ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (Η΄ 41 — 56)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἄνθρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνο­μα Ἰάει­ρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συνα­γω­γῆς ὑπῆρ­χε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρε­κά­λει αὐτὸν εἰσελ­θεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42ὅτι θυγά­τηρ μονο­γε­νὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδε­κα καὶ αὕτη ἀπέ­θνῃ­σκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπά­γειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέ­πνι­γον αὐτόν. 43καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵμα­τος ἀπὸ ἐτῶν δώδε­κα, ἥτις ἰατροῖς προ­σα­να­λώ­σα­σα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυ­σεν ὑπ’ οὐδε­νὸς θερα­πευ­θῆ­ναι, 44προ­σελ­θοῦ­σα ὄπι­σθεν ἥψα­το τοῦ κρα­σπέ­δου τοῦ ἱμα­τί­ου αὐτοῦ, καὶ παρα­χρῆ­μα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵμα­τος αὐτῆς. 45καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψά­με­νός μου; ἀρνου­μέ­νων δὲ πάν­των εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπι­στά­τα, οἱ ὄχλοι συνέ­χου­σί σε καὶ ἀπο­θλί­βου­σι καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψά­με­νός μου; 46ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψα­τό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύνα­μιν ἐξελ­θοῦ­σαν ἀπ’ ἐμοῦ. 47ἰδοῦ­σα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλα­θε, τρέ­μου­σα ἦλθε καὶ προ­σπε­σοῦ­σα αὐτῷ δι’ ἣν αἰτί­αν ἥψα­το αὐτοῦ ἀπήγ­γει­λεν αὐτῷ ἐνώ­πιον παν­τὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παρα­χρῆ­μα. 48ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρ­σει, θύγα­τερ, ἡ πίστις σου σέσω­κέ σε· πορεύ­ου εἰς εἰρή­νην. 49Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦν­τος ἔρχε­ταί τις παρὰ τοῦ ἀρχι­συ­να­γώ­γου λέγων αὐτῷ ὅτι Τέθνη­κεν ἡ θυγά­τηρ σου· μὴ σκύλ­λε τὸν διδά­σκα­λον. 50ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκού­σας ἀπε­κρί­θη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθή­σε­ται. 51ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκί­αν οὐκ ἀφῆ­κεν εἰσελ­θεῖν οὐδέ­να εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάν­νην καὶ Ἰάκω­βον καὶ τὸν πατέ­ρα τῆς παι­δὸς καὶ τὴν μητέ­ρα. 52ἔκλαιον δὲ πάν­τες καὶ ἐκό­πτον­το αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαί­ε­τε· οὐκ ἀπέ­θα­νεν, ἀλλὰ καθεύ­δει. 53καὶ κατε­γέ­λων αὐτοῦ, εἰδό­τες ὅτι ἀπέ­θα­νεν. 54αὐτὸς δὲ ἐκβα­λὼν ἔξω πάν­τας καὶ κρα­τή­σας τῆς χει­ρὸς αὐτῆς ἐφώ­νη­σε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγεί­ρου. 55καὶ ἐπέ­στρε­ψε τὸ πνεῦ­μα αὐτῆς, καὶ ἀνέ­στη παρα­χρῆ­μα, καὶ διέ­τα­ξεν αὐτῇ δοθῆ­ναι φαγεῖν. 56καὶ ἐξέ­στη­σαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγ­γει­λεν αὐτοῖς μηδε­νὶ εἰπεῖν τὸ γεγο­νός.

41 Και ιδού, ήλθε κάποιος άνθρω­πος, ονό­μα­τι Ιάρειος, ο οποί­ος ήτο και άρχων της συνα­γω­γής. Και αφού έπε­σεν εις τα πόδια του Ιησού, τον παρα­κα­λού­σε να μετα­βή στο σπί­τι του, 42 διό­τι η μονο­γε­νής κόρη, την οποί­αν είχε, δώδε­κα περί­που ετών, ήτο ετοι­μο­θά­να­τος. Καθώς δε ο Ιησούς επή­γαι­νεν στο σπί­τι του Ιαεί­ρου, τα πλή­θη τον επί­ε­ζαν με τον συνω­στι­σμόν των. 43 Και μια γυναί­κα, που από δώδε­κα έτη υπέ­φε­ρε από αιμο­ρα­γί­αν και η οποία είχε εξο­δέ­ψει όλην την περιου­σί­αν της εις ιατρούς, χωρίς να μπο­ρέ­ση να θερα­πευ­θή από κανέ­να, 44 επλη­σί­α­σε πίσω από τον Ιησούν, ήγγι­σε την άκρη από το ιμά­τιόν του και αμέ­σως εστα­μά­τη­σε η αιμο­ρα­γία της. 45 Και είπεν ο Ιησούς· “ποιός είναι αυτός, που με ήγγι­σε;” Επει­δή δε όλοι ηρνούν­το, είπεν ο Πετρος και οι μαθη­ταί που ήσαν μαζή του· “διδά­σκα­λε, τα πλή­θη σε στε­νο­χω­ρούν και σε πιέ­ζουν ολό­γυ­ρα και συ λέγεις ποιός με ήγγι­σε;” 46 Ο δε Ιησούς είπε· “κάποιος με ήγγι­σε. Διό­τι εγώ κατά­λα­βα ότι δύνα­μις θαυ­μα­τουρ­γι­κή εβγή­κε από εμέ”. 47 Η δε γυναί­κα, όταν είδε ότι δεν εξέ­φυ­γε από την προ­σο­χήν του Ιησού, τρέ­μου­σα από φόβον και ευλά­βειαν ήλθε, έπε­σε γονα­τι­στή εμπρός του και διη­γή­θη­κε εις αυτόν και εμπρός εις όλον το πλή­θος την αιτί­αν, δια την οποί­αν τον ήγγι­σεν, όπως επί­σης και το γεγο­νός, ότι εθε­ρα­πεύ­θη­κε αμέ­σως. 48 Ο δε Ιησούς της είπε· “θάρ­ρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαι­νε ειρη­νι­κή και χαρού­με­νη, χωρίς την ανη­συ­χί­αν και την θλί­ψιν που είχες προ­η­γου­μέ­νως από την ασθέ­νειάν σου”. 49 Ενώ δε αυτός ακό­μη ωμι­λού­σε, έρχε­ται κάποιος από το σπί­τι του αρχι­συ­να­γώ­γου λέγων εις αυτόν, ότι “πέθα­νε η κόρη σου, μη ενο­χλείς και μη βάζεις εις κόπον τον διδά­σκα­λον”. 50 Ο Ιησούς όμως, όταν ήκου­σε την είδη­σιν, είπεν στον αρχι­συ­νά­γω­γον· “μη φοβεί­σαι, μόνον πίστευε και θα σωθή η κόρη σου”. 51 Οταν δε ήλθε στο σπί­τι, δεν αφή­κε κανέ­να να μπη, ει μη μόνον τον Πετρον και τον Ιωάν­νην και τον Ιάκω­βον και τον πατέ­ρα της κόρης και την μητέ­ρα. 52 Εκλαιαν δε όλοι και οδυ­ρό­με­νοι εκτυ­πού­σαν τας κεφα­λάς και τα στή­θη των δια την νεκράν. Ο δε Ιησούς είπε· “μη κλαί­ε­τε· δεν απέ­θα­νε, αλλά κοι­μά­ται”. 53 Και τον περι­γε­λού­σαν, διό­τι ήξευ­ραν καλά, ότι η κόρη είχε πεθά­νει. 54 Αυτός όμως έβγα­λε όλους έξω, επια­σε το χέρι της και εφώ­να­ξε λέγων· “Κορη, σήκω επά­νω”. 55 Και αμέ­σως η ψυχή της επέ­στρε­ψε στο σώμα και ανα­στή­θη­κε· και ο Ιησούς διέ­τα­ξε να της δώσουν να φάγη, δια να ανα­λά­βη τελεί­ως από την εξάν­τλη­σιν της ασθε­νεί­ας που την οδή­γη­σε στον θάνα­τον. 56 Και έμει­ναν εκστα­τι­κοί και κατά­πλη­κτοι οι γονείς αυτής. Ο δε Ιησούς παρήγ­γει­λε εις αυτούς, να μη είπουν εις κανέ­να το γεγο­νός.

41 Τότε ήλθε στον Ιησού κάποιος άνθρω­πος που ονο­μα­ζό­ταν Ιάει­ρος και ήταν άρχον­τας της συνα­γω­γής. Κι αφού έπε­σε γονα­τι­στός κον­τά στα πόδια του, τον παρα­κα­λού­σε να πάει στο σπί­τι του, 42 διό­τι είχε μία μονά­κρι­βη κόρη περί­που δώδε­κα χρό­νων που βρι­σκό­ταν στα τελευ­ταία της και πέθαι­νε. Και την ώρα που ο Ιησούς πήγαι­νε στο σπί­τι του Ιαεί­ρου, τα πλή­θη του λαού τον περιέ­βαλ­λαν ασφυ­κτι­κά και τον πίε­ζαν. 43 Τότε λοι­πόν κάποια γυναί­κα που υπέ­φε­ρε από αιμορ­ρα­γία εδώ και δώδε­κα χρό­νια, η οποία μαζί με τα άλλα βάσα­να της αρρώ­στιας της είχε ξοδέ­ψει και όλη την περιου­σία της σε για­τρούς και δεν μπό­ρε­σε να θερα­πευ­θεί από κανέ­ναν, 44 αφού πλη­σί­α­σε τον Ιησού από πίσω, ώστε να μην την αντι­λη­φθεί κανείς, επει­δή ντρε­πό­ταν να γίνει φανε­ρή η αρρώ­στιά της, άγγι­ξε την άκρη του εξω­τε­ρι­κού ενδύ­μα­τός του κι αμέ­σως στα­μά­τη­σε η αιμορ­ρα­γία της. 45 Τότε είπε ο Ιησούς: Ποιός με άγγι­ξε; Κι επει­δή όλοι οι τρι­γύ­ρω αρνούν­ταν, είπε ο Πέτρος και οι άλλοι μαθη­τές που ήταν μαζί του: Διδά­σκα­λε, τα πλή­θη του λαού σε περι­κύ­κλω­σαν και σε πιέ­ζουν ασφυ­κτι­κά? και συ λες, ποιός με άγγι­ξε; 46 Ο Ιησούς όμως είπε: Κάποιος με άγγι­ξε. Διό­τι εγώ κατά­λα­βα ότι βγή­κε από πάνω μου δύνα­μη θαυ­μα­τουρ­γι­κή. 47 Όταν λοι­πόν η γυναί­κα είδε ότι δεν μπό­ρε­σε να κρυ­φτεί και δεν ξέφυ­γε από τον Ιησού αυτό που έκα­νε, ήλθε τρέ­μον­τας από το φόβο της, κι αφού έπε­σε γονα­τι­στή μπρο­στά του, του διη­γή­θη­κε μπρο­στά σ’ όλο το πλή­θος του λαού για ποια αιτία τον άγγι­ξε και πως θερα­πεύ­θη­κε αμέ­σως. 48 Τότε ο Ιησούς της είπε: Έχε θάρ­ρος, κόρη μου, η πεποί­θη­ση που είχες ότι θα έβρι­σκες την υγεία σου αν με άγγι­ζες, αυτή η πίστη σου σ’ έχει θερα­πεύ­σει. Πήγαι­νε στο καλό, ειρη­νι­κή και ελεύ­θε­ρη από κάθε ανη­συ­χία που δοκί­μα­ζες πιο πριν εξαι­τί­ας της ασθε­νεί­ας σου. 49 Κι ενώ μιλού­σε ακό­μη ο Ιησούς, ήλθε κάποιος από το σπί­τι του αρχι­συ­να­γώ­γου και του είπε: Πέθα­νε η κόρη σου? μην κου­ρά­ζεις άλλο και μην ενο­χλείς πια τον διδά­σκα­λο. 50 Ο Ιησούς όμως, μόλις άκου­σε την είδη­ση αυτή, του είπε: Μη φοβά­σαι, μόνο συνέ­χι­σε να πιστεύ­εις, και θα σωθεί η κόρη σου απ’ το θάνα­το. 51 Κατό­πιν, όταν έφθα­σε στο σπί­τι του Ιαεί­ρου, δεν άφη­σε να μπει κανείς άλλος στο δωμά­τιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάν­νης, ο Ιάκω­βος και ο πατέ­ρας του κορι­τσιού και η μητέ­ρα. 52 Στο μετα­ξύ όλοι έκλαι­γαν και χτυ­πού­σαν τα στή­θη τους και τα κεφά­λια τους για τη νεκρή. Ο Ιησούς όμως τους είπε: Μην κλαί­τε? δεν πέθα­νε, αλλά κοι­μά­ται. 53 Και εκεί­νοι τον περι­γε­λού­σαν, διό­τι ήταν βέβαιοι ότι το κορι­τσά­κι είχε πεθά­νει. 54 Αυτός όμως, αφού τους έβγα­λε όλους έξω, έπια­σε το χέρι της και της φώνα­ξε δυνα­τά: Κόρη, σήκω επά­νω. 55 Τότε η ψυχή της επέ­στρε­ψε στο σώμα και ανα­στή­θη­κε αμέ­σως. Και ο Ιησούς διέ­τα­ξε να της δώσουν φαγη­τό να φάει, για να πάρει δυνά­μεις μετά από την εξάν­τλη­ση που της είχε φέρει η χρό­νια και θανα­τη­φό­ρα ασθέ­νειά της. 56 Οι γονείς της έμει­ναν εκστα­τι­κοί και κυριεύ­τη­καν από βαθύ και μεγά­λο θαυ­μα­σμό. Ο Ιησούς όμως τους έδω­σε την εντο­λή να μην πουν σε κανέ­ναν αυτό που έγι­νε, για να μην ερε­θί­ζε­ται ο φθό­νος των εχθρών του.

41  Kαὶ ἰδοὺ ἦλθε ἄνθρω­πος ὀνο­μα­ζό­με­νος Ἰάει­ρος, ποὺ ἦταν ἄρχων τῆς συνα­γω­γῆς. Kαὶ ἔπε­σε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρα­κα­λοῦ­σε νὰ ἔλθῃ στὸ σπί­τι του, 42 διό­τι εἶχε θυγα­τέ­ρα μονο­γε­νῆ δώδε­κα ἐτῶν, ποὺ πέθαι­νε. Ὅταν δὲ πήγαι­νε, τὰ πλή­θη τὸν περιέ­βαλ­λαν ἀσφυ­κτι­κά. 43  Kάποια δὲ γυναῖ­κα, ποὺ ὑπέ­φε­ρε ἀπὸ αἱμορ­ρα­γία ἐπὶ δώδε­κα ἤδη ἔτη, καὶ δαπά­νη­σε ὅλη τὴν περιου­σία της σὲ ἰατρούς, καὶ δὲν μπό­ρε­σε νὰ θερα­πευ­θῇ ἀπὸ κανέ­να, 44  πλη­σί­α­σε ἀπὸ πίσω καὶ ἄγγι­ξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύ­μα­τός του, καὶ ἀμέ­σως στα­μά­τη­σε ἡ αἱμορ­ρα­γία της. 45  Ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε: «Ποιός μὲ ἄγγι­ξε;». Ἐνῷ δὲ ὅλοι ἀρνοῦν­ταν, ὁ Πέτρος καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦταν μαζί του εἶπαν: «Διδά­σκα­λε, τὰ πλή­θη εἶναι συνω­στι­σμέ να γύρω σου καὶ σὲ συν­θλί­βουν, καὶ σὺ λέγεις, “ Ποιός μὲ ἄγγι­ξε;”». 46  Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Mὲ ἄγγι­ξε κάποιος. Διό­τι ἐγὼ κατά­λα­βα, ὅτι βγῆ­κε δύνα­μι ἀπὸ μένα». 47  Ὅταν δὲ εἶδε ἡ γυναῖ­κα, ὅτι δὲν διέ­φυ­γε τὴν προ­σο­χή του, τρέ­μον­τας ἦλθε καὶ ἔπε­σε στὰ πόδια του, καὶ μπρο­στὰ σ’ ὅλο τὸ λαὸ τοῦ εἶπε τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία τὸν ἄγγι­ξε, καὶ ὅτι θερα­πεύ­θη­κε ἀμέ­σως. 48  Aὐτὸς δὲ τῆς εἶπε: «Ἔχε θάρ­ρος, κόρη μου! Ἡ πίστι σου σὲ ἔσω­σε. Φύγε ἥσυ­χη». 49  Ἐνῷ δὲ ἀκό­μη μιλοῦ­σε, ἔρχε­ται κάποιος ἀπὸ τὸ σπί­τι τοῦ ἀρχι­συ­να­γώ­γου καὶ τοῦ λέγει: «Πέθα­νε ἡ θυγα­τέ­ρα σου, μὴν ἐνο­χλῇς τὸ διδά­σκα­λο». 50  Ἀλλ’ ὅταν τὸ ἄκου­σε ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε: «Mὴ φοβᾶ­σαι! Mόνο πίστευε καὶ θὰ σωθῇ (θὰ ἐπα­νέλ­θῃ, θὰ ἀνα­στη­θῇ)». 51  Ὅταν δὲ ἦλθε στὸ σπί­τι, δὲν ἄφη­σε νὰ μπῇ μέσα κανείς, παρὰ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάν­νης καὶ ὁ Ἰάκω­βος καὶ ὁ πατέ­ρας τῆς κόρης καὶ ἡ μητέ­ρα. 52  Ἔκλαιαν δὲ ὅλοι καὶ τὴ θρη­νοῦ­σαν. Ἀλλ’ αὐτὸς εἶπε: «Mὴ κλαῖ­τε! Δὲν πέθα­νε, ἀλλὰ κοι­μᾶ­ται». 53  Tότε, γνω­ρί­ζον­τας ὅτι πέθα­νε, ἄρχι­σαν νὰ γελοῦν εἰς βάρος του. 54  Aὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἔβγα­λε ὅλους ἔξω καὶ τὴν ἔπια­σε ἀπὸ τὸ χέρι, φώνα­ξε λέγον­τας: «Kόρη, σήκω ἐπά­νω!». 55  Kαὶ ἐπέ­στρε­ψε τὸ πνεῦ­μα της, καὶ ἀμέ­σως σηκώ­θη­κε ἐπά­νω, καὶ διέ­τα­ξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγῃ. 56  Kαὶ οἱ γονεῖς της ἔμει­ναν ἐκστα­τι­κοί. Ἐκεῖ­νος δὲ τοὺς ἔδω­σε ἐντο­λὴ νὰ μὴν εἰποῦν τὸ γεγο­νὸς σὲ κανέ­να.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΓΕΡΓΕΣΗΝΩΝ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΙΑΕΙΡΟΥ

«Τατα ατο λαλοντος ατος δο ρχων ες προ­σελθν προ­σε­κύ­νει ατ λέγων τι θυγά­τηρ μου ρτι τελεύ­τη­σεν· λλ λθν πίθες τν χερά σου π᾿ ατν κα ζήσε­ται(:Κι ενώ τους έλε­γε αυτά ο Ιησούς, την ώρα εκεί­νη κάποιος άρχον­τας της συνα­γω­γής Τον πλη­σί­α­σε και Τον προ­σκύ­νη­σε λέγον­τας ότι “η κόρη μου πριν από λίγο πέθα­νε. Έλα όμως και βάλε το χέρι σου πάνω της και θα ζήσει”)»[Ματθ.9,18].

Τα λόγια τα πρό­φτα­σαν τα έργα, ώστε ακό­μη περισ­σό­τε­ρο να απο­στο­μω­θούν οι Φαρι­σαί­οι· διό­τι αυτός που ήρθε ήταν αρχι­συ­νά­γω­γος και το πέν­θος του ήταν βαρύ· επει­δή το είχε μονά­κρι­βο το παι­δί και είχε γίνει δώδε­κα χρο­νών, δηλα­δή αυτό βρι­σκό­ταν στο άνθος της ηλι­κί­ας του· αυτό λοι­πόν το ανέ­στη­σε ευθέ­ως ο Κύριος. Εάν όμως ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς λέει ότι απε­σταλ­μέ­νοι από την οικία του αρχι­συ­να­γώ­γου ήλθαν λέγον­τας «Μ σκύλ­λε τν διδά­σκα­λοντι τέθνη­κεν θυγά­τηρ σου (:Πέθα­νε η κόρη σου˙ μην κου­ρά­ζεις άλλο και μην ενο­χλείς πια τον διδά­σκα­λο)»[Λουκ.8,49], ερμη­νεύ­ου­με ως εξής, ότι η φρά­ση « θυγά­τηρ μου ρτι τελεύ­τη­σεν (:η κόρη μου πριν λίγο πέθα­νε)»[Ματθ.9,18] που είπε ο Ιάει­ρος, όπως μας ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, προ­ήλ­θε από τις σκέψεις που έκα­νε ο αρχι­συ­νά­γω­γος, ενώ βάδι­ζε προς τον Ιησού ή ότι Του το είπε για να παρου­σιά­σει με δρα­μα­τι­κό­τε­ρο τρό­πο την συμ­φο­ρά του· διό­τι είναι συνή­θεια σε εκεί­νους που παρα­κα­λούν και ζητούν κάτι, να μεγα­λο­ποιούν με τα λόγια τα βάσα­νά τους και να λένε κάτι παρα­πά­νω από την πραγ­μα­τι­κή τους κατά­στα­ση, με σκο­πό να απο­σπά­σουν μεγα­λύ­τε­ρη την συμ­πά­θεια από εκεί­νους που ικε­τεύ­ουν.

Πρό­σε­ξε επί­σης το ασθε­νές της πίστε­ως αυτού του ανθρώ­που· διό­τι απαι­τεί δύο πράγ­μα­τα από τον Χρι­στό, και να πάει στο σπί­τι του και να βάλει το χέρι Του επά­νω στο παι­δί, κάτι που απο­δει­κνύ­ει ότι πριν την αφή­σει και φύγει, η μικρή κοπέ­λα ανέ­πνεε ακό­μη. Και βέβαια όσοι έχουν ασθε­νή πίστη έχουν ανάγ­κη και από την προ­σω­πι­κή παρου­σία και από τα αισθη­τά πράγ­μα­τα.

Και ο μεν ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος λέει ότι πήρε μαζί Του τους τρεις μαθη­τές, τον Πέτρο, τον Ιάκω­βο και τον Ιωάν­νη [Μάρκ.5,40: « δ κβαλν πάν­τας παρα­λαμ­βά­νει τν πατέ­ρα το παι­δί­ου κα τν μητέ­ρα κα τος μετ᾿ ατο, κα εσπο­ρεύ­ε­ται που ν τ παι­δί­ον νακεί­με­νον(:Αυτός όμως, αφού τους έβγα­λε όλους έξω, παίρ­νει μαζί Του τον πατέ­ρα του κορι­τσιού και τη μητέ­ρα και τους τρεις μαθη­τές που ήταν μαζί Του, και μπαί­νει εκεί που ήταν το παι­δί ξαπλω­μέ­νο)»],καθώς επί­σης και ο Λουκάς[Λουκ.8,51: «λθν δ ες τν οκίαν οκ φκεν εσελ­θεν οδένα ε μ Πέτρον κα ωάν­νην κα άκω­βον κα τν πατέ­ρα τς παιδς κα τν μητέ­ρα(:Κατό­πιν, όταν έφθα­σε στο σπί­τι του Ιαεί­ρου, δεν άφη­σε να μπει κανείς άλλος στο δωμά­τιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάν­νης, ο Ιάκω­βος και ο πατέ­ρας του κορι­τσιού και η μητέ­ρα)»]· ο Ματ­θαί­ος όμως λέει απλώς ότι ο Ιησούς πήρε μαζί Του τους μαθη­τές Του. Για ποιον λόγο, όμως, δεν πήρε μαζί Του και τον Ματ­θαίο, αν και βέβαια προ ολί­γου είχε προ­σέλ­θει στην ομά­δα των μαθη­τών Του; Ίσως για να του αυξή­σει την επι­θυ­μία Του και επει­δή ακό­μη βρι­σκό­ταν σε πνευ­μα­τι­κή ατέ­λεια. Γι’ αυτό λοι­πόν τιμά τους τρεις εκεί­νους μαθη­τές, για να προ­σπα­θή­σουν και οι άλλοι να γίνουν όπως εκεί­νοι. Προς το παρόν ήταν αρκε­τό να δει τα όσα συνέ­βη­σαν με την αιμορ­ρο­ού­σα και να τιμη­θεί με την συμ­με­το­χή του στο τρα­πέ­ζι και να συμ­πε­ρι­λη­φθεί στον κύκλο των μαθη­τών Του.

Όταν σηκώ­θη­κε, Τον ακο­λου­θού­σαν πολ­λοί, με την ιδέα ότι μετέ­βαι­νε για πολύ μεγά­λο θαύ­μα και εξαι­τί­ας του προ­σώ­που που προ­σήλ­θε και Τον κάλε­σε, και επει­δή οι περισ­σό­τε­ροι που πνευ­μα­τι­κώς είναι ανώ­ρι­μοι, δεν φρόν­τι­ζαν τόσο για την ψυχή τους, όσο για τη θερα­πεία του σώμα­τος. Και συνέρ­ρε­αν, άλλοι μεν παρα­κι­νού­με­νοι από τις δικές τους ασθέ­νειες, άλλοι δε επει­δή επι­θυ­μού­σαν να δουν τη θερα­πεία των άλλων που έπα­σχαν· αρχι­κώς δηλα­δή ήταν λίγοι εκεί­νοι που πήγαι­ναν συχνά κον­τά Του, για να ακού­σουν τους λόγους Του και την διδα­σκα­λία Του. Ωστό­σο βέβαια δεν τους επέ­τρε­ψε να εισέλ­θουν στην οικία, αλλά μόνο στους μαθη­τές, και αυτούς όχι όλους, διό­τι ήθε­λε να μας διδά­ξει να απο­φεύ­γου­με πάν­το­τε την δόξα που προ­έρ­χε­ται από τους ανθρώ­πους.

Γρά­φει ο Ευαγ­γε­λι­στής: «Κα δο γυνή, αμοῤῥοοσα δώδε­κα τη, προ­σελ­θοσα πισθεν ψατο το κρα­σπέ­δου το ματί­ου ατο. λεγε γρ ν αυτ, ἐὰν μόνον ψωμαι το ματί­ου ατο, σωθή­σο­μαι(:Και να λοι­πόν μια γυναί­κα που έπα­σχε δώδε­κα χρό­νια από αιμορ­ρα­γία, πλη­σί­α­σε από πίσω του κρυ­φά, επει­δή ντρε­πό­ταν και δεν ήθε­λε να γίνει φανε­ρή η αρρώ­στια της, κι άγγι­ξε την άκρη του εξω­τε­ρι­κού ενδύ­μα­τός του. Και το έκα­νε αυτό διό­τι έλε­γε μέσα της: “και μόνο ν’ αγγί­ξω το ένδυ­μά του θα γίνω υγι­ής”)»[Ματθ.9,20–21].

Για ποιον λόγο όμως δεν Τον πλη­σί­α­σε θαρ­ρε­τά; Ντρε­πό­ταν για την αρρώ­στια της, νομί­ζον­τας πως είναι ακά­θαρ­τη· για­τί αν η γυναί­κα που έχει τα έμμη­νά της νόμι­ζε πως δεν είναι καθα­ρή, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα είχε αυτήν την εντύ­πω­ση όποια έπα­σχε από τέτοια αρρώ­στια. Επει­δή πραγ­μα­τι­κά θεω­ρούν­ταν από τον μωσαϊ­κό Νόμο μεγά­λη ακα­θαρ­σία η ασθέ­νεια αυτή. Γι’ αυτό και προ­σπα­θεί να κρυ­φτεί και να μη γίνει αντι­λη­πτή· διό­τι ούτε και αυτή δεν είχε ακό­μη την πρέ­που­σα και ολο­κλη­ρω­μέ­νη αντί­λη­ψη για τον Χρι­στό, αλλιώς δε θα πίστευε πως θα περ­νού­σε απα­ρα­τή­ρη­τη. Έτσι πλη­σιά­ζει πρώ­τη αυτή η γυναί­κα δημό­σια τον Κύριο: είχε ακού­σει ότι θερα­πεύ­ει και γυναί­κες, και ότι πηγαί­νει προς το κορί­τσι που είχε πεθά­νει.

Στο σπί­τι της βέβαια δεν τόλ­μη­σε να Τον καλέ­σει, μολο­νό­τι ήταν εύπο­ρη, ούτε πάλι ήρθε κον­τά Του φανε­ρά, μόνο κρυ­φά άγγι­ξε με πίστη τα ρού­χα Του· διό­τι ούτε είχε αμφι­βο­λία, ούτε είπε μέσα της· «Θα απαλ­λα­γώ άρα­γε από την αρρώ­στια; Μήπως δε θα απαλ­λα­γώ;», αλλά έχον­τας βέβαιη την ελπί­δα για την απο­κα­τά­στα­ση της υγεί­ας της, Τον πλη­σί­α­σε με αυτόν τον τρό­πο. «Έλε­γε μέσα της», διη­γεί­ται ο Ευαγ­γε­λι­στής· «Και μόνο ν’ αγγί­ξω το ένδυ­μά Του, θα σωθώ από την ασθέ­νειά μου.» Είδε βέβαια από ποια οικία είχε βγει ο Ιησούς, δηλα­δή των τελω­νών, και ποιοι ήταν αυτοί που Τον ακο­λου­θού­σαν, δηλα­δή οι αμαρ­τω­λοί και οι τελώ­νες· και όλα αυτά βέβαια την γέμι­σαν με ελπί­δες.

Πώς ενήρ­γη­σε λοι­πόν ο Χρι­στός; Δεν την άφη­σε να μεί­νει απα­ρα­τή­ρη­τη, αλλά τη φέρ­νει στο επί­κεν­τρο και την απο­κα­λύ­πτει σε όλους, για πολ­λούς λόγους. Αν και μερι­κοί από τους πνευ­μα­τι­κά αναί­σθη­τους ισχυ­ρί­ζον­ται ότι το έκα­νε αυτό επει­δή ποθού­σε την δόξα· διό­τι «για ποιον λόγο», λένε, «δεν την άφη­σε να περά­σει απα­ρα­τή­ρη­τη;» Τι είναι αυτό που λες, μια­ρέ κα μάλι­στα μια­ρό­τα­τε άνθρω­πε; Αυτός που δίνει εντο­λή να σιω­πούν οι θερα­πευό­με­νοι απ’ Αυτόν, Αυτός που αφή­νει μύρια θαύ­μα­τα να περ­νούν απα­ρα­τή­ρη­τα, Αυτός επι­θυ­μεί την δόξα;

Επο­μέ­νως, για ποιο λόγο την οδη­γεί στο επί­κεν­τρο της προ­σο­χής του πλή­θους, απο­κα­λύ­πτον­τας τη θερα­πεία της; Κατά πρώ­τον, δια­λύ­ει τον φόβο της γυναί­κας για να μη ζει πλέ­ον με αγω­νία, πιε­ζό­με­νη από τις τύψεις της συνει­δή­σε­ώς της, επει­δή πιθα­νό να είχε την εντύ­πω­ση ότι κατά κάποιο τρό­πο είχε υφαρ­πά­ξει την δωρεά. Δεύ­τε­ρον, διορ­θώ­νει τη σκέ­ψη της, επει­δή νόμι­σε ότι διέ­φυ­γε την προ­σο­χή Του. Τρί­τον απο­κα­λύ­πτει σε όλους την πίστη της, ώστε οι άλλοι να τη μιμη­θούν· και το ότι όμως στα­μά­τη­σε τις πηγές της αιμορ­ρα­γί­ας δεν ήταν μικρό­τε­ρο θαύ­μα από το ότι απέ­δει­ξε ότι τα γνω­ρί­ζει όλα. Έπει­τα τον αρχι­συ­νά­γω­γο, ο οποί­ος επρό­κει­το να ολι­γο­πι­στή­σει και να κατα­στρέ­ψει έτσι τα πάν­τα, τον συγ­κρα­τεί στην πίστη του μέσω της γυναι­κός. Καθό­σον αυτοί που ήλθαν από την οικία του έλε­γαν: «Μ σκύλ­λε τν διδά­σκα­λοντι τέθνη­κεν θυγά­τηρ σου (:Μην ταλαι­πω­ρείς τον διδά­σκα­λο, διό­τι πέθα­νε η κόρη σου)»· και οι ευρι­σκό­με­νοι στο σπί­τι του αρχι­συ­να­γώ­γου, περι­γε­λού­σαν τον Ιησού όταν είπε ότι κοι­μά­ται η κόρη. Ήταν λοι­πόν φυσι­κό και ο πατέ­ρας να έχει πάθει κάτι παρό­μοιο.

Γι’ αυτό, για να προ­φθά­σει αυτήν την ενδε­χό­με­νη αδυ­να­μία, φέρ­νει στο επί­κεν­τρο της προ­σο­χής του πλή­θους την γυναί­κα εκεί­νη. Για να πει­σθείς βέβαια ότι ο αρχι­συ­νά­γω­γος ήταν ανά­με­σα στους πάρα πολύ ανώ­ρι­μους πνευ­μα­τι­κά, άκου­σε τι λέει ο Κύριος προς αυτόν: «Μ φοβο· μόνον πίστευε, κα σωθή­σε­ται (:Μη φοβά­σαι, εσύ μόνο πίστευε και θα σωθεί)»· καθό­σον σκό­πι­μα περί­με­νε ο Ιησούς να επέλ­θει ο θάνα­τος και μετά να μετα­βεί εκεί, ώστε να γίνει σαφής η από­δει­ξη της ανα­στά­σε­ώς της. Γι’ αυτό και βαδί­ζει κάπως αργά και παρα­τεί­νει τη συνο­μι­λία Του με την γυναί­κα, για ν’ αφή­σει χρό­νο να πεθά­νει στο μετα­ξύ το κορί­τσι και να προ­σέλ­θουν αυτοί που θα ανα­κοί­νω­ναν τα συμ­βάν­τα και να πουν: «Μην βάζεις πλέ­ον σε κόπο και ενό­χλη­ση τον Διδά­σκα­λο».

Αυτό λοι­πόν και ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος υπο­νο­εί και το επι­ση­μαί­νει λέγον­τας: «Ενώ ο Ιησούς μιλού­σε ακό­μα, ήρθαν οι απε­σταλ­μέ­νοι από την οικία του αρχι­συ­να­γώ­γου, λέγον­τας ‘’Πέθα­νε η κόρη σου, μη βάζεις στον κόπο τον Διδά­σκα­λο”». Ήθε­λε να δια­πι­στω­θεί ο θάνα­τος, για να μη θεω­ρη­θεί ύπο­πτη και αμφι­σβη­τη­θεί η ανά­στα­σή της. Και αυτό το κάνει σε κάθε παρό­μοια περί­πτω­ση. Έτσι και στον Λάζα­ρο καθυ­στέ­ρη­σε και μία και δύο και τρεις μέρες. Για όλους λοι­πόν αυτούς τους λόγους οδη­γεί την αιμορ­ρο­ού­σα στο επί­κεν­τρο της προ­σο­χής του πλή­θους και λέει: «Θάρ­σει, θύγα­τερ(:Έχε θάρ­ρος, κόρη μου)»· όπως ακρι­βώς έλε­γε και στον παρά­λυ­το· «έχε θάρ­ρος, παι­δί μου». Kaι πράγ­μα­τι η γυναί­κα ήταν γεμά­τη από φόβο και γι’ αυτό της λέει «έχε θάρ­ρος» και την ονο­μά­ζει ‘’θυγα­τέ­ρα’’, επει­δή η πίστη της την έκα­νε κόρη Του. Έπει­τα ακο­λου­θεί και το εγκώ­μιο : « πίστις σου σέσω­κέ σε(:Η πίστη σου σε έχει σώσει)».

Ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς όμως μας δίνει και άλλες περισ­σό­τε­ρες λεπτο­μέ­ρειες για την γυναί­κα αυτή. Όταν δηλα­δή, λέγει, πλη­σί­α­σε τον Ιησού και θερα­πεύ­θη­κε, ο Χρι­στός δεν την κάλε­σε αμέ­σως, αλλά προ­η­γου­μέ­νως είπε: «Τίς ψάμε­νός μου;(:Ποιος είναι εκεί­νος που με άγγι­ξε;)». Έπει­τα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι μαθη­τές Του έλε­γαν : «πιστά­τα, ο χλοι συνέ­χου­σί σε κα ποθλί­βου­σι, κα λέγεις τίς ψάμε­νός μου;(:Διδά­σκα­λε, τα πλή­θη του λαού Σε περι­κύ­κλω­σαν και Σε πιέ­ζουν· και Συ λέγεις: ‘’Ποιος με άγγι­ξε;’’)» -το γεγο­νός αυτό είναι μέγι­στη από­δει­ξη ότι ο Ιησούς είχε σώμα πραγ­μα­τι­κό και ότι δεν είχε την παρα­μι­κρή υπε­ρη­φά­νεια, διό­τι τα πλή­θη δεν Τον ακο­λου­θού­σαν εξ απο­στά­σε­ως, αλλά Τον περιέ­βαλ­λαν από κον­τά και Τον συνέ­θλι­βαν από παν­τού-· Αυτός, λέγει ο Λου­κάς, επέ­με­νε λέγον­τας ότι «ψατό μού τις· γ γρ γνων δύνα­μιν ξελ­θοσαν π᾿ μο(:Κάποιος με άγγι­ξε· διό­τι εγώ αντι­λή­φθη­κα ότι εξήλ­θε από εμέ­να κάποια δύνα­μη θαυ­μα­τουρ­γι­κή)». Έτσι έδω­σε πιο χει­ρο­πια­στή απάν­τη­ση στην καχυ­πο­ψία των πιο δύσπι­στων από τους ακρο­α­τές. Αυτά τα έλε­γε, επί­σης, για να πεί­σει την γυναί­κα να ομο­λο­γή­σει μόνη της την πρά­ξη της. Γι’ αυτό, άλλω­στε, δεν την έλεγ­ξε αμέ­σως, ώστε αφού απο­δεί­ξει ότι γνω­ρί­ζει τα πάν­τα με σαφή­νεια, να την πεί­σει από μόνη της να τα απο­κα­λύ­ψει όλα και να την προ­ε­τοι­μά­σει να δια­κη­ρύ­ξει το θαύ­μα που επι­τε­λέ­σθη­κε και να μην κινή­σει υπο­ψί­ες εάν το ανα­κοί­νω­νε ο Ίδιος.

Είδες ότι η γυναί­κα απο­δεί­χτη­κε ανώ­τε­ρη στην πίστη από τον αρχι­συ­νά­γω­γο; Δεν έπια­σε, δεν κρά­τη­σε τον Ιησού, αλλά απλώς Τον άγγι­ξε με τα άκρα των δακτύ­λων της, και, αν και ήλθε τελευ­ταία, έφυ­γε πρώ­τη, αφού θερα­πεύ­θη­κε. Και εκεί­νος μεν οδη­γού­σε όλο τον ιατρό στο σπί­τι του, ενώ σε αυτήν απο­δεί­χθη­κε αρκε­τή η απλή επα­φή και μόνο. Πραγ­μα­τι­κά, μολο­νό­τι ήταν συν­δε­δε­μέ­νη μόνι­μα και υπέ­φε­ρε πολ­λά χρό­νια από την ασθέ­νειά της, παρά ταύ­τα η πίστη της τής ανα­πτέ­ρω­νε το ηθι­κό της. Πρό­σε­ξε επί­σης τον τρό­πο με τον οποίο την παρη­γο­ρεί ο Κύριος λέγον­τας « πίστις σου σέσω­κέ σε(:η πίστη σου σε έχει σώσει)». Και βέβαια, εάν την είχε οδη­γή­σει στο μέσο των παρευ­ρι­σκο­μέ­νων με σκο­πό την επί­δει­ξη, δεν θα ήταν δυνα­τόν να προ­σθέ­σει τα λόγια αυτά.

Όμως μίλη­σε έτσι αφε­νός μεν για να οδη­γή­σει τον αρχι­συ­νά­γω­γο στο να πιστέ­ψει, αφε­τέ­ρου δε και της γυναί­κας την πίστη να δια­κη­ρύ­ξει και ακό­μη για να προ­σφέ­ρει με τα λόγια αυτά σε αυτήν ευχα­ρί­στη­ση και ωφέ­λεια όχι μικρό­τε­ρη από την απο­κα­τά­στα­ση της σωμα­τι­κής της υγεί­ας. Το ότι λοι­πόν θέλον­τας εκεί­νη να δοξά­σει έκα­νε αυτά και άλλους να διορ­θώ­σει και όχι τον εαυ­τό Του να δοξά­σει, γίνε­ται ολο­φά­νε­ρο από όλα όσα ελέ­χθη­σαν· διό­τι ο Ίδιος βεβαί­ως και χωρίς αυτό το περι­στα­τι­κό επρό­κει­το εξί­σου να είναι άξιος θαυ­μα­σμού (διό­τι τα θαύ­μα­τά Του ήταν αφθο­νό­τε­ρα από τις χιο­νο­νι­φά­δες και πολύ πιο μεγα­λύ­τε­ρα από αυτό και επι­τέ­λε­σε και επρό­κει­το να κάνει)· η γυναί­κα όμως, αν δεν συνέ­βαι­νε αυτό, κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα θα έφευ­γε απα­ρα­τή­ρη­τη και θα είχε στε­ρη­θεί τους μεγά­λους αυτούς επαί­νους. Και ακρι­βώς γι’ αυτό την οδή­γη­σε στο μέσο του πλή­θους και διε­κή­ρυ­ξε την πίστη της και απέ­βα­λε τον φόβο της (καθό­σον, λέγει, τον πλη­σί­α­σε τρέ­μον­τας) και γέμι­σε την ψυχή της με θάρ­ρος και μαζί με την υγεία του σώμα­τος της έδω­σε και άλλα εφό­δια λέγον­τάς της τα εξής: «Πορεύ­ου ες ερήνην(:Πήγαι­νε και ζήσε με ειρή­νη)».

Και όταν ήλθε ο Ιησούς στην οικία του άρχον­τος και είδε εκεί­νους που έπαι­ζαν με τον αυλό, και το πλή­θος να δημιουρ­γεί με τον θρή­νο του θόρυ­βο, λέει προς αυτούς: «ναχω­ρετε· ο γρ πέθα­νε τ κορά­σιον, λλ καθεύ­δει, κα κατε­γέ­λων ατο (:”Φύγε­τε από εδώ, διό­τι το κορι­τσά­κι δεν πέθα­νε αλλά κοι­μά­ται”. Κι εκεί­νοι τον περι­γε­λού­σαν, διό­τι ήταν βέβαιοι ότι το κορι­τσά­κι ήταν πεθα­μέ­νο)»[Ματθ.9,24]. Καλές ήταν οι απο­δεί­ξεις των αρχι­συ­να­γώ­γων, αφού μετά την έλευ­ση του θανά­του οι αυλοί και τα κύμ­βα­λα προ­κα­λού­σαν τον θρή­νο. Τι έκα­νε, λοι­πόν, ο Χρι­στός; Όλους τους άλλους τους έβγα­λε έξω και μόνο τους γονείς πήρε μαζί Του, ώστε να μην υπάρ­χει περί­πτω­ση να υπο­στη­ρι­χθεί ότι την θερά­πευ­σε με άλλον τρό­πο· και προ­τού την ανα­στή­σει τους ενθαρ­ρύ­νει με τα λόγια λέγον­τας τα εξής: «Δεν πέθα­νε το κορί­τσι αλλά κοι­μά­ται».

Και σε πολ­λές περι­πτώ­σεις κάνει το ίδιο πράγ­μα. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν στην περί­πτω­ση της τρι­κυ­μιώ­δους θάλασ­σας επι­τι­μά αρχι­κά τους μαθη­τές, έτσι βεβαί­ως και στην περί­πτω­ση αυτή αρχι­κά εκβάλ­λει τον φόβο από την σκέ­ψη των παρευ­ρι­σκο­μέ­νων, δεί­χνον­τάς τους συγ­χρό­νως ότι είναι εύκο­λο πράγ­μα σε Αυτόν να ανα­στή­σει τους νεκρούς(πράγμα βεβαί­ως που είχε κάνει και στην περί­πτω­ση του Λαζά­ρου με τα εξής λόγια: «Λάζα­ρος φίλος μν κεκοί­μη­ται· λλ πορεύ­ο­μαι να ξυπνή­σω ατόν(:Ο φίλος μας ο Λάζα­ρος έχει κοι­μη­θεί. Αλλά πηγαί­νω να τον ξυπνή­σω)»[Ιω.11,11] και συγ­χρό­νως διδά­σκει τους παρευ­ρι­σκο­μέ­νους ότι δεν πρέ­πει να φοβούν­ται τον θάνα­το, διό­τι αυτός δεν είναι θάνα­τος, αλλά έχει μετα­βλη­θεί πλέ­ον σε ύπνο.

Επει­δή δηλα­δή επρό­κει­το και ο ίδιος ο Κύριος να πεθά­νει, προ­ε­τοι­μά­ζει τους μαθη­τές Του με τις θαυ­μα­τουρ­γι­κές ενέρ­γειές Του επί των σωμά­των των άλλων, να έχουν θάρ­ρος και να αντι­με­τω­πί­ζουν τον θάνα­το με ηρε­μία. Και πράγ­μα­τι λοι­πόν από την στιγ­μή που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο και στο εξής, ο θάνα­τος κατάν­τη­σε να είναι ύπνος. Παρά ταύ­τα όμως Τον περι­γε­λού­σαν. Ο Ίδιος όμως δεν αγα­νά­κτη­σε που δεν γινό­ταν πιστευ­τός για το θαύ­μα το οποίο επρό­κει­το μετά από λίγο να επι­τε­λέ­σει, ούτε τους επι­τί­μη­σε για το γέλιο τους, για να γίνουν και το περι­παι­κτι­κό γέλιο τους και οι αυλοί και τα κύμ­βα­λα και όλα τα άλλα γενι­κώς από­δει­ξη ότι πέθα­νε πραγ­μα­τι­κά η κόρη.

Επει­δή βέβαια ως επί το πλεί­στον δεν πιστεύ­ουν οι άνθρω­ποι μετά την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των θαυ­μά­των το προ­λαμ­βά­νει αυτό με τις απο­κρί­σεις αυτών των ίδιων, πράγ­μα βέβαια που είχε γίνει και στην περί­πτω­ση του Λαζά­ρου και του Μωυ­σή. Καθό­σον στον Μωυ­σή λέγει: «Τί τοτό στι τ ν τ χει­ρί σου;(:Τι είναι αυτό που κρα­τάς στο χέρι σου;)»[Έξ.4,2], ώστε, όταν θα το έβλε­πε να μετα­βάλ­λε­ται σε φίδι, να μην λησμο­νού­σε ότι ήταν ράβδος πριν από το θαύ­μα αυτό, αλλά ενθυ­μού­με­νος τους δικούς του λόγους να εκπλα­γεί με αυτό που θα συνέ­βαι­νε. Και στην περί­πτω­ση του Λαζά­ρου λέγει: «Πο τεθεί­κα­τε ατόν;(:πού τον έχε­τε εντα­φιά­σει;)»[Ιω.11,34], με σκο­πό να μην μπο­ρούν να αμφι­σβη­τή­σουν ότι τον ανέ­στη­σε ενώ ήταν νεκρός αυτοί που θα έλε­γαν το «ρχου κα δε(:έλα να δεις)» και ότι «Κύριε, δη ζει· τεταρ­ταος γάρ στι (:Κύριε, τώρα πια μυρί­ζει άσχη­μα˙ διό­τι είναι τέσ­σε­ρις μέρες)»[Ιω.11,35–39].

Αφού λοι­πόν είδε τα κύμ­βα­λα και τους όχλους τους έβγα­λε όλους έξω και παρου­σία των γονέ­ων θαυ­μα­τουρ­γεί, εισά­γον­τας όχι άλλη ψυχή στο σώμα της νεκρής, αλλά επα­να­φέ­ρον­τας αυτήν την ίδια που είχε εξέλ­θει και την ανα­σταί­νει σαν ακρι­βώς να κοι­μό­ταν. Και πιά­νει το χέρι της με σκο­πό να κατα­στή­σει σαφές ότι δια­τί­θε­ται να την ανα­στή­σει, ώστε να τους προ­ε­τοι­μά­σει, βλέ­πον­τας αυτό, να πιστέ­ψουν στην ανά­στα­ση· διό­τι ο μεν πατέ­ρας της έλε­γε: «πίθες τν χερά σου π᾿ ατν (:Θέσε το χέρι σου επά­νω της)», ενώ Αυτός κάνει κάτι τι επι­πλέ­ον· διό­τι δεν θέτει το χέρι Του απλώς επά­νω της, αλλά την ανα­σταί­νει κρα­τών­τας την από το χέρι, απο­δει­κνύ­ον­τας έτσι ότι όλα είναι δυνα­τά σε Αυτόν. Και δεν την ανα­σταί­νει μόνο, αλλά και δίδει εντο­λή να της δώσουν να φάει, για να μη νομί­σουν ότι αυτό που συνέ­βη ήταν δημιούρ­γη­μα της φαν­τα­σί­ας. Και δεν της δίνει τρο­φή ο ίδιος, αλλά δια­τάσ­σει εκεί­νους να της δώσουν, όπως ακρι­βώς δηλα­δή και στην περί­πτω­ση του Λαζά­ρου όταν είπε: «λύσα­τε ατν κα φετε πάγειν(:Λύστε τον από τους νεκρι­κούς επι­δέ­σμους που τον είχα­τε τυλί­ξει και αφή­στε τον μόνο του να πάει στο σπί­τι)»[Ιω.11,44] και στη συνέ­χεια κάθι­σαν και έφα­γαν μαζί στο ίδιο τρα­πέ­ζι. Καθό­σον πάν­το­τε συνή­θι­ζε και τα δύο να εφαρ­μό­ζει, απο­δει­κνύ­ον­τας κατά τρό­πο απο­λύ­τως αναμ­φι­σβή­τη­το και τον θάνα­το και την ανά­στα­ση.

Εσύ όμως, σε παρα­κα­λώ, μην προ­σέ­χεις μόνο την ανά­στα­ση, αλλά και το γεγο­νός ότι παρήγ­γει­λε να μην αναγ­γεί­λουν το συμ­βάν σε κανέ­να. Και αυτό το δίδαγ­μα κατε­ξο­χήν λάβε από όλα αυτά, την ταπει­νο­φρο­σύ­νη του Κυρί­ου και την απο­φυ­γή της ματαιο­δο­ξί­ας, και μαζί με αυτό πρό­σε­ξε και εκεί­νο, ότι δηλα­δή έβγα­λε έξω από την οικία εκεί­νους που θρη­νού­σαν, απο­δει­κνύ­ον­τας έτσι ότι δεν ήσαν άξιοι να δουν ένα τέτοιο θαύ­μα. Και μην εξέλ­θεις μαζί με τους αυλη­τές, αλλά παρά­μει­νε μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάν­νη και τον Ιάκω­βο· διό­τι εάν τότε έβγα­λε εκεί­νους έξω, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα το πρά­ξει αυτό τώρα· επει­δή τότε μεν δεν ήταν φανε­ρό ακό­μη ότι ο θάνα­τος είχε καταν­τή­σει σε ύπνο, ενώ τώρα αυτό είναι πιο ολο­φά­νε­ρο και από τον ίδιο τον ήλιο. Δεν σου ανέ­στη­σε όμως τώρα την θυγα­τέ­ρα σου; Αλλά οπωσ­δή­πο­τε θα την ανα­στή­σει και με μεγα­λύ­τε­ρη μάλι­στα δόξα· διό­τι εκεί­νο μεν το κορί­τσι αν και ανα­στή­θη­κε πέθα­νε και πάλι αφού γέρα­σε, ενώ το δικό σου όταν ανα­στη­θεί θα παρα­μέ­νει στο εξής αθά­να­το.

Κανέ­νας λοι­πόν ας μην οδύ­ρε­ται, κι ας μη θρη­νεί, κι ας μη δυσφη­μεί το κατόρ­θω­μα του Χρι­στού. Για­τί νίκη­σε τον θάνα­το. Τι θρη­νείς λοι­πόν άδι­κα; Ο θάνα­τος μετα­βλή­θη­κε σε ύπνο. Για­τί οδύ­ρε­σαι και κλαις; Έτσι, εάν το έκα­ναν αυτό οι ειδω­λο­λά­τρες, έπρε­πε να τους περι­γε­λάς. Όταν όμως δια­πράτ­τει τέτοιες ασχη­μί­ες ο πιστός Χρι­στια­νός, ποια δικαιο­λο­γία και ποια συγνώ­μη υπάρ­χει για μας στις τέτοιες ανο­η­σί­ες μας και μάλι­στα ύστε­ρα και από τόσον και­ρό, κι από τόσο ξεκά­θα­ρη από­δει­ξη της ανα­στά­σε­ως; Εσύ όμως σπεύ­δεις σαν να θέλεις να αυξή­σεις το αμάρ­τη­μα, και μας φέρ­νεις ειδω­λο­λά­τρισ­σες γυναί­κες για να θρη­νή­σουν αυξά­νον­τας κατ΄αυτόν τον τρό­πο το πέν­θος και ζωη­ρεύ­ον­τας την φωτιά της καμί­νου, χωρίς να ακούς τον Παύ­λο που λέγει: «Τίς δ συμ­φώ­νη­σις Χριστ πρς Βελί­αλ; τίς μερς πιστ μετ πίστου;(:Ποια συμ­φω­νία μπο­ρεί να υπάρ­ξει μετα­ξύ του Χρι­στού με τον Σατα­νά και ποιο κοι­νό μερί­διο μπο­ρεί να έχει ένας πιστός με έναν άπι­στο;)»[Β΄Κορ.6,15].

Και τα παι­διά των ειδω­λο­λα­τρών, που δεν έχουν καμιά γνώ­ση για τη ανά­στα­ση, βρί­σκουν ωστό­σο λόγους παρη­γο­ριάς. «Υπό­με­νε με γεν­ναιό­τη­τα», λένε· «διό­τι δεν μπο­ρείς να ακυ­ρώ­σεις ό,τι έγι­νε, ούτε να το επα­νορ­θώ­σεις με τους θρή­νους σου». Εσύ όμως που ακούς πιο πνευ­μα­τι­κούς και πιο ωφέ­λι­μους λόγους, δεν ντρέ­πε­σαι να προ­βαί­νεις σε μεγα­λύ­τε­ρες απ’ αυτούς ασχη­μί­ες; Ούτε λέμε· «Υπό­μει­νε με γεν­ναιό­τη­τα, επει­δή δεν μπο­ρού­με να ακυ­ρώ­σου­με ό,τι έγι­νε». Αλλά λέμε: «Υπό­μει­νε με γεν­ναιό­τη­τα, για­τί θα ανα­στη­θεί οπωσ­δή­πο­τε». Κοι­μά­ται το παι­δί, δεν πέθα­νε. Ανα­παύ­ε­ται, δεν χάθη­κε. Το περι­μέ­νει ανά­στα­ση και παν­το­τι­νή ζωή και αθα­να­σία και κατά­στα­ση αγγε­λι­κή. Δεν ακού­τε τον ψαλ­μό που λέει: «πίστρε­ψον, ψυχή μου, ες τν νάπαυ­σίν σου, τι Κύριος εηργέ­τη­σέ σε(:Γύρι­σε, ψυχή μου, στην ανά­παυ­σή σου, για­τί ο Κύριος σε ευερ­γέ­τη­σε)»;[Ψαλμ.114,7]. Ευερ­γε­σία ονο­μά­ζει ο Θεός το πράγ­μα και συ θρη­νείς;

Και τι περισ­σό­τε­ρο θα έκα­νες, αν ήσουν αντί­πα­λος κι εχθρός εκεί­νου που πέθα­νε; Αν πρέ­πει να θρη­νεί κάποιος, πρέ­πει να θρη­νεί ο διά­βο­λος. Εκεί­νος ας θρη­νεί και ας οδύ­ρε­ται, για­τί ακο­λου­θού­με την οδό που οδη­γεί σε μεγα­λύ­τε­ρα αγα­θά. Σε εκεί­νου την πονη­ρία αξί­ζει αυτός ο θρή­νος, όχι σε εσέ­να που πρό­κει­ται να λάβεις ως αμοι­βή τον στέ­φα­νο και να ανα­παυ­θείς, καθό­σον ο θάνα­τος είναι λιμά­νι γαλή­νιο. Κοί­τα­ξε πόσα κακά γεμί­ζουν τη ζωή αυτή· τα πράγ­μα­τα προ­χω­ρούν στο χει­ρό­τε­ρο και απ’ την αρχή δεν ήταν μικρή η κατα­δί­κη που έλα­βες ως κλη­ρο­νο­μιά από το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα: «ν λύπαις τέξ τέκνα(:Με λύπες θα γεν­νάς τα παι­διά σου)», λέει[Γέν.3,16]· και «ν δρτι το προ­σώ­που σου φαγ τν ρτον σου(:Με τον ιδρώ­τα του προ­σώ­που σου θα φας το ψωμί σου)»[Γέν.3,17]· και «ν τ κόσμ θλψιν ξετε(:Μέσα στον κόσμο θα δοκι­μά­σε­τε θλί­ψη)»[Ιω. 16,33].

Για την εκεί ζωή όμως τίπο­τα τέτοιο δεν έχει λεχθεί, αλλά εξ ολο­κλή­ρου το αντί­θε­το· «πέδρα δύνη, λύπη κα στε­ναγ­μός(:Δεν υπάρ­χει εκεί ο πόνος, η λύπη κι ο στε­ναγ­μός)»[Ησ.35,10] και «πολ­λο π νατολν κα δυσμν ξου­σι κα νακλι­θή­σον­ται μετ βραμ κα σακ κα ακβ ν τ βασι­λεί τν ορανν(:Σας δια­βε­βαιώ­νω λοι­πόν ότι πολ­λοί σαν τον εκα­τόν­ταρ­χο θα έλθουν από ανα­το­λή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθί­σουν μαζί με τον Αβρα­άμ, τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ στο ευφρό­συ­νο δεί­πνο της βασι­λεί­ας των ουρα­νών)»[Ματθ.8,11]· και ότι η ζωή εκεί είναι παστά­δα πνευ­μα­τι­κή και λαμ­πά­δες φαι­δρές και μετά­στα­ση προς τον ουρα­νό.

[…] Με τέτοιες σκέ­ψεις λοι­πόν ας συγ­κρα­τού­μα­στε. Έτσι και τον νεκρό μας ευχα­ρι­στού­με και θα λάβου­με τους επαί­νους πολ­λών ανθρώ­πων και απ’ τον Θεό θα λάβου­με τους μεγά­λους μισθούς της υπο­μο­νής και θα κερ­δί­σου­με τα αιώ­νια αγα­θά. Αυτά μακά­ρι να τα επι­τύ­χου­με όλα με την χάρη και την φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 10, Υπό­μνη­μα στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο, ομι­λία ΛΑ΄, σελί­δες 337–365.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 7-11-1993]

(Β 287)

Εκπλη­κτι­κό θαύ­μα, αγα­πη­τοί μου, η ανά­στα­σις της θυγα­τρός του Ιαεί­ρου. Και μάλι­στα, διπλούν θαύ­μα! Για­τί όταν ο Κύριος κατευ­θύ­νε­το προς το σπί­τι του αρχι­συ­να­γώ­γου Ιαεί­ρου, ένα άλλο θαύ­μα έλα­βε χώρα. Ήταν το θαύ­μα της θερα­πεί­ας της αιμορ­ρο­ού­σης εκεί­νης γυναι­κός. Και όσα εκεί ελέ­χθη­σαν με την αιμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα, έχουν βάθος πίστε­ως και βάθος θεο­λο­γί­ας.

Αλλά και στην ανά­στα­ση της θυγα­τρός του Ιαεί­ρου, η θεο­λο­γία που απορ­ρέ­ει είναι απο­κα­λυ­πτι­κή. Ας δού­με όμως, πώς την ανά­στα­ση αυτής της μικρής κόρης διη­γεί­ται ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς. Σας δια­βά­ζω το κεί­με­νο, παρα­λεί­πον­τας το περι­στα­τι­κό της αιμορ­ρο­ού­σης: «Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνο­μα ᾿Ιάει­ρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συνα­γω­γῆς ὑπῆρ­χε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρε­κά­λει αὐτὸν εἰσελ­θεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγά­τηρ μονο­γε­νὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδε­κα, καὶ αὕτη ἀπέ­θνη­σκεν… ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦν­τος ἔρχε­ταί τις παρὰ τοῦ ἀρχι­συ­να­γώ­γου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνη­κεν ἡ θυγά­τηρ σου· μὴ σκύλ­λε τὸν διδά­σκα­λον (:Μην ενο­χλείς, μην τον βάζεις σε κόπο. Πέθα­νε η κόρη σου). δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκού­σας ἀπε­κρί­θη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθή­σε­ται. λθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκί­αν οὐκ ἀφῆ­κεν εἰσελ­θεῖν οὐδέ­να εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάν­νην καὶ ᾿Ιάκω­βον καὶ τὸν πατέ­ρα τῆς παι­δὸς καὶ τὴν μητέ­ρα. κλαιον δὲ πάν­τες καὶ ἐκό­πτον­το αὐτήν(:Έκα­ναν κοπε­τόν). δὲ εἶπε· μὴ κλαί­ε­τε· οὐκ ἀπέ­θα­νεν, ἀλλὰ καθεύ­δει(:Κοι­μά­ται). Καὶ κατε­γέ­λων αὐτοῦ, εἰδό­τες ὅτι ἀπέ­θα­νεν(Και τον κατα­γε­λού­σαν οι γύρω, γνω­ρί­ζον­τες ότι είχε πεθά­νει). Αὐτὸς δὲ ἐκβα­λὼν ἔξω πάν­τας καὶ κρα­τή­σας τῆς χει­ρὸς αὐτῆς ἐφώ­νη­σε λέγων· ἡ παῖς, ἐγεί­ρου(:Ω μικρό παι­δί, σήκω).Καὶ ἐπέ­στρε­ψε τὸ πνεῦ­μα αὐτῆς, καὶ ἀνέ­στη παρα­χρῆ­μα(:αμέ­σως), καὶ διέ­τα­ξεν αὐτῇ δοθῆ­ναι φαγεῖν(:Διέ­τα­ξε ο Κύριος να της δοθεί φαγη­τό). Καὶ ἐξέ­στη­σαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. δὲ παρήγ­γει­λεν αὐτοῖς μηδε­νὶ εἰπεῖν τὸ γεγο­νός(:Όμως Εκεί­νος παρήγ­γει­λε εις αυτούς, τους γονείς, σε κανέ­να να μην πουν το γεγο­νός της ανα­στά­σε­ως της κόρης των)».

Κάθε πρό­τα­σις και κεφά­λαιον θεο­λο­γί­ας, αγα­πη­τοί μου… Ωστό­σο, ας μεί­νο­με σε ένα θέμα, που δεν θα ήτο θεο­λο­γι­κό, εκ πρώ­της όψε­ως. Στο θέμα της παι­δι­κής θνη­σι­μό­τη­τος. Για­τί αυτό το μικρό κορι­τσά­κι, το μόλις 12 ετών παι­δά­κι, να πεθά­νει; Για­τί; Κι ενώ μοιά­ζει αυτο­νόη­το ότι μικροί και μεγά­λοι πεθαί­νουν, δεν είναι όμως τόσο αυτο­νόη­το, όσο εκ πρώ­της όψε­ως φαί­νε­ται. Βέβαια, εισή­χθη ο θάνα­τος σαν καρ­πός της παρα­κο­ής των πρω­το­πλά­στων. Αλλά ο Αδάμ, μετά την παρα­κοή του, έζη­σε 930 χρό­νια! Και δεν πέθα­νε πρό­ω­ρα. Το μικρό αυτό παι­δά­κι, για­τί πεθαί­νει; Πριν προ­λά­βει να ολο­κλη­ρώ­σει την ηλι­κία του, τη ζωή του; Είναι ολό­τε­λα αφύ­σι­κο ο θάνα­τος στην μικρή ηλι­κία.

Όταν ο Θεός ευλο­γού­σε τους πρω­το­πλά­στους και δι’ αυτών όλους βεβαί­ως τους ανθρώ­πους, είπε τού­το: «Αξάνε­σθε καί πλη­θύ­νε­σθε». Έχο­με ποτέ σκε­φθεί τι σημαί­νει αυτό το «αξάνε­σθε»; Θα πει «να μεγα­λώ­σε­τε». Θα πει ότι «παίρ­νε­τε την ευλο­γία να ολο­κλη­ρώ­σε­τε το μεγά­λω­μά σας να ολο­κλη­ρώ­σε­τε τα χρό­νια της ζωής σας. Ναι, δεν θα πεθαί­να­τε ποτέ, τώρα που εισή­χθη δια της αμαρ­τί­ας ο θάνα­τος, θα πεθά­νε­τε, αλλά όχι μόλις γεν­νη­θεί­τε. Αλλά Εγώ έβα­λα όρια ζωής», λέει ο Κύριος. «Και έτσι, θα έχε­τε τη δυνα­τό­τη­τα να αυξη­θεί­τε, να μεγα­λώ­σε­τε, να ζήσε­τε. Παρό­τι ο θάνα­τος που μπή­κε με την αμαρ­τία έγι­νε καθε­στώς».

Τώρα τι ανα­κό­πτει το νήμα της ζωής ενός παι­διού, ώστε να μη φθά­νει σε εκεί­νο το ευλο­γη­μέ­νο, που είπε ο Θεός «αξάνε­σθε;». Αλή­θεια, τι στέ­κε­ται αιτία στην παι­δι­κή θνη­σι­μό­τη­τα; Βέβαια η αμαρ­τία· που έγι­νε κι αυτή πλέ­ον ένα καθε­στώς. Έγι­νε παγία κατά­στα­σις· που κλη­ρο­δο­τεί­ται πλέ­ον εις τα παι­διά, χωρίς αυτά να φταί­νε. Άρρω­στοι γονείς, συν­τε­λούν στην παι­δι­κή θνη­σι­μό­τη­τα. Υπάρ­χουν αρρώ­στιες, αγα­πη­τοί μου, αρρώ­στιες των γονέ­ων, κυρί­ως από προ­σω­πι­κές των αμαρ­τί­ες. Όχι πάν­το­τε όμως. Διό­τι κι εκεί­νοι εκλη­ρο­νό­μη­σαν από τους γονείς των ό,τι εκλη­ρο­νό­μη­σαν, από τους προ­γό­νους των ακρι­βέ­στε­ρα. Όχι πάν­το­τε όμως προ­σω­πι­κές των αμαρ­τί­ες, το τονί­ζω· που δεν επι­τρέ­πουν την ολο­κλή­ρω­ση της ζωής των παι­διών των.

Στην ακο­λου­θία του γάμου, που πρέ­πει οι έγγα­μοι μια φορά τον χρό­νο και οι δυο μαζί να μελε­τούν την ακο­λου­θία του γάμου, αφού θα ΄χου­νε τη σχε­τι­κή ακο­λου­θία, το βιβλια­ρά­κι, το τευ­χί­διο αυτό κάπου εκεί στα εικο­νί­σμα­τά των. Μια φορά λοι­πόν τον χρό­νο, το λέγω τρεις φορές, θα το κατε­βά­ζουν από τα εικο­νί­σμα­τα και θα το μελε­τούν. Για να μην πω κάτι άλλο… Και ο κάθε πιστός πρέ­πει να δια­βά­ζει την ακο­λου­θία του Βαπτί­σμα­τος, του μυστη­ρί­ου του Βαπτί­σμα­τος. Για να ξέρο­με και να ανα­νε­ώ­νο­με τι θα πει βάπτι­σμα και τι θα πει γάμος. Και πώς τοπο­θε­τεί­ται και το ένα και το άλλο μυστή­ριο στα μάτια του Θεού.

Στην ακο­λου­θία λοι­πόν του γάμου, αγα­πη­τοί, συναν­τού­με τα εξής αιτή­μα­τα, που είναι πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κά, έτσι πολύ πρό­χει­ρα στα­χυο­λο­γών­τας τα: «πρ το ελογηθναι τν γάμον τοτον(Ας ευχη­θού­με να ευλο­γη­θεί αυτός ο γάμος)». «πρ το παρα­σχεθναι ατος(Ας ευχη­θού­με να παρα­σχε­θεί σε αυτούς, τους νεο­νύμ­φους) σωφρο­σύ­νην, κα καρπν κοι­λί­ας πρς τ συμ­φέ­ρον». «πρ το εφρανθναι ατος ν ράσει υἱῶν κα θυγα­τέ­ρων(Ας ευχη­θού­με να χαρούν οι νεό­νυμ­φοι βλέ­πον­τας αγό­ρια και κορί­τσια ως παι­διά τους)». «πρ το δωρηθναι ατος(Ας ευχη­θού­με γι’ αυτούς) ετεκνί­ας πόλαυ­σιν(να απο­λαύ­σουν μία ευτε­κνία, δηλα­δή, και καλ­λι­τε­κνία, δηλα­δή γερά και καλο­κα­μω­μέ­να παι­διά), κα κατά­γνω­στον δια­γω­γήν(και να ευχη­θού­με γι’ αυτούς να έχουν δια­γω­γή ακα­τα­γό­ρη­τον)». «ξίω­σον ατος δεν τέκνα τέκνων (Δώσε τους να δουν, Κύριε, παι­διά, εγγό­νια, δισέγ­γο­να, τρι­σέγ­γο­να, τέκνα τέκνων, απε­ριο­ρί­στως)· τν κοί­την ατν νεπι­βού­λευ­τον δια­τή­ρη­σον(Και το συζυ­γι­κό κρε­βά­τι φύλα­ξέ το χωρίς προ­σβο­λές αμαρ­τί­ας)».

Τι παρα­τη­ρού­με εδώ; Κάτι πολύ πρό­χει­ρο, σας είπα, έχει πολ­λά σημεία, πολ­λές θέσεις η ακο­λου­θία του γάμου. Πρώ­τον, βλέ­πο­με ότι ευλο­γεί­ται ο γάμος. Βέβαια, τι θα λέγα­με για τον πολι­τι­κόν γάμο; Μπο­ρεί να ευλο­γη­θεί ο πολι­τι­κός γάμος; Τι είναι; Πορ­νεία. Πόσο; Τι; Εκα­τό τοις εκα­τό πορ­νεία. Και όχι μόνον αυτό, Κάτι χει­ρό­τε­ρο. Διό­τι εκεί­νος που πηγαί­νει στην πορ­νεία, πηγαί­νει στην πορ­νεία. Εδώ όμως είναι απώ­θη­σις, άρνη­σις, ενός μυστη­ρί­ου, ανθρώ­πων που εβα­πτί­σθη­σαν. Διό­τι αν δεν είχαν βαπτι­στεί, ε, βέβαια, είναι επό­με­νον, πώς να ανα­ζη­τή­σουν την ευλο­γία του Αγί­ου Τρια­δι­κού Θεού; Αλλά εδώ εβα­πτί­σθη­σαν, λένε ότι πιστεύ­ουν πολ­λά­κις και όμως απω­θούν την ευλο­γία του Θεού. Είναι πολ­λές φορές χει­ρό­τε­ρα, θα επα­να­λά­βω, απ’ ό,τι είναι η πορ­νεία... Ταλαί­πω­ροι και φτω­χοί άνθρω­ποι, αν δεν ευλο­γή­σει ο Θεός κάθε μας έργο, κι ένα από τα μεγά­λα έργα του ανθρώ­που πάνω στη Γη, είναι ο γάμος, πού θέλε­τε να φθά­σε­τε; Τι θέλε­τε να επι­τύ­χε­τε; Το βεβαιώ­νει η Γρα­φή: «Ἐὰν μ Κύριος οκοδο­μήσ οκον, ες μάτην κοπί­α­σαν ο οκοδο­μοντες». «Οκος» δεν είναι ο οίκος, το σπί­τι. Είναι κι αυτό. «Οκος» είναι η οικο­γέ­νεια. «Εάν ο Κύριος», βεβαιώ­νει το Πνεύ­μα του Θεού, «δεν οικο­δο­μή­σει, δεν ευλο­γή­σει ο Θεός, αυτό το σπι­τι­κό, μάταια κοπιά­ζουν εκεί­νοι που θέλουν να φτιά­ξουν σπι­τι­κό». Υπάρ­χει τίπο­τε έξω από την ευλο­γία του Θεού που μπο­ρεί να στα­θεί; Κι όμως αρνού­με­θα την ευλο­γία του Θεού. Γι΄αυτό, σας είπα, ζητά ο ιερεύς από τους παρι­στα­μέ­νους, ο γάμος αυτών των ανθρώ­πων να ευλο­γη­θεί.

Δεύ­τε­ρον. Είναι η προ­ϋ­πό­θε­ση της σωφρο­σύ­νης. Ναι. Είναι η αγνό­της του γάμου. Η αγνό­της του γάμου μέσ’ τον γάμο. Για­τί πολ­λά­κις ο γάμος μετα­βάλ­λε­ται ευσχή­μως εις παλ­λα­κεί­αν, κατά δυστυ­χί­αν. Σωφρο­σύ­νη λοι­πόν μέσα εις τον γάμον. Και ανα­ζη­τεί­ται η ηδο­νή κατά τέτοιο τρό­πο, όπως λέει ένας σύγ­χρο­νος Γάλ­λος για­τρός, ο Rene Puaux, ότι το σαρά­κι του γάμου είναι η φιλη­δο­νία. Όταν υπάρ­χει ακρά­τεια, δεν υπάρ­χει εγκρά­τεια, την οποία ωραιό­τα­τα και σοφό­τα­τα καθο­ρί­ζει η Εκκλη­σία με τις ημέ­ρες των νηστειών και της εγκρα­τεί­ας, Σαρα­κο­στών, Τετάρ­της, Παρα­σκευ­ής και εδε­σί­μων ημε­ρών σαν ένας χαλι­νός εις αυτό το σαρά­κι που λέγε­ται ηδο­νο­θη­ρία και που κατα­στρέ­φει, λέει, την αγά­πη του γάμου. Κι όμως κινούν­ται στην ηδο­νο­θη­ρία οι άνθρω­ποι, ακρι­βώς εξ ονό­μα­τος της αγά­πης του γάμου. Και δεν αντι­λαμ­βά­νον­ται ότι αυτό είναι η κατα­στρο­φή του γάμου. Όταν μάλι­στα ανα­ζη­τούν­ται όχι κατά φύσιν, αλλά παρά φύσιν πρά­ξεις και κατα­στά­σεις.

Εξάλ­λου, προ του γάμου ζητεί­ται η εγκρά­τεια. Ζητεί­ται η αγνό­της και από τα δύο φύλα. Τα στε­φά­νια εκεί­να με τα οποία θα στε­φα­νω­θούν οι νεό­νυμ­φοι, τη στιγ­μή της τελε­τής του μυστη­ρί­ου του γάμου, δεν είναι παρά τα στε­φά­νια εις το σκάμ­μα της αγνό­τη­τος και της σωφρο­σύ­νης. Το λέγει σαφέ­στα­τα αυτό ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος. «Επει­δή», λέγει, «έμει­ναν αγνοί μέχρι τη στιγ­μή εκεί­νη του γάμου, γι΄αυτό η Εκκλη­σία στε­φα­νώ­νει την αγνό­τη­τά τους τη μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή». Σήμε­ρα, με τις προ­γα­μιαί­ες σχέ­σεις, πέστε μου, αλή­θεια, τα στέ­φα­να δεν είναι παρω­δία; Να πάρουν έναν δει­λό του πολέ­μου και να του δώσουν ένα μέγα παρά­ση­μο, μεγα­λό­σταυ­ρο. Δεν θα ήτο παρω­δία; Μια κοροϊ­δία δεν θα ήταν; Φοβά­μαι ότι εδώ άνθρω­ποι που ζήσαν ανή­θι­κα, με ποι­κί­λες γυναί­κες, ποι­κί­λους άνδρες, αλλά και μετα­ξύ των προ του γάμου έχον­τες σχέ­σεις, έρχον­ται τώρα να… στε­φα­νω­θούν!

Τρί­τον. Απ’ αυτά που σας είπα κάνω σχο­λια­σμό. Είναι η χαρά να δουν τέκνα τέκνων. Να δουν παι­διά, εγγό­νια και παρα­κά­τω. Ναι. Εφό­σον δεν ακο­λα­σταί­νουν, δεν παρεμ­πο­δί­ζουν την σύλ­λη­ψιν· που είναι τόσο μέγα θέμα σήμε­ρα και επι­και­ρό­τα­το. Δεν κάνουν εκτρώ­σεις. «Δεν πετούν τα γεν­νώ­με­να», για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω αυτήν τη φρά­ση, που είναι από την προς Διό­γνη­τον επι­στο­λή. «Οι Χρι­στια­νοί», λέει, «δεν πετούν τα γεν­νώ­με­να, αυτά που γεν­νιών­ται». Δεν τα πετούν. Βέβαια, τότε θα δουν τέκνα τέκνων. Αν λένε «Και ποιος θα τα μεγα­λώ­σει τα παι­διά;». Πατέ­ρα, μητέ­ρα, δεν τα μεγα­λώ­νεις εσύ τα παι­διά. Εσύ είσαι δια­χει­ρι­στής. Ο Θεός μεγα­λώ­νει τα παι­διά. Εσύ είσαι οικο­νό­μος του μυστη­ρί­ου του γάμου, οικο­νό­μος Θεού. Για­τί ο Θεός θέλει να γεμι­στεί ο οίκος Του, όπως λέει σε μία παρα­βο­λή ο Κύριος: «να γεμι­σθ οκος μου», «να γεμι­στεί η Βασι­λεία του Θεού με νέα πρό­σω­πα». Εσύ είσαι εκεί­νος ο οποί­ος θα θρέ­ψεις τα παι­διά σου; Δεν είναι απι­στία εάν λες: «Δεν κάνω παι­διά, παρεμ­πο­δί­ζω τη σύλ­λη­ψη, έκα­να ένα, δύο, τα υπό­λοι­πα, αν συλ­λη­φθούν τα πετάω εις τον Καιά­δα»; Σε ερω­τώ: Εσύ τρέ­φεις τα παι­διά;

Τέταρ­τον. Είναι η χαρά της ευτε­κνί­ας. Γερά παι­διά. Για­τί οι γονείς και οι παπ­πού­δες και οι προ­παπ­πού­δες έζη­σαν με σωφρο­σύ­νη. Και οι προ-προ­παπ­πού­δες… Κάπο­τε ερω­τή­θη­κε ένας Αμε­ρι­κα­νός από πότε αρχί­ζει η αγω­γή και η υγεία και η ευτε­κνία, η καλ­λι­τε­κνία και είπε: «Πριν από εκα­τό χρό­νια!». Ναι, για τον καθέ­να, πριν από εκα­τό χρό­νια. Δεν είναι υπερ­βο­λή. Δεν είναι σχή­μα λόγου. Για­τί ο κλη­ρο­νο­μι­κός παρά­γων έχει πολύ μεγά­λη σημα­σία. Έτσι λέγει ο Τihamer Τοth σε ένα του βιβλίο: «Είδες που συγ­χαί­ρουν τον πατέ­ρα και τη μητέ­ρα όταν γεν­νή­σει ένα καλο­κα­μω­μέ­νο παι­δί; Για­τί συγ­χαί­ρουν; Για­τί συ ο νέος και η νέα στα­θή­κα­τε αγνοί, καθα­ροί και κάνα­τε ένα γερό παι­δί. Γι΄αυτό σας συγ­χαί­ρουν». Όχι για­τί γεν­νή­θη­κε γερό παι­δί. Αλλά για­τί εσείς στα­θή­κα­τε και δημιουρ­γή­σα­τε προ­ϋ­πο­θέ­σεις να γεν­νη­θεί ένα τέτοιο γερό, καλο­κα­μω­μέ­νο παι­δί.

Έτσι, να πάμε σε ένα πέμ­πτο σημείο, να μη σας κου­ρά­ζω άλλο, είναι η ακα­τά­γνω­στος δια­γω­γή. Έτσι το λέει ακρι­βώς. Η ακα­τη­γό­ρη­τη δια­γω­γή. Όχι μοι­χεία. Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην προς Εβραί­ους: «Τίμιος γάμος ν πσι κα κοί­τη(το κρε­βά­τι) μίαν­τος(καθα­ρή)· πόρ­νους δ κα μοι­χος(εκεί­νοι που μετήλ­θαν ανη­θι­κό­τη­τα προ του γάμου των, αυτό λέγε­ται πορ­νεία, και μοι­χούς, η μοι­χεία μέσ’ τον γάμο, δηλα­δή ο τρί­τος άνθρω­πος) κρι­νε Θεός». Θα τους κρί­νει ο Θεός. Θα τους κατα­δι­κά­σει ο Θεός.

Όλα αυτά είναι, αγα­πη­τοί, βασι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την ολο­κλή­ρω­ση της ζωής των παι­διών μας. Είναι ακό­μη και μερι­κά άλλα που συν­τε­λούν στην υγεία και στη ζωή των παι­διών, να μην έχο­με την παι­δι­κή θνη­σι­μό­τη­τα. Να προ­χω­ρή­σω; Το κάπνι­σμα των γονέ­ων και μάλι­στα της μητέ­ρας και ιδιαί­τα­τα όταν η μητέ­ρα εγκυ­μο­νεί. Τι παι­δί θα βγά­λει; Δεν το λέγω εγώ, το λέει η Ιατρι­κή. Παι­διά σπα­στι­κά, περί­ερ­γα, ανώ­μα­λα, παι­διά προ­βλη­μα­τι­κά. Δεν μπο­ρούν… επι­τρέ­ψα­τέ μου να πω μία λεξού­λα, δεν μου ξεφεύ­γει αλλά είναι πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κή, δεν μπο­ρούν τα παι­διά αυτά να παλου­κω­θούν που­θε­νά. Έχουν μία κινη­τι­κό­τη­τα κατα­πλη­κτι­κή. Μα είναι κάτι φοβε­ρό. Μα που­θε­νά δεν μπο­ρούν να στα­θούν. Για­τί; Για­τί η μαμά κάπνι­ζε όταν εγκυ­μο­νού­σε. Ή επι­τέ­λους το περι­βάλ­λον της ως εγκυ­μο­νού­σα, ο σύζυ­γός της, εκά­πνι­ζε. Αυτά δεν τα λέγω εγώ, τα λέγει αυτή η Ιατρι­κή.

Ακό­μη, το άγχος της μητέ­ρας, ιδία όταν κυο­φο­ρεί. Δηλη­τη­ριά­ζε­ται η τρο­φή που παρέ­χε­ται στο παι­δί της. Αλλά και όταν υπάρ­χει η γαλα­κτο­τρο­φία πάλι, όταν είναι αγχώ­δης άνθρω­πος, το γάλα δηλη­τη­ριά­ζε­ται στο παι­δί που το δίνει. Είναι δηλη­τή­ριο…

Ακό­μη πρέ­πει να σας πω, και να μην το ξεχνούν οι άνθρω­ποι αυτό, ότι κατά την σύλ­λη­ψιν, όταν υπάρ­χει η μέθη, η κόπω­σις, και η οργή, ένα από τα τρία, στον έναν ή και στους δύο συζύ­γους, τότε υπάρ­χει πολύ μεγά­λη πιθα­νό­της το παι­δί να έχει πάθει ζημία.

Ακό­μη είναι και η ψυχο­λο­γι­κή κατα­πί­ε­ση των παι­διών. Όταν τα κατα­πιέ­ζο­με κατά έναν περί­ερ­γο τρό­πο. Δεν είναι εκεί­νο το οποίο λένε «Μην κατα­πιέ­ζεις το παι­δί». Είναι κάτι άλλα πράγ­μα­τα, τα οποία χρό­νο δεν έχω να σας τα πω. Ακό­μα είναι η πεί­να. Όταν υπο­τρέ­φον­ται τα παι­διά, έτσι…κακοζούν, κακο­τρέ­φον­ται τα παι­διά. Όταν ο πατέ­ρας είναι τεμ­πέ­λης ή τα τρώ­ει και τα πίνει όλα στο καπη­λειό. Ή επι­τέ­λους, όταν υπάρ­χει και πεί­να. Του ‘41 τα παι­διά, είχα περιέρ­γεια, τι παι­διά θα γίνουν; Δεν έπα­θαν ουσια­στι­κά τίπο­τε. Όσους γνώ­ρι­σα, δεν έπα­θαν. Αλλά, ήταν και μικρό το χρο­νι­κό διά­στη­μα. Το θέμα είναι ότι αν υπάρ­χει μία γενι­κή πεί­να, εδώ δεν υπάρ­χει ενο­χή στους γονείς. Ε, φυσι­κόν είναι. Είναι γενι­κό το φαι­νό­με­νο.

Κι ερχό­με­θα τώρα στο φαι­νό­με­νο: μονα­χο­παί­δι. Κι αν μεν ο Θεός δεν έδω­σε άλλο παι­δί, δεν έδω­σε ο Θεός. Με χίλια βάσα­να έκα­ναν ένα παι­δί, βεβαί­ως δεν υπάρ­χει ενο­χή. Και η Σάρα είχε ένα παι­δί, και τι παι­δί… Τον Ισα­άκ. Και η Ελι­σά­βετ είχε ένα παι­δί και τι παι­δί. Τον Ιωάν­νη τον Βαπτι­στή! Όταν όμως το μονα­χο­παί­δι είναι προ­ϊ­όν μιας μόδας για ένα μόνο παι­δί, να κάνο­με ένα παι­δί ή το πολύ δύο, και λένε εκεί­νο το φοβε­ρό: «Αν ξεφύ­γει…». Εγώ αν ήξε­ρα ότι γεν­νή­θη­κα, δημιουρ­γή­θη­κα και γεν­νή­θη­κα για­τί «ξέφυ­γα», κατα­λα­βαί­νε­τε τι θα πει αυτό το «ξέφυ­γα», δεν θα τιμού­σα ποσώς τους γονείς μου. Α, ώστε λοι­πόν είμαι παι­δί του «ξεφεύγ­μα­τος», της δια­φυ­γής; Επει­δή ξέφυ­γα, γεν­νή­θη­κα; Δεν θέλα­τε εγώ να γεν­νη­θώ; Δεν με αγα­πού­σα­τε; Αν τα δει κανείς ένα ένα όλα αυτά! Και όταν το παι­δί αυτό πεθά­νει, το ένα, τότε πόσος ο οδυρ­μός; Αλλά κάπο­τε, για να απο­κα­τα­στα­θεί το πράγ­μα, είναι πολύ πολύ αργά.

Ο Ιάει­ρος είχε μόνον ένα παι­δί. Αλλά δεν ξέρο­με για­τί είχε μόνον ένα παι­δί. Πιθα­νό­τα­τα για­τί δεν έκα­νε άλλο παι­δί, δεν μπο­ρού­σε να κάνει άλλο παι­δί. Όχι για­τί δεν ήθε­λε. Πιθα­νό­τα­τα. Γι΄αυτό και ο καη­μός για τον θάνα­τό του, για τον θάνα­το της κόρης του ήταν πολύ μεγά­λος. Η πολυ­τε­κνία, αγα­πη­τοί μου, συνή­θως μπαί­νει στο στό­χα­στρον της ειρω­νεί­ας. Όταν κάποιος στα­θεί να έχει παρα­πά­νω από τρία παι­διά. «Μπα!». Και ειπώ­θη­κε κάπο­τε σε ένα παι­δά­κι: «Κου­νέ­λα είναι η μάνα σου;». Και ειπώ­θη­κε από τη δασκά­λα στο σχο­λείο. «Κου­νέ­λα», λέει, «είναι η μάνα σου;». Όταν είπε το κορι­τσά­κι αυτό ότι «έκα­νε κι άλλο παι­δί η μητέ­ρα μου». Το τέταρ­το. Φοβε­ρό, αγα­πη­τοί μου. Ούτε ακό­μη και η πολι­τεία καλά καλά δεν φρον­τί­ζει.

Ωστό­σο, θα αδι­κού­σα­με τη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, να στα­μα­τή­σω εδώ για όσα είπα, αν δεν βαθαί­να­με σε κάποια περι­στα­τι­κά. Πολύ σύν­το­μα. Ο Κύριος ελυ­πή­θη τον Ιάει­ρον, ίσως για­τί δεν ήταν υπεύ­θυ­νος του ότι δεν είχε μόνο ένα παι­δί, όπως σας είπα, γι΄αυτό και ανέ­στη­σε την δωδε­κα­έ­τι­δα κόρη του. Και τι παρα­τη­ρού­με εδώ; «Διέ­τα­ξεν ατ δοθναι φαγεν». Έδω­σε εντο­λή να της δώσουν να φάει. Περί­ερ­γο… Εκεί­νος που ανέ­στη­σε, δεν θα μπο­ρού­σε να δυνα­μώ­σει το κορί­τσι; Ή Εκεί­νος που ανέ­στη­σε τον Λάζα­ρον, δεν θα μπο­ρού­σε να πει στον λίθο που έφρα­ζε το μνη­μεί­ον: «Λίθε παρα­με­ρί­σου, πέτρα παρα­με­ρί­σου». Όχι. Για να δεί­ξει ότι όσα μπο­ρούν οι άνθρω­ποι, Εκεί­νος δεν τα μετέρ­χε­ται. Ούτε καταρ­γεί τους φυσι­κούς και τους βιο­λο­γι­κούς νόμους που Αυτός εθε­με­λί­ω­σε.

Όταν είπε ο Κύριος: « πας, γεί­ρου», λέει εφώ­να­ξε ο Κύριος. «Σήκω πάνω, παι­δί». « πας, γεί­ρου» -σήκω απ’ το κρε­βά­τι σου- που ήταν νεκρο­κρέ­βα­το εκεί­νη τη στιγ­μή. Ο Κύριος φώνα­ξε με δυνα­τή φωνή. Και η φωνή Του έφθα­σε, αλή­θεια, στον Άδη. Όπως όταν φώνα­ξε για τον Λάζα­ρο. «Λάζα­ρε, δερο ξω». Με δυνα­τή φωνή. Και η φωνή του Κυρί­ου έφθα­σε στον Άδη. Όπου και η ψυχή επέ­στρε­ψε. Η φρά­σις «κα πέστρε­ψε τ πνεμα ατς κα νέστη», τι δεί­χνει; Ότι η ψυχή είναι στοι­χείο ανε­ξάρ­τη­το του σώμα­τος. Όταν χωρί­ζει απ’ αυτό, τότε πορεύ­ε­ται προς τον οικεί­ον τόπον. Δεν είναι η ψυχή προ­ϊ­όν της ύλης, όπως θέλουν να λένε οι υλι­σταί.

Όταν ο Κύριος είπε ακό­μη ότι « κόρη καθεύ­δει»,δεν πέθα­νε, ‑λέει- κοι­μά­ται», οι γύρω…τι; «Κατε­γέ­λων ατο». Τον κορόι­δευαν, γελού­σαν· «εδότες τι πέθα­νεν». Πολύ ωραία. «Εδότες τι πέθα­νεν». Έδω­σαν τη μαρ­τυ­ρία ότι το κορι­τσά­κι είχε πεθά­νει. Μπρά­βο! Ευχα­ρι­στού­με αυτούς που κατε­γέ­λων τον Κύριον. Για­τί έδω­σαν το βεβαιω­τι­κόν ότι το κορί­τσι πέθα­νε. Άρα λοι­πόν η ανά­στα­σις ήτο πραγ­μα­τι­κή.

Αγα­πη­τοί, ποιος μπο­ρεί να στα­θεί κύριος έναν­τι του θανά­του; Κανείς. Μόνον ο Κύριος Ιησούς Χρι­στός, που είναι ο Κύριος της ζωής και του θανά­του. Κι όπως λέει ο Ίδιος: «γώ εμι πρτος κα σχα­τος κα ζν, κα γενό­μην νεκρός, κα δο ζν εμι ες τος αἰῶνας τν αώνων κα χω τς κλες το θανά­του κα το δου». «Εγώ έχω τα κλει­διά της ζωής και του θανά­του και του Άδου».

Εκεί­νο που μένει για μας είναι να μένο­με στις προ­ϋ­πο­θέ­σεις ενός χρι­στια­νι­κού γάμου και μας εν Χρι­στώ τεκνο­γο­νί­ας. Αν υπάρ­χουν παρά­γον­τες έξω από μας, τότε δεν υπάρ­χει ενο­χή, ούτε και ευθύ­νη. Εξάλ­λου, υπάρ­χουν παρά­γον­τες πλεί­στοι όσοι που σ’ αυτούς δεν ευθυ­νό­με­θα. Εμείς θα μένο­με στην υπα­κοή του Χρι­στού κι Εκεί­νος θα επι­τρέ­πει ό,τι είναι για την δόξα Του, ό,τι είναι για το δικό μας συμ­φέ­ρον.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_579.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Θεὸς ἐγγί­ζων ἐγώ εἰμί)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Θες γγί­ζων γώ εμί»[Ιερεμ.23,23]

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 9-11-1986]

(Β167)

Η σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, αγα­πη­τοί μου, μας διη­γεί­ται πώς ο Κύριος ανέ­στη­σε την θυγα­τέ­ρα του Ιαεί­ρου. Ενώ όμως ο Κύριος πήγαι­νε προς το σπί­τι του Ιαεί­ρου, συνέ­βη ένα άλλο θαυ­μα­στό περι­στα­τι­κό, που ήταν η θερα­πεία μιας αιμορ­ρο­ού­σης γυναι­κός.

Η γυναί­κα αυτή ήταν άρρω­στη από δώδε­κα χρό­νια· και ξόδε­ψε όλη της την περιου­σία στους για­τρούς, χωρίς όμως θερα­πεία. Και τώρα έρχε­ται και εγγί­ζει το κρά­σπε­δο του ιμα­τί­ου του Κυρί­ου μας, σε μια στιγ­μή που ο όχλος που Τον συνό­δευε, κυριο­λε­κτι­κά Τον συνέ­θλι­βε. Και τότε ο Κύριος στα­μά­τη­σε και είπε: «Τίς ψάμε­νός μου;». «Ποιος είναι εκεί­νος ο οποί­ος με άγγι­ξε;» Και στη δια­μαρ­τυ­ρία των μαθη­τών ότι : «Κύριε, ο όχλος εδώ σε συν­θλί­βει, σε συμ­πνί­γει, σε συνέ­χει· ερω­τάς ποιος είναι εκεί­νος που σε άγγι­ξε;».Και ο Κύριος επέ­με­νε: «ψατό μού τις(:Κάποιος με άγγι­ξε)· γ γρ γνων δύνα­μιν ξελ­θοσαν π᾿ ἐμο». «Για­τί εγώ», λέγει, «κατά­λα­βα γνω­ρί­ζω από μένα έφυ­γε κάποια δύνα­μις».

Αυτά τα λόγια του Κυρί­ου μας, αγα­πη­τοί μου, δίδουν μία ωραιό­τα­τη εικό­να του πώς ο άνθρω­πος εγγί­ζει τον Θεό και πώς ο Θεός εγγί­ζει τον άνθρω­πο, για να του δώσει τα αγα­θά Του. Είναι δηλα­δή ένα αμοι­βαίο άγγιγ­μα. Πράγ­μα­τι, είναι δυνα­τόν ο Θεός να εγγί­ζει τα δημιουρ­γή­μα­τά Του και τον άνθρω­πο; Είναι αυτό δυνα­τόν; Δηλα­δή ο άπει­ρος Θεός, το τέλειο Πνεύ­μα, είναι δυνα­τό να εγγί­ζει τα δημιουρ­γή­μα­τά Του; Και τον βρω­με­ρό άνθρω­πο; Είναι αλή­θεια ότι τόσο πολύ έχα­σε ο άνθρω­πος από τον οπτι­κό του ορί­ζον­τα τον Θεό, ώστε φθά­νει να τοπο­θε­τεί τον Θεό στον ουρα­νό, ψυχρό και αδιά­φο­ρο έναν­τι ολό­κλη­ρης της Δημιουρ­γί­ας. Δεν έχου­με παρά να θυμη­θού­με εκεί­νη τη φιλο­σο­φι­κή θέση του Ντεϊ­σμούDeismus- η οποία θέλει τον Θεό, Δημιουρ­γό μεν, αλλά αδιά­φο­ρο έναν­τι της δημιουρ­γί­ας την οποία δημιούρ­γη­σε. «Ο Θεός έβα­λε τους νόμους», έτσι λέγει αυτή η φιλο­σο­φι­κή θεω­ρία, «και αυτοί ρυθ­μί­ζουν τα πάν­τα μέσα στον κόσμο». Δηλα­δή μοιά­ζει, λέγει, η δημιουρ­γία, με ένα μεγά­λο ρολόι που το χόρ­δι­σε ο Θεός και τώρα πλέ­ον δου­λεύ­ει μόνο του το ρολόι αυτό, η δημιουρ­γία αυτή, ενώ ο Θεός μένει αδιά­φο­ρος και ψυχρός έναν­τι των όσων δημιούρ­γη­σε. Και τού­το για να δια­σώ­σει αυτή η φιλο­σο­φι­κή θέση τη μεγα­λο­πρέ­πεια, τη μεγα­λειό­τη­τα του Θεού.

Αλλά να όμως που ο ίδιος ο Θεός έρχε­ται να δια­ψεύ­σει αυτές τις ανθρώ­πι­νες θέσεις και να βεβαιώ­σει ο ίδιος δια του προ­φή­του Ιερε­μί­ου 23, 23: «Θες γγί­ζων γώ εμι , λέγει Κύριος, κα οχ Θες πόῥῥωθεν». «Εγώ», λέγει, «είμαι Θεός που πλη­σιά­ζω, που εγγί­ζω. Δεν είμαι Θεός που στέ­κο­μαι από μακριά, Θεός πόρ­ρω­θεν». Είναι μία απάν­τη­ση σε αυτή τη θέση του Ντεϊ­σμού, αλλά και γενι­κό­τε­ρα στον καθέ­να που θα πίστευε ότι ο Θεός στέ­κε­ται μακριά και δεν είναι δυνα­τόν να ξεπέ­φτει από τη μεγα­λο­πρέ­πειά Του, να προ­σεγ­γί­ζει την υλι­κή δημιουρ­γία και εμάς προ­παν­τός τους ανθρώ­πους που είμα­στε… σκου­λή­κια.

Πώς όμως ο Θεός εγγί­ζει τη Δημιουρ­γία Του; Με τις άκτι­στες ενέρ­γειές Του. Όπως είναι η άκτι­στη ενέρ­γεια της αγά­πης Του, όπως είναι η άκτι­στη ενέρ­γεια της προ­νοί­ας Του, όπως είναι η άκτι­στη ενέρ­γεια της δια­κυ­βέρ­νη­σε­ώς Του, όπως είναι τόσες άκτι­στες ενέρ­γειές Του, οι οποί­ες ‑άκτι­στες, σας το ξανα­λέ­γω- οι οποί­ες κυβερ­νούν τον κόσμο, συν­τη­ρούν τον κόσμο, συνέ­χουν τον κόσμο και έτσι ο Θεός προ­σεγ­γί­ζει τη Δημιουρ­γία Του δια των ακτί­στων Του ενερ­γειών.

Ο Θεός βέβαια δεν έκα­νε τους φυσι­κούς νόμους, ώστε να ρυθ­μί­ζουν αυτοί την κίνη­ση και τη συν­τή­ρη­ση του παν­τός. Πίσω από τους φυσι­κούς νόμους στέ­κε­ται ο Θεός. Για να το κατα­λά­βου­με αυτό, ασφα­λώς ορί­ζει για τη γέν­νη­ση ενός ανθρώ­που και­νού­ριου, ορί­ζει τους γονείς του. Θέλει ο Θεός να συν­τε­λέ­σουν οι άνθρω­ποι για τη γέν­νη­ση ενός ανθρώ­που. Και ο Θεός στέ­κε­ται τρό­πον τινά πιο πέρα, όταν οι άνθρω­ποι ρυθ­μί­ζουν τα της δημιουρ­γί­ας ενός και­νού­ριου ανθρώ­που. Ποιος σας είπε ότι ο Θεός είναι πιο πέρα; Ο Θεός είναι ακρι­βώς πίσω από τους γονείς. Ακρι­βώς πίσω από τους γονείς. Και ρυθ­μί­ζει τα πάν­τα για τη δημιουρ­γία ενός ανθρώ­που.

Θέλε­τε να δεί­τε κάτι πιο κατα­πλη­κτι­κό; Λέγει η Σοφία Σει­ράχ ότι «Εγώ η Σοφία(δηλαδή ο Ενυ­πό­στα­τος Λόγος), Εγώ που δημιούρ­γη­σα τα πάν­τα, Εγώ βρί­σκο­μαι μέσα στη μήτρα της κάθε μάνας, μαζί με εκεί­νον που θα δημιουρ­γη­θεί». Φτά­νει εκεί; Και μιλά­με για φυσι­κούς νόμους; Ναι. Έκα­νε ο Θεός τους φυσι­κούς και τους βιο­λο­γι­κούς νόμους, αλλά ο Θεός είναι μέσα στους φυσι­κούς και τους βιο­λο­γι­κούς νόμους. Ο Θεός είναι παν­τα­χού παρών και τα πάν­τα πλη­ρών. Ο Θεός γνω­ρί­ζει τα πάν­τα. Δεν ξεφεύ­γει τίπο­τα από τη γνώ­ση Του. Και τίπο­τα δεν δια­φεύ­γει από την αγά­πη Του. Ένα σπουρ­γί­τι δεν χάνει τη ζωή του, χωρίς να το γνω­ρί­ζει αυτό ο Θεός.

Γι’ αυτό, πάρα πολύ ωραία ψάλ­λει ο ψαλ­μω­δός και λέει στον 138 Ψαλ­μό: «Πο πορευθ π το πνεύ­μα­τός σου κα π το προ­σώ­που σου πο φύγω; (:Πού μπο­ρώ να πάω; Πού μπο­ρώ να ξεφύ­γω από το βλέμ­μα σου, από το μάτι Σου, από την παρου­σία Σου;). ἐὰν ναβ ες τν ορανόν, σ κε ε (:«εάν ανέ­βω», λέγει, «στον ουρα­νό, εκεί είσαι Εσύ»), ἐὰν καταβ ες τν δην, πάρει (:εάν υπο­τε­θεί ότι κατε­βαί­νω στον άδη, και εκεί ακό­μη είσαι παρών). ἐὰν ναλά­βοι­μι τς πτέ­ρυ­γάς μου κατ᾿ ρθρον (:εάν υπο­τε­θεί ότι είμαι ένα που­λί και πάρω τα φτε­ρά μου και πετά­ξω ανα­το­λι­κά) κα κατα­σκη­νώ­σω ες τ σχα­τα τς θαλάσ­σης(:και φθά­σω δυτι­κά, εκεί που τελειώ­νει η έσχα­τη θάλασ­σα- που είναι η Μεσό­γειος Θάλασ­σα) κα γρ κε χείρ σου δηγή­σει με, κα καθέ­ξει με δεξιά σου(:ακό­μα και εκεί θα με οδη­γή­σει το χέρι Σου, και το δεξί Σου χέρι θα με κρα­τά­ει σφι­κτά)». Παν­τού ο Θεός, παν­τού η αγά­πη του Θεού, παν­τού η πρό­νοια του Θεού. Θεός γγί­ζων. Πραγ­μα­τι­κά Θεός ἐγγί­ζων.

Αλλά το κατα­πλη­κτι­κό­τε­ρο από όλα, αγα­πη­τοί μου, είναι ότι αυτή η προ­σέγ­γι­ση δεν περιο­ρί­ζε­ται μόνο δια των ακτί­στων ενερ­γειών αλλά και με την Εναν­θρώ­πη­ση Αυτού του ίδιου του Δημιουρ­γού. Όταν έλε­γε «γώ Θεός γγί­ζων», το έλε­γε κατά κυριο­λε­ξία. Ότι «δεν εγγί­ζω Εγώ, το άπει­ρο Πνεύ­μα την ύλη και τα πνεύ­μα­τα εκεί­να που βεβαί­ως είναι τόσο μακριά από Εμέ­να, που είναι το τέλειο και άπει­ρο Πνεύ­μα, δεν τα εγγί­ζω μόνο δια των ακτί­στων μου ενερ­γειών, όπως σας είπα, αλλά τώρα έρχο­μαι να γίνω Εγώ ο Ίδιος, άνθρω­πος, να μπω μέσα στη Δημιουρ­γία μου κατ’ αισθη­τόν τρό­πο, να φορέ­σω τη Δημιουρ­γία μου, να απο­τε­λέ­σει αυτή το ένδυ­μά μου. Και δια­λέ­γω τον άνθρω­πο να ντυ­θώ. Κι έτσι να ζήσω μέσα στην ίδια μου τη Δημιουρ­γία!».

Και αφού το κάνει αυτό με την Εναν­θρώ­πη­ση ο Υιός του Θεού, Αυτός που μας δημιούρ­γη­σε, έρχε­ται τώρα, αγα­πη­τοί μου, και αφή­νει τους ανθρώ­πους, όχι να Τον εγγί­ζουν, αλλά να Τον συν­θλί­βουν και να Τον συνέ­χουν. Αυτό είναι το κατα­πλη­κτι­κό. Εγγί­ζει και εγγί­ζε­ται. Περι­βάλ­λε­ται την ανθρώ­πι­νη φύση ο όλος Θεός. Για να μπο­ρού­με να εγγί­ζου­με τον όλο Θεό. Και θέλει να εγγί­ζου­με την ανθρώ­πι­νή Του φύση ο όλος Θεός. Για να μπο­ρού­με να εγγί­ζου­με τον όλο Θεό. Και θέλει να εγγί­ζου­με την ανθρώ­πι­νή Του φύση, για να αντλού­με από Αυτόν χάρι­τες. Ο ίδιος είπε: «γ γρ γνων δύνα­μιν ξελ­θοσαν π᾿ μο». «Εγώ γνω­ρί­ζω· δύνα­μη έφυ­γε από μένα». Και βεβαί­ως ομι­λεί με έναν τρό­πο λίγο αυστη­ρό. «Ποιος με ήγγι­σε;» Όχι για τίπο­τε άλλο, αλλά για­τί ήθε­λε να ανα­δεί­ξει και να επαι­νέ­σει εκεί­νη την αιμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα που Τον ήγγι­σε. Και της λέγει: «Θάρ­σει, θύγα­τερ(:Πάρε θάρ­ρος, παι­δί μου, πάρε θάρ­ρος, η πίστις σου σε έχει σώσει)». Το ότι πίστε­ψες ότι εγγί­ζεις Αυτόν τον Δημιουρ­γό, ακρι­βώς αυτό σε έχει σώσει. Έχεις απο­σπά­σει ακρι­βώς αυτό το σημείο επα­φής, δια του οποί­ου δέχτη­κες τη χάρη να γίνεις καλά, δέχτη­κες την ευερ­γε­σία.

Και το ακό­μη πιο κατα­πλη­κτι­κό είναι ότι αυτή η γυναί­κα δεν ήγγι­σε τον Κύριο, αλλά ήγγι­σε αυτό το κρά­σπε­δο του ιμα­τί­ου του Κυρί­ου· που σημαί­νει ότι ο Θεός εγγί­ζει όχι μόνο τους ανθρώ­πους, αλλά ολό­κλη­ρη τη Δημιουρ­γία Του. Και συνε­πώς μπο­ρού­με να έχου­με με τον τρό­πο αυτόν και τα λεγό­με­να «αγια­σμέ­να αντι­κεί­με­να» από τα οποία αντλού­με τη δύνα­μη και τη χάρη του Χρι­στού. Έτσι έχου­με τα λεί­ψα­να των αγί­ων, που ενώ­θη­καν με τον Θεό. Και τώρα αυτά δεν είναι παρά τα κρά­σπε­δα του ιμα­τί­ου του Ιησού. Οι εικό­νες δεν είναι παρά τα κρά­σπε­δα του ιμα­τί­ου του Ιησού. Και με άλλους χίλιους τρό­πους κατά μυστη­ρια­κό τρό­πο δεχό­μα­στε τη χάρη. Δια­μέ­σου του ελαί­ου, του μυστη­ρί­ου του Ευχε­λαί­ου. Δια­μέ­σου του Βαπτί­σμα­τος, δηλα­δή δια­μέ­σου του νερού. Δια­μέ­σου του επι­τρα­χη­λί­ου, δηλα­δή την άφε­ση των αμαρ­τιών, στο μυστή­ριο της Ιεράς Εξο­μο­λο­γή­σε­ως. Δια­μέ­σου του Τιμί­ου Σταυ­ρού που μπο­ρού­με να φορού­με κ.ο.κ. Αντλού­με τη δύνα­μη και τη χάρη του Θεού.

Εντού­τοις, ενώ ο όχλος συν­θλί­βει, ο Κύριος στα­μα­τά στο απλό άγγιγ­μα της αιμορ­ρο­ού­σης γυναι­κός. Περί­ερ­γο! Αντι­φα­τι­κό για μια στιγ­μή, στην ενέρ­γεια: «Κύριε, σε συν­θλί­βει ο κόσμος και εσύ λες: Ποιος με ήγγι­σε;». Ναι. Αυτό σήμαι­νε ότι αυτό το άγγιγ­μα της αιμορ­ρο­ού­σης είχε προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Ποιες λοι­πόν είναι αυτές οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις; Μια βασι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση είναι η πίστις. Τι είπε ο Κύριος στην αιμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα; «Θάρ­σει, θύγα­τερ, πίστις σου σέσω­κέ σε· πορεύ­ου ες ερήνην». Α, η πίστις σου. Α, αυτό λοι­πόν απο­τε­λεί την προ­ϋ­πό­θε­ση προ­σεγ­γί­σε­ως και εγγί­σε­ως. Ναι. Είναι η πίστις στον θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο του Ιησού Χρι­στού.

Το ίδιο συμ­βαί­νει και με τον Τίμιο Σταυ­ρό. Όλοι βέβαια τον Τίμιο Σταυ­ρό τον χρη­σι­μο­ποιούν. Θέλε­τε; Ακό­μη και οι μάγοι. Θέλε­τε; Ακό­μη και οι μάγοι! Αλλά δεν ενερ­γεί παρά μόνο σε όσους πιστεύ­ουν. Μόνο σε αυτούς ενερ­γεί η χάρις του Τιμί­ου Σταυ­ρού. Έτσι έχου­με ένα άγγιγ­μα και υλι­κό και πνευ­μα­τι­κό. Δεν είναι αρκε­τό να πω «θα εγγί­σω την εικό­να, τον Σταυ­ρό, το κρά­σπε­δο του Κυρί­ου». Πρέ­πει να πιστεύω αυτό που θα εγγί­σω. Είναι η πίστις. Έτσι έχω το άγγιγ­μα στο υλι­κό στοι­χείο και έχω την πίστη που είναι στον πνευ­μα­τι­κό χώρο.

Για ένα λαό όμως που πιστεύ­ει, ο Θεός είναι γγί­ζων ακό­μη. Για έναν λαό που πιστεύ­ει. Ναι. Γρά­φει ο Μωυ­σής εκεί­να τα πολύ- πολύ μεγά­λα λόγια στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο, 4,7 ότι: «Ποον θνος μέγα, στιν ατ Θες γγί­ζων ατος, ς Κύριος Θες μν ν πσιν, ος ἐὰν ατν πικα­λε­σώ­με­θα;». «Ποιος είναι εκεί­νος ο μεγά­λος, ο παμ­μέ­γι­στος λαός που είναι ο Θεός Του που τον εγγί­ζει; Ο δικός μας ο Θεός είναι ο Θεός Εκεί­νος που εγγί­ζει εμάς, είναι πολύ κον­τά μας». Γι’ αυτό, ό,τι Του ζητή­σου­με, σε ό,τι Τον επι­κα­λε­στού­με, μας το δίδει.

Ώστε λοι­πόν ο Κύριος είναι πολύ κον­τά σε έναν λαό. Στον λαό του Ισρα­ήλ, τότε. Αλλά και στον δικό μας τον λαό είναι πολύ κον­τά ο Κύριος. Αλλά εμείς όμως, εμείς οι Έλλη­νες, ο λαός μας αυτήν την ιστο­ρι­κή στιγ­μή, όπως υπήρ­ξαν κι άλλες ιστο­ρι­κές στιγ­μές, εμείς είμε­θα σε μία κατά­στα­ση απο­στα­σί­ας. Και αυτή η κατά­στα­ση της απο­στα­σί­ας υπερ­βάλ­λει κάθε προ­η­γού­με­νη ιστο­ρι­κή στιγ­μή. Αυτό είναι η τρα­γι­κό­τη­τά μας. Έχου­με Θεό εγγί­ζον­τα και απέ­χου­με από τον Θεό. Εκεί­νος μας φτά­νει κι εμείς φεύ­γο­με… Όπως και ο Ισρα­ήλ είχε τον Θεό, τον ίδιο Θεό, ο ίδιος Θεός είναι, εγγί­ζει, κι εκεί­νος ο λαός φεύ­γει… Αγα­πη­τοί μου, γεω­γρα­φι­κά είμα­στε ένας μικρός λαός, όπως και οι Εβραί­οι ήταν μικρός λαός. Ποτέ ο Θεός τους Εβραί­ους δεν τους έκα­νε αυτο­κρα­το­ρία. Όπως έκα­νε και επέ­τρε­ψε να γίνουν άλλοι λαοί. Ποτέ. Γεω­γρα­φι­κά πάν­το­τε ήταν ένας μικρός λαός. Κι όμως βλέ­πε­τε πώς εδώ απο­κα­λεί­ται ο λαός αυτός; «Μέγας. Έθνος μέγα». Πού είναι αυτή η μεγα­λο­σύ­νη; Η μεγα­λο­σύ­νη του λαού εκεί­νου, όπως και η δική μας μεγα­λο­σύ­νη, είναι στον εγγί­ζον­τα Θεό. Εκεί είναι η μεγα­λο­σύ­νη μας, όπως και η μεγα­λο­σύ­νη τους.

Οι άλλοι λαοί μεγα­λουρ­γούν δια του πολι­τι­σμού, που είναι στη­ριγ­μέ­νος επά­νω στον ανθρώ­πι­νο λόγο, και που όπως είδα­με, μέσα στην ιστο­ρι­κή πορεία, ο πολι­τι­σμός τελι­κά οδη­γεί τον άνθρω­πο σε ένα αδιέ­ξο­δο. Ενώ ο λαός μας, για να μεγα­λουρ­γή­σει να φανεί μεγά­λος, έστω κι αν γεω­γρα­φι­κά είναι μικρός, θα πρέ­πει να μένει στην πίστη του Χρι­στού. Στη­ριγ­μέ­νος όχι στον ανθρώ­πι­νο λόγο, αλλά στον θείο λόγο. Τότε εκεί­νο που θα ζητού­σα­με στον Θεό, θα μας το έδι­νε. Ό,τι Του ζητού­σα­με, θα μας το έδι­νε. Ουσια­στι­κά, θα είμα­στε μεγά­λος λαός, για­τί; Για­τί έχου­με Θεόν εγγί­ζον­τα.

Έχο­με όμως και τις δοκι­μα­σί­ες σαν λαός. Και τότε ο Κύριος είναι εγγί­ζων; Όταν έχου­με τις ποι­κί­λες δοκι­μα­σί­ες που περ­νού­με; Ναι. Διό­τι, όπως λέγει το βιβλίο της Ιου­δήθ, 8,27 που δεν είναι παρά ένα βιβλίο μιας εθνι­κής περι­πέ­τειας, συναρ­πα­στι­κό­τα­το δε βιβλίο, λέει: «Ες νου­θέ­τη­σιν μαστι­γο Κύριος τος γγί­ζον­τας ατ». Όταν εγγί­ζουν οι άνθρω­ποι τον Κύριο, επει­δή είναι ατε­λείς και ακά­θαρ­τοι, είναι λίγο παρή­κουα παι­διά -να το πω έτσι- ο Θεός, με δοκι­μα­σία, με μαστί­γιο, μαστι­γώ­νει τον λαό εκεί­νον τον οποίο θέλει να τον νου­θε­τή­σει και να τον βοη­θή­σει. Αλλά και σαν άτο­μα ακό­μη, ο Θεός είναι Εκεί­νος ο Οποί­ος προ­σεγ­γί­ζει δια της παι­δα­γω­γί­ας. Προ­σεγ­γί­ζει δια της παι­δα­γω­γί­ας.

Γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην προς Εβραί­ους επι­στο­λήν ότι: «Θεός μν ς υος διαλγεται(:σαν παι­διά Του μιλά­ει σε σας)· υἱέ μου, μ λιγρει παι­δεας Κυρου, μηδ κλου π’ ατο λεγχμενος(: Παι­δί μου, μην απο­κά­μεις όταν ελέγ­χε­σαι από τον Θεό, ούτε να ολι­γω­ρείς, να αμε­λείς την παι­δεία την οποία σου δίδει ο Κύριος). ν γρ γαπ Κριος παι­δεει(:όποιον αγα­πά ο Κύριος, τον παι­δα­γω­γεί), μαστι­γο δ πντα υἱὸν ν παραδχεται(:και μαστι­γώ­νει κάθε παι­δί Του, που το δέχε­ται δικό Του παι­δί). Ε παι­δεαν πομνετε, ς υος μν προ­σφρεται Θες(:εάν υπο­μέ­νε­τε, λέει, παι­δεί­αν, παι­δα­γω­γί­αν, σαν παι­διά Του σας προ­σφέ­ρε­ται ο Θεός)· τς γρ στιν υἱὸς ν ο παι­δεει πατρ; Ε δ χωρς στε παι­δεας, ς μτοχοι γεγνασι πντες, ρα νθοι στ κα οχ υο(: εάν όμως μένε­τε χωρίς παι­δα­γω­γία, στην οποία μέτο­χοι βρέ­θη­καν όλοι οι δίκαιοι και όλοι οι άγιοι, τότε είσα­στε νόθοι και δεν είσα­στε παι­διά του Θεού)(Γιατί μας παι­δα­γω­γεί;). Ο Θεός μας παι­δα­γω­γεί, λέγει, «π τ συμφρον, ες τ μετα­λα­βεν τς γιτητος ατο». Για να γίνο­με μέτο­χοι της αγιό­τη­τος του Θεού.

Αλλά ακό­μη, αγα­πη­τοί μου, έχου­με και ένα άγγιγ­μα του Θεού, εγγί­ζει τις ανθρώ­πι­νες καρ­διές. Κι αυτές, εγγι­ζό­με­νες από τον Θεό, πυρ­πο­λούν­ται. Και «ατη λλοί­ω­σις τς δεξις το ψίστου.», λέγει ο Ψαλ­μω­δός στον 76ο Ψαλ­μό. Ναι. Ο Κύριος άγγι­ξε τις καρ­διές των δύο προς Εμμα­ούς, μετά την Ανά­στα­σή Του, όταν τους συνο­δεύ­ει και ως το χωριό τους. Και όταν ο Κύριος εξα­φα­νί­ζε­ται, λέγουν ανά­με­σά τους: «Όσην ώρα μας μιλού­σε, πώς οι καρ­διές μας εκαί­ον­το και επυρ­πο­λούν­το;».

Ναι. Έτσι βλέ­πο­με τόσες επι­στρο­φές και τόσες μετα­στρο­φές των ανθρώ­πων. Για­τί άρα­γε; Αφή­νουν τον δρό­μο της αμαρ­τί­ας και γυρί­ζουν πίσω. Τι έγι­νε; Και είμα­στε όλοι μάρ­τυ­ρες, όταν έχου­με μάτια να βλέ­που­με αυτών των επι­στρο­φών και των μετα­στρο­φών. Τι έγι­νε; Το άγγιγ­μα της δεξιάς του Υψί­στου στην καρ­διά του ανθρώ­που που την αλλοιώ­νει. Τι έκα­νε τον ένα ληστή, ενώ και οι δυο εβλα­σφή­μουν τον Κύριον επί του Σταυ­ρού, τι έκα­νε τον έναν ληστή να πυρ­πο­λη­θεί και να ομο­λο­γή­σει την πίστη του στον Κύριο; Και όχι μόνο αυτό, αλλά και να θεο­λο­γή­σει. «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ταν λθς ν τ βασι­λεί σου». Γεμά­τα από θεο­λο­γία λόγια. Ποια βασι­λεία; Τον σταυ­ρώ­νουν οι άρχον­τες ως έσχα­τον ληστήν τον Κύριον, κακούρ­γον, ως αντι­ποι­ή­σαν­τα αρχήν. Έκα­νε τον εαυ­τό Του Θεό. Και όμως λέγει ο ληστής: «Όταν θα έλθεις στη βασι­λεία Σου, θυμή­σου με». Λόγια γεμά­τα θεο­λο­γία. Τι έκα­νε τον ληστήν, αγα­πη­τοί μου, να νιώ­σει αλλα­γή μέσα του και να την ομο­λο­γή­σει; Αυτό το άγγιγ­μα, αυτό το άγγιγ­μα στην καρ­διά

Τι έκα­νε τον Παύ­λο προ της Δαμα­σκού να αλλά­ξει πορεία, όταν με μένος πηγαί­νει να συλ­λά­βει τους Χρι­στια­νούς της πόλε­ως αυτής; Τι άλλο, παρά ο Χρι­στός. Εμφα­νί­ζε­ται και εγγί­ζει τον Παύ­λο. Τι έκα­νε τον Μέγα Αντώ­νιο, όταν άκου­σε εκεί­νη την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή περί του πλου­σί­ου νεα­νί­σκου, που εκεί­νος μεν έφυ­γε «σκυ­θρω­πά­ζων», για­τί δεν είχε όρε­ξη να δώσει την περιου­σία του και να ακο­λου­θή­σει τον Κύριο· αλλά ο Μέγας Αντώ­νιος, όταν άκου­σε την περι­κο­πή αυτή… δεκα­ο­κτώ χρο­νών παι­δί ήταν, τόσο συγ­κλο­νί­στη­κε, ώστε τα πάν­τα έφυ­γε και πήγε και έγι­νε ασκη­τής. Τι έκα­νε τον ιερό Αυγου­στί­νο να επι­στρέ­ψει; Και τόσους και τόσους και τόσους, παρά αυτό το άγγιγ­μα στην καρ­διά που κάνει Αυτός ο Θεός Λόγος και τότε τα πάν­τα αλλά­ζουν, τα πάν­τα πυρ­πο­λούν­ται…

Αγα­πη­τοί μου, γρά­φει ο άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος: «γγί­σα­τε τ Θε, κα γγί­σει μν». «Εγγί­σα­τε», λέει, «εις τον Θεόν και θα σας εγγί­σει κι Εκεί­νος». Είναι αυτό το αμοι­βαίο άγγιγ­μα. Ένα μόνο να προ­σέ­χου­με. Να μην εγγί­ζο­με μόνο με τα λόγια αλλά με την καρ­διά. Είναι εκεί­νο που παρα­πο­νεί­ται ο Κύριος στον Ησα­ΐα 29,13 όταν λέγει: «γγί­ζει μοι λας οτος ν τ στό­μα­τι ατο(:Με εγγί­ζει αυτός ο λαός μόνο με το στό­μα του. Όχι με την καρ­διά του. Μόνο με το στό­μα του)». Και όταν με την καρ­διά μας εγγί­ζο­με τον Κύριο, τότε γρή­γο­ρα θα νιώ­σου­με ότι ο Κύριος είναι παρών, είναι παν­τού, είναι γύρω μας, είναι μέσα μας. Τότε θα έχου­με και ένα αίσθη­μα ασφα­λεί­ας· για­τί αυτό το αίσθη­μα το στε­ρεί­ται ο σύγ­χρο­νος κόσμος. Έχει αυτό το αίσθη­μα της ανα­σφά­λειας, για­τί ο κόσμος δεν εγγί­ζει τον Θεό. Η αιμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα, αγα­πη­τοί, άγγι­ξε τον Κύριο με πίστη και σώθη­κε. Αν Τον εγγί­σου­με κι εμείς με πίστη και υπα­κοή, θα σωθού­με.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_339.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 9-11-1997]

(Β 365)

Ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, επι­στρέ­φει από την Γαλι­λαία στην Ιου­δαία. Και ο λαός Τον υπο­δέ­χε­ται με ενθου­σια­σμό, για­τί «σαν», όπως σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, «σαν πάν­τες προσ­δοκντες ατόν». Τον περί­με­ναν με χαρά ‑το «προσ­δοκ», επί αγα­θών πραγ­μά­των. Τον περί­με­ναν με χαρά. Τα πλή­θη είχαν ανα­γνω­ρί­σει την αξία της παρου­σί­ας του Χρι­στού, έστω κι αν ακό­μη δεν εγνώ­ρι­ζαν του Ποιος ήταν ο Ιησούς ως ο Εναν­θρω­πή­σας Θεός Λόγος.

Ανά­με­σα στο πλή­θος ήταν κι ένας αρχι­συ­νά­γω­γος, που το όνο­μά του ήταν Ιάει­ρος. Αυτός ήλθε, αφού γονά­τι­σε μπρο­στά εις τον Ιησούν, και Τον παρα­κα­λού­σε να θερα­πεύ­σει την δωδε­κα­ε­τή θυγα­τέ­ρα του, μονο­γε­νές παι­δί, δεν είχε άλλο παι­δί, που εκιν­δύ­νευε να πεθά­νει. Κι ενώ ο Κύριος επο­ρεύ­ε­το προς το σπί­τι του Ιαεί­ρου, κάποιος υπη­ρέ­της του φθά­νει λέγον­τας ότι «Τέθνη­κεν θυγά­τηρ σου, μή σκύλ­λε τόν διδά­σκα­λον». «Η κόρη σου πέθα­νε. Μην ενο­χλείς περισ­σό­τε­ρο τον διδά­σκα­λον». Δηλα­δή «να μην έρθει στο σπί­τι, μην τον ενο­χλείς».

Μπο­ρού­με να εννο­ή­σο­με, αγα­πη­τοί μου, τα αισθή­μα­τα, την καρ­διά του Ιαεί­ρου, εκεί­νη την στιγ­μή; «Δεν πρό­λα­βε να πάει ο Κύριος; Δεν πρό­λα­βε να την θερα­πεύ­σει; Πέθα­νε;…». Πολύ οδυ­νη­ρά αισθή­μα­τα πραγ­μα­τι­κά. Επό­με­νον, λοι­πόν, ήταν να κλο­νι­στεί. Και τότε ο Ιησούς τού λέγει: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε καί σωθή­σε­ται». «Μόνον να πιστεύ­εις και θα σωθεί». Αλή­θεια, τι παρή­γο­ρος είναι αυτή η φωνή του Χρι­στού την ώρα εκεί­νη! : «Μὴ φοβοῦ». Όμως τι συνι­στά αυτή η φρά­σις του Κυρί­ου; Τι ήθε­λε να πει; Να πιστεύ­ει. Την πίστιν ήθε­λε να πει. Διό­τι ο Κύριος, όπως λέγει ο Μ. Αθα­νά­σιος: «Τος πιστεύ­ου­σιν χαρί­ζε­το (:Σε εκεί­νους που πίστευαν, εχα­ρί­ζε­το) να τν πίστιν κα τν χάριν κατα­σχεν δυνηθσιν, γνώ­ρι­σμα γρ τς προ­αι­ρέ­σε­ως τς ψυχς πίστις στίν». Ώστε με την πίστιν να μπο­ρέ­σουν να απο­κτή­σουν και την χάριν. «Δηλα­δή αν θέλεις, ω Ιάει­ρε, να πάρεις την χάρη την δική μου, πρέ­πει να πιστεύ­εις. Και θα σου γίνει αυτό το οποίο θέλεις. Αλλά θα το πιστεύ­εις όμως. Θα πιστεύ­εις σε τι; Σε μένα. Προ­σέξ­τε: Σε μένα, στο θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πό μου». Και έτσι, αυτό είναι γνώ­ρι­σμα, λέει ο Μέγας Αθα­νά­σιος, της προ­αι­ρέ­σε­ως της ψυχής. Για­τί η πίστις είναι πράγ­μα­τι ένα στοι­χείο, ένα γνώ­ρι­σμα της προ­αι­ρέ­σε­ως της ψυχής. Βλέ­πε­τε; Της προ­αι­ρέ­σε­ως της ψυχής. Όλα τα άλλα μπο­ρεί να είναι αναγ­κα­στι­κά, μπο­ρεί να είναι… το μόνο που εκφρά­ζει την προ­αί­ρε­ση είναι η πίστις.

Ωστό­σο ο Κύριος κατευ­θύ­νε­ται προς το σπί­τι του Ιαεί­ρου. Εκεί, κόσμος πολύς. Ο Ιάει­ρος ήταν επί­ση­μον πρό­σω­πο. Ήτο αρχι­συ­νά­γω­γος. Και όλο αυτό το συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλή­θος τι έκα­νε; «κλαιον κα κόπτον­το». «Κόπτο­μαι» θα πει χτυ­πάω το στή­θος μου, ξερι­ζώ­νω τα μαλ­λιά μου, κλαίω, οδύ­ρο­μαι, ολο­φύ­ρο­μαι, ολο­λύ­ζω. Όλα αυτά όταν πεν­θώ· και εκφρά­ζον­ται όλα αυτά με το «κόπτο­μαι». Και ο Κύριος απευ­θυ­νό­με­νος στο πλή­θος λέγει: «Μὴ κλαί­ε­τε· οὐκ ἀπέ­θα­νεν, ἀλλὰ καθεύ­δει». Παρά­ξε­νος λόγος! Μέσα σε εκεί­νον τον κοπε­τόν, που υπήρ­χε, να ακου­στεί η φωνή: «Μη κλαί­τε. Και για­τί να μην κλαί­τε; Για­τί δεν πέθα­νε, αλλά κοι­μά­ται». Τι φυσι­κό­τε­ρον, βεβαί­ως, του πέν­θους και των δακρύ­ων; Αλλά ο Κύριος όταν είπε να μην κλαί­ουν, το είπε εν όψει της ανα­στά­σε­ως του κορι­τσιού. Το ίδιο είχε πει και εις την χήρα της Ναΐν. Εκεί «ξεκο­μί­ζε­το», λέει, « νεκρός». Δηλα­δή μετε­φέ­ρε­το από το σπί­τι εις το νεκρο­τα­φεί­ον, εις τον τάφον. Δεν υπήρ­χε νεκρο­τα­φείο στους Εβραί­ους, με την έννοιαν που έχο­με εμείς έναν τόπον περι­γραμ­μέ­νον. Όχι. Αλλά ήταν τα μνή­μα­τα, στους πολυ­πλη­θείς εκεί­νους βρά­χους που υπήρ­χαν. Έσκα­βαν κι έβα­λαν… μέσα εκεί. Θυμη­θεί­τε τον τάφο του Χρι­στού. Ή ήταν, αν θέλε­τε, τεχνη­τός ο τάφος αυτός· είτε φυσι­κός είτε τεχνη­τός.

Όμως, όπως είδα­με εδώ, το πλή­θος… «κλαιον κα κόπτον­το». Κλά­μα και κοπε­τός. Είναι, ωστό­σο, μία υπερ­βο­λή πέν­θους. Αυτή η υπερ­βο­λή του πέν­θους υπάρ­χει και σε μας ακό­μη σήμε­ρα, στους Χρι­στια­νούς. Θυμη­θεί­τε ότι «τ πλθος», λέγει, «κόπτε­το», τότε με τον θάνα­τον του Στε­φά­νου· που δεν θα έπρε­πε. Κι εμείς «κοπτό­με­θα», χτυ­πιό­μα­στε, ξερι­ζώ­νο­με τα μαλ­λιά μας, θα επα­να­λά­βω. Και ακό­μη έχο­με και τις μοι­ρο­λο­γί­στρες. Αυτή είναι κλη­ρο­νο­μιά από τους αρχαί­ους προ­γό­νους μας. Οι γυναί­κες εκεί­νες, οι οποί­ες πηγαί­νουν σ’ αυτές τις περι­πτώ­σεις και μοι­ρο­λο­γούν, λένε τρα­γού­δια, ελε­γεία, πέν­θι­μα τρα­γού­δια. Και δημιουρ­γεί­ται ένα πολύ πνι­γη­ρό κλί­μα μέσα εις στο σπί­τι του κεκοι­μη­μέ­νου. Φοβε­ρά πνι­γη­ρό κλί­μα. Είναι αγα­πη­τοί μου, μία υπερ­βο­λή… Όταν πιστεύ­ο­με εις την ανά­στα­σιν του Χρι­στού και πιστεύ­ο­με και εις την ανά­στα­σιν των κεκοι­μη­μέ­νων, των νεκρών, τότε για­τί; Ο Χρι­στός ανε­στή­θη. Και αφού ανε­στή­θη ο Χρι­στός, θα ανα­στη­θού­με κι εμείς. Πού το ξέρο­με; Μα ανα­στή­θη­κε ο ίδιος. Έδω­σε την μαρ­τυ­ρία. Ότι θα ανα­στη­θού­με. Το είπε βέβαια. Αλλά και θα ανα­στη­θού­με, για­τί ανα­στή­θη­κε ο Ίδιος. Γι’ αυτό δεν πρέ­πει να κλαί­με υπερ­βο­λι­κά, όταν έχο­με κάποιο πέν­θος. Σαν άνθρω­ποι βεβαί­ως θα λυπη­θού­με, θα κλαύ­σο­με. Δεν υπάρ­χει αντίρ­ρη­ση. Αλλά ανθρώ­πι­να, απλά, σαν Χρι­στια­νοί. Για­τί, όπως λένε οι Πατέ­ρες, «το να μην κλά­ψεις είναι θηριώ­δες». Δεν ξέρω αν κάποια ζώα μπο­ρεί να κλά­ψουν. Τα ζώα δεν έχουν δάκρυα. Κάπο­τε όμως από την έκφρα­σή τους αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε το πέν­θος τους. Για να μην απα­ριθ­μή­σω τώρα κάποια ζώα και πτη­νά ακό­μη, όπως είναι ο κύκνος κ.λπ. Αλλά το να μην κλαύ­σεις είναι θηριώ­δες. «Το να κλαις πολύ, είναι», λέει, «πολύ­πα­θον πράγ­μα». Το μέτρον. Το πέν­θος λοι­πόν που έχο­με θα είναι υπό το πρί­σμα της ανα­στά­σε­ως των νεκρών.

Ακό­μη ο Κύριος έδω­σε και έναν επι­πλέ­ον χαρα­κτη­ρι­σμόν. Ότι «οὐκ ἀπέ­θα­νεν, ἀλλὰ καθεύ­δει». «Δεν πέθα­νε», λέγει, «αλλά κοι­μά­ται». Για­τί για κεί­νη τη στιγ­μή όντως ο θάνα­τος ήταν ύπνος. Αφού λίγο μετά ο Κύριος θα έδι­νε την ανά­στα­ση. Όπως πηγαί­νο­με κάποιον και τον ξυπνού­με και του λέμε: «Σήκω». Ακού­στε· βάζου­με και το χέρι μας και τον σπρώ­χνο­με λιγά­κι. «Σήκω, ξύπνα». Και ο Κύριος πήρε το χέρι της κορα­σί­δος, του κορι­τσιού και της είπε: « πας (:ω παιδ), γεί­ρου». Σήκω. Όντως λοι­πόν ήταν μία εικό­να ύπνου και καθό­λου θανά­του.

Όμως ο χρό­νος, είτε είναι λίγη ώρα, όπως ήταν με την κοπέ­λα αυτή ή αιώ­νες και χιλιε­τί­ες, θα φθά­σει οπωσ­δή­πο­τε η κοι­νή ανά­στα­σις των πάν­των. Όλων. Για­τί θα σηκω­θού­με όλοι από τον θάνα­τον, από τον ύπνον του θανά­του. Συνε­πώς ουσια­στι­κά δεν υπάρ­χει θάνα­τος. Πρέ­πει να σας πω ότι πάρα πολ­λοί Χρι­στια­νοί μας δεν πιστεύ­ουν, δεν πιστεύ­ουν εις την ανά­στα­ση των νεκρών. Νομί­ζουν ότι πρό­κει­ται περί της ανα­στά­σε­ως των ψυχών. Μα δεν είμε­θα αιρε­τι­κοί να πιστεύ­ο­με ότι πιστεύ­ουν οι θνη­το­ψυ­χί­ται. Οι Χιλια­σταί φερει­πείν, αν και είναι αίρε­σις πολύ αρχαία αυτήν. Ότι η ψυχή πεθαί­νει και η ψυχή θα ανα­στη­θεί. Ποιος σας το είπε αυτό; Ποιος σας το είπε; Θα ακού­σο­με παρα­κά­τω ή ακό­μη όταν ο Κύριος λέγει ό,τι λέγει, από πού γυρί­ζει; Γυρί­ζει η ψυχή. Δεν πέθα­νε η ψυχή. Το σώμα χωρί­στη­κε απλώς από την ψυχήν. Μη, λοι­πόν, υπο­στη­ρί­ζο­με τέτοια πράγ­μα­τα. Το σώμα θα ανα­στη­θεί. Το ακού­σα­τε καλά; Το σώμα θα ανα­στη­θεί. «Μα… ». Αυτό, που δεν μπο­ρού­με να το κατα­λά­βο­με είναι για­τί έχο­με ορθο­λο­γι­σμόν. Εκεί­νος που μας έκα­νε εκ του μηδε­νός, εκεί­νος που έκα­νε εκ του μηδε­νός τα πάν­τα και μας έκα­νε εκ του είναι, της υπάρ­ξε­ως, τι; Της ύλης. Αυτός είναι ικα­νός να επα­να­συ­στή­σει όχι κάποιο άλλο σώμα, αλλά το ίδιο το σώμα. Για­τί λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος «Θα δώσο­με λόγον εις τον Κύριον, εις τον Ιησούν Χρι­στόν για ό,τι επρά­ξα­με και με την ψυχή μας και με το σώμα μας»;. Δεν μπο­ρού­με λοι­πόν να πάρο­με άλλο σώμα. Θα είναι το ίδιο σώμα. Το ακού­σα­τε; Εάν δεν το πιστεύ­ο­με, τότε να βάλο­με ερω­τη­μα­τι­κό κατά πόσο είμε­θα Χρι­στια­νοί. Είναι δόγ­μα πίστε­ως. Με απο­δεί­ξεις. «Προσ­δοκ νάστα­σιν νεκρν». Και μάλι­στα το Ιερο­σο­λυ­μι­τι­κόν Σύμ­βο­λον της Πίστε­ως λέγει: «Προσ­δοκ νάστα­σιν σαρ­κός». Κυριο­λε­κτεί: «Προσ­δοκ νάστα­σιν σαρ­κός».

Συνε­πώς δεν υπάρ­χει θάνα­τος ουσια­στι­κά. Αυτό που λέμε «θάνα­τος» ‑θα έβα­ζα την λέξη μέσα σε εισα­γω­γι­κά- είναι ύπνος. Αυτός που πέθα­νε συνε­πώς είναι κεκοι­μη­μέ­νος. Δηλα­δή εκοι­μή­θη. Και ο χώρος στον οποί­ον κατε­τέ­θη το σώμα του λέγε­ται κοι­μη­τή­ριον. Όχι νεκρο­τα­φεί­ον. Λέγε­ται κοι­μη­τή­ριον.

Όταν ο Κύριος εζή­τη­σε από τον Ιάει­ρον και του είπε «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθή­σε­ται», πώς μπο­ρού­με να εννο­ή­σο­με, αγα­πη­τοί μου, αυτό το «σωθή­σε­ται»; Προ­σέξ­τε εδώ. Πίστευε, μη φοβά­σαι. Πίστευε. Θα σωθεί. Πώς μπο­ρού­με να εννο­ή­σο­με αυτό το «θα σωθεί;». Με την ολο­κλη­ρί­αν της ανθρω­πί­νης υπάρ­ξε­ως. Πολ­λές φορές μιλά­με και λέμε «σωτη­ρία, σωτη­ρία, σωτη­ρία, σωτη­ρία…» - ξέρο­με τι θα πει σωτη­ρία; Θα πει: ολο­κλη­ρία της ανθρω­πί­νης υπάρ­ξε­ως στη Βασι­λεία του Θεού. «λοκλη­ρία». Η λέξις είναι της Και­νής Δια­θή­κης. Προ­σέ­ξα­τέ το αυτό. Για­τί όταν το πνεύ­μα επι­στρέ­φει εις το σώμα, δημιουρ­γεί­ται αυτή η ολο­κλη­ρία. Επει­δή, όταν ο άνθρω­πος, δηλα­δή το σώμα χωρι­στεί από την ψυχήν, δεν μπο­ρού­με να πού­με «άνθρω­πο» το σώμα. Ούτε μπο­ρού­με να πού­με «άνθρω­πο» την ψυχήν. Άνθρω­πος είναι και η ψυχή και το σώμα μαζί. Συνε­πώς, τι είναι αυτή η σωτη­ρία; Η «λοκλη­ρία». Δηλα­δή η ένω­σις ξανά ψυχής και σώμα­τος. Τότε μπο­ρού­με να μιλά­με για άνθρω­πον. Και μάλι­στα δημιουρ­γεί­ται αυτή η «λοκλη­ρία», δηλα­δή αυτό το σος (το θηλυ­κό κάνει σα, σον το ουδέ­τε­ρον). «Σος», δηλα­δή ολό­κλη­ρος. Λέμε, «Είμαι σώος και αβλα­βής». Το λέμε. Έκφρα­σις είναι. Το λέμε πολύ καλά: «Είμα­στε σώοι και αβλα­βείς». Έκφρα­σις είναι της καθη­με­ρι­νής μας ζωής. Τι θα πει «σώοι»; Ότι είμα­στε σώοι; Δηλα­δή είμα­στε ολό­κλη­ροι. Και δεν ουδε­μί­αν βλά­βην. Αυτό θα πει. Ώστε λοι­πόν, από δω που παρά­γε­ται η σωτη­ρία, από το σώος, θα πει έχω την ψυχή μου και το σώμα μου, δεν μου λεί­πει τίπο­τα.

Να προ­χω­ρή­σω σε μία λεπτο­μέ­ρεια; Ο Χρι­στός είπε δια τους υπο­ψη­φί­ους μάρ­τυ­ρας: «Μη φοβη­θεί­τε», λέει, «μη φοβη­θεί­τε. Μία τρί­χα από την κεφα­λή σας», λέγει, «δεν θα χαθεί». «Κύριε, εδώ μας παίρ­νουν το κεφά­λι με το μαρ­τύ­ριο, κι εσύ μας λες, ούτε μία τρί­χα θα χαθεί από την κεφα­λή μας;». Ναι. Για­τί; Για­τί θα απο­κα­τα­στα­θεί ο άνθρω­πος. Μέχρι μη απω­λεί­ας των τρι­χών της κεφα­λής. Είναι κατα­πλη­κτι­κό! Δεν το λέγω εγώ. Το είπε ο Χρι­στός· ο Οποί­ος ανε­στή­θη. Δεν είναι λόγια ο Χρι­στια­νι­σμός. Είναι απο­δεί­ξεις, είναι γεγο­νό­τα. Πάρ­τε το είδη­ση. Δεν είναι θεω­ρία ο Χρι­στια­νι­σμός. Είναι γεγο­νό­τα. Είναι ζωή ο Χρι­στια­νι­σμός.

Λοι­πόν, σαν να έλε­γε ο Κύριος, όταν του είπε: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθή­σε­ται», σαν να του λέγε: «Μη φοβά­σαι. Εσύ θα πιστεύ­εις σ’ αυτό που Εγώ θα κάνω, πίστευε σε μένα, και τότε θα σωθεί. Δηλα­δή θα ανα­στη­θεί. Θα ξανα­γυ­ρί­σει η ψυχή πίσω εις το σώμα».

«Καὶ κατε­γέ­λων αὐτοῦ, εἰδό­τες ὅτι ἀπέ­θα­νεν». Ποιοι κατε­γέ­λουν; «Κατε­γέ­λων αὐτοῦ» ποιοι; Όλος εκεί­νος ο κόσμος που είχε μαζευ­τεί, μαθαί­νον­τας ότι η κόρη του Ιαεί­ρου είχε πεθά­νει. «Τι λέει αυτός ο άνθρω­πος; Τι λέει αυτός ο άνθρω­πος; Αφού πέθα­νε». Και γελού­σαν. Δηλα­δή, χλεύ­α­ζαν. Γελώ… δεν είναι το γέλιο· είναι η χλεύη, η κοροϊ­δία. Στά­θη­κε, ωστό­σο, αυτή η κοροϊ­δία ένα πολύ­τι­μο στοι­χείο. Έστω και αρνη­τι­κό στοι­χείο. Ότι όντως το κορί­τσι είχε πεθά­νει. «Αφού», λέει, «πέθα­νε». Ο κόσμος το βεβαί­ω­νε. Πέθα­νε. Είναι λοι­πόν μία μαρ­τυ­ρία ότι πέθα­νε το κορί­τσι. Συνε­πώς η ανά­στα­σις θα ήτο πραγ­μα­τι­κή.

Αλλά για­τί γελού­σαν; Για­τί δεν μπο­ρού­σε να χωρέ­σει το μυα­λό τους την ανά­στα­ση ενός νεκρού ανθρώ­που. Εδώ είναι το κατα­πλη­κτι­κό. Όπως κι εμείς μπο­ρού­με να γελά­με για την ανά­στα­ση των νεκρών. Σας ξανα­λέ­γω δεν είμε­θα Χρι­στια­νοί, εάν δεν πιστεύ­ο­με εις την ανά­στα­ση των νεκρών. Αυτοί για­τί γελού­σαν; Για­τί αγνο­ού­σαν από την Γρα­φή την ανά­στα­ση των νεκρών. Ναι. Γι’ αυτό. Αγνο­ού­σαν. Όπως κι εμείς αγνο­ού­με προ­παν­τός από την Και­νή Δια­θή­κη την ανά­στα­ση των νεκρών. Ξέρε­τε τι σήμαι­νε αυτό, το πλή­θος όταν γελού­σε; Εκεί­νο που είπε ο Χρι­στός: «Μην πάρε­τε τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια της πίστε­ως και τα ρίξε­τε», λέει, «μπρο­στά στα γου­ρού­νια, στους χοί­ρους. Για­τί θα πάνε να δοκι­μά­σουν ότι δεν είναι βαλα­νί­δια. Δεν τρώ­γον­ται τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια. Και τότε θα θυμώ­σουν τα γου­ρού­νια και θα ‘ρθουν να σας προγ­γί­ξουν». Αυτό σήμαι­νε τώρα εδώ. Ως να ερί­πτον­το τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια της πίστε­ως στα πόδια των ανθρώ­πων που δεν πίστευαν. Γι’ αυτό δεν ήσαν άξιοι βεβαί­ως να παρευ­ρε­θούν εις την ανά­στα­σιν του κορι­τσιού. Τους έβγα­λε όλους έξω ο Χρι­στός. «Φύγε­τε», τους είπε, «φύγε­τε». Για να μην παρε­ξη­γη­θεί, κρά­τη­σε τρεις μαθη­τάς. Τους άλλους εννέα τους άφη­σε απέ­ξω. Το βλέ­πο­με αυτό και σ’ άλλες περι­πτώ­σεις που το κάνει ο Κύριος. Η κάθε περί­πτω­ση έχει τη σημα­σία της. Πάν­τως εδώ λέει: «λθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκί­αν οὐκ ἀφῆ­κεν εἰσελ­θεῖν οὐδέ­να». «Δεν άφη­σε κανείς να μπει μέσα». Δεν τους άξι­ζε. Για τον λόγο που σας εξή­γη­σα. Παρά μόνον τους γονείς του κορι­τσιού και τους τρεις μαθη­τάς, Πέτρον, Ιάκω­βον και Ιωάν­νην.

Και τότε ο Κύριος «κρα­τή­σας», λέγει, «τῆς χει­ρὸς αὐτῆς ἐφώ­νη­σε λέγων· ἡ παῖς, ἐγεί­ρου». «Πήρε το χέρι και εφώ­νη­σε, φώνα­ξε: ‘’Ω παι­δί, εγεί­ρου, ξύπνα, σήκω’’». Ο Κύριος κρα­τά­ει από το χέρι το νεκρό κορί­τσι. Όπως στην αγιο­γρα­φία βλέ­πο­με να κρα­τά­ει με το χέρι Του, το ένα Του χέρι ο Χρι­στός, τον Αδάμ· και με το άλλο Του χέρι την Εύα. Αν θα δεί­τε την ορθό­δο­ξη αγιο­γρα­φία, την εικό­να του Χρι­στού στον Άδη, κρα­τά­ει από δω κι από δω, για­τί έτσι μας σηκώ­νει. Ωραία εικό­να αυτή! Και είναι και φυσι­κή για μια στιγ­μή. Όπως πάμε και σκουν­τά­με εκεί­νον που κοι­μά­ται. Σας το είπα προ­η­γου­μέ­νως. Ο Κύριος λοι­πόν έτσι κινεί­ται. Δεί­χνει Ποιος ανα­στή­νει τον άνθρω­πο. Όχι κάποιος άλλος. Αλλά Αυτός ο ίδιος ο Υιός, Εναν­θρω­πή­σας, του Θεού. Δεί­χνει ότι ο άνθρω­πος είναι πεσμέ­νος, έχει πέσει. Έχει πέσει και ηθι­κά και οντο­λο­γι­κά. Ηθι­κά για­τί φταί­ει. Έκα­νε αμαρ­τία. Την παρά­βα­ση. Τότε οι πρω­τό­πλα­στοι έναν­τι του Θεού. Παρέ­βη­σαν την εντο­λή Του. Οντο­λο­γι­κά, γιατί…τι θα πει πίπτω; Πτώ­μα. Λέμε πτώ­μα. Αυτός είναι πτώ­μα. Δηλα­δή δεν είναι όρθιος. Δεν στέ­κει στα πόδια του. Είναι ορι­ζον­τιω­μέ­νος. Είναι πτώ­μα. Κι έρχε­ται τώρα ο Χρι­στός να ξανα­στή­σει στα πόδια του τον άνθρω­πον. Αυτό θα πει ότι έρχε­ται να τον σηκώ­σει οντο­λο­γι­κά. Όχι ηθι­κά, όχι μετα­φο­ρι­κά. Οντο­λο­γι­κά. Έχει σημα­σία. Αυτό θα πει και ανά­στα­σις. Από το «νίστη­μι». Στέ­κο­μαι στα πόδια μου. Αυτό θα πει ανά­στα­σις.

Και «φώνη­σεν» μας σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής. Φώνα­ξε. Πού φώνα­ξε; Θα μπο­ρού­σε να ακού­σει η κοπέ­λα; Αφού ήταν νεκρή. Πού έφθα­σε η φωνή του Χρι­στού; Αγα­πη­τοί μου, εκεί που ήταν, στον τόπο εκεί­νον που ήταν η ψυχή. Δηλα­δή; Στον τόπο των ψυχών. Στον άδη. Πω! Πω! Δηλα­δή φθά­νει η φωνή του Χρι­στού εις τον άδη; Πού είναι ο άδης; Πού είναι; Εφώ­νη­σε και εις στην περί­πτω­ση του γιου της χήρας της Ναΐν και του Λαζά­ρου: «Λάζα­ρε – ήταν έξω από τον τάφο ο Χρι­στός, σας είπα ήταν σπή­λαιο- δερο ξω». Έλα έξω. Για να ακού­σει όμως ο Λάζα­ρος και να βγει έξω, έπρε­πε να φθά­σει η φωνή του Χρι­στού, πού; Στον άδη! Είναι κάτι φοβε­ρό, φοβε­ρό! Κατα­πλη­κτι­κό, θα λέγα­με.

Και σημειώ­νει ο Λου­κάς: «Καὶ ἐπέ­στρε­ψε τὸ πνεῦ­μα αὐτῆς, καὶ ἀνέ­στη παρα­χρῆ­μα». Επέ­στρε­ψε. Προ­σέξ­τε την λέξη. «Επέ­στρε­ψε, ξανα­γύ­ρι­σε το πνεύ­μα της, η ψυχή της και ανέ­στη παρα­χρή­μα». Αμέ­σως, λέει, ανε­στή­θη. Άλλο, λοι­πόν, σώμα και άλλο ψυχή. Είναι δυο πράγ­μα­τα. Το σώμα ήταν μπρο­στά εκεί. Η ψυχή επι­στρέ­φει. Και αμέ­σως, όταν ενώ­θη­κε πάλι με το σώμα, η κοπέ­λα σηκώ­θη­κε. Μπο­ρού­με να συλ­λά­βο­με αυτό το «ἐπέ­στρε­ψε τὸ πνεῦ­μα αὐτῆς»; Μπο­ρού­με να το συλ­λά­βο­με;

Αγα­πη­τοί μου, σε εκεί­νη την ωραία προ­φη­τεία του Ιεζε­κι­ήλ, την οποί­αν λέμε όταν γυρί­ζο­με από τον Επι­τά­φιο, όταν κάνο­με την περι­φο­ρά την Μεγά­λη Παρα­σκευή, με εκεί­να τα κόκα­λα… Μια πεδιά­δα, λέει, με κόκα­λα…κ.τ.λ. Κι εκεί, κατά έναν έτσι τρό­πον ότι τα κόκα­λα αυτά απέ­κτη­σαν σάρ­κες, νεύ­ρα, ξέρω γω, γι΄αυτό και λέμε σ’ εκεί­νη την περί­πτω­ση στον Επι­τά­φιο αυτήν την περι­κο­πή: Η κοι­νή ανά­στα­σις των πάν­των. Κατα­λα­βαί­νο­με; Κατα­λα­βαί­νο­με;

Ας προ­σέ­ξο­με. Δεν επι­στρέ­φει κάποια άλλη ψυχή. Ο Θεός δεν είναι παρα­γω­γός ψυχών. Όπως θα το ήθε­λε ο Πλά­των. Ο Πλά­των ομι­λεί περί παρα­γω­γής ψυχών. Και έτσι, παίρ­νει μία ψυχή, την βάζει σε ένα σώμα το οποί­ον… ξέρω ‘γω, πώς δημιουρ­γεί­ται εκεί, κι έχο­με έναν άνθρω­πο. Όχι αγα­πη­τοί μου. Η ίδια η ψυχή θα γυρί­σει πίσω. Η ιδία η ψυχή. Για­τί θα κρι­θού­με. Μία και­νού­ρια ψυχή τι θα μπο­ρού­σε να πει ότι αμάρ­τη­σα. Χάνο­με το εγώ, χάνο­με την ταυ­τό­τη­τά μας αν έχο­με μίαν άλλην ψυχήν. Είναι η ίδια η ψυχή μας, που δια­τη­ρεί αυτήν την αυτο­γνω­σί­αν, την μνή­μη.

Τι λέει ο Αβρα­άμ στην παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου; «Μνή­σθη­τι, θυμή­σου, ότι εσύ στη Γη που ήσουν, απέ­λα­βες τ’ αγα­θά σου» κ.τ.λ. Δηλα­δή μνή­μη. Αν δεν έχω λοι­πόν αυτο­γνω­σία και μνή­μη, τότε, πάει η ταυ­τό­τη­τά μου. Χάθη­κε. Είναι σπου­δαία στοι­χεία αυτά. Λέγει ο Θεο­φύ­λα­κτος: «Ο γρ λλην ψυχν εσήνεγ­κεν λλ’ κεί­νην, τν π το σώμα­τος ποπτά­σαν (:που πέτα­ξε, έφυγε) ταύ­την ποί­η­σε στραφναι π΄ατ». Η ίδια ψυχή γυρί­ζει πίσω. Γυρί­ζει. Όταν λοι­πόν γίνε­ται λόγος για επι­στρο­φή της ψυχής, αυτό σημαί­νει ότι έχω αλη­θι­νό χωρι­σμό ψυχής και σώμα­τος. Σημαί­νει ακό­μα δια­φο­ρο­ποί­η­ση ψυχής και σώμα­τος, όπως σας το είπα. Σημαί­νει ότι το υλι­κόν σώμα κατα­τί­θε­ται στη Γη, ενώ η πνευ­μα­τι­κή ψυχή απέρ­χε­ται εις τον ίδιον τόπον αυτής. Λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Δεν γυρί­ζει από δω και από κει η ψυχή. Δεν είναι γύρω από το σπί­τι που έμε­νε. Δεν είναι στο νεκρο­τα­φείο. Δεν… Στον οικεί­ον της τόπον». Προ­σέ­ξα­τε. Λέει ο Χρι­στός: «Κα πελεύ­σον­ται οτοι ες κόλα­σιν αώνιον» μετά την ανά­στα­σιν, «ο δ δίκαιοι ες ζων αώνιον». Προ­σέξ­τε αυτό το «αώνιον».

Αγα­πη­τοί, διέ­τα­ξε ο Κύριος όταν την ανέ­στη­σε να της δώσουν να φάει. Περί­ερ­γο πράγ­μα…! Ναι. Για­τί περί­ερ­γο; Έκα­νε το μέγι­στον, που δεν μπο­ρούν να κάνουν οι άνθρω­ποι. Και άφη­σε το ελά­χι­στο που μπο­ρούν να κάνουν οι άνθρω­ποι. Να δώσουν φαγη­τό στην κοπέ­λα. Όπως είπε. «Δερο, Λάζα­ρε, ξω», αφού προ­η­γου­μέ­νως τι είπε; «Σηκώ­σα­τε την πλά­κα που φρά­ζει τον τάφον. Αυτό μπο­ρεί­τε να το κάνε­τε. Θα το κάνε­τε». Και ακό­μη, για­τί ο Θεός θέλει να ζού­με τρώ­γον­τας. Εκεί­νος έκα­νε την Δημιουρ­γία έτσι. Στην Βασι­λεία του Θεού όμως δεν θα υπάρ­χει η τρο­φή. « Θεός», λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «και ταύ­την (:την κοι­λί­αν) και τατα (:τα βρώ­μα­τα) καταρ­γή­σει». Δεν θα έχουν πλέ­ον θέσιν. Θα ζού­με πώς; Το Πνεύ­μα του Θεού θέλει τώρα να τρώ­με. Τότε δεν θα τρώ­με. Εννο­εί­ται, από τις τρο­φές.

Αγα­πη­τοί, μεγά­λα και θαυ­μα­στά απο­τε­λούν το μυστή­ριον του θανά­του. Κανείς δεν μας πλη­ρο­φό­ρη­σε γι’ αυτό, παρά μόνον Εκεί­νος που είναι ο Κύριος της ζωής και του θανά­του, ο Ιησούς Χρι­στός. Είναι Εκεί­νος που είπε: «Κα χω τς κλες το θανά­του κα το δου». Το λέει στην Απο­κά­λυ­ψη. Γι’αυ­τό η σωτη­ρία μας βρί­σκε­ται μόνον εις τον Ιησούν Χρι­στόν. Εκεί­νο που είπε ο Από­στο­λος Πέτρος: «Οκ στιν ν λλ οδεν σωτη­ρία, οδ γρ νομα στ τερον π τν ορανόν, τ δεδο­μέ­νον ν νθρώ­ποις, ν δε σωθναι μς». Να λοι­πόν τι αξί­ζει να πιστεύ­ο­με εις τον Κύριόν μας Ιησούν Χρι­στόν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_735.mp3

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΥΡΙΛΛΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

«Κα γυν οσα ν ύσει αματος π τν δώδε­κα, τις ατρος προ­σα­να­λώ­σα­σα λον τν βίον οκ σχυ­σεν π᾿ οδενς θερα­πευθναι, προ­σελ­θοσα πισθεν ψατο το κρα­σπέ­δου το ματί­ου ατο, κα παρα­χρμα στη ύσις το αματος ατς.Κα επεν ησος· τίς ψάμε­νός μου;(: Τότε λοι­πόν κάποια γυναί­κα που υπέ­φε­ρε από αιμορ­ρα­γία εδώ και δώδε­κα χρό­νια, η οποία μαζί με τα άλλα βάσα­να της αρρώ­στιας της είχε ξοδέ­ψει και όλη την περιου­σία της σε για­τρούς και δεν μπό­ρε­σε να θερα­πευ­θεί από κανέ­ναν, αφού πλη­σί­α­σε τον Ιησού από πίσω, ώστε να μην την αντι­λη­φθεί κανείς, επει­δή ντρε­πό­ταν να γίνει φανε­ρή η αρρώ­στιά της, άγγι­ξε την άκρη του εξω­τε­ρι­κού ενδύ­μα­τός του κι αμέ­σως στα­μά­τη­σε η αιμορ­ρα­γία της. Και είπε ο Ιησούς: “Ποιος είναι αυτός που με άγγι­ξε;”)»[Λουκ.8, 43–45].

Δεν αγνο­ή­θη­κε όμως το παρά­δο­ξο, για­τί αν και ο Σωτή­ρας γνω­ρί­ζει τα πάν­τα, ερω­τά σαν να μη γνω­ρί­ζει και λέγει: «Ποιος με άγγι­ξε;». Και ενώ οι άγιοι από­στο­λοι είπαν με πει­στι­κό­τη­τα «πιστά­τα, ο χλοι συνέ­χου­σί σε κα ποθλί­βου­σι, κα λέγεις τίς ψάμε­νός μου;(:Διδά­σκα­λε, τα πλή­θη του λαού σε περι­κύ­κλω­σαν και σε πιέ­ζουν ασφυ­κτι­κά˙ κι εσύ λες, ποιος με άγγι­ξε; )», πράγ­μα που είναι μεγί­στη από­δει­ξη ότι Αυτός και αλη­θι­νή σάρ­κα φέρει, και κατα­πα­τεί κάθε υπε­ρη­φά­νεια, για­τί δεν Τον ακο­λου­θού­σαν από μακριά, αλλά Τον είχαν περι­κυ­κλω­μέ­νο από παν­τού, Αυτός φέρει στη μέση και επι­κεν­τρώ­νει την προ­σο­χή τους σε αυτό που έγι­νε και λέγει επι­μέ­νον­τας ότι «ψατό μού τις· γ γρ γνων δύνα­μιν ξελ­θοσαν π᾿ μο(:Κάποιος με άγγι­ξε. Διό­τι εγώ κατά­λα­βα ότι βγή­κε από πάνω μου δύνα­μη θαυ­μα­τουρ­γι­κή)»[Λουκ.8,46].

Άρα­γε λοι­πόν ο Κύριος από φιλο­δο­ξία δεν άφη­σε να δια­φύ­γει η από­δει­ξη της θεο­πρε­πούς ενέρ­γειάς Του, δηλα­δή το παρά­δο­ξο που συνέ­βη με τη γυναί­κα; Δεν λέμε αυτό· για­τί πώς θα το έκα­νε αυτό Αυτός που σε πολ­λές περι­πτώ­σεις συνι­στού­σε να σιω­πούν; Αλλά μάλ­λον λέμε εκεί­νο: ότι δηλα­δή παν­τού απο­βλέ­πει στην ωφέ­λεια αυτών που καλούν­ται στη χάρη μέσω της πίστε­ως. Άρα πολ­λούς θα έβλα­πτε το θαύ­μα αυτό μένον­τας άγνω­στο, με το να γίνει όμως γνω­στό ωφέ­λη­σε όχι και λίγο, εκτός από τους άλλους, και τον άρχον­τα της συνα­γω­γής· για­τί του έκα­νε πιο ασφα­λή την ελπί­δα για τον ανα­με­νό­με­νο, και του έδι­νε ακλό­νη­το θάρ­ρος ότι ο Χρι­στός θα αρπά­ξει τη θυγα­τέ­ρα του και από τις παγί­δες του θανά­του -για­τί δεν επι­τρε­πό­ταν στους μη καθα­ρούς να αγγί­ξουν κάποιον από τους αγί­ους ή να πλη­σιά­σουν άνδρα ιερό.

Έχου­με λοι­πόν πλη­ρο­φο­ρη­θεί ότι ο Εμμα­νου­ήλ είναι Θεός αλη­θι­νός, και από αυτό που έγι­νε με τρό­πο θαυ­μα­τουρ­γι­κό, και από αυτά που είπε με τρό­πο θεο­πρε­πή· για­τί λέγει: «Εγώ αισθάν­θη­κα να έχει βγει κάποια δύνα­μη θαυ­μα­τουρ­γι­κή από εμέ­να». Είναι βέβαια πέρα από τα δικά μας μέτρα, ή ίσως και τα αγγε­λι­κά, το να μπο­ρού­με να εκπέμ­ψου­με κάποια δύνα­μη, και μάλι­στα από τη δική μας φύση, δηλα­δή από τον εαυ­τό μας. Το πράγ­μα αυτό ται­ριά­ζει μόνο στην πέρα και πάνω από όλα φύση. Για­τί κανέ­να από τα κτί­σμα­τα δεν έχει κάποια δύνα­μη ιατρι­κή, ή κάποια άλλη ξεχω­ρι­στή, αλλά αυτό που έχει είναι δοσμέ­νο από τον Θεό.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

«τι ατο λαλοντος ρχε­ταί τις παρ το ρχι­συ­να­γώ­γου λέγων ατ τι τέθνη­κεν θυγά­τηρ σου· μ σκύλ­λε τν διδά­σκα­λον. δ ησος κού­σας πεκρί­θη ατ λέγων· μ φοβο· μόνον πίστευε, κα σωθή­σε­ται. λθν δ ες τν οκίαν οκ φκεν εσελ­θεν οδένα ε μ Πέτρον κα ωάν­νην κα άκω­βον κα τν πατέ­ρα τς παιδς κα τν μητέ­ρα. κλαιον δ πάν­τες κα κόπτον­το ατήν. δ επε· μ κλαί­ε­τε· οκ πέθα­νεν λλ καθεύ­δει. κα κατε­γέ­λων ατο, εδότες τι πέθα­νεν. ατς δ κβαλν ξω πάν­τας κα κρα­τή­σας τς χειρς ατς φώνη­σε λέγων· πας, γείρου.κα πέστρε­ψε τ πνεμα ατς, κα νέστη παρα­χρμα (:Κι ενώ μιλού­σε ακό­μη ο Ιησούς, ήλθε κάποιος από το σπί­τι του αρχι­συ­να­γώ­γου και του είπε: “Πέθα­νε η κόρη σου˙ μην κου­ρά­ζεις άλλο και μην ενο­χλείς πια τον διδά­σκα­λο”. Ο Ιησούς όμως, μόλις άκου­σε την είδη­ση αυτή, του είπε: “Μη φοβά­σαι, μόνο συνέ­χι­σε να πιστεύ­εις, και θα σωθεί η κόρη σου απ’ τον θάνα­το”. Κατό­πιν, όταν έφθα­σε στο σπί­τι του Ιαεί­ρου, δεν άφη­σε να μπει κανείς άλλος στο δωμά­τιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάν­νης, ο Ιάκω­βος και ο πατέ­ρας του κορι­τσιού και η μητέ­ρα. Στο μετα­ξύ όλοι έκλαι­γαν και χτυ­πού­σαν τα στή­θη τους και τα κεφά­λια τους για τη νεκρή. Ο Ιησούς όμως τους είπε: “Μην κλαί­τε˙ δεν πέθα­νε, αλλά κοι­μά­ται”. Και εκεί­νοι τον περι­γε­λού­σαν, διό­τι ήταν βέβαιοι ότι το κορι­τσά­κι είχε πεθά­νει. Αυτός όμως, αφού τους έβγα­λε όλους έξω, έπια­σε το χέρι της και της φώνα­ξε δυνα­τά: “Κόρη, σήκω επά­νω”. Τότε η ψυχή της επέ­στρε­ψε στο σώμα και ανα­στή­θη­κε αμέ­σως. Και ο Ιησούς διέ­τα­ξε να της δώσουν φαγη­τό να φάει, για να πάρει δυνά­μεις μετά από την εξάν­τλη­ση που της είχε φέρει η χρό­νια και θανα­τη­φό­ρα ασθέ­νειά της)»[Λουκ.8,49–55].

Η εξι­στό­ρη­ση βέβαια του θαύ­μα­τος είχε ως εξής· ίσως όμως πρέ­πει να την εξε­τά­σου­με λεπτο­με­ρέ­στε­ρα και πνευ­μα­τι­κό­τε­ρα. Οι απλοϊ­κό­τε­ροι λοι­πόν ας θαυ­μά­ζουν τα μεγα­λεία του Θεού έτσι όπως τα βλέ­πουν (για­τί ωφε­λούν ακό­μα και νοού­με­να σωμα­τι­κά), εκεί­νοι όμως που μπο­ρούν να προ­χω­ρή­σουν περισ­σό­τε­ρο, θα δουν και θα κατα­λά­βουν ότι και αυτά συνέ­βαι­ναν σε εκεί­νους ως τύποι, αλλά γρά­φτη­καν για εμάς, αφού προ­σευ­χη­θού­με στον Θεό, ας ζητή­σου­με να έρθει λόγος που να απο­σα­φη­νί­σει και αυτά[βλ. Α΄Κορ.10,6:«Τατα δ τύποι μν γενή­θη­σαν(:και όλα αυτά έγι­ναν προ­φη­τι­κές εικό­νες που προ­α­ναγ­γέλ­λουν τι θα συμ­βεί και σε εμάς, ώστε να προ­σέ­χου­με και να μην επι­θυ­μού­με κακά πράγ­μα­τα, όπως και εκεί­νοι επι­θύ­μη­σαν και τιμω­ρη­θή­καν)»].

Θα μας απο­σα­φη­νί­σει πώς ενώ πήγαι­νε ο Κύριος προς τη θυγα­τέ­ρα του αρχι­συ­να­γώ­γου Ιαεί­ρου, πρώ­τη η αιμορ­ρο­ού­σα που Τον συνάν­τη­σε στο δρό­μο, θερα­πεύ­ε­ται. Διό­τι ο Υιός του Θεού είχε πάει προ­η­γου­μέ­νως στη συνα­γω­γή των Ιου­δαί­ων και έμα­θε πως η μικρή κοπέ­λα νοσεί και πεθαί­νει· για­τί τα παρα­πτώ­μα­τα του Ισρα­ήλ την είχαν κάνει να πεθά­νει, ενώ η αιμορ­ρο­ού­σα που τη συνάν­τη­σε στο δρό­μο, η γεμά­τη ακα­θαρ­σία, της οποί­ας το αίμα δεν έρρεε στην περί­ο­δο την έμμη­νο, αλλά αιμορ­ρο­ού­σε διαρ­κώς, αυτή πριν από εκεί­νη πιστεύ­ει στον Υιό του Θεού. Και Αυτός βέβαια κατευ­θύ­νε­ται προς το σπί­τι του Ιαεί­ρου, αυτή όμως θέλει έστω και το άκρο του ενδύ­μα­τός Του να αγγί­ξει.

Ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς στο σημείο αυτό, πράγ­μα που δεν είπε ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, πρό­σθε­σε ότι η θυγα­τέ­ρα του αρχι­συ­νά­γω­γου ήταν δώδε­κα ετών, αλλά και η αιμορ­ρο­ού­σα έπα­σχε από αιμορ­ρα­γία δώδε­κα χρό­νια. Άρα λοι­πόν συγ­χρό­νως με τη γέν­νη­ση εκεί­νης, άρχι­σε αυτή να υπο­φέ­ρει από αιμορ­ρα­γία· για­τί το ίδιο το όριο του χρό­νου γίνε­ται το τέλος της κόρης του αρχι­συ­να­γώ­γου και η αρχή της σωτη­ρί­ας της αιμορ­ρο­ού­σης γυναί­κας. Εκεί­νη πεθαί­νει δώδε­κα ετών, και αυτή, αφού πίστε­ψε, θερα­πεύ­θη­κε από το πάθος δώδε­κα ετών, κατά τη διάρ­κεια των οποί­ων δεν μπό­ρε­σε να θερα­πευ­θεί από κανέ­να για­τρό· για­τί πολ­λοί για­τροί από τους εθνι­κούς υπό­σχον­ταν ότι θα την θερα­πεύ­σουν. Εάν εξε­τά­σεις εκεί­νους που φιλο­σο­φού­σαν και υπό­σχον­ταν την αλή­θεια, θα δεις ότι είναι για­τροί που προ­σπα­θού­σαν να θερα­πεύ­σουν. Αυτή όμως, μολο­νό­τι δαπά­νη­σε όλα τα υπάρ­χον­τά της, δεν μπό­ρε­σε από κανέ­να για­τρό να θερα­πευ­τεί. Έπια­σε απλώς το κάτω άκρο του ενδύ­μα­τος του Ιησού με πίστη και θερα­πεύ­τη­κε.

Εάν εξε­τά­σου­με την πίστη μας προς τον Ιησού Χρι­στό και κατα­νο­ή­σου­με πόσο μεγά­λος είναι ο Υιός του Θεού, και Ποιον αγγί­ξα­με, θα δού­με ότι σε σύγ­κρι­ση με το κρά­σπε­δο αυτό, δηλα­δή το κάτω άκρο του ενδύ­μα­τος του Ιησού, αγγί­ξα­με κρά­σπε­δο, αλλά όμως το κρά­σπε­δο μάς θερα­πεύ­ει και μας κάνει να ακού­με από τον Ιησού: «θάρ­σει, θύγα­τερ, πίστις σου σέσω­κέ σε(:έχε θάρ­ρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έχει σώσει)». Και αν εμείς θερα­πευ­θού­με, θα ανα­στη­θεί και η θυγα­τέ­ρα του αρχι­συ­νά­γω­γου· διό­τι λέγει ο από­στο­λος Παύ­λος: «χρις ο τ πλή­ρω­μα τν θνν εσέλθ κα οτω πς σραλ σωθή­σε­ται καθς γέγρα­πται· ξει κ Σιν υόμε­νος κα ποστρέ­ψει σεβεί­ας π ακώβ (:και η αλή­θεια αυτή είναι ότι έχει γίνει σκλή­ρυν­ση σε μέρος του ισραη­λί­τι­κου λαού έως ότου εισέλ­θει στη βασι­λεία του Χρι­στού ο πλή­ρης αριθ­μός των εθνι­κών που έχει ορί­σει ο Θεός. Και έτσι, όταν εκπλη­ρω­θεί ο όρος αυτός, ολό­κλη­ρος ο ισραη­λι­τι­κός λαός ως σύνο­λο θα σωθεί, όπως έχει γρα­φεί στις προ­φη­τεί­ες του Ησα­ΐα: “Θα έλθει από τη Σιών ο ελευ­θε­ρω­τής και θα απο­διώ­ξει τις ασέ­βειες από τους απο­γό­νους του Ιακώβ”)» [Ρωμ.11,25 και Ησ.59,20].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, Εξή­γη­σις υπο­μνη­μα­τι­κή εις το κατά Λου­κάν ευαγ­γέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρολογία»[σελίδες 57 και 58 του PDF].

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος ΣΤ (Κυρια­κο­δρό­μιο Γ΄)

Όταν οἱ ἀκτί­νες τοῦ ἥλιου πέφτουν σ’ ἕνα βρά­χο, τόν κάνουν νά λάμ­πει. Ὅταν ἡ φλό­γα ἀγγί­ξει ἕνα ἄκα­φτο κερί, τό ἀνά­βει. Ὅταν ὁ μαγνή­της ἀγγί­ξει ἕνα μεταλ­λι­κό ἀντι­κεί­με­νο, τό μαγνη­τί­ζει. Ὅταν τό ἠλε­κτρο­φό­ρο καλώ­διο ἀγγί­ξει ἕνα συνη­θι­σμέ­νο σύρ­μα, καί τά δυό τους ἠλε­κτρί­ζον­ται.

Ὅλες αὐτές οἱ φυσι­κές ἐνέρ­γειες δέν εἶναι παρά εἰκό­νες ἤ πνευ­μα­τι­κά φαι­νό­με­να. Ὅλα ὅσα συμ­βαί­νουν στόν ἐξω­τε­ρι­κό κόσμο, εἶναι ἁπλά ἡ εἰκό­να ὅσων γίνον­ται στόν ἐσω­τε­ρι­κό. Ὁλό­κλη­ρη ἡ ἐφή­με­ρη φύση εἶναι σάν ἕνα ὄνει­ρο, σέ σχέ­ση μέ τήν ἐσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, σάν ἕνα παρα­μύ­θι, ὅταν μιλᾶ­με μέ ὅρους αἰώ­νιας ζωῆς.

Ἡ ψυχή εἶναι ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ σώμα­τος. Ὁ Θεός εἶναι ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Θεός ἀγγί­ζει τήν ψυχή, τήν ζωο­ποιεῖ, τῆς μετα­δί­δει τήν ὅρα­ση. Ὅταν ἡ ψυχή ἀγγί­ζει τό σῶμα, κάνει τό ἴδιο. Τό σῶμα λαβαί­νει φῶς, ζεσταί­νε­ται, δέχε­ται μαγνη­τι­σμό καί ἠλε­κτρι­σμό, ὅρα­ση, ἀκοή καί κίνη­ση ἀπό τήν ψυχή. Ὅταν ἡ ψυχή ἀνα­χω­ρεῖ ἀπό τό σῶμα, ὅλ’ αὐτά χάνον­ται, ἐξα­φα­νί­ζον­ται. Ἡ ψυχή δέχε­ται ἀπό τό Θεό ἕναν εἰδι­κό φωτι­σμό, θέρ­μη, μαγνη­τι­σμό καί ἠλε­κτρι­σμό, ὅρα­ση, ἀκοή καί κίνη­ση. Κι ὅλ’ αὐτά χάνον­ται ὅταν ἡ ψυχή χωρί­ζε­ται ἀπό τό Θεό.

Ὑπάρ­χει ἄνθρω­πος σ’ ὁλό­κλη­ρο τόν κόσμο πού ὅταν ἀγγί­ζει μιά νεκρή ψυχή τήν ἐπα­να­φέ­ρει στή ζωή, τῆς μετα­δί­δει φῶς καί θερ­μό­τη­τα, μαγνη­τι­σμό καί ἠλε­κτρι­σμό ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς; Ὑπάρ­χει κάποιος σ’ ὁλό­κλη­ρο τόν κόσμο, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστο­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­που, πού ὅταν ἄγγι­ξε ἕνα νεκρό σῶμα τό ἔκα­νε νά σηκω­θεῖ, νά μιλή­σει καί νά περ­πα­τή­σει; Σίγου­ρα πρέ­πει νά “χει ὑπάρ­ξει. Δια­φο­ρε­τι­κά ὁ ἥλιος κι ἡ γῆ, ὁ χει­μώ­νας κι ἡ ἄνοι­ξη, ὁ μαγνή­της κι ὁ ἠλε­κτρι­σμός κι ὅλα ὅσα ὑπάρ­χουν στόν κόσμο, θά ἦταν ἡ φαν­τα­σία κάποιου πού δέν ὑπάρ­χει, ἡ σκιά κάποιου ἀνύ­παρ­κτου ὄντος, ἕνα ὄνει­ρο, μακριά ἀπό τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πρέ­πει νά ἔχει ὑπάρ­ξει. Δια­φο­ρε­τι­κά ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός δέ θά εἶχε ἐμφα­νι­στεῖ στή γῆ. Ἐμφα­νί­στη­κε γιά νά παρου­σιά­σει στούς ἀνθρώ­πους τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα· πώς ἡ φύση ὁλό­κλη­ρη, μέ ὅλα ὅσα συμ­βαί­νουν μέσα της, δέν εἶναι παρά μιά εἰκό­να, ἕνα ὄνει­ρο, ἕνα παρα­μύ­θι. Ὁ Κύριος ἦρθε γιά νά φανε­ρώ­σει τήν ἀλή­θεια ὅσων φανε­ρώ­νουν ὁ ἥλιος κι ἡ γῆ, ὁ χει­μώ­νας κι ἡ ἄνοι­ξη, ὁ μαγνη­τι­σμός κι ὁ ἠλε­κτρι­σμός, ἡ φύση ὁλό­κλη­ρη. Ἡ φύση πού δημιουρ­γή­θη­κε καί τοπο­θε­τή­θη­κε μπρο­στά στόν ἄνθρω­πο ἀπό τό Θεό σάν ἕνα ἀνοι­χτό βιβλίο, πού ὅμως αὐτός δέν μπό­ρε­σε ἀκό­μα νά τό δια­βά­σει σωστά.

Ὁ Χρι­στός εἶναι ἡ πύρι­νη στή­λη στήν ἱστο­ρία τοῦ κόσμου. Ἀπό Ἐκεῖ­νον οἱ νεκρές ψυχές παίρ­νουν ζωή καί θερ­μό­τη­τα, κίνη­ση καί ὀμορ­φιά. Εἶναι τό Δέν­τρο τῆς Ζωῆς, πού ὅταν ἀγγί­ζει τά νεκρά σώμα­τα τούς μετα­δί­δει ζωή, τ’ ἀνα­σταί­νει, τούς δίνει κίνη­ση καί λόγο. Εἶναι τό ἁγνό καί εὐω­δια­στό θερα­πευ­τι­κό βάλ­σα­μο, πού ὅταν τό ἀγγί­ζουν οἱ τυφλοί ξανα­βρί­σκουν τό φῶς, οἱ κου­φοί τήν ἀκοή τους, οἱ παρά­λυ­τοι τήν κίνη­ση, οἱ ἄλα­λοι τή λαλιά τους, οἱ παρά­φρο­νες τή λογι­κή τους, οἱ λεπροί καθα­ρί­ζον­ται, κάθε ἀρρώ­στια θερα­πεύ­ε­ται.

* * *

Tό σημε­ρι­νό εὐαγ­γέ­λιο μᾶς δίνει ἕνα ἀκό­μα παρά­δειγ­μα, γιά νά κατα­λά­βου­με πώς ὅταν κάποιος ἔρχε­ται σ’ ἐπα­φή μέ τό Χρι­στό, ἄν εἶναι ἄρρω­στος θερα­πεύ­ε­ται κι ἄν εἶναι νεκρός ἀνα­σταί­νε­ται. Ἐκεῖ­νον τόν και­ρό λοι­πόν, «ἰδού ἦλθεν ἀνήρ ᾧ ὄνο­μα Ἰάει­ρος, καί αὐτός ἄρχων τῆς συνα­γω­γῆς ὑπῆρ­χε· καί πεσών παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρε­κά­λει αὐτόν εἰσελ­θεῖν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ· ὅτι θυγά­τηρ μονο­γε­νής ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδε­κα, καί αὕτη ἀπέ­θνη­σκεν» (Λουκ. η 41, 42). Γιά ποιόν και­ρό μᾶς μιλά­ει ἐδῶ ὁ εὐαγ­γε­λι­στής; Πότε ἔγι­ναν αὐτά; Τότε πού ὁ Κύριος διέ­σχι­σε τή λίμνη καί γύρι­σε μέ τό πλοῖο ἀπό τή χώρα τῶν Γαδα­ρη­νῶν, τότε πού θερά­πευ­σε τούς δυό δαι­μο­νι­σμέ­νους καί νωρί­τε­ρα εἶχε γαλη­νέ­ψει τήν καται­γί­δα στή λίμνη. Ἀφοῦ εἶχε κάνει τά δυό μεγά­λα αὐτά θαύ­μα­τα, τόν καλοῦν τώρα νά κάνει ἕνα τρί­το. Ν’ ἀνα­στή­σει ἕνα νεκρό. Κι ὅλ’ αὐτά μέσα σέ πολύ περιο­ρι­σμέ­νο χρό­νο, λές καί βια­ζό­ταν νά κάνει ὅσα περισ­σό­τε­ρα καλά μπο­ροῦ­σε στούς ἀνθρώ­πους, ὅσο ζοῦ­σε στή γῆ, καί νά μᾶς δώσει ἔτσι παρά­δειγ­μα πώς πρέ­πει νά βια­ζό­μα­στε νά κάνου­με τό καλό, πώς πρέ­πει νά περ­πα­τᾶ­με ὅσο ἔχου­με τό φῶς (πρβλ. Ἰωάν. ιβ ́ 35).

Ἄν καί τά τρία αὐτά θαύ­μα­τα δέ φαί­νον­ται νά μοιά­ζουν μετα­ξύ τους, ὅλα ἔχουν ἕνα κοι­νό χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Ὅλα ἀπο­κα­λύ­πτουν τήν κυριαρ­χι­κή δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ τήν κυριαρ­χία Του στή φύση, στούς δαί­μο­νες καί στό θάνα­το, στίς ψυχές τῶν ἀνθρώ­πων. Εἶναι δύσκο­λο νά πεῖ κανείς ποιό ἀπό τά τρία αὐτά θαύ­μα­τα εἶναι πιό φοβε­ρό καί πιό συγ­κλο­νι­στι­κό. Τί εἶναι πιό δύσκο­λο: νά τιθα­σεύ­σεις τήν καται­γί­δα σέ θάλασ­σα καί ἀέρα, νά θερα­πεύ­σεις τούς ἀνί­α­τα δαι­μο­νι­σμέ­νους ἤ ν’ ἀνα­στή­σεις νεκρό; γιά ἕνα θνη­τό ἄνθρω­πο καί τά τρία αὐτά εἶναι ἐξί­σου δύσκο­λα. Γιά τό Χρι­στό ὅμως εἶναι καί τά τρία ἐξί­σου εὔκο­λα. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἐμβα­θύ­νει στό καθέ­να ἀπό τά τρία θαύ­μα­τα, ἡ ψυχή του τρέ­μει, για­τί βλέ­πει τή μεγα­λο­σύ­νη καί τήν παν­το­δυ­να­μία τῆς πνο­ῆς, πού ἐν ἀρχῇ, δημιούρ­γη­σε τόν κόσμο. «Καί εἶπεν ὁ Θεός…καί ἐγέ­νε­το οὕτως» (Γέν. α ́ 11).

Ὁ Ματ­θαῖ­ος ὀνο­μά­ζει ἄρχον­τα τόν Ἰάει­ρο. Τί εἴδους ἄρχον­τας ἦταν τό ἐξη­γοῦν ὁ Μάρ­κος κι ὁ Λου­κᾶς: Ἦταν ἄρχον­τας τῆς συνα­γω­γῆς, ὅπου ρυθ­μί­ζον­ται τά θρη­σκευ­τι­κά καί ἐθνι­κά θέμα­τα. Τό μονά­κρι­βο παι­δί του βρι­σκό­ταν στο νεκρο­κρά­βα­το. Αὐτό ἦταν κάτι τρο­με­ρό γι’ αὐτόν πού, ὅπως κι οἱ ἄλλοι Ἰου­δαῖ­οι, εἶχαν μιά ἀμυ­δρή κι ἀκα­θό­ρι­στη πίστη στή μετά θάνα­τον ζωή. Γιά ἕναν ἄνθρω­πο τῆς ἐξου­σί­ας αὐτό ἦταν διπλό χτύ­πη­μα: πρῶ­το ἦταν ἡ θλί­ψη του ὡς γονιοῦ καί δεύ­τε­ρο τό αἴσθη­μα ντρο­πῆς καί ταπεί­νω­σης μπρο­στά στούς ἀνθρώ­πους, καθώς τέτοια φοβε­ρή ἀπώ­λεια φαι­νό­ταν σάν τιμω­ρία τοῦ Θεοῦ. Στήν ἀπό­γνω­σή του ἦρθε στό Χρι­στό «καί πεσών προ­σε­κύ­νει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγά­τηρ μου ἄρτι ἐτε­λεύ­τη­σεν· ἀλλ’ ἐλθών ἐπί­θες τήν χεῖ­ρά σου ἐπ’ αὐτήν καί ζήσε­ται» (Ματθ. θ ́ 18).

Για­τί γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Λου­κᾶς πώς ἡ κόρη τοῦ ἄρχον­τα «ἀπέ­θνη­σκεν», ἐνῶ ὁ Ματ­θαῖ­ος γρά­φει πώς «ἄρτι ἐτε­λεύ­τη­σεν»; Ὁ Λου­κᾶς περι­γρά­φει τό περι­στα­τι­κό ὅπως ἔγι­νε, ἐνῶ ὁ Ματ­θαῖ­ος μετα­φέ­ρει τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ ἱκέ­τη. Δέ συνη­θί­ζουν οἱ ἄνθρω­ποι νά ὑπερ­βά­λουν τή δυστυ­χία τους; Ἡ ὑπερ­βο­λή προ­έρ­χε­ται πρῶ­τα ἀπό τό γεγο­νός ὅτι ὅταν ἡ δυστυ­χία ἔρχε­ται ξαφ­νι­κά, ἀνα­πάν­τε­χα, φαί­νε­ται πολύ μεγα­λύ­τε­ρη ἀπ’ ὅ,τι πραγ­μα­τι­κά εἶναι. Δεύ­τε­ρο, ἐπει­δή ἐκεῖ­νος πού ζητά­ει βοή­θεια, γενι­κά παρου­σιά­ζει τό πρό­βλη­μά του μεγα­λύ­τε­ρο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι πραγ­μα­τι­κά, ὥστε νά λάβει τή βοή­θεια ὅσο γίνε­ται πιό γρή­γο­ρα. Ὅταν καί­γε­ται ἕνα σπί­τι, δέν ἀκοῦ­με συχνά: «Τρέξ­τε, βοη­θῆ­στε, τό σπί­τι μου κατα­κά­η­κε»; Τό σπί­τι βέβαια δέν ἔχει κατα­κα­εῖ, καί­γε­ται. Τό ὅτι τό κορί­τσι δέν εἶχε πεθά­νει ἀκό­μα τή στιγ­μή πού ὁ πατέ­ρας του μιλοῦ­σε στόν Κύριο, θά τ’ ἀκού­σου­με λίγο ἀργό­τε­ρα ἀπό τούς ὑπη­ρέ­τες τοῦ Ἰάει­ρου.

Μ’ ὅλο πού ὁ Ἰάει­ρος αὐτός εἶχε κάποια πίστη στό Χρι­στό, αὐτή δέ θά μπο­ροῦ­σε νά συγ­κρι­θεῖ μέ κεί­νην τοῦ ρωμαί­ου ἑκα­τόν­ταρ­χου στήν Καπερ­να­ούμ. Ὁ τελευ­ταῖ­ος ζητοῦ­σε ἀπό τό Χρι­στό νά μήν πάει στο σπί­τι του, ἐπει­δή ἦταν ἁμαρ­τω­λός, ἀρκοῦ­σε νά πεῖ ἕνα λόγο: «μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθή­σε­ται ὁ παῖς μου» (Ματθ. ή 8). Ὁ Ἰάει­ρος κάλε­σε τόν Κύριο στό σπί­τι του, γιά ν’ ἀκουμ­πή­σει τό χέρι Του στή νεκρή θυγα­τέ­ρα του. Ἡ πίστη του εἶχε καί κάτι ὑλι­κό μέσα της. Ἐπί­θες τήν χεῖ­ρά σου ἐπ’ αὐτήν! Ὁ Ἰάει­ρος ζήτη­σε ἀπό τόν Κύριο ἕνα χει­ρο­πια­στό τρό­πο θερα­πεί­ας. Λές κι ὁ λόγος τοῦ Χρι­στοῦ εἶχε λιγό­τε­ρη δύνα­μη ἀπό τό χέρι Του! Λές κι ἡ φωνή πού γαλή­νευε τά κύμα­τα καί τήν καται­γί­δα, πού ἔβγα­ζε τά δαι­μό­νια ἀπό τούς δαι­μο­νι­σμέ­νους κι ἀργό­τε­ρα ἀνά­στη­σε τό Λάζα­ρο, τέσ­σε­ρις μέρες μετά τό θάνα­το καί τήν ταφή του, δέν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀνα­στή­σει τήν κόρη τοῦ Ἰαεί­ρου! Ὁ Κύριος ἦταν πολύ φιλεύ­σπλα­χνος. Δέ θ’ ἀρνιό­ταν τή βοή­θειά Του πρός τό θλιμ­μέ­νο πατέ­ρα ἐπει­δή ἡ πίστη του δέν ἦταν τέλεια. Ἔτσι ξεκί­νη­σε ἀμέ­σως γιά νά βοη­θή­σει.

Στό δρό­μο πρός τό σπί­τι τοῦ Ἰάει­ρου ἔγι­νε κι ἕνα θαῦ­μα σέ μιά γυναί­κα πού εἶχε πολύ μεγα­λύ­τε­ρη πίστη ἀπό τόν Ἰάει­ρο. Κι αὐτό βοή­θη­σε τόν Ἰάει­ρο, τόν ἔπει­σε πώς ὁλό­κλη­ρος ὁ Χρι­στός ἔχει θαυ­μα­τουρ­γι­κή δύνα­μη, ὄχι μόνο τά χέρια Του. Μ’ ὁποιο­δή­πο­τε τρό­πο κι ἄν ἔρθει κανείς σ’ ἐπα­φή μέ τόν παν­το­δύ­να­μο Χρι­στό, θερα­πεύ­ε­ται. Αὐτό εἶναι πηγή θάρ­ρους σ’ αὐτούς πού δέν μπο­ροῦν νά πλη­σιά­σουν τό Χρι­στό μέ τόν ἕνα τρό­πο, μπο­ροῦν ὅμως μέ κάποιον ἄλλο. Ὁ Κύριος ἅπλω­σε τά χέρια Του στό σταυ­ρό γιά ν’ ἀγκα­λιά­σει ὅλους ἐκεί­νους πού προ­στρέ­χουν κον­τά Του, ἀπό ὅποια πλευ­ρά κι ἄν ἔρχον­ται.

Προ­σέξ­τε τώρα τί ἔγι­νε ὅταν ὁ Χρι­στός πορεύ­τη­κε μαζί μέ τό πλῆ­θος πρός τό σπί­τι τοῦ Ἰάει­ρου.

«Ἐν δέ τῷ ὑπά­γειν αὐτόν οἱ ὄχλοι συνέ­πνι­γον αὐτόν. καί γυνή οὖσα ἐν ρύσει αἵμα­τος ἀπό ἐτῶν δώδε­κα, ἥτις προ­σα­να­λώ­σα­σα ὅλον τόν βίον οὐκ ἴσχυ­σεν ὑπ’ οὐδε­νός θερα­πευ­θῆ­ναι, προ­σελ­θοῦ­σα ὄπι­σθεν ἥψα­το τοῦ κρα­σπέ­δου τοῦ ἱμα­τί­ου αὐτοῦ, καί παρα­χρῆ­μα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵμα­τος αὐτῆς» (Λουκ. ή 42–44). Ἀπό τή στιγ­μή πού ὁ Χρι­στός πάτη­σε τό πόδι Του στή στε­ριά, ἐρχό­με­νος ἀπό τά Γάδα­ρα, συνο­δευό­ταν ἀπό ἕνα ἀμέ­τρη­το πλῆ­θος ἀνθρώ­πων. «Συνή­χθη ὄχλος πολύς ἐπ’ αὐτόν», γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος (ε ́ 21). Ὅλοι ἤθε­λαν νά βρε­θοῦν κον­τά Του, ν’ ἀκού­σουν τά σπά­νια λόγια Του καί νά δοῦν τά θαυ­μα­στά ἔργα Του. Μερι­κοί τόν ἀκο­λου­θοῦ­σαν ἀπό πεί­να καί δίψα πνευ­μα­τι­κή κι ἄλλοι ἀπό περιέρ­γεια. Μέσα στό πλῆ­θος βρι­σκό­ταν κι ἡ ἄρρω­στη γυναί­κα, ἄρρω­στη ἀπό μιά ἀκά­θαρ­τη ἀρρώ­στια. Ἡ ρύση αἵμα­τος σέ μιά γυναί­κα, ἀκό­μα κι ὅταν εἶναι φυσιο­λο­γι­κή, εἶναι ἕνα δύσκο­λο καί ταπει­νω­τι­κό πράγ­μα. Μιά διαρ­κής ρύση αἵμα­τος ὅμως, πού διαρ­κεῖ δώδε­κα ὁλό­κλη­ρα χρό­νια, ἦταν σάν μιά ζων­τα­νή κόλα­ση βασά­νων, ντρο­πῆς κι ἀκα­θαρ­σί­ας. Ἡ γυναί­κα αὐτή εἶχε ἀνα­ζη­τή­σει θερα­πεία κι εἶχε δαπα­νή­σει ὅλα ὅσα εἶχε σέ για­τρούς καί φάρ­μα­κα. Τίπο­τα ὅμως δέ βοή­θη­σε, κανέ­νας για­τρός δέν μπο­ροῦ­σε νά τήν για­τρέ­ψει. Φαν­τα­στεῖ­τε τό καθη­με­ρι­νό πλύ­σι­μό της, τό καθά­ρι­σμά της, τή στε­νο­χώ­ρια καί τήν ντρο­πή της. Ἔμοια­ζε σά νά τή δημιούρ­γη­σε ὁ Θεός γι’ αὐτό μόνο τό λόγο: γιά νά τρέ­χει τό αἷμα της καί κεί­νη νά περ­νᾶ τίς μέρες της στή γῆ σέ μιά προ­σπά­θεια νά στα­μα­τή­σει τή ρύση, πού δέ στα­μα­τοῦ­σε, μ’ ἕναν πόνο πού δέ για­τρευό­ταν καί μέ μιά ντρο­πή ἀνέκ­φρα­στη. Ἔτσι πιστεύ­ου­με πώς γίνε­ται μέ κάθε χρό­νια ἀσθέ­νεια. Ὁ Θεός ὅμως εἶχε προ­βλέ­ψει γι’ αὐτήν, ὅπως προ­βλέ­πει καί γιά κάθε πλά­σμα Του. Ἡ ἀρρώ­στια της συν­τέ­λε­σε στήν ψυχι­κή της σωτη­ρία καί στή δόξα τοῦ Θεοῦ.

«Ἐάν μόνον ἅψω­μαι τοῦ ἱμα­τί­ου αὐτοῦ, σωθή­σο­μαι» (Ματθ. θ ́ 21), εἶπε μέσα της καί πίε­ζε τό πλῆ­θος γιά νά βρε­θεῖ κον­τά στό Χρι­στό. Τόσο μεγά­λη ἦταν ἡ πίστη τῆς γυναί­κας αὐτῆς. Νωρί­τε­ρα εἶχε στη­ρί­ξει τήν πίστη της στούς για­τρούς πού εἶχε ἐπι­σκε­φτεῖ. Ἡ πίστη της αὐτή ὅμως ἀπο­δεί­χτη­κε ἄκαρ­πη. Ἀπό μόνη της ἡ πίστη δέν εἶναι ἀρκε­τή, ἄν αὐτός πού πιστεύ­εις δέν ἔχει τή δύνα­μη νά βοη­θή­σει. Γι’ αὐτό ἄς σιω­πή­σουν ὅλοι ἐκεῖ­νοι πού ἰσχυ­ρί­ζον­ται (εἴτε ἀπό ἄγνοια εἶτε ἀπό ἔλλει­ψη πίστης) πώς τά θαύ­μα­τα του εὐαγ­γε­λί­ου ἔγι­ναν ἀπό ὑπο­βο­λή ἤ αὐθυ­πο­βο­λή. Ἡ ταπει­νή καί βασα­νι­σμέ­νη αὐτή γυναί­κα δέν εἶχε οὔτε τήν τόλ­μη οὔτε τήν ἐλπί­δα νά παρου­σια­στεῖ μπρο­στά στό Χρι­στό, νά τοῦ ἐξη­γή­σει τό πρό­βλη­μά της καί νά ζητή­σει βοή­θεια. Πῶς θά μπο­ροῦ­σε νά τό κάνει αὐτό μπρο­στά σ’ ἕνα τερά­στιο πλῆ­θος, ὅταν μάλι­στα ντρε­πό­ταν γιά τήν κατά­στα­σή της; Ἡ φύση τῆς «ἀκά­θαρ­της» ἀρρώ­στιας της ἦταν τέτοια, ὥστε ἄν τήν εἶχε δημο­σιο­ποι­ή­σει, θά εἰσέ­πρατ­τε τή δημό­σια ἀπο­στρο­φή, τήν κατα­κραυ­γή καί τήν κατα­δί­κη. Γι’ αὐτό καί προ­σέγ­γι­σε τόν Κύριο κρυ­φά, ἀπό πίσω, καί ἄγγι­ξε τό ἱμά­τιό Του.

Καί παρα­χρῆ­μα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵμα­τος αὐτῆς. Πῶς κατά­λα­βε πώς ἔπα­ψε ἡ ρύση τοῦ αἵμα­τος; «Ἔγνω τῷ σώμα­τι ὅτι ἴαται ἀπό τῆς μάστι­γος», γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος (ε 29). Ὅπως ἕνα ζων­τα­νό σκου­λή­κι πού σπαρ­τα­ρᾶ ἀκα­τά­παυ­στα γύρω ἀπό μιά δια­πυ­η­μέ­νη πλη­γή, ἔτσι θά ἔπρε­πε νά νιώ­θει κι ἡ δύστυ­χη αὐτή γυναί­κα τήν ἀστα­μά­τη­τη ρύση τοῦ αἵμα­τος. Ὅταν ὅμως ἄγγι­ξε τό ἱμά­τιο τοῦ Χρι­στοῦ, ἔνιω­σε πώς ἡ αἱμορ­ρα­γία στα­μά­τη­σε. Δέν ἔνιω­θε τήν αἱμορ­ρα­γία μέσα της, ὅπως δέν τή νιώ­θει καί κάθε ὑγι­ής ἄνθρω­πος. Μέσα της μπῆ­κε ἡ ὑγεία, ὅπως ὁ μαγνη­τι­σμός σ ̓ ἕνα μαγνή­τη ἤ τό φῶς σ’ ἕνα σκο­τει­νό δωμά­τιο.

Δέν ἦταν αὐτό τό μονα­δι­κό περι­στα­τι­κό ἀνθρώ­που πού για­τρεύ­τη­κε μόνο μέ τό ἄγγιγ­μα τῶν ἱμα­τί­ων τοῦ Χρι­στοῦ. Σέ ἄλλο σημεῖο τῶν εὐαγ­γε­λί­ων δια­βά­ζου­με πώς πολ­λοί ἤθε­λαν ἁπλά ν’ ἀγγί­ξουν τό κρά­σπε­δο τῶν ἱμα­τί­ων Του «καί ὅσοι ἥψαν­το διε­σώ­θη­σαν» (Ματθ. ιδ’ 36).

Πόσα τέτοια ἀνή­κου­στα θαύ­μα­τα ἔκα­νε ὁ Κύριος Ἰησοῦς στούς ἀνθρώ­πους, πού ἔμει­ναν ἀκα­τα­χώ­ρη­τα! Κι αὐτό ὄχι μόνο στά τριάν­τα χρό­νια πού ἦρθε γιά νά κηρύ­ξει τό σωστι­κό Του εὐαγ­γέ­λιο στούς ἀνθρώ­πους, ἀλλ’ ἀπό τήν ἴδια μέρα καί ὥρα τῆς σύλ­λη­ψής Του στήν πάνα­γνη κοι­λιά τῆς Μητέ­ρας Του. Λέει ὁ ἱερός Χρυ­σό­στο­μος: «Τά θαύ­μα­τά Του εἶναι περισ­σό­τε­ρα ἀπό τίς στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς».

Πόσο ἄλλα­ξε μυστη­ριω­δῶς ὅλη ἡ κτί­ση μέ τήν κατά σάρ­κα παρου­σία Του στή γῆ! Πόσα θαύ­μα­τα γίνον­ται καί σήμε­ρα στούς πιστούς πού συμ­με­τέ­χουν στό μυστή­ριο τῆς θεί­ας εὐχα­ρι­στί­ας! Εἶναι ἀμέ­τρη­τα κι ἀκα­τα­νόη­τα. Ἡ αἱμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα δέν ἄγγι­ξε τό σῶμα Του, ἀλλά τό ἱμά­τιό Του μόνο. Κι ἀμέ­σως θερα­πεύ­τη­κε ἡ μακρό­χρο­νη πάθη­σή της, πού γιά χρό­νια πολ­λά προ­σπα­θοῦ­σαν οἱ για­τροί νά για­τρέ­ψουν χωρίς ἀπο­τέ­λε­σμα. Ὅλα ὅσα εἶχε τά σκόρ­πι­σε σέ για­τρούς καί σέ φάρ­μα­κα, γιά νά βρεῖ τή θερα­πεία της. Νά ὅμως πού μπρο­στά της βρέ­θη­κε ὁ Κύριος, ὁ για­τρός πού δέν ἀπο­βλέ­πει σέ χρή­μα­τα, πού δέν τῆς ζητά­ει τίπο­τα, ἀλλά τῆς δίνει ὅλα ὅσα ἐκεί­νη ἐπι­θυ­μοῦ­σε. Κι αὐτό χωρίς καμιά προ­σπά­θεια, μόχθο ἤ καθυ­στέ­ρη­ση. Αὐτή εἶναι ἡ πλη­ρό­τη­τα καί τελειό­τη­τα κάθε ἄνω­θεν δωρε­ᾶς, πού ἔρχε­ται «ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων» (Ἰακ. α’ 17).

«Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψά­με­νός μου; ἀρνου­μέ­νων δέ πάν­των εἶπεν ὁ Πέτρος καί οἱ σύν αὐτῷ· ἐπι­στά­τα, οἱ ὄχλοι συνέ­χου­σί σε καί ἀπο­θλί­βου­σι, καί λέγεις τίς ὁ ἁψά­με­νός μου; ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψα­τό μου τίς· ἐγώ γάρ ἔγνων δύνα­μιν ἐξελ­θοῦ­σαν ἀπ ̓ ἐμοῦ» (Λουκ. ή 45,46). Για­τί ρώτη­σε ὁ Κύριος, ἀφοῦ γνώ­ρι­ζε ποιά ἦταν αὐτή πού τόν ἄγγι­ξε, ἀλλά καί πώς δέν μπο­ροῦ­σαν νά τοῦ ἀπαν­τή­σουν ἐκεῖ­νοι τούς ὁποί­ους ρώτη­σε, ἀφοῦ δέν ἤξε­ραν; Γιά νά φανε­ρώ­σει τήν πίστη τῆς γυναί­κας πού θερα­πεύ­τη­κε, νά τήν ἐπι­βε­βαιώ­σει μιά καί καλή τόσο στήν ἴδια ὅσο καί στούς ἄλλους, ἀλλά καί γιά ν’ ἀπο­κα­λύ­ψει τή θεϊ­κή δύνα­μή Του σέ κεί­νους πού ἦταν μπρο­στά, καθώς καί σ’ ἐμᾶς. Ὁ ἄνθρω­πος πρέ­πει νά δέχε­ται κάθε θεϊ­κό δῶρο μέ εὐχα­ρι­στία κι εὐγνω­μο­σύ­νη. Ὁ Κύριος θέλη­σε νά δώσει ἔμφα­ση στήν πίστη τῆς γυναί­κας, γιά νά μᾶς διδά­ξει πώς ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀπα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γιά νά δώσει ὁ Θεός κάθε καλό στούς ἀνθρώ­πους. Εἶναι ἀλή­θεια πώς μέ τό ἀμέ­τρη­το ἔλε­ός Του ὁ Θεός, συχνά κάνει τό καλό στούς ἀνθρώ­πους χωρίς προ­α­παι­τού­με­νο τήν πίστη τους. Ὅταν ὅμως ζητά­ει τήν πίστη τῶν ἀνθρώ­πων, δίνει ἔμφα­ση στήν ὀντό­τη­τά τους, ὡς ἐλευ­θέ­ρων καί λογι­κῶν πλα­σμά­των. Πῶς μπο­ρεῖ νά εἶναι ἐλεύ­θε­ρος καί λογι­κός ὁ ἄνθρω­πος ἄν, ἀπό τήν πλευ­ρά του, δέν εἶναι ἕτοι­μος νά δεχτεῖ τή σωτη­ρία του; Ὁ Θεός ζητά­ει ἀπό τούς ἀνθρώ­πους τό ἐλά­χι­στο πού μπο­ρεῖ νά ζητή­σει: πίστη στό ζων­τα­νό Θεό, στήν ἀγά­πη Του, στή διαρ­κή ετοι­μό­τη­τά Του νά δώσει καί νά κάνει στούς ἀνθρώ­πους ὅλα ὅσα συν­τε­λοῦν στό καλό του.

Μέ τή δια­κή­ρυ­ξη τῆς πίστης τῆς γυναί­κας αὐτῆς ὅμως, ὁ Κύριος ἤθε­λε νά ἐνι­σχύ­σει καί τήν πίστη τοῦ Ἰάει­ρου. Νά τοῦ δεί­ξει πώς δέν ἦταν ἀπα­ραί­τη­το ν’ ἀπαι­τή­σει ἀπό τόν Κύριο νά πάει στό σπί­τι του γιά ν’ ἀγγί­ξει μέ τό χέρι Του τό νεκρό κορί­τσι. Ἔχει τή δύνα­μη νά θερα­πεύ­σει μέ πολ­λούς τρό­πους κι ὄχι μόνο μέ τήν ἐπί­θε­ση τῶν χεριῶν. Μπο­ρεῖ νά θερα­πεύ­σει μέ τά ροῦ­χα Του ὅπως καί μέ τά χέρια Του, ἀπό ἀπό­στα­ση σά νά βρί­σκε­ται κον­τά, ἀπό τό δρό­μο ὅπως καί μέσα στό σπί­τι.

Ὁ Κύριος θέλει νά γνω­ρί­σουν οἱ ἄνθρω­ποι τή θεϊ­κή Του δύνα­μη, δέν ἐπι­διώ­κει τόν ἔπαι­νό τους. Οἱ ἔπαι­νοι τῶν ἀνθρώ­πων γιά τόν Κύριο ἦταν ἐντε­λῶς μάταιοι, ἕνα τίπο­τα. Ἤθε­λε ὅμως νά γνω­ρί­σουν τήν ἀλή­θεια οἱ ἄνθρω­ποι, νά κάνουν χρή­ση τῆς ἀλή­θειας. Κι ἡ ἀλή­θεια εἶναι πώς κάθε ἀγα­θό πού δέχον­ται οἱ ἄνθρω­ποι, ἔρχε­ται ἀπευ­θεί­ας ἀπό τό Θεό. Τό ἱμά­τιο τοῦ Χρι­στοῦ δέ θερά­πευ­σε τήν αἱμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα χωρίς τή γνώ­ση τοῦ Χρι­στοῦ, χωρίς τήν ἄμε­ση δύνα­μη πού πήγα­ζε ἀπ ̓ Αὐτόν. Εἶναι ἡ ἴδια ζων­τα­νή δύνα­μη τοῦ Θεοῦ πού θαυ­μα­τουρ­γεῖ στόν πιστό ἀπό τά λεί­ψα­να τῶν ἁγί­ων καί τίς εἰκό­νες. Ἡ χρι­στια­νι­κή πίστη δέν ἔχει τίπο­τα μαγι­κό. Κανέ­να δημιούρ­γη­μα δέν μπο­ρεῖ μέ μόνη τή δύνα­μή του νά κάνει ὁποιο­δή­πο­τε καλό στούς ἀνθρώ­πους. Δέ γίνε­ται νά μή γνω­ρί­ζει ὁ Θεός τή θεϊ­κή δύνα­μη πού πηγά­ζει ἀπό τόν ἴδιο.

Αὐτό γίνε­ται μέ ὅλα τά ἐγκό­σμια μέσα θερα­πεί­ας, αὐτό γίνε­ται καί μέ τά μεταλ­λι­κά νερά. Ὁ Θεός δέν ἀπέ­χει ἀπό τά για­τρι­κά καί τά μεταλ­λι­κά νερά περισ­σό­τε­ρο, ἀπ’ ὅσο ἀπέ­χει ὁ Χρι­στός ἀπό ὁ τά ἱμά­τιά Του. Ὅποιος χρη­σι­μο­ποιεῖ φάρ­μα­κα καί μεταλ­λι­κά νερά μέ τέτοια πίστη καί τέτοια συστο­λή, φόβο καί σεβα­σμό, πού εἶχε κι ἡ γυναί­κα αὐτή ὅταν ἄγγι­ζε τά ροῦ­χα τοῦ Χρι­στοῦ, θά θερα­πευ­τεῖ. Ὅποιος ὅμως χρη­σι­μο­ποιεῖ φάρ­μα­κα καί μεταλ­λι­κά νερά χωρίς Θεό, ἤ ἀκό­μα περισ­σό­τε­ρο ἀντί­θε­τα στό Θεό, σπά­νια θερα­πεύ­ε­ται. Ἄν κάποιος ἀπ’ αὐτούς θερα­πεύ­ε­ται, δέχε­ται τή θερα­πεία του ἀπό τήν ἄπει­ρη εὐσπλα­χνία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά γνω­ρί­σει καί νά ὁμο­λο­γή­σει κάποια στιγ­μή τήν εὐσπλα­χνία τοῦ Θεοῦ καί νά τόν δοξά­σει. Ὁ Χρι­στός θερά­πευ­σε τόν δαι­μο­νι­σμέ­νο στά Γάδα­ρα χωρίς ἐκεῖ­νος νά δια­θέ­τει τήν πίστη αὐτή, χωρίς νά τήν ὁμο­λο­γεῖ. Γιά νά γίνει γνω­στό γιά ποιό λόγο τόν θερά­πευ­σε ὅμως, τοῦ εἶπε: «ὕπα­γε εἰς τόν οἶκόν σου πρός τούς σούς καί ἀνάγ­γει­λον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποί­η­κε καί ἠλέη­σέ σε» (Μάρκ. ε ́ 19).

Πολ­λοί ἀπό τό πλῆ­θος πού ἀκο­λου­θοῦ­σε τό Χρι­στό τόν ἄγγι­ζαν, δέν ἔλα­βαν ὅμως τή θερα­πεία πού δέχτη­κε ἡ αἱμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα, για­τί αὐτή τόν ἄγγι­ξε μέ πίστη καί φόβο. Τό ἴδιο συμ­βαί­νει καί σήμε­ρα σέ πολ­λούς πού προ­σκυ­νοῦν χωρίς πίστη καί φόβο τίς εἰκό­νες, τά λεί­ψα­να τῶν ἁγί­ων, τόν Τίμιο Σταυ­ρό καί τό Εὐαγ­γέ­λιο, ὅπως γινό­ταν καί μέ τό μεγά­λο πλῆ­θος μέ τά περί­ερ­γα μυα­λά καί τίς παγω­μέ­νες καρ­διές πού ἄγγι­ζαν τό Χρι­στό. Μέ τούς ἀλη­θι­νούς πιστούς ὅμως γίνε­ται αὐτό πού ἔγι­νε μέ τήν αἱμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα, πού θερα­πεύ­τη­κε. Ὅποιος ἔχει μάτια, ἄς δεῖ. Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἄς ἀκού­σει!

«Ἰδοῦ­σα δέ ἡ γυνή ὅτι οὐκ ἔλα­θε, τρέ­μου­σα ἦλθε καί προ­σπε­σοῦ­σα αὐτῷ δι ̓ ἣν αἰτί­αν ἥψα­το αὐτοῦ ἀπήγ­γει­λεν αὐτῷ ἐνώ­πιον παν­τός τοῦ λαοῦ, καί ὡς ἰάθη παρα­χρῆ­μα. ὁ δέ εἶπεν αὐτῇ· θάρ­σει, θύγα­τερ, ἡ πίστις σου σέσω­κέ σέ· πορεύ­ου εἰς εἰρή­νην» (Λουκ. ή 47,48). Ἡ γυναί­κα ἔνιω­σε ἀπό τή φωνή καί τά λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, πώς Ἐκεῖ­νος γνώ­ρι­ζε τό μυστι­κό της, πώς ἡ ἴδια δέ θά μπο­ροῦ­σε νά τοῦ τό κρύ­ψει. Ἔτρε­με ἀπό φόβο καί στά­θη­κε πρό­σω­πο μέ πρό­σω­πο μ’ Ἐκεῖ­νον πού γνω­ρί­ζει τίς πιό καλο­κρυμ­μέ­νες πρά­ξεις τῶν ἀνθρώ­πων, τά πιό μύχια μυστι­κά πού κρύ­βουν στήν καρ­διά τους. Εἶχε νιώ­σει τή δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ, τή θαυ­μα­τουρ­γι­κή θερα­πευ­τι­κή δύνα­μή Του, γι’ αὐτό κι ἔτρε­με ἀπό φόβο μπρο­στά Του. Τώρα ὅμως πού ἄκου­σε πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς γνώ­ρι­ζε τό βαθύ μυστι­κό της, ὁ φόβος μπρο­στά στόν παν­το­γνώ­στη διπλα­σιά­στη­κε. Μαζί μέ τήν παν­το­δυ­να­μία τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ, τῆς φανε­ρώ­θη­κε κι ἡ παν­σο­φία Του. Προ­χώ­ρη­σε μπρο­στά καί τά ὁμο­λό­γη­σε ὅλα. Ἡ ντρο­πή της μετα­βλή­θη­κε σέ φόβο. Ἡ ντρο­πή γιά τήν ἀρρώ­στια της ἐξα­φα­νί­στη­κε, ἀφοῦ θερα­πεύ­τη­κε. Στή θέση τῆς ντρο­πῆς ἦρθε τώρα ὁ φόβος μπρο­στά στήν παν­το­δυ­να­μία καί τήν παν­σο­φία Του.

Τήν εἶδε ἔτσι φοβι­σμέ­νη ὁ στορ­γι­κός Κύριος καί τήν παρη­γό­ρη­σε μέ τά πατρι­κά Του λόγια: θάρ­σει, θύγα­τερ! Ὑπάρ­χει πιό γλυ­κιά παρη­γο­ριά στόν κόσμο, ἀπό τό ν’ ἀκού­σει κανείς τά λόγια αὐτά ἀπό τόν ἀθά­να­το Βασι­λιά καί Κύριο; Τῆς δίνει θάρ­ρος, τήν ὀνο­μά­ζει «θυγα­τέ­ρα» Του. Δέν ὑπάρ­χει πραγ­μα­τι­κό καί διαρ­κές θάρ­ρος, ἔξω ἀπ’ αὐτό πού δίνει ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρω­πος δέ γνω­ρί­ζει τίπο­τα ἀπό ἀφο­βία, ἄν δέ γνω­ρί­ζει τίπο­τα ἀπό Θεό. Δέ γνω­ρί­ζει τίπο­τα ἀπό παρη­γο­ριά καί συμ­πά­θεια, ὡσό­του γνω­ρί­σει κι ὁμο­λο­γή­σει τό Θεό ὡς Πατέ­ρα του καί τόν ἴδιο ὡς παι­δί τοῦ Θεοῦ. Κανέ­νας δέν μπο­ρεῖ ν’ ἀκού­σει τά λόγια αὐτά μέσα του, ὡσό­του ἀνα­και­νι­στεῖ κι ἀνα­γεν­νη­θεῖ πνευ­μα­τι­κά. Ἡ γυναί­κα αὐτή ἔδει­ξε πώς ἀνα­γεν­νή­θη­κε σωμα­τι­κά καί πνευ­μα­τι­κά. Σωμα­τι­κά, ἐπει­δή τό μισο­πε­θα­μέ­νο σῶμα της για­τρεύ­τη­κε, ἀνα­ζω­ο­γο­νή­θη­κε. Πνευ­μα­τι­κά, ἐπει­δή γνώ­ρι­σε κι ἔνιω­σε τήν παν­το­δυ­να­μία καί παν­σο­φία τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ.

Ἡ πίστις σου σέσω­κέ σε. Αὐτά εἶναι λόγια διδα­χῆς, ἀλλά καί θάρ­ρους. Ἄν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν εἶχε φανε­ρώ­σει τήν ταπεί­νω­σή Του μέ τό νά νηστέ­ψει καί νά πλύ­νει τά πόδια τῶν μαθη­τῶν Του· ἄν τή δύνα­μή Του δέν τήν εἶχε ἀπο­δώ­σει στόν Οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του, κι ἄν τή δόξα Του δέν τήν εἶχε μοι­ρα­στεῖ μέ ἀνθρώ­πους, ἀπο­δί­δον­τας τά δικά Του σ’ ἐκεί­νους, τότε σίγου­ρα ἡ γῆ θά ἔτρε­με συνέ­χεια σέ κάθε βημα­τι­σμό Του· σέ κάθε λόγο Του ὁ κόσμος ὁλό­κλη­ρος θά φλε­γό­ταν. Ποιός θά τολ­μοῦ­σε νά τόν κοι­τά­ξει κατά­μα­τα; Ποιός θά μπο­ροῦ­σε νά καθή­σει δίπλα Του καί νά τόν ἀγγί­ξει; Ποιός θά μπο­ροῦ­σε ν’ ἀκού­σει τό λόγο Του καί νά μή δια­λυ­θεῖ, νά ἐξα­φα­νι­στεῖ; Ὁ Κύριος ντύ­θη­κε τήν ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα γιά νά ἐπι­κοι­νω­νή­σει μέ τούς ἀνθρώ­πους ὡς ἀδελ­φός μέ ἀδελ­φό. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ταπει­νώ­θη­κε τόσο πολύ. Γι’ αὐτό ἔδι­νε κου­ρά­γιο στούς ἀνθρώ­πους σέ κάθε τους βῆμα. Γι’ αὐτό κι ἀπέ­δι­δε ὅλα τά ἔργα Του στήν πίστη τους.

Τήν ὥρα πού ὁ Κύριος τέλειω­νε μέ τήν αἱμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα, ἡ κατά­στα­ση τοῦ Ἰάει­ρου εἶχε χει­ρο­τε­ρέ­ψει.

«Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦν­τος ἔρχε­ταί τίς παρά τοῦ ἀρχι­συ­να­γώ­γου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνη­κεν ἡ θυγά­τηρ σου· μή σκύλ­λε τόν διδά­σκα­λον. ὁ δέ Ἰησοῦς ἀκού­σας ἀπε­κρί­θη αὐτῷ λέγων· μή φοβοῦ· μόνον πίστευε, καί σωθή­σε­ται» (Λουκ. ή 49,50). Γίνε­ται φανε­ρό ἀπό τά λόγια αὐτά πώς ἡ κόρη τοῦ Ἰάει­ρου δέν εἶχε πεθά­νει ὅταν ἐκεῖ­νος κάλε­σε τό Χρι­στό στό σπί­τι του. Βρι­σκό­ταν στή νεκρι­κή κλί­νη της, ἔπνεε «τά λοί­σθια», γι’ αὐτό καί θά μπο­ροῦ­σαν νά τήν ὀνο­μά­σουν νεκρή.

Μή σκύλ­λε τόν διδά­σκα­λον. Ὁ Χρι­στός ἦταν γνω­στός ὡς Διδά­σκα­λος. Τόν ὀνό­μα­ζαν ἔτσι ἐκεῖ­νοι πού δέν ἔνιω­θαν τήν ἀπε­ριό­ρι­στη δύνα­μή Του. Προ­σέξ­τε ὅμως πόσο πρά­ος καί σπλα­χνι­κός ἦταν ὁ Κύριος! Προ­τοῦ ὁ ἄρχον­τας Ιάει­ρος ξεσπά­σει σέ δάκρυα κι ἐκφρά­σει τόν πατρι­κό του πόνο, Ἐκεῖ­νος τόν στή­ρι­ξε μέ λόγια παρη­γο­ρη­τι­κά κι ἐνθαρ­ρυν­τι­κά: Μή φοβοῦ! Αὐτό βέβαια δέν ἀλλά­ζει μέ τίπο­τα τήν κατά­στα­ση. Μισο­πε­θα­μέ­νο ἤ πεθα­μέ­νο τό κορί­τσι, δέν ἔχει δια­φο­ρά. Τίπο­τα δέν μπο­ροῦ­σε νά πάρει ἀπό τή δύνα­μη τοῦ Θεοῦ. Τό μόνο πού ἀπέ­με­νε στό δύστυ­χο πατέ­ρα ἦταν ν’ ἀκο­λου­θή­σει αὐτά πού τοῦ ἔλε­γε ὁ Κύριος, τό μόνο πού μπο­ροῦ­σε νά κάνει, ἦταν τό μόνον πίστευε! Εἶδες πρίν, ἀπό τήν αἱμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα, τί μπο­ρεῖ νά κάνει ὁ Θεός. Ἐκεῖ­νος πού μέ μιά μόνο σκέ­ψη μπο­ροῦ­σε νά θερα­πεύ­σει τήν αἱμορ­ρα­γία της, πού τήν ταλαι­πω­ροῦ­σε δώδε­κα ὁλό­κλη­ρα χρό­νια, μπο­ρεῖ νά ἑνώ­σει ξανά τήν ψυχή μέ τό σῶμα τῆς κόρης σου. Ἐσύ νά πιστεύ­εις μόνο καί σωθή­σε­ται!

«Ἐλθών δέ εἰς τήν οἰκί­αν οὐκ ἀφῆ­κεν εἰσελ­θεῖν οὐδέ­να εἰ μή Πέτρον καί Ἰωάν­νην καί Ἰάκω­βον καί τόν πατέ­ρα τῆς παι­δός καί τήν μητέ­ρα» (Λουκ. η ́ 51). Πέν­τε μάρ­τυ­ρες εἶναι ἀρκε­τοί. Δύο μάρ­τυ­ρες δέ φτά­νουν στά ἐγκό­σμια δικα­στή­ρια, σύμ­φω­να μέ τό νόμο; Πῆρε μαζί Του τρεῖς μαθη­τές Του, ἐκεί­νους πού ἀργό­τε­ρα θά μαρ­τυ­ροῦ­σαν τήν ἔνδο­ξη Μετα­μόρ­φω­σή Του στό Θαβώρ καί τήν προ­σευ­χή τῆς ἀγω­νί­ας Του στόν κῆπο τῆς Γεθ­ση­μα­νῆ. Πῆρε ἐκεί­νους πού τότε ἦταν πιό ὥρι­μοι πνευ­μα­τι­κά ἀπό τούς ἄλλους ἐννιά, πού θά μπο­ροῦ­σαν νά κατα­νο­ή­σουν τό βαθύ­τε­ρο μυστή­ριο τῆς δύνα­μης καί τῆς ὕπαρ­ξής Του. Οἱ τρεῖς αὐτοί μαθη­τές θά ἔβλε­παν τήν πρώ­τη ἀνά­στα­ση νεκροῦ πού θά κατόρ­θω­νε μέ τή δύνα­μή Του ὁ Κύριος καί στή συνέ­χεια θά τό διη­γοῦν­ταν στούς συν­τρό­φους τους, διδά­σκον­τάς τους ἔτσι νά “χουν καί κεῖ­νοι πίστη. Ἀργό­τε­ρα πού ὁ Κύριος θ’ ἀνά­σται­νε τό γιό τῆς χήρας στή Ναΐν καί τό Λάζα­ρο, θά παρευ­ρί­σκον­ταν ὅλοι οἱ μαθη­τές. Εἶναι προ­φα­νές για­τί πῆρε καί τούς γονεῖς τοῦ κορι­τσιοῦ μαζί Του. Ἡ νεκρή κόρη τους θά βοη­θοῦ­σε στήν ἀνά­στα­ση τῶν ψυχῶν τους. Ποιός θά ‘χε τό δικαί­ω­μα νά βοη­θη­θεῖ ἀπό τήν κόρη, περισ­σό­τε­ρο ἀπό τούς γονεῖς της;

Μπῆ­κε στό σπί­τι ὁ Κύριος κι ἡ σκέ­ψη Του ἦταν σέ κεί­νους πού ἔκλαι­γαν καί θρη­νοῦ­σαν τό νεκρό κορί­τσι. «Ἔκλαιον δέ πάν­τες καί ἐκό­πτον­το αὐτήν. ὁ δέ εἶπε· μή κλαί­ε­τε· οὐκ ἀπέ­θα­νεν, ἀλλά καθεύ­δει· καί κατε­γέ­λων αὐτοῦ, εἰδό­τες ὅτι ἀπέ­θα­νεν» (Λουκ. η ́ 52,53). Ὁ Ματ­θαῖ­ος κι ὁ Μάρ­κος δίνουν μεγα­λύ­τε­ρη ἔμφα­ση στή σκη­νή αὐτή. Γρά­φουν πώς εἶχαν κλη­θεῖ ἀπό τή γει­το­νιά μου­σι­κοί καί ἐπαγ­γελ­μα­τί­ες θρη­νω­δοί. Αὐτό ἦταν ἔθι­μο στούς πλού­σιους Ἰου­δαί­ους, ὅπως καί στούς εἰδω­λο­λά­τρες. Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοί ἔκλαι­γαν, θορυ­βοῦ­σαν καί μοι­ρο­λο­γοῦ­σαν (βλ. Μάρκ. ε ́ 38). Ὁ Ἰάει­ρος ἦταν ἀπό τούς πιό σπου­δαί­ους, ἄν ὄχι ὁ πιό σπου­δαῖ­ος ἄνθρω­πος τοῦ τόπου. Ἐκτός ἀπό τούς μισθω­μέ­νους μου­σι­κούς καί θρη­νω­δούς, πρέ­πει νά παρευ­ρί­σκον­ταν στό σπί­τι του καί πολ­λοί συγ­γε­νεῖς, φίλοι καί γεί­το­νες, πού ἔκλαι­γαν πραγ­μα­τι­κά τό κορί­τσι πού ἔφυ­γε πρό­ω­ρα.

Για­τί εἶπε στούς ἀνθρώ­πους ὁ Κύριος, πώς οὐκ ἀπέ­θα­νεν, ἀλλά καθεύ­δει; Ἤξε­ρε καλά πώς εἶχε πεθά­νει. Πρῶ­τα, λοι­πόν, τό εἶπε γιά νά ἐπι­βε­βαιώ­σουν ὅλοι οἱ παρι­στά­με­νοι πώς τό κορί­τσι ἦταν πραγ­μα­τι­κά πεθα­μέ­νο. Καί δέ θά μπο­ροῦ­σαν νά τό βεβαιώ­σουν καλύ­τε­ρα αὐτό, παρά μέ τόν περι­φρο­νη­τι­κό καγ­χα­σμό τους, ἐπει­δή ὁ Κύριος δέν ἤξε­ρε πώς τό κορί­τσι ἦταν νεκρό. Δεύ­τε­ρο, γιά νά φανε­ρώ­σει πώς μπρο­στά Του ὁ θάνα­τος εἶχε χάσει τήν ὀσμή καί τή δύνα­μή του στούς ἀνθρώ­πους, δέν ἦταν παρά ἁπλά ἕνα ὄνει­ρο. Ὁ θάνα­τος δέν εἶναι ἐκμη­δέ­νι­ση τοῦ ἀνθρώ­που, ὅπως δέν εἶναι κι ὁ ὕπνος. Θάνα­τος εἶναι τό πέρα­σμα τοῦ ἀνθρώ­που ἀπό τή ζωή αὐτή στήν ἄλλη. Καί Κύριος τόσο αὐτῆς τῆς ζωῆς ὅσο καί τῆς ἄλλης εἶναι Ἕνας. Γιά τόν ἄνθρω­πο πού εἶναι στη­ριγ­μέ­νος στή σωμα­τι­κή ζωή, ἡ ἀνα­χώ­ρη­ση ἀπό αὐτή σημαί­νει ἀνα­χώ­ρη­ση ἀπό τή ζωή γενι­κά. Ὅταν ἕνα αὐτο­κί­νη­το συν­τρί­βε­ται στο δρό­μο, μαζί του συν­τρί­βον­ται κι οἱ ἐπι­βά­τες, δέ γίνε­ται ἀλλιῶς, ὅπως σκέ­φτον­ται οἱ ἀνόη­τοι, οἱ αἰσθη­σια­κοί ἄνθρω­ποι. Οἱ πνευ­μα­τι­κοί ἄνθρω­ποι ὅμως βλέ­πουν πώς ὅταν ἕνα αὐτο­κί­νη­το συν­τρί­βε­ται, οἱ ἐπι­βά­τες βγαί­νουν ἀπό τά συν­τρίμ­μια, τ’ ἀφή­νουν ἐκεῖ καί συνε­χί­ζουν τό ταξί­δι τους χωρίς τ’ αὐτο­κί­νη­το. Ἐκεῖ­νος πού ἔφτια­ξε τόσο τό αὐτο­κί­νη­το ὅσο καί τούς ἐπι­βά­τες δέν μπο­ρεῖ νά ἐπι­σκευά­σει τό αὐτο­κί­νη­το καί νά πεῖ στούς ἐπι­βά­τες νά ξαναμ­ποῦν μέσα; Τό ἴδιο γίνε­ται μέ τήν ἀνά­στα­ση τῶν νεκρῶν: τό ἀβο­ή­θη­το σῶμα θερα­πεύ­ε­ται καί ἡ ψυχή ξανα­γυ­ρί­ζει μέσα του.

Ὁ Κύριος σέ καμιά περί­πτω­ση δέ χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὑπερ­βο­λή ὅταν παρο­μοί­α­σε τό θάνα­το μέ ὕπνο. Τό ἀπό­δει­ξε αὐτό μέ τήν ἀνά­στα­σή Του, μετά ἀπό μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το καί τρεῖς μέρες στόν τάφο, μέ τήν ἀνά­στα­ση πολ­λῶν νεκρῶν τήν ὥρα τοῦ σταυ­ρι­κοῦ Του θανά­του, ἀλλά κι ἀργό­τε­ρα, σ’ ὅλη τή διάρ­κεια τῆς ἐκκλη­σια­στι­κῆς ἱστο­ρί­ας, ὅταν νεκροί ξανα­γύ­ρι­σαν στή ζωή μέ τίς προ­σευ­χές ἁγί­ων καί θεά­ρε­στων ἀνθρώ­πων. Κι ἐδῶ τό φανέ­ρω­σε μέ τήν ἀνά­στα­ση τῆς κόρης τοῦ Ἰάει­ρου.

Ὅταν λοι­πόν ὁ Κύριος πῆρε μαζί Του μιά ἐπαρ­κή ὁμά­δα μαρ­τύ­ρων, τί ἔκα­νε μετά; «Αὐτός δέ ἐκβα­λών ἔξω πάν­τας καί κρα­τή­σας τῆς χει­ρός αὐτῆς ἐφώ­νη­σε λέγων· ἡ παῖς, ἐγεί­ρου» (Λουκ. ή 54). Ἐκεῖ­νοι πού εἶχαν γεμί­σει πρίν τό δωμά­τιο ὅπου κεί­τον­ταν ἡ κόρη, εἶχαν πει­στεῖ γιά τό θάνα­τό της κι ἑπο­μέ­νως δέ χρειά­ζον­ταν ἐκεῖ. Θ’ ἄκου­γαν ἀργό­τε­ρα γιά τό θαῦ­μα καί θά τήν ἔβλε­παν ζων­τα­νή. Τώρα ὁ Κύριος ἔπρε­πε νά στη­ρί­ξει τόν ἄρχον­τα τοῦ λαοῦ καί τούς τρεῖς μαθη­τές Του στήν πίστη τους. Σκο­πός Του σέ κάθε θαῦ­μα ἦταν νά ὁδη­γή­σει τόν ἄνθρω­πο στήν ἀπο­κά­λυ­ψη καί στή χαρά, μέ τή σοφή πρό­νοια πού ἦταν ὁλο­φά­νε­ρη μέ κάθε λεπτο­μέ­ρεια. Αρχι­κά τούς ἔβγα­λε ὅλους ἔξω κι ἔμει­ναν μέσα στό δωμά­τιο οἱ ἑπτά: πέν­τε ζων­τα­νοί, μιά νεκρή κι ὁ Ζωο­δό­της. Δέν εἶναι ἕνα μεγά­λο μυστή­ριο αὐτό, πού φανε­ρώ­νει τήν κρυμ­μέ­νη ἤ μᾶλ­λον τήν ἀπο­κα­λυμ­μέ­νη ψυχή; Ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ πεθαί­νει, ἐκεῖ­νος συνε­χί­ζει νά ζεῖ μέ τίς πέν­τε αἰσθή­σεις του μιά ζωή σαρ­κι­κή, ἄδεια, σέ ἀπό­γνω­ση. Ἁπλώ­νει τά χέρια του πρός κάθε κατεύ­θυν­ση ζητών­τας βοή­θεια. Αὐτοί εἶναι οἱ σημε­ρι­νοί «ὑλι­στές». Σκιές σωμα­τι­κές χωρίς ψυχή. Ἀπελ­πι­σμέ­να πλά­σμα­τα, πού μέ τίς αἰσθή­σεις τους – τά μάτια, τ’ αὐτιά τους κλπ. – προ­σκολ­λῶν­ται στόν κόσμο ὥστε, ἔστω καί πρό­σκαι­ρα, ν’ ἀπο­φύ­γουν ὅσο μπο­ροῦν νά κατέ­βουν στόν τάφο, ἐκεῖ πού βρί­σκε­ται κιό­λας ἡ ψυχή τους. Ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτούς ὅμως, μέ τήν πρό­νοια τοῦ Θεοῦ, γνω­ρί­σει τό Χρι­στό, κρά­ζει σ’ Ἐκεῖ­νον γιά βοή­θεια. Ὁ Χρι­στός τότε προ­σεγ­γί­ζει τή νεκρή ψυχή καί τήν ξανα­φέρ­νει στή ζωή, πρός κατά­πλη­ξη καί θαυ­μα­σμό τοῦ ἐπι­πό­λαιου κι αἰσθη­σια­κοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος ἀνα­φέ­ρει τά ἴδια ἀκρι­βῶς λόγια πού εἶπε ὁ Κύριος στήν Ἀρα­μαϊ­κή, καθώς ἄγγι­ζε τήν κόρη μέ τό χέρι Του: «Ταβι­θά, κού­μι! ». Αὐτό σημαί­νει τό ἴδιο πού λέει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Λου­κᾶς: ἡ παῖς, ἐγεί­ρου!

Τί ἔγι­νε μέ τή νεκρή κόρη ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε τά λόγια αὐτά; «Καί ἐπέ­στρε­ψε τό πνεῦ­μα αὐτῆς, καί ἀνέ­στη παρα­χρῆ­μα, καί διέ­τα­ξεν αὐτῇ δοθῆ­ναι φαγεῖν» (Λουκ. ή 55). Νά λοι­πόν πού ὁ θάνα­τος μοιά­ζει μέ τόν ὕπνο! Καί ἐπέ­στρε­ψε τό πνεῦ­μα αὐτῆς. Τό πνεῦ­μα της εἶχε ἀνα­χω­ρή­σει ἀπό τό σῶμα, εἶχε πάει στόν τόπο τόν προ­ο­ρι­σμέ­νο γιά τά πνεύ­μα­τα τῶν νεκρῶν. Μέ τό ἄγγιγ­μα καί τά λόγια Του ὁ Κύριος ἐδῶ ἔκα­νε δύο θαύ­μα­τα: Πρῶ­τα θερά­πευ­σε τό σῶμα καί δεύ­τε­ρο, ἔφε­ρε ἀπό τό βασί­λειο τῶν πνευ­μά­των τό πνεῦ­μα της καί τό ἔβα­λε σ’ ἕνα ὑγιές σῶμα. Ἄν δέν εἶχε θερα­πεύ­σει τό σῶμα, τί καλό θά εἶχε προ­κύ­ψει γιά τήν κόρη, ἄν ξανα­γύ­ρι­ζε τό πνεῦ­μα της σ’ ἕνα ἄρρω­στο κορ­μί; Θά εἶχε ξανα­γυ­ρί­σει στή ζωή ἄρρω­στη, γιά νά πεθά­νει ξανά. Τέτοια μισο-ἀνά­στα­ση δέ θά ‘ταν ἐπα­να­φο­ρά στή ζωή, ἀλλά στά βάσα­να. Ὁ Κύριος δέ δίνει μισά δῶρα, ἀλλ’ ὁλό­κλη­ρα. Δέ δίνει ἀτε­λή δῶρα, ἀλλά τέλεια. Δέν ἔδω­σε τήν ὅρα­ση στό ἕνα μάτι τοῦ τυφλοῦ, μά στά δύο. Δέν ἔδω­σε στό ἕνα αὐτί τήν ἀκοή τοῦ κωφοῦ, ἀλλά καί στά δύο. Δέ θερά­πευ­σε τό ἕνα πόδι τοῦ παρά­λυ­του, μά καί τά δύο. Τό ἴδιο ἔκα­νε κι ἐδῶ. Ἀπο­κα­τά­στη­σε τό πνεῦ­μα σ’ ἕνα ὑγιές σῶμα, ὄχι σέ ἄρρω­στο, ὥστε ὁλό­κλη­ρος ὁ ἄνθρω­πος νά ‘ναι ὑγι­ής.

Μετά ὁ Κύριος ἔδω­σε ἐντο­λή νά τῆς δώσουν νά φάει. Διέ­τα­ξεν αὐτῇ δοθῆ­ναι φαγεῖν. Πρέ­πει νά ξεκα­θα­ρί­σου­με ξανά πώς τό κορί­τσι δέν ξανα­γύ­ρι­σε ἁπλά στή ζωή, ἀλλά ἀπό­λυ­τα ὑγιές. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος γρά­φει πώς «καί εὐθέ­ως ἀνέ­στη τό κορά­σιον καί περιε­πά­τει» (ε ́ 42). Θά ‘δινε ἔτσι τή μαρ­τυ­ρία πώς τό κορί­τσι ἦταν ἐντε­λῶς καλά σωμα­τι­κά. Τό ὅτι ἀνα­στή­θη­κε ἐντε­λῶς καλά, ἔπρε­πε νά φανεῖ ὅσο πιό ξεκά­θα­ρα γινό­ταν. Τό κορί­τσι σηκώ­θη­κε, περ­πά­τη­σε κι ἔφα­γε. Ὁ Κύριος γνώ­ρι­ζε μέ τί ἄπι­στο λαό εἶχε νά κάνει. Ετσι, μαζί μέ τά θαύ­μα­τα, φρόν­τι­ζε νά ὑπάρ­χουν καί ἀπο­δεί­ξεις, ὥστε νά φανε­ρω­θεῖ πώς τό θαῦ­μα ἦταν ἀπα­ραί­τη­το καί ὠφέ­λι­μο στούς ἀνθρώ­πους. Ἔπει­τα, ἔπρε­πε ν’ ἀπο­δει­χτεῖ πώς μόνο Αὐτός μπο­ροῦ­σε νά θαυ­μα­τουρ­γεῖ. Αὐτός καί κανέ­νας ἄλλος. Καί τρί­το, ὥστε τό θαῦ­μα νά ἔχει ἐπαρ­κή μαρ­τυ­ρία καί νά γίνει ἀπο­δε­κτό ὡς ἀναμ­φι­σβή­τη­το γεγο­νός. Ἀλή­θεια, πόσο καλά γνώ­ρι­ζε ὁ Κύριος αὐτό τό πονη­ρό καί ἄπι­στο γένος τῶν ἀνθρώ­πων!

«Καί ἐξέ­στη­σαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δέ παρήγ­γει­λεν αὐτοῖς μηδε­νί εἰπεῖν τό γεγο­νός» (Λουκ. ή 56). Μέ τήν ἐντο­λή Του αὐτή ὁ Κύριος ἤθε­λε νά διδά­ξει τούς γονεῖς τοῦ κορι­τσιοῦ πού ἀνά­στη­σε, πώς πρῶ­το καί κύριο μέλη­μά τους ἦταν νά εὐχα­ρι­στή­σουν καί νά δοξο­λο­γή­σουν τό Θεό. Τό σπου­δαῖο ἐκεί­νη τή στιγ­μή δέν ἦταν νά τρέ­ξουν καί νά πλη­ρο­φο­ρή­σουν τόν κόσμο γιά τό θαῦ­μα, ἀλλά νά γονα­τί­σουν μπρο­στά στόν ἀλη­θι­νό Θεό μέ μεγά­λη ταπεί­νω­ση καί νά τοῦ προ­σφέ­ρουν τίς θερ­μές τους εὐχα­ρι­στί­ες. Τό θαῦ­μα θά δια­δο­θεῖ μόνο του, χωρίς τή βοή­θειά σας. Μή νοιά­ζε­στε γι’ αὐτό. Δέν εἶναι δική σας δου­λειά τήν ἱερή καί φοβε­ρή αὐτή στιγ­μή νά ἐπι­κεν­τρω­θεῖ­τε στό πῶς θά ἱκα­νο­ποι­ή­σε­τε τήν περιέρ­γεια τοῦ κόσμου, ἀλλά νά ἐκτε­λέ­σε­τε τό χρέ­ος σας στό Θεό.

Μέ τή θερα­πεία τῆς αἱμορ­ρο­ού­σας γυναί­κας καί τήν ἀνά­στα­ση τῆς κόρης τοῦ Ἰάει­ρου, ὁ Κύριος συνέ­χι­σε τό ἔργο Του γιά τή θερα­πεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώ­πων ἀπό τήν κακή περιέρ­γεια. Ἡ περιέρ­γεια εἶναι πραγ­μα­τι­κά ἕνα κακό. Χωρί­ζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώ­που ἀπό τό Θεό καί τήν πνί­γει στή θάλασ­σα τῶν ἐφή­με­ρων ὑπο­θέ­σε­ων καί τῶν κοσμι­κῶν πραγ­μά­των. Ἡ περιέρ­γεια εἶναι ἕνα κακό, περισ­σό­τε­ρο ἀπό κακό, για­τί πολ­λές φορές ὁδη­γεῖ στό σωμα­τι­κό καί συχνά στόν ψυχι­κό θάνα­το. Πολ­λές ἁμαρ­τί­ες καί πάθη, σωμα­τι­κά καί ψυχι­κά, ἔχουν τίς ρίζες τους στήν περιέρ­γεια. Ὅπως μιά ὄμορ­φη παπα­ρού­να κρύ­βει μέσα της δηλη­τή­ριο, ἔτσι κι ἡ περιέρ­γεια κρύ­βει μέσα της ἕνα δυνα­τό δηλη­τή­ριο πού κατα­στρέ­φει ψυχή καί σῶμα. Ὁ Θεός δέν ἔπλα­σε τόν κόσμο αὐτόν γιά νά ἱκα­νο­ποι­ή­σει τήν περιέρ­γεια τῶν ἀνθρώ­πων, ἀλλά γιά νά σώσει τίς ψυχές τους. Λέει ὁ Ἐκκλη­σια­στής: «Οὐ πλη­σθή­σε­ται ὀφθαλ­μός τοῦ ὁρᾶν, καί οὐ πλη­ρω­θή­σε­ται οὖς ἀπό ἀκρο­ά­σε­ως» (α’ 8).

Ὁ Κύριος δέ θερά­πευ­σε τήν αἱμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα ἐπει­δή ἄγγι­ξε τά ἱμά­τιά Του ἀπό περιέρ­γεια, ἀλλ’ ἐπει­δή, στόν πόνο καί τή δυστυ­χία της, ἔτρε­ξε νά τόν ἀγγί­ξει μέ πίστη. Μάταια οἱ περί­ερ­γοι περι­μέ­νουν θαῦ­μα ἀπό τό Θεό. Δέ θά τούς κάνει ποτέ τό χατή­ρι. Ἀπό τή στιγ­μή πού τά θαύ­μα­τα γίνον­ται γιά νά καλύ­ψουν κάποια ἀνθρώ­πι­νη ἀνάγ­κη, οἱ περί­ερ­γοι δέν ἔχουν καμιά βοή­θεια ἀπ’ αὐτά. Περισ­σό­τε­ρη βοή­θεια θά περι­μέ­νουν οἱ νεκροί ἀπό τά θαύ­μα­τα τοῦ Θεοῦ, παρά οἱ περί­ερ­γοι. Μήπως ὁ για­τρός ἐπι­σκέ­πτε­ται ἐκεί­νους πού νομί­ζουν πώς εἶναι ὑγιεῖς, πού εἶναι ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νοι μέ τόν ἑαυ­τό τους καί δέν τόν καλοῦν;

Μήπως ὁ Κύριος εἶναι λιγό­τε­ρο σοφός ἀπό τούς για­τρούς, γιά νά γυρί­ζει ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ καί νά κάνει ἐπί­δει­ξη τῆς δύνα­μης καί τῶν ἱκα­νο­τή­των Του; Γι’ αὐτό, ἄρχον­τα Ἰάει­ρε, μή νοιά­ζε­σαι ποιός θά δια­δώ­σει τό θαῦ­μα τῆς ἀνά­στα­σης τῆς κόρης σου. Μή νοιά­ζε­σαι ἀκό­μα, ἁμαρ­τω­λέ, ποιός θά δια­δώ­σει τό θαῦ­μα τῆς ψυχι­κῆς καί σωμα­τι­κῆς θερα­πεί­ας σου. Ὁ Θεός γνώ­ρι­ζε τό ἀσύρ­μα­το τηλέ­φω­νο καί τόν τηλέ­γρα­φο προ­τοῦ ἀκό­μα οἱ ἄνθρω­ποι μπο­ροῦ­σαν ν’ ἀνοί­ξουν τό στό­μα τους καί χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τή γλώσ­σα τους γιά νά πλη­ρο­φο­ρή­σουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον γιά τίς νέες εἰδή­σεις. Ὁ Κύριος γνω­ρί­ζει πιό ἀξιό­πι­στα καί τελειό­τε­ρα μέσα γιά νά πλη­ρο­φο­ρή­σει τούς ἀνθρώ­πους, ὥστε νά μάθουν ὅλα τά καλά νέα πού μετα­δί­δον­ται ἀπό τό τηλέ­φω­νο καί τόν της λέγρα­φο. Ὁ Δημιουρ­γός τοῦ λόγου, τῆς γλώσ­σας καί τῆς ἀτμό­σφαι­ρας ἔχει τά δικά Του μέσα ἐπι­κοι­νω­νί­ας μέ κάθε πλά­σμα Του, τρό­πους πού πλη­ρώ­νουν ὁλό­κλη­ρο τό διά­στη­μα, κάθε χρο­νι­κή στιγ­μή.

Νά μνη­μο­νεύ­ε­τε τό χρέ­ος σας στό Θεό, τό χορη­γό κάθε «δόσης ἀγα­θῆς». Μήν ὀλι­γω­ρή­σε­τε νά προ­σφέ­ρε­τε προ­σευ­χές εὐχα­ρι­στί­ας καί ὑπα­κο­ῆς στό θεϊ­κό Του θέλη­μα. Δόξα καί αἶνος στόν Κύριο καί Σωτή­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζί μέ τόν Πατέ­ρα καί τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, τήν ὁμο­ού­σια καί ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καί πάν­τα καί στούς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἀδυ­να­μία καὶ παν­το­δυ­να­μία

«Ἰάθῃ παρα­χρή­μα» «Ἀνέ­στῃ παρα­χρή­μα» (Λουκ. 8, 47, 55)

ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ, ἀγα­πη­τοί μου, στοὺς πολ­λους ἢ ἰδέα, ὅτι τὸ χρῆ­μα, ὁ παρᾶς, εἶνε παν­το­δύ­να­μος. Ὅποιος ἔχει λεφτά, ἀκοῦς νὰ λένε, κάνει ὅ,τι θέλει. Μὲ τὰ λεφτὰ ἀνοί­γει ὅλες τίς πόρ­τες. Τὰ λεφτὰ εἶνε τὸ χρυ­σὸ κλει­δί. Καὶ μέγα­ρο κτί­ζεις, καὶ μὲ πολυ­τε­λέ­στα­τα ἔπι­πλα τὸ ἐπι­πλώ­νεις, καὶ καλο­ρι­φὲρ βάζεις, καὶ αὐτο­κί­νη­το παίρ­νεις, καὶ ἐκδρο­μὲς κάνεις στὸ ἐσω­τε­ρι­κὸ καὶ στὸ ἐξω­τε­ρι­κό, καὶ τὰ παι­διά σου σπου­δά­ζεις καὶ τὰ στέλ­νεις στὸ ἐξω­τε­ρι­κὸ καὶ γίνον­ται μεγά­λοι ἐπι­στή­μο­νες, καὶ τὰ κορί­τσια σου παν­τρεύ­εις μὲ τοὺς καλύ­τε­ρους γαμ­προύς, καὶ στὰ δικα­στή­ρια βάζεις τοὺς πιὸ δυνα­τοὺς δικη­γό­ρους, καὶ ὅπου συναν­τή­σῃς δυσκο­λί­ες, πλη­ρώ­νεις καὶ βγαί­νεις ἀπ’ τίς δυσκο­λί­ες. Ἅμα ἔχῃς λεφτά, ἔχεις ὅλα τὰ μέσα. Ὁ παρᾶς εἶνε χαμο­θε­ός! Αὐτὸ τὸ θεό, τὸ μαμω­νά, πέφτουν καὶ προ­σκυ­νοῦν ἑκα­τομ­μύ­ρια ἄνθρω­ποι.

Στὸ χρῆ­μα πιστεύ­ουν οἱ πολ­λοί. Ἄλλοι πάλι πιστεύ­ουν στὶς θέσεις καὶ στὰ ἀξιώ­μα­τα. Καὶ ἄλλοι πιστεύ­ουν στὶς γνώ­σεις καὶ στὴν ἐπι­στή­μη. Ἡ ἐπι­στή­μη, λένε, κάνει θαύ­μα­τα. Αὐτὴ θὰ λύσῃ ὅλα τὰ προ­βλή­μα­τα καὶ θὰ κάνῃ τὸν ἄνθρω­πο εὐτυ­χι­σμέ­νο.

Δύνα­μις τὸ χρῆ­μα. Δύνα­μις οἱ θέσεις καὶ τὰ ἀξιώ­μα­τα. Δύνα­μις ἢ ἐξου­σία. Δύνα­μις οἱ γνώ­σεις. Δύνα­μις ἢ ἐπι­στή­μη. Δύνα­μις ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ τί δύνα­μι, ἀπε­ριό­ρι­στη; Ὄχι. Ὅσο μεγά­λη καὶ ἂν φαί­νε­ται ἡ δύνα­μη τοῦ ἀνθρώ­που, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶνε μικρὴ καὶ περιο­ρι­σμέ­νη. Ὁ ἄνθρω­πος δὲν εἶνε παν­το­δύ­να­μος. Παν­το­δύ­να­μος εἶνε μόνο ὁ Χρι­στός.

Θέλε­τε ἀπό­δει­ξι; Εἶνε τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Δυὸ πρό­σω­πα παρου­σιά­ζον­ται μέσα στὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ποὺ εἶχαν χτυ­πη­θῇ σκλη­ρὰ ἀπὸ τὸν πόνο. Τὸ ἕνα πρό­σω­πο εἶνε μιὰ γυναῖ­κα, ἡ αἱμορ­ρο­οῦ­σα. Τὸ ἄλλο εἶνε ἕνας ἄντρας, ὁ Ἰάει­ρος. Καὶ οἱ δυὸ εἶχαν περιέλ­θει σὲ ἀδυ­να­μία καὶ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ κάνουν τίπο­τε. Καὶ γι’ αὐτὸ ἦρθαν στὸ Χρι­στὸ καὶ ζητοῦ­σαν τὴ βοή­θειά του. Τί εἶχε συμ­βῇ; Ἡ γυναῖ­κα εἶχε ἀρρω­στή­σει. Στό κορ­μί της ἄνοι­ξε πλη­γὴ καὶ ἔτρε­χε αἷμα. Πάθαι­νε, δηλα­δή, συχνὰ αἱμορ­ρα­γία. Ἡ γυναι­κεία αὐτὴ ἀρρώ­στια τὴν ἐξαν­τλοῦ­σε. Ἡ αἱμορ­ρα­γία δὲν στα­μα­τοῦ­σε. Τῆς συνέ­στη­σαν νὰ πάη σὲ για­τρούς, ποὺ φημί­ζον­ταν γιὰ τὴν ἱκα­νό­τη­τά τους. Πῆγε. Γύρι­σε πολ­λοὺς για­τρούς. Ἀκο­λού­θη­σε τίς συμ­βου­λές τους. Πῆρε φάρ­μα­κα πολ­λά. “Ἔκα­νε δίαι­τα. Νόμι­ζε, ὅτι ἔτσι θὰ γινό­ταν καλά. Ἀλλ’ ἀπο­τέ­λε­σμα μηδέν. Ἡ αἱμορ­ρα­γία συνε­χι­ζό­ταν. Δώδε­κα χρό­νια κρα­τοῦ­σε ἡ κατά­στα­ση αὐτή. Ἡ γυναῖ­κα δὲν ἦταν, φαί­νε­ται, φτω­χή. Ἄν ἦταν φτω­χή, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πάη σὲ τόσους για­τρούς. Ἡ γυναῖ­κα ἦταν εὔπο­ρη, πλού­σια. Καὶ προ­κει­μέ­νου ν’ ἀπο­κτή­σῃ τὴν ὑγεία της δὲν λυπή­θη­κε τὰ χρή­μα­τα. Ἄχ, θὰ ἔλε­γε, ἂς γίνω καλά, κι ἂς μὴ μεί­νῃ πεν­τά­ρα πάνω μου. Τί νὰ τὴν κάνω τὴν περιου­σία, ὅταν δὲν ἔχω ὑγεία;… Ξώδε­ψε λοι­πὸν ὅλη τὴν περιου­σία της σὲ για­τροὺς καὶ σὲ φάρ­μα­κα, μὰ δὲν ἔγι­νε καλά. Πήγαι­νε στὸ χει­ρό­τε­ρο. Δυστυ­χι­σμέ­νη γυναῖ­κα! Οἱ για­τροὶ στράγ­γι­ζαν τὸ πουγ­γί σου, καὶ ἡ ἀρρώ­στια στράγ­γι­ζε τὸ αἷμα σου…

Ἀπελ­πι­σμέ­νη ἡ γυναῖ­κα ἀπὸ για­τροὺς καὶ φάρ­μα­κα, ἀδύ­να­τη, συν­τρίμ­μι ἀπὸ τὴν αἱμορ­ρα­γία, ἔρχε­ται στὸ Χρι­στό. Ἔρχε­ται μὲ πίστι, ὅτι ὁ Χρι­στὸς θὰ τὴν κάνῃ καλά. Λέει μέσα της Φτά­νει ν’ ἀγγί­ξω τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ ροῦ­χο τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ θὰ γίνω καλά. Καὶ μὲ τὴν πίστι αὐτὴ ἄγγι­ξε, καὶ τὸ θαῦ­μα ἔγι­νε. Ἡ αἱμορ­ρα­γία στα­μά­τη­σε ἀμέ­σως. Χρι­στέ μου! Ποιά δύνα­μις εἶνε αὐτή, ποὺ βγῆ­κε ἀπὸ τὸ ἅγιό σου σῶμα καὶ ἔκα­νε ἀμέ­σως καλὰ τὴν ἄρρω­στη αὐτὴ γυναῖ­κα; Μὰ για­τί ἀπο­ρῶ; Για­τί ρωτάω; Μήπως εἶνε μικρό­τε­ρη ἡ δύνα­μί σου, Χρι­στέ, ποὺ ἔχει μέσα της ἡ θεία Μετά­λη­ψις, τὸ ἅγιό σου σῶμα καὶ τὸ τίμιό σου αἷμα; Χρι­στέ μου, ἀξί­ω­σέ μὲ νὰ πλη­σιά­ζω, νὰ σ’ ἀγγί­ζω, νὰ σὲ παίρ­νω μέσα μου, μὲ τὴν πίστι ἐκεί­νη ποὺ εἶχε ἡ ἄρρω­στη γυναῖ­κα. Σὺ εἶσαι ὁ παν­το­δύ­να­μος Θεός. Καὶ χθὲς καὶ σήμε­ρα καὶ στοὺς αἰῶ­νες.

Εἴδα­με, ἀγα­πη­τοί, τὴν ἀδυ­να­μία τῆς γυναί­κας. Εἴδα­με τὴν ἀδυ­να­μία ὅλων τῶν ἀνθρω­πί­νων μέσων γιὰ τὴ θερα­πεία τῆς ἀρρώ­στιας. Ἄς δοῦ­με τώρα καὶ τὴν ἀδυ­να­μία τοῦ ἄλλου προ­σώ­που, τοῦ Ἰαεί­ρου.

Τί ἦταν ὁ Ἰάει­ρος; «Ἀρχων τῆς συνα­γω­γῆς» (Λουκ. 8, 41). Κατεῖ­χε, δηλα­δή, μιὰ ξεχω­ρι­στὴ καὶ ἀνώ­τε­ρη θέση μέσα στὴν ἑβραϊ­κὴ κοι­νό­τη­τα. Εἶχε ἐξου­σία καὶ ἐπιρ­ροὴ πάνω στὸ λαό. Ἀλλὰ νὰ καὶ αὐτὸς μὲ τὸ ἀξί­ω­μα περιέρ­χε­ται σὲ ἀδυ­να­μία πιὸ μεγά­λη ἀπὸ τὴ γυναῖ­κα. Τί εἶχε συμ­βῇ; Ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς εἶχε μιὰ μονά­κρι­βη κόρη. ‘Ἠταν δώδε­κα χρο­νῶν. Ἡ χαρὰ τοῦ σπι­τιοῦ του! Ἀλλὰ νά, ἡ μονά­κρι­βη κόρη ἀρρω­σταί­νει, πέφτει στὸ κρε­βά­τι καὶ κιν­δυ­νεύ­ει. Ὁ πατέ­ρας βέβαια, σὰν εὔπο­ρος καὶ πλού­σιος ποὺ ἦταν καὶ αὐτός, θά κάλε­σε για­τροὺς καὶ θ’ ἀγό­ρα­σε φάρ­μα­κα καὶ θὰ μετα­χει­ρί­στη­κε ὅλα τὰ ἀνθρώ­πι­να μέσα γιὰ νὰ γίνῃ καλὰ ἡ κόρη του. Ἀλλὰ ἡ κατά­στα­ση χει­ρο­τε­ρεύ­ει καὶ ὁ θάνα­τος πλη­σιά­ζει. Ποιός μπο­ρεῖ νὰ διώ­ξῃ το θάνα­το ἀπὸ τὸ σπί­τι τοῦ Ἰαεί­ρου; Ὁ θάνα­τος εἶνε σκλη­ρὸς καὶ δὲν κάνει δια­κρί­σεις. Ἁρπά­ζει τὸν ἀσπρο­μάλ­λη γέρον­τα, ἀλλ’ ἁρπά­ζει καὶ τὰ μικρὰ παι­διά. Μπαί­νει στὸ σπί­τι τοῦ φτω­χοῦ, ἀλλὰ μπαί­νει καὶ στὸ σπί­τι τοῦ πλου­σί­ου. Χτυ­πά­ει τοὺς ταπει­νοὺς ἀνθρώ­πους, ἀλλὰ χτυ­πά­ει καὶ τοὺς ἄρχον­τες.

Ἡ κόρη τοῦ Ἰαεί­ρου ψυχορ­ρα­γεῖ. Καὶ ὁ πατέ­ρας, ἀπελ­πι­σμέ­νος ἀπὸ κάθε ἀνθρώ­πι­νη βοή­θεια, βγαί­νει ἀπὸ τὸ σπί­τι καὶ τρέ­χει. Πηγαί­νει στὸ Χρι­στό. Καί, ἄρχον­τας αὐτὸς τῶν Ἰου­δαί­ων, ταπει­νώ­νε­ται, πέφτει στὰ πόδια τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὸν παρα­κα­λεῖ, νὰ πάη στὸ σπί­τι καὶ νὰ γλυ­τώ­σῃ τὴν κόρη του ἀπό το θάνα­το. Καὶ ὁ Χρι­στός, ἀφοῦ θερά­πευ­σε τὴν αἱμορ­ρο­οῦ­σα γυναῖ­κα, πῆγε στὸ σπί­τι τοῦ Ἰαεί­ρου. Ἀλλὰ ἡ κόρη εἶχε πεθά­νει. Κλά­μα­τα καὶ σπα­ρα­κτι­κὲς φωνὲς ἀκού­γον­ταν. Ὁ Χρι­στός τους διώ­χνει ὅλους ἀπὸ τὸ δωμά­τιο τῆς νεκρᾶς, κρα­τά­ει μόνο κον­τά του τοὺς τρεῖς ἀγα­πη­μέ­νους μαθη­τές του καὶ τοὺς γονεῖς τῆς κόρης, στέ­κε­ται μπρο­στὰ στὴ νεκρά, πιά­νει τὸ χέρι της, δια­τά­ζει ν’ ἀνα­στη­θῇ, καὶ τὸ θαῦ­μα ἀμέ­σως ἔγι­νε. Ἡ κόρη ἀνα­στή­θη­κε.

Στὴν περί­πτω­ση τῆς αἱμορ­ρο­ού­σης γυναι­κὸς ὁ Χρι­στὸς νίκη­σε τὴν ἀσθέ­νεια. Στὴν περί­πτω­ση τῆς κόρης τοῦ Ἰαεί­ρου ὁ Χρι­στὸς νίκη­σε το θάνα­το. Καὶ στὰ δυὸ θαύ­μα­τα φαί­νε­ται καθα­ρά, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἡ ἀδυ­να­μία τῶν ἀνθρώ­πων, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ παν­το­δυ­να­μία τοῦ Χρι­στοῦ.

Αΐ, σεῖς οἱ παπᾶ­δες καὶ οἱ ἱερο­κή­ρυ­κες! θὰ μᾶς φωνά­ξῃ κάποιος σᾶς ἀρέ­σει νὰ μιλᾶ­τε γιὰ τὴν ἀδυ­να­μία τῶν ἀνθρώ­πων καὶ τὴν παν­το­δυ­να­μία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ αὐτὸ τὸ κήρυγ­μα ταί­ρια­ζε στὶς παλιὲς γενιές, τότε ποὺ ἡ ἐπι­στή­μη δὲν εἶχε προ­ο­δεύ­σει ἀκό­μη κι ὁ ἄνθρω­πος ἦταν ἀδύ­να­μος καὶ ἄοπλος. Τώρα ὅμως, ποὺ ἡ ἐπι­στή­μη προ­ώ­δευ­σε κι ὁ ἄνθρω­πος γίνε­ται συνε­χῶς δυνα­τώ­τε­ρος καὶ ὁπλί­ζε­ται μὲ τὰ μέσα τῆς ἐπι­στή­μης, ποὺ βλέ­πε­τε σεῖς τὴν ἀδυ­να­μία τοῦ ἀνθρώ­που;

Μᾶς ἐρω­τοῦν οἱ ἄπι­στοι, ποὺ βλέ­που­με τὴν ἀδυ­να­μία τοῦ ἀνθρώ­που; Τοὺς ἀπαν­τοῦ­με. Ἐσεῖς ποὺ καυ­χᾶ­σθε γιὰ τὴν παν­το­δυ­να­μία τοῦ ἀνθρώ­που, δὲν σᾶς λέμε νὰ ἐπι­σκε­φθῆ­τε τὰ νοσο­κο­μεῖα, ποὺ εἶνε γεμᾶ­τα ἀπὸ ἀρρώ­στους, οὔτε τὰ νεκρο­τα­φεῖα, ποὺ εἶνε γεμᾶ­τα ἀπὸ νεκρούς. Μπῆ­τε μέσα στὰ δια­στη­μό­πλοιά σας καὶ πετᾶξ­τε στὰ ἄστρα. Ἐκεῖ θὰ δῆτε καὶ θὰ αἰσθαν­θῆ­τε, πόσο μικρὸς εἶνε ὁ ἄνθρω­πος καὶ πόσο μεγά­λος εἶνε ὁ Θεός!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek