ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΒ΄ 16 - 21)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· . Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
16 Είπε δε προς αυτούς και την εξής παραβολήν· “κάποιου πλουσίου ανθρώπου εσημείωσαν εξαιρετικήν ευφορίαν τα χωράφια του. 17 Και αυτός έπεσεν αμέσως εις αγωνιώδην συλλογήν και μέριμναν, λέγων· Τι να κάμω, διότι δεν έχω που να συγκεντρώσω και αποθηκεύσω τους καρπούς των χωραφιών μου; 18 Και ύστερα από μεγάλην σκέψιν είπε· τούτο θα κάμω· Θα κρημνίσω τας αποθήκας μου και θα οικοδομήσω άλλας μεγαλυτέρας, και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου. 19 Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για έτη πολλά· απόλαυσε την ζωήν, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. 20 Αφού δε ετοίμασε όλα και πριν προλάβη τίποτε από αυτά να απολαύση, του είπεν ο Θεός· ανόητε από την κακίαν σου άνθρωπε και απερίσκεπτε, αυτήν την νύκτα, που επίστευσες ότι θα αρχίση η απολαυστική ζωη σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς αναβολήν την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα ανήκουν; 21 Ετσι παθαίνει και αυτό το τέλος έχει εκείνος, που εγωϊστικά θησαυαρίζει δια τον ευατόν του και δεν προσπαθεί να αποκτήση τον πλούτον των καλών έργων, εις τα οποία ευχαριστείται ο Θεός”.
16 Τους είπε μάλιστα και μία παραβολή: Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα εκτεταμένα του χωράφια απέδωσαν άφθονη σοδειά και μεγάλη παραγωγή. 17 Αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό και να ευχαριστηθεί κι ο ίδιος για την ευφορία αυτή, συλλογιζόταν μέσα του, αγωνιούσε κι αναστατωνόταν λέγοντας: Τί να κάνω, διότι δεν έχω που να μαζέψω τους καρπούς των χωραφιών μου που μου περισσεύουν; Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απολαύσω μόνος μου. 18 Τελικά, ύστερα από μεγάλη σκέψη και συλλογισμό, είπε: Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδιά μου και τα αγαθά μου, 19 και σαν άνθρωπος που μόνο τις απολαύσεις της κοιλιάς γνώρισα θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, που είναι αποθηκευμένα και σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Μη σκοτίζεσαι πλέον για τίποτε, αλλά απόλαυσε μια ζωή αναπαυτική? φάε, πιες, γέμισε χαρά. 20 Αφού όμως τα ετοίμασε όλα, πριν ακόμη προφθάσει να πει στην ψυχή του τα όσα σχεδίαζε, του είπε ο Θεός είτε μέσα από τη συνείδησή του είτε στον ύπνο του: Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισες ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από μένα? τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από δω και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιόν θα ανήκουν και σε ποιούς κληρονόμους θα περιέλθουν; 21 Έτσι θα την πάθει και τέτοιο τέλος θα έχει εκείνος που θησαυρίζει για τον εαυτό του, για να απολαμβάνει εγωιστικά αυτός και μόνο τα αγαθά της γης, και δεν αποταμιεύει με τα έργα της αγάπης στον ουρανό θησαυρούς πνευματικούς. Μόνο σ’ αυτούς τους θησαυρούς ευαρεστείται ο Θεός.
16 Eἶπε δὲ καὶ μία παραβολὴ σ’ αὐτοὺς λέγοντας: «Kάποιου πλουσίου ἀνθρώπου καρποφόρησαν πλουσίως τὰ χωράφια. 17 Kαὶ σκεπτόταν μέσα του λέγοντας: “Tί νὰ κάνω, διότι δὲν ἔχω ποῦ νὰ συνάξω τοὺς καρπούς μου;”. 18 Ἔπειτα εἶπε: “Tοῦτο θὰ κάνω· θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου, καὶ θὰ οἰκοδομήσω μεγαλύτερες, καὶ θὰ συνάξω ἐκεῖ ὅλα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ θὰ εἰπῶ στὸν ἑαυτό μου: Ἑαυτέ μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ ἀρκοῦν γιὰ ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου”. 20 Ἀλλ’ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: “Ἀνόητε! Aὐτὴ τὴ νύκτα ἀπαιτοῦν ἀπὸ σένα τὴ ζωή σου. Aὐτὰ δέ, ποὺ ἑτοίμασες, τίνος θὰ εἶναι;”. 21 Ἔτσι παθαίνει ὅποιος θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν πλουτίζει (γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ ἔργα) γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ».
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΨΥΧΟΦΘΟΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ
Έχεις λίγα χρήματα και ζητάς πολλά. Έχεις πολλά και ονειρεύεσαι περισσότερα. Όσα κι αν έχεις, δεν είσαι ικανοποιημένος. Γιατί άφησες την πλεονεξία να σε αιχμαλωτίσει, άνθρωπέ μου; Δεν ξέρεις ότι σε άλλους θα μείνουν το χρυσάφι και το ασήμι, ενώ σε εσένα οι κατάρες και οι κατηγόριες; Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι θα σε καταδιώκουν αμείλικτα, και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη, τα δάκρυα, οι βαρυγκώμιες και οι αναστεναγμοί του φτωχού που εξουθένωσες, του συνεργάτη που αδίκησες, του δουλευτή που εκμεταλλεύτηκες, του οφειλέτη που φυλάκισες; Όταν όλοι οι ζημιωμένοι από σένα θα παρουσιαστούν μαζί σου στο φοβερό δικαστήριο του Χριστού, τι θα πεις στον αδέκαστο Κριτή, μην έχοντας μάλιστα κανένα συνήγορο για να σε υπερασπίσει;
Τους δικαστές της γης μπορείς να τους ξεγελάσεις ή και να τους εξαγοράσεις. Τον Δικαστή του ουρανού ποτέ. Τους ανθρώπινους νόμους μπορείς να τους παραβείς με τεχνάσματα νομιμοφανή δίχως συνέπειες. Τον θεϊκό νόμο όχι· γιατί ο Κύριος βλέπει τις πράξεις σου. Και αργά ή γρήγορα θα λογοδοτήσεις σε Εκείνον, που στέκεται πλάι στους αδικημένους και προστατεύει όσους δεν μπορούν να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Και μη μου πεις: «Ο τάδε, μολονότι κακός και πλεονέκτης, είναι ευτυχισμένος». Για τώρα ναι, δεν θα είναι όμως ως το τέλος. «Μὴ παραζήλου ἐν πονηρευομένοις μηδὲ ζήλου τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν(:Μη ζηλεύεις και μην ποθείς τη φαινομενική ευτυχία εκείνων, οι οποίοι σκέπτονται το πονηρό. Μη ζηλεύεις εκείνους, οι οποίοι πράττουν την ανομία)», λέει η Γραφή [Ψαλμ.36,1], «ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται(:γιατί γρήγορα σαν το χορτάρι θα ξεραθούν και σαν την πράσινη χλόη θα μαραθούν και θα πέσουν στο έδαφος)».
Η πλεονεξία είναι σαν το χαλασμένο προζύμι, που καταστρέφει όλο το ζυμάρι. Έτσι, αν από την αδικία κερδίζεις έστω και λίγα, ολόκληρη η περιουσία σου σπιλώνεται. Γι’ αυτό, πολλές φορές, λίγα που κερδήθηκαν άνομα, έγιναν αιτία να χαθούν πολύ περισσότερα, που αποκτήθηκαν καλά.
Μα, θα με ρωτήσεις, όλοι οι πλεονέκτες θα δοκιμάσουν συμφορές; Οπωσδήποτε, μολονότι όχι όλοι τις ίδιες. Κι αν δεν τιμωρηθούν στην παρούσα ζωή, τότε να τους λυπηθείς περισσότερο, γιατί τους περιμένει μεγαλύτερη κόλαση στη μέλλουσα. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, τις συνέπειες των αδικιών τους, θα τις υποστούν στη γη οι κληρονόμοι της περιουσίας τους, εφόσον γνωρίζουν ότι αποκτούν αγαθά μαζεμένα με αδικίες, αγαθά που ανήκουν σε άλλους. Αυτό, άλλωστε, επιτάσσει και ο ανθρώπινος νόμος, που δίνει το δικαίωμα στον καθένα να διεκδικήσει τα πράγματά του όχι από εκείνον που του τα άρπαξε, αλλά από οποιονδήποτε τα έχει στην κατοχή του.
Αν λοιπόν γνωρίζεις εκείνους που αδικήθηκαν, δώσε τους όσα τους ανήκουν, ή μάλλον πολύ περισσότερα, όπως έκανε ο Ζακχαίος του Ευαγγελίου. Αν πάλι δεν τους γνωρίζεις, τότε μοίρασέ τα σε φτωχούς. Έτσι θα αποτρέψεις τη συμφορά που σε απειλεί. Γιατί, αν αποδώσεις μόνο όσα άρπαξες ή κληρονόμησε από άρπαγα πλεονέκτη, κανένα κέρδος δεν έχεις. Αυτό αποδεικνύει η περίπτωση του Ζακχαίου, που ανέφερα. Μόνο όταν ο αρχιτελώνης εκείνος υποσχέθηκε «Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν(:Θα δώσω τα μισά από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς· Και αν τυχόν, σαν τελώνης που είμαι, αδίκησα με ψευδείς μαρτυρίες κάποιον και εισέπραξα περισσότερα, του τα επιστρέφω τετραπλάσια)», ο Κύριος βεβαίωσε: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο(:Σήμερα στον οίκο αυτόν ήλθε σωτηρία εκ μέρους του Θεού)»[Λουκ.19,8-9].
Εμείς, αντίθετα, αρπάζουμε αμέτρητα και δίνουμε λίγα, νομίζοντας ότι έτσι εξαλείφουμε την αδικία και ικανοποιούμε τον Θεό. Αν όμως ο Κάιν, που πρόσφερε θυσία στον Θεό από τα χειρότερα γεννήματά του, χωρίς ωστόσο και να αδικήσει κάποιον άλλον, τιμωρήθηκε πολύ αυστηρά, πώς δεν θα πάθουμε χειρότερα εμείς, που από τα αποκτήματα της αδικίας και της πλεονεξίας προσφέρουμε μερικά ψίχουλα στον φτωχό συνάνθρωπο, δηλαδή στον ίδιο τον Χριστό; Γιατί προσβάλλεις τον Κύριο, προσφέροντάς Του μικρά δώρα; Τέτοια τροφή δεν δέχεται, έστω και αν πεθαίνει από την πείνα. Καλύτερα να μην Του δώσεις τίποτα, παρά να δώσεις εκείνα που ανήκουν σε άλλους.
Πες μου, αν δεις δύο ανθρώπους, από τους οποίους ο ένας είναι γυμνός και ο άλλος ντυμένος, και γδύσεις τον δεύτερο για να ντύσεις τον πρώτο, δεν θα διαπράξεις αδικία; Αναμφίβολα ναι. Αν λοιπόν διαπράττεις αδικία και όχι ελεημοσύνη, δίνοντας σε άλλον όλα όσα άρπαξες, πώς λογαριάζεις σαν ελεημοσύνη το να δώσεις ένα ασήμαντο μέρος, ένα τίποτα;
Ο πλούσιος της ευαγγελικής παραβολής δεν έκανε καμιά αδικία σε βάρος του φτωχού Λαζάρου. Μόνο και μόνο επειδή δεν τον συμπόνεσε, επειδή δεν τον ελέησε, καταδικάστηκε να βασανίζεται στον Άδη [Λουκ.16,19-25]. Ποιαν απολογία, επομένως, θα βρουν εκείνοι που όχι μόνο δεν ελεούν, αλλά και αδικούν τους άλλους;
Όταν ο Κύριος θα έρθει πάλι με όλη Του την δόξα για να κρίνει τον κόσμο, θα πει στους άσπλαχνους και ανελεήμονες, που θα είναι συναγμένοι στα αριστερά Του: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με(:Φύγετε από μπροστά μου εσείς, που από τα έργα σας γίνατε καταραμένοι. Φύγετε μακριά από εμένα και πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους δικούς του αγγέλους. Γιατί πείνασα και δεν μου δώστε να φάω· δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω· ξένος ήμουνα, και δεν με περιμαζέψατε· γυμνός ήμουνα, και δεν με ντύσατε· άρρωστος και φυλακισμένος ήμουνα και δεν ήρθατε να με δείτε)» [Ματθ. 25,41-42].
Αν λοιπόν καταδικάζονται μαζί με τον διάβολο στην αιώνια φωτιά, όσοι δεν έδωσαν τροφή και νερό στον Χριστό, όταν πεινούσε και διψούσε, τι θα πάθουν όσοι Τον παραδίνουν στην πείνα, με εκείνα που αρπάζουν; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ντύνουν, όταν είναι γυμνός, αλλά και Τον γδύνουν, όταν είναι ντυμένος; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον περιμαζεύουν, όταν είναι ξένος, αλλά και Τον αποδιώχνουν; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ανακουφίζουν, όταν είναι άρρωστος, αλλά και Τον βλάπτουν; Τι θα πάθουν, τέλος, όσοι όχι μόνο δεν Τον επισκέπτονται, όταν είναι φυλακισμένος, αλλά και όταν είναι ελεύθερος, ό, τι μπορούν κάνουν για να Τον κλείσουν στη φυλακή;
Ο Κύριος είπε: «Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι(:Αν αγαπάτε μόνο εκείνους που σας αγαπούν, ποια εύνοια και ποια αμοιβή σας ανήκει απ΄ τον Θεό; Καμία· διότι και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν)»[Λουκ. 6,32].Αν λοιπόν είναι αμαρτωλός όποιος αγαπά μόνο όσους τον αγαπούν, τι είναι εκείνος που βλάπτει όσους δεν τον αδίκησαν; Αν είναι αξιοκατάκριτος όποιος δεν ελεεί από τα δικά του αγαθά, τι είναι εκείνος που αρπάζει και τα ξένα; Γιατί το ξέρετε, όχι μόνο το να αρπάζει κανείς τα ξένα, αλλά και το να μη δίνει από τα δικά του σε όσους έχουν ανάγκη, είναι αδικία και πλεονεξία, είναι παράβαση θεϊκής εντολής και αμαρτία.
Ας αποφύγουμε, αδελφοί μου, αυτήν την αμαρτία. Και θα την αποφύγουμε, αν φέρουμε στον νου μας όσους άρπαγες και πλεονέκτες έζησαν πριν από μας, όσους δηλαδή έχουν ήδη πεθάνει. Πού βρίσκονται αυτοί; Στην κόλαση! Και τα χρήματά τους; Τα απολαμβάνουν άλλοι! Δεν είναι επομένως ανόητο να βασανιζόμαστε και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη; Σε τούτη με τα καθημερινά τρεχάματα, τις αγωνίες, τους κόπους και τους μόχθους που απαιτούνται για τη συσσώρευση μάταιου πλούτου, και στην άλλη με τις ασύλληπτες τιμωρίες της αιώνιας γέενας;
Ποιος είναι αλήθεια, ελεεινότερος, από τον άρπαγα που φεύγει από τον κόσμο παίρνοντας μαζί του μόνο τις αμαρτίες του, για τις οποίες θα λογοδοτήσει στον Θεό, και αφήνοντας όσα μάζευε σε άλλους πολλές φορές και εχθρούς του; Και ποιος είναι αθλιότερος από τον πλεονέκτη, που σιγολιώνει από τις έγνοιες και τους φόβους, διώχνοντας από την ψυχή του τη γαλήνη και κάνοντας τη ζωή του χειρότερη από κάθε θάνατο; Όταν κερδίσει δεν αισθάνεται ευχαρίστηση, γιατί ζητάει περισσότερα. Όταν πάλι χάσει έστω κι ένα νόμισμα, νομίζει ότι παθαίνει το μεγαλύτερο κακό.. Φίλους δεν έχει παρά μόνο εκείνους από τους οποίους κερδίζει· τους άλλους τους βλέπει σαν εχθρούς. Μα και την οικουμένη ολόκληρη την αποστρέφεται. Τους φτωχούς τους μισεί, γιατί του ζητούν βοήθεια. Τους πλούσιους τους φθονεί, γιατί θα ήθελε να έχει τα πλούτη τους. Όταν οι άλλοι ευτυχούν, αυτός λυπάται. Θαρρεί πως όλοι κατέχουν δικά του αγαθά. Φέρεται σε όλους σαν να τον έχουν αδικήσει. Υποφέρει, γιατί η γη δεν παράγει χρυσάφι αντί για σιτάρι, γιατί ο πηγές δεν δίνουν ασήμι αντί για νερό, γιατί τα βουνά δεν έχουν πολύτιμα πετράδια αντί για λιθάρια.
Ο πλούτος για τον φιλάργυρο είναι ό,τι το μαχαίρι για τον μανιακό ή μάλλον κάτι πολύ χειρότερο. Γιατί ο μανιακός, αφού αρπάξει το μαχαίρι και το καρφώσει στο στήθος του, απαλλάσσεται μια για πάντα από τη μανία του και δεν δέχεται δεύτερη πληγή. Ο φιλάργυρος όμως και αμέτρητες πληγές δέχεται καθημερινά και ποτέ δεν απαλλάσσεται από τη μανία του. Απεναντίας, μάλιστα, όσο πληγώνεται, τόσο πιο μανιασμένα ξανακαρφώνει το μαχαίρι στην ψυχή του.
Ποιος είναι λοιπόν χειρότερος από τον πλεονέκτη, που και την ψυχή του θανατώνει με τις αδικίες και τη ζωή του σπαταλάει με τις περιττές φροντίδες και τον εαυτό του στερεί από κάθε ευχαρίστηση και τους ανθρώπους όλους τους κάνει εχθρούς του; Όλους;, θα απορήσετε. Ναι, όλους. Βλέπετε, δεν τον μισούν μόνο όσοι έχουν κακοπαθήσει από την πλεονεξία τους, μα και οι άλλοι, επειδή συμπονούν τα θύματά του και φοβούνται μήπως βρεθούν στην οδυνηρή θέση τους. Το φοβερότερο, όμως, δεν είναι αυτό. Γιατί, όταν έχει κάνει εχθρό του τον ίδιο τον Θεό, ποια παρηγοριά ή ελπίδα τού απομένει;
Είναι πλούτος αυτός, πες μου, το να αδικείς; Και είσαι πλούσιος εσύ, ο πλεονέκτης, ή κατάδικος; Μάλλον χειρότερος κι από κατάδικο είσαι. Και ξέρεις γιατί; Εκείνος έχει χάσει τη σωματική του ελευθερία, ενώ εσύ την ψυχική. Εκείνον τον έδεσαν άλλοι χωρίς τη θέλησή του, ενώ εσύ δέθηκες μόνος σου.
Αν ο βασιλιάς με νόμο μας επιβάλει όχι μόνο να μην παίρνουμε περιουσιακά στοιχεία άλλου, μα κι από τα δικά μας να δώσουμε ένα μέρος, θα υπακούσουμε δίχως αντίρρηση. Τώρα, όμως, που ο νόμος τους Θεού μάς επιβάλλει να μην αρπάζουμε τα ξένα πράγματα, ασύστολα τον καταπατάμε. Τον θνητό βασιλιά, τον άνθρωπο, τον σεβόμαστε· τον αθάνατο Βασιλιά, τον Δημιουργό και Κύριο του σύμπαντος, Τον περιφρονούμε. Δεν είναι φοβερό; Γιατί, αν διαπράττουμε ασέβεια όταν τιμάμε τον Θεό όσο κι έναν άνθρωπο, τότε τι κάνουμε όταν τιμάμε έναν άνθρωπο περισσότερο από τον Θεό;
Βαριά είναι τα λόγια μου, το ξέρω. Αλλά δείξτε πραγματικά ότι σας φοβίζουν και σας λυπούν, αποφεύγοντας τις κακές πράξεις. Αν δεν φοβάστε τις κακές πράξεις, πώς μπορώ να σας πιστέψω, όταν λέτε ότι φοβάστε τα λόγια μου κα λυπάστε με αυτά; Εσείς με τα έργα σας επιβαρύνετε τον εαυτό σας, όχι εγώ με τα λόγια μου. Γιατί όποιος σκάβει λάκκο για τον άλλο, πέφτει ο ίδιος μέσα. Και όπως οι επίτοκες γυναίκες υποφέρουν από τους κοιλόπονους, έτσι κι εκείνος που ετοιμάζει μιαν άνομη πράξη, πριν αδικήσει τον άλλον, υποφέρει και πονάει ο ίδιος. Όσο κακός, βλέπετε, κι αν είναι κανείς, δεν μπορεί να φιμώσει τη συνείδησή του και να αποφύγει τον έλεγχό της· γιατί αυτός ο έλεγχος είναι κάτι το φυσικό, που εξαρχής έβαλε ο Θεός μέσα μας. Όσο κι αν τον αγνοήσουμε, όσο κι αν τον πολεμήσουμε, ορθώνεται πάντοτε αμείλικτος, και φωνάζει και μας καταδικάζει και μας τιμωρεί.
Θυμάστε πόσο κακός ήταν ο Αχαάβ, ο βασιλιάς της Σαμάρειας; Και όμως ακόμα κι εκείνος, όταν θέλησε να αρπάξει το αμπέλι του Ναβουθαί, πόση οδύνη δοκίμασε! Μολονότι ήταν απόλυτος άρχοντας, μολονότι κανένας δεν υπήρχε που να τον ελέγξει, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον έλεγχο της συνειδήσεώς του, ήταν σκυθρωπός, ταραγμένος, ανόρεχτος, με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του [Γ΄Βασ. 20,1-29].
Θέλετε να σας αναφέρω κι ένα περιστατικό σύγχρονο, για να καταλάβετε ότι η πλεονεξία κάνει τους ανθρώπους θηρία και δαίμονες; Πριν από καιρό είχαμε στην πόλη μας μεγάλη ανομβρία. Ο ουρανός είχε στερέψει και είχε πάρει το χρώμα του χαλκού. Όλοι περιμέναμε καθημερινά το θάνατο, ένα θάνατο φοβερότερο από κάθε άλλο, και παρακαλούσαμε τον Θεό να μας απαλλάξει από αυτή τη συμφορά. Ξάφνου, ανέλπιστα, χάρη στην απέραντη φιλανθρωπία του Κυρίου, έπεσε από τον ουρανό άφθονη βροχή. Ενώ λοιπόν όλοι πανηγύριζαν και γιόρταζαν, κάποιος πλούσιος τριγυρνούσε στην πόλη σκυφτός, κατσουφιασμένος, καταλυπημένος και κίτρινος σαν νεκρός. Όταν κάποιοι ζήτησαν να μάθουν την αιτία της λύπης του, δεν μπόρεσε να την κρύψει, γιατί τον βασάνιζε και τον έπνιγε το πάθος του. «Έχω στις αποθήκες μου δέκα χιλιάδες μέτρα σιτάρι», είπε, «και τώρα, που έβρεξε, δεν ξέρω πώς θα το πουλήσω».
Τι είναι αυτά που λες, αθεόφοβε; Υποφέρεις, επειδή δεν χάθηκαν όλοι, για να μαζέψεις εσύ χρυσάφι; Δεν έχεις ακούσει τι λέει ο Σολομών; «Ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, εὐλογίαν δὲ εἰς κεφαλὴν τοῦ μεταδιδόντος(:Για εκείνον, που συνάγει και κρύπτει το σιτάρι εν καιρώ λιμού, με τον σκοπό να το πουλήσει πανάκριβα, όλοι εύχονται να του το λεηλατήσουν ξένοι επιδρομείς και εχθροί. Η ευλογία δε του Θεού χορηγείται πλούσια σε εκείνον που δίδει και στους άλλους)» [Παροιμ. 11,26].Είσαι εχθρός του Θεού και φίλος, ή μάλλον δούλος, του μαμωνά. Η γλώσσα σου ,που είπε τα ανήκουστα αυτά λόγια, θα έπρεπε να κοπεί. Η καρδιά σου, που ξεχειλίζει από τόσο απάνθρωπα αισθήματα, θα έπρεπε να πάψει να χτυπάει. Τι άνθρωπος, αλήθεια, είσαι εσύ, που υποφέρεις όχι γιατί έχεις λίγα, όπως οι φτωχοί, μα απεναντίας, γιατί έχεις πολλά και θέλεις να τα κάνεις ακόμα περισσότερα με την εκμετάλλευση της δυστυχίας των συνανθρώπων σου;
Πώς να σκιαγραφήσω τα πάθη του πλεονέκτη; Τι πιο μιαρό υπάρχει από τα χέρια του; Και τι πιο άπληστο, πιο αδιάντροπο, πιο κυνικό από τα μάτια του; Δεν βλέπει τους ανθρώπους ως ανθρώπους, ούτε τον ουρανό ως ουρανό, ούτε κανένα από τα επίγεια πράγματα όπως πραγματικά είναι. Όλα τα βλέπει σαν χρήμα και όλα τα μετράει με το χρήμα. Οι αληθινοί άνθρωποι βλέπουν τους φτωχούς, εξαντλημένους και συγκινούνται· οι πλεονέκτες βλέπουν τους φτωχούς και αγριεύουν. Οι αληθινοί άνθρωποι όχι μόνο δεν βάζουν στο μάτι τα ξένα πράγματα, μα κι από τα δικά τους δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη· οι πλεονέκτες δεν ησυχάζουν, ώσπου να αρπάξουν το βιός των άλλων και να το κάνουν δικό τους. Οι αληθινοί άνθρωποι δεν ανέχονται να δουν γυμνό τον πλησίον τους· οι πλεονέκτες, αν δεν τους γδύσουν όλους, δεν ικανοποιούνται· ή μάλλον, ούτε και τότε ικανοποιούνται.
Γι’ αυτό μπορεί κανείς πως είναι όχι θηρία, μα κι απ’ αυτά πολύ χειρότεροι. Τα θηρία, βλέπετε, όταν χορτάσουν απομακρύνονται από τα θύματά τους, ενώ οι πλεονέκτες δεν έχουν χορτασμό. Τα θηρία, άλλωστε είναι από τη φύση τους άγρια, ενώ οι πλεονέκτες μεταβάλλουν θεληματικά τη φυσική τους ημερότητα σε αγριότητα. Τα στόματά τους ξερνούν δηλητήριο, όπως τα στόματα των φαρμακερών φιδιών. Τα χέρια τους δεν κουράζονται να κάνουν κακό στους άλλους. Όσο για τον νου τους, αν μπορούσε κανείς να τον εξετάσει, θα τους ονόμαζε όχι μόνο θηρία, αλλά και δαίμονες· γιατί δεν κρύβουν μέσα τους παρά σκληρότητα και μοχθηρία για κάθε συνάνθρωπο τους. Οι δαίμονες μάλιστα, σχεδόν ποτέ δεν μπορούν να βλάψουν έναν άνθρωπο δίχως τη θέληση και τη συνεργασία του ιδίου, ενώ οι πλεονέκτες πάντα βλάπτουν το συνάνθρωπό τους χωρίς τη θέλησή του και παρά το γογγυσμό του. Όλους και όλα, ακόμα και την ψυχή τους, θυσιάζουν στο βωμό του κέρδους. Άλλο τίποτα δεν σκέφτονται, άλλο τίποτα δεν τους ενδιαφέρει, παρά μόνο το χρήμα. Ούτε την Ουράνια Βασιλεία ποθούν, ούτε την κόλαση φοβούνται, ούτε τους ανθρώπους ντρέπονται ούτε τον Θεό σέβονται. Τους νόμους τους καταπατούν, την τιμιότητα την περιγελούν, το Ευαγγέλιο το περιφρονούν, τη ζωή μετά τον θάνατο τη θεωρούν ανύπαρκτη.
Ώστε δεν υπάρχει, σοφέ μου πλεονέκτη, ζωή μετά τον θάνατο; Δεν υπάρχει ούτε κρίση ούτε απολογία ούτε ανταπόδοση; «Όχι», θα μου πεις, γιατί έτσι σε συμφέρει. Μήπως όμως δεν υπάρχει ούτε θάνατος; Μπορείς να τον αμφισβητήσεις κι αυτόν; Μολονότι πολύ θα το ήθελες, δεν μπορείς. Πάρε το απόφαση λοιπόν· ότι δεν θα αργήσεις να πεθάνεις. Βλέπεις τη μέλισσα; Σε όλη της τη ζωή εργάζεται φιλότιμα, παράγοντας το γλυκό και ωφέλιμο μέλι. Σε όλη της τη ζωή κάνει το καλό. Μόλις, όμως, κάνει το κακό, μόλις κεντρίσει άνθρωπο ή ζώο, πεθαίνει μαζί με το κεντρί της. Από τη μέλισσα μάθε να μη βλάπτεις τον πλησίον· γιατί εσύ ο ίδιος θα πεθάνεις πρώτος. Τον πλησίον θα τον βλάψεις και θα τον λυπήσεις πρόσκαιρα, εσύ όμως θα πεθάνεις για πάντα.
Τα χρήματα λέγονται χρήματα, επειδή χρησιμεύουν και χρησιμοποιούνται, όταν πρέπει, για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών μας. Σκοπός μας, επομένως, δεν είναι να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα, γιατί τότε ανατρέπεται η φυσιολογική τάξη και αντί να τα ορίζουμε, υποτασσόμαστε σε αυτά. Η συγκέντρωση πλούτου είναι υποδούλωση του λογικού ανθρώπου στην άλογη ύλη. Φανερώνει ακόμη απιστία στη Θεία πρόνοια, αλλά και μεγάλη ανοησία. Ναι, ανοησία. Ανόητος δεν είσαι, αφού όλα όσα με κάθε αθέμιτο μέσο αποκτάς, θα τα εγκαταλείψεις έπειτα από λίγο; «Μα θα μείνουν στα παιδιά μου», λες. Και τα παιδιά σου, όμως, θα εγκαταλείψουν τη γη ύστερα από σένα. Τι λέω; Ίσως και πριν από εσένα…
Η αλήθεια είναι ότι με τη συγκέντρωση πλούτου αποβλέπεις στην ικανοποίηση δύο φοβερών παθών σου, της κενοδοξίας και της φιληδονίας. Καμαρώνεις για τα μέγαρά σου, τα αμάξιά σου, τους υπηρέτες σου· ευχαριστιέσαι προκαλώντας τον θαυμασμό και τη ζήλεια των άλλων· παραδίνεσαι στις αισχρές επιθυμίες· κυλιέσαι στη λάσπη της κραιπάλης και της ακολασίας. Να γιατί είσαι πλεονέκτης, να γιατί θέλεις να αρπάζεις το βιος των άλλων. Για να ικανοποιείς τα πάθη σου, δεν διστάζεις να πετάς στο δρόμο και να ρίχνεις σε συμφορές τους αδελφούς σου, τα μέλη του Χριστού, περιφρονώντας με αυτόν τον τρόπο τον ίδιο τον Χριστό.
Είτε το πιστεύεις είτε όχι, η αιώνια κόλαση σε περιμένει, αν δεν μετανοήσεις και δεν διορθωθείς. Γιατί ο δίκαιος Θεός, που «ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ(:θα πληρώσει τον καθένα κατά τα έργα του)»[Ρωμ. 2,6], δεν θα αφήσει ατιμώρητη τη διπλή σου παρανομία, τόσο δηλαδή την άδικη συνάθροιση, όσο και την κακή χρήση του πλούτου. «θυμὸς καὶ ὀργή(: Ο θυμός και η οργή του Θεού)», γράφει ο Απόστολος Παύλος, «τοῖς πειθομένοις τῇ ἀδικίᾳ(:περιμένουν όσους υπηρετούν την αδικία)»[Ρωμ.2,8].Και πώς να μην προκαλέσεις την οργή του Θεού, όταν από τη μια σκορπάς τα λεφτά σου στις πόρνες κι από την άλλη αδιαφορείς για τους φτωχούς; Κι αν ακόμα όσα σπαταλάς τα κέρδιζες με τον τίμιο κόπο σου, θα αμάρτανες βαριά αγοράζοντας με αυτά την ασέλγεια. Ε, αναλογίσου πόσο αμαρτάνεις τώρα, που την αγοράζεις με άνομα κέρδη.
Για να αποφύγεις, λοιπόν, τη δίκαιη καταδίκη από τον αδέκαστο Κριτή, πάψε να πλουτίζεις αθέμιτα, αδικώντας τους συνανθρώπους σου. Στη ζωή αυτή έχεις τη δύναμη του χρήματος, την προστασία των αρχόντων , την εύνοια των δικαστών. Στην άλλη ζωή, όμως, τι θα έχεις; Εκεί θα σε ακολουθούν μόνο οι αμαρτωλές πράξεις σου και οι στεναγμοί των αδικημένων, που φτάνουν ως τον υπερουράνιο θρόνο του Θεού και προκαλούν την ευσπλαχνία Του. Μακάρι να γνωρίσεις κι εσύ την ανείκαστη θεία ευσπλαχνία με την έγκαιρη μετάνοιά σου.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ :
Θέματα ζωής, Από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τόμος Β΄, εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2010, σελ. 51-63.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΜΗΠΩΣ ΕΧΩ ΑΦΡΟΣΥΝΗ;»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 22-11-1998]
[Β 387]
Είναι βαρύ να σου δίνει ο Θεός τον χαρακτηρισμό ότι είσαι άφρων, άμυαλος, αγαπητοί μου. Ο Θεός χαρακτηρίζει με επαίνους τον άνθρωπον, όταν είναι σωστός άνθρωπος, όπως τον θέλει ο Θεός. Αλλά και αποδίδει βαρείς χαρακτηρισμούς, όταν ο άνθρωπος έχει αποκλίνει από το θέλημα το δικό Του. Και τούτο φαίνεται στην παραβολή του άφρονος πλουσίου που ακούσαμε σήμερα, αγαπητοί, στην ευαγγελική μας περικοπή.
Μας λέγει ο Κύριος στην παραβολή αυτή ότι ενός ανθρώπου τα χωράφια εκείνη τη χρονιά είχαν εξαιρετική ευφορία. Και ο άνθρωπος αυτός, σημειώνει, ήταν πλούσιος. Έπεσε λοιπόν σε περίσκεψη. Εσκέπτετο πού θα μπορούσε να αποθηκεύσει την καινούρια του σοδειά. Βλέπετε; Έπεσε σε μέριμνα. Όπως βλέπετε, σε μέριμνα πέφτει και ο φτωχός. Και ο φτωχός και ο πλούσιος. Και οι δύο κατηγορίες πέφτουν σε μία μέριμνα. Ο ένας λέει: «Τι θα φάω;». Ο άλλος λέγει: «Όλα αυτά που έχω, πώς θα τα φάω;».
Ωστόσο, ο πλούσιος, δεν σκέφτηκε να δώσει από τη σοδειά της προηγουμένης χρονιάς στους φτωχούς, αλλά ήθελε να συγκεντρώσει ό,τι είχε σε καινούριες αποθήκες. Τον πλούσιο τον χαρακτηρίζει, τον πλούσιον εννοείται της παραβολής, τον χαρακτηρίζει η φοβερή φιλαυτία, η αγάπη προς τον εαυτόν του. Και φαίνεται αυτό από την λεκτική διατύπωση της όλης παραβολής, με την επανάληψη της αντωνυμίας «μου». «…Καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Βλέπετε; «Τα αγαθά μου. Τα δικά μου. Δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Με ενδιαφέρει τι κάνω εγώ. Πώς εγώ θα καλοπεράσω». Ουδεμία σκέψις για φιλανθρωπία, για παρουσία πλησίον.
Όμως την νύχτα εκείνη που έκανε αυτές τις φίλαυτες σκέψεις, όπως μας παρουσιάζει ο Κύριος στην παραβολή, εμφανίζεται ο Θεός στον ύπνο του και του λέγει: «Ἂφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». «Άμυαλε, ἂφρον, άμυαλε, αυτή τη νύχτα ζητάνε την ψυχή σου -Ποιοι; Οι δαίμονες- . Εκείνα όλα που έχεις ετοιμάσει, σε ποιον θα μείνουν;».
Φοβερή, αγαπητοί μου, η φωνή του Θεού. Φοβερός και ο χαρακτηρισμός «άφρων». Να σε πει ο Θεός «άφρων»… Μπορούμε αλήθεια να συλλάβομε να μας λέγει ο Θεός αυτόν τον χαρακτηρισμόν; Μπορούμε να το συλλάβομε αυτό τι σημαίνει; Αλλά τι σημαίνει άφρων; Είναι το αντίθετον του έμφρονος ανθρώπου. Η αφροσύνη είναι το αντίθετον της φρονήσεως. Αυτός που δεν είναι συνετός, αυτός που δεν είναι φρόνιμος, αυτός είναι ο άφρων. Είναι από το στερητικό α-, όπως λέμε στη Γραμματική, αλλά και της λέξεως «φρήν- φρενός», δηλαδή μυαλό, του μυαλού, δηλαδή χωρίς μυαλό, χωρίς φρόνηση, άμυαλος.
Είναι γνωστό ότι στον άνθρωπον υπάρχουν τέσσερις κεφαλαιώδεις αρετές· από τις οποίες εκπηγάζουν όλες οι αρετές. Πολλές φορές έχω αναφερθεί στις ομιλίες μου γι’ αυτές τις κεφαλαιώδεις αρετές. Δεν πειράζει αν τις ξαναπούμε, διότι ένα κήρυγμα δεν είναι ένα διακοσμητικό στοιχείο, αλλά είναι ένα μάθημα, είναι μία κατήχηση. Και όπως ο εκπαιδευτικός στο σχολειό λέει και ξαναλέει και ξαναλέει τα ίδια πράγματα, με σκοπό όχι να αρέσει εις τους μαθητάς του αλλά εκείνα τα οποία λέγει να εμπεδωθούν εις την γνώσιν των μαθητών του. Είναι λοιπόν η φρόνησις, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη. Αυτά τα τέσσερα.
Λέγει εις το 4ο βιβλίο των Μακκαβαίων, αναφερόμενος εις αυτό το τετράπτυχον. Λέγει -είναι στο πρώτο κεφάλαιο στον 18ο στίχο: «Τῆς δέ σοφίας ἰδέαι καθεστήκασι τέσσαρες, φρόνησις καί δικαιοσύνη καί ἀνδρεία καί σωφροσύνη». Πρέπει να πούμε ότι αυτές οι τέσσερις κεφαλαιώδεις αρετές, βρίσκονται και εις τους παρ’ ἡμῖν σοφούς, τους Έλληνας σοφούς. Κι εκεί συναντούμε αυτές τις τέσσερις κεφαλαιώδεις αρετές.
Η φρόνησις αντιστοιχεί εις την νόησιν, στο μυαλό. Εξ ου και το «ἂφρον», άμυαλε. Φρόνιμος εκείνος που έχει μυαλό. Στην σωφροσύνη αντιστοιχεί το συναίσθημα, η καρδιά. Στην ανδρεία αντιστοιχεί η βούλησις. Και στην δικαιοσύνη, που και διάκρισις λέγεται, υπάρχει εκ μέρους της, της δικαιοσύνης, η ισοστάθμισις των τριών πρώτων. Όταν λέμε δικαιοσύνη, πάντα εννοούμε μία ζυγαριά. Το σύμβολον της δικαιοσύνης είναι η ζυγαριά. Είναι εκείνη η οποία, ξαναλέγω, ισοσταθμίζει την φρόνηση, την σωφροσύνη και την ανδρεία. Τι θα πει «ισοσταθμίζει»; Όχι το ένα να είναι πολύ μεγάλο, το άλλο να είναι πολύ μικρό. Δηλαδή σαν ένα τρίγωνο αν το θέλετε, ορθογώνιο τρίγωνο, που το ένα σκέλος να είναι πολύ μεγάλο, φερειπείν η νόησις, ενώ το από κάτω σκέλος να είναι πολύ μικρό, δηλαδή ας πούμε η ανδρεία. Να έχεις γερό μυαλό, αλλά να μην έχεις ανδρεία, πολλή εννοείται. Αλλά να έχεις μικρούτσικη, να έχεις νηπιώδη ανδρεία. Έτσι η αρετή της δικαιοσύνης ισοσταθμίζει τις τρεις άλλες αρετές. Και επέρχεται μία ισορροπία. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικόν.
Και τώρα να δούμε πώς εμφανίζεται η αφροσύνη, περί της οποίας και ο λόγος σήμερα. Δημιουργεί την πλάνη ότι η ευτυχία βρίσκεται στα πολλά. «Πω, ευτυχία! Ω πολλά, ω πολλά αγαθά μου! Και πέρυσι μου ‘μειναν πάρα πολλά. Ίσως και από πρόπερσι. Και φέτος, πω, πολλά αγαθά!». Έτσι λοιπόν δημιουργείται αυτή η πλάνη, πλάνη, ότι η ευτυχία βρίσκεται στα πολλά. Ότι αν δεν έχω χρήματα, όπως λέγει ο άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος, και δυστυχώς αναφέρεται σε κάποιον μοναχόν, ο οποίος μάζευε χρήματα και τα έβαζε κάτω από μία σανίδα του σανιδένιου πατώματος του κελιού του, ότι «αν δεν έχω χρήματα ἀθλίως ἀποθανοῦμαι». Η φράσις είναι από κει. Ότι θα πεθάνω άθλια. Προσέξτε, να κάνω μία διάκριση. Όχι βεβαίως το να πω στα παιδιά μου : «Παιδιά, κοιτάξτε, ε, αυτά τα χρήματα τα έχω για την κηδεία μου»· ή: «Αυτό το σάβανο-που αγοράζουν από τους Αγίους Τόπους- θα μου το βάλετε όταν θα με κηδεύσετε». Δεν εννοούμε αυτό το πράγμα. Κάθε άλλο. Δεν έχει καμία σχέση.
Η εκουσία πτωχεία, η θεληματική πτωχεία είναι εκείνη που θεραπεύει το πράγμα. Αυτή δε, η εκουσία πτωχεία, είναι η πρώτη, κατά τους Πατέρες, του καταλόγου των αρετών. Ο Κύριος πώς άρχισε τους Μακαρισμούς Του; «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι». Τι σημαίνει αυτό; «Τῷ πνεύματι» θα πει «εκείνοι που είναι φτωχοί δια της ιδίας των προαιρέσεως». Θέλουν. Δεν είναι χαζοί. Δεν είναι κουτοί. Δεν είναι ανίκανοι να βγάλουν χρήματα. Αλλά θέλουν να είναι πτωχοί. Το γιατί; Για κάποιο σκοπό. Φερειπείν, διότι θέλω να εργαστώ για την Βασιλεία του Θεού. Όπως και η αγαμία. Δεν είμαι ανίκανος. Όπως θα ‘λεγε κάποιος: «Ξύσε με λιγάκι, να δεις αν είμαι ανίκανος». Αλλά για την Βασιλεία του Θεού.
Λοιπόν, «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι». Δηλαδή δια της ιδίας των προαιρέσεως. Γιατί σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία του Θεού. Αν θα ανοίξετε τα Άπαντα του αγίου Ισαάκ του Σύρου, θα δείτε ότι πρώτη ομιλία – η πρώτη, έχει πολλές ομιλίες, 80-90 ομιλίες έχει- η πρώτη ομιλία αναφέρεται εις την εκουσίαν, την θεληματικήν πτωχείαν. Γιατί; Γιατί είναι η αφετηρία όλων των άλλων αρετών. Όχι βεβαίως ότι ένας πλούσιος δεν μπορεί να σωθεί. Αν και ο Κύριος είπε ότι ένας πλούσιος δύσκολα μπαίνει στην Βασιλεία του Θεού, γιατί πλανάται από τα πράγματα που έχει, από τον πλούτον που έχει. Και τότε είπαν οι μαθηταί: «Α, τότε ποιος μπορεί να σωθεί;». Και είπε ο Κύριος: «Εκείνα που είναι αδύνατα στους ανθρώπους, είναι δυνατά στον Θεό». Μπορείς να είσαι πλούσιος και να σωθείς. Όταν όμως είσαι ο φιλάνθρωπος, ο ελεήμων, που δεν εμποδίζεσαι να κάνεις το αγαθόν. Και δεν κολλάει η καρδιά σου στα υλικά αγαθά.
Έτσι λοιπόν εκείνος ο οποίος είναι πλεονέκτης, θέλει να μαζέψει, στο βάθος είναι υπερήφανος. Έχει αλαζονεία του σώματος. Ξέρετε εκείνος που δεν νηστεύει, έχει την αλαζονεία του σώματος, όχι του πνεύματος. Η αλαζονεία του σώματος είναι «Εγώ τρώγω, θέλω να θρέψω το σώμα μου». Αντιθέτως, η νηστεία είναι η ταπείνωση του σώματος. Δηλαδή ταπεινώνω το σώμα μου με του να του δώσω… ε, μέτρια τροφή, και στην ποσότητα και στην ποιότητα. Η νηστεία λοιπόν σπάζει αυτήν την αλαζονεία του σώματος. Εξάλλου η πλεονεξία οδήγησε τον Κύριον να πει την παραβολή του άφρονος πλουσίου. Είχε μία συζήτηση προηγουμένως. Και ο Κύριος για να δείξει τα πράγματα, είπε την παραβολή του άφρονος πλουσίου. Αυτή Του έδωσε την αφορμή.
Και είπε: «Ὁρᾶτε καί φυλάσσεσθε ἀπό πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινί ἡ ζωή αὐτοῦ ἐστίν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ». Προσέχετε, φυλάγεσθε, μη νομίσετε ότι θα αποκτήσεις περίσσια ζωή από τα πολλά σου αγαθά. Είναι η πλάνη που σας ανέφερα ότι ο άνθρωπος εκεί κινείται. Πλανάται. Το μέτρο ποιο είναι; Μας το λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Ἡ εὐσέβεια μετ’ αὐταρκείας». «Να είσαι ευσεβής με εκείνα που έχεις. Να είσαι και ευσεβής και με εκείνα που έχεις. Να περιορίζεσαι». «Ἔχοντες -λέει ο Απόστολος Παύλος, να ολοκληρώσω- σκεπάσματα καί διατροφάς, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα». Τα σκεπάσματα ποια είναι; Τα ρούχα που φορούμε. Το καλοκαίρι, κατά τον Μέγα Βασίλειο, βάζομε ελαφρά ρούχα, τον χειμώνα βάζομε θερμά ρούχα. Και παραπανίσια. Σκέπασμα είναι ακόμη και η σκεπή, τα κεραμίδια. Δηλαδή το σπιτάκι μας. Το σπίτι μας, ο ιματισμός μας. «Ἒχοντες», λέει, «καί διατροφάς». Έχομε να φάμε. Δόξα τω Θεώ. Μη γυρεύομε να γίνομε πλούσιοι. Γιατί εκείνο που γυρεύουν να γίνουν πλούσιοι και τα πάντα μηχανεύονται για τούτο, πέφτουν, λέει, σε παγίδες και μπήγουν, λέει ο Απόστολος Παύλος, στο σώμα τους καρφιά και τον καρφώνουν τον εαυτόν τους. Πράγματι, ο πλούσιος έχει πολλήν μέριμνα, πολύ περισσοτέρα από τον φτωχόν. Ναι. Αλλά σχεδόν καθόλου δεν έχει μέριμνα εκείνος που αρκείται στα λίγα και έχει το μεροκάματό του κ.ο.κ.
Στην αφροσύνη, περί της οποίας, πάντα υπενθυμίζω, ο λόγος, απουσιάζει η αντίληψις του πλησίον. Είναι ένα άλλο σημείο αυτό. «Καλά, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι;». Ναι, άνθρωπε. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι. «Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι;». Ξέρετε τι λέγω; «Αχ, εμείς έχομε το καλοριφέρ μας, έχομε να φάμε, έχομε το τραπέζι μας, τα ρούχα μας. Πόσοι άνθρωποι αυτή την στιγμή σε όλο τον κόσμο και μάλιστα στο βόρειο ημισφαίριο, που τώρα έχομε χειμώνα, κοιμώνται κάτω από τα γεφύρια των ποταμών! Στο Παρίσι, κάτω από τα γεφύρια του Σηκουάνα. Εκεί κοιμώνται φτωχοί. Στο Λονδίνο, κάτω από το ποτάμι του Τάμεση, κοιμώνται εκεί στα γεφύρια από κάτω, κοιμώνται φτωχοί… Στις μισοτελειωμένες οικοδομές, κοιμώνται φτωχοί και πεινασμένοι». Δεν είναι γνωστό αυτό; Και είναι, θα λέγαμε, τείχη αδιαπέραστα, επειδή ο νους νοσεί, η παρουσία των φτωχών. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Τείχη αδιαπέραστα. Επειδή ο νους νοσεί. Και η φρόνησις, αυτό το θαυμάσιο προϊόν του νου, είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Γιατί είμαστε άφρονες…Έτσι η ελεημοσύνη και η κοινωνική αντίληψις δεν μπορούν να αναπτυχθούν.
Ακόμη στην αφροσύνη γεννιέται η αντίληψις ότι «Όλοι μπορούν να πεθάνουν εκτός από μένα». Πέθανε ο τάδε. «Ε, πέθανε αυτός. Δεν πέθανα εγώ». Έτσι δημιουργείται η πλάνη ότι «όλοι μπορούν να πεθάνουν εκτός από μένα». Ο θάνατος δια τον τέτοιον άνθρωπο, τον άφρονα, να βάλει μυαλό, δεν υπάρχει, δεν υπάρχει θάνατος. Έτσι δεν υπελόγισε και ο πλούσιος της παραβολής ότι μπορούσε να πεθάνει. «Α», λέγει, «έχεις ‘’ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά‘’. Έχεις ζωή μπροστά σου». Και έρχεται η έκπληξη ότι «ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ». Φοβερό! Ο τόνος πέφτει σ’ αυτό το «ταύτῃ τῇ νυκτὶ», απόψε, απόψε θα πεθάνεις! Σε όλους μας, συμβαίνει, αγαπητοί μου, αυτό. Ότι δεν θα πεθάνομε. Αν το προσέξετε… βέβαια υπάρχει μία εσωτάτη ερμηνεία, ότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο για την αθανασία. Γι΄αυτό δεν πιστεύει στον θάνατο. Εσωτάτη ερμηνεία. Όμως εδώ έχομε την περίπτωση ότι δεν πεθαίνω για να απολαύσω τα αγαθά μου. Ο νους λέγει: «Θα πεθάνεις. Είναι λογικό. Αφού όλοι πεθαίνουν». Η καρδιά λέγει: «Όχι, δεν θα πεθάνεις».
Κι ακόμη μία πλάνη. Στην αφροσύνη καλλιεργείται η ολεθρία αντίληψις ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή. «Και ποιος πήγε και είδε και γύρισε για να μας πει ότι υπάρχει και άλλη ζωή;». Η αντίληψις αυτή είναι πραγματικά μία καθαρή αυτοκτονία της υπάρξεώς μας. Αφού υπάρχει; Εσύ λες ότι δεν υπάρχει. Δεν αυτοκτονείς; Δηλαδή δεν πορεύεσαι προς την αιωνία τιμωρία και την αιωνία κόλαση; Κι όμως πολλοί έτσι θέλουν να σκέπτονται: «Δεν υπάρχει άλλη ζωή. Ό,τι φας και ό,τι πιεις. Αυτό είναι η ζωή. Τίποτ’ άλλο παρακάτω». Ένας χοντρός υλισμός. Στο βάθρο, αγαπητοί μου, του αγάλματος του Σαρδανάπαλου, του τελευταίου βασιλιά των Ασσυρίων, ο ίδιος έδωσε εντολή να γράψουν από κάτω την εξής επιγραφή: «Διαβάτη, η ζωή είναι ό,τι φας και ό,τι πιεις και ό,τι αφροδισιάσεις». «Αφροδισιάζω» θα πει συνέρχομαι και κάνω γενετήσιαν πράξιν, ερωτική ζωή. Δηλαδή να φας, να πιεις και να ασκήσεις και τον έρωτα. Και να φανταστείτε ότι ο Σαρδανάπαλος ήταν σε… υπερθετικόν βαθμόν ομοφυλόφιλος. Αυτοκράτωρ… Και φορούσε γυναικεία ενδύματα εμφανιζόμενος στον λαό… Φρικτές καταστάσεις! Τέλος πάντων…Και αυτός ο λανθασμένος πνευματικός προσανατολισμός, δίδεται και διαδίδεται, «είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή, άφθονα και από τον τύπο και από τα Μαζικά Μέσα Ενημερώσεως. «Τι υπάρχει παρακάτω; Τίποτα. Πού θα πάμε; Στα αστέρια θα πάμε; Στ’ αστέρια, ξέρω ‘γω; Και μετά τι θα κάνουμε; Τίποτα».
Στην συνέχεια της φωνής του Θεού, αγαπητοί μου, στον άφρονα πλούσιο, είναι: «Ἅ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». «Εκείνα που ετοίμασες, ποιανού θα μείνουν;». Χμ, πράγματι, έρχονται οι κληρονόμοι να πουν αυτό που λέει ο λαός: «Φασούλι το φασούλι ο θανών». Δηλαδή μαζεύει φασολάκι-φασολάκι εκείνος που θέλει να κάνει περιουσία. «Φασούλι το φασούλι ο θανών… Φασουλάδα ο κληρονομών!». Τα παίρνει όλα ο κληρονομών και τα τρώει. Πραγματικά, πραγματικά, μαζεύεις άνθρωπε, μαζεύεις, για ποιους; Για τα παιδιά σου; Για τα ανίψια σου; Να θα τα φάνε. Εσύ μαζεύεις φασόλι-φασόλι, αυτοί θα κάνουν φασολάδα για όλα μαζί. Δηλαδή θα τα φάνε όλα. Πόσο ανόητος, αλήθεια, είναι ο άνθρωπος!
Όταν όμως τρέφεται με αυτόν τον τρόπο η αφροσύνη, η αμυαλοσύνη, τότε γεννάει ένα τέρας, που λέγεται αθεΐα. Για έναν τέτοιον άφρονα λέγει ο Ψαλμωδός στον 13ο Ψαλμό: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός». Ποιος είπε δεν υπάρχει Θεός; Ο άφρων, ο άμυαλος άνθρωπος. Ναι. Η απουσία της φρονήσεως γεννά την αθεΐα· διότι αυτή η ίδια η φύσις, η αισθητή φύσις, είναι εκείνη η οποία μπορεί να μας ανοίξει σαν βιβλίο να μάθομε Ποιος την δημιούργησε. Και συ λες «Δεν υπάρχει Θεός»; Κι εσύ λες ότι όλα ‘γίναν τυχαία; Τυχαία; Τυχαία; Τι τυχαίον υπάρχει; Και λες ότι όλα αυτά είναι μόνα τους που έχουνε γίνει; Μόνα τους; Αυτόματος γένεσις;(με ένα -ν-). Δηλαδή έχουν γίνει όλα μόνα τους; Είσαι άφρων. Είσαι άφρων! «Μα, είμαι σοφός επιστήμων». Είσαι άφρων! Είσαι άμυαλος άνθρωπος. Η απουσία λοιπόν της φρονήσεως οδηγεί και εις αυτήν την αθεΐαν.
Ο άθεος είναι άφρων καθ’ όλο το μήκος και πλάτος και ύψος που υπάρχει γύρω του. Ο άθεος δεν έχει «σώας τάς φρένας». Βάζω το «σώας τάς φρένας» εντός εισαγωγικών. Δηλαδή δεν είναι τρελός για το τρελοκομείο. Αλλά είναι τρελός όμως. Είναι άφρων. Είναι άμυαλος. Γιατί η αθεΐα είναι ένας παραλογισμός. Λέγει ο Μέγας Βασίλειος: «Τούτῳ γάρ τῷ ἄφρονι εἶπεν ὁ Θεός δια τήν ἐνυπάρχουσαν αὐτῷ ἀθεΐαν». Του είπε, λέγει, ο Θεός, τον ονόμασε άφρονα, επειδή μες στην ψυχή του έβλεπε ο Θεός ότι υπάρχει αθεΐα. Και η αφροσύνη δυστυχώς σήμερα είναι πολύ απλωμένη. Πρέπει να το πούμε αυτό, εάν είμεθα ειλικρινείς. Λέει ο Ψαλμωδός πάλι: «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν –Ο Κύριος, λέει, από τον ουρανό έσκυψε να δει. Σαν να είναι ένα πάτωμα και βγαίνει από ένα παράθυρο ο Θεός. Δηλαδή είναι μία ωραία εικόνα αυτό- ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν– να δει τους ανθρώπους- εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν-αν υπάρχει κάποιος που να έχει μυαλό. Αν υπάρχει κάποιος που επιτέλους να ψάχνει να βρει τον Θεό-. Πάντες ἐξέκλιναν -Όλοι πήραν τον στραβό δρόμο-, ἅμα ἠχρειώθησαν -συγχρόνως έγιναν και αχρείοι-, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». «Δεν υπάρχει άνθρωπος να ποιεί χρηστότητα(το χρη- με ήτα, δηλαδή αγαθό πράγμα-. Μέχρις ενός!», λέει στον 13ο Ψαλμό ο Δαβίδ.
Αγαπητοί, μεγάλη συμφορά η έλλειψις φρονήσεως. Ο Θεός μάς έδωσε τον νου· να είναι προσανατολισμένος πάντοτε σε ό,τι είναι αληθινό, πραγματικό και συμφέρον. Και μας αγαπά. Και βοά προς ημάς: «Δράξασθε παιδείας-‘’δράττομαι με την φούχτα μου’’. Φουχτιάσατε, λέει, την παιδεία-, μήποτε ὀργισθῇ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας», λέει στον 2ο Ψαλμό. Ποια είναι αυτή η Παιδεία; Είναι ένα από τα πολλά ονόματα του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Όπως είναι και το όνομα Σοφία. Έτσι λοιπόν, μας λέει εδώ: «Αρπάξτε τον Χριστόν. Μήποτε ὀργισθῇ ο Κύριος. Γιατί Εκείνος θα σας δώσει την φρόνησιν». Ναι. Λέει στο βιβλίο των Παροιμιών: «Ὁ ἐνδεής ταῖς φρεσίν ἐκκλινάτω πρός με». Μιλάει ο Παροιμιαστής εξ ονόματος της Ενυποστάτου Σοφίας. «Εκείνος που είναι φτωχός», λέει, «στο μυαλό, ας έρθει κοντά μου να αποκτήσει φρόνησιν».
Τι είναι φρόνησις; «Γνῶσις – λέγει ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός- τῶν τε ποιητέων καί οὐ ποιητέων, καί ἐγρήγορσις νοῦ». Τι πρέπει να κάνω; Τι δεν πρέπει να κάνω; Και η εγρήγορση του νου, το ξύπνιο του νου. Και ποιος μας δίνει την φρόνηση; Η Ενυπόστατος Σοφία του Θεού. Τότε θα έχομε την αληθινή φρόνηση και όχι την κοσμική φρόνηση, όπως ο πλούσιος της παραβολής. Την φρόνηση εκείνη που δείχνει κυριότατα την Βασιλεία του Θεού. Όλα τα άλλα είναι σχετικά. Η αφροσύνη ποτέ, αγαπητοί μου, μην κυριεύσει την καρδιά μας. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_779.mp3
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΦΡΟΝΗΣΙΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 17-11-1996]
[Β 348] (Έκδοσις Β΄)
Την αφορμή, αγαπητοί μου, της παραβολής του άφρονος πλουσίου, που ακούσαμε σήμερα ως ευαγγελική περικοπή, έδωσε κάποιος νεαρός, που ζήτησε από τον Κύριον να σταθεί μεριστής της πατρικής περιουσίας. Μεταξύ αυτού και του μεγαλυτέρου του αδελφού. Ο Κύριος φυσικά αρνήθηκε. «Ποιος», λέει, «με έβαλε μεριστήν σας ή δικαστήν σας;» κ.λπ. Διέκρινε όμως στον νεαρόν αυτόν μία πλεονεξία· που ερχόταν να αντιμετωπίσει την πλεονεξία του μεγαλυτέρου αδελφού. Βλέπετε, ήρθαν σε σύγκρουση δύο πλεονεξίες. Κατά τον νόμο, βέβαια, ο μεγαλύτερος έπαιρνε μεγαλύτερο μερίδιο, επειδή υποτίθεται ότι αυτός κρατούσε τους γονείς του. Όμως στο βάθος ήταν σύγκρουσις δύο πλεονεξιών.
Τότε ο Κύριος, αφού διέκρινε αυτό το πάθος και μάζεψε και τον κόσμο γύρω, γιατί αντελήφθησαν περί τίνος επρόκειτο, είπε την παραβολήν του άφρονος πλουσίου, που, όπως σας είπα, ακούσαμε σήμερα, για να δείξει πόσο φοβερό πάθος είναι η φιλαργυρία. Η φιλαργυρία, όχι με την έννοια που λέμε σήμερα, της τσιγκουνιάς, αλλά με την έννοια της αγάπης προς τα χρήματα. Αυτό που λέμε εμείς σήμερα η φιλοχρηματία. Να αγαπάει κανείς τα χρήματα. Και έρχεται βέβαια να συνδράμει σε αυτό το πάθος και η πλεονεξία.
Η παραβολή είναι κατάφορτη βέβαια από σπουδαιότατα νοήματα, αλλά εμείς θα μείνουμε μόνο σε έναν χαρακτηρισμό που έδωσε ο Κύριος, που δίδει μάλλον ο Θεός, όπως φαίνεται μες στην παραβολή, εις τον πλεονέκτη και ανελεήμονα εκείνον πλούσιον. Τον απεκάλεσε ο Ίδιος ο Θεός, «ἂφρονα». Τι του είπε; «Ἂφρον», «Άμυαλε, που δεν έχεις μυαλό. Εγώ σε έκανα κατ’ εικόνα δική μου. Κι εσύ δεν έχεις μυαλό». «Ἂφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ -Ποιοι απαιτούν; Οι δαίμονες-·ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». «Εκείνα δε τα οποία έχεις ετοιμάσει, κατά το ‘’Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, κι εκεί θα βάλω τα γεννήματά μου και θα πω εις την ψυχήν μου: ‘’Ψυχή μου έχεις για πολλά χρόνια να φας και να πιεις. Φάγε, πίε, εὐφραίνου ἀναπαύου ’’, όλα αυτά τι θα γίνουν;».
Αν προσέξομε, ο χαρακτηρισμός του «ἂφρονος», είναι φοβερός. Και αλίμονο στον άνθρωπο που δεν έχει βέβαια φρόνηση. Καλό θα ήταν όμως να δούμε αυτήν την αρετήν της φρονήσεως, σαν πράγματι αρετή αναγκαιοτάτη.
Τι είναι η φρόνησις; Πριν απαντήσομε, θα λέγαμε ότι είναι η πρώτη και κορυφαία, μαζί με άλλες τρεις αρετές, που συνιστούν την βάσιν και το κεφαλάρι και την πηγή όλων των αρετών, που οφείλουν να κοσμούν τον άνθρωπον. Αυτές είναι: Η φρόνησις, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη.
Η φρόνησις αναφέρεται εις την περιοχήν της νοήσεως. Η σωφροσύνη αναφέρεται στην περιοχή της καρδίας και του συναισθήματος. Η ανδρεία κινείται στην περιοχή της βουλήσεως. Σ’ αυτό το τριμερές, θα λέγαμε, της ψυχής, τρεις συμπεριφορές της ψυχής. Και η δικαιοσύνη, δεν είναι η γνωστή μας δικαιοσύνη. Είναι η αρετή της διακρίσεως· η οποία ισοσταθμίζει και θέτει σε αρμονία τις τρεις πρώτες αρετές. Να μην είναι μία από τις τρεις αναφερθείσες περισσότερο ή ολιγότερο από κάποιαν άλλη. Αλλά πρέπει να είναι ισοσταθμισμένες. Αυτή είναι η δικαιοσύνη: η διάκρισις να έχουν ίσον ύψος, ισοϋψείς αρετές.
Λοιπόν, τι είναι η φρόνησις; Συνδέεται βέβαια με την ευφυΐα. Αλλά δεν είναι η ευφυΐα. Συνδέεται και με την σοφία. Αλλά δεν είναι η σοφία. Λέγει ο Μέγας Βασίλειος: «Διπλοῦν ἐστὶν τὸ τῆς φρονήσεως ὄνομα(:Το όνομα, λέγει, της φρονήσεως είναι διπλοῦν). Ἡ μὲν γὰρ τὶς ἐστὶν φυλακὴ τοῦ οἰκείου συμφέροντος, οἶα ἡ τοῦ ὄφεως, τὴν κεφαλὴν ἑαυτοῦ συντηροῦντος». «Η μία», λέγει, «πλευρά της φρονήσεως είναι εκείνη η οποία φροντίζει δια τα ίδια συμφέροντα. Όπως ο όφις, ήταν», λέει, «φρονιμότατος», δηλαδή είχε μυαλό. Αυτό θα πει. Και ήταν το φρονιμότερον ζώον μέσα εις τον Παράδεισον. Και είναι γνωστό ότι το φίδι, όταν αντιληφθεί κίνδυνον, προσπαθεί να περισώσει την κεφαλή. Διότι αν κοπεί ένα μέρος της ουράς, ξαναγίνεται. Ενώ όταν συντριβεί η κεφαλή, τελείωσε. Γι’ αυτό λοιπόν η φρόνησις αναφέρεται εις το ίδιον συμφέρον. Δηλαδή εις την ιδίαν ύπαρξιν, εις την συντήρησιν της ιδίας υπάρξεως. «…ἡ δὲ ἀληθὴς φρόνησις– συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος- διάγνωσις ἐστὶν τῶν ποιητέων καὶ οὐ ποιητέων». «Αλλά τι είναι», λέγει, «η αληθής φρόνησις; Η άλλη πλευρά. Το να διακρίνει κανείς, να διαγνώσει κανείς, τι πρέπει να κάνει και τι δεν πρέπει να κάνει»- ᾗ (:τῇ ὁποίᾳ) ὁ ἀκολουθῶν οὐδέποτε τῷ τῆς κακίας περιπαρήσεται». «Αν κανείς ακολουθεί την φρόνησιν, ποτέ», λέει, «δεν θα εμπλακεί σε ατυχήματα» (του ρήματος «περιπείρω»). Σπουδαίο αυτό. Να ξέρεις πώς θα κανονίσεις τα πράγματα. Δηλαδή είναι ο ρυθμιστής και της ευφυΐας, θα έλεγα ακόμα, και της σοφίας. Η σοφία ξέρετε πώς δύναται να χαρακτηριστεί; Σαν μία αποθήκη με πλούσιον υλικόν. Με ένα ντεπόζιτο γεμάτο, ας πούμε, πετρέλαιο για την σόμπα, να το πω έτσι. Τι είναι εκείνο που θα ρυθμίσει πώς θα χρησιμοποιηθεί αυτό το υλικό; Λέμε, στο αυτοκίνητο ή στη σόμπα πετρελαίου, είναι το καρπυρατέρ κ.τ.λ. Αυτό θα ρυθμίσει. Αυτό λοιπόν λέγεται φρόνησις: πώς θα ρυθμίσω την υπάρχουσα εις εμένα ευφυΐα, την υπάρχουσα εις εμένα σοφία.
Ακόμη, η «Προς Διόγνητον» επιστολή, είναι ένα αρχαίο βιβλίο, πολύ αρχαίο, συνιστά το εξής: «Ἴδε (: «Δες», λέει) μὴ μόνον τοῖς ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ καὶ τῇ φρονήσει». «Να μη βλέπεις μόνο με τα μάτια, αλλά να βλέπεις και με τη φρόνηση. Όχι όπως βλέπεις τα πράγματα. Αλλά όπως η φρόνησή σου σού υπαγορεύει». Είναι. άρα, η φρόνησις οι έσω οφθαλμοί της ψυχής. Τι είναι η φρόνησις; Ο νους, τα μάτια της ψυχής.
Την φρόνησιν, ο Μεθόδιος Ολύμπου την αποκαλεί «διορατικὸν ὀφθαλμόν». Να μπορείς να είσαι διορατικός και να βλέπεις πιο πέρα από εκείνο το οποίο δεν φαίνεται. Ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει ότι είναι «δύναμις ψυχῆς θεωρητικὴ τῶν ὄντων». Είναι μία δύναμις της ψυχής, που μπορεί να διακρίνει τις διαφορές. Ακόμη, κατά τον αυτόν, Κλημέντα, είναι πολυμερής. Έχει πολλές πλευρές. Και παίρνει ποικίλα ονόματα: «Νόησις», «γνῶσις τε καὶ σοφία καὶ ἐπιστήμη», «πίστις», «δόξα ὀρθή», «τέχνη», «ἐμπειρία». Όλα μαζί κάνουν αυτό που λέμε φρόνηση. Ή, αναλυομένη η φρόνησις, δίδει αυτές τις επιμέρους θέσεις.
Η φρόνησις είναι η πρώτη αρετή, όπως σας είπα. Αλλά και η συνισταμένη και ο καρπός των άλλων αρετών. Α, επί παραδείγματι, σ’ αυτόν τον πλούσιο της παραβολής… Άνθρωπε, τι λες; Έχεις κείμενα ἀγαθὰ πολλά εἰς ἔτη πολλά… Άνθρωπε, θα πεθάνεις. Άνθρωπος είσαι. Αλλά επειδή του έλειπε η φιλανθρωπία, η ελεημοσύνη, η αγάπη, δεν μπορούσε να ιδεί. Και νόμιζε ότι θα μπορούσε έτσι να φροντίζει μόνο για τον εαυτό του. Βλέπετε λοιπόν ότι είναι η συνισταμένη και ο καρπός των αρετών η φρόνησις.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μάς λέγει ότι «πηγὴ ὄντως καὶ ῥίζα φρονήσεως ἐστὶ ἡ ἀρετή». Αυτό που είπαμε. Και αφού ο άνθρωπος είναι εικόνα του Χριστού, ο Χριστός είναι η πηγή της φρονήσεως δια τον άνθρωπον. Ο Χριστός είναι η πηγή της φρονήσεως δια τον άνθρωπον. Πρέπει να ζητά ο πιστός από τον Χριστόν φρόνησιν. Να είμαι ακριβέστερος: «Χριστέ μου, Εσένα θέλω. Γιατί, αν Εσένα έχω, τότε έχω και την φρόνησιν. Αν δεν έχω Εσένα, τότε δεν έχω ούτε την φρόνησιν». Κάποτε επέπληξε ο Κύριος τους μαθητάς Του και τους είπε: «Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοι ἐστέ;». Δηλαδή, «Δεν έχετε μυαλό;». Γιατί λέγανε…Τι λέγανε; «Δεν πήραμε ψωμί μαζί μας». «Καλά, δεν σας δίδαξε τίποτε το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων;». Τους επιπλήττει. Γιατί; Γιατί αποτελεί κύριον σημείον της ἐν ἡμῖν εικόνος του Χριστού. Του Χριστού, προσέξτε. Του Χριστού. Δεν έκανα λάθος. Δεν είπα «του Θεού». Του Χριστού.
Ο δε Ωριγένης γράφει τα εξής (εκκλησιαστικός συγγραφεύς): «Εὑρήσεις ἐν ταῖς Παροιμίαις λεχθὲν(«Στο βιβλίο των Παροιμιών», λέγει, στην Παλαιά Διαθήκη, θα βρεις γραμμένο το εξής) Ὁ Θεὸς ἡτοίμασεν δὲ οὐρανοὺς ἐν φρονήσει(:Ο Θεός, λέει, ετοίμασε τους ουρανούς με φρόνησιν). Ἔστιν οὗν τις φρόνησις Θεοῦ, ἵνα μὴ ζῆ τί εἰ μὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Πάντα γὰρ ὅσα τοῦ Θεοῦ τοιαῦτα ἐστίν. Ὁ Χριστὸς ἐστίν. Οὕτως, φρόνησις Αὐτὸς ἐστὶν Θεοῦ». Πώς έγινε το σύμπαν; Αυτό το «Ο Θεός ετοίμασε τους ουρανούς με φρόνηση». Τους ουρανούς Του τους ετοίμασε δια του Ιησού Χριστού, δια του Θεού Λόγου. Συνεπώς, όταν λέμε «η φρόνησις του Θεού» είναι ο Ιησούς Χριστός. Είναι ο Θεός Λόγος. Ο μετέπειτα Ιησούς Χριστός. Βλέπετε λοιπόν; Έχω τον Χριστόν; Έχω φρόνηση. Δεν έχω τον Χριστόν; Δεν έχω φρόνησιν.
Αλλά και ο Μέγας Αθανάσιος λέγει: «Ὁ ἄρα τοῦ Θεοῦ Υἱός, οὗτος ἐστὶν ὁ Λόγος καὶ ἡ σοφία, Αὐτὸς ἡ φρόνησις καὶ ἡ ζῶσα βουλή». «Ώστε, λοιπόν», λέγει, «ο Υιός του Θεού είναι ο Λόγος, η Σοφία, η Ενυπόστατος Σοφία, Αυτός είναι η φρόνησις, Αυτός είναι η ζωντανή, ζώσα βουλή του Θεού».
Όταν κατά την παραβολή του πλουσίου, που ακούσαμε, αγαπητοί, ο Κύριος είπε εκείνο το «ἂφρον», «άμυαλε», είναι σαν να του έλεγε: -γιατί ξέρετε, πρέπει να πηγαίνομε στο βάθος των πραγμάτων-· είναι σαν να του έλεγε: «Συ, που δεν έχεις τον Λόγον του Θεού, δεν έχεις τον Υιόν του Θεού. Συ, δεν έχεις Εκείνον που είναι η Σοφία και η Φρόνησις». Η Ενυπόστατος. Και ως φρόνησις και ως Σοφία. Ενυπόστατος θα πει πρόσωπον. Γιατί ούτε η φρόνησις, ούτε η σοφία, δεν είναι αφηρημένες έννοιες. Οι αρχαίοι Έλληνες την φρόνηση και την σοφία τις θεωρούσαν αφηρημένες έννοιες. Δεν είναι αφηρημένες έννοιες. Αλλά ανήκουν σε ένα πρόσωπο. Στον Υιόν του Θεού. Τον Ιησούν Χριστόν. Γι’αυτό λέγεται η Ενυπόστατος Σοφία. Η Σοφία του Θεού, που είναι πρόσωπον.
Ο Κύριος ονόμασε τον άνθρωπο που ακούει και εφαρμόζει τον λόγο Του με άνδρα φρόνιμον. Έτσι τελειώνει μάλιστα με μια παραβολή, μικρή παραβολή η επί του Όρους ομιλία του Κυρίου, που κτίζει επάνω εις την πέτραν. Και ποιος είναι, τι είναι η πέτρα; Ο Χριστός. Και η οικοδομή Του είναι ανθεκτική στην αιωνιότητα. Μην ξεχνάτε, σε μιαν άλλη παραβολή, την παραβολή των πέντε παρθένων, «Αἱ πέντε», λέγει, «ἦσαν μωραί, αἱ πέντε φρόνιμοι». Οι μωρές παρθένες, οι ανόητες, οι στερούμενες της φρονήσεως, έμειναν απέξω. Χάνεις την Βασιλεία του Θεού. Μένεις απέξω.
Η φρόνησις είναι το αντίθετο, λοιπόν, της μωρίας. Πόσες φορές είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους, στους Γραμματείς: «Μωροί καί τυφλοί». «Σεις που έχετε μωρίαν, σεις που έχετε τύφλωσιν πνευματικήν. Δηλαδή δεν έχετε φρόνησιν». Πόσο τους επέπληξε ο Κύριος τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς και τους νομικούς.
Έτσι, λέγει ο Θεοδώρητος, ένας εκκλησιαστικός συγγραφεύς: «Εἶναι ἡ φρόνησις τοῦ ἐν ἡμῖν λογικοῦ ἡ ἐγρήγορσις». Είναι η ετοιμότητα του λογικού μας. Και ο ίδιος ο Κύριος εντέλλεται· είναι στο κατά Ματθαίον: «Γίνεσθε φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις». «Γίνετε», λέει, «φρόνιμοι σαν τα φίδια». Ο Θεός έκανε με κάποιες αρετές τα ζώα. Σ’ αυτό το ζώο εκείνο, σε εκείνο το ζώο εκείνο. Και ακόμη αν θέλετε, έδωσε και ελαττώματα στα ζώα. Δεν φταίνε. Ούτε έπαινον έχουν δια τις αρετές, ούτε κατηγορία δια τις ελλείψεις. Κι όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεός έκανε το ζωικό βασίλειο για να διδάσκει τον άνθρωπο. Αλλά λέει ένας ερμηνευτής ότι είναι κατάντημα δια τον άνθρωπο αν πρέπει να παίρνει παραδείγματα από τα ζώα. «Έλα εδώ τεμπέλη», λέει η Αγία Γραφή, «δες το μυρμήγκι, δες τη μέλισσα». Αλλά είναι ντροπή να σκύψω να δω τη μέλισσα, να σκύψω να δω το μυρμήγκι, γιατί είμαι τεμπέλης.
Οι πρωτόπλαστοι, αγαπητοί, δεν ενεργοποίησαν την φρόνησιν. Γιατί; Επειδή τους πρόφθασε η επιθυμία, η πονηρά επιθυμία. Έτσι το λογικό τους δεν ήτο σε εγρήγορση. Για να μπορούν να διαθέτουν φρόνησιν. Εκείνο που πραγματικά, κυριολεκτικά καταστρέφει την φρόνησιν, αν υπάρχει, ή δεν την αφήνει να αναπτυχθεί, είναι τα πάθη. Μην το ξεχνούμε. Επηρεάζουν τα πάθη την φρόνησιν. Σίγουρα. Πολλές φορές βλέπομε καταστάσεις ανθρώπων, παίρνουν αποφάσεις, υψηλά ισταμένων και λέμε: «Καλά, δεν έχουν λίγο μυαλό αυτοί οι άνθρωποι!». Έχουνε μυαλό. Αλλά τα πάθη σκοτίζουν το μυαλό και δεν μπορούν να σκεφθούν.
Πάλι το Πνεύμα το Άγιον μάς προτρέπει και μας λέγει στο βιβλίο των Παροιμιών: «Ζητήσατε φρόνησιν». «Αναζητήσατε την φρόνησιν». Να βρει κανείς γυναίκα φρόνιμη; Λέγει πάλι στο βιβλίο των Παροιμιών: «Ποιος», λέει, «βρήκε γυναίκα ανδρεία;». Ανδρεία θα πει πολλά πράγματα. Πρώτο η φρόνηση. Βρήκε τέτοια γυναίκα; Φρόνιμη; «Βρήκε θησαυρόν». Ναι. Θησαυρόν. Στο βάθος σημαίνει: «Ζητήσατε την Ενυπόστατον Σοφίαν». Όταν λέγει το Πνεύμα του Θεού: «Ζητήσατε φρόνησιν». Γι’αυτό, όταν ετοιμάζει η Ενυπόστατος Σοφία το μεγάλο της τραπέζι, διαβάζομε πάλι, στο βιβλίο της Σοφίας Σολομώντος– λέει: «Καλεῖ μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος» και λέει στους ανθρώπους: «Ὃς ἐστὶν ἄφρων(: Όποιος είναι άφρων) ἐκκλινάτω πρὸς μὲ(:ας ξεκόψει από τον δρόμο του να ‘ρθει σε μένα). Καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπεν(:Κι εκείνοι που ΄ναι φτωχοί στις φρένες, στο μυαλό, τους είπε): Ἔλθετε, φάγετε τὸν ἐμὸν ἄρτον καὶ πίετε οἶνον, ὀν ἐκέρασα ὑμῖν. Ἀπολείπετε ἀφροσύνην(:αφήστε την αφροσύνην), ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε καὶ ζητήσατε φρόνησιν καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει σύνεσιν». Δεν το μεταφράζω, είναι εύκολο. Είδατε; Ποιος καλεί; Η Ενυπόστατος Σοφία. Ποιος; Ο Χριστός. Η πηγή της φρονήσεως. Γι’αυτό πάλι λέγει η Γραφή: «Μακάριος ὃς εὗρε φρόνησιν», λέγει η Σοφία Σειράχ.
Και τέλος, ο συγγραφεύς του Δ΄ βιβλίου των Μακκαβαίων παρατηρεί: «Κυριωτάτη δὲ πάντων ἡ φρόνησις». Κυριωτάτη. Στην κορυφή. Εκεί είναι μάλιστα, εις το Δ΄Μακκαβαίων, οι τέσσερις αναφερθείσες αρετές που προηγουμένως σας είπα. Έτσι, κυριωτάτη λοιπόν είναι η φρόνησις. Κορυφαία.
Και όσο υπάρχει ευσέβεια, τότε είναι αδιάπτωτος η ρίζα της φρονήσεως· που είναι η αρετή, όπισθεν της οποίας είναι ο Χριστός. Και όταν η φρόνησις δεν υπάρχει, τότε γι’ αυτόν τον άνθρωπον δεν υπάρχει ο Θεός. Βαρύς ο λόγος; Ο Κύριος το είπε: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ -είναι στὸν 13ον Ψαλμόν. Το Πνεύμα το Άγιον το είπε -«Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ(:στον νου του) οὐκ ἔστι Θεός». Πότε είπε «οὐκ ἔστι Θεός»; Δηλαδή «δεν υπάρχει ο Θεός». Ο άφρων, ο άμυαλος. Εκείνος λοιπόν που λέγει ότι δεν υπάρχει ο Θεός, είναι άμυαλος, είναι άφρων. Δεν έχει μυαλό. Γιατί αν είχε μυαλό, ποτέ δεν θα έλεγε: «Δεν υπάρχει ο Θεός».
Αναφέρει ο προφήτης Βαρούχ ότι εκείνοι οι προϊστορικοί γίγαντες, είναι στο 3ο του κεφάλαιο, χάθηκαν. Ένας ήταν απ’ αυτούς από τους σωζομένους ήταν και ο Γολιάθ. «Χάθηκαν», λέει, «γιατί δεν είχαν φρόνηση». Ακούστε να σας το διαβάσω. Δεν θα σας το ερμηνεύσω περισσότερο. Δεν έχομε χρόνο δηλαδή: «Ἐκεῖ ἐγεννήθησαν οἱ γίγαντες οἱ ὀνομαστοὶ οἱ ἀπ’ ἀρχῆς, γενόμενοι εὐμεγέθεις(:τεράστιοι – μεγάλο σώμα, δυνατό σώμα, σαν κάπου περίπου με τους συγχρόνους μας αθλητάς) ἐπιστάμενοι πολέμου(:γνωρίζοντες να πολεμούν). Οὐ τούτους ἐξελέξατο ὁ Θεὸς οὐδὲ ὁδὸν ἐπιστήμης ἔδωκεν αὐτοῖς· καὶ ἀπώλοντο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν φρόνησιν». Χάθηκαν γιατί δεν είχαν φρόνησιν. Είπα για τους αθλητάς. Ξέρετε ότι πολλοί από τους αθλητάς μας, φροντίζουν πάρα πολύ το σώμα τους, όχι το μυαλό τους. Και με τον τρόπον αυτόν, αγαπητοί μου, αναπτύσσεται ο λεγόμενος «βιταλιστικός άνθρωπος». Vita θα πει ζωή, λατινικά. Ο «βιταλιστικός» άνθρωπος, ο «ζωικός» άνθρωπος. Να το πω πιο έτσι; Ο ζωώδης άνθρωπος. Τι κρίμα! Τι κρίμα!
Και οι λαοί που δεν έχουν φρόνησιν, χάνονται ιστορικά. Πολλές φορές ο Θεός απεκάλεσε τον λαόν Του του Ισραήλ, τον απεκάλεσε «μωρόν». «Μωροί», λέγει, «είσαστε;». Αγαπητοί, η φρόνησις είναι μεγίστη αρετή. Και συνεπώς «Μακάριος ἄνθρωπος ὃς εἶδε φρόνησιν», λέει το βιβλίον των Παροιμιών. Αλλά η φρόνησις πρέπει να προέρχεται από τον Θεό. Γιατί; Γιατί σ’ αυτήν αντιτάσσεται η ανθρωπίνη φρόνηση, που τις πιο πολλές φορές είναι έξω από την σώζουσα φρόνησιν. Γι’ αυτήν, μάλιστα, την κοσμικήν φρόνησιν, ο Χριστός είπε μία παραβολή. Δεν είναι της ώρας. Ας πούμε: «Πού θα επενδύσω τα χρήματά μου;». Φρόνησις είναι. Αλλά δεν είναι σώζουσα φρόνησις.
Ακόμη, αν θέλετε, έχομε και την δαιμονικήν φρόνησιν. Γι΄ αυτό ο διάβολος πήρε την μορφήν του φιδιού και ήρθε στους πρωτοπλάστους. Έχομε και την δαιμονικήν φρόνησιν. Προσέξτε επάνω σ’ αυτό. Διότι απλούστατα ο διάβολος πρέπει να διαθέτει μίαν φρόνησιν για να σε εξαπατήσει. Αλλά θα σε εξαπατήσει για την απώλειά σου. Θα εξαπατήσει και για την δική του την απώλεια. Αυτή είναι η δαιμονική φρόνησις.
Εμείς, ας ζητούμε, αγαπητοί, επιμόνως από τον Κύριον την δική Του την φρόνηση, την θείαν φρόνησιν· πίσω από την οποίαν είναι Αυτός ο Ιησούς Χριστός, όπως σας εξήγησα. Ή , αν θέλετε, να γνωρίζομε περισσότερο και περισσότερο τον Ιησούν Χριστόν. Είναι εκείνο που λέγει ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιώντας την εξής λέξη: «Εἰς ἐπίγνωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». Δεν λέει «εἰς γνῶσιν». Λέει «εἰς ἐπίγνωσιν». Δηλαδή σε μια βαθιά και καλή γνώση πρέπει να φτάσομε να γνωρίσομε τον Ιησούν Χριστόν. Τότε, εάν έχομε τον Χριστόν ἐν ἐπιγνώσει, τότε, αγαπητοί, τότε θα έχομε αποκτήσει την τόσο σπουδαία και αναγκαιοτάτην φρόνησιν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_701.mp3
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ
«Εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς, ῾Ορᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ(:Και είπε σε όσους τον άκουγαν: ‘’Να προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας. Η πλεονεξία δεν μπορεί καθόλου να κάνει τη ζωή σας άνετη και χαρούμενη· διότι η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περίσσια πλούτη του και δεν διατηρείται από τα υπάρχοντά του. Τα πολλά του πλούτη δεν μπορούν να του εξασφαλίσουν τη μακροζωία και την ευχάριστη ζωή’’)»[Λουκ.12,16].
Μας παρουσίασε ο Κύριος την πλεονεξία ως βόθρο διαβολικό, την οποία ο σοφός απόστολος Παύλος, όπως είπαμε, την ονομάζει και ειδωλολατρία: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία(:Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος)»[Κολ.3,5], επειδή αυτή ταιριάζει μόνο σε εκείνους που δε γνωρίζουν τον Θεό, ή και είναι ισοβαρείς σε βεβήλωση με εκείνους που λατρεύουν ξύλα και πέτρες. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός: «῾Ορᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας(:Να προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας)», δηλαδή και μικρή και μεγάλη· γιατί ο πλεονέκτης είναι ασθενής, και σηκώνει τα μάτια του παρακλητικά μόνο σε Εκείνον που με όσα έπαθε μπορεί να τον αγανακτήσει.
Και Εκείνος, επειδή είναι και δίκαιος και αγαθός, δέχεται βέβαια την παράκληση, αλλά σε αυτούς που έχουν διαπράξει αδικίες, επιβάλλει τις τιμωρίες. Και αυτό θα το μάθεις από αυτά που λέγει με τη φωνή των αγίων προφητών: «Διὰ τοῦτο ἀνθ᾿ ὧν κατεκονδυλίζετε πτωχοὺς καὶ δῶρα ἐκλεκτὰ ἐδέξασθε παρ᾿ αὐτῶν, οἴκους ξεστοὺς ᾠκοδομήσατε καὶ οὐ μὴ κατοικήσητε ἐν αὐτοῖς, ἀμπελῶνας ἐπιθυμητοὺς ἐφυτεύσατε καὶ οὐ μὴ πίητε τὸν οἶνον αὐτῶν. ὅτι ἔγνων πολλὰς ἀσεβείας ὑμῶν, καὶ ἰσχυραὶ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν, καταπατοῦντες δίκαιον, λαμβάνοντες ἀλλάγματα καὶ πένητας ἐν πύλαις ἐκκλίνοντες(:Για τούτο τον λόγο, επειδή γρονθοκοπούσατε και μωλωπίζατε τους φτωχούς και λαμβάνατε εκβιαστικώς δώρα από αυτούς, με τα οποία ανοικοδομήσατε πολυτελείς οίκους με λαξευτούς λίθους, σας λέγω ότι δεν θα κατοικήσετε σε αυτούς. Φυτέψατε ωραίους καρποφόρους αμπελώνες και δεν θα πιείτε οίνο από αυτούς. Θα βαδίσετε σε καταστροφή και αφανισμό, διότι εγώ γνώρισα ότι οι ασέβειές σας είναι πολλές, οι αμαρτίες σας βαριές, διότι καταπατούσατε το δίκαιο, λαμβάνατε ανταλλάγματα και παραβλέπατε το δίκαιο των φτωχών, όταν ως δικαστές κληθήκατε να δικάσετε κοντά στις πύλες της πόλεως)» [Αμώς, 5,11-12].
Και πάλι: «Οὐαὶ οἱ συνάπτοντες οἰκίαν πρὸς οἰκίαν καὶ ἀγρὸν πρὸς ἀγρὸν ἐγγίζοντες, ἵνα τοῦ πλησίον ἀφέλωνταί τι. μὴ οἰκήσετε μόνοι ἐπὶ τῆς γῆς; ἠκούσθη γὰρ εἰς τὰ ὦτα Κυρίου σαβαὼθ ταῦτα· ἐὰν γὰρ γένωνται οἰκίαι πολλαί, εἰς ἔρημον ἔσονται μεγάλαι καὶ καλαί, καὶ οὐκ ἔσονται οἱ ἐνοικοῦντες ἐν αὐταῖς. οὗ γὰρ ἐργῶνται δέκα ζεύγη βοῶν, ποιήσει κεράμιον ἕν, καὶ ὁ σπείρων ἀρτάβας ἓξ ποιήσει μέτρα τρία(:Αλίμονο σε εκείνους, οι οποίοι συνδέουν την οικία τους στην οικία του άλλου και τον αγρό τους με τον αγρό του άλλου, για να αφαιρέσουν κάτι από την ιδιοκτησία του πλησίον! Μήπως πρόκειται να κατοικήσετε μόνοι εσείς και δια παντός επάνω στη γη; Οι πονηρίες και οι αδικίες αυτές έφθασαν στα ώτα Κυρίου του Παντοκράτορος, ο οποίος και είπε: “και εάν ακόμη οικοδομηθούν πολλές και περισσότερες οικίες, μεγάλες και ωραίες, θα προορισθούν για την καταστροφή και την ερήμωση. Κανείς δεν θα υπάρχει, που θα κατοικεί σε αυτές! Αγρός, τον οποίο όργωσαν δέκα ζεύγη βοδιών, θα αποδώσει καρπό, ο οποίος μόλις και θα γεμίζει μία μόνο στάμνα. Και εκείνος ο οποίος στους αγρούς του έσπειρε έξι αρτάβες, θα λάβει ως απόδοση το ήμισυ αυτών, μόνο τρία μέτρα’’)» [Ησ.5,8-10].
Λοιπόν με κάθε τρόπο η πλεονεξία είναι ανώφελη, είναι όμως ανωφελής και με άλλο τρόπο. «Γιατί η ζωή κάποιου», λέγει, «δεν εξαρτάται από το αν είναι πλούσιος, δηλαδή δεν παρατείνεται το μέτρο της ζωής ανάλογα με τον πλούτο». Και αυτό μας το έδειξε ο Σωτήρας με σαφήνεια και ολοκάθαρα, συνθέτοντας πολύ εύστοχα την παραβολή που είναι συνδεδεμένη με αυτά που ειπώθηκαν. Διδάσκει λοιπόν ο Χριστός τα πιο εξαιρετικά από όλα, και πριν από όλες τις αρετές το επιστέγασμα, δηλαδή την αγάπη, της οποίας το πιο καλό είναι η ελεημοσύνη. Αλλά ο Σατανάς που μισεί το καλό, ο εφευρέτης που πολεμά εκείνους που προκόβουν πνευματικά, δημιουργεί πολλές φορές επιζήμια οκνηρία σε εκείνους που μπορούν να κάνουν ευεργεσίες.
Και ο νόμος βέβαια του Θεού μάς παρακινεί προς ελεημοσύνη λέγοντας: «Ἐὰν δὲ γένηται ἐν σοὶ ἐνδεὴς ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ἐν μιᾷ τῶν πόλεών σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, οὐκ ἀποστέρξεις τὴν καρδίαν σου οὐδ᾿ οὐ μὴ συσφίγξῃς τὴν χεῖρά σου ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ σου τοῦ ἐπιδεομένου· ἀνοίγων ἀνοίξεις τὰς χεῖράς σου αὐτῷ καὶ δάνειον δανειεῖς αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται, καθότι ἐνδεεῖται (:Εάν συμβεί, ώστε σε μία από τις πόλεις της χώρας, που σου έδωσε Κύριος ο Θεός σου, να υπάρξει φτωχός μεταξύ των αδελφών σου, εσύ να μην κλείσεις τα σπλάγχνα σου, να μη σκληρύνεις και αποτραβήξεις την καρδία σου από αυτόν, να μην κλείσεις σφικτά τα χέρια σου, για να μη δώσεις τίποτε στον πεινασμένο και πονεμένο αδελφό σου. Αλλά πλούσια θα ανοίξεις τα χέρια σου προς αυτόν, θα του προσφέρεις και θα του δανείσεις όσο και ό,τι του χρειάζεται, αφού βρίσκεται σε ανάγκη)» [Δευτ.15,8]· ο Σατανάς όμως αντιστέκεται και μας πείθει να μαζεύουμε το χέρι και να συσσωρεύουμε τον πλούτο στη γη και μας υποδεικνύει απολαύσεις σαρκικές. Οδηγεί βέβαια και στη λήθη του θανάτου και δεν μας αφήνει να δούμε το μέλλον, ούτε να σκεφτούμε κάτι ανθρώπινο. Και πρόσεχε το πράγμα ζωγραφισμένο σαν σε εικόνα με την παραβολή που αμέσως παρακάτω μας διηγείται ο Κύριός μας:
«᾽Ανθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων, Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;(:Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα εκτεταμένα του χωράφια απέδωσαν άφθονη σοδειά και μεγάλη παραγωγή. Αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό και να ευχαριστηθεί κι ο ίδιος για την ευφορία αυτή, συλλογιζόταν μέσα του, αγωνιούσε και αναστατωνόταν λέγοντας: ‘’Τι να κάνω, διότι δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς των χωραφιών μου που μου περισσεύουν; Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απολαύσω μόνος μου’’)»[Λουκ.12,16-17]..
Εσύ όμως σε παρακαλώ να προσέξεις καλά, για να θαυμάσεις τη σοφή διατύπωση του λόγου. Γιατί δεν έδειξε σε εμάς ότι ευφόρησε ένα χωράφι, αλλά είπε ότι ευφόρησε όλη η χώρα που κατείχε αυτός, για να μάθεις το μέγεθος του πλούτου. Τι γίνεται λοιπόν; Ο πλούσιος, που περιβαλλόταν από τόσο πολλά και αμέτρητα αγαθά, στενοχωρείται για τις φροντίδες και βγάζει τις φωνές που προφανώς θα έβγαιναν από το στόμα του φτωχού. Γιατί εκείνος που βρίσκεται σε έλλειψη των αναγκαίων για τη ζωή, λέγει: «Τι να κάνω;». Πάντοτε βγάζει την τόσο άθλια φωνή.
Αλλά να, τα ίδια λόγια λέει και ο πλούσιος, πονώντας πολύ και υποφέροντας: «καὶ εἶπεν, Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου (:Τελικά, ύστερα από μεγάλη σκέψη και συλλογισμό, είπε: «Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου και σαν άνθρωπος που μόνο τις απολαύσεις της κοιλιάς γνώρισα, θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά, που είναι αποθηκευμένα και σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Μη σκοτίζεσαι πλέον για τίποτε, αλλά απόλαυσε μία ζωή αναπαυτική· φάε, πιες, γέμισε χαρά’’)»[Λουκ.12,18-19].
Σκεφτόταν να οικοδομήσει αποθήκες πλατύτερες, ήθελε να απολαμβάνει μόνος αυτά που είχε. Δεν αγαπά τη φτώχεια, δεν επιθυμεί τα καυχήματα από αυτά, αλλά λέγει: «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου». Πρόσεχε και άλλον ανόητο λόγο του· γιατί λέγει: «Θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου». Δεν πίστευε ότι αυτά τα είχε από τον Θεό, όπως ο Ιώβ, γιατί τότε θα φρόντιζε γι’ αυτά σαν να ήταν οικονόμος του Θεού, αλλά τα θεωρούσε καρπούς των κόπων του. Ότι δεν θεωρούσε ότι η ευημερία του προερχόταν από τον Θεό, το δείχνει καθαρά με αυτά που λέγει. Γιατί λέγει: «Θα συγκεντρώσω τη σοδειά μου και δεν θα δώσω σε κανένα τα αγαθά μου, αλλά θα τα αποταμιεύσω όλα για τον εαυτό μου και την κοιλιά μου». Ποιος όμως θα μπορούσε να σκεφτεί έτσι γι΄αυτούς που έχουν ανάγκη, γνωρίζοντας ότι ο Θεός είναι ο χορηγός αυτών που έχει αποκτήσει; Γιατί σε αυτούς ανήκει το να έχουν κάτι από τον Θεό, και πρέπει να χρησιμοποιούν όπως θέλει ο Θεός, αυτά που έχουν.
Αλλά ο πλούσιος αυτός δεν κτίζει τις αποθήκες που μένουν, αλλά εκείνες που καταστρέφονται. Και το ακόμα πιο παράλογο από αυτό, ορίζει για τον εαυτό του διάρκεια ζωής, σαν να τη θέρισε και αυτήν από τη γη· γιατί λέγει: «Και θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά που αρκούν για πολλά χρόνια’’». «Αλλά ω πλούσιε», θα μπορούσε να πει κάποιος, «τους καρπούς βέβαια τους έχεις στις αποθήκες, έτη όμως πολλά από πού μπορείς να λάβεις;». Τέτοιος είναι και ο εδώ πλούσιος, ο οποίος σκύβει πάνω στην κοιλιά του, έχοντας λαιμό αντί λογισμού, αλλά δεν ζει σύμφωνα με το παράδειγμα του μόνου αγαθού. Γι’ αυτό την ψυχή του την περιποιείται με τις τροφές της σάρκας, και επιβάλλει στην ψυχή τη μισητή ηδονή που ακολουθεί αυτές. Γιατί με τρόπο εύφημο ο Κύριος με το «να ευφραίνεσαι», φανέρωσε τα υπογάστρια πάθη, τα οποία είναι συνέπεια του χορτασμού, γιατί τον χορτασμό τον ακολουθούν τα αφροδίσια.
Και βέβαια έπρεπε να τρώγει για να ζει, όχι όμως να ζει για να τρώγει, σύμφωνα με εκείνους που θεοποιούν την κοιλιά και λένε: «Αὐτοὶ δὲ ἐποιήσαντο εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίαμα σφάζοντες μόσχους καὶ θύοντες πρόβατα, ὥστε φαγεῖν κρέατα καὶ πιεῖν οἶνον λέγοντες· φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν(:Αυτοί όμως οργάνωσαν συμπόσια ευφροσύνης και αγαλλιάσεως της κοιλίας τους. Έσφαξαν μοσχάρια, θυσίασαν πρόβατα, ώστε να τρώνε κρέατα και να πίνουν οίνο λέγοντας: “ας φάμε και ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε”!)» [Ησ.22,13] και: «Εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν ᾽Εφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν(: Εάν, από κίνητρα και υπολογισμούς που κάνουν όσοι άνθρωποι επιζητούν επίγειες τιμές και απολαβές, κινδύνεψα να κατασπαραχθώ θηριομαχώντας την Έφεσο, τι κέρδισα από αυτό; Εάν οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τότε ας εφαρμόσουμε εκείνο που λένε οι άπιστοι και υλιστές: ‘’Ας φάμε και ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε’’)» [Α΄Κορ.15,32]. Έπρεπε όμως να λένε το αντίθετο: «Επειδή αύριο πεθαίνουμε, ας μη φάμε, ούτε να πιούμε».
Σε τι ωφέλησε αυτόν τον πλούσιο η μεγάλη φροντίδα; Ολόκληρος είναι της σάρκας. Βλέπεις όμως πόση ζημιά υπέστη αυτός που για κανένα από τους άλλους δεν ήταν καλός, αλλά μόνο για τον εαυτό του πλούσιος. Είχε φροντίσει να πλουτίσει· αγρύπνησε για να συγκεντρώσει πολλά· συγχαίρει την κοιλιά του, επειδή έχει πολλά από αυτά που είναι αναγκαία· ολόκληρος είναι προσκολλημένος στα γήινα πράγματα· δε βλέπει προς τα επάνω στον Θεό· δεν βλέπει αυτά που θα γίνουν, δεν σκέφτεται τον Θεό που δικάζει καθισμένος στο θεϊκό βήμα· δεν βλέπει τον γείτονα θάνατο· γιατί καταδικάστηκε με απρόσμενο θάνατο ο πλούσιος που μισούσε τους φτωχούς. Ενώ σκεφτόταν το βράδυ την πρωινή τροφή, δεν έφτασε να δει την ακτίνα του όρθρου· γιατί άκουσε ότι συντομεύτηκε η ζωή του με απόφαση του Θεού.
«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός·῎Αφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;(: Αφού όμως τα ετοίμασε όλα, πριν ακόμη προφθάσει να πει στην ψυχή του τα όσα σχεδίαζε, του είπε ο Θεός -είτε μέσα από τη συνείδησή του είτε στον ύπνο του-: ’’Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισες ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από μένα· τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από δω και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;’’)»[Λουκ.12, 20].
Έχοντας δηλαδή την απόλαυση εντελώς για μια στιγμή και για περιορισμένο χρόνο· γιατί θα εξαφανιστεί σαν σκόνη, και θα σταλεί σε άλλους, και πολλές φορές σε εκείνους που δεν γνωρίζουμε ή ίσως και σε εχθρούς. Άρα λοιπόν είναι αλήθεια ότι όταν παρατείνεται σε κάποιον ή ζωή του, αυτό δεν οφείλεται στα υπάρχοντά του. Τρισευτυχισμένος όμως είναι και με λαμπρές ελπίδες αυτός που πλουτίζει με τρόπο αρεστό στον Θεό· γιατί αυτός που φθείρεται με τις γήινες φροντίδες έχει επιζήμιο τέλος και θα φύγει φτωχός προς τον Θεό, ενώ εκείνος που φροντίζει αυτά που θέλει ο Κύριος, θα πλουτίσει με έργα αγαθά και θα έχει θησαυρό ασύλητο στους ουρανούς.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία».
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α΄», κεφάλαιο 12ο, σελ. 513-521.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος ΣΤ (Κυριακοδρόμιο Γ΄)
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἦρθε στή γῆ γιά να θεραπεύσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τά φθοροποιά πάθη καί τίς ροπές τους. Τα πάθη κι οἱ ροπές είναι σοβαρές ψυχικές παθήσεις. Κλέβει ποτέ ἕνας γιός ἀπό τόν πατέρα του; Ὄχι. Ὁ δοῦλος ὅμως κλέβει ἀπό τ’ αφεντικό του. Τη στιγμή πού ὁ Ἀδάμ ἐγκατέλειψε την ιδιότητα τοῦ υἱοῦ κι ἀπόκτησε τήν ἰδιότητα του δούλου, τό χέρι του ἁπλώθηκε για να πιάσει τόν ἀπαγορευμένο καρπό. Γιατί ὁ ἄνθρωπος κλέβει αὐτό πού ἀνήκει σ’ ἕναν ἄλλο; Εἶναι ἐπειδή τό χρειάζεται; Ὁ Ἀδάμ τά εἶχε ὅλα, δέν τοῦ ἔλειπε τίποτα. Παρ’ ὅλ’ αὐτά ὅμως προχώρησε στην κλοπή. Γιατί ο ἄνθρωπος κλέβει ἄλλον ἄνθρωπο κι ὁ δοῦλος ἄλλο δοῦλο; Ἐπειδή ἔμαθαν πρῶτα να κλέβουν ἀπό τ’ ἀφεντικό τους. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως κλέβουν πρῶτα ἀπό τό Θεό κι ἔπειτα ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο. Ὁ προπάτορας τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἅπλωσε το χέρι του να κλέψει πρῶτα αὐτό πού ἀνῆκε στό Θεό κι ἔπειτα, σάν ἀποτέλεσμα, οἱ ἀπόγονοί του ἄρχισαν να κλέβουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Οἱ ἄνθρωποι κλέβουν από Θεό καί ἀνθρώπους, ἀπό τή φύση κι ἀπό τόν ἑαυτό τους. Ὁ ἄνθρωπος δέν κλέβει μόνο μέ τίς σωματικές αισθήσεις του, ἀλλά καί μέ τήν καρδιά, την ψυχή καί τό νοῦ του. Δέν ὑπάρχει πράξη κλοπῆς πού ὁ διάβολος νά μήν εἶναι συνεργός τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ ὑποβολέας καί ὑποκινητής κάθε κλοπῆς. Εἶναι ὁ εἰσηγητής και καθοδηγητής κάθε σκέψης για κλοπή. Κανένας κλέφτης στον κόσμο δέν ἦταν ποτέ μόνος του. Συνήθως ὑπάρχουν τουλάχιστο δύο πού συμμετέχουν σε μια κλοπή κι ἕνας τρίτος πού παρακολουθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος κι ὁ διάβολος πᾶνε γιά νά κλέψουν κι ὁ Θεός πού τούς βλέπει. Ὅπως ἡ Εὔα δέν ἔκλεψε μόνη της, αλλά παρέα μέ τό διάβολο, ἔτσι κανένας ἄνθρωπος δέν ἔχει τελέσει μιά πράξη κλοπῆς μόνος του, ἀλλά πάντα μέ τήν παρέα τοῦ διαβόλου.
Ὁ διάβολος ὅμως δέν εἶναι μόνο καθοδηγητής καί συνοδός στην κλοπή, αλλά κι ἐκεῖνος πού τή διαδίδει. Δέν τόν ἐνδιαφέρουν τα κλεμμένα, ἀλλά ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ διχόνοια καί τό μίσος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους κι ἡ ἀπώλεια ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Δέν πηγαίνει να κλέψει για χάρη τῆς κλοπῆς, ἀλλ ̓ «ὡς λέων ὀρυόμενος περιπατεί ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α’ Πέτρ. ε ́ 8). Τό ὅτι εἶναι ὁ διάβολος που παρακινεῖ τήν ψυχή σε κάθε πονηρό ἔργο καί σπέρνει κάθε πονηριά στην ψυχή, τό βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (βλ. Ματθ. ιγ’ 39). Μέ κάθε κλοπή που κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ διάβολος κλέβει ἕνα μέρος ἀπό τήν ψυχή του. Ἡ ψυχή τοῦ κλέφτη συρρικνώνεται όλο καί περισσότερο, μαραίνεται καί πεθαίνει, ὅπως ὁ πνεύμονας πού ἔχει προσβληθεῖ ἀπό φυματίωση.
Γιά ν’ ἀπαλλαγεῖ κανείς ἀπό τό πάθος τῆς κλοπῆς, πρέπει να λογαριάσει πώς ὅλα ὅσα ἔχει εἶναι τοῦ Θεοῦ κι ὄχι δικά του. Ὅταν χρησιμοποιεί τά ὑπάρχοντά του, πρέπει να έχει κατά νοῦ πώς αὐτά εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὄχι δικά του. Ὅταν τρώει στο τραπέζι, πρέπει νά εὐχαριστεῖ τό Θεό, γιατί τό ψωμί δέν εἶναι δικό του, αλλά τοῦ Θεοῦ. Γιά νά θεραπευτεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς κλοπῆς, πρέπει να λογαριάσει πώς καί τά ὑπάρχοντα τῶν ἄλλων εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὅταν κλέβει ἀπό τούς ἀνθρώπους, εἶναι σά νά κλέβει ἀπό τό Θεό. Εἶναι δυνατό να κλέψει κανείς ἀπό Ἐκεῖνον πού βλέπει τα πάντα; Γιά νά καταδιώξει ὁ ἄνθρωπος τόν πονηρό συνεργό του στην κλοπή, τόν σπορέα κάθε κακοῦ, πρέπει ν’ ἀγρυπνεῖ γιά τήν ψυχή του, ὥστε ὁ διάβολος νά μή σπείρει μέσα του ἐπιθυμίες κλοπής. Κι ὅταν τίς βρίσκει σπαρμένες μέσα του, πρέπει να παλέψει γιά νά τις κάψει μέ τή φωτιά τῆς προσευχῆς. Δέν εἶναι παράφρονας ὁ ἄνθρωπος πού τρέχει πίσω ἀπό τό κακό, ὅταν ἔχει γνωρίσει το καλλίτερο; Δέν εἶναι ἀνόητος καί γελοῖος ὁ κλέφτης πού ἐπισκέπτεται το σπίτι κάποιου άλλου τή νύχτα γιά νά κλέψει βαμβακερά εμπορεύματα, ὅταν βλέπει τό φίλο του νά τόν ἐπισκέπτεται γιά νά τοῦ χαρίσει ἕνα φορτίο γεμάτο βαμβακερά καί μεταξωτά;
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς πού ἀγαπᾶ τό ἀνθρώπινο γένος, ἔφερε μαζί Του καί ἄνοιξε γιά τόν ἄνθρωπο ἀμέτρητα κι ἀσύγκριτα οὐράνια δῶρα και κάλεσε ὅλους τούς ἀνθρώπους να τα πάρουν, φανερά κι ἐλεύθερα, μέ ἕναν ὅρο: ν’ ἀποσπάσουν πρῶτα τήν ψυχή τους ἀπό τά φθαρτά ἐπίγεια ἀγαθά. Μερικοί ἄνθρωποι τόν ὑπάκουσαν, πῆραν τά δῶρα τους καί πλούτισαν. Ἄλλοι ὅμως δέν τόν ὑπάκουσαν καί ἔμειναν μέ τά φθαρτά και κλεμμένα πλούτη τους. Σάν προειδοποίηση σ’ αὐτούς τούς τελευταίους, ὁ Κύριος εἶπε τήν παραβολή τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
«Εἶπε δέ παραβολήν πρός αὐτούς λέγων· ἀνθρώπου τινός πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα. καί διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τους καρπούς μου;» (Λουκ. ιβ ́16,17). Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ἦταν ἁπλά πλούσιος. Ἡ σοδειά του ἦταν τόσο πλούσια ἀπό τό θερισμό, ὥστε δέν εἶχε ποῦ νά βάλει τούς καρπούς. Ὁ πλούσιος αὐτός ἄνθρωπος ἔβλεπε τά χωράφια μέ τά σιτηρά του, τα περιβόλια καί τ’ ἀμπέλια του πού ἔγερναν ἀπό τό βάρος τῶν καρπῶν, τούς κήπους του πού ἦταν γεμάτοι από κάθε λογής λαχανικά και τις κυψέλες του πού ἦταν γεμάτες μέλι, ἀλλά δέ γύρισε πρός τόν οὐρανό ν’ ἀναφωνήσει: «Δόξα σοι, Ὕψιστε και πολυέλεε Κύριε! Πόσα πλούτη ἔχει ἡ δύναμη κι ἡ σοφία Σου, πόσα βγάζεις ἀπό τή μαύρη γη! Μέ τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου Σου δίνεις γλυκύτητα σ’ ὅλα τα φροῦτα στή γῆ! Σε κάθε φροῦτο ἔχεις δώσει ἕνα πανέμορφο σχῆμα κι ἕνα καταπληκτικό άρωμα! Τούς λιγοστούς μου κόπους τους αντάμειψες έκατονταπλάσια! Ἐλέησες τό δοῦλο Σου κι ἔδωσες μέ τα χέρια Σου τόσο πλούσια δώρα στήν ἀγκαλιά του! Παντοδύναμε Κύριε, δίδαξέ με να δώσω χαρά στ’ ἀδέρφια και στους συνανθρώπους μου μέ τά δῶρα Σου αὐτά. Ἔτσι ἐκεῖνοι θά εὐχαριστήσουν καί θά δοξολογήσουν μαζί μου τό ἅγιο ὄνομά Σου καί τήν ἀνέκφραστη ἀγαθότητά Σου».
Μήπως εἶπε τέτοια λόγια ὁ πλούσιος; Ὄχι! Αντί νά θυμηθεῖ τό Δοτήρα κάθε ἀγαθοῦ, ἀρχικά σκέφτηκε που να μαζέψει και να φυλάξει τ’ αγαθά του, ὅπως ὁ κλέφτης πού βρίσκει μιά τσάντα μέ χρήματα στο δρόμο καί δέν τόν ἀπασχολεῖ σέ ποιόν ἀνήκουν αυτά, ποιός τά ‘χασε, ἀλλά πρώτη σκέψη του εἶναι τοῦ νά τά κρύψει. Ὁ πλούσιος αὐτός ἄνθρωπος στην πραγματικότητα είναι ἕνας κλέφτης. Δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ πώς ὅλ’ αὐτά τά ἀγαθά βγῆκαν από δικούς του κόπους. Ὁ κλέφτης ἀσχολεῖται μέ τήν κλοπή και χρησιμοποιεῖ κάθε ἐπιδεξιότητα κι ἐξυπνάδα. Συχνά χρησιμοποιεῖ περισσότερη εξυπνάδα και πονηριά ἀπό τόν σποριά ἤ τόν ζευγολάτη. Ὁ πλούσιος δέν εἶχε κάνει ἀπολύτως τίποτα. Δέν μποροῦσε νά κάνει τίποτα γιά τόν ἥλιο, τη βροχή, τούς ἀνέμους καί τή γῆ. Αὐτά εἶναι τά τέσσερα κύρια στοιχεία – χῶμα, ἀέρας, ἥλιος καί νερό – πού μέ τό θέλη μα τοῦ Θεοῦ κάνουν τά δέντρα καί τά φυτά να καρποφοροῦν. Ἡ ἀφθονία τῶν φρούτων ἑπομένως δέν εἶναι δικό του κατόρθωμα οὔτε ἀποτέλεσμα τῆς ἐργώδους προσπάθειάς του. Ἀλλ ̓ οὔτε μέ τό δικαίωμα κατοχῆς τοῦ ἀνήκουν, ἀφοῦ δέν εἶναι δικά του οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε ἡ βροχή οὔτε ὁ ἄνεμος οὔτε ἡ γῆ.
Ἡ ἀφθονία τῶν καρπῶν εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Στά μάτια τῶν ἀνθρώπων φαίνεται ἀγνώμων ἐκεῖνος πού δέχεται δῶρο ἀπό ἕναν ἄλλο καί δέ λέει «εὐχαριστῶ» οὔτε καί δίνει κάποια προσοχή στο δωρητή, ἀλλά βιάζεται να κρύψει τό δῶρο σε ἀσφαλές μέρος. Ἕνας συμπαθής ζητιάνος, ὅταν τοῦ δίνουν ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί, εὐχαριστεῖ ἐκεῖνον πού τοῦ τό πρόσφερε. Ὁ πλούσιος ὅμως δέν ἔκανε οὔτε μια σκέψη, δέ βρῆκε οὔτε ἕνα λόγο νά εὐχαριστήσει το Θεό γιά τόσο πλούσια σοδειά. Οὔτε ἕνα μικρό χαμόγελο χαρᾶς δέ ζωγραφίστηκε στα χείλη του γιά τήν τόσο θαυμαστή και μεγάλη χάρη πού ἔλαβε ἀπό τό Θεό. Αντί γιά προσευχή εὐχαριστίας καί δοξολογίας στό Θεό καί καρδιακή χαρά, ἄρχισε ἀμέσως ν’ ἀνησυχεῖ, να σκέφτεται πῶς θά μαζέψει τόσα αγαθά καί νά τά διαχειριστεῖ μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μή μείνει πίσω οὔτε ἕνα σπυρί γιά τά πουλιά, οὔτε ἕνα μοναδικό μῆλο να πέσει στα χέρια τῶν φτωχῶν γειτόνων του.
«Καί εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω, και συνάξω ἐκεῖ πάντα τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου» (Λουκ. ιβ ́ 18). Προσέξτε σε τί μεγάλους κόπους προβαίνει ἕνας ἀσυλλόγιστος ἄνθρωπος! Αντί νά προσπαθήσει να σκοτώσει τόν παλαιό ἄνθρωπο μέσα του και ν’ ἀναστήσει τό νέο, ἐξαντλεῖ ὅλες του τις προσπάθειες στο να γκρεμίσει τις παλιές ἀποθῆκες, τους στάβλους καί τά ὑποστατικά του, για να χτίσει καινούργια. Ἄν ἡ πλούσια συγκομιδή του συνεχιστεῖ καί τά ἑπόμενα χρόνια, θά πρέπει να μεγαλώσει πάλι τίς σιταποθήκες του ἤ να χτίσει καινούργιες. Ἔτσι οἱ σιταποθήκες του ἀπό χρόνο σε χρόνο αὐξάνονται ἤ μεγεθύνονται, ἐνῶ ἡ ψυχή του ὁλοένα στενεύει και παλιώνει κι οι παλιοί καρποί του σαπίζουν, ὅπως κι ἡ ψυχή του. Γύρω του σωρεύεται το μίσος κι ἐναντίον του ἐκτοξεύονται κατάρες. Οἱ φτωχοί θά βλέπουν μέ φθόνο τα πλούτη του κι οἱ πεινασμένοι θά καταριοῦνται τη σκληρότητα, τη φιλαυτία καί τήν ἰδιοτέλειά του. Ἔτσι τα πλούτη του φέρνουν τήν καταστροφή τόσο στόν ἴδιο ὅσο καί στούς ἀνθρώπους πού ζοῦν κοντά του. Ἡ ψυχή του θα χαθεῖ ἀπό τή σκληροκαρδία καί τή φιλαυτία του. Οἱ ψυχές τῶν ἄλλων θά βλαφτοῦν ἀπό τό φθόνο και τις κατάρες. Βλέπετε πῶς χρησιμοποιεῖ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ ἕνας ἄνθρωπος χωρίς ἐπίγνωση, τόσο για τή δική του ὅσο καί γιά τῶν ἄλλων τήν ἀπώλεια. Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τα πλούτη για να βοηθήσουν στη σωτηρία τόσο τη δική του ὅσο καί τῶν ἄλλων, ἐκεῖνος ὅμως τά χρησιμοποίησε για κατάρα, για τό κακό το δικό του, μά καί τῶν ἄλλων.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει ὅλους ἐκείνους πού εἶναι πρόθυμοι να δεχτοῦν συμβουλή: «Έφαγες μέχρι κορεσμοῦ; Θυμήσου τούς πεινασμένους. Ικανοποίησες τη δίψα σου; Θυμήσου τούς διψασμένους. Ζεσταίνεσαι καλά; Θυμήσου αὐτούς πού κρυώνουν. Ζεῖς σ’ ἕνα πλούσια ἐπιπλωμένο σπίτι; Βάλε μέσα καί τούς ἄστεγους. Ἔνιωσες εὐτυχισμένος σέ μιά γιορτή; Προσπάθησε να χαροποιήσεις τούς λυπημένους καί τούς θλιμμένους. Σέ τιμοῦν ὡς ἄνθρωπο πλούσιο; Προσπάθησε νά ἐπισκεφτεῖς καί ν’ ἀνακουφίσεις τούς ἐνδεείς. Εἶσαι εὐχαριστημένος ἀπό τόν προϊστάμενό σου; Κάνε καί τούς υφισταμένους σου χαρούμενους. Ἄν εἶσαι σπλαχνικός κι ευγενικός μαζί τους, θά βρεῖς ἔλεος κι εὐσπλαχνία ὅταν ἡ ψυχή σου ἀναχωρήσει ἀπό τό σῶμα σου».
Δυο μεγάλοι ἀσκητές στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου προσευχήθηκαν στό Θεό νά τούς ἀποκαλύψει ἄν ὑπάρχει ἄνθρωπος στον κόσμο πού νά ὑπηρετεῖ το Θεό καλύτερα ἀπ’ αὐτούς. Καί τούς ἀποκαλύφτηκε τό ἑξῆς: Δέχτηκαν τήν ἐντολή να πάνε σ’ ἕνα συγκεκριμένο μέρος καί σ’ ἕνα συγκεκριμένο ἄνθρωπο, γιά νά βροῦν ἀπάντηση στο ερώτημά τους. Πῆγαν στόν τόπο πού τούς ἀποκαλύφτηκε καί βρῆκαν ἕναν ἁπλοϊκό ἄνθρωπο πού τόν ἔλεγαν Εὐχάριστο. Ἦταν κτηνοτρόφος. Οἱ ἀσκητές δέ βρῆκαν τίποτα αξιόλογο στόν ἄνθρωπο αὐτό, ἀλλά τόν ρώτησαν πῶς προσπαθοῦσε να τηρήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Εὐχάριστος δίστασε ἀρκετά κι ὕστερα τούς εἶπε πώς μοίραζε ὅσα κέρδιζε ἀπό τά ζωντανά του σε τρία μερίδια: Τό ένα μερίδιο το ἔδινε στους φτωχούς καί τούς ἀπόρους, ἄλλο ἕνα γιά νά περιποιείται τους ξένους καί τό τρίτο τό κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του καί τή σεμνή σύζυγό του. Οἱ ἀσκητές τ ̓ ἄκουσαν αυτά, εὐχαρίστησαν τόν εὐεργέτη τους και γύρισαν στα κελλιά τους. Βλέπουμε ἀπό τό παράδειγμα αὐτό πώς ὁ Θεός λογαριάζει μεγαλύτερη ἀρετή τήν ἐλεημοσύνη καί τή φιλανθρωπία ἀπό τόν αυστηρό ασκητισμό. Ὁ ἄπληστος πλούσιος τῆς παραβολῆς μας δέ σκεφτόταν καθόλου το Θεό, την ψυχή του ἤ τή φιλανθρωπία. Μοναδική του σκέψη ήταν νά ἐπεκτείνει τις σιταποθήκες του, γιά νά στοιβάσει μέσα ὅλα τά γεννήματα ἀπό τούς ἀγρούς του. Καί τί θά γίνει ὅταν θά ‘χει κάνει ολ’ αυτά; Ἄς ἀκούσουμε τόν ἴδιο:
«Καί ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. ιβ’ 19). Μπορεῖ ἡ ψυχή να φάει ἤ νά πιεῖ; Τό σῶμα καταναλώνει τη σοδειά του, ὄχι ἡ ψυχή. Ὁ πλούσιος ἄνθρωπος ὅταν μιλάει γιά τήν ψυχή του ἐννοεῖ τό σῶμα του. Ἡ ψυχή ἀναπτύχθηκε μέσα στό σῶμα του, ἔγινε ἕνα μαζί του, ὁ πλούσιος ξέχασε ὥς καί τ’ ὄνομά της. Δέν μπορεῖ νά βρεθεί καλλίτερη έκφραση γιά τόν καταστροφικό θρίαμβο τοῦ σώματος κατά τῆς ψυχῆς. Φανταστείτε ἕνα ἀρνί παγιδευμένο στη φωλιά ενός σκύλου, ξεχασμένο μέσα ἐκεῖ. Ὁ σκύλος γυρίζει και φέρνει στη φωλιά τροφή γιά τόν ἴδιο. Ὅταν γεμίσει τη φωλιά του μέ σάπια κρέατα καί κόκκαλα, φωνάζει το πεινασμένο ἀρνί: «Τώρα, ἀγαπητό μου ἀρνί, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Ἔχουμε φαγητό για πολλές μέρες». Κι ὕστερα πέφτει στο φαγητό και τρώει, ἐνῶ τό ἀρνί θά μείνει νηστικό καί θά πεθάνει ἀπό τήν πείνα. Μέ τόν ἴδιο τρόπο συμπεριφέρεται στην ψυχή του ὁ πλούσιος, ὅπως κι ὁ σκύλος στο πεινασμένο αρνί.
Ἡ ψυχή δέν τρέφεται μέ φθαρτή τροφή, αὐτός ὅμως τέτοια τροφή της προσφέρει. Η ψυχή νοσταλγεί τήν οὐράνια πατρίδα της. Ἐκεῖ βρίσκονται οἱ σιταποθῆκες κι ἡ πηγή τῆς ζωῆς της. Αὐτός ὅμως τήν καρφώνει στή γῆ. Ορκίζεται πώς θά τήν κρατήσει ἔτσι καρφωμένη για πολλά χρόνια. Ἡ ψυχή εὐφραίνεται κοντά στο Θεό. Ἐκεῖνος ὅμως δέν προφέρει ποτέ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μέ τά χείλη του. Ἡ ψυχή τρέφεται μέ ἀγάπη κι εὐσπλαχνία. Σ’ αὐτόν ὅμως δέν ἔτυχε ποτέ να χρησιμοποιήσει τα πλούτη του γιά νά δείξει ἀγάπη κι ἔλεος στους φτωχούς, στούς ἄπορους καί τούς ἀνάπηρους πού βρίσκονταν στη γειτονιά του. Ἡ ψυχή ἐπιθυμεῖ ἁγνή ἀγάπη, οὐράνια. Ἐκεῖνος ὅμως ρίχνει λάδι στο καμίνι τῶν παθῶν του, λιβανίζει την ψυχή του μέ τό δύσοσμο ἄρωμα που αυτά παράγουν. Ἡ ψυχή ἀναζητά το στολισμό της, δηλαδή ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, ἀγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, ἐγκράτεια (πρβλ. Γαλ. ε’ 22,23). Ἐκεῖνος ὅμως τη φορτώνει με μέθη, λαιμαργία, μοιχεία καί ματαιότητα. Πῶς θά μποροῦσε νά μην πεθάνει ἕνα χορτοφάγο αρνί, ὅταν ἔχει για συντροφιά ἕνα σαρκοβόρο σκυλί; Πῶς μπορεῖ νά ζήσει ἡ ψυχή ὅταν καταπιέζεται ἀπό ἕνα βαρύ πτώμα;
Ολόκληρη ἡ ἀνοησία τοῦ πλουσίου βέβαια δέν ἐξαντλεῖται στό γεγονός ὅτι προσφέρει κρέας στο ἀρνί ἢ μᾶλλον σαρκική τροφή στην ψυχή. Εἶναι καί τό ὅτι μεταβάλει τόν ἑαυτό του σε κυρίαρχο τοῦ χρόνου καί τῆς ζωῆς. Βλέπουμε πώς προετοιμάζει γιά τόν ἑαυτό του τροφές και ποτά γιά ἔτη πολλά. Ἄς ἀκούσουμε ἐδῶ ὅμως καί τή φωνή τοῦ Θεοῦ:
«Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ιβ’ 20). Ἔτσι μίλησε ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου, ὁ δημιουργός τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου, πού «ἐν χειρί αὐτοῦ ψυχή πάντων ζώντων και πνεῦμα παντός ἀνθρώπου» (Ἰώβ, ιβ’ 10).
Ανόητε ἄνθρωπε! Γιατί σκέφτεσαι μέ τήν κοιλιά σου κι ὄχι μέ τό νοῦ σου; Ὅπως δέν ἦταν στη δική σου δύναμη νά ὁρίσεις τήν ἡμέρα πού θα γεννηθεῖς, ἔτσι δέν μπορεῖς νά ὁρίσεις καί τή μέρα πού θά πεθάνεις. Ὁ Κύριος ἄναψε το καντήλι τῆς ἐπίγειας ζωής σου ὅταν Ἐκεῖνος ἔκρινε πώς ἦταν ὁ κατάλληλος χρόνος. Ὁ ἴδιος θά τό σβήσει ὅταν τό ἀποφασίσει. Ὅπως τα πλούτη σου δέν ὅρισαν τό χρόνο τῆς ἔλευσής σου στον κόσμο, ἔτσι δέν μποροῦν νά καθυστερήσουν καί τό χρόνο τῆς ἀναχώρησής σου. Μήπως ἡ αὐγή ή το σούρουπο ἐναπόκειται σε σένα; Ὄχι, βέβαια. Τό ἴδιο δέν ἐναπόκειται σε σένα κι ὁ χρόνος πού θα διανύσεις στή γῆ, οἱ σιταποθήκες καί τά κελλάρια σου, τα πρόβατα κι οἱ στάνες σου. Ὅλ’ αὐτά ἀνήκουν στό Θεό, ὅπως κι ἡ ψυχή σου. Κάθε μέρα και κάθε ὥρα ὁ Θεός μπορεῖ νά πάρει αὐτά πού ἀνήκουν σε σένα καί νά τά δώσει σε κάποιον ἄλλο. Ὅσο ζεῖς ὅλα εἶναι δικά του, ὅπως δικά Του θά εἶναι καί μετά το θάνατό σου. Ἡ ζωή κι ὁ θάνατός σου βρίσκονται στα χέρια Του. Γιατί λοιπόν προγραμματίζεις γιά ἔτη πολλά; Ἡ ζωή σου εἶναι μετρημένη ὥς τό τελευταῖο λεπτό. Ἡ τελευταία σου στιγμή θα τελειώσει τούτη τη νύχτα. Μή λοιπόν σκέφτεσαι τό αὔριο, τί θά φᾶς ἤ τί θά πιεῖς ἢ τί θα φορέσεις. Σκέψου όμως και ξανασκέψου την ψυχή σου πού θά παρουσιάσεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ καί Κυρίου σου. Σκέψου περισσότερο τη βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτή ἀποτελεῖ τήν τροφή τῆς ψυχῆς σου (βλ. Ματθ. στ’ 31-33).
Ὁ Κύριος τέλειωσε την παραβολή μέ τά ἑξῆς λόγια: «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν» (Λουκ. ιβ’ 21). Τί θά πάθει ὁ πλούσιος; Θ’ ἀποχωριστεί ξαφνικά τα πλούτη του, ὅπως κι ἡ ψυχή του θα χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα του. Τα πλούτη του θα δοθοῦν σέ ἄλλους, τό σῶμα του θα παραδοθεῖ στή γῆ κι ἡ ψυχή του θα ὁδηγηθεῖ σέ τόπο σκοτεινό, ὅπου «ὁ βρυγμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων». Οὔτε ἕνα καλό ἔργο δέ θα βρεθεί γιά νά τόν ὑποδεχτεί στη βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νά βρεῖ ἡ ψυχή του κάποιον τόπο ἐκεῖ. Τό ὄνομά του δέ θα βρεθεί γραμμένο στο Βιβλίο τῆς Ζωῆς. Δέ θά τόν γνωρίσουν καί δέ θά βρεθεῖ ἀνάμεσα στούς εὐλογημένους τοῦ Πατρός. Τήν ἀνταπόδοσή του τήν ἔλαβε ὁλόκληρη στή γῆ, τ’ ἀρίφνητα οὐράνια πλούτη τοῦ Θεοῦ δέ θ’ ἀποκαλυφτοῦν στό πνεῦμα του.
Πόσο φοβερός εἶναι ὁ ξαφνικός θάνατος! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νομίζει πώς είναι σταθερά ἐγκατεστημένος, πώς πατάει γερά στή γῆ, ἡ ἴδια γῆ ἀνοίγει ξαφνικά καί τόν καταπίνει, ὅπως κατάπιε τόν Δαθάν καί τόν Αβειρών (βλ. Αριθ. ιστ’ 32). Ὅταν κάποιος ἀγνοεῖ τό Θεό κι ἐπιδιώκει για πολλά χρόνια αποκλειστικά τήν εὐωχία, πέφτει φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί τόν κατακαίει, ὅπως τά Σόδομα καί τά Γόμορα (βλ. Γέν. ιθ’ 24). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύει πως ἔχει ἐξασφαλίσει τη θέση του καί τά ‘χει καλά τόσο μέ τό Θεό ὅσο καί μέ τόν συνάνθρωπό του, θα πεθάνει ξαφνικά, ὅπως ὁ Ἀνανίας καί ἡ Σαπφείρα (βλ. Πράξ. ε ́ 5,10).
O ἁμαρτωλός δημιουργεί διπλή ἀπώλεια μέ τόν ξαφνικό του θάνατο: πρῶτα στόν ἑαυτό του κι ἔπειτα στην οικογένειά του. Στον ἑαυτό του ἐπειδή πεθαίνει ἀμετανόητος. Στήν οἰκογένειά του ἐπειδή αἰφνιδιάζει τους συγγενείς του μ’ ἕνα ἀναπάντεχο χτύπημα κι ἀφήνει πίσω του ἐκκρεμότητες. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού προτοῦ πεθάνει δοκιμάζεται ἀπό κάποια ἀρρώστια, ἀπό τόν πόνο. Σ’ αὐτόν δίνεται ἡ εὐκαιρία να κάνει μιά ἀνασκόπηση τῆς ζωῆς του, νά ἐξετάσει τίς ἁμαρτίες του, να μετανοήσει γιά ὅλα τά κακά πού ἔχει κάνει, γιά ὅλα τά καλά πού δέν ἔκανε, νά θρηνήσει μέ μετάνοια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά καθαρίσει την ψυχή του με δάκρυα και να ζητήσει συχώρεση από το Θεό. Θά ‘χει τήν εὐκαιρία να συγχωρέσει κι αὐτός ἐκείνους πού τόν πρόσβαλαν, πού τόν ἔβλαψαν στη ζωή του, να χαιρετήσει ὅλους τούς φίλους ἤ ἐχθρούς του, να θυμήσει στα παιδιά του το φόβο τοῦ Θεοῦ, νά ‘χουν στό νοῦ τήν ὥρα τοῦ δικοῦ τους θανάτου καί νά ὁπλίσουν την ψυχή τους μέ πίστη, προσευχή καί καλά ἔργα.
Ἄς δοῦμε στην Παλαιά Διαθήκη πῶς πέθαναν οἱ ἄνθρωποι πού εὐαρέστησαν στο Θεό: ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἰωσήφ, ὁ Μωυσῆς κι ὁ Δαβίδ. Προτοῦ πεθάνουν, ὅλοι τους εἶχαν ἀρρωστήσει. Ὅσο κράτησε ἡ ἀρρώστια τους, τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ δέν ἔλειπε ἀπό τά χείλη τους. Ἄφησαν ὅλοι καλή κληρονομιά στούς ἀπογόνους τους καί τούς εὐλόγησαν. Αὐτός εἶναι θάνατος δίκαιου ἀνθρώπου.
Ἴσως διερωτηθεῖς: Μά δέν πέθαναν πολλοί ἀπό τούς δίκαιους στη μάχη, απροετοίμαστοι; Ὄχι! Οἱ δίκαιοι ποτέ δεν πεθαίνουν απροετοίμαστοι! Προετοιμάζονται πάντα γιά τό θάνατό τους, περιμένουν ἀπό μέρα σε μέρα τήν ἀναχώρησή τους ἀπ’ αὐτή τή ζωή. Η καρδιά τους βρίσκεται σε διαρκή μετάνοια, ἐξομολογοῦνται στό Θεό καί τόν δοξολογοῦν. Οἱ δίκαιοι τό κάνουν αὐτό σέ καιρούς εἰρήνης και ευμάρειας. Το κάνουν ὅμως πολύ περισσότερο σε περιόδους πολέμου, βίας και ταραχῶν. Ἡ ζωή τους ολόκληρη είναι μια διαρκής προετοιμασία γιά τό θάνατο κι ἔτσι δέν πεθαίνουν ποτέ ἀπροετοίμαστοι.
Προετοιμασία γιά τό θάνατο σημαίνει επίσης το «να πλουτίζει κανείς ἐν Χριστῷ». Μόνο ἐκεῖνοι πού πιστεύουν πραγματικά στο Θεό καί στή μέλλουσα ζωή προετοιμάζονται γιά τό θάνατο, γιά τήν αἰώνια ζωή. Οἱ ἄπιστοι δέν προετοιμάζονται ποτέ γιά τό θάνατο. Το μόνο που φροντίζουν, εἶναι νά ζήσουν ὅσο γίνεται περισσότερο στή γῆ. Φοβοῦνται ἀκόμα καί νά σκεφτούν το θάνατο και κάνουν ἐλάχιστη προσπάθεια για «να πλουτίσουν ἐν Χριστῷ». Ὅποιος προετοιμάζεται γιά τό θάνατο, προετοιμάζεται καί γιά τήν αἰώνια ζωή. Τη φύση τῆς προετοιμασίας αὐτῆς γιά τήν αἰώνια ζωή, τή γνωρίζει κάθε χριστιανός.
Ὁ συνετός ἄνθρωπος δοκιμάζει κάθε μέρα τήν πίστη του στό Θεό, προφυλάσσει την καρδιά του ἀπό τήν ἀπιστία, τήν ἀμφιβολία καί τήν κακία, ὅπως ὁ συνετός ἀγρότης προφυλλάσσει τό ἀμπέλι του ἀπό τά ἔντομα καί τίς ἀκρίδες. Ὁ συνετός ἄνθρωπος δοκιμάζει καθημερινά τόν ἑαυτό του ἄν τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ μέ πράξεις συγγνώμης, ἀγάπης καί ἐλεημοσύνης. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο «πλουτίζει ἐν Χριστῷ». Ὁ συνετός ἄνθρωπος δεν ἀποθηκεύει τά ἀγαθά του σέ ἀποθῆκες, αλλά τά ἐμπιστεύεται στη φύλαξη τοῦ Θεοῦ. Τό πιό πολύτιμο πράγμα γι’ αὐτόν εἶναι ἡ ψυχή του. Εἶναι ὁ μεγαλύτερος θησαυρός του, το μόνο πού δέ φθείρεται καί δέν πεθαίνει. Ὁ συνετός ἄνθρωπος ρυθμίζει τα θέματά του μέ τόν κόσμο ισορροπημένα, καθημερινά. Εἶναι ἕτοιμος κάθε στιγμή να πεθάνει με σταθερή την πίστη πώς θα παρουσιαστεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί κεῖ τόν περιμένει ζωή αἰώνια. Ὁ ὅσιος Αντώνιος ἔλεγε: «Να σκέφτεσαι μέσα σου και να λές: “Σήμερα εἶναι ἡ τελευταία μέρα τῆς ζωῆς μου”. Ἔτσι δέ θ ̓ ἁμαρτήσεις ποτέ στο Θεό».
Δέν ὑπάρχει πιο ανόητο πράγμα ἀπό τό νά πεῖς: «Καλύτερα να πεθάνω ξαφνικά, νά μή νιώσω τό θάνατό μου!» Ἔτσι μιλᾶνε οἱ ἐλαφρόμυαλοι κι οἱ ἄθεοι. Ὁ συνετός κι ἀφοσιωμένος πιστός λέει: «Γενηθήτω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ!» Καλύτερα να μείνεις χρόνια στο κρεβάτι μέ ἀρρώστιες καί πόνους, παρά να πεθάνεις ἀπροετοίμαστος κι ἀμετανόητος. Οἱ πόνοι σ’ αὐτόν τόν κόσμο περνοῦν γρήγορα, όπως κι οἱ χαρές. Στόν ἄλλο κόσμο ὅμως δέν ὑπάρχει τίποτα εφήμερο και παροδικό. Ὅλα εἶναι αἰώνια, εἴτε βάσανα εἴτε χαρά. Γι’ αὐτό εἶναι καλύτερα νά ὑποφέρεις λίγο ἐδῶ παρά ἐκεῖ, ὅπου το μέτρο τόσο τοῦ πόνου ὅσο καί τῆς χαρᾶς εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερο.
Γενηθήτω το θέλημα τοῦ Θεοῦ! Προσευχόμαστε στον παντεπόπτη Θεό μας νά μή μᾶς στείλει ξαφνικό θάνατο, ἐνῶ βρισκόμαστε μέσα στην ἁμαρτία, στις κακές μας πράξεις, ἀλλά νά μᾶς λυπηθεῖ, ὅπως λυπήθηκε τό βασιλιά Εζεκία (βλ. Ησ. λη 1-5) καί νά μᾶς δώσει χρόνο μετάνοιας. Νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς δώσει κάποια ἔνδειξη ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κοντά, ὥστε νά βιαστούμε να ζήσουμε κάπως καλύτερα και να γλιτώσουμε την ψυχή μας ἀπό τό «αἰώνιο πῦρ». Ἔτσι τά ὀνόματά μας θα γραφτούν στη Βίβλο τῆς Ζωῆς καί τά πρόσωπά μας θά εἶναι ὁρατά στη βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας.
Δόξα καί αἶνος στον Κύριο καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, στον Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ὁ αἰφνίδιος θάνατος
«Ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σοῦ ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ σοῦ…» (Λουκ. 12, 20)
Ὁ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα θαυμάσιο ἀριστούργημα. Καὶ ὅσο κανεὶς διὰ τῆς ἐπιστήμης το ἔρευνα, τόσο περισσότερο θαυμάζει το Δημιουργό, ποὺ ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸ δημιούργησε. Γιὰ πολλὰ πράγματα εἶνε θαυμαστὸς ὁ ἄνθρωπος. Γίνεται ὅμως ἀκόμη πιὸ θαυμαστός, ὅταν κανεὶς σκεφθῇ, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἁγία Γραφή, πλάσθηκε νὰ εἶνε ἀθάνατος.
Ἤμασταν, λοιπόν, γιὰ τὴν ἀθανασία! Ἀλλὰ δυστυχῶς, ὅπως εἶνε γνωστό, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δὲν ὑπήκουσε στὸ Θεό. Ἁμάρτησε καὶ παρέβῃ τὴν ἐντολή του νὰ μὴ φάη ἀπὸ τὸν ἀπηγορευμένο καρπό. Ἔτσι ἔγινε θνητός. Μετὰ τὸν Ἀδὰμ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὑπόκεινται σὲ θάνατο. Ἀλλος μικρὸς καὶ ἄλλος μεγάλος, ὅλοι φεύγουμε ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ὁ θάνατος δὲν κάνει καμμιὰ ἐξαίρεσι. Ἕνας μόνο νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἀναστήθηκε μόνος του ἐκ νεκρῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ἀλλ’ ἐνῶ εἶνε βέβαιο, ὅτι ὅλοι πεθαίνουμε, ἡ ὥρα ὅμως τοῦ θανάτου εἶνε ἄγνωστη. Ἄλλος πεθαίνει μὲ φυσικὸ θάνατο, ἄλλος μὲ βίαιο θάνατο, ἀπὸ ἀτύχημα ἢ ἀπὸ δολοφονικὴ ἐνέργεια. Ἄλλος φεύγει σὲ γεροντική, ἄλλος σὲ ὥριμη, ἄλλος σὲ νεανική, καὶ ἄλλος σὲ παιδικὴ ἢ καὶ σὲ νηπιακὴ ἀκόμη ἡλικία. Λυπηρὸ γεγονὸς ὁ θάνατος. Καὶ πιὸ λυπηρό, ὅταν συμβαίνῃ σὲ παιδιὰ καὶ σὲ νέους. Οἱ ἀρχαῖοι βέβαια, ἔχοντας ὑπ’ ὄψι τους τίς ταλαιπωρίες αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἔλεγαν: «Ὅν οἱ θεοὶ φιλoύσιν ἀποθνήσκει νέος», δηλαδὴ Ὅποιον οἱ θεοι τὸν ἀγαποῦν πεθαίνει νέος. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ἔχοντας ὑπ’ ὄψι πιὸ πολὺ τίς ἁμαρτίες ποὺ φορτώνεται ὁ ἄνθρωπος ὅσο προχωρεῖ ἡ ἡλικία, λέμε, ὅτι ὅσοι πεθαίνουν νέοι εἶνε μακάριοι, γιατί φεύγουν φορτωμένοι μὲ λιγότερο βάρος. Πάντως, ὅσο καὶ νὰ ζήσῃ κανείς, δὲν ξεπερνᾷ ὡρισμένα ὅρια. Λίγοι, ἐλάχιστοι, φθάνουν σὲ βαθειὰ γεροντικὴ ἡλικία καὶ ξεπερνοῦν τὰ ἑκατὸ χρόνια. Ἡ Γραφὴ ἀναφέρει μερικὰ παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχή, ὅπως τοῦ ‘Ἀδάμ, τοῦ Μαθουσάλα κ.α., ποὺ ἔζησαν πολλὰ χρόνια, παραπάνω ἀπὸ ἐνιακόσια (Γέν. 5, 5, 27). Γιὰ τὴ μετέπειτα ὅμως ἐποχὴ ἰσχύει τὸ ρητὸ τοῦ προφήτου Δαυίδ: «Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος», δηλαδή: Τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μας περίπου ἑβδομῆντα, ἢ στὴν καλυτέρα περίπτωση ὀγδόντα, καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τους κόπος καὶ πόνος (Ψαλμ. 89, 10).
Ἄγνωστο λοιπὸν τὸ πότε θὰ κοπῇ τὸ νῆμα τῆς ζωῆς. Αὐτὸ εἶνε γνωστὸ μόνο στὸ Θεό.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μιλάει γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ πλούτισε καὶ σχεδίαζε νὰ γκρεμίσῃ τίς παλιὲς ἀποθῆκες του, γιὰ νὰ χτίσῃ νέες κ’ ἐκεῖ νὰ συγκεντρώσῃ τὰ πλούσια ἀγαθά του. Σχεδίαζε νὰ ζήσῃ ζωὴ ἀπολαύσεων καὶ ἡδονῶν. Ποτὲ δὲν φανταζόταν, ὅτι ὁ θάνατος εἶνε κοντά. Ἀλλ’ ἐνῶ ἦταν βυθισμένος μέσα σ’ αὐτὲς τίς σκέψεις, ξαφνικὰ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ τὸν εἰδοποιεῖ «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σοῦ ἀπαιτοῦσιν ἀπό σου· ἂ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;», δηλαδὴ Ἀπερίσκεπτε, τὴ νύχτα ἐτούτη κιόλας σοῦ παίρνουν τὴν ψυχὴ κι αὐτὰ ποὺ ἔχεις ἑτοιμάσει σὲ ποιόν θὰ μείνουν; (Λουκ. 12, 20). Αὐτὰ τὰ λόγια μᾶς δίνουν ἀφορμὴ νὰ μιλήσουμε ἐδῶ γιὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο.
Ἕνας λαϊκὸς μῦθος ἀναφέρει τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸ διήγημα. Κάποτε ὁ Χάρος, ὅπως ὀνομάζει ὁ λαός το θάνατο, πῆρε τὴν ἐντολὴ νὰ παραλάβῃ τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀνθρώπου. Ἦταν νύχτα καὶ ὁ Χάρος περιπλανήθηκε, ἔχασε το δρόμο. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ πάη ἐκεῖ ποὺ εἶχε ἐντολή, χτύπησε τὴν πόρτα ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώπου. Ἦταν ἕνας πολύτεκνος, καὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ γυναῖκα του εἶχε γεννήσει τὸ πέμπτο τους παιδί. Ὁ Χάρος εἶπε στὸ νοικοκύρη
-Ἦρθα νὰ πάρω τὴν ψυχὴ κάποιου, ἀλλὰ βλέπω πῶς ἔκανα λάθος. Χτύπησα τὴ δική σου πόρτα σὲ μιὰ ὥρα ποὺ ἐσὺ ἔχεις χαρὰ γιατί ἀπέκτησες νέο παιδί. Μὲ συγχωρεῖς. Ἀλλά, μιὰ καὶ ἦρθαν ἔτσι τὰ πράγματα, ἂς συνδεθοῦμε κι ἂς γίνουμε κουμπάροι.
Ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος δέχτηκε τὴν πρόταση καὶ συνδέθηκε μὲ πνευματικὴ συγγένεια μέ το Χάρο. Μὲ τὴν οἰκειότητα ὅμως ποὺ ἀπέκτησε τόλμησε νὰ παρακαλέσῃ το Χάρο νὰ τοῦ κάνῃ, μιὰ χάρι.
-Τί χάρι ζητᾷς; τοῦ λέει ὁ Χάρος.
-Θὰ σὲ παρακαλέσω, ὅταν πλησιάζῃ τὸ τέλος μου, νὰ μὲ προειδοποιήσῃς πρὶν ἔρθῃς νὰ μὲ πάρῃς.
-Αὐτό, τοῦ λέει ὁ Χάρος, εἶνε εὔκολο γιὰ μένα. Θὰ σὲ προειδοποιήσω..
Κάποια ἄλλη νύχτα, ὄχι πολὺ μακρινή, ὁ Χάρος χτύπησε τὴν πόρτα τοῦ κουμπάρου του.
-Ἦρθα, τοῦ λέει. Ἔχω ἐντολὴ νὰ πάρω τὴν ψυχή σου.
Ταράχτηκε ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος καὶ διαμαρτυρήθηκε
-Μὰ εἴχαμε κλείσει συμφωνία, νὰ μὲ προειδοποιήσῃς. Πῶς τώρα ἔρχεσαι ἔτσι ξαφνικά;
Καὶ ὁ Χάρος ἀπαντᾷ
-Δὲν ἔχεις δίκιο νὰ διαμαρτύρεσαι. Ἐγὼ σὲ προειδοποίησα πολλὲς φορὲς ὡς τώρα.
-Πῶς καὶ πότε; Κι ὁ Χάρος του ὑπενθυμίζει
-Δὲν ἔνιωθες, ποῦ καὶ ποῦ, διαφόρους πόνους σὲ πολλὰ σημεῖα τοῦ σώματός σου; πότε στὰ πόδια, πότε στὸ στῆθος, πότε στὴν καρδιά, πότε…; Ὅλοι αὐτοὶ οἱ πόνοι ἦταν προειδοποιήσεις, ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος. Ἀλλὰ ἐσὺ ἀδιαφόρησες, νομίζοντας πῶς θὰ ζήσῃς ἐδῶ γιὰ πάντα. Καὶ νὰ ἐγὼ τώρα, χωρὶς ἄλλη εἰδοποίηση, παίρνω τὴν ψυχή σου!
Αἰφνίδιος θάνατος! Δυστυχῶς ἐλάχιστοι σκέπτονται το θάνατο καὶ μάλιστα τὸν ξαφνικὸ θάνατο. Ἄν εἴχαμε διαρκῶς στὴ μνήμη μας τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ αἰφνιδίου θανάτου, ἡ ζωή μας θὰ ἄλλαζε ριζικῶς. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους θυμοῦνται τίς φρικτὲς ἡμέρες ποὺ πέρασε ἡ πατρίδα μας στὸ παρελθόν, μποροῦν νὰ καταλάβουν τί ἐννοοῦμε. Τότε βράδιαζε, καὶ δὲν ξέραμε ἂν θὰ ξημερώσουμε ξημέρωνε, καὶ δὲν ξέραμε ἂν θὰ βραδιάσουμε. Τὸ φάσμα τοῦ θανάτου ἦταν διαρκῶς ἐμπρὸς στὰ μάτια ὅλων. Καὶ ὅταν ὁ θάνατος εἶνε τόσο κοντά, ἡ ζωὴ γίνεται πολὺ διαφορετική…
Λένε γιά το Φίλιππο, τὸν πατέρα τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ὅτι εἶχε διατάξει ἕνα στρατιώτη νὰ παρουσιάζεται κάθε πρωὶ ἐμπρός του, μόλις ξυπνοῦσε ὁ βασιλιᾶς, καὶ νὰ τοῦ λέη «Φίλιππε, θυμήσου πὼς εἶσαι θνητός». Καὶ ἕνας ἄλλος βασιλιᾶς, ὁ Ξέρξης ὁ βασιλιᾶς τῆς Περσίας, ὅταν ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῆς μικρᾶς μας πατρίδος, παρέταξε στὴν πεδιάδα τῆς Θεσσαλίας τὸν ἀμέτρητο στρατό του. Παρήλαυναν ἐνώπιόν του ἀτέλειωτες σειρὲς ὁπλοφόρων, ἀξιωματούχων, ἁρμάτων… Ὅλοι χαίρονταν καὶ καμάρωναν. Ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ, ποὺ σὲ κάποια στιγμὴ τὸν εἶδαν νὰ δακρύζῃ. Τότε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐπιτελεῖς του τὸν ρώτησε
-Βασιλιᾶ μου, εἶσαι ὁ ἐνδοξότερος βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, γιατί λυπᾶσαι;
-Τὴν ὥρα ποὺ παρήλαυναν τὰ στρατεύματα, ἀπαντᾷ ὁ Ξέρξης, μοῦ ἦρθε μία σκέψι. Σκέφτηκα, ὅτι ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια δὲν θὰ ζῆ κανεὶς ἀπ’ ὅλους μας οὔτε αὐτοὶ ποὺ παρελαύνουν, ἀλλ’ οὔτε ἐγὼ ποὺ τοὺς ἐπιθεωρῶ!
Πράγματι «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1, 2).
Αἰφνίδιος θάνατος! Εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν πάντοτε ἐμπρός τους το θάνατο, ἐκεῖνοι ποὺ διαρκῶς σκέπτονται ὅτι σήμερα – αὔριο ἔρχεται, ἐκεῖνοι ποὺ προετοιμάζονται ὅπως προετοιμάζεται ἕνας ταξιδιώτης ποὺ πρόκειται ν’ ἀναχωρήσῃ γιὰ χώρα μακρινή. Καὶ πῶς μπορεῖ καὶ ἄνθρωπος νὰ προετοιμαστῇ γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι τοῦ θανάτου; Ἡ προετοιμασία εἶνε, νὰ ἔχῃ μετανοήσει καὶ νὰ ἔχῃ ἐξομολογηθῇ γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα ἔκανε καὶ νὰ ἔχῃ κοινωνήσει τὰ ἄχραντα μυστήρια. Τότε, σὲ ὁποιαδήποτε στιγμὴ καὶ νὰ ἔρθῃ ὁ θάνατος, ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀσφαλής.
Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει: «Μνήσθητι τὰ ἔσχατα καὶ παῦσαι ἐχθραίνων, καταφθορὰν καὶ θάνατον, καὶ ἔμμενε ἐντολαῖς», δηλαδὴ Νὰ θυμᾶσαι τὰ τελευταῖα σου, καὶ σταμάτησε τίς ἐχθρότητες (νὰ θυμᾶσαι) τὴ φθορὰ καί το θάνατό σου, καὶ μένε πιστὸς στὶς ἐντολὲς (Σ. Σειρ. 28, 6). Στὰ πατερικὰ βιβλία διαβάζουμε: «Ὄρος,Ὅρος φιλοσοφίας μνήμη θανάτου», δηλαδή. Προϋπόθεσις γιὰ νὰ προοδεύσῃς στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶνε το νὰ θυμᾶσαι το θάνατο. Συγκλονιστικὰ δὲ εἶνε τὰ τροπάρια ποὺ ψάλλονται κατὰ τὴ νεκρώσιμο ἀκολουθία: «Ὡς ἄνθος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος…»…. «…Μία ροπή, καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται». «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον οὐ,οὗ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ,οὗ συνοδεύει ἡ δόξα, ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…»…. Ἡ Ἐκκλησία σὲ κάποια ἀπὸ τίς δεήσεις της πρὸς τὸν Κύριο εὔχεται γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση διαφόρων συμφορῶν, καὶ μεταξύ αὐτῶν τῶν ἀπειλητικῶν κινδύνων συμπεριλαμβάνει καὶ τὸν αἰφνίδιο θάνατο «Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου καὶ αἰφνιδίου θανάτου…»…. Εἶνε ἐπικίνδυνος, πνευματικῶς, ὁ αἰφνίδιος θάνατος. Διότι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπροετοίμαστος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἕνας ὡραῖος ὕμνος πρὸς τὴν Παναγία, ποὺ λένε στὰ μοναστήρια ὅταν τελειώνει ἡ βραδινὴ προσευχὴ τοῦ ἀποδείπνου, λέει «Παναγία Δέσποινα… πρόφθασον καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης περιστάσεως καὶ ἀπὸ θάνατον τὸν ἔξαφνικὸν καὶ πανωλεθρον…»….
Ἀγαπητοί μου ἔχουμε πολλὰ παραδείγματα αἰφνιδίου θανάτου, καὶ θρηνοῦμε γι’ αὐτὰ καθημερινῶς. Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἕνα λεωφορεῖο, στὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν, ἔπεσε πάνω στὸ πεζοδρόμιο καὶ θανάτωσε νεαροὺς φοιτητές. Καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὰ τροχαῖα τῶν ἐθνικῶν ὁδῶν κατὰ τίς διήμερες ἐξόδους κάθε Σαββατοκύριακου καὶ τίς πολυήμερες τῶν ἀργιῶν; Χιλιάδες εἶνε τὰ αὐτοκινητιστικὰ δυστυχήματα. Ξεκινᾷς μὲ τὸ αὐτοκίνητο καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ φθάσῃς στὸν προορισμό σου. Αἰφνίδιος θάνατος παραμονεύει…
Γι’ αὐτὸ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἂς προσπαθήσουμε νὰ προετοιμάζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴ διαρκῆ μνήμη τοῦ θανάτου. Ἄς ἀξιοποιοῦμε τον καιρὸ τοὐλάχιστον σὰν τὸν ἀρχαῖο ἐκεῖνο βασιλιᾶ τῆς Ρώμης, ποὺ κάθε βράδι, προτοῦ νὰ κοιμηθῇ, ἀνασκοποῦσε τὴν ἡμέρα ποὺ πέρασε, θυμόταν το θάνατο καί, ὅταν δὲν εἶχε κάνει κάποιο καλό, ἔλεγε: «Ἀλλοίμονο, ἔχασα τὴν ἡμέρα μου!». Διαφορετικά, θ’ ἀκούσουμε καὶ ἐμεῖς κάποια στιγμὴ τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς λέη· «Ἄφρον, ταύτῃ τὴ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σοῦ ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ σοῦ καὶ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12, 20).