίς παρακλήσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμα καί στό σατανᾶ ἀπάντησε στήν ἔρημο. Σιγή κράτησε μόνο στίς ἐρωτήσεις πού τοῦ ἔθεσαν οἱ ἄνομοι κριτές καί βασανιστές Του, ὁ Καϊάφας κι ὁ Πιλάτος. Γιατί λοιπόν κράτησε σιωπή στήν ἱκεσία τῆς δύστυχης αὐτῆς γυναίκας; Τό ἔκανε ὥστε τά μάτια ἐκείνων πού δέν ἔβλεπαν, ν’ ἀνοίξουν γιά νά δοῦνε ἐκεῖνα πού ἔβλεπε Αὐτός. Γιά νά δώσει στή γυναῖκα αὐτή τήν εὐκαιρία νά δείξει ἔμφατικότερα τήν πίστη της, γιά νά δοῦν τήν πίστη αὐτή ὅλοι οἱ σύντροφοί Του.

«Καί προσελθόντες οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἤρώτων αὐτόν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δέ ἀποκριθείς εἶπεν οὐκ ἄπεστάλην εἰ,εἶ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. ἰε’ 23,24). Προσέξτε πόσο σοφᾶ ἐνήργησε ὁ πάνσοφος Κύριος μέ τό νά μήν ἱκανοποιήσει ἀμέσως τό αἴτημα τῆς μητέρας, ἀλλά νά κρατήσει σιωπή. Ἀπό τήν πλευρά τῶν μαθητῶν εἶχε ἤδη ἀναπτυχθεῖ κάποια συμπάθεια γιά τή φτωχή γυναῖκα πού τόν παρακαλοῦσε. Ἀπόλυσον αὐτήν, σημαίνει εἴτε «ἀπαλλάξου ἀπ’ αὐτήν» εἴτε «κάνε αὐτό πού ζητάει», γιά νά σταματήσει νά τούς ἐνοχλεῖ μέ τίς κραυγές της. Στήν παράκληση αὐτή τῶν μαθητῶν Του, ὁ Κύριος ἀπάντησε: οὐκ ἀπεστάλην εἰ,εἶ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ, δηλαδή στόν Ἰουδαϊκό λαό.

Γιατί ἀπάντησε μ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Κύριος;

Πρῶτο, γιά νά δείξει πῶς ὁ Θεός εἶναι πιστός στίς ὑποσχέσεις Του. Καί δεύτερο, γιά νά προωθήσει στούς μαθητές του τήν ἰδέα πῶς κι οἱ εἰδωλολάτρες ἦταν παιδιά τοῦ Θεοῦ, πού εἶχαν κι αὐτοί ἀνάγκη νά βοηθηθοῦν καί νά σωθοῦν. Μέ τή μεγάλη πίστη τῆς φτωχῆς αὐτῆς γυναίκας, ὁ Κύριος ἔδειξε στούς μαθητές Του τόν τρόπο νά ἐπαναστατήσουν στή στενή ἄποψη πού εἶχαν οἱ Ἰουδαῖοι πῶς ὁ Θεός φρόντιζε μόνο αὐτούς, πῶς ἑπομένως ἦταν Θεός μόνο τῶν Ἰουδαίων. Σκόπιμα μίλησε ἔτσι ὁ Κύριος, ὅπως μιλοῦσαν κι ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, ὥστε νά συλλογιστοῦν οἱ μαθητές καί νά πειστοῦν πῶς ἡ ἀντίληψη πού εἶχαν οἱ ὁμοεθνεῖς τους ἦταν λαθεμένη, πῶς ἡ ἀντίληψη αὐτή ἦταν τόσο λαθεμένη ὅσο καί ἡ διαφθορά κι ὁ ἐκφυλισμός τοῦ ἔθνους τους, ἡ ἀποστασία τους ἀπό το Θεό, καθώς κι ἡ ἀπόρριψη κι ἡ περιφρόνηση πού ἔδειξαν στό Χριστό. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν ἤθελε νά διδάξει μόνο μέ λόγια τούς μαθητές Του, ἀλλά καί μέ ζωντανά παραδείγματα ἀπό τή ζωή. Ἀντί νά χρησιμοποιήσει λόγια σ’ αὐτήν τήν περίπτωση, ἄφησε τή συμπεριφορά του πρός τήν εἰδωλολάτρισσα γυναῖκα νά μείνει ἕνα ἀλησμόνητο μάθημα στούς μαθητές Του. Γι’ αὐτό τό λόγο πέρασε τά σύνορα τῆς Ἰουδαίας καί μπῆκε στήν περιοχή τῶν εἰδωλολατρῶν, ὥστε ἀπό τό μεγάλο αὐτό γεγονός νά διδάξει τούς ἀκολούθους Του. “Ἄς δοῦμε τώρα πῶς ἐξέφρασε ἡ Χαναναία τήν ἀκλόνητη πίστη της στόν Κύριο:

«Ἡ δέ ἔλθουσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα: «Κύριε, βοήθει μοί» (Ματθ. ἰε’ 25). Ἠταν σίγουρη πῶς ἄν δέν τή βοηθοῦσε ὁ Χριστός, δέν ὑπῆρχε κανένας ἄλλος στόν κόσμο νά τό κάνει. Σίγουρα θά εἶχε ἐπισκεφτεῖ ὅλους τούς γιατρούς καί θά εἶχε πάει σ’ ὅλους τούς εἰδωλολάτρες μάγους, χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἡ παράφρων κόρη της παρέμεινε παράφρων. Ὑπῆρχε ὅμως ὁ Θεραπευτής κάθε βασάνου, κάθε ἀρρώστιας. Εἶχε ἀκούσει γι’ Αὐτόν καί τόν εἶχε πιστέψει προτοῦ ἀκόμα τόν δεῖ. Καί τώρα πού τόν εἶδε, τήν κάλυψε ὁλόκληρη μιά πολύ μεγαλύτερη πίστη γιά τή θεϊκή Του δύναμη. Ἐκεῖνος θά μποροῦσε νά κάνει αὐτό πού κανένας ἄλλος δέν μποροῦσε. Ἄν τό ἤθελε, θά μποροῦσε νά κάνει τά πάντα. Ἡ πίστη της ἦταν ἀκλόνητη πῶς ‘Ἐκεῖνος μποροῦσε, γι’ αὐτό καί κατέβαλε κάθε προσπάθεια νά τόν πείσει νά κάνει αὐτό πού Αὐτός -Αὐτός καί κανένας ἄλλος στήν οἰκουμένη – δέ θά μποροῦσε νά κάνει. Γι’ αὐτό κι ὅταν ὁ Χριστός δέν ἔδωσε καμιά ἀπάντηση στό πρῶτο αἴτημά της, ὅταν δέν ἔδωσε καμιά σημασία ἀκόμα κι ὅταν του τό ζήτησαν οἱ σύντροφοί Τοῦ, ἔτρεξε κοντά Του, γονάτισε μπροστά Τοῦ καί ἔκραξε: Κύριε, βοήθει μοι.

«Ό δέ ἀποκριθείς εἶπεν οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις» (Ματθ. ἰε’ 26). Φοβερά λόγια! Ὁ Κύριος ἐδῶ δέ χρησιμοποίησε δικά του λόγια, μίλησε τή γλῶσσα τῶν σύγχρονων Ἰουδαίων, πού πίστευαν πῶς ἐκεῖνοι μόνο ἦταν παιδιά τοῦ Θεοῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί ἦταν σκυλιά. Ὁ Κύριος ἤθελε μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά προκαλέσει τή διαμαρτυρία τῶν μαθητῶν Του γι’ αὐτήν τήν κακή ἀποκλειστικότητα πού διεκδικοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι. “Ἤθελε ὁ Κύριος μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά εἰσαγάγει στά μυαλά τῶν μαθητῶν Του τή σκέψη, πού ἀργότερα θά διατύπωνε στούς γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους. «Οὐαί ὑμῖν. γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριται, ὅτι κλείετε τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὕμείς γάρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδέ τούς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν» (Ματθ. κγ’ 14).

Προσέξτε τώρα. Αὐτοί πού ὀνομάζονταν τέκνα, ἔγιναν σάν τούς σκύλους, ἐνῶ αὐτοί ποῦ λογαριάζονταν σκύλοι, ἔγιναν παιδιά τοῦ Θεοῦ. Οἱ τελευταῖοι ὀνμάστηκαν «σκυλιά» ἀπό τούς Ἰουδαίους κυρίως ἀπό κακία, ὑπῆρχε ὅμως καί κάποια ἀλήθεια στό ὄνομα αὐτό. Οἱ εἰδωλολάτρες τῆς Τύρου καί τῆς Σιδώνας, ὅπως κι ἐκεῖνοι τῆς Αἰγύπτου κι ἄλλων χωρῶν, εἶχαν ἐγκαταλείψει ἀπό χρόνια πολλά τόν ἀληθινό Θεό κι εἶχαν ἐπιδοθεῖ στή λατρεία τῶν δαιμόνων, πού ἦταν χειρότεροι ἀπό τά σκυλιά. Ὁ Χριστός ἐδῶ δέν ἐπιπλήττει προσωπικά τή Χαναναία ἀλλά τό λαό της, καθώς καί ὅλους τούς ἄλλους λαούς πού λάτρευαν τούς δαίμονες μέ ἀγάλματα καί ξόανα, μέ διάφορα εἴδη μαγείας καί ἀκάθαρτες θυσίες.

Τότε ἡ σπουδαία αὐτή γυναῖκα, πού ἡ πίστη της ἦταν μεγαλύτερη τόσο ἀπό τόν ἐκλεκτό λαό ὅσο κι ἀπό τούς περιφρονημένους εἰδωλολάτρες, ἀπάντησε στόν Κύριο: «Ἡ δέ εἶπε: ναί, Κύριε καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν» (Ματθ. ἰε’ 27). Πόσο ὑπέροχη ἦταν ἡ ἀπάντηση τῆς ταπεινῆς αὐτῆς γυναίκας! Δέν ἀρνήθηκε πῶς ἀνῆκε σ’ ἕνα λαό πού ἀποκαλοῦνταν σκυλιά. Οὔτε ἀρνήθηκε ἐπίσης νά ὀνομάσει τούς Ἰουδαίους «κυρίους», μ’ ὅλο πού ἡ ἴδια ἦταν καλλίτερη ἀπ’ αὐτούς. Ἠταν πρόθυμη νά κατανοήσει τά συμβολικά λόγια τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ μεγάλη πίστη δημιουργεῖ μεγάλη σοφία. Ἡ μεγάλη πίστη βρίσκει τά σωστά λόγια. Ἡ ταπείνωσή της μπροστά στόν Κύριο ἦταν τόσο μεγάλη, ὅπως κι ἡ ἀγάπη τῆς πρός τήν ἄρρωστη κόρη της, πού δέν τήν πλήγωσε τό γεγονός ὅτι τήν ἀποκάλεσαν σκύλα. Μπροστά στόν πάναγνo Κύριο ποιός ἁμαρτωλός ἄνθρωπος δέ θά νιωθε τόν ἑαυτό του σάν ἀκάθαρτο σκυλί; Όπωσδήποτε ὄχι κάποιος ἄνθρωπος πού, ἄν καί ἁμαρτωλός, ἔχει κάποια σπίθα πίστης. «Οὐ,Οὗ γάρ εἰμι ἱκανός νά μοῦ ὑπό τήν στέγην εἰσέλθης» (Λουκ. ζ’ 6), εἶπε ὁ εἰδωλολάτρης ἑκατόνταρχος στόν Κύριο. “Ἔτσι κι ἡ ἁμαρτωλή γυναῖκα, δέν ντράπηκε πού τήν ἀποκάλεσε σκύλα. “Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέ συναισθάνεται τήν ἀμαρτωλότητά του, δέν μπορεῖ οὔτε βῆμα νά κάνει πρός τή σωτηρία του. Πλῆθος ὁλόκληρο ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, πού ἦταν πιό ἄγνοί καί φωτισμένοι ἀπό ἑκατομμύρια ἄλλους ἀνθρώπους. δέν ἔνιωθαν ντροπή νά τούς ἀποκαλοῦν σκυλιά.

Ὅλοι οἱ ἄντρες κι οἱ γυναῖκες πού εἶναι ἀφυπνισμένοι πραγματικά, πού ἔχουν συνέλθει ἀπό τή μέθη τῶν σαρκικῶν παθῶν κι ἔχουν βεβαιωθεῖ γιά τή πτώση τους στή λάσπη τῆς ἁμαρτίας, τό γνωρίζουν καλά αὐτό. Ώσότου συνέλθει ὁ ἄνθρωπος, βρίσκεται ἐγκλεισμένος στήν παγερή ἀγκαλιά τοῦ θανάτου. Δέν ἔχει πίστη καί δέν μπορεῖ νά δεῖ τήν ἀνάγκη γιά νά πιστέψει. Ώσότου το σκυλί νιώσει τήν ντροπή του νά εἶναι σκυλί, δέ θά εὐχηθεῖ ποτέ του νά γίνει λιοντάρι. Ώσότου ὁ βάτραχος συνειδητοποιήσει πῶς βρίσκεται μέσα σέ μιά δυσώδη λάσπη, δέ θά εὐχηθεῖ νά πηδήσει ἔξω ἀπ’ αὐτήν καί νά πετάξει σάν ἀητός.

Ἡ φτωχή γυναῖκα τῆς σημερινῆς παραβολῆς εἶχε τήν αἴσθηση τῆς ἀδυναμίας τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου. Γνώριζε τήν κατωτερότητά του, τήν κακία του καί τή λάσπη τῆς ἁμαρτίας του, τή δυσωδία ὅλης του τῆς ὕπαρξης. Νοσταλγοῦσε νά βρεῖ κάτι πιό δυνατό, πιό φωτεινό καί πιό ἄγνό. Κι αὐτό πού νοσταλγοῦσε βρέθηκε ξαφνικά μπροστά της, τῆς ἀποκαλύφτηκε στό Χριστό, μέ τή μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα καί δόξα. Γι’ αὐτό καί δέν ἔκανε πίσω ὅταν ὁ Κύριος τήν ὀνόμασε παιδί σκύλων. Ὄχι μόνο τό ἀνέχτηκε αὐτό, ἀλλά τό ὁμολόγησε κιόλας. Μέ τήν ἀποδοχή τῆς ἀναξιότητας τῶν προγόνων της ὅμως ζήτησε ἔστω κι ἕνα ψίχουλο ἀπό τό ζωοποιό ψωμί πού ἔστειλε ὁ Θεός στόν Ἰσραήλ. Τό ψωμί εἶναι ὁ Χριστός ψίχουλα εἶναι ἔστω καί οἱ ἐλάχιστες τῶν δωρεῶν Του. Τά πεινασμένα σκυλιά, πού δέν ἔχουν οὔτε ψίχουλα νά φᾶνε, θά ἱκανοποιηθοῦν ἔστω καί μ’ αὐτά.

«Τότε ἀποκριθείς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτή ώ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοί ώς θέλεις. καί ἰάθη ἤ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης» (Ματθ. ἰε’ 28). Ὁ Κύριος ἔφερε τή συζήτηση ἐκεῖ πού ἤθελε καί μόνο τότε εἶπε τά λόγια αὐτά. Ἀκόμα κι ἄν ἡ γυναῖκα αὐτή ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, δέ θά μποροῦσε νά ἐκφράσει τήν πίστη της μέ μεγαλύτερη ἔμφαση ἀπ’ ὅ,τι το ἔκανε. Ὅποιος ἔχει μάτια βλέπει κι ὅποιος ἔχει αὐτιά ἀκούει. Δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀναλύσουμε περισσότερο τό περιστατικό. Ἀκόμα κι ὁ προδότης Ἰούδας θά μποροῦσε νά διαπιστώσει τή μεγάλη πίστη τῆς Χαναναίας. Ἀκόμα κι ὁ ὀλιγόπιστος Πέτρος, κι ὁ δύσπιστος Θωμᾶς. Ὁ Κύριος δέν εἶχε ἐγκωμιάσει τόσο πολύ κανέναν ἀπό τούς ἀποστόλους Του. Σέ ποιόν ἀπ’ αὐτούς εἶπε ποτέ, μεγάλη σου ἤ πίστις; Σέ ὅλους τους εἶπε, τοὐλάχιστον,τουλάχιστο μιά φορά: «Όλιγόπἱστοι!» Καί σέ μιά περίπτωση τούς ἐπιτίμησε μέ τά λόγια: «Ώ, γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη!» (Ματθ. ἴζ’ 17). Αὐτός ἦταν κι ὁ λόγος πού τούς πῆρε στήν περιοχή Χαναάν: ὥστε μέ τήν πίστη τῆς εἰδωλολάτρισσας γυναίκας αὐτῆς, πού δέ γνώριζε οὔτε το νόμο οὔτε τούς προφῆτες. νά τούς διδάξει τή μεγάλη πίστη, τή δύναμη τῆς πίστης.

Ὁ Κύριος δίδασκε προοδευτικά τούς μαθητές Του στό σχολεῖο τῆς πίστης. Μέ τέτοια περιστατικά στούς χώρους τῶν εἰδωλολατρῶν, τούς παρεῖχε διδασκαλία σταθερή καί συμπλήρωνε μ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἐκπαίδευσή τους. Πόσο μεγάλη ἦταν ἤ πίστη τῆς γυναίκας αὐτῆς, πού ὅλα ὅσα εἶχε μάθει στό χῶρο πού ζοῦσε γιά τόν κόσμο αὐτόν καί γιά τή ζωή ἦταν ὅλα πλανεμένα! Εἶχε μάθει πῶς ὁ ἥλιος καί τό φεγγάρι, τά ζῶα κι οἱ πέτρες, ἦταν θεοί. Εἶχε γεννηθεῖ κι εἶχε ζήσει στό σκοτάδι, στήν ἄγνοια. Τέλος, ἀνῆκε στούς Χαναναίους, τήν πονηρή αὐτή φυλή πού ὁ Θεός τήν ὁδήγησε μακριά ἀπό τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. γιά νά κατοικήσουν ἐκεῖ οἱ Ἰουδαῖοι, ὁ ἐκλεκτός λαός Του. Ἐδῶ ὑπάρχει ἀρκετή διδαχή, μιά μεγάλη αἰτία γιά νά στοχαστοῦμε τούς τρόπους τοῦ Θεοῦ, πολλοί λόγοι γιά νά κάνουν τούς ἀποστόλους καί τό ἔθνος τους νά ντρέπονται καί νά μετανοοῦν.

Οἱ ἀπόστολοι ἀντιλήφθηκαν τή διδασκαλία αὐτή καί τήν ἔκαναν δική τους, ἄν ὄχι ἀμέσως, λίγο ἀργότερα. Βεβαιώθηκαν γιά τήν πίστη τους καί τή διέδωσαν σ’ ὁλόκληρη τή γῆ. Θυσίασαν τή ζωή τους γιά τήν παντοδύναμη αὐτή πίστη καί τελικά δοξάστηκαν οἱ ἴδιοι. Ἐμεῖς κατανοήσαμε τήν πίστη αὐτή, τήν κάναμε δική μας; Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Ἐκλεκτός Λαός Του σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἡ Νέα Βασιλεία καί τό Νέο Ἱερατεῖο. Προσέξτε ὅμως πόσο λίγη σημασία δίνουν οἱ χριστιανικοί λαοί στό Χριστό, πόσο τόν περιφρονοῦν! Παρατηρῆστε πῶς, βαπτισμένοι ἄντρες καί γυναῖκες, ὄχι μόνο ἔχουν γίνει ὀλιγόπιστοι, ἀλλά κατάντησαν ἕνας ἄπιστος καί διεφθαρμένος λαός. Πιστεύουν περισσότερο σέ ὁτιδήποτε ἄλλο παρά στό Χριστό. Ἀναζητοῦν βοήθεια καί στήριξη στή ζωή τους σέ τυφλά καί κουφά στοιχεῖα γύρῳ,γύρω τους, παρά στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν παντοδύναμο. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐπέσυραν πάνω τους φοβερές τιμωρίες, ἔγιναν πονηροί, ἀδύναμοι καί ταλαίπωροι, ὅπως ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι τήν ἐποχή τῆς ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ στή γῆ.

Οἱ χριστιανικοί λαοί κρατοῦν τά κλειδιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, μά ὑπάρχουν πολλοί ἀπ’ αὐτούς σήμερα πού ὄχι μόνο δέν εἰσέρχονται στή βασιλεία αὐτή, μά δέν ἀφήνουν νά μποῦν μέσα κι ἐκεῖνοι πού τό ἐπιθυμοῦν. Ἔτσι ἀποδείχνονται χειρότεροι, πιό ἰδιοτελεῖς καί γήινοι ἀπό τούς ἄλλους λαούς. Κατορθώνουν ἔτσι ν’ ἀπομακρύνουν ἀπό τό Χριστό τά μή χριστιανικά ἔθνη καί τά ἐμποδίζουν νά μποῦν στή Βασιλεία πού τόσο ἐπιθυμοῦν. Μόνο ψίχουλα πέφτουν ἀπό τό βασιλικό τραπέζι τοῦ Χριστοῦ στούς λαούς αὐτούς, κι αὐτοί τά μαζεύουν καί τά τρῶνε. Πῶς μποροῦν ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες αὐτοί νά χορτάσουν ὅταν οἱ Εὐρωπαῖοι κι οἱ Ἀμερικανοί, ποῦ κάθονται σάν κύριοι στό βασιλικό τραπέζι, μένουν πνευματικά πεινασμένοι καί διψασμένοι; Δέ θά φτάσει κάποια στιγμή στό τέλος της ἡ ὑπομονή τοῦ Θεοῦ; Δέ θ’ ἀπορρίψει ὁ Κύριος ἐκείνους πού τόν ἀπορρίπτουν, ὅπως ἔχει κάνει ἤδη μέ μερικούς, καί θά πεῖ πῶς οἱ κλητοί ἀποδοκιμάστηκαν, ἐνῶ οἱ μή κλητοι ἔγιναν ἀποδεκτοί, οἱ εὐλογημένοι ἔγιναν καταραμένοι κι οἱ καταραμένοι εὐλογήθηκαν;

Τί ἀπομένει νά κάνουμε ἐμεῖς σ’ αὐτή τήν ἄπιστη γενιά; Τίποτα περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἔκανε ἡ Χαναναία: νά προσευχηθοῦμε καρτερικά στόν παντοδύναμο Χριστό, νά κραυγάσουμε μέ πίστη:

Ὁ σπόρος τοῦ σινάπεως (Φ. Κόντογλου) «Κύριε, ἐλέησέ μας τούς ἁμαρτωλούς!» Ἄν εἶναι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ν’ ἀντικαταστήσει ἕναν ἐκλεκτό λαό μ’ ἕναν ἄλλο, ἄν εἶναι στό θέλημά Τοῦ νά πάρει τή βασιλεία Του ἀπό τά χριστιανικά ἔθνη καί νά τή δώσει σέ ἄλλους, ἄν ἤ τιμωρία γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι κοντά, ἀκόμα καί τότε δέ θ’ ἀποβληθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοί μαζί μέ τά χριστιανικά ἔθνη, ὅπως δέν ἀποβλήθηκαν κι ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι μαζί μέ τό ἰουδαϊκό ἔθνος. Ἐκεῖνοι ἀπό τούς Ἰουδαίους πού ὁμολόγησαν τό Χριστό μετά τήν καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ σώθηκαν, ὅπως σώθηκαν καί κεῖνοι πού τόν ὁμολόγησαν τήν ἐποχή πού ὁ Χριστός ζοῦσε στή γῆ. Πολλοί Ἰουδαῖοι βαπτίστηκαν ἀργότερα καί ἀρκετοί ἔγιναν μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνοι ἀπό τούς Ἰουδαίους πού ἐπιστρέφουν κοντά Τοῦ σήμερα, σώζονται, ὅπως σώθηκαν καί πολλοί ἀπό τούς προπάτορές τους προτοῦ παύσουν νά εἶναι ὁ ἐκλεκτός λαός. Ὁ Θεός ἐνδιαφερόταν πάντα περισσότερο γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων παρά γιά τά κράτη καί τούς λαούς. Δέν πρέπει νά φοβηθοῦμε λοιπόν νά διακηρύξουμε: «Τά ὑπάρχοντα χριστιανικά κράτη καί ἔθνη θά καταστραφοῦν, ὅλοι μας θά καταστραφοῦμε». “Ἄς πάθουν λοιπόν τά κράτη καί τά ἔθνη αὐτό πού τούς ἀξίζει. Οὔτε ἕνας ἄντρας ἤ μιά γυναῖκα πού πιστεύει στόν Κύριο ὅμως δέν πρόκειται νά καταστραφεῖ. Ό Θεός βρῆκε ἕναν μόνο πιστό στά Σόδομα – τό δίκαιο Λώτ – κι ἔσωσε αὐτόν μόνο, ἐνῶ κατέστρεψε τά Σόδομα.

Ἄς μιμηθοῦμε τήν ἐπίμονη προσευχή καί τή δυνατή πίστη τῆς Χαναναίας κι ἄς μήν ὀλιγοπιστήσουμε οὔτε γιά μιά στιγμή. Ἡ πίστη μας πρέπει νά εἶναι δυνατή, ἐπίμονη. Ἄς προσπαθοῦμε διαρκῶς νά κρατοῦμε τή φλόγα τῆς πίστης μας δυνατή, νά μή σβήσει. Ἄς στέλνουμε διαρκῶς τίς προσευχές μας στόν Κύριο τόσο γιά μας ὅσο καί γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ πίστη, μόνο αὐτή, θά δυναμώσει τήν ψυχή μας καί θ’ ἀποβάλει κάθε φόβο κι ἀμφιβολία ἀπό μέσα μας. Ἡ προσευχή θά καθαρίσει τήν ψυχή μας καί θά μᾶς γεμίσει μέ χαρά, πίστη, καλούς λογισμούς καί φλογερή ἀγάπη.

Εἴθε ὁ στοργικός κι ἐλεήμων Κύριος νά ἐνισχύσει τήν πίστη μας καί ν’ ἀκούσει τίς προσευχές μας. Δόξα καί αἶνος στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Μία σύντομη προσευχή

«Ἐλέησόν μέ, Κύριε» (Ματθ. 15, 22)

Ὁ ΚΥΡΙΟΣ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔμενε πάντοτε στὸ ἴδιο μέρος. Διαρκῶς ἐκινεῖτο. Πήγαινε ἀπὸ πόλι σὲ πόλι κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό. Εὐεργετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους. Πῶς; Μέ το λόγο του. Ὁ λόγος του ἦταν παντοδύναμος. Μέ το λόγο του ἔκανε ν’ ἀνοίγουν τὰ μάτια τῶν ψυχῶν καὶ νὰ δοξάζουν το Θεό, ποὺ ἔστειλε τὸν Υἱό του γιὰ νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τὴν ἀνθρωπότητα. Μέ το λόγο τοῦ πάλι ὁ Χριστὸς ἔκανε καλὰ κορμιὰ ἄρρωστα, κορμιὰ ποὺ βασανίζονταν καὶ γιατρειὰ δὲν εὕρισκαν πουθενά. Τὰ ἔκανε καλὰ χωρὶς φάρμακα καὶ συνταγές. Ὁ Χριστὸς εὐεργέτης. Ὁ Χριστὸς ὁ μέγας ἰατρός. Ἰατρὸς μοναδικός. Ἰατρὸς ἀνάργυρος, ποὺ δὲν ἔπαιρνε καμμιὰ ἀμοιβή. Ἡ μόνη ἀμοιβή του ἦταν, οἱ ἄνθρωποι νὰ πιστέψουν στὸν ἀληθινὸ Θεό, νὰ κάνουν τὸ ἅγιο θέλημά του καὶ νὰ γίνουν παιδιά του ἀγαπημένα. Ἔτσι ἡ φήμη του ξαπλώθηκε παντοῦ. Ὅλοι μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό. Ὅλοι ἤθελαν νὰ τὸν δοῦν. Ὅλοι ἤθελαν νὰ τὸν ἀκούσουν. Ὅλοι ἤθελαν νὰ πᾶνε τοὺς ἀσθενεῖς τους στὸ Χριστό. Λαχταροῦσαν νὰ συναντήσουν τὸ Χριστό. Χριστέ, εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ἄρρωστοι. Πότε θὰ περάσῃς ἀπ’ τὸ χωριό μας, γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃς, νὰ μᾶς δώσῃς συγχώρησι, νὰ μᾶς παρηγορήσῃς, νὰ μᾶς κάνῃς καλὰ τοὺς ἀρρώστους;

Κι ὁ Χριστὸς ἀκούραστος πήγαινε παντοῦ. Περπατῶντας ἔφθασε καὶ «εἵς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος», ἔφθασε δηλαδὴ στὰ ἄκρα τῆς Ἰουδαίας, στὰ σύνορα. Πέρα ἀπό ‘κεὶ κατοικοῦσαν οἱ Χαναναῖοι, ἄνθρωποι ποὺ δὲν πίστευαν στὸν ἀληθινὸ Θεό. Εἴδωλολάτρες ἦταν οἱ Χαναναῖοι. Στὸ σκοτάδι ζοῦσαν. Στοὺς μάγους πίστευαν. Μέ τα μάγια καλοῦσαν τοὺς δαίμονες. Δαιμονολάτρες ἦταν. Στὴ δαιμονολατρεία καταντοῦν οἱ ἀσεβεῖς. Ὅποιος δὲν πιστεύει στὸν ἀληθινὸ Θεό, θὰ καταντήσῃ νὰ ἔχῃ θεὸ τὸ διάβολο. Θὰ καταντήσῃ νὰ τρέμῃ τοὺς μάγους καὶ τίς μάγισσες καὶ νὰ τοὺς πληρώνῃ γιὰ νὰ τοῦ κάνουν μάγια. Τί δυστυχισμένος κόσμος!

Στὰ μέρη λοιπὸν Τύρου καὶ Σιδῶνος, στὰ μέρη αὐτὰ ποὺ βασίλευε ἡ μαγεία καὶ ἡ εἰδωλολατρία, στὸ βασίλειο αὐτὸ τοῦ σατανᾶ, νὰ κ’ ἔρχεται ὁ Χριστός. Ποιός δαίμονας, ποιός μάγος μπορεῖ νὰ σταθῇ μπροστὰ στὸ Χριστό; Ὅπου πατάει τὸ πόδι του ὁ Χριστός, φεύγει ὁ διάβολος. Καὶ νὰ ὁ Χριστὸς ἐκδηλώνει τὴ δύναμή του. Κάνει τὸ θαῦμα. Μιὰ γυναῖκα, ποὺ κατοικοῦσε στὰ μέρη αὐτά, μιὰ Χαναναία, μόλις ἔμαθε ὅτι ὁ Χριστὸς πλησιάζει, τρέχει κι ἀρχίζει νὰ φωνάζῃ δυνατὰ «Ἐλέησόν μέ, Κύριε, υἱὲ Δαυίδ» (Ματθ. 15, 22).

Τί ἄρὰ γὲ εἶχε ἡ γυναῖκα αὐτὴ γιὰ νὰ φωνάζῃ «Ἐλέησόν μέ, Κύριε»; Ἦταν ἄρρωστη; Ὄχι. Δὲν ἦταν ἡ ἴδια ἄρρωστη. Ἦταν ἄρρωστη ἡ κόρη της. Ἡ κόρη της εἶχε δαιμόνιο, ποὺ τὴ βασάνιζε πολύ. Ἡ κόρη θὰ ἄφριζε, θὰ ἔτριζε τὰ δόντια της, θὰ ἔσχιζε τὰ ροῦχα της, θὰ ἔβγαζε ἄγριες φωνές, θὰ ἔλεγε ἄσχημα λόγια, θὰ ὡρμοῦσε νὰ χτυπήσῃ ἀνθρώπους, θὰ ἔκανε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ κάνουν ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἔχει κυριεύσει δαιμόνιο. Δαιμονισμένη ἦταν ἡ κόρη. Πόσο θὰ λυπόταν ἡ μάνα, πόσο θ’ ἀναστέναζε, πόσα δάκρυα θὰ ἔχυνε, σὲ πόσους γιατροὺς καὶ μάγους θὰ πῆγε, καὶ πόσα λεφτὰ θὰ ξόδεψε γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ τὴν κόρη της! Ἀλλὰ τοῦ κάκου. Τίποτε δὲν γινόταν. Ἡ κόρη της ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑποφέρῃ καὶ νὰ βασανίζεται ἀπ’ τὸ δαιμόνιο. Τὴν ἔβλεπε ἡ μάνα καὶ καιγόταν ἡ καρδιά της. Μιὰ φορὰ ὑπέφερε ἡ κόρη, δέκα φορὲς ὑπέφερε ἡ μάνα. Θά προτιμοῦσε, νὰ φύγῃ τὸ κακὸ ἀπὸ τὴν κόρη καὶ νὰ ἔρθῃ στὴν ἴδια. Θὰ προτιμοῦσε, ὁ Θεὸς νὰ κόψῃ χρόνια ἀπὸ τὴ ζωή της καὶ νὰ δώσῃ χρόνια, ζωὴ καὶ ὑγεία στὴν κόρη της. Εἶνε σὰν νὰ τὴν ἀκοῦμε Ἄχ, κόρη μου! Γιατί τόσο πολὺ νὰ ὑποφέρῃς; Δὲν θὰ βρεθῇ φάρμακο, δὲν θὰ βρεθῶ γιατρὸς νὰ σὲ κάνῃ καλά;…

Καὶ νά, ὁ Ἰατρὸς ἦρθε… Ἦρθε Χριστός. Ἦρθε χωρὶς νὰ τὸν περιμένῃ. Ἦρθε ξαφνικά. Ἦρθε ἐπίτηδες. Γιατί ὁ Χριστός, ὅσο μακριὰ καὶ ἂν βρισκόταν, ἤξερε τί συμβαίνει στὸ σπίτι τῆς Χαναναίας. Ξέρει τί συμβαίνει στὸ κάθε σπίτι, στὸν κάθε ἄνθρωπο. Καὶ εἶνε ἕτοιμος νὰ βοηθήσῃ. Φώναξέ τον, καὶ θὰ ἔρθῃ.

«Ἐλέησόν μέ, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται»! (αὐτ.). Φώναξε μιὰ φορά, φώναξε δυό, φώναξε πολλὲς φορές. Βούϊξε ὁ τόπος ἀπὸ τίς φωνές. Ἄκουσαν τὰ βουνὰ καὶ οἱ χαράδρες. Ἀλλὰ τί περίεργο! Ὁ Χριστὸς φαίνεται ἀδιάφορος. Ἀδιάφορος ὁ Χριστός; Ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλος ἀγάπη, νὰ μὴ συγκινῆται ἀπὸ τίς σπαρακτικὲς φωνὲς μιᾶς δυστυχισμένης μάνας; Ὄχι. Αὐτὸ καὶ νὰ τὸ σκεφθοῦμε ἀκόμη εἶνε ἁμαρτία. Ὁ Χριστὸς καὶ ἄκουγε καὶ ἐσυγκινεῖτο. Ἀλλὰ δὲν ἔδωσε ἀμέσως ἀπάντηση, δὲν ἔκανε ἀμέσως τὸ θαῦμα, γιατί ἤθελε νὰ δοκιμάσῃ τὴν πίστι τῆς Χαναναίας. Καὶ ἡ Χαναναία, βράχος ἀκλόνητος, ἐξακολουθοῦσε νὰ φωνάζῃ: Κύριε, ἐλέησον.

Κι ὅταν ὁ Χριστὸς ἀπαντῶντας ἐπὶ τέλους τῆς εἶπε, ὅτι τὸ ψωμὶ ποὺ ἔχει κανεὶς γιὰ τὰ παιδιά του δὲν εἶνε σωστὸ νὰ τὸ ρίξῃ στὰ σκυλιά, ἡ Χαναναία δὲν ὠργίστηκε ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔχασε τὴν ἐλπίδα της. Δὲν ἀπογοητεύθηκε. Ἀλλ’ ἀπήντησε μὲ ταπείνωσι. Τί ἀπήντησε; Ἀκοῦστε καὶ θαυμάστε. Ξέρω, Κύριε, ὅτι δὲν εἶμαι παιδί σου. Δὲν εἶμαι Ἰουδαία. Δὲν ἀνήκω στὸν εὐλογημένο λαό. Ἐμεῖς, ποὺ λατρεύουμε τὰ εἴδωλα, ποὺ πιστεύουμε στὰ μάγια καὶ στὶς μάγισσες καὶ κάνουμε τόσες ἁμαρτίες, εἴμαστε σάν τα σκυλιά, λαὸς ἀκάθαρτος. Ἀλλά, Κύριε, καί τα σκυλάκια περιμένουν νὰ φᾶνε τὰ ψίχουλα, ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ ἀφέντη τους. Κύριε, κ’ ἐγὼ καὶ δυστυχισμένη γυναῖκα ἕνα σκυλάκι εἶμαι. Τὴν ἀγάπη σου ζητῶ. Δός μου ἕνα ψίχουλο, καὶ φθάνει. Κύριε, λυπήσου με…

Ἡ Χαναναία νίκησε. Ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα. Ἡ κόρη της ἔγινε καλά. «Ὦ γύναι», τῆς εἶπε, «μεγάλη σου ἡ πίστις!… Καὶ ἰάθη ἢ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (Ματθ. 15, 28).

Βλέπετε, χριστιανοί μου, τί κατώρθωσε μιὰ γυναῖκα; Βλέπετε τί δύναμι ἔχει ἡ πίστι, ἡ ἐπιμονή, ἡ προσευχή, αὐτὴ ἡ μικρὴ προσευχή, τὸ «Ἐλέησόν μέ, Κύριε»; Τὸ φώναξε πολλὲς φορές, κ’ ἔκανε τὸ Χριστὸ νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα.

Αὐτό το «Κύριε, ἐλέησον» λέμε καὶ ἐμεῖς. Τὸ λέμε στὸ σπίτι μας, ὅταν κάνουμε τὴν προσευχή μας. Τὸ λέμε ἐδῶ στὴν ἐκκλησιά, ποὺ μαζευόμαστε ὅλοι γιὰ νὰ λατρέψουμε τὸ Θεό. Τὸ λέμε στὴ θεία λειτουργία ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλὲς φορές. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θ’ ἀρχίσῃ ἡ λειτουργία μέχρι νὰ τελειώσῃ, μετρῆστε νὰ δῆτε πόσες φορες τὸ λένε οἱ ψάλτες. Καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ψάλτες θὰ πρέπῃ νὰ τὸ λέη ὅλος ὁ λαός, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά. Νὰ τὸ λέμε ὅλοι, ὅπως τὸ ἔλεγαν καὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ ἀκουγόταν σὰν βροντή. 100 φορὲς περίπου ἀκούγεται το «Κύριε, ἐλέησον» κάθε Κυριακὴ στὸν ὄρθρο καὶ στὴ θεία λειτουργία. Ἀλλὰ καὶ πόσες ἄλλες φορὲς δὲν τὸ λέμε!

Ἀλλὰ γιατί, ἐνῶ χιλιάδες φορὲς τὰ χείλη μας λένε το «Κύριε, ἐλέησον», γιατί δὲν μᾶς ἀκούει καὶ Θεός; Γιατί δὲν γίνονται θαύματα; Γιατί; Διότι τὰ δικά μας «Κύριε, ἐλέησον» διαφέρουν πολὺ ἀπὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ἔλεγε ἡ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκείνη τὸ ἔλεγε μὲ πίστι, μὲ ταπείνωσι, μὲ δάκρυα. Ἐὰν κ’ ἐμεῖς κάνουμε τὴν προσευχή μας ὅπως ἡ Χαναναία, ἐὰν λέμε κ’ ἐμεῖς το «Κύριε, ἐλέησον» ὅπως ἐκείνη, τότε οἱ κλειστὲς πόρτες θ’ ἀνοίξουν. Τότε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ τρέξῃ ἄφθονο σὰν νερὸ βρύσης. Τότε θαύματα θὰ δοῦμε, καὶ θὰ δοξάσουμε τὸ Χριστό.

Κύριε, λυπήσου μας. Κύριε, θεράπευσε τὴν oλιγοπιστία καὶ ἀπιστία μας. Κύριε, ἐλέησέ μας, καὶ ἀξίωσέ μας τῆς οὐρανίου βασιλείας σου. Ἀμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek