ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (Ασώτου)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΣΩΤΟΥ) — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΕ΄ 11 — 32)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἄνθρω­πός τις εἶχε δύο υἱούς. 12καὶ εἶπεν ὁ νεώ­τε­ρος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπι­βάλ­λον μέρος τῆς οὐσί­ας. καὶ διεῖ­λεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13καὶ μετ’ οὐ πολ­λὰς ἡμέ­ρας συνα­γα­γὼν ἅπαν­τα ὁ νεώ­τε­ρος υἱὸς ἀπε­δή­μη­σεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διε­σκόρ­πι­σεν τὴν οὐσί­αν αὐτοῦ ζῶν ἀσώ­τως. 14δαπα­νή­σαν­τος δὲ αὐτοῦ πάν­τα ἐγέ­νε­το λιμὸς ἰσχυ­ρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκεί­νην, καὶ αὐτὸς ἤρξα­το ὑστε­ρεῖ­σθαι. 15καὶ πορευ­θεὶς ἐκολ­λή­θη ἑνὶ τῶν πολι­τῶν τῆς χώρας ἐκεί­νης, καὶ ἔπεμ­ψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοί­ρους· 16καὶ ἐπε­θύ­μει γεμί­σαι τὴν κοι­λί­αν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερα­τί­ων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖ­ροι, καὶ οὐδεὶς ἐδί­δου αὐτῷ. 17εἰς ἑαυ­τὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισ­σεύ­ου­σιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλ­λυ­μαι! 18ἀνα­στὰς πορεύ­σο­μαι πρὸς τὸν πατέ­ρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ ἐνώ­πιόν σου· 19οὐκέ­τι εἰμὶ ἄξιος κλη­θῆ­ναι υἱός σου· ποί­η­σόν με ὡς ἕνα τῶν μισθί­ων σου. 20καὶ ἀνα­στὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέ­ρα ἑαυ­τοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέ­χον­τος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγ­χνί­σθη, καὶ δρα­μὼν ἐπέ­πε­σεν ἐπὶ τὸν τρά­χη­λον αὐτοῦ καὶ κατε­φί­λη­σεν αὐτόν. 21εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ ἐνώ­πιόν σου, καὶ οὐκέ­τι εἰμὶ ἄξιος κλη­θῆ­ναι υἱός σου. 22εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δού­λους αὐτοῦ· ἐξε­νέγ­κα­τε τὴν στο­λὴν τὴν πρώ­την καὶ ἐνδύ­σα­τε αὐτόν, καὶ δότε δακτύ­λιον εἰς τὴν χεῖ­ρα αὐτοῦ καὶ ὑπο­δή­μα­τα εἰς τοὺς πόδας, 23καὶ ἐνέγ­καν­τες τὸν μόσχον τὸν σιτευ­τόν θύσα­τε, καὶ φαγόν­τες εὐφραν­θῶ­μεν, 24ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέ­ζη­σεν, καὶ ἀπο­λω­λὼς ἦν καὶ εὑρέ­θη. καὶ ἤρξαν­το εὐφραί­νε­σθαι. 25Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρε­σβύ­τε­ρος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχό­με­νος ἤγγι­σε τῇ οἰκίᾳ, ἤκου­σε συμ­φω­νί­ας καὶ χορῶν, 26καὶ προ­σκα­λε­σά­με­νος ἕνα τῶν παί­δων ἐπυν­θά­νε­το τί εἴη ταῦ­τα. 27ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελ­φός σου ἥκει, καὶ ἔθυ­σεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευ­τόν, ὅτι ὑγιαί­νον­τα αὐτὸν ἀπέ­λα­βεν. 28ὠργί­σθη δὲ καὶ οὐκ ἤθε­λεν εἰσελ­θεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελ­θὼν παρε­κά­λει αὐτόν. 29ὁ δὲ ἀπο­κρι­θεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦ­τα ἔτη δου­λεύω σοι καὶ οὐδέ­πο­τε ἐντο­λήν σου παρῆλ­θον, καὶ ἐμοὶ οὐδέ­πο­τε ἔδω­κας ἔρι­φον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφραν­θῶ· 30ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ κατα­φα­γών σου τὸν βίον μετὰ πορ­νῶν, ἦλθεν, ἔθυ­σας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευ­τὸν. 31ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάν­το­τε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάν­τα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32εὐφραν­θῆ­ναι δὲ καὶ χαρῆ­ναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελ­φός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέ­ζη­σε, καὶ ἀπο­λω­λὼς ἦν καὶ εὑρέ­θη.

11 Είπε δε ακό­μη και την εξής παρα­βο­λήν· “ένας άνθρω­πος είχε δύο υιούς. 12 Και είπε ο νεώ­τε­ρος από αυτούς στον πατέ­ρα· πατέ­ρα, δος μου το μερί­διο της περιου­σί­ας που μου ανή­κει. Και ο πατέ­ρας εμοί­ρα­σε εις αυτούς την περιου­σί­αν του. 13 Και ύστε­ρα από ολί­γας ημέ­ρας ο νεώ­τε­ρος υιός εμά­ζευ­σεν όλα ανε­ξαι­ρέ­τως όσα του είχε δώσει ο πατέ­ρας και ετα­ξί­δε­ψε εις μακρυ­νήν χώραν. Και εκεί εσπα­τά­λη­σε την περιου­σί­αν του ζων ένα βίον άσω­τον, παρα­λυ­μέ­νον και ασυλ­λό­γι­στον. 14 Οταν δε εξώ­δευ­σε όλα όσα είχε, έπε­σε μεγά­λη πεί­να εις την χώραν εκεί­νην και αυτός ήρχι­σε να στε­ρή­ται και να πει­νά. 15 Και από την πεί­ναν πλέ­ον ζαλι­σμέ­νος επή­γε και προ­σκολ­λή­θη­κε σαν δού­λος εις ένα από τους κατοί­κους της χώρας εκεί­νης. Και αυτός τον έστει­λε εις τα χωρά­φια του, να βόσκη χοί­ρους. 16 Και επι­θυ­μού­σε να γεμί­ση την κοι­λί­αν του από τα ξυλο­κέ­ρα­τα, που έτρω­γαν οι χοί­ροι, αλλά κανείς δεν του έδι­δε, διό­τι οι υπη­ρέ­ται τα προ­ώ­ρι­ζαν δια τους χοί­ρους. 17 Καποιαν όμως ημέ­ραν συνήλ­θεν από την ζάλην και το κατάν­τη­μα της αμαρ­τω­λής ζωής του και είπε· Ποσοι μισθω­τοί του πατέ­ρα μου έχουν με το παρα­πά­νω ψωμιά και φαγη­τά, εγώ δε χάνο­μαι από την πεί­ναν; 18 Και αμέ­σως επή­ρε την από­φα­σιν της επι­στρο­φής και είπε· Θα σηκω­θώ, θα υπά­γω προς τον πατέ­ρα μου και θα του πω· πατέ­ρα μου, ημάρ­τη­σα στον ουρα­νόν εμπρός στον Θεόν και τους αγγέ­λους του· ημάρ­τη­σα και ενώ­πιόν σου, διό­τι περι­φρό­νη­σα την πατρι­κήν σου αγά­πην και δεν ελο­γά­ρια­σα την λύπην, που θα σου προ­ξε­νού­σα με την φυγήν μου. 19 Δεν είμαι πλέ­ον άξιος να ονο­μα­σθώ υιός σου και να φέρω το τιμη­μέ­νο όνο­μά σου· κάμε με σαν ένα από τους υπη­ρέ­τας σου. 20 Και έθε­σε εις εφαρ­μο­γήν την καλήν του από­φα­σιν. Εση­κώ­θη και ήλθε προς τον πατέ­ρα του. Ενώ δε ακό­μη ευρί­σκε­το εις μακρυ­νήν από­στα­σιν, ο πατέ­ρας του, που από και­ρόν τώρα τον επε­ρί­με­νε και παρα­τη­ρού­σε πάν­το­τε με λαχτά­ρα στον δρό­μον, τον είδε και τον εσπλαγ­χνί­σθη, έτρε­ξε εις προ­ϋ­πάν­τη­σίν του, έπε­σε με στορ­γήν απέ­ραν­τον στον τρά­χη­λον του παι­διού του, το αγκα­λια­σε και το εγέ­μι­σε φιλή­μα­τα. 21 Συν­τε­τριμ­μέ­νος ο υιός από την απέ­ραν­τον αυτήν στορ­γήν είπε στον πατέ­ρα του· Πατέ­ρα, ημάρ­τη­σα στον ουρα­νόν και ενώ­πιόν σου και δεν είμαι άξιος να ονο­μα­σθώ υιός σου. 22 Ο δε πατέ­ρας τον διέ­κο­ψε, εστρά­φη προς τους δού­λους, που είχαν μαζευ­θή εκεί, και είπε· Βγάλ­τε την πιο καλή φορε­σιά και ενδύ­σα­τέ τον, και δώστε του το δακτυ­λί­δι εις τα χέρια, σαν αυτό που φορούν οι ελεύ­θε­ροι και οι κύριοι. Δώστε του υπο­δή­μα­τα εις τα πόδια, δια να μη περ­πα­τή ξυπό­λη­τος όπως οι δού­λοι. 23 Και φέρ­τε το θρε­φτό μοσχά­ρι, σφάξ­τε το και ετοι­μά­στε το πιο πλού­σιο τρα­πέ­ζι, δια να πανη­γυ­ρί­σω­με το εξαι­ρε­τι­κά χαρ­μό­συ­νο αυτό γεγο­νός. Και αφού φάμε, ας ευφραν­θού­με όλοι. 24 Διό­τι ο υιός μου αυτός ήτο νεκρός και ανα­στή­θη­κε, χαμέ­νος ήτο και ευρέ­θη­κε. Και ήρχι­σαν να ευφραί­νων­ται. (Αγγε­λοι και δίκαιοι καλούν­ται από τον Θεόν να χαρούν και να ευφραν­θούν, όταν ένας αμαρ­τω­λός, που εγκα­τέ­λει­ψε τον Θεόν και εσπα­τά­λη­σε τα θεία δώρα εις την αμαρ­τί­αν και εβυ­θί­σθη στον εξευ­τε­λι­σμόν και την κοι­νήν περι­φρό­νη­σιν, μετα­νο­ή­ση ειλι­κρι­νώς, επα­νέλ­θη προς τον Πατέ­ρα και ξανα­πά­ρη την υιο­θε­σί­αν και την πρώ­την του θέσιν). 25 Αλλά ο μεγα­λύ­τε­ρος υιός ευρί­σκε­το στο χωρά­φι και καθώς την ώραν που ήρχε­το επλη­σί­α­σε στο σπί­τι, ήκου­σε μου­σι­κά όργα­να και τρα­γού­δια και χορούς. 26 Και αφού εκά­λε­σε ένα από τους υπη­ρέ­τας, τον ηρώ­τη­σε τι άρα­γε είναι αυτά που γίνον­ται. 27 Εκεί­νος δε του είπε ότι· Ηλθε ο αδελ­φός σου και ο πατέ­ρας σου έσφα­ξε το θρε­πτό μοσχά­ρι, διό­τι με μεγά­λην χαράν τον είδε και τον υπε­δέ­χθη υγιή. 28 Εθύ­μω­σε δε αυτός και δεν ήθε­λε να εισέλ­θη στο σπί­τι και να παρα­κα­θί­ση στο χαρ­μό­συ­νο τρα­πέ­ζι. Οταν ο πατέ­ρας επλη­ρο­φο­ρή­θη αυτό, εβγή­κε έξω προς τον μεγα­λύ­τε­ρον υιόν και με στορ­γήν πολ­λήν τον παρα­κα­λού­σε. 29 Εκεί­νος όμως πικρα­μέ­νος απε­κρί­θη με δυσφο­ρί­αν μεγά­λην και του είπε· Ιδού τόσα χρό­νια σε υπη­ρε­τώ και ποτέ δεν κατε­πά­τη­σα την εντο­λή σου. Και όμως εις εμέ δεν έδω­σές ποτέ ένα κατσί­κι, δια να εφραν­θώ με τους φίλους μου. 30 Οταν δε ήλθε το παι­δί σου αυτό, που κατέ­φα­γε το βιο σου με πόρ­νας, έσφα­ξες προς χάριν του το θρε­πτό μοσχά­ρι. 31 Είπε δε εις αυτόν ο πατέ­ρας· Παι­δί μου, συ πάν­το­τε είσαι μαζή μου και όλα τα υπάρ­χον­τά μου είναι δικά σου και ποτέ από τίπο­τε δεν σε εστέ­ρη­σα. 32 Επρε­πε δε και συ να ευραν­θής και να χαρής, διό­τι ο αδελ­φός σου αυτός ήτο νεκρός και ανα­στή­θη­κε, χαμέ­νος και ξανα­βρέ­θη­κε”. (Αγα­να­κτού­σαν οι υψη­λό­φρο­νες Φαρι­σαί­οι, όταν έβλε­παν τον Κυριον να δέχε­ται με στορ­γήν τους μετα­νο­ούν­τας αμαρ­τω­λούς και να τους ανα­κη­ρύσ­ση πολί­τας της βασι­λεί­ας του. Εγω­πα­θείς και ιδιο­τε­λείς, καθώς ήσαν οι Φαρι­σαί­οι και οι όμοιοι με αυτούς, τυπι­κώς μόνον και εξω­τε­ρι­κώς τιμών­τες τον Θεόν, απε­ξέ­νω­σαν τον ευα­τόν των από την αγά­πην του Θεού και από την χαρ­μό­συ­νον επι­κοι­νω­νί­αν με τους πολί­τας της βασι­λεί­ας των ουρα­νών).

11 Και για να κάνει σαφέ­στε­ρη και περισ­σό­τε­ρο κατα­νο­η­τή την αλή­θεια αυτή, είπε και την εξής παρα­βο­λή: Ένας άνθρω­πος, ο Θεός δηλα­δή, είχε δύο γιους. 12 Ο μικρό­τε­ρος γιος εικο­νί­ζει τον απο­στά­τη αμαρ­τω­λό, που φεύ­γει από την υπα­κοή και την προ­στα­σία του επου­ρα­νί­ου Πατρός. Είπε λοι­πόν ο μικρό­τε­ρος γιος στον πατέ­ρα του: Πατέ­ρα δωσ’ μου το μερί­διο της περιου­σί­ας που μου ανή­κει. Και ο πατέ­ρας μοί­ρα­σε και στους δύο γιους την περιου­σία. Ο Θεός δηλα­δή και στον αμαρ­τω­λό που θέλει να ζει μακριά απ’ αυτόν δίνει τα μέσα της συν­τη­ρή­σε­ώς του και όλα εκεί­να τα πνευ­μα­τι­κά και υλι­κά χαρί­σμα­τα που θα τον έκα­ναν πνευ­μα­τι­κά ευτυ­χι­σμέ­νο, εάν αυτός δεν τα κατα­σπα­τα­λού­σε. 13 Ύστε­ρα από λίγες μέρες ο νεό­τε­ρος γιος μάζε­ψε όλα όσα του έδω­σε ο πατέ­ρας του και ταξί­δε­ψε σε χώρα μακρι­νή. Εκεί δια­σκόρ­πι­σε την περιου­σία του κάνον­τας μια ζωή άσω­τη και ακό­λα­στη. Έτσι και κάθε αμαρ­τω­λός εξαι­τί­ας των αμαρ­τιών του χωρί­ζε­ται από τον Θεό και οδη­γεί­ται πολύ μακριά απ’ αυτόν. Και με την κατά­χρη­ση των χαρι­σμά­των που του έδω­σε ο επου­ρά­νιος Πατήρ εξα­χρειώ­νε­ται και δια­φθεί­ρε­ται. 14 Όταν ο νεό­τε­ρος γιος ξόδε­ψε όλα όσα είχε, έπε­σε μεγά­λη πεί­να στη χώρα εκεί­νη, κι αυτός άρχι­σε να στε­ρεί­ται. Κάθε αμαρ­τω­λός δηλα­δή δεν έχει απε­ριό­ρι­στες απο­λαύ­σεις. Αργά ή γρή­γο­ρα θα αισθαν­θεί την αθλιό­τη­τα και το κενό που δημιουρ­γεί στην καρ­διά του η άσω­τη ζωή και η στέ­ρη­ση της θεί­ας παρη­γο­ριάς. 15 Και ο άσω­τος γιος εξαι­τί­ας των στε­ρή­σε­ων και της πεί­νας του πήγε σ’ έναν από τους πολί­τες εκεί­νης της χώρας, ο οποί­ος τον προ­σέ­λα­βε ως δού­λο. Και τον έστει­λε στα χωρά­φια του να βόσκει χοί­ρους, ζώα δηλα­δή ακά­θαρ­τα, που προ­κα­λού­σαν την αηδία και την απο­στρο­φή σ’ έναν Ιου­δαίο, όπως ήταν ο νεό­τε­ρος γιος. Σε τι εξευ­τε­λι­σμό καταν­τά και πόσο χάνει την αξιο­πρέ­πειά του ο ταλαί­πω­ρος αμαρ­τω­λός! 16 Και επι­θυ­μού­σε ο νεό­τε­ρος γιος να γεμί­σει την κοι­λιά του με τα ξυλο­κέ­ρα­τα που έτρω­γαν οι χοί­ροι. Μα κανείς δεν του έδι­νε, διό­τι οι υπη­ρέ­τες που έκα­ναν τη δια­νο­μή παρα­τη­ρού­σαν με προ­σο­χή να μην μεί­νουν χωρίς τρο­φή οι χοί­ροι. 17 Σε κάποια όμως στιγ­μή αυτός ήλθε στον εαυ­τό του από τη μέθη και την τρέ­λα της αμαρ­τί­ας και είπε: Πόσοι μισθω­τοί εργά­τες του πατέ­ρα μου έχουν άφθο­νο και περίσ­σιο ψωμί, ενώ εγώ κιν­δυ­νεύω να πεθά­νω από την πεί­να! Το πρώ­το βήμα δηλα­δή της μετα­νοί­ας του αμαρ­τω­λού είναι η συναί­σθη­ση της αθλιό­τη­τός του. 18 Μετά τη συναί­σθη­ση αυτή ακο­λου­θεί η σωτη­ριώ­δης από­φα­ση. Θα σηκω­θώ, λέει ο άσω­τος, και θα πάω στον πατέ­ρα μου και θα του πω: Πατέ­ρα, αμάρ­τη­σα στον ουρα­νό. (Διό­τι εκεί οι άγγε­λοι εκτε­λούν με ευλά­βεια το θείο θέλη­μα, και όπως υπα­κούν αυτοί, έτσι αξιώ­νουν και όλα τα κτί­σμα­τα να υπα­κούν σ’ αυτό, και λυπούν­ται για την απο­στα­σία κάθε ανθρώ­που). Αμάρ­τη­σα και σε σένα διό­τι περι­φρό­νη­σα τη στορ­γή σου και δεν λογά­ρια­σα τη λύπη που δοκί­μα­ζες όταν έφευ­γα μακριά σου. 19 Δεν είμαι πλέ­ον άξιος να ονο­μά­ζο­μαι γιος σου. Δεν ζητώ να προ­σλη­φθώ ούτε ως μόνι­μος δού­λος σου παρα­μέ­νον­τας διαρ­κώς στο σπί­τι σου. Κάνε με σαν έναν από τους μισθω­τούς εργά­τες σου. 20 Και η σωτη­ριώ­δης από­φα­ση άρχι­σε να ενερ­γο­ποιεί­ται. Ο άσω­τος σηκώ­θη­κε και ξεκί­νη­σε να πάει στον πατέ­ρα του. Κι ενώ βρι­σκό­ταν ακό­μη μακριά, τον είδε ο πατέ­ρας του και τον σπλα­χνί­σθη­κε. Έτρε­ξε τότε για να τον προ­ϋ­παν­τή­σει, έπε­σε στον τρά­χη­λό του, τον αγκά­λια­σε σφι­χτά και τον κατα­φι­λού­σε με στορ­γή. Ο Θεός δηλα­δή όχι μόνο δέχε­ται τον αμαρ­τω­λό που μετα­νο­εί και επι­στρέ­φει κον­τά του, αλλά και προ­τού ακό­μη πλη­σιά­σει ο αμαρ­τω­λός, σπεύ­δει να τον ανα­ζη­τή­σει, και τον αγκα­λιά­ζει με στορ­γή. 21 Ενώ λοι­πόν ο Πατέ­ρας έδει­ξε τέτοια στορ­γή κι ενώ ακο­λού­θη­σε μια τόσο θερ­μή συν­διαλ­λα­γή, ο γιος συν­τε­τριμ­μέ­νος έκα­νε την εξο­μο­λό­γη­σή του λέγον­τας: Πατέ­ρα, αμάρ­τη­σα στον ουρα­νό κα σε σένα και δεν είμαι πλέ­ον άξιος να ονο­μά­ζο­μαι γιος σου. 22 Ο πατέ­ρας τότε τον διέ­κο­ψε και είπε στους δού­λους του: Βγάλ­τε έξω την πιο καλή φορε­σιά απ’ όσες έχου­με, σαν αυτή που φορού­σε πριν φύγει απ’ το σπί­τι μου. Κι επει­δή αυτός, στην κατά­στα­ση που είναι, θα ντρέ­πε­ται να την φορέ­σει, ντύ­στε τον εσείς, για να μην είναι πλέ­ον γυμνός και κου­ρε­λιά­ρης. Και δώστε του δαχτυ­λί­δι να το φορά­ει στο χέρι του, όπως φορούν οι κύριοι και οι ελεύ­θε­ροι. Δώστε του και υπο­δή­μα­τα στα πόδια του, για να μην περ­πα­τά ξυπό­λυ­τος όπως οι σκλά­βοι. Τον απο­κα­θι­στώ δηλα­δή ολο­κλη­ρω­τι­κά στη θέση και στα δικαιώ­μα­τα που είχε πριν ασω­τεύ­σει. 23 Και φέρ­τε και σφάξ­τε εκεί­νο από τα μοσχά­ρια που το τρέ­φου­με ξεχω­ρι­στά για κάποια χαρ­μό­συ­νη και εξαι­ρε­τι­κή περί­στα­ση. Ας φάμε λοι­πόν, ας χαρού­με και ας δια­σκε­δά­σου­με με τρα­γού­δια και με χορούς, 24 διό­τι ο γιος μου αυτός μέχρι πριν από λίγο ήταν νεκρός, και ανα­στή­θη­κε? ήταν χαμέ­νος, και βρέ­θη­κε. Και άρχι­σαν να ευφραί­νον­ται. 25 Ο μεγα­λύ­τε­ρος όμως γιος, με τον οποίο έμοια­ζαν οι Φαρι­σαί­οι, ήταν στο χωρά­φι. Και καθώς ερχό­ταν και πλη­σί­α­ζε στο σπί­τι, άκου­σε όργα­να και τρα­γού­δια και χορούς. 26 Κάλε­σε λοι­πόν έναν από τους υπη­ρέ­τες που στε­κό­ταν απ’ έξω, και ρωτού­σε να μάθει τι συμ­βαί­νει, τί τάχα να σήμαι­ναν όλα αυτά. 27 Κι αυτός του είπε: Γύρι­σε ο αδελ­φός σου, και ο πατέ­ρας σου έσφα­ξε το καλο­θρεμ­μέ­νο μοσχά­ρι, διό­τι του γύρι­σε πάλι πίσω γερός και υγι­ής. 28 Ο μεγα­λύ­τε­ρος όμως γιος θύμω­σε και δεν ήθε­λε να μπει στο σπί­τι. (Έτσι συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ταν και οι Φαρι­σαί­οι, που σκαν­δα­λί­ζον­ταν όταν έβλε­παν τον Κύριο να συνα­να­στρέ­φε­ται και να διδά­σκει τους αμαρ­τω­λούς). Ο πατέ­ρας του λοι­πόν βγή­κε έξω και τον παρα­κα­λού­σε με την ίδια στορ­γή που δέχθη­κε το νεό­τε­ρο γιο του. 29 Αλλά ο μεγα­λύ­τε­ρος γιος απο­κρί­θη­κε στον πατέ­ρα του: Τόσα χρό­νια είμαι στη δού­λε­ψή σου και ποτέ δεν παρά­κου­σα κάποια προ­στα­γή σου? και παρό­λα αυτά δεν μου έδω­σες ποτέ ούτε ένα κατσι­κά­κι για να δια­σκε­δά­σω με τους φίλους μου. (Πόσο πλα­νά­ται ο μεγα­λύ­τε­ρος γιος! Εάν υπήρ­ξε τόσο πει­θαρ­χι­κός στον πατέ­ρα του, πώς τώρα τον παρα­κού­ει με τέτοιο πεί­σμα; Και πότε ζήτη­σε κατσι­κά­κι από τον πατέ­ρα του, κι εκεί­νος δεν του έδω­σε;). 30 Όταν όμως ήλθε ο προ­κομ­μέ­νος αυτός γιος σου, που κατα­σπα­τά­λη­σε την περιου­σία σου με πόρ­νες, έσφα­ξες γι’ αυτόν το καλύ­τε­ρο μοσχά­ρι που το είχα­με θρε­φτά­ρι. (Ο μεγα­λύ­τε­ρος γιος μετα­χει­ρί­στη­κε την αλα­ζο­νι­κή γλώσ­σα των Φαρι­σαί­ων, που περι­φρο­νού­σαν τους αμαρ­τω­λούς και νόμι­ζαν ότι μόνο αυτοί ήταν δίκαιοι και γι’ αυτό είχαν απο­κλει­στι­κά δικαιώ­μα­τα στην αγά­πη του Θεού). 31 Ο πατέ­ρας τότε του απάν­τη­σε: Παι­δί μου, εσύ είσαι πάν­το­τε μαζί μου. κι όλα όσα έχω, δικά σου είναι. 32 Έπρε­πε λοι­πόν κι εσύ να ευφραν­θείς και να χαρείς, διό­τι ο αδελ­φός σου αυτός, για τον οποίο με τόση περι­φρό­νη­ση μιλάς, ήταν νεκρός, και ανα­στή­θη­κε. Ήταν χαμέ­νος, και βρέ­θη­κε.

11  Eἶπε ἐπί­σης: «Ἕνας ἄνθρω­πος εἶχε δύο υἱούς. 12  Kαὶ ὁ νεώ­τε­ρος ἀπ’ αὐτοὺς εἶπε στὸν πατέ­ρα: “Πατέ­ρα, δός μου τὸ μερί­διο τῆς περιου­σί­ας ποὺ μοῦ πέφτει”. Kαὶ τοὺς διέ­νει­με τὴν περιου­σία. 13  Kαὶ ἔπει­τα ἀπὸ λίγες ἡμέ­ρες ὁ νεώ­τε­ρος υἱός, ἀφοῦ τὰ μάζε­ψε ὅλα, ἔφυ­γε σὲ μακρι­νὴ χώρα, καὶ ἐκεῖ δια­σκόρ­πι­σε τὴν περιου­σία του ζών­τας ἀσώ­τως. 14  Kαὶ ὅταν τὰ δαπά­νη­σε ὅλα, ἔπε­σε πεῖ­να μεγά­λη στὴ χώρα ἐκεί­νη, καὶ αὐτὸς ἄρχι­σε νὰ στε­ρῆ­ται. 15  Kαὶ πῆγε καὶ προ­σκολ­λή­θη­κε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς πολῖ­τες τῆς χώρας ἐκεί­νης, καὶ τὸν ἔστει­λε στοὺς ἀγρούς του γιὰ νὰ βόσκῃ χοί­ρους. 16  Kαὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ γεμί­σῃ τὴν κοι­λιά του ἀπὸ τὰ ξυλο­κέ­ρα­τα, ποὺ ἔτρω­γαν οἱ χοῖ­ροι, διό­τι κανεὶς δὲν τοῦ ἔδι­νε (τρο­φή). 17  Tότε ἦλθε στὸν ἑαυ­τό του καὶ εἶπε: “Πόσοι ἐργά­τες τοῦ πατέ­ρα μου ἔχουν περίσ­σευ­μα ἄρτων, ἐνῷ ἐγὼ πεθαί­νω ἀπὸ πεῖ­να! 18  Θὰ σηκω­θῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέ­ρα μου καὶ θὰ τοῦ εἰπῶ: Πατέ­ρα, ἁμάρ­τη­σα στὸ Θεὸ καὶ σὲ σένα. 19  Δὲν εἶμαι πλέ­ον ἄξιος νὰ λέγω­μαι υἱός σου. Kάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐργά­τες σου”. 20  Kαὶ σηκώ­θη­κε καὶ ἦλθε στὸν πατέ­ρα του. Ἐνῷ δὲ ἀκό­μη ἦταν μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέ­ρας του καὶ σπλαγ­χνί­σθη­κε, καὶ ἔτρε­ξε καὶ τὸν ἀγκά­λια­σε σφι­κτὰ καὶ τὸν φίλη­σε θερ­μά. 21  Kαὶ τοῦ εἶπε ὁ υἱός: “Πατέ­ρα, ἁμάρ­τη­σα στὸ Θεὸ καὶ σὲ σένα, καὶ δὲν εἶμαι πλέ­ον ἄξιος νὰ λέγω­μαι υἱός σου”. 22  Ἀλλ’ ὁ πατέ­ρας εἶπε στοὺς δού­λους του: “Bγά­λε­τε τὴν καλ­λί­τε­ρη ἐνδυ­μα­σία καὶ ἐνδύ­σε­τε αὐτόν, καὶ δῶστε δακτυ­λί­δι γιὰ τὸ χέρι του καὶ ὑπο­δή­μα­τα γιὰ τὰ πόδια. 23  Kαὶ φέρε­τε καὶ σφά­ξε­τε τὸ καλο­θρεμ­μέ­νο μοσχά­ρι, καὶ ἂς φᾶμε καὶ ἂς εὐφραν­θοῦ­με, 24  διό­τι αὐτὸς ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦταν καὶ ἀνέ­ζη­σε, καὶ θανα­τω­μέ­νος ἦταν καὶ σώθη­κε”. Kαὶ ἄρχι­σαν νὰ δια­σκε­δά­ζουν. 25  Ὁ μεγα­λύ­τε­ρος δὲ υἱός του ἦταν στὸ χωρά­φι. Kαὶ ὅταν ἐπι­στρέ­φον­τας πλη­σί­α­σε στὸ σπί­τι, ἄκου­σε μου­σι­κὰ ὄργα­να καὶ χορούς. 26  Kαὶ ἀφοῦ κάλε­σε ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπη­ρέ­τες, ρωτοῦ­σε νὰ μάθῃ τί συμ­βαί­νει. 27  Aὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε: “Ὁ ἀδελ­φός σου ἔχει ἔλθει, καὶ ἔσφα­ξε ὁ πατέ­ρας σου τὸ καλο­θρεμ­μέ­νο μοσχά­ρι, διό­τι τοῦ ἐπέ­στρε­ψε σῶος”. 28  Tότε ὠργί­σθη­κε καὶ δὲν ἤθε­λε νὰ μπῇ μέσα. Ὁ δὲ πατέ­ρας του βγῆ­κε καὶ τὸν παρα­κα­λοῦ­σε. 29  Ἀλλ’ αὐτὸς τότε εἶπε στὸν πατέ­ρα: “ Ἰδοὺ τόσα ἔτη σὲ δου­λεύω, καὶ ποτὲ δὲν ἔκα­να ἀνυ­πα­κοὴ σὲ ἐντο­λή σου. Kαὶ ὅμως σ’ ἐμέ­να ποτὲ δὲν ἔδω­σες ἕνα κατσί­κι, γιὰ νὰ δια­σκε­δά­σω μὲ τοὺς φίλους μου. 30  Ἀλλ’ ὅταν ἦλθε αὐτὸς ὁ υἱός σου, ποὺ κατά­φα­γε τὴν περιου­σία σου μὲ πόρ­νες, ἔσφα­ξες γι’ αὐτὸν τὸ καλο­θρεμ­μέ­νο μοσχά­ρι”. 31  Ἐκεῖ­νος δὲ τοῦ εἶπε: “Παι­δί μου, σὺ πάν­το­τε εἶσαι μαζί μου, καὶ ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου. 32  Ἔπρε­πε δὲ νὰ εὐφραν­θῇς καὶ νὰ χαρῇς, διό­τι αὐτὸς ὁ ἀδελ­φός σου νεκρὸς ἦταν καὶ ἀνέ­ζη­σε, καὶ θανα­τω­μέ­νος ἦταν καὶ σώθη­κε”».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Εἰς τὴν παρα­βο­λὴν περὶ τοῦ ἀσώ­του)

Ομι­λία αγί­ου Ιωάν­νου, αρχιε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως του Χρυ­σο­στό­μου,

«Ες τν παρα­βολν περ το στου»

Πάν­το­τε μεν, αδελ­φοί, οφεί­λου­με να δια­κη­ρύτ­του­με τη φιλαν­θρω­πία του Θεού (διό­τι μέσω αυτής «ζμεν κα κινομεθα κα σμν(:ζού­με και κινού­μα­στε και υπάρ­χου­με)»[Πράξ.17,28])· και μάλι­στα σε τού­τον τον και­ρό έχου­με χρέ­ος να το κάνου­με αυτό, για να υπάρ­ξει κοι­νή ωφέ­λεια και για να ευερ­γε­τη­θούν οι αστέ­ρες που πρό­κει­ται να ανα­τεί­λουν από την κολυμ­βή­θρα[: όσοι κατη­χού­με­νοι επρό­κει­το σε λίγο να βαπτι­στούν]. Καθώς και αυτοί μέσω αυτής θα λάμ­ψουν και εμείς μέσω αυτής σωθή­κα­με και σωζό­μα­στε· αυτή δόθη­κε από τον Δημιουρ­γό Θεό και Πατέ­ρα μας σε μας αντί κλη­ρο­νο­μί­ας.

Ας πού­με, λοι­πόν, περί της μετα­νοί­ας, αυτά ακρι­βώς που είπε ο Χρι­στός, ο Δεσπό­της και φιλάν­θρω­πος Υιός του φιλάν­θρω­που Πατρός, ο μόνος γνή­σιος ερμη­νευ­τής της πατρι­κής Ουσί­ας. Ας ανα­πτύ­ξου­με όλη την παρα­βο­λή για τον Άσω­το, για να μάθου­με από αυτήν πώς πρέ­πει να προ­σεγ­γί­ζου­με τον Απρο­σπέ­λα­στο και πώς να ζητού­με συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών μας.

«νθρω­πός τις(:ένας άνθρω­πος)», λέγει , «εἶχε δύο υἱούς(:είχε δύο γιους)». Ο Σωτή­ρας εδώ ομι­λεί όχι με τρό­πο που να παρου­σιά­ζει ευδιά­κρι­τα τα δόγ­μα­τα της χρι­στια­νι­κής πίστης, αλλά με παρα­βο­λές. Γι’ αυτό και για τον Πατέ­ρα Του ομι­λεί σαν για κάποιον άνθρω­πο, όπως και για τους δού­λους, ομι­λεί σαν να είναι τέκνα, για να δεί­ξει την στορ­γή του Θεού προς τους ανθρώ­πους. «Κάποιος άνθρω­πος», λέγει, «είχε δύο υιούς». Ποιος είναι αυτός ο άνθρω­πος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρ­μών και Θεός κάθε παρη­γο­ριάς. Ποιοι γνω­ρί­σμα­τα είχαν αυτοί οι δύο υιοί; Αντι­προ­σω­πεύ­ουν ο ένας τους δικαί­ους και ο άλλος τους αμαρ­τω­λούς. Ο ένας γιος αντι­προ­σω­πεύ­ει αυτούς που τηρού­σαν τα θεία προ­στάγ­μα­τα και ο άλλος γιος, ο άσω­τος, αυτούς που παρέ­βαι­ναν τις δεσπο­τι­κές εντο­λές.

«Κα επεν νεώ­τε­ρος ατν τ πατρί(:Και είπε ο νεό­τε­ρος από αυτούς στον πατέ­ρα του)». Και ποιος είναι αυτός ο νεό­τε­ρος υιός; Αυτός που έχει αστά­θεια γνώ­μης και παρα­σύ­ρε­ται εδώ και εκεί από τους φρέ­σκους πρωι­νούς ανέ­μους της νεό­τη­τας. Και εκ φύσε­ως μεν ανα­γνώ­ρι­σε Αυτόν που τον έπλα­σε ως Πατέ­ρα, αλλά από την κακή του προ­αί­ρε­ση δεν απέ­δω­σε την πρέ­που­σα τιμή σε Αυτόν που τον δημιούρ­γη­σε. Και λέγει: «Πάτερ, δός μοι τ πιβάλ­λον μέρος τς οσίας(:Πατέ­ρα, δώσε μου το ανά­λο­γο μερί­διο της περιου­σί­ας που μου ανή­κει)». Καλώς ζήτη­σε από τον Θεό τον θεϊ­κό πλού­το, αλλά κακώς δαπά­νη­σε όσα έλα­βε. «Κα διελεν ατος τν βίον(:Και ο πατέ­ρας μοί­ρα­σε και στους δύο του γιους την περιου­σία)». Και έδω­σε σε αυτούς, ως Κτί­στης, όλη την κτί­ση. Παρεί­χε σε αυτούς σώμα­τα και λογι­κές ψυχές, ώστε από τον ορθό λόγο καθο­δη­γού­με­νοι να μη δια­πράτ­τουν τίπο­τε παρά­λο­γο. Όρι­σε σε αυτούς τον νόμο Του, τον φυσι­κό και τον γρα­πτό, σαν ένα θείο παι­δα­γω­γό, ώστε από τον νόμο παι­δα­γω­γού­με­νοι, να εφαρ­μό­σουν την βού­λη­ση του Νομο­θέ­του.

«Κα μετ᾿ ο πολλς μέρας συνα­γαγν παν­τα νεώ­τε­ρος υἱὸς πεδή­μη­σεν ες χώραν μακράν(:Ύστε­ρα από λίγες μέρες ο νεό­τε­ρος γιος μάζε­ψε όλα όσα του έδω­σε ο πατέ­ρας του και ταξί­δε­ψε σε χώρα μακρι­νή)»· ο νεό­τε­ρος λοι­πόν υιός, ωσάν νεό­τε­ρος ενήρ­γη­σε, και έφυ­γε σε χώρα μακρι­νή. Απο­μα­κρύν­θη­κε από τον Θεό και στά­θη­κε σε από­στα­ση και ο Θεός απ’ αυτόν· ο Θεός δεν εξα­ναγ­κά­ζει με τη βία εκεί­νον που δεν θέλει να υπο­τα­χθεί σε Αυτόν. Για­τί όλες οι αρε­τές είναι καρ­πός ελεύ­θε­ρης προ­αί­ρε­σης και όχι εξα­ναγ­κα­σμού. «Κα κε διε­σκόρ­πι­σε τν οσίαν ατο ζν σώτως(:Εκεί δια­σκόρ­πι­σε την περιου­σία του κάνον­τας μια ζωή άσω­τη και ακό­λα­στη)». Εκεί όλο τον πλού­το της ψυχής του τον έχα­σε. Εκεί με σαρ­κι­κές τέρ­ψεις ναυά­γη­σε. Εκεί παί­ζον­τας και εμπαι­ζό­με­νος κατάν­τη­σε πένης. Εκεί αγο­ρά­ζον­τας ψυχο­φθό­ρες ηδο­νές και παζα­ρευό­με­νος γέλω­τες, κέρ­δι­σε αιτί­ες δακρύ­ων. Και τις μεν αρε­τές που είχε, τις έχα­σε. Τις δε κακί­ες, που δεν είχε, τις απέ­κτη­σε.

«Δαπα­νή­σαν­τος δ ατο πάν­τα γένε­το λιμς σχυρς κατ τν χώραν κεί­νην(:Όταν ο νεό­τε­ρος γιος ξόδε­ψε όλα όσα είχε, έπε­σε μεγά­λη πεί­να στη χώρα εκεί­νη, κι αυτός άρχι­σε να στε­ρεί­ται)». Αφού δαπά­νη­σε λοι­πόν όλο τον πλού­το του (για­τί είναι εκ φύσε­ως αδύ­να­τον να παρα­μεί­νει ο πλού­τος της χάρι­τος σ’ αυτούς που περ­νούν τον βίο τους με αισχρό τρό­πο), έτυ­χε να πέσει μεγά­λη πεί­να στη χώρα εκεί­νη. Για­τί όπου δεν καλ­λιερ­γεί­ται το σιτά­ρι της σωφρο­σύ­νης, εκεί «λιμός σχυ­ρός», πεί­να φοβε­ρή. Όπου δεν έχει φυτευ­τεί η άμπε­λος της εγκρα­τεί­ας, εκεί «λιμός σχυ­ρός», πεί­να φοβε­ρή. Όπου το στα­φύ­λι της αγνό­τη­τας δεν ληνο­πα­τεί­ται, εκεί «λιμός σχυ­ρός», πεί­να φοβε­ρή. Όπου ο ουρά­νιος μού­στος δεν ξεχει­λί­ζει, εκεί «λιμός σχυ­ρός», πεί­να φοβε­ρή. Όπου υπάρ­χει ευφο­ρία κακών, εκεί σε κάθε περί­πτω­ση υπάρ­χει και ακαρ­πία αγα­θών. Όπου υπάρ­χει αφθο­νία πρά­ξε­ων πονη­ρών, εκεί σε κάθε περί­πτω­ση θα υπάρ­χει έλλει­ψη των αρε­τών. Όπου δεν πηγά­ζει το έλαιο της φιλαν­θρω­πί­ας, εκεί «λιμός σχυ­ρός».

«Κα ατς ρξα­το στε­ρεσθαι(:Τότε, λοι­πόν, αυτός άρχι­σε να στε­ρεί­ται τρο­φής και να πει­νά­ει)». Για­τί δεν απέ­μει­ναν σε αυτόν, παρά μόνο τα κακά της ακρά­τειάς του, επει­δή έπρα­ξε τα κακά της ηθι­κής έκλυ­σης. «Κα πορευ­θες κολ­λή­θη ν τν πολιτν τς χώρας κεί­νης (:Και ο άσω­τος γιος εξαι­τί­ας των στε­ρή­σε­ων και της πεί­νας του πήγε και προ­σκολ­λή­θη­κε ως δού­λος σε έναν από τους πολί­τες εκεί­νης της χώρας)». Και πολί­τες εκεί­νης της χώρας όπου είχε μετα­να­στεύ­σει ήσαν οι δαί­μο­νες. «Κα πεμ­ψεν ατν ες τος γρος ατο βόσκειν χοί­ρους(:Και τον έστει­λε στα χωρά­φια του να βόσκει χοί­ρους, ζώα δηλα­δή ακά­θαρ­τα, που προ­κα­λού­σαν την αηδία και την απο­στρο­φή σ’ έναν Ιου­δαίο, όπως ήταν ο νεό­τε­ρος γιος)». Για­τί με τέτοιον τρό­πο τιμούν οι δαί­μο­νες αυτούς που τους τιμούν. Με τέτοιον τρό­πο αγα­πούν αυτούς που τους αγα­πούν· τέτοιες δωρε­ές χαρί­ζουν σε αυτούς που τους υπα­κού­ουν.

«Κα πεθύ­μει γεμί­σαι τν κοι­λί­αν ατο π τν κερα­τί­ων ν σθιον ο χοροι(:Και επι­θυ­μού­σε ο νεό­τε­ρος γιος να γεμί­σει την κοι­λιά του με τα ξυλο­κέ­ρα­τα που έτρω­γαν οι χοί­ροι)». Με τα ξυλο­κέ­ρα­τα; Η γεύ­ση των ξυλο­κε­ρά­των είναι γλυ­κιά, αλλά συγ­χρό­νως και σκλη­ρή και τρα­χιά. Για­τί τέτοια είναι και η γεύ­ση της αμαρ­τί­ας. Ευφραί­νει μεν για λίγο και­ρό, κολά­ζει όμως για πολύ. Τέρ­πει πρό­σκαι­ρα και μαστί­ζει αιώ­νια.

«Ες αυτν δ λθν (:Σε κάποια όμως στιγ­μή αυτός ήλθε στον εαυ­τό του από τη μέθη και την τρέ­λα της αμαρ­τί­ας)» και αφού συλ­λο­γί­στη­κε την προ­η­γού­με­νη μακα­ριό­τη­τά του στο πατρι­κό σπί­τι και την τωρι­νή του αθλιό­τη­τα και αφού έβα­λε καλά στον νου του αφε­νός ποιος ήταν όταν ήταν υπο­τασ­σό­με­νος στον Θεό και Πατέ­ρα και αφε­τέ­ρου τι έχει γίνει όταν υπο­τά­χθη­κε στους δαί­μο­νες, «επε· πόσοι μίσθιοι το πατρός μου περισ­σεύ­ου­σιν ρτων, γ δ λιμ πόλ­λυ­μαι! (:είπε: “Πόσοι μισθω­τοί εργά­τες του πατέ­ρα μου έχουν άφθο­νο και περίσ­σιο ψωμί, ενώ εγώ κιν­δυ­νεύω να πεθά­νω από την πεί­να…”)». «Πόσοι τώρα κατη­χού­με­νοι ευφραί­νον­ται από τις Άγιες Γρα­φές, ενώ εγώ συν­θλί­βο­μαι λιμο­κτο­νών­τας για τα θεία λόγια; Ω, από πόσα αγα­θά στέ­ρη­σα τον εαυ­τό μου! Ω, με πόσα κακά περιέ­βα­λα τον εαυ­τό μου! Για­τί απο­μα­κρύν­θη­κα από τον μακά­ριο εκεί­νο τρό­πο ζωής; Για­τί να εισέλ­θω στον χώρο αυτής, της θανα­τη­φό­ρου ζωής; Τώρα έμα­θα από αυτά που έπα­θα, ότι δεν πρέ­πει να εγκα­τα­λεί­πει κανείς τον Θεό. Τώρα έμα­θα ότι πρέ­πει να παρα­μέ­νω κον­τά σε Αυτόν που πάν­το­τε προ­στα­τεύ­ει αυτούς που είναι πλη­σί­ον Του και δεν απο­μα­κρύ­νον­ται από Αυτόν. Τώρα έμα­θα ότι δεν πρέ­πει να εμπι­στεύ­ε­ται κανείς τους ακά­θαρ­τους δαί­μο­νες, που διδά­σκουν κάθε ακα­θαρ­σία και φθο­ρά».

Τι λέγει λοι­πόν; «ναστς πορεύ­σο­μαι πρς τν πατέ­ρα μου(:Θα σηκω­θώ και θα πάω στον πατέ­ρα μου)». «Θα επι­στρέ­ψω καλώς απ’ όπου έφυ­γα κακώς. Θα πάω προς τον δικό μου τον Πατέ­ρα και Ποι­η­τή και Δεσπό­τη και κηδε­μό­να και προ­νο­η­τή. Θα φθά­σω στον Πατέ­ρα μου, που με περι­μέ­νει από χρό­νια και υπο­δέ­χε­ται με αγά­πη αυτούς που επι­στρέ­φουν σε Αυτόν. Λοι­πόν, θα σηκω­θώ να πάω στον Πατέ­ρα μου και θα του πω: «Πάτερ, μαρ­τον ες τν ορανν κα νώπιόν σου. Οκέτι εμ ξιος κληθναι υός σου· ποί­η­σόν με ς να τν μισθί­ων σου (:Πατέ­ρα, αμάρ­τη­σα στον ουρα­νό, αμάρ­τη­σα και σε σένα, διό­τι περι­φρό­νη­σα την στορ­γή σου και δεν λογά­ρια­σα την λύπη που δοκί­μα­ζες όταν έφευ­γα μακριά σου. Δεν είμαι πλέ­ον άξιος να ονο­μά­ζο­μαι γιος σου. Δεν ζητώ να προ­σλη­φθώ ούτε ως μόνι­μος δού­λος σου παρα­μέ­νον­τας διαρ­κώς στο σπί­τι σου. Κάνε με σαν έναν από τους μισθω­τούς εργά­τες σου)». «Είναι αρκε­τά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκε­τό που «πατέ­ρα» θα τον απο­κα­λέ­σω, για να Τον συγ­κι­νή­σει. Για­τί δεν μπο­ρεί ο πατέ­ρας μου, ακού­γον­τάς με να Τον επι­κα­λού­μαι ως πατέ­ρα μου, να μη φανεί και στα έργα πατέ­ρας. Δεν μπο­ρεί να μη σπλα­χνι­στεί, αφού είναι εύσπλα­χνος. Δεν δύνα­ται να μη μου δώσει άφε­ση για τα ολι­σθή­μα­τά μου, μόλις ακού­σει το “αμάρ­τη­σα” και δεν μπο­ρεί να μη λησμο­νή­σει την δίκαια οργή Του, μόλις ακού­σει τη δική μου φωνή. Γνω­ρί­ζω πόση δύνα­μη έχει η μετά­νοια απέ­ναν­τι στον Θεό. Γνω­ρί­ζω πόσο ισχυ­ρά είναι τα δάκρυα απέ­ναν­τι στον Θεό· γνω­ρί­ζω ότι κάθε αμαρ­τω­λός, που προ­σφεύ­γει στον Θεό με θερ­μά δάκρυα, σαν τον Πέτρο, λαμ­βά­νει άφε­ση των αμαρ­τιών του. Γνω­ρί­ζω την αγα­θό­τη­τα του Θεού μου, γνω­ρί­ζω την πρα­ό­τη­τα του Πατρός μου. Θα με ελε­ή­σει αφού μετα­νόη­σα, εμέ­να που δεν με τιμώ­ρη­σε αμέ­σως όταν αμάρ­τη­σα».

«Κα ναστς λθε πρς τν πατέ­ρα ατο(:Και η σωτη­ριώ­δης από­φα­ση άρχι­σε να ενερ­γο­ποιεί­ται. Ο άσω­τος σηκώ­θη­κε και ξεκί­νη­σε να πάει στον πατέ­ρα του)», προ­σθέ­τον­τας έτσι στην καλή από­φα­ση την αγα­θή πρά­ξη. Για­τί δεν πρέ­πει μονά­χα να απο­φα­σί­ζου­με τα συμ­φέ­ρον­τα, αλλά να δεί­χνου­με και με τις πρά­ξεις τις αγα­θές μας ροπές. Ευρι­σκό­με­νος ακό­μη σε μεγά­λη από­στα­ση από τον τόπο, που ήταν ο πατέ­ρας του, αλλά πλη­σί­ον όμως στον πρέ­πον­τα τρό­πο προ­σέγ­γι­σής του, και σηκώ­νον­τας συνε­χώς τα χέρια του και χτυ­πών­τας το στή­θος του, που υπήρ­ξε εργα­στή­ριο πονη­ρών λογι­σμών, το δε πρό­σω­πό του προ­ση­λώ­νον­τάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλ­μών του προ­βάλ­λον­τας σαν πρε­σβευ­τές και προ­με­λε­τών­τας την απο­λο­γία του, μόλις έφτα­σε, ανα­βόη­σε με δυνα­τή φωνή και με δάκρυα λέγον­τας: «Πτερ, μαρ­τον ες τν ορανν κα νπιν σου(:Πατέ­ρα, αμάρ­τη­σα στον ουρα­νό και σε σένα)». «Αμάρ­τη­σα, το γνω­ρί­ζω Χρι­στέ Δέσπο­τα και Θεέ. Τις αμαρ­τί­ες μου Εσύ μόνο γνω­ρί­ζεις. Αμάρ­τη­σα, ελέη­σέ με ως Θεός και Δεσπό­της. Δεν είμαι άξιος να βλέ­πω τον ουρα­νό και να παρα­κα­λώ Εσέ­να τον αγα­θό μου Δεσπό­τη, όπως είμαι γεμά­τος από μεγά­λα και απαί­σια εγκλή­μα­τα. Δεν υπάρ­χει αριθ­μός για τις αμέ­τρη­τες αμαρ­τί­ες μου. Ελέη­σέ με ως Αγα­θός Θεός, που είσαι πάν­το­τε, επει­δή δεν είμαι άξιος να λέγο­μαι υιός Σου. Δέξε με σαν ένα από τους μισθω­τούς δού­λους Σου».

Έτσι, ικε­τεύ­ον­τας από το βάθος της καρ­διάς του, τον είδε Εκεί­νος, που βλέ­πει όσους δια­πράτ­τουν πλημ­με­λή­μα­τα, αλλά και που παρα­βλέ­πει υπο­μο­νε­τι­κά όσους αμαρ­τά­νουν, ανα­μέ­νον­τας τη μετά­νοιά τους. Τον είδε ο πατέ­ρας του και τον ευσπλαγ­χνί­σθη­κε. Για­τί Πατέ­ρας ήταν στην αγα­θό­τη­τα, αν και υπήρ­χε Θεός στη φύση. «τι δ ατο μακρν πέχον­τος εδεν ατν πατρ ατο κα σπλαγ­χνί­σθη, κα δραμν πέπε­σεν π τν τρά­χη­λον ατο κα κατε­φί­λη­σεν ατόν(:Και ενώ βρι­σκό­ταν ακό­μη μακριά, τον είδε ο πατέ­ρας του και τον σπλα­χνί­σθη­κε. Έτρε­ξε τότε για να τον προ­ϋ­παν­τή­σει, έπε­σε στον τρά­χη­λό του, τον αγκά­λια­σε σφι­χτά και τον κατα­φι­λού­σε με στορ­γή)». Δεν περί­με­νε τον αμαρ­τή­σαν­τα να έλθει πλη­σί­ον Του, αλλά ο ίδιος ο Πατέ­ρας έσπευ­σε και προ­ϋ­πάν­τη­σε τον υιό. Και δεν σιχά­θη­κε τον τρά­χη­λό του, που ήταν γεμά­τος από κηλί­δες της ασω­τί­ας και ακα­θαρ­σί­ας. Αλλά αφού τον αγκά­λια­σε με τα άχραν­τα χέρια Του, τον κατα­φι­λού­σε αχόρ­τα­γα, αυτόν που πάν­το­τε ποθού­σε να επι­στρέ­ψει. Ω της αφά­του και φοβε­ρής ευσπλα­χνί­ας! Ω παρά­δο­ξης φιλαν­θρω­πί­ας! Ω ασυ­νή­θι­στη συμ­φι­λί­ω­ση! Έπει­σε αμέ­σως τον Θεό σε μια μόνο κρί­σι­μη μετα­στρο­φή, ώστε να συγ­κα­τα­βεί στα δάκρυα και να παρα­βλέ­ψει πλή­θος αμέ­τρη­το αμαρ­τη­μά­των.

Θαύ­μα­σες, βλέ­πον­τας τον Θεό να κολα­κεύ­ει αμαρ­τω­λό; Ω της στορ­γής των σπλά­χνων των πατρι­κών! Ο αμαρ­τω­λός επί της γης δάκρυ­σε και ο μόνος ανα­μάρ­τη­τος από τον ουρα­νό έστρε­ψε τον εαυ­τό Του από φιλαν­θρω­πία προς την γη. Ποιος είδε ποτέ τον Θεό να κολα­κεύ­ει αμαρ­τω­λό; Ποιος είδε τον δικα­στή να περι­ποιεί­ται τον κατά­δι­κο; Ποιος είδε ποτέ τον κατά­δι­κο να τον κολα­κεύ­ουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρη­γο­ρεί, όπως κάπο­τε τον Ισρα­ήλ: «Λαός μου(:Λαέ μου)», λέγει, «τί ποί­η­σά σοι τί λύπη­σά σε τί παρη­νώ­χλη­σά σοι;(:τι σου έκα­να ή σε τι σε λύπη­σα ή σε τι σε ενό­χλη­σα;)»[Μιχ.6,3]. Και τώρα τα ίδια γίνον­ται, και έγι­ναν, επει­δή έτσι συνη­θί­ζει να νικιέ­ται από τον εαυ­τό Του ο Πατέ­ρας των οικτιρ­μών και Θεός κάθε παρη­γο­ρί­ας.

Και δεν αρκέ­στη­κε βέβαια σε αυτά ο άσω­τος αυτός υιός· αλλά και στα αγα­θά της μετα­νοί­ας όντας άσω­τος, δεν νόμι­σε ότι είναι επαρ­κής η τόση φιλαν­θρω­πία για την ολο­κλη­ρω­τι­κή σωτη­ρία σε σύγ­κρι­ση προς τα πλή­θη των αμαρ­τη­μά­των του. Αλλά εκεί­να, που σκέ­φτη­κε να πει στον Πατέ­ρα, αυτά έλε­γε ενώ­πιόν Του με το κατάλ­λη­λο ταπει­νό σχή­μα : «Πατέ­ρα, αν βέβαια έχω τη δυνα­τό­τη­τα να Σε ονο­μά­ζω ‘’Πατέ­ρα’’· για­τί, μήπως και αυτό συγ­κα­τα­λέ­γε­ται στα άλλα μου αμαρ­τή­μα­τα φοβά­μαι, ονο­μά­ζον­τάς Σε «Πατέ­ρα»· ή μήπως δια­πράτ­τω ύβρη ενώ­πιόν Σου με το να απο­κα­λώ έτσι το άσπι­λο και ανύ­βρι­στό Σου όνο­μα· ακό­μη, μήπως αμαρ­τά­νω φοβά­μαι, αν η συνεί­δη­σή μου δεν μου κλεί­νει τα χεί­λη μου, αν οι κακές μου πρά­ξεις δεν μου δένουν την γλώσ­σα, αν η αμαρ­τω­λή ζωή μου δεν εμπο­δί­ζει τον λόγο. Πατέ­ρα Άγιε, ας δεχτείς δέη­ση ρυπα­ρή από στό­μα ρυπα­ρό. Πατέ­ρα κατά χάριν, και Δημιουρ­γέ κατά φύσιν, αμάρ­τη­σα στον ουρα­νό και ενώ­πιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγο­μαι υιός Σου. Αμάρ­τη­σα, ομο­λο­γώ τα παρα­πτώ­μα­τά μου, δεν κρύ­βω αυτά που βλέ­πεις, δεν αρνού­μαι αυτά που καλά γνω­ρί­ζεις. Ως υπεύ­θυ­νος είμαι εδώ ενώ­πιόν Σου, ως παρά­νο­μος κατα­κρί­νο­μαι, Εσύ ως κρι­τής ελέη­σέ με. Αμάρ­τη­σα στον ουρα­νό και ενώ­πιόν Σου. Φοβά­μαι να ανα­τεί­νω τους οφθαλ­μούς μου στον ουρα­νό· για­τί φοβού­μαι ως ενός κατη­γό­ρου φωνή την μορ­φή του στε­ρε­ώ­μα­τος· ευλα­βού­μαι να ατε­νί­σω στο φως της Θεό­τη­τος, έχον­τας ρυπα­ρούς τους οφθαλ­μούς της δια­νοί­ας μου. Αμάρ­τη­σα στον ουρα­νό και ενώ­πιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονο­μά­ζο­μαι υιός Σου. Ιδού ανα­κη­ρύτ­τω τον εαυ­τό μου άξιο κάθε κατα­δί­κης, τον εαυ­τό μου κατα­κρί­νω, κατά του εαυ­τού μου βγά­ζω από­φα­ση.

Δεν χρειά­ζο­μαι δικα­στή να με κατα­δι­κά­σει με την από­φα­σή του, δεν χρειά­ζον­ται κατή­γο­ροι να με ελέγ­ξουν, δεν έχω ανάγ­κη μαρ­τύ­ρων για έγγρα­φες απο­δεί­ξεις. Μέσα μου έχω την συνεί­δη­ση, σαν ένα δικα­στή αδέ­κα­στο, στην ψυχή μου υπάρ­χει το φοβε­ρό δικα­στή­ριο, μέσα στην συνεί­δη­σή μου βρί­σκον­ται οι μάρ­τυ­ρες, βλέ­πω με τα μάτια μου τους κατη­γό­ρους μου. Οι θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις που παρα­κο­λού­θη­σα με κατη­γο­ρούν, οι ιππο­δρο­μί­ες στις οποί­ες πήγα και στοι­χη­μά­τι­ζα με κατα­κρί­νουν, όσα έβλε­πα στις θηριο­μα­χί­ες με ελέγ­χουν. Η ασω­τία μου με κάνει να αισθά­νο­μαι βαθύ­τα­τη αισχύ­νη, οι πρά­ξεις μου με στη­λι­τεύ­ουν, η τωρι­νή γυμνό­τη­τά μου με απο­κα­λύ­πτει, αυτά τα κου­ρέ­λια της ντρο­πής, που φορώ, με καταν­τρο­πιά­ζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγο­μαι. «Ποησν με ς να τν μισθων σου». Μήτε από την αυλή Σου να με διώ­ξεις, Δέσπο­τα, για να μη με βρει πάλι ο πολέ­μιος περι­πλα­νώ­με­νο και με συλ­λά­βει σαν αιχ­μά­λω­το. Αλλά ούτε πλη­σί­ον της φοβε­ρής Σου και μυστι­κής Τρα­πέ­ζης να με ελκύ­σεις· για­τί δεν τολ­μώ να βλέ­πω με μάτια ακά­θαρ­τα τα Άγια των Αγί­ων. Άφη­σέ με να στέ­κο­μαι μαζί με τους κατη­χου­μέ­νους, μέσα από τις θύρες της Εκκλη­σί­ας, ώστε, θεω­ρών­τας τα τελού­με­να μυστή­ρια σε αυτήν, να ποθή­σω, με τον και­ρό, να μετά­σχω πάλι σε αυτά· και λουό­με­νος με τα θεία νάμα­τα, να καθα­ρί­σω από την αισχύ­νη των αισχρών ασμά­των τον ρύπο, που παρα­μέ­νει ακό­μη στ’ αυτιά μου. Και βλέ­πον­τας τους μαρ­γα­ρί­τες (:το Σώμα Σου) να τους παίρ­νουν ευσε­βείς πιστοί, να επι­θυ­μή­σω και εγώ ν’ απο­κτή­σω χέρια άξια να τους υπο­δε­χθώ».

Αυτά καθώς έλε­γε ο Άσω­τος Υιός, και καθώς έκλαι­γε γοε­ρά, «επεν πατρ πρς τος δολους ατο(:είπε ο πατέ­ρας στους δού­λους Του)». Σε ποιους «δού­λους»; Άκου: στους ιερείς και λει­τουρ­γούς των προ­σταγ­μά­των Του: «ξενγκα­τε τν στολν τν πρτην, κα νδσατε ατν(:Βγάλ­τε έξω την πιο καλή φορε­σιά απ’ όσες έχου­με, σαν αυτή που φορού­σε πριν φύγει απ’ το σπί­τι μου). Φέρε­τε αυτήν που έχει υφαν­θεί στους ουρα­νούς, αυτήν που απο­κα­τέ­στη­σε το πνευ­μα­τι­κό πυρ. Φέρε­τε την στο­λή, που υφαί­νε­ται στα ύδα­τα της κολυμ­βή­θρας. Φέρε­τε την στο­λή, που παρα­σκευά­ζε­ται από την πνευ­μα­τι­κή φωτιά και ενδύ­στε τον. Ενδύ­σα­τε αυτόν, που απο­γυ­μνώ­θη­κε, ενδύ­σα­τε τον νέο Αδάμ, τον οποίο γύμνω­σε ο διά­βο­λος. Ενδύ­σα­τε τον βασι­λέα της κτί­σε­ως· κοσμή­στε αυτόν, για τον οποί­ον κόσμη­σα τον κόσμο· καλ­λω­πί­στε του υιού μου τα φίλ­τα­τα μέλη.

Δεν ανέ­χο­μαι να τον βλέ­πω ακαλ­λώ­πι­στο. Δεν ανέ­χο­μαι να αφε­θεί η δική μου εικό­να απο­γυ­μνω­μέ­νη. Θεω­ρώ ντρο­πή δική μου την ντρο­πή του δικού μου παι­διού. Θεω­ρώ δική μου δόξα τη δόξα του παι­διού μου. Δώστε και δακτυ­λί­δι στο χέρι του, για να φορεί τον αρρα­βώ­να του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος και φορών­τας αυτό, να φρου­ρεί­ται από αυτό το Άγιο Πνεύ­μα. Κι έτσι, περι­φέ­ρον­τας την σφρα­γί­δα μου, θα είναι φοβε­ρός σ’ όλους τους πολε­μί­ους και εναν­τί­ους. Και γινό­με­νος αντι­λη­πτός από μακριά, να δεί­χνει ποιου Πατέ­ρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υπο­δή­μα­τα στα πόδια του, για να μη βρει πάλι ο όφις γυμνή την πτέρ­να του και τον κτυ­πή­σει με το κεν­τρί του, αλλά μάλ­λον για να κατα­πα­τεί αυτός την κεφα­λή του δρά­κον­τος και να συν­τρί­ψει του πολε­μί­ου τα κέν­τρα, καθώς και για να τρέ­χει στο δρό­μο του Θεού. Και στη συνέ­χεια, αφού φέρε­τε τον σιτευ­τό μόσχο, θυσιά­στε τον».

Ποιον «μόσχον τόν σιτευ­τόν» λέγει; Ποιον; Αυτόν που γέν­νη­σε η δάμα­λις Παρ­θέ­νος Μαρία. «Φέρε­τε τον μόσχο τον αδά­μα­στο, που δεν δέχθη­κε ζυγό αμαρ­τί­ας, τον Παρ­θέ­νο και εκ Παρ­θέ­νου, Αυτόν που ακο­λου­θεί αυτούς που Τον ακο­λου­θούν, όχι εξ ανάγ­κης, αλλά εκου­σί­ως. Αυτόν, που δεν κάνει χρή­ση της δυνά­με­ώς Του, ούτε των κερά­των Του, αλλά που πρό­θυ­μα παρα­δί­δει τον αυχέ­να Του και σφα­γιά­ζε­ται από τους ιερείς. Θυσιά­στε, λοι­πόν, τον θελη­μα­τι­κώς θυσια­ζό­με­νο, θυσιά­στε Αυτόν που ζωο­ποιεί όσους επι­τε­λούν τη θυσία, θυσιά­στε τον θυσια­ζό­με­νο, που όμως δεν πεθαί­νει. Θυσιά­στε τον μελι­ζό­με­νο, που αγιά­ζει αυτούς, που τον μελί­ζουν. Θυσιά­στε τον εσθιό­με­νο από τους πιστούς, που όμως ποτέ δεν δαπα­νά­ται. Θυσιά­στε τον Αυτόν, που κάνει μακα­ρί­ους εκεί­νους που Τον τρώ­γουν. Και αφού φάγου­με όλοι ας ευφραν­θού­με. Για­τί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξανα­έ­ζη­σε· ήταν χαμέ­νος και βρέθηκε».«Κα ρξαν­το εφραί­νε­σθαι(:Και άρχι­σαν να ευφραί­νον­ται)»[Λουκ.15,27].

Εσείς που γευ­τή­κα­τε από αυτήν την θυσία, γνω­ρί­ζε­τε την πνευ­μα­τι­κή ευφρο­σύ­νη, και θυμά­στε τα φρι­κτά μυστή­ρια, τους λει­τουρ­γούς της θεί­ας ιερουρ­γί­ας, που μιμούν­ται με τα λεπτά λινά ενδύ­μα­τα, τα φτε­ρά των Αγγέ­λων, όπως απλώ­νον­ται στους αρι­στε­ρούς τους ώμους, και περι­φε­ρό­με­νοι στην εκκλη­σία, φωνά­ζουν: «Μ τις τν κατη­χουμνων, μ τις τν μ σθιντων, μ τις τν κατασκπων, μ τις τν μ δυναμνων θεσασθαι τν Μσχον σθιμενον, μ τις τν μ δυναμνων θεσασθαι τ ορνιον αμα τ κχυνμενον ες φεσιν μαρ­τιν, μ τις νξιος τς ζσης θυσας, μ τις μητος, μ τις μ δυνμενος καθρτοις χελεσι προσ­ψασασθαι τν φρικτν μυστηρων(:Μην τυχόν κανείς από τους κατη­χου­μέ­νους και όχι ακό­μη βαπτι­σμέ­νους, μην τυχόν κανείς από τους μη εσθί­ον­τες, μην τυχόν κανείς κατά­σκο­πος, μην τυχόν κανείς από εκεί­νους που δεν δύναν­ται να δουν το ουρά­νιο αίμα εκχυ­νό­με­νο “ες φεσιν μαρ­τιν’’, μην τυχόν κανείς ανά­ξιος της ζων­τα­νής θυσί­ας, μην τυχόν κανείς αμύ­η­τος, μην τυχόν κανέ­νας, που δεν δύνα­ται, λόγω των ακα­θάρ­των χει­λέ­ων του, να προσ­ψαύ­σει τα φρι­κτά μυστή­ρια)».

Ύστε­ρα οι Άγγε­λοι από τον ουρα­νό, δοξο­λο­γούν­τες και λέγον­τες: Άγιος ο Πατέ­ρας, που θέλη­σε να θυσια­σθεί ο μόσχος ο σιτευ­τός, που δεν γνώ­ρι­σε αμαρ­τία, καθώς λέγει ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας: «ς μαρταν οκ ποησεν, οδ ερθη δλος ν τ στματι ατο(:Αυτός καμία αμαρ­τία δε διέ­πρα­ξε, ούτε βρέ­θη­κε ποτέ δόλος και ψεύ­δος στο στό­μα του)» [Ησ.53,9]. Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάν­το­τε εκου­σί­ως θυό­με­νος και πάν­το­τε ζων­τα­νός. Άγιος ο Παρά­κλη­τος, το Πνεύ­μα το Άγιο, που τελε­σιούρ­γη­σε την θυσία.

Όταν, λοι­πόν, συνέ­βαι­ναν αυτά στο εσω­τε­ρι­κό του οίκου, ο πρε­σβύ­τε­ρος υιός, που έφθα­σε από μακριά, άκου­σε τις συγ­χορ­δί­ες και τους χορούς· και προ­σκα­λών­τας ένα δού­λο, ρωτού­σε να μάθει τι τάχα σημαί­νουν αυτά, για­τί ακού­νε τα αυτιά του αυτούς τους δυνα­τούς ήχους. Ο δού­λος του είπε: «Ο Δαβίδ ο Προ­φή­της ψάλ­λει μελω­δι­κά μέσα στο σπί­τι τον στί­χο: «Ττε νοσου­σιν π τθυσιαστριν σου μσχους(:Τότε θα ανε­βά­σουν επά­νω στο θυσια­στή­ριό σου μόσχους, για να τους προ­σφέ­ρουν ως θυσία σε Σένα, Κύριε)»[Ψαλμ.50,21]. Και προ­τρέ­πει τους παρόν­τες να φάγουν, λέγον­τας: «Γεσασθε, κα δετε, τι χρηστς Κριος(: Δοκι­μά­στε με την πεί­ρα σας και δια­πι­στώ­στε έμπρα­κτα ότι ο Κύριος είναι καλός και ευερ­γε­τι­κός και προ­στά­της όσων Τον επι­κα­λούν­ται)» [Ψαλμ.33,9]. Ο δε Παύ­λος, ο ερμη­νευ­τής των θεί­ων μυστη­ρί­ων, φωνά­ζει δυνα­τά: «Τ πσχα μν πρ μν τθη Χριστς(:Ο δικός μας πασχα­λι­νός αμνός είναι ο Χρι­στός, που θυσιά­στη­κε για χάρη μας)»[Α΄Κορ. 5,7]. Η Εκκλη­σία πανη­γυ­ρί­ζει, ευφραί­νε­ται και χορεύ­ει.

Ο πρε­σβύ­τε­ρος υιός λέγει τότε στον δού­λο: «Καλά, χωρίς να είμαι εγώ παρών, άλλοι τα δικά μου μυστή­ρια, παρά την δική μου απου­σία, απο­λαμ­βά­νουν στη δική μου την αυλή;». «Ναι», απαν­τά, «για­τί ήλθε ο αδελ­φός σου και ο Πατέ­ρας σου θυσί­α­σε τον σιτευ­τό μόσχο, επει­δή χάρη­κε που τον δέχθη­κε υγιή».

Και ο δίκαιος αδελ­φός οργί­στη­κε και δεν θέλη­σε να εισέλ­θει στο σπί­τι του. Ο δίκαιος, λοι­πόν, οργί­στη­κε και υπο­δου­λώ­θη­κε στον φθό­νο. Αυτός που κατα­πά­τη­σε τα τερ­πνά της ζωής, κυριεύ­τη­κε από τον φθό­νο. Και πώς ο Παύ­λος λέγει: «βουλμην ατς γ νθεμα εναι π Χρι­στο πρ τν δελφν μου, τν συγ­γενν μου κατ σρκα(:Και θα ευχό­μουν εγώ, που τίπο­τε δεν θα μπο­ρού­σε να με χωρί­σει από τον Χρι­στό, να χωρι­στώ από Αυτόν για πάν­τα, εάν ήταν δυνα­τόν να γίνει αυτό, για χάρη των αδελ­φών μου των Ιου­δαί­ων, οι οποί­οι είναι συγ­γε­νείς μου από σαρ­κι­κή κατα­γω­γή)»;[Ρωμ.9,3]. Ο Σωτή­ρας, όμως, δεν σχη­μά­τι­σε την παρα­βο­λή έτσι, ώστε να δεί­ξει τον δίκαιο κακό­βου­λο, αλλά για να δια­κη­ρύ­ξει τον υπερ­βάλ­λον­τα πλού­το της χρη­στό­τη­τας του Πατρός Του.

Και αυτό φανε­ρώ­νε­ται από τα ακό­λου­θα. Η παρα­βο­λή λέγει ότι ο Πατέ­ρας του εξήλ­θε από τον οίκο και παρη­γο­ρού­σε τον υιό του. Ω, ανέκ­φρα­στης σοφί­ας! Ω θεο­φι­λούς προ­νοί­ας! Και τον αμαρ­τω­λό ελέη­σε και τον δίκαιο επαί­νε­σε. Και τον όρθιο δεν άφη­σε να πέσει και τον πεσόν­τα σήκω­σε. Και τον πένη­τα πλού­τι­σε και τον πλού­σιο δεν άφη­σε να φτω­χύ­νει με τον φθό­νο.

Ο μεγα­λύ­τε­ρος γιος είπε στον Πατέ­ρα του: «Τόσα χρό­νια εγώ σου δου­λεύω και ουδέ­πο­τε παρέ­βλε­ψα εντο­λή Σου και σε εμέ­να ποτέ δεν έδω­σες ένα ερί­φιο, για να ευφραν­θώ με τους φίλους μου. Αλλά «περιρχο­μαι ν μηλω­τας, ν αγεοις δρμα­σιν, στε­ρομενος, θλιβμενος, κακου­χομενος(:περι­πλα­νιέ­μαι φορών­τας για ρού­χα προ­βιές και γιδο­δέρ­μα­τα, ζών­τας μέσα σε στε­ρή­σεις, θλί­ψεις και κακο­πά­θειες)»[Εβρ.11,37]. «Όταν όμως ο υιός σου αυτός ήλθε, που σε κατα­φρό­νη­σε και σου κατέ­φα­γε τον πλού­το με τις πόρ­νες, αμέ­σως θυσί­α­σες για χάρη του τον μόσχο τον σιτευ­τό. Και ούτε με λόγους τον κατη­γό­ρη­σες, ούτε το πρό­σω­πό σου απέ­στρε­ψες από την αθλιό­τη­τά του. Αλλά αμέ­σως τον περι­ποι­ή­θη­κες, και με λαμ­πρή στο­λή τον κατε­κό­σμη­σες, και το αστρα­φτε­ρό χρυ­σό δακτυ­λί­δι τού φόρε­σες, και με υπο­δή­μα­τα τον ασφά­λι­σες και την Εκκλη­σία άνοι­ξες και την τρά­πε­ζα ευτρέ­πι­σες και τα ποτή­ρια γέμι­σες. Αλλά και τον μόσχο τον σιτευ­τό θυσί­α­σες και προ­σκά­λε­σες τους πιστούς στην ευω­χία αυτήν και έκα­νες τους Αγγέ­λους να χορεύ­ουν και παρα­σκεύ­α­σες ένα παρά­ξε­νο συμ­πό­σιο με συμ­με­το­χή της γης και του ουρα­νού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρε­ές προ­σέ­φε­ρες σε αυτόν, που κατα­φρό­νη­σε την αγα­θό­τη­τά Σου και ύβρι­σε την ευγέ­νειά Σου». Τι να πω για το βάθος και το πέλα­γος των οικτιρ­μών Σου, πώς να θαυ­μά­σω την θάλασ­σα της ειρή­νης και γαλη­νό­τη­τάς Σου; Ελε­είς, Κύριε, τους πάν­τες, για­τί τα πάν­τα δύνα­σαι και παρα­βλέ­πεις τα αμαρ­τή­μα­τα των ανθρώ­πων, που προ­σέρ­χον­ται μετα­νο­ούν­τες.

Και ο Πατέ­ρας τού είπε: «Τέκνο μου, εσύ είσαι πάν­το­τε μαζί μου. Εσύ δεν χωρί­στη­κες ποτέ από τους δικούς μου κόλ­πους. Εσύ από την Εκκλη­σία τη δική μου δεν απο­μα­κρύν­θη­κες. Εσύ προ­σέ­χεις πάν­το­τε στους ψαλ­μούς και στους ύμνους. Εσύ συμ­προ­σεύ­χε­σαι πάν­το­τε μαζί με τους Αγγέ­λους. Εσύ στο Θυσια­στή­ριο παρι­στά­με­νος με παρ­ρη­σία βοάς: “Πτερ μν ν τος ορανος, για­σθτω τ νομ Σου”. Αυτός όμως προ­σήλ­θε σε εμέ­να κατά­κρι­τος, κατη­σχυ­μέ­νος, στρέ­φον­τας το πρό­σω­πό του στη γη και με συν­τε­τριμ­μέ­νη και μελαγ­χο­λι­κή φωνή, φώνα­ξε: “Πατέ­ρα μου, αμάρ­τη­σα στον ουρα­νό και ενώ­πιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγο­μαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθω­τό δού­λο Σου”.

Εγώ, παι­δί μου, τι έπρε­πε να κάμω ακού­γον­τας αυτά τα συγ­κλο­νι­στι­κά λόγια; Μπο­ρού­σα να μην ελε­ή­σω τον δικό μου υιό, που επέ­στρε­ψε σε εμέ­να; Εσύ που θυμώ­νεις, δίκα­σε. Αλλά εγώ ως φιλάν­θρω­πος που είμαι εκ φύσε­ως, δεν μπο­ρού­σα να κάνω κάτι απάν­θρω­πο. Δεν μπο­ρώ να μην ελε­ή­σω αυτόν, που εγώ δημιούρ­γη­σα. Δεν δύνα­μαι να μη λυπη­θώ αυτόν που γέν­νη­σα από τα σπλάγ­χνα μου. Παι­δί μου, εσύ είσαι πάν­το­τε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρα­νός δικός σου, το στε­ρέ­ω­μα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστή­ρας, η σελή­νη δική σου υπη­ρέ­τρια, τα αστέ­ρια δικά σου πολύ­φω­τα, ο αέρας δικός σου τρο­φέ­ας και όλα τα ενα­έ­ρια δικά σου. Η γη και όσα εκεί φυτρώ­νουν, δικά σου, η θάλασ­σα και όσα είναι σε αυτή, δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλη­σία, δική σου. Το Θυσια­στή­ριο, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευ­τός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγε­λοι, δικοί σου. Οι Από­στο­λοι, δικοί σου. Οι Μάρ­τυ­ρες, δικοί σου. Τα παρόν­τα, δικά σου. Τα μέλ­λον­τα, δικά σου. Η Ανά­στα­ση, δική σου. Η αθα­να­σία, δική σου. Η αφθαρ­σία, δική σου. Η βασι­λεία των ουρα­νών, δική σου. Όλα τα φαι­νό­με­να και νοού­με­να, δικά σου.

Μήπως πήρα όσα έχεις και τα έδω­σα σε εκεί­νον; Μήπως γύμνω­σα εσέ­να και εκεί­νον έντυ­σα; Μήπως από τα δικά μου πράγ­μα­τα δεν χάρι­σα το έλε­ος; Μήπως εξί­σου δεν είμαι Πατέ­ρας δικός σου και εκεί­νου; Και εσέ­να τιμώ για την αρε­τή σου και εκεί­νον ελεώ για την πολύ καλή επι­στρο­φή του. Και εσέ­να ποθώ για τον ενά­ρε­το βίο σου, και εκεί­νον ποθώ για την μετά­νοιά του. Και εσέ­να αγα­πώ για την μακρο­θυ­μία σου, και εκεί­νον αγα­πώ, που επέ­στρε­ψε σ’ εμέ­να. Και εσέ­να αγα­πώ για την αρε­τή σου, και εκεί­νον αγα­πώ για τη μετά­νοιά του.

Έπρε­πε να ευφραν­θείς και να χαρείς, που ο αδελ­φός σου αυτός ήταν νεκρός και ζων­τά­νε­ψε, ήταν χαμέ­νος και βρέ­θη­κε. Ποιος βλέ­πον­τας νεκρό να ανα­σταί­νε­ται, δεν ευφραί­νε­ται; Και ποιος βρί­σκει εκεί­να που έχα­σε και δεν αγάλ­λε­ται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευ­φραν­θείς μαζί μας και σκίρ­τη­σε μαζί με τους Αγγέ­λους και αγκά­λια­σε τον αδελ­φό σου με μας και ψάλ­λε με τον Δαυίδ εκεί­νο το πνευ­μα­τι­κό μέλος, που ται­ριά­ζει στο τωρι­νό πανη­γύ­ρι μας. «Μακριοι ν φθησαν α νομαι, κα ν πεκαλφθη­σαν α μαρται· μακριος νρ, ο μ λογσηται Κριος μαρταν (:Τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νοι είναι εκεί­νοι, των οποί­ων έχουν συγ­χω­ρη­θεί από τον Θεό οι ανο­μί­ες και του έχουν σκε­πα­σθεί, ώστε να μη φαί­νον­ται καθό­λου, οι αμαρ­τί­ες. Τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος είναι ο άνθρω­πος που ο Κύριος δε θα του λογα­ριά­σει και δε θα του ζητή­σει ευθύ­νη για κάποια αμαρ­τία, ούτε υπάρ­χει στο στό­μα του δόλος και υπο­κρι­σία, αλλά οι δεή­σεις του προς τον Θεό για την άφε­ση των αμαρ­τιών του είναι ειλι­κρι­νείς και άδο­λες)»[Ψαλμ.31,1–2].

Ακού­σα­τε την θεία παρα­βο­λή και μάθα­τε το περιε­χό­με­νό της και τη σημα­σία της εννο­ή­σα­τε. Μάθα­τε ότι έχου­με Κύριο φιλάν­θρω­πο και ανε­ξί­κα­κο. Προς Αυτόν λοι­πόν ας κατα­φύ­γου­με με καθα­ρή καρ­διά. Ελά­τε να βοή­σου­με όλοι προς Αυτόν: «Δέσπο­τα, Κύριε, φιλάν­θρω­πε, μονο­γε­νή Υιέ του Θεού, αμαρ­τή­σα­με στον ουρα­νό και ενώ­πιόν Σου και δεν είμα­στε άξιοι να απο­κα­λού­μα­στε υιοί Σου· έχου­με, ωστό­σο, το θάρ­ρος στους δικούς Σου οικτιρ­μούς. Έχου­με ενέ­χυ­ρο της δικής Σου φιλαν­θρω­πί­ας τον Τίμιο Σταυ­ρό, που υπέ­μει­νες για μας. Έχου­με εγγυ­η­τές της δικής Σου ευσπλα­χνί­ας την άλλο­τε πόρ­νη και τον άλλο­τε ληστή. Εξ αφορ­μής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρ­τω­λοί, προ­τρε­πό­μα­στε να κατα­φεύ­γου­με στη δική Σου φιλαν­θρω­πία. Όπως εκεί­νους τους μετέ­βα­λες σε αξιο­σέ­βα­στους και μακα­ρί­ους, Κύριε, και εμάς, που προ­σπί­πτου­με σε Σένα, ελέη­σέ μας. Και όπως ανέ­στη­σες νεκρούς με την Σταύ­ρω­σή σου και εμάς, που νεκρω­θή­κα­με από τις αμαρ­τί­ες, από την πολ­λή Σου φιλαν­θρω­πία ανά­στη­σέ μας, για να απο­λαύ­σου­με την δική Σου Ανά­στα­ση μαζί με όσους απο­λυ­τρώ­θη­καν» Και με αυτά τα λόγια, να επι­μεί­νου­με στη δέη­ση αυτή, για να ειπεί και σε μας ο Δεσπό­της μας Χρι­στός: «Κατ τν πστιν μν γενηθτω μν»

Και εσείς που πρό­κει­ται να λάβε­τε τη δωρεά του Βαπτί­σμα­τος, αφού απορ­ρί­ψε­τε κάθε αλλό­τριο λογι­σμό και κατευ­θύ­νε­τε τις ψυχές σας στον ουρά­νιο Νυμ­φίο, θα δεχτεί­τε την Χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. « Κριος γγς, μηδν μερι­μντε(:Ο Κύριος πλη­σιά­ζει να έλθει και Αυτός θα απο­δώ­σει στον καθέ­να ό,τι του ανή­κει. Μην κυριεύ­ε­στε από αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα για τίπο­τε)»[Φιλιπ.4,5–6]. Ο Λυτρω­τής στέ­κε­ται στην θύρα, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείο άνοι­ξε, τα φάρ­μα­κα υπάρ­χουν, η κολυμ­βή­θρα όλους τους δέχε­ται, η Χάρις έχει απλω­θεί, η στο­λή υφαί­νε­ται από τον Πατέ­ρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύ­μα. Μακά­ριοι αυτοί που αξιώ­νον­ται να φορέ­σουν την στο­λή. Μόνον εσείς ανάψ­τε τις λαμ­πά­δες της πίστε­ως, έχον­τας και άφθο­νο λάδι, ώστε, όταν ακου­σθεί η φωνή τη νύκτα να λέει: «δο νυμφος ρχε­ται», να εξέλ­θε­τε σε απάν­τη­σή Του με φαι­δρές τις λαμ­πά­δες, χορεύ­ον­τας και σκιρ­τών­τας και βοών­τας: «Ελογημνος ρχμενος ν νματι Κυρου». Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύνα­μη, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κειμένου(ερμηνευτική εξο­μά­λυν­ση της υπάρ­χου­σας μετα­φρά­σε­ως σε ορι­σμέ­να σημεία-προ­σθή­κες αγιο­γρα­φι­κών παρα­πομ­πών): Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος.

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047–64/In%20parabolam%20de%20filio%20prodigo.pdf

  • Αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου, «Ες τν παρα­βολν περ το στου», από­δο­ση στη νέα ελλη­νι­κή: Μονα­χός Θεό­κλη­τος Διο­νυ­σιά­της, Εκδό­σεις «Ορθό­δο­ξος Κυψέ­λη»

  • Παν. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη μετά συν­τό­μου ερμη­νεί­ας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθή­να 1997

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Παν. Τρεμ­πέ­λα,Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ)

Από­σπα­σμα από την πρώ­τη ομι­λία «ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ»
σχε­τι­κά με την παρα­βο­λή του ασώ­του υιού

Ήταν δύο αδέλ­φια, τα οποία, αφού μοι­ρά­στη­καν ανα­με­τα­ξύ τους την πατρι­κή περιου­σία, ο ένας έμει­νε στο σπί­τι, ενώ ο άλλος έφυ­γε σε μακρι­νή χώρα. Εκεί, αφού κατέ­φα­γε όλα όσα του δόθη­καν, δυστύ­χη­σε και υπέ­φε­ρε μη υπο­μέ­νον­τας την ντρο­πή από τη φτώ­χεια. [Λου­κά 15, 11 κ.ε.]. Αυτή την παρα­βο­λή θέλη­σα να σας την πω, για να μάθε­τε, ότι υπάρ­χει άφε­ση αμαρ­τη­μά­των και μετά το Βάπτι­σμα, εάν είμα­στε προ­σε­κτι­κοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιά­φο­ρους, αλλά για να σας απο­μα­κρύ­νω από την από­γνω­ση. Για­τί η από­γνω­ση μάς προ­ξε­νεί χει­ρό­τε­ρα κακά και από τη ραθυ­μία.

Αυτός λοι­πόν ο υιός απο­τε­λεί την εικό­να εκεί­νων που αμάρ­τη­σαν μετά το Βάπτι­σμα. Και ότι φανε­ρώ­νει εκεί­νους που αμάρ­τη­σαν μετά το Βάπτι­σμα, απο­δει­κνύ­ε­ται από το ότι ονο­μά­ζε­ται «υιός». Για­τί κανέ­νας δεν μπο­ρεί να ονο­μα­σθεί υιός χωρίς το Βάπτι­σμα. Επί­σης διέ­με­νε στην πατρι­κή οικία και μοι­ρά­στη­κε όλα τα πατρι­κά αγα­θά, ενώ πριν από το Βάπτι­σμα δεν μπο­ρεί κανείς να λάβει την πατρι­κή περιου­σία, ούτε να δεχθεί κλη­ρο­νο­μία. Ώστε με όλα αυτά μας υπαι­νίσ­σε­ται το σύνο­λο των πιστών.

Επί­σης ήταν αδελ­φός εκεί­νου που είχε προ­κό­ψει. Αδελ­φός όμως δεν θα μπο­ρού­σε να γίνει χωρίς την πνευ­μα­τι­κή ανα­γέν­νη­ση. Αυτός λοι­πόν, αφού έπε­σε στη χει­ρό­τε­ρη μορ­φή κακί­ας, τι λέγει; «ναστς πορεύ­σο­μαι πρς τν πατέ­ρα μου(:Θα σηκω­θώ και θα πάω στον πατέ­ρα μου)» [Λου­κά 15,18]. Γι’ αυτό ο πατέ­ρας του τον άφη­σε και δεν τον εμπό­δι­σε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πεί­ρα, πόση ευερ­γε­σία απο­λάμ­βα­νε όταν βρι­σκό­ταν στο σπί­τι. Για­τί πολ­λές φορές ο Θεός, όταν δεν πεί­θει με το λόγο Του, αφή­νει να διδα­χθού­με από την πεί­ρα των πραγ­μά­των, πράγ­μα βέβαια που έλε­γε και στους Ιου­δαί­ους.

Επει­δή δηλα­δή δεν τους έπει­σε, ούτε τους προ­σέλ­κυ­σε, απευ­θύ­νον­τας σε αυτούς αμέ­τρη­τους λόγους με τους προ­φή­τες, τους άφη­σε να διδα­χθούν με την τιμω­ρία, λέγον­τάς τους: «Παι­δεύ­σει σε ποστα­σία σου, κα κακία σου λέγ­ξει σε(:Θα σε διδά­ξει η απο­στα­σία σου και θα σε ελέγ­ξει η κακία σου)» [Ιερ. 2, 19]· για­τί έπρε­πε να Του είχαν εμπι­στο­σύ­νη από πριν. Επει­δή όμως ήταν τόσο πολύ αναί­σθη­τοι, ώστε να μην πιστεύ­ουν στις παραι­νέ­σεις και τις συμ­βου­λές Του, θέλον­τας να προ­λά­βει την υπο­δού­λω­σή τους στην κακία, επι­τρέ­πει να διδα­χθούν από τα ίδια τα πράγ­μα­τα, ώστε έτσι να τους κερ­δί­σει και πάλι.

Αφού λοι­πόν ο άσω­τος έφυ­γε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγ­μα­τα έμα­θε πόσο μεγά­λο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρι­κό του σπί­τι, επέ­στρε­ψε, και ο πατέ­ρας του τότε δεν του κρά­τη­σε κακία, αλλά τον δέχτη­κε με ανοι­χτή αγκα­λιά. Για­τί άρα­γε; Επει­δή ήταν πατέ­ρας και όχι δικα­στής. Και στή­θη­καν τότε χοροί και συμ­πό­σια και πανη­γύ­ρια και όλο το σπί­τι ήταν φαι­δρό και χαρού­με­νο. Τι μου λες τώρα, άνθρω­πέ μου; Αυτές είναι οι αμοι­βές της κακί­ας; Όχι της κακί­ας οι αμοι­βές, άνθρω­πε, αλλά της επι­στρο­φής. Όχι της πονη­ρί­ας, αλλά της μετα­βο­λής προς το καλύ­τε­ρο.

Και ακού­στε και το σπου­δαιό­τε­ρο: Αγα­νά­κτη­σε γι’ αυτά ο μεγα­λύ­τε­ρος υιός. Ο πατέ­ρας όμως τον προ­σέγ­γι­σε κι αυτόν μιλών­τας του με πρα­ό­τη­τα, του είπε: «Τέκνον, σ πάν­το­τε μετ᾿ μο ε, κα πάν­τα τ μ σά στιν· εφρανθναι δ κα χαρναι δει, τι δελ­φός σου οτος νεκρς ν κα νέζη­σε, κα πολωλς ν κα ερέθη (:Παι­δί μου, εσύ είσαι πάν­το­τε μαζί μου. κι όλα όσα έχω, δικά σου είναι. Έπρε­πε λοι­πόν κι εσύ να ευφραν­θείς και να χαρείς, διό­τι ο αδελ­φός σου αυτός, για τον οποίο με τόση περι­φρό­νη­ση μιλάς, ήταν νεκρός, και ανα­στή­θη­κε. Ήταν χαμέ­νος, και βρέ­θη­κε)» [Λου­κά 15,31–32]. Όταν πρέ­πει να δια­σώ­σει τον χαμέ­νο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικα­στή­ρια, ούτε για λεπτο­με­ρή εξέ­τα­ση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλαν­θρω­πί­ας και συγνώ­μης». Κανέ­νας ιατρός, που έχει αμε­λή­σει ο ίδιος να δώσει φάρ­μα­κο στον ασθε­νή, δεν ζητεί ευθύ­νες απ’ αυτόν για την ατα­ξία του και ούτε τον τιμω­ρεί. Και αν ακό­μα χρεια­ζό­ταν να τιμω­ρη­θεί ο άσω­τος, τιμω­ρή­θη­κε αρκε­τά ζών­τας στην ξένη χώρα.

«Τόσο λοι­πόν χρό­νο στε­ρή­θη­κε τη συν­τρο­φιά μας και έζη­σε παλεύ­ον­τας με την πεί­να, την ατί­μω­ση και τα χει­ρό­τε­ρα κακά». Γι’ αυτό λέγει ο πατέ­ρας: «ήταν χαμέ­νος και βρέ­θη­κε, ήταν νεκρός και ξανα­βρή­κε τη ζωή του». «Μη βλέ­πεις», λέγει, «τα παρόν­τα, αλλά σκέ­ψου το μέγε­θος της προ­η­γού­με­νης συμ­φο­ράς. Αδελ­φό βλέ­πεις, όχι ξένο. Στον πατέ­ρα του επέ­στρε­ψε, που ξεχνά­ει τα περα­σμέ­να ή καλύ­τε­ρα που θυμά­ται εκεί­να μόνο τα οποία μπο­ρούν να τον οδη­γή­σουν σε συμ­πά­θεια και έλε­ος, σε στορ­γή και ευσπλα­χνία τέτοια που ται­ριά­ζει στους γονείς». Γι’ αυτό δεν είπε εκεί­να που έπρα­ξε ο άσω­τος, αλλά εκεί­να που έπα­θε. Δεν λυπή­θη­κε ότι κατέ­φα­γε την περιου­σία του, αλλά ότι περιέ­πε­σε σε αμέ­τρη­τα κακά.

Έτσι έψα­χνε με τόση προ­θυ­μία και με ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρη να βρει το χαμέ­νο πρό­βα­το. Και εδώ βέβαια γύρι­σε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παρα­βο­λή του καλού Ποι­μέ­να έφυ­γε ο ίδιος ο ποι­μέ­νας. Και αφού βρή­κε το χαμέ­νο πρό­βα­το το έφε­ρε πίσω, και χαι­ρό­ταν πολύ περισ­σό­τε­ρο γι’ αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμέ­να. Και πρό­σε­χε πώς έφε­ρε πίσω το χαμέ­νο πρό­βα­το: Δεν το μαστί­γω­σε, αλλά μετα­φέ­ρον­τάς το και βαστά­ζον­τάς το στους ώμους του, το παρέ­δω­σε πάλι στο κοπά­δι.

Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας απο­στρέ­φε­ται όταν επι­στρέ­φου­με κον­τά Του, αλλά μας δέχε­ται με την ίδια αγά­πη με τους άλλους που έχουν προ­κό­ψει στην αρε­τή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμω­ρεί, αλλά και έρχε­ται να ανα­ζη­τή­σει τους πλα­νη­μέ­νους. Και όταν τους βρει, χαί­ρε­ται περισ­σό­τε­ρο απ όσο χαί­ρε­ται για εκεί­νους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέ­πει να απελ­πι­ζό­μα­στε όταν είμα­στε στην κατη­γο­ρία των κακών, αλλά ούτε όταν είμα­στε καλοί να έχου­με θάρ­ρος.

Ασκών­τας την αρε­τή να φοβό­μα­στε μήπως πέσου­με, στη­ρι­ζό­με­νοι στο θάρ­ρος μας. Και όταν αμαρ­τά­νου­με να μετα­νο­ού­με. Και εκεί­νο που είπα αρχί­ζον­τας την ομι­λία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προ­δο­σία της σωτη­ρί­ας μας αυτά τα δύο, δηλα­δή και το να έχου­με θάρ­ρος όταν είμα­στε ενά­ρε­τοι, και το να απελ­πι­ζό­μα­στε όταν είμα­στε πεσμέ­νοι στην κακία.

Γι΄ αυτό ο Παύ­λος, για να ασφα­λί­σει εκεί­νους που ασκούν την αρε­τή, έλε­γε: « δοκν στά­ναι βλε­πέ­τω μ πέσ(:Από τα διδα­κτι­κά λοι­πόν αυτά παρα­δείγ­μα­τα της ιστο­ρί­ας του Ισρα­ήλ, βγαί­νει το συμ­πέ­ρα­σμα ότι όποιος έχει την ιδέα ότι στέ­κε­ται καλά στα πόδια του, ας προ­σέ­χει μην πέσει όπως έπε­σαν και οι Ισραη­λί­τες που ανέ­φε­ρα)» [Α’ Κορ. 10, 12]. Και πάλι: «λλ᾿ ποπιά­ζω μου τ σμα κα δου­λα­γωγ, μήπως λλοις κηρύ­ξας ατς δόκι­μος γένω­μαι(:Αλλά ταλαι­πω­ρώ το σώμα μου και το μετα­χει­ρί­ζο­μαι ως δού­λο, για να μην απο­δο­κι­μα­στώ και απο­δει­χτώ ανά­ξιος του βρα­βεί­ου εγώ ο ίδιος που κήρυ­ξα σε άλλους και με τη δική μου προ­τρο­πή και διδα­σκα­λία αυτοί πήραν το βρα­βείο)» [Α’ Κορ. 9, 27]. Ανορ­θώ­νον­τας πάλι τους πεσμέ­νους και διε­γεί­ρον­τάς τους σε μεγα­λύ­τε­ρη προ­θυ­μία δια­κή­ρυτ­τε έντο­να στους Κοριν­θί­ους γρά­φον­τας τα εξής: «Μ πάλιν λθόν­τα με ταπει­νώσ Θεός μου πρς μς κα πεν­θή­σω πολ­λος τν προ­η­μαρ­τη­κό­των κα μ μετα­νο­η­σάν­των π τ καθαρ­σί κα πορ­νεί κα σελ­γεί πρα­ξαν(: Φοβά­μαι μήπως, όταν έλθω σε σας, με ταπει­νώ­σει πάλι ο Θεός, όπως με ταπεί­νω­σε και στο προ­η­γού­με­νο ταξί­δι μου, και πεν­θή­σω πολ­λούς από εκεί­νους που έχουν τυχόν αμαρ­τή­σει πριν από το νέο μου αυτό ταξί­δι και δεν μετα­νόη­σαν για την ακα­θαρ­σία και πορ­νεία και ασέλ­γεια που διέ­πρα­ξαν)» [Β’ Κορ. 12, 21]. Για να δεί­ξει ότι είναι άξιοι θρή­νων όχι τόσο εκεί­νοι που αμαρ­τά­νουν, όσο εκεί­νοι που δεν μετα­νο­ούν για τα αμαρ­τή­μα­τά τους.

Και ο προ­φή­της πάλι λέγει: «Μ πίπτων οκ νίστα­ται; ποστρέ­φων οκ ναστρέ­φει;(:Μήπως εκεί­νος που πέφτει δεν σηκώ­νε­ται, η εκεί­νος που παίρ­νει στρα­βό δρό­μο δεν επι­στρέ­φει😉» [Ιερ. 8, 4]. Γι΄αυτό και ο Δαυίδ παρα­κα­λεί αυτούς ακρι­βώς, λέγον­τας: «Σήμε­ρον, ἐὰν τς φωνς ατο κού­ση­τε, μ σκλη­ρύ­νη­τε τς καρ­δί­ας μν, ς ν τ παρα­πι­κρα­σμ κατ τν μέραν το πει­ρα­σμο ν τ ρήμ(:Σήμε­ρα που ο Θεός μιλά στον καθέ­να μας, μακά­ρι να ακού­σε­τε τη φωνή Του η οποία μας προ­σκα­λεί και μας λέει: ’’Μην κάνε­τε με την ανυ­πα­κοή σκλη­ρές τις καρ­διές σας, όπως έγι­νε στη Ραφι­δείν και στην έρη­μο Κάδης, τον και­ρό που με πίκρα­ναν οι πρό­γο­νοί σας, την ημέ­ρα που δοκί­μα­ζαν και προ­κα­λού­σαν την δύνα­μή μου και την δικαιο­σύ­νη μου στην έρη­μο”)»[ Ψαλμ. 94, 8].

Όσο, λοι­πόν, θα υπάρ­χει το σήμε­ρα, ας μην απελ­πι­ζό­μα­στε, αλλά έχον­τας ελπί­δα προς τον Κύριο και έχον­τας κατά νου το πέλα­γος της φιλαν­θρω­πί­ας Του, αφού απο­τι­νά­ξου­με καθε­τί το πονη­ρό από τη σκέ­ψη μας, ας ασκού­με με πολ­λή προ­θυ­μία και ελπί­δα την αρε­τή, και ας επι­δεί­ξου­με μετά­νοια με όλη τη δύνα­μή μας.

Έτσι αφού απαλ­λα­χθού­με απ’ όλα τα αμαρ­τή­μα­τά μας εδώ στη γη, να μπο­ρέ­σου­με με θάρ­ρος να στα­θού­με μπρο­στά στο βήμα του Χρι­στού, και να επι­τύ­χου­με τη βασι­λεία των ουρα­νών, την οποία εύχο­μαι να επι­τύ­χου­με όλοι μας με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη και η τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος.

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-paenitentia-sermo‑1.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1987, τόμος 30, σελί­δες 104–111.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 9, σελ. 22–24.

  • Παν. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη μετά συν­τό­μου ερμη­νεί­ας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθή­να 1997

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Παν. Τρεμ­πέ­λα,Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 15-02-1998]

[Β 370]

«Εαγγέ­λιον ν Εαγγε­λίῳ» εχα­ρα­κτη­ρί­σθη, αγα­πη­τοί μου, η παρα­βο­λή του Ασώ­του Υιού, που ακού­σα­με σήμε­ρα. Και τού­το για­τί δεί­χνει την πτώ­ση του ανθρώ­που και την απο­στα­σία του από τον Θεό, αλλά και την αγά­πη του Θεού για την επι­στρο­φή και σωτη­ρία του ανθρώ­που.

Και η αγά­πη του Πατρός εξε­δη­λώ­θη σε όλο της το μεγα­λείο. Δηλα­δή με την προ­σφο­ρά του Υιού Του, χάριν των ανθρώ­πων. Και η αγά­πη και προ­σφο­ρά εκφρά­ζε­ται με τού­τα τα λόγια, όπως μας δια­σώ­ζει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «Οτω γρ γάπη­σεν Θες τν κόσμον, στε τν υἱὸν ατο τν μονο­γεν δωκεν, να πς πιστεύ­ων ες ατν μ πόλη­ται, λλ’ χ ζων αώνιον». Και η όλη η δια­δι­κα­σία της σωτη­ρί­ας είναι η πίστις εις το θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πον του Ιησού Χρι­στού. Είδα­τε; «Πς πιστεύ­ων ες ατν» θα σωθεί. Δεν θα χαθεί. Δηλα­δή ο Θεός οικο­νο­μεί την Εναν­θρώ­πη­ση, που είναι το μέγι­στον και ζητά από τον άνθρω­πον την πίστιν, που είναι το ελά­χι­στον. Πρέ­πει πάν­τως να υπάρ­χει αυτή η αμοι­βαία προ­σφο­ρά.

Ένα μικρό παρά­δειγ­μα που πολ­λά­κις το έχο­με πει. Θέλεις να κοι­νω­νή­σεις; Τι θα πάρεις; Το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού. Είναι μέγι­στον; Σίγου­ρα. Θα πας όμως το πρό­σφο­ρό σου το πρωί. Κι ένα πρό­σφο­ρο τι τιμή έχει; Ελα­χί­στη. Έτσι, θα δώσεις και θα πάρεις. Όχι μόνον απλώς θα πάρεις. Θα δώσεις και θα πάρεις. Θέλεις τη σωτη­ρία σου; Μάλι­στα. Δώσε την πίστη σου. Αμοι­βαία, βλέ­πε­τε, η προ­σφο­ρά. Ο Θεός δίδει τη χάρη Του κι εμείς δίδο­με την πίστη μας. Μάλι­στα, αν έχε­τε προ­σέ­ξει, ο Κύριος, από εκεί­νους που ηδύ­ναν­το να ομο­λο­γή­σουν την πίστη των, τους ερω­τού­σε: «Εάν πιστεύ­εις, πάν­τα δυνα­τά τ πιστεύ­ον­τι». Βλέ­πε­τε, πρέ­πει να προ­σφέ­ρο­με. Θα μου πεί­τε, είναι τόσο απλό; Θα έλε­γα πάρα πολύ απλό. Βέβαια, πρέ­πει να είναι εκ βαθέ­ων αυτό το πιστεύω. Είναι πολύ απλό, είναι δυσκο­λό­τα­τον.

Ένα μικρό παρά­δειγ­μα. Λέγει ότι εκεί­νος που έχει το Πνεύ­μα του Θεού, λέγει: «ββᾶ, Πατήρ». «ββ» θα πει «πατήρ». Αλλά εις την συρια­κήν γλώσ­σα. Το ίδιο πράγ­μα σε δύο γλώσ­σες. Πεί­τε σε κάποιον άνθρω­πο να πει: «ββᾶ, Πατήρ». Να πει τον Θεό: «Πατέ­ρα». Δεν μπο­ρεί να το πει εάν δεν έχει το Πνεύ­μα το Άγιον. Σαφώς το λέγει αυτό ο λόγος του Θεού. Κανείς δεν μπο­ρεί να πει τον Θεόν Πατέ­ρα, εάν δεν έχει το Πνεύ­μα το Άγιον. Είναι λοι­πόν εύκο­λο; «Κανείς», λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «δεν μπο­ρεί να πει τον Χρι­στόν ‘’Κύριον’’», δηλα­δή «Θεόν», «ε μή ν Πνεύ­μα­τι γί». Είναι δύσκο­λο; Φοβε­ρά δύσκο­λο. Έτσι, φοβε­ρά απλό, φοβε­ρά δύσκο­λο. Ανα­λό­γως ρυθ­μί­ζε­ται το πράγ­μα από την προ­αί­ρε­ση του ανθρώ­που. Έτσι ο άνθρω­πος γίνε­ται από­δη­μος της Χάρι­τος του Θεού. Από­δη­μος. Απο­δη­μεί. Και, αν θέλει να σωθεί, πρέ­πει να επι­στρέ­ψει. Και η επι­στρο­φή πραγ­μα­το­ποιεί­ται με την πίστη και τη μετά­νοια.

Όλα αυτά, κατά θαυ­μά­σιον φιλο­λο­γι­κόν τρό­πον, εικο­νί­ζον­ται με την παρα­βο­λή του ασώ­του υιού. Αυτή μας δια­γρά­φει την πτώ­ση, την απο­στα­σία, την απο­δη­μία του ανθρώ­που από τον Θεό και την επι­στρο­φή του. Η παρα­βο­λή του ασώ­του υιού. Γι΄αυτό σας είπα ότι είναι «Εαγγέ­λιον ν Εαγγε­λίῳ» η παρα­βο­λή του Ασώ­του Υιού.

Ο δε συμ­βο­λι­σμός αυτής της παρα­βο­λής είναι άφθα­στος. Άφθα­στος. Και η κάθε λέξις έχει πολ­λά να πει μέσα εις την απλό­τη­τά της η παρα­βο­λή και μέσα εις την λιτό­τη­τά της. Ο άνθρω­πος, ζητών­τας την κατά­χρη­ση της ελευ­θε­ρί­ας του, απο­δη­μεί από τον Θεόν. Αισθά­νε­ται τον εαυ­τόν του δέσμιον κον­τά στον Θεό. Όπως και το παι­δί αισθά­νε­ται ότι είναι δέσμιο της οικο­γε­νεί­ας του. Ενώ αν ζυγί­σει καλά ο άνθρω­πος, θα δει ότι μόνο δέσμευ­σις δεν είναι αυτό. Είναι ελευ­θε­ρία. Έτσι λοι­πόν ο άνθρω­πος, δεν μπο­ρεί να αισθά­νε­ται κον­τά στον Θεό ελεύ­θε­ρος. Όπως του­λά­χι­στον κατα­λα­βαί­νει και κατα­νο­εί την έννοια της ελευ­θε­ρί­ας. Και τι κάνει; Απο­δη­μεί. Φεύ­γει. Και όπως περι­γρά­φει ο Ψαλ­μω­δός, είναι στον 2ον Ψαλ­μόν: «Κα ο ρχον­τες συνή­χθη­σαν π τ ατ κατ το Κυρί­ου κα κατ το χρι­στο ατο». «Οι άρχον­τες, αλλά και πας άνθρω­πος, στρέ­φε­ται κατά του Κυρί­ου», εννο­εί τον Πατέ­ρα, «και κατά του Χρι­στού», εννο­εί του κεχρι­σμέ­νου, δηλα­δή του Υιού. «Διαῤῥήξω­μεν τος δεσμος ατν κα ποῤῥίψω­μεν φ᾿ μν τν ζυγν ατν». «Τος δεσμος ατν». Μας δεσμεύ­ουν ο Πατήρ και ο Υιός. «Και ελά­τε λοι­πόν να διαρ­ρή­ξο­με, να κάνο­με διάρ­ρη­ξη αυτής της δεσμεύ­σε­ως. Και να απορ­ρί­ψο­με από πάνω μας τον ζυγόν των». Τι ταλαί­πω­ρος που είναι ο άνθρω­πος! Τι φτω­χός που είναι ο άνθρω­πος! Είναι η χει­ρα­φέ­τη­σις του ανθρώ­που από τον Θεό και την απο­στα­σία Του. Δηλα­δή η απο­μά­κρυν­σή του. Ενώ υπάρ­χει τόση ασφά­λεια, υπάρ­χει τόση σιγου­ριά εις την πίστη και εις τη σκέ­πη του Αγί­ου Τρια­δι­κού Θεού.

Και γίνε­ται ο άνθρω­πος…, τι γίνε­ται; Ο άσω­τος υιός· που ζητά την «οσίαν» του Πατρός, δηλα­δή την περιου­σία. Λέει: «Δός μοι τό πιβάλ­λον …». Ποιο «πιβάλ­λον»; «Δηλα­δή είμαι υπο­χρε­ω­μέ­νος, παι­δί μου, να σου δώσω περιου­σία;». Το «πιβάλ­λον»! «Αυτό που μου ανή­κει! Δώσε μου το». Και εν προ­κει­μέ­νω τι είναι η περιου­σία αυτή; Είναι, αγα­πη­τοί μου, το κατ΄εικόνα. Αυτό που πήρα­με από τον Θεόν. Το κατ’ εικό­να. Αυτή είναι η «οσία» που έρχε­ται να μας δώσει ο Θεός. Παίρ­νει λοι­πόν ο άνθρω­πος το κατ’ εικό­να και απο­μα­κρύ­νε­ται διαρ­κώς και διαρ­κώς από τον Θεό.

Και αυτό το κατ’ εικό­να ζητά τώρα να το σπα­τα­λή­σει στην ασω­τία του νου. Μάλι­στα με το να σκέ­φτε­ται και να γρά­φει, αν είναι συγ­γρα­φεύς κ.τ.λ., τα πιο φοβε­ρά πράγ­μα­τα εναν­τί­ον του Θεού. Έτσι λοι­πόν θέλει να σπα­τα­λή­σει ‑και σπα­τα­λά- την «οσίαν» του Θεού, δηλα­δή το κατ’ εικό­να που έχει ο άνθρω­πος στον νου, στην καρ­διά, στη βού­λη­ση. Σκέ­πτε­ται, σχε­διά­ζει, ιδί­ως ο σύγ­χρο­νος άνθρω­πος, ερή­μην τα πάν­τα του Θεού. Στή­νον­τας το είδω­λον της επι­στή­μης και της τεχνο­λο­γί­ας. «Δεν έχω ανάγ­κη, δεν σε έχω ανάγ­κη», έλε­γε ένας Γερ­μα­νός ποι­η­τής, άπι­στος, παρελ­θόν­των χρό­νων, «δεν σε έχω ανάγ­κη, Θεέ μου! Δεν σε έχω ανάγ­κη, δεν σε θέλω. Είμαι αυτάρ­κης». Και προ­σκυ­νών­τας αυτό το είδω­λον ο άνθρω­πος, ενθου­σιά­ζε­ται και αυτο­θαυ­μά­ζε­ται. «Είδες τι επέ­τυ­χα; Είδες;». Επε­νέ­βη ακό­μη και εις την γενε­τι­κήν του ανθρώ­που. «Είδες τι επέ­τυ­χα;».

Σύν­το­μα όμως θα αντι­λη­φθεί ο ταλαί­πω­ρος άνθρω­πος ότι ο δρό­μος που επέ­λε­ξε, θα τον οδη­γή­σει στον «λιμό»-με γιώ­τα. Και βάζω τη λέξη μέσα σε εισα­γω­γι­κά. Στον λιμό τον πνευ­μα­τι­κό. Όσο ο άνθρω­πος αλα­ζο­νεύ­ε­ται, τόσο πιο πολύ φτω­χαί­νει. Και αν θέλε­τε, σαν απο­τέ­λε­σμα αυτού του πνευ­μα­τι­κού λιμού, είναι και ο σωμα­τι­κός λιμός. Όταν γίνον­ται πόλε­μοι και ακα­τα­στα­σί­ες, θα έχο­με άφθο­νο το ψωμί να το φάμε; Θα αρχί­σει ο άνθρω­πος, σε αυτήν του την πεί­να, θα αρχί­σει να τρώ­ει τα ξυλο­κέ­ρα­τα. Έτσι μας λέει η παρα­βο­λή. «Και ήθε­λε να χορ­τά­σει», λέει, «με τα ξυλο­κέ­ρα­τα». Ποια είναι αυτά τα «ξυλο­κέ­ρα­τα»; Είναι τα χαρού­πια, τα κοι­νώς χαρού­πια. Τα ξυλο­κέ­ρα­τα της απι­στί­ας και της φθο­ράς του ήθους. Εκεί προ­σπα­θεί να βρει μια ικα­νο­ποί­η­ση, αλλά, δυστυ­χώς, είναι γνω­στόν, το χαρού­πι είναι γλυ­κό, αλλά μετά είναι στυ­φό… Έτσι ο άνθρω­πος ζει την παρα­κμή του.

Eίναι η χώρα όπου «λιμός σχυ­ρός» λέγει, ανα­μέ­νε­ται στη χώρα που λέγε­ται- μη σας σοκά­ρει- «δυτι­κός πολι­τι­σμός». Αυτή είναι η χώρα του λιμού. Σε εκεί­νη, λέγει, τη χώρα, «νέσκη­ψεν λιμός». Δεν ήταν μόνον ένα φαι­νό­με­νο προ­σω­πι­κό, ατο­μι­κό του ασώ­του υιού, που κατε­δα­πά­νη­σε την περιου­σία την πατρι­κή και τώρα πέφτει στον λιμόν, στην πεί­να. Αλλά είναι και ένα εξω­τε­ρι­κόν από τον άσω­τον υιόν, φαι­νό­με­νον.

«Σε εκεί­νη τη χώρα», λέγει, «νέσκη­ψεν λιμός». Και σας ξανα­λέ­γω, δεν διστά­ζω να το πω και θα είχα πολ­λά να σας πω και να σας το δεί­ξω ότι αυτή η χώρα του λιμού του πνευ­μα­τι­κού είναι η Δύσις. Η Δύσις όχι γεω­γρα­φι­κώς μόνον. Αλλά η Δύσις σαν τρό­πος του σκέ­πτε­σθαι, σαν τρό­πος του ζην, σαν πολι­τι­σμός. Ο άνθρω­πος της Δύσε­ως είναι χρε­ω­κο­πη­μέ­νος, βαθιά χρε­ω­κο­πη­μέ­νος. Αλλά ας είναι.

Έτσι, ο από­δη­μος της χάρι­τος του Θεού, ο από­δη­μος άνθρω­πος, βρί­σκε­ται στο σταυ­ρο­δρό­μι της ιστο­ρι­κής του πορεί­ας. Τι πρέ­πει να κάνει; Ο άσω­τος υιός της παρα­βο­λής μάς λέγει ότι «ες αυτν δ λθν επε· πόσοι μίσθιοι το πατρός μου περισ­σεύ­ου­σιν ρτων, γ δ λιμ πόλ­λυ­μαι;». «Πόσοι», λέγει, «από τους δού­λους, τους μισθω­τούς του πατέ­ρα μου χορ­ταί­νουν ψωμί, εγώ όμως που είμαι ο γιος, λιμ πόλ­λυ­μαι , χάνο­μαι από πεί­να!». Αλή­θεια, κοι­τάξ­τε εδώ τι λέγει: ότι «ες αυτν λθν». Ήλθε στον εαυ­τό του. Μπα! Δεν ήταν στον εαυ­τόν του; Ο κάθε άνθρω­πος δεν είναι στον εαυ­τόν του; Αλλά όταν λέγει εδώ η παρα­βο­λή «ες αυτν λθν». Ήλθε στον εαυ­τόν του. Μπα! Δεν ήταν στον εαυ­τόν του; Ο κάθε άνθρω­πος δεν είναι στον εαυ­τόν του; Αλλά όταν λέγει εδώ η παρα­βο­λή «ες αυτν λθν», πού ευρί­σκε­το; Προ­φα­νώς εκτός εαυ­τού. Όταν ο άνθρω­πος σκέ­πτε­ται, λογί­ζε­ται, πρά­μα­τα που δεν ανή­κουν στην ίδια του τη φύση, είναι εκτός εαυ­τού. Ο απο­δη­μών από τον Θεόν, πρώ­τι­στα απο­δη­μεί από τον εαυ­τόν του. Από­δη­μος του εαυ­τού του. Για­τί τι άλλο είναι; Το «Γνθι σατόν» είναι. Δεν ξέρεις, άνθρω­πε, ποιος είσαι; Για­τί αλα­ζο­νεύ­ε­σαι; «Είμαι Θεός!», λέει ο άνθρω­πος. Αλα­ζο­νεύ­ε­σαι. Και όπως λέγει ο Δίδυ­μος ο Αλε­ξαν­δρεύς: « γινώ­σκων αυτόν ες αυτόν στίν». «Αυτός ο οποί­ος γνω­ρί­ζει τον εαυ­τόν του, ποιος είναι, οι δυνα­τό­τη­τές του και τα όριά του, είναι στον εαυ­τόν του. Όταν όμως ξεπε­ρά­σει τα όριά του, τότε είναι εκτός εαυ­τού». Βέβαια λέμε σε μία κοι­νή έκφρα­ση τον τρε­λόν άνθρω­πον ότι είναι εκτός εαυ­τού. Ή τον θυμώ­δη άνθρω­πο λέμε: «Κοί­τα­ξε, έγι­νε αυτός ο άνθρω­πος εκτός εαυ­τού». Κι αυτός που γνω­ρί­ζει λοι­πόν τον εαυ­τό του, τι κάνει; Γνω­ρί­ζει τον Θεό. Και έτσι ποτέ, μα ποτέ δεν απο­δη­μεί.

Αλλά ο άσω­τος της παρα­βο­λής παίρ­νει τη μεγά­λη από­φα­ση. Και μετά την αυτο­γνω­σία του -«λθν εςαυτν»- θέλει να γυρί­σει πίσω. Είναι η επά­νο­δος στον Θεό. Είναι η μετά­νοια. «Καί ναστς- λέγει η παρα­βο­λή- πορεσομαι πρς τν πατρα μου-αυτά τα σκέ­πτε­ται. Τώρα όμως τα σκέ­πτε­ται. Και μάλι­στα εμπει­ρι­κά- κα ρ ατ(:και θα του πω)· πτερ, μαρ­τον(:έχω αμαρ­τή­σει) ες τν ορανν κα νπιν σου. Οκτι εμ ξιος κληθναι υἱός σου». «Κα ναστς λθε πρς τν πατρα ατο». «Και αφού σηκώ­θη­κε κι έφυ­γε από την χώρα αυτή, ήρθε στον πατέ­ρα του».

Παρα­τη­ρού­με ότι η μετά­νοια στον άσω­το υιό είχε- προ­σέξ­τε- συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κόν χαρα­κτή­ρα. Για­τί; Τι είπε; «Λιμ πόλ­λυ­μαι». «Πεθαί­νω από την πεί­να. Θα γυρί­σω πίσω εις τον πατέ­ρα μου». Ώστε λοι­πόν επει­δή πει­νού­σε, γι΄αυτό γυρί­ζει πίσω; Δεν είχε δηλα­δή αυτό το «θα επι­στρέ­ψω εις τον πατέ­ρα μου», δεν είχε πνευ­μα­τι­κό βάθος. Ότι ελύ­πη­σε τον πατέ­ρα του ή ότι ανα­στά­τω­σε με τη φυγή του το πατρι­κό σπί­τι. Τίπο­τε από αυτά. «γώ λιμ πόλ­λυ­μαι». «Εγώ πεθαί­νω από την πεί­να. Θα γυρί­σω να πάγω να φάω». Εσκέ­φτη­κε δηλα­δή μόνον τον εαυ­τόν του. Τίπο­τε άλλο. Εντού­τοις, εδώ είναι το κατα­πλη­κτι­κό, γίνε­ται δεκτή η επι­στρο­φή του. Και πώς γίνε­ται, δηλα­δή; Πανη­γυ­ρι­κά! Και όμως εσκέ­φθη συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κά. Όμως είναι ο πρώ­τος βαθ­μός μετα­νοί­ας. Από καθα­ρώς συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κής μορ­φής διά­στα­ση. Μια μετά­νοια που χαρα­κτη­ρί­ζει μόνον τον σαρ­κι­κόν άνθρω­πο. Κατά τον Από­στο­λο Παύ­λο έχο­με — προ­σέξ­τε- έχο­με τον ψυχι­κό, τον σαρ­κι­κό και τον πνευ­μα­τι­κό άνθρω­πο.

Άλλος λόγος μετα­νοί­ας είναι και ο φόβος της τιμω­ρί­ας. «Μη με τιμω­ρή­σει ο Θεός. Πρέ­πει λοι­πόν εγώ να γυρί­σω πίσω. Μην πετα­χτώ στην κόλα­ση». Ο φόβος είναι εκεί­νος που πιέ­ζει τον άνθρω­πο, πιέ­ζει για να μετα­νο­ή­σει. Κι αυτό, αυτός ο φόβος, δεν είναι βέβαια γνή­σιο στοι­χείο. Παρά ταύ­τα, είναι ανώ­τε­ρο του «λιμ πόλ­λυ­μαι» και ακό­μη, φυσι­κά, πολύ περισ­σό­τε­ρο από την πρώ­τη περί­πτω­ση, γίνε­ται δεκτή η μετά­νοια ενός τέτοιου ανθρώ­που.

Και τέλος είναι η μετά­νοια για­τί ελύ­πη­σε τον Θεό. Αυτό είναι το υπέ­ρο­χον. «Προ­σέ­βα­λα την αγά­πη του Θεού. Εκεί­νος που τόσο με αγα­πά, εγώ Τον προ­σέ­βα­λα.» Αυτή η λύπη. Ούτε η πεί­να, ούτε η κόλα­σις, τίπο­τα. Θα μπο­ρού­σε να πει ο άνθρω­πος που αγα­πά­ει τον Χρι­στόν, να πει: «Χρι­στέ μου, με έβα­λες στην κόλα­ση, για­τί είσαι δίκαιος. Το απο­δέ­χο­μαι. Αλλά σε αγα­πώ». Μπο­ρείς να το πεις αυτό αν είσαι στην κόλα­ση; «Χρι­στέ μου, σε αγα­πώ»; Αυτό είναι το γνή­σιο, αγα­πη­τοί. Βέβαια, εάν φθά­σεις εκεί, δεν θα πας ποτέ εις την κόλα­ση. Αναμ­φι­σβή­τη­τα. Για­τί έχεις την υψί­στη ποιό­τη­τα μετα­νοί­ας. Και μια τέτοια μετά­νοια, είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό, ότι δεν ξανα­γυ­ρί­ζει πίσω εις το ίδιον «ξέρα­μα». «ξέρα­μα» θα πει «ξερα­τί, ξερα­τιά». Η φρά­σις δεν είναι δική μου. Είναι της Και­νής Δια­θή­κης. «Εκεί­νος», λέει, «ο οποί­ος επα­νέρ­χε­ται εις την αμαρ­τί­αν, μοιά­ζει με το σκυ­λί, λέει η Και­νή Δια­θή­κη, που γυρί­ζει πίσω στα ξερα­τιά του». Είναι γνω­στό ότι το σκυ­λί τρώ­ει, τρώ­ει λαί­μαρ­γα, σαν ζώο που είναι, και η γάτα, τρώ­ει, τρώ­ει λαί­μαρ­γα και τότε κάπου ξερ­νά. Και όταν ξανα­πει­νά­σει, γυρί­ζει πίσω, με συμ­πα­θά­τε για την εικό­να, αλλά είναι αγιο­γρα­φι­κή, για να φάει τα ξερα­τιά του. Πότε γυρί­ζει πίσω να φάει εκεί­να που ξέρα­σε; Όταν επα­νέλ­θει εις την αμαρ­τί­αν.

Έτσι λοι­πόν, μια τέτοια μετά­νοια που είναι γεμά­τη από λύπη για­τί προ­σέ­βα­λε τον Θεό, δεν ξανα­γυ­ρί­ζει στα ξερα­τιά της. Δηλα­δή δεν ξανα­α­μαρ­τά­νει κανείς. Πάν­τως και οι τρεις αυτές μορ­φές γίνον­ται δεκτές. Για­τί; Για­τί ο Θεός είναι φιλάν­θρω­πος. Είναι φιλάν­θρω­πος, όπως λέει εκεί η ωραία ευχή, ο Κατη­χη­τι­κός λόγος το Πάσχα, του Ιερού Χρυ­σο­στό­μου, «δέχε­ται» λέει, «και τον πρώ­τον, δέχε­ται και τον έσχα­τον». Δέχε­ται δηλα­δή της καλής ποιό­τη­τος την μετά­νοιαν, δέχε­ται και της πολύ χαμη­λής ποιό­τη­τος την μετά­νοιαν.

Πάν­τως, αγα­πη­τοί μου, να θέλο­με να επα­νερ­χό­με­θα εις τον Θεόν με ανι­διο­τέ­λεια. Αυτή είναι ωραία αγά­πη. «Όχι, Κύριε, για­τί σε φοβά­μαι ή δεν σε φοβά­μαι. Για­τί σε λύπη­σα».

Και ο Πατέ­ρας μεγα­λό­καρ­δα, δεν εξε­τά­ζει, όπως είπα­με, την ποιό­τη­τα της μετα­νοί­ας, απο­δέ­χε­ται, για­τί το παι­δί του, ο άνθρω­πος, επέ­στρε­ψε στο πατρι­κό σπί­τι. Και ο πατέ­ρας, λέγει η παρα­βο­λή, «εσπλα­χνί­σθη, καί δρα­μών πέπε­σεν πί τόν τρά­χη­λον ατο καί κατε­φί­λη­σεν ατόν». Κοι­τάξ­τε: «Δρα­μών». Όχι δρα­μών ο άσω­τος. Δρα­μών ο πατήρ. Πιο πάνω μας είπε η παρα­βο­λή ότι διαρ­κώς παρα­τη­ρού­σε πότε θα γυρί­σει το παι­δί του. Δεν έχα­σε ποτέ την ελπί­δα της επι­στρο­φής του ανθρώ­που. Ποτέ. Και εδώ, αυτό το «εσπλα­χνί­σθη», στη συνέ­χεια, ποιος μπο­ρεί να το προ­σμε­τρή­σει; «Εσπλα­χνί­σθη». Πώς; Πόσο; Εδώ φαί­νε­ται όλη η μεγα­λο­σύ­νη του Θεού και όλο το έλε­ός Του.

«Καί δρα­μών…». Είναι πόδες οικτιρ­μών του Θεού. Τα πόδια του Θεού. Προ­σέξ­τε, ανθρω­πο­μορ­φι­κά. Είναι τα πόδια του Θεού που δρά­μουν και είναι πόδια ευσπλα­χνί­ας, πόδια οικτιρ­μών.

Και μετά, «πέπε­σεν», λέει, ««πί τόν τρά­χη­λον ατο». «πέπε­σεν». Ξέρε­τε, άλλο το «πίπτω» και άλλο το «πιπί­πτω. πιπί­πτω θα πει «με ορμή πέφτω». Έπε­σεν εις τον τρά­χη­λον του παι­διού. Για­τί στον τρά­χη­λον και όχι στο πρό­σω­πον; Για­τί ο υιός δεν είχε κου­ρά­γιο να σηκώ­σει το κεφά­λι του. Ήταν σκυμ­μέ­νο το κεφά­λι. Συνε­πώς εκρύ­πτε­το το πρό­σω­πον, προ­ε­βάλ­λε­το ο τρά­χη­λος. «Καί κατε­φί­λη­σεν», λέει, «τόν τρά­χη­λον ατο». Αγκά­λες και χέρια οικτιρ­μών του Θεού. «Καί κατε­φί­λη­σεν ατόν». Προ­σέξ­τε, εδώ έχο­με χεί­λη ελέ­ους και οικτιρ­μών. Δεν λέει «φίλη­σεν», λέει «κατε­φί­λη­σεν». Τον γέμι­σε με φιλιά. «Κατα­φιλῶ» θα πει «κατά κρά­τος, φιλώ». Είναι το φίλη­μα του Πατρός. Ότι… «Πάρε παι­δί μου, τη βεβαί­ω­ση ότι είσαι, ό,τι και να’ κανες, ότι είσαι απο­δε­κτός».

Αλλά δεν στα­μα­τά­ει εδώ ο Πατήρ Θεός. Επι­λέ­γει η παρα­βο­λή: «Επε δέ Πατήρ πρός τούς δού­λους ατο· ξενέγ­κα­τε τήν στο­λήν τήν πρώ­την καί νδύ­σα­τε ατόν». «κφέ­ρω», «ξενέγ­κα­τε», δηλα­δή «βγάλ­τε από το ντου­λά­πι», να το πού­με έτσι απλά, «βγάλ­τε από την ιμα­τιο­θή­κη την πρώ­τη στο­λή και ντύ­σα­τέ τον». Είναι η στο­λή του Βαπτί­σμα­τος, που αντι­κα­τέ­στη­σε την δερ­μα­τί­νη στο­λή, που ήταν στο­λή ντρο­πής, που είχε ντύ­σει ο Θεός τους πρω­το­πλά­στους. Και έκτο­τε ο άνθρω­πος φορά την δερ­μα­τί­νη στο­λή. Είναι μεγά­λος ο πλού­τος της ερμη­νεί­ας του θέμα­τος. Η στο­λή η πρώ­τη όμως ποια είναι; Η στο­λή η πρώ­τη είναι η στο­λή του Βαπτί­σμα­τος. Αυτή που είχε ο Αδάμ πριν πέσει. Και την οποία επα­να­πο­κτού­με με το Άγιον Βάπτι­σμα. Τώρα αυτή η στο­λή είναι και στο­λή χάρι­τος. Προ­σπο­ρί­ζε­ται ο άνθρω­πος τη χάρη του Θεού. Είναι το καταλ­λη­λό­τα­τον ιμά­τιον των βασι­λι­κών γάμων που θα φορέ­σο­με, της ομω­νύ­μου παρα­βο­λής. Ποιοι είναι οι γάμοι του υιού του βασι­λέ­ως; Είναι η Βασι­λεία του Θεού. «ταρε», λέει εκεί στην παρα­βο­λή «φίλε, πώς μπή­κες εδώ; Μή χων νδυ­μα γάμου;». Αυτή είναι η πρώ­τη στο­λή. Είναι η στο­λή της μετα­νοί­ας, είναι η στο­λή της χάρι­τος. Είναι το ένδυ­μα για τη Βασι­λεία του Θεού.

Και στη συνέ­χεια μας ανα­φέ­ρει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής, λέγει ο Πατήρ εις τους δού­λους: «Καί δότε δακτύ­λιον ες τήν χεί­ραν ατο». «Δώσα­τέ του», λέγει, «δακτυ­λί­δι». Δείγ­μα εξου­σί­ας. Για­τί; Για­τί επί του δακτυ­λί­ου στον αρχαίο κόσμο, ιδί­ως στην Ανα­το­λή, Παλαι­στί­νη, Βαβυ­λώ­να, στην Ασσυ­ρία, υπήρ­χε εκεί μια εγχά­ρα­κτη σφρα­γί­δα. Κρα­τού­σες τη σφρα­γί­δα, να το πω έτσι, τη μεγά­λη σφρα­γί­δα του κρά­τους. Την κρα­τάς στα χέρια σου. Το δακτυ­λί­δι. Με το οποίο δακτυ­λί­δι εσφρά­γι­ζες ένα έγγρα­φο. Συνε­πώς τι σημαί­νει; Εξου­σία. Τι είπε ο Χρι­στός εις τους μαθη­τάς Του; «Θα καθί­σε­τε επά­νω δώδε­κα θρό­νων». Δηλα­δή εξου­σία. «Κρί­νον­τες τις δώδε­κα φυλές του Ισρα­ήλ».

«Καί ποδή­μα­τα ες τούς πόδας». «Δώσα­τέ του και παπού­τσια στα πόδια του». Για­τί; Σημεί­ον αλη­θούς ελευ­θε­ρί­ας· διό­τι τον και­ρόν εκεί­νον οι δού­λοι δεν φορού­σαν υπο­δή­μα­τα. Παρά μόνον οι ελεύ­θε­ροι· που σημαί­νει ότι «πια είσαι ελεύ­θε­ρος». Να η αλη­θι­νή ελευ­θε­ρία. Κον­τά στον Χρι­στόν. Και τέλος η θυσία του μόσχου του σιτευ­τού· που είναι η θυσία του Χρι­στού επί του Σταυ­ρού, για τη σωτη­ρία του κόσμου· που είπε: «Να θυσιά­σε­τε τον μόσχον τον σιτευ­τόν» κλπ.

Αγα­πη­τοί, μεγά­λη υπό­θε­σις η μετά­νοια. Και όπως στο Βάπτι­σμά μας «Χρι­στόν νεδύ­θη­μεν», όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, τώρα με τη μετά­νοια, που είναι το δεύ­τε­ρον βάπτι­σμα, πάλι τον Χρι­στό ενδυό­με­θα. Όταν αμαρ­τά­νο­με, θα έλε­γα, να μελε­τού­με την παρα­βο­λή του ασώ­του υιού, για να μην απελ­πι­ζό­με­θα. Καλόν θα είναι να δια­τη­ρού­με βεβαί­ως τη λαμ­πρό­τη­τα της πρώ­της στο­λής, του Βαπτί­σμα­τός μας. Αλλά, αν απρο­σε­κτή­σο­με, τότε να τρέ­ξο­με στη μετά­νοια, που είναι η απο­κα­τά­στα­σις της πρώ­της στο­λής. Οι ημέ­ρες που ακο­λου­θούν, αυτές οι ημέ­ρες, ανοί­γουν δύο δρό­μους. Τον δρό­μον της επι­τά­σε­ως της αμαρ­τί­ας με τις ποι­κί­λες ασω­τί­ες που ξεχυ­λάν στους δρό­μους. Τώρα, τις λεγό­με­νες «Από­κριες».

Αλλά έχο­με και τον άλλον τον δρό­μον, τον δρό­μον της μετα­νοί­ας. Όσοι αλη­θι­νά ποθού­με την επι­στρο­φή μας, ας αρχί­σο­με την κάθαρ­ση νου και καρ­διάς, δια της μετα­νοί­ας και εξο­μο­λο­γή­σε­ως. Και ας επα­να­λά­βο­με το κον­τά­κιον της ημέ­ρας: «Τς πατρας, δξης σου, ποσκιρτσας φρνως, ν κακος σκρπι­σα, ν μοι παρδωκας πλοτον· θεν σοι τν το στου, φωνν κραυγζω· μαρ­τον νπιν σου Πτερ οκτρμον, δξαι με μετα­νοοντα, κα ποησν με, ς να τν μισθων σου». Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_745.mp3

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

«νθρω­πός τις εἶχε δύο υἱούς κα επεν νεώ­τε­ρος ατν τ πατρί· πάτερ, δός μοι τ πιβάλ­λον μέρος τς οσίας. κα διελεν ατος τν βίον. κα μετ᾿ ο πολλς μέρας συνα­γαγν παν­τα νεώ­τε­ρος υἱὸς πεδή­μη­σεν ες χώραν μακράν, κα κε διε­σκόρ­πι­σε τν οσίαν ατο ζν σώτως. δαπα­νή­σαν­τος δ ατο πάν­τα γένε­το λιμς σχυρς κατ τν χώραν κεί­νην, κα ατς ρξα­το στε­ρεσθαι κα πορευ­θες κολ­λή­θη ν τν πολιτν τς χώρας κεί­νης, κα πεμ­ψεν ατν ες τος γρος ατο βόσκειν χοί­ρους(:Ένας άνθρω­πος είχε δύο γιους. Είπε λοι­πόν ο μικρό­τε­ρος γιος στον πατέ­ρα του: “Πατέ­ρα δώσε μου το μερί­διο της περιου­σί­ας που μου ανή­κει”. Και ο πατέ­ρας μοί­ρα­σε και στους δύο γιους την περιου­σία. Ύστε­ρα από λίγες μέρες ο νεό­τε­ρος γιος μάζε­ψε όλα όσα του έδω­σε ο πατέ­ρας του και ταξί­δε­ψε σε χώρα μακρι­νή. Εκεί δια­σκόρ­πι­σε την περιου­σία του κάνον­τας μια ζωή άσω­τη και ακό­λα­στη. Όταν ο νεό­τε­ρος γιος ξόδε­ψε όλα όσα είχε, έπε­σε μεγά­λη πεί­να στη χώρα εκεί­νη, κι αυτός άρχι­σε να στε­ρεί­ται. Και ο άσω­τος γιος εξαι­τί­ας των στε­ρή­σε­ων και της πεί­νας του πήγε σ’ έναν από τους πολί­τες εκεί­νης της χώρας, ο οποί­ος τον προ­σέ­λα­βε ως δού­λο. Και τον έστει­λε στα χωρά­φια του να βόσκει χοί­ρους)»[Λουκ.15,11–15].

Ο άσω­τος υιός ζήτη­σε το μερί­διο της περιου­σί­ας που του ανα­λο­γού­σε, το πήρε, έφυ­γε στην ξενι­τειά και το δαπά­νη­σε. Έπει­τα βρέ­θη­κε σε από­λυ­τη στέ­ρη­ση κάθε αγα­θού, αλλά και σε έλλει­ψη των χαρι­σμά­των που του έδω­σε ο Θεός, και κατά κάποιο τρό­πο σαν να πέθαι­νε από πνευ­μα­τι­κή πεί­να, μην έχον­τας τον ουρά­νιο άρτο· για­τί λέγει ο Κύριος: «Οκ π᾿ ρτ μόν ζήσε­ται νθρω­πος, λλ᾿ π παντ ήμα­τι κπο­ρευο­μέν δι στό­μα­τος Θεο(:Είναι γραμ­μέ­νο στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο ότι ο άνθρω­πος δεν θα δια­τη­ρη­θεί στη ζωή μόνο με τον άρτο, αλλά με κάθε προ­στα­γή που θα εξέλ­θει από το στό­μα του Θεού. Όταν το πει ο Θεός, και χωρίς τρο­φή ακό­μη θα ζήσει ο άνθρω­πος)»[Ματθ.4,4].

Θα μπο­ρού­σε όμως κανείς να εφαρ­μό­σει την παρα­βο­λή και στους προ­ερ­χό­με­νους από τον πρώ­ην ειδω­λο­λα­τρι­κό κόσμο πιστούς. Για­τί είπε: «Κάποιος άνθρω­πος απέ­κτη­σε δύο υιούς, από τους οποί­ους ο ένας ήταν ενά­ρε­τος και συνε­τός, ενώ ο άλλος άσω­τος· ο ασύ­νε­τος και άσω­τος λοι­πόν γιος κατα­σπα­τά­λη­σε το μερί­διο της περιου­σί­ας που του ανα­λο­γού­σε και του παρα­χω­ρή­θη­κε από τον πατέ­ρα του, και έπει­τα πιε­ζό­με­νος από την πεί­να, κατέ­φυ­γε στα ξυλο­κέ­ρα­τα που έτρω­γαν οι χοί­ροι». Κάτι τέτοιο θα βρού­με να έχουν πάθει και εκεί­νοι που πλα­νή­θη­καν. Για­τί ο Δημιουρ­γός έδω­σε εξί­σου σε όλους, σαν κάποιο κλή­ρο, τη φυσι­κή ικα­νό­τη­τα και ροπή προς το αγα­θό· όμως άλλοι δια­τή­ρη­σαν αυτό που τους δόθη­κε, ακο­λου­θών­τας τους θεί­ους νόμους και οδη­γού­με­νοι από λογι­κούς στο­χα­σμούς που εκ φυσι­κής κατα­βο­λής μπο­ρού­σαν να κάνουν, σε καθε­τί από όσα έπρε­πε να ενερ­γούν και που δεν τους εκτό­πι­ζαν από την ορθή πορεία· αντί­θε­τα κάποιοι άλλοι, αφού στε­ρή­θη­καν τελεί­ως την ουρά­νια πρα­ό­τη­τα και φρον­τί­δα και αγά­πη, κατέ­λη­ξαν σε έλλει­ψη των καυ­χη­μά­των της άρι­στης ζωής, και έλα­βαν ως τρο­φή τις ψευ­δο­λο­γί­ες των ειδω­λο­λα­τρών Ελλή­νων, νοού­με­νες εδώ ως ξυλο­κέ­ρα­τα, στα οποία υπάρ­χει βέβαια ελά­χι­στη γλυ­κύ­τη­τα, αλλά πολ­λή ατρο­φία και ξηρό­τη­τα, και φυσι­κά τους έβο­σκε ο Σατα­νάς με τις ψευ­δο­λο­γί­ες των Ελλή­νων και τις ανόη­τες ευγλωτ­τί­ες των λογά­δων εκεί­νων. Για­τί είναι μύθοι και τίπο­τε άλλο και κελαη­δί­σμα­τα που ται­ριά­ζουν σε γριές τα εντάλ­μα­τα εκεί­νων. Και η σοφία του κόσμου, έχον­τας ήχο δυνα­τό και ωραίο, είναι «χαλκς χν κύμ­βα­λον λαλά­ζον(:άψυ­χος χαλ­κός που βουί­ζει όταν τον χτυ­πούν ή κύμ­βα­λο που βγά­ζει μεγά­λο θόρυ­βο χωρίς κάποια σημα­σία)»[Α΄Κορ.13,1].

Λοι­πόν τρέ­φον­ταν βέβαια παλιά με τα ελλη­νι­κά συγ­γράμ­μα­τα, δεν μπο­ρού­σαν όμως να έχουν καμία ωφέ­λεια ώστε να επι­τύ­χουν την αρε­τή. Όταν όμως ανα­ζή­τη­σαν τον Θεό και επέ­στρε­ψαν από τη μακρά πλά­νη, ως νεκροί βέβαια που ήταν ανα­στή­θη­καν, και ως χαμέ­νοι βρέ­θη­καν. Για­τί εκεί­νοι που βρί­σκον­ται ακό­μη στην πλά­νη και δεν γνώ­ρι­σαν τον από τη φύση Του Θεό, ο νους αυτών είναι νεκρός και κατά κάποιο τρό­πο κατα­ψυγ­μέ­νος, φρον­τί­ζον­τας για τα νεκρά έργα· και αυτά είναι τα θελή­μα­τα της σάρ­κας. Ενώ ο νους εκεί­νων που επέ­στρε­ψαν στον Θεό και γνώ­ρι­σαν την αλή­θεια, δεν είναι νεκρός, έχον­τας εμπλου­τι­στεί με ανα­γέν­νη­ση και ανα­ζω­ο­δό­τη­ση από τον Χρι­στό, ζει μάλ­λον και φρον­τί­ζει για τα αγω­νί­σμα­τα εκεί­να που οδη­γούν στην αιώ­νια ζωή και μακα­ριό­τη­τα. Και απο­μα­κρύ­νε­ται βέβαια από τα νεκρά έργα, επι­θυ­μεί όμως και τα έργα της αιώ­νιας ζωής, που θα δοθεί, εννοώ, στον μελ­λον­τι­κό αιώ­να από τον Χρι­στό σε εκεί­νους που πίστε­ψαν σε Αυτόν.

Κάποιοι όμως ερμη­νευ­τές της παρα­βο­λής θεω­ρούν ότι με τους δύο υιούς δηλώ­νον­ται οι άγιοι άγγε­λοι και εμείς οι άνθρω­ποι που βρι­σκό­μα­στε στη γη. Και το πρό­σω­πο βέβαια του μεγα­λυ­τέ­ρου, ο οποί­ος και ζει ενά­ρε­τα, συμ­βο­λί­ζει, κατά τη γνώ­μη τους, το τάγ­μα των αγί­ων αγγέ­λων, ενώ το πρό­σω­πο του νεό­τε­ρου γιου, που είναι και άσω­τος, συμ­βο­λί­ζει το ανθρώ­πι­νο γένος. Υπάρ­χουν επί­σης κάποιοι από εμάς, οι οποί­οι βαδί­ζουν άλλο δρό­μο ερμη­νεί­ας και λένε ότι με τον μεγα­λύ­τε­ρο υιό και που έζη­σε ορθά, συμ­βο­λί­ζε­ται ο κατά σάρ­κα Ισρα­ήλ, ενώ με τον άλλον, ο οποί­ος προ­τί­μη­σε να ζει φιλή­δο­να και απο­μα­κρύν­θη­κε από τον πατέ­ρα του, συμ­βο­λί­ζε­ται το πλή­θος των εθνι­κών.

Εγώ όμως απορ­ρί­πτω τις αντι­λή­ψεις αυτές, και ο φιλο­μα­θής ας ψάξει να βρει την αλή­θεια. Για­τί, όταν θεω­ρή­σου­με ότι ο πρώ­τος, ο υπά­κουος υιός, εικο­νί­ζει τους αγγέ­λους, τότε πώς είπε, μετά την επι­στρο­φή του ασώ­του αδελ­φού του, πικρό­χο­λα και οργι­σμέ­να λόγια που δεν ται­ριά­ζουν στους αγί­ους αγγέ­λους, ή πώς δεν είχε τέτοια ψυχι­κή διά­θε­ση όπως εκεί­νοι προς αυτούς που επι­στρέ­φουν από τις αμαρ­τί­ες σε μετά­νοια; Για­τί ο Σωτή­ρας και Κύριος των όλων λέγει ότι «χαρ γνεται νπιον τν γγλων το Θεο π ν μαρ­τωλ μετα­νοοντι(:γίνε­ται χαρά στους ουρα­νούς μπρο­στά στους αγγέ­λους του Θεού, οι οποί­οι συμ­με­τέ­χουν στη χαρά αυτή, για έναν αμαρ­τω­λό που μετα­νο­εί)»[Λουκ.15,10]· αντί­θε­τα, ο ανα­φε­ρό­με­νος στην εξε­τα­ζό­με­νη παρα­βο­λή υιός ως ευπρόσ­δε­κτος από τον πατέ­ρα του καθώς είχε άμεμ­πτη ζωή, λέγε­ται ότι οργί­στη­κε, και έφτα­σε σε τέτοιο βαθ­μό έλλει­ψης φιλαλ­λη­λί­ας, ώστε να κατη­γο­ρή­σει και τον πατέ­ρα του για τη στορ­γι­κή αγά­πη του προς εκεί­νον που σώθη­κε. Για­τί «δεν θέλη­σε καν», λέγει, «να μπει στο σπί­τι, αγα­να­κτι­σμέ­νος επει­δή έγι­νε δεκτός μετα­νο­η­μέ­νος εκεί­νος που μόλις ανέ­νη­ψε, και σφά­χτη­κε και το μοσχά­ρι γι΄αυτόν, και επει­δή ο πατέ­ρας οργά­νω­σε πανη­γύ­ρι γι΄αυτόν». Αυτό όμως έρχε­ται σε αντί­θε­ση, όπως είπα, προς τον σκο­πό των αγί­ων αγγέ­λων. Για­τί χαί­ρον­ται και δοξο­λο­γούν τον Θεό βλέ­πον­τας να σώζον­ται οι άνθρω­ποι.

Και πράγ­μα­τι, όταν ο Υιός υπέ­μει­νε στη Βηθλε­έμ την κατά σάρ­κα γέν­νη­σή Του από γυναί­κα, στους ποι­μέ­νες οι άγγε­λοι δια­λα­λού­σαν το ευχά­ρι­στο μήνυ­μα λέγον­τας: «Μ φοβεσθε· δο γρ εγγε­λί­ζο­μαι μν χαρν μεγά­λην, τις σται παντ τ λα, τι τέχθη μν σήμε­ρον σωτήρ, ς στι Χριστς Κύριος, ν πόλει Δαυ­ΐδ(:Μη φοβά­στε˙ χαρεί­τε· διό­τι, να, σας αναγ­γέλ­λω μια χαρ­μό­συ­νη είδη­ση που θα φέρει μεγά­λη χαρά και σε σας και σε όλο το λαό του Θεού. Και θα είναι χαρά όλου του λαού, διό­τι γεν­νή­θη­κε σήμε­ρα για σας Σωτή­ρας, ο οποί­ος ως άνθρω­πος βέβαια είναι όμοιος με σας, αλλά είναι και χρι­σμέ­νος με το πλή­ρω­μα της θεό­τη­τος˙ ως Θεός όμως είναι και Κύριός σας. Και γεν­νή­θη­κε στην πόλη του Δαβίδ, προς τον οποίο δόθη­καν οι υπο­σχέ­σεις ότι από το γένος του θα προ­έλ­θει ο Χρι­στός)»[Λου­κά 2,10–11]. Και στε­φα­νώ­νον­τας με υμνω­δί­ες και δοξο­λο­γί­ες Εκεί­νον που γεν­νή­θη­κε, έλε­γαν: «Δόξα ν ψίστοις Θε κα π γς ερήνη, ν νθρώ­ποις εδοκία(:Δοξα­σμέ­νος ας είναι ο Θεός στα ύψι­στα μέρη του ουρα­νού απ’ τους αγγέ­λους που κατοι­κούν εκεί· και στη γη ολό­κλη­ρη, που είναι ταραγ­μέ­νη απ’ την αμαρ­τία και τα βίαια πάθη της, ας βασι­λεύ­σει η θεία ειρή­νη· διό­τι ο Θεός εκδή­λω­σε τώρα εξαι­ρε­τι­κά την εύνοια και την ευα­ρέ­σκειά Του στους ανθρώ­πους με την εναν­θρώ­πη­ση του Υιού Του)»[Λουκ.2,14].

Εάν πάλι κάποιος ερμη­νευ­τής λέγει ότι με τον γνή­σιο και ενά­ρε­το υιό συμ­βο­λί­ζε­ται ο κατά σάρ­κα Ισρα­ήλ, μας απο­μα­κρύ­νει πάλι από το να συμ­φω­νή­σου­με με τη γνώ­μη αυτή, το ότι με κανέ­να τρό­πο δεν ται­ριά­ζει στον Ισρα­ήλ η προ­τί­μη­ση να ζει άμεμ­πτα και ενά­ρε­τα, χωρίς να κατη­γο­ρεί­ται. Για­τί σε ολό­κλη­ρη, που λέγει ο λόγος, τη θεό­πνευ­στη Γρα­φή μπο­ρού­με να δού­με να κατη­γο­ρούν­ται οι Ιου­δαί­οι για την απο­μά­κρυν­σή τους από το θέλη­μα του Θεού.

Για­τί ως απο­στά­τες και απεί­θαρ­χους έχει λεχθεί γι΄αυτούς με τη φωνή του Ιερε­μία: «Τί εροσαν ο πατέ­ρες μν ν μο πλημ­μέ­λη­μα, τι πέστη­σαν μακρν π᾿ μο κα πορεύ­θη­σαν πίσω τν ματαί­ων κα ματαιώ­θη­σαν;(:Ποιο σφάλ­μα βρή­καν οι πατέ­ρες σας σε εμέ­να και έφυ­γαν μακριά από εμέ­να και πορεύ­θη­καν πίσω από τα μάταια είδω­λα και κατάν­τη­σαν ανόη­τοι😉»[Ιερ.2,5]. Σύμ­φω­να επί­σης με αυτά είπε κάπου γι΄αυτούς ο Θεός και με τη φωνή του Ησα­ΐα : «γγί­ζει μοι λας οτος ν τ στό­μα­τι ατο κα ν τος χεί­λε­σιν ατν τιμσί με, δ καρ­δία ατν πόῤῥω πέχει π᾿ μο· μάτην δ σέβον­ταί με διδά­σκον­τες ντάλ­μα­τα νθρώ­πων κα διδα­σκα­λί­ας(:Ο λαός αυτός με πλη­σιά­ζει με τα λόγια του στό­μα­τός του, με τιμούν με τα λόγια των χει­λιών τους μονά­χα. Η ευσέ­βειά τους περιο­ρί­ζε­ται σε υπο­κρι­τι­κά λόγια, η καρ­διά τους όμως απέ­χει πολύ από Εμέ­να. Και με σέβον­ται ανώ­φε­λα, για­τί εγκα­τα­λεί­πουν τη δική μου Αλή­θεια και διδά­σκουν διδα­σκα­λί­ες και εντο­λές ανθρώ­πων)»[Ησ.29,13]. Πώς λοι­πόν μπο­ρεί κανείς σε αυτούς που είναι τόσο πολύ ένο­χοι να απο­δώ­σει τα λόγια της παρα­βο­λής, σαν να έχουν ειπω­θεί από τον γνή­σιο και ενά­ρε­το υιό; Για­τί εκεί­νος είπε: «δο τοσατα τη δου­λεύω σοι κα οδέπο­τε ντο­λήν σου παρλθον(:Να, τόσα πολ­λά χρό­νια είμαι στη δού­λε­ψή σου και ποτέ δεν παρά­κου­σα κάποια προ­στα­γή σου)». Αλλά δεν θα είχαν αξιο­κα­τά­κρι­τη ζωή, εάν δεν παρέ­βλε­παν τις θεί­ες εντο­λές και δεν στρέ­φον­ταν στη διε­φθαρ­μέ­νη ζωή.

Άλλω­στε πρέ­πει, νομί­ζω, να πού­με και το εξής: Κάποιοι θέλουν να απο­δώ­σουν στο πρό­σω­πο του Σωτή­ρα μας τον μόσχο τον σιτευ­τό, τον οποίο θυσί­α­σε ο πατέ­ρας όταν απο­φά­σι­σε ο άσω­τος υιός να επι­στρέ­ψει. Τότε πώς ο γνή­σιος υιός, ο σοφός και επι­στή­μων και αφο­σιω­μέ­νος, τον οποί­ον κάποιοι παρου­σιά­ζουν ως εκπρό­σω­πο των αγί­ων αγγέ­λων, έκα­νε τη θυσία του μοσχα­ριού αφορ­μή οργής και λύπης; Για­τί δεν μπο­ρεί κανείς να δει λυπη­μέ­νες τις ουρά­νιες δυνά­μεις όταν ο Χρι­στός υπέ­μει­νε τον σαρ­κι­κό θάνα­το και κατά κάποιο τρό­πο σφά­χθη­κε από εμάς. Για­τί χαί­ρον­ταν μάλ­λον, όπως είπα, βλέ­πον­τας να σώζε­ται η υφή­λιος με το άγιο Αίμα, εξαι­τί­ας του οποί­ου βέβαια λέγει ο γνή­σιος υιός του: «μο οδέπο­τε δωκας ριφον(:Παρό­λα αυτά δεν μου έδω­σες εμέ­να ποτέ ούτε ένα κατσι­κά­κι)»[Λουκ.15,29]. Από ποιο δηλα­δή αγα­θό έχουν ανάγ­κη οι άγιοι άγγε­λοι; Καθό­σον ο Δεσπό­της των όλων έδω­σε σε αυτούς πλου­σιο­πά­ρο­χα τη χορή­γη­ση πνευ­μα­τι­κών χαρι­σμά­των.

Ή και ποιας θυσί­ας είχαν ανάγ­κη, όσον αφο­ρά γι΄αυτούς τους ίδιους; Για­τί δεν χρεια­ζό­ταν να πάθει ο Εμμα­νου­ήλ και γι΄αυτούς. Εάν όμως πρέ­πει κάποιος να νομί­σει όπως είπα ήδη προ­η­γου­μέ­νως, ότι ο κατά σάρ­κα Ισρα­ήλ, σημαί­νε­ται από τον γνή­σιο και ενά­ρε­το υιό, τότε πώς είναι αλή­θεια αυτό που λέγει: «Σε εμέ­να δεν έδω­σες ποτέ ερί­φιο;». Για­τί είτε μοσχά­ρι είναι είτε ερί­φιο το θύμα υπέρ της αμαρ­τί­ας, νοεί­ται ο Χρι­στός, ο οποί­ος όμως δε θυσιά­στη­κε μόνο για τους εθνι­κούς, αλλά για να ελευ­θε­ρώ­σει και τον ίδιο τον Ισρα­ήλ, ο οποί­ος δέχτη­κε για την παρά­βα­ση του νόμου πολ­λή κατη­γο­ρία. Και θα το επι­βε­βαιώ­σει ο σοφό­τα­τος Παύ­λος γρά­φον­τας: «Δι κα ησος, να γιάσ δι το δίου αματος τν λαόν, ξω τς πύλης παθε(:Γι’ αυτό σύμ­φω­να με τον προ­φη­τι­κό τύπο των θυσιών που γίνον­ταν για άφε­ση των αμαρ­τιών, και ο Ιησούς, προ­κει­μέ­νου να αγιά­σει με το ίδιο του το αίμα τον λαό του νέου Ισρα­ήλ, έπα­θε και θανα­τώ­θη­κε έξω από την πύλη της πόλε­ως της Ιερου­σα­λήμ)»[Εβρ.13,12].

Ποιος λοι­πόν άρα­γε είναι ο σκο­πός της παρα­βο­λής; Ας εξε­τά­σου­με προ­σε­κτι­κά την αιτία για την οποία και λέχτη­κε αυτή, για­τί έτσι θα μάθου­με την αλή­θεια. Είπε λοι­πόν ο μακά­ριος Λου­κάς λίγο πιο πίσω, για τον Σωτή­ρα όλων μας Χρι­στό: «σαν δ γγί­ζον­τες ατ πάν­τες ο τελναι κα ο μαρ­τω­λο κού­ειν ατο. κα διε­γόγ­γυ­ζον ο Φαρι­σαοι κα ο γραμ­μα­τες λέγον­τες τι οτος μαρ­τω­λος προσ­δέ­χε­ται κα συνε­σθί­ει ατος(:Σε κάθε πόλη ή χωριό που πήγαι­νε ο Ιησούς, Τον πλη­σί­α­ζαν όλοι οι τελώ­νες και οι αμαρ­τω­λοί, όχι απλώς για να δουν τα θαύ­μα­τά Του από περιέρ­γεια, αλλά από ειλι­κρι­νές ενδια­φέ­ρον για ν’ ακού­σουν τη διδα­σκα­λία Του. Οι Φαρι­σαί­οι όμως και οι γραμ­μα­τείς γόγ­γυ­ζαν μετα­ξύ τους και έλε­γαν: ‘’Αυτός δέχε­ται με πολ­λή συμ­πά­θεια και οικειό­τη­τα τους αμαρ­τω­λούς και τρώ­ει μαζί τους, αθε­τών­τας την παρά­δο­ση των πρε­σβυ­τέ­ρων, που μας δίδα­ξαν να είμα­στε ευπρε­πείς και να μη συνα­να­στρε­φό­μα­στε με τέτοιου είδους πρό­σω­πα’’)»[Λουκ.15,1–2]. Ενώ λοι­πόν οι Γραμ­μα­τείς και οι Φαρι­σαί­οι κραύ­γα­ζαν για την αγα­θό­τη­τα και φιλαν­θρω­πία Του και Τον κατη­γο­ρού­σαν επει­δή δεχό­ταν κάποιους που υπήρ­ξαν βέβη­λοι και αμαρ­τω­λοί στη ζωή τους και τους δίδα­σκε, ο Χρι­στός θεώ­ρη­σε πάρα πολύ αναγ­καία τη διή­γη­ση της παρα­βο­λής αυτής, με την οποία μπο­ρού­σαν να δουν καλά το εξή:· ότι δηλα­δή ο Θεός των όλων θέλει, και ο αφο­σιω­μέ­νος και πραγ­μα­τι­κά γνή­σιος, που γνω­ρί­ζει να ζει σεμνά και έχει τη φήμη της άκρας επιεί­κειας, να σπεύ­δει να ακο­λου­θεί τα θελή­μα­τά Του, και γι’ αυτούς που καλούν­ται σε μετά­νοια, έστω και αν είναι πάρα πολύ ένο­χοι, να ευχα­ρι­στεί­ται μάλ­λον, παρά να αισθά­νε­ται γι΄αυτούς λύπη χωρίς φιλαλ­λη­λία.

Από κάτι τέτοιο βέβαια πάσχου­με πολ­λές φορές και εμείς οι ίδιοι. Για­τί ζουν ασφα­λώς κάποιοι την πιο ωραία και πανά­ρι­στη ζωή, ενώ κάποιος άλλος είναι ασθε­νής και πάσχει πεσμέ­νος σε κάθε είδος φαυ­λό­τη­τας. Αυτός πολ­λές φορές προς τα γηρα­τειά του επι­στρέ­φει στον Θεό και ζητά συγ­χώ­ρη­ση για τις προ­η­γού­με­νες αμαρ­τί­ες του, και γίνε­ται ερα­στής των αρί­στων, ή ενδε­χο­μέ­νως όταν πλη­σιά­ζει να τελειώ­σει την ανθρώ­πι­νη ζωή δέχε­ται και το άγιο βάπτι­σμα και απαλ­λάσ­σε­ται από τις αμαρ­τί­ες του με την ευσπλα­χνία του Θεού. Και τότε πολ­λές φορές κάποιοι δυσφο­ρούν γι΄αυτόν και λένε: «Αυτός που έκα­νε το τάδε και είπε εκεί­νο, δεν τιμω­ρή­θη­κε από τον Κρι­τή για τα όσα έκα­νε στη ζωή του, αλλά αξιώ­θη­κε την τόσο λαμ­πρή και αξιο­θαύ­μα­στη χάρη και κατα­γρά­φη­κε μετα­ξύ των υιών του Θεού και τιμή­θη­κε με τη δόξα των αγί­ων». Για­τί πολ­λές φορές αυτά τα περι­φρο­νούν κάποιοι από απα­ρά­δε­κτη μικρο­ψυ­χία, μη ακο­λου­θών­τας και κατα­νο­ών­τας τον σκο­πό του Πατέ­ρα όλων μας· για­τί Αυτός χαί­ρε­ται πολύ βλέ­πον­τας να σώζον­ται εκεί­νοι που έχουν χαθεί και τους επα­να­φέ­ρει στην αρχι­κή ωραιό­τη­τά τους, δίνον­τάς τους την ελευ­θε­ρία και στο­λί­ζον­τάς τους με την αρχι­κή στο­λή και περ­νών­τας δακτυ­λί­δι στο χέρι τους· και αυτό απο­τε­λεί ευκο­σμία που αγα­πά ο Θεός και που ται­ριά­ζει στους ελεύ­θε­ρους ανθρώ­πους.

Πρό­σε­χε δηλα­δή με ποιον τρό­πο παρου­σιά­ζει εξαί­ρε­τη την ωραιό­τη­τα της ψυχής, και ενερ­γά­ζε­ται τη λαμ­πρό­τη­τα της άμεμ­πτης ζωής. Για­τί εξω­ρα­ΐ­ζει με κάθε κόσμη­μα, νοη­τό δηλα­δή και πνευ­μα­τι­κό, τις ψυχές αυτών που Τον λατρεύ­ουν, ώστε να λέγε­ται και στην καθε­μιά αυτό που ψάλ­λε­ται με τη λύρα του Ψαλ­μω­δού: «κου­σον, θύγα­τερ, κα δε κα κλνον τ ος σου κα πιλά­θου το λαο σου κα το οκου το πατρός σου· κα πιθυ­μή­σει βασι­λες το κάλ­λους σου, τι ατός στι Κύριός σου κα προ­σκυ­νή­σεις ατ(:Άκου­σε, εμέ­να τον πρε­σβύ­τη, κόρη μου, εσύ που πρό­κει­ται να γίνεις Νύμ­φη του Μεσ­σία· άκου­σε τις συμ­βου­λές μου. Δες τη δόξα του κατα­γλαϊ­σμέ­νου περι­βάλ­λον­τός σου. Σκύ­ψε το αυτί σου για να ακού­ει με προ­σο­χή τα κελεύ­σμα­τα του Βασι­λιά. Και ξέχα­σε εντε­λώς τον λαό στον οποίο μέχρι τώρα ανή­κες. Λησμό­νη­σε ολο­κλη­ρω­τι­κά το παρελ­θόν σου, για να αφο­σιω­θείς στο νέο σου οίκο και στο νέο λαό σου. Και τότε ο βασι­λιάς Νυμ­φί­ος θα επι­θυ­μή­σει την πνευ­μα­τι­κή σου ομορ­φιά. Μην ξεχά­σεις όμως ποτέ ότι αυτός δεν παύ­ει να είναι και Κύριός σου και οφεί­λεις να Τον προ­σκυ­νάς)»[Ψαλμ.44,11· ερμ. από­δο­ση Παν. Τρεμ­πέ­λα] και τα λοι­πά. Ένδυ­μα λοι­πόν πολύ­τι­μο και δοξα­σμέ­νο πραγ­μα­τι­κά για το ιερό και άγιο γένος είναι ο Χρι­στός, κόσμη­μα λαμ­πρό και υπερ­κό­σμιο για τις ψυχές των αγί­ων. Για­τί λέγει: «σοι γρ ες Χριστν βαπτσθη­τε, Χριστν νεδσασθε(:Και είστε υιοί του Θεού, διό­τι όσοι βαπτι­σθή­κα­τε στο όνο­μα του Χρι­στού πιστεύ­ον­τας σε Αυτόν ως σωτή­ρα, ντυ­θή­κα­τε τον Χρι­στό και ενω­θή­κα­τε μαζί Του)»[Γαλ.3,27], και είναι αλη­θής ο λόγος.

«Κα πεθύ­μει γεμί­σαι τν κοι­λί­αν ατο π τν κερα­τί­ων ν σθιον ο χοροι, κα οδες δίδου ατ(:Και επι­θυ­μού­σε ο νεό­τε­ρος γιος να γεμί­σει την κοι­λιά του με τα ξυλο­κέ­ρα­τα που έτρω­γαν οι χοί­ροι. Μα κανείς δεν του έδι­νε, διό­τι οι υπη­ρέ­τες που έκα­ναν την δια­νο­μή παρα­τη­ρού­σαν με προ­σο­χή να μην μεί­νουν χωρίς τρο­φή οι χοί­ροι)»[Λουκ.15,16].

Κάτι τέτοιο θα μπο­ρού­σα­με να δού­με ότι κάνει και ο άσω­τος, που ανα­φέ­ρε­ται με τη μορ­φή παρα­βο­λής, ο οποί­ος είχε κατα­σπα­τα­λή­σει την πατρι­κή του περιου­σία και πέθαι­νε από την έλλει­ψη των ουρα­νί­ων αγα­θών, και κατά κάποιον τρό­πο τον κατέ­τρω­γε η πεί­να των ουρα­νί­ων μαθη­μά­των, και επι­θυ­μού­σε να χορ­τά­σει με τα ξυλο­κέ­ρα­τα που έτρω­γαν οι χοί­ροι, αλλά περ­νών­τας και φεύ­γον­τας η μάταια ηδο­νή, τον άφη­νε άδειο, και βρι­σκό­ταν σε παν­τε­λή στέ­ρη­ση.

«ναστς πορεύ­σο­μαι πρς τν πατέ­ρα μου κα ρ ατ· πάτερ, μαρ­τον ες τν ορανν κα νώπιόν σου. οκέτι εμ ξιος κληθναι υός σου· ποί­η­σόν με ς να τν μισθί­ων σου(:Θα σηκω­θώ και θα πάω στον πατέ­ρα μου και θα του πω: ‘’Πατέ­ρα, αμάρ­τη­σα στον ουρα­νό (διό­τι εκεί οι άγγε­λοι εκτε­λούν με ευλά­βεια το θείο θέλη­μα, και όπως υπα­κούν αυτοί, έτσι αξιώ­νουν και όλα τα κτί­σμα­τα να υπα­κούν σε αυτό, και λυπούν­ται για την απο­στα­σία κάθε ανθρώ­που). Αμάρ­τη­σα και σε σένα διό­τι περι­φρό­νη­σα τη στορ­γή σου και δεν λογά­ρια­σα τη λύπη που δοκί­μα­ζες όταν έφευ­γα μακριά σου’’)»[Λουκ.15,17, ερμ. από­δο­ση Παν. Τρεμ­πέ­λα].

Και ο Κύριος δηλα­δή, παρο­τρύ­νον­τάς μας να μιλού­με με παρ­ρη­σία και να λέμε τις προ­σευ­χές μας απο­κα­λών­τας Τον «Πατέ­ρα», δίνει σε αυτούς που προ­σεύ­χον­ται να εννο­ή­σουν ότι εφό­σον ονο­μά­ζου­με τον Θεό Πατέ­ρα και αξιω­θή­κα­με της τόσο λαμ­πρής τιμής, πρέ­πει και να ζού­με όπως αξί­ζει σε Αυτόν που μας έχει τιμή­σει. Για­τί αυτό λέγει και ο μέγας Από­στο­λος Πέτρος: «Κα ε πατέ­ρα πικα­λεσθε(:Και εφό­σον επι­κα­λεί­σθε και ονο­μά­ζε­τε Πατέ­ρα)», λέγει, «τν προ­σω­πο­λή­πτως κρί­νον­τα κατ τ κάστου ργον, ν φόβ τν τς παροι­κί­ας μν χρό­νον ναστρά­φη­τε(:τον Θεό, ο οποί­ος αμε­ρό­λη­πτα και χωρίς να κάνει δια­κρί­σεις σε πρό­σω­πα κρί­νει τον καθέ­να μας σύμ­φω­να με το σύνο­λο των πρά­ξε­ών του, έχε­τε καθή­κον να ζεί­τε και να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε με φόβο Θεού όλα τα χρό­νια της ζωής σας επά­νω στη γη, τα οποία είναι χρό­νια ξενι­τεί­ας· διό­τι η γη δεν είναι η αλη­θι­νή και παν­το­τι­νή πατρί­δα σας)»[Α΄Πετρ.1,17].

Ίσως όμως πεις μέσα σου: «Έχω κηλι­δω­θεί με πολ­λές αμαρ­τί­ες. Πώς λοι­πόν θα γίνω καθα­ρός εγώ που είμαι τόσο πολύ μολυ­σμέ­νος;». Άκου­σε λοι­πόν και τις δικές μας σκέ­ψεις: Γνω­ρί­ζεις γενι­κά ότι έχεις αμαρ­τή­σει; Ομο­λο­γείς την αδυ­να­μία σου; Θυμά­σαι τα ολι­σθή­μα­τά σου; Βρί­σκε­σαι κον­τά στη σωτη­ρία· για­τί αρχή της κάθαρ­σης είναι η ομο­λο­γία των αμαρ­τιών. Έτσι και έχει γρα­φεί: «Λέγε σ τς νομί­ας σου πρτος, να δικαιωθς(:Λέγε εσύ πρώ­τος τις αμαρ­τί­ες σου για να δικαιω­θείς)»[Ησ. 43,26].Γιατί ο Δεσπό­της των όλων δεν είναι σκλη­ρός, ούτε άσπλα­χνος, αλλά μάλ­λον και φιλεύ­σπλα­χνος, και αγα­θός και γνω­ρί­ζει τη φύση μας. Για­τί είναι μεγά­λο πράγ­μα και η ομο­λο­γία και η απο­φυ­γή του κακού. Έτσι έγι­νε δεκτός ο άσω­τος.

Αλλά ποιος είναι ο μόσχος ο σιτευ­τός παρά οπωσ­δή­πο­τε ο Χρι­στός, το άμεμ­πτο σφά­γιο, Αυτός που σηκώ­νει την αμαρ­τία του κόσμου, αυτός που θυσιά­ζε­ται και τρώ­γε­ται; Κατά το ότι δηλα­δή έλα­βε την άλο­γη φύση και την κτη­νώ­δη σάρ­κα, αν και τη γέμι­σε με τα δικά Του καυ­χή­μα­τα, θεω­ρεί­ται μόσχος, που δεν γνώ­ρι­σε βέβαια τον ζυγό του νόμου της αμαρ­τί­ας, αλλά ήταν σιτευ­τός, για­τί πριν από τη δημιουρ­γία του κόσμου είχε προ­ο­ρι­σθεί το μυστή­ριο του Χρι­στού, η γεμά­τη φρί­κη και μεγά­λη θυσία, στην οποία επι­θυ­μεί να λάβουν μέρος όσοι επι­στρέ­φουν από την αμαρ­τία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, Ἐξή­γη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Λου­κάν Εαγγέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία».

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου Αλε­ξαν­δρεί­ας Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλα­μάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005, «πόμνη­μα ες τό κατά Λου­κάν Β΄», κεφά­λαιο 15ο, σελ. 79–91.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Παν. Τρεμπέλα,Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

Αγί­ου Νικο­δή­μου του Αγιο­ρεί­του (Στην παρα­βο­λή του Ασώ­του)

Αγί­ου Νικο­δή­μου του Αγιο­ρεί­του, Πνευ­μα­τι­κά Γυμνά­σμα­τα

Μελέ­τη ΙΕ΄: Στην παρα­βο­λή του Ασώ­του

Α΄: Αυτός ανα­χώ­ρη­σε από τον οίκο του πατέ­ρα του

Β΄: Ποια ζωή έζη­σε μετά την ανα­χώ­ρη­ση

Γ’: Ποια επι­στρο­φή έδει­ξε.

Α΄

Σκέ­ψου, αδελ­φέ, την ανα­χώ­ρη­ση, που έκα­νε εκεί­νος ο άσω­τος υιός από τον οίκο του πατέ­ρα του, όπως διη­γεί­ται ο ιερός Λουκάς[Λουκ. 15,11–32], με την οποία ανα­χώ­ρη­ση φάνη­κε στ’ αλή­θεια σαν ένας νέος χωρίς μυα­λό και νου, διό­τι τι του έλει­πε, όταν ήταν στο πατρι­κό σπί­τι και βρι­σκό­ταν κάτω από την προ­στα­σία του γλυ­κύ­τα­του πατέ­ρα του; Αυτός βρι­σκό­ταν κάθε ημέ­ρα μέσα στην πατρι­κή αγκά­λη, είχε ό,τι χρεια­ζό­ταν, τον υπη­ρε­τού­σαν όλοι οι δού­λοι, είχε τα χάδια και τις τιμές ως κλη­ρο­νό­μος της πατρι­κής περιου­σί­ας και σχε­δόν ανα­γνω­ρι­ζό­ταν ως κύριος και εξου­σια­στής κάθε πράγ­μα­τος, ώστε μπο­ρού­σε να έχει κάθε λόγο να λέει εκεί­νο το ψαλ­μι­κό: «Πλη­σθη­σό­με­θα ν τος γαθος το οκου σου(:Θα μας χορ­τά­σουν τα πλού­σια αγα­θά του οίκου σου)»[Ψαλμ. 64,5].Αλλά η επι­θυ­μία της πλα­νε­μέ­νης ελευ­θε­ρί­ας, από εκεί που ήταν τέκνο και κλη­ρο­νό­μος, τον έκα­νε να επι­θυ­μεί να γίνει δού­λος και μισθω­τός.

Άρχι­σε, λοι­πόν, να ενο­χλεί­ται από τη βασι­λι­κή και ελεύ­θε­ρη ζωή, που είχε κάτω από την υπα­κοή του πατέ­ρα του· άρχι­σε να επι­θυ­μεί να ζει σύμ­φω­να με το θέλη­μά του και να ικα­νο­ποιεί τη διά­θε­σή του, όπως την ικα­νο­ποιούν οι άλλοι, και αυτή η ενό­χλη­ση και επι­θυ­μία, τον παρα­κί­νη­σαν να ζητή­σει συγ­κα­τά­θε­ση από τον Πατέ­ρα του, για να φύγει από τον πατρι­κό οίκο και τον συμ­βού­λευ­σαν να ζητή­σει το μερί­διο από εκεί­νη την κλη­ρο­νο­μιά που ανα­λο­γού­σε ολό­κλη­ρη σ’ αυτόν: «Πάτερ, δός μοι τ πιβάλ­λον μέρος τς οσίας(:Πατέ­ρα, δώσε μου το μερί­διο της περιου­σί­ας, που μου ανα­λο­γεί)»[Λουκ. 15,12]. Ο πατέ­ρας δεν θέλη­σε να τον εμπο­δί­σει από αυτήν την κίνη­ση, αλλά τον άφη­σε να ανα­χω­ρή­σει, για να μάθει με τη δοκι­μή και τη στέ­ρη­ση, ποια αγα­θά απο­λάμ­βα­νε, όταν ήταν στον οίκο του πατέ­ρα του και τα κατα­φρό­νη­σε, όπως ερμη­νεύ­ει ο θεί­ος Χρυ­σό­στο­μος: «Γι΄αυτό τον άφη­σε ο Πατέ­ρας και δεν τον εμπό­δι­σε να μετα­βεί στην ξένη χώρα, για να μάθει με την πεί­ρα καλά, πόσες ευερ­γε­σί­ες είχε μένον­τας στο πατρι­κό του σπί­τι»(Λόγ. Α΄περί Μετα­νοί­ας). Και επει­δή ο πατέ­ρας του δεν μπο­ρού­σε να τον πεί­σει με τον λόγο, για να παρα­μεί­νει στον οίκο του, άφη­σε να τον πεί­σουν αυτά τα πράγ­μα­τα και τα παθή­μα­τα· «Πολ­λές φορές ο Θεός, όταν με τα λόγια δεν πεί­θει, τότε αφή­νει τη διδα­σκα­λία στην εμπει­ρία των κατα­στά­σε­ων», λέει ο Χρυ­σορ­ρή­μων (ό.π.), «όπως έχει γρα­φεί: «Παι­δεύ­σει σε ποστα­σία σου, κα κακία σου λέγ­ξει σε(: Η απο­μά­κρυν­σή σου από εμέ­να θα σε κατα­δι­κά­σει και η ασέ­βεια θα σε τιμω­ρή­σει)[Ιερ. 2,19]· διό­τι και ο Αδάμ, όταν ήταν μέσα στον παρά­δει­σο, δεν γνώ­ρι­ζε την ευδαι­μο­νία που είχε, από τότε όμως που εξο­ρί­σθη­κε από αυτόν, τότε τη γνώ­ρι­σε».

Γι’ αυτό, λοι­πόν, ο πατέ­ρας δια­μοί­ρα­σε σε αυτούς την περιου­σία του, «κα διελεν ατος τν βίον(:και μοί­ρα­σε σε αυτούς την περιου­σία του)·κα μετ᾿ ο πολλς μέρας συνα­γαγν παν­τα νεώ­τε­ρος υἱὸς πεδή­μη­σεν ες χώραν μακράν(:και μετά από λίγες ημέ­ρες ο νεό­τε­ρος υιός, αφού πήρε όλη του την περιου­σία, έφυ­γε σε μακρι­νή χώρα)»[Λουκ.15,12–13].

Αυτή η κατα­νυ­κτι­κή παρα­βο­λή, αδελ­φέ, είναι μια ζων­τα­νή εικό­να εκεί­νου του κακού, που εσύ έπρα­ξες, απο­μα­κρυ­νό­με­νος από την υπο­τα­γή του Θεού σου με την αμαρ­τία. Αχ! Και ποιος ήταν πλου­σιό­τε­ρος από εσέ­να άθλιε, πριν να χάσεις την αθω­ό­τη­τα και να αμαρ­τή­σεις; Ποιος άλλος ήταν ευγε­νέ­στε­ρος από σένα; Ποιος ωραιό­τε­ρος και λαμ­πρό­τε­ρος; Για σένα ήταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη όλη η κλη­ρο­νο­μιά του παρα­δεί­σου, την οποία μετά από λίγο θα απο­κτού­σε πλη­ρέ­στα­τα και της οποί­ας είχες τώρα την κυριό­τη­τα. Σε σένα ήταν δοσμέ­νο το χάρι­σμα της υιο­θε­σί­ας, με την οποία ήσουν υιός Θεού και ο πλου­σιό­τε­ρος από όλους που κατοι­κούν στην Ανα­το­λή, καθώς είναι γραμ­μέ­νο για τον Ιώβ : «Κα ν νθρω­πος κενος εγενς τν φ᾿ λίου νατολν(:Και έτσι ο άνθρω­πος εκεί­νος ήταν ένας από τους πολύ δια­κε­κρι­μέ­νους ανθρώ­πους των ανα­το­λι­κών εκεί­νων χωρών)»[Ιώβ,1,3].Είχες την ωραιό­τη­τα και την ομορ­φιά, την οποία σου προ­ξε­νεί η αθω­ό­τη­τα και ανα­μαρ­τη­σία και έπει­τα, ποιος θησαυ­ρός δεν ήταν για σένα η αγια­στι­κή χάρις του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, η οποία είναι το μεγα­λύ­τε­ρο χάρι­σμα, που μπο­ρεί να δώσει ο Θεός προς ένα κτί­σμα σε αυτήν την ζωή;

Μέσα από αυτήν ήσουν αγα­πη­μέ­νος από τους αγγέ­λους, σύν­τρο­φος με τους αγί­ους, ναός έμψυ­χος της θεό­τη­τας, όπως λέει ο θεί­ος Παύ­λος: «ρα οὖν οὐκέ­τι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροι­κοι, ἀλλὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁγί­ων καὶ οἰκεῖ­οι τοῦ Θεοῦ(:Άρα δεν είστε πλέ­ον ξένοι, όπως προ­η­γου­μέ­νως, και προ­σω­ρι­νοί πολί­τες της Εκκλη­σί­ας του Χρι­στού, αλλά είστε συμ­πο­λί­τες όλων των αγί­ων, και οικια­κοί του Θεού)»[Εφ.2,19].Αυτή η χάρις κατοι­κού­σε σε σένα πάν­το­τε, αυτή σε κυβερ­νού­σε, αυτή σε παρη­γο­ρού­σε ως φιλό­στορ­γη μητέ­ρα με τις ουρά­νιες γλυ­κύ­τη­τες, με το ακα­τη­γό­ρη­το της συνει­δή­σε­ως και με τα θεία της μυστή­ρια· αυτή σε κρα­τού­σε συχνά ως υιό μονο­γε­νή στις αγκα­λιές της πρό­νοιάς της. Αλλά εσύ, όντας νέος, που έπα­σχε από άγνοια, κατα­φρό­νη­σες όλα αυτά και θέλη­σες να κακο­με­τα­χει­ρι­σθείς χωρίς κανέ­να όφε­λος την ελευ­θε­ρία του αυτε­ξου­σί­ου σου, για να ζεις σύμ­φω­να με τις επι­θυ­μί­ες σου, αντί να το χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις, για να υπο­τάσ­σε­σαι με πολύ μισθό στον ουρά­νιο Πατέ­ρα σου και σκέ­φθη­κες εσφαλ­μέ­να, ότι θα κάνεις ένα μεγά­λο κέρ­δος, αν απο­μα­κρυν­θείς από τον Θεό και Πατέ­ρα σου.

Ω σκέ­ψη ανόη­τη, η οποία σου έφε­ρε αντί­στρο­φα τα πράγ­μα­τα, διό­τι όταν ήσουν δια­τα­ζό­με­νος και υπή­κο­ος, τότε ήσουν στ’ αλή­θεια αυτε­ξού­σιος και ελεύ­θε­ρος· και όταν φάνη­κες πως είσαι αυτε­ξού­σιος και ελεύ­θε­ρος, τότε έγι­νες στ’ αλή­θεια δού­λος και εξου­σια­ζό­με­νος. Ω και να ήταν δυνα­τόν να έμπαι­νε κανείς στην καρ­διά σου, αδελ­φέ, και να την κάνει να αισθαν­θεί το μεγά­λο σκο­τά­δι της άγνοιας, που την κυρί­ε­ψε και σε έκα­νε να υπο­λο­γί­ζεις τα κτί­σμα­τα περισ­σό­τε­ρο από τον Κτί­στη, να νομί­ζει βαρύ και σκλη­ρό φορ­τίο τον ελα­φρύ και γλυ­κό ζυγό της υπο­τα­γής σε αυτόν τον φιλο­στορ­γό­τα­το Πατέ­ρα σου : « γρ ζυγός μου χρηστς κα τ φορ­τί­ον μου λαφρόν στιν(:Διό­τι ο ζυγός της υπα­κο­ής σε μένα και τη διδα­σκα­λία μου είναι απα­λός και ωφέ­λι­μος σ’ αυτόν που τον σηκώ­νει˙ και το φορ­τίο των υπο­χρε­ώ­σε­ων και καθη­κόν­των που θέτω εγώ πάνω στους πιστούς μου είναι ελα­φρύ)»[Ματθ.11,30] και να νομί­ζεις για ελευ­θε­ρία σου εκεί­νο που είναι αλη­θι­νά αιχ­μα­λω­σία σου, καθώς είναι γραμ­μέ­νο σχε­τι­κά με την Ιερου­σα­λήμ «ντ λευ­θέ­ρας γένε­το ες δού­λην(:από ελεύ­θε­ρη έγι­νε δού­λη)»[Α’ Μακαβ. 2,11]. Και όπως λέει ο Παύ­λος: «τε γρ δολοι τε τς μαρ­τί­ας, λεύ­θε­ροι τε τ δικαιο­σύν. τίνα ον καρπν εχετε τότε φ᾿ ος νν παι­σχύ­νε­σθε; τ γρ τέλος κεί­νων θάνα­τος(:Άλλο­τε, όταν ήσα­σταν υπό­δου­λοι στην αμαρ­τία, ήσα­σταν μεν ελεύ­θε­ροι ως προς τη δικαί­ω­ση και την αρε­τή, που θέλει ο Θεός, αλλά ποιο καρ­πό, ποιο κέρ­δος και ωφέ­λεια είχα­τε τότε από τα έργα της αμαρ­τί­ας, για τα οποία τώρα ντρέ­πε­στε κάθε φορά που τα ενθυ­μεί­σθε; Διό­τι η κατά­λη­ξη εκεί­νων είναι ο αιώ­νιος πνευ­μα­τι­κός θάνα­τος)»[Ρωμ. 6,20–21].

Όμως έστω και τώρα τίνα­ξε το παχύ σκο­τά­δι και την πλά­νη από τον νου σου και ανα­λαμ­βά­νον­τας τη φρό­νη­ση που έχα­σες, γνώ­ρι­σε πως δεν υπάρ­χει άλλη ελευ­θε­ρία, όπως το να υπο­τάσ­σε­σαι με όλη την τελειό­τη­τα στον Θεό και όπως το να αφή­νεις τον εαυ­τό σου να κυβερ­νά­ται από τη θέλη­ση του ουρά­νιου Πατέ­ρα σου, όπως σου το λέει ο Παύ­λος: «Νυν δ λευ­θε­ρω­θέν­τες π τς μαρ­τί­ας δου­λω­θέν­τες δ τ Θε χετε τν καρπν μν ες για­σμόν, τ δ τέλος ζων αώνιον(:Τώρα λοι­πόν που απο­κτή­σα­τε την ελευ­θε­ρία και απαλ­λα­χτή­κα­τε από τη δου­λεία της αμαρ­τί­ας, υπο­δου­λω­θή­κα­τε δε θελη­μα­τι­κά στον Θεό, έχε­τε ως καρ­πό την προ­κο­πή στην αγιό­τη­τα, τελι­κό δε και ανα­φαί­ρε­το κέρ­δος την αιώ­νια ζωή)»[Ρωμ. 6,22].

Βδε­λύ­ξου την ανο­η­σία, που έκα­νες και ανα­χώ­ρη­σε από αυτό το βασι­λι­κό παλά­τι του Πατέ­ρα σου, ομο­λο­γών­τας το σφάλ­μα σου και πάρε την από­φα­ση για όλη σου τη ζωή,να μη βγεις πλέ­ον από τον οίκο σου, ούτε από την υπα­κοή των εντο­λών Του. Αλλά επει­δή και μόνο του φυσι­κού υιού γνώ­ρι­σμα είναι να κατοι­κεί πάν­το­τε στον οίκο του πατέ­ρα του και όχι του δού­λου, όπως είσαι εσύ, παρα­κά­λε­σε τον μονο­γε­νή Υιό του να κάνει και σένα θετό υιό του Πατέ­ρα του και να σε ελευ­θε­ρώ­σει από τη δου­λεία της αμαρ­τί­ας, για να μπο­ρείς να μένεις παν­το­τι­νά και εσύ σαν υιός στην ουρά­νια οικία του Πατέ­ρα Του, όπως σου το υπό­σχε­ται ο ίδιος λέγον­τας: « Ὁ δέ δολος ο μένει ν τ οκί ες τν αἰῶνα· υἱὸς μένει ες τν αἰῶνα. ἐὰν ον υἱὸς μς λευ­θε­ρώσ, ντως λεύ­θε­ροι σεσθε (:Ο δού­λος όμως δεν παρα­μέ­νει για πάν­τα στην οικία του Κυρί­ου του ως κλη­ρο­νό­μος και παν­το­τι­νός κάτο­χος˙ διό­τι δεν έχει δικαιώ­μα­τα σ’ αυτήν και εκδιώ­κε­ται απ’ αυτήν όταν κατα­στεί ανε­πι­θύ­μη­τος. Αντί­θε­τα ο γιος μένει για πάν­τα στην οικία του πατέ­ρα του, επει­δή κλη­ρο­νο­μεί όλα τα δικαιώ­μα­τα του πατέ­ρα του. Εάν λοι­πόν ο μονο­γε­νής Υιός του Θεού σας χαρί­σει την ελευ­θε­ρία, τότε θα είστε πράγ­μα­τι ελεύ­θε­ροι και θα απο­κτή­σε­τε την αλη­θι­νή ελευ­θε­ρία της ψυχής)»[Ιω.8,35].

Β΄

Σκέ­ψου, αγα­πη­τέ, τη δυστυ­χι­σμέ­νη ζωή, που έζη­σε αυτός ο πτω­χός και άγνω­στος νέος έξω από την οικία του Πατέ­ρα του και τις ζημιές που έλα­βε, οι οποί­ες συνο­λι­κά ήταν τέσ­σε­ρις. Η πρώ­τη ζημιά ήταν, που κατα­ξό­δευ­σε κακώς όλο το μερί­διο της περιου­σί­ας του˙ η δεύ­τε­ρη, που τοπο­θε­τή­θη­κε να ζει κάτω από έναν αφέν­τη πολύ σκλη­ρό˙ η τρί­τη, που τοπο­θε­τή­θη­κε στο πλέ­ον μηδα­μι­νό έργο, δηλα­δή να βόσκει χοί­ρους, ζώα ακά­θαρ­τα˙ η τέταρ­τη που κατάν­τη­σε σε τόση πεί­να, ώστε του έλει­πε εκεί­νο που δεν έλει­πε από την αγέ­λη των χοί­ρων. Αλλά και κάθε αμαρ­τω­λός άνθρω­πος παθαί­νει όλες αυτές τις ζημιές και ακό­μη ασύγ­κρι­τα μεγα­λύ­τε­ρες˙ διό­τι πρώ­τα στε­ρεί­ται ο τρι­σά­θλιος τη φιλία του Θεού και μαζί με αυτήν στε­ρεί­ται και τα ουρά­νια αγα­θά, δια­σκορ­πί­ζον­τας στα υλι­κά πράγ­μα­τα τον νου του, ο οποί­ος είναι η καθε­αυ­τό και η κυριό­τε­ρη περιου­σία του ανθρώ­που, κατά τον Θεσ­σα­λο­νί­κης θεό­πνευ­στο Γρη­γό­ριο που λέει: «Ουσία και περιου­σία μας είναι ο έμφυ­τος νους. Έως ότου εμμέ­νου­με στους τρό­πους της σωτη­ρί­ας μας, τον έχου­με συγ­κεν­τρω­μέ­νο στον εαυ­τό μας και στον πρώ­το και ανώ­τα­το νου, τον Θεό˙ όταν όμως ανοί­ξου­με πόρ­τα στα πάθη, αμέ­σως σκορ­πί­ζε­ται περι­πλα­νώ­με­νος διαρ­κώς γύρω από τα σαρ­κι­κά και γήι­να»(αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, Λόγος ες τήν παρα­βο­λήν το σώτου).

Δεύ­τε­ρον, υπο­τάσ­σε­ται στον μεγα­λύ­τε­ρο εχθρό του ‚ο οποί­ος είναι ο διά­βο­λος, κατά τον Χρυ­σό­στο­μο. Τρί­το, λησμο­νεί την ευγέ­νεια, που έλα­βε στο θείο Βάπτι­σμα˙ κατα­φρο­νεί την ανα­τρο­φή που αξιώ­θη­κε να λάβει στην αγία Εκκλη­σία, τρε­φό­με­νος με τα ιερά μυστή­ρια˙ απορ­ρί­πτει την υιο­θε­σία του Θεού και μετα­χει­ρί­ζε­ται ο δυστυ­χής την αισχρό­τε­ρη εργα­σία, που υπάρ­χει στον κόσμο, όπως το να βόσκει χοί­ρους, δηλα­δή όχι μόνο να κυλιέ­ται σαν χοί­ρος μέσα στον βόρ­βο­ρο των κτη­νω­δών ηδο­νών και ορέ­ξε­ων της σάρ­κας, αλλά και σε άλλους να γίνε­ται διδά­σκα­λος των αισχρών αυτών πρά­ξε­ων, σύμ­φω­να με την ερμη­νεία του αγί­ου Θεο­φύ­λα­κτου. Τέταρ­το δε και τελευ­ταίο, διό­τι και σ’ αυτήν την αισχρή πρά­ξη βρι­σκό­με­νος, δεν μπο­ρεί ο ελε­ει­νός καθό­λου να ικα­νο­ποι­ή­σει και να χορ­τά­σει την επι­θυ­μία του, αλλά όσο περισ­σό­τε­ρο τρώ­ει μία τέτοια αισχρή τρο­φή της αμαρ­τί­ας, τόσο περισ­σό­τε­ρο του αυξά­νει η πεί­να και του λεί­πει εκείνο,που περισ­σεύ­ει μέχρι και στα ζώα του κάμ­που. «Αυτός που συνή­θι­σε σ’ αυτά, δεν μπο­ρεί να τα χορ­τά­σει· για­τί η ηδο­νή δεν παρα­μέ­νει, αλλά συγ­χρό­νως γίνε­ται και απο­γί­νε­ται και παρα­μέ­νει πάλι κενός ο ελε­ει­νός», λέει ο ιερός Θεο­φύ­λα­κτος(ρμη­νεία ες τήν το σώτου παρα­βο­λήν). Και ο μέγας της Θεσ­σα­λο­νί­κης Γρη­γό­ριος λέει σ’ αυτήν την παρα­βο­λή: «Δεν μπο­ρού­σε να χορ­τά­σει την επι­θυ­μία του· για­τί; Διό­τι η φύση του σώμα­τος δεν επαρ­κεί, να ικα­νο­ποι­ή­σει τις ορμές του ακό­λα­στου». Ω συμ­φο­ρά! Ω δυστυ­χία αξιο­δά­κρυ­τη!

Πες μου τώρα, εσύ συνα­μαρ­τω­λέ, δεν τα έπα­θες όλα αυτά με την πρά­ξη, αφού αμάρ­τη­σες; Για­τί, λοι­πόν, δεν μαθαί­νεις με τα δικά σου έξο­δα και με τα παθή­μα­τα που έπα­θες, να βδε­λύσ­σε­σαι την αθλιό­τη­τά σου και να φεύ­γεις από έναν τόπο άκαρ­πο και στε­ρη­μέ­νο από κάθε καλό; Δε δοκί­μα­σες έμπρα­κτα ότι όσοι απο­μα­κρύ­νον­ται από τον Θεό όλοι χάνον­ται; Καθώς είναι γραμ­μέ­νο: «τι δο ο μακρύ­νον­τες αυτος π σο πολονται(:Ιδού, αυτοί οι οποί­οι απο­μα­κρύ­νον­ται από σένα, θα κατα­στρα­φούν)»[Ψαλμ. 72,27],γιατί δε φεύ­γεις μία ώρα νωρί­τε­ρα από τα χέρια ενός κυρί­ου τόσο απάν­θρω­που και σκλη­ρού, που δε χαί­ρε­ται για άλλο παρά για τη δική σου απώ­λεια; Ποια ειρή­νη έχει ποτέ ο χοί­ρος με τον σκύ­λο; «Τίς ερήνη αίν πρς κύνα;(:Ποια ειρή­νη θα έχει η ύαι­να με τον σκύ­λο;)»[Σει­ράχ 13,18]· ή ποια ειρή­νη θα έχεις εσύ με τέτοιον τυραν­νι­κό κύριο;

Νομί­ζεις ότι θα βρεις ανά­παυ­ση καμία φορά όντας έξω από το θέλη­μα του Θεού; Νομί­ζεις ότι θα βρεις κάποιο καλό έξω από το σπί­τι του ουρά­νιου πατέ­ρα σου; Ω, τυφλός και πλα­νε­μέ­νος που είσαι! Και ποιος έκα­νε ποτέ πόλε­μο με τον Θεό και στά­θη­κε ειρη­νι­κός στον εαυ­τό του; «Τίς σκληρς γενό­με­νος ναν­τί­ον ατο πέμει­νεν;(:Ποιος θα πάει ενάν­τια στον Θεό και δε θα ζημιω­θεί;)»[Ιώβ. 9,4].Γι’ αυτό λοι­πόν εάν εσύ ζητάς να έχεις ειρή­νη με την αμαρ­τία και με τους εχθρούς του Θεού, τους δαί­μο­νες, γνώ­ρι­ζε, ότι ο Θεός και η συνεί­δη­σή σου δεν θα στα­μα­τή­σουν να σε πολε­μούν και η ειρή­νη σου δεν θα είναι ειρή­νη, αλλά αλη­θι­νός πόλε­μος. «Ερήνη — ερήνη. Κα πο στιν ερήνη;(:Ειρή­νη, ειρή­νη και πού είναι η ειρή­νη😉»[Ιερεμ. 6,14]. Αλλά εάν αντι­θέ­τως έχεις ειρή­νη με τον Θεό και με την αρε­τή, γνώ­ρι­ζε ότι αυτή είναι η αλη­θι­νή σου ειρή­νη, την οποία δεν μπο­ρεί να ταρά­ξει κανέ­νας πόλε­μος· «συχά­σεις γάρ, κα ο σται πολεμν σε· μετα­βα­λό­με­νοι δ πολ­λοί σου δεη­θή­σον­ται(:εάν εσύ έχεις καθα­ρή την καρ­διά σου,θα απο­λαμ­βά­νεις ησυ­χία και ειρή­νη, διό­τι κανείς δεν θα υπάρ­ξει, που να σε επι­βου­λεύ­ε­ται και να σε πολε­μεί)»[Ιώβ,11,19].

Πώς λοι­πόν εσύ μόνος ζητείς να βρεις εκεί­νο, που δε βρή­κε μέχρι τώρα κανείς άλλος αμαρ­τω­λός; Πώς εσύ θέλεις να αμαρ­τά­νεις και έπει­τα θέλεις να μη σε ελέγ­χει η συνεί­δη­σή σου αλλά να σε κολα­κεύ­ει, ότι κάνεις καλά, η οποία συνεί­δη­ση σε όλους τους άλλους αμαρ­τω­λούς είναι κατή­γο­ρος και μάρ­τυ­ρας και κρι­τής και δήμιος; Βγά­λε, λοι­πόν, βγά­λε από τον νου σου αυτό που φαν­τά­σθη­κες να βρεις και να είσαι βέβαιος, ότι δε θα κάνεις ποτέ αλη­θι­νό καλό, παρά μόνο όταν υπο­τάσ­σε­σαι ολωσ­διό­λου στα προ­στάγ­μα­τα του Θεού και πάρε τέλεια από­φα­ση από τώρα και στο εξής να αλλά­ξεις και την γνώ­μη και τον τρό­πο της ζωής σου, και να προ­τι­μάς καλύ­τε­ρα να πεθά­νεις παρά να χωρι­σθείς άλλη μία φορά από τον ουρά­νιο οίκο του Πατέ­ρα σου και να θελή­σεις ξανά να κατοι­κή­σεις στην κατοι­κία των δαι­μό­νων και των αμαρ­τω­λών, λέγον­τας με τον Δαβίδ: «ξελε­ξά­μην παραῤῥιπτεσθαι ν τ οκ το Θεο μου μλλον οκεν με ν σκη­νώ­μα­σιν μαρ­τωλν(:Προ­τί­μη­σα περισ­σό­τε­ρο να είμαι παρα­πε­τα­μέ­νος στον οίκο του Θεού μου παρά να κατοι­κώ στα ανά­κτο­ρα των αμαρ­τω­λών)»[Ψαλμ.83,11]. Και παρα­κά­λε­σε τον Κύριο, ότι αν τυχόν και καμιά φορά θελή­σεις να χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις κακώς την ελευ­θε­ρία του αυτε­ξου­σί­ου και να ζητή­σεις να βγεις έξω από τον οίκο του, να σου κλεί­σει τον δρό­μο με αγκά­θια, δηλα­δή με τις θλί­ψεις, τις δυστυ­χί­ες και τις ασθέ­νειες, ώστε αναγ­κα­στι­κά να επι­στρέ­ψεις αμέ­σως πίσω, όπως είναι γραμ­μέ­νο από τον Ψαλ­μω­δό: «Μ γίνε­σθε ς ππος κα μίο­νος, ος οκ στι σύνε­σις, ν κημ κα χαλιν τς σια­γό­νας ατν γξαις τν μ γγι­ζόν­των πρς σέ(:Λοι­πόν εσείς οι άνθρω­ποι μη γίνε­στε όμοιοι με τον ίππο και τον ημί­ο­νο, στους οποί­ους δεν υπάρ­χει καθό­λου σύνε­ση. Και όπως με σιδε­ρέ­νιο φίμω­τρο και χαλι­νά­ρι συσφίγ­γον­ται οι σια­γό­νες των άγριων αυτών ζώων, έτσι και Εσύ, Κύριε, ας σφί­ξεις με το χαλι­νά­ρι των θλί­ψε­ων και με τις πολ­λές τιμω­ρί­ες ας περιο­ρί­σεις τους αμαρ­τω­λούς, οι οποί­οι μένουν αμε­τα­νόη­τοι και δεν θέλουν να πλη­σιά­σουν προς Εσέ­να)»[Ψαλμ. 31,9].

Γ΄

Σκέ­ψου, αγα­πη­τέ, την επι­στρο­φή του δυστυ­χι­σμέ­νου νέου στο πατρι­κό σπί­τι και τα αίτια, που τον παρα­κί­νη­σαν, τα οποία ήταν τρία· το πρώ­το ήταν διό­τι στο­χά­στη­κε με προ­σο­χή την αθλιό­τη­τα της κατα­στά­σε­ώς του· τα δεύ­τε­ρο διό­τι σύγ­κρι­νε την αθλιό­τη­τά του με την ευτυ­χία εκεί­νων, που κατοι­κού­σαν στον πατρι­κό του οίκο και τρί­το, διό­τι έλα­βε μία ζων­τα­νή ελπί­δα, ότι θα τον συγ­χω­ρή­σει ο πατέ­ρας του, όπως τόσες άλλες φορές τον συγ­χώ­ρη­σε· και έτσι επι­στρέ­φον­τας επέ­τυ­χε την ποθού­με­νη συγ­χώ­ρη­ση· «τι δ ατο μακρν πέχον­τος εδεν ατν πατρ ατο κα σπλαγ­χνί­σθη, κα δραμν πέπε­σεν π τν τρά­χη­λον ατο κα κατε­φί­λη­σεν ατόν(:και ενώ βρι­σκό­ταν ακό­μη μακριά, τον είδε ο πατέ­ρας του και τον σπλα­χνί­σθη­κε. Έτρε­ξε τότε για να τον προ­ϋ­παν­τή­σει, έπε­σε στον τρά­χη­λό του, τον αγκά­λια­σε σφι­χτά και τον κατα­φι­λού­σε με στορ­γή)»[Λουκ.15,20].

Όλα αυτά είναι ανάγ­κη να τα κάνεις και εσύ , αδελ­φέ, με πολ­λή φρον­τί­δα και να έλθεις στον εαυ­τό σου, όπως λέει ο Προ­φή­της: «Μνή­σθη­τε τατα κα στε­νά­ξα­τε, μετα­νο­ή­σα­τε ο πεπλα­νη­μέ­νοι, πιστρέ­ψα­τε τ καρ­δί(:Μετα­νο­ή­στε οι απο­στά­τες και επι­στρέψ­τε με όλη σας την καρ­διά στον Θεό)»[Ησ. 46,8], συλ­λο­γι­ζό­με­νος με προ­σο­χή τη μεγά­λη δυστυ­χία, που παθαί­νει η ψυχή σου, όταν βρί­σκε­ται μακριά από την χάρη του Θεού. Μη θελή­σεις να κάνεις και εσύ σαν εκεί­νους τους δού­λους, οι οποί­οι, αφού σκλη­ρύ­νει το δέρ­μα τους, δεν αισθά­νον­ται το ραβδί του αφέν­τη τους· ούτε να φθά­σεις και εσύ να ονο­μά­ζεις ειρή­νη το απο­κο­ρύ­φω­μα όλων των κακών, που δοκι­μά­ζεις, όπως έχει γρα­φτεί: «Ετ᾿ οκ ρκε­σε τ πλανσθαι περ τν το Θεο γνσιν, λλ κα μεγάλ ζντες γνοί­ας πολέμ τ τοσατα κακ ερήνην προ­σα­γο­ρεύ­ου­σιν(:Έπει­τα, σαν να μην ήταν αρκε­τό γι’ αυτούς να πλα­νών­ται στην περί του αλη­θι­νού Θεού γνώ­ση, περιέ­πε­σαν και σε άλλα κακά. Ζών­τας εξαι­τί­ας της αγνοί­ας τους αυτής σε διαρ­κή πόλε­μο με τον εαυ­τό τους και με τους άλλους, ονο­μά­ζουν ειρή­νη τις τόσες και τέτοιες συμ­φο­ρές τους)»[Σοφ. Σολ. 14,22].

Δεν ξέρεις πόσες ενο­χλή­σεις δοκι­μά­ζουν οι ταλαί­πω­ροι αμαρ­τω­λοί, που είναι μακριά από τον Θεό; Δεν ξέρεις πόσες δυσκο­λί­ες έχουν; Πόσες στε­νο­χώ­ριες; Πόση λύπη και πόνο στην καρ­διά; Για­τί έχουν στε­ρη­θεί τη θεία χάρη; Για­τί δεν κοι­νω­νούν τα άχραν­τα μυστή­ρια; Και για­τί δεν απο­λαμ­βά­νουν αορά­τως τις βοή­θειες από τον Θεό; Και εσύ για­τί μένεις αναί­σθη­τος σε όλες αυτές τις ζημιές; Δεν γνω­ρί­ζεις πως μία μόνο ζημιά από αυτές και μάλι­στα η στέ­ρη­ση των μυστη­ρί­ων, είναι μία ανυ­πό­φο­ρη ζημιά και ένας αλη­θι­νός θάνα­τος της ψυχής; Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασί­λειος στον νέο Κανό­να του «θάνα­το» και «μάχαι­ρα» ονο­μά­ζει τη στέ­ρη­ση της Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας και την καθαί­ρε­ση.

Είναι φανε­ρό, λοι­πόν, ότι δεν ήλθες ακό­μα στον εαυ­τό σου, αλλά βρί­σκε­σαι ακό­μη έξω από τον εαυ­τό σου· και γι’ αυτό και έλε­γε: «Πόσοι μίσθιοι το πατρός μου περισ­σεύ­ου­σιν ρτων, γ δ λιμ πόλ­λυ­μαι;(: Πόσοι μισθω­τοί εργά­τες του πατέ­ρα μου έχουν άφθο­νο και περίσ­σιο ψωμί, ενώ εγώ κιν­δυ­νεύω να πεθά­νω από την πεί­να;)»[Λουκ. 15,17],όπως βεβαιώ­νει και ο μέγας της Θεσ­σα­λο­νί­κης Γρη­γό­ριος λέγον­τας: «Εκεί­νος αν και στε­ρή­θη­κε, αφού απο­μα­κρύν­θη­κε από τον κοι­νό Πατέ­ρα και τρο­φέα και Δεσπό­τη, όταν έπε­σε σε λιμό ισχυ­ρό και αισθάν­θη­κε καλά τη στέ­ρη­ση, μετα­νόη­σε και επέ­στρε­ψε και ζήτη­σε και πάλι έτυ­χε της θεί­ας και ακή­ρα­της τρο­φής»(Λόγος εις την αυτήν παρα­βο­λήν). Εσύ, όμως, αδελ­φέ, και πει­νάς και την πεί­να που υπο­φέ­ρεις δεν αισθά­νε­σαι· γι’ αυτό λοι­πόν, πάσχεις και συγ­χρό­νως διπλό το κακό και διπλή η ζημία· επει­δή κιν­δυ­νεύ­εις να πεθά­νεις από την πεί­να όχι άρτου και νερού, αλλά από πεί­να λόγου Θεού, καθώς είναι γραμ­μέ­νο : «δο μέραι ρχον­ται, λέγει Κύριος, κα ξαπο­στελ λιμν π τν γν, ο λιμν ρτων οδ δίψαν δατος, λλ λιμν το κοσαι τν λόγον Κυρί­ου(:Να, έρχον­ται ημέ­ρες, λέει ο Κύριος, και θα στεί­λω μεγά­λη ανέ­χεια στη γη. Οι άνθρω­ποι θα πει­νά­νε, αλλά όχι για ψωμί και δεν θα διψά­νε για νερό, αλλά θα πει­νά­νε για να ακού­σουν λόγο Θεού)»[Αμώς.8,11].

Και όμως, ποια επι­θυ­μία δεί­χνεις στο να πηγαί­νεις συχνά να ακούς τα λόγια των δασκά­λων, που σου κηρύτ­τουν τον λόγο του Θεού, για να χορ­τά­σεις την πεί­να σου· επει­δή κατά τον Θεο­λό­γο Γρη­γό­ριο: «Άρτος αγγέ­λων ο λόγος του Θεού, με τον οποί­ον τρέ­φον­ται ψυχές που πει­νούν τον Θεό». Εσύ να ακούς τον λόγο του Κυρί­ου, που σε προ­στά­ζει να ερευ­νάς τις Γρα­φές, για να βρεις σε αυτές την αιώ­νια ζωή: «ρευντε τς γρα­φάς, τι μες δοκετε ν ατας ζων αώνιον χειν· κα κεναί εσιν α μαρ­τυ­ροσαι περ μο· κα ο θέλε­τε λθεν πρός με να ζων χητε(:Εσείς εξε­τά­ζε­τε με προ­σκόλ­λη­ση στο εξω­τε­ρι­κό γράμ­μα τις Άγιες Γρα­φές, διό­τι νομί­ζε­τε ότι μόνο με την ανά­γνω­ση και την εξέ­τα­ση αυτή θα έχε­τε ζωή αιώ­νια. Κι όμως εκεί­νες είναι που μαρ­τυ­ρούν για μένα. Δυστυ­χώς όμως, παρά τη μαρ­τυ­ρία των Γρα­φών, δεν θέλε­τε να έλθε­τε κον­τά μου, για να έχε­τε ζωή αιώ­νια)»[Ιω.5,39–40]· και όμως πότε πιά­νεις βιβλίο στα χέρια σου για να δια­βά­σεις; Πότε μελε­τάς τον νόμο του Κυρί­ου, για να οδη­γη­θείς με αυτόν στην σωτη­ρία σου, όπως παραγ­γέλ­λει ο Παύ­λος: «π βρφους τ ερ γρμμα­τα οδας, τ δυνμεν σε σοφσαι ες σωτηραν(:Από μικρό παι­δί γνω­ρί­ζεις τις άγιες Γρα­φές, οι οποί­ες μπο­ρούν να σου μετα­δώ­σουν την αλη­θι­νή σοφία, που οδη­γεί στη σωτη­ρία με την πίστη στον Ιησού Χρι­στό)»[Β΄Τιμ.3,15].

Εσύ γνω­ρί­ζεις ότι άρτος αλη­θι­νός και τρο­φή της ψυχής και του σώμα­τος είναι το ζωο­ποιό σώμα και το αίμα του Κυρί­ου, όπως το λέει μόνος Του: «γώ εμι ρτος ζν κ το ορανο κατα­βάς· άν τις φάγ κ τού­του το ρτου, ζήσε­ται ες τν αἰῶνα. κα ρτος δ ν γ δώσω, σάρξ μού στιν(:Εγώ είμαι ο άρτος που κατέ­βη­κα από τον ουρα­νό κι έχω μέσα μου ζωή που τη μετα­δί­δω και στους άλλους. Όποιος φάει από τον άρτο αυτό θα ζήσει αιώ­νια. Επι­πλέ­ον, ο άρτος που θα δώσω στους πιστούς για να τον κοι­νω­νούν και να τρέ­φον­ται μ’ αυτόν, είναι η ανθρώ­πι­νή μου φύση, την οποία εγώ θα προ­σφέ­ρω θυσία για να ζωο­ποι­η­θεί ολό­κλη­ρος ο κόσμος)»[Ιωάν.6,51]· και όμως ποια προ­θυ­μία ή ποια αγά­πη έχεις στο να προ­ε­τοι­μά­ζε­σαι συνε­χώς και να μετα­λα­βαί­νεις αυτόν τον Θείο Άρτο(όταν δεν έχεις εμπό­διο) για να χορ­τά­σεις και να ζήσεις αιώ­νια; Γι’ αυτό λοι­πόν όπως ένας ασθε­νής, όταν είναι νηστι­κός για πολύ και­ρό και δεν έχει όρε­ξη να φάει, δεί­χνει έτσι σημείο θανά­του, έτσι και εσύ, αδελ­φέ, με την ανο­ρε­ξία αυτή, που έχεις στο να τρως τον νοη­τό και πνευ­μα­τι­κό άρτο, τόσο του λόγου του Θεού, όσο και του σώμα­τος του Κυρί­ου, δεί­χνεις σημά­δι ότι κιν­δυ­νεύ­εις να πεθά­νεις ολό­τε­λα ψυχι­κά.

Γι’ αυτό σύνελ­θε, αγα­πη­τέ, σύνελ­θε· πώς και με ποιον τρό­πο; Εγώ θα σου πω· εάν αγω­νί­ζε­σαι πάν­το­τε να συγ­κεν­τρώ­νεις όλο τον νου σου μέσα στην καρ­διά σου και δεν τον αφή­νεις να δια­σκορ­πί­ζε­ται με τις αισθή­σεις σου στα πράγ­μα­τα του κόσμου, τότε θα συνέλ­θεις· τότε θα δεις νοε­ρά εκεί μέσα τα πάθη που σε κυρί­ε­ψαν και σε κυριεύ­ουν, τα οποία προ­η­γου­μέ­νως δε γνώ­ρι­ζες καθό­λου· τότε θα δεις τους νοη­τούς εχθρούς, πώς σε πολε­μούν ακα­τά­παυ­στα· και απλά να πού­με τότε θα γνω­ρί­σεις το κέρ­δος ή τη ζημιά που έπα­θες· γι’ αυτό, λοι­πόν, θα παρα­κα­λείς πάν­το­τε νοε­ρά και μέσα από την καρ­διά σου τον Θεό.

Για να σε ελε­ή­σει, όπως ελέη­σε και τον άσω­το λέγον­τας: «Κύριε, Ιησού Χρι­στέ, Υιέ του Θεού, ελέη­σόν με», επει­δή η καρ­διά είναι το κέν­τρο και το ταμείο όλων των παθών και των λογι­σμών του ανθρώ­που, όπως είπε ο Κύριος: «Τ δ κπο­ρευό­με­να κ το στό­μα­τος κ τς καρ­δί­ας ξέρ­χε­ται, κκενα κοι­νο τν νθρω­πον. κ γρ τς καρ­δί­ας ξέρ­χον­ται δια­λο­γι­σμο πονη­ροί, φόνοι, μοι­χεαι, πορ­νεαι, κλο­παί, ψευ­δο­μαρ­τυ­ρί­αι, βλα­σφη­μί­αι (:Όσα όμως βγαί­νουν απ’ το στό­μα, προ­έρ­χον­ται από την καρ­διά, κι αυτά είναι που μολύ­νουν τον άνθρωπο·διότι απ’ την καρ­διά βγαί­νουν σκέ­ψεις πονη­ρές, φόνοι, μοι­χεί­ες, πορ­νεί­ες, κλο­πές, ψευ­δο­μαρ­τυ­ρί­ες, βλα­σφη­μί­ες. Όλες αυτές οι παρα­βά­σεις αρχι­κώς φυτρώ­νουν στην καρ­διά ως λογι­σμοί και επι­θυ­μί­ες και απο­φά­σεις, κι από εκεί πηγά­ζουν)»[Ματθ. 15,18–19].

Και ο μέγας Μακά­ριος λέει: «Η καρ­διά κυριαρ­χεί όλου του οργά­νου· και όταν η χάρις κατα­λά­βει τα μέρη της καρ­διάς, βασι­λεύ­ει σε όλους τους λογι­σμούς και τα μέλη· διό­τι εκεί είναι ο νους και όλοι οι λογι­σμοί της ψυχής»(Λόγος ιε΄, σελ. 203). Γι’ αυτό είπε και ο Μέγας Βασί­λειος ότι, όταν ο νους δε σκορ­πί­ζε­ται στα πράγ­μα­τα του κόσμου, επι­στρέ­φει στον εαυ­τό του και μέσα από τον εαυ­τό του ανε­βαί­νει στην έννοια του Θεού: «Νους που δεν δια­σκορ­πί­ζε­ται στα έξω, ούτε από τα αισθη­τή­ρια δια­χέ­ε­ται στον κόσμο, επα­νέρ­χε­ται στον εαυ­τό του και με τον εαυ­τό του ανε­βαί­νει προς την έννοια του Θεού και εκεί φωτι­ζό­με­νος και ελλαμ­πό­με­νος από το κάλ­λος του Θεού ξεχνά και αυτή την ίδια του τη φύση»( Επι­στο­λή α΄ προς τον θεο­λό­γο Γρη­γό­ριο).

Αυτή την κίνη­ση του νου προς τον εαυ­τό του την ονο­μά­ζει κυκλι­κή και απλα­νή ‚το πτη­νό του ουρα­νού, ο Αερο­πα­γί­της Διο­νύ­σιος, λέγον­τας: «Της ψυχής κυκλι­κή κίνη­ση είναι η απέ­ξω είσο­δος στον εαυ­τό της και η ενο­ει­δής συνέ­λι­ξη των νερών της δυνά­με­ων, που της προ­σφέ­ρει το απλά­νευ­το σαν μέσα σε έναν κύκλο και την επα­να­φέ­ρει από τα πολ­λά που είναι έξω, και πρώ­τα την συνά­γει στον εαυ­τό της, έπει­τα αφού γίνει ενο­ει­δής, την ενώ­νει με τις ενιαία ενω­μέ­νες δυνά­μεις κι έτσι τη χει­ρα­γω­γεί προς το καλό και αγα­θό , το επά­νω από όλα τα όντα, το ένα και το αυτό, το άναρ­χο και ατε­λεύ­τη­το (δηλα­δή τον Θεό)» (Κεφ. δ’, Περί θεί­ων ονο­μά­των).

Έλα λοι­πόν με αυτόν τον τρό­πο στον εαυ­τό σου, αγα­πη­τέ, διό­τι με άλλον τρό­πο δεν είναι δυνα­τό να έλθεις στον εαυ­τό σου· σήκω και πάρε αυτή τη γεν­ναία από­φα­ση λέγον­τας: «ναστς πορεύ­σο­μαι πρς τν πατέ­ρα μου(:Θα σηκω­θώ και θα πάω προς τον πατέ­ρα μου)»[Λουκ.15,18]· σήκω από εκεί­νη την λάσπη, που είσαι πεσμέ­νος και πήγαι­νε τρέ­χον­τας να βρεις τον πατέ­ρα σου, τον γλυ­κύ­τα­το Ιησού, στου οποί­ου τα χέρια βρί­σκε­ται όλη η σωτη­ρία σου, όλη η ειρή­νη σου, όλη η αιω­νιό­τη­τά σου· «κα οκ στιν ν λλ οδεν σωτη­ρία· οδ γρ νομά στιν τερον π τν ορανν τ δεδο­μέ­νον ν νθρώ­ποις ν δε σωθναι μς(:και δεν είναι δυνα­τόν με κανέ­ναν άλλον να απο­κτή­σου­με τη σωτη­ρία που μας υπο­σχέ­θη­κε ο Θεός· διό­τι δεν υπάρ­χει κάτω από τον ουρα­νό και πάνω σ’ όλη τη γη εκτός από το όνο­μα του Ιησού κανέ­να άλλο όνο­μα το οποίο να έχει δώσει ο Θεός στους ανθρώ­πους και να έχει ορί­σει ο ίδιος ότι μόνο με αυτό μπο­ρού­με να σωθού­με όλοι εμείς. Συνε­πώς μόνον αυτόν τον Ιησού οφεί­λου­με να εγκολ­πω­θού­με ως Σωτή­ρα)»[Πράξ. 4,12]. Τι φοβά­σαι; Αν και με δική σου υπαι­τιό­τη­τα έχα­σες εκεί­νο, που είναι γνώ­ρι­σμα ενός υιού, αυτό λόγω της υπερ­βο­λι­κής του αγα­θό­τη­τας δεν έχα­σε εκεί­νο, που είναι γνώ­ρι­σμα ενός πατέ­ρα, όπως λέει ο θεό­πνευ­στος Χρυ­σό­στο­μος: «Εμείς στε­ρη­θή­κα­με το γνώ­ρι­σμα της υιό­τη­τας, Εκεί­νος το της πατρό­τη­τας δεν απέ­βα­λε».

Και εσύ, που ακο­λού­θη­σες το παρά­δειγ­μα αυτού του ασώ­του με το να αμαρ­τή­σεις, ακο­λού­θη­σε ακό­μη και το παρά­δειγ­μά του με το να μετα­νο­ή­σεις και ταπει­νώ­σου μέχρι τη γη μπρο­στά στο Θεό και ομο­λό­γη­σε μπρο­στά σε Αυτόν και στους αγγέ­λους πως έσφαλ­λες και πως δεν είσαι άξιος να ονο­μα­σθείς υιός Του· «Πάτερ, μαρ­τον ες τν ορανν κα νώπιόν σου(:Πατέ­ρα, αμάρ­τη­σα στον ουρα­νό· διό­τι εκεί οι άγγε­λοι εκτε­λούν με ευλά­βεια το θείο θέλη­μα, και όπως υπα­κού­ουν αυτοί, έτσι αξιώ­νουν και όλα τα κτί­σμα­τα να υπα­κού­ουν σ’ αυτό, και λυπούν­ται για την απο­στα­σία κάθε ανθρώ­που. Αμάρ­τη­σα και σε σένα διό­τι περι­φρό­νη­σα τη στορ­γή σου και δεν λογά­ρια­σα τη λύπη που δοκί­μα­ζες όταν έφευ­γα μακριά σου)»[Λουκ.15,18]· και εκεί­νη την ελευ­θε­ρία, για την αγά­πη της οποί­ας παρα­κι­νή­θη­κες να φύγεις από τον οίκο του, αφιέ­ρω­σέ την στον Κύριο και εμψύ­χω­σε την καρ­διά σου με ένα μεγά­λο θάρ­ρος, στο­χα­ζό­με­νος ότι ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σου, βλέ­πον­τας σε τόσο πτω­χό, τόσο γυμνό, τόσο ταλαι­πω­ρη­μέ­νο και κακο­πα­θη­μέ­νο από τον διά­βο­λο, από τα πάθη και την αμαρ­τία (επει­δή λέει ένας σοφός ότι είναι αναγ­καία κατα­δί­κη για τον πονη­ρό η πονη­ρία) δεν θα σκε­φθεί, ότι κατέ­φα­γες την περιου­σία του, ούτε θα θυμη­θεί εκεί­να που έκα­νες, αλλά μόνο εκεί­να που έπα­θες, όπως λέει ο κήρυ­κας της μετά­νοιας και παρη­γο­ρη­τής των αμαρ­τω­λών ο θεί­ος Χρυ­σό­στο­μος· «Γι’ αυτό δεν είπε «όσα έκα­νε», αλλά «όσα έπα­θε»· δεν μνη­μό­νευ­σε ότι κατέ­φα­γε την περιου­σία, αλλά ότι έπε­σε σε αμέ­τρη­τες συμ­φο­ρές· έτσι ζητεί το πρό­βα­το με τόση φρον­τί­δα»( Λόγος περί μετα­νοί­ας ἐξ γρο πανή­κων).

Γι ‘ αυτό, λοι­πόν, θα κινη­θεί από την υπερ­βο­λι­κή του ευσπλα­χνία και θα έλθει προς συνάν­τη­σή σου, θα πέσει πάνω στον τρά­χη­λό σου, θα σε αγκα­λιά­σει, θα σου δώσει τα φίλη­μα της ειρή­νης και θα λησμο­νή­σει όλες τις αμαρ­τί­ες σου· ωστό­σο εσύ με έκπλη­ξη για την αμέ­τρη­τη ευσπλα­χνία Του, απο­μά­κρυ­νε και μίση­σε τις αμαρ­τί­ες σου τόσο όσο ποτέ. Να ντρα­πείς, που άλλοι ελά­χι­στοι και κατώ­τε­ροι από σένα, που φύλα­ξαν καθα­ρή ζωή με το να μεί­νουν στην υπο­τα­γή του ουρά­νιου Πατέ­ρα και δεν ανα­χώ­ρη­σαν από την οικία του, βρί­σκον­ται στην τάξη των υιών· άλλοι πάλι, αν και αμάρ­τη­σαν, όμως με τους πόνους και τους ιδρώ­τες της μετα­νοί­ας ανα­κά­λε­σαν την χάρη και βρί­σκον­ται στην τάξη των μισθω­τών, όπως ερμη­νεύ­ει για τους υιούς και τους μισθω­τούς ο Θεσ­σα­λο­νί­κης Γρη­γό­ριος· και οι δύο μαζί κοι­νω­νούν τα θεία μυστή­ρια, έχουν χορ­τα­σμέ­νη την καρ­διά τους από την χάρη του Θεού και από μία πλου­σιο­πά­ρο­χη ειρή­νη της συνει­δή­σε­ως· εσύ, όμως, ταλαί­πω­ρε, με το να παρα­κού­σεις τις εντο­λές του Θεού και να αμαρ­τή­σεις και να μην κάνεις την απα­ραί­τη­τη μετά­νοια, στε­ρή­θη­κες όλα αυτά και έλα­βες Κανό­να να μην κοι­νω­νείς τα θεία μυστή­ρια: «Πόσοι εργά­τες του Πατέ­ρα μου έχουν περίσ­σευ­μα άρτων και εγώ πεθαί­νω από την πεί­να;». Πάρε την από­φα­ση να δεί­ξεις από τώρα και στο εξής μία παν­το­τι­νή με συν­τρι­βή μετά­νοια και ζήτη­σε από τον Κύριο χάρη, για να σε δυνα­μώ­σει να μην απο­μα­κρυν­θείς πλέ­ον ποτέ από την υπο­τα­γή των εντο­λών του· ο οποί­ος σαν ένας φιλό­στορ­γος πατέ­ρας σε προ­σκα­λεί ως παι­δί του, για να σε ορί­ζει μόνος αυτός και παρα­πο­νε­τι­κά σου φωνά­ζει με τον Προ­φή­τη: «πιστρά­φη­τε, υο φεστη­κό­τες, λέγει Κύριος, διό­τι γ κατα­κυ­ριεύ­σω μν(:Γυρί­στε πίσω, παρα­στρα­τη­μέ­να παι­διά, για­τί Εγώ θα γίνω και πάλι ο Κύριός σας)»[Ιερεμ.3,14].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Νικο­δή­μου του Αγιο­ρεί­του, Πνευ­μα­τι­κά Γυμνά­σμα­τα, μελέ­τη ΙΕ΄, σελί­δες 127–137, Έκδο­σις Συνο­δεί­ας Σπυ­ρί­δω­νος Ιερομονάχου[4η έκδο­ση], Ιερά Καλύ­βη «Άγιος Σπυ­ρί­δων Α΄», Νέα σκή­τη Αγί­ου ΄Ορους,2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Β (Και­ρός Μετα­νοί­ας)

Ἡ ἀπε­ρι­νόη­τη ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρω­πο φαί­νε­ται ἀπὸ τὴ μεγά­λη Του ὑπο­μο­νή, τὴ μεγά­λη συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τά Τοῦ καὶ τὴ μεγά­λη χαρά Του. Τέτοια ἀγά­πη στὴ γῆ μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μόνο μὲ τὴ μητρι­κή. Ποιός ἔχει μεγα­λύ­τε­ρη ὑπο­μο­νὴ πρὸς κάθε πλά­σμα στὴ γῆ, ἀπ’ ὅση ἔχει μιὰ μητέ­ρα γιὰ τὸ παι­δί της; Ποιός ἔχει μεγα­λύ­τε­ρη συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα ἀπὸ τὴ μητέ­ρα; Ποιός κλαί­ει ἀπὸ χαρὰ ὅταν βλέ­πει τὸν μετα­νιω­μέ­νο ἁμαρ­τω­λό, ὅσο μιὰ μητέ­ρα ποὺ βλέ­πει τὴ βελ­τί­ω­ση τοῦ παι­διοῦ της;

Ἀπὸ τότε ποὺ δημιουρ­γή­θη­κε ὁ κόσμος, ἡ μητρι­κὴ ἀγά­πη ξεπε­ρά­στη­κε μόνο ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, μὲ τὴν ἀγά­πη τοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους. Ἡ ὑπο­μο­νή Του τὸν ὁδή­γη­σε στὰ φοβε­ρὰ πάθη Του στὸ σταυ­ρό.

Ἡ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τά Τοῦ πήγα­ζε ἀπὸ τὴν καρ­διὰ καὶ τὰ χεί­λη Του, ἀκό­μα κι ὅταν βρι­σκό­ταν πάνω στὸ σταυ­ρό. Ἡ χαρά Του γι’ αὐτοὺς ποὺ μετα­νο­οῦ­σαν, ἁπά­λυ­νε τοὺς πόνους τῆς στορ­γι­κῆς ψυχῆς Του. Μόνο ἡ θεία ἀγά­πη ξεπερ­νά­ει τὴ μητρι­κή. Μόνο ὁ Θεός μας ἀγα­πᾷ περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ μάνα μας. Μόνο Ἐκεῖ­νος μᾶς συγ­χω­ρεῖ πιὸ εὔκο­λα ἀπὸ ἐκεί­νη. Μόνο ὁ Θεὸς χαί­ρε­ται περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὴ μητέ­ρα μας ὅταν ἐμεῖς βελ­τιω­νό­μα­στε.

Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ὑπο­μο­νὴ μαζί μας ὅταν ἁμαρ­τά­νου­με, δὲν μᾶς ἀγα­πᾷ. Οὔτε μᾶς ἀγα­πᾷ αὐτὸς ποὺ δὲν μᾶς συγ­χω­ρεῖ ὅταν μετα­νο­οῦ­με γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες μας. Καὶ λιγό­τε­ρο ἀπ’ ὅλους μας ἀγα­πᾷ ἐκεῖ­νος ποὺ δὲν χαί­ρε­ται ὅταν βελ­τιω­νό­μα­στε.

Ἡ ὑπο­μο­νή, ἡ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα καὶ ἡ χαρὰ εἶναι τὰ τρία μέγι­στα χαρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς θεί­ας ἀγά­πης. Εἶναι χαρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς ὁλο­κλη­ρω­τι­κῆς, τῆς πραγ­μα­τι­κῆς ἀγά­πης — ἂν ὑπάρ­χει πραγ­μα­τι­κὴ ἀγά­πη ἔξω ἀπὸ τὴ θεϊ­κή. Χωρὶς τὰ τρία αὐτὰ χαρα­κτη­ρι­στι­κά, ἡ ἀγά­πη δὲν εἶναι ἀγά­πη. Ἄν δώσεις τὸ ὄνο­μα «ἀγά­πη» σὲ ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο, εἶναι σὰ νά ‘δινες τὸ ὄνο­μα «πρό­βα­το» σὲ μιὰ κατσί­κα ἢ σ’ ἕνα γου­ρού­νι.

Στὴν παρα­βο­λὴ τοῦ Ἀσώ­του Υἱοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς μας παρου­σιά­ζει τὴν εἰκό­να τῆς πραγ­μα­τι­κῆς, τῆς θεϊ­κῆς ἀγά­πης. Ἡ εἰκό­να αὐτὴ εἶναι ἱστο­ρη­μέ­νη μὲ τόσο ζωη­ρὰ καὶ καθα­ρὰ χρώ­μα­τα, ὥστε μπρο­στὰ στὰ μάτια μας μοιά­ζει ζων­τα­νή, ὅπως φαί­νε­ται ὁ κόσμος μᾶς μετὰ τὸ σκο­τά­δι, ὅταν ἀνα­τέλ­λει ὁ ἥλιος. Δυὸ χιλιά­δες χρό­νια τώρα τὰ χρώ­μα­τα τῆς εἰκό­νας αὐτῆς δὲν ξεθώ­ρια­σαν, οὔτε καὶ πρό­κει­ται νὰ ξεθω­ριά­σουν ὅσο ὑπάρ­χουν ἄνθρω­ποι στὴ γῆ κι ὁ Θεὸς ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ τοὺς ἀγα­πᾷ. Τὸ ἀντί­θε­το μάλι­στα. Ὅσο πιὸ ἁμαρ­τω­λοὶ γίνον­ται οἱ ἄνθρω­ποι, τόσο πιὸ ζων­τα­νὴ μοιά­ζει ἡ εἰκό­να, τόσο πιὸ φρέ­σκια.

Ἄνθρω­πός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώ­τε­ρος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δὸς μοὶ τὸ ἐπι­βάλ­λον μέρος τῆς οὐσί­ας» (Λουκ. ἰε’11–12). Ἕνας ἄνθρω­πος εἶχε δυὸ γιούς. Καὶ εἶπε ὁ νεό­τε­ρος ἀπ’ αὐτοὺς στὸν πατέ­ρα τοῦ: πατέ­ρα, δός μου τὸ μερί­διο τῆς περιου­σί­ας ποὺ μοῦ ἀνή­κει. Κι ὁ πατέ­ρας τοὺς μοί­ρα­σε τὴν περιου­σία.

Πόσο ἁπλὸ μὰ καὶ πόσο δρα­μα­τι­κὸ εἶναι τὸ ξεκί­νη­μα τῆς παρα­βο­λῆς αὐτῆς! Πόσο βάθος κρύ­βε­ται κάτω ἀπὸ τὴν ἁπλό­τη­τα αὐτή! Πίσω ἀπὸ τίς λέξεις ἄνθρω­πός τις, κρύ­βε­ται ὁ Θεός. Κάτω ἀπὸ τίς λέξεις δύο υἱούς, ὑπάρ­χουν καὶ δίκαιος ἄνθρω­πος κι ὁ ἁμαρ­τω­λός, ἢ μᾶλ­λον, ὅλοι οἱ δίκαιοι ἄνθρω­ποι κι ὅλοι οἱ ἁμαρ­τω­λοί. Ὁ δίκαιος ἄνθρω­πος εἶναι μεγα­λύ­τε­ρος ἀπὸ τὸν ἁμαρ­τω­λό. “Ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ δημιούρ­γη­σε τὸν ἄνθρω­πο δίκαιο. ‘Ἀργό­τε­ρα ἔγι­νε ἁμαρ­τω­λός. Ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ζητά­ει τὸ μερί­διό του, τόσο ἀπό το Θεὸ ὅσο κι ἀπὸ τὸν δίκαιο ἀδερ­φό του.

Μὲ τοὺς δυὸ γιοὺς πρέ­πει ἐπί­σης νὰ κατα­νο­ή­σου­με τὴ διπλὴ φύση ποὺ ἔχει κάθε ἄνθρω­πος: τὴ μιὰ ποὺ διψά­ει γιά το Θεὸ καὶ τὴν ἄλλη ποὺ ρέπει πρὸς τὴν ἁμαρ­τία. Ἡ μιὰ φύση πιέ­ζει τὸν ἄνθρω­πο νὰ ζεὶ σύμ­φω­να μὲ τίς ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ, σύμ­φω­να μὲ το νόμο τοῦ νοῦ, ποὺ λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ἡ ἄλλη τὸν σπρώ­χνει νὰ ζεῖ σύμ­φω­να μὲ τὸ νόμο τῆς σάρ­κας (βλ. Ρωμ. ζ’ 22–23). “Ἔχου­με τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἄνθρω­πο καὶ τὸν σαρ­κι­κό, δυὸ ἀνθρώ­πους νὰ συνυ­πάρ­χουν στὸν ἕνα. Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ φαν­τα­στεῖ πῶς θὰ ζήσει μακριὰ ἀπό το Θεό. Ὁ σαρ­κι­κὸς νομί­ζει πὼς ἡ ζωή του ἀρχί­ζει μόνο ὅταν ἀπο­μα­κρύ­νε­ται ἀπό το Θεό. Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς ἄνθρω­πος εἶναι πρε­σβύ­τε­ρος, ὁ σαρ­κι­κὸς νεό­τε­ρος. Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ δημιουρ­γία του ὁ πνευ­μα­τι­κὸς ἄνθρω­πος εἶναι πρε­σβύ­τε­ρος, ἀφοῦ μαθαί­νου­με πῶς ὁ Θεὸς εἶπε στὴν ἀρχή: «Ποι­ή­σω­μεν ἄνθρω­πον κατ’ εἰκό­να ἡμε­τέ­ραν» (Γέν. ἅ’26).

Εἰκό­να τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πνευ­μα­τι­κὴ φύση τοῦ ἀνθρώ­που, ὄχι ἡ σαρ­κι­κή. Ἐξάλ­λου ὁ Θεὸς δημιούρ­γη­σε τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὸν πηλὸ (Γέν. β 7), στὸν ὁποῖο «ἐνε­φύ­ση­σεν» τὴν εἰκό­να ποὺ εἶχε ἤδη δια­μορ­φω­θεῖ, δηλα­δὴ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἄνθρω­πο. Βέβαια τὸ ἀνθρώ­πι­νο σῶμα, ὅπως τὸ δημιούρ­γη­σε ὁ Θεός, ἂν καὶ ἦταν πηλὸς δὲν ἦταν ἁμαρ­τω­λό, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ὁδή­γη­σε τὸν ἄνθρω­πο στὴν ἁμαρ­τία. Ἐπί­σης ἡ Εὔα ἦταν νεό­τε­ρη ἀπὸ τόν ‘Ἀδάμ. Δημιουρ­γή­θη­κε ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ‘Ἀδάμ, ἀλλὰ παρα­βί­α­σε τὴν ἐντο­λὴ τοῦ Θεοῦ κι ἔπε­σε στὸν πει­ρα­σμὸ λόγῳ τῶν ἐπι­θυ­μιῶν τῆς σάρ­κας της. Μὲ τὴν πτώ­ση της χωρί­στη­κε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὁδη­γή­θη­κε «εἵς χώραν μακράν», στὸ βασί­λειο τοῦ Σατα­νᾶ.

Δὸς μοὶ τὸ ἐπι­βάλ­λον μέρος τῆς οὐσί­ας. Ἔτσι μιλά­ει στὸ Θεὸ καὶ ἁμαρ­τω­λός. Για­τί ἔτσι εἶναι. Τί ἀνή­κει στὸν ἄνθρω­πο, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ; Ὁ πηλός, μόνο ὁ πηλός, τίποτ’ ἄλλο. Εἶναι ἀλή­θεια πῶς τὸν πηλὸ τὸν δημιούρ­γη­σε ὁ Θεός. Ὁ πηλὸς ὅμως δὲν εἶναι μέρος τῆς ὕπαρ­ξής του. Ἔτσι μόνο ὁ ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νὰ ἰσχυ­ρι­στεῖ πῶς ὁ πηλός του ἀνή­κει. “Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. “Ὅλα τ’ ἄλλα ἀνή­κουν στὸ Θεό. “Ὅσο ὁ ἄνθρω­πος δὲν εἶναι χωρι­σμέ­νος ἀπό το Θεό, ὅλα ὅσα ἀνή­κουν στὸ Θεό, ἀνή­κουν καὶ στὸν ἴδιο. “Ὅπως ὁ Θεὸς λέει: «τέκνον… πάν­τα τὰ ἐμά, σὰ ἐστιν» (Λουκ. ἰε’31), ἔτσι κι ὁ ἄνθρω­πος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση: «πάν­τα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ15).

Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἀπο­φα­σί­σει νὰ χωρι­στεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ὅταν ζητή­σει νὰ λάβει τὸ μερί­διό του ἀπὸ τ’ ἀμέ­τρη­τα ἀγα­θὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ μὴν τοῦ δώσει τίπο­τα, χωρὶς νὰ χάσει τὴ δικαιο­σύ­νη Του. Για­τί χωρίς το Θεὸ ὁ ἄνθρω­πος εἶναι ἕνα τίπο­τα. Κι ὅλα ὅσα κατέ­χει, εἶναι τίπο­τα. Ὅταν ὁ Θεός του δίνει πηλό, δηλα­δὴ μόνο σῶμα χωρὶς πνεῦ­μα, χωρὶς ψυχή, χωρὶς πνευ­μα­τι­κὲς δωρε­ές, πάλι τοῦ ἔχει δώσει περισ­σό­τε­ρα ἀπ’ ὅσα τοῦ ἀνή­κουν. Καί του τά ‘δωσε αὐτὰ ὄχι ὡς πρά­ξη δικαιο­σύ­νης, ἀλλὰ ἐλέ­ους. Καθὼς ὅμως τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρο­σμέ­τρη­τα ἀνώ­τε­ρο ἀπὸ τὸ ἔλε­ος ποὺ ἔχει μιὰ μητέ­ρα πρὸς τὸ παι­δί της, ὁ Θεὸς δίνει στὸ ἁμαρ­τω­λὸ παι­δί Του κάτι περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ πηλό. Μαζὶ μὲ τὸ σῶμα δηλα­δὴ τοῦ δίνει καὶ ψυχή, ὅπως καὶ στὰ ζῶα, τοῦ ἀφή­νει καὶ κάποια πνευ­μα­τι­κὰ χαρί­σμα­τα ὅπως ἐπί­γνω­ση, συνεί­δη­ση, ἐπι­θυ­μία τοῦ καλοῦ. Κι αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἕνας μικρὸς σπιν­θῆ­ρας, ἀρκε­τὸς νὰ τὸν δια­φυ­λά­ξει γιὰ νὰ μὴν πέσει χαμη­λὰ καὶ φτά­σει στὸ ἐπί­πε­δο τῶν ζώων, γιὰ νὰ μὴ γίνει ἕνα ζῶο ἀνά­με­σα στὰ ἄλλα.

«Καὶ διεῖ­λεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ὁ πρε­σβύ­τε­ρος γιὸς κάθη­σε μαζὶ μὲ τὸν πατέ­ρα του κι ἀπο­λάμ­βα­νε ὅλα τὰ ἀγα­θά του. Ὁ νεό­τε­ρος γιὸς ὅμως «μετ’ οὐ,οὗ πολ­λὲς ἡμέ­ρας συνα­γα­γὼν ἅπαν­τα… ἀπε­δή­μη­σεν εἰς χώρας μακράν, καὶ ἐκεῖ διε­σκόρ­πι­σε τὴν οὐσί­αν αὐτοῦ ζῶν ἀσώ­τως» (Λουκ. ἰε13). Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες μάζε­ψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδω­σε ὁ πατέ­ρας του καὶ πῆγε σὲ μιὰ μακρι­νὴ χώρα. Ἐκεῖ ἔζη­σε μὲ ἀσω­τεία καὶ σπα­τά­λη­σε ὅλη τὴν περιου­σία του.

Αὐτό το μετ’ οὐ,οὗ πολ­λὲς ἡμέ­ρας, δὲ θυμί­ζει τὴ σύν­το­μη παρα­μο­νὴ τοῦ Ἀδὰμ στὸν παρά­δει­σο; Ὅταν ἁμάρ­τη­σε ὁ Ἀδάμ, ζήτη­σε κι ἔλα­βε ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸ μερί­διό του. Τότε εἶδε τὴ γύμνω­σή του. Εἶδε δηλα­δὴ πῶς χωρὶς τὸ Θεὸ δὲν εἶναι τίπο­τα. Κι ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἔλε­ὸς Τοῦ δὲν τὸν ἔδιω­ξε γυμνό, ἀλλὰ τοῦ ἔδω­σε ροῦ­χα. «Καὶ ἐποί­η­σε Κύριος ὁ Θεὸς τὸ Ἀδὰμ καί τη γυναι­κὶ αὐτοῦ χιτῶ­νας δερ­μα­τί­νους καὶ ἐνέ­δυ­σεν αὐτούς» (Γέν. γ’21). «Γῆ εἴ καὶ εἰς γῆν ἀπε­λεύ­σῃ» (Γέν, γ19), εἶπε στὸν Ἀδάμ. Αὐτὸ σημαί­νει: Στὴν καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση μόνο ὁ πηλὸς εἶναι δικός σου. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι δικά μου. Ζήτη­σες αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀνή­κει κι Ἐγώ σου τὸ ἔδω­σα. Γιὰ σένα ὅμως, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σεις νὰ ζήσεις ἔστω καὶ στὴ σκιὰ αὐτοῦ ποὺ ἤσουν πρίν, σοῦ δίνω καὶ κάτι παρα­πά­νω. Σοῦ δίνω ἕνα σπιν­θῆ­ρα τῆς θεϊ­κῆς μου δύνα­μης καὶ ἀξί­ας.

Αὐτὸ ποὺ ἔπα­θε ὁ ‘Ἀδὰμ ἐπα­να­λαμ­βά­νε­ται ξανὰ καὶ ξανὰ σὲ ἑκα­τομ­μύ­ρια ἀπο­γό­νους του. “Ὅλοι ἐκεῖ­νοι ποὺ μὲ τὴν ἁμαρ­τία τους χωρί­στη­καν ἀπὸ τὸ Θεό, λαβαί­νουν τὸ μερί­διό τους κι ἀπο­δη­μοῦν εἵς χώραν μακράν. “Ὁ Θεὸς δὲ θὰ πιέ­σει κανέ­ναν νὰ μεί­νει μαζί Του. Ὁ Θεὸς δημιούρ­γη­σε τὸν ἄνθρω­πο ἐλεύ­θε­ρο καὶ δὲ θέλει μὲ τίπο­τα νὰ περιο­ρί­σει τὴν ἐλευ­θε­ρία του, για­τί αὐτὸ θά ‘τὰν ἀντί­θε­το στὴ θεϊ­κή Του φύσῃ.

Τί κάνει τώρα ὁ ἀνόη­τος ἁμαρ­τω­λὸς ἄνθρω­πος ὅταν ἀπο­μα­κρύ­νε­ται ἀπό το Θεό, ὅταν χωρί­ζε­ται ἀπ’ Αὐτόν; ‘Ἀπο­δη­μεῖ σὲ χώρα μακρι­νὴ καὶ σπα­τα­λά­ει τὴν περιου­σία του ζῶν­τας μὲ ἄσω­τεῖ­ες. Αὐτὰ δὲν τὰ ἔχει κάνει ἕνας μόνο ἁμαρ­τω­λός. Δὲν τὰ ἔκα­νε μόνο ὁ νεό­τε­ρος γιὸς τῆς παρα­βο­λῆς. Αὐτὰ τὰ κάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι ὅταν χωρί­ζον­ται ἀπό το Θεό, ἀφοῦ «ἐξέ­λι­παν ἐν ματαιό­τη­τι αἱ ἡμέ­ραι αὐτῶν» (Ψαλμ. όζ’33).

Τί σημαί­νει ζῶν ἀσώ­τως; Πῶς τίς μέρες του τίς δαπά­νη­σε ἄσκο­πα, μέσα στὴν ἁμαρ­τία, μὲ μεθύ­σια, δια­πλη­κτι­σμούς, ὀργή, σπα­τά­λες καὶ κυρί­ως μὲ ἀνη­θι­κό­τη­τα. Μὲ ἁμαρ­τί­ες ποὺ σπα­τα­λοῦν τίς ζωτι­κὲς λει­τουρ­γί­ες γρή­γο­ρα καὶ ὁλο­κλη­ρω­τι­κά, ἐνῶ ὁ θεϊ­κὸς σπιν­θῆ­ρας ἐξα­φα­νί­ζε­ται. “Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος δὲν ἔχει ἀγά­πη, παρα­δί­νε­ται στὰ πάθῃ. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἐγκα­τα­λεί­πει το δρό­μο τοῦ Θεοῦ, κυκλώ­νε­ται ἀπὸ πλῆ­θος παθῶν,παθών καὶ περι­φέ­ρε­ται ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεί. Ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς εἶναι σὰ νὰ παίρ­νει τὸ τσε­κού­ρι καὶ νὰ κόβει τὶς ἴδιες τὶς ρίζες τῆς ζωῆς του. Κόβει κάθε μέρα κι ἀπὸ μιὰ ρίζα, ὡσό­του τὸ δέν­τρο ἀρχί­σει νὰ μαραί­νε­ται.

Ὁ Ἄσω­τος Υἱὸς ἔζη­σε ἄσκο­πα καὶ σπα­τά­λη­σε ὅλη τὴν περιου­σία ποὺ τοῦ ἔδω­σε ὁ πατέ­ρας του. «Δαπα­νή­σαν­τος δὲ αὐτου πάν­τα ἐγέ­νε­το λιμὸς ἰσχυ­ρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκεί­νην, καὶ αὐτὸς ἤρξα­το ὑστε­ρεῖ­σθαι». Κι ἀφοῦ τὰ ξόδε­ψε ὅλα, στὴ μακρι­νὴ αὐτὴ χώρα ἔπε­σε πεῖ­να μεγά­λη κι ἄρχι­σε κι ὁ ἴδιος νὰ πει­νᾷ. Στὴ μακρι­νὴ αὐτὴ χώρα, μακριὰ πολὺ ἀπὸ τὸ Θεό, ὑπάρ­χει πάν­τα πεῖ­να, για­τί ἡ γῆ δὲν μπο­ρεῖ νὰ χορ­τά­σει τὸν πει­να­σμέ­νο ἄνθρω­πο. Ἡ τρο­φή της τὸ μόνο ποὺ κάνει, εἶναι νὰ αὐξά­νει τὴν πεῖ­να του. Ἡ γῆ μόνο τὰ ἄλο­γα ζῶα μπο­ρεῖ νὰ χορ­τά­σει. Σὲ καμιὰ περί­πτω­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ χορ­τά­σει τὸν ἄνθρω­πο. Στὴ μακρι­νὴ χώρα πάν­τα ὑπάρ­χει πεῖ­να. Ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ποὺ ξεχνᾷ τελεί­ως το Θεὸ καὶ δαπα­νᾷ ὅλες τίς ζωτι­κὲς δυνά­μεις του, ποὺ ὁ Θεός του ἔδω­σε μὲ τὸ μερί­διό του, πέφτει σὲ μεγά­λη πεῖ­να. Μιὰ πεῖ­να ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν κορέ­σει οὔτε γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἡ γῆ ὁλό­κλη­ρη, μὲ ὅλα τὰ ἀγα­θά της.

Τὸ ἴδιο γίνε­ται μέχρι σήμε­ρα μὲ κάθε ἁμαρ­τω­λὸ ποῦ παρα­δί­δε­ται ὁλο­κλη­ρω­τι­κὰ στὴ γῆ, στὸ σῶμα καὶ τίς σωμα­τι­κὲς ἀπο­λαύ­σεις. Ἡ τρα­γω­δία γιὰ τὸν ἁμαρ­τω­λὸ ἀρχί­ζει ὅταν όλ’ αὐτὰ γίνον­ται ἀπο­κρου­στι­κά, μοιά­ζουν μὲ βρώ­μα καὶ δυσω­δία. Τότε ἀρχί­ζει νὰ παρα­πο­νιέ­ται γιὰ τὸν κόσμο ὁλό­κλη­ρο, νὰ κατα­ριέ­ται τὴν ἴδια του τὴ ζωή. Μὲ στε­γνὸ τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή του, νιώ­θει σὰ νά ‘χει μέσα του ἕνα κενό, σὰ νά ‘ναι ἕνα καλά­μι ξερό, ἀπ’ ὅπου περ­νά­ει παγε­ρὸς ἀέρας. Ὅλα του φαί­νον­ται μαῦ­ρα. Ὅλα εἶναι ἄσχη­μα, ἀηδια­στι­κά. Σ’ αὐτὴ τὴν κατά­στα­ση ποὺ βρί­σκε­ται τά ‘χει χαμέ­να, δὲν ξέρει τί νὰ κάνει. Δὲν πιστεύ­ει στὴ ζωή του. Πῶς τότε μπο­ρεῖ νὰ πιστέ­ψει στὴν ἄλλη; Ἐκεί­νη τὴν ἔχει ξεχά­σει ἐντε­λῶς, τού­την ἐδῶ ἄρχι­σε νὰ τὴν μισεῖ. Τί κάνου­με τώρα; Ποὺ πᾶμε; Τὸ σύμ­παν ὁλό­κλη­ρο τὸν πιέ­ζει καὶ που­θε­νὰ δὲ βλέ­πει πόρ­τα μὲ τὴν ἔνδει­ξη «ἔξο­δος».

Ὁ τάφος δὲν εἶναι διέ­ξο­δος, εἶναι εἴσο­δος. Κι ὅταν ὁ ἄνθρω­πος βρί­σκε­ται σὲ τέτοια ἀπελ­πι­σμέ­νη κατά­στα­ση, τοῦ παρου­σιά­ζε­ται ὁ σατα­νᾶς, ποὺ ὅλον αὐτὸν τὸν και­ρὸ ἦταν κον­τά του καὶ τὸν ὁδη­γοῦ­σε ἀπὸ ἁμαρ­τία σὲ ἁμαρ­τία, ἂν καὶ κρυ­φά, ἀόρα­τα. Τώρα ὅμως τοῦ παρου­σιά­ζε­ται, τὸν παίρ­νει στὴν ὑπη­ρε­σία του καὶ τὸν στέλ­νει στὸν ἀγρό του γιὰ νὰ ποι­μά­νει τοὺς χοί­ρους. Ὅπως λέει κι ἡ παρα­βο­λή, «πορευ­θεῖς ἐκολ­λή­θῃ ἑνὶ τῶν πολι­τῶν τῆς χώρας ἐκεί­νης, καὶ ἔπεμ­ψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτου βόσκειν χοί­ρους» (Λουκ. ἰε15).

Αὐτὸ παθαί­νει κάθε ἀνυ­πά­κουος γιὸς ποὺ ἔφυ­γε μακριὰ ἀπὸ τὸν πατέ­ρα του. Τὸν ἀπο­χαι­ρέ­τη­σε γεμᾶ­τος ὑπε­ρη­φά­νεια καὶ μεγά­λα σχέ­δια γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν εὐτυ­χία του, ἀλλὰ κατάν­τη­σε δοῦ­λος κάποιου ποὺ ἦταν χει­ρό­τε­ρος ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἔγι­νε ποι­μέ­νας σὲ ξένους χοί­ρους.

Εἶναι φανε­ρὸ ὅτι μὲ τὸν ἕνα τῶν πολι­τῶν τῆς χώρας ἐκεί­νης, ἐννο­εῖ τὸν πονη­ρό. Ἐδῶ βέβαια ἀνα­φέ­ρε­ται ἄνθρω­πος, ὅπως κι ὁ πατέ­ρας ὀνο­μά­ζε­ται ἄνθρω­πος, ἱστο­ρεῖ­ται ὅμως μ’ ἕναν τρό­πο ἐντε­λῶς ἀντί­θε­το ἀπὸ τὸν «πατέ­ρα-ἄνθρω­πο» ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔφυ­γε ὁ ἀνόη­τος γιός. Αὐτὸς ἐδῶ δὲν εἶναι ἄνθρω­πος τῆς οὐρά­νιας βασι­λεί­ας, οὔτε κὰν τῆς ἐπί­γειας, ἀλλὰ κάποιας τρί­της, τῆς βασι­λεί­ας τοῦ σκό­τους καὶ τῆς φρί­κης, τῆς παρα­κμῆς καὶ τῆς γέεν­νας, τῆς βασι­λεί­ας τῶν δαι­μό­νων. Μὲ τὸν πρῶ­το, τὸν «πατέ­ρα-ἄνθρω­πο», ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ὀνο­μά­ζε­ται γιός, μὲ τὸν ἄλλον, τὸν «πονη­ρό-ἄνθρω­πο», ὀνο­μά­ζε­ται δοῦ­λος. Ὅταν ἦταν κον­τὰ στὸν «πατέ­ρα-ἄνθρω­πο» ἦταν εὐλο­γη­μέ­νος, εἶχε ὅλα τὰ ἀγα­θὰ καὶ μάλι­στα μὲ ἀφθο­νία. Μὲ τὸν ἄλλον, τὸν «πονη­ρό-ἄνθρω­πο», πει­νά­ει. Πει­νοῦ­σε τόσο πολύ, ὥστε ἤθε­λε νὰ φάει τὰ ξυλο­κέ­ρα­τα ποὺ ἔτρω­γαν οἱ χοῖ­ροι, μὰ κανέ­νας δὲν τοῦ ἔδι­νε οὔτε κὰν ἀπ’ αὐτά.

Οἱ χοῖ­ροι ἐδῶ ἔχουν μιὰ βαθύ­τε­ρη σημα­σία. Μ’ αὐτοὺς πρέ­πει νὰ ὑπο­νο­ή­σου­με τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα, τοὺς κατοί­κους τῆς βασι­λεί­ας τῶν δαι­μό­νων. Τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα εἶναι φορεῖς κάθε ἀκα­θαρ­σί­ας. Καὶ οἱ χοῖ­ροι εἶναι τὰ ὁρα­τὰ σύμ­βο­λα τῆς βρω­μιᾶς. “Ὅταν ὁ Κύριος «ἐξέ­βα­λε» τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ἀπὸ τὸν δαι­μο­νι­σμέ­νο στὰ Γάδα­ρα, τὰ ἔστει­λε στοὺς χοί­ρους (βλ. Λουκ. ἡ’3233). “Ὅπως οἱ χοῖ­ροι εἶναι κολ­λη­μέ­νοι στὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ριζώ­νουν μέσα στὸν ἄνθρω­πο, ὡσό­του βροῦν μέσα του κάποια ἀκα­θαρ­σία γιὰ νὰ τρα­φοῦν. Μὲ τὰ ξυλο­κέ­ρα­τα πρέ­πει νὰ ὑπο­νο­ή­σου­με κάθε ἀκα­θαρ­σία του μέσα ἀνθρώ­που, δηλα­δὴ πονη­ρὲς σκέ­ψεις, ἰδιο­τε­λεῖς, ἁμαρ­τί­ες, ἀκά­θαρ­τες καὶ λάγνες ἐπι­θυ­μί­ες κι ἄλλα πάθη. Τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα τρέ­φον­ται καὶ ἱκα­νο­ποιοῦν­ται μὲ ὅλα ὅσα ἀπο­μυ­ζοῦν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν μαραί­νουν. Ὅλα ὅσα γίνον­ται στὸ σκό­τος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που, ἐκεῖ ποὺ δὲ φτά­νει ὁ θεῖ­ος φωτι­σμός, ὅπως οἱ καρ­ποὶ ποὺ ἀνα­πτύσ­σον­ται μέσα στὸ ἔδα­φος, εἶναι ἡ ἀκά­θαρ­τη τρο­φὴ γιὰ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα.

Τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ὅμως δὲ δίνουν τὴν τρο­φὴ αὐτὴ στὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ μπῆ­κε στὴν ὑπη­ρε­σία τους. Τὸν τρέ­φουν ὼς τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ γίνει ὁλό­τε­λα δικός τους, ποὺ θὰ ὑπο­τα­χτεῖ στὴ δύνα­μή τους. Μετά, ὅταν τὸν ἔχουν στὸ χέρι τους, δὲν ὑπάρ­χει λόγος νὰ τὸν ταΐ­σουν ἄλλο. Ἡ τρο­φή τους εἶναι δηλη­τή­ριο: κι αὐτὸς τώρα ἔχει δηλη­τη­ρια­στεῖ ὁλό­κλη­ρος. Αὐτὸ ποὺ ὼς τότε ἦταν δηλη­τή­ριο, τώρα τὸν τρέ­φει. Ροκα­νί­ζουν τὴν ψυχή του καὶ περι­μέ­νουν τὴν ὥρα ποὺ θ’ ἀπο­χω­ρι­στεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε ποὺ θὰ μπο­ροῦν νὰ τὴν ταΐ­σουν μὲ ἀκό­μα μεγα­λύ­τε­ρα βάσα­να στὸ σκο­τά­δι τῆς γέεν­νας. Ὅπως εἶπε ὁ προ­φη­τά­να­κτας Δαβίδ, «κατε­δί­ω­ξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐτα­πεί­νω­σεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκά­θι­σε μὲ ἕνα σκο­τει­νοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶ­νος» (Ψαλμ. ρμβ’3). “Ὁ “Ἄσω­τος Υἱὸς ἔμοια­ζε μὲ νεκρὸ προ­τοῦ πεθά­νει σωμα­τι­κά.

Τὴ στιγ­μὴ ἐκεί­νη ὅμως, ποὺ ὁ Ἄσω­τος Υἱὸς βρι­σκό­ταν στὴν ἔσχα­τη ἀπό­γνω­ση, τὴν ὥρα τῆς μεγά­λης πεί­νας καὶ τοῦ τρό­μου, μιὰ σπί­θα ἄνα­ψε μέσα του. Μιὰ ξεχα­σμέ­νη, ἐντε­λῶς ἀπρό­σμε­νη σπί­θα. Ἀπὸ ποὺ φάνη­κε ἡ σπί­θα αὐτὴ σὲ σβη­σμέ­να κάρ­βου­να; Πῶς ξεπή­δη­σε σπί­θα ἀπὸ νεκρὸ σῶμα; Ἦρθε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἐπι­ση­μά­να­με ἀπὸ τὴν ἀρχή. Πῶς ὁ πατέ­ρας, τὴν ὥρα ποὺ ἔδι­νε στὸ γιὸ τὴν ἀνα­λο­γία του, ἔδω­σε κάτι παρα­πά­νω ἀπὸ τὸ μερ­τι­κό του. Μαζὶ μὲ τὸν πηλό του ἔδω­σε κι ἕναν σπιν­θῆ­ρα συνεί­δη­σης καὶ ἐπί­γνω­σης. Ὅταν ὁ σοφὸς καὶ εὔσπλα­χνος πατέ­ρας του ἔδι­νε τὸ μερί­διο τῆς περιου­σί­ας ποὺ τοῦ ἀνῆ­κε, ἦταν σὰ νὰ μονο­λο­γοῦ­σε: «Θὰ τοῦ δώσω κι αὐτό: λίγη συνεί­δη­ση καὶ ἐπί­γνω­ση, κάτι ἀπ’ αὐτὸ ποὺ θέλη­σε νὰ ἐγκα­τα­λεί­ψει φεύ­γον­τας. Για­τί ὄχι; Θὰ τὸ χρεια­στεῖ. Φεύ­γει, πηγαί­νει σὲ χώρα κρύα, φτω­χή. Ὅταν βρε­θεῖ σὲ μεγά­λη ἀνάγ­κη, καὶ μόνο αὐτὴ ἡ σπί­θα μπο­ρεῖ νὰ φωτί­σει το δρό­μο ποὺ θὰ τὸν ὁδη­γή­σει πίσω σὲ μένα. Ἐντά­ξει. Ἄς τὸ πάρει κι αὐτό. Θὰ τὸ χρεια­στεῖ. Ἡ σπί­θα αὐτὴ θὰ τὸν σώσει».

Κι ἔτσι ἔγι­νε. Ἡ σπί­θα αὐτὴ ἔλαμ­ψε στὸ βαθὺ σκο­τά­δι, ἀκρι­βῶς τὴ δωδέ­κα­τη ὥρα, τότε ποὺ ὁ Ἀσω­τος Υἱὸς εἶχε φτά­σει στὸ τρί­το βασί­λειο καὶ εἶχε παρα­δο­θεῖ στὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ δια­βό­λου. Ἔλαμ­ψε μέσα τοῦ σὰν μαγι­κὸ φανα­ρά­κι τὸ ξεχα­σμέ­νο ἀπὸ παλιὰ φὼς τῆς συνεί­δη­σης καὶ τῆς ἐπί­γνω­σης. Καὶ στὴ λάμ­ψη τοῦ φανα­ριοῦ αὐτοῦ ἦρθε στὸν ἑαυ­τό του, σὲ ἐπί­γνω­ση. Μόνο μὲ τὸ φωτι­σμὸ τῆς μικρῆς αὐτῆς σπί­θας κατόρ­θω­σε νὰ δεῖ τὴν ἄβυσ­σο ὅπου εἶχε πέσει, νὰ νιώ­σει ὅλη τὴ δυσο­σμία ποὺ εἶχε ἀνα­σά­νει, τὸ βρώ­μι­κο περι­βάλ­λον ὅπου ζοῦ­σε καὶ τὴ διε­φθαρ­μέ­νη κοι­νω­νία στὴν ὁποία εἶχε ἐντα­χθεῖ. Μὲ τὸ φῶς ποὺ ἀνέ­δι­δε τὸ μικρὸ φανα­ρά­κι, αὐτὸ ποὺ εἶχε βάλει στὴν ψυχή του καὶ εὔσπλα­χνος πατέ­ρας του, ξύπνη­σε ἀπὸ τὸ φοβε­ρὸ ὄνει­ρο κι ἄρχι­σε νὰ συγ­κρί­νει τὴ ζωὴ ποὺ ἔκα­νε παλιό­τε­ρα, κον­τὰ στὸν πατέ­ρα του, μὲ κεί­νην ποῦ ζοῦ­σε τώρα.

«Εἵς ἑαυ­τὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισ­σεύ­ου­σιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλ­λυ­μαι! ἀνα­στὰς πορεύ­σο­μαι πρὸς τὸν πατέ­ρα μου καὶ ἔρὼ αὐτό: πάτερ, ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ ἐνώ­πιόν σου. Οὐκέ­τι εἰμὶ ἄξιος κλη­θῆ­ναι υἱός σου· ποί­η­σόν μὲ ὡς ἕνα τῶν μισθί­ων σου. Καὶ ἀνα­στὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέ­ρα αὐτοῦ» (Λουκ. ἰε17–19). Κάποια στιγ­μὴ συνῆλ­θε, ἦρθε στὸν ἑαυ­τό του καὶ σκέ­φτη­κε: πόσους μισθω­τοὺς ἔχει ὁ πατέ­ρας μου ποὺ χορ­ταί­νουν μὲ τὸ παρα­πά­νω ἀπὸ τὰ ἀγα­θα του κι ἐγὼ πεθαί­νω τῆς πεί­νας; “Ἄς σηκω­θῶ κι ἐγὼ λοι­πὸν κι ἂς γυρί­σω κον­τά του λέγον­τας: πατέ­ρα μου, ἁμάρ­τη­σα καὶ στὸν οὐρα­νό, στὸ Θεό, μὰ καὶ σὲ σένα. Τώρα πιὰ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ξανα­γί­νω γιός σου. Δέξου με ὅμως καὶ κάνε με ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπη­ρέ­τες σου. Καὶ μὲ τὴ σκέ­ψη αὐτὴ ξεκί­νη­σε γιὰ νά ‘ρθεὶ στὸν πατέ­ρα του.

Ὁ Θεο­φύ­λα­κτος λέει: «Ἀπὸ τὸ εἰς ἑαυ­τὸν δὲ ἐλθὼν συμ­πε­ραί­νου­με πῶς ὅσο και­ρὸ ζοῦ­σε στὴν ἁμαρ­τία, ἦταν ἐκτὸς ἑαυ­τοῦ. Κι ἔτσι εἶναι. Ὅταν περι­πλα­νιό­μα­στε μὲ τίς αἰσθή­σεις μᾶς ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό μας, ἀπο­ξε­νω­νό­μα­στε ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους, ἀπὸ τὸν ἐσω­τε­ρι­κό μας κόσμο καὶ ἐγκα­τα­λεί­που­με τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἐντὸς ἡμῶν».

Μέ το ποὺ ἄρχι­σε νὰ λάμ­πει ἡ σπί­θα στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀσω­του Υἱοῦ καὶ μέ το ποὺ ἔκα­νε τὴ σύγ­κρι­ση ἀνά­με­σα στὴ ζωὴ ποὺ ἔκα­νε κον­τὰ στὸν πατέ­ρα του καὶ σὲ κεί­νην ποῦ ζοῦ­σε τώρα στὴ μακρι­νὴ χώρα, πῆρε τὴν ἀπό­φα­ση: Ἀνα­στὰς πορεύ­σο­μαι πρὸς τὸν πατέ­ρα μου. Ἄς σηκω­θῶ, εἶπε. Ἀνα­γνώ­ρι­σε ἔτσι τὸ τέλ­μα ὅπου βρι­σκό­ταν. Τρί­τος δρό­μος δὲν ὑπάρ­χει. Ὁ ἕνας εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁδη­γεῖ χαμη­λά, στὰ βάθη τῆς δαι­μο­νι­κῆς ἀβύσ­σου, κι ὁ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁδη­γεῖ ψηλά, στὸν πατέ­ρα. Κι ὁ πατέ­ρας του εἶναι πλού­σιος. Πεί­να δὲν ὑπάρ­χει κον­τά του. Οἱ μισθω­τοὶ ὑπη­ρέ­τες του τρῶ­νε καλὰ κι ἔχουν καὶ περισ­σεύ­μα­τα κι αὐτός, ὁ γιός του, λιμο­κτο­νεῖ, πεθαί­νει τῆς πεί­νας.

«Ψωμὶ» ἐδῶ πρέ­πει νὰ ἐννο­ή­σου­με τὴ «ζωή». Οἱ «μισθω­τοὶ ὑπη­ρέ­τες» εἶναι ὑπάρ­ξεις στὴ δημιουρ­γία τοῦ Θεοῦ, κατώ­τε­ρες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, ὅπως τὰ ζῶα κι ἄλλα ὄντα. Ὁ Ἄσω­τος Υἱὸς εἶχε πέσει πιὸ χαμη­λὰ ἀπὸ τὰ ζῶα. Καὶ ζητοῦ­σε νὰ ζεὶ τοὐλάχιστον,τουλάχιστο ὅπως τὰ ζῶα, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι ἐλεύ­θε­ρες ὑπάρ­ξεις. Τὰ κυβερ­νᾷ ὁ Θεὸς ἀπο­κλει­στι­κὰ μὲ τὴ δύνα­μη καὶ τὴ θέλη­σή Του. Τὰ φρον­τί­ζει, τοὺς χαρί­ζει ζωή, καὶ τοὺς παρέ­χει τρο­φὴ ἀνά­λο­γα μὲ τίς ἀνάγ­κες τους. Ὁ Ἄσω­τος Υἱὸς ὅμως σπα­τά­λη­σε τίς ζωτι­κὲς αὐτὲς δυνά­μεις ποὺ ὁ Θεὸς ἔδω­σε στὰ ζῶα καὶ ποὺ αὐτὰ τίς δια­χει­ρί­ζον­ται σωστά.



Ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ ἐνώ­πιόν σου. Μὲ τὴ λέξη «οὐρα­νὸς» ἐδῶ πρέ­πει νὰ ἐννο­ή­σου­με κατ’ ἀρχὴν ὁλό­κλη­ρο τὸ χορὸ τῶν ἀγγέ­λων τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδιαί­τε­ρα τοὺς φύλα­κες ἀγγέ­λους. Ἔπει­τα τίς πνευ­μα­τι­κὲς δωρε­ὲς ποὺ ὁ Θεὸς χαρί­ζει σὲ κάθε ἄνθρω­πο, ἀκό­μα καὶ στὸν ἁμαρ­τω­λό. Τὸ ὅτι ὁ οὐρα­νὸς ἐδῶ ἀνα­φέ­ρε­ται στοὺς ἀγγέ­λους τοῦ Θεοῦ φαί­νε­ται κι ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρί­ου: «Χαρὰ γίνε­ται ἐνώ­πιον τῶν ἀγγέ­λων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρ­τω­λῷ μετα­νο­οῦν­τι» (Λουκ. ἰε’7, 10). Ἐφό­σον λοι­πὸν ὑπάρ­χει χαρὰ γιὰ τὸν ἁμαρ­τω­λὸ ποῦ μετα­νο­εῖ, ὑπάρ­χει καὶ λύπη γιὰ τὸν ἀμε­τα­νόη­το.

Τὸ ὅτι ὁ «οὐρα­νὸς» σημαί­νει ἐπί­σης τίς πνευ­μα­τι­κὲς δωρε­ὲς ποὺ χαρί­ζει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρω­πο, φαί­νε­ται κι ἀπὸ τὰ ἑξῆς λόγια τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου: «Οὐκ οἴδα­τε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τός ἔστιν, οὐ,οὗ ἔχε­τε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυ­τῶν;» (AΚορ. στ’19). Κι ἀκό­μα πιὸ καθα­ρὰ φαί­νε­ται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Σωτῆ­ρα μας: «Ἡ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἔστι» (Λουκ. ἴζ’ 21). Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ ἁμαρ­τά­νει ἐναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ, ἁμαρ­τά­νει κι ἐναν­τί­ον τῶν ἀγγέ­λων τοῦ Θεοῦ, καθὼς κι ἐναν­τί­ον τοῦ δίκαιου ἀνθρώ­που ποῦ βρί­σκε­ται μέσα του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀνή­κει στὸ Θεό. Αὐτὸ σημαί­νει τὸ ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρα­νόν. Γι’ αὐτὸ κι o Ἀσω­τος Υἱὸς λέει: Ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ ἐνώ­πιόν σου.

«Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέ­χον­τος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγ­χνί­σθῃ, καὶ δρα­μὼν ἐπέ­πε­σεν ἐπὶ τὸν τρά­χη­λον αὐτοῦ καὶ κατε­φί­λη­σεν αὐτόν» (Λουκ. ἰε’20). Κι ἐνῶ βρι­σκό­ταν ἀκό­μα μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέ­ρας του καὶ τὸν σπλα­χνί­στη­κε, ἔτρε­ξε ἀμέ­σως κον­τά του, ἔπε­σε μὲ ἀγά­πη στὸν τρά­χη­λό του καὶ τὸν γέμι­σε φιλιά.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ! Aπρο­σμέ­τρη­τη, εὐγε­νι­κή, μεγα­λειώ­δης! Ὅσο μεγά­λη ἦταν ὡς τώρα ἡ ὑπο­μο­νή του γιὰ τὸν ἁμαρ­τω­λό, ἄλλῃ τόσῃ εἶναι τώρα ἡ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα καὶ ἡ χαρά Του. Μέ το ποὺ θὰ μετα­νο­ή­σει ὁ ἁμαρ­τω­λὸς κι ἀπο­φα­σί­σει νὰ ἐπι­στρέ­ψει στὸ Θεό, Ἐκεῖ­νος ἔχει ξεκι­νή­σει ἤδη νὰ τὸν συναν­τή­σει, νὰ τὸν ὑπο­δε­χτεῖ, νὰ τὸν ἀγκα­λιά­σει καὶ νὰ τὸν φιλή­σει.

Ἡ χαρὰ τῆς μάνας ὅταν βλέ­πει τὴν προ­κο­πὴ τοῦ παι­διοῦ της, εἶναι μεγά­λη. Ἡ χαρὰ τοῦ τσο­πά­νου ὅταν βρί­σκει τὸ χαμέ­νο πρό­βα­το, εἶναι μεγά­λη. Ἡ χαρὰ τῆς γυναί­κας ποὺ βρί­σκει τὸ χαμέ­νο νόμι­σμά της, εἶναι μεγά­λη. Καμιὰ ἀπὸ τίς χαρὲς αὐτὲς ὅμως δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ ὅταν βλέ­πει τὸν ἁμαρ­τω­λὸ νὰ μετα­νο­εῖ καὶ νὰ ἐπι­στρέ­φει κον­τά Του.

Μέ το ποὺ θὰ κάνει τὴν πρώ­τη κίνη­ση ἡ καρ­διὰ μᾶς πρὸς τὴ μετά­νοια, ἀκό­μα κι ἂν εἴμα­στε μακριά, ὁ Θεὸς τὸ γνω­ρί­ζει. Θὰ μᾶς δεὶ πιὸ γρή­γο­ρα κι ἀπὸ τὴν ταχύ­τη­τα τοῦ φωτὸς καὶ θὰ τρέ­ξει νὰ μᾶς συναν­τή­σει. Νὰ συναν­τή­σει τὸ νέο ἄνθρω­πο ποὺ ἀνα­γεν­νή­θη­κε μέσα μας μὲ τὴ μετά­νοια. «Κύριε», κρά­ζει ὁ προ­φη­τά­να­κτας στὸν πάν­σο­φο Θεό, «σὺ συνή­κας τοὺς δια­λο­γι­σμοὺς μοῦ ἀπὸ μακρό­θεν» (Ψαλμ. ρλή’2).

Ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας μας θὰ τρέ­ξει νὰ μᾶς ὑπο­δε­χτεῖ, θ’ ἀνοί­ξει διά­πλα­τα τὴν ἀγκα­λιά Του καὶ θὰ μᾶς σφί­ξει, γιὰ νὰ μὴν ξανα­γυ­ρί­σου­με στὴ δαι­μο­νι­κὴ ἄβυσ­σο, στοὺς ἀγροὺς τῶν χοί­ρων, στὴ γῆ τῆς πεί­νας. «Ἐγγί­σα­τε τῷ Θεῷ καὶ ἐγγιεὶ ὑμῖν» (Ἰακ. δ’8).

Πόσο εὐλο­γη­μέ­νη εἶναι ἡ σπου­δή Του γιὰ βοή­θεια! Πόσο εὐλο­γη­μέ­να εἶναι τὰ χέρια Του! Ἄν δὲν ἔχου­με ἀφα­νί­σει ἔστω καὶ τὴν τελευ­ταία σπί­θα τῆς συνεί­δη­σης καὶ τῆς ἐπί­γνω­σης ποὺ ἔχου­με μέσα μας, πρέ­πει νὰ ντρε­πό­μα­στε γιὰ τὴν τόσο μεγά­λη, τὴν ἀπρο­σμέ­τρη­τη ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ. Πρέ­πει νὰ μετα­νο­ή­σου­με ἀμέ­σως, χωρὶς καθυ­στέ­ρη­ση, νὰ τρέ­ξου­με μὲ τὰ μάτια χαμη­λω­μέ­να καὶ τίς καρ­διές μας ὑψω­μέ­νες στὴν ἀγκα­λιὰ τοῦ Πατέ­ρα ποὺ εἴχα­με ἀπορ­ρί­ψει.

Ὅταν ὁ μετα­νιω­μέ­νος γιὸς ἔφτα­σε στὸν πατέ­ρα του, τοῦ εἶπε ἐκεῖ­να ποὺ εἶχε σχε­διά­σει νὰ τοῦ πεί: Πάτερ, ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ ἐνώ­πιόν σου. Οὐκέ­τι εἰμὶ ἄξιος κλη­θῆ­ναι υἱός σου. Δὲν τοῦ εἶπε ὅλα ὅσα εἶχε σκε­φτεῖ. Ἡ συνέ­χεια ἦταν: ποί­η­σόν μὲ ὼς ἕνα τῶν μισθί­ων σου. Μὰ ὁ πατέ­ρας του δὲν τὸν ἀφή­νει νὰ τελειώ­σει. Δὲν ἀφή­νει τὸν μετα­νιω­μέ­νο νὰ ταπει­νω­θεῖ καὶ νὰ ζητή­σει νὰ γίνει μισθω­τὸς ὑπη­ρέ­της. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν δια­κό­πτει, τὸν ἀγκα­λιά­ζει κι ἀρχί­ζει νὰ τὸν φιλά­ει. Ὁ εὔσπλα­χνος πατέ­ρας ἀγκα­λιά­ζει τὸν ρακέν­δυ­το, λασπω­μέ­νο, ἰσχνὸ καὶ ἀπε­ρι­ποί­η­το γιο του καὶ φωνά­ζει στοὺς ὑπη­ρέ­τες Τοῦ: «Ἔξε­νέγ­κα­τε τὴν στο­λὴν τὴν πρώ­της καὶ ἐνδύ­σα­σθε αὐτόν, καὶ δότε δακτύ­λιον εἰς τὴν χεῖ­ρα αὐτοῦ καὶ ὑπο­δή­μα­τα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγ­καν­τες τὸν μόσχον τὸν σιτευ­τὸν θύσα­τε, καὶ φαγόν­τες εὐφραν­θῶ­μεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἢν καὶ ἀνέ­ζη­σε, ἀπο­λω­λὼς ἢν καὶ εὑρέ­θῃ» (Λουκ. ἰε’22–23). Βγάλ­τε τὴν καλύ­τε­ρη στο­λὴ καὶ ντῦ­στε τον, βάλ­τε του δαχτυ­λί­δι στὸ χέρι καὶ παπού­τσια στὰ πόδια, γιὰ νὰ μὴν περ­πα­τᾷ ξυπό­λυ­τος. Φέρ­τε καὶ τὸ θρε­φτὸ μοσχά­ρι, σφάξ­τε το κι ἐλᾶ­τε νὰ τὸ πανη­γυ­ρί­σου­με, νὰ εὐφραν­θοῦ­με. Για­τί ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἀνα­στή­θη­κε, ἦταν χαμέ­νος καὶ βρέ­θη­κε.

Ἡ καλύ­τε­ρη στο­λὴ συμ­βο­λί­ζει ὅλον τὸν πλοῦ­το καὶ τὸ κάλ­λος τῶν πνευ­μα­τι­κῶν δωρε­ῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἢ στο­λὴ τῆς ἁγιό­τη­τας καὶ τῆς ἁγνό­τη­τας ποὺ φοροῦ­σε ὁ Ἀδὰμ προ­τοῦ ἁμαρ­τή­σει, πέσει κι ὁδη­γη­θεῖ μακριὰ ἀπό το Θεό, εἰς χώραν μακράν. Ἡ στο­λὴ αὐτὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνο­μά­ζε­ται «πρώ­τη», ἡ καλ­λί­τε­ρη. Δὲν ὑπάρ­χει καλ­λί­τε­ρη στο­λὴ ἀπ’ αὐτὴν στὸν οὐρα­νό. Λέει ὁ ἀπό­στο­λος: «Ὅσοι εἰς Χρι­στὸν ἐβα­πτί­σθη­τε, Χρι­στὸν ἐνε­δύ­σα­σθε» (Γαλ. γ’27). Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶχε ἀπο­γυ­μνω­θεῖ ἀπὸ κάθε καλό, τώρα ξαναν­τί­νε­ται ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὴν παλιὰ καὶ κου­ρε­λια­σμέ­νη στο­λὴ τὴν πετοῦν καὶ τὸν ντύ­νουν μὲ τὴν και­νούρ­για, τὴν «πρώ­τη». Ἡ νέα αὐτὴ στο­λή, ἡ «πρώ­τη», συμ­βο­λί­ζει τὸ νέο ἄνθρω­πο, τὸν ἀνα-γεν­νη­μέ­νο, ποὺ ἔχει συγ­χω­ρη­θεῖ κι ἔχει γίνει δεκτὸς ἀπό το Θεό. Χωρὶς τὴ στο­λὴ αὐτὴ κανέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζήσει στὴ βασι­λεία τοῦ Θεου, ὅπως βλέ­που­με καθα­ρὰ ἀπὸ τὴν παρα­βο­λὴ τῶν γάμων τοῦ Υἱοῦ τοῦ βασι­λιᾶ (πρβλ. Ματθ. κβ’2–14). Σύμ­φω­να μὲ τὸν ἀπό­στο­λο, ἡ στο­λὴ συνί­στα­ται ἀπὸ «σπλάγ­χνα οἰκτιρ­μοῦ, χρη­στό­τη­τα, ταπει­νο­φρο­σύ­νη, πρα­ό­τη­τα, μακρο­θυ­μία… ἐπὶ πᾶσι δὲ τού­τοις (ἀπὸ) τὴν ἀγά­πην, ἥτις ἐστὶ σύν­δε­σμος τῆς τελειό­τη­τος» (Κολ. γ12–14).

Τὸ δαχτυ­λί­δι στὸ χέρι συμ­βο­λί­ζει τὸν ἀρρα­βῶ­να τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χρι­στό. Ὁ μετα­νιω­μέ­νος ἀπαρ­νιέ­ται ὅλες τίς ἁμαρ­τω­λὲς σχέ­σεις του μὲ τὸν κόσμο, ἡ ψυχή του προ­σκολ­λᾷ­ται στὸ Χρι­στὸ καὶ παρα­μέ­νει ἑνω­μέ­νη μαζί Του, σὲ μιὰ ἕνω­ση ἀδιά­λυ­τη. Ὁ ἀρρα­βῶ­νας αὐτὸς γίνε­ται μὲ τὴ δύνα­μη καί τη χάρη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ σφρα­γί­ζει ὅλες τίς οὐρά­νιες δωρε­ές.

Δότε… ὑπο­δή­μα­τα εἵς τοὺς πόδας, λέει ὁ πατέ­ρας στοὺς ὑπη­ρέ­τες. Τὰ ὑπο­δή­μα­τα συμ­βο­λί­ζουν τὴ δύνα­μη τῆς θέλη­σης, ποὺ βοη­θεῖ τὸν ἄνθρω­πο νὰ βαδί­σει στα­θε­ρὰ στὰ μονο­πά­τια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ παρεκ­κλί­νει δεξιὰ ἢ ἀρι­στε­ρά, χωρὶς πισω­γυ­ρί­σμα­τα.

Ὁ μόσχος ὁ σιτευ­τὸς ποὺ θυσιά­στη­κε εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χρι­στός, ποὺ παρα­δό­θη­κε ἑκού­σια στὸ θάνα­το γιὰ τὴν κάθαρ­ση τῶν ἁμαρ­τω­λῶν ἀπὸ τίς ἁμαρ­τί­ες τους.

Οἱ ὑπη­ρέ­τες ἐδῶ συμ­βο­λί­ζουν εἴτε τοὺς ἀγγέ­λους εἴτε τοὺς ἱερεῖς. Ἄν ὁ οἶκος τοῦ πατέ­ρα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ οὐρα­νός, τότε οἱ ὑπη­ρέ­τες πρέ­πει νὰ εἶναι οἱ ἄγγε­λοι. Ἄν τὸν οἶκο τοῦ πατέ­ρα τὸν ἐκλά­βου­με ὡς τὴν ἐπί­γεια ‘Ἐκκλη­σία, κάτι ποὺ εἶναι ἐπί­σης σωστό, τότε οἱ ὑπη­ρέ­τες πρέ­πει νὰ εἶναι οἱ ἱερεῖς, ποὺ καλοῦν­ται νὰ λει­τουρ­γή­σουν τὸ μυστή­ριο τῆς θυσί­ας τοῦ Χρι­στοῦ κι ἔτσι νὰ προ­ε­τοι­μά­σουν τοὺς ἀνθρώ­πους γιὰ τὴν αἰώ­νια ζωή. Ἐδῶ μᾶλ­λον ἐννο­εῖ τὴν Ἐκκλη­σία. Κι αὐτὸ προ­κύ­πτει ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ “Ἀσω­τος Υἱὸς δὲν ἦταν ἀκό­μα σωμα­τι­κὰ νεκρὸς κι ὡσό­του ὁ ἄνθρω­πος ἀνα­χω­ρή­σει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀνή­κει στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὴ γῆ λει­τουρ­γεῖ μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Τὸ ὅτι τοὺς ὑπη­ρέ­τες ὅμως πρέ­πει νὰ τοὺς βλέ­που­με καὶ σὰν ἀγγέ­λους, φαί­νε­ται καθα­ρὰ ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι οἱ ἄγγε­λοι παρί­σταν­ται στὴν ἐκκλη­σία κατὰ τὴν τέλε­ση τῶν θεί­ων μυστη­ρί­ων, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ ἄλλο γεγο­νός, ὅτι ὁ Θεὸς χρη­σι­μο­ποιεῖ τοὺς ἀγγέ­λους-φύλα­κες τῶν ἀνθρώ­πων, γιὰ νὰ τοὺς ὁδη­γεῖ στὸ δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας.

Ὅτι οὗτος ὁ Υἱός μου νεκρὸς ἢν καὶ ἀνέ­ζη­σε, καὶ ἀπο­λω­λὼς ἢν καὶ εὑρέ­θῃ. Σωμα­τι­κὰ ὁ γιός του ἦταν ζων­τα­νὸς ἀκό­μα, μὰ ἡ ψυχή του ἦταν νεκρή. Ἡ σπί­θα τῆς θεϊ­κῆς δωρε­ᾶς παρέ­με­νε ἀκό­μα ζων­τα­νὴ μέσα του. Αὐτὴ ἀνά­στη­σε τὴν ψυχή του. Χαμέ­νος ἦταν ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ζήτη­σε ἀπὸ τὸν πατέ­ρα τὸ μερί­διο τῆς περιου­σί­ας του. Ἐλθὼν δὲ εἰς ἑαυ­τόν. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς ἦρθε στὸν ἑαυ­τό του, ἀπό­κτη­σε ἐπί­γνω­ση στὸ φῶς τῆς θεϊ­κῆς σπί­θας, ποῦ ὼς τότε εἶχε χάσει. Ὁ Θεὸς τὸν γνώ­ρι­ζε, τὸν παρα­κο­λου­θοῦ­σε ὼς τὴν ὕστα­τη στιγ­μή, τὴ στιγ­μὴ τῆς μετά­νοιας.

Καὶ ἤρξαν­το εὐφραί­νε­σθαι. Κι ἄρχι­σαν ὅλοι νὰ χαί­ρον­ται, νὰ πανη­γυ­ρί­ζουν καὶ νὰ εὐφραί­νον­ται.

Ἐκεί­νη τὴν ὥρα ὅμως ἔφτα­σε στὸ σπί­τι ὁ μεγά­λος ἀδερ­φός, ὁ «πρε­σβύ­τε­ρος» καὶ ρώτη­σε νὰ μάθει τί εἶχε γίνει. Κι ὅταν ἔμα­θε, ὀργί­στη­κε καὶ εἶπε στὸν πατέ­ρα τοῦ: «Ἰδού, τοσαῦ­τα ἔτη δου­λεύω σοὶ καὶ οὐδέ­πο­τε ἐντο­λήν σου παρῆλ­θον, καὶ ἐμοὶ οὐδέ­πο­τε ἔδω­κας ἔρι­φον ἶνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφραν­θῶ ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ κατα­φα­γών σου τὸν βίον μετὰ πορ­νῶν, ἦλθεν, ἔθυ­σας αὐτὸ τὸν μόσχον τὸν σιτευ­τόν» (Λουκ. ἰε’29). Ὁρί­στε, τόσα χρό­νια σὲ ὑπη­ρε­τῶ καὶ ποτὲ δὲν κατα­πά­τη­σα κάποια ἐντο­λή σου. Κι ὅμως, ποτὲ δὲν μοῦ ἔδω­σες ἕνα κατσί­κι γιὰ νὰ γλεν­τή­σω μὲ τοὺς φίλους μου. Καὶ τώρα ποὺ ἦρθε ὁ γιός σου αὐτός, ποὺ κατα­σπα­τά­λη­σε τὴν περου­σία σου μὲ πόρ­νες, ἔσφα­ξες γιὰ χάρη του τὸ θρε­φτὸ μοσχά­ρι.

Ἔτσι μίλη­σε στὸν πατέ­ρα του καὶ δίκαιος γιός. Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο, ὀργι­σμέ­νοι, μιλοῦν κάποιοι δίκαιοι ἄνθρω­ποι τῆς Ἐκκλη­σί­ας ὅταν Ἐκεί­νη ὑπο­δέ­χε­ται μὲ ἱλα­ρό­τη­τα καὶ ἐπιεί­κεια τοὺς μετα­νιω­μέ­νους ἁμαρ­τω­λοὺς καὶ τοὺς ὁδη­γεῖ στὸ μυστή­ριο τῆς θεί­ας κοι­νω­νί­ας. Ἔτσι μίλη­σαν πολ­λοὶ δίκαιοι ἄνθρω­ποι τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης ὅταν εἶδαν το Θεὸ νὰ προ­σφέ­ρει το μονο­γε­νῆ Τοῦ Ὑιο θυσία γιὰ τίς νεό­τε­ρες καὶ πιὸ ἁμαρ­τω­λὲς γενιὲς τῶν ἀνθρώ­πων. «Δὲ μᾶς ἔδω­σε ποτὲ οὔτε ἕνα κατσί­κι!» Ἄν συγ­κρί­νου­με τὴν κατα­πλη­κτι­κὴ θυσία ποὺ ἔκα­νες γι’ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς καὶ ἄσω­τους ἀπο­γό­νους μας, γιὰ μᾶς δὲν ἔκα­νες οὔτε τὴν παρα­μι­κρὴ θυσία, τὴν πιὸ ἀσή­μαν­τη». Μετά, ἐπει­δὴ τὰ ἐρί­φια γενι­κὰ συμ­βο­λί­ζουν τὴν ἁμαρ­τία, οἱ ἴδιοι αὐτοὶ δίκαιοι ἄνθρω­ποι θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ποῦ­νε. «Μᾶς ἀπα­γό­ρε­ψες νὰ κάνου­με ἔστω καὶ τὴ μικρό­τε­ρη ἁμαρ­τία — μικρὴ κι ἀσή­μαν­τη ὅσο ἕνα κατσί­κι — καὶ τώρα ἀντα­μεί­βεις τίς ἁμαρ­τω­λὲς αὐτὲς γενιὲς μὲ τὸ μεγα­λύ­τε­ρο θησαυ­ρό Σου — μὲ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ Σου!»

Ἄν προ­χω­ρή­σου­με ἀκό­μα, θὰ δοῦ­με πῶς ἡ φαι­νο­με­νι­κὰ ἁπλῆ αὐτὴ παρα­βο­λὴ εἰσχω­ρεῖ στὴν καρ­διὰ ὁλό­κλη­ρης τῆς Ἱστο­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους, ἀπὸ τὴν πτώ­ση τοῦ Ἀδὰμ ὡς τὸν πλέ­ον δίκαιο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα, γιὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἀπο­γό­νους του, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὅπως ὁ πρε­σβύ­τε­ρος Υἱὸς τοῦ οὐρά­νιου Πατέ­ρα — μόνο ποὺ εἶναι ὁ Μονο­γε­νὴς Υἱὸς καὶ ὄχι υἱὸς «ἔξ υἱο­θε­σί­ας». Ἄν ὁ Κύριος Ἰησοῦς μιλοῦ­σε σὰν ἕνας συνη­θι­σμέ­νος θνη­τὸς ἄνθρω­πος, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶχε πεῖ στὸν Πατέ­ρα Του: «Ὁ Ἀδὰμ ἁμάρ­τη­σε κι ἀπο­μα­κρύν­θη­κε ἀπὸ κον­τά Σου. Κι αὐτὸς κι οἱ ἀπό­γο­νοί του βλα­σφή­μη­σαν τ’ ὄνο­μά Σου. Καὶ Σὺ τώρα ἑτοι­μά­ζεις γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ἀπο­γό­νους του τέτοια δόξα καὶ εὐφρο­σύ­νη, ποὺ οὔτε ἐγὼ οὔτε κι ὁ οὐρα­νὸς ὁλό­κλη­ρος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φαν­τα­στεῖ».

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς βέβαια ποτὲ δὲ θὰ ὀργι­ζό­ταν μὲ τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του. Ποτὲ δὲ θὰ μιλοῦ­σε στὸν Πατέ­ρα Τοῦ μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο, ἐκτὸς ἂν ἔβα­ζε θελη­μα­τι­κὰ τὸν ἑαυ­τό του στὶς καρ­διές μας καὶ τά ‘λεγε αὐτὰ γιὰ νὰ μᾶς ἐπι­τι­μή­σει καὶ νὰ μᾶς διδά­ξει, ὥστε νὰ μὴ γίνου­με ὑπε­ρή­φα­νοι καὶ ἀλα­ζό­νες γιὰ τὴ δικαιο­σύ­νη μας καὶ μὲ τὴν ἔπαρ­σή μας περι­φρο­νή­σου­με τοὺς μετα­νιω­μέ­νους ἁμαρ­τω­λούς. Εἶναι σὰ νά ‘θελε νὰ μᾶς πεί: «Ὅταν Ἐγώ, ὁ τέλειος καὶ αἰώ­νια δίκαιος, ποὺ εἶμαι αἰώ­νια ἀδιαί­ρε­τος μὲ τὸν Πατέ­ρα Μου, δὲ δια­μαρ­τύ­ρο­μαι ἐπει­δὴ ξανα­δέ­χε­ται τὸν μετα­νιω­μέ­νο Ἀδὰμ στὴ βασι­λεία τῶν Οὐρα­νῶν, πῶς μπο­ρεῖ­τε ἐσεῖς, ποὺ εἶστε μόλις ἀπὸ χτὲς δίκαιοι, ἀλλὰ ἁμαρ­τω­λοὶ ἀπὸ τὴν πρώ­τη ἁμαρ­τία τοῦ Ἀδάμ, νὰ δια­μαρ­τύ­ρε­στε γιὰ τὴν ἀγά­πη ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς μετα­νιω­μέ­νους ἁμαρ­τω­λούς;»

Τέκνον, τοῦ εἶπε ὁ πατέ­ρας, σὺ πάν­το­τε μετ’ ἐμοῦ εἴ, καὶ πάν­τα τὰ ἐμά, σὰ ἐστιν εὐφραν­θῆ­ναι δὲ καὶ χαρῆ­ναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελ­φός σου οὗτος νεκρὸς ἢν καὶ ἀνέ­ζη­σε, καὶ ἀπο­λω­λὼς ἢν καὶ εὑρέ­θῃ (Λουκ. ἰε’31–32). Παι­δί μου, ἐσὺ ἤσουν πάν­τα μαζί μου, ὅλα τὰ ὑπάρ­χον­τά μου εἶναι καὶ δικά σου. Ἔπρε­πε καὶ σὺ νὰ χαρεῖς καὶ νὰ γιορ­τά­σεις ὅμως, για­τί ὁ ἀδερ­φός σου ἦταν νεκρὸς κι ἀνα­στή­θη­κε ἦταν χαμέ­νος καὶ βρέ­θη­κε.

Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο εἰρη­νεύ­ει τὸ δίκαιο ἄνθρω­πο καὶ Θεός. Τοῦ θυμί­ζει τὰ ἀμέ­τρη­τα ἀγα­θὰ ποὺ ὁ ἴδιος δια­χει­ρί­ζε­ται καὶ χρη­σι­μο­ποιεῖ μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα Του. Ὅλα τὰ ὑπάρ­χον­τα μοῦ εἶναι καὶ δικά σου. Μὲ τὸν ἐρχο­μὸ τοῦ μετα­νιω­μέ­νου ἀδερ­φοῦ σου τὸ μερί­διό σου δὲ λιγο­στεύ­ει, ἀλλὰ ἡ χαρὰ πρέ­πει νὰ εἶναι μεγα­λύ­τε­ρη, για­τί ὁ ἀδελ­φός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ξανα­γύ­ρι­σε στὴ ζωή, ἦταν χαμέ­νος καὶ βρέ­θη­κε.

Ἔτσι τελειώ­νει ἡ παρα­βο­λὴ αὐτή, ποὺ ἀπὸ μόνη της εἶναι ὁλό­κλη­ρο εὐαγ­γέ­λιο μυστη­ρί­ου καὶ διδα­χῆς. Μὲ ὅση περισ­σό­τε­ρη προ­σευ­χὴ εἰσχω­ρή­σει κανεὶς στὸ βάθος τῆς παρα­βο­λῆς αὐτῆς, τόσο περισ­σό­τε­ρο θ ἀπο­κα­λύ­ψει καὶ τὰ δύο, τόσο τὸ μυστή­ριο ὅσο καὶ τὴ διδα­χή.

Δόξα νά ‘χει ὁ Κύριος Ἰησοῦς ποὺ μᾶς παρέ­δω­σε τὴν παρα­βο­λὴ αὐτή, τὸ θησαυ­ρὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι γεμᾶ­τος πλοῦ­το πνευ­μα­τι­κό, ἀπ’ ὅπου καὶ μιὰ γενιὰ μετὰ τὴν ἄλλη συσ­σω­ρεύ­ει γνώ­ση θεϊ­κή. Ἀπ’ αὐτὴν μαθαί­νει ὁ ἄνθρω­πος τὴν ἀγά­πη ἀπὸ τὴ μακρο­θυ­μία, τὴ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα ἀπὸ τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, τὴν εὐφρο­σύ­νη ἀπὸ τὴν ἀγά­πη ποὺ δεί­χνει ὁ Θεὸς ὅταν ὑπο­δέ­χε­ται τὸν μετα­νιω­μέ­νο ἁμαρ­τω­λό. Δόξα στὸν Ἀναρ­χο Πατέ­ρα Του, δόξα καὶ στὸ ζωο­ποιὸ Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἡ φωτο­γρα­φία μας

«Πάτερ, ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ ἐνώ­πιόν σου» (Λουκ. 15, 21)

ΥΠΗΡΧΕ, ἀγα­πη­τοί μου, ἕνας πατέ­ρας καλὸς πατέ­ρας. Τέτοιος πατέ­ρας δὲν ὑπῆρ­χε ἄλλος. Ἦταν γεμᾶ­τος στορ­γὴ στὰ δυό του παι­διά. Φρόν­τι­ζε νὰ μὴν τοὺς λεί­πῃ τίπο­τε. Ζοῦ­σαν εὐτυ­χι­σμέ­να. Τὰ ἔβλε­πε ὁ κόσμος καὶ τὰ ζήλευε. Τί εὐτυ­χι­σμέ­να παι­διά! Ζοῦ­σαν σὰν πριγ­κι­πό­που­λα.

Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἕνας ξένος, ποὺ φθο­νοῦ­σε τὴν εὐτυ­χία τῶν παι­διῶν, πλη­σί­α­σε τὸ νεώ­τε­ρο παι­δί. Ὦ τὸν κακό, ὦ τὸν κατα­ρα­μέ­νο ἄνθρω­πο! Σὰν νὰ τὸν ἀκούω νὰ λέη στὸ νεώ­τε­ρο παι­δὶ τοῦ καλοῦ πατέ­ρα

-Νέε μου, νομί­ζεις ὅτι στὸ πατρι­κό σου σπί­τι ὑπάρ­χει εὐτυ­χία; Ἀπα­τᾶ­σαι. Ἐγώ, ποὺ ἔχω γυρί­σει τὸν κόσμο ὅλο, ξέρω μιὰ πολι­τεία, πού ἐκεῖ οἱ ἄνθρω­ποι ζοῦν μιὰ ζωὴ τόσο εὐτυ­χι­σμέ­νη, ποὺ οὔτε στὸ ὄνει­ρό σου ἔχεις δεῖ. Ἐδῶ ζῆς πολὺ περιο­ρι­σμέ­να. Ἐκεῖ θὰ ζῆς ἐλεύ­θε­ρα. Δὲν θὰ ἔχῃς κανέ­να πάνω ἀπ’ τὸ κεφά­λι σου. Ὅ,τι θέλεις θὰ κάνῃς κι ὅ,τι ἐπι­θυ­μεῖς θὰ τὸ ἔχῃς. Ἄκου­σέ με, ἄφη­σε τὸ πατρι­κό σου σπί­τι, κ’ ἔλα νὰ πᾶμε στὰ ξένα…

Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ πονη­ρὸς ξεγέ­λα­σε τὸ νεώ­τε­ρο γυιό. Τίπο­τε πιὰ δὲν τὸν εὐχα­ρι­στεῖ. Ὅλα του φαί­νον­ται μαῦ­ρα καὶ σκο­τει­νά. Ὁ καλὸς πατέ­ρας του φαί­νε­ται σὰν ἐχθρός. Καὶ τὸ πατρι­κό του σπί­τι σὰν φυλα­κή. Νὰ φύγῃ, νὰ φύγῃ ὅσο πιὸ σύν­το­μα! Αὐτὸς εἶνε ὁ ζωη­ρός του πόθος.

-Πατέ­ρα, λέει, θὰ φύγω θὰ πάω στὰ ξένα. Ἡ ἀπό­φα­σή μου εἶνε ὁρι­στι­κὴ καὶ ἀμε­τά­κλη­τη. Μὴ μὲ κρα­τᾷς. Μοί­ρα­σε τὴν περιου­σία σου καὶ δός μου τὸ δικό μου μερί­διο.

Λυπή­θη­κε ὁ πατέ­ρας, ἀνα­στέ­να­ξε, δάκρυ­σε. Ἀλλὰ τοῦ κάκου. Τὸ παι­δὶ δὲν ἤθε­λε ν’ ἀκού­σῃ τίπο­τε. Ὁ καλὸς πατέ­ρας δὲν ἤθε­λε νὰ μετα­χει­ρι­σθῇ βία καὶ νὰ τὸν κρα­τή­σῃ κον­τά του. Τοῦ ἔδω­σε τὸ μερί­διό του, καὶ τὸν ἄφη­σε ἐλεύ­θε­ρο. Καὶ ὁ γυιός, φορ­τω­μέ­νος λεφτά, ἀνε­βαί­νει στὸ ἄλο­γο, τὸ κεν­τᾶ καὶ τρέ­χει. Τρέ­χει γιὰ νὰ πάη στὸν παρά­δει­σο…

Νὰ κ’ ἔφθα­σε στὸν παρά­δει­σο. Παρά­δει­σος; Κόλα­σι ἦταν ἡ μακρι­νὴ πολι­τεία ὅπου πῆγε. Ἄπει­ρος καθὼς ἦταν, ἔμπλε­ξε μὲ κακὲς παρέ­ες κ’ ἔπε­σε μὲ τὰ μοῦ­τρα στὴ δια­φθο­ρά. Τὰ λεφτὰ πού εἶχε πολὺ τὸν βοη­θοῦ­σαν. Φαγο­πό­τια, κρα­σί, γυναῖ­κες, ξενύ­χτια. “Ἔτσι περ­νοῦ­σε τὴ ζωή του. ‘Ἀλλὰ δὲν πέρα­σε πολὺς και­ρὸς καὶ τὰ λεφτὰ σώθη­καν. Οἱ φίλοι καὶ οἱ διε­φθαρ­μέ­νες γυναῖ­κες, ποὺ σὰν βδέλ­λες ρου­φοῦ­σαν τὸ αἷμα του, ὅταν εἶδαν πὼς δὲν ἔχει πιὰ λεφτά, τὸν ἄφη­σαν. Τί νὰ τὸν κάνουν; Δὲν ἀγα­ποῦ­σαν αὐτὸν ἀλλὰ τὰ λεφτά του. Τὰ ἔφα­γαν, καὶ τώρα φεύ­γουν τὰ κορά­κια, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ βροὺν ἄλλον ἠλί­θιο, νὰ τὸν μαδή­σουν κι αὐτόν. ὁ Ὁ νέος ἔμει­νε χωρὶς λεφτά. Ἡ πεῖ­να τὸν θέρι­ζε. Κανέ­νας δὲν τοῦ ἔδι­νε τίπο­τε. Ἀναγ­κά­στη­κε νὰ πάη νὰ γίνῃ χοι­ρο­βο­σκός. Χοι­ρο­βο­σκός; Ποιός; Αὐτὸς ποὺ ζοῦ­σε σὰν πρίγ­κι­πας μέσα στὸ πατρι­κό του σπί­τι, αὐτὸς ποὺ εἶχε τόσους ὑπη­ρέ­τες, τώρα κατήν­τη­σε ἕνας ἐλε­ει­νὸς ὑπη­ρέ­της. Αὐτός, ποὺ ἦταν ντυ­μέ­νος μὲ τὰ καθα­ρὰ ροῦ­χα, τώρα φορά­ει βρώ­μι­κα κου­ρέ­λια. Αὐτός, ποὺ εἶχε τὰ καλύ­τε­ρα φαγη­τά, τώρα περι­μέ­νει ν’ ἁρπά­ξῃ κανέ­να χαρού­πι ἀπό ‘κεῖ­να ποὺ ρίχνουν στὰ γου­ρού­νια. Αὐτός, ποὺ εἶχε ἕναν πατέ­ρα μάλα­μα, τώρα ἔχει στὸ κεφά­λι του ἕνα σκλη­ρὸ ἀφέν­τη, ποὺ τὸν ἐκμε­ταλ­λεύ­ε­ται ἄγρια.

Ἄχ, δυστυ­χι­σμέ­νο παι­δί! Για­τί νὰ φύγῃς ἀπὸ τὸ πατρι­κό σου σπί­τι; Για­τί ν’ ἀκού­σης τὴ συμ­βου­λὴ τοῦ πονη­ροῦ ἀνθρώ­που…

Ἀλλά, δόξα τῷ Θεῷ! Ἡ συνεί­δη­σί του, ποὺ κοι­μό­ταν μέχρι τώρα, ξυπνᾷ. Ὁ νέος βλέ­πει καθα­ρὰ τὸ κατάν­τη­μά του. Ὄχι σὲ παρά­δει­σο, ἀλλά σὲ κόλα­σι τὸν ὡδή­γη­σε ἡ ἀμυα­λω­σύ­νη του. Αἰσθά­νε­ται πόσο λύπη­σε τὸν καλό του πατέ­ρα καὶ πόσο κακὸ ἔκα­νε στὸν ἑαυ­τό του. Ἡ καρ­διά του συγ­κι­νεῖ­ται. Δάκρυα ἔρχον­ται στὰ μάτια του. Θυμᾶ­ται τὸ πατρι­κό του σπί­τι. Ὅλα τώρα τὰ ἔχα­σε. Ἕνα μόνο του ἔμει­νε ἡ ἐλπί­δα. Ἡ ἐλπί­δα, ὅτι ὁ καλός του πατέ­ρας, καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἐλε­ει­νὴ κατά­στα­ση ποὺ κατήν­τη­σε, δὲν ἔπαυ­σε νὰ τὸν ἀγα­πᾷ. Σ’ αὐτὴ τὴν ἐλπί­δα στη­ρί­ζε­ται καὶ παίρ­νει τὴν ἀπό­φα­σι. Θὰ ἐπι­στρέ­ψω, λέει, στὸν πατέ­ρα μου. Θὰ πέσω στὰ πόδια του καὶ θὰ τοῦ πῶ «Πατέ­ρα, ἁμάρ­τη­σα στὸν οὐρα­νὸ καὶ ἐνώ­πιόν σου. Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγω­μαι παι­δί σου. Κάνε με ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπη­ρέ­τες σου. Πατέ­ρα, συγ­χώ­ρε­σέ με…».…

Ξεκι­νᾷ…

Κι ὁ πατέ­ρας; Ὦ ὁ πατέ­ρας! Περι­μέ­νει τὸ παι­δί του νὰ ἐπι­στρέ­ψῃ. Καὶ μόλις βλέ­πει ἀπὸ μακριὰ νὰ ἔρχε­ται, τρέ­χει, τὸν ἀγκα­λιά­ζει, τὸν φιλεῖ.

-Παι­δί μου!… ‑Πατέ­ρα μου!

Ὅλοι χαί­ρον­ται γιά το γυρι­σμὸ τοῦ παι­διοῦ. Μόνο ἕνας λυπᾶ­ται. Κι αὐτὸς εἶνε ὁ μεγα­λύ­τε­ρος ἀδελ­φός. Αὐτὸς θὰ προ­τι­μοῦ­σε, ὁ ἀδελ­φός του νὰ πεθά­νῃ σὰν ἀλή­της στὰ ξένα, παρὰ νὰ γυρί­σῃ στὸ πατρι­κό του σπί­τι. Τί κακία, τί φθό­νος!

Αὐτή, ἀγα­πη­τοί, μὲ κάποια ἀνά­πτυ­ξι, εἶνε ἡ παρα­βο­λὴ τοῦ ἀσώ­του, ποὺ δια­βά­ζε­ται τὴ δευ­τέ­ρα Κυρια­κὴ τοῦ Τριω­δί­ου σὲ ὅλες τίς ἐκκλη­σί­ες.

Ἡ παρα­βο­λὴ αὐτὴ εἶνε ἕνας καθρέ­φτης. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν παρα­βο­λὴ βλέ­που­με τὸν ἑαυ­τό μας. Ὅποιος δια­βά­ζει τὴν παρα­βο­λὴ αὐτὴ μὲ προ­σο­χὴ καὶ μὲ ταπεί­νω­σι, βλέ­πον­τας τὴν εἰκό­να τοῦ ἀσώ­του ὅπως τὴ ζωγρά­φι­σε ὁ Χρι­στός, δὲν δυσκο­λεύ­ε­ται νὰ φωνά­ξῃ Χρι­στέ μου, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄσω­τος!

Ναί, ἀγα­πη­τοί. Κάθε ἄνθρω­πος εἶνε ἕνας ἄσω­τος. Ἄλλος περισ­σό­τε­ρο κι ἄλλος λιγό­τε­ρο, ὅλοι πέφτου­με σὲ ἁμαρ­τί­ες. Ἁμαρ­τά­νου­με μὲ τίς κακὲς σκέ­ψεις. Ἁμαρ­τά­νου­με μὲ τὴ γλῶσ­σα, ποὺ κου­τσομ­πο­λεύ­ει, λέει ψέμα­τα, δια­βάλ­λει, συκο­φαν­τεῖ, αἰσχρο­λο­γεῖ, ψευ­δορ­κεί, βλα­στη­μά­ει το Θεό. Ἁμαρ­τά­νου­με μὲ τὰ μάτια. Ἁμαρ­τά­νου­με μὲ τ’ αὐτιά. Ἁμαρ­τά­νου­με μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ πόδια. Ἁμαρ­τά­νου­με μὲ τὸ κορ­μί μας ὁλό­κλη­ρο… Ἁμαρ­τά­νου­με τὴν ἡμέ­ρα, ἁμαρ­τά­νου­με τὴ νύχτα. Ἁμαρ­τά­νου­με στὰ σπί­τια, ἁμαρ­τά­νου­με στοὺς δρό­μους καὶ στὶς πλα­τεῖ­ες. Ἁμαρ­τά­νου­με ἀλλοί­μο­νο, ἀκό­μη καὶ στὴν ἐκκλη­σιά, ποὺ πᾶμε γιὰ νὰ κάνου­με τὴν προ­σευ­χή μας. Ποιός μπο­ρεῖ νὰ μετρή­σῃ τίς ἁμαρ­τί­ες; Εἶνε ἀνα­ρίθ­μη­τες. Eἶνε σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσ­σης. «Ἁμαρ­τιῶν μου τὰ πλή­θη καὶ κρι­μά­των σοῦ ἀβύσ­σους τίς ἐξι­χνιά­σει, ψυχο­σώ­στα σωτήρ μου;». «Ὅσοι λένε, ὅτι δὲν ἔχουν ἁμαρ­τί­ες, μοιά­ζουν μὲ τὸν ἄρρω­στο, ποὺ ἔχει μέσα του καρ­κί­νο, καὶ ὁ ταλαί­πω­ρος νομί­ζει πῶς δὲν ἔχει τίπο­τε. ..

Ἁμαρ­τω­λοὶ εἴμα­στε. Τί πρέ­πει νὰ γίνῃ; Ν’ ἀπελ­πι­στοῦ­με; Ὄχι. Ἡ παρα­βο­λὴ τοῦ ἀσώ­του μας δίνει τὴν ἐλπί­δα ὅτι, ὅσο μεγά­λα καὶ τρο­με­ρὰ κι ἂν εἶνε τὰ ἁμαρ­τή­μα­τα τοῦ ἀνθρώ­που, ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας εἶνε ἕτοι­μος νὰ τὰ συχω­ρέ­ση. Ἀρκεῖ ὁ ἁμαρ­τω­λὸς νὰ πῇ ‑ὄχι ψεύ­τι­κα ἀλλ’ ἀλη­θι­νά- τὸ «ἥμαρ­τον» τοῦ ἀσώ­του. Ὁ ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος λέει, ὅτι οἱ ἁμαρ­τί­ες εἶνε φωτιὰ ποὺ καί­ει. Ἀλλ’ ὅπως ἡ φωτιά, ὅσο μεγά­λη κι ἂν εἶνε, ἂν τὴ ρίξου­με στὴ θάλασ­σα, δὲν μπο­ρεῖ παρὰ θὰ σβή­σῃ, ἔτσι καὶ ἐδῶ!

Συνα­μαρ­τω­λοὶ ἀδελ­φοί μου! Χρό­νια καὶ χρό­νια περι­μέ­νει ὁ Χρι­στὸς νὰ ποῦ­με τὸ «ἥμαρ­τον» τοῦ ἀσώ­του. Οἱ ἁμαρ­τί­ες μᾶς εἶνε ἀναμ­μέ­να κάρ­βου­να. Κι ὅπως τὰ κάρ­βου­να, ἂν τὰ ρίξου­με στὴ θάλασ­σα, σβή­νουν, ἔτσι καὶ οἱ ἁμαρ­τί­ες. Πᾶρε τὰ ἀναμ­μέ­να κάρ­βου­να, πᾶρε τίς ἁμαρ­τί­ες σου ὅλες, καὶ ρῖξε τις στὴν ἀπέ­ραν­τη θάλασ­σα, ποὺ εἶνε τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ. Ἡ θάλασ­σα νικᾷ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὴν ἁμαρ­τία, ὅσο μεγά­λη καὶ βαρειὰ κι ἂν εἶνε.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek