ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΔ΄ 16 — 24)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἄνθρω­πός τις ἐποί­η­σε δεῖ­πνον μέγα, καὶ ἐκά­λε­σε πολ­λούς· 17καὶ ἀπέ­στει­λε τὸν δοῦ­λον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δεί­πνου εἰπεῖν τοῖς κεκλη­μέ­νοις· ἔρχε­σθε, ὅτι ἤδη ἕτοι­μά ἐστι πάν­τα. 18καὶ ἤρξαν­το ἀπὸ μιᾶς παραι­τεῖ­σθαι πάν­τες, ὁ πρῶ­τος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγό­ρα­σα, καὶ ἔχω ἀνάγ­κην ἐξελ­θεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρω­τῶ σε, ἔχε με παρῃ­τη­μέ­νον. 19καὶ ἕτε­ρος εἶπε· ζεύ­γη βοῶν ἠγό­ρα­σα πέν­τε, καὶ πορεύ­ο­μαι δοκι­μά­σαι αὐτά· ἐρω­τῶ σε, ἔχε με παρῃ­τη­μέ­νον. 20καὶ ἕτε­ρος εἶπε· γυναῖ­κα ἔγη­μα, καὶ διὰ τοῦ­το οὐ δύνα­μαι ἐλθεῖν. 21καὶ παρα­γε­νό­με­νος ὁ δοῦ­λος ἐκεῖ­νος ἀπήγ­γει­λε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦ­τα. τότε ὀργι­σθεὶς ὁ οἰκο­δε­σπό­της εἶπε τῷ δού­λῳ αὐτοῦ· ἔξελ­θε ταχέ­ως εἰς τὰς πλα­τεί­ας καὶ ῥύμας τῆς πόλε­ως, καὶ τοὺς πτω­χοὺς καὶ ἀνα­πή­ρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσά­γα­γε ὧδε. 22καὶ εἶπεν ὁ δοῦ­λος· κύριε, γέγο­νεν ὡς ἐπέ­τα­ξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦ­λον· Ἔξελ­θε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγ­μοὺς καὶ ἀνάγ­κα­σον εἰσελ­θεῖν, ἵνα γεμι­σθῇ ὁ οἶκός μου. 24λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκεί­νων τῶν κεκλη­μέ­νων γεύ­σε­ταί μου τοῦ δεί­πνου. Πολ­λοὶ γὰρ εἰσι κλη­τοὶ, ὀλί­γοι δὲ εκλε­κτοί.

16 Ο δε Ιησούς είπε εις αυτόν την εξής παρα­βο­λήν· “ένας άνθρω­πος παρέ­θε­σε μέγα δεί­πνον και εκά­λε­σε πολ­λούς. 17 Και την ώραν, που θα παρε­τί­θε­το το δεί­πνον, έστει­λε τον δού­λον του να πη στους προ­σκα­λε­σμέ­νους· Ελά­τε διό­τι τώρα είναι τα πάν­τα έτοι­μα. 18 Και αυτοί σαν να ήταν συνεν­νο­η­μέ­νοι ήρχι­σαν να παραι­τούν­ται όλοι από το δεί­πνον με δια­φό­ρους δικαιο­λο­γί­ας· ο πρώ­τος είπε· Αγό­ρα­σα ένα αγρόν και έχω ανάγ­κην να βγω έξω και να τον ίδω· σε παρα­κα­λώ να με θεω­ρή­σης απηλ­λαγ­μέ­νον από την υπο­χρέ­ω­σιν να παρα­κα­θί­σω στο δεί­πνον. 19 Και άλλος είπε· Αγό­ρα­σα πέν­τε ζευ­γά­ρια βώδια και πηγαί­νω να τα δοκι­μά­σω· σε παρα­κα­λώ να θεω­ρή­σης δικαιο­λο­γη­μέ­νην την απου­σί­αν μου. 20 Και άλλος είπε· Ενυμ­φεύ­θην και δια τού­το δεν μπο­ρώ να έλθω. 21 Και επέ­στρε­ψε ο δού­λος εκεί­νος προς τον κύριον του και του διη­γή­θη­κε όλα αυτά. Τοτε, γεμά­τος οργήν ο οικο­δε­σπό­της εναν­τί­ον των ανα­ξί­ων προ­σκα­λε­σμέ­νων, είπε στον δού­λον του· Εβγα γρή­γο­ρα εις τας πλα­τεί­ας και τους δρό­μους της πόλε­ως και φέρε εδώ μέσα τους πτω­χούς και τους ανα­πή­ρους και τους χωλούς και τους τυφλούς. 22 Και αφού εξε­τέ­λε­σε την εντο­λήν του Κυρί­ου του ο δού­λος, είπε· Κυριε, έγι­νε όπως διέ­τα­ξες, και είναι ακό­μη τόπος αδεια­νός. 23 Και είπεν ο κύριος προς τον δού­λον· Εβγα στους δρό­μους, στους φρά­κτες των κτη­μά­των, έξω από την πόλιν και παρα­κί­νη­σε με επι­μο­νήν όλους όσους εύρης να έλθουν εδώ, δια να γεμί­ση οίκος μου. 24 Διό­τι σας δια­βε­βαιώ­νω, ότι κανείς από τους προ­σκα­λε­σμέ­νους εκεί­νους άνδρες δεν θα γευ­θή τίπο­τε από το δεί­πνον μου”. (Οι κυρί­ως προ­σκε­κλη­μέ­νοι, οι πνευ­μα­τι­κοί άρχον­τες του Ισρα­ήλ και οι άλλοι Εβραί­οι, απο­ρο­φη­μέ­νοι από τα υλι­κά των συμ­φέ­ρον­τα και την ματαιο­δο­ξί­αν των, ηρνή­θη­σαν την πρό­σκλη­σιν του Χρι­στού και απέ­κλει­σαν τον ευα­τόν των από την βασι­λεί­αν των ουρα­νών. Οι τελώ­ναι και οι αμαρ­τω­λοί και οι ειδω­λο­λά­τραι, οι περι­φρο­νη­μέ­νοι από τους γραμ­μα­τείς και τους Φαρι­σαί­ους εδέ­χθη­σαν με ευγνω­μο­σύ­νην και ταπεί­νω­σιν την τιμη­τι­κήν πρό­σκλη­σιν και έγι­ναν έτσι ένδο­ξα μέλη της βασι­λεί­ας των ουρα­νών).

16 Ο Ιησούς τότε, προ­κει­μέ­νου να διδά­ξει ποιες αρε­τές πρέ­πει να έχει κανείς για να συμ­με­τά­σχει στην αιώ­νια ευφρο­σύ­νη της βασι­λεί­ας του Θεού, του είπε: Κάποιος άνθρω­πος έκα­νε μεγά­λο βρα­δι­νό συμ­πό­σιο και κάλε­σε πολ­λούς. Η χαρά και η από­λαυ­ση δηλα­δή της αιώ­νιας βασι­λεί­ας παρο­μοιά­ζε­ται μ’ ένα μεγα­λο­πρε­πές δεί­πνο που ετοί­μα­σε ο Θεός. Σ’ αυτό δεν κάλε­σε αρχι­κά όλους τους ανθρώ­πους, αλλά πολ­λούς, δηλα­δή μόνο τους Ιου­δαί­ους. 17 Και την ώρα του δεί­πνου έστει­λε το δού­λο του για να πει στους καλε­σμέ­νους: Ελά­τε και μην ανα­βάλ­λε­τε, διό­τι είναι πλέ­ον όλα έτοι­μα. (Σε κάθε επο­χή δηλα­δή ο Θεός έστελ­νε τους απε­σταλ­μέ­νους του. Και στο τέλος έστει­λε τον Ιωάν­νη τον Βαπτι­στή κι έπει­τα τον Υιό του, ο οποί­ος με την εναν­θρώ­πη­σή του έλα­βε μορ­φή δού­λου). 18 Τότε άρχι­σαν μεμιάς όλοι οι καλε­σμέ­νοι, ο ένας μετά τον άλλον, σαν να ήταν συνεν­νο­η­μέ­νοι, να δικαιο­λο­γούν την απου­σία τους από το δεί­πνο. Ο πρώ­τος του είπε: Έχω αγο­ρά­σει κάποιο χωρά­φι και πρέ­πει να βγω έξω και να το δω. Σε παρα­κα­λώ, θεώ­ρη­σέ με δικαιο­λο­γη­μέ­νο και απαλ­λαγ­μέ­νο από την υπο­χρέ­ω­ση να έλθω. 19 Άλλος πάλι του είπε: Έχω αγο­ρά­σει πέν­τε ζευ­γά­ρια βόδια και πηγαί­νω να τα δοκι­μά­σω. Σε παρα­κα­λώ, συγ­χώ­ρη­σε τη δικαιο­λο­γη­μέ­νη απου­σία μου. 20 Κι ένας άλλος του είπε: Είμαι νιό­παν­τρος και γι’ αυτό δεν μπο­ρώ να έλθω. Δηλα­δή οι προ­σκε­κλη­μέ­νοι όλοι απορ­ρο­φή­θη­καν από τις βιο­τι­κές και τις σαρ­κι­κές τους μέρι­μνες και αδια­φό­ρη­σαν για την πρό­σκλη­ση του Θεού, ο οποί­ος τους καλού­σε να γίνουν μέτο­χοι και κλη­ρο­νό­μοι της βασι­λεί­ας του. 21 Όταν λοι­πόν γύρι­σε ο δού­λος εκεί­νος, διη­γή­θη­κε στον κύριό του τα όσα του είπαν οι καλε­σμέ­νοι. Τότε ο νοι­κο­κύ­ρης θύμω­σε και είπε στο δού­λο του: Βγες γρή­γο­ρα στις πλα­τεί­ες και στα στε­νά της πόλε­ως και φέρε εδώ μέσα τους φτω­χούς, τους σακά­τη­δες, τους χωλούς και τους τυφλούς που θα βρεις εκεί. Κάλε­σε δηλα­δή όσους είναι περι­φρο­νη­μέ­νοι μετα­ξύ των Ισραη­λι­τών, αφού οι επί­ση­μοι άρχον­τες του Ισρα­ήλ αρνούν­ται να δεχθούν τη σωτη­ρία που τους προ­σφέ­ρει ο Μεσ­σί­ας. 22 Ύστε­ρα από λίγο επέ­στρε­ψε πάλι ο δού­λος και είπε: Κύριε, έγι­νε όπως διέ­τα­ξες, και υπάρ­χει ακό­μη τόπος αδεια­νός στο σπί­τι για να προ­σκλη­θούν κι άλλοι. 23 Τότε είπε ο κύριος στο δού­λο: Βγες έξω απ’ την πόλη στους δρό­μους και στους φρά­χτες των κτη­μά­των, όπου συνή­θως μαζεύ­ον­ται οι περι­πλα­νώ­με­νοι, που δεν έχουν σπί­τι και μόνι­μη κατοι­κία. Κι επει­δή αυτοί θα διστά­ζουν από συστο­λή να πάρουν μέρος στο δεί­πνο μου, παρα­κί­νη­σέ τους επί­μο­να να μπουν εδώ, για να γεμί­σει το σπί­τι μου. προ­σκά­λε­σε δηλα­δή και τους εθνι­κούς να πάρουν μέρος στα αγα­θά της βασι­λεί­ας μου. 24 Διό­τι σας βεβαιώ­νω ότι κανέ­νας από τους ανθρώ­πους εκεί­νους που κάλε­σα όχι μόνο δεν θα καθί­σει, άλλ’ ούτε καν θα γευ­θεί το δεί­πνο μου.

 16  Aὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε: «Kάποιος ἄνθρω­πος ἑτοί­μα­σε μεγά­λο δεῖ­πνο καὶ κάλε­σε πολ­λούς. 17  Kαὶ ἀπέ­στει­λε τὸ δοῦ­λο του τὴν ὥρα τοῦ δεί­πνου νὰ εἰπῇ στοὺς καλε­σμέ­νους: “Ἐλᾶ­τε, διό­τι ὅλα εἶναι πλέ­ον ἕτοι­μα”. 18  Ἀλλ’ ἄρχι­σαν ἀμέ­σως ὅλοι νὰ προ­βάλ­λουν ἄρνη­σι. Ὁ πρῶ­τος τοῦ εἶπε: “ Ἀγό­ρα­σα χωρά­φι, καὶ πρέ­πει νὰ βγῶ καὶ νὰ τὸ ἰδῶ. Σὲ παρα­κα­λῶ, νὰ μὴ μὲ ὑπο­λο­γί­σῃς”. 19  Ἄλλος δὲ εἶπε: “Ἀγό­ρα­σα πέν­τε ζεύ­γη βόδια, καὶ πηγαί­νω νὰ τὰ δοκι­μά­σω. Σὲ παρα­κα­λῶ, νὰ μὴ μὲ ὑπο­λο­γί­σῃς”. 20  Kαὶ ἄλλος εἶπε: “Nυμ­φεύ­θη­κα γυναῖ­κα, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν δύνα­μαι νὰ ἔλθω”. 21  Πῆγε δὲ ὁ δοῦ­λος ἐκεῖ­νος καὶ ἀνέ­φε­ρε αὐτὰ στὸν κύριό του. Ὠργί­σθη­κε τότε ὁ οἰκο­δε­σπό­της καὶ εἶπε στὸ δοῦ­λο του: “Πήγαι­νε ἔξω γρή­γο­ρα στοὺς δρό­μους καὶ στὰ στε­νὰ τῆς πόλε­ως, καὶ τοὺς πτω­χοὺς καὶ ἀνα­πή­ρους καὶ κου­τσοὺς καὶ τυφλοὺς φέρε ἐδῶ μέσα”. 22  Eἶπε δὲ ὁ δοῦ­λος (ὅταν ἐπέ­στρε­ψε): “Kύριε, ἔγι­νε ὅπως διέ­τα­ξες, καὶ ἀκό­μη ὑπάρ­χει τόπος”. 23  Kαὶ ὁ κύριος εἶπε στὸ δοῦ­λο: “Πήγαι­νε ἔξω στοὺς δρό­μους καὶ στὰ στε­νὰ καὶ ἀνάγ­κα­σέ τους νὰἔλ­θουν μέσα, γιὰ νὰ γεμί­σῃ τὸ σπί­τι μου”. 24  Σᾶς βεβαιώ­νω δέ, ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους ἐκεί­νους τοὺς προ­σκε­κλη­μέ­νους δὲν θὰ γευ­θῇ τὸ δεῖ­πνο μου».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ [:Ματθ.22,1–14]

Αντι­λή­φθη­κες και στην προ­η­γού­με­νη παρα­βο­λή του υιού του νοι­κο­κύ­ρη εκεί­νου που, εκτός από τους απε­σταλ­μέ­νους δού­λους του για τη συγ­κο­μι­δή τω καρ­πών στο αμπέ­λι που τους εμπι­στεύ­τη­κε να καλ­λιερ­γούν, θανά­τω­σαν οι κακοί γεωργοί[βλ. Ματθ.21,33–46]και σε αυτήν εδώ την παρα­βο­λή του υιού και των απε­σταλ­μέ­νων δού­λων, το ενδιά­με­σο κεν­τρι­κό νόη­μα; Αντι­λή­φθη­κες ότι υπάρ­χει βέβαια μεγά­λη συγ­γέ­νεια ανά­με­σα στις δύο αυτές παρα­βο­λές, αλλά και πολύ μεγά­λη δια­φο­ρά ταυ­τό­χρο­να; Καθό­σον και αυτή δεί­χνει και του Θεού τη μεγά­λη μακρο­θυ­μία και την πρό­νοια, αλλά και την ιου­δαϊ­κή αγνω­μο­σύ­νη.

Αυτή όμως η παρα­βο­λή, η παρα­βο­λή των βασι­λι­κών γάμων, έχει και κάτι επι­πλέ­ον από την παρα­βο­λή των κακών γεωρ­γών· διό­τι προ­λέ­γει βέβαια και την έκπτω­ση των Ιου­δαί­ων ως περιού­σιου λαού του Θεού και την κλή­ση των εθνι­κών, αλλά μαζί με αυτά δεί­χνει και την ορθό­τη­τα του βίου και πόση τιμω­ρία επι­φυ­λάσ­σε­ται για εκεί­νους που θα επι­δεί­ξουν αδια­φο­ρία. Και πολύ ορθά αυτή η παρα­βο­λή ανα­φέ­ρε­ται μετά από εκεί­νη των κακών γεωρ­γών· διό­τι, επει­δή μετά από εκεί­νη την παρα­βο­λή τούς είπε ότι «ρθή­σε­ται φ᾿ μν βασι­λεία το Θεο κα δοθή­σε­ται θνει ποιοντι τος καρ­πος ατς(: θα αφαι­ρε­θεί από εσάς η βασι­λεία και η ιδιαί­τε­ρη προ­στα­σία του Θεού, και θα δοθεί σε έθνος το οποίο θα παρά­γει τα αγα­θά έργα, που είναι οι καρ­ποί της βασι­λεί­ας αυτής)»[Ματθ.21,43], απο­κα­λύ­πτει λοι­πόν εδώ και σε ποιο έθνος θα δοθεί.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά δεί­χνει και πάλι την απε­ρί­γρα­πτη πρό­νοια του Θεού προς τους Ιου­δαί­ους· διό­τι σε εκεί­νη μεν την παρα­βο­λή φαί­νε­ται να τους καλεί πριν από την σταύ­ρω­ση Του, ενώ σε αυτήν και μετά τη σφα­γή Του φρον­τί­ζει να τους προ­σκα­λεί κον­τά Του. Και τότε που έπρε­πε αυτοί να υπο­στούν την πιο φοβε­ρή τιμω­ρία, ακρι­βώς τότε και στους γάμους τούς προ­σκα­λεί και τους τιμά με την ανω­τά­τη τιμή. Και πρό­σε­χε ότι και στην παρα­βο­λή των κακών γεωρ­γών δεν προ­σκα­λεί πρώ­τα τους εθνι­κούς, αλλά τους Ιου­δαί­ους για να Του απο­δώ­σουν τους καρ­πούς του αμπε­λώ­να και να τους αντα­μεί­ψει, το ίδιο επί­σης κάνει και εδώ με την πρό­σκλη­ση στους βασι­λι­κούς γάμους πρώ­τα σε αυτούς. Αλλά όπως ακρι­βώς εκεί τότε έδω­σε τον αμπε­λώ­να στους άλλους, όταν δεν θέλη­σαν να Τον δεχθούν αλλά και Τον σφα­γί­α­σαν όταν ήλθε, έτσι και εδώ, τότε κάλε­σε άλλους στους γάμους, όταν δεν θέλη­σαν αυτοί να έλθουν. Τι λοι­πόν θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί μεγα­λύ­τε­ρο από αυτήν την αχα­ρι­στία τους, από τη στιγ­μή που απο­σκιρ­τούν την ώρα που προ­σκα­λούν­ται στους γάμους; Διό­τι ποιος δεν θα προ­τι­μού­σε να έλθει σε γάμους βασι­λέ­ως και μάλι­στα σε γάμους του υιού του βασι­λέ­ως;

«Και για­τί», θα πει κάποιος, «ονο­μά­στη­κε το γεγο­νός αυτό ‘’γάμος’’»; Για να γνω­ρί­σεις τη φρον­τί­δα του Θεού, τη μεγά­λη αγά­πη Του προς εμάς, το χαρ­μό­συ­νο του γεγο­νό­τος, διό­τι τίπο­τε το λυπη­ρό δεν υπάρ­χει εκεί ούτε δυσά­ρε­στο, αλλά όλα είναι γεμά­τα από πνευ­μα­τι­κή χαρά. Για τον λόγο αυτό και ο Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής τον Κύριο Τον ονο­μά­ζει «νυμ­φί­ον»[Ιω.3,29: « χων τν νύμ­φην νυμ­φί­ος στίν· δ φίλος το νυμ­φί­ου, στηκς κα κού­ων ατο, χαρ χαί­ρει δι τν φωνν το νυμ­φί­ου. ατη ον χαρ μ πεπλή­ρω­ται(:Μην παρα­ξε­νεύ­ε­στε εάν όλοι πηγαί­νουν σε Αυτόν και Τον ακο­λου­θούν. Γαμ­πρός είναι Εκεί­νος που τον ακο­λου­θεί η νύφη και πηγαί­νει κον­τά Του ως δική Του. Και ο φίλος του γαμ­πρού, ο παρά­νυμ­φος και κουμ­πά­ρος που μεσί­τευ­σε για το γάμο αυτό και στέ­κε­ται κον­τά Του στο γάμο και Τον ακού­ει, χαί­ρε­ται υπερ­βο­λι­κά να ακού­ει τη φωνή του γαμ­πρού να εκδη­λώ­νει την αγά­πη του προς τη νύφη και την ευχα­ρί­στη­σή του για το γάμο του με αυτήν. Χαί­ρο­μαι λοι­πόν και εγώ ως φίλος του ουρα­νί­ου νυμ­φί­ου, στον οποίο πηγαί­νουν τώρα όλοι όσοι μετά από λίγο θα απο­τε­λέ­σουν τη νύφη Του, την Εκκλη­σία. Αυτή είναι η δική μου χαρά και την αισθά­νο­μαι πλή­ρη και τέλεια· διό­τι πέτυ­χε ο πνευ­μα­τι­κός αυτός γάμος, στον οποίο μεσί­τευ­σα)»].

Για τον ίδιο λόγο αυτό επί­σης και ο Παύ­λος λέγει: «ρμο­σά­μην γρ μς ν νδρί, παρ­θέ­νον γνν παραστσαι τ Χριστ(:Σας έχω ενώ­σει με δεσμούς αρρα­βώ­να προς ένα άνδρα, δηλα­δή τον Χρι­στό, για να παρου­σιά­σω τον καθέ­να σας ως παρ­θέ­νο αγνή σε Αυτόν· δηλα­δή να παρου­σιά­σω τις ψυχές σας αγνές και καθα­ρές από κάθε πλά­νη και αμαρ­τία, ενω­μέ­νες με την πίστη και την αγά­πη σε μία πνευ­μα­τι­κή νύμ­φη, οποί­ας νυμ­φί­ος είναι ο Χρι­στός)»[: Β΄Κορ.11,2]· και αλλού πάλι λέγει: «Τ μυστή­ριον τοτο μέγα στίν, γ δ λέγω ες Χριστν κα ες τν κκλη­σί­αν(: Και η αλή­θεια αυτή για την Εκκλη­σία είναι ένα μυστή­ριο μεγά­λης σημα­σί­ας, το οποίο, ενώ ήταν άγνω­στο μέχρι τώρα μας απο­κα­λύ­φθη­κε από τον Θεό. Και το μεγά­λο αυτό μυστή­ριο ανα­φέ­ρε­ται στην πνευ­μα­τι­κή ένω­ση του Χρι­στού και της Εκκλη­σί­ας. Ό,τι δηλα­δή είπε ο Θεός στην αρχή της δημιουρ­γί­ας για τον άνδρα και τη γυναί­κα, το ίδιο εκπλη­ρώ­θη­κε και πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε με τη μυστι­κή ένω­ση του Χρι­στού και της Εκκλη­σί­ας)»[Εφ.5,32]. Για­τί λοι­πόν η νύμ­φη-Εκκλη­σία δεν αρρα­βω­νί­ζε­ται με τον Πατέ­ρα, αλλά με τον Υιό; Διό­τι η νύμ­φη που αρρα­βω­νιά­ζε­ται με τον Υιό, συν­δέ­ε­ται και με τον Πατέ­ρα. Καθό­σον η Γρα­φή ανα­φέ­ρει αυτό ή εκεί­νο χωρίς καμία διά­κρι­ση, διό­τι ο Υιός είναι ομο­ού­σιος του Πατέ­ρα.

Με αυτήν επί­σης την παρα­βο­λή προ­εί­πε και την ανά­στα­ση. Επει­δή δηλα­δή προ­η­γου­μέ­νως μίλη­σε για τον θάνα­τό Του, δεί­χνει τώρα ότι και μετά τον θάνα­το, τότε θα γίνουν οι γάμοι, τότε θα έλθει ο νυμ­φί­ος. Αλλά όμως ούτε και έτσι γίνον­ται οι Ιου­δαί­οι καλύ­τε­ροι, ούτε ημε­ρό­τε­ροι· τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει χει­ρό­τε­ρο από αυτό; Και αυτό είναι η τρί­τη κατη­γο­ρία. Η πρώ­τη είναι ότι φόνευ­σαν τους προ­φή­τες· η δεύ­τε­ρη ότι φόνευ­σαν και τον Υιό· στη συνέ­χεια, αν και φόνευ­σαν τον Υιό, και καλούν­ται στους γάμους του φονευ­θέν­τος Υιού από τον ίδιο τον φονευ­θέν­τα, δεν προ­σέρ­χον­ται, αλλά προ­βάλ­λουν δικαιο­λο­γί­ες, «ζεύ­γη βοδιών», «αγρούς» και «γυναί­κες»[Λουκ.14,18–20:«Κα ρξαν­το π μις παραι­τεσθαι πάν­τες. πρτος επεν ατ· γρν γόρα­σα, κα χω νάγ­κην ξελ­θεν κα δεν ατόν· ρωτ σε, χε με παρτημέ­νον. κα τερος επε· ζεύ­γη βον γόρα­σα πέν­τε, κα πορεύ­ο­μαι δοκι­μά­σαι ατά· ρωτ σε, χε με παρτημέ­νον. κα τερος επε· γυνακα γημα, κα δι τοτο ο δύνα­μαι λθεν»]. Μολο­νό­τι βέβαια οι προ­φά­σεις δεί­χνουν ευλο­γο­φα­νείς, όμως από εδώ διδα­σκό­μα­στε ότι και αν ακό­μη είναι αναγ­καί­ες οι βιο­τι­κές ενα­σχο­λή­σεις μας, πρέ­πει από καθε­τί άλλο να προ­η­γεί­ται η εκτέ­λε­ση των πνευ­μα­τι­κών καθη­κόν­των μας.

Και η πρό­σκλη­ση δεν γίνε­ται την τελευ­ταία στιγ­μή, αλλά έχει γίνει πριν από πολύ χρό­νο· διό­τι λέγει: «Επατε τος κεκλη­μέ­νοις(:Πεί­τε σε αυτούς που έχουν προ­σκλη­θεί)»[Ματθ.22,4]· και πάλι: «καλέ­σαι τος κεκλη­μέ­νους(:να καλέ­σουν αυτούς που έχουν προ­σκλη­θεί)»[Ματθ.22,3], πράγ­μα που έκα­νε μεγα­λύ­τε­ρη την κατη­γο­ρία. Και πότε καλέ­στη­καν; Αρχι­κά με όλους τους προ­φή­τες και έπει­τα με τον Ιωάν­νη τον Πρό­δρο­μο· διό­τι προς τον Χρι­στό τούς παρέ­πεμ­πε όλους, λέγον­τας: «κενον δε αξάνειν, μ δ λατ­τοσθαι(:Σύμ­φω­να με το σχέ­διο του Θεού, που με απέ­στει­λε, Εκεί­νος πρέ­πει να αυξά­νει σε επιρ­ροή και δόξα, κι εγώ να μικραί­νω· για να μην ακο­λου­θούν πλέ­ον εμέ­να οι άνθρω­ποι, αλλά Εκεί­νον)» [Ιω.3,30]. Αλλά και με τον ίδιο τον Υιό Του έχουν προ­σκλη­θεί· διό­τι λέγει: «Δετε πρός με πάν­τες ο κοπιντες κα πεφορ­τι­σμέ­νοι, κγ ναπαύ­σω μς(:Ελά­τε κον­τά μου όλοι όσοι μοχθεί­τε και κοπιά­ζε­τε και είστε φορ­τω­μέ­νοι από το βάρος των αμαρ­τιών και των θλί­ψε­ων και των πλα­νών και εγώ θα σας ανα­παύ­σω και θα σας ξεκου­ρά­σω)»[Ματθ.11,28]·και πάλι: «άν τις διψ, ρχέ­σθω πρός με κα πινέ­τω(:Εάν κάποιος διψά, ας έλθει προς εμέ­να και ας πιει)»[Ιω.7,37].

Και δεν τους καλού­σε μόνο με λόγια, αλλά και με έργα και μετά την Ανά­λη­ψη μέσω του Πέτρου και των συνερ­γα­τών του: « γρ νεργσας Πτρ(:διό­τι αυτός που ενήρ­γη­σε στον Πέτρο)», λέγει, «ες ποστολν τς περι­τομς νργη­σε κα μο ες τ θνη(:ώστε να γίνει από­στο­λος των περι­τμη­μέ­νων, ενήρ­γη­σε και εμέ­να, ώστε να γίνω από­στο­λος στα έθνη)»[Γαλ.2,8]· διό­τι επει­δή οργί­σθη­καν μόλις είδαν τον Υιό και Τον φόνευ­σαν, στη συνέ­χεια τούς προ­σκα­λεί δια των δού­λων. Και για ποιο πράγ­μα τους καλεί; Για μόχθους και κόπους και ιδρώ­τες; Όχι, αλλά για από­λαυ­ση· διό­τι λέγει: «δο τ ριστόν μου τοί­μα­σα, ο ταροί μου κα τ σιτιστ τεθυ­μέ­να, κα πάν­τα τοι­μα· δετε ες τος γάμους(:Οι ταύ­ροι μου και τα καλο­θρεμ­μέ­να θρε­φτά­ρια έχουν σφα­γεί)»[Ματθ.22,4]. Πρό­σε­χε πόσο πολύ πλού­σιο είναι το συμ­πό­σιο, πόσο μεγά­λη η τιμή που τους γίνε­ται. Και όμως ούτε και έτσι φιλο­τι­μή­θη­καν, αλλά όσο μεγα­λύ­τε­ρη μακρο­θυ­μία έδει­χνε, τόσο μεγά­λω­νε η σκλη­ρό­τη­τά τους. Και δεν ήλθαν όχι επει­δή ήταν απα­σχο­λη­μέ­νοι, αλλά από αδια­φο­ρία.

Πώς λοι­πόν άλλοι μεν προ­βάλ­λουν ως δικαιο­λο­γία γάμους και άλλοι ζεύ­γη βοδιών; Ασφα­λώς αυτά είναι βιο­τι­κή απα­σχό­λη­ση. Δεν είναι καθό­λου απα­σχό­λη­ση· διό­τι όταν υπάρ­χει πρό­σκλη­ση για πνευ­μα­τι­κά πράγ­μα­τα, δεν είναι αναγ­καία καμία άλλη απα­σχό­λη­ση. Έχω την εντύ­πω­ση ότι χρη­σι­μο­ποί­η­σαν αυτές τις προ­φά­σεις για να τις προ­βά­λουν ως προ­κα­λύμ­μα­τα της αδια­φο­ρί­ας τους. Και δεν είναι μόνο αυτό το φοβε­ρό, το ότι δεν ήλθαν δηλα­δή, αλλά το πιο φοβε­ρό και το μεγα­λύ­τε­ρο δείγ­μα της παρα­φρο­σύ­νης τους είναι το ότι έδει­ραν χωρίς κανέ­να οίκτο αυτούς που ήλθαν, τους κακο­ποί­η­σαν και τους φόνευ­σαν· αυτό ήταν χει­ρό­τε­ρο από το προ­η­γού­με­νο· διό­τι εκεί­νοι μεν [:οι υπη­ρέ­τες του γαιο­κτή­μο­να που θανά­τω­σαν οι κακοί γεωρ­γοί στην προ­η­γού­με­νη παρα­βο­λή] ήλθαν για να ζητή­σουν τη σοδειά και τους καρ­πούς και σφα­γιά­στη­καν, ενώ αυτοί καλών­τας αυτούς στους γάμους αυτού που σφα­γιά­στη­κε μέσω της σταυ­ρι­κής Του θυσί­ας από αυτούς, φονεύ­ον­ται και αυτοί. Τι μπο­ρεί να εξι­σω­θεί με αυτή τη μανία; Γι’ αυτό το πράγ­μα κατη­γο­ρών­τας τους ο Παύ­λος, έλε­γε: «Τν κα τν Κύριον ποκτει­νάν­των ησον κα τος δίους προ­φή­τας, κα μς κδιω­ξάν­των(:Αυτοί οι οποί­οι και τον Κύριο φόνευ­σαν και τους ίδιους τους προ­φή­τες και κατε­δί­ω­ξαν κι εμάς σκλη­ρά)»[Α΄Θεσ.2,15].

Έπει­τα για να μη λένε ότι «είναι αντί­θε­ος και για τού­το δεν προ­σερ­χό­μα­στε», άκου­σε τι λένε αυτοί που τους προ­σκα­λούν: «Ο Πατήρ είναι αυτός που κάνει τους γάμους και ο Ίδιος τους προ­σκα­λεί». Τι ακο­λου­θεί στη συνέ­χεια μετά από την άρνη­ση αυτή των Ιου­δαί­ων; Επει­δή δεν θέλη­σαν να έλθουν, αλλά και φόνευ­σαν αυτούς που ήλθαν να τους καλέ­σουν, κατα­καί­ει τις πόλεις τους, και αφού απέ­στει­λε στρα­τό, τους εξο­λό­θρευ­σε. Και αυτά τα λέγει, προ­λέ­γον­τας τα όσα συνέ­βη­σαν επί Βεσπα­σια­νού και επί Τίτου[:οι κατα­στρο­φές της Ιερου­σα­λήμ έγι­ναν η πρώ­τη το 71 μ. Χ. και η δεύ­τε­ρη το 134 μ. Χ.], και ότι και τον Πατέ­ρα εξόρ­γι­σαν, επει­δή δεν πίστε­ψαν σε Αυτόν· διό­τι Αυτός είναι εκεί­νος που επέ­τρε­ψε την κατα­στρο­φή τους. Για τον λόγο αυτόν και η άλω­ση της Ιερου­σα­λήμ δεν έγι­νε αμέ­σως μετά την σταύ­ρω­ση του Χρι­στού, αλλά μετά σαράν­τα χρό­νια, για να δεί­ξει την μακρο­θυ­μία Του· η κατα­στρο­φή έγι­νε αφού φόνευ­σαν τον Στέ­φα­νο, αφού φόνευ­σαν τον Ιάκω­βο, αφού κακο­ποί­η­σαν τους απο­στό­λους. Είδες πραγ­μα­το­ποί­η­ση προ­φη­τειών και ταχύ­τη­τα πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ως αυτών; Διό­τι αυτά συνέ­βη­σαν ενώ ζού­σε ακό­μη ο Ιωάν­νης ο ευαγ­γε­λι­στής και πολ­λοί άλλοι από αυτούς που συνα­να­στρά­φη­καν τον Χρι­στό και ήσαν μάρ­τυ­ρες των όσων συνέ­βη­σαν αυτοί που τα άκου­σαν αυτά.

Πρό­σε­χε λοι­πόν απε­ρί­γρα­πτη κηδε­μο­νία. Φύτε­ψε αμπε­λώ­να και όλα τα έκα­νε και τα τακτο­ποί­η­σε· και μολο­νό­τι φονεύ­θη­καν οι δού­λοι, έστει­λε άλλους δού­λους· και όταν και εκεί­νοι σφα­γιά­στη­καν, έστει­λε τον Υιό Του· και όταν και Εκεί­νος φονεύ­τη­κε επά­νω στον Σταυ­ρό, τους καλεί και πάλι στους γάμους· αλλά δεν θέλη­σαν να έλθουν. Στη συνέ­χεια απο­στέλ­λει άλλους δού­λους· αυτοί όμως και αυτούς τους φόνευ­σαν. Τότε λοι­πόν πια τους κατα­στρέ­φει, επει­δή ήταν αθε­ρά­πευ­τη η ασθέ­νειά τους. Το ότι βέβαια ήταν αθε­ρά­πευ­τη η ασθέ­νειά τους, το απέ­δει­ξαν όχι μόνο τα όσα συνέ­βη­σαν, αλλά και το ότι, αν και πίστευαν και οι πόρ­νες ακό­μη και οι τελώ­νες, αυτοί διέ­πρα­ξαν όλα αυτά. Ώστε κατα­κρί­νον­ται όχι μόνο από όσα διέ­πρα­ξαν οι ίδιοι, αλλά και από όσα κατόρ­θω­σαν οι άλλοι.

Εάν όμως κάποιος ήθε­λε να πει ότι δεν κλή­θη­καν τότε οι εθνι­κοί, όταν δηλα­δή μαστι­γώ­θη­καν οι από­στο­λοι και έπα­θαν τόσα πολ­λά, αλλά αμέ­σως μετά την ανά­στα­ση( διό­τι τότε λέγει σε αυτούς: «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη(:πηγαί­νε­τε και κάνε­τε μαθη­τές μου όλα τα έθνη)»[Ματθ.28,19]),θα μπο­ρού­σα­με να του πού­με, ότι και πριν από τη σταύ­ρω­σή Του και μετά από αυτήν με αυτούς εξαρ­χής είχε συν­διαλ­λα­γές. Καθό­σον πριν από την σταύ­ρω­σή Του λέγει προς αυτούς: «Πορεύ­ε­σθε δ μλλον πρς τ πρό­βα­τα τ πολω­λό­τα οκου σρα­ήλ(:Πηγαί­νε­τε προς τα πρό­βα­τα τα χαμέ­να που κατά­γον­ται από το γένος του Ισρα­ήλ)»[Ματθ.10,6]· και μετά από τον σταυ­ρό δεν τους εμπό­δι­σε, αλλά έδω­σε εντο­λή προς αυτούς να κηρύσ­σουν το ευαγ­γέ­λιο.

Μολο­νό­τι βέβαια είπε, «κάνε­τε μαθη­τές μου όλα τα έθνη», όταν όμως επρό­κει­το να ανε­βεί στον ουρα­νό, είπε σε εκεί­νους να κηρύ­ξουν πρώ­τα. Διό­τι λέγει: «Λήψε­σθε δύνα­μιν πελ­θόν­τος το γίου Πνεύ­μα­τος φ᾿ μς, κα σεσθέ μοι μάρ­τυ­ρες ν τε ερου­σαλμ κα ν πάσ τ ουδαί κα Σαμα­ρεί κα ως σχά­του τς γς(:Θα λάβε­τε όμως ενί­σχυ­ση και δύνα­μη, όταν θα έλθει το άγιο Πνεύ­μα σε εσάς, και θα γίνε­τε μάρ­τυ­ρές μου και στην Ιερου­σα­λήμ και σε όλη την Ιου­δαία και μέχρι το τελευ­ταίο και το πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο μέρος της γης)»[Πράξ. 1,8].Και ο Παύ­λος πάλι: « γρ νεργσας Πτρ ες ποστολν τς περι­τομς νργη­σε κα μο ες τ θνη(: Διό­τι ο ίδιος Κύριος που ενήρ­γη­σε στον Πέτρο, στέλ­νον­τάς τον σε απο­στο­λή γι’ αυτούς που έχουν την περι­το­μή, ενήρ­γη­σε και σε εμέ­να στέλ­νον­τάς με στους εθνι­κούς)»[Γαλ. 2,8].Για τού­το και οι από­στο­λοι αρχι­κά μετέ­βη­σαν προς τους Ιου­δαί­ους και αφού διέ­μει­ναν επί πολύ χρό­νο στην Ιερου­σα­λήμ, στη συνέ­χεια, αφού εκδιώ­χθη­καν από αυτούς, τότε δια­σκορ­πί­σθη­καν στα έθνη.

Εσύ λοι­πόν πρό­σε­χε και στην περί­πτω­ση αυτή την φιλο­τι­μία του Κυρί­ου: «σους ἐὰν ερητε(:Όσους θα βρεί­τε)», λέγει, «καλέ­σα­τε ες τος γάμους(:καλέ­στε τους στους γάμους)»· διό­τι πριν από αυτό που προ­α­νέ­φε­ρα, κήρυτ­ταν και προς τους Ιου­δαί­ους και προς τους εθνι­κούς, και περ­νού­σαν τον περισ­σό­τε­ρο χρό­νο τους δια­μέ­νον­τας στην Ιου­δαία, επει­δή όμως επέ­με­ναν οι Ιου­δαί­οι να τους επι­βου­λεύ­ον­ται, άκου­σε τον Παύ­λο που ερμη­νεύ­ει αυτή την παρα­βο­λή και λέγει τα εξής: «μν ν ναγ­καον πρτον λαληθναι τν λόγον το Θεο. πειδ δ πωθεσθε ατν κα οκ ξίους κρί­νε­τε αυτος τς αωνί­ου ζως, δο στρε­φό­με­θα ες τ θνη(:Σύμ­φω­να με το σχέ­διο του Θεού, ο οποί­ος κάλε­σε στη σωτη­ρία τον Ισρα­ήλ πριν από όλους τους άλλους λαούς, ήταν αναγ­καίο και επι­βε­βλη­μέ­νο να κηρυ­χθεί ο λόγος του Θεού πρώ­τα σε σας τους Ιου­δαί­ους. Αφού όμως τον απο­διώ­χνε­τε και δεν τον δέχε­στε και αφού εσείς οι ίδιοι βγά­ζε­τε για τους εαυ­τούς σας την από­φα­ση ότι δεν είστε άξιοι της αιώ­νιας ζωής, ιδού στρε­φό­μα­στε πλέ­ον στους εθνι­κούς)»[Πράξ.13,46].

Για τον λόγο αυτό λέγει και ο Δεσπό­της: «Ο μεν γάμος είναι έτοι­μος, οι καλε­σμέ­νοι όμως δεν ήσαν άξιοι ». Βέβαια αυτό το γνώ­ρι­ζε και πριν να συμ­βεί, αλλά όμως για να μην τους αφή­σει καμία πρό­φα­ση αναί­σχυν­της αντι­λο­γί­ας, μολο­νό­τι τα γνώ­ρι­ζε, προς αυτούς πρώ­τα και ο ίδιος ήλθε, και άλλους απέ­στει­λε στη συνέ­χεια και απο­στο­μώ­νον­τας έτσι εκεί­νους και διδά­σκον­τάς μας να κάνου­με ό,τι εξαρ­τά­ται από μας, και αν ακό­μη πρό­κει­ται κανείς να μην κερ­δί­σει τίπο­τε από αυτό.

Επει­δή λοι­πόν δεν ήσαν άξιοι, «Πηγαί­νε­τε», λέγει, «όπου βγά­ζουν οι δρό­μοι και καλέ­στε όσους θα βρεί­τε» και αυτούς που θα βρί­σκον­ται εκεί κατά τύχη και τους περι­φρο­νη­μέ­νους. Επει­δή δηλα­δή συνε­χώς έλε­γε ότι «ο τελναι κα α πόρ­ναι προ­ά­γου­σιν μς ες τν βασι­λεί­αν το Θεο(:οι τελώ­νες και οι πόρ­νες, οι οποί­ες στην αρχή έδει­ξαν απεί­θεια στον νόμο του Θεού, πηγαί­νουν πριν από σας τους Φαρι­σαί­ους και γραμ­μα­τείς στην Βασι­λεία του Θεού. Διό­τι εσείς με λόγια μόνο δεί­ξα­τε υπα­κοή στον Θεό, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως υπήρ­ξα­τε απει­θείς και άπι­στοι)» [Ματθ.21,31] και «Πολ­λο δ σον­ται πρτοι σχα­τοι κα σχα­τοι πρτοι(:Οι πρώ­τοι θα γίνουν τελευ­ταί­οι και οι τελευ­ταί­οι πρώ­τοι)»[Ματθ.19,30] απο­δει­κνύ­ει ότι αυτά δικαί­ως γίνον­ται, πράγ­μα που κατε­ξο­χήν ενο­χλού­σε τους Ιου­δαί­ους και τους πεί­ρα­ζε πολύ φοβε­ρό­τε­ρα αυτό και από την κατα­κρή­μνι­ση του ναού, το να βλέ­πουν δηλα­δή να εισά­γον­ται οι εθνι­κοί και μάλι­στα πολύ περισ­σό­τε­ρο στη θέση εκεί­νη που ανή­κε σε αυτούς.

Στη συνέ­χεια για να μην επα­να­παυ­θούν και αυτοί απλώς και μόνο στην πίστη, τους ομι­λεί και περί της κρί­σε­ως για τις πονη­ρές πρά­ξεις, των μεν απί­στων για το ότι δεν προ­σήλ­θαν ακό­μη στην πίστη, των δε πιστών για την ανά­λο­γη φρον­τί­δα που έδει­ξαν στη ζωή τους· διό­τι στην περί­πτω­ση αυτή «ένδυ­μα» είναι ο τρό­πος ζωής και οι πρά­ξεις. Και βέβαια η κλή­ση είναι έργο της χάρι­τος. Για­τί όμως ομι­λεί με τόση ακρί­βεια; Για το ότι η μεν κλή­ση και η κάθαρ­ση είναι έργο της χάρι­τος, το να παρα­μεί­νει όμως κανείς από αυτούς που κλή­θη­καν και ενδύ­θη­καν καθα­ρά ενδύ­μα­τα με τέτοια ενδύ­μα­τα, οφεί­λε­ται στη φρον­τί­δα αυτών που εκλή­θη­σαν. Η κλή­ση δεν έγι­νε εξαι­τί­ας της αξί­ας τους, αλλά κατά θεία χάρη. Έπρε­πε λοι­πόν η χάρις να αμεί­ψει αυτόν που υπά­κου­σε και να μη δεί­ξει ο τιμη­μέ­νος τόση κακία μετά την τιμή που του έγι­νε.

«Αλλά», θα πει κάποιος, «δεν απή­λαυ­σα αυτά που απή­λαυ­σαν οι Ιου­δαί­οι». Και όμως απή­λαυ­σες πολύ περισ­σό­τε­ρα αγα­θά. Διό­τι αυτά που ετοι­μά­ζον­ταν για εκεί­νους, αυτά τα έλα­βες εσύ. Για τον λόγο αυτό και ο Παύ­λος λέγει: «Τ δ θνη πρ λέους δοξά­σαι τν Θεόν, καθς γέγρα­πται· δι τοτο ξομο­λο­γή­σο­μαί σοι ν θνε­σι, Κύριε, κα τ νόμα­τί σου ψαλ(:και συγ­χρό­νως και οι εθνι­κοί, που συμ­με­τέ­χουν στη σωτη­ρία αυτή, να δοξά­σουν τον Θεό για το έλε­ος που έδει­ξε σε αυτούς σύμ­φω­να με εκεί­νο που είναι γραμ­μέ­νο στους ψαλ­μούς, όπου ο Χρι­στός λέει στον Πατέ­ρα Του: ‘’Γι αυτό θα Σε δοξά­σω ανά­με­σα στα έθνη και θα ψάλω ύμνο στο όνο­μά Σου’’)»[Ρωμ.15,9]· διό­τι αυτά που προ­ε­τοι­μά­ζον­ταν για εκεί­νους σε όλη τη διάρ­κεια του χρό­νου, αυτά εσύ τα έλα­βες σε μία στιγ­μή χωρίς να είσαι άξιος. Για τον λόγο αυτό και ανα­μέ­νει μεγά­λη τιμω­ρία εκεί­νους που θα δεί­ξουν αδια­φο­ρία. Καθό­σον, όπως ακρι­βώς εκεί­νοι τον προ­σέ­βα­λαν που δεν προ­σήλ­θαν, έτσι και εσύ Τον προ­σβάλ­λεις με το να καθί­σεις στην τρά­πε­ζα με τέτοιο διε­φθαρ­μέ­νο βίο. Διό­τι αυτό σημαί­νει η είσο­δος με ρυπα­ρά ενδύ­μα­τα το να φύγει δηλα­δή κανείς από αυτήν τη ζωή με βίο ακά­θαρ­το και ακρι­βώς για τον λόγο αυτό και «αυτός που δεν φορού­σε ένδυ­μα γάμου» σιω­πού­σε, όντας ανα­πο­λό­γη­τος.

Βλέ­πεις πως αν και είναι τόσο ολο­φά­νε­ρο το πράγ­μα, δεν τιμω­ρεί από την αρχή, προ­τού ο ίδιος ο αμαρ­τω­λός γίνει αίτιος της κατα­δί­κης του; Διό­τι, με το να μην έχει να πει τίπο­τε, κατέ­κρι­νε τον εαυ­τό του και έτσι οδη­γεί­ται προς τις απε­ρί­γρα­πτες τιμω­ρί­ες. Μη νομί­σεις όμως ακού­γον­τας τη φρά­ση «σκό­τος το πυκνό­τα­το» ότι αυτός τιμω­ρεί­ται κατ’ αυτόν τον τρό­πο, οδη­γού­με­νος δηλα­δή απλώς και μόνο οδη­γού­με­νος σε σκο­τει­νό μέρος, αλλά οδη­γεί­ται εκεί όπου είναι το κλά­μα και ο τριγ­μός των δον­τιών. Αυτό λοι­πόν το λέγει για να δεί­ξει τα ανυ­πό­φο­ρα βάσα­να.

Ακού­στε όσοι απο­λαύ­σα­τε των μυστη­ρί­ων και περι­βάλ­λε­τε την ψυχή σας με ρυπα­ρές πρά­ξεις, αν και προ­σήλ­θα­τε στους γάμους. Ακού­σα­τε από πού προ­σκλη­θή­κα­τε. Από τα σταυ­ρο­δρό­μια. Τι ήσα­στε προ­η­γου­μέ­νως; Χωλοί και ψυχι­κά ανά­πη­ροι, πράγ­μα που είναι κατά πολύ χει­ρό­τε­ρο από τον ακρω­τη­ρια­σμό του σώμα­τος. Σεβα­σθεί­τε την φιλαν­θρω­πία Αυτού που σας κάλε­σε και κανείς ας μη συνε­χί­σει να μένει με ρυπα­ρά ενδύ­μα­τα, αλλά ο καθέ­νας ας φρον­τί­ζει για την στο­λή της ψυχής του. Ακού­στε, γυναί­κες· ακού­στε, άνδρες. Δεν χρεια­ζό­μα­στε αυτά τα χρυ­σο­ΰ­φαν­τα ενδύ­μα­τα, που μας στο­λί­ζουν εξω­τε­ρι­κά, αλλά εκεί­να που μας στο­λί­ζουν εσω­τε­ρι­κά. Ενό­σο θα έχου­με αυτά, είναι δύσκο­λο να ενδυ­θού­με εκεί­να. Δεν είναι δυνα­τόν να καλ­λω­πί­ζου­με συγ­χρό­νως και την ψυχή και το σώμα. Δεν είναι δυνα­τό και στον μαμω­νά να δου­λεύ­εις και στον Χρι­στό να υπα­κούς όπως πρέ­πει.

Ας εκδιώ­ξου­με λοι­πόν από πάνω μας αυτή τη φοβε­ρή τυραν­νί­δα· διό­τι ούτε θα το ανε­χό­σουν με ευχα­ρί­στη­ση εάν κάποιος την μεν οικία του την στό­λι­ζε κοσμών­τας την με χρυ­σά παρα­πε­τά­σμα­τα, εσέ­να όμως σε προ­σκα­λού­σε να καθί­σεις στο τρα­πέ­ζι του κου­ρε­λιά­ρη και γυμνό. Αλλά να, τώρα εσύ το κάνεις αυτό στον εαυ­τό σου την μεν οικία της ψυχής σου, δηλα­δή το σώμα, το καλ­λω­πί­ζεις με άπει­ρα παρα­πε­τά­σμα­τα, την δε ψυχή σου την αφή­νεις να κάθε­ται μέσα σε αυτό με κου­ρέ­λια. Δεν γνω­ρί­ζεις ότι ο βασι­λεύς της πόλε­ως πρέ­πει προ­πάν­των να στο­λί­ζε­ται; Και ακρι­βώς για τον λόγο αυτόν για μεν την πόλη έχουν κατα­σκευα­στεί παρα­πε­τά­σμα­τα από λινό, για δε τον βασι­λέα αλουρ­γί­δα και στέμ­μα. Έτσι και εσύ, το μεν σώμα ντύ­σε το με πολύ ασή­μαν­τη στο­λή, τον δε νου ένδυ­σέ τον με αλουρ­γί­δα και βάλε επά­νω σε αυτόν στε­φά­νι και βάλε τον να καθί­σει επά­νω σε όχη­μα υψη­λό και περί­λαμ­προ. Τώρα όμως κάνεις το αντί­θε­το την μεν πόλη την καλ­λω­πί­ζεις ποι­κι­λο­τρό­πως, τον βασι­λέα όμως νου τον αφή­νεις να σύρε­ται δεμέ­νος οπί­σω από τα παρά­λο­γα πάθη. Δεν σκέ­πτε­σαι ότι κλή­θη­κες σε γάμο και μάλι­στα γάμο Θεού; Δεν ανα­λο­γί­ζε­σαι πώς πρέ­πει να εισέρ­χε­ται σε αυτούς τους νυφι­κούς θαλά­μους η καλε­σμέ­νη ψυχή, ενδε­δυ­μέ­νη δηλα­δή με χρυ­σά κροσ­σω­τά και καλ­λω­πι­σμέ­νη;

Θέλεις να σου δεί­ξω αυτούς που είναι έτσι στο­λι­σμέ­νοι; Αυτοί που έχουν ένδυ­μα γάμου; Ενθυ­μή­σου εκεί­νους τους αγί­ους, τους ασκη­τές, περί των οποί­ων σας μίλη­σα παλαιό­τε­ρα, που φορούν τρί­χι­να ενδύ­μα­τα και κατοι­κούν στις ερή­μους. Αυτοί κατε­ξο­χήν είναι εκεί­νοι που φορούν τα ενδύ­μα­τα εκεί­νων των γάμων· και αυτό γίνε­ται φανε­ρό από το εξής· όσα δηλα­δή βασι­λι­κά ενδύ­μα­τα και αν τους δώσεις, δεν θα προ­τι­μού­σαν να τα λάβουν· αλλά όπως ακρι­βώς ένας βασι­λιάς, εάν κάποιος αφού λάμ­βα­νε το κου­ρε­λια­σμέ­να ενδύ­μα­τα του πτω­χού, προ­έ­τρε­πε αυτόν να ενδυ­θεί αυτά, θα βδε­λυσ­σό­ταν την στο­λή, έτσι και εκεί­νοι σιχαί­νον­ται την βασι­λι­κή στο­λή. Και συμ­βαί­νει αυτό σε αυτούς όχι για κάποια άλλη αιτία, αλλά για το ότι γνω­ρί­ζουν το κάλ­λος της δικής τους στο­λής. Για τον λόγο αυτό και το βασι­λι­κό εκεί­νο ένδυ­μα το περι­φρο­νούν σαν αρά­χνη. Και όλα αυτά βέβαια τους τα δίδα­ξε ο σάκος που φορούν· καθό­σον είναι πολύ υψη­λό­τε­ροι και λαμ­πρό­τε­ροι και από αυτόν τον ίδιο τον βασι­λέα. Και αν μπο­ρέ­σεις να ανοί­ξεις τις πύλες του νου τους και να εξε­τά­σεις την ψυχή τους και όλο τον εσω­τε­ρι­κό τους κόσμο και αν ακό­μη κατα­πέ­σεις στη γη, δε θα μπο­ρέ­σεις να αντέ­ξεις τη λαμ­πρό­τη­τα της ομορ­φιάς τους και τη λάμ­ψη των ενδυ­μά­των εκεί­νων και την απα­στρά­πτου­σα συνεί­δη­σή τους.

[…]Τι λοι­πόν; Δεν θα προ­σφύ­γου­με προς μία τόσο μεγά­λη μακα­ριό­τη­τα; Δεν θα φορέ­σου­με καθα­ρά ενδύ­μα­τα για να ακο­λου­θή­σου­με τους γάμους αυτούς, αλλά θα παρα­μεί­νου­με επαί­τες, χωρίς να βρι­σκό­μα­στε σε καλύ­τε­ρη μοί­ρα από τους ζητιά­νους των δρό­μων, μάλ­λον δε σε πολύ χει­ρό­τε­ρη και αθλιό­τε­ρη κατά­στα­ση; Καθό­σον είναι πολύ χει­ρό­τε­ροι από εκεί­νους όσοι πλου­τί­ζουν παρά­νο­μα, και είναι προ­τι­μό­τε­ρο να ζητια­νεύ­ει κανείς, παρά να αρπά­ζει διό­τι το μεν πρώ­τον είναι δυνα­τόν να συγ­χω­ρη­θεί, το δεύ­τε­ρο όμως είναι άξιο κατη­γο­ρί­ας και ο μεν ζητιά­νος καθό­λου δεν αντι­στρα­τεύ­ε­ται προς τον Θεό, αυτός που πλου­τί­ζει αρπά­ζον­τας τα αγα­θά των άλλων όμως, παρα­νο­μεί και έναν­τι των ανθρώ­πων και έναν­τι του Θεού· και τους μεν κόπους της αρπα­γής τούς υφί­στα­ται, την ευχα­ρί­στη­ση όμως της αρπα­γής πολ­λές φορές την καρ­πώ­θη­καν ολό­κλη­ρη άλλοι.

Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πόν αυτά και απορ­ρί­πτον­τας την πλε­ο­νε­ξία εξ ολο­κλή­ρου, ας προ­σπα­θού­με να συγ­κεν­τρώ­νου­με περισ­σό­τε­ρο ουρά­νιο πλού­το, αρπά­ζον­τας με πολ­λή προ­θυ­μία την ουρά­νια βασι­λεία. Διό­τι δεν είναι δυνα­τόν, δεν είναι δυνα­τόν κάποιος που είναι ράθυ­μος να εισέλ­θει σε αυτήν. Είθε, λοι­πόν, αφού όλοι γίνουν πρό­θυ­μοι και επά­γρυ­πνοι να επι­τύ­χουν αυτήν, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μις στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, Υπό­μνη­μα στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο, ομι­λία ΞΘ΄, σελί­δες 401–419 και σελ. 431.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 68, σελ. 90–104 και σελ. 110–111.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ο ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΟΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΟΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 16-12-2001]

(Β 449) Έκδο­σις Β΄

Κάπο­τε ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, εκλή­θη σε ένα δεί­πνο από κάποιον Φαρι­σαί­ον. Κατά τη διάρ­κεια του δεί­πνου, ο Κύριος είπε στον οικο­δε­σπό­τη να μην καλεί φίλους και συγ­γε­νείς στο τρα­πέ­ζι του, αλλά αναγ­κε­μέ­νους ανθρώ­πους, που δεν θα είχαν τη δυνα­τό­τη­τα να του αντα­πο­δώ­σουν την ευερ­γε­σία. Μάλι­στα προ­σέ­θε­σε ο Κύριος: «ντα­πο­δο­θή­σε­ται γάρ σοι ν τ ναστά­σει τν δικαί­ων». Δηλα­δή «Θα έχεις την αμοι­βή σου κατά την ανά­στα­ση των νεκρών. Τώρα μην περι­μέ­νεις αμοι­βή, για­τί το κάλε­σμα συγ­γε­νών και φίλων δεν θα είναι τίπο­τε άλλο, παρά γεμά­το επαί­νους: ‘’Ήταν ωραίο το φαγη­τό. Σε ευχα­ρι­στού­με που μας κάλε­σες’’» και άλλα τέτοια. Κάποιος ανα­κεί­με­νος ενθου­σιά­στη­κε και είπε εις τον Κύριον: «Μακά­ριος ς φάγε­ται ριστον ν τ βασι­λεί το Θεο». Δηλα­δή είναι ευτυ­χι­σμέ­νος εκεί­νος ο οποί­ος θα καθί­σει στο τρα­πέ­ζι της Βασι­λεί­ας του Θεού. Και τότε ο Κύριος, σαν απάν­τη­ση και εις επή­κο­ον, μάλι­στα, πάν­των, είπε την παρα­βο­λή του Μεγά­λου Δεί­πνου, που σήμε­ρα ακού­σα­με σαν ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή.

Λέγει: «νθρω­πός τις ποί­η­σε δεπνον μέγα…». Βέβαια δεν θα επα­να­λά­βου­με την περι­κο­πή, για­τί θα μας κατα­να­λώ­σει χρό­νον. Πιστεύω την προ­σέ­ξα­τε την παρα­βο­λήν.

Ποιος είναι αυτός ο άνθρω­πος που ποί­η­σεν, έκα­νε δεί­πνον μέγα, μεγά­λο δεί­πνο; Ο άνθρω­πος της παρα­βο­λής, αγα­πη­τοί μου, είναι ο Θεός· που στρώ­νει το μεγά­λο δεί­πνο στη γη και που είναι η Βασι­λεία Του. Είδα­τε, λέμε «Αγία Τρά­πε­ζα», «Σώμα και Αίμα Χρι­στού», «τά παρα­τι­θέ­με­να πί τς γίας τρα­πέ­ζης». Πραγ­μα­τι­κά είναι ένα δεί­πνον.

Και ο «παρα­τι­θέ­με­νος μόσχος» που λέγει, ποιος είναι; Ή ο αμνός; Είναι η θυσία του Υιού Του, που με αυτήν βέβαια στρώ­νε­ται το τρα­πέ­ζι. Είναι το δεί­πνον μέγα, για­τί μεγά­λος είναι Εκεί­νος που το παρα­θέ­τει. Είπα­με, ο Θεός. Μεγά­λα δε και τα παρα­τι­θέ­με­να. Όπως είναι το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού. Αλλά και όλα τα άλλα· η Θεία Χάρις, η άφε­σις των αμαρ­τιών, η υιο­θε­σία, τα μυστή­ρια της Εκκλη­σί­ας, όλα που απορ­ρέ­ουν από αυτήν την τρά­πε­ζα, όλα είναι μεγά­λα και φοβε­ρά.

Αλλά είναι μεγά­λο το δεί­πνο ακό­μη για­τί είναι και οικου­με­νι­κό, είναι και παγ­κό­σμιον. Μην το ξεχνού­με αυτό. «εί παρα­τι­θέ­με­νον»· το οποί­ον παρα­τί­θε­ται πάν­το­τε. Βλέ­πε­τε; Έως ότου έλθει ο Κύριος ξανά εις τον κόσμον αυτόν, το δεί­πνο αυτό θα παρα­τί­θε­ται. Και πάν­τα θα είναι εκεί­νο που χορ­ταί­νει και ευφραί­νει και αιω­νί­ζει όποιον σε αυτό το τρα­πέ­ζι όντως καθί­σει.

«Και το δεί­πνον ετοι­μά­στη­κε», όπως μας λέγει η παρα­βο­λή. Και εδώ αρχί­ζει τώρα το δεύ­τε­ρο μέρος. Αυτά, το πρώ­το μέρος, όσον αφο­ρά τον οικο­δε­σπό­τη· τώρα εδώ, στο κάλε­σμα των συν­δαι­τυ­μό­νων. Εδώ έχο­με μία περί­ερ­γη, αγα­πη­τοί μου, συμ­πε­ρι­φο­ρά, όπως θα δού­με και θα εκπλα­γού­με πραγ­μα­τι­κά.

«ρξαν­το», λέγει η παρα­βο­λή, «π μις παραι­τεσθαι πάν­τες». «Απ’ την πρώ­τη στιγ­μή, οι καλε­σμέ­νοι άρχι­σαν να παραι­τούν­ται». Δηλα­δή να ζητούν να μη μετέ­χουν εις το τρα­πέ­ζι αυτό. Η αιτία; Λέγει ο πρώ­τος καλε­σμέ­νος: «γρν γόρα­σα, κα χω νάγ­κην ξελ­θεν κα δεν ατόν· ρωτ σε, χε με παρτημέ­νον». Λέγει: «Αγό­ρα­σα ένα χωρά­φι και έχω ανάγ­κη να βγω να πάω να το δω το χωρά­φι αυτό. Γι΄αυτό, σε παρα­κα­λώ, άφη­σέ με. Δεν θα μπο­ρέ­σω να έλθω εις το δεί­πνον που με καλείς». Ο δεύ­τε­ρος απήν­τη­σε εις τον δού­λον εκεί­νον που έστει­λε ο οικο­δε­σπό­της βέβαια για το κάλε­σμα. Και εκεί­νος με ανά­λο­γο τρό­πο απήν­τη­σε ότι είχε να κάνει κάτι αγο­ρές ζώων. Ήθε­λε με τον τρό­πον αυτόν να πάει να τα δοκι­μά­σει τα βόδια του, ας το πού­με, αν είναι καλά, γερά το όργω­μα κ.λπ. Και ο τρί­τος; Και ο τρί­τος, ο ταλαί­πω­ρος ο τρί­τος, έκα­νε και­νού­ρια οικο­γέ­νεια και τώρα είχε πολ­λές βιο­τι­κές ανάγ­κες τις οποί­ες έπρε­πε να καλύ­πτει και φυσι­κά δεν είχε και­ρό, δεν είχε δυνα­τό­τη­τα να αντα­πο­κρι­θεί εις το μεγά­λο αυτό δεί­πνο…

Πάν­τως, έτσι, δειγ­μα­το­λη­πτι­κά, ανα­φε­ρο­μέ­νη η παρα­βο­λή, όλοι δεν αντα­πο­κρί­θη­καν εις αυτήν την πρό­σκλη­σιν. Ας προ­σέ­ξο­με τη δια­τύ­πω­ση, για­τί πάνω στην δια­τύ­πω­ση μιας προ­τα­σού­λας θα μεί­νο­με και θα ανα­λύ­σο­με το θέμα μας σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου.

«χω νάγ­κην ξελ­θεν»· που θα πει: «Έχω ανάγ­κη να βγω». Ο πρώ­τος. «Να πάω να δω το χωρά­φι που θα αγο­ρά­σω». Ο δεύ­τε­ρος: «Να πάω να δω τα ζώα». Ο τρί­τος: «Να πάω να δου­λέ­ψω, για­τί πώς θα ζήσω την και­νού­ρια μου οικο­γέ­νεια;». «νάγ­κη ξελ­θεν». Αυτό το «έχω ανάγ­κη» μας θυμί­ζει έναν εξα­ναγ­κα­σμό ακού­σιον· που μας ωθεί να πραγ­μα­το­ποι­ή­σο­με κάτι. Και αυτό είναι κάθε μέρα, όλη τη μέρα. Είναι κάθε μέρα όλη τη μέρα. Ένας εξα­ναγ­κα­σμός μέσα εις την καθη­με­ρι­νό­τη­τα, που κάπου μας θυμί­ζει την κατα­ναγ­κα­στι­κή ψύχω­ση. Έχε­τε ακού­σει περί κατα­ναγ­κα­στι­κής ψυχώ­σε­ως;

Η κατα­ναγ­κα­στι­κή ψύχω­σις είναι μία ψυχι­κή αρρώ­στια πολύ βασα­νι­στι­κή. Αυτός που πάσχει από την αρρώ­στια αυτή, δεν είναι σίγου­ρος για τις ενέρ­γειές του και διαρ­κώς επι­θε­ω­ρεί τις ενέρ­γειές του κατά έναν βασα­νι­στι­κό τρό­πο. Αυτό είναι η κατα­ναγ­κα­στι­κή ψύχω­σις. Π.χ. «Έκλει­σα το πετρογ­κάζ;». Πάμε να κοι­μη­θού­με. «Έκλει­σα το πετρογ­κάζ; Μπας και το άφη­σα ανοι­χτό; Και τότε κάπου καμία διαρ­ροή και πεθά­νο­με;». «Κλεί­δω­σα την πόρ­τα; Μη καμιά φορά ξεχά­σο­με την πόρ­τα του σπι­τιού μας ανοι­χτή και μπει κάποιος κλέ­φτης;»· κ.ο.κ. Όλα αυτά μας βασα­νί­ζουν. Αυτό λέγε­ται «κατα­ναγ­κα­στι­κή ψύχω­σις». Έτσι και ο άνθρω­πος της πολ­λής μερί­μνης, σαν να πάσχει από κατα­ναγ­κα­στι­κή ψύχω­ση, κινεί­ται όλη την ημέ­ρα στις βιο­τι­κές του μέρι­μνες, κατά έναν βασα­νι­στι­κό τρό­πο. Βέβαια, η εργα­σία είναι νόμος πνευ­μα­τι­κός και βιο­λο­γι­κός, αν το θέλε­τε. Και εδό­θη στον άνθρω­πο μέσα εις τον Παρά­δει­σον. Αυτό το «δόθη» είναι σύμ­φω­νο βέβαια με τη δομή του ανθρώ­που να εργά­ζε­ται.

Υπάρ­χει όμως και ένα αλλά. Είπε μεν ο Θεός εις τον Παρά­δει­σον εις τους πρω­το­πλά­στους: «ργά­ζε­σθαι καί φυλάσ­σειν τόν Παρά­δει­σον». Και ο Χρι­στός είπε: « Πατήρ μο ως ρτι ργά­ζε­ται κγώ ργά­ζο­μαι». Όμως δεν πρό­κει­ται για την εργα­σία καθ’ εαυ­τήν. Αλλά για έναν ανόη­το και επι­κίν­δυ­νο κατα­ναγ­κα­σμό στην εργα­σία. Είναι γνω­στό ότι μετά την απώ­λεια του Παρα­δεί­σου, η εργα­σία έγι­νε δου­λεία. Γι΄αυτό και το λέμε στη νεο­ελ­λη­νι­κή μας γλώσ­σα· λέμε: «Έχω δου­λειά». Δηλα­δή είμαι δού­λος σε μία υπό­θε­ση. Αυτό θα πει δου­λειά. Είμαι στη δου­λεία. Πάω στο χωρά­φι, πάω στο κατά­στη­μα, πάω οπου­δή­πο­τε, από έναν εξα­ναγ­κα­σμόν. Αυτή η δου­λεία στην εργα­σία, γίνε­ται στον άνθρω­πο μία τρό­πον τινά και πρέ­πει να το πού­με, κατα­ναγ­κα­στι­κή ψύχω­ση. Όχι ότι θα είχα­με τόση προ­θυ­μία να δου­λέ­ψο­με, αλλά για­τί κάτι μας σπρώ­χνει. Σημαί­νει ότι ο κύριος της εργα­σί­ας δεν είναι ο άνθρω­πος. Αντί­στρο­φα. Η εργα­σία είναι η αφεν­τι­κί­να και ο άνθρω­πος είναι δού­λος· που θα πάει τώρα σε αυτή τη δου­λεία, σε αυτή τη δου­λειά. Πώς αλλιώ­τι­κα θα μπο­ρού­σε να ερμη­νευ­θεί η συμ­πε­ρι­φο­ρά και των τριών καλε­σμέ­νων στον δεί­πνο που έβα­λαν πιο πάνω από το σπου­δαίο δεί­πνο, την εργα­σία που ο καθέ­νας είχε; Πώς αλλιώ­τι­κα μπο­ρεί αυτό να εξη­γη­θεί; Σαν ένας νόμος να αναγ­κά­ζει τον άνθρω­πο να μένει μόνον στη μέρι­μνα του βίου και να μην ατε­νί­ζει στον ουρα­νό, να μη βλέ­πει την σωτη­ρία Του.

Και αυτός ο παρά­σι­τος νόμος είναι η πλε­ο­νε­ξία στον πλου­τι­σμό. Είδα­τε τι ακού­σα­με σήμε­ρα στην απο­στο­λι­κή περι­κο­πή που λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, Κολοσ­σα­είς, ότι η πλε­ο­νε­ξία είναι ειδω­λο­λα­τρία. Και δεν μπο­ρείς, όταν είσαι πλε­ο­νέ­κτης και φυσι­κά απο­δει­κνύ­ε­σαι ότι είσαι ειδω­λο­λά­τρης, να μπο­ρείς να εκτι­μή­σεις τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά. Δεν είναι δυνα­τόν.

Είναι ακό­μη και η προ­σκόλ­λη­ση στην ικα­νο­ποί­η­ση των αισθή­σε­ων. Όπως λέμε «Πάω να δω, να δοκι­μά­σω τα βόδια μου». Οι Πατέ­ρες ερμη­νεύ­ουν ότι είναι η υπη­ρε­σία που κάνει ο άνθρω­πος στις πέν­τε του αισθή­σεις. Να ικα­νο­ποιεί τις πέν­τε του αισθή­σεις. Αλλά και η ειδω­λο­ποί­η­ση της οικο­γε­νεί­ας. «Α, οικο­γέ­νεια» σου λέει. «Ιερόν πράγ­μα». Ιερό πράγ­μα κάνουν και την εργα­σία, όλα ιερά σαν δικαιο­λο­γία, να μην κοι­τά­ξουν, να μην ατε­νί­σουν τίπο­τε απ’ ό,τι ανή­κει εις τον ουρα­νόν και την σωτη­ρία.

Η εργα­σία, αγα­πη­τοί μου, είναι νόμι­μος. Αρκεί να μένει στα όριά της. Εκεί που πρέ­πει να μένει. Στους όρους της, χωρίς να γίνε­ται σκο­πός της ζωής. Το κατα­λά­βα­με; Δεν είναι σκο­πός της ζωής η εργα­σία. Η εργα­σία είναι ένα μέσον για να υπάρ­χο­με. Είτε βιο­λο­γι­κά, είτε ακό­μη και πνευ­μα­τι­κά. Και όταν επι­τε­λεί­ται η εργα­σία, θα γίνε­ται βεβαί­ως πάν­το­τε με την μνή­μη του Θεού. Λέμε: «Μπο­ρείς να εργά­ζε­σαι οτι­δή­πο­τε. Δια­νο­η­τι­κή ή χει­ρο­να­κτι­κή εργα­σία και να λες την μονο­λό­γι­στη ευχή: ‘’Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σόν με’’»; Ή να έχεις την μνή­μη του Θεού διαρ­κώς. Όταν μάλι­στα μας λένε οι Πατέ­ρες λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος ότι «πιο συχνό­τε­ρο πρέ­πει να είναι η μνή­μη του Θεού από την ανα­πνοή!».Τότε βεβαί­ως δεν παρα­δο­θή­κα­με στην εργα­σία.

Είναι αξιο­πρό­σε­κτο ότι δεν ομι­λεί εδώ η παρα­βο­λή περί γεύ­μα­τος. Προ­σέξ­τε κάτι. Μια λεπτο­μέ­ρεια είναι. Αλλά περί δεί­πνου. Γεύ­μα στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα λέμε το τρα­πέ­ζι που στρώ­νε­ται για το μεση­μέ­ρι. Δεί­πνο λέμε το τρα­πέ­ζι που στρώ­νε­ται για το βρα­δι­νό φαγη­τό. Εδώ λέει ότι έκα­νε δεί­πνο μέγα. Άρα λοι­πόν η τρά­πε­ζα εδώ είναι βρα­δι­νή. Προ­σέξ­τε, είναι βρα­δι­νή. Όταν εσύ λες: «Πάω να δω το χωρά­φι μου, πάω να δω τα βόδια μου», άνθρω­πε, το βρά­δυ θα πας γι’ αυτά; Το βρά­δυ θα πας γι’ αυτά; Αφού υπο­τί­θε­ται ότι έχει τελειώ­σει η εργα­σία η ημε­ρι­νή, για να βρε­θείς σε ένα δεί­πνο. Αυτό σημαί­νει μας έχει πάρει ο στρό­βι­λος της μερί­μνης και έχο­με παρα­θε­ω­ρή­σει το δεί­πνο της Βασι­λεί­ας του Θεού. Ο Κύριος μάς παρήγ­γει­λε: «Προ­σέ­χε­τε αυτος(:Προ­σέ­χε­τε τους εαυ­τούς σας) μήπο­τε (:μήπως) βαρυνθσιν μν α καρ­δί­αι κ κραι­πά­λει καί μέθη καί μερί­μναις βιο­τι­κας». «Προ­σέξ­τε», λέει, «μη βαρύ­νουν οι καρ­διές σας με την κραι­πά­λη και τη μέθη». Πράγ­μα­τι γίνε­ται μία μέθη η βιο­τι­κή φρον­τί­δα και μέρι­μνα, που ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί από εκεί να ξεκολ­λή­σει.

Πρέ­πει ακό­μη να ανα­φέ­ρο­με και μερι­κές περι­πτώ­σεις που μας εξα­ναγ­κά­ζουν ή αν θέλε­τε, κατα­ναγ­κά­ζουν, ώστε να μην έχο­με ούτε και­ρό ούτε διά­θε­ση για πνευ­μα­τι­κή ζωή. Και πρώ­τα είναι ο βιο­πο­ρι­σμός αυτός καθ’ εαυ­τόν. Έχο­με την εντύ­πω­ση ότι δεν μας φθά­νουν τα χρή­μα­τα του μισθού και πρέ­πει να κάνο­με και μία δεύ­τε­ρη δου­λειά. Ακό­μη… ω, πω, πω, να βγει και η γυναί­κα έξω να δου­λέ­ψει. Και ναι μεν η γυναί­κα βγή­κε στο χωρά­φι μαζί με τον άνδρα της για να βοη­θή­σει. Τώρα η γυναί­κα δεν είναι πια στο χωρά­φι με τον σύζυ­γον. Ή στο κατά­στη­μα να βοη­θή­σει. Αλλά είναι σε ξεχω­ρι­στή δου­λειά, με ξεχω­ρι­στή σύν­τα­ξη. Να, αυτές τις μέρες λογα­ρια­ζό­ταν… αν , λέει, ο άνδρας παίρ­νει σύν­τα­ξη, η γυναί­κα θα πρέ­πει να παίρ­νει κι αυτή; Και το Συμ­βού­λιο της Επι­κρα­τεί­ας είπε: «Βεβαί­ως». Και πολύ σωστά. Διό­τι είναι ξεχω­ρι­στόν πρό­σω­πον και πρέ­πει να πάρει ξεχω­ρι­στή σύν­τα­ξη. Βλέ­πε­τε λοι­πόν τι γίνε­ται εδώ; Ο βιο­πο­ρι­σμός. Κι όμως αν ήξε­ραν, το ζεύ­γος, να οργα­νώ­νουν τη ζωή τους από πλευ­ράς οικο­νο­μι­κής, δεν θα χρεια­ζό­ταν η γυναί­κα να βγει έξω να δου­λέ­ψει. Πάν­τως, το ότι βγαί­νει και η γυναί­κα έξω, εδώ υπάρ­χει μία δικαιο­λο­γία απο­φυ­γής της πνευ­μα­τι­κής ζωής. «Δεν έχω και­ρό», σου λέει. «Να πάω στην εκκλη­σία δεν έχω και­ρό. Να ακού­σω λόγο Θεού δεν έχω και­ρό». Κ.λπ. κλπ.

Μετά είναι η μόρ­φω­σίς μας και η μόρ­φω­ση των παι­διών μας. Εκεί δα υπάρ­χει ένας κυριο­λε­κτι­κά πυρε­τός. Φρον­τι­στή­ρια, μου­σι­κές.. «Το παι­δί να μην πάρει και μου­σι­κήν κατάρ­τι­σιν, να μην πάει στο Ωδεί­ον;». Μετά, γυμνα­στι­κές επι­δό­σεις, ξένες γλώσ­σες και βάλε και βάλε και βάλε. Όλα αυτά δεν αφή­νουν χρό­νον ούτε για μας ούτε για τα παι­διά μας. Κι αυτά, δεν νομί­ζε­τε ότι απο­τε­λούν μία κατα­ναγ­κα­στι­κήν ψύχω­σιν, ένα φαύ­λο κύκλο, από τον οποί­ον δεν μπο­ρού­με να ξεφύ­γο­με για κάτι το πνευ­μα­τι­κόν; Εκεί­νο που μου κάνει εντύ­πω­ση πολ­λές φορές, παίρ­νει τηλέ­φω­νο, ας πού­με, κάποιος, πατέ­ρας ή μητέ­ρα, για να ‘ρθει το παι­δί για εξο­μο­λό­γη­ση, να το δού­με εμείς ιδιαι­τέ­ρως…· για­τί το παι­δί την ημέ­ρα που έχο­με εξο­μο­λό­γη­ση έχει φρον­τι­στή­ριο, έχει ξένες γλώσ­σες, έχει να πάει στο Γυμνα­στή­ριο. Α, δηλα­δή εγώ, που είμαι πνευ­μα­τι­κός, να υπο­βλη­θώ εις τον κόπον να δεχθώ το παι­δί σου μία άλλη μέρα και μία άλλη ώρα, μόνο και μόνο για να μην χάσει το …φρον­τι­στή­ριό του. Βλέ­πε­τε παρα­κα­λώ; Κι αν πω εγώ –είναι πολύ φυσι­κό- «Δεν μπο­ρώ άλλη μέρα», τότε το παι­δί θα μεί­νει χωρίς εξο­μο­λό­γη­ση. Φταίω εγώ που είπα: «Δεν μπο­ρώ;». Ή φταις εσύ που δεν θυσιά­ζεις το φρον­τι­στή­ριο του παι­διού σου, μόνο και μόνο για να μην το χάσει;

Μετά, οι κοσμι­κές ενα­σχο­λή­σεις. Εκεί δα, τελειω­μό δεν υπάρ­χουν. Και οι ψυχα­γω­γί­ες. Έχο­με να πάμε εδώ, έχο­με να πάμε εκεί, ταξί­δια, και δεν μπο­ρού­με να σκε­φθού­με καν για θέμα­τα πνευ­μα­τι­κής ζωής και σωτη­ρί­ας.

Μετά, η ικα­νο­ποί­η­ση των αισθή­σε­ων. «Πολύ ωραίο έργο προ­βάλ­λει ο κινη­μα­το­γρά­φος, πρέ­πει να το δού­με, να πάμε να δού­με». Κι εκεί­νο, κι εκεί­νο. «Η τηλε­ό­ρα­ση προ­βάλ­λει τού­το, πρέ­πει κι εκεί να το δού­με». Και δεν έχο­με χρό­νο να κοι­τά­ξο­με την πνευ­μα­τι­κή μας ζωή.

Βέβαια η άρνη­ση των καλε­σμέ­νων δεν σημαί­νει και ματαί­ω­σις του δεί­πνου. Δεν σημαί­νει επει­δή κάποιοι αρνούν­ται και τον δεί­πνο του Θεού, μπο­ρεί αυτό να ματαιω­θεί. Αν είναι δυνα­τόν αυτό ποτέ. Για­τί; Απλού­στα­τα υπάρ­χουν κι άλλοι άνθρω­ποι οι οποί­οι περι­μέ­νουν την κλή­σιν. Δεν είναι όλοι οι οποί­οι θα πουν το «όχι». Με μύριες δικαιο­λο­γί­ες «όχι». Υπάρ­χουν κι εκεί­νοι που μπο­ρούν και αντα­πο­κρί­νον­ται. Και αυτό είναι βέβαια ένα ευτυ­χές γεγο­νός. Είναι οι απο­δε­χό­με­νοι λοι­πόν το δεί­πνον της Βασι­λεί­ας του Θεού. Και παρα­κά­θην­ται εις αυτό το δεί­πνο. Είναι η μυστη­ρια­κή ζωή. Είναι ο εκκλη­σια­σμός. Είναι η μελέ­τη του λόγου του Θεού. Είναι η άσκη­σις. Κι αυτοί δου­λεύ­ου­νε. Δεν είναι τεμ­πέ­λη­δες. Κι αυτοί έχουν οικο­γέ­νεια. Κι αυτοί έχουν επάγ­γελ­μα. Αλλά σου λέει: «Άλλο αυτό, άλλο εκεί­νο· όλα με τη σει­ρά τους. Θα πάω και στο μαγα­ζί, θα πάω και στο χωρά­φι, αλλά θα πάω και στην Εκκλη­σία».

Μάλι­στα το θέμα της αργί­ας είναι πάρα πολύ σημαν­τι­κό. Η Εκκλη­σία μας έχει αρκε­τές αργί­ες μέσα εις το έτος. Το κάνει αυτό, για να σου δώσει την ευκαι­ρία να αφή­σεις τις ενα­σχο­λή­σεις σου τις βιο­τι­κές και να πας στην Εκκλη­σία. Και να ακού­σεις τον λόγο του Θεού. Θυμού­μαι, στη Λάρι­σα, είχα πει κάπο­τε στα παι­διά του Κατη­χη­τι­κού σχο­λεί­ου.. ένα παι­δί το εφήρ­μο­σε, ένα παι­δί· ήταν στο Λύκειο. Τι έκα­νε; Σε μία αργία… σχο­λείο βέβαια είχαν, για­τί και οι αργί­ες έχουν δυστυ­χώς καταρ­γη­θεί. Στην επο­χή μου είχα­με πολ­λές αργί­ες. Αγί­ου Δημη­τρί­ου, να είναι το σχο­λείο ανοι­χτό; Αγί­ου Αντω­νί­ου; Μπα! Είχα­με αργία. Τι λοι­πόν; Το παι­δί, όπως του είχα πει…-είχα πει σε όλα τα παι­διά, ένα το εφήρ­μο­σε- τι έκα­νε το παι­δί αυτό; Έπαιρ­νε τη σάκα του, έτρω­γε πρωι­νό, ερχό­τα­νε στην Εκκλη­σία, όταν έχο­με μία αργία, και δεν είναι αργία που να ‘ναι κλει­στά όλα, δυστυ­χώς εκεί βλέ­πε­τε, δεν πανη­γυ­ρί­ζει ο ναός, εκεί τελειώ­νο­με και γρή­γο­ρα, 9 η ώρα έχει τελειώ­σει η Εκκλη­σία. Ε, τότε, τι; Ερχό­τα­νε με τη σάκα του το πρωί, εκκλη­σια­ζό­ταν το παι­δί, ευθύς μετά έφευ­γε και πήγαι­νε στο σχο­λείο. Έχα­νε μόνο μία ώρα. Το πρωί. Μόνο μία ώρα. Ελά­τε να μου πεί­τε τώρα, που καταρ­γή­σα­με τις αργίες…-γιατί ξέρε­τε τι λένε οι εχθροί του Θεού; Είναι στο Ψαλ­τή­ρι γραμ­μέ­νο. «Δετε καταρ­γή­σω­μεν τς ορτς το Θεο π τς γς». «Δετε καταρ­γή­σω­μεν τς ορτς το Θεο π τς γς»! Δεν μου λέτε, πόσες ώρες τα παι­διά σήμε­ρα είναι εκτός σχο­λεί­ου; Πάρα πολ­λές… Δεκά­δες ώρες χάνουν. Για­τί; Για­τί θυσιά­ζουν αυτές τις πέν­τε ώρες να πάνε στην Εκκλη­σία. Και έτσι, από άλλο μέρος πλη­ρώ­νο­με τα σπα­σμέ­να. Αγα­πη­τοί μου, έτσι είναι. Καταρ­γείς εκεί­νο που θεσμο­θε­τεί ο Θεός; Αλί­μο­νό σου…

Αγα­πη­τοί, σε λίγες ημέ­ρες θα γιορ­τά­σο­με το μεγά­λο γεγο­νός, το μεγα­λύ­τε­ρο γεγο­νός που είναι η Εναν­θρώ­πη­σις του Θεού Λόγου. Εκεί­νος που δημιούρ­γη­σε τα πάν­τα, τώρα θα γίνει άνθρω­πος. Και θα ΄ρθει ανά­με­σά μας. Η παρου­σία Του στη γη είναι το δεί­πνον της Βασι­λεί­ας του Θεού. Ορα­τόν σημεί­ον της Βασι­λεί­ας του Θεού στη γη επά­νω είναι η Εκκλη­σία. Και μάλι­στα η τέλε­σις του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Πόσοι όμως από μας γνω­ρί­ζου­με το νόη­μα της Εναν­θρω­πή­σε­ως του Θεού Λόγου; Πόσοι από μας έχο­με δημιουρ­γή­σει προ­ϋ­πο­θέ­σεις υπο­δο­χής, όπως είναι μία Τεσ­σα­ρα­κο­στή, όπως τώρα που διερ­χό­με­θα; Πόσοι από μας ετοι­μά­σα­με την οδόν Κυρί­ου και κάνα­με «εθεί­ας τάς τρί­βους ατο», όπως ειδο­ποιεί ο Βαπτι­στής, ο Πρό­δρο­μος; Μη νομί­σο­με ότι Χρι­στού­γεν­να σημαί­νει φαγο­πό­τι και ευκαι­ρί­ες ταξι­δί­ων και δώρων και ψυχα­γω­γί­ας. Χρι­στού­γεν­να σημαί­νει ότι κατα­νο­ή­σα­με Ποιος ήλθε ανά­με­σά μας. Αυτό θα πει Χρι­στού­γεν­να. Και βέβαια και Τον δεχθή­κα­με. Να μη μεί­νο­με λοι­πόν σε εκεί­νο το μελαγ­χο­λι­κό και απο­γο­η­τευ­τι­κό, που κατα­γρά­φει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, στο Α΄ του κεφά­λαιο: «Ες τ δια λθε, κα ο διοι ατν ο παρέ­λα­βον». «Ήλθε ανά­με­σά μας, ήλθε στο σπί­τι μας, ήλθε στη γη μας και εμείς δεν Τον παρα­λά­βα­με. Του γυρί­σα­με την πλά­τη».

Αδελ­φοί, Χρι­στού­γεν­να, και το τρα­πέ­ζι της Βασι­λεί­ας στρώ­θη­κε. Μη χάνο­με και­ρό. Οι βιο­τι­κές μέρι­μνες ποτέ δεν τελειώ­νουν· για­τί είναι ένας φαύ­λος κύκλος. Η ζωή μας είναι μία ευθεία. Από τη γη στον ουρα­νό. Όλες οι συστρο­φές είναι εκ του πονη­ρού. Και τώρα μας δίδε­ται η ευκαι­ρία. Ο Θεός Πατήρ έστρω­σε Μέγα Δεί­πνον και εκά­λε­σε πολ­λούς. Ανά­με­σα στους πολ­λούς, να σπεύ­σο­με και εμείς. Ίσως αύριο, κατό­πιν μιας ανα­βο­λής, να είναι πολύ αργά. Ίσως τελε­σί­δι­κα αργά… Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_904.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 11-12-1983]

[Β105]

Στην σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή, αγα­πη­τοί μου, ο από­στο­λος Παύ­λος θέλει να μας δεί­ξει ότι ανά­με­σα σε έναν σπου­δαίο προ­ο­ρι­σμό, σε μία σπου­δαία κλή­ση που μας κάνει ο Χρι­στός και στην δική μας την στά­ση πρέ­πει να υπάρ­χει μία συνέ­πεια. Ότι δηλα­δή Εκεί­νος θα δώσει αυτά· εμείς ποιοι πρέ­πει να στα­θού­με έναν­τι εκεί­νων που Εκεί­νος θα μας δώσει; Συγ­κε­κρι­μέ­να: «ταν ὁ Χρι­στὸς φανε­ρω­θῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανε­ρω­θή­σε­σθε ἐν δόξῃ». «Όταν ο Χρι­στός θα φανε­ρω­θεί, κατά την Δευ­τέ­ρα Του παρου­σία, που ο Χρι­στός είναι η ζωή μας, τότε κι εσείς μαζί με Εκεί­νον θα φανε­ρω­θεί­τε ένδο­ξοι».

«Νεκρώ­σα­τε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς». «Ώστε λοι­πόν, προ­κει­μέ­νου να φθά­σε­τε σε εκεί­νη την ένδο­ξη κατά­στα­ση, νεκρώ­σα­τε τα μέλη σας, τα μέλη του σώμα­τός σας και ό,τι αφο­ρά στην ψυχή σας, νεκρώ­σα­τέ τα αυτά, που υπη­ρε­τούν την αμαρ­τία επά­νω εδώ εις την γη».

Ώστε υπάρ­χει μια συνέ­πεια, αγα­πη­τοί. Ναι. Διό­τι το θέμα της σωτη­ρί­ας δεν είναι ένα θέμα που προ­σφέ­ρε­ται κατά παθη­τι­κό τρό­πο στον άνθρω­πο. Ο άνθρω­πος δεν θα δεχθεί να σωθεί, απλώς αν πει ένα «ναι» ή ίσως κι αυτό το «ναι» να μην είναι και δικό του. Αλλά ο άνθρω­πος θα σωθεί εάν πει το «ναι», δηλα­δή πιστέ­ψει, απο­δε­χθεί και αγω­νι­σθεί. Φυσι­κά εκεί­να τα οποία ο άνθρω­πος έχει να προ­σφέ­ρει έναν­τι εκεί­νων που πρό­κει­ται να του προ­σφερ­θούν είναι πολύ λίγα. Γι’αυ­τό λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος ότι δεν είναι άξια τα παθή­μα­τα τού­του του και­ρού, αυτής της παρού­σης ζωής, μπρο­στά στην «μέλ­λου­σαν ποκα­λυ­φθναι δόξαν». Μπρο­στά σε εκεί­νη την δόξα που πρό­κει­ται να μας απο­κα­λυ­φθεί. Συνε­πώς είναι σαν να μην προ­σφέ­ρο­με τίπο­τε. Αλλά σαν να μην προ­σφέ­ρο­με τίπο­τε. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πρέ­πει να προ­σφέ­ρο­με. Συγ­κρι­τι­κά σαν να μην προ­σφέ­ρο­με τίπο­τε.

Αλή­θεια, έχε­τε σκε­φθεί αυτόν τον μεγά­λο προ­ο­ρι­σμό μας; Όχι από­λυ­τος προ­ο­ρι­σμός. Όχι, θέλο­με δεν θέλο­με θα γίνει αυτό. Αλλά εκεί­νο που ο Θεός έχει ετοι­μά­σει για μας κι εφό­σον εμείς απο­δε­χθού­με αυτό το κάτι; Το έχε­τε σκε­φθεί; Το ξανα­δια­βά­ζω: «ταν ὁ Χρι­στὸς φανε­ρω­θῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανε­ρω­θή­σε­σθε ἐν δόξῃ». Πράγ­μα­τι. Η ζωή του πιστού είναι κρυμ­μέ­νη μέσα στην ζωή του Χρι­στού. Και δεν φαί­νε­ται η ζωή του πιστού. Και η ζωή του πιστού είναι καταρ­χάς πνευ­μα­τι­κή. Βεβαί­ως η πνευ­μα­τι­κή ζωή φαί­νε­ται, αλλά μόνον ένα μικρό της μέρος. Όπως ένα παγό­βου­νο στο μεγα­λύ­τε­ρό του μέρος είναι βυθι­σμέ­νο μέσα στον ωκε­α­νό. Έτσι, η ζωή του πνευ­μα­τι­κού ανθρώ­που φαί­νε­ται, αλλά όχι ολό­κλη­ρη. Δεν μπο­ρεί να προ­σμε­τρη­θεί η ζωή η πνευ­μα­τι­κή του ανθρώ­που. Αλλά πλάι στην πνευ­μα­τι­κή ζωή είναι και η ζωή εκεί­νη που θα είναι ζωή οντο­λο­γι­κή. Δηλα­δή ολό­κλη­ρος ο άνθρω­πος θα ξανα­ζή­σει! Αυτό το «θα ξανα­ζή­σει ολό­κλη­ρος ο άνθρω­πος, με ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξή του, την οντο­λο­γία του», αυτό είναι ολό­τε­λα κρυμ­μέ­νο μέσα στην ζωή του Χρι­στού. Και δεν φαί­νε­ται. Έτσι ο πιστός τον βλέ­πο­με να πεθαί­νει, όπως και ο άπι­στος, να θάπτε­ται, όπως και ο άπι­στος, και να δια­λύ­ε­ται μέσα στο χώμα της γης, όπως και ο άπι­στος. Έτσι αν δού­με τα οστά του πιστού και του απί­στου, θα δού­με ότι δεν υπάρ­χει καμία δια­φο­ρά ανά­με­σα εις τα πρώ­τα και εις τα δεύ­τε­ρα. Και όμως υπάρ­χει τρο­μα­κτι­κά μεγά­λη δια­φο­ρά. Διό­τι η ζωή του πιστού είναι κρυμ­μέ­νη μέσα στη ζωή του Χρι­στού.

Ο Χρι­στός είναι η ζωή μας. Η ζωή μας όχι η πνευ­μα­τι­κή μόνο. Αλλά και η οντο­λο­γι­κή ζωή μας. Δηλα­δή αυτό που λέμε «ύπαρ­ξη». Όχι απλώς μία αφη­ρη­μέ­νη, ιδε­α­τή κατά­στα­ση. Αλλά αυτό που λέμε ύπαρ­ξη. Αν το θέλε­τε, είναι αυτό που τόσο πει­νά­ει και διψά πάν­το­τε ο άνθρω­πος, ιδιαί­τε­ρα στην επο­χή μας που, επει­δή δεν δέχτη­κε την παρου­σία του Χρι­στού και δεν δέχτη­κε το πρό­σω­πό Του και την Θεαν­θρω­πί­νη Του φύση, κατα­σκευά­ζει με το μυα­λό του φιλο­σο­φι­κά συστή­μα­τα, για να λύσει ακρι­βώς αυτό το πρό­βλη­μά του. Το λεγό­με­νον «υπαρ­ξια­κόν». Γι’αυ­τό τα σύγ­χρο­να φιλο­σο­φι­κά ρεύ­μα­τα είναι υπαρ­ξια­κά, είναι υπαρ­ξι­στι­κά. Για­τί αυτό θέλει ο άνθρω­πος να επι­τύ­χει· να δια­τη­ρή­σει την ύπαρ­ξή του. Άλλο ότι αυτά τελι­κά, τα κατ’ επί­νοιαν ρεύ­μα­τα, τα κατ’ επί­νοιαν συστή­μα­τα, τελι­κά οδη­γούν σε έναν μηδε­νι­σμόν. Άλλη παρά­γρα­φος. Για­τί ο άνθρω­πος είναι σκο­τι­σμέ­νος και δεν γνω­ρί­ζει ακρι­βώς εκεί­νο που θα τον κάνει να δια­τη­ρη­θεί στην ύπαρ­ξη. Όχι όμως σε μια ύπαρ­ξη αιω­νί­ου κολά­σε­ως, αλλά σε μια ύπαρ­ξη ζωής, αλη­θι­νής ζωής, μακα­ριό­τη­τος.

Αυτή λοι­πόν η ζωή, η μακα­ρία ζωή, η οντο­λο­γι­κή, που αφο­ρά, θα το ξανα­πώ άλλη μία φορά, σε ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξη του ανθρώ­που, είναι κρυμ­μέ­νη μέσα στην ζωή του Χρι­στού· στην ζωή του Χρι­στού. Προ­σέξ­τε αυτό. Ο Χρι­στός ζει. Ο Χρι­στός ζει με την ανθρω­πί­νη Του φύση. Όχι απλώς για­τί ο Θεός ζει. Αλλά και η ανθρω­πί­νη φύσις του Χρι­στού ζει. Ο Χρι­στός στον ουρα­νό ανέ­βη­κε με την ανθρω­πί­νη Του φύση. Και η ζωή η δική μου είναι κρυμ­μέ­νη μέσα στην Θεαν­θρω­πί­νη δική Του φύση. Πώς είναι; Όταν κοι­νω­νώ το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού. Τότε, τότε η ζωή η δική μου είναι μέσα εις την ζωή του Χρι­στού. Κι επει­δή ακρι­βώς έγι­να μέλος Του και το σώμα του Χρι­στού αυξά­νει, ο Χρι­στός, Αυτός καθ’ εαυ­τόν, είναι η κεφα­λή ενός μεγά­λου σώμα­τος, του σώμα­τος της Εκκλη­σί­ας. Η Εκκλη­σία είναι το σώμα Του. Όχι το ηθι­κόν σώμα Του, όχι το πνευ­μα­τι­κόν σώμα Του, αλλά το οντο­λο­γι­κόν σώμα Του, το πραγ­μα­τι­κό Του σώμα. Είμαι εγώ, είσαι εσύ, είσαι εσύ, είσαι εσύ. Είμα­στε όλοι μαζί. Όλοι μαζί απο­τε­λού­με το σώμα Του. Για­τί ο καθέ­νας είναι μέλος του σώμα­τος του Χρι­στού.

Όπως λέγει ο Από­στο­λος, είμε­θα «μέλη κ μέρους». Συνε­πώς η ζωή μας είναι κρυμ­μέ­νη μέσα στον Χρι­στό. Πραγ­μα­τι­κά. Όταν ο Χρι­στός θα ξανάρ­θει και θα φανε­ρω­θεί, κατά την Δευ­τέ­ρα Του παρου­σία, θα φανε­ρω­θεί ως υιός ανθρώπου,ε; «ταν λθ υἱὸς το νθρώ­που ν τ δόξ ατο», λέγει εις το κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, θα έρθει με την ανθρω­πί­νη Του φύση, τότε θα ανα­στη­θώ κι εγώ, θα ανα­στη­θεί­τε κι εσείς. Και τότε η ύπαρ­ξίς μας, που δέχτη­κε το σώμα Του και το αίμα Του και είμε­θα μέλη Του αδιά­σπα­στα, τόσο αδιά­σπα­στα, όπως λέει ο Καβά­σι­λας, ότι τα πάν­τα μπο­ρεί να τα χάσου­με - κι ο άγιος Κοσμάς ο Αιτω­λός το λέγει αυτό, λέγει: «μπο­ρεί να σας πάρουν τα ρού­χα, τα σπί­τια, την περιου­σία, να σας βγά­λουν και το πετσί, να σας συν­τρί­ψουν τα κόκα­λα, τον Χρι­στό δεν μπο­ρούν να σας Τον βγά­λουν». Η ένω­ση με τον Χρι­στό είναι ακα­τα­νόη­τα ισχυ­ρά. Τότε, όταν εγώ θα ανα­στη­θώ και θα στα­θώ μπρο­στά Του, θα μου πει: «Ευλο­γη­μέ­νο παι­δί… δεύ­τε οι ευλο­γη­μέ­νοι του Πατρός μου, έλα στην Βασι­λεία μου». Και θα ζήσω στην μακα­ριό­τη­τά Του. Να πού είναι η ζωή μου κρυμ­μέ­νη και πώς θα φανε­ρω­θεί.

Μπρο­στά σε αυτόν τον θαυ­μά­σιον προ­ο­ρι­σμόν που έχει ο άνθρω­πος, έρχε­ται τώρα ο Από­στο­λος Παύ­λος να μας πει: «Εσείς, τι πρέ­πει να κάνε­τε; Πώς πρέ­πει να αντα­πο­κρι­θεί­τε μπρο­στά σε εκεί­νο που ο Χρι­στός εργά­στη­κε για σας;». «Νεκρώ­σα­τε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορ­νεί­αν, ἀκα­θαρ­σί­αν, πάθος, ἐπι­θυ­μί­αν κακήν, καὶ τὴν πλε­ο­νε­ξί­αν, ἥτις ἐστὶν εἰδω­λο­λα­τρία». «Αυτά», λέγει, «όλα αφή­σα­τέ τα. Νεκρώ­σα­τέ τα. Όχι αφή­σα­τέ τα· νεκρώ­σα­τέ τα». Στη συνέ­χεια: «Νυνὶ δὲ ἀπό­θε­σθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάν­τα, ὀργήν, θυμόν, κακί­αν, βλα­σφη­μί­αν, αἰσχρο­λο­γί­αν ἐκ τοῦ στό­μα­τος ὑμῶν(:Απο­θέ­σα­τε –λέει- όλα αυτά. Την οργή, τον θυμό, την κακία, την βλα­σφη­μία, την αισχρο­λο­γία από το στό­μα σας)· μὴ ψεύ­δε­σθε εἰς ἀλλή­λους(:μη λέτε ψέμα­τα ο ένας με τον άλλον), ἀπεκ­δυ­σά­με­νοι τὸν παλαιὸν ἄνθρω­πον σὺν ταῖς πρά­ξε­σιν αὐτοῦ(:γδυ­θεί­τε τον παλαιόν άνθρω­πο μαζί με τις πρά­ξεις του) καὶ ἐνδυ­σά­με­νοι τὸν νέον τὸν ἀνα­και­νού­με­νον εἰς ἐπί­γνω­σιν κατ’ εἰκό­να τοῦ κτί­σαν­τος αὐτόν(:και ντυ­θεί­τε τον και­νού­ριο άνθρω­πο, αυτόν που θα σας οδη­γή­σει στη βαθιά γνώ­ση του Ιησού Χρι­στού, που είμα­στε φτιαγ­μέ­νοι κατά την εικό­να τη δική Του)».

Τρία ρήμα­τα: «Νεκρώ­σα­τε», «πόθε­σθε», «πεκ­δύ­σα­σθε». Το «νεκρώ­σα­τε» ανα­φέ­ρε­ται στα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα. Ο άνθρω­πος, ο ζωι­κός άνθρω­πος, ο άνθρω­πος ο οποί­ος βρί­σκε­ται κάτω μόνον από τους βιο­λο­γι­κούς νόμους και όχι από τον νόμο του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, ο άνθρω­πος αυτός, μόνο που θα ακού­σει «νέκρω­ση» των δυνά­με­ών του αυτών, και δη των σαρ­κι­κών του δυνά­με­ων, συγ­κε­κρι­μέ­να το «Νεκρώ­σα­τε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορ­νεί­αν, ἀκα­θαρ­σί­αν, πάθος» και μόνον για­τί θα ακού­σει την νέκρω­σιν των εδρών της ηδο­νής όπου εδρά­ζει η ηδο­νή, μόνο για­τί θα το ακού­σει, ταράσ­σε­ται και απορ­ρί­πτει το Ευαγ­γέ­λιο. Είναι ο άνθρω­πος της σάρ­κας. Ο άνθρω­πος αυτός δεν έχει… δεν στοι­χεί τ Πνεύ­μα­τι τ γί. Δεν έχει γνώ­ση, γεύ­ση του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ο άνθρω­πος αυτός είναι βιο­λο­γι­κός άνθρω­πος, ζωι­κός άνθρω­πος. Όπως λέει ο Από­στο­λος, «ψυχι­κός». «Ψυχι­κός» θα πει ζωι­κός άνθρω­πος.

Το πρώ­το λοι­πόν είναι το «Νεκρώ­σα­τε». Το άλλο είναι το «πόθε­σθε». Απο­θέ­τω. Κάτι που με βαραί­νει και το βγά­ζω και το αφή­νω κάπου αλλού. «ποθέ­σα­σθε». Τι «ποθέ­σα­σθε»; Τα ψυχι­κά τώρα αμαρ­τή­μα­τα: θυμόν, οργήν, κακί­αν κ.τ.λ. Και το τρί­το. «πεκ­δύ­σα­σθε». «Γδυ­θεί­τε, βγά­λε­τε, ολό­κλη­ρον τον παλιόν άνθρω­πο και ντυ­θεί­τε τον και­νού­ριον».

Επει­δή, αγα­πη­τοί μου, είναι πολ­λά και σπου­δαία όλα αυτά και ο χρό­νος πρέ­πει να είναι πολύς για όλα αυτά, επι­τρέ­ψα­τέ μου να πού­με λίγα λόγια πάνω στο «πόθε­σθε», ανα­φε­ρό­με­νοι στα ψυχι­κά αμαρ­τή­μα­τα· τα οποία, όπως μας λέγει εδώ ο Από­στο­λος, είναι η οργή, ο θυμός, η κακία, η βλα­σφη­μία και η αισχρο­λο­γία. Με πάρα πολύ σύν­το­μη ματιά, θα τα δού­με αυτά, για­τί είναι ανάγ­κη να τα δού­με.

Και πρώ­τα είναι ο θυμός. Ο θυμός είναι καρ­πός του εγωι­σμού. Για­τί θυμώ­νει ο άνθρω­πος; Ο άνθρω­πος θυμώ­νει για­τί δεν γίνε­ται αυτό που θέλει. Βέβαια πρό­κει­ται περί μιας παρε­κτρο­πής. Ποιας παρε­κτρο­πής; Ότι ο θυμός είναι ιδιό­τη­τα της ψυχής φτιαγ­μέ­νη από τον Θεό. Με σκο­πό ο άνθρω­πος να θυμώ­σει, θα πει: «να τανύ­σει το νεύ­ρο της ψυχής», να γίνει νευ­ρώ­δης η ψυχή του, νευ­ρώ­δης, όταν θα στα­θεί μπρο­στά του το κακό, να πει το «όχι». Δηλα­δή όταν ήρθε ο διά­βο­λος μέσα στον Παρά­δει­σον και αρχί­ζει την απά­τη του με μαε­στρία, αντι­λαμ­βα­νό­με­νοι οι πρω­τό­πλα­στοι την απά­τη, θα έπρε­πε να ορθώ­σουν το ανά­στη­μά τους, να θυμώ­σουν, κατά τον Μέγα Βασί­λειον, να θυμώ­σουν, δηλα­δή να τανύ­σει το νεύ­ρο της ψυχής και να του πουν, ό,τι είπε ο Χρι­στός, ο νέος Αδάμ, εις τον διά­βο­λον, που πήγε να τον πει­ρά­ξει στην έρη­μον. «παγε πίσω μου, σαταν». Τι θα πιστεύ­α­τε, ο πρά­ος Κύριος, που είπε «Μάθε­τε π᾿ μο, τι πρός εμι κα ταπεινς τ καρ­δί» στη φρά­ση αυτή όπως είναι δια­τυ­πω­μέ­νη στην Αγία Γρα­φή, το «παγε πίσω μου, σαταν» το είπε ήρε­μα-ήρε­μα; Η δια­τύ­πω­σις της φρά­σε­ως δεί­χνει το νεύ­ρο. Δεν θα είπε ασφα­λώς «παγε πίσω μου, σαταν» (ο γέρον­τας μιλά­ει αργά-αργά). Όχι τέτοιο πράγ­μα. Με νευ­ρώ­δη τρό­πο το είπε ο Κύριος. «παγε πίσω μου, σατανᾶ!». Το ξανά­πε ο Κύριος αυτό, στον από­στο­λο Πέτρο- καλύ­τε­ρα, στον διά­βο­λο πάλι, που εμφα­νί­ζε­ται στο πρό­σω­πο του Απο­στό­λου Πέτρου. Και του λέγει: «Κύριε, μην πας στα Ιερο­σό­λυ­μα να σταυ­ρω­θείς». «Σατα­νά», του λέει ο Κύριος, «ο φρο­νες τ το Θεο, λλ τ τν νθρώ­πων.παγε πίσω μου, σαταν». Άλλη μία φορά το είπε ο Κύριος. Το είπε με νεύ­ρο εκεί. Λοι­πόν; Ο θυμός; Έπα­θε δια­στρο­φή. Αντί να θυμώ­σου­με εναν­τί­ον της αμαρ­τί­ας, θυμώ­νο­με εναν­τί­ον των αδελ­φών, εναν­τί­ον των αντι­κει­μέ­νων της δημιουρ­γί­ας, εναν­τί­ον του Θεού. Αυτό είναι μία παρε­κτρο­πή του θυμού. Δεν τον χρη­σι­μο­ποιού­με εκεί που πρέ­πει να τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με και τον χρη­σι­μο­ποιού­με εκεί που δεν πρέ­πει να τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με. Συγ­κε­κρι­μέ­να, έρχε­ται να υπη­ρε­τή­σει τον εγωι­σμό μας και όχι την σωτη­ρία μας.

Η οργή. «Απο­θέ­σα­τε», λέει, «τον θυμόν, την οργήν…». Τι είναι η οργή; Η οργή είναι ο παρα­τε­τα­μέ­νος θυμός. Ο θυμός που δεν έχει ξεθυ­μά­νει· που παρα­μέ­νει. Ο άνθρω­πος ο οποί­ος μπο­ρεί να έχει μέσα του θυμό, όχι με την έννοια της εξά­ψε­ως αλλά με την έννοια της μνή­μης. Να κάνει τις δου­λειές του ήρε­μα, να κοι­μά­ται ήρε­μα, αλλά να μην ξεχνά­ει ένα ζήτη­μα. Και όταν το ζήτη­μα αυτό ανα­ζω­πυ­ρού­ται, επα­νέρ­χε­ται, τότε να γίνε­ται θηρίο. Ώστε να λέει κανείς: «Ο άνθρω­πος αυτός ξεθύ­μα­νε;». Αυτό λέγε­ται οργή. Δηλα­δή ο χρο­νι­σμέ­νος θυμός είναι η οργή. Η οργή, κατα­λα­βαί­νε­τε, είναι ένα πάθος της ψυχής δεμέ­νο με την μνη­σι­κα­κία, δεμέ­νο με πολ­λά πράγ­μα­τα και που είναι φοβε­ρόν, όταν έχει κανείς μπρο­στά του έναν άνθρω­πο, ο οποί­ος έχει οργήν.

Κατό­πιν η κακία. Βέβαια όλα αυτά κακί­ες είναι. Με μία ονο­μα­σία, θα λέγα­με, «η αρε­τή και η κακία». Παρά ταύ­τα έχει και μία ειδι­κή σημα­σία, όταν λέγει εδώ ο Από­στο­λος «κακία». Και εννο­εί τα πάθη του νου και της καρ­διάς. Ακού­σα­τέ τα πολύ πολύ γρή­γο­ρα, εκεί­να που στο τέλος λέμε τον άλλον ότι είναι «κακός άνθρω­πος». Το λέμε αυτό. Τον πόρ­νο τον λέμε κακόν άνθρω­πο; Τον μπε­κρή τον λέμε κακόν άνθρω­πο; Τον φιλάρ­γυ­ρο τον λέμε κακόν άνθρω­πο; Δεν τους λέμε κακούς ανθρώ­πους αυτούς. Λέμε «αμαρ­τω­λός άνθρω­πος, έχει τα πάθη του». Αλλά πότε λέμε έναν άνθρω­πο ότι είναι κακός; Λέμε «είναι κακός». Ή λέμε πολ­λές φορές, «θυμώ­νει, αρπά­ζε­ται, φωνά­ζει, αλλά δεν είναι κακός». Άρα λοι­πόν η έννοια του κακού, της κακί­ας έχει μία δια­φο­ρο­ποί­η­ση εδώ. Δεν είναι γενι­κά ό,τι είναι αμαρ­τία.

Τι είναι λοι­πόν αυτή η κακία, όπως εδώ μας την λέγει στην επι­στο­λή του ο Από­στο­λος Παύ­λος; Είναι πρώ­τα πρώ­τα η στρε­βλό­της της ψυχής. Αυτός που είναι θυμώ­δης άνθρω­πος, μπο­ρεί να είναι ευθύς. Ο στρε­βλός άνθρω­πος μπο­ρεί να μην είναι θυμώ­δης. Αλλά είναι αυτός που έχει στρα­βή ψυχή, τεθλα­σμέ­νη ψυχή, στρα­βω­μέ­νη ψυχή. Ο άνθρω­πος που αντι­δρά, ο άνθρω­πος ο οποί­ος κινεί­ται ανά­πο­δα απ’ ό,τι πρέ­πει, ανά πάσα στιγ­μή ανά­πο­δα, εσύ λες άσπρο, εγώ μαύ­ρο, εσύ λες μαύ­ρο, εγώ άσπρο, στρα­βή ψυχή. Παρά­ξε­νο πράγ­μα, παρά­ξε­νο πράγ­μα! Είναι κάτι φοβε­ρό! Μάλι­στα η επο­χή μας έχει αυτό το θέμα εις υπερ­θε­τι­κόν βαθ­μόν. Βλέ­πε­τε τους ανθρώ­πους πώς αντι­δρούν. Και αντι­δρούν με πάθος. Έτσι που να πού­με: «Είναι κακός άνθρω­πος αυτός».

Μετά είναι η υπο­ψία, η καχυ­πο­ψία. Όταν πάν­το­τε λέμε: «Αυτός τι σκέ­πτε­ται για μένα;». Και είμαι ο περί­ερ­γος, να πάω να μάθω, τι λέει, τι σκέ­πτε­ται. Και βάζω με το μυα­λό μου πράγ­μα­τα, που ο άλλος ούτε καν τα εσκέ­φτη­κε για μένα. Και αυτό είναι στην κατη­γο­ρία της κακό­τη­τος.

Ακό­μα είναι η ανυ­πο­μο­νη­σία. Σας φαί­νε­ται παρά­ξε­νο; Δεν είναι η ανυ­πο­μο­νη­σία που καμία φορά βια­ζό­μα­στε για κάτι. Είναι ο άνθρω­πος ο οποί­ος, όταν τον πει­ρά­ξουν, δεν μακρο­θυ­μεί. Και πάει αμέ­σως να εκδι­κη­θεί. Έχω προ­σέ­ξει και έχω τρο­μά­ξει: υπάρ­χουν άνθρω­ποι ή θα γρά­ψουν γι’ αυτούς στην εφη­με­ρί­δα κάτι ή θα τους πουν κάτι προ­σω­πι­κά ή θα μάθουν κάτι, θα πάρουν το τηλέ­φω­νο αμέ­σως να βρί­σουν! Θα πάρουν το μολύ­βι αμέ­σως να γρά­ψουν επι­στο­λή, να απαν­τή­σουν! Και θα μιλή­σουν με βρα­σμό ψυχής! Άνθρω­ποι, περι­μέ­νε­τε λιγά­κι, δεί­ξα­τε μία μακρο­θυ­μία λιγά­κι, μια… έτσι, άνε­ση ψυχής έναν­τι των άλλων. Όχι! Δεν χαρί­ζουν στον άλλον τίπο­τα. Και θέλουν ό,τι θα κάνουν, τώρα, τώρα, τώρα, τώρα! Αυτό λέγε­ται ανυ­πο­μο­νη­σία. Αλλά είναι κακό­τη­τα της ψυχής.

Και η κακο­βου­λία. Ο άνθρω­πος που κακώς σκέ­πτε­ται, κακώς επι­θυ­μεί, κακώς ενερ­γεί. Δηλα­δή μέσα του ελα­τή­ριο και κίνη­τρο έχει το κακό. Για­τί; Έτσι. Κοι­τάξ­τε τι είπα: Έτσι. Δηλα­δή όπως πολ­λές φορές λέμε: «Αγα­πώ να είμαι καλός άνθρω­πος, για­τί αγα­πώ να είμαι καλός άνθρω­πος». Και ο κακός: «Θέλω να είμαι κακός». Σκο­πός σου, ποιος; «Έτσι».
«Δηλα­δή;».
«Έτσι, θέλω να είμαι κακός!». Δηλα­δή είσαι διά­βο­λος. Μόνο ο διά­βο­λος το λέει αυτό. «Έτσι. Θέλω εγώ έτσι». Φοβε­ρό πράγ­μα. Αγα­πη­τοί μου, βάθος δυσθε­ώ­ρη­τον το της ανθρω­πί­νης ψυχής το βάθος, όταν έχει κακία. Είναι φοβε­ρό πράγ­μα. Γι΄αυτό λέγει ο Από­στο­λος «πόθε­σθε». «Απο­θέ­σα­τέ τα όλα αυτά τα πάθη της ψυχής· την οργήν, τον θυμόν, την κακί­αν, την βλα­σφη­μί­αν, την αισχρο­λο­γία από το στό­μα σας».

Α, είναι και η βλα­σφη­μία! Χμ. Ποια είναι η βλα­σφη­μία; Η βλα­σφη­μία, αγα­πη­τοί μου, δεν είναι μόνον εκεί­νο που οι άνθρω­ποι βλα­σφη­μούν. Η ρίζα «βλασ-» είναι από το ρήμα βλά­πτω. Βλα­σφη­μία είναι το «βλά­πτω την φήμη του άλλου». Και βλά­πτω την φήμη του άλλου…πολλά πράγ­μα­τα σημαί­νει: συκο­φαν­τώ, κατη­γο­ρώ, δια­στρέ­φωΚι έτσι τον άλλον τον σκο­τώ­νω με κάθε τρό­πο. Βλα­σφη­μώ ακό­μη τον Θεόν. Πώς; Τίνι τρό­πω; Οι κοι­νές βλα­σφη­μί­ες; Ναι, αναμ­φι­σβή­τη­τα είναι και οι κοι­νές βλα­σφη­μί­ες. Είναι ανα­τρι­χια­στι­κό να ακούς έναν άνθρω­πο να βλα­σφη­μά τα θεία. Σημαί­νει δεν ξέρει ποιος είναι ο Θεός. Πωπω! Φρί­κη! Φρί­κη! Να βλα­σφη­μάς Ποί­ον; Συ ποιος είσαι; Και βλα­σφη­μάς Ποί­ον, αδελ­φέ μου; Ποί­ον; Συνέ­λα­βες Ποιος είναι ο Θεός και ποιος είσαι εσύ; Αλλά καθε­τί που απο­δί­δε­ται στην κακή φήμη του Θεού… όταν πω «ο Θεός δεν είναι δίκαιος», όταν πω ότι «ο Θεός μερο­λη­πτεί», όταν πω ότι «ο Θεός είναι αδύ­να­μος», ότι «ο Θεός δεν είναι αγα­θός», είναι βλα­σφη­μία. Για­τί; Του αφαι­ρώ εκεί­να που είναι. Και Του απο­δί­δω εκεί­να που δεν είναι. Συνε­πώς βλά­πτω, προ­σβάλ­λω την φήμη Του, το όνο­μά Του. Είναι βλα­σφη­μία.

Και η αισχρο­λο­γία από το στό­μα σας. Για­τί λέγει «ἐκ τοῦ στό­μα­τος ὑμῶν»; Αισχρο­λο­γού­με μήπως και με τα φρύ­δια μας; Αγα­πη­τοί μου, εδώ υπάρ­χει ένας υπαι­νιγ­μός. Καταρ­χάς είναι βεβαί­ως η αισχρο­λο­γία όλα εκεί­να τα σόκιν που θα πού­με, είναι όλες εκεί­νες οι αθυ­ρο­στο­μί­ες που μπο­ρού­με να πού­με, εκεί­να τα χον­τρά πράγ­μα­τα, τα χον­τρά, τα βρώ­μι­κα. Εκεί­να που πολ­λές φορές κοι­τά­ζο­με μήπως μας άκου­σε η μάνα μας, η γυναί­κα μας, το παι­δί μας, για να τα πού­με στην παρέα μας. Δηλα­δή που φοβό­μα­στε να μην μας ακού­σει κάποιος που δεν θα θέλα­με. Όλη αυτή η αισχρο­λο­γία βγαί­νει σαν οχε­τός από το στό­μα. Για­τί λέγει «από το στό­μα σας»; Για­τί αυτό το στό­μα είναι εκεί­νο που δέχε­ται το σώμα και το αίμα του Χρι­στού.

Το λέγει πιο σαφέ­στε­ρα ο άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος. «Από το στό­μα», λέει, «αυτό που υμνείς και ευλο­γείς τον Θεόν, βγά­ζεις και βόρ­βο­ρον; Είδες που­θε­νά καμία πηγή να ρέει και γλυ­κό και αλμυ­ρό νερό; Αλλά τι; Ενώ δεν υπάρ­χει στη φύση αυτό, εσύ μετέ­βα­λες το στό­μα σου που ρέει από κει και το αγα­θόν και το κακόν». Αν θέλε­τε, δέχε­σαι το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού και βγά­ζεις από μέσα ό,τι βρώ­μι­κο, ό,τι βορ­βο­ρώ­δες. «Όχι», λέει ο από­στο­λος Παύ­λος σε μία άλλη του επι­στο­λή, «πς λόγος σαπρς (: κάθε σάπιος λόγος) κ το στό­μα­τος μν μ κπο­ρευέ­σθω - σάπια είναι τα λόγια τα βρώ­μι­κα- (: κάθε σάπιος λόγος απ’ το στό­μα σας να μην βγαί­νει) λλ᾿ ε τις γαθς (:μόνο καλά λόγια να βγαί­νουν) πρς οκοδομν τς χρεί­ας(:για να οικο­δο­μή­σει, να ωφε­λή­σει την στιγ­μή εκεί­νη, την ανάγ­κη της παρού­σης εκεί­νης στιγ­μής) να δ χάριν τος κού­ου­σι(:για να δώσει χάρη, να δώσει ωφέ­λεια, να δώσει ομορ­φιά, ευχα­ρί­στη­ση σε εκεί­νους που ακούν)». Διό­τι εκεί­νος που θέλει να ακού­ει βρώ­μι­κα πράγ­μα­τα, δεν έχει μόνο διε­στραμ­μέ­νο στό­μα· και διε­στραμ­μέ­να αυτιά. Κάπο­τε οι ίδιοι οι άνθρω­ποι που λένε βρώ­μι­κα πράγ­μα­τα, έχουν διε­στραμ­μέ­να αυτιά και θέλουν να ακούν τα ίδια τους τα λόγια. Έτσι, χον­τρά χον­τρά. Χον­τροί άνθρω­ποι που ‑σκέ­πτε­ται κανείς- λεί­πει κάθε καλ­λιέρ­γεια. Είναι φοβε­ρό πράγ­μα. Αγα­πη­τοί μου, είτε μόνοι μας είμα­στε, είτε με πολύ οικεί­ους μας, είτε με ευρύ κοι­νό, να έχο­με καθα­ρό στό­μα. Και έτσι το στό­μα μας, όταν είναι καθα­ρό θα βγά­ζει και πάν­το­τε αγα­θά πράγ­μα­τα. Απ΄ την καρ­διά μας, όταν κι αυτή είναι καθα­ρή, θα βγαί­νουν από το στό­μα πάν­το­τε καθα­ρά πράγ­μα­τα.

Αλλά ας κλεί­σου­με, αγα­πη­τοί. Λέει ο Κύριος, λέγει εδώ ο από­στο­λος Παύ­λος, «ἀπεκ­δυ­σά­με­νοι τὸν παλαιὸν ἄνθρω­πον σὺν ταῖς πρά­ξε­σιν αὐτοῦ». «Ελά­τε, λοι­πόν», λέγει, «ελά­τε να γδυ­θού­με τον παλιόν άνθρω­πον μαζί με τις πρά­ξεις του. Μην κοι­τά­ζο­με να διορ­θώ­σου­με αυτό ή εκεί­νο, σε ένα ρού­χο που είναι βρώ­μι­κο, έχει τρύ­πες. Δεν καθό­μα­στε εκεί να το πλύ­νο­με σε μιαν ακρί­τσα. Το βγά­ζο­με ολό­κλη­ρο. Έτσι, βγάλ­τε τα όλα αυτά, βγάλ­τε τα όλα. Γίνε­τε και­νού­ριοι άνθρω­ποι. Όχι μπα­λω­μέ­νοι, αλλά και­νού­ριοι άνθρω­ποι». Και «ε τις ν Χριστ καιν κτί­σις», λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος. «Όποιος είναι μες στον Χρι­στό είναι και­νού­ρια δημιουρ­γία». Έτσι, αν κάπο­τε συνει­δη­το­ποι­ή­σο­με ότι η ζωή μας είναι κρυμ­μέ­νη μες στον Χρι­στό και ότι θα φανε­ρω­θεί όταν κι Εκεί­νος θα φανε­ρω­θεί, τότε αναμ­φι­σβή­τη­τα, αγα­πη­τοί μου, θα καθα­ρί­ζο­με τον εαυ­τόν μας, θα νεκρώ­νο­με τα σαρ­κι­κά μας πάθη, θα απο­θέ­το­με τα ψυχι­κά μας αμαρ­τή­μα­τα και θα γδυ­νό­μα­στε διαρ­κώς τον παλιόν άνθρω­πο, για να ντυ­νό­με­θα τον και­νού­ριο, τον ανα­και­νι­σμέ­νο, τον ν Χριστ ησο.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_213.mp3

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ

«νθρω­πός τις ποί­η­σε δεπνον μέγα· κα πέστει­λε τν δολον ατο τ ρ το δεί­πνου επεν τος κεκλη­μέ­νοις· ρχε­σθε, τι δη τοι­μά στι πάν­τα (:Κάποιος άνθρω­πος έκα­νε μεγά­λο βρα­δι­νό συμ­πό­σιο και κάλε­σε πολ­λούς. Και την ώρα του δεί­πνου έστει­λε το δού­λο του για να πει στους καλε­σμέ­νους: “Ελά­τε και μην ανα­βάλ­λε­τε, διό­τι είναι πλέ­ον όλα έτοι­μα”)»[Λουκ.14,16–17].

Ας εξε­τά­σου­με με λεπτο­μέ­ρεια πριν από τα άλλα, ποια ακρι­βώς ήταν η αιτία, ώστε να μην καλεί σε γεύ­μα μάλ­λον, αλλά σε δεί­πνο πολ­λούς και μάλ­λον πριν από αυτό, ποιος άνθρω­πος μπο­ρεί να εννο­η­θεί από εμάς ο οποί­ος έστει­λε τον υπη­ρέ­τη του να καλέ­σει για το δεί­πνο και ποιος είναι εκεί­νος που κάλε­σε στο δεί­πνο, και ποιοι είναι γενι­κά εκεί­νοι που κλή­θη­καν βέβαια, αλλά περι­φρό­νη­σαν την πρό­σκλη­ση.

Λοι­πόν ως οικο­δε­σπό­της «άνθρω­πος» μπο­ρεί να εννο­η­θεί ο Θεός και Πατέ­ρας, για­τί οι εικό­νες στην παρα­βο­λή πλά­θον­ται βέβαια να ομοιά­ζουν προς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά οπωσ­δή­πο­τε δεν είναι αυτές η ίδια η αλή­θεια. Ο ίδιος λοι­πόν ο Δημιουρ­γός και Πατέ­ρας της δόξας παρέ­θε­σε δεί­πνο μεγά­λο, δηλα­δή ετοί­μα­σε οικου­με­νι­κή πανή­γυ­ρη, φυσι­κά προς τιμήν του Χρι­στού, κατά τους εσχά­τους και­ρούς του αιώ­να, όταν ήρθε σε εμάς ο Υιός, τότε και που υπέ­στη τον θάνα­το για εμάς, και μας έδω­σε να φάμε την σάρ­κα Του, επει­δή είναι άρτος από τον ουρα­νό και δίνει ζωή στον κόσμο. Κατά το βρά­δυ όμως και κάτω από το φως των λύχνων σφα­ζό­ταν επί­σης αμνός, σύμ­φω­να με τον νόμο του Μωυ­σή. «Δεί­πνο» λοι­πόν εύλο­γα ονο­μά­σθη­κε η κλή­ση στον Χρι­στό.

Έπει­τα ποιος είναι ο απε­σταλ­μέ­νος, ο οποί­ος λέγει ότι είναι και δού­λος; Ο ίδιος ασφα­λώς ο Χρι­στός· για­τί, ενώ ήταν Θεός από τη φύση Του και αλη­θι­νός Υιός του Θεού και Πατέ­ρα, ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό Του, παίρ­νον­τας μορ­φή δού­λου. Είναι λοι­πόν Κύριος βέβαια των όλων, ως Θεός που γεν­νή­θη­κε από Θεό, την ονο­μα­σία όμως του «δού­λου» θα μπο­ρού­σε κανείς να την εφαρ­μό­σει εύλο­γα στα μέτρα της ανθρώ­πι­νης φύσης Του.

Πότε όμως στάλ­θη­κε; «Κατά την ώρα του δεί­πνου», λέγει· για­τί δεν ήρθε στις αρχές τού­του του αιώ­να ο μονο­γε­νής Λόγος του Πατέ­ρα και έλα­βε τη μορ­φή τη δική μας, αλλά σε και­ρούς που θέλη­σε ο Εξου­σια­στής, δηλα­δή τους εσχά­τους, όπως είπα­με παρα­πά­νω. Και ποιος ήταν ο λόγος εκεί­νου που τους κάλε­σε; «ρχε­σθε, τι δη τοι­μά στι πάν­τα(:Ελά­τε και μην ανα­βάλ­λε­τε, διό­τι είναι πλέ­ον όλα έτοι­μα)». Για­τί ο Θεός και Πατέ­ρας ετοί­μα­σε για τους ανθρώ­πους στη γη με τον Χρι­στό τα αγα­θά που έχουν δωρι­στεί στον κόσμο, την άφε­ση των αμαρ­τιών, την κοι­νω­νία του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, τη λαμ­πρό­τη­τα της υιο­θε­σί­ας, τη βασι­λεία των ουρα­νών. Σε αυτά κάλε­σε ο Χρι­στός με τις ευαγ­γε­λι­κές εντο­λές, και πριν από τους άλλους, τον Ισρα­ήλ.

«Κα ρξαν­το π μις παραι­τεσθαι πάν­τες. πρτος επεν ατ· γρν γόρα­σα, κα χω νάγ­κην ξελ­θεν κα δεν ατόν· ρωτ σε, χε με παρτημέ­νον. κα τερος επε· ζεύ­γη βον γόρα­σα πέν­τε, κα πορεύ­ο­μαι δοκι­μά­σαι ατά· ρωτ σε, χε με παρτημέ­νον. κα τερος επε· γυνακα γημα, κα δι τοτο ο δύνα­μαι λθεν»(:Και άρχι­σαν όλοι οι καλε­σμέ­νοι, ο ένας μετά τον άλλον, μεμιάς , σαν να ήταν συνεν­νο­η­μέ­νοι, να δικαιο­λο­γούν την απου­σία τους από το δεί­πνο. Ο πρώ­τος του είπε: ‘’Έχω αγο­ρά­σει κάποιο χωρά­φι και πρέ­πει να βγω έξω και να το δω. Σε παρα­κα­λώ, θεώ­ρη­σέ με δικαιο­λο­γη­μέ­νο και απαλ­λαγ­μέ­νο από την υπο­χρέ­ω­ση να έλθω’’. Άλλος πάλι του είπε: ‘’Έχω αγο­ρά­σει πέν­τε ζευ­γά­ρια βόδια και πηγαί­νω να τα δοκι­μά­σω. Σε παρα­κα­λώ, συγ­χώ­ρη­σε τη δικαιο­λο­γη­μέ­νη απου­σία μου’’. Κι ένας άλλος του είπε: ‘’Είμαι νιό­παν­τρος και γι’ αυτό δεν μπο­ρώ να έλθω’’. Δηλα­δή οι προ­σκε­κλη­μέ­νοι όλοι απορ­ρο­φή­θη­καν από τις βιο­τι­κές και τις σαρ­κι­κές τους μέρι­μνες και αδια­φό­ρη­σαν για την πρό­σκλη­ση του Θεού, ο οποί­ος τους καλού­σε να γίνουν μέτο­χοι και κλη­ρο­νό­μοι της βασι­λεί­ας Του)»[Λουκ.14,18–20].

Μήπως λοι­πόν σκέ­φθη­καν κάτι χρή­σι­μο για τον εαυ­τό τους; Μήπως θαύ­μα­σαν την αγα­θό­τη­τα Εκεί­νου που τους κάλε­σε, τη φρον­τί­δα Του με την πρό­σκλη­ση του δού­λου Του; Όχι, βέβαια, αλλά περι­φρό­νη­σαν και Αυτόν που τους καλού­σε, και Εκεί­νον που έστει­λε να τους καλέ­σει, και άρχι­σαν ένας ένας να παραι­τούν­ται όλοι, δηλα­δή με ένα σχε­δόν σύν­θη­μα.

Βλέ­πεις ότι έχον­τας συγ­κα­τα­νεύ­σει απε­ρί­σκε­πτα προς τα πλέ­ον γήι­να, δεν βλέ­πουν τα νοη­τά και δεν κάνουν κανέ­να λόγο για τα προσ­δο­κώ­με­να από τον Θεό. Έπει­τα, ποιοι πρέ­πει να θεω­ρη­θούν αυτοί που παραι­τή­θη­καν εξαι­τί­ας των χωρα­φιών και της γεωρ­γι­κής εργα­σί­ας και της σαρ­κι­κής τεκνο­γο­νί­ας, παρά οι προϊ­στά­με­νοι της ιου­δαϊ­κής Συνα­γω­γής; Άνθρω­ποι με γεμά­τα βαλάν­τια, που είναι κυριευ­μέ­νοι από τη φιλο­κέρ­δεια και συγ­κεν­τρώ­νουν όλη τη φρον­τί­δα τους σε αυτό· για­τί από όλη τη θεό­πνευ­στη Γρα­φή, όπως φαί­νε­ται, μπο­ρού­με να δού­με γι’ αυτά ακρι­βώς να κατη­γο­ρούν­ται.

Και όταν ακού­σεις ότι έστει­λε αυτός που παρέ­θε­τε το δεί­πνο τον δού­λο του, να σκέ­φτε­σαι την ένσαρ­κη οικο­νο­μία και τη δου­λεία και την απο­στο­λή. Και τι λοι­πόν στάλ­θη­κε να πει στους Ιου­δαί­ους που προ­σκλή­θη­καν με τον νόμο; «Ελά­τε, ήδη όλα είναι έτοι­μα». Εκεί­νοι όμως προ­βάλ­λον­τας ο καθέ­νας από κάποια δικαιο­λο­γία, αρνή­θη­καν την πρό­σκλη­ση αυτή.

«Κα παρα­γε­νό­με­νος δολος κενος πήγ­γει­λε τ κυρί ατο τατα. Τότε ργι­σθες οκοδε­σπό­της επε τ δούλ ατο· ξελ­θε ταχέ­ως ες τς πλα­τεί­ας κα ύμας τς πόλε­ως, κα τος πτω­χος κα ναπή­ρους κα χωλος κα τυφλος εσάγα­γε δε(:Όταν λοι­πόν γύρι­σε ο δού­λος εκεί­νος, διη­γή­θη­κε στον κύριό του τα όσα του είπαν οι καλε­σμέ­νοι. Τότε οργί­στη­κε ο οικο­δε­σπό­της εναν­τί­ον των ανά­ξιων προ­σκα­λε­σμέ­νων και είπε στον δού­λο του: ‘’Βγες γρή­γο­ρα στις πλα­τεί­ες και τους δρό­μους της πόλε­ως και φέρε εδώ μέσα τους πτω­χούς και τους ανα­πή­ρους και τους χωλούς και τους τυφλούς που θα βρεις εκεί. Κάλε­σε δηλα­δή όσους είναι περι­φρο­νη­μέ­νοι μετα­ξύ των Ισραη­λι­τών, αφού οι επί­ση­μοι άρχον­τες του Ισρα­ήλ αρνούν­ται να δεχτούν τη σωτη­ρία που τους προ­σφέ­ρει ο Μεσ­σί­ας’’)»[Λουκ. 14,21].

Επει­δή όμως λοι­πόν οι άρχον­τες των Ιου­δαί­ων απέρ­ρι­ψαν την πρό­σκλη­ση, καθώς έλε­γαν οι ίδιοι: «Μή τις κ τν ρχόν­των πίστευ­σεν ες ατν κ τν Φαρι­σαί­ων;(:μήπως πίστε­ψε σε Αυτόν κάποιος από τους άρχον­τες, που είναι οι μόνοι αρμό­διοι να κρί­νουν τα θρη­σκευ­τι­κά ζητή­μα­τα, ή από τους Φαρι­σαί­ους, που είναι άγρυ­πνοι φύλα­κες των παρα­δό­σε­ων και της αλη­θι­νής πίστε­ως;)»[Ιω.7,48], οργί­σθη­κε ο οικο­δε­σπό­της, επει­δή ήταν άξιοι να υπο­στούν τις συνέ­πειες του θυμού και της οργής Του. Τότε δηλα­δή οργί­στη­κε ο οικο­δε­σπό­της εναν­τί­ον των Ιου­δαί­ων αρχόν­των επει­δή περι­φρό­νη­σαν το μεγά­λο δεί­πνο, και έτσι αντί για εκεί­νους κλή­θη­καν εκεί­νοι από το πλή­θος των Ιου­δαί­ων που βρί­σκον­ταν στις πλα­τεί­ες και στα σοκά­κια, και είχαν ασθε­νή και ταπει­νό τον νου, χωρίς πνευ­μα­τι­κή διαύ­γεια και αρτιό­τη­τα. Για­τί αυτοί θα μπο­ρού­σαν να θεω­ρη­θούν τυφλοί και χωλοί, αλλά όμως έγι­ναν δυνα­τοί και υγιείς με τον Χρι­στό, διδά­χθη­καν να ορθο­πο­δούν και δέχθη­καν στον νου τους το θείο φως.

Ότι όμως επί­στε­ψαν όχι και λίγοι από τους Ιου­δαί­ους, μπο­ρεί να το μάθει κανείς δια­βά­ζον­τας τις Πρά­ξεις των αγί­ων Απο­στό­λων. Για­τί σε αυτές λέγε­ται ότι όταν μίλη­σε ο Πέτρος μπρο­στά στο λαό, πίστε­ψαν στην αρχή τρεις χιλιά­δες, και ύστε­ρα πολύ πλή­θος. Αλλά από τη μια διδά­σκον­τας αυτά και από την άλλη θαυ­μα­τουρ­γών­τας, οδη­γού­σαν το άδο­λο πλή­θος στον Χρι­στό και πολ­λοί από τους Ιου­δαί­ους πίστε­ψαν σε Αυτόν, τους οποί­ους μάλι­στα οι Φαρι­σαί­οι τους ονό­μα­ζαν και «κατα­ρα­μέ­νους», απλά και μόνο επει­δή πίστευαν στον Χρι­στό. Για­τί έλε­γαν: «μή τις κ τν ρχόν­των πίστευ­σεν ες ατν κ τν Φαρι­σαί­ων; λλ᾿ χλος οτος μ γινώ­σκων τν νόμον πικα­τά­ρα­τοί εσι!(:Μήπως πίστε­ψε κάποιος από άρχον­τες ή τους Φαρι­σαί­ους σ’ Αυτόν; (Κανείς δεν πίστε­ψε, διό­τι αυτοί τάχα μόνοι γνω­ρί­ζουν την αλή­θεια και έχουν ορθή κρί­ση…).Αλλά πίστε­ψε αυτός ο αγράμ­μα­τος όχλος, που δεν γνω­ρί­ζει τον νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους κατα­ρα­μέ­νοι)»[Ιω. 7,48–49]. Εδώ γίνον­ται φανε­ρά και τα δύο, και ότι οι άρχον­τες δεν πίστε­ψαν, και ότι πολ­λοί από το πλή­θος πίστε­ψαν, τα οποία και τα δύο υπαι­νί­χθη­κε η παρα­βο­λή, παρου­σιά­ζον­τας τους πρώ­τους να παραι­τούν­ται, και τους άλλους να καλούν­ται και να υπα­κού­ουν.

«Κα επεν δολος· κύριε, γέγο­νεν ς πέτα­ξας, κα τι τόπος στί. κα επεν κύριος πρς τν δολον· ξελ­θε ες τς δος κα φραγ­μος κα νάγ­κα­σον εσελ­θεν, να γεμι­σθ οκος μου. λέγω γρ μν τι οδες τν νδρν κεί­νων τν κεκλη­μέ­νων γεύ­σε­ταί μου το δεί­πνου(:Ύστε­ρα από λίγο επέ­στρε­ψε πάλι ο δού­λος και είπε: ‘’Κύριε, έγι­νε όπως διέ­τα­ξες, και υπάρ­χει ακό­μη τόπος αδεια­νός στο σπί­τι για να προ­σκλη­θούν κι άλλοι’’. Τότε είπε ο κύριος στον δού­λο: ‘’Βγες έξω από την πόλη στους δρό­μους και στους φρά­χτες των κτη­μά­των, όπου συνή­θως μαζεύ­ον­ται οι περι­πλα­νώ­με­νοι που δεν έχουν σπί­τι και μόνι­μη κατοι­κία. Κι επει­δή αυτοί θα διστά­ζουν από συστο­λή να πάρουν μέρος στο δεί­πνο μου, παρα­κί­νη­σέ τους επί­μο­να να μπουν εδώ για να γεμί­σει το σπί­τι μου. Προ­σκά­λε­σε δηλα­δή και τους εθνι­κούς να πάρουν μέρος στα αγα­θά της Βασι­λεί­ας μου· διό­τι σας βεβαιώ­νω ότι κανέ­νας από τους ανθρώ­πους εκεί­νους που κάλε­σα και αρνή­θη­καν την πρό­σκλη­σή μου δε θα καθί­σει, αλλά ούτε και θα γευ­θεί το δεί­πνο μου’’)»[Λουκ.14,22–24].

Εδώ πρό­σε­χε σε παρα­κα­λώ την κλή­ση των εθνι­κών, οι οποί­οι έχουν εισέλ­θει με την πίστη μετά από τους εξ αίμα­τος Ισραη­λί­τες. Για­τί παλαιό­τε­ρα οι εθνι­κοί ήταν ακαλ­λιέρ­γη­τοι στο μυα­λό, εξα­γριω­μέ­νοι στον νου και ζού­σαν κατά κάποιο τρό­πο έξω από την πόλη, επει­δή δεν ζού­σαν σύμ­φω­να με τις εντο­λές του νόμου, αλλά μάλ­λον με τρό­πο κτη­νώ­δη και με πολ­λή απε­ρι­σκε­ψία, γι’ αυτό και εκεί­νος που προ­σκα­λού­σε στο δεί­πνο στάλ­θη­κε και σε εκεί­νους που βρί­σκον­ταν στους αγρούς και στους φρά­κτες έξω από την πόλη.

Δια­τά­χθη­κε όμως από εκεί­νον που τον έστει­λε, όχι απλώς να τους καλέ­σει αλλά ακό­μη και να τους αναγ­κά­σει. Κι όμως εφό­σον βέβαια η πίστη είναι σε όλους προ­αι­ρε­τι­κή και είναι δεκτό αυτό από τον Θεό, τότε για­τί αναγ­κά­ζον­ται κάποιοι; Ναι, και αυτό έγι­νε κατ’ οικο­νο­μία. Για­τί έπρε­πε, ναι έπρε­πε, επει­δή οι εθνι­κοί ήταν υπο­δου­λω­μέ­νοι στην ανυ­πό­φο­ρη πλε­ο­νε­ξία και βρί­σκον­ταν κάτω από τον δια­βο­λι­κό ζυγό, και κατά κάποιο τρό­πο ήταν δεμέ­νοι με τις αδιά­σπα­στες αλυ­σί­δες των αμαρ­τη­μά­των τους και δεν γνώ­ρι­ζαν τον από τη φύση Του και αλη­θι­νό Θεό των όλων, χρειά­ζον­ταν εντο­νό­τε­ρη πρό­σκλη­ση που έμοια­ζε με εξα­ναγ­κα­σμό, για να μπο­ρέ­σουν να ανα­βλέ­ψουν προς τον Θεό και να γευ­θούν τα ιερά μαθή­μα­τα, ώστε να απο­μα­κρυν­θούν από την αρχαία απά­τη και να ξεφύ­γουν κατά κάποιο τρό­πο από το χέρι του δια­βό­λου.

Και πράγ­μα­τι είπε ο Χρι­στός: «Οδες δύνα­ται λθεν πρός με, ἐὰν μ πατρ πέμ­ψας με λκύσ ατόν, κα γ ναστή­σω ατν τ σχάτ μέρ(:Κανείς δεν μπο­ρεί να έλθει σε μένα πιστεύ­ον­τας στη θεϊ­κή μου προ­έ­λευ­ση και απο­στο­λή, εάν ο πατέ­ρας μου, που με έστει­λε στον κόσμο, δε μετα­βά­λει την ψυχή του και δεν τον ελκύ­σει με τη θεϊ­κή του δύνα­μη και χάρη. Και όταν αυτός ελκυ­στεί προς εμέ­να, εγώ θα ολο­κλη­ρώ­σω το έργο της σωτη­ρί­ας του και θα τον ανα­στή­σω την έσχα­τη ημέ­ρα της Κρί­σε­ως)»[Ιω.6,44]. Αλλά και η λέξη γενι­κά εμφα­νί­ζει την κλή­ση ως έργο δύνα­μης που ται­ριά­ζει στον Θεό.

Κάτι τέτοιο βρί­σκου­με να λέγει και ο Δαβίδ στον Θεό γι’ αυτούς: «Μ γίνε­σθε ς ππος κα μίο­νος, ος οκ στι σύνε­σις, ν κημ κα χαλιν τς σια­γό­νας ατν γξαις τν μ γγι­ζόν­των πρς σέ(:και όπως με σιδε­ρέ­νιο φίμω­τρο και χαλι­νά­ρι συσφίγ­γον­ται οι σια­γό­νες των αγρί­ων ζώων, έτσι και Εσύ, Κύριε, ας σφί­ξεις με χαλι­νά­ρι και ας περιο­ρί­σεις τους αμαρ­τω­λούς, οι οποί­οι μένουν αμε­τα­νόη­τοι και δεν θέλουν να πλη­σιά­σουν προς Εσέ­να)»[Ψαλμ.31,9]. Βλέ­πεις ότι σαν με κάποιο χαλι­νά­ρι επι­στρέ­φει προς τον εαυ­τό Του ο Θεός των όλων, εκεί­νους που απο­σκίρ­τη­σαν με τρό­πο άγριο; Για­τί είναι αγα­θός και φιλάν­θρω­πος ο Θεός, «ς πντας νθρπους θλει σωθναι κα ες πγνω­σιν ληθεας λθεν(:ο Οποί­ος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρω­ποι και με την πίστη να γνω­ρί­σουν βαθύ­τε­ρα και πλη­ρέ­στε­ρα την αλή­θεια)» [Α΄Τιμ. 2,4].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, Εξή­γη­σις υπο­μνη­μα­τι­κή εις το κατά Λου­κάν ευαγ­γέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία».

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου Αλε­ξαν­δρεί­ας Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλα­μάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005, «Υπό­μνη­μα εις το κατά Λου­κάν Β΄», κεφά­λαιο 14ο, τόμος 26, σελ. 59–67.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ὄχι προ­φά­σεις

«Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκεί­νων τῶν κεκλη­μέ­νων γεύ­σε­ται μοῦ τοῦ δεί­πνου» (Λουκ. 14, 24)

ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγα­πη­τοί, τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Ἕνας, λέει, ἄνθρω­πος θέλη­σε νὰ τιμή­σῃ τοὺς φίλους του. Ἑτοί­μα­ζε τρα­πέ­ζι. Φρόν­τι­σε νὰ μὴ λεί­ψῃ τίπο­τε. Ὅταν ἦταν ὅλα ἕτοι­μα, ἔστει­λε τὸ δοῦ­λο του νὰ εἰδο­ποι­ή­σῃ τοὺς φίλους του νὰ ἔρθουν στὸ τρα­πέ­ζι. Ὁ δοῦ­λος πῆγε καὶ τοὺς κάλε­σε. Ἀλλὰ τί περί­ερ­γο πρᾶγ­μα! Ἐνῶ θὰ περί­με­νε κανείς, ὅλοι αὐτοὶ ποὺ κάλε­σε ὁ δοῦ­λος νὰ δεχθοῦν μὲ εὐχα­ρί­στη­σε τὴν πρό­σκλη­ση καὶ νὰ τρέ­ξουν νὰ πᾶνε στὸ τρα­πέ­ζι, αὐτοὶ ἀρνή­θη­καν, καὶ δικαιο­λο­γῶν­τας τὴν ἄρνη­σί τους εἶπαν: Ὁ πρῶ­τος «Ἀγό­ρα­σα χωρά­φι καὶ πρέ­πει νὰ πάω νὰ τὸ δῶ…».… Ὁ δεύ­τε­ρος «Ἀγό­ρα­σα πέν­τε ζευ­γά­ρια βόδια καὶ πρέ­πει νὰ πάω νὰ τὰ δοκι­μά­σω…».… Ὁ τρί­τος «Παν­τρεύ­τη­κα γυναῖ­κα…» (Λουκ. 14, 18–20). Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ἔκα­νε τὸ τρα­πέ­ζι πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τί ἀπήν­τη­σαν στὸ δοῦ­λο του, ωργί­στη­κε καὶ τὸν διέ­τα­ξε νὰ πάη στοὺς δρό­μους καὶ στὶς πλα­τεῖ­ες τῆς πόλε­ως καὶ ὅποιους βρῆ, τυφλούς, κου­τσούς, ἀνα­πή­ρους, νὰ τοὺς καλέ­σῃ στὸ τρα­πέ­ζι.

Ὁ δοῦ­λος ἐξε­τέ­λε­σε τὴν ἐντο­λὴ τοῦ κυρί­ου του. Πῆγε ἐκεῖ ποὺ τὸν ἔστει­λε. Ὅλοι, ὅσους κάλε­σε, μὲ μεγά­λη προ­θυ­μία δέχτη­καν τὴν πρό­σκλη­σι. Πῆγαν στὸ συμ­πό­σιο. Ἀλλ’ ἡ αἴθου­σα, ὅπου ἦταν στρω­μέ­νο τὸ τρα­πέ­ζι, ἦταν τόσο μεγά­λη, ὥστε ἔμε­νε ἄδειος πολὺς χῶρος. Ὁ δοῦ­λος πῆρε δια­τα­γὴ νὰ πάη πάλι ἔξω, νὰ βρῆ καὶ ἄλλους καὶ νὰ τοὺς καλέ­σῃ νὰ ἔρθουν στὸ τρα­πέ­ζι. Δήλω­σε δὲ ὁ κύριος ποὺ ἔκα­νε τὸ δεῖ­πνο, ὅτι κανέ­νας ἀπ’ αὐτούς, ποὺ κάλε­σε τὴν πρώ­τη φορὰ καὶ δὲν ἦρθαν, δὲν θὰ καθή­σῃ στὸ τρα­πέ­ζι καὶ δὲν θὰ δοκι­μά­σῃ τὰ ἀγα­θὰ τοῦ δεί­πνου.

Ὅποιος ἀκού­ει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο παρα­ξε­νεύ­ε­ται μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τῶν ἀνθρώ­πων ἐκεί­νων, ποὺ πρώ­τους κάλε­σε στὸ τρα­πέ­ζι ὁ κύριος. Για­τί ξέρου­με, ὅτι σὲ τρα­πέ­ζια ποὺ στρώ­νον­ται σὲ μέρες γάμων, ἑορ­τῶν καὶ πανη­γύ­ρε­ων, ὅλοι πᾶνε μὲ προ­θυ­μία. Παρα­πο­νοῦν­ται μάλι­στα, ἂν δὲν τοὺς καλέ­σουν. Τὸ θεω­ροῦν προ­σβο­λή.

Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ μὴ μὲ καλέ­σουν! λένε, ἐγὼ εἶμαι πολὺ γνω­στός, φίλος καὶ συγ­γε­νής, κ’ ἔπρε­πε νὰ μὲ καλέ­σουν ἀπὸ τοὺς πρώ­τους κάλε­σαν τόσους καὶ τόσους, κ’ ἐμέ­να μὲ ξέχα­σαν…

Ἀλλὰ στὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο δὲν πρό­κει­ται γιὰ τρα­πέ­ζι τέτοιο. Τὸ τρα­πέ­ζι, γιὰ τὸ ὁποῖο συμ­βο­λι­κῶς μιλά­ει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, εἶνε πολὺ δια­φο­ρε­τι­κὸ ἀπὸ τὰ τρα­πέ­ζια τοῦ κόσμου. Εἶνε τρα­πέ­ζι πνευ­μα­τι­κό. Τὸ ἑτοί­μα­σε ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας. Πῶς νὰ σᾶς μιλή­σω γιὰ νὰ μὲ κατα­λά­βε­τε; Πῶς νὰ σᾶς κάνω ν’ ἀγα­πή­σε­τε τὸ τρα­πέ­ζι αὐτό; Ἀκοῦ­στε με. Ὅταν πέσῃ σὲ μιὰ χώρα πεῖ­να καὶ δὲν ἔχουν οἱ ἄνθρω­ποι νὰ φᾶνε τίπο­τε, πει­να­σμέ­νοι ὅπως εἶνε, εὐτυ­χι­σμέ­νο θεω­ροῦν τὸν ἑαυ­τό τους ἂν πέσῃ στὰ χέρια τους κανέ­να καρ­βέ­λι ψωμί. Πει­να­σμέ­νοι ὅπως εἶνε, θὰ τὸ ἁρπά­ξουν καὶ θὰ τὸ φᾶνε μὲ εὐχα­ρί­στη­σι, ἔστω καὶ ἂν τὸ ψωμὶ εἶνε ἀπὸ καλαμ­πό­κι ἢ κρι­θά­ρι. Στὴν πεῖ­να ποὺ ἔχουν, γλύ­κι­σμα θὰ τοὺς φανῇ. Ἐάν δὲ κάποιος στὴν ἐπο­χὴ τῆς πεί­νας τους καλέ­σῃ σὲ τρα­πέ­ζι, ὦ μὲ πόση χαρὰ θὰ τρέ­ξουν!

Ἀπὸ τὰ ὑλι­κὰ ἂς πᾶμε τώρα στὰ πνευ­μα­τι­κά, ἀπὸ τὴ σωμα­τι­κὴ πεῖ­να ἂς πᾶμε τώρα στὴν πνευ­μα­τι­κὴ πεῖ­να. Ἄς πᾶμε στὰ παλιὰ τὰ χρό­νια, τὰ πρὸ Χρι­στοῦ χρό­νια. Οἱ ἄνθρω­ποι πει­νοῦ­σαν ν’ ἀκού­σουν τὴν ἀλή­θεια, νὰ γνω­ρί­σουν ποιός εἶνε ὁ ἀλη­θι­νὸς Θεὸς καὶ ποιά εἶνε τὰ καθή­κον­τά τους ποὺ ἔχουν ἀπέ­ναν­τι στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώ­πους. Πει­νοῦ­σαν νὰ μάθουν νέα ἀπό τὸν ἄλλο κόσμο. Ἔβλε­παν, ὅτι σὲ λίγο τελειώ­νει ἡ ζωὴ τοὺς ἐδῶ στὴ γῆ καὶ ἦταν ἀνή­συ­χοι γιὰ τὸ μεγά­λο ταξί­δι. Πει­νοῦ­σαν καὶ διψοῦ­σαν γιὰ τὴν ἀλή­θεια. Εἶχαν φιλο­σό­φους καὶ ἄλλους σπου­δαί­ους ἄνδρες. Ἀλλὰ ἡ διδα­σκα­λία τῶν ἀνθρώ­πων αὐτῶν δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς χορ­τά­σῃ. Ἦταν ἕνα ψίχου­λο. Ἦταν, δηλα­δή, ἕνα πολὺ μικρό, ἐλά­χι­στο ποσο­στὸ ἀπὸ τὴν ἀλή­θεια, ποὺ πει­νοῦ­σαν καὶ διψοῦ­σαν οἱ ἄνθρω­ποι. Ἀλλὰ νά! Ἔρχε­ται ὁ Θεὸς καὶ στρώ­νει τρα­πέ­ζι. Τρα­πέ­ζι, ποὺ ὄχι χίλιοι καὶ δυὸ χιλιά­δες ἄνθρω­ποι, ἀλλὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια νὰ ἔρθουν νὰ καθή­σουν, τὰ φαγη­τὰ δὲν θὰ λιγο­στέ­ψουν. Καὶ τί φαγη­τά! Φαγη­τὰ ἐκλε­κτά. Φαγη­τὰ ποὺ ἀνοί­γουν τὴν ὄρε­ξι, κάνουν τὸν ἀδύ­να­το νὰ δυνα­μώ­νῃ, τὸν παρά­λυ­το νὰ περ­πα­τάη, τὸν τυφλὸ νὰ βλέ­πῃ, τὸν κου­φὸ ν’ ἀκούῃ, τὸ λεπρὸ νὰ καθα­ρί­ζε­ται. Τί πλού­σιο, σπά­νιο, πρω­τά­κου­στο, μονα­δι­κὸ τρα­πέ­ζι! Ὅ,τι ὑπάρ­χει στὸ τρα­πέ­ζι αὐτό, εἶνε ἀπό­λαυ­σις, χαρά, ὑγεία, ἀθα­να­σία, ζωὴ αἰώ­νιος. Ἄνθρω­ποι, τί κάθε­στε; Πει­να­σμέ­νοι, ἐλᾶ­τε νὰ φᾶτε.,φάτε. Διψα­σμέ­νοι, ἐλᾶ­τε νὰ πιῆ­τε. Τυφλοί, ἐλᾶ­τε νὰ δῆτε τὸ φῶς. Κου­φοί, ἐλᾶ­τε ν’ ἀκού­σε­τε. Ἀνά­πη­ροι, ἐλᾶ­τε νὰ γίνε­τε καλά. Ὅλοι ἐλᾶ­τε στὸ τρα­πέ­ζι τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ πλη­ρώ­σε­τε τίπο­τε. Ὅλα δωρε­άν.

Ἀλλὰ ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ τρα­πέ­ζι, τὸ πνευ­μα­τι­κὸ τρα­πέ­ζι, ποὺ στρώ­νει ὁ Θεός; Εἶνε τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ἐκεῖ­να ἀγα­θά, ποὺ ἔφε­ρε στὸν κόσμο καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός.

Εἶνε ἡ διδα­σκα­λία του. Εἶνε ἡ θυσία του. Εἶνε τὸ ἅγιο σῶμα του καὶ τὸ τίμιο αἷμα του. Εἶνε ἡ ἄφε­σις καὶ ἡ συγ­χώ­ρη­σις τῶν ἁμαρ­τη­μά­των. Εἶνε ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν. Νὰ ποιό εἶνε τὸ θεϊ­κὸ τρα­πέ­ζι. Καὶ σ’ αὐτὸ καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους. Για­τί ὁ Θεὸς θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι νὰ σωθοῦν.

Ὁ Θεὸς κάλε­σε στὴν ἀρχὴ τοὺς Ἰου­δαί­ους, ἀλλ’ αὐτοὶ περι­φρό­νη­σαν τὴν πρό­σκλη­ση καὶ δὲν ἦρθαν. Κάλε­σε καὶ καλεῖ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους, ποὺ εἶνε δια­σκορ­πι­σμέ­νοι παν­τοῦ. Ἀλλὰ καὶ πολ­λοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν δέχον­ται τὴν πρό­σκλη­σι. Για­τί εἶνε δεμέ­νοι καὶ προ­σκολ­λη­μέ­νοι στὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά. Εἶνε δεμέ­νοι μὲ τὴν ἁμαρ­τία. Τὰ πάθη κυριαρ­χοῦν μέσα στὴν καρ­διά τους. Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ εἶνε συμ­φε­ρον­το­λό­γοι, φιλάρ­γυ­ροι καὶ πλε­ο­νέ­κτες, φιλή­δο­νοι καὶ φιλό­σαρ­κοι. Τὰ λεφτά, οἱ ἁμαρ­τω­λὲς γυναῖ­κες, οἱ αἰσχροὶ ἔρω­τες, τὰ ἐλε­ει­νὰ συμ­φέ­ρον­τά τους, τὰ πιὸ μικρὰ καὶ πιὸ ἀσή­μαν­τα πράγ­μα­τα, αὐτὰ ἀγα­ποῦν, αὐτὰ μέρα — νύχτα σκέ­πτον­ται, αὐτὰ λατρεύ­ουν, καὶ χωρὶς αὐτὰ δὲν μπο­ροῦν νὰ ζήσουν. Αὐτὰ ὅλα τους κρα­τοῦν μακριὰ ἀπ’ τὸ Θεό, μακριὰ ἀπ’ τὸ θεϊ­κὸ τρα­πέ­ζι. Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ στὴν ἐκκλη­σία δὲν πατᾶ­νε, προ­σευ­χὴ δὲν κάνουν, ἁγία Γρα­φὴ δὲν δια­βά­ζουν, νηστεῖ­ες δὲν τηροῦν, σὲ ἐξο­μο­λό­γη­σι δὲν πᾶνε, θεία κοι­νω­νία δὲν γνω­ρί­ζουν. Ὅλα τὰ θρη­σκευ­τι­κά τους καθή­κον­τα τὰ ἀμε­λοῦν. Καὶ ἄν κανεὶς τοὺς ρωτή­σῃ, για­τί δὲν ἐκκλη­σιά­ζε­στε, για­τί δὲν κάνε­τε τὴν προ­σευ­χή σας, για­τί δὲν δια­βά­ζε­τε τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, για­τί δὲν τηρεῖ­τε τίς νηστεῖ­ες, για­τί ἀμε­λεῖ­τε τὰ θρη­σκευ­τι­κά σας καθή­κον­τα, τί ἀπαν­τοῦν; Ὅ,τι ἀπάν­τη­σαν καὶ οἱ πρῶ­τοι ποὺ κάλε­σε ὁ Κύριος στὸ τρα­πέ­ζι. «Ἀγρὸν ἠγό­ρα­σα…, ζεύ­γη βοῶν ἠγό­ρα­σα…, γυναῖ­κα ἔγη­μα…» (Λουκ. 14, 18–20). Βρί­σκουν χίλιες δυὸ προ­φά­σεις γιὰ νὰ δικαιο­λο­γή­σουν τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά τους. Κι ὅπως εἶπε κάποιος σοφός, ὁ ἁμαρ­τω­λὸς μπο­ρεῖ νὰ κου­ρα­στῇ νὰ ἁμαρ­τά­νῃ, ἀλλὰ δὲν θὰ κου­ρα­στῇ ποτὲ νὰ δικαιο­λο­γῆ­ται.

Δικαιο­λο­γεῖ­ται ὁ ἁμαρ­τω­λός, για­τί δὲν ἐκκλη­σιά­ζε­ται, δὲν νηστεύ­ει, δὲν ἐξο­μο­λο­γεῖ­ται, δὲν κοι­νω­νά­ει, δὲν προ­σεύ­χε­ται, δὲν δια­βά­ζει τὴ Γρα­φή. Ἀλλὰ μάταια κοπιά­ζει νὰ δικαιο­λο­γη­θῇ. Μάταια γίνε­ται δικη­γό­ρος τοῦ ἑαυ­τοῦ του. Θά ‘ρθὴ ὥρα ποὺ ὅλες οἱ δικαιο­λο­γί­ες καὶ οἱ προ­φά­σεις θὰ πέσουν σὰν νὰ εἶνε χάρ­τι­νοι πύρ­γοι. Ἀνθρώ­πους γελοῦν καὶ ἀπα­τοῦν μὲ διά­φο­ρα ψέμα­τα καὶ δικαιο­λο­γί­ες, ἀλλά το Θεὸ ποιός μπο­ρεῖ νὰ τὸ γελά­σῃ, ποιός μπο­ρεῖ νὰ τὸν ἀπα­τή­σῃ; Κανέ­νας ἀπο­λύ­τως. Ἀπὸ τώρα ἀκού­γε­ται ἡ φοβε­ρὴ προ­ει­δο­ποί­η­σι Κανεὶς ἀπ’ αὐτούς, ποὺ δὲν τίμη­σαν τὴν πρό­σκλη­ση, δὲν θὰ γίνῃ πιὰ δεκτὸς στὸ τρα­πέ­ζι τοῦ Θεοῦ. Θὰ μεί­νῃ ἔξω τοῦ δεί­πνου, ἔξω τοῦ νυμ­φῶ­νος, ἔξω τοῦ παρα­δεί­σου.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek