ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (Ε΄ 1 — 11)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεν­νη­σα­ρέτ, 2εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶ­τα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀπο­βάν­τες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέ­πλυ­νον τὰ δίκτυα. 3ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοί­ων, ὃ ἦν Σίμω­νος, ἠρώ­τη­σεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπα­να­γα­γεῖν ὀλί­γον· καὶ καθί­σας ἐδί­δα­σκεν ἐκ τοῦ πλοί­ου τοὺς ὄχλους. 4ὡς δὲ ἐπαύ­σα­το λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμω­να· Ἐπα­νά­γα­γε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλά­σα­τε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5καὶ ἀπο­κρι­θεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπι­στά­τα, δι’ ὅλης νυκτὸς κοπιά­σαν­τες οὐδὲν ἐλά­βο­μεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήμα­τί σου χαλά­σω τὸ δίκτυον. 6καὶ τοῦ­το ποι­ή­σαν­τες συνέ­κλει­σαν πλῆ­θος ἰχθύ­ων πολύ· διερ­ρή­γνυ­το δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7καὶ κατέ­νευ­σαν τοῖς μετό­χοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέ­ρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόν­τας συλ­λα­βέ­σθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλη­σαν ἀμφό­τε­ρα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθί­ζε­σθαι αὐτά. 8ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προ­σέ­πε­σε τοῖς γόνα­σιν Ἰησοῦ λέγων· Ἔξελ­θε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρ­τω­λός εἰμι, Κύριε· 9θάμ­βος γὰρ περιέ­σχεν αὐτὸν καὶ πάν­τας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύ­ων ᾗ συνέ­λα­βον, 10ὁμοί­ως δὲ καὶ Ἰάκω­βον καὶ Ἰωάν­νην, υἱοὺς Ζεβε­δαί­ου, οἳ ἦσαν κοι­νω­νοὶ τῷ Σίμω­νι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμω­να ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώ­πους ἔσῃ ζωγρῶν. 11καὶ κατα­γα­γόν­τες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέν­τες ἅπαν­τα ἠκο­λού­θη­σαν αὐτῷ.

Ενώ δε τα πλή­θη τον περι­τρι­γύ­ρι­ζαν εις πυκνάς μάζας και τον εστρί­μω­χναν, δια να ακού­ουν τον λόγον του Θεού, αυτός εστέ­κε­το πλη­σί­ον της λίμνης Γεν­νη­σα­ρέτ. Και είδε δύο πλοία αραγ­μέ­να και ακί­νη­τα εκεί κον­τά εις την λίμνην· οι ψαρά­δες είχαν βγη από αυτά και έπλυ­ναν τα δίκτυα εις την παρα­λί­αν. Και αφού εμπή­κε εις ένα από αυτά, που ανή­κε στον Σιμω­να, τον παρε­κά­λε­σε να προ­χω­ρή­ση εις μικράν από­στα­σιν από την ξηράν. Και καθί­σας εδί­δα­σκε από το πλοί­ον τα πλή­θη του λαού. Οταν δε έπαυ­σε να ομι­λή, είπε στον Σιμω­να· “ξανα­φέ­ρε το πλοί­ον πάλιν εις τα ανοι­κτά της λίμνης και ρίξ­τε τα δίκτυά σας για ψάρε­μα”. Και απο­κρι­θείς ο Σιμων του είπε· “διδά­σκα­λε, όλην την νύκτα, που είναι κατάλ­λη­λες οι ώρες για ψάρε­μα, εκο­πιά­σα­με ρίχνον­τες τα δίκτυα και δεν επιά­σα­με τίπο­τε. Αλλά, θα υπα­κού­σω στον λόγον σου και θα ρίξω το δίκτυ”. Και αφού έκα­μαν τού­το, έκλει­σαν πολύ πλή­θος ιχθύ­ων· ήρχι­σε δε να σχί­ζε­ται το δίκτυον από το πολύ βάρος. Και επρο­σκά­λε­σαν με νεύ­μα­τα τους συνε­ταί­ρους των, που ήσαν στο αλλο πλοί­ον, να έλθουν, δια να πιά­σουν μαζή με αυτούς τα δίκτυα με τα ψάρια. Και εκεί­νοι ήλθαν και εγέ­μι­σαν και τα δύο πλοία τόσον πολύ, ώστε εκιν­δύ­νευ­σαν να βυθι­σθούν. Οταν δε ο Σιμων είδε το θαυ­μα­στόν αυτό γεγο­νός, έπε­σε κάτω εμπρός εις τα γόνα­τα του Ιησού και είπε· “Κυριε, έβγα από το πλοί­ον μου, διό­τι εγώ είμαι ένας άνθρω­πος αμαρ­τω­λός και δεν μου αξί­ζει να ευρί­σκο­μαι τόσον κον­τά σου”. Τα είπε δε αυτά, διό­τι κατέ­λα­βε αυτόν και όλους εκεί­νους, που ήσαν μαζή του, μεγά­λη έκπλη­ξις, δια το πλή­θος των ψαριών, που είχαν κλεί­σει εις τα δίκτυα. 10 Η ίδια δε έκπλη­ξις κατέ­λα­βε τον Ιάκω­βον και τον Ιωάν­νην, τα παι­διά του Ζεβε­δαί­ου, που ήσαν συνε­ταί­ροι του Σιμω­νος. Και είπεν ο Ιησούς προς τον Σιμω­να· “μη φοβά­σαι· από τώρα θα πιά­νης με τα δίκτυα του κηρύγ­μα­τός σου ζων­τα­νούς ανθρώ­πους και θα τους οδη­γής εις την βασι­λεί­αν των ουρα­νών”. 11 Και αφού έφε­ραν πάλιν εις την ξηράν τα πλοία, αφή­καν ολα, και ψάρια και δίκτυα και πλοία, και ηκο­λού­θη­σαν ως πιστοί μαθη­ταί τον Χρι­στόν.

Κάπο­τε, ενώ ο Ιησούς στε­κό­ταν στην όχθη της λίμνης Γεν­νη­σα­ρέτ, τα πλή­θη του λαού άρχι­σαν να συνω­στί­ζον­ται γύρω του και να τον στρι­μώ­χνουν, επει­δή ήθε­λαν ν’ ακούν το λόγο του Θεού. Τότε είδε δύο μικρά πλοία αραγ­μέ­να στην άκρη της λίμνης? οι ψαρά­δες μάλι­στα είχαν βγει απ’ αυτά στην παρα­λία και έπλε­ναν τα δίχτυα. Κι αφού μπή­κε σ’ ένα από τα πλοία αυτά, σ’ αυτό που ήταν του Σίμω­να, τον παρα­κά­λε­σε να το τρα­βή­ξει λίγο πιο μέσα, σε μικρή από­στα­ση από τη στε­ριά. Και τότε κάθι­σε μέσα στο πλοίο και δίδα­σκε από εκεί τα πλή­θη του λαού που βρί­σκον­ταν στην παρα­λία. Κι όταν τελεί­ω­σε την ομι­λία του, είπε στο Σίμω­να: Πάρε πάλι το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξ­τε τα δίχτυα σας για να πιά­σε­τε ψάρια. Ο Σίμων τότε του απο­κρί­θη­κε: Διδά­σκα­λε, όλη τη νύχτα κοπιά­σα­με ρίχνον­τας τα δίχτυα και δεν πιά­σα­με τίπο­τε. Αφού όμως το δια­τά­ζεις εσύ, θα ρίξω το δίχτυ έχον­τας τέλεια πεποί­θη­ση και υπα­κοή στο λόγο σου. Κι αφού το έκα­ναν αυτό, έπια­σαν μέσα στο δίχτυ πάρα πολ­λά ψάρια. Τόσα πολ­λά, που το δίχτυ τους άρχι­σε να σπά­ζει, επει­δή δεν άντε­χε στο βάρος του πλή­θους των ψαριών. Και με νεύ­μα­τα ειδο­ποί­η­σαν τους συνε­ταί­ρους τους που ήταν στο άλλο πλοίο να έλθουν και να πιά­σουν μαζί μ’ αυτούς τα δίχτυα και να τους βοη­θή­σουν να τα σύρουν επά­νω. Εκεί­νοι ήλθαν και γέμι­σαν και τα δύο πλοία τόσο πολύ, που κιν­δύ­νευαν να βυθι­στούν από το βάρος των ψαριών. Όταν λοι­πόν είδε ο Σίμων Πέτρος το πρω­το­φα­νές αυτό και ανέλ­πι­στο πλή­θος των ψαριών, έπε­σε κάτω στα γόνα­τα του Ιησού και του είπε: Βγες από το πλοίο μου και φύγε από μένα, Κύριε, διό­τι είμαι άνθρω­πος αμαρ­τω­λός, και δεν είμαι άξιος να σ’ έχω στο πλοίο μου. Και είπε αυτά τα λόγια ο Πέτρος, διό­τι κι αυτός κι όλοι εκεί­νοι που ήταν μαζί του κυριεύ­θη­καν από μεγά­λη έκπλη­ξη και δέος για την πρω­το­φα­νή αλιεία τόσων ψαριών που είχαν πιά­σει, και η οποία μόνο από παρέμ­βα­ση της θεί­ας δυνά­με­ως μπο­ρού­σε να εξη­γη­θεί. 10 Παρό­μοια μάλι­στα κυριεύ­θη­καν από έκπλη­ξη και ο Ιάκω­βος και ο Ιωάν­νης, οι γιοι του Ζεβε­δαί­ου, οι οποί­οι ήταν συνέ­ται­ροι του Σίμω­νος. Τότε ο Ιησούς είπε στο Σίμω­να: Μη φοβά­σαι. Από τώρα που σε καλώ να γίνεις από­στο­λός μου και στο εξής, θα συνε­χί­σεις να ψαρεύ­εις, αλλά δεν θα πιά­νεις ψάρια αλλά ανθρώ­πους ζων­τα­νούς, που με το κήρυγ­μά σου θα τους οδη­γείς στη σωτη­ρία. 11 Κι αφού επα­νέ­φε­ραν τα πλοία στη στε­ριά, άφη­σαν τα πάν­τα, και τα ψάρια δηλα­δή και τα δίχτυα και τα πλοία τους, και τον ακο­λού­θη­σαν.

 Kαθὼς δὲ τὸ πλῆ­θος συνω­στι­ζό­ταν καὶ ἔπε­φτε ἐπά­νω του γιὰ ν’ ἀκούῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς στε­κό­ταν δίπλα στὴ λίμνη Γεν­νη­σα­ρέτ,  εἶδε δύο πλοῖα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη τῆς λίμνης. Oἱ δὲ ἁλιεῖς εἶχαν κατε­βῆ ἀπ’ αὐτὰ καὶ εἶχαν πλύ­νει τὰ δίχτυα.  Ἀφοῦ δὲ μπῆ­κε σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ πλοῖα, ποὺ ἦταν τοῦ Σίμω­νος, τὸν παρα­κά­λε­σε νὰ τὸ τρα­βή­ξῃ λίγο ἀπὸ τὴν ξηρὰ πρὸς τὴ λίμνη. Kαὶ ἀφοῦ κάθη­σε, δίδα­σκε ἀπὸ τὸ πλοῖο τὰ πλή­θη.  Kαὶ ὅταν ἔπαυ­σε νὰ ὁμι­λῇ, εἶπε στὸ Σίμω­να: «Φέρε πάλι τὸ πλοῖο στὰ βαθειὰ καὶ ρίξε­τε τὰ δίχτυα σας γιὰ ψάρε­μα».  Ὁ δὲ Σίμων τοῦ εἶπε τότε: «Διδά­σκα­λε, ὅλη τὴ νύχτα κοπιά­σα­με καὶ δὲν πιά­σα­με τίπο­τε. Ἀλλὰ γιὰ τὸ λόγο σου θὰ ρίξω τὰ δίχτυα».  Kαὶ ἀφοῦ τὸ ἔκα­ναν, ἔπια­σαν πάρα πολ­λὰ ψάρια, καὶ τὰ δίχτυά τους ἄρχι­σαν νὰ σχί­ζων­ται.  Kαὶ μὲ νεύ­μα­τα προ­σκά­λε­σαν τοὺς συνε­ταί­ρους, ποὺ ἦταν στὸ ἄλλο πλοῖο, γιὰ νὰ ἔλθουν νὰ τοὺς βοη­θή­σουν. Kαὶ ἦλθαν καὶ γέμι­σαν καὶ τὰ δύο πλοῖα, ὥστε νὰ κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ βυθι­σθοῦν.  Ὅταν δὲ ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τί ἔγι­νε, ἔπε­σε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶπε, «Nὰ βγῇς καὶ νὰ φύγῃς ἀπὸ μένα, Kύριε, διό­τι εἶμαι ἄνθρω­πος ἁμαρ­τω­λός».  Aὐτὸ εἶπε, διό­τι δέος κυρί­ευ­σε αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ὅλους, ὅσοι ἦταν μαζί του, γιὰ τὰ πολ­λὰ ψάρια ποὺ ἔπια­σαν, 10  ὁμοί­ως δὲ καὶ τὸν Ἰάκω­βο καὶ τὸν Ἰωάν­νη, τοὺς υἱοὺς τοῦ Zεβε­δαί­ου, ποὺ ἦταν συνέ­ται­ροι τοῦ Σίμω­νος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τὸ Σίμω­να: «Mὴ φοβᾶ­σαι! Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ψαρεύ­ῃς ἀνθρώ­πους». 11  Kαὶ ἀφοῦ ἔφε­ραν τὰ πλοῖα στὴν ξηρά, ἄφη­σαν τὰ πάν­τα καὶ τὸν ἀκο­λού­θη­σαν.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

«Περι­πατν δ παρ τν θάλασ­σαν τς Γαλι­λαί­ας εδε δύο δελ­φούς, Σίμω­να τν λεγό­με­νον Πέτρον κα νδρέ­αν τν δελ­φόν ατο, βάλ­λον­τας μφί­βλη­στρον ες τν θάλασ­σαν· σαν γρ λιες.κα λέγει ατος· δετε πίσω μου κα ποι­ή­σω μς λιες νθρώ­πων. ο δ εθέως φέν­τες τ δίκτυα κολού­θη­σαν ατ(:Και ενώ περ­πα­τού­σε κον­τά στη θάλασ­σα της Γαλι­λαί­ας, είδε δυο αδελ­φούς, τον Σίμω­να, τον οποίο κατό­πιν ονό­μα­σε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελ­φό του, οι οποί­οι έρι­χναν δίχτυα στη θάλασ­σα, διό­τι ήταν ψαρά­δες. Και τους λέει: ‘’Ακο­λου­θή­στε με, και θα σας κάνω ικα­νούς να ψαρεύ­ε­τε αντί για ψάρια ανθρώ­πους. Αυτούς θα ελκύ­ε­τε στη βασι­λεία των ουρα­νών με τα πνευ­μα­τι­κά δίχτυα του κηρύγ­μα­τος’’. Και αυτοί αμέ­σως άφη­σαν τα δίχτυά τους και Τον ακο­λού­θη­σαν)»[Ματθ.4,18–20].

(…) Βέβαια ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης λέγει ότι δια­φο­ρε­τι­κά προ­σκλή­θη­καν αυτοί οι μαθη­τές από τον Κύριο. Επο­μέ­νως, είναι φανε­ρό ότι η παρα­πά­νω πρό­σκλη­ση είναι δεύ­τε­ρη. Αυτό επί­σης μπο­ρεί να το δια­πι­στώ­σει κανείς από πολ­λά σημεία. Εκεί λοι­πόν λέγει ότι προ­σκλή­θη­καν προ­τού κλει­στεί στη φυλα­κή ο Ιωάν­νης ο Βαπτιστής[βλ. Ιω.1,35–36: «Τ παύ­ριον πάλιν εστή­κει ωάν­νης κα κ τν μαθητν ατο δύο, κα μβλέ­ψας τ ησο περι­πα­τοντι λέγει· δε μνς το Θεο. κα κου­σαν ατο ο δύο μαθη­τα λαλοντος, κα κολού­θη­σαν τ ησο(:Την επό­με­νη μέρα ο Ιωάν­νης στε­κό­ταν πάλι στο συνη­θι­σμέ­νο μέρος που κήρυτ­τε, και μαζί του ήταν και δύο από τους μαθη­τές του. Κι αφού παρα­τή­ρη­σε με ευλά­βεια τον Ιησού, που τη στιγ­μή εκεί­νη περ­πα­τού­σε, είπε: “Αυτός είναι το Αρνίο που παρέ­δω­σε ο Θεός Πατέ­ρας Του να θυσια­στεί για χάρη μας”)»], ενώ εδώ στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο ανα­φέ­ρε­ται ότι προ­σκλή­θη­καν μετά τη φυλά­κι­ση του Ιωάν­νη [Ματθ. 4,12: «κού­σας δ ησος τι ωάν­νης παρε­δό­θη, νεχώ­ρη­σεν ες τν Γαλι­λαί­αν(:Όταν άκου­σε ο Ιησούς ότι ο Ιωάν­νης παρα­δό­θη­κε στη φυλα­κή απ’ τον βασι­λιά Ηρώ­δη Αντύ­πα, ανα­χώ­ρη­σε και πήγε στη Γαλι­λαία)»- Ματθ. 4,18–19: «Περι­πατν δ παρ τν θάλασ­σαν τς Γαλι­λαί­ας εδε δύο δελ­φούς, Σίμω­να τν λεγό­με­νον Πέτρον κα νδρέ­αν τν δελ­φόν ατο, βάλ­λον­τας μφί­βλη­στρον ες τν θάλασ­σαν· σαν γρ λιες. κα λέγει ατος· δετε πίσω μου κα ποι­ή­σω μς λιες νθρώ­πων»].

Επί­σης εκεί ο Ανδρέ­ας καλεί τον Πέτρο[Ιω. 1,41–42: «ν νδρέ­ας δελφς Σίμω­νος Πέτρου ες κ τν δύο τν κου­σάν­των παρ ωάν­νου κα κολου­θη­σάν­των ατ. ερίσκει οτος πρτος τν δελφν τν διον Σίμω­να κα λέγει ατ· ερήκα­μεν τν Μεσ­σί­αν· στι μεθερ­μη­νευό­με­νον Χρι­στός· κα γαγεν ατν πρς τν ησον (:Ο ένας από τους δύο αυτούς μαθη­τές που άκου­σαν από τον Ιωάν­νη τα όσα είπε για τον Ιησού και Τον ακο­λού­θη­σαν, ήταν ο Ανδρέ­ας, ο αδελ­φός του Σίμω­νος Πέτρου. πριν όμως ακό­μη βρει ο άλλος μαθη­τής-ο Ιωάν­νης- τον αδελ­φό του-τον Ιάκω­βο-, βρί­σκει ο Ανδρέ­ας πρώ­τος τον αδελ­φό του Σίμω­να και του λέει: “Βρή­κα­με τον Μεσ­σία (όνο­μα που σημαί­νει Χρι­στός)”)»], εδώ όμως και τους δύο τους καλεί ο Χρι­στός.

Και ο μεν Ιωάν­νης λέγει στο Ευαγ­γέ­λιό του ότι όταν είδε ο Ιησούς τον Σίμω­να να έρχε­ται προς Αυτόν του είπε: «Σ ε Σίμων υἱὸς ων, σ κλη­θήσ Κηφς, ρμη­νεύ­ε­ται Πέτρος(:Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά. Εσύ, επει­δή θα γίνεις στε­ρε­ός στην πίστη σαν πέτρα, θα ονο­μα­στείς Κηφάς, που σημαί­νει Πέτρος)»[Ιω.1,43],ενώ ο Ματ­θαί­ος λέγει ότι έφε­ρε ήδη το όνο­μα αυτό[ Ματθ. 4,18: «Περι­πατν δ παρ τν θάλασ­σαν τς Γαλι­λαί­ας εδε δύο δελ­φούς, Σίμω­να τν λεγό­με­νον Πέτρον κα νδρέ­αν τν δελ­φόν ατο»].

Όμως και από τον τόπο όπου κλή­θη­καν και από πολ­λά άλλα σημεία μπο­ρεί κανέ­νας να αντι­λη­φθεί αυτό και ακό­μη από το γεγο­νός ότι υπά­κου­σαν εύκο­λα και πρό­θυ­μα στην πρό­σκλη­ση και από το ότι εγκα­τέ­λει­ψαν τα πάν­τα· διό­τι ήδη είχαν προ­παι­δευ­τεί καλά. Επί­σης στον ευαγ­γε­λι­στή Ιωάν­νη φαί­νε­ται ότι ο Ανδρέ­ας ερχό­ταν στην οικία στην οποία διέ­με­νε ο Ιησούς, και άκου­γε πολ­λά από Αυτόν[πρβλ. Ιω. 1,39–40: «Τί ζητετε; Ο δ επον ατ· αββί· λέγε­ται ρμη­νευό­με­νον διδά­σκα­λε· πο μένεις; λέγει ατος· ρχε­σθε κα δετε. λθον ον κα εδον πο μένει κα παρ᾿ ατ μει­ναν τν μέραν κεί­νην· ρα ν ς δεκά­τη(:”Τι θέλε­τε και τι ζητά­τε από μένα;”. Κι εκεί­νοι Του είπαν: “Ραβ­βί”, που σημαί­νει: “Διδά­σκα­λε”· πού μένεις, για να σε επι­σκε­φτού­με και να μιλή­σου­με μαζί σου;”. Και Αυτός τους είπε: “Ελά­τε τώρα και δεί­τε πού μένω”. Ήλθαν λοι­πόν και είδαν πού μένει, και έμει­ναν κον­τά Του την ημέ­ρα εκεί­νη. Η ώρα μάλι­στα που συνάν­τη­σαν τον Ιησού οι δύο μαθη­τές ήταν περί­που δέκα από την ανα­το­λή του ηλί­ου, δηλα­δή τέσ­σε­ρις το από­γευ­μα)»], ενώ στον ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο ανα­φέ­ρε­ται ότι μόλις άκου­σαν έναν απλό λόγο, αμέ­σως Τον ακολούθησαν[Ματθ.4,20: «Κα λέγει ατος· δετε πίσω μου κα ποι­ή­σω μς λιες νθρώ­πων. ο δ εθέως φέν­τες τ δίκτυα κολού­θη­σαν ατ»].

Βέβαια ήταν φυσι­κό, μολο­νό­τι Τον είχαν ακο­λου­θή­σει από την αρχή, να Τον εγκα­τα­λεί­ψουν στη συνέ­χεια, όταν είδαν τον Ιωάν­νη να φυλα­κί­ζε­ται και τον Ιησού να ανα­χω­ρεί και να επα­νέλ­θουν στην εργα­σία τους. Έτσι, λοι­πόν, τους βρή­κε να ψαρεύ­ουν. Ο Ιησούς όμως, ούτε όταν πρώ­τα θέλη­σαν να φύγουν τούς εμπό­δι­σε, ούτε πάλι όταν έφυ­γαν, τους άφη­σε ορι­στι­κά. Υπο­χώ­ρη­σε μεν όταν αυτοί απο­μα­κρύν­θη­καν, έρχε­ται όμως εκ νέου για να τους κάνει πάλι δικούς Του μαθη­τές. Αυτός είναι ένας σπου­δαιό­τα­τος τρό­πος αλιεί­ας.

Πρό­σε­ξε επί­σης την πίστη και την υπα­κοή τους· διό­τι αν και βρί­σκον­ταν στο μέσο της εργα­σί­ας τους (γνω­ρί­ζε­τε βέβαια πόσο απαι­τη­τι­κή είναι η αλιεία), όταν άκου­σαν την προ­τρο­πή του Κυρί­ου δεν ανέ­βα­λαν, ούτε και το μετέ­θε­σαν για αργό­τε­ρα, ούτε είπαν: «Να επι­στρέ­ψου­με στο σπί­τι και να συνεν­νο­η­θού­με με τους δικούς μας», αλλά αφού εγκα­τέ­λει­ψαν τα πάν­τα, Τον ακο­λού­θη­σαν, όπως ο Ελισ­σαί­ος ακο­λού­θη­σε κάπο­τε τον προ­φή­τη Ηλία. Πραγ­μα­τι­κά αυτού του είδους την υπα­κοή ζητεί από μας για τη μετά­νοιά μας ο Χρι­στός, ώστε να μην ανα­βάλ­λου­με ούτε για ελά­χι­στο χρο­νι­κό διά­στη­μα, ακό­μα κι αν, όπως κρί­νου­με, μας κατε­πεί­γει κάτι από τα πιο απα­ραί­τη­τα προς το ζην. Γι’ αυτό και κάποιον άλλον που Τον πλη­σί­α­σε και ζήτη­σε να πάει πρώ­τα να θάψει τον πατέ­ρα του, μήτε αυτό δεν τον άφη­σε να κάμει, δεί­χνον­τας ότι από όλα πρέ­πει να προ­τι­μού­με να Τον ακο­λου­θή­σου­με και να γίνου­με μαθη­τές Του [Μτθ.8,21–22: «τερος δ τν μαθητν ατο επεν ατ· Κύριε, πίτρε­ψόν μοι πρτον πελ­θεν κα θάψαι τν πατέ­ρα μου. δ ησος επεν ατ· κολού­θει μοι, κα φες τος νεκρος θάψαι τος αυτν νεκρούς(:Και ένας άλλος από τους μαθη­τές του Του είπε: “Κύριε, δώσε μου την άδεια πρώ­τα να φύγω, να πάω να θάψω τον πατέ­ρα μου, και μετά θα σε ακο­λου­θή­σω παν­τού”. Κι ο Ιησούς, προ­βλέ­πον­τας ότι η επι­στρο­φή του μαθη­τή στο σπί­τι του θα τον έρι­χνε σε σοβα­ρές κλη­ρο­νο­μι­κές φρον­τί­δες και δια­μά­χες που θα ψύχραι­ναν τον ζήλο του, του είπε: “Ακο­λού­θη­σέ με, και άφη­σε τους συγ­γε­νείς σου, οι οποί­οι, ενώ φαί­νον­ται ζων­τα­νοί, λόγω της απι­στί­ας τους είναι πνευ­μα­τι­κώς νεκροί, να θάψουν τους νεκρούς που είναι δικοί τους, διό­τι κι αυτοί πέθα­ναν μέσα στην απι­στία”)»].

Εάν πάλι θεω­ρείς ότι Τον ακο­λού­θη­σαν επει­δή ήταν μεγά­λη η υπό­σχε­ση, και πάλι τους θαυ­μά­ζω γι’ αυτό και ακό­μη περισ­σό­τε­ρο, επει­δή παρό­λο που δεν είχαν δει ακό­μα κανέ­να θαυ­μα­τουρ­γι­κό σημείο, πίστε­ψαν σε μια τόσο μεγά­λη υπό­σχε­ση και όλα τα άλλα τα έθε­σαν σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα προ­κει­μέ­νου να Τον ακο­λου­θή­σουν. Πραγ­μα­τι­κά, με όποια λόγια αλιεύ­τη­καν οι ίδιοι, πίστε­ψαν ότι με αυτά θα μπο­ρού­σαν κι άλλους να αλιεύ­σουν και να τους οδη­γή­σουν στη σωτη­ρία των ψυχών τους. Και σε αυτούς μεν αυτήν την υπό­σχε­ση έδω­σε, σε εκεί­νους όμως που ήταν μαζί με τον Ιάκω­βο και τον Ιωάν­νη τίπο­τα παρό­μοιο δεν είπε, διό­τι η υπα­κοή αυτών που πρώ­τους κάλεσε(δηλαδή του Ανδρέα και του Πέτρου),είχε προ­ε­τοι­μά­σει πλέ­ον και αυτούς. Εξάλ­λου πολ­λά είχαν ακού­σει και προ­η­γου­μέ­νως γι’ Αυτόν.

Πρό­σε­ξε επί­σης πώς κάνει σε μας σαφή υπαι­νιγ­μό και για τη φτώ­χεια του Ιακώ­βου και του Ιωάν­νη· τους βρή­κε να διορ­θώ­νουν και να ράβουν τα δίχτυά τους[Μτθ.4,21–22: « Κα προβς κεθεν εδεν λλους δύο δελ­φούς, άκω­βον τν το Ζεβε­δαί­ου κα ωάν­νην τν δελφν ατο, ν τ πλοί μετ Ζεβε­δαί­ου το πατρς ατ καταρ­τί­ζον­τας τ δίκτυα ατν. ο δ εθέως φέν­τες τ πλοον κα τν πατέ­ρα ατν κολού­θη­σαν ατ (:Κι αφού προ­χώ­ρη­σε πιο πέρα από εκεί, είδε άλλους δύο αδελ­φούς, τον Ιάκω­βο, τον γιο του Ζεβε­δαί­ου, και τον Ιωάν­νη τον αδελ­φό του, να ετοι­μά­ζουν τα δίχτυά τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέ­ρα τους Ζεβε­δαίο. Και τους κάλε­σε. Και αυτοί αμέ­σως άφη­σαν το πλοίο και τον πατέ­ρα τους και Τον ακο­λού­θη­σαν)»]. Τόσο μεγά­λη ήταν η φτώ­χειά τους, ώστε να διορ­θώ­νουν τα χαλα­σμέ­να, επει­δή δεν μπο­ρού­σαν να αγο­ρά­σουν άλλα. Δεν ήταν βέβαια κι αυτό τότε μικρή από­δει­ξη της αρε­τής τους, το ότι υπέ­φε­ραν αγόγ­γυ­στα την φτώ­χειά τους, το ότι απο­κτού­σαν την τρο­φή τους με τίμιο μόχθο, το είχαν μαζί τους και τον γέρο πατέ­ρα τους και τον περιποιούνταν[βλ. παρα­πά­νω, Ματθ. 4,21–22].

Αφού λοι­πόν τους έκα­νε μαθη­τές Του, τότε αρχί­ζει, να θαυ­μα­τουρ­γεί ενώ­πιόν τους, βεβαιώ­νον­τας με τα έργα Του ό,τι είχε πει γι’ Αυτόν ο Βαπτι­στής Ιωάν­νης. Βρι­σκό­ταν αδιά­κο­πα στις συνα­γω­γές και με την πρά­ξη Του αυτή τους δίδα­σκε ότι δεν είναι κάποιος αντί­θε­τος, ούτε πλά­νος, αλλά έχει έρθει με το θέλη­μα του Θεού, κατό­πιν κοι­νής Τους συμ­φω­νί­ας. Και συχνά­ζον­τας στις συνα­γω­γές, δεν κήρυτ­τε μόνο, αλλά και πολ­λά θαύ­μα­τα επιτελούσε[βλ. Ματθ.23–25: «Κα περιγεν λην τν Γαλι­λαί­αν ησος διδά­σκων ν τας συνα­γω­γας ατν κα κηρύσ­σων τ εαγγέ­λιον τς βασι­λεί­ας κα θερα­πεύ­ων πσαν νόσον κα πσαν μαλα­κί­αν ν τ λα. κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρί­αν, κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας ποι­κί­λαις νόσοις κα βασά­νοις συνε­χο­μέ­νους, κα δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους κα σελη­νια­ζο­μέ­νους κα παρα­λυ­τι­κούς, κα θερά­πευ­σεν ατούς· κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρί­αν, κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας ποι­κί­λαις νόσοις κα βασά­νοις συνε­χο­μέ­νους, κα δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους κα σελη­νια­ζο­μέ­νους κα παρα­λυ­τι­κούς, κα θερά­πευ­σεν ατούς· κα κολού­θη­σαν ατ χλοι πολ­λο π τς Γαλι­λαί­ας κα Δεκα­πό­λε­ως κα ερο­σο­λύ­μων κα ουδαί­ας κα πέραν το ορδά­νου(:Και περιό­δευε ο Ιησούς όλη τη Γαλι­λαία διδά­σκον­τας στις συνα­γω­γές τους, όπου κάθε Σάβ­βα­το μαζεύ­ον­ταν οι Εβραί­οι για να ακού­σουν την ανά­γνω­ση της Αγί­ας Γρα­φής και να προ­σευ­χη­θούν. Και κήρυτ­τε εκεί το χαρ­μό­συ­νο άγγελ­μα ότι πλη­σί­α­ζε ο χρό­νος της πνευ­μα­τι­κής βασι­λεί­ας, που θα έφερ­νε στους ανθρώ­πους την απο­λύ­τρω­ση και τη χαρά. Και θερά­πευε κάθε είδους ασθέ­νεια και αδια­θε­σία στον λαό. Δια­δό­θη­κε λοι­πόν η φήμη Του σε όλη τη Συρία. Κι έφε­ραν μπρο­στά Του όλους όσους υπέ­φε­ραν από διά­φο­ρες αρρώ­στιες και κατέ­χον­ταν από βασα­νι­στι­κές ασθέ­νειες, δαι­μο­νι­σμέ­νους και σελη­νια­σμέ­νους και παρα­λύ­τους, και τους θερά­πευε. Τότε Τον ακο­λού­θη­σαν πολ­λά πλή­θη λαού από τη Γαλι­λαία και από τις δέκα ελλη­νι­κές πόλεις που είχαν κτι­στεί κυρί­ως στην ανα­το­λι­κή όχθη του Ιορ­δά­νη, καθώς επί­σης και από τα Ιερο­σό­λυ­μα και την Ιου­δαία και τη χώρα που εκτεί­νε­ται πέρα από τον Ιορ­δά­νη ποτα­μό)»].

Πραγ­μα­τι­κά σε κάθε περί­πτω­ση κατά την οποία συμ­βαί­νει κάτι το νέο και παρά­δο­ξο και εισά­γε­ται κάποιος νέος τρό­πος ζωής, συνη­θί­ζει ο Θεός να κάνει θαύ­μα­τα, προ­σφέ­ρον­τας εγγύ­η­ση της δυνά­με­ώς Του προς εκεί­νους που πρό­κει­ται να δεχτούν τους νόμους Του. Έτσι λοι­πόν όταν επρό­κει­το να πλά­σει τον άνθρω­πο, δημιούρ­γη­σε όλον τον κόσμο και τότε του έδω­σε εκεί­νο τον νόμο μέσα στον παρά­δει­σο. Και όταν επρό­κει­το να νομο­θε­τή­σει στον Νώε, πάλι μεγά­λα θαύ­μα­τα έκα­με, με τα οποία ανα­δη­μιουρ­γού­σε όλη την πλά­ση και τη φοβε­ρή εκεί­νη θάλασ­σα την έκα­νε να κυριαρ­χεί επί της γης για έναν ολό­κλη­ρο χρό­νο και με όλα αυτά, μέσα σε τόσο χαλα­σμό διέ­σω­σε τον δίκαιο εκεί­νο. Και στα χρό­νια του Αβρα­άμ έδω­σε πολ­λά σημεία της δυνά­με­ώς Του, όπως είναι η νίκη κατά τον πόλε­μο, η πλη­γή κατά του Φαραώ, και η απαλ­λα­γή από τους κιν­δύ­νους. Και όταν επί­σης επρό­κει­το να θεσπί­σει τους νόμους στους Εβραί­ους, έδει­ξε πρώ­τα τα θαυ­μα­στά εκεί­να και μεγά­λα σημεία [στο όρος Σινά] και έπει­τα τους έδω­σε τον Νόμο.

Έτσι λοι­πόν κι εδώ θέλον­τας να δώσει έναν ανώ­τε­ρο τρό­πο ζωής και να τους πει όσα ποτέ δεν είχαν ακού­σει μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή, επι­βε­βαιώ­νει τους λόγους με την επι­τέ­λε­ση των θαυ­μά­των. Επει­δή δηλα­δή δεν γινό­ταν αντι­λη­πτή με τις αισθή­σεις η κηρυτ­τό­με­νη βασι­λεία, αυτήν την αφα­νή, με τα ορα­τά σε όλους θαύ­μα­τα την καθι­στά φανε­ρή. Και πρό­σε­ξε την απλό­τη­τα του Ευαγ­γε­λι­στή, ο οποί­ος δεν μας διη­γεί­ται χωρι­στά κάθε περί­πτω­ση όσων θερα­πεύ­ον­ταν, αλλά με τρό­πο συνο­πτι­κό μας ενη­με­ρώ­νει για τα ανα­ρίθ­μη­τα θαύ­μα­τα. «Κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας ποι­κί­λαις νόσοις κα βασά­νοις συνε­χο­μέ­νους, κα δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους κα σελη­νια­ζο­μέ­νους κα παρα­λυ­τι­κούς, κα θερά­πευ­σεν ατούς»[Ματθ.4,24]. «Του έφε­ραν», λέει, «όλους όσοι ταλαι­πω­ρούν­ταν από κάθε λογής ασθέ­νειες και βασα­νί­ζον­ταν, δαι­μο­νι­σμέ­νους και σελη­νια­ζο­μέ­νους και παρα­λυ­τι­κούς και τους θερά­πευ­σε».

Αλλά γεν­νιέ­ται το ακό­λου­θο ερώ­τη­μα: για ποιον λόγο από κανέ­ναν από όσους θερα­πεύ­τη­καν δεν ζήτη­σε την πίστη, ούτε είπε αυτό που έπει­τα φανε­ρά έλε­γε: «Πιστεύ­ε­τε τι δύνα­μαι τοτο ποισαι;(:Πιστεύ­ε­τε ότι έχω τη δύνα­μη να κάνω αυτό που μου ζητά­τε;)» [Ματθ.9,28]; Επει­δή δεν είχε δώσει ακό­μα από­δει­ξη της δυνά­με­ώς Του. Εξάλ­λου και μόνο το γεγο­νός ότι προ­σέρ­χον­ταν μόνοι τους και έφερ­ναν ασθε­νείς κον­τά στον Χρι­στό, δεν απο­δει­κνύ­ει τυχαία πίστη· διό­τι τους έφερ­ναν από μακριά, πράγ­μα το οποίο δε θα έκα­ναν αν δεν πίστευαν πολύ οι ίδιοι.

Ας Τον ακο­λου­θή­σου­με λοι­πόν κι εμείς. Για­τί έχου­με πολ­λές ασθέ­νειες της ψυχής κι αυτές θέλει πρώ­τα να θερα­πεύ­σει· διό­τι γι’ αυτό απο­κα­θι­στά τις σωμα­τι­κές ασθέ­νειες, για να απο­μα­κρύ­νει τα ψυχι­κά νοσή­μα­τα από την ψυχή μας. Ας έρθου­με λοι­πόν κον­τά Του και τίπο­τα βιο­τι­κό ας μην Του ζητή­σου­με παρά μόνο συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών μας· την παρα­χω­ρεί και τώρα αν τη ζητού­με σοβα­ρά. Τότε βέβαια είχε φτά­σει η φήμη Του ως τη Συρία (Ματθ. 4,24: «Κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρί­αν, κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας ποι­κί­λαις νόσοις κα βασά­νοις συνε­χο­μέ­νους, κα δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους κα σελη­νια­ζο­μέ­νους κα παρα­λυ­τι­κούς, κα θερά­πευ­σεν ατούς»),ενώ τώρα έχει εξα­πλω­θεί σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη. Κι εκεί­νοι έτρε­χαν προς Αυτόν, όταν άκου­γαν μόνο πως θερά­πευ­σε δαι­μο­νι­σμέ­νους· εσύ όμως που έχεις περισ­σό­τε­ρες και μεγα­λύ­τε­ρες απο­δεί­ξεις για τη δύνα­μή Του, για­τί δεν σηκώ­νε­σαι να τρέ­ξεις σε Αυτόν; Κι εκεί­νοι άφη­σαν και πατρί­δα και φίλους και συγ­γε­νείς· εσύ όμως δεν θέλεις μήτε το σπί­τι σου να αφή­σεις, για να πας κον­τά Του και να λάβεις πολύ περισ­σό­τε­ρα; Και μήτε που ζητώ αυτό από σένα. Άφη­σε μόνο την κακή συνή­θεια και μένον­τας στο σπί­τι σου μαζί με τους δικούς σου θα μπο­ρέ­σεις εύκο­λα να σωθείς.

Τώρα αν έχου­με μια σωμα­τι­κή πάθη­ση, κάνου­με τα πάν­τα και κατα­φεύ­γου­με σε κάθε μέσο προ­κει­μέ­νου να απαλ­λα­γού­με από αυτήν. Αν όμως η ψυχή μας είναι σε κακή κατά­στα­ση, ανα­βάλ­λου­με και βρα­δύ­νου­με να κάνου­με κάτι. Γι’ αυτό ακρι­βώς δεν γλυ­τώ­νου­με ούτε από τα σαρ­κι­κά παθή­μα­τα, επει­δή εμείς θεω­ρού­με τα αναγ­καία ως πάρερ­γα και τα πάρερ­γα ως αναγ­καία και ενώ αφή­νου­με την πηγή των κακών, θέλου­με να καθα­ρί­σου­με τα ρυά­κια· διό­τι το ότι βέβαια αιτία των σωμα­τι­κών ασθε­νειών είναι η κακία της ψυχής το δήλω­σε και ο παρά­λυ­τος επί τριάν­τα οκτώ χρόνια[βλ. Ιω.5,1], καθώς και αυτός ο παρά­λυ­τος που τον κατέ­βα­σαν από τη στέ­γη ενώ­πιον του Ιησού [βλ. Λουκ.5,17] και ο Κάιν πριν απ’ αυτούς[Γέν.4,8 κ.εξ.].Αλλά και από πολ­λές άλλες περι­πτώ­σεις μπο­ρεί ο καθέ­νας να το δια­πι­στώ­σει αυτό. Ας αφα­νί­σου­με λοι­πόν την πηγή των κακών και τότε θα στε­ρέ­ψουν όλα τα ρεύ­μα­τα των ασθε­νειών. Δεν είναι μόνο η παρά­λυ­ση ασθέ­νεια, αλλά και η αμαρ­τία· και η δεύ­τε­ρη μάλι­στα είναι πολύ πιο σοβα­ρή ασθέ­νεια από την πρώ­τη, τόσο μάλι­στα, όσο ανώ­τε­ρη είναι από το σώμα η ψυχή.

Ας έρθου­με λοι­πόν και τώρα κον­τά Του και ας Τον παρα­κα­λέ­σου­με να σφί­ξει την ψυχή μας που έχει παρα­λύ­σει και αφού αφή­σου­με κάθε βιο­τι­κή μέρι­μνα, ας φρον­τί­ζου­με μόνο για τα πνευ­μα­τι­κά. Εάν με δύνα­μη προ­ση­λω­θείς στα πνευ­μα­τι­κά, τότε φρόν­τι­ζε και για τα γήι­να. Μήτε πάλι ν’ αδια­φο­ρείς για την αμαρ­τία σου, επει­δή δεν αισθά­νε­σαι πόνο· γι’ αυτό ακρι­βώς να στε­νά­ζεις περισ­σό­τε­ρο, επει­δή δεν αισθά­νε­σαι οδύ­νη για τις αμαρ­τί­ες σου· διό­τι αυτό δεν συμ­βαί­νει επει­δή δεν δαγ­κώ­νει η αμαρ­τία, αλλά επει­δή είναι αναί­σθη­τη η ψυχή που αμαρ­τά­νει. Σκέ­ψου λοι­πόν ότι όσοι αισθά­νον­ται τα δικά τους αμαρ­τή­μα­τα στε­νά­ζουν χει­ρό­τε­ρα από αυτούς που τους φονεύ­ουν ή τους καί­νε, πόσα κάνουν και πόσα υπο­φέ­ρουν, πόσους θρή­νους και οδυρ­μούς κάνουν, για να απαλ­λα­γούν από την πονη­ρή συνεί­δη­ση που τους τύπτει. Δεν θα το έκα­ναν αυτό αν δεν ένιω­θαν σφο­δρό ψυχι­κό πόνο.

Εκεί­νο λοι­πόν που είναι το καλύ­τε­ρο είναι να μην αμαρ­τά­νου­με καθό­λου, ύστε­ρα όμως απ΄ αυτό, το να συναι­σθα­νό­μα­στε την αμαρ­τία και να διορ­θω­νό­μα­στε· διό­τι αν μας λεί­πει αυτό, πώς θα παρα­κα­λέ­σου­με τον Θεό και θα ζήσου­με τη συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών μας, εμείς που καθό­λου δεν δίνου­με καμία σημα­σία σε αυτά; Πραγ­μα­τι­κά, όταν εσύ, που αμάρ­τη­σες, δεν θέλεις μήτε αυτό ν’ ανα­γνω­ρί­σεις, ότι δηλα­δή αμάρ­τη­σες, για ποια αμαρ­τή­μα­τα θα παρα­κα­λέ­σεις τον Θεό; Για εκεί­να που δε γνω­ρί­ζεις; Και πώς θα γνω­ρί­σεις το μέγε­θος της ευερ­γε­σί­ας; Εξο­μο­λο­γή­σου λοι­πόν ξεχω­ρι­στά μία μία τις αμαρ­τί­ες σου στον πνευ­μα­τι­κό σου πατέ­ρα, για να μάθεις για ποιες παίρ­νεις συγ­χώ­ρη­ση[για αυτές μονά­χα δηλα­δή που ομο­λο­γείς], για να νιώ­σεις ευγνω­μο­σύ­νη προς τον Ευερ­γέ­τη σου.

Εσύ όμως όταν εξορ­γί­σεις κάποιον άνθρω­πο, και φίλους και γεί­το­νες και θυρω­ρούς παρα­κα­λείς και χρή­μα­τα ξοδεύ­εις και χάνεις πολ­λές ημέ­ρες να πηγαί­νεις να τον βρί­σκεις και να παρα­κα­λείς και αν μια και δύο και αμέ­τρη­τες φορές σε απο­κρού­σει ο θυμω­μέ­νος, δεν ησυ­χά­ζεις, αλλά μεγα­λώ­νει η αγω­νία σου και πλη­θαί­νεις τις παρα­κλή­σεις. Όταν όμως προ­κα­λού­με την οργή του Θεού των όλων, αδρα­νού­με και ησυ­χά­ζου­με και αδια­φο­ρού­με και δια­σκε­δά­ζου­με και μεθού­με και εκτε­λού­με όλες τις συνη­θι­σμέ­νες μας πρά­ξεις. Πότε θα μπο­ρέ­σου­με να Τον εξι­λε­ώ­σου­με; Και πώς με αυτή μας την συμ­πε­ρι­φο­ρά δε θα Τον εξορ­γί­σου­με περισ­σό­τε­ρο; Πιο πολύ από την αμαρ­τία Τον κάνει να αγα­να­κτεί περισ­σό­τε­ρο και να οργί­ζε­ται η απου­σία της λύπης για την αμαρ­τία. Γι’ αυτό αξί­ζει να κατε­βού­με μέσα στη γη και μήτε τον ήλιο να αντι­κρί­ζου­με μήτε να ανα­πνέ­ου­με καθό­λου, για­τί παρό­λο που έχου­με έναν τόσο διαλ­λα­κτι­κό Κύριο, Τον θυμώ­νου­με και αφού Τον θυμώ­νου­με του­λά­χι­στο δεν μετα­νο­ού­με. Παρό­λο που Εκεί­νος κι όταν θυμώ­νει, δεν μας μισεί ούτε μας απο­στρέ­φε­ται, αλλά θέλει να μας επα­να­φέ­ρει κον­τά Του έστω και με τον τρό­πο αυτό. Για­τί αν μας ευερ­γε­τού­σε αδιά­κο­πα και εμείς Τον υβρί­ζα­με, περισ­σό­τε­ρο θα Τον περι­φρο­νού­σα­με. Για να μη γίνει αυτό, μας απο­στρέ­φε­ται προ­σω­ρι­νά, για να μας έχει κον­τά Του παν­το­τι­νά.

Ας έχου­με θάρ­ρος λοι­πόν στην φιλαν­θρω­πία Του και ας επι­δεί­ξου­με μετά­νοια με ενδια­φέ­ρον πριν φτά­σει η ημέ­ρα εκεί­νη του θανά­του μας κι έπει­τα, που η μετά­νοια δεν θα μπο­ρεί να μας ωφε­λή­σει πλέ­ον. Τώρα όλα είναι στο χέρι μας· τότε όμως η από­φα­ση είναι μόνο στο χέρι του δικα­στού. Ας προ­σπέ­σου­με λοι­πόν στον φιλάν­θρω­πο Κύριό μας κι ας εξο­μο­λο­γη­θού­με στον πνευ­μα­τι­κό μας [πρβλ. Ψαλμ. 94,2: « Προ­φθά­σω­μεν τ πρό­σω­πον ατο ν ξομο­λο­γή­σει(:Χωρίς ανα­βο­λή ας σπεύ­σου­με ενώ­πιόν Του εξο­μο­λο­γού­με­νοι τις αμαρ­τί­ες μας)»], ας κλά­ψου­με κι ας θρη­νή­σου­με. Αν μπο­ρέ­σου­με να κατα­πρα­ΰ­νου­με τον δικα­στή πριν από την δίκη(:την ημέ­ρα της κρί­σε­ως)και μας συγ­χω­ρέ­σει τα αμαρ­τή­μα­τά μας, τότε δεν θα χρεια­στεί μήτε να μπού­με στο δικα­στή­ριο.

Όπως πάλι αν δεν γίνει αυτό, θα ακού­σει την απο­λο­γία μας μπρο­στά σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη, που θα είναι παρού­σα και δεν έχου­με καμιά ελπί­δα για συγ­χώ­ρη­ση· διό­τι κανέ­νας από εκεί­νους που δεν πήραν άφε­ση για τα αμαρ­τή­μα­τά τους εδώ στη γη, όταν φτά­σει εκεί, δεν θα μπο­ρέ­σει ν’ απο­φύ­γει τις ευθύ­νες του γι’ αυτά. Αλλά όπως οι φυλα­κι­σμέ­νοι εδώ με τις αλυ­σί­δες τους οδη­γούν­ται στο δικα­στή­ριο, έτσι κι όλες οι ψυχές όταν φύγουν από εδώ βεβα­ρη­μέ­νες με όλες τις σει­ρές των αμαρ­τη­μά­των τους, οδη­γούν­ται στο φοβε­ρό βήμα. Πραγ­μα­τι­κά η παρού­σα ζωή δεν δια­φέ­ρει καθό­λου από μια φυλα­κή. Αλλά όπως στο κτί­ριο της φυλα­κής όταν εισέλ­θου­με, τους βλέ­που­με όλους αλυ­σο­δε­μέ­νους, έτσι και τώρα όταν εξέλ­θου­με από τη φαι­νο­με­νι­κή και εισχω­ρή­σου­με μέσα στη ζωή καθε­νός και μέσα στην ψυχή του, θα τη βρού­με δεμέ­νη με αλυ­σί­δες χει­ρό­τε­ρες από τις σιδε­ρέ­νιες.

Για όλα αυτά ας παρα­κα­λέ­σου­με τον Λυτρω­τή των ψυχών μας, ώστε και τα δεσμά μας να σπά­σει, και τον σκλη­ρό αυτόν φύλα­κα να απο­μα­κρύ­νει και αφού μας απαλ­λά­ξει από το φορ­τίο των σιδε­ρέ­νιων αλυ­σί­δων, ας κάμει το φρό­νη­μά μας ελα­φρό­τε­ρο κι από το φτε­ρό. Και παρα­κα­λών­τας Τον, ας Του φέρου­με και τα δικά μας δώρα, ζήλο και διά­θε­ση καλή και προ­θυ­μία αγα­θή. Έτσι θα επι­τύ­χου­με και μάλι­στα σε σύν­το­μο χρό­νο ν’ απαλ­λα­γού­με από τα κακά που μας κατέ­χουν και να αντι­λη­φθού­με σε ποια κατά­στα­ση βρι­σκό­μα­στε προ­η­γου­μέ­νως και να απο­κτή­σου­με την ελευ­θε­ρία που μας αρμό­ζει. Αυτήν μακά­ρι να επι­τύ­χου­με όλοι μας με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού στον οποίο μαζί με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη στους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΙΔ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 9, σελί­δες 440–459.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 64, σελ. 34–41.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  •  
Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΚΑΝΕ ΑΡΧΗ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου σχε­τι­κά με την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή της Κυρια­κής Α΄ Λου­κά με θέμα:

«ΚΑΝΕ ΑΡΧΗ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 23–9‑1990]

Η Εκκλη­σία μας, αγα­πη­τοί μου, την πρώ­τη Κυρια­κή μετά την Ύψω­ση του Τιμί­ου Σταυ­ρού, κάνει αρχή ευαγ­γε­λι­κών περι­κο­πών από το κατά Λου­κάν Ευαγ­γέ­λιο. Αλλά και το περιε­χό­με­νο της ευαγ­γε­λι­κής περι­κο­πής σήμε­ρα ανα­φέ­ρε­ται στην αρχή του δημο­σί­ου έργου του Κυρί­ου μας και την εκλο­γή των πρώ­των μαθη­τών Του. Γι’ αυτό και εμείς σαν θέμα σήμε­ρα να έχου­με τη σημα­σία ενός ξεκι­νή­μα­τος σε οποιο­δή­πο­τε τομέα της ζωής μας. Και μάλι­στα ιδιαί­τα­τα στον τομέα της σωτη­ρί­ας μας.

Αλλά με δύο λόγια ας δού­με την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή για να έχου­με μία εικό­να. Ένα πρωι­νό, στην αμμου­διά της λίμνης Γενη­σα­ρέτ, είδε ο Κύριος δύο αραγ­μέ­να καΐ­κια, που οι νοι­κο­κυ­ραί­οι τους ήταν ο Πέτρος, με τον αδελ­φό του τον Ανδρέα στο ένα και ο Ιάκω­βος και ο Ιωάν­νης ο αδελ­φός του στο άλλο. Ο Κύριος ζήτη­σε από τον Από­στο­λο Πέτρο για λίγο να του παρα­χω­ρή­σει το καΐ­κι του, επει­δή ήταν πολύ το πλή­θος που ήλθε να ακού­σει τον λόγο Του και δεν ήταν δυνα­τό να μπο­ρέ­σει να μιλή­σει, να ορά­ται και να ακού­ε­ται, και ζήτη­σε από το καΐ­κι να μπο­ρέ­σει να μιλή­σει στα πλή­θη.

Μετά από την ομι­λία, προ­έ­τρε­ψε ο Κύριος τον Πέτρο να ανοι­χτεί στη θάλασ­σα το καΐ­κι ‚για ψάρε­μα. Ήταν μεση­μέ­ρι. Παρά την ακα­ταλ­λη­λό­τη­τα του χρό­νου, ο Πέτρος υπα­κού­ει. Και σε λίγο το δίχτυ σχι­ζό­ταν από το πλή­θος των ψαριών τόσο, ώστε να φωνά­ξουν αι τους μετό­χους αυτών, το άλλο καΐ­κι, του Ιακώ­βου και του Ιωάν­νου για να βοη­θή­σουν. Και τα πλοία και τα δύο κιν­δύ­νευαν να βυθι­στούν από το πλή­θος, το βάρος των ψαριών. Ο από­στο­λος Πέτρος, όπως και οι άλλοι συγ­κλο­νί­στη­καν. «Θάμ­βος γρ»,λέει ο ευαγ­γε­λι­στής Λουκάς,-θάμπωμα, έκπλη­ξις- «περιέ­σχεν ατν κα πάν­τας τος σν ατ».

Και ο Κύριος λέγει στον Πέτρο, στον Σίμω­να: «Μ φοβο· π το νν (:Από τώρα και εμπρός) νθρώ­πους σ ζωγρν(:ανθρώ­πους θα ψαρεύ­εις).Κα κατα­γα­γόν­τες τ πλοα π τν γν φέν­τες παν­τα κολού­θη­σαν ατ».

Βλέ­που­με λοι­πόν, αγα­πη­τοί, να ξεκι­νά ο Κύριος το κήρυγ­μα του Ευαγ­γε­λί­ου. Είναι η αρχή του Ευαγ­γε­λί­ου. Όχι εκεί­νη η ημέ­ρα. Εκεί­νες τις ημέ­ρες. Αλλά και οι πρώ­τοι Του μαθη­τές. Αυτούς που κάλε­σε. Τους τέσ­σε­ρις πρώ­τους. Αφού και εκεί­νοι όλα τα άφη­σαν, αρχί­ζουν και εκεί­νοι το ιερα­πο­στο­λι­κό τους έργο.

Έτσι αισθα­νό­μα­στε μία πνοή αρχής, μία πνοή ξεκι­νή­μα­τος, καθώς ακού­με τη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή. Αλλά και ο Σεπτέμ­βριος είναι ο πρώ­τος μήνας του έτους. Ναι. Πρω­το­χρο­νιά έχου­με την 1η Σεπτεμ­βρί­ου. Και ο πρώ­τος μήνας προ­ε­τοι­μα­σί­ας της γης για τη χει­με­ρι­νή της καλ­λιέρ­γεια.

Όταν στέ­γνω­σαν τα νερά του Κατα­κλυ­σμού και κατα­κά­θι­σε η Κιβω­τός του Νώε, ήταν Σεπτέμ­βριος! Μας το λέει σαφώς η Αγία Γρα­φή. Και με τη διά­σω­ση του ανθρω­πί­νου γένους με την Κιβω­τό, οκτώ ψυχές ήσαν, ξεκί­νη­σε πάλι την ιστο­ρι­κή της πορεία η ανθρω­πό­τη­τα. Πότε; Τον μήνα Σεπτέμ­βριο. Αλλά και ο κόσμος στη δημιουρ­γία του είχε αρχή. Γρά­φει ο θεό­πνευ­στος Μωυ­σής: « ν ρχ ποί­η­σεν Θες τν ορανν κα τν γν». Και βέβαια αυτό το «ν ρχ» δεν σημαί­νει παρά χρό­νο και συνε­πώς ξεκί­νη­μα. Αλλά ο χρό­νος, αν το θέλε­τε να σας πω κάτι πιο πολύ, δεν προ­ϋ­πήρ­χε. Αλλά εκεί­νη τη στιγ­μή που ο Θεός δημιουρ­γεί τον χώρο, την ύλη, δημιουρ­γεί­ται και ο χρό­νος. Ταυ­τό­χρο­να. Ταυ­τό­χρο­να. Και όπως λέγει ο Ωρι­γέ­νης: «Δύνα­ται τό τῆς ἀρχῆς ὃνο­μα λαμ­βά­νε­σθαι καί ἐπί τῆς τοῦ κόσμου ἀρχῆς». Μπο­ρεί να δοθεί, λέει, το όνο­μα της αρχής, ακό­μα και στη δημιουρ­γία του κόσμου. Και θα έλε­γα, προ­παν­τός στη δημιουρ­γία του κόσμου.

Και, όπως λέγει ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων, λίγο ξεφεύ­γω από το κύριό μου θέμα, δεν πει­ρά­ζει, είναι μία όμορ­φη θέση του αγί­ου Κυρίλ­λου που λέγει: «ρχή το κόσμου τό δωρ καί ρχή τν Εαγγε­λί­ων ορδά­νης». Βλέ­πε­τε λοι­πόν; Η αρχή του κόσμου είναι το νερό. Η αρχή των Ευαγ­γε­λί­ων, δηλα­δή του κηρύγ­μα­τος, είναι ο Ιορ­δά­νης. Διό­τι μετά το βάπτι­σμά Του ο Κύριος, άρχι­σε να κηρύτ­τει. Αυτό που λέγει «ρχή το κόσμου» ότι είναι το «δωρ», πάλι επι­τρέ­ψα­τέ μου μία μικρή παρέκ­βα­ση από το κύριό μου θέμα, για­τί είναι εξαι­ρε­τι­κά ενδια­φέ­ρον σημείο.

Αν δια­βά­σου­με τους προ­σω­κρα­τι­κούς φιλο­σό­φους, θα δού­με ότι ο καθέ­νας που αυτοί βέβαια φιλο­σό­φη­σαν με αντι­κεί­με­νό τους την κοσμο­λο­γία και τη θεο­λο­γία, δηλα­δή περί Θεού και περί κόσμου. Ο Σωκρά­της ξεκι­νά­ει περί ανθρώ­που. Ανθρω­πο­λο­γία. Αν λοι­πόν δού­με τους φιλο­σό­φους τους προ­σω­κρα­τι­κούς, θα δού­με ότι ο καθέ­νας απο­δί­δει κάποιο ή κάποια στοι­χεία ξεκι­νή­μα­τος της δημιουρ­γί­ας. Άλλος λέει το πυρ, άλλος λέγει τού­το, άλλος λέγει εκεί­νο. Κάποιος λέγει και το νερό, εκ των φιλο­σό­φων. Η Αγία Γρα­φή μας λέγει ότι η αρχή της Δημιουρ­γί­ας είναι το νερό. Κάνει εντύ­πω­ση, για­τί μοιά­ζει ότι είναι χον­τρο­κομ­μέ­νο το πράγ­μα. Επι­τρέ­ψα­τέ μου να σας το δεί­ξω αυτό, πώς το λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος. Σας είπα, παρέκ­βα­ση κάνω. Να έχε­τε μία γνώ­ση. Λέγει ο από­στο­λος Πέτρος στην 2α του επι­στο­λή, στο 3ο κεφά­λαιο, στον 5ο στί­χο: «Ορανο σαν κπα­λαι κα γῆ(:Από παλιά και οι ουρα­νοί και η γη) ξ δατος κα δι᾿ δατος συνεστσα τ το Θεο λόγ(:έγι­ναν με τον λόγο του Θεού εξ ύδα­τος και δι’ ύδα­τος. Από το νερό και με το νερό)». Είναι εκπλη­κτι­κό! Προ­σέξ­τε να δεί­τε. Ο αρχαί­ος κόσμος χρη­σι­μο­ποιεί την Αγία Γρα­φή με τα δεδο­μέ­να τα γνω­σιο­λο­γι­κά της κάθε επο­χής. Δεν μπο­ρού­σε , για παρά­δειγ­μα, να ομι­λεί περί οξυ­γό­νου και υδρο­γό­νου. Είναι πάρα πολύ φυσι­κό. Όταν όμως λέγει ότι «από το νερό έγι­νε η δημιουρ­γία και με το νερό», λέει σαφώς ο Από­στο­λος Πέτρος, εννο­ού­με τού­το: Τι περιέ­χει το νερό; Υδρο­γό­νο και οξυ­γό­νο. Ξέρου­με πολύ καλά ότι το υδρο­γό­νο είναι εκεί­νο που επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο στον πυρή­να του, τα πρω­τό­νια, φτιά­χνει τα στοι­χεία του κόσμου. Να λοι­πόν που το πρώ­το στοι­χείο, όντως το πρώ­το στοι­χείο είναι το υδρο­γό­νο· που περιέ­χε­ται μέσα στο νερό και μάλι­στα περισ­σό­τε­ρο από το οξυ­γό­νο. Λέμε: «Υδρο­γό­νο δύο, οξυ­γό­νο», λέμε ότι είναι το νερό. Εκπλη­κτι­κό! Και κατο­πι­νά, τι δια­μορ­φώ­νει την επι­φά­νεια της γης; Πάλι το νερό. Τα νέφη, τα νερά, οι ωκε­α­νοί: «Ἐξ δατος κα δι᾿ δατος». Είδα­τε ακρί­βεια της Γρα­φής; Από το νερό και με το νερό. Είναι εκπλη­κτι­κό. Αλλά δεν θα μεί­νω πιο πολύ παρά το ενδια­φέ­ρον του χωρί­ου, για­τί θα φύγει ο χρό­νος μου, θα φύγει το θέμα μου.

Όλα τα κτι­στά έχουν αρχή. Όλα τα κτι­στά πράγ­μα­τα. Και η ζωή είχε και έχει αρχή. Βεβαί­ως η ζωή ως φαι­νό­με­νο, είχε αρχή. Με τον Λόγο του Θεού έγι­ναν και το φυτι­κό και το ζωι­κό βασί­λειο και ο άνθρω­πος. Αλλά και κάθε φορά ο καθέ­νας που πρέ­πει να έρθει στον κόσμο, να πάρω μόνο τους εαυ­τούς μας, έχου­με αρχή. Ο καθέ­νας έχει αρχή της προ­σω­πι­κής του υπάρ­ξε­ως. Και η αρχή πάν­το­τε έχει μια γοη­τεία, μια ομορ­φιά. Για­τί; Για­τί μέσα της κλεί­νε­ται η ελπί­δα της δημιουρ­γί­ας και η επι­τυ­χία. Γι’ αυτό γοη­τεύ­ει πάν­τα άνθρω­πο που κάνει μία αρχή στα έργα του.

Και ο Θεός, ας μου επι­τρα­πεί να μιλή­σω με μία ανθρώ­πι­νη γλώσ­σα, δηλα­δή ανθρω­πο­μορ­φι­κά, όπως λέγει η Σοφία του Θεού ευφραι­νό­ταν, ευφραι­νό­ταν όταν δημιουρ­γού­σε. Για­τί; Είναι η αρχή και υπάρ­χει αυτή η χαρά της Δημιουρ­γί­ας. Και η ελπί­δα το τι θα στα­θεί και θα γίνει η Δημιουρ­γία.

Η αρχή του ανθρώ­που είναι ο Χρι­στός. «Διό­τι την αρχή του την έχει», όπως λέγει ο άγιος Ιου­στί­νος, «στην Εκεί­νου θέλη­ση». Ήθε­λε και μας έκα­νε. Αλλά και την αρχή του ανθρώ­πι­νου σχή­μα­τός του ο άνθρω­πος την ανά­γει και αυτήν στον Χρι­στό. Λέγει ο Ωρι­γέ­νης: «Χρι­στός ἀρχή τῶν κατ’ εἰκό­να γενο­μέ­νων Θεοῦ». Ό,τι έγι­νε, απ’ ό,τι έγι­νε από τους ανθρώ­πους που απο­τε­λούν την εικό­να του Θεού, η αρχή είναι ο Χρι­στός. Τι σημαί­νει αυτό; Σημαί­νει ότι το πρό­τυ­πο ή το αρχέ­τυ­πο ήταν ο μέλ­λων να εναν­θρω­πή­σει Λόγος του Θεού, βάσει του οποί­ου έγι­νε ο άνθρω­πος. Δεν έγι­νε δηλα­δή ο Ιησούς Χρι­στός βάσει του Αδάμ. Ο Αδάμ έγι­νε βάσει του Ιησού Χρι­στού. Γι’ αυτό λοι­πόν όντως αρχή του ανθρώ­που, της υπάρ­ξε­ως, του σχή­μα­τος, αυτό που λέμε «άνθρω­πος», αυτό που είμαι, αυτό που με βλέ­πε­τε, αυτό που σας βλέ­πω, αρχή έχει όχι τον Θεό Λόγο, αρχή έχει τον Ιησού Χρι­στό. Για­τί άμα λέμε Ιησούς Χρι­στός, εννο­ού­με την Εναν­θρώ­πη­ση του Θεού Λόγου.

Και ο Θεός θέλει αυτή η αρχή, η κάθε αρχή να είναι αγα­θή. Όπως και Εκεί­νος είναι Αγα­θός, και ό,τι δημιουρ­γεί είναι αγα­θό. Όμως όταν έκα­νε αρχή ο Θεός στη δημιουρ­γία του ανθρώ­που, έκα­νε αρχή της ελευ­θε­ρί­ας του ανθρώ­που. Εδώ προ­σέξ­τε, για­τί εδώ μπαί­νου­με σε μία περι­πέ­τεια. Δηλα­δή άφη­σε το ξετύ­λιγ­μα της ζωής του στην προ­αί­ρε­σή του. «Πώς θέλεις εσύ να ξετυ­λί­ξεις τη ζωή σου; Να την εκτυ­λίσ­σεις; Πώς θέλεις; Αφή­νω το πώς θέλεις στα χέρια τα δικά σου, ω άνθρω­πε». Αυτό είναι το μυστή­ριο της ελευ­θε­ρί­ας, που είναι εκπλη­κτι­κό. Εσείς συλ­λά­βα­τε τι θα πει ελευ­θε­ρία; Όλα μου τα χρό­νια μελε­τώ το θέμα, από έφη­βος, αγα­πη­τοί μου, από έφη­βος μελε­τώ το θέμα της ελευ­θε­ρί­ας. Δεν το έχω πιά­σει ακό­μα. Δεν το έχω πιά­σει ακό­μα. Έτσι ο Θεός έβα­λε στα χέρια του ανθρώ­που, τι; Του έβα­λε τη δυνα­τό­τη­τα να θέτει αρχή, στα χέρια του, να θέτει αρχή στα έργα τα δικά του. Λέμε: «Θα κτί­σου­με ένα σπί­τι». Λέμε: «Θα κάνου­με παι­διά». Λέμε: «Θα φυτέ­ψου­με έναν κήπο». Και ο άνθρω­πος τώρα έχει τη δικαιο­δο­σία, αλλά και την υπο­χρέ­ω­ση να κάνει αρχή στη ζωή του σε όλα τα πράγ­μα­τα.

Στον «Εκκλη­σια­στή» ανα­φέ­ρε­ται κατά πλη­σμο­νήν: «Και­ρός παν­τί πράγ­μα­τι». Και­ρός για κάθε πράγ­μα. Και­ρός, λέει, να φυτέ­ψεις, και­ρός να ξερι­ζώ­σεις, και­ρός να γκρε­μί­σεις, και­ρός να κτί­σεις κ. ο. κ. Αυτό το «και­ρός παν­τί πράγ­μα­τι» αφή­νει να εννο­η­θεί ότι εκεί υπάρ­χει η αρχή του κάθε πράγ­μα­τος· διό­τι αν λέγει περί και­ρού, ομι­λεί περί χρό­νου. Και συνε­πώς είναι η ώρα αυτό να κάνεις, είναι η ώρα εκεί­νο να κάνεις, είναι η ώρα εκεί­νο να κάνεις, αυτό να αρχί­σεις, εκεί­νο να αρχί­σεις. Και σημαί­νει ότι πράγ­μα­τι η αρχή ανή­κει στα χέρια του ανθρώ­που. Αρκεί ο άνθρω­πος ό,τι κάνει, επει­δή είναι δευ­τε­ρο­γε­νής ύπαρ­ξη, δεν είναι αυτο­γε­νής, ο Θεός είναι αυτο­γε­νής, ο Θεός είναι αυτο­ΰ­παρ­ξη, πρέ­πει να παίρ­νει την ευλο­γία του Θεού. Θα το πω άλλη μία φορά. Πρέ­πει να παίρ­νει την ευλο­γία του Θεού.

Το πρώ­το όμως ξεκί­νη­μα του ανθρώ­που που έχει να κάνει είναι η σωτη­ρία του. Αυτό έθε­σε και ο Θεός στον Αδάμ. Όταν του είπε να εργά­ζε­ται, ποιον του είπε να εργά­ζε­ται; Τον παρά­δει­σο που απο­λάμ­βα­νε έτοι­μο εκεί; Εννο­ού­σε τον παρά­δει­σο της ψυχής του. Και ποιους καρ­πούς έπρε­πε να απο­φέ­ρει; Αφού μόνη της η γη ποτι­ζό­ταν, μας λέγει ο θεό­πνευ­στος Μωυ­σής. Ποιους καρ­πούς έπρε­πε να απο­φέ­ρει; Τους καρ­πούς των αρε­τών. Συνε­πώς, επει­δή δεν πρό­σε­ξε και έχα­σε τον Παρά­δει­σο, τώρα πρέ­πει να βάλει αρχή της επι­στρο­φής του στον Παρά­δει­σο. Πρέ­πει να γυρί­σει πίσω.

Το κατά Μάρ­κον Ευαγ­γέ­λιο αρχί­ζει έτσι: «ρχ το εαγγε­λί­ου ησο Χρι­στο, υο το Θεο». Αρχή του Ευαγ­γε­λί­ου. Τι θα πει αυτό; Ότι η αρχή αυτή ετέ­θη εκ μέρους του Θεού. Δηλα­δή να σε βοη­θή­σει να μετα­νο­ή­σεις. Δηλα­δή σου δίνει τη δυνα­τό­τη­τα, σε ωθεί, σε σπρώ­χνει σε μια άλλη αρχή, την αρχή της μετα­νοί­ας. Βάζει ο Θεός αρχή να σώσει και εσύ πρέ­πει να βάλεις αρχή να μετα­νο­ή­σεις. Λέει ο από­στο­λος Παύ­λος στους Αθη­ναί­ους: «Τος μν ον χρό­νους τς γνοί­ας περιδν Θες(: «παρέ­βλε­ψε, ξεπέ­ρα­σε ο Θεός τους χρό­νους της αγνοί­ας, της ειδω­λο­λα­τρί­ας» κ.τ.λ.) τανν(: «και τώρα») παραγ­γέλ­λει τος νθρώ­ποις πσι παν­τα­χο μετα­νοεν(: «και τώρα παραγ­γέλ­λει σε όλους τους ανθρώ­πους να μετα­νο­ούν, να γυρί­σουν πίσω»)».

Κάπο­τε λοι­πόν πρέ­πει να βάλου­με και εμείς αρχή μετα­νοί­ας. Θα το έλε­γε καλύ­τε­ρα, πρέ­πει να βάζου­με αρχή πάν­το­τε μετα­νοί­ας. Οι ασκη­τές έλε­γαν: «ρχήν βάλ­λω(:ορι­στι­κή, α΄πρόσωπο, Ενε­στώ­τας)». Λέγε­ται για τον άγιο Σισώη ότι όταν πέθαι­νε, μαζεύ­τη­καν όλοι οι μαθη­τές του κ.λπ. στο κρε­βά­τι το επι­θα­νά­τιο. Τους παρε­κά­λε­σε να τον αφή­σουν λίγο μόνο του για να βάλει αρχή μετα­νοί­ας! Και μόλις λίγο απε­μα­κρύν­θη­σαν, απέ­θα­νε, ξεψύ­χη­σε. Και έλαμ­ψε ολό­κλη­ρος με το άκτι­στο φως και γέμι­σε ο χώρος από ευω­δία. Ήταν αγια­σμέ­νος. Και όμως έλε­γε: «Αφή­σα­τέ με λίγο, να βάλω αρχή μετα­νοί­ας». Αυτό πρέ­πει να λέμε. Ποτέ μη λέμε: «είμαι φτα­σμέ­νος». Όχι. Αρχή μετα­νοί­ας, αγα­πη­τοί μου.

Κάπο­τε κάνα­με αρχή της πνευ­μα­τι­κής ζωής μας με το Βάπτι­σμα. Όμως τον χιτώ­να του Βαπτί­σμα­τος τον ρυπώ­σα­με, τον λερώ­σα­με, τον βρω­μί­σα­με. Πρέ­πει να βάλου­με αρχή καθαρ­μού του χιτώ­νος του βαπτί­σμα­τος, που είναι η μετά­νοια και η εξο­μο­λό­γη­ση. Πέσα­με; Αρχή ανορ­θώ­σε­ως. Ξανα­πέ­σα­με; Αρχή επα­νορ­θώ­σε­ως. Ξανα­πέ­σα­με; Όπο­τε πέφτου­με, θα σηκω­νό­μα­στε. Κάθε στιγ­μή. Μόνο που δε μας συμ­φέ­ρει να πέφτου­με κάθε στιγ­μή από αμέ­λειά μας. Δε μας συμ­φέ­ρει. Δε μας συμ­φέ­ρει. Πολ­λή προ­σο­χή στο σημείο αυτό. Μην κανείς πονη­ρά και ανόη­τα το εκμε­ταλ­λευ­τεί. Και πει: «Ε, δεν πει­ρά­ζει, θα ξανα­πέ­σω, αφή­νω τον εαυ­τό μου, δεν προ­σέ­χω». Κάπο­τε πάει η στά­μνα στο πηγά­δι και δε γυρί­ζει πίσω. Σπά­ζει. Αν σε βρει ο θάνα­τος; Πού ξέρεις; Ύστε­ρα, πότε θα απο­φέ­ρεις, αδερ­φέ μου, καρ­πό; Πότε; Διό­τι δεν είναι η μετά­νοια μόνο μία λέξις. Είναι η μετά­νοια μία πρά­ξις. Και η πρά­ξις είναι όπως λέγει ο άγιος Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής, που σήμε­ρα γιορ­τά­ζου­με τη θεία του σύλ­λη­ψη, είναι καρ­πός. «Ποι­ή­σα­τε ον καρ­πούς ξίους της μετα­νοί­ας». Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι δε μας συμ­φέ­ρει να πέφτου­με. Αλλά όταν πέσου­με μπο­ρού­με να σηκω­θού­με. Να λυπη­θού­με, να σηκω­θού­με, να κάνου­με πάλι αρχή. Ύστε­ρα είναι ο εσω­τε­ρι­κός μας κόσμος, οι λογι­σμοί μας, τα αισθή­μα­τά μας. Να λέμε «τα αφή­νω αυτά. Άστα. Μη με απα­σχο­λούν. Κάνω αρχή μετα­νοί­ας».

Όταν ο άνθρω­πος ξεκι­νά τη ζωή του, του προ­βάλ­λε­ται η από­κτη­ση των ευαγ­γε­λι­κών αρε­τών. Μεγα­λώ­νου­με το παι­δί μας, του λέμε ότι πρέ­πει να ζήσει ευαγ­γε­λι­κά. Φαί­νον­ται όμως πολ­λές οι αρε­τές και δύσκο­λες. Τι θα γίνει; Θα κάνει αρχή. Απλού­στα­τα. Και η αρχή, είναι πασί­γνω­στο, είναι το ήμι­συ του παν­τός. Έκα­νες αρχή; Είναι σαν να έκα­νες το μισό σου έργο. Αλλά ο διά­βο­λος γνω­ρί­ζει πάρα πολύ καλά την αξία της αρχής ενός έργου. Γι’ αυτό , το παν μηχα­νεύ­ε­ται και το παν κάνει, για να ματαιώ­νει αυτήν την αρχή. Ότι να, τώρα, ξέρω ΄γω, τού­το ή εκεί­νο. Πάν­τα δημιουρ­γεί ένα πρό­σχη­μα, ένα πρό­σκομ­μα. Προ­βάλ­λει μπρο­στά στην ανθρώ­πι­νη αρχή, την ακη­δία. Αυτή την πνευ­μα­τι­κή τεμ­πε­λιά. Και η ακη­δία, αγα­πη­τοί μου, πρέ­πει να σας το πω, πολε­μά­ται με τη βία. Η ακη­δία είναι ό,τι η αδρά­νεια στα σώμα­τα, όπως μας λέγει η Φυσι­κή, που πρέ­πει να κατα­βλη­θεί περισ­σό­τε­ρη ενέρ­γεια για την κίνη­σή τους. Αυτό είναι στην πνευ­μα­τι­κή μας ζωή η ακη­δία. Θα πω μία μεγά­λη κου­βέν­τα. Ακού­σα­τέ την. Έτσι, η αρχή της αρχής είναι η βία! Θα βάλου­με βία στην αρχή του κάθε μας έργου. Και αυτή η βία είναι αγα­θή και αναγ­καία. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος ότι « βασι­λεία το Θεο βιά­ζε­ται», υπό­κει­ται σε βια­σμό, «καί βια­σταί ρπά­ζου­σιν ατήν».

Ακό­μη ο διά­βο­λος μετέρ­χε­ται και ένα ακό­μη τέχνα­σμα. Έρχε­ται να παρου­σιά­σει στην αρχή του κάθε έργου, ότι αυτό είναι πελώ­ριο και αδύ­να­το. Τόσο μεγά­λο. Θα εφαρ­μό­σω εγώ τις εντο­λές του Ευαγ­γε­λί­ου; Κάπο­τε ένας πατέ­ρας έστει­λε το παι­δί του στο χωρά­φι να το σκά­ψει. Πήγε αυτό, είδε τη μεγά­λη έκτα­ση του χωρα­φιού, απο­γο­η­τεύ­τη­κε και γύρι­σε πίσω. «Καλά», του λέει ο πατέ­ρας του. Την άλλη μέρα το πρωί πήγα­νε μαζί. Και του λέει: «Θέλω να μου σκά­ψεις, να, τόσο τετρα­γω­νι­κά. Δεν θέλω άλλο. Και το βρά­δυ να έρθεις στο σπί­τι». Με τον τρό­πο αυτόν, με τη μέθο­δο αυτή, σκά­φτη­κε ολό­κλη­ρο το χωρά­φι.

Είναι ακό­μη και η αρχή της εξα­σκή­σε­ως ενός ταλάν­του. Το τάλαν­το είναι χρυ­σά­φι. Δεν ανα­λύω πιο πολύ, το ξέρε­τε. Νόμι­σμα της αρχαιό­τη­τας. Αλλά ακα­τέρ­γα­στο χρυ­σά­φι. Πρέ­πει λοι­πόν να γίνει η αρχή της κατερ­γα­σί­ας του. Κάνει εντύ­πω­ση αυτό που λέγει ο Θεός. «Πλά­τυ­νον τό στό­μα σου(λέγει στον 80όν Ψαλ­μό) καί πλη­ρώ­σω ατό». Άνοι­ξε το στό­μα σου κι εγώ θα το γεμί­σω. Προ­σέξ­τε, ο Θεός θα βάλει το περιε­χό­με­νο του λόγου Του, αλλά αφού όμως εγώ θα έχω ανοί­ξει το στό­μα μου. Και μάλι­στα, χαρα­κτη­ρι­στι­κά, δεν λέγει «νοι­ξον» αλλά λέγει «πλά­τυ­νον»· που σημαί­νει ότι θα εργα­στείς ορια­κά. Έρχε­στε να κοι­νω­νή­σε­τε, ανοί­γε­τε το στό­μα και σας λέμε: «Πιο πολύ το στό­μα». Ορια­κά, όσο παίρ­νει. Στα όριά του θα ανοί­ξεις το στό­μα σου. Δηλα­δή ορια­κά θα εργα­στείς το τάλαν­τό σου. Και τότε ο Θεός θα στο αξιο­ποι­ή­σει. Το ίδιο ισχύ­ει και για το μολύ­βι. Λες: «Τι να γρά­ψω;». Πάρε χαρ­τί και μολύ­βι, ξεκί­να και θα γρά­ψεις. Βλέ­πε­τε ότι η αξία της αρχής είναι σπου­δαιό­τα­τη για όλους. Είναι για τον μαθη­τή, είναι για τον επι­στή­μο­να, είναι για εκεί­νον ο οποί­ος ξεκι­νά­ει την οικο­γέ­νειά του. Είναι για εκεί­νον που ξεκι­νά­ει ένα επάγ­γελ­μα. Είναι σπου­δαιό­τα­τη η αρχή.

Πολ­λές αρχές βέβαια μπο­ρεί να βάλει ο άνθρω­πος και να θεμε­λιώ­σει τη ζωή του, αλλά η σημαν­τι­κό­τα­τη είναι η αρχή της αγιό­τη­τος. Ο Θεός εντέλ­λε­ται: «γιοι γίνε­σθε τι γώ γιος εμί». Αλλά η αγιό­τη­τα δεν στα­μα­τά στην επι­θυ­μία, αλλά αρχί­ζει με τα μικρο­πράγ­μα­τα. Αρχή στα­μα­τή­μα­τος μικρών κακών συνη­θειών. Αρχή ξεκι­νή­μα­τος μικρών καλών συνη­θειών. Να βάλου­με αρχή και στη θέλη­ση. Ο Από­στο­λος Παύ­λος έλε­γε: «Χωρίς για­σμο, οδείς ψεται τόν Κύριον». Χωρίς τον αγια­σμό, κανείς δε θα δει τον Κύριο. Πρέ­πει λοι­πόν να βάλου­με αρχή.

Αγα­πη­τοί, ένα πρωι­νό στη λίμνη Γενη­σα­ρέτ ετέ­θη­σαν κάποιες χρο­νι­κές στιγ­μές. Ξεκί­νη­σε το κήρυγ­μα ο Κύριος. Διά­λε­ξε τους πρώ­τους μαθη­τές Του. Κήρυ­ξε τη μετά­νοια σαν την αρχή της επι­στρο­φής μας στον Θεό. Κήρυ­ξε την αρχή της και­νού­ριας μας ζωής. Κήρυ­ξε και ήθε­λε με τού­το να μας υπεν­θυ­μί­σει ότι και εμείς πρέ­πει να βάλου­με αρχή. Αρχή σε όλα. Προ­παν­τός στην αγιό­τη­τα. Ο Κύριος χώρι­σε για χάρη μας τον χρό­νο σε μικρά κομ­μα­τά­κια, για να μας βοη­θή­σει. Όπως έκα­νε ο πατέ­ρας στο παι­δί του, που χώρι­σε μικρά κομ­μα­τά­κια το χωρά­φι, για να το καλ­λιερ­γή­σει και να μη βλέ­πει τον όγκο της εργα­σί­ας. Τον χώρι­σε σε ημε­ρο­νύ­κτιο, με μία δύση και με μία ανα­το­λή. Βάζω πρώ­τα τη δύση και μετά την ανα­το­λή, για να δεί­ξω το ξεκί­νη­μα. Χώρι­σε τον χρό­νο σε έτη, για μετρά­με το μήκος της ζωής μας. Τι έκα­να πέρυ­σι, τι κάνω φέτος, τι μπο­ρώ να κάνω φέτος. Τον χώρι­σε ακό­μη και σε στιγ­μές. Για να Τον θυμό­μα­στε τον Κύριο, για να επι­στρέ­φου­με σε Αυτόν και να μετα­νο­ού­με διαρ­κώς. Αδελ­φοί μου, ας κάνου­με αρχή σε όλα. Προ­παν­τός όμως αρχή στη μετά­νοια και στην αγιό­τη­τα. Και η αρχή θα μας χαρί­σει το ήμι­συ του παν­τός, το ήμι­συ του έργου. Αλλά θα μας χαρί­σει όμως ολό­κλη­ρη τη χαρά.

Ας κάνου­με λοι­πόν αρχή και ο Κύριος Ιησούς, που για χάρη μας έγι­νε αρχή και χρό­νος με την Εναν­θρώ­πη­σή Του, σίγου­ρα θα μας βοη­θή­σει.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_483.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Δοτή­ρας κάθε ἀγα­θοῦ εἶναι ὁ Κύριος. Κι ὅλα τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλεια. Ἔχουν τέτοια τελειό­τη­τα, ποὺ κάνουν τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ θαυ­μά­ζουν. Τὸ θαῦ­μα δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀξιο­θαύ­μα­στο. Οἱ ἄνθρω­ποι θαυ­μά­ζουν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῆς τελειό­τη­τάς τους.

Ἄν οἱ ἄνθρω­ποι ζοῦ­σαν μὲ τὴν ἁγνό­τη­τα καὶ τὴν ἀνα­μαρ­τη­σία τοῦ παρα­δεί­σου, δὲ θὰ περί­με­ναν ἀπό το Θεὸ ν’ ἀνα­στή­σει νεκρούς, νὰ πολ­λα­πλα­σιά­σει τοὺς ἄρτους ἢ νὰ γεμί­σει τὰ δίχτυα μὲ ψάρια, γιὰ νὰ ποῦν ὕστε­ρα: «Κοι­τᾶξ­τε τὸ θαῦ­μα!» Θὰ τὸ ἔλε­γαν αὐτὸ γιὰ κάθε πλά­σμα τοῦ Θεοῦ, κάθε στιγ­μὴ καὶ μὲ κάθε ἀνά­σα τῆς ζωῆς τους. Καθὼς ὅμως οἱ ἄνθρω­ποι συνή­θι­σαν στὴν ἁμαρ­τία, κάθε θαῦ­μα ἀπὸ τ’ ἀνα­ρίθ­μη­τα ποὺ κάνει ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, ἔχει γίνει γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους συνη­θι­σμέ­νο θέμα. Γιὰ νὰ μὴ μεί­νουν τὰ θέμα­τα αὐτὰ ὅμως τελεί­ως ἀπα­ρα­τή­ρη­τα, γιὰ νὰ μὴν ὑπο­βι­βα­στοῦν ἐντε­λῶς, ὁ Θεὸς μὲ τὴν εὐσπλα­χνία Τοῦ πρὸς τὸν ἄρρω­στο ἄνθρω­πο τοῦ δίνει ἕνα ἀκό­μα θαῦ­μα ἀπὸ τ’ ἀμέ­τρη­τα ποὺ τοῦ ἔχει δωρί­σει, γιὰ νὰ τὸν ξυπνή­σει ἀπὸ τὴ σκο­τει­νὴ καὶ ψυχο­φθό­ρα συνή­θεια νὰ μὴ βλέ­πει κάτι ὑπερ­φυ­σι­κὸ στὰ θαύ­μα­τα.

Μὲ κάθε θαῦ­μα Του ὁ Θεὸς θέλει νὰ θυμί­σει στοὺς ἀνθρώ­πους πρῶ­το, πῶς παρα­κο­λου­θεῖ τὸν κόσμο, τὸν κυβερ­νᾶ μὲ τὴν παν­το­δύ­να­μη θέλη­σή Τοῦ καὶ τὴ σοφία του δεύ­τε­ρο, πῶς οἱ ἄνθρω­ποι δὲν μπο­ροῦν χωρὶς Ἐκεῖ­νον νὰ κάνουν τίπο­τα. Καμιὰ προ­σπά­θεια δὲν μπο­ρεῖ νὰ εὐο­δο­θεὶ χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ. Καμιὰ συγ­κο­μι­δὴ ποὺ ἔγι­νε χωρὶς τὴν εὐλο­γία τοῦ Θεοῦ δὲ φέρ­νει ἀπο­τέ­λε­σμα. Κάθε ἀνθρώ­πι­νη σοφία ποὺ στρέ­φε­ται ἐνάν­τια στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀδύ­να­τη νὰ κάνει καλὸ ἀπὸ μόνη της ἢ νὰ προ­σφέ­ρει ἔστω κι ἕνα κόκ­κο σινά­πε­ως. Ἀκό­μα κι ἂν φαί­νε­ται πῶς κάνει καλὸ γιὰ κάποιο διά­στη­μα, δὲν εἶναι ἡ ἀνθρώ­πι­νη σοφία ποὺ τὸ πραγ­μα­το­ποιεῖ, ἀλλὰ τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ ποῦ, ἔστω γιὰ μιὰ φορά, δὲν ἐγκα­τα­λεί­πει ἀκό­μα καὶ τὸν σκλη­ρό­τε­ρο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του. Ὁ Θεὸς ἀγα­πᾶ τοὺς ἀνθρώ­πους, δὲν ἐκδι­κεῖ­ται. Ὑπο­μέ­νει τοὺς ἀνθρώ­πους, περι­μέ­νει τὴ μετά­νοιά τους. Θέλει «πάν­τας ἀνθρώ­πους σωθῆ­ναι καὶ εἰς ἐπί­γνω­σιν ἀλη­θεί­ας ἐλθεῖν» (Ἀ Τιμ. β’ 4).

Ὑπο­ταγ­μέ­νος ἀπὸ συνή­θεια σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ ἄνθρω­πος πιστεύ­ει μερι­κὲς φορὲς πῶς μπο­ρεῖ νὰ κάνει σπου­δαῖα πράγ­μα­τα χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ, ἀκό­μα κι ἀντί­θε­τα στὸν ἴδιο καὶ στὸ Νόμο Του. Νομί­ζει ὁ ὑπο­ταγ­μέ­νος ἄνθρω­πος πῶς μπο­ρεῖ νὰ γίνει καλὸς ἢ πλού­σιος ἢ σοφὸς ἢ διά­ση­μος μόνο μὲ τίς δικές του προ­σπά­θειες. Αὐτὴ ἡ ὑπο­τα­γή του ὅμως πολὺ σύν­το­μα εἴτε τὸν ὁδη­γεῖ στὴν ἀπό­γνω­ση, δίνον­τάς του ἔτσι τὴ σοφία γιὰ νὰ ἐπι­στρέ­ψει μὲ ἐπί­γνω­ση στὸ Θεό, εἴτε τὸν ἀπο­μα­κρύ­νει, κυριευ­μέ­νο ἀπὸ τὴν ἀφό­ρη­τη ἀγω­νία τοῦ κόσμου, ὡσό­του χάσει ἐντε­λῶς τὴν ἀνθρώ­πι­νη ἀξία του ἢ παρα­δο­θεῖ κυριο­λε­κτι­κὰ σὰ σκιὰ στὰ χέρια τῶν ἀόρα­των πονη­ρῶν δυνά­με­ων.

Ἐκεῖ­νος, ἀντί­θε­τα, ποὺ πιστεύ­ει πῶς ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Θεοῦ, ὅπως κι ὁ ἴδιος, ἔρευ­να πάν­τα τοὺς τρό­πους τῆς θεί­ας πρό­νοιας, παρα­τη­ρῶν­τας μὲ δέος τὴν ἄπει­ρη σει­ρὰ τῶν θαυ­μά­των. Τέτοιος ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νὰ μιλή­σει ὅπως ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος: «Ἐγὼ ἔφύ­τευ­σα, Ἀπολ­λὼ ἐπό­τι­σεν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ηὔξα­νεν· ὥστε οὔτε ὁ φυτεύ­ων ἐστὶ τί οὔτε ὁ ποτί­ζων, ἀλλ’ ὁ αὐξά­νων Θεός» (Α ́κόρ. γ 6–7). Κάποια ἀνά­λο­γη σκέ­ψη ἐκφρά­ζε­ται μὲ μιὰ παροι­μία ποὺ ὑπάρ­χει σὲ πολ­λοὺς λαούς: «Ὁ ἄνθρω­πος προ­τεί­νει, μὰ καὶ Θεὸς ρυθ­μί­ζει».

Ὁ ἄνθρω­πος προ­τεί­νει σχέ­δια, ὁ Θεὸς τ’ ἀπο­δέ­χε­ται ἢ τ’ ἀπορ­ρί­πτει. Ὁ ἄνθρω­πος κάνει σκέ­ψεις, λέει λόγια καὶ πράτ­τει ἔργα: ὁ Θεὸς εἴτε τὰ υἱο­θε­τεῖ εἴτε ὄχι. Τί υἱο­θε­τεῖ ὁ Θεός; Αὐτὰ ποὺ εἶναι δικά Του, ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀπὸ ἐκεῖ­νον. “Ὅ,τι δὲν εἶναι δικό Του, δὲν προ­έρ­χε­ται ἀπὸ ἐκεῖ­νον, τὸ ἀπορ­ρί­πτει. «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκο­δο­μή­ση οἶκον, εἰς μάτην ἐκο­πί­α­σαν οἱ οἰκο­δο­μοῦν­τες» (Ψαλμ. ρκστ’ 1). “Ὅταν οἱ «οἰκο­δο­μοῦν­τες» οἰκο­δο­μοῦν στὸ ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ, θὰ φτιά­ξουν παλά­τι, ἀκό­μα κι ἂν τὰ χέρια τους εἶναι ἀδύ­να­τα καὶ τὰ ὑλι­κά τους φτω­χά. “Ἄν ὅμως οἱ οἰκο­δο­μοῦν­τες χτί­ζουν στὸ δικό τους ὄνο­μα, ἀδια­φο­ρῶν­τας γιὰ τὸ Θεό, τὸ ἔργο τῶν χεριῶν τους θὰ πέσει, ὅπως ἔγι­νε μὲ τὸν πύρ­γο τῆς Βαβέλ.

Ὁ Πύρ­γος τῆς Βαβὲλ δὲν εἶναι τὸ μονα­δι­κὸ κτί­σμα στὴν ἱστο­ρία ποὺ κατέ­πε­σε. Ὑπῆρ­χαν καὶ πάρα πολ­λοὶ ἄλλοι πύρ­γοι, ποὺ οἰκο­δο­μή­θη­καν ἀπὸ ἔγκό­σμιους κυβερ­νῆ­τες, στὴν ἐπι­θυ­μία τους νὰ μαζέ­ψουν ὅλα τὰ ἔθνη κάτω ἀπὸ μιὰ ὀρο­φή — τὴ δική τους — καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα χέρι — τὸ δικό τους. Πολ­λοὶ πύρ­γοι πλού­του, δόξας καὶ μεγα­λεί­ου ποὺ οἰκο­δό­μη­σαν ἰδιῶ­τες, μὲ τὴν ἐπι­θυ­μία νὰ κυβερ­νή­σουν τὰ πλά­σμα­τα τοῦ Θεοῦ, το λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνουν δηλα­δὴ μικροὶ θεοί, σκορ­πί­στη­καν κι ἔγι­ναν καπνός. Οἱ πύρ­γοι ποὺ ἔχτι­σαν ὅμως οἱ ἀπό­στο­λοι κι οἱ ἅγιοι, καθὼς κι ἄλλοι θεά­ρε­στοι ἄνθρω­ποι, δὲν σκορ­πί­στη­καν. Πολ­λὲς βασι­λεῖ­ες ποὺ δημιούρ­γη­σε ἡ ματαιό­τη­τα τῶν ἀνθρώ­πων, ἔπε­σαν καὶ δια­λύ­θη­καν σὰν σκιά. Ἡ ἀπο­στο­λι­κή Ἐκκλη­σία ὅμως ζεῖ ὼς σήμε­ρα καὶ θὰ στέ­κε­ται ὄρθια πάνω στοὺς τάφους πολ­λῶν ἀπὸ τίς σημε­ρι­νὲς βασι­λεῖ­ες. Τὰ παλά­τια τοῦ Ρωμαί­ου Καί­σα­ρα, ποὺ πολέ­μη­σε τὴν Ἐκκλη­σία, ἔγι­ναν στά­χτη. Τὰ χρι­στια­νι­κὰ σπή­λαια κι οἱ κατα­κόμ­βες ὅμως παρα­μέ­νουν μέχρι σήμε­ρα. Ἑκα­τον­τά­δες βασι­λιᾶ­δες κι αὐτο­κρά­το­ρες κυριάρ­χη­σαν στὴ Συρία, στὴν Παλαι­στί­νη καὶ τὴν Αἴγυ­πτο. Τὰ μόνα ποὺ ἔχουν ἀπο­μεί­νει ἀπὸ τὰ μαρ­μά­ρι­να παλά­τια τους εἶναι μερι­κὲς μαρ­μα­ρέ­νιες πλά­κες σὲ μου­σεῖα. Τὰ μονα­στή­ρια καὶ τὰ ἡσυ­χα­στή­ρια ὅμως ποὺ ἔχτι­σαν τὴν ἴδια ἐπο­χὴ ἄνθρω­ποι τῆς προ­σευ­χῆς καὶ ἐρη­μῖ­τες μέσα σὲ χαρά­δρες καὶ σὲ ἀμμου­δε­ρὲς ἐρή­μους, στέ­κον­ται ὄρθια μέχρι σήμε­ρα κι ἀνα­δί­δουν την εὐω­δία τῶν προ­σευ­χῶν καὶ τοῦ θυμιά­μα­τος ποὺ ἀνε­βαί­νει στὸ Θεὸ ἐδῶ καὶ δεκα­έ­ξι ἢ δεκα­ε­πτὰ αἰῶ­νες. Δὲν ὑπάρ­χει δύνα­μη ἱκα­νὴ νὰ κατε­δα­φί­σει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τὰ εἴδω­λο­λα­τρι­κὰ παλά­τια κι οἱ πόλεις κατα­στρέ­φον­ται, τὰ παρα­πήγ­μα­τα τοῦ Θεοῦ ὅμως παρα­μέ­νουν ὄρθια. Αὐτὸ ποὺ κρα­τᾶ τὸ δάχτυ­λο τοῦ Θεοῦ στέ­κε­ται πιὸ στα­θε­ρὰ ἀπὸ ἐκεῖ­νο ποὺ κρα­τᾶ ὁ “Ἄτλας στοὺς ὤμους του.

Ὅπως μὴ καυ­χή­ση­ται πᾶσα σὰρξ ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κορ. ἅ’ 29). Ἡ σάρ­κα εἶναι ὅπως τὸ χορ­τά­ρι, ποὺ περι­μέ­νει νὰ ὁλο­κλη­ρω­θοῦν οἱ μέρες του κι ἔπει­τα νὰ ξερα­θεῖ, νά γίνει στά­χτη. Εἴθε ὁ παν­το­δύ­να­μος Κύριος νὰ μᾶς φυλά­ξει ὅλους ἀπὸ τὴ σκέ­ψη πῶς εἶναι δυνα­τὸ νὰ κάνου­με κάτι καλὸ χωρὶς τὴ βοή­θεια καὶ τὴν εὐλο­γία Του. Εἴθε ἡ σημε­ρι­νὴ περι­κο­πὴ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου νὰ λει­τουρ­γή­σει σὰν μιὰ προ­ει­δο­ποί­η­ση πῶς τέτοιες μάταιες σκέ­ψεις δὲν πρέ­πει ποτὲ νὰ γεν­νη­θοῦν μέσα μας. Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς διδά­σκει πῶς οἱ προ­σπά­θειες τῶν ἀνθρώ­πων εἶναι μάταιες, ἂν ὁ Θεὸς δὲν βοη­θή­σει. Οἱ ἀπό­στο­λοι τοῦ Χρι­στοῦ ψάρευαν, μὰ δὲν ἔπια­ναν τίπο­τα. “Ὅταν ὁ Χρι­στὸς ὅμως τοὺς εἶπε νὰ ξανα­ρί­ξουν τὰ δίχτυα στὴ θάλασ­σα, ἔπια­ναν τόσα ψάρια, ὥστε τὰ δίχτυα δὲν ἄντε­χαν τὸ βάρος τους καὶ σκί­ζον­ταν. “Ἄς παρα­κο­λου­θή­σου­με τὴ διή­γη­ση:

«Ἔγέ­νε­το δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπι­κεῖ­σθαι αὐτὸ τοῦ ἀκού­ειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἢν ἐστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεν­νη­σα­ρέτ. καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἔστώ­τα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀπο­βάν­τες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέ­πλυ­ναν τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἔν τῶν πλοί­ων, ὸ ἤν του Σίμω­νος, ἤρώ­τη­σεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπα­να­γα­γεῖν ὀλί­γον καὶ καθί­σας ἐδί­δα­σκεν ἐκ τοῦ πλοί­ου τοὺς ὄχλους» (Λουκ. ἐ1–3). Αὐτὸ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ περι­στα­τι­κὰ ποὺ γίνον­ταν ὅταν συνά­ζον­ταν μεγά­λα πλή­θη γιὰ ν’ ἀκού­σουν το λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ χεί­λη τοῦ Χρι­στοῦ. Γιὰ νὰ τὸν βλέ­πουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦν ὅλοι, δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δια­λέ­ξει καλ­λί­τε­ρο τόπο ἀπὸ μιὰ βάρ­κα. Στὴν παρα­λία ὑπῆρ­χαν δύο πλοιά­ρια κι οἱ ψαρᾶ­δες ἀσχο­λοῦν­ταν μὲ τὸ πλύ­σι­μο τῶν διχτυῶν. Τὰ πλοιά­ρια αὐτὰ ἦταν κλασ­σι­κὰ μικρὰ ψαρο­κάϊ­κα, σὰν κι αὐτὰ ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦν­ται καὶ σήμε­ρα στὴ λίμνη Γεν­νη­σα­ρέτ. Τὸ πλοιά­ριο ὅπου μπῆ­κε ὁ Κύριος ἀνῆ­κε στὸ Σίμω­να, τόν μετέ­πει­τα ἀπό­στο­λο Πέτρο. Ὁ Κύριος ζήτη­σε ἀπὸ τὸ Σίμω­να ν’ ἀπο­μα­κρύ­νει λίγο τὸ πλοιά­ριο ἀπὸ τὴν ἀμμου­διὰ κι ἔπει­τα κάθι­σε ἐκεῖ κι ἄρχι­σε νὰ διδά­σκει τὰ πλή­θη.

«Ώς δὲ ἐπαύ­σα­το λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμω­να ἐπα­νά­γα­γε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλά­σα­τε τὰ δίκτυα ὕμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. ἔ’ 4). Τὴν ὥρα ποὺ ἔμπαι­νε στὸ πλοιά­ριο ὁ Κύριος στό­χευε σὲ πολ­λοὺς στό­χους. Πρῶ­το, τοῦ ἦταν πιὸ εὔκο­λο νὰ διδά­σκει τοὺς ἀνθρώ­πους ἀπὸ τὸ πλοιά­ριο, νὰ τοὺς βοη­θή­σει καὶ νὰ θρέ­ψει τίς ψυχές τους μὲ τὴ γλυ­κιὰ διδα­χή Του. Δεύ­τε­ρο, ἤξε­ρε πὼς οἱ ψαρᾶ­δες ἦταν στε­νο­χω­ρη­μέ­νοι κι ἀπο­γο­η­τευ­μέ­νοι ἐπει­δὴ ὅλη τὴ νύχτα εἶχαν κοπιά­σει καὶ δὲν ἔπια­σαν οὔτε ἕνα ψάρι. “Ἔτσι ἤθε­λε νὰ τοὺς παρη­γο­ρή­σει μὲ μιὰ καλὴ ψαριά, νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει τίς σωμα­τι­κὲς κι ἄλλες ἀνάγ­κες τους, για­τί ὁ Θεὸς φρον­τί­ζει καὶ γιὰ τὸ σῶμα μας, ὅπως καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας, εἶναι «ὁ διδοὺς τρο­φὴν πάσῃ σαρ­κί» (Ψαλμ. ρλέ’ 25). Τρί­το, ὁ Κύριος ἤθε­λε νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει τίς ψυχὲς τῶν ἐκλε­κτῶν Του, ἐνι­σχύ­ον­τας τὴν πίστη τους σ’ “Ἐκεῖ­νον, στὴν παν­το­δυ­να­μία του καὶ στὴν ἀπε­ριό­ρι­στη εὐσπλα­χνία Του. Τελευ­ταῖο, μὰ σπου­δαιό­τε­ρο, ὁ Κύριος ἤθε­λε νὰ κάνει ξεκά­θα­ρο στοὺς μαθη­τές Του, καὶ μέσῳ αὐτῶν σ’ ὅλους ἐμᾶς, πῶς μαζὶ μ’ Ἐκεῖ­νον καὶ μέσῳ Ἐκεί­νου, ὅλα εἶναι δυνα­τά: πῶς ὅλοι οἱ κόποι τῶν ἀνθρώ­πων χωρὶς τὴ βοή­θειά του εἶναι τόσο μάταιοι, ὅσο ἄδεια ἦταν καὶ τὰ δίχτυα τῶν ψαρά­δων ποὺ κόπια­σαν ὅλη νύχτα και δεν έπια­σαν ούτε ένα ψάρι. Ο Κύριος πέτυ­χε το πρώ­το στό­χο Του και τώρα προ­χω­ρού­σε στο δεύ­τεο. Είπε λοι­πόν στο Σίμω­να να πάει στα βαθιά και να ξανα­ρί­ξει τα δίχτυα.

«Και απο­κρι­θείς ο Σίμων είπεν αυτώ επι­στά­τα, δι’ όλης της νυκτός κοπιά­σαν­τες ουδέν ελά­βο­μεν επί δε τω ρήμα­τά σου χαλά­σω το δίκτυον, και τού­το ποι­ή­σαν­τες συνέ­κλει­σαν πλή­θος ιχθύ­ων πολύ διερ­ρή­γνυ­το δε το δίκτυον αυτών. και κατέ­νευ­σαν τους μετό­χους τοίς εν τω έτέ­ρω πλοία του ελθόν­τας συλ­λα­βέ­σθαι αυτοίς και ήλθον και έπλη­σαν αμφό­τε­ρα τα πλοία, ώστε βυθί­ζε­σθαι αυτά» (Λουκ. ε’ 5–7). Ο Σίμων δέν ήξε­ρε ακό­μα ποιός ήταν ο Χρι­στός. Τον ονό­μα­σε «επι­στά­τη», δηλα­δή «κύριο», του έδει­ξε σεβα­σμό δηλα­δή, όπως έκα­ναν και πολ­λοί άλλοι. Βρι­σκό­ταν μακριά όμως από του να πιστέ­ψει το Χρι­στό ως Υιό του Θεού και Κύριο. Στην αρχή παρα­πο­νέ­θη­κε πώς είχαν κοπιά­σει όλη νύχτα και δέν έπια­σαν ούτε ένα ψάρι, επει­δή σεβό­ταν το Χρι­στό όμως ώς καλό και σοφό δάσκα­λο, ήθε­λε να τον υπα­κού­σει και να ξανα­ρί­ξει τα δίχτυα.

Ό Θεός δεν αντα­μεί­βει ποτέ τούς κόπους των ανθρώ­πων τόσο πολύ, όσο αντα­μεί­βει μιά υπά­κουη καρ­διά. Η ολο­πρό­θυ­μη υπα­κοή του Πέτρου απο­δεί­χτη­κε πολύ μεγά­λη, από το γεγο­νός ότι έθε­σε αμέ­σως σε εφαρ­μο­γή τα λόγια του Χρι­στού, μ’ όλο που πρέ­πει να ήταν κατά­κο­πος και άυπνος, μού­σκε­μα και απο­γο­η­τευ­μέ­νος, μετά από μια νύχτα ἄκαρ­πης προ­σπά­θειας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὑπα­κοή του ἀντα­μεί­φθη­κε ἀμέ­σως ἀπὸ τὸ ἔλε­ος τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὴν ὑπα­κοὴ τῶν ψαριῶν, ἀφοῦ Ἐκεῖ­νος ποὺ δημιούρ­γη­σε τὰ ψάρια, τοὺς ἔδω­σε ἐντο­λὴ μὲ τὸ πνεῦ­μα Του νὰ συγ­κεν­τρω­θοῦν καὶ νὰ γεμί­σουν τὰ δίχτυα. Τὰ ψάρια δὲν ἔχουν φωνῆ. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς ἔδω­σε ἐντο­λὴ μὲ τὴ δική του φωνή,φωνῆ νὰ πᾶνε στὰ δίχτυα, ὅπως μὲ τὴ φωνή Του ἔδω­σε ἐντο­λὴ στοὺς ἀνέ­μους νὰ στα­μα­τή­σουν καὶ στὴν ταραγ­μέ­νη θάλασ­σα νὰ γαλη­νέ­ψει.

Τὰ ψάρια δὲν ἄκου­σαν τὴ φωνὴ τοῦ Κυρί­ου γιὰ νὰ συνα­χτοῦν μέσα στὰ δίχτυα. Τὰ “φερε ἐκεῖ ἡ δύνα­μή Του. Μέ το νὰ μαζευ­τοῦν στὰ δίχτυα τόσο πολ­λὰ ψάρια, ὁ Κύριος ἀντά­μει­ψε πλού­σια τὴν ὁλο­νύ­κτια προ­σπά­θεια τῶν ψαρά­δων, ἐξα­νέ­μι­σε τίς ἀνη­συ­χί­ες τους καὶ κάλυ­ψε τίς σωμα­τι­κὲς ἀνάγ­κες τους. “Ἔτσι τὴν ἴδια μέρα πέτυ­χε καὶ τὸ δεύ­τε­ρο στό­χο Του.

Σὰν εἶδε τόσο μεγά­λο πλῆ­θος ἀπὸ ψάρια, ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ ὼς τότε στὴ ζωή του ὁ Σίμων κι ἕνας ἄλλος ποὺ ἦταν μαζί του στὴ βάρ­κα, ἔκα­νε σινιά­λο στοὺς συνα­δέλ­φους του νὰ πλη­σιά­σουν μὲ τὴ δική τους βάρ­κα. Καὶ δὲ γέμι­σε μόνο ἡ βάρ­κα του Σίμω­να μὲ ψάρια, μὰ κι ἡ βάρ­κα τοῦ Ἰακώ­βου καὶ τοῦ Ἰωάν­νη. Καὶ γέμι­σαν τόσο πολύ, ὥστε ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν κιν­δύ­νευαν νὰ βου­λιά­ξουν. Κι ἴσως νὰ εἶχαν βου­λιά­ξει, ἂν δὲν ἦταν κον­τά τους ὁ Κύριος.

«Ἴδῶν δὲ Σίμων Πέτρος προ­σέ­πε­σε τοις γόνα­σιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελ­θε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρ­τω­λὸς εἶμι, Κύριε. θάμ­βος γὰρ περιέ­σχεν αὐτὸν καὶ πάν­τας τους σὺν αὐτῷ ἐπὶ τὴ ἄγρα τῶν ἰχθύ­ων ἢ συνέ­λα­βον. όμοί­ως δὲ καὶ Ἰάκω­βον καὶ Ἰωάν­νην, υἱοὺς Ζεβε­δαί­ου, οἴ ἦσαν κοι­νω­νοὶ τῷ Σίμω­νι» (Λουκ. ἔ’ 8–10). Γεμᾶ­τος δέος ἀπὸ τὸ ἀνα­πάν­τε­χο θέα­μα, ὁ Πέτρος ἔπε­σε γονα­τι­στὸς στὰ πόδια τοῦ Χρι­στοῦ. Οὔτε γιὰ μιὰ στιγ­μὴ δὲν ἀμφέ­βα­λε πῶς τέτοια καλὴ ψαριὰ ὀφει­λό­ταν στὴν παρου­σία τοῦ Χρι­στοῦ στὸ πλοιά­ριο κι ὄχι στὶς δικές του προ­σπά­θειες. Τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ συγ­κλό­νι­σε τὸν Σίμω­να ὼς τὰ τρί­σβα­θα τῆς ψυχῆς του, γι’ αὐτὸ καὶ στὴ συνέ­χεια δὲν ὀνό­μα­σε πιὰ τὸν Ἰησοῦ «ἐπι­στά­τη», ἀλλὰ «Κύριο». Κάθε ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νὰ γίνει «ἐπι­στά­της», «ἀφεν­τι­κό», μὰ μόνο ἕνας Κύριος ὑπάρ­χει. “Ὅταν ἄκου­γε τὸ σοφὸ δάσκα­λο νὰ διδά­σκει τὰ πλή­θη ἀπὸ τὸ πλοῖο ποὺ βρι­σκό­ταν κον­τὰ στὴν ἀκτή, ὁ Σίμων τὸν ὀνό­μα­σε «Ἐπι­στά­τη» ἢ «Διδά­σκα­λο». Τώρα ὅμως ποὺ εἶδε τὸ θαυ­μα­στὸ αὐτὸ ἔργο του, τὸν ὁμο­λό­γη­σε «Κύριο».

Προ­σέξ­τε πόσο πιὸ δυνα­τὰ μιλᾶ­νε τὰ ἔργα ἀπὸ τὰ λόγια! “Ἄν ποῦ­με ἀκό­μα καὶ τὰ γλυ­κύ­τε­ρα λόγια, οἱ ἄνθρω­ποι θὰ μᾶς ἀπο­κα­λέ­σουν διδά­σκα­λους τῶν ἀνθρώ­πων. Ἄν ὅμως τὰ λόγια μας τὰ ὑπο­στη­ρί­ζου­με μὲ τὰ ἔργα μας, τότε θὰ μᾶς ὀνο­μά­σουν ἀνθρώ­πους τοῦ Θεοῦ. Ἴσως τὴν ὥρα ποὺ ἄκου­γε ὁ Σίμων τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, νὰ σκε­φτό­ταν μέσα του πόσο ὄμορ­φα καὶ σοφά διδά­σκει. Ὁ καρ­διο­γνώ­στης ποὺ τὰ ἔβλε­πε όλ’ αὐτά, κάλε­σε μετὰ τὸ Σίμω­να στὰ βάθη, γιὰ νὰ τοῦ ἀπο­δεί­ξει πῶς πραγ­μα­το­ποιεῖ ὅσα λέει.

Ἄς δώσου­με προ­σο­χὴ στὸν τρό­πο ποὺ μίλη­σε ὁ Σίμων στὸν Κύριο. Ἀντὶ νὰ ἐκφρά­σει τὴν εὐγνω­μο­σύ­νη του καί το θαυ­μα­σμό του γιὰ ἕνα τόσο μεγά­λο θαῦ­μα, ἐκεῖ­νος εἶπε: “Ἔξελ­θε ἀπ’ ἐμοῦ. Τὸ ἴδιο δὲ ζήτη­σαν οἱ κάτοι­κοι τῶν Γαδά­ρων ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ ὅταν θερά­πευ­σε τὸ δαι­μο­νι­σμέ­νο; Τὸ ἴδιο ζήτη­σαν κι ἐκεῖ­νοι, μὰ δὲν εἶχαν τὸ ἴδιο κίνη­τρο μὲ τὸν Πέτρο. Οἱ Γαδα­ρη­νοὶ ἀπο­μά­κρυ­ναν τὸ Χρι­στὸ ἀπὸ τὸν τόπο τους ἀπὸ πλε­ο­νε­ξία, ἐπει­δὴ οἱ δαί­μο­νες ποὺ ἔβγα­λε ὁ Χρι­στὸς ἀπὸ τὸ δαι­μο­νι­σμέ­νο ὁδή­γη­σαν τοὺς χοί­ρους στὸν πνιγ­μό. Ὁ Πέτρος ὅμως συνέ­χι­σε: ὅτι ἀνὴρ ἁμαρ­τω­λὸς εἶμι. Ὁ λόγος ποὺ ζήτη­σε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ φύγει ἀπὸ κον­τά του, ἦταν ἡ αἴσθη­ση τῆς ἀμαρ­τω­λό­τη­τας καὶ τῆς ἀνα­ξιό­τη­τάς του.

Ἡ αἴσθη­ση αὐτὴ τῆς ἀμαρ­τω­λό­τη­τας ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ εἶναι μιὰ πολύ­τι­μη πέτρα γιὰ τὴν ψυχή. Ὁ Κύριος τὴν ἐκτι­μᾶ περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅλους τοὺς τυπι­κοὺς ὕμνους δοξο­λο­γί­ας κι εὐχα­ρι­στί­ας. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ψάλ­λει πολ­λοὺς τέτοιους ὕμνους στὸ Θεὸ χωρὶς τὴν αἴσθη­ση τῆς ἀμαρ­τω­λό­τη­τάς του, δὲν ὠφε­λεῖ­ται καθό­λου. Ἡ αἴσθη­ση τῆς ἀμαρ­τω­λό­τη­τας ὁδη­γεῖ στὴ μετά­νοια, ἡ μετά­νοια ὁδη­γεῖ στὸ Χρι­στὸ κι ὁ Χρι­στὸς πραγ­μα­το­ποιεῖ τὴν ἀνα­γέν­νη­ση. Ἡ αἴσθη­ση τῆς ἀμαρ­τω­λό­τη­τας εἶναι τὸ ξεκί­νη­μα στὸ δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­που.

Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ἔχει περι­πλα­νη­θεῖ πολὺ σὲ παρα­πλα­νη­τι­κοὺς δρό­μους, δὲν ἔχει τίπο­τα καλ­λί­τε­ρο νὰ κάνει ἀπὸ τὸ νὰ βρεῖ τὸ σωστὸ δρό­μο. Κι ὅταν τὸν βρεῖ, τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἀπο­μέ­νει εἶναι νὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σει, χωρὶς νὰ κοι­τά­ξει πρὸς τὰ δεξιὰ ἤ το ἀρι­στε­ρά του. Τί ὠφέ­λη­σε τὸν Φαρι­σαῖο ἢ προ­σευ­χὴ ποὺ ἔκα­νε στὴν ἐκκλη­σία, ὅταν προ­σπα­θῶν­τας νὰ ἐγκω­μιά­σει το Θεό, ἐγκω­μί­α­ζε τὸν ἑαυ­τό του; Δὲ δικαιώ­θη­κε ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκα­νε ὁ τελώ­νης ποὺ χτυ­ποῦ­σε τὸ στῆ­θος του κι ἔκρα­ζε: «Ό Θεός, ἰλά­σθη­τί μοὶ τὼ ἁμαρ­τω­λῷ!» (Λουκ. ἰη’ 13).

Αὐτὸ ἦταν τὸ ξεκί­νη­μα τῆς μύη­σης τοῦ Πέτρου στὴν πίστη τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ ὁλο­κλή­ρω­ση ἔγι­νε ἀργό­τε­ρα, ὅταν πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς ἀκό­λου­θους τοῦ Χρι­στοῦ ἄρχι­σαν ν’ ἀπο­μα­κρύ­νον­ται ἀπὸ τὸ Χρι­στό, ἐνῶ ὁ Πέτρος του εἶπε: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπε­λευ­σό­με­θα; ρήμα­τα ζωῆς αἰω­νί­ου ἔχεις» (Ἰωάν. στ’ 68). Τώρα ὅμως, στὸ ξεκί­νη­μα, κατά­πλη­κτος ἀπὸ τὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ λέει: Ἄπελ­θε ἀπ’ ἐμοῦ.

Ὁ Πέτρος δὲν ἦταν ὁ μονα­δι­κὸς ποὺ κατα­λή­φθη­κε ἀπὸ δέος. Ὁ Ἰάκω­βος κι ὁ Ἰωάν­νης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβε­δαί­ου, καθὼς κι ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ ἦταν μαζί τους, βρί­σκον­ταν στὴν ἴδια κατά­στα­ση. Ὅλοι τους ξεκί­νη­σαν μὲ φόβο γιὰ τὸν Κύριο, καὶ τέλειω­σαν μὲ ἀγά­πη γιὰ Ἐκεῖ­νον. “Ὅπως δια­βά­ζου­με στὶς Παροι­μί­ες, «ἀρχὴ σοφί­ας, φόβος Κυρί­ου» (Παρ. Ἅ’ 7).

Στὸ φόβο ποὺ ἔνιω­θε ὁ Πέτρος, καθὼς γονά­τι­ζε μπρο­στά Του, ὸ εὔσπλα­χνος καὶ πάν­σο­φος Κύριος ἀπάν­τη­σε: «μὴ φοβοῦ: ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώ­πους ἔση ζωγρῶν» (Λουκ. ἔ’ 10). Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι μιὰ θάλασ­σα γεμά­τη πάθη, ἡ Ἐκκλη­σία Μου εἶναι πλοῖο καὶ τὸ Εὐαγ­γέ­λιό μου δίχτυ, ὅπου θ’ ἄλιεύ­σεις ἀνθρώ­πους. Χωρὶς ἐμέ­να δὲν μπο­ρεῖ­τε νὰ κάνε­τε τίπο­τα. Μαζί μου ὅμως θὰ ἔχε­τε τόσο καλὲς ψαριές, ποὺ θὰ γεμί­σουν τὰ δίχτυα σᾶς. Φτά­νει νὰ εἶστε ὑπά­κουοι σὲ Μένα, ὅπως κάνα­τε καὶ σήμε­ρα. Καὶ τότε δὲ θὰ σᾶς φοβί­ζει κανέ­να βάθος καὶ ποτὲ δὲ θὰ γυρί­σε­τε μὲ ἄδεια χέρια ἀπὸ τὸ ψάρε­μα.

«Καὶ κατα­γα­γόν­τες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέν­τες ἅπαν­τα ἤκο­λού­θη­σαν αὐτῷ» (Λουκ. ἔ’ 11). Ἐγκα­τέ­λει­ψαν τὰ πλοιά­ρια. “Ἄς τὰ πάρουν ἄλλοι κι ἂς τὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ὁ Πέτρος ἄφη­σε καὶ τὸ σπί­τι του καὶ τὴ γυναῖ­κα του. Ὁ Ἰάκω­βος κι ὁ Ἰωάν­νης ἄφη­σαν τὸ σπί­τι καὶ τὸν πατέ­ρα τους. Κι ὅλοι τους τὸν ἀκο­λού­θη­σαν. Γιὰ ποιό λόγο νὰ στε­νο­χω­ρη­θοῦν; Δὲν εἶχαν ἀγω­νι­στεῖ ὅλη νύχτα ἄσκο­πα; Ἐκεῖ­νος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κάνει τὰ πάν­τα, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ θρέ­ψει κι αὐτοὺς καὶ τίς οἰκο­γέ­νειές τους. Ἐκεῖ­νος ποὺ στο­λί­ζει τὰ κρί­να τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ κάνει πιὸ θαυ­μα­στὰ ἀκό­μα κι ἀπό το βασι­λιᾶ Σολο­μῶν­τα, ὁ ἴδιος θὰ φρον­τί­σει καὶ γιὰ τὸ δικό τους ντύ­σι­μο. Ἡ τρο­φὴ καὶ τὸ ντύ­σι­μο εἶναι τὸ ἐλά­χι­στο ποὺ ἔχουν νὰ φρον­τί­σουν. Ἐδῶ ὁ Κύριος τοὺς καλεῖ στὸ μέγι­στο: στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. “Ὅταν μπο­ρεῖ νὰ τοὺς δώσει τὸ μέγι­στο, εἶναι δυνα­τὸ νὰ μὴν μπο­ρέ­σει νὰ τοὺς δώσει τὸ ἐλά­χι­στο; Ὁ ἴδιος ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος ἔγρα­ψε ἀργό­τε­ρα: «πᾶσαν τὴν μέρι­μναν ὑμῶν ἐπιρ­ρί­ψαν­τες ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτὸ μέλ­λει περὶ ὕμῶν» (Ἀπέτρ. ἔ’7). Τέλος, ἂν τὸν ὑπα­κοὺν ἀκό­μα καὶ τὰ κωφά­λα­λα ψάρια στὸ νερό, πῶς δὲ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοί, τὰ λογι­κὰ ὄντα;

Όλό­κλη­ρο τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ ἔχει κι ἕνα βαθύ­τε­ρο νόη­μα. Τὸ πλοῖο σημαί­νει τὸ σῶμα. Τὰ σχι­σμέ­να δίχτυα σημαί­νουν τὸ παλιὸ πνεῦ­μα τοῦ ἀνθρώ­που. Τὰ βάθη τῆς θάλασ­σας σημαί­νουν τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που. “Ὅταν ὁ Κύριος κατοι­κεῖ σ’ ἕναν ὑπά­κουο ἄνθρω­πο, τότε ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς ἀπο­μα­κρύ­νε­ται ἀπὸ τὴν ἀκτὴ τοῦ ὑλι­κοῦ κόσμου καὶ πηγαί­νει ἀπὸ τίς αἰσθη­τι­κὲς σκιὲς στὰ πνευ­μα­τι­κὰ βάθη. Στὰ βάθη αὐτὰ καὶ Κύριος τοῦ ἀπο­κα­λύ­πτει τ’ ἀμέ­τρη­τα πλού­τη τῶν δωρε­ῶν Του, γιὰ τίς ὁποῖ­ες ἀγω­νι­ζό­ταν μάταια σ’ ὁλό­κλη­ρη τὴ ζωή του. Οἱ δωρε­ὲς αὐτὲς εἶναι τόσο μεγά­λες, ὥστε τὸ παλιὸ πνεῦ­μα δὲν μπο­ρεῖ νὰ τίς ἀντέ­ξει καὶ σχί­ζε­ται. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος πῶς δὲ βάζουν και­νούρ­γιο κρα­σὶ σὲ παλιὰ ἀσκιά.

“Ὅταν ὁ ὑπά­κουος ἄνθρω­πος βλέ­πει τ’ ἀρίφ­νη­τα πλού­τη τῶν δωρε­ῶν Του, γεμί­ζει δέος καὶ κατά­πλη­ξη τόσο γιὰ τὴν παν­το­δυ­να­μία τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ γιὰ τίς δικές του ἁμαρ­τί­ες. Θὰ ἤθε­λε σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση νὰ κρυ­φτεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, νά φύγει ὁ Θεὸς ἀπὸ κον­τά του κι ὁ ἴδιος νὰ γυρί­σει στὸ παλιό του πνεῦ­μα καὶ στὴν παλιά του ζωή. Μόλις ὅμως ἡ λαμ­πρό­τη­τα τοῦ Θεοῦ κι ἡ εὐσπλα­χνία Του ἀπο­κα­λυ­φθοῦν στὸν ἄνθρω­πο, τότε τοῦ φανε­ρώ­νε­ται ἀκα­ριαῖα ἢ ἀμαρ­τω­λό­τη­τα κι ἡ ἀνα­ξιό­τη­τά του, ἡ ἀπο­ξέ­νω­σή του ἀπ’ Αὐτόν.

Ὁ Θεὸς δὲ θὰ ἐγκα­τα­λεί­ψει τὸν ἄνθρω­πο ποὺ ἔχει ὁδη­γή­σει στὰ βάθη. Δὲ θὰ λάβει σοβα­ρὰ τὴν κραυ­γή του ἔξελ­θε ἀπ’ ἐμοῦ. Ξέρει ὅτι ἡ κραυ­γὴ αὐτὴ βγαί­νει ἀπὸ ἕναν ἄρρω­στο ἄνθρω­πο, γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ δίνει θάρ­ρος καὶ τὸν παρη­γο­ρεῖ μὲ τὰ λόγια, «μὴ φοβοῦ».

Ὅταν ὁ Θεὸς χορη­γεῖ σ’ ἕναν ὑπά­κουο ἄνθρω­πο τὰ θεϊ­κὰ κι ἀνε­κλά­λη­τα χαρί­σμα­τά Τοῦ, δὲ θέλει τὰ χαρί­σμα­τα αὐτὰ νὰ στα­μα­τή­σουν σ’ ἐκεῖ­νον, ὅπως τὸ τάλαν­το ποὺ ἔκρυ­ψε ὁ πονη­ρὸς δοῦ­λος στὴ γῆ. Ὁ Θεὸς ζητά­ει ἀπὸ τὸν ὑπά­κουο ἄνθρω­πο νὰ μοι­ρα­στεῖ τὰ χαρί­σμα­τά του μὲ ἄλλους. Γι’ αὐτὸ ὁ Πέτρος κάλε­σε τοὺς ἀνθρώ­πους τοῦ ἄλλου πλοια­ρί­ου νὰ κάνουν χῶρο γιὰ νὰ βάλουν κι ἐκεῖ ψάρια. Μοί­ρα­σαν τὴ σοδειά τους μὲ τοὺς ἀδελ­φοὺς Ἰάκω­βο καὶ Ἰωάν­νη, καθὼς καὶ μὲ τοὺς συν­τρό­φους τους. Ὁ Ἰάκω­βος, ὁ Ἰωάν­νης κι οἱ σύν­τρο­φοί τους κου­ρά­στη­καν κι αὐτοὶ γιὰ νὰ σύρουν τὰ δίχτυα, ν’ ἀδειά­σουν τὰ ψάρια καὶ νὰ κωπη­λα­τή­σουν ὼς τὴν ἀκτή. Κάθε ὑπά­κουος ἄνθρω­πος ποὺ λαβαί­νει τὸ δῶρο του ἀπὸ κάποιον ἄλλον, πρέ­πει νὰ ξέρει πῶς τὸ δῶρο αὐτὸ προ­έρ­χε­ται ἀπό το Θεό, ὄχι ἀπὸ ἄνθρω­πο. Ἔτσι πρέ­πει ἀμέ­σως, χωρὶς χρο­νο­τρι­βή, ν’ ἀρχί­σει νὰ ἐργά­ζε­ται γιὰ τὴ δια­τή­ρη­ση, τὸν πολ­λα­πλα­σια­σμὸ καὶ τὴ μετά­δο­ση τοῦ δώρου.

Τί σημαί­νει τώρα τὸ γεγο­νὸς τῶν ὑπά­κουων ψαρά­δων ποὺ τρά­βη­ξαν τὰ πλοιά­ριά τους στὴν ἀκτή, τὰ ἐγκα­τέ­λει­ψαν, ὅπως κι ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο κατεῖ­χαν κι ἀκο­λού­θη­σαν τὸ Χρι­στό; Πῶς ὁ ἄνθρω­πος ποὺ εἶναι προι­κι­σμέ­νος ἀπό το Θεό, ὅταν προ­χω­ρεῖ στὰ βαθιά, ἐγκα­τα­λεί­πει τὸ σῶμα μὲ τὰ πάθη του, καθὼς καὶ κάθε ἐφά­μαρ­το δεσμὸ μὲ τὸ ὁποῖο ἦταν δεμέ­νος ὼς τότε, ἐγκα­τα­λεί­πει δηλα­δὴ τὰ πάν­τα. Ἐγκα­τα­λεί­πει ὄχι μόνο τὸ σῶμα καὶ τοὺς δεσμούς του, ἀλλ’ ἀκό­μα καὶ τὸ παλιὸ πνεῦ­μα του μὲ ὅλες τίς ἰδέ­ες του. Καὶ τότε ἀκο­λου­θεῖ Ἐκεῖ­νον ποὺ ντύ­νει ὅσους καλεῖ μὲ τὸ νέο ἔνδυ­μα τῆς σωτη­ρί­ας, ποὺ καλεῖ πάν­τα τοὺς ὑπά­κουους πιστοὺς στὰ πνευ­μα­τι­κὰ βάθη.

Ὁ Κύριος εἶπε πῶς ὁ Πέτρος θὰ γίνει ἁλιέ­ας ἀνθρώ­πων. Ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώ­πους ἔση ζωγρῶν. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς οἱ ἀπό­στο­λοι, οἱ ἐπί­σκο­ποι, οἱ λοι­ποι κλη­ρι­κοί, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ χρι­στια­νοί, ποῦ ὁ Θεὸς τοὺς προί­κι­σε μὲ τὰ χαρί­σμα­τά Τοῦ, πρέ­πει νὰ ἐργα­στοῦν μὲ ἀγά­πη γιὰ νὰ ψαρέ­ψουν — δηλα­δὴ νὰ σώσουν — ὅσους περισ­σό­τε­ρους ἀνθρώ­πους μπο­ροῦν, μὲ τὴ βοή­θεια τῶν χαρι­σμά­των τους. Ὁ καθέ­νας θ’ ἀγω­νι­στεῖ ἀνά­λο­γα μὲ τὸ χάρι­σμά του: Ἐκεῖ­νος ποὺ ἔλα­βε πολ­λὰ χαρί­σμα­τα θά ‘χει πλου­σιό­τε­ρη σοδειά, ὅποιος ἔλα­βε λιγό­τε­ρα θά *ναὶ λιγό­τε­ρο ὑπεύ­θυ­νος, ὅπως φαί­νε­ται κι ἀπό τὴν παρα­βο­λὴ τῶν ταλάν­των. Ό δοῦ­λος ποὺ ἔλα­βε πέν­τε τάλαν­τα ἔφε­ρε δέκα, ὁ ἄλλος ποὺ ἔλα­βε δύο τάλαν­τα, ἔφε­ρε τέσ­σε­ρα. Κανέ­νας ὅμως δὲν πρέ­πει νὰ ὑπε­ρη­φα­νευ­τεῖ γιὰ τὰ χαρί­σμα­τα τοῦ Θεοῦ σὰ νά ‘τὰν δικά του, νὰ τὰ κρύ­βει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ νὰ τὰ θάβει στὸν τάφο τοῦ σώμα­τός του. Τέτοιος ἄνθρω­πος θὰ κατα­κρι­θεῖ ἀπὸ μόνος του στὴ γέεν­να τοῦ πυρός, ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ βρυγ­μὸς κι ὁ τρυγ­μός των ὀδόν­των.

Ἡ εὐαγ­γε­λι­κὴ αὐτὴ περι­κο­πὴ εἶναι γεμά­τη ἀπὸ διδα­χὲς γιά μας, γιὰ τὴ γενιά μας, 61 καὶ ὅπως καὶ τὰ δίχτυα τῶν ψαρά­δων ἦταν γεμᾶ­τα ἀπὸ τὰ εὐλο­γη­μέ­να ψάρια. “Ἄς μπο­ροῦ­σαν οἱ σύγ­χρο­νοι ἄνθρω­ποι νὰ πάρουν ἀπὸ τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο τοὐλάχιστον,τουλάχιστο τὸ μάθη­μα τῆς ὑπα­κο­ῆς στὸ Θεό! “Ὅλες οἱ ἄλλες διδα­χὲς τότε θὰ ἦταν ἀκό­λου­θες της κι ὅλα τὰ καλὰ ποὺ ἐπι­θυ­μεῖ ἡ καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που θ’ ἁλιεύ­ον­ταν στὰ χρυ­σᾶ δίχτυα τῆς εὐαγ­γε­λι­κῆς ὑπα­κο­ῆς.

Ἔχου­με μπρο­στά μας δύο παρα­δείγ­μα­τα ὑπα­κο­ῆς: τὴν ὑπα­κοὴ τῶν ψαριῶν καὶ τὴν ὑπα­κοὴ τῶν ἀπο­στό­λων. Ποιά ἀπὸ τίς δύο εἶναι πιὸ σπου­δαῖα; Αὐτὸ εἶναι αὐτα­πό­δει­κτο. Τὰ ψάρια ὑπα­κοῦ­νε στὴν ἐντο­λὴ τοῦ Κυρί­ου καὶ θυσιά­ζουν τὴ ζωή τους στὰ πόδια Του. Ὁ Κύριος τὰ δημιούρ­γη­σε γιὰ τὴν ἐξυ­πη­ρέ­τη­ση τῶν ἀναγ­κῶν τοῦ ἀνθρώ­που.

Προ­σέξ­τε ὅμως πῶς τὰ ψάρια λει­τουρ­γοῦν καὶ γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κή του ἀνάγ­κη. Σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἔχουν ἀπο­μα­κρυν­θεῖ ἀπό το Θεό, στοὺς ἐπα­να­στα­τη­μέ­νους κι ἀνυ­πά­κουους ἀνθρώ­πους. λει­τουρ­γοῦν ὡς παρά­δειγ­μα ὑπα­κο­ῆς στὸ Δημιουρ­γό τους. Τὰ ψάρια αὐτὰ δὲ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ γίνουν περισ­σό­τε­ρο γνω­στὰ ἂν εἶχαν ἀφε­θεῖ νὰ ζήσουν καὶ νὰ κολυμ­ποῦν στὴ Λίμνη τῆς Γεν­νη­σα­ρέτ. Ἐξα­γό­ρα­σαν τὴ ζωή τους μὲ τὴ μεγά­λη τιμὴ νὰ ὑπη­ρε­τή­σουν τὸ σχέ­διο τοῦ Κυρί­ου, τοῦ Λυτρω­τῆ, σὰν παρά­δειγ­μα καὶ ἐπί­πλη­ξη στὸν ἀνυ­πά­κουο ἄνθρω­πο. Τ’ ἀνε­ξι­χνί­α­στο ἔλε­ος τοῦ Κυρί­ου εἶναι φανε­ρὸ ἐδῶ: ὁ Κύριος χρη­σι­μο­ποιεῖ ὅλα τὰ πλά­σμα­τά Του γιὰ νὰ ἐπα­να­φέ­ρει τὸν ἄνθρω­πο στὸ δρό­μο ποὺ ἔχα­σε, νὰ τὸν ἀφυ­πνί­σει, νὰ τὸν διε­γεί­ρει καὶ νὰ τὸν ὑψώ­σει πάλι στὴν προ­τέ­ρα του ἀξία καὶ δόξα.

Τὸ παρά­δειγ­μα τῆς ὑπα­κο­ῆς τῶν ἀπο­στό­λων εἶναι ἐπί­σης συγ­κι­νη­τι­κό. Οἱ ἁπλοῖ ἄνθρω­ποι συνή­θως ἔχουν πιὸ στε­νοὺς δεσμοὺς μὲ τὰ σπί­τια καὶ τίς οἰκο­γέ­νειές τους ἀπὸ τοὺς κοσμι­κοὺς ἀνθρώ­πους. Οἱ κοσμι­κοὶ ἔχουν πολ­λοὺς καὶ ποι­κί­λους δεσμοὺς μὲ τὸν κόσμο. Κι ἂν ἀκό­μα χαλα­ρώ­σει ἕνας δεσμός τους, ἔχουν πολ­λοὺς ἄλλους. Κι ὅμως, οἱ ἁπλοῖ ψαρᾶ­δες τὰ ἐγκα­τέ­λει­ψαν ὅλα, ἔσπα­σαν τοὺς λίγους ἀλλὰ πολὺ δυνα­τοὺς δεσμούς τους μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὰ σπί­τια καὶ τίς οἰκο­γέ­νειές τους καὶ ἀκο­λού­θη­σαν τὸν Κύριο στὰ μεγά­λα καὶ πλού­σια πνευ­μα­τι­κὰ βάθη χωρὶς νὰ πάρουν τίπο­τα μαζί τους, παρὰ μόνο τὸν ἑαυ­τό τους. Ὁ χρό­νος ἔδει­ξε πῶς ὁ Κύριος τοὺς ἀντά­μει­ψε πλού­σια γιὰ τὴν ὑπα­κοή τους. Ἀνα­δεί­χτη­καν στῦ­λοι τῆς Ἐκκλη­σί­ας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ καὶ μεγά­λοι ἅγιοι στὴν οὐρά­νια βασι­λεία Του. Ἄς βια­στοῦ­με λοι­πὸν κι ἐμεῖς ν’ ἀκο­λου­θή­σου­με τὸ παρά­δειγ­μα τῆς ὑπα­κο­ῆς τους. Ἡ νύχτα τῆς ἐπί­γειας δια­δρο­μῆς μας τελειώ­νει. Ὅλοι οἱ κόποι τῆς νύχτας εἶναι ἔτσι κι ἀλλιῶς μάταιοι, τὰ δίχτυα μᾶς εἶναι ἄδεια, οἱ καρ­διές μας γεμᾶ­τες κακία, οἱ ψυχὲς κι ὁ νοῦς μᾶς λιμο­κτο­νοῦν, ἀφοῦ ἔχουν στε­ρη­θεῖ τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ πρᾶ­ος Κύριος στέ­κε­ται δίπλα στὸ πλοῖο τοῦ καθε­νός μας καὶ μᾶς καλεῖ. Ἐκεῖ­νος, ὁ παν­το­γνώ­στης Δημιουρ­γός, ζητά­ει ἀπὸ τὸν καθέ­να μας νὰ τὸν ἀφή­σου­με νὰ μπεῖ στὸ πλοῖο καὶ νὰ ταξι­δέ­ψου­με μαζί Του μακριὰ ἀπὸ τίς σκιὲς καὶ τίς φουρ­τοῦ­νες τῆς ζωῆς, στὰ μεγά­λα βάθη τῆς πνευ­μα­τι­κῆς θάλασ­σας. Ἐκεῖ θὰ γεμί­σου­με τὸ πλοῖο μας μὲ ὅλα τὰ ἀγα­θὰ ποὺ ἐπι­θυ­μοῦ­με. Ἄς τὸν ὑπα­κού­σου­με τώρα, τὴν ὥρα ποὺ μᾶς καλεῖ, για­τί ὅταν χαρά­ξει ἡ μέρα δὲ θὰ τὸν δοῦ­με πιὰ ὼς αἰτοῦν­τα, ἄλλ’ ὼς Κρι­τή. “Ἄς μὴν ἀπορ­ρί­ψου­με τὸ αἴτη­μὰ Τοῦ νὰ μπεῖ στὴν καρ­διὰ καὶ στὴν ψυχή μας, ὅπως δὲν τὸ ἀπέρ­ρι­ψε ὁ Πέτρος. Δέ μας τὸ ζητά­ει γιὰ δικὴ Τοῦ χάρη, ἀλλὰ γιὰ δική μας. Νὰ ξέρεις πῶς δὲν εἶναι εὔκο­λο στὸν Πάνα­γνο νὰ μπεὶ κάτω ἀπὸ ἀκά­θαρ­τη στέ­γη. Νὰ ξέρεις πῶς αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι θυσία, ποὺ τὴν κάνει ὅμως ἀπὸ ἀγά­πη γιά μας. Δὲ μᾶς ζητά­ει νὰ μπεῖ μέσα γιὰ νὰ πάρει, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσει. Τὸ μόνο ποὺ θέλει, εἶναι νὰ δεχτοῦ­με τὴ βοή­θεια καὶ τὴ θυσία Του. Ἄδελ­φοί μου, ἂς ἀφουγ­κρα­στοῦ­με τὴ φωνὴ ποῦ μᾶς καλεῖ, προ­τοῦ φτά­σει στ’ αὐτιά μας ἢ φωνῆ τοῦ Κρι­τῆ.

Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο καὶ Σωτῆ­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἀγω­γὴ εἰς βάθος

«Ἐπα­νά­γα­γε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλά­σα­τε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. 5, 4)

Ὁ ΛΟΥΚΑΣ, ὅπως εἰνε γνω­στό, εἶνε ὁ τρί­τος εὐαγ­γε­λι­στής. Ὑπῆρ­ξε μαθη­τὴς τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου καὶ τὸν συνό­δευ­σε παν­τοῦ, μέχρι καὶ τίς φυλα­κὲς τῆς Ρώμης ἀκό­μη. Ἐγνώ­ρι­ζε καλὰ τὴν ἑλλη­νι­κὴ γλῶσ­σα. Ὅπως ἕνας ἄρι­στος ζωγρά­φος χρη­σι­μο­ποιεῖ τὸ χρω­στή­ρα γιὰ νὰ ζωγρα­φί­σῃ τίς εἰκό­νες, ἔτσι καὶ ὁ Λου­κᾶς χρη­σι­μο­ποιεῖ τὴν ὡραία ἑλλη­νι­κὴ γλῶσ­σα γιὰ νὰ περι­γρά­ψῃ τὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Σήμε­ρα δια­βά­ζε­ται μιὰ περι­κο­πή, ποὺ περι­γρά­φει μὲ συν­το­μία ἕνα θαῦ­μα.

Ἀλλ’ ἕνα θαῦ­μα μόνο ἔκα­νε ὁ Χρι­στός; Ὄχι ἕνα, ἀλλὰ πολ­λά. Ἀνα­ρίθ­μη­τα εἶνε τὰ θαύ­μα­τά του. Μπο­ροῦν νὰ μετρη­θοῦν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρα­νοῦ; Μπο­ροῦν νὰ μετρη­θοῦν οἱ στα­γό­νες τοῦ ὠκε­α­νοῦ; Μπο­ροῦν νὰ μετρη­θοῦν οἱ ἀκτῖ­νες τοῦ ἥλιου; Ἄλλο τόσο μπο­ροῦν νὰ μετρη­θοῦν καὶ τὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἔκα­νε προ­σω­πι­κῶς, ἀλλὰ καὶ ἐξα­κο­λου­θεῖ μέχρι σήμε­ρα διὰ τῆς Ἐκκλη­σί­ας του νὰ κάνῃ ὁ Χρι­στός. Γι’ αὐτὸ ἕνας ἄλλος εὐαγ­γε­λι­στής, ὁ Ἰωάν­νης, κλεί­νον­τας τὸ Εὐαγ­γέ­λιό του λέει ὅτι, ἂν πρό­κει­ται νὰ περι­γρα­φοῦν ἕνα — ἕνα τὰ ἔργα καὶ τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ, «οὐδε αὐτον οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆ­σαι τὰ γρα­φό­με­να βιβλία» δηλα­δή, Νομί­ζω, ὅτι οὔτε κι αὐτὸς ὁ κόσμος ὅλος δὲν θὰ χωρέ­σῃ τὰ βιβλία ποὺ θὰ γρα­φοῦν (Ἰωάν. 21, 25). Δὲν χρειά­ζε­ται ὅμως νὰ τὰ ἱστο­ρή­σῃ κανεὶς ὅλα. Γιὰ ὅποιον ἔχει διά­θε­ση, καὶ ἕνα θαῦ­μα ἀρκεῖ γιὰ νὰ πιστέ­ψῃ· ἐνῶ ἐκεῖ­νον ποὺ δὲν ἔχει διά­θε­ση πίστε­ως ἀλλὰ κατέ­χε­ται ἀπὸ τὸ δαι­μό­νιο τῆς ἀπι­στί­ας, καὶ μυριά­δες θαύ­μα­τα δὲν τὸν πεί­θουν.

Τὸ θαῦ­μα, ποὺ περι­γρά­φε­ται ἐδῶ, εἶνε ἕνα θαῦ­μα ποὺ ἔκα­νε ὁ Χρι­στὸς ἐπά­νω στὴν ἄλο­γη φύσι. Στὴν Ἰου­δαία ὑπάρ­χει μιὰ ὡραία λίμνη, ἡ λίμνη τῆς Γεν­νη­σα­ρέτ. Σχη­μα­τί­ζε­ται ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορ­δά­νου ποτα­μοῦ, ποὺ τὴ δια­σχί­ζει. Λαὸς φτω­χός, ψαρᾶ­δες στὸ ἐπάγ­γελ­μα, ἔρρι­χναν τὰ δίχτυα τοὺς κ’ ἔπια­ναν ψάρια, ποὺ τὰ που­λοῦ­σαν γιὰ νὰ ζήσουν τίς οἰκο­γέ­νειές τους.

Στὴν παρα­λία αὐτῆς τῆς λίμνης ἔφθα­σε καὶ Χρι­στός. Ἀνέ­βη­κε στὸ ἁλιευ­τι­κὸ πλοιά­ριο τοῦ Πέτρου κι ἀπό ‘κεὶ μίλη­σε στὰ πλή­θη, ποὺ εἶχαν συγ­κεν­τρω­θῇ γιὰ ν’ ἀκού­σουν τὰ λόγια του. Μετὰ τὴν ὁμι­λία ὁ Χρι­στὸς εἶπε στὸ μαθη­τή του Πέτρο νὰ προ­χω­ρή­σῃ «εἰς τὸ βάθος» τῆς λίμνης καὶ νὰ ρίξουν τὰ δίχτυα γιὰ νὰ ψαρέ­ψουν. Κύριε, εἶπε ὁ Πέτρος, ὅλη τὴ νύχτα κοπιά­σα­με χωρὶς νὰ πιά­σου­με τίπο­τα ἄλλο ἀφοῦ ἐσὺ δια­τά­ζεις, θὰ ὑπα­κού­σω καὶ θὰ ρίξω τὸ δίχτυ. Καὶ ἔρρι­ξαν τὸ δίχτυ στὸ βάθος. Καὶ νὰ τὸ θαῦ­μα. Τὸ δίχτυ γέμι­σε ψάρια. Καὶ ἦταν τόσο πολ­λά, ὥστε κιν­δύ­νευε νὰ σχι­στῆ τὸ δίχτυ τους. Ὁ Πέτρος συγ­κλο­νί­στη­κε ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς αὐτό. Ἀλλ’ ὁ Κύριος τὸν καθη­σύ­χα­σε λέγον­τάς του· Μὴ φοβᾶ­σαι ἀπό ‘δὼ κ’ ἐμπρός, ἀφοῦ ἔγι­νες μαθη­τής μου, θὰ μάθῃς νέα τέχνη, τὴν τέχνη νὰ ψαρεύ­ῃς ὄχι πλέ­ον ψάρια, ἀλλὰ ἀνθρώ­πους, ποὺ θὰ τοὺς ὁδη­γῇς στὴν αἰώ­νιο ζωή.

Αὐτὸ εἶνε τὸ περιε­χό­με­νο τοῦ σημε­ρι­νοῦ ἱεροῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Ἀπ’ ὅλη τὴν περι­κο­πή σας παρα­κα­λῶ νὰ προ­σέ­ξου­με ἐκεί­νη τὴ λέξι, ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς ὅταν ἔδει­χνε στὸν Πέτρο καὶ τοὺς συνερ­γά­τες του, ποῦ νὰ ρίξουν τὰ δίχτυα «εἰς τὸ βάθος». Μὲ τὸ θεϊ­κὸ τοῦ­το πρό­σταγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ τὰ ψάρια ὑπή­κου­σαν καὶ συγ­κεν­τρώ­θη­καν.

«Εἰς τὸ βάθος». Ἡ προ­στα­γὴ αὐτὴ ἔχει μεγά­λη σημα­σία. Ἀπευ­θύ­νε­ται σὲ ὅλους ἐκεί­νους, ποὺ κατὰ δια­φό­ρους τρό­πους ἀσκοῦν ἔργο παρα­πλή­σιο μὲ τὸ ἔργο τῶν μαθη­τῶν τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ εἶνε τὸ ἔργο τῆς ἀγω­γῆς.

Ἀγω­γὴ «εἰς βάθος». Ἡ ἀγω­γὴ εἶνε μία τέχνη ἱερά. Οἱ πρῶ­τοι, ποὺ καλοῦν­ται νὰ ἐργα­σθοῦν σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο, εἶνε οἱ γεν­νή­το­ρες, οἱ γονεῖς. Ἐπά­νω σ’ αὐτὸ λέει ὁ ἰ. Χρυ­σό­στο­μος Πατέ­ρα δὲν σὲ ὀνο­μά­ζω ἐπει­δὴ γεν­νᾷς παι­διά, διό­τι καὶ τὰ ζῶα γεν­νοῦν ἀπο­γό­νους πατέ­ρα θὰ σὲ ὀνο­μά­σω, ἂν ἀνα­θρέ­ψῃς τὰ παι­διά σου ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἀπὸ τίς πρῶ­τες μέρες τῆς ζωῆς τοῦ παι­διοῦ πρέ­πει ν’ ἀρχί­σῃ ἢ ἀγω­γή. Τὸ νήπιο πρέ­πει νὰ μάθῃ νὰ κάνῃ το σταυ­ρό του καὶ νὰ ψελ­λί­ζῃ τὸ ὄνο­μα τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ ὅσο μεγα­λώ­νει, ν’ ἀφή­νῃ σιγά,σιγᾷ — σιγὰ τὴ γαλα­κτώ­δη τρο­φὴ καὶ νὰ τρέ­φε­ται μὲ τρο­φὴ πιὸ στε­ρεά. Ἀπὸ νωρὶς οἱ γονεῖς ἂς συνη­θί­ζουν τὰ παι­διά τους στὴν προ­σευ­χή, στὴν ἀνά­γνω­ση τῆς ἁγί­ας Γρα­φῆς, στοὺς βίους τῶν ἁγί­ων καὶ στὰ λόγια τῶν πατέ­ρων τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, σὲ ἐκκλη­σια­σμό, σὲ ἐξο­μο­λό­γη­ση καὶ θ. κοι­νω­νία.

Ἀγω­γὴ «εἰς βάθος». Ἡ προ­τρο­πὴ αὐτὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἀπευ­θύ­νε­ται καὶ πρὸς τοὺς ἐκπαι­δευ­τι­κούς. Οἱ διδά­σκα­λοι καὶ καθη­γη­ταὶ ὅλων τῶν σχο­λεί­ων μας πρέ­πει ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια ἀλλὰ προ­παν­τὸς μὲ τὰ ἔργα νὰ διδά­σκουν τὴν κατὰ Χρι­στὸν ζωή. Τὰ μαθή­μα­τα πρέ­πει ν’ ἀρχί­ζουν μὲ προ­σευ­χὴ καὶ νὰ τελειώ­νουν μὲ προ­σευ­χή. Καί τὴν Κυρια­κὴ διδά­σκα­λοι καὶ καθη­γη­ταὶ νὰ δίνουν τὸ καλὸ παρά­δειγ­μα συνεκ­κλη­σια­ζό­με­νοι μὲ τοὺς μαθη­τάς τους.

Ἀγω­γὴ «εἰς βάθος». Ἀλλὰ καὶ κάθε χρι­στια­νὸς πρέ­πει νὰ στρέ­ψῃ τὴν προ­σο­χή του ὄχι τόσο στὴν ἐξω­τε­ρι­κή του ζωὴ ὅσο στὸν ἐσω­τε­ρι­κό του κόσμο, καὶ νὰ φρον­τί­σῃ ν’ ἀπο­κτή­σῃ καθα­ρὴ καρ­διά. Ἐκεῖ βρί­σκε­ται ἡ ἀλη­θι­νὴ ἀξία τοῦ ἀνθρώ­που. Δυστυ­χῶς μιὰ τέτοια ἀγω­γὴ λεί­πει ἀπὸ τὸ σημε­ρι­νὸ κόσμο. Καὶ εἶνε ἀνάγ­κη, ἡ ὅλη ἀγω­γή μας, ὅπως εἶπαν καὶ δια­πρε­πεῖς σύγ­χρο­νοι ψυχο­λό­γοι καὶ παι­δα­γω­γοί, νὰ στρα­φῇ σὲ βάθος. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμε­ρα καλ­λιερ­γεῖ­ται μιὰ ἄλλη ψυχο­λο­γία, ποὺ τὴν ὠνό­μα­σαν ψυχο­λο­γία τοῦ βάθους. Καὶ εἶχαν δίκιο. Διό­τι, πράγ­μα­τι, τὸ βάθος κρύ­βει ἡ ἀνθρώ­πι­νη ψυχή! Ἄν ὁ ἄνθρω­πος τύχῃ καλῆς ἀγω­γῆς, μπο­ρεῖ νὰ φθά­σῃ σὲ ὕψη τῆς ἀρε­τῆς καὶ νὰ βρῶ τὸν ἀλη­θι­νὸ προ­ο­ρι­σμό του, ποὺ τὸν κάνει ἄξιο νὰ λέγε­ται ἄνθρω­πος. Ὅπως ἔλε­γαν οἱ ἀρχαῖ­οι πρό­γο­νοί μας, «ὡς χαρί­εν ἔστ’ ἄνθρω­πος, ὅταν ἄνθρω­πος ἤ!»: δηλα­δή, πόσο χαρι­τω­μέ­νος εἶνε ὁ ἄνθρω­πος, ὅταν εἶνε πράγ­μα­τι ἄνθρω­πος! Ἄν ὅμως δὲν τύχῃ καλῆς ἀγω­γῆς, ἀλλ’ ἀκούῃ καὶ βλέ­πῃ ὅλα τὰ ἀπρε­πῆ καὶ αἰσχρά, τότε ὁ ἄνθρω­πος ἐκφυ­λί­ζε­ται καὶ δὲν τοῦ μένει πιὰ τίπο­τε τὸ ὑγιές. Τὰ καθη­με­ρι­νὰ ἐγκλή­μα­τα, ποὺ συμ­βαί­νουν τώρα στὴν κοι­νω­νία, ἀπο­δει­κνύ­ουν ὅτι, ἂν ὁ ἄνθρω­πος στε­ρη­θῇ τὴν καλὴ ἀγω­γή, γίνε­ται τὸ ἀγριώ­τε­ρο θηρίο τοῦ κόσμου.

Ἀγω­γὴ «εἰς βάθος». Ὁ λόγος τοῦ Χρι­στοῦ πρὸς τὸν Πέτρο πρέ­πει τέλος νὰ βάλῃ σὲ ἀνη­συ­χία τοὺς κλη­ρι­κοὺς καὶ τῶν τριῶν βαθ­μῶν τῆς ἱερω­σύ­νης, ἀφοῦ αὐτοὶ εἶνε οἱ διά­δο­χοι τῶν δώδε­κα ἀπο­στό­λων. Ἄς μὴν ἀρκοῦν­ται σὲ μιὰ ἐπι­φα­νεια­κὴ καλ­λιέρ­γεια τοῦ ποι­μνί­ου τους, ποὺ δημιουρ­γεῖ μόνο καλοὺς λεγο­μέ­νους ἀνθρώ­πους. Ἄς ἐμβα­θύ­νουν ὁλο­έ­να καὶ περισ­σό­τε­ρο, ἀπο­βλέ­πον­τας στὸ νὰ συν­δέ­σουν οὐσια­στι­κὰ τίς ψυχὲς μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρι­στόν, καὶ μὲ τὴν ταμειοῦ­χο τῆς ἀλη­θεί­ας, τὴν Ὀρθό­δο­ξο Ἐκκλη­σία του. Τότε ὁ λαὸς μᾶς θ’ ἀπο­κτή­σῃ ἀκρά­δαν­τες θρη­σκευ­τι­κὲς πεποι­θή­σεις καὶ καμ­μιὰ ἐχθρι­κὴ δύνα­μι δὲν θὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ ξερ­ρι­ζώ­ση ὅ,τι ἔσπει­ρε καὶ φύτευ­σε στὶς καρ­διὲς τῶν πνευ­μα­τι­κῶν του τέκνων ὁ καλὸς κλη­ρι­κός.

Ἀγα­πη­τοί μου!

Ἀγω­γὴ «εἰς βάθος». Ὁ καθέ­νας μας, εἴτε πατέ­ρας εἶνε εἴτε διδά­σκα­λος εἴτε καθη­γη­τὴς εἴτε κλη­ρι­κός, ἂς προ­σέ­ξῃ τὸν ἑαυ­τό του, σύμ­φω­να μὲ ὅσα λέει ὁ Μέγας Βασί­λειος στὴν θαυ­μα­σία ὁμι­λία τοῦ ἐπά­νω στὸ ρητὸ «πρό­σε­χε σεαυ­τῷ». Μὴν ἀρκε­σθοῦ­με σὲ μία ἐξω­τε­ρι­κὴ τακτο­ποί­η­ση, «πρὸς τὸ θεα­θῆ­ναι τους ἀνθρώ­ποις» (Ματθ. 23, 5) καὶ γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Ἄς καλ­λιερ­γή­σου­με τὴν καρ­διὰ βαθειά, προ­σπα­θῶν­τας νὰ «μορ­φω­θῇ Χρι­στὸς ἐν ἡμῖν» (Γαλ. 4, 19). Ἐκεῖ, στὸ βάθος τῆς ὑπάρ­ξε­ώς μας, ἂς ρίχνου­με συχνὰ ἐξε­τα­στι­κὸ βλέμ­μα, πρωὶ καὶ βρά­δι. Καὶ ἐκεῖ, σὰν σὲ καθρέ­φτη τοῦ ἑαυ­τοῦ μας, ἂς παρα­κο­λου­θοῦ­με τὴν καθη­με­ρι­νή του πορεία. «Εἰς τὸ βάθος» λοι­πόν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek