ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΒ΄ 16 — 21)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἀνθρώ­που τινὸς πλου­σί­ου εὐφό­ρη­σεν ἡ χώρα· 17καὶ διε­λο­γί­ζε­το ἐν ἑαυ­τῷ λέγων· τί ποι­ή­σω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνά­ξω τοὺς καρ­πούς μου; 18καὶ εἶπε· τοῦ­το ποι­ή­σω· καθε­λῶ μου τὰς ἀπο­θή­κας καὶ μεί­ζο­νας οἰκο­δο­μή­σω, καὶ συνά­ξω ἐκεῖ πάν­τα τὰ γεν­νή­μα­τά μου καὶ τὰ ἀγα­θά μου, 19καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολ­λὰ ἀγα­θὰ κεί­με­να εἰς ἔτη πολ­λά· ἀνα­παύ­ου, φάγε, πίε, εὐφραί­νου. 20εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύ­τῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαι­τοῦ­σιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοί­μα­σας τίνι ἔσται; 21οὕτως ὁ θησαυ­ρί­ζων ἑαυ­τῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλου­τῶν. Ταῦ­τα λέγων ἐφώ­νει· . Ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν, ἀκουέ­τω.

16 Είπε δε προς αυτούς και την εξής παρα­βο­λήν· “κάποιου πλου­σί­ου ανθρώ­που εση­μεί­ω­σαν εξαι­ρε­τι­κήν ευφο­ρί­αν τα χωρά­φια του. 17 Και αυτός έπε­σεν αμέ­σως εις αγω­νιώ­δην συλ­λο­γήν και μέρι­μναν, λέγων· Τι να κάμω, διό­τι δεν έχω που να συγ­κεν­τρώ­σω και απο­θη­κεύ­σω τους καρ­πούς των χωρα­φιών μου; 18 Και ύστε­ρα από μεγά­λην σκέ­ψιν είπε· τού­το θα κάμω· Θα κρη­μνί­σω τας απο­θή­κας μου και θα οικο­δο­μή­σω άλλας μεγα­λυ­τέ­ρας, και θα συγ­κεν­τρώ­σω εκεί όλα τα γεν­νή­μα­τά μου και τα αγα­θά μου. 19 Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολ­λά αγα­θά απο­θη­κευ­μέ­να για έτη πολ­λά· από­λαυ­σε την ζωήν, ανα­παύ­ου, φάγε, πίε, ευφραί­νου. 20 Αφού δε ετοί­μα­σε όλα και πριν προ­λά­βη τίπο­τε από αυτά να απο­λαύ­ση, του είπεν ο Θεός· ανόη­τε από την κακί­αν σου άνθρω­πε και απε­ρί­σκε­πτε, αυτήν την νύκτα, που επί­στευ­σες ότι θα αρχί­ση η απο­λαυ­στι­κή ζωη σου, απαι­τούν να πάρουν από σε χωρίς ανα­βο­λήν την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοι­μά­σει, εις ποί­ον τώρα ανή­κουν; 21 Ετσι παθαί­νει και αυτό το τέλος έχει εκεί­νος, που εγω­ϊ­στι­κά θησαυα­ρί­ζει δια τον ευα­τόν του και δεν προ­σπα­θεί να απο­κτή­ση τον πλού­τον των καλών έργων, εις τα οποία ευχα­ρι­στεί­ται ο Θεός”.

16 Τους είπε μάλι­στα και μία παρα­βο­λή: Κάποιου πλου­σί­ου ανθρώ­που τα εκτε­τα­μέ­να του χωρά­φια απέ­δω­σαν άφθο­νη σοδειά και μεγά­λη παρα­γω­γή. 17 Αντί όμως να ευχα­ρι­στή­σει τον Θεό και να ευχα­ρι­στη­θεί κι ο ίδιος για την ευφο­ρία αυτή, συλ­λο­γι­ζό­ταν μέσα του, αγω­νιού­σε κι ανα­στα­τω­νό­ταν λέγον­τας: Τί να κάνω, διό­τι δεν έχω που να μαζέ­ψω τους καρ­πούς των χωρα­φιών μου που μου περισ­σεύ­ουν; Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απο­λαύ­σω μόνος μου. 18 Τελι­κά, ύστε­ρα από μεγά­λη σκέ­ψη και συλ­λο­γι­σμό, είπε: Αυτό θα κάνω: Θα γκρε­μί­σω τις απο­θή­κες μου και θα κτί­σω μεγα­λύ­τε­ρες και πιο ευρύ­χω­ρες. Και θα μαζέ­ψω εκεί όλη τη σοδιά μου και τα αγα­θά μου, 19 και σαν άνθρω­πος που μόνο τις απο­λαύ­σεις της κοι­λιάς γνώ­ρι­σα θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή, έχεις πολ­λά αγα­θά, που είναι απο­θη­κευ­μέ­να και σου φτά­νουν για πολ­λά χρό­νια. Μη σκο­τί­ζε­σαι πλέ­ον για τίπο­τε, αλλά από­λαυ­σε μια ζωή ανα­παυ­τι­κή? φάε, πιες, γέμι­σε χαρά. 20 Αφού όμως τα ετοί­μα­σε όλα, πριν ακό­μη προ­φθά­σει να πει στην ψυχή του τα όσα σχε­δί­α­ζε, του είπε ο Θεός είτε μέσα από τη συνεί­δη­σή του είτε στον ύπνο του: Άμυα­λε και ανόη­τε άνθρω­πε, που στή­ρι­ξες την ευτυ­χία σου μόνο στις απο­λαύ­σεις της κοι­λιάς και νόμι­σες ότι η μακρο­ζω­ία σου εξαρ­τιό­ταν από τα πλού­τη σου και όχι από μένα? τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ και­ρό ονει­ρευό­σουν ως νύχτα ευτυ­χί­ας και νόμι­ζες ότι θα άρχι­ζε από δω και πέρα η ανα­παυ­τι­κή και απο­λαυ­στι­κή ζωή σου, οι φοβε­ροί δαί­μο­νες απαι­τούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθά­νεις. Αυτά λοι­πόν που ετοί­μα­σες και απο­θή­κευ­σες σε ποιόν θα ανή­κουν και σε ποιούς κλη­ρο­νό­μους θα περιέλ­θουν; 21 Έτσι θα την πάθει και τέτοιο τέλος θα έχει εκεί­νος που θησαυ­ρί­ζει για τον εαυ­τό του, για να απο­λαμ­βά­νει εγωι­στι­κά αυτός και μόνο τα αγα­θά της γης, και δεν απο­τα­μιεύ­ει με τα έργα της αγά­πης στον ουρα­νό θησαυ­ρούς πνευ­μα­τι­κούς. Μόνο σ’ αυτούς τους θησαυ­ρούς ευα­ρε­στεί­ται ο Θεός.

16  Eἶπε δὲ καὶ μία παρα­βο­λὴ σ’ αὐτοὺς λέγον­τας: «Kάποιου πλου­σί­ου ἀνθρώ­που καρ­πο­φό­ρη­σαν πλου­σί­ως τὰ χωρά­φια. 17  Kαὶ σκε­πτό­ταν μέσα του λέγον­τας: “Tί νὰ κάνω, διό­τι δὲν ἔχω ποῦ νὰ συνά­ξω τοὺς καρ­πούς μου;”. 18  Ἔπει­τα εἶπε: “Tοῦ­το θὰ κάνω· θὰ γκρε­μί­σω τὶς ἀπο­θῆ­κες μου, καὶ θὰ οἰκο­δο­μή­σω μεγα­λύ­τε­ρες, καὶ θὰ συνά­ξω ἐκεῖ ὅλα τὰ γενή­μα­τά μου καὶ τὰ ἀγα­θά μου, 19  καὶ θὰ εἰπῶ στὸν ἑαυ­τό μου: Ἑαυ­τέ μου, ἔχεις πολ­λὰ ἀγα­θά, ποὺ ἀρκοῦν γιὰ ἔτη πολ­λά· ἀνα­παύ­ου, φάγε, πίε, εὐφραί­νου”. 20  Ἀλλ’ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: “Ἀνόη­τε! Aὐτὴ τὴ νύκτα ἀπαι­τοῦν ἀπὸ σένα τὴ ζωή σου. Aὐτὰ δέ, ποὺ ἑτοί­μα­σες, τίνος θὰ εἶναι;”. 21  Ἔτσι παθαί­νει ὅποιος θησαυ­ρί­ζει γιὰ τὸν ἑαυ­τό του καὶ δὲν πλου­τί­ζει (γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ ἔργα) γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΟ ΨΥΧΟΦΘΟΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΨΥΧΟΦΘΟΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ

Έχεις λίγα χρή­μα­τα και ζητάς πολ­λά. Έχεις πολ­λά και ονει­ρεύ­ε­σαι περισ­σό­τε­ρα. Όσα κι αν έχεις, δεν είσαι ικα­νο­ποι­η­μέ­νος. Για­τί άφη­σες την πλε­ο­νε­ξία να σε αιχ­μα­λω­τί­σει, άνθρω­πέ μου; Δεν ξέρεις ότι σε άλλους θα μεί­νουν το χρυ­σά­φι και το ασή­μι, ενώ σε εσέ­να οι κατά­ρες και οι κατη­γό­ριες; Δεν αντι­λαμ­βά­νε­σαι ότι θα σε κατα­διώ­κουν αμεί­λι­κτα, και σε τού­τη τη ζωή και στην άλλη, τα δάκρυα, οι βαρυγ­κώ­μιες και οι ανα­στε­ναγ­μοί του φτω­χού που εξου­θέ­νω­σες, του συνερ­γά­τη που αδί­κη­σες, του δου­λευ­τή που εκμε­ταλ­λεύ­τη­κες, του οφει­λέ­τη που φυλά­κι­σες; Όταν όλοι οι ζημιω­μέ­νοι από σένα θα παρου­σια­στούν μαζί σου στο φοβε­ρό δικα­στή­ριο του Χρι­στού, τι θα πεις στον αδέ­κα­στο Κρι­τή, μην έχον­τας μάλι­στα κανέ­να συνή­γο­ρο για να σε υπε­ρα­σπί­σει;

Τους δικα­στές της γης μπο­ρείς να τους ξεγε­λά­σεις ή και να τους εξα­γο­ρά­σεις. Τον Δικα­στή του ουρα­νού ποτέ. Τους ανθρώ­πι­νους νόμους μπο­ρείς να τους παρα­βείς με τεχνά­σμα­τα νομι­μο­φα­νή δίχως συνέ­πειες. Τον θεϊ­κό νόμο όχι· για­τί ο Κύριος βλέ­πει τις πρά­ξεις σου. Και αργά ή γρή­γο­ρα θα λογο­δο­τή­σεις σε Εκεί­νον, που στέ­κε­ται πλάι στους αδι­κη­μέ­νους και προ­στα­τεύ­ει όσους δεν μπο­ρούν να διεκ­δι­κή­σουν το δίκιο τους.

Και μη μου πεις: «Ο τάδε, μολο­νό­τι κακός και πλε­ο­νέ­κτης, είναι ευτυ­χι­σμέ­νος». Για τώρα ναι, δεν θα είναι όμως ως το τέλος. «Μ παρα­ζή­λου ν πονη­ρευο­μέ­νοις μηδ ζήλου τος ποιοντας τν νομί­αν(:Μη ζηλεύ­εις και μην ποθείς τη φαι­νο­με­νι­κή ευτυ­χία εκεί­νων, οι οποί­οι σκέ­πτον­ται το πονη­ρό. Μη ζηλεύ­εις εκεί­νους, οι οποί­οι πράτ­τουν την ανο­μία)», λέει η Γρα­φή [Ψαλμ.36,1], «τι σε χόρ­τος ταχ ποξη­ραν­θή­σον­ται κα σε λάχα­να χλόης ταχ ποπε­σονται(:για­τί γρή­γο­ρα σαν το χορ­τά­ρι θα ξερα­θούν και σαν την πρά­σι­νη χλόη θα μαρα­θούν και θα πέσουν στο έδα­φος)».

Η πλε­ο­νε­ξία είναι σαν το χαλα­σμέ­νο προ­ζύ­μι, που κατα­στρέ­φει όλο το ζυμά­ρι. Έτσι, αν από την αδι­κία κερ­δί­ζεις έστω και λίγα, ολό­κλη­ρη η περιου­σία σου σπι­λώ­νε­ται. Γι’ αυτό, πολ­λές φορές, λίγα που κερ­δή­θη­καν άνο­μα, έγι­ναν αιτία να χαθούν πολύ περισ­σό­τε­ρα, που απο­κτή­θη­καν καλά.

Μα, θα με ρωτή­σεις, όλοι οι πλε­ο­νέ­κτες θα δοκι­μά­σουν συμ­φο­ρές; Οπωσ­δή­πο­τε, μολο­νό­τι όχι όλοι τις ίδιες. Κι αν δεν τιμω­ρη­θούν στην παρού­σα ζωή, τότε να τους λυπη­θείς περισ­σό­τε­ρο, για­τί τους περι­μέ­νει μεγα­λύ­τε­ρη κόλα­ση στη μέλ­λου­σα. Στην περί­πτω­ση αυτή, μάλι­στα, τις συνέ­πειες των αδι­κιών τους, θα τις υπο­στούν στη γη οι κλη­ρο­νό­μοι της περιου­σί­ας τους, εφό­σον γνω­ρί­ζουν ότι απο­κτούν αγα­θά μαζε­μέ­να με αδι­κί­ες, αγα­θά που ανή­κουν σε άλλους. Αυτό, άλλω­στε, επι­τάσ­σει και ο ανθρώ­πι­νος νόμος, που δίνει το δικαί­ω­μα στον καθέ­να να διεκ­δι­κή­σει τα πράγ­μα­τά του όχι από εκεί­νον που του τα άρπα­ξε, αλλά από οποιον­δή­πο­τε τα έχει στην κατο­χή του.

Αν λοι­πόν γνω­ρί­ζεις εκεί­νους που αδι­κή­θη­καν, δώσε τους όσα τους ανή­κουν, ή μάλ­λον πολύ περισ­σό­τε­ρα, όπως έκα­νε ο Ζακ­χαί­ος του Ευαγ­γε­λί­ου. Αν πάλι δεν τους γνω­ρί­ζεις, τότε μοί­ρα­σέ τα σε φτω­χούς. Έτσι θα απο­τρέ­ψεις τη συμ­φο­ρά που σε απει­λεί. Για­τί, αν απο­δώ­σεις μόνο όσα άρπα­ξες ή κλη­ρο­νό­μη­σε από άρπα­γα πλε­ο­νέ­κτη, κανέ­να κέρ­δος δεν έχεις. Αυτό απο­δει­κνύ­ει η περί­πτω­ση του Ζακ­χαί­ου, που ανέ­φε­ρα. Μόνο όταν ο αρχι­τε­λώ­νης εκεί­νος υπο­σχέ­θη­κε «δο τ μίση τν παρ­χόν­των μου, Κύριε, δίδω­μι τος πτω­χος, κα ε τινός τι συκο­φάν­τη­σα, ποδί­δω­μι τετρα­πλον(:Θα δώσω τα μισά από τα υπάρ­χον­τά μου στους φτω­χούς· Και αν τυχόν, σαν τελώ­νης που είμαι, αδί­κη­σα με ψευ­δείς μαρ­τυ­ρί­ες κάποιον και εισέ­πρα­ξα περισ­σό­τε­ρα, του τα επι­στρέ­φω τετρα­πλά­σια)», ο Κύριος βεβαί­ω­σε: «Σήμε­ρον σωτη­ρία τ οκ τούτ γένε­το(:Σήμε­ρα στον οίκο αυτόν ήλθε σωτη­ρία εκ μέρους του Θεού)»[Λουκ.19,8–9].

Εμείς, αντί­θε­τα, αρπά­ζου­με αμέ­τρη­τα και δίνου­με λίγα, νομί­ζον­τας ότι έτσι εξα­λεί­φου­με την αδι­κία και ικα­νο­ποιού­με τον Θεό. Αν όμως ο Κάιν, που πρό­σφε­ρε θυσία στον Θεό από τα χει­ρό­τε­ρα γεν­νή­μα­τά του, χωρίς ωστό­σο και να αδι­κή­σει κάποιον άλλον, τιμω­ρή­θη­κε πολύ αυστη­ρά, πώς δεν θα πάθου­με χει­ρό­τε­ρα εμείς, που από τα απο­κτή­μα­τα της αδι­κί­ας και της πλε­ο­νε­ξί­ας προ­σφέ­ρου­με μερι­κά ψίχου­λα στον φτω­χό συνάν­θρω­πο, δηλα­δή στον ίδιο τον Χρι­στό; Για­τί προ­σβάλ­λεις τον Κύριο, προ­σφέ­ρον­τάς Του μικρά δώρα; Τέτοια τρο­φή δεν δέχε­ται, έστω και αν πεθαί­νει από την πεί­να. Καλύ­τε­ρα να μην Του δώσεις τίπο­τα, παρά να δώσεις εκεί­να που ανή­κουν σε άλλους.

Πες μου, αν δεις δύο ανθρώ­πους, από τους οποί­ους ο ένας είναι γυμνός και ο άλλος ντυ­μέ­νος, και γδύ­σεις τον δεύ­τε­ρο για να ντύ­σεις τον πρώ­το, δεν θα δια­πρά­ξεις αδι­κία; Αναμ­φί­βο­λα ναι. Αν λοι­πόν δια­πράτ­τεις αδι­κία και όχι ελεη­μο­σύ­νη, δίνον­τας σε άλλον όλα όσα άρπα­ξες, πώς λογα­ριά­ζεις σαν ελεη­μο­σύ­νη το να δώσεις ένα ασή­μαν­το μέρος, ένα τίπο­τα;

Ο πλού­σιος της ευαγ­γε­λι­κής παρα­βο­λής δεν έκα­νε καμιά αδι­κία σε βάρος του φτω­χού Λαζά­ρου. Μόνο και μόνο επει­δή δεν τον συμ­πό­νε­σε, επει­δή δεν τον ελέη­σε, κατα­δι­κά­στη­κε να βασα­νί­ζε­ται στον Άδη [Λουκ.16,19–25]. Ποιαν απο­λο­γία, επο­μέ­νως, θα βρουν εκεί­νοι που όχι μόνο δεν ελε­ούν, αλλά και αδι­κούν τους άλλους;

Όταν ο Κύριος θα έρθει πάλι με όλη Του την δόξα για να κρί­νει τον κόσμο, θα πει στους άσπλα­χνους και ανε­λε­ή­μο­νες, που θα είναι συναγ­μέ­νοι στα αρι­στε­ρά Του: «Πορεεσθε π μο ο κατη­ραμνοι ες τ πρ τ αἰώνιον τ τοι­μα­σμνον τ διαβλ κα τος γγλοις ατο· πενασα γρ κα οκ δκατ μοι φαγεν, δψησα κα οκ ποτσατ με, ξνος μην κα ο συνηγγετ με, γυμνς κα ο περιεβλετ με, σθενς κα ν φυλακ κα οκ πεσκψασθ με(:Φύγε­τε από μπρο­στά μου εσείς, που από τα έργα σας γίνα­τε κατα­ρα­μέ­νοι. Φύγε­τε μακριά από εμέ­να και πηγαί­νε­τε στην αιώ­νια φωτιά, που έχει ετοι­μα­στεί για τον διά­βο­λο και τους δικούς του αγγέ­λους. Για­τί πεί­να­σα και δεν μου δώστε να φάω· δίψα­σα και δεν μου δώσα­τε να πιω· ξένος ήμου­να, και δεν με περι­μα­ζέ­ψα­τε· γυμνός ήμου­να, και δεν με ντύ­σα­τε· άρρω­στος και φυλα­κι­σμέ­νος ήμου­να και δεν ήρθα­τε να με δεί­τε)» [Ματθ. 25,41–42].

Αν λοι­πόν κατα­δι­κά­ζον­ται μαζί με τον διά­βο­λο στην αιώ­νια φωτιά, όσοι δεν έδω­σαν τρο­φή και νερό στον Χρι­στό, όταν πει­νού­σε και διψού­σε, τι θα πάθουν όσοι Τον παρα­δί­νουν στην πεί­να, με εκεί­να που αρπά­ζουν; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ντύ­νουν, όταν είναι γυμνός, αλλά και Τον γδύ­νουν, όταν είναι ντυ­μέ­νος; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον περι­μα­ζεύ­ουν, όταν είναι ξένος, αλλά και Τον απο­διώ­χνουν; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ανα­κου­φί­ζουν, όταν είναι άρρω­στος, αλλά και Τον βλά­πτουν; Τι θα πάθουν, τέλος, όσοι όχι μόνο δεν Τον επι­σκέ­πτον­ται, όταν είναι φυλα­κι­σμέ­νος, αλλά και όταν είναι ελεύ­θε­ρος, ό, τι μπο­ρούν κάνουν για να Τον κλεί­σουν στη φυλα­κή;

Ο Κύριος είπε: «Κα ε γαπτε τος γαπντας μς, ποία μν χάρις στί; κα γρ ο μαρ­τω­λο τος γαπντας ατος γαπσι(:Αν αγα­πά­τε μόνο εκεί­νους που σας αγα­πούν, ποια εύνοια και ποια αμοι­βή σας ανή­κει απ΄ τον Θεό; Καμία· διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί αγα­πούν εκεί­νους που τους αγα­πούν)»[Λουκ. 6,32].Αν λοι­πόν είναι αμαρ­τω­λός όποιος αγα­πά μόνο όσους τον αγα­πούν, τι είναι εκεί­νος που βλά­πτει όσους δεν τον αδί­κη­σαν; Αν είναι αξιο­κα­τά­κρι­τος όποιος δεν ελε­εί από τα δικά του αγα­θά, τι είναι εκεί­νος που αρπά­ζει και τα ξένα; Για­τί το ξέρε­τε, όχι μόνο το να αρπά­ζει κανείς τα ξένα, αλλά και το να μη δίνει από τα δικά του σε όσους έχουν ανάγ­κη, είναι αδι­κία και πλε­ο­νε­ξία, είναι παρά­βα­ση θεϊ­κής εντο­λής και αμαρ­τία.

Ας απο­φύ­γου­με, αδελ­φοί μου, αυτήν την αμαρ­τία. Και θα την απο­φύ­γου­με, αν φέρου­με στον νου μας όσους άρπα­γες και πλε­ο­νέ­κτες έζη­σαν πριν από μας, όσους δηλα­δή έχουν ήδη πεθά­νει. Πού βρί­σκον­ται αυτοί; Στην κόλα­ση! Και τα χρή­μα­τά τους; Τα απο­λαμ­βά­νουν άλλοι! Δεν είναι επο­μέ­νως ανόη­το να βασα­νι­ζό­μα­στε και σε τού­τη τη ζωή και στην άλλη; Σε τού­τη με τα καθη­με­ρι­νά τρε­χά­μα­τα, τις αγω­νί­ες, τους κόπους και τους μόχθους που απαι­τούν­ται για τη συσ­σώ­ρευ­ση μάταιου πλού­του, και στην άλλη με τις ασύλ­λη­πτες τιμω­ρί­ες της αιώ­νιας γέε­νας;

Ποιος είναι αλή­θεια, ελε­ει­νό­τε­ρος, από τον άρπα­γα που φεύ­γει από τον κόσμο παίρ­νον­τας μαζί του μόνο τις αμαρ­τί­ες του, για τις οποί­ες θα λογο­δο­τή­σει στον Θεό, και αφή­νον­τας όσα μάζευε σε άλλους πολ­λές φορές και εχθρούς του; Και ποιος είναι αθλιό­τε­ρος από τον πλε­ο­νέ­κτη, που σιγο­λιώ­νει από τις έγνοιες και τους φόβους, διώ­χνον­τας από την ψυχή του τη γαλή­νη και κάνον­τας τη ζωή του χει­ρό­τε­ρη από κάθε θάνα­το; Όταν κερ­δί­σει δεν αισθά­νε­ται ευχα­ρί­στη­ση, για­τί ζητά­ει περισ­σό­τε­ρα. Όταν πάλι χάσει έστω κι ένα νόμι­σμα, νομί­ζει ότι παθαί­νει το μεγα­λύ­τε­ρο κακό.. Φίλους δεν έχει παρά μόνο εκεί­νους από τους οποί­ους κερ­δί­ζει· τους άλλους τους βλέ­πει σαν εχθρούς. Μα και την οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη την απο­στρέ­φε­ται. Τους φτω­χούς τους μισεί, για­τί του ζητούν βοή­θεια. Τους πλού­σιους τους φθο­νεί, για­τί θα ήθε­λε να έχει τα πλού­τη τους. Όταν οι άλλοι ευτυ­χούν, αυτός λυπά­ται. Θαρ­ρεί πως όλοι κατέ­χουν δικά του αγα­θά. Φέρε­ται σε όλους σαν να τον έχουν αδι­κή­σει. Υπο­φέ­ρει, για­τί η γη δεν παρά­γει χρυ­σά­φι αντί για σιτά­ρι, για­τί ο πηγές δεν δίνουν ασή­μι αντί για νερό, για­τί τα βου­νά δεν έχουν πολύ­τι­μα πετρά­δια αντί για λιθά­ρια.

Ο πλού­τος για τον φιλάρ­γυ­ρο είναι ό,τι το μαχαί­ρι για τον μανια­κό ή μάλ­λον κάτι πολύ χει­ρό­τε­ρο. Για­τί ο μανια­κός, αφού αρπά­ξει το μαχαί­ρι και το καρ­φώ­σει στο στή­θος του, απαλ­λάσ­σε­ται μια για πάν­τα από τη μανία του και δεν δέχε­ται δεύ­τε­ρη πλη­γή. Ο φιλάρ­γυ­ρος όμως και αμέ­τρη­τες πλη­γές δέχε­ται καθη­με­ρι­νά και ποτέ δεν απαλ­λάσ­σε­ται από τη μανία του. Απε­ναν­τί­ας, μάλι­στα, όσο πλη­γώ­νε­ται, τόσο πιο μανια­σμέ­να ξανα­καρ­φώ­νει το μαχαί­ρι στην ψυχή του.

Ποιος είναι λοι­πόν χει­ρό­τε­ρος από τον πλε­ο­νέ­κτη, που και την ψυχή του θανα­τώ­νει με τις αδι­κί­ες και τη ζωή του σπα­τα­λά­ει με τις περιτ­τές φρον­τί­δες και τον εαυ­τό του στε­ρεί από κάθε ευχα­ρί­στη­ση και τους ανθρώ­πους όλους τους κάνει εχθρούς του; Όλους;, θα απο­ρή­σε­τε. Ναι, όλους. Βλέ­πε­τε, δεν τον μισούν μόνο όσοι έχουν κακο­πα­θή­σει από την πλε­ο­νε­ξία τους, μα και οι άλλοι, επει­δή συμ­πο­νούν τα θύμα­τά του και φοβούν­ται μήπως βρε­θούν στην οδυ­νη­ρή θέση τους. Το φοβε­ρό­τε­ρο, όμως, δεν είναι αυτό. Για­τί, όταν έχει κάνει εχθρό του τον ίδιο τον Θεό, ποια παρη­γο­ριά ή ελπί­δα τού απο­μέ­νει;

Είναι πλού­τος αυτός, πες μου, το να αδι­κείς; Και είσαι πλού­σιος εσύ, ο πλε­ο­νέ­κτης, ή κατά­δι­κος; Μάλ­λον χει­ρό­τε­ρος κι από κατά­δι­κο είσαι. Και ξέρεις για­τί; Εκεί­νος έχει χάσει τη σωμα­τι­κή του ελευ­θε­ρία, ενώ εσύ την ψυχι­κή. Εκεί­νον τον έδε­σαν άλλοι χωρίς τη θέλη­σή του, ενώ εσύ δέθη­κες μόνος σου.

Αν ο βασι­λιάς με νόμο μας επι­βά­λει όχι μόνο να μην παίρ­νου­με περιου­σια­κά στοι­χεία άλλου, μα κι από τα δικά μας να δώσου­με ένα μέρος, θα υπα­κού­σου­με δίχως αντίρ­ρη­ση. Τώρα, όμως, που ο νόμος τους Θεού μάς επι­βάλ­λει να μην αρπά­ζου­με τα ξένα πράγ­μα­τα, ασύ­στο­λα τον κατα­πα­τά­με. Τον θνη­τό βασι­λιά, τον άνθρω­πο, τον σεβό­μα­στε· τον αθά­να­το Βασι­λιά, τον Δημιουρ­γό και Κύριο του σύμ­παν­τος, Τον περι­φρο­νού­με. Δεν είναι φοβε­ρό; Για­τί, αν δια­πράτ­του­με ασέ­βεια όταν τιμά­με τον Θεό όσο κι έναν άνθρω­πο, τότε τι κάνου­με όταν τιμά­με έναν άνθρω­πο περισ­σό­τε­ρο από τον Θεό;

Βαριά είναι τα λόγια μου, το ξέρω. Αλλά δείξ­τε πραγ­μα­τι­κά ότι σας φοβί­ζουν και σας λυπούν, απο­φεύ­γον­τας τις κακές πρά­ξεις. Αν δεν φοβά­στε τις κακές πρά­ξεις, πώς μπο­ρώ να σας πιστέ­ψω, όταν λέτε ότι φοβά­στε τα λόγια μου κα λυπά­στε με αυτά; Εσείς με τα έργα σας επι­βα­ρύ­νε­τε τον εαυ­τό σας, όχι εγώ με τα λόγια μου. Για­τί όποιος σκά­βει λάκ­κο για τον άλλο, πέφτει ο ίδιος μέσα. Και όπως οι επί­το­κες γυναί­κες υπο­φέ­ρουν από τους κοι­λό­πο­νους, έτσι κι εκεί­νος που ετοι­μά­ζει μιαν άνο­μη πρά­ξη, πριν αδι­κή­σει τον άλλον, υπο­φέ­ρει και πονά­ει ο ίδιος. Όσο κακός, βλέ­πε­τε, κι αν είναι κανείς, δεν μπο­ρεί να φιμώ­σει τη συνεί­δη­σή του και να απο­φύ­γει τον έλεγ­χό της· για­τί αυτός ο έλεγ­χος είναι κάτι το φυσι­κό, που εξαρ­χής έβα­λε ο Θεός μέσα μας. Όσο κι αν τον αγνο­ή­σου­με, όσο κι αν τον πολε­μή­σου­με, ορθώ­νε­ται πάν­το­τε αμεί­λι­κτος, και φωνά­ζει και μας κατα­δι­κά­ζει και μας τιμω­ρεί.

Θυμά­στε πόσο κακός ήταν ο Αχα­άβ, ο βασι­λιάς της Σαμά­ρειας; Και όμως ακό­μα κι εκεί­νος, όταν θέλη­σε να αρπά­ξει το αμπέ­λι του Ναβου­θαί, πόση οδύ­νη δοκί­μα­σε! Μολο­νό­τι ήταν από­λυ­τος άρχον­τας, μολο­νό­τι κανέ­νας δεν υπήρ­χε που να τον ελέγ­ξει, επει­δή δεν μπο­ρού­σε να υπο­φέ­ρει τον έλεγ­χο της συνει­δή­σε­ώς του, ήταν σκυ­θρω­πός, ταραγ­μέ­νος, ανό­ρε­χτος, με τη θλί­ψη ζωγρα­φι­σμέ­νη στο πρό­σω­πό του [Γ΄Βασ. 20,1–29].

Θέλε­τε να σας ανα­φέ­ρω κι ένα περι­στα­τι­κό σύγ­χρο­νο, για να κατα­λά­βε­τε ότι η πλε­ο­νε­ξία κάνει τους ανθρώ­πους θηρία και δαί­μο­νες; Πριν από και­ρό είχα­με στην πόλη μας μεγά­λη ανομ­βρία. Ο ουρα­νός είχε στε­ρέ­ψει και είχε πάρει το χρώ­μα του χαλ­κού. Όλοι περι­μέ­να­με καθη­με­ρι­νά το θάνα­το, ένα θάνα­το φοβε­ρό­τε­ρο από κάθε άλλο, και παρα­κα­λού­σα­με τον Θεό να μας απαλ­λά­ξει από αυτή τη συμ­φο­ρά. Ξάφ­νου, ανέλ­πι­στα, χάρη στην απέ­ραν­τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου, έπε­σε από τον ουρα­νό άφθο­νη βρο­χή. Ενώ λοι­πόν όλοι πανη­γύ­ρι­ζαν και γιόρ­τα­ζαν, κάποιος πλού­σιος τρι­γυρ­νού­σε στην πόλη σκυ­φτός, κατσου­φια­σμέ­νος, κατα­λυ­πη­μέ­νος και κίτρι­νος σαν νεκρός. Όταν κάποιοι ζήτη­σαν να μάθουν την αιτία της λύπης του, δεν μπό­ρε­σε να την κρύ­ψει, για­τί τον βασά­νι­ζε και τον έπνι­γε το πάθος του. «Έχω στις απο­θή­κες μου δέκα χιλιά­δες μέτρα σιτά­ρι», είπε, «και τώρα, που έβρε­ξε, δεν ξέρω πώς θα το που­λή­σω».

Τι είναι αυτά που λες, αθε­ό­φο­βε; Υπο­φέ­ρεις, επει­δή δεν χάθη­καν όλοι, για να μαζέ­ψεις εσύ χρυ­σά­φι; Δεν έχεις ακού­σει τι λέει ο Σολο­μών; « συνέ­χων στον πολεί­ποι­το ατν τος θνε­σιν, ελογί­αν δ ες κεφαλν το μετα­δι­δόν­τος(:Για εκεί­νον, που συνά­γει και κρύ­πτει το σιτά­ρι εν και­ρώ λιμού, με τον σκο­πό να το που­λή­σει πανά­κρι­βα, όλοι εύχον­ται να του το λεη­λα­τή­σουν ξένοι επι­δρο­μείς και εχθροί. Η ευλο­γία δε του Θεού χορη­γεί­ται πλού­σια σε εκεί­νον που δίδει και στους άλλους)» [Παροιμ. 11,26].Είσαι εχθρός του Θεού και φίλος, ή μάλ­λον δού­λος, του μαμω­νά. Η γλώσ­σα σου ‚που είπε τα ανή­κου­στα αυτά λόγια, θα έπρε­πε να κοπεί. Η καρ­διά σου, που ξεχει­λί­ζει από τόσο απάν­θρω­πα αισθή­μα­τα, θα έπρε­πε να πάψει να χτυ­πά­ει. Τι άνθρω­πος, αλή­θεια, είσαι εσύ, που υπο­φέ­ρεις όχι για­τί έχεις λίγα, όπως οι φτω­χοί, μα απε­ναν­τί­ας, για­τί έχεις πολ­λά και θέλεις να τα κάνεις ακό­μα περισ­σό­τε­ρα με την εκμε­τάλ­λευ­ση της δυστυ­χί­ας των συναν­θρώ­πων σου;

Πώς να σκια­γρα­φή­σω τα πάθη του πλε­ο­νέ­κτη; Τι πιο μια­ρό υπάρ­χει από τα χέρια του; Και τι πιο άπλη­στο, πιο αδιάν­τρο­πο, πιο κυνι­κό από τα μάτια του; Δεν βλέ­πει τους ανθρώ­πους ως ανθρώ­πους, ούτε τον ουρα­νό ως ουρα­νό, ούτε κανέ­να από τα επί­γεια πράγ­μα­τα όπως πραγ­μα­τι­κά είναι. Όλα τα βλέ­πει σαν χρή­μα και όλα τα μετρά­ει με το χρή­μα. Οι αλη­θι­νοί άνθρω­ποι βλέ­πουν τους φτω­χούς, εξαν­τλη­μέ­νους και συγ­κι­νούν­ται· οι πλε­ο­νέ­κτες βλέ­πουν τους φτω­χούς και αγριεύ­ουν. Οι αλη­θι­νοί άνθρω­ποι όχι μόνο δεν βάζουν στο μάτι τα ξένα πράγ­μα­τα, μα κι από τα δικά τους δίνουν σε όσους έχουν ανάγ­κη· οι πλε­ο­νέ­κτες δεν ησυ­χά­ζουν, ώσπου να αρπά­ξουν το βιός των άλλων και να το κάνουν δικό τους. Οι αλη­θι­νοί άνθρω­ποι δεν ανέ­χον­ται να δουν γυμνό τον πλη­σί­ον τους· οι πλε­ο­νέ­κτες, αν δεν τους γδύ­σουν όλους, δεν ικα­νο­ποιούν­ται· ή μάλ­λον, ούτε και τότε ικα­νο­ποιούν­ται.

Γι’ αυτό μπο­ρεί κανείς πως είναι όχι θηρία, μα κι απ’ αυτά πολύ χει­ρό­τε­ροι. Τα θηρία, βλέ­πε­τε, όταν χορ­τά­σουν απο­μα­κρύ­νον­ται από τα θύμα­τά τους, ενώ οι πλε­ο­νέ­κτες δεν έχουν χορ­τα­σμό. Τα θηρία, άλλω­στε είναι από τη φύση τους άγρια, ενώ οι πλε­ο­νέ­κτες μετα­βάλ­λουν θελη­μα­τι­κά τη φυσι­κή τους ημε­ρό­τη­τα σε αγριό­τη­τα. Τα στό­μα­τά τους ξερ­νούν δηλη­τή­ριο, όπως τα στό­μα­τα των φαρ­μα­κε­ρών φιδιών. Τα χέρια τους δεν κου­ρά­ζον­ται να κάνουν κακό στους άλλους. Όσο για τον νου τους, αν μπο­ρού­σε κανείς να τον εξε­τά­σει, θα τους ονό­μα­ζε όχι μόνο θηρία, αλλά και δαί­μο­νες· για­τί δεν κρύ­βουν μέσα τους παρά σκλη­ρό­τη­τα και μοχθη­ρία για κάθε συνάν­θρω­πο τους. Οι δαί­μο­νες μάλι­στα, σχε­δόν ποτέ δεν μπο­ρούν να βλά­ψουν έναν άνθρω­πο δίχως τη θέλη­ση και τη συνερ­γα­σία του ιδί­ου, ενώ οι πλε­ο­νέ­κτες πάν­τα βλά­πτουν το συνάν­θρω­πό τους χωρίς τη θέλη­σή του και παρά το γογ­γυ­σμό του. Όλους και όλα, ακό­μα και την ψυχή τους, θυσιά­ζουν στο βωμό του κέρ­δους. Άλλο τίπο­τα δεν σκέ­φτον­ται, άλλο τίπο­τα δεν τους ενδια­φέ­ρει, παρά μόνο το χρή­μα. Ούτε την Ουρά­νια Βασι­λεία ποθούν, ούτε την κόλα­ση φοβούν­ται, ούτε τους ανθρώ­πους ντρέ­πον­ται ούτε τον Θεό σέβον­ται. Τους νόμους τους κατα­πα­τούν, την τιμιό­τη­τα την περι­γε­λούν, το Ευαγ­γέ­λιο το περι­φρο­νούν, τη ζωή μετά τον θάνα­το τη θεω­ρούν ανύ­παρ­κτη.

Ώστε δεν υπάρ­χει, σοφέ μου πλε­ο­νέ­κτη, ζωή μετά τον θάνα­το; Δεν υπάρ­χει ούτε κρί­ση ούτε απο­λο­γία ούτε αντα­πό­δο­ση; «Όχι», θα μου πεις, για­τί έτσι σε συμ­φέ­ρει. Μήπως όμως δεν υπάρ­χει ούτε θάνα­τος; Μπο­ρείς να τον αμφι­σβη­τή­σεις κι αυτόν; Μολο­νό­τι πολύ θα το ήθε­λες, δεν μπο­ρείς. Πάρε το από­φα­ση λοι­πόν· ότι δεν θα αργή­σεις να πεθά­νεις. Βλέ­πεις τη μέλισ­σα; Σε όλη της τη ζωή εργά­ζε­ται φιλό­τι­μα, παρά­γον­τας το γλυ­κό και ωφέ­λι­μο μέλι. Σε όλη της τη ζωή κάνει το καλό. Μόλις, όμως, κάνει το κακό, μόλις κεν­τρί­σει άνθρω­πο ή ζώο, πεθαί­νει μαζί με το κεν­τρί της. Από τη μέλισ­σα μάθε να μη βλά­πτεις τον πλη­σί­ον· για­τί εσύ ο ίδιος θα πεθά­νεις πρώ­τος. Τον πλη­σί­ον θα τον βλά­ψεις και θα τον λυπή­σεις πρό­σκαι­ρα, εσύ όμως θα πεθά­νεις για πάν­τα.

Τα χρή­μα­τα λέγον­ται χρή­μα­τα, επει­δή χρη­σι­μεύ­ουν και χρη­σι­μο­ποιούν­ται, όταν πρέ­πει, για την ικα­νο­ποί­η­ση των βιο­τι­κών αναγ­κών μας. Σκο­πός μας, επο­μέ­νως, δεν είναι να απο­κτή­σου­με όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρα, για­τί τότε ανα­τρέ­πε­ται η φυσιο­λο­γι­κή τάξη και αντί να τα ορί­ζου­με, υπο­τασ­σό­μα­στε σε αυτά. Η συγ­κέν­τρω­ση πλού­του είναι υπο­δού­λω­ση του λογι­κού ανθρώ­που στην άλο­γη ύλη. Φανε­ρώ­νει ακό­μη απι­στία στη Θεία πρό­νοια, αλλά και μεγά­λη ανο­η­σία. Ναι, ανο­η­σία. Ανόη­τος δεν είσαι, αφού όλα όσα με κάθε αθέ­μι­το μέσο απο­κτάς, θα τα εγκα­τα­λεί­ψεις έπει­τα από λίγο; «Μα θα μεί­νουν στα παι­διά μου», λες. Και τα παι­διά σου, όμως, θα εγκα­τα­λεί­ψουν τη γη ύστε­ρα από σένα. Τι λέω; Ίσως και πριν από εσέ­να…

Η αλή­θεια είναι ότι με τη συγ­κέν­τρω­ση πλού­του απο­βλέ­πεις στην ικα­νο­ποί­η­ση δύο φοβε­ρών παθών σου, της κενο­δο­ξί­ας και της φιλη­δο­νί­ας. Καμα­ρώ­νεις για τα μέγα­ρά σου, τα αμά­ξιά σου, τους υπη­ρέ­τες σου· ευχα­ρι­στιέ­σαι προ­κα­λών­τας τον θαυ­μα­σμό και τη ζήλεια των άλλων· παρα­δί­νε­σαι στις αισχρές επι­θυ­μί­ες· κυλιέ­σαι στη λάσπη της κραι­πά­λης και της ακο­λα­σί­ας. Να για­τί είσαι πλε­ο­νέ­κτης, να για­τί θέλεις να αρπά­ζεις το βιος των άλλων. Για να ικα­νο­ποιείς τα πάθη σου, δεν διστά­ζεις να πετάς στο δρό­μο και να ρίχνεις σε συμ­φο­ρές τους αδελ­φούς σου, τα μέλη του Χρι­στού, περι­φρο­νών­τας με αυτόν τον τρό­πο τον ίδιο τον Χρι­στό.

Είτε το πιστεύ­εις είτε όχι, η αιώ­νια κόλα­ση σε περι­μέ­νει, αν δεν μετα­νο­ή­σεις και δεν διορ­θω­θείς. Για­τί ο δίκαιος Θεός, που «ποδώ­σει κάστ κατ ργα ατο(:θα πλη­ρώ­σει τον καθέ­να κατά τα έργα του)»[Ρωμ. 2,6], δεν θα αφή­σει ατι­μώ­ρη­τη τη διπλή σου παρα­νο­μία, τόσο δηλα­δή την άδι­κη συνά­θροι­ση, όσο και την κακή χρή­ση του πλού­του. «θυμς κα ργή(: Ο θυμός και η οργή του Θεού)», γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «τος πει­θο­μέ­νοις τ δικί(:περι­μέ­νουν όσους υπη­ρε­τούν την αδι­κία)»[Ρωμ.2,8].Και πώς να μην προ­κα­λέ­σεις την οργή του Θεού, όταν από τη μια σκορ­πάς τα λεφτά σου στις πόρ­νες κι από την άλλη αδια­φο­ρείς για τους φτω­χούς; Κι αν ακό­μα όσα σπα­τα­λάς τα κέρ­δι­ζες με τον τίμιο κόπο σου, θα αμάρ­τα­νες βαριά αγο­ρά­ζον­τας με αυτά την ασέλ­γεια. Ε, ανα­λο­γί­σου πόσο αμαρ­τά­νεις τώρα, που την αγο­ρά­ζεις με άνο­μα κέρ­δη.

Για να απο­φύ­γεις, λοι­πόν, τη δίκαιη κατα­δί­κη από τον αδέ­κα­στο Κρι­τή, πάψε να πλου­τί­ζεις αθέ­μι­τα, αδι­κών­τας τους συναν­θρώ­πους σου. Στη ζωή αυτή έχεις τη δύνα­μη του χρή­μα­τος, την προ­στα­σία των αρχόν­των , την εύνοια των δικα­στών. Στην άλλη ζωή, όμως, τι θα έχεις; Εκεί θα σε ακο­λου­θούν μόνο οι αμαρ­τω­λές πρά­ξεις σου και οι στε­ναγ­μοί των αδι­κη­μέ­νων, που φτά­νουν ως τον υπε­ρου­ρά­νιο θρό­νο του Θεού και προ­κα­λούν την ευσπλα­χνία Του. Μακά­ρι να γνω­ρί­σεις κι εσύ την ανεί­κα­στη θεία ευσπλα­χνία με την έγκαι­ρη μετά­νοιά σου.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ :

  • Θέμα­τα ζωής, Από τις ομι­λί­ες του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου, τόμος Β΄, εκδό­σεις Ιεράς Μονής Παρα­κλή­του, Ωρω­πός Αττι­κής 2010, σελ. 51–63.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΜΗΠΩΣ ΕΧΩ ΑΦΡΟΣΥΝΗ;)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΜΗΠΩΣ ΕΧΩ ΑΦΡΟΣΥΝΗ;»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 22-11-1998]

[Β 387]

Είναι βαρύ να σου δίνει ο Θεός τον χαρα­κτη­ρι­σμό ότι είσαι άφρων, άμυα­λος, αγα­πη­τοί μου. Ο Θεός χαρα­κτη­ρί­ζει με επαί­νους τον άνθρω­πον, όταν είναι σωστός άνθρω­πος, όπως τον θέλει ο Θεός. Αλλά και απο­δί­δει βαρείς χαρα­κτη­ρι­σμούς, όταν ο άνθρω­πος έχει απο­κλί­νει από το θέλη­μα το δικό Του. Και τού­το φαί­νε­ται στην παρα­βο­λή του άφρο­νος πλου­σί­ου που ακού­σα­με σήμε­ρα, αγα­πη­τοί, στην ευαγ­γε­λι­κή μας περι­κο­πή.

Μας λέγει ο Κύριος στην παρα­βο­λή αυτή ότι ενός ανθρώ­που τα χωρά­φια εκεί­νη τη χρο­νιά είχαν εξαι­ρε­τι­κή ευφο­ρία. Και ο άνθρω­πος αυτός, σημειώ­νει, ήταν πλού­σιος. Έπε­σε λοι­πόν σε περί­σκε­ψη. Εσκέ­πτε­το πού θα μπο­ρού­σε να απο­θη­κεύ­σει την και­νού­ρια του σοδειά. Βλέ­πε­τε; Έπε­σε σε μέρι­μνα. Όπως βλέ­πε­τε, σε μέρι­μνα πέφτει και ο φτω­χός. Και ο φτω­χός και ο πλού­σιος. Και οι δύο κατη­γο­ρί­ες πέφτουν σε μία μέρι­μνα. Ο ένας λέει: «Τι θα φάω;». Ο άλλος λέγει: «Όλα αυτά που έχω, πώς θα τα φάω;».

Ωστό­σο, ο πλού­σιος, δεν σκέ­φτη­κε να δώσει από τη σοδειά της προ­η­γου­μέ­νης χρο­νιάς στους φτω­χούς, αλλά ήθε­λε να συγ­κεν­τρώ­σει ό,τι είχε σε και­νού­ριες απο­θή­κες. Τον πλού­σιο τον χαρα­κτη­ρί­ζει, τον πλού­σιον εννο­εί­ται της παρα­βο­λής, τον χαρα­κτη­ρί­ζει η φοβε­ρή φιλαυ­τία, η αγά­πη προς τον εαυ­τόν του. Και φαί­νε­ται αυτό από την λεκτι­κή δια­τύ­πω­ση της όλης παρα­βο­λής, με την επα­νά­λη­ψη της αντω­νυ­μί­ας «μου». «…Κα συνξω κε πντα τ γενματ μου κα τ γαθ μου, κα ρ τ ψυχ μου· ψυχ, χεις πολλ γαθ κεμενα ες τη πολλ· ναπαου, φγε, πε, εφρανου». Βλέ­πε­τε; «Τα αγα­θά μου. Τα δικά μου. Δεν με ενδια­φέ­ρει τι κάνουν οι άλλοι. Με ενδια­φέ­ρει τι κάνω εγώ. Πώς εγώ θα καλο­πε­ρά­σω». Ουδε­μία σκέ­ψις για φιλαν­θρω­πία, για παρου­σία πλη­σί­ον.

Όμως την νύχτα εκεί­νη που έκα­νε αυτές τις φίλαυ­τες σκέ­ψεις, όπως μας παρου­σιά­ζει ο Κύριος στην παρα­βο­λή, εμφα­νί­ζε­ται ο Θεός στον ύπνο του και του λέγει: «φρον, τατ τ νυκτ τν ψυχν σου παι­τοσιν π σο· δ τομασας τνι σται;». «Άμυα­λε, φρον, άμυα­λε, αυτή τη νύχτα ζητά­νε την ψυχή σου -Ποιοι; Οι δαί­μο­νες- . Εκεί­να όλα που έχεις ετοι­μά­σει, σε ποιον θα μεί­νουν;».

Φοβε­ρή, αγα­πη­τοί μου, η φωνή του Θεού. Φοβε­ρός και ο χαρα­κτη­ρι­σμός «άφρων». Να σε πει ο Θεός «άφρων»… Μπο­ρού­με αλή­θεια να συλ­λά­βο­με να μας λέγει ο Θεός αυτόν τον χαρα­κτη­ρι­σμόν; Μπο­ρού­με να το συλ­λά­βο­με αυτό τι σημαί­νει; Αλλά τι σημαί­νει άφρων; Είναι το αντί­θε­τον του έμφρο­νος ανθρώ­που. Η αφρο­σύ­νη είναι το αντί­θε­τον της φρο­νή­σε­ως. Αυτός που δεν είναι συνε­τός, αυτός που δεν είναι φρό­νι­μος, αυτός είναι ο άφρων. Είναι από το στε­ρη­τι­κό α-, όπως λέμε στη Γραμ­μα­τι­κή, αλλά και της λέξε­ως «φρήν- φρε­νός», δηλα­δή μυα­λό, του μυα­λού, δηλα­δή χωρίς μυα­λό, χωρίς φρό­νη­ση, άμυα­λος.

Είναι γνω­στό ότι στον άνθρω­πον υπάρ­χουν τέσ­σε­ρις κεφα­λαιώ­δεις αρε­τές· από τις οποί­ες εκπη­γά­ζουν όλες οι αρε­τές. Πολ­λές φορές έχω ανα­φερ­θεί στις ομι­λί­ες μου γι’ αυτές τις κεφα­λαιώ­δεις αρε­τές. Δεν πει­ρά­ζει αν τις ξανα­πού­με, διό­τι ένα κήρυγ­μα δεν είναι ένα δια­κο­σμη­τι­κό στοι­χείο, αλλά είναι ένα μάθη­μα, είναι μία κατή­χη­ση. Και όπως ο εκπαι­δευ­τι­κός στο σχο­λειό λέει και ξανα­λέ­ει και ξανα­λέ­ει τα ίδια πράγ­μα­τα, με σκο­πό όχι να αρέ­σει εις τους μαθη­τάς του αλλά εκεί­να τα οποία λέγει να εμπε­δω­θούν εις την γνώ­σιν των μαθη­τών του. Είναι λοι­πόν η φρό­νη­σις, η σωφρο­σύ­νη, η ανδρεία και η δικαιο­σύ­νη. Αυτά τα τέσ­σε­ρα.

Λέγει εις το 4ο βιβλίο των Μακ­κα­βαί­ων, ανα­φε­ρό­με­νος εις αυτό το τετρά­πτυ­χον. Λέγει ‑είναι στο πρώ­το κεφά­λαιο στον 18ο στί­χο: «Τς δέ σοφί­ας δέαι καθε­στή­κα­σι τέσ­σα­ρες, φρό­νη­σις καί δικαιο­σύ­νη καί νδρεία καί σωφρο­σύ­νη». Πρέ­πει να πού­με ότι αυτές οι τέσ­σε­ρις κεφα­λαιώ­δεις αρε­τές, βρί­σκον­ται και εις τους παρ’ μν σοφούς, τους Έλλη­νας σοφούς. Κι εκεί συναν­τού­με αυτές τις τέσ­σε­ρις κεφα­λαιώ­δεις αρε­τές.

Η φρό­νη­σις αντι­στοι­χεί εις την νόη­σιν, στο μυα­λό. Εξ ου και το «φρον», άμυα­λε. Φρό­νι­μος εκεί­νος που έχει μυα­λό. Στην σωφρο­σύ­νη αντι­στοι­χεί το συναί­σθη­μα, η καρ­διά. Στην ανδρεία αντι­στοι­χεί η βού­λη­σις. Και στην δικαιο­σύ­νη, που και διά­κρι­σις λέγε­ται, υπάρ­χει εκ μέρους της, της δικαιο­σύ­νης, η ισο­στάθ­μι­σις των τριών πρώ­των. Όταν λέμε δικαιο­σύ­νη, πάν­τα εννο­ού­με μία ζυγα­ριά. Το σύμ­βο­λον της δικαιο­σύ­νης είναι η ζυγα­ριά. Είναι εκεί­νη η οποία, ξανα­λέ­γω, ισο­σταθ­μί­ζει την φρό­νη­ση, την σωφρο­σύ­νη και την ανδρεία. Τι θα πει «ισο­σταθ­μί­ζει»; Όχι το ένα να είναι πολύ μεγά­λο, το άλλο να είναι πολύ μικρό. Δηλα­δή σαν ένα τρί­γω­νο αν το θέλε­τε, ορθο­γώ­νιο τρί­γω­νο, που το ένα σκέ­λος να είναι πολύ μεγά­λο, φερει­πείν η νόη­σις, ενώ το από κάτω σκέ­λος να είναι πολύ μικρό, δηλα­δή ας πού­με η ανδρεία. Να έχεις γερό μυα­λό, αλλά να μην έχεις ανδρεία, πολ­λή εννο­εί­ται. Αλλά να έχεις μικρού­τσι­κη, να έχεις νηπιώ­δη ανδρεία. Έτσι η αρε­τή της δικαιο­σύ­νης ισο­σταθ­μί­ζει τις τρεις άλλες αρε­τές. Και επέρ­χε­ται μία ισορ­ρο­πία. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαν­τι­κόν.

Και τώρα να δού­με πώς εμφα­νί­ζε­ται η αφρο­σύ­νη, περί της οποί­ας και ο λόγος σήμε­ρα. Δημιουρ­γεί την πλά­νη ότι η ευτυ­χία βρί­σκε­ται στα πολ­λά. «Πω, ευτυ­χία! Ω πολ­λά, ω πολ­λά αγα­θά μου! Και πέρυ­σι μου ‘μει­ναν πάρα πολ­λά. Ίσως και από πρό­περ­σι. Και φέτος, πω, πολ­λά αγα­θά!». Έτσι λοι­πόν δημιουρ­γεί­ται αυτή η πλά­νη, πλά­νη, ότι η ευτυ­χία βρί­σκε­ται στα πολ­λά. Ότι αν δεν έχω χρή­μα­τα, όπως λέγει ο άγιος Κασ­σια­νός ο Ρωμαί­ος, και δυστυ­χώς ανα­φέ­ρε­ται σε κάποιον μονα­χόν, ο οποί­ος μάζευε χρή­μα­τα και τα έβα­ζε κάτω από μία σανί­δα του σανι­δέ­νιου πατώ­μα­τος του κελιού του, ότι «αν δεν έχω χρή­μα­τα θλί­ως ποθα­νομαι». Η φρά­σις είναι από κει. Ότι θα πεθά­νω άθλια. Προ­σέξ­τε, να κάνω μία διά­κρι­ση. Όχι βεβαί­ως το να πω στα παι­διά μου : «Παι­διά, κοι­τάξ­τε, ε, αυτά τα χρή­μα­τα τα έχω για την κηδεία μου»· ή: «Αυτό το σάβα­νο-που αγο­ρά­ζουν από τους Αγί­ους Τόπους- θα μου το βάλε­τε όταν θα με κηδεύ­σε­τε». Δεν εννο­ού­με αυτό το πράγ­μα. Κάθε άλλο. Δεν έχει καμία σχέ­ση.

Η εκου­σία πτω­χεία, η θελη­μα­τι­κή πτω­χεία είναι εκεί­νη που θερα­πεύ­ει το πράγ­μα. Αυτή δε, η εκου­σία πτω­χεία, είναι η πρώ­τη, κατά τους Πατέ­ρες, του κατα­λό­γου των αρε­τών. Ο Κύριος πώς άρχι­σε τους Μακα­ρι­σμούς Του; «Μακά­ριοι ο πτω­χοί τ πνεύ­μα­τι». Τι σημαί­νει αυτό; «Τ πνεύ­μα­τι» θα πει «εκεί­νοι που είναι φτω­χοί δια της ιδί­ας των προ­αι­ρέ­σε­ως». Θέλουν. Δεν είναι χαζοί. Δεν είναι κου­τοί. Δεν είναι ανί­κα­νοι να βγά­λουν χρή­μα­τα. Αλλά θέλουν να είναι πτω­χοί. Το για­τί; Για κάποιο σκο­πό. Φερει­πείν, διό­τι θέλω να εργα­στώ για την Βασι­λεία του Θεού. Όπως και η αγα­μία. Δεν είμαι ανί­κα­νος. Όπως θα ‘λεγε κάποιος: «Ξύσε με λιγά­κι, να δεις αν είμαι ανί­κα­νος». Αλλά για την Βασι­λεία του Θεού.

Λοι­πόν, «μακά­ριοι ο πτω­χοί τ πνεύ­μα­τι». Δηλα­δή δια της ιδί­ας των προ­αι­ρέ­σε­ως. Για­τί σ’ αυτούς ανή­κει η Βασι­λεία του Θεού. Αν θα ανοί­ξε­τε τα Άπαν­τα του αγί­ου Ισα­άκ του Σύρου, θα δεί­τε ότι πρώ­τη ομι­λία — η πρώ­τη, έχει πολ­λές ομι­λί­ες, 80–90 ομι­λί­ες έχει- η πρώ­τη ομι­λία ανα­φέ­ρε­ται εις την εκου­σί­αν, την θελη­μα­τι­κήν πτω­χεί­αν. Για­τί; Για­τί είναι η αφε­τη­ρία όλων των άλλων αρε­τών. Όχι βεβαί­ως ότι ένας πλού­σιος δεν μπο­ρεί να σωθεί. Αν και ο Κύριος είπε ότι ένας πλού­σιος δύσκο­λα μπαί­νει στην Βασι­λεία του Θεού, για­τί πλα­νά­ται από τα πράγ­μα­τα που έχει, από τον πλού­τον που έχει. Και τότε είπαν οι μαθη­ταί: «Α, τότε ποιος μπο­ρεί να σωθεί;». Και είπε ο Κύριος: «Εκεί­να που είναι αδύ­να­τα στους ανθρώ­πους, είναι δυνα­τά στον Θεό». Μπο­ρείς να είσαι πλού­σιος και να σωθείς. Όταν όμως είσαι ο φιλάν­θρω­πος, ο ελε­ή­μων, που δεν εμπο­δί­ζε­σαι να κάνεις το αγα­θόν. Και δεν κολ­λά­ει η καρ­διά σου στα υλι­κά αγα­θά.

Έτσι λοι­πόν εκεί­νος ο οποί­ος είναι πλε­ο­νέ­κτης, θέλει να μαζέ­ψει, στο βάθος είναι υπε­ρή­φα­νος. Έχει αλα­ζο­νεία του σώμα­τος. Ξέρε­τε εκεί­νος που δεν νηστεύ­ει, έχει την αλα­ζο­νεία του σώμα­τος, όχι του πνεύ­μα­τος. Η αλα­ζο­νεία του σώμα­τος είναι «Εγώ τρώ­γω, θέλω να θρέ­ψω το σώμα μου». Αντι­θέ­τως, η νηστεία είναι η ταπεί­νω­ση του σώμα­τος. Δηλα­δή ταπει­νώ­νω το σώμα μου με του να του δώσω… ε, μέτρια τρο­φή, και στην ποσό­τη­τα και στην ποιό­τη­τα. Η νηστεία λοι­πόν σπά­ζει αυτήν την αλα­ζο­νεία του σώμα­τος. Εξάλ­λου η πλε­ο­νε­ξία οδή­γη­σε τον Κύριον να πει την παρα­βο­λή του άφρο­νος πλου­σί­ου. Είχε μία συζή­τη­ση προ­η­γου­μέ­νως. Και ο Κύριος για να δεί­ξει τα πράγ­μα­τα, είπε την παρα­βο­λή του άφρο­νος πλου­σί­ου. Αυτή Του έδω­σε την αφορ­μή.

Και είπε: «ρτε καί φυλάσ­σε­σθε πό πάσης πλε­ο­νε­ξί­ας· τι οκ ν τ περισ­σεύ­ειν τινί ζωή ατο στίν κ τν παρ­χόν­των ατ». Προ­σέ­χε­τε, φυλά­γε­σθε, μη νομί­σε­τε ότι θα απο­κτή­σεις περίσ­σια ζωή από τα πολ­λά σου αγα­θά. Είναι η πλά­νη που σας ανέ­φε­ρα ότι ο άνθρω­πος εκεί κινεί­ται. Πλα­νά­ται. Το μέτρο ποιο είναι; Μας το λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος: « εσέβεια μετ’ αταρ­κεί­ας». «Να είσαι ευσε­βής με εκεί­να που έχεις. Να είσαι και ευσε­βής και με εκεί­να που έχεις. Να περιο­ρί­ζε­σαι». «χον­τες -λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, να ολο­κλη­ρώ­σω- σκε­πά­σμα­τα καί δια­τρο­φάς, τού­τοις ρκε­σθη­σό­με­θα». Τα σκε­πά­σμα­τα ποια είναι; Τα ρού­χα που φορού­με. Το καλο­καί­ρι, κατά τον Μέγα Βασί­λειο, βάζο­με ελα­φρά ρού­χα, τον χει­μώ­να βάζο­με θερ­μά ρού­χα. Και παρα­πα­νί­σια. Σκέ­πα­σμα είναι ακό­μη και η σκε­πή, τα κερα­μί­δια. Δηλα­δή το σπι­τά­κι μας. Το σπί­τι μας, ο ιμα­τι­σμός μας. «χον­τες», λέει, «καί δια­τρο­φάς». Έχο­με να φάμε. Δόξα τω Θεώ. Μη γυρεύ­ο­με να γίνο­με πλού­σιοι. Για­τί εκεί­νο που γυρεύ­ουν να γίνουν πλού­σιοι και τα πάν­τα μηχα­νεύ­ον­ται για τού­το, πέφτουν, λέει, σε παγί­δες και μπή­γουν, λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, στο σώμα τους καρ­φιά και τον καρ­φώ­νουν τον εαυ­τόν τους. Πράγ­μα­τι, ο πλού­σιος έχει πολ­λήν μέρι­μνα, πολύ περισ­σο­τέ­ρα από τον φτω­χόν. Ναι. Αλλά σχε­δόν καθό­λου δεν έχει μέρι­μνα εκεί­νος που αρκεί­ται στα λίγα και έχει το μερο­κά­μα­τό του κ.ο.κ.

Στην αφρο­σύ­νη, περί της οποί­ας, πάν­τα υπεν­θυ­μί­ζω, ο λόγος, απου­σιά­ζει η αντί­λη­ψις του πλη­σί­ον. Είναι ένα άλλο σημείο αυτό. «Καλά, υπάρ­χουν άλλοι άνθρω­ποι;». Ναι, άνθρω­πε. Υπάρ­χουν κι άλλοι άνθρω­ποι. «Υπάρ­χουν κι άλλοι άνθρω­ποι;». Ξέρε­τε τι λέγω; «Αχ, εμείς έχο­με το καλο­ρι­φέρ μας, έχο­με να φάμε, έχο­με το τρα­πέ­ζι μας, τα ρού­χα μας. Πόσοι άνθρω­ποι αυτή την στιγ­μή σε όλο τον κόσμο και μάλι­στα στο βόρειο ημι­σφαί­ριο, που τώρα έχο­με χει­μώ­να, κοι­μών­ται κάτω από τα γεφύ­ρια των ποτα­μών! Στο Παρί­σι, κάτω από τα γεφύ­ρια του Σηκουά­να. Εκεί κοι­μών­ται φτω­χοί. Στο Λον­δί­νο, κάτω από το ποτά­μι του Τάμε­ση, κοι­μών­ται εκεί στα γεφύ­ρια από κάτω, κοι­μών­ται φτω­χοί… Στις μισο­τε­λειω­μέ­νες οικο­δο­μές, κοι­μών­ται φτω­χοί και πει­να­σμέ­νοι». Δεν είναι γνω­στό αυτό; Και είναι, θα λέγα­με, τεί­χη αδια­πέ­ρα­στα, επει­δή ο νους νοσεί, η παρου­σία των φτω­χών. Δεν κατα­λα­βαί­νει τίπο­τα. Τεί­χη αδια­πέ­ρα­στα. Επει­δή ο νους νοσεί. Και η φρό­νη­σις, αυτό το θαυ­μά­σιο προ­ϊ­όν του νου, είναι σχε­δόν ανύ­παρ­κτη. Για­τί είμα­στε άφρο­νες…Έτσι η ελεη­μο­σύ­νη και η κοι­νω­νι­κή αντί­λη­ψις δεν μπο­ρούν να ανα­πτυ­χθούν.

Ακό­μη στην αφρο­σύ­νη γεν­νιέ­ται η αντί­λη­ψις ότι «Όλοι μπο­ρούν να πεθά­νουν εκτός από μένα». Πέθα­νε ο τάδε. «Ε, πέθα­νε αυτός. Δεν πέθα­να εγώ». Έτσι δημιουρ­γεί­ται η πλά­νη ότι «όλοι μπο­ρούν να πεθά­νουν εκτός από μένα». Ο θάνα­τος δια τον τέτοιον άνθρω­πο, τον άφρο­να, να βάλει μυα­λό, δεν υπάρ­χει, δεν υπάρ­χει θάνα­τος. Έτσι δεν υπε­λό­γι­σε και ο πλού­σιος της παρα­βο­λής ότι μπο­ρού­σε να πεθά­νει. «Α», λέγει, «έχεις ‘’γαθ κεμενα ες τη πολλ‘’. Έχεις ζωή μπρο­στά σου». Και έρχε­ται η έκπλη­ξη ότι «τατ τ νυκτ τν ψυχν σου παι­τοσιν π σοῦ». Φοβε­ρό! Ο τόνος πέφτει σ’ αυτό το «τατ τ νυκτ», από­ψε, από­ψε θα πεθά­νεις! Σε όλους μας, συμ­βαί­νει, αγα­πη­τοί μου, αυτό. Ότι δεν θα πεθά­νο­με. Αν το προ­σέ­ξε­τε… βέβαια υπάρ­χει μία εσω­τά­τη ερμη­νεία, ότι ο Θεός έκα­νε τον άνθρω­πο για την αθα­να­σία. Γι΄αυτό δεν πιστεύ­ει στον θάνα­το. Εσω­τά­τη ερμη­νεία. Όμως εδώ έχο­με την περί­πτω­ση ότι δεν πεθαί­νω για να απο­λαύ­σω τα αγα­θά μου. Ο νους λέγει: «Θα πεθά­νεις. Είναι λογι­κό. Αφού όλοι πεθαί­νουν». Η καρ­διά λέγει: «Όχι, δεν θα πεθά­νεις».

Κι ακό­μη μία πλά­νη. Στην αφρο­σύ­νη καλ­λιερ­γεί­ται η ολε­θρία αντί­λη­ψις ότι δεν υπάρ­χει άλλη ζωή. «Και ποιος πήγε και είδε και γύρι­σε για να μας πει ότι υπάρ­χει και άλλη ζωή;». Η αντί­λη­ψις αυτή είναι πραγ­μα­τι­κά μία καθα­ρή αυτο­κτο­νία της υπάρ­ξε­ώς μας. Αφού υπάρ­χει; Εσύ λες ότι δεν υπάρ­χει. Δεν αυτο­κτο­νείς; Δηλα­δή δεν πορεύ­ε­σαι προς την αιω­νία τιμω­ρία και την αιω­νία κόλα­ση; Κι όμως πολ­λοί έτσι θέλουν να σκέ­πτον­ται: «Δεν υπάρ­χει άλλη ζωή. Ό,τι φας και ό,τι πιεις. Αυτό είναι η ζωή. Τίποτ’ άλλο παρα­κά­τω». Ένας χον­τρός υλι­σμός. Στο βάθρο, αγα­πη­τοί μου, του αγάλ­μα­τος του Σαρ­δα­νά­πα­λου, του τελευ­ταί­ου βασι­λιά των Ασσυ­ρί­ων, ο ίδιος έδω­σε εντο­λή να γρά­ψουν από κάτω την εξής επι­γρα­φή: «Δια­βά­τη, η ζωή είναι ό,τι φας και ό,τι πιεις και ό,τι αφρο­δι­σιά­σεις». «Αφρο­δι­σιά­ζω» θα πει συνέρ­χο­μαι και κάνω γενε­τή­σιαν πρά­ξιν, ερω­τι­κή ζωή. Δηλα­δή να φας, να πιεις και να ασκή­σεις και τον έρω­τα. Και να φαν­τα­στεί­τε ότι ο Σαρ­δα­νά­πα­λος ήταν σε… υπερ­θε­τι­κόν βαθ­μόν ομο­φυ­λό­φι­λος. Αυτο­κρά­τωρ… Και φορού­σε γυναι­κεία ενδύ­μα­τα εμφα­νι­ζό­με­νος στον λαό… Φρι­κτές κατα­στά­σεις! Τέλος πάν­των…Και αυτός ο λαν­θα­σμέ­νος πνευ­μα­τι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός, δίδε­ται και δια­δί­δε­ται, «είναι γνω­στό ότι δεν υπάρ­χει άλλη ζωή, άφθο­να και από τον τύπο και από τα Μαζι­κά Μέσα Ενη­με­ρώ­σε­ως. «Τι υπάρ­χει παρα­κά­τω; Τίπο­τα. Πού θα πάμε; Στα αστέ­ρια θα πάμε; Στ’ αστέ­ρια, ξέρω ‘γω; Και μετά τι θα κάνου­με; Τίπο­τα».

Στην συνέ­χεια της φωνής του Θεού, αγα­πη­τοί μου, στον άφρο­να πλού­σιο, είναι: « δ τομασας τνι σται;». «Εκεί­να που ετοί­μα­σες, ποια­νού θα μεί­νουν;». Χμ, πράγ­μα­τι, έρχον­ται οι κλη­ρο­νό­μοι να πουν αυτό που λέει ο λαός: «Φασού­λι το φασού­λι ο θανών». Δηλα­δή μαζεύ­ει φασο­λά­κι-φασο­λά­κι εκεί­νος που θέλει να κάνει περιου­σία. «Φασού­λι το φασού­λι ο θανών… Φασου­λά­δα ο κλη­ρο­νο­μών!». Τα παίρ­νει όλα ο κλη­ρο­νο­μών και τα τρώ­ει. Πραγ­μα­τι­κά, πραγ­μα­τι­κά, μαζεύ­εις άνθρω­πε, μαζεύ­εις, για ποιους; Για τα παι­διά σου; Για τα ανί­ψια σου; Να θα τα φάνε. Εσύ μαζεύ­εις φασό­λι-φασό­λι, αυτοί θα κάνουν φασο­λά­δα για όλα μαζί. Δηλα­δή θα τα φάνε όλα. Πόσο ανόη­τος, αλή­θεια, είναι ο άνθρω­πος!

Όταν όμως τρέ­φε­ται με αυτόν τον τρό­πο η αφρο­σύ­νη, η αμυα­λο­σύ­νη, τότε γεν­νά­ει ένα τέρας, που λέγε­ται αθε­ΐα. Για έναν τέτοιον άφρο­να λέγει ο Ψαλ­μω­δός στον 13ο Ψαλ­μό: «Επεν φρων ν καρ­δί ατο· οκ στι Θεός». Ποιος είπε δεν υπάρ­χει Θεός; Ο άφρων, ο άμυα­λος άνθρω­πος. Ναι. Η απου­σία της φρο­νή­σε­ως γεν­νά την αθε­ΐα· διό­τι αυτή η ίδια η φύσις, η αισθη­τή φύσις, είναι εκεί­νη η οποία μπο­ρεί να μας ανοί­ξει σαν βιβλίο να μάθο­με Ποιος την δημιούρ­γη­σε. Και συ λες «Δεν υπάρ­χει Θεός»; Κι εσύ λες ότι όλα ‘γίναν τυχαία; Τυχαία; Τυχαία; Τι τυχαί­ον υπάρ­χει; Και λες ότι όλα αυτά είναι μόνα τους που έχου­νε γίνει; Μόνα τους; Αυτό­μα­τος γένε­σις;(με ένα ‑ν-). Δηλα­δή έχουν γίνει όλα μόνα τους; Είσαι άφρων. Είσαι άφρων! «Μα, είμαι σοφός επι­στή­μων». Είσαι άφρων! Είσαι άμυα­λος άνθρω­πος. Η απου­σία λοι­πόν της φρο­νή­σε­ως οδη­γεί και εις αυτήν την αθε­ΐ­αν.

Ο άθε­ος είναι άφρων καθ’ όλο το μήκος και πλά­τος και ύψος που υπάρ­χει γύρω του. Ο άθε­ος δεν έχει «σώας τάς φρέ­νας». Βάζω το «σώας τάς φρέ­νας» εντός εισα­γω­γι­κών. Δηλα­δή δεν είναι τρε­λός για το τρε­λο­κο­μείο. Αλλά είναι τρε­λός όμως. Είναι άφρων. Είναι άμυα­λος. Για­τί η αθε­ΐα είναι ένας παρα­λο­γι­σμός. Λέγει ο Μέγας Βασί­λειος: «Τούτ γάρ τ φρο­νι επεν Θεός δια τήν νυπάρ­χου­σαν ατ θεΐ­αν». Του είπε, λέγει, ο Θεός, τον ονό­μα­σε άφρο­να, επει­δή μες στην ψυχή του έβλε­πε ο Θεός ότι υπάρ­χει αθε­ΐα. Και η αφρο­σύ­νη δυστυ­χώς σήμε­ρα είναι πολύ απλω­μέ­νη. Πρέ­πει να το πού­με αυτό, εάν είμε­θα ειλι­κρι­νείς. Λέει ο Ψαλ­μω­δός πάλι: «Κύριος κ το ορανο διέ­κυ­ψεν –Ο Κύριος, λέει, από τον ουρα­νό έσκυ­ψε να δει. Σαν να είναι ένα πάτω­μα και βγαί­νει από ένα παρά­θυ­ρο ο Θεός. Δηλα­δή είναι μία ωραία εικό­να αυτό- π τος υος τν νθρώ­πων το δεν- να δει τους ανθρώ­πους- ε στι συνιν κζητν τν Θεόν-αν υπάρ­χει κάποιος που να έχει μυα­λό. Αν υπάρ­χει κάποιος που επι­τέ­λους να ψάχνει να βρει τον Θεό-. Πάν­τες ξέκλι­ναν -Όλοι πήραν τον στρα­βό δρό­μο-, μα χρειώ­θη­σαν -συγ­χρό­νως έγι­ναν και αχρεί­οι-, οκ στι ποιν χρη­στό­τη­τα, οκ στιν ως νός». «Δεν υπάρ­χει άνθρω­πος να ποιεί χρη­στό­τη­τα(το χρη- με ήτα, δηλα­δή αγα­θό πράγ­μα-. Μέχρις ενός!», λέει στον 13ο Ψαλ­μό ο Δαβίδ.

Αγα­πη­τοί, μεγά­λη συμ­φο­ρά η έλλει­ψις φρο­νή­σε­ως. Ο Θεός μάς έδω­σε τον νου· να είναι προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος πάν­το­τε σε ό,τι είναι αλη­θι­νό, πραγ­μα­τι­κό και συμ­φέ­ρον. Και μας αγα­πά. Και βοά προς ημάς: «Δρά­ξα­σθε παι­δεί­ας-‘’δράτ­το­μαι με την φού­χτα μου’’. Φου­χτιά­σα­τε, λέει, την παι­δεία-, μήπο­τε ργι­σθ Κύριος κα πολεσθε ξ δο δικαί­ας», λέει στον 2ο Ψαλ­μό. Ποια είναι αυτή η Παι­δεία; Είναι ένα από τα πολ­λά ονό­μα­τα του δευ­τέ­ρου προ­σώ­που της Αγί­ας Τριά­δος. Όπως είναι και το όνο­μα Σοφία. Έτσι λοι­πόν, μας λέει εδώ: «Αρπάξ­τε τον Χρι­στόν. Μήπο­τε ργι­σθ ο Κύριος. Για­τί Εκεί­νος θα σας δώσει την φρό­νη­σιν». Ναι. Λέει στο βιβλίο των Παροι­μιών: « νδε­ής τας φρε­σίν κκλι­νά­τω πρός με». Μιλά­ει ο Παροι­μια­στής εξ ονό­μα­τος της Ενυ­πο­στά­του Σοφί­ας. «Εκεί­νος που είναι φτω­χός», λέει, «στο μυα­λό, ας έρθει κον­τά μου να απο­κτή­σει φρό­νη­σιν».

Τι είναι φρό­νη­σις; «Γνσις - λέγει ο άγιος Πέτρος ο Δαμα­σκη­νός- τν τε ποι­η­τέ­ων καί ο ποι­η­τέ­ων, καί γρή­γορ­σις νο». Τι πρέ­πει να κάνω; Τι δεν πρέ­πει να κάνω; Και η εγρή­γορ­ση του νου, το ξύπνιο του νου. Και ποιος μας δίνει την φρό­νη­ση; Η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία του Θεού. Τότε θα έχο­με την αλη­θι­νή φρό­νη­ση και όχι την κοσμι­κή φρό­νη­ση, όπως ο πλού­σιος της παρα­βο­λής. Την φρό­νη­ση εκεί­νη που δεί­χνει κυριό­τα­τα την Βασι­λεία του Θεού. Όλα τα άλλα είναι σχε­τι­κά. Η αφρο­σύ­νη ποτέ, αγα­πη­τοί μου, μην κυριεύ­σει την καρ­διά μας. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_779.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΦΡΟΝΗΣΙΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΦΡΟΝΗΣΙΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 17-11-1996]

[Β 348] (Έκδο­σις Β΄)

Την αφορ­μή, αγα­πη­τοί μου, της παρα­βο­λής του άφρο­νος πλου­σί­ου, που ακού­σα­με σήμε­ρα ως ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, έδω­σε κάποιος νεα­ρός, που ζήτη­σε από τον Κύριον να στα­θεί μερι­στής της πατρι­κής περιου­σί­ας. Μετα­ξύ αυτού και του μεγα­λυ­τέ­ρου του αδελ­φού. Ο Κύριος φυσι­κά αρνή­θη­κε. «Ποιος», λέει, «με έβα­λε μερι­στήν σας ή δικα­στήν σας;» κ.λπ. Διέ­κρι­νε όμως στον νεα­ρόν αυτόν μία πλε­ο­νε­ξία· που ερχό­ταν να αντι­με­τω­πί­σει την πλε­ο­νε­ξία του μεγα­λυ­τέ­ρου αδελ­φού. Βλέ­πε­τε, ήρθαν σε σύγ­κρου­ση δύο πλε­ο­νε­ξί­ες. Κατά τον νόμο, βέβαια, ο μεγα­λύ­τε­ρος έπαιρ­νε μεγα­λύ­τε­ρο μερί­διο, επει­δή υπο­τί­θε­ται ότι αυτός κρα­τού­σε τους γονείς του. Όμως στο βάθος ήταν σύγ­κρου­σις δύο πλε­ο­νε­ξιών.

Τότε ο Κύριος, αφού διέ­κρι­νε αυτό το πάθος και μάζε­ψε και τον κόσμο γύρω, για­τί αντε­λή­φθη­σαν περί τίνος επρό­κει­το, είπε την παρα­βο­λήν του άφρο­νος πλου­σί­ου, που, όπως σας είπα, ακού­σα­με σήμε­ρα, για να δεί­ξει πόσο φοβε­ρό πάθος είναι η φιλαρ­γυ­ρία. Η φιλαρ­γυ­ρία, όχι με την έννοια που λέμε σήμε­ρα, της τσιγ­κου­νιάς, αλλά με την έννοια της αγά­πης προς τα χρή­μα­τα. Αυτό που λέμε εμείς σήμε­ρα η φιλο­χρη­μα­τία. Να αγα­πά­ει κανείς τα χρή­μα­τα. Και έρχε­ται βέβαια να συν­δρά­μει σε αυτό το πάθος και η πλε­ο­νε­ξία.

Η παρα­βο­λή είναι κατά­φορ­τη βέβαια από σπου­δαιό­τα­τα νοή­μα­τα, αλλά εμείς θα μεί­νου­με μόνο σε έναν χαρα­κτη­ρι­σμό που έδω­σε ο Κύριος, που δίδει μάλ­λον ο Θεός, όπως φαί­νε­ται μες στην παρα­βο­λή, εις τον πλε­ο­νέ­κτη και ανε­λε­ή­μο­να εκεί­νον πλού­σιον. Τον απε­κά­λε­σε ο Ίδιος ο Θεός, «φρο­να». Τι του είπε; «φρον», «Άμυα­λε, που δεν έχεις μυα­λό. Εγώ σε έκα­να κατ’ εικό­να δική μου. Κι εσύ δεν έχεις μυα­λό». «φρον, τατ τ νυκτ τν ψυχν σου παι­τοσιν π σο ‑Ποιοι απαι­τούν; Οι δαί­μο­νες-· δ τομασας τνι σται;». «Εκεί­να δε τα οποία έχεις ετοι­μά­σει, κατά το ‘’Καθελ μου τς ποθκας κα μεζονας οκοδομσω, κι εκεί θα βάλω τα γεν­νή­μα­τά μου και θα πω εις την ψυχήν μου: ‘’Ψυχή μου έχεις για πολ­λά χρό­νια να φας και να πιεις. Φγε, πε, εφρανου ναπαου ’’, όλα αυτά τι θα γίνουν;».

Αν προ­σέ­ξο­με, ο χαρα­κτη­ρι­σμός του «φρο­νος», είναι φοβε­ρός. Και αλί­μο­νο στον άνθρω­πο που δεν έχει βέβαια φρό­νη­ση. Καλό θα ήταν όμως να δού­με αυτήν την αρε­τήν της φρο­νή­σε­ως, σαν πράγ­μα­τι αρε­τή αναγ­καιο­τά­τη.

Τι είναι η φρό­νη­σις; Πριν απαν­τή­σο­με, θα λέγα­με ότι είναι η πρώ­τη και κορυ­φαία, μαζί με άλλες τρεις αρε­τές, που συνι­στούν την βάσιν και το κεφα­λά­ρι και την πηγή όλων των αρε­τών, που οφεί­λουν να κοσμούν τον άνθρω­πον. Αυτές είναι: Η φρό­νη­σις, η σωφρο­σύ­νη, η ανδρεία και η δικαιο­σύ­νη.

Η φρό­νη­σις ανα­φέ­ρε­ται εις την περιο­χήν της νοή­σε­ως. Η σωφρο­σύ­νη ανα­φέ­ρε­ται στην περιο­χή της καρ­δί­ας και του συναι­σθή­μα­τος. Η ανδρεία κινεί­ται στην περιο­χή της βου­λή­σε­ως. Σ’ αυτό το τρι­με­ρές, θα λέγα­με, της ψυχής, τρεις συμ­πε­ρι­φο­ρές της ψυχής. Και η δικαιο­σύ­νη, δεν είναι η γνω­στή μας δικαιο­σύ­νη. Είναι η αρε­τή της δια­κρί­σε­ως· η οποία ισο­σταθ­μί­ζει και θέτει σε αρμο­νία τις τρεις πρώ­τες αρε­τές. Να μην είναι μία από τις τρεις ανα­φερ­θεί­σες περισ­σό­τε­ρο ή ολι­γό­τε­ρο από κάποιαν άλλη. Αλλά πρέ­πει να είναι ισο­σταθ­μι­σμέ­νες. Αυτή είναι η δικαιο­σύ­νη: η διά­κρι­σις να έχουν ίσον ύψος, ισο­ϋ­ψείς αρε­τές.

Λοι­πόν, τι είναι η φρό­νη­σις; Συν­δέ­ε­ται βέβαια με την ευφυ­ΐα. Αλλά δεν είναι η ευφυ­ΐα. Συν­δέ­ε­ται και με την σοφία. Αλλά δεν είναι η σοφία. Λέγει ο Μέγας Βασί­λειος: «Διπλον στν τ τς φρο­νή­σε­ως νομα(:Το όνομα, λέγει, της φρο­νή­σε­ως είναι διπλον). μν γρ τς στν φυλακ το οκεί­ου συμ­φέ­ρον­τος, οα το φεως, τν κεφαλν αυτο συν­τη­ροντος». «Η μία», λέγει, «πλευ­ρά της φρο­νή­σε­ως είναι εκεί­νη η οποία φρον­τί­ζει δια τα ίδια συμ­φέ­ρον­τα. Όπως ο όφις, ήταν», λέει, «φρο­νι­μό­τα­τος», δηλα­δή είχε μυα­λό. Αυτό θα πει. Και ήταν το φρο­νι­μό­τε­ρον ζώον μέσα εις τον Παρά­δει­σον. Και είναι γνω­στό ότι το φίδι, όταν αντι­λη­φθεί κίν­δυ­νον, προ­σπα­θεί να περι­σώ­σει την κεφα­λή. Διό­τι αν κοπεί ένα μέρος της ουράς, ξανα­γί­νε­ται. Ενώ όταν συν­τρι­βεί η κεφα­λή, τελεί­ω­σε. Γι’ αυτό λοι­πόν η φρό­νη­σις ανα­φέ­ρε­ται εις το ίδιον συμ­φέ­ρον. Δηλα­δή εις την ιδί­αν ύπαρ­ξιν, εις την συν­τή­ρη­σιν της ιδί­ας υπάρ­ξε­ως. «… δ ληθς φρό­νη­σις- συνε­χί­ζει ο Μέγας Βασί­λειος- διά­γνω­σις στν τν ποι­η­τέ­ων κα ο ποι­η­τέ­ων». «Αλλά τι είναι», λέγει, «η αλη­θής φρό­νη­σις; Η άλλη πλευ­ρά. Το να δια­κρί­νει κανείς, να δια­γνώ­σει κανείς, τι πρέ­πει να κάνει και τι δεν πρέ­πει να κάνει»- (:τ ποί) κολουθν οδέπο­τε τ τς κακί­ας περι­πα­ρή­σε­ται». «Αν κανείς ακο­λου­θεί την φρό­νη­σιν, ποτέ», λέει, «δεν θα εμπλα­κεί σε ατυ­χή­μα­τα» (του ρήμα­τος «περι­πεί­ρω»). Σπου­δαίο αυτό. Να ξέρεις πώς θα κανο­νί­σεις τα πράγ­μα­τα. Δηλα­δή είναι ο ρυθ­μι­στής και της ευφυ­ΐ­ας, θα έλε­γα ακό­μα, και της σοφί­ας. Η σοφία ξέρε­τε πώς δύνα­ται να χαρα­κτη­ρι­στεί; Σαν μία απο­θή­κη με πλού­σιον υλι­κόν. Με ένα ντε­πό­ζι­το γεμά­το, ας πού­με, πετρέ­λαιο για την σόμπα, να το πω έτσι. Τι είναι εκεί­νο που θα ρυθ­μί­σει πώς θα χρη­σι­μο­ποι­η­θεί αυτό το υλι­κό; Λέμε, στο αυτο­κί­νη­το ή στη σόμπα πετρε­λαί­ου, είναι το καρ­πυ­ρα­τέρ κ.τ.λ. Αυτό θα ρυθ­μί­σει. Αυτό λοι­πόν λέγε­ται φρό­νη­σις: πώς θα ρυθ­μί­σω την υπάρ­χου­σα εις εμέ­να ευφυ­ΐα, την υπάρ­χου­σα εις εμέ­να σοφία.

Ακό­μη, η «Προς Διό­γνη­τον» επι­στο­λή, είναι ένα αρχαίο βιβλίο, πολύ αρχαίο, συνι­στά το εξής: «δε (: «Δες», λέει) μ μόνον τος φθαλ­μος, λλ κα τ φρο­νή­σει». «Να μη βλέ­πεις μόνο με τα μάτια, αλλά να βλέ­πεις και με τη φρό­νη­ση. Όχι όπως βλέ­πεις τα πράγ­μα­τα. Αλλά όπως η φρό­νη­σή σου σού υπα­γο­ρεύ­ει». Είναι. άρα, η φρό­νη­σις οι έσω οφθαλ­μοί της ψυχής. Τι είναι η φρό­νη­σις; Ο νους, τα μάτια της ψυχής.

Την φρό­νη­σιν, ο Μεθό­διος Ολύμ­που την απο­κα­λεί «διο­ρα­τικν φθαλ­μόν». Να μπο­ρείς να είσαι διο­ρα­τι­κός και να βλέ­πεις πιο πέρα από εκεί­νο το οποίο δεν φαί­νε­ται. Ο δε Κλή­μης ο Αλε­ξαν­δρεύς λέγει ότι είναι «δύνα­μις ψυχς θεω­ρη­τικ τν ντων». Είναι μία δύνα­μις της ψυχής, που μπο­ρεί να δια­κρί­νει τις δια­φο­ρές. Ακό­μη, κατά τον αυτόν, Κλη­μέν­τα, είναι πολυ­με­ρής. Έχει πολ­λές πλευ­ρές. Και παίρ­νει ποι­κί­λα ονό­μα­τα: «Νόη­σις», «γνσις τε κα σοφία κα πιστή­μη», «πίστις», «δόξα ρθή», «τέχνη», «μπει­ρία». Όλα μαζί κάνουν αυτό που λέμε φρό­νη­ση. Ή, ανα­λυο­μέ­νη η φρό­νη­σις, δίδει αυτές τις επι­μέ­ρους θέσεις.

Η φρό­νη­σις είναι η πρώ­τη αρε­τή, όπως σας είπα. Αλλά και η συνι­στα­μέ­νη και ο καρ­πός των άλλων αρε­τών. Α, επί παρα­δείγ­μα­τι, σ’ αυτόν τον πλού­σιο της παρα­βο­λής… Άνθρω­πε, τι λες; Έχεις κεί­με­ναγαθ πολλ ες τη πολλ… Άνθρω­πε, θα πεθά­νεις. Άνθρω­πος είσαι. Αλλά επει­δή του έλει­πε η φιλαν­θρω­πία, η ελεη­μο­σύ­νη, η αγά­πη, δεν μπο­ρού­σε να ιδεί. Και νόμι­ζε ότι θα μπο­ρού­σε έτσι να φρον­τί­ζει μόνο για τον εαυ­τό του. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι είναι η συνι­στα­μέ­νη και ο καρ­πός των αρε­τών η φρό­νη­σις.

Ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος μάς λέγει ότι «πηγ ντως κα ίζα φρο­νή­σε­ως στ ρετή». Αυτό που είπα­με. Και αφού ο άνθρω­πος είναι εικό­να του Χρι­στού, ο Χρι­στός είναι η πηγή της φρο­νή­σε­ως δια τον άνθρω­πον. Ο Χρι­στός είναι η πηγή της φρο­νή­σε­ως δια τον άνθρω­πον. Πρέ­πει να ζητά ο πιστός από τον Χρι­στόν φρό­νη­σιν. Να είμαι ακρι­βέ­στε­ρος: «Χρι­στέ μου, Εσέ­να θέλω. Για­τί, αν Εσέ­να έχω, τότε έχω και την φρό­νη­σιν. Αν δεν έχω Εσέ­να, τότε δεν έχω ούτε την φρό­νη­σιν». Κάπο­τε επέ­πλη­ξε ο Κύριος τους μαθη­τάς Του και τους είπε: «κμν κα μες σύνε­τοι στέ;». Δηλα­δή, «Δεν έχε­τε μυα­λό;». Για­τί λέγανε…Τι λέγα­νε; «Δεν πήρα­με ψωμί μαζί μας». «Καλά, δεν σας δίδα­ξε τίπο­τε το θαύ­μα του χορ­τα­σμού των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων;». Τους επι­πλήτ­τει. Για­τί; Για­τί απο­τε­λεί κύριον σημεί­ον της ν μν εικό­νος του Χρι­στού. Του Χρι­στού, προ­σέξ­τε. Του Χρι­στού. Δεν έκα­να λάθος. Δεν είπα «του Θεού». Του Χρι­στού.

Ο δε Ωρι­γέ­νης γρά­φει τα εξής (εκκλη­σια­στι­κός συγ­γρα­φεύς): «Ερήσεις ν τας Παροι­μί­αις λεχθν(«Στο βιβλίο των Παροι­μιών», λέγει, στην Παλαιά Δια­θή­κη, θα βρεις γραμ­μέ­νο το εξής) Θες τοί­μα­σεν δ ορανος ν φρο­νή­σει(:Ο Θεός, λέει, ετοί­μα­σε τους ουρα­νούς με φρό­νη­σιν). στιν ον τις φρό­νη­σις Θεο, να μ ζ τί ε μ ν Χριστ ησο. Πάν­τα γρ σα το Θεο τοιατα στίν. Χριστς στίν. Οτως, φρό­νη­σις Ατς στν Θεο». Πώς έγι­νε το σύμ­παν; Αυτό το «Ο Θεός ετοί­μα­σε τους ουρα­νούς με φρό­νη­ση». Τους ουρα­νούς Του τους ετοί­μα­σε δια του Ιησού Χρι­στού, δια του Θεού Λόγου. Συνε­πώς, όταν λέμε «η φρό­νη­σις του Θεού» είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Είναι ο Θεός Λόγος. Ο μετέ­πει­τα Ιησούς Χρι­στός. Βλέ­πε­τε λοι­πόν; Έχω τον Χρι­στόν; Έχω φρό­νη­ση. Δεν έχω τον Χρι­στόν; Δεν έχω φρό­νη­σιν.

Αλλά και ο Μέγας Αθα­νά­σιος λέγει: « ρα το Θεο Υός, οτος στν Λόγος κα σοφία, Ατς φρό­νη­σις κα ζσα βου­λή». «Ώστε, λοι­πόν», λέγει, «ο Υιός του Θεού είναι ο Λόγος, η Σοφία, η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία, Αυτός είναι η φρό­νη­σις, Αυτός είναι η ζων­τα­νή, ζώσα βου­λή του Θεού».

Όταν κατά την παρα­βο­λή του πλου­σί­ου, που ακού­σα­με, αγα­πη­τοί, ο Κύριος είπε εκεί­νο το «φρον», «άμυα­λε», είναι σαν να του έλε­γε: ‑για­τί ξέρε­τε, πρέ­πει να πηγαί­νο­με στο βάθος των πραγ­μά­των-· είναι σαν να του έλε­γε: «Συ, που δεν έχεις τον Λόγον του Θεού, δεν έχεις τον Υιόν του Θεού. Συ, δεν έχεις Εκεί­νον που είναι η Σοφία και η Φρό­νη­σις». Η Ενυ­πό­στα­τος. Και ως φρό­νη­σις και ως Σοφία. Ενυ­πό­στα­τος θα πει πρό­σω­πον. Για­τί ούτε η φρό­νη­σις, ούτε η σοφία, δεν είναι αφη­ρη­μέ­νες έννοιες. Οι αρχαί­οι Έλλη­νες την φρό­νη­ση και την σοφία τις θεω­ρού­σαν αφη­ρη­μέ­νες έννοιες. Δεν είναι αφη­ρη­μέ­νες έννοιες. Αλλά ανή­κουν σε ένα πρό­σω­πο. Στον Υιόν του Θεού. Τον Ιησούν Χρι­στόν. Γι’αυ­τό λέγε­ται η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία. Η Σοφία του Θεού, που είναι πρό­σω­πον.

Ο Κύριος ονό­μα­σε τον άνθρω­πο που ακού­ει και εφαρ­μό­ζει τον λόγο Του με άνδρα φρό­νι­μον. Έτσι τελειώ­νει μάλι­στα με μια παρα­βο­λή, μικρή παρα­βο­λή η επί του Όρους ομι­λία του Κυρί­ου, που κτί­ζει επά­νω εις την πέτραν. Και ποιος είναι, τι είναι η πέτρα; Ο Χρι­στός. Και η οικο­δο­μή Του είναι ανθε­κτι­κή στην αιω­νιό­τη­τα. Μην ξεχνά­τε, σε μιαν άλλη παρα­βο­λή, την παρα­βο­λή των πέν­τε παρ­θέ­νων, «Α πέν­τε», λέγει, «σαν μωραί, α πέν­τε φρό­νι­μοι». Οι μωρές παρ­θέ­νες, οι ανόη­τες, οι στε­ρού­με­νες της φρο­νή­σε­ως, έμει­ναν απέ­ξω. Χάνεις την Βασι­λεία του Θεού. Μένεις απέ­ξω.

Η φρό­νη­σις είναι το αντί­θε­το, λοι­πόν, της μωρί­ας. Πόσες φορές είπε ο Χρι­στός στους Φαρι­σαί­ους, στους Γραμ­μα­τείς: «Μωροί καί τυφλοί». «Σεις που έχε­τε μωρί­αν, σεις που έχε­τε τύφλω­σιν πνευ­μα­τι­κήν. Δηλα­δή δεν έχε­τε φρό­νη­σιν». Πόσο τους επέ­πλη­ξε ο Κύριος τους Φαρι­σαί­ους και τους Γραμ­μα­τείς και τους νομι­κούς.

Έτσι, λέγει ο Θεο­δώ­ρη­τος, ένας εκκλη­σια­στι­κός συγ­γρα­φεύς: «Εναι φρό­νη­σις το ν μν λογι­κο γρή­γορ­σις». Είναι η ετοι­μό­τη­τα του λογι­κού μας. Και ο ίδιος ο Κύριος εντέλ­λε­ται· είναι στο κατά Ματ­θαί­ον: «Γίνε­σθε φρό­νι­μοι ς ο φεις». «Γίνε­τε», λέει, «φρό­νι­μοι σαν τα φίδια». Ο Θεός έκα­νε με κάποιες αρε­τές τα ζώα. Σ’ αυτό το ζώο εκεί­νο, σε εκεί­νο το ζώο εκεί­νο. Και ακό­μη αν θέλε­τε, έδω­σε και ελατ­τώ­μα­τα στα ζώα. Δεν φταί­νε. Ούτε έπαι­νον έχουν δια τις αρε­τές, ούτε κατη­γο­ρία δια τις ελλεί­ψεις. Κι όπως λέει ο Μέγας Βασί­λειος, ο Θεός έκα­νε το ζωι­κό βασί­λειο για να διδά­σκει τον άνθρω­πο. Αλλά λέει ένας ερμη­νευ­τής ότι είναι κατάν­τη­μα δια τον άνθρω­πο αν πρέ­πει να παίρ­νει παρα­δείγ­μα­τα από τα ζώα. «Έλα εδώ τεμ­πέ­λη», λέει η Αγία Γρα­φή, «δες το μυρ­μήγ­κι, δες τη μέλισ­σα». Αλλά είναι ντρο­πή να σκύ­ψω να δω τη μέλισ­σα, να σκύ­ψω να δω το μυρ­μήγ­κι, για­τί είμαι τεμ­πέ­λης.

Οι πρω­τό­πλα­στοι, αγα­πη­τοί, δεν ενερ­γο­ποί­η­σαν την φρό­νη­σιν. Για­τί; Επει­δή τους πρό­φθα­σε η επι­θυ­μία, η πονη­ρά επι­θυ­μία. Έτσι το λογι­κό τους δεν ήτο σε εγρή­γορ­ση. Για να μπο­ρούν να δια­θέ­τουν φρό­νη­σιν. Εκεί­νο που πραγ­μα­τι­κά, κυριο­λε­κτι­κά κατα­στρέ­φει την φρό­νη­σιν, αν υπάρ­χει, ή δεν την αφή­νει να ανα­πτυ­χθεί, είναι τα πάθη. Μην το ξεχνού­με. Επη­ρε­ά­ζουν τα πάθη την φρό­νη­σιν. Σίγου­ρα. Πολ­λές φορές βλέ­πο­με κατα­στά­σεις ανθρώ­πων, παίρ­νουν απο­φά­σεις, υψη­λά ιστα­μέ­νων και λέμε: «Καλά, δεν έχουν λίγο μυα­λό αυτοί οι άνθρω­ποι!». Έχου­νε μυα­λό. Αλλά τα πάθη σκο­τί­ζουν το μυα­λό και δεν μπο­ρούν να σκε­φθούν.

Πάλι το Πνεύ­μα το Άγιον μάς προ­τρέ­πει και μας λέγει στο βιβλίο των Παροι­μιών: «Ζητή­σα­τε φρό­νη­σιν». «Ανα­ζη­τή­σα­τε την φρό­νη­σιν». Να βρει κανείς γυναί­κα φρό­νι­μη; Λέγει πάλι στο βιβλίο των Παροι­μιών: «Ποιος», λέει, «βρή­κε γυναί­κα ανδρεία;». Ανδρεία θα πει πολ­λά πράγ­μα­τα. Πρώ­το η φρό­νη­ση. Βρή­κε τέτοια γυναί­κα; Φρό­νι­μη; «Βρή­κε θησαυ­ρόν». Ναι. Θησαυ­ρόν. Στο βάθος σημαί­νει: «Ζητή­σα­τε την Ενυ­πό­στα­τον Σοφί­αν». Όταν λέγει το Πνεύ­μα του Θεού: «Ζητή­σα­τε φρό­νη­σιν». Γι’αυ­τό, όταν ετοι­μά­ζει η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία το μεγά­λο της τρα­πέ­ζι, δια­βά­ζο­με πάλι, στο βιβλίο της Σοφί­ας Σολο­μών­τος- λέει: «Καλε μετ ψηλο κηρύγ­μα­τος» και λέει στους ανθρώ­πους: «ς στν φρων(: Όποιος είναι άφρων) κκλι­νά­τω πρς μ(:ας ξεκό­ψει από τον δρό­μο του να ‘ρθει σε μένα). Κα τος νδε­έ­σι φρενν επεν(:Κι εκεί­νοι που ΄ναι φτω­χοί στις φρέ­νες, στο μυα­λό, τους είπε): λθε­τε, φάγε­τε τν μν ρτον κα πίε­τε ονον, ν κέρα­σα μν. πολεί­πε­τε φρο­σύ­νην(:αφή­στε την αφρο­σύ­νην), να ες τν αἰῶνα βασι­λεύ­ση­τε κα ζητή­σα­τε φρό­νη­σιν κα κατορ­θώ­σα­τε ν γνώ­σει σύνε­σιν». Δεν το μετα­φρά­ζω, είναι εύκο­λο. Είδα­τε; Ποιος καλεί; Η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία. Ποιος; Ο Χρι­στός. Η πηγή της φρο­νή­σε­ως. Γι’αυ­τό πάλι λέγει η Γρα­φή: «Μακά­ριος ς ερε φρό­νη­σιν», λέγει η Σοφία Σει­ράχ.

Και τέλος, ο συγ­γρα­φεύς του Δ΄ βιβλί­ου των Μακ­κα­βαί­ων παρα­τη­ρεί: «Κυριω­τά­τη δ πάν­των φρό­νη­σις». Κυριω­τά­τη. Στην κορυ­φή. Εκεί είναι μάλι­στα, εις το Δ΄Μακκαβαίων, οι τέσ­σε­ρις ανα­φερ­θεί­σες αρε­τές που προ­η­γου­μέ­νως σας είπα. Έτσι, κυριω­τά­τη λοι­πόν είναι η φρό­νη­σις. Κορυ­φαία.

Και όσο υπάρ­χει ευσέ­βεια, τότε είναι αδιά­πτω­τος η ρίζα της φρο­νή­σε­ως· που είναι η αρε­τή, όπι­σθεν της οποί­ας είναι ο Χρι­στός. Και όταν η φρό­νη­σις δεν υπάρ­χει, τότε γι’ αυτόν τον άνθρω­πον δεν υπάρ­χει ο Θεός. Βαρύς ο λόγος; Ο Κύριος το είπε: «Επεν φρων ν καρ­δί ατο ‑είναι στν 13ον Ψαλ­μόν. Το Πνεύ­μα το Άγιον το είπε -«Επεν φρων ν καρ­δί ατο(:στον νου του) οκ στι Θεός». Πότε είπε «οκ στι Θεός»; Δηλα­δή «δεν υπάρ­χει ο Θεός». Ο άφρων, ο άμυα­λος. Εκεί­νος λοι­πόν που λέγει ότι δεν υπάρ­χει ο Θεός, είναι άμυα­λος, είναι άφρων. Δεν έχει μυα­λό. Για­τί αν είχε μυα­λό, ποτέ δεν θα έλε­γε: «Δεν υπάρ­χει ο Θεός».

Ανα­φέ­ρει ο προ­φή­της Βαρούχ ότι εκεί­νοι οι προϊ­στο­ρι­κοί γίγαν­τες, είναι στο 3ο του κεφά­λαιο, χάθη­καν. Ένας ήταν απ’ αυτούς από τους σωζο­μέ­νους ήταν και ο Γολιάθ. «Χάθη­καν», λέει, «για­τί δεν είχαν φρό­νη­ση». Ακού­στε να σας το δια­βά­σω. Δεν θα σας το ερμη­νεύ­σω περισ­σό­τε­ρο. Δεν έχο­με χρό­νο δηλα­δή: «κε γεν­νή­θη­σαν ο γίγαν­τες ο νομα­στο ο π’ ρχς, γενό­με­νοι εμεγέ­θεις(:τερά­στιοι — μεγά­λο σώμα, δυνα­τό σώμα, σαν κάπου περί­που με τους συγ­χρό­νους μας αθλη­τάς) πιστά­με­νοι πολέ­μου(:γνω­ρί­ζον­τες να πολε­μούν). Ο τού­τους ξελέ­ξα­το Θες οδ δν πιστή­μης δωκεν ατος· κα πώλον­το παρ τ μ χειν φρό­νη­σιν». Χάθη­καν για­τί δεν είχαν φρό­νη­σιν. Είπα για τους αθλη­τάς. Ξέρε­τε ότι πολ­λοί από τους αθλη­τάς μας, φρον­τί­ζουν πάρα πολύ το σώμα τους, όχι το μυα­λό τους. Και με τον τρό­πον αυτόν, αγα­πη­τοί μου, ανα­πτύσ­σε­ται ο λεγό­με­νος «βιτα­λι­στι­κός άνθρω­πος». Vita θα πει ζωή, λατι­νι­κά. Ο «βιτα­λι­στι­κός» άνθρω­πος, ο «ζωι­κός» άνθρω­πος. Να το πω πιο έτσι; Ο ζωώ­δης άνθρω­πος. Τι κρί­μα! Τι κρί­μα!

Και οι λαοί που δεν έχουν φρό­νη­σιν, χάνον­ται ιστο­ρι­κά. Πολ­λές φορές ο Θεός απε­κά­λε­σε τον λαόν Του του Ισρα­ήλ, τον απε­κά­λε­σε «μωρόν». «Μωροί», λέγει, «είσα­στε;». Αγα­πη­τοί, η φρό­νη­σις είναι μεγί­στη αρε­τή. Και συνε­πώς «Μακά­ριος νθρω­πος ς εδε φρό­νη­σιν», λέει το βιβλί­ον των Παροι­μιών. Αλλά η φρό­νη­σις πρέ­πει να προ­έρ­χε­ται από τον Θεό. Για­τί; Για­τί σ’ αυτήν αντι­τάσ­σε­ται η ανθρω­πί­νη φρό­νη­ση, που τις πιο πολ­λές φορές είναι έξω από την σώζου­σα φρό­νη­σιν. Γι’ αυτήν, μάλι­στα, την κοσμι­κήν φρό­νη­σιν, ο Χρι­στός είπε μία παρα­βο­λή. Δεν είναι της ώρας. Ας πού­με: «Πού θα επεν­δύ­σω τα χρή­μα­τά μου;». Φρό­νη­σις είναι. Αλλά δεν είναι σώζου­σα φρό­νη­σις.

Ακό­μη, αν θέλε­τε, έχο­με και την δαι­μο­νι­κήν φρό­νη­σιν. Γι΄ αυτό ο διά­βο­λος πήρε την μορ­φήν του φιδιού και ήρθε στους πρω­το­πλά­στους. Έχο­με και την δαι­μο­νι­κήν φρό­νη­σιν. Προ­σέξ­τε επά­νω σ’ αυτό. Διό­τι απλού­στα­τα ο διά­βο­λος πρέ­πει να δια­θέ­τει μίαν φρό­νη­σιν για να σε εξα­πα­τή­σει. Αλλά θα σε εξα­πα­τή­σει για την απώ­λειά σου. Θα εξα­πα­τή­σει και για την δική του την απώ­λεια. Αυτή είναι η δαι­μο­νι­κή φρό­νη­σις.

Εμείς, ας ζητού­με, αγα­πη­τοί, επι­μό­νως από τον Κύριον την δική Του την φρό­νη­ση, την θεί­αν φρό­νη­σιν· πίσω από την οποί­αν είναι Αυτός ο Ιησούς Χρι­στός, όπως σας εξή­γη­σα. Ή , αν θέλε­τε, να γνω­ρί­ζο­με περισ­σό­τε­ρο και περισ­σό­τε­ρο τον Ιησούν Χρι­στόν. Είναι εκεί­νο που λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος χρη­σι­μο­ποιών­τας την εξής λέξη: «Ες πίγνω­σιν το Υο το Θεο». Δεν λέει «ες γνσιν». Λέει «ες πίγνω­σιν». Δηλα­δή σε μια βαθιά και καλή γνώ­ση πρέ­πει να φτά­σο­με να γνω­ρί­σο­με τον Ιησούν Χρι­στόν. Τότε, εάν έχο­με τον Χρι­στόν ν πιγνώ­σει, τότε, αγα­πη­τοί, τότε θα έχο­με απο­κτή­σει την τόσο σπου­δαία και αναγ­καιο­τά­την φρό­νη­σιν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_701.mp3

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ

«Επεν δ πρς ατος, Ορτε κα φυλσσε­σθε π πσης πλε­ο­νεξας, τι οκ ν τ περισ­σεειν τιν ζω ατο στιν κ τν παρχντων ατ(:Και είπε σε όσους τον άκου­γαν: ‘’Να προ­σέ­χε­τε και να προ­φυ­λά­γε­στε από κάθε είδος πλε­ο­νε­ξί­ας. Η πλε­ο­νε­ξία δεν μπο­ρεί καθό­λου να κάνει τη ζωή σας άνε­τη και χαρού­με­νη· διό­τι η ζωή του ανθρώ­που δεν εξαρ­τά­ται από τα περίσ­σια πλού­τη του και δεν δια­τη­ρεί­ται από τα υπάρ­χον­τά του. Τα πολ­λά του πλού­τη δεν μπο­ρούν να του εξα­σφα­λί­σουν τη μακρο­ζω­ία και την ευχά­ρι­στη ζωή’’)»[Λουκ.12,16].

Μας παρου­σί­α­σε ο Κύριος την πλε­ο­νε­ξία ως βόθρο δια­βο­λι­κό, την οποία ο σοφός από­στο­λος Παύ­λος, όπως είπα­με, την ονο­μά­ζει και ειδω­λο­λα­τρία: «Νεκρσατε ον τ μλη μν τ π τς γς, πορ­νεαν, καθαρσαν, πθος, πιθυμαν κακν, κα τν πλε­ο­νεξαν, τις στν εδωλο­λατρα(:Νεκρώ­στε λοι­πόν τα μέλη σας που επι­θυ­μούν τις γήι­νες απο­λαύ­σεις και ηδο­νές. Νεκρώ­στε την πορ­νεία, την ακα­θαρ­σία, κάθε πάθος και υπο­δού­λω­ση στο κακό, κάθε κακή επι­θυ­μία και την πλε­ο­νε­ξία, η οποία είναι λατρεία στο είδω­λο του χρή­μα­τος)»[Κολ.3,5], επει­δή αυτή ται­ριά­ζει μόνο σε εκεί­νους που δε γνω­ρί­ζουν τον Θεό, ή και είναι ισο­βα­ρείς σε βεβή­λω­ση με εκεί­νους που λατρεύ­ουν ξύλα και πέτρες. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός: «Ορτε κα φυλσσε­σθε π πσης πλε­ο­νεξας(:Να προ­σέ­χε­τε και να προ­φυ­λά­γε­στε από κάθε είδος πλε­ο­νε­ξί­ας)», δηλα­δή και μικρή και μεγά­λη· για­τί ο πλε­ο­νέ­κτης είναι ασθε­νής, και σηκώ­νει τα μάτια του παρα­κλη­τι­κά μόνο σε Εκεί­νον που με όσα έπα­θε μπο­ρεί να τον αγα­να­κτή­σει.

Και Εκεί­νος, επει­δή είναι και δίκαιος και αγα­θός, δέχε­ται βέβαια την παρά­κλη­ση, αλλά σε αυτούς που έχουν δια­πρά­ξει αδι­κί­ες, επι­βάλ­λει τις τιμω­ρί­ες. Και αυτό θα το μάθεις από αυτά που λέγει με τη φωνή των αγί­ων προ­φη­τών: «Δι τοτο νθ᾿ ν κατε­κον­δυ­λί­ζε­τε πτω­χος κα δρα κλεκτ δέξα­σθε παρ᾿ ατν, οκους ξεστος κοδο­μή­σα­τε κα ο μ κατοι­κή­ση­τε ν ατος, μπελνας πιθυ­μη­τος φυτεύ­σα­τε κα ο μ πίη­τε τν ονον ατν. τι γνων πολλς σεβεί­ας μν, κα σχυ­ρα α μαρ­τί­αι μν, κατα­πα­τοντες δίκαιον, λαμ­βά­νον­τες λλάγ­μα­τα κα πένη­τας ν πύλαις κκλί­νον­τες(:Για τού­το τον λόγο, επει­δή γρον­θο­κο­πού­σα­τε και μωλω­πί­ζα­τε τους φτω­χούς και λαμ­βά­να­τε εκβια­στι­κώς δώρα από αυτούς, με τα οποία ανοι­κο­δο­μή­σα­τε πολυ­τε­λείς οίκους με λαξευ­τούς λίθους, σας λέγω ότι δεν θα κατοι­κή­σε­τε σε αυτούς. Φυτέ­ψα­τε ωραί­ους καρ­πο­φό­ρους αμπε­λώ­νες και δεν θα πιεί­τε οίνο από αυτούς. Θα βαδί­σε­τε σε κατα­στρο­φή και αφα­νι­σμό, διό­τι εγώ γνώ­ρι­σα ότι οι ασέ­βειές σας είναι πολ­λές, οι αμαρ­τί­ες σας βαριές, διό­τι κατα­πα­τού­σα­τε το δίκαιο, λαμ­βά­να­τε ανταλ­λάγ­μα­τα και παρα­βλέ­πα­τε το δίκαιο των φτω­χών, όταν ως δικα­στές κλη­θή­κα­τε να δικά­σε­τε κον­τά στις πύλες της πόλε­ως)» [Αμώς, 5,11–12].

Και πάλι: «Οα ο συνά­πτον­τες οκίαν πρς οκίαν κα γρν πρς γρν γγί­ζον­τες, να το πλη­σί­ον φέλων­ταί τι. μ οκήσε­τε μόνοι π τς γς; κού­σθη γρ ες τ τα Κυρί­ου σαβαθ τατα· ἐὰν γρ γένων­ται οκίαι πολ­λαί, ες ρημον σον­ται μεγά­λαι κα καλαί, κα οκ σον­ται ο νοι­κοντες ν ατας. ο γρ ργνται δέκα ζεύ­γη βον, ποι­ή­σει κερά­μιον ν, κα σπεί­ρων ρτά­βας ξ ποι­ή­σει μέτρα τρία(:Αλί­μο­νο σε εκεί­νους, οι οποί­οι συν­δέ­ουν την οικία τους στην οικία του άλλου και τον αγρό τους με τον αγρό του άλλου, για να αφαι­ρέ­σουν κάτι από την ιδιο­κτη­σία του πλη­σί­ον! Μήπως πρό­κει­ται να κατοι­κή­σε­τε μόνοι εσείς και δια παν­τός επά­νω στη γη; Οι πονη­ρί­ες και οι αδι­κί­ες αυτές έφθα­σαν στα ώτα Κυρί­ου του Παν­το­κρά­το­ρος, ο οποί­ος και είπε: “και εάν ακό­μη οικο­δο­μη­θούν πολ­λές και περισ­σό­τε­ρες οικί­ες, μεγά­λες και ωραί­ες, θα προ­ο­ρι­σθούν για την κατα­στρο­φή και την ερή­μω­ση. Κανείς δεν θα υπάρ­χει, που θα κατοι­κεί σε αυτές! Αγρός, τον οποίο όργω­σαν δέκα ζεύ­γη βοδιών, θα απο­δώ­σει καρ­πό, ο οποί­ος μόλις και θα γεμί­ζει μία μόνο στά­μνα. Και εκεί­νος ο οποί­ος στους αγρούς του έσπει­ρε έξι αρτά­βες, θα λάβει ως από­δο­ση το ήμι­συ αυτών, μόνο τρία μέτρα’’)» [Ησ.5,8–10].

Λοι­πόν με κάθε τρό­πο η πλε­ο­νε­ξία είναι ανώ­φε­λη, είναι όμως ανω­φε­λής και με άλλο τρό­πο. «Για­τί η ζωή κάποιου», λέγει, «δεν εξαρ­τά­ται από το αν είναι πλού­σιος, δηλα­δή δεν παρα­τεί­νε­ται το μέτρο της ζωής ανά­λο­γα με τον πλού­το». Και αυτό μας το έδει­ξε ο Σωτή­ρας με σαφή­νεια και ολο­κά­θα­ρα, συν­θέ­τον­τας πολύ εύστο­χα την παρα­βο­λή που είναι συν­δε­δε­μέ­νη με αυτά που ειπώ­θη­καν. Διδά­σκει λοι­πόν ο Χρι­στός τα πιο εξαι­ρε­τι­κά από όλα, και πριν από όλες τις αρε­τές το επι­στέ­γα­σμα, δηλα­δή την αγά­πη, της οποί­ας το πιο καλό είναι η ελεη­μο­σύ­νη. Αλλά ο Σατα­νάς που μισεί το καλό, ο εφευ­ρέ­της που πολε­μά εκεί­νους που προ­κό­βουν πνευ­μα­τι­κά, δημιουρ­γεί πολ­λές φορές επι­ζή­μια οκνη­ρία σε εκεί­νους που μπο­ρούν να κάνουν ευερ­γε­σί­ες.

Και ο νόμος βέβαια του Θεού μάς παρα­κι­νεί προς ελεη­μο­σύ­νη λέγον­τας: «Ἐὰν δ γένη­ται ν σο νδες κ τν δελφν σου ν μι τν πόλε­ών σου ν τ γ, Κύριος Θεός σου δίδω­σί σοι, οκ ποστέρ­ξεις τν καρ­δί­αν σου οδ᾿ ο μ συσφίγξς τν χερά σου π το δελ­φο σου το πιδε­ο­μέ­νου· νοί­γων νοί­ξεις τς χεράς σου ατ κα δάνειον δανειες ατ σον πιδέ­ε­ται, καθό­τι νδεεται (:Εάν συμ­βεί, ώστε σε μία από τις πόλεις της χώρας, που σου έδω­σε Κύριος ο Θεός σου, να υπάρ­ξει φτω­χός μετα­ξύ των αδελ­φών σου, εσύ να μην κλεί­σεις τα σπλάγ­χνα σου, να μη σκλη­ρύ­νεις και απο­τρα­βή­ξεις την καρ­δία σου από αυτόν, να μην κλεί­σεις σφι­κτά τα χέρια σου, για να μη δώσεις τίπο­τε στον πει­να­σμέ­νο και πονε­μέ­νο αδελ­φό σου. Αλλά πλού­σια θα ανοί­ξεις τα χέρια σου προς αυτόν, θα του προ­σφέ­ρεις και θα του δανεί­σεις όσο και ό,τι του χρειά­ζε­ται, αφού βρί­σκε­ται σε ανάγ­κη)» [Δευτ.15,8]· ο Σατα­νάς όμως αντι­στέ­κε­ται και μας πεί­θει να μαζεύ­ου­με το χέρι και να συσ­σω­ρεύ­ου­με τον πλού­το στη γη και μας υπο­δει­κνύ­ει απο­λαύ­σεις σαρ­κι­κές. Οδη­γεί βέβαια και στη λήθη του θανά­του και δεν μας αφή­νει να δού­με το μέλ­λον, ούτε να σκε­φτού­με κάτι ανθρώ­πι­νο. Και πρό­σε­χε το πράγ­μα ζωγρα­φι­σμέ­νο σαν σε εικό­να με την παρα­βο­λή που αμέ­σως παρα­κά­τω μας διη­γεί­ται ο Κύριός μας:

«Ανθρπου τινς πλουσου εφρησεν χρα. κα διε­λογζετο ν αυτ λγων, Τ ποισω, τι οκ χω πο συνξω τος καρ­πος μου;(:Κάποιου πλου­σί­ου ανθρώ­που τα εκτε­τα­μέ­να του χωρά­φια απέ­δω­σαν άφθο­νη σοδειά και μεγά­λη παρα­γω­γή. Αντί όμως να ευχα­ρι­στή­σει τον Θεό και να ευχα­ρι­στη­θεί κι ο ίδιος για την ευφο­ρία αυτή, συλ­λο­γι­ζό­ταν μέσα του, αγω­νιού­σε και ανα­στα­τω­νό­ταν λέγον­τας: ‘’Τι να κάνω, διό­τι δεν έχω πού να μαζέ­ψω τους καρ­πούς των χωρα­φιών μου που μου περισ­σεύ­ουν; Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απο­λαύ­σω μόνος μου’’)»[Λουκ.12,16–17]..

Εσύ όμως σε παρα­κα­λώ να προ­σέ­ξεις καλά, για να θαυ­μά­σεις τη σοφή δια­τύ­πω­ση του λόγου. Για­τί δεν έδει­ξε σε εμάς ότι ευφό­ρη­σε ένα χωρά­φι, αλλά είπε ότι ευφό­ρη­σε όλη η χώρα που κατεί­χε αυτός, για να μάθεις το μέγε­θος του πλού­του. Τι γίνε­ται λοι­πόν; Ο πλού­σιος, που περι­βαλ­λό­ταν από τόσο πολ­λά και αμέ­τρη­τα αγα­θά, στε­νο­χω­ρεί­ται για τις φρον­τί­δες και βγά­ζει τις φωνές που προ­φα­νώς θα έβγαι­ναν από το στό­μα του φτω­χού. Για­τί εκεί­νος που βρί­σκε­ται σε έλλει­ψη των αναγ­καί­ων για τη ζωή, λέγει: «Τι να κάνω;». Πάν­το­τε βγά­ζει την τόσο άθλια φωνή.

Αλλά να, τα ίδια λόγια λέει και ο πλού­σιος, πονών­τας πολύ και υπο­φέ­ρον­τας: «κα επεν, Τοτο ποισω· καθελ μου τς ποθκας κα μεζονας οκοδομσω, κα συνξω κε πντα τν στον κα τ γαθ μου, κα ρ τ ψυχ μου, Ψυχ, χεις πολλ γαθ κεμενα ες τη πολλ· ναπαου, φγε, πε, εφρανου (:Τελι­κά, ύστε­ρα από μεγά­λη σκέ­ψη και συλ­λο­γι­σμό, είπε: «Αυτό θα κάνω: Θα γκρε­μί­σω τις απο­θή­κες μου και θα κτί­σω μεγα­λύ­τε­ρες και πιο ευρύ­χω­ρες. Και θα μαζέ­ψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγα­θά μου και σαν άνθρω­πος που μόνο τις απο­λαύ­σεις της κοι­λιάς γνώ­ρι­σα, θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή μου, έχεις πολ­λά αγα­θά, που είναι απο­θη­κευ­μέ­να και σου φτά­νουν για πολ­λά χρό­νια. Μη σκο­τί­ζε­σαι πλέ­ον για τίπο­τε, αλλά από­λαυ­σε μία ζωή ανα­παυ­τι­κή· φάε, πιες, γέμι­σε χαρά’’)»[Λουκ.12,18–19].

Σκε­φτό­ταν να οικο­δο­μή­σει απο­θή­κες πλα­τύ­τε­ρες, ήθε­λε να απο­λαμ­βά­νει μόνος αυτά που είχε. Δεν αγα­πά τη φτώ­χεια, δεν επι­θυ­μεί τα καυ­χή­μα­τα από αυτά, αλλά λέγει: «Θα γκρε­μί­σω τις απο­θή­κες μου». Πρό­σε­χε και άλλον ανόη­το λόγο του· για­τί λέγει: «Θα μαζέ­ψω εκεί όλη τη σοδειά μου». Δεν πίστευε ότι αυτά τα είχε από τον Θεό, όπως ο Ιώβ, για­τί τότε θα φρόν­τι­ζε γι’ αυτά σαν να ήταν οικο­νό­μος του Θεού, αλλά τα θεω­ρού­σε καρ­πούς των κόπων του. Ότι δεν θεω­ρού­σε ότι η ευη­με­ρία του προ­ερ­χό­ταν από τον Θεό, το δεί­χνει καθα­ρά με αυτά που λέγει. Για­τί λέγει: «Θα συγ­κεν­τρώ­σω τη σοδειά μου και δεν θα δώσω σε κανέ­να τα αγα­θά μου, αλλά θα τα απο­τα­μιεύ­σω όλα για τον εαυ­τό μου και την κοι­λιά μου». Ποιος όμως θα μπο­ρού­σε να σκε­φτεί έτσι γι΄αυτούς που έχουν ανάγ­κη, γνω­ρί­ζον­τας ότι ο Θεός είναι ο χορη­γός αυτών που έχει απο­κτή­σει; Για­τί σε αυτούς ανή­κει το να έχουν κάτι από τον Θεό, και πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποιούν όπως θέλει ο Θεός, αυτά που έχουν.

Αλλά ο πλού­σιος αυτός δεν κτί­ζει τις απο­θή­κες που μένουν, αλλά εκεί­νες που κατα­στρέ­φον­ται. Και το ακό­μα πιο παρά­λο­γο από αυτό, ορί­ζει για τον εαυ­τό του διάρ­κεια ζωής, σαν να τη θέρι­σε και αυτήν από τη γη· για­τί λέγει: «Και θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή, έχεις πολ­λά αγα­θά που αρκούν για πολ­λά χρό­νια’’». «Αλλά ω πλού­σιε», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος, «τους καρ­πούς βέβαια τους έχεις στις απο­θή­κες, έτη όμως πολ­λά από πού μπο­ρείς να λάβεις;». Τέτοιος είναι και ο εδώ πλού­σιος, ο οποί­ος σκύ­βει πάνω στην κοι­λιά του, έχον­τας λαι­μό αντί λογι­σμού, αλλά δεν ζει σύμ­φω­να με το παρά­δειγ­μα του μόνου αγα­θού. Γι’ αυτό την ψυχή του την περι­ποιεί­ται με τις τρο­φές της σάρ­κας, και επι­βάλ­λει στην ψυχή τη μιση­τή ηδο­νή που ακο­λου­θεί αυτές. Για­τί με τρό­πο εύφη­μο ο Κύριος με το «να ευφραί­νε­σαι», φανέ­ρω­σε τα υπο­γά­στρια πάθη, τα οποία είναι συνέ­πεια του χορ­τα­σμού, για­τί τον χορ­τα­σμό τον ακο­λου­θούν τα αφρο­δί­σια.

Και βέβαια έπρε­πε να τρώ­γει για να ζει, όχι όμως να ζει για να τρώ­γει, σύμ­φω­να με εκεί­νους που θεο­ποιούν την κοι­λιά και λένε: «Ατο δ ποι­ή­σαν­το εφρο­σύ­νην κα γαλ­λί­α­μα σφά­ζον­τες μόσχους κα θύον­τες πρό­βα­τα, στε φαγεν κρέ­α­τα κα πιεν ονον λέγον­τες· φάγω­μεν κα πίω­μεν, αριον γρ ποθνή­σκο­μεν(:Αυτοί όμως οργά­νω­σαν συμ­πό­σια ευφρο­σύ­νης και αγαλ­λιά­σε­ως της κοι­λί­ας τους. Έσφα­ξαν μοσχά­ρια, θυσί­α­σαν πρό­βα­τα, ώστε να τρώ­νε κρέ­α­τα και να πίνουν οίνο λέγον­τας: “ας φάμε και ας πιού­με, διό­τι αύριο πεθαί­νου­με”!)» [Ησ.22,13] και: «Ε κατ νθρω­πον θηριομχησα ν Εφσ, τ μοι τ φελος; ε νεκρο οκ γερον­ται, Φγωμεν κα πωμεν, αριον γρ ποθνσκο­μεν(: Εάν, από κίνη­τρα και υπο­λο­γι­σμούς που κάνουν όσοι άνθρω­ποι επι­ζη­τούν επί­γειες τιμές και απο­λα­βές, κιν­δύ­νε­ψα να κατα­σπα­ρα­χθώ θηριο­μα­χών­τας την Έφε­σο, τι κέρ­δι­σα από αυτό; Εάν οι νεκροί δεν ανα­σταί­νον­ται, τότε ας εφαρ­μό­σου­με εκεί­νο που λένε οι άπι­στοι και υλι­στές: ‘’Ας φάμε και ας πιού­με, διό­τι αύριο πεθαί­νου­με’’)» [Α΄Κορ.15,32]. Έπρε­πε όμως να λένε το αντί­θε­το: «Επει­δή αύριο πεθαί­νου­με, ας μη φάμε, ούτε να πιού­με».

Σε τι ωφέ­λη­σε αυτόν τον πλού­σιο η μεγά­λη φρον­τί­δα; Ολό­κλη­ρος είναι της σάρ­κας. Βλέ­πεις όμως πόση ζημιά υπέ­στη αυτός που για κανέ­να από τους άλλους δεν ήταν καλός, αλλά μόνο για τον εαυ­τό του πλού­σιος. Είχε φρον­τί­σει να πλου­τί­σει· αγρύ­πνη­σε για να συγ­κεν­τρώ­σει πολ­λά· συγ­χαί­ρει την κοι­λιά του, επει­δή έχει πολ­λά από αυτά που είναι αναγ­καία· ολό­κλη­ρος είναι προ­σκολ­λη­μέ­νος στα γήι­να πράγ­μα­τα· δε βλέ­πει προς τα επά­νω στον Θεό· δεν βλέ­πει αυτά που θα γίνουν, δεν σκέ­φτε­ται τον Θεό που δικά­ζει καθι­σμέ­νος στο θεϊ­κό βήμα· δεν βλέ­πει τον γεί­το­να θάνα­το· για­τί κατα­δι­κά­στη­κε με απρό­σμε­νο θάνα­το ο πλού­σιος που μισού­σε τους φτω­χούς. Ενώ σκε­φτό­ταν το βρά­δυ την πρωι­νή τρο­φή, δεν έφτα­σε να δει την ακτί­να του όρθρου· για­τί άκου­σε ότι συν­το­μεύ­τη­κε η ζωή του με από­φα­ση του Θεού.

«Επε δ ατ Θεός·Αφρον, τατ τ νυκτ τν ψυχν σου παι­τοσιν π σο· δ τομασας, τνι σται;(: Αφού όμως τα ετοί­μα­σε όλα, πριν ακό­μη προ­φθά­σει να πει στην ψυχή του τα όσα σχε­δί­α­ζε, του είπε ο Θεός ‑είτε μέσα από τη συνεί­δη­σή του είτε στον ύπνο του-: ’’Άμυα­λε και ανόη­τε άνθρω­πε, που στή­ρι­ξες την ευτυ­χία σου μόνο στις απο­λαύ­σεις της κοι­λιάς και νόμι­σες ότι η μακρο­ζω­ία σου εξαρ­τιό­ταν από τα πλού­τη σου και όχι από μένα· τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ και­ρό ονει­ρευό­σουν ως νύχτα ευτυ­χί­ας και νόμι­ζες ότι θα άρχι­ζε από δω και πέρα η ανα­παυ­τι­κή και απο­λαυ­στι­κή ζωή σου, οι φοβε­ροί δαί­μο­νες απαι­τούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθά­νεις. Αυτά λοι­πόν που ετοί­μα­σες και απο­θή­κευ­σες σε ποιον θα ανή­κουν και σε ποιους κλη­ρο­νό­μους θα περιέλ­θουν;’’)»[Λουκ.12, 20].

Έχον­τας δηλα­δή την από­λαυ­ση εντε­λώς για μια στιγ­μή και για περιο­ρι­σμέ­νο χρό­νο· για­τί θα εξα­φα­νι­στεί σαν σκό­νη, και θα στα­λεί σε άλλους, και πολ­λές φορές σε εκεί­νους που δεν γνω­ρί­ζου­με ή ίσως και σε εχθρούς. Άρα λοι­πόν είναι αλή­θεια ότι όταν παρα­τεί­νε­ται σε κάποιον ή ζωή του, αυτό δεν οφεί­λε­ται στα υπάρ­χον­τά του. Τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος όμως είναι και με λαμ­πρές ελπί­δες αυτός που πλου­τί­ζει με τρό­πο αρε­στό στον Θεό· για­τί αυτός που φθεί­ρε­ται με τις γήι­νες φρον­τί­δες έχει επι­ζή­μιο τέλος και θα φύγει φτω­χός προς τον Θεό, ενώ εκεί­νος που φρον­τί­ζει αυτά που θέλει ο Κύριος, θα πλου­τί­σει με έργα αγα­θά και θα έχει θησαυ­ρό ασύ­λη­το στους ουρα­νούς.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, Εξή­γη­σις υπο­μνη­μα­τι­κή εις το κατά Λου­κάν ευαγ­γέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία».

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος ΣΤ (Κυρια­κο­δρό­μιο Γ΄)

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός ἦρθε στή γῆ γιά να θερα­πεύ­σει τούς ἀνθρώ­πους ἀπό τά φθο­ρο­ποιά πάθη καί τίς ροπές τους. Τα πάθη κι οἱ ροπές είναι σοβα­ρές ψυχι­κές παθή­σεις. Κλέ­βει ποτέ ἕνας γιός ἀπό τόν πατέ­ρα του; Ὄχι. Ὁ δοῦ­λος ὅμως κλέ­βει ἀπό τ’ αφεν­τι­κό του. Τη στιγ­μή πού ὁ Ἀδάμ ἐγκα­τέ­λει­ψε την ιδιό­τη­τα τοῦ υἱοῦ κι ἀπό­κτη­σε τήν ἰδιό­τη­τα του δού­λου, τό χέρι του ἁπλώ­θη­κε για να πιά­σει τόν ἀπα­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πό. Για­τί ὁ ἄνθρω­πος κλέ­βει αὐτό πού ἀνή­κει σ’ ἕναν ἄλλο; Εἶναι ἐπει­δή τό χρειά­ζε­ται; Ὁ Ἀδάμ τά εἶχε ὅλα, δέν τοῦ ἔλει­πε τίπο­τα. Παρ’ ὅλ’ αὐτά ὅμως προ­χώ­ρη­σε στην κλο­πή. Για­τί ο ἄνθρω­πος κλέ­βει ἄλλον ἄνθρω­πο κι ὁ δοῦ­λος ἄλλο δοῦ­λο; Ἐπει­δή ἔμα­θαν πρῶ­τα να κλέ­βουν ἀπό τ’ ἀφεν­τι­κό τους. Οἱ ἄνθρω­ποι συνή­θως κλέ­βουν πρῶ­τα ἀπό τό Θεό κι ἔπει­τα ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο. Ὁ προ­πά­το­ρας τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους ἅπλω­σε το χέρι του να κλέ­ψει πρῶ­τα αὐτό πού ἀνῆ­κε στό Θεό κι ἔπει­τα, σάν ἀπο­τέ­λε­σμα, οἱ ἀπό­γο­νοί του ἄρχι­σαν να κλέ­βουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο.

Οἱ ἄνθρω­ποι κλέ­βουν από Θεό καί ἀνθρώ­πους, ἀπό τή φύση κι ἀπό τόν ἑαυ­τό τους. Ὁ ἄνθρω­πος δέν κλέ­βει μόνο μέ τίς σωμα­τι­κές αισθή­σεις του, ἀλλά καί μέ τήν καρ­διά, την ψυχή καί τό νοῦ του. Δέν ὑπάρ­χει πρά­ξη κλο­πῆς πού ὁ διά­βο­λος νά μήν εἶναι συνερ­γός τοῦ ἀνθρώ­που. Εἶναι ὁ ὑπο­βο­λέ­ας καί ὑπο­κι­νη­τής κάθε κλο­πῆς. Εἶναι ὁ εἰση­γη­τής και καθο­δη­γη­τής κάθε σκέ­ψης για κλο­πή. Κανέ­νας κλέ­φτης στον κόσμο δέν ἦταν ποτέ μόνος του. Συνή­θως ὑπάρ­χουν του­λά­χι­στο δύο πού συμ­με­τέ­χουν σε μια κλο­πή κι ἕνας τρί­τος πού παρα­κο­λου­θεῖ. Ὁ ἄνθρω­πος κι ὁ διά­βο­λος πᾶνε γιά νά κλέ­ψουν κι ὁ Θεός πού τούς βλέ­πει. Ὅπως ἡ Εὔα δέν ἔκλε­ψε μόνη της, αλλά παρέα μέ τό διά­βο­λο, ἔτσι κανέ­νας ἄνθρω­πος δέν ἔχει τελέ­σει μιά πρά­ξη κλο­πῆς μόνος του, ἀλλά πάν­τα μέ τήν παρέα τοῦ δια­βό­λου.

Ὁ διά­βο­λος ὅμως δέν εἶναι μόνο καθο­δη­γη­τής καί συνο­δός στην κλο­πή, αλλά κι ἐκεῖ­νος πού τή δια­δί­δει. Δέν τόν ἐνδια­φέ­ρουν τα κλεμ­μέ­να, ἀλλά ἡ ἀπώ­λεια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που, ἡ διχό­νοια καί τό μίσος ἀνά­με­σα στούς ἀνθρώ­πους κι ἡ ἀπώ­λεια ὁλό­κλη­ρης τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας. Δέν πηγαί­νει να κλέ­ψει για χάρη τῆς κλο­πῆς, ἀλλ ̓ «ὡς λέων ὀρυό­με­νος περι­πα­τεί ζητῶν τίνα κατα­πίῃ» (Α’ Πέτρ. ε ́ 8). Τό ὅτι εἶναι ὁ διά­βο­λος που παρα­κι­νεῖ τήν ψυχή σε κάθε πονη­ρό ἔργο καί σπέρ­νει κάθε πονη­ριά στην ψυχή, τό βεβαιώ­νει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (βλ. Ματθ. ιγ’ 39). Μέ κάθε κλο­πή που κάνει ὁ ἄνθρω­πος, ὁ διά­βο­λος κλέ­βει ἕνα μέρος ἀπό τήν ψυχή του. Ἡ ψυχή τοῦ κλέ­φτη συρ­ρι­κνώ­νε­ται όλο καί περισ­σό­τε­ρο, μαραί­νε­ται καί πεθαί­νει, ὅπως ὁ πνεύ­μο­νας πού ἔχει προ­σβλη­θεῖ ἀπό φυμα­τί­ω­ση.

Γιά ν’ ἀπαλ­λα­γεῖ κανείς ἀπό τό πάθος τῆς κλο­πῆς, πρέ­πει να λογα­ριά­σει πώς ὅλα ὅσα ἔχει εἶναι τοῦ Θεοῦ κι ὄχι δικά του. Ὅταν χρη­σι­μο­ποιεί τά ὑπάρ­χον­τά του, πρέ­πει να έχει κατά νοῦ πώς αὐτά εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὄχι δικά του. Ὅταν τρώ­ει στο τρα­πέ­ζι, πρέ­πει νά εὐχα­ρι­στεῖ τό Θεό, για­τί τό ψωμί δέν εἶναι δικό του, αλλά τοῦ Θεοῦ. Γιά νά θερα­πευ­τεῖ ὁ ἄνθρω­πος ἀπό τήν ἀρρώ­στια τῆς κλο­πῆς, πρέ­πει να λογα­ριά­σει πώς καί τά ὑπάρ­χον­τα τῶν ἄλλων εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἑπο­μέ­νως ὅταν κλέ­βει ἀπό τούς ἀνθρώ­πους, εἶναι σά νά κλέ­βει ἀπό τό Θεό. Εἶναι δυνα­τό να κλέ­ψει κανείς ἀπό Ἐκεῖ­νον πού βλέ­πει τα πάν­τα; Γιά νά κατα­διώ­ξει ὁ ἄνθρω­πος τόν πονη­ρό συνερ­γό του στην κλο­πή, τόν σπο­ρέα κάθε κακοῦ, πρέ­πει ν’ ἀγρυ­πνεῖ γιά τήν ψυχή του, ὥστε ὁ διά­βο­λος νά μή σπεί­ρει μέσα του ἐπι­θυ­μί­ες κλο­πής. Κι ὅταν τίς βρί­σκει σπαρ­μέ­νες μέσα του, πρέ­πει να παλέ­ψει γιά νά τις κάψει μέ τή φωτιά τῆς προ­σευ­χῆς. Δέν εἶναι παρά­φρο­νας ὁ ἄνθρω­πος πού τρέ­χει πίσω ἀπό τό κακό, ὅταν ἔχει γνω­ρί­σει το καλ­λί­τε­ρο; Δέν εἶναι ἀνόη­τος καί γελοῖ­ος ὁ κλέ­φτης πού ἐπι­σκέ­πτε­ται το σπί­τι κάποιου άλλου τή νύχτα γιά νά κλέ­ψει βαμ­βα­κε­ρά εμπο­ρεύ­μα­τα, ὅταν βλέ­πει τό φίλο του νά τόν ἐπι­σκέ­πτε­ται γιά νά τοῦ χαρί­σει ἕνα φορ­τίο γεμά­το βαμ­βα­κε­ρά καί μετα­ξω­τά;

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς πού ἀγα­πᾶ τό ἀνθρώ­πι­νο γένος, ἔφε­ρε μαζί Του καί ἄνοι­ξε γιά τόν ἄνθρω­πο ἀμέ­τρη­τα κι ἀσύγ­κρι­τα οὐρά­νια δῶρα και κάλε­σε ὅλους τούς ἀνθρώ­πους να τα πάρουν, φανε­ρά κι ἐλεύ­θε­ρα, μέ ἕναν ὅρο: ν’ ἀπο­σπά­σουν πρῶ­τα τήν ψυχή τους ἀπό τά φθαρ­τά ἐπί­γεια ἀγα­θά. Μερι­κοί ἄνθρω­ποι τόν ὑπά­κου­σαν, πῆραν τά δῶρα τους καί πλού­τι­σαν. Ἄλλοι ὅμως δέν τόν ὑπά­κου­σαν καί ἔμει­ναν μέ τά φθαρ­τά και κλεμ­μέ­να πλού­τη τους. Σάν προ­ει­δο­ποί­η­ση σ’ αὐτούς τούς τελευ­ταί­ους, ὁ Κύριος εἶπε τήν παρα­βο­λή τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγ­γε­λί­ου.

«Εἶπε δέ παρα­βο­λήν πρός αὐτούς λέγων· ἀνθρώ­που τινός πλου­σί­ου εὐφό­ρη­σεν ἡ χώρα. καί διε­λο­γί­ζε­το ἐν ἑαυ­τῷ λέγων· τί ποι­ή­σω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνά­ξω τους καρ­πούς μου;» (Λουκ. ιβ ́16,17). Ὁ ἄνθρω­πος αὐτός δέν ἦταν ἁπλά πλού­σιος. Ἡ σοδειά του ἦταν τόσο πλού­σια ἀπό τό θερι­σμό, ὥστε δέν εἶχε ποῦ νά βάλει τούς καρ­πούς. Ὁ πλού­σιος αὐτός ἄνθρω­πος ἔβλε­πε τά χωρά­φια μέ τά σιτη­ρά του, τα περι­βό­λια καί τ’ ἀμπέ­λια του πού ἔγερ­ναν ἀπό τό βάρος τῶν καρ­πῶν, τούς κήπους του πού ἦταν γεμά­τοι από κάθε λογής λαχα­νι­κά και τις κυψέ­λες του πού ἦταν γεμά­τες μέλι, ἀλλά δέ γύρι­σε πρός τόν οὐρα­νό ν’ ἀνα­φω­νή­σει: «Δόξα σοι, Ὕψι­στε και πολυέ­λεε Κύριε! Πόσα πλού­τη ἔχει ἡ δύνα­μη κι ἡ σοφία Σου, πόσα βγά­ζεις ἀπό τή μαύ­ρη γη! Μέ τίς ἀκτί­νες τοῦ ἥλιου Σου δίνεις γλυ­κύ­τη­τα σ’ ὅλα τα φροῦ­τα στή γῆ! Σε κάθε φροῦ­το ἔχεις δώσει ἕνα πανέ­μορ­φο σχῆ­μα κι ἕνα κατα­πλη­κτι­κό άρω­μα! Τούς λιγο­στούς μου κόπους τους αντά­μει­ψες έκα­τον­τα­πλά­σια! Ἐλέη­σες τό δοῦ­λο Σου κι ἔδω­σες μέ τα χέρια Σου τόσο πλού­σια δώρα στήν ἀγκα­λιά του! Παν­το­δύ­να­με Κύριε, δίδα­ξέ με να δώσω χαρά στ’ ἀδέρ­φια και στους συναν­θρώ­πους μου μέ τά δῶρα Σου αὐτά. Ἔτσι ἐκεῖ­νοι θά εὐχα­ρι­στή­σουν καί θά δοξο­λο­γή­σουν μαζί μου τό ἅγιο ὄνο­μά Σου καί τήν ἀνέκ­φρα­στη ἀγα­θό­τη­τά Σου».

Μήπως εἶπε τέτοια λόγια ὁ πλού­σιος; Ὄχι! Αντί νά θυμη­θεῖ τό Δοτή­ρα κάθε ἀγα­θοῦ, ἀρχι­κά σκέ­φτη­κε που να μαζέ­ψει και να φυλά­ξει τ’ αγα­θά του, ὅπως ὁ κλέ­φτης πού βρί­σκει μιά τσάν­τα μέ χρή­μα­τα στο δρό­μο καί δέν τόν ἀπα­σχο­λεῖ σέ ποιόν ἀνή­κουν αυτά, ποιός τά ‘χασε, ἀλλά πρώ­τη σκέ­ψη του εἶναι τοῦ νά τά κρύ­ψει. Ὁ πλού­σιος αὐτός ἄνθρω­πος στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι ἕνας κλέ­φτης. Δέν μπο­ρεῖ νά ἰσχυ­ρι­στεῖ πώς ὅλ’ αὐτά τά ἀγα­θά βγῆ­καν από δικούς του κόπους. Ὁ κλέ­φτης ἀσχο­λεῖ­ται μέ τήν κλο­πή και χρη­σι­μο­ποιεῖ κάθε ἐπι­δε­ξιό­τη­τα κι ἐξυ­πνά­δα. Συχνά χρη­σι­μο­ποιεῖ περισ­σό­τε­ρη εξυ­πνά­δα και πονη­ριά ἀπό τόν σπο­ριά ἤ τόν ζευ­γο­λά­τη. Ὁ πλού­σιος δέν εἶχε κάνει ἀπο­λύ­τως τίπο­τα. Δέν μπο­ροῦ­σε νά κάνει τίπο­τα γιά τόν ἥλιο, τη βρο­χή, τούς ἀνέ­μους καί τή γῆ. Αὐτά εἶναι τά τέσ­σε­ρα κύρια στοι­χεία – χῶμα, ἀέρας, ἥλιος καί νερό – πού μέ τό θέλη μα τοῦ Θεοῦ κάνουν τά δέν­τρα καί τά φυτά να καρ­πο­φο­ροῦν. Ἡ ἀφθο­νία τῶν φρού­των ἑπο­μέ­νως δέν εἶναι δικό του κατόρ­θω­μα οὔτε ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς ἐργώ­δους προ­σπά­θειάς του. Ἀλλ ̓ οὔτε μέ τό δικαί­ω­μα κατο­χῆς τοῦ ἀνή­κουν, ἀφοῦ δέν εἶναι δικά του οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε ἡ βρο­χή οὔτε ὁ ἄνε­μος οὔτε ἡ γῆ.

Ἡ ἀφθο­νία τῶν καρ­πῶν εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Στά μάτια τῶν ἀνθρώ­πων φαί­νε­ται ἀγνώ­μων ἐκεῖ­νος πού δέχε­ται δῶρο ἀπό ἕναν ἄλλο καί δέ λέει «εὐχα­ρι­στῶ» οὔτε καί δίνει κάποια προ­σο­χή στο δωρη­τή, ἀλλά βιά­ζε­ται να κρύ­ψει τό δῶρο σε ἀσφα­λές μέρος. Ἕνας συμ­πα­θής ζητιά­νος, ὅταν τοῦ δίνουν ἕνα κομ­μά­τι ξερό ψωμί, εὐχα­ρι­στεῖ ἐκεῖ­νον πού τοῦ τό πρό­σφε­ρε. Ὁ πλού­σιος ὅμως δέν ἔκα­νε οὔτε μια σκέ­ψη, δέ βρῆ­κε οὔτε ἕνα λόγο νά εὐχα­ρι­στή­σει το Θεό γιά τόσο πλού­σια σοδειά. Οὔτε ἕνα μικρό χαμό­γε­λο χαρᾶς δέ ζωγρα­φί­στη­κε στα χεί­λη του γιά τήν τόσο θαυ­μα­στή και μεγά­λη χάρη πού ἔλα­βε ἀπό τό Θεό. Αντί γιά προ­σευ­χή εὐχα­ρι­στί­ας καί δοξο­λο­γί­ας στό Θεό καί καρ­δια­κή χαρά, ἄρχι­σε ἀμέ­σως ν’ ἀνη­συ­χεῖ, να σκέ­φτε­ται πῶς θά μαζέ­ψει τόσα αγα­θά καί νά τά δια­χει­ρι­στεῖ μέ τέτοιο τρό­πο, ὥστε νά μή μεί­νει πίσω οὔτε ἕνα σπυ­ρί γιά τά που­λιά, οὔτε ἕνα μονα­δι­κό μῆλο να πέσει στα χέρια τῶν φτω­χῶν γει­τό­νων του.

«Καί εἶπε· τοῦ­το ποι­ή­σω· καθε­λῶ μου τάς ἀπο­θή­κας καί μεί­ζο­νας οἰκο­δο­μή­σω, και συνά­ξω ἐκεῖ πάν­τα τά γενή­μα­τά μου καί τά ἀγα­θά μου» (Λουκ. ιβ ́ 18). Προ­σέξ­τε σε τί μεγά­λους κόπους προ­βαί­νει ἕνας ἀσυλ­λό­γι­στος ἄνθρω­πος! Αντί νά προ­σπα­θή­σει να σκο­τώ­σει τόν παλαιό ἄνθρω­πο μέσα του και ν’ ἀνα­στή­σει τό νέο, ἐξαν­τλεῖ ὅλες του τις προ­σπά­θειες στο να γκρε­μί­σει τις παλιές ἀπο­θῆ­κες, τους στά­βλους καί τά ὑπο­στα­τι­κά του, για να χτί­σει και­νούρ­για. Ἄν ἡ πλού­σια συγ­κο­μι­δή του συνε­χι­στεῖ καί τά ἑπό­με­να χρό­νια, θά πρέ­πει να μεγα­λώ­σει πάλι τίς σιτα­πο­θή­κες του ἤ να χτί­σει και­νούρ­γιες. Ἔτσι οἱ σιτα­πο­θή­κες του ἀπό χρό­νο σε χρό­νο αὐξά­νον­ται ἤ μεγε­θύ­νον­ται, ἐνῶ ἡ ψυχή του ὁλο­έ­να στε­νεύ­ει και παλιώ­νει κι οι παλιοί καρ­ποί του σαπί­ζουν, ὅπως κι ἡ ψυχή του. Γύρω του σωρεύ­ε­ται το μίσος κι ἐναν­τί­ον του ἐκτο­ξεύ­ον­ται κατά­ρες. Οἱ φτω­χοί θά βλέ­πουν μέ φθό­νο τα πλού­τη του κι οἱ πει­να­σμέ­νοι θά κατα­ριοῦν­ται τη σκλη­ρό­τη­τα, τη φιλαυ­τία καί τήν ἰδιο­τέ­λειά του. Ἔτσι τα πλού­τη του φέρ­νουν τήν κατα­στρο­φή τόσο στόν ἴδιο ὅσο καί στούς ἀνθρώ­πους πού ζοῦν κον­τά του. Ἡ ψυχή του θα χαθεῖ ἀπό τή σκλη­ρο­καρ­δία καί τή φιλαυ­τία του. Οἱ ψυχές τῶν ἄλλων θά βλα­φτοῦν ἀπό τό φθό­νο και τις κατά­ρες. Βλέ­πε­τε πῶς χρη­σι­μο­ποιεῖ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ ἕνας ἄνθρω­πος χωρίς ἐπί­γνω­ση, τόσο για τή δική του ὅσο καί γιά τῶν ἄλλων τήν ἀπώ­λεια. Ὁ Θεός τοῦ ἔδω­σε τα πλού­τη για να βοη­θή­σουν στη σωτη­ρία τόσο τη δική του ὅσο καί τῶν ἄλλων, ἐκεῖ­νος ὅμως τά χρη­σι­μο­ποί­η­σε για κατά­ρα, για τό κακό το δικό του, μά καί τῶν ἄλλων.

Ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος συμ­βου­λεύ­ει ὅλους ἐκεί­νους πού εἶναι πρό­θυ­μοι να δεχτοῦν συμ­βου­λή: «Έφα­γες μέχρι κορε­σμοῦ; Θυμή­σου τούς πει­να­σμέ­νους. Ικα­νο­ποί­η­σες τη δίψα σου; Θυμή­σου τούς διψα­σμέ­νους. Ζεσταί­νε­σαι καλά; Θυμή­σου αὐτούς πού κρυώ­νουν. Ζεῖς σ’ ἕνα πλού­σια ἐπι­πλω­μέ­νο σπί­τι; Βάλε μέσα καί τούς ἄστε­γους. Ἔνιω­σες εὐτυ­χι­σμέ­νος σέ μιά γιορ­τή; Προ­σπά­θη­σε να χαρο­ποι­ή­σεις τούς λυπη­μέ­νους καί τούς θλιμ­μέ­νους. Σέ τιμοῦν ὡς ἄνθρω­πο πλού­σιο; Προ­σπά­θη­σε νά ἐπι­σκε­φτεῖς καί ν’ ἀνα­κου­φί­σεις τούς ἐνδε­είς. Εἶσαι εὐχα­ρι­στη­μέ­νος ἀπό τόν προϊ­στά­με­νό σου; Κάνε καί τούς υφι­στα­μέ­νους σου χαρού­με­νους. Ἄν εἶσαι σπλα­χνι­κός κι ευγε­νι­κός μαζί τους, θά βρεῖς ἔλε­ος κι εὐσπλα­χνία ὅταν ἡ ψυχή σου ἀνα­χω­ρή­σει ἀπό τό σῶμα σου».

Δυο μεγά­λοι ἀσκη­τές στήν ἔρη­μο τῆς Αἰγύ­πτου προ­σευ­χή­θη­καν στό Θεό νά τούς ἀπο­κα­λύ­ψει ἄν ὑπάρ­χει ἄνθρω­πος στον κόσμο πού νά ὑπη­ρε­τεῖ το Θεό καλύ­τε­ρα ἀπ’ αὐτούς. Καί τούς ἀπο­κα­λύ­φτη­κε τό ἑξῆς: Δέχτη­καν τήν ἐντο­λή να πάνε σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο μέρος καί σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο ἄνθρω­πο, γιά νά βροῦν ἀπάν­τη­ση στο ερώ­τη­μά τους. Πῆγαν στόν τόπο πού τούς ἀπο­κα­λύ­φτη­κε καί βρῆ­καν ἕναν ἁπλοϊ­κό ἄνθρω­πο πού τόν ἔλε­γαν Εὐχά­ρι­στο. Ἦταν κτη­νο­τρό­φος. Οἱ ἀσκη­τές δέ βρῆ­καν τίπο­τα αξιό­λο­γο στόν ἄνθρω­πο αὐτό, ἀλλά τόν ρώτη­σαν πῶς προ­σπα­θοῦ­σε να τηρή­σει τό θέλη­μα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Εὐχά­ρι­στος δίστα­σε ἀρκε­τά κι ὕστε­ρα τούς εἶπε πώς μοί­ρα­ζε ὅσα κέρ­δι­ζε ἀπό τά ζων­τα­νά του σε τρία μερί­δια: Τό ένα μερί­διο το ἔδι­νε στους φτω­χούς καί τούς ἀπό­ρους, ἄλλο ἕνα γιά νά περι­ποιεί­ται τους ξένους καί τό τρί­το τό κρα­τοῦ­σε γιά τόν ἑαυ­τό του καί τή σεμνή σύζυ­γό του. Οἱ ἀσκη­τές τ ̓ ἄκου­σαν αυτά, εὐχα­ρί­στη­σαν τόν εὐερ­γέ­τη τους και γύρι­σαν στα κελ­λιά τους. Βλέ­που­με ἀπό τό παρά­δειγ­μα αὐτό πώς ὁ Θεός λογα­ριά­ζει μεγα­λύ­τε­ρη ἀρε­τή τήν ἐλεη­μο­σύ­νη καί τή φιλαν­θρω­πία ἀπό τόν αυστη­ρό ασκη­τι­σμό. Ὁ ἄπλη­στος πλού­σιος τῆς παρα­βο­λῆς μας δέ σκε­φτό­ταν καθό­λου το Θεό, την ψυχή του ἤ τή φιλαν­θρω­πία. Μονα­δι­κή του σκέ­ψη ήταν νά ἐπε­κτεί­νει τις σιτα­πο­θή­κες του, γιά νά στοι­βά­σει μέσα ὅλα τά γεν­νή­μα­τα ἀπό τούς ἀγρούς του. Καί τί θά γίνει ὅταν θά ‘χει κάνει ολ’ αυτά; Ἄς ἀκού­σου­με τόν ἴδιο:

«Καί ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολ­λά ἀγα­θά κεί­με­να εἰς ἔτη πολ­λά· ἀνα­παύ­ου, φάγε, πίε, εὐφραί­νου» (Λουκ. ιβ’ 19). Μπο­ρεῖ ἡ ψυχή να φάει ἤ νά πιεῖ; Τό σῶμα κατα­να­λώ­νει τη σοδειά του, ὄχι ἡ ψυχή. Ὁ πλού­σιος ἄνθρω­πος ὅταν μιλά­ει γιά τήν ψυχή του ἐννο­εῖ τό σῶμα του. Ἡ ψυχή ἀνα­πτύ­χθη­κε μέσα στό σῶμα του, ἔγι­νε ἕνα μαζί του, ὁ πλού­σιος ξέχα­σε ὥς καί τ’ ὄνο­μά της. Δέν μπο­ρεῖ νά βρε­θεί καλ­λί­τε­ρη έκφρα­ση γιά τόν κατα­στρο­φι­κό θρί­αμ­βο τοῦ σώμα­τος κατά τῆς ψυχῆς. Φαν­τα­στεί­τε ἕνα ἀρνί παγι­δευ­μέ­νο στη φωλιά ενός σκύ­λου, ξεχα­σμέ­νο μέσα ἐκεῖ. Ὁ σκύ­λος γυρί­ζει και φέρ­νει στη φωλιά τρο­φή γιά τόν ἴδιο. Ὅταν γεμί­σει τη φωλιά του μέ σάπια κρέ­α­τα καί κόκ­κα­λα, φωνά­ζει το πει­να­σμέ­νο ἀρνί: «Τώρα, ἀγα­πη­τό μου ἀρνί, φάγε, πίε, εὐφραί­νου. Ἔχου­με φαγη­τό για πολ­λές μέρες». Κι ὕστε­ρα πέφτει στο φαγη­τό και τρώ­ει, ἐνῶ τό ἀρνί θά μεί­νει νηστι­κό καί θά πεθά­νει ἀπό τήν πεί­να. Μέ τόν ἴδιο τρό­πο συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται στην ψυχή του ὁ πλού­σιος, ὅπως κι ὁ σκύ­λος στο πει­να­σμέ­νο αρνί.

Ἡ ψυχή δέν τρέ­φε­ται μέ φθαρ­τή τρο­φή, αὐτός ὅμως τέτοια τρο­φή της προ­σφέ­ρει. Η ψυχή νοσταλ­γεί τήν οὐρά­νια πατρί­δα της. Ἐκεῖ βρί­σκον­ται οἱ σιτα­πο­θῆ­κες κι ἡ πηγή τῆς ζωῆς της. Αὐτός ὅμως τήν καρ­φώ­νει στή γῆ. Ορκί­ζε­ται πώς θά τήν κρα­τή­σει ἔτσι καρ­φω­μέ­νη για πολ­λά χρό­νια. Ἡ ψυχή εὐφραί­νε­ται κον­τά στο Θεό. Ἐκεῖ­νος ὅμως δέν προ­φέ­ρει ποτέ τ’ ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ μέ τά χεί­λη του. Ἡ ψυχή τρέ­φε­ται μέ ἀγά­πη κι εὐσπλα­χνία. Σ’ αὐτόν ὅμως δέν ἔτυ­χε ποτέ να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τα πλού­τη του γιά νά δεί­ξει ἀγά­πη κι ἔλε­ος στους φτω­χούς, στούς ἄπο­ρους καί τούς ἀνά­πη­ρους πού βρί­σκον­ταν στη γει­το­νιά του. Ἡ ψυχή ἐπι­θυ­μεῖ ἁγνή ἀγά­πη, οὐρά­νια. Ἐκεῖ­νος ὅμως ρίχνει λάδι στο καμί­νι τῶν παθῶν του, λιβα­νί­ζει την ψυχή του μέ τό δύσο­σμο ἄρω­μα που αυτά παρά­γουν. Ἡ ψυχή ἀνα­ζη­τά το στο­λι­σμό της, δηλα­δή ἀγά­πη, χαρά, εἰρή­νη, μακρο­θυ­μία, χρη­στό­τη­τα, ἀγα­θο­σύ­νη, πίστη, πρα­ό­τη­τα, ἐγκρά­τεια (πρβλ. Γαλ. ε’ 22,23). Ἐκεῖ­νος ὅμως τη φορ­τώ­νει με μέθη, λαι­μαρ­γία, μοι­χεία καί ματαιό­τη­τα. Πῶς θά μπο­ροῦ­σε νά μην πεθά­νει ἕνα χορ­το­φά­γο αρνί, ὅταν ἔχει για συν­τρο­φιά ἕνα σαρ­κο­βό­ρο σκυ­λί; Πῶς μπο­ρεῖ νά ζήσει ἡ ψυχή ὅταν κατα­πιέ­ζε­ται ἀπό ἕνα βαρύ πτώ­μα;

Ολό­κλη­ρη ἡ ἀνο­η­σία τοῦ πλου­σί­ου βέβαια δέν ἐξαν­τλεῖ­ται στό γεγο­νός ὅτι προ­σφέ­ρει κρέ­ας στο ἀρνί ἢ μᾶλ­λον σαρ­κι­κή τρο­φή στην ψυχή. Εἶναι καί τό ὅτι μετα­βά­λει τόν ἑαυ­τό του σε κυρί­αρ­χο τοῦ χρό­νου καί τῆς ζωῆς. Βλέ­που­με πώς προ­ε­τοι­μά­ζει γιά τόν ἑαυ­τό του τρο­φές και ποτά γιά ἔτη πολ­λά. Ἄς ἀκού­σου­με ἐδῶ ὅμως καί τή φωνή τοῦ Θεοῦ:

«Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύ­τῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαι­τοῦ­σιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοί­μα­σας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ιβ’ 20). Ἔτσι μίλη­σε ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου, ὁ δημιουρ­γός τοῦ χρό­νου καί τοῦ θανά­του, πού «ἐν χει­ρί αὐτοῦ ψυχή πάν­των ζών­των και πνεῦ­μα παν­τός ἀνθρώ­που» (Ἰώβ, ιβ’ 10).

Ανόη­τε ἄνθρω­πε! Για­τί σκέ­φτε­σαι μέ τήν κοι­λιά σου κι ὄχι μέ τό νοῦ σου; Ὅπως δέν ἦταν στη δική σου δύνα­μη νά ὁρί­σεις τήν ἡμέ­ρα πού θα γεν­νη­θεῖς, ἔτσι δέν μπο­ρεῖς νά ὁρί­σεις καί τή μέρα πού θά πεθά­νεις. Ὁ Κύριος ἄνα­ψε το καν­τή­λι τῆς ἐπί­γειας ζωής σου ὅταν Ἐκεῖ­νος ἔκρι­νε πώς ἦταν ὁ κατάλ­λη­λος χρό­νος. Ὁ ἴδιος θά τό σβή­σει ὅταν τό ἀπο­φα­σί­σει. Ὅπως τα πλού­τη σου δέν ὅρι­σαν τό χρό­νο τῆς ἔλευ­σής σου στον κόσμο, ἔτσι δέν μπο­ροῦν νά καθυ­στε­ρή­σουν καί τό χρό­νο τῆς ἀνα­χώ­ρη­σής σου. Μήπως ἡ αὐγή ή το σού­ρου­πο ἐνα­πό­κει­ται σε σένα; Ὄχι, βέβαια. Τό ἴδιο δέν ἐνα­πό­κει­ται σε σένα κι ὁ χρό­νος πού θα δια­νύ­σεις στή γῆ, οἱ σιτα­πο­θή­κες καί τά κελ­λά­ρια σου, τα πρό­βα­τα κι οἱ στά­νες σου. Ὅλ’ αὐτά ἀνή­κουν στό Θεό, ὅπως κι ἡ ψυχή σου. Κάθε μέρα και κάθε ὥρα ὁ Θεός μπο­ρεῖ νά πάρει αὐτά πού ἀνή­κουν σε σένα καί νά τά δώσει σε κάποιον ἄλλο. Ὅσο ζεῖς ὅλα εἶναι δικά του, ὅπως δικά Του θά εἶναι καί μετά το θάνα­τό σου. Ἡ ζωή κι ὁ θάνα­τός σου βρί­σκον­ται στα χέρια Του. Για­τί λοι­πόν προ­γραμ­μα­τί­ζεις γιά ἔτη πολ­λά; Ἡ ζωή σου εἶναι μετρη­μέ­νη ὥς τό τελευ­ταῖο λεπτό. Ἡ τελευ­ταία σου στιγ­μή θα τελειώ­σει τού­τη τη νύχτα. Μή λοι­πόν σκέ­φτε­σαι τό αὔριο, τί θά φᾶς ἤ τί θά πιεῖς ἢ τί θα φορέ­σεις. Σκέ­ψου όμως και ξανα­σκέ­ψου την ψυχή σου πού θά παρου­σιά­σεις ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουρ­γοῦ καί Κυρί­ου σου. Σκέ­ψου περισ­σό­τε­ρο τη βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, για­τί αὐτή ἀπο­τε­λεῖ τήν τρο­φή τῆς ψυχῆς σου (βλ. Ματθ. στ’ 31–33).

Ὁ Κύριος τέλειω­σε την παρα­βο­λή μέ τά ἑξῆς λόγια: «Οὕτως ὁ θησαυ­ρί­ζων ἑαυ­τῷ, καί μή εἰς Θεόν πλου­τῶν» (Λουκ. ιβ’ 21). Τί θά πάθει ὁ πλού­σιος; Θ’ ἀπο­χω­ρι­στεί ξαφ­νι­κά τα πλού­τη του, ὅπως κι ἡ ψυχή του θα χωρι­στεῖ ἀπό τό σῶμα του. Τα πλού­τη του θα δοθοῦν σέ ἄλλους, τό σῶμα του θα παρα­δο­θεῖ στή γῆ κι ἡ ψυχή του θα ὁδη­γη­θεῖ σέ τόπο σκο­τει­νό, ὅπου «ὁ βρυγ­μός καί ὁ τρυγ­μός τῶν ὀδόν­των». Οὔτε ἕνα καλό ἔργο δέ θα βρε­θεί γιά νά τόν ὑπο­δε­χτεί στη βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν, νά βρεῖ ἡ ψυχή του κάποιον τόπο ἐκεῖ. Τό ὄνο­μά του δέ θα βρε­θεί γραμ­μέ­νο στο Βιβλίο τῆς Ζωῆς. Δέ θά τόν γνω­ρί­σουν καί δέ θά βρε­θεῖ ἀνά­με­σα στούς εὐλο­γη­μέ­νους τοῦ Πατρός. Τήν ἀντα­πό­δο­σή του τήν ἔλα­βε ὁλό­κλη­ρη στή γῆ, τ’ ἀρίφ­νη­τα οὐρά­νια πλού­τη τοῦ Θεοῦ δέ θ’ ἀπο­κα­λυ­φτοῦν στό πνεῦ­μα του.

Πόσο φοβε­ρός εἶναι ὁ ξαφ­νι­κός θάνα­τος! Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος νομί­ζει πώς είναι στα­θε­ρά ἐγκα­τε­στη­μέ­νος, πώς πατά­ει γερά στή γῆ, ἡ ἴδια γῆ ἀνοί­γει ξαφ­νι­κά καί τόν κατα­πί­νει, ὅπως κατά­πιε τόν Δαθάν καί τόν Αβει­ρών (βλ. Αριθ. ιστ’ 32). Ὅταν κάποιος ἀγνο­εῖ τό Θεό κι ἐπι­διώ­κει για πολ­λά χρό­νια απο­κλει­στι­κά τήν εὐω­χία, πέφτει φωτιά ἀπό τόν οὐρα­νό καί τόν κατα­καί­ει, ὅπως τά Σόδο­μα καί τά Γόμο­ρα (βλ. Γέν. ιθ’ 24). Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος πιστεύ­ει πως ἔχει ἐξα­σφα­λί­σει τη θέση του καί τά ‘χει καλά τόσο μέ τό Θεό ὅσο καί μέ τόν συνάν­θρω­πό του, θα πεθά­νει ξαφ­νι­κά, ὅπως ὁ Ἀνα­νί­ας καί ἡ Σαπ­φεί­ρα (βλ. Πράξ. ε ́ 5,10).

O ἁμαρ­τω­λός δημιουρ­γεί διπλή ἀπώ­λεια μέ τόν ξαφ­νι­κό του θάνα­το: πρῶ­τα στόν ἑαυ­τό του κι ἔπει­τα στην οικο­γέ­νειά του. Στον ἑαυ­τό του ἐπει­δή πεθαί­νει ἀμε­τα­νόη­τος. Στήν οἰκο­γέ­νειά του ἐπει­δή αἰφ­νι­διά­ζει τους συγ­γε­νείς του μ’ ἕνα ἀνα­πάν­τε­χο χτύ­πη­μα κι ἀφή­νει πίσω του ἐκκρε­μό­τη­τες. Μακά­ριος εἶναι ἐκεῖ­νος πού προ­τοῦ πεθά­νει δοκι­μά­ζε­ται ἀπό κάποια ἀρρώ­στια, ἀπό τόν πόνο. Σ’ αὐτόν δίνε­ται ἡ εὐκαι­ρία να κάνει μιά ἀνα­σκό­πη­ση τῆς ζωῆς του, νά ἐξε­τά­σει τίς ἁμαρ­τί­ες του, να μετα­νο­ή­σει γιά ὅλα τά κακά πού ἔχει κάνει, γιά ὅλα τά καλά πού δέν ἔκα­νε, νά θρη­νή­σει μέ μετά­νοια ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ, νά καθα­ρί­σει την ψυχή του με δάκρυα και να ζητή­σει συχώ­ρε­ση από το Θεό. Θά ‘χει τήν εὐκαι­ρία να συγ­χω­ρέ­σει κι αὐτός ἐκεί­νους πού τόν πρό­σβα­λαν, πού τόν ἔβλα­ψαν στη ζωή του, να χαι­ρε­τή­σει ὅλους τούς φίλους ἤ ἐχθρούς του, να θυμή­σει στα παι­διά του το φόβο τοῦ Θεοῦ, νά ‘χουν στό νοῦ τήν ὥρα τοῦ δικοῦ τους θανά­του καί νά ὁπλί­σουν την ψυχή τους μέ πίστη, προ­σευ­χή καί καλά ἔργα.

Ἄς δοῦ­με στην Παλαιά Δια­θή­κη πῶς πέθα­ναν οἱ ἄνθρω­ποι πού εὐα­ρέ­στη­σαν στο Θεό: ὁ Ἀβρα­άμ, ὁ Ἰσα­άκ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἰωσήφ, ὁ Μωυ­σῆς κι ὁ Δαβίδ. Προ­τοῦ πεθά­νουν, ὅλοι τους εἶχαν ἀρρω­στή­σει. Ὅσο κρά­τη­σε ἡ ἀρρώ­στια τους, τό ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ δέν ἔλει­πε ἀπό τά χεί­λη τους. Ἄφη­σαν ὅλοι καλή κλη­ρο­νο­μιά στούς ἀπο­γό­νους τους καί τούς εὐλό­γη­σαν. Αὐτός εἶναι θάνα­τος δίκαιου ἀνθρώ­που.

Ἴσως διε­ρω­τη­θεῖς: Μά δέν πέθα­ναν πολ­λοί ἀπό τούς δίκαιους στη μάχη, απρο­ε­τοί­μα­στοι; Ὄχι! Οἱ δίκαιοι ποτέ δεν πεθαί­νουν απρο­ε­τοί­μα­στοι! Προ­ε­τοι­μά­ζον­ται πάν­τα γιά τό θάνα­τό τους, περι­μέ­νουν ἀπό μέρα σε μέρα τήν ἀνα­χώ­ρη­σή τους ἀπ’ αὐτή τή ζωή. Η καρ­διά τους βρί­σκε­ται σε διαρ­κή μετά­νοια, ἐξο­μο­λο­γοῦν­ται στό Θεό καί τόν δοξο­λο­γοῦν. Οἱ δίκαιοι τό κάνουν αὐτό σέ και­ρούς εἰρή­νης και ευμά­ρειας. Το κάνουν ὅμως πολύ περισ­σό­τε­ρο σε περιό­δους πολέ­μου, βίας και ταρα­χῶν. Ἡ ζωή τους ολό­κλη­ρη είναι μια διαρ­κής προ­ε­τοι­μα­σία γιά τό θάνα­το κι ἔτσι δέν πεθαί­νουν ποτέ ἀπρο­ε­τοί­μα­στοι.

Προ­ε­τοι­μα­σία γιά τό θάνα­το σημαί­νει επί­σης το «να πλου­τί­ζει κανείς ἐν Χρι­στῷ». Μόνο ἐκεῖ­νοι πού πιστεύ­ουν πραγ­μα­τι­κά στο Θεό καί στή μέλ­λου­σα ζωή προ­ε­τοι­μά­ζον­ται γιά τό θάνα­το, γιά τήν αἰώ­νια ζωή. Οἱ ἄπι­στοι δέν προ­ε­τοι­μά­ζον­ται ποτέ γιά τό θάνα­το. Το μόνο που φρον­τί­ζουν, εἶναι νά ζήσουν ὅσο γίνε­ται περισ­σό­τε­ρο στή γῆ. Φοβοῦν­ται ἀκό­μα καί νά σκε­φτούν το θάνα­το και κάνουν ἐλά­χι­στη προ­σπά­θεια για «να πλου­τί­σουν ἐν Χρι­στῷ». Ὅποιος προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γιά τό θάνα­το, προ­ε­τοι­μά­ζε­ται καί γιά τήν αἰώ­νια ζωή. Τη φύση τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας αὐτῆς γιά τήν αἰώ­νια ζωή, τή γνω­ρί­ζει κάθε χρι­στια­νός.

Ὁ συνε­τός ἄνθρω­πος δοκι­μά­ζει κάθε μέρα τήν πίστη του στό Θεό, προ­φυ­λάσ­σει την καρ­διά του ἀπό τήν ἀπι­στία, τήν ἀμφι­βο­λία καί τήν κακία, ὅπως ὁ συνε­τός ἀγρό­της προ­φυλ­λάσ­σει τό ἀμπέ­λι του ἀπό τά ἔντο­μα καί τίς ἀκρί­δες. Ὁ συνε­τός ἄνθρω­πος δοκι­μά­ζει καθη­με­ρι­νά τόν ἑαυ­τό του ἄν τηρεῖ τίς ἐντο­λές τοῦ Θεοῦ μέ πρά­ξεις συγ­γνώ­μης, ἀγά­πης καί ἐλεη­μο­σύ­νης. Μ’ αὐτόν τόν τρό­πο «πλου­τί­ζει ἐν Χρι­στῷ». Ὁ συνε­τός ἄνθρω­πος δεν ἀπο­θη­κεύ­ει τά ἀγα­θά του σέ ἀπο­θῆ­κες, αλλά τά ἐμπι­στεύ­ε­ται στη φύλα­ξη τοῦ Θεοῦ. Τό πιό πολύ­τι­μο πράγ­μα γι’ αὐτόν εἶναι ἡ ψυχή του. Εἶναι ὁ μεγα­λύ­τε­ρος θησαυ­ρός του, το μόνο πού δέ φθεί­ρε­ται καί δέν πεθαί­νει. Ὁ συνε­τός ἄνθρω­πος ρυθ­μί­ζει τα θέμα­τά του μέ τόν κόσμο ισορ­ρο­πη­μέ­να, καθη­με­ρι­νά. Εἶναι ἕτοι­μος κάθε στιγ­μή να πεθά­νει με στα­θε­ρή την πίστη πώς θα παρου­σια­στεῖ ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ καί κεῖ τόν περι­μέ­νει ζωή αἰώ­νια. Ὁ ὅσιος Αντώ­νιος ἔλε­γε: «Να σκέ­φτε­σαι μέσα σου και να λές: “Σήμε­ρα εἶναι ἡ τελευ­ταία μέρα τῆς ζωῆς μου”. Ἔτσι δέ θ ̓ ἁμαρ­τή­σεις ποτέ στο Θεό».

Δέν ὑπάρ­χει πιο ανόη­το πράγ­μα ἀπό τό νά πεῖς: «Καλύ­τε­ρα να πεθά­νω ξαφ­νι­κά, νά μή νιώ­σω τό θάνα­τό μου!» Ἔτσι μιλᾶ­νε οἱ ἐλα­φρό­μυα­λοι κι οἱ ἄθε­οι. Ὁ συνε­τός κι ἀφο­σιω­μέ­νος πιστός λέει: «Γενη­θή­τω τό θέλη­μα τοῦ Θεοῦ!» Καλύ­τε­ρα να μεί­νεις χρό­νια στο κρε­βά­τι μέ ἀρρώ­στιες καί πόνους, παρά να πεθά­νεις ἀπρο­ε­τοί­μα­στος κι ἀμε­τα­νόη­τος. Οἱ πόνοι σ’ αὐτόν τόν κόσμο περ­νοῦν γρή­γο­ρα, όπως κι οἱ χαρές. Στόν ἄλλο κόσμο ὅμως δέν ὑπάρ­χει τίπο­τα εφή­με­ρο και παρο­δι­κό. Ὅλα εἶναι αἰώ­νια, εἴτε βάσα­να εἴτε χαρά. Γι’ αὐτό εἶναι καλύ­τε­ρα νά ὑπο­φέ­ρεις λίγο ἐδῶ παρά ἐκεῖ, ὅπου το μέτρο τόσο τοῦ πόνου ὅσο καί τῆς χαρᾶς εἶναι ἀσύγ­κρι­τα μεγα­λύ­τε­ρο.

Γενη­θή­τω το θέλη­μα τοῦ Θεοῦ! Προ­σευ­χό­μα­στε στον παν­τε­πό­πτη Θεό μας νά μή μᾶς στεί­λει ξαφ­νι­κό θάνα­το, ἐνῶ βρι­σκό­μα­στε μέσα στην ἁμαρ­τία, στις κακές μας πρά­ξεις, ἀλλά νά μᾶς λυπη­θεῖ, ὅπως λυπή­θη­κε τό βασι­λιά Εζε­κία (βλ. Ησ. λη 1–5) καί νά μᾶς δώσει χρό­νο μετά­νοιας. Νά μᾶς ἐλε­ή­σει καί νά μᾶς δώσει κάποια ἔνδει­ξη ὅτι ὁ θάνα­τος εἶναι κον­τά, ὥστε νά βια­στού­με να ζήσου­με κάπως καλύ­τε­ρα και να γλι­τώ­σου­με την ψυχή μας ἀπό τό «αἰώ­νιο πῦρ». Ἔτσι τά ὀνό­μα­τά μας θα γρα­φτούν στη Βίβλο τῆς Ζωῆς καί τά πρό­σω­πά μας θά εἶναι ὁρα­τά στη βασι­λεία τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ Θεοῦ μας.

Δόξα καί αἶνος στον Κύριο καί Σωτή­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στό, στον Πατέ­ρα καί τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, τήν ὁμο­ού­σια και αδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα και πάν­τα καί στούς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ὁ αἰφ­νί­διος θάνα­τος

«Ταύ­τῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σοῦ ἀπαι­τοῦ­σαν ἀπὸ σοῦ…» (Λουκ. 12, 20)

Ὁ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, εἶνε ἕνα θαυ­μά­σιο ἀρι­στούρ­γη­μα. Καὶ ὅσο κανεὶς διὰ τῆς ἐπι­στή­μης το ἔρευ­να, τόσο περισ­σό­τε­ρο θαυ­μά­ζει το Δημιουρ­γό, ποὺ ἐκ τοῦ μηδε­νὸς τὸ δημιούρ­γη­σε. Γιὰ πολ­λὰ πράγ­μα­τα εἶνε θαυ­μα­στὸς ὁ ἄνθρω­πος. Γίνε­ται ὅμως ἀκό­μη πιὸ θαυ­μα­στός, ὅταν κανεὶς σκε­φθῇ, ὅτι, σύμ­φω­να μὲ τὴν ἁγία Γρα­φή, πλά­σθη­κε νὰ εἶνε ἀθά­να­τος.

Ἤμα­σταν, λοι­πόν, γιὰ τὴν ἀθα­να­σία! Ἀλλὰ δυστυ­χῶς, ὅπως εἶνε γνω­στό, ὁ πρῶ­τος ἄνθρω­πος δὲν ὑπή­κου­σε στὸ Θεό. Ἁμάρ­τη­σε καὶ παρέ­βῃ τὴν ἐντο­λή του νὰ μὴ φάη ἀπὸ τὸν ἀπη­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πό. Ἔτσι ἔγι­νε θνη­τός. Μετὰ τὸν Ἀδὰμ ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι ὑπό­κειν­ται σὲ θάνα­το. Ἀλλος μικρὸς καὶ ἄλλος μεγά­λος, ὅλοι φεύ­γου­με ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ὁ θάνα­τος δὲν κάνει καμ­μιὰ ἐξαί­ρε­σι. Ἕνας μόνο νίκη­σε τὸ θάνα­το καὶ ἀνα­στή­θη­κε μόνος του ἐκ νεκρῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός.

Ἀλλ’ ἐνῶ εἶνε βέβαιο, ὅτι ὅλοι πεθαί­νου­με, ἡ ὥρα ὅμως τοῦ θανά­του εἶνε ἄγνω­στη. Ἄλλος πεθαί­νει μὲ φυσι­κὸ θάνα­το, ἄλλος μὲ βίαιο θάνα­το, ἀπὸ ἀτύ­χη­μα ἢ ἀπὸ δολο­φο­νι­κὴ ἐνέρ­γεια. Ἄλλος φεύ­γει σὲ γερον­τι­κή, ἄλλος σὲ ὥρι­μη, ἄλλος σὲ νεα­νι­κή, καὶ ἄλλος σὲ παι­δι­κὴ ἢ καὶ σὲ νηπια­κὴ ἀκό­μη ἡλι­κία. Λυπη­ρὸ γεγο­νὸς ὁ θάνα­τος. Καὶ πιὸ λυπη­ρό, ὅταν συμ­βαί­νῃ σὲ παι­διὰ καὶ σὲ νέους. Οἱ ἀρχαῖ­οι βέβαια, ἔχον­τας ὑπ’ ὄψι τους τίς ταλαι­πω­ρί­ες αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἔλε­γαν: «Ὅν οἱ θεοὶ φιλoύ­σιν ἀπο­θνή­σκει νέος», δηλα­δὴ Ὅποιον οἱ θεοι τὸν ἀγα­ποῦν πεθαί­νει νέος. Ἐμεῖς οἱ χρι­στια­νοί, ἔχον­τας ὑπ’ ὄψι πιὸ πολὺ τίς ἁμαρ­τί­ες ποὺ φορ­τώ­νε­ται ὁ ἄνθρω­πος ὅσο προ­χω­ρεῖ ἡ ἡλι­κία, λέμε, ὅτι ὅσοι πεθαί­νουν νέοι εἶνε μακά­ριοι, για­τί φεύ­γουν φορ­τω­μέ­νοι μὲ λιγό­τε­ρο βάρος. Πάν­τως, ὅσο καὶ νὰ ζήσῃ κανείς, δὲν ξεπερ­νᾷ ὡρι­σμέ­να ὅρια. Λίγοι, ἐλά­χι­στοι, φθά­νουν σὲ βαθειὰ γερον­τι­κὴ ἡλι­κία καὶ ξεπερ­νοῦν τὰ ἑκα­τὸ χρό­νια. Ἡ Γρα­φὴ ἀνα­φέ­ρει μερι­κὰ παρά­δειγ­μα ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐπο­χή, ὅπως τοῦ ‘Ἀδάμ, τοῦ Μαθου­σά­λα κ.α., ποὺ ἔζη­σαν πολ­λὰ χρό­νια, παρα­πά­νω ἀπὸ ἐνια­κό­σια (Γέν. 5, 5, 27). Γιὰ τὴ μετέ­πει­τα ὅμως ἐπο­χὴ ἰσχύ­ει τὸ ρητὸ τοῦ προ­φή­του Δαυίδ: «Αἱ ἡμέ­ραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδο­μή­κον­τα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυνα­στεί­αις, ὀγδο­ή­κον­τα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖ­ον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος», δηλα­δή: Τὰ χρό­νια τῆς ζωῆς μας περί­που ἑβδο­μῆν­τα, ἢ στὴν καλυ­τέ­ρα περί­πτω­ση ὀγδόν­τα, καὶ τὸ μεγα­λύ­τε­ρο μέρος τους κόπος καὶ πόνος (Ψαλμ. 89, 10).

Ἄγνω­στο λοι­πὸν τὸ πότε θὰ κοπῇ τὸ νῆμα τῆς ζωῆς. Αὐτὸ εἶνε γνω­στὸ μόνο στὸ Θεό.

Τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο μιλά­ει γιὰ ἕναν ἄνθρω­πο ποὺ πλού­τι­σε καὶ σχε­δί­α­ζε νὰ γκρε­μί­σῃ τίς παλιὲς ἀπο­θῆ­κες του, γιὰ νὰ χτί­σῃ νέες κ’ ἐκεῖ νὰ συγ­κεν­τρώ­σῃ τὰ πλού­σια ἀγα­θά του. Σχε­δί­α­ζε νὰ ζήσῃ ζωὴ ἀπο­λαύ­σε­ων καὶ ἡδο­νῶν. Ποτὲ δὲν φαν­τα­ζό­ταν, ὅτι ὁ θάνα­τος εἶνε κον­τά. Ἀλλ’ ἐνῶ ἦταν βυθι­σμέ­νος μέσα σ’ αὐτὲς τίς σκέ­ψεις, ξαφ­νι­κὰ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ τὸν εἰδο­ποιεῖ «Ἄφρον, ταύ­τῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σοῦ ἀπαι­τοῦ­σιν ἀπό σου· ἂ δὲ ἡτοί­μα­σας τίνι ἔσται;», δηλα­δὴ Ἀπε­ρί­σκε­πτε, τὴ νύχτα ἐτού­τη κιό­λας σοῦ παίρ­νουν τὴν ψυχὴ κι αὐτὰ ποὺ ἔχεις ἑτοι­μά­σει σὲ ποιόν θὰ μεί­νουν; (Λουκ. 12, 20). Αὐτὰ τὰ λόγια μᾶς δίνουν ἀφορ­μὴ νὰ μιλή­σου­με ἐδῶ γιὰ τὸν αἰφ­νί­διο θάνα­το.

Ἕνας λαϊ­κὸς μῦθος ἀνα­φέ­ρει τὸ ἑξῆς χαρα­κτη­ρι­στι­κὸ διή­γη­μα. Κάπο­τε ὁ Χάρος, ὅπως ὀνο­μά­ζει ὁ λαός το θάνα­το, πῆρε τὴν ἐντο­λὴ νὰ παρα­λά­βῃ τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀνθρώ­που. Ἦταν νύχτα καὶ ὁ Χάρος περι­πλα­νή­θη­κε, ἔχα­σε το δρό­μο. Ἀντὶ λοι­πὸν νὰ πάη ἐκεῖ ποὺ εἶχε ἐντο­λή, χτύ­πη­σε τὴν πόρ­τα ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώ­που. Ἦταν ἕνας πολύ­τε­κνος, καὶ τὴν ἡμέ­ρα ἐκεί­νη ἡ γυναῖ­κα του εἶχε γεν­νή­σει τὸ πέμ­πτο τους παι­δί. Ὁ Χάρος εἶπε στὸ νοι­κο­κύ­ρη

-Ἦρθα νὰ πάρω τὴν ψυχὴ κάποιου, ἀλλὰ βλέ­πω πῶς ἔκα­να λάθος. Χτύ­πη­σα τὴ δική σου πόρ­τα σὲ μιὰ ὥρα ποὺ ἐσὺ ἔχεις χαρὰ για­τί ἀπέ­κτη­σες νέο παι­δί. Μὲ συγ­χω­ρεῖς. Ἀλλά, μιὰ καὶ ἦρθαν ἔτσι τὰ πράγ­μα­τα, ἂς συν­δε­θοῦ­με κι ἂς γίνου­με κουμ­πά­ροι.

Ὁ φτω­χὸς ἄνθρω­πος δέχτη­κε τὴν πρό­τα­ση καὶ συν­δέ­θη­κε μὲ πνευ­μα­τι­κὴ συγ­γέ­νεια μέ το Χάρο. Μὲ τὴν οἰκειό­τη­τα ὅμως ποὺ ἀπέ­κτη­σε τόλ­μη­σε νὰ παρα­κα­λέ­σῃ το Χάρο νὰ τοῦ κάνῃ, μιὰ χάρι.

-Τί χάρι ζητᾷς; τοῦ λέει ὁ Χάρος.

-Θὰ σὲ παρα­κα­λέ­σω, ὅταν πλη­σιά­ζῃ τὸ τέλος μου, νὰ μὲ προ­ει­δο­ποι­ή­σῃς πρὶν ἔρθῃς νὰ μὲ πάρῃς.

-Αὐτό, τοῦ λέει ὁ Χάρος, εἶνε εὔκο­λο γιὰ μένα. Θὰ σὲ προ­ει­δο­ποι­ή­σω..

Κάποια ἄλλη νύχτα, ὄχι πολὺ μακρι­νή, ὁ Χάρος χτύ­πη­σε τὴν πόρ­τα τοῦ κουμ­πά­ρου του.

-Ἦρθα, τοῦ λέει. Ἔχω ἐντο­λὴ νὰ πάρω τὴν ψυχή σου.

Ταρά­χτη­κε ὁ ταλαί­πω­ρος ἄνθρω­πος καὶ δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κε

-Μὰ εἴχα­με κλεί­σει συμ­φω­νία, νὰ μὲ προ­ει­δο­ποι­ή­σῃς. Πῶς τώρα ἔρχε­σαι ἔτσι ξαφ­νι­κά;

Καὶ ὁ Χάρος ἀπαν­τᾷ

-Δὲν ἔχεις δίκιο νὰ δια­μαρ­τύ­ρε­σαι. Ἐγὼ σὲ προ­ει­δο­ποί­η­σα πολ­λὲς φορὲς ὡς τώρα.

-Πῶς καὶ πότε; Κι ὁ Χάρος του ὑπεν­θυ­μί­ζει

-Δὲν ἔνιω­θες, ποῦ καὶ ποῦ, δια­φό­ρους πόνους σὲ πολ­λὰ σημεῖα τοῦ σώμα­τός σου; πότε στὰ πόδια, πότε στὸ στῆ­θος, πότε στὴν καρ­διά, πότε…; Ὅλοι αὐτοὶ οἱ πόνοι ἦταν προ­ει­δο­ποι­ή­σεις, ὅτι πλη­σιά­ζει τὸ τέλος. Ἀλλὰ ἐσὺ ἀδια­φό­ρη­σες, νομί­ζον­τας πῶς θὰ ζήσῃς ἐδῶ γιὰ πάν­τα. Καὶ νὰ ἐγὼ τώρα, χωρὶς ἄλλη εἰδο­ποί­η­ση, παίρ­νω τὴν ψυχή σου!

Αἰφ­νί­διος θάνα­τος! Δυστυ­χῶς ἐλά­χι­στοι σκέ­πτον­ται το θάνα­το καὶ μάλι­στα τὸν ξαφ­νι­κὸ θάνα­το. Ἄν εἴχα­με διαρ­κῶς στὴ μνή­μη μας τὸ ἐνδε­χό­με­νο τοῦ αἰφ­νι­δί­ου θανά­του, ἡ ζωή μας θὰ ἄλλα­ζε ριζι­κῶς. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς μεγα­λυ­τέ­ρους θυμοῦν­ται τίς φρι­κτὲς ἡμέ­ρες ποὺ πέρα­σε ἡ πατρί­δα μας στὸ παρελ­θόν, μπο­ροῦν νὰ κατα­λά­βουν τί ἐννο­οῦ­με. Τότε βρά­δια­ζε, καὶ δὲν ξέρα­με ἂν θὰ ξημε­ρώ­σου­με ξημέ­ρω­νε, καὶ δὲν ξέρα­με ἂν θὰ βρα­διά­σου­με. Τὸ φάσμα τοῦ θανά­του ἦταν διαρ­κῶς ἐμπρὸς στὰ μάτια ὅλων. Καὶ ὅταν ὁ θάνα­τος εἶνε τόσο κον­τά, ἡ ζωὴ γίνε­ται πολὺ δια­φο­ρε­τι­κή…

Λένε γιά το Φίλιπ­πο, τὸν πατέ­ρα τοῦ Μ. Ἀλε­ξάν­δρου, ὅτι εἶχε δια­τά­ξει ἕνα στρα­τιώ­τη νὰ παρου­σιά­ζε­ται κάθε πρωὶ ἐμπρός του, μόλις ξυπνοῦ­σε ὁ βασι­λιᾶς, καὶ νὰ τοῦ λέη «Φίλιπ­πε, θυμή­σου πὼς εἶσαι θνη­τός». Καὶ ἕνας ἄλλος βασι­λιᾶς, ὁ Ξέρ­ξης ὁ βασι­λιᾶς τῆς Περ­σί­ας, ὅταν ἐξε­στρά­τευ­σε ἐναν­τί­ον τῆς μικρᾶς μας πατρί­δος, παρέ­τα­ξε στὴν πεδιά­δα τῆς Θεσ­σα­λί­ας τὸν ἀμέ­τρη­το στρα­τό του. Παρή­λαυ­ναν ἐνώ­πιόν του ἀτέ­λειω­τες σει­ρὲς ὁπλο­φό­ρων, ἀξιω­μα­τού­χων, ἁρμά­των… Ὅλοι χαί­ρον­ταν καὶ καμά­ρω­ναν. Ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βασι­λιᾶ, ποὺ σὲ κάποια στιγ­μὴ τὸν εἶδαν νὰ δακρύ­ζῃ. Τότε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐπι­τε­λεῖς του τὸν ρώτη­σε

-Βασι­λιᾶ μου, εἶσαι ὁ ἐνδο­ξό­τε­ρος βασι­λιᾶς τοῦ κόσμου, για­τί λυπᾶ­σαι;

-Τὴν ὥρα ποὺ παρή­λαυ­ναν τὰ στρα­τεύ­μα­τα, ἀπαν­τᾷ ὁ Ξέρ­ξης, μοῦ ἦρθε μία σκέ­ψι. Σκέ­φτη­κα, ὅτι ὕστε­ρα ἀπὸ ἑκα­τὸ χρό­νια δὲν θὰ ζῆ κανεὶς ἀπ’ ὅλους μας οὔτε αὐτοὶ ποὺ παρε­λαύ­νουν, ἀλλ’ οὔτε ἐγὼ ποὺ τοὺς ἐπι­θε­ω­ρῶ!

Πράγ­μα­τι «ματαιό­της ματαιο­τή­των, τὰ πάν­τα ματαιό­της» (Ἐκκλ. 1, 2).

Αἰφ­νί­διος θάνα­τος! Εὐτυ­χι­σμέ­νοι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἔχουν πάν­το­τε ἐμπρός τους το θάνα­το, ἐκεῖ­νοι ποὺ διαρ­κῶς σκέ­πτον­ται ὅτι σήμε­ρα — αὔριο ἔρχε­ται, ἐκεῖ­νοι ποὺ προ­ε­τοι­μά­ζον­ται ὅπως προ­ε­τοι­μά­ζε­ται ἕνας ταξι­διώ­της ποὺ πρό­κει­ται ν’ ἀνα­χω­ρή­σῃ γιὰ χώρα μακρι­νή. Καὶ πῶς μπο­ρεῖ καὶ ἄνθρω­πος νὰ προ­ε­τοι­μα­στῇ γιὰ τὸ μεγά­λο ταξί­δι τοῦ θανά­του; Ἡ προ­ε­τοι­μα­σία εἶνε, νὰ ἔχῃ μετα­νο­ή­σει καὶ νὰ ἔχῃ ἐξο­μο­λο­γη­θῇ γιὰ ὅσα ἁμαρ­τή­μα­τα ἔκα­νε καὶ νὰ ἔχῃ κοι­νω­νή­σει τὰ ἄχραν­τα μυστή­ρια. Τότε, σὲ ὁποια­δή­πο­τε στιγ­μὴ καὶ νὰ ἔρθῃ ὁ θάνα­τος, ὁ ἄνθρω­πος εἶνε ἀσφα­λής.

Ἡ ἁγία Γρα­φὴ λέει: «Μνή­σθη­τι τὰ ἔσχα­τα καὶ παῦ­σαι ἐχθραί­νων, κατα­φθο­ρὰν καὶ θάνα­τον, καὶ ἔμμε­νε ἐντο­λαῖς», δηλα­δὴ Νὰ θυμᾶ­σαι τὰ τελευ­ταῖα σου, καὶ στα­μά­τη­σε τίς ἐχθρό­τη­τες (νὰ θυμᾶ­σαι) τὴ φθο­ρὰ καί το θάνα­τό σου, καὶ μένε πιστὸς στὶς ἐντο­λὲς (Σ. Σειρ. 28, 6). Στὰ πατε­ρι­κὰ βιβλία δια­βά­ζου­με: «Ὄρος,Ὅρος φιλο­σο­φί­ας μνή­μη θανά­του», δηλα­δή. Προ­ϋ­πό­θε­σις γιὰ νὰ προ­ο­δεύ­σῃς στὴν ἐν Χρι­στῷ ζωὴ εἶνε το νὰ θυμᾶ­σαι το θάνα­το. Συγ­κλο­νι­στι­κὰ δὲ εἶνε τὰ τρο­πά­ρια ποὺ ψάλ­λον­ται κατὰ τὴ νεκρώ­σι­μο ἀκο­λου­θία: «Ὡς ἄνθος μαραί­νε­ται καὶ ὡς ὄναρ παρέρ­χε­ται καὶ δια­λύ­ε­ται πᾶς ἄνθρω­πος…».… «…Μία ροπή, καὶ ταῦ­τα πάν­τα θάνα­τος δια­δέ­χε­ται». «Πάν­τα ματαιό­της τὰ ἀνθρώ­πι­να, ὅσα οὐχ ὑπάρ­χει μετὰ θάνα­τον οὐ,οὗ παρα­μέ­νει ὁ πλοῦ­τος, οὐ,οὗ συνο­δεύ­ει ἡ δόξα, ἐπελ­θὼν γὰρ ὁ θάνα­τος, ταῦ­τα πάν­τα ἐξη­φά­νι­σται…».… Ἡ Ἐκκλη­σία σὲ κάποια ἀπὸ τίς δεή­σεις της πρὸς τὸν Κύριο εὔχε­ται γιὰ τὴν ἀπο­μά­κρυν­ση δια­φό­ρων συμ­φο­ρῶν, καὶ μετα­ξύ αὐτῶν τῶν ἀπει­λη­τι­κῶν κιν­δύ­νων συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει καὶ τὸν αἰφ­νί­διο θάνα­το «Ἔτι δεό­με­θα ὑπὲρ τοῦ δια­φυ­λα­χθῆ­ναι… ἀπὸ ὀργῆς, λοι­μοῦ, λιμοῦ, σει­σμοῦ, κατα­πον­τι­σμοῦ, πυρός, μαχαί­ρας, ἐπι­δρο­μῆς ἀλλο­φύ­λων, ἐμφυ­λί­ου πολέ­μου καὶ αἰφ­νι­δί­ου θανά­του…».… Εἶνε ἐπι­κίν­δυ­νος, πνευ­μα­τι­κῶς, ὁ αἰφ­νί­διος θάνα­τος. Διό­τι ἔτσι ὁ ἄνθρω­πος φεύ­γει ἀπρο­ε­τοί­μα­στος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἕνας ὡραῖ­ος ὕμνος πρὸς τὴν Πανα­γία, ποὺ λένε στὰ μονα­στή­ρια ὅταν τελειώ­νει ἡ βρα­δι­νὴ προ­σευ­χὴ τοῦ ἀπο­δεί­πνου, λέει «Πανα­γία Δέσποι­να… πρό­φθα­σον καὶ λύτρω­σαι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης περι­στά­σε­ως καὶ ἀπὸ θάνα­τον τὸν ἔξαφ­νι­κὸν καὶ πανω­λε­θρον…».…

Ἀγα­πη­τοί μου ἔχου­με πολ­λὰ παρα­δείγ­μα­τα αἰφ­νι­δί­ου θανά­του, καὶ θρη­νοῦ­με γι’ αὐτὰ καθη­με­ρι­νῶς. Δὲν εἶνε πολὺς και­ρὸς ποὺ ἕνα λεω­φο­ρεῖο, στὸ κέν­τρο τῶν Ἀθη­νῶν, ἔπε­σε πάνω στὸ πεζο­δρό­μιο καὶ θανά­τω­σε νεα­ροὺς φοι­τη­τές. Καὶ τί νὰ ποῦ­με γιὰ τὰ τρο­χαῖα τῶν ἐθνι­κῶν ὁδῶν κατὰ τίς διή­με­ρες ἐξό­δους κάθε Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου καὶ τίς πολυ­ή­με­ρες τῶν ἀργιῶν; Χιλιά­δες εἶνε τὰ αὐτο­κι­νη­τι­στι­κὰ δυστυ­χή­μα­τα. Ξεκι­νᾷς μὲ τὸ αὐτο­κί­νη­το καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ φθά­σῃς στὸν προ­ο­ρι­σμό σου. Αἰφ­νί­διος θάνα­τος παρα­μο­νεύ­ει…

Γι’ αὐτὸ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγά­λοι, ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ προ­ε­τοι­μά­ζου­με τὸν ἑαυ­τό μας μὲ τὴ διαρ­κῆ μνή­μη τοῦ θανά­του. Ἄς ἀξιο­ποιοῦ­με τον και­ρὸ τοὐ­λά­χι­στον σὰν τὸν ἀρχαῖο ἐκεῖ­νο βασι­λιᾶ τῆς Ρώμης, ποὺ κάθε βρά­δι, προ­τοῦ νὰ κοι­μη­θῇ, ἀνα­σκο­ποῦ­σε τὴν ἡμέ­ρα ποὺ πέρα­σε, θυμό­ταν το θάνα­το καί, ὅταν δὲν εἶχε κάνει κάποιο καλό, ἔλε­γε: «Ἀλλοί­μο­νο, ἔχα­σα τὴν ἡμέ­ρα μου!». Δια­φο­ρε­τι­κά, θ’ ἀκού­σου­με καὶ ἐμεῖς κάποια στιγ­μὴ τὴ φωνὴ τοῦ Κυρί­ου νὰ μᾶς λέη· «Ἄφρον, ταύ­τῃ τὴ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σοῦ ἀπαι­τοῦ­σαν ἀπὸ σοῦ καὶ δὲ ἡτοί­μα­σας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12, 20).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek