ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (Ε΄ 1 - 11)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυνον τὰ δίκτυα. 3ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

Ενώ δε τα πλήθη τον περιτριγύριζαν εις πυκνάς μάζας και τον εστρίμωχναν, δια να ακούουν τον λόγον του Θεού, αυτός εστέκετο πλησίον της λίμνης Γεννησαρέτ. Και είδε δύο πλοία αραγμένα και ακίνητα εκεί κοντά εις την λίμνην· οι ψαράδες είχαν βγη από αυτά και έπλυναν τα δίκτυα εις την παραλίαν. Και αφού εμπήκε εις ένα από αυτά, που ανήκε στον Σιμωνα, τον παρεκάλεσε να προχωρήση εις μικράν απόστασιν από την ξηράν. Και καθίσας εδίδασκε από το πλοίον τα πλήθη του λαού. Οταν δε έπαυσε να ομιλή, είπε στον Σιμωνα· “ξαναφέρε το πλοίον πάλιν εις τα ανοικτά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυά σας για ψάρεμα”. Και αποκριθείς ο Σιμων του είπε· “διδάσκαλε, όλην την νύκτα, που είναι κατάλληλες οι ώρες για ψάρεμα, εκοπιάσαμε ρίχνοντες τα δίκτυα και δεν επιάσαμε τίποτε. Αλλά, θα υπακούσω στον λόγον σου και θα ρίξω το δίκτυ”. Και αφού έκαμαν τούτο, έκλεισαν πολύ πλήθος ιχθύων· ήρχισε δε να σχίζεται το δίκτυον από το πολύ βάρος. Και επροσκάλεσαν με νεύματα τους συνεταίρους των, που ήσαν στο αλλο πλοίον, να έλθουν, δια να πιάσουν μαζή με αυτούς τα δίκτυα με τα ψάρια. Και εκείνοι ήλθαν και εγέμισαν και τα δύο πλοία τόσον πολύ, ώστε εκινδύνευσαν να βυθισθούν. Οταν δε ο Σιμων είδε το θαυμαστόν αυτό γεγονός, έπεσε κάτω εμπρός εις τα γόνατα του Ιησού και είπε· “Κυριε, έβγα από το πλοίον μου, διότι εγώ είμαι ένας άνθρωπος αμαρτωλός και δεν μου αξίζει να ευρίσκομαι τόσον κοντά σου”. Τα είπε δε αυτά, διότι κατέλαβε αυτόν και όλους εκείνους, που ήσαν μαζή του, μεγάλη έκπληξις, δια το πλήθος των ψαριών, που είχαν κλείσει εις τα δίκτυα. 10 Η ίδια δε έκπληξις κατέλαβε τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, που ήσαν συνεταίροι του Σιμωνος. Και είπεν ο Ιησούς προς τον Σιμωνα· “μη φοβάσαι· από τώρα θα πιάνης με τα δίκτυα του κηρύγματός σου ζωντανούς ανθρώπους και θα τους οδηγής εις την βασιλείαν των ουρανών”. 11 Και αφού έφεραν πάλιν εις την ξηράν τα πλοία, αφήκαν ολα, και ψάρια και δίκτυα και πλοία, και ηκολούθησαν ως πιστοί μαθηταί τον Χριστόν.

Κάποτε, ενώ ο Ιησούς στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, τα πλήθη του λαού άρχισαν να συνωστίζονται γύρω του και να τον στριμώχνουν, επειδή ήθελαν ν’ ακούν το λόγο του Θεού. Τότε είδε δύο μικρά πλοία αραγμένα στην άκρη της λίμνης? οι ψαράδες μάλιστα είχαν βγει απ’ αυτά στην παραλία και έπλεναν τα δίχτυα. Κι αφού μπήκε σ’ ένα από τα πλοία αυτά, σ’ αυτό που ήταν του Σίμωνα, τον παρακάλεσε να το τραβήξει λίγο πιο μέσα, σε μικρή απόσταση από τη στεριά. Και τότε κάθισε μέσα στο πλοίο και δίδασκε από εκεί τα πλήθη του λαού που βρίσκονταν στην παραλία. Κι όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: Πάρε πάλι το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίχτυα σας για να πιάσετε ψάρια. Ο Σίμων τότε του αποκρίθηκε: Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τα δίχτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Αφού όμως το διατάζεις εσύ, θα ρίξω το δίχτυ έχοντας τέλεια πεποίθηση και υπακοή στο λόγο σου. Κι αφού το έκαναν αυτό, έπιασαν μέσα στο δίχτυ πάρα πολλά ψάρια. Τόσα πολλά, που το δίχτυ τους άρχισε να σπάζει, επειδή δεν άντεχε στο βάρος του πλήθους των ψαριών. Και με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους που ήταν στο άλλο πλοίο να έλθουν και να πιάσουν μαζί μ’ αυτούς τα δίχτυα και να τους βοηθήσουν να τα σύρουν επάνω. Εκείνοι ήλθαν και γέμισαν και τα δύο πλοία τόσο πολύ, που κινδύνευαν να βυθιστούν από το βάρος των ψαριών. Όταν λοιπόν είδε ο Σίμων Πέτρος το πρωτοφανές αυτό και ανέλπιστο πλήθος των ψαριών, έπεσε κάτω στα γόνατα του Ιησού και του είπε: Βγες από το πλοίο μου και φύγε από μένα, Κύριε, διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, και δεν είμαι άξιος να σ’ έχω στο πλοίο μου. Και είπε αυτά τα λόγια ο Πέτρος, διότι κι αυτός κι όλοι εκείνοι που ήταν μαζί του κυριεύθηκαν από μεγάλη έκπληξη και δέος για την πρωτοφανή αλιεία τόσων ψαριών που είχαν πιάσει, και η οποία μόνο από παρέμβαση της θείας δυνάμεως μπορούσε να εξηγηθεί. 10 Παρόμοια μάλιστα κυριεύθηκαν από έκπληξη και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, οι οποίοι ήταν συνέταιροι του Σίμωνος. Τότε ο Ιησούς είπε στο Σίμωνα: Μη φοβάσαι. Από τώρα που σε καλώ να γίνεις απόστολός μου και στο εξής, θα συνεχίσεις να ψαρεύεις, αλλά δεν θα πιάνεις ψάρια αλλά ανθρώπους ζωντανούς, που με το κήρυγμά σου θα τους οδηγείς στη σωτηρία. 11 Κι αφού επανέφεραν τα πλοία στη στεριά, άφησαν τα πάντα, και τα ψάρια δηλαδή και τα δίχτυα και τα πλοία τους, και τον ακολούθησαν.

 Kαθὼς δὲ τὸ πλῆθος συνωστιζόταν καὶ ἔπεφτε ἐπάνω του γιὰ ν’ ἀκούῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς στεκόταν δίπλα στὴ λίμνη Γεννησαρέτ,  εἶδε δύο πλοῖα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη τῆς λίμνης. Oἱ δὲ ἁλιεῖς εἶχαν κατεβῆ ἀπ’ αὐτὰ καὶ εἶχαν πλύνει τὰ δίχτυα.  Ἀφοῦ δὲ μπῆκε σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ πλοῖα, ποὺ ἦταν τοῦ Σίμωνος, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸ τραβήξῃ λίγο ἀπὸ τὴν ξηρὰ πρὸς τὴ λίμνη. Kαὶ ἀφοῦ κάθησε, δίδασκε ἀπὸ τὸ πλοῖο τὰ πλήθη.  Kαὶ ὅταν ἔπαυσε νὰ ὁμιλῇ, εἶπε στὸ Σίμωνα: «Φέρε πάλι τὸ πλοῖο στὰ βαθειὰ καὶ ρίξετε τὰ δίχτυα σας γιὰ ψάρεμα».  Ὁ δὲ Σίμων τοῦ εἶπε τότε: «Διδάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα κοπιάσαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε. Ἀλλὰ γιὰ τὸ λόγο σου θὰ ρίξω τὰ δίχτυα».  Kαὶ ἀφοῦ τὸ ἔκαναν, ἔπιασαν πάρα πολλὰ ψάρια, καὶ τὰ δίχτυά τους ἄρχισαν νὰ σχίζωνται.  Kαὶ μὲ νεύματα προσκάλεσαν τοὺς συνεταίρους, ποὺ ἦταν στὸ ἄλλο πλοῖο, γιὰ νὰ ἔλθουν νὰ τοὺς βοηθήσουν. Kαὶ ἦλθαν καὶ γέμισαν καὶ τὰ δύο πλοῖα, ὥστε νὰ κινδυνεύουν νὰ βυθισθοῦν.  Ὅταν δὲ ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τί ἔγινε, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶπε, «Nὰ βγῇς καὶ νὰ φύγῃς ἀπὸ μένα, Kύριε, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός».  Aὐτὸ εἶπε, διότι δέος κυρίευσε αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ὅλους, ὅσοι ἦταν μαζί του, γιὰ τὰ πολλὰ ψάρια ποὺ ἔπιασαν, 10  ὁμοίως δὲ καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, τοὺς υἱοὺς τοῦ Zεβεδαίου, ποὺ ἦταν συνέταιροι τοῦ Σίμωνος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τὸ Σίμωνα: «Mὴ φοβᾶσαι! Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ψαρεύῃς ἀνθρώπους». 11  Kαὶ ἀφοῦ ἔφεραν τὰ πλοῖα στὴν ξηρά, ἄφησαν τὰ πάντα καὶ τὸν ἀκολούθησαν.

Ιερός Χρυσόστομος (Υπομνηματισμός Περικοπής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

«Περιπατν δ παρ τν θάλασσαν τς Γαλιλαίας εδε δύο δελφούς, Σίμωνα τν λεγόμενον Πέτρον κα νδρέαν τν δελφόν ατο, βάλλοντας μφίβληστρον ες τν θάλασσαν· σαν γρ λιες.κα λέγει ατος· δετε πίσω μου κα ποιήσω μς λιες νθρώπων. ο δ εθέως φέντες τ δίκτυα κολούθησαν ατ(:Και ενώ περπατούσε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δυο αδελφούς, τον Σίμωνα, τον οποίο κατόπιν ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελφό του, οι οποίοι έριχναν δίχτυα στη θάλασσα, διότι ήταν ψαράδες. Και τους λέει: ‘’Ακολουθήστε με, και θα σας κάνω ικανούς να ψαρεύετε αντί για ψάρια ανθρώπους. Αυτούς θα ελκύετε στη βασιλεία των ουρανών με τα πνευματικά δίχτυα του κηρύγματος’’. Και αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυά τους και Τον ακολούθησαν)»[Ματθ.4,18-20].

(…) Βέβαια ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι διαφορετικά προσκλήθηκαν αυτοί οι μαθητές από τον Κύριο. Επομένως, είναι φανερό ότι η παραπάνω πρόσκληση είναι δεύτερη. Αυτό επίσης μπορεί να το διαπιστώσει κανείς από πολλά σημεία. Εκεί λοιπόν λέγει ότι προσκλήθηκαν προτού κλειστεί στη φυλακή ο Ιωάννης ο Βαπτιστής[βλ. Ιω.1,35-36: «Τ παύριον πάλιν εστήκει ωάννης κα κ τν μαθητν ατο δύο, κα μβλέψας τ ησο περιπατοντι λέγει· δε μνς το Θεο. κα κουσαν ατο ο δύο μαθητα λαλοντος, κα κολούθησαν τ ησο(:Την επόμενη μέρα ο Ιωάννης στεκόταν πάλι στο συνηθισμένο μέρος που κήρυττε, και μαζί του ήταν και δύο από τους μαθητές του. Κι αφού παρατήρησε με ευλάβεια τον Ιησού, που τη στιγμή εκείνη περπατούσε, είπε: “Αυτός είναι το Αρνίο που παρέδωσε ο Θεός Πατέρας Του να θυσιαστεί για χάρη μας”)»], ενώ εδώ στον Ευαγγελιστή Ματθαίο αναφέρεται ότι προσκλήθηκαν μετά τη φυλάκιση του Ιωάννη [Ματθ. 4,12: «κούσας δ ησος τι ωάννης παρεδόθη, νεχώρησεν ες τν Γαλιλαίαν(:Όταν άκουσε ο Ιησούς ότι ο Ιωάννης παραδόθηκε στη φυλακή απ’ τον βασιλιά Ηρώδη Αντύπα, αναχώρησε και πήγε στη Γαλιλαία)»- Ματθ. 4,18-19: «Περιπατν δ παρ τν θάλασσαν τς Γαλιλαίας εδε δύο δελφούς, Σίμωνα τν λεγόμενον Πέτρον κα νδρέαν τν δελφόν ατο, βάλλοντας μφίβληστρον ες τν θάλασσαν· σαν γρ λιες. κα λέγει ατος· δετε πίσω μου κα ποιήσω μς λιες νθρώπων»].

Επίσης εκεί ο Ανδρέας καλεί τον Πέτρο[Ιω. 1,41-42: «ν νδρέας δελφς Σίμωνος Πέτρου ες κ τν δύο τν κουσάντων παρ ωάννου κα κολουθησάντων ατ. ερίσκει οτος πρτος τν δελφν τν διον Σίμωνα κα λέγει ατ· ερήκαμεν τν Μεσσίαν· στι μεθερμηνευόμενον Χριστός· κα γαγεν ατν πρς τν ησον (:Ο ένας από τους δύο αυτούς μαθητές που άκουσαν από τον Ιωάννη τα όσα είπε για τον Ιησού και Τον ακολούθησαν, ήταν ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνος Πέτρου. πριν όμως ακόμη βρει ο άλλος μαθητής-ο Ιωάννης– τον αδελφό του-τον Ιάκωβο-, βρίσκει ο Ανδρέας πρώτος τον αδελφό του Σίμωνα και του λέει: “Βρήκαμε τον Μεσσία (όνομα που σημαίνει Χριστός)”)»], εδώ όμως και τους δύο τους καλεί ο Χριστός.

Και ο μεν Ιωάννης λέγει στο Ευαγγέλιό του ότι όταν είδε ο Ιησούς τον Σίμωνα να έρχεται προς Αυτόν του είπε: «Σ ε Σίμων υἱὸς ων, σ κληθήσ Κηφς, ρμηνεύεται Πέτρος(:Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά. Εσύ, επειδή θα γίνεις στερεός στην πίστη σαν πέτρα, θα ονομαστείς Κηφάς, που σημαίνει Πέτρος)»[Ιω.1,43],ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι έφερε ήδη το όνομα αυτό[ Ματθ. 4,18: «Περιπατν δ παρ τν θάλασσαν τς Γαλιλαίας εδε δύο δελφούς, Σίμωνα τν λεγόμενον Πέτρον κα νδρέαν τν δελφόν ατο»].

Όμως και από τον τόπο όπου κλήθηκαν και από πολλά άλλα σημεία μπορεί κανένας να αντιληφθεί αυτό και ακόμη από το γεγονός ότι υπάκουσαν εύκολα και πρόθυμα στην πρόσκληση και από το ότι εγκατέλειψαν τα πάντα· διότι ήδη είχαν προπαιδευτεί καλά. Επίσης στον ευαγγελιστή Ιωάννη φαίνεται ότι ο Ανδρέας ερχόταν στην οικία στην οποία διέμενε ο Ιησούς, και άκουγε πολλά από Αυτόν[πρβλ. Ιω. 1,39-40: «Τί ζητετε; Ο δ επον ατ· αββί· λέγεται ρμηνευόμενον διδάσκαλε· πο μένεις; λέγει ατος· ρχεσθε κα δετε. λθον ον κα εδον πο μένει κα παρ᾿ ατ μειναν τν μέραν κείνην· ρα ν ς δεκάτη(:”Τι θέλετε και τι ζητάτε από μένα;”. Κι εκείνοι Του είπαν: “Ραββί”, που σημαίνει: “Διδάσκαλε”· πού μένεις, για να σε επισκεφτούμε και να μιλήσουμε μαζί σου;”. Και Αυτός τους είπε: “Ελάτε τώρα και δείτε πού μένω”. Ήλθαν λοιπόν και είδαν πού μένει, και έμειναν κοντά Του την ημέρα εκείνη. Η ώρα μάλιστα που συνάντησαν τον Ιησού οι δύο μαθητές ήταν περίπου δέκα από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή τέσσερις το απόγευμα)»], ενώ στον ευαγγελιστή Ματθαίο αναφέρεται ότι μόλις άκουσαν έναν απλό λόγο, αμέσως Τον ακολούθησαν[Ματθ.4,20: «Κα λέγει ατος· δετε πίσω μου κα ποιήσω μς λιες νθρώπων. ο δ εθέως φέντες τ δίκτυα κολούθησαν ατ»].

Βέβαια ήταν φυσικό, μολονότι Τον είχαν ακολουθήσει από την αρχή, να Τον εγκαταλείψουν στη συνέχεια, όταν είδαν τον Ιωάννη να φυλακίζεται και τον Ιησού να αναχωρεί και να επανέλθουν στην εργασία τους. Έτσι, λοιπόν, τους βρήκε να ψαρεύουν. Ο Ιησούς όμως, ούτε όταν πρώτα θέλησαν να φύγουν τούς εμπόδισε, ούτε πάλι όταν έφυγαν, τους άφησε οριστικά. Υποχώρησε μεν όταν αυτοί απομακρύνθηκαν, έρχεται όμως εκ νέου για να τους κάνει πάλι δικούς Του μαθητές. Αυτός είναι ένας σπουδαιότατος τρόπος αλιείας.

Πρόσεξε επίσης την πίστη και την υπακοή τους· διότι αν και βρίσκονταν στο μέσο της εργασίας τους (γνωρίζετε βέβαια πόσο απαιτητική είναι η αλιεία), όταν άκουσαν την προτροπή του Κυρίου δεν ανέβαλαν, ούτε και το μετέθεσαν για αργότερα, ούτε είπαν: «Να επιστρέψουμε στο σπίτι και να συνεννοηθούμε με τους δικούς μας», αλλά αφού εγκατέλειψαν τα πάντα, Τον ακολούθησαν, όπως ο Ελισσαίος ακολούθησε κάποτε τον προφήτη Ηλία. Πραγματικά αυτού του είδους την υπακοή ζητεί από μας για τη μετάνοιά μας ο Χριστός, ώστε να μην αναβάλλουμε ούτε για ελάχιστο χρονικό διάστημα, ακόμα κι αν, όπως κρίνουμε, μας κατεπείγει κάτι από τα πιο απαραίτητα προς το ζην. Γι’ αυτό και κάποιον άλλον που Τον πλησίασε και ζήτησε να πάει πρώτα να θάψει τον πατέρα του, μήτε αυτό δεν τον άφησε να κάμει, δείχνοντας ότι από όλα πρέπει να προτιμούμε να Τον ακολουθήσουμε και να γίνουμε μαθητές Του [Μτθ.8,21-22: «τερος δ τν μαθητν ατο επεν ατ· Κύριε, πίτρεψόν μοι πρτον πελθεν κα θάψαι τν πατέρα μου. δ ησος επεν ατ· κολούθει μοι, κα φες τος νεκρος θάψαι τος αυτν νεκρούς(:Και ένας άλλος από τους μαθητές του Του είπε: “Κύριε, δώσε μου την άδεια πρώτα να φύγω, να πάω να θάψω τον πατέρα μου, και μετά θα σε ακολουθήσω παντού”. Κι ο Ιησούς, προβλέποντας ότι η επιστροφή του μαθητή στο σπίτι του θα τον έριχνε σε σοβαρές κληρονομικές φροντίδες και διαμάχες που θα ψύχραιναν τον ζήλο του, του είπε: “Ακολούθησέ με, και άφησε τους συγγενείς σου, οι οποίοι, ενώ φαίνονται ζωντανοί, λόγω της απιστίας τους είναι πνευματικώς νεκροί, να θάψουν τους νεκρούς που είναι δικοί τους, διότι κι αυτοί πέθαναν μέσα στην απιστία”)»].

Εάν πάλι θεωρείς ότι Τον ακολούθησαν επειδή ήταν μεγάλη η υπόσχεση, και πάλι τους θαυμάζω γι’ αυτό και ακόμη περισσότερο, επειδή παρόλο που δεν είχαν δει ακόμα κανένα θαυματουργικό σημείο, πίστεψαν σε μια τόσο μεγάλη υπόσχεση και όλα τα άλλα τα έθεσαν σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να Τον ακολουθήσουν. Πραγματικά, με όποια λόγια αλιεύτηκαν οι ίδιοι, πίστεψαν ότι με αυτά θα μπορούσαν κι άλλους να αλιεύσουν και να τους οδηγήσουν στη σωτηρία των ψυχών τους. Και σε αυτούς μεν αυτήν την υπόσχεση έδωσε, σε εκείνους όμως που ήταν μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη τίποτα παρόμοιο δεν είπε, διότι η υπακοή αυτών που πρώτους κάλεσε(δηλαδή του Ανδρέα και του Πέτρου),είχε προετοιμάσει πλέον και αυτούς. Εξάλλου πολλά είχαν ακούσει και προηγουμένως γι’ Αυτόν.

Πρόσεξε επίσης πώς κάνει σε μας σαφή υπαινιγμό και για τη φτώχεια του Ιακώβου και του Ιωάννη· τους βρήκε να διορθώνουν και να ράβουν τα δίχτυά τους[Μτθ.4,21-22: « Κα προβς κεθεν εδεν λλους δύο δελφούς, άκωβον τν το Ζεβεδαίου κα ωάννην τν δελφν ατο, ν τ πλοί μετ Ζεβεδαίου το πατρς ατ καταρτίζοντας τ δίκτυα ατν. ο δ εθέως φέντες τ πλοον κα τν πατέρα ατν κολούθησαν ατ (:Κι αφού προχώρησε πιο πέρα από εκεί, είδε άλλους δύο αδελφούς, τον Ιάκωβο, τον γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη τον αδελφό του, να ετοιμάζουν τα δίχτυά τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο. Και τους κάλεσε. Και αυτοί αμέσως άφησαν το πλοίο και τον πατέρα τους και Τον ακολούθησαν)»]. Τόσο μεγάλη ήταν η φτώχειά τους, ώστε να διορθώνουν τα χαλασμένα, επειδή δεν μπορούσαν να αγοράσουν άλλα. Δεν ήταν βέβαια κι αυτό τότε μικρή απόδειξη της αρετής τους, το ότι υπέφεραν αγόγγυστα την φτώχειά τους, το ότι αποκτούσαν την τροφή τους με τίμιο μόχθο, το είχαν μαζί τους και τον γέρο πατέρα τους και τον περιποιούνταν[βλ. παραπάνω, Ματθ. 4,21-22].

Αφού λοιπόν τους έκανε μαθητές Του, τότε αρχίζει, να θαυματουργεί ενώπιόν τους, βεβαιώνοντας με τα έργα Του ό,τι είχε πει γι’ Αυτόν ο Βαπτιστής Ιωάννης. Βρισκόταν αδιάκοπα στις συναγωγές και με την πράξη Του αυτή τους δίδασκε ότι δεν είναι κάποιος αντίθετος, ούτε πλάνος, αλλά έχει έρθει με το θέλημα του Θεού, κατόπιν κοινής Τους συμφωνίας. Και συχνάζοντας στις συναγωγές, δεν κήρυττε μόνο, αλλά και πολλά θαύματα επιτελούσε[βλ. Ματθ.23-25: «Κα περιγεν λην τν Γαλιλαίαν ησος διδάσκων ν τας συναγωγας ατν κα κηρύσσων τ εαγγέλιον τς βασιλείας κα θεραπεύων πσαν νόσον κα πσαν μαλακίαν ν τ λα. κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρίαν, κα προσήνεγκαν ατ πάντας τος κακς χοντας ποικίλαις νόσοις κα βασάνοις συνεχομένους, κα δαιμονιζομένους κα σεληνιαζομένους κα παραλυτικούς, κα θεράπευσεν ατούς· κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρίαν, κα προσήνεγκαν ατ πάντας τος κακς χοντας ποικίλαις νόσοις κα βασάνοις συνεχομένους, κα δαιμονιζομένους κα σεληνιαζομένους κα παραλυτικούς, κα θεράπευσεν ατούς· κα κολούθησαν ατ χλοι πολλο π τς Γαλιλαίας κα Δεκαπόλεως κα εροσολύμων κα ουδαίας κα πέραν το ορδάνου(:Και περιόδευε ο Ιησούς όλη τη Γαλιλαία διδάσκοντας στις συναγωγές τους, όπου κάθε Σάββατο μαζεύονταν οι Εβραίοι για να ακούσουν την ανάγνωση της Αγίας Γραφής και να προσευχηθούν. Και κήρυττε εκεί το χαρμόσυνο άγγελμα ότι πλησίαζε ο χρόνος της πνευματικής βασιλείας, που θα έφερνε στους ανθρώπους την απολύτρωση και τη χαρά. Και θεράπευε κάθε είδους ασθένεια και αδιαθεσία στον λαό. Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη Του σε όλη τη Συρία. Κι έφεραν μπροστά Του όλους όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες και κατέχονταν από βασανιστικές ασθένειες, δαιμονισμένους και σεληνιασμένους και παραλύτους, και τους θεράπευε. Τότε Τον ακολούθησαν πολλά πλήθη λαού από τη Γαλιλαία και από τις δέκα ελληνικές πόλεις που είχαν κτιστεί κυρίως στην ανατολική όχθη του Ιορδάνη, καθώς επίσης και από τα Ιεροσόλυμα και την Ιουδαία και τη χώρα που εκτείνεται πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό)»].

Πραγματικά σε κάθε περίπτωση κατά την οποία συμβαίνει κάτι το νέο και παράδοξο και εισάγεται κάποιος νέος τρόπος ζωής, συνηθίζει ο Θεός να κάνει θαύματα, προσφέροντας εγγύηση της δυνάμεώς Του προς εκείνους που πρόκειται να δεχτούν τους νόμους Του. Έτσι λοιπόν όταν επρόκειτο να πλάσει τον άνθρωπο, δημιούργησε όλον τον κόσμο και τότε του έδωσε εκείνο τον νόμο μέσα στον παράδεισο. Και όταν επρόκειτο να νομοθετήσει στον Νώε, πάλι μεγάλα θαύματα έκαμε, με τα οποία αναδημιουργούσε όλη την πλάση και τη φοβερή εκείνη θάλασσα την έκανε να κυριαρχεί επί της γης για έναν ολόκληρο χρόνο και με όλα αυτά, μέσα σε τόσο χαλασμό διέσωσε τον δίκαιο εκείνο. Και στα χρόνια του Αβραάμ έδωσε πολλά σημεία της δυνάμεώς Του, όπως είναι η νίκη κατά τον πόλεμο, η πληγή κατά του Φαραώ, και η απαλλαγή από τους κινδύνους. Και όταν επίσης επρόκειτο να θεσπίσει τους νόμους στους Εβραίους, έδειξε πρώτα τα θαυμαστά εκείνα και μεγάλα σημεία [στο όρος Σινά] και έπειτα τους έδωσε τον Νόμο.

Έτσι λοιπόν κι εδώ θέλοντας να δώσει έναν ανώτερο τρόπο ζωής και να τους πει όσα ποτέ δεν είχαν ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, επιβεβαιώνει τους λόγους με την επιτέλεση των θαυμάτων. Επειδή δηλαδή δεν γινόταν αντιληπτή με τις αισθήσεις η κηρυττόμενη βασιλεία, αυτήν την αφανή, με τα ορατά σε όλους θαύματα την καθιστά φανερή. Και πρόσεξε την απλότητα του Ευαγγελιστή, ο οποίος δεν μας διηγείται χωριστά κάθε περίπτωση όσων θεραπεύονταν, αλλά με τρόπο συνοπτικό μας ενημερώνει για τα αναρίθμητα θαύματα. «Κα προσήνεγκαν ατ πάντας τος κακς χοντας ποικίλαις νόσοις κα βασάνοις συνεχομένους, κα δαιμονιζομένους κα σεληνιαζομένους κα παραλυτικούς, κα θεράπευσεν ατούς»[Ματθ.4,24]. «Του έφεραν», λέει, «όλους όσοι ταλαιπωρούνταν από κάθε λογής ασθένειες και βασανίζονταν, δαιμονισμένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς και τους θεράπευσε».

Αλλά γεννιέται το ακόλουθο ερώτημα: για ποιον λόγο από κανέναν από όσους θεραπεύτηκαν δεν ζήτησε την πίστη, ούτε είπε αυτό που έπειτα φανερά έλεγε: «Πιστεύετε τι δύναμαι τοτο ποισαι;(:Πιστεύετε ότι έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου ζητάτε;)» [Ματθ.9,28]; Επειδή δεν είχε δώσει ακόμα απόδειξη της δυνάμεώς Του. Εξάλλου και μόνο το γεγονός ότι προσέρχονταν μόνοι τους και έφερναν ασθενείς κοντά στον Χριστό, δεν αποδεικνύει τυχαία πίστη· διότι τους έφερναν από μακριά, πράγμα το οποίο δε θα έκαναν αν δεν πίστευαν πολύ οι ίδιοι.

Ας Τον ακολουθήσουμε λοιπόν κι εμείς. Γιατί έχουμε πολλές ασθένειες της ψυχής κι αυτές θέλει πρώτα να θεραπεύσει· διότι γι’ αυτό αποκαθιστά τις σωματικές ασθένειες, για να απομακρύνει τα ψυχικά νοσήματα από την ψυχή μας. Ας έρθουμε λοιπόν κοντά Του και τίποτα βιοτικό ας μην Του ζητήσουμε παρά μόνο συγχώρηση των αμαρτιών μας· την παραχωρεί και τώρα αν τη ζητούμε σοβαρά. Τότε βέβαια είχε φτάσει η φήμη Του ως τη Συρία (Ματθ. 4,24: «Κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρίαν, κα προσήνεγκαν ατ πάντας τος κακς χοντας ποικίλαις νόσοις κα βασάνοις συνεχομένους, κα δαιμονιζομένους κα σεληνιαζομένους κα παραλυτικούς, κα θεράπευσεν ατούς»),ενώ τώρα έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την οικουμένη. Κι εκείνοι έτρεχαν προς Αυτόν, όταν άκουγαν μόνο πως θεράπευσε δαιμονισμένους· εσύ όμως που έχεις περισσότερες και μεγαλύτερες αποδείξεις για τη δύναμή Του, γιατί δεν σηκώνεσαι να τρέξεις σε Αυτόν; Κι εκείνοι άφησαν και πατρίδα και φίλους και συγγενείς· εσύ όμως δεν θέλεις μήτε το σπίτι σου να αφήσεις, για να πας κοντά Του και να λάβεις πολύ περισσότερα; Και μήτε που ζητώ αυτό από σένα. Άφησε μόνο την κακή συνήθεια και μένοντας στο σπίτι σου μαζί με τους δικούς σου θα μπορέσεις εύκολα να σωθείς.

Τώρα αν έχουμε μια σωματική πάθηση, κάνουμε τα πάντα και καταφεύγουμε σε κάθε μέσο προκειμένου να απαλλαγούμε από αυτήν. Αν όμως η ψυχή μας είναι σε κακή κατάσταση, αναβάλλουμε και βραδύνουμε να κάνουμε κάτι. Γι’ αυτό ακριβώς δεν γλυτώνουμε ούτε από τα σαρκικά παθήματα, επειδή εμείς θεωρούμε τα αναγκαία ως πάρεργα και τα πάρεργα ως αναγκαία και ενώ αφήνουμε την πηγή των κακών, θέλουμε να καθαρίσουμε τα ρυάκια· διότι το ότι βέβαια αιτία των σωματικών ασθενειών είναι η κακία της ψυχής το δήλωσε και ο παράλυτος επί τριάντα οκτώ χρόνια[βλ. Ιω.5,1], καθώς και αυτός ο παράλυτος που τον κατέβασαν από τη στέγη ενώπιον του Ιησού [βλ. Λουκ.5,17] και ο Κάιν πριν απ’ αυτούς[Γέν.4,8 κ.εξ.].Αλλά και από πολλές άλλες περιπτώσεις μπορεί ο καθένας να το διαπιστώσει αυτό. Ας αφανίσουμε λοιπόν την πηγή των κακών και τότε θα στερέψουν όλα τα ρεύματα των ασθενειών. Δεν είναι μόνο η παράλυση ασθένεια, αλλά και η αμαρτία· και η δεύτερη μάλιστα είναι πολύ πιο σοβαρή ασθένεια από την πρώτη, τόσο μάλιστα, όσο ανώτερη είναι από το σώμα η ψυχή.

Ας έρθουμε λοιπόν και τώρα κοντά Του και ας Τον παρακαλέσουμε να σφίξει την ψυχή μας που έχει παραλύσει και αφού αφήσουμε κάθε βιοτική μέριμνα, ας φροντίζουμε μόνο για τα πνευματικά. Εάν με δύναμη προσηλωθείς στα πνευματικά, τότε φρόντιζε και για τα γήινα. Μήτε πάλι ν’ αδιαφορείς για την αμαρτία σου, επειδή δεν αισθάνεσαι πόνο· γι’ αυτό ακριβώς να στενάζεις περισσότερο, επειδή δεν αισθάνεσαι οδύνη για τις αμαρτίες σου· διότι αυτό δεν συμβαίνει επειδή δεν δαγκώνει η αμαρτία, αλλά επειδή είναι αναίσθητη η ψυχή που αμαρτάνει. Σκέψου λοιπόν ότι όσοι αισθάνονται τα δικά τους αμαρτήματα στενάζουν χειρότερα από αυτούς που τους φονεύουν ή τους καίνε, πόσα κάνουν και πόσα υποφέρουν, πόσους θρήνους και οδυρμούς κάνουν, για να απαλλαγούν από την πονηρή συνείδηση που τους τύπτει. Δεν θα το έκαναν αυτό αν δεν ένιωθαν σφοδρό ψυχικό πόνο.

Εκείνο λοιπόν που είναι το καλύτερο είναι να μην αμαρτάνουμε καθόλου, ύστερα όμως απ΄ αυτό, το να συναισθανόμαστε την αμαρτία και να διορθωνόμαστε· διότι αν μας λείπει αυτό, πώς θα παρακαλέσουμε τον Θεό και θα ζήσουμε τη συγχώρηση των αμαρτιών μας, εμείς που καθόλου δεν δίνουμε καμία σημασία σε αυτά; Πραγματικά, όταν εσύ, που αμάρτησες, δεν θέλεις μήτε αυτό ν’ αναγνωρίσεις, ότι δηλαδή αμάρτησες, για ποια αμαρτήματα θα παρακαλέσεις τον Θεό; Για εκείνα που δε γνωρίζεις; Και πώς θα γνωρίσεις το μέγεθος της ευεργεσίας; Εξομολογήσου λοιπόν ξεχωριστά μία μία τις αμαρτίες σου στον πνευματικό σου πατέρα, για να μάθεις για ποιες παίρνεις συγχώρηση[για αυτές μονάχα δηλαδή που ομολογείς], για να νιώσεις ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη σου.

Εσύ όμως όταν εξοργίσεις κάποιον άνθρωπο, και φίλους και γείτονες και θυρωρούς παρακαλείς και χρήματα ξοδεύεις και χάνεις πολλές ημέρες να πηγαίνεις να τον βρίσκεις και να παρακαλείς και αν μια και δύο και αμέτρητες φορές σε αποκρούσει ο θυμωμένος, δεν ησυχάζεις, αλλά μεγαλώνει η αγωνία σου και πληθαίνεις τις παρακλήσεις. Όταν όμως προκαλούμε την οργή του Θεού των όλων, αδρανούμε και ησυχάζουμε και αδιαφορούμε και διασκεδάζουμε και μεθούμε και εκτελούμε όλες τις συνηθισμένες μας πράξεις. Πότε θα μπορέσουμε να Τον εξιλεώσουμε; Και πώς με αυτή μας την συμπεριφορά δε θα Τον εξοργίσουμε περισσότερο; Πιο πολύ από την αμαρτία Τον κάνει να αγανακτεί περισσότερο και να οργίζεται η απουσία της λύπης για την αμαρτία. Γι’ αυτό αξίζει να κατεβούμε μέσα στη γη και μήτε τον ήλιο να αντικρίζουμε μήτε να αναπνέουμε καθόλου, γιατί παρόλο που έχουμε έναν τόσο διαλλακτικό Κύριο, Τον θυμώνουμε και αφού Τον θυμώνουμε τουλάχιστο δεν μετανοούμε. Παρόλο που Εκείνος κι όταν θυμώνει, δεν μας μισεί ούτε μας αποστρέφεται, αλλά θέλει να μας επαναφέρει κοντά Του έστω και με τον τρόπο αυτό. Γιατί αν μας ευεργετούσε αδιάκοπα και εμείς Τον υβρίζαμε, περισσότερο θα Τον περιφρονούσαμε. Για να μη γίνει αυτό, μας αποστρέφεται προσωρινά, για να μας έχει κοντά Του παντοτινά.

Ας έχουμε θάρρος λοιπόν στην φιλανθρωπία Του και ας επιδείξουμε μετάνοια με ενδιαφέρον πριν φτάσει η ημέρα εκείνη του θανάτου μας κι έπειτα, που η μετάνοια δεν θα μπορεί να μας ωφελήσει πλέον. Τώρα όλα είναι στο χέρι μας· τότε όμως η απόφαση είναι μόνο στο χέρι του δικαστού. Ας προσπέσουμε λοιπόν στον φιλάνθρωπο Κύριό μας κι ας εξομολογηθούμε στον πνευματικό μας [πρβλ. Ψαλμ. 94,2: « Προφθάσωμεν τ πρόσωπον ατο ν ξομολογήσει(:Χωρίς αναβολή ας σπεύσουμε ενώπιόν Του εξομολογούμενοι τις αμαρτίες μας)»], ας κλάψουμε κι ας θρηνήσουμε. Αν μπορέσουμε να καταπραΰνουμε τον δικαστή πριν από την δίκη(:την ημέρα της κρίσεως)και μας συγχωρέσει τα αμαρτήματά μας, τότε δεν θα χρειαστεί μήτε να μπούμε στο δικαστήριο.

Όπως πάλι αν δεν γίνει αυτό, θα ακούσει την απολογία μας μπροστά σε ολόκληρη την οικουμένη, που θα είναι παρούσα και δεν έχουμε καμιά ελπίδα για συγχώρηση· διότι κανένας από εκείνους που δεν πήραν άφεση για τα αμαρτήματά τους εδώ στη γη, όταν φτάσει εκεί, δεν θα μπορέσει ν’ αποφύγει τις ευθύνες του γι’ αυτά. Αλλά όπως οι φυλακισμένοι εδώ με τις αλυσίδες τους οδηγούνται στο δικαστήριο, έτσι κι όλες οι ψυχές όταν φύγουν από εδώ βεβαρημένες με όλες τις σειρές των αμαρτημάτων τους, οδηγούνται στο φοβερό βήμα. Πραγματικά η παρούσα ζωή δεν διαφέρει καθόλου από μια φυλακή. Αλλά όπως στο κτίριο της φυλακής όταν εισέλθουμε, τους βλέπουμε όλους αλυσοδεμένους, έτσι και τώρα όταν εξέλθουμε από τη φαινομενική και εισχωρήσουμε μέσα στη ζωή καθενός και μέσα στην ψυχή του, θα τη βρούμε δεμένη με αλυσίδες χειρότερες από τις σιδερένιες.

Για όλα αυτά ας παρακαλέσουμε τον Λυτρωτή των ψυχών μας, ώστε και τα δεσμά μας να σπάσει, και τον σκληρό αυτόν φύλακα να απομακρύνει και αφού μας απαλλάξει από το φορτίο των σιδερένιων αλυσίδων, ας κάμει το φρόνημά μας ελαφρότερο κι από το φτερό. Και παρακαλώντας Τον, ας Του φέρουμε και τα δικά μας δώρα, ζήλο και διάθεση καλή και προθυμία αγαθή. Έτσι θα επιτύχουμε και μάλιστα σε σύντομο χρόνο ν’ απαλλαγούμε από τα κακά που μας κατέχουν και να αντιληφθούμε σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε προηγουμένως και να αποκτήσουμε την ελευθερία που μας αρμόζει. Αυτήν μακάρι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΙΔ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 9, σελίδες 440-459.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 64, σελ. 34-41.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  •  
Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (ΚΑΝΕ ΑΡΧΗ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου σχετικά με την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Α΄ Λουκά με θέμα:

«ΚΑΝΕ ΑΡΧΗ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 23-9-1990]

Η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, κάνει αρχή ευαγγελικών περικοπών από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Αλλά και το περιεχόμενο της ευαγγελικής περικοπής σήμερα αναφέρεται στην αρχή του δημοσίου έργου του Κυρίου μας και την εκλογή των πρώτων μαθητών Του. Γι’ αυτό και εμείς σαν θέμα σήμερα να έχουμε τη σημασία ενός ξεκινήματος σε οποιοδήποτε τομέα της ζωής μας. Και μάλιστα ιδιαίτατα στον τομέα της σωτηρίας μας.

Αλλά με δύο λόγια ας δούμε την ευαγγελική περικοπή για να έχουμε μία εικόνα. Ένα πρωινό, στην αμμουδιά της λίμνης Γενησαρέτ, είδε ο Κύριος δύο αραγμένα καΐκια, που οι νοικοκυραίοι τους ήταν ο Πέτρος, με τον αδελφό του τον Ανδρέα στο ένα και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης ο αδελφός του στο άλλο. Ο Κύριος ζήτησε από τον Απόστολο Πέτρο για λίγο να του παραχωρήσει το καΐκι του, επειδή ήταν πολύ το πλήθος που ήλθε να ακούσει τον λόγο Του και δεν ήταν δυνατό να μπορέσει να μιλήσει, να οράται και να ακούεται, και ζήτησε από το καΐκι να μπορέσει να μιλήσει στα πλήθη.

Μετά από την ομιλία, προέτρεψε ο Κύριος τον Πέτρο να ανοιχτεί στη θάλασσα το καΐκι ,για ψάρεμα. Ήταν μεσημέρι. Παρά την ακαταλληλότητα του χρόνου, ο Πέτρος υπακούει. Και σε λίγο το δίχτυ σχιζόταν από το πλήθος των ψαριών τόσο, ώστε να φωνάξουν αι τους μετόχους αυτών, το άλλο καΐκι, του Ιακώβου και του Ιωάννου για να βοηθήσουν. Και τα πλοία και τα δύο κινδύνευαν να βυθιστούν από το πλήθος, το βάρος των ψαριών. Ο απόστολος Πέτρος, όπως και οι άλλοι συγκλονίστηκαν. «Θάμβος γρ»,λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς,-θάμπωμα, έκπληξις- «περιέσχεν ατν κα πάντας τος σν ατ».

Και ο Κύριος λέγει στον Πέτρο, στον Σίμωνα: «Μ φοβο· π το νν (:Από τώρα και εμπρός) νθρώπους σ ζωγρν(:ανθρώπους θα ψαρεύεις).Κα καταγαγόντες τ πλοα π τν γν φέντες παντα κολούθησαν ατ».

Βλέπουμε λοιπόν, αγαπητοί, να ξεκινά ο Κύριος το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Είναι η αρχή του Ευαγγελίου. Όχι εκείνη η ημέρα. Εκείνες τις ημέρες. Αλλά και οι πρώτοι Του μαθητές. Αυτούς που κάλεσε. Τους τέσσερις πρώτους. Αφού και εκείνοι όλα τα άφησαν, αρχίζουν και εκείνοι το ιεραποστολικό τους έργο.

Έτσι αισθανόμαστε μία πνοή αρχής, μία πνοή ξεκινήματος, καθώς ακούμε τη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Αλλά και ο Σεπτέμβριος είναι ο πρώτος μήνας του έτους. Ναι. Πρωτοχρονιά έχουμε την 1η Σεπτεμβρίου. Και ο πρώτος μήνας προετοιμασίας της γης για τη χειμερινή της καλλιέργεια.

Όταν στέγνωσαν τα νερά του Κατακλυσμού και κατακάθισε η Κιβωτός του Νώε, ήταν Σεπτέμβριος! Μας το λέει σαφώς η Αγία Γραφή. Και με τη διάσωση του ανθρωπίνου γένους με την Κιβωτό, οκτώ ψυχές ήσαν, ξεκίνησε πάλι την ιστορική της πορεία η ανθρωπότητα. Πότε; Τον μήνα Σεπτέμβριο. Αλλά και ο κόσμος στη δημιουργία του είχε αρχή. Γράφει ο θεόπνευστος Μωυσής: « ν ρχ ποίησεν Θες τν ορανν κα τν γν». Και βέβαια αυτό το «ν ρχ» δεν σημαίνει παρά χρόνο και συνεπώς ξεκίνημα. Αλλά ο χρόνος, αν το θέλετε να σας πω κάτι πιο πολύ, δεν προϋπήρχε. Αλλά εκείνη τη στιγμή που ο Θεός δημιουργεί τον χώρο, την ύλη, δημιουργείται και ο χρόνος. Ταυτόχρονα. Ταυτόχρονα. Και όπως λέγει ο Ωριγένης: «Δύναται τό τῆς ἀρχῆς ὃνομα λαμβάνεσθαι καί ἐπί τῆς τοῦ κόσμου ἀρχῆς». Μπορεί να δοθεί, λέει, το όνομα της αρχής, ακόμα και στη δημιουργία του κόσμου. Και θα έλεγα, προπαντός στη δημιουργία του κόσμου.

Και, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, λίγο ξεφεύγω από το κύριό μου θέμα, δεν πειράζει, είναι μία όμορφη θέση του αγίου Κυρίλλου που λέγει: «ρχή το κόσμου τό δωρ καί ρχή τν Εαγγελίων ορδάνης». Βλέπετε λοιπόν; Η αρχή του κόσμου είναι το νερό. Η αρχή των Ευαγγελίων, δηλαδή του κηρύγματος, είναι ο Ιορδάνης. Διότι μετά το βάπτισμά Του ο Κύριος, άρχισε να κηρύττει. Αυτό που λέγει «ρχή το κόσμου» ότι είναι το «δωρ», πάλι επιτρέψατέ μου μία μικρή παρέκβαση από το κύριό μου θέμα, γιατί είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείο.

Αν διαβάσουμε τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, θα δούμε ότι ο καθένας που αυτοί βέβαια φιλοσόφησαν με αντικείμενό τους την κοσμολογία και τη θεολογία, δηλαδή περί Θεού και περί κόσμου. Ο Σωκράτης ξεκινάει περί ανθρώπου. Ανθρωπολογία. Αν λοιπόν δούμε τους φιλοσόφους τους προσωκρατικούς, θα δούμε ότι ο καθένας αποδίδει κάποιο ή κάποια στοιχεία ξεκινήματος της δημιουργίας. Άλλος λέει το πυρ, άλλος λέγει τούτο, άλλος λέγει εκείνο. Κάποιος λέγει και το νερό, εκ των φιλοσόφων. Η Αγία Γραφή μας λέγει ότι η αρχή της Δημιουργίας είναι το νερό. Κάνει εντύπωση, γιατί μοιάζει ότι είναι χοντροκομμένο το πράγμα. Επιτρέψατέ μου να σας το δείξω αυτό, πώς το λέγει ο Απόστολος Πέτρος. Σας είπα, παρέκβαση κάνω. Να έχετε μία γνώση. Λέγει ο απόστολος Πέτρος στην 2α του επιστολή, στο 3ο κεφάλαιο, στον 5ο στίχο: «Ορανο σαν κπαλαι κα γῆ(:Από παλιά και οι ουρανοί και η γη) ξ δατος κα δι᾿ δατος συνεστσα τ το Θεο λόγ(:έγιναν με τον λόγο του Θεού εξ ύδατος και δι’ ύδατος. Από το νερό και με το νερό)». Είναι εκπληκτικό! Προσέξτε να δείτε. Ο αρχαίος κόσμος χρησιμοποιεί την Αγία Γραφή με τα δεδομένα τα γνωσιολογικά της κάθε εποχής. Δεν μπορούσε , για παράδειγμα, να ομιλεί περί οξυγόνου και υδρογόνου. Είναι πάρα πολύ φυσικό. Όταν όμως λέγει ότι «από το νερό έγινε η δημιουργία και με το νερό», λέει σαφώς ο Απόστολος Πέτρος, εννοούμε τούτο: Τι περιέχει το νερό; Υδρογόνο και οξυγόνο. Ξέρουμε πολύ καλά ότι το υδρογόνο είναι εκείνο που επαναλαμβανόμενο στον πυρήνα του, τα πρωτόνια, φτιάχνει τα στοιχεία του κόσμου. Να λοιπόν που το πρώτο στοιχείο, όντως το πρώτο στοιχείο είναι το υδρογόνο· που περιέχεται μέσα στο νερό και μάλιστα περισσότερο από το οξυγόνο. Λέμε: «Υδρογόνο δύο, οξυγόνο», λέμε ότι είναι το νερό. Εκπληκτικό! Και κατοπινά, τι διαμορφώνει την επιφάνεια της γης; Πάλι το νερό. Τα νέφη, τα νερά, οι ωκεανοί: «Ἐξ δατος κα δι᾿ δατος». Είδατε ακρίβεια της Γραφής; Από το νερό και με το νερό. Είναι εκπληκτικό. Αλλά δεν θα μείνω πιο πολύ παρά το ενδιαφέρον του χωρίου, γιατί θα φύγει ο χρόνος μου, θα φύγει το θέμα μου.

Όλα τα κτιστά έχουν αρχή. Όλα τα κτιστά πράγματα. Και η ζωή είχε και έχει αρχή. Βεβαίως η ζωή ως φαινόμενο, είχε αρχή. Με τον Λόγο του Θεού έγιναν και το φυτικό και το ζωικό βασίλειο και ο άνθρωπος. Αλλά και κάθε φορά ο καθένας που πρέπει να έρθει στον κόσμο, να πάρω μόνο τους εαυτούς μας, έχουμε αρχή. Ο καθένας έχει αρχή της προσωπικής του υπάρξεως. Και η αρχή πάντοτε έχει μια γοητεία, μια ομορφιά. Γιατί; Γιατί μέσα της κλείνεται η ελπίδα της δημιουργίας και η επιτυχία. Γι’ αυτό γοητεύει πάντα άνθρωπο που κάνει μία αρχή στα έργα του.

Και ο Θεός, ας μου επιτραπεί να μιλήσω με μία ανθρώπινη γλώσσα, δηλαδή ανθρωπομορφικά, όπως λέγει η Σοφία του Θεού ευφραινόταν, ευφραινόταν όταν δημιουργούσε. Γιατί; Είναι η αρχή και υπάρχει αυτή η χαρά της Δημιουργίας. Και η ελπίδα το τι θα σταθεί και θα γίνει η Δημιουργία.

Η αρχή του ανθρώπου είναι ο Χριστός. «Διότι την αρχή του την έχει», όπως λέγει ο άγιος Ιουστίνος, «στην Εκείνου θέληση». Ήθελε και μας έκανε. Αλλά και την αρχή του ανθρώπινου σχήματός του ο άνθρωπος την ανάγει και αυτήν στον Χριστό. Λέγει ο Ωριγένης: «Χριστός ἀρχή τῶν κατ’ εἰκόνα γενομένων Θεοῦ». Ό,τι έγινε, απ’ ό,τι έγινε από τους ανθρώπους που αποτελούν την εικόνα του Θεού, η αρχή είναι ο Χριστός. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το πρότυπο ή το αρχέτυπο ήταν ο μέλλων να ενανθρωπήσει Λόγος του Θεού, βάσει του οποίου έγινε ο άνθρωπος. Δεν έγινε δηλαδή ο Ιησούς Χριστός βάσει του Αδάμ. Ο Αδάμ έγινε βάσει του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό λοιπόν όντως αρχή του ανθρώπου, της υπάρξεως, του σχήματος, αυτό που λέμε «άνθρωπος», αυτό που είμαι, αυτό που με βλέπετε, αυτό που σας βλέπω, αρχή έχει όχι τον Θεό Λόγο, αρχή έχει τον Ιησού Χριστό. Γιατί άμα λέμε Ιησούς Χριστός, εννοούμε την Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου.

Και ο Θεός θέλει αυτή η αρχή, η κάθε αρχή να είναι αγαθή. Όπως και Εκείνος είναι Αγαθός, και ό,τι δημιουργεί είναι αγαθό. Όμως όταν έκανε αρχή ο Θεός στη δημιουργία του ανθρώπου, έκανε αρχή της ελευθερίας του ανθρώπου. Εδώ προσέξτε, γιατί εδώ μπαίνουμε σε μία περιπέτεια. Δηλαδή άφησε το ξετύλιγμα της ζωής του στην προαίρεσή του. «Πώς θέλεις εσύ να ξετυλίξεις τη ζωή σου; Να την εκτυλίσσεις; Πώς θέλεις; Αφήνω το πώς θέλεις στα χέρια τα δικά σου, ω άνθρωπε». Αυτό είναι το μυστήριο της ελευθερίας, που είναι εκπληκτικό. Εσείς συλλάβατε τι θα πει ελευθερία; Όλα μου τα χρόνια μελετώ το θέμα, από έφηβος, αγαπητοί μου, από έφηβος μελετώ το θέμα της ελευθερίας. Δεν το έχω πιάσει ακόμα. Δεν το έχω πιάσει ακόμα. Έτσι ο Θεός έβαλε στα χέρια του ανθρώπου, τι; Του έβαλε τη δυνατότητα να θέτει αρχή, στα χέρια του, να θέτει αρχή στα έργα τα δικά του. Λέμε: «Θα κτίσουμε ένα σπίτι». Λέμε: «Θα κάνουμε παιδιά». Λέμε: «Θα φυτέψουμε έναν κήπο». Και ο άνθρωπος τώρα έχει τη δικαιοδοσία, αλλά και την υποχρέωση να κάνει αρχή στη ζωή του σε όλα τα πράγματα.

Στον «Εκκλησιαστή» αναφέρεται κατά πλησμονήν: «Καιρός παντί πράγματι». Καιρός για κάθε πράγμα. Καιρός, λέει, να φυτέψεις, καιρός να ξεριζώσεις, καιρός να γκρεμίσεις, καιρός να κτίσεις κ. ο. κ. Αυτό το «καιρός παντί πράγματι» αφήνει να εννοηθεί ότι εκεί υπάρχει η αρχή του κάθε πράγματος· διότι αν λέγει περί καιρού, ομιλεί περί χρόνου. Και συνεπώς είναι η ώρα αυτό να κάνεις, είναι η ώρα εκείνο να κάνεις, είναι η ώρα εκείνο να κάνεις, αυτό να αρχίσεις, εκείνο να αρχίσεις. Και σημαίνει ότι πράγματι η αρχή ανήκει στα χέρια του ανθρώπου. Αρκεί ο άνθρωπος ό,τι κάνει, επειδή είναι δευτερογενής ύπαρξη, δεν είναι αυτογενής, ο Θεός είναι αυτογενής, ο Θεός είναι αυτοΰπαρξη, πρέπει να παίρνει την ευλογία του Θεού. Θα το πω άλλη μία φορά. Πρέπει να παίρνει την ευλογία του Θεού.

Το πρώτο όμως ξεκίνημα του ανθρώπου που έχει να κάνει είναι η σωτηρία του. Αυτό έθεσε και ο Θεός στον Αδάμ. Όταν του είπε να εργάζεται, ποιον του είπε να εργάζεται; Τον παράδεισο που απολάμβανε έτοιμο εκεί; Εννοούσε τον παράδεισο της ψυχής του. Και ποιους καρπούς έπρεπε να αποφέρει; Αφού μόνη της η γη ποτιζόταν, μας λέγει ο θεόπνευστος Μωυσής. Ποιους καρπούς έπρεπε να αποφέρει; Τους καρπούς των αρετών. Συνεπώς, επειδή δεν πρόσεξε και έχασε τον Παράδεισο, τώρα πρέπει να βάλει αρχή της επιστροφής του στον Παράδεισο. Πρέπει να γυρίσει πίσω.

Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο αρχίζει έτσι: «ρχ το εαγγελίου ησο Χριστο, υο το Θεο». Αρχή του Ευαγγελίου. Τι θα πει αυτό; Ότι η αρχή αυτή ετέθη εκ μέρους του Θεού. Δηλαδή να σε βοηθήσει να μετανοήσεις. Δηλαδή σου δίνει τη δυνατότητα, σε ωθεί, σε σπρώχνει σε μια άλλη αρχή, την αρχή της μετανοίας. Βάζει ο Θεός αρχή να σώσει και εσύ πρέπει να βάλεις αρχή να μετανοήσεις. Λέει ο απόστολος Παύλος στους Αθηναίους: «Τος μν ον χρόνους τς γνοίας περιδν Θες(: «παρέβλεψε, ξεπέρασε ο Θεός τους χρόνους της αγνοίας, της ειδωλολατρίας» κ.τ.λ.) τανν(: «και τώρα») παραγγέλλει τος νθρώποις πσι πανταχο μετανοεν(: «και τώρα παραγγέλλει σε όλους τους ανθρώπους να μετανοούν, να γυρίσουν πίσω»)».

Κάποτε λοιπόν πρέπει να βάλουμε και εμείς αρχή μετανοίας. Θα το έλεγε καλύτερα, πρέπει να βάζουμε αρχή πάντοτε μετανοίας. Οι ασκητές έλεγαν: «ρχήν βάλλω(:οριστική, α΄πρόσωπο, Ενεστώτας)». Λέγεται για τον άγιο Σισώη ότι όταν πέθαινε, μαζεύτηκαν όλοι οι μαθητές του κ.λπ. στο κρεβάτι το επιθανάτιο. Τους παρεκάλεσε να τον αφήσουν λίγο μόνο του για να βάλει αρχή μετανοίας! Και μόλις λίγο απεμακρύνθησαν, απέθανε, ξεψύχησε. Και έλαμψε ολόκληρος με το άκτιστο φως και γέμισε ο χώρος από ευωδία. Ήταν αγιασμένος. Και όμως έλεγε: «Αφήσατέ με λίγο, να βάλω αρχή μετανοίας». Αυτό πρέπει να λέμε. Ποτέ μη λέμε: «είμαι φτασμένος». Όχι. Αρχή μετανοίας, αγαπητοί μου.

Κάποτε κάναμε αρχή της πνευματικής ζωής μας με το Βάπτισμα. Όμως τον χιτώνα του Βαπτίσματος τον ρυπώσαμε, τον λερώσαμε, τον βρωμίσαμε. Πρέπει να βάλουμε αρχή καθαρμού του χιτώνος του βαπτίσματος, που είναι η μετάνοια και η εξομολόγηση. Πέσαμε; Αρχή ανορθώσεως. Ξαναπέσαμε; Αρχή επανορθώσεως. Ξαναπέσαμε; Όποτε πέφτουμε, θα σηκωνόμαστε. Κάθε στιγμή. Μόνο που δε μας συμφέρει να πέφτουμε κάθε στιγμή από αμέλειά μας. Δε μας συμφέρει. Δε μας συμφέρει. Πολλή προσοχή στο σημείο αυτό. Μην κανείς πονηρά και ανόητα το εκμεταλλευτεί. Και πει: «Ε, δεν πειράζει, θα ξαναπέσω, αφήνω τον εαυτό μου, δεν προσέχω». Κάποτε πάει η στάμνα στο πηγάδι και δε γυρίζει πίσω. Σπάζει. Αν σε βρει ο θάνατος; Πού ξέρεις; Ύστερα, πότε θα αποφέρεις, αδερφέ μου, καρπό; Πότε; Διότι δεν είναι η μετάνοια μόνο μία λέξις. Είναι η μετάνοια μία πράξις. Και η πράξις είναι όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, που σήμερα γιορτάζουμε τη θεία του σύλληψη, είναι καρπός. «Ποιήσατε ον καρπούς ξίους της μετανοίας». Βλέπετε λοιπόν ότι δε μας συμφέρει να πέφτουμε. Αλλά όταν πέσουμε μπορούμε να σηκωθούμε. Να λυπηθούμε, να σηκωθούμε, να κάνουμε πάλι αρχή. Ύστερα είναι ο εσωτερικός μας κόσμος, οι λογισμοί μας, τα αισθήματά μας. Να λέμε «τα αφήνω αυτά. Άστα. Μη με απασχολούν. Κάνω αρχή μετανοίας».

Όταν ο άνθρωπος ξεκινά τη ζωή του, του προβάλλεται η απόκτηση των ευαγγελικών αρετών. Μεγαλώνουμε το παιδί μας, του λέμε ότι πρέπει να ζήσει ευαγγελικά. Φαίνονται όμως πολλές οι αρετές και δύσκολες. Τι θα γίνει; Θα κάνει αρχή. Απλούστατα. Και η αρχή, είναι πασίγνωστο, είναι το ήμισυ του παντός. Έκανες αρχή; Είναι σαν να έκανες το μισό σου έργο. Αλλά ο διάβολος γνωρίζει πάρα πολύ καλά την αξία της αρχής ενός έργου. Γι’ αυτό , το παν μηχανεύεται και το παν κάνει, για να ματαιώνει αυτήν την αρχή. Ότι να, τώρα, ξέρω ΄γω, τούτο ή εκείνο. Πάντα δημιουργεί ένα πρόσχημα, ένα πρόσκομμα. Προβάλλει μπροστά στην ανθρώπινη αρχή, την ακηδία. Αυτή την πνευματική τεμπελιά. Και η ακηδία, αγαπητοί μου, πρέπει να σας το πω, πολεμάται με τη βία. Η ακηδία είναι ό,τι η αδράνεια στα σώματα, όπως μας λέγει η Φυσική, που πρέπει να καταβληθεί περισσότερη ενέργεια για την κίνησή τους. Αυτό είναι στην πνευματική μας ζωή η ακηδία. Θα πω μία μεγάλη κουβέντα. Ακούσατέ την. Έτσι, η αρχή της αρχής είναι η βία! Θα βάλουμε βία στην αρχή του κάθε μας έργου. Και αυτή η βία είναι αγαθή και αναγκαία. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος ότι « βασιλεία το Θεο βιάζεται», υπόκειται σε βιασμό, «καί βιασταί ρπάζουσιν ατήν».

Ακόμη ο διάβολος μετέρχεται και ένα ακόμη τέχνασμα. Έρχεται να παρουσιάσει στην αρχή του κάθε έργου, ότι αυτό είναι πελώριο και αδύνατο. Τόσο μεγάλο. Θα εφαρμόσω εγώ τις εντολές του Ευαγγελίου; Κάποτε ένας πατέρας έστειλε το παιδί του στο χωράφι να το σκάψει. Πήγε αυτό, είδε τη μεγάλη έκταση του χωραφιού, απογοητεύτηκε και γύρισε πίσω. «Καλά», του λέει ο πατέρας του. Την άλλη μέρα το πρωί πήγανε μαζί. Και του λέει: «Θέλω να μου σκάψεις, να, τόσο τετραγωνικά. Δεν θέλω άλλο. Και το βράδυ να έρθεις στο σπίτι». Με τον τρόπο αυτόν, με τη μέθοδο αυτή, σκάφτηκε ολόκληρο το χωράφι.

Είναι ακόμη και η αρχή της εξασκήσεως ενός ταλάντου. Το τάλαντο είναι χρυσάφι. Δεν αναλύω πιο πολύ, το ξέρετε. Νόμισμα της αρχαιότητας. Αλλά ακατέργαστο χρυσάφι. Πρέπει λοιπόν να γίνει η αρχή της κατεργασίας του. Κάνει εντύπωση αυτό που λέγει ο Θεός. «Πλάτυνον τό στόμα σου(λέγει στον 80όν Ψαλμό) καί πληρώσω ατό». Άνοιξε το στόμα σου κι εγώ θα το γεμίσω. Προσέξτε, ο Θεός θα βάλει το περιεχόμενο του λόγου Του, αλλά αφού όμως εγώ θα έχω ανοίξει το στόμα μου. Και μάλιστα, χαρακτηριστικά, δεν λέγει «νοιξον» αλλά λέγει «πλάτυνον»· που σημαίνει ότι θα εργαστείς οριακά. Έρχεστε να κοινωνήσετε, ανοίγετε το στόμα και σας λέμε: «Πιο πολύ το στόμα». Οριακά, όσο παίρνει. Στα όριά του θα ανοίξεις το στόμα σου. Δηλαδή οριακά θα εργαστείς το τάλαντό σου. Και τότε ο Θεός θα στο αξιοποιήσει. Το ίδιο ισχύει και για το μολύβι. Λες: «Τι να γράψω;». Πάρε χαρτί και μολύβι, ξεκίνα και θα γράψεις. Βλέπετε ότι η αξία της αρχής είναι σπουδαιότατη για όλους. Είναι για τον μαθητή, είναι για τον επιστήμονα, είναι για εκείνον ο οποίος ξεκινάει την οικογένειά του. Είναι για εκείνον που ξεκινάει ένα επάγγελμα. Είναι σπουδαιότατη η αρχή.

Πολλές αρχές βέβαια μπορεί να βάλει ο άνθρωπος και να θεμελιώσει τη ζωή του, αλλά η σημαντικότατη είναι η αρχή της αγιότητος. Ο Θεός εντέλλεται: «γιοι γίνεσθε τι γώ γιος εμί». Αλλά η αγιότητα δεν σταματά στην επιθυμία, αλλά αρχίζει με τα μικροπράγματα. Αρχή σταματήματος μικρών κακών συνηθειών. Αρχή ξεκινήματος μικρών καλών συνηθειών. Να βάλουμε αρχή και στη θέληση. Ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «Χωρίς γιασμο, οδείς ψεται τόν Κύριον». Χωρίς τον αγιασμό, κανείς δε θα δει τον Κύριο. Πρέπει λοιπόν να βάλουμε αρχή.

Αγαπητοί, ένα πρωινό στη λίμνη Γενησαρέτ ετέθησαν κάποιες χρονικές στιγμές. Ξεκίνησε το κήρυγμα ο Κύριος. Διάλεξε τους πρώτους μαθητές Του. Κήρυξε τη μετάνοια σαν την αρχή της επιστροφής μας στον Θεό. Κήρυξε την αρχή της καινούριας μας ζωής. Κήρυξε και ήθελε με τούτο να μας υπενθυμίσει ότι και εμείς πρέπει να βάλουμε αρχή. Αρχή σε όλα. Προπαντός στην αγιότητα. Ο Κύριος χώρισε για χάρη μας τον χρόνο σε μικρά κομματάκια, για να μας βοηθήσει. Όπως έκανε ο πατέρας στο παιδί του, που χώρισε μικρά κομματάκια το χωράφι, για να το καλλιεργήσει και να μη βλέπει τον όγκο της εργασίας. Τον χώρισε σε ημερονύκτιο, με μία δύση και με μία ανατολή. Βάζω πρώτα τη δύση και μετά την ανατολή, για να δείξω το ξεκίνημα. Χώρισε τον χρόνο σε έτη, για μετράμε το μήκος της ζωής μας. Τι έκανα πέρυσι, τι κάνω φέτος, τι μπορώ να κάνω φέτος. Τον χώρισε ακόμη και σε στιγμές. Για να Τον θυμόμαστε τον Κύριο, για να επιστρέφουμε σε Αυτόν και να μετανοούμε διαρκώς. Αδελφοί μου, ας κάνουμε αρχή σε όλα. Προπαντός όμως αρχή στη μετάνοια και στην αγιότητα. Και η αρχή θα μας χαρίσει το ήμισυ του παντός, το ήμισυ του έργου. Αλλά θα μας χαρίσει όμως ολόκληρη τη χαρά.

Ας κάνουμε λοιπόν αρχή και ο Κύριος Ιησούς, που για χάρη μας έγινε αρχή και χρόνος με την Ενανθρώπησή Του, σίγουρα θα μας βοηθήσει.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_483.mp3

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Ε (Κυριακοδρόμιο Β΄)

Δοτήρας κάθε ἀγαθοῦ εἶναι ὁ Κύριος. Κι ὅλα τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλεια. Ἔχουν τέτοια τελειότητα, ποὺ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ θαυμάζουν. Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀξιοθαύμαστο. Οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῆς τελειότητάς τους.

Ἄν οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ἀναμαρτησία τοῦ παραδείσου, δὲ θὰ περίμεναν ἀπό το Θεὸ ν’ ἀναστήσει νεκρούς, νὰ πολλαπλασιάσει τοὺς ἄρτους ἢ νὰ γεμίσει τὰ δίχτυα μὲ ψάρια, γιὰ νὰ ποῦν ὕστερα: «Κοιτᾶξτε τὸ θαῦμα!» Θὰ τὸ ἔλεγαν αὐτὸ γιὰ κάθε πλάσμα τοῦ Θεοῦ, κάθε στιγμὴ καὶ μὲ κάθε ἀνάσα τῆς ζωῆς τους. Καθὼς ὅμως οἱ ἄνθρωποι συνήθισαν στὴν ἁμαρτία, κάθε θαῦμα ἀπὸ τ’ ἀναρίθμητα ποὺ κάνει ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, ἔχει γίνει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους συνηθισμένο θέμα. Γιὰ νὰ μὴ μείνουν τὰ θέματα αὐτὰ ὅμως τελείως ἀπαρατήρητα, γιὰ νὰ μὴν ὑποβιβαστοῦν ἐντελῶς, ὁ Θεὸς μὲ τὴν εὐσπλαχνία Τοῦ πρὸς τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο τοῦ δίνει ἕνα ἀκόμα θαῦμα ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα ποὺ τοῦ ἔχει δωρίσει, γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ καὶ ψυχοφθόρα συνήθεια νὰ μὴ βλέπει κάτι ὑπερφυσικὸ στὰ θαύματα.

Μὲ κάθε θαῦμα Του ὁ Θεὸς θέλει νὰ θυμίσει στοὺς ἀνθρώπους πρῶτο, πῶς παρακολουθεῖ τὸν κόσμο, τὸν κυβερνᾶ μὲ τὴν παντοδύναμη θέλησή Τοῦ καὶ τὴ σοφία του δεύτερο, πῶς οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν χωρὶς Ἐκεῖνον νὰ κάνουν τίποτα. Καμιὰ προσπάθεια δὲν μπορεῖ νὰ εὐοδοθεὶ χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καμιὰ συγκομιδὴ ποὺ ἔγινε χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ δὲ φέρνει ἀποτέλεσμα. Κάθε ἀνθρώπινη σοφία ποὺ στρέφεται ἐνάντια στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀδύνατη νὰ κάνει καλὸ ἀπὸ μόνη της ἢ νὰ προσφέρει ἔστω κι ἕνα κόκκο σινάπεως. Ἀκόμα κι ἂν φαίνεται πῶς κάνει καλὸ γιὰ κάποιο διάστημα, δὲν εἶναι ἡ ἀνθρώπινη σοφία ποὺ τὸ πραγματοποιεῖ, ἀλλὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποῦ, ἔστω γιὰ μιὰ φορά, δὲν ἐγκαταλείπει ἀκόμα καὶ τὸν σκληρότερο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἐκδικεῖται. Ὑπομένει τοὺς ἀνθρώπους, περιμένει τὴ μετάνοιά τους. Θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Ἀ Τιμ. β’ 4).

Ὑποταγμένος ἀπὸ συνήθεια σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος πιστεύει μερικὲς φορὲς πῶς μπορεῖ νὰ κάνει σπουδαῖα πράγματα χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα κι ἀντίθετα στὸν ἴδιο καὶ στὸ Νόμο Του. Νομίζει ὁ ὑποταγμένος ἄνθρωπος πῶς μπορεῖ νὰ γίνει καλὸς ἢ πλούσιος ἢ σοφὸς ἢ διάσημος μόνο μὲ τίς δικές του προσπάθειες. Αὐτὴ ἡ ὑποταγή του ὅμως πολὺ σύντομα εἴτε τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀπόγνωση, δίνοντάς του ἔτσι τὴ σοφία γιὰ νὰ ἐπιστρέψει μὲ ἐπίγνωση στὸ Θεό, εἴτε τὸν ἀπομακρύνει, κυριευμένο ἀπὸ τὴν ἀφόρητη ἀγωνία τοῦ κόσμου, ὡσότου χάσει ἐντελῶς τὴν ἀνθρώπινη ἀξία του ἢ παραδοθεῖ κυριολεκτικὰ σὰ σκιὰ στὰ χέρια τῶν ἀόρατων πονηρῶν δυνάμεων.

Ἐκεῖνος, ἀντίθετα, ποὺ πιστεύει πῶς ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ, ὅπως κι ὁ ἴδιος, ἔρευνα πάντα τοὺς τρόπους τῆς θείας πρόνοιας, παρατηρῶντας μὲ δέος τὴν ἄπειρη σειρὰ τῶν θαυμάτων. Τέτοιος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μιλήσει ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐγὼ ἔφύτευσα, Ἀπολλὼ ἐπότισεν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ηὔξανεν· ὥστε οὔτε ὁ φυτεύων ἐστὶ τί οὔτε ὁ ποτίζων, ἀλλ’ ὁ αὐξάνων Θεός» (Α ́κόρ. γ 6-7). Κάποια ἀνάλογη σκέψη ἐκφράζεται μὲ μιὰ παροιμία ποὺ ὑπάρχει σὲ πολλοὺς λαούς: «Ὁ ἄνθρωπος προτείνει, μὰ καὶ Θεὸς ρυθμίζει».

Ὁ ἄνθρωπος προτείνει σχέδια, ὁ Θεὸς τ’ ἀποδέχεται ἢ τ’ ἀπορρίπτει. Ὁ ἄνθρωπος κάνει σκέψεις, λέει λόγια καὶ πράττει ἔργα: ὁ Θεὸς εἴτε τὰ υἱοθετεῖ εἴτε ὄχι. Τί υἱοθετεῖ ὁ Θεός; Αὐτὰ ποὺ εἶναι δικά Του, ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἐκεῖνον. “Ὅ,τι δὲν εἶναι δικό Του, δὲν προέρχεται ἀπὸ ἐκεῖνον, τὸ ἀπορρίπτει. «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήση οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψαλμ. ρκστ’ 1). “Ὅταν οἱ «οἰκοδομοῦντες» οἰκοδομοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, θὰ φτιάξουν παλάτι, ἀκόμα κι ἂν τὰ χέρια τους εἶναι ἀδύνατα καὶ τὰ ὑλικά τους φτωχά. “Ἄν ὅμως οἱ οἰκοδομοῦντες χτίζουν στὸ δικό τους ὄνομα, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὸ Θεό, τὸ ἔργο τῶν χεριῶν τους θὰ πέσει, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν πύργο τῆς Βαβέλ.

Ὁ Πύργος τῆς Βαβὲλ δὲν εἶναι τὸ μοναδικὸ κτίσμα στὴν ἱστορία ποὺ κατέπεσε. Ὑπῆρχαν καὶ πάρα πολλοὶ ἄλλοι πύργοι, ποὺ οἰκοδομήθηκαν ἀπὸ ἔγκόσμιους κυβερνῆτες, στὴν ἐπιθυμία τους νὰ μαζέψουν ὅλα τὰ ἔθνη κάτω ἀπὸ μιὰ ὀροφή – τὴ δική τους – καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα χέρι – τὸ δικό τους. Πολλοὶ πύργοι πλούτου, δόξας καὶ μεγαλείου ποὺ οἰκοδόμησαν ἰδιῶτες, μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ κυβερνήσουν τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, το λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνουν δηλαδὴ μικροὶ θεοί, σκορπίστηκαν κι ἔγιναν καπνός. Οἱ πύργοι ποὺ ἔχτισαν ὅμως οἱ ἀπόστολοι κι οἱ ἅγιοι, καθὼς κι ἄλλοι θεάρεστοι ἄνθρωποι, δὲν σκορπίστηκαν. Πολλὲς βασιλεῖες ποὺ δημιούργησε ἡ ματαιότητα τῶν ἀνθρώπων, ἔπεσαν καὶ διαλύθηκαν σὰν σκιά. Ἡ ἀποστολική Ἐκκλησία ὅμως ζεῖ ὼς σήμερα καὶ θὰ στέκεται ὄρθια πάνω στοὺς τάφους πολλῶν ἀπὸ τίς σημερινὲς βασιλεῖες. Τὰ παλάτια τοῦ Ρωμαίου Καίσαρα, ποὺ πολέμησε τὴν Ἐκκλησία, ἔγιναν στάχτη. Τὰ χριστιανικὰ σπήλαια κι οἱ κατακόμβες ὅμως παραμένουν μέχρι σήμερα. Ἑκατοντάδες βασιλιᾶδες κι αὐτοκράτορες κυριάρχησαν στὴ Συρία, στὴν Παλαιστίνη καὶ τὴν Αἴγυπτο. Τὰ μόνα ποὺ ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ τὰ μαρμάρινα παλάτια τους εἶναι μερικὲς μαρμαρένιες πλάκες σὲ μουσεῖα. Τὰ μοναστήρια καὶ τὰ ἡσυχαστήρια ὅμως ποὺ ἔχτισαν τὴν ἴδια ἐποχὴ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς καὶ ἐρημῖτες μέσα σὲ χαράδρες καὶ σὲ ἀμμουδερὲς ἐρήμους, στέκονται ὄρθια μέχρι σήμερα κι ἀναδίδουν την εὐωδία τῶν προσευχῶν καὶ τοῦ θυμιάματος ποὺ ἀνεβαίνει στὸ Θεὸ ἐδῶ καὶ δεκαέξι ἢ δεκαεπτὰ αἰῶνες. Δὲν ὑπάρχει δύναμη ἱκανὴ νὰ κατεδαφίσει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τὰ εἴδωλολατρικὰ παλάτια κι οἱ πόλεις καταστρέφονται, τὰ παραπήγματα τοῦ Θεοῦ ὅμως παραμένουν ὄρθια. Αὐτὸ ποὺ κρατᾶ τὸ δάχτυλο τοῦ Θεοῦ στέκεται πιὸ σταθερὰ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ κρατᾶ ὁ “Ἄτλας στοὺς ὤμους του.

Ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κορ. ἅ’ 29). Ἡ σάρκα εἶναι ὅπως τὸ χορτάρι, ποὺ περιμένει νὰ ὁλοκληρωθοῦν οἱ μέρες του κι ἔπειτα νὰ ξεραθεῖ, νά γίνει στάχτη. Εἴθε ὁ παντοδύναμος Κύριος νὰ μᾶς φυλάξει ὅλους ἀπὸ τὴ σκέψη πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κάνουμε κάτι καλὸ χωρὶς τὴ βοήθεια καὶ τὴν εὐλογία Του. Εἴθε ἡ σημερινὴ περικοπὴ τοῦ εὐαγγελίου νὰ λειτουργήσει σὰν μιὰ προειδοποίηση πῶς τέτοιες μάταιες σκέψεις δὲν πρέπει ποτὲ νὰ γεννηθοῦν μέσα μας. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς διδάσκει πῶς οἱ προσπάθειες τῶν ἀνθρώπων εἶναι μάταιες, ἂν ὁ Θεὸς δὲν βοηθήσει. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ ψάρευαν, μὰ δὲν ἔπιαναν τίποτα. “Ὅταν ὁ Χριστὸς ὅμως τοὺς εἶπε νὰ ξαναρίξουν τὰ δίχτυα στὴ θάλασσα, ἔπιαναν τόσα ψάρια, ὥστε τὰ δίχτυα δὲν ἄντεχαν τὸ βάρος τους καὶ σκίζονταν. “Ἄς παρακολουθήσουμε τὴ διήγηση:

«Ἔγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτὸ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἢν ἐστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ. καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἔστώτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἔν τῶν πλοίων, ὸ ἤν του Σίμωνος, ἤρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους» (Λουκ. ἐ1-3). Αὐτὸ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ περιστατικὰ ποὺ γίνονταν ὅταν συνάζονταν μεγάλα πλήθη γιὰ ν’ ἀκούσουν το λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦν ὅλοι, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ διαλέξει καλλίτερο τόπο ἀπὸ μιὰ βάρκα. Στὴν παραλία ὑπῆρχαν δύο πλοιάρια κι οἱ ψαρᾶδες ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ πλύσιμο τῶν διχτυῶν. Τὰ πλοιάρια αὐτὰ ἦταν κλασσικὰ μικρὰ ψαροκάϊκα, σὰν κι αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ σήμερα στὴ λίμνη Γεννησαρέτ. Τὸ πλοιάριο ὅπου μπῆκε ὁ Κύριος ἀνῆκε στὸ Σίμωνα, τόν μετέπειτα ἀπόστολο Πέτρο. Ὁ Κύριος ζήτησε ἀπὸ τὸ Σίμωνα ν’ ἀπομακρύνει λίγο τὸ πλοιάριο ἀπὸ τὴν ἀμμουδιὰ κι ἔπειτα κάθισε ἐκεῖ κι ἄρχισε νὰ διδάσκει τὰ πλήθη.

«Ώς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὕμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. ἔ’ 4). Τὴν ὥρα ποὺ ἔμπαινε στὸ πλοιάριο ὁ Κύριος στόχευε σὲ πολλοὺς στόχους. Πρῶτο, τοῦ ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ πλοιάριο, νὰ τοὺς βοηθήσει καὶ νὰ θρέψει τίς ψυχές τους μὲ τὴ γλυκιὰ διδαχή Του. Δεύτερο, ἤξερε πὼς οἱ ψαρᾶδες ἦταν στενοχωρημένοι κι ἀπογοητευμένοι ἐπειδὴ ὅλη τὴ νύχτα εἶχαν κοπιάσει καὶ δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι. “Ἔτσι ἤθελε νὰ τοὺς παρηγορήσει μὲ μιὰ καλὴ ψαριά, νὰ ἱκανοποιήσει τίς σωματικὲς κι ἄλλες ἀνάγκες τους, γιατί ὁ Θεὸς φροντίζει καὶ γιὰ τὸ σῶμα μας, ὅπως καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας, εἶναι «ὁ διδοὺς τροφὴν πάσῃ σαρκί» (Ψαλμ. ρλέ’ 25). Τρίτο, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἱκανοποιήσει τίς ψυχὲς τῶν ἐκλεκτῶν Του, ἐνισχύοντας τὴν πίστη τους σ’ “Ἐκεῖνον, στὴν παντοδυναμία του καὶ στὴν ἀπεριόριστη εὐσπλαχνία Του. Τελευταῖο, μὰ σπουδαιότερο, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ κάνει ξεκάθαρο στοὺς μαθητές Του, καὶ μέσῳ αὐτῶν σ’ ὅλους ἐμᾶς, πῶς μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον καὶ μέσῳ Ἐκείνου, ὅλα εἶναι δυνατά: πῶς ὅλοι οἱ κόποι τῶν ἀνθρώπων χωρὶς τὴ βοήθειά του εἶναι τόσο μάταιοι, ὅσο ἄδεια ἦταν καὶ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων ποὺ κόπιασαν ὅλη νύχτα και δεν έπιασαν ούτε ένα ψάρι. Ο Κύριος πέτυχε το πρώτο στόχο Του και τώρα προχωρούσε στο δεύτεο. Είπε λοιπόν στο Σίμωνα να πάει στα βαθιά και να ξαναρίξει τα δίχτυα.

«Και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν επί δε τω ρήματά σου χαλάσω το δίκτυον, και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ διερρήγνυτο δε το δίκτυον αυτών. και κατένευσαν τους μετόχους τοίς εν τω έτέρω πλοία του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά» (Λουκ. ε’ 5-7). Ο Σίμων δέν ήξερε ακόμα ποιός ήταν ο Χριστός. Τον ονόμασε «επιστάτη», δηλαδή «κύριο», του έδειξε σεβασμό δηλαδή, όπως έκαναν και πολλοί άλλοι. Βρισκόταν μακριά όμως από του να πιστέψει το Χριστό ως Υιό του Θεού και Κύριο. Στην αρχή παραπονέθηκε πώς είχαν κοπιάσει όλη νύχτα και δέν έπιασαν ούτε ένα ψάρι, επειδή σεβόταν το Χριστό όμως ώς καλό και σοφό δάσκαλο, ήθελε να τον υπακούσει και να ξαναρίξει τα δίχτυα.

Ό Θεός δεν ανταμείβει ποτέ τούς κόπους των ανθρώπων τόσο πολύ, όσο ανταμείβει μιά υπάκουη καρδιά. Η ολοπρόθυμη υπακοή του Πέτρου αποδείχτηκε πολύ μεγάλη, από το γεγονός ότι έθεσε αμέσως σε εφαρμογή τα λόγια του Χριστού, μ’ όλο που πρέπει να ήταν κατάκοπος και άυπνος, μούσκεμα και απογοητευμένος, μετά από μια νύχτα ἄκαρπης προσπάθειας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὑπακοή του ἀνταμείφθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ τῶν ψαριῶν, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὰ ψάρια, τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ μὲ τὸ πνεῦμα Του νὰ συγκεντρωθοῦν καὶ νὰ γεμίσουν τὰ δίχτυα. Τὰ ψάρια δὲν ἔχουν φωνῆ. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ μὲ τὴ δική του φωνή,φωνῆ νὰ πᾶνε στὰ δίχτυα, ὅπως μὲ τὴ φωνή Του ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνέμους νὰ σταματήσουν καὶ στὴν ταραγμένη θάλασσα νὰ γαληνέψει.

Τὰ ψάρια δὲν ἄκουσαν τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ συναχτοῦν μέσα στὰ δίχτυα. Τὰ “φερε ἐκεῖ ἡ δύναμή Του. Μέ το νὰ μαζευτοῦν στὰ δίχτυα τόσο πολλὰ ψάρια, ὁ Κύριος ἀντάμειψε πλούσια τὴν ὁλονύκτια προσπάθεια τῶν ψαράδων, ἐξανέμισε τίς ἀνησυχίες τους καὶ κάλυψε τίς σωματικὲς ἀνάγκες τους. “Ἔτσι τὴν ἴδια μέρα πέτυχε καὶ τὸ δεύτερο στόχο Του.

Σὰν εἶδε τόσο μεγάλο πλῆθος ἀπὸ ψάρια, ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ ὼς τότε στὴ ζωή του ὁ Σίμων κι ἕνας ἄλλος ποὺ ἦταν μαζί του στὴ βάρκα, ἔκανε σινιάλο στοὺς συναδέλφους του νὰ πλησιάσουν μὲ τὴ δική τους βάρκα. Καὶ δὲ γέμισε μόνο ἡ βάρκα του Σίμωνα μὲ ψάρια, μὰ κι ἡ βάρκα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννη. Καὶ γέμισαν τόσο πολύ, ὥστε ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν κινδύνευαν νὰ βουλιάξουν. Κι ἴσως νὰ εἶχαν βουλιάξει, ἂν δὲν ἦταν κοντά τους ὁ Κύριος.

«Ἴδῶν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοις γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς εἶμι, Κύριε. θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τους σὺν αὐτῷ ἐπὶ τὴ ἄγρα τῶν ἰχθύων ἢ συνέλαβον. όμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἴ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι» (Λουκ. ἔ’ 8-10). Γεμᾶτος δέος ἀπὸ τὸ ἀναπάντεχο θέαμα, ὁ Πέτρος ἔπεσε γονατιστὸς στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ δὲν ἀμφέβαλε πῶς τέτοια καλὴ ψαριὰ ὀφειλόταν στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸ πλοιάριο κι ὄχι στὶς δικές του προσπάθειες. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ συγκλόνισε τὸν Σίμωνα ὼς τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του, γι’ αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια δὲν ὀνόμασε πιὰ τὸν Ἰησοῦ «ἐπιστάτη», ἀλλὰ «Κύριο». Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει «ἐπιστάτης», «ἀφεντικό», μὰ μόνο ἕνας Κύριος ὑπάρχει. “Ὅταν ἄκουγε τὸ σοφὸ δάσκαλο νὰ διδάσκει τὰ πλήθη ἀπὸ τὸ πλοῖο ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν ἀκτή, ὁ Σίμων τὸν ὀνόμασε «Ἐπιστάτη» ἢ «Διδάσκαλο». Τώρα ὅμως ποὺ εἶδε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ ἔργο του, τὸν ὁμολόγησε «Κύριο».

Προσέξτε πόσο πιὸ δυνατὰ μιλᾶνε τὰ ἔργα ἀπὸ τὰ λόγια! “Ἄν ποῦμε ἀκόμα καὶ τὰ γλυκύτερα λόγια, οἱ ἄνθρωποι θὰ μᾶς ἀποκαλέσουν διδάσκαλους τῶν ἀνθρώπων. Ἄν ὅμως τὰ λόγια μας τὰ ὑποστηρίζουμε μὲ τὰ ἔργα μας, τότε θὰ μᾶς ὀνομάσουν ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ἴσως τὴν ὥρα ποὺ ἄκουγε ὁ Σίμων τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, νὰ σκεφτόταν μέσα του πόσο ὄμορφα καὶ σοφά διδάσκει. Ὁ καρδιογνώστης ποὺ τὰ ἔβλεπε όλ’ αὐτά, κάλεσε μετὰ τὸ Σίμωνα στὰ βάθη, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει πῶς πραγματοποιεῖ ὅσα λέει.

Ἄς δώσουμε προσοχὴ στὸν τρόπο ποὺ μίλησε ὁ Σίμων στὸν Κύριο. Ἀντὶ νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη του καί το θαυμασμό του γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα, ἐκεῖνος εἶπε: “Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ. Τὸ ἴδιο δὲ ζήτησαν οἱ κάτοικοι τῶν Γαδάρων ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὅταν θεράπευσε τὸ δαιμονισμένο; Τὸ ἴδιο ζήτησαν κι ἐκεῖνοι, μὰ δὲν εἶχαν τὸ ἴδιο κίνητρο μὲ τὸν Πέτρο. Οἱ Γαδαρηνοὶ ἀπομάκρυναν τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν τόπο τους ἀπὸ πλεονεξία, ἐπειδὴ οἱ δαίμονες ποὺ ἔβγαλε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο ὁδήγησαν τοὺς χοίρους στὸν πνιγμό. Ὁ Πέτρος ὅμως συνέχισε: ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς εἶμι. Ὁ λόγος ποὺ ζήτησε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του, ἦταν ἡ αἴσθηση τῆς ἀμαρτωλότητας καὶ τῆς ἀναξιότητάς του.

Ἡ αἴσθηση αὐτὴ τῆς ἀμαρτωλότητας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι μιὰ πολύτιμη πέτρα γιὰ τὴν ψυχή. Ὁ Κύριος τὴν ἐκτιμᾶ περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς τυπικοὺς ὕμνους δοξολογίας κι εὐχαριστίας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ψάλλει πολλοὺς τέτοιους ὕμνους στὸ Θεὸ χωρὶς τὴν αἴσθηση τῆς ἀμαρτωλότητάς του, δὲν ὠφελεῖται καθόλου. Ἡ αἴσθηση τῆς ἀμαρτωλότητας ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὸ Χριστὸ κι ὁ Χριστὸς πραγματοποιεῖ τὴν ἀναγέννηση. Ἡ αἴσθηση τῆς ἀμαρτωλότητας εἶναι τὸ ξεκίνημα στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει περιπλανηθεῖ πολὺ σὲ παραπλανητικοὺς δρόμους, δὲν ἔχει τίποτα καλλίτερο νὰ κάνει ἀπὸ τὸ νὰ βρεῖ τὸ σωστὸ δρόμο. Κι ὅταν τὸν βρεῖ, τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἀπομένει εἶναι νὰ τὸν ἀκολουθήσει, χωρὶς νὰ κοιτάξει πρὸς τὰ δεξιὰ ἤ το ἀριστερά του. Τί ὠφέλησε τὸν Φαρισαῖο ἢ προσευχὴ ποὺ ἔκανε στὴν ἐκκλησία, ὅταν προσπαθῶντας νὰ ἐγκωμιάσει το Θεό, ἐγκωμίαζε τὸν ἑαυτό του; Δὲ δικαιώθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκανε ὁ τελώνης ποὺ χτυποῦσε τὸ στῆθος του κι ἔκραζε: «Ό Θεός, ἰλάσθητί μοὶ τὼ ἁμαρτωλῷ!» (Λουκ. ἰη’ 13).

Αὐτὸ ἦταν τὸ ξεκίνημα τῆς μύησης τοῦ Πέτρου στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὁλοκλήρωση ἔγινε ἀργότερα, ὅταν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀκόλουθους τοῦ Χριστοῦ ἄρχισαν ν’ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ Χριστό, ἐνῶ ὁ Πέτρος του εἶπε: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ἰωάν. στ’ 68). Τώρα ὅμως, στὸ ξεκίνημα, κατάπληκτος ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ λέει: Ἄπελθε ἀπ’ ἐμοῦ.

Ὁ Πέτρος δὲν ἦταν ὁ μοναδικὸς ποὺ καταλήφθηκε ἀπὸ δέος. Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καθὼς κι ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ ἦταν μαζί τους, βρίσκονταν στὴν ἴδια κατάσταση. Ὅλοι τους ξεκίνησαν μὲ φόβο γιὰ τὸν Κύριο, καὶ τέλειωσαν μὲ ἀγάπη γιὰ Ἐκεῖνον. “Ὅπως διαβάζουμε στὶς Παροιμίες, «ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου» (Παρ. Ἅ’ 7).

Στὸ φόβο ποὺ ἔνιωθε ὁ Πέτρος, καθὼς γονάτιζε μπροστά Του, ὸ εὔσπλαχνος καὶ πάνσοφος Κύριος ἀπάντησε: «μὴ φοβοῦ: ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρῶν» (Λουκ. ἔ’ 10). Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι μιὰ θάλασσα γεμάτη πάθη, ἡ Ἐκκλησία Μου εἶναι πλοῖο καὶ τὸ Εὐαγγέλιό μου δίχτυ, ὅπου θ’ ἄλιεύσεις ἀνθρώπους. Χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτα. Μαζί μου ὅμως θὰ ἔχετε τόσο καλὲς ψαριές, ποὺ θὰ γεμίσουν τὰ δίχτυα σᾶς. Φτάνει νὰ εἶστε ὑπάκουοι σὲ Μένα, ὅπως κάνατε καὶ σήμερα. Καὶ τότε δὲ θὰ σᾶς φοβίζει κανένα βάθος καὶ ποτὲ δὲ θὰ γυρίσετε μὲ ἄδεια χέρια ἀπὸ τὸ ψάρεμα.

«Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἤκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ. ἔ’ 11). Ἐγκατέλειψαν τὰ πλοιάρια. “Ἄς τὰ πάρουν ἄλλοι κι ἂς τὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ὁ Πέτρος ἄφησε καὶ τὸ σπίτι του καὶ τὴ γυναῖκα του. Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης ἄφησαν τὸ σπίτι καὶ τὸν πατέρα τους. Κι ὅλοι τους τὸν ἀκολούθησαν. Γιὰ ποιό λόγο νὰ στενοχωρηθοῦν; Δὲν εἶχαν ἀγωνιστεῖ ὅλη νύχτα ἄσκοπα; Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα, θὰ μποροῦσε νὰ θρέψει κι αὐτοὺς καὶ τίς οἰκογένειές τους. Ἐκεῖνος ποὺ στολίζει τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ κάνει πιὸ θαυμαστὰ ἀκόμα κι ἀπό το βασιλιᾶ Σολομῶντα, ὁ ἴδιος θὰ φροντίσει καὶ γιὰ τὸ δικό τους ντύσιμο. Ἡ τροφὴ καὶ τὸ ντύσιμο εἶναι τὸ ἐλάχιστο ποὺ ἔχουν νὰ φροντίσουν. Ἐδῶ ὁ Κύριος τοὺς καλεῖ στὸ μέγιστο: στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. “Ὅταν μπορεῖ νὰ τοὺς δώσει τὸ μέγιστο, εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν μπορέσει νὰ τοὺς δώσει τὸ ἐλάχιστο; Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔγραψε ἀργότερα: «πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτὸ μέλλει περὶ ὕμῶν» (Ἀπέτρ. ἔ’7). Τέλος, ἂν τὸν ὑπακοὺν ἀκόμα καὶ τὰ κωφάλαλα ψάρια στὸ νερό, πῶς δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, τὰ λογικὰ ὄντα;

Όλόκληρο τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔχει κι ἕνα βαθύτερο νόημα. Τὸ πλοῖο σημαίνει τὸ σῶμα. Τὰ σχισμένα δίχτυα σημαίνουν τὸ παλιὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ βάθη τῆς θάλασσας σημαίνουν τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. “Ὅταν ὁ Κύριος κατοικεῖ σ’ ἕναν ὑπάκουο ἄνθρωπο, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀκτὴ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καὶ πηγαίνει ἀπὸ τίς αἰσθητικὲς σκιὲς στὰ πνευματικὰ βάθη. Στὰ βάθη αὐτὰ καὶ Κύριος τοῦ ἀποκαλύπτει τ’ ἀμέτρητα πλούτη τῶν δωρεῶν Του, γιὰ τίς ὁποῖες ἀγωνιζόταν μάταια σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Οἱ δωρεὲς αὐτὲς εἶναι τόσο μεγάλες, ὥστε τὸ παλιὸ πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ τίς ἀντέξει καὶ σχίζεται. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος πῶς δὲ βάζουν καινούργιο κρασὶ σὲ παλιὰ ἀσκιά.

“Ὅταν ὁ ὑπάκουος ἄνθρωπος βλέπει τ’ ἀρίφνητα πλούτη τῶν δωρεῶν Του, γεμίζει δέος καὶ κατάπληξη τόσο γιὰ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ γιὰ τίς δικές του ἁμαρτίες. Θὰ ἤθελε σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, νά φύγει ὁ Θεὸς ἀπὸ κοντά του κι ὁ ἴδιος νὰ γυρίσει στὸ παλιό του πνεῦμα καὶ στὴν παλιά του ζωή. Μόλις ὅμως ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ κι ἡ εὐσπλαχνία Του ἀποκαλυφθοῦν στὸν ἄνθρωπο, τότε τοῦ φανερώνεται ἀκαριαῖα ἢ ἀμαρτωλότητα κι ἡ ἀναξιότητά του, ἡ ἀποξένωσή του ἀπ’ Αὐτόν.

Ὁ Θεὸς δὲ θὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ὁδηγήσει στὰ βάθη. Δὲ θὰ λάβει σοβαρὰ τὴν κραυγή του ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ. Ξέρει ὅτι ἡ κραυγὴ αὐτὴ βγαίνει ἀπὸ ἕναν ἄρρωστο ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ δίνει θάρρος καὶ τὸν παρηγορεῖ μὲ τὰ λόγια, «μὴ φοβοῦ».

Ὅταν ὁ Θεὸς χορηγεῖ σ’ ἕναν ὑπάκουο ἄνθρωπο τὰ θεϊκὰ κι ἀνεκλάλητα χαρίσματά Τοῦ, δὲ θέλει τὰ χαρίσματα αὐτὰ νὰ σταματήσουν σ’ ἐκεῖνον, ὅπως τὸ τάλαντο ποὺ ἔκρυψε ὁ πονηρὸς δοῦλος στὴ γῆ. Ὁ Θεὸς ζητάει ἀπὸ τὸν ὑπάκουο ἄνθρωπο νὰ μοιραστεῖ τὰ χαρίσματά του μὲ ἄλλους. Γι’ αὐτὸ ὁ Πέτρος κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἄλλου πλοιαρίου νὰ κάνουν χῶρο γιὰ νὰ βάλουν κι ἐκεῖ ψάρια. Μοίρασαν τὴ σοδειά τους μὲ τοὺς ἀδελφοὺς Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, καθὼς καὶ μὲ τοὺς συντρόφους τους. Ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης κι οἱ σύντροφοί τους κουράστηκαν κι αὐτοὶ γιὰ νὰ σύρουν τὰ δίχτυα, ν’ ἀδειάσουν τὰ ψάρια καὶ νὰ κωπηλατήσουν ὼς τὴν ἀκτή. Κάθε ὑπάκουος ἄνθρωπος ποὺ λαβαίνει τὸ δῶρο του ἀπὸ κάποιον ἄλλον, πρέπει νὰ ξέρει πῶς τὸ δῶρο αὐτὸ προέρχεται ἀπό το Θεό, ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἔτσι πρέπει ἀμέσως, χωρὶς χρονοτριβή, ν’ ἀρχίσει νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴ διατήρηση, τὸν πολλαπλασιασμὸ καὶ τὴ μετάδοση τοῦ δώρου.

Τί σημαίνει τώρα τὸ γεγονὸς τῶν ὑπάκουων ψαράδων ποὺ τράβηξαν τὰ πλοιάριά τους στὴν ἀκτή, τὰ ἐγκατέλειψαν, ὅπως κι ὁτιδήποτε ἄλλο κατεῖχαν κι ἀκολούθησαν τὸ Χριστό; Πῶς ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι προικισμένος ἀπό το Θεό, ὅταν προχωρεῖ στὰ βαθιά, ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα μὲ τὰ πάθη του, καθὼς καὶ κάθε ἐφάμαρτο δεσμὸ μὲ τὸ ὁποῖο ἦταν δεμένος ὼς τότε, ἐγκαταλείπει δηλαδὴ τὰ πάντα. Ἐγκαταλείπει ὄχι μόνο τὸ σῶμα καὶ τοὺς δεσμούς του, ἀλλ’ ἀκόμα καὶ τὸ παλιὸ πνεῦμα του μὲ ὅλες τίς ἰδέες του. Καὶ τότε ἀκολουθεῖ Ἐκεῖνον ποὺ ντύνει ὅσους καλεῖ μὲ τὸ νέο ἔνδυμα τῆς σωτηρίας, ποὺ καλεῖ πάντα τοὺς ὑπάκουους πιστοὺς στὰ πνευματικὰ βάθη.

Ὁ Κύριος εἶπε πῶς ὁ Πέτρος θὰ γίνει ἁλιέας ἀνθρώπων. Ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρῶν. Αὐτὸ σημαίνει πῶς οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ λοιποι κληρικοί, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ χριστιανοί, ποῦ ὁ Θεὸς τοὺς προίκισε μὲ τὰ χαρίσματά Τοῦ, πρέπει νὰ ἐργαστοῦν μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ ψαρέψουν – δηλαδὴ νὰ σώσουν – ὅσους περισσότερους ἀνθρώπους μποροῦν, μὲ τὴ βοήθεια τῶν χαρισμάτων τους. Ὁ καθένας θ’ ἀγωνιστεῖ ἀνάλογα μὲ τὸ χάρισμά του: Ἐκεῖνος ποὺ ἔλαβε πολλὰ χαρίσματα θά ‘χει πλουσιότερη σοδειά, ὅποιος ἔλαβε λιγότερα θά *ναὶ λιγότερο ὑπεύθυνος, ὅπως φαίνεται κι ἀπό τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων. Ό δοῦλος ποὺ ἔλαβε πέντε τάλαντα ἔφερε δέκα, ὁ ἄλλος ποὺ ἔλαβε δύο τάλαντα, ἔφερε τέσσερα. Κανένας ὅμως δὲν πρέπει νὰ ὑπερηφανευτεῖ γιὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ σὰ νά ‘τὰν δικά του, νὰ τὰ κρύβει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τὰ θάβει στὸν τάφο τοῦ σώματός του. Τέτοιος ἄνθρωπος θὰ κατακριθεῖ ἀπὸ μόνος του στὴ γέεννα τοῦ πυρός, ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ βρυγμὸς κι ὁ τρυγμός των ὀδόντων.

Ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ διδαχὲς γιά μας, γιὰ τὴ γενιά μας, 61 καὶ ὅπως καὶ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων ἦταν γεμᾶτα ἀπὸ τὰ εὐλογημένα ψάρια. “Ἄς μποροῦσαν οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι νὰ πάρουν ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τοὐλάχιστον,τουλάχιστο τὸ μάθημα τῆς ὑπακοῆς στὸ Θεό! “Ὅλες οἱ ἄλλες διδαχὲς τότε θὰ ἦταν ἀκόλουθες της κι ὅλα τὰ καλὰ ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου θ’ ἁλιεύονταν στὰ χρυσᾶ δίχτυα τῆς εὐαγγελικῆς ὑπακοῆς.

Ἔχουμε μπροστά μας δύο παραδείγματα ὑπακοῆς: τὴν ὑπακοὴ τῶν ψαριῶν καὶ τὴν ὑπακοὴ τῶν ἀποστόλων. Ποιά ἀπὸ τίς δύο εἶναι πιὸ σπουδαῖα; Αὐτὸ εἶναι αὐταπόδεικτο. Τὰ ψάρια ὑπακοῦνε στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ θυσιάζουν τὴ ζωή τους στὰ πόδια Του. Ὁ Κύριος τὰ δημιούργησε γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου.

Προσέξτε ὅμως πῶς τὰ ψάρια λειτουργοῦν καὶ γιὰ τὴν πνευματική του ἀνάγκη. Σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό το Θεό, στοὺς ἐπαναστατημένους κι ἀνυπάκουους ἀνθρώπους. λειτουργοῦν ὡς παράδειγμα ὑπακοῆς στὸ Δημιουργό τους. Τὰ ψάρια αὐτὰ δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν περισσότερο γνωστὰ ἂν εἶχαν ἀφεθεῖ νὰ ζήσουν καὶ νὰ κολυμποῦν στὴ Λίμνη τῆς Γεννησαρέτ. Ἐξαγόρασαν τὴ ζωή τους μὲ τὴ μεγάλη τιμὴ νὰ ὑπηρετήσουν τὸ σχέδιο τοῦ Κυρίου, τοῦ Λυτρωτῆ, σὰν παράδειγμα καὶ ἐπίπληξη στὸν ἀνυπάκουο ἄνθρωπο. Τ’ ἀνεξιχνίαστο ἔλεος τοῦ Κυρίου εἶναι φανερὸ ἐδῶ: ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ πλάσματά Του γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὸ δρόμο ποὺ ἔχασε, νὰ τὸν ἀφυπνίσει, νὰ τὸν διεγείρει καὶ νὰ τὸν ὑψώσει πάλι στὴν προτέρα του ἀξία καὶ δόξα.

Τὸ παράδειγμα τῆς ὑπακοῆς τῶν ἀποστόλων εἶναι ἐπίσης συγκινητικό. Οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι συνήθως ἔχουν πιὸ στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὰ σπίτια καὶ τίς οἰκογένειές τους ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους. Οἱ κοσμικοὶ ἔχουν πολλοὺς καὶ ποικίλους δεσμοὺς μὲ τὸν κόσμο. Κι ἂν ἀκόμα χαλαρώσει ἕνας δεσμός τους, ἔχουν πολλοὺς ἄλλους. Κι ὅμως, οἱ ἁπλοῖ ψαρᾶδες τὰ ἐγκατέλειψαν ὅλα, ἔσπασαν τοὺς λίγους ἀλλὰ πολὺ δυνατοὺς δεσμούς τους μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὰ σπίτια καὶ τίς οἰκογένειές τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Κύριο στὰ μεγάλα καὶ πλούσια πνευματικὰ βάθη χωρὶς νὰ πάρουν τίποτα μαζί τους, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό τους. Ὁ χρόνος ἔδειξε πῶς ὁ Κύριος τοὺς ἀντάμειψε πλούσια γιὰ τὴν ὑπακοή τους. Ἀναδείχτηκαν στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ καὶ μεγάλοι ἅγιοι στὴν οὐράνια βασιλεία Του. Ἄς βιαστοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ν’ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τῆς ὑπακοῆς τους. Ἡ νύχτα τῆς ἐπίγειας διαδρομῆς μας τελειώνει. Ὅλοι οἱ κόποι τῆς νύχτας εἶναι ἔτσι κι ἀλλιῶς μάταιοι, τὰ δίχτυα μᾶς εἶναι ἄδεια, οἱ καρδιές μας γεμᾶτες κακία, οἱ ψυχὲς κι ὁ νοῦς μᾶς λιμοκτονοῦν, ἀφοῦ ἔχουν στερηθεῖ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ πρᾶος Κύριος στέκεται δίπλα στὸ πλοῖο τοῦ καθενός μας καὶ μᾶς καλεῖ. Ἐκεῖνος, ὁ παντογνώστης Δημιουργός, ζητάει ἀπὸ τὸν καθένα μας νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ μπεῖ στὸ πλοῖο καὶ νὰ ταξιδέψουμε μαζί Του μακριὰ ἀπὸ τίς σκιὲς καὶ τίς φουρτοῦνες τῆς ζωῆς, στὰ μεγάλα βάθη τῆς πνευματικῆς θάλασσας. Ἐκεῖ θὰ γεμίσουμε τὸ πλοῖο μας μὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἐπιθυμοῦμε. Ἄς τὸν ὑπακούσουμε τώρα, τὴν ὥρα ποὺ μᾶς καλεῖ, γιατί ὅταν χαράξει ἡ μέρα δὲ θὰ τὸν δοῦμε πιὰ ὼς αἰτοῦντα, ἄλλ’ ὼς Κριτή. “Ἄς μὴν ἀπορρίψουμε τὸ αἴτημὰ Τοῦ νὰ μπεῖ στὴν καρδιὰ καὶ στὴν ψυχή μας, ὅπως δὲν τὸ ἀπέρριψε ὁ Πέτρος. Δέ μας τὸ ζητάει γιὰ δικὴ Τοῦ χάρη, ἀλλὰ γιὰ δική μας. Νὰ ξέρεις πῶς δὲν εἶναι εὔκολο στὸν Πάναγνο νὰ μπεὶ κάτω ἀπὸ ἀκάθαρτη στέγη. Νὰ ξέρεις πῶς αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι θυσία, ποὺ τὴν κάνει ὅμως ἀπὸ ἀγάπη γιά μας. Δὲ μᾶς ζητάει νὰ μπεῖ μέσα γιὰ νὰ πάρει, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσει. Τὸ μόνο ποὺ θέλει, εἶναι νὰ δεχτοῦμε τὴ βοήθεια καὶ τὴ θυσία Του. Ἄδελφοί μου, ἂς ἀφουγκραστοῦμε τὴ φωνὴ ποῦ μᾶς καλεῖ, προτοῦ φτάσει στ’ αὐτιά μας ἢ φωνῆ τοῦ Κριτῆ.

Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Ἀγωγὴ εἰς βάθος

«Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. 5, 4)

Ὁ ΛΟΥΚΑΣ, ὅπως εἰνε γνωστό, εἶνε ὁ τρίτος εὐαγγελιστής. Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τὸν συνόδευσε παντοῦ, μέχρι καὶ τίς φυλακὲς τῆς Ρώμης ἀκόμη. Ἐγνώριζε καλὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ὅπως ἕνας ἄριστος ζωγράφος χρησιμοποιεῖ τὸ χρωστήρα γιὰ νὰ ζωγραφίσῃ τίς εἰκόνες, ἔτσι καὶ ὁ Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ τὴν ὡραία ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ νὰ περιγράψῃ τὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σήμερα διαβάζεται μιὰ περικοπή, ποὺ περιγράφει μὲ συντομία ἕνα θαῦμα.

Ἀλλ’ ἕνα θαῦμα μόνο ἔκανε ὁ Χριστός; Ὄχι ἕνα, ἀλλὰ πολλά. Ἀναρίθμητα εἶνε τὰ θαύματά του. Μποροῦν νὰ μετρηθοῦν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ; Μποροῦν νὰ μετρηθοῦν οἱ σταγόνες τοῦ ὠκεανοῦ; Μποροῦν νὰ μετρηθοῦν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου; Ἄλλο τόσο μποροῦν νὰ μετρηθοῦν καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε προσωπικῶς, ἀλλὰ καὶ ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα διὰ τῆς Ἐκκλησίας του νὰ κάνῃ ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ ἕνας ἄλλος εὐαγγελιστής, ὁ Ἰωάννης, κλείνοντας τὸ Εὐαγγέλιό του λέει ὅτι, ἂν πρόκειται νὰ περιγραφοῦν ἕνα – ἕνα τὰ ἔργα καὶ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, «οὐδε αὐτον οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» δηλαδή, Νομίζω, ὅτι οὔτε κι αὐτὸς ὁ κόσμος ὅλος δὲν θὰ χωρέσῃ τὰ βιβλία ποὺ θὰ γραφοῦν (Ἰωάν. 21, 25). Δὲν χρειάζεται ὅμως νὰ τὰ ἱστορήσῃ κανεὶς ὅλα. Γιὰ ὅποιον ἔχει διάθεση, καὶ ἕνα θαῦμα ἀρκεῖ γιὰ νὰ πιστέψῃ· ἐνῶ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει διάθεση πίστεως ἀλλὰ κατέχεται ἀπὸ τὸ δαιμόνιο τῆς ἀπιστίας, καὶ μυριάδες θαύματα δὲν τὸν πείθουν.

Τὸ θαῦμα, ποὺ περιγράφεται ἐδῶ, εἶνε ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὴν ἄλογη φύσι. Στὴν Ἰουδαία ὑπάρχει μιὰ ὡραία λίμνη, ἡ λίμνη τῆς Γεννησαρέτ. Σχηματίζεται ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, ποὺ τὴ διασχίζει. Λαὸς φτωχός, ψαρᾶδες στὸ ἐπάγγελμα, ἔρριχναν τὰ δίχτυα τοὺς κ’ ἔπιαναν ψάρια, ποὺ τὰ πουλοῦσαν γιὰ νὰ ζήσουν τίς οἰκογένειές τους.

Στὴν παραλία αὐτῆς τῆς λίμνης ἔφθασε καὶ Χριστός. Ἀνέβηκε στὸ ἁλιευτικὸ πλοιάριο τοῦ Πέτρου κι ἀπό ‘κεὶ μίλησε στὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῇ γιὰ ν’ ἀκούσουν τὰ λόγια του. Μετὰ τὴν ὁμιλία ὁ Χριστὸς εἶπε στὸ μαθητή του Πέτρο νὰ προχωρήσῃ «εἰς τὸ βάθος» τῆς λίμνης καὶ νὰ ρίξουν τὰ δίχτυα γιὰ νὰ ψαρέψουν. Κύριε, εἶπε ὁ Πέτρος, ὅλη τὴ νύχτα κοπιάσαμε χωρὶς νὰ πιάσουμε τίποτα ἄλλο ἀφοῦ ἐσὺ διατάζεις, θὰ ὑπακούσω καὶ θὰ ρίξω τὸ δίχτυ. Καὶ ἔρριξαν τὸ δίχτυ στὸ βάθος. Καὶ νὰ τὸ θαῦμα. Τὸ δίχτυ γέμισε ψάρια. Καὶ ἦταν τόσο πολλά, ὥστε κινδύνευε νὰ σχιστῆ τὸ δίχτυ τους. Ὁ Πέτρος συγκλονίστηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό. Ἀλλ’ ὁ Κύριος τὸν καθησύχασε λέγοντάς του· Μὴ φοβᾶσαι ἀπό ‘δὼ κ’ ἐμπρός, ἀφοῦ ἔγινες μαθητής μου, θὰ μάθῃς νέα τέχνη, τὴν τέχνη νὰ ψαρεύῃς ὄχι πλέον ψάρια, ἀλλὰ ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγῇς στὴν αἰώνιο ζωή.

Αὐτὸ εἶνε τὸ περιεχόμενο τοῦ σημερινοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἀπ’ ὅλη τὴν περικοπή σας παρακαλῶ νὰ προσέξουμε ἐκείνη τὴ λέξι, ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς ὅταν ἔδειχνε στὸν Πέτρο καὶ τοὺς συνεργάτες του, ποῦ νὰ ρίξουν τὰ δίχτυα «εἰς τὸ βάθος». Μὲ τὸ θεϊκὸ τοῦτο πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ τὰ ψάρια ὑπήκουσαν καὶ συγκεντρώθηκαν.

«Εἰς τὸ βάθος». Ἡ προσταγὴ αὐτὴ ἔχει μεγάλη σημασία. Ἀπευθύνεται σὲ ὅλους ἐκείνους, ποὺ κατὰ διαφόρους τρόπους ἀσκοῦν ἔργο παραπλήσιο μὲ τὸ ἔργο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ εἶνε τὸ ἔργο τῆς ἀγωγῆς.

Ἀγωγὴ «εἰς βάθος». Ἡ ἀγωγὴ εἶνε μία τέχνη ἱερά. Οἱ πρῶτοι, ποὺ καλοῦνται νὰ ἐργασθοῦν σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο, εἶνε οἱ γεννήτορες, οἱ γονεῖς. Ἐπάνω σ’ αὐτὸ λέει ὁ ἰ. Χρυσόστομος Πατέρα δὲν σὲ ὀνομάζω ἐπειδὴ γεννᾷς παιδιά, διότι καὶ τὰ ζῶα γεννοῦν ἀπογόνους πατέρα θὰ σὲ ὀνομάσω, ἂν ἀναθρέψῃς τὰ παιδιά σου ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἀπὸ τίς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς τοῦ παιδιοῦ πρέπει ν’ ἀρχίσῃ ἢ ἀγωγή. Τὸ νήπιο πρέπει νὰ μάθῃ νὰ κάνῃ το σταυρό του καὶ νὰ ψελλίζῃ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅσο μεγαλώνει, ν’ ἀφήνῃ σιγά,σιγᾷ – σιγὰ τὴ γαλακτώδη τροφὴ καὶ νὰ τρέφεται μὲ τροφὴ πιὸ στερεά. Ἀπὸ νωρὶς οἱ γονεῖς ἂς συνηθίζουν τὰ παιδιά τους στὴν προσευχή, στὴν ἀνάγνωση τῆς ἁγίας Γραφῆς, στοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ στὰ λόγια τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, σὲ ἐκκλησιασμό, σὲ ἐξομολόγηση καὶ θ. κοινωνία.

Ἀγωγὴ «εἰς βάθος». Ἡ προτροπὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνεται καὶ πρὸς τοὺς ἐκπαιδευτικούς. Οἱ διδάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ ὅλων τῶν σχολείων μας πρέπει ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια ἀλλὰ προπαντὸς μὲ τὰ ἔργα νὰ διδάσκουν τὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Τὰ μαθήματα πρέπει ν’ ἀρχίζουν μὲ προσευχὴ καὶ νὰ τελειώνουν μὲ προσευχή. Καί τὴν Κυριακὴ διδάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ νὰ δίνουν τὸ καλὸ παράδειγμα συνεκκλησιαζόμενοι μὲ τοὺς μαθητάς τους.

Ἀγωγὴ «εἰς βάθος». Ἀλλὰ καὶ κάθε χριστιανὸς πρέπει νὰ στρέψῃ τὴν προσοχή του ὄχι τόσο στὴν ἐξωτερική του ζωὴ ὅσο στὸν ἐσωτερικό του κόσμο, καὶ νὰ φροντίσῃ ν’ ἀποκτήσῃ καθαρὴ καρδιά. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἀληθινὴ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Δυστυχῶς μιὰ τέτοια ἀγωγὴ λείπει ἀπὸ τὸ σημερινὸ κόσμο. Καὶ εἶνε ἀνάγκη, ἡ ὅλη ἀγωγή μας, ὅπως εἶπαν καὶ διαπρεπεῖς σύγχρονοι ψυχολόγοι καὶ παιδαγωγοί, νὰ στραφῇ σὲ βάθος. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα καλλιεργεῖται μιὰ ἄλλη ψυχολογία, ποὺ τὴν ὠνόμασαν ψυχολογία τοῦ βάθους. Καὶ εἶχαν δίκιο. Διότι, πράγματι, τὸ βάθος κρύβει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή! Ἄν ὁ ἄνθρωπος τύχῃ καλῆς ἀγωγῆς, μπορεῖ νὰ φθάσῃ σὲ ὕψη τῆς ἀρετῆς καὶ νὰ βρῶ τὸν ἀληθινὸ προορισμό του, ποὺ τὸν κάνει ἄξιο νὰ λέγεται ἄνθρωπος. Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, «ὡς χαρίεν ἔστ’ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ἤ!»: δηλαδή, πόσο χαριτωμένος εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος! Ἄν ὅμως δὲν τύχῃ καλῆς ἀγωγῆς, ἀλλ’ ἀκούῃ καὶ βλέπῃ ὅλα τὰ ἀπρεπῆ καὶ αἰσχρά, τότε ὁ ἄνθρωπος ἐκφυλίζεται καὶ δὲν τοῦ μένει πιὰ τίποτε τὸ ὑγιές. Τὰ καθημερινὰ ἐγκλήματα, ποὺ συμβαίνουν τώρα στὴν κοινωνία, ἀποδεικνύουν ὅτι, ἂν ὁ ἄνθρωπος στερηθῇ τὴν καλὴ ἀγωγή, γίνεται τὸ ἀγριώτερο θηρίο τοῦ κόσμου.

Ἀγωγὴ «εἰς βάθος». Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πέτρο πρέπει τέλος νὰ βάλῃ σὲ ἀνησυχία τοὺς κληρικοὺς καὶ τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης, ἀφοῦ αὐτοὶ εἶνε οἱ διάδοχοι τῶν δώδεκα ἀποστόλων. Ἄς μὴν ἀρκοῦνται σὲ μιὰ ἐπιφανειακὴ καλλιέργεια τοῦ ποιμνίου τους, ποὺ δημιουργεῖ μόνο καλοὺς λεγομένους ἀνθρώπους. Ἄς ἐμβαθύνουν ὁλοένα καὶ περισσότερο, ἀποβλέποντας στὸ νὰ συνδέσουν οὐσιαστικὰ τίς ψυχὲς μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ μὲ τὴν ταμειοῦχο τῆς ἀληθείας, τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία του. Τότε ὁ λαὸς μᾶς θ’ ἀποκτήσῃ ἀκράδαντες θρησκευτικὲς πεποιθήσεις καὶ καμμιὰ ἐχθρικὴ δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ ξερριζώση ὅ,τι ἔσπειρε καὶ φύτευσε στὶς καρδιὲς τῶν πνευματικῶν του τέκνων ὁ καλὸς κληρικός.

Ἀγαπητοί μου!

Ἀγωγὴ «εἰς βάθος». Ὁ καθένας μας, εἴτε πατέρας εἶνε εἴτε διδάσκαλος εἴτε καθηγητὴς εἴτε κληρικός, ἂς προσέξῃ τὸν ἑαυτό του, σύμφωνα μὲ ὅσα λέει ὁ Μέγας Βασίλειος στὴν θαυμασία ὁμιλία τοῦ ἐπάνω στὸ ρητὸ «πρόσεχε σεαυτῷ». Μὴν ἀρκεσθοῦμε σὲ μία ἐξωτερικὴ τακτοποίηση, «πρὸς τὸ θεαθῆναι τους ἀνθρώποις» (Ματθ. 23, 5) καὶ γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Ἄς καλλιεργήσουμε τὴν καρδιὰ βαθειά, προσπαθῶντας νὰ «μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ἡμῖν» (Γαλ. 4, 19). Ἐκεῖ, στὸ βάθος τῆς ὑπάρξεώς μας, ἂς ρίχνουμε συχνὰ ἐξεταστικὸ βλέμμα, πρωὶ καὶ βράδι. Καὶ ἐκεῖ, σὰν σὲ καθρέφτη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἂς παρακολουθοῦμε τὴν καθημερινή του πορεία. «Εἰς τὸ βάθος» λοιπόν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek