ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΖ΄ 12 — 19)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, εἰσερ­χο­μέ­νου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήν­τη­σαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστη­σαν πόρ­ρω­θεν, 13καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγον­τες· Ἰησοῦ ἐπι­στά­τα, ἐλέη­σον ἡμᾶς. 14καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· Πορευ­θέν­τες ἐπι­δεί­ξα­τε ἑαυ­τοὺς τοῖς ἱερεῦ­σι. καὶ ἐγέ­νε­το ἐν τῷ ὑπά­γειν αὐτοὺς ἐκα­θα­ρί­σθη­σαν. 15εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέ­στρε­ψε μετὰ φωνῆς μεγά­λης δοξά­ζων τὸν Θεόν, 16καὶ ἔπε­σεν ἐπὶ πρό­σω­πον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχα­ρι­στῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμα­ρεί­της. 17ἀπο­κρι­θεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; 18οὐχ εὑρέ­θη­σαν ὑπο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλο­γε­νὴς οὗτος; 19καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀνα­στὰς πορεύ­ου· ἡ πίστις σου σέσω­κέ σε.

12 Και καθώς εισήρ­χε­το εις ένα χωριό, το απήν­τη­σαν δέκα λεπροί, οι οποί­οι εστά­θη­καν από μακρυά, διό­τι ο μωσαϊ­κός νόμος διέ­τασ­σε να μη πλη­σιά­ζουν ποτέ οι λεπροί τους υγιείς. 13 Και αυτοί εφώ­να­ξαν δυνα­τά και είπαν· “Ιησού διδά­σκα­λε, σπλαγ­χνί­σου μας, ελέη­σέ μας, δος μας την υγεί­αν μας”. 14 Και όταν τους είδεν ο Ιησούς τους είπε· “πηγαί­νε­τε και δεί­ξε­τε το σώμα σας στους ιερείς, δια να βεβαιώ­σουν αυτοί επι­σή­μως την θερα­πεί­αν σας”. Και καθώς επή­γαι­ναν εκα­θα­ρί­σθη­σαν από την λέπραν. 15 Ενας δε από αυτούς, όταν είδεν ότι εθε­ρα­πεύ­θη, επέ­στρε­ψε δοξά­ζων και ευχα­ρι­στών τον Θεόν με μεγά­λην φωνήν. 16 Και έπε­σε με το πρό­σω­πον κατά γης κον­τά εις τα πόδια του Ιησού, ευχα­ρι­στών αυτόν εκ βάθους ψυχής. Και αυτός ήτο Σαμα­ρεί­της. 17 Απε­κρί­θη δε ο Ιησούς και είπε· “δεν εκα­θα­ρί­σθη­σαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα που είναι; 18 Δεν εθε­ώ­ρη­σαν καθή­κον των να επι­στρέ­ψουν και να δοξά­σουν τον Θεόν, εκτός από αυτόν που δεν είναι Ιου­δαί­ος, αλλά κατά­γε­ται από άλλο γένος;” 19 Και είπεν εις αυτόν· “σήκω και πήγαι­νε, η πίστις σου εκτός από την θερα­πεί­αν του σώμα­τος, σου έχει δώσει και την σωτη­ρί­αν της ψυχής σου”. (Η ευγνω­μο­σύ­νη μας προς τον Θεόν μας κάνει αξί­ους ακό­μη μεγα­λυ­τέ­ρων δωρε­ών εκ μέρους του).

12 Και την ώρα που έμπαι­νε σε κάποιο χωριό, τον συνάν­τη­σαν δέκα λεπροί άνδρες, οι οποί­οι στά­θη­καν από μακριά, επει­δή σύμ­φω­να με τον νόμο κάθε λεπρός θεω­ρούν­ταν ακά­θαρ­τος και δεν του επι­τρε­πό­ταν να πλη­σιά­σει κανέ­ναν. 13 Κι αυτοί άρχι­σαν να του φωνά­ζουν δυνα­τά: Ιησού, Κύριες, σπλα­χνί­σου μας και θερά­πευ­σέ μας. 14 Βλέ­πον­τας τους εκεί­νος τους είπε: Πηγαί­νε­τε και δείξ­τε το σώμα σας στους ιερείς, για να βεβαιώ­σουν αν πράγ­μα­τι θερα­πευ­θή­κα­τε, σύμ­φω­να με τη διά­τα­ξη του νόμου. Και καθώς αυτοί πήγαι­ναν να εξε­τα­στούν από τους ιερείς, καθα­ρί­στη­καν από τη λέπρα. 15 Ένας απ’ αυτούς, μόλις είδε ότι θερα­πεύ­θη­κε, επέ­στρε­ψε και με δυνα­τή φωνή εκφρά­ζον­τας τη χαρά και την ευγνω­μο­σύ­νη του δόξα­ζε τον Θεό που τον θερά­πευ­σε δια­μέ­σου του Ιησού. 16 Έπε­σε τότε με το πρό­σω­πο κάτω στη γη κον­τά στα πόδια του Ιησού και τον ευχα­ρι­στού­σε. Και αυτός ήταν Σαμα­ρεί­της, δηλα­δή σχι­σμα­τι­κός και λιγό­τε­ρο φωτι­σμέ­νος από τους Ιου­δαί­ους. Συνε­πώς κανείς δεν θα περί­με­νε να δεί­ξει αυτός μια τέτοια ευγνω­μο­σύ­νη που δεν έδει­ξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραη­λί­τες. 17 Τότε ο Ιησούς είπε: Δεν καθα­ρί­στη­καν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα που είναι; 18 Χάθη­καν να γυρί­σουν πίσω και να δοξά­σουν τον Θεό, παρά μόνο ο ξένος αυτός, που δεν ανή­κει στο γνή­σιο ιου­δαϊ­κό γένος; 19 Και σ’ αυτόν είπε: Σήκω και πήγαι­νε. Η πίστη σου σε έσω­σε. Δεν θερά­πευ­σε μόνο το σώμα σου, αλλά απο­τε­λεί και καλή αρχή που θα σε οδη­γή­σει και στην πνευ­μα­τι­κή σου σωτη­ρία.

12  Kαὶ ὅταν ἔμπαι­νε σὲ κάποιο χωριό, τὸν συνάν­τη­σαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖ­οι στά­θη­καν μακριά, 13  καὶ ὕψω­σαν φωνὴ λέγον­τας: «Ἰησοῦ διδά­σκα­λε, ἐλέη­σέ μας!». 14  Kαὶ ὅταν τοὺς εἶδε, τοὺς εἶπε: «Πηγαί­νε­τε καὶ δεί­ξε­τε τοὺς ἑαυ­τούς σας στοὺς ἱερεῖς (Oἱ ἱερεῖς θὰ βεβαί­ω­ναν τὴ θερα­πεία)». Kαὶ ἐνῷ πήγαι­ναν, καθα­ρί­σθη­καν (ἀπὸ τὴ λέπρα). 15  Ἕνας δὲ ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θερα­πεύ­θη­κε, ἐπέ­στρε­ψε δοξά­ζον­τας μὲ φωνὴ μεγά­λη τὸ Θεό, 16  καὶ ἔπε­σε μὲ τὸ πρό­σω­πο στὰ πόδια του καὶ τὸν εὐχα­ρι­στοῦ­σε. Aὐτὸς δὲ ἦταν Σαμα­ρεί­της. 17  Eἶπε δὲ τότε ὁ Ἰησοῦς: «Δὲν καθα­ρί­σθη­καν (ἀπὸ τὴ λέπρα) καὶ οἱ δέκα; Oἱ ἄλλοι δὲ ἐννιὰ ποῦ εἶναι; 18  Δὲν βρέ­θη­καν νὰ γυρί­σουν γιὰ νὰ δοξά­σουν τὸ Θεό; Bρέ­θη­κε μόνον αὐτὸς ὁ ἀλλο­ε­θνής;». 19  Eἶπε δὲ σ’ αὐτόν: «Σήκω καὶ πήγαι­νε. Ἡ πίστι σου σὲ ἔσω­σε».

Άγιος Γρη­γό­ριος Παλα­μάς (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ  ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ

  Όλα όσα όρι­ζε ο παλαιός νόμος(ο μωσαϊ­κός) ήταν συμ­βο­λι­κά και τυπι­κά και σκιώ­δη· γι’ αυτό ο μωσαϊ­κός νόμος θεω­ρού­σε και τη λέπρα εφά­μαρ­τη και μια­ρή και απο­τρό­παια και ονό­μα­ζε ακά­θαρ­τους τους λεπρούς και όσους έπα­σχαν από βλεν­νόρ­ροια και γενι­κά εκεί­νους που τους άγγιζαν[βλ. Λευίτ. 13,15: «Κα ψεται ερες τν χρτα τν γι, κα μια­νε ατν χρς γιής, τι κάθαρ­τός στι· λέπρα στί (: Ο ιερέ­ας θα δει τα υγιή μέρη του δέρ­μα­τος σε αντι­πα­ρα­βο­λή προς τα ασθε­νή και θα κηρύ­ξει αυτόν ακά­θαρ­το, διό­τι πρό­κει­ται περί λέπρας)», καθώς και εκεί­νους που άγγι­ζαν κάθε νεκρό σώμα [Αριθ.19,11: « πτό­με­νος το τεθνη­κό­τος πάσης ψυχς νθρώ­που κάθαρ­τος σται πτ μέρας(:Εκεί­νος που θα αγγί­ξει το σώμα νεκρού ανθρώ­που, θα είναι ακά­θαρ­τος για επτά ημέ­ρες)»], υπο­δει­κνύ­ον­τας με γρι­φώ­δη και ασα­φή τρό­πο την ακα­θαρ­σία εκεί­νων που αμάρ­τα­ναν απέ­ναν­τι στον Θεό και αυτών που συνέ­πρατ­ταν με αυτούς και συνα­να­στρέ­φον­ταν αυτούς.

Και μέσω της απο­στρο­φής που όρι­ζε προς τους λεπρούς, ο μωσαϊ­κός νόμος βέβαια υπαι­νισ­σό­ταν την απο­στρο­φή προς τους ύπου­λους και πανούρ­γους, τους θυμώ­δεις και μνη­σί­κα­κους· για­τί όπως η λέπρα καθι­στά τρα­χύ και ποι­κι­λό­χρω­μο το δέρ­μα του σώμα­τος, έτσι η δολιό­τη­τα και η πονη­ριά και ο θυμός και η οργή καθι­στούν αστα­θές και τρα­χύ το λογι­στι­κό μέρος της ψυχής. Μέσω των λεπρών λοι­πόν υπο­δή­λω­νε τα αντί­στοι­χα πάθη της ψυχής που ήταν πολύ βαρύ­τε­ρα από τη λέπρα· μέσω αυτού δηλα­δή που έπα­σχε από βλεν­νόρ­ροια υπο­δή­λω­νε τον ασελ­γή, ενώ μέσω εκεί­νων που άγγι­ζαν κάποιο νεκρό σώμα ο νόμος εκεί­νος ονόμα­ζε «ακά­θαρ­τους» εκεί­νους που με οποιον­δή­πο­τε τρό­πο επι­κοι­νω­νού­σαν ή και συνα­να­στρέ­φον­ταν με τους αμαρ­τω­λούς.

Αφού λοι­πόν ο Κύριος φάνη­κε επά­νω στη γη ως άνθρω­πος χάρη στο απε­ρί­γρα­πτο πέλα­γος της ευσπλα­χνί­ας Του, για να θερα­πεύ­σει τις ψυχι­κές μας νόσους και να εξα­λεί­ψει την αμαρ­τία του κόσμου, θερά­πευ­σε και αυτές τις ασθέ­νειες, τις οποί­ες ο νόμος ονό­μα­ζε «ακα­θαρ­σί­ες», ώστε, αν κάποιος νομί­σει ότι εκεί­να τα ψυχι­κά νοσή­μα­τα και πάθη είναι πραγμα­τικά ακα­θαρ­σία και αμαρ­τία, να ομο­λο­γή­σει τον Θεό που λυ­τρώνει τους ανθρώ­πους από αυτά, αν πάλι καλώς νομί­σει ότι εκεί­να είναι σύμ­βο­λα της πραγ­μα­τι­κής ακα­θαρ­σί­ας και αμαρ­τί­ας, να κατα­λά­βει από όσα τελούν­ται εκ μέρους του Χρι­στού γύρω από αυτά τα σύμ­βο­λα, ότι αυτός ο Ίδιος είναι που και την αμαρ­τία του κόσμου συγ­χώ­ρη­σε και έχει επί­σης και τη δύνα­μη να την καθα­ρί­σει.

Είναι δυνα­τό όμως να πού­με και κάτι άλλο, καλά και αλη­θι­νά, όπως εγώ νομί­ζω· ότι, όπως ο Κύριος παραγ­γέλ­λει σε εμάς να επι­ζη­τού­με τα πνευ­μα­τι­κά ‑για­τί λέγει:« Ζητετε δ πρτον τν βασι­λεί­αν το Θεο κα τν δικαιο­σύ­νην ατο(:Να ζητά­τε πρώ­τα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά της βασι­λεί­ας του Θεού και την από­κτη­ση των αρε­τών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρί­σει τα αγα­θά αυτά)»και όταν εμείς ζητού­με αυτά τα ψυχω­φε­λή και σωτή­ρια, Εκεί­νος υπό­σχε­ται να δώσει και τα σωμα­τι­κά και επί­γεια, λέγον­τας: «κα τατα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται μν (:και τότε όλα αυτά τα επί­γεια θα σας δοθούν μαζί με εκεί­να)»[Ματθ.6,33], έτσι και Αυτός, αφού έκλι­νε τους ουρα­νούς και κατέ­βη­κε από τον ουρα­νό, όπως ευδό­κη­σε, στη δική μας μηδα­μι­νό­τη­τα, για να καθα­ρί­σει τις αμαρ­τί­ες μας, χαρί­ζει επι­πρό­σθε­τα και την ανόρ­θω­ση των παρά­λυ­των και την ανά­βλε­ψη των τυφλών και την κάθαρ­ση των λεπρών, και γενι­κά θερα­πεύ­ει κάθε νόσο του σώμα­τός μας και κάθε αδυ­να­μία, για­τί είναι πλού­σιος σε ευσπλα­χνία.

Όπως λοι­πόν ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς θα πει σήμε­ρα: «Κα γνετο ν τ πορεεσθαι ατν ες Ιερου­σαλμ κα ατς διρχε­το δι μσου Σαμα­ρεας κα Γαλι­λαας.κα εσερ­χομνου ατο ες τινα κμην πντη­σαν ατ δκα λεπρο νδρες, ο στη­σαν πρρωθεν,κα ατο ραν φωνν(:Καθώς ο Ιησούς πήγαι­νε στα Ιερο­σό­λυ­μα, περ­νού­σε μέσα από τα σύνο­ρα της Σαμά­ρειας και της Γαλι­λαί­ας βαδί­ζον­τας από δυτι­κά προς ανα­το­λι­κά, προς τη χώρα που βρί­σκε­ται πέρα από τον Ιορ­δά­νη. Και την ώρα που έμπαι­νε σε κάποιο χωριό, Τον συνάν­τη­σαν δέκα λεπροί άνδρες, οι οποί­οι στά­θη­καν από μακριά, επει­δή σύμ­φω­να με τον νόμο κάθε λεπρός θεω­ρούν­ταν ακά­θαρ­τος και δεν του επι­τρε­πό­ταν να πλη­σιά­σει κανέ­ναν. Και αυτοί τότε άρχι­σαν να Του φωνά­ζουν δυνα­τά)»[Λουκ.7,12–13].Σωστά επιση­μαίνει ο ευαγ­γε­λι­στής ότι οι λεπροί Τον συνάν­τη­σαν όχι όταν μπή­κε, αλλά την στιγ­μή έμπαι­νε στην πόλη, για­τί οι λεπροί έπρε­πε να απο­μα­κρύ­νον­ται και από τις πόλεις και από τα χωριά ως ακά­θαρ­τοι που θεω­ρούν­ταν και έτσι ζού­σαν γύρω από αυτές. Αλλά και ότι «στά­θη­καν μακριά» μαρ­τυ­ρεί τού­το· για­τί δεν επι­τρε­πό­ταν ούτε έξω από τις πόλεις ή τα χωριά να ανα­μι­γνύ­ον­ται αυτοί με τους υγιείς.

Ύψω­σαν όμως και τη φωνή τους προς τον Ιησού, δηλα­δή φώνα­ξαν δυνα­τά, εξαι­τί­ας της μεγά­λης απο­στά­σε­ως μετα­ξύ αυτών και του Κυρί­ου, λέγον­τας: «᾿Ιησο πισττα, λησον μς (:Ιησού, Κύριε, σπλα­χνί­σου μας και θερά­πευ­σέ μας)»[Λουκ.17,13]. Δηλα­δή «Πρόσε­ξε, σε παρα­κα­λού­με, το πά­θος μας, πρό­σε­ξε την ντρο­πή μας, πρό­σε­ξε το άσχη­μο και βδε­λυ­ρό και αφύ­σι­κο άνθος του πλη­για­σμέ­νου δέρ­μα­τός μας· για­τί τέτοιο είναι η λέπρα· πρό­σε­ξε την εκτρο­πή της φύσε­ως, την απο­στρο­φή των ανθρώ­πων, την απα­ρη­γό­ρη­τη απο­μό­νω­σή μας από τους υπό­λοι­πους συναν­θρώ­πους μας ‚και δεί­χνον­τας έλε­ος απέ­ναν­τί μας, πρό­σφε­ρέ μας τη θερα­πεία».

«᾿Ιησο πισττα, λησον μς (:Ιησού, Κύριε, σπλα­χνί­σου μας και θερά­πευ­σέ μας)». Φαί­νε­ται βέβαια ότι η φωνή των λεπρών είναι αξιο­λύ­πη­τη, δεν είναι όμως χαρα­κτη­ρι­στι­κή κάποιων αλη­θι­νά πιστών και συνε­τών ανθρώ­πων· διό­τι Τον απο­κα­λούν «πιστά­τη», πράγ­μα που δεν συνη­θί­ζε­ται να λέγε­ται για πρό­σω­πα που έχουν από­λυ­τη και κυρί­αρ­χη εξου­σία και υπε­ρο­χή. Είναι όμως η δέη­ση ανθρώ­πων που ελπί­ζουν ότι θα δεχθούν τη θερα­πεία, πράγ­μα που δεν είναι δείγ­μα ενός συνε­τού τρό­που σκέ­ψης εκ μέρους τους, αν Αυτός που μπο­ρεί, και μάλι­στα από μακριά, να προσ­φέρει την κάθαρ­ση σε δέκα λεπρούς, γι΄αυτούς δεν είναι Θεός.

Ο Κύριος όμως, επει­δή σύμ­φω­να με το νόμο δεν επι­τρε­πό­ταν στους λεπρούς να συνα­να­στρέ­φον­ται τα πλή­θη που συνέρ­ρε­αν γύρω από Αυτόν, ώστε με τη διδα­σκα­λία Του που θα άκου­γαν και τα θαύ­μα­τα που θα έβλε­παν τον Κύριο να επι­τε­λεί, να οδη­γη­θούν προς την πίστη, τους προ­σφέ­ρει το έλε­ος δωρε­άν[:χωρίς να τους ζητεί πρώ­τα την πίστη, πριν από τη θαυ­μα­τουρ­γι­κή θερα­πεία τους] και τους καθα­ρί­ζει από τη λέπρα, ώστε, απαλ­λασ­σό­με­νοι από το νομι­κό κώλυ­μα για συνα­να­στρο­φή μαζί Του, να μπο­ρούν και να συνυ­πάρ­χουν και με τον Κύριο και με τους άλλους υγιείς ανθρώ­πους και να βελ­τιώ­νον­ται εγκολ­πώ­με­νοι τη διδα­σκα­λία Του.

Και με ποιον τρό­πο τους καθα­ρί­ζει; Λέγον­τάς τους: «Πορευθντες πιδεξατε αυτος τος ερεσι(:Πηγαί­νε­τε και δείξ­τε το σώμα σας στους ιερείς, για να βεβαιώ­σουν αν πράγ­μα­τι θερα­πευ­θή­κα­τε, σύμ­φω­να με τη διά­τα­ξη του νόμου’’. Και καθώς αυτοί πήγαι­ναν να εξε­τα­στούν από τους ιερείς, καθα­ρί­στη­καν από τη λέπρα)»[Λουκ.17,14], για­τί Εκεί­νος που εξου­σιά­ζει τα πάν­τα με τον λόγο της δυνά­με­ώς Του πρό­στα­ξε να μετα­βούν στους ιερείς πριν ακό­μα καθα­ρι­στούν και, επει­δή υπά­κου­σαν, τους χορή­γη­σε και την κάθαρ­ση.

Όπως δηλα­δή ο Δεσπό­της του νό­μου, εφαρ­μό­ζον­τας για χάρη μας τον μωσαϊ­κό νόμο, δεν προ­σκά­λε­σε κον­τά Του τους λεπρούς, ούτε τους άφη­σε να Τον αγγί­ξουν, έτσι και μετά που λύγι­σε στις αξιο­λύ­πη­τες φωνές εκεί­νων, παρέ­χον­τάς τους τη θερα­πεία, τους απο­στέλ­λει προς τους ιερείς, πάλι σύμ­φω­να με τον μωσαϊ­κό νόμο· για­τί ο νόμος αυτός πρό­στα­ζε να μη δίνει τη μαρ­τυ­ρία μόνος του ο λεπρός που καθα­ρί­σθη­κε, αλλά να προ­σέρ­χε­ται στους ιερείς και να δεί­χνει μπρο­στά στα μάτια εκεί­νων κάθε υγιές πλέ­ον μέλος του σώμα­τός του και από εκεί­νους να παίρ­νει τη δια­βε­βαί­ω­ση, ώστε να θεω­ρεί­ται στο εξής καθα­ρός και υγι­ής[ : βλ. Λευιτ. 13,6: «Κα ψεται ερες ατν τ μέρ τ βδόμ τ δεύ­τε­ρον. κα δο μαυρ φή, ο μετέ­πε­σεν φ ν τ δέρ­μα­τι· κα καθα­ριε ατν ερεύς· σημα­σία γάρ στι· κα πλυ­νά­με­νος τ μάτια ατο καθαρς σται(:Πάλι λοι­πόν ο ιερέ­ας κατά την έβδο­μη μέρα θα δει αυτόν για δεύ­τε­ρη φορά και εάν η πλη­γή είναι θαμ­πή και όχι γυα­λι­στε­ρή, και δεν έχει απλω­θεί περισ­σό­τε­ρο επά­νω στο δέρ­μα, ο ιερέ­ας θα τον κηρύ­ξει καθα­ρό, διό­τι τα σημά­δια πεί­θουν ότι δεν πρό­κει­ται περί λέπρας. Αυτός πάλι αφού πλύ­νει τα ρού­χα του, θα είναι καθα­ρός)»].

Επει­δή όμως η λέπρα υπαι­νίσ­σε­ται την αμαρ­τία, η επί­δει­ξη στους ιερείς δεί­χνει οπωσ­δή­πο­τε τού­το, ότι δηλα­δή κανείς από αυτούς που αμαρ­τά­νουν απέ­ναν­τι στον Θεό, ακό­μη και αν απο­μα­κρυν­θεί από την αμαρ­τία, ακό­μη και αν την ισο­σταθ­μί­σει με τα έργα της μετάνοι­ας, δεν μπο­ρεί να λάβει από τον εαυ­τό του τη συγ­χώ­ρη­ση και να ζει μαζί με όσους δεν έχουν να λογο­δο­τή­σουν για κάτι, εάν δεν μετα­βεί προς εκεί­νον που έχει από τον Θεό την εξου­σία να λύνει και να απαλ­λάσ­σει[:δηλα­δή στον ιερέα-εξο­μο­λό­γο] και δεν δεί­ξει σε αυ­τόν την λεπρω­μέ­νη από τις αμαρ­τί­ες ψυχή του με την εξο­μο­λό­γη­ση και δεχθεί από εκεί­νον την δια­βε­βαί­ω­ση της συγ­χω­ρή­σε­ωςΑυτός λοι­πόν που εκτε­λεί και τις συμ­βο­λι­κές πρά­ξεις του νόμου για μας, στέλ­νει για τον ίδιο λόγο και τους λεπρούς στους ιερείς για να ελεγ­χθούν, οικο­νο­μών­τας και κάτι επι­πλέ­ον ακό­μα: διό­τι ήταν ικα­νό το θαύ­μα ν’ απαλ­λά­ξει ακό­μη και τους ιερείς από την απι­στία προς Αυτόν.

Πράγ­μα­τι κάπο­τε έπα­θε λέπρα και η αδελ­φή του Μωυ­σή Μαριάμ, για αιτία που δεν είναι και­ρός να την πού­με τώρα, αλλά οπωσ­δή­πο­τε έπα­θε την ασθέ­νεια της λέπρας· και ο Μωυ­σής που δοκί­μα­σε τρο­με­ρό πόνο από το πάθος της αυτό, ζητού­σε με την προ­σευ­χή τη θερα­πεία της αδελ­φής του από τον Θεό· και την έλα­βε βέβαια, αλλά έπει­τα από επτά ημέρες[Αριθμ.12,15: «Κα φωρί­σθη Μαριμ ξω τς παρεμ­βολς πτ μέρας· κα λας οκ ξρεν, ως καθα­ρί­σθη Μαριάμ (: Και χωρί­στη­κε η Μαριάμ και έμει­νε έξω από την κατα­σκή­νω­ση επτά μέρες. Και ο λαός δεν ανα­χώ­ρη­σε από την Αση­ρώθ, έως ότου καθα­ρί­στη­κε η Μαριάμ από τη λέπρα)»].

Προ­σέξ­τε λοι­πόν πόση υπε­ρο­χή προ­σμαρ­τυ­ρεί το θαύ­μα στον Χρι­στό έναν­τι του Μωυ­σή. Για­τί Αυτός, στον λεπρό που Του είπε: «Κύριε, ἐὰν θέλς, δύνα­σαί με καθα­ρί­σαι (:Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύνα­μη να με καθα­ρί­σεις από τις πλη­γές και τα εξαν­θή­μα­τα της ακά­θαρ­της αρρώ­στιας μου)»,απάν­τη­σε: «Θέλω,καθαρίσθητι(:Θέλω, καθα­ρί­σου)»[Ματθ.8,2], και αμέ­σως τον απάλ­λα­ξε από τη λέπρα, ενώ εδώ έδω­σε τη θερα­πεία σε δέκα λεπρούς που ζήτη­σαν από μακριά την κάθαρ­ση, χωρίς καν να πει τίπο­τε, αλλά μόνο με τη συγκα­τάνευσή Του. Άρα δεν είναι φανε­ρό σε όλους όσοι έχουν νου, ότι Αυτός είναι Εκεί­νος στον οποίο προ­σευ­χό­ταν ο Μωυ­σής και Τον οποίο ικέ­τευε ως Θεό να συγ­κα­τα­νεύ­σει στην κάθαρ­ση της αδερ­φής του της Μαριάμ;

Γι’ αυτό λοι­πόν οι τόσοι αυτοί λεπροί που καθα­ρί­σθη­καν με αυτόν τον τρό­πο απο­στέλ­λον­ταν στους ιερείς, για να γνω­ρί­σουν και αυτοί μέσω του θαύ­μα­τος τη δύνα­μη του Χρι­στού, και, αφού μάθουν από τους λεπρούς ότι ήρθαν να εκπλη­ρώ­σουν τον νόμο σύμ­φω­να με τη γνώ­μη Εκεί­νου που έχει τόση δύνα­μη, να κατα­λά­βουν ότι Εκεί­νου γνώ­μη είναι και ο δοσμέ­νος μέσω του Μωυ­σή νόμος, και έτσι να πιστέ­ψουν στον ένα αυτόν Θεό, που είναι ο Ίδιος, και του νόμου και της χάρι­τος, και να οδη­γή­σουν αυτοί τελειό­τε­ρα τους καθα­ρι­σμέ­νους λεπρούς προς την πίστη σε Αυτόν. Για­τί έτσι έπρε­πε, αν και εκεί­νοι χωρίς σύνε­ση έπρατ­ταν τα αντί­θε­ταΜολο­νό­τι λοι­πόν εκεί­νοι έπρατ­ταν τ’ αντί­θε­τα, ο Χρι­στός όμως δεν παρέ­λει­πε ποτέ τίπο­τε από όσα τους είλ­κυαν προς τη σωτη­ρία· για­τί έχει αδα­πά­νη­τη και ανί­κη­τη την ανε­ξι­κα­κία και τη φιλαν­θρω­πία και δεν ήταν δυνα­τό να νικη­θεί η μακρο­θυ­μία Εκεί­νου με την κακία αυτών.

Αλλά, καθώς οι λεπροί, πηγαί­νον­τας προς τους ιερείς, θερα­πεύ­θη­καν στον δρό­μο, «ες δ ξ ατν, δν τι ἰάθη, πστρε­ψε μετ φωνς μεγλης δοξζων τν Θεν, κα πεσεν π πρσωπον παρ τος πδας ατο εχαριστν ατ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμα­ρεί­της(:ένας από αυτούς, αφού είδε ότι θερα­πεύ­θη­κε, επέ­στρε­ψε δοξά­ζον­τας τον Θεό μεγα­λό­φω­να και έπε­σε με το πρό­σω­πο κάτω στη γη κον­τά στα πόδια του Ιησού και Τον ευχα­ρι­στού­σε. Και αυτός ήταν Σαμα­ρεί­της, δηλα­δή σχι­σμα­τι­κός και λιγό­τε­ρο φωτι­σμέ­νος από τους Ιου­δαί­ους. Συνε­πώς κανείς δεν θα περί­με­νε να δεί­ξει αυτός μια τέτοια ευγνω­μο­σύ­νη που δεν έδει­ξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραη­λί­τες)»[Λουκ.17,15].

Σωστά είπε ο Ψαλ­μω­δός προ­φή­της για τη γενιά των Ιου­δαί­ων που ζού­σαν στη δική του επο­χή, ότι «Κύριος κ το ορανο διέ­κυ­ψεν π τος υος τν νθρώ­πων το δεν ε στι συνιν κζητν τν Θεόν­πάν­τες ξέκλι­ναν, μα χρειώ­θη­σαν, οκ στι ποιν χρη­στό­τη­τα, οκ στιν ως νός· τάφος νεγμέ­νος λάρυγξ ατν, τας γλώσ­σαις ατν δολιοσαν· ἰὸς σπί­δων π τ χεί­λη ατν, ν τ στό­μα ρς κα πικρί­ας γέμει, ξες ο πόδες ατν κχέ­αι αμα, σύν­τριμ­μα κα ταλαι­πω­ρία ν τας δος ατν, κα δν ερήνης οκ γνω­σαν· οκ στι φόβος Θεο πέναν­τι τν φθαλμν ατν(:Ο Κύριος έσκυ­ψε από το ύψος του ουρα­νού και έρι­ξε το βλέμ­μα Του για να δει τους υιούς των ανθρώ­πων, για να δει εάν υπάρ­χει κανείς μετα­ξύ τους, που να έχει επί­γνω­ση Θεού ή να επι­κα­λεί­ται με πίστη τον Θεό και να προ­σπα­θεί να ευα­ρε­στεί σε Αυτόν. Αλί­μο­νο, όλοι εξε­τρά­πη­σαν στην ευθεία οδό. Εξα­χρειώ­θη­καν και διε­φθά­ρη­σαν. Δεν υπάρ­χει κανέ­νας που να πράτ­τει το αγα­θό. Δεν υπάρ­χει ούτε ένας. Ο λάρυγ­γάς τους, σαν ανοι­χτός τάφος, ανα­δί­δει δυσώ­δεις ανα­θυ­μιά­σεις. Με τις πονη­ρές τους γλώσ­σες επι­νο­ούν και εκφρά­ζουν δόλια ψεύ­δη και φαρ­μα­κε­ρές συκο­φαν­τί­ες. Δηλη­τή­ριο φαρ­μα­κε­ρών ασπί­δων υπάρ­χει κάτω από τα χεί­λη τους. Το στό­μα τους είναι γεμά­το από κατά­ρες εναν­τί­ον του Θεού και από δολιό­τη­τες και πικρί­ες εναν­τί­ον των ανθρώ­πων. Τα πόδια τους τρέ­χουν με ταχύ­τη­τα, για να χύσουν αίμα. Στους δρό­μους της ζωής τους και στις πρά­ξεις τους σπεί­ρουν συν­τρίμ­μα­τα και ταλαι­πω­ρί­ες εναν­τί­ον αθώ­ων. Εσω­τε­ρι­κή ειρή­νη και ειρη­νι­κή ζωή με τους άλλους εξαι­τί­ας της αμαρ­τω­λό­τη­τάς τους δεν γνώ­ρι­σαν. Δεν υπάρ­χει φόβος Θεού ενώ­πιόν τους)»[Ψαλμ.13,2–3].

Πράγ­μα­τι, αν αυτοί οι εννέα, που τόση ευεργε­σία πέτυ­χαν από τον Χρι­στό και τέτοιο θαύ­μα είδαν επά­νω τους, δεν κατά­λα­βαν ότι ο Ιησούς είναι Θεός, δεν επέ­στρε­ψαν για να Τον ανα­ζη­τή­σουν, δεν απέ­δω­σαν τη μεγα­λύ­τε­ρη δοξο­λο­γία ούτε την ευχα­ρι­στία, τι είναι φυσι­κό να σκε­φθού­με για τους άλλους; Αλλά ο Σαμα­ρεί­της, ο Ασσύ­ριος κατά το γένος (για­τί από αυ­τούς προ­ερ­χό­ταν η σαμα­ρει­τι­κή αποι­κία)[βλ. Δ΄Βασ.17,24: «Κα γαγε βασι­λες σσυ­ρί­ων κ Βαβυλνος τν κ Χουθ π ϊ κα π Αμθ κα Σεπ­φα­ρουα­ΐμ, κα κατκίσθη­σαν ν πόλε­σι Σαμα­ρεί­ας ντ τν υἱῶν σραλ κα κλη­ρο­νό­μη­σαν τν Σαμά­ρειαν κα κατκισαν ν τας πόλε­σιν ατς(: Ο βασι­λιάς των Ασσυ­ρί­ων μετέ­φε­ρε ανθρώ­πους από τη Βαβυ­λώ­να, δηλα­δή ειδω­λο­λά­τρες κατοί­κους των πόλε­ων Χου­θά, Αϊά, Αιμάθ και Σεπ­φα­ρουαίμ και τους εγκα­τέ­στη­σε στις πόλεις της Σαμά­ρειας αντί των Ισραη­λι­τών. Αυτοί λοι­πόν πήραν πλέ­ον ως κλη­ρο­νο­μιά τους τη Σαμά­ρεια και εγκα­τα­στά­θη­καν στις πόλεις της)»], που ήταν ένας από αυτούς, όταν είδε το θαύ­μα και την ποθη­τή ευερ­γε­σία που πέτυ­χε, κατα­νόη­σε αυτήν και τελειώ­θη­κε ως προς την πίστη, και αφού επέ­στρε­ψε, λέγει και εκτε­λεί λόγια και πρά­ξεις ευγνωμο­σύνης και πίστε­ως, πέφτον­τας δημό­σια με το πρό­σω­πο στα πό­δια του ευερ­γέ­τη και δοξά­ζον­τας ως Θεό αλη­θι­νό Αυτόν που του χάρι­σε την κάθαρ­ση από τη λέπρα του.

Και ο Κύριος λέγει προς τους παρευ­ρι­σκό­με­νους: «Οχ ο δκα καθαρσθη­σαν; ο δ ννα πο; οχ ερθησαν ποστρψαν­τες δοναι δξαν τ Θε ε μ λλο­γενς οτος;(: Δεν καθα­ρί­στη­καν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα πού είναι; Χάθη­καν να γυρί­σουν πίσω και να δοξά­σουν τον Θεό, παρά μόνο ο ξένος αυτός, που δεν ανή­κει στο γνή­σιο ιου­δαϊ­κό γένος;)», αν και βέβαια γι’ αυτό θερά­πευ­σε και αυτούς, για να λάβουν την άδεια και τη δυνα­τό­τη­τα πλέ­ον φυσιο­λο­γι­κά να ζουν μαζί με τους υπό­λοι­πους συμ­πα­τριώ­τες τους και με όσους παρα­κο­λου­θού­σαν από κον­τά τη διδα­σκα­λία του Ιησού και να κερ­δί­σουν τη θερα­πεία των ψυχών τους και να δοξά­σουν τον Ιατρό και των ψυχών και των σωμά­των· εκεί­νοι όμως δεν σκέ­φθη­καν ότι πρέ­πει να προ­σφέ­ρουν δόξα στον Θεό.

Αλλά τι πάθος αλη­θι­νά! Για­τί από αυτό μπο­ρεί κανείς να δει να πάσχου­με και εμείς τώρα: αφού καθα­ρι­σθή­κα­με από τον Χρι­στό απ’ εκεί­νη την πρώ­τη κατά­ρα, που ήταν απλω­μέ­νη πάνω μας σαν λέπρα, και πιο βλα­βε­ρή και πιο σιχα­με­ρή από κάθε λέπρα, καθό­σον το πάθος εκτός από το σώμα μετέ­βαι­νε και στην ψυχή· αφού καθα­ρι­σθή­κα­με λοι­πόν απ’ αυτήν μέσω του Χρι­στού, και λάβα­με πάλι από Εκεί­νον καθα­ρή τη φύση μας σαν από την αρχή, δεν προ­σκολ­λό­μα­στε σε Αυτόν με ενά­ρε­τη ζωή προ­σφέ­ρον­τάς Του δόξα, αλλά απο­μα­κρυ­νό­μα­στε πάλι από Αυτόν με επά­ρατα και παρά­νο­μα έργα, όπως λέγει προς Αυτόν ο Δαβίδ: «τι οχ Θες θέλων νομί­αν σ ε· ο παροι­κή­σει σοι πονη­ρευό­με­νος(: Εσύ είσαι Θεός, που ποτέ και κατά κανέ­ναν τρό­πο δεν θέλεις την κατα­πά­τη­ση του νόμου Σου και την αδι­κία. Για τον λόγο αυτόν ούτε και προς στιγ­μή δεν θα παρα­μεί­νει πλη­σί­ον Σου ως προ­στα­τευό­με­νός Σου κανέ­νας ασε­βής άνθρω­πος, ο οποί­ος μηχα­νεύ­ε­ται το κακό)»[Ψαλμ.5,5].

Γι’ αυτό πάλι ο Κύριος, ελε­ει­νο­λο­γών­τας τους ανθρώ­πους αυτού του είδους και θρη­νών­τας κατά κάποιο τρό­πο εκεί­νους και εμάς τους έπει­τα από εκεί­νους όμοιους με εκεί­νους, όπως προς τον Αδάμ, όταν εξέ­πε­σε από τη θεία εκεί­νη δόξα, έλε­γε: «δάμ, πο ε;(:Αδάμ, πού εί­σαι😉»[Γέν.3,9], έτσι έπει­τα λέγει και προς αυτούς: «Οι εννέα όμως πού είναι; Δεν έκρι­ναν αυτοί ότι πρέ­πει να προ­σφέ­ρουν δόξα στον Θεό, παρά μόνο ο αλλο­ε­θνής αυτός;». Λέγον­τας όμως τη φρά­ση: «ε μ λλο­γενς οτος(:παρά μόνο ο αλλο­ε­θνής αυτός)»δεί­χνει την αχα­ρι­στία και σκλη­ρο­καρ­δία του γένους των Ιου­δαί­ων, και ότι τα έθνη ήταν έτοι­μα για επι­στρο­φή, ενώ οι Ιου­δαί­οι ήταν τελεί­ως αμε­τα­νόη­τοι προς σωτη­ρία. Γι’ αυτό και σε αυτόν που επέ­στρε­ψε με ευγνω­μο­σύ­νη χάρι­σε δίκαια και την ψυχι­κή σωτη­ρία, που προ­τυ­πώ­νει τη σωτη­ρία των εθνών μέσω της πίστε­ως, λέγον­τάς του: «ναστς πορεου· πστις σου σσωκ σε(:Σήκω και πήγαι­νε. Η πίστη σου σε έσω­σε. Δεν θερά­πευ­σε μόνο το σώμα σου, αλλά απο­τε­λεί και καλή αρχή που θα σε οδη­γή­σει και στην πνευ­μα­τι­κή σου σωτη­ρία)», ενώ εκεί­νους που δεν επέ­στρε­ψαν, αφού τους κατη­γό­ρη­σε μόνο για τη σιω­πή τους, έδει­ξε ότι απέ­τυ­χαν ως προς την ψυχι­κή σωτη­ρία.

Μοιά­ζουν βέβαια οι δέκα αυτοί λεπροί με ολό­κλη­ρο το γένος των ανθρώ­πων για­τί όλοι μας ήμα­σταν λεπρω­μέ­νοι, αφού όλοι υπο­πέ­σα­με στην αμαρ­τία, όπως λέγει ο θεό­πνευ­στος Παύ­λος: «Πάν­τες γρ μαρ­τον κα στε­ρονται τς δόξης το Θεοῦ, δικαιού­με­νοι δωρεν τ ατο χάρι­τι δι τς πολυ­τρώ­σε­ως τς ν Χριστ ησο(: Και δεν υπάρ­χει διά­κρι­ση, διό­τι όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως αμάρ­τη­σαν και έχουν στε­ρη­θεί από τη δόξα, που έχει και μετα­δί­δει ο Θεός. Και συνε­πώς γίνον­ται όλοι δίκαιοι και σώζον­ται δωρε­άν με τη χάρη που δίνει σε μας τους κατα­δί­κους ο Θεός ως πανά­γα­θος βασι­λιάς. Μας απε­λευ­θέ­ρω­σε ο Θεός από την αμαρ­τία με την εξα­γο­ρά που έκα­νε ο Ιησούς Χρι­στός, με το λύτρο του αίμα­τός Του)»[Ρωμ.3,23–24].

Όλοι λοι­πόν ήμα­σταν έτσι πνευ­μα­τι­κά λεπροί, αφού όμως κατέ­βη­κε ο Κύριος από τους ουρα­νούς και έλα­βε τη φύση μας, την ελευ­θέ­ρω­σε από την κατα­δί­κη για την αμαρ­τίαΑλλά οι Ιου­δαί­οι βέβαια φάνη­καν αγνώ­μο­νες απέ­ναν­τι σε αυτήν την ευερ­γε­σία, όσοι όμως από τους εθνι­κούς επέ­στρε­ψαν από τον μάταιο δρό­μο τους και από τα προ­η­γού­με­να πονη­ρά ήθη τους και πρό­σφε­ραν δόξα στον Θεό, όχι ομο­λο­γών­τας απλώς τη σωτη­ρία και ανα­κη­ρύσ­σον­τας το μέγα έλε­ος Εκεί­νου που από το απέ­ραν­το πέλα­γος φιλαν­θρω­πί­ας κένω­σε τον εαυ­τό Του μέχρι σε μας, αλλά και πεί­θον­ται στις εντο­λές Του και ζουν σύμ­φω­να με αυτές και με τη δια­γω­γή αυτή βαδί­ζουν προς ειρή­νη, δηλα­δή ειρη­νεύ­ουν προς τους εαυ­τούς τους και μετα­ξύ τους και προς τον Θεό.

Και ειρη­νεύ­ου­με προς τον Θεό, εκτε­λών­τας τα ευά­ρε­στα σε Αυτόν, ζών­τας με σωφρο­σύ­νη, λέγον­τας την αλή­θεια, και πράτ­τον­τας τα δίκαια, «επι­δι­δό­με­νοι σε προ­σευ­χές και δεή­σεις», και όπως προ­τρέ­πει ο από­στο­λος Παύ­λος: «Λαλοντες αυτος ψαλ­μος κα μνοις κα δας πνευ­μα­τι­κας, δον­τες κα ψάλ­λον­τες ν τ καρ­δί μν τ Κυρί(:Λαλών­τας μετα­ξύ σας με ψαλ­μούς και ύμνους και ωδές πνευ­μα­τι­κές, άδον­τας και ψάλ­λον­τας στον Κύριο με όλη σας την καρ­διά)»[Εφ.5,19], και όχι μόνο με τα χεί­λη.

Προς τους εαυ­τούς μας ειρη­νεύ­ου­με, υποτάσ­σοντας τη σάρ­κα στο πνεύ­μα και ακο­λου­θών­τας τον τρό­πο ζωής που μας υπα­γο­ρεύ­ει ο έμφυ­τος νόμος της συνει­δή­σε­ώς μας και έχον­τας τον εσω­τε­ρι­κό μας κόσμο των λογι­σμών κινού­με­νο με κοσμιό­τη­τα και ευγέ­νεια· μετα­ξύ μας τέλος ειρη­νεύ­ου­με: «νεχμενοι λλλων κα χαριζμενοι αυτος ἐάν τις πρς τινα χ μομφν· καθς κα Χριστς χαρσατο μν, οτω κα μες· (:Να ανέ­χε­στε ο ένας τις αδυ­να­μί­ες του άλλου και να συγ­χω­ρεί­τε ο ένας τον άλλο, εάν έχει κανείς παρά­πο­νο εναν­τί­ον του άλλου, Όπως κι ο Χρι­στός σας έκα­νε χάρη και σας συγ­χώ­ρη­σε, έτσι και εσείς να συγ­χω­ρεί­τε ο ένας τον άλλο)»[Κολ.3,13].

Ας ειρη­νεύ­ου­με και εμείς λοι­πόν, αδελ­φοί, παρα­κα­λώ, και ας δεί­χνου­με αυτή την ειρή­νη με έργα και τρό­πους ενά­ρε­τους και αγα­πη­τούς στον Θεό· για­τί εξαι­τί­ας αυτής της ειρή­νης και εμείς ήρθα­με σε σας, στην Εκκλη­σία του Χρι­στού, έχον­τας ορι­σθεί από αυτόν διά­κο­νοι της κλη­ρο­νο­μιάς και χάρι­τός Του, και πάνω από όλα ευαγ­γε­λι­ζό­μα­στε σ’ εσάς την ειρή­νη σύμ­φω­να με την προς εμάς παραγ­γε­λία του Σωτή­ρα μας μέσω των Απο­στό­λων, και με αυτήν συνά­γου­με τα σκορ­πι­σμέ­να μέλη προς τον εαυ­τό τους και την προ­κα­λού­με­νη από το μίσος ασθέ­νεια και καχε­ξία την βγά­ζου­με έξω από τις ψυχές μας.

Είμα­στε λοι­πόν μαζί σας με την χάρη του Χρι­στού και είμα­στε πρε­σβευ­τές του Χρι­στού, αφού Αυτός παρα­κα­λεί με ενδιάμε­σους εμάς: «Καταλ­λά­γη­τε τ Θε(:Συμ­φι­λιω­θεί­τε με τον Θεό)»[Β΄Κορ.5,20], γνω­ρί­στε την μετα­ξύ σας συγ­γέ­νεια που ενυ­πάρ­χει σε σας, όχι μόνο ως προς την ψυ­χή, αλλά και ως προς το σώμα, για­τί έτσι θα γίνε­τε και της ειρή­νης, δηλα­δή του Θεού, υιοί και κλη­ρο­νό­μοι. Για­τί Αυτός είναι η ειρή­νη μας, που έκα­με τα δυο ένα και διέ­λυ­σε τον μεσό­τοι­χο φρά­κτη και κατέ­λυ­σε με τον σταυ­ρό την έχθρα και φύτευ­σε την ειρή­νη μέσα στις ψυχές μας. Για­τί ολό­κλη­ρο το έργο της παρου­σί­ας Του είναι η ειρή­νη, και γι’ αυτήν έκλι­νε τους ουρα­νούς και κατέ­βη­κε στη γη.

Γι’ αυτό και ο Δαβίδ προ­εί­πε γι’ Αυτόν:« νατε­λε ν τας μέραις ατο δικαιο­σύ­νη κα πλθος ερήνης(:Από την πνευ­μα­τι­κή αυτή γλυ­κιά άρδευ­ση θα ανα­βλα­στή­σει και θα ανθί­σει επί των ημε­ρών Του δικαιο­σύ­νη και ειρή­νη πλού­σια και ατέ­λειω­τη)»[Ψαλμ.71,7], και σε άλλον Ψαλ­μό λέγει πάλι γι’ Αυτόν: «Λαλή­σει ερήνην π τν λαν ατο κα π τος σίους ατο κα π τος πιστρέ­φον­τας καρ­δί­αν π᾿ ατόν(:Θα ομι­λή­σει ειρη­νι­κά προς τον λαό Του, στους αφο­σιω­μέ­νους προς Αυτόν Ισραη­λί­τες· σε όσους επι­στρέ­φουν με όλη τους την καρ­διά προς Αυτόν)»[Ψαλμ.84,9]. Δεί­χνει όμως και ο ύμνος που ψάλ­θη­κε κατά τη γέν­νη­σή Του από τους αγγέ­λους, ότι ήρθε σ’ εμάς φέρον­τάς μας από τον ουρα­νό την ειρή­νη, λέγον­τας: «Δόξα ν ψίστοις Θε κα π γς ερήνη, ν νθρώ­ποις εδοκία(:Δοξα­σμέ­νος ας είναι ο Θεός στα ύψι­στα μέρη του ουρα­νού απ’ τους αγγέ­λους που κατοι­κούν εκεί˙ και στη γη ολό­κλη­ρη, που είναι ταραγ­μέ­νη απ’ την αμαρ­τία και τα βίαια πάθη της, ας βασι­λεύ­σει η θεία ειρή­νη· διό­τι ο Θεός εκδή­λω­σε τώρα εξαι­ρε­τι­κά την εύνοια και την ευα­ρέ­σκειά Του στους ανθρώ­πους με την εναν­θρώ­πη­ση του Υιού Του)»[Λουκ.2,14].

Και Αυτός ο Ίδιος, όταν ολοκλή­ρωνε ήδη την σωτη­ριώ­δη οικο­νο­μία, αντί κλη­ρο­νο­μιάς, την ειρή­νη άφη­σε στους μαθη­τές Του, λέγον­τας προς αυτούς: «Ερήνην φίη­μι μν, ερήνην τν μν δίδω­μι μν· ο καθς κόσμος δίδω­σιν, γ δίδω­μι μν. μ ταρασ­σέ­σθω μν καρ­δία μηδ δει­λιά­τω (:Φεύ­γω και σας αφή­νω την ειρή­νη. Σας δίνω τη δική μου αλη­θι­νή και βαθιά ειρή­νη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συν­τα­ρά­ζε­ται από την αμαρ­τία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρή­νη υπο­κρι­τι­κή, απα­τη­λή και αστα­θή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταρά­ζε­ται η καρ­διά σας από εσω­τε­ρι­κούς φόβους κι ας μη δει­λιά­ζει από εξω­τε­ρι­κά φόβη­τρα και απει­λές)»[Ιω.14,27]· και επί­σης: «ν τούτ γνώ­σον­ται πάν­τες τι μο μαθη­ταί στε, ἐὰν γάπην χητε ν λλή­λοις(:Απ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθη­τές, από το αν δηλα­δή έχε­τε αγά­πη μετα­ξύ σας. Η αγά­πη αυτή θα σας εξα­σφα­λί­σει την ανα­γνώ­ρι­ση, τον σεβα­σμό και την εκτί­μη­ση των ανθρώ­πων περισ­σό­τε­ρο από τη θαυ­μα­τουρ­γι­κή σας δρά­ση)»[Ιω,13,35]. Και η τελευ­ταία προ­σευ­χή που έκα­νε για μας όταν ανέ­βαι­νε προς τον Πατέ­ρα του στη­ρί­ζει την ανα­με­τα­ξύ μας αγά­πη· για­τί λέγει: «Τήρη­σον ατος ν τ νόμα­τί σου δέδω­κάς μοι, να σιν ν καθς μες(:Πάτερ άγιε, φύλα­ξέ τους με την πατρι­κή Σου προ­στα­σία και δύνα­μη, την οποία έδω­σες και σε Εμέ­να˙ έτσι ώστε να παρα­μεί­νουν ενω­μέ­νοι μαζί μου και μετα­ξύ τους και να είναι με την αγά­πη και την ομο­φρο­σύ­νη ένα πνευ­μα­τι­κό σώμα, όπως είμα­στε ένα κι εμείς που έχου­με την ίδια ουσία και φύση)»[Ιω.17,11].

Να μην εκπέ­σου­με λοι­πόν από την πατρι­κή προ­σευ­χή, ούτε να απορ­ρί­ψου­με την κλη­ρο­νο­μιά του ουρά­νιου Πατέ­ρα, ούτε τη σφρα­γί­δα και το σημά­δι της προς Αυτόν οικειό­τη­τας να πετά­ξου­με, για να μη χάσου­με και την υιο­θε­σία και την ευλο­γία και την προς Αυτόν μαθη­τεία και εκπέ­σου­με από την επηγ­γελ­μέ­νη ζωή και απο­κλει­σθού­με από τον πνευ­μα­τι­κό νυμ­φώ­να του ειρη­νάρ­χη Πατέ­ρα, ο οποί­ος, για να μην πάθου­με αυτό, απέ­στει­λε μέσω των αγί­ων μαθη­τών και Απο­στό­λων Του την ειρή­νη σε όλον τον κό­σμο.

Γι’ αυτό και αυτοί και στις ομι­λί­ες τους και στα συγ­γράμ­μα­τά τους αυτήν προ­βάλ­λουν στους προ­λό­γους τους πριν από όλους τους λόγους: «Χρις μν κα ερνη π Θεοῦ(:Χάρη σε εσάς να παρέ­χε­ται και ειρή­νη από τον Θεό)»[Γαλ.1,3]. Αυ­τήν και εμείς ως υπη­ρέ­τες της δια­κο­νί­ας εκεί­νων και τώρα ευαγ­γελιζόμαστε και μαζί με τον Παύ­λο λέμε σ’ εσάς: «Ερήνην διώ­κε­τε μετ πάν­των, κα τν για­σμόν, ο χωρς οδες ψεται τν Κύριον(:Αγω­νί­ζε­στε και προ­σπα­θεί­τε να επι­διώ­κε­τε ειρή­νη με όλους καθώς και να απο­κτή­σε­τε και τον αγια­σμό και την καθα­ρό­τη­τα της καρ­διάς σας, χωρίς την οποία κανέ­νας δεν θα δει τον Κύριο)»[Εβρ.12,14]. Από μας όμως κανέ­νας να μην απο­τύ­χει στο να δει τον Κύριο, ούτε να εκπέ­σει από τη θεία δόξα την εκπεμ­πό­με­νη από εκεί, αλλά, αφού όλοι συμ­φι­λιω­θού­με και συνα­χθού­με σ’ ένα με την μετα­ξύ μας κατά Θεόν ειρή­νη και αγά­πη και ομό­νοια, να έχου­με στο μέσο μας σύμ­φω­να με τη γλυ­κιά παραγ­γε­λία του τον Κύριό μας Ιησού Χρι­στό, που εξο­μα­λύ­νει τις δυσκο­λί­ες του παρόν­τος βίου, και στον κατάλ­λη­λο και­ρό χαρί­ζει την αιώ­νια ζωή και δόξα και βασι­λεία.

Αυτήν είθε να επι­τύ­χου­με όλοι εμείς με την χάρη και φιλαν­θρωπία του ειρη­νο­ποιού και ειρη­νο­δώ­ρου Θεού και Πατέ­ρα μας και Κυρί­ου Ιησού Χρι­στού, στον οποίο πρέ­πει δόξα, δύνα­μη, τιμή και προ­σκύ­νη­ση μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα Του και το ζωο­ποιό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες αιώ­νων. Γένοι­το.

 ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου Παλα­μά Άπαν­τα τα έργα, τόμος 11, ομι­λία ΞΑ΄,σελ.538–558,Πατερικαί εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος Θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ

«Κα εσερ­χομνου ατο ες τινα κμην πντη­σαν ατ δκα λεπρο νδρες, ο στη­σαν πρρω­θεν, κα ατο ραν φωνν λγον­τες· ᾿Ιησο πισττα, λησον μς(: Και την ώρα που ο Ιησούς έμπαι­νε σε κάποιο χωριό, Τον συνάν­τη­σαν δέκα λεπροί άνδρες, οι οποί­οι στά­θη­καν από μακριά, επει­δή, σύμ­φω­να με τον νόμο, κάθε λεπρός θεω­ρούν­ταν ακά­θαρ­τος και δεν του επι­τρε­πό­ταν να πλη­σιά­σει κανέ­ναν. Και αυτοί άρχι­σαν να Του φωνά­ζουν δυνα­τά: ‘’Ιησού, Κύριε, σπλα­χνί­σου μας και θερά­πευ­σέ μας’’)»[Λουκ.17,12–13].

Και πάλι μας φανε­ρώ­νει την δόξα Του ο Σωτή­ρας και με τη θεο­πρε­πή μεγα­λουρ­γία με την οποία έρχε­ται να αλιεύ­σει στην πίστη, τους άκαρ­δους και αγνώ­μο­νες Ισραη­λί­τες. Αλλά ήταν και αυτής της γενιάς οι Ισραη­λί­τες σκλη­ροί και απεί­θαρ­χοι, όπως και οι περισ­σό­τε­ροι από τους προ­πά­το­ρές τους. Ποιος λοι­πόν λόγος θα τους βοη­θή­σει την ημέ­ρα της κρί­σε­ως, αφού δεν ανέ­χτη­καν να δεχτούν τη σωτη­ρία που τους πρό­σφε­ρε ο Κύριος Ιησούς Χρι­στός, και μάλι­στα μολο­νό­τι άκου­σαν με τα αυτιά τους τους λόγους Του και είδαν τις παρά­δο­ξες και τις πέρα από κάθε ανθρώ­πι­νη λογι­κή θαυ­μα­τουρ­γι­κές ενέρ­γειές Του;

Και πράγ­μα­τι ο Κύριος είπε γι΄αυτούς τα εξής: «Ε μ λθον κα λάλη­σα ατος, μαρ­τί­αν οκ εχον· νν δ πρό­φα­σιν οκ χου­σι περ τς μαρ­τί­ας ατν(:Εάν δεν είχα έλθει και δεν τους είχα μιλή­σει απο­δει­κνύ­ον­τάς τους με τη διδα­σκα­λία μου και με τα θαύ­μα­τά μου ότι είμαι ο Μεσ­σί­ας, δεν θα είχαν αμαρ­τία για την απι­στία που έδει­ξαν σε μένα. Τώρα όμως δεν έχουν καμία πρό­φα­ση που να δικαιο­λο­γεί την αμαρ­τία τους. Και είναι βαριά και ασυγ­χώ­ρη­τη η αμαρ­τία τους αυτή)» [Ιω.15,22]. Και πάλι: «Ε τ ργα μ ποί­η­σα ν ατος οδες λλος πεποί­η­κεν, μαρ­τί­αν οκ εχον· νν δ κα ωρά­κα­σι κα μεμι­σή­κα­σι κα μ κα τν πατέ­ρα μου(:Αν δεν είχα κάνει ανά­με­σά σας τα κατα­πλη­κτι­κά και υπερ­φυ­σι­κά έργα, τα οποία κανείς άλλος από τους προ­φή­τες και απε­σταλ­μέ­νους του Θεού στην Παλαιά Δια­θή­κη δεν έχει κάνει, δεν θα είχαν αμαρ­τία. Τώρα όμως η ενο­χή για την απι­στία τους είναι μεγά­λη· διό­τι και τα θαύ­μα­τά μου αυτά έχουν δει, και έχουν μισή­σει και Εμέ­να, και στο δικό μου πρό­σω­πο και τον Πατέ­ρα μου)»[Ιω.15,24].

Από­δει­ξη ολο­φά­νε­ρη αυτών που ανέ­φε­ρα πριν λίγο είναι η πλή­ρης θερα­πεία των λεπρών. Αυτοί, σύμ­φω­να με τον νόμο του Μωυ­σή, ως ακά­θαρ­τοι διώ­χνον­ταν από πόλεις και χωριά. Οι δέκα αυτοί λεπροί όμως συναν­τών­τας τον Σωτή­ρα, Τον εκλι­πα­ρού­σαν να τους απαλ­λά­ξει από το κακό, ονο­μά­ζον­τάς Τον «πιστά­τη», δηλα­δή διδά­σκα­λο. Κανείς τότε δεν ελε­ού­σε αυτούς που είχαν την αρρώ­στια αυτήν, Αυτός όμως ήρθε στη γη γι’ αυτόν τον λόγο και έγι­νε άνθρω­πος για να τους ελε­ή­σει όλους, Αυτούς τους λυπή­θη­κε και τους ευσπλα­χνί­στη­κε.

«Κα δν επεν ατος· πορευθντες πιδεξατε αυτος τος ερεσι. κα γνετο ν τ πγειν ατος καθαρσθη­σαν(:Βλέ­πον­τάς τους Εκεί­νος τους είπε: ‘’Πηγαί­νε­τε και δείξ­τε το σώμα σας στους ιερείς, για να βεβαιώ­σουν αν πράγ­μα­τι θερα­πευ­θή­κα­τε, σύμ­φω­να με τη διά­τα­ξη του νόμου’’. Και καθώς αυτοί πήγαι­ναν να εξε­τα­στούν από τους ιερείς, καθα­ρί­στη­καν από τη λέπρα)»[Λουκ.17,14].

Για­τί όμως δεν είπε μάλ­λον: «Θέλω, καθα­ρι­στεί­τε», όπως έκα­νε και σε κάποιον άλλον λεπρό[βλ. Λου­κά 5,13: «Κα κτεί­νας τν χερα ψατο ατο επών· θέλω, καθα­ρί­σθη­τι(:Τότε ο Ιησούς άπλω­σε το χέρι Του, τον άγγι­ξε και του είπε: ‘’Θέλω να καθα­ρι­στείς από τη λέπρα, καθα­ρί­σου’’)»], αλλά τους πρό­στα­ξε να πάνε και να δεί­ξουν τους εαυ­τούς τους καθα­ρούς στους ιερείς, όπως όρι­ζε ο μωσαϊ­κός νόμος;[Λευιτ. 14,2–3: Οτος νόμος το λεπρο, ν μέρ καθα­ρι­σθ· κα προ­σα­χθή­σε­ται πρς τν ερέα, κα ξελεύ­σε­ται ερες ξω τς παρεμ­βολς, κα ψεται ερεύς, κα δο ἰᾶται φ τς λέπρας π το λεπρο(:Αυτή είναι η νομι­κή διά­τα­ξη για τον λεπρό, η οποία θα τηρη­θεί κατά την ημέ­ρα που αυτός θα έχει θερα­πευ­τεί από τη λέπρα· θα οδη­γη­θεί αυτός προς τον ιερέα, ο οποί­ος θα εξέλ­θει από την κατα­σκή­νω­ση προς το μέρος, στο οποίο βρί­σκε­ται ο λεπρός. Θα τον εξε­τά­σει και θα πει­στεί ότι έχει θερα­πευ­τεί πλέ­ον η λέπρα)»]. Νόμος πάλι υπο­χρέ­ω­νε σε αυτό εκεί­νους που είχαν απαλ­λα­γεί από τη λέπρα· για­τί τους πρό­στα­ζε να δεί­χνουν τους εαυ­τούς τους στους ιερείς και να προ­σφέ­ρουν θυσία για τη θερα­πεία τους[Λευιτ.14,4: «Κα προ­στά­ξει ερεύς, κα λήψον­ται τ κεκα­θα­ρι­σμέν δύο ρνί­θια ζντα καθαρ κα ξύλον κέδρι­νον κα κεκλω­σμέ­νον κόκ­κι­νον κα σσω­πον(:Θα δια­τά­ξει κατό­πιν ο ιερέ­ας να φέρουν για τον θερα­πευ­μέ­νο λεπρό δύο μικρά ζων­τα­νά πτη­νά, από τα καθα­ρά, δηλα­δή από εκεί­να των οποί­ων επι­τρέ­πε­ται η βρώ­ση, ένα κέδρι­νο ξύλο, ται­νία από στριμ­μέ­νο κόκ­κι­νο νήμα και κλω­να­ρά­κι υσσώ­που)»].

Έχον­τας λοι­πόν θερα­πευ­θεί τους είπε να μετα­βούν και κατά κάποιον τρό­πο να επι­βε­βαιώ­σουν δημό­σια οι ιερείς, δηλα­δή οι καθο­δη­γη­τές των Ιου­δαί­ων, οι οποί­οι φθο­νού­σαν πάν­το­τε την δόξα Του, ότι παρ’ ελπί­δα και κατά τρό­πο παρά­δο­ξο και απροσ­δό­κη­το απαλ­λά­χτη­καν από το κακό, αφού έδω­σε τη συναί­νε­ση για τη θερα­πεία τους ο Χρι­στός. Δεν τους θερά­πευ­σε προ­η­γου­μέ­νως, αλλά τους έστει­λε στους ιερείς, επει­δή εκεί­νοι γνώ­ρι­ζαν τα σημά­δια της λέπρας και το πότε θερα­πεύ­ε­ται. Τους έστει­λε στους ιερείς, και μαζί στο δρό­μο τους έστει­λε και τη θερα­πεία.

Αυτά όμως, και ποιος είναι ο νόμος της λέπρας και ποια είναι τα γνω­ρί­σμα­τα του καθα­ρι­σμού, και τι ζητού­σε κάθε νομο­θέ­τη­μα, τα ανα­πτύ­ξα­με εκτε­νέ­στε­ρα σε άλλη ομι­λία μας στην αρχή των θαυ­μά­των του Σωτή­ρα που ιστο­ρούν­ται από τον Λου­κά, όπου είχε θερα­πευ­θεί ο λεπρός[Λουκ. 5,12–16: «Κα γένε­το ν τ εναι ατν ν μι τν πόλε­ων κα δο νρ πλή­ρης λέπρας· κα δν τν ησον, πεσν π πρό­σω­πον δεή­θη ατο λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλς δύνα­σαί με καθα­ρί­σαι. κα κτεί­νας τν χερα ψατο ατο επών· θέλω, καθα­ρί­σθη­τι. κα εθέως λέπρα πλθεν π᾿ ατο. κα ατς παρήγ­γει­λεν ατ μηδεν επεν, λλ πελθν δεξον σεαυτν τ ερε κα προ­σέ­νεγ­κε περ το καθα­ρι­σμο σου καθς προ­σέ­τα­ξε Μωϋσς ες μαρ­τύ­ριον ατος. Διήρ­χε­το δ μλλον λόγος περ ατο, κα συνήρ­χον­το χλοι πολ­λο κού­ειν κα θερα­πεύ­ε­σθαι π᾿ ατο π τν σθε­νειν ατν· ατς δ ν ποχωρν ν τας ρήμοις κα προ­σευ­χό­με­νος(:Και ενώ βρι­σκό­ταν ο Ιησούς σε κάποια από τις πόλεις, να ένας άνθρω­πος γεμά­τος από εξαν­θή­μα­τα λέπρας. Αυτός μόλις είδε τον Ιησού, έπε­σε κάτω με το πρό­σω­πο στη γη και Τον παρα­κα­λού­σε λέγον­τας: ‘’Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύνα­μη να με καθα­ρί­σεις από τις πλη­γές της βρω­με­ρής αρρώ­στιας μου’’. Τότε ο Ιησούς άπλω­σε το χέρι Του, τον άγγι­ξε και του είπε: ‘’Θέλω να καθα­ρι­στείς από τη λέπρα, καθα­ρί­σου’’. Και αμέ­σως η λέπρα έφυ­γε από πάνω του. Κι ο Ιησούς του έδω­σε την εντο­λή να μην πει σε κανέ­ναν το θαύ­μα της θερα­πεί­ας, αλλά του είπε: ‘’Πήγαι­νε και δεί­ξε τον εαυ­τό σου στον ιερέα και πρό­σφε­ρε για τον καθα­ρι­σμό σου θυσία, όπως διέ­τα­ξε ο Μωυ­σής. Έτσι η εξέ­τα­σή σου από τον ιερέα και η προ­σφο­ρά της θυσί­ας σου θα χρη­σι­μεύ­σει ως μαρ­τυ­ρία και από­δει­ξη στους ιερείς και το λαό ότι και εσύ πράγ­μα­τι θερα­πεύ­τη­κες, και εγώ δεν ήλθα να κατα­λύ­σω το νόμο’’. Και η φήμη Του απλω­νό­ταν όλο και περισ­σό­τε­ρο τώρα μετά από το θαύ­μα αυτό, και μαζεύ­ον­ταν πολ­λά πλή­θη λαού για ν’ ακού­νε τη διδα­σκα­λία Του και για να τους θερα­πεύ­ει ο Ιησούς από τις ασθέ­νειές τους. Αυτός όμως απο­συ­ρό­ταν διαρ­κώς σε ερη­μι­κά μέρη και προ­σευ­χό­ταν)»].

Και αφού παρα­πέμ­ψου­με στο υπό­μνη­μά μας στα εδά­φια αυτά όσους θέλουν να μάθουν τη σημα­σία όλων αυτών που ανα­φέ­ρει εκεί ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, ας προ­χω­ρή­σου­με παρα­κά­τω : «Ες δ ξ ατν, δν τι ἰάθη, πστρε­ψε μετ φωνς μεγλης δοξζων τν Θεν, κα πεσεν π πρσωπον παρ τος πδας ατο εχαριστν ατ· κα ατς ν Σαμα­ρετης. ποκρι­θες δ ᾿Ιησος επεν· οχ ο δκα καθαρσθη­σαν; ο δ ννα πο; οχ ερθησαν ποστρψαν­τες δοναι δξαν τ Θε ε μ λλο­γενς οτος; κα επεν ατ· ναστς πορεου· πστις σου σσωκ σε(:Ένας απ’ αυτούς, μόλις είδε ότι θερα­πεύ­θη­κε, επέ­στρε­ψε και με δυνα­τή φωνή εκφρά­ζον­τας τη χαρά και την ευγνω­μο­σύ­νη του δόξα­ζε τον Θεό που τον θερά­πευ­σε δια­μέ­σου του Ιησού. Έπε­σε τότε με το πρό­σω­πο κάτω στη γη κον­τά στα πόδια του Ιησού και Τον ευχα­ρι­στού­σε. Και αυτός ήταν Σαμα­ρεί­της, δηλα­δή σχι­σμα­τι­κός και λιγό­τε­ρο φωτι­σμέ­νος από τους Ιου­δαί­ους. Συνε­πώς κανείς δεν θα περί­με­νε να δεί­ξει αυτός μια τέτοια ευγνω­μο­σύ­νη που δεν έδει­ξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραη­λί­τες. Τότε ο Ιησούς είπε: ‘’Δεν καθα­ρί­στη­καν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα πού είναι; Χάθη­καν να γυρί­σουν πίσω και να δοξά­σουν τον Θεό, παρά μόνο ο ξένος αυτός, που δεν ανή­κει στο γνή­σιο ιου­δαϊ­κό γένος;’’. Και σε αυτόν είπε: ‘’Σήκω και πήγαι­νε. Η πίστη σου σε έσω­σε. Δεν θερά­πευ­σε μόνο το σώμα σου, αλλά απο­τε­λεί και καλή αρχή που θα σε οδη­γή­σει και στην πνευ­μα­τι­κή σου σωτη­ρία’’)»[Λουκ.17,17–19].

Και οι άλλοι εννέα βέβαια, σαν Ιου­δαί­οι που ήταν, πέφτον­τας σε αχά­ρι­στη λησμο­σύ­νη, δεν επέ­στρε­ψαν για να δοξά­σουν τον Θεό, πράγ­μα που δεί­χνει ότι ο Ισραη­λι­τι­κός λαός είναι άκαρ­δος και αγνώ­μο­νας και δεν έχει καθό­λου μνή­μη. Ο αλλο­ε­θνής όμως, δηλα­δή ο Σαμα­ρεί­της, επει­δή κατα­γό­ταν από την Ασσυ­ρία και ήταν αλλογενής(γιατί λέγει όχι άσκο­πα ότι περ­νού­σε μέσα από τη Σαμά­ρεια και τη Γαλι­λαία), επέ­στρε­ψε δοξά­ζον­τας με δυνα­τή φωνή τον Θεό. Δεί­χνει λοι­πόν ότι οι Σαμα­ρεί­τες ήταν ευγνώ­μο­νες, ενώ οι Ιου­δαί­οι ακό­μα και όταν ευερ­γε­τούν­ται, δεί­χνουν αχα­ρι­στία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, Ἐξή­γη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Λου­κάν Εαγγέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία».

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου Αλε­ξαν­δρεί­ας Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλα­μάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005, «πόμνη­μα ες τό κατά Λου­κάν Β΄», κεφά­λαιο 17ο, σελ. 129–131.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  •  
Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος ΣΤ (Κυρια­κο­δρό­μιο Γ΄)

Συχνά εἴμα­στε ἀδύ­να­μοι να διδα­χτοῦ­με ἀπό τα μεγά­λα πράγ­μα­τα και διδα­σκό­μα­στε από τά μικρά. Ἀφοῦ δέν μπο­ροῦ­με νά κατα­νο­ή­σου­με πῶς ὁ Θεός βλέ­πει ὅλους τούς ἀνθρώ­πους, ἄς παρα­τη­ρή­σου­με πῶς στέλ­νει ὁ ἥλιος τό φῶς του παν­τοῦ στή γῆ, σ’ ὅλα τά πράγ­μα­τα. Ἄν ἀδυ­να­τοῦ­με νά κατα­νο­ή­σου­με πῶς ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώ­που δέν μπο­ρεῖ οὔτε στιγ­μή νά ζήσει χωρίς Θεό, ἂς δοῦ­με πῶς τό σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που δέν μπο­ρεί οὔτε στιγ­μή να ζήσει χωρίς τόν ἀέρα.

Ἄν δέν μπο­ροῦ­με ν’ ἀντι­λη­φθοῦ­με για­τί ὁ Θεός ζητά­ει ὑπα­κοή ἀπό τούς ἀνθρώ­πους, ἄς κατα­λά­βου­με για­τί ὁ ἀρχη­γός τῆς οἰκο­γέ­νειας ἀπαι­τεῖ ὑπα­κοή ἀπό τά μέλη της, ὁ βασι­λιάς ἀπό τούς ὑπη­κό­ους του, ὁ διοι­κη­τής ἀπό τούς στρα­τιῶ­τες του κι ὁ ἀρχι­τέ­κτο­νας ἀπό τούς οἰκο­δό­μους. Ἄν δέν κατα­νο­οῦ­με για­τί ὁ Θεός ζητά­ει εὐγνω­μο­σύ­νη ἀπό τούς ἀνθρώ­πους, ἂς ἀνα­λο­γι­στού­με για­τί ὁ πατέ­ρας ζητά­ει τήν εὐγνω­μο­σύ­νη τῶν παι­διῶν του. Για­τί ὁ πατέ­ρας επι­μέ­νει πώς ὁ γιός του πρέ­πει να πάρει το κύπελ­λο του, νά τοῦ κάνει ὑπό­κλι­ση καί νά λέει εὐχα­ρι­στῶ γιά τό κάθε τί, μικρό ή μεγά­λο, πού παίρ­νει ἀπό τούς γονεῖς του; Για­τί τό κάνουν αυτό οἱ γονεῖς; Μήπως πλου­τί­ζουν περισ­σό­τε­ρο μέ τίς εὐχα­ρι­στί­ες τῶν παι­διῶν, μήπως γίνον­ται πιο δυνα­τοί ἤ πιό διά­ση­μοι ἤ ἀπο­κτοῦν μεγα­λύ­τε­ρη επιρ­ροή στην κοι­νω­νία; Ὄχι, τίπο­τα ἀπ’ ὅλ ̓ αὐτά. Ἀφοῦ λοι­πόν οἱ γονεῖς δέν κερ­δί­ζουν προ­σω­πι­κά τίπο­τα ἀπό τήν εὐγνω­μο­σύ­νη τῶν παι­διῶν, δέν εἶναι περί­ερ­γο πού διδά­σκουν συνέ­χεια τα παι­διά τους νά εἶναι εὐγνώ­μο­να; Κι αὐτό δέν τό κάνουν μόνο οἱ πιστοί γονεῖς, μά ἀκό­μα κι οἱ ἄπι­στοι.

Ὄχι, αὐτό δέν εἶναι καθό­λου περί­ερ­γο, αλλά μᾶλ­λον εὐγε­νές. Αὐτό πού κάνει τούς γονεῖς νά διδά­σκουν τήν εὐγνω­μο­σύ­νη στα παι­διά τους, είναι ἡ ἀνι­διο­τε­λής ἀγά­πη τους. Για­τί; Επει­δή αὐτό εἶναι γιά τό καλό τῶν παι­διῶν τους. Γιά νά μεγα­λώ­σουν τα παι­διά τους ὅπως τά καλ­λιερ­γη­μέ­να καρ­πο­φό­ρα δέν­τρα κι ὄχι ὅπως τά ἄγρια ἀγκά­θια. Κι αυτό γιά νά ἐπι­βιώ­σει τό παι­δί τους ανά­με­σα στούς ἀνθρώ­πους στην πρό­σκαι­ρη ζωή, ανά­με­σα σε φίλους κι ἐχθρούς, σε χωριά καί σέ πόλεις, στην ἐξου­σία ἤ στό ἐμπό­ριο. Τόν εὐγνώ­μο­να ἄνθρω­πο τόν ἐκτι­μοῦν παν­τοῦ, τόν ἀγα­ποῦν, τόν καλο­δέ­χον­ται καί τόν βοη­θοῦν. Αὐτός πού μαθαί­νει τήν εὐγνω­μο­σύ­νη, μαθαί­νει νά εἶναι κι εὔσπλα­χνος. Κι ὁ εὔσπλα­χνος ἄνθρω­πος περ­πα­τά­ει ἐλεύ­θε­ρος σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Ἄς ἀναρ­ρω­τη­θοῦ­με τώρα για­τί ὁ Θεός ἀνα­ζη­τά τίς εὐχα­ρι­στί­ες τῶν ἀνθρώ­πων. Για­τί ζήτη­σε από τό Νῶε, τό Μωυ­σή, τόν Ἀβρα­άμ κι ἀπ ̓ ἄλλους προ­πά­το­ρες να προ­σφέ­ρουν θυσί­ες εὐχα­ρι­στί­ας στό Θεό (βλ. Γέν. η’ 20–21, ιβ’ 7–8, λε’ 1, Λευ­ϊτ. γ’); Για­τί ὁ Κύριος ἔδι­νε καθη­με­ρι­νά παρα­δείγ­μα­τα στον κόσμο πώς πρέ­πει να προ­σφέ­ρουν εὐχα­ρι­στί­ες στό Θεό (βλ. Ματθ. ια’ 25, ιδ’ 19, κστ’ 26–27); Για­τί καί οἱ ἀπό­στο­λοι ἔκα­ναν τό ἴδιο (βλ. Πράξ. β’ 47, κζ’ 35) καί συμ­βού­λευαν τούς πιστούς να εὐχα­ρι­στοῦν τό Θεό γιά ὅλα (Εφ. ε’ 20, Κολ. γ’ 17); Μήπως μᾶς φαί­νον­ται ἀκα­τα­νόη­τα τα λόγια πού εἶπε ὁ μεγα­λο­φω­νό­τα­τος Ησα­ΐ­ας, «τόν ἔλε­ον Κυρί­ου ἐμνή­σθην, τάς ἀρε­τὰς Κυρί­ου ἐν πᾶσιν, οἷς ἡμῖν ἀντα­πο­δί­δω­σι» (Ησ. ξγ’ 7); Η μήπως δέν εἶναι κατα­νο­η­τά αὐτά πού συμ­βου­λεύ­ει ὁ Ψαλ­μω­δός τήν ψυχή του, «εὐλό­γει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον, καί μή ἐπι­λαν­θά­νου πάσας τάς ἀντα­πο­δό­σεις αὐτοῦ» (Ψαλμ. ρβ’ 2); Για­τί λοι­πόν ὁ Θεός ζητᾶ τίς εὐχα­ρι­στί­ες τῶν ἀνθρώ­πων και για­τί οἱ ἄνθρω­ποι εὐχα­ρι­στοῦν τό Θεό; Αυτό οφεί­λε­ται στήν ἀμέ­τρη­τη αγά­πη του γιά τόν ἄνθρω­πο. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Θεός ζητᾶ νά τόν εὐχα­ρι­στοῦν οἱ ἄνθρω­ποι.

Οἱ εὐχα­ρι­στί­ες τῶν ἀνθρώ­πων δέ θά κάνουν σπου­δαιό­τε­ρο τό Θεό, δέ θά τόν κάνουν πιό δυνα­τό, πιό ἔνδο­ξο, πιό πλού­σιο ἤ πιό ζων­τα­νό. Ὅλ ̓ αὐτά θά τ’ ἀπο­κτή­σουν οἱ ἄνθρω­ποι. Ἡ εὐγνω­μο­σύ­νη τῶν ἀνθρώ­πων δέ θά προ­σθέ­σει τίπο­τα στήν εἰρή­νη καί τή μακα­ριό­τη­τα τοῦ Θεοῦ, θά προ­σθέ­σει τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά αὐτά ὅμως στους ἀνθρώ­πους. Ἡ εὐχα­ρι­στία κι ἡ δοξο­λο­γία στο Θεό δέ θ’ ἀλλά­ξει σε τίπο­τα τήν ὕπαρ­ξή Του, θ’ ἀλλά­ξει ὅμως κάτι στήν ὕπαρ­ξη τοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγ­κη τήν εὐγνω­μο­σύ­νη μας, οὔτε καί τίς προ­σευ­χές μας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅμως εἶπε: «Οἶδε γάρ ὁ πατήρ ὑμῶν ὧν χρεί­αν ἔχε­τε πρό τοῦ ὑμᾶς αἰτῆ­σαι αὐτόν» (Ματθ. στ’ 8). Καί προ­έ­τρε­ψε τους μαθη­τές «πρός τό δεῖν πάν­το­τε προ­σεύ­χε­σθαι αὐτούς καί μή ἐκκα­κεῖν» (Λουκ. ιη 1). Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγ­κη τίς προ­σευ­χές μας, μᾶς προ­τρέ­πει ὅμως νά προ­σευ­χό­μα­στε. Δέν ἔχει ἀνάγ­κη τήν εὐγνω­μο­σύ­νη μας, ἀλλά τήν ἀπαι­τεῖ ἀπό μᾶς. Οἱ εὐχα­ρι­στί­ες μας δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρά μιά προ­σευ­χή.

Ἡ εὐχα­ρι­στία στο Θεό ἀνε­βά­ζει ἐμᾶς τούς θνη­τούς πάνω ἀπό τή φθο­ρά τῆς θνη­τό­τη­τας, μᾶς ἀπαλ­λάσ­σει ἀπό ἐκεῖ­νο πού κάποια στιγ­μή πρέ­πει ν’ ἀπαλ­λα­γοῦ­με, εἴτε τό θέλου­με εἴτε ὄχι. Ἡ εὐχα­ρι­στία μᾶς ἑνώ­νει μέ τόν ζών­τα κι ἀθά­να­το Θεό. Ἄν δέν εἴμα­στε ἑνω­μέ­νοι μαζί Του σ’ αὐτή τή ζωή, τότε δέ θά τόν δοῦ­με στήν αἰω­νιό­τη­τα. Ἡ εὐχα­ρι­στία ἐξευ­γε­νί­ζει τόν ἄνθρω­πο καί ἐνθαρ­ρύ­νει τά καλά ἔργα. Ἡ εὐχα­ρι­στία εμπνέ­ει τήν εὐερ­γε­σία στον κόσμο καί ἐνι­σχύ­ει τίς ἀρε­τές. Ἡ θνη­τή γλώσ­σα τοῦ ἀνθρώ­που ἀδυ­να­τεῖ νά περι­γρά­ψει τό κάλ­λος τῆς εὐγνω­μο­σύ­νης ἤ τήν ἀσχή­μια τῆς ἀγνω­μο­σύ­νης τόσο παρα­στα­τι­κά, ὅσο παρου­σιά­ζον­ται στη σημε­ρι­νή εὐαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή.

«Εἰσερ­χο­μέ­νου αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ εἰς τινα κώμην ἀπήν­τη­σαν αὐτῷ δέκα λεπροί ἄνδρες, οἵ ἔστη­σαν πόρ­ρω­θεν. καί αὐτοί ἦραν φωνήν λέγον­τες· Ἰησοῦ ἐπι­στά­τα, ἐλέη­σον ἡμᾶς» (Λουκ. ιζ’ 12,13). Ήταν δέκα λεπροί. Εἶναι φρι­κτό να βλέ­πεις ἕνα λεπρό, πόσο μᾶλ­λον νά δεῖς δέκα μαζί. Ἕνα σῶμα καλυμ­μέ­νο ὁλό­κλη­ρο, ἀπό τήν κορ­φή ὥς τά νύχια, μέ ἄσπρες κηλί­δες, κακο­φορ­μι­σμέ­νες πλη­γές, πού στήν ἀρχή δημιουρ­γοῦν φαγού­ρα κι ἔπει­τα καί­νε σαν φλό­γα. Ἕνα σῶμα πού φθεί­ρε­ται συνέ­χεια καί λειώ­νει. Ἕνα σῶμα πού ἔχει περισ­σό­τε­ρο πύον παρά αἷμα. Ἕνα σῶμα πού μυρί­ζει τόσο εξω­τε­ρι­κά όσο κι ἐσω­τε­ρι­κά. Κι ὅταν ἡ λέπρα προ­σβά­λει το στό­μα, τη μύτη ή τά μάτια, φαν­τά­ζε­στε τί ἀέρα ἀνα­σαί­νει ὁ λεπρός ἀπό τό γεμά­το πύον στό­μα του, τί γεύ­ση ἔχει αὐτό πού τρώ­ει καί πῶς τοῦ φαί­νε­ται ὁ κόσμος πού βλέ­πει ἀπό τά γεμά­τα πύον μάτια του.

Σύμ­φω­να μέ τό Νόμο του Μωυ­σή, στούς λεπρούς ἀπα­γο­ρευό­ταν νά ‘ρθουν σ’ ὁποια­δή­πο­τε ἐπα­φή μέ τούς ἄλλους ἀνθρώ­πους. Τό ἴδιο γίνε­ται και στις μέρες μας, στις περιο­χές όπου κατοι­κοῦν λεπροί1. Κι οἱ λεπροί, γιά νά ἐμπο­δί­σουν τούς ἄλλους ἀνθρώ­πους νά τούς πλη­σιά­σουν, τούς φώνα­ζαν ἀπό μακριά, μέ τό μονα­δι­κό ὄνο­μα πού ἀνα­φέ­ρε­ται στο Νόμο γι’ αὐτούς: «Ακά­θαρ­τος! Ακά­θαρ­τος!» Ανα­φέ­ρε­ται στο Νόμο: «Καί ὁ λεπρός ἐν ᾧ ἐστιν ἡ ἁφή, τά ἱμά­τια αὐτοῦ ἔστω παρα­λε­λυ­μέ­να καί ἡ κεφα­λή αὐτοῦ ἀκά­λυ­πτος, καί περί το στό­μα αὐτοῦ περι­βα­λέ­σθω, καί ἀκά­θαρ­τος κλη­θή­σε­ται» (Λευ­ϊτ. ιγ’ 45). Τά ροῦ­χα του πρέ­πει νά εἶναι σχι­σμέ­να, γιά νά φαί­νε­ται ἡ λέπρα του. Το κεφά­λι του νά εἶναι ἀκά­λυ­πτο, καί τό στό­μα του καλυμ­μέ­νο, γιά τόν ἴδιο λόγο. Καί κυρί­ως ἔπρε­πε νά φωνά­ζουν: «Ακά­θαρ­τος! Ακά­θαρ­τος!» Ἀπο­μα­κρύ­νον­ταν ἀπό τίς πόλεις καί τά χωριά καί ζοῦ­σαν χει­ρό­τε­ρα κι ἀπό τά ζῶα, περι­φρο­νη­μέ­νοι και ξεχα­σμέ­νοι. Ανα­φέ­ρε­ται στο Λευ­ϊ­τι­κό: «Ακά­θαρ­τος ἔσται, κεχω­ρι­σμέ­νος καθή­σε­ται, ἔξω τῆς παρεμ­βο­λῆς αὐτοῦ ἔσται ἡ δια­τρι­βή» (Λευ­ϊτ. ιγ’ 46). Τούς λογά­ρια­ζαν νεκρούς, ἀλλ ̓ ἡ μοί­ρα τους ἦταν χει­ρό­τε­ρη κι από τῶν νεκρῶν.

Μιά μέρα ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἡ πηγή τῆς ὑγεί­ας, τοῦ κάλ­λους καί τῆς δύνα­μης, πέρα­σε κον­τά ἀπ’ αὐτά τά ἀνθρώ­πι­να ράκη, αὐτά τά δύσο­σμα ὑπο­λείμ­μα­τα τῆς ζωῆς. Μόλις οι λεπροί κατά­λα­βαν πώς δίπλα τους περ­νοῦ­σε Ἐκεῖ­νος, σήκω­σαν τή φωνή τους ἀπό μακριά καί εἶπαν: Ἰησοῦ ἐπι­στά­τα, ἐλέη­σον ἡμᾶς. Πῶς γνώ­ρι­ζαν οἱ ταλαί­πω­ροι αὐτοί ἄνθρω­ποι γιά τόν Ἰησοῦ καί τή δύνα­μη πού εἶχε νά τούς βοη­θή­σει, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἐπι­κοι­νω­νία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώ­πους; Θα πρέ­πει κάποιος ἀπό κεί­νους πού τούς ἄφη­νε από μακριά ψωμί στο δρό­μο, νά τούς είχε πλη­ρο­φο­ρή­σει γιά τά νέα. Ἡ φήμη τοῦ νέου θαυ­μα­τουρ­γοῦ στον κόσμο, πού θά μπο­ροῦ­σε νά τούς ἐνδια­φέ­ρει, θά πρέ­πει νά εἶχε φτά­σει στ’ αυτιά τους. Ὅλα τ’ ἄλλα πού γίνον­ταν στον κόσμο, ὅπως οἱ ἀλλα­γές τῶν ἀρχόν­των κι οἱ πόλε­μοι ἀνά­με­σα στα ἔθνη, ἡ ίδρυ­ση κι ἡ κατα­στρο­φή τῶν πόλε­ων, οἱ ἑορ­τα­στι­κές εκδη­λώ­σεις, οἱ πυρ­κα­γιές κι οἱ σει­σμοί, ὅλα αὐτά τούς ἦταν ἐντε­λῶς ἀδιά­φο­ρα. Πνιγ­μέ­νοι μέσα στό πύον, τό μόνο πού θά σκέ­φτον­ταν ἦταν ἡ ἀθλιό­τη­τά τους καί ἴσως Ἐκεῖ­νος πού θά μπο­ροῦ­σε νά τούς ἀπαλ­λά­ξει ἀπό τίς πλη­γές, τα ράκη καί τό πύον και να τούς ντύ­σει μέ τό ἔνδυ­μα τῆς ὑγεί­ας. Ἄκου­σαν γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ καί σίγου­ρα πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν κάποιες εξαι­ρε­τι­κές περι­πτώ­σεις, πού ὁ Κύριος Θερά­πευ­σε λεπρούς σαν κι εκεί­νους (βλ. Λουκ. ε ́ 12,13). Θά νοσταλ­γοῦ­σαν λοι­πόν τή μονα­δι­κή εὐκαι­ρία να βρε­θοῦν μπρο­στά στον Κύριο.

Κάπου στήν ἄκρη τῆς πεδιά­δας τῆς Γαλι­λαί­ας, ἐκεῖ πού ὁ δρό­μος ἀρχί­ζει ν’ ανη­φο­ρί­ζει πρός τή Σαμά­ρεια, τόν περί­με­ναν. Καί νά πού ἡ εὐτυ­χι­σμέ­νη και μονα­δι­κή ευκαι­ρία που περί­με­ναν τούς πλη­σί­α­σε, ὄχι κατά τύχη, ἀλλά μέ τήν πρό­νοια τοῦ Θεοῦ. Εἶδαν τό Χρι­στό να περ­νά­ει από κεῖ μέ τούς μαθη­τές Του κι ἔκρα­ξαν μέ μεγά­λη φωνή: Ἰησοῦ ἐπι­στά­τα, ἐλέη­σον ἡμᾶς! Για­τί τόν ὀνό­μα­σαν Επι­στά­τη; Επει­δή η λέξη αὐτή εἶναι πιό ἐπι­βλη­τι­κή ἀπό τό «διδά­σκα­λος». Επι­στά­της δέν εἶναι μόνο ὁ διδά­σκα­λος, ἀλλά ἐκεῖ­νος πού ἐπο­πτεύ­ει, πού καθο­δη­γεί, πού μέ τά λόγια, το παρά­δειγ­μα καί τή μέρι­μνά του ὁδη­γεῖ τούς ἀνθρώ­πους στο δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας. Για­τί τότε δέν τόν ὀνό­μα­σαν «Κύριο», πού εἶναι ἀκό­μα πιό ἐπι­βλη­τι­κή λέξη ἀπό τό «ἐπι­στά­της»; Επει­δή δέν εἶχαν γνω­ρί­σει ἀκό­μα τή δύνα­μη καί τήν ἐξου­σία τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἐλέη­σον ἡμᾶς, κραύ­γα­ζαν. «Καί ἰδών εἶπεν αὐτοῖς· πορευ­θέν­τες δεί­ξα­τε ἑαυ­τούς τοῖς ἱερεῦ­σι». Καί καθώς πήγαι­ναν στούς ἱερεῖς, στο δρό­μο καθα­ρί­στη­καν. Σε προ­η­γού­με­νη περί­πτω­ση θερα­πεί­ας λεπρῶν, ὁ Κύριος ἔκτει­νε τό χέρι Του κι ἀκούμ­πη­σε τό λεπρό λέγον­τας: «θέλω, καθα­ρί­σθη­τι. καί εὐθέ­ως ἡ λέπρα ἀπῆλ­θεν ἀπ’ αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 13). Τώρα όμως ὄχι μόνο δέν ἄγγι­ξε τους λεπρούς, μά δέν τούς πλη­σί­α­σε κάν, ἦταν μακριά τους, ἀφοῦ ἔστη­σαν πόρ­ρω­θεν, καί αὐτοί ἦραν φωνήν. Τούς μιλοῦ­σε ἀπό ἀπό­στα­ση.

Για­τί ὁ Κύριος τούς ἔστει­λε στούς ἱερεῖς; Επει­δή οἱ ἱερεῖς εἶχαν τό καθῆ­κον νά τούς κηρύ­ξουν ἀκά­θαρ­τους καί νά τούς ἀπο­κλεί­σουν ἀπό τήν κοι­νω­νία, ὅπως εἶχαν καί τό δικαί­ω­μα να δηλώ­σουν πώς εἶναι θερα­πευ­μέ­νοι και καθα­ροί, για να ξανα­γυ­ρί­σουν κον­τά στούς ἀνθρώ­πους (βλ. Λευ­ϊτ. ιγ’ 34,44). Ὁ Κύριος δέ θά καταρ­γή­σει τό Νόμο, καθώς μάλι­στα ὁ Νόμος δέν ἐμπο­δί­ζει τό ἔργο του, ἀλλά μᾶλ­λον τό ἐνι­σχύ­ει σ’ αυτήν τήν περί­πτω­ση. Οἱ ἴδιοι οἱ ἱερεῖς θά πεί­θον­ταν πώς οἱ δέκα λεπροί καθα­ρί­στη­καν, ἀφοῦ βεβαιώ­θη­καν γι’ αὐτό. Οἱ δέκα λεπροί ἄκου­σαν τί τούς εἶπε ὁ Κύριος καί που τούς ἔστει­λε και ξεκί­νη­σαν γιά τό χωριό, νά ἐκτε­λέ­σουν τήν ἐντο­λή Του. Νά, ὅμως, πού καθώς βάδι­ζαν, ἡ λέπρα τους καθα­ρί­στη­κε, ἐξα­φα­νί­στη­κε. «Καί ἐγέ­νε­το ἐν τῷ ὑπά­γειν αὐτούς ἐκα­θα­ρί­σθη­σαν» (Λουκ. ιζ’ 14). Κοί­τα­ξαν τα σώμα­τά τους και δια­πί­στω­σαν πώς εἶχαν γίνει καθα­ροί, ὑγιεῖς. Κοί­τα­ζαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον κι ἔκα­ναν τήν ἴδια δια­πί­στω­ση. Οἱ πλη­γές, τό πύον κι ἡ δυσο­σμία εἶχαν ἐξα­φα­νι­στεῖ. Μόνο τά ἴχνη τῆς φοβε­ρῆς ἀρρώ­στιας εἶχαν μεί­νει, γιά νά μαρ­τυ­ροῦν τή θερα­πεία τους.

Ποιός θα μπο­ροῦ­σε νά πεῖ πώς τό θαῦ­μα αὐτό τοῦ Χρι­στοῦ δέν ἦταν ἀνώ­τε­ρο ἀπό ἀνά­στα­ση νεκρῶν; Ἄς ἐγκύ­ψου­με βαθύ­τε­ρα στο γεγο­νός πώς, μ’ ἕνα Του λόγο, τα λεπρά σώμα­τα πού τά είχε κατα­φά­γει ἡ ἀρρώ­στια, ξαφ­νι­κά καθα­ρί­στη­καν, ἔγι­ναν καλά. Ὅσο ἐμβα­θύ­νει κανείς στό θαῦ­μα αὐτό, ἀνα­γνω­ρί­ζει κι ὁμο­λο­γεῖ πώς θνη­τός ἄνθρω­πος δέν μπο­ρεῖ ν’ ἀρθρώ­σει τέτοιο λόγο. Μόνο ὁ Θεός μπο­ρεῖ νά προ­φέ­ρει αὐτόν τόν θερα­πευ­τι­κό λόγο, μέσα ἀπό τά ἀνθρώ­πι­να χεί­λη Του. Εἶναι ἀλή­θεια πώς ὁ λόγος αὐτός βγή­κε ἀπό ἀνθρώ­πι­να χεί­λη. Εἶναι σίγου­ρο όμως πώς προ­ῆλ­θε ἀπό τά ἴδια βάθη, ἀπ’ ὅπου κι ὁ λόγος τῆς δημιουρ­γί­ας τοῦ κόσμου. «Αὐτός εἶπε και ἐγε­νή­θη­σαν».

Υπάρ­χουν λόγια και λόγια. Υπάρ­χουν λόγια ἁγνά κι ἀνα­μάρ­τη­τα, πού εἶναι καί λόγια δυνά­με­ως. Τα λόγια αυτά προ­έρ­χον­ται ἀπό τήν πρω­ταρ­χι­κή πηγή τῆς αἰώ­νιας αγά­πης. Οἱ πύλες ὁλό­κλη­ρης της δημιουρ­γί­ας εἶναι ἀνοι­χτές μπρο­στά τους. Τά πάν­τα, ἄνθρω­ποι, ἀσθέ­νειες και πνεύ­μα­τα τούς ὑπο­τάσ­σον­ται. Ὑπάρ­χουν ὅμως καί λόγια δια­σπα­στι­κά, ὠμὰ, πού τά ἔχει νεκρώ­σει ἡ ἁμαρ­τία. Τα λόγια αὐτά δέν ἔχουν μεγα­λύ­τε­ρη ἐπιρ­ροή ἀπ’ ὅση ἔχει τό σφύ­ριγ­μα τοῦ ἀνέ­μου ἀνά­με­σα στις καλα­μιές. Όσα τέτοια νεκρά λόγια κι ἄν ἀκου­στοῦν, παρα­μέ­νουν τόσο ἀνί­σχυ­ρα, ὅσο ὁ καπνός πού προ­σκρού­ει σε σιδε­ρέ­νια πόρ­τα.

Ἀνα­λο­γι­στεῖ­τε ὅμως πόση απε­ρί­γρα­πτη ανα­κού­φι­ση καί παρη­γο­ριά νιώ­θου­με, ὅταν γνω­ρί­ζου­με σε πόσο δυνα­τό καί στορ­γι­κό Κύριο ἀνή­κου­με! «Πάν­τα ὅσα ἠθέ­λη­σεν ὁ Κύριος ἐποί­η­σεν, ἐν τῷ οὐρα­νῷ καί ἐν τῇ γῇ» (Ψαλμ. ρλδ’ 6). Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς, Αυτός κυβερ­νᾶ τήν ἀρρώ­στια, Αὐτός δίνει τούς νόμους της φύσης, εἶναι ὁ νικη­τής τοῦ θανά­του. Δέν δημιουρ­γη­θή­κα­με ἀπό τήν ἀλό­γι­στη φύση. Εἴμα­στε δοῦ­λοι τοῦ ζων­τα­νοῦ Θεοῦ πού ἀγα­πᾶ τόν ἄνθρω­πο. Δέν εἴμα­στε τυχαῖα πλά­σμα­τα τῆς τύχης. Εἴμα­στε πλά­σμα­τα Εκεί­νου πού δημιούρ­γη­σε όλους τους πρε­σβύ­τε­ρους ἀδελ­φούς μας, τούς ἀγγέ­λους, τούς ἀρχαγ­γέ­λους κι όλα τ’ ἀθά­να­τα ὄντα τοῦ οὐρα­νοῦ. Ἄν ὑπο­φέ­ρου­με σ’ αὐτή τή ζωή, Ἐκεῖ­νος γνω­ρί­ζει τό νόη­μα καί τό σκο­πό τῶν βασά­νων μας. Ἄν μᾶς ἔκα­νε λεπρούς ἡ ἁμαρ­τία, ὁ λόγος του εἶναι ἰσχυ­ρό­τε­ρος ἀπό τή λέπρα, εἴτε σωμα­τι­κή εἶναι αὐτή εἴτε πνευ­μα­τι­κή. Τήν ὥρα πού πνι­γό­μα­στε, τό σωστι­κό χέρι Του εἶναι κον­τά μας. Τήν ὥρα πού πεθαί­νου­με, μᾶς περι­μέ­νει στήν ἄλλη πλευ­ρά τοῦ τάφου.

Ας γυρί­σου­με τώρα στη διή­γη­ση τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, στη θερα­πεία τῶν λεπρῶν. Ἄς ρίξου­με μια ματιά στην καθα­ρή ἀπει­κό­νι­ση τῆς εὐγνω­μο­σύ­νης καί τῆς ἀγνω­μο­σύ­νης. Τί ἔκα­ναν οἱ λεπροί αὐτοί ὅταν δια­πί­στω­σαν πώς εἶχαν θερα­πευ­τεῖ ἀπό τή λέπρα τους; Μόνο ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς γύρι­σε για νά εὐχα­ρι­στή­σει τό Χρι­στό. Οἱ ἄλλοι ἐννιά τρά­βη­ξαν το δρό­μο τους. Οὔτε πού σκέ­φτη­καν να γυρί­σουν καί νά εὐχα­ρι­στή­σουν τόν Εὐερ­γέ­τη και Σωτή­ρα τους.

«Εἷς δέ ἐξ αὐτῶν, ἰδών ὅτι ἰάθη, ὑπέ­στρε­ψε μετά φωνῆς μεγά­λης δοξά­ζων τόν Θεόν. καί ἔπε­σεν ἐπί πρό­σω­πον παρά τούς πόδας αὐτοῦ εὐχα­ρι­στῶν αὐτῷ· καί αὐτός ἦν Σαμα­ρεί­της» (Λουκ. ιζ’ 15, 16). Ὁ εὐγνώ­μων αὐτός ἄνθρω­πος, μόλις είδε πώς εἶχε ἀπαλ­λα­γεῖ ἀπό τή φοβε­ρή ἀρρώ­στια του, ἔνιω­σε την ψυχή του ν’ ανα­σαί­νει ἀνά­λα­φρα. Ἦταν σά νά είχε βγά­λει από μέσα του κάποια φαρ­μα­κε­ρά φίδια. Η πρώ­τη του σκέ ψη λοι­πόν ἦταν να τρέ­ξει καί νά εὐχα­ρι­στή­σει Ἐκεῖ­νον πού τόν ἔσω­σε ἀπ’ αὐτήν τή φοβε­ρή ἀθλιό­τη­τα. Λίγο νωρί­τε­ρα είχε κρά­ξει, Ἰησοῦ ἐπι­στά­τα, ἐλέη­σον ἡμᾶς. Τώρα ξανα­σή­κω­σε τη φωνή του καί βρον­το­φώ­να­ξε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του κι ἀπό τά καθα­ρά χεί­λη του εὐχα­ρί­στη­σε το Θεό. Δέν τοῦ ἔφτα­σε αὐτό ὅμως. Ἔτρε­ξε ἀμέ­σως νά βρεῖ τόν Εὐερ­γέ­τη του, νά τοῦ ἐκφρά­σει τίς εὐχα­ρι­στί­ες του. Μόλις ἔφτα­σε κον­τά στο Χρι­στό ἔπε­σε μπρο­στά Του νά τόν προ­σκυ­νή­σει. Γονά­τι­σε τώρα ὄχι μέ πονε­μέ­να πόδια ἀπό τίς ἀνοι­χτές πλη­γές, ἀλλά μέ πόδια θερα­πευ­μέ­να καί ὑγιῆ. Είχε πιά ἕνα σῶμα τελεί­ως ὑγιές, μιά καρ­διά γεμά­τη χαρά καί δυό μάτια γεμά­τα δάκρυα.

Αὐτός ἦταν ἀλη­θι­νός ἄνθρω­πος. Στιγ­μές νωρί­τε­ρα ἦταν μια μάζα από πυώ­δη σάρ­κα. Τώρα ξανά­γι­νε ἄνθρω­πος. Στιγ­μές νωρί­τε­ρα ἦταν ἀπό­βλη­τος ἀπό τή ζωή τῶν ἀνθρώ­πων. Τώρα ξανά­γι­νε ἄξιο μέλος τῆς κοι­νω­νί­ας τους. Στιγ­μές νωρί­τε­ρα ήταν μια θλι­βε­ρή σάλ­πιγ­γα πού ἠχοῦ­σε μονό­το­να μιά μόνο λέξη: «Ακά­θαρ­τος! Ακά­θαρ­τος!» Τώρα μετα­βλή­θη­κε σε μια θριαμ­βευ­τι­κή σάλ­πιγ­γα πού ἀνέ­πεμ­πε εὐχα­ρι­στί­ες καί δοξο­λο­γί­ες στο Θεό.

Αὐτός ὁ ἕνας καί μονα­δι­κός θερα­πευ­μέ­νος κι εὐγνώ­μων ἄνθρω­πος δέν ἦταν Ἰου­δαῖ­ος, ἀλλά Σαμα­ρεί­της. Οἱ Σαμα­ρεί­τες δέν ἦταν Ἰου­δαῖ­οι ἀλλά οὔτε καί καθα­ρό­αι­μοι Ασσύ­ριοι ἤ μιγά­δες από Ασσύ­ριους καί Ἰου­δαί­ους γονείς. Ήταν οἱ Ασσύ­ριοι ἐκεῖ­νοι που κάπο­τε ἐγκα­τέ­στη­σε ὁ βασι­λιάς Σαλ­μα­νά­σαρ σε τόπους τῆς Συρί­ας, ἀφοῦ μετα­κί­νη­σε ἀπό κεῖ τούς Ἰου­δαί­ους στην Ασσυ­ρία (βλ. Β’ Βασ. ιζ’ 3–6, 24). Τό ὅτι ὁ εὐγνώ­μων αὐτός ἄνθρω­πος ἦταν καθα­ρό­αι­μος Ασσύ­ριος προ­κύ­πτει κι ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρί­ου πού τόν ὀνό­μα­σε ἀλλο­γε­νή.

«Ἀπο­κρι­θείς δέ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχί οἱ δέκα ἐκα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δέ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέ­θη­σαν ὑπο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μή ὁ ἀλλο­γε­νής οὗτος;» (Λουκ. ιζ’ 17,18). Πόσο εὐγε­νι­κά μέμ­φε­ται τούς ἀγνώ­μο­νες ὁ Κύριος! Ρώτη­σε μόνο ἄν θερα­πεύ­τη­καν κι αὐτοί καί για­τί δέ γύρι­σαν νά τόν εὐχα­ρι­στή­σουν. Δέ ρώτη­σε βέβαια ἐπει­δή ὁ ἴδιος δέν ἤξε­ρε ὅτι εἶχαν θερα­πευ­τεί ὅλοι. Ὄχι. Γνώ­ρι­ζε πώς θά θερα­πευ­τούν προ­τοῦ κἄν τούς δεῖ καί τούς συναν­τή­σει. Ἔκα­νε ὅμως τήν ἐρώ­τη­ση σάν μιά εὐγε­νι­κή ἐπί­πλη­ξη. Ἐμεῖς, ὅταν δίνου­με ἕνα νόμι­σμα σε κάποιον ἐπαί­τη, ἐκνευ­ρι­ζό­μα­στε καί ξεσποῦ­με σέ κραυ­γές ἂν δέ μᾶς εὐχα­ρι­στή­σει. Σκε­φτεί­τε τώρα πόσο θά ἐκνευ­ρι­ζό­μα­σταν καί θά καταγ­γέ­λα­με τούς ἐννιά αὐτούς ἀνθρώ­πους, ἄν ὑπο­τε­θεί πώς εἴχα­με τη δύνα­μη καί τούς θερα­πεύ­σα­με από τέτοια φοβε­ρή ἀρρώ­στια κι ἐκεῖ­νοι δέ γύρι­σαν νά μᾶς ποῦν οὔτε ἕνα εὐχα­ρι­στῶ.

Οἱ μέρες μας εἶναι γεμά­τες ἀπό ὀργι­σμέ­νους ἀνθρώ­πους ἐνάν­τια στούς ἀγνώ­μο­νες. Ὁ ἀέρας πού μᾶς περι­βά­λει εἶναι γεμά­τος από μίση καί ὕβρεις πού ἐκστο­μί­ζον­ται από χεί­λη ἀνθρώ­πων καθη­με­ρι­νά, ἀπό φυλα­κῆς πρω­ί­ας μέχρι νυκτός, πρός τούς ἀγνώ­μο­νες. Πόσο μικρά ὅμως εἶναι αὐτά πού κάνει ὁ ἄνθρω­πος, σε σχέ­ση μέ τά μέγι­στα πού ἀκού­ρα­στα καί ἀδιά­λει­πτα κάνει ὁ Θεός γιά τούς ἀνθρώ­πους, ἀπό τή στιγ­μή που γεν­νή­θη­καν ὥς τό θάνα­τό τους! Ὁ Θεός ὅμως ποτέ δέ μέμ­φε­ται, ποτέ δέν ὀργί­ζε­ται στόν ἀγνώ­μο­να, ἀλλά τόν ἐπι­πλήτ­τει εὐγε­νι­κά και ρωτά­ει ὅσους τόν λατρεύ­ουν στό ναό: «Ποῦ εἶναι τά ἄλλα παι­διά Μου; Δέν ἔδω­σα τήν ὑγεία σε χιλιά­δες; Για­τί βρί­σκον­ται μόνο λίγες δεκά­δες στο ναό Μου; Δέ δίνω τό φῶς τοῦ ἥλιου σε ἑκα­τομ­μύ­ρια; Για­τί εἶστε μόνο λίγες ἑκα­τον­τά­δες οἱ εὐγνώ­μο­νες; Δέν ὀμόρ­φυ­να τούς ἀγρούς, δέν τούς γέμι­σα μέ πλού­σια σοδειά, μέ κάθε χόρ­το γιά τά κοπά­δια; Για­τί εἶστε μόνο λίγοι ἐσεῖς πού γονα­τί­ζε­τε μέ εὐχα­ρι­στία μπρο­στά Μου; Ποῦ εἶναι τά ἄλλα παι­διά Μου; Ποῦ εἶναι οἱ δυνα­τοί καί ἰσχυ­ροί πού κυβερ­νοῦν τά ἔθνη μέ τή δική Μου δύνα­μη καί ἰσχύ; Ποῦ εἶναι οἱ ἰσχυ­ροί, ποῦ οἱ ἐπι­τυ­χη­μέ­νοι πού πλού­τι­σαν ἀπό τά πλού­τη Μου και πέτυ­χαν χάρη στό ἔλε­ός Μου; Ποῦ εἶναι οἱ εὐτυ­χι­σμέ­νοι πού ἀντλοῦν τήν ὑγεία καί τήν εὐτυ­χία ἀπό τή δική Μου πηγή; Ποῦ εἶναι οἱ γονεῖς πού τά παι­διά τους τα βοη­θάω να μεγα­λώ­σουν καί νά γίνουν δυνα­τοί; Πού είναι οἱ δάσκα­λοι πού τούς χορη­γῶ σοφία καί γνώ­ση;

Ποῦ εἶναι ὅλοι οἱ ἄρρω­στοι που θερά­πευ­σα; Ποῦ εἶναι ὅλοι οἱ ἁμαρ­τω­λοί πού καθά­ρι­σα τίς ψυχές τους ἀπό τήν ἁμαρ­τία, σά νά ‘ταν ἀπό λέπρα;»

Προ­σέξ­τε, εἰ μή ὁ ἀλλο­γε­νής οὗτος! Μόνο αὐτός γύρι­σε γιά νά εὐχα­ρι­στή­σει. Εἶναι ὅμως κανέ­νας ξένος, ἀλλο­γε­νής, στό Χρι­στό; Δέν ἦρθε γιά νά σώσει ὅλους τούς ἀνθρώ­πους κι ὄχι μόνο τούς Ἰου­δαί­ους; Οἱ Ἰου­δαῖ­οι ὑπε­ρη­φα­νεύ­ον­ταν ἐπει­δή ἦταν ὁ «περιού­σιος», ὁ ἐκλε­κτός λαός τοῦ Θεοῦ, πώς εἶχαν γνώ­ση τοῦ Θεοῦ, πώς ἀπ’ αὐτήν τήν ἄπο­ψη ξεπερ­νοῦ­σαν κάθε ἄλλο ἔθνος στή γῆ. Υπάρ­χει ὅμως ἕνα παρά­δειγ­μα που φανε­ρώ­νει τό σκό­τος τοῦ μυα­λού τους καί τή σκλη­ρό­τη­τα τῆς καρ­διᾶς τους. Ἕνας Ασσύ­ριος, εἰδω­λο­λά­τρης, εἶχε πιό φωτι­σμέ­νο μυα­λό καί πιό εὐγε­νι­κή καρ­διά ἀπό τοὺς αὐτο­θαυ­μα­ζό­με­νους Ἰου­δαί­ους. Ἡ ἱστο­ρία αὐτή μέ τούς ἐκλε­κτούς ἤ τούς μή ἐκλε­κτούς, δυστυ­χῶς ἐπα­να­λαμ­βά­νε­ται και στις μέρες μας. Καί σήμε­ρα κάποιοι εἰδω­λο­λά­τρες ἔχουν πιο ανοι­χτό μυα­λό καί πιό εὐγνώ­μο­να καρ­διά πρός τό Θεό ἀπό πολ­λούς χρι­στια­νούς. Υπάρ­χουν μωα­με­θα­νοί, βουδ­δι­στές ἤ παρ­σι­στές (οπα­δοί τοῦ ζωρο­α­στρι­σμοῦ) πού ντρο­πιά­ζουν πολ­λούς χρι­στια­νούς μέ τις καρ­δια­κές προ­σευ­χές τους στό Θεό καί τή θερ­μή εὐνω­μο­σύ­νη τους πρός Ἐκεῖ­νον.

Ἡ παρα­βο­λή τελειώ­νει μέ τά λόγια τοῦ Σωτή­ρα μας πρός τόν εὐγνώ­μο­να Σαμα­ρεί­τη: «Καί εἶπεν αὐτῷ· ἀνα­στάς πορεύ­ου· ἡ πίστις σου σέσω­κέ σε» (Λουκ. ιζ’ 19). Προ­σέξ­τε τη μεγα­λο­σύ­νη τῆς ταπεί­νω­σης τοῦ Κυρί­ου, τήν ἀρχον­τιά Του! Ὁ ἴδιος χαί­ρε­ται νά ὀνο­μά­ζει τούς ἀνθρώ­πους συνερ­γά­τες του στα μέγι­στα και καλά ἔργα Του. Θέλει ἔτσι νά ἐνι­σχύ­σει τό ηθι­κό τῆς ταπει­νω­μέ­νης και ὑπο­τι­μη­μέ­νης ἀνθρώ­πι­νης ὕπαρ­ξης. Εἶναι ὑπε­ρά­νω τῆς ἀνθρώ­πι­νης ὑπε­ρη­φά­νειας και ματαιό­τη­τας καί θέλει νά μοι­ρά­σει τη δική Του ἀξία μέ ἄλλους, τα πλού­τη του μέ τούς φτω­χούς, τη δόξα Του μέ τούς ἄπο­ρους καί τούς θλιμ­μέ­νους.

Ἡ πίστις σου σέσω­κέ σε. Ὁ Σαμα­ρεί­της είχε πραγ­μα­τι­κά πιστέ­ψει, ὅπως κι οἱ ἄλλοι ἐννιά λεπροί. Ἄν δέν εἶχαν πιστέ­ψει στη δύνα­μη τοῦ Κυρί­ου, δέ θά φώνα­ζαν Ἰησοῦ ἐπι­στά­τα, ἐλέη­σον ἡμᾶς. Σέ τί τούς χρη­σί­μευε ἡ πίστη τους ὅμως; Μέ τήν ἴδια πίστη θα μπο­ροῦ­σαν νά φωνά­ξουν σε χιλιά­δες διά­ση­μους για­τρούς τοῦ κόσμου: «Ἐλε­ῆ­στε μας, θερα­πεῦ­στε μας!» Ὅλα ὅμως θ’ ἀπέ­βαι­ναν μάταια. Αν κάποιος ἀπ’ αὐτούς τούς χιλιά­δες θνη­τούς για­τρούς τοῦ κόσμου τούς είχε θερα­πεύ­σει, πιστεύ­ε­τε πώς θ ̓ ἀπέ­δι­δε τή θερα­πεία στην πίστη τοῦ ἀρρώ­στου ἤ στη δική του ικα­νό­τη­τα κι ἐπι­στη­μο­σύ­νη; Δε συνη­θί­ζουν οἱ για­τροί τοῦ κόσμου να ξεπερ­νοῦν σιω­πη­λά τίς εὐχα­ρι­στί­ες τῶν ἀρρώ­στων γιά τήν ἀπο­κα­τά­στα­ση τῆς ὑγεί­ας τους, δίνουν μεγά­λη ἔμφα­ση στη δική τους ἀξία καί συμ­με­το­χή. Αὐτή εἶναι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τοῦ ἀνθρώ­που προς ἄνθρω­πο. Ὁ Χρι­στός ὅμως συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται δια­φο­ρε­τι­κά στούς ἀνθρώ­πους. Ὁ Χρι­στός ἔχει ἕνα βαγό­νι γεμά­το σιτά­ρι κι ὁ λεπρός Σαμα­ρεί­της πρό­σθε­σε ἕνα σπυ­ρί σιτά­ρι στο φορ­τίο. Το φορ­τίο μέ τό σιτά­ρι εἶναι ἡ θεϊ­κή Του δύνα­μη καί ἐξου­σία. Το σπυ­ρί τοῦ λεπροῦ εἶναι ἡ πίστη του στο Χρι­στό. Ὁ Χρι­στός ἀγα­πᾶ πραγ­μα­τι­κά τόν ἄνθρω­πο καί δέν ὑπο­τι­μᾶ τό μικρό σπυ­ρί, ἀλλ’ ἀντί­θε­τα θά τό τιμή­σει περισ­σό­τε­ρο ἀπό τό δικό του μεγά­λο φορ­τίο. Γι’ αὐτό καί δέ λέει, ὅπως θά ‘λεγε κάθε ἄνθρω­πος σε τέτοια περί­πτω­ση: «Το φορ­τίο μου μέ τό σιτά­ρι θά σέ θρέ­ψει». Δέ λέει «Εγώ σέ ἔσω­σα», ἀλλά ἡ πίστις σου σέσω­κέ σε. Πόση μεγα­λο­ψυ­χία κρύ­βε­ται στα λόγια αυτά! Πόσο μεγά­λη εἶναι γιά ὅλους μας ἡ διδα­χή Του! Πόσο μεγά­λη εἶναι ἡ ἐπί­πλη­ξη στην ἀνθρώ­πι­νη ἰδιο­τέ­λεια κι ὑπε­ρη­φά­νεια!

Όλοι ἐκεῖ­νοι που κρύ­βουν το σπυ­ρί τῆς ἀξί­ας τοῦ ἄλλου καί δίνουν ἔμφα­ση στο δικό τους φορ­τίο, ἄς ταπει­νω­θοῦν, ἄς διδα­χτοῦν ἀπό το Χρι­στό, το Δίκαιο. Δέν εἶναι λιγό­τε­ρο ληστές καί κλέ­φτες ἀπό τόν πλού­σιο, πού προ­σθέ­τει το μικρό ἀγρό τοῦ φτω­χοῦ στ’ ἀπέ­ραν­τα δικά του στρέμ­μα­τα. Ὅλοι οἱ στρα­τη­γοί που κρύ­βουν τό ρόλο πού ἔπαι­ξαν οἱ στρα­τιῶ­τες στη νίκη και δια­σαλ­πί­ζουν προς κάθε κατεύ­θυν­ση μόνο τή δική τους συμ­με­το­χή, ἄς σκύ­ψουν λίγο κι ἂς διδα­χτοῦν ἀπό τό Δίκαιο Χρι­στό. Ὅσοι ἀσχο­λοῦν­ται μέ τή βιο­μη­χα­νία καί τό ἐμπό­ριο καί ἀπο­δί­δουν στόν ἑαυ­τό τους καί στήν ἀξία τους, στη σοφία καί τήν τύχη τους, ὅλη τήν ἐπι­τυ­χία πού ἀνή­κει στούς ἐργά­τες καί τούς υπαλ­λή­λους τους, ἄς παρα­δειγ­μα­τι­στοῦν ἀπό τόν ταπει­νό Ἰησοῦ. Τέλος ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι, πού μέ τήν τυφλή ὑπε­ρη­φά­νειά τους ἀπο­δί­δουν κάθε καλό, κάθε ἱκα­νό­τη­τα και κάθε ἐπι­τυ­χία μόνο στόν ἑαυ­τό τους κι ἀγνο­οῦν ἤ ξεχνοῦν τήν τερά­στια συμ­βο­λή τοῦ Θεοῦ, ἄς διδα­χτοῦν ἀπό τό Θεό, πού ἀγα­πᾶ ὁλό­κλη­ρο το ἀνθρώ­πι­νο γένος. Ἄς πλη­σιά­σουν κι ἄς μάθουν πώς ὁ Θεός δέν ἀγνο­εῖ καί δέν κρύ­βει οὔτε ἕνα σπυ­ρί ἀπό τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώ­που που προ­σθέ­τει στο μέγι­στο δικό του φορ­τίο ἀξιῶν. Τό μόνο πού κρύ­βει εἶναι ἡ δική Του συμ­βο­λή καί δίνει ἔμφα­ση στη συμ­με­το­χή τῶν ἀνθρώ­πων.

Ὑπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρο χτύ­πη­μα καί πιό φοβε­ρή ἐπί­πλη­ξη στούς ἀνθρώ­πους για την κλο­πή, τη ληστεία, τη σκλη­ρό­τη­τα, τήν ὑπε­ρη­φά­νεια καί τήν ἔλλει­ψη αγά­πης που δεί­χνουν πρός τόν ἄνθρω­πο καί τό Θεό; Ὅποιος ἔχει αἴσθη­ση συστο­λῆς, πρέ­πει πραγ­μα­τι­κά να ντρα­πεῖ καί νά ταπει­νω­θεί μπρο­στά στην ταπεί­νω­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐκεῖ­νος πού δια­τη­ρεῖ ἔστω καί μιά σπί­θα τῆς συνεί­δη­σής του ἀναμ­μέ­νη, ἄς μετα­νο­ή­σει γιά τό χυδαίο κι ἀνόη­το αὐτο­θαυ­μα­σμό καί τήν αὐτα­ρέ­σκειά του κι ἂς γίνει εὐγνώ­μων στο Θεό καί στούς ἀνθρώ­πους. Ἡ εὐγνω­μο­σύ­νη θά τοῦ διδά­ξει τήν ἀλή­θεια, τή δικαιο­σύ­νη καί τήν ταπεί­νω­ση.

Ἄν ἐμεῖς οἱ χρι­στια­νοί γνω­ρί­ζα­με τήν ποι­κι­λία καί τό πλῆ­θος τῶν πνευ­μα­τι­κῶν νοση­μά­των, ἀπό τά ὁποῖα ὁ Χρι­στός μᾶς θερα­πεύ­ει κάθε μέρα, θα στρέ­φα­με γρή­γο­ρα πρός Ἐκεῖ­νον τό πρό­σω­πό μας καί θά πέφτα­με στα πόδια Του νά τόν εὐχα­ρι­στή­σου­με από τη στιγ­μή αυτή ως το θάνα­τό μας. Ἡ ὥρα αὐτή δέν εἶναι μακριά για κανέ­να μας.

Δόξα καί αἶνος στον Κύριο καί Σωτή­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζί μέ τόν Πατέ­ρα καί τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, τήν ὁμο­ού­σια καί ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καί πάν­τα καί στούς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

1 Ὁ ἅγιος Νικό­λα­ος κοι­μή­θη­κε τό 1956, ὅταν ἀκό­μα δέν εἶχε ἀνα­κα­λυ­φθεῖ τό φάρ­μα­κο γιά τή λέπρα.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἀχά­ρι­στοι

«Ἀπο­κρι­θεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκα­θα­ρί­σθη­σαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. 17, 17)

ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγα­πη­τοί, τὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Δέκα ἦταν. Καὶ οἱ δέκα ἀσθε­νεῖς. Ἔπα­σχαν ἀπὸ ἀσθέ­νεια φοβε­ρή. Θεὸς φυλά­ξοι! Λέπρα ἦταν ἡ ἀσθέ­νειά τους. Λέπρα! Ἀσθέ­νεια πολὺ βασα­νι­στι­κή. Τὸ δέρ­μα γεμί­ζει ἀπὸ πλη­γές. Φαγού­ρα αἰσθά­νε­ται ὁ ἀσθε­νὴς ξύνε­ται συνε­χῶς ὕπνος δὲν τὸν παίρ­νει. Τὸ δέρ­μα κοκ­κι­νί­ζει, γεμί­ζει ἀπὸ κάτι λέπια σὰν τὰ λέπια ποὺ ἔχουν τὰ ψάρια. Σαπί­ζουν τὰ κρέ­α­τα. Παρα­μορ­φώ­νε­ται τὸ πρό­σω­πο. Ὁ πιὸ ὄμορ­φος ἄνθρω­πος γίνε­ται ὁ πιὸ ἄσχη­μος.

Πολὺ βασα­νι­στι­κὴ ἀσθέ­νεια ἡ λέπρα, ἀλλὰ καὶ πολὺ μετα­δο­τι­κὴ ἐκεί­νη τὴν ἐπο­χή, ποὺ δέν εἶχε ἀκό­μη βρε­θῇ τρό­πος ν’ ἀντι­με­τω­πι­σθη ἀπὸ τὴν ἰατρι­κὴ ἐπι­στή­μη. Μπο­ροῦ­σε ἕνα λεπρὸς νὰ μετα­δώ­σῃ τὴν ἀσθέ­νεια σ’ ἕνα ὁλό­κλη­ρο χωριό. Καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρό­νια ἡ λέπρα ἦταν ἀγιά­τρευ­τη. Κανέ­να φάρ­μα­κο δὲν ὑπῆρ­χε γι’ αὐτήν. Μόνο τώρα τελευ­ταία ἀνα­κα­λύ­φθη­κε τὸ φάρ­μα­κο τῆς λέπρας, καὶ χιλιά­δες λεπροὶ βρί­σκουν τὴ θερα­πεία τους καὶ δοξά­ζουν το Θεό. Ἕνα νησά­κι, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Κρή­τη, ποὺ λέγε­ται Σπι­να­λόγ­γα, ἦταν γεμᾶ­το ἀπὸ λεπρούς, κ’ ἐκεῖ οἱ λεπροὶ ζοῦ­σαν μιὰ ζωὴ δυστυ­χι­σμέ­νη. Τώρα τελευ­ταῖα λοι­πὸν τὸ νησά­κι αὐτὸ ἄδεια­σε. Οἱ λεπροὶ ποὺ ἔμε­ναν ἐκεῖ θερα­πεύ­τη­καν. Δόξα σοὶ ὁ Θεός!

Ἀλλὰ στὴν ἀρχαία ἐπο­χὴ οἱ λεπροὶ ἦταν ἀθε­ρά­πευ­τοι. Γι’ αὐτό, μόλις κανεὶς παρου­σί­α­ζε σημά­δια τῆς φοβε­ρῆς αὐτῆς ἀρρώ­στιας, οἱ ἄνθρω­ποι, ἀπό το φόβο νὰ μὴν κολ­λή­σῃ καὶ ἄλλους, ἔδιω­χναν τὸ λεπρὸ ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ ἦταν ἀναγ­κα­σμέ­νος ὁ λεπρὸς νὰ χωρί­ζῃ ἀπὸ τὸ σπί­τι του, νὰ ζῆ χιλιό­με­τρα μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ ζῆ ἀπο­μο­νω­μέ­νος, νὰ ζῆ μὲ ἄλλους λεπροὺς μέσα σὲ σπη­λιὲς καὶ σὲ χαλά­σμα­τα, νὰ ζῆ ἐκεῖ χει­μῶ­να — καλο­καί­ρι. Κανεὶς δὲν πλη­σί­α­ζε τοὺς λεπροὺς οὔτε αὐτοὶ οἱ φίλοι καὶ συγ­γε­νεῖς τους. Κρε­μοῦ­σαν ἀπό το λαι­μὸ τῶν λεπρῶν κου­δού­νια σὰν τὰ κου­δού­νια ποὺ εἶνε κρε­μα­σμέ­να ἀπό το λαι­μὸ τῶν γιδιῶν καὶ τῶν προ­βά­των, γιὰ νὰ ἀκοῦ­νε οἱ ἄνθρω­ποι τὰ κου­δού­νια καὶ νὰ φεύ­γουν μακριά.

Δέκα λοι­πὸν τέτοιοι λεπροί, ποὺ ζοῦ­σαν ἀπο­μο­νω­μέ­νοι καὶ ἀπελ­πι­σμέ­νοι, ὅταν εἶδαν ἀπὸ μακριὰ τὸ Χρι­στὸ νὰ περ­νᾷ ἀπὸ τὸ δημό­σιο δρό­μο καὶ νὰ πηγαί­νῃ στὸ χωριό, ἀμέ­σως ὅλοι μαζὶ ἄρχι­σαν νὰ φωνά­ζουν καὶ νὰ ζητοῦν τὴ βοή­θειά του. Φώνα­ζαν: «Ἰησοῦ ἐπι­στά­τα, ἐλέη­σον ἡμᾶς» (Λουκ. 17, 13). Τὸ φώνα­ζαν μὲ πίστι. Πίστευαν, ὅτι ὁ Χρι­στός, ὅπως θερά­πευ­σε χιλιά­δες ἀρρώ­στους ποὺ ἔπα­σχαν ἀπὸ διά­φο­ρες ἀσθέ­νειες, μόνο αὐτὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κάνῃ καὶ αὐτοὺς καλά. Καὶ ὁ Χρι­στός τους ἔκα­νε καλὰ μόνο μὲ τὸ λόγο του τὸν παν­το­δύ­να­μο. Σὲ μιὰ στιγ­μὴ τὸ κορ­μί τους καθα­ρί­στη­κε. Δὲν ἔμει­νε ἐπά­νω τους οὔτε ἕνα σημά­δι τῆς φοβε­ρῆς ἀρρώ­στιας. Ὦ Χρι­στέ, πόσο μεγά­λη εἶνε ἡ δύνα­μή σου!

Οἱ ἱερεῖς, ποὺ τὴν ἐπο­χὴ ἐκεί­νη εἶχαν καὶ τὴν ἰατρι­κὴ ἐπί­βλε­ψη τῶν λεπρῶν, πιστο­ποί­η­σαν ὅτι οἱ δέκα λεπροὶ ἦταν πιὰ ὑγιεῖς καὶ μπο­ροῦ­σαν ἐλεύ­θε­ρα νὰ ἐπι­κοι­νω­νοῦν μὲ τὸν ἄλλο κόσμο. Καὶ νά τους. Γεμᾶ­τοι χαρὰ τρέ­χουν στὰ σπί­τια τους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ δικά τους πρό­σω­πα. Ἀλλὰ μέσα στὶς ἀγκα­λιὲς τῶν γυναι­κῶν καὶ τῶν παι­διῶν τους ὁ Χρι­στὸς ξεχά­στη­κε. Ἕνας μόνο, ποὺ τὸν περι­φρο­νοῦ­σαν, για­τί δὲν τὸν θεω­ροῦ­σαν γνή­σιο Ἰου­δαῖο ἀλλὰ νόθο, ἕνας Σαμα­ρεί­της, αὐτός, πρὶν πάη στὸ σπί­τι του, θεώ­ρη­σε καθῆ­κον του νὰ πάη πρῶ­τα στὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ τὸν εὐχα­ρι­στή­σῃ. Ἦρθε λοι­πὸν στὸ Χρι­στό, ἔπε­σε στὰ πόδια του καί μὲ δάκρυα στὰ μάτια εὐχα­ρί­στη­σε τὸν εὐερ­γέ­τη του. Καὶ τότε ὁ Χρι­στὸς εἶπε: «Δὲν καθα­ρί­στη­καν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Ποῦ εἶνε οἱ ἄλλοι ἐννέα; Μόνο ἕνας ἦρθε νὰ εὐχα­ρι­στή­σῃ καὶ νὰ δοξο­λο­γή­σῃ το Θεό; Κι αὐτὸς δὲν εἶνε Ἰου­δαῖ­ος, ἀλλὰ Σαμα­ρεί­της».

Τί ἀχά­ρι­στοι φάνη­καν αὐτοὶ οἱ ἐννέα Ἰου­δαῖ­οι! Νὰ τοὺς κάνῃ ἕνα τόσο μεγά­λο καλὸ καὶ Χρι­στός, ἕνα καλὸ ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ κάνῃ, κι αὐτοὶ νὰ μὴν ἔρθουν νὰ τοῦ ποῦν ἕνα εὐχα­ρι­στῶ. Ναί, ἀχά­ρι­στοι αὐτοὶ οἱ ἐννέα λεπροὶ ποὺ θερά­πευ­σε ὁ Χρι­στός.

Ἀλλὰ ἀχά­ρι­στοι εἶνε καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἀχά­ρι­στοι εἴμα­στε καὶ ἐμεῖς, ποὺ λέμε πῶς πιστεύ­ου­με στὸ Χρι­στό, ἀλλὰ δὲν τὸν εὐχα­ρι­στοῦ­με ὅπως πρέ­πει. Για­τί ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ πιὸ μεγά­λος εὐερ­γέ­της μας. Ὅ,τι καλὸ ἔχου­με, ὑλι­κὸ καὶ πνευ­μα­τι­κό, δὲν εἶνε δικό μας. Τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε. Τὰ ποτά­μια, οἱ λίμνες καὶ οἱ θάλασ­σες, τὰ δέν­τρα, τὰ χωρά­φια ποὺ καλ­λιερ­γοῦ­με, τὰ πρό­βα­τα ποὺ μᾶς δίνουν τὸ μαλ­λὶ καὶ τὸ γάλα τους, τὰ ἄλλα ἥμε­ρα ζῶα ποὺ μᾶς εἶνε τόσο χρή­σι­μα, ὁ ἀέρας ποὺ ἀνα­πνέ­ου­με, ἡ βρο­χὴ ποὺ πέφτει καὶ ποτί­ζει τὴ γῆ, ὁ ἥλιος ποὺ φωτί­ζει καὶ θερ­μαί­νει, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶνε δικά μας. Τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε. Ὁ Χρι­στὸς τὰ δημιούρ­γη­σε καὶ τὰ ἔθε­σε στὴ διά­θε­σί μας. Ἄν μᾶς τὰ πάρῃ γιὰ μιὰ στιγ­μή, τότε ἐμεῖς πῶς μπο­ροῦ­με νὰ ζήσου­με; Πῶς νὰ ζήσου­με χωρὶς ἥλιο, χωρὶς ἀέρα, χωρὶς νερό, χωρὶς τρο­φή; Καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά, ποὺ τὸ στορ­γι­κό του χέρι ἀνοί­γει καθη­με­ρι­νῶς καὶ σκορ­πί­ζει πλου­σιο­πά­ρο­χα σὲ ὅλους, γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ ἔπρε­πε νὰ εἴμα­στε εὐγνώ­μο­νες στὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ τοῦ λέμε «Χρι­στέ, σ’ εὐχα­ρι­στοῦ­με». Ὄχι ἕνα, ἀλλὰ χίλια εὐχα­ρι­στῶ θὰ ἔπρε­πε νὰ τοῦ λέμε καθη­με­ρι­νῶς. Διό­τι, ὅπως εἴπα­με, ὅλα εἶνε δικά του καὶ τίπο­τε δὲν εἶνε δικό μας.

Ἀλλὰ ξεχά­σα­με! Ἔχου­με καὶ ἐμεῖς κάτι, ποὺ δὲν εἶνε τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλλὰ εἶνε δικό μας. Δικό μας; Ναί, δικό μας. Ποιό εἶνε αὐτό; Εἶνε ἡ ἁμαρ­τία. Αὐτὴ δὲν προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ Χρι­στό; ἄπα­γε τῆς βλα­σφη­μί­ας! Ἡ ἁμαρ­τία, ὅπως διδά­σκει ἡ Ἐκκλη­σία μας, εἶνε προ­ϊ­όν της ἐλευ­θε­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ ἄνθρω­πος, δηλα­δή, ἀφέ­θη­κε ἐλεύ­θε­ρος νὰ δια­λέ­ξῃ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἀλλ’ ἀντὶ νὰ δια­λέ­ξῃ τὸ καλό, διά­λε­ξε τὸ κακό, καὶ τὸ κακὸ σὰν λέπρα κόλ­λη­σε πάνω του. Ὦ, δὲν ὑπάρ­χει ἄλλο κακὸ πιὸ βασα­νι­στι­κὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία. Αὐτὴ δὲν ἀφή­νει τὸν ἄνθρω­πο νὰ ἡσυ­χά­σῃ οὔτε μέρα οὔτε νύχτα. Αὐτὴ φαρ­μα­κώ­νει τὸ αἷμα του, αὐτὴ μολύ­νει τὸ μυα­λό του, αὐτὴ σὰν μικρό­βιο ἀόρα­το κατορ­θώ­νει καὶ εἰσχω­ρεῖ παν­τοῦ καὶ κάνει θραῦ­σι, κατα­στρο­φὴ μεγά­λη. Καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία εἶνε προ­σβε­βλη­μέ­νοι ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι. Ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι εἴμα­στε ψυχι­κῶς λεπροί. Λέπρα π.χ. δὲν εἶνε ἡ φιλαρ­γυ­ρία, ποὺ δὲν ἀφή­νει τὸν ἄνθρω­πο νὰ ἡσυ­χά­σῃ οὔτε μέρα οὔτε νύχτα; Λέπρα δὲν εἶνε ἡ μοι­χεία καὶ ἡ πορ­νεία, τὸ ἀκά­θαρ­το πάθος τῆς σαρ­κός; Λέπρα δὲν εἶνε τὸ μῖσος καὶ ἡ ἐκδί­κη­σι, ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθό­νος καὶ κάθε ἄλλο εἶδος κακί­ας;

Αὐτὴ τὴ λέπρα τῆς ψυχῆς ἕνας ἔχει τὴ δύνα­μι νὰ τὴ θερα­πεύ­σῃ. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χρι­στός, ὁ «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμά­των ἡμῶν». “Ὅποιος πιστεύ­ει στὸ Χρι­στὸ καὶ ζητεῖ τὴ βοή­θειά του, θερα­πεύ­ε­ται ἀπὸ τὰ βασα­νι­στι­κὰ πάθη τῆς κακί­ας.

Ὁ Χρι­στὸς λοι­πὸν εἶνε ὁ μέγι­στος εὐερ­γέ­της. Καὶ θὰ ἔπρε­πε νὰ εἴμα­στε πρὸς αὐτὸν εὐγνώ­μο­νες.

Ὦ Χρι­στέ μου, χίλια καλὰ μᾶς δίνεις, χίλιες φορές μας συγ­χω­ρεῖς γιὰ τ’ ἁμαρ­τή­μα­τα ποὺ κάνου­με. Χίλιες φορὲς μᾶς σώζεις ἀπὸ σωμα­τι­κοὺς καὶ ψυχι­κοὺς κιν­δύ­νους. Χωρὶς τὴν ἀγά­πη σου, χωρὶς τὴ βοή­θειά σου, ποιός θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ζήσῃ καὶ μιὰ στιγ­μὴ ἀκό­μη πάνω στὸν ἁμαρ­τω­λὸ αὐτὸ πλα­νή­τη; Πόσο γι’ αὐτὸ ἔπρε­πε νὰ σ’ ἀγα­ποῦ­με; Μὲ χίλιους τρό­πους ἔπρε­πε νὰ δεί­χνου­με σ’ ἐσέ­να τὴν εὐγνω­μο­σύ­νη μας.

Καὶ ὅμως! Τί ἐλε­ει­νοὶ καὶ ἀχά­ρι­στοι ποὺ εἴμα­στε! Χτυ­πᾶ­νε τὴν Κυρια­κὴ οἱ καμ­πά­νες, μᾶς καλοῦν νὰ πᾶμε νὰ τὸν προ­σκυ­νή­σου­με καὶ νὰ τοῦ ποῦ­με ἕνα εὐχα­ρι­στῶ, καὶ ἀπὸ τοὺς ἑκα­τὸ ἕνας ἢ δύο πᾶνε στὴν ἐκκλη­σία, κι αὐτοὶ ὄχι μὲ ζεστή καρ­διά. Εἴμα­στε λοι­πὸν καὶ δὲν εἴμα­στε χει­ρό­τε­ροι ἀπὸ τοὺς ἐννέα ἀγνώ­μο­νες λεπρούς;

Χρι­στέ, συχώ­ρε­σέ μας. Καθά­ρι­σέ μας ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς ἀχα­ρι­στί­ας. Δός μας μιὰ καρ­διὰ ποὺ νὰ σὲ ἀγα­πᾷ καὶ νὰ σὲ εὐγνω­μο­νῇ αἰώ­νια.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek