ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (Ι΄ 25 — 37)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, νομι­κός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ πει­ρά­ζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζωὴν αἰώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω; 26ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγρα­πται; πῶς ἀνα­γι­νώ­σκεις; 27ὁ δὲ ἀπο­κρι­θεὶς εἶπεν· Ἀγα­πή­σεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρ­δί­ας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύ­ος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δια­νοί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σεαυ­τόν· 28εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπε­κρί­θης· τοῦ­το ποί­ει καὶ ζήσῃ. 29ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυ­τὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλη­σί­ον; 30ὑπο­λα­βὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρω­πός τις κατέ­βαι­νεν ἀπὸ Ἱερου­σα­λὴμ εἰς Ἰερι­χὼ, καὶ λῃσταῖς περιέ­πε­σεν· οἳ καὶ ἐκδύ­σαν­τες αὐτὸν καὶ πλη­γὰς ἐπι­θέν­τες ἀπῆλ­θον ἀφέν­τες ἡμι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα. 31κατὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱερεύς τις κατέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκεί­νῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντι­πα­ρῆλ­θεν. 32ὁμοί­ως δὲ καὶ Λευ­ῒ­της γενό­με­νος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντι­πα­ρῆλ­θε. 33Σαμα­ρεί­της δέ τις ὁδεύ­ων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγ­χνί­σθη, 34καὶ προ­σελ­θὼν κατέ­δη­σε τὰ τραύ­μα­τα αὐτοῦ ἐπι­χέ­ων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπι­βι­βά­σας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆ­νος ἤγα­γεν αὐτὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον καὶ ἐπε­με­λή­θη αὐτοῦ· 35καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελ­θὼν, ἐκβα­λὼν δύο δηνά­ρια ἔδω­κε τῷ παν­δο­χεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπι­με­λή­θη­τι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσ­δα­πα­νή­σῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπα­νέρ­χε­σθαί με ἀπο­δώ­σω σοι. 36τίς οὖν τού­των τῶν τριῶν πλη­σί­ον δοκεῖ σοι γεγο­νέ­ναι τοῦ ἐμπε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃστάς; 37ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔλε­ος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύ­ου καὶ σὺ ποί­ει ὁμοί­ως.

25 Και ιδού, κάποιος νομο­δι­δά­σκα­λος εση­κώ­θη­κε και με τον σκο­πόν να πει­ρά­ξη τον Χρι­στόν και να απο­δεί­ξη εις αυτόν ότι δεν γνω­ρί­ζει τον νόμον του είπε· “διδά­σκα­λε, τι πρέ­πει να κάμω, δια να κλη­ρο­νο­μή­σω την αιω­νί­αν ζωήν;” 26 Ο Κυριος δε του είπε· “στον νόμον τι είναι γραμ­μέ­νον; Πως αντι­λαμ­βά­νε­σαι αυτό που δια­βά­ζεις στον νόμον;” 27 Ο νομι­κός δε απο­κρι­θείς είπε· “στον νόμον είναι γραμ­μέ­νον, να αγα­πάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρ­δί­αν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην σου την δύνα­μιν και με όλον σου τον νουν. (Ολος δε ο ευα­τός σου, ο νους, η καρ­δία, η θέλη­σις, η δρα­στη­ριό­της σου, το πνεύ­μα και το σώμα, να πλημ­μυ­ρί­ζουν από την αγά­πην προς τον Θεόν). Να αγα­πάς δε και τον πλη­σί­ον σου, όπως τον ευα­τόν σου”. 28 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πολύ ορθά απήν­τη­σες· έτσι να κάνης και θα κλη­ρο­νο­μή­σης την αιώ­νιον ζωήν”. 29 Εντρο­πια­σμέ­νος ο νομι­κός διό­τι εφά­νη­κε εις τα μάτια των άλλων ότι δια ζήτη­μα πολύ γνω­στόν ηρώ­τη­σεν τον Χρι­στόν, ηθέ­λη­σε να δικαιο­λο­γη­θή και είπε προς τον Ιησούν· “και ποιός είναι ο πλη­σί­ον μου, που πρέ­πει να αγα­πώ σαν τον ευα­τόν μου;” 30 Επή­ρε δε ο Ιησούς, εξ αφορ­μής αυτής της ερω­τή­σε­ως, πάλιν τον λόγον και είπε την παρα­βο­λήν· “Ενας άνθρω­πος κατέ­βαι­νε από την Ιερου­σα­λήμ εις την Ιερι­χώ και έπε­σε εις τα χέρια ληστών, οι οποί­οι, αφού του επή­ραν τα χρή­μα­τα, τον εγύ­μνω­σαν, τον επλή­γω­σαν και έφυ­γαν, αφή­σαν­τες αυτόν μισο­πε­θα­μέ­νον. 31 Κατά σύμ­πτω­σιν ένας ιερεύς κατέ­βαι­νε στον δρό­μον εκεί­νον και, μολο­νό­τι είδε τον τραυ­μα­τί­αν, τον επρο­σπέ­ρα­σε, χωρίς να του δώση καμ­μί­αν βοή­θειαν. 32 Το ίδιο και κάποιος Λευ­ΐ­της, όταν έφθα­σε στο μέρος εκεί­νο, επλη­σί­α­σε τον πλη­γω­μέ­νον, τον είδε, αλλά τον επρο­σπέ­ρα­σε ασυγ­κί­νη­τος. 33 Ενας όμως Σαμα­ρεί­της, ο όποιος περ­νού­σε από τον δρό­μον εκεί­νον, ήλθε στο μέρος, όπου κατέ­κει­το μισο­πε­θα­μέ­νος ο τραυ­μα­τί­ας, τον είδε και τον εσπλαγ­χνί­σθη­κε. 34 Επλη­σί­α­σε κον­τά του, έδε­σε με προ­σο­χήν πολ­λήν τα τραύ­μα­τά του, αφού προ­η­γου­μέ­νως τα έπλυ­νε και τα άλει­ψε μα λάδι και κρα­σί, τον ανέ­βα­σεν στο ζώον του, τον επή­γε εις κάποιο παν­δο­χεί­ον και τον επε­ρι­ποι­ή­θη­κε ο ίδιος. 35 Την άλλην δε ημέ­ρα εβγή­κεν από το δωμά­τιον του τραυ­μα­τί­ου, όπου είχε δια­νυ­κτε­ρεύ­σει, έβγα­λε δύο δηνά­ρια, τα έδω­σε στον ξενο­δό­χον και του είπε· Περι­ποι­ή­σου τον, με όσην επι­μέ­λειαν ημπο­ρείς. Και ο,τι εξο­δέ­ψεις παρα­πά­νω, εγώ, όταν επι­στρέ­ψω από την πατρί­δα μου, θα σου το πλη­ρώ­σω σαν προ­σω­πι­κόν μου χρέ­ος. 36 Λοι­πόν, ηρώ­τη­σε τότε ο Κυριος τον νομο­δι­δά­σκα­λον, ποιός από τους τρεις αυτούς νομί­ζεις, ότι εφά­νη­κε πραγ­μα­τι­κός πλη­σί­ον και αδελ­φός δια τον άνθρω­πον αυτόν, που είχε πέσει στα χέρια των ληστών;” 37 Εκεί­νος δε είπε· “αυτός που έκα­με πρά­ξιν ευσπλαγ­χνί­ας και αγά­πης προς εκεί­νον”. Είπε λοι­πόν εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαι­νε και συ και πράτ­τε όμοια με αυτόν. (Κανε το καλόν με αγά­πην προς όλους, είτε Ιου­δαί­οι είναι είτε Σαμα­ρεί­ται είτε φίλοι είτε εχθροί”).

25 Εκεί που κάθον­ταν, ιδού, σηκώ­θη­κε κάποιος νομο­δι­δά­σκα­λος για να δοκι­μά­σει τον Χρι­στό και να απο­δεί­ξει ότι δεν γνώ­ρι­ζε το νόμο, και του είπε: Διδά­σκα­λε, ποιό έργο αρε­τής ή ποιά θυσία πρέ­πει να κάνω για να κλη­ρο­νο­μή­σω τη μακά­ρια και αιώ­νια ζωή; 26 Και ο Κύριος του είπε: Στο νόμο τί έχει γρα­φεί; Εσύ που σπου­δά­ζεις και ερευ­νάς το νόμο, τί δια­βά­ζεις εκεί για το ζήτη­μα αυτό; Και πώς το αντι­λαμ­βά­νε­σαι; 27 Ο νομι­κός τότε του απο­κρί­θη­κε: Στο νόμο είναι γραμ­μέ­νο το εξής: Να αγα­πάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρ­διά, ώστε σ’ αυτόν να είσαι ολο­κλη­ρω­τι­κά παρα­δο­μέ­νος, με όλα τα βάθη της εσω­τε­ρι­κής και πνευ­μα­τι­κής υπάρ­ξε­ώς σου? και με όλη σου την ψυχή, ώστε αυτόν να ποθείς με όλο το συναί­σθη­μά σου? και με όλη τη θέλη­ση και τη δύνα­μή σου, ώστε κάθε τι που θα κάνεις να είναι σύμ­φω­νο με το θέλη­μά του. Και με όλη σου τη δύνα­μη και με δρα­στη­ριό­τη­τα ακού­ρα­στη να εργά­ζε­σαι για την εφαρ­μο­γή του θελή­μα­τός του. Να τον αγα­πάς και με το νου σου ολό­κλη­ρο, ώστε αυτόν πάν­το­τε να σκέ­φτε­σαι. Να αγα­πάς επί­σης και τον πλη­σί­ον σου, το συνάν­θρω­πό σου, όσο και όπως αγα­πάς τον εαυ­τό σου. 28 Του είπε τότε ο Κύριος: Σωστή απάν­τη­ση έδω­σες. Να κάνεις πάν­το­τε αυτό που είπες, και θα κλη­ρο­νο­μή­σεις τη βασι­λεία του Θεού και θα ζήσεις σ’ αυτή. 29 Ο νομο­δι­δά­σκα­λος όμως θέλον­τας να δικαιο­λο­γή­σει τον εαυ­τό του, επει­δή, όπως απο­δεί­χθη­κε, έθε­σε στον Ιησού ένα ερώ­τη­μα πάνω στο οποίο του ήταν γνω­στή η απάν­τη­ση, είπε στον Ιησού: Και ποιόν πρέ­πει να θεω­ρώ “πλη­σί­ον” μου σύμ­φω­να με την Αγία Γρα­φή; 30 Τότε ο Ιησούς με την αφορ­μή αυτή πήρε το λόγο και είπε: Κάποιος άνθρω­πος κατέ­βαι­νε από τα Ιερο­σό­λυ­μα στην Ιερι­χώ κι έπε­σε σε ενέ­δρα ληστών. Αυτοί δεν αρκέ­στη­καν μόνο να του πάρουν τα χρή­μα­τά του, αλλά και τον έγδυ­σαν, τον τραυ­μά­τι­σαν, τον γέμι­σαν με πλη­γές και έφυ­γαν, αφού τον άφη­σαν μισο­πε­θα­μέ­νο. 31 Κατά σύμ­πτω­ση τότε κατέ­βαι­νε στο δρό­μο εκεί­νο κάποιος ιερεύς, κι ενώ τον είδε, τον προ­σπέ­ρα­σε από το απέ­ναν­τι μέρος του δρό­μου χωρίς να του δώσει σημα­σία ή κάποια βοή­θεια. 32 Το ίδιο και κάποιος Λευ­ΐ­της που περ­νού­σε από το μέρος εκεί­νο, ενώ πλη­σί­α­σε και είδε τον πλη­γω­μέ­νο, απο­μα­κρύν­θη­κε αμέ­σως και τον προ­σπέ­ρα­σε κι αυτός από το απέ­ναν­τι μέρος του δρό­μου. 33 Ένα Σαμα­ρεί­της όμως που περ­νού­σε από το δρό­μο εκεί­νο, ήλθε στο μέρος όπου ήταν ξαπλω­μέ­νος, και όταν τον είδε τον σπλα­χνί­στη­κε και τον πόνε­σε. 34 Τον πλη­σί­α­σε τότε και του έδε­σε με επι­δέ­σμους τα τραύ­μα­τά του, αφού προ­η­γου­μέ­νως τα έπλυ­νε και τα άλει­ψε με λάδι και με κρα­σί. Κι έπει­τα τον ανέ­βα­σε στο ζώο του, τον πήγε σε κάποιο παν­δο­χείο και τον περι­ποι­ή­θη­κε, δια­κό­πτον­τας έτσι το ταξί­δι του. 35 Την άλλη μέρα το πρωί, φεύ­γον­τας από το παν­δο­χείο που είχε δια­νυ­κτε­ρεύ­σει, έβγα­λε δύο δηνά­ρια, τα έδω­σε στον ξενο­δό­χο και του είπε: Περι­ποι­ή­σου τον για να γίνει καλά. Και ό,τι παρα­πά­νω ξοδέ­ψεις, εγώ καθώς θα επι­στρέ­φω στην πατρί­δα μου και θα ξανα­πε­ρά­σω από εδώ, θα σου τα πλη­ρώ­σω. 36 Λοι­πόν, ρώτη­σε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά ο Ιησούς, ποιός από τους τρεις αυτούς σου φαί­νε­ται ότι έκα­νε το καθή­κον του προς τον συνάν­θρω­πο και απο­δεί­χθη­κε στην πρά­ξη “πλη­σί­ον” και αδελ­φός εκεί­νου που έπε­σε στα χέρια των ληστών; 37 Κι αυτός είπε: “Πλη­σί­ον” του απο­δεί­χθη­κε αυτός που τον σπλα­χνί­στη­κε και τον ελέη­σε. Του είπε λοι­πόν ο Ιησούς: Πήγαι­νε και κάνε κι εσύ το ίδιο. Δεί­χνε δηλα­δή συμ­πά­θεια σε κάθε άνθρω­πο που πάσχει, χωρίς να εξε­τά­ζεις αν αυτός είναι συγ­γε­νής σου ή συμ­πα­τριώ­της σου, και χωρίς να λογα­ριά­ζεις τις θυσί­ες και τους κόπους και τις δαπά­νες που θα υπο­στείς για να βοη­θή­σεις και να συν­τρέ­ξεις αυτόν που πάσχει, έστω κι αν αυτός είναι εχθρός σου. Έτσι κι ο Χρι­στός, που οι εχθροί του τον έβρι­ζαν “Σαμα­ρεί­τη”, στην κατα­πλη­γω­μέ­νη και μισο­πε­θα­μέ­νη από τις αμαρ­τί­ες ανθρω­πό­τη­τα έγι­νε ο καλός και αγα­θός Σαμα­ρεί­της. Και για να την θερα­πεύ­σει απ’ τις πλη­γές της, όχι μόνο υπέ­στη κόπους, αλλά υπο­βλή­θη­κε και σε θάνα­το σταυ­ρι­κό.

25  Kαὶ ἰδοὺ κάποιος νομο­δι­δά­σκα­λος σηκώ­θη­κε γιὰ νὰ τὸν δοκι­μά­σῃ, καὶ εἶπε: «Διδά­σκα­λε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω αἰώ­νια ζωή;». 26  Aὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε: «Tί εἶναι γραμ­μέ­νο στὸ νόμο; Tί δια­βά­ζεις; 27  Kαὶ ἐκεῖ­νος ἀπαν­τών­τας εἶπε: N’ ἀγα­πᾷς τὸν Kύριο τὸ Θεό σου μὲ ὅλη τὴν καρ­διά σου καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου καὶ μὲ ὅλη τὴ δύνα­μί σου καὶ μὲ ὅλο τὸ νοῦ σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου σὰν τὸν ἑαυ­τό σου. 28  Tότε (ὁ Ἰησοῦς) τοῦ εἶπε: «Ὀρθὰ ἀπάν­τη­σες. Aὐτὸ νὰ κάνῃς, καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σῃς τήν (αἰώ­νια) ζωή». 29  Ἀλλ’ αὐτός, θέλον­τας νὰ δικαιο­λο­γή­σῃ τὸν ἑαυ­τό του, εἶπε στὸν Ἰησοῦ: «Kαὶ ποιός εἶναι ὁ πλη­σί­ον μου;». 30  Ἀπαν­τών­τας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Kάποιος ἄνθρω­πος κατέ­βαι­νε ἀπὸ τὴν Ἱερου­σα­λὴμ στὴν Ἱερι­χώ, καὶ ἔπε­σε σὲ ἐνέ­δρα λῃστῶν. Aὐτοὶ δέ, ἀφοῦ τὸν ἔγδυ­σαν καὶ τοῦ κατέ­φε­ραν πλήγ­μα­τα, ἔφυ­γαν ἀφή­νον­τάς τον μισο­πε­θα­μέ­νο. 31  Kατὰ σύμ­πτω­σι δὲ κάποιος ἱερεὺς κατέ­βαι­νε στὸ δρό­μο ἐκεῖ­νο, καὶ ἐνῷ τὸν εἶδε, τὸν προ­σπέ­ρα­σε. 32  Ὁμοί­ως δὲ καὶ κάποιος Λευ­ΐ­της, ὅταν ἔφθα­σε στὸν τόπο ἐκεῖ­νο, πλη­σί­α­σε καὶ εἶδε, καὶ προ­σπέ­ρα­σε. 33  Ἀλλὰ κάποιος Σαμα­ρεί­της δια­βά­της ἔφθα­σε κον­τά του, καὶ ὅταν τὸν εἶδε, τὸν σπλαγ­χνί­σθη­κε, 34  καὶ πλη­σί­α­σε καὶ ἔδε­σε τὰ τραύ­μα­τά του, χύνον­τας ἐπά­νω λάδι καὶ κρα­σί. Ἔπει­τα τὸν ἀνέ­βα­σε στὸ δικό του ζῷο, τὸν μετέ­φε­ρε σ’ ἕνα παν­δο­χεῖο, καὶ τὸν περι­ποι­ή­θη­κε. 35  Kαὶ τὴν ἄλλη ἡμέ­ρα ἀνα­χω­ρών­τας ἔβγα­λε δύο δηνά­ρια καὶ ἔδω­σε στὸν παν­δο­χέα, καὶ τοῦ εἶπε: “Φρόν­τι­σέ τον, καὶ ὅ,τι ἐπὶ πλέ­ον δαπα­νή­σῃς, ἐγώ, ὅταν ἐπα­νέλ­θω, θὰ σὲ πλη­ρώ­σω”. 36  Λοι­πόν, ποιός ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς νομί­ζεις, ὅτι ἀπο­δεί­χθη­κε πλη­σί­ον σ’ αὐτόν, ὁ ὁποῖ­ος ἔπε­σε στοὺς λῃστάς;». 37  Kαὶ ἐκεῖ­νος (ὁ νομο­δι­δά­σκα­λος) εἶπε: «Aὐτός, ποὺ τοῦ ἔκα­νε τὸ ἔλε­ος». Tοῦ εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: «Πήγαι­νε καὶ κάνε καὶ σὺ ὁμοί­ως».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ὁμι­λία εἰς τὴν παρα­βο­λὴν τοῦ ἐμπε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃστάς)

«μιλία εἰς τὴν παρα­βο­λὴν τοῦ ἐμπε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃστάς»

Ακού­σα­με, αδελ­φοί μου, στο Ευαγ­γέ­λιο, τον Κύριό μας Ιησού Χρι­στό να λέει: «Κατέ­βαι­νε κάποιος άνθρω­πος από την Ιερου­σα­λήμ στην Ιερι­χώ κι έπε­σε στα χέρια ληστών· αυτοί αφού τον έγδυ­σαν από τα ρού­χα του, τον χτύ­πη­σαν γεμί­ζον­τάς τον με πλη­γές και τον παρά­τη­σαν μισο­πε­θα­μέ­νο. Ένας ιερέ­ας κι ένας Λευί­της, περ­νών­τας από εκεί­νο τον δρό­μο, αν και τον είδαν, τον προ­σπέ­ρα­σαν και συνέ­χι­σαν τον δρό­μο τους. Ένας Σαμα­ρεί­της όμως που ήρθε στον τόπο αυτό, όταν τον είδε τον σπλα­χνί­στη­κε, και αφού έβα­λε λάδι και κρα­σί και τα ανα­κά­τε­ψε, τα έβα­λε στις πλη­γές του, έδε­σε προ­σε­κτι­κά τα τραύ­μα­τά του, κι αφού τον έβα­λε πάνω στο δικό του ζώο, τον οδή­γη­σε σε ένα παν­δο­χείο και έδω­σε στον παν­δο­χέα δύο δηνά­ρια και του είπε: ‘’Φρόν­τι­σε τον άνθρω­πο αυτόν και αν ξοδέ­ψεις περισ­σό­τε­ρα, εγώ όταν θα επα­νέλ­θω, θα σου τα απο­δώ­σω’’». Ας δού­με λοι­πόν το νόη­μα της παρα­βο­λής και με συνε­τή καρ­διά κατα­νο­ών­τας το σε βάθος, ας γνω­ρί­σου­με τα μυστή­ρια του Θεού.

«Άνθρω­πος» είναι ο Αδάμ· «Ιερου­σα­λήμ» είναι η επου­ρά­νια πολι­τεία και η σύνε­ση· «Ιερι­χώ» δε ο κόσμος. Όσο λοι­πόν ο Αδάμ, πριν από την παρα­κοή, είχε το επου­ρά­νιο φρό­νη­μα και τον ισάγ­γε­λο τρό­πο συμ­πε­ρι­φο­ράς, ανεμ­πό­δι­στη είχε την είσο­δο και την κατοι­κία και τη ζωή στην επου­ρά­νια πόλη Ιερου­σα­λήμ, εφαρ­μό­ζον­τας τις εντο­λές του Θεού, και κανείς δεν τον νικού­σε, ούτε τον τραυ­μά­τι­ζε. Όταν όμως παρά­κου­σε τον Θεό και δε φύλα­ξε την εντο­λή Του, αλλά παρα­σύρ­θη­κε από το φίδι, τότε κατέ­βη­κε στην «Ιερι­χώ», δηλα­δή στη γη, και απα­σχο­λούν­ταν με τις εργα­σί­ες της γης· για­τί η Ιερου­σα­λήμ ερμη­νεύ­ε­ται ως ανά­βα­ση, ενώ η Ιερι­χώ ως κατα­κλυ­σμός. Κατέ­βη­κε λοι­πόν από την Ιερου­σα­λήμ στην Ιερι­χώ, από τη ζωή δηλα­δή των ουρα­νών, στη ζωή όπου επι­κρα­τεί η απά­τη του δια­βό­λου.

Πράγ­μα­τι όταν κάποιος φυλάσ­σει τις εντο­λές του Θεού, τότε ζει ως πολί­της στους ουρα­νούς, όπως ακρι­βώς λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «μν γρ τ πολί­τευ­μα ν ορανος πάρ­χει, ξ ο κα σωτρα πεκ­δε­χό­με­θα Κύριον ησον Χρι­στόν(:Η συμ­πε­ρι­φο­ρά και τα φρο­νή­μα­τα των κοσμι­κών ανθρώ­πων είναι τελεί­ως αντί­θε­τα με τα δικά μας· διό­τι η δική μας πατρί­δα, των πιστών μαθη­τών του Κυρί­ου, και τα δικά μας πολι­τι­κά δικαιώ­μα­τα είναι στους ουρα­νούς, από όπου με πολύ πόθο περι­μέ­νου­με τον Σωτή­ρα μας, τον Κύριο Ιησού Χρι­στό)» [Φιλιππ.3,20].

Κατέ­βη­κε από τη δόξα στην αδο­ξία, από τον παρά­δει­σο της απο­λαύ­σε­ως στη γη με τα αγκά­θια, από τη ζωή στον θάνα­το· « δ᾿ ν μέρ φάγη­τε π᾿ ατοῦ»(:διό­τι από την ημέ­ρα που τυχόν φάτε από αυτό το δέν­δρο», λέει, «θανάτ ποθα­νεσθε(:θα σας κυριαρ­χή­σει ο θάνα­τος)»[Γέν.2,17], δηλα­δή η αμαρ­τία· επει­δή η αμαρ­τία, η παρα­κοή στο θέλη­μα του Θεού είναι θάνα­τος της ψυχής. Κατέ­βη­κε από τη δικαιο­σύ­νη του Παρα­δεί­σου, από την αγιο­σύ­νη του ουρα­νού και ήρθε στην Ιερι­χώ, δηλα­δή στο βάρα­θρο της παρα­κο­ής, στον θάνα­το στον οποίο οδη­γεί η αμαρ­τία. Και «πέφτει στα χέρια των ληστών», δηλα­δή του δια­βό­λου και των δυνά­με­ών του.

«Δρό­μος», είναι η ζωή αυτή όπου βάδι­σε ο Αδάμ κι έπε­σε στα χέρια των ληστών και τον απο­γύ­μνω­σαν. Και ποια στο­λή τού έβγα­λαν; Τη στο­λή της υπα­κο­ής, τη φιλία με τους αγγέ­λους, την αθά­να­τη δόξα, τη συνα­να­στρο­φή με τον Χρι­στό, την από­λαυ­ση του παρα­δεί­σου, την επου­ρά­νια ζωή. Αυτήν την στο­λή του έβγα­λαν. Και πλη­γές προ­ξέ­νη­σαν σε αυτόν, δηλα­δή τις αμαρ­τί­ες, πορ­νεί­ες, μοι­χεί­ες, ειδω­λο­λα­τρί­ες, δηλη­τη­ριά­σεις με μαγι­κά φίλ­τρα, δολο­φο­νί­ες, φιλο­νι­κί­ες, θυμό και όλη την υπό­λοι­πη εργα­σία των κακών. Αυτά τα έργα μαστι­γώ­νουν τον άνθρω­πο, αυτά προ­ξε­νούν δυσω­δία και φθο­ρά.

Και ότι είναι αυτό ακρι­βώς, μάθε το από τον Δαβίδ, το πώς δηλα­δή, απει­κο­νί­ζον­τας στον εαυ­τό του τις πλη­γές του Αδάμ, λέει ορθά απο­κα­λών­τας τις, «μώλω­πες»: «Προ­σώ­ζε­σαν κα σάπη­σαν ο μώλω­πές μου π προ­σώ­που τς φρο­σύ­νης μου (:Βρώ­μι­σαν και σάπι­σαν τα τραύ­μα­τα των αμαρ­τιών μου εξαι­τί­ας της αφρο­σύ­νης μου)» [Ψαλ­μός 37,6]. Κάθε, επί­σης, αμαρ­τία προ­κα­λεί μώλω­πα και τραύ­μα στον άνθρω­πο. Τραυ­μα­τί­στη­κε λοι­πόν από την παρα­κοή, πλη­γώ­θη­κε από τις ανο­μί­ες, όπως λέει ο προ­φή­της: «πλή­γην σε χόρ­τος κα ξηράν­θη καρ­δία μου, τι πελα­θό­μην το φαγεν τν ρτον μου(:Μαρά­θη­κα και χτυ­πή­θη­κα σαν το χορ­τά­ρι που το ξηραί­νει ο ήλιος και στέ­γνω­σε η καρ­διά μου, επει­δή λησμό­νη­σα να φάω τον άρτο μου)»[Ψαλμ. 101,5]· αυτό σημαί­νει ότι ‘’λησμό­νη­σα να φυλά­ξω δηλα­δή την εντο­λή του Θεού’’.

«Τον άφη­σαν», λέει, «μισο­πε­θα­μέ­νο», όχι για­τί δεν ήθε­λαν να τον σκο­τώ­σουν, αλλά επει­δή δεν το επέ­τρε­ψε ο Θεός. «Ο θελή­σει θέλω τόν θάνα­τον το μαρ­τω­λο (:Δεν θέλω κανέ­νας άνθρω­πος αμαρ­τω­λός, καμία ψυχή να χαθεί και να κολα­σθεί με τον αιώ­νιο θάνα­το, αλλά θα την περι­μέ­νω)», λέγει, «ς τό πιστρέ­ψαι καί ζν ατόν (:μέχρι να εξαν­τλή­σω κάθε περι­θώ­ριο χρό­νου και κάθε προ­σμο­νή για την επι­στρο­φή της με τη μετά­νοια στη ζωή)»[Ιεζ.18,23]. Και πού τον εγκα­τα­λεί­πουν; Στον «δρό­μο», δηλα­δή στη ζωή αυτή· «δρό­μος» λέγε­ται τού­τη η ζωή, επει­δή όλοι οι άνθρω­ποι περ­νούν απ’ αυτήν.

«Κι όταν έφτα­σε στον δρό­μο ο ιερεύς», λέει, «και τον είδε, τον προ­σπέ­ρα­σε». «Ιερέα» ονο­μά­ζει τον μακά­ριο Μωυ­σή και τον Ααρών. Σε αυτό προ­σμαρ­τυ­ρεί και ο Δαβίδ, λέγον­τας ότι ο Μωυ­σής κι ο Ααρών είναι από τους ιερείς του και ο Σαμου­ήλ απ’ αυτούς που επι­κα­λούν­ται το όνο­μά του. Αυτός λοι­πόν ο αξιο­θαύ­μα­στος Μωυ­σής που έγι­νε ένδο­ξος, αυτός που με δεκα­πλή μάστι­γα χτύ­πη­σε τους Αιγυ­πτί­ους· αυτός που την Ερυ­θρά θάλασ­σα έσχι­σε στα δύο και απο­ξή­ρα­νε και οδή­γη­σε περ­νών­τας μέσα απ’ αυτήν τον λαό, αυτός που γλύ­κα­νε το νερό στο Μαρ­ρά, αυτός που πίσω από ένα πυκνό σύν­νε­φο συνο­μί­λη­σε με τον Θεό, αυτός που πολ­λά αξιο­θαύ­μα­στα έκα­νε, αυτός, καθώς βάδι­ζε τον δρό­μο της ζωής αυτής και είδε τον άνθρω­πο να κεί­ται στη γη γεμά­τος με τραύ­μα­τα, τον προ­σπέ­ρα­σε, χωρίς να τον σηκώ­σει.

Όμοια επί­σης και ο Λευί­της, δηλα­δή η τάξη των προ­φη­τών. Και εκεί­νοι, πράγ­μα­τι, που εμφα­νί­στη­καν ύστε­ρα από τον Μωυ­σή και βάδι­σαν τον ίδιο δρό­μο της ζωής, ενώ βρή­καν γεμά­το πλη­γές άνθρω­πο, τον Αδάμ, δεν τον σήκω­σαν. Ούτε ο Μωυ­σής με τον νόμο, ούτε οι προ­φή­τες με τα θαυ­μα­στά σημεία τους, δεν θερά­πευ­σαν το τραύ­μα του Αδάμ. Κανέ­νας δεν τον λύτρω­σε από τον θάνα­το, κανέ­νας δεν έκλει­σε της αμαρ­τί­ας το τραύ­μα· επει­δή και οι ίδιοι ήταν δεσμώ­τες της αμαρ­τί­ας. Παρά το ότι με τη σεμνή ζωή τους έγι­ναν φίλοι του Θεού, επει­δή ωστό­σο ήσαν ομό­σαρ­κοι με τον Αδάμ και καρ­πο­φο­ρού­σαν από τη ρίζα τη νεκρή, δεν μπο­ρού­σαν, κλα­διά όντας αυτοί, να ανα­σπά­σουν τη ρίζα από την αμαρ­τία.

Κάποιος όμως Σαμα­ρεί­της, λέγει, σπου­δαί­ος στα έργα, σπλα­χνι­κός στην προ­αί­ρε­ση, με συμ­πά­θεια προς τους ομο­δού­λους του, όταν ήρθε στο μέρος αυτό και τον είδε κατα­πλη­γω­μέ­νο, τον σπλα­χνί­στη­κε, και του έβα­λε λάδι και κρα­σί και κατέ­δε­σε τα τραύ­μα­τά του, δηλα­δή τις αμαρ­τί­ες του. Το πρό­σω­πο και την μορ­φή του Σαμα­ρεί­τη παίρ­νει ο Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός. Αλλά θα πει κάποιος από τους ακρο­α­τές· «Τι; Απο­κα­λείς τον Κύριο, ‘’Σαμα­ρεί­τη’’;» Ναι, Σαμα­ρεί­τη Τον λέγω, όχι για τη φύση της Θεό­τη­τάς Του, αλλά για τον σπλα­χνι­κό τρό­πο Του. Ο Σαμα­ρεί­της ως προς τη φύση του σώμα­τός του ήταν όμοιος με τους άλλους, κατά τη σπλα­χνι­κή προ­αί­ρε­σή του όμως δεν ήταν όμοιος, αλλά ανα­δεί­χτη­κε ανώ­τε­ρός τους· έτσι και ο Κύριος, άνθρω­πος ως προς την όψη του σώμα­τος, φάνη­κε όμοιος με τους προ­φή­τες και τους πατριάρ­χες κατά την ανθρώ­πι­νη φύση που έλα­βε από την Μαρία, με τη δύνα­μη της θεό­τη­τός Του όμως ανα­δεί­χθη­κε απ’ όλους ανώ­τε­ρος· ίσος με αυτούς ως προς το ανθρώ­πι­νο σχή­μα, όχι ίσος στην υπερ­κό­σμια δόξα.

Εκεί­νοι από αδια­φο­ρία και ασπλα­χνία, προ­σπέ­ρα­σαν χωρίς έλε­ος τον κατα­τραυ­μα­τι­σμέ­νο άνθρω­πο· ο Σαμα­ρεί­της όμως φάνη­κε πιο σπλα­χνι­κός και πιο ευσε­βής και ελε­ή­μο­νας. Όμοια κι ο Χρι­στός, ενώ οι πατριάρ­χες κι οι προ­φή­τες αδια­φό­ρη­σαν για τον άνθρω­πο, που ξέπε­σε με την παρα­κοή του, Εκεί­νος μόνο φάνη­κε σπλα­χνι­κός και ελεη­τι­κός, κατά τον λόγο του προ­φή­τη: «Οκτίρ­μων κα λεή­μων Κύριος, μακρό­θυ­μος κα πολυέ­λε­ος(:Οικτίρ­μο­νας και ελε­ή­μο­νας είναι ο Κύριος, μακρό­θυ­μος και πολυέ­λαιος)»[Ψαλμ.102,8]· και πάλι: «επει­δή Εσύ, Κύριε, είσαι ευσπλα­χνι­κός». Και όπως ακρι­βώς ο Σαμα­ρεί­της δεν ήταν από το έθνος των Ιου­δαί­ων, αλλά προ­ερ­χό­ταν από άλλη χώρα, έτσι κι ο Χρι­στός δεν ήταν από τη γη, αλλά από τον ουρα­νό.

Ήρθε στη γη· ήταν Θεός κι έγι­νε άνθρω­πος για χάρη μας· ήταν Δεσπό­της και ντύ­θη­κε τη μορ­φή του δού­λου. Ένιω­σε συμ­πά­θεια για μας· από τον ουρα­νό κατέ­βη­κε στη γη, είδε τον άνθρω­πο ριγ­μέ­νο, κατα­λη­στευ­μέ­νο, κατα­λα­βω­μέ­νο από τις πορ­νεί­ες, τις ειδω­λο­λα­τρί­ες, τις μοι­χεί­ες, τους φόνους· είδε και σπλα­χνί­σθη­κε το δικό Του το πλά­σμα και του έβα­λε κρα­σί και λάδι· αφού δηλα­δή ανά­μει­ξε τα δύο, έκα­με αλοι­φή και τα έβα­λε στον άνθρω­πο. Τι σημαί­νει τώρα: «ανά­μει­ξε κρα­σί με λάδι»; Αυτό σημαί­νει ότι αφού έμι­ξε την Θεό­τη­τα με την ανθρω­πό­τη­τα, αφού έμι­ξε την ευσπλα­χνία με τη σωτη­ρία, έσω­σε τον άνθρω­πο. Αφού έμι­ξε οίνο και λάδι, δηλα­δή αφού έμι­ξε Πνεύ­μα άγιο με το αίμα Του, ζωο­ποί­η­σε τον άνθρω­πο· διό­τι με το να στά­ξει το αίμα του Κυρί­ου από την πλευ­ρά Του στην γη, ξέπλυ­νε το χει­ρό­γρα­φό μας από τις αμαρ­τί­ες. Και τι σημαί­νει «Κατέ­δε­σε τις πλη­γές του»; Σημαί­νει το εξής, ότι έδε­σε τον διά­βο­λο και έλυ­σε τον άνθρω­πο· έδε­σε το σκά­φος και ζωο­ποί­η­σε το πλοίο που ναυά­γη­σε· δέσμευ­σε και υπό­τα­ξε τις δυνά­μεις του πονη­ρού, και ελευ­θέ­ρω­σε τον άνθρω­πο.

Αν θέλεις να το σκε­φτείς και δια­φο­ρε­τι­κά, άκου: «Αφού έμι­ξε οίνο με έλαιο»· σαν έλαιο προ­σκο­μί­ζει τον λόγο της παρα­κλή­σε­ως, και προ­σθέ­τει σαν στυ­πτι­κό κρα­σί τη διδα­σκα­λία, που περι­μα­ζεύ­ει τη δια­σκορ­πι­σμέ­νη σκέ­ψη, κατά τον λόγο του Απο­στό­λου: «λεγ­ξον, πιτμησον, παρακλεσον(:Να ελέγ­ξεις, να επι­τι­μή­σεις, να παρα­κα­λέ­σεις)»[Β΄Τιμ. 4,2]. «Και τον ανέ­βα­σε πάνω στο ίδιο του το ζώο»· αφού πήρε δηλα­δή ο Χρι­στός την ανθρώ­πι­νη σάρ­κα πάνω στους δικούς Του ώμους της θεό­τη­τας, την ανέ­βα­σε στον Πατέ­ρα από τη γη στον ουρα­νό· διό­τι ούτε χρυ­σό, ή άργυ­ρο, ή πολύ­τι­μους λίθους ανέ­βα­σε, αλλά τον κατ’ εικό­να άνθρω­πο ανέ­βα­σε από τη γη στους ουρα­νούς, στο μεγά­λο και θαυ­μα­στό και ευρύ­χω­ρο παν­δο­χείο, σε αυτήν την καθο­λι­κή Εκκλη­σία.

Και την παρά­δω­σε στον παν­δο­χέα, στον μακά­ριο Παύ­λο, στον στύ­λο των Χρι­στια­νών, τον γνή­σιο παν­δο­χέα, δίδον­τάς του δύο δηνά­ρια· και δια­μέ­σου του Παύ­λου στους αρχιε­ρείς και τους δασκά­λους και τους λει­τουρ­γούς κάθε Εκκλη­σί­ας· «Έδω­σε δύο δηνά­ρια», την Παλαιά και την Και­νή Δια­θή­κη, λέγον­τας: «Περι­ποι­ή­σου τού­τον τον άνθρω­πο, κι αν ξοδέ­ψεις κάτι ακό­μα, εγώ θα επι­στρέ­ψω και θα σου το ξεπλη­ρώ­σω». Εννο­εί τού­το· «Φρόν­τι­σε», λέγει, «για τον λαό που προ­έρ­χε­ται από τα έθνη και τον εμπι­στεύ­τη­κα σε σένα μέσα στην Εκκλη­σία. Επει­δή είναι άρρω­στοι οι άνθρω­ποι, τραυ­μα­τι­σμέ­νοι από της αμαρ­τί­ες, θερά­πευ­σέ τους, θέτον­τας επά­νω σαν θερα­πευ­τι­κό έμπλα­στρο, τους προ­φη­τι­κούς λόγους και τα ευαγ­γε­λι­κά διδάγ­μα­τα, απο­κα­θι­στών­τας την υγεία τους με τις νου­θε­σί­ες και τις παρα­κλή­σεις της Παλαιάς και της Και­νής Δια­θή­κης και πεί­θον­τάς τους να στέ­κον­ται μακριά από την αμαρ­τία και να αφή­σουν την πλά­νη της αμαρ­τί­ας. Αν όμως κι έτσι μεί­νουν αδιόρ­θω­τοι, πεί­σε τους με τα δικά σου κατορ­θώ­μα­τα, λύγι­σέ τους με τους αυστη­ρούς σου λόγους· γίνε το πρό­τυ­πο και το καλό παρά­δειγ­μά τους, με τους λόγους, με τα έργα σου, την συμ­πε­ρι­φο­ρά, την πίστη, την αγά­πη, την σεμνό­τη­τα, για να ακο­λου­θή­σουν τα ίχνη σου και να μιμη­θούν την ενά­ρε­τη ζωή σου.

Κι αν κάμεις τού­το, αν από μέρους σου κάμεις κάποια προ­σθή­κη λόγων ή έργων, αν δαπα­νή­σεις κάτι ακό­μα, θα σου το δώσω στην επι­στρο­φή, δηλα­δή στην Δευ­τέ­ρα Παρου­σία μου, την αντα­πο­δο­τι­κή, θα σου δώσω μισθό άξιο των κόπων σου». Γι’ αυτό κι ο Παύ­λος με το θάρ­ρος των υπο­σχέ­σε­ων αυτών λέει : « Εγώ με πολ­λή χαρά θα ξοδέ­ψω για χάρη του Χρι­στού και θα ανα­λω­θώ για τις ψυχές σας», εννο­ών­τας την διδα­σκα­λία του προς τους εθνι­κούς και την κηρυ­κτι­κή του δια­κο­νία· γιατί αυτός είναι που οικο­δο­μεί και στη­ρί­ζει τις Εκκλη­σί­ες του Θεού και με τις πνευ­μα­τι­κές νου­θε­σί­ες του θερα­πεύ­ει όλους τους ανθρώ­πους και μοι­ρά­ζον­τας τα ωφέ­λι­μα στον καθέ­να, οδη­γεί τις ψυχές στην αιώ­νια ζωή. «Στους πάν­τες έγι­να», λέει, « τα πάν­τα, για να σώσω τους πάν­τες».

Αυτός είναι της Εκκλη­σί­ας ο καλός παν­δο­χέ­ας, όλους τους δέχε­ται κι όλους τους φρον­τί­ζει· δεν απο­μα­κρύ­νει τον πόρ­νο, ούτε τον μέθυ­σο, ούτε τον μοχθη­ρό και υβρι­στή των άλλων, ούτε τον άρπα­γα απο­στρέ­φε­ται, ούτε τον ειδω­λο­λά­τρη βδε­λύσ­σε­ται, ούτε κανέ­να άλλον ασε­βή κι ακά­θαρ­το δεν απο­διώ­χνει, αλλά τους δέχε­ται όλους. Όπως ακρι­βώς ένας για­τρός πλέ­νει τις πλη­γές, τις καθα­ρί­ζει και σφουγ­γί­ζει την βρω­μιά τους με λου­τρό της ανα­γεν­νή­σε­ως. Προ­σφέ­ρει τους στυ­πτι­κούς λόγους, όπως το κρα­σί, για να μην οδη­γού­μα­στε στις αμαρ­τί­ες που δια­πρά­χθη­καν από άγνοιά μας, δηλα­δή τις κακί­ες μας.

Και πάλι μας θερα­πεύ­ει με παρά­κλη­ση, σαν με λάδι αλεί­φον­τας τις ψυχές μας· μας λέει αυτός (δηλα­δή ο Παύ­λος)· «Παρα­καλ ον μς, δελ­φοί, δι τν οκτιρμν το Θεο, παραστσαι τ σώμα­τα μν θυσί­αν ζσαν, γίαν, εάρε­στον τ Θε, τν λογικν λατρεί­αν μν(: Αφού τόση αγα­θό­τη­τα μάς δεί­χνει ο Θεός, οφεί­λου­με και εμείς να δεί­ξου­με δια­γω­γή αντά­ξια με τις δωρε­ές Του. Σας προ­τρέ­πω, λοι­πόν, αδελ­φοί, στο όνο­μα της ευσπλα­χνί­ας και των οικτιρ­μών που μας έδει­ξε ο Θεός, να προ­σφέ­ρε­τε τα σώμα­τά μας ως θυσια­στή­ριο και θυσία ζων­τα­νή, αγία ‚ευά­ρε­στη από τον Θεό, χρη­σι­μο­ποιών­τας τα μέλη σας ως όργα­να απο­κλει­στι­κά και μόνο αγί­ων πρά­ξε­ων και ποτέ ως όργα­να αμαρ­τί­ας. Αυτή η θυσία είναι και η μόνη κατάλ­λη­λη και καθα­ρά πνευ­μα­τι­κή λατρεία, αυτή που γίνε­ται με τις λογι­κές δυνά­μεις του ανθρώ­που)»[Ρωμ.12,1] Όσοι λοι­πόν τυχαί­νει να είμα­στε μαθη­τές των λόγων του Παύ­λου, ας φυλά­ξου­με τις εντο­λές του Χρι­στού, για να μην ξεπέ­σου­με από την επου­ρά­νιο Ιερου­σα­λήμ, την πόλη του αλη­θι­νού και ζων­τα­νού Θεού.

Και μακά­ρι, με θερα­πευ­μέ­να τα τραύ­μα­τα της ψυχής και του σώμα­τός μας, υγιείς και τέλειοι στην πίστη να παρου­σια­στού­με στον Χρι­στό, σώοι και θαρ­ρα­λέ­οι, χωρίς να υστε­ρού­με σε κανέ­να καλό έργο και να απο­λαύ­σου­με την αγα­θή υπό­σχε­ση στους ουρα­νούς με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον Οποίο, στον Πατέ­ρα και το Πανά­γιο Πνεύ­μα, ας είναι δόξα τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

Μετά­φρα­ση και επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

 

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΝ, ΙΑΤΡΕΙΟΝ, ΚΙΒΩΤΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ:

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΝ, ΙΑΤΡΕΙΟΝ, ΚΙΒΩΤΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 15-11-1981]

[Β 60]

Και μόνη, αγα­πη­τοί μου, η παρα­βο­λή του καλού Σαμα­ρεί­του, που ηκού­σα­με σήμε­ρα στην ευαγ­γε­λι­κήν περι­κο­πήν, αν εγρά­φε­το, μαζί με την άλλη παρα­βο­λή του ασώ­του υιού, θα ήτο αρκε­τό να μας δώσει ένα θαυ­μά­σιο διά­γραμ­μα της πτώ­σε­ως του ανθρώ­που, της αγά­πης του Θεού και της σωτη­ρί­ας του ανθρώ­που. Αυτό το βλέ­πο­με ιδί­ως σήμε­ρα, όπου, όπως ανα­φέ­ρε­ται, κάποιος άνθρω­πος κατήρ­χε­το από τα Ιερο­σό­λυ­μα στην Ιερι­χώ, που γεω­γρα­φι­κά η Ιερου­σα­λήμ είναι υψη­λο­τέ­ρα της Ιερι­χούς. Η Ιερου­σα­λήμ είναι ο τύπος του αρχε­γό­νου Παρα­δεί­σου· και η Ιερι­χώ είναι η γη της απα­θλιώ­σε­ως και της απο­στα­σί­ας. Η πτώ­σις εις τους ληστάς δεν είναι παρά η πτώ­σις του ανθρώ­που στα χέρια των δαι­μό­νων και των παθών. Ακό­μα, ο ιερεύς και ο Λευί­της που προ­σέρ­χον­ται, περ­νούν, παρέρ­χον­ται, αλλά δεν δύναν­ται να βοη­θή­σουν, είναι ο τελε­τουρ­γι­κός νόμος, ο ηθι­κός νόμος, αν θέλε­τε, ακό­μη και η φιλο­σο­φία.

Περ­νά­ει ο καλός Σαμα­ρεί­της. Είναι ο Εναν­θρω­πή­σας Υιός του Θεού. Είναι η ευσπλα­χνία του Θεού. Παρα­δί­δει τον τραυ­μα­τί­αν αυτόν, που έπε­σε στα χέρια των ληστών, που είναι η ανθρω­πό­τη­τα, στο Παν­δο­χεί­ον που λέγε­ται Εκκλη­σία. Και το οποί­ον παν­δο­χεί­ον δέχε­ται τους πάν­τας και στο οποί­ον παν­δο­χεί­ον έτυ­χε θερα­πεί­ας αυτός που έπε­σε εις τους ληστάς, δηλα­δή η ανθρω­πό­της, και που η Εκκλη­σία είναι παν­δο­χεί­ον, είναι ιατρεί­ον, αλλά και σωστι­κή Κιβω­τός.

Εκεί που πέφτει όλο το βάρος της παρα­βο­λής είναι το πρό­σω­πον του Σαμα­ρεί­του και το παν­δο­χεί­ον. Εκεί πέφτει όλο το βάρος. Θα παρα­κα­λέ­σω ας προ­σέ­ξο­με. Είναι η Εκκλη­σία το παν­δο­χεί­ον. Πράγ­μα­τι, η Εκκλη­σία είναι ένα παν­δο­χεί­ον. Όπως θα γνω­ρί­ζε­τε, στην παλιά επο­χή δεν υπήρ­χαν ξενο­δο­χεία, παρά μόνον παν­δο­χεία· διό­τι στο παν­δο­χείο εδέ­χον­το κάθε άνθρω­πο, είτε καλον­τυ­μέ­νον, είτε κακον­τυ­μέ­νον, είτε πλού­σιον, είτε πτω­χόν. Εάν σήμε­ρα πάει ένας κου­ρε­λής, ένας ζητιά­νος, σε ένα ξενο­δο­χείο, όχι και πολυ­τε­λές, αλλά και τρί­της κατη­γο­ρί­ας, αν θέλε­τε, δεν θα γίνει δεκτός ο ζητιά­νος, με τα βρώ­μι­κα και… κου­ρε­λια­σμέ­να του ρού­χα. Στο παν­δο­χείο εγί­νον­το όλοι δεκτοί. Όχι μόνον άνθρω­ποι, αλλά και ζώα. Διό­τι ήσαν οι περα­στι­κοί ταξι­διώ­τες που είχαν τα ζώα τους. Έτσι, οδη­γού­σαν τα ζώα τους εις τους στά­βλους του παν­δο­χεί­ου, αυτοί δε στα κατα­λύ­μα­τα, στα δωμά­τια του παν­δο­χεί­ου. Έτσι, το παν­δο­χείο ήτο ό,τι λέει και η λέξις, ό,τι λέει το όνο­μά του. Εδέ­χε­το τους πάν­τας και τα πάν­τα.

Σκε­φθή­κα­τε ότι πράγ­μα­τι η Εκκλη­σία είναι ένα Παν­δο­χεί­ον; Ότι δέχε­ται τους πάν­τας και τα πάν­τα; Αν έπρε­πε να απλω­θού­με πάνω στο σημείο αυτό, του ότι η Εκκλη­σία είναι ένα παν­δο­χεί­ον, αγα­πη­τοί μου, θα έπρε­πε ώρα πολ­λή να μιλά­με. Σκε­φθεί­τε ότι δέχε­ται τους ανθρώ­πους σε οποια­δή­πο­τε κατά­στα­ση κι αν βρί­σκον­ται. Δηλα­δή, κου­ρε­λια­σμέ­νοι, βρώ­μι­κοι, άρρω­στοι· σε οποια­δή­πο­τε κατά­στα­ση κι αν βρί­σκον­ται. Δηλα­δή αμαρ­τω­λοί. Σε οποια­δή­πο­τε κλι­μά­κω­ση αμαρ­τω­λό­τη­τος κι αν είναι. Τους δέχε­ται όλους η Εκκλη­σία. Με σκο­πόν τον αγια­σμόν των. Να τους καταρ­τί­σει. Όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, ότι δεν είναι άλλος ο σκο­πός της Εκκλη­σί­ας παρά ο καταρ­τι­σμός των αγί­ων. Είναι η επε­ξερ­γα­σία μέσα εκεί μιας εντο­λής του Θεού: «γιοι γίνε­σθε, τι γ γιός εμι». Μέσα εκεί θα μπουν οι οποιοι­δή­πο­τε, για να γίνουν άγιοι. Πολύ ωραία το λέγει αυτό ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος ως εξής: «λθών ες τό κατα­φύ­γιον ατς ‑δηλα­δή ο Χρι­στός- καί ερών ‑την ανθρω­πό­τη­τα- υπσαν, αχμσαν(:κακο­τρά­χα­λη), γυμνήν, πεφυρ­μέ­νην αματι, λου­σεν, λει­ψεν, θρε­ψεν, νέδυ­σεν μάτιον, Ατός ατ γενό­με­νος περι­βο­λή(:Αυτός ο Ίδιος έγι­νε ιμά­τιον αυτής της ανθρω­πό­τη­τος). Καί λαβών ατήν, οτως νάγει».

Πραγ­μα­τι­κά, βλέ­πει κανείς με πόσην αγά­πην ο Θεός «νάγει», ανα­λαμ­βά­νει αυτήν την ανθρω­πό­τη­τα και την οδη­γεί εις το παν­δο­χεί­ον της Εκκλη­σί­ας. Βάζει λοι­πόν η Εκκλη­σία, δέχε­ται αμαρ­τω­λούς και βγά­ζει αγί­ους. Στην αρχαία Εκκλη­σία ήταν κάτι πολύ συγ­κι­νη­τι­κό, που το ’βλε­πε κανείς αυτό σε μικρό χρο­νι­κό διά­στη­μα, να εισέρ­χον­ται πρώ­ην ειδω­λο­λά­τραι, πρώ­ην ανή­θι­κοι, πρώ­ην βρω­με­ροί άνθρω­ποι, να γίνον­ται άγιοι, μπαί­νουν από την πόρ­τα την κεν­τρι­κή όλοι μέσα, και από μιαν άλλη πόρ­τα της Εκκλη­σί­ας έβγαι­ναν για το μαρ­τύ­ριον! Και εγί­νον­το μάρ­τυ­ρες! Τι ωραία αυτή η εικό­να! Το έβλε­πε κανείς πολύ σύν­το­μα, για­τί σήμε­ρα το βλέ­πο­με, αλλά σε έναν μακρύ χρό­νο, ώστε δεν μπο­ρού­με να έχο­με μίαν σύν­το­μη εικό­να. Ενώ τότε το έβλε­πε κανείς μέσα σε μια σύν­το­μη, αλλά και συναρ­πα­στι­κή εικό­να. Πώς η Εκκλη­σία εδέ­χε­το αμαρ­τω­λούς και έβγα­ζε αγί­ους και μάρ­τυ­ρες.

Αλλά η Εκκλη­σία δέχε­ται και ολό­κλη­ρον την κτί­σιν. Σας είπα, είναι παν­δο­χεί­ον. Δεν δέχε­ται μόνον τους ανθρώ­πους. Δέχε­ται και τα υλι­κά στοι­χεία. Βλέ­πε­τε, προ­η­γου­μέ­νως, κάνα­με μνη­μό­συ­νο. Βάλα­με κόλυ­βα. Κάνα­με αρτο­κλα­σία. Είχα­με τους άρτους. Μπο­ρού­με να βάλο­με λου­λού­δια μέσα εις τον ναόν. Όλα τα αντι­κεί­με­να είναι υλι­κά. Αυτά είναι αντι­προ­σω­πευ­τι­κά της κτί­σε­ως· τα οποία η Εκκλη­σία δέχε­ται, αγιά­ζει, για να αγιά­σει ολό­κλη­ρον την κτί­σιν, να εκκλη­σια­στι­κο­ποι­ή­σει ολό­κλη­ρον την κτί­σιν και να την κάνει Βασι­λεία του Θεού. Όταν θα γίνει, τότε στα έσχα­τα, ο μεγά­λος σει­σμός, δεν θα είναι τι άλλο παρά η μετά­θε­σις από την παλαί­ω­σιν εις την ανα­καί­νι­σιν αυτού τού­του του σύμ­παν­τος, ολο­κλή­ρου του σύμ­παν­τος, το οποί­ον δεν χάνε­ται, αλλά περ­νά με τον σει­σμόν, δηλα­δή την μετά­θε­σιν, από την φθο­ράν εις την αφθαρ­σί­αν και από τον θάνα­τον εις την αθα­να­σί­αν. Είναι πραγ­μα­τι­κά κάτι μεγα­λειώ­δες. Όντως η Εκκλη­σία είναι παν­δο­χεί­ον.

Αλλ’ είναι και Ιατρεί­ον η Εκκλη­σία. Διό­τι οι πιστοί εις τον παρόν­τα κόσμον δεν κάνουν τίπο­τε άλλο παρά να μάχον­ται διαρ­κώς προς τας αρχάς και εξου­σί­ας του σκό­τους, «ν τος που­ρα­νί­οις», όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος. Συνε­πώς η παρού­σα ζωή δεν είναι τι άλλο παρά ένα διαρ­κές στρα­τό­πε­δον μάχης. Εδώ δίδον­ται οι μάχες με τους πονη­ρούς ανθρώ­πους, με τους πονη­ρούς δαί­μο­νες, αλλά και με τον κακόν, περα­σμέ­νον, φθαρ­τόν, αδα­μι­κόν εαυ­τόν μας. Είναι επό­με­νον, όπως σε κάθε μάχη, όταν γίνε­ται πόλε­μος, υπάρ­χουν και τραυ­μα­τί­αι, υπάρ­χουν τραύ­μα­τα, υπάρ­χουν πλη­γές. Έτσι, εκεί­νοι που πλη­γώ­νον­ται από πτώ­σεις, μέσα στον αγώ­να τους και την προ­σπά­θειά τους, έρχον­ται στο Ιατρεί­ον της Εκκλη­σί­ας, δια να θερα­πευ­θούν.

Θερα­πευ­τή­ριο η Εκκλη­σία. Τι ωραίο! Θερα­πευ­τή­ριον. Σκε­φθεί­τε, ο αρχαί­ος κόσμος δεν εγνώ­ρι­ζε νοσο­κο­μεία και θερα­πευ­τή­ρια. Τα θερα­πευ­τή­ρια είχαν μία ειδι­κή μορ­φή, όπως ήταν τα ιερεία, αλλά με την έννοια που σήμε­ρα γνω­ρί­ζο­με, δεν υπήρ­χαν τότε τα θερα­πευ­τή­ρια. Κι έρχε­ται η Εκκλη­σία να στα­θεί αλη­θι­νό θερα­πευ­τή­ριο και ψυχών αλλά όχι ολι­γό­τε­ρον και σωμά­των. Για­τί όταν ο Κύριος στέλ­νει τους μαθη­τάς Του και δια των μαθη­τών Του, τους δια­δό­χους των, να θερα­πεύ­ουν πάσαν ασθέ­νειαν εις τον λαόν, αυτό δεν είναι τι άλλο, παρά ότι η Εκκλη­σία είναι ένα θερα­πευ­τή­ριον, ένα ιατρεί­ον.

Τα φάρ­μα­κά της; Ω, τα φάρ­μα­κά της! Είναι τα δύο δηνά­ρια που έδω­κεν ο καλός Σαμα­ρεί­της, εις τον παν­δο­χέα, που είναι ο κλή­ρος, είναι ο ιερεύς· που του δίδει αυτά τα δύο δηνά­ρια και του λέγει: «Με αυτά να θερα­πεύ­σεις τον μεγά­λο μου ασθε­νή, τον μεγά­λο μου τραυ­μα­τία, την ανθρω­πό­τη­τα». Είναι ο λόγος Του και τα μυστή­ρια. Με αυτά τα δύο δηνά­ρια, τον λόγο του Θεού και τα μυστή­ρια της Εκκλη­σί­ας, έρχε­ται, αγα­πη­τοί μου, να θερα­πεύ­σει η Εκκλη­σία. Πολ­λές φορές μου λέγουν οι άνθρω­ποι: «Πώς μπο­ρώ να διορ­θω­θώ; Τι πρέ­πει να κάνω;». Και απαν­τώ: «Να έρχε­σαι να ακούς λόγον Θεού». Για­τί το έχω δει αυτό και είναι μία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ότι εκεί­νος που ακού­ει συνε­χώς και επι­με­λώς λόγον Θεού, καλ­λιερ­γεί­ται η ψυχή του και θερα­πεύ­ε­ται από τα τραύ­μα­τα που του επι­φέ­ρει η αμαρ­τία. Στα­μα­τά να αμαρ­τά­νει. Είναι μεγά­λης-μεγά­λης αξί­ας, αγα­πη­τοί μου, αυτά τα φάρ­μα­κα. Ο λόγος του Θεού και τα μυστή­ρια! Όπως είναι η Εξο­μο­λό­γη­σις, η Θεία Ευχα­ρι­στία, η προ­σευ­χή… Όλα αυτά είναι εκεί­να τα μέσα με τα οποία η Εκκλη­σία θερα­πεύ­ει τους τραυ­μα­τι­σμέ­νους πιστούς της.

Αλλ΄η Εκκλη­σία είναι και μία Κιβω­τός. Μία Κιβω­τός σωτη­ρί­ας. Ενθυ­μεί­σθε την παλιά ιστο­ρία, τον Νώε με την Κιβω­τό του. Ό,τι έμει­νε απέ­ξω από την Κιβω­τόν, επνί­γη. Ό,τι έμει­νε και διε­φυ­λά­χθη μέσα εις την Κιβω­τόν, εσώ­θη. Έτσι κι εδώ η Εκκλη­σία, αγα­πη­τοί μου, είναι μία Κιβω­τός. Εξάλ­λου η παλαιά Κιβω­τός ήτο τύπος της Εκκλη­σί­ας. Ό,τι μένει απέ­ξω, χάνε­ται. Πώς χάνε­ται; Από τα ρεύ­μα­τα και τον κατα­κλυ­σμό των ιδε­ών και των θεω­ριών και της ανη­θι­κό­τη­τος και της ποι­κί­λης αμαρ­τί­ας. Χάνε­ται κάθε άνθρω­πος. Είναι αδύ­να­το να σωθεί έξω από την Εκκλη­σία. Όποιος είναι μέσα εις την Εκκλη­σί­αν, αυτός μόνο φυλάσ­σε­ται, αυτός μόνο σώζε­ται.

Όταν όμως λέμε «Είμαι μέσα στην Εκκλη­σία», εδώ προ­σέξ­τε να άρο­με μία παρα­νόη­ση, μία παρε­ξή­γη­ση, που μπο­ρούν οι άνθρω­ποι να έχουν. Όταν λέμε «είμαι μέσα στην Εκκλη­σία» δεν σημαί­νει είμαι μέσα εις τον ναόν. Κατά συνεκ­δο­χήν ο ναός λέγε­ται Εκκλη­σία, επει­δή ο πιστός λαός είναι μέσα εις τον ναόν. Και κατ’ επέ­κτα­σιν, τα ντου­βά­ρια, ο ναός, λέγον­ται Εκκλη­σία. Είμαι λοι­πόν μέσα στην Εκκλη­σία, δεν σημαί­νει είμαι μέσα εις τον ναόν. Για­τί μπο­ρεί να είμαι μέσα εις τον ναόν, αλλά να μη μετέ­χω των μυστη­ρί­ων του Θεού και συνε­πώς να είμαι αλλο­τριω­μέ­νος, να είμαι απο­ξε­νω­μέ­νος από εκεί­να τα σωστι­κά στοι­χεία που μου δίδει ο Χρι­στός. «Είμαι μες στην Εκκλη­σία», θα πει «είμαι σύμ­φυ­τος», όπως λέγει εδώ ο Από­στο­λος Παύ­λος, «σύμ­φυ­τος τ σώμα­τι το Χρι­στοῦ». Είμαι φυτε­μέ­νος, είμαι οργα­νι­κά δεμέ­νος με το σώμα του Χρι­στού. Αυτή είναι η Εκκλη­σία.

Η Εκκλη­σία είναι το Σώμα του Χρι­στού. Όταν κοι­νω­νώ σώμα­τος και αίμα­τος Χρι­στού, τότε λέγο­μαι ότι είμαι μέσα εις την Εκκλη­σί­αν. Όταν τηρώ τις εντο­λές του Θεού. Θυμη­θεί­τε την περί­πτω­ση που λέει ο Κύριος: «Αυτός ο οποί­ος ως κλη­μα­τό­βερ­γα δεν θα μεί­νει ηνω­μέ­νος με την άμπε­λον, τον κορ­μόν, που είμαι Εγώ, τότε αυτός δεν απο­φέ­ρει καρ­πόν, αυτός ξηραί­νε­ται και συνά­γε­ται προς καύ­σιν, προς φωτιά». Σημαί­νει ότι πρέ­πει να είμαι οργα­νι­κά δεμέ­νος, όπως είναι η κλη­μα­τό­βερ­γα με τον κορ­μόν της κλη­μα­τα­ριάς, που αντλεί χυμούς. Έτσι κι εγώ πρέ­πει να είμαι ηνω­μέ­νος με τον Χρι­στόν, να είμαι σύμ­φυ­τος τω σώμα­τι του Χρι­στού, να αντλώ από κει τους χυμούς της ζωής, το σώμα Του και το αίμα Του, που είναι για μένα εις ζωήν αιώ­νιον. Τότε μπο­ρώ να πω ότι είμαι μέσα εις την Εκκλη­σία. Αλλιώ­τι­κα δεν είμαι. Μην πλα­νά­σθε. Αν προ­σπα­θώ να κοροϊ­δέ­ψω τον εαυ­τό μου ότι είμαι ψάλ­της, ότι είμαι επί­τρο­πος, ότι είμαι φρον­τι­στής της Εκκλη­σί­ας, δηλα­δή του ναού, αλλά δεν κοι­νω­νώ, μην πλα­νώ­μαι, είμαι έξω από την Εκκλη­σία. Κι ας είμαι κάτω από τα κερα­μί­δια της Εκκλη­σί­ας. Είμαι έξω από την Κιβω­τόν. Θα παρα­συρ­θώ από τον κατα­κλυ­σμόν και δεν πρό­κει­ται να σωθώ.

Αγα­πη­τοί μου, κάμ­πο­σα χρό­νια είμαι κλη­ρι­κός. Σπά­νια από τα πιο σπά­νια έχω δει ψάλ­τες και επι­τρό­πους να κοι­νω­νούν και να εξο­μο­λο­γούν­ται. Δεν ξέρω για­τί. Δεν είναι της στιγ­μής να σας πω το για­τί. Μόνο τού­το έχω βεβαιώ­σει και έχω δια­πι­στώ­σει. Οι ψάλ­ται και οι επί­τρο­ποι δεν μετέ­χουν των μυστη­ρί­ων της Εκκλη­σί­ας. Κάπο­τε στην κρί­ση, θα συμ­βεί με αυτούς εκεί­νο που ο Κύριος ήδη μας έχει πει: «Κύριε, εσύ δεν μίλη­σες στις πλα­τεί­ες μας και στο σπί­τι μας δεν ήρθες να φας;». Όπως θα πουν τότε οι επί­τρο­ποι και οι ψάλ­ται και όποιοι άλλοι…: «Κύριε, δεν ήρθες στο πρό­σω­πο του ιερέ­ως, του επι­σκό­που, να μας κηρύ­ξεις στον ναό; Δεν σε πήρα­με στο σπί­τι και σε φιλο­ξε­νή­σα­με; Δεν σου κάνα­με ένα ωραίο τρα­πέ­ζι; Πώς λες ότι δεν μας γνω­ρί­ζεις;». «Σας βεβαιώ­νω», λέει ο Κύριος, «Οκ οδα μς, ργά­ται τς νομί­ας». Φύγε­τε από δω, δεν σας ανα­γνω­ρί­ζω». Ακού­σα­τε; Είναι φοβε­ρό. Ας βγά­λο­με τις αυτα­πά­τες, αγα­πη­τοί μου, ας βγά­λο­με τις ψευ­δαι­σθή­σεις. Μόνο εάν είμαι μετα­νο­η­μέ­νος άνθρω­πος, μόνον εάν γίνο­μαι κοι­νω­νός σώμα­τος και αίμα­τος Χρι­στού, κατά το ανθρώ­πι­νον, άξιος, όσο είναι δυνα­τόν, μόνο εάν τηρώ τις εντο­λές του Θεού, τότε μόνο μπο­ρώ να λέγω ότι είμαι μέσα στην Εκκλη­σία. Και τότε μόνο μπο­ρώ να δια­τη­ρώ την ελπί­δα ότι μπο­ρώ να σωθώ. Μόνον τότε. Αλλά να το ξέρο­με. Έξω από την Εκκλη­σία δεν υπάρ­χει η σωτη­ρία, όπως σαφώς το λέγει ο άγιος Κυπρια­νός αυτό. Έξω της Εκκλη­σί­ας σωτη­ρία δεν υπάρ­χει.

Αγα­πη­τοί μου, η Εκκλη­σία, είδα­με, ότι είναι το μεγά­λο εργα­στή­ρι της αγιό­τη­τος, το παν­δο­χεί­ον που δέχε­ται την έλλο­γον και την άλο­γον κτί­σιν, για να την αγιά­σει, να την αφθαρ­τί­σει, να την αθα­να­τί­σει, να την εισα­γά­γει εις την μακα­ριό­τη­τα του Θεού. Η Εκκλη­σία ακό­μη είναι το θαυ­μά­σιον θερα­πευ­τή­ριον. Η Εκκλη­σία είναι η κιβω­τός η αλη­θής που σώζει.

Αλλά ας κλεί­σο­με με αυτά τα θαυ­μά­σια λόγια του Ιερού Χρυ­σο­στό­μου: «Μή απέ­χου πό κκλη­σί­ας. Οδέν γάρ κκλη­σί­ας ισχυ­ρό­τε­ρον(:Μην απο­μα­κρύ­νε­σαι από την Εκκλη­σία. Δεν υπάρ­χει τίπο­τα ισχυ­ρό­τε­ρο από την Εκκλη­σία). λπίς σου; κκλη­σία. σωτη­ρία σου; κκλη­σία. κατα­φυ­γή σου; κκλη­σία».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_123.mp3





Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ

«Κα δο νομι­κός τις νέστη κπει­ρά­ζων ατν κα λέγων· διδά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζων αώνιον κλη­ρο­νο­μή­σω;(:Εκεί που κάθον­ταν, ιδού σηκώ­θη­κε κάποιος νομο­δι­δά­σκα­λος για να δοκι­μά­σει τον Χρι­στό και να απο­δεί­ξει ότι δεν γνώ­ρι­ζε ο Ιησούς τον νόμο και Του είπε: ‘’Διδά­σκα­λε, ποιο έργο αρε­τής ή ποια θυσία πρέ­πει να κάνω για να κλη­ρο­νο­μή­σω τη μακά­ρια και αιώ­νια ζωή;’’). δ επεν πρς ατν, Εν τ νμ τ γγρα­πται; πς ναγινσκεις; δ ποκρι­θες επεν, γαπσεις κριον τν θεν σου ξ λης [τς] καρδας σου κα ν λ τ ψυχ σου κα ν λ τ σχϊ σου κα ν λ τ δια­νοίᾳ σου, κα τν πλησον σου ς σεαυτν(: Και ο Κύριος τού είπε: ‘’Στον νόμο τι έχει γρα­φεί; Εσύ που σπου­δά­ζεις και ερευ­νάς τον νόμο, τι δια­βά­ζεις εκεί για το ζήτη­μα αυτό; Και πώς το αντι­λαμ­βά­νε­σαι;’’. Ο νομι­κός τότε του απο­κρί­θη­κε: ‘’Στον νόμο είναι γραμ­μέ­νο το εξής: ‘’Να αγα­πάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρ­διά, ώστε σε Αυτόν να είσαι ολο­κλη­ρω­τι­κά παρα­δο­μέ­νος, με όλα τα βάθη της εσω­τε­ρι­κής και πνευ­μα­τι­κής υπάρ­ξε­ώς σου· και με όλη σου την ψυχή, ώστε Αυτόν να ποθείς, με όλο το συναί­σθη­μά σου· και με όλη τη θέλη­ση και τη δύνα­μή σου, ώστε καθε­τί που θα κάνεις να είναι σύμ­φω­νο με το θέλη­μά Του. Και με όλη σου τη δύνα­μη και με δρα­στη­ριό­τη­τα ακού­ρα­στη να εργά­ζε­σαι για την εφαρ­μο­γή του θελή­μα­τός Του. Να Τον αγα­πάς και με τον νου σου ολό­κλη­ρο, ώστε Αυτόν πάν­το­τε να σκέ­φτε­σαι. Να αγα­πάς επί­σης και τον πλη­σί­ον σου, τον συνάν­θρω­πό σου, όσο και όπως αγα­πάς τον εαυ­τό σου)»[Λου­κά, 10,25–27].

Λέγον­τας «και­ρόν» εννο­εί εκεί­νον κατά τον οποίο διέ­με­νε ο Σωτή­ρας στη γη, Αυτός που είναι παν­τού παρών, και δεν απο­μα­κρύ­νε­ται από τα πατρι­κά Του. Νομι­κό βέβαια εδώ ο ευαγ­γε­λι­στής, ονο­μά­ζει τον γνώ­στη των νόμων, σύμ­φω­να με τη συνή­θεια των Ιου­δαί­ων, δηλα­δή εκεί­νον που νομί­ζει ότι γνω­ρί­ζει τον νόμο, αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν τον γνω­ρί­ζει ακό­μα. Αυτός νόμι­σε ότι θα συναρ­πά­σει τον Χρι­στό. Και σε ποιους, θα σας πω. Κάποιοι λογο­ποιοί που ήταν συνη­θι­σμέ­νοι στις αθυ­ρο­στο­μί­ες, περι­φέ­ρον­ταν σε όλη τη χώρα των Ιου­δαί­ων, ακό­μα και σε αυτήν την Ιερου­σα­λήμ, κατη­γο­ρών­τας τον Χρι­στό και λέγον­τας, ότι η εντο­λή βέβαια που δόθη­κε μέσω του Μωυ­σή είναι ανώ­φε­λη, Αυτός όμως φέρ­νει και­νούρ­γιες διδα­σκα­λί­ες. Υπήρ­χαν όμως και κάποιοι από εκεί­νους που είχαν ήδη πιστέ­ψει, οι οποί­οι αντι­δρού­σαν στα λεγό­με­να εκεί­νων, απο­δε­χό­με­νοι παν­τού το ευαγ­γε­λι­κό και σωτή­ριο κήρυγ­μα.

Θέλον­τας λοι­πόν ο νομι­κός, δηλα­δή νομί­ζον­τας ότι θα παγι­δεύ­σει τον Χρι­στό να πει κάτι εναν­τί­ον του Μωυ­σή, δηλα­δή εναν­τί­ον των εντο­λών που είχε παρα­δώ­σει ο Μωυ­σής, λέγον­τας ότι η δική Του διδα­σκα­λία είναι ανώ­τε­ρη, πλη­σί­α­σε Αυτόν, πει­ρά­ζον­τάς Τον και λέγον­τας: «Τι να κάνω για να κλη­ρο­νο­μή­σω την αιώ­νια ζωή;». Τον πλη­σιά­ζει με υπο­κρι­σία και ύφος προ­σποι­η­τό, και υπο­κρι­νό­με­νος ότι τον τιμά, τον ονο­μά­ζει διδά­σκα­λο, ώστε με τα καλό­λο­γά του να μη γίνει αντι­λη­πτό το δόλιο πεί­ραγ­μά του. Αλλά θα μπο­ρού­σε κάποιος από αυτούς που γνω­ρί­ζουν το μυστή­ριο της Ενσάρ­κου οικο­νο­μί­ας να του πει: «Εάν γνώ­ρι­ζες καλά τον νόμο και το βαθύ­τε­ρο νόη­μα της διδα­σκα­λί­ας που είναι κρυμ­μέ­νη σε αυτόν, δεν θα αγνο­ού­σες ότι Αυτός τον οποίο επι­χει­ρείς να πει­ρά­ξεις, γνω­ρί­ζει τα από­κρυ­φα και μπο­ρεί να δει καθα­ρά τις καρ­διές αυτών που Τον πλη­σιά­ζουν. Τον απο­κα­λείς διδά­σκα­λο, ενώ δεν ανέ­χε­σαι να μάθεις. Υπο­κρί­νε­σαι ότι Τον τιμάς, περι­μέ­νον­τας να Τον παγι­δεύ­σεις».

Πρό­σε­χε, σε παρα­κα­λώ, πάλι την κακο­ή­θεια στα λόγια του νομι­κού. Για­τί ενώ μπο­ρού­σε να πει: «Τι να κάνω για να σωθώ;», δηλα­δή «να αρέ­σω στον Θεό και να λάβω την αμοι­βή από Αυτόν;». Όμως εκεί­να τα αφή­νει και χρη­σι­μο­ποιεί μάλ­λον τα λόγια του Σωτή­ρα, ρίχνον­τας στο δικό του κεφά­λι τα γέλια. Επει­δή δηλα­δή ο Σωτή­ρας των όλων Χρι­στός συνή­θι­ζε να μιλά συχνά για την αιώ­νια ζωή σε εκεί­νους που Τον πλη­σί­α­ζαν, μιλών­τας, όπως είπα, ο περιαυ­το­λό­γος νομι­κός, χρη­σι­μο­ποιεί τα δικά Του λόγια.

Όμως αν ήσουν πραγ­μα­τι­κά φιλο­μα­θής, νομι­κέ, θα είχε ακού­σει από Αυτόν αυτά που οδη­γούν στην αιώ­νια ζωή, επει­δή όμως Τον πει­ρά­ζεις με κακή πρό­θε­ση, δεν θα ακού­σεις τίπο­τε άλλο, παρά μόνο αυτά που έχουν νομο­θε­τη­θεί από παλαιά τα χρό­νια μέσω του Μωυ­σή, τα οποία προ­φα­νώς δεν είχαν την αιώ­νια ζωή ως αντα­μοι­βή, αλλά μόνο αυτήν που είναι δοσμέ­νη εδώ και την απαλ­λα­γή από τα κακά και την αντα­πό­δο­ση των καλύ­τε­ρων. Για­τί λέγει ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας: «Κα ἐὰν θέλη­τε κα εσακού­ση­τέ μου, τ γαθ τς γς φάγε­σθε· ἐὰν δ μ θέλη­τε, μηδ εσακού­ση­τέ μου, μάχαι­ρα μς κατέ­δε­ται· τ γρ στό­μα Κυρί­ου λάλη­σε τατα(:Εάν λοι­πόν θελή­σε­τε και με ακού­σε­τε και συμ­μορ­φω­θεί­τε προς τις εντο­λές μου, θα φάγε­τε πλού­σια τα αγα­θά της γης. Εάν όμως δεν θελή­σε­τε και δεν με υπα­κού­σε­τε και απο­μα­κρυν­θεί­τε από εμέ­να, η μάχαι­ρα των εχθρών σας θα σας κατα­φά­ει”. Το στό­μα του Κυρί­ου είναι εκεί­νο, το οποίο διε­κή­ρυ­ξε αυτά και θα γίνουν όπως τα είπε)» [Ησ.1,19–20].

«Επεν δ ατ, Ορθς πεκρθης· τοτο ποει κα ζσ. δ θλων δικαισαι αυτν επεν πρς τν Ιησον, Κα τς στν μου πλησον;(:Του είπε τότε ο Κύριος: “Σωστή απάν­τη­ση έδω­σες. Να κάνεις πάν­το­τε αυτό που είπες, και θα κλη­ρο­νο­μή­σεις τη βασι­λεία του Θεού και θα ζήσεις σε αυτή”. Ο νομο­δι­δά­σκα­λος όμως θέλον­τας να δικαιο­λο­γή­σει τον εαυ­τό του , επει­δή όπως απο­δεί­χθη­κε, έθε­σε στον Ιησού ένα ερώ­τη­μα πάνω στο οποίο του ήταν γνω­στή η απάν­τη­ση, είπε στον Ιησού: ‘’Και ποιον πρέ­πει να θεω­ρώ πλη­σί­ον μου σύμ­φω­να με την Αγία Γρα­φή;’’)»[Λουκ. 10,28–29].

Πλην όμως, όταν ο νομι­κός ανέ­φε­ρε όσα ανα­γρά­φον­ται στον νόμο, επι­τι­μών­τας την πονη­ρία και ελέγ­χον­τας το δύστρο­πο αλα­ζο­νι­κό φρό­νη­μά του, ο Χρι­στός που τα γνω­ρί­ζει όλα είπε: «Σωστά απάν­τη­σες. Αυτό να κάνεις και θα ζήσεις». Έχα­σε το θήρα­μά του ο νομι­κός, σχί­σθη­κε το δίχτυ της απά­της. Ας πού­με λοι­πόν προς αυτόν τα λόγια του Ιερε­μία: «Ερέθης κα λήφθης, τι τ Κυρί ντέ­στης(:Βρέ­θη­κες από τους εχθρούς σου αδύ­να­τος πλέ­ον, κυριεύ­τη­κες από αυτούς· και τού­το, διό­τι εσύ πει­σμα­τι­κά αντι­στά­θη­κες στον Κύριο)» [Ιερ.27,24].

Αφού απέ­τυ­χε στο κυνή­γι, κυλί­στη­κε στη φιλο­δο­ξία. Από την απά­τη στην υπε­ρη­φά­νεια, δανεί­ζον­τάς τον κατά κάποιο τρό­πο οι κακί­ες μετα­ξύ τους. Για­τί ρώτη­σε όχι επει­δή ήθε­λε να μάθει, αλλά όπως λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής, για να δικαιώ­σει τον εαυ­τό του. Πρό­σε­χε λοι­πόν πώς με εγωι­σμό και μαζί και με υπε­ρο­ψία, φώνα­ζε με αναί­δεια: «Και ποιος είναι ο πλη­σί­ον μου;». «Ποιος είναι αυτός», λέγει, «για να τον αγα­πή­σω σαν τον εαυ­τό μου; Είμαι ανώ­τε­ρος όλων, είμαι νομι­κός, κρί­νω τους πάν­τες, δεν κρί­νο­μαι από κανέ­να· δικά­ζω και δεν δικά­ζο­μαι· δια­φέ­ρω από όλους· όλοι έχουν την ανάγ­κη μου, εγώ δεν έχω την ανάγ­κη κανε­νός· ποιος λοι­πόν είναι ο πλη­σί­ον μου, για να τον αγα­πή­σω σαν τον εαυ­τό μου;». Κανέ­νας πάλι, νομι­κέ, δεν είναι σαν εσέ­να; Τοπο­θε­τείς τον εαυ­τό σου πέρα από όλους; Κατέ­βα­σε τα φρύ­διά σου· θυμή­σου τον Παροι­μια­στή που λέγει: «Κακς μεθ᾿ βρε­ως πράσ­σει κακά, ο δ αυτν πιγνώ­μο­νες σοφοί(:Ο αμε­τα­νόη­τος κακός άνθρω­πος δια­πράτ­τει με θρα­σύ­τη­τα το κακό και καυ­χά­ται γι’ αυτό. Όσοι όμως έχουν αυτο­γνω­σία είναι σοφοί και ταπει­νό­φρο­νες)» [Παροιμ.13,10].

Πραγ­μα­τι­κά το νόη­μα της ζωής βρί­σκε­ται σε αυτό, στο να αγα­πά­με τον Θεό και τον πλη­σί­ον, χωρίς να εναλ­λάσ­σον­ται από εμάς, αλλά επε­κτεί­νον­τας αυτούς πέρα από τα ιου­δαϊ­κά μέτρα, και εντάσ­σον­τας την επέ­κτα­ση στο νόη­μα των εντο­λών που έχουν λεχθεί. Για­τί το να αγα­πά­με τον Θεό με όλη την καρ­διά μας και την ψυχή μας και τη δύνα­μή μας, απο­κλεί­ει την αγά­πη προς τα χρή­μα­τα, προς την ηδο­νή και προς την κενο­δο­ξία, μας βγά­ζει από την κοσμι­κή διά­θε­ση, μας κάνει εκλε­κτούς από τον κόσμο, μας ενώ­νει με τον Χρι­στό και για να μιλή­σου­με γενι­κά μας κάνει από Ιου­δαί­ους, Χρι­στια­νούς. Και η καλώς νοού­με­νη αγά­πη προς τον πλη­σί­ον, όταν δεν απευ­θύ­νε­ται μόνο προς τον ομο­ε­θνή, αλλά προς κάθε ομο­γε­νή, γίνε­ται ακό­λου­θος της αγά­πης προς τον Θεό, προ­σλαμ­βά­νον­τας και το κατά μίμη­ση του Χρι­στού, το να τον αγα­πά­με όχι μόνο όπως τον εαυ­τό μας, αλλά και περισ­σό­τε­ρο από τον εαυ­τό μας, ώστε να θυσιά­ζου­με τη ζωή μας για τους φίλους, πράγ­μα βέβαια που έκα­νε ο Κύριος.

Και επαι­νέ­θη­κε βέβαια ο νομι­κός για την καλή απάν­τη­σή του, όμως εκδή­λω­σε το πάθος της αλα­ζο­νεί­ας του, λέγον­τας ότι κανέ­νας δεν είναι πλη­σί­ον του, για­τί κανείς δεν ήταν εφά­μιλ­λος με αυτόν ως προς τη δικαιο­σύ­νη. Πίστευε δηλα­δή αυτά που πίστευε και ο Φαρι­σαί­ος εκεί­νος που έλε­γε: « Θεός, εχαριστ σοι τι οκ εμ σπερ ο λοι­πο τν νθρώ­πων, ρπα­γες, δικοι, μοι­χοί, κα ς οτος τελώ­νης(:Σε ευχα­ρι­στώ, Θεέ μου, διό­τι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρω­ποι, άρπα­γες, άδι­κοι, μοι­χοί ή και όπως αυτός ο τελώ­νης)»[Λου­κά 18,11], μη γνω­ρί­ζον­τας ότι αυτό βλά­πτει τη δικαιο­σύ­νη, το να μην κάνει από αγά­πη αυτό που κάνει. Συλ­λαμ­βά­νε­ται λοι­πόν και αυτός φτω­χός από αγά­πη, οπωσ­δή­πο­τε βέβαια και της αγά­πης προς τον Θεό, αλλά όπως είναι φανε­ρό και της προς τον πλη­σί­ον, αφού θεω­ρεί ότι δεν υπάρ­χει κάποιος πλη­σί­ον γι΄αυτόν. Και είναι φανε­ρό ότι, αφού δεν αγα­πά τον αδελ­φό που τον έχει δει, δεν μπο­ρεί να αγα­πά τον Θεό, τον οποίο δεν έχει δει.

«πολα­βὼν ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, ῎Ανθρω­πός τις κατέ­βαι­νεν ἀπὸ ᾽Ιερου­σα­λὴμ εἰς ᾽Ιερι­χὼ καὶ λῃσταῖς περιέ­πε­σεν, οἳ καὶ ἐκδύ­σαν­τες αὐτὸν καὶ πλη­γὰς ἐπι­θέν­τες ἀπῆλ­θον ἀφέν­τες ἡμι­θα­νῆ. κατὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱερεύς τις κατέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκεί­νῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντι­πα­ρῆλ­θεν· ὁμοί­ως δὲ καὶ Λευί­της [γενό­με­νος] κατὰ τὸν τόπον ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντι­πα­ρῆλ­θεν. Σαμα­ρί­της δέ τις ὁδεύ­ων ἦλθεν κατ᾽ αὐτὸν καὶ ἰδὼν ἐσπλαγ­χνί­σθη(: Τότε ο Ιησούς με την αφορ­μή αυτή πήρε τον λόγο και είπε: Κάποιος άνθρω­πος κατέ­βαι­νε από τα Ιερο­σό­λυ­μα στην Ιερι­χώ κι έπε­σε σε ενέ­δρα ληστών. Αυτοί δεν αρκέ­στη­καν μόνο να του πάρουν τα χρή­μα­τά του, αλλά και τον έγδυ­σαν, τον τραυ­μά­τι­σαν, τον γέμι­σαν με πλη­γές και έφυ­γαν, αφού τον άφη­σαν μισο­πε­θα­μέ­νο. Κατά σύμ­πτω­ση τότε κατέ­βαι­νε στον δρό­μο εκεί­νο κάποιος ιερέ­ας, και ενώ τον είδε, τον προ­σπέ­ρα­σε από το απέ­ναν­τι μέρος του δρό­μου χωρίς να του δώσει σημα­σία ή κάποια βοή­θεια. Το ίδιο και κάποιος Λευί­της που περ­νού­σε από το μέρος εκεί­νο, ενώ πλη­σί­α­σε και είδε τον πλη­γω­μέ­νο, απο­μα­κρύν­θη­κε αμέ­σως και τον προ­σπέ­ρα­σε και αυτός από το απέ­ναν­τι μέρος του δρό­μου. Ένας Σαμα­ρεί­της όμως που περ­νού­σε από το δρό­μο εκεί­νο, ήλθε στο μέρος όπου ήταν ξαπλω­μέ­νος, και όταν τον είδε τον σπλα­χνί­στη­κε και τον πόνε­σε)»[Λουκ.10,29–33].

Πρό­σε­χε πώς παρου­σιά­ζει ο Σωτή­ρας ποιος είναι ο πλη­σί­ον, καθα­ρί­ζον­τάς τον όχι από το γένος, ούτε εξε­τά­ζον­τας την αρε­τή του, αλλά συν­δέ­ον­τάς τον με τη φύση, διη­γού­με­νος για εκεί­νον που έπα­θε δει­νά από ληστές, στον οποίο ται­ριά­ζει φιλαν­θρω­πία από κάθε άνθρω­πο, για­τί αυτό απαι­τεί η ίδια η φύση. Δεί­χνε­ται όμως με την παρα­βο­λή και τού­το, ότι βρί­σκει τον από τη φύση του πλη­σί­ον αυτός που δεν είναι υπε­ρή­φα­νος, παρά ο υπε­ρό­πτης. Για­τί ο Σαμα­ρεί­της παρου­σιά­ζε­ται ανώ­τε­ρος από τον ιερέα και τον Λευί­τη. Για­τί αυτοί, ενώ κεί­τον­ταν μισο­πε­θα­μέ­νος και με πολύ μεγά­λες κακώ­σεις, τον προ­σπέ­ρα­σαν, χωρίς να αισθαν­θούν γι΄αυτόν τίπο­τε το ανθρώ­πι­νο, χωρίς να στά­ξουν το λάδι της αγά­πης, αλλά εκδη­λώ­νον­τας μάλ­λον άσπλα­χνο και σκλη­ρό φρό­νη­μα, ενώ ο αλλο­γε­νής που ανή­κε στους Σαμα­ρεί­τες εκτέ­λε­σε τον νόμο της αγά­πης. Άκουε βέβαια και την παρα­βο­λή:

«Κα προ­σελθν κατδησεν τ τραματα ατο πιχων λαιον κα ονον, πιβιβσας δ ατν π τ διον κτνος γαγεν ατν ες παν­δο­χεον κα πεμελθη ατο κα π τν αριον κβαλν δωκεν δο δηνρια τ παν­δο­χε κα επεν, Επι­μελθητι ατο, κα τι ν προσ­δα­πανσς γ ν τ πανρχε­σθα με ποδσω σοι (: Τον πλη­σί­α­σε τότε και του έδε­σε με επι­δέ­σμους τα τραύ­μα­τά του αφού προ­η­γου­μέ­νως τα έπλυ­νε και τα άλει­ψε με λάδι και με κρα­σί. Κι έπει­τα τον ανέ­βα­σε στο ζώο του, τον πήγε σε κάποιο παν­δο­χείο και τον περι­ποι­ή­θη­κε, δια­κό­πτον­τας έτσι το ταξί­δι του. Την άλλη μέρα το πρωί, φεύ­γον­τας από το παν­δο­χείο που είχε δια­νυ­κτε­ρεύ­σει, έβγα­λε δύο δηνά­ρια, τα έδω­σε στον ξενο­δό­χο και του είπε: Περι­ποι­ή­σου τον για να γίνει καλά. Και ό,τι παρα­πά­νω ξοδέ­ψεις, εγώ καθώς θα επι­στρέ­φω στην πατρί­δα μου και θα ξανα­πε­ρά­σω από εδώ, θα σου τα πλη­ρώ­σω)»[Λουκ.10,34–35].

Κατά άλλη ερμη­νεία: Επει­δή σύμ­φω­να με αυτό που έχει γρα­φεί: «Κα νθρω­πος ν τιμ ν ο συνκε, παρα­συ­νε­βλή­θη τος κτή­νε­σι τος νοή­τοις κα μοιώ­θη ατος(:Ω, τον ταλαί­πω­ρο τον άνθρω­πο! Ενώ έχει λάβει από τον Θεό την ανυ­πο­λό­γι­στη τιμή της λογι­κής του φύσε­ως, δεν το κατα­νόη­σε και δεν συνε­τί­στη­κε, αλλά εξι­σώ­θη­κε με τα άλο­γα και ανόη­τα κτή­νη και έγι­νε όμοιος με αυτά κατά τον τρό­πο της ζωής και τα ένστι­κτα)»[Ψαλμ.48,21], και κυριεύ­τη­κε από κάθε ζωώ­δη και ακό­λα­στη επι­θυ­μία, αφού έγι­νε απαρ­χή του γένους μας ο Χρι­στός, ο οποί­ος δεν γνώ­ρι­σε αμαρ­τία, έδει­ξε πρώ­τος στον εαυ­τό Του να υπερ­βού­με αυτά τα κτη­νώ­δη πάθη· για­τί Αυτός ανέ­λα­βε τις αδυ­να­μί­ες μας και βάστα­ξε τις αρρώ­στιες μας. Γι’ αυτό είπε ότι εκεί­νον που θερα­πεύ­θη­κε τον ανέ­βα­σε στο δικό του υπο­ζύ­γιο. Για­τί μας έφε­ρε στον εαυ­τό Του, επει­δή είμα­στε μέλη του σώμα­τός Του. Αλλά και σε παν­δο­χείο τον πήγε· παν­δο­χείο βέβαια ονο­μά­ζει την Εκκλη­σία, η οποία δέχε­ται και χωρεί όλους.

Για­τί δεν θα ακού­σου­με πια σύμ­φω­να με τη στε­νό­τη­τα της νομι­κής σκιάς και της τυπι­κής λατρεί­ας: «Οκ εσελεύ­σε­ται μμα­νί­της κα Μωα­βί­της ες κκλη­σί­αν Κυρί­ου· κα ως δεκά­της γενες οκ εσελεύ­σε­ται ες τν κκλη­σί­αν Κυρί­ου κα ως ες τν αἰῶνα (: στην ενώ­πιον του Κυρί­ου συνά­θροι­ση δεν επι­τρέ­πε­ται να προ­σέλ­θει Αμμα­νί­της και Μωα­βί­της και έως δεκά­της ακό­μη γενε­άς. Στον αιώ­να τον άπαν­τα δεν θα εισέλ­θει κανείς από αυτούς σε συγ­κέν­τρω­ση Κυρί­ου)»[Δευτ.23,4], αλλά «πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη, βαπτί­ζον­τες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύ­μα­τος(:Λοι­πόν, πηγαί­νε­τε τώρα και διδά­ξα­τε σε όλα τα έθνη την αλή­θεια. Και αυτούς που θα πιστέ­ψουν και θα γίνουν μαθη­τές σας, βαπτί­στε τους στο όνο­μα του Πατρός και του Υιού και του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)» [Ματθ.28,19] και «λλ᾿ ν παντ θνει φοβού­με­νος ατν κα ργα­ζό­με­νος δικαιο­σύ­νην δεκτς ατ στι(:αλλά σε κάθε έθνος, καθέ­νας που ευλα­βεί­ται τον Θεό και εφαρ­μό­ζει δικαιο­σύ­νη στη ζωή του, γίνε­ται δεκτός από Αυτόν)» [Πράξ.10,35].

Και αφού τον οδή­γη­σε στο παν­δο­χείο, ζήτη­σε να τύχει μεγα­λύ­τε­ρης φρον­τί­δας. Και πράγ­μα­τι όταν συγ­κρο­τή­θη­κε η Εκκλη­σία από τα νεκρω­μέ­να από την πολυ­θε­ΐα έθνη, ό ίδιος ο Χρι­στός ήταν σύμ­φω­να με αυτό που έχει γρα­φεί, που κατοι­κού­σε και περ­πα­τού­σε μέσα σε αυτήν και δώρι­ζε κάθε πνευ­μα­τι­κό χάρι­σμα.

Γι’ αυτό και στον προϊ­στά­με­νο του παν­δο­χεί­ου (αυτός μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ότι απο­τε­λεί τύπο των απο­στό­λων και των μετά από αυτούς ποι­μέ­νων και διδα­σκά­λων), ανε­βαί­νον­τας στον ουρα­νό, έδω­σε δύο δηνά­ρια, για να φρον­τί­σει με πολ­λή επι­μέ­λεια τον άρρω­στο. Και επι­πρό­σθε­τα του είπε: «Εάν δαπα­νή­σει και περισ­σό­τε­ρα, όταν επα­νέλ­θω εγώ θα σου τα δώσω». Δύο δηνά­ρια ονο­μά­ζει τις δύο Δια­θή­κες, και εκεί­νη που δόθη­κε με τον νόμο του Μωυ­σή και των προ­φη­τών κα αυτή που δόθη­κε με τα Ευαγ­γέ­λια και τις απο­στο­λι­κές δια­τά­ξεις, που και οι δύο ήταν ενός Θεού, και έφε­ραν μία εικό­να του ουρά­νιου και ενός βασι­λέ­ως, όπως και τα δηνά­ρια, και σφρά­γι­ζαν και απο­τύ­πω­ναν μέσα στις καρ­διές μας, με τα ιερά λόγια, τον ίδιο χαρα­κτή­ρα, για­τί και μέσα σε αυτές είχε μιλή­σει το ίδιο Πνεύ­μα.

Ας χαθούν ο Μάνης, και πριν από αυτόν ο Μαρ­κί­ων, οι αθε­ό­τα­τοι, οι οποί­οι απο­δί­δουν αυτές σε διά­φο­ρους θεούς· για­τί ενός βασι­λεία είναι τα δύο δηνά­ρια, και μαζί και τα δύο και ισό­τι­μα δόθη­καν στον προϊ­στά­με­νό του παν­δο­χεί­ου από τον Χρι­στό, τα οποία, παίρ­νον­τάς τα οι ποι­μέ­νες των αγιό­τα­των εκκλη­σιών, τα αύξη­σαν με τους κόπους και τους ιδρώ­τες των διδα­σκα­λιών, και τα δαπά­νη­σαν μέσα στην Εκκλη­σία, και με τη δαπά­νη τα αύξη­σαν περισ­σό­τε­ρο(για­τί τέτοιο είναι το νοη­τό αργύ­ριο, ενώ δαπα­νά­ται, δε μειώ­νε­ται, αλλά αυξά­νε­ται, πράγ­μα που είναι ο λόγος της διδα­σκα­λί­ας) και όταν θα επα­νέλ­θει ο Κύριος, κατά την τελευ­ταία ημέ­ρα, θα πει ο καθέ­νας: Κύριε, δύο δηνά­ρια μού έδω­σες· Να ξοδεύ­ον­τάς τα μέσα στο ποί­μνιό μου, έχω κερ­δί­σει και άλλα δύο, με τα οποία αύξη­σα το ποί­μνιο. Και απαν­τών­τας θα πει: «Ε, δολε γαθ κα πιστέ! π λίγα ς πιστός, π πολλν σε κατα­στή­σω· εσελ­θε ες τν χαρν το κυρί­ου σου(:Εύγε δού­λε, αγα­θέ και πιστέ! Σε λίγα υπήρ­ξες πιστός, σε πολ­λά θα σε εγκα­τα­στή­σω. Είσελ­θε για να λάβεις μέρος στη χαρά του Κυρί­ου σου)»[Ματθ.25,16–21].

«Τς τοτων τν τριν πλησον δοκε σοι γεγονναι το μπεσντος ες τος λστς; δ επεν, Ο ποισας τ λεος μετ ατο. επεν δ ατ Ιησος, Πορεου κα σ ποει μοως(: Λοι­πόν, ρώτη­σε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά ο Ιησούς, ποιος από τους τρεις αυτούς σου φαί­νε­ται ότι έκα­νε το καθή­κον του προς τον συνάν­θρω­πο και απο­δεί­χθη­κε στην πρά­ξη πλη­σί­ον και αδελ­φός εκεί­νου που έπε­σε στα χέρια των ληστών; Και αυτός είπε: ‘’ Πλη­σί­ον’’ του απο­δεί­χθη­κε αυτός που τον σπλα­χνί­στη­κε και τον ελέη­σε. Του είπε λοι­πόν ο Ιησούς: “Πήγαι­νε και κάνε κι εσύ το ίδιο”)».

Δεί­χνε δηλα­δή συμ­πά­θεια σε κάθε άνθρω­πο που πάσχει, χωρίς να εξε­τά­ζεις αν αυτός είναι συγ­γε­νής σου ή συμ­πα­τριώ­της σου,και χωρίς να λογα­ριά­ζεις τις θυσί­ες και τους κόπους και τις δαπά­νες που θα υπο­στείς για να βοη­θή­σεις και να συν­τρέ­ξεις αυτόν που πάσχει, έστω και αν αυτός είναι εχθρός σου. Έτσι και ο Χρι­στός, που οι εχθροί του Τον έβρι­ζαν «Σαμα­ρεί­τη», στην κατα­πλη­γω­μέ­νη και μισο­πε­θα­μέ­νη από τις αμαρ­τί­ες ανθρω­πό­τη­τα έγι­νε ο καλός και αγα­θός Σαμα­ρεί­της. Και για να τη θερα­πεύ­σει από τις πλη­γές της, όχι μόνο υπέ­στη κόπους, αλλά υπο­βλή­θη­κε και σε θάνα­το σταυ­ρι­κό)»[Λουκά,10,36–37]·[ερμην.απόδοση Πανα­γιώ­του Τρεμ­πέ­λα].

Εύλο­γα ο Κύριος ρώτη­σε ποιον από τους τρεις θεώ­ρη­σε ότι έγι­νε πλη­σί­ον εκεί­νου που έπα­θε. Και αυτός απάν­τη­σε: «Εκεί­νος που του έδει­ξε ευσπλα­χνία. Για­τί ούτε ο ιερέ­ας, ούτε ο Λευί­της, έγι­νε πλη­σί­ον εκεί­νου που έπα­θε, αλλά εκεί­νος που του έδει­ξε ευσπλα­χνία». Και ο Κύριος σε αυτά απάν­τη­σε: «Πήγαι­νε και κάνε κι εσύ το ίδιο». Για­τί είναι ανώ­φε­λο το αξί­ω­μα της ιερο­σύ­νης σε εκεί­νους που το έλα­βαν, και σε εκεί­νους που νομί­ζουν ότι είναι νομο­μα­θείς με το να ονο­μά­ζον­ται νομο­μα­θείς, εάν δεν ευδο­κι­μούν με τα ίδια τα έργα τους. Να λοι­πόν έχει πλε­χθεί το στε­φά­νι της αγά­πης σε εκεί­νον ο οποί­ος αγά­πη­σε τον πλη­σί­ον. Αυτός ήταν Σαμα­ρεί­της, αλλά όχι αξιο­κα­τα­φρό­νη­τος.

Γι’ αυτό ομο­λό­γη­σε ο πρώ­τος μετα­ξύ των μαθη­τών, δηλα­δή ο μακά­ριος Πέτρος, λέγον­τας τα εξής: «π᾿ ληθεί­ας κατα­λαμ­βά­νο­μαι τι οκ στι προ­σω­πο­λή­πτης Θεός, λλ᾿ ν παντ θνει φοβού­με­νος ατν κα ργα­ζό­με­νος δικαιο­σύ­νην δεκτς ατ στι(:Αλή­θεια, κατα­λα­βαί­νω τώρα πολύ καλά, ότι ο Θεός δεν είναι προ­σω­πο­λή­πτης. Αλλά σε κάθε έθνος, καθέ­νας, που ευλα­βεί­ται τον Θεό και εφαρ­μό­ζει δικαιο­σύ­νη στη ζωή του, γίνε­ται δεκτός από Αυτόν)» [Πράξ.10,34–35]· για­τί ο Κύριος που αγα­πά την αρε­τή, δέχε­ται όλους εκεί­νους που είναι ερα­στές των αγα­θών έργων και τους ασπά­ζε­ται και τους θεω­ρεί γνή­σιους και τους καθι­στά άξιους των μελ­λον­τι­κών αγα­θών.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, Εξή­γη­σις υπο­μνη­μα­τι­κή εις το κατά Λου­κάν ευαγ­γέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία».

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου Αλε­ξαν­δρεί­ας Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλα­μάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005, «Υπό­μνη­μα εις το κατά Λου­κάν Α΄», κεφά­λαιο 10ο, σελ. 437–447.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος ΣΤ (Κυρια­κο­δρό­μιο Γ΄)

Ο Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός ἦρθε γιά ν’ ἀλλά­ξει τά μέτρα καί τίς κρί­σεις τῶν ἀνθρώ­πων. Οἱ ἄνθρω­ποι εἶχαν ἐκτι­μή­σει τη φύση μέ μέτρο τόν ἑαυ­τό τους, ἀλλά τό μέτρο τους ἦταν ἐλατ­τω­μα­τι­κό. Οἱ ἄνθρω­ποι εἶχαν συγ­κρί­νει τήν ψυχή μέ τό σῶμα. Ἔτσι τό μέγε­θος τῆς ψυχῆς κάλυ­πτε μόλις λίγα ἑκα­το­στά τοῦ μέτρου. Οἱ ἄνθρω­ποι εἶχαν ἐκτι­μή­σει τό Θεό μέ μέτρο τόν ἑαυ­τό τους. Γι’ αὐτούς ὁ Θεός εἶχε ἐξάρ­τη­ση από τόν ἄνθρω­πο. Οἱ ἄνθρω­ποι εἶχαν συγ­κρί­νει τήν ἀρε­τή μέ τήν ἐπι­τυ­χία, ἡ ἀρε­τή ὅμως τούς φαι­νό­ταν φτη­νή και τυραν­νι­κή. Οἱ ἄνθρω­ποι ἐκτι­μοῦ­σαν τήν πρό­ο­δό τους καί ὑπε­ρη­φα­νεύ­ον­ταν γι’ αὐτήν, ἔκα­ναν τη σύγ­κρι­σή τους μέ τά ζῶα, πού στή συμ­πε­ρι­φο­ρά τους τά ὁδη­γεῖ πάν­τα τό ἔνστι­κτο. Ὁ οὐρα­νός ὅμως ἀπέρ­ρι­πτε τόν αὐτο­έ­παι­νό τους, ἐνῶ καί τά ζῶα ἀδια­φο­ροῦ­σαν.

Οἱ ἄνθρω­ποι ἄρχι­σαν να κρί­νουν τη συγ­γέ­νεια τοῦ ἀνθρώ­που μέ τούς συναν­θρώ­πους του σε σχέ­ση μέ τό αἷμα, τή νοο­τρο­πία, τήν ἀπό­στα­ση πού χωρί­ζει τα σπί­τια ἤ τά χωριά ὅπου ζοῦ­σαν στή γῆ, ἀνά­λο­γα μέ τή γλώσ­σα ἤ τή διά­λε­κτο πού μια λοῦ­σαν κι ἑκα­τό ἄλλα πράγ­μα­τα. Ὅλες αὐτές οἱ παρά­με­τροι σχέ­σης καί συγ­γέ­νειας ὅμως δέν μπο­ροῦ­σαν νά δώσουν στούς ἀνθρώ­πους πραγ­μα­τι­κή σχέ­ση, νά τούς φέρουν κον­τά τόν ἕνα στόν ἄλλον.

Ὅλ ̓ αὐτά τ’ ἀνθρώ­πι­να μέτρα ἦταν λίγα, ἐλατ­τω­μα­τι­κά. Ὅλες οἱ κρί­σεις τῶν ἀνθρώ­πων ἀπο­δεί­χτη­καν πλα­νε­μέ­νες. Ὁ Χρι­στός ἦρθε γιά νά σώσει τούς ἀνθρώ­πους ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν πλά­νη, ν’ ἀλλά­ξει τά μέτρα καί τίς κρί­σεις τῶν ἀνθρώ­πων. Καί τ’ ἄλλα­ξε. Ἐκεῖ­νοι πού υἱο­θέ­τη­σαν τά μέτρα καί τίς κρί­σεις τοῦ Χρι­στοῦ, σώθη­καν μέ τήν ἀλή­θεια καί τή δικαιο­σύ­νη Του. Αὐτοί πού κρά­τη­σαν τα παλιά μέτρα καί τίς κρί­σεις, μένουν μέχρι σήμε­ρα στο σκο­τά­δι κι ἐρω­το­τρο­ποῦν μέ τήν πλά­νη.

Ἡ φύση δέ μετριέ­ται με μέτρο τόν ἑαυ­τό της. Δόθη­κε στόν ἄνθρω­πο νά τή χρη­σι­μο­ποιεῖ κι ἑπο­μέ­νως ὁ ἄνθρω­πος γίνε­ται τό μέτρο της. Ἡ ψυχή δέν ἐκτι­μᾶ­ται με μέτρο τό σῶμα. Τό σῶμα δόθη­κε στην ψυχή γιά νά τήν ὑπη­ρε­τεῖ. Επο­μέ­νως ἡ ψυχή ἀπο­τε­λεῖ μέτρο γιά τό σῶμα. Ὁ Θεός δέν κρί­νε­ται μέ μέτρο τόν ἄνθρω­πο, ὅπως καί τό ἀγγεῖο δέ συγ­κρί­νε­ται μέ τόν ἀγγειο­πλά­στη. Ὁ Θεός δέν μπο­ρεί να συγ­κρι­θεῖ μέ κανέ­ναν καί μέ τίπο­τα, για­τί εἶναι τό μέτρο ὅλων κι ὁ κρι­τής ὅλων. Ἡ ἀρε­τή δέν ἐκτι­μᾶ­ται μέ μέτρο τήν ἐπι­τυ­χία. Ἕνας τρο­χός πού σύρε­ται γρή­γο­ρα ἀπό τή λάσπη, μπο­ρεῖ ἐπί­σης σύν­το­μα να ξανα­πέ­σει σ’ αὐτήν. Ἡ ἀρε­τή ἐκτι­μᾶ­ται μέ μέτρο τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρό­ο­δος τοῦ ἀνθρώ­που δε μετριέ­ται μέ κεί­νη τῶν ζώων, ἀλλά μέ τή μεί­ω­ση τῆς ἀπό­στα­σης πού τόν χωρί­ζει ἀπό τό Θεό.

Το πραγ­μα­τι­κό μέτρο της σχέ­σης που ενώ­νει τούς ἀνθρώ­πους ἀτο­μι­κά καί ὡς ἔθνη – δέν εἶναι τόσο τό αἷμα ὅσο ἡ εὐσπλα­χνία, ἡ ἀγά­πη. Ἡ ἔλλει­ψη κάποιου ανθρώ­που κι ἡ συμ­πά­θεια ἑνός ἄλλου τούς φέρ­νουν πιό κον­τά ἀπ’ ὅτι ἡ συγ­γέ­νεια αἵμα­τος. Ὅλοι οἱ δεσμοί αἵμα­τος εἶναι παρο­δι­κοί, ἡ ἀξία τους περιο­ρί­ζε­ται στην παρού­σα, την πρό­σκαι­ρη ζωή. Ὑπη­ρε­τοῦν ὡς εἰκό­να τῶν ἀνθε­κτι­κῶν κι αἰώ­νιων δεσμῶν τῆς πνευ­μα­τι­κῆς σχέ­σης. Οἱ πνευ­μα­τι­κά συγ­γε­νείς, πού δημιουρ­γοῦν­ται ἀπό τή συνάν­τη­ση τῆς ἔλλει­ψης μέ τήν ἀγά­πη, παρα­μέ­νουν ἀδέρ­φια στην αιω­νιό­τη­τα. Γιά τά σαρ­κι­κά ἀδέρ­φια πού τά συν­δέ­ει τό αἷμα, ὁ Θεός εἶναι μόνο Δημιουρ­γός. Γιά τά πνευ­μα­τι­κά ἀδέρ­φια, πού τά συν­δέ­ει ἡ ἀγά­πη, ὁ Θεός εἶναι Πατέ­ρας.

Το νέο αὐτό μέτρο συγ­γέ­νειας καί σχέ­σης ἀνά­με­σα στούς ἀνθρώ­πους, μᾶς τό πρό­σφε­ρε ὁ Κύριος Ἰησοῦς μέ τήν εὐαγ­γε­λι­κή παρα­βο­λή τοῦ καλοῦ Σαμα­ρεί­τη. Τό πρό­σφε­ρε, δέν τό ἐπέ­βα­λε. Ἡ σωτη­ρία δέν εἶναι ἐπι­βο­λή, αλλά μιά σπλα­χνι­κή προ­σφο­ρά ἀπό τήν πλευ­ρά τοῦ Κυρί­ου καί μιά θελη­μα­τι­κή απο­δο­χή από την πλευ­ρά τοῦ ἀνθρώ­που. Μακά­ριοι εἶναι ἐκεῖ­νοι πού ἀπο­δέ­χον­ται πρό­θυ­μα τό νέο αὐτό μέτρο, για­τί θ’ απο­κτή­σουν πολ­λά ἀδέρ­φια και συγ­γε­νεῖς στήν αἰώ­νια βασι­λεία τοῦ Χρι­στοῦ.

Ας δοῦ­με τί μᾶς λέει ἡ παρα­βο­λή αυτή: «Καί ἰδού νομι­κός τις ἀνέ­στη ἐκπει­ρά­ζων αὐτόν καί λέγων· διδά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζωήν αιώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω;» (Λουκ. ι’25). Εἶχε δαπα­νή­σει τη ζωή του μέ πει­ράγ­μα­τα. Τώρα προ­σποι­ή­θη­κε πώς ἤθε­λε να μάθει πῶς θά κλη­ρο­νο­μή­σει τήν αἰώ­νια ζωή. Στήν οὐσία ὁ νομι­κός αὐτός δέ σκε­φτό­ταν τη δική του ζωή, αλλά τοῦ Χρι­στοῦ. Δέν τόν ἀπα­σχο­λοῦ­σε πῶς θά σώσει τη δική του ζωή, αλλά πῶς θ ̓ ἀπει­λή­σει τή ζωή τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔψα­χνε να βρει κάποιο σφάλ­μα στο Χρι­στό, κάποιο θανά­σι­μο λάθος ενάν­τια στο Μωσαϊ­κό Νόμο, ὥστε νά τόν κατη­γο­ρή­σει μετά καί νά τόν ἐνο­χο­ποι­ή­σει. Ἔτσι θ ̓ ἀπο­κτοῦ­σε καί φήμη καλοῦ νομι­κοῦ στους συναν­θρώ­πους του. Για­τί όμως ρώτη­σε γιά τήν αἰώ­νια ζωή, ἀφοῦ στο Νόμο του Μωυ­σῆ ἀνα­φέ­ρον­ται τόσο λίγα γι’ αὐτήν; Ἡ μονα­δι­κή αντα­μοι­βή πού ὑπό­σχε­ται ὁ Νόμος σ’ ἐκεί­νους πού τόν τηροῦν, δέν εἶναι τό «ἵνα εὖ σοι γένη­ται καί ἔσῃ μακρο­χρό­νιος ἐπί τῆς γῆς» (Εφ. στ ́ 3); Εἶναι ἀλή­θεια πώς οἱ προ­φῆ­τες εἶχαν μιλή­σει γιά τό Μεσ­σία καί τήν αἰώ­νια βασι­λεία Του. Ὁ Δανι­ήλ ειδι­κό­τε­ρα είχε μιλή­σει γιά τήν αἰώ­νια βασι­λεία τῶν ἁγί­ων. Οἱ Ἰου­δαῖ­οι τῆς ἐπο­χῆς τοῦ Χρι­στοῦ ὅμως, τήν αιω­νιό­τη­τα την κατα­λά­βαι­ναν μόνο ὡς μακρο­η­μέ­ρευ­ση στή γῆ. Είναι λοι­πόν πολύ πιθα­νό ὁ νομι­κός τῆς παρα­βο­λῆς, εἴτε μόνος του εἴτε μέ τή βοή­θεια ἄλλων, νά εἶχε ἀνα­κα­λύ­ψει πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς κήρυτ­τε τήν αἰώ­νια ζωή ὄχι μέ τό νόη­μα πού τῆς ἔδι­ναν οἱ Ἰου­δαῖ­οι. Ὁ ἐχθρός τοῦ Χρι­στοῦ καί τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους, πού πεί­ρα­ξε χωρίς επι­τυ­χία τό Χρι­στό στήν ἔρη­μο, τώρα συνέ­χι­ζε νά τόν πει­ρά­ζει μέσα ἀπό ἀνθρώ­πους πού τούς είχε πνευ­μα­τι­κά τυφλώ­σει. Ἄν ὁ διά­βο­λος δέν εἶχε τυφλώ­σει τό νομι­κό, δέ θά ‘ταν πιο λογι­κό ἐκεῖ­νοι, οἱ νομι­κοί, ὡς ἑρμη­νευ­τές τοῦ Νόμου καί τῶν προ­φη­τῶν, νά ἦταν οἱ πρῶ­τοι πού θά πλη­σί­α­ζαν το Χρι­στό γιά νά τόν προ­σκυ­νή­σουν, να προ­πο­ρευ­τοῦν καί νά κηρύ­ξουν στο λαό τά εὐχά­ρι­στα νέα τῆς ἔλευ­σης τοῦ Μεσ­σία καί Βασι­λιᾶ;

«Ὁ δέ εἶπε πρός αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγρα­πται; πῶς ἀνα­γι­νώ­σκεις; ὁ δέ ἀπο­κρι­θείς εἶπεν· ἀγα­πή­σεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρ­δί­ας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου και ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύ­ος σου καί ἐξ ὅλης τῆς δια­νοί­ας σου, καί τόν πλη­σί­ον σου ὡς σεαυ­τόν» (Λουκ. ι΄26,27). Ὁ Κύριος γνώ­ρι­ζε τί εἶχε ὁ νομι­κός στην καρ­διά του. Γι’ αὐτό, ἀντί ν’ ἀπαν­τή­σει, τόν ρώτη­σε για το Νόμο. Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγρα­πται; πῶς ἀνα­γι­νώ­σκεις; Ἐδῶ ἔχου­με δυό ερω­τή­σεις. Ἡ πρώ­τη: «Γνω­ρί­ζεις τί εἶναι γραμ­μέ­νο στο νόμο γι’ αὐτό;» Ἡ δεύ­τε­ρη: «Πώς δια­βά­ζεις καί πῶς κατα­νο­εῖς ἐκεῖ­να πού εἶναι γραμ­μέ­να;»

Το περιε­χό­με­νο τοῦ Νόμου πρέ­πει νά τό γνώ­ρι­ζαν ὅλοι οἱ νομι­κοί. Κανέ­νας τους ὅμως τήν ἐπο­χή ἐκεί­νη δέν μπο­ροῦ­σε νά ξέρει πῶς νά κατα­νο­ή­σει τό πνεῦ­μα τοῦ Νόμου. Κι ὄχι μόνο τόν και­ρό ἐκεῖ­νο, ἀλλά καί στούς αἰῶ­νες πού εἶχαν περά­σει ὥς τότε. Προ­τοῦ πεθά­νει ὁ Μωυ­σῆς, κατη­γο­ροῦ­σε τούς Ἰου­δαί­ους γιά πνευ­μα­τι­κή τυφλό­τη­τα, λέγον­τας: «Καί οὐκ ἔδω­κεν ὁ Θεός ὑμῖν καρ­δί­αν εἰδέ­ναι καί ὀφθαλ­μούς βλέ­πειν καί ὦτα ἀκού­ειν ἕως τῆς ἡμέ­ρας ταύ­της» (Δευτ. κθ’ 3). Ἄν λοι­πόν μοιά­ζει παρά­ξε­νο ὁ Ἰου­δαῖ­ος νομι­κός νά διά­λε­ξε τίς δυό αὐτές ἐντο­λές τοῦ Θεοῦ, πού φανε­ρώ­νουν πολύ καθα­ρά τό δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας, κι αὐτό ἀκό­μα εἶναι περί­ερ­γο για δυο λόγους: Πρώ­τος λόγος εἶναι ὅτι οἱ δυό ἐντο­λές αὐτές δέν ὑπάρ­χουν στο Νόμο του Μωυ­σῆ καί μάλι­στα πρῶ­τες ἀπό τίς ἄλλες. Επί­σης δέ βρί­σκον­ται ἡ μιά κον­τά στήν ἄλλη, ὅπως τίς τοπο­θε­τεῖ ὁ νομι­κός, ἀφοῦ ἡ μία βρί­σκε­ται στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο (στ’ 5) καί ἡ δεύ­τε­ρη στο Λευ­ϊ­τι­κό (ιθ ́ 18). Δεύ­τε­ρος λόγος, μοιά­ζει παρά­ξε­νο, πού οἱ Ἰου­δαῖ­οι φρόν­τι­ζαν περισ­σό­τε­ρο να τηροῦν τίς ἄλλες ἐντο­λές τοῦ Θεοῦ κι ὄχι τίς δυό αυτές πού ἀνα­φέ­ρον­ται στήν ἀγά­πη. Δέν μπο­ροῦ­σαν νά τοπο­θε­τή­σουν τήν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος που ὁ νομι­κός διά­λε­ξε τίς δυό αυτές εντο­λές, τις συνέ­δε­σε καί τίς ἀνέ­φε­ρε ὡς τίς κύριες πού ὁδη­γοῦν στη σωτη­ρία, θα πρέ­πει νά ἐξη­γη­θεί μόνο μέ τήν πιθα­νό­τη­τα να ἤξε­ρε πώς ὁ Κύριος τοπο­θε­τοῦ­σε τίς ἐντο­λές αὐτές γιά τήν ἀγά­πη στην κορυ­φή τοῦ κατα­λό­γου ὅλων τῶν ἐντο­λῶν καί τῶν καλῶν ἔργων.

Τί ἀπάν­τη­σε τότε ὁ Κύριος στο νομι­κό; «Εἶπε δέ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπε­κρί­θης· τοῦ­το ποί­ει και ζήσῃ» (Λουκ. ι’ 28). Προ­σέξ­τε πώς ὁ Κύριος δέν ἀπαι­τεῖ ἀπό τούς ἀδύ­να­τους να κου­βα­λή­σουν μεγα­λύ­τε­ρο φορ­τίο, ἀλλ’ ἀνά­λο­γα μέ τή δύνα­μή τους. Γνω­ρί­ζον­τας τη σκλη­ρή και περι­χα­ρα­κω­μέ­νη καρ­διά τοῦ νομι­κοῦ, δέν τοῦ εἶπε, «πίστε­ψε πώς Εγώ εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί πήγαι­νε, πού­λη­σε τά ὑπάρ­χον­τά σου, δῶσε τα στούς φτω­χούς, ανά­λα­βε το σταυ­ρό σου κι ἀκο­λού­θη­σέ με». Ὄχι. Τοῦ συνι­στᾶ ἁπλά να τηρή­σει ἐκεῖ­να πού ὁ ἴδιος ἤξε­ρε κι ἀνέ­φε­ρε ὡς τίς πιό σπου­δαῖ­ες ἐντο­λές του Νόμου. Αὐτό ἦταν ἀρκε­τό γι’ αὐτόν. Ἄν πραγ­μα­τι­κά ἀγα­ποῦ­σε τό Θεό καί τόν πλη­σί­ον του, ἡ ἀλή­θεια γιά τό Χρι­στό θά τοῦ φανε­ρω­νό­ταν σύν­το­μα.

Ὅταν σέ ἄλλη περί­πτω­ση ὁ νέος ἄντρας, χωρίς ὅμως τή διά­θε­ση νά τόν δοκι­μά­σει, ἔκα­νε στον Κύριο τήν ἴδια ἐρώ­τη­ση, δηλα­δή «τί ποι­ή­σας ζωήν αἰώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω;», ὁ Κύριος δέν ἀνέ­φε­ρε τις θετι­κές εντο­λές γιά τήν ἀγά­πη, αλλά τίς ἀρνη­τι­κές: «Μή μοι­χεύ­σῃς μή φονεύ­σης μή κλέ­ψης μή ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς τίμα τον πατέ­ρα σου καί τήν μητέ­ρα σου». Μόνο ὅταν ὁ νεα­νί­ας δήλω­σε πώς τηρεῖ ὅλες αὐτές τίς ἐντο­λές, ὁ Κύριος τοῦ ἔδω­σε τις δυσκο­λό­τε­ρες: «Πάν­τα ὅσα ἔχεις πώλη­σον και διά­δος πτω­χοίς» (Λουκ. ιη’ 22).

Ας μάθου­με ἀπ’ αὐτά τά παρα­δείγ­μα­τα τή μέγι­στη σοφία τοῦ Κυρί­ου, τοῦ θεί­ου Διδα­σκά­λου. Δίνει εντο­λή σε κάθε ἄνθρω­πο να τηρή­σει ἐκεῖ­νες τίς ἐντο­λές τοῦ Θεοῦ πού γνω­ρί­ζει. Ἔπει­τα, ὅταν ἔχει τηρή­σει αὐτές καί θέλει να γνω­ρί­σει καί ἄλλη, τοῦ δίνει ἐντο­λή να τηρή­σει κι αὐτήν. Τό ἴδιο θα γίνει μέ τήν τρί­τη, την τέταρ­τη εντο­λή κ.ο.κ. Δέ βάζει βαρύ φορ­τίο σέ ἀδύ­να­τους ὤμους, ἀλλ’ ἐκτι­μᾶ τό βάρος ανά­λο­γα μέ τήν ἀντο­χή τους.

Αὐτός εἶναι κι ἕνας αυστη­ρός έλεγ­χος σ’ ὅσους ἀνά­με­σά μας ἔχουν ὅλο καί περισ­σό­τε­ρη διά­θε­ση να μάθουν τό θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, δέν ἐπι­δί­δον­ται ὅμως μέ τόν ἴδιο ζήλο στην τήρη­ση αὐτῶν πού γνω­ρί­ζουν. Κανέ­νας δέ θά σωθεῖ ἁπλά καί μόνο ἐπει­δή γνω­ρί­ζει τό θέλη­μα τοῦ Θεοῦ. Ἡ σωτη­ρία ἔγκει­ται στην τήρη­σή του. Ἐκεῖ­νοι που γνω­ρί­ζουν πολ­λά αλλά πράτ­τουν λίγα, θα κρι­θοῦν αὐστη­ρό­τε­ρα ἀπ’ αὐτούς πού γνω­ρί­ζουν λίγα ἀλλά τά τηροῦν. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος στο νομι­κό: τοῦ­το ποί­ει και ζήσῃ. Αυτό σημαί­νει: «Ξέρω πώς γνω­ρί­ζεις τις μεγά­λες αὐτές ἐντο­λές τῆς ἀγά­πης, ταυ­τό­χρο­να ὅμως βλέ­πω πώς δέν τίς τηρεῖς. Επο­μέ­νως εἶναι ἄσκο­πο να σε διδά­ξω κάτι περισ­σό­τε­ρο, ωσό­του τηρή­σεις ἐκεῖ­νες που γνω­ρί­ζεις». Ο νομι­κός θά πρέ­πει νά κατά­λα­βε τη μομ­φή στα λόγια αὐτά τοῦ Κυρί­ου καί προ­σπά­θη­σε να δικαιο­λο­γη­θεί:

«Ὁ δέ θέλων δικαιοῦν ἑαυ­τόν εἶπε πρός τόν Ἰησοῦν· καί τίς ἐστί μου ὁ πλη­σί­ον;» (Λουκ. ι’29). Ἡ ἐρώ­τη­ση αὐτή δεί­χνει τη θλι­βε­ρή κατά­στα­ση τῆς προ­σπά­θειας αὐτο­δι­καί­ω­σής του. Δέν ἤξε­ρε ποιός ἦταν ὁ πλη­σί­ον του. Κι απ’ αυτό προ­κύ­πτει πώς δέν εἶχε τηρή­σει την εντο­λή τῆς ἀγά­πης πρός αὐτόν. Ἔτσι, ἀντί νά πιά­σει στα λόγια το Χρι­στό, παγι­δεύ­τη­κε ὁ ἴδιος κι αναγ­κά­στη­κε να δικαιο­λο­γη­θεί. Εἶχε προ­ε­τοι­μά­σει μια παγί­δα για τό Χρι­στό, ἀλλά πιά­στη­κε ὁ ἴδιος σ’ αὐτήν. «Πεσοῦν­ται ἐν ἀμφι­βλή­στρῳ αὐτῶν οἱ ἁμαρ­τω­λοί» (Ψαλμ. ρμ ́ 10). Τό ἴδιο γινό­ταν πάν­τα ὅταν οἱ Ἰου­δαῖ­οι δοκί­μα­ζαν το Χρι­στό. Στην προ­σπά­θειά τους νά τόν παγι­δεύ­σουν, συν­τε­λοῦ­σαν στη δόξα Του κι αὐτο­κα­τα­στρέ­φον­ταν. Ἔφευ­γαν από κον­τά Του ντρο­πια­σμέ­νοι, ὅπως ἔφυ­γε κι ὁ πατέ­ρας τοῦ ψεύ­δους ὁ σατα­νάς – στήν ἔρη­μο. Μέ ποιό τρό­πο συν­τέ­λε­σε στη δόξα τοῦ Χρι­στοῦ ὁ νομι­κός στην προ­σπά­θειά του νά τόν δοκι­μά­σει; Δίνον­τάς του τήν εὐκαι­ρία νά διη­γη­θεῖ τήν παρα­βο­λή τοῦ Καλοῦ Σαμα­ρεί­τη, να δια­τυ­πώ­σει τη θεϊ­κή διδα­σκα­λία Του γιά τό ποιός εἶναι ὁ πλη­σί­ον, μια διδα­σκα­λία σωτή­ρια γιά ὅλες τίς γενιές τῶν ἀνθρώ­πων, ὥς τή συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου.

«Καί τίς ἐστί μου ὁ πλη­σί­ον; ὑπο­λα­βών δέ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρω­πός τις κατέ­βαι­νεν ἀπό Ἱερου­σα­λήμ εἰς Ἱερι­χώ, καί λησταῖς περιέ­πε­σεν· οἱ καί ἐκδύ­σαν­τες αὐτόν καί πλη­γάς ἐπι­θέν­τες ἀπῆλ­θον ἀφέν­τες ἡμι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα. κατά συγ­κυ­ρί­αν δέ ἱερεύς τις κατέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκεί­νῃ, καί ἰδών αὐτόν ἀντι­πα­ρῆλ­θεν. ὁμοί­ως δέ καί Λευ­ΐ­της γενό­με­νος κατά τόν τόπον, ἐλθών καί ἰδῶν ἀντι­πα­ρῆλ­θε» (Λουκ. ι’29–32).

Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρω­πος αὐτός πού κατέ­βαι­νε ἀπό τήν Ἱερου­σα­λήμ στην Ιερι­χώ; Εἶναι ὁ Ἀδάμ κι οἱ ἀπό­γο­νοί του ἡ ἀνθρω­πό­τη­τα ὁλό­κλη­ρη. Ἡ Ἱερου­σα­λήμ ὑπο­δη­λώ­νει τήν οὐρά­νια κατοι­κία τοῦ πρω­τό­πλα­στου, τη δύνα­μη καί τό κάλ­λος τοῦ παρα­δεί­σου, μέ τήν παρου­σία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγί­ων ἀγγέ­λων Του. Ἡ Ἱερι­χώ ὑπο­δη­λώ­νει τόν τόπο τοῦ κλαυθ­μῶ­νος, την κοι­λά­δα τοῦ θανά­του. Ληστές εἶναι τά πονη­ρά πνεύ­μα­τα, οἱ ἀμέ­τρη­τοι ὑπη­ρέ­τες τοῦ σατα­νᾶ, πού ὁδή­γη­σαν τόν Ἀδάμ στήν ἁμαρ­τία τῆς ἀνυ­πα­κο­ῆς στό Θεό. Γεμά­τα μέ μίσος γιά τό ἀνθρώ­πι­νο γένος, τα πονη­ρά πνεύ­μα τα πολε­μοῦν τούς ἀνθρώ­πους, ἀπο­γυ­μνώ­νουν τις ψυχές τους ἀπό τά θεϊ­κά ἱμά­τια τοῦ φόβου, τῆς πίστης καί τῆς ἀφο­σί­ω­σης, πλη­γώ­νουν τις ψυχές τους μέ ἁμαρ­τί­ες καί κακί­ες κι ἔπει­τα τίς έγκα­τα­λεί­πουν πρό­σκαι­ρα, τήν ὥρα πού οἱ ψυχές βρί­σκον­ται σέ ἀπό­γνω­ση δίπλα στο δρό­μο τῆς ζωῆς, ἀνί­κα­νες να βαδί­σουν μπρο­στά ἤ πίσω. Ὁ Ἱερέ­ας κι ὁ Λευ­ΐ­της ὑπο­δη­λώ­νουν την Παλαιά Δια­θή­κη: ὁ ἱερέ­ας τό Νόμο του Μωυ­σῆ κι ὁ Λευ­ΐ­της τούς προ­φῆ­τες.

Ὁ Θεός ἔστει­λε δυό για­τρούς στήν ἀνθρω­πό­τη­τα, πού ἦταν πλη­γω­μέ­νη καί τραυ­μα­τι­σμέ­νη, μέ ὁρι­σμέ­να για­τρι­κά. Τό ἕνα ἦταν ὁ Νόμος και τό ἄλλο οἱ προ­φῆ­τες. Οὔτε ὁ ἕνας για­τρός ὅμως οὔτε ὁ ἄλλος δέν μπο­ροῦ­σαν νά θερα­πεύ­σουν τις βαθιές καί ἀπει­λη­τι­κές γιά τή ζωή τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας πλη­γές, πού τῆς εἶχαν προ­ξε­νή­σει οἱ δαί­μο­νες. Ὁ Κύριος εἶπε πώς καί ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος εἶδαν τήν κακή κατά­στα­ση τοῦ πλη­γω­μέ­νου, ἀλλά τόν προ­σπέ­ρα­σαν. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυ­σῆ εἶδε τήν ανθρω­πό­τη­τα σάν ἕναν πλη­γω­μέ­νο ἄνθρω­πο ἀλλά τόν προ­σπέ­ρα­σε, ἀντι­πα­ρῆλ­θε. Οἱ προ­φῆ­τες ὄχι μόνο εἶδαν τόν πλη­γω­μέ­νο αλλά τόν πλη­σί­α­σαν, τόν εἶδαν καί μετά τόν προ­σπέ­ρα­σαν κι ἐκεῖ­νοι. Τα πέν­τε βιβλία τοῦ Μωυ­σῆ ἀνα­φέ­ρον­ται στις ἀρρώ­στιες τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους και βεβαιώ­νουν πώς δέν ὑπάρ­χει θερα­πεία γι’ αὐτές στη γῆ. Ἡ πραγ­μα­τι­κή θερα­πεία βρί­σκε­ται μόνο στο Θεό, στόν οὐρα­νό. Οἱ προ­φῆ­τες πλη­σί­α­σαν λίγο τήν ἡμι­θα­νή ψυχή τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας. Βεβαί­ω­σαν κι αὐτοί μιά μεγα­λύ­τε­ρη ἀρρώ­στια, ἀλλά ἀρκέ­στη­καν στο να παρη­γο­ρή­σουν τόν ἄνθρω­πο. «Δέν ἔχου­με φάρ­μα­κο, τοῦ εἶπαν, ἀλλά ὑπάρ­χει κάποιος πού θά ‘ρθει μετά από μᾶς, ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ οὐρά­νιος ἰατρός». Καί τόν προ­σπέ­ρα­σαν κι ἐκεῖ­νοι. Ἔπει­τα ἦρθε ὁ πραγ­μα­τι­κός Ιατρός.

«Σαμα­ρεί­της δέ τις ὁδεύ­ων ἦλθε κατ’ αὐτόν, καί ἰδών αὐτόν ἐσπλαγ­χνί­σθη. καί προ­σελ­θών κατέ­δε­σε τα τραύ­μα­τα αὐτοῦ ἐπι­χέ­ων ἔλαιον και οἶνον, ἐπι­βι­βά­σας δέ αὐτόν ἐπί τό ἴδιον κτῆ­νος ἤγα­γεν αὐτόν εἰς παν­δο­χεῖ­ον καί ἐπε­με­λή­θη αὐτοῦ. καί ἐπί τήν αὔριον ἐξελ­θών, ἐκβα­λών δύο δηνά­ρια ἔδω­κε τῷ παν­δο­χεῖ καί εἶπεν αὐτῷ· ἐπι­με­λή­θη­τι αὐτοῦ, καί ὅ,τι ἄν προσ­δα­πα­νή­σης, ἐγώ ἐν τῷ ἐπα­νέρ­χε­σθαί μέ ἀπο­δώ­σω σοι» (Λουκ. ι’ 33–35). Ποιός εἶναι ὁ Σαμα­ρεί­της; Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός. Για­τί ὁ Κύριος ὀνο­μά­ζει τόν ἑαυ­τό του Σαμα­ρεί­τη; Επει­δή οἱ Ἰου­δαῖ­οι τῆς Ἱερου­σα­λήμ περι­φρο­νοῦ­σαν τους Σαμα­ρεί­τες, τούς λογά­ρια­ζαν ἀκά­θαρ­τους εἰδω­λο­λά­τρες. Δέν εἶχαν ἐπι­κοι­νω­νία μετα­ξύ τους. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος που ἡ Σαμα­ρεί­τι­δα εἶπε στον Κύριο, στο φρέ­αρ του Ἰακώβ: «Πῶς σύ, Ἰου­δαῖ­ος ὤν, παρ ̓ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναι­κός Σαμα­ρεί­τι­δος;» (Ἰωάν. δ’ 9). Οἱ Σαμα­ρεί­τες ἔβλε­παν το Χρι­στό σάν Ἰου­δαῖο, ἐνῶ οἱ Ἰου­δαῖ­οι τόν λογά­ρια­ζαν Σαμα­ρεί­τη. «Σαμα­ρεί­της εἶ σύ καί δαι­μό­νιον ἔχεις» (Ἰωάν. η 48), τοῦ εἶπαν. Λέγον­τας τήν παρα­βο­λή αυτή σ’ ἕναν Ἰου­δαῖο νομι­κό, ὁ Κύριος παρου­σιά­στη­κε ὡς Σαμα­ρεί­της ἀπό ἄκρα ταπεί­νω­ση, γιά νά μᾶς διδά­ξει πώς μπο­ροῦ­με κι ἐμεῖς νά κάνου­με το καλό, ὅσο περι­φρο­νη­μέ­νο καί νά ‘ναι τό ὄνο­μα κι ἡ φήμη μας, μερι­κές φορές μάλι­στα μεγα­λύ­τε­ρο καλό ἀπ’ αὐτό πού κάνουν ὅσοι ἔχουν ἔνδο­ξο ὄνο­μα καί φήμη.

Ὁ Κύριος ὀνό­μα­σε τόν ἑαυ­τό του Σαμα­ρεί­τη ἀπό ἀγά­πη γιά τούς ἁμαρ­τω­λούς. Ἡ λέξη «Σαμα­ρεί­της» ἰσο­δυ­να­μοῦ­σε μέ τή λέξη «ἁμαρ­τω­λός». Ὅταν οἱ Ἰου­δαῖ­οι τόν ἀπο­κά­λε­σαν Σαμα­ρεί­τη, ὁ Κύριος δέν πρό­βα­λε καμιά αντίρ­ρη­ση. Μπή­κε σε σπί­τια ἁμαρ­τω­λῶν, ἔφα­γε καί ἤπιε μαζί τους. Μίλη­σε ἀνοι­χτά, πώς ἦρθε στον κόσμο γιά νά σώσει τούς ἁμαρ­τω­λούς τούς ἁμαρ­τω­λούς, ὄχι τούς δίκαιους. Υπάρ­χει ἄνθρω­πος ὅμως πού μπο­ρεῖ νά ὀνο­μα­στεῖ δίκαιος ἐνώ­πιόν Του; Δεν καλύ­πτει ἡ ἁμαρ­τία ὅλους τούς ἀνθρώ­πους, σάν σκο­τει­νό σύν­νε­φο; Δέν ἔχουν όλες οι ψυχές αλλοιω­θεῖ ἀπό τά πονη­ρά πνεύ­μα­τα; Ὁ Κύριος ὀνό­μα­σε τόν ἑαυ­τό Του Σαμα­ρεί­τη, γιά νά μᾶς διδά­ξει πώς δέν πρέ­πει να περι­μέ­νου­με ὅτι ἡ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ θά ἔρθει ἀπό τούς μεγά­λους καί τούς ἐνδό­ξους τῆς γῆς, ἀλλά ν’ ἀκού­σου­με με σεβα­σμό αὐτά πού μᾶς λένε οἱ ταπει­νοί και περι­φρο­νη­μέ­νοι τοῦ κόσμου.

Συχνά ὁ Θεός χρη­σι­μο­ποιεῖ ἕνα καλά­μι γιά να γκρε­μί­σει σιδε­ρέ­νια τεί­χη, ψαρά­δες γιά νά ντρο­πιά­σει βασι­λιά­δες, τους ταπει­νούς γιά νά ταπει­νώ­σει ἐκεί­νους πού φαί­νον­ται μεγά­λοι στα μάτια τῶν ἀνθρώ­πων. Ὅπως λέει ὁ ἀπό­στο­λος: «Τα μωρά τοῦ κόσμου ἐξε­λέ­ξα­το ὁ Θεός ἵνα τούς σοφούς καται­σχύ­νῃ καί τά ἀσθε­νῆ τοῦ κόσμου ἐξε­λέ­ξα­το ὁ Θεός ἵνα καται­σχύ­νη τα ισχυ­ρά» (Α’ Κορ. α’ 27).

Αὐτο­ο­νο­μα­ζό­με­νος Σαμα­ρεί­της ὁ Κύριος, ἔδω­σε ἕνα μάθη­μα πώς ὁ κόσμος μάταια περί­με­νε τή σωτη­ρία του ἀπό τήν ἰσχυ­ρή Ρωμαϊ­κή Αυτο­κρα­το­ρία καί τόν Τιβέ­ριο Καί­σα­ρα. Ὁ Θεός δέ εἶχε την πρό­θε­ση να προ­έλ­θει ἡ σωτη­ρία τοῦ κόσμου ἀπό τό πιό περι­φρο­νη­μέ­νο ἔθνος τῆς Ρωμαϊ­κῆς Αὐτο­κρα­το­ρί­ας, τούς Ἰου­δαί­ους. Πολύ περισ­σό­τε­ρο δέ θά προ­έλ­θει ἀπό τούς πιό περι­φρο­νη­μέ­νους ἀπό τούς Ἰου­δαί­ους, τους ψαρά­δες τῆς Γαλι­λαί­ας, πού οἱ ἀλα­ζό­νες γραμ­μα­τεῖς τοὺς ὑπο­τι­μοῦ­σαν καί τούς κατη­γο­ροῦ­σαν ὡς εἰδω­λο­λά­τρες Σαμα­ρεῖ­τες. Τό πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ «ὅπου θέλει πνεί» (Ἰωάν.γ’ 8), δέ λογα­ριά­ζει την τάξη καί τή θέση τῶν ἀνθρώ­πων. Ἐκεῖ­νο πού οἱ ἄνθρω­ποι λογα­ριά­ζουν σπου­δαῖο, γιά τό Θεό δέν εἶναι τίπο­τα. Αὐτό πού οἱ ἄνθρω­ποι περι­φρο­νοῦν, γιά τό Θεό ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο.

Ὁ Κύριος ἦρθε στον κόσμο – εἰς τά ἴδια ἦλθε. Ὁ ἄνθρω­πος κεί­τον­ταν ἄρρω­στος, σέ ἀπό­γνω­ση κι ὁ Ἰατρός εἰς τά ἴδια ἦλθε. Ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι εἶναι ἁμαρ­τω­λοί, κεί­τον­ται στό ἔδα­φος, εἶναι κολ­λη­μέ­νοι στή γῆ. Μόνο ὁ ἀνα­μάρ­τη­τος Κύριος, ὁ ἁγνός καί ἄφθαρ­τος Ἰατρός, στέ­κε­ται ὄρθιος. Εἰς τά ἴδια ἦλθε, για να δεί­ξει πώς ἦρθε ντυ­μέ­νος μέ τήν ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι. Εξω­τε­ρι­κά δέν εἶχε καμιά δια­φο­ρά ἀπό τούς ἄλλους, τούς ἁμαρ­τω­λούς θνη­τούς. Αὐτό σημαί­νει τό εἰς τά ἴδια ἦλθε. Γιά νά δεί­ξει τη δια­φο­ρά ἀνά­με­σα σ’ Ἐκεῖ­νον – τόν ἰσχυ­ρό, ὑγιή, ἀθά­να­το κι ἁμαρ­τω­λό – καί τούς ἄρρω­στους κι ἁμαρ­τω­λούς θνη­τούς.

Εἶδε τόν πλη­γω­μέ­νο ἄνθρω­πο ὅπως τόν εἶδε κι ὁ ἱερέ­ας. Πήγε κον­τά στον πλη­γω­μέ­νο, ὅπως ἔκα­νε κι ὁ Λευ­ΐ­της. Ἔκα­νε ὅμως κάτι παρα­πά­νω, κάτι πολύ περισ­σό­τε­ρο, κάτι πού δέν ἔκα­νε οὔτε ὁ ἱερέ­ας οὔτε ὁ Λευ­ΐ­της. Ὁ Κύριος ἰδών αὐτόν ἐσπλαγ­χνί­σθη. καί προ­σελ­θών κατέ­δε­σε τα τραύ­μα­τα αὐτοῦ ἐπι­χέ­ων ἔλαιον καί οἶνον, ἐπι­βι­βά­σας δέ αὐτόν ἐπί τό ἴδιον κτῆ­νος ἤγα­γεν αὐτόν εἰς παν­δο­χεῖ­ον καί ἐπε­με­λή­θη αὐτοῦ. Πλή­ρω­σε τόν παν­δο­χέα γιά νά συνε­χί­σει νά τόν φρον­τί­ζει κι ὑπο­σχέ­θη­κε να καλύ­ψει το κόστος γιά τήν περαι­τέ­ρω φρον­τί­δα του. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ ἱερέ­ας στα­μά­τη­σε για λίγο κι εἶδε ἁπλά τόν πλη­γω­μέ­νο κι ὁ Λευ­ΐ­της στα­μά­τη­σε κι αυτός γιά λίγο να τόν δεῖ, ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ οὐρά­νιος Ιατρός, φρόν­τι­σε τόσο τήν ἄμε­ση ὅσο καί τή μελ­λον­τι­κή περι­ποί­η­σή του. Ἔδει­ξε τήν πλη­ρό­τη­τα τῆς φρον­τί­δας καί τῆς ἀγά­πης πού ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔχει γιά τή σωτη­ρία μας. Δέν ἔδε­σε ἁπλά τίς πλη­γές του κι ἔπει­τα τόν ἄφη­σε στήν ἄκρη τοῦ δρό­μου. Αυτή δέ θά ἦταν πλή­ρης φρον­τί­δα. Δέν τόν ἔφε­ρε ἁπλά στο παν­δο­χεῖο καί τόν ἄφη­σε ἐκεῖ. Ἴσως τότε ὁ παν­δο­χέ­ας νά τοῦ εἶχε πεῖ πώς δέν εἶχε τά μέσα να φρον­τί­σει τόν πλη­γω­μέ­νο καί θά τόν πέτα­γε ἔξω. Τόν πλή­ρω­σε προ­κα­τα­βο­λι­κά γιά τή φρον­τί­δα και γιά τά ἔξο­δά του. Ο πιο στορ­γι­κός και σπλα­χνι­κός ἄνθρω­πος θά εἶχε στα­μα­τή­σει ὡς ἐκεῖ. Ὁ Κύριος ὅμως προ­χώ­ρη­σε περισ­σό­τε­ρο. Υπο­σχέ­θη­κε πώς θα φρον­τί­σει και στη συνέ­χεια τόν πλη­γω­μέ­νο, πώς θά ξανα­γυ­ρί­σει νά τόν ἐπι­σκε­φτεῖ καί νά πλη­ρώ­σει στον παν­δο­χέα ὅ,τι ἄλλα ἔξο­δα ἔκα­νε.

Αὐτό λέγε­ται πλη­ρό­τη­τα ἀγά­πης. Ὅταν δια­πι­στώ­νε­ται πώς αὐτό δέν τό ἔκα­νε ἀδερ­φός σέ ἀδερ­φό, ἀλλά ἕνας Σαμα­ρεί­της σέ Ἰου­δαῖο, ἕνας ἐχθρός σέ ἐχθρό, πρέ­πει νά ποῦ­με πώς ἡ ἐνέρ­γεια αὐτή ἦταν ὑπερ­φυ­σι­κή, οὐρά­νια, θεϊ­κή ἀγά­πη. Αὐτή εἶναι ἡ εἰκό­να τῆς ἀγά­πης τοῦ Χρι­στοῦ γιά τό ἀνθρώ­πι­νο γένος.

Τί σημαί­νει ἡ ἐπί­δε­ση τῶν πλη­γῶν, ἡ ἐπά­λει­ψη με λάδι και κρα­σί, καθώς καί ἡ ἐπι­βί­βα­ση στο κτή­νος του; Ποιό ἦταν τό νόη­μα τῶν δύο δηνα­ρί­ων, τοῦ παν­δο­χεί­ου, τοῦ παν­δο­χέα καί ἡ ἐπά­νο­δος τοῦ Σαμα­ρεί­τη;

Ἡ ἐπί­δε­ση τῶν πλη­γῶν σημαί­νει τήν ἄμε­ση ἐπα­φή τοῦ Χρι­στοῦ μέ τήν ἄρρω­στη ἀνθρω­πό­τη­τα. Μέ τά πάνα­γνά Του χεί­λη μίλη­σε στα αυτιά τῶν ἀνθρώ­πων. Μέ τά ἁγνά Του χέρια άγγι­ξε τυφλά μάτια, κου­φά αὐτιά, λεπρά σώμα­τα και νεκρά κορ­μιά. Οἱ πλη­γές δένον­ται μέ βάλ­σα­μο. Ὁ Κύριος εἶναι τό οὐρά­νιο βάλ­σα­μο γιά τόν ἁμαρ­τω­λό ἄνθρω­πο. Ἐπι­δέ­θη­κε ὁ ἴδιος γιά νά γειά­νει τις πλη­γές τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας.

Ὁ οἶνος καί τό ἔλαιον σημαί­νουν τό ἔλε­ος καί τήν εὐσπλα­χνία. Ο καλός Ιατρός πρῶ­τα συγ­χώ­ρε­σε τόν ἄρρω­στο ἄνθρω­πο κι ὕστε­ρα τοῦ ἔδω­σε φαρ­μα­κευ­τι­κή αγω­γή. Τό ἔλε­ος κι ἡ εὐσπλα­χνία εἶναι ἕνα καλό μέσο θερα­πεί­ας, ὅπως εἶναι κι ἡ διδα­σκα­λία. Ὁ Κύριος πρῶ­τα λέει «Χαρεί­τε! » κι ἔπει­τα διδά­σκει, προ­ει­δο­ποιεῖ καί ἀπει­λεῖ. «Μή φοβοῦ» εἶπε στὸν ἄρχον­τα Ιάει­ρο. Κι ἔπει­τα ἐπα­νέ­φε­ρε τήν κόρη του στη ζωή. «Μή κλαῖε», εἶπε στη χήρα τῆς Ναΐν καί μετά ἀνά­στη­σε τό γιό της. Ὁ Κύριος πρῶ­τα ἔδει­ξε τό ἔλε­ός Του κι ἔπει­τα θυσιά­στη­κε. Ἡ ἔλευ­σή του στον κόσμο μέ ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα, εἶναι τό μεγα­λύ­τε­ρο ἔλε­ος ἀπ’ ὅλα τά ἔργα ἀγά­πης. Ἡ θυσία Του στο σταυ­ρό εἶναι μεγα­λύ­τε­ρη ἀπ’ ὅλες τίς θυσί­ες πού ἔγι­ναν ἤ θά γίνουν ἀπό τήν ἀρχή ὡς τή συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου.

«Ἔλε­ος καί κρί­σιν ἄσο­μαί σοι, Κύριε» (Ψαλμ. ρ’1), λέει ὁ προ­φη­τά­να­κτας Δαβίδ. Τό ἔλε­ος εἶναι ἁπα­λό, σάν τό λάδι. Ἡ δικαιο­σύ­νη, ἡ κρί­ση, εἶναι καλή γιά τόν ἁμαρ­τω­λό, εἶναι ὅπως τό κρα­σί γιά τόν ἄρρω­στο. Ὅπως τό λάδι μαλα­κώ­νει τις σωμα­τι­κές πλη­γές, ἔτσι καί τό ἔλε­ος τοῦ Κυρί­ου μαλα­κώ­νει καί ἁπα­λύ­νει τή βασα­νι­σμέ­νη και πικρα­μέ­νη ἀνθρώ­πι­νη ψυχή. Όπως τό κρα­σί εἶναι ὀξύ στα έντε­ρα, ταυ­τό­χρο­να ὅμως τά θερ­μαί­νει, ἔτσι ἡ ἀλή­θεια κι ἡ δικαιο­σύ­νη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὀξεί­ες στήν ἁμαρ­τω­λή ψυχή ὅταν τη δια­περ­νοῦν, μά τη θερ­μαί­νουν καί τή δυνα­μώ­νουν.

Το κτή­νος ὑπο­δη­λώ­νει τό ἀνθρώ­πι­νο σώμα πού ἔλα­βε ὁ Κύριος γιά νά προ­σεγ­γί­σει καί νά γίνει πιό κατα­νο­η­τός στόν ἄνθρω­πο. Ὅπως ὁ καλός ποι­μέ­νας, ὅταν βρί­σκει το χαμέ­νο πρό­βα­το το βάζει στους ώμους του καί τό φέρ­νει με χαρά στο μαν­τρί, ἔτσι κι ὁ Κύριος πῆρε στους ώμους Του τούς ἁμαρ­τω­λούς καί τούς ἔφε­ρε μαζί του στο οὐρά­νιο μαν­τρί, ὥστε νά ζήσουν ἐκεῖ μαζί Του. Στον κόσμο αὐτόν οἱ ἄνθρω­ποι ζοῦν ἀνά­με­σα στούς δαί­μο­νες ὅπως τά πρό­βα­τα ανά­με­σα στους λύκους. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Καλός Ποι­μέ­νας πού ἦρθε γιά ν’ ἀνα­ζη­τή­σει το χαμέ­νο πρό­βα­το καί νά τό προ­στα­τέ­ψει από τους λύκους μέ τό Σῶμα Του. Ἦρθε στούς ἀνθρώ­πους μέ ἀγά­πη καί συμ­πά­θεια, ἐπει­δή «ἦσαν ὡς πρό­βα­τα μή ἔχον­τα ποι­μέ­να» (Μάρκ. στ’ 34). Ἡ ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα παρο­μοιά­ζε­ται ἐδῶ μέ τό κτή­νος, γιά νά δεί­ξει την ἀλο­γία τοῦ σώμα­τος, ὅταν λεί­πει ἡ λογι­κή ψυχή. Ὁ ἄνθρω­πος εἶναι ντυ­μέ­νος μ’ αὐτό τό σῶμα πού μοιά­ζει κτη­νώ­δες, από τότε πού ἁμάρ­τη­σε ὁ Ἀδάμ. «Καί ἐποί­η­σε Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ καί τῇ γυναι­κί αὐτοῦ χιτῶ­νας δερ­μα­τί­νους και ἐνέ­δυ­σεν αὐτούς» (Γέν. γ’ 21). Αὐτό ἔγι­νε ὅταν ὁ Αδάμ μέ τήν παρα­κοή του ανα­κά­λυ­ψε πώς ήταν τελεί­ως γυμνός και κρύ­φτη­κε ἀπό τό πρό­σω­πο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀθά­να­τος Κύριος ὅμως, μέ τήν ἄπει­ρη ταπεί­νω­ση καί τήν ἀγά­πη Του γιά τήν πλη­γω­μέ­νη καί ἡμι­θα­νή ἀνθρω­πό­τη­τα, φόρε­σε αὐτό τό ἄλο­γο σαρ­κι­κό δερ­μά­τι­νο ἔνδυ­μα, ὥστε ὡς Θεός νά εἶναι πιό προ­σι­τός στούς ἀνθρώ­πους, ὡς Ιατρός καί Ποι­μέ­νας πιό γνω­στός στο ποί­μνιό του.

Παν­δο­χεῖο εἶναι ἡ ἁγία, καθο­λι­κή καί ἀπο­στο­λι­κή Εκκλη­σία. Παν­δο­χέ­ας εἶναι οἱ ἀπό­στο­λοι κι οἱ διά­δο­χοί τους, οἱ ἱερεῖς κι οἱ διδά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Ἡ Ἐκκλη­σία ἱδρύ­θη­κε στη διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς τοῦ Χρι­στοῦ, ἀφοῦ ὁ Σαμα­ρεί­της πῆρε τόν πλη­γω­μέ­νο στο παν­δο­χεῖο καί τόν περι­ποι­ή­θη­κε. Ιδρυ­τής τῆς Ἐκκλη­σί­ας εἶναι ὁ Χρι­στός. Ὅσο φρόν­τι­ζε ὁ ἴδιος τόν πλη­γω­μέ­νο ἄνθρω­πο, ὁ παν­δο­χέ­ας δέν ἀνα­φέ­ρε­ται. Μόνο την ἄλλη μέρα, πού ἔφτα­σε τό τέλος τῆς ἐπί­γειας που ρεί­ας Του, Ἐκεῖ­νος πῆγε στόν παν­δο­χέα καί τοῦ παρέ­δω­σε τόν πλη­γω­μέ­νο στη δική του φρον­τί­δα.

Τά δύο δηνά­ρια, σύμ­φω­να με μερι­κούς έρμη­νευ­τές, σημαί­νουν τίς δύο Δια­θῆ­κες πού ἔδω­σε ὁ Θεός στούς ἀνθρώ­πους. Τήν Παλαιά Δια­θή­κη και τήν Και­νή. Αὐτή εἶναι ἡ Ἁγία Γρα­φή, ἡ ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ ἐλέ­ους καί τῆς ἀλή­θειας τοῦ Θεοῦ. Κανέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά σωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρ­τία, ἀπό τίς πλη­γές που προ­ξε­νούν­ται στην ψυχή, ἄν δέν ἔχει κάποια ἔστω καί στοι­χειώ­δη γνώ­ση τοῦ ἐλέ­ους καί τῆς ἀλή­θειας πού ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στήν Ἁγία Γρα­φή. Μόνο κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ δυνα­τοῦ ἥλιου βλέ­πει ὁ ἄνθρω­πος ὅλους τούς δρό­μους που βρί­σκον­ται μπρο­στά του και δια­λέ­γει ἐκεῖ­νον πού θέλει να βαδί­σει. Μόνο στο δυνα­τό φῶς τῆς Ἁγί­ας Γρα­φῆς βλέ­πει ὁ ἄνθρω­πος τούς δρό­μους τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί δια­λέ­γει αὐτόν πού θέλει.

Τά δύο δηνά­ρια υπο­δη­λώ­νουν ἐπί­σης τις δύο φύσεις τοῦ Χρι­στοῦ, τή θεία καί τήν ἀνθρώ­πι­νη. Ὁ Χρι­στός είχε καί τίς δύο φύσεις Του ὅσο ζοῦ­σε στον κόσμο καί τίς ἔθε­σε καί τίς δύο στήν ὑπη­ρε­σία τοῦ ἀνθρώ­που. Κανέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά προ­στα­τευ­τεῖ ἀπό τίς ὀδυ­νη­ρές πλη­γές τῆς ἁμαρ­τί­ας, ἄν δέν ἀνα­γνω­ρί­σει κι ὁμο­λο­γή­σει τις δύο φύσεις τοῦ Χρι­στοῦ. Οἱ πλη­γές τῆς ἁμαρ­τί­ας θερα­πεύ­ον­ται τόσο μέ τό ἔλε­ος ὅσο καί μέ τήν ἀλή­θεια. Τό ἕνα δέ λει­τουρ­γεί χωρίς τό ἄλλο. Δέ θά μπο­ροῦ­σε ὁ Κύριος να δεί­ξει τέλειο ἔλε­ος στόν ἄνθρω­πο, ἄν δέν εἶχε προ­σλά­βει ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα. Οὔτε καί θα μπο­ροῦ­σε ὡς ἄνθρω­πος ν’ ἀπο­κα­λύ­ψει τέλεια τήν ἀλή­θεια, ἄν δέν ἦταν ταυ­τό­χρο­να και Θεός.

Τα δύο δηνά­ρια ὑπο­δη­λώ­νουν ἀκό­μα τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ, πού στήν Ἐκκλη­σία θερα­πεύ­ουν και συν­τη­ροῦν τοὺς ἁμαρ­τω­λούς. Στόν πλη­γω­μέ­νο ἄνθρω­πο οἱ ἐπί­δε­σμοι εἶναι ἀπα­ραί­τη­τοι, ὅπως οἱ ἀλοι­φές καί ἡ τρο­φή. Αὐτή εἶναι ὁλο­κλη­ρω­μέ­νη θερα­πεία. Χρειά­ζε­ται επί­σης και φαγη­τό – καλό φαγη­τό. Το καλό φαγη­τό που συνι­στοῦν οἱ για­τροί στον πλη­γω­μέ­νο ἄνθρω­πο, πού κεί­τε­ται δεμέ­νος μέ ἐπι­δέ­σμους καί ἀλειμ­μέ­νος μέ αλοι­φές στο κρε­βά­τι του, δυνα­μώ­νει τόν ἄνθρω­πο καί καθα­ρί­ζει τό αἷμα του (ὅλα αὐτά δηλα­δή πού ἀπο­τε­λοῦν τη βάση γιά τήν ὀργα­νι­κή ζωή τοῦ ἀνθρώ­που). Τό ἴδιο γίνε­ται μέ τή θεϊ­κή τρο­φή, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ. Καθα­ρί­ζει και δυνα­μώ­νει τήν ψυχή του. Ὅλη ἡ δια­δι­κα­σία τῆς σωμα­τι­κῆς θερα­πεί­ας τοῦ ἄρρω­στου ἀνθρώ­που, εἶναι εἰκό­να τῆς πνευ­μα­τι­κῆς θερα­πεί­ας. Ὅπως τίπο­τα δέ βοη­θά­ει στη σωμα­τι­κή θερα­πεία, ἄν δέν τρα­φεῖ ὁ ἄρρω­στος, τό ἴδιο γίνε­ται καί μέ τήν πνευ­μα­τι­κή θερα­πεία. Τίπο­τα δέ θά τόν ὠφε­λή­σει ὁλο­κλη­ρω­τι­κά, ἄν ὁ μετα­νο­η­μέ­νος ἁμαρ­τω­λός δέ λάβει καλή πνευ­μα­τι­κή τρο­φή, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ, πού ὑπο­δη­λώ­νουν καί τά δύο τό ἔλε­ος καί τήν ἀλή­θεια.

Ἐν τῷ ἐπα­νέρ­χε­σθαί με. Τα λόγια αὐτά ὑπο­δη­λώ­νουν τη δεύ­τε­ρη έλευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅταν ἔρθει ξανά ὡς Κρι­τής, ὄχι μέ τό ταπει­νό ἔνδυ­μα τῆς σάρ­κας, ἀλλά μέ ἀκτι­νο­βο­λία καί δόξα, τότε οἱ παν­δο­χεῖς, οἱ ποι­μέ­νες καί διδά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλη­σί­ας Του, θά τόν ἀνα­γνω­ρί­σουν ὡς τόν Καλό Σαμα­ρεί­τη τοῦ παλιοῦ και­ροῦ, πού παρέ­δω­σε στη φρον­τί­δα τους τίς ἄρρω­στες ψυχές τῶν ἁμαρ­τω­λῶν. Τώρα δέ θά εἶναι πιά ὁ Καλός Σαμα­ρεί­της, ἀλλ’ ὁ δίκαιος Κρι­τής, πού θ’ ἀπο­δώ­σει σέ ὅλους κατά τά ἔργα τους. Ἄν βέβαια ὁ Κρι­τής δίκα­ζε μέ πραγ­μα­τι­κά μέτρα, λίγοι θά ἦταν αὐτοί πού θ’ ἀπέ­φευ­γαν τό πῦρ τό αἰώ­νιο. Ὁ Κρι­τής ὅμως γνω­ρί­ζει τήν ἀδυ­να­μία καί τήν ἀρρώ­στια μας καί θά μᾶς κρί­νει μέ μεγά­λη ἐπιεί­κεια. Ακό­μα καί ποτή­ριον ψυχροῦ ὕδα­τος πού θά δοθεῖ σ’ ἕνα διψα­σμέ­νο στό ὄνο­μά Του, θά λογι­στεί σάν ἀρε­τή. (βλ. Ματθ. ι’42). Γι’ αὐτό δέν πρέ­πει να πλα­νη­θοῦ­με καί νά πέσου­με σέ ἀδια­φο­ρία. Ἐδῶ ἐξε­τά­ζον­ται κι οἱ ποι­μέ­νες τῆς Ἐκκλη­σί­ας, οἱ πνευ­μα­τι­κοί ἡγέ­τες. Σ’ αὐτούς δόθη­κε περισ­σό­τε­ρη ἐξου­σία, πλου­σιό­τε­ρη χάρη. Ἔτσι ἀπ’ αὐτούς θα ζητη­θούν περισ­σό­τε­ρα. Αὐτοί εἶναι τό ἁλά­τι τῆς γῆς. Κι ἄν τό ἁλά­τι χάσει τήν οὐσία του «εἰς οὐδέν ἰσχύ­ει ἔτι εἰ μή βλη­θῆ­ναι ἔξω καί κατα­πα­τεῖ­σθαι ὑπό τῶν ἀνθρώ­πων» (Ματθ. ε’ 13). Ὁ Κύριος εἶπε ἐπί­σης πώς «πολ­λοί ἔσον­ται πρῶ­τοι ἔσχα­τοι καί ἔσχα­τοι πρῶ­τοι» (Ματθ. ιθ’ 30).

Οἱ ἱερεῖς εἶναι οἱ πρῶ­τοι στο πνευ­μα­τι­κό παν­δο­χεῖο τοῦ Χρι­στοῦ. Κλή­θη­καν να φρον­τί­σουν τους ἄρρω­στους, να περι­ποι­η­θοῦν τίς πλη­γές τους και νά τούς θερα­πεύ­σουν, να τους δώσουν τή ζωο­ποιό τρο­φή τοῦ Χρι­στοῦ στήν ἁγία τρά­πε­ζα τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀλί­μο­νο σ’ ἐκεί­νους πού δέν εἶναι συνε­πεῖς σ’ αὐτό. Μπο­ρεῖ νά εἶναι πρῶ­τοι στην πρό­σκαι­ρη αυτή ζωή, μά δέ θά ἔχουν θέση στήν αἰώ­νια. Ὁ Κύριος εἶπε επί­σης: «οὐαί τῷ ἀνθρώ­πῳ ἐκεί­νῳ δι ̓ οὗ τό σκάν­δα­λον ἔρχε­ται» (Ματθ. ιη’ 7). Δέν ὑπάρ­χει ἄνθρω­πος στον κόσμο πού νά προ­ξε­νεί τέτοιο σκάν­δα­λο, ὅσο ὁ ἀμε­λής κι ἀπρό­σε­χτος ἱερέ­ας. Μια μικρή δική του άμαρ­τία δημιουρ­γεί μεγα­λύ­τε­ρο σκάν­δα­λο ἀπ’ ὅ,τι ἡ ἁμαρ­τία κάποιου ἄλλου ανθρώ­που. Μακά­ριοι εἶναι οἱ πνευ­μα­τι­κοί πατέ­ρες που τηροῦν πιστά τήν ὑπό­σχε­ση πού ἔδω­σαν στον Καλό Σαμα­ρεί­τη, Ἐκεῖ­νον πού ἔβα­λε στα χέρια τους τα δύο δηνά­ρια μ’ ἐμπι­στο­σύ­νη. Θά ‘ρθει μέρα πού ὁ Κύριος θά πεῖ στόν καθέ­να ἀπ’ αὐτούς: «Εὖ, δοῦ­λε ἀγα­θέ καί πιστέ! ἐπί ὀλί­γα ἧς πιστός, ἐπί πολ­λῶν σε κατα­στή­σω· εἴσελ­θε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρί­ου σου» (Ματθ. κε’ 21).

Ἀφοῦ τέλειω­σε τήν παρα­βο­λή αυτή μέ τό σπου­δαῖο περιε­χό­με­νο καί τά βαθιά νοή­μα­τα, ὁ Κύριος ρώτη­σε τό νομι­κό: «Τίς οὖν τού­των τῶν τριῶν πλη­σί­ον δοκεῖ σοι γεγο­νέ­ναι τοῦ ἐμπε­σόν­τος εἰς τούς ληστάς; ὁ δέ εἶπεν· ὁ ποι­ή­σας τό ἔλε­ος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύ­ου καί σύ ποί­ει ὁμοί­ως» (Λουκ. ι36,37).

Ὁ νομι­κός σίγου­ρα δέν εἶχε κατα­νο­ή­σει όλο τό πλά­τος καί τό βάθος τῆς παρα­βο­λῆς τοῦ Χρι­στοῦ. Θά εἶχε ἀντι­λη­φθεῖ ὅμως τήν ἀλή­θεια πού κρυ­βό­ταν μέσα της μέ μιά εξω­τε­ρι­κή αἴσθη­ση. Δέν ἦταν ἱκα­νός να κατα­νο­ή­σει πώς ὁ Καλός Σαμα­ρεί­της ἦταν ὁ μόνος πραγ­μα­τι­κός πλη­σί­ον τοῦ πλη­γω­μέ­νου ἀνθρώ­που. Δέν μπο­ροῦ­σε νά πεῖ πώς ὁ ἱερέ­ας ἦταν ὁ πλη­σί­ον του, ἀφοῦ τόσο ὁ ἱερέ­ας ὅσο κι ὁ ἴδιος ἦταν Ἰου­δαῖ­οι. Οὔτε θά μπο­ροῦ­σε νά ἰσχυ­ρι­στεῖ πώς πλη­σί­ον του ἦταν ὁ Λευ­ΐ­της, ἀφοῦ κι οἱ δυό τους εἶχαν τήν ἴδια κατα­γω­γή, φυλή καί γλώσ­σα. Κι αὐτό θά ἦταν πολύ γιά τήν ὑπνω­τι­σμέ­νη του συνεί­δη­ση. Η συγ­γέ­νεια τοῦ ὀνό­μα­τος, τῆς φυλῆς, τῆς ἐθνι­κό­τη­τας ἤ τῆς γλώσ­σας εἶναι ἄχρη­στη, ἐκεῖ πού τό μόνο που χρειά­ζε­ται, εἶναι μόνο ἡ εὐσπλα­χνία. Ἡ ἀγά­πη εἶναι τό νέο κρι­τή­ριο συγ­γέ­νειας που θέσπι­σε ὁ Χρι­στός στους ἀνθρώ­πους. Ὁ νομι­κός δέν τό ἤξε­ρε αυτό. Ήταν ἀναγ­κα­σμέ­νος να δεχτεῖ αὐτό πού ἔκρι­νε ὁ νοῦς του σε κάθε περί­πτω­ση.

Πορεύ­ου καί σύ ποί­ει ὁμοί­ως, τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Ήταν δηλα­δή σά νά τοῦ ἔλε­γε: Ἄν θέλεις να κλη­ρο­μή­σεις τήν αἰώ­νια ζωή, πρέ­πει να δια­βά­σεις τίς ἐντο­λές τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀγά­πη, ὄχι ὅμως μέ τόν τρό­πο που δια­βά­ζουν οἱ νομι­κοί κι οἱ γραμ­μα­τεῖς. Βλέ­πεις τήν ἐντο­λή αυτή σά νά ‘ταν χρυ­σός μόσχος, τήν θεο­ποιεῖς σάν εἴδω­λο, χωρίς να γνω­ρί­ζεις τό θεϊ­κό και σωστι­κό περιε­χό­με­νό της. Τήν βλέ­πεις και λογα­ριά­ζεις πώς πλη­σί­ον σου εἶναι μόνο ὁ Ἰου­δαῖ­ος, ἐπει­δή ἔχε­τε τό ἴδιο ὄνο­μα, τό ἴδιο αἷμα και μιλᾶ­τε τήν ἴδια γλώσ­σα. Οὔτε κάν ὅλους τούς Ἰου­δαί­ους δέ λογα­ριά­ζεις πλη­σί­ον σου, ἀλλά μόνο εκεί­νους πού ἀνή­κουν στο συνά­φι σου – τούς νομι­κούς, τους Φαρι­σαί­ους και τούς Σαδ­δου­καί­ους. Δέν τούς ὑπο­λο­γί­ζεις ὅλους δικούς σου, ἀλλά μόνο ἐκεί­νους πού μπο­ρεῖς νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις γιά τή δική σου τιμή καί γιά τή δική σου δόξα. Ἔτσι, ἑρμη­νεύ­εις τήν ἐντο­λή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀγά­πη μέ ὅρους φιλαυ­τί­ας. Ἡ θεϊ­κή αὐτή ἐντο­λή γιά σένα ἔχει μετα­βλη­θεί σ’ ἕνα γνή­σιο χρυ­σό μόσχο, σάν κι ἐκεῖ­νον πού εἶχαν καί προ­σκυ­νοῦ­σαν οἱ πρό­γο­νοί σου κάτω ἀπό τό ὄρος Χωρήβ. Τήν λατρεύ­εις αὐτή τήν ἐντο­λή, μά δέν τήν κατα­νο­εῖς καί δέν τήν τηρεῖς.

Εἶναι πιθα­νό ὁ νομι­κός τῆς παρα­βο­λῆς νά ἔδω­σε αὐτό τό νόη­μα στην παρα­βο­λή τοῦ Χρι­στοῦ καί νά ‘φυγε ντρο­πια­σμέ­νος. Ποιός; Αὐτός πού ἦρθε να ντρο­πιά­σει το Χρι­στό. Πόσο πιο ντρο­πια­σμέ­νος θά ἔνιω­θε ὅμως ἄν κατα­λά­βαι­νε πώς ή παρα­βο­λή αὐτή ἐφαρ­μο­ζό­ταν στόν ἴδιο προ­σω­πι­κά; Ὁ ἴδιος ἦταν ἕνας παρό­μοιος ταξι­διώ­της ἀπό τήν οὐρά­νια Ἱερου­σα­λήμ καί πήγαι­νε πρός τή ρυπα­ρή ἐπί­γεια Ιερι­χώ. Ἦταν ἕνας ταξι­διώ­της πού οἱ δαί­μο­νες τόν ξεγύ­μνω­σαν ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν χτύ­πη­σαν, τόν πλή­γω­σαν καί τόν ἄφη­σαν ἡμι­θα­νή στο δρό­μο. Ο Νόμος τοῦ Μωυ­σῆ κι οἱ προ­φῆ­τες πέρα­σαν δίπλα του, ανήμ­πο­ροι να τον βοη­θή­σουν. Τότε, τήν ὥρα πού ὁ Κύριος ἔλε­γε τήν παρα­βο­λή, ὁ Καλός Σαμα­ρεί­της είχε σκύ­ψει κιό­λας πάνω ἀπό τήν ἄρρω­στη ψυχή του, τήν ἔδε­σε καί τήν ἄλει­ψε μέ λάδι καί κρα­σί. Ὁ νομι­κός τό ἔνιω­σε αὐτό, δια­φο­ρε­τι­κά δέ θά κατα­νο­οῦ­σε τήν ἀλή­θεια τῆς διδα­χῆς τοῦ Χρι­στοῦ. Κατά πόσο τώρα ἤθε­λε ὁ ἴδιος να μετα­φερ­θεῖ ἔπει­τα σ’ ἕνα παν­δο­χείο (στήν Ἐκκλη­σία) γιά νά θερα­πευ­τεί τελεί­ως, μόνο ὁ παν­το­δύ­να­μος Θεός γνω­ρί­ζει. Τό εὐαγ­γέ­λιο δέ μᾶς λέει τίπο­τα γι’ αυτό.

Ἔτσι, μ’ ἕναν πλά­γιο τρό­πο, ὁ Χρι­στός ἔκα­νε τό νομι­κό νά τόν ἀνα­γνω­ρί­σει ἀσυ­ναί­σθη­τα μέσα του ὡς τόν κον­τι­νό του πλη­σί­ον καί συγ­γε­νή. Τό ἔκα­νε αυτό χρη­σι­μο­ποιών­τας τά λόγια: Αγά­πα τόν πλη­σί­ον σου ὥς σεαυ­τόν. Ἦταν σά νά τοῦ ἔλε­γε: «Αγά­πα τον Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό ὅπως τόν ἑαυ­τό σου». Σέ μᾶς μένει νά τό κάνου­με αυτό συνει­δη­τά. Ὁ πιο κον­τι­νός πλη­σί­ον μας εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς καί μέσω Εκεί­νου ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρω­ποι, ὅλοι ἐκεῖ­νοι πού βρί­σκον­ται σέ ἀνάγ­κη κι ἐμεῖς μπο­ροῦ­με νά τούς προ­σφέ­ρου­με μέ ἀγά­πη βοή­θεια στό ὄνο­μα τοῦ Κυρί­ου. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς σκύ­βει πάνω ἀπό τόν καθέ­να μας, ἄφη­σε γιά ὅλους μας τά δύο δηνά­ρια που μπο­ροῦν νά μᾶς θερα­πεύ­σουν, ὅσο και­ρό περι­μέ­νου­με τη δεύ­τε­ρη ἔλευ­σή Του. Κι αυτό ωσό­του προ­σεγ­γί­σει τις καρ­διές μας, ωσό­του δέν τόν βλέ­που­με σκυμ­μέ­νο πάνω μας, αλλά κατοι­κεῖ μέσα στις καρ­διές μας. Μόνο τότε θά ‘χου­με θερα­πευ­τεῖ, ἀφοῦ ἡ πηγή τῶν ἰάσε­ων θά βρί­σκε­ται στην καρ­διά μας.

Ο Χρι­στός μέ τήν παρα­βο­λή αυτή βλέ­πε­τε πώς ἕνω­σε καί τίς ἐντο­λές γιά τήν ἀγά­πη σέ μία. Ὅταν ἀγα­πᾶ­με Ἐκεῖ­νον ὡς τόν κον­τι­νό­τε­ρο Πλη­σί­ον μας, ἀγα­πᾶ­με ταυ­τό­χρο­να καί τό Θεό καί τόν ἄνθρω­πο. Ὡσό­του ἔρθει ὁ Χρι­στός σωμα­τι­κά στή γῆ, οἱ δύο ἐντο­λές αυτές ἦταν χωρι­σμέ­νες. Μέ τήν ἔλευ­σή Του ὅμως ἀλλη­λο­πε­ρι­χω­ρή­θη­καν, ἡ μία συγ­χω­νεύ­τη­κε μέ τήν ἄλλη. Ἡ ἀλή­θεια εἶναι πώς ἡ πραγ­μα­τι­κή ἀγά­πη δέν μπο­ρεῖ νά διαι­ρε­θεῖ, δέν μπο­ρεῖ νά χωρι­στεί στα δύο. Εἶναι χωρι­σμέ­νες στην Παλαιά Δια­θή­κη, για­τί ἡ Δια­θή­κη αὐτή λει­τουρ­γοῦ­σε ὡς προ­πα­ρα­σκευα­στι­κό σχο­λεῖο στο μάθη­μα τῆς ἀγά­πης. Στο προ­πα­ρα­σκευα­στι­κό σχο­λεῖο εἶναι χωρι­σμέ­να πράγ­μα­τα πού ὀργα­νι­κά εἶναι ἑνιαῖα. Ὅταν ὁ ἑνω­μέ­νος και σαρ­κω­μέ­νος ὀργα­νι­σμός τῆς ἀγά­πης ἀπο­κα­λύ­φτη­κε στον Κύριο Ἰησοῦ, τότε ξαφ­νι­κά αὐτός ὁ χωρι­σμός κι ἡ διαί­ρε­ση τῆς ἀγά­πης ἦταν σά νά μήν ὑπῆρ­ξε ποτέ. Ὁ Ἰησοῦς Χρι­στός εἶναι ἡ σαρ­κω­μέ­νη Αγά­πη τόσο πρός τό Θεό ὅσο καί πρός τόν ἄνθρω­πο. Δέν ὑπάρ­χει ἀγά­πη μεγα­λύ­τε­ρη ἀπ’ αὐτήν σ’ ὁλό­κλη­ρο το σύμ­παν, στο χρό­νο ή στην αἰω­νιό­τη­τα. Ἔτσι στον κόσμο ἦρθε μιά ἐντε­λῶς και­νούρ­για αρχή αγά­πης. Μια μονα­δι­κή εντο­λή γιά τήν ἀγά­πη, πού θά μπο­ροῦ­σε νά δια­τυ­πω­θεῖ ὡς ἑξῆς: «Αγά­πα τον Κύριο Ἰησοῦ, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, μέ ὅλη τήν καρ­διά σου, μέ ὅλη τήν ψυχή σου, μέ ὅλη τή δύνα­μή σου καί μ’ ὅλη σου τη διά­νοια. Αγά­πη­σέ τόν ὅπως ἀγα­πᾶς τόν ἑαυ­τό σου. Μέ αὐτή τή μονα­δι­κή κι αδιαί­ρε­τη ἀγά­πη, θ’ ἀγα­πή­σεις καί τό Θεό καί τόν ἄνθρω­πο».

Θνη­τέ ἄνθρω­πε! Ξέχνα την ψεύ­τι­κη ἐλπί­δα πώς εἶναι δυνα­τό ν’ αγα­πή­σεις ποτέ τό Θεό, χωρίς τό Χρι­στό ἤ χώρια ἀπό Ἐκεῖ­νον. Μήν παρα­σύ­ρε­σαι ἀπό τό ψέμα πώς θα μπο­ρέ­σεις ν’ ἀγα­πή­σεις ποτέ τόν ἄνθρω­πο χωρίς τό Χρι­στό ή χώρια από Ἐκεῖ­νον. Ὁ Χρι­στός κατέ­βη­κε ἀπό τόν οὐρα­νό, ἔσκυ­ψε πάνω σου, ὅταν ἤσουν πλη­γω­μέ­νος κι ἄρρω­στος. Κοί­τα­ξε το πρό­σω­πό Του γιά νά γνω­ρί­σεις τήν πρω­ταρ­χι­κή σου εἰκό­να. Κοί­τα­ξε τό μεγα­λύ­τε­ρο και κον­τι­νό­τε­ρο πλη­σί­ον και συγ­γε­νή σου. Μόνο μέσα ἀπό Ἐκεῖ­νον μπο­ρεῖς νά γίνεις πραγ­μα­τι­κός συγ­γε­νής τοῦ Θεοῦ καί στορ­γι­κός συγ­γε­νής τῶν ἀνθρώ­πων. Ὅταν συνει­δη­το­ποι­ή­σεις τη συγ­γέ­νεια πού ἔχεις μαζί Του, κάθε ἄλλη συγ­γέ­νεια στή γῆ θα σοῦ φανεῖ σάν σκιά, σάν μιά χλω­μή εἰκό­να τῆς ἀλη­θι­νῆς κι ἀθά­να­της συγ­γέ­νειας. Τότε θά πᾶς καί θά κάνεις ὅ,τι ἔκα­νε κι Ἐκεῖ­νος. Θά δεῖς τούς ἄπο­ρους καί τούς ἐνδε­είς, τούς θλιμ­μέ­νους, τους γυμνούς, τους πλη­γω­μέ­νους, τούς δαρ­μέ­νους που κεί­τον­ται «παρά τήν ὁδόν». Θά τούς δεῖς ὅλους σαν συγ­γε­νείς, στε­νό­τε­ρους ἀπό τούς ἄλλους συγ­γε­νεῖς σου. Καί τότε θά σκύ­ψεις πάνω τους, ὄχι τόσο χαμη­λά ὅσο Ἐκεῖ­νος. Θα δέσεις τις πλη­γές τους μέ τούς ἐπι­δέ­σμους Του καί θά τούς ἀλεί­ψεις μέ τό λάδι καί τό κρα­σί Του.

Ἡ παρα­βο­λή αυτή, ἀπό τήν ὁποία ὁ νομι­κός κατά­λα­βε και χρη­σι­μο­ποί­η­σε ἕνα πολύ μικρό μέρος, περιέ­χει μέσα της ολό­κλη­ρη τήν ἱστο­ρία τοῦ ἀνθρώ­που, ἀπό τήν ἀρχή ως το τέλος, καθώς κι ὁλό­κλη­ρη τήν ἱστο­ρία τῆς σωτη­ρί­ας μας, ἀπό τήν ἀρχὴ ὥς τό τέλος. Μ’ αὐτήν ὁ Κύριος μᾶς διδά­σκει πώς μόνο μαζί Του μπο­ροῦ­με να γίνου­με φίλοι και συγ­γε­νεῖς τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώ­που. Μόνο η συγ­γέ­νεια τοῦ Χρι­στοῦ μᾶς φέρ­νει κον­τά σε κάθε ἄλλη συγ­γέ­νεια, ὅπου μᾶς καλεῖ ἡ γέν­νη­ση κι ὁ κύκλος μας. Μᾶς καλεῖ νά τόν ἀγα­πή­σου­με βαθιά, μέ μιά ἀγά­πη πού μᾶς φωτί­ζει μπρο­στά σε Θεό καί ἀνθρώ­πους, ἀκό­μα καί στούς εχθρούς μας. Ἡ ἀγά­πη γιά τούς ἐχθρούς μόνο ἔτσι εἶναι δυνα­τή, μόνο ἀπό τήν ἴδια τήν πηγή τῆς ἀγά­πης, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, το Θεάν­θρω­πο καί Σωτή­ρα μας.

Δόξα καί αἶνος στόν Κύριο καί Σωτή­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζί μέ τόν Πατέ­ρα καί τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, τήν ὁμο­ού­σια καί ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καί πάν­τα καί στούς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Τὸ «παν­δο­χεῖ­ον»

«Ἤγα­γεν αὐτὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον καὶ ἐπε­με­λή­θῃ αὐτοῦ» (Λουκ. 10, 34)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγα­πη­τοί μου, σ’ ὅλους τοὺς ναοὺς δια­βά­στη­κε τὸ Εὐαγ­γέ­λιο ποὺ περιέ­χει τὴν παρα­βο­λὴ τοῦ καλοῦ Σαμα­ρεί­του.

Ἡ παρα­βο­λὴ αὐτὴ εἶνε μιὰ ἀπὸ τίς ὡραιό­τε­ρες παρα­βο­λὲς ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στός. Μιὰ παρα­βο­λή, ποὺ δεί­χνει ὄχι μόνο τὸ δρό­μο ποὺ ὁδη­γεῖ τὸν ἄνθρω­πο στὸν οὐρα­νό, ἀλλὰ καί το δρό­μο ποὺ ὁδη­γεῖ τὸν ἄνθρω­πο στὴν κοι­νω­νι­κὴ εὐτυ­χία.

Ἡ παρα­βο­λὴ αὐτὴ μᾶς δίνει τὸ κλει­δί, μὲ τὸ ὁποῖο οἱ ἄνθρω­ποι μπο­ροῦν νὰ λύσουν τὸ λεγό­με­νο κοι­νω­νι­κὸ πρό­βλη­μα. Τὸ χρυ­σὸ κλει­δὶ τῆς εὐτυ­χί­ας βρί­σκε­ται στὰ λίγα λόγια, ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς στὸ τέλος τῆς παρα­βο­λῆς σὰν συμ­πέ­ρα­σμα «Πορεύ­ου καὶ σὺ ποί­ει ὁμοί­ως» (Λουκ. 10, 37). Πήγαι­νε, δηλα­δή, κ’ ἐσὺ καὶ κάνε τὸ ἴδιο μὲ τόν καλὸ Σαμα­ρεί­τη. Δεῖ­ξε ἀγά­πη, ὅπως ἔδει­ξε ἐκεῖ­νος. Ἀγά­πη ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα. Ἀγά­πη ὄχι μόνο στοὺς συγ­γε­νεῖς καὶ φίλους, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄνθρω­πο, ἀκό­μη καὶ στὸν ἐχθρό. Ἀγά­πη παναν­θρώ­πι­νη. «Πορεύ­ου καὶ σὺ ποί­ει ὁμοί­ως» (αὐτ.). Αὐτὴ τὴν ἀπάν­τη­ση ἔδω­σε ὁ Χρι­στὸς σ’ ἕνα νομι­κό, σ’ ἕνα δηλα­δὴ δικη­γό­ρο τῆς ἐπο­χῆς του, ποὺ ἔκα­νε τὸν ἔξυ­πνο καὶ νόμι­ζε πῶς μπο­ροῦ­σε μὲ τίς ἐρω­τή­σεις του νὰ μπλέ­ξῃ τὸ Χρι­στό. Ὁ νομι­κὸς εἶχε ὑπο­βά­λει δυὸ ἐρω­τή­σεις στὸ Χρι­στό. Ἡ πρώ­τη ἐρώ­τη­ση ἦταν «Διδά­σκα­λε, τί πρέ­πει νὰ κάνω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω τὴν αἰώ­νιο ζωή;» (Λουκ. 10, 25). Ὁ Χρι­στὸς ἀνάγ­κα­σε τὸ νομι­κὸ νὰ ἀπαν­τή­σῃ ὁ ἴδιος καὶ νὰ πῇ, ὅτι γιὰ νὰ κερ­δί­σῃ κανεὶς τὴν αἰώ­νια ζωὴ πρέ­πει νὰ τηρή­σῃ το νόμο τῆς ἀγά­πης πρός το Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλη­σί­ον. Ὁ νομι­κὸς ἀπήν­τη­σε ὀρθά. Ἀλλ’ ἐπει­δὴ ἤθε­λε νὰ δικαιο­λο­γη­θῇ γιὰ τὴν πρώ­τη ἐρώ­τη­ση ποὺ ἔκα­νε, ἁρπά­ζε­ται ἀπὸ τὴ λέξη «πλη­σί­ον» καὶ κάνει τὴ δεύ­τε­ρη αὐτὴ ἐρώ­τη­ση: «Καὶ ποιός εἶνε ὁ πλη­σί­ον μοῦ;» (Λουκ. 10, 29). Στὸ δεύ­τε­ρο αὐτὸ ἐρώ­τη­μα ὁ Χρι­στὸς ἀπήν­τη­σε μὲ παρα­βο­λή, τὴν παρα­βο­λὴ τοῦ καλοῦ Σαμα­ρεί­του. Σ’ αὐτὴ τὴν παρα­βο­λὴ δύο κυρί­ως ἄνθρω­ποι ζωγρα­φί­ζον­ται: Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ἔχει ἀνάγ­κη, καὶ ὁ ἐλε­ή­μων ἄνθρω­πος ποὺ σπεύ­δει καὶ βοη­θεῖ.

Στὶς λίγες γραμ­μὲς τοῦ μικροῦ αὐτοῦ κηρύγ­μα­τος δὲν εἶνε δυνα­τὸν ν’ ἀνα­λύ­σου­με τὴν παρα­βο­λή. Ἄς ρίξου­με μόνο λίγα βλέμ­μα­τα.

Ἕνας ἄνθρω­πος, λέει ἡ παρα­βο­λή, ξεκί­νη­σε ἀπὸ τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ πήγαι­νε σὲ μιὰ ἄλλη πόλι, τὴν Ἰερι­χώ. Εἶχε δια­νύ­σει ἥσυ­χα ἕνα ἀρκε­τὸ διά­στη­μα τοῦ δρό­μου. Ἀλλ’ ὅταν ἔφτα­σε σὲ μιὰ ἀπό­με­ρη καὶ ἔρη­μη τοπο­θε­σία, ἄγριοι ἄνθρω­ποι, λῃστές, ἔπε­σαν ἐπά­νω του, τὸν χτύ­πη­σαν, τὸν ἔγδυ­σαν, τὸν πλή­γω­σαν ὁλό­κλη­ρο φοβε­ρά, τοῦ ἀφαί­ρε­σαν ὅ,τι εἶχε, τον ἄφη­σαν μισο­πε­θα­μέ­νο, κ’ ἐξα­φα­νί­στη­καν. Ὁ ἄνθρω­πος σ’ αὐτὴ τὴν κατά­στα­σι ποὺ ἦταν δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ σηκω­θῇ. Μόνο στέ­να­ζε καὶ βογ­γοῦ­σε ἀπὸ τοὺς πόνους.

Ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖ­νο πέρα­σαν τρεῖς. Ὁ πρῶ­τος ἦταν ἱερεύς. Καὶ σὰν ἱερεὺς ἔπρε­πε νὰ δεί­ξῃ ἀγά­πη στὸν τραυ­μα­τι­σμέ­νο ἄνθρω­πο. Ἀλλ’ αὐτὸς ἔρρι­ξε μιὰ ματιὰ καὶ προ­σπέ­ρα­σε ἀδιά­φο­ρος, συνε­χί­ζον­τας το δρό­μο του. Ὁ δεύ­τε­ρος ποὺ πέρα­σε ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ ἐγκλή­μα­τος ἦταν λευί­της, πρό­σω­πο δηλα­δὴ ποὺ ὑπη­ρε­τοῦ­σε μέσα στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ σὰν νεω­κό­ρος ἢ μᾶλ­λον σὰν διά­κο­νος. Δυστυ­χῶς φάνη­κε κι αὐτὸς σκλη­ρός. Πλη­σί­α­σε μόνο ἀπὸ περιέρ­γεια, εἶδε ἁπλῶς τὸν κατά­κοι­το ἄνθρω­πο, καὶ ἔφυ­γε. Ὁ πλη­γω­μέ­νος καὶ κατά­κοι­τος ἄνθρω­πος κιν­δύ­νευε πιὰ νὰ πεθά­νῃ. Ἀλλὰ νά, τρί­τος δια­βά­της φτά­νει στὸν τόπο τοῦ δυστυ­χή­μα­τος. Ὁ τρί­τος αὐτὸς δια­βά­της ἦταν Σαμα­ρεί­της, ἄνθρω­πος δηλα­δὴ ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Σαμα­ρεί­ας, ποὺ βρι­σκό­ταν σὲ ἔχθρα μὲ τὴν Ἰου­δαία. Οἱ Ἰου­δαῖ­οι μισοῦ­σαν τοὺς Σαμα­ρεῖ­τες καὶ οἱ Σαμα­ρεῖ­τες μισοῦ­σαν τοὺς Ἰου­δαί­ους.

Μπο­ρεῖ­τε νὰ φαν­τα­σθῆ­τε, τί τρό­μο θὰ πῆρε ὁ πλη­γω­μέ­νος Ἰου­δαῖ­ος, ὅταν μὲ τὰ μισο­σβη­σμέ­να μάτια του ἀντί­κρυ­σε τὸν Σαμα­ρεί­τη, τὸν ἐχθρό; Ώ, χάθη­κα! θὰ εἶπε. Αὐτὸς ὁ Σαμα­ρεί­της θὰ μὲ ἀπο­τε­λειώ­σῃ τώρα. Καὶ ὅμως! Ὁ Σαμα­ρεί­της δὲν ἔδει­ξε ἐχθρι­κὴ δια­γω­γή. Ἀντι­θέ­τως μάλι­στα. Ἔδει­ξε εὐγε­νῆ αἰσθή­μα­τα. Ἔδει­ξε ἀγά­πη. Ἀγά­πη ἔμπρα­κτη. Κατέ­βη­κε ἀπὸ τὸ ζῶο του, ἔπλυ­νε τίς πλη­γὲς μὲ κρα­σί, τίς ἄλει­ψε μὲ λάδι καὶ τίς ἔδε­σε μὲ ἐπι­δέ­σμους. Τὸν πῆρε κατό­πιν, τὸν ἀνέ­βα­σε στὸ ζῶο του καὶ τὸν μετέ­φε­ρε στὸ παν­δο­χεῖο. Τὰ παν­δο­χεῖα ἦταν ἕνα εἶδος ξενο­δο­χεί­ων καὶ ἦταν συνή­θως χτι­σμέ­να σὲ ἐρη­μι­κὰ μέρη, κον­τὰ στοὺς δημο­σί­ους δρό­μους. Ἦταν σὰν τὰ χάνια, ποὺ ὑπῆρ­χαν πρὸ ἐτῶν σὲ ὀρει­νὰ μέρη τῆς πατρί­δος μας. Στὰ παν­δο­χεῖα στα­μα­τοῦ­σαν οἱ δια­βά­τες, ξεκου­ρά­ζον­ταν αὐτοὶ καὶ τὰ ζῶα τους, ἔτρω­γαν, ἔπι­ναν καὶ δια­νυ­κτέ­ρευαν. Σ’ ἕνα παν­δο­χεῖο λοι­πὸν ἔφε­ρε τὸν πλη­γω­μέ­νο ἄνθρω­πο ὁ καλὸς Σαμα­ρεί­της. Ἔμει­νε μαζί του ὅλη τὴ νύχτα. Τοῦ πρό­σφε­ρε ὅ,τι μπο­ροῦ­σε. Καὶ τὸ πρωί, προ­τοῦ φύγῃ, ἔβγα­λε καὶ πλή­ρω­σε τὸν ἰδιο­κτή­τη τοῦ παν­δο­χεί­ου. Καὶ τὸν παρα­κά­λε­σε, νὰ περι­ποι­η­θῇ τὸν ἄνθρω­πο, κι ὅ,τι ἐπὶ πλέ­ον θὰ ξώδευε, ὑπο­σχέ­θη­κε ὅτι θὰ τὰ πλη­ρώ­σῃ ὅταν θὰ ἐπι­στρέ­ψῃ πάλι.

Αὐτὴ μὲ λίγα καὶ ἁπλᾶ λόγια εἶνε ἡ παρα­βο­λή. Κι ὅταν τελεί­ω­σε ὁ Χρι­στός, ρώτη­σε τὸ νομι­κὸ «Ποιός ἀπὸ τοὺς τρεῖς δια­βά­τες νομί­ζεις ὅτι ἔγι­νε ὁ πλη­σί­ον τοῦ ἀνθρώ­που ποὺ ἔπε­σε στὰ χέρια τῶν λῃστῶν;». Καὶ ὁ νομι­κὸς ἀπήν­τη­σε: «Ἐκεῖ­νος ποὺ ἔκα­νε τὸ ἔλε­ος σ’ αὐτόν». Καὶ τότε ὁ Χρι­στός του εἶπε: «Πορεύ­ου καὶ σὺ ποί­ει ὁμοί­ως», πήγαι­νε κ’ ἐσὺ κάνε τὸ ἴδιο (Λουκ. 10, 36–37).

* * *

Ἡ παρα­βο­λή, ἀγα­πη­τοί μου, εἶνε μιὰ διή­γη­σι, μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννο­εῖ. Δὲν θὰ ἐξη­γή­σου­με ἐδῶ ὅλα τὰ σημεῖα καὶ τίς λεπτο­μέ­ρειες τῆς παρα­βο­λῆς. Λέμε μόνο γενι­κά, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος, ποὺ ἔπε­σε στοὺς λῃστές, εἶνε κάθε ἄνθρω­πος, εἶνε ὅλη ἡ ἀνθρω­πό­τη­τα. Λῃστὲς εἶνε οἱ δαί­μο­νες. Οἱ φοβε­ρὲς πλη­γὲς εἶνε οἱ ἁμαρ­τί­ες. Αὐτὲς πλη­γώ­νουν καὶ θανα­τώ­νουν τὸν ἄνθρω­πο σωμα­τι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κά. Ὁ ἄνθρω­πος, χτυ­πη­μέ­νος ἀπὸ τοὺς δαί­μο­νες καὶ τὴν ἁμαρ­τία, περιέρ­χε­ται σὲ μιὰ τέτοια κατά­στα­σι ἀδυ­να­μί­ας, ποὺ μόνος του δὲν μπο­ρεῖ νὰ σωθῇ. Καὶ οἱ δυὸ πρῶ­τοι δια­βά­τες, ποὺ πέρα­σαν καὶ εἶδαν ἁπλῶς καὶ τίπο­τε δὲν πρό­σφε­ραν στὸν τραυ­μα­τι­σμέ­νο, εἶνε οἱ ἄλλοι ἄνθρω­ποι, πού ‑όσο­δή­πο­τε μεγά­λοι καὶ ἂν φαί­νων­ται- δὲν ἔχουν τὴ δύνα­μι νὰ σώσουν τὸ δυστυ­χι­σμέ­νο ἄνθρω­πο ἀπὸ τίς ἁμαρ­τί­ες του..

Ὁ δὲ καλὸς Σαμα­ρεί­της ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός. Μήπως οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖ­οι δὲν ὠνό­μα­σαν περι­φρο­νη­τι­κὰ τὸ Χρι­στό μας Σαμα­ρεί­τη; Ἔ λοι­πόν, αὐτὸς ποὺ τὸν περι­φρο­νοῦ­σαν σὰν Σαμα­ρεί­τη καὶ τὸν ἔβρι­ζαν καὶ τὸν χλεύ­α­ζαν, αὐτὸς ἔγι­νε ὁ πλη­σί­ον τοῦ ἀνθρώ­που. Αὐτὸς ἔσκυ­ψε πάνω ἀπὸ τὸν πονε­μέ­νο ἄνθρω­πο, αὐτὸς ἄκου­σε τοὺς χτύ­πους τῆς καρ­διᾶς του, αὐτὸς τὸν πόνε­σε καὶ τὸν σπλα­χνί­στη­κε, αὐτὸς σταυ­ρώ­θη­κε καὶ ἔχυ­σε τὸ αἷμα τοῦ γι’ αὐτόν.

Τρία χρό­νια ὑπη­ρε­τοῦ­σε καὶ εὐερ­γε­τοῦ­σε καὶ Χρι­στὸς τὸν ἄνθρω­πο ἐδῶ πάνω στὴ γῆ μὲ μιὰ ἀγά­πη ἀπέ­ραν­τη. Καὶ ὅταν ὁ Χρι­στὸς ἀνα­στή­θη­κε καὶ ἀνα­λή­φθη­κε στοὺς οὐρα­νούς, δὲν ἐγκα­τέ­λει­ψε τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα. Προ­νόη­σε γι’ αὐτήν. Προ­νόη­σε γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς ὅλων τῶν αἰώ­νων. Προ­νόη­σε, νὰ ἔχουν ὅλα τὰ πνευ­μα­τι­κὰ μέσα γιὰ τὴ σωτη­ρία τους, νὰ μὴν τοὺς λεί­ψῃ τίπο­τε. Καὶ γιὰ τὸ σκο­πὸ αὐτὸ ἵδρυ­σε τὴν Ἐκκλη­σία. Αὐτὴ εἶνε τὸ παν­δο­χεῖο πού, ὅπως καὶ ἡ λέξις δεί­χνει, δέχε­ται ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀρκεῖ νὰ θέλουν νὰ σωθοῦν καὶ νὰ συμ­μορ­φω­θοῦν μὲ τίς ὁδη­γί­ες τοῦ Χρι­στοῦ. Στὸ πνευ­μα­τι­κὸ αὐτὸ παν­δο­χεῖο, στὴν Ἐκκλη­σία, ὑπη­ρε­τοῦν οἱ κλη­ρι­κοί, ποὺ ἔχουν ἐντο­λὴ ἀπ’ τὸ Χρι­στὸ νὰ προ­σφέ­ρουν στοὺς ἀνθρώ­πους κάθε βοή­θεια ποὺ συν­τε­λεῖ στὴ σωτη­ρία τους. Ὑπάρ­χουν στὴν Ἐκκλη­σία ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρω­πος.

Ἡ Ἐκκλη­σία εἶνε τὸ παν­δο­χεῖο. Ἡ ἐκκλη­σία εἶνε τὸ ἰατρεῖο. Καὶ ποιός, Χρι­στέ μου, ποὺ κατα­φεύ­γει στὸ ἰατρεῖο σου, δὲν θερα­πεύ­ε­ται;

Ὅλοι, ἀδέλ­φια μου, στὸ παν­δο­χεῖο, ὅλοι στὸ ἰατρεῖο τοῦ Χρι­στοῦ!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek