ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (Ασώτου)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΣΩΤΟΥ) - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΕ΄ 11 - 32)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· 16καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! 18ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 19οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. 31ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

11 Είπε δε ακόμη και την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος είχε δύο υιούς. 12 Και είπε ο νεώτερος από αυτούς στον πατέρα· πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας εμοίρασε εις αυτούς την περιουσίαν του. 13 Και ύστερα από ολίγας ημέρας ο νεώτερος υιός εμάζευσεν όλα ανεξαιρέτως όσα του είχε δώσει ο πατέρας και εταξίδεψε εις μακρυνήν χώραν. Και εκεί εσπατάλησε την περιουσίαν του ζων ένα βίον άσωτον, παραλυμένον και ασυλλόγιστον. 14 Οταν δε εξώδευσε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα εις την χώραν εκείνην και αυτός ήρχισε να στερήται και να πεινά. 15 Και από την πείναν πλέον ζαλισμένος επήγε και προσκολλήθηκε σαν δούλος εις ένα από τους κατοίκους της χώρας εκείνης. Και αυτός τον έστειλε εις τα χωράφια του, να βόσκη χοίρους. 16 Και επιθυμούσε να γεμίση την κοιλίαν του από τα ξυλοκέρατα, που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδιδε, διότι οι υπηρέται τα προώριζαν δια τους χοίρους. 17 Καποιαν όμως ημέραν συνήλθεν από την ζάλην και το κατάντημα της αμαρτωλής ζωής του και είπε· Ποσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν με το παραπάνω ψωμιά και φαγητά, εγώ δε χάνομαι από την πείναν; 18 Και αμέσως επήρε την απόφασιν της επιστροφής και είπε· Θα σηκωθώ, θα υπάγω προς τον πατέρα μου και θα του πω· πατέρα μου, ημάρτησα στον ουρανόν εμπρός στον Θεόν και τους αγγέλους του· ημάρτησα και ενώπιόν σου, διότι περιφρόνησα την πατρικήν σου αγάπην και δεν ελογάριασα την λύπην, που θα σου προξενούσα με την φυγήν μου. 19 Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου και να φέρω το τιμημένο όνομά σου· κάμε με σαν ένα από τους υπηρέτας σου. 20 Και έθεσε εις εφαρμογήν την καλήν του απόφασιν. Εσηκώθη και ήλθε προς τον πατέρα του. Ενώ δε ακόμη ευρίσκετο εις μακρυνήν απόστασιν, ο πατέρας του, που από καιρόν τώρα τον επερίμενε και παρατηρούσε πάντοτε με λαχτάρα στον δρόμον, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθη, έτρεξε εις προϋπάντησίν του, έπεσε με στοργήν απέραντον στον τράχηλον του παιδιού του, το αγκαλιασε και το εγέμισε φιλήματα. 21 Συντετριμμένος ο υιός από την απέραντον αυτήν στοργήν είπε στον πατέρα του· Πατέρα, ημάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν σου και δεν είμαι άξιος να ονομασθώ υιός σου. 22 Ο δε πατέρας τον διέκοψε, εστράφη προς τους δούλους, που είχαν μαζευθή εκεί, και είπε· Βγάλτε την πιο καλή φορεσιά και ενδύσατέ τον, και δώστε του το δακτυλίδι εις τα χέρια, σαν αυτό που φορούν οι ελεύθεροι και οι κύριοι. Δώστε του υποδήματα εις τα πόδια, δια να μη περπατή ξυπόλητος όπως οι δούλοι. 23 Και φέρτε το θρεφτό μοσχάρι, σφάξτε το και ετοιμάστε το πιο πλούσιο τραπέζι, δια να πανηγυρίσωμε το εξαιρετικά χαρμόσυνο αυτό γεγονός. Και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε όλοι. 24 Διότι ο υιός μου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος ήτο και ευρέθηκε. Και ήρχισαν να ευφραίνωνται. (Αγγελοι και δίκαιοι καλούνται από τον Θεόν να χαρούν και να ευφρανθούν, όταν ένας αμαρτωλός, που εγκατέλειψε τον Θεόν και εσπατάλησε τα θεία δώρα εις την αμαρτίαν και εβυθίσθη στον εξευτελισμόν και την κοινήν περιφρόνησιν, μετανοήση ειλικρινώς, επανέλθη προς τον Πατέρα και ξαναπάρη την υιοθεσίαν και την πρώτην του θέσιν). 25 Αλλά ο μεγαλύτερος υιός ευρίσκετο στο χωράφι και καθώς την ώραν που ήρχετο επλησίασε στο σπίτι, ήκουσε μουσικά όργανα και τραγούδια και χορούς. 26 Και αφού εκάλεσε ένα από τους υπηρέτας, τον ηρώτησε τι άραγε είναι αυτά που γίνονται. 27 Εκείνος δε του είπε ότι· Ηλθε ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεπτό μοσχάρι, διότι με μεγάλην χαράν τον είδε και τον υπεδέχθη υγιή. 28 Εθύμωσε δε αυτός και δεν ήθελε να εισέλθη στο σπίτι και να παρακαθίση στο χαρμόσυνο τραπέζι. Οταν ο πατέρας επληροφορήθη αυτό, εβγήκε έξω προς τον μεγαλύτερον υιόν και με στοργήν πολλήν τον παρακαλούσε. 29 Εκείνος όμως πικραμένος απεκρίθη με δυσφορίαν μεγάλην και του είπε· Ιδού τόσα χρόνια σε υπηρετώ και ποτέ δεν κατεπάτησα την εντολή σου. Και όμως εις εμέ δεν έδωσές ποτέ ένα κατσίκι, δια να εφρανθώ με τους φίλους μου. 30 Οταν δε ήλθε το παιδί σου αυτό, που κατέφαγε το βιο σου με πόρνας, έσφαξες προς χάριν του το θρεπτό μοσχάρι. 31 Είπε δε εις αυτόν ο πατέρας· Παιδί μου, συ πάντοτε είσαι μαζή μου και όλα τα υπάρχοντά μου είναι δικά σου και ποτέ από τίποτε δεν σε εστέρησα. 32 Επρεπε δε και συ να ευρανθής και να χαρής, διότι ο αδελφός σου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος και ξαναβρέθηκε”. (Αγανακτούσαν οι υψηλόφρονες Φαρισαίοι, όταν έβλεπαν τον Κυριον να δέχεται με στοργήν τους μετανοούντας αμαρτωλούς και να τους ανακηρύσση πολίτας της βασιλείας του. Εγωπαθείς και ιδιοτελείς, καθώς ήσαν οι Φαρισαίοι και οι όμοιοι με αυτούς, τυπικώς μόνον και εξωτερικώς τιμώντες τον Θεόν, απεξένωσαν τον ευατόν των από την αγάπην του Θεού και από την χαρμόσυνον επικοινωνίαν με τους πολίτας της βασιλείας των ουρανών).

11 Και για να κάνει σαφέστερη και περισσότερο κατανοητή την αλήθεια αυτή, είπε και την εξής παραβολή: Ένας άνθρωπος, ο Θεός δηλαδή, είχε δύο γιους. 12 Ο μικρότερος γιος εικονίζει τον αποστάτη αμαρτωλό, που φεύγει από την υπακοή και την προστασία του επουρανίου Πατρός. Είπε λοιπόν ο μικρότερος γιος στον πατέρα του: Πατέρα δωσ’ μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας μοίρασε και στους δύο γιους την περιουσία. Ο Θεός δηλαδή και στον αμαρτωλό που θέλει να ζει μακριά απ’ αυτόν δίνει τα μέσα της συντηρήσεώς του και όλα εκείνα τα πνευματικά και υλικά χαρίσματα που θα τον έκαναν πνευματικά ευτυχισμένο, εάν αυτός δεν τα κατασπαταλούσε. 13 Ύστερα από λίγες μέρες ο νεότερος γιος μάζεψε όλα όσα του έδωσε ο πατέρας του και ταξίδεψε σε χώρα μακρινή. Εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας μια ζωή άσωτη και ακόλαστη. Έτσι και κάθε αμαρτωλός εξαιτίας των αμαρτιών του χωρίζεται από τον Θεό και οδηγείται πολύ μακριά απ’ αυτόν. Και με την κατάχρηση των χαρισμάτων που του έδωσε ο επουράνιος Πατήρ εξαχρειώνεται και διαφθείρεται. 14 Όταν ο νεότερος γιος ξόδεψε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, κι αυτός άρχισε να στερείται. Κάθε αμαρτωλός δηλαδή δεν έχει απεριόριστες απολαύσεις. Αργά ή γρήγορα θα αισθανθεί την αθλιότητα και το κενό που δημιουργεί στην καρδιά του η άσωτη ζωή και η στέρηση της θείας παρηγοριάς. 15 Και ο άσωτος γιος εξαιτίας των στερήσεων και της πείνας του πήγε σ’ έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον προσέλαβε ως δούλο. Και τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους, ζώα δηλαδή ακάθαρτα, που προκαλούσαν την αηδία και την αποστροφή σ’ έναν Ιουδαίο, όπως ήταν ο νεότερος γιος. Σε τι εξευτελισμό καταντά και πόσο χάνει την αξιοπρέπειά του ο ταλαίπωρος αμαρτωλός! 16 Και επιθυμούσε ο νεότερος γιος να γεμίσει την κοιλιά του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι. Μα κανείς δεν του έδινε, διότι οι υπηρέτες που έκαναν τη διανομή παρατηρούσαν με προσοχή να μην μείνουν χωρίς τροφή οι χοίροι. 17 Σε κάποια όμως στιγμή αυτός ήλθε στον εαυτό του από τη μέθη και την τρέλα της αμαρτίας και είπε: Πόσοι μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου έχουν άφθονο και περίσσιο ψωμί, ενώ εγώ κινδυνεύω να πεθάνω από την πείνα! Το πρώτο βήμα δηλαδή της μετανοίας του αμαρτωλού είναι η συναίσθηση της αθλιότητός του. 18 Μετά τη συναίσθηση αυτή ακολουθεί η σωτηριώδης απόφαση. Θα σηκωθώ, λέει ο άσωτος, και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό. (Διότι εκεί οι άγγελοι εκτελούν με ευλάβεια το θείο θέλημα, και όπως υπακούν αυτοί, έτσι αξιώνουν και όλα τα κτίσματα να υπακούν σ’ αυτό, και λυπούνται για την αποστασία κάθε ανθρώπου). Αμάρτησα και σε σένα διότι περιφρόνησα τη στοργή σου και δεν λογάριασα τη λύπη που δοκίμαζες όταν έφευγα μακριά σου. 19 Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου. Δεν ζητώ να προσληφθώ ούτε ως μόνιμος δούλος σου παραμένοντας διαρκώς στο σπίτι σου. Κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς εργάτες σου. 20 Και η σωτηριώδης απόφαση άρχισε να ενεργοποιείται. Ο άσωτος σηκώθηκε και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Κι ενώ βρισκόταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίσθηκε. Έτρεξε τότε για να τον προϋπαντήσει, έπεσε στον τράχηλό του, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε με στοργή. Ο Θεός δηλαδή όχι μόνο δέχεται τον αμαρτωλό που μετανοεί και επιστρέφει κοντά του, αλλά και προτού ακόμη πλησιάσει ο αμαρτωλός, σπεύδει να τον αναζητήσει, και τον αγκαλιάζει με στοργή. 21 Ενώ λοιπόν ο Πατέρας έδειξε τέτοια στοργή κι ενώ ακολούθησε μια τόσο θερμή συνδιαλλαγή, ο γιος συντετριμμένος έκανε την εξομολόγησή του λέγοντας: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό κα σε σένα και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου. 22 Ο πατέρας τότε τον διέκοψε και είπε στους δούλους του: Βγάλτε έξω την πιο καλή φορεσιά απ’ όσες έχουμε, σαν αυτή που φορούσε πριν φύγει απ’ το σπίτι μου. Κι επειδή αυτός, στην κατάσταση που είναι, θα ντρέπεται να την φορέσει, ντύστε τον εσείς, για να μην είναι πλέον γυμνός και κουρελιάρης. Και δώστε του δαχτυλίδι να το φοράει στο χέρι του, όπως φορούν οι κύριοι και οι ελεύθεροι. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μην περπατά ξυπόλυτος όπως οι σκλάβοι. Τον αποκαθιστώ δηλαδή ολοκληρωτικά στη θέση και στα δικαιώματα που είχε πριν ασωτεύσει. 23 Και φέρτε και σφάξτε εκείνο από τα μοσχάρια που το τρέφουμε ξεχωριστά για κάποια χαρμόσυνη και εξαιρετική περίσταση. Ας φάμε λοιπόν, ας χαρούμε και ας διασκεδάσουμε με τραγούδια και με χορούς, 24 διότι ο γιος μου αυτός μέχρι πριν από λίγο ήταν νεκρός, και αναστήθηκε? ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται. 25 Ο μεγαλύτερος όμως γιος, με τον οποίο έμοιαζαν οι Φαρισαίοι, ήταν στο χωράφι. Και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε όργανα και τραγούδια και χορούς. 26 Κάλεσε λοιπόν έναν από τους υπηρέτες που στεκόταν απ’ έξω, και ρωτούσε να μάθει τι συμβαίνει, τί τάχα να σήμαιναν όλα αυτά. 27 Κι αυτός του είπε: Γύρισε ο αδελφός σου, και ο πατέρας σου έσφαξε το καλοθρεμμένο μοσχάρι, διότι του γύρισε πάλι πίσω γερός και υγιής. 28 Ο μεγαλύτερος όμως γιος θύμωσε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. (Έτσι συμπεριφέρονταν και οι Φαρισαίοι, που σκανδαλίζονταν όταν έβλεπαν τον Κύριο να συναναστρέφεται και να διδάσκει τους αμαρτωλούς). Ο πατέρας του λοιπόν βγήκε έξω και τον παρακαλούσε με την ίδια στοργή που δέχθηκε το νεότερο γιο του. 29 Αλλά ο μεγαλύτερος γιος αποκρίθηκε στον πατέρα του: Τόσα χρόνια είμαι στη δούλεψή σου και ποτέ δεν παράκουσα κάποια προσταγή σου? και παρόλα αυτά δεν μου έδωσες ποτέ ούτε ένα κατσικάκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου. (Πόσο πλανάται ο μεγαλύτερος γιος! Εάν υπήρξε τόσο πειθαρχικός στον πατέρα του, πώς τώρα τον παρακούει με τέτοιο πείσμα; Και πότε ζήτησε κατσικάκι από τον πατέρα του, κι εκείνος δεν του έδωσε;). 30 Όταν όμως ήλθε ο προκομμένος αυτός γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το καλύτερο μοσχάρι που το είχαμε θρεφτάρι. (Ο μεγαλύτερος γιος μεταχειρίστηκε την αλαζονική γλώσσα των Φαρισαίων, που περιφρονούσαν τους αμαρτωλούς και νόμιζαν ότι μόνο αυτοί ήταν δίκαιοι και γι’ αυτό είχαν αποκλειστικά δικαιώματα στην αγάπη του Θεού). 31 Ο πατέρας τότε του απάντησε: Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου. κι όλα όσα έχω, δικά σου είναι. 32 Έπρεπε λοιπόν κι εσύ να ευφρανθείς και να χαρείς, διότι ο αδελφός σου αυτός, για τον οποίο με τόση περιφρόνηση μιλάς, ήταν νεκρός, και αναστήθηκε. Ήταν χαμένος, και βρέθηκε.

11  Eἶπε ἐπίσης: «Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο υἱούς. 12  Kαὶ ὁ νεώτερος ἀπ’ αὐτοὺς εἶπε στὸν πατέρα: “Πατέρα, δός μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ πέφτει”. Kαὶ τοὺς διένειμε τὴν περιουσία. 13  Kαὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ νεώτερος υἱός, ἀφοῦ τὰ μάζεψε ὅλα, ἔφυγε σὲ μακρινὴ χώρα, καὶ ἐκεῖ διασκόρπισε τὴν περιουσία του ζώντας ἀσώτως. 14  Kαὶ ὅταν τὰ δαπάνησε ὅλα, ἔπεσε πεῖνα μεγάλη στὴ χώρα ἐκείνη, καὶ αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερῆται. 15  Kαὶ πῆγε καὶ προσκολλήθηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς πολῖτες τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ τὸν ἔστειλε στοὺς ἀγρούς του γιὰ νὰ βόσκῃ χοίρους. 16  Kαὶ προσπαθοῦσε νὰ γεμίσῃ τὴν κοιλιά του ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα, ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, διότι κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε (τροφή). 17  Tότε ἦλθε στὸν ἑαυτό του καὶ εἶπε: “Πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσευμα ἄρτων, ἐνῷ ἐγὼ πεθαίνω ἀπὸ πεῖνα! 18  Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ εἰπῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸ Θεὸ καὶ σὲ σένα. 19  Δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ λέγωμαι υἱός σου. Kάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐργάτες σου”. 20  Kαὶ σηκώθηκε καὶ ἦλθε στὸν πατέρα του. Ἐνῷ δὲ ἀκόμη ἦταν μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ σπλαγχνίσθηκε, καὶ ἔτρεξε καὶ τὸν ἀγκάλιασε σφικτὰ καὶ τὸν φίλησε θερμά. 21  Kαὶ τοῦ εἶπε ὁ υἱός: “Πατέρα, ἁμάρτησα στὸ Θεὸ καὶ σὲ σένα, καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ λέγωμαι υἱός σου”. 22  Ἀλλ’ ὁ πατέρας εἶπε στοὺς δούλους του: “Bγάλετε τὴν καλλίτερη ἐνδυμασία καὶ ἐνδύσετε αὐτόν, καὶ δῶστε δακτυλίδι γιὰ τὸ χέρι του καὶ ὑποδήματα γιὰ τὰ πόδια. 23  Kαὶ φέρετε καὶ σφάξετε τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι, καὶ ἂς φᾶμε καὶ ἂς εὐφρανθοῦμε, 24  διότι αὐτὸς ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦταν καὶ ἀνέζησε, καὶ θανατωμένος ἦταν καὶ σώθηκε”. Kαὶ ἄρχισαν νὰ διασκεδάζουν. 25  Ὁ μεγαλύτερος δὲ υἱός του ἦταν στὸ χωράφι. Kαὶ ὅταν ἐπιστρέφοντας πλησίασε στὸ σπίτι, ἄκουσε μουσικὰ ὄργανα καὶ χορούς. 26  Kαὶ ἀφοῦ κάλεσε ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες, ρωτοῦσε νὰ μάθῃ τί συμβαίνει. 27  Aὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε: “Ὁ ἀδελφός σου ἔχει ἔλθει, καὶ ἔσφαξε ὁ πατέρας σου τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι, διότι τοῦ ἐπέστρεψε σῶος”. 28  Tότε ὠργίσθηκε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπῇ μέσα. Ὁ δὲ πατέρας του βγῆκε καὶ τὸν παρακαλοῦσε. 29  Ἀλλ’ αὐτὸς τότε εἶπε στὸν πατέρα: “ Ἰδοὺ τόσα ἔτη σὲ δουλεύω, καὶ ποτὲ δὲν ἔκανα ἀνυπακοὴ σὲ ἐντολή σου. Kαὶ ὅμως σ’ ἐμένα ποτὲ δὲν ἔδωσες ἕνα κατσίκι, γιὰ νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου. 30  Ἀλλ’ ὅταν ἦλθε αὐτὸς ὁ υἱός σου, ποὺ κατάφαγε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γι’ αὐτὸν τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι”. 31  Ἐκεῖνος δὲ τοῦ εἶπε: “Παιδί μου, σὺ πάντοτε εἶσαι μαζί μου, καὶ ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου. 32  Ἔπρεπε δὲ νὰ εὐφρανθῇς καὶ νὰ χαρῇς, διότι αὐτὸς ὁ ἀδελφός σου νεκρὸς ἦταν καὶ ἀνέζησε, καὶ θανατωμένος ἦταν καὶ σώθηκε”».

Ιερός Χρυσόστομος (Εἰς τὴν παραβολὴν περὶ τοῦ ἀσώτου)

Ομιλία αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου,

«Ες τν παραβολν περ το στου»

Πάντοτε μεν, αδελφοί, οφείλουμε να διακηρύττουμε τη φιλανθρωπία του Θεού (διότι μέσω αυτής «ζμεν κα κινομεθα κα σμν(:ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε)»[Πράξ.17,28])· και μάλιστα σε τούτον τον καιρό έχουμε χρέος να το κάνουμε αυτό, για να υπάρξει κοινή ωφέλεια και για να ευεργετηθούν οι αστέρες που πρόκειται να ανατείλουν από την κολυμβήθρα[: όσοι κατηχούμενοι επρόκειτο σε λίγο να βαπτιστούν]. Καθώς και αυτοί μέσω αυτής θα λάμψουν και εμείς μέσω αυτής σωθήκαμε και σωζόμαστε· αυτή δόθηκε από τον Δημιουργό Θεό και Πατέρα μας σε μας αντί κληρονομίας.

Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά ακριβώς που είπε ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλάνθρωπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος ερμηνευτής της πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλη την παραβολή για τον Άσωτο, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσεγγίζουμε τον Απροσπέλαστο και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.

«νθρωπός τις(:ένας άνθρωπος)», λέγει , «εἶχε δύο υἱούς(:είχε δύο γιους)». Ο Σωτήρας εδώ ομιλεί όχι με τρόπο που να παρουσιάζει ευδιάκριτα τα δόγματα της χριστιανικής πίστης, αλλά με παραβολές. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα Του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπο, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνα, για να δείξει την στοργή του Θεού προς τους ανθρώπους. «Κάποιος άνθρωπος», λέγει, «είχε δύο υιούς». Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι γνωρίσματα είχαν αυτοί οι δύο υιοί; Αντιπροσωπεύουν ο ένας τους δικαίους και ο άλλος τους αμαρτωλούς. Ο ένας γιος αντιπροσωπεύει αυτούς που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και ο άλλος γιος, ο άσωτος, αυτούς που παρέβαιναν τις δεσποτικές εντολές.

«Κα επεν νεώτερος ατν τ πατρί(:Και είπε ο νεότερος από αυτούς στον πατέρα του)». Και ποιος είναι αυτός ο νεότερος υιός; Αυτός που έχει αστάθεια γνώμης και παρασύρεται εδώ και εκεί από τους φρέσκους πρωινούς ανέμους της νεότητας. Και εκ φύσεως μεν αναγνώρισε Αυτόν που τον έπλασε ως Πατέρα, αλλά από την κακή του προαίρεση δεν απέδωσε την πρέπουσα τιμή σε Αυτόν που τον δημιούργησε. Και λέγει: «Πάτερ, δός μοι τ πιβάλλον μέρος τς οσίας(:Πατέρα, δώσε μου το ανάλογο μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει)». Καλώς ζήτησε από τον Θεό τον θεϊκό πλούτο, αλλά κακώς δαπάνησε όσα έλαβε. «Κα διελεν ατος τν βίον(:Και ο πατέρας μοίρασε και στους δύο του γιους την περιουσία)». Και έδωσε σε αυτούς, ως Κτίστης, όλη την κτίση. Παρείχε σε αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, ώστε από τον ορθό λόγο καθοδηγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Όρισε σε αυτούς τον νόμο Του, τον φυσικό και τον γραπτό, σαν ένα θείο παιδαγωγό, ώστε από τον νόμο παιδαγωγούμενοι, να εφαρμόσουν την βούληση του Νομοθέτου.

«Κα μετ᾿ ο πολλς μέρας συναγαγν παντα νεώτερος υἱὸς πεδήμησεν ες χώραν μακράν(:Ύστερα από λίγες μέρες ο νεότερος γιος μάζεψε όλα όσα του έδωσε ο πατέρας του και ταξίδεψε σε χώρα μακρινή)»· ο νεότερος λοιπόν υιός, ωσάν νεότερος ενήργησε, και έφυγε σε χώρα μακρινή. Απομακρύνθηκε από τον Θεό και στάθηκε σε απόσταση και ο Θεός απ’ αυτόν· ο Θεός δεν εξαναγκάζει με τη βία εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί σε Αυτόν. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελεύθερης προαίρεσης και όχι εξαναγκασμού. «Κα κε διεσκόρπισε τν οσίαν ατο ζν σώτως(:Εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας μια ζωή άσωτη και ακόλαστη)». Εκεί όλο τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί με σαρκικές τέρψεις ναυάγησε. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατάντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και παζαρευόμενος γέλωτες, κέρδισε αιτίες δακρύων. Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε, τις απέκτησε.

«Δαπανήσαντος δ ατο πάντα γένετο λιμς σχυρς κατ τν χώραν κείνην(:Όταν ο νεότερος γιος ξόδεψε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, κι αυτός άρχισε να στερείται)». Αφού δαπάνησε λοιπόν όλο τον πλούτο του (γιατί είναι εκ φύσεως αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που περνούν τον βίο τους με αισχρό τρόπο), έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί «λιμός σχυρός», πείνα φοβερή. Όπου δεν έχει φυτευτεί η άμπελος της εγκρατείας, εκεί «λιμός σχυρός», πείνα φοβερή. Όπου το σταφύλι της αγνότητας δεν ληνοπατείται, εκεί «λιμός σχυρός», πείνα φοβερή. Όπου ο ουράνιος μούστος δεν ξεχειλίζει, εκεί «λιμός σχυρός», πείνα φοβερή. Όπου υπάρχει ευφορία κακών, εκεί σε κάθε περίπτωση υπάρχει και ακαρπία αγαθών. Όπου υπάρχει αφθονία πράξεων πονηρών, εκεί σε κάθε περίπτωση θα υπάρχει έλλειψη των αρετών. Όπου δεν πηγάζει το έλαιο της φιλανθρωπίας, εκεί «λιμός σχυρός».

«Κα ατς ρξατο στερεσθαι(:Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής και να πεινάει)». Γιατί δεν απέμειναν σε αυτόν, παρά μόνο τα κακά της ακράτειάς του, επειδή έπραξε τα κακά της ηθικής έκλυσης. «Κα πορευθες κολλήθη ν τν πολιτν τς χώρας κείνης (:Και ο άσωτος γιος εξαιτίας των στερήσεων και της πείνας του πήγε και προσκολλήθηκε ως δούλος σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας)». Και πολίτες εκείνης της χώρας όπου είχε μεταναστεύσει ήσαν οι δαίμονες. «Κα πεμψεν ατν ες τος γρος ατο βόσκειν χοίρους(:Και τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους, ζώα δηλαδή ακάθαρτα, που προκαλούσαν την αηδία και την αποστροφή σ’ έναν Ιουδαίο, όπως ήταν ο νεότερος γιος)». Γιατί με τέτοιον τρόπο τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Με τέτοιον τρόπο αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν· τέτοιες δωρεές χαρίζουν σε αυτούς που τους υπακούουν.

«Κα πεθύμει γεμίσαι τν κοιλίαν ατο π τν κερατίων ν σθιον ο χοροι(:Και επιθυμούσε ο νεότερος γιος να γεμίσει την κοιλιά του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι)». Με τα ξυλοκέρατα; Η γεύση των ξυλοκεράτων είναι γλυκιά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχιά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν για λίγο καιρό, κολάζει όμως για πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.

«Ες αυτν δ λθν (:Σε κάποια όμως στιγμή αυτός ήλθε στον εαυτό του από τη μέθη και την τρέλα της αμαρτίας)» και αφού συλλογίστηκε την προηγούμενη μακαριότητά του στο πατρικό σπίτι και την τωρινή του αθλιότητα και αφού έβαλε καλά στον νου του αφενός ποιος ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Θεό και Πατέρα και αφετέρου τι έχει γίνει όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες, «επε· πόσοι μίσθιοι το πατρός μου περισσεύουσιν ρτων, γ δ λιμ πόλλυμαι! (:είπε: “Πόσοι μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου έχουν άφθονο και περίσσιο ψωμί, ενώ εγώ κινδυνεύω να πεθάνω από την πείνα…”)». «Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές, ενώ εγώ συνθλίβομαι λιμοκτονώντας για τα θεία λόγια; Ω, από πόσα αγαθά στέρησα τον εαυτό μου! Ω, με πόσα κακά περιέβαλα τον εαυτό μου! Γιατί απομακρύνθηκα από τον μακάριο εκείνο τρόπο ζωής; Γιατί να εισέλθω στον χώρο αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, ότι δεν πρέπει να εγκαταλείπει κανείς τον Θεό. Τώρα έμαθα ότι πρέπει να παραμένω κοντά σε Αυτόν που πάντοτε προστατεύει αυτούς που είναι πλησίον Του και δεν απομακρύνονται από Αυτόν. Τώρα έμαθα ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανείς τους ακάθαρτους δαίμονες, που διδάσκουν κάθε ακαθαρσία και φθορά».

Τι λέγει λοιπόν; «ναστς πορεύσομαι πρς τν πατέρα μου(:Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου)». «Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου έφυγα κακώς. Θα πάω προς τον δικό μου τον Πατέρα και Ποιητή και Δεσπότη και κηδεμόνα και προνοητή. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπη αυτούς που επιστρέφουν σε Αυτόν. Λοιπόν, θα σηκωθώ να πάω στον Πατέρα μου και θα του πω: «Πάτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νώπιόν σου. Οκέτι εμ ξιος κληθναι υός σου· ποίησόν με ς να τν μισθίων σου (:Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό, αμάρτησα και σε σένα, διότι περιφρόνησα την στοργή σου και δεν λογάριασα την λύπη που δοκίμαζες όταν έφευγα μακριά σου. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου. Δεν ζητώ να προσληφθώ ούτε ως μόνιμος δούλος σου παραμένοντας διαρκώς στο σπίτι σου. Κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς εργάτες σου)». «Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετό που «πατέρα» θα τον αποκαλέσω, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο πατέρας μου, ακούγοντάς με να Τον επικαλούμαι ως πατέρα μου, να μη φανεί και στα έργα πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί, αφού είναι εύσπλαχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το “αμάρτησα” και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαια οργή Του, μόλις ακούσει τη δική μου φωνή. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια απέναντι στον Θεό. Γνωρίζω πόσο ισχυρά είναι τα δάκρυα απέναντι στον Θεό· γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεό με θερμά δάκρυα, σαν τον Πέτρο, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την πραότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει αφού μετανόησα, εμένα που δεν με τιμώρησε αμέσως όταν αμάρτησα».

«Κα ναστς λθε πρς τν πατέρα ατο(:Και η σωτηριώδης απόφαση άρχισε να ενεργοποιείται. Ο άσωτος σηκώθηκε και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του)», προσθέτοντας έτσι στην καλή απόφαση την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να αποφασίζουμε τα συμφέροντα, αλλά να δείχνουμε και με τις πράξεις τις αγαθές μας ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο, που ήταν ο πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπο προσέγγισής του, και σηκώνοντας συνεχώς τα χέρια του και χτυπώντας το στήθος του, που υπήρξε εργαστήριο πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπό του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας σαν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογία του, μόλις έφτασε, αναβόησε με δυνατή φωνή και με δάκρυα λέγοντας: «Πτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νπιν σου(:Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα)». «Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Εσύ μόνο γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησέ με ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανό και να παρακαλώ Εσένα τον αγαθό μου Δεσπότη, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός για τις αμέτρητες αμαρτίες μου. Ελέησέ με ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, επειδή δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου».

Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει όσους διαπράττουν πλημμελήματα, αλλά και που παραβλέπει υπομονετικά όσους αμαρτάνουν, αναμένοντας τη μετάνοιά τους. Τον είδε ο πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθηκε. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα, αν και υπήρχε Θεός στη φύση. «τι δ ατο μακρν πέχοντος εδεν ατν πατρ ατο κα σπλαγχνίσθη, κα δραμν πέπεσεν π τν τράχηλον ατο κα κατεφίλησεν ατόν(:Και ενώ βρισκόταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίσθηκε. Έτρεξε τότε για να τον προϋπαντήσει, έπεσε στον τράχηλό του, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε με στοργή)». Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά ο ίδιος ο Πατέρας έσπευσε και προϋπάντησε τον υιό. Και δεν σιχάθηκε τον τράχηλό του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτίας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια Του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε να επιστρέψει. Ω της αφάτου και φοβερής ευσπλαχνίας! Ω παράδοξης φιλανθρωπίας! Ω ασυνήθιστη συμφιλίωση! Έπεισε αμέσως τον Θεό σε μια μόνο κρίσιμη μεταστροφή, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητο αμαρτημάτων.

Θαύμασες, βλέποντας τον Θεό να κολακεύει αμαρτωλό; Ω της στοργής των σπλάχνων των πατρικών! Ο αμαρτωλός επί της γης δάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανό έστρεψε τον εαυτό Του από φιλανθρωπία προς την γη. Ποιος είδε ποτέ τον Θεό να κολακεύει αμαρτωλό; Ποιος είδε τον δικαστή να περιποιείται τον κατάδικο; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικο να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ: «Λαός μου(:Λαέ μου)», λέγει, «τί ποίησά σοι τί λύπησά σε τί παρηνώχλησά σοι;(:τι σου έκανα ή σε τι σε λύπησα ή σε τι σε ενόχλησα;)»[Μιχ.6,3]. Και τώρα τα ίδια γίνονται, και έγιναν, επειδή έτσι συνηθίζει να νικιέται από τον εαυτό Του ο Πατέρας των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγορίας.

Και δεν αρκέστηκε βέβαια σε αυτά ο άσωτος αυτός υιός· αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν νόμισε ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την ολοκληρωτική σωτηρία σε σύγκριση προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που σκέφτηκε να πει στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με το κατάλληλο ταπεινό σχήμα : «Πατέρα, αν βέβαια έχω τη δυνατότητα να Σε ονομάζω ‘’Πατέρα’’· γιατί, μήπως και αυτό συγκαταλέγεται στα άλλα μου αμαρτήματα φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε «Πατέρα»· ή μήπως διαπράττω ύβρη ενώπιόν Σου με το να αποκαλώ έτσι το άσπιλο και ανύβριστό Σου όνομα· ακόμη, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου δεν εμποδίζει τον λόγο. Πατέρα Άγιε, ας δεχτείς δέηση ρυπαρή από στόμα ρυπαρό. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που καλά γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ ενώπιόν Σου, ως παράνομος κατακρίνομαι, Εσύ ως κριτής ελέησέ με. Αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου. Φοβάμαι να ανατείνω τους οφθαλμούς μου στον ουρανό· γιατί φοβούμαι ως ενός κατηγόρου φωνή την μορφή του στερεώματος· ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. Ιδού ανακηρύττω τον εαυτό μου άξιο κάθε καταδίκης, τον εαυτό μου κατακρίνω, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση.

Δεν χρειάζομαι δικαστή να με καταδικάσει με την απόφασή του, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκη μαρτύρων για έγγραφες αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, σαν ένα δικαστή αδέκαστο, στην ψυχή μου υπάρχει το φοβερό δικαστήριο, μέσα στην συνείδησή μου βρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Οι θεατρικές παραστάσεις που παρακολούθησα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες στις οποίες πήγα και στοιχημάτιζα με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με κάνει να αισθάνομαι βαθύτατη αισχύνη, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότητά μου με αποκαλύπτει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. «Ποησν με ς να τν μισθων σου». Μήτε από την αυλή Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με βρει πάλι ο πολέμιος περιπλανώμενο και με συλλάβει σαν αιχμάλωτο. Αλλά ούτε πλησίον της φοβερής Σου και μυστικής Τραπέζης να με ελκύσεις· γιατί δεν τολμώ να βλέπω με μάτια ακάθαρτα τα Άγια των Αγίων. Άφησέ με να στέκομαι μαζί με τους κατηχουμένους, μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια σε αυτήν, να ποθήσω, με τον καιρό, να μετάσχω πάλι σε αυτά· και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπο, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (:το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθώ».

Αυτά καθώς έλεγε ο Άσωτος Υιός, και καθώς έκλαιγε γοερά, «επεν πατρ πρς τος δολους ατο(:είπε ο πατέρας στους δούλους Του)». Σε ποιους «δούλους»; Άκου: στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: «ξενγκατε τν στολν τν πρτην, κα νδσατε ατν(:Βγάλτε έξω την πιο καλή φορεσιά απ’ όσες έχουμε, σαν αυτή που φορούσε πριν φύγει απ’ το σπίτι μου). Φέρετε αυτήν που έχει υφανθεί στους ουρανούς, αυτήν που αποκατέστησε το πνευματικό πυρ. Φέρετε την στολή, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολή, που παρασκευάζεται από την πνευματική φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέο Αδάμ, τον οποίο γύμνωσε ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως· κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον κόσμησα τον κόσμο· καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.

Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστο. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η δική μου εικόνα απογυμνωμένη. Θεωρώ ντροπή δική μου την ντροπή του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δική μου δόξα τη δόξα του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιο Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και γινόμενος αντιληπτός από μακριά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη βρει πάλι ο όφις γυμνή την πτέρνα του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον για να καταπατεί αυτός την κεφαλή του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, καθώς και για να τρέχει στο δρόμο του Θεού. Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτό μόσχο, θυσιάστε τον».

Ποιον «μόσχον τόν σιτευτόν» λέγει; Ποιον; Αυτόν που γέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. «Φέρετε τον μόσχο τον αδάμαστο, που δεν δέχθηκε ζυγό αμαρτίας, τον Παρθένο και εκ Παρθένου, Αυτόν που ακολουθεί αυτούς που Τον ακολουθούν, όχι εξ ανάγκης, αλλά εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του, ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδίδει τον αυχένα Του και σφαγιάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε, λοιπόν, τον θεληματικώς θυσιαζόμενο, θυσιάστε Αυτόν που ζωοποιεί όσους επιτελούν τη θυσία, θυσιάστε τον θυσιαζόμενο, που όμως δεν πεθαίνει. Θυσιάστε τον μελιζόμενο, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενο από τους πιστούς, που όμως ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον Αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που Τον τρώγουν. Και αφού φάγουμε όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε· ήταν χαμένος και βρέθηκε».«Κα ρξαντο εφραίνεσθαι(:Και άρχισαν να ευφραίνονται)»[Λουκ.15,27].

Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσία, γνωρίζετε την πνευματική ευφροσύνη, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τα λεπτά λινά ενδύματα, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς τους ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: «Μ τις τν κατηχουμνων, μ τις τν μ σθιντων, μ τις τν κατασκπων, μ τις τν μ δυναμνων θεσασθαι τν Μσχον σθιμενον, μ τις τν μ δυναμνων θεσασθαι τ ορνιον αμα τ κχυνμενον ες φεσιν μαρτιν, μ τις νξιος τς ζσης θυσας, μ τις μητος, μ τις μ δυνμενος καθρτοις χελεσι προσψασασθαι τν φρικτν μυστηρων(:Μην τυχόν κανείς από τους κατηχουμένους και όχι ακόμη βαπτισμένους, μην τυχόν κανείς από τους μη εσθίοντες, μην τυχόν κανείς κατάσκοπος, μην τυχόν κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να δουν το ουράνιο αίμα εκχυνόμενο “ες φεσιν μαρτιν’’, μην τυχόν κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μην τυχόν κανείς αμύητος, μην τυχόν κανένας, που δεν δύναται, λόγω των ακαθάρτων χειλέων του, να προσψαύσει τα φρικτά μυστήρια)».

Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανό, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο μόσχος ο σιτευτός, που δεν γνώρισε αμαρτία, καθώς λέγει ο προφήτης Ησαΐας: «ς μαρταν οκ ποησεν, οδ ερθη δλος ν τ στματι ατο(:Αυτός καμία αμαρτία δε διέπραξε, ούτε βρέθηκε ποτέ δόλος και ψεύδος στο στόμα του)» [Ησ.53,9]. Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, που τελεσιούργησε την θυσία.

Όταν, λοιπόν, συνέβαιναν αυτά στο εσωτερικό του οίκου, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακριά, άκουσε τις συγχορδίες και τους χορούς· και προσκαλώντας ένα δούλο, ρωτούσε να μάθει τι τάχα σημαίνουν αυτά, γιατί ακούνε τα αυτιά του αυτούς τους δυνατούς ήχους. Ο δούλος του είπε: «Ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει μελωδικά μέσα στο σπίτι τον στίχο: «Ττε νοσουσιν π τθυσιαστριν σου μσχους(:Τότε θα ανεβάσουν επάνω στο θυσιαστήριό σου μόσχους, για να τους προσφέρουν ως θυσία σε Σένα, Κύριε)»[Ψαλμ.50,21]. Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν, λέγοντας: «Γεσασθε, κα δετε, τι χρηστς Κριος(: Δοκιμάστε με την πείρα σας και διαπιστώστε έμπρακτα ότι ο Κύριος είναι καλός και ευεργετικός και προστάτης όσων Τον επικαλούνται)» [Ψαλμ.33,9]. Ο δε Παύλος, ο ερμηνευτής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά: «Τ πσχα μν πρ μν τθη Χριστς(:Ο δικός μας πασχαλινός αμνός είναι ο Χριστός, που θυσιάστηκε για χάρη μας)»[Α΄Κορ. 5,7]. Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει.

Ο πρεσβύτερος υιός λέγει τότε στον δούλο: «Καλά, χωρίς να είμαι εγώ παρών, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την δική μου απουσία, απολαμβάνουν στη δική μου την αυλή;». «Ναι», απαντά, «γιατί ήλθε ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου θυσίασε τον σιτευτό μόσχο, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιή».

Και ο δίκαιος αδελφός οργίστηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, οργίστηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνο. Αυτός που καταπάτησε τα τερπνά της ζωής, κυριεύτηκε από τον φθόνο. Και πώς ο Παύλος λέγει: «βουλμην ατς γ νθεμα εναι π Χριστο πρ τν δελφν μου, τν συγγενν μου κατ σρκα(:Και θα ευχόμουν εγώ, που τίποτε δεν θα μπορούσε να με χωρίσει από τον Χριστό, να χωριστώ από Αυτόν για πάντα, εάν ήταν δυνατόν να γίνει αυτό, για χάρη των αδελφών μου των Ιουδαίων, οι οποίοι είναι συγγενείς μου από σαρκική καταγωγή)»;[Ρωμ.9,3]. Ο Σωτήρας, όμως, δεν σχημάτισε την παραβολή έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιο κακόβουλο, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτο της χρηστότητας του Πατρός Του.

Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ότι ο Πατέρας του εξήλθε από τον οίκο και παρηγορούσε τον υιό του. Ω, ανέκφραστης σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλό ελέησε και τον δίκαιο επαίνεσε. Και τον όρθιο δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα πλούτισε και τον πλούσιο δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνο.

Ο μεγαλύτερος γιος είπε στον Πατέρα του: «Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολή Σου και σε εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιο, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά «περιρχομαι ν μηλωτας, ν αγεοις δρμασιν, στερομενος, θλιβμενος, κακουχομενος(:περιπλανιέμαι φορώντας για ρούχα προβιές και γιδοδέρματα, ζώντας μέσα σε στερήσεις, θλίψεις και κακοπάθειες)»[Εβρ.11,37]. «Όταν όμως ο υιός σου αυτός ήλθε, που σε καταφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτο με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρη του τον μόσχο τον σιτευτό. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το πρόσωπό σου απέστρεψες από την αθλιότητά του. Αλλά αμέσως τον περιποιήθηκες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι τού φόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησία άνοιξες και την τράπεζα ευτρέπισες και τα ποτήρια γέμισες. Αλλά και τον μόσχο τον σιτευτό θυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχία αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρασκεύασες ένα παράξενο συμπόσιο με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σε αυτόν, που καταφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου». Τι να πω για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσα της ειρήνης και γαληνότητάς Σου; Ελεείς, Κύριε, τους πάντες, γιατί τα πάντα δύνασαι και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.

Και ο Πατέρας τού είπε: «Τέκνο μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν χωρίστηκες ποτέ από τους δικούς μου κόλπους. Εσύ από την Εκκλησία τη δική μου δεν απομακρύνθηκες. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριο παριστάμενος με παρρησία βοάς: “Πτερ μν ν τος ορανος, γιασθτω τ νομ Σου”. Αυτός όμως προσήλθε σε εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπό του στη γη και με συντετριμμένη και μελαγχολική φωνή, φώναξε: “Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτό δούλο Σου”.

Εγώ, παιδί μου, τι έπρεπε να κάμω ακούγοντας αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Μπορούσα να μην ελεήσω τον δικό μου υιό, που επέστρεψε σε εμένα; Εσύ που θυμώνεις, δίκασε. Αλλά εγώ ως φιλάνθρωπος που είμαι εκ φύσεως, δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπο. Δεν μπορώ να μην ελεήσω αυτόν, που εγώ δημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέρας δικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα εκεί φυτρώνουν, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σε αυτή, δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριο, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.

Μήπως πήρα όσα έχεις και τα έδωσα σε εκείνον; Μήπως γύμνωσα εσένα και εκείνον έντυσα; Μήπως από τα δικά μου πράγματα δεν χάρισα το έλεος; Μήπως εξίσου δεν είμαι Πατέρας δικός σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετή σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλή επιστροφή του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετο βίο σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιά του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμία σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετή σου, και εκείνον αγαπώ για τη μετάνοιά του.

Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και βρέθηκε. Ποιος βλέποντας νεκρό να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος βρίσκει εκείνα που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφό σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. «Μακριοι ν φθησαν α νομαι, κα ν πεκαλφθησαν α μαρται· μακριος νρ, ο μ λογσηται Κριος μαρταν (:Τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι, των οποίων έχουν συγχωρηθεί από τον Θεό οι ανομίες και του έχουν σκεπασθεί, ώστε να μη φαίνονται καθόλου, οι αμαρτίες. Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που ο Κύριος δε θα του λογαριάσει και δε θα του ζητήσει ευθύνη για κάποια αμαρτία, ούτε υπάρχει στο στόμα του δόλος και υποκρισία, αλλά οι δεήσεις του προς τον Θεό για την άφεση των αμαρτιών του είναι ειλικρινείς και άδολες)»[Ψαλμ.31,1-2].

Ακούσατε την θεία παραβολή και μάθατε το περιεχόμενό της και τη σημασία της εννοήσατε. Μάθατε ότι έχουμε Κύριο φιλάνθρωπο και ανεξίκακο. Προς Αυτόν λοιπόν ας καταφύγουμε με καθαρή καρδιά. Ελάτε να βοήσουμε όλοι προς Αυτόν: «Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμε στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να αποκαλούμαστε υιοί Σου· έχουμε, ωστόσο, το θάρρος στους δικούς Σου οικτιρμούς. Έχουμε ενέχυρο της δικής Σου φιλανθρωπίας τον Τίμιο Σταυρό, που υπέμεινες για μας. Έχουμε εγγυητές της δικής Σου ευσπλαχνίας την άλλοτε πόρνη και τον άλλοτε ληστή. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, προτρεπόμαστε να καταφεύγουμε στη δική Σου φιλανθρωπία. Όπως εκείνους τους μετέβαλες σε αξιοσέβαστους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που προσπίπτουμε σε Σένα, ελέησέ μας. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμε από τις αμαρτίες, από την πολλή Σου φιλανθρωπία ανάστησέ μας, για να απολαύσουμε την δική Σου Ανάσταση μαζί με όσους απολυτρώθηκαν» Και με αυτά τα λόγια, να επιμείνουμε στη δέηση αυτή, για να ειπεί και σε μας ο Δεσπότης μας Χριστός: «Κατ τν πστιν μν γενηθτω μν»

Και εσείς που πρόκειται να λάβετε τη δωρεά του Βαπτίσματος, αφού απορρίψετε κάθε αλλότριο λογισμό και κατευθύνετε τις ψυχές σας στον ουράνιο Νυμφίο, θα δεχτείτε την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. « Κριος γγς, μηδν μεριμντε(:Ο Κύριος πλησιάζει να έλθει και Αυτός θα αποδώσει στον καθένα ό,τι του ανήκει. Μην κυριεύεστε από αγωνιώδη φροντίδα για τίποτε)»[Φιλιπ.4,5-6]. Ο Λυτρωτής στέκεται στην θύρα, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείο άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολή. Μόνον εσείς ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονο λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή τη νύκτα να λέει: «δο νυμφος ρχεται», να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας και βοώντας: «Ελογημνος ρχμενος ν νματι Κυρου». Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου(ερμηνευτική εξομάλυνση της υπάρχουσας μεταφράσεως σε ορισμένα σημεία-προσθήκες αγιογραφικών παραπομπών): Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20parabolam%20de%20filio%20prodigo.pdf

  • Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Ες τν παραβολν περ το στου», απόδοση στη νέα ελληνική: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»

  • Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Παν. Τρεμπέλα,Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυσόστομος (ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ)

Απόσπασμα από την πρώτη ομιλία «ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ»
σχετικά με την παραβολή του ασώτου υιού

Ήταν δύο αδέλφια, τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας την ντροπή από τη φτώχεια. [Λουκά 15, 11 κ.ε.]. Αυτή την παραβολή θέλησα να σας την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σας απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μάς προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.

Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται «υιός». Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε με όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.

Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει; «ναστς πορεύσομαι πρς τν πατέρα μου(:Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου)» [Λουκά 15,18]. Γι’ αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο Του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.

Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε, ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντας σε αυτούς αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Παιδεύσει σε ποστασία σου, κα κακία σου λέγξει σε(:Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου)» [Ιερ. 2, 19]· γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μην πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλοντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.

Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα, άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας οι αμοιβές, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.

Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι’ αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον προσέγγισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα, του είπε: «Τέκνον, σ πάντοτε μετ᾿ μο ε, κα πάντα τ μ σά στιν· εφρανθναι δ κα χαρναι δει, τι δελφός σου οτος νεκρς ν κα νέζησε, κα πολωλς ν κα ερέθη (:Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου. κι όλα όσα έχω, δικά σου είναι. Έπρεπε λοιπόν κι εσύ να ευφρανθείς και να χαρείς, διότι ο αδελφός σου αυτός, για τον οποίο με τόση περιφρόνηση μιλάς, ήταν νεκρός, και αναστήθηκε. Ήταν χαμένος, και βρέθηκε)» [Λουκά 15,31-32]. Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγνώμης». Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ’ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.

«Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά». Γι’ αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». «Μη βλέπεις», λέγει, «τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα ή καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς». Γι’ αυτό δεν είπε εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλά ότι περιέπεσε σε αμέτρητα κακά.

Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένα έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι’ αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πώς έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφουμε κοντά Του, αλλά μας δέχεται με την ίδια αγάπη με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται να αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει να απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.

Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσουμε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το να απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.

Γι΄ αυτό ο Παύλος, για να ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: « δοκν στάναι βλεπέτω μ πέσ(:Από τα διδακτικά λοιπόν αυτά παραδείγματα της ιστορίας του Ισραήλ, βγαίνει το συμπέρασμα ότι όποιος έχει την ιδέα ότι στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέχει μην πέσει όπως έπεσαν και οι Ισραηλίτες που ανέφερα)» [Α’ Κορ. 10, 12]. Και πάλι: «λλ᾿ ποπιάζω μου τ σμα κα δουλαγωγ, μήπως λλοις κηρύξας ατς δόκιμος γένωμαι(:Αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι ως δούλο, για να μην αποδοκιμαστώ και αποδειχτώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος που κήρυξα σε άλλους και με τη δική μου προτροπή και διδασκαλία αυτοί πήραν το βραβείο)» [Α’ Κορ. 9, 27]. Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μ πάλιν λθόντα με ταπεινώσ Θεός μου πρς μς κα πενθήσω πολλος τν προημαρτηκότων κα μ μετανοησάντων π τ καθαρσί κα πορνεί κα σελγεί πραξαν(: Φοβάμαι μήπως, όταν έλθω σε σας, με ταπεινώσει πάλι ο Θεός, όπως με ταπείνωσε και στο προηγούμενο ταξίδι μου, και πενθήσω πολλούς από εκείνους που έχουν τυχόν αμαρτήσει πριν από το νέο μου αυτό ταξίδι και δεν μετανόησαν για την ακαθαρσία και πορνεία και ασέλγεια που διέπραξαν)» [Β’ Κορ. 12, 21]. Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους.

Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μ πίπτων οκ νίσταται; ποστρέφων οκ ναστρέφει;(:Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει😉» [Ιερ. 8, 4]. Γι΄αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερον, ἐὰν τς φωνς ατο κούσητε, μ σκληρύνητε τς καρδίας μν, ς ν τ παραπικρασμ κατ τν μέραν το πειρασμο ν τ ρήμ(:Σήμερα που ο Θεός μιλά στον καθένα μας, μακάρι να ακούσετε τη φωνή Του η οποία μας προσκαλεί και μας λέει: ’’Μην κάνετε με την ανυπακοή σκληρές τις καρδιές σας, όπως έγινε στη Ραφιδείν και στην έρημο Κάδης, τον καιρό που με πίκραναν οι πρόγονοί σας, την ημέρα που δοκίμαζαν και προκαλούσαν την δύναμή μου και την δικαιοσύνη μου στην έρημο”)»[ Ψαλμ. 94, 8].

Όσο, λοιπόν, θα υπάρχει το σήμερα, ας μην απελπιζόμαστε, αλλά έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νου το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε καθετί το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.

Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ’ όλα τα αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-paenitentia-sermo-1.pdf

  • Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1987, τόμος 30, σελίδες 104-111.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 9, σελ. 22-24.

  • Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Παν. Τρεμπέλα,Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 15-02-1998]

[Β 370]

«Εαγγέλιον ν Εαγγελίῳ» εχαρακτηρίσθη, αγαπητοί μου, η παραβολή του Ασώτου Υιού, που ακούσαμε σήμερα. Και τούτο γιατί δείχνει την πτώση του ανθρώπου και την αποστασία του από τον Θεό, αλλά και την αγάπη του Θεού για την επιστροφή και σωτηρία του ανθρώπου.

Και η αγάπη του Πατρός εξεδηλώθη σε όλο της το μεγαλείο. Δηλαδή με την προσφορά του Υιού Του, χάριν των ανθρώπων. Και η αγάπη και προσφορά εκφράζεται με τούτα τα λόγια, όπως μας διασώζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Οτω γρ γάπησεν Θες τν κόσμον, στε τν υἱὸν ατο τν μονογεν δωκεν, να πς πιστεύων ες ατν μ πόληται, λλ’ χ ζων αώνιον». Και η όλη η διαδικασία της σωτηρίας είναι η πίστις εις το θεανθρώπινον πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Είδατε; «Πς πιστεύων ες ατν» θα σωθεί. Δεν θα χαθεί. Δηλαδή ο Θεός οικονομεί την Ενανθρώπηση, που είναι το μέγιστον και ζητά από τον άνθρωπον την πίστιν, που είναι το ελάχιστον. Πρέπει πάντως να υπάρχει αυτή η αμοιβαία προσφορά.

Ένα μικρό παράδειγμα που πολλάκις το έχομε πει. Θέλεις να κοινωνήσεις; Τι θα πάρεις; Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Είναι μέγιστον; Σίγουρα. Θα πας όμως το πρόσφορό σου το πρωί. Κι ένα πρόσφορο τι τιμή έχει; Ελαχίστη. Έτσι, θα δώσεις και θα πάρεις. Όχι μόνον απλώς θα πάρεις. Θα δώσεις και θα πάρεις. Θέλεις τη σωτηρία σου; Μάλιστα. Δώσε την πίστη σου. Αμοιβαία, βλέπετε, η προσφορά. Ο Θεός δίδει τη χάρη Του κι εμείς δίδομε την πίστη μας. Μάλιστα, αν έχετε προσέξει, ο Κύριος, από εκείνους που ηδύναντο να ομολογήσουν την πίστη των, τους ερωτούσε: «Εάν πιστεύεις, πάντα δυνατά τ πιστεύοντι». Βλέπετε, πρέπει να προσφέρομε. Θα μου πείτε, είναι τόσο απλό; Θα έλεγα πάρα πολύ απλό. Βέβαια, πρέπει να είναι εκ βαθέων αυτό το πιστεύω. Είναι πολύ απλό, είναι δυσκολότατον.

Ένα μικρό παράδειγμα. Λέγει ότι εκείνος που έχει το Πνεύμα του Θεού, λέγει: «ββᾶ, Πατήρ». «ββ» θα πει «πατήρ». Αλλά εις την συριακήν γλώσσα. Το ίδιο πράγμα σε δύο γλώσσες. Πείτε σε κάποιον άνθρωπο να πει: «ββᾶ, Πατήρ». Να πει τον Θεό: «Πατέρα». Δεν μπορεί να το πει εάν δεν έχει το Πνεύμα το Άγιον. Σαφώς το λέγει αυτό ο λόγος του Θεού. Κανείς δεν μπορεί να πει τον Θεόν Πατέρα, εάν δεν έχει το Πνεύμα το Άγιον. Είναι λοιπόν εύκολο; «Κανείς», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «δεν μπορεί να πει τον Χριστόν ‘’Κύριον’’», δηλαδή «Θεόν», «ε μή ν Πνεύματι γί». Είναι δύσκολο; Φοβερά δύσκολο. Έτσι, φοβερά απλό, φοβερά δύσκολο. Αναλόγως ρυθμίζεται το πράγμα από την προαίρεση του ανθρώπου. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται απόδημος της Χάριτος του Θεού. Απόδημος. Αποδημεί. Και, αν θέλει να σωθεί, πρέπει να επιστρέψει. Και η επιστροφή πραγματοποιείται με την πίστη και τη μετάνοια.

Όλα αυτά, κατά θαυμάσιον φιλολογικόν τρόπον, εικονίζονται με την παραβολή του ασώτου υιού. Αυτή μας διαγράφει την πτώση, την αποστασία, την αποδημία του ανθρώπου από τον Θεό και την επιστροφή του. Η παραβολή του ασώτου υιού. Γι΄αυτό σας είπα ότι είναι «Εαγγέλιον ν Εαγγελίῳ» η παραβολή του Ασώτου Υιού.

Ο δε συμβολισμός αυτής της παραβολής είναι άφθαστος. Άφθαστος. Και η κάθε λέξις έχει πολλά να πει μέσα εις την απλότητά της η παραβολή και μέσα εις την λιτότητά της. Ο άνθρωπος, ζητώντας την κατάχρηση της ελευθερίας του, αποδημεί από τον Θεόν. Αισθάνεται τον εαυτόν του δέσμιον κοντά στον Θεό. Όπως και το παιδί αισθάνεται ότι είναι δέσμιο της οικογενείας του. Ενώ αν ζυγίσει καλά ο άνθρωπος, θα δει ότι μόνο δέσμευσις δεν είναι αυτό. Είναι ελευθερία. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος, δεν μπορεί να αισθάνεται κοντά στον Θεό ελεύθερος. Όπως τουλάχιστον καταλαβαίνει και κατανοεί την έννοια της ελευθερίας. Και τι κάνει; Αποδημεί. Φεύγει. Και όπως περιγράφει ο Ψαλμωδός, είναι στον 2ον Ψαλμόν: «Κα ο ρχοντες συνήχθησαν π τ ατ κατ το Κυρίου κα κατ το χριστο ατο». «Οι άρχοντες, αλλά και πας άνθρωπος, στρέφεται κατά του Κυρίου», εννοεί τον Πατέρα, «και κατά του Χριστού», εννοεί του κεχρισμένου, δηλαδή του Υιού. «Διαῤῥήξωμεν τος δεσμος ατν κα ποῤῥίψωμεν φ᾿ μν τν ζυγν ατν». «Τος δεσμος ατν». Μας δεσμεύουν ο Πατήρ και ο Υιός. «Και ελάτε λοιπόν να διαρρήξομε, να κάνομε διάρρηξη αυτής της δεσμεύσεως. Και να απορρίψομε από πάνω μας τον ζυγόν των». Τι ταλαίπωρος που είναι ο άνθρωπος! Τι φτωχός που είναι ο άνθρωπος! Είναι η χειραφέτησις του ανθρώπου από τον Θεό και την αποστασία Του. Δηλαδή η απομάκρυνσή του. Ενώ υπάρχει τόση ασφάλεια, υπάρχει τόση σιγουριά εις την πίστη και εις τη σκέπη του Αγίου Τριαδικού Θεού.

Και γίνεται ο άνθρωπος…, τι γίνεται; Ο άσωτος υιός· που ζητά την «οσίαν» του Πατρός, δηλαδή την περιουσία. Λέει: «Δός μοι τό πιβάλλον …». Ποιο «πιβάλλον»; «Δηλαδή είμαι υποχρεωμένος, παιδί μου, να σου δώσω περιουσία;». Το «πιβάλλον»! «Αυτό που μου ανήκει! Δώσε μου το». Και εν προκειμένω τι είναι η περιουσία αυτή; Είναι, αγαπητοί μου, το κατ΄εικόνα. Αυτό που πήραμε από τον Θεόν. Το κατ’ εικόνα. Αυτή είναι η «οσία» που έρχεται να μας δώσει ο Θεός. Παίρνει λοιπόν ο άνθρωπος το κατ’ εικόνα και απομακρύνεται διαρκώς και διαρκώς από τον Θεό.

Και αυτό το κατ’ εικόνα ζητά τώρα να το σπαταλήσει στην ασωτία του νου. Μάλιστα με το να σκέφτεται και να γράφει, αν είναι συγγραφεύς κ.τ.λ., τα πιο φοβερά πράγματα εναντίον του Θεού. Έτσι λοιπόν θέλει να σπαταλήσει -και σπαταλά- την «οσίαν» του Θεού, δηλαδή το κατ’ εικόνα που έχει ο άνθρωπος στον νου, στην καρδιά, στη βούληση. Σκέπτεται, σχεδιάζει, ιδίως ο σύγχρονος άνθρωπος, ερήμην τα πάντα του Θεού. Στήνοντας το είδωλον της επιστήμης και της τεχνολογίας. «Δεν έχω ανάγκη, δεν σε έχω ανάγκη», έλεγε ένας Γερμανός ποιητής, άπιστος, παρελθόντων χρόνων, «δεν σε έχω ανάγκη, Θεέ μου! Δεν σε έχω ανάγκη, δεν σε θέλω. Είμαι αυτάρκης». Και προσκυνώντας αυτό το είδωλον ο άνθρωπος, ενθουσιάζεται και αυτοθαυμάζεται. «Είδες τι επέτυχα; Είδες;». Επενέβη ακόμη και εις την γενετικήν του ανθρώπου. «Είδες τι επέτυχα;».

Σύντομα όμως θα αντιληφθεί ο ταλαίπωρος άνθρωπος ότι ο δρόμος που επέλεξε, θα τον οδηγήσει στον «λιμό»με γιώτα. Και βάζω τη λέξη μέσα σε εισαγωγικά. Στον λιμό τον πνευματικό. Όσο ο άνθρωπος αλαζονεύεται, τόσο πιο πολύ φτωχαίνει. Και αν θέλετε, σαν αποτέλεσμα αυτού του πνευματικού λιμού, είναι και ο σωματικός λιμός. Όταν γίνονται πόλεμοι και ακαταστασίες, θα έχομε άφθονο το ψωμί να το φάμε; Θα αρχίσει ο άνθρωπος, σε αυτήν του την πείνα, θα αρχίσει να τρώει τα ξυλοκέρατα. Έτσι μας λέει η παραβολή. «Και ήθελε να χορτάσει», λέει, «με τα ξυλοκέρατα». Ποια είναι αυτά τα «ξυλοκέρατα»; Είναι τα χαρούπια, τα κοινώς χαρούπια. Τα ξυλοκέρατα της απιστίας και της φθοράς του ήθους. Εκεί προσπαθεί να βρει μια ικανοποίηση, αλλά, δυστυχώς, είναι γνωστόν, το χαρούπι είναι γλυκό, αλλά μετά είναι στυφό… Έτσι ο άνθρωπος ζει την παρακμή του.

Eίναι η χώρα όπου «λιμός σχυρός» λέγει, αναμένεται στη χώρα που λέγεται– μη σας σοκάρει- «δυτικός πολιτισμός». Αυτή είναι η χώρα του λιμού. Σε εκείνη, λέγει, τη χώρα, «νέσκηψεν λιμός». Δεν ήταν μόνον ένα φαινόμενο προσωπικό, ατομικό του ασώτου υιού, που κατεδαπάνησε την περιουσία την πατρική και τώρα πέφτει στον λιμόν, στην πείνα. Αλλά είναι και ένα εξωτερικόν από τον άσωτον υιόν, φαινόμενον.

«Σε εκείνη τη χώρα», λέγει, «νέσκηψεν λιμός». Και σας ξαναλέγω, δεν διστάζω να το πω και θα είχα πολλά να σας πω και να σας το δείξω ότι αυτή η χώρα του λιμού του πνευματικού είναι η Δύσις. Η Δύσις όχι γεωγραφικώς μόνον. Αλλά η Δύσις σαν τρόπος του σκέπτεσθαι, σαν τρόπος του ζην, σαν πολιτισμός. Ο άνθρωπος της Δύσεως είναι χρεωκοπημένος, βαθιά χρεωκοπημένος. Αλλά ας είναι.

Έτσι, ο απόδημος της χάριτος του Θεού, ο απόδημος άνθρωπος, βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ιστορικής του πορείας. Τι πρέπει να κάνει; Ο άσωτος υιός της παραβολής μάς λέγει ότι «ες αυτν δ λθν επε· πόσοι μίσθιοι το πατρός μου περισσεύουσιν ρτων, γ δ λιμ πόλλυμαι;». «Πόσοι», λέγει, «από τους δούλους, τους μισθωτούς του πατέρα μου χορταίνουν ψωμί, εγώ όμως που είμαι ο γιος, λιμ πόλλυμαι , χάνομαι από πείνα!». Αλήθεια, κοιτάξτε εδώ τι λέγει: ότι «ες αυτν λθν». Ήλθε στον εαυτό του. Μπα! Δεν ήταν στον εαυτόν του; Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι στον εαυτόν του; Αλλά όταν λέγει εδώ η παραβολή «ες αυτν λθν». Ήλθε στον εαυτόν του. Μπα! Δεν ήταν στον εαυτόν του; Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι στον εαυτόν του; Αλλά όταν λέγει εδώ η παραβολή «ες αυτν λθν», πού ευρίσκετο; Προφανώς εκτός εαυτού. Όταν ο άνθρωπος σκέπτεται, λογίζεται, πράματα που δεν ανήκουν στην ίδια του τη φύση, είναι εκτός εαυτού. Ο αποδημών από τον Θεόν, πρώτιστα αποδημεί από τον εαυτόν του. Απόδημος του εαυτού του. Γιατί τι άλλο είναι; Το «Γνθι σατόν» είναι. Δεν ξέρεις, άνθρωπε, ποιος είσαι; Γιατί αλαζονεύεσαι; «Είμαι Θεός!», λέει ο άνθρωπος. Αλαζονεύεσαι. Και όπως λέγει ο Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς: « γινώσκων αυτόν ες αυτόν στίν». «Αυτός ο οποίος γνωρίζει τον εαυτόν του, ποιος είναι, οι δυνατότητές του και τα όριά του, είναι στον εαυτόν του. Όταν όμως ξεπεράσει τα όριά του, τότε είναι εκτός εαυτού». Βέβαια λέμε σε μία κοινή έκφραση τον τρελόν άνθρωπον ότι είναι εκτός εαυτού. Ή τον θυμώδη άνθρωπο λέμε: «Κοίταξε, έγινε αυτός ο άνθρωπος εκτός εαυτού». Κι αυτός που γνωρίζει λοιπόν τον εαυτό του, τι κάνει; Γνωρίζει τον Θεό. Και έτσι ποτέ, μα ποτέ δεν αποδημεί.

Αλλά ο άσωτος της παραβολής παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Και μετά την αυτογνωσία του –«λθν εςαυτν»- θέλει να γυρίσει πίσω. Είναι η επάνοδος στον Θεό. Είναι η μετάνοια. «Καί ναστς– λέγει η παραβολή- πορεσομαι πρς τν πατρα μου-αυτά τα σκέπτεται. Τώρα όμως τα σκέπτεται. Και μάλιστα εμπειρικά- κα ρ ατ(:και θα του πω)· πτερ, μαρτον(:έχω αμαρτήσει) ες τν ορανν κα νπιν σου. Οκτι εμ ξιος κληθναι υἱός σου». «Κα ναστς λθε πρς τν πατρα ατο». «Και αφού σηκώθηκε κι έφυγε από την χώρα αυτή, ήρθε στον πατέρα του».

Παρατηρούμε ότι η μετάνοια στον άσωτο υιό είχε– προσέξτε- συμφεροντολογικόν χαρακτήρα. Γιατί; Τι είπε; «Λιμ πόλλυμαι». «Πεθαίνω από την πείνα. Θα γυρίσω πίσω εις τον πατέρα μου». Ώστε λοιπόν επειδή πεινούσε, γι΄αυτό γυρίζει πίσω; Δεν είχε δηλαδή αυτό το «θα επιστρέψω εις τον πατέρα μου», δεν είχε πνευματικό βάθος. Ότι ελύπησε τον πατέρα του ή ότι αναστάτωσε με τη φυγή του το πατρικό σπίτι. Τίποτε από αυτά. «γώ λιμ πόλλυμαι». «Εγώ πεθαίνω από την πείνα. Θα γυρίσω να πάγω να φάω». Εσκέφτηκε δηλαδή μόνον τον εαυτόν του. Τίποτε άλλο. Εντούτοις, εδώ είναι το καταπληκτικό, γίνεται δεκτή η επιστροφή του. Και πώς γίνεται, δηλαδή; Πανηγυρικά! Και όμως εσκέφθη συμφεροντολογικά. Όμως είναι ο πρώτος βαθμός μετανοίας. Από καθαρώς συμφεροντολογικής μορφής διάσταση. Μια μετάνοια που χαρακτηρίζει μόνον τον σαρκικόν άνθρωπο. Κατά τον Απόστολο Παύλο έχομε – προσέξτε- έχομε τον ψυχικό, τον σαρκικό και τον πνευματικό άνθρωπο.

Άλλος λόγος μετανοίας είναι και ο φόβος της τιμωρίας. «Μη με τιμωρήσει ο Θεός. Πρέπει λοιπόν εγώ να γυρίσω πίσω. Μην πεταχτώ στην κόλαση». Ο φόβος είναι εκείνος που πιέζει τον άνθρωπο, πιέζει για να μετανοήσει. Κι αυτό, αυτός ο φόβος, δεν είναι βέβαια γνήσιο στοιχείο. Παρά ταύτα, είναι ανώτερο του «λιμ πόλλυμαι» και ακόμη, φυσικά, πολύ περισσότερο από την πρώτη περίπτωση, γίνεται δεκτή η μετάνοια ενός τέτοιου ανθρώπου.

Και τέλος είναι η μετάνοια γιατί ελύπησε τον Θεό. Αυτό είναι το υπέροχον. «Προσέβαλα την αγάπη του Θεού. Εκείνος που τόσο με αγαπά, εγώ Τον προσέβαλα.» Αυτή η λύπη. Ούτε η πείνα, ούτε η κόλασις, τίποτα. Θα μπορούσε να πει ο άνθρωπος που αγαπάει τον Χριστόν, να πει: «Χριστέ μου, με έβαλες στην κόλαση, γιατί είσαι δίκαιος. Το αποδέχομαι. Αλλά σε αγαπώ». Μπορείς να το πεις αυτό αν είσαι στην κόλαση; «Χριστέ μου, σε αγαπώ»; Αυτό είναι το γνήσιο, αγαπητοί. Βέβαια, εάν φθάσεις εκεί, δεν θα πας ποτέ εις την κόλαση. Αναμφισβήτητα. Γιατί έχεις την υψίστη ποιότητα μετανοίας. Και μια τέτοια μετάνοια, είναι χαρακτηριστικό, ότι δεν ξαναγυρίζει πίσω εις το ίδιον «ξέραμα». «ξέραμα» θα πει «ξερατί, ξερατιά». Η φράσις δεν είναι δική μου. Είναι της Καινής Διαθήκης. «Εκείνος», λέει, «ο οποίος επανέρχεται εις την αμαρτίαν, μοιάζει με το σκυλί, λέει η Καινή Διαθήκη, που γυρίζει πίσω στα ξερατιά του». Είναι γνωστό ότι το σκυλί τρώει, τρώει λαίμαργα, σαν ζώο που είναι, και η γάτα, τρώει, τρώει λαίμαργα και τότε κάπου ξερνά. Και όταν ξαναπεινάσει, γυρίζει πίσω, με συμπαθάτε για την εικόνα, αλλά είναι αγιογραφική, για να φάει τα ξερατιά του. Πότε γυρίζει πίσω να φάει εκείνα που ξέρασε; Όταν επανέλθει εις την αμαρτίαν.

Έτσι λοιπόν, μια τέτοια μετάνοια που είναι γεμάτη από λύπη γιατί προσέβαλε τον Θεό, δεν ξαναγυρίζει στα ξερατιά της. Δηλαδή δεν ξανααμαρτάνει κανείς. Πάντως και οι τρεις αυτές μορφές γίνονται δεκτές. Γιατί; Γιατί ο Θεός είναι φιλάνθρωπος. Είναι φιλάνθρωπος, όπως λέει εκεί η ωραία ευχή, ο Κατηχητικός λόγος το Πάσχα, του Ιερού Χρυσοστόμου, «δέχεται» λέει, «και τον πρώτον, δέχεται και τον έσχατον». Δέχεται δηλαδή της καλής ποιότητος την μετάνοιαν, δέχεται και της πολύ χαμηλής ποιότητος την μετάνοιαν.

Πάντως, αγαπητοί μου, να θέλομε να επανερχόμεθα εις τον Θεόν με ανιδιοτέλεια. Αυτή είναι ωραία αγάπη. «Όχι, Κύριε, γιατί σε φοβάμαι ή δεν σε φοβάμαι. Γιατί σε λύπησα».

Και ο Πατέρας μεγαλόκαρδα, δεν εξετάζει, όπως είπαμε, την ποιότητα της μετανοίας, αποδέχεται, γιατί το παιδί του, ο άνθρωπος, επέστρεψε στο πατρικό σπίτι. Και ο πατέρας, λέγει η παραβολή, «εσπλαχνίσθη, καί δραμών πέπεσεν πί τόν τράχηλον ατο καί κατεφίλησεν ατόν». Κοιτάξτε: «Δραμών». Όχι δραμών ο άσωτος. Δραμών ο πατήρ. Πιο πάνω μας είπε η παραβολή ότι διαρκώς παρατηρούσε πότε θα γυρίσει το παιδί του. Δεν έχασε ποτέ την ελπίδα της επιστροφής του ανθρώπου. Ποτέ. Και εδώ, αυτό το «εσπλαχνίσθη», στη συνέχεια, ποιος μπορεί να το προσμετρήσει; «Εσπλαχνίσθη». Πώς; Πόσο; Εδώ φαίνεται όλη η μεγαλοσύνη του Θεού και όλο το έλεός Του.

«Καί δραμών…». Είναι πόδες οικτιρμών του Θεού. Τα πόδια του Θεού. Προσέξτε, ανθρωπομορφικά. Είναι τα πόδια του Θεού που δράμουν και είναι πόδια ευσπλαχνίας, πόδια οικτιρμών.

Και μετά, «πέπεσεν», λέει, ««πί τόν τράχηλον ατο». «πέπεσεν». Ξέρετε, άλλο το «πίπτω» και άλλο το «πιπίπτω. πιπίπτω θα πει «με ορμή πέφτω». Έπεσεν εις τον τράχηλον του παιδιού. Γιατί στον τράχηλον και όχι στο πρόσωπον; Γιατί ο υιός δεν είχε κουράγιο να σηκώσει το κεφάλι του. Ήταν σκυμμένο το κεφάλι. Συνεπώς εκρύπτετο το πρόσωπον, προεβάλλετο ο τράχηλος. «Καί κατεφίλησεν», λέει, «τόν τράχηλον ατο». Αγκάλες και χέρια οικτιρμών του Θεού. «Καί κατεφίλησεν ατόν». Προσέξτε, εδώ έχομε χείλη ελέους και οικτιρμών. Δεν λέει «φίλησεν», λέει «κατεφίλησεν». Τον γέμισε με φιλιά. «Καταφιλῶ» θα πει «κατά κράτος, φιλώ». Είναι το φίλημα του Πατρός. Ότι… «Πάρε παιδί μου, τη βεβαίωση ότι είσαι, ό,τι και να’ κανες, ότι είσαι αποδεκτός».

Αλλά δεν σταματάει εδώ ο Πατήρ Θεός. Επιλέγει η παραβολή: «Επε δέ Πατήρ πρός τούς δούλους ατο· ξενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί νδύσατε ατόν». «κφέρω», «ξενέγκατε», δηλαδή «βγάλτε από το ντουλάπι», να το πούμε έτσι απλά, «βγάλτε από την ιματιοθήκη την πρώτη στολή και ντύσατέ τον». Είναι η στολή του Βαπτίσματος, που αντικατέστησε την δερματίνη στολή, που ήταν στολή ντροπής, που είχε ντύσει ο Θεός τους πρωτοπλάστους. Και έκτοτε ο άνθρωπος φορά την δερματίνη στολή. Είναι μεγάλος ο πλούτος της ερμηνείας του θέματος. Η στολή η πρώτη όμως ποια είναι; Η στολή η πρώτη είναι η στολή του Βαπτίσματος. Αυτή που είχε ο Αδάμ πριν πέσει. Και την οποία επαναποκτούμε με το Άγιον Βάπτισμα. Τώρα αυτή η στολή είναι και στολή χάριτος. Προσπορίζεται ο άνθρωπος τη χάρη του Θεού. Είναι το καταλληλότατον ιμάτιον των βασιλικών γάμων που θα φορέσομε, της ομωνύμου παραβολής. Ποιοι είναι οι γάμοι του υιού του βασιλέως; Είναι η Βασιλεία του Θεού. «ταρε», λέει εκεί στην παραβολή «φίλε, πώς μπήκες εδώ; Μή χων νδυμα γάμου;». Αυτή είναι η πρώτη στολή. Είναι η στολή της μετανοίας, είναι η στολή της χάριτος. Είναι το ένδυμα για τη Βασιλεία του Θεού.

Και στη συνέχεια μας αναφέρει ο ιερός Ευαγγελιστής, λέγει ο Πατήρ εις τους δούλους: «Καί δότε δακτύλιον ες τήν χείραν ατο». «Δώσατέ του», λέγει, «δακτυλίδι». Δείγμα εξουσίας. Γιατί; Γιατί επί του δακτυλίου στον αρχαίο κόσμο, ιδίως στην Ανατολή, Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, στην Ασσυρία, υπήρχε εκεί μια εγχάρακτη σφραγίδα. Κρατούσες τη σφραγίδα, να το πω έτσι, τη μεγάλη σφραγίδα του κράτους. Την κρατάς στα χέρια σου. Το δακτυλίδι. Με το οποίο δακτυλίδι εσφράγιζες ένα έγγραφο. Συνεπώς τι σημαίνει; Εξουσία. Τι είπε ο Χριστός εις τους μαθητάς Του; «Θα καθίσετε επάνω δώδεκα θρόνων». Δηλαδή εξουσία. «Κρίνοντες τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ».

«Καί ποδήματα ες τούς πόδας». «Δώσατέ του και παπούτσια στα πόδια του». Γιατί; Σημείον αληθούς ελευθερίας· διότι τον καιρόν εκείνον οι δούλοι δεν φορούσαν υποδήματα. Παρά μόνον οι ελεύθεροι· που σημαίνει ότι «πια είσαι ελεύθερος». Να η αληθινή ελευθερία. Κοντά στον Χριστόν. Και τέλος η θυσία του μόσχου του σιτευτού· που είναι η θυσία του Χριστού επί του Σταυρού, για τη σωτηρία του κόσμου· που είπε: «Να θυσιάσετε τον μόσχον τον σιτευτόν» κλπ.

Αγαπητοί, μεγάλη υπόθεσις η μετάνοια. Και όπως στο Βάπτισμά μας «Χριστόν νεδύθημεν», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, τώρα με τη μετάνοια, που είναι το δεύτερον βάπτισμα, πάλι τον Χριστό ενδυόμεθα. Όταν αμαρτάνομε, θα έλεγα, να μελετούμε την παραβολή του ασώτου υιού, για να μην απελπιζόμεθα. Καλόν θα είναι να διατηρούμε βεβαίως τη λαμπρότητα της πρώτης στολής, του Βαπτίσματός μας. Αλλά, αν απροσεκτήσομε, τότε να τρέξομε στη μετάνοια, που είναι η αποκατάστασις της πρώτης στολής. Οι ημέρες που ακολουθούν, αυτές οι ημέρες, ανοίγουν δύο δρόμους. Τον δρόμον της επιτάσεως της αμαρτίας με τις ποικίλες ασωτίες που ξεχυλάν στους δρόμους. Τώρα, τις λεγόμενες «Απόκριες».

Αλλά έχομε και τον άλλον τον δρόμον, τον δρόμον της μετανοίας. Όσοι αληθινά ποθούμε την επιστροφή μας, ας αρχίσομε την κάθαρση νου και καρδιάς, δια της μετανοίας και εξομολογήσεως. Και ας επαναλάβομε το κοντάκιον της ημέρας: «Τς πατρας, δξης σου, ποσκιρτσας φρνως, ν κακος σκρπισα, ν μοι παρδωκας πλοτον· θεν σοι τν το στου, φωνν κραυγζω· μαρτον νπιν σου Πτερ οκτρμον, δξαι με μετανοοντα, κα ποησν με, ς να τν μισθων σου». Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_745.mp3

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

«νθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς κα επεν νεώτερος ατν τ πατρί· πάτερ, δός μοι τ πιβάλλον μέρος τς οσίας. κα διελεν ατος τν βίον. κα μετ᾿ ο πολλς μέρας συναγαγν παντα νεώτερος υἱὸς πεδήμησεν ες χώραν μακράν, κα κε διεσκόρπισε τν οσίαν ατο ζν σώτως. δαπανήσαντος δ ατο πάντα γένετο λιμς σχυρς κατ τν χώραν κείνην, κα ατς ρξατο στερεσθαι κα πορευθες κολλήθη ν τν πολιτν τς χώρας κείνης, κα πεμψεν ατν ες τος γρος ατο βόσκειν χοίρους(:Ένας άνθρωπος είχε δύο γιους. Είπε λοιπόν ο μικρότερος γιος στον πατέρα του: “Πατέρα δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει”. Και ο πατέρας μοίρασε και στους δύο γιους την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο νεότερος γιος μάζεψε όλα όσα του έδωσε ο πατέρας του και ταξίδεψε σε χώρα μακρινή. Εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας μια ζωή άσωτη και ακόλαστη. Όταν ο νεότερος γιος ξόδεψε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, κι αυτός άρχισε να στερείται. Και ο άσωτος γιος εξαιτίας των στερήσεων και της πείνας του πήγε σ’ έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον προσέλαβε ως δούλο. Και τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους)»[Λουκ.15,11-15].

Ο άσωτος υιός ζήτησε το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογούσε, το πήρε, έφυγε στην ξενιτειά και το δαπάνησε. Έπειτα βρέθηκε σε απόλυτη στέρηση κάθε αγαθού, αλλά και σε έλλειψη των χαρισμάτων που του έδωσε ο Θεός, και κατά κάποιο τρόπο σαν να πέθαινε από πνευματική πείνα, μην έχοντας τον ουράνιο άρτο· γιατί λέγει ο Κύριος: «Οκ π᾿ ρτ μόν ζήσεται νθρωπος, λλ᾿ π παντ ήματι κπορευομέν δι στόματος Θεο(:Είναι γραμμένο στο Δευτερονόμιο ότι ο άνθρωπος δεν θα διατηρηθεί στη ζωή μόνο με τον άρτο, αλλά με κάθε προσταγή που θα εξέλθει από το στόμα του Θεού. Όταν το πει ο Θεός, και χωρίς τροφή ακόμη θα ζήσει ο άνθρωπος)»[Ματθ.4,4].

Θα μπορούσε όμως κανείς να εφαρμόσει την παραβολή και στους προερχόμενους από τον πρώην ειδωλολατρικό κόσμο πιστούς. Γιατί είπε: «Κάποιος άνθρωπος απέκτησε δύο υιούς, από τους οποίους ο ένας ήταν ενάρετος και συνετός, ενώ ο άλλος άσωτος· ο ασύνετος και άσωτος λοιπόν γιος κατασπατάλησε το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογούσε και του παραχωρήθηκε από τον πατέρα του, και έπειτα πιεζόμενος από την πείνα, κατέφυγε στα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι». Κάτι τέτοιο θα βρούμε να έχουν πάθει και εκείνοι που πλανήθηκαν. Γιατί ο Δημιουργός έδωσε εξίσου σε όλους, σαν κάποιο κλήρο, τη φυσική ικανότητα και ροπή προς το αγαθό· όμως άλλοι διατήρησαν αυτό που τους δόθηκε, ακολουθώντας τους θείους νόμους και οδηγούμενοι από λογικούς στοχασμούς που εκ φυσικής καταβολής μπορούσαν να κάνουν, σε καθετί από όσα έπρεπε να ενεργούν και που δεν τους εκτόπιζαν από την ορθή πορεία· αντίθετα κάποιοι άλλοι, αφού στερήθηκαν τελείως την ουράνια πραότητα και φροντίδα και αγάπη, κατέληξαν σε έλλειψη των καυχημάτων της άριστης ζωής, και έλαβαν ως τροφή τις ψευδολογίες των ειδωλολατρών Ελλήνων, νοούμενες εδώ ως ξυλοκέρατα, στα οποία υπάρχει βέβαια ελάχιστη γλυκύτητα, αλλά πολλή ατροφία και ξηρότητα, και φυσικά τους έβοσκε ο Σατανάς με τις ψευδολογίες των Ελλήνων και τις ανόητες ευγλωττίες των λογάδων εκείνων. Γιατί είναι μύθοι και τίποτε άλλο και κελαηδίσματα που ταιριάζουν σε γριές τα εντάλματα εκείνων. Και η σοφία του κόσμου, έχοντας ήχο δυνατό και ωραίο, είναι «χαλκς χν κύμβαλον λαλάζον(:άψυχος χαλκός που βουίζει όταν τον χτυπούν ή κύμβαλο που βγάζει μεγάλο θόρυβο χωρίς κάποια σημασία)»[Α΄Κορ.13,1].

Λοιπόν τρέφονταν βέβαια παλιά με τα ελληνικά συγγράμματα, δεν μπορούσαν όμως να έχουν καμία ωφέλεια ώστε να επιτύχουν την αρετή. Όταν όμως αναζήτησαν τον Θεό και επέστρεψαν από τη μακρά πλάνη, ως νεκροί βέβαια που ήταν αναστήθηκαν, και ως χαμένοι βρέθηκαν. Γιατί εκείνοι που βρίσκονται ακόμη στην πλάνη και δεν γνώρισαν τον από τη φύση Του Θεό, ο νους αυτών είναι νεκρός και κατά κάποιο τρόπο καταψυγμένος, φροντίζοντας για τα νεκρά έργα· και αυτά είναι τα θελήματα της σάρκας. Ενώ ο νους εκείνων που επέστρεψαν στον Θεό και γνώρισαν την αλήθεια, δεν είναι νεκρός, έχοντας εμπλουτιστεί με αναγέννηση και αναζωοδότηση από τον Χριστό, ζει μάλλον και φροντίζει για τα αγωνίσματα εκείνα που οδηγούν στην αιώνια ζωή και μακαριότητα. Και απομακρύνεται βέβαια από τα νεκρά έργα, επιθυμεί όμως και τα έργα της αιώνιας ζωής, που θα δοθεί, εννοώ, στον μελλοντικό αιώνα από τον Χριστό σε εκείνους που πίστεψαν σε Αυτόν.

Κάποιοι όμως ερμηνευτές της παραβολής θεωρούν ότι με τους δύο υιούς δηλώνονται οι άγιοι άγγελοι και εμείς οι άνθρωποι που βρισκόμαστε στη γη. Και το πρόσωπο βέβαια του μεγαλυτέρου, ο οποίος και ζει ενάρετα, συμβολίζει, κατά τη γνώμη τους, το τάγμα των αγίων αγγέλων, ενώ το πρόσωπο του νεότερου γιου, που είναι και άσωτος, συμβολίζει το ανθρώπινο γένος. Υπάρχουν επίσης κάποιοι από εμάς, οι οποίοι βαδίζουν άλλο δρόμο ερμηνείας και λένε ότι με τον μεγαλύτερο υιό και που έζησε ορθά, συμβολίζεται ο κατά σάρκα Ισραήλ, ενώ με τον άλλον, ο οποίος προτίμησε να ζει φιλήδονα και απομακρύνθηκε από τον πατέρα του, συμβολίζεται το πλήθος των εθνικών.

Εγώ όμως απορρίπτω τις αντιλήψεις αυτές, και ο φιλομαθής ας ψάξει να βρει την αλήθεια. Γιατί, όταν θεωρήσουμε ότι ο πρώτος, ο υπάκουος υιός, εικονίζει τους αγγέλους, τότε πώς είπε, μετά την επιστροφή του ασώτου αδελφού του, πικρόχολα και οργισμένα λόγια που δεν ταιριάζουν στους αγίους αγγέλους, ή πώς δεν είχε τέτοια ψυχική διάθεση όπως εκείνοι προς αυτούς που επιστρέφουν από τις αμαρτίες σε μετάνοια; Γιατί ο Σωτήρας και Κύριος των όλων λέγει ότι «χαρ γνεται νπιον τν γγλων το Θεο π ν μαρτωλ μετανοοντι(:γίνεται χαρά στους ουρανούς μπροστά στους αγγέλους του Θεού, οι οποίοι συμμετέχουν στη χαρά αυτή, για έναν αμαρτωλό που μετανοεί)»[Λουκ.15,10]· αντίθετα, ο αναφερόμενος στην εξεταζόμενη παραβολή υιός ως ευπρόσδεκτος από τον πατέρα του καθώς είχε άμεμπτη ζωή, λέγεται ότι οργίστηκε, και έφτασε σε τέτοιο βαθμό έλλειψης φιλαλληλίας, ώστε να κατηγορήσει και τον πατέρα του για τη στοργική αγάπη του προς εκείνον που σώθηκε. Γιατί «δεν θέλησε καν», λέγει, «να μπει στο σπίτι, αγανακτισμένος επειδή έγινε δεκτός μετανοημένος εκείνος που μόλις ανένηψε, και σφάχτηκε και το μοσχάρι γι΄αυτόν, και επειδή ο πατέρας οργάνωσε πανηγύρι γι΄αυτόν». Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση, όπως είπα, προς τον σκοπό των αγίων αγγέλων. Γιατί χαίρονται και δοξολογούν τον Θεό βλέποντας να σώζονται οι άνθρωποι.

Και πράγματι, όταν ο Υιός υπέμεινε στη Βηθλεέμ την κατά σάρκα γέννησή Του από γυναίκα, στους ποιμένες οι άγγελοι διαλαλούσαν το ευχάριστο μήνυμα λέγοντας: «Μ φοβεσθε· δο γρ εγγελίζομαι μν χαρν μεγάλην, τις σται παντ τ λα, τι τέχθη μν σήμερον σωτήρ, ς στι Χριστς Κύριος, ν πόλει Δαυΐδ(:Μη φοβάστε˙ χαρείτε· διότι, να, σας αναγγέλλω μια χαρμόσυνη είδηση που θα φέρει μεγάλη χαρά και σε σας και σε όλο το λαό του Θεού. Και θα είναι χαρά όλου του λαού, διότι γεννήθηκε σήμερα για σας Σωτήρας, ο οποίος ως άνθρωπος βέβαια είναι όμοιος με σας, αλλά είναι και χρισμένος με το πλήρωμα της θεότητος˙ ως Θεός όμως είναι και Κύριός σας. Και γεννήθηκε στην πόλη του Δαβίδ, προς τον οποίο δόθηκαν οι υποσχέσεις ότι από το γένος του θα προέλθει ο Χριστός)»[Λουκά 2,10-11]. Και στεφανώνοντας με υμνωδίες και δοξολογίες Εκείνον που γεννήθηκε, έλεγαν: «Δόξα ν ψίστοις Θε κα π γς ερήνη, ν νθρώποις εδοκία(:Δοξασμένος ας είναι ο Θεός στα ύψιστα μέρη του ουρανού απ’ τους αγγέλους που κατοικούν εκεί· και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη απ’ την αμαρτία και τα βίαια πάθη της, ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη· διότι ο Θεός εκδήλωσε τώρα εξαιρετικά την εύνοια και την ευαρέσκειά Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του)»[Λουκ.2,14].

Εάν πάλι κάποιος ερμηνευτής λέγει ότι με τον γνήσιο και ενάρετο υιό συμβολίζεται ο κατά σάρκα Ισραήλ, μας απομακρύνει πάλι από το να συμφωνήσουμε με τη γνώμη αυτή, το ότι με κανένα τρόπο δεν ταιριάζει στον Ισραήλ η προτίμηση να ζει άμεμπτα και ενάρετα, χωρίς να κατηγορείται. Γιατί σε ολόκληρη, που λέγει ο λόγος, τη θεόπνευστη Γραφή μπορούμε να δούμε να κατηγορούνται οι Ιουδαίοι για την απομάκρυνσή τους από το θέλημα του Θεού.

Γιατί ως αποστάτες και απείθαρχους έχει λεχθεί γι΄αυτούς με τη φωνή του Ιερεμία: «Τί εροσαν ο πατέρες μν ν μο πλημμέλημα, τι πέστησαν μακρν π᾿ μο κα πορεύθησαν πίσω τν ματαίων κα ματαιώθησαν;(:Ποιο σφάλμα βρήκαν οι πατέρες σας σε εμένα και έφυγαν μακριά από εμένα και πορεύθηκαν πίσω από τα μάταια είδωλα και κατάντησαν ανόητοι😉»[Ιερ.2,5]. Σύμφωνα επίσης με αυτά είπε κάπου γι΄αυτούς ο Θεός και με τη φωνή του Ησαΐα : «γγίζει μοι λας οτος ν τ στόματι ατο κα ν τος χείλεσιν ατν τιμσί με, δ καρδία ατν πόῤῥω πέχει π᾿ μο· μάτην δ σέβονταί με διδάσκοντες ντάλματα νθρώπων κα διδασκαλίας(:Ο λαός αυτός με πλησιάζει με τα λόγια του στόματός του, με τιμούν με τα λόγια των χειλιών τους μονάχα. Η ευσέβειά τους περιορίζεται σε υποκριτικά λόγια, η καρδιά τους όμως απέχει πολύ από Εμένα. Και με σέβονται ανώφελα, γιατί εγκαταλείπουν τη δική μου Αλήθεια και διδάσκουν διδασκαλίες και εντολές ανθρώπων)»[Ησ.29,13]. Πώς λοιπόν μπορεί κανείς σε αυτούς που είναι τόσο πολύ ένοχοι να αποδώσει τα λόγια της παραβολής, σαν να έχουν ειπωθεί από τον γνήσιο και ενάρετο υιό; Γιατί εκείνος είπε: «δο τοσατα τη δουλεύω σοι κα οδέποτε ντολήν σου παρλθον(:Να, τόσα πολλά χρόνια είμαι στη δούλεψή σου και ποτέ δεν παράκουσα κάποια προσταγή σου)». Αλλά δεν θα είχαν αξιοκατάκριτη ζωή, εάν δεν παρέβλεπαν τις θείες εντολές και δεν στρέφονταν στη διεφθαρμένη ζωή.

Άλλωστε πρέπει, νομίζω, να πούμε και το εξής: Κάποιοι θέλουν να αποδώσουν στο πρόσωπο του Σωτήρα μας τον μόσχο τον σιτευτό, τον οποίο θυσίασε ο πατέρας όταν αποφάσισε ο άσωτος υιός να επιστρέψει. Τότε πώς ο γνήσιος υιός, ο σοφός και επιστήμων και αφοσιωμένος, τον οποίον κάποιοι παρουσιάζουν ως εκπρόσωπο των αγίων αγγέλων, έκανε τη θυσία του μοσχαριού αφορμή οργής και λύπης; Γιατί δεν μπορεί κανείς να δει λυπημένες τις ουράνιες δυνάμεις όταν ο Χριστός υπέμεινε τον σαρκικό θάνατο και κατά κάποιο τρόπο σφάχθηκε από εμάς. Γιατί χαίρονταν μάλλον, όπως είπα, βλέποντας να σώζεται η υφήλιος με το άγιο Αίμα, εξαιτίας του οποίου βέβαια λέγει ο γνήσιος υιός του: «μο οδέποτε δωκας ριφον(:Παρόλα αυτά δεν μου έδωσες εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι)»[Λουκ.15,29]. Από ποιο δηλαδή αγαθό έχουν ανάγκη οι άγιοι άγγελοι; Καθόσον ο Δεσπότης των όλων έδωσε σε αυτούς πλουσιοπάροχα τη χορήγηση πνευματικών χαρισμάτων.

Ή και ποιας θυσίας είχαν ανάγκη, όσον αφορά γι΄αυτούς τους ίδιους; Γιατί δεν χρειαζόταν να πάθει ο Εμμανουήλ και γι΄αυτούς. Εάν όμως πρέπει κάποιος να νομίσει όπως είπα ήδη προηγουμένως, ότι ο κατά σάρκα Ισραήλ, σημαίνεται από τον γνήσιο και ενάρετο υιό, τότε πώς είναι αλήθεια αυτό που λέγει: «Σε εμένα δεν έδωσες ποτέ ερίφιο;». Γιατί είτε μοσχάρι είναι είτε ερίφιο το θύμα υπέρ της αμαρτίας, νοείται ο Χριστός, ο οποίος όμως δε θυσιάστηκε μόνο για τους εθνικούς, αλλά για να ελευθερώσει και τον ίδιο τον Ισραήλ, ο οποίος δέχτηκε για την παράβαση του νόμου πολλή κατηγορία. Και θα το επιβεβαιώσει ο σοφότατος Παύλος γράφοντας: «Δι κα ησος, να γιάσ δι το δίου αματος τν λαόν, ξω τς πύλης παθε(:Γι’ αυτό σύμφωνα με τον προφητικό τύπο των θυσιών που γίνονταν για άφεση των αμαρτιών, και ο Ιησούς, προκειμένου να αγιάσει με το ίδιο του το αίμα τον λαό του νέου Ισραήλ, έπαθε και θανατώθηκε έξω από την πύλη της πόλεως της Ιερουσαλήμ)»[Εβρ.13,12].

Ποιος λοιπόν άραγε είναι ο σκοπός της παραβολής; Ας εξετάσουμε προσεκτικά την αιτία για την οποία και λέχτηκε αυτή, γιατί έτσι θα μάθουμε την αλήθεια. Είπε λοιπόν ο μακάριος Λουκάς λίγο πιο πίσω, για τον Σωτήρα όλων μας Χριστό: «σαν δ γγίζοντες ατ πάντες ο τελναι κα ο μαρτωλο κούειν ατο. κα διεγόγγυζον ο Φαρισαοι κα ο γραμματες λέγοντες τι οτος μαρτωλος προσδέχεται κα συνεσθίει ατος(:Σε κάθε πόλη ή χωριό που πήγαινε ο Ιησούς, Τον πλησίαζαν όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, όχι απλώς για να δουν τα θαύματά Του από περιέργεια, αλλά από ειλικρινές ενδιαφέρον για ν’ ακούσουν τη διδασκαλία Του. Οι Φαρισαίοι όμως και οι γραμματείς γόγγυζαν μεταξύ τους και έλεγαν: ‘’Αυτός δέχεται με πολλή συμπάθεια και οικειότητα τους αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους, αθετώντας την παράδοση των πρεσβυτέρων, που μας δίδαξαν να είμαστε ευπρεπείς και να μη συναναστρεφόμαστε με τέτοιου είδους πρόσωπα’’)»[Λουκ.15,1-2]. Ενώ λοιπόν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι κραύγαζαν για την αγαθότητα και φιλανθρωπία Του και Τον κατηγορούσαν επειδή δεχόταν κάποιους που υπήρξαν βέβηλοι και αμαρτωλοί στη ζωή τους και τους δίδασκε, ο Χριστός θεώρησε πάρα πολύ αναγκαία τη διήγηση της παραβολής αυτής, με την οποία μπορούσαν να δουν καλά το εξή:· ότι δηλαδή ο Θεός των όλων θέλει, και ο αφοσιωμένος και πραγματικά γνήσιος, που γνωρίζει να ζει σεμνά και έχει τη φήμη της άκρας επιείκειας, να σπεύδει να ακολουθεί τα θελήματά Του, και γι’ αυτούς που καλούνται σε μετάνοια, έστω και αν είναι πάρα πολύ ένοχοι, να ευχαριστείται μάλλον, παρά να αισθάνεται γι΄αυτούς λύπη χωρίς φιλαλληλία.

Από κάτι τέτοιο βέβαια πάσχουμε πολλές φορές και εμείς οι ίδιοι. Γιατί ζουν ασφαλώς κάποιοι την πιο ωραία και πανάριστη ζωή, ενώ κάποιος άλλος είναι ασθενής και πάσχει πεσμένος σε κάθε είδος φαυλότητας. Αυτός πολλές φορές προς τα γηρατειά του επιστρέφει στον Θεό και ζητά συγχώρηση για τις προηγούμενες αμαρτίες του, και γίνεται εραστής των αρίστων, ή ενδεχομένως όταν πλησιάζει να τελειώσει την ανθρώπινη ζωή δέχεται και το άγιο βάπτισμα και απαλλάσσεται από τις αμαρτίες του με την ευσπλαχνία του Θεού. Και τότε πολλές φορές κάποιοι δυσφορούν γι΄αυτόν και λένε: «Αυτός που έκανε το τάδε και είπε εκείνο, δεν τιμωρήθηκε από τον Κριτή για τα όσα έκανε στη ζωή του, αλλά αξιώθηκε την τόσο λαμπρή και αξιοθαύμαστη χάρη και καταγράφηκε μεταξύ των υιών του Θεού και τιμήθηκε με τη δόξα των αγίων». Γιατί πολλές φορές αυτά τα περιφρονούν κάποιοι από απαράδεκτη μικροψυχία, μη ακολουθώντας και κατανοώντας τον σκοπό του Πατέρα όλων μας· γιατί Αυτός χαίρεται πολύ βλέποντας να σώζονται εκείνοι που έχουν χαθεί και τους επαναφέρει στην αρχική ωραιότητά τους, δίνοντάς τους την ελευθερία και στολίζοντάς τους με την αρχική στολή και περνώντας δακτυλίδι στο χέρι τους· και αυτό αποτελεί ευκοσμία που αγαπά ο Θεός και που ταιριάζει στους ελεύθερους ανθρώπους.

Πρόσεχε δηλαδή με ποιον τρόπο παρουσιάζει εξαίρετη την ωραιότητα της ψυχής, και ενεργάζεται τη λαμπρότητα της άμεμπτης ζωής. Γιατί εξωραΐζει με κάθε κόσμημα, νοητό δηλαδή και πνευματικό, τις ψυχές αυτών που Τον λατρεύουν, ώστε να λέγεται και στην καθεμιά αυτό που ψάλλεται με τη λύρα του Ψαλμωδού: «κουσον, θύγατερ, κα δε κα κλνον τ ος σου κα πιλάθου το λαο σου κα το οκου το πατρός σου· κα πιθυμήσει βασιλες το κάλλους σου, τι ατός στι Κύριός σου κα προσκυνήσεις ατ(:Άκουσε, εμένα τον πρεσβύτη, κόρη μου, εσύ που πρόκειται να γίνεις Νύμφη του Μεσσία· άκουσε τις συμβουλές μου. Δες τη δόξα του καταγλαϊσμένου περιβάλλοντός σου. Σκύψε το αυτί σου για να ακούει με προσοχή τα κελεύσματα του Βασιλιά. Και ξέχασε εντελώς τον λαό στον οποίο μέχρι τώρα ανήκες. Λησμόνησε ολοκληρωτικά το παρελθόν σου, για να αφοσιωθείς στο νέο σου οίκο και στο νέο λαό σου. Και τότε ο βασιλιάς Νυμφίος θα επιθυμήσει την πνευματική σου ομορφιά. Μην ξεχάσεις όμως ποτέ ότι αυτός δεν παύει να είναι και Κύριός σου και οφείλεις να Τον προσκυνάς)»[Ψαλμ.44,11· ερμ. απόδοση Παν. Τρεμπέλα] και τα λοιπά. Ένδυμα λοιπόν πολύτιμο και δοξασμένο πραγματικά για το ιερό και άγιο γένος είναι ο Χριστός, κόσμημα λαμπρό και υπερκόσμιο για τις ψυχές των αγίων. Γιατί λέγει: «σοι γρ ες Χριστν βαπτσθητε, Χριστν νεδσασθε(:Και είστε υιοί του Θεού, διότι όσοι βαπτισθήκατε στο όνομα του Χριστού πιστεύοντας σε Αυτόν ως σωτήρα, ντυθήκατε τον Χριστό και ενωθήκατε μαζί Του)»[Γαλ.3,27], και είναι αληθής ο λόγος.

«Κα πεθύμει γεμίσαι τν κοιλίαν ατο π τν κερατίων ν σθιον ο χοροι, κα οδες δίδου ατ(:Και επιθυμούσε ο νεότερος γιος να γεμίσει την κοιλιά του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι. Μα κανείς δεν του έδινε, διότι οι υπηρέτες που έκαναν την διανομή παρατηρούσαν με προσοχή να μην μείνουν χωρίς τροφή οι χοίροι)»[Λουκ.15,16].

Κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε να δούμε ότι κάνει και ο άσωτος, που αναφέρεται με τη μορφή παραβολής, ο οποίος είχε κατασπαταλήσει την πατρική του περιουσία και πέθαινε από την έλλειψη των ουρανίων αγαθών, και κατά κάποιον τρόπο τον κατέτρωγε η πείνα των ουρανίων μαθημάτων, και επιθυμούσε να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά περνώντας και φεύγοντας η μάταια ηδονή, τον άφηνε άδειο, και βρισκόταν σε παντελή στέρηση.

«ναστς πορεύσομαι πρς τν πατέρα μου κα ρ ατ· πάτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νώπιόν σου. οκέτι εμ ξιος κληθναι υός σου· ποίησόν με ς να τν μισθίων σου(:Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: ‘’Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό (διότι εκεί οι άγγελοι εκτελούν με ευλάβεια το θείο θέλημα, και όπως υπακούν αυτοί, έτσι αξιώνουν και όλα τα κτίσματα να υπακούν σε αυτό, και λυπούνται για την αποστασία κάθε ανθρώπου). Αμάρτησα και σε σένα διότι περιφρόνησα τη στοργή σου και δεν λογάριασα τη λύπη που δοκίμαζες όταν έφευγα μακριά σου’’)»[Λουκ.15,17, ερμ. απόδοση Παν. Τρεμπέλα].

Και ο Κύριος δηλαδή, παροτρύνοντάς μας να μιλούμε με παρρησία και να λέμε τις προσευχές μας αποκαλώντας Τον «Πατέρα», δίνει σε αυτούς που προσεύχονται να εννοήσουν ότι εφόσον ονομάζουμε τον Θεό Πατέρα και αξιωθήκαμε της τόσο λαμπρής τιμής, πρέπει και να ζούμε όπως αξίζει σε Αυτόν που μας έχει τιμήσει. Γιατί αυτό λέγει και ο μέγας Απόστολος Πέτρος: «Κα ε πατέρα πικαλεσθε(:Και εφόσον επικαλείσθε και ονομάζετε Πατέρα)», λέγει, «τν προσωπολήπτως κρίνοντα κατ τ κάστου ργον, ν φόβ τν τς παροικίας μν χρόνον ναστράφητε(:τον Θεό, ο οποίος αμερόληπτα και χωρίς να κάνει διακρίσεις σε πρόσωπα κρίνει τον καθένα μας σύμφωνα με το σύνολο των πράξεών του, έχετε καθήκον να ζείτε και να συμπεριφέρεστε με φόβο Θεού όλα τα χρόνια της ζωής σας επάνω στη γη, τα οποία είναι χρόνια ξενιτείας· διότι η γη δεν είναι η αληθινή και παντοτινή πατρίδα σας)»[Α΄Πετρ.1,17].

Ίσως όμως πεις μέσα σου: «Έχω κηλιδωθεί με πολλές αμαρτίες. Πώς λοιπόν θα γίνω καθαρός εγώ που είμαι τόσο πολύ μολυσμένος;». Άκουσε λοιπόν και τις δικές μας σκέψεις: Γνωρίζεις γενικά ότι έχεις αμαρτήσει; Ομολογείς την αδυναμία σου; Θυμάσαι τα ολισθήματά σου; Βρίσκεσαι κοντά στη σωτηρία· γιατί αρχή της κάθαρσης είναι η ομολογία των αμαρτιών. Έτσι και έχει γραφεί: «Λέγε σ τς νομίας σου πρτος, να δικαιωθς(:Λέγε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς)»[Ησ. 43,26].Γιατί ο Δεσπότης των όλων δεν είναι σκληρός, ούτε άσπλαχνος, αλλά μάλλον και φιλεύσπλαχνος, και αγαθός και γνωρίζει τη φύση μας. Γιατί είναι μεγάλο πράγμα και η ομολογία και η αποφυγή του κακού. Έτσι έγινε δεκτός ο άσωτος.

Αλλά ποιος είναι ο μόσχος ο σιτευτός παρά οπωσδήποτε ο Χριστός, το άμεμπτο σφάγιο, Αυτός που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου, αυτός που θυσιάζεται και τρώγεται; Κατά το ότι δηλαδή έλαβε την άλογη φύση και την κτηνώδη σάρκα, αν και τη γέμισε με τα δικά Του καυχήματα, θεωρείται μόσχος, που δεν γνώρισε βέβαια τον ζυγό του νόμου της αμαρτίας, αλλά ήταν σιτευτός, γιατί πριν από τη δημιουργία του κόσμου είχε προορισθεί το μυστήριο του Χριστού, η γεμάτη φρίκη και μεγάλη θυσία, στην οποία επιθυμεί να λάβουν μέρος όσοι επιστρέφουν από την αμαρτία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις πομνηματική ες τό κατά Λουκάν Εαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία».

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

  • Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «πόμνημα ες τό κατά Λουκάν Β΄», κεφάλαιο 15ο, σελ. 79-91.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Παν. Τρεμπέλα,Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (Στην παραβολή του Ασώτου)

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πνευματικά Γυμνάσματα

Μελέτη ΙΕ΄: Στην παραβολή του Ασώτου

Α΄: Αυτός αναχώρησε από τον οίκο του πατέρα του

Β΄: Ποια ζωή έζησε μετά την αναχώρηση

Γ’: Ποια επιστροφή έδειξε.

Α΄

Σκέψου, αδελφέ, την αναχώρηση, που έκανε εκείνος ο άσωτος υιός από τον οίκο του πατέρα του, όπως διηγείται ο ιερός Λουκάς[Λουκ. 15,11-32], με την οποία αναχώρηση φάνηκε στ’ αλήθεια σαν ένας νέος χωρίς μυαλό και νου, διότι τι του έλειπε, όταν ήταν στο πατρικό σπίτι και βρισκόταν κάτω από την προστασία του γλυκύτατου πατέρα του; Αυτός βρισκόταν κάθε ημέρα μέσα στην πατρική αγκάλη, είχε ό,τι χρειαζόταν, τον υπηρετούσαν όλοι οι δούλοι, είχε τα χάδια και τις τιμές ως κληρονόμος της πατρικής περιουσίας και σχεδόν αναγνωριζόταν ως κύριος και εξουσιαστής κάθε πράγματος, ώστε μπορούσε να έχει κάθε λόγο να λέει εκείνο το ψαλμικό: «Πλησθησόμεθα ν τος γαθος το οκου σου(:Θα μας χορτάσουν τα πλούσια αγαθά του οίκου σου)»[Ψαλμ. 64,5].Αλλά η επιθυμία της πλανεμένης ελευθερίας, από εκεί που ήταν τέκνο και κληρονόμος, τον έκανε να επιθυμεί να γίνει δούλος και μισθωτός.

Άρχισε, λοιπόν, να ενοχλείται από τη βασιλική και ελεύθερη ζωή, που είχε κάτω από την υπακοή του πατέρα του· άρχισε να επιθυμεί να ζει σύμφωνα με το θέλημά του και να ικανοποιεί τη διάθεσή του, όπως την ικανοποιούν οι άλλοι, και αυτή η ενόχληση και επιθυμία, τον παρακίνησαν να ζητήσει συγκατάθεση από τον Πατέρα του, για να φύγει από τον πατρικό οίκο και τον συμβούλευσαν να ζητήσει το μερίδιο από εκείνη την κληρονομιά που αναλογούσε ολόκληρη σ’ αυτόν: «Πάτερ, δός μοι τ πιβάλλον μέρος τς οσίας(:Πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας, που μου αναλογεί)»[Λουκ. 15,12]. Ο πατέρας δεν θέλησε να τον εμποδίσει από αυτήν την κίνηση, αλλά τον άφησε να αναχωρήσει, για να μάθει με τη δοκιμή και τη στέρηση, ποια αγαθά απολάμβανε, όταν ήταν στον οίκο του πατέρα του και τα καταφρόνησε, όπως ερμηνεύει ο θείος Χρυσόστομος: «Γι΄αυτό τον άφησε ο Πατέρας και δεν τον εμπόδισε να μεταβεί στην ξένη χώρα, για να μάθει με την πείρα καλά, πόσες ευεργεσίες είχε μένοντας στο πατρικό του σπίτι»(Λόγ. Α΄περί Μετανοίας). Και επειδή ο πατέρας του δεν μπορούσε να τον πείσει με τον λόγο, για να παραμείνει στον οίκο του, άφησε να τον πείσουν αυτά τα πράγματα και τα παθήματα· «Πολλές φορές ο Θεός, όταν με τα λόγια δεν πείθει, τότε αφήνει τη διδασκαλία στην εμπειρία των καταστάσεων», λέει ο Χρυσορρήμων (ό.π.), «όπως έχει γραφεί: «Παιδεύσει σε ποστασία σου, κα κακία σου λέγξει σε(: Η απομάκρυνσή σου από εμένα θα σε καταδικάσει και η ασέβεια θα σε τιμωρήσει)[Ιερ. 2,19]· διότι και ο Αδάμ, όταν ήταν μέσα στον παράδεισο, δεν γνώριζε την ευδαιμονία που είχε, από τότε όμως που εξορίσθηκε από αυτόν, τότε τη γνώρισε».

Γι’ αυτό, λοιπόν, ο πατέρας διαμοίρασε σε αυτούς την περιουσία του, «κα διελεν ατος τν βίον(:και μοίρασε σε αυτούς την περιουσία του)·κα μετ᾿ ο πολλς μέρας συναγαγν παντα νεώτερος υἱὸς πεδήμησεν ες χώραν μακράν(:και μετά από λίγες ημέρες ο νεότερος υιός, αφού πήρε όλη του την περιουσία, έφυγε σε μακρινή χώρα)»[Λουκ.15,12-13].

Αυτή η κατανυκτική παραβολή, αδελφέ, είναι μια ζωντανή εικόνα εκείνου του κακού, που εσύ έπραξες, απομακρυνόμενος από την υποταγή του Θεού σου με την αμαρτία. Αχ! Και ποιος ήταν πλουσιότερος από εσένα άθλιε, πριν να χάσεις την αθωότητα και να αμαρτήσεις; Ποιος άλλος ήταν ευγενέστερος από σένα; Ποιος ωραιότερος και λαμπρότερος; Για σένα ήταν προετοιμασμένη όλη η κληρονομιά του παραδείσου, την οποία μετά από λίγο θα αποκτούσε πληρέστατα και της οποίας είχες τώρα την κυριότητα. Σε σένα ήταν δοσμένο το χάρισμα της υιοθεσίας, με την οποία ήσουν υιός Θεού και ο πλουσιότερος από όλους που κατοικούν στην Ανατολή, καθώς είναι γραμμένο για τον Ιώβ : «Κα ν νθρωπος κενος εγενς τν φ᾿ λίου νατολν(:Και έτσι ο άνθρωπος εκείνος ήταν ένας από τους πολύ διακεκριμένους ανθρώπους των ανατολικών εκείνων χωρών)»[Ιώβ,1,3].Είχες την ωραιότητα και την ομορφιά, την οποία σου προξενεί η αθωότητα και αναμαρτησία και έπειτα, ποιος θησαυρός δεν ήταν για σένα η αγιαστική χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία είναι το μεγαλύτερο χάρισμα, που μπορεί να δώσει ο Θεός προς ένα κτίσμα σε αυτήν την ζωή;

Μέσα από αυτήν ήσουν αγαπημένος από τους αγγέλους, σύντροφος με τους αγίους, ναός έμψυχος της θεότητας, όπως λέει ο θείος Παύλος: «ρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ(:Άρα δεν είστε πλέον ξένοι, όπως προηγουμένως, και προσωρινοί πολίτες της Εκκλησίας του Χριστού, αλλά είστε συμπολίτες όλων των αγίων, και οικιακοί του Θεού)»[Εφ.2,19].Αυτή η χάρις κατοικούσε σε σένα πάντοτε, αυτή σε κυβερνούσε, αυτή σε παρηγορούσε ως φιλόστοργη μητέρα με τις ουράνιες γλυκύτητες, με το ακατηγόρητο της συνειδήσεως και με τα θεία της μυστήρια· αυτή σε κρατούσε συχνά ως υιό μονογενή στις αγκαλιές της πρόνοιάς της. Αλλά εσύ, όντας νέος, που έπασχε από άγνοια, καταφρόνησες όλα αυτά και θέλησες να κακομεταχειρισθείς χωρίς κανένα όφελος την ελευθερία του αυτεξουσίου σου, για να ζεις σύμφωνα με τις επιθυμίες σου, αντί να το χρησιμοποιήσεις, για να υποτάσσεσαι με πολύ μισθό στον ουράνιο Πατέρα σου και σκέφθηκες εσφαλμένα, ότι θα κάνεις ένα μεγάλο κέρδος, αν απομακρυνθείς από τον Θεό και Πατέρα σου.

Ω σκέψη ανόητη, η οποία σου έφερε αντίστροφα τα πράγματα, διότι όταν ήσουν διαταζόμενος και υπήκοος, τότε ήσουν στ’ αλήθεια αυτεξούσιος και ελεύθερος· και όταν φάνηκες πως είσαι αυτεξούσιος και ελεύθερος, τότε έγινες στ’ αλήθεια δούλος και εξουσιαζόμενος. Ω και να ήταν δυνατόν να έμπαινε κανείς στην καρδιά σου, αδελφέ, και να την κάνει να αισθανθεί το μεγάλο σκοτάδι της άγνοιας, που την κυρίεψε και σε έκανε να υπολογίζεις τα κτίσματα περισσότερο από τον Κτίστη, να νομίζει βαρύ και σκληρό φορτίο τον ελαφρύ και γλυκό ζυγό της υποταγής σε αυτόν τον φιλοστοργότατο Πατέρα σου : « γρ ζυγός μου χρηστς κα τ φορτίον μου λαφρόν στιν(:Διότι ο ζυγός της υπακοής σε μένα και τη διδασκαλία μου είναι απαλός και ωφέλιμος σ’ αυτόν που τον σηκώνει˙ και το φορτίο των υποχρεώσεων και καθηκόντων που θέτω εγώ πάνω στους πιστούς μου είναι ελαφρύ)»[Ματθ.11,30] και να νομίζεις για ελευθερία σου εκείνο που είναι αληθινά αιχμαλωσία σου, καθώς είναι γραμμένο σχετικά με την Ιερουσαλήμ «ντ λευθέρας γένετο ες δούλην(:από ελεύθερη έγινε δούλη)»[Α’ Μακαβ. 2,11]. Και όπως λέει ο Παύλος: «τε γρ δολοι τε τς μαρτίας, λεύθεροι τε τ δικαιοσύν. τίνα ον καρπν εχετε τότε φ᾿ ος νν παισχύνεσθε; τ γρ τέλος κείνων θάνατος(:Άλλοτε, όταν ήσασταν υπόδουλοι στην αμαρτία, ήσασταν μεν ελεύθεροι ως προς τη δικαίωση και την αρετή, που θέλει ο Θεός, αλλά ποιο καρπό, ποιο κέρδος και ωφέλεια είχατε τότε από τα έργα της αμαρτίας, για τα οποία τώρα ντρέπεστε κάθε φορά που τα ενθυμείσθε; Διότι η κατάληξη εκείνων είναι ο αιώνιος πνευματικός θάνατος)»[Ρωμ. 6,20-21].

Όμως έστω και τώρα τίναξε το παχύ σκοτάδι και την πλάνη από τον νου σου και αναλαμβάνοντας τη φρόνηση που έχασες, γνώρισε πως δεν υπάρχει άλλη ελευθερία, όπως το να υποτάσσεσαι με όλη την τελειότητα στον Θεό και όπως το να αφήνεις τον εαυτό σου να κυβερνάται από τη θέληση του ουράνιου Πατέρα σου, όπως σου το λέει ο Παύλος: «Νυν δ λευθερωθέντες π τς μαρτίας δουλωθέντες δ τ Θε χετε τν καρπν μν ες γιασμόν, τ δ τέλος ζων αώνιον(:Τώρα λοιπόν που αποκτήσατε την ελευθερία και απαλλαχτήκατε από τη δουλεία της αμαρτίας, υποδουλωθήκατε δε θεληματικά στον Θεό, έχετε ως καρπό την προκοπή στην αγιότητα, τελικό δε και αναφαίρετο κέρδος την αιώνια ζωή)»[Ρωμ. 6,22].

Βδελύξου την ανοησία, που έκανες και αναχώρησε από αυτό το βασιλικό παλάτι του Πατέρα σου, ομολογώντας το σφάλμα σου και πάρε την απόφαση για όλη σου τη ζωή,να μη βγεις πλέον από τον οίκο σου, ούτε από την υπακοή των εντολών Του. Αλλά επειδή και μόνο του φυσικού υιού γνώρισμα είναι να κατοικεί πάντοτε στον οίκο του πατέρα του και όχι του δούλου, όπως είσαι εσύ, παρακάλεσε τον μονογενή Υιό του να κάνει και σένα θετό υιό του Πατέρα του και να σε ελευθερώσει από τη δουλεία της αμαρτίας, για να μπορείς να μένεις παντοτινά και εσύ σαν υιός στην ουράνια οικία του Πατέρα Του, όπως σου το υπόσχεται ο ίδιος λέγοντας: « Ὁ δέ δολος ο μένει ν τ οκί ες τν αἰῶνα· υἱὸς μένει ες τν αἰῶνα. ἐὰν ον υἱὸς μς λευθερώσ, ντως λεύθεροι σεσθε (:Ο δούλος όμως δεν παραμένει για πάντα στην οικία του Κυρίου του ως κληρονόμος και παντοτινός κάτοχος˙ διότι δεν έχει δικαιώματα σ’ αυτήν και εκδιώκεται απ’ αυτήν όταν καταστεί ανεπιθύμητος. Αντίθετα ο γιος μένει για πάντα στην οικία του πατέρα του, επειδή κληρονομεί όλα τα δικαιώματα του πατέρα του. Εάν λοιπόν ο μονογενής Υιός του Θεού σας χαρίσει την ελευθερία, τότε θα είστε πράγματι ελεύθεροι και θα αποκτήσετε την αληθινή ελευθερία της ψυχής)»[Ιω.8,35].

Β΄

Σκέψου, αγαπητέ, τη δυστυχισμένη ζωή, που έζησε αυτός ο πτωχός και άγνωστος νέος έξω από την οικία του Πατέρα του και τις ζημιές που έλαβε, οι οποίες συνολικά ήταν τέσσερις. Η πρώτη ζημιά ήταν, που καταξόδευσε κακώς όλο το μερίδιο της περιουσίας του˙ η δεύτερη, που τοποθετήθηκε να ζει κάτω από έναν αφέντη πολύ σκληρό˙ η τρίτη, που τοποθετήθηκε στο πλέον μηδαμινό έργο, δηλαδή να βόσκει χοίρους, ζώα ακάθαρτα˙ η τέταρτη που κατάντησε σε τόση πείνα, ώστε του έλειπε εκείνο που δεν έλειπε από την αγέλη των χοίρων. Αλλά και κάθε αμαρτωλός άνθρωπος παθαίνει όλες αυτές τις ζημιές και ακόμη ασύγκριτα μεγαλύτερες˙ διότι πρώτα στερείται ο τρισάθλιος τη φιλία του Θεού και μαζί με αυτήν στερείται και τα ουράνια αγαθά, διασκορπίζοντας στα υλικά πράγματα τον νου του, ο οποίος είναι η καθεαυτό και η κυριότερη περιουσία του ανθρώπου, κατά τον Θεσσαλονίκης θεόπνευστο Γρηγόριο που λέει: «Ουσία και περιουσία μας είναι ο έμφυτος νους. Έως ότου εμμένουμε στους τρόπους της σωτηρίας μας, τον έχουμε συγκεντρωμένο στον εαυτό μας και στον πρώτο και ανώτατο νου, τον Θεό˙ όταν όμως ανοίξουμε πόρτα στα πάθη, αμέσως σκορπίζεται περιπλανώμενος διαρκώς γύρω από τα σαρκικά και γήινα»(αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγος ες τήν παραβολήν το σώτου).

Δεύτερον, υποτάσσεται στον μεγαλύτερο εχθρό του ,ο οποίος είναι ο διάβολος, κατά τον Χρυσόστομο. Τρίτο, λησμονεί την ευγένεια, που έλαβε στο θείο Βάπτισμα˙ καταφρονεί την ανατροφή που αξιώθηκε να λάβει στην αγία Εκκλησία, τρεφόμενος με τα ιερά μυστήρια˙ απορρίπτει την υιοθεσία του Θεού και μεταχειρίζεται ο δυστυχής την αισχρότερη εργασία, που υπάρχει στον κόσμο, όπως το να βόσκει χοίρους, δηλαδή όχι μόνο να κυλιέται σαν χοίρος μέσα στον βόρβορο των κτηνωδών ηδονών και ορέξεων της σάρκας, αλλά και σε άλλους να γίνεται διδάσκαλος των αισχρών αυτών πράξεων, σύμφωνα με την ερμηνεία του αγίου Θεοφύλακτου. Τέταρτο δε και τελευταίο, διότι και σ’ αυτήν την αισχρή πράξη βρισκόμενος, δεν μπορεί ο ελεεινός καθόλου να ικανοποιήσει και να χορτάσει την επιθυμία του, αλλά όσο περισσότερο τρώει μία τέτοια αισχρή τροφή της αμαρτίας, τόσο περισσότερο του αυξάνει η πείνα και του λείπει εκείνο,που περισσεύει μέχρι και στα ζώα του κάμπου. «Αυτός που συνήθισε σ’ αυτά, δεν μπορεί να τα χορτάσει· γιατί η ηδονή δεν παραμένει, αλλά συγχρόνως γίνεται και απογίνεται και παραμένει πάλι κενός ο ελεεινός», λέει ο ιερός Θεοφύλακτος(ρμηνεία ες τήν το σώτου παραβολήν). Και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος λέει σ’ αυτήν την παραβολή: «Δεν μπορούσε να χορτάσει την επιθυμία του· γιατί; Διότι η φύση του σώματος δεν επαρκεί, να ικανοποιήσει τις ορμές του ακόλαστου». Ω συμφορά! Ω δυστυχία αξιοδάκρυτη!

Πες μου τώρα, εσύ συναμαρτωλέ, δεν τα έπαθες όλα αυτά με την πράξη, αφού αμάρτησες; Γιατί, λοιπόν, δεν μαθαίνεις με τα δικά σου έξοδα και με τα παθήματα που έπαθες, να βδελύσσεσαι την αθλιότητά σου και να φεύγεις από έναν τόπο άκαρπο και στερημένο από κάθε καλό; Δε δοκίμασες έμπρακτα ότι όσοι απομακρύνονται από τον Θεό όλοι χάνονται; Καθώς είναι γραμμένο: «τι δο ο μακρύνοντες αυτος π σο πολονται(:Ιδού, αυτοί οι οποίοι απομακρύνονται από σένα, θα καταστραφούν)»[Ψαλμ. 72,27],γιατί δε φεύγεις μία ώρα νωρίτερα από τα χέρια ενός κυρίου τόσο απάνθρωπου και σκληρού, που δε χαίρεται για άλλο παρά για τη δική σου απώλεια; Ποια ειρήνη έχει ποτέ ο χοίρος με τον σκύλο; «Τίς ερήνη αίν πρς κύνα;(:Ποια ειρήνη θα έχει η ύαινα με τον σκύλο;)»[Σειράχ 13,18]· ή ποια ειρήνη θα έχεις εσύ με τέτοιον τυραννικό κύριο;

Νομίζεις ότι θα βρεις ανάπαυση καμία φορά όντας έξω από το θέλημα του Θεού; Νομίζεις ότι θα βρεις κάποιο καλό έξω από το σπίτι του ουράνιου πατέρα σου; Ω, τυφλός και πλανεμένος που είσαι! Και ποιος έκανε ποτέ πόλεμο με τον Θεό και στάθηκε ειρηνικός στον εαυτό του; «Τίς σκληρς γενόμενος ναντίον ατο πέμεινεν;(:Ποιος θα πάει ενάντια στον Θεό και δε θα ζημιωθεί;)»[Ιώβ. 9,4].Γι’ αυτό λοιπόν εάν εσύ ζητάς να έχεις ειρήνη με την αμαρτία και με τους εχθρούς του Θεού, τους δαίμονες, γνώριζε, ότι ο Θεός και η συνείδησή σου δεν θα σταματήσουν να σε πολεμούν και η ειρήνη σου δεν θα είναι ειρήνη, αλλά αληθινός πόλεμος. «Ερήνη – ερήνη. Κα πο στιν ερήνη;(:Ειρήνη, ειρήνη και πού είναι η ειρήνη😉»[Ιερεμ. 6,14]. Αλλά εάν αντιθέτως έχεις ειρήνη με τον Θεό και με την αρετή, γνώριζε ότι αυτή είναι η αληθινή σου ειρήνη, την οποία δεν μπορεί να ταράξει κανένας πόλεμος· «συχάσεις γάρ, κα ο σται πολεμν σε· μεταβαλόμενοι δ πολλοί σου δεηθήσονται(:εάν εσύ έχεις καθαρή την καρδιά σου,θα απολαμβάνεις ησυχία και ειρήνη, διότι κανείς δεν θα υπάρξει, που να σε επιβουλεύεται και να σε πολεμεί)»[Ιώβ,11,19].

Πώς λοιπόν εσύ μόνος ζητείς να βρεις εκείνο, που δε βρήκε μέχρι τώρα κανείς άλλος αμαρτωλός; Πώς εσύ θέλεις να αμαρτάνεις και έπειτα θέλεις να μη σε ελέγχει η συνείδησή σου αλλά να σε κολακεύει, ότι κάνεις καλά, η οποία συνείδηση σε όλους τους άλλους αμαρτωλούς είναι κατήγορος και μάρτυρας και κριτής και δήμιος; Βγάλε, λοιπόν, βγάλε από τον νου σου αυτό που φαντάσθηκες να βρεις και να είσαι βέβαιος, ότι δε θα κάνεις ποτέ αληθινό καλό, παρά μόνο όταν υποτάσσεσαι ολωσδιόλου στα προστάγματα του Θεού και πάρε τέλεια απόφαση από τώρα και στο εξής να αλλάξεις και την γνώμη και τον τρόπο της ζωής σου, και να προτιμάς καλύτερα να πεθάνεις παρά να χωρισθείς άλλη μία φορά από τον ουράνιο οίκο του Πατέρα σου και να θελήσεις ξανά να κατοικήσεις στην κατοικία των δαιμόνων και των αμαρτωλών, λέγοντας με τον Δαβίδ: «ξελεξάμην παραῤῥιπτεσθαι ν τ οκ το Θεο μου μλλον οκεν με ν σκηνώμασιν μαρτωλν(:Προτίμησα περισσότερο να είμαι παραπεταμένος στον οίκο του Θεού μου παρά να κατοικώ στα ανάκτορα των αμαρτωλών)»[Ψαλμ.83,11]. Και παρακάλεσε τον Κύριο, ότι αν τυχόν και καμιά φορά θελήσεις να χρησιμοποιήσεις κακώς την ελευθερία του αυτεξουσίου και να ζητήσεις να βγεις έξω από τον οίκο του, να σου κλείσει τον δρόμο με αγκάθια, δηλαδή με τις θλίψεις, τις δυστυχίες και τις ασθένειες, ώστε αναγκαστικά να επιστρέψεις αμέσως πίσω, όπως είναι γραμμένο από τον Ψαλμωδό: «Μ γίνεσθε ς ππος κα μίονος, ος οκ στι σύνεσις, ν κημ κα χαλιν τς σιαγόνας ατν γξαις τν μ γγιζόντων πρς σέ(:Λοιπόν εσείς οι άνθρωποι μη γίνεστε όμοιοι με τον ίππο και τον ημίονο, στους οποίους δεν υπάρχει καθόλου σύνεση. Και όπως με σιδερένιο φίμωτρο και χαλινάρι συσφίγγονται οι σιαγόνες των άγριων αυτών ζώων, έτσι και Εσύ, Κύριε, ας σφίξεις με το χαλινάρι των θλίψεων και με τις πολλές τιμωρίες ας περιορίσεις τους αμαρτωλούς, οι οποίοι μένουν αμετανόητοι και δεν θέλουν να πλησιάσουν προς Εσένα)»[Ψαλμ. 31,9].

Γ΄

Σκέψου, αγαπητέ, την επιστροφή του δυστυχισμένου νέου στο πατρικό σπίτι και τα αίτια, που τον παρακίνησαν, τα οποία ήταν τρία· το πρώτο ήταν διότι στοχάστηκε με προσοχή την αθλιότητα της καταστάσεώς του· τα δεύτερο διότι σύγκρινε την αθλιότητά του με την ευτυχία εκείνων, που κατοικούσαν στον πατρικό του οίκο και τρίτο, διότι έλαβε μία ζωντανή ελπίδα, ότι θα τον συγχωρήσει ο πατέρας του, όπως τόσες άλλες φορές τον συγχώρησε· και έτσι επιστρέφοντας επέτυχε την ποθούμενη συγχώρηση· «τι δ ατο μακρν πέχοντος εδεν ατν πατρ ατο κα σπλαγχνίσθη, κα δραμν πέπεσεν π τν τράχηλον ατο κα κατεφίλησεν ατόν(:και ενώ βρισκόταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίσθηκε. Έτρεξε τότε για να τον προϋπαντήσει, έπεσε στον τράχηλό του, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε με στοργή)»[Λουκ.15,20].

Όλα αυτά είναι ανάγκη να τα κάνεις και εσύ , αδελφέ, με πολλή φροντίδα και να έλθεις στον εαυτό σου, όπως λέει ο Προφήτης: «Μνήσθητε τατα κα στενάξατε, μετανοήσατε ο πεπλανημένοι, πιστρέψατε τ καρδί(:Μετανοήστε οι αποστάτες και επιστρέψτε με όλη σας την καρδιά στον Θεό)»[Ησ. 46,8], συλλογιζόμενος με προσοχή τη μεγάλη δυστυχία, που παθαίνει η ψυχή σου, όταν βρίσκεται μακριά από την χάρη του Θεού. Μη θελήσεις να κάνεις και εσύ σαν εκείνους τους δούλους, οι οποίοι, αφού σκληρύνει το δέρμα τους, δεν αισθάνονται το ραβδί του αφέντη τους· ούτε να φθάσεις και εσύ να ονομάζεις ειρήνη το αποκορύφωμα όλων των κακών, που δοκιμάζεις, όπως έχει γραφτεί: «Ετ᾿ οκ ρκεσε τ πλανσθαι περ τν το Θεο γνσιν, λλ κα μεγάλ ζντες γνοίας πολέμ τ τοσατα κακ ερήνην προσαγορεύουσιν(:Έπειτα, σαν να μην ήταν αρκετό γι’ αυτούς να πλανώνται στην περί του αληθινού Θεού γνώση, περιέπεσαν και σε άλλα κακά. Ζώντας εξαιτίας της αγνοίας τους αυτής σε διαρκή πόλεμο με τον εαυτό τους και με τους άλλους, ονομάζουν ειρήνη τις τόσες και τέτοιες συμφορές τους)»[Σοφ. Σολ. 14,22].

Δεν ξέρεις πόσες ενοχλήσεις δοκιμάζουν οι ταλαίπωροι αμαρτωλοί, που είναι μακριά από τον Θεό; Δεν ξέρεις πόσες δυσκολίες έχουν; Πόσες στενοχώριες; Πόση λύπη και πόνο στην καρδιά; Γιατί έχουν στερηθεί τη θεία χάρη; Γιατί δεν κοινωνούν τα άχραντα μυστήρια; Και γιατί δεν απολαμβάνουν αοράτως τις βοήθειες από τον Θεό; Και εσύ γιατί μένεις αναίσθητος σε όλες αυτές τις ζημιές; Δεν γνωρίζεις πως μία μόνο ζημιά από αυτές και μάλιστα η στέρηση των μυστηρίων, είναι μία ανυπόφορη ζημιά και ένας αληθινός θάνατος της ψυχής; Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος στον νέο Κανόνα του «θάνατο» και «μάχαιρα» ονομάζει τη στέρηση της Θείας Κοινωνίας και την καθαίρεση.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι δεν ήλθες ακόμα στον εαυτό σου, αλλά βρίσκεσαι ακόμη έξω από τον εαυτό σου· και γι’ αυτό και έλεγε: «Πόσοι μίσθιοι το πατρός μου περισσεύουσιν ρτων, γ δ λιμ πόλλυμαι;(: Πόσοι μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου έχουν άφθονο και περίσσιο ψωμί, ενώ εγώ κινδυνεύω να πεθάνω από την πείνα;)»[Λουκ. 15,17],όπως βεβαιώνει και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος λέγοντας: «Εκείνος αν και στερήθηκε, αφού απομακρύνθηκε από τον κοινό Πατέρα και τροφέα και Δεσπότη, όταν έπεσε σε λιμό ισχυρό και αισθάνθηκε καλά τη στέρηση, μετανόησε και επέστρεψε και ζήτησε και πάλι έτυχε της θείας και ακήρατης τροφής»(Λόγος εις την αυτήν παραβολήν). Εσύ, όμως, αδελφέ, και πεινάς και την πείνα που υποφέρεις δεν αισθάνεσαι· γι’ αυτό λοιπόν, πάσχεις και συγχρόνως διπλό το κακό και διπλή η ζημία· επειδή κινδυνεύεις να πεθάνεις από την πείνα όχι άρτου και νερού, αλλά από πείνα λόγου Θεού, καθώς είναι γραμμένο : «δο μέραι ρχονται, λέγει Κύριος, κα ξαποστελ λιμν π τν γν, ο λιμν ρτων οδ δίψαν δατος, λλ λιμν το κοσαι τν λόγον Κυρίου(:Να, έρχονται ημέρες, λέει ο Κύριος, και θα στείλω μεγάλη ανέχεια στη γη. Οι άνθρωποι θα πεινάνε, αλλά όχι για ψωμί και δεν θα διψάνε για νερό, αλλά θα πεινάνε για να ακούσουν λόγο Θεού)»[Αμώς.8,11].

Και όμως, ποια επιθυμία δείχνεις στο να πηγαίνεις συχνά να ακούς τα λόγια των δασκάλων, που σου κηρύττουν τον λόγο του Θεού, για να χορτάσεις την πείνα σου· επειδή κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο: «Άρτος αγγέλων ο λόγος του Θεού, με τον οποίον τρέφονται ψυχές που πεινούν τον Θεό». Εσύ να ακούς τον λόγο του Κυρίου, που σε προστάζει να ερευνάς τις Γραφές, για να βρεις σε αυτές την αιώνια ζωή: «ρευντε τς γραφάς, τι μες δοκετε ν ατας ζων αώνιον χειν· κα κεναί εσιν α μαρτυροσαι περ μο· κα ο θέλετε λθεν πρός με να ζων χητε(:Εσείς εξετάζετε με προσκόλληση στο εξωτερικό γράμμα τις Άγιες Γραφές, διότι νομίζετε ότι μόνο με την ανάγνωση και την εξέταση αυτή θα έχετε ζωή αιώνια. Κι όμως εκείνες είναι που μαρτυρούν για μένα. Δυστυχώς όμως, παρά τη μαρτυρία των Γραφών, δεν θέλετε να έλθετε κοντά μου, για να έχετε ζωή αιώνια)»[Ιω.5,39-40]· και όμως πότε πιάνεις βιβλίο στα χέρια σου για να διαβάσεις; Πότε μελετάς τον νόμο του Κυρίου, για να οδηγηθείς με αυτόν στην σωτηρία σου, όπως παραγγέλλει ο Παύλος: «π βρφους τ ερ γρμματα οδας, τ δυνμεν σε σοφσαι ες σωτηραν(:Από μικρό παιδί γνωρίζεις τις άγιες Γραφές, οι οποίες μπορούν να σου μεταδώσουν την αληθινή σοφία, που οδηγεί στη σωτηρία με την πίστη στον Ιησού Χριστό)»[Β΄Τιμ.3,15].

Εσύ γνωρίζεις ότι άρτος αληθινός και τροφή της ψυχής και του σώματος είναι το ζωοποιό σώμα και το αίμα του Κυρίου, όπως το λέει μόνος Του: «γώ εμι ρτος ζν κ το ορανο καταβάς· άν τις φάγ κ τούτου το ρτου, ζήσεται ες τν αἰῶνα. κα ρτος δ ν γ δώσω, σάρξ μού στιν(:Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκα από τον ουρανό κι έχω μέσα μου ζωή που τη μεταδίδω και στους άλλους. Όποιος φάει από τον άρτο αυτό θα ζήσει αιώνια. Επιπλέον, ο άρτος που θα δώσω στους πιστούς για να τον κοινωνούν και να τρέφονται μ’ αυτόν, είναι η ανθρώπινή μου φύση, την οποία εγώ θα προσφέρω θυσία για να ζωοποιηθεί ολόκληρος ο κόσμος)»[Ιωάν.6,51]· και όμως ποια προθυμία ή ποια αγάπη έχεις στο να προετοιμάζεσαι συνεχώς και να μεταλαβαίνεις αυτόν τον Θείο Άρτο(όταν δεν έχεις εμπόδιο) για να χορτάσεις και να ζήσεις αιώνια; Γι’ αυτό λοιπόν όπως ένας ασθενής, όταν είναι νηστικός για πολύ καιρό και δεν έχει όρεξη να φάει, δείχνει έτσι σημείο θανάτου, έτσι και εσύ, αδελφέ, με την ανορεξία αυτή, που έχεις στο να τρως τον νοητό και πνευματικό άρτο, τόσο του λόγου του Θεού, όσο και του σώματος του Κυρίου, δείχνεις σημάδι ότι κινδυνεύεις να πεθάνεις ολότελα ψυχικά.

Γι’ αυτό σύνελθε, αγαπητέ, σύνελθε· πώς και με ποιον τρόπο; Εγώ θα σου πω· εάν αγωνίζεσαι πάντοτε να συγκεντρώνεις όλο τον νου σου μέσα στην καρδιά σου και δεν τον αφήνεις να διασκορπίζεται με τις αισθήσεις σου στα πράγματα του κόσμου, τότε θα συνέλθεις· τότε θα δεις νοερά εκεί μέσα τα πάθη που σε κυρίεψαν και σε κυριεύουν, τα οποία προηγουμένως δε γνώριζες καθόλου· τότε θα δεις τους νοητούς εχθρούς, πώς σε πολεμούν ακατάπαυστα· και απλά να πούμε τότε θα γνωρίσεις το κέρδος ή τη ζημιά που έπαθες· γι’ αυτό, λοιπόν, θα παρακαλείς πάντοτε νοερά και μέσα από την καρδιά σου τον Θεό.

Για να σε ελεήσει, όπως ελέησε και τον άσωτο λέγοντας: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», επειδή η καρδιά είναι το κέντρο και το ταμείο όλων των παθών και των λογισμών του ανθρώπου, όπως είπε ο Κύριος: «Τ δ κπορευόμενα κ το στόματος κ τς καρδίας ξέρχεται, κκενα κοινο τν νθρωπον. κ γρ τς καρδίας ξέρχονται διαλογισμο πονηροί, φόνοι, μοιχεαι, πορνεαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι (:Όσα όμως βγαίνουν απ’ το στόμα, προέρχονται από την καρδιά, κι αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο·διότι απ’ την καρδιά βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχείες, πορνείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Όλες αυτές οι παραβάσεις αρχικώς φυτρώνουν στην καρδιά ως λογισμοί και επιθυμίες και αποφάσεις, κι από εκεί πηγάζουν)»[Ματθ. 15,18-19].

Και ο μέγας Μακάριος λέει: «Η καρδιά κυριαρχεί όλου του οργάνου· και όταν η χάρις καταλάβει τα μέρη της καρδιάς, βασιλεύει σε όλους τους λογισμούς και τα μέλη· διότι εκεί είναι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής»(Λόγος ιε΄, σελ. 203). Γι’ αυτό είπε και ο Μέγας Βασίλειος ότι, όταν ο νους δε σκορπίζεται στα πράγματα του κόσμου, επιστρέφει στον εαυτό του και μέσα από τον εαυτό του ανεβαίνει στην έννοια του Θεού: «Νους που δεν διασκορπίζεται στα έξω, ούτε από τα αισθητήρια διαχέεται στον κόσμο, επανέρχεται στον εαυτό του και με τον εαυτό του ανεβαίνει προς την έννοια του Θεού και εκεί φωτιζόμενος και ελλαμπόμενος από το κάλλος του Θεού ξεχνά και αυτή την ίδια του τη φύση»( Επιστολή α΄ προς τον θεολόγο Γρηγόριο).

Αυτή την κίνηση του νου προς τον εαυτό του την ονομάζει κυκλική και απλανή ,το πτηνό του ουρανού, ο Αεροπαγίτης Διονύσιος, λέγοντας: «Της ψυχής κυκλική κίνηση είναι η απέξω είσοδος στον εαυτό της και η ενοειδής συνέλιξη των νερών της δυνάμεων, που της προσφέρει το απλάνευτο σαν μέσα σε έναν κύκλο και την επαναφέρει από τα πολλά που είναι έξω, και πρώτα την συνάγει στον εαυτό της, έπειτα αφού γίνει ενοειδής, την ενώνει με τις ενιαία ενωμένες δυνάμεις κι έτσι τη χειραγωγεί προς το καλό και αγαθό , το επάνω από όλα τα όντα, το ένα και το αυτό, το άναρχο και ατελεύτητο (δηλαδή τον Θεό)» (Κεφ. δ’, Περί θείων ονομάτων).

Έλα λοιπόν με αυτόν τον τρόπο στον εαυτό σου, αγαπητέ, διότι με άλλον τρόπο δεν είναι δυνατό να έλθεις στον εαυτό σου· σήκω και πάρε αυτή τη γενναία απόφαση λέγοντας: «ναστς πορεύσομαι πρς τν πατέρα μου(:Θα σηκωθώ και θα πάω προς τον πατέρα μου)»[Λουκ.15,18]· σήκω από εκείνη την λάσπη, που είσαι πεσμένος και πήγαινε τρέχοντας να βρεις τον πατέρα σου, τον γλυκύτατο Ιησού, στου οποίου τα χέρια βρίσκεται όλη η σωτηρία σου, όλη η ειρήνη σου, όλη η αιωνιότητά σου· «κα οκ στιν ν λλ οδεν σωτηρία· οδ γρ νομά στιν τερον π τν ορανν τ δεδομένον ν νθρώποις ν δε σωθναι μς(:και δεν είναι δυνατόν με κανέναν άλλον να αποκτήσουμε τη σωτηρία που μας υποσχέθηκε ο Θεός· διότι δεν υπάρχει κάτω από τον ουρανό και πάνω σ’ όλη τη γη εκτός από το όνομα του Ιησού κανένα άλλο όνομα το οποίο να έχει δώσει ο Θεός στους ανθρώπους και να έχει ορίσει ο ίδιος ότι μόνο με αυτό μπορούμε να σωθούμε όλοι εμείς. Συνεπώς μόνον αυτόν τον Ιησού οφείλουμε να εγκολπωθούμε ως Σωτήρα)»[Πράξ. 4,12]. Τι φοβάσαι; Αν και με δική σου υπαιτιότητα έχασες εκείνο, που είναι γνώρισμα ενός υιού, αυτό λόγω της υπερβολικής του αγαθότητας δεν έχασε εκείνο, που είναι γνώρισμα ενός πατέρα, όπως λέει ο θεόπνευστος Χρυσόστομος: «Εμείς στερηθήκαμε το γνώρισμα της υιότητας, Εκείνος το της πατρότητας δεν απέβαλε».

Και εσύ, που ακολούθησες το παράδειγμα αυτού του ασώτου με το να αμαρτήσεις, ακολούθησε ακόμη και το παράδειγμά του με το να μετανοήσεις και ταπεινώσου μέχρι τη γη μπροστά στο Θεό και ομολόγησε μπροστά σε Αυτόν και στους αγγέλους πως έσφαλλες και πως δεν είσαι άξιος να ονομασθείς υιός Του· «Πάτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νώπιόν σου(:Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό· διότι εκεί οι άγγελοι εκτελούν με ευλάβεια το θείο θέλημα, και όπως υπακούουν αυτοί, έτσι αξιώνουν και όλα τα κτίσματα να υπακούουν σ’ αυτό, και λυπούνται για την αποστασία κάθε ανθρώπου. Αμάρτησα και σε σένα διότι περιφρόνησα τη στοργή σου και δεν λογάριασα τη λύπη που δοκίμαζες όταν έφευγα μακριά σου)»[Λουκ.15,18]· και εκείνη την ελευθερία, για την αγάπη της οποίας παρακινήθηκες να φύγεις από τον οίκο του, αφιέρωσέ την στον Κύριο και εμψύχωσε την καρδιά σου με ένα μεγάλο θάρρος, στοχαζόμενος ότι ο ουράνιος Πατέρας σου, βλέποντας σε τόσο πτωχό, τόσο γυμνό, τόσο ταλαιπωρημένο και κακοπαθημένο από τον διάβολο, από τα πάθη και την αμαρτία (επειδή λέει ένας σοφός ότι είναι αναγκαία καταδίκη για τον πονηρό η πονηρία) δεν θα σκεφθεί, ότι κατέφαγες την περιουσία του, ούτε θα θυμηθεί εκείνα που έκανες, αλλά μόνο εκείνα που έπαθες, όπως λέει ο κήρυκας της μετάνοιας και παρηγορητής των αμαρτωλών ο θείος Χρυσόστομος· «Γι’ αυτό δεν είπε «όσα έκανε», αλλά «όσα έπαθε»· δεν μνημόνευσε ότι κατέφαγε την περιουσία, αλλά ότι έπεσε σε αμέτρητες συμφορές· έτσι ζητεί το πρόβατο με τόση φροντίδα»( Λόγος περί μετανοίας ἐξ γρο πανήκων).

Γι ‘ αυτό, λοιπόν, θα κινηθεί από την υπερβολική του ευσπλαχνία και θα έλθει προς συνάντησή σου, θα πέσει πάνω στον τράχηλό σου, θα σε αγκαλιάσει, θα σου δώσει τα φίλημα της ειρήνης και θα λησμονήσει όλες τις αμαρτίες σου· ωστόσο εσύ με έκπληξη για την αμέτρητη ευσπλαχνία Του, απομάκρυνε και μίσησε τις αμαρτίες σου τόσο όσο ποτέ. Να ντραπείς, που άλλοι ελάχιστοι και κατώτεροι από σένα, που φύλαξαν καθαρή ζωή με το να μείνουν στην υποταγή του ουράνιου Πατέρα και δεν αναχώρησαν από την οικία του, βρίσκονται στην τάξη των υιών· άλλοι πάλι, αν και αμάρτησαν, όμως με τους πόνους και τους ιδρώτες της μετανοίας ανακάλεσαν την χάρη και βρίσκονται στην τάξη των μισθωτών, όπως ερμηνεύει για τους υιούς και τους μισθωτούς ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος· και οι δύο μαζί κοινωνούν τα θεία μυστήρια, έχουν χορτασμένη την καρδιά τους από την χάρη του Θεού και από μία πλουσιοπάροχη ειρήνη της συνειδήσεως· εσύ, όμως, ταλαίπωρε, με το να παρακούσεις τις εντολές του Θεού και να αμαρτήσεις και να μην κάνεις την απαραίτητη μετάνοια, στερήθηκες όλα αυτά και έλαβες Κανόνα να μην κοινωνείς τα θεία μυστήρια: «Πόσοι εργάτες του Πατέρα μου έχουν περίσσευμα άρτων και εγώ πεθαίνω από την πείνα;». Πάρε την απόφαση να δείξεις από τώρα και στο εξής μία παντοτινή με συντριβή μετάνοια και ζήτησε από τον Κύριο χάρη, για να σε δυναμώσει να μην απομακρυνθείς πλέον ποτέ από την υποταγή των εντολών του· ο οποίος σαν ένας φιλόστοργος πατέρας σε προσκαλεί ως παιδί του, για να σε ορίζει μόνος αυτός και παραπονετικά σου φωνάζει με τον Προφήτη: «πιστράφητε, υο φεστηκότες, λέγει Κύριος, διότι γ κατακυριεύσω μν(:Γυρίστε πίσω, παραστρατημένα παιδιά, γιατί Εγώ θα γίνω και πάλι ο Κύριός σας)»[Ιερεμ.3,14].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος



ΠΗΓΕΣ:

  • Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πνευματικά Γυμνάσματα, μελέτη ΙΕ΄, σελίδες 127-137, Έκδοσις Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου[4η έκδοση], Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα σκήτη Αγίου ΄Ορους,2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Β (Καιρός Μετανοίας)

Ἡ ἀπερινόητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο φαίνεται ἀπὸ τὴ μεγάλη Του ὑπομονή, τὴ μεγάλη συγχωρητικότητά Τοῦ καὶ τὴ μεγάλη χαρά Του. Τέτοια ἀγάπη στὴ γῆ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μόνο μὲ τὴ μητρική. Ποιός ἔχει μεγαλύτερη ὑπομονὴ πρὸς κάθε πλάσμα στὴ γῆ, ἀπ’ ὅση ἔχει μιὰ μητέρα γιὰ τὸ παιδί της; Ποιός ἔχει μεγαλύτερη συγχωρητικότητα ἀπὸ τὴ μητέρα; Ποιός κλαίει ἀπὸ χαρὰ ὅταν βλέπει τὸν μετανιωμένο ἁμαρτωλό, ὅσο μιὰ μητέρα ποὺ βλέπει τὴ βελτίωση τοῦ παιδιοῦ της;

Ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἡ μητρικὴ ἀγάπη ξεπεράστηκε μόνο ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ὑπομονή Του τὸν ὁδήγησε στὰ φοβερὰ πάθη Του στὸ σταυρό.

Ἡ συγχωρητικότητά Τοῦ πήγαζε ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη Του, ἀκόμα κι ὅταν βρισκόταν πάνω στὸ σταυρό. Ἡ χαρά Του γι’ αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦσαν, ἁπάλυνε τοὺς πόνους τῆς στοργικῆς ψυχῆς Του. Μόνο ἡ θεία ἀγάπη ξεπερνάει τὴ μητρική. Μόνο ὁ Θεός μας ἀγαπᾷ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ μάνα μας. Μόνο Ἐκεῖνος μᾶς συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα ἀπὸ ἐκείνη. Μόνο ὁ Θεὸς χαίρεται περισσότερο ἀπὸ τὴ μητέρα μας ὅταν ἐμεῖς βελτιωνόμαστε.

Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ὑπομονὴ μαζί μας ὅταν ἁμαρτάνουμε, δὲν μᾶς ἀγαπᾷ. Οὔτε μᾶς ἀγαπᾷ αὐτὸς ποὺ δὲν μᾶς συγχωρεῖ ὅταν μετανοοῦμε γιὰ τίς ἁμαρτίες μας. Καὶ λιγότερο ἀπ’ ὅλους μας ἀγαπᾷ ἐκεῖνος ποὺ δὲν χαίρεται ὅταν βελτιωνόμαστε.

Ἡ ὑπομονή, ἡ συγχωρητικότητα καὶ ἡ χαρὰ εἶναι τὰ τρία μέγιστα χαρακτηριστικὰ τῆς θείας ἀγάπης. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς ὁλοκληρωτικῆς, τῆς πραγματικῆς ἀγάπης – ἂν ὑπάρχει πραγματικὴ ἀγάπη ἔξω ἀπὸ τὴ θεϊκή. Χωρὶς τὰ τρία αὐτὰ χαρακτηριστικά, ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀγάπη. Ἄν δώσεις τὸ ὄνομα «ἀγάπη» σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο, εἶναι σὰ νά ‘δινες τὸ ὄνομα «πρόβατο» σὲ μιὰ κατσίκα ἢ σ’ ἕνα γουρούνι.

Στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς μας παρουσιάζει τὴν εἰκόνα τῆς πραγματικῆς, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι ἱστορημένη μὲ τόσο ζωηρὰ καὶ καθαρὰ χρώματα, ὥστε μπροστὰ στὰ μάτια μας μοιάζει ζωντανή, ὅπως φαίνεται ὁ κόσμος μᾶς μετὰ τὸ σκοτάδι, ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος. Δυὸ χιλιάδες χρόνια τώρα τὰ χρώματα τῆς εἰκόνας αὐτῆς δὲν ξεθώριασαν, οὔτε καὶ πρόκειται νὰ ξεθωριάσουν ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι στὴ γῆ κι ὁ Θεὸς ἐξακολουθεῖ νὰ τοὺς ἀγαπᾷ. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Ὅσο πιὸ ἁμαρτωλοὶ γίνονται οἱ ἄνθρωποι, τόσο πιὸ ζωντανὴ μοιάζει ἡ εἰκόνα, τόσο πιὸ φρέσκια.

Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δὸς μοὶ τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας» (Λουκ. ἰε’11-12). Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δυὸ γιούς. Καὶ εἶπε ὁ νεότερος ἀπ’ αὐτοὺς στὸν πατέρα τοῦ: πατέρα, δός μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. Κι ὁ πατέρας τοὺς μοίρασε τὴν περιουσία.

Πόσο ἁπλὸ μὰ καὶ πόσο δραματικὸ εἶναι τὸ ξεκίνημα τῆς παραβολῆς αὐτῆς! Πόσο βάθος κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν ἁπλότητα αὐτή! Πίσω ἀπὸ τίς λέξεις ἄνθρωπός τις, κρύβεται ὁ Θεός. Κάτω ἀπὸ τίς λέξεις δύο υἱούς, ὑπάρχουν καὶ δίκαιος ἄνθρωπος κι ὁ ἁμαρτωλός, ἢ μᾶλλον, ὅλοι οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό. “Ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο δίκαιο. ‘Ἀργότερα ἔγινε ἁμαρτωλός. Ὁ ἁμαρτωλὸς ζητάει τὸ μερίδιό του, τόσο ἀπό το Θεὸ ὅσο κι ἀπὸ τὸν δίκαιο ἀδερφό του.

Μὲ τοὺς δυὸ γιοὺς πρέπει ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε τὴ διπλὴ φύση ποὺ ἔχει κάθε ἄνθρωπος: τὴ μιὰ ποὺ διψάει γιά το Θεὸ καὶ τὴν ἄλλη ποὺ ρέπει πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ἡ μιὰ φύση πιέζει τὸν ἄνθρωπο νὰ ζεὶ σύμφωνα μὲ τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ το νόμο τοῦ νοῦ, ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἡ ἄλλη τὸν σπρώχνει νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς σάρκας (βλ. Ρωμ. ζ’ 22-23). “Ἔχουμε τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν σαρκικό, δυὸ ἀνθρώπους νὰ συνυπάρχουν στὸν ἕνα. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ πῶς θὰ ζήσει μακριὰ ἀπό το Θεό. Ὁ σαρκικὸς νομίζει πὼς ἡ ζωή του ἀρχίζει μόνο ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό το Θεό. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι πρεσβύτερος, ὁ σαρκικὸς νεότερος. Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ δημιουργία του ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι πρεσβύτερος, ἀφοῦ μαθαίνουμε πῶς ὁ Θεὸς εἶπε στὴν ἀρχή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν» (Γέν. ἅ’26).

Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πνευματικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ἡ σαρκική. Ἐξάλλου ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν πηλὸ (Γέν. β 7), στὸν ὁποῖο «ἐνεφύσησεν» τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε ἤδη διαμορφωθεῖ, δηλαδὴ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο. Βέβαια τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως τὸ δημιούργησε ὁ Θεός, ἂν καὶ ἦταν πηλὸς δὲν ἦταν ἁμαρτωλό, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία. Ἐπίσης ἡ Εὔα ἦταν νεότερη ἀπὸ τόν ‘Ἀδάμ. Δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ‘Ἀδάμ, ἀλλὰ παραβίασε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κι ἔπεσε στὸν πειρασμὸ λόγῳ τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σάρκας της. Μὲ τὴν πτώση της χωρίστηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὁδηγήθηκε «εἵς χώραν μακράν», στὸ βασίλειο τοῦ Σατανᾶ.

Δὸς μοὶ τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Ἔτσι μιλάει στὸ Θεὸ καὶ ἁμαρτωλός. Γιατί ἔτσι εἶναι. Τί ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ; Ὁ πηλός, μόνο ὁ πηλός, τίποτ’ ἄλλο. Εἶναι ἀλήθεια πῶς τὸν πηλὸ τὸν δημιούργησε ὁ Θεός. Ὁ πηλὸς ὅμως δὲν εἶναι μέρος τῆς ὕπαρξής του. Ἔτσι μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ πῶς ὁ πηλός του ἀνήκει. “Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. “Ὅλα τ’ ἄλλα ἀνήκουν στὸ Θεό. “Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι χωρισμένος ἀπό το Θεό, ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸ Θεό, ἀνήκουν καὶ στὸν ἴδιο. “Ὅπως ὁ Θεὸς λέει: «τέκνον… πάντα τὰ ἐμά, σὰ ἐστιν» (Λουκ. ἰε’31), ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση: «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ15).

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίσει νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ὅταν ζητήσει νὰ λάβει τὸ μερίδιό του ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὴν τοῦ δώσει τίποτα, χωρὶς νὰ χάσει τὴ δικαιοσύνη Του. Γιατί χωρίς το Θεὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα τίποτα. Κι ὅλα ὅσα κατέχει, εἶναι τίποτα. Ὅταν ὁ Θεός του δίνει πηλό, δηλαδὴ μόνο σῶμα χωρὶς πνεῦμα, χωρὶς ψυχή, χωρὶς πνευματικὲς δωρεές, πάλι τοῦ ἔχει δώσει περισσότερα ἀπ’ ὅσα τοῦ ἀνήκουν. Καί του τά ‘δωσε αὐτὰ ὄχι ὡς πράξη δικαιοσύνης, ἀλλὰ ἐλέους. Καθὼς ὅμως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπροσμέτρητα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἔλεος ποὺ ἔχει μιὰ μητέρα πρὸς τὸ παιδί της, ὁ Θεὸς δίνει στὸ ἁμαρτωλὸ παιδί Του κάτι περισσότερο ἀπὸ πηλό. Μαζὶ μὲ τὸ σῶμα δηλαδὴ τοῦ δίνει καὶ ψυχή, ὅπως καὶ στὰ ζῶα, τοῦ ἀφήνει καὶ κάποια πνευματικὰ χαρίσματα ὅπως ἐπίγνωση, συνείδηση, ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ. Κι αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἕνας μικρὸς σπινθῆρας, ἀρκετὸς νὰ τὸν διαφυλάξει γιὰ νὰ μὴν πέσει χαμηλὰ καὶ φτάσει στὸ ἐπίπεδο τῶν ζώων, γιὰ νὰ μὴ γίνει ἕνα ζῶο ἀνάμεσα στὰ ἄλλα.

«Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ὁ πρεσβύτερος γιὸς κάθησε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του κι ἀπολάμβανε ὅλα τὰ ἀγαθά του. Ὁ νεότερος γιὸς ὅμως «μετ’ οὐ,οὗ πολλὲς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα… ἀπεδήμησεν εἰς χώρας μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. ἰε13). Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του καὶ πῆγε σὲ μιὰ μακρινὴ χώρα. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ ἀσωτεία καὶ σπατάλησε ὅλη τὴν περιουσία του.

Αὐτό το μετ’ οὐ,οὗ πολλὲς ἡμέρας, δὲ θυμίζει τὴ σύντομη παραμονὴ τοῦ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο; Ὅταν ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ, ζήτησε κι ἔλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸ μερίδιό του. Τότε εἶδε τὴ γύμνωσή του. Εἶδε δηλαδὴ πῶς χωρὶς τὸ Θεὸ δὲν εἶναι τίποτα. Κι ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἔλεὸς Τοῦ δὲν τὸν ἔδιωξε γυμνό, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε ροῦχα. «Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τὸ Ἀδὰμ καί τη γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς» (Γέν. γ’21). «Γῆ εἴ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν, γ19), εἶπε στὸν Ἀδάμ. Αὐτὸ σημαίνει: Στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο ὁ πηλὸς εἶναι δικός σου. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι δικά μου. Ζήτησες αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀνήκει κι Ἐγώ σου τὸ ἔδωσα. Γιὰ σένα ὅμως, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ ζήσεις ἔστω καὶ στὴ σκιὰ αὐτοῦ ποὺ ἤσουν πρίν, σοῦ δίνω καὶ κάτι παραπάνω. Σοῦ δίνω ἕνα σπινθῆρα τῆς θεϊκῆς μου δύναμης καὶ ἀξίας.

Αὐτὸ ποὺ ἔπαθε ὁ ‘Ἀδὰμ ἐπαναλαμβάνεται ξανὰ καὶ ξανὰ σὲ ἑκατομμύρια ἀπογόνους του. “Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴν ἁμαρτία τους χωρίστηκαν ἀπὸ τὸ Θεό, λαβαίνουν τὸ μερίδιό τους κι ἀποδημοῦν εἵς χώραν μακράν. “Ὁ Θεὸς δὲ θὰ πιέσει κανέναν νὰ μείνει μαζί Του. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καὶ δὲ θέλει μὲ τίποτα νὰ περιορίσει τὴν ἐλευθερία του, γιατί αὐτὸ θά ‘τὰν ἀντίθετο στὴ θεϊκή Του φύσῃ.

Τί κάνει τώρα ὁ ἀνόητος ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό το Θεό, ὅταν χωρίζεται ἀπ’ Αὐτόν; ‘Ἀποδημεῖ σὲ χώρα μακρινὴ καὶ σπαταλάει τὴν περιουσία του ζῶντας μὲ ἄσωτεῖες. Αὐτὰ δὲν τὰ ἔχει κάνει ἕνας μόνο ἁμαρτωλός. Δὲν τὰ ἔκανε μόνο ὁ νεότερος γιὸς τῆς παραβολῆς. Αὐτὰ τὰ κάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅταν χωρίζονται ἀπό το Θεό, ἀφοῦ «ἐξέλιπαν ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν» (Ψαλμ. όζ’33).

Τί σημαίνει ζῶν ἀσώτως; Πῶς τίς μέρες του τίς δαπάνησε ἄσκοπα, μέσα στὴν ἁμαρτία, μὲ μεθύσια, διαπληκτισμούς, ὀργή, σπατάλες καὶ κυρίως μὲ ἀνηθικότητα. Μὲ ἁμαρτίες ποὺ σπαταλοῦν τίς ζωτικὲς λειτουργίες γρήγορα καὶ ὁλοκληρωτικά, ἐνῶ ὁ θεϊκὸς σπινθῆρας ἐξαφανίζεται. “Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀγάπη, παραδίνεται στὰ πάθῃ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει το δρόμο τοῦ Θεοῦ, κυκλώνεται ἀπὸ πλῆθος παθῶν,παθών καὶ περιφέρεται ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεί. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι σὰ νὰ παίρνει τὸ τσεκούρι καὶ νὰ κόβει τὶς ἴδιες τὶς ρίζες τῆς ζωῆς του. Κόβει κάθε μέρα κι ἀπὸ μιὰ ρίζα, ὡσότου τὸ δέντρο ἀρχίσει νὰ μαραίνεται.

Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ἔζησε ἄσκοπα καὶ σπατάλησε ὅλη τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του. «Δαπανήσαντος δὲ αὐτου πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Κι ἀφοῦ τὰ ξόδεψε ὅλα, στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα ἔπεσε πεῖνα μεγάλη κι ἄρχισε κι ὁ ἴδιος νὰ πεινᾷ. Στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα, μακριὰ πολὺ ἀπὸ τὸ Θεό, ὑπάρχει πάντα πεῖνα, γιατί ἡ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὸν πεινασμένο ἄνθρωπο. Ἡ τροφή της τὸ μόνο ποὺ κάνει, εἶναι νὰ αὐξάνει τὴν πεῖνα του. Ἡ γῆ μόνο τὰ ἄλογα ζῶα μπορεῖ νὰ χορτάσει. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὸν ἄνθρωπο. Στὴ μακρινὴ χώρα πάντα ὑπάρχει πεῖνα. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ ξεχνᾷ τελείως το Θεὸ καὶ δαπανᾷ ὅλες τίς ζωτικὲς δυνάμεις του, ποὺ ὁ Θεός του ἔδωσε μὲ τὸ μερίδιό του, πέφτει σὲ μεγάλη πεῖνα. Μιὰ πεῖνα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κορέσει οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἡ γῆ ὁλόκληρη, μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά της.

Τὸ ἴδιο γίνεται μέχρι σήμερα μὲ κάθε ἁμαρτωλὸ ποῦ παραδίδεται ὁλοκληρωτικὰ στὴ γῆ, στὸ σῶμα καὶ τίς σωματικὲς ἀπολαύσεις. Ἡ τραγωδία γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἀρχίζει ὅταν όλ’ αὐτὰ γίνονται ἀποκρουστικά, μοιάζουν μὲ βρώμα καὶ δυσωδία. Τότε ἀρχίζει νὰ παραπονιέται γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, νὰ καταριέται τὴν ἴδια του τὴ ζωή. Μὲ στεγνὸ τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή του, νιώθει σὰ νά ‘χει μέσα του ἕνα κενό, σὰ νά ‘ναι ἕνα καλάμι ξερό, ἀπ’ ὅπου περνάει παγερὸς ἀέρας. Ὅλα του φαίνονται μαῦρα. Ὅλα εἶναι ἄσχημα, ἀηδιαστικά. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται τά ‘χει χαμένα, δὲν ξέρει τί νὰ κάνει. Δὲν πιστεύει στὴ ζωή του. Πῶς τότε μπορεῖ νὰ πιστέψει στὴν ἄλλη; Ἐκείνη τὴν ἔχει ξεχάσει ἐντελῶς, τούτην ἐδῶ ἄρχισε νὰ τὴν μισεῖ. Τί κάνουμε τώρα; Ποὺ πᾶμε; Τὸ σύμπαν ὁλόκληρο τὸν πιέζει καὶ πουθενὰ δὲ βλέπει πόρτα μὲ τὴν ἔνδειξη «ἔξοδος».

Ὁ τάφος δὲν εἶναι διέξοδος, εἶναι εἴσοδος. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ τέτοια ἀπελπισμένη κατάσταση, τοῦ παρουσιάζεται ὁ σατανᾶς, ποὺ ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ ἦταν κοντά του καὶ τὸν ὁδηγοῦσε ἀπὸ ἁμαρτία σὲ ἁμαρτία, ἂν καὶ κρυφά, ἀόρατα. Τώρα ὅμως τοῦ παρουσιάζεται, τὸν παίρνει στὴν ὑπηρεσία του καὶ τὸν στέλνει στὸν ἀγρό του γιὰ νὰ ποιμάνει τοὺς χοίρους. Ὅπως λέει κι ἡ παραβολή, «πορευθεῖς ἐκολλήθῃ ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτου βόσκειν χοίρους» (Λουκ. ἰε15).

Αὐτὸ παθαίνει κάθε ἀνυπάκουος γιὸς ποὺ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του. Τὸν ἀποχαιρέτησε γεμᾶτος ὑπερηφάνεια καὶ μεγάλα σχέδια γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν εὐτυχία του, ἀλλὰ κατάντησε δοῦλος κάποιου ποὺ ἦταν χειρότερος ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἔγινε ποιμένας σὲ ξένους χοίρους.

Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸν ἕνα τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, ἐννοεῖ τὸν πονηρό. Ἐδῶ βέβαια ἀναφέρεται ἄνθρωπος, ὅπως κι ὁ πατέρας ὀνομάζεται ἄνθρωπος, ἱστορεῖται ὅμως μ’ ἕναν τρόπο ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὸν «πατέρα-ἄνθρωπο» ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔφυγε ὁ ἀνόητος γιός. Αὐτὸς ἐδῶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος τῆς οὐράνιας βασιλείας, οὔτε κὰν τῆς ἐπίγειας, ἀλλὰ κάποιας τρίτης, τῆς βασιλείας τοῦ σκότους καὶ τῆς φρίκης, τῆς παρακμῆς καὶ τῆς γέεννας, τῆς βασιλείας τῶν δαιμόνων. Μὲ τὸν πρῶτο, τὸν «πατέρα-ἄνθρωπο», ὁ ἁμαρτωλὸς ὀνομάζεται γιός, μὲ τὸν ἄλλον, τὸν «πονηρό-ἄνθρωπο», ὀνομάζεται δοῦλος. Ὅταν ἦταν κοντὰ στὸν «πατέρα-ἄνθρωπο» ἦταν εὐλογημένος, εἶχε ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ μάλιστα μὲ ἀφθονία. Μὲ τὸν ἄλλον, τὸν «πονηρό-ἄνθρωπο», πεινάει. Πεινοῦσε τόσο πολύ, ὥστε ἤθελε νὰ φάει τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, μὰ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε οὔτε κὰν ἀπ’ αὐτά.

Οἱ χοῖροι ἐδῶ ἔχουν μιὰ βαθύτερη σημασία. Μ’ αὐτοὺς πρέπει νὰ ὑπονοήσουμε τὰ πονηρὰ πνεύματα, τοὺς κατοίκους τῆς βασιλείας τῶν δαιμόνων. Τὰ πονηρὰ πνεύματα εἶναι φορεῖς κάθε ἀκαθαρσίας. Καὶ οἱ χοῖροι εἶναι τὰ ὁρατὰ σύμβολα τῆς βρωμιᾶς. “Ὅταν ὁ Κύριος «ἐξέβαλε» τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀπὸ τὸν δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, τὰ ἔστειλε στοὺς χοίρους (βλ. Λουκ. ἡ’3233). “Ὅπως οἱ χοῖροι εἶναι κολλημένοι στὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ριζώνουν μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὡσότου βροῦν μέσα του κάποια ἀκαθαρσία γιὰ νὰ τραφοῦν. Μὲ τὰ ξυλοκέρατα πρέπει νὰ ὑπονοήσουμε κάθε ἀκαθαρσία του μέσα ἀνθρώπου, δηλαδὴ πονηρὲς σκέψεις, ἰδιοτελεῖς, ἁμαρτίες, ἀκάθαρτες καὶ λάγνες ἐπιθυμίες κι ἄλλα πάθη. Τὰ πονηρὰ πνεύματα τρέφονται καὶ ἱκανοποιοῦνται μὲ ὅλα ὅσα ἀπομυζοῦν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν μαραίνουν. Ὅλα ὅσα γίνονται στὸ σκότος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ δὲ φτάνει ὁ θεῖος φωτισμός, ὅπως οἱ καρποὶ ποὺ ἀναπτύσσονται μέσα στὸ ἔδαφος, εἶναι ἡ ἀκάθαρτη τροφὴ γιὰ τὰ πονηρὰ πνεύματα.

Τὰ πονηρὰ πνεύματα ὅμως δὲ δίνουν τὴν τροφὴ αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν ὑπηρεσία τους. Τὸν τρέφουν ὼς τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γίνει ὁλότελα δικός τους, ποὺ θὰ ὑποταχτεῖ στὴ δύναμή τους. Μετά, ὅταν τὸν ἔχουν στὸ χέρι τους, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὸν ταΐσουν ἄλλο. Ἡ τροφή τους εἶναι δηλητήριο: κι αὐτὸς τώρα ἔχει δηλητηριαστεῖ ὁλόκληρος. Αὐτὸ ποὺ ὼς τότε ἦταν δηλητήριο, τώρα τὸν τρέφει. Ροκανίζουν τὴν ψυχή του καὶ περιμένουν τὴν ὥρα ποὺ θ’ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε ποὺ θὰ μποροῦν νὰ τὴν ταΐσουν μὲ ἀκόμα μεγαλύτερα βάσανα στὸ σκοτάδι τῆς γέεννας. Ὅπως εἶπε ὁ προφητάνακτας Δαβίδ, «κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισε μὲ ἕνα σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος» (Ψαλμ. ρμβ’3). “Ὁ “Ἄσωτος Υἱὸς ἔμοιαζε μὲ νεκρὸ προτοῦ πεθάνει σωματικά.

Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὅμως, ποὺ ὁ Ἄσωτος Υἱὸς βρισκόταν στὴν ἔσχατη ἀπόγνωση, τὴν ὥρα τῆς μεγάλης πείνας καὶ τοῦ τρόμου, μιὰ σπίθα ἄναψε μέσα του. Μιὰ ξεχασμένη, ἐντελῶς ἀπρόσμενη σπίθα. Ἀπὸ ποὺ φάνηκε ἡ σπίθα αὐτὴ σὲ σβησμένα κάρβουνα; Πῶς ξεπήδησε σπίθα ἀπὸ νεκρὸ σῶμα; Ἦρθε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἐπισημάναμε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Πῶς ὁ πατέρας, τὴν ὥρα ποὺ ἔδινε στὸ γιὸ τὴν ἀναλογία του, ἔδωσε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ μερτικό του. Μαζὶ μὲ τὸν πηλό του ἔδωσε κι ἕναν σπινθῆρα συνείδησης καὶ ἐπίγνωσης. Ὅταν ὁ σοφὸς καὶ εὔσπλαχνος πατέρας του ἔδινε τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ τοῦ ἀνῆκε, ἦταν σὰ νὰ μονολογοῦσε: «Θὰ τοῦ δώσω κι αὐτό: λίγη συνείδηση καὶ ἐπίγνωση, κάτι ἀπ’ αὐτὸ ποὺ θέλησε νὰ ἐγκαταλείψει φεύγοντας. Γιατί ὄχι; Θὰ τὸ χρειαστεῖ. Φεύγει, πηγαίνει σὲ χώρα κρύα, φτωχή. Ὅταν βρεθεῖ σὲ μεγάλη ἀνάγκη, καὶ μόνο αὐτὴ ἡ σπίθα μπορεῖ νὰ φωτίσει το δρόμο ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει πίσω σὲ μένα. Ἐντάξει. Ἄς τὸ πάρει κι αὐτό. Θὰ τὸ χρειαστεῖ. Ἡ σπίθα αὐτὴ θὰ τὸν σώσει».

Κι ἔτσι ἔγινε. Ἡ σπίθα αὐτὴ ἔλαμψε στὸ βαθὺ σκοτάδι, ἀκριβῶς τὴ δωδέκατη ὥρα, τότε ποὺ ὁ Ἀσωτος Υἱὸς εἶχε φτάσει στὸ τρίτο βασίλειο καὶ εἶχε παραδοθεῖ στὴν ὑπηρεσία τοῦ διαβόλου. Ἔλαμψε μέσα τοῦ σὰν μαγικὸ φαναράκι τὸ ξεχασμένο ἀπὸ παλιὰ φὼς τῆς συνείδησης καὶ τῆς ἐπίγνωσης. Καὶ στὴ λάμψη τοῦ φαναριοῦ αὐτοῦ ἦρθε στὸν ἑαυτό του, σὲ ἐπίγνωση. Μόνο μὲ τὸ φωτισμὸ τῆς μικρῆς αὐτῆς σπίθας κατόρθωσε νὰ δεῖ τὴν ἄβυσσο ὅπου εἶχε πέσει, νὰ νιώσει ὅλη τὴ δυσοσμία ποὺ εἶχε ἀνασάνει, τὸ βρώμικο περιβάλλον ὅπου ζοῦσε καὶ τὴ διεφθαρμένη κοινωνία στὴν ὁποία εἶχε ἐνταχθεῖ. Μὲ τὸ φῶς ποὺ ἀνέδιδε τὸ μικρὸ φαναράκι, αὐτὸ ποὺ εἶχε βάλει στὴν ψυχή του καὶ εὔσπλαχνος πατέρας του, ξύπνησε ἀπὸ τὸ φοβερὸ ὄνειρο κι ἄρχισε νὰ συγκρίνει τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανε παλιότερα, κοντὰ στὸν πατέρα του, μὲ κείνην ποῦ ζοῦσε τώρα.

«Εἵς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἔρὼ αὐτό: πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν μὲ ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ» (Λουκ. ἰε17-19). Κάποια στιγμὴ συνῆλθε, ἦρθε στὸν ἑαυτό του καὶ σκέφτηκε: πόσους μισθωτοὺς ἔχει ὁ πατέρας μου ποὺ χορταίνουν μὲ τὸ παραπάνω ἀπὸ τὰ ἀγαθα του κι ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας; “Ἄς σηκωθῶ κι ἐγὼ λοιπὸν κι ἂς γυρίσω κοντά του λέγοντας: πατέρα μου, ἁμάρτησα καὶ στὸν οὐρανό, στὸ Θεό, μὰ καὶ σὲ σένα. Τώρα πιὰ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ξαναγίνω γιός σου. Δέξου με ὅμως καὶ κάνε με ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες σου. Καὶ μὲ τὴ σκέψη αὐτὴ ξεκίνησε γιὰ νά ‘ρθεὶ στὸν πατέρα του.

Ὁ Θεοφύλακτος λέει: «Ἀπὸ τὸ εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν συμπεραίνουμε πῶς ὅσο καιρὸ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία, ἦταν ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Κι ἔτσι εἶναι. Ὅταν περιπλανιόμαστε μὲ τίς αἰσθήσεις μᾶς ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἀποξενωνόμαστε ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους, ἀπὸ τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο καὶ ἐγκαταλείπουμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἐντὸς ἡμῶν».

Μέ το ποὺ ἄρχισε νὰ λάμπει ἡ σπίθα στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀσωτου Υἱοῦ καὶ μέ το ποὺ ἔκανε τὴ σύγκριση ἀνάμεσα στὴ ζωὴ ποὺ ἔκανε κοντὰ στὸν πατέρα του καὶ σὲ κείνην ποῦ ζοῦσε τώρα στὴ μακρινὴ χώρα, πῆρε τὴν ἀπόφαση: Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου. Ἄς σηκωθῶ, εἶπε. Ἀναγνώρισε ἔτσι τὸ τέλμα ὅπου βρισκόταν. Τρίτος δρόμος δὲν ὑπάρχει. Ὁ ἕνας εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ χαμηλά, στὰ βάθη τῆς δαιμονικῆς ἀβύσσου, κι ὁ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ ψηλά, στὸν πατέρα. Κι ὁ πατέρας του εἶναι πλούσιος. Πείνα δὲν ὑπάρχει κοντά του. Οἱ μισθωτοὶ ὑπηρέτες του τρῶνε καλὰ κι ἔχουν καὶ περισσεύματα κι αὐτός, ὁ γιός του, λιμοκτονεῖ, πεθαίνει τῆς πείνας.

«Ψωμὶ» ἐδῶ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὴ «ζωή». Οἱ «μισθωτοὶ ὑπηρέτες» εἶναι ὑπάρξεις στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, κατώτερες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὰ ζῶα κι ἄλλα ὄντα. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς εἶχε πέσει πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τὰ ζῶα. Καὶ ζητοῦσε νὰ ζεὶ τοὐλάχιστον,τουλάχιστο ὅπως τὰ ζῶα, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι ἐλεύθερες ὑπάρξεις. Τὰ κυβερνᾷ ὁ Θεὸς ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ θέλησή Του. Τὰ φροντίζει, τοὺς χαρίζει ζωή, καὶ τοὺς παρέχει τροφὴ ἀνάλογα μὲ τίς ἀνάγκες τους. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ὅμως σπατάλησε τίς ζωτικὲς αὐτὲς δυνάμεις ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε στὰ ζῶα καὶ ποὺ αὐτὰ τίς διαχειρίζονται σωστά.



Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Μὲ τὴ λέξη «οὐρανὸς» ἐδῶ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε κατ’ ἀρχὴν ὁλόκληρο τὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδιαίτερα τοὺς φύλακες ἀγγέλους. Ἔπειτα τίς πνευματικὲς δωρεὲς ποὺ ὁ Θεὸς χαρίζει σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμα καὶ στὸν ἁμαρτωλό. Τὸ ὅτι ὁ οὐρανὸς ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ φαίνεται κι ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ἰε’7, 10). Ἐφόσον λοιπὸν ὑπάρχει χαρὰ γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ποῦ μετανοεῖ, ὑπάρχει καὶ λύπη γιὰ τὸν ἀμετανόητο.

Τὸ ὅτι ὁ «οὐρανὸς» σημαίνει ἐπίσης τίς πνευματικὲς δωρεὲς ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, φαίνεται κι ἀπὸ τὰ ἑξῆς λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἔστιν, οὐ,οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;» (AΚορ. στ’19). Κι ἀκόμα πιὸ καθαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρα μας: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἔστι» (Λουκ. ἴζ’ 21). Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτάνει κι ἐναντίον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, καθὼς κι ἐναντίον τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου ποῦ βρίσκεται μέσα του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀνήκει στὸ Θεό. Αὐτὸ σημαίνει τὸ ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν. Γι’ αὐτὸ κι o Ἀσωτος Υἱὸς λέει: Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.

«Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθῃ, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν» (Λουκ. ἰε’20). Κι ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμα μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε ἀμέσως κοντά του, ἔπεσε μὲ ἀγάπη στὸν τράχηλό του καὶ τὸν γέμισε φιλιά.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Aπροσμέτρητη, εὐγενική, μεγαλειώδης! Ὅσο μεγάλη ἦταν ὡς τώρα ἡ ὑπομονή του γιὰ τὸν ἁμαρτωλό, ἄλλῃ τόσῃ εἶναι τώρα ἡ συγχωρητικότητα καὶ ἡ χαρά Του. Μέ το ποὺ θὰ μετανοήσει ὁ ἁμαρτωλὸς κι ἀποφασίσει νὰ ἐπιστρέψει στὸ Θεό, Ἐκεῖνος ἔχει ξεκινήσει ἤδη νὰ τὸν συναντήσει, νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ, νὰ τὸν ἀγκαλιάσει καὶ νὰ τὸν φιλήσει.

Ἡ χαρὰ τῆς μάνας ὅταν βλέπει τὴν προκοπὴ τοῦ παιδιοῦ της, εἶναι μεγάλη. Ἡ χαρὰ τοῦ τσοπάνου ὅταν βρίσκει τὸ χαμένο πρόβατο, εἶναι μεγάλη. Ἡ χαρὰ τῆς γυναίκας ποὺ βρίσκει τὸ χαμένο νόμισμά της, εἶναι μεγάλη. Καμιὰ ἀπὸ τίς χαρὲς αὐτὲς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ ὅταν βλέπει τὸν ἁμαρτωλὸ νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέφει κοντά Του.

Μέ το ποὺ θὰ κάνει τὴν πρώτη κίνηση ἡ καρδιὰ μᾶς πρὸς τὴ μετάνοια, ἀκόμα κι ἂν εἴμαστε μακριά, ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Θὰ μᾶς δεὶ πιὸ γρήγορα κι ἀπὸ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτὸς καὶ θὰ τρέξει νὰ μᾶς συναντήσει. Νὰ συναντήσει τὸ νέο ἄνθρωπο ποὺ ἀναγεννήθηκε μέσα μας μὲ τὴ μετάνοια. «Κύριε», κράζει ὁ προφητάνακτας στὸν πάνσοφο Θεό, «σὺ συνήκας τοὺς διαλογισμοὺς μοῦ ἀπὸ μακρόθεν» (Ψαλμ. ρλή’2).

Ὁ οὐράνιος Πατέρας μας θὰ τρέξει νὰ μᾶς ὑποδεχτεῖ, θ’ ἀνοίξει διάπλατα τὴν ἀγκαλιά Του καὶ θὰ μᾶς σφίξει, γιὰ νὰ μὴν ξαναγυρίσουμε στὴ δαιμονικὴ ἄβυσσο, στοὺς ἀγροὺς τῶν χοίρων, στὴ γῆ τῆς πείνας. «Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καὶ ἐγγιεὶ ὑμῖν» (Ἰακ. δ’8).

Πόσο εὐλογημένη εἶναι ἡ σπουδή Του γιὰ βοήθεια! Πόσο εὐλογημένα εἶναι τὰ χέρια Του! Ἄν δὲν ἔχουμε ἀφανίσει ἔστω καὶ τὴν τελευταία σπίθα τῆς συνείδησης καὶ τῆς ἐπίγνωσης ποὺ ἔχουμε μέσα μας, πρέπει νὰ ντρεπόμαστε γιὰ τὴν τόσο μεγάλη, τὴν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ μετανοήσουμε ἀμέσως, χωρὶς καθυστέρηση, νὰ τρέξουμε μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα καὶ τίς καρδιές μας ὑψωμένες στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα ποὺ εἴχαμε ἀπορρίψει.

Ὅταν ὁ μετανιωμένος γιὸς ἔφτασε στὸν πατέρα του, τοῦ εἶπε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε σχεδιάσει νὰ τοῦ πεί: Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Δὲν τοῦ εἶπε ὅλα ὅσα εἶχε σκεφτεῖ. Ἡ συνέχεια ἦταν: ποίησόν μὲ ὼς ἕνα τῶν μισθίων σου. Μὰ ὁ πατέρας του δὲν τὸν ἀφήνει νὰ τελειώσει. Δὲν ἀφήνει τὸν μετανιωμένο νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ ζητήσει νὰ γίνει μισθωτὸς ὑπηρέτης. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν διακόπτει, τὸν ἀγκαλιάζει κι ἀρχίζει νὰ τὸν φιλάει. Ὁ εὔσπλαχνος πατέρας ἀγκαλιάζει τὸν ρακένδυτο, λασπωμένο, ἰσχνὸ καὶ ἀπεριποίητο γιο του καὶ φωνάζει στοὺς ὑπηρέτες Τοῦ: «Ἔξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτης καὶ ἐνδύσασθε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἢν καὶ ἀνέζησε, ἀπολωλὼς ἢν καὶ εὑρέθῃ» (Λουκ. ἰε’22-23). Βγάλτε τὴν καλύτερη στολὴ καὶ ντῦστε τον, βάλτε του δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ παπούτσια στὰ πόδια, γιὰ νὰ μὴν περπατᾷ ξυπόλυτος. Φέρτε καὶ τὸ θρεφτὸ μοσχάρι, σφάξτε το κι ἐλᾶτε νὰ τὸ πανηγυρίσουμε, νὰ εὐφρανθοῦμε. Γιατί ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.

Ἡ καλύτερη στολὴ συμβολίζει ὅλον τὸν πλοῦτο καὶ τὸ κάλλος τῶν πνευματικῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἢ στολὴ τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἁγνότητας ποὺ φοροῦσε ὁ Ἀδὰμ προτοῦ ἁμαρτήσει, πέσει κι ὁδηγηθεῖ μακριὰ ἀπό το Θεό, εἰς χώραν μακράν. Ἡ στολὴ αὐτὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «πρώτη», ἡ καλλίτερη. Δὲν ὑπάρχει καλλίτερη στολὴ ἀπ’ αὐτὴν στὸν οὐρανό. Λέει ὁ ἀπόστολος: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ’27). Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶχε ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ κάθε καλό, τώρα ξαναντίνεται ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὴν παλιὰ καὶ κουρελιασμένη στολὴ τὴν πετοῦν καὶ τὸν ντύνουν μὲ τὴν καινούργια, τὴν «πρώτη». Ἡ νέα αὐτὴ στολή, ἡ «πρώτη», συμβολίζει τὸ νέο ἄνθρωπο, τὸν ἀνα-γεννημένο, ποὺ ἔχει συγχωρηθεῖ κι ἔχει γίνει δεκτὸς ἀπό το Θεό. Χωρὶς τὴ στολὴ αὐτὴ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει στὴ βασιλεία τοῦ Θεου, ὅπως βλέπουμε καθαρὰ ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν γάμων τοῦ Υἱοῦ τοῦ βασιλιᾶ (πρβλ. Ματθ. κβ’2-14). Σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο, ἡ στολὴ συνίσταται ἀπὸ «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία… ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις (ἀπὸ) τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολ. γ12-14).

Τὸ δαχτυλίδι στὸ χέρι συμβολίζει τὸν ἀρραβῶνα τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χριστό. Ὁ μετανιωμένος ἀπαρνιέται ὅλες τίς ἁμαρτωλὲς σχέσεις του μὲ τὸν κόσμο, ἡ ψυχή του προσκολλᾷται στὸ Χριστὸ καὶ παραμένει ἑνωμένη μαζί Του, σὲ μιὰ ἕνωση ἀδιάλυτη. Ὁ ἀρραβῶνας αὐτὸς γίνεται μὲ τὴ δύναμη καί τη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ σφραγίζει ὅλες τίς οὐράνιες δωρεές.

Δότε… ὑποδήματα εἵς τοὺς πόδας, λέει ὁ πατέρας στοὺς ὑπηρέτες. Τὰ ὑποδήματα συμβολίζουν τὴ δύναμη τῆς θέλησης, ποὺ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ βαδίσει σταθερὰ στὰ μονοπάτια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ παρεκκλίνει δεξιὰ ἢ ἀριστερά, χωρὶς πισωγυρίσματα.

Ὁ μόσχος ὁ σιτευτὸς ποὺ θυσιάστηκε εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ παραδόθηκε ἑκούσια στὸ θάνατο γιὰ τὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπὸ τίς ἁμαρτίες τους.

Οἱ ὑπηρέτες ἐδῶ συμβολίζουν εἴτε τοὺς ἀγγέλους εἴτε τοὺς ἱερεῖς. Ἄν ὁ οἶκος τοῦ πατέρα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, τότε οἱ ὑπηρέτες πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἄγγελοι. Ἄν τὸν οἶκο τοῦ πατέρα τὸν ἐκλάβουμε ὡς τὴν ἐπίγεια ‘Ἐκκλησία, κάτι ποὺ εἶναι ἐπίσης σωστό, τότε οἱ ὑπηρέτες πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἱερεῖς, ποὺ καλοῦνται νὰ λειτουργήσουν τὸ μυστήριο τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ κι ἔτσι νὰ προετοιμάσουν τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ μᾶλλον ἐννοεῖ τὴν Ἐκκλησία. Κι αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ “Ἀσωτος Υἱὸς δὲν ἦταν ἀκόμα σωματικὰ νεκρὸς κι ὡσότου ὁ ἄνθρωπος ἀναχωρήσει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀνήκει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὴ γῆ λειτουργεῖ μὲ τὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι τοὺς ὑπηρέτες ὅμως πρέπει νὰ τοὺς βλέπουμε καὶ σὰν ἀγγέλους, φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄγγελοι παρίστανται στὴν ἐκκλησία κατὰ τὴν τέλεση τῶν θείων μυστηρίων, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ ἄλλο γεγονός, ὅτι ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ τοὺς ἀγγέλους-φύλακες τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.

Ὅτι οὗτος ὁ Υἱός μου νεκρὸς ἢν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἢν καὶ εὑρέθῃ. Σωματικὰ ὁ γιός του ἦταν ζωντανὸς ἀκόμα, μὰ ἡ ψυχή του ἦταν νεκρή. Ἡ σπίθα τῆς θεϊκῆς δωρεᾶς παρέμενε ἀκόμα ζωντανὴ μέσα του. Αὐτὴ ἀνάστησε τὴν ψυχή του. Χαμένος ἦταν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας του. Ἐλθὼν δὲ εἰς ἑαυτόν. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ἦρθε στὸν ἑαυτό του, ἀπόκτησε ἐπίγνωση στὸ φῶς τῆς θεϊκῆς σπίθας, ποῦ ὼς τότε εἶχε χάσει. Ὁ Θεὸς τὸν γνώριζε, τὸν παρακολουθοῦσε ὼς τὴν ὕστατη στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς μετάνοιας.

Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Κι ἄρχισαν ὅλοι νὰ χαίρονται, νὰ πανηγυρίζουν καὶ νὰ εὐφραίνονται.

Ἐκείνη τὴν ὥρα ὅμως ἔφτασε στὸ σπίτι ὁ μεγάλος ἀδερφός, ὁ «πρεσβύτερος» καὶ ρώτησε νὰ μάθει τί εἶχε γίνει. Κι ὅταν ἔμαθε, ὀργίστηκε καὶ εἶπε στὸν πατέρα τοῦ: «Ἰδού, τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοὶ καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἶνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτὸ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν» (Λουκ. ἰε’29). Ὁρίστε, τόσα χρόνια σὲ ὑπηρετῶ καὶ ποτὲ δὲν καταπάτησα κάποια ἐντολή σου. Κι ὅμως, ποτὲ δὲν μοῦ ἔδωσες ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ γλεντήσω μὲ τοὺς φίλους μου. Καὶ τώρα ποὺ ἦρθε ὁ γιός σου αὐτός, ποὺ κατασπατάλησε τὴν περουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γιὰ χάρη του τὸ θρεφτὸ μοσχάρι.

Ἔτσι μίλησε στὸν πατέρα του καὶ δίκαιος γιός. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὀργισμένοι, μιλοῦν κάποιοι δίκαιοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ὅταν Ἐκείνη ὑποδέχεται μὲ ἱλαρότητα καὶ ἐπιείκεια τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς θείας κοινωνίας. Ἔτσι μίλησαν πολλοὶ δίκαιοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅταν εἶδαν το Θεὸ νὰ προσφέρει το μονογενῆ Τοῦ Ὑιο θυσία γιὰ τίς νεότερες καὶ πιὸ ἁμαρτωλὲς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων. «Δὲ μᾶς ἔδωσε ποτὲ οὔτε ἕνα κατσίκι!» Ἄν συγκρίνουμε τὴν καταπληκτικὴ θυσία ποὺ ἔκανες γι’ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἄσωτους ἀπογόνους μας, γιὰ μᾶς δὲν ἔκανες οὔτε τὴν παραμικρὴ θυσία, τὴν πιὸ ἀσήμαντη». Μετά, ἐπειδὴ τὰ ἐρίφια γενικὰ συμβολίζουν τὴν ἁμαρτία, οἱ ἴδιοι αὐτοὶ δίκαιοι ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦνε. «Μᾶς ἀπαγόρεψες νὰ κάνουμε ἔστω καὶ τὴ μικρότερη ἁμαρτία – μικρὴ κι ἀσήμαντη ὅσο ἕνα κατσίκι – καὶ τώρα ἀνταμείβεις τίς ἁμαρτωλὲς αὐτὲς γενιὲς μὲ τὸ μεγαλύτερο θησαυρό Σου – μὲ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ Σου!»

Ἄν προχωρήσουμε ἀκόμα, θὰ δοῦμε πῶς ἡ φαινομενικὰ ἁπλῆ αὐτὴ παραβολὴ εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ ὁλόκληρης τῆς Ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ ὡς τὸν πλέον δίκαιο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους του, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὅπως ὁ πρεσβύτερος Υἱὸς τοῦ οὐράνιου Πατέρα – μόνο ποὺ εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ ὄχι υἱὸς «ἔξ υἱοθεσίας». Ἄν ὁ Κύριος Ἰησοῦς μιλοῦσε σὰν ἕνας συνηθισμένος θνητὸς ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε πεῖ στὸν Πατέρα Του: «Ὁ Ἀδὰμ ἁμάρτησε κι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά Σου. Κι αὐτὸς κι οἱ ἀπόγονοί του βλασφήμησαν τ’ ὄνομά Σου. Καὶ Σὺ τώρα ἑτοιμάζεις γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ἀπογόνους του τέτοια δόξα καὶ εὐφροσύνη, ποὺ οὔτε ἐγὼ οὔτε κι ὁ οὐρανὸς ὁλόκληρος θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ».

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς βέβαια ποτὲ δὲ θὰ ὀργιζόταν μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα Του. Ποτὲ δὲ θὰ μιλοῦσε στὸν Πατέρα Τοῦ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐκτὸς ἂν ἔβαζε θεληματικὰ τὸν ἑαυτό του στὶς καρδιές μας καὶ τά ‘λεγε αὐτὰ γιὰ νὰ μᾶς ἐπιτιμήσει καὶ νὰ μᾶς διδάξει, ὥστε νὰ μὴ γίνουμε ὑπερήφανοι καὶ ἀλαζόνες γιὰ τὴ δικαιοσύνη μας καὶ μὲ τὴν ἔπαρσή μας περιφρονήσουμε τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλούς. Εἶναι σὰ νά ‘θελε νὰ μᾶς πεί: «Ὅταν Ἐγώ, ὁ τέλειος καὶ αἰώνια δίκαιος, ποὺ εἶμαι αἰώνια ἀδιαίρετος μὲ τὸν Πατέρα Μου, δὲ διαμαρτύρομαι ἐπειδὴ ξαναδέχεται τὸν μετανιωμένο Ἀδὰμ στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πῶς μπορεῖτε ἐσεῖς, ποὺ εἶστε μόλις ἀπὸ χτὲς δίκαιοι, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, νὰ διαμαρτύρεστε γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλούς;»

Τέκνον, τοῦ εἶπε ὁ πατέρας, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἴ, καὶ πάντα τὰ ἐμά, σὰ ἐστιν εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἢν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἢν καὶ εὑρέθῃ (Λουκ. ἰε’31-32). Παιδί μου, ἐσὺ ἤσουν πάντα μαζί μου, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου εἶναι καὶ δικά σου. Ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ χαρεῖς καὶ νὰ γιορτάσεις ὅμως, γιατί ὁ ἀδερφός σου ἦταν νεκρὸς κι ἀναστήθηκε ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.

Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο εἰρηνεύει τὸ δίκαιο ἄνθρωπο καὶ Θεός. Τοῦ θυμίζει τὰ ἀμέτρητα ἀγαθὰ ποὺ ὁ ἴδιος διαχειρίζεται καὶ χρησιμοποιεῖ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του. Ὅλα τὰ ὑπάρχοντα μοῦ εἶναι καὶ δικά σου. Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ μετανιωμένου ἀδερφοῦ σου τὸ μερίδιό σου δὲ λιγοστεύει, ἀλλὰ ἡ χαρὰ πρέπει νὰ εἶναι μεγαλύτερη, γιατί ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ξαναγύρισε στὴ ζωή, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.

Ἔτσι τελειώνει ἡ παραβολὴ αὐτή, ποὺ ἀπὸ μόνη της εἶναι ὁλόκληρο εὐαγγέλιο μυστηρίου καὶ διδαχῆς. Μὲ ὅση περισσότερη προσευχὴ εἰσχωρήσει κανεὶς στὸ βάθος τῆς παραβολῆς αὐτῆς, τόσο περισσότερο θ ἀποκαλύψει καὶ τὰ δύο, τόσο τὸ μυστήριο ὅσο καὶ τὴ διδαχή.

Δόξα νά ‘χει ὁ Κύριος Ἰησοῦς ποὺ μᾶς παρέδωσε τὴν παραβολὴ αὐτή, τὸ θησαυρὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι γεμᾶτος πλοῦτο πνευματικό, ἀπ’ ὅπου καὶ μιὰ γενιὰ μετὰ τὴν ἄλλη συσσωρεύει γνώση θεϊκή. Ἀπ’ αὐτὴν μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴ μακροθυμία, τὴ συγχωρητικότητα ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, τὴν εὐφροσύνη ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ δείχνει ὁ Θεὸς ὅταν ὑποδέχεται τὸν μετανιωμένο ἁμαρτωλό. Δόξα στὸν Ἀναρχο Πατέρα Του, δόξα καὶ στὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Ἡ φωτογραφία μας

«Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15, 21)

ΥΠΗΡΧΕ, ἀγαπητοί μου, ἕνας πατέρας καλὸς πατέρας. Τέτοιος πατέρας δὲν ὑπῆρχε ἄλλος. Ἦταν γεμᾶτος στοργὴ στὰ δυό του παιδιά. Φρόντιζε νὰ μὴν τοὺς λείπῃ τίποτε. Ζοῦσαν εὐτυχισμένα. Τὰ ἔβλεπε ὁ κόσμος καὶ τὰ ζήλευε. Τί εὐτυχισμένα παιδιά! Ζοῦσαν σὰν πριγκιπόπουλα.

Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἕνας ξένος, ποὺ φθονοῦσε τὴν εὐτυχία τῶν παιδιῶν, πλησίασε τὸ νεώτερο παιδί. Ὦ τὸν κακό, ὦ τὸν καταραμένο ἄνθρωπο! Σὰν νὰ τὸν ἀκούω νὰ λέη στὸ νεώτερο παιδὶ τοῦ καλοῦ πατέρα

-Νέε μου, νομίζεις ὅτι στὸ πατρικό σου σπίτι ὑπάρχει εὐτυχία; Ἀπατᾶσαι. Ἐγώ, ποὺ ἔχω γυρίσει τὸν κόσμο ὅλο, ξέρω μιὰ πολιτεία, πού ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μιὰ ζωὴ τόσο εὐτυχισμένη, ποὺ οὔτε στὸ ὄνειρό σου ἔχεις δεῖ. Ἐδῶ ζῆς πολὺ περιορισμένα. Ἐκεῖ θὰ ζῆς ἐλεύθερα. Δὲν θὰ ἔχῃς κανένα πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι σου. Ὅ,τι θέλεις θὰ κάνῃς κι ὅ,τι ἐπιθυμεῖς θὰ τὸ ἔχῃς. Ἄκουσέ με, ἄφησε τὸ πατρικό σου σπίτι, κ’ ἔλα νὰ πᾶμε στὰ ξένα…

Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ πονηρὸς ξεγέλασε τὸ νεώτερο γυιό. Τίποτε πιὰ δὲν τὸν εὐχαριστεῖ. Ὅλα του φαίνονται μαῦρα καὶ σκοτεινά. Ὁ καλὸς πατέρας του φαίνεται σὰν ἐχθρός. Καὶ τὸ πατρικό του σπίτι σὰν φυλακή. Νὰ φύγῃ, νὰ φύγῃ ὅσο πιὸ σύντομα! Αὐτὸς εἶνε ὁ ζωηρός του πόθος.

-Πατέρα, λέει, θὰ φύγω θὰ πάω στὰ ξένα. Ἡ ἀπόφασή μου εἶνε ὁριστικὴ καὶ ἀμετάκλητη. Μὴ μὲ κρατᾷς. Μοίρασε τὴν περιουσία σου καὶ δός μου τὸ δικό μου μερίδιο.

Λυπήθηκε ὁ πατέρας, ἀναστέναξε, δάκρυσε. Ἀλλὰ τοῦ κάκου. Τὸ παιδὶ δὲν ἤθελε ν’ ἀκούσῃ τίποτε. Ὁ καλὸς πατέρας δὲν ἤθελε νὰ μεταχειρισθῇ βία καὶ νὰ τὸν κρατήσῃ κοντά του. Τοῦ ἔδωσε τὸ μερίδιό του, καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Καὶ ὁ γυιός, φορτωμένος λεφτά, ἀνεβαίνει στὸ ἄλογο, τὸ κεντᾶ καὶ τρέχει. Τρέχει γιὰ νὰ πάη στὸν παράδεισο…

Νὰ κ’ ἔφθασε στὸν παράδεισο. Παράδεισος; Κόλασι ἦταν ἡ μακρινὴ πολιτεία ὅπου πῆγε. Ἄπειρος καθὼς ἦταν, ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες κ’ ἔπεσε μὲ τὰ μοῦτρα στὴ διαφθορά. Τὰ λεφτὰ πού εἶχε πολὺ τὸν βοηθοῦσαν. Φαγοπότια, κρασί, γυναῖκες, ξενύχτια. “Ἔτσι περνοῦσε τὴ ζωή του. ‘Ἀλλὰ δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ τὰ λεφτὰ σώθηκαν. Οἱ φίλοι καὶ οἱ διεφθαρμένες γυναῖκες, ποὺ σὰν βδέλλες ρουφοῦσαν τὸ αἷμα του, ὅταν εἶδαν πὼς δὲν ἔχει πιὰ λεφτά, τὸν ἄφησαν. Τί νὰ τὸν κάνουν; Δὲν ἀγαποῦσαν αὐτὸν ἀλλὰ τὰ λεφτά του. Τὰ ἔφαγαν, καὶ τώρα φεύγουν τὰ κοράκια, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ βροὺν ἄλλον ἠλίθιο, νὰ τὸν μαδήσουν κι αὐτόν. ὁ Ὁ νέος ἔμεινε χωρὶς λεφτά. Ἡ πεῖνα τὸν θέριζε. Κανένας δὲν τοῦ ἔδινε τίποτε. Ἀναγκάστηκε νὰ πάη νὰ γίνῃ χοιροβοσκός. Χοιροβοσκός; Ποιός; Αὐτὸς ποὺ ζοῦσε σὰν πρίγκιπας μέσα στὸ πατρικό του σπίτι, αὐτὸς ποὺ εἶχε τόσους ὑπηρέτες, τώρα κατήντησε ἕνας ἐλεεινὸς ὑπηρέτης. Αὐτός, ποὺ ἦταν ντυμένος μὲ τὰ καθαρὰ ροῦχα, τώρα φοράει βρώμικα κουρέλια. Αὐτός, ποὺ εἶχε τὰ καλύτερα φαγητά, τώρα περιμένει ν’ ἁρπάξῃ κανένα χαρούπι ἀπό ‘κεῖνα ποὺ ρίχνουν στὰ γουρούνια. Αὐτός, ποὺ εἶχε ἕναν πατέρα μάλαμα, τώρα ἔχει στὸ κεφάλι του ἕνα σκληρὸ ἀφέντη, ποὺ τὸν ἐκμεταλλεύεται ἄγρια.

Ἄχ, δυστυχισμένο παιδί! Γιατί νὰ φύγῃς ἀπὸ τὸ πατρικό σου σπίτι; Γιατί ν’ ἀκούσης τὴ συμβουλὴ τοῦ πονηροῦ ἀνθρώπου…

Ἀλλά, δόξα τῷ Θεῷ! Ἡ συνείδησί του, ποὺ κοιμόταν μέχρι τώρα, ξυπνᾷ. Ὁ νέος βλέπει καθαρὰ τὸ κατάντημά του. Ὄχι σὲ παράδεισο, ἀλλά σὲ κόλασι τὸν ὡδήγησε ἡ ἀμυαλωσύνη του. Αἰσθάνεται πόσο λύπησε τὸν καλό του πατέρα καὶ πόσο κακὸ ἔκανε στὸν ἑαυτό του. Ἡ καρδιά του συγκινεῖται. Δάκρυα ἔρχονται στὰ μάτια του. Θυμᾶται τὸ πατρικό του σπίτι. Ὅλα τώρα τὰ ἔχασε. Ἕνα μόνο του ἔμεινε ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα, ὅτι ὁ καλός του πατέρας, καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἐλεεινὴ κατάσταση ποὺ κατήντησε, δὲν ἔπαυσε νὰ τὸν ἀγαπᾷ. Σ’ αὐτὴ τὴν ἐλπίδα στηρίζεται καὶ παίρνει τὴν ἀπόφασι. Θὰ ἐπιστρέψω, λέει, στὸν πατέρα μου. Θὰ πέσω στὰ πόδια του καὶ θὰ τοῦ πῶ «Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν σου. Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι παιδί σου. Κάνε με ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες σου. Πατέρα, συγχώρεσέ με…»….

Ξεκινᾷ…

Κι ὁ πατέρας; Ὦ ὁ πατέρας! Περιμένει τὸ παιδί του νὰ ἐπιστρέψῃ. Καὶ μόλις βλέπει ἀπὸ μακριὰ νὰ ἔρχεται, τρέχει, τὸν ἀγκαλιάζει, τὸν φιλεῖ.

-Παιδί μου!… -Πατέρα μου!

Ὅλοι χαίρονται γιά το γυρισμὸ τοῦ παιδιοῦ. Μόνο ἕνας λυπᾶται. Κι αὐτὸς εἶνε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός. Αὐτὸς θὰ προτιμοῦσε, ὁ ἀδελφός του νὰ πεθάνῃ σὰν ἀλήτης στὰ ξένα, παρὰ νὰ γυρίσῃ στὸ πατρικό του σπίτι. Τί κακία, τί φθόνος!

Αὐτή, ἀγαπητοί, μὲ κάποια ἀνάπτυξι, εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, ποὺ διαβάζεται τὴ δευτέρα Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου σὲ ὅλες τίς ἐκκλησίες.

Ἡ παραβολὴ αὐτὴ εἶνε ἕνας καθρέφτης. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν παραβολὴ βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας. Ὅποιος διαβάζει τὴν παραβολὴ αὐτὴ μὲ προσοχὴ καὶ μὲ ταπείνωσι, βλέποντας τὴν εἰκόνα τοῦ ἀσώτου ὅπως τὴ ζωγράφισε ὁ Χριστός, δὲν δυσκολεύεται νὰ φωνάξῃ Χριστέ μου, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄσωτος!

Ναί, ἀγαπητοί. Κάθε ἄνθρωπος εἶνε ἕνας ἄσωτος. Ἄλλος περισσότερο κι ἄλλος λιγότερο, ὅλοι πέφτουμε σὲ ἁμαρτίες. Ἁμαρτάνουμε μὲ τίς κακὲς σκέψεις. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὴ γλῶσσα, ποὺ κουτσομπολεύει, λέει ψέματα, διαβάλλει, συκοφαντεῖ, αἰσχρολογεῖ, ψευδορκεί, βλαστημάει το Θεό. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ μάτια. Ἁμαρτάνουμε μὲ τ’ αὐτιά. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ πόδια. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὸ κορμί μας ὁλόκληρο… Ἁμαρτάνουμε τὴν ἡμέρα, ἁμαρτάνουμε τὴ νύχτα. Ἁμαρτάνουμε στὰ σπίτια, ἁμαρτάνουμε στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες. Ἁμαρτάνουμε ἀλλοίμονο, ἀκόμη καὶ στὴν ἐκκλησιά, ποὺ πᾶμε γιὰ νὰ κάνουμε τὴν προσευχή μας. Ποιός μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τίς ἁμαρτίες; Εἶνε ἀναρίθμητες. Eἶνε σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης. «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σοῦ ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσώστα σωτήρ μου;». «Ὅσοι λένε, ὅτι δὲν ἔχουν ἁμαρτίες, μοιάζουν μὲ τὸν ἄρρωστο, ποὺ ἔχει μέσα του καρκίνο, καὶ ὁ ταλαίπωρος νομίζει πῶς δὲν ἔχει τίποτε. ..

Ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε. Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Ν’ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου μας δίνει τὴν ἐλπίδα ὅτι, ὅσο μεγάλα καὶ τρομερὰ κι ἂν εἶνε τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ οὐράνιος Πατέρας εἶνε ἕτοιμος νὰ τὰ συχωρέση. Ἀρκεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ πῇ -ὄχι ψεύτικα ἀλλ’ ἀληθινά- τὸ «ἥμαρτον» τοῦ ἀσώτου. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι οἱ ἁμαρτίες εἶνε φωτιὰ ποὺ καίει. Ἀλλ’ ὅπως ἡ φωτιά, ὅσο μεγάλη κι ἂν εἶνε, ἂν τὴ ρίξουμε στὴ θάλασσα, δὲν μπορεῖ παρὰ θὰ σβήσῃ, ἔτσι καὶ ἐδῶ!

Συναμαρτωλοὶ ἀδελφοί μου! Χρόνια καὶ χρόνια περιμένει ὁ Χριστὸς νὰ ποῦμε τὸ «ἥμαρτον» τοῦ ἀσώτου. Οἱ ἁμαρτίες μᾶς εἶνε ἀναμμένα κάρβουνα. Κι ὅπως τὰ κάρβουνα, ἂν τὰ ρίξουμε στὴ θάλασσα, σβήνουν, ἔτσι καὶ οἱ ἁμαρτίες. Πᾶρε τὰ ἀναμμένα κάρβουνα, πᾶρε τίς ἁμαρτίες σου ὅλες, καὶ ρῖξε τις στὴν ἀπέραντη θάλασσα, ποὺ εἶνε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ θάλασσα νικᾷ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὴν ἁμαρτία, ὅσο μεγάλη καὶ βαρειὰ κι ἂν εἶνε.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek