ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΣΤ΄ 19 — 31)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἄνθρω­πός τις ἦν πλού­σιος, καὶ ἐνε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν καὶ βύσ­σον εὐφραι­νό­με­νος καθ’ ἡμέ­ραν λαμ­πρῶς. 20Πτω­χὸς δέ τις ἦν ὀνό­μα­τι Λάζα­ρος, ὃς ἐβέ­βλη­το πρὸς τὸν πυλῶ­να αὐτοῦ ἡλκω­μέ­νος 21καὶ ἐπι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀπὸ τῶν ψιχί­ων τῶν πιπτόν­των ἀπὸ τῆς τρα­πέ­ζης τοῦ πλου­σί­ου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχό­με­νοι ἐπέ­λει­χον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22ἐγέ­νε­το δὲ ἀπο­θα­νεῖν τὸν πτω­χὸν καὶ ἀπε­νε­χθῆ­ναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέ­λων εἰς τὸν κόλ­πον Ἀβρα­άμ· ἀπέ­θα­νε δὲ καὶ ὁ πλού­σιος καὶ ἐτά­φη. 23καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπά­ρας τοὺς ὀφθαλ­μοὺς αὐτοῦ, ὑπάρ­χων ἐν βασά­νοις, ὁρᾷ Ἀβρα­ὰμ ἀπὸ μακρό­θεν καὶ Λάζα­ρον ἐν τοῖς κόλ­ποις αὐτοῦ. 24καὶ αὐτὸς φωνή­σας εἶπε· πάτερ Ἀβρα­άμ, ἐλέη­σόν με καὶ πέμ­ψον Λάζα­ρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύ­λου αὐτοῦ ὕδα­τος καὶ κατα­ψύ­ξῃ τὴν γλῶσ­σάν μου, ὅτι ὀδυ­νῶ­μαι ἐν τῇ φλο­γὶ ταύ­τῃ. 25εἶπε δὲ Ἀβρα­άμ· τέκνον, μνή­σθη­τι ὅτι ἀπέ­λα­βες σὺ τὰ ἀγα­θά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζα­ρος ὁμοί­ως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρα­κα­λεῖ­ται, σὺ δὲ ὀδυ­νᾶ­σαι· 26καὶ ἐπὶ πᾶσι τού­τοις μετα­ξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστή­ρι­κται, ὅπως οἱ θέλον­τες δια­βῆ­ναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνων­ται, μηδὲ οἱ ἐκεῖ­θεν πρὸς ἡμᾶς δια­πε­ρῶ­σιν. 27εἶπε δέ· ἐρω­τῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμ­ψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28ἔχω γὰρ πέν­τε ἀδελ­φούς· ὅπως δια­μαρ­τύ­ρη­ται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθω­σιν εἰς τὸν τόπον τοῦ­τον τῆς βασά­νου. 29λέγει αὐτῷ Ἀβρα­άμ· ἔχου­σι Μωϋ­σέα καὶ τοὺς προ­φή­τας· ἀκου­σά­τω­σαν αὐτῶν. 30ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβρα­άμ, ἀλλ’ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευ­θῇ πρὸς αὐτοὺς, μετα­νο­ή­σου­σιν. 31Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋ­σέ­ως καὶ τῶν προ­φη­τῶν οὐκ ἀκού­ου­σιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀνα­στῇ πει­σθή­σον­ται.

19 Ειδι­κώ­τε­ρα δε δια τον πλού­τον ακού­σα­τε και αυτήν την παρα­βο­λήν· Ενας άνθρω­πος ήτο πλού­σιος και εφο­ρού­σε κόκ­κι­νον πανά­κρι­βον ένδυ­μα και λευ­κόν, λινόν πολυ­τε­λή χιτώ­να. Και κάθε ημέ­ρα ηυφραί­νε­το με πολυ­δά­πα­να λαμ­πρά συμ­πό­σια. 20 Εζού­σε δε τότε και κάποιος πτω­χός ονά­μα­τι Λαζα­ρος, ο όποιος ήτο παρα­πε­τα­μέ­νος κον­τά εις την μεγά­λην εξώ­πορ­τα του πλου­σί­ου, γεμά­τος από πλη­γάς. 21 Και αυτός επι­θυ­μού­σε να χορ­τά­ση την πεί­να του από τα ψίχου­λα, που έπι­πταν από το τρα­πέ­ζι του πλου­σί­ου. Και σαν να μην έφθα­ναν αυτά, οι σκύ­λοι έγλει­φαν τας πλη­γάς του γυμνού σχε­δόν σώμα­τός του. 22 Συνέ­βη δε να πεθά­νη ο πτω­χός και να μετα­φερ­θή από τους αγγέ­λους εις τας αγκά­λας του Αβρα­άμ, στον παρά­δει­σον δηλα­δή όπου ο Αβρα­άμ μαζή με τους δικαί­ους ανα­παύ­ον­ται και ευφραί­νον­ται. Επέ­θα­νε δε και ο πλού­σιος και ετά­φη με πολ­λήν μεγα­λο­πρέ­πειαν. Η ψυχή του όμως κατέ­βη­κε στον Αδην. 23 Και στον Αδην όπου εβα­σα­νί­ζε­το, εσή­κω­σε τα μάτια του και βλέ­πει τον Αβρα­άμ από μακρυά και τον Λαζα­ρον εις τας αγκά­λας του. 24 Και αυτός, που τόσην αδια­φο­ρί­αν και σκλη­ρό­τη­τα είχε δεί­ξει, όταν ζού­σε εις την γην, εφώ­να­ξε τώρα και είπε· Πατερ Αβρα­άμ, σπλαγ­χνί­σου με και στεί­λε τον Λαζα­ρον να βρέ­ξη την άκρη από το δάκτυ­λο του στο νερό και να δρο­σί­ση την γλώσ­σαν μου, διό­τι πονώ φοβε­ρά μέσα εις την βασα­νι­στι­κήν αυτήν φλό­γα του Αδου. 25 Είπε δε ο Αβρα­άμ· Τεκνον, θυμή­σου, ότι συ απή­λαυ­σες με το παρα­πά­νω τα αγα­θά σου εις την ζωήν σου και ο Λαζα­ρος ομοί­ως εδο­κί­μα­σε τα κακά της φτώ­χειας και της ασθε­νεί­ας. Τωρα δε αυτός εδώ παρη­γο­ρεί­ται και ευφραί­νε­τε δια την υπο­μο­νήν, που έδει­ξε στον και­ρόν της θλί­ψε­ώς του, συ δε κατά λόγον δικαιο­σύ­νης βασα­νί­ζε­σαι δια την φιλαυ­τί­αν σου και την σκλη­ρό­τη­τα της καρ­δί­ας σου. 26 Και επί πλέ­ον μετα­ξύ του τόπου, που είμε­θα ημείς, και του τόπου που είσθε σεις, έχει στη­ρι­χθή μέγα και ανυ­πέρ­βλη­τον χάσμα, ώστε εκεί­νοι που θέλουν να περά­σουν από εδώ εις σας να μη ημπο­ρούν ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην ημπο­ρούν να περά­σουν προς ημάς. 27 Είπε δε ο πλού­σιος· Τοτε σε παρα­κα­λώ, πάτερ, να στεί­λης τον Λαζα­ρον στο πατρι­κό μου σπί­τι, 28 διό­τι έχω εκεί πέν­τε αδελ­φούς, στεί­λε τον να τους δια­βε­βαιώ­ση δι’ αυτά που συμ­βαί­νουν εδώ, ώστε να μη καταν­τή­σουν και αυτοί στον τόπον τού­τον των βασά­νων. 29 Λεγει εις αυτόν ο Αβρα­άμ· Εχουν τον Μωϋ­σέα και τους προ­φή­τας· ας ακού­σουν αυτών τας μαρ­τυ­ρί­ας. 30 Εκεί­νος δε είπε· όχι, πάτερ Αβρα­άμ, δεν θα προ­σέ­ξουν την μαρ­τυ­ρί­αν του Μωϋ­σέ­ως και των προ­φη­τών. Αλλά εάν κανείς από τους πεθα­μέ­νους υπά­γη προς αυτούς, θα μετα­νο­ή­σουν. 31 Είπε δε εις αυτόν ο Αβρα­άμ· εάν δεν ακού­σουν τον Μωϋ­σέα και τους προ­φή­τας, δεν θα πει­σθούν και αν ακό­μη ανα­στη­θή κάποιος εκ νεκρών”. (Οταν λεί­πη η καλή διά­θε­σις ούτε και το μεγα­λύ­τε­ρον θαύ­μα ημπο­ρεί να οδη­γή­ση εις πίστιν και μετά­νοιαν).

19 Συνε­χί­ζον­τας ο Κύριος τη διδα­σκα­λία του για την καλή χρη­σι­μο­ποί­η­ση του πλού­του, είπε και την ακό­λου­θη παρα­βο­λή: Υπήρ­χε κάποιος πλού­σιος άνθρω­πος, ο οποί­ος φορού­σε βασι­λι­κά ενδύ­μα­τα. Απ’ έξω φορού­σε ένα μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο και πανά­κρι­βο ρού­χο, κι από μέσα φορού­σε λευ­κό χιτώ­να πολυ­τε­λή από λεπτό αιγυ­πτια­κό λινά­ρι. Και δια­σκέ­δα­ζε σε πλού­σια συμ­πό­σια κάθε μέρα με μεγα­λο­πρέ­πεια. 20 Ήταν όμως και κάποιος φτω­χός που λεγό­ταν Λάζα­ρος, ο οποί­ος ήταν γεμά­τος πλη­γές και παρα­πε­τα­μέ­νος κον­τά στην εξώ­πορ­τα του πλου­σί­ου. 21 Και προ­σπα­θού­σε να χορ­τά­σει από τα ψίχου­λα που έπε­φταν από το τρα­πέ­ζι του πλου­σί­ου. Αλλά σα να μην του έφτα­νε η στέ­ρη­σή του αυτή, καθώς ήταν και σχε­δόν γυμνός, έρχον­ταν και οι σκύ­λοι και έγλει­φαν τις πλη­γές του. Παρό­λα αυτά όμως ο Λάζα­ρος δεν έβγα­ζε από το στό­μα του ούτε την παρα­μι­κρή λέξη παρα­πό­νο­ου εναν­τί­ον του πλου­σί­ου ή κάποιο γογ­γυ­σμό εναν­τί­ον του Θεού. 22 Κάπο­τε λοι­πόν πέθα­νε ο φτω­χός, και οι άγγε­λοι του Θεού τον μετέ­φε­ραν στην αγκα­λιά του Αβρα­άμ, για να βρει ανά­παυ­ση εκεί μέσα στον παρά­δει­σο. Πέθα­νε κάπο­τε και ο πλού­σιος, και οι άνθρω­ποι τον έθα­ψαν με μεγα­λο­πρέ­πεια. Που­θε­νά όμως δεν φάνη­καν γι’ αυτόν οι άγγε­λοι του Θεού. 23 Και στον τόπο του Άδη, καθώς βασα­νι­ζό­ταν, σήκω­σε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβρα­άμ και τον Λάζα­ρο να είναι στην αγκα­λιά του. 24 Αυτός λοι­πόν που στη γη τα είχε όλα και δεν παρα­κα­λού­σε κανέ­να να τον βοη­θή­σει, φώνα­ξε τώρα και είπε: Πατέ­ρα μου Αβρα­άμ, σπλα­χνί­σου με. Λυπή­σου με και στεί­λε τον Λάζα­ρο να βρέ­ξει με νερό την άκρη του δακτύ­λου του και να δρο­σί­σει τη γλώσ­σα μου, διό­τι βασα­νί­ζο­μαι και υπο­φέ­ρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά. 25 Ο Αβρα­άμ όμως του απάν­τη­σε: Παι­δί μου, θυμή­σου ότι εσύ από­λαυ­σες με το παρα­πά­νω τα αγα­θά σου όταν ζού­σες στη γη. Ενώ ο Λάζα­ρος αντί­στοι­χα από­λαυ­σε τα κακά της δυστυ­χί­ας και της ασθέ­νειας. Τώρα όμως εδώ ο Λάζα­ρος παρη­γο­ρεί­ται γι’ αυτά που υπέ­φε­ρε τότε συνε­χώς, ενώ εσύ υπο­φέ­ρεις και βασα­νί­ζε­σαι χωρίς δια­κο­πή, όπως αδιά­κο­πη και συνε­χής ήταν η ευτυ­χία σου πάνω στη γη. 26 Κι εκτός απ’ όλα αυτά υπάρ­χει ανά­με­σά σας μεγά­λο χάσμα, ώστε πολ­λοί που θέλουν να δια­βούν από εδώ σε σας να μην μπο­ρούν, αλλά ούτε κι όσοι είναι από εκεί να μπο­ρούν να περά­σουν απέ­ναν­τι σε μας. 27 Είπε πάλι ο πλού­σιος: Αφού κάθε άνθρω­πος που έμει­νε αμε­τα­νόη­τος στην επί­γεια ζωή του, μετά το θάνα­τό του δεν έχει πλέ­ον καμία ελπί­δα, σε παρα­κα­λώ λοι­πόν, πάτερ, στεί­λε τον Λάζα­ρο στο σπί­τι του πατέ­ρα μου. 28 Διό­τι έχω πέν­τε αδελ­φούς. Στεί­λε τον να τους βεβαιώ­σει ως αυτό­πτης μάρ­τυ­ρας για όσα συμ­βαί­νουν εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτό της τιμω­ρί­ας και των βασά­νων που βρί­σκο­μαι εγώ. 29 Του λέει ο Αβρα­άμ: Έχουν τον Μωυ­σή και τους προ­φή­τες που τους βεβαιώ­νουν γι’ αυτά. ας ακού­σουν εκεί­νους. 30 Εκεί­νος τότε του είπε: Όχι, πάτερ Αβρα­άμ, δεν θα υπα­κού­σουν στον Μωυ­σή και στους προ­φή­τες. Εάν όμως πάει σ’ αυτούς κάποιος από τους νεκρούς, θα μετα­νο­ή­σουν. 31 Του είπε τότε ο Αβρα­άμ: Εάν δεν έχουν την καλή διά­θε­ση ν’ υπα­κού­σουν στο Μωυ­σή και στους προ­φή­τες, δεν θα πει­σθούν, ακό­μη κι αν ανα­στη­θεί κάποιος από τους νεκρούς. Διό­τι, όταν ατο­νή­σει η πρώ­τη τους εντύ­πω­ση από την ανά­στα­ση, θα επα­νέλ­θουν πάλι στην προ­η­γού­με­νή τους σκλη­ρό­τη­τα.

19  «Ἦταν δὲ κάποιος ἄνθρω­πος πλού­σιος, καὶ φοροῦ­σε πολυ­τε­λῆ ἐνδύ­μα­τα, καὶ δια­σκέ­δα­ζε καθη­με­ρι­νῶς μὲ λαμ­πρὰ συμ­πό­σια. 20  Ἦταν καὶ κάποιος πτω­χὸς ὀνο­μα­ζό­με­νος Λάζα­ρος, ποὺ ἦταν ριγ­μέ­νος κον­τὰ στὴν ἐξώ­πορ­τα τοῦ μεγά­ρου του γεμᾶ­τος πλη­γές. 21  Kαὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σῃ ἀπὸ τὰ ψίχου­λα, ποὺ ἔπε­φταν ἀπὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Ἔρχον­ταν ἀκό­μη καὶ τὰ σκυ­λιὰ καὶ ἔγλυ­φαν τὶς πλη­γές του. 22  Ἀπέ­θα­νε δὲ ὁ πτω­χὸς καὶ τὸν πῆραν οἱ ἄγγε­λοι καὶ τὸν ἔφε­ραν στὴν ἀγκα­λιὰ τοῦ Ἀβρα­άμ. Ἀπέ­θα­νε δὲ καὶ ὁ πλού­σιος καὶ κηδεύ­θη­κε μὲ τιμές. 23  Στὸν δὲ ᾅδη βασα­νι­ζό­με­νος σήκω­σε τὰ μάτια του καὶ βλέ­πει τὸν Ἀβρα­ὰμ ἀπὸ μακριὰ καὶ τὸ Λάζα­ρο στὴν ἀγκα­λιά του, 24  καὶ φώνα­ξε καὶ εἶπε: “Πάτερ Ἀβρα­άμ, λυπή­σου με καὶ στεῖ­λε τὸ Λάζα­ρο νὰ βρέ­ξῃ μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύ­λου του καὶ νὰ δρο­σί­σῃ τὴ γλῶσ­σα μου, διό­τι βασα­νί­ζο­μαι μέσα σ’ αὐτὴ τὴ φλό­γα”. 25  Ἀλλ’ ὁ Ἀβρα­ὰμ τοῦ εἶπε: “Παι­δί μου, θυμή­σου, ὅτι εἶχες σὺ τὰ ἀγα­θά σου μὲ τὸ παρα­πά­νω στὴ ζωή σου, ὅπως καὶ ὁ Λάζα­ρος τὰ κακά. Γι’ αὐτὸ τώρα ἐδῶ ἔχει ἀπό­λαυ­σι, καὶ σὺ ὀδύ­νη. 26  Kαὶ ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτά, μετα­ξὺ σ’ ἐμᾶς καὶ σ’ ἐσᾶς ὑπάρ­χει μονί­μως χάσμα μεγά­λο, ὥστε ἐκεῖ­νοι, ποὺ θέλουν νὰ δια­βοῦν ἀπ’ ἐδῶ πρὸς ἐσᾶς, νὰ μὴ μπο­ροῦν, οὔτε οἱ ἀπ’ ἐκεῖ νὰ περ­νοῦν πρὸς ἐμᾶς”. 27  Eἶπε τότε (ὁ κολα­σμέ­νος πλού­σιος): “Σὲ παρα­κα­λῶ τότε, πάτερ, νὰ τὸν στεί­λῃς στὸ σπί­τι τοῦ πατέ­ρα μου, 28  διό­τι ἔχω πέν­τε ἀδελ­φούς, νὰ τοὺς μιλή­σῃ ἐντό­νως καὶ νὰ τοὺς δια­βε­βαιώ­σῃ (ὡς αὐτό­πτης μάρ­τυς γιὰ τὴν ἐδῶ κατά­στα­σι), γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν καὶ αὐτοὶ σ’ αὐτὸ τὸν τόπο τοῦ βασα­νι­σμοῦ”. 29  Tοῦ λέγει ὁ Ἀβρα­άμ: “ Ἔχουν τὸ Mωυ­σῆ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες· ἂς ἀκού­σουν αὐτούς”. 30  Ἀλλ’ αὐτὸς εἶπε: “ Ὄχι, πάτερ Ἀβρα­άμ, ἀλλ’ ἐὰν κάποιος ἐκ νεκρῶν μετα­βῇ πρὸς αὐτούς, θὰ μετα­νο­ή­σουν”. 31  Tοῦ εἶπε τότε: “ Ἐὰν δὲν ἀκού­ουν τὸ Mωυ­σῆ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες, οὔτε ἐὰν κάποιος ἀνα­στη­θῇ ἐκ νεκρῶν θὰ πει­σθοῦν”».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

[…] «Ήταν κάπο­τε», λέγει ο Κύριος, «κάποιος άνθρω­πος πλού­σιος, που ενώ ζού­σε μέσα σε πολ­λή κακία και αμαρ­τία, δεν είχε λάβει πεί­ρα καμιάς συμ­φο­ράς, αλλά τα πάν­τα έρρε­αν ομα­λά και άφθο­να γι΄ αυτόν όπως το νερό στις πηγές». Το ότι πράγ­μα­τι καμία συμ­φο­ρά δεν του συνέ­βαι­νε, ούτε αφορ­μή για στε­νο­χώ­ρια, ούτε καμία ανω­μα­λία βιο­τι­κή, αυτό ακρι­βώς ο Κύριος το υπαι­νί­χτη­κε με αυτό που είπε ότι «ν εφραι­νό­με­νος καθ᾿ μέραν λαμπρς(:δια­σκέ­δα­ζε και ευφραι­νό­ταν σε πλού­σια συμ­πό­σια κάθε μέρα με μεγα­λο­πρέ­πεια)»[Λουκ.16,19].

Και ότι ζού­σε με κακία, γίνε­ται φανε­ρό και από το τέλος που είχε, αλλά και πριν από το τέλος του από την περι­φρό­νη­ση που έδει­ξε στον φτω­χό. Και το ότι δεν ελε­ού­σε όχι μόνο εκεί­νον που στε­κό­ταν στην πόρ­τα του, αλλά ούτε και κανέ­να άλλον, εκεί­νος ο ίδιος το έδει­ξε· διό­τι εάν αυτόν που ήταν διαρ­κώς ριγ­μέ­νος μπρο­στά στην πόρ­τα του και βρι­σκό­ταν μπρο­στά στα μάτια του κάθε ημέ­ρα, και αναγ­κα­ζό­ταν μια και δύο και πολ­λές φορές να τον βλέ­πει εισερ­χό­με­νος και εξερ­χό­με­νος (καθό­σον δεν τον συναν­τού­σε σε καμιά συνοι­κία, ούτε βρι­σκό­ταν σε κρυ­φό και από­με­ρο τόπο, αλλά εκεί από όπου συνε­χώς έμπαι­νε και έβγαι­νε ο πλού­σιος και αναγ­κα­ζό­ταν έτσι και χωρίς να το θέλει να τον βλέ­πει), εάν λοι­πόν αυτόν δεν ελέη­σε, που βρι­σκό­ταν κατά­κοι­τος σε τόσο φοβε­ρό κατάν­τη­μα και ζού­σε μέσα σε τόσο μεγά­λη δυστυ­χία, ή καλύ­τε­ρα που ταλαι­πω­ριό­ταν σε όλη του τη ζωή από αρρώ­στια, και μάλι­στα από πολύ φοβε­ρή αρρώ­στια, για ποιον που θα τύχαι­νε να συναν­τή­σει θα συγ­κι­νούν­ταν ποτέ; Διό­τι κι αν την προ­η­γού­με­νη ημέ­ρα τον προ­σπέ­ρα­σε, την επό­με­νη φυσι­κό ήταν κάποια συγ­κί­νη­ση να αισθα­νό­ταν· αλλά εάν και κατ΄ αυτήν αδια­φό­ρη­σε, έπρε­πε την τρί­τη ή την τέταρ­τη ή την επό­με­νη οπωσ­δή­πο­τε να λύγι­ζε συγ­κι­νού­με­νος , ακό­μα κι αν ήταν αγριό­τε­ρος από τα θηρία.

Όμως δεν αισθάν­θη­κε τίπο­τα παρό­μοιο· […] πολ­λές φορές την ημέ­ρα ο πλού­σιος τον έβλε­πε να είναι εκεί κατά­κοι­τος και σιω­πη­λός, και αυτό ήταν αρκε­τό να μαλα­κώ­σει ακό­μη και κάποιον με πέτρι­νη καρ­διά· διό­τι πολ­λές φορές, όταν μας ενο­χλούν θυμώ­νου­με, όταν όμως δού­με αυτούς που χρειά­ζον­ται την βοή­θειά μας να στέ­κον­ται σιω­πη­λοί και να μη λένε τίπο­τα, αλλά παρά το ότι πάν­το­τε δεν πετυ­χαί­νουν, όμως δεν παρα­πο­νούν­ται, επει­δή όμως δεν μας δυσα­ρε­στούν, αλλά στέ­κον­ται μόνο σιω­πη­λοί μπρο­στά μας, κι αν ακό­μα είμα­στε πιο αναί­σθη­τοι κι από τις πέτρες, κατα­συγ­κι­νού­μα­στε, αισθα­νό­με­νοι ντρο­πή για τη μεγά­λη τους επιεί­κεια και πρα­ό­τη­τα. Αλλά και κάτι άλλο όχι μικρό­τε­ρο από αυτά ήταν, το ότι και η εμφά­νι­ση του φτω­χού Λαζά­ρου ήταν ελε­ει­νή, εξαι­τί­ας της πεί­νας και της μακρο­χρό­νιας αρρώ­στιας. Και όμως τίπο­τε από αυτά δεν ημέ­ρω­σε και δε μαλά­κω­σε εκεί­νον τον ανή­με­ρο.

Πρώ­τη λοι­πόν κακία είναι αυτή, η σκλη­ρό­τη­τα και απαν­θρω­πιά που δεν υπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρη· διό­τι δεν είναι το ίδιο, το να μη βοη­θάς αυτούς που έχουν ανάγ­κη επει­δή είσαι φτω­χός, και το να αδια­φο­ρείς για τους άλλους που λιώ­νουν εξαι­τί­ας της πεί­νας, τη στιγ­μή που απο­λαμ­βά­νεις τόση πολυ­τέ­λεια. Και δεν είναι το ίδιο το να προ­σπε­ρά­σεις τον φτω­χό που τον είδες μια ή δυο φορές, με το να τον βλέ­πεις κάθε ημέ­ρα και να μην σε διε­γεί­ρει σε συμ­πά­θεια και φιλαν­θρω­πία το αδιά­κο­πο αυτό θέα­μα. Επί­σης, δεν είναι το ίδιο το να μη βοη­θάς τους πλη­σί­ον, όταν εσύ βρί­σκε­σαι μέσα στις συμ­φο­ρές και στις θλί­ψεις και σε κακή ψυχι­κή διά­θε­ση, με το να προ­σπερ­νάς τους άλλους που λιώ­νουν από την πεί­να, τη στιγ­μή που απο­λαμ­βά­νεις τόση ευφρο­σύ­νη και αδιά­κο­πη καλο­πέ­ρα­ση, και να κλεί­νεις τα σπλά­χνα σου και να μη γίνε­σαι περισ­σό­τε­ρο φιλάν­θρω­πος ούτε εξαι­τί­ας αυτής της χαράς από την καλο­πέ­ρα­ση· διό­τι ασφα­λώς το γνω­ρί­ζε­τε αυτό, ότι κι αν ακό­μη είμα­στε αγριό­τε­ροι από όλους, έχου­με πλα­σθεί από τη φύση μας να γινό­μα­στε ημε­ρό­τε­ροι και αγα­θό­τε­ροι όταν ζού­με μέσα σε καλο­πέ­ρα­ση. Όμως εκεί­νος ο πλού­σιος της παρα­βο­λής ούτε εξαι­τί­ας της υπερ­βο­λι­κής καλο­πέ­ρα­σής του έγι­νε καλύ­τε­ρος αλλά παρέ­με­νε άγριος σαν θηρίο, ή ‚καλύ­τε­ρα, και κάθε θηρί­ου μάλ­λον την αγριό­τη­τα και την απαν­θρω­πιά ξεπέ­ρα­σε με τους τρό­πους του. Και όμως, αυτός που ζού­σε με κακία και απαν­θρω­πιά από­λαυ­σε κάθε ευτυ­χία, ενώ ο δίκαιος, αν και φρόν­τι­ζε για την αρε­τή, ζού­σε μέσα στα πιο φοβε­ρά βάσα­να.

Το ότι πράγ­μα­τι ο Λάζα­ρος ήταν δίκαιος, το έδει­ξε και εδώ πάλι το τέλος του, και πριν από το τέλος η υπο­μο­νή με την οποία αντι­με­τώ­πι­σε τη φτώ­χειά του. Δεν νομί­ζε­τε, αλή­θεια, ότι τα βλέ­πε­τε μπρο­στά σας τα πράγ­μα­τα; Το πλοίο για τον πλού­σιο ήταν γεμά­το από εμπό­ρευ­μα και έπλεε με ευνοϊ­κό άνε­μο. Αλλά μη θαυ­μά­σε­τε· για­τί βια­ζό­ταν να ναυα­γή­σει, επει­δή δεν θέλη­σε να δια­θέ­σει το εμπό­ρευ­μα με σύνε­ση. Θέλεις να σου πω κι άλλη κακία του; Το ότι κάθε μέρα δια­σκέ­δα­ζε αδιάν­τρο­πα.

[…] Ο πλού­σιος λοι­πόν ζού­σε μέσα σε τόση κακία και κάθε ημέ­ρα δια­σκέ­δα­ζε και ντυ­νό­ταν με λαμ­πρά ενδύ­μα­τα, ανά­βον­τας φοβε­ρό­τε­ρη κόλα­ση για τον εαυ­τό του και κάνον­τας μεγα­λύ­τε­ρη για τον εαυ­τό του τη φωτιά και απα­ρη­γό­ρη­τη την κατα­δί­κη και ασυγ­χώ­ρη­τη την τιμω­ρία. Αντί­θε­τα ο φτω­χός ήταν ριγ­μέ­νος μπρο­στά στην πόρ­τα του και ούτε απελ­πί­στη­κε, ούτε βλα­σφή­μη­σε, ούτε αγα­νά­κτη­σε· δεν είπε στον εαυ­τό του, αυτό που λένε πολ­λοί: «Τι άρα­γε σημαί­νει αυτό; Αυτός που ζει με την κακία και τη σκλη­ρό­τη­τα και την απαν­θρω­πιά τα απο­λαμ­βά­νει όλα περισ­σό­τε­ρο από ό,τι πρέ­πει, και ούτε λύπη υπο­μέ­νει, ούτε κανέ­να άλλο ξαφ­νι­κό κακό από τα πολ­λά που συμ­βαί­νουν στους ανθρώ­πους, αλλά και την ηδο­νή καθα­ρή την απο­λαμ­βά­νει· ενώ εγώ δεν μπο­ρώ να απο­λαύ­σω ούτε την απα­ραί­τη­τη τρο­φή. Σε αυτόν, ενώ δαπα­νά όλα τα υπάρ­χον­τά του σε παρα­σί­τους και σε κόλα­κες και στη μέθη, του τρέ­χουν όλα άφθο­να σαν από πηγές, ενώ εγώ, που λιώ­νω από την πεί­να, γίνο­μαι παρά­δειγ­μα σε όσους με βλέ­πουν και ντρο­πή και περί­γε­λως. Άρα­γε αυτά είναι έργα πρό­νοιας; Άρα­γε επι­βλέ­πει κάποια δικαιο­σύ­νη τα ανθρώ­πι­να πράγ­μα­τα;». Τίπο­τε από αυτά δεν είπε, ούτε σκέ­φθη­κε. Από πού φαί­νε­ται αυτό; Από το ότι οι άγγε­λοι τον οδή­γη­σαν ως τιμη­τι­κή συνο­δεία και τον απο­κα­τέ­στη­σαν στην αγκα­λιά του Αβρα­άμ· αν όμως ήταν βλά­σφη­μος δεν θα απο­λάμ­βα­νε τόση τιμή. Και οι πολ­λοί βέβαια γι’ αυτό μόνο θαυ­μά­ζουν τον άνθρω­πο, διό­τι ήταν φτω­χός· εγώ όμως σας δεί­χνω ότι υπέ­μει­νε εννέα στον αριθ­μό δοκι­μα­σί­ες, όχι για να τιμω­ρεί­ται, αλλά για να γίνε­ται λαμ­πρό­τε­ρος, πράγ­μα βέβαια που και έγι­νε.

Πραγ­μα­τι­κά είναι φοβε­ρό πράγ­μα και η φτώ­χεια, και το γνω­ρί­ζουν όσοι την έχουν δοκι­μά­σει· διό­τι κανέ­νας λόγος δεν θα μπο­ρέ­σει να παρα­στή­σει τον πόνο που υπο­μέ­νουν αυτοί που ζουν στη φτώ­χεια και δεν γνω­ρί­ζουν να αντι­με­τω­πί­ζουν την κατά­στα­ση με φιλο­σο­φι­κή διά­θε­ση. Στην περί­πτω­ση όμως του Λαζά­ρου δεν ήταν αυτό μόνο το φοβε­ρό, αλλά και την αρρώ­στια είχε ανα­πό­σπα­στο σύν­τρο­φο και μάλι­στα σε μεγά­λο βαθ­μό. Και πρό­σε­χε πώς δεί­χνει ότι κάθε μία από τις συμ­φο­ρές είχε φθά­σει στο έπα­κρο. Και το ότι η φτώ­χεια του Λαζά­ρου ξεπέ­ρα­σε κάθε φτώ­χεια, το έδει­ξε λέγον­τας ότι «ν πιθυμν χορ­τα­σθναι π τν ψιχί­ων τν πιπτόν­των π τς τρα­πέ­ζης το πλου­σί­ου (:προ­σπα­θού­σε να χορ­τά­σει από τα ψίχου­λα που έπε­φταν από το τρα­πέ­ζι του πλου­σί­ου)»[Λουκ.16,21]· το ότι όμως και η αρρώ­στια είχε φθά­σει στο ίδιο μέτρο με την φτώ­χεια, πέρα από το οποίο δεν ήταν δυνα­τό να επε­κτα­θεί, και αυτό πάλι ο Κύριος το φανέ­ρω­σε λέγον­τας ότι «ο κύνες ρχό­με­νοι πέλει­χον τ λκη ατο(:τα σκυ­λιά έγλυ­φαν τις πλη­γές του)».

Τόσο πολύ εξα­σθε­νη­μέ­νος ήταν, ώστε να μην μπο­ρεί ούτε τα σκυ­λιά να απο­μα­κρύ­νει, αλλά ήταν ξαπλω­μέ­νος, ζων­τα­νός νεκρός, και ενώ τα έβλε­πε να έρχον­ται εναν­τί­ον του, όμως δεν είχε τη δύνα­μη να αμυν­θεί. Σε τέτοια αδυ­να­μία βρί­σκον­ταν τα μέλη του, τόσο πολύ είχε φθα­ρεί από την αρρώ­στια, τόσο είχε κατα­βλη­θεί από τη δοκι­μα­σία. Είδες πόσο πολύ του πολιορ­κού­σαν το σώμα και η φτώ­χεια και η αρρώ­στια; Αλλά εάν το καθέ­να από αυτά και μόνο του είναι φοβε­ρό και αβά­στα­χτο, πώς δεν ήταν δια­μάν­τι, αυτός που τα υπέ­με­νε ενω­μέ­να μαζί και τα δύο;

Πολ­λοί πολ­λές φορές κάποιοι άνθρω­ποι ασθε­νούν, αλλά δεν στε­ρούν­ται την αναγ­καία τρο­φή· άλλοι ζουν βέβαια στη χει­ρό­τε­ρη φτώ­χεια, αλλά είναι υγιείς, και το ένα γίνε­ται παρη­γο­ριά του άλλου· ενώ εδώ και τα δύο αυτά είχαν συν­τρέ­ξει. Αλλά ίσως έχεις να μου ανα­φέ­ρεις κάποιον, που βρί­σκε­ται μέσα στη φτώ­χεια και την αρρώ­στια. Όμως όχι σε τόση μεγά­λη ερη­μιά· διό­τι, και εάν ακό­μη δεν μπο­ρεί να βοη­θη­θεί ούτε από τον εαυ­τό του, ούτε από τους δικούς του, όμως μπο­ρεί να ελεη­θεί απ’ αυτούς που τον βλέ­πουν να βρί­σκε­ται ανά­με­σά τους· αλλά σε αυτόν τα δει­νά που προ­α­να­φέ­ρα­με τα έκα­νε να γίνον­ται βαρύ­τε­ρα η αδια­φο­ρία εκεί­νων που τον έβλε­παν· και αυτήν πάλι την έκα­νε να φαί­νε­ται βαρύ­τε­ρη το ότι βρι­σκό­ταν μπρο­στά στην πόρ­τα του πλου­σί­ου. Εάν δηλα­δή αυτά τα πάθαι­νε βρι­σκό­με­νος στην έρη­μο και σε ακα­τοί­κη­το τόπο και δεν τον πρό­σε­χε κανείς, δεν θα πονού­σε τόσο· διό­τι το να μην υπάρ­χει κανείς, θα τον έπει­θε να υπο­μέ­νει και χωρίς τη θέλη­σή του αυτά που του συνέ­βαι­ναν· το να βρί­σκε­ται όμως ανά­με­σα σε τόσους που μεθού­σαν, που ευη­με­ρού­σαν, και να μην βρί­σκει από κανέ­ναν ούτε την παρα­μι­κρή φρον­τί­δα, αυτό τον έκα­νε να αισθά­νε­ται πιο δυνα­τούς τους πόνους και του άνα­βε περισ­σό­τε­ρο τη στε­νο­χώ­ρια· διό­τι εκ φύσε­ως μας πλη­γώ­νουν οι συμ­φο­ρές, όχι τόσο όταν δεν υπάρ­χουν εκεί­νοι που θα μας βοη­θή­σουν, όσο όταν υπάρ­χουν, αλλά δεν θέλουν να απλώ­σουν το χέρι τους, πράγ­μα βέβαια που και εκεί­νος τότε πάθαι­νε. Πράγ­μα­τι κανείς δεν υπήρ­χε να τον παρη­γο­ρή­σει με λόγια, να τον βοη­θή­σει με έργα, ούτε φίλος, ούτε γεί­το­νας, ούτε συγ­γε­νής, ούτε κανείς από όσους τον έβλε­παν μέσα από όλο το διε­φθαρ­μέ­νο σπί­τι του πλου­σί­ου.

Επι­πλέ­ον, κον­τά σε αυτά, του προ­ξε­νού­σε κι άλλη οδύ­νη και το ότι έβλε­πε άλλον να ευτυ­χεί· όχι διό­τι ήταν ζηλιά­ρης και κακός, αλλά επει­δή εκ φύσε­ως όλοι μας, όταν οι άλλοι ευη­με­ρούν, αισθα­νό­μα­στε περισ­σό­τε­ρο τις δικές μας συμ­φο­ρές. Επι­πλέ­ον στην περί­πτω­ση του πλου­σί­ου υπήρ­χε και κάτι άλλο, που μπο­ρού­σε να τον πλη­γώ­νει· διό­τι όχι μόνο, συγ­κρί­νον­τας τη δυστυ­χία του με δικές του ευτυ­χί­ες, αισθα­νό­ταν μεγα­λύ­τε­ρες τις δικές του συμ­φο­ρές, αλλά κι όταν σκε­φτό­ταν ότι ο πλού­σιος, αν και ζει με σκλη­ρό­τη­τα και απαν­θρω­πιά, όλα του έρχον­ται ευνοϊ­κά, ενώ αυτός, αν και ζει με αρε­τή και καλο­σύ­νη, υπο­φέ­ρει τα πάν­δει­να· και εξαι­τί­ας αυτού πάλι υπέ­μει­νε απα­ρη­γό­ρη­τα τη λύπη· διό­τι, εάν ήταν δίκαιος, αν ήταν επιει­κής, αν ήταν αξιο­θαύ­μα­στος ο πλού­σιος άνθρω­πος, εάν ήταν γεμά­τος από κάθε αρε­τή, δεν θα τον λυπού­σε· τώρα όμως και στην κακία ζού­σε, και είχε φθά­σει στον ύψι­στο βαθ­μό της κακί­ας, και τόση μεγά­λη απαν­θρω­πιά έδει­χνε και έκα­νε ό,τι κάνουν οι ίδιοι οι εχθροί, και σαν να ήταν πέτρα, με αδιαν­τρο­πιά και ασπλα­χνία τον προ­σπερ­νού­σε, και μετά απ’ όλα αυτά απο­λάμ­βα­νε τόση μεγά­λη ευη­με­ρία.

Σκέ­ψου πως φυσι­κό ήταν αυτός ο άνθρω­πος να πνί­γει την ψυχή του φτω­χού σαν μέσα σε αλλε­πάλ­λη­λα κύμα­τα· σκέ­ψου τον Λάζα­ρο ποιος φυσι­κό ήταν να είναι, βλέ­πον­τας τους παρα­σί­τους, τους κόλα­κες και τους υπη­ρέ­τες να ανε­βαί­νουν, να κατε­βαί­νουν , να βγαί­νουν, να μπαί­νουν, να τρέ­χουν βια­στι­κά, να θορυ­βούν, να μεθούν, να πηδούν και να παρου­σιά­ζουν κάθε άλλη ασέλ­γεια. Σαν να ήλθε δηλα­δή γι’ αυτό στον κόσμο, για να βλέ­πει των άλλων τα αγα­θά, έτσι ήταν ριγ­μέ­νος στην εξώ­πορ­τα, ζών­τας τόσο, όσο για να αισθά­νε­ται μόνο τις συμ­φο­ρές του, για να υπο­μέ­νει το ναυά­γιο μέσα σε λιμά­νι, και να υπο­φέ­ρει η ψυχή του από φοβε­ρό­τα­τη δίψα δίπλα στην πηγή.

Να ανα­φέ­ρω μαζί με αυτά και ένα άλλο κακό; Δεν είχε να δει έναν άλλο Λάζα­ρο. Εμείς δηλα­δή κι αν ακό­μη πάθου­με μύρια κακά, όμως μπο­ρού­με βλέ­πον­τας εκεί­νον να πάρου­με αρκε­τή παρη­γο­ριά και να νιώ­σου­με μεγά­λη ανα­κού­φι­ση· διό­τι το να βρί­σκεις μετό­χους στις συμ­φο­ρές σου ή στα ζητή­μα­τά σου ή στις διη­γή­σεις σου, αυτό δίνει πολ­λή παρη­γο­ριά σε όσους πονούν. Ενώ εκεί­νος δεν είχε να δει κανέ­ναν άλλον που να υπέ­φε­ρε τα ίδια με αυτόν· ή καλύ­τε­ρα ούτε είχε ακού­σει ότι κάποιος από τους προ­γό­νους του είχε τόσα πολ­λά υπο­φέ­ρει. Και αυτό ήταν ικα­νό να του σκο­τώ­σει την ψυχή.

Μπο­ρώ μαζί με αυτά και κάτι άλλο να πω, ότι δεν μπο­ρού­σε να έχει καμία πίστη για την ανά­στα­ση, αλλά νόμι­ζε ότι τα παρόν­τα πράγ­μα­τα περιο­ρί­ζον­ται μόνο σε αυτή τη ζωή· διό­τι ζού­σε πριν από τη χάρη. Εάν τώρα σε εμάς, μετά από τόση γνώ­ση του Θεού, τις αγα­θές ελπί­δες της ανα­στά­σε­ως, τις τιμω­ρί­ες που περι­μέ­νουν εκεί τους αμαρ­τω­λούς και τα αγα­θά που έχουν ετοι­μα­στεί για όσους πράτ­τουν το καλό, υπάρ­χουν μερι­κοί που δεί­χνουν τόση μικρο­ψυ­χία και ζουν τόσο άθλια, ώστε ούτε με αυτές τις προσ­δο­κί­ες να μην γίνον­ται καλύ­τε­ροι, τι ήταν φυσι­κό να πάθει εκεί­νος, που ήταν στε­ρη­μέ­νος και αυτήν την άγκυ­ρα; Διό­τι εκεί­νος καμία τέτοια πίστη δεν μπο­ρού­σε να έχει τότε, αφού δεν υπήρ­χαν ακό­μη αυτά τα διδάγ­μα­τα.

Και μαζί με αυτά υπήρ­χε και κάτι άλλο, το ότι και η υπό­λη­ψή του είχε προ­σβλη­θεί από τους ανόη­τους ανθρώ­πους. Πράγ­μα­τι συνη­θί­ζουν οι πολ­λοί, όταν δουν κάποιους να ζουν μέσα στην πεί­να και σε συνε­χή αρρώ­στια και στα χει­ρό­τε­ρα κακά, να μην έχουν καλή γνώ­μη γι΄ αυτούς, αλλά από τη συμ­φο­ρά να κρί­νουν και για τη ζωή τους, και να πιστεύ­ουν ότι εξαι­τί­ας της κακί­ας τους ταλαι­πω­ρούν­ται έτσι· και πολ­λά άλλα τέτοια λένε μετα­ξύ τους, ανόη­τα βέβαια, όμως τα λένε· ότι δηλα­δή αυτός, εάν ήταν φίλος του Θεού, δεν θα τον άφη­νε να ταλαι­πω­ρεί­ται στη φτώ­χεια και στις άλλες συμ­φο­ρές.[…]

Κι όμως, αν και ήταν τόσο μεγά­λα τα κύμα­τα και χτυ­πού­σαν το ένα μετά το άλλο, δεν βυθί­στη­κε το σκά­φος· και ενώ βρι­σκό­ταν ο Λάζα­ρος μέσα σε καμί­νι, σαν να απο­λάμ­βα­νε δρο­σιά ατέ­λειω­τη, τα αντι­με­τώ­πι­ζε όλα με φιλο­σο­φι­κό­τη­τα και καρ­τε­ρι­κό­τη­τα, ούτε και είπε στον εαυ­τό του κάτι τέτοιο, που συνή­θως λένε οι πολ­λοί, ότι δηλα­δή : «αυτός ο πλού­σιος, αν κατα­κρι­θεί και τιμω­ρη­θεί, όταν πεθά­νει, θα είναι ίσα και ίσα· αν όμως και εκεί απο­λαύ­σει τις ίδιες τιμές, τότε και τις δύο φορές δεν θα πάθει τίπο­τε».

Πες μου τι λες, εάν τιμω­ρεί­ται ο πλού­σιος εκεί, όταν πεθά­νει θα είναι ίσα κι ίσα με τον φτω­χό; Και πώς θα μπο­ρού­σε αυτό να δικαιο­λο­γη­θεί; Διό­τι πόσα χρό­νια θέλεις να υπο­λο­γί­σου­με, ότι θα απο­λαμ­βά­νει τα πλού­τη του εδώ; Θέλεις να πού­με εκα­τό; Εγώ όμως λέγω και δια­κό­σια και τρια­κό­σια και δύο φορές τόσα και, εάν θέλεις και χίλια, πράγ­μα αδύ­να­το· διό­τι όπως λέγει ο Ψαλ­μω­δός: «Α μέραι τν τν μν ν ατος βδο­μή­κον­τα τη, ἐὰν δ ν δυνα­στεί­αις, γδο­ή­κον­τα τη(:Όλες οι ημέ­ρες των ετών της ζωής μας ανέρ­χον­ται περί­που σε εβδο­μήν­τα έτη. Εάν πάλι κανείς έχει ισχυ­ρή κρά­ση μπο­ρεί να φτά­σει στα ογδόν­τα έτη)»[Ψαλμ.89,10]. Πλην όμως ας υπο­θέ­σου­με και χίλια. Μήπως έχεις, πες μου, να μου δεί­ξεις εδώ ζωή χωρίς τέλος και χωρίς τέρ­μα, όπως είναι η ζωή των δικαί­ων εκεί; Εάν λοι­πόν κάποιος, πες μου, σε διά­στη­μα εκα­τό ετών, είδε μία νύχτα ένα όνει­ρο ευχά­ρι­στο και ένιω­σε μεγά­λη ηδο­νή στον ύπνο του, εάν βασα­νι­ζό­ταν εκα­τό χρό­νια, θα μπο­ρού­σε να πει άρα­γε γι’ αυτό, ότι είναι ίσα κι ίσα και να θεω­ρή­σει ισά­ξια τη μία εκεί­νη νύχτα των ονεί­ρων με τα εκα­τό έτη; Δεν μπο­ρεί να το πει.

Αυτό λοι­πόν να σκέ­πτε­σαι και για τη μέλ­λου­σα ζωή. Διό­τι αυτό που είναι το ένα όνει­ρο μπρο­στά στα εκα­τό έτη, αυτό είναι η παρού­σα ζωή μπρο­στά στη μέλ­λου­σα ζωή· ή καλύ­τε­ρα και πολύ περισ­σό­τε­ρο· όσο είναι μία μικρή στα­γό­να μπρο­στά στο άπει­ρο πέλα­γος, τόσο είναι τα χίλια έτη μπρο­στά σε εκεί­νη τη μέλ­λου­σα δόξα και από­λαυ­ση. Και τι περισ­σό­τε­ρο δηλα­δή θα μπο­ρού­σε να πει κανείς, από το ότι δεν έχει τέρ­μα και δεν γνω­ρί­ζει τέλος και όσο απέ­χουν τα όνει­ρα από την αλή­θεια των πραγ­μά­των, τόση είναι η δια­φο­ρά της κατα­στά­σε­ως αυτού του κόσμου και του άλλου;

Εξάλ­λου και πριν από την εκεί τιμω­ρία, όσοι ζουν με κακία και μέσα στην αμαρ­τία, τιμω­ρούν­ται εδώ. Μη μου πεις δηλα­δή απλώς αυτόν που απο­λαμ­βά­νει το πλού­σιο τρα­πέ­ζι, και ντύ­νε­ται με μετα­ξω­τά ενδύ­μα­τα, και φέρ­νει μαζί του αμέ­τρη­τους δού­λους και βαδί­ζει με υπε­ρη­φά­νεια στην αγο­ρά· αλλά παρου­σί­α­σε μου τη συνεί­δη­σή του και θα δεις μέσα του μεγά­λη ταρα­χή εξαι­τί­ας των αμαρ­τιών του, διαρ­κή φόβο, χει­μώ­να, τρι­κυ­μία, σαν να βρί­σκε­ται σε δικα­στή­ριο και ο νους ανέ­βη­κε στον βασι­λι­κό θρό­νο της συνει­δή­σε­ως, και σαν να είναι κάποιος δικα­στής κάθε­ται και παρου­σιά­ζει τους λογι­σμούς ως δημί­ους, και κρε­μών­τας τη διά­νοια και ξεσχί­ζον­τάς την για τις αμαρ­τί­ες φωνά­ζει δυνα­τά, χωρίς να το γνω­ρί­ζει κανείς, παρά μόνο ο Θεός που τα γνω­ρί­ζει καλά όλα.

Και ο μοι­χός επί­σης, και αν ακό­μη είναι μύριες φορές πλού­σιος, κι αν ακό­μη δεν έχει κανέ­να να τον κατη­γο­ρεί, δεν παύ­ει ενδό­μυ­χα να κατη­γο­ρεί τον εαυ­τό του. Και η ηδο­νή βέβαια είναι πρό­σκαι­ρη, η οδύ­νη όμως διαρ­κής. Από παν­τού φόβος και τρό­μος, υπο­ψία και αγω­νία· φοβά­ται τα στε­νά, τρέ­μει τις ίδιες τις σκιές, τους υπη­ρέ­τες του, εκεί­νους που τον ξέρουν, εκεί­νους που δεν τον ξέρουν, την ίδια την αδι­κη­μέ­νη, τον άνδρα που έχει προ­σβά­λει· περι­φέ­ρε­ται φέρ­νον­τας μαζί του σαν πικρό κατή­γο­ρο τη συνεί­δη­σή του, κατα­δι­κά­ζον­τας ο ίδιος τον εαυ­τό του, και μη μπο­ρών­τας ούτε για λίγο να ανα­πνεύ­σει· διό­τι και στο κρε­βά­τι και στο τρα­πέ­ζι και στην αγο­ρά και στο σπί­τι και την ημέ­ρα και τη νύχτα και σε αυτά τα όνει­ρά του πολ­λές φορές βλέ­πει τα είδω­λα της αμαρ­τί­ας και ζει τη ζωή του Κάιν, στε­νά­ζει και τρέ­μει επά­νω στη γη, και χωρίς να το γνω­ρί­ζει κανείς[βλ. Γέν. κεφ.4], έχει συγ­κεν­τρω­μέ­νη μέσα του τη φωτιά για πάν­τα.

Αυτό παθαί­νουν και οι άρπα­γες και οι πλε­ο­νέ­κτες, αυτό και οι μέθυ­σοι και γενι­κά και ο καθέ­νας από αυτούς που ζουν μέσα στις αμαρ­τί­ες· διό­τι είναι αδύ­να­το εκεί­νο το δικα­στή­ριο να δια­φθα­ρεί, αλλά και αν ακό­μη δεν ασκού­με την αρε­τή, όμως υπο­φέ­ρου­με, επει­δή δεν την ασκού­με, και αν πράτ­του­με το κακό, όμως όταν στα­μα­τή­σει η ηδο­νή της αμαρ­τί­ας, αισθα­νό­μα­στε τον πόνο.

Ας μη λέμε λοι­πόν ότι είναι ίσα αυτά που απο­λαμ­βά­νουν οι πλού­σιοι και κακοί εδώ, με εκεί­να που απο­λαμ­βά­νουν οι δίκαιοι εκεί, αλλά ότι είναι δύο τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα· διό­τι στους δικαί­ους και τα εδώ και τα εκεί προ­σφέ­ρουν μεγά­λη ευχα­ρί­στη­ση· ενώ οι κακοί και πλε­ο­νέ­κτες και εδώ και εκεί τιμω­ρούν­ται· διό­τι και εδώ τιμω­ρούν­ται με την ανα­μο­νή της εκεί τιμω­ρί­ας και με την πονη­ρή υπο­ψία όλων, και εξαι­τί­ας της ίδιας της αμαρ­τί­ας και της δια­φθο­ράς της ψυχής τους· και μετά την απο­δη­μία τους από εδώ θα υπο­μεί­νουν αφό­ρη­τες τιμω­ρί­ες. Οι δίκαιοι πάλι, κι αν ακό­μη εδώ υπο­φέ­ρουν μύρια δει­νά, όμως τρέ­φον­ται με καλές ελπί­δες, έχον­τας ηδο­νή καθα­ρή, σίγου­ρη και στα­θε­ρή, κα ύστε­ρα από αυτά θα τους έλθουν τα μύρια αγα­θά, όπως ακρι­βώς και στον Λάζα­ρο.

Μη μου πεις δηλα­δή ότι ο Λάζα­ρος ήταν γεμά­τος πλη­γές, αλλά αυτό να προ­σέ­χεις, το ότι είχε μέσα του ψυχή πολυ­τι­μό­τε­ρη από κάθε χρυ­σά­φι· ή καλύ­τε­ρα όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα του· διό­τι αρε­τή του σώμα­τος δεν είναι η πολυ­σαρ­κία και η ευρω­στία, αλλά το να αντέ­χει τόσα πολ­λά και τέτοιου είδους βάσα­να. Καθό­σον δεν είναι απο­κρου­στι­κός εκεί­νος που έχει τέτοια τραύ­μα­τα στο σώμα, αλλά εκεί­νος που, ενώ έχει πάρα πολ­λές πλη­γές στην ψυχή του, δεν ενδια­φέ­ρε­ται καθό­λου γι’ αυτές, όπως ήταν εκεί­νος ο πλού­σιος που το εσω­τε­ρι­κό του ήταν γεμά­το πλη­γές. Και όπως τα σκυ­λιά έγλυ­φαν τα τραύ­μα­τα του φτω­χού Λαζά­ρου, έτσι και οι δαί­μο­νες τα αμαρ­τή­μα­τα του άσπλα­χνου πλού­σιου· και όπως αυτός ζού­σε στε­ρη­μέ­νος από τρο­φή, έτσι εκεί­νος ζού­σε στε­ρη­μέ­νος από κάθε αρε­τή.

Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πόν όλα αυτά, ας τα φιλο­σο­φού­με, κι ας μην λέμε, ότι «εάν τον τάδε τον αγα­πού­σε ο Θεός, δεν θα τον άφη­νε να γίνει φτω­χός». Καθό­σον αυτό ακρι­βώς είναι από­δει­ξη μεγά­λης αγά­πης· διό­τι «ν γρ γαπ Κύριος παι­δεύ­ει, μαστι­γο δ πάν­τα υἱὸν ν παρα­δέ­χε­ται(:διό­τι εκεί­νον που αγα­πά ο Κύριος, τον παι­δα­γω­γεί με θλί­ψεις και μαστι­γώ­νει με δοκι­μα­σί­ες καθέ­ναν που τον δέχε­ται κον­τά Του σαν δικό Του παι­δί)» [Εβρ. 12,6]. Και πάλι· «Τέκνον, ε προ­σέρχ δου­λεύ­ειν Κυρί Θε, τοί­μα­σον τν ψυχήν σου ες πει­ρα­σμόν, εθυνον τν καρ­δί­αν σου κα καρ­τέ­ρη­σον (:Παι­δί μου, εάν προ­σέρ­χε­σαι να υπη­ρε­τή­σεις τον Κύριο, ετοί­μα­σε την ψυχή σου για δοκι­μα­σία, κάνε ευθεία την καρ­διά σου και δεί­ξε υπο­μο­νή)»[Σοφ.Σειρ.2,1–2]. Ας διώ­ξου­με λοι­πόν, αγα­πη­τοί, τις περιτ­τές προ­λή­ψεις από τους εαυ­τούς μας και τα λόγια αυτά του λαού· διό­τι λέγει: «Κα ασχρό­της κα μωρο­λο­γία ετρα­πε­λία, τ οκ νήκον­τα, λλ μλλον εχαρι­στία(:Επί­σης δεν αρμό­ζουν σε σας τους Χρι­στια­νούς και δεν πρέ­πει να ανα­φέ­ρον­ται και ως λέξεις οι αισχρές πρά­ξεις και τα ανόη­τα φλύ­α­ρα λόγια ή τα άπρε­πα και βρώ­μι­κα αστεία· αντι­θέ­τως, φρον­τί­ζε­τε περισ­σό­τε­ρο να λέτε προ­σευ­χές ευχα­ρι­στί­ας)»[Εφ.5,4]. Ούτε λοι­πόν εμείς οι ίδιοι να τα λέμε, αλλά και αν δού­με άλλους να τα λένε, να τους απο­στο­μώ­σου­με, να εναν­τιω­θού­με πάρα πολύ, να εμπο­δί­σου­με την αδιάν­τρο­πη γλώσ­σα τους.

Πες μου, εάν δεις κάποιον λήσταρ­χο να τρέ­χει στους δρό­μους, να στή­νει ενέ­δρα στους περα­στι­κούς, να αρπά­ζει ό,τι βρί­σκει στα χωρά­φια, να κρύ­βει μέσα σε σπη­λιές και κρυ­ψώ­νες χρυ­σό και άργυ­ρο και να συγ­κεν­τρώ­νει εκεί πολ­λά κοπά­δια και ενδύ­μα­τα και να έχει απο­κτή­σει και δού­λους πολ­λούς από την επι­δρο­μή εκεί­νη, άρα­γε, πες μου, τον μακα­ρί­ζεις αυτόν για τον πλού­το του εκεί­νον ή τον λυπά­σαι για την τιμω­ρία που πρό­κει­ται να λάβει; Αν και βέβαια δεν έχει ακό­μα συλ­λη­φθεί, ούτε έχει παρα­δο­θεί στα χέρια του δικα­στού, ούτε κλεί­στη­κε στη φυλα­κή, ούτε κατη­γο­ρή­θη­κε, ούτε βγή­κε η από­φα­ση η κατα­δι­κα­στι­κή, αλλά δια­σκε­δά­ζει, μεθά, απο­λαμ­βά­νει πολ­λή ευη­με­ρία· αλλά όμως, δεν τον μακα­ρί­ζου­με για τα παρόν­τα και για όσα βλέ­που­με, αλλά τον ταλα­νί­ζου­με γι’ αυτά που περι­μέ­νου­με να συμ­βούν στο μέλ­λον. Αυτό σκέ­ψου και για τους πλού­σιους και για τους πλε­ο­νέ­κτες. Είναι σαν κάποιοι ληστές και στή­νουν ενέ­δρες στους δρό­μους, ληστεύ­ουν τους περα­στι­κούς και κρύ­βουν βαθιά μέσα στα σπί­τια τους, σαν σε σπή­λαια και κρυ­ψώ­νες, τις περιου­σί­ες των άλλων.

Ας μην τους μακα­ρί­ζου­με λοι­πόν για τα παρόν­τα, αλλά ας τους ταλα­νί­ζου­με για τα μέλ­λον­τα, για το φοβε­ρό εκεί­νο δικα­στή­ριο, για τις ανα­πό­φευ­κτες ευθύ­νες, για το σκό­τος το εξώ­τε­ρο, που πρό­κει­ται να τους δεχτεί. Αν και βέβαια οι ληστές πολ­λές φορές ξέφυ­γαν τα ανθρώ­πι­να χέρια· αλλά όμως, έχον­τάς το και αυτό υπό­ψη μας, και για τους εαυ­τούς μας και για τους άλλους ας μην ευχό­μα­στε τη ζωή εκεί­νων και τον κατα­ρα­μέ­νο πλού­το τους. Στην περί­πτω­ση όμως του Θεού δεν είναι δυνα­τό να το πει κανείς αυτό, διό­τι κανείς δεν θα δια­φύ­γει την από­φα­σή Του, αλλά οπωσ­δή­πο­τε όλοι όσοι ζουν με πλε­ο­νε­ξί­ες και αρπα­γές θα επι­σύ­ρουν την τιμω­ρία Του, εκεί­νην την αθά­να­τη και που δεν έχει τέλος, όπως ακρι­βώς και εκεί­νος ο πλού­σιος.

Όλα αυτά λοι­πόν συλ­λέ­γον­τάς τα ενώ­πιόν μας, αγα­πη­τοί, ας μην μακα­ρί­ζου­με τους πλου­σί­ους, αλλά εκεί­νους που ζουν ενά­ρε­τα· ας μην ταλα­νί­ζου­με τους φτω­χούς, αλλά εκεί­νους που ζουν μέσα στην κακία· ας μην προ­σέ­χου­με τα παρόν­τα, αλλά ας έχου­με στραμ­μέ­νο το βλέμ­μα μας στα μέλ­λον­τα· ας μην εξε­τά­ζου­με την εξω­τε­ρι­κή ενδυ­μα­σία, αλλά εξε­τά­ζον­τας του καθε­νός τη συνεί­δη­ση και επι­διώ­κον­τας τη χαρά και την αρε­τή που προ­έρ­χον­ται από τα κατορ­θώ­μα­τα, ας μιμη­θού­με τον Λάζα­ρο και πλού­σιοι και φτω­χοί· διό­τι δεν υπέ­μει­νε αυτός έναν και δύο και τρεις μόνο άθλους αρε­τής, αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρους, εννοώ τη φτώ­χεια, την αρρώ­στια, την αδια­φο­ρία εκεί­νων που τον έβλε­παν, το ότι υπέ­μει­νε όλα εκεί­να τα κακά έξω από το σπί­τι εκεί­νο που μπο­ρού­σε όλα αυτά να του τα σβή­σει, χωρίς να περι­μέ­νει λόγο παρη­γο­ριάς από κανέ­ναν, το ότι έβλε­πε τον υπε­ρή­φα­νο εκεί­νον πλού­σιο να απο­λαμ­βά­νει τόση τρυ­φή, και όχι μόνο να απο­λαμ­βά­νει την τρυ­φή, αλλά και να ζει μέσα στην κακία και να μην παθαί­νει κανέ­να κακό· το ότι δεν είχε να προ­σβλέ­ψει σε κανέ­να άλλον Λάζα­ρο, το ότι δεν μπο­ρού­σε να έχει καμία πίστη σε ανά­στα­ση, το ότι είχε, μαζί με τα κακά που έχου­με ανα­φέ­ρει, κακή υπό­λη­ψη από τους πολ­λούς εξαι­τί­ας των συμ­φο­ρών εκεί­νων, το ότι όχι μέχρι δύο και τρεις ημέ­ρες έβλε­πε τον εαυ­τό του σε αυτά τα δει­νά, αλλά σε όλη του τη ζωή, και τον πλού­σιο στα αντί­θε­τα αυτών.

Ποια λοι­πόν απο­λο­γία θα έχου­με, εάν αυτός με τόση ανδρεία υπέ­μει­νε όλα μαζί τα δει­νά, και εμείς δεν υπο­μεί­νου­με ούτε τα μισά από αυτά; Διό­τι δεν έχεις, δεν έχεις να δεί­ξεις ούτε να ανα­φέ­ρεις κάποιον άλλον που έχει υπο­στεί τόσο πολ­λά και τέτοια κακά. Γι’ αυτό ακρι­βώς και ο Χρι­στός τον τοπο­θέ­τη­σε ανά­με­σά μας, ώστε και σε οποια­δή­πο­τε δει­νά κι αν πέσου­με, βλέ­πον­τας σε αυτόν το τόσο υπερ­βο­λι­κό μέγε­θος των θλί­ψε­ων, να λάβου­με, από τη δική του αρε­τή και υπο­μο­νή, αρκε­τή παρη­γο­ριά και θάρ­ρος· διό­τι προ­βάλ­λει σαν κοι­νός διδά­σκα­λος ολό­κλη­ρης της οικου­μέ­νης σε αυτούς που υπο­φέ­ρουν από οποιο­δή­πο­τε κακό, δίνον­τάς τους τη δυνα­τό­τη­τα να προ­σβλέ­πουν προς αυτόν και νικών­τας τους όλους με το υπερ­βο­λι­κό μέγε­θος των δικών του συμ­φο­ρών.

[…] «γένε­το δ ποθα­νεν τν πτωχν(:Κάπο­τε λοι­πόν πέθα­νε ο φτω­χός)», λέγει, «κα πενε­χθναι ατν π τν γγέ­λων ες τν κόλ­πον βρα­άμ (:και οι άγγε­λοι του Θεού τον μετέ­φε­ραν στην αγκα­λιά του Αβρα­άμ, για να βρει ανά­παυ­ση εκεί μέσα στον παρά­δει­σο)» [Λου­κά 16,22]. Γίνε­ται φανε­ρό λοι­πόν από την εξε­τα­ζό­με­νη παρα­βο­λή ότι οι ψυχές όταν βγουν από το σώμα, δεν μένουν πια εδώ, αλλά αμέ­σως μετα­φέ­ρον­ται. Και όχι μόνο οι ψυχές των δικαί­ων, αλλά και οι ψυχές των αμαρ­τω­λών μετα­φέ­ρον­ται εκεί· και αυτό πάλι γίνε­ται φανε­ρό από έναν άλλον άφρο­να πλού­σιο, μιας άλλης παρα­βο­λής. Επει­δή δηλα­δή απέ­δω­σαν πλού­σια σοδειά τα χωρά­φια του, είπε μέσα του: «Τοτο ποι­ή­σω· καθελ μου τς ποθή­κας κα μεί­ζο­νας οκοδο­μή­σω, κα συνά­ξω κε πάν­τα τ γενή­μα­τά μου κα τ γαθά μου(:Αυτό θα κάνω: θα γκρε­μί­σω τις απο­θή­κες μου και θα κτί­σω μεγα­λύ­τε­ρες και πιο ευρύ­χω­ρες. Και θα μαζέ­ψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγα­θά μου)»[Λουκά,12,18]. Τίπο­τα δεν είναι χει­ρό­τε­ρο από μια τέτοια γνώ­μη. Πράγ­μα­τι γκρέ­μι­σε τις απο­θή­κες του· διό­τι απο­θή­κες ασφα­λι­σμέ­νες δεν είναι οι τοί­χοι, αλλά τα στο­μά­χια των φτω­χών· ενώ ο πλού­σιος άφη­σε εκεί­νες τις απο­θή­κες και φρόν­τι­ζε για τους τοί­χους.

Τι λοι­πόν του λέγει ο Θεός; «φρον, ταύτ τ νυκτ τν ψυχήν σου παι­τοσιν π σο· δ τοί­μα­σας τίνι σται;(:Άμυα­λε και ανόη­τε άνθρω­πε, που στή­ρι­ξες την ευτυ­χία σου μόνο στις απο­λαύ­σεις της κοι­λιάς και νόμι­σε ότι η μακρο­ζω­ία σου εξαρ­τιό­ταν από τα πλού­τη σου και όχι από μένα· τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ και­ρό ονει­ρευό­σουν ως νύχτα ευτυ­χί­ας και νόμι­ζες ότι θα άρχι­ζε από εδώ και πέρα η ανα­παυ­τι­κή και απο­λαυ­στι­κή ζωή σου, οι φοβε­ροί δαί­μο­νες απαι­τούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθά­νεις. Αυτά λοι­πόν που ετοί­μα­σες και απο­θή­κευ­σες σε ποιον θα ανή­κουν και σε ποιους κλη­ρο­νό­μους θα περιέλ­θουν;[Λουκ.12,20].

Και πρό­σε­χε ότι στην περί­πτω­ση του Λαζά­ρου λέγει ότι μετα­φέρ­θη­κε από τους αγγέ­λους, ενώ στην περί­πτω­ση του άφρο­νος πλου­σί­ου λέγει «απαι­τούν» και τον ένα τον πήραν σαν αιχ­μά­λω­το, ενώ τον άλλο τον περι­στοί­χι­ζαν σαν νικη­τή. Τον Λάζα­ρο άγγε­λοι τον μετα­φέ­ρουν, ενώ την ψυχή του άφρο­νος πλου­σί­ου την απαι­τού­σαν κάποιες φοβε­ρές δυνά­μεις, ίσως σταλ­μέ­νες γι΄αυτόν τον σκο­πό· διό­τι δεν ανα­χω­ρεί προς εκεί­νην τη ζωή μόνη της η ψυχή, επει­δή δεν είναι δυνα­τό· διό­τι εάν όταν μετα­βαί­νου­με από πόλη σε πόλη, έχου­με ανάγ­κη από οδη­γό, πολύ περισ­σό­τε­ρο η ψυχή όταν απο­σπα­στεί από το σώμα και μετα­φέ­ρε­ται προς την μέλ­λου­σα ζωή, έχει ανάγ­κη από οδη­γούς.

Γι΄αυτό πολ­λές φορές ανε­βαί­νει προς τα επά­νω και προ­χω­ρεί πάλι προς το βάθος και φοβά­ται και φρίτ­τει, όταν πρό­κει­ται να απο­χω­ρι­σθεί από το σώμα· διό­τι πάν­τα μας κεν­τρί­ζει η συνεί­δη­ση για τις αμαρ­τί­ες μας, πολύ περισ­σό­τε­ρο όμως κατά την ώρα εκεί­νη, όταν πρό­κει­ται να μετα­φερ­θού­με από εδώ εκεί για να λογο­δο­τή­σου­με στο φοβε­ρό δικα­στή­ριο. Για τον λόγο αυτό πρέ­πει συνε­χώς να ετοι­μα­ζό­μα­στε από εδώ, για την έξο­δό μας προς τα εκεί· διό­τι τι θα συμ­βεί εάν απο­φα­σί­σει ο Κύριος να μας καλέ­σει από­ψε; Τι αν αύριο; Είναι άγνω­στο το μέλ­λον, γι’ αυτό πρέ­πει να αγω­νι­ζό­μα­στε διαρ­κώς και να είμα­στε έτοι­μοι για το ταξί­δι εκεί­νο, όπως ακρι­βώς ο Λάζα­ρος αυτός διαρ­κώς υπέ­με­νε και καρ­τε­ρού­σε· γι΄αυτό και με τόση τιμή τον οδη­γού­σαν.

Όμως πέθα­νε και ο πλού­σιος και ε ντα­φιά­στη­κε, σαν να ήταν κατα­χω­νια­σμέ­νη η ψυχή του μέσα στο σώμα του, όπως σε μνή­μα, και περιέ­φε­ρε σαν τάφο μαζί της τη σάρ­κα· διό­τι δεμέ­νος σαν με κάποια αλυ­σί­δα με τη μέθη και τη γαστρι­μαρ­γία, έτσι είχε κάνει άπρα­κτη και νεκρή την ψυχή. Μην προ­σπε­ρά­σεις, αγα­πη­τέ, έτσι απλώς το «τάφη», αλλά σκέ­ψου εδώ, σε παρα­κα­λώ, τα τρα­πέ­ζια τα επαρ­γυ­ρω­μέ­να, τα κρε­βά­τια, τους τάπη­τες, τα σκε­πά­σμα­τα, όλα τα άλλα του σπι­τιού, τα μύρα, τα αρώ­μα­τα, το άφθο­νο καθα­ρό κρα­σί, τις ποι­κι­λί­ες των φαγη­τών, τα καρυ­κεύ­μα­τα, τους μαγεί­ρους, τους κόλα­κες, τους σωμα­το­φύ­λα­κες, τους υπη­ρέ­τες, όλη την άλλη πολυ­τέ­λεια κατα­σβη­σμέ­νη και κατα­μα­ρα­μέ­νη. Όλα στά­χτη, όλα τέφρα και σκό­νη, θρή­νοι και οδυρ­μοί, χωρίς να μπο­ρεί κανείς να βοη­θή­σει, ούτε να επα­να­φέ­ρει την ψυχή που έφυ­γε. Τότε φάνη­κε η δύνα­μη του χρυ­σού και της πολ­λής περιου­σί­ας.

Πράγ­μα­τι μέσα από την τόση μεγά­λη περι­ποί­η­ση ανα­χω­ρού­σε γυμνός και μόνος, χωρίς να μπο­ρεί να μετα­φέ­ρει μαζί του τίπο­τε από τον τόσο πλού­το, αλλά έφευ­γε έρη­μος και απρο­στά­τευ­τος. Κανείς από όσους τον υπη­ρέ­τη­σαν, κανείς απ’ όσους τον βοή­θη­σαν δεν ήταν παρών, για να τον γλυ­τώ­σουν από την κόλα­ση και την τιμω­ρία, αλλά αφού απο­σπά­σθη­κε από όλους εκεί­νους, τον μετέ­φε­ραν μόνο για να υπο­μεί­νει τις αφό­ρη­τες τιμω­ρί­ες. Αλή­θεια, «πσα σάρξ χόρ­τος, κα πσα δόξα νθρώ­που ς νθος χόρ­του· ξηράν­θη χόρ­τος, κα τ νθος ξέπε­σε, τ δ ῥῆμα το Θεο μν μένει ες τν αἰῶνα(:κάθε άνθρω­πος είναι σαν το χόρ­το και κάθε δόξα του ανθρώ­που σαν το άνθος του χόρ­του. Ξερά­θη­κε το χόρ­το και το άνθος του έπε­σε· ο λόγος όμως του Κυρί­ου θα μένει στον αιώ­να[Ησα­ΐ­ας 40,6–8].Ήλθε ο θάνα­τος και όλα εκεί­να τα έσβη­σε· και παίρ­νον­τάς τον σαν αιχ­μά­λω­το, έτσι τον οδή­γη­σε σκυμ­μέ­νο κάτω, γεμά­το ντρο­πή, χωρίς παρ­ρη­σία, να τρέ­μει, να φοβά­ται, σαν να απή­λαυ­σε όλη εκεί­νη την τρυ­φή στα όνει­ρά του· και μετά ο πλού­σιος γινό­ταν ικέ­της του φτω­χού, και είχε ανάγ­κη από το τρα­πέ­ζι εκεί­νου, που άλλο­τε πει­νού­σε και ήταν μπρο­στά στα στό­μα­τα των σκυ­λιών· και τα πράγ­μα­τα άλλα­ξαν και έμα­θαν όλοι, ποιος ήταν ο πλού­σιος και ποιος ήταν ο φτω­χός και ότι ο Λάζα­ρος ήταν πιο πλού­σιος απ’ όλους, ενώ αυτός πιο φτω­χός απ΄ όλους.

[…] Πολ­λές φορές κάποιος από τους εδώ πλου­σί­ους βρέ­θη­κε εκεί να είναι φτω­χό­τε­ρος όλων, όπως ακρι­βώς και αυτός ο πλού­σιος· διό­τι, όταν τον κατέ­λα­βε το βρά­δυ, δηλα­δή ο θάνα­τος, και βγή­κε από το θέα­τρο της παρού­σας ζωής, και έβγα­λε το προ­σω­πείο και φάνη­κε εκεί ότι είναι φτω­χό­τε­ρος όλων, και τόσο φτω­χός, ώστε να μην έχει ούτε μια στα­γό­να νερό, αλλά γι’ αυτήν να παρα­κα­λεί επί­μο­να, χωρίς να εκπλη­ρώ­νε­ται ούτε αυτή η αίτη­σή του. Ποια φτώ­χεια θα ήταν χει­ρό­τε­ρη απ’ αυτήν; Και άκουε πώς· διό­τι λέγει: «Κα ατς φωνή­σας επε· πάτερ βρα­άμ, λέη­σόν με κα πέμ­ψον Λάζα­ρον να βάψ τ κρον το δακτύ­λου ατο δατος κα κατα­ψύξ τν γλσσάν μου, τι δυνμαι ν τ φλογ ταύτ(:Αυτός λοι­πόν που στη γη τα είχε όλα και δεν παρα­κα­λού­σε κανέ­να να τον βοη­θή­σει, φώνα­ξε τώρα και είπε: ‘’Πατέ­ρα μου Αβρα­άμ, σπλα­χνί­σου με. Λυπή­σου με και στεί­λε τον Λάζα­ρο να βρέ­ξει με νερό την άκρη του δακτύ­λου του και να δρο­σί­σει τη γλώσ­σα μου, διό­τι βασα­νί­ζο­μαι και υπο­φέ­ρω μέσα σε αυτή τη φωτιά’’)»[Λουκ. 16,24]. Βλέ­πεις πόση είναι η θλί­ψη του; Όταν ήταν κον­τά του, τον προ­σπερ­νού­σε, και τώρα που είναι μακριά του τον καλεί· αυτόν που πολ­λές φορές, μπαί­νον­τας και βγαί­νον­τας δεν τον έβλε­πε, αυτό τώρα που είναι μακριά, τον βλέ­πει με πολύ πόθο.

Και για ποιο λόγο τον βλέ­πει; Ίσως πολ­λές φορές είπε αυτός ο πλού­σιος: «Τι μου χρειά­ζε­ται η ευλά­βεια και η αρε­τή; Όλα για μένα είναι σαν να τρέ­χουν από πηγές· απο­λαμ­βά­νω μεγά­λη αφθο­νία αγα­θών, πολ­λή ευτυ­χία, δεν υπο­φέ­ρω καμιά δυστυ­χία· για ποιο λόγο να ασκή­σω την αρε­τή; Αυτός ο φτω­χός που ζει με δικαιο­σύ­νη και ευσέ­βεια υπο­φέ­ρει μύρια βάσα­να». Αυτά βέβαια πολ­λοί πολ­λές φορές και τώρα τα λένε. Για να ξερι­ζω­θούν λοι­πόν αυτές οι κακές σκέ­ψεις, του δεί­χνει ότι και για την κακία υπάρ­χει τιμω­ρία, και τιμή και στέ­φα­νος για τους κόπους υπέρ της ευσε­βεί­ας. Και δεν τον είδε μόνο γι’ αυτό, αλλά για να πάθει και ο πλού­σιος τώρα, σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό, εκεί­νο ακρι­βώς που έπα­θε και ο φτωχός·διότι, όπως ακρι­βώς σε εκεί­νον έκα­νε φοβε­ρό­τε­ρη την τιμω­ρία τώρα, το να βρί­σκε­ται στην κόλα­ση και να βλέ­πει την ευτυ­χία του Λαζά­ρου, ώστε να έχει πιο αφό­ρη­τη την τιμω­ρία, όχι μόνο εξαι­τί­ας του είδους των βασά­νων, αλλά και εξαι­τί­ας της τιμής που αξιώ­θη­κε εκεί­νος.

Και όπως, όταν έδιω­ξε ο Θεός τον Αδάμ από τον παρά­δει­σο, του παρήγ­γει­λε να κατοι­κεί απέ­ναν­τι από τον παρά­δει­σο, για να του ανα­νε­ώ­νει τη λύπη η αδιά­κο­πη θέα και να του δίνει με μεγα­λύ­τε­ρη ακρί­βεια την αίσθη­ση των αγα­θών που έχα­σε, έτσι λοι­πόν κι αυτόν τον έβα­λε να κατοι­κεί απέ­ναν­τι από τον Λάζα­ρο, για να δει από ποια αγα­θά στέ­ρη­σε τον εαυ­τό του. «Σου έστει­λα», λέγει, «μπρο­στά στην πόρ­τα σου τον φτω­χό Λάζα­ρο, για να σου γίνει διδά­σκα­λος της αρε­τής και αφορ­μή για φιλαν­θρω­πία· περι­φρό­νη­σες το κέρ­δος, δεν θέλη­σες να χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις όπως έπρε­πε την αφορ­μή αυτή της σωτη­ρί­ας· θα σου χρη­σι­μεύ­σει λοι­πόν τώρα ως αφορ­μή μεγα­λύ­τε­ρης κολά­σε­ως και τιμω­ρί­ας».

Απ ’αυτά μαθαί­νου­με ότι όλοι όσοι από εμάς περι­φρο­νούν­ται και αδι­κούν­ται, τότε, κατά την ημέ­ρα της Κρί­σε­ως, θα στα­θούν μπρο­στά μας. Αν και βέβαια ο Λάζα­ρος δεν αδι­κή­θη­κε από τον πλού­σιο· διό­τι ο πλού­σιος δεν έκλε­ψε ακρι­βώς τα χρή­μα­τα του Λαζά­ρου, αλλά δεν του έδω­σε από τα δικά του. Και εάν, επει­δή δεν του έδω­σε από τα δικά τους, έχει κατή­γο­ρο αυτόν που δεν ελέη­σε, αυτός που άρπα­ξε και τα ξένα, ποιας συγνώ­μης θα τύχει, όταν οι αδι­κη­μέ­νοι από παν­τού θα τον περι­στοι­χί­ζουν; Διό­τι εκεί δεν χρειά­ζον­ται μάρ­τυ­ρες, ούτε κατή­γο­ροι, ούτε απο­δεί­ξεις, ούτε τεκμή­ρια· αλλά αυτά τα ίδια τα πράγ­μα­τα, όπως ακρι­βώς εμείς τα ετοι­μά­σα­με, φαί­νον­ται μπρο­στά στα μάτια μας. «Διό­τι να», λέγει, «ο άνθρω­πος και τα έργα του». Και αυτό δηλα­δή είναι αρπα­γή, το να μη δίνεις στον άλλον από τα δικά σου.

Και ίσως σας φαί­νε­ται παρά­ξε­νο αυτό που λέγω, αλλά μην εκπλήτ­τε­σθε· διό­τι θα σας φέρω μαρ­τυ­ρία από τις θεί­ες Γρα­φές που λέγει ότι το όχι μόνο το να αρπά­ξεις τα ξένα, αλλά και το να μη δίνεις στους άλλους από τα δικά σου και αυτό είναι αρπα­γή και πλε­ο­νε­ξία και απο­στέ­ρη­ση. Ποια λοι­πόν είναι αυτή; Κατη­γο­ρών­τας τους Ιου­δαί­ους ο Θεός λέγει μέσω του προ­φή­τη: «Κα εσηνέγ­κα­τε πάν­τα τ κφό­ρια ες τος θησαυ­ρούς, κα σται διαρ­παγ ατο ν τ οκ ατο(:Και σεις βάλα­τε όλα τα προ­ϊ­όν­τα της γης σας μέσα στις απο­θή­κες σας. Έτσι λοι­πόν κάνα­τε αρπα­γή των δεκά­των και απαρ­χών, που βρί­σκον­ται τώρα στο σπί­τι σας και τα στε­ρή­σα­τε από τους φτω­χούς στους οποί­ους οφεί­λα­τε να τα δώσε­τε)»[Μαλ.3,10]. «Επει­δή», λέγει, «τις συνη­θι­σμέ­νες προ­σφο­ρές δεν τις δώσα­τε, αρπά­ξα­τε αυτό που ανή­κε στον φτω­χό». Και αυτό το λέγει, για να δεί­ξει στους πλου­σί­ους ότι έχουν αυτά που ανή­κουν στους φτω­χούς, είτε πατρι­κή κλη­ρο­νο­μιά δεχτούν, είτε από οπου­δή­πο­τε συγ­κεν­τρώ­σουν τα χρή­μα­τα. Και πάλι αλλού λέγει: «Τέκνον, τν ζων το πτω­χο μ ποστε­ρήσς κα μ παρελ­κύσς φθαλ­μος πιδεες(:Παι­δί μου, μη στε­ρή­σεις τον πτω­χό από όσα του χρειά­ζον­ται για τη ζωή του και μην ανα­βά­λεις την βοή­θειά σου σε μάτια τα οποία σε κοι­τά­ζουν ικε­τευ­τι­κώς)»[Σοφ. Σειρ.4,1]· και αυτός που στε­ρεί, τα ξένα στε­ρεί· διό­τι απο­στέ­ρη­ση λέγε­ται το ότι πήρα­με τα ξένα πράγ­μα­τα και τα κρα­τού­με.

Και με αυτό λοι­πόν διδα­σκό­μα­στε ότι όταν δεν ελε­ού­με θα τιμω­ρη­θού­με εξί­σου με τους κατα­χρα­στές· διό­τι τα χρή­μα­τα είναι του Κυρί­ου από οπου­δή­πο­τε και αν τα συλ­λέ­ξου­με και αν τα δώσου­με στους φτω­χούς θα έχου­με μεγά­λο κέρ­δος. Και γι’ αυτό επέ­τρε­ψε ο Θεός να έχεις εσύ περισ­σό­τε­ρα, για να τα ξοδέ­ψεις όχι στην πορ­νεία και στη μέθη και στην πολυ­φα­γία και στην πολυ­τέ­λεια των ενδυ­μά­των και στην άλλη βλα­κεία, αλλά για να τα μοι­ρά­σεις σε αυτούς που τα έχουν ανάγ­κη· διό­τι, όπως ένας που παρα­λαμ­βά­νει βασι­λι­κά χρή­μα­τα, αν αφή­σει εκεί­νους στους οποί­ους έχει εντο­λή να τα μοι­ρά­σει και τα ξοδέ­ψει σε δική του ανο­η­σία, θα λογο­δο­τή­σει και θα θανα­τω­θεί, έτσι λοι­πόν και ο πλού­σιος είναι σαν ένας που εισπράτ­τει τα λεφτά που πρέ­πει να μοι­ρα­στούν στους φτω­χούς και έχει πάρει εντο­λή να τα μοι­ρά­σει στους φτω­χούς συν­δού­λους του. Αν λοι­πόν ξοδέ­ψει κάτι περισ­σό­τε­ρο για τον εαυ­τό του από ό,τι χρειά­ζε­ται, θα υπο­στεί εκεί φοβε­ρό­τα­τες τιμω­ρί­ες· διό­τι δεν είναι δικά του τα δικά του, αλλά των συν­δού­λων του.

Ας τα δια­χει­ρι­ζό­μα­στε λοι­πόν αυτά σαν ξένα, για να γίνουν δικά μας. Και πώς θα τα δια­χει­ρι­στού­με, σαν ξένα; Όταν δεν τα ξοδεύ­ου­με σε περιτ­τές ανάγ­κες, ούτε μόνο στις δικές μας, αλλά όταν τα δια­μοι­ρά­ζου­με στα χέρια των φτω­χών· και αν είσαι πλού­σιος και ξοδεύ­εις κάτι περισ­σό­τε­ρο από το αναγ­καίο, θα λογο­δο­τή­σεις για τα χρή­μα­τα που σου έχει εμπι­στευ­θεί. Αυτό συμ­βαί­νει και στα μεγά­λα σπί­τια. Πολ­λοί δηλα­δή τα ταμεία τους τα εμπι­στεύ­τη­καν στους υπη­ρέ­τες τους· αλλά όμως οι δια­χει­ρι­στές εκεί­νοι φυλάσ­σουν αυτά που τους έχουν δώσει και δεν κατα­χρών­ται αυτά που τους εμπι­στεύ­θη­καν, αλλά τα δια­νέ­μουν σε εκεί­νους που ο οικο­δε­σπό­της θα δια­τά­ξει και όταν δια­τά­ξει. Αυτό και εσύ να κάνεις·διότι πήρες πιο πολ­λά από τους άλλους και τα έλα­βες, όχι για να τα ξοδέ­ψεις μόνος σου, αλλά να γίνεις και στους άλλους καλός δια­χει­ρι­στής.

Αξί­ζει όμως κι εκεί­νο να ερευ­νή­σου­με: για­τί άρα­γε δεν είδε τον Λάζα­ρο κον­τά σε κανέ­ναν άλλον δίκαιο, αλλά τον είδε μέσα στην αγκα­λιά του Αβρα­άμ; Ήταν φιλό­ξε­νος ο Αβρα­άμ· για να γίνει λοι­πόν και αυτός κατή­γο­ρος αυτού για την αφι­λο­ξε­νία του, τον βλέ­πει μαζί με εκεί­νον· διό­τι εκεί­νος και τους περα­στι­κούς έψα­χνε να βρει και τους οδη­γού­σε στο σπί­τι του, ενώ αυτός αδια­φο­ρού­σε και γι’ αυτόν που βρι­σκό­ταν μέσα, και ενώ είχε τόσο θησαυ­ρό και αφορ­μή για σωτη­ρία, τον προ­σπερ­νού­σε αδιά­φο­ρα κάθε ημέ­ρα, και δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σε όσο μπο­ρού­σε την προ­στα­σία του φτω­χού. Όμως ο πατριάρ­χης δεν ήταν τέτοιος, αλλά τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κός· καθό­ταν μπρο­στά στις θύρες και προ­σκα­λού­σε για φιλο­ξε­νία στο σπί­τι του όλους τους κου­ρα­σμέ­νους δια­βά­τες, και όπως κάποιος αλιέ­ας, ρίχνον­τας δίχτυ στη θάλασ­σα, ανα­σύ­ρει συνή­θως ψάρι, όμως ανα­σύ­ρει πολ­λές φορές και χρυ­σό και μαρ­γα­ρι­τά­ρια, έτσι λοι­πόν κι αυτός, αλιεύ­ον­τας ανθρώ­πους, κατόρ­θω­σε να αλιεύ­σει κάπο­τε και αγγέ­λους, και το αξιο­θαύ­μα­στο είναι αυτό, ότι χωρίς να το γνω­ρί­ζει το έκα­νε αυτό.

Διό­τι εάν το γνώ­ρι­ζε και τους υπο­δε­χό­ταν με τόση καλο­σύ­νη, δεν θα έκα­νε τίπο­τε μεγά­λο και αξιο­θαύ­μα­στο, ενώ ο έπαι­νος όλος του αξί­ζει, επει­δή, ενώ αγνο­ού­σε ποιοι ήταν οι διερ­χό­με­νοι, και νομί­ζον­τας ότι ήταν απλώς άνθρω­ποι οδοι­πό­ροι, με τόσο μεγά­λη προ­θυ­μία τούς κάλε­σε μέσα στο σπί­τι του [βλ. Γεν.18,2–5: «φθη δ ατ Θες πρς τ δρυΐ τ Μαμβρ, καθη­μέ­νου ατο π τς θύρας τς σκηνς ατο μεσημ­βρί­ας.ναβλέ­ψας δέ τος φθαλ­μος ατο εδε, κα δο τρες νδρες εστή­κει­σαν πάνω ατο· κα δν προ­σέ­δρα­μεν ες συνάν­τη­σιν ατος π τς θύρας τς σκηνς ατο κα προ­σε­κύ­νη­σεν π τν γν. Κα επε· Κύριε, ε ρα ερον χάριν ναν­τί­ον σου, μ παρέλθς τν παδά σου· ληφθή­τω δ δωρ, κα νιψά­τω­σαν τος πόδας μν, κα κατα­ψύ­ξα­τε π τ δέν­δρον· κα λήψο­μαι ρτον, κα φάγε­σθε, κα μετ τοτο παρε­λεύ­σε­σθε ες τν δν μν, ο νεκεν ξεκλί­να­τε πρς τν παδα μν. Κα επαν· οτω ποί­η­σον, καθς ερηκας(:Φανε­ρώ­θη­κε λοι­πόν ο Θεός στον Αβρα­άμ, που ήταν κον­τά στη δρυ Μαμ­βρή και καθό­ταν στη θύρα της σκη­νής του κατά τον Νότο. Σήκω­σε τα μάτια του ο Αβρα­άμ και είδε ξαφ­νι­κά τρεις άνδρες όρθιους απέ­ναν­τι του. Αμέ­σως έτρε­ξε προς συνάν­τη­σή τους από τη θύρα της σκη­νής του, προ­σκύ­νη­σε αυτούς έως το έδα­φος και είπε: “Κύριε, εάν τυχόν βρή­κα χάρη ενώ­πιόν σου, σε παρα­κα­λώ μην κατα­φρο­νή­σεις τον δού­λο σου· ας μου επι­τρα­πεί, λοι­πόν, να φέρω νερό και οι δού­λοι μου να νίψουν τα πόδια σας, και να δρο­σι­στεί­τε κάτω από το δέν­δρο. Εγώ λοι­πόν θα ετοι­μά­σω και θα σας φέρω φαγη­τό, για να φάτε, και έπει­τα θα συνε­χί­σε­τε τον δρό­μο σας, από τον οποίο παρεκ­κλί­να­τε έως εμέ­να, τον δού­λο σας, για να μου κάνε­τε την τιμή να σας περι­ποι­η­θώ”. Εκεί­νοι λοι­πόν είπαν: “κάνε όπως είπες”)»].

Γι’ αυτό λοι­πόν νιώ­θον­τας έκπλη­ξη και ο Παύ­λος συμ­βου­λεύ­ει και λέει: « φιλα­δελ­φία μενέ­τω, τς φιλο­ξε­νί­ας μ πιλαν­θά­νε­σθε· διά ταύ­της γρ λαθόν τινες ξενί­σαν­τες γγέ­λους(:Μόνι­μη και στα­θε­ρή ας μένει στις καρ­διές σας η αγά­πη προς τους αδελ­φούς Χρι­στια­νούς. Μη λησμο­νεί­τε ποτέ να ασκεί­τε την φιλο­ξε­νία· διό­τι χάρη στη φιλό­ξε­νη διά­θε­σή τους μερι­κοί, όπως ο Αβρα­άμ και ο Λωτ, αξιώ­θη­καν, χωρίς και οι ίδιοι να το κατα­λά­βουν, να φιλο­ξε­νή­σουν αγγέ­λους[ Εβρ.13,2]. Και σωστά είπε «χωρίς να το ξέρουν»· διό­τι εάν το γνώ­ρι­ζε και τους υπο­δε­χό­ταν με τόση καλο­σύ­νη, δεν θα έκα­νε τίπο­τε μεγά­λο και αξιο­θαύ­μα­στο· ενώ ο έπαι­νος όλος του αξί­ζει, επει­δή, ενώ αγνο­ού­σε ποιοι ήταν οι διερ­χό­με­νοι και νομί­ζον­τας ότι ήταν απλώς άνθρω­ποι οδοι­πό­ροι, με τόση μεγά­λη προ­θυ­μία τους κάλε­σε μέσα στο σπί­τι του.

Και εσύ λοι­πόν, εάν υπο­δε­χτείς κάποιον επί­ση­μο και λαμ­πρό και δεί­ξεις μεγά­λη προ­θυ­μία, δεν έκα­νες τίπο­τε αξιο­θαύ­μα­στο· διό­τι το αξί­ω­μα του φιλο­ξε­νού­με­νου εξα­ναγ­κά­ζει πολ­λές φορές και τον αφι­λό­ξε­νο να δεί­χνει κάθε καλή διά­θε­ση. Το πιο υπέ­ρο­χο όμως είναι όταν και τους τυχόν­τες και τους περι­φρο­νη­μέ­νους και τους ευτε­λείς τούς δεχό­μα­στε με πολ­λή καλο­σύ­νη. Γι΄ αυτό και ο Χρι­στός, υπο­δε­χό­με­νος αυτούς που ενερ­γούν έτσι, έλε­γε: «μν λέγω μν, φ᾿ σον ποι­ή­σα­τε ν τού­των τν δελφν μου τν λαχί­στων, μο ποι­ή­σα­τε(: Αλη­θι­νά σας λέγω, καθε­τί που κάνα­τε για να εξυ­πη­ρε­τή­σε­τε έναν από τους αδελ­φούς μου, που φαί­νον­ται άση­μοι και ελά­χι­στοι μέσα στην κοι­νω­νία, το κάνα­τε σε εμέ­να)»[Ματθ.25,40]. Και πάλι: «Οτως οκ στι θέλη­μα μπρο­σθεν το πατρς μν το ν ορανος να πόλη­ται ες τν μικρν τού­των(: Όπως ο καλός ποι­μέ­νας δεν θέλει να χάσει ούτε ένα πρό­βα­το, έτσι δεν είναι θέλη­μα του Πατρός σας που βρί­σκε­ται στους ουρα­νούς να χαθεί ένας από τους μικρούς τού­τους. Λοι­πόν προ­σέ­χε­τε μήπως τυχόν κατα­φρο­νή­σε­τε κανέ­να από τους άση­μους και απλοϊ­κούς πιστούς)»[Ματθ.18,14].

Και πάλι: «ς δ᾿ ν σκαν­δα­λίσ να τν μικρν τού­των τν πιστευόν­των ες μέ, συμ­φέ­ρει ατ να κρε­μα­σθ μύλος νικς ες τν τρά­χη­λον ατο κα κατα­πον­τι­σθ ν τ πελά­γει τς θαλάσ­σης(: Όποιος όμως σκαν­δα­λί­σει και παρα­σύ­ρει στην αμαρ­τία έναν από τους μικρούς και απλοϊ­κούς αυτούς, που πιστεύ­ουν σε εμέ­να, είναι προ­τι­μό­τε­ρο γι΄αυτόν να κρε­μα­στεί στον τρά­χη­λό του μυλό­πε­τρα από εκεί­νες που γυρί­ζει ο όνος στον μύλο και να κατα­πον­τι­στεί στην ανοι­κτή θάλασ­σα)» [Ματθ.18,6]. Και παν­τού πολύς λόγος γίνε­ται από τον Χρι­στό για τους μικρούς και τους ελα­χί­στους.

Αυτό λοι­πόν γνω­ρί­ζον­τας και ο Αβρα­άμ, δεν εξέ­τα­ζε τους διερ­χο­μέ­νους ποιοι ήταν και από πού έρχον­ταν, όπως ακρι­βώς εμείς τώρα· αλλά τους δεχό­ταν όλους χωρίς διά­κρι­ση· διό­τι αυτός που δεί­χνει φιλι­κή διά­θε­ση δεν πρέ­πει να ζητά να δίνουν λόγο για τη ζωή τους, αλλά μόνο να διορ­θώ­νει τη φτώ­χεια και να καλύ­πτει την ανάγ­κη. Έναν λόγο συνη­γο­ρί­ας έχει ο φτω­χός, τη φτώ­χεια και το ότι βρί­σκε­ται σε ανάγ­κη· τίπο­τε λοι­πόν περισ­σό­τε­ρο μην του ζητάς, αλλά κι αν ακό­μη είναι ο πιο καλός από όλους και του λεί­πει η αναγ­καία τρο­φή, ας τον απαλ­λά­ξου­με από την πεί­να. Αυτό και ο Χρι­στός παρήγ­γει­λε να κάνου­με λέγον­τας· «Γένη­σθε υο το πατρς μν το ν ορανος, τι τν λιον ατο νατέλ­λει π πονη­ρος κα γαθος κα βρέ­χει π δικαί­ους κα δίκους(:Για να μοιά­σε­τε έτσι και να γίνε­τε παι­διά του Πατέ­ρα σας που είναι στους ουρα­νούς· διό­τι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανα­τέλ­λει χωρίς δια­κρί­σεις σε πονη­ρούς και καλούς, και βρέ­χει τη βρο­χή Του σε δικαί­ους και αδί­κους)»[Ματθ.5,45]. Είναι λιμά­νι για όσους βρί­σκον­ται σε ανάγ­κη ο ελε­ή­μο­νας· και το λιμά­νι δέχε­ται όλους τους ναυα­γούς και τους απαλ­λάσ­σει από τους κιν­δύ­νους· και είτε είναι κακοί, είτε είναι αγα­θοί, είτε είναι οτι­δή­πο­τε άλλο αυτοί που κιν­δυ­νεύ­ουν, τους δέχε­ται όλους μέσα στην αγκα­λιά Του.

[…]Όταν λοι­πόν ο πλού­σιος στον Άδη είδε τον φτω­χό Λάζα­ρο στην αγκα­λιά του Αβρα­άμ, είπε: «Πάτερ βρα­άμ, λέη­σόν με κα πέμ­ψον Λάζα­ρον να βάψ τ κρον το δακτύ­λου ατο δατος κα κατα­ψύξ τν γλσσάν μου, τι δυνμαι ν τ φλογ ταύτ(:Πατέ­ρα μου Αβρα­άμ, σπλα­χνί­σου με. Λυπή­σου με και στεί­λε τον Λάζα­ρο να βρέ­ξει με νερό την άκρη του δακτύ­λου του και να δρο­σί­σει τη γλώσ­σα μου, διό­τι βασα­νί­ζο­μαι και υπο­φέ­ρω μέσα σε αυτή τη φωτιά)»[Λουκ. 16,24].

Για ποιον λόγο δεν απηύ­θυ­νε τον λόγο προς τον Λάζα­ρο; Εγώ νομί­ζω ότι ντρά­πη­κε και κοκ­κί­νι­σε και κρί­νον­τας από τον εαυ­τό του, νόμι­ζε ότι οπωσ­δή­πο­τε θα του κρα­τά κακία. «Διό­τι, εάν εγώ», ίσως να σκέ­φτη­κε, «που απο­λάμ­βα­να τόση ευτυ­χία, και σε τίπο­τα δεν αδι­κή­θη­κα, περι­φρό­νη­σα τον άνθρω­πο αυτόν που βρι­σκό­ταν σε τόσα κακά και ούτε ψίχου­λα δεν του έδω­σα, πολύ περισ­σό­τε­ρο αυτός τώρα, που τόσο περι­φρο­νή­θη­κε, δεν θα συγ­κα­τα­νεύ­σει στην παρά­κλη­σή μου». Αυτά βέβαια δεν τα λέμε για να κατη­γο­ρή­σου­με τον Λάζα­ρο, διό­τι εκεί­νος δεν δια­κα­τε­χό­ταν από τέτοιες σκέ­ψεις, μη γένοι­το, αλλά επει­δή ο πλού­σιος αυτά φοβή­θη­κε και δεν κάλε­σε τον ίδιο τον Λάζα­ρο, αλλά φώνα­ξε τον Αβρα­άμ, για τον οποίο πίστευε ότι αγνο­ού­σε εκεί­να που είχαν γίνει. Και ζήτη­σε εκεί­νο το δάχτυ­λο, το οποίο πολ­λές φορές άφη­σε να το γλύ­ψουν οι γλώσ­σες των σκύ­λων.

Τι λοι­πόν είπε εκεί­νος; «Τέκνον, μνή­σθη­τι τι πέλα­βες σ τ γαθά σου ν τ ζω σου(:Παι­δί μου θυμή­σου ότι εσύ απή­λαυ­σες με το παρα­πά­νω τα αγα­θά σου όταν ζού­σες στη γη)»[Λουκ.16,25]. Πρό­σε­χε σύνε­ση, πρό­σε­χε φιλο­στορ­γία δικαί­ου. Δεν είπε: «απάν­θρω­πε και σκλη­ρέ και παμ­πό­νη­ρε, ενώ άφη­σες σε τόσο μεγά­λα κακά τον άνθρω­πο αυτόν, θυμά­σαι τώρα τη φιλαν­θρω­πία και το έλε­ος και την συγνώ­μη; Δεν κοκ­κι­νί­ζεις, δεν ντρέ­πε­σαι;». Αλλά τι λέγει; «Τέκνο μου», λέγει, «απή­λαυ­σες τα αγα­θά σου». Διό­τι λέγει ο σοφός Σει­ράχ: «Καρ­δί­αν παρωρ­γι­σμέ­νην μ προ­στα­ράξς κα μ παρελ­κύσς δόσιν προσ­δε­ο­μέ­νου (: Μην ταρά­ξεις περισ­σό­τε­ρο την καρ­διά, την οποία έχει ανα­στα­τώ­σει η οργή, και μην ανα­βά­λεις τη βοή­θειά σου σε άνθρω­πο, που έχει την ανάγ­κη σου)» [Σοφ. Σειρ. 4,3]. Του αρκούν οι τιμω­ρί­ες του, ας μην επι­βα­ρύ­νου­με τις συμ­φο­ρές του. Εξάλ­λου και για να μην νομί­σει ότι από μνη­σι­κα­κία για τα περα­σμέ­να δεν άφη­σε τον Λάζα­ρο να πάει, τον απο­κα­λεί «τέκνο μου», απο­λο­γού­με­νος κατά κάποιον τρό­πο για τον εαυ­τό του, με την προ­σφώ­νη­σή του. «Αυτό που είναι στην εξου­σία μου», λέγει, «σου το δίνω, το να μετα­βεί όμως ο Λάζα­ρος από εδώ εκεί , δεν είναι στη δική μου δικαιο­δο­σία».

«Επε δ βρα­άμ», λέγει, λοι­πόν, «τέκνον μνή­σθη­τι τι πέλα­βες σ τ γαθά σου ν τ ζω σου, κα Λάζα­ρος μοί­ως τ κακά· νν δ δε παρα­κα­λεται, σ δ δυνσαι κα π πσι τού­τοις μεταξ μν κα μν χάσμα μέγα στή­ρι­κται, πως ο θέλον­τες διαβναι νθεν πρς μς μ δύνων­ται, μηδ ο κεθεν πρς μς δια­περσιν(:Παι­δί μου, θυμή­σου ότι εσύ από­λαυ­σες με το παρα­πά­νω τα αγα­θά σου όταν ζού­σες στη γη, ενώ ο Λάζα­ρος αντί­στοι­χα τα κακά της δυστυ­χί­ας και της ασθέ­νειας· τώρα όμως αυτός παρη­γο­ρεί­ται για όσα υπέ­φε­ρε τότε συνε­χώς, ενώ εσύ υπο­φέ­ρεις και βασα­νί­ζε­σαι χωρίς δια­κο­πή, όπως αδιά­κο­πη και συνε­χής ήταν η ευτυ­χία σου επά­νω στη γη. Και εκτός από όλα αυτά, χάσμα μεγά­λο έχει στη­ρι­χθεί ανά­με­σά μας, ώστε εκεί­νοι που θέλουν να μετα­βούν από εδώ προς εσάς να μην μπο­ρούν, ούτε αυτοί που είναι εκεί να περά­σουν προς εμάς)»[Λουκ.16,25–26].

Είναι βαριά αυτά που έχουν λεχθεί και πότι­σαν με μεγά­λο πόνο την ψυχή μας. Το ξέρω κι εγώ· αλλά όσο μας πλη­γώ­νει η συνεί­δη­ση, άλλο τόσο και ωφε­λεί την ψυχή αυτών που ερε­θί­ζει· διό­τι, εάν εκεί μας τα έλε­γαν αυτά, όπως στον πλού­σιο, πράγ­μα­τι έπρε­πε να θρη­νού­με και να οδυ­ρό­μα­στε και να πεν­θού­με, διό­τι δε θα είχα­με και­ρό για μετά­νοια· επει­δή όμως τα ακού­με τώρα που είμα­στε εδώ, όπου και είναι δυνα­τό να μετα­νο­ή­σου­με και να καθα­ρι­σθού­με από τις αμαρ­τί­ες και να απο­κτή­σου­με μεγά­λη παρ­ρη­σία, και να αλλά­ξου­με ανη­συ­χών­τας από τα κακά που συνέ­βη­καν στους άλλους, ας ευχα­ρι­στή­σου­με τον φιλάν­θρω­πο Θεό, που διε­γεί­ρει τη δική μας οκνη­ρία με την τιμω­ρία των άλλων, και μας αφυ­πνί­ζει ενώ κοι­μό­μα­στε. Γι΄ αυτό ακρι­βώς προ­λέ­χθη­καν αυτά, για να μην πάθου­με κι εμείς κάτι ανά­λο­γο με τον άσπλα­χνο πλού­σιο· διό­τι, εάν ήθε­λε να μας τιμω­ρή­σει ο Κύριος, δεν θα μας προ­ει­δο­ποιού­σε με αυτήν την παρα­βο­λή· γι’ αυτό λοι­πόν προ­λέ­γει την τιμω­ρία, για να σωφρο­νι­σθού­με με την πρόρ­ρη­ση και να απο­φύ­γου­με να τα γνω­ρί­σου­με στην πρά­ξη.

Αλλά για­τί δεν είπε «έλα­βες τα αγα­θά σου», αλλά «πέλα­βες»; Εδώ ανοί­γε­ται μπρο­στά μας αχα­νές και μεγά­λο πέλα­γος νοη­μά­των· διό­τι το «πέλα­βες» φανε­ρώ­νει και σημαί­νει κάποια οφει­λή· καθό­σον απο­λαμ­βά­νει κανείς αυτά που του οφεί­λουν. Αν λοι­πόν ήταν μια­ρός και ακά­θαρ­τος και σκλη­ρός και απάν­θρω­πος αυτός ο πλού­σιος, για­τί δεν του είπε: «έλα­βες τα αγα­θά σου» αλλά «από­λα­βες», σαν να του τα χρω­στού­σε και να του τα όφει­λε; Τι λοι­πόν μαθαί­νου­με από εδώ; Ότι, και αν είναι μερι­κοί άνθρω­ποι ακά­θαρ­τοι και έχουν φθά­σει στον ύψι­στο βαθ­μό της κακί­ας, πολ­λές φορές έχουν κάνει ένα και δύο και τρία καλά.

Και το ότι τα λέγω αυτά τώρα, όχι από δική μου σκέ­ψη, γίνε­ται ολο­φά­νε­ρο από αυτό· διό­τι τι μια­ρό­τε­ρο υπήρ­χε από τον κρι­τή εκεί­νον της αδι­κί­ας (στην παρα­βο­λή του αδί­κου κρι­τή και της χήρας· βλ. Λου­κά 18, 1–8); Αυτός ούτε τον Θεό φοβό­ταν, ούτε τους ανθρώ­πους ντρε­πό­ταν· αλλ’ όμως, αν και ζού­σε μέσα στην κακία, έκα­νε κάτι καλό, ελέη­σε την χήρα, που συνε­χώς τον ενο­χλού­σε, υπο­χώ­ρη­σε και εκπλή­ρω­σε την απαί­τη­σή της και την προ­στά­τευ­σε από εκεί­νους που την αδι­κού­σαν. Έτσι συμ­βαί­νει να είναι κάποιος ασελ­γής, αλλά και ελε­ή­μων πολ­λές φορές, ή απάν­θρω­πος, αλλά και φρό­νι­μος· αλλά κι αν είναι ακό­λα­στος και απάν­θρω­πος, όμως έκα­νε κατά τη ζωή του πολ­λές φορές και κάποιο καλό.

Επει­δή λοι­πόν ήταν φυσι­κό και ο πλού­σιος, εάν και είχε φθά­σει στο ύψι­στο σημείο της κακί­ας, να είχε κάνει κάποιο καλό, και ο Λάζα­ρος, αν και έφθα­σε στην κορυ­φή της αρε­τής, να είχε αμαρ­τή­σει έστω και ελά­χι­στα, πρό­σε­χε πώς και τα δύο αυτά τα υπαι­νί­χθη­κε ο πατριάρ­χης Αβρα­άμ, λέγον­τας: «Κι εσύ απή­λαυ­σες τα αγα­θά σου στη ζωή σου και ο Λάζα­ρος ομοί­ως τα κακά». Αυτό που λέγει σημαί­νει το εξής· εάν κι εσύ έχεις κάνει κάποιο καλό, και σου οφει­λό­ταν γι΄αυτό κάποιος μισθός, όλα αυτά τα απή­λαυ­σες σ’ εκεί­νον τον κόσμο, όταν δια­σκέ­δα­ζες, χαι­ρό­σουν τα πλού­τη σου, απο­λάμ­βα­νες μεγά­λη ευη­με­ρία και ευτυ­χία· και αυτός, αν έκα­νε κάποιο κακό, όλα τα εξό­φλη­σε με τη φτώ­χεια και την πεί­να και με όλα τα μεγά­λα κακά με τα οποία ταλαι­πω­ρή­θη­κε· και γυμνός ο κάθε ένας από σας έχει φθά­σει εδώ, εκεί­νος χωρίς αμαρ­τί­ες, κι εσύ χωρίς κατορ­θώ­μα­τα δικαιο­σύ­νης· γι΄αυτό και αυτός έχει καθα­ρή την παρη­γο­ριά, κι εσύ υπο­μέ­νεις απα­ρη­γό­ρη­τη την τιμω­ρία.

[…]Αλλά ας ακού­σου­με και την συνέ­χεια. «Και εκτός από όλα αυτά», λέγει, «μεγά­λο βάρα­θρο έχει στη­ρι­χθεί μετα­ξύ μας». Επο­μέ­νως, καλά είπε ο Δαυίδ: «δελφς ο λυτροται, λυτρώ­σε­ται νθρω­πος; ο δώσει τ Θε ξίλα­σμα αυτο (:Θα αντι­κρύ­σουν όμως και αυτοί τον θάνα­το, από τον οποί­ον ούτε ο στορ­γι­κό­τε­ρος αδελ­φός δεν μπο­ρεί να τους σώσει. Πώς λοι­πόν είναι δυνα­τόν να τους γλυ­τώ­σει ο οποιοσ­δή­πο­τε ξένος άνθρω­πος; Κανείς δεν μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει προς τον Θεό εξι­λε­ω­τι­κή προ­σφο­ρά, για να δια­φύ­γει τον θάνα­το)» [Ψαλμ. 48,8]. Πράγ­μα­τι, δεν είναι δυνα­τό, κι αν ακό­μη είναι αδελ­φός, κι αν είναι πατέ­ρας, κι αν είναι υιός. Διό­τι πρό­σε­χε· «παι­δί μου», ονό­μα­σε ο Αβρα­άμ τον πλού­σιο, κι όμως δεν μπό­ρε­σε να φανεί πατέ­ρας· «πατέ­ρα» απο­κά­λε­σε τον Αβρα­άμ ο πλού­σιος, κι όμως, δεν μπό­ρε­σε, όπως ήταν φυσι­κό, να απο­λαύ­σει την πατρι­κή εύνοια, για να μάθεις ότι ούτε συγ­γέ­νεια, ούτε φιλία, ούτε προ­σπά­θεια, ούτε τίποτ’ άλλο από όσα υπάρ­χουν, μπο­ρεί να ωφε­λή­σει εκεί­νον που προ­δό­θη­κε από τη δική του τη ζωή.

[…] Άκου­σε λοι­πόν πώς και ο πλού­σιος που ζήτη­σε δύο χάρες από τον Αβρα­άμ, και στις δύο απέ­τυ­χε· διό­τι πρώ­τα τον παρα­κά­λε­σε για τον εαυ­τό του, λέγον­τας, «στεί­λε τον Λάζα­ρο»· έπει­τα όμως όχι πια για τον εαυ­τό του, αλλά για τους αδελ­φούς του· αλλά καμιάς χάρι­τος δεν αξιώ­θη­κε· διό­τι η πρώ­τη ήταν αδύ­να­το να γίνει, ενώ η δεύ­τε­ρη, για τους αδελ­φούς του, ήταν περιτ­τή. Αλλ’ όμως, εάν θέλε­τε, ας ακού­σου­με κι αυτά τα λόγια με μεγά­λη προ­σο­χή. Δεν άκουε ο κατά­δι­κος τον Θεό να του μιλά­ει, αλλά ο Αβρα­άμ ήταν στο ενδιά­με­σο, για να μετα­φέ­ρει στον δικα­ζό­με­νο τα λόγια του δικα­στή· διό­τι δεν έλε­γε από μόνος του αυτά που έλε­γε, αλλά του διά­βα­ζε τους θεί­ους νόμους και του έλε­γε τις απο­φά­σεις που έβγα­ζε ο Θεός. Γι’ αυτό ακρι­βώς ο πλού­σιος δεν μπο­ρού­σε ούτε να αντι­μι­λή­σει.

Αλλά είναι ώρα πια να ακού­σου­με τα λόγια του πλου­σί­ου. «ρωτ ον σε, πάτερ(:Σε παρα­κα­λώ, πατέ­ρα)», λέγει, δηλα­δή δέο­μαι, σε ικε­τεύω, «να πέμψς ατν ες τν οκον το πατρός μου· χω γρ πέν­τε δελ­φούς· πως δια­μαρ­τύ­ρη­ται ατος, να μ κα ατο λθω­σιν ες τν τόπον τοτον τς βασά­νου(:να στεί­λεις στο σπί­τι του πατέ­ρα μου τον Λάζα­ρο· διό­τι έχω πέν­τε αδέλ­φια· για να τους βεβαιώ­σει τα όσα γίνον­ται εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτόν της βασά­νου)»[Λουκ.16,27–28]. Επει­δή απέ­τυ­χε για τον εαυ­τό του, τώρα παρα­κα­λεί για τους άλλους. Πρό­σε­χε πώς έγι­νε φιλάν­θρω­πος και ήμε­ρος εξαι­τί­ας της κολά­σε­ως· διό­τι αυτός που περι­φρο­νού­σε τον Λάζα­ρο, ενώ τον είχε καθη­με­ρι­νά μπρο­στά στα πόδια του όσο ζού­σε, φρον­τί­ζει τώρα τους άλλους που είναι μακριά· αυτός που αδια­φο­ρού­σε γι’ αυτόν που ήταν μπρο­στά στα μάτια τους, ενδια­φέ­ρε­ται γι΄αυτούς που δεν βλέ­πει, και με μεγά­λο σεβα­σμό και βια­σύ­νη ζητεί να δει­χθεί κάποια πρό­νοια γι΄αυτούς, για να απο­φύ­γουν τα βάσα­να που θα τους κατα­λά­βουν και αυτούς μόλις πεθά­νουν. Και παρα­κα­λεί να στα­λεί ο Λάζα­ρος στο σπί­τι του πατέ­ρα του, εκεί όπου ήταν τα αγω­νι­στι­κά σκάμ­μα­τα γι’ αυτόν και είχε ανοι­χθεί το στά­διο της αρε­τής.

«Ας τον δουν τον Λάζα­ρο τώρα», σκέ­φτη­κε, «με τα στε­φά­νια, εκεί­νοι που τον είδαν καθώς αγω­νι­ζό­ταν με υπο­μο­νή και αγόγ­γυ­στα όσο βρι­σκό­ταν στην επί­γειά του ζωή· εκεί­νοι που ήταν μάρ­τυ­ρες της φτώ­χειας και της πεί­νας και των μυρί­ων συμ­φο­ρών του, να γίνουν μάρ­τυ­ρες της τιμής, της μετα­βο­λής, όλης της δόξας, για να διδα­χθούν και να μάθουν και από τα δύο ότι δε θα τελειώ­σουν τα πράγ­μα­τά μας σε αυτήν τη ζωή, και να ετοι­μα­σθούν έτσι, με τη μετά­νοια, για να μπο­ρέ­σουν να απο­φύ­γουν αυτήν την κόλα­ση και τιμω­ρία)». Τι είπε τότε ο Αβρα­άμ; «Ἔχου­σι Μωϋ­σέα κα τος προ­φή­τας(:Έχουν τον Μωυ­σή και τους προ­φή­τες)», λέγει, «κου­σά­τω­σαν ατν(:αυτούς ας ακού­σουν)»[ Λουκ.16,29]. «Δεν ενδια­φέ­ρε­σαι εσύ», είναι σαν να του λέει, «για τους αδελ­φούς σου περισ­σό­τε­ρο από τον Θεό που τους δημιούρ­γη­σε. Τους έδω­σε άπει­ρους διδα­σκά­λους που τους παρο­τρύ­νουν, τους συμ­βου­λεύ­ουν, τους νου­θε­τούν».

Τι λοι­πόν απάν­τη­σε πάλι αυτός; «Οχί, πάτερ βρα­άμ(:Όχι, πατέ­ρα Αβρα­άμ)», λέγει, «λλ᾿ άν τις π νεκρν πορευθ πρς ατούς, μετα­νο­ή­σου­σιν(:αλλά εάν πάει κάποιος από τους νεκρούς, θα τον πιστέ­ψουν)». Αυτά δηλα­δή είναι τα λόγια των πολ­λών. Πού είναι τώρα αυτοί που λένε: «Ποιος ήρθε από εκεί; Ποιος ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς; Ποιος είπε αυτά που συμ­βαί­νουν στον Άδη;» Πόσα τέτοια και τόσο μεγά­λα είπε στον εαυ­τό του ο πλού­σιος εκεί­νος όταν απο­λάμ­βα­νε τις τρυ­φές; Διό­τι ούτε από αφέ­λεια παρα­κά­λε­σε να ανα­στη­θεί κάποιος από τους νεκρούς· αλλά επει­δή περι­φρο­νού­σε τις Γρα­φές όταν τις άκου­γε και τις περι­γε­λού­σε και νόμι­ζε ότι είναι μύθοι τα λεγό­με­να, από εκεί­να λοι­πόν που έπα­σχε αυτός, πίστευε ότι και τα αδέλ­φια του τα ίδια θα πάθαι­ναν. « Κι εκεί­νοι», λέγει, «τέτοια λάθος θεώ­ρη­ση για τα επί­γεια έχουν όπως είχα και εγώ· εάν όμως πάει κάποιος από τους νεκρούς, δεν θα αρνη­θούν να τον πιστέ­ψουν, δεν θα τον περι­γε­λά­σουν, αλλά θα προ­σέ­ξουν πολύ τα λεγό­με­νά του».

Τι είπε τότε ο Αβρα­άμ; «Ε Μωϋ­σέ­ως κα τν προ­φητν οκ κού­ου­σιν, οδ άν τις κ νεκρν ναστ πει­σθή­σον­ται(:Εάν δεν ακού­νε τον Μωυ­σή και τους προ­φή­τες, ούτε εάν κάποιος από τους νεκρούς ανα­στη­θεί δεν θα τον ακού­σουν)». Και ότι είναι αλη­θι­νό αυτό, ότι δηλα­δή όποιος δεν ακού­ει τις Γρα­φές, ούτε τους νεκρούς εάν ανα­στη­θούν θα τους ακού­σει, το απέ­δει­ξαν οι Ιου­δαί­οι, οι οποί­οι, επει­δή δεν άκου­σαν τον Μωυ­σή και τους προ­φή­τες, ούτε όταν είδαν ανα­στη­μέ­νους νεκρούς πίστε­ψαν· αλλά άλλο­τε επι­χει­ρού­σαν να σκο­τώ­σουν τον ανα­στη­μέ­νο Λάζαρο[βλ.Ιω.12,9–11:«γνω ον χλος πολς κ τν ουδαί­ων τι κε στι, κα λθον ο δι τν ησον μόνον, λλ᾿ να κα τν Λάζα­ρον δωσιν ν γει­ρεν κ νεκρν.βου­λεύ­σαν­το δ ο ρχιε­ρες να κα τν Λάζα­ρον ποκτεί­νω­σιν, τι πολ­λο δι᾿ ατν πγον τν ουδαί­ων κα πίστευον ες τν ησον(:Οι αρχιε­ρείς, όταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν αυτά, απο­φά­σι­σαν να φονεύ­σουν και τον Λάζα­ρο, διό­τι πολ­λοί από τους Ιου­δαί­ους πήγαν σε αυτόν στη Βηθα­νία και όταν τον έβλε­παν ζων­τα­νό πάλι και υγιή, ανα­στη­μέ­νο από τους νεκρούς, πίστευαν στον Ιησού)»,και άλλο­τε ορμού­σαν επά­νω στους απο­στό­λους, αν και βέβαια πολ­λοί από τους νεκρούς ανα­στή­θη­καν κατά την ώρα του σταυρού[βλ.Ματθ.27,51–52: «Κα δο τ κατα­πέ­τα­σμα το ναο σχί­σθη ες δύο π νωθεν ως κάτω, κα γ σεί­σθη κα α πέτραι σχί­σθη­σαν, κα τ μνη­μεα νεχθη­σαν κα πολλ σώμα­τα τν κεκοι­μη­μέ­νων γίων γέρ­θη, κα ξελ­θόν­τες κ τν μνη­μεί­ων, μετ τν γερ­σιν ατο εσλθον ες τν γίαν πόλιν κα νεφα­νί­σθη­σαν πολ­λος(:και ιδού το παρα­πέ­τα­σμα του ναού, που χώρι­ζε τα άγια των αγί­ων από τα άγια, σχί­στη­κε στα δύο από επά­νω έως κάτω και η γη συγ­κλο­νί­στη­κε από τον σει­σμό και οι πέτρες σχί­στη­καν και τα μνη­μεία στην περιο­χή της Ιερου­σα­λήμ ανοί­χτη­καν μόνα τους και πολ­λά σώμα­τα των πεθα­μέ­νων αγί­ων ανα­στή­θη­καν· και αφού εξήλ­θαν από τα μνη­μεία μετά την ανά­στα­ση του Χρι­στού, εισήλ­θαν στην αγία πόλη, την Ιερου­σα­λήμ και παρου­σιά­στη­καν σε πολ­λούς)»].

Αλλά για να μάθεις και από αλλού ότι η διδα­σκα­λία των προ­φη­τών είναι πιο αξιό­πι­στη από την εξι­στό­ρη­ση των ίδιων των ανα­στη­μέ­νων, εκεί­νο πρό­σε­ξε ότι ο κάθε νεκρός είναι δού­λος· αυτά όμως που λένε οι Γρα­φές, αυτά τα είπε ο Θεός· ώστε είτε ανα­στη­θεί νεκρός, είτε κατε­βεί άγγε­λος από τον ουρα­νό, οι Γρα­φές ας είναι πιο αξιό­πι­στες από όλους· διό­τι ο Κύριος των αγγέ­λων και των νεκρών και των ζων­τα­νών Κύριος, Αυτός τις νομο­θέ­τη­σε. Και ότι περιτ­τά πράγ­μα­τα ζητούν, αυτοί που ζητούν να έλθουν από εκεί οι νεκροί· εκτός από αυτά που έχουν λεχθεί, είναι δυνα­τό να απο­δει­χτεί αυτό και από τα υπάρ­χον­τα δικα­στή­ρια.

Η γέε­να δεν φαί­νε­ται στους απί­στους· στους πιστούς είναι γνω­στή και φανε­ρή, αλλά όμως στους απί­στους δε φαί­νε­ται· τα δικα­στή­ρια όμως φαί­νον­ται και κάθε μέρα ακού­με ότι ο τάδε δικά­στη­κε, του τάδε η περιου­σία δημεύ­θη­κε, άλλος δου­λεύ­ει στα μεταλ­λεία, άλλος κάη­κε στη φωτιά, και άλλος με άλλον τρό­πο κατα­δί­κης και τιμω­ρί­ας χάθη­κε. Αλλά όμως αν και τα ακού­νε αυτά οι πονη­ροί και κακούρ­γοι και απα­τε­ώ­νες, δε σωφρο­νί­ζον­ται. Και τι λέγω, ότι δεν σωφρο­νί­ζον­ται αυτοί που ποτέ δεν έπε­σαν σε αυτά; Πολ­λές φορές και πολ­λοί από αυτούς που πιά­στη­καν και ξέφυ­γαν την τιμω­ρία, ανοί­γον­τας τόπο στη φυλα­κή και πηδών­τας έξω, πάλι επέ­στρε­ψαν στα ίδια και έκα­ναν πολύ χει­ρό­τε­ρα αυτοί.

Ας μη ζητού­με λοι­πόν να ακού­με από τους νεκρούς αυτά τα οποία με μεγα­λύ­τε­ρη σαφή­νεια κάθε ημέ­ρα μας διδά­σκουν οι Γρα­φές· διότι, εάν το γνώ­ρι­ζε αυτό ο Θεός, ότι δηλα­δή οι ανα­στη­μέ­νοι νεκροί θα ωφε­λού­σαν τους ζων­τα­νούς, δεν θα παρέ­λει­πε, ούτε θα παρέ­βλε­πε τόσο κέρ­δος, Αυτός που όλα τα κάνει για το συμ­φέ­ρον μας. Και εκτός από αυτά, εάν διαρ­κώς επρό­κει­το να ανα­σταί­νον­ται οι νεκροί και να μας αναγ­γέλ­λουν όλα όσα συμ­βαί­νουν εκεί, και αυτό πάλι με την πάρο­δο του χρό­νου θα είχε κατα­φρο­νη­θεί· επι­πλέ­ον ο διά­βο­λος θα εισή­γα­γε πονη­ρά δόγ­μα­τα με μεγά­λη ευκο­λία· διό­τι πολ­λές φορές θα μπο­ρού­σε να δεί­ξει είδω­λα ή και θα έβα­ζε κάποιους να υπο­κρί­νον­ται ότι πέθα­ναν και θάφτη­καν και έπει­τα πάλι θα έδει­χνε ότι ανα­στή­θη­καν και μέσω εκεί­νων θα έκα­νε πιστευ­τά όσα ήθε­λε στις ψυχές εκεί­νων που θα απα­τού­σε.

Διό­τι, εάν τώρα, ενώ δεν υπάρ­χει κάτι τέτοιο, πολ­λές φορές όνει­ρα που παρου­σιά­ζον­ται με τη μορ­φή των ανθρώ­πων που έφυ­γαν, πολ­λούς ξεγέ­λα­σαν και τους κατέ­στρε­ψαν, πολύ περισ­σό­τε­ρο εάν αυτό είχε γίνει και είχε επι­κρα­τή­σει στις ψυχές των ανθρώ­πων, όπως δηλα­δή εάν πολ­λοί από αυτούς που πέθα­ναν, επέ­στρε­φαν πάλι, μύριες οδούς θα έπλε­κε ο μια­ρός εκεί­νος δαί­μο­νας και πολ­λή απά­τη θα εισή­γα­γε στη ζωή μας. Γι’ αυτό έκλει­σε καλά τις θύρες ο Θεός και δεν αφή­νει κάποιον από αυτούς που έφυ­γαν να επα­νέλ­θει και να πει όσα συμ­βαί­νουν εκεί, για να μην πάρει αφορ­μή από αυτό ο διά­βο­λος και εισα­γά­γει όλα τα δικά του.

Πραγ­μα­τι­κά, όταν υπήρ­χαν οι προ­φή­τες, αυτός παρου­σί­α­σε ψευ­δο­προ­φή­τες· και όταν ήταν οι από­στο­λοι, ψευ­δα­πο­στό­λους· και όταν παρου­σιά­στη­κε ο Χρι­στός, ψευ­δο­χρί­στους, και όταν μας δόθη­καν οι σωστές διδα­σκα­λί­ες, εισή­γα­γε τις διε­φθαρ­μέ­νες αιρέ­σεις, σπέρ­νον­τας παν­τού τα ζιζά­νια. Ώστε, εάν συνέ­βαι­νε και αυτό, θα επι­χει­ρού­σε να το κάνει και αυτό υπο­κρι­τι­κά με τα όργα­νά του, και δεν θα ανέ­σται­νε πραγ­μα­τι­κά νεκρούς, αλλά με κάποιες μαγεί­ες και απά­τες θα απα­τού­σε τα μάτια των ανθρώ­πων ή και θα ετοί­μα­ζε κάποιους, όπως προ­α­νέ­φε­ρα, να υπο­κρι­θούν ότι πέθα­ναν, και θα τα έκα­νε όλα άνω κάτω, προ­κα­λών­τας σύγ­χυ­ση. Αλλά ο Θεός, επει­δή όλα αυτά τα προ­γνώ­ρι­ζε, του απέ­κλει­σε αυτήν την επι­βου­λή, και φρον­τί­ζον­τας για μας, δεν επέ­τρε­ψε να έλθει ποτέ κανείς από εκεί και να συζη­τή­σει με τους ζων­τα­νούς ανθρώ­πους, για να μας διδά­ξει να θεω­ρού­με τις θεί­ες Γρα­φές πιο αξιό­πι­στες από όλους· διότι μας έδει­ξε πολύ πιο φανε­ρά πράγ­μα­τα από την ανά­στα­ση των νεκρών· όλη την οικου­μέ­νη επέ­στρε­ψε, απο­μά­κρυ­νε την πλά­νη, επα­νέ­φε­ρε την αλή­θεια, όλα αυτά τα κατόρ­θω­σε με αλιείς και ασή­μαν­τους ανθρώ­πους, δίνον­τας παν­τού αρκε­τές απο­δεί­ξεις της πρό­νοιάς Του.

Ας μη νομί­ζου­με λοι­πόν ότι όλα τα σχε­τι­κά με εμάς στα­μα­τούν σε αυτή τη ζωή, αλλά ας πιστεύ­ου­με ότι οπωσ­δή­πο­τε θα υπάρ­ξει κρί­ση και αντα­πό­δο­ση για όλα αυτά που κάνου­με εδώ· διό­τι αυτό είναι τόσο σαφές και ολο­φά­νε­ρο σε όλους, ώστε και οι Ιου­δαί­οι και οι Έλλη­νες και οι αιρε­τι­κοί και ο οποιοσ­δή­πο­τε άνθρω­πος έχουν την ίδια γνώ­μη γι’ αυτό το θέμα. Αν και δεν πιστεύ­ουν δηλα­δή όλοι στην ανά­στα­ση όπως θα έπρε­πε, όμως για την κρί­ση και την κόλα­ση και για τα εκεί δικα­στή­ρια όλοι συμ­φω­νούν, ότι υπάρ­χει κάποια αντα­πό­δο­ση εκεί για όσα γίνον­ται εδώ· διό­τι, εάν αυτό δεν συνέ­βαι­νε, για ποιο λόγο ο Δημιουρ­γός μας, άπλω­σε τόσο μεγά­λο ουρα­νό, έστρω­σε κάτω τη γη, άπλω­σε τη θάλασ­σα, άφη­σε να χυθεί παν­τού ο αέρας, έδει­ξε τόσο μεγά­λη πρό­νοια, εάν δεν επρό­κει­το να μας φρον­τί­σει μέχρι τέλους;

Δεν βλέ­πεις πόσοι άνθρω­ποι που έζη­σαν στην αρε­τή, αν και έπα­θαν μύρια δει­νά, έφυ­γαν χωρίς να απο­λαύ­σουν κανέ­να αγα­θό; Και άλλοι πάλι, αν και έδει­ξαν μεγά­λη κακία, άρπα­ξαν τις περιου­σί­ες των άλλων, ξεγύ­μνω­σαν χήρες και ορφα­νά και τα κατα­πί­ε­σαν, αφού απή­λαυ­σαν τον πλού­το και την τρυ­φή και μύρια αγα­θά, έφυ­γαν χωρίς να πάθουν ούτε το παρα­μι­κρό κακό; Πότε λοι­πόν ή εκεί­νοι οι πρώ­τοι θα απο­λαύ­σουν τις αμοι­βές της αρε­τής ή αυτοί θα πλη­ρώ­σουν για την κακία τους, εάν στο τέλος αυτής της ζωής στα­μα­τούν τα δικά μας πράγ­μα­τα; Διό­τι, το ότι εάν υπάρ­χει Θεός, όπως βέβαια και υπάρ­χει, είναι δίκαιος, ο καθέ­νας θα μπο­ρού­σε να το πει· και ότι εάν είναι δίκαιος, και αυτούς και εκεί­νους θα τους αντα­πο­δώ­σει αυτά που τους αξί­ζουν και αυτό από όλους έχει ομο­λο­γη­θεί. Αλλά, εάν πρό­κει­ται και εκεί­νους και αυτούς να τους αντα­πο­δώ­σει κατά την αξία τους και εδώ κανείς από αυτούς δεν έλα­βε την αμοι­βή, ούτε εκεί­νος της κακί­ας την τιμω­ρία, ούτε αυτός της αρε­τής τις αμοι­βές είναι ολο­φά­νε­ρο ότι υπο­λεί­πε­ται κάποιος και­ρός, κατά τον οποίο και οι δύο θα έχουν την αντα­πό­δο­ση που τους αρμό­ζει.

[…] Γνω­ρί­ζον­τας, λοι­πόν, αγα­πη­τοί, όλα αυτά, ας προ­σέ­χου­με τους εαυ­τούς μας με κάθε ακρί­βεια· κι αν τιμω­ρού­μα­στε, να ευχα­ρι­στού­με· κι αν ευη­με­ρού­με, να ασφα­λί­ζου­με τους εαυ­τούς μας και σωφρο­νι­ζό­με­νοι από τις τιμω­ρί­ες των άλλων, να ευχα­ρι­στού­με τον Θεό δια της μετα­νοί­ας και της κατα­νύ­ξε­ως και της διαρ­κούς εξο­μο­λο­γή­σε­ως· και εάν έχου­με δια­πρά­ξει κάποια αμαρ­τία κατά την παρού­σα ζωή, αφού την απο­βά­λου­με και με πολ­λή προ­σπά­θεια σβή­σου­με την κάθε κηλί­δα της ψυχής μας, ας παρα­κα­λέ­σου­με τον Θεό να μας αξιώ­σει όλους να απαλ­λα­γού­με από τις αμαρ­τί­ες μας όσο είμα­στε εδώ, κι έτσι να πάμε εκεί, ώστε όχι με τον πλού­σιο, αλλά με τον Λάζα­ρο να απο­λαύ­σου­με τους κόλ­πους του πατριάρ­χη, και να εντρυ­φού­με με τα αθά­να­τα αγα­θά, τα οποία εύχο­μαι όλοι μας να επι­τύ­χου­με, με τη χάρη και την φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα ανή­κει η δόξα, μαζί με το Άγιο Πνεύ­μα, στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ :

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-lazaro-et-divite.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, σει­ρά Έλλη­νες Πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας (ΕΠΕ),πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 25, σελί­δες 425–549 [κατ΄επιλογήν από τις ομι­λί­ες α΄- δ΄ του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου «Ες τόν πτω­χόν Λάζα­ρον καί τόν πλού­σιον»].

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμοι 14 και 15, σελ. 27- 51 και σελ. 11–25 αντί­στοι­χα .

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ. ΔΥΟ ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΕΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου  με θέμα:

«Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ. ΔΥΟ ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΕΣ»

(Έκδο­σις Β΄)

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 4-11-1995]

[Β323]

Η παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου, αγα­πη­τοί μου, που ακού­σα­με στη σημε­ρι­νήν ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, είναι μία κατα­σκευα­σμέ­νη ιστο­ρία, που ο Κύριος ήθε­λε να δώσει μία απάν­τη­ση εις τους Φαρι­σαί­ους.

Σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς: «κουον δ τατα πάν­τα κα ο Φαρι­σαοι φιλάρ­γυ­ροι πάρ­χον­τες, κα ξεμυ­κτή­ρι­ζον ατόν». Κάθε κήρυγ­μα του Κυρί­ου, προ­παν­τός περί πτω­χεί­ας, περί εκου­σί­ου πτω­χεί­ας, όταν οι Φαρι­σαί­οι άκου­γαν αυτά, φιλάρ­γυ­ροι υπάρ­χον­τες, ήσαν φιλο­χρή­μα­τοι και φιλάρ­γυ­ροι άνθρω­ποι, τον εξε­μυ­κτή­ρι­ζον, τον κορόι­δευαν τον Ιησούν. «Κα επεν ατος· μες στε ο δικαιοντες αυτος νώπιον τν νθρώ­πων, δ Θες γινώ­σκει τς καρ­δί­ας μν· τι τ ν νθρώ­ποις ψηλν, βδέ­λυγ­μα νώπιον το Θεο». «Σεις», λέει, «είσα­στε εκεί­νοι οι οποί­οι δικαιώ­νε­τε τους εαυ­τούς σας μπρο­στά στους ανθρώ­πους και δεί­χνε­τε ότι έχε­τε αγιό­τη­τα. Όμως ο Θεός γνω­ρί­ζει τις καρ­διές σας, και εκεί­νο που είναι εις τους ανθρώ­πους υψη­λόν, -δηλα­δή υπερηφάνεια‑, αυτό στον Θεό μπρο­στά είναι βδέ­λυγ­μα, είναι σίχα­μα».

Κι έτσι ο Κύριος είπε την παρα­βο­λήν αυτήν, του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου και ήθε­λε να τους δεί­ξει ότι δεν πρέ­πει να καυ­χών­ται δια τον πλού­τον των, δια την τιμή των, δια την αξιο­πρέ­πειά των κ.τ.λ., για­τί τα πράγ­μα­τα αλλά­ζουν μετά τον θάνα­τον. Αλλά­ζει το σκη­νι­κό. Και τους είπε ότι υπάρ­χουν δύο σκη­νι­κά. Το ένα στη Γη, με την παρού­σα ζωή. Το άλλο στον ουρα­νό, μετά τον θάνα­το. Κι εκεί ακρι­βώς ο Κύριος οικο­δο­μεί την παρα­βο­λήν αυτήν.

Όμως, όπως πάν­τα, κάθε λόγος του Κυρί­ου είναι πολυ­σή­μαν­τος. Έτσι και η παρα­βο­λή αυτή, δεν θέλει μόνον απλώς να διδά­ξει ό,τι είπα­με, αλλά έχει και άλλες πολ­λές πλευ­ρές, τις οποί­ες εξυ­πη­ρε­τεί. Ο λόγος του Θεού, ποτέ δεν εξαν­τλεί­ται. Και το σημαν­τι­κόν, ότι σε κάθε επο­χή κατα­νο­εί­ται ο λόγος του Θεού περισ­σό­τε­ρο και περισ­σό­τε­ρο, ανα­κα­λύ­πτε­ται πάν­το­τε κάτι και­νού­ριο, το οποί­ον έχει να μας δώσει ως απάν­τη­ση.

Εμείς ας μεί­νο­με, στην αγά­πη σας, σε μία ψυχο­γρα­φία σύν­το­μη, των δύο προ­σώ­πων της παρα­βο­λής. Και πρώ­τα ο πλού­σιος της παρα­βο­λής. Σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής: «νθρω­πος δέ τις ν πλού­σιος, κα νεδι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εφραι­νό­με­νος καθ᾿ μέραν λαμπρς». «Κάποιος άνθρω­πος», λέει, «ήτο πλού­σιος. Και αυτός εντύ­νε­το με πορ­φύ­ραν, εξω­τε­ρι­κά ιμά­τια, που ήσαν χρώ­μα­τα βαθέ­ος κοκ­κί­νου», ένα χρώ­μα και μία ποιό­τη­τα υφά­σμα­τος, που φορού­σαν την επο­χή εκεί­νη οι βασι­λείς. Και ο βύσ­σος είναι ένα βαμ­βα­κε­ρόν εσω­τε­ρι­κό­τε­ρον ένδυ­μα, από αιγυ­πτια­κό βαμ­βά­κι, βεβαί­ως την επο­χή εκεί­νη πανά­κρι­βο. Και το πρώ­το και το δεύ­τε­ρο. «Και ακό­μη, έξω από την πολυ­τε­λή του ένδυ­ση, ήτο ευφραι­νό­με­νος. Ευφραι­νό­με­νος κάθε μέρα. Και όχι μόνο κάθε μέρα, αλλά και λαμ­πρώς!».

Ένας πλού­σιος άνθρω­πος, όπως όλοι οι πλού­σιοι άνθρω­ποι, έτσι κι αυτός ζού­σε και επο­λι­τεύ­ε­το. Το πώς βέβαια τώρα απέ­κτη­σε τον πλού­τον αυτόν, αυτό εις την παρα­βο­λή δεν ανα­φέ­ρε­ται. Μπο­ρεί με απά­τες. Μπο­ρεί όμως και τίμια. Αλλά δεν έχει καμία σημα­σία αυτό. Η αμαρ­τία του δεν είναι εις τον πλού­τον, για­τί κι ο Θεός είναι πλού­σιος. Κι Εκεί­νος δίδει τον πλού­τον. Και ο Αβρα­άμ, ο οποί­ος θα μπει σαν τρί­το πρό­σω­πο μέσα εις την παρα­βο­λήν του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου, κι αυτός ήτο όχι απλώς πλού­σιος, αλλά σφό­δρα-σφό­δρα πλού­σιος. Πάρα πολύ πλού­σιος. Αλλά ποτέ δεν έκα­νε σκο­πό της ζωής του τον πλού­τον ο Αβρα­άμ. Και ακό­μη, επει­δή δεν έκα­νε σκο­πό της ζωής του τον πλού­τον, γι’ αυτό και δεν προ­σε­κολ­λή­θη στον πλού­τον τον επί­γειον. Μας λέγει ο Από­στο­λος εις την προς Εβραί­ους επι­στο­λήν του ότι ο Αβρα­άμ «ξεδέ­χε­το γρ τν τος θεμε­λί­ους χου­σαν πόλιν, ς -της οποί­ας- τεχνί­της κα δημιουργς Θεός». Ποια είναι αυτή η πόλις, της οποί­ας τεχνί­της και δημιουρ­γός είναι ο Θεός; Είναι η Βασι­λεία του Θεού. Δηλα­δή ζού­σε στη Γη αλλά επο­λι­τεύ­ε­το εις τον ουρα­νόν. Και εξε­δέ­χε­το και απε­δέ­χε­το και ανέ­με­νε την βασι­λεί­αν του Θεού. Κάπου αλλού θα μας πει ο Από­στο­λος Παύ­λος, ότι από πλευ­ράς γης, δεν είχε απο­κτή­σει ούτε τόσην έκτα­σιν όση είναι η έκτα­ση μιας ανθρω­πί­νης πατού­σας, ποδός, πατού­σας, πέλ­μα­τος. Για­τί; Για­τί ο Αβρα­άμ έλε­γε πάν­το­τε ότι είναι πάροι­κος και παρε­πί­δη­μος. Όχι στη γη Χανα­άν, που του είπε ο Θεός να εγκα­τα­στα­θεί μονί­μως, αλλά εις τον παρόν­τα κόσμον. Και το σπου­δαί­ον είναι ότι βρί­σκο­με τον Αβρα­άμ μες την παρα­βο­λή που είπε ο Κύριος, να υπάρ­χει εις τον Παρά­δει­σον. Εδώ είναι το σπου­δαίο. Ότι όντως ο Αβρα­άμ εκέρ­δι­σε τον Παρά­δει­σον.

Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι οικο­νο­μεί­ται η παρα­βο­λή στη δομή της, ώστε να ανοι­χθεί διά­λο­γος ανά­με­σα δύο πλου­σί­ων. Του Αβρα­άμ και του πλου­σί­ου, που μετά θάνα­τον βεβαί­ως επή­γε όχι εις τον Παρά­δει­σον, αλλά εις τον Άδη. Και οικο­νο­μεί­ται, σας είπα, για­τί, όπως ακού­σα­τε στην παρα­βο­λή και δεν μπο­ρού­με να τα πού­με όλα, είναι πολυ­σή­μαν­τη παρα­βο­λή, ότι «χάσμα μέγα», λέει, «στή­ρι­κται ανά­με­σα σε σας και σε μας. Δεν μπο­ρού­με ούτε σε σας να περά­σο­με, ούτε σεις σε μας να έρθε­τε». Αλλά οικο­νο­μεί­ται, δομεί­ται η παρα­βο­λή για να ανοι­χθεί διά­λο­γος μετα­ξύ δύο πλου­σί­ων! Είναι κατα­πλη­κτι­κό. Του Αβρα­άμ και του πλου­σί­ου της παρα­βο­λής. Αυτό σημαί­νει ότι ο πλού­τος δεν είναι κάτι καθ’ εαυ­τό κακόν. Αλλά εκεί­νο που είναι κακό είναι η στά­ση του ανθρώ­που απέ­ναν­τι εις τον πλού­τον. Ποια είναι η στά­ση που παίρ­νει απέ­ναν­τι εις τον πλού­τον.

Αφού λοι­πόν ο πλού­τος είχε γίνει για τον πλού­σιον σκο­πός της ζωής, επό­με­νον ήτο να απο­λαμ­βά­νει ό,τι ο πλού­τος μπο­ρού­σε να του δώσει, όλα τα αγα­θά. Και πρώ­τα ησθά­νε­το και ήθε­λε και επι­ζη­τού­σε ένα αίσθη­μα ασφα­λεί­ας ότι… «χω κεί­με­να πολ­λά γαθά», όπως λέει και μία άλλη παρα­βο­λή. Ξέρε­τε ο πλού­σιος έχει πάν­το­τε αυτό το αίσθη­μα της ασφα­λεί­ας. Ότι έχει χρή­μα­τα. Ό,τι πεί­να και να ‘ρθει, όπως και αν γυρί­σουν τα πράγ­μα­τα, αυτός έχει χρή­μα­τα. Βεβαία αυτό είναι μία απά­τη, για­τί ο πλού­τος είναι μία ρόδα που γυρί­ζει. Και τα χρή­μα­τα είναι τα πιο άπι­στα πράγ­μα­τα. Αλλά­ζουν με πάσαν ευκο­λί­αν τσέ­πη με τσέ­πη. Φεύ­γουν από την τσέ­πη μου και πηγαί­νουν στην τσέ­πη του αλλου­νού. Έτσι, ωστό­σο, ζει ο πλού­σιος αυτήν την αίσθη­ση. Γι΄αυτό θέλει να είναι πλού­σιος. Για να έχει το αίσθη­μα της ασφά­λειας. Αλλά και της ανέ­σε­ως, αλλά και της ευη­με­ρί­ας. Να τρώ­γει, να πίνει καλά. Έτσι, τι λέει; Πώς αισθά­νε­ται; Όλα πηγαί­νουν καλά. Όλα είναι για μας. Έτσι, σιγά σιγά δημιουρ­γεί­ται ένας εγω­κεν­τρι­κός τύπος εις τον πλού­σιον, που όλοι πρέ­πει να στρέ­φον­ται γύρω από αυτόν. Στον εγω­κεν­τρι­σμό δεν υπάρ­χει περι­θώ­ριο ή χώρος ούτε ακό­μη γι’ Αυτόν τον Θεόν. Δεν χωρά­ει… Και ο Θεός πρέ­πει να στρέ­φε­ται, αντί­θε­τα, να στρέ­φε­ται γύρω από τον άνθρω­πο, για να τον ικα­νο­ποιεί διαρ­κώς. Έτσι ζητά­ει ο άνθρω­πος ο πλού­σιος τον Θεό· κάνει τον σταυ­ρό του, ανά­βει ένα κερά­κι, για να εξα­σφα­λί­σει την εύνοια του Θεού. Για να μην λιγο­στέ­ψουν τα αγα­θά του. Συνε­πώς βλέ­πε­τε μίαν θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα ιδιο­τε­λέ­στα­τη. Μία θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα η οποία βεβαί­ως στα μάτια του Θεού απορ­ρί­πτε­ται.

Ακό­μη, πώς σκέ­πτε­ται; Όπως και τα σύγ­χρο­να παι­διά που ζητούν χρή­μα­τα από τον πατέ­ρα τους. Το είχα ακού­σει αυτό… Να λέει ο ένας πιτσι­ρί­κος στον άλλον πιτσι­ρί­κο: «Κοί­τα­ξε, ο πατέ­ρας σου που σε γέν­νη­σε, είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να σου δώσει χρή­μα­τα!». Έτσι και ο άνθρω­πος, ο άφρων άνθρω­πος, ο άφρων πλού­σιος, τι λέγει; «Ο Θεός, ο Θεός είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να μου δώσει αγα­θά». Γίνε­ται ακό­μη και τύπος ηδο­νι­στι­κός. Λέγει ο Θεο­φύ­λα­κτος: «Καί ο μόνον νεδί­δε­το πορ­φύ­ραν καί βύσ­σον -όχι μόνο ντυ­νό­ταν όπως ντυ­νό­ταν- λλά καί τήν λλην τρυ­φήν τρύ­φα πσαν ‑αλλά και όλη την άλλη τρυ­φή ετρυ­φού­σε- εφραι­νό­με­νος ο νν μέν νν δέ ο -όχι σήμε­ρα κι όχι αύριο, μέρα παρά μέρα, μία φορά την εβδο­μά­δα- λλά καθ’ μέραν- καθη­με­ρι­νά!. Καί ο μετρί­ως, λλά λαμπρς- Και όχι μέτρια, αλλά με λαμ­πρό­τη­τα». Γι΄αυτό, αυτό το «λαμπρς» ο ίδιος ο Θεο­φύ­λα­κτος το απο­δί­δει: «σώτως και πολυ­τελς». Και ο ηδο­νι­στι­κός τύπος ουσια­στι­κά τι είναι; Είναι τύπος υλι­στι­κός. Αυτός είναι υλι­στής, είναι ειδω­λο­λά­τρης. Λατρεύ­ει την ύλη. Λατρεύ­ει τη σάρ­κα.

Είναι κατ’ εξα­κο­λού­θη­σιν άσπλα­χνος άνθρω­πος. Δεν τον ενδια­φέ­ρει τι κάνουν οι άλλοι. Μάλι­στα, πόσον και­ρό είχε, αλή­θεια, ο άνθρω­πος αυτός, έξω απ’ τον πυλώ­να του σπι­τιού του, τον φτω­χό τον Λάζα­ρο; Πολύ και­ρό. Εντού­τοις, δεν συνε­κι­νεί­το που τον έβλε­πε από το παρά­θυ­ρο και από το μπαλ­κό­νι του σπι­τιού του να χορ­ταί­νει από τα ψίχου­λα του τρα­πε­ζο­μαν­δή­λου που τίνα­ζαν οι υπη­ρέ­ται. Δεν συνε­κι­νεί­το. Και ο άσπλα­χνος είναι α‑κοινώνητος. Δεν έχει κοι­νω­νί­αν. Μένει στον εαυ­τόν του. Είναι ακοι­νώ­νη­τος. Εντού­τοις, εντού­τοις δια­τη­ρού­σε πολ­λές φορές, για να καθη­συ­χά­ζε­ται η συνεί­δη­σις, δια­τη­ρού­σε και μίαν υπο­τυ­πώ­δη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα. Διό­τι ανε­φώ­νη­σε εις τον Άδη. Τι είπε; «Πάτερ βρα­άμ, λέη­σόν με». Ανε­γνώ­ρι­ζε τον Αβρα­άμ, πρό­γο­νον και ζητού­σε το έλε­ός του. Αλλά… είναι τόσο στοι­χειώ­δες, δεν ήτο ικα­νό αυτό βεβαί­ως να τον βοη­θή­σει. Ακό­μη δια­τη­ρού­σε και μίαν φυσι­κήν αγά­πην, αλλά στα σαρ­κι­κά του αδέλ­φια, εις τους στε­νούς του συγ­γε­νείς, όταν ενδια­φέρ­θη­κε να μην φθά­σουν κι εκεί­νοι εις εκεί­νον τον τόπον της βασά­νου. Τι είπε; «Καλά, δεν μπο­ρώ να ΄ρθω εγώ σε εσέ­να, ούτε εσύ σε μένα. Ούτε ο Λάζα­ρος να ‘ρθει σε μένα, για να μου δώσει μίαν λιγά­κι κατά­ψυ­ξη, μια ευχα­ρί­στη­ση. Να βου­τή­ξει- λέει- το μικρό του δαχτυ­λά­κι μες το νερό και να ‘ρθει να μου το βάλει στα χεί­λη μου, τα φρυγ­μέ­να μου χεί­λη. Δεν είναι δυνα­τόν. Σε παρα­κα­λώ όμως πάτερ Αβρα­άμ, αν είναι δυνα­τόν, στεί­λε τον Λάζα­ρο εις την Γη -δηλα­δή να ανα­στη­θεί ο Λάζα­ρος- και να πει στους αδελ­φούς μου, τους σαρ­κι­κούς μου αδελ­φούς, για­τί έχω πέν­τε αδέλ­φια, να προ­σέ­ξουν τη ζωή τους, για να μην έρθουν κι αυτοί εδώ». Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι υπήρ­χε μία αγά­πη· τελεί­ως περιο­ρι­σμέ­νη. Μόνον εις τον συγ­γε­νι­κόν κύκλον. Στον φτω­χό Λάζα­ρο, που τον έβλε­πε κάθε μέρα εκεί απέ­ναν­τι στον πυλώ­να του ουδε­μία ευσπλα­χνία, ουδέ μία αγά­πη. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι είχε λίγη, στοι­χειώ­δη ανθρω­πιά. Δυστυ­χώς όχι ικα­νή να τον σώσει.

Η ζωή του ήταν έκφρα­ση βίου αλα­ζο­νι­κού. Η παρου­σία του βεβαί­ως ήταν πρό­κλη­σις στην πτω­χεί­αν. Είναι εκεί­νο που λέγει η Αγία Γρα­φή, είναι ο πλού­τος που κάνει τους πτω­χούς να εμπυ­ρί­ζον­ται. Να παίρ­νουν φωτιά. Να πυρώ­νουν. Είναι η ζήλεια. Είναι το νεύ­ρο εκεί­νο που κινεί τον φθό­νον και την κακί­αν, εναν­τί­ον εκεί­νου που απο­λαμ­βά­νει τα αγα­θά του ως πλού­σιος κι ο άλλος δεν έχει να φάει. « πτω­χός», λέγει, «μπυ­ρί­ζε­ται», μας λέγει η Γρα­φή. Και το αξιο­πα­ρα­τή­ρη­τον στην όλη ιστο­ρία είναι το εξής: Δεν είχε όνο­μα. Πώς το έλε­γαν; Λέγει, σχο­λιά­ζον­τας ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Καί πο τό νομα το πλου­σί­ου; -Πού είναι το όνο­μα του πλου­σί­ου;-. Οδαμο -Που­θε­νά-. νώνυ­μος γάρ στίν(Δεν έχει όνο­μα. Είχε. Αλλά δεν ανα­φέ­ρε­ται). Πόσος πλοτος! Και νομα ατ οχ ερίσκε­ται-Τόσος πλού­τος, ε; Το όνο­μά του δεν υπάρ­χει».

Και ένας άλλος ερμη­νευ­τής, ο Θεο­φύ­λα­κτος, λέγει: «Τόν μέν πλού­σιον νωνύ­μως ν τ παρα­βολ παρέ­λα­βεν, οα μηδέ ξιον παρά Θε νομά­ζε­σθαι». «Δεν ήταν άξιος ο άνθρω­πος αυτός καν να ονο­μα­σθεί από τον Θεό». Και ένας άλλος, τρί­τος ερμη­νευ­τής: «Γέγρα­πται γάρ περί τν πονηρν· ο μή μνη­σθ τν νομά­των ατν διά χει­λέ­ων μου - Ο Θεός λέει: Δεν θέλω να θυμη­θώ, ούτε καν να προ­σφέ­ρω το όνο­μα των πονη­ρών ανθρώ­πων». Ο Θεός τα πάν­τα γνω­ρί­ζει. Εκεί­νο που λέει: «Δεν θέλω να θυμη­θώ», όχι ότι ο Θεός ξεχνά­ει. Αλλά είναι μία έκφρα­σις που θα το λέγα­με κι εμείς. «Δεν θέλω να ξέρω το όνο­μά του!». Το ξέρο­με. Το λέμε σαν έκφρα­ση περι­φρο­νή­σε­ως. Ότι «δεν μπο­ρεί αυτός ο άνθρω­πος να έχει καμί­αν σχέ­ση με εμέ­να». Έτσι λοι­πόν λέγει ο Θεός: «Δεν θέλω να θυμη­θώ το όνο­μα του ασε­βούς, του αμαρ­τω­λού. Ούτε καν να το προ­φέ­ρω με τα χεί­λη μου».Ο πλού­σιος λοι­πόν της παρα­βο­λής δεν είχε όνο­μα. Δηλα­δή ξέρε­τε; Δεν είχε πρό­σω­πο. Το όνο­μα είναι εκεί­νο που δίδει το πρό­σω­πον.

Έχο­με και την ψυχο­γρα­φία του φτω­χού Λαζά­ρου. Γι’ αυτόν η παρα­βο­λή μάς ανα­φέ­ρει αρκε­τά χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Ήταν πτω­χός. Από συγ­κυ­ρία ή όχι, έτσι τα πράγ­μα­τα ήρθαν, μας είναι άγνω­στο. Πάν­τως δεν ήταν πτω­χός από ασω­τία· διό­τι είχε μίαν ευσέ­βειαν. Δεν ήταν λοι­πόν πτω­χός, για­τί ήταν άσω­τος. Έτσι, πολ­λές φορές, η πτω­χεία είναι ένας μόνι­μος σύν­τρο­φος σε πολ­λούς ανθρώ­πους και χωρίς βέβαια αυτοί να ευθύ­νον­ται για την πτω­χεία τους. Αλλά εκεί­νο που τον καθι­στά πρό­σω­πον, τον φτω­χόν, είναι ότι ήτο επώ­νυ­μος. Ελέ­γε­το Λάζα­ρος. Και Λάζα­ρος, εδώ θέλω να προ­σέ­ξο­με κάτι, σημαί­νει: «Ο Θεός είναι βοη­θός μου». Θα ‘θελα να ρωτή­σω: Αφού ο Θεός ήτο βοη­θός του, για­τί δεν τον έβγα­ζε από την πτω­χεί­αν; Για­τί δεν τον έβγα­ζε από την ασθέ­νειαν; Από τις πλη­γές· που ήταν, λέγει, γεμά­τος από έλκη. Για­τί; Πολ­λά­κις το λέγω. Θα το πω άλλη μία φορά. Πρέ­πει να αλλά­ξο­με αντί­λη­ψη περί θεί­ας βοη­θεί­ας. Θεία βοή­θεια δεν σημαί­νει να με βγά­λει ο Θεός από τη φτώ­χεια μου. Δεν σημαί­νει να με βγά­λει από την αρρώ­στιά μου. Να με βγά­λει από τις αντί­ξο­ες κατα­στά­σεις. Αλλά βοή­θεια του Θεού είναι να μπο­ρώ να υπο­μέ­νω όλα αυτά, για να φθά­σω να δω το πρό­σω­πό Του, το πρό­σω­πο του Θεού. Αυτό είναι η βοή­θεια. Δηλα­δή, να σωθώ. Και όπως λέγει εδώ ο Θεο­φύ­λα­κτος: «Το πένη­τος νομα­στί μνη­μο­νεύ­ει -Δίδει όνο­μα εις τον φτω­χόν». Και ξέρε­τε ότι είναι το μόνο όνο­μα μέσα σε παρα­βο­λή; Σε καμία άλλη παρα­βο­λή δεν υπάρ­χει όνο­μα. Είναι η μονα­δι­κή περί­πτω­σις. Είναι κι άλλα πράγ­μα­τα…

Επι­τρέ­ψα­τέ μου μία παρέν­θε­ση πολύ γρή­γο­ρα. Σας είπα, είναι πολυ­σή­μαν­τη παρα­βο­λή. Ξέρε­τε ότι ο Λάζα­ρος, ο αδελ­φός της Μαρί­ας και της Μάρ­θας, ανε­στή­θη από τους νεκρούς. Τετρα­ή­με­ρος νεκρός ανε­στή­θη. Όχι μόνον δεν πίστε­ψαν οι Εβραί­οι, αλλά έκα­ναν συμ­βού­λιον να θανα­τώ­σουν το αντι­κεί­με­νον του θαύ­μα­τος του Ιησού Χρι­στού. Για να μην φαί­νε­ται. Για­τί, λέει, πήγαι­νε όλη η Ιερου­σα­λήμ εκεί εις την Βηθα­νία, για να δουν τον Λάζα­ρο· που ανε­στή­θη. Και οι ταλαί­πω­ροι σχε­διά­ζουν τον φόνον του Λαζά­ρου. Πίστε­ψαν; Όχι. Γι΄αυτό βάζει όνο­μα ο Κύριος στην παρα­βο­λή. Σαν να ήθε­λε να τους πει: «Κι ο Λάζα­ρος ανε­στή­θη». Στην παρα­βο­λή χαλ­κεύ­ε­ται το πράγ­μα, οικο­δο­μεί­ται ότι και αν, λέει, ανα­στη­θεί, «Παι­δά­κι μου», του λέει, «τέκνον», του λέει ο Αβρα­άμ του πλου­σί­ου, «δεν πρό­κει­ται να πιστέ­ψουν. Εάν δεν δεχθούν τον Μωυ­σέα και τον νόμο και τους προ­φή­τας, δεν πρό­κει­ται να πιστέ­ψουν». Ο Λάζα­ρος ανε­στή­θη. Τους το ‘κανε αυτό. Τον είδαν. Πίστε­ψαν; Επα­να­λαμ­βά­νω· επα­να­λαμ­βά­νω: Ετοι­μά­ζουν την δολο­φο­νία του.

Έδω­σε απάν­τη­ση ο Χρι­στός. Τοπο­θε­τη­μέ­νος, να επα­νέλ­θω, εις τον πτω­χόν της παρα­βο­λής, τοπο­θε­τη­μέ­νος εις τον πυλώ­να του πλου­σί­ου, δημιουρ­γεί μία ζωη­ρή αντι­πα­ρά­θε­ση με τον πλού­σιον ιδιο­κτή­τη του. Παρά ταύ­τα, δεν δια­μαρ­τύ­ρε­ται. Δεν επι­κα­λεί­ται κοι­νω­νι­κή ισό­τη­τα. Δεν βρί­ζει τον πλού­σιο. Ή την κοι­νω­νία μέσα στην οποία ζει. Δεν σήκω­σε ποτέ τη γρο­θιά του. Αυτό το σύγ­χρο­νο σύμ­βο­λον της εκδι­κή­σε­ως της κοι­νω­νι­κής. Ποτέ δεν χόρ­τα­σε φαγη­τό. Και αυτό προ­ήρ­χε­το, που έτρω­γε, από τα ψιχου­λά­κια, από τα σκου­πί­δια του πλου­σί­ου σπι­τιού. Αυτό τι δεί­χνει; Είχε πολ­λή ταπεί­νω­ση. Δεν ήταν απλώς πτω­χός. Αλλά ήταν και άρρω­στος. Κάτι περισ­σό­τε­ρο. Ήταν πλη­για­σμέ­νος. Αυτό τον έκα­νε να απο­μο­νού­ται από τους άλλους ανθρώ­πους. Τον εσι­χαί­νον­το. Γεμά­τος από πλη­γές. Κι έτσι ανέ­πτυσ­σε και την αρε­τή της υπο­μο­νής. Συν­τρο­φιά του είχε τα αδέ­σπο­τα σκυ­λιά. Μόνον αυτά έδει­χναν μία φιλι­κή διά­θε­ση απέ­ναν­τί του. Φαί­νε­ται ότι η πτω­χεία στον άνθρω­πο, τον καθι­στά πιο κον­τι­νό στη Δημιουρ­γία. Όπως αυτή, κατά φυσι­κό τρό­πο προ­σφέ­ρε­ται. Το φτω­χό παι­δί θα παί­ξει με το χώμα. Πιο κον­τά στη δημιουρ­γία. Το πλου­σιό­παι­δο δεν ξέρω με τι παι­γνί­δια παί­ζει. Ο πλού­τος, για σκε­φθεί­τε το, απο­μα­κρύ­νει τον άνθρω­πο από τη φύση. Η πτω­χεία κάνει τον άνθρω­πο να είναι πιο κον­τά εις την φύσιν. Τον κάνει πιο φυσι­κόν άνθρω­πον. Και οι τρο­φές του είναι πιο φυσι­κές. Ο τρό­πος του είναι πιο φυσι­κός. Ο πλού­τος δημιουρ­γεί έναν τεχνη­τό κόσμο, έναν ψεύ­τι­κο κόσμο.

Στον φτω­χό Λάζα­ρο ακό­μη βρί­σκο­με και μία αξιο­ζή­λευ­τη αρε­τή. Την αγία σιω­πή! Στην αγία σιω­πή, που πολ­λά έχει να πει, υπάρ­χει το μυστή­ριον της ανθρω­πί­νης προ­σω­πι­κό­τη­τος. Βρί­σκο­με τον Ιησούν, ο Οποί­ος εσιώ­πα. «Δεν μου απο­κρί­νε­σαι;», του λέει ο Πιλά­τος. « δέ ησος σιώ­πα». Ακρι­βώς για­τί είχε πολ­λά να πει. Σιω­πά εκεί­νος που έχει πολ­λά να πει.

Τέλος, η παρου­σία του φτω­χού απέ­ναν­τι στον πλού­σιο, ήταν μία πρό­κλη­ση στον πλού­το. Μία πρό­κλη­ση, που θα ΄πρε­πε να κάνει αίσθη­ση και να προ­κα­λεί την ντρο­πή. Ο πλού­σιος έπρε­πε να κρύ­βει το πρό­σω­πό του μπρο­στά στη φτώ­χεια του Λαζά­ρου. Αλλά όταν λεί­πει η ντρο­πή, τότε ανα­φαί­νε­ται η πρό­κλη­ση.

Αγα­πη­τοί, ο Κύριος σήμε­ρα, μας παρου­σί­α­σε στην παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου, δύο πρό­σω­πα. Πρό­κει­ται για δύο θέσεις στη ζωή. Για δύο στά­σεις απέ­ναν­τι στον Θεό και εις τους συναν­θρώ­πους. Σε αυτές ο καθέ­νας μας πρέ­πει να καθρε­πτί­ζε­ται. Ούτε ο πλού­τος είναι ικα­νός καθ’ εαυ­τόν, όπως είπα­με, ούτε η πτω­χεία καθ’ εαυ­τή είναι καλή. Απλώς είναι δύο ευκαι­ρί­ες να ανα­πτύ­ξει ο άνθρω­πος την προ­σω­πι­κό­τη­τά του. Και ο φτω­χός και ο πλού­σιος. Είναι δύο δια­φο­ρε­τι­κά επί­πε­δα, που δημιουρ­γούν μία δια­φο­ρά δυνα­μι­κού θα λέγα­με· που ανα­πτύσ­σε­ται το ανθρώ­πι­νον ενδια­φέ­ρον και η ανθρω­πί­νη αγά­πη. Δεν φταί­ει η δια­φο­ρο­ποί­η­ση στη ζωή. Αλλά η κοι­νω­νι­κή απο­μό­νω­ση. Αυτή γέν­νη­σε τις κοι­νω­νι­κές επα­να­στά­σεις, τον φθό­νο, το μίσος, τον πόλε­μο. Η παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου, είναι, αγα­πη­τοί μου, μία μικρο­γρα­φία δύο ψυχο­γρα­φιών· που πρέ­πει πάν­το­τε να μελε­τού­με και να μαθαί­νο­με πώς πρέ­πει να στε­κό­μα­στε απέ­ναν­τι στον Θεό και τους ανθρώ­πους.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_652.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΠΗΓΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΠΗΓΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 2-11-1997]

[Β364]

Όλοι γνω­ρί­ζο­με, αγα­πη­τοί μου, την θαυ­μα­σία παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου. Κάθε της φρά­ση, κάθε της λέξη, είναι και μία θεο­λο­γι­κή απο­κά­λυ­ψις. Και είναι απο­κά­λυ­ψη, για­τί Αυτός ο Κύριος την εδί­δα­ξε. Μέσα σε όσα ειπώ­θη­καν, δια­λο­γι­κά, ανά­με­σα στον πλού­σιον και τον Αβρα­άμ, είναι και τού­τα τα λόγια. Σας δια­βά­ζω: «ρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμ­ψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέν­τε ἀδελ­φούς· ὅπως δια­μαρ­τύ­ρη­ται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθω­σιν εἰς τὸν τόπον τοῦ­τον τῆς βασά­νου. Λέγει αὐτῷ ᾿Αβρα­άμ· ἔχου­σι Μωϋ­σέα καὶ τοὺς προ­φή­τας· ἀκου­σά­τω­σαν αὐτῶν. δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβρα­άμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευ­θῇ πρὸς αὐτούς, μετα­νο­ή­σου­σιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋ­σέ­ως καὶ τῶν προ­φη­τῶν οὐκ ἀκού­ου­σιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀνα­στῇ, πει­σθή­σον­ται».

Εδώ έχο­με έναν διά­λο­γον πέραν από τον φυσι­κόν κόσμον. Πλέ­ον ο Αβρα­άμ εις τον Παρά­δει­σον, ο πλού­σιος εις τον Άδην· κι εκεί οικο­νο­μεί­ται ένας διά­λο­γος. Είπα «οικο­νο­μεί­ται», διό­τι όπως πράγ­μα­τι καλώς ειπώ­θη­κε, ότι «χάσμα μέγα ἐστή­ρι­κται μετα­ξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν». Για­τί ζήτη­σε ο πλού­σιος να στεί­λει τον Λάζα­ρον, να στεί­λει ο Αβρα­άμ τον Λάζα­ρον, για να βρέ­ξει, λέει, το άκρον του δακτύ­λου, επει­δή φλέ­γε­ται, με νερό, επει­δή φλέ­γε­ται, λέγει, εις αυτό το πυρ το βασα­νι­στι­κό. Και είπε ότι «μέγα χάσμα ἐστή­ρι­κται» κ.λπ. · οπό­τε οικο­νο­μεί­ται πραγ­μα­τι­κά αυτός ο διά­λο­γος, διό­τι δεν θα ήταν δυνα­τόν να ανοι­χθεί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτός ο διά­λο­γος.

Ωστό­σο εδώ παρα­κα­λεί ο πλού­σιος τον Αβρα­άμ να πέμ­ψει τον Λάζα­ρον εις τον οίκον του πατρός του, «για­τί», λέγει, «έχω πέν­τε αδελ­φούς», να τους ειδο­ποι­ή­σει, να μην έλθουν κι αυτοί εις αυτόν εδώ τον τόπον της βασά­νου. Και λέγει ο Αβρα­άμ: «Έχουν τον Μωυ­σέα και τους προ­φή­τας. Ας ακού­σουν αυτούς τι λεν για την άλλη ζωή». «Όχι», λέει, «πάτερ Αβρα­άμ. Εάν κάποιος ανα­στη­θεί από τους νεκρούς, τότε θα μετα­νο­ή­σουν». «Αχ, παι­δά­κι μου, αν δεν ακού­σουν τον Μωυ­σή και τους προ­φή­τες, τότε, κι από τους νεκρούς να ανα­στη­θεί κάποιος, δεν θα πει­σθούν».

Μέσα σ’ αυτά τα πέν­τε χωρία, αγα­πη­τοί μου, του δια­λό­γου, θέλει ο Κύριος να ξεχω­ρί­σει δύο πηγές πίστε­ως. Δύο πηγές πίστε­ως. Είναι τα θαύ­μα­τα, όπως να ανα­στη­θεί ο Λάζα­ρος και οι πλη­ρο­φο­ρί­ες που μπο­ρού­με να πάρο­με μελε­τών­τας τις άγιες γρα­φές. Και φυσι­κά ο Κύριος δέχε­ται και τις δύο πηγές πίστε­ως αναμ­φι­σβή­τη­τα αλλά δίδει όμως το προ­βά­δι­σμα και την σιγου­ριά εις την πηγήν της πίστε­ως που είναι η Αγία Γρα­φή. Εκεί θα πας να πλη­ρο­φο­ρη­θείς. Δεν θα μεί­νεις εις το θαύ­μα. Εκεί θα πας να πλη­ρο­φο­ρη­θείς. Απλώς το θαύ­μα επι­βε­βαιώ­νει την Αγί­αν Γρα­φήν. Πρό­κει­ται για ένα σπου­δαιό­τα­το θέμα και το οποίο θα παρα­κα­λέ­σω ας το προ­σέ­ξο­με και να το θυμό­μα­στε. Πάν­το­τε επί­και­ρο είναι, για­τί οι άνθρω­ποι σ’ όλες τις επο­χές, και στην επο­χή μας, δεν γνω­ρί­ζουν να δια­κρί­νουν αυτές τις δύο πηγές πίστε­ως. Το θαύ­μα, επα­να­λαμ­βά­νω, να πάρω πλη­ρο­φο­ρί­ες από το θαύ­μα και η Αγία Γρα­φή. Περι­φρο­νούν βέβαια την πηγή πίστε­ως από την Αγία Γρα­φή. Δεν δίνουν και πολ­λή σημα­σία. Και ανα­ζη­τούν την πηγήν πίστε­ως από το θαύ­μα.

Αν, με ένα πολύ απλό παρά­δειγ­μα, πω, ανα­κοι­νώ­σω, δημο­σιεύ­σο­με, ειδο­ποι­ή­σο­με ότι θα γίνει μια ομι­λία περί της ανα­στά­σε­ως των νεκρών, πόσοι θα ΄ρθουν; Να ακού­σουν; Λίγοι. Απ’ την πόλη μας. Αν αντι­θέ­τως ακου­στεί ότι ανα­στή­θη­κε κάποιος, τρέ­χουν όλοι! Είδα­τε την περί­πτω­ση, «κάπου», λέει, «εμφα­νί­στη­κε ο Χρι­στός», «κάπου η Πανα­γία», τού­το, εκεί­νο, «δακρύ­ζει το εικό­νι­σμα της Πανα­γί­ας, του Χρι­στού», είδα­τε πόσος κόσμος πηγαί­νει; Εκεί ζητούν, στην πηγή του θαύ­μα­τος, κάποια πλη­ρο­φο­ρία. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Θα λέγα­με ότι ο Κύριος μετά την απάν­τη­ση που δίδει στους Φαρι­σαί­ους, για­τί γι’ αυτούς είπε την παρα­βο­λή, ότι υπάρ­χει μετα­θα­νά­τιος ζωή. «Προ­σέ­ξα­τε. Προ­σέ­ξα­τε Φαρι­σαί­οι, υπάρ­χει μετα­θα­νά­τιος ζωή. Και σήμε­ρα είσα­στε και θέλε­τε να είσα­στε πρώ­τοι, αλλά όταν θα αλλά­ξουν τα σκη­νι­κά, τότε δεν θα είσα­στε πρώ­τοι. Προ­σέ­ξα­τέ το».

Έτσι, κύριο θέμα εδώ βλέ­πο­με, ως σπου­δαιο­τέ­ρα πηγή πλη­ρο­φο­ριών είναι η Αγία Γρα­φή. Τα θαύ­μα­τα, κι ο Κύριος έκα­νε θαύ­μα­τα, επι­τε­λού­σε θαύ­μα­τα, το βάρος όμως το έθε­τε εις την Αγί­αν Γρα­φήν. Από εκεί θα αντλή­σεις την πίστιν. Από την διδα­σκα­λί­αν του Χρι­στού. Αντι­λαμ­βα­νό­με­θα αυτές τις δύο πηγές, αγα­πη­τοί μου; Είναι σαφείς. Ελπί­ζω μπό­ρε­σα να σας δώσω να κατα­λά­βε­τε. Πολ­λοί λέγουν ότι θέλουν να δουν θαύ­μα για να πιστέ­ψουν. Πόσες φορές το έχο­με ακού­σει αυτό; Και δεν αντι­λαμ­βά­νον­ται ότι ζητούν κάτι το αντι­φα­τι­κό. Για­τί; Εάν μένουν στο θαύ­μα, τότε με την γνώ­ση αυτή καταρ­γώ την πίστη. Και το θαύ­μα υπάρ­χει όχι για να καταρ­γεί την πίστιν, αλλά για να επι­σφρα­γί­ζει την πίστη. Αν θέλε­τε, το θαύ­μα είναι κυρί­ως δια τους πιστούς, όχι δια τους απί­στους. Πολ­λές φορές νομί­ζο­με ότι είναι χρή­σι­μο το θαύ­μα δια τους απί­στους. Όχι. Είναι δια τους πιστούς.

Θυμη­θεί­τε τον Θωμά. Για να δεί­τε την αντι­φα­τι­κό­τη­τα. «Εάν», λέγει, «δεν δω ‘’τόν τύπον τν λων’’, τα καρ­φιά, που καρ­φώ­θη­κε ο Διδά­σκα­λος, δεν βάλω και το δάκτυ­λό μου μέσα εις την τρύ­πα που άνοι­ξαν τα καρ­φιά, δεν θα πιστεύ­σω». Μα, αγα­πη­τέ Θωμά, εάν δεις, τότε η πίστις κατηρ­γή­θη. Για­τί τι θα πει πίστις; «Να δεχθείς πράγ­μα­τα», όπως λέει στην προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος, «μη βλε­πό­με­να». Εάν λοι­πόν δεις, τότε κατήρ­γη­σες την πίστιν. Ένα παρά­δειγ­μα που το λέω πολύ συχνά. Εάν σας πω ότι στην τσέ­πη μου έχω τόσα χρή­μα­τα, εάν τα δεί­τε τα χρή­μα­τα αυτά, σας τα δεί­ξω, τότε δεν υπάρ­χει πλέ­ον η πίστις. Υπάρ­χει η γνώ­σις. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι όταν ζητώ για να πιστέ­ψω, να γνω­ρί­σω εκ των προ­τέ­ρων, αν το θέλε­τε, δια των πέν­τε μου αισθή­σε­ων, τότε δεν καταρ­γώ την πίστιν; Και τότε δεν είμαι αντι­φα­τι­κός; Αναμ­φι­σβή­τη­τα. Έτσι λοι­πόν ο Κύριος τι του είπε του Θωμά; «τι ώρα­κάς με, πεπί­στευ­κας· μακά­ριοι ο μ δόν­τες κα πιστεύ­σαν­τες». «Για­τί με είδες, γι’αυ­τό πίστε­ψες». Αν αυτό λογα­ριά­ζε­ται πίστις. Δεν λογα­ριά­ζε­ται πίστις. Συνε­πώς ευτυ­χι­σμέ­νοι εκεί­νοι οι οποί­οι δέχτη­καν, πίστε­ψαν, χωρίς να δουν.

Αλλά ας πάρο­με με την σει­ρά του το ιερό κεί­με­νο. Παρα­τη­ρού­με ότι ο πλού­σιος της παρα­βο­λής, δια­τη­ρού­σε βέβαια κάποια αισθή­μα­τα φυσι­κής, φυσι­κής αγά­πης. «Ε, να μην έλθουν και τα αδέλ­φια μου εδώ. Έχω πέν­τε αδέλ­φια. Εγώ βασα­νί­ζο­μαι. Του­λά­χι­στον αυτοί να γλυ­τώ­σουν». Αυτό είναι βέβαια μία φυσι­κή αγά­πη. Για­τί ήταν αδέλ­φια του. Αυτή όμως η φυσι­κή αγά­πη δεν ήταν επαρ­κής να προ­σεγ­γί­σει και τον φτω­χό Λάζα­ρο, που τον έβλε­πε απ’ τα παρά­θυ­ρά του ο πλού­σιος, εκεί απέ­ναν­τι. Εκεί, λέει, «παρά τόν πυλώ­να» του σπι­τιού του πλου­σί­ου. Να τον λυπη­θεί, να δεί­ξει αγά­πη, να τον βοη­θή­σει, να τον περι­θάλ­ψει, να τον χορ­τά­σει. Βλέ­πε­τε; Αυτή η φυσι­κή αγά­πη περιο­ρί­ζον­ταν μόνον στα πρό­σω­πα τα δικά του. Παρα­πέ­ρα δεν πήγαι­νε. Όπως όταν αγα­πάς το παι­δί σου, την γυναί­κα σου, τον άνδρα σου, την μάνα σου, τον πατέ­ρα σου. Αυτό είναι μία φυσι­κή αγά­πη. Αλλά δεν είναι επαρ­κής. Βεβαί­ως πρέ­πει να αγα­πάς, εκεί­νοι που είναι κον­τι­νοί σου και συγ­γε­νείς σου. Αλλά δεν είναι επαρ­κής αυτή η αγά­πη. Πρέ­πει να επε­κτα­θεί και εις τους παρα­πέ­ρα ανθρώ­πους.

Και τώρα, ο άνθρω­πος αυτός της παρα­βο­λής, ο πλού­σιος, ζητά, όχι απλώς κάποιος να επι­στρέ­ψει από τους νεκρούς στη Γη, αλλά να επι­στρέ­ψει ο Λάζα­ρος. Για­τί; Για­τί ο Λάζα­ρος ήταν γνω­στός στα αδέλ­φια αυτού του πλου­σί­ου. Και συνε­πώς θα επεί­θον­το ότι υπάρ­χει άλλη ζωή. Τρό­πον τινά θα έφερ­νε κι ένα μήνυ­μα από τον πλού­σιο, που ήταν αδελ­φός τους, που ήταν εις τον Άδη. Αλλά και αυτό το αίτη­μα του πλου­σί­ου στρέ­φε­ται εναν­τί­ον του. Εναν­τί­ον του πλου­σί­ου στρέ­φε­ται. Σαν να έλε­γε, σαν να του ελέ­γε­το, καλύ­τε­ρα: «Ώστε τον γνω­ρί­ζα­τε τον Λάζα­ρο, ε; Α, τον γνω­ρί­ζα­τε, βλέ­πα­τε την συμ­φο­ρά του· για­τί δεν τον βοη­θή­σα­τε;». Άρα λοι­πόν ήταν γνω­στός.

Ο στί­χος ακό­μη απο­κα­λύ­πτει ότι η βάσα­νος του Άδου, παρό­τι είναι μία κρί­σις προ της τελι­κής κρί­σε­ως, προ­σω­ρι­νή κρί­σις, αρχί­ζει όμως ευθύς μετά τον θάνα­τον του αμαρ­τω­λού ανθρώ­που. Προ­σέ­ξα­τέ το. Δεν ανα­μέ­νε­ται η τελι­κή κρί­σις. Έχο­με την μερι­κή, όπως λέγε­ται, κρί­ση. Δεν ανα­μέ­νε­ται η τελι­κή. Το απο­κα­λύ­πτει σαφέ­στα­τα αυτή η παρα­βο­λή. Όταν όμως θα πάρο­με με την ανά­στα­ση τα σώμα­τά μας, τότε θα έχο­με την τελι­κή κρί­ση. Και θα κρι­θού­με ως πλή­ρεις άνθρω­ποι. Όχι ως ψυχές. Αλλά ως πλή­ρεις άνθρω­ποι. Αυτό λέει πολ­λά. Να το προ­σέ­ξο­με…

Ο Αβρα­άμ, σαν απάν­τη­ση δεν ανα­φέ­ρε­ται στο εάν ήταν δυνα­τόν να ανα­στη­θεί ο Λάζα­ρος και να πορευ­θεί στα αδέλ­φια του και να τους αναγ­γεί­λει τι συμ­βαί­νει μετά από τον τάφο. Αυτό δεν ενδια­φέ­ρει. Αλλά δίνει την απάν­τη­ση ως εξής: «χου­σι Μωϋ­σέα καὶ τοὺς προ­φή­τας· ἀκου­σά­τω­σαν αὐτῶν». Έχουν τον Μωυ­σή. Δηλα­δή τι σημαί­νει «έχουν τον Μωυ­σή»; Έχουν τα βιβλία που έγρα­ψε ο Μωυ­σής. Την Πεν­τά­τευ­χον. Τα πέν­τε πρώ­τα βιβλία της Παλαιάς Δια­θή­κης είναι γραμ­μέ­να από τον Μωυ­σή. Έχουν, λοι­πόν, την Αγί­αν Γρα­φήν. Τα πέν­τε πρώ­τα βιβλία. Και μετά, εκεί δηλα­δή, θα δουν αν υπάρ­χει πέραν του τάφου ζωή. Και μετά; Έχουν και τους προ­φή­τες, τα προ­φη­τι­κά βιβλία. Ας ανοί­ξουν να μελε­τή­σουν την Αγί­αν Γρα­φήν κι εκεί θα δουν να ομι­λεί η Αγία Γρα­φή περί άλλης ζωής. Και ανα­φέ­ρε­ται ο Μωυ­σής ως εκπρό­σω­πος, κυρί­ως, του ηθι­κού νόμου. Επει­δή εκεί­νος προ­σέ­φε­ρε τον δεκά­λο­γον του ηθι­κού νόμου. Για να γίνει αντι­λη­πτή η αμαρ­τία…

Με πήρε ένας τηλέ­φω­νο από κάπου από την Ελλά­δα. Άκου­σε μία κασέ­τα από κάποιον ραδιο­φω­νι­κό σταθ­μό, δική μου κασέ­τα, που ανα­φε­ρό­μου­να στα αμαρ­τή­μα­τα τα σαρ­κι­κά. Πορ­νεί­ες, μοι­χεί­ες κ.τ.λ. «Δεν ήξε­ρα», λέγει, «ότι αυτά είναι αμαρ­τία»! Άγνω­στος σε μένα άνθρω­πος… «Δεν ήξε­ρα. Με δια­φω­τί­σα­τε». Δεν ήξε­ρες ότι είναι αμαρ­τία; Ε, λοι­πόν, άνοι­ξε την Αγία Γρα­φή, θα βρεις τον Δεκά­λο­γον: «Ο πορ­νεύ­σεις, ο μοι­χεύ­σεις» και θα πάρεις την πλη­ρο­φο­ρία για να διορ­θώ­σεις το ήθος σου. Τους προ­φή­τας; Τους προ­φή­τας, διό­τι εκεί­νοι προ­δια­γρά­φουν το θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο του Χρι­στού και συνε­πώς να πιστέ­ψεις εις τον Ιησούν Χρι­στόν.

Θέμα­τα δύο λοι­πόν. Δύο κατη­γο­ρί­ες. Είναι το ήθος, είναι και η πίστις στο θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πον του Χρι­στού. Έτσι λοι­πόν ποιος τα προ­βάλ­λει αυτά; Η Αγία Γρα­φή. Πάρε να μελε­τή­σεις την Αγία Γρα­φή και όλα αυτά θα τα βρεις.

Ο πλού­σιος όμως είχε αντίρ­ρη­ση. Επι­μέ­νει, σαν πηγή πίστε­ως, στο θαύ­μα. «Όχι», λέει. Ακού­στε: «Οὐχί, πάτερ ᾿Αβρα­άμ(:Όχι, πάτερ Αβρα­άμ), ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευ­θῇ πρὸς αὐτούς, μετα­νο­ή­σου­σιν». «Τότε θα μετα­νο­ή­σουν. Όταν κάποιος ανα­στη­θεί. Και πάει και τους πει το και το». Αλλά για­τί δεν δέχε­ται την πρό­τα­ση του Αβρα­άμ ο πλού­σιος; Πάν­το­τε αυτά στον Άδη τώρα. Δηλα­δή εις την άλλη ζωή, όχι στον Άδη, εις την άλλη ζωή. Διό­τι οι Γρα­φές δεν έχουν κάτι το εντυ­πω­σια­κό. Ενώ το θαύ­μα, ανα­στά­σε­ως μάλι­στα νεκρού, έχει κάτι το εξαι­ρε­τι­κά εντυ­πω­σια­κό. «Ααα! Ανα­στή­θη­κε κάποιος! Να πάμε να τον ρωτή­σο­με, τι είδε, τι ξέρει». Εξάλ­λου, λέει ο Θεο­φύ­λα­κτος: «Τίς οδεν τά ν δου;(:Ποιος γνω­ρί­ζει τι υπάρ­χει στον Άδη;) Τίς λθών κεθεν πήγ­γει­λεν μν;(:Ποιος από κει ήλθε και να μας αναγ­γεί­λει τι υπάρ­χει;)». Και όπως λέγει και ο Ζιγα­βη­νός: «Τας βίβλοις μέν πιστοσι, ς παρά ζών­των γρα­φεί­σαις (:Απι­στούν εις τα βιβλία της Αγί­ας Γρα­φής, επει­δή -λέγει- εγρά­φη­σαν από ανθρώ­πους που ζού­σαν) μήπω θεα­σα­μέ­νων τά το μέλ­λον­τος αἰῶνος (:Δεν είχαν δει τίπο­τα· εκεί­να τα οποία συμ­βαί­νουν πέρα από τον τάφον). άν δέ τις πό νεκρν πορευθ πρός ατούς, πιστεύ­σου­σι ατ ς δόν­τι πάν­τα(:Αν όμως κάποιος ανα­στη­θεί, τότε πιστεύ­ουν, για­τί αυτός τα είδε αυτά εις την άλλην ζωήν)». Θέσεις που πάν­το­τε προ­βάλ­λουν, αγα­πη­τοί, οι άνθρω­ποι που δεν έχουν διά­θε­ση να πιστέ­ψουν. Δεν έχουν διά­θε­ση να πιστέ­ψουν. Δικαιο­λο­γούν έτσι, εκόν­τες άκον­τες την απι­στία των.

Και όμως ο Θεός επι­μέ­νει. Επι­μέ­νει να σώζει δια των Αγί­ων Γρα­φών. Από εκεί θα πάρεις τις πλη­ρο­φο­ρί­ες. Δηλα­δή είσαι θεϊ­κό­τε­ρος, άνθρω­πε, του Θεού; Ο Θεός θέλει να μας σώσει. Και βρί­σκει τον τρό­πο να μας σώσει με την μελέ­τη της Αγί­ας Γρα­φής. Εσύ λες: «Όχι, πρέ­πει να δω θαύ­μα για να πιστέ­ψω». Έτσι, λοι­πόν, χρη­σι­μο­ποιεί ο πλού­σιος εδώ και την λέξη ‑προ­σέξ­τε- «μετα­νο­ή­σου­σιν». Λέει «τότε θα μετα­νο­ή­σουν». Το θαύ­μα σε κάποιους μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει την μετά­νοια. Είναι αλη­θές. Αλλά τέτοιος τρό­πος μετα­νοί­ας, πρέ­πει να πού­με, ή δεν έχει ρίζα για να δια­τη­ρη­θεί αυτή η μετά­νοια ή ύστε­ρα από λίγο οι άνθρω­ποι απορ­ρί­πτουν αυτήν την μετά­νοιαν και ξανα­ζούν την ζωή την οποία είχαν. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι οι άνθρω­ποι μένουν σε θέμα­τα εντυ­πω­σια­κά. Πόσοι άνθρω­ποι ‑σας βεβαιώ­νω, το ξέρο­με- για­τί πέθα­νε ένας φίλος ξαφ­νι­κά, για­τί είδαν ένα όνει­ρο, για­τί δεν ξέρω, είδαν ένα θαύ­μα, τους βλέ­πε­τε αμέ­σως συρ­ρι­κνώ­νον­ται. Πολύ γρή­γο­ρα, αγα­πη­τοί μου, μία τέτοια μετά­νοια άρρι­ζος, χωρίς ρίζα, γρή­γο­ρα φεύ­γει. Πάρα πολύ γρή­γο­ρα φεύ­γει. Για­τί; Υπάρ­χει ένας εξα­ναγ­κα­σμός· το αντι­λαμ­βά­νε­στε; Θέλω δεν θέλω, με πιέ­ζει ένα θαύ­μα να απο­δε­χθώ. Σαν να είναι ένας οδο­στρω­τήρ, που ισο­πε­δώ­νει τα πάν­τα. Έτσι είναι ένα θαύ­μα. Θέλω δεν θέλω θα δεχθώ. Ποία η θέσις όμως της προ­αι­ρέ­σε­ως; Δεν είναι παρού­σα η προ­αί­ρε­σις για να κρί­νει τα πράγ­μα­τα. Ε, λοι­πόν, μία τέτοια μετά­νοια, πάρα πολύ γρή­γο­ρα εξα­νε­μί­ζε­ται. Και δεν έχει αξία. Δεν έχει καρ­πόν.

Και η απάν­τη­σις του Αβρα­άμ: «Εἰ Μωϋ­σέ­ως καὶ τῶν προ­φη­τῶν οὐκ ἀκού­ου­σιν -Επει­δή είπε εκεί­νος «Πάτερ Αβρα­άμ», «πατέ­ρα μας», γι ‘αυτό εδώ θα το λέγα­με: «Παι­δά­κι μου, εάν δεν ακούν τον Μωυ­σή και τους προ­φή­τες, δηλα­δή δεν πεί­θον­ται από την Αγί­αν Γρα­φήν-, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀνα­στῇ πει­σθή­σον­ται(:ούτε κι αν κανείς ανα­στη­θεί, θα πει­σθούν ότι υπάρ­χει άλλη ζωή)».Ορθό­τα­τη απάν­τη­σις.

Είναι γνω­στό ότι σ’ αυτήν μόνη την παρα­βο­λή χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε όνο­μα. Καμία παρα­βο­λή, φερει­πείν, του ασώ­του υιού… πώς τον έλε­γαν τον πατέ­ρα; Δεν δίνει ο Κύριος όνο­μα. Πώς έλε­γαν τον άσω­το υιό; Δεν δίνει ο Κύριος όνο­μα. Είναι η μονα­δι­κή παρα­βο­λή που τίθε­ται εις τον φτω­χόν αυτόν άνθρω­πον το όνο­μα Λάζα­ρος. Σας κάνει εντύ­πω­ση; Δεν είναι τυχαίο αυτό. Δεν είναι καθό­λου τυχαίο. Ο Κύριος έκα­νε μία παρα­χώ­ρη­ση. «Θέλε­τε να γυρί­σει ο Λάζα­ρος πίσω να σας πει; Ω ανεκ­δι­ή­γη­τοι Γραμ­μα­τείς και Φαρι­σαί­οι και Σαδ­δου­καί­οι;». Ξέρε­τε ότι οι Σαδ­δου­καί­οι δεν πίστευαν τίπο­τα απ’ όλα αυτά. Και όμως κατεί­χαν την θέση του αρχιε­ρέ­ως! Ακού­τε; Ο αρχιε­ρεύς στην επο­χή του Χρι­στού ήταν Σαδ­δου­καί­ος. Και δεν πίστευε τίπο­τα! «Τ’ ακού­τε; Εγώ θα σας φέρω τον Λάζα­ρο πίσω». Είναι ο Λάζα­ρος ο τετρα­ή­με­ρος που τον ανέ­στη­σε ο Χρι­στός. Πήγαν άρα­γε να τον ρωτή­σουν: «Λάζα­ρε, έλα εδώ, σε ανέ­στη­σε ο Ιησούς· τι είδες στην άλλη ζωή;». Αυτό έκα­ναν; Ακού­στε τι κάνα­νε. Όταν ακού­στη­κε η ανά­στα­σις του Λαζά­ρου. Έκα­ναν συμ­βού­λιον και είπαν: «Πρέ­πει να φονεύ­σο­με και τον Ιησούν που κάνει τέτοια θαύ­μα­τα αλλά να φονεύ­σο­με και τον Λάζα­ρον, που είναι το τεκμή­ριον ενός τέτοιου θαύ­μα­τος». Ακού­σα­τε; Και τον Λάζα­ρον.

Θέλε­τε ακό­μη να σας πω; Δεν ήταν της στιγ­μής από­φα­ση αυτή. Ούτε ο Ματ­θαί­ος ανα­φέ­ρει την ιστο­ρία του Λαζά­ρου, ούτε ο Μάρ­κος, ούτε ο Λου­κάς. Μόνος ο Ιωάν­νης. Ξέρε­τε για­τί; Είναι ο τελευ­ταί­ος που έγρα­ψε το Ευαγ­γέ­λιό του. Διό­τι οι άλλοι γρά­ψα­νε πρώ­ι­μα και εφο­βούν­το μήπως κιν­δυ­νεύ­σει η ζωή της Μάρ­θας, της Μαρί­ας και του Λαζά­ρου. Και δεν δημο­σιεύ­ουν το θαύ­μα αυτό, παρά μόνον ο Ιωάν­νης, που πια όλοι είχαν πεθά­νει και δεν κιν­δύ­νευαν. Δηλα­δή η μανία των αρχόν­των παρέ­με­νε. Να δολο­φο­νή­σουν και τον Λάζα­ρον. Πίστε­ψαν; Δεν πίστε­ψαν. Είναι φοβε­ρό!

Αλλά μήπως δέχθη­καν και την ανά­στα­ση του Χρι­στού; Τρι­ή­με­ρος νεκρός. Όχι μόνον δεν απε­δέ­χθη­σαν την ανά­στα­ση του Χρι­στού, αλλά και πλή­ρω­σαν τους στρα­τιώ­τες να δια­δώ­σουν ότι «μν κοι­μω­μέ­νων…» κ.τ.λ. κτλ. «ήρθαν οι μαθη­ταί και έκλε­ψαν τον νεκρόν Ιησούν». Όταν ο άνθρω­πος δεν είναι δια­τε­θει­μέ­νος να πιστεύ­σει από τις Γρα­φές — ο Χρι­στός προ­α­νήγ­γει­λε την ανά­στα­σή Του και οι προ­φή­ται- τότε, αγα­πη­τοί μου, και ανά­στα­σις νεκρού να γίνει, δεν πιστεύ­ουν. Αντι­θέ­τως, ξέρε­τε τι λένε; «Ααα, φαν­τα­σιο­πλη­ξία, νεκρο­φά­νεια. Έμοια­ζε ότι είχε πεθά­νει» -Έχο­με το φαι­νό­με­νον της νεκρο­φα­νεί­ας. «Πνευ­μα­τι­στι­κόν φαι­νό­με­νον!»- τρέ­χουν να πουν. Και ό,τι άλλο θέλε­τε. Ο Θεο­φύ­λα­κτος σημειώ­νει: «Ε τν γραφν οκ κού­ο­μεν, οδέ τος ξ δου ρχο­μέ­νοις πιστεύ­σω­μεν». «Εάν», λέγει, «δεν ακού­με τις Γρα­φές, ούτε κι αν έρθουν από τον Άδη νεκροί θα πιστεύ­σο­με».

Θέλε­τε, ακό­μη, μία μαρ­τυ­ρία; Μας ανα­φέ­ρει η Αγία Γρα­φή το εξής κατα­πλη­κτι­κόν. Ότι με τον σει­σμόν που έγι­νε, άνοι­ξαν πολ­λά μνη­μεία. Προ­σφά­τως ανθρώ­πων που εκοι­μή­θη­σαν, που πέθα­ναν. Και με την ανά­στα­ση, λέει, του Χρι­στού, μπή­καν εις την αγί­αν πόλιν, την Ιερου­σα­λήμ, το λέει αυτό η Αγία Γρα­φή, το ενθυ­μεί­σθε, μπή­καν στην αγία πόλη την Ιερου­σα­λήμ. Αυτούς δεν τους ερώ­τη­σαν τι γίνε­ται εις τον άδην; Να μαρ­τυ­ρί­ες. Επί­στευ­σαν; Ο λαός επί­στευ­σε εις τον Χρι­στόν; Μόνον μερι­κοί άνθρω­ποι πίστευ­σαν. Και μέχρι σήμε­ρα, δύο χιλιά­δες χρό­νια. Και επι­μέ­νουν οι Εβραί­οι να μην θέλουν να πιστέ­ψουν.

Αγα­πη­τοί, πηγές πίστε­ως είναι πρώ­τι­στα ο λόγος του Θεού, και σαν επι­κύ­ρω­σή του είναι το θαύ­μα· που πάν­το­τε δεν είναι και αναγ­καί­ον. Υπήρ­ξαν περι­πτώ­σεις που ο Κύριος αρνή­θη­κε το θαύ­μα, όταν Τον προ­κά­λε­σαν πολ­λοί, και ο Ηρώ­δης: «Κάνε», λέει, «ένα θαύ­μα». Σαν να ήταν ο Κύριος κανέ­νας… θαυ­μα­το­ποιός. Αν έπρε­πε, όμως, οι άνθρω­ποι να σωθούν με τα θαύ­μα­τα, τότε, αρνού­με­νος ο Κύριος, θα ήτο ένο­χος δια την σωτη­ρία μας. Κάθε άλλο. Χόρ­τα­σε πέν­τε χιλιά­δες ανθρώ­πους, μόνον άνδρες. Και είδαν όλοι το θαύ­μα του πολ­λα­πλα­σια­σμού των ψωμιών και των ψαριών. Όταν όμως ο Κύριος τούς μίλη­σε για το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας, Τον εγκα­τέ­λει­ψαν με την δικαιο­λο­γία: «Σκλη­ρός στιν οτος λόγος· τίς δύνα­ται ατο κού­ειν;». «Ποιος μπο­ρεί να τον ακού­ει; Να φάμε, λέει, την σάρ­κα Του και να πιού­με το αίμα Του!».

Αγα­πη­τοί, πρέ­πει να πει­σθού­με από τις Γρα­φές για το μέλ­λον των πιστών, αλλά και για το ήθος. Ξέρεις τι μεγά­λη αμαρ­τία, αδελ­φέ μου, είναι η πορ­νεία; Ξέρεις, αδελ­φέ μου, τι μεγά­λη αμαρ­τία είναι η μοι­χεία; Δεν θα σου το πω από τα κοι­νω­νι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Αλλά θα σου το πω από την Γρα­φή. Είναι πολύ μεγά­λη αμαρ­τία… Πού θα το βρω αυτό; Στην Αγία Γρα­φή. Μην ζητού­με λοι­πόν θαύ­μα­τα. Το μεγά­λο θαύ­μα είναι Αυτός ο Εναν­θρω­πή­σας Θεός Λόγος και ότι Εκεί­νος είπε και δίδα­ξε. Αυτά μας είναι αρκε­τά. Εξάλ­λου αυτό σημαί­νει πίστις: Να απο­δε­χθείς ό,τι είναι γραμ­μέ­νο, χωρίς να ζητάς να ικα­νο­ποι­ή­σεις τις αισθή­σεις σου, για­τί αυτό είναι εύσχη­μος απι­στία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_734.mp3





Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

«νθρω­πος δέ τις ν πλού­σιος, κα νεδι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εφραι­νό­με­νος καθ᾿ μέραν λαμπρς(:Υπήρ­χε κάποιος πλού­σιος άνθρω­πος, ο οποί­ος φορού­σε βασι­λι­κά ενδύ­μα­τα. Απέ­ξω φορού­σε ένα μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο και πανά­κρι­βο ρού­χο και από μέσα φορού­σε λευ­κό χιτώ­να πολυ­τε­λή από λεπτό αιγυ­πτια­κό λινά­ρι. Και δια­σκέ­δα­ζε σε πλού­σια συμ­πό­σια κάθε μέρα με μεγα­λο­πρέ­πεια)» [Λουκ. 16,19].

Θα ρωτού­σε ίσως κάποιος : «Άρα­γε, σύμ­φω­να με την ευαγ­γε­λι­κή ιστο­ρία, η οποία λέγει ότι ο φτω­χός πήγε στον τόπο της ανά­παυ­σης, ενώ ο πλού­σιος στην κόλα­ση, έχουν ήδη γίνει αυτά, και κλη­ρώ­θη­κε αντα­πό­δο­ση αντά­ξια στον καθέ­να, ή με αυτά που λέγει ο Κύριος παρι­στά­νει την εικό­να της μελ­λον­τι­κής κρί­σε­ως; Αλλά βέβαια», θα συνέ­χι­ζε τον συλ­λο­γι­σμό του, «επει­δή ανα­φέ­ρει τον Λάζα­ρο, πραγ­μα­τι­κά έγι­νε και πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε. Και για­τί δεν είπε ‘’κάποιος φτω­χός άνθρω­πος’’, αλλά είπε ‘’Λάζα­ρος’’; Μήπως για να δεί­ξει με την ονο­μα­σία ότι αυτά έγι­ναν πραγ­μα­τι­κά και αλη­θι­νά και δεν είναι παρα­βο­λή;».

Σε αυτόν όμως που έτσι συλ­λο­γί­ζε­ται, θα πού­με: Η κρί­ση, λέγει παν­τού η Αγία Γρα­φή, θα γίνει μετά την ανά­στα­ση των νεκρών, και η ανά­στα­ση δε θα γίνει, αν δεν έρθει και πάλι ο Χρι­στός, σε εμάς από τον ουρα­νό με τη δόξα του Πατέ­ρα μαζί με τους αγί­ους αγγέ­λους. Έτσι και ο πάν­σο­φος Παύ­λος λέγει ότι «ατς Κύριος ν κελεύ­σμα­τι, ν φων ρχαγ­γέ­λου κα ν σάλ­πιγ­γι Θεο κατα­βή­σε­ται π᾿ ορανο, κα ο νεκρο ν Χριστ ναστή­σον­ται πρτον(:κι αυτό θα συμ­βεί, διό­τι ο ίδιος ο Κύριος με πρό­σταγ­μα, με φωνή αρχαγ­γέ­λου και με σάλ­πιγ­γα Θεού θα κατε­βεί από τον ουρα­νό, και οι νεκροί που είχαν πεθά­νει πιστοί στο Χρι­στό θα ανα­στη­θούν πρώ­τοι)»[Α΄Θεσ.4,16]. Χωρίς λοι­πόν να κατε­βεί από τους ουρα­νούς ο Κρι­τής όλων, ούτε και η ανά­στα­ση των νεκρών θα γίνει. Και πώς τότε δεν είναι απί­θα­νο να σκε­φτού­με ότι έγι­νε ήδη σε κάποιους η αντα­πό­δο­ση ή των πονη­ρών ή των αγα­θών έργων; Αυτά λοι­πόν που λέγον­ται από τον Χρι­στό και για τον πλού­σιο και για τον Λάζα­ρο είναι τρό­πος παρα­βο­λής δια­τυ­πω­μέ­νος με ευφυ­ΐα.

Η διή­γη­ση, όπως δια­σώ­ζει η παρά­δο­ση των Εβραί­ων, ανα­φέ­ρει ότι εκεί­νο τον και­ρό υπήρ­χε κάποιος Λάζα­ρος στα Ιερο­σό­λυ­μα, που ζού­σε σε έσχα­τη φτώ­χεια και ασθέ­νεια, τον οποίο και ανά­φε­ρε ο Κύριος, παίρ­νον­τάς τον ως παρά­δειγ­μα προς φανε­ρό­τε­ρη από­δει­ξη των όσων έλε­γε. Για­τί, αφού δεν είχε έρθει ακό­μα από τους ουρα­νούς ο Χρι­στός, ούτε ανά­στα­ση είχε γίνει, ούτε ακο­λού­θη­σε σε κάποιους αντα­πό­δο­ση των πρά­ξε­ών τους. Αλλά σαν σε εικό­να, περι­γρά­φτη­κε με την παρα­βο­λή ένας πλού­σιος που ζού­σε μέσα σε απο­λαύ­σεις και χωρίς ευσπλα­χνία, και ένας φτω­χός και άρρω­στος, για να γνω­ρί­σουν ότι, αν αυτοί που έχουν τον πλού­το στη γη δε θελή­σουν να γίνουν καλο­κά­γα­θοι και μετα­δο­τι­κοί και κοι­νω­νι­κοί και δε θελή­σουν να βοη­θή­σουν τις ανάγ­κες των φτω­χών, θα υπο­στούν φοβε­ρή και ανα­πό­φευ­κτη τιμω­ρία.

Νομί­ζω όμως ότι είναι αναγ­καίο να πω προ­η­γου­μέ­νως ποια υπήρ­ξε η αφορ­μή του λόγου ή ποιο πράγ­μα θέλη­σε ο Χρι­στός να απο­δεί­ξει και δια­μόρ­φω­σε και δια­τύ­πω­σε άρι­στα την παρα­βο­λή αυτή. Σκο­πός δηλα­δή του Σωτή­ρα ήταν να μας καθι­στά τεχνί­τες στην αγα­θο­ερ­γία και να δια­πρέ­που­με στα καυ­χή­μα­τα των αρε­τών. Για­τί ήθε­λε να καλ­λιερ­γού­με τη φιλαλ­λη­λία και να φρον­τί­ζου­με για τη φιλο­πτω­χία, και να αγω­νι­ζό­μα­στε γεν­ναία για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση αυτών των έργων και μάλι­στα απευ­θύ­νον­τας τις παραι­νέ­σεις Του για το θέμα αυτό στους πλού­σιους του κόσμου αυτού και οδη­γών­τας τους στο δρό­μο που ται­ριά­ζει πάρα πολύ στους αγί­ους, έλε­γε: «πωλή­σα­τε τ πάρ­χον­τα μν κα δότε λεη­μο­σύ­νην. ποι­ή­σα­τε αυτος βαλάν­τια μ παλαιού­με­να, θησαυρν νέκλει­πτον ν τος ορανος που κλέ­πτης οκ γγί­ζει οδ σς δια­φθεί­ρει· που γάρ στιν θησαυρς μν, κε κα καρ­δία μν σται(:κι αν για την εξα­σφά­λι­ση της ουρά­νιας αυτής βασι­λεί­ας τα υλι­κά αγα­θά σας γίνον­ται εμπό­διο, που­λή­στε όσα έχε­τε και δώστε τα ελεη­μο­σύ­νη στους φτω­χούς. Και με την ελεη­μο­σύ­νη και την αγα­θο­ερ­γία κάν­τε για τον εαυ­τό σας πουγ­κιά που δεν παλιώ­νουν, θησαυ­ρό που δεν χάνε­ται και δεν λιγο­στεύ­ει˙ θησαυ­ρό στους ουρα­νούς, όπου ούτε κλέ­φτης πλη­σιά­ζει για να τον αρπά­ξει, ούτε σκό­ρος τον κατα­στρέ­φει)»[Λουκ.12,33]. Και η εντο­λή βέβαια ήταν καλή και αγα­θή και σωτή­ρια, όμως ο Χρι­στός δεν αγνο­ού­σε ότι η δυνα­τό­τη­τα εφαρ­μο­γής αυτού που συνι­στού­σε δεν είναι δυνα­τή στους πολ­λούς, για­τί ο ανθρώ­πι­νος νους αδυ­να­τεί πάν­το­τε μπρο­στά στα δυσχε­ρή και δύσκο­λα να κατορ­θω­θούν έργα. Επει­δή όμως είναι αγα­θός και φιλάν­θρω­πος, επι­νόη­σε κάποιο τρό­πο βοή­θειας προς αυτούς, για να μη δια­δε­χθεί τον εδώ πλού­το διαρ­κής και δύσκο­λα να απο­βλη­θεί φτώ­χεια, και τις πρό­σκαι­ρες απο­λαύ­σεις αιώ­νια κόλα­ση.

«Εάν λοι­πόν», λέγει, «δεν ανέ­χε­στε να εγκα­τα­λεί­ψε­τε τον φιλή­δο­νο πλού­το και να πωλή­σε­τε όλες τις περιου­σί­ες σας και να τις μοι­ρά­σε­τε σε αυτούς που έχουν ανάγ­κη, προ­σπα­θή­στε να ευδο­κι­μή­σε­τε έστω και λιγό­τε­ρο· κάνε­τε για τους εαυ­τούς σας φίλους, από τον άδι­κο μαμω­νά, δηλα­δή μη χρη­σι­μο­ποιεί­τε τον πλού­το μόνο για τον εαυ­τό σας αλλά απλώ­στε χέρι και σε αυτούς που έχουν ανάγ­κη. Πονέ­στε μαζί με αυτούς που υπο­φέ­ρουν, παρη­γο­ρή­στε τους αγί­ους, που αγα­πούν την εκού­σια φτώ­χεια, για να λατρεύ­ουν απε­ρί­σπα­στα τον Θεό. Αυτό δεν θα σας είναι χωρίς αμοι­βή για­τί όταν θα σας λεί­ψει ο επί­γειος πλού­τος, επει­δή θα έχε­τε κατα­λη­φθεί από το τέλος της ζωής σας, τότε θα σας κάνουν μετό­χους της ελπί­δας τους και η παρη­γο­ριά που θα δοθεί σε αυτούς από τον Θεό. Για­τί αυτούς που κατα­πο­νή­θη­καν σε αυτήν τη ζωή και βάστα­ξαν με υπο­μο­νή το δυσβά­στα­κτο φορ­τίο της φτώ­χειας, ως αγα­θός θα τους κάνει πάλι δικούς Του».

Κάτι ανά­λο­γο συμ­βου­λεύ­ει και ο Παύ­λος στους πλου­σί­ους, λέγον­τας σχε­τι­κά με αυτούς που ταλαι­πω­ρούν­ται σε τού­τη τη ζωή: «να κα τ κεί­νων περίσ­σευ­μα γένη­ται ες τ μν στέ­ρη­μα, πως γένη­ται σότης(:αλλά και η δική τους παρ­ρη­σία στον Θεό, που εξαι­τί­ας των δοκι­μα­σιών τους πλε­ο­νά­ζει, να συμ­πλη­ρώ­σει το δικό σας τυχόν πνευ­μα­τι­κό υστέ­ρη­μα, για να υπάρ­ξει έτσι ισό­τη­τα και στα σωμα­τι­κά και στα πνευ­μα­τι­κά)»[Β΄Κορ.8,14]. Και αυτό σημαί­νει ότι δεν παραγ­γέλ­λει τίπο­τε άλλο, παρά εκεί­νο που είπε ο Χρι­στός: «Ποι­ή­σα­τε αυτος φίλους κ το μαμων τς δικί­ας, να, ταν κλί­πη­τε, δέξων­ται μς ες τς αωνί­ους σκη­νάς(:Όπως ο άδι­κος αυτός δια­χει­ρι­στής φρόν­τι­σε εγκαί­ρως να εξα­σφα­λί­σει τη φιλία των οφει­λε­τών του κυρί­ου του, έτσι και εσείς φρον­τί­στε να κάνε­τε για το καλό σας φίλους απ’ τον πλού­το που είναι άδι­κος˙ διό­τι οι μεγά­λες περιου­σί­ες με αδι­κία συνή­θως συγ­κεν­τρώ­νον­ται˙ αλλά και όποιος κατα­κρα­τά τα πλού­τη μόνο για τον εαυ­τό του δια­πράτ­τει μεγά­λη αδι­κία. Κάν­τε λοι­πόν κι εσείς φίλους απ’ τον άδι­κο πλού­το ευερ­γε­τών­τας με φιλαν­θρω­πί­ες τους συναν­θρώ­πους σας, ώστε όταν πεθά­νε­τε, να σας υπο­δε­χθούν οι φίλοι σας αυτοί στις αιώ­νιες σκη­νές του παρα­δεί­σου)»[Λουκ. 16,9]. Ότι όμως το να μην ανέ­χον­ται οι πλού­σιοι να το κάνουν ούτε αυτό, γίνε­ται πρό­ξε­νο κατα­στρο­φής και φωτιάς που δεν σβή­νει, το δεί­χνει καθα­ρά λέγον­τάς μας την παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου.

«νθρω­πος δέ τις ν πλού­σιος, κα νεδι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εφραι­νό­με­νος καθ᾿ μέραν λαμπρς(:Υπήρ­χε κάποιος πλού­σιος άνθρω­πος, ο οποί­ος φορού­σε βασι­λι­κά ενδύ­μα­τα. Απ’ έξω φορού­σε ένα μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο και πανά­κρι­βο ρού­χο, κι από μέσα φορού­σε λευ­κό χιτώ­να πολυ­τε­λή από λεπτό αιγυ­πτια­κό λινά­ρι. Και δια­σκέ­δα­ζε σε πλού­σια συμ­πό­σια κάθε μέρα με μεγα­λο­πρέ­πεια)» [Λουκ. 16,19].

Εδώ πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ, και εξέ­τα­σε με ακρί­βεια τα λόγια του Σωτή­ρα που παρου­σιά­ζουν κάτι το πολύ σοφό. Για­τί ‚ενώ μπο­ρού­σε να πει: «Ο τάδε άνθρωπος,που ονο­μα­ζό­ταν…, ήταν πλού­σιος», όπως στην περί­πτω­ση του Ιώβ[βλ. Ιώβ,1,1: «νθρω­πος τις ν ν χώρ τ Ασίτι­δι, νομα ώβ, κα ν νθρω­πος κενος ληθι­νός, μεμ­πτος, δίκαιος, θεο­σε­βής, πεχό­με­νος π παντς πονη­ρο πράγ­μα­τος(:Στην Αυσί­τι­δα χώρα ζού­σε ένας άνθρω­πος ο οποί­ος ονο­μα­ζό­ταν Ιώβ. Ήταν ευθύς και έντι­μος, άμεμ­πτος, δίκαιος απέ­ναν­τι όλων, ευσε­βής προς τον Θεό, απέ­φευ­γε κάθε πονη­ρό πράγ­μα, κάθε αμαρ­τω­λή πρά­ξη)»], αυτό βέβαια δεν το είπε, αλλά τον ονο­μά­ζει απλώς άνθρω­πο πλού­σιο, ενώ ανα­φέ­ρει τον φτω­χό με τον όνο­μά του. Ποια λοι­πόν είναι η παρα­τή­ρη­ση; Ο πλού­σιος, επει­δή δεν ήταν φιλεύ­σπλα­χνος, είναι ανώ­νυ­μος στον Θεό. Για­τί είπε κάπου με τη φωνή του Ψαλ­μω­δού για εκεί­νους που δεν τον σέβον­ται: «Ο μ συνα­γά­γω τς συνα­γωγς ατν ξ αμάτων, οδ᾿ ο μ μνη­σθ τν νομά­των ατν δι χει­λέ­ων μου(:Δεν θα συνα­θροί­σω ποτέ κατά κανέ­να λόγο και τρό­πο σε λατρευ­τι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις ανθρώ­πους μολυ­σμέ­νους με αίμα­τα αθώ­ων ανθρώ­πων ή με αίμα­τα ειδω­λο­λα­τρι­κών θυσιών. Ποτέ δεν θα ανα­φέ­ρω στα χεί­λη μου, ούτε καν και θα ενθυ­μη­θώ, τα ονό­μα­τα των ασε­βών ανθρώ­πων και των ειδω­λο­λα­τρι­κών τους θεών)»[Ψαλμ.15,4]. Αντί­θε­τα, όπως είπα, ο φτω­χός ανα­φέ­ρε­ται ονο­μα­στι­κά με τη γλώσ­σα του Θεού.

Όμως ας δού­με την έπαρ­ση του πλου­σί­ου για όσα από αυτά που κανέ­να δεν είναι από τα αναγ­καία. Τι λέγει λοι­πόν γι’ αυτόν ο Χρι­στός; «Και φορού­σε πορ­φύ­ρα και λινό ένδυ­μα», δηλα­δή φρόν­τι­ζε να ντύ­νε­ται με πολυ­τε­λέ­στα­τα ενδύ­μα­τα. Ο φτω­χός όμως ήταν πετα­μέ­νος δίπλα στον πυλώ­να, δεσμευ­μέ­νος με την αρρώ­στια και τη φτώ­χεια, και δεν του έδι­νε καμία σημα­σία. Επει­δή δεν είχε καμία φρον­τί­δα και περι­ποί­η­ση προ­σπα­θού­σε να χορ­τά­σει από εκεί­να που έπε­φταν από το τρα­πέ­ζι του πλου­σί­ου και τα πιο άχρη­στα. Αλλά και «οι σκύ­λοι», λέγει, «έγλει­φαν τις πλη­γές του», που δεν τον έβλα­πταν βέβαια, όπως ήταν φυσι­κό, αλλά του έδει­χναν κατά κάποιο τρό­πο τη συμ­πό­νια τους και τον θεράπευαν(γιατί με τη γλώσ­σα τους απο­κα­θι­στούν και τις δικές τους πλη­γές), ξύνον­τας κατά κάποιο τρό­πο το μέρος που του πονού­σε και γλεί­φον­τας το με φιλο­φρο­σύ­νη. Εκεί­νος όμως που ήταν πλού­σιος και σκλη­ρό­τε­ρος από τα θηρία, απο­δει­κνυό­ταν ασυγ­κί­νη­τος και άσπλα­χνος και γεμά­τος από κάθε απαν­θρω­πιά.

«γένε­το δ ποθα­νεν τν πτωχν κα πενε­χθναι ατν π τν γγέ­λων ες τν κόλ­πον βρα­άμ· πέθα­νε δ κα πλού­σιος κα τάφη(:Κάπο­τε λοι­πόν πέθα­νε ο φτω­χός και οι άγγε­λοι του Θεού τον μετά­φε­ραν στην αγκα­λιά του Αβρα­άμ, για να βρει ανά­παυ­ση εκεί μέσα στον παρά­δει­σο. Πέθα­νε κάπο­τε και ο πλού­σιος, και οι άνθρω­ποι τον έθα­ψαν με μεγα­λο­πρέ­πεια. Που­θε­νά όμως δεν φάνη­καν γι’ αυτόν οι άγγε­λοι του Θεού)»[Λουκ.16,22].

Έφυ­γε όμως ο Λάζα­ρος αυτός όχι μόνος, αλλά με ολό­κλη­ρη συνο­δεία δορυ­φό­ρων αγγέ­λων και με τις πιο αγα­θές ελπί­δες για αιώ­νια πλέ­ον ανά­παυ­ση· διό­τι γι’ αυτούς που έχουν τις ελπί­δες τους στον Θεό η απο­δη­μία από τα δικά μας είναι μετά­θε­ση από τη θλί­ψη και τους πόνους. Κάτι ανά­λο­γο δίδα­ξε και ο Σολο­μών λέγον­τας: «Δικαων ψυχα ν χειρ Θεο, κα ο μ ψηται ατν βσανος. δοξαν ν φθαλ­μος φρνων τεθνναι, κα λογσθη κκωσις ξοδος ατν, κα φ’ μν πορεα σντριμ­μα· ο δ εσιν ν ερν(:Η ζωή των δικαί­ων βρί­σκε­ται κάτω από το παν­το­δύ­να­μο προ­στα­τευ­τι­κό χέρι του Θεού, και καμιά θλί­ψη και βάσα­νος δεν θα τους αγγί­ξει, χωρίς ο Θεός να το επι­τρέ­ψει. Στα μάτια των αφρό­νων φάνη­κε ότι πέθα­ναν και η έξο­δός τους από τον κόσμο αυτό θεω­ρή­θη­κε δυστύ­χη­μα και η ανα­χώ­ρη­σή τους από τη ζωή αυτή φάνη­κε στους άφρο­νες ως όλε­θρος και απώ­λεια. Εκεί­νοι όμως υπάρ­χουν και ζουν σε ειρή­νη)»[Σοφ.Σολ. 3,1–3]. Για­τί τους δίνε­ται ισά­ξιο προς τους κόπους τους το μέτρο παρη­γο­ρί­ας ή ενδε­χο­μέ­νως οι αμοι­βές είναι περισ­σό­τε­ρες από τους πόνους, για­τί το είπε Χρι­στός: «μέτρον καλόν, πεπιε­σμέ­νον κα σεσα­λευ­μέ­νον κα περεκ­χυ­νό­με­νον δώσου­σιν ες τν κόλ­πον μν(: Η πρό­νοια, η δικαιο­σύ­νη και η αγα­θό­τη­τα του Θεού θα σας δώσει στην αγκα­λιά σας ένα μέτρο καλό, στοι­βαγ­μέ­νο και κου­νη­μέ­νο, ώστε να μη μένει καθό­λου κενός χώρος από το δοχείο της μετρή­σε­ως, ένα μέτρο που θα πλε­ο­νά­ζει και θα ξεχύ­νε­ται)»[Λουκ.6,38].

Συμ­πέ­ρα­σμα: «γένε­το δ ποθα­νεν τν πτωχν(:Κάπο­τε λοι­πόν πέθα­νε ο φτω­χός Λάζα­ρος)», λέγει, «κα πενε­χθναι ατν π τν γγέ­λων ες τν κόλ­πον βρα­άμ· πέθα­νε δ κα πλού­σιος κα τάφη(:και μετα­φέρ­θη­κε από τους αγγέ­λους του Θεού στην αγκα­λιά του Αβρα­άμ, για να βρει ανά­παυ­ση εκεί μέσα στον παρά­δει­σο. Πέθα­νε και ο πλού­σιος, και οι άνθρω­ποι τον έθα­ψαν με μεγα­λο­πρέ­πεια. Που­θε­νά όμως δε φάνη­καν γι΄αυτόν οι άγγε­λοι του Θεού, αλλά βασα­νι­ζό­ταν στον τόπο του Άδη)» [Λουκ.16,22]. Για­τί η απαλ­λα­γή από το σώμα ήταν θάνα­τος για τον πλού­σιο αυτόν που υπήρ­ξε σκλη­ρός και άσπλα­χνος για­τί μετα­φέρ­θη­κε από την από­λαυ­ση στην κόλα­ση, από τη δόξα στην ατι­μία, από το φως στο σκο­τά­δι.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, Εξή­γη­σις υπο­μνη­μα­τι­κή εις το κατά Λου­κάν ευαγ­γέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρολογία»[σελίδες 124 και 125 του PDF].

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Οἱ ἄνθρω­ποι ἀγω­νί­ζον­ται γιὰ τὰ ὑπάρ­χον­τά τους ἐδῶ στὴ γῆ. Οἱ ἐξαν­τλη­τι­κοὶ καὶ ἀνώ­φε­λοι δια­πλη­κτι­σμοί τους δὲν ἔχουν τέλος. Ἄχ, ἄνθρω­ποι! Ποὺ ἀνή­κε­τε; Εἶστε κοπά­δι ποῦ μάχε­στε γιὰ ἕνα βοσκο­τό­πι. Ὁ ἰδιο­κτή­της τόσο τοῦ κοπα­διοῦ ὅσο καὶ τοῦ λιβα­διοῦ στέ­κε­ται καὶ κοι­τά­ζει μὲ ἔκπλη­ξη τὸ κοπά­δι του νὰ δια­πλη­κτί­ζε­ται γιὰ τὴ βοσκή του, ὅταν τόσο τὸ κοπά­δι ὅσο καὶ ἡ βοσκὴ ἀνή­κουν σ’ ἐκεῖ­νον.

Οἱ ἄνθρω­ποι θυμοῦν­ται πολ­λὰ πράγ­μα­τα. Ἕνα μόνο πρᾶγ­μα δὲ θυμοῦν­ται ποτέ, ὅσο συχνὰ καὶ νὰ τ’ ἀκοῦ­νε: πῶς ἔρχον­ται γυμνοὶ σ’ αὐτόν τον κόσμο, χωρὶς νὰ κου­βα­λᾶ­νε τίπο­τα μαζί τους, καὶ γυμνοὶ ξανα­φεύ­γουν.

Οἱ ἄνθρω­ποι μοι­ρά­ζουν τὴ γῆ αὐτή, ἂν καὶ ποτὲ σχε­δὸν δὲν κατα­φέρ­νουν νὰ τὸ κάνουν σωστά. Προ­στα­τεύ­ουν τὰ ὅρια τῆς γῆς τους μὲ τὴ ζωή τους. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτά, τὰ σύνο­ρα μετα­κι­νοῦν­ται. Τὸ πιὸ φτη­νὸ πρᾶγ­μα συνή­θως κατα­λή­γει πολὺ ἀκρι­βό­τε­ρο. Οἱ ἄνθρω­ποι δὲ δια­φω­νοῦν σ’ αὐτό, ἀλλὰ δίνουν στὸ τρο­με­ρὸ κόστος τὰ ἐπί­θε­τα «δικαιο­σύ­νη» ἢ «πατριω­τι­σμὸς» ἢ κάποιο ἄλλο βολι­κὸ ὄνο­μα. Τὸ μόνο ποὺ δὲ λένε ποτέ, εἶναι πῶς συνι­στᾶ παρα­φρο­σύ­νη νὰ πεθαί­νουν πρό­βα­τα γιὰ μιὰ ἀγκα­λιὰ χόρ­τα, ὅταν τὰ χόρ­τα εἶναι ἐκεῖ γιὰ νὰ στη­ρί­ξουν τὴ ζωή, ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο.

Τὸ ζήτη­μα τῆς ἰδιο­κτη­σί­ας, σὲ τελευ­ταία ἀνά­λυ­ση, εἶναι ζήτη­μα χόρ­του. Ὅλα ὅσα τρῶ­νε καὶ ντύ­νον­ται οἱ ἄνθρω­ποι εἶναι χορ­τά­ρι ἢ κάτι πιὸ νεκρὸ ἀπὸ τὸ χορ­τά­ρι. Στὸ πρῶ­το κεφά­λαιο τῆς Ἁγί­ας Γρα­φῆς ἀνα­φέ­ρε­ται πὼς ὁ Θεὸς ἔδω­σε στοὺς ἀνθρώ­πους καὶ στὰ ζῶα φυτὰ καὶ χόρ­τα γιὰ τρο­φὴ (Γέν. α’ 29–30). Ἄν ρωτή­σεις τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ σοῦ ποῦ­νε: «τί ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο, τὸ χορ­τά­ρι ἢ οἱ ἄνθρω­ποι;», θ’ ἀκού­σεις μόνο μιὰ ἀπάν­τη­ση: οἱ ἄνθρω­ποι. Μὲ τίς πρά­ξεις τους ὅμως οἱ ἄνθρω­ποι δεί­χνουν πῶς λογα­ριά­ζουν πιὸ πολύ­τι­μο τὸ χορ­τά­ρι ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο καὶ γι’ αὐτὸ θυσιά­ζουν καὶ τὴ δική τους ζωὴ καὶ τῶν ἄλλων γιὰ τὸ εὐτε­λὲς χόρ­το.

Ἄν τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἰδιο­κτη­σί­ας εἶναι πρό­βλη­μα τοῦ χορ­τα­ριοῦ, τότε αὐτὸ εἶναι τὸ μεγα­λύ­τε­ρο ἐμπό­διο, ὁ «λίθος προ­σκόμ­μα­τος» τῆς ζωῆς του ἀνθρώ­που στὴ γῆ. Μόνο ἐκεῖ­νοι ποὺ ἔχουν ἀπο­κτή­σει τὸ πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ δὲν σκα­λώ­νουν στὸ ἐμπό­διο αὐτό, ἀλλὰ τὸ παρα­κάμ­πτουν εἰρη­νι­κὰ κι ἀφή­νουν σὲ ἄλλους τὴν περιου­σία τους. Γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους τὸ ἐμπό­διο αὐτὸ εἶναι αἰτία φιλο­νι­κί­ας, ἀντεγ­κλή­σε­ων, ἀτέρ­μο­νου μόχθου καὶ ἱδρῶ­τα τὸ πρό­βλη­μα καὶ τὸ περιε­χό­με­νο ὅλης τῆς ζωῆς τους καὶ τελι­κὰ τῆς μνή­μης τους.

Ποῦ εἶναι ὁ πλοῦ­τος τοῦ Κροί­σου; Ποῦ εἶναι τὰ συμ­πό­σια τοῦ Λού­κουλ­λου; Ποῦ ἢ αὐτο­κρα­το­ρία τοῦ Καί­σα­ρα; Ποῦ ἡ δύνα­μη τοῦ Ναπο­λέ­ον­τα; Ἀπ’ ὅλους τους ἔμει­ναν κάποια ἴχνη, μὲ τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη μορ­φή, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι ἱκα­νὰ ν’ ἀπαν­τή­σουν στὸ ἐρώ­τη­μα: Ποῦ εἶναι τώρα ὁ πλού­σιος Κροῖ­σος; Ποῦ ὁ κοι­λιό­δου­λος Λού­κουλ­λος; Ποὺ οἱ φιλο­κυ­ρί­αρ­χοι Καί­σα­ρες; Ποῦ ὁ παν­το­δύ­να­μος Ναπο­λέ­ων; Ἀξί­ζει πολὺ περισ­σό­τε­ρο νὰ μάθου­με ποὺ βρί­σκον­ται οἱ ἄνθρω­ποι, ὄχι ποὺ βρί­σκον­ται οἱ κτή­σεις κι ἡ περιου­σία τους. Αὐτὸ ὅμως δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὸ μάθου­με, προ­τοῦ ἀνα­κα­λύ­ψου­με ποὺ ἀνή­κουν οἱ ἄνθρω­ποι.

Σὲ ποιόν λοι­πὸν ἀνή­κουν οἱ ἄνθρω­ποι; Αὐτὸς ποὺ θὰ βρεῖ τὴν ἀπάν­τη­ση στὸ ἐρώ­τη­μα αὐτό, θὰ βρεῖ εὔκο­λα ἀπάν­τη­ση καὶ στὸ πρό­βλη­μα τῆς ἰδιο­κτη­σί­ας τοῦ ἀνθρώ­που, ὅπως οἱ ἐργα­ζό­με­νοι στὸ δρό­μο ποῦ πρῶ­τα μετα­κι­νοῦν τὰ βρά­χια κι ἔπει­τα μπο­ροῦν νὰ τακτο­ποι­ή­σουν τ’ ἀμμο­χά­λι­κα καὶ ἄλλα ὑλι­κά.

Ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι βροῦν τὴν ἀπάν­τη­ση στὸ ἐρώ­τη­μα αὐτὸ μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, ὅπως ἔκα­ναν χιλιά­δες χρό­νια ὡς τώρα, θὰ πρέ­πει νὰ τὸ ἔκα­ναν ἀκο­λου­θῶν­τας τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο δρό­μους: Πρῶ­το, πῶς ὁ ἄνθρω­πος κατέ­χε­ται ἀπὸ κακὲς καὶ πονη­ρὲς πνευ­μα­τι­κὲς δυνά­μεις, ποὺ κρύ­βον­ται πίσω ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὰ παρά­γω­γά της. Ἤ, δεύ­τε­ρο, πῶς ὁ ἄνθρω­πος ἀνή­κει στὴ φύση ποὺ τὸν δημιούρ­γη­σε, τὸν συν­τη­ρεῖ γιὰ κάποιο διά­στη­μα, ὅπως ἕνα ἔπι­πλο ἀνά­με­σα σὲ πολ­λὰ ἄλλα, καὶ τελι­κὰ τὸν ἀπο­κό­πτει καὶ τὸν θανα­τώ­νει. Ὅλοι οἱ σοφοὶ ἀπὸ τὴ δημιουρ­γία τοῦ κόσμου δὲ δανεί­στη­καν οὔτε ἕνα ψῆγ­μα ἀντί­λη­ψης ἀπὸ τὸ Χρι­στό. Ἔχουν μόνο τίς δυὸ αὐτὲς ἀπαν­τή­σεις στὸ ἐρώ­τη­μα: σὲ ποιόν ἢ σὲ τί ἀνή­κει ὁ ἄνθρω­πος;

Ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ στὸ ἐρώ­τη­μα αὐτὸ ξεκα­θα­ρί­ζει πῶς ὁ ἄνθρω­πος ἀνή­κει στὸν Πανεύ­σπλα­χνο Θεό. Ὁ ἄνθρω­πος δὲν εἶναι «κτῆ­μα», ὅπως τὰ πράγ­μα­τα ποὺ ἀνή­κουν σὲ κάποιον. Ἀνή­κει στὸ Θεὸ ὡς ἐλεύ­θε­ρη καὶ λογι­κὴ ὕπαρ­ξη ὡς υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπάν­τη­ση αὐτὴ δὲ δόθη­κε ἀπὸ κάποιον φιλό­σο­φο. Ἄν ἦταν ἔτσι τὰ πράγ­μα­τα δὲ θὰ τὸν πιστεύ­α­με. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ παν­τε­πό­πτου Θεοῦ, ποὺ ἐπι­σκέ­φτη­κε τοὺς ἀνθρώ­πους ἀπὸ τὸ τρια­δι­κὸ σύστη­μα ὕπαρ­ξης καὶ ζωῆς, ἀπ’ ὅπου πηγά­ζει ἡ ζωή. Πιστεύ­ου­με ἑπο­μέ­νως πῶς ἡ ἀπάν­τη­ση αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ καὶ τὴν κρα­τᾶ­με ὡς σωστι­κὴ ἀλή­θεια. Αὐτή στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ κλη­θεῖ ἁπλᾶ «ἀπάν­τη­ση», ἀλλὰ μαρ­τυ­ρία τοῦ πάν­σο­φου Θεοῦ.

Μὲ τὴ μαρ­τυ­ρία αὐτὴ παίρ­νου­με τὴν ἀπάν­τη­ση στὸ πρό­βλη­μα γιὰ τὰ ὑπάρ­χον­τα τοῦ ἀνθρώ­που, σ’ ὅλες τίς ἐρω­τή­σεις γιὰ τὴν ἰδιο­κτη­σία, τὰ οἰκο­νο­μι­κὰ καὶ τίς πολι­τι­κὲς πάνω στὴ γῆ. Ὁ ἄνθρω­πος ἀνή­κει στὸ Θεό. Ἡ φύση ἐπί­σης ἀνή­κει στὸ Θεό. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρω­πος ὀνο­μά­ζει ὑπάρ­χον­τά του, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς τὰ δανεί­ζει στὸν ἄνθρω­πο Ὁ Θεὸς δάνει­σε τὰ ὑπάρ­χον­τα αὐτὰ στοὺς ἀνθρώ­πους ἄνι­σα. Για­τί αὐτό; Ἐπει­δὴ οἱ ἄνθρω­ποι εἶναι ἐλεύ­θε­ρες καὶ λογι­κὲς ὑπάρ­ξεις. Ὁ Θεὸς δὲ μοι­ρά­ζει ἄνι­σα τὰ πράγ­μα­τα σὲ νεκροὺς ἢ σὲ μισο­πε­θα­μέ­νες ὑπάρ­ξεις ποὺ δὲν ἔχουν ἀντί­λη­ψη, ποὺ δὲ λει­τουρ­γεῖ ὁ νοῦς τους. Ἔκα­νε ὅμως τὴ μοι­ρα­σιὰ στὶς λογι­κὲς καὶ ἐλεύ­θε­ρες ὑπάρ­ξεις ἄνι­σα, γιὰ νὰ φανεῖ καθα­ρὰ ἡ ἀντί­λη­ψη καὶ ἡ ἐλευ­θε­ρία τους γιὰ νὰ συνει­δη­το­ποι­ή­σουν οἱ ἄνθρω­ποι τὴν ἀλλη­λε­ξάρ­τη­σή τους καὶ μὲ τὴ σωστὴ καὶ λογι­κὴ χρή­ση τῶν ἀγα­θῶν ποὺ τοὺς δάνει­σε ὁ Θεός, νὰ ἐργα­στοῦν τόσο γιὰ τὴ δική τους σωτη­ρία, ὅσο καὶ γιὰ τὴ σωτη­ρία τῶν ἀδελ­φῶν τους. Ἔτσι αὐτὰ ποὺ τοὺς δάνει­σε ὁ Θεὸς καὶ ποὺ οἱ ἄνθρω­ποι ὀνο­μά­ζουν λαθε­μέ­να περιου­σία τους, πρέ­πει νὰ γίνουν μέσα γιὰ τὴ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων.

Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς μιλά­ει γιὰ ἕναν πλού­σιο ἄνθρω­πο ποὺ δὲν ἔβλε­πε μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο τὰ ὑπάρ­χον­τά του, ἀλλὰ μ’ ἕναν ἐντε­λῶς δια­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὅμως βασα­νί­στη­κε τόσο πολύ, ποὺ ἡ καρ­διά μας παγώ­νει στὸ ἄκου­σμα τῶν βασά­νων του καὶ οἱ τρί­χες τοῦ κεφα­λιοῦ μας σηκώ­νον­ται ὄρθιες καὶ μόνο ἀπὸ τὴν περι­γρα­φή τους.

Εἶπε ὁ Κύριος: «Ἄνθρω­πός τις δὲ ἢν πλού­σιος, καὶ ἐνε­δι­δά­σκε­το πορ­φύ­ραν καὶ βύσ­σον εὐφραι­νό­με­νος καθ’ ἡμέ­ραν λαμ­πρῶς. πτω­χὸς δὲ τίς ἤν,ἥν,ἦν ὀνό­μα­τι Λάζα­ρος, ὸς ἔβέ­βλη­το πρὸς τὸν πυλῶ­να αὐτοῦ ηλκω­μέ­νος καὶ ἐπι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀπὸ τῶν ψιχί­ων τῶν πιπτόν­των ἀπὸ τῆς τρα­πέ­ζης τοῦ πλου­σί­ου ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχό­με­νοι ἀπέ­λει­χον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» (Λουκ. ἴστ’ 19–21). Αὐτὴ εἶναι μιὰ φοβε­ρὴ εἰκό­να ποὺ περι­γρά­φει τὴν ἐπί­γεια ἀνι­σό­τη­τα. Στα­θεῖ­τε ὅμως. Ἀργό­τε­ρα θὰ δοῦ­με μιὰ φοβε­ρὴ εἰκό­να τῆς οὐρά­νιας ἀνι­σό­τη­τας. Πόσο ἀντί­θε­τη παρά­θε­ση! Ἀπὸ τὴ μιὰ ὁ πλού­σιος ἄνθρω­πος, ντυ­μέ­νος μὲ πορ­φύ­ραν καὶ βύσ­σον, μὲ κόκ­κι­να, πορ­φυ­ρά ἐνδύ­μα­τα καὶ μὲ πολυ­τε­λῆ λινὸ χιτῶ­να. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνας ζητιά­νος, γεμᾶ­τος πλη­γές, ἕλκη. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ ἄνθρω­πος ποὺ κάνει παρέα μὲ ἄλλους σὰν κι , δηλα­δὴ πλού­σιους, καλο­θρεμ­μέ­νους, χαρού­με­νους κι εὐτυ­χι­σμέ­νους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνας ἄνθρω­πος ποὺ μόνη παρέα του εἶχε τα σκυ­λιά. Ἀπὸ τὴ μιὰ χλι­δή, ὑγεία καὶ γεμᾶ­τα στο­μά­χια.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη φτώ­χεια, ἀρρώ­στια καὶ πεῖ­να. Στὴ μιὰ μεριά τα τρα­γού­δια κι οἱ χοροὶ ἀντι­λα­λού­σαν στὸ στε­ρέ­ω­μα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ σιω­πη­λὴ ἐλπί­δα γιὰ ἕνα ψίχου­λο ψωμί, μιὰ ἄλα­λη παρα­κο­λού­θη­ση τοῦ ἱδρῶ­τα νὰ τρέ­χει ἀπὸ τὸ σῶμα του, μιὰ ἄδη­λη ἀνα­μο­νὴ τοῦ θανά­του. Βου­βὸς καὶ ἄρρω­στος. Τὸ εὐαγ­γέ­λιο δὲ μᾶς λέει ὅτι ὁ Λάζα­ρος ζήτη­σε ποτὲ βοή­θεια, ὅπως κάνουν οἱ ἄλλοι ζητιά­νοι. Αὐτὸς γύρευε νὰ κορέ­σει τὴν πεῖ­να του μόνο ἀπὸ τὰ ψίχου­λα ποὺ ἔπε­φταν ἀπὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλού­σιου, χωρὶς ποτέ του νὰ μιλή­σει. Μιλοῦ­σε μὲ κάποιους στὴν καρ­διά του, μὰ ποτὲ μὲ τὴ γλῶσ­σα του. Τὸ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ μὲ τὴ γλῶσ­σα γιὰ τὴ φτώ­χεια του, ἀφοῦ ὅλο τὸ σῶμα του ἦταν τρι­γυ­ρι­σμέ­νο ἀπὸ σκυ­λιά; Κι αὐτὸ μιλοῦ­σε ἀπὸ μόνο του κι ἦταν πολὺ πιὸ εὔγλωτ­το ἀπὸ πολ­λὰ λόγια.

Ἄς προ­σέ­ξου­με ἐδῶ ἕνα πολὺ σπου­δαῖο σημεῖο: Ὁ Κύριος δὲν ἀνα­φέ­ρει τὸ ὄνο­μα τοῦ πλου­σί­ου, μᾶς δίνει ὅμως τὸ ὄνο­μα τοῦ φτω­χοῦ, τοῦ ζητιά­νου. Τὸ ὄνο­μα τοῦ πλου­σί­ου δὲν ἀνα­φέ­ρε­ται καθό­λου στὴν παρα­βο­λή, μᾶς εἶναι ἄγνω­στο, ἐνῶ ὁ Λάζα­ρος ἀνα­φέ­ρε­ται καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρα­νό. Τί σημαί­νει αὐτό; Δὲν εἶναι κάτι ἐντε­λῶς ἀντί­θε­το ἀπὸ τὴ συνη­θι­σμέ­νη πρα­κτι­κὴ τῶν ἀνθρώ­πων, ποὺ θὰ ἦταν ν’ ἀνα­φερ­θεῖ τὸ ὄνο­μα τοῦ πλου­σί­ου καὶ ν’ ἀγνο­η­θεῖ τὸ ὄνο­μα τοῦ φτω­χοῦ ἤ, ἀκό­μα κι ἂν αὐτὸ ἦταν γνω­στό, νὰ μὴν ἀνα­φερ­θεῖ καθό­λου γιὰ νὰ μὴν ἐνο­χλή­σει; Οἱ φτω­χοὶ βαδί­ζουν ἢ ἕρπουν ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους σὰν ἀνώ­νυ­μες σκιὲς ποὺ πετά­γον­ται ξαφ­νι­κὰ σὰν ζητιά­νου, ἐνῶ τὰ ὀνό­μα­τα τῶν πλου­σί­ων ἀντη­χοῦν ἀκό­μα καὶ μέσα στὰ βασι­λι­κὰ παλά­τια, τρα­γου­διοῦν­ται στὰ ἔπη, γρά­φον­ται στὴν ἱστο­ρία, ἀνα­φέ­ρον­ται στὰ μέσα ἐπι­κοι­νω­νί­ας καὶ χαρά­ζον­ται σὲ μνη­μεῖα.

Αὐτὸς ἀκρι­βῶς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος δὲν ἀνα­φέ­ρει τὸ ὄνο­μα τοῦ πλου­σί­ου: γιὰ νὰ μὴν τιμή­σει ἰδιαί­τε­ρα κάποιον ποὺ οἱ ἄνθρω­ποι τιμοῦν πολὺ γιὰ νὰ ξεκα­θα­ρί­σει πῶς ἡ κρί­ση τοῦ Θεοῦ δια­φέ­ρει καὶ συνή­θως εἶναι ἐντε­λῶς ἀντί­θε­τη ἀπὸ τὴν κρί­ση τῶν ἀνθρώ­πων γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς ἀμεί­βει ὁ οὐρα­νὸς τοὺς ἀνθρώ­πους. Παρα­λεί­πον­τας τὸ ὄνο­μα τοῦ πλου­σί­ου ὅμως, ἀπο­κά­λυ­ψε κι ἕνα οὐρά­νιο μυστή­ριο. Τὸ ὄνο­μα τέτοιου πλού­σιου θὰ εἶναι ἄγνω­στο στὸν οὐρα­νό. Δὲ θ’ ἀνα­φερ­θεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέ­λους καὶ τοὺς ἁγί­ους. Θὰ δια­γρα­φεῖ ἀπὸ τὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς. Θὰ μπο­ροῦ­σε ὁ Κύριος νὰ δώσει κάποιο ὄνο­μα στὸν πλού­σιο, ὅπως ἔκα­νε καὶ γιὰ τὸ φτω­χό. Ἀλλὰ δὲν εἶχε καμία πρό­θε­ση νὰ τὸ προ­φέ­ρει μὲ τ’ ἅγια χεί­λη Του, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀνα­ζω­ο­γο­νή­σει κατὰ κάποιο τρό­πο, ἀφοῦ εἶχε δια­γρα­φεῖ ἀπὸ τὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς.

Ὀφεί­λου­με νὰ παρα­τη­ρή­σου­με πῶς ὁ Κύριος φρόν­τι­σε ἰδιαί­τε­ρα νὰ μὴν ἀνα­φέ­ρει τὰ ὀνό­μα­τα τοῦ Ἡρώ­δη, τοῦ Πιλά­του ἢ τοῦ Καϊ­ά­φα. «Εἴπα­τε τη ἀλώ­πε­κι ταύ­τῃ» (Λουκ. ἴγ’ 32), εἶπε γιὰ τὸν Ἡρώ­δη, χωρὶς νὰ πεῖ τ’ ὄνο­μά του. Πολὺ νωρί­τε­ρα ὁ Θεὸς εἶχε πεῖ γιὰ τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς μὲ τὸν Ψαλ­μω­δό: «οὐδ’ οὐ μὴ μνη­σθῶ τῶν ὀνο­μά­των αὐτῶν διὰ χει­λέ­ων μοῦ» (Ψαλμ. ἰε’ 4). Γιὰ τοὺς δικαί­ους ὅμως εἶπε ὁ Κύριος Ἰησοῦς: «χαί­ρε­τε δὲ ὅτι τὰ ὀνό­μα­τα ὑμῶν ἐγρά­φη ἐν τοῖς οὐρα­νοῖς» (Λουκ. ἰ’ 20). Τοπο­θε­τεῖ τὴ χαρὰ αὐτὴ πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη χαρά, παρα­πά­νω κι ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ ἔνιω­θαν οἱ ἀπό­στο­λοι ὅταν δια­πί­στω­σαν πῶς τὰ πνεύ­μα­τα ὑπο­τάσ­σον­ται σ’ αὐτούς.

Τί κακὸ ἔκα­νε ὁ ἄνθρω­πος αὐτός, ὥστε ὁ Κύριος νὰ μὴν ἀνα­φέ­ρει τὸ ὄνο­μά Του; Ὁ Κύριος δὲν τὸν κατη­γό­ρη­σε οὔτε γιὰ κλο­πή, οὔτε γιὰ ψεύ­δη ἢ γιὰ μοι­χεία, γιὰ ἔγκλη­μα ἢ γι’ ἀπι­στία στὸ Θεό, οὔτε γιὰ τὸν τρό­πο ποὺ ἀπό­κτη­σε τὰ πλού­τη του. Γιὰ ποιό λόγο λοι­πὸν τὸν κατη­γό­ρη­σε ὁ Κύριος; Mὰ ἢ ζων­τα­νὴ κατη­γο­ρία ἔστε­κε μπρο­στὰ στὴν πύλη τοῦ ἀρχον­τι­κοῦ του. Δὲν ἦταν γραμ­μέ­νη σὲ χαρ­τὶ μὲ μελά­νι, ἀλλὰ μὲ πλη­γὲς καὶ ἕλκη στὸ σῶμα τοῦ ζων­τα­νοῦ ἀνθρώ­που.

Ὁ πλού­σιος εἶχε σίγου­ρα ὅλα τὰ πάθη καὶ τίς κακί­ες ποὺ ἀνα­πό­φευ­κτα κου­βα­λοῦν μαζί τους τὰ πλού­τη στὸν ἐλα­φρό­μυα­λο ἄνθρω­πο. Αὐτὸς ποὺ κάθε μέρα ντύ­νε­ται μὲ λαμ­πρό­τη­τα, τρώ­ει καὶ πίνει πλου­σιο­πά­ρο­χα καὶ ξοδεύ­ει τὸν και­ρό του σὲ ἡδο­νὲς καὶ ἀπο­λαύ­σεις, δὲν ἔχει μέσα του θέση γιά το φόβο τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρα­τή­σει τὴ γλῶσ­σα τοῦ ἀπὸ τὸ κου­τσομ­πο­λιό, τὸ στο­μά­χι τοῦ ἀπὸ τὴν πολυ­φα­γία καὶ τὴν καρ­διά του ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια καὶ τὴ ματαιό­τη­τα, τὴν κατα­φρό­νη­ση τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀπα­ξί­ω­ση τῶν πραγ­μά­των τοῦ Θεοῦ. Όλ’ αὐτὰ ὁδη­γοῦν ἀνα­πό­φευ­κτα τὸν ἄνθρω­πο στὴ φιλη­δο­νία, στὴν ἀπά­τη, στὴν ἐκδι­κη­τι­κό­τη­τα, στὸ ἔγκλη­μα καὶ στὴν ἀπόρ­ρι­ψη τοῦ Θεοῦ. Καμιὰ ἀπ’ αὐτὲς τίς ἁμαρ­τί­ες καὶ τίς κακί­ες ὅμως δὲν ἀνέ­φε­ρε ὁ Κύριος γιὰ τὸν πλού­σιο. Ἀπὸ τὴν παρα­βο­λὴ μόνο μιὰ ἀνο­μία εἶναι καθα­ρὴ γιὰ τὸν πλού­σιο: ἡ ὑπερ­βο­λι­κὴ περι­φρό­νη­σή του γιὰ τὸ φτω­χὸ Λάζα­ρο, γιὰ τὴν ἀρρώ­στια καὶ τὴ φτώ­χεια του.

Ἄν ὁ Λάζα­ρος ἦταν ὑγι­ὴς ἄνθρω­πος, ντυ­μέ­νος στὰ μετα­ξω­τὰ καὶ παρου­σια­ζό­ταν στὴν πύλη. ὁπωσ­δή­πο­τε θὰ τὸν ὑπο­δε­χό­ταν ὁ πλού­σιος καὶ θὰ τὸν καλοῦ­σε στὸ τρα­πέ­ζι του. Θὰ τὸν ὑπο­δε­χό­ταν καὶ θὰ τὸν καλοῦ­σε σὰν ἄνθρω­πο. Ὁ πλού­σιος ὅμως δὲν ἔβλε­πε καὶ δὲν ἀνα­γνώ­ρι­ζε κάποιον ἄνθρω­πο στὸ Λάζα­ρο, μέσα στὴ φτώ­χεια καὶ τίς πλη­γές του. Περι­φρο­νοῦ­σε τὸ πλά­σμα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ σὰ νὰ μὴν ὑπῆρ­χε καθό­λου. Γύρι­ζε ἀλλοῦ τὰ μάτια τοῦ γιὰ νὰ μὴ τὸν βλέ­πει καὶ μολύ­νει τὴν ὅρα­σή του. Τὰ πλού­τη τοῦ τὰ λογά­ρια­ζε ἀπο­κλει­στι­κὰ δικά του, ὄχι σὰν δανει­κὰ ποὺ εἶχε πάρει ἀπό το Θεό. Τὸ τάλαν­το ποὺ τοῦ ἔδω­σε ὁ Θεὸς τὸ ἔθα­ψε στὴ γῆ τοῦ κορ­μιοῦ του κι ἔτσι κανέ­νας ἄλλος δὲν ὠφε­λή­θη­κε ἀπ’ αὐτό. Ἡ καρ­διά του ἦταν δοσμέ­νη «ἐν κραι­πά­λῃ καὶ μέθῃ» (Λουκ. κά’ 34). Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς κόσμος κι οἱ πνευ­μα­τι­κὲς ἀξί­ες δὲν ὑπῆρ­χαν γι’ αὐτόν. Ἔβλε­πε μόνο μὲ τὰ σωμα­τι­κά του μάτια, ἄκου­γε μόνο μὲ τὰ σωμα­τι­κά του αὐτιὰ καὶ ζοῦ­σε ἀπο­κλει­στι­κὰ μὲ ἀφο­σί­ω­ση στὰ σαρ­κι­κὰ πράγ­μα­τα.

Ἡ ψυχὴ τοῦ πλού­σιου ἦταν γεμά­τη πλη­γές, ὅπως ἦταν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Λάζα­ρου. Ἡ ψυχή του ἦταν ἡ πραγ­μα­τι­κὴ εἰκό­να τοῦ σώμα­τος τοῦ Λάζα­ρου καὶ τὸ σῶμα τοῦ Λάζα­ρου ἡ ἀλη­θι­νὴ εἰκό­να τῆς ψυχῆς του. Ἔτσι ὁ Θεὸς ἔβα­λε δυὸ ἀνθρώ­πους στὴ γῆ γιὰ νὰ γίνουν ὁ ἕνας καθρέ­φτης τοῦ ἄλλου. Ὁ ἕνας ζοῦ­σε στὸ μέγα­ρο κι ὁ ἄλλος στὴν πύλη. Ἡ ἐξω­τε­ρι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα τοῦ πλού­σιου καθρέ­φτι­ζε τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ κατά­στα­ση τοῦ Λάζα­ρου. Ἡ ἐξω­τε­ρι­κὴ ἐμφά­νι­ση τῶν πλη­γῶν τοῦ Λάζα­ρου καθρέ­φτι­ζε τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ κατά­στα­ση τοῦ πλού­σιου. Ἦταν ἀπα­ραί­τη­το ν’ ἀπα­ριθ­μή­σει ὁ Κύριος ὅλες τίς ἁμαρ­τί­ες τοῦ πλού­σιου; Μὰ ἦταν ὁλο­φά­νε­ρες μὲ τὴν πρώ­τη ματιὰ καὶ μάλι­στα καθε­μιὰ ἀπ’ αὐτές. Ἡ ἔλλει­ψη συμ­πά­θειας τοῦ πλού­σιου πρὸς τὸ Λάζα­ρο τρά­βη­ξε τὴν κουρ­τί­να τῆς ψυχῆς του καὶ φανε­ρώ­θη­κε ἀμέ­σως ‑στὰ μάτια, στ’ αὐτιά, στὴ μύτη καὶ τὴ γλῶσ­σα- ὁ βόρ­βο­ρος ποὺ εἶχε μέσα του.

Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκό­να δυὸ ἀνθρώ­πων ποὺ ζοῦ­νε στὴ γῆς τοῦ ἑνὸς τὸ ὄνο­μὰ εἶναι πασί­γνω­στο στοὺς ἀνθρώ­πους καὶ ἀνα­φέ­ρε­ται πάν­τα μὲ συμ­πά­θεια τοῦ ἄλλου τὸ ὄνο­μα δὲν τὸ ξέρει κανέ­νας, μὰ οὔτε κι ἐνδια­φέ­ρε­ται νὰ τὸ μάθει. Καὶ τώρα θὰ δοῦ­με τὴν εἰκό­να τῶν δύο αὐτῶν ἀνθρώ­πων στὸν οὐρα­νό.

«Ἐγέ­νε­το δὲ ἀπο­θα­νεῖν τὸν πτω­χὸν καὶ ἀπε­νε­χθῆ­ναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέ­λων εἰς τὸν κόλ­πον Ἀβρα­ὰμ ἀπέ­θα­νε δὲ καὶ ὁ πλού­σιος καὶ ἐτά­φη. καὶ ἐν τῷ ἅδῃ ἐπά­ρας τοὺς ὀφθαλ­μοὺς αὐτοῦ, ὑπάρ­χων ἐν βασά­νοις, ὁρᾶ τὸν Ἀβρα­ὰμ ἀπὸ μακρό­θεν καὶ Λάζα­ρον ἐν τοῖς κόλ­πους αὐτοῦ» (Λουκ. ἴστ’ 22,23). Οἱ πλού­σιοι πεθαί­νουν ὅπως κι οἱ φτω­χοί. Κανέ­νας δὲ γεν­νή­θη­κε στὸν κόσμο αὐτὸν γιὰ νὰ ζήσει αἰώ­νια. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι φθαρ­τὸς καὶ περι­μέ­νει τὸ τέλος του. Οἱ πλού­σιοι πεθαί­νουν ἀφή­νον­τας ἕναν ἀνα­στε­ναγ­μὸ γι’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Οἱ φτω­χοὶ ἀφή­νουν ἕναν ἀνα­στε­ναγ­μὸ γιὰ τὸ μέλ­λον­τα κόσμο. Ἀφή­νον­τας τὸν κόσμο αὐτὸν ὁ πλού­σιος ἐγκα­τέ­λει­ψε τὴ λαμ­πρό­τη­τα, τὴν πολυ­τέ­λεια καὶ τίς ἡδο­νές του. Ὁ Λάζα­ρος ἄφη­σε τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ μαζί του ἄφη­σε τὴν πεῖ­να, τίς πλη­γὲς καί τα σκυ­λιά.

Ἄς δοῦ­με τώρα τὸ θερι­σμὸ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πέθα­νε ὁ Λάζα­ρος, ἄγγε­λοι παρέ­λα­βαν τὴν ψυχή του καὶ τὴν ὁδή­γη­σαν στὸν παρά­δει­σο. Ὅταν πέθα­νε ὁ πλού­σιος, οἱ ἄγγε­λοι ἔφυ­γαν μὲ ἄδεια χέρια ἀπὸ τὸ νεκρο­κρέ­βα­τό του. Ἀπὸ μιὰ φανε­ρὰ σάπια ρίζα, οἱ ἄγγε­λοι βρῆ­καν καὶ ἔδρε­ψαν ἕνα ὑπέ­ρο­χο καὶ ὥρι­μο φροῦ­το. Ἀπὸ τὸ ἄλλο δέν­τρο, ποὺ ἦταν κατα­πρά­σι­νο καὶ ευσκιό­φυλ­λο, δὲ βρῆ­καν κανέ­να καρ­πό. «Πᾶν οὖν δέν­δρον μὴ ποιοῦν καρ­πὸν καλὸν ἐκκό­πτε­ται καὶ εἰς πῦρ βάλ­λε­ται» (Λουκ. θ’ 9).

Τὰ προ­φη­τι­κὰ αὐτὰ λόγια ἐκπλη­ρώ­θη­καν ἀπό­λυ­τα στὸν ἄσπλα­χνο πλού­σιο. Ξερι­ζώ­θη­κε τόσο σωμα­τι­κὰ ὅσο καὶ ψυχι­κά. Τὸ σῶμα του τὸ ἔρρι­ξαν στὸν τάφο, γιὰ νὰ λιώ­σει ἐκεῖ. Ἡ ψυχή του πῆγε στὴν κόλα­ση, γιὰ νὰ καί­γε­ται ἐκεῖ. Οἱ ἄγγε­λοι δὲ μαζεύ­τη­καν γύρω ἀπὸ τὸ νεκρι­κό του κρε­βά­τι, ἀφοῦ ἤξε­ραν πῶς ἐκεῖ δὲν περί­με­ναν τίπο­τα. Τὴ θέση τῶν ἀγγέ­λων πῆραν οἱ δαί­μο­νες κι οἱ ἄνθρω­ποι, γιὰ νὰ τὸν θάψουν. Οἱ δαί­μο­νες ἔθα­ψαν τὴν ψυχή του στὴν κόλα­ση κι οἱ ἄνθρω­ποι τὸ σῶμα του στὴ γῆ.

Οἱ ἄνθρω­ποι, ὅπως ἦταν φυσι­κό, ἀντέ­δρα­σαν δια­φο­ρε­τι­κὰ στὸ θάνα­το τοῦ πλού­σιου ἀπ’ ὅ,τι σ’ ἐκεῖ­νον τοῦ φτω­χοῦ Λάζα­ρου, ὅπως γινό­ταν κι ὅταν ζοῦ­σαν. Ὁ θάνα­τος τοῦ πλού­σιου ἔγι­νε ἀμέ­σως γνω­στὸς παν­τοῦ κι ὅλη ἡ πόλη μαζεύ­τη­κε στὴν κηδεία του. Τὸ παγω­μέ­νο σῶμα του τὸ ξανα­έν­τυ­σαν μὲ πορ­φυ­ρά καὶ πολυ­τε­λῆ λινὰ ροῦ­χα, τὸ τοπο­θέ­τη­σαν σὲ φέρε­τρο φτιαγ­μέ­νο ἀπὸ σπά­νια ξύλα καὶ μέταλ­λα καὶ τὸ περιέ­φε­ραν στὴν πόλη σε χρυ­σῆ ἅμα­ξα ποὺ ἔσυ­ραν ἄλο­γα μὲ μαῦ­ρες σέλες. Κατὰ κάποιο τρό­πο ἀπαι­τοῦ­σαν ἔτσι τὴν ἔκφρα­ση λύπης γιὰ κάποιον ποῦ, μὲ τὴ ζωή του, σκόρ­πι­σε τὸν οἶκτο τοῦ οὐρα­νοῦ. Πίσω ἀπὸ τὴ νεκρο­φό­ρα ἀκο­λου­θοῦ­σε τὸ πλῆ­θος τῶν φίλων του, τῶν συγ­γε­νῶν καὶ τῶν δού­λων του, ποὺ ὅλοι τους ἦταν ντυ­μέ­νοι μὲ πέν­θι­μα μαῦ­ρα ροῦ­χα. Ἀκο­λου­θοῦ­σαν ποιόν; Ἕναν ἄνθρω­πο ποὺ δὲν ἔδι­νε οὔτε τὰ περισ­σεύ­μα­τα ἀπὸ τὸ τρα­πέ­ζι του σ’ ἕναν πει­να­σμέ­νο ζητιά­νο. Ἡ πόλη ὁλό­κλη­ρη βγῆ­κε γιὰ τὴν κηδεία του, νὰ ἐκφρά­σει το σεβα­σμό του σ’ αὐτὸν τὸν ἔξο­χο συμ­πο­λί­τη καὶ ν’ ἀκού­σει τίς ὁμι­λί­ες ποὺ ἐκθεί­α­ζαν τίς ἀρε­τές του κι ὅλα ὅσα εἶχε κάνει γιὰ τὴν πόλη, τὸ ἔθνος καὶ γιὰ τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα γενι­κό­τε­ρα. Ἄκου­σαν ὅλοι λόγια ὄμορ­φα σὰν τὰ πορ­φυ­ρά ροῦ­χα, ἁπα­λὰ σὰν τὸ ἐξαι­ρε­τι­κὸ λινὸ ποὺ φοροῦ­σε τὸ νεκρὸ σῶμα, ποὺ τώρα δὲν εἶχε ἀνάγ­κη οὔτε ἕνα ψίχου­λο ἀπὸ τὸ τρα­πέ­ζι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Λόγια ποὺ ἦταν τόσο ψεύ­τι­κα, ὅσο κι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που αὐτοῦ. Λόγια τόσο κενὰ ὅσο ἡ ψυχή του, ποὺ ἦταν ἄμοι­ρη καλῶν ἔργων.

Τελι­κὰ ἔχω­σαν στὴ γῆ τὸ σῶμα ποὺ ἦταν ντυ­μέ­νο στὰ πορ­φυ­ρά καὶ στὰ πολυ­τε­λῆ λινά. Κι ἐκεῖ δὲν τὸ ἔλει­χαν τα σκυ­λιά, ἀλλὰ τὸ κατα­βρό­χθι­ζαν τὰ σκου­λή­κια. Πάνω στὸν τάφο, στὸν τάφο ἐκεί­νου ποὺ εἶχε χάσει τὸ στε­φά­νι τῆς αἰώ­νιας δόξας, τοπο­θε­τή­θη­καν στε­φά­νια μὲ λου­λού­δια. Πάνω στὸν τάφο ἔβα­λαν καὶ μιὰ ἀκρι­βῆ πέτρι­νη στή­λη, ὅπου ἦταν χαραγ­μέ­νο τὸ ὄνο­μα τοῦ ἀνθρώ­που ποὺ δὲν ἦταν γραμ­μέ­νο στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Κανέ­νας ἀπὸ τίς χιλιά­δες ἀνθρώ­πους ποὺ ἔλα­βαν μέρος στὴν τελε­τὴ αὐτὴ ὅμως, δὲν ἤξε­ρε ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που αὐτοῦ βρι­σκό­ταν ἤδη στὴν κόλα­ση.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευ­ρὰ τώρα, τί εἴδους κηδεία νὰ εἶχε ὁ φτω­χὸς Λάζα­ρος; Θὰ ἔμοια­ζε μᾶλ­λον μὲ τὸν ἐντα­φια­σμὸ κάποιου σκύ­λου ποὺ βρέ­θη­κε νεκρὸς στὸ δρό­μο. Θὰ πρέ­πει νὰ ὑπῆρ­χε κάποια κρα­τι­κὴ ἐξου­σία γιὰ ν’ ἀνα­λά­βει τοὺς νεκροὺς ζητιά­νους ποὺ πέθαι­ναν στὸ δρό­μο καὶ νὰ τοὺς θάψει. Κι αὐτὸ γιὰ διά­φο­ρους λόγους, ἀλλὰ κυρί­ως γιὰ τοὺς ἑξῆς δύο: πρῶ­τα γιὰ τὸν κίν­δυ­νο νὰ ξεσχί­σουν τα σκυ­λιὰ τὸ σῶμα του καὶ νὰ τὸ σκορ­πί­σουν στὴν ἀγο­ρὰ καὶ δεύ­τε­ρο, ἀπὸ τὸ φόβο μὴ μυρί­σει καὶ μολύ­νει ἔτσι τὴν πόλη. Ὅπως καὶ νά ‘χὰν τὰ πράγ­μα­τα, τὸ σῶμα ἔπρε­πε νά μετα­φερ­θεὶ τὸ συν­το­μό­τε­ρο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ ἐντα­φια­στεῖ, για­τί τὸ πτῶ­μα αὐτό, ποὺ ἦταν γεμᾶ­το πλη­γὲς καὶ ντυ­μέ­νο μὲ ράκη, ἐνο­χλοῦ­σε τὴν ὅρα­ση τῶν περα­στι­κῶν. Τὸ μόνο ποὺ φρόν­τι­ζαν ὅλοι, ἦταν ἡ καλο­πέ­ρα­ση τῶν κατοί­κων τῆς πόλης. Ἡ παρου­σία τοῦ φτω­χοῦ ἀνθρώ­που τους ἐνο­χλοῦ­σε ὅλους, τόσο ὅσο ζοῦ­σε ὅσο κι ὅταν πέθα­νε. Οἱ ἀρχὲς δὲν ἔχω­ναν τὴ μύτη τους σὲ τέτοια δυσά­ρε­στα πράγ­μα­τα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ βροῦν καὶ νὰ πλη­ρώ­σουν ἀνθρώ­πους γιὰ νὰ ἐκτε­λέ­σουν τὸ δυσά­ρε­στο αὐτὸ καθῆ­κον. Αὐτὸ ποὺ περ­νοῦ­σε ἀπὸ στό­μα σὲ στό­μα, ἦταν: Κάποιος ζητιά­νος πέθα­νε ποιός θὰ τὸν θάψει; Ποιός θὰ πλη­ρώ­σει γι’ αὐτό; Ποιός ἦταν αὐτός; Καὶ μιὰ ἀνόη­τη ἐρώ­τη­ση: Ποιός θὰ ἤξε­ρε καὶ θὰ θυμό­ταν τὸ ὄνο­μα τοῦ ζητιά­νου;

Πόσο μεγά­λη ἦταν ἡ δια­φο­ρὰ ἀνά­με­σα στοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀνθρώ­πους, ἀπὸ τὴν ἀξία ποὺ εἶχαν στὰ μάτια τῶν ἄλλων; Ὁ οὐρα­νὸς ὅμως δὲ νοιά­ζε­ται πολὺ γιὰ τὴν κρί­ση τῶν ἀνθρώ­πων. Δὲ νοιά­ζε­ται ἂν οἱ ἄνθρω­ποι ἐπαι­νοῦν ἢ περι­φρο­νοῦν, ἂν ἀντα­μεί­βουν μὲ μετάλ­λια ἢ ἂν κατα­δι­κά­ζουν. Ἡ ἐκτί­μη­ση τῶν ἀνθρώ­πων φτά­νει μόνο ὡς τὸν τάφο ἐκεί­νων ποὺ πέθα­ναν. Μετὰ τὴν ψυχὴ τὴν ἀνα­λαμ­βά­νει ὁ οὐρα­νὸς καὶ κάνει τὴ δική του ἐκτί­μη­ση. Γι’ αὐτὸ κι ὁ πλού­σιος ἄνθρω­πος ποὺ ντυ­νό­ταν μὲ πανά­κρι­βα ροῦ­χα πῆγε κατευ­θεῖ­αν στὴν κόλα­ση, ἐνῶ ὁ Λάζα­ρος μὲ τὰ ἕλκη ἀνέ­βη­κε στὸν παρά­δει­σο.

«Καὶ ἕν τῷ ἄδη ἐπά­ρας τοὺς ὀφθαλ­μοὺς αὐτοῦ, ὑπάρ­χων ἐν βασά­νοις, ὁρᾶ τὸν Ἀβρα­ὰμ ἀπὸ μακρό­θεν καὶ Λάζα­ρον ἐν τοῖς κόλ­πους αὐτοῦ» (Λουκ. ἴστ’ 22,23). Αὐτὴ θὰ ἦταν ἴσως ἡ πρώ­τη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ γεν­νή­θη­κε, ποὺ ὁ πλού­σιος σήκω­σε τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρα­νό. Στὴ γῆ κοί­τα­ζε μόνο τὸν ἑαυ­τό του καὶ τὸν κόσμο γύρω του. Δὲν εἶχε φρον­τί­δες κι ἀνάγ­κες καὶ γι’ αὐτὸ δὲ σήκω­νε ψηλὰ τὰ μάτια του. Τὸ ἴδιο κάνου­με σήμε­ρα καὶ πολ­λοὶ ἀπό μας, γι’ αὐτὸ ἔχου­με καὶ τὴν παροι­μία ποὺ λέει: «Χωρὶς βάσα­να, προ­σευ­χὴ δὲ γίνε­ται!» Χίλιες φορὲς νά ‘ναὶ εὐλο­γη­μέ­να τὰ βάσα­να ποὺ μᾶς βρί­σκουν σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ μᾶς ἀναγ­κά­ζουν νὰ σηκώ­σου­με τὰ μάτια καὶ τὴν καρ­διά μας στὸν Κύριο. Ἄν καὶ πλού­σιος δὲν εἶχε ἐξορ­κί­σει τὰ βάσα­να στὴ γῆ καὶ δὲν τ’ ἀπέ­φευ­γε μὲ τὰ γέλια καὶ τίς δια­σκε­δά­σεις, ἴσως νὰ ‘χε σηκώ­σει ὅσο ζοῦ­σε τὰ μάτια του στὸν οὐρα­νὸ καὶ νά ‘χε γλι­τώ­σει ἀπὸ τὴν κόλα­ση. Τώρα ὅμως βρι­σκό­ταν στὴν κόλα­ση, ἀπ’ ὅπου μάταια σήκω­σε τὰ μάτια του στὸν οὐρα­νό.

Ὁ σοφὸς Σολο­μῶν εἶχε πεῖ: «Ἀγα­θὸς θυμὸς ὑπὲρ γέλω­τα, ὅτι ἐν κακίᾳ ἀνθρώ­που ἀγα­θυν­θή­σε­ται καρ­δίᾳ» (Ἐκκλησ. ζ 3). Ὁ πλού­σιος εἶχε ἀπο­λαύ­σει τὴ ζωή του, ἦταν εὐτυ­χι­σμέ­νος, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ἄγγι­ξε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἀπὸ τὴν κόλα­ση σήκω­σε τὰ μάτια του, εἶδε τὸν Ἀβρα­ὰμ ἀπὸ μακρό­θεν καὶ Λάζα­ρον ἐν τοῖς κόλ­πους αὐτοῦ. Ἡ παρα­βο­λὴ λέει πῶς τὸν εἶδε ἀπὸ μακρό­θεν, γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς ἡ κόλα­ση βρί­σκε­ται μακριὰ ἀπὸ τὸν παρά­δει­σο, ὅπου εἶναι ἡ κατοι­κία τῶν δικαί­ων. Ὁ Ἀβρα­ὰμ ἦταν ὁ κατὰ σάρ­κα γενάρ­χης τῶν Ἰου­δαί­ων. Μὲ τὴ δικαιο­σύ­νη του ἔγι­νε προ­πά­το­ρας ὅλων τῶν δικαί­ων ποὺ μὲ τὴν πίστη, τὴν ὑπα­κοὴ καὶ τὴν ταπεί­νω­σή τους εὐα­ρέ­στη­σαν στὸ Θεὸ κι ἔκα­ναν τὸ θέλη­μά Του. Ὁ Λάζα­ρος βρι­σκό­ταν στοὺς κόλ­πους τοῦ Ἀβρα­άμ. Τί σημαί­νει αὐτό; Μὲ τοὺς κόλ­πους τοῦ Ἀβρα­ὰμ ὁ Κύριος ὑπο­δη­λώ­νει τὸ ἤρε­μο κατα­φύ­γιο ὅλων τῶν δικαί­ων, τοὺς ὁποί­ους ἀνέ­παυ­σε ὁ Θεὸς μετὰ τίς καται­γί­δες τῆς ζωῆς στὴ γῆ.

Ώσό­του ἔρθει ὁ Χρι­στὸς στὴ γῆ, οἱ Ἰου­δαῖ­οι εἶχαν τὸν Ἀβρα­ὰμ ὡς τὸν καλ­λί­τε­ρο τῶν δικαί­ων. Κι ὁ Κύριος τὴν παρα­βο­λὴ αὐτὴ τὴν ἔλε­γε στοὺς Ἰου­δαί­ους. Μὲ τὴν ἔλευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κόσμο, ἦταν φυσι­κὸ νὰ ἐξε­λι­χτοῦν πολ­λοὶ ἄνθρω­ποι πιὸ δίκαιοι ἀπὸ τὸν Ἀβρα­ὰμ στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος δὲν ὑπο­σχέ­θη­κε στὸν Ἀβρα­ὰμ πῶς θὰ τὸν βάλει σὲ κάποιο θρό­νο γιὰ νὰ κρί­νει τίς δώδε­κα φυλὲς τοῦ Ἰσρα­ήλ, ὅπως ἔκα­νε στοὺς ἀπο­στό­λους (βλ. Λουκ. κβ’ 30). Σὰν ἀπό­γο­νος τοῦ Σὴμ ὅμως ὁ Ἀβρα­ὰμ ἦταν ὁ πρῶ­τος ποὺ θ’ ἀξιω­νό­ταν νὰ μπεῖ στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ (βλ. Λουκ. ἴγ’ 28), ὅπου, μαζί του θὰ ἦταν κι ὅλοι οἱ ἄλλοι δίκαιοι, οἱ κακο­ποι­η­μέ­νοι καὶ θανα­τω­μέ­νοι προ­φῆ­τες, οἱ ἀφο­σιω­μέ­νοι βασι­λιᾶ­δες κι ἄλλοι θεά­ρε­στοι ἄνθρω­ποι.

Στὴ χορεία τῶν δικαί­ων, μαζὶ μὲ τὸν Ἀβρα­άμ, τὸν Ἰσα­άκ, τὸν Ἰακώβ, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς προ­φῆ­τες Ἠλία καὶ Ἐλι­σαῖο, τὸ δίκαιο Ἰὼβ καὶ τὸν ἔνδο­ξο Δαβίδ, προ­σχώ­ρη­σε κι ὁ Λάζα­ρος, ὁ φτω­χὸς ζητιά­νος ποῦ σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ ὑπό­μει­νε καρ­τε­ρι­κὰ τὴν πεῖ­να, τὴ γυμνό­τη­τα, τὴν περι­φρό­νη­ση, τὴν ἀρρώ­στια καὶ τὰ ἕλκη ποὺ αἱμορ­ρα­γοῦ­σαν. Κανέ­νας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦ­σαν σ’ αὐτὴ τὴ φωτει­νὴ χώρα, στὸν τόπο τῆς εἰρή­νης καὶ τῆς ἀνε­κλά­λη­της χαρᾶς, δὲν ἔφτα­σε ἐκεῖ μὲ τὰ ἐπί­γεια πλού­τη καὶ τίς δια­σκε­δά­σεις του, τὰ ἐπι­τεύγ­μα­τα καὶ τὴν ἐξου­σία του, τὸ βασι­λι­κὸ στέμ­μα καὶ τὴν εὐγε­νι­κὴ κατα­γω­γή του, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴ στα­θε­ρὴ κι ἀκλό­νη­τη πίστη κι ἐλπί­δα του στὸ Θεό, τὴν ὑπο­τα­γή του στὸ θεϊ­κὸ θέλη­μα ἢ μὲ τὴν ὑπο­μο­νὴ καὶ τὴν ἔγκαι­ρη μετά­νοια.

Ὁ Θεὸς δὲν ἀπο­βλέ­πει στὴν κοι­νω­νι­κὴ θέση τοῦ ἀνθρώ­που στὸν κόσμο. Προ­σέ­χει μόνο τὴν καρ­διά μας. Στὴ βασι­λεία Του θὰ μποῦν ἐκεῖ­νοι ποὺ ἔχουν βασι­λι­κὲς ψυχές, ὄχι βασι­λι­κὰ στέμ­μα­τα αὐτοὶ ποῦ εἶναι πλού­σιοι στὴν ἀγά­πη καὶ τὴν πίστη, ὄχι σὲ χρή­μα­τα καὶ κτή­μα­τα: ὅσοι κατέ­χουν τὴ σοφία Θεοῦ κι ὄχι τὴ σοφία τοῦ κόσμου αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χαρού­με­νες καὶ ἱλα­ρὲς καρ­διές, ὄχι οἱ ἄλλοι ποὺ ὁ μόνος τρό­πος ποὺ χαί­ρε­ται ἡ καρ­διά τους εἶναι ν’ ἀκοῦ­νε μου­σι­κὴ καὶ νὰ χορεύ­ουν, ἐκεῖ­νοι ποὺ ἡ καρ­διά τους χαί­ρε­ται κον­τὰ στὸ Θεό, ὅπως λέει κι ὁ Ψαλ­μω­δός: «Ἡ καρ­δία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλ­λιά­σαν­το ἐπὶ Θεὸν ζῶν­τα» (Ψαλμ. πγ 3).

Τί ἔκα­νε ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ἄνθρω­πος ὅταν εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸ Λάζα­ρο κον­τὰ στὸν Ἀβρα­άμ, τὸν ἴδιο Λάζα­ρο ποὺ μὲ τὸ ὄνο­μά του δὲν ἤθε­λε νὰ μολύ­νει τὰ χεί­λη του στὴ γῆ, «καὶ αὐτὸς φωνή­σας εἶπε: πάτερ Ἀβρα­άμ, ἐλέη­σόν μὲ καὶ πέμ­ψον Λάζα­ρος ἕνα βάψη τὸ ἄκρον τοῦ δακτύ­λου αὐτοῦ ὕδα­τος καὶ κατα­ψύ­ξη τὴν γλῶσ­σαν μου, ὅτι ὀδυ­νῶ­μαι ἐν τη φλο­γὶ ταύ­τῃ» (Λουκ. ἴστ’ 24). Δὲ θὰ ‘βρι­σκε λόγια κανεὶς γιὰ νὰ περι­γρά­ψει καλύ­τε­ρα τὸν τρό­μο καὶ τὰ βάσα­να τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ στὴν κόλα­ση. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος πει­νά­ει λίγο, ἀνα­ζη­τᾶ κρέ­ας ἢ ψάρι γιὰ νὰ κορέ­σει τὴν πεῖ­να του. Ὅταν πεθαί­νει τῆς πεί­νας, εἶναι εὐχα­ρι­στη­μέ­νος ἂν βρεῖ μιὰ χού­φτα βελα­νί­δια, γιὰ νὰ συγ­κρα­τή­σει τὴν ψυχὴ μέσα στὸ σῶμα του. Πόσο πιὸ φοβε­ρὴ πρέ­πει νὰ ἦταν ἡ φωτιὰ τῆς κόλα­σης ὅπου και­γό­ταν ὁ πλού­σιος! Κι αὐτὸ φαί­νε­ται ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι δὲ ζήτη­σε πάγο, ἕναν κου­βᾶ ἢ ἔστω ἕνα ποτή­ρι νερό, ἀλλὰ μόνο ἕνα βρεγ­μέ­νο δάχτυ­λο. Μόνο μιὰ στα­γό­να νερὸ στὸ ἀκρο­δά­χτυ­λο, γιὰ νὰ δρο­σί­σει τὴ γλῶσ­σα του ποὺ και­γό­ταν.

Ἄχ, ἀδελ­φοί μου! Ἄν οἱ ἄνθρω­ποι πίστευαν τοὐ­λά­χι­στον πῶς ὁ Χρι­στὸς δὲν ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ ἐπε­κτεί­νει τὸ βασί­λειο τοῦ ψεύ­δους ἢ γιὰ νὰ κάνει ἕνα πρᾶγ­μα νὰ φαί­νε­ται μεγα­λύ­τε­ρο ἀπ’ ὅ,τι πραγ­μα­τι­κὰ εἶναι, τότε ἡ μονα­δι­κὴ αὐτὴ εὐαγ­γε­λι­κὴ παρα­βο­λή Του θὰ ἦταν ἀρκε­τὴ γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ ζοῦν στὴ γῆ. Προ­σέξ­τε πῶς ὁ ἄνθρω­πος αὐτός, ποὺ στὴ ζωή του δὲν ἤξε­ρε τί σημαί­νει ἔλε­ος κι εὐσπλα­χνία, ζητοῦ­σε τώρα το ἔλε­ος ἀπὸ τὰ βάθη τῆς κόλα­σης. Κοι­τᾶξ­τε ἔπει­τα τὸν ἑαυ­τό σας. βαθ­μο­λο­γῆ­στε τον ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἔχε­τε ἔλε­ος, ἀλλὰ καλ­λιερ­γεῖ­τε μέσα σας ἀσπλα­χνία πρὸς τοὺς φτω­χοὺς καὶ τοὺς ἄπο­ρους. Ἴσως πολὺ σύν­το­μα κραυ­γά­σε­τε κι γιὰ ἔλε­ος ὅπως ὁ πλού­σιος, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἰσχω­ρή­σει οὔτε μιὰ ἀκτῖ­να ἐλέ­ους, στὸν αἰῶ­να τὸν ἅπαν­τα.

«Εἶπε δὲ Ἀβρα­ὰμ τέκνον, μνή­σθη­τι ὅτι ἀπέ­λα­βες σὺ τὰ ἀγα­θὰ σοῦ ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζα­ρος όμοί­ως τὰ κακὰ νῦν δὲ ὧδε παρα­κα­λεῖ­ται, σὺ δὲ ὀδυ­νά­σαι καὶ ἐπὶ πᾶσι τού­τοις μετα­ξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἔστη­ρι­κται, ὅπως οἱ θέλον­τες δια­βῆ­ναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνων­ται, μηδὲ οἴ ἐκεῖ­θεν πρὸς ἡμᾶς δια­πε­ρῶ­σιν» (Λουκ. ἴστ’ 25, 26). Ὁ Ἀβρα­ὰμ ἀπευ­θύν­θη­κε στὸν ἁμαρ­τω­λὸ μὲ μιὰ εὐγε­νι­κὴ λέξη. Τὸν ὀνό­μα­σε τέκνον. Αὐτὸ δεί­χνει πῶς στὴν οὐρά­νια βασι­λεία ὑπάρ­χει ἀπό­λυ­τη ἀπου­σία τοῦ κακοῦ. Μὲ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ Ἀβρα­ὰμ ἤθε­λε ἐπί­σης νὰ θυμί­σει στὸν ἀπό­γο­νό του πῶς ἀνῆ­καν στὴν ἴδια φυλή, πῶς καὶ πλού­σιος εἶχε μπρο­στά του παρα­δείγ­μα­τα δίκαιων κι ἐνά­ρε­των ἀνθρώ­πων ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀβρα­άμ, ἀλλὰ κι ἀπὸ ἄλλους δίκαιους. Ἑπο­μέ­νως θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶχε σωθεῖ κι αὐτὸς ἀπὸ τὰ βάσα­να τῆς κόλα­σης ὅταν εἶχε τὴν εὐκαι­ρία στὴ γῆ. Δὲν μπο­ροῦ­σε ὅμως ν’ ἀντα­πο­κρι­θεῖ στὸ αἴτη­μα τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ γιὰ δυὸ λόγους: πρῶ­το, ἐπει­δὴ τὴν κατά­στα­ση τῶν πραγ­μά­των εἶχε κρί­νει ἡ θεία δικαιο­σύ­νη καὶ δεύ­τε­ρο, ἐπει­δὴ σ’ ἐκεῖ­νον τὸν κόσμο δὲν ὑπάρ­χει δρό­μος ἢ γέφυ­ρα γιὰ νὰ περά­σουν οἱ ἄνθρω­ποι ἀπὸ τὰ ἐνδιαι­τή­μα­τα τῶν δικαί­ων στὸν τόπο κόλα­σης τῶν ἁμαρ­τω­λῶν. Ἄν κάποιον ἁμαρ­τω­λό, μὲ τίς προ­σευ­χὲς τῆς Ἐκκλη­σί­ας στὴ γῆ, τὸν μετα­φέ­ρει ὁ Θεός ἀπὸ τὴν κόλα­ση στὸν παρά­δει­σο πρὶν ἀπὸ τὴν Τελι­κὴ Κρί­ση, αὐτὸ εἶναι μυστι­κὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπου δὲν μπο­ρεῖ νὰ παρέμ­βει ὁ Ἀβρα­άμ. Ὑπεν­θύ­μι­σε μόνο στὸν πρώ­ην πλού­σιο, ποὺ τώρα ἦταν πιὸ φτω­χὸς ἀπὸ τὸν φτω­χό­τε­ρο ζητιά­νο στὸν κόσμο, πῶς στὴν ἐπί­γεια ζωή του εἶχε ὅλα ὅσα ἤθε­λε. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐνό­σῳ ζοῦ­σε δὲν ἀπο­ζη­τοῦ­σε κανέ­να ἀπό το ἀγα­θὰ τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ δὲν εἶχε δώσει οὔτε ἕνα μικρὸ ψίχου­λο γιὰ νὰ τὰ κερ­δί­σει, ἀλλ’ οὔτε κι ἔχυ­σε ἕνα δάκρυ γι’ αὐτά, σημαί­νει πῶς ὅλη τὴν ἀντα­μοι­βή του τὴν εἰσέ­πρα­ξε στὴ ζωὴ αὐτή. Ὁ Λάζα­ρος, ἀντί­θε­τα, στὴν παρο­δι­κὴ αὐτὴ ζωή του ἔλα­βε μόνο βάσα­να, πόνους καὶ περι­φρό­νη­ση, ἐπι­ζη­τοῦ­σε μὲ δάκρυα μόνο τὰ οὐρά­νια ἀγα­θὰ καὶ τώρα τ’ ἀπο­λαμ­βά­νει. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «μακά­ριοι οἱ πεν­θοῦν­τες, ὅτι αὐτοὶ παρα­κλη­θή­σον­ται» (Ματθ. ἔ’ 4). Κι ἄλλου πάλι εἶπε ὁ ἴδιος: «υμείς…λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἢ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενή­σε­ται» (Ἰωάν.ιστ’ 20) καὶ «οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶν­τες νῦν, ὅτι πεν­θή­σε­τε καὶ κλαύ­σε­τε» (Λουκ. στ’ 25).

Ὅταν ὁ ἁμαρ­τω­λὸς συνει­δη­το­ποί­η­σε πῶς ὁ Ἀβρα­ὰμ ἀπάν­τη­σε δίκαια στὴν πρώ­τη του ἐρώ­τη­ση, ἐπα­νῆλ­θε μὲ μιὰν ἄλλη: «Εἶπε δὲ ἐρω­τῶ οὖν σε, πάτερ, ίνα πέμ­ψης αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου ἔχω γὰρ πέν­τε ἀδελ­φοὺς ὅπως δια­μαρ­τύ­ρη­ται αὐτοῖς, ἶνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθω­σιν εἰς τὸν τόπον τοῦ­τον τῆς βασά­νου» (Λουκ. ἴστ’ 27, 28). Πῶς προ­κλή­θη­κε αὐτὴ ἡ ξαφ­νι­κὴ συμ­πά­θεια γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ τὸ ἐνδια­φέ­ρον του γιά τη σωτη­ρία τους; Δὲν ἦταν συμ­πά­θεια καὶ ἔλε­ος αὐτὸ ποὺ ἔνιω­σε, ἀλλὰ μᾶλ­λον μιὰ προ­σπά­θεια γιὰ ἕνα νοτι­σμέ­νο ἀκρο­δά­χτυ­λο, ὥστε νὰ ἐλα­φρώ­σει τὰ βάσα­νά του. Ἀπο­κά­λυ­ψε ἔτσι μιὰν ἄλλη ἁμαρ­τία του: τὸν σκαν­δα­λι­σμὸ τῶν ἄλλων. Βρι­σκό­ταν στὴν κόλα­ση ὄχι μόνο ἐπει­δὴ φέρ­θη­κε ἄσπλα­χνα στὸ Λάζα­ρο, ἀλλ’ ἐπει­δὴ μὲ τὸν ἐλα­φρό­μυα­λο βίο του εἶχε δώσει κακὸ παρά­δειγ­μα στ’ ἀδέρ­φια του, ὁδη­γῶν­τας τὰ ἔτσι στὴν κατα­στρο­φὴ καὶ τὸν ὄλε­θρο κι ἀνοί­γον­τας καὶ γι’ αὐτά το δρό­μο πρὸς τὴν κόλα­ση. Ὁ σκαν­δα­λι­σμὸς τῶν ἄλλων εἶναι μεγά­λη ἁμαρ­τία. Τὸ νὰ γλι­στρά­ει κάποιος καὶ νὰ τρα­βᾶ ταυ­τό­χρο­να κι ἄλλους μαζί του ἀξί­ζει μεγα­λύ­τε­ρη τιμω­ρία, ἀπ’ ὅτι ὅταν γλι­στρά­ει κανεὶς καὶ πέφτει μόνος του. Ἀκοῦ­στε τὰ φοβε­ρὰ λόγια ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ Κύριος γιὰ ἐκεί­νους ποὺ γίνον­ται αἰτία σκαν­δα­λι­σμοῦ· «Λυσι­τε­λεῖ αὐτὸ εἴ λίθος μυλι­κὸς περί­κει­ται περὶ τὸν τρά­χη­λον αὐτοῦ καὶ ἔρρι­πται εἰς τὴν θάλασ­σαν, ἢ ἕνα σκαν­δα­λί­ση ἕνα τῶν μικρῶν τού­των» (Λουκ. ἴζ’ 2). Φαί­νε­ται πῶς τ’ ἀδέρ­φια τοῦ πλού­σιου μᾶλ­λον ἦταν μικρό­τε­ρα ἀπὸ τὸν ἴδιον, γι’ αὐτὸ κι ἤθε­λε νὰ πάει ὁ Λάζα­ρος κον­τά του καὶ νὰ συγ­χω­ρή­σει ἐκεῖ­νον πρῶ­τα καὶ μετὰ νὰ ἐκθέ­σει τὴν ἁμαρ­τία του στὸ ἀδέρ­φια του. Τότε οἱ φλό­γες θὰ ἦταν ἠπιό­τε­ρες καὶ τὰ κολα­στή­ρια ἐλα­φρύ­τε­ρα. Ἡ ἔκκλη­ση αὐτὴ ποὺ ἔκα­νε στὸν Ἀβρα­ὰμ δὲν ἀφο­ροῦ­σε τόσο το ἀδέρ­φια του, ὅσο τὸν ἴδιο τὸν ἑαυ­τό του.

«Λέγει αὐτῷ Ἀβρα­ὰμ ἔχου­σι Μωυ­σέα καί τοὺς προ­φή­τας: ἀκου­σά­τω­σαν αὐτῶν: ὁ δὲ εἶπεν οὔχί, πάτερ Ἀβρα­άμ, ἀλλ’ ἐὰν τίς ἐκ νεκρῶν πορευ­θῆ πρὸς αὐτούς, μετα­νο­ή­σου­σιν εἶπε δὲ αὐτῷ εἰ Μωυ­σέ­ως καὶ τῶν προ­φη­τῶν οὐκ ἀκού­ου­σιν, οὐδὲ ἐὰν τίς ἐκ νεκρῶν ἀνα­στη πει­σθή­σον­ται» (Λουκ. ἴστ’ 29–31). Ὁ Ἀβρα­ὰμ δὲν μπο­ροῦ­σε οὔτε καὶ στὴ δεύ­τε­ρη παρά­κλη­ση τοῦ πλού­σιου ν’ ἀντα­πο­κρι­θεῖ. Κι ἔδω­σε καθα­ρὲς καὶ πει­στι­κὲς δικαιο­λο­γί­ες γι’ αὐτό. Τί νόη­μα θὰ εἶχε νὰ ξανα­γυ­ρί­σει ὁ Λάζα­ρος στὸν κόσμο καὶ νὰ προ­ει­δο­ποι­ή­σει τοὺς ἀνθρώ­πους τί τοὺς περι­μέ­νει μετά το θάνα­τό τους, ἀφοῦ ὁ Μωυ­σῆς κι οἱ προ­φῆ­τες εἶχαν πεῖ ὅλα ὅσα ἔπρε­πε νὰ κάνουν γιὰ νὰ σωθοῦν; Χιλιά­δες χιλιά­δων ἄνθρω­ποι σώθη­καν ὄχι ἀπὸ μαρ­τυ­ρί­ες νεκρῶν, ἀλλὰ ζων­τα­νῶν. Ὅταν λοι­πὸν τόσες χιλιά­δες ἄνθρω­ποι σώθη­καν ἀκού­γον­τας το Μωυ­σῆ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες, ἔτσι μπο­ροῦν νὰ σωθοῦν καὶ τ’ ἀδέρ­φια σου.

Μάταια προ­σπά­θη­σε πάλι ὁ πλού­σιος νὰ ἐπα­να­λά­βει τὴν ἔκκλη­σή του, ἐνι­σχύ­ον­τάς την μὲ τὰ λόγια: ἐὰν τίς ἐκ νεκρῶν πορευ­θῆ πρὸς αὐτούς, μετα­νο­ή­σου­σιν. Ὁ Ἀβρα­ὰμ ἀπέρ­ρι­ψε πάλι τὸ αἴτη­μά του μὲ καθα­ρὰ ἐπι­χει­ρή­μα­τα. Τί θὰ τοὺς ὠφε­λοῦ­σε ἡ παρου­σία κι ἡ μαρ­τυ­ρία τοῦ Λάζα­ρου, ἂν δὲν ἄκου­γαν τὸ Μωυ­σῆ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες; Ὁ Μωυ­σῆς, ὁ Ἠσα­ΐ­ας κι ὁ Ἠλί­ας δὲν εἶδαν το Θεὸ καὶ μίλη­σαν στοὺς ἀνθρώ­πους στὸ ὄνο­μά Του; Ἄν λοι­πὸν τ’ ἀδέρ­φια του δὲν ἄκου­σαν καὶ δὲν πίστε­ψαν αὐτούς, πῶς θὰ πίστευαν στὸ Λάζα­ρο ἂν ἐμφα­νι­ζό­ταν μπρο­στά τους; Πρώτ’ ἀπ’ ὅλα ποιός ἦταν ὁ Λάζα­ρος; Ἕνας ἄνθρω­πος ποὺ δὲν τοὺς ἐνδιέ­φε­ρε καθό­λου ὅσο ζοῦ­σε, ὅπως δὲν ἐνδιέ­φε­ρε καὶ τὸν ἀδερ­φό τους. Ἔπει­τα, μᾶλ­λον δὲ θὰ εἶχαν ἀκού­σει καθό­λου γιὰ τὸ θάνα­το τοῦ Λάζα­ρου. Ὅταν εἶχαν δεῖ τὸ πρό­σω­πό του καλυμ­μέ­νο ἀπὸ ἕλκη, θὰ τὸν ἀνα­γνώ­ρι­ζαν τώρα ποὺ θὰ τοὺς παρου­σια­ζό­ταν μὲ δόξα, νὰ ἀστρά­φτει σὰν ἄγγε­λος; Πότε εἶχαν ἀκού­σει τὴ φωνή του, γιὰ νὰ τὴν ἀνα­γνω­ρί­σουν τώρα; Πότε εἶχαν ἀκού­σει τὴν ἱστο­ρία τῆς ταλαί­πω­ρης ζωῆς του, γιὰ νὰ τὴν ξέρουν τώρα; Δὲ θά ‘λεγαν ὅτι «αὐτὸ εἶναι ὀπτα­σία» ἢ «φάν­τα­σμα» ἢ «ὀφθαλ­μα­πά­τη»; Τί ὠφέ­λη­σε τὸν Σαοὺλ ἡ ἐμφά­νι­ση τοῦ Σαμου­ὴλ «ἐκ νεκρῶν» (Α ́ Βασ. κή’ 11–14);

Ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ Ἀβρα­ὰμ δὲν βοή­θη­σε καθό­λου τὸν ἁμαρ­τω­λὸ στὴν κόλα­ση. Θὰ μπο­ροῦ­σε σήμε­ρα βέβαια νὰ βοη­θή­σει ἐκεί­νους ποὺ ἐπι­κα­λοῦν­ται τὰ πνεύ­μα­τα τῶν νεκρῶν γιὰ ν’ ἀνα­κα­λύ­ψουν τὰ μυστή­ρια τοῦ οὐρα­νοῦ, μὲ τὸ πρό­σχη­μα πῶς αὐτὸ ἐνδε­χο­μέ­νως θὰ ἐνί­σχυε τὴν πίστη τους. Δὲν ὑπάρ­χει πραγ­μα­τι­κὰ καλ­λί­τε­ρος τρό­πος νὰ κάνεις ἕναν ἄνθρω­πο παρα­νοϊ­κὸ καὶ νὰ τὸν στεί­λεις στὴν κόλα­ση. Ὁ πνευ­μα­τι­σμὸς εἶναι πτή­ση ἀπὸ τὸ φῶς στὸ σκο­τά­δι, ἡ ἀνα­ζή­τη­ση τοῦ φωτὸς μέσα στὸ βαθὺ σκό­τος. Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἐπι­κα­λοῦν­ται τὰ πνεύ­μα­τα γιὰ νὰ βροῦν τὴν ἀλή­θεια, φανε­ρώ­νουν καθα­ρὰ πῶς δὲν πιστεύ­ουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Πῶς λογι­κοὶ ἄνθρω­ποι μπο­ροῦν νὰ πιστεύ­ουν στὰ πνεύ­μα­τα τῶν θεί­ων καὶ τῶν γει­τό­νων τους, ὅταν κανέ­νας δὲν ξέρει ἂν τὰ πνεύ­μα­τα εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ ἐπι­κα­λοῦν­ται; Κι οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ δὲν πιστεύ­ουν στὴν ἀλή­θεια τοῦ παν­το­δύ­να­μου Θεοῦ. Πῶς μπο­ροῦν οἱ θεῖ­ες κι οἱ γεί­το­νες, τὰ μέν­τιουμ κι οἱ μάγοι, νὰ βεβαιώ­σουν τὰ λόγια τους; Ὁ Χρι­στὸς βεβαί­ω­σε τὰ λόγια Του μὲ τὸ Αἷμα Του, καθὼς καὶ μὲ τὸ αἷμα ἀμέ­τρη­των χιλιά­δων πιστῶν ἀντρῶν καὶ γυναι­κῶν, ποὺ τὸ ἔδω­σαν γιά το λόγο Του. Οἱ Ἰου­δαῖ­οι ὄχι μόνο εἶδαν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνα­στη­μέ­νου Λάζα­ρου, τοῦ ἀδερ­φοῦ τῆς Μάρ­θας καὶ τῆς Μαρί­ας, μὰ εἶδαν καὶ τὸ σῶμα του. Καὶ ὅμως ὄχι μόνο δὲν πίστε­ψαν, ἀλλὰ γύρευαν νὰ θανα­τώ­σουν τὸ Λάζα­ρο, γιὰ νὰ μὴν μαρ­τυ­ρή­σει τὴν ἀλή­θεια (βλ. Ἰωάν. ἰ’ 11). Οἱ Ἰου­δαῖ­οι εἶχαν δεῖ καὶ τὴν κόρη τοῦ Ἰαεί­ρου ν’ ἀνα­σταί­νε­ται, ὅπως καί το γιὸ τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Για­τί λοι­πὸν δὲν πίστε­ψαν;

Οἱ Ἰου­δαῖ­οι εἶδαν πολ­λοὺς ἀπὸ τοὺς νεκρούς τους νὰ βγαί­νουν ἀπὸ τοὺς τάφους τους στὴν Ἀνά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Για­τί λοι­πὸν δὲν πίστε­ψαν; Τελι­κὰ ἀνα­γνώ­ρι­σαν τὸ ἀκα­τα­μά­χη­το καὶ ἀδιά­σει­στο γεγο­νὸς τῆς ἀνά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ, ἀντὶ ὅμως νὰ πιστέ­ψουν, ἐκεῖ­νοι δωρο­δό­κη­σαν τοὺς φύλα­κες γιὰ νὰ κρύ­ψουν τὴν ἀλή­θεια καὶ ν’ ἀνα­φέ­ρουν ψέμα­τα. Δὲν εἶναι ἀρκε­τὰ αὐτὰ γιὰ νά μᾶς κάνουν νὰ πιστέ­ψου­με; Ἄν θέλου­με περισ­σό­τε­ρες μαρ­τυ­ρί­ες ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἔχου­με τὸν Ἀβρα­άμ, τὸ Λάζα­ρο καὶ τὸν ἁμαρ­τω­λὸ πλού­σιο. Ἔχου­με ἐδῶ μαρ­τυ­ρί­ες ἀπὸ τὸν παρά­δει­σο κι ἀπὸ τὴν κόλα­ση, μαρ­τυ­ρί­ες ποὺ ἐπι­βε­βαιώ­νει ὄχι κάποιο πρό­σω­πο, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ὅποιος ἀπὸ μᾶς κι ἂν ἔβλε­πε μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια τὸν παρά­δει­σο καὶ τὴν κόλα­ση κι ἄκου­γε τὴ συνο­μι­λία τοῦ Ἀβρα­ὰμ μὲ τὸν ἄσπλα­χνο πλού­σιο, δύσκο­λα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πιστέ­ψει τὰ μάτια καὶ τ’ αὐτιά του, ὅσο μὲ τὸ γεγο­νὸς ὅτι αὐτὰ τὰ πιστο­ποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός, ποὺ γνω­ρί­ζει ὅλα τὰ μυστή­ρια. Εἶχε δεῖ κι εἶχε ἀκού­σει ὅλα ὅσα διη­γή­θη­κε σ’ ἐμᾶς μὲ τὴν παρα­βο­λή Του. Καὶ τώρα γνω­ρί­ζου­με τὴν ἀλή­θεια. Ἄν τὴν εἴχα­με δεῖ μόνοι μας, ἴσως καὶ ν’ ἀμφι­βά­λα­με, νὰ νομί­ζα­με πῶς πρό­κει­ται γιὰ κάποια ὀπτα­σία, παραί­σθη­ση. Ἐκεῖ­νος ὅμως εἶδε καὶ ἄκου­σε. Δὲν μπο­ροῦ­σε οὔτε ν’ ἀπα­τή­σει οὔτε ν’ ἀπα­τη­θεῖ.

Ἀδελ­φοί μου! Δὲν μπο­ροῦ­με παρὰ νὰ πιστεύ­ου­με περισ­σό­τε­ρο Ἐκεῖ­νον, παρὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυ­τό. Τὸ ζητά­ει αὐτὸ ἀπὸ μᾶς. Εἶναι ἡ πρώ­τη ἀπαί­τη­σή του στὸ εὐαγ­γέ­λιο, τὸ νὰ πιστέ­ψου­με δηλα­δὴ περισ­σό­τε­ρο Ἐκεῖ­νον παρὰ τὸν ἑαυ­τό μας. Νὰ τὸν πιστέ­ψου­με περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ ὁποιον­δή­πο­τε ἄλλον, εἴτε ζων­τα­νὸς εἶναι αὐτὸς εἴτε νεκρός. Τὸ ἴδιο δὲ γίνε­ται μὲ τὸν ὁδη­γὸ σ’ ἕνα ταξί­δι καὶ στοὺς ταξι­διῶ­τες ποὺ τὸν ἀκο­λου­θοῦν; Δὲν ἀπαι­τεῖ κι αὐτὸς νὰ τὸν ἀκο­λου­θοῦν οἱ ταξι­διῶ­τες καί νὰ μὴν ἀνα­ζη­τοῦν μὲ τὸ ἄπει­ρο μάτι τους νὰ βροῦν δικό τους δρό­μο; Δια­φο­ρε­τι­κὰ ἐκεῖ­νοι θ’ ἀκο­λου­θή­σουν λάθος ὁδη­γὸ ποῦ, γιὰ δικούς του λόγους. θὰ ἰσχυ­ρι­στεῖ πῶς ξέρει κάποιο συν­το­μό­τε­ρο κι εὐκο­λό­τε­ρο δρό­μο.

Ὁ Χρι­στὸς εἶναι ὁ ὁδη­γὸς στὸ δρό­μο πρὸς τὴ Βασι­λεία Του, στὸ δρό­μο ποὺ κανέ­νας ἄλλος δὲν ξέρει τόσο καλὰ ὅσο Ἐκεῖ­νος. Πρέ­πει νὰ πιστεύ­ου­με στὸ Χρι­στὸ περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅ,τι στὰ δικά μας πλα­νε­μέ­να μάτια κι αὐτιὰ καὶ στὴ δική μας ὀλέ­θρια ἀντί­λη­ψη. Ἐκεῖ­νος, γιὰ νὰ μὴν πλα­νη­θοῦ­με ἀπὸ διά­φο­ρα ὕπο­πτα πνεύ­μα­τα καὶ ὀπτα­σί­ες, ἄνοι­ξε γιὰ χάρη μας τὸν παρά­δει­σο καὶ τὴν κόλα­ση. Ἔδω­σε τὴν ἄδεια στοὺς νεκροὺς νὰ μᾶς πλη­ρο­φο­ρή­σουν τί εἶναι ἀπα­ραί­τη­το γιὰ τὴ σωτη­ρία μας. Κι αὐτὸ ἔγι­νε μπρο­στά Του, ὥστε νὰ βεβαιω­θοῦ­με γιὰ τὴν ἀλή­θεια σὲ ὅ,τι ἀφο­ρᾶ στὸν ἄλλο κόσμο. Ἄφη­σε τοὺς νεκροὺς νὰ μᾶς φανε­ρώ­σουν μόνο τὴν ἀλή­θεια ποὺ μᾶς εἶναι ἀπα­ραί­τη­το νὰ μάθου­με, ὥστε νὰ μὴ μιμη­θοῦ­με τὴν ἀσπλα­χνία τοῦ πλού­σιου, ἀλλὰ τὴν ὑπο­μο­νὴ τοῦ Λάζα­ρου, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπί­δα του. Νὰ μὴ λογα­ριά­ζου­με τίπο­τα δικό μας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ βλέ­που­με ὅλα ὅσα ἔχου­με σὰν δάνειο ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτη­ρία τὴ δική μας καὶ τῶν δικῶν μας ἀνθρώ­πων.

Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Οἱ Λάζα­ροι

«Πτω­χὸς δὲ τίς ἦν ὀνό­μα­τι Λάζα­ρος…» (Λουκ. 16, 20)

ΓΝΩΣΤΗ, ἀγα­πη­τοί μου, εἶνε ἡ παρα­βο­λή, ποὺ ἀκού­σα­με στὸ Εὐαγ­γέ­λιο τῆς Ἡ σημε­ρι­νῆς Κυρια­κης. Εἶνε ἡ παρα­βο­λὴ τοῦ πλου­σί­ου καὶ τοῦ Λαζά­ρου. Στὴν παρα­βο­λὴ αὐτὴ δυὸ κυρί­ως πρό­σω­πα ζωγρα­φί­ζον­ται. Τὸ ἕνα εἶνε ὁ πλού­σιος, τὸ ἄλλο εἶνε ὁ φτω­χός. Πῶς ζοῦ­σε ὁ ἕνας καὶ πῶς ζοῦ­σε ὁ ἄλλος σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο μας περι­γρά­φει ἡ παρα­βο­λή. Ἐπει­δὴ ὅμως ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώ­πων δὲν τελειώ­νει σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, ἀλλὰ συνε­χί­ζε­ται σ’ ἕναν ἄλλο κόσμο, γι’ αὐτὸ ἡ παρα­βο­λή μας περι­γρά­φει καὶ πῶς ζὴ στὸν ἄλλο ἐκεῖ­νο κόσμο καὶ πλού­σιος καὶ πῶς ζὴ καὶ Λάζα­ρος.

Ὅλα ὅσα λέει ἡ παρα­βο­λὴ εἶνε πολὺ διδα­κτι­κά. Καὶ τὸ συμ­πέ­ρα­σμα εἶνε τοῦ­το· Ἄνθρω­ποι, προ­σέ­χε­τε πῶς ζῆτε σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο! Ὅ,τι κάνε­τε, στὸν ἄλλο κόσμο θὰ ἔχῃ πλη­ρω­μὴ ἢ τιμω­ρία. Ποτὲ μὴ λησμο­νεῖ­τε τον ἄλλον ἐκεῖ­νον κόσμο. Ἐκεῖ ὁπωσ­δή­πο­τε θὰ πᾶτε. Καμ­μιὰ ἀμφι­βο­λία μὴν ἔχε­τε. Ὑπάρ­χει ἡ ἄλλη ζωή. Ὑπάρ­χει ἡ δικαιο­σύ­νη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρ­χει παρά­δει­σος καὶ κόλα­σις. Αὐτὰ διδά­σκει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Αὐτὰ βεβαιώ­νει ὁ Χρι­στός. Καὶ ἂν στὸ Χρι­στὸ δὲν πιστέ­ψου­με, σὲ ποιόν θὰ πιστέ­ψου­με;

Νὰ ἐξη­γή­σου­με ὅλο τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο; Θὰ χρεια­στη πολὺς χρό­νος. Γι’ αὐτό, ἀπ’ ὅλες τίς εἰκό­νες ποὺ παρου­σιά­ζει ἡ παρα­βο­λή, θὰ ἐξη­γή­σου­με μιὰ μόνο εἰκό­να. Θὰ δοῦ­με, πῶς ζοῦ­σε ὁ φτω­χὸς Λάζα­ρος σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο.

Ὁ Λάζα­ρος ἦταν ἕνας ἄνθρω­πος πολὺ δυστυ­χι­σμέ­νος. Πάνω του ἔπε­σαν πολ­λὲς συμ­φο­ρές.

Κοι­τᾶξ­τε τον. Ὁ Λάζα­ρος ἦταν πρῶ­τα — πρῶ­τα φτω­χός. Δὲν εἶχε οὔτε κτή­μα­τα οὔτε χρή­μα­τα οὔτε σπί­τι.

Κι ἄλλοι εἶνε φτω­χοί. Ἀλλ’ αὐτοὶ ἔχουν ὑγεία. Πηγαί­νουν ὅπου θέλουν, δου­λεύ­ουν, παίρ­νουν το μισθὸ ἢ τὸ μερο­κά­μα­τό τους καὶ ζούν. Βέβαια δὲν ζοὺν πλού­σια. Ζοὺν πάν­τως ὑπο­φερ­τά. Για­τί ὄχι καὶ εὐχα­ρι­στη­μέ­νοι; Ὅταν κανεὶς ἔχῃ τὴν ὑγειά του, τότε ἕνα κομ­μά­τι ψωμί, λίγες ἐλιὲς κ’ ἕνα κρεμ­μύ­δι τρώ­γον­ται μὲ ὄρε­ξι. Ὅταν ὅμως εἶνε ἄρρω­στος, τότε καὶ τὰ ὡραιό­τε­ρα φαγη­τά του φαί­νον­ται ἄνο­στα. Ὁ Λάζα­ρος λοι­πὸν κον­τὰ στὴ φτώ­χεια εἶχε καὶ τὴν ἀρρώ­στια.

Κι ἄλλοι βέβαια εἶνε φτω­χοὶ καὶ ἄρρω­στοι. Ἀλλ’ ἔχουν συγ­γε­νεῖς καὶ φίλους, ἀνθρώ­πους ποὺ ἐνδια­φέ­ρον­ται γι’ αὐτοὺς καὶ δὲν τοὺς ἀφή­νουν χωρὶς περι­ποί­η­σι, τρο­φὴ καὶ φάρ­μα­κα. Μὰ ὁ Λάζα­ρος δὲν ἦταν μόνο φτω­χὸς καὶ ἄρρω­στος. Ἦταν καὶ ἔρη­μος. Δὲν εἶχε κανέ­να νὰ τὸν προ­σέ­ξῃ.

Ἀλλὰ πάλι θὰ πῇ κανείς· Κι ἄλλοι φτω­χοί, ἄρρω­στοι καὶ ἔρη­μοι ὑπάρ­χουν στὸν κόσμο. Ναί. ‘Ἀλλ’ αὐτοὶ ζοῦν σὲ φτω­χι­κὲς συνοι­κί­ες, ἀνά­με­σα σ’ ἕνα πλῆ­θος ἀπὸ δυστυ­χι­σμέ­νους ἀνθρώ­πους, καὶ βλέ­πον­τας ὅτι ἡ δυστυ­χία ἀγκα­λιά­ζει ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώ­πους, αἰσθά­νον­ται κάποια παρη­γο­ριὰ στὴν κοι­νὴ δυστυ­χία. Οἱ φτω­χοὶ ἔχουν μιὰ συμ­πό­νια μετα­ξύ τους καὶ μιὰ ἀλλη­λεγ­γύη. Ὁ Λάζα­ρος ὅμως δὲν βρι­σκό­ταν ἀνά­με­σα σὲ φτω­χούς. Ἦταν κον­τὰ σ’ ἕνα μέγα­ρο. Ἐκεῖ μέσα ζοῦ­σε ἕνας πλού­σιος. Ζοῦ­σε καὶ ἀπο­λάμ­βα­νε ὅλα τὰ ἀγα­θὰ τῆς ζωῆς. Τὰ πιὸ ἐκλε­κτὰ φαγη­τά, τὰ πιὸ ἐκλε­κτὰ ποτά, τὰ πιὸ ἀκρι­βὰ ροῦ­χα, τὰ πιὸ πολυ­τε­λῆ ἔπι­πλα, τίς πιὸ καλ­λί­φω­νες τρα­γου­δί­στριες καὶ χορεύ­τριες… Τίπο­τε δὲν τοῦ ἔλει­πε. Ὅ,τι ἐπι­θυ­μοῦ­σε τὸ ἀπο­λάμ­βα­νε. Γιὰ νὰ κάνῃ τὰ κέφια του, ξώδευε ἀλύ­πη­τα. Μ’ αὐτὰ ποὺ ξόδευε θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κάνῃ συσ­σί­τιο καὶ νὰ τρέ­φῃ κάθε μέρα μιὰ ὁλό­κλη­ρη συνοι­κία ἀπὸ φτω­χούς. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κτί­σῃ νοσο­κο­μεῖο, νὰ μαζέ­ψῃ τους φτω­χοὺς ἀρρώ­στους καὶ νὰ τοὺς θερα­πεύῃ. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κάνῃ πολ­λὰ καλά. Ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἔκα­νε κανέ­να. Ἦταν ἄσπλα­χνος, σκλη­ρός, ἀπάν­θρω­πος. Ὁ Λάζα­ρος ἦταν παρα­πε­τα­μέ­νος στὴν πόρ­τα τοῦ μεγά­ρου τοῦ πλου­σί­ου, ὁ πλού­σιος μπαι­νό­βγαι­νε στὸ μέγα­ρο, ἔβλε­πε τὸ Λάζα­ρο σὲ ἄθλια κατά­στα­ση, τα σκυ­λιὰ νὰ τοῦ γλεί­φουν τίς πλη­γές, νὰ λειώ­νῃ κάθε μέρα σὰν κερὶ ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ δυστυ­χία, καὶ ὁ πλού­σιος οὔτε ἕνα βλέμ­μα συμ­πό­νιας δὲν τοῦ ἔρρι­ξε ποτέ. Καρ­φὶ δὲν τοῦ και­γό­ταν γιὰ τὴ δυστυ­χία τοῦ Λαζά­ρου. Θὰ χάρη­κε ἀσφα­λῶς ὅταν πέθα­νε ὁ Λάζα­ρος. Για­τί καθά­ρι­σε ἡ αὐλή του ἀπὸ τὸ δυσά­ρε­στο φαι­νό­με­νο…

Ξέρε­τε μὲ τί ἔμοια­ζε ὁ Λάζα­ρος μπρο­στὰ στὸ μέγα­ρο τοῦ ἄσπλα­χνου πλου­σί­ου; Ἡ θέση τοῦ Λαζά­ρου ἦταν σὰν τὴ θέση ἑνὸς πει­να­σμέ­νου μπρο­στὰ σ’ ἕνα τρα­πέ­ζι γεμᾶ­το ἀπ’ ὅλα τὰ φαγη­τά. Ὁ πει­να­σμέ­νος βλέ­πει τὰ φαγη­τά, ἀλλ’ ἀπα­γο­ρεύ­ε­ται νὰ τ’ ἀγγί­ξῃ. Ἄλλο εἶνε νὰ πεθά­νῃ κανεὶς ἀπὸ τὴν πεῖ­να σ’ ἕναν ἔρη­μο τόπο ὅπου δὲν ὑπάρ­χει τίπο­τε, καὶ ἄλλο νὰ πεθά­νῃ σ’ ἕνα τόπο γεμᾶ­το ἀγα­θά. Ἄλλο εἶνε νὰ πεθά­νῃ κανεὶς ἀπὸ τὴ δίψα μέσα σ’ ἕναν ἔρη­μο καὶ ἄνυ­δρο τόπο, ὅπου δὲν ὑπάρ­χει στα­λαγ­μα­τιὰ νερό, καὶ ἄλλο νὰ πεθά­νῃ κανεὶς κον­τὰ σὲ μιὰ πηγὴ μὲ ἄφθο­νο νερό, για­τί κάποιος ἄνθρω­πος σκλη­ρὸς κάθε­ται πάνω στὴν πηγὴ καὶ τὴ φυλά­ει καὶ δὲν ἐπι­τρέ­πει στὸν διψα­σμέ­νο ἄνθρω­πο νὰ πιὴ λίγο νερά­κι καὶ νὰ σβή­σῃ τὴ φλό­γα τῆς δίψας ποὺ καί­ει τὰ σωθι­κά του. Σὲ τέτοια θέσι βρι­σκό­ταν ὁ Λάζα­ρος.

Φτω­χός, ἄρρω­στος, ἔρη­μος, παρα­πε­τα­μέ­νος ὁ Λάζα­ρος μπρο­στὰ στὸ μέγα­ρο ἑνὸς πλου­σί­ου, ποὺ οὔτε ἕνα κομ­μά­τι ψωμὶ οὔτε ἕνα ποτή­ρι νερὸ δὲν τοῦ ἔδι­νε. Νὰ για­τί ρίχτη­κε ὁ πλού­σιος στὴν κόλα­σι. Καὶ ἂν δὲν ὑπῆρ­χε κόλα­σι, γιὰ τέτοιους πλου­σί­ους ἔπρε­πε νὰ γίνῃ κόλα­σις, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, ποὺ κάθε Κυρια­κὴ ἀκοῦ­με τὴ λει­τουρ­γία του.

Ἀπὸ τότε, ἀγα­πη­τοί μου, ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς τὴν παρα­βο­λὴ αὐτή, πέρα­σαν 20 αἰῶ­νες. Ἀλλὰ οἱ Λάζα­ροι ἐξα­κο­λου­θοῦν νὰ ὑπάρ­χουν καὶ σήμε­ρα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο τῆς ἀδι­κί­ας καὶ ἄσπλα­χνί­ας. Πόσοι πεθαί­νουν καθη­με­ρι­νῶς σ’ ὅλη τὴ γῆ ἀπὸ τὴν πεῖ­να! Πόσοι ἄρρω­στοι μένουν ἔξω ἀπὸ νοσο­κο­μεῖα, χωρὶς για­τροὺς καὶ φάρ­μα­κα! Πόσοι ἔχουν πετα­χθη ἔξω ἀπὸ τὰ σπί­τια τους καὶ πόσοι ἔχουν ἐγκα­τα­λει­φθῇ ἀπὸ ἄσπλα­χνα παι­διά! Θὰ σᾶς ἀνα­φέ­ρω ἕνα μόνο παρά­δειγ­μα. Σ’ ἕνα χωριό, ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴ Φλώ­ρι­να, ἦταν ἕνας δυστυ­χι­σμέ­νος γέρος. Τὰ παι­διά του τὸν ἐγκα­τέ­λει­ψαν, πῆγαν στὰ ξένα, κι οὔτε ἕνα γράμ­μα δὲν τοῦ ἔστελ­ναν. Ὁ γέρος δὲν μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ ἐργα­σθῇ. Ἔπε­σε στὸ κρε­βά­τι. Κανεὶς δὲν τὸν κοί­τα­ζε. Κανεὶς δὲν γύρι­ζε νὰ δὴ ἂν ζὴ ἢ ἄν πέθα­νε. Κάποιος πονε­τι­κὸς ἄνθρω­πος, ποὺ ἔβλε­πε ὅτι εἶχε μέρες νὰ βγῇ ἔξω ἀπὸ τὸ σπί­τι, πῆγε, μπῆ­κε μέσα, μὰ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ προ­χω­ρή­σῃ. Ὅλο τὸ σπί­τι βρω­μοῦ­σε. Ὁ γέρος ἦταν πεσμέ­νος στὸ κρε­βά­τι, σκε­πα­σμέ­νος. Μόλις καὶ μετὰ βίας ἀνέ­πνεε. Ὁ πονε­τι­κὸς ἄνθρω­πος ἄνοι­ξε τὰ παρά­θυ­ρα, γιὰ νὰ φύγῃ ἡ δυσο­σμία, τὸν σήκω­σε, τὸν καθά­ρι­σε καὶ τὸν πῆρε καὶ τὸν μετέ­φε­ρε στὸ γηρο­κο­μεῖο Φλω­ρί­νης. Καὶ νὰ ἦταν μόνο αὐτὸς ὁ γέρος… Νὰ ἕνας Λάζα­ρος! νὰ πολ­λοί, ἀνα­ρίθ­μη­του Λάζα­ροι.

Ἄχ! ἐσεῖς ποὺ ἔχε­τε τὰ λεφτὰ καὶ τὰ πετᾶ­τε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ ζῆτε σὰν τὸν ἄσπλα­χνο πλού­σιο τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου, στα­μα­τῆ­στε γιὰ λίγο τὰ γλέν­τια σας καὶ σκε­φθῆ­τε τοὺς Λαζά­ρους. Σπλα­χνι­σθῆ­τε τους καὶ βοη­θῆ­στε τους. Φοβη­θῆ­τε τὴν αἰώ­νια κόλα­σι. Μὴν ξεχνᾶ­τε, ὅτι «τὸν ἄσπλα­χνο μὲ τοὺς ἀθέ­ους θὰ κατα­κρί­νῃ ὁ Χρι­στός».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek