ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΗ΄ 35 - 43)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τὸν Ἰησοῦν εἰς Ἰεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. 36ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 37ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. 38καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυῒδ, ἐλέησόν με. 39καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Υἱὲ Δαυῒδ, ἐλέησόν με. 40σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτόν 41λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. 42καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. 43καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

35 Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39 Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση, δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε· “απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ’ εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43 Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).

35 Καθώς ο Κύριος πλησίαζε στην Ιεριχώ, κάποιος τυφλός καθόταν κοντά στο δρόμο και ζητιάνευε. 36 Όταν όμως άκουσε το θόρυβο του πλήθους που περνούσε, ρώτησε να μάθει τί να ήταν αυτά που άκουγε. 37 Του είπαν ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος περνάει από εκεί. 38 Τότε εκείνος άρχισε να φωνάζει δυνατά: Ιησού, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ που σε προανήγγειλαν οι προφήτες, σπλαχνίσου με, ελέησέ με. 39 Τότε αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν και τον ανάγκαζαν να σωπάσει, νομίζοντας ότι με τις φωνές του θα ενοχλούνταν ο Ιησούς. Αυτός όμως φώναζε πολύ περισσότερο: Απόγονε του Δαβίδ, ελέησέ με. 40 Ο Ιησούς τότε διέκοψε την πορεία του και διέταξε να τον φέρουν κοντά του. Κι όταν αυτός πλησίασε, ο Κύριος τον ρώτησε 41 και του είπε: Τι θέλεις να σου κάνω; Τότε ο τυφλός απάντησε: Κύριε, θέλω να αποκτήσω και πάλι το φώς μου. 42 Και ο Ιησούς του είπε: Απόκτησε το φως σου! Η πίστη που έχεις ότι είμαι ο απόγονος του Δαβίδ και ότι έχω δύναμη να σου δώσω την υγεία των ματιών σου, σε έσωσε από την αθεράπευτη τύφλωσή σου. 43 Και την ίδια στιγμή ο τυφλός απέκτησε και πάλι το φως του και ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας τον Θεό που τον θεράπευσε διαμέσου του Ιησού. Και όλο το πλήθος του λαού, όταν είδε το θαύμα, δοξολόγησε και ανύμνησε τον Θεό.

35  Ὅταν δὲ πλησίαζε στὴν Ἱεριχώ, κάποιος τυφλὸς καθόταν στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. 36  Kαὶ ὅταν ἄκουσε τὸ θόρυβο τοῦ λαοῦ, ποὺ περνοῦσε, ρωτοῦσε τί συμβαίνει. 37  Kαὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Nαζωραῖος διαβαίνει. 38  Tότε φώναξε δυνατὰ λέγοντας: «Ἰησοῦ, Yἱὲ Δαβίδ, ἐλέησέ με». 39  Ἀλλ’ αὐτοί, ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ μπροστά του, τὸν ἐπέπλητταν γιὰ νὰ σιωπήσῃ. Aὐτὸς ὅμως πολὺ περισσότερο φώναζε: «Yἱὲ Δαβίδ, ἐλέησέ με». 40  Ὁ δὲ Ἰησοῦς σταμάτησε καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν πρὸς αὐτόν. Kαὶ ὅταν πλησίασε, τὸν ρώτησε: 41  «Tί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;». Ἐκεῖνος δὲ εἶπε: «Kύριε, νὰ ἀποκτήσω τὸ φῶς μου». 42  Kαὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Ἀπόκτησε τὸ φῶς σου! Ἡ πίστι σου σὲ ἔσωσε». 43  Kαὶ ἀμέσως ἀπέκτησε τὸ φῶς του, καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε δοξάζοντας τὸ Θεό. Kαὶ ὅλος ὁ λαός, ὅταν εἶδε (τὸ θαῦμα), δόξασε τὸ Θεό.

Ιερός Χρυσόστομος (ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΚΟΠΗ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ

(από το «Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον», ομιλία ΞΣΤ΄)

«Κα κπορευομένων ατν π εριχ κολούθησεν ατ χλος πολύς. κα δο δύο τυφλο καθήμενοι παρ τν δόν, κούσαντες τι ησος παράγει, κραξαν λέγοντες· λέησον μς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ. δ χλος πετίμησεν ατος να σιωπήσωσιν· ο δ μεζον κραζον λέγοντες· λέησον μς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ(: Και ενώ αυτοί έβγαιναν από την Ιεριχώ, Τον ακολούθησε πλήθος λαού πολύ. Και ιδού δύο τυφλοί που κάθονταν κοντά στο δρόμο, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς περνά, άρχισαν να φωνάζουν και να λένε: “Ελέησέ μας, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ, που για σένα μίλησαν οι προφήτες”. Το πλήθος όμως του λαού τούς μάλωσε για να σιωπήσουν, για να μην ενοχληθεί ο Ιησούς με τις φωνές τους. Αυτοί όμως πιο πολύ φώναζαν και έλεγαν: “Ελέησέ μας, Κύριε, απόγονε του Δαβίδ”)»[Ματθ.20,29-34].

Ας ακούσουμε, αδελφοί μου, τους τυφλούς αυτούς που ήταν ανώτεροι από πολλούς που βλέπουν. Πραγματικά, αν και δεν είχαν κανένα για να τους οδηγήσει, ούτε μπορούσαν να δουν τον Ιησού, εντούτοις είχαν μεγάλη προθυμία να έλθουν κοντά Του και άρχισαν να φωνάζουν με δυνατή φωνή και όσο τους εμπόδιζαν, τόσο περισσότερο φώναζαν. Έτσι είναι η καρτερική ψυχή. Ανυψώνεται από τα εμπόδια. Και ο Χριστός επέτρεπε να τους παρεμποδίζουν από το να φωνάζουν, για να αποκαλύπτεται σε μεγαλύτερο βαθμό η προθυμία τους και για να μάθεις ότι επάξια απόλαυσε τη θεραπεία του. Γι’ αυτό και ο Κύριος δεν τους ρωτά: «Πιστεύεις;», όπως ακριβώς είχε κάνει σε πολλούς άλλους, διότι η κραυγή και ο ερχομός τους εκεί, ήταν αρκετά για να αποκαλύψουν σε όλους την πίστη τους.

Από την περίπτωση αυτή μάθε, αγαπητέ, ότι κι αν ακόμη είμαστε πολύ ασήμαντοι και περιφρονημένοι, όταν με προθυμία πλησιάζουμε τον Θεό, θα μπορέσουμε και μόνοι μας να επιτύχουμε ό,τι ζητούμε. Κοίταξε, λοιπόν, και αυτοί, χωρίς να έχουν κανένα από τους αποστόλους ως συνήγορο, αλλά αντίθετα, πολλοί τους εμπόδιζαν να φωνάζουν, κατόρθωσαν όμως να υπερνικήσουν τα εμπόδια και να φθάσουν στον ίδιο τον Ιησού. Μολονότι ο ευαγγελιστής δεν μαρτυρεί καμία ενάρετη και αξιέπαινη πράξη που να έδινε στους τυφλούς αυτούς παρρησία και θάρρος ενώπιον του Ιησού, εντούτοις αντί όλων αυτών ήταν αρκετή απλά και μόνο η προθυμία τους.

Αυτούς λοιπόν κι εμείς ας μιμηθούμε. Κι αν ακόμη ο Θεός αναβάλλει να μας δώσει αυτό που Του ζητούμε, κι αν ακόμη είναι πολλοί εκείνοι που προσπαθούν να μας απομακρύνουν από κοντά Του, ας μη σταματήσουμε να ζητούμε· διότι έτσι προπάντων θα αποσπάσουμε τη βοήθεια του Θεού. Πρόσεξε, άλλωστε, και στο παρόν περιστατικό κατά ποιο τρόπο ούτε η φτώχεια, ούτε η τύφλωση, ούτε το ενδεχόμενο να μην εισακουστούν, ούτε η επιτίμηση του όχλου, ούτε τίποτε άλλο δεν παρεμπόδισε τη μεγάλη τους προθυμία. Τέτοια είναι η ψυχή που κατακαίγεται από τη θερμή πίστη και δεν αποφεύγει τους κόπους και τις δυσκολίες.

Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; «Κα στς ησος φώνησεν ατος κα επε· τί θέλετε ποιήσω μν;(:Τότε στάθηκε ο Ιησούς, τους κάλεσε και τους είπε: ‘’Τι θέλετε να σας κάνω;’’)». Του απαντούν: «Κύριε, να νοιχθσιν μν ο φθαλμοί (:Κύριε, θέλουμε να ανοιχθούν τα μάτια μας)». Για ποιον λόγο τούς ρωτάει; Για να μη νομίσει κανείς ότι αυτοί μεν άλλα θέλουν να λάβουν, ενώ ο Ιησούς τους δίνει άλλα· καθόσον ο Κύριος συνηθίζει κάθε φορά στην αρχή να καθιστά ολοφάνερη την αρετή αυτών που θεραπεύονται και να την αποκαλύπτει σε όλους και έπειτα να παρέχει τη θεραπεία, αφενός μεν για να οδηγήσει και τους άλλους ανθρώπους στη μίμησή τους, αφετέρου δε για να αποδείξει ότι επάξια απολαμβάνουν τη δωρεά.

Το ίδιο έκανε και στη Χαναναία γυναίκα[Ματθ.15,21-28], το ίδιο και στον εκατόνταρχο[Ματθ.8,5-13], το ίδιο και στην αιμορροούσα, μάλλον όμως η θαυμάσια εκείνη γυναίκα πρόφθασε την ερώτηση του Κυρίου και άγγιξε το κράσπεδο του ιματίου Του αναζητώντας τη θεραπεία της πριν τη ζητήσει με λόγια[Ματθ.18,19-26]. Αλλά όμως, παρά το γεγονός αυτό, ο Ιησούς δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη, αλλά και ύστερα από τη θεραπεία την αποκαλύπτει σε όλους. Έτσι απέδιδε μεγάλη σημασία στο να διακηρύσσει τα κατορθώματα εκείνων που Τον πλησίαζαν και να τα παρουσιάζει μεγαλύτερα από ό,τι ήταν. Το ίδιο, λοιπόν, κάνει και εδώ.

Έπειτα, αφού του είπαν οι τυφλοί τι ακριβώς ήθελαν, τους λυπήθηκε και άγγιξε τα μάτια τους[ Ματθ.20,34: «Σπλαγχνισθες δ ησος ψατο τν φθαλμν ατν, κα εθέως νέβλεψαν ατν ο φθαλμοί, κα κολούθησαν ατ(:Και ο Ιησούς τούς σπλαχνίστηκε και τους άγγιξε τα μάτια. Και αμέσως τα μάτια τους απέκτησαν και πάλι το φως τους και από ευγνωμοσύνη Τον ακολούθησαν και οι δύο)»]. Το άγγιγμα αυτό βέβαια είναι η μόνη αιτία της θεραπείας για την οποία και ήλθε στον κόσμο. Μολονότι όμως η θεραπεία αυτή ήταν έλεος και χάρις, εντούτοις ζητεί να βρει εκείνους που αξίζουν να την λάβουν. Επίσης το ότι οι τυφλοί αυτοί ήταν άξιοι γι’ αυτήν, αποδεικνύεται από το ότι φώναξε δυνατά και από το γεγονός ότι, όταν θεραπεύθηκαν, δεν απομακρύνθηκαν από τον Κύριο, όπως κάνουν πολλοί άλλοι, που ύστερα από τις ευεργεσίες φέρονται με αγνωμοσύνη. Αυτοί, όμως, δεν ήταν τέτοιοι άνθρωποι, αλλά και πριν από τη δωρεά ήταν καρτερικοί και ύστερα από τη θεραπεία ευγνώμονες. Πραγματικά, από τότε και οι δύο ακολούθησαν τον Ιησού.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΞΣΤ΄, σελίδες 307-311.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 68, σελ. 35- 37(ή: 14 -15 του PDF)

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην απλή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (ΕΝΑ ΚΟΡΥΦΑΙΟΝ ΑΙΤΗΜΑ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΕΝΑ ΚΟΡΥΦΑΙΟΝ ΑΙΤΗΜΑ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 23-1-1994]

[Β 291]

Εκπληκτικό, όντως, αγαπητοί μου, το θαύμα της θεραπείας του τυφλού της Ιεριχούς. Και η έκπληξις προέρχεται τόσο από τον Κύριον, όσο και από τον τυφλόν. Και οι δύο πλευρές εκπλήσσουν. Παρατηρούμε τον Κύριον, με πόσην ευκολία δίδει αυτό που του ζητείται. Λέγει ένας ερμηνευτής: «ρα τήν ξουσίαν». «Δες», λέγει, «την εξουσίαν». «’’νάβλεψον’’. Τίς γάρ τν προφητν οτως θεράπευσεν, ν τοσαύτῃ, φημί, ξουσί. Τι είπε; «νάβλεψον». Δηλαδή «Να δεις». «Ποιος», λέγει, «από τους προφήτας ποτέ εθεράπευσε με τόσην εξουσίαν;».

Αλλά και ο τυφλός υπήρξε εκπληκτικός. Με τα μάτια του, δεν είδε κανένα θαύμα του Χριστού. Μόνο άκουσε. Επιμένει όμως στο αίτημά του, γιατί πιστεύει ότι θα μπορέσει να δει. Και το σημαντικότατον, ότι κάθε του εκφώνησις προς τον Κύριον, είναι και ένας –προσέξατε- κολοσσός θεολογίας. Τον απεκάλεσε «υόν Δαυΐδ». «Υἱὲ Δαυΐδ, λέησόν με». «ησο, υἱὲ Δαυΐδ, λέησόν με». Τον απεκάλεσε λοιπόν «υόν Δαυΐδ» ·που είναι ταυτόσημον με το «Μεσσίας», με το «Χριστός». Τον απεκάλεσε «Κύριον». «Κύριε ησο, υἱὲ Δαυΐδ, λέησόν με»· που «Κύριος» είναι ταυτόσημον με το «Θεός». Του είπε και το όνομα Ιησούς. Το όνομα της ανθρωπίνης Του φύσεως. Και τι είπε; «λέησόν με». Αν ό,τι εξεφώνησε, το θέσομε σε μία παράταξη, τότε τούτο βγάζομε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Να λοιπόν που ο τυφλός αυτός ήδη διετύπωσε αυτήν την μονολόγιστον ευχήν, που έχει σαφώς την κατάθεσή της μέσα εις αυτήν την Αγίαν Γραφήν. Δεν επενοήθη αυτή η ευχή του Ιησού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», δεν επενοήθη από τους, έστω, εκκλησιαστικούς. Δεν θα πείραζε. Αλλά όμως δεν επενοήθη, αλλά ήδη είναι κατατεθειμένη μέσα εις την Καινή Διαθήκη.

Έτσι αποδεικνύεται ο τυφλός της Ιεριχούς, τρανός θεολόγος. Γιατί; Διότι, όταν είπε «Κύριε», εννοούσε την θεότητα του Χριστού. Όταν είπε «ησο», εννοούσε την ανθρωπίνη φύση του Χριστού, κι όταν είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ Δαυίδ», το ίδιο είναι, ομολογούσε τη μεσσιανικότητα του Ιησού. Συνεπώς εδώ έχομε στα τρία αυτά ονόματα, όλην την θεολογικήν πληρότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού. Ότι είναι Θεός, ότι είναι άνθρωπος, συνεπώς Θεάνθρωπος, κι έχει ένα έργον, το μοναδικό έργο, του ότι είναι Χριστός, δηλαδή χρισμένος, κεχρισμένος για έναν σκοπό. Κι αυτός ο σκοπός είναι η σωτηρία του ανθρώπου. Να γιατί αυτός ο τυφλός -ο τυφλός!- αποδεικνύεται τρανός, όπως σας είπα, θεολόγος. Κι αν λογαριάσομε την επαινεθείσα πίστη του, που του είπε ο Κύριος: « πίστις σου σέσωκέ σε», τότε μένομε αληθινά έκπληκτοι με την παρουσία και το πρόσωπο αυτού του τυφλού της Ιεριχούς.

Μας κατέπληξε λοιπόν τόσον ο Κύριος, όσο και ο τυφλός. Ας δούμε όμως καταρχάς το αίτημα του τυφλού. «Τι θέλεις;», του είπε ο Κύριος. «Κύριε, να ναβλέψω». «Κύριε, τι θέλω; Να δω. Είμαι τυφλός. Να δω». Αλήθεια, υπάρχει πιο κορυφαίον αίτημα, τουλάχιστον από τα φυσικά προσόντα ενός ανθρώπου από την όραση; Που λέγεται μάλιστα και βασιλική αίσθησις;

Αλλά δεν είναι η όρασις μόνον των ματιών. Είναι και η όρασις της ψυχής. Συνεπώς μια όραση τόσο αισθητή, όσο και πνευματική. Και του σώματος και της ψυχής. Εκείνο όμως που μας καταπλήσσει ακόμα είναι ότι αυτός ο τυφλός, τα μάτια της ψυχής του τα είχε ορθάνοιχτα. Όλο εκείνο το πλήθος που ηκολούθει τον Χριστόν, πηγαίνοντας εις την Ιεριχώ, δεν είχε τα μάτια του ανοιχτά· αν και ήσαν ανοιχτομάτηδες. Αλλά δεν είχε τα μάτια του ανοιχτά, της ψυχής τα μάτια. Μάλιστα εκεί οι Φαρισαίοι γόγγυζαν. «Μπα», λέει, «τι, και να μείνει στο σπίτι ενός αμαρτωλού;». Τίνος; Του Ζακχαίου. Δεν είχαν τα μάτια τους ανοιχτά. Δεν έβλεπαν. Και να βλέπει αυτός ο τυφλός! Μα είναι καταπληκτικό!

Γιατί, αλήθεια, όμως, ο Κύριος άνοιγε τα των τυφλών; Τα μάτια των τυφλών και του σώματος και της ψυχής. Για να δουν -να δουν!- με τα μάτια του σώματος, αλλά και της ψυχής, τον Θεόν Λόγον που ενηνθρώπησε. Λέγει ο Ωριγένης, σχολιάζοντας το προοίμιον του Ευαγγελίου του Λουκά ότι «Τον Ιησούν όλοι τον είδαν, τον Λόγον μόνον όσοι επίστεψαν». Διότι για να δεις τον Λόγον, που είναι ο Ιησούς, έπρεπε να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά. Τα μάτια της ψυχής. Ο Κύριος λοιπόν άνοιγε και τα μάτια του σώματος και τα μάτια της ψυχής.

Στη Βασιλεία του Θεού, μετά την ανάσταση των νεκρών και με τα μάτια του σώματος και με τα μάτια της ψυχής, θα βλέπομε εις το διηνεκές το πρόσωπον του Χριστού· εις το διηνεκές. Μας το βεβαιώνει η Αγία Γραφή. Μας λέγει ο Ευαγγελιστής- Αποκάλυψις, 22,4: «Καί ο δολοι ατο λατρεύσουσιν ατ καί ψονται τό πρόσωπον ατο(:Και θα ίδουν το πρόσωπον αυτού) καί τό νομα ατο πί τν μετώπων ατν». Για να πει ο αυτός Ευαγγελιστής στην πρώτη του επιστολή ότι «Τεκνία», λέει, « παιδάκια, δεν έχομε ακόμα φθάσει να δούμε τι θα απογίνομε· ξέρομε όμως ότι ψόμεθα ατόν καθώς στίν». «Θα τον δούμε όπως είναι». Είναι καταπληκτικό. Και η θεωρία του προσώπου του Χριστού, είναι το ύψιστον αγαθόν. Επειδή από κει, από τη θεωρία του προσώπου Του, απορρέει η υψίστη μακαριότης. Γι΄αυτό ύψιστον αίτημα είναι η όρασις και η σωματική και η πνευματική.

Πρέπει όμως από την παρούσα ζωή να δει κανείς το πρόσωπον του Χριστού! Όταν το πρωτοδιάβασα, εις τον άγιον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τρόμαξα. «Γιατί», λέγει, «αν δεν Τον δεις εδώ στη Γη, μην περιμένεις, ούτε στον ουρανό δεν θα Τον δεις τον Χριστόν». Και ποιος δεν θα δει το πρόσωπον του Χριστού; Μόνο οι κολασμένοι. Είναι φοβερό. Αλλά πώς μπορούμε να το πούμε αυτό; Τι θα πει «βλέπω τον Χριστόν από την παρούσα ζωή;». Πρέπει από δω να Τον αναγνωρίσεις ότι είναι ο Ιησούς Χριστός ο Κύριος· ότι είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Με τα μάτια της ψυχής. Δηλαδή με την πίστη. Αυτό θα πει «αν δεν δεις από την παρούσα ζωή τον Ιησούν Χριστόν, δεν Τον αναγνωρίσεις, ούτε εκεί θα Τον αναγνωρίσεις, στον ουρανό, μετά θάνατον, μετά την ανάσταση των νεκρών». Δηλαδή πρέπει να αναγνωρισθεί η ταυτότητα του Ιησού Χριστού.

Όταν ο Κύριος ερωτούσε: «Τίνα με λέγουσιν εναι τόν Υόν το νθρώπου;», έλεγε στους μαθητάς Του. «Οι άνθρωποι για μένα τι λένε;». Ο Απόστολος Πέτρος απήντησε: «Σύ ε Χριστός, Υός το Θεο το ζντος». Ενώ οι άλλοι όλοι έλεγαν: «Μπορεί να είναι ο προφήτης Ιερεμίας»· «μπορεί να είναι ο Ηλίας»· «μπορεί…»· «μπορεί…». Δεν τον είχαν αναγνωρίσει. Ο Πέτρος τον αναγνωρίζει. Και λέγει: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος». Και εμακαρίσθη ο Πέτρος. Συνεπώς ο Πέτρος είδε τον Ιησούν. Τι είδε; Τον Θεόν Λόγον. Ο Ηρώδης είδε τον Ιησούν; Ο Πιλάτος είδε τον Ιησούν; Ο Άννας, ο Καϊάφας, οι άρχοντες, οι Φαρισαίοι, είδαν τον Ιησούν ως Λόγον Θεού; Ως Ιησούν άνθρωπον, ναι. Ως Λόγον όχι. Αυτό θα πει αν δεν δεις από την παρούσα ζωή τον Ιησούν Χριστόν, δεν Τον αναγνωρίσεις, ούτε εκεί θα τον δεις. Και εμακαρίσθη ο Πέτρος.

Έτσι, αγαπητοί, και στον κάθε πιστό, στον κάθε πιστό. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «θεν καί φς τ κάμνοντι γέγονεν φωνή, κ φωτός το ληθινο προϊοσα». Δηλαδή, ότι εις τον ασθενή, εις τον κάμνοντα, εις τον τυφλόν δηλαδή, η φωνή εκείνη του Χριστού, έγινε φως. Και αυτό το φως ήτο εκ Φωτός του αληθινού. Από εκεί προήλθε. «Προϊούσα». Από εκεί προήλθε. Προσέξτε: Η φωνή έγινε φως. Είναι η ιδία φωνή που είπε κάποτε, ως φωνή: «Γενηθήτω φς· καί γένετο φς». Αυτό είναι μεγαλειώδες. Η φωνή έγινε φως. Τότε και τώρα εις τον τυφλόν, η φωνή του Χριστού γίνεται φως στα μάτια Του και φως στην ψυχή Του. Άρα λοιπόν, ποιος είναι ο Ιησούς, που με τόσο απλό τρόπο, τόσο εύκολα λέγει στον τυφλόν, που του είπε «να ναβλέψω»: «Να αναβλέψεις!». Τόσο απλά. Τόσο εύκολα. Ποιος είναι; Είναι ο Θεός Λόγος· που εδημιούργησε το φως. Είναι ο ίδιος που τώρα ανοίγει τα μάτια του τυφλού και του δίδει το φως. Είναι εκπληκτικό, αγαπητοί μου! Αυτό θα πει ανά πάσα στιγμή να αναγνωρίζεις δια των Γραφών και δια της εμπειρίας, να αναγνωρίζεις Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός. Δηλαδή, να Τον δεις από την παρούσα ζωή.

Και με τα μάτια της ψυχής κυριότατα, τι μπορείς να βλέπεις; Να βλέπεις τα όντως όντα. Να βλέπεις εκείνα που πράγματι υπάρχουν. Αυτό είναι τώρα μία συνέπεια του πράγματος. Είναι ένας καρπός. Γιατί αν δεις τον Χριστόν, τότε βλέπεις και τα όντως όντα. Δηλαδή εκείνα που πράγματι υπάρχουν. Ότι τα κτιστά, όλα τα κτιστά, δεν είναι όντως όντα. Είναι απλώς όντα. Δηλαδή δεν είναι πραγματικώς πράγματα, αλλά είναι απλώς πράγματα. Τι πράγματα; Εικόνες των όντων. Εικόνες, όντως, των όντων. Εικόνες. Τι είναι; Εκείνο που λέμε στις κηδείες: «Σκις ναρ βίος»! «Σκις ναρ βίος». «Είναι ένα όνειρο, μια σκιά ο βίος. Τι είναι; Έφαγα, ήπια, γλέντησα, πλούτισα. Πού είναι αυτά; Πού», λέει, «ο πλούτος; Πού ετούτο; Πού εκείνο;». Λέει πάλι ένα τροπάριο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, στις κηδείες: «Δεν συνοδεύει τίποτε απ’ αυτά». Άρα, αυτά όλα δεν είναι όντως όντα. Είναι απλώς όντα.

Δεν αρνούμεθα την ύπαρξιν του σύμπαντος. Προσέξτε. Γιατί υπήρξαν φιλόσοφοι που αρνήθηκαν και την ύπαρξιν του σύμπαντος. Όχι. Ή την ύπαρξιν της ύλης. Όχι. Γιατί « Λόγος σάρξ γένετο», πραγματικά. Αλλά ότι τα όντα δεν είναι όντως όντα. Τι είναι; Αντίτυπα των αληθινών, που λέγει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Εβραίους επιστολή του, 9, 24. Εκεί, που βλέπουν οι άγιοι και προσδοκούν και επιθυμούν. Αυτά είναι τα όντως όντα. Αγαπούν και την κτίσιν, βεβαίως. Δεν την αρνούνται. Σαν έργα των δαχτύλων του Θεού, του Θεού Λόγου. Κυριότατα όμως αγαπούν και θέλουν τα αόρατα του Θεού, Αυτόν τον Ίδιον τον Θεόν, τον Θεόν Λόγον. Έτσι, κανείς άγιος δεν είναι ειδωλολάτρης. Γιατί δεν κόλλησε επάνω εις τα όντα. Τα ξεπέρασε κάθε άγιος, φθάνοντας εις τα όντως όντα. Μην σας μπερδεύει η έκφρασις. Διαμέσου δε της κτίσεως κάθε άγιος βλέπει τον Κτίστην. Και σε Αυτόν μένει. Και Αυτόν λατρεύει. Όλα είναι στη χρήση μας. Αλλά δεν είναι ο προορισμός μας. Όλα. Και το σπίτι μας και τα χρήματα και η συζυγία και τα παιδιά. Όλα είναι στην χρήση μας. Αλλά δεν σταματάμε σε αυτά.

Ακόμη ο πιστός που έχει μάτια, μάτια, μάτια της ψυχής, βλέπει και τους λόγους των όντων. Γιατί υπάρχουν όλα αυτά; Γιατί υπάρχει το σύμπαν; Γιατί υπάρχει ετούτο ή εκείνο ή εκείνο; Γιατί υπάρχω εγώ; Λέγει ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Τούς λόγους τν ντων – προσέξατέ το, είναι πολύ ωραίο. «Ο λόγοι τν ντων». Δηλαδή για ποιον λόγο υπάρχουν τα όντα. Ποια είναι η αιτία που υπάρχουν τα όντα- δηλαδή, λέγει ο ίδιος «τόν σκοπόν, δι’ ν γένετο καστον πργμα, πρός τό φωτίζειν τόν νον – για να φωτίζεται ο νους- ες τήν γάπην το Θεο (:Να φθάσω δια των όντων εις την αγάπην του Θεού. Γιατί έκανε ο Θεός τούτο, εκείνο, εκείνο, εκείνο, τα πουλιά, τα φυτά, τα κρινάκια, τον ουρανό, την θάλασσα, τις πέτρες, τα κοχύλια, τα πετραδάκια, τα κοχυλάκια… Απ’ αυτά, διαμέσου αυτών να φθάσω στον Κτίστην. Εκεί είναι οι λόγοι των όντων συγκεντρωμένοι· στον Χριστόν, στον Δημιουργόν) καί γινώσκειν τήν μεγαλωσύνην ατο καί τήν νέκφραστον ατο σοφίαν, καί πρόνοιαν (:πώς φροντίζει) κ τς πιμελείας ατο περί τν κτισμάτων(:με την φροντίδα Του για τα κτίσματα) να κ τς γνώσεως ταύτης(:ώστε από την γνώση αυτή) φοβται τήν παράβασιν τν ντολν ατο καί τήν δίαν σθένειαν καί γνωσίαν καταγινώσκει (:βλέπει την αγνωσία Του, βλέπει την ασθένειά Του. Αδύναμος εγώ ο άνθρωπος. Δεν μπορώ όμως να αμαρτάνω, όταν καταλάβω τους λόγους των όντων), κντεθεν(:κι από δω) ταπεινοφρονε καί γαπ τόν Θεόν καί ο καταφρονε τν ντολν Ατο». Είναι ωραιότατο απόσπασμα. Να σας βοηθήσω, Πέτρου Δαμασκηνού, 3ος τόμος της Φιλοκαλίας στη σελίδα 164.

Μόνον έτσι είναι ο άνθρωπος κυριολεκτικά βασιλιάς της Δημιουργίας μέσα στην οποία καθρεπτίζεται το πρόσωπο του Θεού και το πρόσωπο το δικό Του. Αν κατακτήσει την κτίση για να κάνει κατάχρηση, τότε έγινε δούλος της κτίσεως και όχι αφεντικό της Δημιουργίας. Έτσι «βυσσος βυσσον πικαλεται», όπως λέγει ο Ψαλμωδός. Και η μία άβυσσος είναι ο Θεός, το πρωτότυπον. Η δευτέρα άβυσσος(άβυσσος θα πει κάτι που δεν έχει τέρμα, δεν έχει βυθόν) είναι ο άνθρωπος, η εικόνα του Θεού. Έτσι επικαλείται η μία άβυσσος την άλλην άβυσσον. Και λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος ότι «Τό Πνεμα τό γιον στίν τό ποιον τέρους φθαλμούς». «Το Πνεύμα το Άγιον είναι εκείνον το οποίον», λέει, «κάνει τα άλλα μάτια». Αυτά τα άλλα μάτια, τα μάτια της ψυχής, βλέπουν τα όντως συμφέροντα. Όταν οι άνθρωποι συζητούν και διαπληκτίζονται και χωρίζουν μεταξύ των για πράγματα, για χωράφια, για χρήματα, για κληρονομιές, που τα βλέπουν βεβαίως σπουδαία και συμφέροντα, αυτά όλα, τα μάτια του πιστού, τα βλέπει τιποτένια. Αυτό θα πει να έχεις τα μάτια του Αγίου Πνεύματος. Θα περάσουν. Αξίζει να μαλώσω με τον αδελφό μου; Θα περάσουν αυτά…

Ποτέ δεν μπορείς να περιφρονήσεις αυτόν τον κόσμον και να σταθείς πιο πάνω από τον κόσμον -εκείνη η υπερφρόνησις…-, αν δεν έχεις δει τα αγαθά κάποιου άλλου κόσμου. Και τα βλέπεις με σιγουριά. Γιατί αλλιώτικα δεν δίδεις, αγαπητέ, τη ζωή σου, για πράγματα που δεν βλέπεις. Βλέπεις ότι ετοίμασε ο Θεός, εκείνο που λέγει ο Απόστολος Παύλος, «,τι τοίμασεν Θεός τος γαπσιν ατόν». Εκείνους που Τον αγαπούν. Αν δεν έβλεπε έτσι ο Παύλος, δεν θα έγραφε: «Λογίζομαι λογαριάζω- γάρ τι οκ ξια τά παθήματα το νν καιρο – Τι παθαίνομε; Μας κυνηγούν οι άνθρωποι, πάσχομε, πληγές, τόσα, κ.λπ. παθήματα. Δεν είναι σπουδαία πράγματα- πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ποκαλυφθναι ες μς». «Μπροστά σε εκείνα που θα αποτελέσουν την αληθινή δόξα, όταν θα μας αποκαλυφθεί».

Ακόμη δεν θα έγραφε ο Παύλος: «Οκ χομεν δε μένουσαν πόλιν, λλά τήν μέλλουσαν πιζητομεν». «Δεν έχομε εδώ πατρίδα μόνιμη. Την μελλοντική επιζητούμε». Το ίδιο και ο Μωυσής. Αυτά τα μάτια διέθετε ο Μωυσής. Ναι. Για να προτιμά 15 αιώνες προ Χριστού, για να προτιμά τα αληθώς συμφέροντα. Μας το σημειώνει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους 11,24, όταν λέγει εκείνον τον μυστηριώδη λόγον, ο οποίος είναι πρωθύστερος. Δηλαδή μιλάει για τον Μωυσή και τον Χριστό, που ο Χριστός ήρθε 15 αιώνες μετά. Και λέγει: «Μωυσς ρνήσατο(:αρνήθηκε) λέγεσθαι υός θυγατρός Φαραώ(:να ονομάζεται, να ονοματίζεται: ο γιος της θυγατρός του Φαραώ) μλλον λόμενος (:μάλλον προτιμών) συγκακουχεσθαι τ λα το Θεο(:να συγκακουχείται με τον λαό του Θεού) πρόσκαιρον χειν μαρτίας πόλαυσιν(:παρά να έχει την πρόσκαιρη απόλαυση της αμαρτίας) μείζονα πλοτον γησάμενος(: «θεωρών», λέει, «μέγιστον πλούτον· ακούστε) τν Αγύπτου θησαυρν(:από τους θησαυρούς της Αιγύπτου· μια μέρα ο Μωυσής θα εγίνετο βασιλιάς, αφού ήταν ο γιος της θυγατρός του Φαραώ. Τι προτίμησε; Ακούστε, ακούστε) τόν νειδισμόν το Χριστο(:έβλεπε την σταύρωση του Χριστού, έβλεπε τον Χριστό στον Σταυρό. Και προτίμησε τον Χριστό επάνω στον Σταυρό)· πέβλεπε γάρ ες τήν μισθαποδοσίαν». Και ποια είναι η «μισθαποδοσία»; Η Βασιλεία του Θεού. Τα ίδια μάτια διαθέτει, αγαπητοί, και ο κάθε πιστός, μέσα στους αιώνες. Ότι προτιμά να είναι σωστός και ακέραιος Χριστιανός, από τα θέλγητρα του κόσμου τούτου. Και οι μάρτυρες αυτά τα μάτια είχαν. Αλλιώς; Δεν μπορούσαν να μαρτυρήσουν.

Με τα μάτια αυτά που σου άνοιξε Εκείνος, που είπε να γίνει φως και έγινε φως, βλέπεις και τα μυστήρια του Θεού. Γι΄αυτό ο Κύριος είπε: «μν δέδοται(:Σε σας εδόθη) γνναι τά μυστήρια τς Βασιλείας το Θεο. κείνοις δέν τος ξω(:τους άλλους, τους απέξω, τους κοσμικούς) να βλέποντες βλέπωσι καί μή δωσι(:να βλέπουν, αλλά να μη βλέπουν, να μην καταλαβαίνουν). μν δέ μακάριοι ο φθαλμοί τι βλέπουσι». «Για σας; Είσαστε ευτυχείς, γιατί τα μάτια σας βλέπουν».

Aυτά τα μάτια σήμερα στερείται ο κόσμος, αγαπητοί. Και δεν μπορεί να ιδεί τον Δημιουργό του και σωτήρα του, τον Ιησούν Χριστόν. Γι΄αυτό δεν πιστεύουν οι άνθρωποι στον Χριστόν. Δεν έχουν τα μάτια αυτά. Και αυτά τα μάτια ανοίγουν, όχι δημιουργούνται, γιατί υπάρχουν, ανοίγουν με την πίστη. Γι΄αυτό και ο Κύριος είπε στον τυφλό… τι του είπε; « πίστις σου σέσωκέ σε». «Εκείνη που σε έσωσε είναι η πίστις σου». Κι ο κόσμος, δεν πιστεύει. «Ο γάρ πάντων πίστις», θα σημειώσει ο Απόστολος σε μια του επιστολή. Ο κόσμος με τα πάθη του σκοτίζει και τυφλώνει και καθιστά ανυπόπτους τους ανθρώπους δια τα ωραία του Θεού. Γι΄αυτό συνιστά ο Κύριος στον άγγελο της Λαοδικείας στην Αποκάλυψη, και του λέγει: «Καί οκ οδας τι σύ ε ταλαίπωρος(:και δεν γνωρίζεις ότι συ είσαι ο ταλαίπωρος) καί λεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός, συμβουλεύω σοί (:σε συμβουλεύω) γοράσαι παρ’ μο(:να αγοράσεις από μένα) κολλύριον – είναι το φάρμακον των ματιών – να γχρίσ τούς φθαλμούς σου να βλέπς». «Να βάλεις στα μάτια σου για να βλέπεις». Και ποιο είναι αυτό το κολλύριον; Είναι το Πνεύμα το Άγιον, που δίδει μόνον ο Χριστός. Γι’ αυτό λέγει «γοράσαι παρ’ μο». «Να το αγοράσεις από μένα». Και το οποίον, Πνεύμα Άγιον, «ποιε(:κάνει) τέρους φθαλμούς(:άλλα μάτια)».

Αγαπητοί, σήμερα οι άνθρωποι δεν έχουν το Πνεύμα το Άγιον. Ή το λυπούν ή το αφήνουν ανενέργητο με τα πάθη των, αφού το πήραμε κατά το βάπτισμά μας. Το αφήνουν όμως ανενέργητο. Γι΄αυτό μένουν τυφλοί. Και δεν μπορούν να ιδούν τα του Θεού. Πολλά μπορούμε να ζητάμε από τον Κύριο. Πολλά μπορούμε. Αλλά το κορυφαίον που έχομε να ζητήσομε είναι η πνευματική όρασις. Γι΄αυτό να λέμε: «Κύριε καί Δέσποτα τς ζως μου, δός μοί του ρν τά μά πταίσματα», κλπ. κλπ. Δώσ’ μου να βλέπω, να βλέπω. Να έχω τα μάτια της ψυχής, να βλέπω καλά τον εαυτό μου. Να έχω επίγνωση του εαυτού μου. Να βλέπω τους λόγους των όντων και να Σε αγαπώ. Να βλέπω τα μυστήρια της βασιλείας Σου και να ελπίζω. Να βλέπω το Θεανθρώπινο πρόσωπό Σου και να χαίρομαι. Προπαντός το Θεανθρώπινο πρόσωπό Σου, που είναι για μένα το φως, η αληθινή μακαριότητα.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_587.mp3





Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ

«ησο υἱὲ Δαυΐδ, λέησόν με (:Ιησού, υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με)»[Λουκ.18,38].

Προσήλθε, λοιπόν, αυτός ο τυφλός με την πεποίθηση ότι προσερχόταν στον Θεό που είναι σε όλα ισχυρός· και αποκαλεί τον Ιησού «υἱόν Δαυΐδ», διότι έχοντας ανατραφεί μέσα στον ιουδαϊσμό και έχοντας γεννηθεί εκεί ως εντόπιος, δεν αγνόησε όσα είχαν ειπωθεί εκ των προτέρων γι’ Αυτόν μέσω του νόμου βέβαια και των αγίων προφητών και ότι κατά σάρκα προερχόταν από τη γενιά του Δαβίδ. Επομένως, επειδή ήδη είχε πιστέψει ότι, όντας Θεός ο Λόγος, υπέμεινε με τη θέλησή Του την κατά σάρκα γέννησή Του, εννοώ από την αγία Παρθένο, πλησιάζει τον Ιησού ως Θεό, λέγοντάς Του: «ησο υἱὲ Δαυΐδ, λέησόν με». Πράγματι, μια πρόσθετη μαρτυρία ότι απηύθυνε αυτήν την ικεσία στον Κύριο, έχοντας αυτήν την πεποίθηση, αποτελούν τα ίδια τα λόγια του Χριστού: « πίστις σου σέσωκέ σε(:Η πίστη σου σε έχει σώσει)».

Ας τον μιμηθούν, λοιπόν, αυτόν που ήταν ασθενής στους οφθαλμούς, όσοι διαιρούν στα δύο τον ένα Κύριο Ιησού Χριστό, καθώς ο τυφλός πλησιάζει τον Σωτήρα των πάντων Χριστό ως Θεό και Τον ονομάζει και Κύριο και υιό του Δαβίδ. Μαρτυρεί επίσης τη δόξα Του, με το να επιζητεί από Αυτόν μια ενέργεια που ταιριάζει απόλυτα στον Θεό. Ας θαυμάζουν επίσης το σθένος της ομολογίας του˙ μερικοί πράγματι τον επιτιμούσαν, επειδή ομολογούσε την πίστη του, αυτός όμως δεν υποχωρούσε, ούτε και μειωνόταν η παρρησία του από όσους τον εμπόδιζαν. Ήξερε ότι η πίστη μάχεται με τα πάντα και τα πάντα νικάει˙ για τον λόγο αυτό τον επιτιμούσαν, αλλά αυτός, πιστός, δεν υποχωρούσε, αλλά ακολουθούσε τον Δεσπότη, γνωρίζοντας ότι είναι καλή η υπέρ της ευσεβείας «αναίδεια»˙ γιατί αν για τα χρήματα υπάρχουν πολλοί αναιδείς, για τη σωτηρία της ψυχής δεν χρειάζεται να ενδύεται κανείς την καλή αναίδεια;

Σταματάει τον Κύριο η φωνή εκείνου που Τον επικαλείται με πίστη˙ και έχει δίκαια τιμηθεί από τον Χριστό ο τυφλός˙ διότι έχει κληθεί από Αυτόν και έχει δεχθεί εντολή να έρθει κοντά, με σκοπό αυτός που Τον προσέγγισε προηγουμένως με την πίστη του, να Τον πλησιάσει και με το σώμα του˙ και εμάς λοιπόν η πίστη μάς παρουσιάζει και μας φέρνει κοντά στον Χριστό, ώστε να αξιωθούμε και λόγια που να προέρχονται από Αυτόν. Διότι αφού έφεραν κοντά Του τον τυφλό, τον ρωτούσε λέγοντας: «Τί σοί θέλεις ποιήσω; (:Τι θέλεις να κάνω για σένα;)». Άραγε λοιπόν αγνοούσε ο Κύριος το αίτημα που θα υπέβαλε ο τυφλός; Και πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί αυτό; Ρωτούσε λοιπόν κατ’ οικονομίαν, για να μάθαιναν ιδιαίτερα οι παριστάμενοι, δηλαδή όσοι βάδιζαν μαζί του, ότι όχι για χρήματα μάλλον Τον παρακαλεί, αλλά για μια ενέργεια θεϊκή που μπορεί να προέλθει από τον Θεό. Άρα λοιπόν απαλλασσόταν βέβαια από το να νοσεί ο τυφλός, παραμελούσε όμως εντελώς το να είναι φίλος του Χριστού; Με κανέναν τρόπο· αλλά αποδείκνυε την ευγνωμοσύνη του με τα έργα του. Και απελευθερώθηκε από μια διπλή τυφλότητα, και τη σωματική, και την τυφλότητα του νου και της καρδιάς· διότι δεν θα Τον δόξαζε ως Θεό, εάν όντως δεν είχε αποκτήσει την όρασή του. Και επίσης έχει γίνει και για άλλους λογική αιτία για να Τον δοξάζουν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»:

https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf,σελ. 138

  • Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον»,Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Β΄», σελ. 163-165

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος ΣΤ (Κυριακοδρόμιο Γ΄)

Υπάρχουν πολλά πράγματα στον κόσμο, πού οἱ ἄνθρωποι τούς κάνουν κακή χρήση.

Πολλοί βάζουν χοντρές χρυσές καδένες στα ρολόγια τους, για να ξεκινήσουμε ἀπό κεῖ, ὄχι ἐπειδή χρειάζονται γιά τά ρολόγια, μά γιά τούς ἄλλους, γιά νά δοῦν πόσο ὄμορφα στολίδια φορᾶνε.

Πολλοί συντηροῦν δυνατά ἄλογα καί ὡραῖες ἅμαξες ὄχι ἐπειδή θέλουν νά τά ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι, ἀλλά γιά νά κάνουν τους γείτονές τους να θαυμάζουν καί τούς εχθρούς τους να ζηλεύουν. Αξιοθρήνητοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ὅλη τους τήν ἀξία τήν ἀποδίδουν μόνο στά ἄλογα ζῶα καί στίς νεκρές ἅμαξες.

Πολλοί ντύνονται ανάρμοστα ὄχι γιά νά σκεπάσουν τη γύμνια τους και να προστατεύσουν τό σῶμα τους ἀπό τό κρύο καί τή σκόνη, μά για ν’ ἀπολαύσουν τήν ὄμορφη παρουσία τους. Πόσο λίγο ἀξιοζήλευτο εἶναι τό κάλλος που βελτιώνεται μέ προϊόντα χόρτου και γοῦνες ζώων!

Πολλοί στολίζουν τα σπίτια τους μέ χρυσά καί ασημένια σκεύη, καθώς καί μέ ἄλλα ἄχρηστα μπιχλιμπίδια, κι ἔπειτα ἔχουν κάτι να προσέχουν μήν τούς τά κλέψουν οἱ ληστές ὥς τό θάνατό τους. Ἄχ, ταλαίπωροι ἀδελφοί μου! Δέ συνειδητοποιεῖτε πώς προστατεύετε από τους ληστές τό πιό ἀνάξιο πράγμα, πού σᾶς ἔχει ὑποδουλώσει ἐντελῶς κι ἀδιαφορεῖτε γιά τήν ψυχή σας, πού ἔχει ἀδειάσει. Ἄν προστατεύατε τήν ψυχή σας μέ ὅση ἐπιμέλεια προστατεύετε τα στολίδια σας, ἡ ψυχή σας θα ζοῦσε περισσότερο απ’ αυτά. Ἔτσι πού ζεῖτε ὅμως, αὐτά θά ἐπιβιώσουν περισσότερο.

Τί νά ποῦμε τώρα γιά τό φαγητό καί τό ποτό, πού τά ‘δωσε ὁ Θεός γιά νά θρέψουμε τό σῶμα, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι τα χρησιμοποιοῦν μόνο γιά νά καταστρέψουν ψυχή καί σῶμα; Τί νά ποῦμε γιά τή γλώσσα, πού ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε γιά νά τόν δοξολογοῦμε, να διδάσκουμε καί νά παρηγοροῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, οἱ ἄνθρωποι ὅμως τή χρησιμοποιοῦν γιά νά βλασφημοῦν τό Θεό, νά αὐτοεγκωμιάζονται, να συκοφαντοῦν καί νά δηλητηριάζουν την ψυχή; Τί νά ποῦμε γιά τή διάνοια, που δόθηκε στούς ἀνθρώπους γιά νά κατανοοῦν τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στή θεϊκή ἀλήθεια, κι οἱ ἄνθρωποι τη χρησιμοποιοῦν σαν βοηθό και συνεργάτη τους σέ κάθε ἁμαρτία καί ἀνομία; Τί νά ποῦμε ἀκόμα γιά τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού τοῦ δόθηκε ὡς ὄργανο ἀγάπης, ὄργανο γιά τή θέαση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ οὐράνιου κόσμου, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι τήν ἔχουν διαστρέψει σε κοιλιά γεμάτη κακία, λαγνεία, ὑπερηφάνεια και μίσος;

Τό ἴδιο μποροῦμε νά ποῦμε γιά τά μάτια. Ὁ Θεός ἔδωσε μάτια στούς ἀνθρώπους ὄχι γι’ ἄλλο λόγο, αλλά γιά νά κοιτάζουν τον κόσμο και να βλέπουν σ’ αὐτόν μιά πραγματική αντανάκλαση τοῦ ἄλλου, τοῦ ἀθάνατου κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως μοιάζει μ’ ἐκεῖνον πού βλέποντας τόν ἴσκιο τοῦ δέντρου, ξεχνάει τό ἴδιο το δέντρο. Πολλοί ἄνθρωποι ἀτενίζουν μόνο τόν αἰσθητό κόσμο, εἶναι ψυχικά τυφλωμένοι γιά τό Θεό καί τόν οὐράνιο κόσμο. Γιατί ἔχουν μάτια, ἀφοῦ αὐτά λειτουργοῦν γιά τήν πνευματική τους απώλεια; Τα μάτια δέν τούς βοήθησαν νά βροῦν τό δρόμο πρός τήν αἰώνια ἀλήθεια, ἐπειδή τα στρέφουν ἀπό τόν καλό δρόμο, ὅπου τοποθέτησε ὁ Θεός ὅλες τίς νεανικές ψυχές, στ’ ἀγκάθια και τούς τριβόλους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει διέξοδος καί δέν μποροῦν νά δοῦν τίποτ ̓ ἄλλο.

Αλήθεια, πόσες χιλιάδες ἢ μᾶλλον ἑκατομμύρια ανθρώπινες ὑπάρξεις ὑπάρχουν πού χρησιμοποίησαν τά μάτια μόνο για ψυχική τους ἀπώλεια! Αμέτρητοι εἶναι οἱ ἐπίγειοι βασιλιάδες στήν ἱστορία πού ἔχασαν τά βασίλειά τους ἀπό τήν πλεονεξία τῶν ματιών. Αμέτρητοι οἱ σοφοί πού ἔχασαν τό νοῦ τους. Αμέτρητοι οἱ ἔντιμοι άντρες καί γυναῖκες πού ἀλλοίωσαν τό χαρακτήρα τους. Αμέτρητα τά πλούσια σπιτικά πού καταστράφηκαν ἀπό τήν πληθώρα τῶν κοσμημάτων γιά τίς γυναῖκες, πράγματα ἐντελῶς ἄχρηστα στόν τυφλό. Πολλά νοσοκομεῖα εἶναι γεμάτα ἀπό ἀνθρώπους πού πρῶτα ἁμάρτησαν μέ τά μάτια κι ἔπειτα πλήρωσαν τήν ἁμαρτία τους μέ σωματική κατάπτωση καί πνευματικό σκοτάδι. Ἄν ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε πραγματικά να μετρήσει όλα τα θύματα τῆς ἀπληστίας καί τῆς πλεονεξίας τῶν ματιῶν, δέ θά μποροῦσε νά συγκρατήσει μια κραυγή από μέσα του: «Οἱ τυφλοί εἶναι ἐπίζηλοι!»

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν εἶπε ποτέ πώς ἕνας μοναδικός σωματικά τυφλός ἄνθρωπος πού τόν πλησίασε, ἦταν τυφλός. Τό εἶπε αὐτό ὅμως γιά τούς πρεσβύτερους, τούς πνευματικούς ὁδηγούς τῶν ἀνθρώπων καί τούς γραμματεῖς, πού εἶχαν μάτια ἀλλά δέν ἔβλεπαν (βλ. Ματθ. ιγ’ 15). Η σωματική τυφλότητα είναι πρόσκαιρη, ἰσχύει μόνο γι’ αὐτόν τόν κόσμο. Ἡ πνευματική τυφλότητα ὅμως ἰσχύει καί γιά τούς δυό κόσμους παντοτινά, αιώνια. Ἡ σωματική τυφλότητα είναι αμυδρή εἰκόνα τῆς πνευματικῆς τυφλότητας. Εἶναι μιά ἁπλή προειδοποίηση στους πνευματικά τυφλούς πού δέ βλέπουν τό Θεό οὔτε καί τή βασιλεία Του, ὥστε να το συνειδητοποιήσουν αὐτό καί νά θεραπευτοῦν ὅσο ἔχουν καιρό. Μέ τή φυσική τυφλότητα ὁ Θεός θέλει να φανερώσει την τυφλότητα τῶν πνευματικά τυφλῶν. Τά τυφλά μάτια δέν τά δίνει ὁ Θεός, ὅπως καί τίς ἄλλες ἀσθένειες. Τά προκαλεῖ ὅλα ἡ ἁμαρτία. Ἄν δέν ὑπῆρχε πνευματική τυφλότητα στόν ἄνθρωπο, ὅλοι οἱ σωματικά τυφλοί θ’ ἀποκτοῦσαν τό φῶς τους αυτόματα. Από τη στιγμή ὅμως πού ὑπάρχουν πνευματικά τυφλοί, πού δέν μποροῦν νά δοῦν τό Θεό, ὁ Θεός δίνει τήν εἰκόνα τῆς τυφλότητάς τους στα κλειστά μάτια τῶν σωματικά τυφλῶν.

Ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ πνευματικά κωφάλαλοι στον κόσμο, ὅλοι οἱ κουφοί θ ̓ ἄκουγαν κι οἱ ἄλαλοι θα μιλοῦσαν σέ μιά στιγμή. Ὅσο ὅμως ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν αὐτιά γιά ν ̓ ἀκούσουν τό Νόμο τοῦ Θεοῦ καί γλώσσα γιά νά ὁμολογήσει τη μεγαλοσύνη καί τή δόξα Του, ὁ Θεός χρησιμοποιεί τή φυσική κώφωση και βουβαμάρα γιά νά ὑποδηλώσει την πνευματική κώφωση και βουβαμάρα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν.

Ἄν δέν ὑπῆρχε πνευματική λέπρα και φυματίωση, παράλυση ἤ κάθε ἄλλη πνευματική ἀσθένεια, με μιᾶς θά θεραπεύονταν ὅλες οἱ σωματικές ἀσθένειες, πού ὑπάρχουν επειδή τίς προκαλεῖ τό ἄρρωστο πνεῦμα, γιά ν’ ἀποκαλύψει την πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Εφόσον ὑπάρχουν ὅλες αὐτές οἱ πνευματικές ἀρρώστιες, θά ἐμφανίζονται και στα σώματα.

Ἡ τυφλότητα τῶν ματιῶν ἔχει βαθιά πνευματική σημασία. Ἡ ἐξήγησή της μπορεῖ νά δοθεῖ μόνο μέ πνευματική αντίληψη. Ὅποιος δέν ἔχει γνώση τῆς πνευματικῆς ἀντίληψης δέ θά γνωρίσει ποτέ οὔτε καί θ ̓ ἀνακαλύψει ἔξω ἀπό τή σφαίρα τῆς ἀντίληψης αὐτῆς γιατί ὑπάρχουν σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἡ φυσική τυφλότητα, ἡ κώφωση κι ἡ βουβαμάρα, όπως κι ὅλες οἱ ἄλλες σωματικές ασθένειες κι ἀδυναμίες. Το μόνο πού μπορεῖ νά κάνει τέτοιος ἄνθρωπος, εἶναι νά ἐκπλαγεί βλέποντας ἕναν τυφλό ἄνθρωπο, νά πλημμυρίσει από οἶκτο καί νά πεῖ μέσα του: «Δόξα τῷ Θεῷ, δέν εἶμαι τυφλός».

Ποιός σοῦ εἶπε, ἄνθρωπε, πώς δέν εἶσαι τυφλός; Γιατί λυπᾶσαι κάποιον πού ἔστειλε μπροστά σου ἡ ἀνεξιχνίαστη θεία πρόνοια, ἐπειδή σε λυπᾶται; Ἄν δέν ἤσουν πνευματικά τυφλός, δέ θά βρισκόταν μπροστά σου ὁ τυφλός ἄνθρωπος. Παρουσιάστηκε ἐνώπιόν σου σάν μιά ζωντανή διάγνωση τῆς δικῆς σου ἀσθένειας, τῆς ἐσωτερικῆς σου τυφλότητας. Ἄν τό μόνο πού ἔνιωσες βλέποντας τόν τυφλό ἄνθρωπο εἶναι ὁ οἶκτος κι ἔβαλες το χέρι σου στήν τσέπη γιά νά τοῦ δώσεις ἐλεημοσύνη, οὔτε ἐσύ οὔτε κι ἐκεῖνος ἔχετε ὁλοκληρώσει το ρόλο σας. Ὁ κύριος ρόλος τοῦ τυφλοῦ ἦταν ἡ συνάντησή του μαζί σου ὥστε, μέ τήν ἐξωτερική του τυφλότητα να φανερώσει τη δική σου ἐσωτερική τυφλότητα.

Ο δικός σου βασικός ρόλος σ’ αὐτήν τήν περίπτωση εἶναι νά διδαχτεῖς ἐσωτερικά, να κραυγάσεις γιά τή δική σου τυφλότητα και να σπεύσεις νά τή θεραπεύσεις ὅσο γίνεται πιο γρήγορα.

Ποῦ να σπεύσεις; Σε ποιόν νά πᾶς; Ποιός εἶναι ὁ θεραπευτής της τυφλότητας στον κόσμο; Κανένας ἀπό τούς θνητούς ἀνθρώπους, παρά μόνο Ἐκεῖνος πού ἔδωσε τή φυσική καί τήν πνευματική όραση. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νά θεραπεύσει τόσο τήν πνευματική ὅσο καί τή σωματική τυφλότητα.

Ἴσως ἔχετε τήν ἀπορία: Ἀφοῦ ὁ Κύριος Ἰησοῦς είχε τή δύναμη να θεραπεύσει τόν τυφλό, γιατί δέ θεραπεύει ὅλους τούς τυφλούς, ἄντρες και γυναῖκες, στή γῆ; Ἄν τό ἔκανε αὐτό, πῶς θά βλέπαμε τότε τήν πνευματική τυφλότητα τῶν ἀνθρώπων; Ποιό θά ἦταν τό ὄφελος τῆς συγγραφῆς βιβλίων γιά τήν πνευματική τυφλότητα, ὅταν οἱ ἄνθρωποι δυσκολεύονται να διδαχτοῦν ἀπό τό μάθημα πού δίνουν οἱ τυφλοί στούς ἀνθρώπους πού τούς βλέπουν; Ὅσο ὑπάρχει πνευματική τυφλότητα, θά ὑπάρχει κι ἡ σωματική.

Από τήν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου μαθαίνουμε γιατί ὁ Κύριος θεράπευσε μόνο τους τυφλούς αὐτούς. «Εγένετο δέ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτόν εἰς Ἱεριχώ τυφλός τις ἐκάθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν» (Λουκ. ιθ ́ 35). Ὁ Κύριος πήγαινε τότε ἀπό τή Γαλιλαία στήν Ἱερουσαλήμ. Είχε πάρει το δρόμο πού περνάει ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνη καί τήν Ιεριχώ. Ἡ ἐπίσκεψη αὐτή ἦταν ἡ τελευταία Του σ’ αὐτήν τήν πόλη. Η πρώτη είχε γίνει περίπου τρία χρόνια νωρίτερα, ὅταν ὁ Κύριος είχε πάει μαζί μέ τά πλήθη στόν Ἰορδάνη, γιά νά βαπτιστεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Πόση διαφορά ὑπάρχει ἀπό τήν πρώτη επίσκεψη και τη σημερινή! Τότε ὁ Κύριος ἦταν ἄγνωστος στόν πολύ κόσμο. Κανένας ἀπ’ ὅλους αὐτούς πού πήγαιναν ἐνθουσιασμένοι στόν Ἰωάννη δέν πρόσεξε Ἐκεῖνον πού ἦταν ἀνώτερος ἀπό τόν Ἰωάννη, ωσότου τον δείξει ὁ Πρόδρομος λέγοντας: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ… οὗτός ἐστι» (Ἰωάν. α’ 29,30). Αυτή τη φορά οἱ μαθητές Του καί ὄχλος ἱκανός (βλ. Μάρκ. ι’ 46) τόν ἀκολουθοῦσαν, ἡ φήμη Του ἦταν μεγάλη, εἶχε φτάσει καί ἴσαμε τον τυφλό στην Ιεριχώ. Στήν προηγούμενη ἐπίσκεψή του είχε μόλις ξεκινήσει τη θεϊκή αποστολή Του. Τώρα πορευόταν πρός τό μαρτυρικό και νικηφόρο ἀπόγειό της.

Ὅλα στη ζωή τοῦ Χριστοῦ ἔδειχναν να γίνονται κατά τύχη, ἀπό συγκυρία. Στην πραγματικότητα ὅμως τά πάντα, ὥς τήν παραμικρή τους λεπτομέρεια, γίνονταν σύμφωνα μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε ἐκπονηθεί γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τυφλός τις ἐκάθητο παρά τήν ὁδόν. Δείχνει νά ἦταν τυχαῖο. Σάν από τύχη ὁ Χριστός πέρασε ἀπό το δρόμο ὅπου ζητιάνευε ὁ τυφλός. Αὐτό ὅμως ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς θείας πρόνοιας. Ὁ Κύριος ἔπρεπε ν’ ἀνοίξει τα μάτια τοῦ ταλαίπωρου αὐτοῦ τυφλοῦ, λίγες μέρες προτοῦ τόν σταυρώσουν οἱ πνευματικά τυφλοί στήν Ἱερουσαλήμ. Μέ τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ αὐτοῦ ἀνθρώπου ἤθελε να καταγγείλει τήν ἀπιστία τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν γραμματέων τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἤθελε για μιά ἀκόμα φορά να φανερώσει καθαρά πώς ὅλα σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἔχουν ἔρθει τά πάνω κάτω ἀπό τήν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων, πώς ἐκεῖνοι πού ἔχουν μάτια δέ βλέπουν, ἐνῶ αὐτοί πού δέν ἔχουν, βλέπουν. Ὅπως εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος σέ ἀνάλογη περίπτωση, «ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ἰωάν. θ’ 39).

Ἐκεῖνοι πού διάβαζαν κάθε μέρα στο ναό τή Γραφή καί τήν ἐξηγοῦσαν στούς ἄλλους, δέν μποροῦσαν νά δοῦν τό Μεσσία καί Σωτήρα στο Χριστό. Ἀπό τό εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου μαθαίνουμε πώς ὁ τυφλός αυτός ήταν γιός τοῦ Τιμαίου, γι’ αὐτό κι ὀνομάστηκε Βαρτιμαῖος (βλ. Μάρκ. ι’ 46). Ὁ Ματθαῖος ἀναφέρει δύο τυφλούς αντί γιά ἕνα. Αὐτό δε σημαίνει βέβαια πώς ὑπάρχει ἀντίφαση στούς εὐαγγελιστές, ἀλλ’ ὅπως στην περίπτωση τῶν δύο δαιμονισμένων στα Γάδαρα, ὁ ἕνας εὐαγγελιστής αναφέρει δύο, ἐνῶ ὁ ἄλλος μιλάει γιά τόν ἕνα, πού φαίνεται πώς ἦταν περισσότερο γνωστός στην περιοχή. Εἶναι πιθανό οἱ δυό αὐτοί τυφλοί νά μήν ἦταν μαζί, ἀλλά ὁ ἕνας νά ἦταν στή μιά μεριά τῆς πόλης κι ὁ ἄλλος στήν ἄλλη.

Πολύ συχνά ὁ Κύριος, στόν ἴδιο τόπο ἔκανε πολλά θαύματα και θεράπευσε πολλούς ἀρρώστους τήν ἴδια μέρα. Ἐδῶ ὅμως ἀναφέρεται ἕνας μόνο. Κι αὐτός ὁ ἕνας εἶναι ὁ πιό γνωστός στην πόλη, ὁ Βαρτιμαῖος.

Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν εἶχε μόνο την τυφλότητά του, ἀλλά ἦταν καί φτωχός. Ἐκάθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν, ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής. Ἡ ἐπαιτεία εἶναι ἡ καρριέρα γιά τούς περισσότερους τυφλούς. Εὔκολα ἐδῶ μποροῦμε νά δοῦμε τό χέρι τοῦ Θεοῦ: ἀνάμεσα στους φτωχούς ὑπάρχει ὁ μεγαλύτερος αριθμός τῶν τυφλῶν σ’ ὅλον τόν κόσμο. Ο τυφλός δέ βλέπει, μά πρέπει νά τόν βλέπουν ὁπωσδήποτε πολλοί ἄνθρωποι. Λειτουργεῖ ἔτσι στούς ἄλλους ἀνθρώπους σαν μια ζωντανή ὑπόμνηση τοῦ ἄλλου κόσμου. Ἕνας τυφλός αλλά πλούσιος ἄνθρωπος πού ζεῖ μέσα στους τέσσερις τοίχους εἶναι δυό φορές τυφλός, ἀφοῦ οὔτε βλέπει οὔτε τόν βλέπουν. Ἔτσι οὔτε στόν ἑαυτό του εἶναι χρήσιμος οὔτε στούς ἄλλους. Ὁ φτωχός τυφλός εἶναι ἀναγκασμένος νά ζεῖ ἀνάμεσα στούς ἄλλους, γιά να ζητιανέψει.

Ὁ Βαρτιμαῖος καθόταν ὡς συνήθως παρά την ὁδόν, στήν ἄκρη τοῦ χωματόδρομου καί ζητοῦσε ἐλεημοσύνη ἀπό τούς περαστικούς. «Ἀκούσας δέ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα» (Λουκ. ιθ’ 36). Γύρω ἀπό τό Χριστό συνωστίζονταν μεγάλα πλήθη. Ὁ Βαρτιμαῖος ἄκουσε τό θόρυβο τοῦ πλήθους μέ τήν ὀξεία ακοή του, πού ὅπως ξέρουμε ἔχουν ὅλοι οἱ τυφλοί.

«Ἀπήγγειλαν δέ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραίος παρέρχεται· καί ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ, υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. ιθ’ 37,38). Ἦταν ἀρκετό στο Βαρτιμαῖο ν’ ἀκούσει τό μεγάλο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά ὑψώσει τη φωνή του. Αυτό σημαίνει πώς ἤξερε γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ, εἶχε ἀκούσει γι ̓ Αὐτόν. Δέν τόν ἤξερε μόνο ὡς ὄνομα, μά εἶχε ἀκούσει καί γιά τά ἔργα του. Θα πρέπει να ‘ξερε πώς πολλοί τυφλοί σαν κι αυτόν εἶχαν βρεῖ τό φῶς τους ἀπό το Χριστό. Θα πρέπει γιά κάποιο ἱκανό διάστημα νά ἔλπιζε πώς ὁ μεγάλος αὐτός θεραπευτής θα περνοῦσε ἀπό τό δρόμο όπου ζοῦσε ὅλη τή μέρα του, τυφλός, ὅπως τυφλή γι’ αὐτόν ἦταν κι ἡ γῆ πού πατοῦσε. Δέν εἶχε τίποτ’ ἄλλο νά ἐλπίσει στη ζωή του, ἐκτός ἀπό τό Χριστό ἤ τό θάνατο. Επειδή ἀκριβῶς περίμενε το Χριστό κι ἔλπιζε πώς κάποτε θα περάσει από κεῖ, ὁ Βαρτιμαῖος εἶχε ἤδη έτοιμη την κραυγή πού θά ‘βγαζε μόλις τόν ἔβλεπε: Ἰησοῦ, υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με.

Γιατί ὁ τυφλός Βαρτιμαῖος τόν ὀνόμασε Υἱό τοῦ Δαβίδ; Ἐπειδή ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας θά προερχόταν ἀπό τόν οἶκο Δαβίδ, ὅπως κι ἔγινε. Ἡ Παρθένος Μαρία προερχόταν ἀπό τή γενιά τοῦ Δαβίδ. Ἐλέησόν με. Δῶσε μου αὐτό πού μόνο Εσύ μπορεῖς νά μοῦ δώσεις. Ἐλέησε τόν ταπεινό πηλό, πού ζεῖ πάνω στον πηλό. Εἶναι λίγοι αὐτοί πού μέ δυσκολία μοῦ δίνουν μερικές δεκάρες, γιά ν’ ἀγοράσω λίγο ψωμί να θρέψω τό ταλαίπωρο σῶμα μου. Ἐσύ ὅμως μπορεῖς νά μοῦ δώσεις ὅ,τι ἐπιθυμῶ. Κι ἕνα εἶναι αὐτό πού ἐπιθυμῶ ζωηρά: νά λάβω τό φῶς μου. Πιστεύω στό ἔλεός Σου. Πιστεύω πώς μπορεῖς πολύ εὔκολα καί πολύ πρόθυμα να δώσεις τό φῶς στα μάτια μου, εὐκολότερα ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἄνθρωποι μοῦ δίνουν τίς δεκάρες τους. Γιατί Ἐσύ ἔχεις βασιλικά πλούτη δωρεῶν καί ἐλέους. Ἐλέησόν με!

«Καί οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτός δέ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. ιθ’ 39). Το πλῆθος ἦταν μεγάλο. Μερικοί πήγαιναν μπροστά από τό Χριστό κι ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν. Ὁ Βαρτιμαῖος πρέπει νά φώναζε για βοήθεια μέ ὅση ἔνταση εἶχε ἡ φωνή του, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν να τοῦ λένε να ηρεμήσει ἤ καί τόν ἀπειλοῦσαν ἀκόμα για να σιωπήσει. Ἡ ἀπελπισμένη φωνή του θά πρέπει νά εἶχε ὑψωθεί πάνω ἀπό τό θόρυβο τοῦ πλήθους. Οἱ κραυγές του μᾶλλον θά ἐνόχλησαν πολλούς, γι’ αυτό κι ἀναγκάστηκαν νά τόν πιέσουν να ἡσυχάσει. Ο τυφλός ὅμως ἤξερε πώς τώρα ἦταν ἡ κρίσιμη ώρα του: ἤ θά τόν θεράπευε ὁ θαυματουργός Χριστός ἤ θά συνέχιζε να ζητιανεύει στο δρόμο, ζώντας μια ζωή στο σκοτάδι, ὥς τό θάνατό του. Γι’ αὐτό καί δέν ἔδωσε τήν παραμικρή σημασία στίς ἀπειλές καί τίς προσπάθειες νά τόν κάνουν να σιωπήσει, ἐκείνων πού τό μόνο πού ἔκαναν ἦταν νά τοῦ δίνουν ἐλάχιστη ἐλεημοσύνη. Συνέχισε απτόητος να κραυγάζει σ’ Ἐκεῖνον πού μποροῦσε νά τοῦ δώσει αὐτό πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά δώσει, τήν ὅραση. Γι’ αυτό καί κραύγαζε: ἐλέησόν μέ

Πολλοί συχνά στις μέρες μας ἄνθρωποι πού θέλουν να πλησιάσουν το Χριστό ἐμποδίζονται ἀπό ἐκείνους πού προπορεύονται: ἀπό τούς πρεσβύτερους τοῦ λαοῦ, ἀπό τούς πνευματικούς οδηγούς καί τούς συγγραφεῖς. Πολλές διψασμένες ψυχές κραυγάζουν στο Χριστό, ἀλλά οἱ ἄλλοι τούς περιπαίζουν καί τούς ἀναγκάζουν να σιγήσουν. Καί συνήθως εἶναι οἱ φτωχοί κι ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού τήν καρδιά τους δέν τήν πέτρωσε ἡ κακία, πού ἀγωνίζονται να πλησιάσουν τό Χριστό και κραυγάζουν σ’ Ἐκεῖνον. Αὐτοί πού ἔχουν χάσει τό δρόμο καί περιπλανιοῦνται ἀνάμεσα στ’ ἀγκάθια καί τούς τριβόλους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τούς ἀπειλοῦν καί τούς κρατοῦν μακριά ἀπό τό Χριστό. Κι αὐτό πού συμβαίνει μέ τούς ἀνθρώπους ἀτομικά, γίνεται καί μέ λαούς ολόκληρους. Οἱ μάζες τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, στήν Εὐρώπη για παράδειγμα, κραυγάζουν σήμερα στο Χριστό, ἐπειδή Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος καί Σωτήρας μας, ἐνῶ οἱ ἡγέτες τους τούς περιπαίζουν, προσπαθοῦν νά τούς κάνουν να σιγήσουν καί σέ μερικά μέρη ἀπαγορεύουν στούς ἀνθρώπους ἀκόμα καί να προφέρουν τό ἅγιο καί σωτήριο ὄνομά Του. Αὐτοί πού ἔλεγαν στον Βαρτιμαῖο να σιωπήσει, ἦταν περισσότερο τυφλοί ἀπ’ αὐτόν, ὅπως εἶναι κι οἱ περισσότεροι ἀπό τούς πρεσβύτερους τοῦ λαοῦ, οἱ συγγραφεῖς κι οἱ λεγόμενοι ἐθνικοί διαφωτιστές στην Ευρώπη, πού εἶναι πιό τυφλοί ἀπό τούς εὐρωπαίους χωρικούς. Ἔτσι ἐπαληθεύεται ἡ ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ἰωάν. θ ́ 39).

Πόσο υπέροχο παράδειγμα έμμονῆς στήν πίστη δίνει σ’ ὅλους μας ὁ τυφλός Βαρτιμαῖος! Τόν ἀπείλησαν, μά δέν πτοήθηκε ἀπ’ αὐτό. Τόν συμβούλεψαν να σταματήσει να φωνάζει, κι αυτός φώναζε πιο δυνατά. Ἡ διψασμένη ψυχή του ἔνιωθε πώς ἀπό τό Χριστό πήγαζε μια πηγή καινούργιας καί τέλειας ζωῆς. Καταλάβαινε πώς ὁ Ἰησοῦς αὐτός, γιά τόν ὁποῖο εἶχε ἀκούσει τόσο πολλά καί τόν εἶχε πολλές φορές νοσταλγήσει, εἶχε τούς οὐρανούς στο κεφάλι του, τη σοφία στο στόμα Του, τήν εὐσπλαχνία στην καρδιά Του καί τήν ἴαση στα χέρια Του. Τί ἦταν σε σύγκριση μέ τόν Ζωοδότη Ἰησοῦ ὅλοι οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ἀρχιερεῖς κι οἱ γραμματείς, πού ὑπερηφανεύονταν γιά τήν ξερή κοσμική γνώση τους και φιλονικοῦσαν για βιβλία καί ἰδέες; Κάλαμοι ξεροί, ἐσωτερικά ἄδειοι. Κόκκαλα νεκρά πού κροταλίζουν μεταξύ τους. Μέ ὅλη τή συσσωρευμένη γνώση τους, τη σοφία, τήν ἐξουσία καί τή ματαιότητα, δέν μποροῦσαν να δώσουν τίποτα περισσότερο στόν ἀπελπισμένο τυφλό, παρά βρώμικες δεκάρες, πού εἶναι ἀμφίβολο πῶς τις κέρδισαν.

Τέτοιοι ἦταν ἐκεῖνοι πού ὕψωναν μέ ἀπειλές τις γροθιές τους ἐναντίον του καί προσπαθοῦσαν νά τοῦ ἐπιβάλουν σιωπή μπροστά στόν ἀληθινα σοφό, τόν πραγματικό γιατρό πού ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο, πού μέ τά πόδια Του ἔδωσε ἀξία στον πηλό τοῦ δρόμου κι αἴσθηση στις νεκρές τρύπες πού βρίσκονταν στη θέση τῶν ματιῶν τοῦ Βαρτιμαίου. Έπρεπε νά ὑπακούσει στις φωνές τους ἐκείνη τήν κρίσιμη γι’ αὐτόν στιγμή; Ἔπρεπε να φοβηθεί τά νεκρά καλάμια καί τό κροτάλισμα τῶν νεκρῶν ὀστῶν; Ὄχι, Βαρτιμαῖε, μέ κανένα τρόπο. Θα ήταν καλύτερα να πεθάνεις από τα χτυπήματά τους, παρά να παραμείνεις στήν ἄκρη τοῦ δρόμου καί νά ἐξαρτᾶσαι ἀπό τίς δεκάρες τους. Ὄχι, χριστιανέ, μέ κανένα τρόπο. Ποτέ μη φοβηθείς ἐκείνους πού στέκονται ανάμεσα σε σένα καί τό Χριστό, ἀκόμα κι ἂν φοροῦν βασιλικά στέμματα καί κρατοῦν σιδερένια σκῆπτρα στα χέρια τους, ἀκόμα κι ἄν στα κεφάλια τους κουβαλοῦν ὅλη τή σοφία τοῦ κόσμου. Σε σύγκριση μέ τό Χριστό εἶναι ὅλοι τους καλάμια ξερά, κόκκαλα νεκρά. Δέ βλέπουν οἱ ἴδιοι, οὔτε καί μποροῦν νά δώσουν όραση σε σένα. Οἱ ἴδιοι δέν ἔχουν κάποια γνώση, γι’ αὐτό καί δέν μποροῦν νά σέ διδάξουν. Ὅλη ἡ ἐπίγεια δύναμή τους, τα πλούτη κι ἡ σοφία τους, δέν εἶναι παρά μικρά νομίσματα πού ἐπαιτοῦν σ’ αὐτόν τόν αἰσθητό κόσμο και πού ἄν τά ζητήσεις ἀπό ἕναν ζητιάνο, μπορεῖ κι αυτός νά σοῦ δώσει.

Χριστιανέ, συνέχισε να κραυγάζεις στο Χριστό ὅπως ὁ τυφλός Βαρτιμαῖος. Κραύγασε ὅλο καί πιό δυνατά, ωσότου σέ ἀκούσει. Ἄς σέ ἀπειλοῦν. Ἄς σε περιπαίζουν οἱ πνευματικά τυφλοί. Ἄς σφυρίζουν τά κενά καλάμια. Ἄς κροταλίζουν τα νεκρά κόκκαλα. Ἐσύ συνέχισε να κραυγάζεις: Ἰησοῦ, υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με.

Ο τυφλός Βαρτιμαῖος δέν ἦταν καί πνευματικά τυφλός. Ἡ δυνατή και καλά ριζωμένη πίστη του στο Χριστό ἔδινε ὅραση στο πνεῦμα του. Ἔβλεπε πνευματικά καί θεωροῦσε τό Θεό, μ’ όλο πού δέν μποροῦσε μέ τά σωματικά του μάτια να δεῖ τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπε αὐτό πού ἦταν τό πιό σπουδαῖο, τό δυνατό, τό ἀθάνατο, τό ἄφθαρτο, τό αἰώνια ζωντανό και χαρούμενο. Ἐκεῖνοι πού προσπαθοῦσαν νά τόν κάνουν να σιγήσει, ήταν αθεράπευτα τυφλοί. Μάταια ἔτρεχαν μπροστά ἀπό τό Χριστό σάν προάγγελοι. Ήταν πιο τυφλοί ἀπό τόν Βαρτιμαῖο, γιατί δέν ἤξεραν ποιός ἦταν Ἐκεῖνος πού βρισκόταν μπροστά τους ἤ τόν ἀκολουθοῦσαν.

Αὐτή εἶναι μιά φοβερή και τρομερή προειδοποίηση στούς ἱερεῖς τῆς ἐποχῆς μας, σ’ ἐκείνους πού προπορεύονται τοῦ λαοῦ μας καί τόν καθοδηγοῦν στήν πνευματική ζωή. Ἄς κλειστοῦν στό ταμείο τους κι ἂς ἀναλογιστούν ἂν εἶναι πραγματικά τόσο διορατικοί ὅσο ὁ τυφλός Βαρτιμαῖος, πού σωματικά δέν μποροῦσε νά δεῖ οὔτε δέντρα οὔτε βράχους, ζῶα ἤ σώματα. Ἔβλεπε πνευματικά ὅμως τό Θεό, ἔβλεπε τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Μήπως οἱ σύγχρονοι ἱερεῖς μοιάζουν με κείνους πού προηγοῦνταν τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀπειλοῦν τούς ἀληθινούς πιστούς, ὅταν περιγελοῦν αὐτούς πού κραυγάζουν στο Χριστό, ὅταν προσπαθοῦν νά ἐπιβάλουν τη σιγή καί νά ἐμποδίσουν τους ἀληθινούς ἀνθρώπους τῆς προσευχῆς, ἄντρες και γυναῖκες;

Τελικά ὁ Κύριος ἄκουσε τήν κραυγή τοῦ τυφλοῦ Βαρτιμαίου, εἶδε ἐκείνους πού τόν ἐπιτιμοῦσαν καί τόν πλησίασε. «Σταθείς δέ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτόν ἀχθῆναι πρός αὐτόν» (Λουκ. ιθ’ 40). Χιλιάδες ἄνθρωποι εἶχαν περάσει δίπλα ἀπό τόν τυφλό χωρίς να σταματήσουν, χωρίς νά τόν λυπηθοῦν. Περισσότερο προσπαθοῦσαν νά τόν κάνουν να σιγήσει, γιά νά μήν προσβάλλονται τ’ αὐτιά τους. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τόν εἶδε καί σταμάτησε. Πῶς θά μποροῦσε νά μή σταματήσει δίπλα στον τυφλό ἀφοῦ ἦταν ἄνθρωπος κι Ἐκεῖνος κι εἶχε ἔρθει στον κόσμο για χάρη τῶν ἀνθρώπων; Πῶς θα μποροῦσε νά μή σταματήσει κοντά σ’ ἕναν ἄνθρωπο πού φωνάζει καί τοῦ ζητά βοήθεια, ἕναν καλό ἄνθρωπο μέ βαθιά διορατική ψυχή; Γιατί να βιαστεῖ νά πάει στήν Ἱερουσαλήμ; Ἐκεῖ εἶναι ὁ Ἡρώδης, ὁ Πιλάτος κι ὁ Καϊάφας, ἄνθρωποι χειρότεροι και πιό τυφλοί ἀπό τόν Βαρτιμαῖο. Ὁ Βαρτιμαῖος ζητᾶ τη σωτηρία του, ἐνῶ ἐκεῖνοι προετοιμάζουν τη σταύρωσή Του.

Στάθηκε κι ἔδειξε στούς ἀνηλεεῖς ἀνθρώπους πού πήγαιναν μπροστά, πώς ἔπρεπε νά σταματήσουν καί νά δείξουν λίγη συμπάθεια στόν ἀδερφό τους. Ἀλήθεια, πῶς θά μποροῦσε νά πεῖ ὁ Χριστός σ’ ὅλους ἐκείνους τους ηγέτες να σταματήσουν, αὐτούς πού ἐπιδιώκουν ν’ ἀποκτήσουν κάποια κίβδηλη πρόοδο, ἐνῶ ἀφήνουν ασυγκίνητοι τό φτωχό ἀδερφό τους στη λάσπη, δίπλα στο δρόμο τῆς προόδου τους, να θρηνεῖ καί να κραυγάζει μάταια; Γιά τό Χριστό ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνώτερος από κάθε ἐπιφανειακή και κίβδηλη πρόοδο, ανώτερος ἀπό κάθε πολιτισμό, από πανεπιστήμια, βιβλία καί μηχανές. Ἡ εὐσπλαχνία εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα τα λόγια, ἀπ’ ὅλα τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων, τόσο τά διανοητικά ὅσο καί τά σωματικά. Ἐκεῖνοι πού προπορεύονται, τό κάνουν για κάποιο μικρό ἔπαθλο, ὁ Χριστός ὅμως ἐπιδιώκει το μέγιστο. Ὅσοι πᾶνε μπροστά εἶναι ὑλιστές, μαζεύουν και μοιράζουν δεκάρες. Ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινά πλούσιος, πού ἔχει καί μοιράζει τις μέγιστες εὐλογίες.

Ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος μᾶς λέει ὅτι, μετά τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ να φέρουν τόν Βαρτιμαῖο μπροστά Του, κάποιοι ἀπό τό πλῆθος πλησίασαν τόν τυφλό ἄνθρωπο καί τοῦ εἶπαν: «θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε. ὁ δέ ἀποβαλών τό ἱμάτιον αὐτοῦ ἀναστάς ἦλθε πρός τόν Ἰησοῦν» (Μάρκ. ι’ 49-50). Ἐδῶ φαίνεται καθαρά πώς ὥς τότε ὁ Βαρτιμαῖος καθόταν και φώναζε. Φώναζε μ’ ὅλη του τή δύναμη γιά νά τόν ἀκούσει ὁ Χριστός. Φαίνεται πώς δέν μποροῦσε νά σταθεῖ ὄρθιος ὡσότου τόν καλέσει ὁ Χριστός, από φόβο μήπως τόν προσπεράσει χωρίς νά τόν ἀκούσει. Τώρα πού ἄκουσε με μεγάλη χαρά πώς ὁ Χριστός τόν κάλεσε, τινάχτηκε πάνω, παράτησε καί τό ἱμάτιό του καί πῆγε στο Χριστό.

Τα τελευταία αὐτά λόγια ἔχουν κι ἕνα βαθύ ἐσωτερικό νόημα. Περιέχουν πραγματικά ολόκληρο τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν μας. Μέ τήν πνευματική μας τυφλότητα εἴμαστε κι ἐμεῖς πεσμένοι στη λάσπη αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἔχουμε τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ταυτόχρονα ὅμως ἔχουμε καί αἴσθηση τῆς τυφλότητας πού μᾶς προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀδυναμία κι ἡ μηδαμινότητά μας. Τότε ἀρχίζουμε να κραυγάζουμε στό Θεό γιά βοήθεια, ἀλλά καθόμαστε ακόμα, βρισκόμαστε σε λήθαργο. Δέν μποροῦμε νά ξεκολλήσουμε ἀπό τη λάσπη τῆς ἁμαρτίας καί νά σηκωθοῦμε, ὅσο κι ἄν μισοῦμε τήν ἁμαρτία, ωσότου νιώσουμε πώς μᾶς ἄκουσε ὁ Θεός, πώς πρόσεξε την κραυγή μας. Θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε.

Προτοῦ συνέρθει ὁ ἁμαρτωλός ἀπό τήν ἁμαρτία καί κάνει ἕνα ἀποφασιστικό βήμα γιά νά προσεγγίσει τό Θεό, πρέπει ν ̓ ἀκούσει τά λόγια αὐτά. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος νιώθει την παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τή δική του ἁμαρτωλότητα, ἔχει μόνο ἕναν αόριστο φόβο γιά τήν κρίση τοῦ Θεοῦ. Στέκεται παραλυμένος, τρέμει από φόβο καί ἐπικαλεῖται τή βοήθειά Του. Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ἔχει ἀνάγκη νά βρεῖ κάποιον νά τοῦ πεῖ πώς δέν πρέπει να φοβᾶται, ἀλλά νά σηκωθεῖ ἀπό τή λάσπη τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀδυναμίας του. Και τότε ὁ Θεός θά τόν καλέσει. Ποιός θά τό πεῖ αὐτό στόν ἀφυπνισμένο ἁμαρτωλό; Ἡ Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Γιά νά δώσει κουράγιο στούς ἀφυπνισμένους ἁμαρτωλούς, νά τούς βοηθήσει να στα θοῦν ὄρθιοι καί νά τούς πείσει πώς ὁ Θεός εἶναι εὔσπλαχνος. Υπάρχει γιά ν’ απαντήσει σέ ὅλους ἐκείνους πού ἐπιζητοῦν τή σωτηρία τους από τό Θεό. Θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε.

Γιατί ὁ Βαρτιμαῖος ἄφησε πίσω τό ἱμάτιό του προτοῦ πλησιάσει τό Χριστό; Ἔχει κι αὐτό ἕνα βαθύ πνευματικό νόημα. Τό ἱμάτιο υποδηλώνει τή συγκροτημένη ύφανση τῆς ἁμαρτίας καί τῆς κακίας, ὅπου ἔχει μπλέξει ἡ ψυχή τοῦ τυφλοῦ ἁμαρτωλοῦ. Τό κάλυμμα αὐτό τῆς ἁμαρτίας εἶναι βαρύ σαν μολύβι, μαζί του δέν μποροῦσε οὔτε να σηκωθεῖ οὔτε να πλησιάσει τό Θεό. Ἔπρεπε λοιπόν ν’ ἀποβάλει αὐτό τό βαρύ, ἀκάθαρτο και σκοῦρο ἔνδυμα ἀπό τήν ψυχή του, ν’ ἀποβάλει ὅλες τίς ἁμαρτίες του. Μόνο τότε θα μποροῦσε να σηκωθεῖ καί νά πάει κοντά στο Θεό.

Ὁ Βαρτιμαῖος πλησίασε το Χριστό τρέμοντας: «ἐγγίσαντος δέ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτόν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δέ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω» (Λουκ. ιθ’ 40, 41). Ὁ Χριστός ἤξερε ἀπό πρίν τί ἤθελε ὁ Βαρτιμαῖος. Γιατί τόν ρώτησε λοιπόν; Ἤξερε από πρίν ὄχι μόνο τί ζητοῦσε ὁ τυφλός ἀπό Ἐκεῖνον, ἀλλά καί τί θά γινόταν ἐκείνη τήν ἡμέρα, προτοῦ κάν ἔρθει στην Ιεριχώ.

Ἐκεῖνος πού προέβλεπε την καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ καί τή διασπορά τῶν Ἰουδαίων σ’ ὅλον τόν κόσμο σαράντα χρόνια προτοῦ συντελεστούν τα γεγονότα αυτά, που προέβλεπε τό τέλος τοῦ κόσμου καί τήν Τελική Κρίση χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, εὔκολα μποροῦσε νά δεῖ ἀπό πρίν αὐτά πού θά γίνονταν τήν ἡμέρα αὐτή στην Ιεριχώ, και μάλιστα αὐτό πού θά τοῦ ζητοῦσε ὁ Βαρτιμαῖος. Δέν τόν ρώτησε λοιπόν επειδή δέν ἤξερε τί θά τοῦ ζητοῦσε ὁ τυφλός. Ἡ ἐρώτησή του ἔγινε γιά χάρη τοῦ ἴδιου τοῦ Βαρτιμαίου, καθώς καί γιά τους παρευρισκόμενους.

Τόν ρώτησε γιά τόν ἴδιο, ὥστε νά διατυπώσει μέ τά δικά του λόγια του αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε ἡ καρδιά του. Ἔτσι ὁ Κύριος ἔδωσε ἕνα μάθημα σε ὅλους μας, πώς σε κάθε προσευχή πού κάνουμε, πρέπει να διατυπώνουμε με σαφήνεια τα αιτήματά μας. Ἡ προσευχή πού ἐκφράζεται μέ λόγια κάνει σαφή, ἐξαγνίζει καί ἐνισχύει τήν ἐσωτερική προσευχή τῆς καρδιᾶς μας. Ὁ Κύριος ρώτησε τόν τυφλό καί γιά χάρη τοῦ λαοῦ, ὥστε ν’ ἀκούσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τί ζητοῦσε ὁ τυφλός ἀπ ̓ Αὐτόν. Ὅτι δηλαδή ὁ Βαρτιμαῖος δέ ζήτησε λίγες δεκάρες γιά ἐλεημοσύνη, ἀλλ’ αὐτό πού κανένας θνητός δέ θα μποροῦσε νά τοῦ δώσει. Πώς αὐτό πού ἤθελε, μόνο στό Θεό ήταν δυνατό.

Ως τότε ὁ Βαρτιμαῖος δέν εἶχε διατυπώσει καθαρά αὐτό πού ζητοῦσε ἀπό τό Χριστό. Μέσα στην καρδιά του ἔνιωθε βέβαια κι ὁ νοῦς του ἤξερε αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε. Ὥς τη στιγμή αὐτή ἡ μόνη κραυγή πού ἔβγαζε, ἦταν: «ἐλεῆστε με». Αὐτό ὅμως τό ἔλεγε σ ̓ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού περνοῦσαν κοντά του, περιμένοντας κάποιες δεκάρες ἐλεημοσύνη. Ὁ Κύριος ἤθελε νά πεῖ ὁ τυφλός μπροστά σέ ὅλους τί ζητοῦσε ἀπό τό Χριστό.

Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. Μ’ αὐτά τά λόγια ἀπάντησε ὁ Βαρτιμαῖος στο Χριστό. Ἵνα ἀναβλέψω. Ὅταν ὁ Βαρτιμαῖος ἦρθε κοντά στο Χριστό δέν τόν ὀνόμασε πιά Ἰησοῦ ἤ υἱό Δαβίδ, αλλά Κύριο. Μόλις πλησίασε το Χριστό, κατάλαβε πώς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Κύριος. Τό ἴδιο συμβαίνει μέ ὅλους τούς πιστούς. Από μακριά ὁ Χριστός τούς φαίνεται ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, μ’ ὅλο πού εἶναι Θεάνθρωπος. Από μακριά τόν φωνάζουμε μ’ ἕνα συνηθισμένο ὄνομα ἀνθρώπου κι ἀναφέρουμε την ἐπίγεια καταγωγή Του. Ὅταν τόν πλησιάζουμε ὅμως, ὅταν νιώθουμε τη θεϊκή καί ζείδωρη πνοή Του, τότε μόνο γνωρίζουμε πώς ή καταγωγή Του προέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, πώς δέν εἶναι «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», πώς ἐπισκέφτηκε «ἐν χρόνω» ἀπό τήν αἰωνιότητα ἐμᾶς τούς παρεπίδημους, πώς εἶναι ὁ πραγματικός Κύριος.

Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω! Αὐτό ἄρθρωσε ἡ τρεμάμενη φωνή τοῦ Βαρτιμαίου μπροστά στον Κύριο. «Καί ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε καί παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καί ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τόν Θεόν· καί πᾶς ὁ λαός ἰδών ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ» (Λουκ. ιθ’ 42,43). Μια λέξη, «ἀνάβλεψον», ἦταν ἀρκετή. Ὁ τυφλός Βαρτιμαῖος βρήκε τό φῶς του, εἶδε. Αὐτό δέν ἦταν ἀποτέλεσμα υποβολής, σαν κι αυτές πού κάνουν πολλά μαντικά πνεύματα στις μέρες μας. Αὐτή ἦταν λέξη θεϊκή, ισχυρή, πού μόλις ἐκφωνήθηκε, ἔγινε πράξη, όπως στην αρχή της δημιουργίας πού εἶπε ὁ Θεός «γενηθήτω φως» καί ἐγένετο φῶς (Γέν. α’ 3). Υποβολή είναι τό ὅπλο τῆς ἀλεποῦς πρός τις κότες, δέν εἶναι ὁ τρόπος τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους.

Ἄν τό θαῦμα αὐτό μποροῦσε νά ἐξηγηθεῖ ἀπό τόν πνευματικά τυφλό ὡς ὑποβολή, στήν ὁποία ἡ παντοδυναμία κι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀστήρικτη, τότε ὡς ὑποβολή θα μποροῦσε νά ἐξηγηθεῖ καί τό θαῦμα τῆς ξηρανθείσης συκῆς μ’ ἕνα λόγο τοῦ Κυρίου, τό γαλήνεμα τῆς καταιγίδας καί τοῦ ἀνέμου. Εἶναι ἀπίθανο ὅμως νά ἰσχυριστεῖ κανείς πώς μπορεῖ μέ ὑποβολή νά ξεράνει ἕνα δέντρο ἤ να γαληνέψει στοιχεῖα τῆς φύσης ὅπως τά κύματα κι ὁ ἄνεμος. Ποιός κατόρθωσε ποτέ μέ ὑποβολή να καθυποτάξει τα δέντρα, την καταιγίδα ἤ τόν ἄνεμο;

Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς τό εἶπε αὐτό γιά νά διδάξει στούς ἀνθρώπους τήν ταπείνωση. Τό ‘λεγε συχνά αὐτό σ’ ἐκείνους πού θεράπευσε ἀπό φοβερές αρρώστιες. Τό εἶπε αὐτό στήν αἱμορροούσα γυναίκα, πού ὑπόφερε δώδεκα χρόνια ἀπό τή ρύση τοῦ αἵματος και θεραπεύτηκε μόλις ἄγγιξε τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ: «Θάρσει, θύγατερ ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Ματθ. θ ́ 22). Πῶς ὅμως βοήθησε ἡ πίστη τόσους δαιμονιζόμενους πού θεράπευσε ὁ Κύριος; Πῶς βοήθησε ἡ πίστη στήν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν, ὅταν ὁ Κύριος ανάστησε ξαφνικά τό νεκρό παιδί χωρίς νά τοῦ τό ζητήσει ἤ νά τό περιμένει κανείς; Δέν ἀνάστησε το Λάζαρο ὁ Κύριος μπροστά στα γεμάτα αμφισβήτηση μάτια τῆς Μάρθας καί τῆς Μαρίας κι ὄχι σέ ἀνταπόκριση στην πίστη τους; Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ Βαρτιμαίου τότε εἶναι μιά πράξη της δύναμης τοῦ Χριστοῦ, ὁ Κύριος όμως θέλει νά τό ἀποδώσει και στην πίστη τοῦ τυφλοῦ, γιά νά μᾶς διδάξει την ταπείνωση και να χτυπήσει στο κεφάλι τη σατανική ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων πού, δίνοντας λίγες δεκάρες σ’ ἕναν τυφλό, κομπάζουν μέσα τους σά νά ‘καναν κάτι σπουδαῖο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει ἐν πνεύματι γιά τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ ὅταν λέει: «μηδέν κατά ἐριθείαν ἤ κενοδοξίαν, ἀλλά τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν» (Φιλ. β’ 3). Μίλησε ἔτσι στο Βαρτιμαῖο ὁ Χριστός ἐπειδή ἤθελε να τιμήσει την ἀνθρώπινη αξία, να δείξει πώς οἱ ἄντρες κι οἱ γυναῖκες ἔχουν κληθεί συνεργάτες τοῦ Θεοῦ στό καλό. Ἄν θέλετε να μάθετε μέ ποιό τρόπο εἶστε συνεργάτες τοῦ Θεοῦ, νά ξέρετε πώς αὐτό εἶναι μέσα στο πλαίσιο τῆς πίστης στον Κύριο. Ἕνα εἶναι αὐτό πού σᾶς ζητάει, το ἕνα πού μπορεῖτε να κάνετε. Μόνο να πιστεύετε· κι ὁ Θεός θά κάνει αὐτό πού ἐπιθυμεῖτε, χάρη στην πίστη σας.

Καί παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καί ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τόν Θεόν. Μέ τό πού ἄνοιξε τα μάτια του καί διαπίστωσε πως ἔβλεπε, ὁ Βαρτιμαῖος εἶδε μπροστά του τόν Κύριο Ἰησοῦ. Εἶχε τήν εὐλογία να δεῖ μπροστά στα μάτια του, πού μόλις ἀπόκτησαν τό φῶς τους, τό πιό πολύτιμο πρόσωπο πού ἄξιζε νά δεῖ. Δέν ἔπαιρνε τά μάτια Του ἀπό πάνω Του, ἀπό τό κάλλος καί τό μεγαλείο Του. Καί τόν ἀκολούθησε, σά νά ‘ταν δεμένος μαζί Του μέ ἁλυσίδες. Καί τί ἄλλο θά εἶχε νά δεῖ; Τή βρώμικη Ιεριχώ, το σκοτεινό τόπο τῶν βασάνων του; Η τά χόρτα που μαραίνονταν; Η τά σύννεφα πού σκορπίζονταν; Μήπως τα ζώα που περίμεναν τή σφαγή; Η τούς ἀνθρώπους πού όδευαν αναπόφευκτα πρός τόν τάφο καί τή φθορά; Ἤ ὅλη αὐτή τήν ποικιλία τῶν ἀνθρώπων που γεν νιοῦνται μέ πόνους, ζοῦν μέ πόνο και πεθαίνουν μέσα σέ πόνους, περιμένοντας τό θάνατο καί τόν τάφο; Ὄχι. Ὁ Βαρτιμαῖος ἔβλεπε στόν Ἰησοῦ τόν Ἀθάνατο, Ἐκεῖνον πού εἶναι ἰσχυρότερος ἀπ’ ὅλον τόν κόσμο, πιό ισχυρός ἀπό τό θάνατο κι ἀπ’ ὅλες τις σατανικές δυνάμεις. Κι ἡ ματιά του ἔμεινε καρφωμένη σ’ Ἐκεῖνον. Ὅλα ὅσα μπορεῖ νά δεῖ ὁ ἄνθρωπος σ ̓ ὁλόκληρο τον κόσμο, λειτουργοῦν ὡς ἀμυδρή εἰκόνα τῆς γλυκύτατης θέασης: τῆς θέασης τοῦ Θεοῦ. Ἄν στόν ἄνθρωπο τά μάτια δέ λειτουργοῦν μ’ αὐτόν τό σκοπό, τότε λειτουργοῦν ὡς εἰκόνα τῶν ἀγκαθιῶν καί τῶν τριβόλων, τοῦ πνευματικοῦ σκότους καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀπώλειας.

Μόλις ὁ Βαρτιμαῖος ἔλαβε τό φῶς του, εἶδε τό Θεό χωρίς τη μεσολάβηση τῆς φύσης και δέν ἐπιθυμοῦσε νά δεῖ τίποτ’ ἄλλο. Γιατί να κοιτάξει το πρόσωπο τοῦ θανάτου, ἀφοῦ εἶχε δεῖ τόν Ἄφθαρτο; Γιατί να κοιτάξει το παροδικό κι ἐφήμερο, ὅταν εἶχε σταθεί μπροστά στον Αἰώνιο; Γιατί να προσέξει τ’ ἀδύνατα πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὅταν εἶχε προσκολληθεί στον Παντοδύναμο; Καί ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τόν Θεόν. Τα μάτια του εἶχαν κυριαρχήσει στη γλώσσα καί στα πόδια του, σ’ ολόκληρο τό σῶμα καί στήν ψυχή του. Κοίταζε τόν παντοδύναμο Χριστό καί ἤξερε τώρα σέ τί χρησίμευε ἡ γλώσσα του: γιά να δοξάζει τό Θεό. Κι ἀμέσως ἄρχισε νά δοξάζει καί νά ὑμνεῖ τό Θεό.

Ὁ Βαρτιμαῖος ἄρχισε νά μήν κάνει κακή χρήση τῶν ματιῶν του, πού θά ἦταν για δική του ψυχική ζημιά καί ἀπώλεια, αλλά τά χρησιμοποίησε για τό λόγο πού τά ἔδωσε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους: νά παρατηροῦν τή μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ καί νά τόν δοξάζουν. Κι ὁλόκληρο τό πλῆθος πού ἦταν μπροστά καί εἶδε τό μεγάλο αυτό θαῦμα, δοξολογοῦσε τό Θεό.

Ὅλ ̓ αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν τυφλό Βαρτιμαῖο, γίνονται και σήμερα μέ πολλούς πνευματικά τυφλούς ὅταν ἀποκαθίσταται ἡ πνευματική τους όραση. Μετά ἀκολουθοῦν τό Χριστό καί δέν κοιτάζουν τίποτ’ ἄλλο. Μετά δοξολογοῦν τό Θεό καί τίποτ ̓ ἄλλο.

Πόσο μεγάλο νοσοκομεῖο εἶναι ὁ κόσμος αὐτός! Το μεγαλύτερο πλῆθος ἀπό τούς ἀρρώστους στό νοσοκομεῖο αὐτό εἶναι οἱ τυφλοί. Κι ὁ μόνος θεραπευτής στο νοσοκομεῖο εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Πόσο μοιάζει ὁ κόσμος αὐτός μέ τό βρώμικο δρόμο τῆς Ἱεριχούς, τί ἀμήχανος ὄχλος τρέχει σ’ αὐτόν. Μόνο Ἕνας διαπερνάει τόν ὄχλο αὐτόν. Αὐτός πού μπορεῖ νά δώσει τό φῶς σ’ ὅλους τούς τυφλούς. Κι αὐτός εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Χριστός. Ένας τυφλός ἄνθρωπος, ὁ Βαρτιμαῖος, στάθηκε κάποτε στη μέση αὐτοῦ τοῦ πνευματικά τυφλοῦ ὄχλου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή αναλογία και στις μέρες μας. Καί σήμερα ὁ ἀριθμός τῶν σωματικά τυφλῶν εἶναι μικρός σε σύγκριση μέ τό τεράστιο πλῆθος τῶν πνευματικά τυφλῶν. Σ’ ὅλους αυτούς ὁ σωματικά τυφλός λειτουργεῖ ὡς μια ζωντανή προειδοποίηση, μιά ζωντανή εικόνα, μιά ζωντανή διάγνωση. Καθώς ὁ ἀριθμός τῶν πνευματικά τυφλῶν αὐξάνεται, αὐξάνεται κι ὁ ἀριθμός τῶν σωματικά τυφλῶν.

Ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός μπορεί να κρύψει ὅλους τούς σωματικά τυφλούς μακριά, στα νοσοκομεία, δέν μπορεῖ ὅμως να μειώσει τόν ἀριθμό τους. Μπορεῖ νά τούς στεγάσει γιά νά μή τούς βλέπει ὁ κόσμος, αὐτό ὅμως εἶναι κακό γιά τόν κόσμο. Αμέτρητα πλήθη πνευματικά τυφλῶν δέ θα μπορέσουν ἔτσι στις γωνιές τῶν δρόμων, στις πόλεις ἤ στα σταυροδρόμια τῶν χωρῶν νά δοῦν τήν εἰκόνα τῆς ψυχῆς τους καί νά κάνουν τη διάγνωση τῆς πνευματικῆς ἀρρώστιας τους.

Μετά τήν ἀναχώρησή Του ἀπό τήν Ιεριχώ γιά τήν Ἱερουσαλήμ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς θανατώθηκε ἀπό τούς πνευματικά τυφλούς ἀπό τόν Ἡρώδη, τόν Πιλάτο καί τόν Καϊάφα κι ἀπό ἕνα συρφετό πρεσβυτέρων καί γραμματέων. Ὁ τάφος ὅμως δέν μπόρεσε νά τόν κρατήσει τρεῖς μέρες και τόν ἐλευθέρωσε. Μποροῦσε νά δώσει εντολή στη γῆ νά τόν ἐλευθερώσει, ὅπως ἔδωσε ἐντολή στην τυφλότητα τοῦ Βαρτιμαίου ν ̓ ἀναχωρήσει από τα μάτια του. Ὁ τάφος Του ἔγινε ἕνα λαμπερό κι αστραφτερό μάτι γιά τόν κόσμο ολόκληρο. Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε «ἐκ νεκρῶν» καί σήμερα περπατάει ζωντανός, ἀόρατος στα σωματικά μάτια, ὁρατός ὅμως στα πνευματικά. Περπατάει στους βρώμικους δρόμους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀναζητώντας κάποιον τυφλό νά τόν καλέσει γιά βοήθεια: Κύριε Ἰησοῦ, ἐλέησόν με. Εἶναι ἕτοιμος να δώσει τό ἔλεός Του σέ ὅλους εκείνους πού τοῦ τό ζητοῦν, ὅπως τό ἔδωσε καί στό Βαρτιμαῖο.

Ὅλοι ἐκεῖνοι που δέχονται τήν πνευματική τους ὅραση ἀπό Ἐκεῖνον καί τόν ἀκολουθοῦν, θά δοξολογοῦν τό Θεό.

Δόξα καί αἶνος στον Κύριο καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Περνᾷ ὁ Χριστός!

«Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται» (Λουκ. 18, 37).

ΤΟ σημερινό, ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα θαῦμα καὶ τοῦ Χριστοῦ. Καθὼς ὁ Χριστὸς πλησίαζε στὴν Ἰεριχώ, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, ἕνας τυφλὸς καθόταν στὸ ἄκρο τοῦ δρόμου καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς περαστικούς. Ἀκούγοντας κόσμο νὰ περνᾷ, ρώτησε νὰ μάθω τί συμβαίνει. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν κοντά του τοῦ ἀπήντησαν: «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», δηλαδὴ Περνᾷ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Τότε ὁ τυφλὸς ἄρχισε νὰ φωνάζῃ δυνατὰ καὶ νὰ ζητᾷ ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Αὐτοὶ ποὺ προπορεύονταν τοῦ ἔλεγαν νὰ σωπάσῃ. Ἀλλ’ αὐτός, παρὰ τίς συστάσεις τους, ἐπέμενε νὰ φωνάζῃ. Ἄκουσε ὁ Χριστός, στάθηκε καὶ εἶπε νὰ τὸν ὁδηγήσουν κοντά του. Ὁ πόθος καὶ οἱ φωνὲς τοῦ τυφλοῦ δικαιώθηκαν. Ὁ Κύριος, βλέποντας τὴν πίστη του, πραγματοποίησε τὸ αἴτημά του τοῦ ἔδωσε ἀμέσως τὸ φῶς του.

Περνᾷ ὁ Χριστός! Ὁ τυφλὸς δὲν τὸν βλέπει, Μόνο ἀκούει. Καὶ μόλις πληροφορεῖται γι’ αὐτόν, δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία. Κάνει το λάρυγγά του σάλπιγγα καὶ τὴ φωνή του κραυγή, ποὺ ὑπερισχύει καὶ νικᾷ ὅλους τοὺς ἄλλους θορύβους καὶ φθάνει στὸ Χριστό. Ὅπως ὁ ναυαγὸς ἁρπάζει τὸ σχοινὶ ἢ τὸ σωσίβιο ποὺ τοῦ ρίχνουν, ὅπως ὁ φυλακισμένος μόλις βρῆ εὐκαιρία νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ κελλί του δὲν τὴ χάνει, ἔτσι κι αὐτός. Θεωρεῖ τὸ πέρασμα τοῦ Χριστοῦ ὡς τὴν πιὸ μεγάλη εὐκαιρία, τῇ χρυσῆ εὐκαιρία,εὐκαιρίᾳ τῆς ζωῆς του.

Περνᾷ ὁ Χριστός! Στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως περιγράφεται στὸ Εὐαγγέλιο, βλέπουμε τὸν Κύριο νὰ περνᾷ πολλὲς φορὲς ἀπὸ πόλεις καὶ χωριὰ τῆς ἁγίας γῆς, καὶ ἄλλοτε μὲν νὰ γίνεται ἀντιληπτός, ἄλλοτε δὲ νὰ μὴ γίνεται ἀντιληπτὸς ἄλλοτε νὰ καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι ποιός ἀληθινὰ εἶνε, κι ἄλλοτε νὰ μὴν καταλαβαίνουν. Ὁ «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ,οὗ παρέλαβον», λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἰωάν. 1, 11). Περνᾷ στὴ Βηθλεὲμ καὶ οἱ κάτοικοί της δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν, ἀλλὰ τοῦ κλείνουν τίς πόρτες τους. Περνᾷ νύχτα καὶ φεύγει γιά την Αἴγυπτο χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθῇ ὁ Ἡρώδης, ποὺ τὸν καταζητεῖ γιὰ νὰ τὸν θανατώσῃ. Περνᾷ ἔπειτα δωδεκαετὴς ἀπό το ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων συνομιλεῖ μὲ τοὺς νομοδιδασκάλους, κι αὐτοί, ἐνῶ τὸν θαυμάζουν, δὲν φαντάζονται μὲ ποιόν συνομιλοῦν. Τότε γιὰ τρεῖς ἡμέρες τὸν χάνει ἡ συνοδία του καὶ τὸν ἀναζητεῖ ἡ Παναγία μητέρα του μὲ τὸ γέροντα Ἰωσήφ, ποὺ ἐκπλήσσονται ὅταν τοὺς λέει, ὅτι ἦταν φυσικὸ νὰ βρίσκεται στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του. Περνᾷ κατόπιν στὴ Ναζαρὲτ ὅλα τὰ παιδικὰ καὶ νεανικά του χρόνια, ἀλλὰ οἱ κάτοικοί της δὲν ξέρουν ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ συναναστρέφεται μαζί τους τὸν θεωροῦν ἁπλῶς ὡς τὸ παιδὶ τοῦ ξυλουργοῦ καὶ τίποτε περισσότερο. Περνᾷ κατόπιν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, ἀπὸ τὴν Καπερναούμ, ἀπὸ τὴν Ἰεριχώ… Μπαίνει τέλος στὴν Ἱερουσαλὴμ τὴν ἡμέρα τῶν βαΐων καὶ τὸν ὑποδέχονται μὲν ὅλοι ὡς βασιλέα, χωρὶς ὅμως νὰ καταλάβουν ἀκριβῶς το χαρακτῆρα τῆς βασιλείας του. Περνᾷ ἀπὸ τὸ μέγα συνέδριο τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ οἱ κριταί του δὲν ὑποψιάζονται ποιός εἶνε αὐτὸς τὸν ὁποῖον ἀνακρίνουν καὶ καταδικάζουν. Φθάνει καὶ στὸ βῆμα τοῦ Πιλάτου, περνᾷ ἀπὸ τὸ λιθόστρωτο φορτωμένος τὸ σταυρό, ἀνεβαίνει στὸ Γολγοθᾶ, ἀλλὰ πόσοι καὶ ποιοὶ ἀπ’ ὅσους τὸν ἀντικρύζουν τὸν ἀναγνωρίζουν; Οἱ περισσότεροι δὲν τὸν ἀναγνώρισαν. Ἄν τὸν ἀναγνώριζαν, δὲν θὰ τὸν σταύρωναν. «Εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α’ Κορ. 2, 8), ἀπόστολος Παῦλος. Ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία «Λίθον, ὄν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες…», ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς εἶνε σὰν τὴν πέτρα ποὺ τὴν παραπέταξαν οἱ κτίστες (Ψαλμ. 117, 22).

Ἐλάχιστοι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀναγνώρισαν τὸ Χριστὸ ὅταν περνοῦσε ἀπὸ μπροστά τους. Μπορεῖ μερικὲς φορὲς νὰ τὸν περικύκλωναν πλήθη, ἀλλ’ ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς πόσοι συνειδητοποίησαν ποιός πράγματι εἶνε καὶ πόσοι ἐπωφελήθηκαν τὸ πέρασμά του; Στὴ Βηθλεὲμ μόνο οἱ ἁπλοῖ ποιμένες καὶ οἱ ταπεινοὶ μάγοι ἔτρεξαν νὰ τὸν προσκυνήσουν. Στὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων τὴν ἡμέρα τῆς ὑπαπαντὴς τὸν ἀντελήφθησαν μόνο ἡ γερόντισσα Ἄννα καὶ ὁ Συμεῶν ὁ θεοδόχος ποὺ εἶπε τὸ «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα,…» (Λουκ. 2, 29-32). Στὸν Ἰορδάνη μόνο ὁ πρόδρομος Ἰωάννης αἰσθάνθηκε τὸ μεγαλεῖο του καὶ τὸν ἔδειξε στὸν κόσμο. Στὴ Γαλιλαία μόνο δώδεκα ψαρᾶδες ἔγιναν μαθηταὶ καὶ ἀκόλουθοί του. Στὴν Ἰεριχώ, ἀπ’ ὅλο τὸ πλῆθος ποὺ τὸν περιστοιχίζει, μόνο ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου τὸν ἔνιωσε καὶ πῆρε ἀπὸ αὐτὸν ἐκεῖνο ποὺ εἶχε ἀνάγκη. Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τῆς δημοσίας δράσεώς του μέχρι τὸ τέλος βλέπουμε, ἕνας ἑκατόνταρχος νὰ τὸν ἀναζητῇ, μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα νὰ τὸν προσκυνῇ, ἕνας Ζακχαῖος νὰ ἐνδιαφέρεται νὰ τὸν δὴ καὶ ν’ ἀναρριχᾷται σὲ μιὰ συκομορέα τοῦ δρόμου ἀπ’ ὅπου «ἤμελλε διέρχεσθαι» (Λουκ. 19, 4), αἱμορροοῦσα νὰ τὸν πλησιάζῃ μὲ μύριες προσπάθειες, ἕνας Νικόδημος νὰ ἔρχεται νύχτα νὰ τὸν συναντήσῃ, καὶ εἶ τινες ἄλλοι. Ὅταν δὲ πλέον τὸ πλῆθος φωνάζει τὸ «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19, 15) κ’ ἐκεῖνος περνᾷ φορτωμένος το σταυρό, μόνο ἕνας Σίμων Κυρηναῖος τὸν βοηθεῖ καὶ μερικὲς εὔσπλαχνες γυναῖκες κλαῖνε γι’ αὐτόν. Τέλος στὸ σταυρὸ μόνο ἕνας λῃστὴς καὶ ἕνας ἑκατόνταρχος ἀναγνωρίζουν τὴ θεότητά του.

Περνᾷ ὁ Χριστός! Ὄχι δὲ μόνο τότε, ἀλλὰ καὶ τώρα καὶ πάντοτε ὁ Χριστὸς ἐξακολουθεῖ νὰ περνᾷ μπροστά μας. Περνᾷ μὲ πολλοὺς τρόπους. Ἄρα γὲ ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμεθα τὴν παρουσία του καὶ ἐπωφελούμεθα τὸ πέρασμά του;

Ἀκούγεται ὅμως ἡ ἀπορία Ποιός εἶδε τὸ Χριστὸ σήμερα; Ποῦ εἴδατε σεῖς νὰ περνᾷ σήμερα ὁ Χριστός;

Ἀπαντοῦμε. Τὸ πέρασμα τοῦ Χριστοῦ σήμερα δὲν εἶνε βεβαίως αἰσθητὸ σὲ ὅλους, ὅπως ἦταν τότε, κατά την ἐπὶ γῆς παρουσία του καὶ ἰδίως κατὰ τὸ τριετὲς διάστημα τῆς δημοσίας δράσεώς του. Εἶνε ὅμως πραγματικό. Τότε τὸν ἔβλεπαν ἀκόμη καὶ οἱ ἐχθροί του, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας. Ἀπὸ τὴν ἀνάστασή του ὅμως καὶ ἑξῆς ὁ Χριστὸς εἶνε μὲν παρών, ἀλλὰ τὸν βλέπουν μόνο οἱ πιστοὶ μαθηταί του. Ὁ ἴδιος ὑποσχέθηκε σ’ αὐτoύς: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20). Παρὼν λοιπὸν πραγματικὰ ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἡ παρουσία του γίνεται αἰσθητῆ,αἰσθητή κατ’ ἄλλο τρόπο. Τώρα ἡ παρουσία τοῦ εἶνε ἀληθινὴ ἀλλὰ μυστική, δηλαδὴ ἐν μυστηρίῳ, καὶ γίνεται αἰσθητῆ,αἰσθητή διὰ τῆς πίστεως. Ἄς ἐξηγήσουμε τί ἐννοοῦμε.

Κάθε φορά, ποὺ γίνεται θεία λειτουργία καὶ πηγαίνουμε μὲ πίστι στὸ ναό, βλέπουμε νὰ περνᾷ ὁ Χριστὸς μπροστά μας. Ἡ μικρὴ εἴσοδος, ὅταν περνᾷ τὸ Εὐαγγέλιο, δείχνει τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο καὶ τὴν ἔναρξη τοῦ κηρύγματός του. Ἡ μεγάλη εἴσοδος, ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια, δείχνει τὴν εἴσοδό του στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ θυσιασθῇ. Κι ὅταν πλέον βγαίνει τὸ ἅγιο ποτήριο γιὰ νὰ κοινωνήσουν οἱ πιστοί, σᾶς ἐρωτῶ, δὲν πιστεύουμε ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Χριστὸς βρίσκεται ζωντανὸς μπροστά μας καὶ κοινωνοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του; Κάθε φορὰ ποὺ ὁ πιστὸς χριστιανὸς ἔρχεται στὴ θεία λειτουργία, βρίσκεται στὴ Βηθλεέμ, στὴ Γαλιλαία, στὴν Ἱερουσαλήμ, στὸ ὑπερῶο τοῦ μυστικοῦ δείπνου, στὸ Γολγοθᾶ, στοὺς Ἐμμαούς, στὴ Βηθανία· ἀκούει καὶ βλέπει τὸ Χριστό, τὸν ἀγγίζει καὶ τὸν παίρνει πραγματικὰ μέσα του μὲ τὴ θεία κοινωνία, ὅπως οἱ ποιμένες καὶ οἱ μάγοι τὸν προσκύνησαν στὸ σπήλαιο καὶ ὅπως οἱ μαθηταὶ τότε ποὺ τὸν εἶχαν ἀνάμεσά τους στὸ ὑπερῶο τὴ νύκτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης.

Ὅταν τελῆται τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως καὶ γενικῶς κάποιο ἀπὸ τὰ μυστήρια καὶ τίς ἁγιαστικὲς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστὸς εἶνε ἀοράτως παρὼν ἐκεῖ καὶ παρέχει τη χάρι του. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχῃ πίστι. Ἄν ὑπάρχῃ πίστι, ὁ πιστὸς παίρνει τὰ δῶρα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως ἡ Χαναναία ποὺ τοῦ ζήτησε καὶ θεράπευσε τὴν κόρη της.

Ἡ ὥρα ποὺ ὁ χριστιανὸς προσεύχεται, εἶνε ἐπίσης μιὰ ὥρα συναντήσεως μὲ τὸν Κύριο. Τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐμπρός του τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ συνομιλεῖ καθαρὰ μαζί του.

Ἀκούει τὴ φωνή του καὶ παίρνει ἀπαντήσεις, ὅπως ὁ νέος ἐκεῖνος ποὺ τὸν ρωτοῦσε: «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10, 25).

• Θέλετε κι ἄλλη εὐκαιρία; Κάθε φορὰ ποὺ ἕνας χριστιανὸς ἀνοίγει τὸ θεόπνευστο καὶ ἀλάνθαστο νόμο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, καὶ μελετᾷ, ἔχει ἐμπρός του τὸ Θεό. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἀκούει τίς προσταγές του, τὴ φωνή του, ὅπως ὁ προφήτης Μωϋσὴς στὸ Σινᾶ κι ὅπως ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Πάτμο.

Ὑπάρχουν ὅμως κι ἄλλες εὐκαιρίες ποὺ ὁ πιστὸς βλέπει τὸ Χριστὸ καὶ ἐπικοινωνεῖ μαζί του. Σὲ κάθε περίπτωση, ποὺ θὰ δείξουμε ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία σὲ φτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους συνανθρώπους, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου των ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40). Στὸ πρόσωπο κάθε γυμνοῦ, κάθε πεινασμένου, κάθε ζητιάνου ποὺ κτυπᾷ τὴν πόρτα σου, κάθε ἀσθενοῦς ποὺ πλησιάζεις, κάθε φυλακισμένου ποὺ ἐπισκέπτεσαι, στὸ πρόσωπο καθενὸς ἀπ’ αὐτούς, εἶνε, χριστιανέ μου, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Ἀλλὰ μήπως κι ὅταν ἐπισκέπτεσαι ἕνα προσκύνημα, ὅταν προσκυνᾷς μιὰ θαυματουργὴ εἰκόνα, ὅταν ἀσπάζεσαι ἕνα γνήσιο ἱερὸ λείψανο ἢ κειμήλιο τῆς Ἐκκλησίας, δὲν αἰσθάνεσαι ὅτι ἦλθες σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ θεία χάρι καὶ πῆρες ἀπὸ τὸν Κύριο κάτι ποὺ εἶχες ἀνάγκη;

Δὲν ὑπῆρξαν ἀκόμη γιὰ ὅλους μας ἀλησμόνητες στιγμές, μοναδικὲς στιγμὲς μεγάλων εὐλογιῶν καὶ μεγάλων δοκιμασιῶν; Εἶνε οἱ περιπτώσεις ποὺ αἰσθανθήκαμε, ὅτι ὄντως μᾶς ἐπισκέφθηκε ὁ Κύριος. Σὲ τέτοιες στιγμὲς λέμε, ὅτι εἴδαμε φανερὰ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἴτε νὰ μᾶς εὐλογῇ εἴτε νὰ μᾶς λυτρώνῃ.

Ἀγαπητοί μου,

Ὁ Χριστὸς περνᾷ! Ἄς τρέξουμε, ὅσο ὑπάρχει ἀκόμη καιρός, νὰ τὸν συναντήσουμε ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου μυστικῶς θὰ περάσῃ. Καὶ ἂν ἀργήσῃ νὰ περάσῃ, ἐμεῖς μὴ ἀποκάμουμε καὶ μὴν ἀμελήσουμε νὰ τὸν περιμένουμε. Ἄς δείξουμε πίστι, ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή.

Εἶνε μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες αὐτὲς οἱ εὐκαιρίες καὶ δὲν πρέπει νὰ τίς χάσουμε. Διότι ἂν χάσουμε αὐτὲς τίς συναντήσεις, ἡ ἑπόμενη συνάντηση μὲ τὸ Χριστὸ δὲν θὰ εἶνε ὅπως αὐτές. Θὰ ὑπάρξῃ πράγματι ἄλλη μιὰ φορὰ ποὺ θὰ δοῦμε τὸ Χριστὸ νὰ περνᾷ μπροστά μας, ἢ μᾶλλον ἐμεῖς θὰ περάσουμε μπροστά του ὄχι ὅμως γιὰ νὰ εὐεργετηθοῦμε μὲ τὰ δῶρα του, ἀλλὰ γιὰ νὰ κριθοῦμε στὸ ἀδέκαστο βῆμα του. Καὶ τότε, «ἁμαρτωλοί, ποὺ φύγωμεν;».

Γι’ αὐτὸ ἂς μιμηθοῦμε τὸν εὐγνώμονα λῃστή. Ἐκεῖνος, πάνω στὸ σταυρό, δὲν ἔχασε τὴν εὐκαιρία. Ἐπωφελήθηκε τὴ συνάντησή του μὲ τὸ Χριστό. Τὸ ἴδιο ἂς κάνουμε καὶ ἐμεῖς φωνάζοντάς του τὰ λόγια ἐκεῖνα τοῦ λῃστοῦ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σοῦ» (Λουκ. 23, 42).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek