ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (Ζ΄ 11 - 16)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. 12ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. 13καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· 14καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. 15καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. 16ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι Προφήτης μέγας ἠγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

11 Επειτα από αυτά, επήγαινε ο Ιησούς προς την πόλιν Ναΐν. Και μαζή του επήγαιναν αρκετοί μαθηταί του και λαός πολύς. 12 Μολις δε επλησίασε εις την πύλην της πόλεως και ιδού εγίνετο η εκφορά ενός νεκρού, ο οποίος ήτο μονογενής υιός εις μητέρα χήραν και αποστράτευτον και πολύς λαός με πολλήν συμπάθειαν προς αυτήν παρακολουθούσε μαζή της την κηδείαν. 13 Και όταν την είδε ο Κυριος, την ευσπλαγχνίσθη και της είπε· “μη κλαίεις”. 14 Και αφού επλησίασε, ήγγισε το φέρετρον, ενώ εκείνοι που το εκρατούσαν εσταμάτησαν, και είπε· “νεανίσκε, εις σε λέγω· Σηκω”. 15 Και αμέσως εσηκώθη και εκάθισε ο νεκρός και ήρχισε να ομιλή. Ο δε Ιησούς έδωκε αυτόν εις την μητέρα του. 16 Και κατέλαβε φόβος όλους και εδόξαζαν τον Θεόν λέγοντες ότι “προφήτης μέγας παρουσιάσθη μεταξύ μας και ότι ο πανάγαθος Θεός επεσκέφθηκε τον λαόν του”. 

11 Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του βάδιζαν και οι μαθητές του, οι οποίοι ήταν αρκετοί, καθώς και πλήθος λαού πολύ. 12 Μόλις όμως πλησίασε στην πύλη της πόλεως, ιδού, έβγαζαν έξω ένα νεκρό, τον μονάκριβο γιο μιας μητέρας που ήταν χήρα και δεν είχε κανέναν άλλο προστάτη στον κόσμο. Και μαζί μ’ αυτήν ήταν και πολύς λαός απ’ την πόλη που συνόδευε και παρακολουθούσε με μεγάλη συμπόνια την κηδεία. 13 Όταν είδε τη χήρα ο Ιησούς, την σπλαχνίσθηκε, και γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι σε λίγο θα ανέσταινε το γιο της της είπε: Μην κλαίς. 14 Τότε πλησίασε κι άγγιξε το φέρετρο. Κι εκείνοι που το σήκωναν στάθηκαν. Και είπε ο Ιησούς: Νέε μου, σε σένα μιλώ. Σήκω. 15 Τότε ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο κι άρχισε να μιλάει. Και ο Ιησούς τον παρέδωσε στη μητέρα του. 16 Όλους τότε τους κυρίευσε φόβος, διότι αισθάνονταν την παρουσία θείας δυνάμεως μέσα στην αμαρτωλότητα και αναξιότητά τους. Και δόξαζαν τον Θεό και έλεγαν ότι μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας και ότι ο Θεός επισκέφθηκε το λαό του για να τον προστατεύσει.

11  Kατόπιν δέ (ὁ Ἰησοῦς) πήγαινε σὲ μία πόλι ὀνομαζομένη Nαΐν. Kαὶ πήγαιναν μαζί του ἀρκετοὶ μαθηταί του καὶ λαὸς πολύς. 12  Ὅταν δὲ πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλεως, ἰδοὺ γινόταν ἡ ἐκφορὰ ἑνὸς νεκροῦ, ποὺ ἦταν υἱὸς μονογενὴς στὴ μητέρα του, αὐτὴ δὲ ἦταν χήρα, καὶ λαὸς πολὺς ἀπὸ τὴν πόλι τὴ συνώδευε. 13  Ὅταν δὲ ὁ Kύριος τὴν εἶδε, τὴ σπλαγχνίσθηκε καὶ τῆς εἶπε: «Mὴν κλαῖς!». 14  Ἔπειτα πλησίασε καὶ ἄγγιξε τὸ φέρετρο, αὐτοὶ δὲ ποὺ τὸ βάσταζαν σταμάτησαν, καὶ εἶπε: «Nεανίσκε, σὲ σένα ἀπευθύνομαι, σήκω!». 15  Kαὶ ἀνασηκώθηκε ὁ νεκρὸς καὶ ἄρχισε νὰ μιλάῃ, καὶ τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. 16  Kαὶ δέος κυρίευσε ὅλους, καὶ δόξαζαν τὸ Θεὸ λέγοντας, «Mεγάλος προφήτης ἐμφανίσθηκε σ’ ἐμᾶς», καί, «Ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὸ λαό του».

Ιερός Χρυσόστομος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Όποιος έχει πραγματικά φιλοσοφημένη σκέψη και κατευθύνεται από την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, ούτε και τον θάνατο θα θεωρήσει ως αληθινό θάνατο. Ο δίκαιος, δηλαδή, που βαδίζει στον δρόμο του Θεού και καθημερινά περιμένει να μπει στη Βασιλεία Του, δεν ταράζεται, δεν αναστατώνεται, δεν στενοχωριέται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο, όταν λ.χ. αντικρύσει νεκρό κάποιον συγγενή ή φίλο του· γιατί γνωρίζει ότι ο θάνατος γι’ αυτούς που έζησαν ενάρετα στη γη, δεν είναι παρά μετάθεση σε μια καλύτερη ζωή, ταξίδι για έναν καλύτερο τόπο, δρόμος που οδηγεί στα στεφάνια.

Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι πηγαίνοντας στο συμβολαιογραφείο για τη σύνταξη μιας διαθήκης, ο καθένας γνωρίζει πως ο θάνατος θα επισκεφθεί κάποια στιγμή τον ίδιο ή έναν δικό του άνθρωπο. Το θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό και αναπόφευκτο. Όταν, όμως, έρθει ο θάνατος, ξεχνάει όσα έγραψε και άλλα λέει. “Έπρεπε να πάθω εγώ τέτοιο πράγμα;”, φωνάζει με θρήνους και αναστεναγμούς ο άντρας που χήρεψε. “Περίμενα να με βρει τέτοια συμφορά και να χάσω τη γυναίκα μου;“. Τι λες, άνθρωπέ μου; Όταν ήσουνα, ή μάλλον νόμιζες πως ήσουνα, μακριά από τον θάνατο, ήξερες καλά τους φυσικούς νόμους· τώρα που έπαθες τη συμφορά, τους ξέχασες; Ίσως να πήρε ο Θεός τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να σε οδηγήσει στην εγκράτεια, επειδή σε θεωρεί ικανό για μεγαλύτερους αγώνες, για ανώτερη πνευματική ζωή, και γι’ αυτό σε ελευθέρωσε από τον συζυγικό δεσμό.

Κι εσύ πάλι, η γυναίκα, που έχασες τον άντρα σου, γιατί κλαις; Μήπως επειδή έχασες τον προστάτη σου κι έμεινες έρημη στον κόσμο; Ποτέ μην πεις κάτι τέτοιο. Γιατί δεν έχασες τον Θεό, που είναι ο πραγματικός προστάτης όλων μας. Αφού έχεις βοηθό τον Θεό, δεν έχεις ανάγκη από κανέναν άλλο. Μήπως, και όταν ζούσε ο άντρας σου, ο Θεός δεν ήταν που σας τα έδινε όλα; Αυτό να σκέφτεσαι και να λες, όπως ο Δαβίδ: «Κύριος φωτισμός μου κα σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος περασπιστς τς ζως μου· π τίνος δειλιάσω;(:Ο Κύριος είναι το φως μου και ο σωτήρας μου, ποιον θα φοβηθώ; Ο Κύριος είναι ο υπερασπιστής της ζωής μου, τι θα με κάνει να δειλιάσω;)» [Ψαλμ. 26,1]. Τώρα πια Αυτός, «ο πατέρας των ορφανών και συμπαραστάτης των χηρών» [Ψαλμ. 67,6: «Ταραχθήσονται π προσώπου ατο, το πατρς τν ρφανν κα κριτο τν χηρν»], θα φροντίζει για σένα περισσότερο απ’ όσο φρόντιζε πριν.

Βλέπεις, λοιπόν, ένα συγγενή σου να φεύγει απ’ αυτόν τον κόσμο; Μην τρομάζεις, μη θρηνείς, μη συντρίβεσαι. Συγκεντρώσου στον εαυτό σου, εξέτασε τη συνείδησή σου και σκέψου ότι σε λίγο καιρό σε περιμένει κι εσένα το ίδιο τέλος.”Μα ο νεκρός“, θα μου πεις, “σαπίζει, γίνεται σκόνη“. Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να χαίρεσαι περισσότερο. Όταν θέλει κανείς να ξαναχτίσει ένα σπίτι, που πάλιωσε και έγινε ετοιμόρροπο, αφού πρώτα βγάλει τους ενοίκους, το κατεδαφίζει και το φτιάχνει πιο καλό. Και όταν γίνεται αυτό, οι ένοικοι δεν λυπούνται, επειδή βγήκαν από το παλιό σπίτι, αλλά μάλλον ευχαριστημένοι είναι. Δεν τους νοιάζει, βλέπεις, για την κατεδάφιση, που βλέπουν με τα μάτια τους, γιατί συλλογίζονται τη νέα και ωραία οικοδομή, που θα ανεγερθεί, κι ας μην τη βλέπουν ακόμα.

Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Όταν πρόκειται να διαλύσει το σώμα μας, βγάζει πρώτα την ψυχή, που κατοικεί μέσα σε αυτό, όπως θα την έβγαζε από ένα παλιό και ετοιμόρροπο σπίτι, για να την εγκαταστήσει πάλι με μεγαλύτερη δόξα στο νέο σπίτι, που θα οικοδομήσει. Και ο Αδάμ, όταν δημιουργήθηκε, δεν είδε ότι πλάστηκε από χώμα. Ο Θεός, δηλαδή, δεν έπλασε την ψυχή πρώτη, για να μη δει τη δημιουργία του σώματος. Γι’ αυτό η ψυχή δεν γνώριζε την ευτέλεια του σώματος. Όταν, όμως, γίνει η κοινή ανάσταση, τότε η ψυχή θα βρεθεί σε ένα νέο άφθαρτο σώμα, όχι πια στο παλιό χωμάτινο ένδυμά της.

Ο νεκρός, κι αν δεν βλέπει τον εαυτό του, βλέπει όμως εκείνους που πέθαναν πιο μπροστά να γίνονται σκόνη, και διδάσκεται πολλά. Για κοίτα πόσο μαζεμένοι και συγκρατημένοι είναι μπροστά στους νεκρούς ακόμα και οι πιο περήφανοι, ακόμα και οι πιο απόκοτοι άνθρωποι! Ακούγεται η λέξη «θάνατος» και η καρδιά όλων σπαρταράει από τον φόβο. Και φιλοσοφούμε γύρω από τους τάφους και σκεφτόμαστε πού καταλήγουμε και φλυαρούμε για τη ματαιότητα των εγκοσμίων, αλλά, μόλις απομακρυνθούμε, ξεχνάμε την ευτέλειά μας. Να, για παράδειγμα, όταν βρεθεί κανείς στην κηδεία ενός φίλου του, γυρίζει στο διπλανό του και του λέει λόγια σαν και τούτα: «Αλήθεια, πόσο ταλαίπωροι είμαστε! Πόσο ασήμαντη είναι η ζωή μας! Τι γινόμαστε, άραγε, μετά τον θάνατο; Αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε και να μην κακολογούμε, να μην αδικούμε, να μη μνησικακούμε…». Φαίνεται να μιλάει με τόση ειλικρίνεια, ώστε, καθώς τον ακούς, δεν αμφιβάλλεις ότι την ίδια κιόλας στιγμή θα απαρνηθεί ολότελα την κακία του και θα αρχίσει να ζει ενάρετα. Μα, αλίμονο, μετά την κηδεία θα ξεχάσει και τον φόβο του και τα λόγια του, και θα συνεχίσει να ζει στην αμαρτία, όπως πρώτα.

Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο θέμα μας. Πες μου, για ποιον λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε; Γιατί ήταν κακός; Ε, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να κλαις, αλλά και να ευχαριστείς τον Θεό, που σταμάτησε πια η κακία του. Μήπως, απεναντίας, ήταν καλός; Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πέθανε «μ κακία λλάξ σύνεσιν ατο δόλος πατήσ ψυχν ατο(:πριν η κακία αλλάξει τη σύνεσή του ή η δολιότητα της αμαρτίας εξαπατήσει την ψυχή του)» [Σοφ. Σολ. 4,11]. Ήταν μήπως νέος; Και γι’ αυτό ακόμα ευχαρίστησε τον Θεό και δόξασέ Τον, γιατί τον πήρε κοντά Του. Όπως εκείνους που πηγαίνουν για ν’ αναλάβουν κάποιο αξίωμα, τους κατευοδώνουμε με χαρά και ικανοποίηση, έτσι πρέπει ν’ αποχαιρετάμε κι αυτούς που φεύγουν από τούτη τη ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντά στον Θεό, όπου θα απολαμβάνουν μεγάλη τιμή και ευτυχία.

Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέπει να λυπόμαστε για τον χωρισμό από τα αγαπημένα μας πρόσωπα, που πεθαίνουν, αλλά να μη λυπόμαστε περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Γιατί θα παρηγορηθούμε αρκετά, αν σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος, που χάσαμε, ήταν θνητός, όπως όλοι μας. Με το να αγανακτούμε, δεν δείχνουμε τίποτα άλλο, παρά πως ζητάμε πράγματα ασυμβίβαστα με την ανθρώπινη φύση. Γεννήθηκες άνθρωπος, επομένως θνητός. Γιατί, λοιπόν, υποφέρεις με κάτι τόσο φυσικό, όπως ο θάνατος; Μήπως λυπάσαι, επειδή, για να ζήσεις, πρέπει να τρως; Μήπως επιδιώκεις να ζήσεις χωρίς τροφή; Τότε γιατί επιδιώκεις να μην πεθάνεις; Όσο φυσικό είναι το να τρως, άλλο τόσο και το να πεθάνεις. Αφού είσαι θνητός, μη ζητάς να γίνεις αθάνατος· γιατί αυτό το πράγμα καθορίστηκε και νομοθετήθηκε μια μόνο φορά και για πάντα. Ας μη μοιάζουμε στους ληστές, που θέλουν να κάνουν δικά τους όσα ανήκουν σε άλλους. Έτσι, όταν ο Θεός παίρνει από μας χρήματα ή τιμή ή δόξα, ακόμα και το σώμα ή και την ψυχή, παίρνει αυτά που Του ανήκουν. Και το παιδί σου ακόμη αν πάρει, δεν παίρνει ουσιαστικά το παιδί σου, αλλά το δικό Του πλάσμα.

Αφού, λοιπόν, εμείς δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, πώς θα ανήκουν σ’ εμάς όσα ανήκουν σε Εκείνον; Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά σου τα χρήματά σου; Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύεις άσκοπα ή άπρεπα αυτά που ανήκουν σε Άλλον; Μη λες: «Τα δικά μου ξοδεύω, από τα δικά μου διασκεδάζω»· γιατί ξοδεύεις και διασκεδάζεις με τα ξένα. Και τα αποκαλώ ξένα, γιατί ο Θεός θεωρεί δικά σου όσα σου έδωσε, για να τα μοιράσεις στους φτωχούς. Τότε μόνο τα ξένα γίνονται δικά σου. Αν τα ξοδέψεις για τον εαυτό σου, τότε τα δικά σου γίνονται ξένα.

Δεν βλέπεις ότι τα σώματά μας τα υπηρετούν τα χέρια; Δεν βλέπεις ότι το στόμα μασάει την τροφή, πριν τη δεχθεί το στομάχι; Μήπως το στομάχι λέει: «Αφού δέχτηκα την τροφή, δικαιωματικά τα κατέχω όλα»; Τα μάτια πάλι, μήπως, επειδή αυτά δέχονται το φως, το κρατάνε μόνο για τον εαυτό τους και δεν το θέτουν στην υπηρεσία όλου του σώματος; Ή μήπως τα πόδια, επειδή μόνο αυτά βαδίζουν, τον εαυτό τους μόνο μετακινούν και όχι το σώμα ολόκληρο; Αλλά και από τους επαγγελματίες, αν θελήσει ο καθένας να μην παραχωρήσει και σε άλλους την ωφέλεια από το επάγγελμά του, όχι μόνο εκείνους, αλλά και τον εαυτό του θα ζημιώσει. Ακόμα και οι φτωχοί, αν ήταν τόσο κακοί όσο εσείς, οι πλούσιοι, που τίποτα άλλο δεν σκέφτεστε παρά το πώς θα αυξήσετε τα κέρδη σας, και δεν έδιναν από το υστέρημά τους στους πιο φτωχούς και αναγκεμένους, γρήγορα θα σας έριχναν κι εσάς στη φτώχεια.

Μα έχασα το μονάκριβο παιδί μου“, θα πει ίσως κάποιος, “που πάνω του στήριζα τόσες ελπίδες“. Και τι με αυτό; Ευχαρίστησε τον Θεό, που πήρε το παιδί σου, και τότε δεν θα είσαι κατώτερος από τον Αβραάμ, που οδήγησε τον γιο του Ισαάκ στο βουνό για να τον θυσιάσει, ύστερα από θεία εντολή. Όπως εκείνος αγόγγυστα πρόσφερε το μονάκριβο παιδί του στον Θεό, έτσι πρόσφερέ το κι εσύ, και δεν θα πάρεις μικρότερη αμοιβή. Μην κλαις, μη βαρυγκωμείς, μην αναστενάζεις. Πες ό,τι είπε και ο μακάριος Ιώβ, όταν έχασε όλα του τα παιδιά: « Κύριος δωκεν, Κύριος φείλατο· ς τ Κυρί δοξεν, οτω κα γένετο· εη τ νομα Κυρίου ελογημένον ες τος αἰῶνας(:Ο Κύριος μού τα έδωσε, ο Κύριος μού τα πήρε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι κι έγινε. Ας είναι τ’ όνομά Του δοξασμένο παντοτινά)» [Ιώβ 1,21]. Έτσι αποστόμωσε και τη γυναίκα του, λέγοντάς της μάλιστα και τούτα τα λόγια, που προκαλούν τον θαυμασμό μας: «Ε τ γαθ δεξάμεθα κ χειρς Κυρίου, τ κακ οχ ποίσομεν;(:Αν δεχτήκαμε από τα χέρια του Κυρίου τα αγαθά, δεν θα υπομείνουμε και τις συμφορές;)» [Ιώβ 2,10]. Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ, καθώς μάλιστα το παιδί σου δεν έπεσε στα χέρια εχθρού ή κακούργου, αλλά πήγε κοντά στον Θεό, που φροντίζει γι’ αυτό περισσότερο από σένα και που γνωρίζει το συμφέρον του καλύτερα από σένα. Κοίτα πόσα παιδιά, που βρίσκονται στη ζωή, έκαναν μαρτυρική τη ζωή των γονιών τους.

«Τα καλά παιδιά δεν τα βλέπεις;», θα με ρωτήσεις. Και σου απαντώ: Τα βλέπω κι αυτά, η κατάσταση όμως του δικού σου παιδιού είναι πιο σίγουρη από τη δική τους. Μπορεί τώρα να είναι καλά, το τέλος τους όμως είναι άγνωστο. Εσύ δεν φοβάσαι πια για το παιδί σου, μήπως πάθει τίποτα ή μήπως πάρει στραβό δρόμο. Γι’ αυτό, σου το ξαναλέω, μη θρηνείς. Να δοξολογείς μόνο τον Κύριο, όπως έκανε ο Ιώβ.

«Και πώς να μη θρηνώ», θα πεις, «που δεν είμαι πια πατέρας;». Τί λόγια είναι τούτα; Μήπως έχασες το παιδί σου; Μάλλον τώρα το έκανες δικό σου και το έχεις πιο σίγουρα. Δεν έπαψες να είσαι πατέρας. Είσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -όχι πια πατέρας ενός θνητού πλάσματος, μα ενός αθάνατου όντος! Μη νομίζεις ότι έχασες πραγματικά το παιδί σου, επειδή δεν είναι κοντά σου. Όπως θα συνέχιζε να είναι παιδί σου, αν είχε μεταναστεύσει σε μακρινή χώρα, έτσι και τώρα, που έφυγε για τον ουρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τα μάτια του κλειστά, το στόμα του άφωνο και το σώμα του ακίνητο, μη σκέφτεσαι: «Αυτό το στόμα δεν μιλάει πια, αυτά τα μάτια δεν βλέπουν πια, αυτά τα πόδια δεν βαδίζουν πια». Αλλά να σκέφτεσαι: «Αυτό το στόμα θα πει καλύτερα λόγια, αυτά τα μάτια θα δουν ωραιότερα πράγματα, αυτά τα πόδια θα περπατήσουν στον ουρανό, αυτό το σώμα θα αναστηθεί άφθαρτο και θα πάρω πίσω το παιδί μου λαμπρότερο».

«Αλλά δεν γνωρίζω πού πήγε», ίσως θα μου πεις. Πώς δεν το γνωρίζεις; Είτε θεάρεστα έζησε είτε όχι, είναι γνωστό πού θα πάει. «Γι’ αυτό ακριβώς κλαίω», θα εξηγήσεις, «γιατί έφυγε φορτωμένο με αμαρτίες». Μα κι αν δεν είχε αμαρτίες, μήπως δεν θα έκλαιγες και δεν θα βαρυγκωμούσες; Τώρα παραπονιέσαι στον Θεό και Του λες: «Γιατί μου πήρες το παιδί μου γεμάτο αμαρτίες;». Τότε θα Του έλεγες: «Γιατί μου πήρες ένα τόσο καλό παιδί;». Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, πρέπει να χαίρεσαι: αν το παιδί ήταν αμαρτωλό, γιατί έπαψε πια να αμαρτάνει και δεν πρόσθεσε μεγαλύτερο βάρος κακίας στην ψυχή του· ενώ μάλιστα δεν μπορούσες να το βοηθήσεις όσο ζούσε, γιατί δεν άκουγε τις συμβουλές σου, τώρα μπορείς να το βοηθήσεις· όχι με δάκρυα και θρήνους, αλλά με προσευχές και ελεημοσύνες και προσφορές. Αυτά καθορίστηκαν από τους αγίους Αποστόλους όχι τυχαία, αλλά με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ο ιερέας, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, όταν τελεί τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, μνημονεύει όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά και τους νεκρούς, οπότε οι ψυχές ανακουφίζονται. Και όταν εμείς κάνουμε γι’ αυτούς προσφορές στην εκκλησία ή ελεημοσύνες στους φτωχούς, τους προξενούμε κάποια παρηγοριά, όσο αμαρτωλοί κι αν ήταν. Αν πάλι το παιδί σου ήταν καλό και ενάρετο, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να λυπάσαι. Γιατί, όπως ο καθαρός κι ολόλαμπρος ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό, έτσι και η καθαρή ψυχή, που εγκαταλείπει το σώμα, ανεβαίνει ολόλαμπρη, με τη συνοδεία αγγέλων, στο βασίλειο του Θεού.

Δεν είναι κακό, λοιπόν, το να πεθάνει κανείς. Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε τον θάνατο; Γιατί δεν μας έχει κυριέψει ο έρωτας της ουράνιας βασιλείας, γιατί δεν μας έχει φλογίσει ο πόθος των μελλοντικών αγαθών. Αν είχε συμβεί αυτό, όλα τα αγαθά της γης θα τα περιφρονούσαμε. Όποιος φοβάται πάντα την κόλαση, δεν θα φοβηθεί ποτέ το θάνατο. Να μην έχετε, λοιπόν, τη σκέψη μικρού παιδιού, αλλά την ακακία μικρού παιδιού. Τα μικρά παιδιά φοβούνται τις αγριωπές αλλά ακίνδυνες μάσκες, δεν φοβούνται όμως την επικίνδυνη φωτιά. Έτσι, αν τα κρατάει κανείς κοντά σ’ ένα αναμμένο λυχνάρι, χωρίς να το σκεφτούν, ακουμπάνε το χέρι τους στη φλόγα και καίγονται.

Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε τον θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση. Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονομήσω τη βασιλεία των ουρανών και θανάτωσέ με τώρα κιόλας. Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη θανάτωσή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ’ εκείνα τα αγαθά. «Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα», ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιος είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πεθάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια; Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος πεθαίνει άδικα, μοιάζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Άβελ. Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο Θεός παραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Άβελ ή γιατί τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στεφάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.

Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθάνεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες; Ο Άβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα. Ποιος από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στην αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία; Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;

Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι πεθαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες. Σ’ αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι. Γιατί ποια ελπίδα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Όσο βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοήσουν. Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τίποτα με τη μετάνοια. Ας τους κλαίμε, ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλλιά μας, ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας. Αυτό ωφελεί κι εμάς. Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα. Με το τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω από τον θάνατο.

Με αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται με πομπή μέσα από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να συνοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναίκα του, τους συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.

Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Αγία Γραφή: «Πολλο τύραννοι κάθισαν π δάφους, δ νυπονόητος φόρεσε διάδημα(:Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθισαν στο χώμα· κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς,φόρεσε στέμμα)» [Σοφία Σειράχ, 11,5].

Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποια είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα. Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις. Ένα μόνο να σε απασχολεί: το ότι κάποτε τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.

Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: «Πού είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες; Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τι απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή;». Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος. Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν· εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.

Τι έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τι έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιος άνεμος φύσηξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τι θέλει, πάλι, κι αυτή η υπερβολικά ανώφελη, και όχι η εντελώς απαραίτητη, δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνεται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «πείνασα γάρ, κα δώκατέ μοι φαγεν, δίψησα, κα ποτίσατέ με, ξένος μην, κα συνηγάγετέ με, γυμνός, κα περιεβάλετέ με, σθένησα, κα πεσκέψασθέ με, ν φυλακ μην, κα λθετε πρός με(:Πείνασα και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ήμουνα γυμνός και με ντύσατε)» [Ματθ. 25,35-36]. Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιαν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα σε υπερπολυτελή φέρετρα και με αμέτρητα στέφανα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, και εμείς αδιαφορούμε γι’ αυτό;

Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τα ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου να ‘ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θα αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θα αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε την βασιλεία των ουρανών, για ν’ αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.

ΠΗΓΕΣ:

  • «Θέματα ζωής. Από τις ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου», Τόμος Α’, σελ. 108-121, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013.Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων, καθώς και η έκδοση των βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου σχετικά με την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Γ΄ Λουκά με θέμα:

«ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 6-10-1996]

(Β 345)

Κάποια μέρα, αγαπητοί μου, θέλησε ο Ιησούς να επισκεφτεί την πόλιν Ναΐν. Τον ακολουθούσαν οι μαθηταί Του και όχλος πολύς. Όταν έφθασαν εις την πύλην της πόλεως, γιατί ήταν πόλις οχυρωμένη, την ίδια στιγμή, «ξεκομίζετο», όπως μας σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «ξεκομίζετο τεθνηκς». Κάποιος που είχε πεθάνει. Ήταν νεκρό κάποιο παλικάρι, νεανίσκος χαρακτηρίζεται και μονογενής μιας χήρας γυναίκας. Την όλη εκφορά συνόδευε αρκετός κόσμος, που ήλθαν βέβαια να παρηγορήσουν αυτήν την πενθούσα μάνα. Η συνάντησις έγινε εκεί, στην πύλη της πόλεως. Ο όχλος που ηκολούθει και οι μαθηταί τον Κύριον και ο όχλος που ηκολούθει τη νεκρώσιμη εκφορά.

Τότε ο Κύριος λυπήθηκε αυτήν τη γυναίκα, πραγματικά ήταν αξιολύπητη, και της λέγει: «Μή κλαε». Δηλαδή, «Μην κλαις». Και τότε πλησίασε το φέρετρο, που έκειτο εκεί νεκρός ο νεανίσκος. Αυτοί που τον μετέφεραν, στάθηκαν. Και τότε ο Κύριος, σαν το πιο φυσικό πράγμα, αποτείνεται προς τον νεκρόν νεανίσκον και του λέγει: «Νεανίσκε, σοι λέγω, γέρθητι». «Νεανίσκε, Εγώ σου το λέγω: ‘’Σήκω επάνω’’». Και ο νεανίσκος ανεκάθισε μέσα εις το φέρετρό του και άρχισε να ομιλεί!

Ομολογουμένως ήταν ένα θαύμα καταπληκτικόν. Όλοι γύρω εξέστησαν. Και φοβήθηκαν. Γιατί ό,τι έχει σχέση με τον αόρατον κόσμον, τον πνευματικό κόσμο, φοβίζει και τρομάζει φοβερά τον άνθρωπο. Και σημειώνει ο Λουκάς: «λαβε δ φόβος πάντας κα δόξαζον τν Θεόν, λέγοντες τι προφήτης μέγας γήγερται ν μν, κα τι πεσκέψατο Θες τν λαν ατο». Όλους τους κατέλαβε φόβος. Δόξαζαν τον Θεό κι έλεγαν ότι «μεγάλος προφήτης μάς επισκέφθη», «γήγερται», δηλαδή «στάθηκε στον λαό μας μέσα». Και ότι «επεσκέφθη ο Θεός τον λαόν Του». Το θεωρούσαν ότι ήταν μία επίσκεψις του Θεού αυτό, εν προσώπω βέβαια Ιησού Χριστού, τον Οποίον εξελάμβαναν ως μέγαν προφήτην.

Αλλά όταν ο λαός έλεγε ότι ο Θεός επεσκέφθη τον λαόν Του, πώς το εννοούσε; Μπόρεσε να συλλάβει την προσωπική επίσκεψη του Θεού; Ότι ήταν προσωπικά παρών ο Θεός; Αυτό μπόρεσε να το συλλάβει ο λαός; Όταν οι Ραββίνοι, οι διδάσκαλοι του Νόμου, διάβαζαν στον λαό την προφητεία του Βαρούχ, που λέγει ότι «Μετά τοτο-δηλαδή μετά από τη δημιουργία του φωτός και του σύμπαντος κόσμου π γς φθη(:εις την Γην ενεφανίσθη, Αυτός που είπε ‘’ Γενηθήτω φς· κα γένετο φς’’ στη Γη έγινε ορατός)κα ν τος νθρώποις συνανεστράφη(:και συνανεστράφη τους ανθρώπους)». Πώς και οι Ραβίνοι και ο λαός μπορούσαν να εννοήσουν αυτήν την προφητείαν;

Το να μεταφερθεί ο αόρατος και πνευματικός Θεός στον χώρο της Γης και της ύλης, θα έμενε πάντοτε κάτι το ακατανόητον. Πώς είναι δυνατόν; Πώς όμως μπορούσαν τότε να εξηγήσουν κάποιες τόσο ρεαλιστικές εκφράσεις των προφητών οι Ραββίνοι; Πώς μπορούσαν να τις εξηγήσουν; Αν έπρεπε να ερμηνεύσομε, πώς θα εξηγούσαμε; Σίγουρα η ερμηνεία θα εγίνετο κατά μεταφοράν και κατά αλληγορίαν κ.λπ. Φερειπείν, εκεί που λέγει: «στησαν ο πόδες ατο»(του Θεού· ‘’στησαν’’, στάθηκαν τα πόδια Του. Πού; Εκεί εις το όρος των Ελαιών. στησαν τα πόδια Του). Ε, πώς θα το ερμηνεύσομε αυτό; Πώς; Ο Θεός έχει πόδια; Απλώς μεταφορικώς. Απλώς αλληγορικώς, όπως σας είπα. Δηλαδή ότι ο Θεός δίνει την εύνοιά Του, δίνει την προστασία Του, εγγίζει την Γην, δίδει το αγαθόν· αλλά ότι ο Θεός προσωπικά θα ήταν παρών κατά τρόπον απτόν, που να Τον πιάνεις, να Τον εγγίζεις, τούτο θα ήταν ακατανόητο. Γιατί ο λαός δεν μπορούσε, μα ούτε και οι Ραββίνοι, να φανταστούν την Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Δεν μπορούσαν. Ερμήνευαν, παρά την σαφήνειαν των προφητών, ερμήνευαν αλληγορικά. Γιατί; Γιατί υπήρχε ένας ορθολογισμός. Μα είναι δυνατόν ποτέ; Αφού μέχρι σήμερα σε πολλούς υπάρχει και δη Χριστιανούς μας, αυτός ο ορθολογισμός. Είναι δυνατόν ποτέ ο Θεός να είναι γγιζόμενος; Είναι δυνατόν; Κατά ρεαλιστικόν δε τρόπον, ε; Όχι μεταφορικώς. Λέει εκεί στον προφήτη Ησαΐα ότι: «γώ εμι Θεός γγίζων». Ναι. Αλλά εκεί θα μπορούσαμε να το πούμε ότι θα ήτο αλληγορικόν. Δηλαδή «είμαι κοντά». Αλλά κατά τρόπον που να πιάνω, να πιάνω, ε, να πιάνω, να άπτομαι Αυτού του Θεού, πώς είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν ποτέ; Πώς λοιπόν μπορούσε ο λαός να αντιληφθεί αυτήν την επίσκεψη του Θεού, όταν είπε ότι ο Θεός μάς επεσκέφθη· που πολύ ορθά βέβαια λέγει ότι ο Θεός επεσκέφθη τον λαό Του, αλλά πώς; Αυτό το πώς…

Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του προφήτου Ιωάννου και Βαπτιστού, δοξάζει τον Θεό, όταν γέννησε το παιδάκι του και λέγει προφητικότατα, είπε μίαν ωδήν: «Ελογητς Κύριος, Θες το σραήλ, τι πεσκέψατο κα ποίησε λύτρωσιν τ λα ατο(«γιατί επεσκέφθη τον λαό Του και έδωσε την λύτρωση». «ποίησε». Είναι πιο δυνατό το «ποίησε» από το «έδωσε». Δηλαδή εργάστηκε το θέμα της σωτηρίας). «ν ος πεσκέψατο μς νατολ ξ ψους πιφναι τος ν σκότει κα σκι θανάτου καθημένοις». Δύο φορές χρησιμοποιεί το πεσκέψατο, το ρήμα «πισκέπτομαι».

Εντούτοις, εντούτοις, έρχεται ο Θεός στη Γη κατά τρόπον όπως το είπαν οι προφήται, όπως το έβαλε εις το στόμα των το Πνεύμα το Άγιον, κατά τρόπον αισθητόν. Αφού βεβαίως ενεδύθη, ντύθηκε τη Δημιουργία Του. Έγινε άνθρωπος. Ο Ψαλμωδός θαυμάζει και ερωτά: «Τί στιν νθρωπος, τι μιμνσκ ατο; υἱὸς νθρώπου, τι πισκέπτ ατόν;». «Κύριε», λέει, «τι είναι ο άνθρωπος, ποιος είναι επιτέλους αυτός ο άνθρωπος που τον θυμάσαι; Ή απόγονος ανθρώπου που τον επισκέπτεσαι; Ποιος είναι;».

Αλλά εδώ έχομε μίαν αποκάλυψη. Για να επισκέπτεται ο Θεός τον άνθρωπον κατά τρόπον αισθητόν, με την Ενανθρώπηση, σημαίνει ποίαν αξίαν έχει ο άνθρωπος, σαν εικόνα του Θεού. Όταν φθάνει δηλαδή ο Θεός να επισκέπτεται κατ’ αυτόν τον τρόπον και να εργάζεται την Ενανθρώπηση, τότε ποιος είναι ο άνθρωπος; Πάρα πολύ μεγάλη αξία. Βλέπομε ο ένας τον άλλον, βλέπομε τα μικρά παιδιά, βλέπομε τους ηλικιωμένους και λέμε: «Ε, καλά ποιος είναι αυτός; Ένας γέρος άνθρωπος, ένα παιδάκι». Δεν μπορούμε να συλλάβομε την αξία «άνθρωπος». Ήταν ανάγκη να τύχει αποκαλύψεως. Κι εδώ έχομε ίσως το πιο δυνατό επιχείρημα, ποια είναι η αξία του ανθρώπου, όταν ο Θεός γίνεται άνθρωπος.

Έτσι λοιπόν, εις την Ενανθρώπησιν, έχομε μίαν σαφεστάτην αποκάλυψιν. Ανάμεσα στον Θεό Λόγο και τον άνθρωπο, υπάρχει μία αμοιβαία έλξις. Αλλιώτικα δεν θα ήταν δυνατόν να συνέβαινε η Ενανθρώπησις. Ένας έρως· που μένει βέβαια αυτός ο έρως ακατανόητος. Και η δική μας αγάπη, δυστυχώς έχει ατονίσει. Και έχει διαστραφεί. Αντίθετα, η δική Του αγάπη, του Θεού Λόγου μένει αναλλοίωτη. Μας δημιούργησε, μας έπλασε, μας αγαπά, δεν έχει μεταβολές στα αισθήματά Του υπέρ των ανθρώπων. Δημιουργεί τους πρωτοπλάστους, τους τοποθετεί εις τον ωραίον παράδεισον, που λέγεται μάλιστα και «παράδεισος τρυφς». Τρυφή θα πει απόλαυσις. Μετά, που ήταν ένα θαυμάσιον ενδιαίτημα, κατοικία δηλαδή ο παράδεισος, κατοικία του ανθρώπου. Εν συνεχεία δε, όταν τοποθέτησε ο Θεός τον άνθρωπο εις τον Παράδεισο, τι έκανε; Τον επεσκέπτετο! Τον επεσκέπτετο!

Τι θα κάνομε στη Βασιλεία του Θεού; Θα Τον βλέπομε και θα μας βλέπει. Αυτό είναι το ύψιστον αγαθόν. Μη σας κάνει εντύπωση. Όπως ακριβώς, όταν παντρέψομε το παιδί μας, κάνομε επίσκεψη στο σπίτι Του. Γιατί; Για να το βλέπομε και να μας βλέπει. Τίποτε άλλο. Βέβαια το «τίποτ’ άλλο», μια κουβέντα. Απ’ αυτήν τη θεωρία, από το βλέπω, απορρέουν όλα τα αγαθά. Η ειρήνη, η αγάπη, η χαρά και και και…

Οι πρωτόπλαστοι δε, όταν τους επεσκέπτετο ο Θεός Λόγος, δεν μπορούμε να κατανοήσομε πώς ήταν αυτή η επίσκεψις, γιατί βέβαια ακόμη δεν είχε ενανθρωπήσει ο Θεός Λόγος, οι πρωτόπλαστοι ωστόσο δεν εκπλήσσονται για τις επισκέψεις του Θεού Λόγου. Να πουν: «Α!». Δεν εκπλήσσονται. Μάλιστα θα λέγαμε θεωρούσαν το πιο φυσικό πράγμα να τους επισκέπτεται ο Θεός Λόγος. Ακατανόητα, βλέπετε, ακατανόητα πράγματα… Όταν όμως αμάρτησαν, κρύπτονται, ενοχλούνται από την επίσκεψη του Θεού Λόγου. Όχι γιατί, θα λέγαμε, είναι γιατί φοβήθηκαν την παράβαση της εντολής. Όχι γιατί φοβήθηκαν την παρουσία του Θεού Λόγου. Αφού ήσαν συνηθισμένοι σε αυτό. Προσέξατέ το. Ήσαν συνηθισμένοι. Γι’ αυτούς η επίσκεψις του Θεού Λόγου, θα επαναλάβω, ήταν το πιο φυσικόν, φυσικόν πράγμα. Όπως και η ανάστασις του υιού της χήρας ήταν το πιο φυσικό πράγμα. Γιατί; Γιατί ο θάνατος δεν είναι φυσικό πράγμα· είναι παράλογον. Και ο Χριστός τι έκανε; Μία πράξη φυσική. Επαναφέρει τη ζωή· γιατί η ζωή είναι το φυσικόν πράγμα. Όχι ο θάνατος. Μία καρικατούρα μέσ’ τη δημιουργία είναι ο θάνατος. Χωρίς βεβαίως να είναι ο Θεός εισηγητής του θανάτου· αλλά εισηγητής του θανάτου είναι ο διάβολος και η αμαρτία των πρωτοπλάστων. Έτσι λοιπόν κι εδώ, τι φυσικότερον να μας επισκέπτεται ο Θεός Λόγος. Κι επειδή η θέα του Θεού δεν ήτο πλέον δυνατόν εις τους πρωτοπλάστους, μετά την πτώση τους, να υπάρχει, γι΄αυτό τώρα ο Θεός αποσύρεται.

Απεσύρθη ο Θεός. Αλλά δεν άφησε, όπως λέει σε μία του ομιλία ο Απόστολος Παύλος στα Λύστρα, δεν άφησε τον εαυτόν Του αμάρτυρον, χωρίς να δίνει την μαρτυρία Του. Δίνει τη μαρτυρία Του τώρα έμμεσα. Βρέχει. Είναι δόξα του Κυρίου αυτό. Γιατί; Πρέπει να ποτιστεί η Γη. «Κα μέθυσας τος αλακας ατς», λέει ένας Ψαλμός. «Τα αυλάκια, που είναι εκεί φυτεμένα, ό,τι είναι φυτεμένα– κοιτάξτε, τι ωραία έκφρασις: «μέθυσας». Πίνω κρασί, θα πει λίγο. Όταν πιω πολύ, μεθώ. Σημαίνει «Έδωσες τόσο νερό, ώστε εμέθυσες τη Γη, τους αύλακας της Γης· που είναι εκεί τα φυτά». Αυτό είναι δόξα του Θεού. Βγαίνει ο ήλιος. Είναι δόξα του Θεού. Όπως πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα οι Εβραίοι. Δεν είναι τίποτα το εκπληκτικόν. Είπε ο Θεός: «Και τώρα, θα δείτε την δόξαν μου». Τι ήταν η δόξα Του; Το ότι πέρασαν «βρόχοις ποσί», με άβρεχτα πόδια οι Εβραίοι την Ερυθρά θάλασσα. Αυτές είναι ενέργειες του Θεού. Έτσι ο Θεός δεν άφησε τον εαυτόν Του αμάρτυρον, χωρίς μαρτυρίαν. Μόνο που δεν υπήρχε πια η άμεσος θέα. Αυτό δεν υπήρχε.

Μέχρι, μέχρι που ενεδύθη ο Θεός Λόγος, γιατί Εκείνος μας εδημιούργησε, ενεδύθη τη Δημιουργία Του και ήλθε ανάμεσά μας κατά τρόπον αισθητόν. Αλλά και αυτό από αγάπη. Γιατί μας αγαπούσε. Συνέβη όμως τούτο. Όταν ήλθε, σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο 1ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του: «Ες τ δια λθε(:ήλθε σε μας), κα ο διοι (:οι δικοί Του και μάλιστα ο λαός Του) ατν ο παρέλαβον». Δεν Τον δέχθηκαν. Ήλθε, αλλά δεν Τον δέχτηκαν. Και ακόμη λίγο πιο κάτω, θα πει: «Κα κόσμος ατν οκ γνω». «Και ο κόσμος», λέγει, «δεν Τον εγνώρισε». Γιατί δεν Τον εγνώρισε; Μήπως επειδή ήλθε με αυτό το ταπεινό σχήμα; Μα, ήλθε άνθρωποι, με ταπεινό σχήμα, γιατί ο πρόγονός σας, ο Αδάμ, ήθελε να πάρει κάτι παραπάνω από το σχήμα που είχε. Ζητούσε την ισοθεΐαν. Το πάθος εκείνο που έπασχε και ο διάβολος. Και το εισηγήθη εις τον Αδάμ. Δεν ήταν ο απλός Αδάμ. Ζήτησε την ισοθεΐαν. Κι έπεσε. «Γι΄αυτό λοιπόν έρχομαι εγώ αντίθετα. Έρχομαι ταπεινός, απλός. Μπορείς να με δεχθείς; Μπορείς αυτό να το κατανοήσεις; Να με ανακαλύψεις μέσα ακριβώς σ’ αυτήν την ταπείνωσή μου; Ταπείνωση, όχι με την έννοια της αρετής. Με την έννοια του εξευτελισμού». Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: «δούλου μορφήν λαβών». «Επήρε», λέει, «μορφή δούλου».

Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που εκπλήσσει. Αλλά δεν μπορέσαμε να το γνωρίσουμε. Προσπάθησε να μας βοηθήσει να το γνωρίσουμε. Ότι μας επεσκέφθη. Ωστόσο η θέα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη περιορίστηκε μόνον εις τους δικαίους. Στον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ. Κι εκεί βέβαια αινιγματωδώς. Όταν ο Αβραάμ πέφτει σε μίαν έκστασιν… του είπε πολλά εκεί ο Θεός. Όταν ο Ιακώβ στον ύπνο του παλεύει με κάποιον, ερχόμενος πίσω εις τη γην Χαναάν, παλεύει, παλεύει… Και του λέγει: -«Άφησέ με να φύγω». -«Δεν σε αφήνω». -«Άφησέ με να φύγω». -«Δεν σε αφήνω εάν δεν με ευλογήσεις». Του λέγει: «Ε, από δω και μπρος δεν θα λέγεσαι Ιακώβ(που θα πει πτερνιστής. Δεν ήταν βεβαίως όνομα περιωπής. Ονομάστηκε έτσι, γιατί είχε πιάσει την φτέρνα, γενόμενος δίδυμος του Ησαύ. Πτερνιστής. Είναι άσχημη κατάστασις). «Θα λέγεσαι Ισραήλ». Δηλαδή ηγαπημένος. Βλέπετε λοιπόν ότι εμφανίζεται ο Θεός, αλλά αινιγματωδώς. Στον λαό; Εμφανίζεται με τις ενέργειές Του, με όλα εκείνα τα καταπληκτικά. Φερ’ ειπείν, ρίχνει το μάνα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια. Ούτε μία ώρα, ούτε μία μέρα, ούτε μία εβδομάδα. 40 χρόνια. Αυτό είναι μία ενέργεια του Θεού. Έτσι εμφανίζεται, έμμεσα ο Θεός, δια των ενεργειών Του. Μόνο με εκείνα τα θαυμαστά που μπορούσε να βιώνει ο λαός.

Γι΄αυτό, η Ενανθρώπησις του Θεού Λόγου είναι κεντρικόν γεγονός της Ιστορίας. Τελείως βέβαια ακατανόητον, αλλά πραγματικό, ρεαλιστικό. Ο Θεός λοιπόν επισκέπτεται και τις επιμέρους, θα λέγαμε, ανθρώπινες καρδιές. Και τις επιμέρους ανθρώπινες καρδιές. Λέει ο Κύριος στην Αποκάλυψη, είναι στο τρίτο κεφάλαιο: «δού στηκα πί τήν θύραν καί κρούω». «Να, στάθηκα, μπροστά στην πόρτα του οίκου της υπάρξεώς σου. Και χτυπώ. Και κρούω». Δεν λέγει «έκρουσα». Λέει «κρούω». Πράξη διαρκείας. «ν τις κοσ τς φωνς μου κα νοξ τν θραν, κα εσελεσομαι πρς ατν(θα μπω μέσα) κα δειπνσω μετ’ ατο κα ατς μετ’ μο». «Θα καθίσω στο τραπέζι, θα δειπνήσει αυτός μαζί μου κι εγώ μαζί του». Κι εδώ συναντούμε εκφράσεις αδιανόητα οικείες. «Χτυπάω την πόρτα». «Θύρα» είναι η προαίρεσις της υπάρξεως του ανθρώπου. Και η «κρούσις του κρούοντος την θύραν» είναι εκείνα τα μικρά-μικρά θαύματα, τα καθημερινά, που ανοίγουν και φωτίζουν τον νου και την καρδιά. Για να πει ο πιστός: «Ποιος είσαι, Κύριε; Ποιος κρούει; Τι είναι αυτό που βιώνω;». Είναι εκείνα που δημιουργούν το θάμβος και την έκπληξιν.

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος έχει μία ωραία περικοπή στα Άπαντά του. Επιτρέψατέ μου να σας τη διαβάσω σε απόδοση: «Κατά καιρούς και ανεπαίσθητα πέφτει σε όλο το σώμα μία τρυφή και αγαλλίασις, που γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει, έως ότου ο άνθρωπος θεωρήσει όλα τα επίγεια, στάχτη, σποδόν και σκύβαλα. Αυτά συμβαίνουν την ώρα της προσευχής ή της αναγνώσεως ή στη συνεχή μελέτη, που απλώνεται η διάνοια και τότε θερμαίνεται ο νους. Ακόμα, αυτή η τρυφή συμβαίνει ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο. Σαν να κοιμάται κανείς, αλλά δεν κοιμάται. Και όταν έλθει αυτή η τρυφή, η απόλαυσις, που σφύζει σε όλο το σώμα, ο άνθρωπος τότε νομίζει ότι αυτό είναι η Βασιλεία του Θεού». Και αυτή η κατάστασις, πρέπει να σας σημειώσω, είναι χωρίς παραστάσεις, χωρίς εικόνες. Είναι ανεικόνιστος. Δεν είναι όνειρο. Δεν υπάρχει καμία εικόνα, μα καμία εικόνα. Μόνο ένα αίσθημα μακαριότητος απιθάνου. Και τότε εκεί ο άνθρωπος παίρνει μία γεύση της Βασιλείας του Θεού· που δεν μεταφέρεται ούτε με εικόνες, ούτε με λόγια. Είναι… πώς να σας το πω; Όπως ακριβώς μας δίνει κάποιος ένα μεζεδάκι, για να πάρομε μία γεύση ενός γεύματος που θα ακολουθήσει. Έτσι ο Θεός στέλνει αυτές τις γεύσεις, για να σου πει ποιο είναι το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού. Προσέξτε, είναι πραγματικά αυτά. Σας ξαναλέγω, δεν είναι όνειρον. Δεν είναι ύπνος, δεν είναι ξύπνιος. Είναι μία κατάστασις που ο άνθρωπος έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του. Αν υπάρξει ένας θόρυβος, θα ήθελε να μην υπάρξει, για να μην τελειώνει ποτέ αυτή η κατάστασις. Έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του.

Αγαπητοί, η καρδιά είναι ο χώρος συναντήσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Και οι μεγάλες χαρές του ανθρώπου. Μετά την ανάσταση των νεκρών, δεν θα είναι μόνον η καρδιά τόπος συναντήσεως του Θεού. Αλλά ο όλος άνθρωπος. Γι΄αυτό γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «γαπητοί, νν τέκνα Θεο σμεν, κα οπω φανερώθη τί σόμεθα(:Ακόμη δεν φανερώθηκε τι θα είμαστε) οδαμεν δ τι άν φανερωθ (:γνωρίζομε ότι όταν θα φανερωθεί… –Το άν είναι όχι υποθετικό, αλλά χρονικό) μοιοι ατ σόμεθα(:θα είμεθα όμοιοι με Εκείνον. Όπως ήταν σαρκωμένος και θεωμένος) τι ψόμεθα ατν καθώς στι». «Γιατί θα Τον δούμε όπως είναι». Θα Τον δούμε όπως είναι.

Ακόμη είναι και τούτο το ρεαλιστικό· που αρχίζει από τη Γη και εκπληρούται στη Βασιλεία του Θεού· που λέγει ο Θεός και στην Παλαιά και στην Καινή. Το χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος: «Καθς επεν Θες τι νοικήσω ν ατος κα μπεριπατήσω κα σομαι ατν Θεός, κα ατο σονταί μοι λαός». Θα περπατήσω ανάμεσά τους. «Ταύτας ον χοντες τς παγγελίας, γαπητοί (λέει ο Παύλος: «έχοντες αυτές τις υποσχέσεις»),καθαρίσωμεν αυτος(:ας καθαρίσουμε τον εαυτόν μας) π παντς μολυσμο σαρκς κα πνεύματος, πιτελοντες γιωσύνην ν φόβ Θεο».

Γι΄αυτό, ας προσέχομε τη ζωή μας, το ήθος μας, την πίστη μας, την καρδιά μας. Γι΄αυτό λέγει η Γραφή: «Οα μν τος πολωλεκόσι τν καρδίαν(«Αλίμονο σε εκείνους που έχασαν την καρδιά τους», λέει η Σοφία Σειράχ)· Κα τί ποιήσετε ταν πισκέπτηται Κύριος;». Τα»ι θα κάνετε όταν θα σας επισκεφθεί ο Κύριος;». Ο Ισραήλ έχασε την καρδιά του. Και είπε ο Χριστός: «Αλίμονό σου, Ισραήλ -από το όρος των ελαιών το είπε- οκ γνως(:δεν εγνώρισες) τήν πισκοπήν σουπισκοπή» θα πει επίσκεψις- τι σε πεσκέφθη γιος το σραήλ, Κύριός σου». «Δεν το γνώρισες». Έχασε την καρδιά του. Όπως και πολλοί άνθρωποι χάνουν την καρδιά τους. Οι επισκέψεις του Θεού και δυνατές είναι και υπέροχες. Αρκεί ο Θεός να βρίσκει τόπο. Και ο τόπος είναι η καρδιά. Τότε, κατ’ αλήθειαν, λέγει, ο πιστός ότι δέχεται θείες επισκέψεις. Γιατί ο Θεός είναι πολύ κοντά μας και μας αγαπά. Και αγαπά να μας επισκέπτεται.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_695.mp3

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΑΣ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα: 

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΑΣ

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 19-10-1986]

(Β166)

Η σκηνή, αγαπητοί μου, της αναστάσεως του υιού της χήρας της Ναΐν, περιγράφεται λιτά μεν αλλά πολύ ζωηρά. Με ένα Του λόγο ο Κύριος, όπως ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, ανέστησε εκείνο το παλληκάρι που ήταν μοναχοπαίδι εκείνης της φτωχιάς, χήρας γυναίκας. Και του είπε: «Νεανίσκε, σοί λέγω, γέρθητι». «Νεανίσκε, νέε μου, σε εσένα το λέγω· σήκω επάνω». Και ο νεανίσκος ανεστήθη.

Φόβος και έκσταση κατέλαβε τον λαό, όπως μας περιγράφει ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς. Και πολύ δίκαια, έβγαλε το συμπέρασμα ο λαός «τι προφήτης μέγας γήγερται ν μν, κα τι πεσκέψατο Θες τν λαν ατο».

Αλλά, αγαπητοί μου, και σήμερα στην εποχή μας η νεότητα παρουσιάζει μία χειρότερη νέκρωση. Και αυτή η νέκρωση είναι πνευματική. Και όπως στη βιολογική νέκρωση ενός νέου ανθρώπου λέμε όλοι «κρίμα, νέο παιδί, νέος άνθρωπος πέθανε» και υπάρχει και πολύ πένθος, έτσι, πολύ περισσότερο πένθος υπάρχει όταν δεν είναι ένα πρόσωπο, αλλά είναι ολόκληρη η νεολαία. Τότε ανήκει στη νέκρωση της νεολαίας πολύς οδυρμός και πολλά δάκρυα. Περπατάμε στον δρόμο και βλέπουμε αυτούς τους ζωντανούς νεκρούς που ανήκουν στη νεολαία μας. Και σας βεβαιώνω, κλαίει η ψυχή, κλαίει ασφαλώς όλων των ανθρώπων εκείνων που καταλαβαίνουν, μπορούν να νιώθουν, να προσδιορίζουν και να πενθούν. Και πενθούν. Και οδύρονται. Όταν βλέπουν περιφερομένους νεκρούς από τη νέα γενεά, από τα παιδιά μας, από τη νεολαία μας.

Αλλά εάν ο Κύριος όμως, αγαπητοί μου, πραγμάτωσε τρεις αναστάσεις, τόσες τουλάχιστον αναγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια, πιθανότατα πολλούς άλλους είχε αναστήσει, όμως πολύ περισσότερες πνευματικές νεκραναστάσεις ο Κύριος επιτελεί. Και επιτελούσε και επιτελεί και θα επιτελεί.

Αλλά ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, όπως μας τα περιγράφει το ιερό κείμενο. Λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής, όταν εξήρχετο εκείνη η συνοδεία του νεκρού από την πύλη της πόλεως Ναΐν, εισήρχετο εις την πόλιν ο Κύριος με μία πολύ μεγάλη συνοδεία πολλών ανθρώπων, θαυμαστών Του, που Τον ακολουθούσαν. Είδε το πένθος ο Κύριος. Είπε στη μητέρα: «Μ κλαε», «μην κλαις». Και τότε «προσελθών», λέει ο ιερός Ευαγγελιστής, «ψατο τς σορο». Τότε λέγει, αφού προσήλθε, ήγγισε την σορό. Το φέρετρο δηλαδή και τον νεκρό που ήταν μέσα στο φέρετρο. Βλέπει κανείς εδώ ότι υπάρχει ανάγκη ο Ιησούς Χριστός να προσεγγίσει την νεκρωμένη νεολαία.

Αυτή η προσέγγιση όμως πώς μπορεί να νοηθεί; Λέμε ότι πρέπει να προσεγγίσει ο Ιησούς τη νεολαία. Πώς το καταλαβαίνουμε αυτό; Πώς το εννοούμε; Αυτή η προσέγγιση γίνεται με τη Χάρη του Θεού, όταν ο Θεός δίνει τη χάρη Του, όπως ακριβώς οι ακτίνες του ηλίου αναδεύουν και αντικείμενα και πρόσωπα, έτσι, οι ακτίνες της θείας Χάριτος να έλθουν να αναδεύσουν, να χαϊδεύσουν, να εγγίσουν, να προσάψουν, να χαϊδέψουν, όπως σας το είπα, αλλά να έρθει και το δεύτερο στοιχείο. Ο ζωντανός λόγος του Θεού, που προσφέρεται από την Εκκλησία.

Η χάρις λοιπόν του Θεού και ο ζωντανός λόγος της Εκκλησίας του Θεού. Αυτός ο ζωντανός λόγος, που έρχεται απέξω και προσφέρεται, πρέπει να βρει σημεία επαφής. Προσέξτε, ο Κύριος λέει, «γγισεν» εκείνον τον νεκρό. Πρέπει λοιπόν να βρει ο λόγος του Θεού αυτά τα σημεία της επαφής στη νεκρή νεολαία. Αλλά εδώ χρειάζεται όμως πάρα πολλή προσοχή· διότι όταν λέμε «σημεία επαφής» δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία θα προβεί σε αβαρίες για να κερδίσει τους νέους. Υπάρχει μία παρανόησις εδώ. «Να βάλουμε όργανα μουσικά, επειδή η νεολαία μας αγαπάει τη μουσική, να τα βάλουμε μέσα στη λατρεία για να προσελκύσουμε», λέμε. Επειδή μάλιστα αρέσει ο ρυθμός της τζαζ, να βάλουμε μουσική που να είναι στο ρυθμό της τζαζ, για να προσελκύσουμε τη νεολαία. «Τι κάνετε εκεί;», ερωτούμε. «Μα, σημεία επαφής βρίσκουμε ανάμεσα στην Εκκλησία, στον λόγο του Θεού και τον λαό του Θεού, κυρίως τους νέους». Λάθος βέβαια. Λάθος αγαπητοί. Δεν μπορεί να γίνει καμία αβαρία.

Έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι όταν προσφέρεται ο λόγος του Θεού ατόφιος, καθαρός, ανόθευτος και με πολλή αγάπη, με πολλήν αγάπη, αγάπη που φθάνει και ξεπερνά τα όρια της αυτοθυσίας, τότε δημιουργούνται σημεία επαφής. Δεν χρειάζεται τίποτα να τροποποιήσουμε. Αρκεί να είναι αυτός ο λόγος του Θεού ζωντανός, καθαρός, επαναλαμβάνω, και με αγάπη· γιατί η ψυχή ζητάει το αληθινό, εκείνο που προσφέρεται με αλήθεια και αυτό που προσφέρεται με αγάπη. Συνεπώς, όταν λέμε «προσέγγισις», «εύρεσις σημείων επαφής», δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να προβούμε σε υποχωρήσεις και αβαρίες τέτοιες που τελικά φθάνουμε κατά διαλεκτικό τρόπο, φθάνουμε, αγαπητοί μου, εκείνο που προσφέρουμε να μη σώζει. Και μια προσφορά λόγου Θεού που δεν σώζει, μία Εκκλησία που δεν σώζει, είναι περιττό να προσφερθεί.

«Νεανίσκε», λέει ο Κύριος. Νεανίσκε. Ωραία προσφώνησις του Κυρίου: «Νεανίσκε». «Νέε μου»· που φανερώνει… όχι το όνομα, αλλά φανερώνει την ηλικία. Πράγματι η εφηβική ηλικία και η νεανική ηλικία είναι η πιο όμορφη ηλικία. Αλλά και η πιο σκληρή και η πιο δύσκολη. Συμπαθής, αλλά δύσκολη ηλικία. Έτσι που πολλές φορές, αν κανείς μεγαλώσει και κοιτάξει πίσω τη ζωή του, μπορεί να βλέπει στα νεανικά του χρόνια και να τα νοσταλγεί. Αλλά όταν βλέπει πόσο δύσκολα πέρασε, να εύχεται να μην ξαναγύριζε στα νεανικά του χρόνια. Προβλήματα, πολλά προβλήματα. Προβλήματα υπαρξιακά. Ένας νέος άνθρωπος στέκεται μπροστά στη ζωή και αναρωτιέται ποιος είναι αυτός ο ίδιος, ποιοι είναι οι άλλοι, ποιος είναι ο Θεός, τι υπάρχει. Έχει ψυχή; Δεν έχει ψυχή; Ποιο είναι το μέλλον του ανθρώπου; Ποιος ο σκοπός της υπάρξεως; Αυτά τα λεγόμενα «υπαρξιακά προβλήματα», για έναν νέο που σκέπτεται, είναι βασανιστικά. Και ο πιο επιπόλαιος ακόμη νέος, έχει στιγμές που φθάνει σε ένα αδιέξοδο. Και μπορεί να αναρωτιέται και να λέγει: «Αξίζει να ζει κανείς ή να μη ζει;».

Προβλήματα επαγγελματικά. Το βλέπομε καθαρά αυτό στα παιδιά μας. Τι θα ακολουθήσουν και πώς θα επιτύχουν εκείνο το οποίο θέλουν να ακολουθήσουν. Προβλήματα ηθικά. Πω πω, προβλήματα ηθικά! Προβλήματα πνευματικού προσανατολισμού. «Τι θα ακολουθήσω; Πώς θα προσανατολισθώ στη ζωή μου;». Προβλήματα σχέσεων. Αυτό το τελευταίο μάλιστα το τονίζομε, γιατί το βλέπομε ανάγλυφο στην εποχή μας. Βλέπομε αγαπητοί μου τους νέους να μην έχουν αγαθές σχέσεις με τους γονείς τους, με το σπίτι τους γενικά, με την Εκκλησία, με την κοινωνία. Ο αναρχισμός, εκείνο το ανέμελο, εκείνο το «δεν με νοιάζει», εκείνο το «δεν βαριέσαι», εκείνο το «εγώ είμαι και κανείς άλλος στον κόσμο» δημιουργεί φοβερά προβλήματα σχέσεων. Τόσο που μόνα αυτά να υπήρχαν, θα λέγαμε όλα τα άλλα είναι περιττά. Αλλά αν το θέλετε, επειδή όλα τα άλλα υπάρχουν, γι’ αυτό υπάρχει πρόβλημα οξύτατο σχέσεων.

Ποιος όμως θα λύσει αυτά τα προβλήματα; Ποιος άλλος από τον Ιησού Χριστό; Πρέπει να αντιληφθεί η νεολαία μας ότι ματαιοπονεί στις αναζητήσεις της, στην κουλτούρα, στις υλιστικές και πολιτικές θεωρίες, στις ηδονές και τα ναρκωτικά. Ματαιοπονεί. Δεν θα βρει τίποτε εκεί. Όλα αυτά οδηγούν σε ένα αδιέξοδο, σε ένα χάος. Και τότε έρχεται η φωνή του Κυρίου: «Νεανίσκε, σοι λέγω…». «Νεανίσκε, σε σένα μιλάω, σε εσένα μιλάω. Σε εσένα. Εγώ ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού, Εγώ που στάθηκα νήπιο, Εγώ που στάθηκα έφηβος και νέος, επέρασα την ανθρώπινη αυτή ηλικία, αυτή που τώρα περνάς εσύ, Εγώ είμαι Εκείνος, ο μαθών ανθ’ ων έπαθον. Είμαι Εκείνος που έχω μάθει, από εκείνα που έχω πάθει. Δηλαδή Εγώ που δοκίμασα τη ζωή, Εγώ που πειράστηκα από τον διάβολο, που σε πειράζει και εσένα, τον ενίκησα όμως. Και τον κόσμον ενίκησα. Και τον διάβολο ενίκησα. Κι έμεινα χωρίς αμαρτία. Νέε μου, νεανίσκε μου, ομιλώ σε εσένα προσωπικά. Εσύ που ζεις τόσο έντονα την πνευματική κρίση της εποχής σου. Εσύ που έχεις βαθιές εμπειρίες της αμαρτίας. Εσύ που στράφηκες ακόμα και εναντίον μου. Σε εσένα στρέφομαι, νέε μου. Σε θεωρώ φίλο μου και θέλω να σε βοηθήσω. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει και να σε νεκραναστήσει. Στρέψου σε εμένα, όχι για να με πολεμήσεις, αλλά για να με ακούσεις. Τι έχω να σου πω; Εγέρθητι! Σήκω επάνω. Νεανίσκε, σοι λέγω· εγέρθητι. Σήκω επάνω. Εγέρθητι. Ναι. Σήκω επάνω. Εγώ ο Κύριός σου είμαι Εκείνος που σε δημιούργησα σε ορθία κατάσταση· που είναι έκφρασις, γιατί περπατάς στα δυο σου ποδάρια, έκφρασις ότι είσαι εσύ κύριος της Δημιουργίας, ότι εσύ είσαι βασιλιάς και κυρίαρχος του παντός. Ναι. Γι’ αυτό Εγώ ο Κύριός σου λέγομαι: «Κύριος των κυριευόντων». Ποιων κυριευόντων; Των κυριευόντων ανθρώπων. Γι’ αυτό Εγώ λέγομαι «ο βασιλεύς των βασιλευόντων». Είμαι ο βασιλιάς τίνων; Εκείνων που βασιλεύουν. Ποιοι είναι αυτοί που βασιλεύουν; Οι άνθρωποι. Γιατί εσείς οι άνθρωποι είσαστε οι κύριοι και οι βασιλείς. Κι Εγώ είμαι ο Κύριος των κυρίων και ο Βασιλιάς των βασιλευόντων. Έτσι, η ορθία στάση, που Εγώ σε έχω έτσι δημιουργήσει, είναι έκφραση της δικής μου εικόνος στη δική σου την ύπαρξη. Αυτή η ορθία στάσις ακόμα δείχνει, εκφράζει, μία αναζήτηση εμού του Δημιουργού σου.

Εκφράζει ακόμα μία διαφοροποίηση της δικής σου της ζωής από τη ζωή των άλλων ζώων. Γι’ αυτό, σε τιμή όντας, δεν πρέπει να συγκρίνεσαι με τα ζώα. Ούτε να κατεβαίνεις στο επίπεδό τους και να επιθυμείς να τους μοιάσεις. Είσαι ευγενούς καταγωγής. Μην πέφτεις στα πάθη που σε εξομοιώνουν με τα ζώα. Σου έδωσα όλα τα αγαθά της Δημιουργίας. Μην αναζητάς το παραπάνω. Σου έδωσα το κρασί, που ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου. Μη μεθάς. Σου ‘δωσα το ψωμί, που στηρίζει καρδίαν ανθρώπου. Μην γίνεσαι κοιλιόδουλος. Σου έδωσα όλη την ομορφιά της ζωής, σου έδωσα να χαίρεσαι κι οι αισθήσεις σου ακόμη. Μην τρυγάς στην πορνεία. Μην πηγαίνεις και γίνεις κυνηγός των ηδονών του βίου τούτου. Πρόσεξε. Όταν κάνεις αυτά, ενώ συ είσαι τιμημένος, υπάρχων εν τιμή, έρχεσαι και εξομοιούσαι με τα ζώα. Κάτι περισσότερο. Κατεβαίνεις πιο κάτω από τα ζώα.

Ο θάνατος είναι εκείνος που οριζοντιοποιεί τον άνθρωπο. Τον ξαπλώνει κάτω. Τον κάνει πτώμα. Από το «πίπτω». Τον κάνει πτώμα τον άνθρωπο. Ο θάνατος. Αλλά Εγώ είμαι η Ζωή, που έρχομαι να σου πω: «Νεανίσκε· σήκω επάνω». Νεολαία, σήκω επάνω. Στην εποχή σου, νέε μου, οι άνθρωποι περπατούν με τα τέσσερα! Ενώ Εγώ τους έκανα να περπατούν με τα δύο. Και περπατώντας με τα τέσσερα, δεν έχουν τη δυνατότητα να κοιτάξουν ψηλά. Πραγματικά θεωρούν μόνο ό,τι βλέπουν. Ό,τι δεν βλέπουν, το αγνοούν. Ό,τι είναι χώμα, αυτό μόνο βλέπουν, γιατί βλέπουν χάμω. Ό,τι είναι υλικό, αυτό βλέπουν. Και ό,τι είναι παθιασμένο, αυτό ζουν. Περπατώντας με τα τέσσερα, δεν μπορούν να σηκώσουν τον νου και την καρδία προς Εμένα, να με αναζητήσουν και να με αναγνωρίσουν. Νέε μου, ζεις σε μια εποχή, που οι άνθρωποι περπατούν με τα τέσσερα».

Αγαπητοί, έτσι ομιλεί ο Κύριος στον κάθε νέο, στη νεολαία μας. Αλλά εμείς οι μεγάλοι… ω εμείς οι μεγάλοι… Εμείς οι μεγάλοι είμαστε εκείνοι που οδηγούμε την νεολαία στο νεκροταφείο για ενταφιασμό. Εμείς κρατάμε το φέρετρο, εμείς οι μεγάλοι, το φέρετρο της νεολαίας. Δεν αφηνίασε η νεολαία μόνη της. Εμείς οι μεγάλοι της βγάλαμε τα χαλινάρια, αφαιρέσαμε τα μη, τους νόμους, τις εντολές, τα κάγκελα, και τους είπαμε ότι είναι ελεύθεροι και ότι μπορεί να κάνουν ό,τι θέλουν και μπορούν να κινούνται όπως θέλουν. Κι αν ακόμη στραφούν εναντίον μας και μας φτύσουν, θα τους πούμε: «Καλά κάνατε, παιδιά μας!». Εμείς λοιπόν αφαιρέσαμε όλα αυτά, τα χαλινάρια του νόμου του Θεού και της λογικής και της ανθρωπιάς. Κι έφτασε η νεολαία να αφηνιάσει.

Αλλά όταν ο Κύριος, αγαπητοί μου, επλησίασε το φέρετρο εκείνου του νέου της Ναΐν, λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής: «Ο βαστάζοντες στησαν». Εκείνοι που κρατούσαν το φέρετρο, στάθηκαν. Ναι. Ας σταματήσουμε κι εμείς, οι βαστάζοντες το φέρετρο της νεολαίας. Ναι, της νεολαίας, του νέου λαού, του «κτιζομένου λαο», όπως λέγει ο Ψαλμωδός[Ψαλμ.101,19που την οδηγούμε στον θάνατο και στο σωματικό και τον πνευματικό, με τους σάπιους νόμους μας, με τη χαλασμένη λογική μας, με τη διεφθαρμένη αγωγή μας, με τους θανατηφόρους προσανατολισμούς που δίνομε στους νέους μας, με την αποστασία που δημιουργήσαμε. Ας σταματήσουμε. Ας δώσουμε την ευκαιρία στον Χριστό να πλησιάσει τη νεκρωμένη νεολαία μας. Κι Εκείνος θα την αναστήσει. Και θα την αποδώσει πάλι στη μητέρα Εκκλησία και στη μητέρα της την πατρίδα. Κάποτε, ας το αντιληφθούμε, μόνον ο Χριστός ανέστηνε τους νεκρούς· τους σωματικά και πνευματικά νεκρούς. Γιατί Αυτός είναι η Ζωή και η Ανάστασις.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

Αγ. Γρηγορίου Παλαμά (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΣΤΗ ΝΑΪΝ)

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΣΤΗ ΝΑΪΝ

Ο μέγας Παύλος, αποδεικνύοντας το θείο και κοινωφελές της πίστεως και εξαγγέλλοντας τα έργα της και τα κατορθώματα και τους καρπούς και την δύναμή της, αρχίζει από τους αιώνες, από τους οποίους δεν υπάρχει τίποτε αρχαιότερο. Λέει ότι «Πίστει νοομεν κατηρτίσθαι τος αἰῶνας ήματι Θεο, ες τ μ κ φαινομένων τ βλεπόμενα γεγονέναι(:Με την πίστη και όχι με τις εξωτερικές μας αισθήσεις κατανοούμε και γνωρίζουμε ότι ο ορατός κόσμος, που έγινε μέσα στον χρόνο, δημιουργήθηκε άρτιος και αρμονικός με τον λόγο και το πρόσταγμα του Θεού. Και συνεπώς όσα κτίσματα βλέπουμε τώρα, έχουν γίνει ενώ δεν υπήρχαν πριν και δεν φαίνονταν με τις σωματικές αισθήσεις)»[Εβρ.11,3], και τελειώνει με την μελλοντική παγκόσμια ανάσταση και την τελείωση των αγίων που θα πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκειά της και που τίποτα δεν είναι τελειότερο από αυτήν[ βλ. Εβρ.11,39-40: «Κα οτοι πάντες μαρτυρηθέντες δι τς πίστεως οκ κομίσαντο τν παγγελίαν, το Θεο περ μν κρεττόν τι προβλεψαμένου, να μ χωρς μν τελειωθσι(:Κι όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς. Κι αυτό διότι ο Θεός προέβλεψε για μας κάτι καλύτερο, ώστε αυτοί να μη λάβουν σε βαθμό τέλειο την σωτηρία τους χωρίς εμάς, αλλά να τη λάβουμε όλοι μαζί. Έτσι εμείς βρισκόμαστε τώρα σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ αυτούς˙ όχι μόνο επειδή ζούμε στα χρόνια της απολυτρώσεως του Χριστού, αλλά και επειδή η περίοδος της αναμονής για μας είναι μικρότερη)»].

Καταρτίζοντας μάλιστα τον κατάλογο εκείνων που θαυμάστηκαν για την πίστη τους και επιμαρτυρούν αυτήν με τα προσωπικά τους παραδείγματα, λέει και το εξής, ότι με την πίστη «λαβον γυνακες ξ ναστάσεως τούς νεκρος ατν (:με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους που ανέστησαν οι προφήτες)» [Εβρ.11,35]. Και αυτές πιο συγκεκριμένα είναι η χήρα στα Σαρεπτά και η Σουναμίτιδα, από τις οποίες η μία έλαβε τον γιο της που είχε πεθάνει πάλι ζωντανό από τον προφήτη Ηλία[Γ΄Βασ.17,23: «Κα κατήγαγεν ατ π το περου ες τν οκον κα δωκεν ατ τ μητρ ατο· κα επεν λιού· βλέπε, ζ υός σου(:Και το κατέβασε από το υπερώο στο σπίτι και το έδωσε στη μητέρα του· και είπε ο Ηλίας: ‘’Κοίτα, ζει ο γιος σου’’)»], ενώ η Σουναμίτιδα πήρε τον δικό της πάλι πίσω ζωντανό από τον Ελισσαίο[Δ΄Βασ.4,32: «Κα εσλθεν λισαι ες τν οκον κα δο τ παιδάριον τεθνηκς κεκοιμισμένον π τν κλίνην ατο(:Και μπήκε ο Ελισσαίος στο σπίτι και ιδού, βλέπει το παιδάκι νεκρό, ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι του)»· Δ΄Βασ.4,36: «Κα ξεβόησε λισαι πρς Γιεζ κα επε· κάλεσον τν Σωμαντιν ταύτην· κα κάλεσε, κα εσλθε πρς ατόν. κα επεν λισαιέ· λάβε τν υόν σου(:Και φώναξε τότε ο Ελισσαίος τον υπηρέτη του τον Γιεζί και του είπε: ‘’Κάλεσε αυτήν την γυναίκα την Σωμανίτιδα’’. Και την φώναξε ο Γιεζί και όταν αυτή παρουσιάστηκε μπροστά του, ο Ελισσαίος της είπε: ‘’Πάρε πίσω ζωντανό τον γιο σου’’)»].

Η καθεμιά τους επέδειξε με τα έργα δυνατή πίστη. Η μεν χήρα στα Σαρεπτά την επέδειξε προλαβαίνοντας την επηγγελμένη από τον προφήτη αύξηση των τροφίμων κατά την πίστη και τρέφοντας αυτόν πριν από τα παιδιά της από τη φούχτα αλεύρι και το λίγο λάδι, τα οποία μόνα είχε να φάει, και έπειτα περιμένοντας να πεθάνει μαζί με τα παιδιά της. Αλλά και όταν μετά την προσέλευση του Ηλία αρρώστησε και πέθανε ο γιος της, διότι, λέει, «ν ἀῥῥώστια ατο κραται σφόδρα, ως οχ πελείφθη ν ατ πνεμα(:η αρρώστιά του ήταν τόσο πολύ σοβαρή, ώστε χειροτέρευε συνεχώς, μέχρις ότου έπαψε να αναπνέει και τελικά πέθανε)» [Γ΄Βασ. 17,17], αυτή δεν έδιωξε τον προφήτη, δεν τον μέμφθηκε, δεν απομακρύνθηκε από την θεοσέβεια που διδάχθηκε από αυτόν· αλλά κατηγόρησε τον εαυτό της και νόμισε ότι αιτία του θανάτου του παιδιού της είναι οι δικές της οι αμαρτίες· σε αυτήν την συμφορά αποκαλούσε τον Ηλία «άνθρωπο του Θεού» και κατηγορούσε μάλλον τον εαυτό της και του έλεγε μάλλον με προτρεπτικό παρά με σκωπτικό τόνο: «Τί μο κα σοί, νθρωπε το Θεο; Εσλθες πρός με το ναμνσαι δικίας μου κα θανατσαι τν υόν μου;(:Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, άνθρωπε του Θεού; Ήρθες στο σπίτι μου για να υπενθυμίσεις στον Θεό τις αμαρτίες μου και να με τιμωρήσει γι’ αυτές με τον θάνατο του γιου μου;)»[Γ΄Βασ. 17,18]. «Φως είσαι εσύ», λέει, «κατά μέθεξη ως διάκονος του φωτός της δικαιοσύνης, και καθώς ήλθες, κατέστησες εμφανή τα αφανή μου αμαρτήματα· αυτά λοιπόν μου θανάτωσαν τον υιό». Βλέπετε πίστη αλλόφυλης γυναίκας; Βλέπετε ταπείνωση; Γι’αυτό άλλωστε εύλογα έλαβε την εκλογή από τον Θεό και καταξιώθηκε να γίνει πρότυπο της κλήσεως και πίστεως των εθνών και έπειτα δέχθηκε και το παιδί της ζωντανό.

Η δε Σωμανίτιδα έδειξε την πίστη της και με όσα είπε προς τον άντρα της για τον Ελισσαίο και με όσα ετοίμασε για την φιλοξενία του προφήτη και με την αξιοπρέπεια που επέδειξε όταν πέθανε το παιδί της. Διότι, κρύβοντας ήσυχα την συμφορά, έτρεξε προς τον προφήτη και τον έσυρε προς την οικία, λέγοντας προς αυτόν: «Ζ Κύριος κα ζ ψυχή σου, ε γκαταλείψω σε(:Ο Θεός είναι Θεός ζωντανός και ακούει· ορκίζομαι σε Αυτόν και στην ζωή σου, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ, χωρίς να έρθεις να με βοηθήσεις)» [Δ΄ Βασ. 4,30], και με αυτήν την πίστη δέχθηκε τον υιό της αναστημένο από τον προφήτη, ώστε το εξαιρετικό αυτό θαύμα να μην είναι περισσότερο εκείνων των προφητών από όσο της πίστεως των μητέρων που δέχθηκαν τους αναστημένους γιους τους [Εβρ.11,35: «λαβον γυνακες ξ ναστάσεως τούς νεκρος ατν(:Με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους που ανέστησαν οι προφήτες)»].

Αλλά παρά το ότι οι προφήτες είχαν συνεργό την πίστη και την προς τον Θεό ευαρέστηση των μητέρων, ο μεν Ηλίας και τα άλλα έκανε και προς τον Θεό φώναξε με ολοφυρμό λέγοντας: «Ομοι, Κύριε, μάρτυς τς χήρας, μεθ᾿ ς γ κατοικ μετ᾿ ατς, σ κεκάκωκας το θανατσαι τν υἱὸν ατς(:Αλίμονο, Κύριε, Εσύ είσαι μάρτυρας της προθυμίας και της καλοσύνης, με την οποία με φιλοξενεί η χήρα αυτή. Εσύ λοιπόν έφτασες να την πληγώσεις τόσο πολύ, ώστε να θανατώσεις τον γιο της;)». Και επικαλέστηκε τον Κύριο και είπε «Κύριε Θεός μου, πιστραφήτω δ ψυχ το παιδαρίου τούτου ες ατόν(:Κύριε, Θεέ μου, ας επιστρέψει, Σε παρακαλώ, η ψυχή του μικρού αυτού παιδιού σε αυτό)». Και έτσι έγινε[Γ΄Βασ.17,20: «Κα γένετο οτως, κα νεβόησε τ παιδάριον(:Και ευθύς αμέσως έγινε έτσι, και ξαναζωντάνεψε το νεκρό παιδάκι και φώναξε)»].

Ο Ελισσαίος, από την άλλη, όχι μόνο προσφύονταν στο μικρό νεκρό παιδί, ερχόμενος και φεύγοντας από αυτό έως επτά φορές, αλλά και προσευχήθηκε προς τον Κύριο όπως έχει μαρτυρηθεί από την Αγία Γραφή, και έτσι αναζωογόνησε και ανέστησε τον υιό της Σωμανίτιδας [Δ΄Βασ.4,33-35: «Κα εσλθεν Ελισαι ες τν οκον κα πκλεισε τν θραν κατ τν δο αυτν κα προσηξατο πρς Κριον· κα νβη κα κοιμθη π τ παιδριον κα θηκε τ στμα ατο π τ στμα ατο κα τος φθαλμος ατο π τος φθαλμος ατο κα τς χερας ατο π τς χερας ατο κα δικαμψεν π᾿ ατν, κα διεθερμνθη σρξ το παιδαρου. Κα πστρεψε κα πορεθη ν τ οκίᾳ νθεν κα νθεν κα νβη κα συνκαμψεν π τ παιδριον ως πτκις, κα νοιξε τ παιδριον τος φθαλμος ατο(: Ο Ελισσαίος μπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα του δωματίου, στο οποίο έμεινε μόνο αυτός και το νεκρό παιδί, και προσευχήθηκε στον Κύριο. Κατόπιν ανέβηκε στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω από το νεκρό παιδί και έβαλε το στόμα του πάνω στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του επάνω στα μάτια του παιδιού και τα χέρια του επάνω στα χέρια του νεκρού και ξάπλωσε επάνω του. Με τον τρόπο αυτό ζεστάθηκε το σώμα του παιδιού. Ο Ελισσαίος σηκώθηκε, αποσύρθηκε και βάδισε εδώ και εκεί μέσα στο σπίτι και ανέβηκε πάλι στο κρεβάτι και ξάπλωσε επάνω στο παιδί όπως και προηγουμένως· αυτό το έκανε επτά φορές. Και το παιδί άνοιξε τα μάτια του!)» ].

Ο δε Κύριός μας Ιησούς Χριστός, κατά την αναγινωσκομένη σήμερα περικοπή του Ευαγγελίου [Λουκά 7,11-16], ευσπλαχνίστηκε την χήρα, της οποίας ο υιός εκφερόταν νεκρός, και χωρίς να αργοπορήσει μήτε να διαπραγματευτεί, μήτε να προσευχηθεί, αλλά με πρόσταγμα μόνο έδωσε στην πενθούσα μητέρα τον μονογενή υιό της ζωντανό από νεκρό. Έτσι έδειξε ότι Αυτός μόνο είναι κύριος ζωής και θανάτου· διότι λέγει ο ευαγγελιστής στη συνέχεια: «Κα γένετο ν τ ξς πορεύετο ες πόλιν καλουμένην Ναΐν(:Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν)»[Λουκά 7,11]. Ο Κύριος έρχεται για το μεγάλο αυτό θαύμα της αναστάσεως αυτόκλητος, για να δείξει όχι μόνο την ζωοποιό δύναμη, αλλά και ότι έχει ασύγκριτη την αγαθότητα και την ευσπλαχνία. Διότι τον μεν Ηλία φάνηκε σαν να τον έσκωπτε η χήρα γυναίκα στα Σαρεπτά, παρακινώντας τον να επαναφέρει στη ζωή το νεκρό παιδί της· τον δε Ελισσαίο η Σουναμίτιδα αφού τον παρατήρησε πρώτα ότι δεν προείδε τι επρόκειτο να πάθει το παιδί που θαυματουργικά είχε δώσει σε εκείνη που ήταν στείρα, έπειτα και τον κατανάγκασε λέγοντας: «Ζ Κύριος κα ζ ψυχή σου, ε γκαταλείψω σε(:Ο Θεός είναι Θεός ζωντανός και ακούει· ορκίζομαι σε Αυτόν και στην ζωή σου, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ, χωρίς να έρθεις να με βοηθήσεις)» [Δ΄ Βασ. 4,30]. Ο Κύριος όμως προγινώσκει μόνος Του και χωρίς να τον επικαλεστεί κανείς, πορεύεται προς την πόλη, από την οποία εκφερόταν το πεθαμένο παιδί.

«Την επόμενη μέρα βάδιζε», λέει. Και αυτό επεσήμανε πανσόφως ο ευαγγελιστής. Διότι η ανάσταση του παιδιού της χήρας υποτυπώνει την ανακαίνιση του νου μας. Διότι και η ψυχή μας εξαιτίας της αμαρτίας ήταν χήρα του ουρανίου Νυμφίου, που είχε σαν μονογενή υιό τον νου της, ο οποίος είχε πεθάνει από το κεντρί της αμαρτίας, χάνοντας την αληθινή ζωή· εκφερόταν δε και αυτός από τα πάθη που τον μετέφεραν κάπου μακριά από τον Θεό σε βυθούς άδη και απώλειας. Αλλά αφού ο Κύριος βάδισε προς εμάς και ήλθε κοντά μας με την ένσαρκη παρουσία Του, τον ανακαίνισε και τον ανήγειρε. Αυτή όμως η παρουσία δεν έγινε σε εμάς από την αρχή, αλλά ύστερα, κατά τους τελευταίους αιώνες. Γι’αυτό ο ευαγγελιστής δεν παρέλειψε ούτε αυτό, λέγοντας: «Βάδιζε την επόμενη μέρα» ο Ιησούς για να αναστήσει τον πεθαμένο υιό της χήρας και να μετατρέψει το πένθος της σε ευφροσύνη.

Προσέχετε επιμελώς όσα λέγονται, αδελφοί, παρακαλώ· διότι και από σας ο καθένας, αν αισθανθεί τον μέσα του άνθρωπο πεθαμένο και θρηνήσει τις αμαρτίες του, πενθώντας και μελαγχολώντας γι’ αυτές σε μετάνοια, θα πορευτεί και προς αυτόν ο Παράκλητος παρέχοντας την αιώνια παράκληση. Διότι λέγει ο Κύριος: «Μακάριοι ο πενθοντες, τι ατο παρακλήθησονται(:Μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεό)» [Ματθ.5,4].

Αλλά λέγει: «Κα γένετο ν τ ξς πορεύετο ες πόλιν καλουμένην Ναΐν· κα συνεπορεύοντο ατ ο μαθητα ατο κανο κα χλος πολύς(:Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί Του βάδιζαν και οι μαθητές Του, οι οποίοι ήταν αρκετοί, καθώς και πλήθος λαού πολύ)» [Λουκά 7,11]. Πραγματικά ο μεν Ηλίας απομονώνεται όταν πρόκειται να αναστήσει τον υιό της χήρας στα Σαρεπτά[Γ΄Βασ.17,19: «Κα επεν λιο πρς τν γυνακα· δός μοι τν υόν σου. κα λαβεν ατν κ το κόλπου ατς κα νήνεγκεν ατν ες τ περον, ν ατς κάθητο κε, κα κοίμισεν ατν π τς κλίνης(:Και είπε ο Ηλίας στην γυναίκα: ‘’ Δώσε μου τον γιο σου. Και πήρε το νεκρό παιδί από την αγκαλιά της μητέρας του και το ανέβασε στο ανώγειο δωμάτιο, στο οποίο έμενε ο ίδιος, και το ξάπλωσε στο κρεβάτι του)» ], ο δε Ελισσαίος, αφού ανέβηκε στο υπερώο, όπου έκειτο ο πεθαμένος, «εσλθεν ες τν οκον κα πέκλεισε τν θύραν κατ τν δύο αυτν κα προσηύξατο πρς Κύριον(:μπήκε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα του δωματίου, στο οποίο έμεινε μόνο αυτός και το νεκρό παιδί, και προσευχήθηκε προς τον Κύριο)»· «έκλεισε την θύρα», όπως λέει η ιστορία, «μπροστά στους δύο αυτούς», δηλαδή την Σωμανίτιδα και τον μαθητή του Γιεζί[Δ΄Βασ.4,33]. Επειδή δηλαδή χρειαζόταν εκτενεστάτη δέηση προς τον Θεό, είναι δε οι άνθρωποι πλασμένοι, όταν απομονωθούν, να απασχολούν τον νου τελειότερα και να τον ανατείνουν προς τον Θεό- ενώ ο Κύριος, έχοντας αληθινά την εξουσία ζωής και θανάτου, δεν χρειάζεται καθόλου προσευχή για να ζωοποιήσει το παιδί, όχι μόνο τους μαθητές Του είχε μαζί Του, αλλά και πολύ λαό που άλλον έφερε Αυτός και άλλον βρήκε γύρω από τον κηδευόμενο. Και ενώ όλοι έβλεπαν και άκουγαν, ζωοποίησε τον νεκρό με μόνο το πρόσταγμα, κάνοντας αυτό από φιλανθρωπία σε δημόσια θέα, για να προσελκύσει όλους στην προς Αυτόν σωτήρια πίστη. Διότι «ς δ γγισε(:μόλις όμως πλησίασε)», λέγει, «τ πύλ τς πόλεως, κα δο ξεκομίζετο τεθνηκς(:στην πύλη της πόλεως, ιδού, έβγαζαν έξω ένα νεκρό)», δηλαδή προγνωρίζοντας και της εκφοράς την ώρα ήλθε εγκαίρως· «ξεκομίζετο τεθνηκς (:έβγαζαν έξω ένα νεκρό)», λοιπόν, «υἱὸς μονογενς τ μητρ ατο, κα ατη ν χήρα (:τον μονάκριβο γιο μιας μητέρας που ήταν χήρα και δεν είχε κανέναν άλλο προστάτη στον κόσμο)» [Λουκά 7,12].

Τα ίδια πράγματα στην πενθούσα και την λύπη αύξησαν πολλαπλάσια και την λύση έφεραν εξαίσια· διότι ο Κύριος βλέποντας μία μητέρα, και μάλιστα χήρα μητέρα, που στήριζε τις ελπίδες της σε ένα παιδί και το χάνει τώρα με πρόωρο θάνατο, να ακολουθεί την σορό του παιδιού και να θρηνεί με τρόπο ελεεινό, «σπλαγχνίσθη π᾿ ατ κα επεν ατ· μ κλαε (:την σπλαχνίσθηκε, και γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι σε λίγο θα ανέσταινε τον γιο της της είπε: ‘’Μην κλαις’’)» . «Ευσπλαχνίστηκε», λέει -πώς δεν θα το έκανε αυτό ο «πατέρας των ορφανών και υπερασπιστής των χηρών»;[βλ.Ψαλμ.67,6: «Ταραχθήσονται π προσώπου ατο, το πατρς τν ρφανν κα κριτο τν χηρν(: Οι άδικοι και όσοι καταπιέζουν τους ασθενείς και τους αδυνάτους θα ταραχθούν και θα τρομάξουν προ του προσώπου Του· διότι Αυτός είναι ο προστάτης των αδικουμένων· είναι ο πατήρ των ορφανών και ο υπερασπιστής και συνήγορος των χηρών)» «κα επεν ατ», παρηγορώντας και προβλέποντας το μέλλον: «Μ κλαε» [Λουκά 7,13]. Εκείνος βέβαια γνώριζε τι επρόκειτο να πράξει, η δε γυναίκα δεν γνώριζε Αυτόν, πολύ δε περισσότερο δεν γνώριζε ούτε το μέλλον, γι’αυτό και δεν είχε πίστη και δεν ζητούσε τίποτε από Αυτόν· ούτε Αυτός απαιτούσε πίστη από αυτήν, αλλά μπορώντας τα πάντα και μην έχοντας ανάγκη ούτε την από τους πιστεύοντες συνέργεια, «προσελθν ψατο τς σορο(:τότε πλησίασε και άγγιξε το φέρετρο)», για να δείξει ότι έχει και το σώμα Του ζωοποιό ως ομόθεη δύναμη· «κα επε· νεανίσκε, σο λέγω, γέρθητι(:και είπε: ‘’Νέε μου, σε σένα μιλώ. Σήκω’’)».

«Κα νεκάθισεν νεκρς(:Τότε ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο)» [Λουκά 7,14]. Διότι το κουφό το χώμα άκουσε Αυτόν που καλούσε όσα δεν υπήρχαν, ως να υπήρχαν στην πραγματικότητα πάλι, άκουσε Αυτόν που φέρει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς Του, άκουσε όχι άνθρωπο θεοφόρο, αλλά Θεό που ενανθρώπησε· και όχι μόνο «νεκάθισεν νεκρς(:ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο)» αλλά και «ρξατο λαλεν(:άρχισε να μιλάει)». Πραγματικά και στην περίπτωση του γιου της χήρας στα Σαρεπτά, όταν επέστρεψε η ψυχή του σε αυτόν, αμέσως φώναξε το μικρό παιδί, σύμφωνα με την ιστορία. Και είναι αυτό δείγμα του ότι η ανάσταση δεν είναι κατά φαντασία [Γ΄Βασ.17,21-22:«Κα νεφύσησε τ παιδαρί τρς κα πεκαλέσατο τν Κύριον κα επε· Κύριε Θεός μου, πιστραφήτω δ ψυχ το παιδαρίου τούτου ες ατόν. Κα γένετο οτως, κα νεβόησε τ παιδάριον(:Και προκειμένου να μεταδώσει ζωή στο νεκρό φύσησε στο παιδί τρεις φορές και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο και είπε: ‘’Κύριε ο Θεός μου, ας επιστρέψει, Σε παρακαλώ, η ψυχή του μικρού τούτου παιδιού πάλι σε αυτό. Και ευθύς αμέσως έγινε έτσι, και ξαναζωντάνεψε το νεκρό παιδάκι και πάλι βγήκε φωνή από το στόμα του)»].

Ο μεν Ηλίας λοιπόν ανάστησε ένα νεκρό με την προσευχή του και ο Ελισσαίος ανάστησε ένα νεκρό παιδί όταν ο ίδιος ήταν στη ζωή, αλλά και έναν άλλο νεκρό όταν και ο ίδιος ο Ελισαίος είχε πεθάνει πια[ βλ. Δ΄Βασ.13,21: «Κα γένετο ατν θαπτόντων τν νδρα, κα δο εδον τν μονόζωνον κα ἔῥῥιψαν τν νδρα ν τ τάφ λισαιέ, κα πορεύθη κα ψατο τν στέων λισαι κα ζησε κα νέστη π τος πόδας ατο(:Τότε λοιπόν συνέβη το εξής: Ενώ οι Ισραηλίτες κήδευαν και ετοιμάζονταν να ενταφιάσουν κάποιον νεκρό, να, είδαν ξαφνικά τους αντάρτες της Μωάβ να έρχονται. Οι τρομαγμένοι Ισραηλίτες έριξαν αμέσως τον νεκρό στον τάφο του Ελισαίου και έφυγαν. Μόλις όμως ο νεκρός άγγιξε τα οστά του προφήτη, ανέζησε, σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος στα πόδια του)»], βεβαιώνοντας και προδεικνύοντας την θεανδρική ζωοποιό ενέργεια του Χριστού· ο δε Κύριος τρεις νεκρούς ανάστησε με πρόσταγμα πριν από τον σταυρό, το παιδί αυτό της χήρας, την θυγατέρα του αρχισυναγώγου[ βλ. Λουκά 8,54-55: «Ατς δ κβαλν ξω πάντας κα κρατήσας τς χειρς ατς φώνησε λέγων· πας, γείρου. Κα πέστρεψε τ πνεμα ατς, κα νέστη παραχρμα, κα διέταξεν ατ δοθναι φαγεν (:Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: ‘’Κόρη, σήκω επάνω’’. Τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της)»] και τον τετραήμερο Λάζαρο [Ιω. 11,43-44: «Κα τατα επν φων μεγάλ κραύγασε· Λάζαρε, δερο ξω. Κα ξλθεν τεθνηκς δεδεμένος τος πόδας κα τς χερας κειρίαις, κα ψις ατο σουδαρί περιεδέδετο. λέγει ατος ησος· λύσατε ατν κα φετε πάγειν(:Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’. Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’)»]. Στον σταυρό επίσης ανάστησε πολλούς, οι οποίοι και «νεφανίσθησαν πολλος (:εμφανίστηκαν σε πολλούς)» [ βλ. Ματθ.27,51-53: «Κα δο τ καταπέτασμα το ναο σχίσθη ες δύο π νωθεν ως κάτω, κα γ σείσθη κα α πέτραι σχίσθησαν, κα τ μνημεα νεχθησαν κα πολλ σώματα τν κεκοιμημένων γίων γέρθη. Κα ξελθόντες κ τν μνημείων, μετ τν γερσιν ατο εσλθον ες τν γίαν πόλιν κα νεφανίσθησαν πολλος(:Και ιδού, το παραπέτασμα που χώριζε στο ναό τα Άγια από τα Άγια των Αγίων σχίστηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω˙ και η γη κλονίστηκε, και οι πέτρες στην περιφέρεια της Ιερουσαλήμ σχίστηκαν εξαιτίας του σεισμού, και τα μνημεία που ήταν στους βράχους που σχίστηκαν, άνοιξαν, και από τα μνημεία που άνοιξαν τη στιγμή εκείνη, πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων αναστήθηκαν, όταν μετά από τρεις ημέρες αναστήθηκε πρώτος ο Χριστός. Κι αφού βγήκαν από τα μνημεία μετά την ανάστασή Του, μπήκαν στην αγία πόλη και εμφανίστηκαν σε πολλούς)»].

Επιπλέον μετά τον για χάρη μας σταυρικό Του θάνατο ανέστησε τον εαυτό Του, μάλλον δε τον εξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος Αυτός αρχηγός της αϊδίας ζωής. Διότι όλοι οι άλλοι, αν και αναστήθηκαν, πάντως απέκτησαν την δική μας θνητή ζωή. Από όταν όμως Εκείνος αναστήθηκε, «θάνατος ατο οκέτι κυριεύει(:ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του και δεν μπορεί να Τον κυριεύσει)» [βλ. Ρωμ.6,9: «Εδότες τι Χριστς γερθες κ νεκρν οκέτι ποθνήσκει, θάνατος ατο οκέτι κυριεύει(:Κι έχουμε την πεποίθηση αυτή, διότι γνωρίζουμε ότι αφού ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, δεν πεθαίνει πλέον˙ ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του και δεν μπορεί να Τον κυριεύσει)» [Ρωμ.6,9].

Γι’αυτό και μόνος ο Κύριος «έγινε απαρχή των κεκοιμημένων» [βλ. Α΄Κορ. 15,20: «Νυν δ Χριστς γήγερται κ νεκρν, παρχ τν κεκοιμημένων γένετο(:Τώρα όμως ο Χριστός αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς. Όπως οι πρώιμοι καρποί, που ωριμάζουν πρωτύτερα από τους άλλους και μας προαναγγέλλουν ότι θα ακολουθήσει και ολόκληρη η συγκομιδή, έτσι και ο Χριστός αναστήθηκε πρώτος απ’ τους άλλους και βεβαιώνει με την Ανάστασή Του ότι θα ακολουθήσει έπειτα η ανάσταση και των άλλων νεκρών)»] και «πρωτότοκος κ τν νεκρν» [Κολοσ.1,18: «Κα ατός στιν κεφαλ το σώματος, τς κκλησίας· ς στιν ρχή, πρωτότοκος κ τν νεκρν, να γένηται ν πσιν ατς πρωτεύων(:Και Αυτός από τον Οποίο τα πάντα συγκρατούνται, είναι η κεφαλή του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας. Αυτός είναι η αρχή της Εκκλησίας και ο ιδρυτής της, ο πρώτος που αναστήθηκε από τους νεκρούς, για να γίνει Αυτός και ως προς την ανθρώπινη φύση Του πρώτος σε όλα˙ πρώτος δηλαδή και στην Εκκλησία και στην ανάσταση)»· βλ. και Πράξ. 26,22-23: «πικουρίας ον τυχν τς παρ το Θεο χρι τς μέρας ταύτης στηκα μαρτυρόμενος μικρ τε κα μεγάλ, οδν κτς λέγων ν τε ο προφται λάλησαν μελλόντων γενέσθαι κα Μωϋσς, ε παθητς Χριστός, ε πρτος ξ ναστάσεως νεκρν φς μέλλει καταγγέλλειν τ λα κα τος θνεσι (:Αλλά ο Θεός με προστάτευσε και με γλύτωσε από τον θάνατο. Μετά λοιπόν από τη βοήθεια και την προστασία αυτή του Θεού, στέκομαι σώος και αβλαβής μέχρι την ημέρα αυτή και δίνω τη μαρτυρία μου σε μικρούς και μεγάλους. Και με τη μαρτυρία μου αυτή δεν λέω τίποτε άλλο εκτός από εκείνα που οι προφήτες και ο Μωυσής είπαν ότι πρόκειται να γίνουν. Και με βάση τους προφήτες δίνω απάντηση στα ζητήματα που συζητούνται μεταξύ των Ιουδαίων, για το αν δηλαδή ο Χριστός θα υποβαλλόταν σε σκληρό πάθος, για το αν πρώτος θα ανασταινόταν από τους νεκρούς και για το αν θα κήρυττε το φως της ευαγγελικής αλήθειας όχι μόνο στον ιουδαϊκό λαό, αλλά και στους εθνικούς)» Πράξ.26,23] και πίστωσε και επαγγέλθηκε σε μας όχι μόνο αυτήν την θνητή και πρόσκαιρη ζωή μας που κατευθύνεται από ζωικό πνεύμα, αλλά και την αποκειμένη για μας κατά τις ελπίδες μας ένθεο και αθάνατη και αιώνια· διότι αυτή είναι δώρο Του πραγματικά θεοπρεπέστατο. Καθώς λοιπόν δεν παρέχει εδώ από χάρη γι ‘αυτό , αλλά το πράττει για άλλους, οδηγώντας τους προς την πίστη που είναι πρόξενος της αιώνιας ζωής. Και εδώ πραγματικά, όπως ιστορεί σαφώς ο ευαγγελιστής, δεν αναστήθηκε το παιδί για τον εαυτό του, αλλά για την μητέρα από ευσπλαχνία γι’ αυτήν· γι’αυτό και αφού τον ανέστησε, τον έδωσε στη μητέρα του.

Αλλά βλέπετε πως ο Κύριος από ευσπλαχνία για την χήρα που πενθούσε τον υιό της, δεν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητικούς προς αυτήν λόγους, αλλά και με έργα την βοήθησε; Έτσι να κάνουμε και εμείς κατά δύναμη και να μην είμαστε μόνο με λόγια συμπονετικοί προς όσους κακοπαθούν, αλλά να επιδείξουμε και με έργα την συμπάθειά μας προς αυτούς. Αν πραγματικά εμείς επιδείξουμε με όλη την δύναμη την ευεργεσία, και ο Θεός σε ανταμοιβή θα αντεπιδείξει με κάθε δύναμη την ευεργεσία προς εμάς. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πόσο υπεροχική και υπερβολική είναι η αμοιβή· όσο δηλαδή υπερέχει ο Θεός του ανθρώπου, τόσο υπερέχει και η δύναμη Εκείνου από την ανθρώπινη δύναμη και η χάρις που ενεργείται από την δύναμη εκείνη της χάριτος που δίδεται από μας. Αν κανείς ζητούσε χάλκινους οβολούς και ανταπέδιδε χρυσούς στατήρες, ποιος δεν θα δεχόταν την ανταλλαγή; Τώρα δε δεν πρόκειται να αλλάξουμε «χάλκεια χρυσέων(:χάλκινα αντί για χρυσά)» [Ιλιάδος Ζ236], που είναι τα δυο κατά την φύση τους μέταλλα σχεδόν ομότιμα, αλλά να προσφέρομε ανθρώπινα και να αποκομίσουμε θεία, και μάλιστα ανθρώπινα προς ανθρώπους, πράγμα που είναι φυσικό χρέος· διότι την συμπάθεια μεταξύ μας και το έλεος μεταξύ μας τα οφείλουμε οπωσδήποτε από την φύση μας. Αν επίσης κοιτάξουμε και τους πολυτρόπους οικτιρμούς του Θεού προς εμάς, παρά την προς αλλήλους συγχωρητικότητα και κοινωνικότητα και φιλανθρωπία, λέγοντας: «φετε καί φεθήσεται μν, δίδοτε καί δοθήσεται μν(:Δώστε συγχώρεση και θα σας συγχωρεθούν και σας οι αμαρτίες σας, δώστε έλεος και θα δοθεί και σε σας έλεος από τον Θεό)»[βλ. Λουκά 6,38: «Δίδοτε, κα δοθήσεται μν· μέτρον καλόν, πεπιεσμένον κα σεσαλευμένον κα περεκχυνόμενον δώσουσιν ες τν κόλπον μν· τ γρ ατ μέτρ μετρετε, ντιμετρηθήσεται μν(:Δίνετε σε εκείνους που έχουν ανάγκη βοήθειας, και θα δώσει και σε σας βοήθεια ο Θεός. Η πρόνοια, η δικαιοσύνη και η αγαθότητα του Θεού θα σας δώσει στην αγκαλιά σας ένα μέτρο καλό, στοιβαγμένο και κουνημένο, ώστε να μη μένει καθόλου κενός χώρος στο δοχείο της μετρήσεως, ένα μέτρο που θα πλεονάζει και θα ξεχύνεται. Διότι με την ίδια πλούσια διάθεση και με το ίδιο μέτρο της ευεργεσίας με το οποίο μετράτε τις δωρεές σας προς τους άλλους, θα μετρήσει και θα ανταποδώσει και σε σας ο Θεός)»· Ματθ.6,14: «Ἐὰν γρ φτε τος νθρώποις τ παραπτώματα ατν, φήσει κα μν πατρ μν οράνιος(:Πρέπει λοιπόν, όταν ζητάτε τη συγχώρηση των αμαρτιών σας, να συγχωρείτε κι εσείς τους άλλους· διότι εάν συγχωρήσετε τα αμαρτήματα που σας έκαναν οι άνθρωποι, και ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα συγχωρήσει και τα δικά σας αμαρτήματα)»· Μάρκ.11,25: «Κα ταν στήκητε προσευχόμενοι, φίετε ε τι χετε κατά τινος, να κα πατρ μν ν τος ορανος φ μν τ παραπτώματα μν(:Και ως δεύτερο όρο για να εισακουστεί η προσευχή σας σάς συνιστώ κι αυτό: Όταν στέκεστε και προσεύχεστε, να συγχωρείτε αν έχετε κάτι εναντίον οποιουδήποτε, ώστε κι ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς να σας συγχωρήσει τα παραπτώματά σας)»], πώς δεν θα αποδώσουμε ως απαραίτητο χρέος την συγνώμη και το έλεος με έργα προς τους αδελφούς που έχουν ανάγκη, εφόσον έχομε;

Επειδή μάλιστα όχι μόνο ελεηθήκαμε αλλά και τόσες πολλές ευεργεσίες δεχτήκαμε από τον Θεό, όσες δεν είναι δυνατό ούτε να απαριθμήσουμε, αλλά και εγγυήσεις πήραμε από Αυτόν πάλι ότι θα λάβουμε την ανταπόδοση με μέτρο καλό και ελεγμένο της προς τους αδελφούς ευποιίας μας, γιατί δεν τρέχουμε προς αυτήν με όλη μας την δύναμη; Γιατί δεν παραδίδουμε και την ίδια την ζωή μας για χάρη των άλλων, αν χρειαστεί, κατά μίμηση του Δεσπότη για να λάβουμε από Αυτόν αντάλλαγμα την αιώνια ζωή; Και όμως και τούτο είναι χρέος μας, αν και ίσως όχι του ενός προς τον άλλο, αλλά προς Αυτόν που έσβησε τον εαυτό Του σε θάνατο για μας, όχι μόνο για λύτρο[Ματθ.20,27-28: «Κα ς ἐὰν θέλ ν μν εναι πρτος, σται μν δολος·σπερ υἱὸς το νθρώπου οκ λθε διακονηθναι, λλ διακονσαι κα δοναι τν ψυχν ατο λύτρον ντ πολλν(:Και όποιος θέλει να είναι πρώτος ανάμεσά σας, πρέπει να ασκεί την αγάπη με κάθε ταπεινοφροσύνη και να γίνεται δούλος όλων σας. Να γίνεται διάκονος και δούλος, όπως και ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει την ζωή Του λύτρο προκειμένου να εξαγοραστούν και να ελευθερωθούν από την αμαρτία και τον θάνατο πολλοί)»· βλ. και Α΄Τιμ.2,6: « δος αυτν ντίλυτρον πρ πάντων, τ μαρτύριον καιρος δίοις(:Και έδωσε τον εαυτό Του λύτρο για να εξαγοράσει όλους τους ανθρώπους. Για το γεγονός αυτό της εξαγοράς μας δίνουμε εμείς οι απόστολοι τη μαρτυρία μας, αλλά προπαντός ο ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος και την επισφράγισε με τον θάνατό Του στον καιρό που καθόρισε ο Ίδιος)»], αλλά και για παράδειγμα και για έμπρακτη διδασκαλία, ασυγκρίτως υψηλότερη από κάθε έργο και λόγο και νου.

Διότι λέγει ο απόστολος Πέτρος: «Για αυτόν τον λόγο πέθανε ο Χριστός για χάρη μας, αφήνοντας σε μας υπογραμμό, για να ακολουθήσουμε τα ίχνη Του και να είμαστε έτοιμοι, αν χρειαστεί, να θυσιάσουμε και την ψυχή μας» [βλ. Α΄Πέτρ.2,21: «Ες τοτο γρ κλήθητε, τι κα Χριστς παθεν πρ μν, μν πολιμπάνων πογραμμν να πακολουθήσητε τος χνεσιν ατο(:Γι’ αυτό άλλωστε σας κάλεσε ο Θεός, για να κάνετε το καλό και να ευεργετείτε, κι όταν ακόμη παραγνωρίζεστε και υποφέρετε άδικα. Διότι κι ο Χριστός έπαθε για χάρη σας, χωρίς να φταίξει σε τίποτε, κι άφησε σε σας παράδειγμα τέλειο προς μίμηση, για να ακολουθήσετε ακριβώς πάνω στα ίχνη Του)» · Ιω.13,37: «Λέγει ατ Πέτρος· Κύριε, διατί ο δύναμαί σοι κολουθσαι ρτι; Τν ψυχήν μου πρ σο θήσω(:Του λέει ο Πέτρος: Κύριε, γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω τώρα; Οτιδήποτε κι αν χρειαστεί να υποστώ θα σε ακολουθήσω. Και την ίδια μου τη ζωή ακόμη θα προσφέρω και θα θυσιάσω για χάρη σου)»], σε εκπλήρωση των εντολών Του· διότι έτσι θα μετάσχουμε και της ζωής και βασιλείας που διαρκεί σε Αυτόν αιωνίως, συζώντας με Αυτόν αϊδίως και συνδοξαζόμενοι.

Βλέπετε αυτόν τον Μυροβλύτη, του οποίου αρχίσαμε σήμερα να προεορτάζουμε την μνήμη της ιερής μαρτυρίας;[Τα προεόρτια της μνήμης του αγίου Δημητρίου άρχιζαν την δεύτερη Κυριακή πριν από την κυρίως εορτή-26 Οκτωβρίου]. Έχυσε το αίμα του σώματός του εκούσια υπέρ του Χριστού, και γι’αυτό το κατέστησε αέναη και ανεξάντλητη πηγή πολυειδών θαυμάτων, αγιασμού ψυχής και σώματος, ευωδεστάτου και ιεροτάτου μύρου, μολονότι η μεν ψυχή του Μεγαλομάρτυρος έχει τώρα δικαίως λάβει την αΐδια και αναλλοίωτη δόξα στους ουρανούς μαζί με τους αγγέλους, το δε σώμα δεν είναι σαν υπογραμμός και τύπος και σύμβολο προς την θειοτάτη και ουράνια δόξα που πρόκειται να αποκαλυφθεί γύρω από αυτό στο μέλλον· εάν δε ο υπογραμμός και ο τύπος είναι τέτοιος, τι θα είναι εκείνο το μελλοντικό τέλος;

Είθε και εμείς με τις πρεσβείες του ανάμεσα στους μάρτυρες Μυροβλήτη, όπως μεταλαμβάνουμε εδώ του προχεομένου από αυτόν θείου τούτου μύρου, έτσι και τότε να γίνομε θεωροί και μέτοχοι της θείας εκείνης δόξας, με την χάρη και φιλανθρωπία του ενδοξαζομένου δια των μαρτύρων του Ιησού Χριστού, του επάνω από όλα Θεού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, Ομιλίες ΜΓ΄- ΞΓ΄, ομιλία ΜΣΤ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 11, σελίδες 86-105.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ

«πορεύετο ες πόλιν καλουμένην Ναΐν»[Λουκ.7,11]

Πρόσεχε όμως πώς σε παράδοξα συνάπτει παράδοξα. Και στην περίπτωση όμως της θεραπείας του άρρωστου δούλου του εκατόνταρχου στην οποία αναφέρθηκε αμέσως προηγουμένως βέβαια αφού Τον κάλεσαν να βοηθήσει απάντησε, εδώ όμως, στην πόλη Ναΐν, αν και δεν καλείται για βοήθεια, πηγαίνει· γιατί κανένας δεν Τον καλούσε σε ανάσταση νεκρού, αλλά πηγαίνει σε αυτήν από μόνος Του. Και νομίζω με πάρα πολλή σοφία, για να συνδυάσει με το προηγούμενο θαύμα της θεραπείας του ασθενούς δούλου του πιστού εκατόνταρχου και αυτό· δεν ήταν βέβαια καθόλου παράδοξο να φανταστεί κανείς, ότι κάποιος θα μπορούσε να αντιδράσει πολεμώντας τη δόξα του Σωτήρα και λέγοντας: «Τι το αξιοθαύμαστο έγινε στο δούλο του εκατόνταρχου; Άρρωστος ήταν, δεν επρόκειτο οπωσδήποτε να πεθάνει». Και αυτό το έχει γράψει ο ευαγγελιστής, διηγούμενος αυτά που ήταν για χαρά μάλλον, παρά τα αληθινά· για να φράξει λοιπόν την ακόλαστη γλώσσα τέτοιων ανθρώπων, λέγει ότι ο Χριστός συνάντησε ήδη πεθαμένο τον νεανίσκο, τον μονογενή υιό της χήρας αυτής γυναίκας. Το πάθος ήταν αξιολύπητο και μπορούσε να προκαλέσει θρήνο και αφορμές για δάκρυα. Και ακολουθούσε το πάθος μεθυσμένη και παραλυμένη πια από τον ανείπωτο πόνο η γυναίκα και μαζί με αυτήν πολλοί άλλοι.

«Κα προσελθν ψατο τς σορο(:Και αφού πλησίασε, άγγιξε το φέρετρο)»[Λουκ.7,14]

Γιατί όμως δεν έκανε το θαύμα μόνο με τον λόγο, αλλά άγγιξε και τη σορό; Για να μάθεις ότι το άγιο Σώμα του Χριστού είναι ενεργό για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί είναι σώμα ζωής, και σάρκα του Λόγου που μπορεί να κάνει τα πάντα και που φόρεσε τη δύναμή Του. Όπως δηλαδή το σίδερο όταν έρθει σε επαφή με τη φωτιά κάνει αυτά που κάνει και η φωτιά, και εκπληρώνει τη δική του ανάγκη, έτσι, επειδή η σάρκα έγινε σάρκα Εκείνου που ζωογονεί τα πάντα, γι’ αυτό έγινε και ζωοποιός, αποκτώντας τη δύναμη να καταργεί τον θάνατο και τη φθορά· γιατί πιστεύουμε ότι το σώμα του Χριστού είναι ζωοποιό, επειδή είναι και ναός και κατοικία του ζωντανού Λόγου, έχοντας όλες τις ενέργειές του. Δεν αρκέστηκε λοιπόν μόνο στο να προστάξει, αν και ήταν συνηθισμένος να κάνει όλα όσα θέλει, αλλά έθεσε στη σορό και τα χέρια Του, δείχνοντας ότι και το σώμα Του έχει τη ζωοποιό ενέργεια.

«λαβε δ φόβος πάντας κα δόξαζον τν Θεόν λέγοντες τι προφήτης μέγας γήγερται ν μν, κα τι πεσκέψατο Θες τν λαν ατο (:Και κατέλαβε φόβος όλους και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι “προφήτης μέγας παρουσιάστηκε μεταξύ μας και ότι ο πανάγαθος Θεός επισκέφτηκε τον λαό Του”)»[Λουκ.7,16]

Ήταν μεγάλο και αυτό σε έναν αναίσθητο και αχάριστο λαό, γιατί ύστερα από λίγο ούτε προφήτη Τον θεωρούν, ούτε ότι φανερώθηκε για το καλό του λαού, αλλά Αυτόν που κατάργησε τον θάνατο, Τον παρέδωσαν σε θάνατο, μη γνωρίζοντας ότι τότε, ναι τότε ακριβώς καταργούσε τον θάνατο, όταν έκανε την ανάσταση του εαυτού Του.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, ξήγησις πομνηματική ες τό κατά Λουκάν εαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

  • Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «πόμνημα ες τό κατά Λουκάν Α΄», σελ. 344-347.

  • Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Ε (Κυριακοδρόμιο Β΄)

Πολλοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποῦ αὐτοτιτλοφοροῦνται «Σωτῆρες τῆς ἀνθρωπότητας». Ποιός ἀπ’ ὅλους τους ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ πῶς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ σώσει ἀνθρώπους ἀπό το θάνατο; Στὴν ἱστορία ἔχουμε δεῖ πολλοὺς κατακτητές. Κανένας τους ὅμως δὲ νίκησε το θάνατο. Στὴ γῆ γνωρίσαμε πολλοὺς βασιλιᾶδες ποὺ εἶχαν ἑκατομμύρια ὑποτελεῖς. Κανένας τους ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ μετρήσει στοὺς ὑποτελεῖς του καὶ τοὺς νεκροὺς μαζὶ μὲ τοὺς ζωντανούς.

Κανένας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μοναδικὸ Ἕνα, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκεῖνον ποὺ μαζὶ Τοῦ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ κανένας. Δὲν εἶναι μόνο ὁ Νέος Ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Νέος Κόσμος, ὁ Δημιουργός Του. Ὄργωσε τὸν ἀγρὸ ζώντων καὶ νεκρῶν κι ἔσπειρε καὶ στοὺς δυὸ τὸν καινούργιο σπόρο τῆς ζωῆς. Οἱ νεκροὶ μπροστά του εἶναι ὅπως κι οἱ ζωντανοί, οἱ ζωντανοὶ ὅπως οἱ νεκροί. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἐμπόδιο στὴ βασιλεία Του. Παραμέρισε τὸ ἐμπόδιο αὐτὸ κι ἄνοιξε τὴ βασιλεία του στὴν ἱστορία, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ὡς τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο ποὺ θὰ γεννηθεῖ στὴ γῆ. Κοίταξε τὴ ζωὴ καί το θάνατο τοῦ ἀνθρώπου μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπ’ ὅτι βλέπουμε ἐμεῖς οἱ θνητοί. Κοίταξε καὶ εἶδε πῶς ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει μὲ τὸ σωματικὸ θάνατο, πῶς η πραγματικότητα τοῦ θανάτου γιὰ μερικοὺς ἀνθρώπους ἔρχεται πρὶν ἀπὸ τὸ σωματικὸ τοὺς θάνατο. Πολλοὺς ζωντανούς τους βλέπει στὸν τάφο, πολλοὺς νεκροὺς σὲ σώματα ζωντανά. «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ἰ ́ 28), εἶπε ὁ ἴδιος στοὺς ἀποστόλους Του. Ὁ σωματικὸς θάνατος δὲν συνεπάγεται καὶ τὸν ψυχικὸ θάνατο. Αὐτὸς προκαλεῖται μόνο ἀπὸ τὴ θανάσιμη ἁμαρτία πρὶν ἢ καὶ κατὰ τὸ σωματικὸ θάνατο, ξέχωρα ἀπ’ αὐτόν.

Μὲ τὴν πνευματικὴ ματιά Του ὁ Κύριος διαπερνᾶ το χρόνο ὅπως ἡ ἀστραπὴ τὰ σύννεφα. Οἱ ζωντανὲς ψυχὲς τόσο ἐκείνων ποὺ πέθαναν πρὸ πολλοῦ ὅσο καὶ αὐτῶν ποὺ δὲ γεννήθηκαν ἀκόμα ἐμφανίζονται μπροστά Του. Ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ εἶδε σὲ ὅραμα μιὰ πεδιάδα γεμάτη ὀστᾶ νεκρῶν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει ἂν τὰ ὀστᾶ αὐτὰ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναζωογονηθοῦν, ὡσότου του τὸ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος. «Ὑιέ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταυτα;», τὸν ρώτησε ὁ Κύριος. «καὶ εἶπα: Κύριε Κύριε, σὺ ἐπίστη ταῦτα» (Ἰεζ. λζ’ 3). Ὁ Χριστὸς δὲν ἔβλεπε νεκρὰ ὀστᾶ, ἀλλὰ τὰ ζωντανὰ πνεύματα ποὺ εἶχαν μέσα τους. Τὸ σῶμα καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι παρὰ τὸ περίβλημα καὶ ὁ ἐξοπλισμὸς τῆς ψυχῆς. Τὸ περίβλημα αὐτὸ γερνάει καὶ γίνεται σὰν φθαρμένο ροῦχο. Ὁ Θεὸς ὅμως θὰ τὸ ἀνακαινίσει καὶ θὰ ξαναντήσει μὲ αὐτὸ τὴν ψυχὴ ποῦ ἀναχώρησε.

Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ ν’ ἀπαλλάξει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο φόβο, ἀλλὰ καὶ νὰ δημιουργήσει ἕναν καινούργιο φόβο σ’ αὐτοὺς ποῦ ἁμαρτάνουν.

Ὁ ἀρχαῖος φόβος τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ σωματικὸς θάνατος. Ὁ καινούργιος φόβος εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος. Καὶ τὸν φόβο αὐτὸν ὁ Χριστὸς τὸν ἐνίσχυσε, τὸν ἔκανε πιὸ δυνατό. Ὁ φόβος τοῦ σωματικοῦ θανάτου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀναζήτηση βοήθειας ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι ἐγκαθίστανται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, σκορπίζονται σ’ αὐτὸν καὶ πιάνονται ἀπ’ αὐτόν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ σιγουρέψουν τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ διαμονὴ γιὰ τὸ σῶμα τους, νὰ διανύσουν ἕνα ταξίδι ὅσο μεγαλύτερο καὶ ἀβασάνιστο γίνεται. Ὁ Κύριος ὅμως λέει σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἦταν πλούσιος ὑλικὰ ἀλλὰ φτωχὸς πνευματικά: «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σοῦ ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ σοῦ: ἃ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ἴβ’ 20). Τὸν ἄνθρωπο ποὺ φροντίζει γιὰ τὸ σῶμα του ἀλλὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ψυχή του, ὁ Κύριος τὸν ἀποκαλεῖ ἄφρονα. ἀνόητο. «Οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἔστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. ἴβ’ 15), εἶπε ἐπίσης ὁ Κύριος. Σὲ τί συνίσταται λοιπὸν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου; Στὴν ἐξάρτησή του ἀπό το Θεό, ποὺ ζωοποιεῖ τὴν ψυχὴ μέ το λόγο Του καὶ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ ζωοποιεῖ καὶ τὸ σῶμα.

Μέ το λόγο Του ὁ Κύριος ἀνάστησε κι ἀνασταίνει ψυχὲς ἁμαρτωλές, ψυχὲς ποὺ πέθαναν πρὶν ἀπὸ τὸ σωματικὸ θάνατο. Ὑποσχέθηκε πῶς θ’ ἀναστήσει τὰ νεκρὰ σώματα ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἤδη ἀποβιώσει. Μὲ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, μὲ τὰ ζωοποιὰ λόγια Του καὶ μὲ τὰ τίμια δῶρα, τὸ πάναγνο Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, ἀνέστησε κι ἀνασταίνει καὶ σήμερα ἀκόμα νεκρούς. Καὶ θὰ τὸ κάνει αὐτὸ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Μᾶς τὸ ἐπιβεβαίωσε αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα, ἀφοῦ ἀνάστησε ἀρκετοὺς στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καθὼς καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ ὑιου του Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» (Ἰωάν. ἔ’ 25). Πολλοὶ νεκροὶ ἄκουσαν τὴ φωνὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναστήθηκαν. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ἔχουμε ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς «ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς» (Λουκ. ζ 11). Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔγινε λίγο μετὰ τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ Ρωμαίου ἐκατόνταρχου στὴν Καπερναούμ. Ὁ Κύριος εἶχε σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ βιαζόταν νὰ κάνει ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερα καλὰ ἔργα καὶ νὰ δώσει ἔτσι ὑπέροχο παράδειγμα στοὺς πιστούς Του. Μ’ αὐτόν το σκοπὸ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Καπερναοὺμ μὲ κατεύθυνση τὸ ὄρος Θαβώρ. Ἐκεῖ, πέρα ἀπὸ τὸ ὄρος, στὶς πλαγιὲς τοῦ ὄρους Ἑρμῶν, βρίσκεται ὡς τίς μέρες μας ἢ Ναΐν, ποὺ κάποτε ἦταν ὀχυρωμένη πόλη. Ὁ Κύριος ταξίδευε μὲ τὴ συνοδεία πολλῶν μαθητῶν καὶ πλήθους λαοῦ. Εἶχαν δεῖ ὅλοι τους πολλὰ θαύματα στὴν Καπερναοὺμ κι έλπιζαν νὰ δοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν περισσότερα, γιατί τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶχαν ἀκουστεῖ ὡς τότε στὸν Ἰσραήλ, ἐνῶ τὰ λόγια Του ἦταν σὰν ποτάμια ποὺ ἔρρεαν μέλι καὶ γάλα.

«Ὡς δὲ ἤγγισε τὴ πύλη τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἤν,ἥν,ἦν σὺν αὐτή» (Λουκ. ζ’ 12). Ὁ Κύριος μόλις εἶχε προσεγγίσει τὴν πύλη τῆς πόλης μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε, ὅταν συνάντησε μιᾷ πομπῇ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν πόλη, συνοδεύοντας ἕνα νεκρὸ παιδί. Ἔτσι συναντήθηκαν ὁ Κύριος μὲ τὸ δοῦλο. Ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς συνάντησε τὸ νεκρό.

Ὁ νεκρὸς ἦταν ἕνα νεαρὸ παιδί, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὴ διήγηση, ὅτι ὁ Κύριος τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του, ἀφοῦ τὸν ἐπανέφερε στὴ ζωή. Ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ πρέπει νὰ προερχόταν ἀπὸ πλούσια κι ἐπιφανῆ οἰκογένεια, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ μεγάλο πλῆθος ποὺ τὴν συνόδευε στὴν κηδεία.

«Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτὴ μὴ κλαῖε» (Λουκ. ζ’ 13). Τὸ μεγάλο πλῆθος ποὺ συνόδευε τὴ χήρα φαίνεται πῶς τὸ ‘κανε γιὰ χάρη της, λόγῳ τῆς κοινωνικῆς της θέσης, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἰσχυρὸ χτύπημα ποὺ δέχτηκε μέ το θάνατο τοῦ μοναχογιοῦ της. Ἡ θλίψη τῶν ἀνθρώπων γύρῳ, της πρέπει νὰ ἦταν πολὺ μεγάλη. Κι αὐτὸ πρέπει νὰ ἔκανε μεγαλύτερη τὴ θλίψη τῆς μητέρας καὶ αὔξησε τὰ δάκρυα ἀπόγνωσης καὶ τὸν ὀδυρμό της. Ἄν κι ἀναζητοῦμε ἄλλους γιὰ νὰ μοιραστοῦν τὴ θλίψη μας, ὅταν ὁ θάνατος ἀποσπᾶ βίαια κάποιον δικό μας ἄνθρωπο, ἡ συμμετοχή τους συνεισφέρει πολὺ λίγο στὸ νὰ μειώσει τὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο μας. Ὅταν ἡ ἀδυναμία παρηγορεῖ τὴν ἀδυναμία, τότε κι ἢ παρηγοριὰ θά ‘ναι ἀδύναμη. Ὅλοι ὅσοι παραστέκονται σ’ ἕνα νεκρὸ σῶμα, κυριεύονται ἀπὸ ἕνα περίεργο συναίσθημα ποὺ δύσκολα ἐξωτερικεύεται. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ ντροπή. Οἱ ἄνθρωποι ὄχι μόνο φοβοῦνται το θάνατο, ἀλλὰ καὶ ντρέπονται γι’ αὐτό. Ἢ ντροπὴ αὐτὴ εἶναι ἀπόδειξη – πολὺ μεγαλύτερη ἀπό το φόβο – πῶς ὁ θάνατος εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος ντρέπεται ν’ ἀποκαλύψει στὸ γιατρὸ τίς κρυφὲς πληγές του, ἔτσι κι ὅσοι ἔχουν συνείδηση ντρέπονται τὴ θνητότητά τους. Ἡ ντροπὴ αὐτὴ γιά το θάνατο μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀπόδειξη τῆς ἀθάνατης καταγωγῆς μας καὶ τοῦ ἀθάνατου προορισμοῦ μας. Τὰ ζῶα ὅταν πεθαίνουν κρύβονται μακριά, σὰ νὰ νιώθουν ντροπὴ ποὺ εἶναι θνητά. Φανταστεῖτε πόση εἶναι ἡ ντροπὴ ἐκείνων ποὺ εἶναι πνευματικὰ καλλιεργημένοι!

Σὲ τί χρησιμεύουν ὅλα τὰ κλάματα καὶ τὰ μοιρολόγια μας, ὅλη ἡ ματαιότητά μας, ὅλες οἱ τιμὲς καὶ οἱ δόξες μας, τὴν ὥρα ποὺ νιώθουμε ὅτι κομματιάζεται τὸ ἐπίγειο δοχεῖο ὅπου κατοικήσαμε ὅσο ζούσαμε; Μᾶς κατέχει ντροπὴ τόσο γιὰ τὸ εὔθραυστο τοῦ δοχείου μας ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἄφρονα ματαιότητα μὲ τὴν ὁποία γεμίσαμε τὴ ζωή μας. Σὲ τί χρησιμεύει νὰ τὸ κρύβουμε; Ἡ ντροπή μας κατέχει λόγῳ τῆς βρωμιᾶς ποὺ γεμίσαμε τὸ γήινο σαρκίο μας καὶ ποὺ ἐξέρχεται μετά το θάνατό μας, ὄχι μόνο πρὸς τὴ γῆ ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν οὐρανό. Ἡ οὐσία τοῦ πνεύματος δὲν ἀναδίδει οὔτε ἄρωμα οὔτε δυσοσμία στὸ σῶμα μας. Ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητά μας ὡς ἀνθρώπων καὶ μὲ τὰ ὑλικὰ ποὺ ἔχουμε σωρεύσει μέσα μας ὅσο ζοῦμε, ἀναδίδουμε τὸ ἄρωμα τοῦ οὐρανοῦ ἢ τὴ βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ Κύριος ἔχει ἀγάπη καὶ ἀνοχὴ γι’ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ἀπόγνωση. Αὐτὸ τὸ διαπιστώνουμε συχνὰ στὶς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων. «Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Ὅταν τὰ πρόβατα βλέπουν τὸν ποιμένα δὲν λιποψυχοῦν, οὔτε καὶ σκορπίζονται. Ἄν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν το Θεὸ πάντα μπροστὰ στὰ μάτια τους δὲ θὰ λιποψυχοῦσαν, οὔτε καὶ θὰ σκορπίζονταν. Μερικοὶ ὅμως τὸν βλέπουν, ἄλλοι τὸν ἀναζητοῦν γιὰ νὰ τὸν δοῦν, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι τυφλοὶ ἢ ἐμπαίζουν ἐκείνους ποὺ ψάχνουν γιὰ νὰ τὸν δοῦν. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι λιποψυχοῦν, διασκορπίζονται, γίνεται ὁ καθένας ὁδηγὸς στὸν ἑαυτό του κι ἀκολουθεῖ τὸ δικό του δρόμο.

Ἄν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἔστω καὶ τὸ μισὸ φόβο γιὰ τὸν πανταχοῦ παρόντα Θεό, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ἔχουν γιὰ τὸ θάνατο, δὲ θὰ φοβοῦνταν τὸν τελευταῖο. Καὶ μάλιστα δὲ θὰ γνώριζαν τὸ θάνατο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Στὴν περίπτωσή μας ὁ Κύριος ἔνιωσε ἰδιαίτερη συμπάθεια γιὰ τὴ θλιμμένη μητέρα καὶ γι’ αὐτὸ τῆς εἶπε: μὴ κλαῖε. Κοίταξε βαθιὰ μέσα στὴν ψυχή της καὶ διάβασε ὅλα ὅσα γίνονταν ἐκεῖ. Ὁ σύζυγός της εἶχε πεθάνει, δὲν εἶχε σύντροφο. Τώρα πέθανε κι ὁ μοναχογιός της καὶ βρέθηκε ὁλομόναχη. Ποῦ ἦταν ὁ ζωντανὸς Θεός; Μπορεῖ νὰ νιώθει μόνος του κανεὶς ὅταν ἔχει συντροφιὰ τὸ Θεό; Μπορεῖ ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος νὰ βρεῖ καλλίτερη συντροφιά, πιὸ ἐγκάρδια, ἀπὸ τὸ συντροφιὰ τοῦ Θεοῦ; Δὲν εἶναι πιὸ κοντά μας ὁ Θεὸς ἀκόμα κι ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα μας, ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τίς ἀδελφές μας, ἀπὸ τοὺς γιοὺς καὶ τίς θυγατέρες μας; Μᾶς δίνει παιδιὰ κι ὕστερα μᾶς τὰ παίρνει, μὰ δὲ μᾶς ἐγκαταλείπει. Τὸ μάτι Του δὲν κουράζεται νὰ μᾶς παρακολουθεῖ, οὔτε κι ἡ ἀγάπη του γιὰ μᾶς ἔχει ἀλλοιωθεῖ. Ὅλη ἡ δυσοσμία τοῦ θανάτου μας βοηθάει νὰ προσκολληθοῦμε περισσότερο στὸ Θεό, τὸν ζῶντα Θεό.

Μὴ κλαῖε! Ὁ Κύριος προσπαθεῖ νὰ παρηγορήσει τὴν ἀπαρηγόρητη μητέρα. Αὐτὸ τὸ λέει Ἐκεῖνος ποὺ δὲ σκέφτεται, ὅπως πολλοὶ ἀπό μας, πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ ἀγοριοῦ κατεβαίνει στὸν τάφο, μαζὶ μὲ τὸ νεκρὸ σῶμα του. Τὸ λέει Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦν στὴν ψυχὴ τοῦ νεκροῦ ἀγοριοῦ, ποὺ κρατᾶ τὴν ψυχὴ αὐτὴ στὴ δική Του ἐξουσία. Κι ἐμεῖς παρηγοροῦμε αὐτοὺς ποῦ θρηνοῦν μὲ τὰ ἴδια λόγια, ἂν κι οἱ καρδιές μας εἶναι γεμᾶτες δάκρυα.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συμπάθειά μας ὅμως νιώθουμε ἀδύναμοι νὰ προσθέσουμε ὁτιδήποτε ἄλλο σ’ ἐκείνους ποὺ θρηνοῦν. Ἡ δύναμη τοῦ θανάτου ἔχει τόσο πολὺ ξεπεράσει τὴ δύναμή μας, ὥστε σερνόμαστε σὰν ἔντομα στὴ σκιά του. Καὶ καθὼς γεμίζουμε τὸν τάφο καὶ σκεπάζουμε τὸ νεκρὸ μὲ χῶμα, νιώθουμε πῶς ἐνταφιάζουμε μαζὶ κι ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας μέσα στὸ νεκρικὸ σκοτάδι τοῦ τάφου.

Ὁ Κύριος δὲν εἶπε μὴ κλαῖε στὴ γυναῖκα γιά νὰ δείξει πὼς δὲν πρέπει νὰ κλαῖμε γιὰ τοὺς νεκρούς. Ὁ ἴδιος δάκρυσε γιὰ τὸ Λάζαρο (βλ. Ἰωάν. ἰα ́ 35). Θρήνησε προκαταβολικὰ γι’ αὐτοὺς ποῦ θὰ ὑπόφεραν μὲ τὴν πτώση τῆς Ἱερουσαλὴμ (βλ. Λουκ. ἴθ’ 41-44). Τέλος μακάρισε αὐτοὺς ποὺ πενθοῦν, «ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ἔ’ 4). Τίποτα δὲν ηρεμεί καὶ δὲν καθαρίζει τόσο, ὅσο τὰ δάκρυα.

Στὴν ὀρθόδοξη μεθοδολογία τῆς σωτηρίας, τὰ δάκρυα εἶναι ἀνάμεσα στὰ πρῶτα μέσα κάθαρσης τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ. Ὄχι μόνο πρέπει νὰ κλαῖμε γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ζωντανοὺς καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. ὅπως συνέστησε ὁ Κύριος στὶς γυναῖκες τῆς Ἱερουσαλήμ: «Θυγατέρες Ἱερουσαλήμ. μὴ κλαίετε ἐπ’ ἐμέ, πλὴν ἐφ’ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν» (Λουκ. κγ 28).

Ὑπάρχει ὅμως μιὰ διαφορὰ ἀπὸ δάκρυα σὲ δάκρυα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει τοὺς Θεσσαλονικεῖς: «ἶνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Ἀθεσσ. δ’ 13). Δὲν πρέπει νὰ θλιβόμαστε ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες κι οἱ ἄθεοι, ποὺ κλαῖνε τοὺς νεκροὺς τοὺς σὰ νὰ χάθηκαν ἐντελῶς. Οἱ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ κλαῖνε τοὺς νεκροὺς σὰν χαμένους ἀλλὰ σὰν ἁμαρτωλούς. Ἡ θλίψη τους ἑπομένως πρέπει νὰ συνοδεύεται μὲ προσευχὲς στὸ Θεὸ γιὰ νὰ συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες του ἀποβιώσαντα καὶ νὰ τὸν ἐλεήσει, νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν οὐράνια βασιλεία Του.

Ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ κλαίει καὶ νὰ θρηνεῖ ἐπίσης γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τίς ἁμαρτίες του. Κι ὅσο πιὸ συχνὰ τὸ κάνει αὐτὸ τόσο καλύτερα. Ὄχι νὰ συμπεριφέρεται σὰν κι’ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεὸ καὶ δὲν ἐλπίζουν στὸ ἔλεὸς Τοῦ καὶ στὴν αἰώνια ζωή.

Ὅταν τὰ δάκρυα ἔχουν τὸ χριστιανικὸ αὐτὸ νόημα κι αὐτὴ τὴ χρήση, τότε γιατί ὁ Κύριος εἶπε στὴ μητέρα τοῦ νεκροῦ ἀγοριοῦ μὴ κλαῖε; Ἐδῶ εἶναι ἄλλη περίπτωση. Ἡ γυναῖκα ἔκλαιγε σὰν κι αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. Δὲν ἔκλαιγε γιὰ τίς ἁμαρτίες τοῦ παιδιοῦ της οὔτε καὶ γιὰ τίς δικές της. Ἔκλαιγε γιὰ τὴ σωματικὴ ἀπώλεια, γιά το χαμὸ καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐξαφάνιση τοῦ παιδιοῦ, γιὰ τὸν αἰώνιο ἀποχωρισμό της ἀπ’ αὐτό. Ἐκεῖ ὅμως βρισκόταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ζώντων καὶ νεκρῶν. Δὲν εἶχε λοιπὸν λόγο νὰ κλαίει μπροστά Του, ὅπως δὲν ἔχει λόγο καὶ νὰ νηστεύει κανεὶς ὅταν ὁ Κύριος εἶναι παρών. Ὅταν οἱ Φαρισσαῖοι κατηγόρησαν τὸν Κύριο πῶς οἱ μαθητές Του δὲ νήστευαν, ὅπως ὁ Ἰωάννης, τοὺς ἀπάντησε: «Μὴ δύνασθε τοὺς υἱοὺς τοῦ νυμφῶνος, ἐνῶ ὁ νυμφίος μετ’ αὐτῶν ἐστι, ποιῆσαι νηστεύεις;» (Λουκ. ἔ’ 34). Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπόν, μπορεῖ νὰ θρηνεῖ κάποιος ὅταν βρίσκεται μαζί του καὶ Ζωοδότης, ποὺ στὴ βασιλεία Του δὲν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλ’ ὅλοι εἶναι ζωντανοί;

Ἡ θλιμμένη χήρα ὅμως δὲ γνώριζε οὔτε τὸ Χριστὸ οὔτε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Θρηνοῦσε το μοναχογιό της χωρὶς ἐλπίδα, ὅπως ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι τότε, ποῦ εἴτε δὲν εἶχαν ὁλότελα πίστη στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἴτε τὴν εἶχαν χάσει.

Σ’ αὐτὴν τὴν ἀνώφελη λόγῳ ἄγνοιας θλίψη της. ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε μὲ τὰ λόγια: Μὴ κλαῖε! Δέν της εἶπε νὰ μὴν κλάψει μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὸ κάνουν πολλοὶ σήμερα, ποὺ ἐννοοῦν: «Μὴν κλαῖς! Τὰ δάκρυά σου δὲ θὰ τὸν φέρουν πίσω. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα. Ὅλοι τὸν ἴδιο δρόμο θ’ ἀκολουθήσουμε». Αὐτὴ ποὺ δίνουμε ἐμεῖς εἶναι μιὰ ἀπαρηγόρητη παρηγοριά. Δὲν παρηγορεῖ κανέναν, εἴτε τὴν δίνει κανεὶς εἴτε τὴν παίρνει. Ἄλλο πρᾶγμα σκεφτόταν ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλεγε μὴ κλαῖε. Ἤθελε νὰ πεῖ: Μὴν κλαῖς, γιατί Ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ. Εἶμαι ὁ ποιμένας ὅλων τῶν προβάτων. Κανένα πρόβατο δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ Ἐμένα, δὲ γίνεται νὰ μὴ γνωρίζω ποῦ βρίσκεται. Ὁ γιὸς δὲν πέθανε μὲ τὸν τρόπο ποὺ νομίζεις ἐσύ. Μόνο ἡ ψυχή του ἔφυγε ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἐγὼ ἔχω ἐξουσία στὴν ψυχή του, ὅπως καὶ στὸ σῶμα του. Λόγῳ τῆς θλίψης σου, ποῦ προέρχεται ἀπὸ ἄγνοια καὶ ἀπιστία τόσο τὴ δική σου ὅσο κι ἐκείνων ποὺ βρίσκονται γύρῳ,γύρω σου, θὰ ἑνώσω ξανὰ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ μὲ τὸ σῶμα του καὶ θὰ τὸν ξαναφέρω στὴ ζωή. Καὶ θὰ τὸ κάνω αὐτὸ ὄχι τόσο γιὰ δική του χάρη ὅσο γιὰ σένα καὶ γιὰ τοὺς δικούς σου, γιὰ νὰ πιστέψετε πῶς ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ παρακολουθεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖτε πῶς Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας ποὺ ἦρθε, ὁ Σωτῆρας του κόσμου»,

Μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια εἶπε στὴ μητέρα ὁ Κύριος μὴ κλαῖε! Καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸ προχώρησε στὸ ἔργο.

«Καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε: νεανίσκε, σοὶ λέγω ἐγέρθητι» (Λουκ. ζ’ 14). Τὸ ἄγγιγμα τῶν νεκρῶν ἢ τῶν πραγμάτων ποὺ βρίσκονταν κοντά του ἀπαγορευόταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, γιατί λογαριαζόταν ἀκάθαρτο. ἡ καθιέρωση αὐτὴ εἶχε νόημα τότε ποὺ ὁ Θεὸς καὶ ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἦταν περισσότερο σεβαστὰ στὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅταν ὅμως ἡ πραγματικὴ εὐλάβεια πρὸς τὸ Θεὸ μειώθηκε, ὅπως κι ὁ σεβασμὸς γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωή, τότε πολλὲς ἐντολές, ἀνάμεσά τους κι αὐτὴ γιὰ τὸ ἄγγιγμα τῶν νεκρῶν, ἔγιναν δεισιδαιμονίες καὶ κέρδισαν προτεραιότητα ἀπὸ τίς μέγιστες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, γιὰ παράδειγμα, ἀνῆκαν ἢ περιτομὴ καὶ ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου. Τὸ πνεῦμα τῶν ἐντολῶν αὐτῶν χάθηκε καὶ στὴ θέση τοῦ ἔμεινε τὸ πνεῦμα μιᾶς θεοποίησης τῆς βερμπαλιστικῆς μορφῆς τοῦ Νόμου.

Ο Χριστὸς ἀποκατέστησε τὸ πνεῦμα καὶ τὴ ζωὴ τῶν νόμων αὐτῶν. Οἱ καρδιὲς τῶν ἀρχόντων τοῦ λαοῦ ὅμως, τῶν τηρητῶν τοῦ Νόμου, εἶχαν τόσο πολὺ σκοτιστεῖ καὶ σκληρυνθεῖ, ὥστε ἀναζητοῦσαν νὰ θανατώσουν τὸ Χριστὸ ἐπειδὴ θεράπευε τοὺς ἀρρώστους τὸ Σάββατο. Γι’ αὐτοὺς η τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου ἄξιζε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, περισσότερο κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. ὁ Κύριος δὲν ἀντιδροῦσε στὴν ὀργὴ τῶν πρεσβυτέρων. Συνέχισε ν’ ἀξιοποιεῖ κάθε εὐκαιρία γιὰ νὰ τονίσει πῶς ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ τίς νεκρὲς παραδόσεις καὶ τὰ ἔθιμα. Τὸ ἴδιο προσπάθησε νά κάνει καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση. Παραβίασε τὸ Νόμο καὶ ἄγγιξε τὸ φέρετρο ὅπου κείτονταν τὸ νεκρὸ παιδί. Τὸ θαῦμα τῆς νεκρανάστασης ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὅμως ἦταν τόσο ἀποστομωτικό, ὥστε οἱ ἀπορημένοι Ἰουδαῖοι πρεσβύτεροι δὲν τόλμησαν ν’ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους καὶ νὰ διαμαρτυρηθοῦν.

Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι! Ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στὸ νεκρὸ παιδὶ στὸ ὄνομὰ Τοῦ, εἶπε σοὶ λέγω, ὄχι ὅπως οἱ προφῆτες Hλίας καὶ Ἐλισαῖος, ποὺ προσευχήθηκαν στὸ Θεὸ καὶ τοῦ ζήτησαν ν’ ἀναστήσει τοὺς νεκρούς. Ἐκεῖνοι ἦταν δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἦταν ὁ μονογενὴς Υἱός Του. Μὲ τὴ θεϊκὴ ἐξουσία ποὺ εἶχε ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολὴ στὸ παιδὶ νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ ξαναγυρίσει στὴ ζωή. Σοὶ λέγω! Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ δὲν εἶχε χρησιμοποιήσει ὁ Κύριος σὲ ἄλλη περίπτωση ἀνάστασης νεκροῦ, ἤθελε νὰ δείξει καὶ νὰ ξεκαθαρίσει πῶς ἔκανε τὸ ἔργο αὐτὸ μόνο μὲ τὴ δική του δύναμη. Ἤθελε νὰ δείξει μ’ αὐτὸ τὸ θαῦμα πῶς ἔχει ἐξουσία καὶ στοὺς νεκρούς, ὅπως στοὺς ζωντανούς. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν ἔγινε μὲ τὴν πίστη τῆς μητέρας τοῦ παιδιοῦ, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς ἀνάστασης τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου. Ἀλλὰ καὶ κανένας στὴν πομπὴ τῆς κηδείας δὲν περίμενε νὰ δεῖ τέτοιο μεγάλο θαῦμα, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῆς Ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου. Ὄχι, τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν ἔγινε λόγῳ τῆς δικῆς της πίστης οὔτε κι ἀπὸ τὴν ἀναμονὴ κάποιων, ἀλλ’ ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸ δυναμικὸ λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

«Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν. καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 15). Τὸ πλάσμα ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ὑπάκουσε τὴν ἐντολή Του. Ἡ ἴδια θεϊκὴ δύναμη ποῦ παλιὰ ἔδωσε πνοὴ ζωῆς στὸν πηλὸ κι ἀπὸ τὸν πηλὸ ἔγινε ὁ ἄνθρωπος, τώρα ἔδινε πνοὴ καὶ ξανάφερνε στὴ ζωὴ στὸ νεκρὸ παιδί. Ἔκανε πάλι τὸ αἷμα νὰ κυκλοφορεῖ, τὰ μάτια νὰ βλέπουν, τ’ αὐτιὰ ν’ ἀκοῦν, τὴ γλῶσσα νὰ μιλάει, τὰ κόκκαλα καὶ τὸ σῶμα νὰ κινοῦνται. Ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου Της καὶ γύρισε ἀμέσως στὸ σῶμα της. ὑπακούοντας στὴν ἐντολή Του.

Ο ὑποτελὴς ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Βασιλιᾶ κι ἀνταποκρίθηκε. Τὸ παιδὶ ἀνακάθησε στὸ φέρετρο καὶ ἤρξατο λαλεῖν. Γιατί ἄρχισε ἀμέσως νὰ μιλάει; Γιὰ νὰ μὴ νομίσουν οἱ ἄνθρωποι πῶς αὐτὸ ἦταν κάποιο μαγικὸ ὅραμα ἢ πῶς κάποιο φάντασμα μπῆκε στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ παιδιου καὶ τὸν ἀνασήκωσε στὸ φέρετρο. Ἔπρεπε ν’ ἀκούσουν ὅλοι τὰ λόγια τοῦ ἀναστημένου παιδιοῦ, ὥστε νὰ μὴ μείνει ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία πῶς ἦταν πραγματικὰ τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ κι ὄχι κάποιος ἄλλος μέσα του.

Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ὁ Κύριος πῆρε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ φέρετρο καὶ ἔδωκεν αὐτόν τη μητρὶ αὐτοῦ, τὸ παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ὅταν ἡ μητέρα κατάλαβε τί ἔγινε καὶ πῆρε τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της. τότε ἀπαλλάχτηκαν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν στὴν πομπὴ ἀπό το φόβο καὶ τὴν ἀμφιβολία. Ὁ Χριστὸς πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα του γιὰ νὰ τῆς δείξει πῶς της τὸ ἔδινε χάρισμα τώρα, ὅπως κι ὅταν τὸ γεννοῦσε. Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δίνει ζωὴ σὲ κάθε ἄνθρωπο μὲ τὸ δικό Του χέρι. Δὲ διστάζει νὰ πάρει κάθε πλασμένο ἄνθρωπο χωριστὰ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ τὸν στείλει σ’ αὐτὴν τὴν ἐπίγεια, τὴν πρόσκαιρη ζωή. Ὁ Κύριος λοιπὸν πῆρε καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἀνάστησε καὶ τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα του γιὰ νὰ τῆς δείξει πῶς δέν της εἶπε μὴ κλαῖε μάταια. Ὅταν της τὸ εἶπε αὐτὸ εἶχε κατὰ νοῦ νὰ τὴν παρηγορήσει, ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια αὐτά, ποὺ ἡ θλιμμένη μητέρα θὰ τὰ εἶχε ἀκούσει ἴσως κι ἀπὸ πολλοὺς γνωστούς της. ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ πράξη ποὺ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα μιὰ ἀπρόβλεπτη καὶ τέλεια παρηγοριά.

Τελικὰ ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ διδάξει καὶ μᾶς πῶς, ὅταν κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε ὅσο μποροῦμε προσωπικά, προσεχτικὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά μας, ὄχι μέσῳ ἄλλων, ἀπρόσεχτα καὶ βαριεστημένα. Προσέξτε πόση ἀγάπη καὶ στοργὴ ὑπάρχει σὲ κάθε λέξη καὶ κάθε κίνηση τοῦ Κυρίου μας! Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ὅπως καὶ σ’ ὅσες ἀνάλογες προηγήθηκαν ἢ ἀκολούθησαν, δείχνει πῶς ὄχι μόνο εἶναι τέλειο κάθε χάρισμα καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κι ὁ τρόπος ποὺ τὰ δίνει εἶναι ἐπίσης τέλειος.

«Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 16). Μὲ τὴν προσεχτικὴ συμπεριφορὰ τοῦ πρὸς τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ Κύριος κατόρθωσε νὰ διώξει το φόβο γιὰ τέρατα καὶ μαγεῖες, ὁ φόβος ὅμως ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει μέσα τους. Ἀλλὰ ὁ φόβος αὐτὸς ἦταν καλός, γιατί ἦταν φόβος Θεοῦ καὶ προκαλοῦσε τὴ δοξολογία στὸ Θεό. Ὁ λαὸς ὀνόμασε τὸ Χριστὸ μεγάλο προφήτη ποὺ ὁ Θεὸς εἶχε ὑποσχεθεῖ ἀπὸ παλιὰ πῶς θὰ στείλει στὸν Ἰσραὴλ (βλ. Δευτ. ἰη’ 18). Ὁ λαὸς δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει ἀκόμα πῶς ὁ Χριστὸς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἠταν καλὸ ὅμως ποὺ τὸ πνεῦμα τους, ποὺ ἦταν σκοτισμένο καὶ καταπιεσμένο ἀπὸ ξένους κατακτητές, μποροῦσε νὰ βλέπει τὸ Χριστὸ ὡς μεγάλο προφήτη. “Ἄν οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ εἶχαν δεῖ τὰ πολυάριθμα θαύματα τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν φτάσει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο κατανόησης ποὺ εἶχαν οἱ ἁπλοῖ αὐτοὶ ἄνθρωποι, θὰ εἶχαν γλιτώσει ἀπὸ τὰ φοβερὰ ἐγκλήματα τῆς καταδίκης καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας ὅμως ἐνεργεῖ ὅπως ἐκεῖνος θεωρεῖ φυσικό, ἀκολουθεῖ τὸ δικό του πνεῦμα καὶ τὴ δική του καρδιά. Ὁ Χριστὸς ἐπανέφερε τὸ νεκρὸ στὴ ζωή, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι πρεσβύτεροι ἀφαίρεσαν τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν Ζῶντα. Ἐκεῖνος ἀγαποῦσε τὸν ἄνθρωπο, αὐτοὶ ἦταν δολοφόνοι τῶν ἀνθρώπων – καὶ τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖνος ἦταν θαυματουργὸς καλῶν ἔργων, αὐτοὶ ἦταν ἐκτελεστὲς ἐγκλημάτων. Στὸ τέλος ὅμως οἱ κακοῦργοι πρεσβύτεροι δὲν μπόρεσαν νὰ πάρουν ἄλλῃ ζωῇ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δική τους. Ὅλοι οἱ προφῆτες ποὺ εἶχαν θανατωθεῖ, ζοῦσαν παντοτινὰ μέ το Θεὸ καὶ μὲ ἀνθρώπους, ἐνῶ οἱ φονευτὲς κρύβονταν σὰν φίδια στὴ σκιὰ τῶν προφητῶν αὐτῶν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ δέχονταν ἀπὸ κάθε γενιὰ τὴν κατάκριση καὶ τὸ ἀνάθεμα. “Ἔτσι λοιπόν, μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ δὲν σκότωσαν Ἐκεῖνον, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό τους.

Ἐκεῖνος ποὺ ἀνάστησε τόσο εὔκολα ἐκ νεκρῶν ἄλλους, ἀνάστησε καὶ τὸν ἑαυτό Του. Φανερώθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ ὡς μέγιστο Φῶς, ποὺ ὅσο φαίνεται πῶς σβήνει, μετὰ ἀστράφτει καὶ λάμπει πολὺ περισσότερο. Σ’ αὐτὸ τὸ φῶς ζοῦμε ὅλοι, ἀναπνέουμε καὶ εὐφραινόμαστε. Το Φῶς αὐτὸ θ’ ἀποκαλυφθεῖ καὶ πάλι καὶ μάλιστα σύντομα, σὲ νεκροὺς καὶ ζωντανούς. Αὐτὸ θὰ γίνει ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔρθει στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας γιὰ ν’ ἀναστήσει τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ νὰ κρίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἔζησαν στὴ γῆ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Τότε θ’ ἀποδειχτεῖ γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ καὶ μάλιστα στὴν πληρότητά της, ἡ ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Σωτῆρα μας: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ ὑιου του Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» (Ἰωάν. ἔ’ 25). Τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ υἱοῦ τῆς χώρας στὴ Ναϊν ἔγινε τόσο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴ θλιμμένη μάνα, ὅσο καὶ γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴν πίστη στὴν ἔσχατη καὶ καθολικὴ ἀνάσταση, στὸ Θαῦμα τῶν θαυμάτων, στὴν κρίση τῶν κρίσεων, στὴ χαρὰ κάθε χαρᾶς.

Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Ἡ Ζωὴ νικᾷ το θάνατο

«Καὶ εἶπε: Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν» (Λουκ. 7, 14-15)

ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ, ἀγαπητοί, κατὰ καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μιὰ πόλις, ποὺ ὀνομαζόταν Ναΐν. Ἡ πόλις αὐτὴ δὲν ἦταν πολὺ μακριὰ ἀπ’ τὴ Ναζαρέτ, ὅπου ὁ Χριστὸς ἔμεινε τὰ περισσότερα χρόνια. Ἡ Ναΐν ἦταν χτισμένη στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Ἀερμῶν. Πρὸς ἀνατολὰς ἁπλωνόταν μιὰ ἀπ’ τίς πιὸ εὔφορες πεδιάδες τῆς ἁγίας γῆς. Ὁ καθαρὸς ἀέρας ποὺ φυσοῦσε ἀπ’ τίς κορφὲς τοῦ βουνοῦ, τὰ ἄφθονα νερά, τὰ περιβόλια ποὺ ἦταν γεμᾶτα ἀπὸ ὀπωροφόρα δέντρα, τὰ κοπάδια ποὺ βοσκοῦσαν στὰ λιβάδια, τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδούσαν, ὅλα αὐτὰ ἔδιναν μιὰ ἐξαιρετικὴ ὀμορφιὰ σ’ ὅλη την περιοχῆς καί ἡ πόλις ὀνομαζόταν Ναΐν, ποὺ στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα σημαίνει κάλλος, ὀμορφιά. Ναΐν, λοιπόν, ὡραία πόλις. Οἱ κάτοικοί της εὐτυχισμένοι.

Εὐτυχισμένοι; Ποιός εἶνε εὐτυχισμένος στὸν κόσμο αὐτό; Πήγαινε, ἄνθρωπέ μου, στὴν πιὸ ὄμορφη πόλη τοῦ κόσμου, νοίκιασε ἢ χτίσε ἕνα σπίτι ποὺ νὰ ἔχῃ ὅλες τίς σημερινὲς ἀνέσεις, τρῶγε, πίνε, διασκέδαζε, ἀπολάμβανε ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Τίποτε νὰ μὴ σοῦ λείπῃ. Τί νομίζεις, θὰ εἶσαι εὐτυχισμένος; ‘Ἀλλοίμονο! Κάτι σὲ κάνει νὰ φοβᾶσαι ὅταν τὸ σκέπτεσαι σὲ πιάνει μελαγχολία. Εἶνε ὁ θάνατος! Ναί, ὁ θάνατος. Σᾶς ἐρωτῶ: Ὑπάρχει σπίτι ποὺ νὰ μὴν τὸ ἐπισκεφθῇ ὁ κακὸς αὐτὸς ἐπισκέπτης; Ὁ θάνατος πηγαίνει παντοῦ. Ὁ θάνατος δὲν κάνει ἐξαιρέσεις. Δὲν φοβᾷται κανένα. Πηγαίνει στὴν καλύβα καὶ παίρνει τὸ φτωχὸ ποὺ κοιμᾷται στὸ χῶμα, ἀλλὰ πηγαίνει καὶ στὰ παλάτια καὶ στὰ μέγαρα καὶ παίρνει τοὺς βασιλιᾶδες καὶ τοὺς ἀφεντάδες τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ποὺ κοιμοῦνται στὰ μαλακὰ στρώματα, στὰ πούπουλα. Παίρνει τοὺς γέρους τοὺς ἀσπρομάλληδες, ἀλλ’ ἁρπάζει καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, τὰ βρέφη, μέσ’ ἀπ’ τὴν ἀγκαλιὰ τῶν μανάδων. Ὁ θάνατος πηγαίνει παντοῦ. Παρουσιάζεται σὲ μιὰ ὥρα, ποὺ δὲν τὸν περιμένουν οἱ ἄνθρωποι. Ὅπως τὸ γεράκι πετα ὁρμητικὰ καὶ πέφτει κι ἁρπάζει τὰ πουλιὰ ποὺ βόσκουν ἀμέριμνα στὰ λιβάδια, ἔτσι κι ὁ θάνατος, ὁρμᾷ καὶ παίρνει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀμέριμνα ζοὺν καὶ διασκεδάζουν. Καὶ τότε παύουν οἱ χαρὲς καὶ τὰ γέλια, καὶ τὸ πιὸ ὄμορφο σπίτι γίνεται μαῦρο καὶ σκοτεινό, καὶ ἡ πιὸ ὄμορφη πολιτεία χάνει τὴν ὀμορφιά της, κι ἀπὸ τοὺς δρόμους καὶ τίς πλατεῖες της περνοῦν φέρετρα, καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ μέχρι χθὲς ζοῦσαν, νεκροὶ τώρα ὁδηγοῦνται ἔξω ἀπ’ τὴν πόλι, γιὰ νὰ μποὺν σὲ κάτι ἄλλα σπίτια, μικρά, σκοτεινά, ἀπαίσια, ποὺ δὲν εἶνε πιὸ μεγάλα ἀπὸ δυὸ μέτρα. Ὁ θάνατος νικᾷ τοὺς πάντας καὶ δίχνει τὴ μαύρη καὶ πένθιμη σκιά του σ’ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα.

Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί, χωριὸ χωρὶς νεκροταφεῖο. Αὐτὸ βλέπουμε καὶ στὴν ὄμορφη πόλη τῆς Ναΐν. Εἶχε κι αὐτὴ τὸ νεκροταφεῖο της. Ἦταν ἔξω ἀπ’ τὴν πόλι. Ἐκεῖ κοντὰ στὴν πύλη τῆς πόλεως, στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ νεκροταφεῖο, ἐκεῖ ἔγινε μιὰ ἱστορικὴ μάχη. Πάλεψε ἡ Ζωὴ μέ το θάνατο, καὶ νίκησε ἡ Ζωή. Πῶς; Ἀκοῦστε.

Ὁ Χριστὸς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του βάδιζε στὸ δημόσιο δρόμο, ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν πόλι Ναΐν. Ὅταν ἔφθασε στὴν πύλη τῆς πόλεως, εἶδε ἕνα θλιβερὸ θέαμα. Ἦταν μιὰ κηδεία. Τέσσερις ἄντρες σήκωναν ἕνα φέρετρο, καὶ πίσω ἀπ’ τὸ φέρετρο ἀκολουθοῦσε κόσμος πολύς, ποὺ συνώδευε τὸ νεκρὸ στὸν τάφο. Μιὰ γυναῖκα ἔκλαιγε. Ἦταν μιὰ δυστυχισμένη γυναῖκα. Ὁ ἄντρας τῆς πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ εἶχε πεθάνει καὶ τῆς ἄφησε ἕνα μονάκριβο παιδί. Πιστὴ στὴ μνήμη τοῦ ἀντρός της καὶ ἀφοσιωμένη στὸ μονάκριβο παιδί της, δὲν ἦρθε σὲ δεύτερο γάμο. Ἔμεινε χήρα. Παρηγοριά της, χαρά της, φὼς τῶν ματιῶν της ἦταν τὸ μονάκριβο παιδί της. Εἶχε πιὰ μεγαλώσει. Εἶχε γίνει νέος. Ἀλλὰ νὰ στὸ σπίτι τῆς χήρας ἔρχεται πάλι καὶ χτυπᾷ τὴν πόρτα ὁ θάνατος.

Θάνατε, τί κάνεις; Ἦρθες καὶ πῆρες τὸν ἄντρα τῆς τώρα ἔρχεσαι νὰ πάρῃς καὶ τὸ παιδί της; Πήγαινε, σὲ παρακαλῶ, σὲ ἄλλα σπίτια, ποὺ ἔχουν πολλὰ παιδιά, καὶ πᾶρε ἕνα ἀπ’ αὐτά. Τῆς δυστυχισμένης αὐτῆς χήρας τὸ μονάκριβο παιδὶ μὴν τὸ παίρνεις. Μὴν τὴν πληγώνεις. Μὴν κάνεις τὴν πληγὴ τῆς πιὸ βαθειά…

Ἀλλ’ ὁ θάνατος εἶνε κουφὸς καὶ δὲν ἀκούει. Ἅρπαξε μέσ’ ἀπ’ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας τὸ μονάκριβο παιδί της. Καὶ τώρα καὶ δυστυχισμένη γυναῖκα, ἕνα συντρίμμι ἀπ’ τὸν πόνο, ἕνα κουρέλι, ἀκολουθεῖ τὸ φέρετρο τοῦ παιδιοῦ της, καὶ κλαίει ἀπαρηγόρητα. Ποιά καρδιὰ ἀνθρώπου δὲν πονάει μπροστὰ στὸ θλιβερὸ αὐτὸ θέαμα τῆς χώρας, ποὺ κλαίει τὸ παιδί της; Δὲν θὰ περάσῃ πολλὴ ὥρα, καὶ ὁ νεκρὸς θὰ εἶνε στὸν τάφο του, δίπλα στοὺς ἄλλους τάφους τοῦ νεκροταφείου τῆς Ναΐν.

Οἱ τάφοι! Νὰ τὸ τέρμα μιᾶς ζωῆς, ποὺ πλάθεται μὲ τόσες ἐλπίδες κι ὄνειρα. Ποῦ τὸ κάλλος; Ποῦ τὰ νιᾶτα; Ποῦ ὁ πλοῦτος; Ποῦ ἢ δόξα; «Ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…»…. «Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα…», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία.

Ἀλλ’ ἐνῶ ἡ νεκρικὴ πομπὴ βάδιζε πρὸς τὸ νεκροταφεῖο, νὰ καὶ συναντᾷται μὲ τὸ Χριστό, ποὺ ἐρχόταν πρὸς τὴν πόλι. Ὁ Χριστός, ποὺ βλέπει τὸ θέαμα αὐτό, λυπᾷται τὴ δυστυχισμένη γυναῖκα. Τὴν παρηγορεῖ. «Μὴ κλαῖε», τῆς λέει. Ἀλλὰ πῶς νὰ μὴν κλαίῃ; Λόγια παρηγορητικὰ μποροῦσε νὰ πῇ κ’ ἕνας ἄλλος. Ἀλλ’ ὁ Χριστὸς δὲν ἀρκέστηκε μόνο στὰ λόγια τὰ παρηγορητικά. Ἔκανε καὶ κάτι ἄλλο. Στὰ λόγια τὰ παρηγορητικὰ πρόσθεσε καὶ τὸ θαῦμα. Τὰ ἅγια τοῦ χέρια ἄγγιξαν πάνω στὸ νεκρό, καὶ ἀμέσως σὰν νὰ πέρασε ἀπ’ τὸ κορμὶ τοῦ νεκροῦ ἕνα ρεῦμα ζωῆς, τὸ αἷμα ἄρχισε καὶ πάλι νὰ κυλάη στὶς φλέβες, ἡ καρδιὰ ἄρχισε νὰ χτυπάη, τὸ κορμὶ ζεστάθηκε, ὁ νεκρὸς τινάχτηκε ὄρθιος. Ἄνοιξε τὰ μάτια του. Κινοῦσε τὰ χέρια. Ἄρχισε νὰ μιλάη. Ποιός εἶδε καὶ δὲν τρόμαξε; Ποιός εἶδε καὶ δὲν δόξασε τὸ Θεό; Ὅλοι ὅσοι συνώδευαν τὴν κηδεία ἐξέφραζαν το θαυμασμό τους καὶ ἔλεγαν, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ φανερώνει, πῶς ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸν ἐπισκέφθηκε, δείχνει καὶ πάλι τὴν ἀγάπη του καὶ ἐνεργεῖ τὰ μεγάλα του θαύματα.

Ὁ Χριστός, ἡ Ζωὴ τῶν ἁπάντων, νίκησε το θάνατο. Τὸ νίκησε ὄχι μόνο στὴν περίπτωση αὐτὴ τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Θὰ τὸ νικήσῃ καὶ σ’ ἄλλες περιπτώσεις. Θ’ ἀναστήσῃ καὶ ἄλλους νεκρούς, ὅπως τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου καὶ τὸ Λάζαρο ποὺ ἦταν τέσσερις μέρες θαμμένος μέσ’ στὸν τάφο. Ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα, ποὺ θ’ ἀποδείξῃ ὅτι εἶνε ἀληθινὸς Θεός, θὰ εἶνε ἡ δική του ἀνάστασι. Νεκρὸς θὰ τεθῇ στὸν τάφο. Ὁ τάφος θὰ σφραγιστῇ. Στρατιῶτες θὰ τὸν φυλᾶνε. «Ἡ Ζωὴ ἐν τάφῳ…»…. Ἀλλ’ ἡ Ζωὴ δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ μείνῃ κλεισμένη στὸν τάφο. Μετὰ τρεὶς μέρες θ’ ἀναστηθῇ. Καὶ ἀναστήθηκε. Ναί, ἀναστήθηκε! Μέ το θάνατό του νίκησε το θάνατο καὶ χάρισε τὴ ζωὴ σ’ ὅλους τοὺς νεκρούς.

Θάνατε! Ἄς σὲ φοβοῦνται οἱ ἄθεοι καὶ ἄπιστοι. Αὐτοὶ πέρα ἀπ’ τὸν τάφο δὲν βλέπουν τίποτα. Δὲν πιστεύουν τίποτα, δὲν ἐλπίζουν τίποτα. Ἀλλ’ ἐμεῖς ποὺ πιστεύουμε, θάνατε, δὲν σὲ φοβόμαστε. Σὲ νίκησε ὁ Χριστός. Κι ὅπως ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ νεκρὸ τῆς Ναΐν καὶ τοὺς ἄλλους νεκροὺς καὶ τὸν ἑαυτό του, ἔτσι θ’ ἀναστήσῃ κ’ ἐμᾶς. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ζωὴ τῶν ἁπάντων. Αὐτὸς εἶνε ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ὅλων τῶν νεκρῶν. Αὐτὴ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek