ΚΥΡΙΑΚΗ της Αποκρεώ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΚΡΕΩ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΚΕ΄ 31 — 46)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάν­τες οἱ ἅγιοι ἄγγε­λοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθί­σει ἐπὶ θρό­νου δόξης αὐτοῦ· 32καὶ συνα­χθή­σε­ται ἔμπρο­σθεν αὐτοῦ πάν­τα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφο­ριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλή­λων, ὥσπερ ὁ ποι­μὴν ἀφο­ρί­ζει τὰ πρό­βα­τα ἀπὸ τῶν ἐρί­φων, 33καὶ στή­σει τὰ μὲν πρό­βα­τα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρί­φια ἐξ εὐω­νύ­μων. 34τότε ἐρεῖ ὁ βασι­λεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦ­τε, οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι τοῦ πατρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τὴν ἡτοι­μα­σμέ­νην ὑμῖν βασι­λεί­αν ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου· 35ἐπεί­να­σα γὰρ καὶ ἐδώ­κα­τέ μοι φαγεῖν, ἐδί­ψη­σα καὶ ἐπο­τί­σα­τέ με, ξένος ἤμην καὶ συνη­γά­γε­τέ με, 36γυμνὸς καὶ περιε­βά­λε­τέ με, ἠσθέ­νη­σα καὶ ἐπε­σκέ­ψα­σθέ με, ἐν φυλα­κῇ ἤμην καὶ ἤλθε­τε πρός με. 37τότε ἀπο­κρι­θή­σον­ται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγον­τες· κύριε, πότε σε εἴδο­μεν πει­νῶν­τα καὶ ἐθρέ­ψα­μεν, ἢ διψῶν­τα καὶ ἐπο­τί­σα­μεν; 38πότε δέ σε εἴδο­μεν ξένον καὶ συνη­γά­γο­μεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιε­βά­λο­μεν; 39πότε δέ σε εἴδο­μεν ἀσθε­νῆ ἢ ἐν φυλα­κῇ καὶ ἤλθο­μεν πρός σε; 40καὶ ἀπο­κρι­θεὶς ὁ βασι­λεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποι­ή­σα­τε ἑνὶ τού­των τῶν ἀδελ­φῶν μου τῶν ἐλα­χί­στων, ἐμοὶ ἐποι­ή­σα­τε. 41Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐω­νύ­μων· πορεύ­ε­σθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατη­ρα­μέ­νοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώ­νιον τὸ ἡτοι­μα­σμέ­νον τῷ δια­βό­λῳ καὶ τοῖς ἀγγέ­λοις αὐτοῦ· 42ἐπεί­να­σα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώ­κα­τέ μοι φαγεῖν, ἐδί­ψη­σα καὶ οὐκ ἐπο­τί­σα­τέ με, 43ξένος ἤμην καὶ οὐ συνη­γά­γε­τέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιε­βά­λε­τέ με, ἀσθε­νὴς καὶ ἐν φυλα­κῇ καὶ οὐκ ἐπε­σκέ­ψα­σθέ με. 44τότε ἀπο­κρι­θή­σον­ται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγον­τες· κύριε, πότε σε εἴδο­μεν πει­νῶν­τα ἢ διψῶν­τα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθε­νῆ ἢ ἐν φυλα­κῇ καὶ οὐ διη­κο­νή­σα­μέν σοι; 45τότε ἀπο­κρι­θή­σε­ται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποι­ή­σα­τε ἑνὶ τού­των τῶν ἐλα­χί­στων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποι­ή­σα­τε. 46καὶ ἀπε­λεύ­σον­ται οὗτοι εἰς κόλα­σιν αἰώ­νιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώ­νιον.

31 Οταν δε έλθη ο υιός του ανθρώ­που με όλην την δόξαν αυτού και μαζή με αυτόν όλοι οι άγγε­λοί του, τότε θα καθί­ση στον θρό­νον του, τον λαμ­πρόν και ένδο­ξον. 32 Και θα συνα­χθούν εμπρός του όλα τα έθνη της γης από της δημιουρ­γί­ας του Αδάμ μέχρι της συν­τε­λεί­ας του κόσμου και θα χωρί­ση αυτούς μετα­ξύ των με όσην ευκο­λί­αν χωρί­ζει ο ποι­μήν τα πρό­βα­τα από τα ερί­φια. 33 Και θα θέση τα μεν πρό­βα­τα εις τα δεξιά του τα δε ερί­φια εις τα αρι­στε­ρά. 34 Τοτε θα στρα­φή ο βασι­λεύς εις εκεί­νους που θα ευρί­σκων­ται εις τα δεξιά του και θα πη· “ελά­τε σεις οι ευλο­γη­μέ­νοι του Πατρός μου και κλη­ρο­νο­μή­σα­τε την βασι­λεί­αν των ουρα­νών, η οποία έχει ετοι­μα­σθή για σας από τότε που εθε­με­λιώ­νε­το ο κόσμος. 35 Διό­τι επεί­να­σα και μου εδώ­σα­τε να φάγω, εδί­ψα­σα και με επο­τί­σα­τε, ήμουν ξένος που δεν είχα τόπον να μεί­νω, και με επή­ρα­τε στο σπί­τι σας. 36 Ημουν γυμνός και με ενε­δύ­σα­τε, αρρώ­στη­σα και με επι­σκε­φθή­κα­τε, εις την φυλα­κήν ήμουν και ήλθα­τε να με ιδή­τε”. 37 Τοτε θα απο­κρι­θούν προς αυτόν οι δίκαιοι και θα πουν· “Κυριε, πότε σε είδα­με πει­να­σμέ­νον και σε εθρέ­ψα­με η διψα­σμέ­νον και σου εδώ­σα­με νερό; 38 Ποτε δε σε είδα­μεν ξένον και σε περι­μα­ζέ­ψα­με η γυμνόν και σε ενε­δύ­σα­μεν; 39 Ποτε δε σε είδα­με ασθε­νή η φυλα­κι­σμέ­νον και ήλθα­με εις επί­σκε­ψίν σου;” 40 Και θα απο­κρι­θή εις αυτούς ο βασι­λεύς· “Αλη­θι­νά σας λέγω, κάθε τι που εκά­μα­τε, δια να εξυ­πη­ρε­τή­σε­τε ένα από τους αδελ­φούς μου, που φαί­νον­ται άση­μοι και ελά­χι­στοι μέσα εις την κοι­νω­νί­αν, το εκά­μα­τε εις εμέ” (Ο Χρι­στός, ο βασι­λεύς, που είναι ο Υιός του Θεού αλλά και υιός του ανθρώ­που, τους πάσχον­τας, τους πτω­χούς και γυμνούς, αυτούς τους οποί­ους οι ματαιό­δο­ξοι και υπε­ρή­φα­νοι περι­φρο­νούν, τους θεω­ρεί αδελ­φούς του, τέκνα του ουρα­νί­ου Πατρός και τους περι­βάλ­λει με όλην του την αγά­πην. Δι’αυ­τό και κάθε βοή­θειαν που τους προ­σφέ­ρε­ται την θεω­ρεί ως προ­σφε­ρο­μέ­νην εις αυτόν τον ίδιον). 41 Τοτε θα πη και εις εκεί­νους, που στέ­κον­ται εις τα αρι­στε­ρά του· “φύγε­τε μακρυά από εμέ σεις οι κατα­ρά­με­νοι και πηγαί­νε­τε στο αιώ­νιον πυρ, που έχει ετοι­μα­σθή δια τον διά­βο­λον και τους πονη­ρούς αγγέ­λους του. 42 Διό­τι επεί­να­σα και δεν μου εδώ­σα­τε να φάγω, εδί­ψα­σα και δεν με επο­τί­σα­τε. 43 Ξενος ήμουν και δεν με επή­ρα­τε στο σπί­τι σας, γυμνός και δεν με ενε­δύ­σα­τε, άρρω­στος και φυλα­κι­σμέ­νος και δεν με επι­σκε­φθή­κα­τε”. 44 Τοτε θα απο­κρι­θούν και αυτοί λέγον­τες, “Κυριε, πότε σε είδα­με πει­να­σμέ­νο η διψα­σμέ­νον η ξένον η γυμνόν η ασθε­νή η φυλα­κι­σμέ­νον και δεν σε υπη­ρε­τή­σα­μεν;” 45 Τοτε θα απο­κρι­θή εις αυτούς και θα είπη· “αλή­θεια σας λέγω· εφ’ όσον δεν εκά­μα­τε τα καλά αυτά εις ένα από αυτούς, που ο κόσμος θεω­ρεί πολύ μικρούς, ούτε εις εμέ εκά­μα­τε”. 46 Και θα απέλ­θουν αυτοί μεν εις την αιω­νί­αν κόλα­σιν μαζή με τον διά­βο­λον, οι δε δίκαιοι εις την αιω­νί­αν ζωήν μαζή με τον Θεόν. (Ετσι η δικαία κρί­σις θα έχη γίνει, το δίκαιον θα απο­δο­θή και η ασά­λευ­τος απο­κα­τά­στα­σις θα πραγ­μα­το­ποι­η­θή).

31 Όταν λοι­πόν έλθει ο υιός του ανθρώ­που με τη δόξα του και μαζί του όλοι οι άγιοι άγγε­λοι, τότε θα καθί­σει σε θρό­νο ένδο­ξο και λαμ­πρό. 32 Και θα συνα­χθούν μπρο­στά του όλα τα έθνη, όλοι δηλα­δή οι άνθρω­ποι που έζη­σαν απ’ την αρχή της δημιουρ­γί­ας μέχρι το τέλος του κόσμου. Και θα τους χωρί­σει τον ένα από τον άλλο, όπως ο βοσκός χωρί­ζει τα πρό­βα­τα από τα γίδια. 33 Και θα τοπο­θε­τή­σει τους δικαί­ους, που είναι ήμε­ροι σαν τα πρό­βα­τα, στα δεξιά του? ενώ τους αμαρ­τω­λούς, που είναι ατί­θα­σοι και άτα­κτοι σαν τα γίδια, θα τους βάλει στα αρι­στε­ρά του. 34 Τότε θα πει ο βασι­λιάς σ’ εκεί­νους που θα είναι στα δεξιά του: Ελά­τε εσείς που είστε ευλο­γη­μέ­νοι από τον Πατέ­ρα μου, κλη­ρο­νο­μή­στε τη βασι­λεία που έχει ετοι­μα­σθεί για σας από τότε που θεμε­λιω­νό­ταν ο κόσμος. 35 Σας ανή­κει λοι­πόν η κλη­ρο­νο­μιά αυτή? διό­τι πεί­να­σα και μου δώσα­τε να φάω, ήμουν διψα­σμέ­νος και μου δώσα­τε να πιώ, ήμουν ξένος και δεν είχα πού να μεί­νω και με περι­μα­ζέ­ψα­τε στο σπί­τι σας, 36 ήμουν γυμνός και με ντύ­σα­τε, αρρώ­στη­σα και με επι­σκε­φθή­κα­τε, ήμουν μέσα στη φυλα­κή και ήλθα­τε να με δεί­τε και να με παρη­γο­ρή­σε­τε. 37 Τότε θα του απο­κρι­θούν οι δίκαιοι: Κύριε, πότε σε είδα­με πει­να­σμέ­νο και σε θρέ­ψα­με, ή διψα­σμέ­νο και σου δώσα­με να πιείς; 38 Και πότε σε είδα­με ξένο και σε περι­μα­ζέ­ψα­με, ή γυμνό και σε ντύ­σα­με; 39 Και πότε σε είδα­με άρρω­στο ή φυλα­κι­σμέ­νο και ήλθα­με να σε επι­σκε­φθού­με; 40 Τότε θα τους απο­κρι­θεί ο βασι­λιάς: Αλη­θι­νά σας λέω ότι κάθε τι που κάνε­τε σ’ έναν από τους φτω­χούς αυτούς αδελ­φούς μου που φαί­νον­ται άση­μοι και πολύ μικροί, το κάνα­τε σε μένα. 41 Τότε θα πει και σε κεί­νους που θα είναι στα αρι­στε­ρά του: Εσείς που από τα έργα σας γίνα­τε κατα­ρα­μέ­νοι, φύγε­τε μακριά από μένα στο πυρ το αιώ­νιο, που έχει ετοι­μα­σθεί για το διά­βο­λο και τους αγγέ­λους του. 42 Διό­τι πεί­να­σα και δεν μου δώσα­τε να φάω, δίψα­σα και δεν μου δώσα­τε να πιώ, 43 ήμουν ξένος και δεν με περι­μα­ζέ­ψα­τε να με φιλο­ξε­νή­σε­τε, ήμουν γυμνός και δεν με ντύ­σα­τε, ήμουν άρρω­στος και μέσα στη φυλα­κή και δεν με επι­σκε­φθή­κα­τε. 44 Τότε θα του απο­κρι­θούν κι αυτοί: Κύριε, πότε σε είδα­με να πει­νάς ή να διψάς ή να είσαι ξένος ή γυμνός ή άρρω­στος ή φυλα­κι­σμέ­νος, και δεν σε υπη­ρε­τή­σα­με; 45 Τότε θα τους απο­κρι­θεί: Αλη­θι­νά σας λέω, κάθε τι που δεν κάνα­τε σ’ έναν απ’ αυτούς που ο κόσμος θεω­ρού­σε πολύ μικρούς, ούτε σε μένα το κάνα­τε. 46 Και θα οδη­γη­θούν αυτοί σε κόλα­ση που δεν θα έχει τέλος, αλλά θα είναι αιώ­νια? ενώ οι δίκαιοι θα πάνε για να απο­λαύ­σουν ζωή αιώ­νια.

31 «Ὅταν δὲἔλ­θῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που μὲ τὴ δόξα του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγε­λοι μαζί του, τότε θὰ καθή­σῃ στὸ­νἔν­δο­ξο θρό­νο του, 32 καὶ θὰ συνα­χθοῦν μπρο­στά του ὅλα τὰἔ­θνη, καὶ θὰ χωρί­σῃ τοὺς μὲν ἀπὸ τοὺς δέ, ὅπως ὁ βοσκὸς χωρί­ζει τὰ πρό­βα­τα ἀπὸ τὰ γίδια, 33 καὶ θὰ θέσῃ τὰ μὲν πρό­βα­τα στὰ δεξιά του, τὰ δὲ γίδια στὰ ἀρι­στε­ρά. 34 Τότε ὁ Βασι­λεὺς θὰ εἰπῇ σ᾽ αὐτοὺς στὰ δεξιά του: “Ἐλᾶ­τε σεῖς, οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα μου, καὶ κλη­ρο­νο­μή­σε­τε τὴ βασι­λεία, ποὺ­ἔ­χει ἑτοι­μα­σθῆ γιὰ σᾶς ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου (τῆς δημιουρ­γί­ας). 35 Διό­τι πεί­να­σα καὶ μοῦ δώσα­τε νὰ φάγω, δίψα­σα καὶ μὲ ποτί­σα­τε, ξένος õθε­λε νὰ τὴν δια­πομ­πεύ­σῃ, σκέ­φθη­κε­μουν καὶ μὲ πήρα­τε στὸ σπί­τι σας, 36 γυμνὸς καὶ μὲ ντύ­σα­τε, ἀσθέ­νη­σα καὶ μὲ ἐπι­σκε­φθή­κα­τε, õθε­λε νὰ τὴν δια­πομ­πεύ­σῃ, σκέ­φθη­κε­μουν στὴ φυλα­κὴ καὶ õθε­λε νὰ τὴν δια­πομ­πεύ­σῃ, σκέ­φθη­κελ­θα­τε νὰ μὲ ἰδῆ­τε”. 37 Τότε οἱ εὐσε­βεῖς θὰ τοῦ ἀπο­κρι­θοῦν λέγον­τας: “Κύριε, πότε σὲ εἴδα­με πει­να­σμέ­νο καὶ σὲ θρέ­ψα­με, ἢ διψα­σμέ­νο καὶ σὲ ποτί­σα­με; 38 Πότε ἐπί­σης σὲ εἴδα­με ξένο καὶ σὲ πήρα­με στὸ σπί­τι μας, ἢ γυμνὸ καὶ σὲ ντύ­σα­με; 39 Πότε πάλι σὲ εἴδα­με ἀσθε­νῆ ἢ φυλα­κι­σμέ­νο καὶ σὲ ἐπι­σκε­φθή­κα­με;”. 40 Ὁ δὲ Βασι­λεὺς θ᾽ ἀπο­κρι­θῇ καὶ θὰ τοὺς πῇ: “Ἀλη­θι­νὰ σᾶς λέγω, ἀφοῦ κάνα­τε αὐτὰ σὲ ἕνα ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς μικροὺς καὶ ἀσή­μους ἀδελ­φούς μου, σὲ μένα τὰ κάνα­τε”. 41 Τότε θὰ εἰπῇ καὶ σ᾽ ἐκεί­νους, ποὺ θὰ εἶναι στὰ ἀρι­στε­ρά: “Φύγε­τε ἀπὸ μένα σεῖς, οἱ κατα­ρα­μέ­νοι, καὶ πηγαί­νε­τε στὸ πῦρ τὸ αἰώ­νιο, ποὺ­ἔ­χει ἑτοι­μα­σθῆ γιὰ τὸ Διά­βο­λο καὶ τοὺς ἀγγέ­λους του. 42 Διό­τι πεί­να­σα καὶ δὲν μοῦ δώσα­τε νὰ φάγω, δίψα­σα καὶ δὲν μὲ ποτί­σα­τε, 43 õθε­λε νὰ τὴν δια­πομ­πεύ­σῃ, σκέ­φθη­κε­μουν ξένος καὶ δὲν μὲ πήρα­τε στὸ σπί­τι σας, γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ντύ­σα­τε, ἀσθε­νὴς καὶ φυλα­κι­σμέ­νος καὶ δὲν μ᾽ ἐπι­σκε­φθή­κα­τε”. 44 Τότε θὰ τοῦ ἀπο­κρι­θοῦν καὶ αὐτοὶ λέγον­τας: “Κύριε, πότε σὲ εἴδα­με πει­να­σμέ­νο ἢ διψα­σμέ­νο ἢ ξένο ἢ γυμνὸ ἢ ἀσθε­νῆ ἢ φυλα­κι­σμέ­νο καὶ δὲν φρον­τί­σα­με γιὰ σένα;”. 45 Θὰ ἀπο­κρι­θῇ δὲ σ᾽ αὐτοὺς λέγον­τας: “Ἀλη­θι­νὰ σᾶς λέγω, ἀφοῦ δὲν κάνα­τε αὐτὰ σὲ ἕνα ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς μικροὺς καὶ ἀσή­μους, οὔτε σὲ μένα τὰ κάνα­τε”. 46 Καὶ θὰ πᾶνε αὐτοὶ σὲ κόλα­σι αἰώ­νια, οἱ δὲ εὐσε­βεῖς σὲ ζωὴ αἰώ­νια».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

«Όταν λοι­πόν έλθει ο Υιός του ανθρώ­που με όλη τη δόξα του Πατρός Του και όλοι οι άγγε­λοι μαζί Του, τότε θα καθί­σει στον θρό­νο της δόξας Του και θα χωρί­σει τα πρό­βα­τα από τα ερί­φια και τους μεν πρώ­τους θα τους επι­δο­κι­μά­σει, διό­τι όταν πει­νού­σε τον έθρε­ψαν, όταν διψού­σε τον πότι­σαν, όταν ήταν ξένος τον περι­μά­ζε­ψαν, όταν ήταν γυμνός τον έντυ­σαν, όταν ήταν ασθε­νής τον επι­σκέ­φτη­καν και όταν βρι­σκό­ταν στη φυλα­κή πήγαν και τον είδαν, και θα δώσει τη βασι­λεία Του σε αυτούς. Τους άλλους δε οι οποί­οι έκα­ναν τα αντί­θε­τα, θα τους απο­δο­κι­μά­σει και θα τους στεί­λει στο αιώ­νιο πυρ, που είναι ετοι­μα­σμέ­νο για τον διά­βο­λο και τους αγγέ­λους του».

Την περι­κο­πή αυτή τη γλυ­κύ­τα­τη, στην οποία δεν παρα­λεί­που­με διαρ­κώς να επα­νερ­χό­μα­στε, και με την οποία, ως τελευ­ταία, πολύ ορθώς ολο­κλη­ρώ­νε­ται ο λόγος, ας την ακού­σου­με τώρα με κάθε προ­σο­χή και κατά­νυ­ξη μεγά­λη· διό­τι σ’ αυτήν γίνε­ται πολύς λόγος για τη φιλαν­θρω­πία και την ελεη­μο­σύ­νη. Για το θέμα αυτό και προ­η­γου­μέ­νως μίλη­σε γι’ αυτή με διά­φο­ρους τρό­πους, ενώ εδώ ομι­λεί σαφέ­στε­ρα και εμφαν­τι­κό­τε­ρα, καθώς δεν παρου­σιά­ζει εδώ δύο ή τρία ή πέν­τε πρό­σω­πα, αλλά ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη. Μολο­νό­τι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, και οι προ­η­γού­με­νες περι­κο­πές, οι οποί­ες ανέ­φε­ραν δύο πρό­σω­πα, δεν εννο­ού­σαν ακρι­βώς δύο μόνο, αλλά δύο κατη­γο­ρί­ες ανθρώ­πων, όσους παρα­κού­ουν στις θεί­ες εντο­λές και όσους υπα­κού­ουν.

Αλλά εδώ χρη­σι­μο­ποιεί τον λόγο πιο φρι­κώ­δη και διαυ­γή. Γι’ αυτό και δεν λέγει τη συνή­θη φρά­ση: «η Βασι­λεία ομοιά­ζει», αλλά ολο­φά­νε­ρα πλέ­ον παρου­σιά­ζει τον εαυ­τό Του, λέγον­τας «ταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ (:Όταν έρθει ο Υιός του ανθρώ­που με όλη τη δόξα Του)»[Ματθ.25,31]· διό­τι τώρα ήρθε περι­φρο­νη­μέ­νος, ήλθε μέσα σε ύβρεις και προ­σβο­λές. Τότε όμως θα κάθε­ται στον θρό­νο της δόξας Του. Και μάλι­στα μνη­μο­νεύ­ει αδιά­κο­πα τη δόξα Του. Επει­δή πλη­σί­α­ζε ο και­ρός της Σταύ­ρω­σης, η οποία εθε­ω­ρεί­το ατι­μω­τι­κή, γι’ αυτό ενι­σχύ­ει τον ακρο­α­τή και φέρ­νει μπρο­στά στα μάτια του το δικα­στή­ριο και στή­νει γύρω από αυτό ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη. Και δεν κάνει τον λόγο τρο­με­ρό μόνο με τον τρό­πο αυτό, αλλά και με το να παρου­σιά­ζει τους ουρα­νούς να αδειά­ζουν· για­τί θα είναι μαζί Του όλοι οι άγγε­λοι, λέγει, για να μαρ­τυ­ρούν πόσες υπη­ρε­σί­ες πρό­σφε­ραν σαν απε­σταλ­μέ­νοι του Δεσπό­του για τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων. Αλλά και από κάθε άπο­ψη θα προ­κα­λεί τρό­μο η ημέ­ρα τότε εκεί­νη.

Έπει­τα λέγει: «Συνα­χθή­σε­ται μπρο­σθεν ατο πάν­τα τ θνη (:Θα συνα­χθούν μπρο­στά Του όλα τα έθνη)», δηλα­δή ολό­κλη­ρο το ανθρώ­πι­νο γένος· «κα φοριε ατος π᾿ λλή­λων σπερ ποιμν φορί­ζει τ πρό­βα­τα π τν ρίφων(:και θα τους χωρί­σει τον ένα από τον άλλο, όπως ο βοσκός χωρί­ζει τα πρό­βα­τα από τα ερί­φια)»[Ματθ.25,32]· διό­τι τώρα δεν είναι χωρι­σμέ­νοι, αλλά όλοι μαζί ανα­κα­τε­μέ­νοι, ενώ τότε θα γίνει ο χωρι­σμός με κάθε ακρί­βεια. Στην αρχή λοι­πόν τους τοπο­θε­τεί χωρι­στά και τους απο­κα­λύ­πτει από τον τόπο στον οποίο τους τοπο­θε­τεί, τους δικαί­ους δηλα­δή στα δεξιά Του και τους ασε­βείς στα αρι­στε­ρά Του. Έπει­τα όμως δεί­χνει τον χαρα­κτή­ρα και τη δια­γω­γή του καθε­νός με το όνο­μα που τους δίνει: τη μια κατη­γο­ρία την ονο­μά­ζει «ερί­φια», την άλλη «πρό­βα­τα», για να δεί­ξει πόσο άκαρ­ποι είναι οι πρώ­τοι –για­τί κανέ­να όφε­λος δεν μπο­ρεί να προ­έλ­θει από τα ερί­φια- και πόσο μεγά­λη καρ­πο­φο­ρία επέ­φε­ραν κατά τη διάρ­κεια της επί­γειας ζωής τους οι άλλοι- για­τί είναι μεγά­λο το εισό­δη­μα των προ­βά­των, μαλ­λί και γάλα και μικρά, που δεν μπο­ρεί το ερί­φι να δώσει. Τα ζώα όμως, τα οποία δεν έχουν λογι­κό, είναι από τη φύση τους απο­δο­τι­κά ή μη, ενώ οι άνθρω­ποι από την ελεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­σή τους και γι’ αυτό άλλοι τιμω­ρούν­ται κι άλλοι στε­φα­νώ­νον­ται.

Και δεν τους επι­βάλ­λει τιμω­ρία νωρί­τε­ρα, παρά μέχρις ότου τους κρί­νει ως δικα­στής. Και αφού τους στή­σει απέ­ναν­τί Του, απα­ριθ­μεί τις αξιό­ποι­νες πρά­ξεις τους. Αυτοί βέβαια μιλούν με ήπιο τόνο στη φωνή τους, αλλά κανέ­να όφε­λος δεν τους απο­μέ­νει πια. Πολύ εύλο­γα, για­τί περι­φρό­νη­σαν ένα τόσο αξιο­πρό­σε­κτο πράγ­μα, για το οποίο έπρε­πε με κάθε τρό­πο να φρον­τί­ζουν. Για­τί και οι προ­φή­τες παν­τού και πάν­το­τε έλε­γαν: «λεος θέλω κα ο θυσί­αν (:Ευσπλα­χνία απέ­ναν­τι στους συναν­θρώ­πους σας θέλω και όχι τυπι­κές θυσί­ες)»[Ωσηέ, 6,6]. Και ο νομο­θέ­της σ’ αυτό [δηλα­δή στην ελεη­μο­σύ­νη] τους παρα­κι­νού­σε με κάθε τρό­πο, και με λόγια και με έργα. Και η ίδια η φύση αυτό μας υπε­δεί­κνυε.

Πρό­σε­ξε επί­σης ότι αυτοί δεν έχουν να παρου­σιά­σουν μόνο ένα και δύο καλά έργα, αλλά κανέ­να καλό έργο· διό­τι όχι μόνο δεν Του έδω­σαν τρο­φή όταν πει­νού­σε, αλλά ούτε και Τον έντυ­σαν όταν ήταν γυμνός· δεν έκα­ναν όμως ούτε το ελα­φρό­τε­ρο, μια επί­σκε­ψη δηλα­δή όταν ήταν άρρω­στος. Πρό­σε­ξε πόσο ελα­φρά καθή­κον­τα εντέλ­λε­ται. Δεν είπε: «Ήμουν στη φυλα­κή και με απο­φυ­λα­κί­σα­τε, άρρω­στος και με κάνα­τε υγιή», αλλά «με επι­σκε­φτή­κα­τε και ήρθα­τε σε μένα». Αλλά ούτε και ως προς την πεί­να ήταν βαρύ και δύσκο­λο αυτό που παράγ­γελ­νε. Δεν ζητού­σε πλού­σιο τρα­πέ­ζι, αλλά μόνο την αναγ­καία τρο­φή και μάλι­στα με τη μορ­φή ενός αξιο­λύ­πη­του ικέ­τη.

Ώστε όλα ήσαν αρκε­τά για να τους κατα­δι­κά­σουν: το εύκο­λο πράγ­μα που ζητού­σε: λίγο ψωμί· η αξιο­λύ­πη­τη όψη εκεί­νου που το ζητού­σε: ήταν φτω­χός· η συμ­πά­θεια της κοι­νής φύσης Του με αυτούς, αφού ήταν άνθρω­πος· η περι­πό­θη­τη υπό­σχε­ση : υπο­σχέ­θη­κε τη Βασι­λεία· η φοβε­ρή τιμω­ρία: απει­λού­σε με τη γέεν­να του πυρός· το αξί­ω­μα Εκεί­νου που τα δεχό­ταν: ήταν Θεός αυτός που λάμ­βα­νε την ελεη­μο­σύ­νη, μέσω των φτω­χών· η υπερ­βο­λι­κή τιμή: έκρι­νε ότι άξι­ζε να ταπει­νω­θεί τόσο· το δίκαιο της χορη­γή­σε­ως: έπαιρ­νε από τα δικά Του.

Απέ­ναν­τι σε όλα αυτά, η φιλαρ­γυ­ρία έκα­με τυφλά καθ’ ολο­κλη­ρί­αν τα θύμα­τά της και αυτό ενώ επι­κρε­μό­ταν τόσο μεγά­λη απει­λή. Για­τί και πιο πάνω λέγει ότι αυτοί που δε δέχον­ται να βοη­θή­σουν όσους έχουν ανάγ­κη, θα πάθουν χει­ρό­τε­ρα από τους κατοί­κους των Σοδό­μων[βλ.Ματθ.10,15: «μν λέγω μν, νεκτό­τε­ρον σται γ Σοδό­μων κα Γομόῤῥας ν μέρ κρί­σε­ως τ πόλει κείν(:Σας δια­βε­βαιώ­νω ότι περισ­σό­τε­ρο επιει­κής θα είναι η τιμω­ρία, κατά τη μεγά­λη εκεί­νη ημέ­ρα της κρί­σε­ως, για τους κατοί­κους της χώρας των Σοδό­μων και Γομόρ­ρας, παρά για τους κατοί­κους της πόλε­ως εκεί­νης, που αρνή­θη­κε να σας δεχθεί)»].

Και εδώ επα­να­λαμ­βά­νει: «φ᾿ σον οκ ποι­ή­σα­τε ν τού­των τν λαχί­στων, οδ μο ποι­ή­σα­τε(:Αλη­θι­νά σας λέω, καθε­τί που δεν κάνα­τε σ’ έναν απ’ αυτούς που ο κόσμος θεω­ρού­σε πολύ μικρούς, ούτε σε μένα το κάνα­τε)». Τους ονο­μά­ζει «αδελ­φούς Του»; Και πώς τους απο­κα­λεί «λαχί­στους»; Γι’ αυτό ακρι­βώς είναι αδελ­φοί του Κυρί­ου Ιησού Χρι­στού, επει­δή είναι ταπει­νοί, επει­δή είναι φτω­χοί, επει­δή είναι περι­φρο­νη­μέ­νοι. Διό­τι αυτούς κατε­ξο­χήν τους ανθρώ­πους καλεί να τους κάμει αδελ­φούς Του, τους αφα­νείς, τους ευκο­λο­κα­τα­φρό­νη­τους· δεν εννο­εί εδώ μόνο τους μονα­χούς και όσους έχουν κατα­φύ­γει στα βου­νά ως ασκη­τές, αλλά κάθε πιστό. Έστω κι αν είναι κοσμι­κός· εφό­σον όμως είναι πει­να­σμέ­νος και νηστι­κός και γυμνός και ξένος, ο Κύριος επι­θυ­μεί να απο­λαύ­σει ένας τέτοιος στε­ρη­μέ­νος άνθρω­πος όλη τη φρον­τί­δα μας· διό­τι αδελ­φό μας τον κάνει το βάπτι­σμα και η κοι­νω­νία των θεί­ων μυστη­ρί­ων.

Έπει­τα, για να δεις και από άλλη πλευ­ρά το δίκαιον της απο­φά­σε­ως, προ­η­γου­μέ­νως εκεί­νους επαι­νεί, αυτούς που έχουν κατορ­θώ­σει τα αγα­θά έργα και λέει: «∆εῦτε, οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι τοῦ Πατρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τὴν ἡτοι­μα­σμέ­νην ὑμῖν βασι­λεί­αν πρὸ κατα­βο­λῆς κόσμου. Ἐπεί­να­σα γὰρ, καὶ ἐδώ­κα­τέ μοι φαγεῖν(:Ελά­τε σεις οι ευλο­γη­μέ­νοι του Πατρός μου και κλη­ρο­νο­μεί­στε την βασι­λεία των ουρα­νών, η οποία έχει ετοι­μα­στεί για σας από τότε που θεμε­λιω­νό­ταν ο κόσμος. Διό­τι πεί­να­σα και μου δώσα­τε να φάω…)», και όλα τα παρα­κά­τω.

Για να μην ισχυ­ρί­ζον­ται ότι τάχα «δεν είχα­με για να ελε­ή­σου­με», τους κατα­δι­κά­ζει μετά από σύγ­κρι­ση με τους συναν­θρώ­πους τους· όπως ακρι­βώς κατα­δί­κα­σε τις μωρές και αμε­λείς παρ­θέ­νες κατό­πιν συγ­κρί­σε­ως με τις άλλες, τις φρό­νι­μες και συνε­τές παρθένες(Ματθ.25,1–13),και τον δού­λο που μεθού­σε και έτρω­γε σε υπερ­βο­λι­κό βαθ­μό εν συγ­κρί­σει με τον πιστό δούλο(Ματθ.24,45–51), και αυτόν που έκρυ­ψε το τάλαν­το, εν αντι­θέ­σει με εκεί­νον που πρό­σφε­ρε δύο τάλαν­τα (Ματθ. 25,14–30) και τον καθέ­να που αμαρ­τά­νει συγ­κρι­τι­κά προς όσους έχουν επι­τύ­χει να κάνουν θεά­ρε­στα έργα.

Και άλλο­τε η σύγ­κρι­ση αυτή γίνε­ται μετα­ξύ ίσων, όπως στην περί­πτω­ση αυτή και των παρ­θέ­νων, άλλο­τε πάλι είναι γίνε­ται από το περίσ­σευ­μα, όπως όταν λέει: «νδρες Νινευται ναστή­σον­ται ν τ κρί­σει μετ τς γενες ταύ­της κα κατα­κρι­νοσιν ατήν, τι μετε­νόη­σαν ες τ κήρυγ­μα ων, κα δο πλεον ων δε. βασί­λισ­σα νότου γερ­θή­σε­ται ν τ κρί­σει μετ τς γενες ταύ­της κα κατα­κρι­νε ατήν, τι λθεν κ τν περά­των τς γς κοσαι τν σοφί­αν Σολομνος, κα δο πλεον Σολομνος δε(:Οι Νινευί­τες θα ανα­στη­θούν στην τελι­κή κρί­ση μαζί με τη γενιά αυτή και θα την κατα­κρί­νουν· διό­τι εκεί­νοι, αν και ήταν αλλο­ε­θνείς και ειδω­λο­λά­τρες, μετα­νόη­σαν στο κήρυγ­μα του Ιωνά, ο οποί­ος ήταν ξένος και δεν έκα­νε κανέ­να θαύ­μα σε αυτούς. Και να, εδώ πολύ περισ­σό­τε­ρα συν­τε­λούν στο να γίνει δεκτό το δικό Μου κήρυγ­μα από όσα συν­τε­λούν στο κήρυγ­μα του Ιωνά· διό­τι πριν από Εμέ­να οι προ­φή­τες σάς γνω­στο­ποί­η­σαν τον αλη­θι­νό Θεό και σας προ­α­νήγ­γει­λαν την έλευ­σή μου˙ κι εγώ τόσο και­ρό σας κηρύτ­τω και σας απο­δει­κνύω με θαύ­μα­τα κατα­πλη­κτι­κά ότι δεν είμαι απλός προ­φή­της. Η βασί­λισ­σα της νοτιο­δυ­τι­κής Αρα­βί­ας, της χώρας Σαβά, θα ανα­στη­θεί την ώρα της τελι­κής κρί­σε­ως μαζί με τη γενιά αυτή και θα την κατα­κρί­νει. Διό­τι η βασί­λισ­σα αυτή ήλθε από την άκρη του κόσμου για να ακού­σει τη σοφία του Σολο­μών­τος, ενώ ήταν γυναί­κα και δεν γνώ­ρι­ζε τον αλη­θι­νό Θεό. Και να, εδώ πρό­κει­ται για κάτι ανώ­τε­ρο από τον Σολο­μών­τα, αφού εγώ δεν είμαι απλώς σοφός, όπως ήταν εκεί­νος, αλλά είμαι η ίδια η ενσάρ­κω­ση της Θεί­ας Σοφί­ας)» [Ματθ. 12,41–42].

Και πάλι για τη σύγ­κρι­ση μετα­ξύ ίσων, λέγει: «Δι τοτο ατο κρι­τα σον­ται μν(:Γι’ αυτό εκεί­νοι τους οποί­ους δεν κατη­γο­ρεί­τε, αλλά αφή­νε­τε ελεύ­θε­ρα να εξορ­κί­ζουν, θα είναι δικα­στές, οι οποί­οι θα κατα­δι­κά­σουν την υπο­κρι­σία και το φθό­νο σας)»[Ματθ.12,27]· ενώ για τη σύγ­κρι­ση από το ανώ­τε­ρο, λέγει: «Οκ οδατε τι γγέ­λους κρι­νομεν; μήτι­γε βιω­τι­κά;(:Δεν γνω­ρί­ζε­τε, ότι εμείς οι πιστοί θα δικά­σου­με και αυτούς ακό­μα τους πονη­ρούς αγγέ­λους που έπε­σαν, τον διά­βο­λο και τα πονη­ρά πνεύ­μα­τα; Και δεν είμα­στε, λοι­πόν, ικα­νοί να δια­κρί­νου­με και να απο­δώ­σου­με το δίκαιο σε υπο­θέ­σεις που σχε­τί­ζον­ται με την επί­γειο ζωή μας;)»[Α΄Κορ.6,3].

Και σε αυτήν την περι­κο­πή βέβαια η σύγ­κρι­ση γίνε­ται μετα­ξύ ίσων, διό­τι συγ­κρί­νει πλού­σιους με πλού­σιους, και φτω­χούς με φτω­χούς. Απο­δει­κνύ­ει επί­σης ότι η κατα­δι­κα­στι­κή από­φα­ση εκδί­δε­ται δικαί­ως όχι μόνο από αυτό, από το ότι δηλα­δή οι συνάν­θρω­ποί τους το έχουν κατορ­θώ­σει αυτό, αν και ήσαν στην ίδια κατά­στα­ση, αλλά και από το ότι δεν υπά­κου­σαν ούτε σε αυτά, στα οποία η φτώ­χεια δεν ήταν καθό­λου εμπό­διο· όπως, για παρά­δειγ­μα, το να δώσουν νερό στον διψα­σμέ­νο, να δουν τον φυλα­κι­σμέ­νο, να επι­σκε­φθούν τον άρρω­στο.

Αφού λοι­πόν έπλε­ξε το εγκώ­μιο των δικαί­ων, δεί­χνει πόσο η αγά­πη και η στορ­γή Του γι’ αυτούς προ­ερ­χό­ταν από ψηλά. «Ελά­τε», τους λέει, «οι ευλο­γη­μέ­νοι από τον Πατέ­ρα μου, κλη­ρο­νο­μή­σε­τε την βασι­λεία που είναι ετοι­μα­σμέ­νη για σας από τον και­ρό της δημιουρ­γί­ας του κόσμου». Με πόσα αγα­θά είναι ισά­ξιος ο χαρα­κτη­ρι­σμός αυτός, ότι είναι ευλο­γη­μέ­νοι και μάλι­στα ευλο­γη­μέ­νοι από τον Πατέ­ρα! Και από πού αξιώ­θη­καν τόσο μεγά­λη τιμή; «Πεί­να­σα και μου δώσα­τε φαγη­τό, δίψα­σα και μου δώσα­τε νερό» και τα εξής. Πόση τιμή και πόση μακα­ριό­τη­τα δεν αξί­ζουν αυτά τα λόγια; Και δεν τους είπε: «πάρε­τε», αλλά «κλη­ρο­νο­μή­στε», ως οικεία, ως πατρι­κά, ως δικά σας, ως οφει­λό­με­να σε σας από τον ουρα­νό. «Προ­τού γεν­νη­θεί­τε εσείς», λέγει, «αυτά είχαν ετοι­μα­στεί και ευπρε­πι­στεί για χάρη σας, επει­δή γνώ­ρι­ζα ότι θα είστε τέτοιοι δίκαιοι και αγα­θοί άνθρω­ποι». Και σαν αμοι­βή ποιων πρά­ξε­ων λαμ­βά­νουν τόσα αγα­θά; Είναι αμοι­βή παρο­χής φιλο­ξε­νί­ας, ενδύ­μα­τος, ψωμιού, νερού δρο­σε­ρού, επι­σκέ­ψε­ως, εισό­δου στη φυλα­κή. Ό,τι δηλα­δή ήταν αναγ­καίο σε κάθε περί­στα­ση. Υπάρ­χουν επί­σης και περι­πτώ­σεις, κατά τις οποί­ες ούτε ανάγ­κη δεν υπήρ­χε· διό­τι βέβαια, όπως είπα, ο φυλα­κι­σμέ­νος και ο ταλαι­πω­ρη­μέ­νος από την αρρώ­στιά του και δεν επι­ζη­τεί αυτό μονά­χα, αλλά ο ένας να απο­φυ­λα­κι­σθεί και ο άλλος να απαλ­λα­γεί από την ασθέ­νειά του. Αλλά Εκεί­νος, επει­δή είναι πρά­ος και συγ­κα­τα­βα­τι­κός, ζητεί μόνο όσα έχου­με τη δυνα­τό­τη­τα να πρά­ξου­με· ή μάλ­λον και λιγό­τε­ρα από όσα μπο­ρού­με να υλο­ποι­ή­σου­με, αφή­νον­τας σε εμάς να φιλο­τι­μη­θού­με για περισ­σό­τε­ρα.

Στους άλλους, όμως, λέγει: «Πορεύ­ε­σθε π᾿ μο ο κατη­ρα­μέ­νοι(:Φύγε­τε μακριά από εμέ­να εσείς που από τα έργα σας γίνα­τε κατα­ρα­μέ­νοι)»- όχι βέβαια από τον Πατέ­ρα· διό­τι δεν τους κατα­ρά­στη­κε Εκεί­νος, αλλά τα ίδια τους τα έργα- «ες τ πρ τ αώνιον τ τοι­μα­σμέ­νον τ δια­βόλ κα τος γγέ­λοις ατο(:στο πυρ το αιώ­νιο, που έχει ετοι­μα­σθεί για το διά­βο­λο και τους αγγέ­λους του)»· καθώς όταν μιλού­σε για τη Βασι­λεία, λέγον­τας: «Δετε ο ελογη­μέ­νοι το πατρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε την βασι­λεί­αν»(: Ελά­τε εσείς που είστε ευλο­γη­μέ­νοι από τον Πατέ­ρα μου, κλη­ρο­νο­μή­στε τη βασι­λεία)», πρό­σθε­σε: «τν τοι­μα­σμέ­νην μν π κατα­βολς κόσμου (:που έχει ετοι­μα­στεί για σας από τότε που θεμε­λιω­νό­ταν ο κόσμος)». Όταν όμως ομι­λεί περί του πυρός δεν λέγει το ίδιο, αλλά «τ τοι­μα­σμέ­νον τ δια­βόλ κα τος γγέ­λοις ατο(:που έχει ετοι­μα­στεί για τον διά­βο­λο και τους πονη­ρούς αγγέ­λους του)». «Επει­δή όμως εσείς οι ίδιοι περιε­λά­βα­τε μέσα σ’ αυτό το αιώ­νιο πυρ και τους εαυ­τούς σας με τις επι­λο­γές που κάνα­τε κατά τη διάρ­κεια της ζωής σας, εσείς φέρε­τε όλη την ευθύ­νη που θα βρε­θεί­τε εκεί και τον εαυ­τό σας να κατη­γο­ρεί­τε».

Όχι μόνο μάλι­στα με αυτά, αλλά και με όσα λέγει παρα­κά­τω, σαν να απο­λο­γεί­ται τρό­πον τινά σε αυτούς, εκθέ­τει και τις αιτί­ες, «διό­τι πεί­να­σα και δεν μου δώσα­τε να φάω» και τα εξής· διό­τι έστω και αν ήταν εχθρός που προ­σήλ­θε και ζητού­σε βοή­θεια, δεν θα ήταν αρκε­τά τα παθή­μα­τά του, η πεί­να, το ψύχος, τα δεσμά, η γύμνια, η αρρώ­στια, το γεγο­νός ότι περι­πλα­νιέ­ται άστε­γος παν­τού, να κινή­σουν σε οίκτο και να λυγί­σουν αυτόν τον άσπλα­χνο άνθρω­πο; Διό­τι αυτά είναι σε θέση και την έχθρα να στα­μα­τή­σουν. «Αλλ’ όμως εσείς ούτε στον φίλο δεν κάνα­τε αυτά, ο οποί­ος και φίλος ήταν, αλλά και ευερ­γέ­της και Κύριος». Και σκύ­λο εάν δού­με να πει­νά­ει, πολ­λές φορές λυγί­ζου­με και τον ταΐ­ζου­με· και άγριο ζώο ακό­μα εάν δού­με, πάλι καμ­πτό­μα­στε· εσύ λοι­πόν βλέ­πον­τας τον Δεσπό­τη δεν κάμ­πτε­σαι; Και πώς να θεω­ρούν­ται αυτά άξια για απο­λο­γία;

Διό­τι, εάν ήταν μόνο του αυτό το καλό που θα έκα­νες, δεν θα ήταν αρκε­τό για ανά­λο­γη αντα­μοι­βή; Και δεν ανα­φέ­ρω και το να ακού­σεις μια τέτοια φωνή μπρο­στά σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη από Εκεί­νον που κάθε­ται στον θρό­νο του Πατρός Του και να κερ­δί­σεις την Βασι­λεία· αυτό όμως το ίδιο το γεγο­νός ότι εργά­στη­κες τόσες καλές πρά­ξεις δεν είναι αρκε­τό για αντα­μοι­βή; Τώρα λοι­πόν και ενώ είναι παρού­σα όλη η οικού­με­νη και ενώ απο­κα­λύ­πτε­ται η απόρ­ρη­τη εκεί­νη Δόξα, σε ανα­κη­ρύσ­σει και σε στε­φα­νώ­νει και σε ανα­γνω­ρί­ζει ως τον κατε­ξο­χήν τρο­φέα και ξενο­δό­χο· και δεν ντρέ­πε­ται όταν τα λέγει αυτά, για να σου κάνει λαμ­πρό­τε­ρο το στε­φά­νι σου. Για τον λόγο λοι­πόν αυτόν και από τη μία πλευ­ρά, οι σκλη­ρό­καρ­δοι και ανε­λε­ή­μο­νες δικαί­ως τιμω­ρούν­ται και, από την άλλη, οι φιλάν­θρω­ποι και ελε­ή­μο­νες στε­φα­νώ­νον­ται κατά χάριν· διό­τι και αν ακό­μη έχουν δια­πρά­ξει ανα­ρίθ­μη­τα καλά, πάλι κατά χάριν γίνε­ται η τιμη­τι­κή διά­κρι­ση, αφού αντί τόσο μικρών και ευτε­λών πραγ­μά­των, τους παρέ­χε­ται τόσος ουρα­νός και βασι­λεία και τέτοια μεγά­λη τιμή.

Τα αιώ­νια λοι­πόν αγα­θά είθε να απο­κτή­σου­με με αυτόν τον τρό­πο και εμείς, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δοξο­λο­γία και η δύνα­μη στους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047–64/In%20Matthaeum.pdf, σελ. 481–486

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΟΘ΄(επιλεγμένα απο­σπά­σμα­τα), πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 12, σελί­δες 104–117.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 69, σελ. 28–35.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Οἱ ἐλά­χι­στοι ἀδελ­φοί)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο λάχι­στοι δελ­φοί»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 18–2‑1996]

(Β 330)

Το βιβλί­ον της Παλαιάς Δια­θή­κης, αγα­πη­τοί μου, που λέγε­ται «κκλη­σια­στής», τελειώ­νει με τη φρά­ση: «τι σύμ­παν τ ποί­η­μα Θες ξει ν κρί­σει, ν παντ παρε­ω­ρα­μέν, ἐὰν γαθν κα ἐὰν πονη­ρόν». Δηλα­δή: «Ο Θεός, ολό­κλη­ρον τον άνθρω­πο, τον όλον άνθρω­πον, ‘’σύμ­παν τό ποί­η­μα’’, δηλα­δή τόσο με την ψυχή του, όσο και με το σώμα του, θα οδη­γή­σει εις την κρί­σιν και οτι­δή­πο­τε είναι, αγα­θόν ή πονη­ρόν, όσο και αν είναι κρυμ­μέ­νο και παρε­ω­ρα­μέ­νο», όπως λέγει εδώ, δηλα­δή κάπου κρυμ­μέ­νο, «κάπου σε ένα περι­θώ­ριο, θα το βγά­λει στο φανε­ρόν». «Σύμ­παν τό ποί­η­μα». Ολό­κλη­ρο τον άνθρω­πο. Τόσο με την ψυχή του, όσο και με το σώμα του. Και επι­μέ­νω εις αυτό. Ο όλος λοι­πόν άνθρω­πος θα οδη­γη­θεί εις την κρί­σιν. Εξάλ­λου, αφού θα γίνει ανά­στα­σις νεκρών, θα κρι­θού­με μετά την ανά­στα­ση των νεκρών, αφού φυσι­κά θα έχο­με πάρει τα και­νού­ρια μας σώμα­τα· εννο­εί­ται τα παλαιά μας σώμα­τα ανα­και­νι­σμέ­να. Ό,τι και αν διέ­πρα­ξε ο άνθρω­πος, ξεχα­σμέ­νο, μικρό, παρα­θε­ω­ρη­μέ­νο, είτε αυτό είναι αγα­θόν, είτε αυτό είναι κακόν. Λέγει ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων ότι: «Ενή­στευ­σες; Θα σου λογα­ρια­στεί. Δεν ενή­στευ­σες; Θα σου λογα­ρια­στεί». Οτι­δή­πο­τε. Ο πιο μικρός λόγος. Ο ίδιος ο Κύριος δεν μας είπε: «Σας βεβαιώ­νω ότι θα δώσε­τε λόγον δια πάν­τα αργόν λόγον». Και «αργός λόγος» είναι επι­τρέ­ψα­τέ μου, οι σαχλα­μά­ρες. Καθό­μα­στε και λέμε σαχλα­μά­ρες και περ­νά­ει η ώρα κ.λπ. Αυτά λέγον­ται «αργός λόγος». Και λέει ο Κύριος: «… και γι’ αυτά θα δώσου­με λόγο».

Και πράγ­μα­τι· ότι θα κρι­θεί ο όλος άνθρω­πος, μας το πλη­ρο­φο­ρεί και ο Παύ­λος. Λέει στη Β΄προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του: «Τούς γάρ πάν­τας μς φανε­ρωθναι δε (: Όλοι πρέ­πει να φανε­ρω­θού­με, να στα­θού­με) μπρο­σθεν το βήμα­τος το Χρι­στο, να κομί­ση­ται καστος τά διά το σώμα­τος πρός πρα­ξεν, ετε γαθόν, ετε κακόν». «Για να πάρει ο καθέ­νας την αμοι­βή του. Ό, τι διέ­πρα­ξεν με το σώμα του». Το προ­σέ­ξα­τε; Με το σώμα του. Βέβαια πολύ παρα­πά­νω με το πνεύ­μα του. Είτε αγα­θόν αυτό είναι, είτε κακόν.

Και η κρί­σις ανή­κει εις τον Χρι­στόν. Για­τί Αυτός μας εδη­μιούρ­γη­σε, ως Θεός Λόγος. Αυτός έκα­νε τον Αδάμ και την Εύα. Αυτός και τώρα μας ανα­δη­μιουρ­γεί ως Θεάν­θρω­πος. Έρχε­ται για να μας ανα­πλά­σει. Λέγει ο Ίδιος: «Οδέ γάρ Πατήρ κρί­νει οδένα, λλά τήν κρί­σιν πσαν δέδω­κε τ Υἱῷ». «Ο Πατήρ δεν κρί­νει κανέ­ναν. Όλη την κρί­σιν την έχει δώσει εις τα χέρια του Υιού». Για­τί; Εκεί­νος μας εδη­μιούρ­γη­σε, Εκεί­νος μας ανα­δη­μιουρ­γεί. Τρό­πον τινά, σαν να είναι, όπως λέγει ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων, σαν να είναι ο υπεύ­θυ­νος απέ­ναν­τι στον Πατέ­ρα, δια την πορεία του πλά­σμα­τός Του, που λέγε­ται άνθρω­πος. Και επι­πλέ­ον, ο Ίδιος ο Κύριος είπε: «δόθη μοι πσα ξου­σία ν οραν καί πί γς». Και συνε­πώς και η εξου­σία της Κρί­σε­ως.

Και πράγ­μα­τι, ακού­σα­με στη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή να λέγει ο Κύριος ότι θα επα­νέλ­θει « Υός το νθρώ­που», λέει, «ν τ δόξ ατο, καί πάν­τες ο γιοι γγε­λοι μετ΄αυτο, τότε καθί­σει πί θρό­νου δόξης ατο, καί συνα­χθή­σε­ται μπρο­σθεν ατο πάν­τα τά θνη». Όλοι οι άνθρω­ποι. Μηδε­νός εξαι­ρου­μέ­νου. Και ο Αδάμ. Και η Εύα. Άπαν­τες.

Αυτήν την εικό­να που μας δεί­χνει ο Κύριος, την είπε ήδη από τον 6ο αιώ­να ο προ­φή­της Δανι­ήλ, ευρι­σκό­με­νος αιχ­μά­λω­τος εις την Βαβυ­λώ­να. Είπε τα εξής κατα­πλη­κτι­κά, που είναι όλα κατα­πλη­κτι­κά βεβαί­ως είναι του Δανι­ήλ, αλλά εκεί στο 7ο κεφά­λαιο, είναι κάτι το…, κάτι το άλλο. Λέγει: «θεώ­ρουν (:Έβλε­πα· λέει ο Δανι­ήλ) καί παλαιός μερν κάθη­το — Και παλαιός μερν θα πει… είναι ο γέρων κατά λέξη· αλλά είναι ο μεγά­λης ηλι­κί­ας ή ακρι­βέ­στε­ρα αυτός που δεν έχει αρχήν, ο άναρ­χος-. θρό­νος ατο φλόξ πυρός (:ο θρό­νος Του ήταν πύρι­νος). Ποτα­μός πυρός ελκεν μπρο­σθεν ατο(:ποτά­μι πύρι­νο εξε­χύ­νε­το από τον θρό­νον Του). Χίλιαι χιλιά­δες λει­τούρ­γουν ατ (:Τον υπη­ρέ­τουν χίλιαι χιλιά­δες άγγε­λοι) καί μύριαι μυριά­δες παρει­στή­κε­σαν ατ (:και παρε­στέ­κον­το. ‑Αυτό που είπε ο Χρι­στός: «Θα έλθω με όλη τη δύνα­μη του ουρα­νού· δηλα­δή με όλους τους αγί­ους αγγέ­λους»). Κρι­τή­ριον, κάθι­σε καί βίβλοι νεώ­χθη­σαν (:Στή­θη­κε δικα­στή­ριον και ανοί­χτη­καν οι φάκε­λοι, βιβλία, λέει, νεώ­χθη­σαν, ανοί­χτη­καν οι ποι­νι­κοί φάκε­λοι)».

Αυτά μας λέγει ο Δανι­ήλ. Εξάλ­λου, πολ­λά σημεία της διδα­σκα­λί­ας του Κυρί­ου μας ανα­φέ­ρον­ται εις την Δευ­τέ­ρα Του Παρου­σία. Όπως και στην Κρί­σιν. Βέβαια ευγνω­μο­νού­με τον Ματ­θαί­ον ‑κατά θεί­αν πρό­νοιαν κατε­γρά­φη­σαν αυτά. Αλλά εάν δεν κατε­γρά­φον­το αυτά, έχο­με πλεί­στα πλεί­στα όσα σημεία μέσα εις την αυτήν την Και­νή Δια­θή­κη αν θέλε­τε, εκτός από την Παλαιά Δια­θή­κη, που μας ανα­φέ­ρουν την Κρί­σιν που θα κάνει ο Θεός. Επί παρα­δείγ­μα­τι, λέγει εις τον Ματ­θαί­ον, το κατα­γρά­φει ο Ματ­θαί­ος: «Περί δέ τς μέρας κεί­νης καί τς ρας» κ.τ.λ. προ­ϋ­πο­θέ­τει τον ερχο­μό του Χρι­στού. Ακό­μη είπε την παρα­βο­λή των δέκα παρ­θέ­νων. Και συμ­πε­ραί­νει: «Γρη­γο­ρετε ον (:Μένε­τε λοι­πόν ξύπνιοι, πνευ­μα­τι­κά ξύπνιοι) τι οκ οδατε τήν μέραν (:δεν γνω­ρί­ζε­τε την ημέ­ραν) οδέ τήν ραν ν Υός το νθρώ­που ρχε­ται(:Κατά την οποία ο υιός του ανθρώ­που έρχε­ται)». Λέγε­ται «Υός το νθρώ­που» είναι εβραϊ­σμός, σημαί­νει άνθρω­πος. Και σημαί­νει ότι πήρε την ανθρω­πί­νη φύση εκα­τό τοις εκα­τό. Είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρω­πος.

Αν θέλε­τε ακό­μα, εις την παρα­βο­λή των ταλάν­των. «Μετά δέ πολύν χρό­νον -αφού μοί­ρα­σε τα τάλαν­τα- ρχε­ται κύριος τν δού­λων κεί­νων (:έρχε­ται) καί συναί­ρει μετ’ ατν λόγον(:και λογα­ριά­ζε­ται μαζί τους)». Όλα δεί­χνουν την κρί­σιν. Όλη λοι­πόν η Και­νή Δια­θή­κη κινεί­ται στον άξο­να της πρώ­της και της δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας του Χρι­στού. Ο Χρι­στός θα ξανάρ­θει. Και θα κρί­νει τον κόσμον. Απο­τε­λεί δε αυτό, δόγ­μα πίστε­ως, θεμε­λιώ­δες δόγ­μα πίστε­ως. «Καί πάλι ρχό­με­νον μετά δόξης ‑λέμε στο Πιστεύω- κρναι ζντας καί νεκρούς». «Να κρί­νει και ζων­τα­νούς, δηλα­δή τους υπάρ­χον­τας τότε, και τους κεκοι­μη­μέ­νους που θα ανα­στη­θούν».

Ας δού­με όμως κάτι από το περιε­χό­με­νον του Κρι­τη­ρί­ου. Λέγει εις τους «δικαί­ους», εις τους ευσε­βείς. «Δίκαιος» είναι μία ονο­μα­σία του αγί­ου, που ανα­φέ­ρε­ται κυριό­τα­τα εις την Παλαιά Δια­θή­κη: «πεί­να­σα γάρ καί δώκα­τέ μοΙ φαγεν, δίψη­σα καί ποτί­σα­τέ μοί, ξένος μην καί συνη­γά­γε­τέ με» κ.λπ. «Ήμου­να πει­να­σμέ­νος, μου δώσα­τε να φάω, ήμουν διψα­σμέ­νος, μου δώσα­τε να πιω, ήμου­να ξένος και με μαζέ­ψα­τε, κ.ο.κ. Ήμουν ασθε­νής, ήμουν ν φυλακ» κ.λπ. Ανα­φέ­ρε­ται δηλα­δή εδώ, βλέ­πο­με, εις την αντί­λη­ψιν του πλη­σί­ον. Κατά πόσο έχε­τε γίνει αντι­λή­πτο­ρες του πλη­σί­ον. Κατά πόσο τον αντι­λη­φθή­κα­τε τον πλαϊ­νό σας. Και του συμ­πα­ρα­στα­θή­κα­τε. Και μάλι­στα ανα­φέ­ρε­ται ο Κύριος σε κατώ­τε­ρα ή, καλύ­τε­ρα, σε απλοϊ­κό­τε­ρα επί­πε­δα ελεη­μο­σύ­νης. Τι απλού­στε­ρον; Πει­νά­ει κάποιος και του δίνο­με ένα κομ­μά­τι ψωμί. Ή, διψά­ει και του δίνο­με ένα ποτή­ρι νερό. Θυμη­θεί­τε εκεί­νο που είπε ο Κύριος ότι: «Σας βεβαιώ­νω, ένα ποτή­ρι νερό που θα δώσε­τε εις το όνο­μά μου ‑το υπο­γραμ­μί­ζω· κάτι θα πού­με παρα­κά­τω- θα έχε­τε τον μισθό σας». Άλλος Ευαγ­γε­λι­στής: «Ποτή­ριον νεα­ρο ‑δηλα­δή φρέ­σκο νερό- δατος». «Νεαροῦ ὕδατος» … Έφυ­γε το «δωρ», έμει­νε το «νεα­ρόν», συγ­κό­πη­κε αυτό και έγι­νε «νερό». Δηλα­δή το νερό δεν είναι ουσια­στι­κό· είναι επί­θε­το. Είναι ουσια­στι­κο­ποι­η­μέ­νο επί­θε­το. Λοι­πόν. Για­τί λέει «φρέ­σκο νερό»; Μη βαρε­θείς να πας στο πηγά­δι να αντλή­σεις, δρο­σε­ρό νερό να δώσεις στον άλλον. Όχι από τη βρύ­ση της κου­ζί­νας που είναι ζεστό, άμα είναι καλο­καί­ρι. Δηλα­δή να το δώσεις με την καρ­διά σου. «Βεβαιώ­νω», λέει ο Κύριος, «θα έχεις τον μισθό σου». Και τού­το για­τί ο Κύριος ξεκι­νά σαν εύκο­λη δυνα­τό­τη­τα για όλους να προ­σφέ­ρουν την ελεη­μο­σύ­νη τους. Εύκο­λη δυνα­τό­τη­τα. Δεν μπο­ρείς να δώσεις ένα ποτή­ρι νερό; Μπο­ρείς να πεις ότι ο Κύριος σου είπε να δώσεις στους φτω­χούς, στον κάθε φτω­χό από ένα εκα­τομ­μύ­ριο δραχ­μές; «Κύριε, δεν έχω». Θα σου ζητή­σει ο Κύριος να θερα­πεύ­σεις τους ασθε­νείς; «Κύριε, δεν έχω το χάρι­σμα αυτό». Αλλά τι σου λέει; «Με επι­σκε­φθή­κα­τε». Δεν έχεις τίπο­τα να ξοδέ­ψεις, όταν επι­σκε­φθείς τον ασθε­νή· κ.ο.κ. Δηλα­δή παίρ­νει την πιο απλή μορ­φή ελεη­μο­σύ­νης που θα εκδη­λώ­σεις την αγά­πη σου εις τον συνάν­θρω­πο.

Ψάχνο­με να βρού­με την πίστη σε αυτά τα λόγια που είπε ο Χρι­στός. Ψάχνο­με. Δεν μίλη­σε τίπο­τα για την πίστη. Αλλά μίλη­σε για την αγά­πη στη μορ­φή της ελεη­μο­σύ­νης και αυτή, όπως σας είπα και το ξανα­εί­πα, σε μία κατώ­τε­ρη μορ­φή. Στοι­χειώ­δη δηλα­δή μορ­φή. Απλοϊ­κή μορ­φή. Ψάχνο­με λοι­πόν να βρού­με την πίστη αλλά δεν τη βρί­σκο­με. Δεν γίνε­ται λόγος γι’ αυτήν. Δηλα­δή η πίστις δεν θα είναι στοι­χεί­ον που θα κρι­θεί; Η πίστις είναι σπου­δαιο­τά­τη. Αφού ο ληστής με την πίστη… ‑για­τί τι είπε ο ληστής; «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ν τ βασι­λεί Σου». «Είσαι ο Υιός του Θεού. Θυμή­σου με»- αυθη­με­ρόν εκέρ­δι­σε τον Παρά­δει­σον. Ο ληστής δεν έκα­νε κανέ­να έργον επί του σταυ­ρού. Έδει­ξε μόνον πίστη. Δεν ανα­φέ­ρε­ται η πίστις, για­τί προ­ϋ­πο­τί­θε­ται. Γι΄αυτό όταν ο Από­στο­λος λέει: «Πίστις, λπίς, γάπη». Η ελπί­δα προ­ϋ­πο­θέ­τει την πίστιν. Για­τί τι είναι η ελπί­δα; Είναι τονι­σμέ­νη πίστις. Και η αγά­πη προ­ϋ­πο­θέ­τει και την ελπί­δα και την πίστη. Έτσι, στην έκπλη­ξη των ακουόν­των αυτά που ο Κύριος είπε: «Δετε ο ελογη­μέ­νοι το Πατρός μου, διό­τι … έτσι κι έτσι, ήμουν πει­να­σμέ­νος, διψα­σμέ­νος» κ.τ.λ. στην έκπλη­ξή τους, ο Κύριος προ­σθέ­τει: «μήν λέγω μν (:Σας βεβαιώ­νω) φόσον ποι­ή­σα­τε νί τού­των τν δελφν μου τν λαχί­στων, μοί ποί­η­σα­τε». «Εφό­σον», λέει, «προ­σφέ­ρα­τε αυτά στ’ αδέλ­φια μου τα ελά­χι­στα, σε μένα τα προ­σφέ­ρα­τε». Αυτή είναι η έκπλη­ξις. Τι; Ταυ­τί­ζει ο Κύριος τον εαυ­τόν Του με τον κάθε άνθρω­πον. Δεν είναι απλώς η αγά­πη προς τον πλη­σί­ον. Αλλά είναι η αγά­πη εν ονό­μα­τι του Χρι­στού προς τον πλη­σί­ον. Να το ξανα­πώ: Εν ονό­μα­τι του Χρι­στού προς τον πλη­σί­ον. Για­τί αυτό απο­κα­λύ­πτει την πίστη στον Χρι­στό. Να πού είναι κρυμ­μέ­νη η πίστις. Εκεί είναι κρυμ­μέ­νη η πίστις.

Αντί­θε­τα, ένας φιλο­σο­φι­κός ανθρω­πι­σμός, ένας αλτρουι­σμός, ένα απ’ όλα εκεί­να τα οποία λέμε, και δικαιώ­μα­τα ανθρώ­πων, δεν ξέρω τι και δεν ξέρω τι, αυτά ποτέ δεν δικαιώ­νον­ται, όταν απου­σιά­ζει ο Χρι­στός. Ένας που τρέ­χει, μέρα- νύχτα, οργώ­νει τους δρό­μους, να μαζέ­ψει χρή­μα­τα για κεί­νους, για κεί­νους κ.λπ. εάν αυτό δεν το κάνει εν ονό­μα­τι του Χρι­στού, ματαιο­πο­νεί. Για­τί η πρά­ξη του αυτή είναι μία πρά­ξη που δεν έχει τη σφρα­γί­δα της πίστε­ως. Και είναι γνω­στό ότι λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος ότι: «Πν οκ κ πίστε­ως μαρ­τία στίν». Όχι μόνο πέφτει στο κενό και δεν θα λογα­ρια­στεί εν ημέ­ρα κρί­σε­ως, αλλά είναι και αμαρ­τία· διό­τι εκεί­νο το οποί­ον ο Θεός θέλει να προ­σφέ­ρεις εν ονό­μα­τι του Χρι­στού δεν το κάνεις, αυτό είναι αμαρ­τία. Είδα­τε; Πν, οτι­δή­πο­τε, που γίνε­ται, οκ κ πίστε­ως, που δεν γίνε­ται εν ονό­μα­τι της πίστε­ως, είναι αμαρ­τία. Και ακό­μη θα πει στην προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος: «Χωρίς δέ πίστε­ως, δύνα­τον εαρεστσαι (: Είναι αδύ­να­τον να ευα­ρε­στή­σεις εις τον Θεόν, χωρίς την πίστιν) πιστεσαι γάρ δε τόν προ­σερ­χό­με­νον τ Θε τι στι (: πρώ­τα πρώ­τα πρέ­πει να πιστεύ­εις στην ύπαρ­ξη του Θεού, ότι υπάρ­χει, τι στι) καί τος κζη­τού­σιν ατόν μισθα­πο­δό­της γίνε­ται». «Κι εκεί­νοι οι οποί­οι Τον εκζη­τούν», δηλα­δή ψάχνουν να μάθουν, να ζήσουν κάτι βαθύ­τε­ρο και βαθύ­τε­ρο από τον Θεό. Να θεώ­νον­ται διαρ­κώς. «Γίνε­ται εις αυτούς μισθα­πο­δό­της». Εις αυτούς θα πει: «Δετε ο ελογη­μέ­νοι το Πατρός μου» κ.λπ. Ώστε η αγά­πη από φιλάν­θρω­πα αισθή­μα­τα ή φιλο­σο­φι­κή διά­θε­ση- προ­σέ­ξα­τε, μη χάσο­με τον μισθό μας- πέφτει στο κενό. Δεν έχει αξία. Δεν αντέ­χει στην αιω­νιό­τη­τα. Είναι εκεί­νο που λένε…: «Κάνε μια καλή πρά­ξη κάθε μέρα». Το λένε και οι Πρό­σκο­ποι και δεν ξέρω ποιοι άλλοι. Εν ονό­μα­τι τίνος; «Εν ονό­μα­τι του εαυ­τού μου», θα σου απαν­τή­σουν. «Για να νιώ­σω καλύ­τε­ρα. Να νιώ­σω καλύ­τε­ρα. Να νιώ­σω εσω­τε­ρι­κά ότι είμαι άνθρω­πος». Δεν έχει αξία. Σαφώς δεν έχει αξία.

Αλλά και η γενι­κο­τέ­ρα ηθι­κή μοιά­ζει να λεί­πει από το Κρι­τή­ριον που στή­νε­ται, από το περιε­χό­με­νον του Κρι­τη­ρί­ου που στή­νε­ται στα έσχα­τα, την ημέ­ρα τη μεγά­λη εκεί­νη. Δεν λεί­πει. Διό­τι αυτός που αγα­πά, ούτε θα κλέ­ψει, ούτε θα φονεύ­σει, ούτε θα αδι­κή­σει, ούτε θα πορ­νεύ­σει, ούτε θα μοι­χεύ­σει. Παίρ­νω τις εντο­λές: «Ο κλέ­ψεις, ο ψευ­δο­μαρ­τύ­ρη­σεις, ο μοι­χεύ­σεις». Διό­τι αν αγα­πάς, θα τα κάνεις αυτά; Προ­φα­νώς όχι. Συνε­πώς περιτ­τό να τα ανα­φέ­ρει ο Κύριος. Περιέ­χον­ται μέσα εις το περιε­χό­με­νον του Κρι­τη­ρί­ου. Και όλα αυτά για­τί; Για­τί η αγά­πη είναι το πλή­ρω­μα, το γέμι­σμα του Νόμου. Γι΄αυτό και οι δύο εντο­λές της αγά­πης στον Θεό και της αγά­πης στον πλη­σί­ον, περιέ­χουν τα πάν­τα. Είπα: της αγά­πης στον Θεό και της αγά­πης στον πλη­σί­ον. Ναι. Για­τί η δευ­τέ­ρα, η αγά­πη προς τον πλη­σί­ον, έχει κρι­τή­ριο την αγά­πη την πρώ­τη, προς τον Θεό. Απλού­στα­τα, μόνη η πρώ­τη αγά­πη, εάν δεν έχεις αγά­πη στον πλη­σί­ον, μένει άκαρ­πη· αλλά και μόνη η δευ­τέ­ρα αγά­πη προς τον πλη­σί­ον, εάν δεν ξεκι­νά­ει από τον Θεό, από την αγά­πη προς τον Θεό, ξεκι­νά­ει από τον Ουμα­νι­σμόν. Και ο Ουμα­νι­σμός, ο Ανθρω­πι­σμός δεν σώζει.

Για­τί ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, απε­κά­λε­σε τους ευερ­γε­τη­θέν­τας, αυτούς που θα δώσου­με εμείς κάτι, τους απε­κά­λε­σε «δελ­φούς»; Για­τί κι Εκεί­νος έχει τον Θεόν βέβαια φύσει Πατέ­ρα, κι εμείς έχο­με τον Θεόν Πατέ­ρα κατά χάριν. Κατά το ανθρώ­πι­νον εις τον Ιησούν Χρι­στόν. Αλλά και κατά το θεί­ον, είναι Υιός του Θεού, αλλά είναι όμως ομο­ού­σιος με τον Πατέ­ρα. Κλη­ρο­νό­μος Εκεί­νος; Για­τί τα παι­διά κλη­ρο­νο­μούν τον Πατέ­ρα. Κλη­ρο­νό­μος Εκεί­νος; Κατά το ανθρώ­πι­νον, κλη­ρο­νό­μοι κι εμείς. Θέλε­τε; Όπως λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «συγ­κλη­ρο­νό­μοι κι εμείς, μαζί με Εκεί­νον». Για­τί ακό­μη είναι αδελ­φός μας, επει­δή έλα­βε την ανθρώ­πι­νη φύση. Για­τί «Ατός πρτος νεστή­θη καί γίνε­ται πρω­τό­το­κος κ τν νεκρν, ν πολ­λος δελ­φος».

Αλλά για­τί και τους αδελ­φούς τους απε­κά­λε­σε «λαχί­στους»; «λάχι­στος» θα πει «ο τιπο­τέ­νιος». Είναι οι κατά κόσμον άση­μοι άνθρω­ποι. Είναι οι περι­φρο­νη­μέ­νοι. Είναι οι περι­θω­ρια­κοί. Όχι για­τί άλλο, για­τί αυτοί οι ίδιοι αμαρ­τά­νον­τες γίνον­ται περι­θω­ρια­κοί αλλά γιατί…έντιμοι άνθρω­ποι είναι, καλοί άνθρω­ποι είναι, αλλά οι άνθρω­ποι οι υψη­λά ιστά­με­νοι, δεν τους δίνουν σημα­σία. Αυτοί που στε­ρούν­ται την κοσμι­κήν επι­φά­νειαν, την δόξα, τον πλού­το, τις κοσμι­κές προ­βο­λές και τα αξιώ­μα­τα. Αυτοί, ως περι­φρο­νη­μέ­νοι, λέγον­ται «λάχι­στοι». Δεν είναι «λάχι­στοι». Όλοι οι άνθρω­ποι είναι ίσοι. Επει­δή όλοι έχο­με το κατ’ εικό­να. Και είμε­θα όλοι άνθρω­ποι. Δεν υπάρ­χει δια­φο­ρά. Οι άνθρω­ποι δίνουν δια­βαθ­μί­σεις και δια­φο­ρές. Ο Κύριος όμως κατά τα ανθρώ­πι­να κρι­τή­ρια τοπο­θε­τεί και λέγει: «Ο δελ­φοί μου ο λάχι­στοι».

Δεν πρέ­πει ακό­μα να μας δια­φεύ­γει ότι καθε­τί που πράτ­το­με εις τον άλλον άνθρω­πον, είτε αυτό είναι καλό, είτε αυτό είναι κακό, στον Θεό απο­τεί­νε­ται. Για­τί απο­τε­λεί το πρω­τό­τυ­πό μας ο Χρι­στός. Προ­σέ­ξα­τέ το: Ο Θεός. Επί παρά­δειγ­μα­τι, βρί­ζεις τον συνάν­θρω­πό σου; «Εάν προ­σκυ­νώ την εικό­να της Πανα­γί­ας, του Χρι­στού», λέγει, δογ­μα­τι­κή θέση, «ότι η τιμή δια­βαί­νει επί το πρω­τό­τυ­πον». Προ­σκυ­νώ το ξύλον με τις μπο­γιές. Έχει το σχή­μα του προ­σώ­που του Χρι­στού. Μάλι­στα. Δια­βαί­νει, περ­νά­ει επί το πρω­τό­τυ­πον. Αλλά ζώσα εικό­να είναι ο πιστός. Γι’αυ­τό και τους θυμιά­ζο­με τους πιστούς. Είναι εικό­νες του Θεού. Θυμιά­ζο­με τις εικό­νες και μετά τις ζώσες εικό­νες που είναι οι πιστοί. Τον Επί­σκο­πο, τον ιερέα. Βγαί­νει ο διά­κο­νος, ο ιερεύς, να θυμιά­σει τον επί­σκο­πον τους πιστούς όλους. Τι σημαί­νει αυτό; Θυμιά­ζει την εικό­να του Χρι­στού. Και η τιμή δια­βαί­νει επί το πρω­τό­τυ­πον. Έτσι εδώ, ό,τι κάνεις, αν φερει­πείν του Προ­έ­δρου της Δημο­κρα­τί­ας κατε­βά­σεις την εικό­να και την ποδο­πα­τή­σεις, το πρό­σω­πό του δεν έπα­θε τίπο­τα. Είναι εκεί που είναι ο άνθρω­πος. Όμως θεω­ρεί­ται προ­σβο­λή. Κι έχεις κυρώ­σεις. Έτσι κι εδώ, εάν προ­σβά­λεις τον συνάν­θρω­πό σου, είναι προ­σβο­λή κατά του Θεού. Κι έχει κυρώ­σεις. Εάν περι­ποι­η­θείς τον συνάν­θρω­πό σου, κι αυτό έχει τις επι­πτώ­σεις του. Φθά­νει στον Θεό η τιμή αυτή.

Λοι­πόν· κάτι περισ­σό­τε­ρο: Εάν είναι ο άλλος βαπτι­σμέ­νος, δεν με συν­δέ­ει μόνο το κατ’ εικό­να, αλλά και η οντο­λο­γι­κή μου ένω­ση, ως μέλη Χρι­στού που είμε­θα όλοι. Κάτι πολύ περισ­σό­τε­ρο από το κατ’ εικό­να.

Έτσι ο Θεός, καθ’ όλο το μήκος της Αγί­ας Γρα­φής, αγα­πη­τοί, βρί­σκε­ται πίσω από τον κάθε άνθρω­πο. Λέγει η Γρα­φή ότι «εκεί­νος που ελε­εί τον φτω­χόν — είναι στην Παλαιά Δια­θή­κη- δανεί­ζει τον Θεόν». Μα πώς; Για­τί πίσω από τον φτω­χόν είναι ο Θεός. «Αυτός που παίρ­νει δια­ζύ­γιο ή πέφτει στη μοι­χεία, προ­σβάλ­λει το μεγά­λο μυστή­ριο της ενώ­σε­ως Χρι­στού και Εκκλη­σί­ας». Ή: «Αυτός που αμαρ­τά­νει με σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα, πορ­νεία, μοι­χεία κ.τ.λ. προ­σβάλ­λει το σώμα του Χρι­στού. Προ­σβάλ­λει και τον ναόν του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Για­τί το σώμα μας είναι ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Με τον Θεό δηλα­δή έχο­με μία οντο­λο­γι­κή σχέ­ση και διά­στα­ση. Οντο­λο­γι­κή. Όχι ηθι­κή. Οντο­λο­γι­κή. Όχι καθ’ ομοιό­τη­τα. Οντο­λο­γι­κή. Πραγ­μα­τι­κή. Κι αυτό φαί­νε­ται ακό­μη στη συσταύ­ρω­σή μας με τον Χρι­στόν, που θα μας δώσει και τη συνα­νά­στα­σή μας.

Αγα­πη­τοί, η Κρί­σις είναι γεγο­νός. Εξάλ­λου, καθη­με­ρι­νά κρι­νό­με­θα. Και ο απερ­χό­με­νος από τον κόσμον αυτόν, κρί­νε­ται. Με μία διά­κρι­ση. Το είπε ο Κύριος: «Ο ευσε­βής», λέει, «δεν έρχε­ται σε κρί­ση, δεν κρί­νε­ται». «Ες κρί­σιν», λέγει, «οκ ρχε­ται λλά μετα­βέ­βη­κεν κ το θανά­του ες τήν ζωήν». Ο ευσε­βής. Και προ­σθέ­τει ο Κύριος μετά την Κρί­ση: «Καί πελεύ­σον­ται οτοι ες κόλα­σιν αώνιον, ο δέ δίκαιοι ες ζωήν αώνιον». Πρέ­πει να συλ­λά­βο­με, αγα­πη­τοί, και να συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με αυτό το «αώνιον». Είναι…, είναι, είναι συγ­κλο­νι­στι­κό. Αν προ­σπα­θή­σου­με να το κατα­λά­βου­με, αυτό που δεν έχει τέλος, θα κατα­λη­φθού­με από έναν ίλιγ­γο. Όπως δεν μπο­ρού­με να συλ­λά­βου­με την έννοια του μηδε­νός. Και την έννοια του απεί­ρου. Έτσι δεν μπο­ρού­με να συλ­λά­βου­με και την έννοια του αιω­νί­ου. Μας απο­κα­λύ­πτε­ται. Και το πιστεύ­ου­με. Δεν το συλ­λαμ­βά­νο­με. Δεν μπο­ρού­με. Και είναι πραγ­μα­τι­κό­της.

Λοι­πόν, αγα­πη­τοί, ας αρχί­σο­με να ζού­με όπως ο Κύριος θέλει. Για­τί ο Κύριος «ρχε­ται κρναι ζντας καί νεκρούς». Και ακο­λου­θεί η αιω­νιό­της· είτε της Βασι­λεί­ας του Θεού, είτε της κολά­σε­ως. Ο Κύριος μάς θέλει να Του ανή­κο­με. Από μας εξαρ­τά­ται. Εμείς τι θα κάνο­με;

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_665.mp3

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ

Υπο­μνη­μα­τι­σμός στο εδά­φιο Ματθ.25,31

«ταν δ λθ υἱὸς το νθρώ­που ν τ δόξ ατο κα πάν­τες ο γιοι γγε­λοι μετ᾿ ατο, τότε καθί­σει π θρό­νου δόξης ατο(:Όταν λοι­πόν έλθει ο Υιός του ανθρώ­που με τη δόξα Του και μαζί Του όλοι οι άγιοι άγγε­λοι, τότε θα καθί­σει σε θρό­νο ένδο­ξο και λαμ­πρό)» [Ματθ.25,31].

Πώς όμως θα έρθει, πώς θα εμφα­νι­στεί; Όπως δήλω­σε ο ίδιος αλλού, λέγον­τας: «Κατότε ψον­ται τν υἱὸν το νθρώ­που ρχό­με­νον π τν νεφελν το ορανο μετ δυνά­με­ως κα δόξης πολλς(:Και θα δουν τον υιό του ανθρώ­που να έρχε­ται καθι­σμέ­νος στα σύν­νε­φα του ουρα­νού με δύνα­μη και συνο­δεία αγγέ­λων και με δόξα πολ­λή)»[Ματθ.24,30]. Θα έρθει δηλα­δή, όχι πια με ταπει­νή όψη, ούτε με τη μικρο­πρέ­πεια τη δική μας, αλλά με δόξα και δύνα­μη θεϊ­κή. Θα ακού­σεις και στα δύο ουσια­στι­κά το επί­θε­το «πολ­λή»· διό­τι με δύνα­μη πολ­λή και με δόξα πολ­λή θα κάνει τη δεύ­τε­ρη θεϊ­κή παρου­σία Του, για­τί την προ­η­γού­με­νη την έκα­νε με αδύ­να­μη και περι­φρο­νη­μέ­νη όψη, όση δηλα­δή ήταν σε θέση να δουν οι πολ­λοί. Για­τί όμως επά­νω σε σύν­νε­φο; Επει­δή έτσι εμφα­νί­ζε­ται πάν­το­τε ο Θεός: «Νέφη κα γνό­φος κύκλ ατο(:Απρό­σι­τη και ακα­τά­λη­πτη είναι η τελειό­τη­τά Του, σαν μια νεφέ­λη και γνό­φος να απλώ­νε­ται γύρω Του)»[Ψαλμ.96,2] και «δο Κύριος κάθη­ται π νεφέ­λης κού­φης(:Ιδού,ο Κύριος κάθε­ται επά­νω σε ελα­φριά ταχυ­κί­νη­τη νεφέ­λη)»[Ησ.19,1].

Και πάλι: « τιθες νέφη τν πίβα­σιν ατο(:Αυτός που επι­βαί­νει επά­νω στα νέφη σαν σε πολυ­τε­λή ταχέα άρμα­τα)»[Ψαλμ.103,3] και «κα τατα επν βλε­πόν­των ατν πήρ­θη, κα νεφέ­λη πέλα­βεν ατν π τν φθαλμν ατν(:και αφού τα είπε αυτά, ενώ εκεί­νοι Τον έβλε­παν, ανυ­ψώ­θη­κε προς τον ουρα­νό, και ένα σύν­νε­φο ολό­φω­το παρου­σιά­στη­κε σαν όχη­μα κάτω απ’ Αυτόν, Τον παρέ­λα­βε και Τον απέ­κρυ­ψε από τα μάτια τους)»[Πράξ.1,9]. Έτσι βέβαια Τον βλέ­πει και ο Δανι­ήλ [Δαν.7,13:«θεώ­ρουν ν ράμα­τι τς νυκτς κα δο μετ τν νεφελν το ορανο ς υἱὸς νθρώ­που ρχό­με­νος ν κα ως το παλαιο τν μερν φθα­σε κα νώπιον ατο προ­ση­νέ­χθη(:Έβλε­πα με προ­σο­χή σε όρα­μα της νυκτός και ιδού κάποιος, ως Υιός ανθρώ­που, ερχό­ταν επί των νεφε­λών του ουρα­νού και έφθα­σε μπρο­στά στον Παλαιό των ημε­ρών και οδη­γή­θη­κε προς Αυτόν από τους αγγέ­λους με δόξα)», έτσι λοι­πόν θα έρθει και τότε, όχι κρυ­φά, αλλά ως Θεός και Κύριος με δόξα τέτοια που ται­ριά­ζει σε Θεό, και όλα θα τα μετα­βά­λει προς το καλύ­τε­ρο. Για­τί θα ανα­στη­θούν οι νεκροί και θα απαλ­λα­γεί από τη φθο­ρά αυτό το ευά­λω­το στα πάθη σώμα και θα φορέ­σει την αθα­να­σία, την οποία θα του δώσει ο Χρι­στός, και θα κάνει όμοιας μορ­φής με το δοξα­σμέ­νο σώμα Του εκεί­νους που πιστεύ­ουν σε Αυτόν.

Γι’ αυτό και ο Ίδιος το γεγο­νός αυτό το ονο­μά­ζει απο­λύ­τρω­ση, λέγον­τας: «ρχο­μέ­νων δ τού­των γίνε­σθαι νακύ­ψα­τε κα πάρα­τε τς κεφαλς μν, διό­τι γγί­ζει πολύ­τρω­σις μν(:Όταν αρχί­σουν να γίνον­ται αυτά, εσείς, τα μέλη της Εκκλη­σί­ας μου, μη φοβη­θεί­τε, αλλά πετα­χτεί­τε επά­νω γεμά­τοι ελπί­δα˙ σηκώ­στε τα κεφά­λια σας ψηλά, που έως τότε θα είναι σκυμ­μέ­να εξαι­τί­ας των θλί­ψε­ων που θα σας έχουν βρει. Ανα­θαρ­ρή­στε, διό­τι πλη­σιά­ζει η απο­λύ­τρω­σή σας και η τέλεια απαλ­λα­γή σας από τα δει­νά της ζωής αυτής)»[Λουκ.21,28].

Για­τί, όπως αν πει κάποιος για έναν άνθρω­πο, ότι από τον πατέ­ρα του πήρε το να είναι λογι­κός, δηλώ­νει ότι από λογι­κό γεν­νή­θη­κε και αυτός λογι­κός, έτσι και ο Μονο­γε­νής προ­ήλ­θε από Θεό Θεός, και Κρι­τής από Εκεί­νον που κρί­νει όλη τη γη, χωρίς να απο­στε­ρη­θεί ο Πατέ­ρας την εξου­σία, επει­δή έδω­σε όλη την κρί­ση στον Υιό· για­τί ο Μονο­γε­νής είναι αχώ­ρι­στος από τον Θεό, όπως το φως από τον ήλιο. Για­τί υπάρ­χει σε Αυτόν από τη φύση Του, και όλα όσα έχει ο Πατέ­ρας είναι του Υιού, και αντι­στρό­φως.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου Αλε­ξαν­δρεί­ας, Ἐξή­γη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Ματ­θαῖ­ον Εαγγέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία».

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου Αλε­ξαν­δρεί­ας, Ἐξή­γη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Ματ­θαον Εαγγέ­λιον, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλαμάς»,εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005, τόμος 25,σελ.127–129.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Παν. Τρεμπέλα,Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

Άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

Ρίζα κάθε καλού έργου είναι η ελπί­δα της ανα­στά­σε­ως. Η προσ­δο­κία της αντα­πο­δό­σε­ως παρα­κι­νεί την ψυχή στην αγα­θο­ερ­γία. Ο εργά­της που ελπί­ζει στον μισθό των κόπων του, είναι πρό­θυ­μος να υπο­μεί­νει κάθε δυσκο­λία, ενώ όσοι κοπιά­ζουν χωρίς την ελπί­δα της αμοι­βής, γρή­γο­ρα εγκα­τα­λεί­πουν το έργο τους. Ο στρα­τιώ­της που προσ­δο­κά να βρα­βευ­θεί, είναι ετοι­μο­πό­λε­μος. Κανείς όμως δεν προ­θυ­μο­ποιεί­ται να δια­κιν­δυ­νεύ­σει για χάρη ασύ­νε­του βασι­λιά, που δεν επι­βρα­βεύ­ει τα κατορ­θώ­μα­τα των στρα­τιω­τών του.

Με παρό­μοιο τρό­πο και κάθε ψυχή, όταν πιστεύ­ει στην ανά­στα­ση και στη μέλ­λου­σα αντα­πό­δο­ση, φρον­τί­ζει για τον εαυ­τό της. Ενώ όταν δεν πιστεύ­ει στην ανά­στα­ση και στη μέλ­λου­σα κρί­ση, παρα­δί­νε­ται στην αμαρ­τία και στην κατα­στρο­φή. Όποιος πιστεύ­ει ότι το σώμα του θα ανα­στη­θεί, δεν το μολύ­νει με ασέλ­γειες. Ενώ οποί­ος δεν πιστεύ­ει στην ανά­στα­ση, παρα­δί­νε­ται στην αμαρ­τία και κακο­με­τα­χει­ρί­ζε­ται σαν ξένο το σώμα του. Είναι λοι­πόν πολύ σπου­δαίο παράγ­γελ­μα και τρι­σμέ­γι­στη διδα­σκα­λία και δόγ­μα της Αγί­ας Εκκλη­σί­ας μας, η πίστη στην ανά­στα­ση των νεκρών. Είναι βασι­κή διδα­σκα­λία της Ορθο­δο­ξί­ας μας. Και ενώ από πολ­λούς αμφι­σβη­τεί­ται, από την αλή­θεια επι­βε­βαιώ­νε­ται. Οι ειδω­λο­λά­τρες αμφι­σβη­τούν, οι Σαμα­ρεί­τες απι­στούν, οι αιρε­τι­κοί δια­στρε­βλώ­νουν το δόγ­μα αυτό. Πολ­λές οι αντιρ­ρή­σεις. Μία όμως είναι η αλή­θεια.

Μας λένε οι αρνη­τές: «Πέθα­νε ο άνθρω­πος και τάφη­κε. Σάπι­σε στο χώμα και δια­λύ­θη­κε σε σκου­λή­κια. Τα σκου­λή­κια ψόφη­σαν κι αυτά. Το σώμα λοι­πόν κατα­στρά­φη­κε και αφα­νί­στη­κε. Πώς θα ανα­στη­θεί;». Μας λένε ακό­μα: «Όσοι ναυά­γη­σαν, κατα­φα­γώ­θη­καν από τα ψάρια, που κι αυτά κατα­φα­γώ­θη­καν από άλλα. Όσοι πάλε­ψαν με θηρία, έγι­ναν τρο­φές σε αρκού­δες και σε λιον­τά­ρια, που έφα­γαν ακό­μα και τα κόκα­λά τους. Οι γύπες και οι κόρα­κες, αφού έφα­γαν τις σάρ­κες των εγκα­τα­λειμ­μέ­νων στο χώμα νεκρών, πέτα­ξαν και σκορ­πί­στη­καν μακριά. Πώς λοι­πόν θα συγ­κεν­τρω­θούν πάλι τα μέλη του σώμα­τος; Συμ­βαί­νει μάλι­στα τα αρπα­κτι­κά που­λιά, που τα έφα­γαν, να θανα­τω­θούν μακριά, άλλο στις Ινδί­ες, άλλο στην Περ­σία κι άλλο στην Ευρώ­πη. Πώς, τέλος, θα συναρ­μο­λο­γη­θούν τα σώμα­τα εκεί­νων που κάη­καν και που ο άνε­μος ή η βρο­χή δια­σκόρ­πι­σε ακό­μα και τη στά­χτη τους;». Σε όλα αυτά θα απαν­τή­σου­με: Για σένα, τον μικρό και αδύ­να­μο άνθρω­πο, απέ­χουν βέβαια πολύ οι Ινδί­ες από τη Γερ­μα­νία και η Ισπα­νία από την Περ­σία. Για τον Θεό όμως, που κρα­τά­ει στο χέρι Του ολό­κλη­ρη τη γη, όλα είναι κον­τι­νά. Μην κατη­γο­ρείς λοι­πόν τον Θεό, ξεκι­νών­τας από τη δική σου αδυ­να­μία, αλλά να συλ­λο­γί­ζε­σαι τη δική Του παν­το­δυ­να­μία.

Ο ήλιος, ένα μικρό κτί­σμα μέσα στην απέ­ραν­τη δημιουρ­γία, θερ­μαί­νει με τις ακτί­νες του όλη τη γη·και ο αέρας, κτί­σμα και αυτό του Θεού, την περι­βάλ­λει. Ο Θεός λοι­πόν, που δημιούρ­γη­σε και τον ήλιο και τον αέρα, βρί­σκε­ται μακριά από μας;

Υπό­θε­σε ότι ανα­κα­τεύ­εις δια­φο­ρε­τι­κούς σπό­ρους και τους παίρ­νεις στη χού­φτα σου. Είναι δύσκο­λο σ’ εσέ­να, τον άνθρω­πο, να δια­κρί­νεις τα διά­φο­ρα είδη και να τα χωρί­σεις σε ομά­δες; Όχι, βέβαια. Αν λοι­πόν εσύ μπο­ρείς να ξεχω­ρί­σεις όσα βρί­σκον­ται στο χέρι σου, ο Θεός άρα­γε δεν μπο­ρεί να δια­κρί­νει και να ξεχω­ρί­σει όσα βρί­σκον­ται στο δικό Του χέρι;

Πρό­σε­ξε και ένα επι­χεί­ρη­μα, που ανα­φέ­ρε­ται στη δικαιο­σύ­νη και μάλι­στα σκέ­ψου καλά τι συμ­βαί­νει σε σένα τον ίδιο σχε­τι­κά με αυτό το ζήτη­μα. Ας υπο­θέ­σου­με ότι έχεις διά­φο­ρους υπη­ρέ­τες. Απ’ αυτούς άλλοι είναι καλοί και άλλοι κακοί. Είναι επό­με­νο να τιμάς εσύ τους καλούς και να τιμω­ρείς τους κακούς. Και στην περί­πτω­ση που είσαι δικα­στής, επαι­νείς τους αγα­θούς και τιμω­ρείς τους παρά­νο­μους. Αν λοι­πόν εσύ, που είσαι θνη­τός άνθρω­πος, απο­νέ­μεις δικαιο­σύ­νη, ο Θεός, που είναι αιώ­νιος και Μόνος Βασι­λιάς ολό­κλη­ρου του κόσμου, δεν θα κρί­νει δίκαια και δεν θα αντα­πο­δώ­σει κατά τα έργα του καθε­νός με δικαιο­σύ­νη; Αν όμως δεν υπάρ­χει μέλ­λου­σα κρί­ση, σε ρωτάω: Πολ­λοί φονιά­δες πέθα­ναν από φυσι­κό θάνα­το στο κρε­βά­τι τους, χωρίς να τιμω­ρη­θούν για τα εγκλή­μα­τά τους. Πού λοι­πόν βρί­σκε­ται εδώ η δικαιο­σύ­νη του Θεού; Πολ­λές φορές μάλι­στα κάποιος που έκα­νε πενήν­τα φόνους, τιμω­ρεί­ται για τον ένα. Πού λοι­πόν θα τιμω­ρη­θεί για τους υπό­λοι­πους σαράν­τα εννέα; Βλέ­πεις ότι, αν δεν υπάρ­χει μέλ­λου­σα κρί­ση και αντα­πό­δο­ση στην άλλη ζωή, κατη­γο­ρείς για άδι­κο τον Θεό.

Και μην παρα­ξε­νεύ­ε­σαι για την ανα­βο­λή της μελ­λον­τι­κής κρί­σε­ως. Να σκέ­φτε­σαι, ότι κάθε αγω­νι­στής ή στε­φα­νώ­νε­ται ή καταν­τρο­πιά­ζε­ται μετά τον αγώ­να. Ποτέ ο αγω­νο­θέ­της δεν βρα­βεύ­ει τους αγω­νι­στές, όσο αγω­νί­ζον­ται ακό­μα. Αλλά περι­μέ­νει το τέλος του αγώ­να και, μετά από εξέ­τα­ση, προ­σφέ­ρει στους νικη­τές τα βρα­βεία και τα στε­φά­νια. Έτσι και ο Θεός, όσο διαρ­κεί ο αγώ­νας στη ζωή αυτή, πάν­τα προ­σφέ­ρει μια μερι­κή βοή­θεια στους δικαί­ους· μετά τον θάνα­το όμως, τους δίνει ακέ­ραιο το μισθό.

Αν δεν πιστεύ­εις στην ανά­στα­ση των νεκρών, για­τί κατα­δι­κά­ζεις αυτούς που ανοί­γουν και κλέ­βουν τους τάφους; Αν έλιω­σε το σώμα και δεν υπάρ­χει ελπί­δα ανα­στά­σε­ως, τότε για­τί τιμω­ρεί­ται ο τυμ­βω­ρύ­χος; Βλέ­πεις ότι κι αν αρνεί­σαι με τα χεί­λη, μέσα σου μένει ακέ­ραιη η πεποί­θη­ση στην ανά­στα­ση.

Θα μπο­ρού­σα­με εξάλ­λου να σκε­φθού­με και κάπως έτσι: Όταν ένα δέν­τρο κόβε­ται —ακό­μα και σύγ­κορ­μα— βγά­ζει νέους βλα­στούς, φύλ­λα και άνθη. Και ο άνθρω­πος του οποί­ου η ζωή ανα­κό­πτε­ται με το θάνα­το δεν μπο­ρεί να ξανα­ζή­σει; Κι ακό­μα, τα σπαρ­τά όταν θερί­ζον­ται μένουν στ᾿ αλώ­νι. Και ο άνθρω­πος που θερί­στη­κε απ᾿ αυτή τη ζωή, δεν θα μεί­νει στ᾿ αλώ­νι; Οι αμπε­λό­βερ­γες και άλλων ακό­μα δέν­τρων τα κλα­διά, όταν κοπούν εντε­λώς από τον κορ­μό του δέν­τρου και μετα­φυ­τευ­θούν παίρ­νουν ζωή, μεγα­λώ­νουν και κάνουν καρ­πούς. Και ο άνθρω­πος, για τον οποίο όλα αυτά δημιουρ­γή­θη­καν, αν θαφτεί στη γη, δεν θα ανα­στη­θεί; Από πλευ­ράς κόπου και δου­λειάς, τι είναι δυσχε­ρέ­στε­ρο; Να φτιά­ξει κανείς έναν ανδριάν­τα εξαρ­χής ή να ξανα­χύ­σει και να ανα­πλά­σει στο ίδιο σχή­μα κάποιον που έπε­σε; Ο Θεός που μας δημιούρ­γη­σε από το μηδέν, δεν μπο­ρεί άρα­γε να ανα­πλά­σει αυτούς που κάπο­τε υπήρ­ξαν στη ζωή και έπε­σαν στη φθο­ρά του θανά­του;

Εξα­κο­λου­θείς ν’ απι­στείς σε όσα έχουν γρα­φτεί για την ανά­στα­ση των νεκρών; Κοί­τα­ξε τη φυσι­κή δημιουρ­γία και παρα­τή­ρη­σε τα φαι­νό­με­να που μέχρι σήμε­ρα συμ­βαί­νουν: Σπέρ­νε­ται, για παρά­δειγ­μα, σιτά­ρι ή οποιο­δή­πο­τε άλλο σπαρ­τό. Ο σπό­ρος πέφτει στη γη και μοιά­ζει να πεθαί­νει. Σαπί­ζει και αχρη­στεύ­ε­ται σαν τρο­φή. Όμως ο σαπι­σμέ­νος σπό­ρος ανα­σταί­νε­ται χλο­ε­ρός, ανα­σταί­νε­ται ωραιό­τα­τος. Το σιτά­ρι αυτό, καθώς και τ’ άλλα σπαρ­τά, έγι­νε για μας. Δεν έγι­νε για τον εαυ­τό του. Εφό­σον λοι­πόν εκεί­να, που δημιουρ­γή­θη­καν για μας, ζωο­ποιούν­ται πάλι, αφού νεκρω­θούν, εμείς οι ίδιοι, για τους οποί­ους εκεί­να πλά­στη­καν, δεν είναι δυνα­τό ν’ ανα­στη­θού­με μετά τον θάνα­τό μας; Τον χει­μώ­να τα δέν­τρα εμφα­νί­ζον­ται σαν νεκρά. Πού είναι τα φύλ­λα της συκιάς; Πού είναι τα στα­φύ­λια στο αμπέ­λι; Τον χει­μώ­να φαί­νον­ται όλα νεκρά. Την άνοι­ξη όμως όλα εμφα­νί­ζον­ται χλο­ε­ρά. Και όταν φτά­σει ο κατάλ­λη­λος και­ρός, τότε από τον θάνα­το γεν­νιέ­ται η ζωή. Γνω­ρί­ζον­τας ο Θεός την απι­στία σου, σου εμφα­νί­ζει κάθε χρό­νο την ανά­στα­ση με τα φαι­νό­με­να αυτά. Έτσι, βλέ­πον­τας όσα συμ­βαί­νουν στα άψυ­χα, να πει­στείς για όσα συμ­βαί­νουν στα έμψυ­χα και λογι­κά δημιουρ­γή­μα­τά Του.

Κι ακό­μα, οι μύγες και οι μέλισ­σες πέφτουν πολ­λές φορές στο νερό και πνί­γον­ται και μετά από λίγο ξανα­ζων­τα­νεύ­ουν. Υπάρ­χουν και μερι­κά είδη μικρών ζώων, τρωκτι­κών, που λέγον­ται Μυο­ξοί και πέφτουν σε χει­με­ρία νάρ­κη όλο τον χει­μώ­να και μόλις έρθει το καλο­καί­ρι ξανα­κι­νούν­ται και ξανα­ζούν —βλέ­πεις αναγ­κά­ζο­μαι να σου φέρ­νω παρα­δείγ­μα­τα ανά­λο­γα με τα δικά σου μέτρα, για να σε βοη­θή­σω να σκε­φθείς. Εκεί­νος που δίνει τη ζωή στα άλο­γα και σχε­δόν νεκρά ζώα, Αυτός δεν έχει τη δύνα­μη να χαρί­σει τη ζωή, κάνον­τας υπέρ­βα­ση στους νόμους της φύσε­ως, για χάρη μας, αφού για μας τα δημιούρ­γη­σε όλα αυτά;

Αλλά οι Έλλη­νες και οι ελλη­νί­ζον­τες στη νοο­τρο­πία, ζητούν να τους φέρουμε παρα­δείγ­μα­τα με τα οποία η ανά­στα­ση να γίνε­ται αναμ­φι­σβή­τη­τα φανε­ρή. Και ισχυ­ρί­ζον­ται ότι αυτά που μέχρι τώρα ανέ­φε­ρα, και αν ακό­μα φαί­νε­ται ότι ανα­ζω­ο­γο­νούν­ται, δεν έχουν όμως παν­τε­λώς σαπί­σει και ζητούν να δουν ένα ζων­τα­νό πλά­σμα που σάπι­σε εντε­λώς κι έπει­τα ανα­στή­θη­κε. Γνώ­ρι­ζε ο Θεός την απι­στία των ανθρώ­πων και γι᾿ αυτό έπλα­σε ένα που­λί που ονο­μά­ζε­ται Φοί­νι­κας. Αυτό, όπως γρά­φει ο άγιος Κλή­μης και όπως και άλλοι πολ­λοί ιστο­ρι­κοί μας μαρ­τυ­ρούν, στο είδος του δεν έχει άτο­μα θηλυ­κού και αρσε­νι­κού γένους και κατά συνέ­πεια δεν μπο­ρεί να πολ­λα­πλα­σια­σθεί όπως όλα τα άλλα πτη­νά. Βρί­σκε­ται στη χώρα των Αιγυ­πτί­ων και κάθε πεν­τα­κό­σια χρό­νια έρχε­ται να φανε­ρώ­σει την ανά­στα­ση από την πλή­ρη φθο­ρά. Και μάλι­στα αυτό δεν το κάνει στην έρη­μο, αλλά έρχε­ται σε χώρα εμφα­νή, μέσα στην πόλη, ώστε να μη χάσουν οι άνθρω­ποι τη δυνα­τό­τη­τα να παρα­κο­λου­θή­σουν το μυστή­ριο της ανά­στα­σής του, αλλά να γίνει γι᾿ αυτούς χει­ρο­πια­στό εκεί­νο που αμφι­σβη­τούν.

Αυτό λοι­πόν το που­λί φτιά­χνει μονά­χο του μια φωλιά που είναι και ο τάφος του, χρη­σι­μο­ποιών­τας σαν δομι­κά υλι­κά, το λιβά­νι, τη σμύρ­να κι άλλα αρώ­μα­τα. Και όταν συμ­πλη­ρώ­σει τα χρό­νια του, μπαί­νει μέσα στον τάφο και πεθαί­νει αλη­θι­νά και σαπί­ζει. Στη συνέ­χεια, μέσα από τις σαπι­σμέ­νες σάρ­κες του νεκρού που­λιού γεν­νιέ­ται ένα σκου­λή­κι και αυτό μεγα­λώ­νον­τας εξε­λίσ­σε­ται σε που­λί. Μη σου φανεί αυτό απί­στευ­το, διό­τι, όπως βλέ­πεις, έτσι από σκου­λή­κια και τα μικρά μελισ­σά­κια έγι­ναν έντο­μα. Και από τα αυγά των που­λιών, τα οποία δεν περιέ­χουν παρά μόνο ρευ­στή ουσία, βλέ­πεις να βγαί­νουν τα φτε­ρά, τα οστά και τα νεύ­ρα των που­λιών. Μετά, αφού βγά­λει φτε­ρά ο Φοί­νι­κας που ανα­φέ­ρα­με παρα­πά­νω και γίνει τέλειο που­λί, όπως το προ­η­γού­με­νο, πετά­ει ψηλά στον αιθέ­ρα ολόι­διος μ᾿ εκεί­νον που είχε πεθά­νει, δεί­χνον­τας έτσι στους ανθρώ­πους, πολύ ξεκά­θα­ρα, την ανά­στα­ση των νεκρών.

Είναι αξιο­θαύ­μα­στο που­λί ο Φοί­νι­κας. Αλλά είναι που­λί, χωρίς λογι­κό και ουδέ­πο­τε ύμνη­σε τον Θεό. Πετά­ει στους αιθέ­ρες, αλλά δεν γνω­ρί­ζει τον Μονο­γε­νή Υιό του Θεού. Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πόν το παρά­δειγ­μα αυτό, μπο­ρείς να ισχυρισθείς ότι ο Θεός έχει δωρί­σει την ανά­στα­ση σ᾿ ένα άλο­γο ζώο που δεν έχει την δυνα­τό­τη­τα να γνω­ρί­ζει το δημιουρ­γό του, και δεν δίνει σε μας την ανά­στα­ση, που και τον Θεό δοξο­λο­γού­με και τις εντο­λές Του εφαρ­μό­ζου­με;

Αλλά επει­δή ο Φοί­νι­κας είναι μακριά μας και ακό­μα είναι σπά­νιο τού­το το απο­δει­κτι­κό σημά­δι της ανά­στα­σης και μερι­κοί δεν πεί­στη­καν, πάρε, σε παρα­κα­λώ και μια άλλη από­δει­ξη απ᾿ όσα συμ­βαί­νουν καθη­με­ρι­νά. Πριν από εκα­τό ή δια­κό­σια χρό­νια, όλοι εμείς πού ήμα­σταν; Δεν γνω­ρί­ζου­με τον τρό­πο δημιουρ­γί­ας του ανθρώ­πι­νου σώμα­τος; Δεν γνω­ρί­ζεις ότι από απλή και ασθε­νι­κή και ασχη­μά­τι­στη ύλη[:το ανδρι­κό σπέρ­μα που γονι­μο­ποιεί­ται] γεν­νιό­μα­στε; Και απ’ αυτή την απλή και ασθε­νι­κή ύλη σχη­μα­τί­ζε­ται και το ανθρώ­πι­νο σώμα και απο­κτά δύνα­μη στα νεύ­ρα, λάμ­ψη στα μάτια, όσφρη­ση στη μύτη, ακοή στ’ αυτιά, ομι­λία στη γλώσ­σα, παλ­μούς στην καρ­διά, εργα­σία στα χέρια, οδοι­πο­ρία στα πόδια και κάθε άλλο χαρα­κτη­ρι­στι­κό των μελών. Η ασθε­νι­κή εκεί­νη ύλη μετα­βάλ­λε­ται σε ναυ­πη­γό ή οικο­δό­μο ή αρχι­τέ­κτο­να ή εργά­τη ή στρα­τιώ­τη ή άρχον­τα ή νομο­θέ­τη ή βασι­λιά. Αφού λοι­πόν με ευτε­λή υλι­κά μας έπλα­σε ο Θεός, δεν θα μπο­ρεί να μας ανα­στή­σει, όταν πεθά­νου­με;

Αυτός που την τόσο τιπο­τέ­νια ύλη μετέ­βα­λε σε ανθρώ­πι­νο σώμα, δεν θα μπο­ρέ­σει πάλι να το ανα­στή­σει, όταν νεκρω­θεί; Αυτός που από την ανυ­παρ­ξία έφε­ρε την ύπαρ­ξη, δεν θα μπο­ρέ­σει να ανα­στή­σει το δημιούρ­γη­μά Του; Πάρε κι από τον ένα­στρο ουρα­νό μιαν ολο­φά­νε­ρη από­δει­ξη, ότι είναι δυνα­τή η ανά­στα­ση των νεκρών. Ένα ουρά­νιο φαι­νό­με­νο που επα­να­λαμ­βά­νε­ται κάθε μήνα: Η σελή­νη φαί­νε­ται να λιγο­στεύ­ει, να μικραί­νει τόσο πολύ, που να μην τη βλέ­που­με καθό­λου. Πάλι όμως εμφα­νί­ζε­ται, μεγα­λώ­νει και παίρ­νει το προ­η­γού­με­νό της μέγε­θος. Και μάλι­στα, για να είναι πλη­ρέ­στε­ρο το παρά­δειγ­μα, κατά και­ρούς έχου­με εκλεί­ψεις σελή­νης και εναλ­λα­γές στη φωτει­νό­τη­τά της, μέχρι που γίνε­ται κατα­κόκ­κι­νη σαν αίμα, για να μην απι­στείς στην ανά­στα­ση των νεκρών, εσύ, που κατα­σκευά­στη­κες από αίμα, αλλά, βλέ­πον­τας στη σελή­νη την εναλ­λα­γή, να πιστέ­ψεις ότι το ίδιο μπο­ρεί να γίνει και σ’ εσέ­να.

Αυτές τις απο­δεί­ξεις μπο­ρεί κανείς να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει, όταν συζη­τά­ει με άπι­στους ειδω­λο­λά­τρες. Αφού αυτοί δεν παρα­δέ­χον­ται την Αγία Γρα­φή, πολέ­μη­σέ τους με όπλα άγρα­φα, δηλα­δή με συλ­λο­γι­σμούς και παρα­δείγ­μα­τα από τη φύση. Οι άθε­οι αυτοί δεν έχουν ιδέα για τον νόμο του Μωυ­σή, για τις προ­φη­τεί­ες του Ησα­ΐα, για τα ευαγ­γέ­λια, για τις επι­στο­λές του Παύ­λου.

Ας δού­με τώρα πώς θ’ αντι­με­τω­πί­σου­με τους Σαμα­ρεί­τες. Αυτοί δέχον­ται τον νόμο του Μωυ­σή, δεν ανα­γνω­ρί­ζουν όμως τους Προ­φή­τες. Πώς λοι­πόν θα τους πεί­σου­με για την ανά­στα­ση των νεκρών; Ας χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τα κεί­με­να που παρα­δέ­χον­ται. Λέει ο Θεός στον Μωυ­σή: «γώ εμι Θες το πατρός σου, Θες βραμ κα Θες σακ κα Θες ακώβ(:Εγώ είμαι ο Θεός του πατέ­ρα σου, ο Θεός του Αβρα­άμ και ο Θεός του Ισα­άκ και ο Θεός του Ιακώβ)»[Έξοδος3,6]. Οπωσ­δή­πο­τε με τα λόγια αυτά ανα­γνω­ρί­ζει ότι ο Αβρα­άμ, ο Ισα­άκ και ο Ιακώβ δεν εξα­φα­νί­στη­καν, αλλά υπάρ­χουν. Για­τί αν δεν υπήρ­χαν, ο Θεός θα ήταν Θεός όντων ανύ­παρ­κτων. Ποιος όμως βασι­λιάς είπε ότι είναι βασι­λιάς στρα­τιω­τών ανύ­παρ­κτων; Ποιος ακό­μα πλού­σιος δηλώ­νει πλού­τη που δεν έχει; Πρέ­πει επο­μέ­νως να υπάρ­χουν και ο Αβρα­άμ και ο Ισα­άκ και ο Ιακώβ. Έτσι μόνο ο Θεός θα είναι Θεός ζων­τα­νών. Για­τί δεν είπε «ήμουν κάπο­τε Θεός τους», αλλά «είμαι Θεός τους».

Αλλά έχουν αντιρ­ρή­σεις και σε αυτό το σημείο οι Σαμα­ρεί­τες. Ισχυ­ρί­ζον­ται ότι μπο­ρεί να ζουν οι ψυχές του Αβρα­άμ, του Ισα­άκ και του Ιακώβ, τα σώμα­τά τους όμως δεν είναι δυνα­τό ν’ ανα­στη­θούν. Θα τους πού­με: Το ραβδί του δικαί­ου Μωυ­σή ήταν δυνα­τό να μετα­βλη­θεί σε φίδι [Έξο­δος 4,2–3: «Επε δ ατ Κύριος· τί τοτό στι τ ν τ χει­ρί σου; δ επε· άβδος κα επε· ίψον ατν π τν γν. κα ἔῤῥιψεν ατν π τν γν, κα γένε­το φις(:Του είπε λοι­πόν ο Κύριος: ’’Τι είναι αυτό που κρα­τάς στο χέρι σου;’’. Εκεί­νος είπε: ‘’Ένα ραβδί’’. Και είπε ο Θεός στον Μωυ­σή: ”Ρίξε το ραβδί αυτό στη γη’’. Και το έρι­ξε στη γη και έγι­νε φίδι)»].

Τα σώμα­τα των δικαί­ων δεν μπο­ρούν να ζήσουν και ν’ ανα­στη­θούν; Η πρώ­τη μετα­βο­λή, που είναι αφύ­σι­κη, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε. Η δεύ­τε­ρη, που είναι σύμ­φω­νη με τη φύση, δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί; Το ραβδί επί­σης του Ααρών, αφού κόπη­κε και νεκρώ­θη­κε, χωρίς ίχνος νερού βλά­στη­σε [Αρ. 17, 23: «Κα γένε­το τ παύ­ριον κα εσλθε Μωυσς κα αρν ν τ σκην το μαρ­τυ­ρί­ου, κα δο βλά­στη­σεν άβδος αρν ες οκον Λευ κα ξήνεγ­κε βλαστν κα ξήν­θη­σεν νθη κα βλά­στη­σε κάρυα(:Την επό­με­νη ημέ­ρα εισήλ­θαν στη Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου ο Μωυ­σής και ο Ααρών και ιδού, είχε βλα­στή­σει το ραβδί του Ααρών εκ της φυλής του Λευί. Έβγα­λε βλα­στό, άνθη και καρύ­δια)»]. Και τού­το, ενώ ήταν μέσα σε σπί­τι. Μολα­ταύ­τα, βλά­στη­σε σαν να ήταν σε αγρό. Και ενώ βρι­σκό­ταν σε ξερό περι­βάλ­λον, μέσα σε μια νύχτα καρ­πο­φό­ρη­σε σαν τα δέν­δρα που για πολ­λά χρό­νια ποτί­ζον­ται. Το ραβδί λοι­πόν του Ααρών ανα­στή­θη­κε. Ο ίδιος ο Ααρών δεν θ’ ανα­στη­θεί; Και ο Θεός που θαυ­μα­τούρ­γη­σε σε ένα ξύλο, για να του χαρί­σει την αρχιε­ρο­σύ­νη, δεν θα θαυ­μα­τουρ­γή­σει στον ίδιο τον Ααρών, για να του χαρί­σει την ανά­στα­ση;

Η γυναί­κα του Λωτ έγι­νε στή­λη από αλά­τι [Γέν. 19,26: «Κα πέβλε­ψεν γυν ατο ες τ πίσω κα γένε­το στή­λη λός(:Η σύζυ­γος του Λωτ, περί­ερ­γη καθώς ήταν και παρά την εντο­λή του αγγέ­λου, έστρε­ψε το κεφά­λι στα πίσω, για να δει την κατα­στρο­φή· και αμέ­σως έγι­νε στή­λη άλα­τος)»]. Η ζων­τα­νή λοι­πόν εδώ σάρ­κα μετα­βλή­θη­κε σε αλά­τι· νεκρή σάρ­κα δεν μπο­ρεί να ξανα­γί­νει σάρ­κα ζων­τα­νή; Και αν η γυναί­κα του Λωτ μετα­βλή­θη­κε σε στή­λη από αλά­τι, η γυναί­κα του Αβρα­άμ δεν είναι δυνα­τό να ανα­στη­θεί; Με ποια δύνα­μη έγι­νε η μετα­βο­λή του χρώ­μα­τος στο χέρι του Μωυ­σή, που άσπρι­σε σαν το χιό­νι κι έπει­τα πάλι άλλα­ξε; Οπωσ­δή­πο­τε με θείο πρό­σταγ­μα [Έξο­δος 4,6–7: «Επε δ ατ Κύριος πάλιν· εσένεγ­κον τν χερά σου ες τν κόλ­πον σου. κα εσήνεγ­κε τν χερα ατο ες τν κόλπον ατο· κα ξήνεγ­κε τν χερα ατο κ το κόλ­που ατο, κα γενή­θη χερ ατο σε χιών. κα επε πάλιν· εσένεγ­κον τν χερά σου ες τν κόλ­πον σου. κα εσήνεγ­κε τν χερα ες τν κόλ­πον ατο· κα ξήνεγ­κεν ατν κ το κόλ­που ατο, κα πάλιν ποκα­τέ­στη ες τν χρό­αν τς σαρκς ατς(: Και είπε πάλι ο Κύριος προς αυτόν:’’ Βάλε το χέρι σου στον κόρ­φο σου’’. Ο Μωυ­σής εισή­γα­γε το χέρι του στον κόρ­φο του, το έβγα­λε από τον κόρ­φο του και έγι­νε το χέρι του λευ­κό, σαν το χιό­νι. Του είπε πάλι ο Θεός:’’ Βάλε το χέρι σου μέσα στον κόρ­φο σου’’. Έβα­λε το χέρι του στον κόρ­φο του, το έβγα­λε από εκεί, και το χέρι του απο­κα­τα­στά­θη­κε και πάλι στη φυσι­κή του προ­η­γού­με­νη υγιή χροιά)»]. Αν λοι­πόν τότε το πρό­σταγ­μα είχε δύνα­μη για τέτοιες μετα­βο­λές, τώρα δεν έχει;

Πώς δημιουρ­γή­θη­κε ο άνθρω­πος; Το γρά­φει το πρώ­το βιβλίο της Παλαιάς Δια­θή­κης, η Γένε­ση: «Κα πλα­σεν Θες τν νθρω­πον, χον π τς γς(:Και έπλα­σε ο Θεός τον άνθρω­πο από το χώμα της γης)»[Γέν. 2,7]. Αν λοι­πόν το χώμα έγι­νε σάρ­κα, η νεκρω­μέ­νη σάρ­κα δεν μπο­ρεί να ξανα­γί­νει ζων­τα­νή;

Ας ρωτή­σου­με, από τι πλά­στη­καν οι ουρα­νοί και η στε­ριά και οι θάλασ­σες; Από τι έγι­ναν ο ήλιος και η σελή­νη και τα άστρα; Πώς δημιουρ­γή­θη­καν τα που­λιά και τα ψάρια και όλα γενι­κά τα ζώα; Ενώ ανα­ρίθ­μη­τα δια­φο­ρε­τι­κά όντα δημιουρ­γή­θη­καν από το τίπο­τα, εμείς οι άνθρω­ποι, που είμα­στε εικό­νες του Θεού, δεν είναι δυνα­τό ν’ ανα­στη­θού­με; Όπως λέει και ο δίκαιος Ιώβ, για το δέν­τρο υπάρ­χει ελπί­δα ανα­βλα­στή­σε­ως. Για­τί, αν κοπεί, μπο­ρεί να ξαναν­θί­σει, και ο βλα­στός του δεν θα χαθεί. Κι αν ακό­μα γερά­σει η ρίζα του και ξερα­θεί ο κορ­μός του, θα ανθί­σει πάλι με το πότι­σμα και θα καρ­πο­φο­ρή­σει σαν νεο­φυ­τε­μέ­νο [Ιώβ 14,7–9: «στι γρ δέν­δρ λπίς· ἐὰν γρ κκοπ, τι παν­θή­σει, κα άδα­μνος ατο ο μ κλίπ· ἐὰν γρ γηράσ ν γ ίζα ατο, ν δ πέτρ τελευ­τήσ τ στέ­λε­χος ατο, π σμς δατος νθή­σει, ποι­ή­σει δ θερι­σμν σπερ νεό­φυ­τον(: Σε κάθε δέν­τρο υπάρ­χει η ελπί­δα και η δυνα­τό­τη­τα να ανα­βλα­στή­σει, διό­τι εάν κοπεί, μπο­ρεί και πάλι να βλα­στή­σει και ο βλα­στός του να μη λεί­ψει εντε­λώς. Διό­τι, εάν γερά­σει η ρίζα του μέσα στη γη, και φανεί ξηρός ο κορ­μός του στο βρα­χώ­δες έδα­φός του,πάλι στο κάτω μέρος του γηρα­σμέ­νου στε­λέ­χους του λίγη υγρα­σία μπο­ρεί να το κάνει να ανα­βλα­στή­σει και πάλι, να ανθί­σει, να δώσει καρ­πό προς συγ­κο­μι­δή σαν ένα νεα­ρό φυτό)»]. Αν λοι­πόν συμ­βαί­νει αυτό στο δέν­τρο, δεν μπο­ρεί να συμ­βεί στον άνθρω­πο; Χάνε­ται και εξα­φα­νί­ζε­ται ο πεθα­μέ­νος;

Ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας λέει: «ναστή­σον­ται ο νεκροί, κα γερ­θή­σον­ται ο ν τος μνη­μεί­οις(:Θα ανα­στη­θούν οι νεκροί, και θα σηκω­θούν όσοι βρί­σκον­ται στα μνή­μα­τα)» [Ησ. 26,19]. Ο προ­φή­της Ιεζε­κι­ήλ δια­λα­λεί: «Τάδε λέγει Κύριος· δο γ νοί­γω τ μνή­μα­τα μν κα νάξω μς κ τν μνη­μά­των μν(:Να τι λέει ο Κύριος: ‘’Θα ανοί­ξω τα μνή­μα­τά σας και θα σάς ανα­στή­σω από τους τάφους σας’’)» [Ιεζ. 37,12]. Και ο προ­φή­της Δανι­ήλ λέει: «Κα πολ­λο τν καθευ­δόν­των ν γς χώματι ξεγερ­θή­σον­ται, οτοι ες ζων αώνιον κα οτοι ες νει­δι­σμν κα ες ασχύ­νην αώνιον(:Και πολ­λοί νεκροί, που βρί­σκον­ται θαμ­μέ­νοι στο χώμα, θα ανα­στη­θούν, άλλοι για να ζήσουν αιώ­νια και άλλοι για να αντι­με­τω­πί­σουν αιώ­νια ντρο­πή και περι­φρό­νη­ση)»[Δαν. 12,2].

Πολ­λά απο­σπά­σμα­τα της Αγί­ας Γρα­φής ανα­φέ­ρον­ται στην ανά­στα­ση των νεκρών. Σαν μια απλή υπεν­θύ­μι­ση ανα­φέ­ρου­με την τετρα­ή­με­ρη ανά­στα­ση του Λαζά­ρου [Ιω. 11,1–44], την ανά­στα­ση του γιου της χήρας της Ναΐν [Λουκ.7,11–17] και της κόρης του αρχι­συ­νά­γω­γου Ιαεί­ρου [Ματθ. 9,18–26]. Ας ανα­φέ­ρου­με επί­σης, ότι την ώρα της Σταυ­ρώ­σε­ως του Κυρί­ου σκί­στη­καν πέτρες, άνοι­ξαν μνη­μεία και ανα­στή­θη­καν σώμα­τα πολ­λών νεκρών [Ματθ. 27,51–53]. Προ­πάν­των όμως να θυμη­θού­με, ότι και ο ίδιος ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς [Ματθ. 28,1–8].

Εκτός απ’ αυτές τις περι­πτώ­σεις της Και­νής Δια­θή­κης, μπο­ρού­με να θυμη­θού­με από την Παλαιά τον Προ­φή­τη Ηλία και τον γιο της χήρας που ανέ­στη­σε [Γ’ Βασ. 17,17–24]. Επί­σης τον Προ­φή­τη Ελισ­σαίο, που έκα­νε δύο ανα­στά­σεις, μία όταν ζού­σε και μία μετά το θάνα­τό του. Όταν ζού­σε, ανέ­στη­σε ένα παι­δί με την πνοή του [Α’ Βασ. 4,32–37]. Για να φανε­ρω­θεί όμως ότι δεν είναι τιμη­μέ­νες μόνο οι ψυχές των αγί­ων, αλλά ότι και στα σώμα­τά τους υπάρ­χει θεία χάρη, ο νεκρός, που κατέ­βα­σαν στο μνη­μείο του Ελι­σαί­ου, ζων­τά­νε­ψε μόλις ακούμ­πη­σε το νεκρό σώμα του Προ­φή­τη [Δ’ Βασ. 13,20–21: «Κα πέθα­νεν λισαιέ, κα θαψαν ατόν. κα μονό­ζω­νοι Μωβ λθον ν τ γ λθόν­τος το νιαυ­το·κα γένε­το ατν θαπτόν­των τν νδρα, κα δο εδον τν μονό­ζω­νον κα ἔῤῥιψαν τν νδρα ν τ τάφ λισαιέ, κα πορεύ­θη κα ψατο τν στέ­ων λισαι κα ζησε κα νέστη π τος πόδας ατο(:Ο Ελι­σαί­ος πέθα­νε και τον έθα­ψαν. Κατά το επό­με­νο λοι­πόν έτος εισέ­βα­λαν στη χώρα των Ισραη­λι­τών επι­δρο­μείς Μωα­βί­τες. Ενώ λοι­πόν οι Ισραη­λί­τες είχαν πορευ­τεί να θάψουν έναν νεκρό, φάνη­καν από μακριά ερχό­με­νοι οι επι­δρο­μείς Μωα­βί­τες. Κατα­λή­φτη­καν από τρό­μο οι Ισραη­λί­τες και έρι­ξαν τον νεκρό άντρα στον ανοι­κτό τάφο του Ελι­σαί­ου και τρά­πη­καν σε φυγή. Ο νεκρός μόλις άγγι­ξε τα οστά του Ελι­σαί­ου, ανέ­ζη­σε και σηκώ­θη­κε όρθιος στα πόδια του)»]. Το νεκρό σώμα μπό­ρε­σε και ανέ­στη­σε άλλο νεκρό σώμα. Αυτό που ήδη βρι­σκό­ταν στον τάφο, έδω­σε ζωή στον πεθα­μέ­νο. Και ενώ έδω­σε ζωή, το ίδιο παρέ­μει­νε στον τάφο, όπως και πρώ­τα. Για­τί; Για να μην απο­δο­θεί το θαύ­μα μόνο στην ψυχή του Ελι­σαί­ου και για να απο­δει­χθεί ότι, κι αν απου­σιά­ζει η ψυχή, βρί­σκε­ται θεία χάρη στα σώμα­τα των αγί­ων, αφού τόσα χρό­νια κατοί­κη­σαν μέσα τους άγιες ψυχές. Τα σώμα­τα αυτά υπη­ρέ­τη­σαν τις άγιες ψυχές και γι’ αυτό χαρι­τώ­θη­καν. Ας μην απι­στή­σου­με σαν άμυα­λοι στο γεγο­νός αυτό. Για­τί αν ρού­χα και μαν­τή­λια αγί­ων, που βρί­σκον­ται έξω από το σώμα, ακουμ­πούν αρρώ­στους και τους θερα­πεύ­ουν, πόσο μάλ­λον το ίδιο το προ­φη­τι­κό σώμα θα έχει τη χάρη ν’ ανα­στή­σει νεκρό.

Ας θυμη­θού­με ότι και οι Από­στο­λοι ανέ­στη­σαν νεκρούς: Ο Πέτρος ανέ­στη­σε την Ταβι­θά στην Ιόπ­πη [Πράξ. 9,36–42], ο Παύ­λος τον Εύτυ­χο στην Τρω­ά­δα [Πράξ. 20,7–12] και οι υπό­λοι­ποι Από­στο­λοι διά­φο­ρους άλλους, μολο­νό­τι δεν ανα­φέ­ρον­ται στην Αγία Γρα­φή όλα τα θαύ­μα­τα του καθε­νός.

Ας θυμη­θού­με επί­σης όσα έγρα­ψε ο Παύ­λος στους Κοριν­θί­ους γι’ αυτούς που λένε: « Πς γεί­ρον­ται ο νεκροί; ποί δ σώμα­τι ρχον­ται;(:Με ποια δύνα­μη και με ποιον τρό­πο ανα­σταί­νον­ται οι νεκροί; Και με ποιο σώμα επα­νέρ­χον­ται στη ζωή;)» [Α’ Κορ. 15,35]. Γρά­φει λοι­πόν: «Ε γρ νεκρο οκ γεί­ρον­ται, οδ Χριστς γήγερ­ται(: διό­τι αν οι νεκροί δεν ανα­σταί­νον­ται, τότε ούτε ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε)» [Α’ Κορ. 15,16]. Ονό­μα­σε ανόη­τους αυτούς που δεν πιστεύ­ουν στην ανά­στα­ση των νεκρών. Έγρα­ψε επί­σης στους Θεσ­σα­λο­νι­κείς: «Ο θέλο­μεν δ μς γνοεν, δελ­φοί, περ τν κεκοιμημέ­νων, να μ λυπσθε καθς κα ο λοι­πο ο μ χον­τες λπί­δα. ε γρ πιστεύ­ο­μεν τι ησος πέθα­νε κα νέστη, οτω κα Θες τος κοι­μη­θέντας δι το ησο ξει σν ατ(:Ας έλθου­με τώρα και σε ένα άλλο σοβα­ρό ζήτη­μα. Δεν θέλου­με, αδελ­φοί μου, να έχε­τε άγνοια σχε­τι­κά με αυτούς που έχουν πεθά­νει, για να μη λυπά­στε όπως λυπούν­ται και οι υπό­λοι­ποι που δεν έχουν ελπί­δα ανα­στά­σε­ως. Δεν πρέ­πει να λυπά­στε σαν κι αυτούς· διό­τι εφό­σον εμείς έχου­με ακρά­δαν­τη πεποί­θη­ση ότι ο Ιησούς πέθα­νε και ανα­στή­θη­κε, έτσι πρέ­πει να πιστεύ­ου­με ότι ο Θεός κι εκεί­νους που έχουν πεθά­νει με πίστη στον Ιησού ενω­μέ­νοι μαζί Του, θα τους ανα­στή­σει και θα τους οδη­γή­σει ένδο­ξα στην αιώ­νια ζωή, για να ζήσουν μαζί Του)» [Α’ Θεσ. 4,13–14].

Ιδιαί­τε­ρα όμως πρέ­πει να κρα­τή­σε­τε έντο­να στην ψυχή σας αυτό το οποίο επί­μο­να τονί­ζει ο από­στο­λος Παύ­λος, ο οποί­ος δεί­χνον­τας το δικό του σώμα, δια­κη­ρύσ­σει: «Δε γρ τ φθαρτν τοτο νδύ­σα­σθαι φθαρ­σί­αν κα τ θνητν τοτο νδύ­σα­σθαι θανα­σί­αν(:Κατά τη Δευ­τέ­ρα παρου­σία του Κυρί­ου όλοι θα αλλά­ξου­με διό­τι πρέ­πει το φθαρ­τό τού­το σώμα να ντυ­θεί αφθαρ­σία, και το θνη­τό αυτό σώμα να ντυ­θεί αθα­να­σία)» [Α’ Κορ. 15,53]. Το σώμα μας λοι­πόν θα ανα­στη­θεί. Και μάλι­στα όχι έτσι ασθε­νι­κό, όπως είναι τώρα, αλλά έχον­τας απο­κτή­σει αφθαρ­σία. Δεν θα υπο­φέ­ρει δηλα­δή από τον πόνο, την αρρώ­στια, τον θάνα­το. Θα αλλά­ξει κατά­στα­ση όπως το σίδε­ρο, που μπαί­νει στη φωτιά και μετα­βάλ­λε­ται σε μια φλε­γό­με­νη μάζα. Κάπως έτσι θα μετα­βλη­θούν οι ιδιό­τη­τες του σώμα­τός μας και θα γίνει άφθαρ­το με τον τρό­πο που γνω­ρί­ζει μονά­χα ο Κύριος που ανα­σταί­νει το νεκρό σώμα, σύμ­φω­να με τη θέλη­σή Του.

Θα ανα­στη­θεί λοι­πόν αυτό το σώμα. Δεν θα έχει όμως την ίδια σύστα­ση, αλλά θα ζει αιώ­νια. Δεν θα έχει ανάγ­κη από συνη­θι­σμέ­νες τρο­φές, για να συν­τη­ρη­θεί, ούτε από σκά­λες, για να υψω­θεί. Γιατί θα γίνει πνευ­μα­τι­κό [πρβλ. Α´ Κορ. 15, 44: «Σπεί­ρε­ται σμα ψυχι­κόν, γεί­ρε­ται σμα πνευ­μα­τι­κόν. στι σμα ψυχι­κόν, κα στι σμα πνευ­μα­τι­κόν(: Σπέρ­νε­ται και εντα­φιά­ζε­ται σώμα που ζωο­ποιούν­ταν και διευ­θυ­νό­ταν από τις κατώ­τε­ρες φυσι­κές δυνά­μεις της ψυχής· εγεί­ρε­ται σώμα που θα ζωο­ποιεί­ται και θα διευ­θύ­νε­ται από τις πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις της ψυχής που θα ενι­σχύ­ον­ται από το Άγιο Πνεύ­μα. Υπάρ­χει σώμα φυσι­κό και υπάρ­χει σώμα πνευ­μα­τι­κό)»], κάτι θαυ­μα­στό, που όμοιο τώρα δεν έχου­με, για να το παραβάλλουμε12. Τότε, λέει η αγία Γρα­φή, τα σώμα­τα των δικαί­ων θα λάμ­ψουν όπως ο ήλιος [πρβλ. Ματθ. 13, 43:«Τότε ο δίκαιοι κλάμ­ψου­σιν ς λιος ν τ βασι­λεί το πατρς ατν. χων τα κού­ειν κουέ­τω(:Τότε οι δίκαιοι θα δοξο­λο­γούν και θα λάμ­ψουν σαν τον ήλιο στη Βασι­λεία του ουρά­νιου Πατέ­ρα τους. Όποιος έχει αυτιά για να ακού­ει με ενδια­φέ­ρον και να εγκολ­πώ­νε­ται την αλή­θεια, ας ακού­ει)»].Θα απο­κτή­σουν τη λαμ­πρό­τη­τα της σελή­νης και ολό­κλη­ρου του ουρα­νού. Ο Θεός, που έδω­σε τη φεγ­γο­βο­λιά σε ασή­μαν­τα σκου­λή­κια, μπο­ρεί ασφα­λώς να κάνει έναν αγια­σμέ­νο άνθρω­πο να φεγ­γο­βο­λά­ει και όπως η σελή­νη και όπως ο λαμ­πρός ουρα­νός. Κι επει­δή ο Θεός προ­γνώ­ρι­ζε την απι­στία των ανθρώ­πων δημιούρ­γη­σε εκεί­να τα πολύ μικρά σκου­λη­κά­κια που το καλο­καί­ρι ακτι­νο­βο­λούν με λάμ­ψη, η οποία βγαί­νει από το ίδιο τους το σώμα. Ώστε από αυτά που τώρα βλέ­που­με με τα σωμα­τι­κά μάτια, να συμ­πε­ρά­νου­με και αυτό που προσδοκά­με, δηλα­δή ότι τα σώμα­τά μας θα γίνουν φωτει­νά. Για­τί ο Θεός, που μας χάρι­σε αυτή την επί­γεια εμπει­ρία, μπο­ρεί να μας χαρί­σει στη μέλ­λου­σα ζωή και την ολο­κλή­ρω­σή της. Εκεί­νος που έκα­νε να λάμ­πει το σκου­λή­κι πολύ περισ­σό­τε­ρο θα κάνει να λάμ­ψει ο δίκαιος άνθρω­πος.

Θα ανα­στη­θού­με λοι­πόν όλοι με άφθαρ­τα, αιώ­νια σώμα­τα. Δεν θα τα έχου­με όμως όλοι ίδια. Οι άγιοι θα έχουν ένδο­ξο σώμα, κατάλ­λη­λο και ικα­νό να επι­κοι­νω­νεί με τους αγγέ­λους. Οι αμαρ­τω­λοί θα έχουν κι αυτοί αιώ­νιο και άφθαρ­το σώμα, κατάλ­λη­λο όμως να υπο­μέ­νει ατε­λεύ­τη­τες τιμω­ρί­ες, έτσι που να μην κατα­κα­εί και εξα­φα­νι­στεί στη φλό­γα της αιώ­νιας φωτιάς. Δίκαια ο Θεός θα αμεί­ψει ή θα κολά­σει τα σώμα­τα και των αγί­ων και των αμαρ­τω­λών· για­τί καμιά πρά­ξη μας δεν γίνε­ται χωρίς τη συμ­με­το­χή του σώμα­τος: Βλα­σφη­μού­με με το στό­μα. Προ­σευ­χό­μα­στε με το στό­μα. Πορ­νεύ­ου­με με το σώμα. Αγνεύ­ου­με με το σώμα. Δίνου­με ελεη­μο­σύ­νη με το χέρι. Γενι­κά σε κάθε πρά­ξη συμ­με­τέ­χει και το σώμα. Επει­δή λοι­πόν σε όλα υπη­ρε­τεί το σώμα, είναι δίκαιο στη μέλ­λου­σα ζωή να συμ­με­τέ­χει είτε στην από­λαυ­ση είτε στην τιμω­ρία.

Ο προ­φή­της Δανι­ήλ γρά­φει: «Χίλιαι χιλιά­δες λει­τούρ­γουν ατ, κα μύριαι μυριά­δες παρει­στή­κει­σαν ατ· κρι­τή­ριον κάθι­σε, κα βίβλοι νεχθη­σαν(:εκα­τομ­μύ­ρια και δισε­κα­τομ­μύ­ρια άγγε­λοι στέ­κον­ταν μπρο­στά Του έτοι­μοι να Τον υπη­ρε­τή­σουν. Κρι­τή­ριο στή­θη­κε και τα βιβλία ανοί­χτη­καν)» [Δαν. 7,10]. Αυτό δεν σημαί­νει ότι ο αριθ­μός των αγγέ­λων είναι μόνο τόσος. Ο προ­φή­της χρη­σι­μο­ποιεί αυτές τις λέξεις, θέλον­τας να δεί­ξει το ανα­ρίθ­μη­το πλή­θος τους. Με όλο αυτό το πλή­θος των αγγέ­λων θα παρου­σια­στεί τότε, στη μέλ­λου­σα κρί­ση, ο Τρια­δι­κός Θεός. Μια αγγε­λι­κή σάλ­πιγ­γα θα ηχή­σει και θα τους καλέ­σει όλους με φανε­ρά πια όλα τα έργα τους. Δεν πρέ­πει λοι­πόν από δω να σκε­φτό­μα­στε την ώρα εκεί­νη και από τώρα να φοβό­μα­στε; Μήπως είναι μικρή κατα­δί­κη, έστω κι αν δεν ακο­λου­θή­σει καμιά άλλη τιμω­ρία, το να ντρο­πια­στού­με μπρο­στά σε τόσο πλή­θος; Μήπως δεν προ­τι­μά­με, πολ­λές φορές, να πεθά­νου­με παρά να ντρο­πια­στού­με μπρο­στά σε φίλους; Ας ενδια­φερ­θού­με κι ας φοβη­θού­με από τώρα, μην τυχόν και μας απο­δο­κι­μά­σει τότε ο Κύριος. Ο Θεός τα γνω­ρί­ζει όλα. Δεν έχει ανάγ­κη να ερευ­νή­σει και να ελέγ­ξει. Μη σκε­φτείς λοι­πόν: «Στο σκο­τά­δι της νύχτας αμάρ­τη­σα, κάνον­τας ανή­θι­κες πρά­ξεις ή μαγεί­ες ή κάτι άλλο. Είμαι όμως εξα­σφα­λι­σμέ­νος, για­τί κανείς δεν με είδε».

Όλα θα γίνουν φανε­ρά τότε, που ο Θεός θα κρί­νει τα κρυ­φά έργα των ανθρώ­πων. Το φοβε­ρό πρό­σω­πο του Κρι­τή θα σε αναγ­κά­σει να πεις την αλή­θεια. Η ίδια η συνεί­δη­σή σου θα σε ελέγ­χει, και τα έργα σου, που θα σε συνο­δεύ­ουν, θα σε καταγ­γέλ­λουν. Ο Κρι­τής δεν θα έχει ανάγ­κη από βιβλία. Αυτό το φανε­ρώ­νει ο ίδιος λέγον­τας: «Κα συνα­χθή­σε­ται μπρο­σθεν ατο πάν­τα τ θνη, κα φοριε ατος π᾿ λλή­λων σπερ ποιμν φορί­ζει τ πρό­βα­τα π τν ρίφων(:Θα συνα­χθούν μπρο­στά Του όλα τα έθνη, και θα τους ξεχω­ρί­σει όπως ξεχω­ρί­ζει ο βοσκός τα πρό­βα­τα από τα ερί­φια)» [Ματθ. 25,32]. Ο βοσκός πώς ξεχω­ρί­ζει τα πρό­βα­τα από τα ερί­φια; Μήπως έχει ανάγ­κη να συμ­βου­λευ­τεί βιβλία, για να δια­κρί­νει ποια είναι πρό­βα­τα και ποια ερί­φια; Δεν τα δια­κρί­νει αμέ­σως από τη μορ­φή τους; Το απα­λό μαλ­λί δεν φανε­ρώ­νει το πρό­βα­το, και το σκλη­ρό το ερί­φιο; Με την ίδια ευκο­λία θα φανε­ρω­θεί τότε, αν οι πρά­ξεις μας έχουν καθα­ρι­στεί με την εξο­μο­λό­γη­ση, και μοιά­ζουν με μαλ­λί απα­λό και καθα­ρό, ή αν παρα­μέ­νουν με τις ασυγ­χώ­ρη­τες αμαρ­τί­ες, και μοιά­ζουν με μαλ­λί σκλη­ρό και βρω­μι­σμέ­νο.

Ας λυπη­θού­με, λοι­πόν, αδελ­φοί μου, τα σώμα­τά μας κι ας μην τα κακο­με­τα­χει­ρι­στού­με, σαν να ήταν ξένα. Να μην πού­με αυτό που λένε οι αιρε­τι­κοί ότι είναι ξένο το ένδυ­μα της ψυχής μας, το σώμα μας, αλλά ας το σπλα­χνι­στού­με ως κάτι δικό μας. Για­τί πρέ­πει να δώσου­με λόγο στον Κύριο, για όλα όσα πρά­ξα­με με το σώμα [πρβλ. Β´ Κορ. 5, 10: «Τος γρ πάν­τας μς φανε­ρωθναι δε μπρο­σθεν το βήμα­τος το Χρι­στο, να κομί­ση­ται καστος τ δι το σώμα­τος πρς πρα­ξεν, ετε γαθν ετε κακόν(:διό­τι όλοι μας πρέ­πει να παρου­σια­στού­με φανε­ροί και ξεσκε­πα­σμέ­νοι μπρο­στά στο δικα­στι­κό βήμα του Χρι­στού, για να πάρει ο καθέ­νας μας την αμοι­βή του ανά­λο­γα με όσα έκα­νε με το σώμα, είτε αγα­θά είναι συνο­λι­κά τα έργα του αυτά, είτε κακά)»]. Μην πεις ποτέ: «Κανείς δεν με βλέ­πει» [πρβ. Σοφ. Σειρ. 23, 18: «νθρω­πος παρα­βαί­νων π τς κλί­νης ατο, λέγων ν τ ψυχ ατο· τίς με ρ; σκό­τος κύκλ μου, κα ο τοχοί με καλύ­πτου­σι, κα οθείς με ρ· τί ελαβομαι; τν μαρ­τιν μου ο μ μνη­σθή­σε­ται ψιστος(:Άνθρω­πος, ο οποί­ος μολύ­νει τη συζυ­γι­κή του κλί­νη, λέγει μέσα του: “Ποιος με βλέ­πει που αμαρ­τά­νω; Σκο­τά­δι υπάρ­χει ολό­γυ­ρά μου και οι τοί­χοι με σκε­πά­ζουν· κανείς λοι­πόν δεν με βλέ­πει· τι φοβού­μαι; Ο Ύψι­στος δεν θα θυμη­θεί τις αμαρ­τί­ες μου”)»· Ησ. 29, 15: «Οα ο βαθέ­ως βουλν ποιοντες κα ο δι Κυρί­ου· οα ο ν κρυφ βουλν ποιοντες κα σται ν σκό­τει τ ργα ατν κα ροσι· τίς ώρα­κεν μς; κα τίς μς γνώ­σε­ται μες ποιομεν;(: Αλί­μο­νο σε εκεί­νους, οι οποί­οι βρί­σκουν και σκέ­πτον­ται βαθυ­στό­χα­στη τάχα βου­λή, όχι όμως σύμ­φω­νη προς το θέλη­μα του Θεού! Αλί­μο­νο σε εκεί­νους, οι οποί­οι παίρ­νουν κρυ­φές απο­φά­σεις και δια­πράτ­τουν τα πονη­ρά έργα τους στο σκο­τά­δι και λένε: “Ποιος μας βλέ­πει; Ποιος θα μας ανα­γνω­ρί­σει ή θα δει εκεί­να τα οποία εμείς πράτ­του­με;”)»], μη νομί­σεις ότι δεν υπάρ­χει μάρ­τυ­ρας των πρά­ξε­ών σου. Μπο­ρεί πολ­λές φορές, πράγ­μα­τι, να μη σε βλέ­πει άνθρω­πος. Όμως ο Πλά­στης, ο αόρα­τος και αιώ­νιος μάρ­τυ­ρας, παρα­μέ­νει πάν­τα στον ουρα­νό αξιό­πι­στος [Ψαλμ. 88, 38: «Κα μάρ­τυς ν οραν πιστός(:Και ο μάρ­τυ­ρας ο αξιό­πι­στος και φιλα­λή­θης είμαι εγώ, ο οποί­ος κατοι­κώ στον ουρα­νό)»] και βλέ­πει όλα όσα συμ­βαί­νουν.

Αλλά μένουν και τα απο­τυ­πώ­μα­τα της αμαρ­τί­ας στο σώμα. Για­τί, όπως ακρι­βώς μια βαθιά πλη­γή στο σώμα, κι αν ακό­μα θερα­πεύ­τη­κε, αφή­νει ουλή, έτσι και η αμαρ­τία πλη­γώ­νει την ψυχή και το σώμα και αφή­νει σ᾿ όλο το σώμα πλέ­ον σημά­δια και ουλές, οι οποί­ες αφαι­ρούν­ται μόνο από τα σώμα­τα εκεί­νων, που δέχτη­καν το άγιο Βάπτι­σμα. Όλα τα περα­σμέ­να τραύ­μα­τα της ψυχής και του σώμα­τος, τα θερα­πεύ­ει ο Θεός με το Βάπτι­σμα. Ας προ­σέ­ξου­με όμως όλοι μας να δια­φυ­λά­ξου­με τον εαυ­τό μας, από εκεί­να που μπο­ρεί να συμ­βούν στο μέλ­λον, ώστε να δια­τη­ρή­σου­με καθα­ρό το χιτώ­να του σώμα­τος και να μη χάσου­με την ουρά­νια σωτη­ρία, εξαι­τί­ας μιας πορ­νεί­ας ή ηδυ­πά­θειας ή κάποιας άλλης αμαρ­τω­λής πρά­ξης. Αλλά να κλη­ρο­νο­μή­σου­με την αιώ­νια Βασι­λεία του Θεού, της οποί­ας είθε με τη Χάρη Του να σας αξιώ­σει όλους σας ο Θεός.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Κατη­χή­σεις αγί­ου Κυρίλ­λου Ιερο­σο­λύ­μων, εκδό­σεις «Ετοι­μα­σία» Ιεράς Μονής Τιμί­ου Προ­δρό­μου Καρέα 1999, κατή­χη­ση ΙΗ΄, σελί­δες 548–565.

  • Σει­ρά «Η Φωνή των Πατέ­ρων», τεύ­χος 9, έκδο­ση Ιεράς Μονής Παρα­κλή­του, Ωρω­πός Αττικής[https://www.imparaklitou.gr/index.php/el/keimena/i‑foni-ton-pateron-i-anastasi-ton-nekron].

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αγί­ου Νικο­δή­μου του Αγιο­ρεί­του (Περί της μελ­λού­σης Κρί­σε­ως)

Μελέ­τη ΙΑ΄: Περί της μελ­λού­σης Κρί­σε­ως

Η μέλ­λου­σα κρί­ση πρό­κει­ται να είναι μεγά­λη:

α) για τα πρό­σω­πα, που πρό­κει­ται να συγ­κεν­τρω­θούν εκεί

β) για τα πράγ­μα­τα, που πρό­κει­ται εκεί να εξε­τα­στούν

γ) για εκεί­να, που θα απο­φα­σι­στούν.

Α΄

Σκέ­ψου, αγα­πη­τέ, ότι μετά την συν­τέ­λεια του παρόν­τος κόσμου, πρό­κει­ται να γίνει η τελευ­ταία ημέ­ρα της καθο­λι­κής και γενι­κής Κρί­σε­ως, η οποία καλεί­ται πολ­λές φορές από τις θεί­ες Γρα­φές μεγά­λη[Έτσι την ονο­μά­ζει ο προ­φή­της Ιωήλ: «Διό­τι μεγά­λη ἡ ἡμέ­ρα Κυρί­ου, ἐπι­φα­νὴς σφό­δρα, καὶ τίς ἔσται ἱκα­νὸς αὐτῇ;(:Διό­τι μεγά­λη είναι η ημέ­ρα του Κυρί­ου, ένδο­ξη και φοβε­ρή πολύ, και ποιος θα είναι ικα­νός να αντι­στα­θεί σε αυτήν;)»(Ιωήλ 2,11) και πάλι: «Ὁ ἥλιος μετα­στρα­φή­σε­ται εἰς σκό­τος καὶ ἡ σελή­νη εἰς αἷμα­πρὶν ἐλθεῖν τὴν ἡμέ­ραν Κυρί­ου τὴν μεγά­λην καὶ ἐπι­φα­νῆ(:Ο ήλιος θα μετα­στρα­φεί σε σκο­τά­δι και η σελή­νη θα πάρει το χρώ­μα του αίμα­τος, προ­τού να έλθει η ημέ­ρα του Κυρί­ου η μεγά­λη και περί­βλε­πτος, κατά την οποία ο Κύριος θα έλθει ενδό­ξως για να κρί­νει τον κόσμο)»[Ιωήλ 3,4], έτσι ο Σοφο­νί­ας: «Ὅτι ἐγγὺς ἡμέ­ρα Κυρί­ου ἡ μεγά­λη, ἐγγὺς καὶ ταχεῖα σφό­δρα(:Φοβη­θεί­τε τον Κύριο, διό­τι η ημέ­ρα της τιμω­ρί­ας η μεγά­λη έχει πλη­σιά­σει. Πλη­σιά­ζει και έρχε­ται με μεγά­λη ταχύ­τη­τα)»[Σοφον.1,14], έτσι ο Μαλα­χί­ας: «Πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέ­ραν Κυρί­ου τὴν μεγά­λην καὶ ἐπι­φα­νῆ(:προ­τού να έλθει η ημέ­ρα του Κυρί­ου η μεγά­λη και ένδο­ξη και φοβε­ρή)» [ Μαλαχ. 4,4]], Και θα είναι εξαι­ρε­τι­κά μεγά­λη για τρεις λόγους: α) για τα πρό­σω­πα, που πρό­κει­ται να συγ­κεν­τρω­θούν εκεί β) για τα πράγ­μα­τα, που πρό­κει­ται εκεί να εξε­τα­στούν και γ) για εκεί­να, που θα απο­φα­σι­στούν.

Θα είναι, λοι­πόν, μεγά­λη η μέρα εκεί­νη, για τα πρό­σω­πα, που πρό­κει­ται να συγ­κεν­τρω­θούν, επει­δή θα συγ­κεν­τρω­θούν όλοι οι Άγγε­λοι, όλοι οι δαί­μο­νες και όλοι από τον Αδάμ μέχρι το τέλος άνθρω­ποι, μπρο­στά σε Εκεί­νον τον φοβε­ρό Κρι­τή. Τώρα σχη­μά­τι­σε με τον νου σου ένα πολύ μεγά­λο και ευρύ­χω­ρο θέα­τρο, το οποίο θα είναι η κοι­λά­δα του Ιωσα­φάτ: «ξεγει­ρέ­σθω­σαν κα ναβαι­νέ­τω­σαν πάν­τα τ θνη ες τν κοι­λά­δα ωσα­φάτ, διό­τι κε καθι το δια­κρναι πάν­τα τ θνη κυκλό­θεν(: Ας εγερ­θούν και ας ανε­βούν προς την Ιερου­σα­λήμ όλα τα έθνη στην κοι­λά­δα του Ιωσα­φάτ, διό­τι εκεί θα καθί­σω για να κρί­νω και να ξεχω­ρί­σω όλα τα έθνη που θα επι­συ­να­χθούν από όλα τα μέρη)» [Ιωήλ 4,12], και πάνω από το θέα­τρο αυτό, στον αέρα, σχη­μά­τι­σε με την φαν­τα­σία σου έναν θρό­νο νεφέ­λης, στον οποίο πρό­κει­ται να καθί­σει ως Κρι­τής ο Ιησούς Χρι­στός με τόση μεγα­λειό­τη­τα εξαι­τί­ας της θεϊ­κής φύσε­ως και με τόση δόξα εξαι­τί­ας της θεω­μέ­νης Του ανθρω­πό­τη­τας και με τέτοιο τρό­πο, που ούτε ο ήλιος, ούτε η σελή­νη, ούτε τα άστρα θα έχουν φως μπρο­στά Του [βλ. Ιωήλ 4,15: « λιος κα σελή­νη συσκο­τά­σου­σι, κα ο στέ­ρες δύσου­σι φέγ­γος ατν(: Ο ήλιος και η σελή­νη θα σκο­τι­στούν συγ­χρό­νως και τα αστέ­ρια θα χάσουν την λάμ­ψη τους)»] και οι δαί­μο­νες και όλοι οι άπι­στοι και οι κατά­δι­κοι αμαρ­τω­λοί, τρο­μαγ­μέ­νοι από την μεγα­λειό­τη­τά Του, φοβι­σμέ­νοι από την δόξα Του θα αναγ­κα­στούν, θέλον­τας και μη, να λυγί­σουν τα γόνα­τα και να Τον προ­σκυ­νή­σουν : «να ν τ νόμα­τι ησο πν γόνυ κάμψ που­ρα­νί­ων κα πιγεί­ων κα κατα­χθο­νί­ων κα πσα γλσσα ξομο­λο­γή­ση­ται τι Κύριος ησος Χριστς ες δόξαν Θεο πατρός(:ώστε στο όνο­μα του Ιησού να γονα­τί­σουν ταπει­νά και να Τον προ­σκυ­νή­σουν λατρευ­τι­κά και οι άγγε­λοι στον ουρα­νό και οι άνθρω­ποι στη γη και οι ψυχές των νεκρών στα κατα­χθό­νια˙ αλλά κι αυτά τα δαι­μο­νι­κά όντα που είναι στα κατα­χθό­νια με τρό­μο να υπο­κλι­θούν μπρο­στά στο μεγα­λείο Του. Και έτσι κάθε γλώσ­σα να ομο­λο­γή­σει φανε­ρά, δυνα­τά και ξεκά­θα­ρα ότι ο Ιησούς Χρι­στός είναι Κύριος. Και με την ομο­λο­γία αυτή και την ανα­γνώ­ρι­ση του Ιησού Χρι­στού ως Κυρί­ου θα δοξά­ζε­ται ο Θεός Πατήρ)»[Φιλιπ. 2,10–11].

Κον­τά Του θα στέ­κε­ται πρώ­τα η Παρ­θέ­νος και Μητέ­ρα Του, σε έναν θρό­νο κατάλ­λη­λο στην αξία της βασί­λισ­σας, σύμ­φω­να με το «παρέ­στη βασί­λισ­σα κ δεξιν σου(:στέ­κε­ται παρού­σα η βασί­λισ­σα μεγα­λο­πρε­πής στα δεξιά Σου)»[Ψαλμ.44,9], και δεξιά και αρι­στε­ρά θα στέ­κον­ται όλα τα αγγε­λι­κά τάγ­μα­τα και όλοι μαζί οι από όλους τους αιώ­νες άγιοι και δίκαιοι, οι οποί­οι θα έχουν τα σώμα­τά τους τόσο ένδο­ξα και τόσο λαμ­πρά, που καθέ­νας από αυτούς θα μπο­ρεί να φωτί­ζει όλη τη γη σαν ήλιος: «Τότε ο δίκαιοι κλάμ­ψου­σιν ς λιος ν τ βασι­λεί το πατρς ατν(:Τότε οι δίκαιοι θα δοξα­στούν και θα λάμ­ψουν σαν τον ήλιο στη Βασι­λεία του ουρά­νιου Πατέ­ρα τους)» [Ματθ.13,43]. Και οι άγγε­λοι θα φαί­νον­ται φωτει­νό­τε­ροι από τον ήλιο, για να αυξά­νουν την τιμή στους αγί­ους και τον φόβο στους αμαρ­τω­λούς.

Και στο τέλος θα στέ­κον­ται όλοι οι δαί­μο­νες και οι ασε­βείς[Διό­τι και οι ασε­βείς και οι άπι­στοι θα παρα­στα­θούν στην καθο­λι­κή Κρί­ση, σύμ­φω­να με τα πιο πάνω λόγια του προ­φή­τη Ιωήλ, και μάλι­στα κατά τον λόγο του Κυρί­ου: «τι ἔρχε­ται ὥρα ἐν ᾗ πάν­τες οἱ ἐν τοῖς μνη­μεί­οις ἀκού­σον­ται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπο­ρεύ­σον­ται οἱ τὰ ἀγα­θὰ ποι­ή­σαν­τες εἰς ἀνά­στα­σιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦ­λα πρά­ξαν­τες εἰς ἀνά­στα­σιν κρί­σε­ως(:Μην απο­ρεί­τε γι’ αυτό που σας είπα. Θα συμ­βούν πολύ πιο θαυ­μα­στά απ’ αυτό. Διό­τι έρχε­ται ώρα που όλοι οι νεκροί, όσοι θα βρί­σκον­ται έως τότε στα μνή­μα­τα, θα ακού­σουν τη φωνή του Υιού του Θεού, που θα τους δια­τά­ζει ν’ ανα­στη­θούν. Θα βγουν όλοι από τα μνή­μα­τα, και όσοι στην επί­γεια ζωή τους έπρα­ξαν τα αγα­θά, θα ανα­στη­θούν για να απο­λαύ­σουν ζωή αιώ­νια και ευτυ­χι­σμέ­νη˙ εκεί­νοι όμως που έκα­ναν τα κακά, θα ανα­στη­θούν για να δικα­στούν και να κατα­κρι­θούν)» [Ιω.5,28–29]. Εκεί­νο μάλι­στα που λέει ο Δαβίδ: «Διὰ τοῦ­το οὐκ ἀνα­στή­σον­ται ἀσε­βεῖς ἐν κρί­σει(:Για τον λόγο αυτόν δεν θα έχουν το σθέ­νος οι ασε­βείς να στα­θούν όρθιοι και με το μέτω­πο ψηλά, αλλά θα πέσουν κάτω ντρο­πια­σμέ­νοι και συν­τριμ­μέ­νοι όταν ο Θεός θα κάνει την Κρί­ση Του)»(Ψαλμ.1,5) εννο­εί­ται ότι αυτοί δεν ανα­σταί­νον­ται σε ανά­στα­ση ζωής όπως οι πιστεύ­ον­τες δίκαιοι και όχι ότι αυτοί δεν ανα­σταί­νον­ται· μερι­κοί ερμη­νευ­τές προ­σφυέ­στε­ρα ερμη­νεύ­ον­τας αυτό λένε, ότι δεν θα ανα­στη­θούν, ούτε θα στα­θούν οι ασε­βείς και οι αμαρ­τω­λοί στην κρί­ση και στην βου­λή, δηλα­δή στο κρι­τή­ριο και στο βου­λευ­τή­ριο των δικαί­ων, κάτι που επί­σης και αυτό θέλει να πει ότι δεν θα συγ­κα­θί­σουν με τους δικαί­ους στον ίδιο τόπο, ούτε με αυτούς θα συνα­ριθ­μη­θούν, επει­δή η εβραϊ­κή λέξη στο ρητό αυτό σημαί­νει όχι μόνο το νίστα­σθαι, αλλά και το απλά στα­σθαι] και οι κατα­δι­κα­σμέ­νοι αμαρ­τω­λοί εκστα­τι­κοί, τρέ­μον­τες, χωρι­σμέ­νοι από τους αγα­θούς και θα έχουν και αυτοί τα δικά τους σώμα­τα, αλλά ω, πόσο δια­φο­ρε­τι­κά θα είναι από τα σώμα­τα των δικαί­ων! Διό­τι αυτά θα είναι δυσώ­δη, βρω­με­ρά, μαύ­ρα, ασχη­μό­τα­τα, ελε­ει­νά και τερα­τώ­δη, έτσι ώστε το καθέ­να από αυτά να γίνε­ται δεύ­τε­ρος άδης για την άθλια ψυχή του[Σχε­τι­κά με τα ανα­στη­μέ­να σώμα­τα των δικαί­ων και των αμαρ­τω­λών, βλέ­πε στον γ΄ Συλ­λο­γι­σμό της Μελέ­της του αγί­ου Νικο­δή­μου στην Ανά­στα­ση του Χρι­στού].

Τώρα εσύ, αδελ­φέ, που μελε­τάς αυτά, σε ποιον από τους τόπους αυτούς πρό­κει­ται να βρε­θείς; Θέλεις να σου πω; Εάν φυλά­ξεις με πίστη εκεί­να που υπο­σχέ­θη­κες στο άγιο Βάπτι­σμα και αρνη­θείς τον κόσμο, τον διά­βο­λο και την σάρ­κα, είναι βέβαιο ότι θα βρε­θείς σε έναν τόπο μαζί με όλους τους δικαί­ους, εάν μάλι­στα γίνεις ένας από εκεί­νους, που αρνή­θη­καν όλα τα πράγ­μα­τα του κόσμου, και αφού γίνεις μονα­χός, αγω­νι­στείς να φυλά­ξεις τις υπο­σχέ­σεις, που έδω­σες στον δεσπό­τη Χρι­στό και φθά­σεις στην τελειό­τη­τα της αρε­τής, θα βρε­θείς σε υψη­λό­τε­ρο τόπο μαζί με όλους τους αγί­ους. Εάν όμως αντί­θε­τα, αρνη­θείς στον Θεό την υπο­τα­γή που Του χρω­στάς, και παρα­βαί­νον­τας τις εντο­λές Του ζήσεις και πεθά­νεις ως αμαρ­τω­λός, βέβαια τότε θα στα­θείς έντρο­μος στον τόπο των κατα­δί­κων. Ω, αλί­μο­νο σε σένα! Διό­τι εσύ που υπε­ρα­σπί­ζε­σαι τώρα σε όλα τα πράγ­μα­τα την τιμή σου και θέλεις να φαί­νε­σαι ο πιο εξαί­ρε­τος και τιμη­μέ­νος από όλους, τότε τι είδους ατι­μία και ντρο­πή θα δοκι­μά­σεις, όταν βρε­θείς μαζί με τους κλέ­φτες, μαζί με τους φονιά­δες, με τους πόρ­νους, με τους μάγους, μαζί με όλους τους παρα­νό­μους; Τι είδους ντρο­πή θα λάβεις τότε, που θα δεις έναν από τους πτω­χούς τους οποί­ους εσύ συνή­θι­ζες να διώ­χνεις από μπρο­στά σου με υπε­ρη­φά­νεια; Τι είδους, λέω, ντρο­πή θα νιώ­σεις, όταν δεις αυτούς ντυ­μέ­νους θεία δόξα, γεμά­τους από θεϊ­κό φως, χαρ­μό­συ­νους, θριαμ­βευ­τές, να κάθον­ται στους πρώ­τους τόπους και ίσως να ζητούν από σένα λογα­ρια­σμό για την κακή ζωή που έκα­νες;

Εκεί­νο, μάλι­στα, που θα σου αυξή­σει την ντρο­πή είναι, όταν δεις, πως εκεί­νοι μεν για την λίγη στε­νο­χώ­ρια, που υπέ­μει­ναν εδώ, έλα­βαν ως μισθό τους μία Βασι­λεία αιώ­νια, εσύ δε, ενώ μπο­ρού­σες να συνα­ριθ­μη­θείς με αυτούς, αν περ­νού­σες την ζωή σου σύμ­φω­να με τις διδα­σκα­λί­ες και τις εντο­λές του Ευαγ­γε­λί­ου, για μια προ­σω­ρι­νή ανά­παυ­ση και ηδο­νή, απο­στρά­φη­κες θελη­μα­τι­κά τέτοια μεγά­λη δόξα και από­λαυ­ση του παρά­δει­σου. Τότε θα παρα­κα­λάς τα βου­νά να πέσουν επά­νω και να σε σκε­πά­σουν, όπως λέει η Ιερή Απο­κά­λυ­ψη: «Κα λέγου­σι τος ρεσι κα τας πέτραις· πέσα­τε φ᾿ μς κα κρύ­ψα­τε μς π προ­σώ­που το καθη­μέ­νου π το θρό­νου κα π τς ργς το ρνί­ου, τι λθεν μέρα μεγά­λη τς ργς ατο, κα τίς δύνα­ται σταθναι;(:Και λένε στα βου­νά και στα βρά­χια: Πέστε πάνω μας και κρύψ­τε μας από το φοβε­ρό πρό­σω­πο Εκεί­νου που κάθε­ται πάνω στον θρό­νο και από την οργή του Αρνί­ου. Διό­τι ήλθε η ημέ­ρα η μεγά­λη που θα ξεσπά­σει η οργή Του. Και ποιος μπο­ρεί να στα­θεί και να την αντι­κρί­σει;)» [Αποκ. 6,16].

Τότε η κατοι­κία του άδη, που είναι τόσο φρι­κτή και φοβε­ρή, θα γίνει επι­θυ­μη­τή σε σένα, προ­κει­μέ­νου να κρυ­φθείς και να ξεφύ­γεις από την οργή του Κυρί­ου, λέγον­τας και εσύ μαζί με τον Ιώβ: «Ε γρ φελον ν δ με φύλα­ξας, κρυ­ψας δέ με ως ν παύ­ση­ταί σου ργ κα τάξ μοι χρό­νον, ν μνεί­αν μου ποι­ήσ(: Μακά­ρι να με φύλατ­τες φυλα­κι­σμέ­νο στον άδη, Κύριε, να με έκρυ­πτες εκεί έως ότου παύ­σει η οργή Σου και να μου όρι­ζες χρό­νο κατά τον οποίο και πάλι θα με θυμό­σουν και θα με επα­νέ­φε­ρες στη γη)»[Ιώβ 14,13] . Τότε θα αλλά­ξεις τις προ­η­γού­με­νες γνώ­μες που είχες. Τότε θα πεις χιλιά­δες φορές τον εαυ­τό σου ανόη­το, αναί­σθη­το και τρε­λό, διό­τι στά­θη­κες αντί­θε­τος στην πίστη σου με τα έργα σου και, για να πω με συν­το­μία, τότε θα επι­θυ­μείς να μην είχες γεν­νη­θεί καθό­λου στον κόσμο και θα ζητάς να πεθά­νεις και να κατα­λή­ξεις στην ανυ­παρ­ξία και να μην μπο­ρείς να το πετύ­χεις. «Κα ν τας μέραις κεί­ναις ζητή­σου­σιν ο νθρω­ποι τν θάνα­τον κα ο μ ερήσου­σιν ατόν, κα πιθυ­μή­σου­σιν ποθα­νεν, κα φεύ­ξε­ται π᾿ ατν θάνα­τος(:Εκεί­νες τις μέρες οι άνθρω­ποι που θα βρί­σκον­ται μακριά από τον Θεό, λόγω της ψυχι­κής τους αγω­νί­ας και της απο­γνώ­σε­ως θα απο­ζη­τούν τον θάνα­το και δεν θα τον βρί­σκουν˙ θα παρα­κα­λούν να πεθά­νουν κι ο θάνα­τος θα απο­μα­κρύ­νε­ται απ’ αυτούς)»[Αποκ.9,6].

Αυτά είναι που πρέ­πει να βάζεις, αδελ­φέ μου συνα­μαρ­τω­λέ, συχνά μπρο­στά στα μάτια σου και να σκέ­φτε­σαι, νιώ­θον­τας τώρα ντρο­πή, που πέρα­σες τον χρό­νο σου με τόση αναι­σθη­σία και τύφλω­ση και παρα­κα­λών­τας τον δεσπό­τη Χρι­στό να τυπώ­σει στα βάθη της καρ­διάς σου αυτές τις βεβαιό­τα­τες αλή­θειες, για να μπο­ρέ­σεις, με την ενθύ­μη­ση αυτών, να γλυ­τώ­σεις από εκεί­νη την ντρο­πή και να στα­θείς με παρ­ρη­σία μπρο­στά στον Χρι­στό. «γρυ­πνετε ον ν παντ καιρ δεό­με­νοι να κατα­ξιωθτε κφυ­γεν πάν­τα τ μέλ­λον­τα γίνε­σθαι κα σταθναι μπρο­σθεν το υο το νθρώ­που(:Να είστε λοι­πόν άγρυ­πνοι και προ­σε­κτι­κοί˙ να προ­σεύ­χε­στε κάθε ώρα και στιγ­μή και να παρα­κα­λεί­τε τον Θεό να σας δώσει χάρη και δύνα­μη, ώστε να γίνε­τε άξιοι να ξεφύ­γε­τε όλα όσα πρό­κει­ται να γίνουν, χωρίς να υπο­στεί­τε ψυχι­κή βλά­βη˙ και να στα­θεί­τε άφο­βοι και με θάρ­ρος μπρο­στά στον Υιό του ανθρώ­που)»[Λου­κά 21,36].

Β΄

Σκέ­ψου, αγα­πη­τέ, πόσο μεγά­λη θα είναι εκεί­νη η μέρα της Κρί­σε­ως, εξαι­τί­ας εκεί­νων που θα εξε­τα­στούν τότε· τότε όσα καλά και όσα κακά έγι­ναν σε όλους τους αιώ­νες και από όλους τους ανθρώ­πους, όλα θα εξε­τα­στούν με παρ­ρη­σία. Τότε όσα λόγια είπαν όλοι μαζί οι άνθρω­ποι από αρχής του κόσμου και όσοι λογι­σμοί πέρα­σαν από τον νου τους και όσα έργα έκα­ναν, όλα χωρίς καμία εξαί­ρε­ση θα φανε­ρω­θούν. Σκέ­ψου τώρα, αδελ­φέ, πως αν δεν είναι δυνα­τόν να μετρη­θούν όσοι λογι­σμοί έρχον­ται στον νου ενός μόνο ανθρώ­που σε μία μόνο ημέ­ρα και όσα λόγια λέει και όσα έργα κάνει, πόσο περισ­σό­τε­ρο δεν είναι δυνα­τό να αριθ­μη­θούν όλοι οι λογι­σμοί, που θα σκε­φτεί αυτός ο ένας άνθρω­πος σε όλη του την ζωή, και όλα τα λόγια που θα πει και όλα τα έργα που θα κάνει; Και αν, λοι­πόν, του ενός ανθρώ­που όλοι οι λογι­σμοί, που θα σκε­φτεί αυτός ο ένας άνθρω­πος σε όλη του την ζωή, και όλα τα λόγια που θα πει και όλα τα έργα που θα κάνει; Και αν, λοι­πόν, του ενός ανθρώ­που οι λογι­σμοί, τα λόγια και τα έργα είναι ανα­ρίθ­μη­τα και άπει­ρα στο πλή­θος, πόσο περισ­σό­τε­ρο είναι όλων μαζί των ανθρώ­πων, παρό­λα αυτά όλο αυτό το άπει­ρο πλή­θος των λογι­σμών και των λόγων και των έργων, όχι μόνο ενός ανθρώ­που, αλλά όλων μαζί των ανθρώ­πων και όχι μόνο αυτών, αλλά και των αγγέ­λων και όχι μόνο των αγγέ­λων, αλλά και των δαι­μό­νων, θα παρου­σια­στεί σε μία στιγ­μή κατά την ημέ­ρα εκεί­νη και τα μεν καλά πρό­κει­ται να κρι­θούν με κρί­ση δοκι­μα­σί­ας και μισθού, τα δε κακά πρό­κει­ται να απο­δο­κι­μα­στούν και να τιμω­ρη­θούν.

Γι’αυ­τό, λοι­πόν, είπε ο Κύριος: «Λέγω δ μν τι πν ῥῆμα ργν ἐὰν λαλή­σω­σιν ο νθρω­ποι, ποδώ­σου­σι περ ατο λόγον ν μέρ κρί­σε­ως (:Για να κατα­λά­βε­τε λοι­πόν πόσο αυστη­ρά θα κρι­θεί­τε για τα βλά­σφη­μα και συκο­φαν­τι­κά σας λόγια, σας λέω ότι για κάθε λόγο περιτ­τό και ανώ­φε­λο που τυχόν θα πουν οι άνθρω­ποι, θα δώσουν λόγο γι’ αυτόν την ημέ­ρα της κρί­σε­ως)» [Ματθ.12,36]. Και ο Παύ­λος λέει: «Τος γρ πάν­τας μς φανε­ρωθναι δε μπρο­σθεν το βήμα­τος το Χρι­στο, να κομί­ση­ται καστος τ δι το σώμα­τος πρς πρα­ξεν, ετε γαθν ετε κακόν (:Διό­τι όλοι εμείς πρέ­πει να παρου­σια­στού­με φανε­ροί και ξεσκε­πα­σμέ­νοι μπρο­στά στο δικα­στι­κό βήμα του Χρι­στού, για να πάρει ο καθέ­νας μας την αμοι­βή του ανά­λο­γα με όσα έκα­νε με το σώμα, είτε αγα­θές είναι συνο­λι­κά οι πρά­ξεις του, είτε κακές)»[Β΄Κορ. 5,10]. Και πάλι: «στε μ πρ και­ρο τι κρί­νε­τε, ως ν λθ Κύριος, ς κα φωτί­σει τ κρυ­πτ το σκό­τους κα φανε­ρώ­σει τς βουλς τν καρ­διν, κα τότε παι­νος γενή­σε­ται κάστ π το Θεο(:Μην κάνε­τε καμία κρί­ση πέρα από τον ορι­σμέ­νο και­ρό, μέχρι να έρθει ο Κύριος. Αυτός θα ρίξει άπλε­το φως σε αυτά που είναι κρυμ­μέ­να τώρα στο σκο­τά­δι και θα φανε­ρώ­σει τις εσω­τε­ρι­κές σκέ­ψεις και απο­φά­σεις των καρ­διών. Και τότε τον έπαι­νο στον καθέ­να θα τον απο­δώ­σει όχι κάποιος άνθρω­πος, αλλά ο Θεός)»[Α΄Κορ.4,5].

Και το σπου­δαιό­τε­ρο, που τόσο τα καλά όσο και τα κακά θα φανούν τότε, όχι όπως φαί­νον­ται τώρα στη δική μας αντί­λη­ψη, αλλά όπως φαί­νον­ται στα μάτια του Κυρί­ου· η ευσέ­βεια και η αρε­τή θα φανεί τότε άπει­ρα καλύ­τε­ρη και τιμιό­τε­ρη από εκεί­νο, που φαί­νε­ται τώρα στους σκο­τι­σμέ­νους μας οφθαλ­μούς και η ασέ­βεια και η κακία θα θεα­τρι­στεί άπει­ρα χει­ρό­τε­ρα και ατι­μό­τε­ρα από ό,τι φαί­νε­ται σε μας.

Τότε τι θα πάθεις, εσύ, αγα­πη­τέ, αν τυχόν και δεν φύλα­ξες το επάγ­γελ­μα του Χρι­στια­νού, αλλά πέρα­σες την ζωή σου με αμαρ­τί­ες; Τι θα πεις, όταν δεις μπρο­στά σου ένα πλή­θος ανο­μιών που έκα­νες, και μέσα στο πλή­θος αυτό να δεις τόσες αμαρ­τί­ες, που δεν τις υπο­λό­γι­ζες καθό­λου; Τι θα γίνεις, όταν δεις μπρο­στά σου σαν έναν καθρέ­φτη όλες τις θεω­ρί­ες σου, όλες τις συνο­μι­λί­ες σου, όλες τις επι­θυ­μί­ες σου και όλους τους δια­λο­γι­σμούς σου; Όταν δεις όλον τον χρό­νο που έχα­σες σε ανω­φε­λείς συνα­να­στρο­φές, σε παι­χνί­δια, σε ανα­γνώ­σεις μάταιων ή βλα­βε­ρών βιβλί­ων; Διό­τι λέει ο Μέγας Βασί­λειος: «ψόμε­θα μα πάν­τα οονε παρεσττα μν τ ργα κα φαι­νό­με­να ντι­πρό­σω­πα τ δια­νοί μν μετ τν δίων τύπων, καστον ς λέλε­κται κα ς πέπρα­κται (:Θα δού­με να εμφα­νί­ζον­ται μπρο­στά μας όλα τα έργα μας και να είναι απέ­ναν­τι στη σκέ­ψη μας κάθε ένα, όπως έγι­νε και λέχθη­κε)». Τι θα πεις, όταν δεις όλα εκεί­να, που ξόδε­ψες σε ηδο­νές και σε ματαιό­τη­τες και δεν τα μοί­ρα­σες ως ελεη­μο­σύ­νη σε χήρες και σε ορφα­νά, σε πτω­χούς και δυστυ­χι­σμέ­νους; Σε νοσο­κο­μεία και πτω­χο­τρο­φεία, σε εκτυ­πώ­σεις ψυχω­φε­λών και πνευ­μα­τι­κών βιβλί­ων και σε άλλα ψυχω­φε­λή και θεά­ρε­στα έργα; Τι θα πεις, όταν δεις όλα τα περιτ­τά ρού­χα που είχες, όλα τα σπί­τια, όλα τα υπάρ­χον­τα και όλα τα πράγ­μα­τα που χρη­σι­μο­ποί­η­σες κακώς με την πλα­τεία οδό του κόσμου και όχι με την στε­νή του Ευαγ­γε­λί­ου; Πώς θα απο­λο­γη­θείς στον Θεό για όλα αυτά την στιγ­μή που δεν μπο­ρείς να δώσεις λογα­ρια­σμό σε Αυτόν για μία και μόνη αμαρ­τία; Όπως λέει ο Ιώβ: « ν γρ βού­λη­ται κριθναι ατ, ο μ πακούσ ατ, να μ ντείπ πρς να λόγον ατο κ χιλί­ων(:Κανείς δεν είναι δίκαιος ενώ­πιον του Κυρί­ου· διό­τι εάν θελή­σει κανείς να κρι­θεί με τον Κύριο και να θέσει υπό αμφι­σβή­τη­ση το δίκαιο της κρί­σε­ώς Του, δεν θα μπο­ρέ­σει να απο­κρι­θεί σε Αυτόν, αλλά θα μεί­νει άναυ­δος, για να μην αντι­λέ­ξει ούτε σε έναν λόγο από τους χίλιους λόγους κατη­γο­ρί­ας που θα του πει ο Κύριος)»[Ιώβ 9,3]. Εκτός από όλα αυτά, δεν θα απο­λο­γη­θείς για τις αμαρ­τί­ες σου μόνο, αλλά ακό­μη και για τις ευερ­γε­σί­ες, που έλα­βες από τον Θεό, οι οποί­ες θα είναι όλες μπρο­στά σου και καθώς θα συγ­κρί­νον­ται με τις αμαρ­τί­ες σου, θα τις απο­δεί­ξουν πολύ φοβε­ρό­τε­ρες.

Και τέλος πάν­των, θα απο­λο­γη­θείς και για το παρά­δειγ­μα που σου έδω­σε ο Χρι­στός με την ζωή Του και για τις πλη­γές Του και για το Πάθος Του και για τον Σταυ­ρό Του και για το Αίμα που έχυ­σε και για τον θάνα­το, που δοκί­μα­σε γι’αυ­τό και η μεγά­λη αυτή Κρί­ση θα γίνει στην κοι­λά­δα του Ιωσα­φάτ, δηλα­δή κον­τά στη Γεσθη­μα­νή, εκεί που ο Χρι­στός ίδρω­σε Αίμα για την σωτη­ρία σου, προ­σευ­χό­με­νος μέσα στον κήπο κον­τά στον χεί­μαρ­ρο των Κέδρων, πέρα από τον οποίο πήγε ο Κύριος κατά την νύκτα του Πάθους Του και από εκεί μετα­φέρ­θη­κε δεμέ­νος στο δικα­στή­ριο, όπως εξι­στο­ρεί ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «Τατα επν ησος ξλθε σν τος μαθη­τας ατο πέραν το χει­μάῤῥου τν Κέδρων, που ν κπος, ες ν εσλθεν ατς κα ο μαθη­τα ατο (:Όταν τελεί­ω­σε την προ­σευ­χή Του ο Ιησούς βγή­κε με τους μαθη­τές Του έξω από την πόλη των Ιερο­σο­λύ­μων, σε κάποιο μέρος πέρα από τον ξερο­πό­τα­μο των Κέδρων. Εκεί υπήρ­χε ένας κήπος, όπου μπή­κε ο Ίδιος και οι μαθη­τές Του)»[Ιω.18,1]. Και κάνει την κρί­ση στον τόπο αυτόν ο Κύριος για να ελέγ­ξει περισ­σό­τε­ρο τους αμαρ­τω­λούς, αφε­νός μεν απο­δεί­χνον­τας σε αυτούς ότι Αυτός για την αγά­πη τους έπα­θε τόσα και τόσα πάθη κον­τά στον τόπο αυτόν, αυτοί όμως δεν ωφε­λή­θη­καν από αυτά, αλλά τα περι­φρό­νη­σαν με τις αμαρ­τί­ες τους, αφε­τέ­ρου δε, για να δικαιο­λο­γη­θεί στην από­φα­ση που θα πάρει κατά των αμαρ­τω­λών, έχον­τας κατά κάποιον τρό­πο μάρ­τυ­ρα αυτόν τον ίδιο τον τόπο, που γι’ αυτούς έπα­θε. Γι’ αυτόν τον λόγο θα έχει εκεί κον­τά Του και τον Σταυ­ρό να στέ­κε­ται ψηλά με δόξα, σαν ένα βασι­λι­κό έμβλη­μα, για να δεί­χνει και από μακριά, πόσα έκα­νε ο λυτρω­τής μας Ιησούς Χρι­στός, για να μας σώσει και αντι­θέ­τως πόσα κάνα­με εμείς ως μεγά­λη κατα­φρό­νη­ση, για να μη σωθού­με.

Τώρα τι γνώ­μη έχεις, αδελ­φέ, γι’ αυτήν την μεγά­λη ημέ­ρα της Κρί­σε­ως; Εξί­σω­σες τους λογα­ρια­σμούς, που έχεις να δώσεις σε εκεί­νη την λεπτή και ακρι­βή εξέ­τα­ση; Διόρ­θω­σες όλες τις αμαρ­τί­ες σου με μία γενι­κή εξο­μο­λό­γη­ση και απο­χή από το κακό και με μία αλη­θι­νή και τέλεια μετά­νοια; Ή έχεις ακό­μα αδιόρ­θω­τες αμαρ­τί­ες και αμε­τα­νόη­τες, τις οποί­ες δεν εξο­μο­λο­γή­θη­κες και ούτε έκα­νες τον κανό­να τους; Σκέ­ψου καλά, ότι, εάν τις διόρ­θω­σες, τότε αυτές δεν θα φανε­ρω­θούν σε εκεί­νη την μεγά­λη Κρί­ση, ούτε θα σε φοβί­σουν τότε, διό­τι ο Κύριος δεν θα τις θυμη­θεί: «Τν μαρ­τιν ατν ο μ μνη­σθ τι(:Δεν θα ξανα­θυ­μη­θώ πια τις αμαρ­τί­ες τους)»[Ιερεμ.38,34]. Εάν όμως έχεις αμαρ­τί­ες αδιόρ­θω­τες, εάν φάνη­κες αχά­ρι­στος στις άπει­ρες ευερ­γε­σί­ες, που σου έκα­νε ο Θεός, χρη­σι­μο­ποιών­τας αυτές εναν­τί­ον του ευερ­γέ­τη σου, εάν έδει­ξες ανώ­φε­λο από μέρος δικό σου το παρά­δειγ­μα της ζωής του Ιησού Χρι­στού και τα πάθη Του και το Αίμα Του και τον Σταυ­ρό Του και τα μυστή­ρια, που σου άφη­σε, και δεν ωφε­λή­θη­κες καθό­λου από αυτά, για να διορ­θώ­σεις την κακή σου ζωή, τότε αλί­μο­νο σε σένα. Ω, ποιος φόβος και τρό­μος θα σε περι­κυ­κλώ­σει! Διό­τι όλες αυτές τις αμαρ­τί­ες, όλες αυτές τις αχα­ρι­στί­ες και τις απο­στα­σί­ες σου θα τις παρου­σιά­σει μπρο­στά σου ο δίκαιος εκεί­νος Κρι­τής, ενώ­πιον όλων των ανθρώ­πων και των αγγέ­λων: «λέγ­ξω σε κα παρα­στή­σω κατ πρό­σω­πόν σου τς μαρ­τί­ας σου(:Θα σε ελέγ­ξω και θα παρου­σιά­σω μπρο­στά σου τις αμαρ­τί­ες σου)»[Ψαλμ.49,21].

Και λοι­πόν, έως πότε, αδελ­φέ, θα αγκα­λιά­ζεις την πόρ­νη και τις αμαρ­τί­ες και θα έχεις τα φίδια αυτά στην αγκα­λιά σου να σε δαγ­κώ­νουν και να σε θανα­τώ­νουν; Έως πότε δεν θα τα θανα­τώ­σεις εσύ με μία αλη­θι­νή εξο­μο­λό­γη­ση και απο­χή και μετά­νοια; Για­τί ανα­βάλ­λεις τον χρό­νο της διορ­θώ­σε­ως των αμαρ­τιών σου; Αυτήν την ημέ­ρα, αυτήν την ώρα, αυτή τη στιγ­μή σήκω και πήγαι­νε στον πνευ­μα­τι­κό σου, για να εξο­μο­λο­γη­θείς με πόνο και συν­τρι­βή της καρ­διάς σου, για να τις διορ­θώ­σεις. «ως τίνος, κνη­ρέ, κατά­κει­σαι; πότε δ ξ πνου γερ­θήσ;(:Μέχρι πότε θα κοι­μά­σαι, οκνη­ρέ; Πότε θα σηκω­θείς από τον ύπνο;)»[Παροιμ.6,9]. Τι περι­μέ­νεις; Τι καρ­τε­ρείς; Ορί­στε, η ημέ­ρα εκεί­νη έφτα­σε.

«γγς μέρα Κυρί­ου μεγά­λη(:Κον­τά είναι η ημέ­ρα του Κυρί­ου η μεγά­λη)»[Σοφία Σει­ράχ 1,14]. Τι είδους κατα­ρα­μέ­νος λογι­σμός είναι αυτός, που δεν αφή­νει να φοβά­σαι εκεί­νη την ημέ­ρα, την οποία τόσο την φοβή­θη­καν οι μεγα­λύ­τε­ροι άγιοι; « πονηρν νθύ­μη­μα(:Ω πονη­ρή και κακή σκέ­ψη)!», λέει ο Σειράχ[Σοφ.Σειρ.37,3]· εσύ υπο­λο­γί­ζεις τόσο πολύ την γνώ­μη των ανθρώ­πων και δεν φοβά­σαι και δεν υπο­λο­γί­ζεις εκεί­νο το φοβε­ρό δικα­στή­ριο, που κάνει και αυτούς τους ίδιους τους δαί­μο­νες να φρίτ­τουν, όταν τους το θυμί­σει κάποιος; Απο­φά­σι­σε του­λά­χι­στον από τώρα και στο εξής να σκέ­φτε­σαι την μελ­λον­τι­κή Κρί­ση με πολ­λή επι­μέ­λεια[Γι’ αυτό λοι­πόν και ο Μέγας Βασί­λειος μακα­ρί­ζει εκεί­νους που μελε­τούν πάν­το­τε την φοβε­ρή εκεί­νη Ημέ­ρα, διό­τι από την μελέ­τη αυτή θα εμπο­δι­στεί από κάθε αμαρ­τία, λέγον­τας: «Μακα­ρία ψυχ κα νυκτς κα μέρας μηδε­μί­αν λλην μέρι­μναν στρέ­φου­σα, τν θάνα­τον δια­παντς κα πς π τς μεγά­λης μέρας, καθ’ ν πσα κτί­σις παρα­στή­σε­ται τ Κριτ τν πάν­των, τς εθύνας τν πεπραγ­μέ­νων πολα­βοσα κα ατη δυνηθ κού­φως ποθέ­σθαι τν λόγον τν βεβιω­μέ­νων· γρ κεί­νην τν μέραν κα τν ραν πρ φθαλμν τιθέ­με­νος κα ε μελετν τν π το παρα­λο­γί­στου Κρι­το πολο­γί­αν, τοιοτος, οδέν, παν­τελς λάχι­στα μαρ­τή­σε­ται· δι’ τι τ μαρ­τά­νειν μν, κατ’ που­σί­αν τν φοβερν κεί­νων ννοιν γίνε­ται(: Μακα­ρία είναι η ψυχή, η οποία νύκτα και ημέ­ρα δεν έχει άλλη μέρι­μνα παρά πώς κατά την μεγά­λη ημέ­ρα, κατά την οποία όλη η κτί­ση θα στα­θεί μπρο­στά στον Κρι­τή, για να απο­δώ­σει λόγο για τα έργα της, θα μπο­ρέ­σει και αυτή εύκο­λα να κάνει τον απο­λο­γι­σμό για τη ζωή της. Διό­τι, όποιος έχει μπρο­στά στα μάτια του εκεί­νη την Ημέ­ρα και την ώρα και πάν­το­τε μελε­τά την απο­λο­γία του μπρο­στά στο δικα­στή­ριο, που δεν μπο­ρεί να πλα­νη­θεί, αυτός ή καθό­λου ή ελά­χι­στα θα αμαρ­τή­σει, διό­τι το αμαρ­τά­νειν προ­έρ­χε­ται από απου­σία του φόβου του Θεού από εμάς)»( πιστο­λή πρός λευ­θέ­ραν)], διό­τι, σου λέω την αλή­θεια, ότι, εάν σε όλη σου την ζωή την σκέ­φτε­σαι, η ζωή σου τότε θα σου φανεί πολύ σύν­το­μη και λίγη, για να σκέ­φτε­σαι έναν λογι­σμό τόσο αναγ­καίο, όπως είναι γραμ­μέ­νο. «Κα χρό­νος στε­νός στι τ ακβ(: Και ο χρό­νος είναι περιο­ρι­σμέ­νος για τους απο­γό­νους του Ιακώβ)»[Ιερεμ.37,7]. Σκέ­ψου ότι βρί­σκε­σαι νοε­ρά μπρο­στά στον Κρι­τή σου και παρα­κά­λε­σέ Τον ταπει­νά, να σου γίνει βοη­θός και Θεός του ελέ­ους, πριν έλθει ο και­ρός και γίνει Θεός εκδι­κή­σε­ως: «Θες κδι­κή­σε­ων Κύριος, Θες κδι­κή­σε­ων παῤῥησιά­σα­το(:Θεός εκδι­κη­τής και τιμω­ρός της αμαρ­τί­ας είναι ο Κύριος· ο Θεός, ο Οποί­ος εκδι­κεί­ται και τιμω­ρεί με ακα­τα­νί­κη­τη δύνα­μη και με πάσα δικαιο­σύ­νη τα φαύ­λα, κατέ­στη­σε και καθι­στά πάν­το­τε ολο­φά­νε­ρη την παρου­σία Του)»[Ψαλμ.93,1].

Γ΄

Σκέ­ψου ότι εκεί­νη η ημέ­ρα θα είναι τελι­κά μεγά­λη για όλα εκεί­να που θα απο­φα­σι­στούν σε αυτήν, διό­τι εκεί δεν θα γίνει από­φα­ση για μία ασή­μαν­τη κλη­ρο­νο­μιά ή για λίγες πιθα­μές γης· αλλά για ένα καλό και για ένα κακό πολύ μεγά­λο στην μεγα­λειό­τη­τά Του και αιώ­νιο στην δια­μο­νή του· θα γίνει μία από­φα­ση κατά των αμαρ­τω­λών και μία υπέρ των δικαί­ων. Και ποια είναι η από­φα­ση κατά των αμαρ­τω­λών; «Πορεύ­ε­σθε π’ μο ο κατη­ρα­μέ­νοι ες τ πρ τ αώνιον(:Εσείς που από τα έργα σας γίνα­τε κατα­ρα­μέ­νοι, φύγε­τε μακριά από μένα στο πυρ το αιώ­νιο)»[Ματθ.25,41]. Εξέ­τα­σε, αμαρ­τω­λή ψυχή, και σκέ­ψου προ­σε­κτι­κά τα λόγια της απο­φά­σε­ως αυτής ένα προς ένα. «Πορεύ­ε­σθε π’ μο(:Φύγε­τε από εμέ­να)», λέει ο Κρι­τής, «πηγαί­νε­τε μακριά από Εμέ­να» αυτό δηλώ­νει την στε­ρη­τι­κή κόλα­ση και τον παν­το­τι­νό χωρι­σμό, που θα γίνει ανά­με­σα στον Θεό και στους δυστυ­χι­σμέ­νους κολα­σμέ­νους. «Ο κατη­ρα­μέ­νοι(:Οι κατα­ρα­μέ­νοι)». Αχ, και πόσο φοβε­ρή είναι αυτή η κατά­ρα, η οποία έχει μαζί της όλα τα κακά και τις δυστυ­χί­ες! Κατά­ρα αμε­τά­θε­τη, κατά­ρα θεϊ­κή, κατά­ρα παν­το­τι­νή. «Ες τ πρ τ αώνιον(: στην φωτιά την αιώ­νια)». Με αυτά τα λόγια φανε­ρώ­νε­ται ότι δεν είναι μόνο στε­ρη­τι­κή η κόλα­ση του Θεού, αλλά και θετι­κή εξαι­τί­ας των βασά­νων, και λέγον­τας λοι­πόν, εδώ φωτιά, που είναι το μεγα­λύ­τε­ρο βάσα­νο της κόλα­σης, συμ­πε­ριέ­λα­βε και όλα τα άλλα ελα­φρό­τε­ρα βάσα­να, προ­σθέ­τον­τας, όμως και το αιώ­νιο, φανέ­ρω­σε ότι και τα άλλα είδη της κόλα­σης είναι παν­το­τι­νά και αιώ­νια. Ω αιω­νιό­τη­τα εκεί­νης της γεέν­νης, η οποία όσο είναι χωρίς μέτρο και τέλος, άλλο τόσο είναι φοβε­ρή και τρο­μα­κτι­κή.

Ποια είναι η από­φα­ση υπέρ των δικαί­ων;: «Δετε ο ελογη­μέ­νοι το πατρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τν τοι­μα­σμέ­νην μν βασι­λεί­αν π κατα­βολς κόσμου(:Ελά­τε εσείς που είστε ευλο­γη­μέ­νοι από τον Πατέ­ρα μου, κλη­ρο­νο­μή­στε την Βασι­λεία που έχει ετοι­μα­στεί για σας από τότε που θεμε­λιω­νό­ταν ο κόσμος)»[Ματθ.25,34]. «Δετε», ελά­τε. Ω λόγια γλυ­κύ­τα­τα, με τα οποία καλεί ο γλυ­κύς Ιησούς Χρι­στός προς τον εαυ­τό Του και τις θεί­ες Του αγκά­λες, εκεί­νους που τήρη­σαν τις εντο­λές Του! «Ο ελογη­μέ­νοι το πατρός μου (:Εσείς που είστε ευλο­γη­μέ­νοι από τον Πατέ­ρα μου)». Ω ευλο­γία θεο­χα­ρι­τω­μέ­νη, η οποία περιέ­χει κάθε είδους ευλο­γία και κάθε μακα­ριό­τη­τα και ευτυ­χία! «Κλη­ρο­νο­μή­στε την προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη για σας Βασι­λεία από την αρχή του κόσμου». Ω χαρά! Ω αγαλ­λί­α­ση! Ω Βασι­λεία, η οποία δεν έχει τέλος, αλλά θα παρα­μέ­νει σε όλο το διά­στη­μα της αιω­νιό­τη­τας.

Και ύστε­ρα από τις απο­φά­σεις αυτές, οι μεν αμαρ­τω­λοί θα πάνε σε κόλα­ση αιώ­νια, οι δε δίκαιοι σε αιώ­νια ζωή. «Κα πελεύ­σον­ται ο μαρ­τω­λο ες κόλα­σιν αώνιον ο δ δίκαιοι ες ζων αώνιον(:Και θα οδη­γη­θούν αυτοί σε κόλα­ση που δεν θα έχει τέλος, αλλά θα είναι αιώ­νια˙ ενώ οι δίκαιοι θα πάνε για να απο­λαύ­σουν ζωή αιώ­νια)»[Ματθ.25,46]. Αυτή είναι η μεγά­λη υπό­θε­ση, που θα απο­φα­σι­στεί τότε και θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αμέ­σως μόλις απο­φα­σι­στεί, χωρίς καμία καθυ­στέ­ρη­ση. Τότε θα στα­μα­τή­σει η κίνη­ση των τεσ­σά­ρων στοι­χεί­ων και του ουρα­νού· και για μεν τους αμαρ­τω­λούς θα μεί­νει μία παν­το­τι­νή νύκτα, χωρίς να ελπί­ζουν να δουν ποτέ ημέ­ρα, ενώ για τους δικαί­ους θα μεί­νει μία παν­το­τι­νή ημέ­ρα, χωρίς να φοβούν­ται ότι θα δουν στο εξής νύκτα. Διό­τι όλα τα κακά του κόσμου, όλες οι τιμω­ρί­ες και όλες οι δυστυ­χί­ες θα μαζευ­τούν τότε στην κόλα­ση, όπως μαζεύ­ον­ται όλες οι δυσω­δί­ες και οι βρώ­μες ενός καρα­βιού μέσα στη σεν­τί­να του.

Και έτσι όλα τα κτί­σμα­τα καθα­ρι­σμέ­να και απε­λευ­θε­ρω­μέ­να από την δου­λεία και την δυσω­δία των αμαρ­τω­λών, θα ανα­πνεύ­σουν και θα απο­λαύ­σουν έναν και­νούρ­γιο κόσμο ευτυ­χέ­στε­ρο, σύμ­φω­να με τον Εκκλη­σια­στή: «Καιρς τ παντ πράγ­μα­τι κα π τ παντ τ ποι­ή­μα­τι κε(:Υπάρ­χει και­ρός κατάλ­λη­λος για κάθε πράγ­μα· εκεί μάλι­στα έχει ορι­στεί και­ρός, κατά τον οποίο ο Θεός θα κρί­νει με δικαιο­σύ­νη κάθε πρά­ξη και έργο ανθρώ­πι­νο)»[Εκκλ.3,17] και μάλι­στα κατά τον θεό­πνευ­στο Παύ­λο, που λέει: «Κα ατ κτί­σις λευ­θε­ρω­θή­σε­ται π τς δου­λεί­ας τς φθορς(:Και αυτή η κτί­ση θα ελευ­θε­ρω­θεί από την υπο­δού­λω­ση στη φθο­ρά, για να πάρει μέρος στην ελευ­θε­ρία της ένδο­ξης κατα­στά­σε­ως των παι­διών του Θεού)»[Ρωμ.8,21] — και για να το πού­με με συν­το­μία, εκεί­νη η ημέ­ρα θα είναι η δύση του και­ρού και η ανα­το­λή της αιω­νιό­τη­τας και ούτε έγι­νε αλλά ούτε και θα γίνει ποτέ άλλη μέρα μεγα­λύ­τε­ρη από αυτήν και τότε μπο­ρού­με να πού­με με περισ­σό­τε­ρο δίκαιο εκεί­νο που λέει η Γρα­φή για την ημέ­ρα που κρά­τη­σε τον ήλιο ο Ιησούς του Ναυή ότι «οκ γένε­το μέρα τοιαύ­τη οτε πρό­τε­ρον οτε σχα­τον(:δεν υπήρ­ξε τέτοια θαυ­μα­στή ημέ­ρα ποτέ άλλο­τε, ούτε στο απώ­τα­το, ούτε και στο πιο κον­τι­νό παρελ­θόν)»[Ιησούς Ναυή 10,14][ Η ημέ­ρα αυτή έγι­νε διπλή, δηλα­δή εικο­σι­τεσ­σά­ρων ωρών, κατά τον Σει­ράχ, λέγον­τας για τον Ιησού του Ναυή: «Οχ ν χειρ ατο νεπό­δι­σεν λιος, κα μίαν μέρα γεν­νή­θη πρς δύο; (:Μήπως με μια απλή κίνη­ση του χεριού του δεν οπι­σθο­δρό­μη­σε ο ήλιος και μία ημέ­ρα έγι­νε σαν δύο;)»[Σοφ. Σειρ.46,4] και κατά τον άγιο Μάξι­μο σχο­λιά­ζον­τας την προς Πολύ­καρ­πο επι­στο­λή του Αγί­ου Διο­νυ­σί­ου του Αρε­ο­πα­γί­του. Επι­πλέ­ον δε και η ημέ­ρα που έγι­νε επί Εζε­κί­ου από θαύ­μα μεγαλύτερη(τριάντα δύο ωρών σύμ­φω­να με τον άγιο Μάξι­μο) και τότε η σκιά του ηλια­κού ωρο­λο­γί­ου γύρι­σε πίσω κατά δέκα βαθμούς(Δ΄Βασ.20,11: «Κα βόη­σεν σαΐ­ας προ­φή­της πρς Κύριον, κα πέστρε­ψεν σκι ν τος ναβαθ­μος ες τ πίσω δέκα βαθ­μούς(:Και ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας ύψω­σε κραυ­γή ισχυ­ρή και φώνα­ξε με ικε­σία δυνα­τή προς τον Κύριο για το αίτη­μα αυτό του Εζε­κία. Και η σκιά γύρι­σε πίσω στα σκα­λο­πά­τια κατά δέκα βαθ­μούς-:υπο­διαι­ρέ­σεις του ηλια­κού ωρο­λο­γί­ου)»].

Παρό­λα αυτά νομί­ζεις, αδελ­φέ, ότι αυτά τα πράγ­μα­τα που θα γίνουν την ημέ­ρα εκεί­νη, είναι μακριά και γι’αυ­τό δεν τα φοβά­σαι; Σου λέω, όμως, ότι ακό­μα και αν αργή­σουν να γίνουν, είναι σίγου­ρο ότι θα γίνουν και αν αργή­σουν να γίνουν, είναι όμως αλη­θι­νά, διό­τι όσο είναι αλη­θι­νό ότι είναι ένας Θεός, τόσο αλη­θι­νό είναι ότι θα γίνει μία Κρί­ση στο τέλος. Γι’αυ­τό λοι­πόν, πλη­σί­α­σε, αγα­πη­τέ, σε αυτές τις αλή­θειες με τα μάτια της πίστε­ως, η οποία τα μακρι­νά και αόρα­τα τα δεί­χνει κον­τά και ορα­τά: «Πίστις στ πραγ­μά­των λεγ­χος ο βλε­πο­μέ­νων(:Πίστη σημαί­νει ακό­μη από­δει­ξη και σιγου­ριά για πράγ­μα­τα που δεν μπο­ρούν να δουν τα σωμα­τι­κά μας μάτια, αλλά η πίστη δίνει γι’ αυτά τέτοια πλη­ρο­φο­ρία στον πιστό, σαν να τα έβλε­πε και να τα αντι­λαμ­βα­νό­ταν με τις σωμα­τι­κές αισθή­σεις)» [Εβρ.11,1] και μην υπο­λο­γί­ζεις τώρα τίπο­τε άλλο στις ημέ­ρες σου παρά μόνο εκεί­νο που θα αντι­με­τω­πί­σεις τότε στην ημέ­ρα της Κρί­σε­ως, δηλα­δή πώς να βρί­σκε­σαι σε μετά­νοια, πώς να υπο­μέ­νεις τους πει­ρα­σμούς και πώς να εργά­ζε­σαι τις εντο­λές του Κυρί­ου και τα καλά έργα.

Και αυτό σημαί­νει το να είσαι αλη­θι­νά φρό­νι­μος, δηλα­δή το να γνω­ρί­ζεις τα πράγ­μα­τα από μακριά, πριν να έλθουν και να ωφε­λεί­σαι από αυτά: «ς γρ φυλάσ­σει φρό­νη­σιν, ερήσει γαθ(: Όποιος δια­τη­ρεί την φρό­νη­ση και την φυλάτ­τει, θα απο­λαύ­σει πολ­λά αγα­θά, υλι­κά και πνευ­μα­τι­κά)»[Παρ.19,8], περισ­σό­τε­ρο μάλι­στα που η εξέ­τα­ση και η από­φα­ση τα οποία είναι τα φοβε­ρό­τε­ρα από όσα έχει εκεί­νη η ολο­ΰ­στε­ρι­νή ημέ­ρα, αυτά, λέω, δεν είναι μακριά από σένα, αλλά είναι τόσο κον­τά σου, όσο κον­τά σου είναι ο θάνα­τος, όπως είπα­με στο προ­η­γού­με­νο κεφά­λαιο για την μερι­κή κόλα­ση, και όπως λέει ο αδελ­φό­θε­ος Ιάκω­βος στην επι­στο­λή του: «δο κριτς πρ τν θυρν στη­κεν(:Μη στε­νά­ζε­τε αγα­να­κτι­σμέ­νοι ο ένας εναν­τί­ον του άλλου, αδελ­φοί, για να μην κατα­δι­κα­στεί­τε από τον Κρι­τή. Ιδού, ο Κρι­τής στέ­κε­ται πολύ κον­τά και είναι έτοι­μος να παρου­σια­στεί)»[Ιάκ.5,9], διό­τι αμέ­σως μόλις πεθά­νεις, θα τα συναν­τή­σεις.

Νιώ­σε ντρο­πή, λοι­πόν, που έμει­νες για τόσο πολύ χρό­νο μαζί με τους άφρο­νες με την ανο­η­σία σου και από­ρη­σε, πώς τόλ­μη­σες να αμαρ­τή­σεις τόσες φορές, σε και­ρό που ήξε­ρες πως υπάρ­χει ένας Θεός Κρι­τής και τιμω­ρη­τής των αμαρ­τιών. Φρόν­τι­σε να απο­κτή­σεις από εδώ ως σύν­τρο­φο και φίλο την ελεη­μο­σύ­νη στους πτω­χούς, ώστε να μπο­ρέ­σει αυτή τότε να σε κυβερ­νή­σει ως καλός ρήτο­ρας και να σε λυτρώ­σει από την φοβε­ρή εκεί­νη από­φα­ση, επει­δή ο φοβε­ρός εκεί­νος Κρι­τής δεν θα εξε­τά­σει τους δίκαιους για το πώς νήστε­ψαν ή πώς κρά­τη­σαν την παρ­θε­νία ή έκα­ναν άλλες αγα­θο­ερ­γί­ες, αλλά μόνο πώς ελέη­σαν τους πτω­χούς και χόρ­τα­σαν τους πει­να­σμέ­νους και πότι­σαν τους διψα­σμέ­νους και ένδυ­σαν τους γυμνούς και επι­σκέ­φτη­καν τους αρρώ­στους και τους φυλα­κι­σμέ­νους. Ούτε επί­σης θα κρί­νει τους αμαρ­τω­λούς, πώς πόρ­νευ­σαν ή μοί­χευ­σαν ή έκα­ναν άλλες κακί­ες, αλλά για­τί δεν ελέη­σαν τους πτω­χούς αδελ­φούς τους.

Γι’αυ­τό, λοι­πόν, ο μεν αδελ­φό­θε­ος Ιάκω­βος είπε για τους ανε­λεη­μό­νες: «νίλε­ως κρί­σις τ μ ποι­ή­σαν­τι λεος κα κατα­καυχται λεος κρί­σε­ως(:Να προ­σέ­χε­τε να μη γίνε­στε σκλη­ροί και άσπλα­χνοι με τις προ­σω­πο­λη­ψί­ες σας˙ διό­τι η κρί­ση τότε του Θεού θα είναι χωρίς έλε­ος και επιεί­κεια για εκεί­νον που υπήρ­ξε άσπλα­χνος στους αδελ­φούς του. Αντί­θε­τα η ευσπλα­χνία και το έλε­ος δεν φοβά­ται την κρί­ση, αλλά καυ­χιέ­ται ότι την κατα­νι­κά˙ και απο­δει­κνύ­ε­ται έτσι η ευσπλα­χνία ισχυ­ρό­τε­ρη από την κρί­ση [Ιακ. 2,13], ο δε Δαβίδ λέει για τους ελε­ή­μο­νες: «Χρηστς νρ οκτεί­ρων κα κιχρν, (τοι δανεί­ζων) οκονο­μή­σει τος λόγους Ατο ν κρί­σει(: Άνθρω­πος καλο­κά­γα­θος είναι εκεί­νος ο οποί­ος ευσπλα­χνί­ζε­ται και δανεί­ζει όσους έχουν ανάγ­κες· αυτός δεν ομι­λεί ποτέ απε­ρί­σκε­πτα, αλλά με φρό­νη­ση πολ­λή και κρί­ση θα οικο­νο­μή­σει τα λόγια του, προ­σέ­χον­τας να μη θίξει με αυτά κανέ­ναν, ούτε να πλη­γώ­σει την ευαι­σθη­σία και φιλο­τι­μία όσων ελε­ούν­ται και δανεί­ζον­ται από αυτόν)»[Ψαλμ.111,5]. Δηλα­δή θα δώσει καλή απο­λο­γία στον Θεό κατά την ημέ­ρα της Κρί­σε­ως με την ελεη­μο­σύ­νη, όπως ερμη­νεύ­ει ο Μέγας Βασί­λειος. Παρα­κά­λε­σε τον Κύριο να σε αξιώ­σει με την χάρη Του να στα­θείς την ημέ­ρα εκεί­νη όχι με τους αμαρ­τω­λούς και τους ανε­λε­ή­μο­νες, αλλά με τους δίκαιους και τους ελε­ή­μο­νες και να ακού­σεις από το στό­μα Του την καλή εκεί­νη και ευλο­γη­μέ­νη από­φα­ση: «Δετε ο ελογη­μέ­νοι το πατρός Μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τν τοι­μα­σμέ­νην μν βασι­λεί­αν π κατα­βολς κόσμου(:’Ελά­τε εσείς που είστε ευλο­γη­μέ­νοι από τον Πατέ­ρα μου, κλη­ρο­νο­μή­στε την βασι­λεία που έχει ετοι­μα­στεί για σας από τότε που θεμε­λιω­νό­ταν ο κόσμος)»[Ματθ.25,34].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Β (Και­ρός Μετα­νοί­ας)

Οἱ στα­στι­στι­κο­λό­γοι ἐκτι­μοῦν ὅτι πάνω στὴ γῆ ζοῦ­νε ἑνά­μι­ση δισε­κα­τομ­μύ­ριο ἄνθρω­ποι1. Ἀπ’ αὐτὸ τὸ ἑνά­μι­ση δισε­κα­τομ­μύ­ριο οὔτε ἕνας ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ σᾶς πεῖ, μὲ τίς δια­νο­η­τι­κές του δυνα­τό­τη­τες, τί θὰ γίνει ὅταν ἔρθει τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τί θὰ γίνου­με ἐμεῖς ὅταν πεθά­νου­με. Κι ὅλες αὐτὲς οἱ χιλιά­δες ἑκα­τομ­μύ­ρια ἄνθρω­ποι ποὺ ἔζη­σαν πρὶν ἀπὸ μᾶς στὴ γῆ, δὲ θὰ μπο­ροῦ­σαν οὔτε κι αὐτοὶ μὲ τὴ δια­δι­κα­σία τῶν νοη­τι­κῶν λει­τουρ­γιῶν τους νὰ μᾶς ἀπαν­τή­σουν μὲ σιγου­ριὰ καὶ σαφή­νεια γιὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τί μᾶς περι­μέ­νει μετά το θάνα­τό μας, νὰ μᾶς ποῦν ὁτι­δή­πο­τε ποὺ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὸ ἀπο­δε­χτοῦ­με σὰν ἀλη­θι­νὸ μὲ τὴν καρ­διὰ καί το νοῦ μας.

Ἡ ζωή μας εἶναι σύν­το­μη, οἱ μέρες μας μετρη­μέ­νες. Ὁ χρό­νος ὅμως εἶναι μεγά­λος, μετριέ­ται σὲ ἑκα­τον­τά­δες καὶ χιλιά­δες χρό­νια. Ποιός ἀπὸ μᾶς μπο­ρεῖ νὰ ξεπε­ρά­σει τὰ ὅριά του καὶ νὰ φτά­σει στὸ τέλος τοῦ χρό­νου, νὰ δεῖ τὰ ἔσχα­τα γεγο­νό­τα καὶ νὰ πλη­ρο­φο­ρή­σει ὅλους ἐμᾶς λέγον­τας: «Ἔτσι κι ἔτσι θὰ γίνουν τὰ πράγ­μα­τα στὸ τέλος τοῦ χρό­νου. Αὐτὸ θὰ συμ­βεῖ στὸν κόσμο κι αὐτὸ θὰ γίνει με σας τοὺς ἀνθρώ­πους»;

Κανέ­νας. Ἀλή­θεια, κανέ­νας ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ ζοῦν. Ἐκτὸς κι ἂν ὑπῆρ­χε κάποιος ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μᾶς πεί­σει πῶς εἶχε μπεῖ στὸ νοῦ του Δημιουρ­γοῦ τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας, πῶς ἤξε­ρε ὁλό­κλη­ρο τὸ σχέ­διο τῆς δημιουρ­γί­ας, πῶς ἦταν ζων­τα­νὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρ­ξη τοῦ κόσμου καὶ εἶχε καθα­ρῇ ἄπο­ψη γιὰ τὸ τέλος τοῦ χρό­νου καὶ τὰ γεγο­νό­τα ποὺ θὰ σημα­δέ­ψουν τὸ τέλος αὐτό. Ὑπάρ­χει τέτοιος ἄνθρω­πος ἀνά­με­σα στὰ δισε­κα­τομ­μύ­ρια ποὺ ζοῦν σήμε­ρα; Ὄχι, οὔτε ὑπάρ­χει οὔτε ὑπῆρ­ξε ποτέ.

Ὑπῆρ­χαν προ­φῆ­τες ποῦ, ὄχι ἀπὸ τὸ δικό τους νοῦ ἀλλ’ ἀπὸ ἀπο­κά­λυ­ψη Θεοῦ, εἶπαν κάποια πράγ­μα­τα, σύν­το­μα καὶ ἀσα­φῆ, γιὰ τὸ τί θὰ γίνει στὸ τέλος. Κι αὐτὸ ὄχι τόσο γιὰ νὰ δώσουν ἀκρι­βῆ περι­γρα­φὴ τοῦ τέλους τοῦ κόσμου, ὅσο γιὰ νὰ προ­ει­δο­ποι­ή­σουν μὲ τὴν πρό­νοια τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀνθρώ­πους, ὥστε νὰ μετα­νο­ή­σουν καὶ νὰ ἐπι­στρέ­ψουν ἀπὸ τὸ δρό­μο τῆς ἀνο­μί­ας. Νὰ σκε­φτοῦν περισ­σό­τε­ρο τὰ φοβε­ρὰ πράγ­μα­τα ποὺ μᾶς περι­μέ­νουν κι ὄχι τὰ μικρὰ καὶ παρο­δι­κὰ ποὺ περ­νοῦν σὰν σύν­νε­φο καὶ κρύ­βουν τὴν πύρι­νη καὶ φοβε­ρὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ν’ ἀνα­λο­γι­στοῦν τὰ γεγο­νό­τα ἐκεῖ­να ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁλό­κλη­ρη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που στὴ γῆ, ἡ ὕπαρ­ξη τοῦ ἴδιου τοῦ κόσμου, τὰ ἄστρα κι ὁ κύκλος τοῦ εἰκο­σι­τε­τρα­ώ­ρου θὰ φτά­σουν στὸ τέλος τους.

Ἕνας καὶ μόνο Ἕνας μᾶς μίλη­σε καθα­ρὰ καὶ μὲ σαφή­νεια γιὰ ὅλα ὅσα θὰ γίνουν στὸ τέλος τοῦ χρό­νου: Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός. Ἄν ὑπῆρ­χε ὁποιοσ­δή­πο­τε ἄλλος νὰ μᾶς πεῖ αὐτὰ ποὺ Ἐκεῖ­νος εἶπε γιὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, δὲ θὰ τὸν πιστεύ­α­με, ἀκό­μα κι ἂν ἦταν ὁ μεγα­λύ­τε­ρος σοφός. Ἄν μιλοῦ­σε μὲ τὴν ἀνθρώ­πι­νη σοφία του κι ὄχι ἀπὸ θεία ἀπο­κά­λυ­ψη, δὲ θὰ τὸν πιστεύ­α­με. Ἡ ἀνθρώ­πι­νη σοφία καὶ ἡ ἀνθρώ­πι­νη λογι­κή, ὅσο μεγά­λες καὶ σπου­δαῖ­ες κι ἂν εἶναι, εἶναι πολὺ μικρὲς γιὰ νὰ φτά­σουν στὴ δημιουρ­γία καὶ στὸ τέλος τοῦ κόσμου. Ἡ σοφία εἶναι ἄχρη­στη ἐκεῖ ποὺ χρειά­ζε­ται τὸ ὅρα­μα. Ἀπὸ προ­φή­τη ἔχου­με ἀνάγ­κη, ποὺ βλέ­πει τόσο καθα­ρὰ ὅσο ἐμεῖς βλέ­που­με τὸν ἥλιο, γιὰ νὰ δεὶ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσα­με τὸ τέλος του, καθὼς καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀρχή, τὸ ἴδιο τὸ τέλος. Μόνο ἕνας τέτοιος ἄνθρω­πος ἔχει ὑπάρ­ξει: ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός. Μόνο Ἐκεῖ­νον μπο­ροῦ­με καὶ πρέ­πει νὰ πιστεύ­ου­με ὅταν μᾶς λέει τί θὰ γίνει στὸ τέλος. Ὅλα ὅσα προ­φή­τε­ψε, ἐπα­λη­θεύ­τη­καν. Τόσο ὅταν ἀφο­ροῦ­σαν σὲ πρό­σω­πα, ὅπως ὁ Πέτρος, ὁ Ἰού­δας κι οἱ ἄλλοι ἀπό­στο­λοι, σὲ λαούς, ὅπως οἱ Ἰου­δαῖ­οι, σὲ κάποιους τόπους ὅπως ἡ Ἱερου­σα­λήμ, ἡ Καπερ­να­ούμ, ἢ Βηθ­σαϊ­δὰ καὶ τὸ Χορα­ζίν, καθὼς καὶ στὶς Ἐκκλη­σί­ες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἱδρύ­θη­καν μὲ τὸ αἷμα Του.

Οἱ προ­φη­τεῖ­ες τοῦ Κυρί­ου γιὰ τὰ γεγο­νό­τα ποὺ θὰ συμ­βοῦν κατὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, τὸ ἴδιο τὸ τέλος καὶ ἡ τελι­κὴ κρί­ση, δὲν ἔχουν ἀκό­μα ἐπα­λη­θευ­τεῖ. Ὅποιος ἔχει μάτια ὅμως βλέ­πει καθα­ρὰ πῶς στὶς μέρες μας, τὰ γεγο­νό­τα ποὺ εἶπε πῶς θὰ εἶναι σημεῖα τῶν και­ρῶν ὅτι ἔρχε­ται τὸ τέλος, ἔχουν ἀρχί­σει νὰ ἐμφα­νί­ζον­ται στὸν κόσμο. Δὲν ἔχουν ἤδη ἐμφα­νι­στεῖ διά­φο­ροι γυρο­λό­γοι τῆς χαρᾶς, ποὺ γυρεύ­ουν ν’ ἀντι­κα­τα­στή­σουν τὸ Χρι­στὸ καὶ τὴ διδα­σκα­λία του μὲ τὸν ἑαυ­τό τους καὶ τὴ δική τους διδα­σκα­λία; Δὲν ἔχουν ξεση­κω­θεῖ ἔθνη ἐνάν­τια σὲ ἄλλα ἔθνη καὶ βασι­λεῖ­ες ἐνάν­τια σὲ βασι­λεῖ­ες; Δὲν τρέ­μει ἡ γῆ καὶ οἱ καρ­διές μας μαζί της μὲ τοὺς πολέ­μους καὶ τίς ἐπα­να­στά­σεις ποὺ γίνον­ται σὲ ὅλον τὸν πλα­νή­τη; Δὲν εἶναι πολ­λοὶ αὐτοὶ ποὺ προ­δί­δουν τὸ Χρι­στὸ κι ἄλλοι ποὺ ἀρνοῦν­ται τὴν Ἐκκλη­σία Του; Δὲν ἔχει περισ­σέ­ψει ἡ ἀνο­μία, δὲν ἔχει ψυχρα­θεὶ ἡ ἀγά­πη τῶν πολ­λῶν; Δὲν ἔχει κηρυ­χτεῖ τὸ εὐαγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο, εἰς μαρ­τύ­ριον πᾶσι τοῖς ἔθνε­σι (βλ. Ματθ. κδ’3–14);

Εἶναι ἀλή­θεια πῶς τὰ χει­ρό­τε­ρα δὲν ἦρθαν ἀκό­μα, μὰ ἔρχον­ται γρή­γο­ρα, χωρὶς καθυ­στέ­ρη­ση. Εἶναι ἀλή­θεια πῶς ὁ Αντί­χρι­στος δὲν ἐμφα­νί­στη­κε ἀκό­μα, οἱ προ­φῆ­τες κι οἱ πρό­δρο­μοί του ὅμως ὑπάρ­χουν σὲ κάθε ἔθνος. Εἶναι ἀλή­θεια πῶς ἡ μεγα­λύ­τε­ρη κατα­στρο­φι­κὴ δυστυ­χία ποὺ ἔχει ὑπάρ­ξει ἀπὸ τότε ποὺ δημιουρ­γή­θη­κε ὁ κόσμος δὲν ἔφτα­σε ἀκό­μα, ὁ ἀφό­ρη­τος ρόγ­χος τοῦ θανά­του δὲν ἀκού­στη­κε κον­τά μας. Τὴν κατα­στρο­φὴ ὅμως τὴν βλέ­πουν καθα­ρὰ ὅλοι ἐκεῖ­νοι οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ ἄνθρω­ποι ποὺ προ­σμέ­νουν τὴν ἔλευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶναι ἀλή­θεια πῶς ὁ ἥλιος δὲ σκο­τί­στη­κε ἀκό­μα, τὸ φεγ­γά­ρι δὲν ἔχα­σε τὸ φῶς του, οὔτε τ’ ἀστέ­ρια ἔπε­σαν ἀπὸ τὸν οὐρα­νό. Ὅταν γίνουν αὐτὰ ὅμως δὲ θὰ ὑπάρ­χει χρό­νος νὰ γρά­ψει κανεὶς ἢ νὰ μιλή­σει γι’ αὐτά. Οἱ καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων θὰ γεμί­σουν μὲ φόβο καὶ τρό­μο, οἱ γλῶσ­σες τους θὰ βου­βα­θοῦν καὶ τὰ μάτια τους θὰ κοι­τά­ζουν στὸ φοβε­ρὸ σκο­τά­δι, σὲ μιὰ γῆ δίχως ἡμέ­ρα, σ’ ἕναν οὐρα­νὸ χωρὶς ἄστρα. Ξαφ­νι­κά, μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σκο­τά­δι, θὰ ἐμφα­νι­στεῖ τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώ­που, ἕνας λαμ­πρὸς καὶ πανέν­δο­ξος σταυ­ρὸς ποὺ θὰ ἐκτεί­νε­ται ἀπὸ τὴν ἀνα­το­λὴ ὡς τὴ δύση κι ἀπό το βορ­ρᾶ ὡς το νότο, μὲ μιὰ λαμ­πρό­τη­τα ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε ὁ ἥλιος ποὺ βρί­σκε­ται ἀπὸ πάνω μας. Καὶ τότε ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι θ’ ἀτε­νί­σουν τὸν Κύριο Ἰησοῦ «ἐρχό­με­νον ἐπὶ τῶν νεφε­λῶν τοῦ οὐρα­νοῦ μετὰ δυνά­με­ως καὶ δόξης πολ­λῆς» (Ματθ. κδ’ 30). Ὁ χορὸς τῶν ἀγγέ­λων θὰ σαλ­πί­σει τίς σάλ­πιγ­γες κι ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς θὰ συνα­χθοῦν μπρο­στά Του. Ἡ σάλ­πιγ­γα θὰ ἠχή­σει γιὰ νὰ γίνει μιὰ συγ­κέν­τρω­ση ποὺ δὲν ἔχει προ­η­γού­με­νο της ἀπὸ τὴ δημιουρ­γία τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν κρί­ση ποὺ θὰ εἶναι καὶ ἡ τελι­κή.

Όλ’ αὐτὰ τὰ σημεῖα καὶ τὰ γεγο­νό­τα ποὺ θὰ γίνουν στὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρό­νου περι­γρά­φον­ται σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Τὸ εὐαγ­γέ­λιο τῆς κρί­σε­ως ποὺ δια­βά­ζε­ται τὴ σημε­ρι­νὴ μέρα περι­γρά­φει τὴν τελι­κὴ ρύθ­μι­ση τῶν γεγο­νό­των ἀνά­με­σα στὸ χρό­νο καὶ τὴν αἰω­νιό­τη­τα, ἀνά­με­σα στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώ­πους. Περι­γρά­φει τὴν τελι­κὴ κρί­ση καὶ τὸν τρό­πο ποὺ αὐτὴ θὰ γίνει. Περι­γρά­φει γιά μας τὴ φοβε­ρὴ ἐκεί­νη στιγ­μή — τὴν πιὸ εὐτυ­χι­σμέ­νη γιὰ τοὺς δίκαιους — ποὺ τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ θὰ δώσει τὴ θέση του στὴ θεία δικαιο­σύ­νη. Τότε θὰ εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ καλὲς πρά­ξεις, πολὺ ἀργὰ γιὰ μετά­νοια. Τότε ὁ θρῆ­νος μας δὲ θὰ λάβει ἀπάν­τη­ση καὶ τὰ δάκρυά μας δὲ θὰ τὰ ὑπο­δέ­χον­ται πιὰ τὰ χέρια τῶν ἀγγέ­λων.

Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάν­τες οἱ ἅγιοι ἄγγε­λοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθί­σει ἐπὶ θρό­νου δόξης αὐτοῦ» (Ματθ. κέ’ 31). Ὅπως στὴν παρα­βο­λὴ τοῦ Ἀσώ­του Υἱοῦ ὁ Θεὸς παρου­σιά­ζε­ται σὰν ἄνθρω­πος, ἔτσι κι ἐδῶ ὁ Χρι­στὸς ὀνο­μά­ζε­ται Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώ­που. Εἶναι Ἐκεῖ­νος, κανέ­νας ἄλλος. Ὅταν ἔρθει γιὰ δεύ­τε­ρη φορὰ στὸν κόσμο, ἡ ἔλευ­σή Τοῦ δὲ θὰ εἶναι ἄγνω­στη καὶ ταπει­νή, ὅπως τὴν πρώ­τη φορά, ἀλλὰ φανε­ρή, ἐν δόξῃ. Ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια ποὺ εἶχε ὁ Χρι­στὸς προ­αιώ­νια, προ­τοῦ δημιουρ­γη­θεῖ ὁ κόσμος (πρβλ. Ἰωάν. ιζ’ 5), ἀλλὰ εἶναι κι ἡ δόξα τῆς νίκης κατὰ τοῦ Σατα­νᾶ, τοῦ παλιοῦ κόσμου καὶ τοῦ θανά­του. Δὲ θὰ ἔρθει μόνος του, μὰ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀμέ­τρη­τους ἀγγέ­λους Του. Θὰ ἔρθει μαζί τους ἐπει­δή, σὰν ὑπη­ρέ­τες τοῦ Θεοῦ καὶ στρα­τιῶ­τες Του ποὺ ἦταν, ἔλα­βαν μέρος στὸν πόλε­μο κατὰ τοῦ πονη­ροῦ καὶ στὴ νίκη ἐναν­τί­ον του. Χαί­ρε­ται νὰ μοι­ρά­ζε­ται τὴ δόξα Τοῦ μαζί τους. Γιὰ νὰ δοθεῖ ἔμφα­ση στὴ μεγα­λειώ­δη φύση αὐτοῦ τοῦ γεγο­νό­τος, ἀνα­φέ­ρε­ται ἰδιαί­τε­ρα πῶς ὅλοι οἱ ἄγγε­λοι θὰ ἔρθουν μαζὶ μὲ τὸν Κύριο. Δὲν ὑπάρ­χει ἄλλο γεγο­νὸς ποῦ ν’ ἀνα­φέ­ρε­ται πῶς ἦταν παρόν­τες ὅλοι οἱ ἄγγε­λοι τοῦ Θεοῦ. Ἐμφα­νί­ζον­ται πάν­τα σὲ μεγα­λύ­τε­ρο ἢ μικρό­τε­ρο πλῆ­θος. Στὴν τελι­κὴ Κρί­ση ὅμως θὰ εἶναι ὅλοι παρόν­τες, συγ­κεν­τρω­μέ­νοι γύρω ἀπὸ το Βασι­λιᾶ τῆς δόξης.

Πολ­λοὶ προ­φῆ­τες, εἴτε ἀρχαῖ­οι εἴτε μετα­γε­νέ­στε­ροι, εἶδαν το θρό­νο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ (Ἠσ. στ΄ 1, Δαν. ζ΄ 9, ‘Ἀποκ. δ’ 2, κ’ 4). “Ὁ θρό­νος αὐτὸς ἀπο­τε­λεῖ­ται ἀπὸ τίς ἀγγε­λι­κὲς δυνά­μεις, πάνω στὶς ὁποῖ­ες ἐπι­κά­θε­ται ὁ Κύριος. Εἶναι ὁ θρό­νος τῆς δόξας, τῆς νίκης, ὅπου κάθε­ται ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας καὶ ὅπου πῆρε τὴ θέση Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς μετὰ τὴ νίκη Τοῦ (Ἀποκ. γ’ 21).

Πόσο μεγα­λό­πρε­πη θὰ εἶναι ἡ ἔλευ­ση τοῦ Κυρί­ου, ποὺ θὰ περι­βάλ­λε­ται ἀπὸ τόσο ἰδιαί­τε­ρα καὶ φοβε­ρὰ γεγο­νό­τα! Ὁ προ­φή­της Ἠσα­ΐ­ας εἶχε προ­φη­τεύ­σει: «Ἰδοὺ γὰρ Κύριος ὡς πῦρ ἤξει καὶ ὡς καται­γὶς τὰ ἅρμα­τα αὐτοῦ» (Ἠσ. ξστ 15) Ὁ Δανι­ὴλ εἶδε καὶ εἶπε πῶς «ποτα­μὸς πυρὸς εἷλ­κεν ἔμπρο­σθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιά­δες ἐλει­τούρ­γουν αὐτὸ κρι­τή­ριον ἐκά­θι­σε καὶ βίβλοι ἠνε­ώ­χθη­σαν» (Δαν. ζ 10).

Ὅταν ὁ Κύριος ἔρθει μὲ δόξα πολ­λὴ καὶ καθί­σει στὸ θρό­νο Του, τότε «συνα­χθή­σον­ται ἔμπρο­σθεν αὐτοῦ πάν­τα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφο­ριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλή­λων, ὥσπερ ὁ ποι­μὴν ἀφο­ρί­ζει τὰ πρό­βα­τα ἀπὸ τῶν ἐρί­φων, καὶ στη­σει τὰ μὲν πρό­βα­τα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρί­φια ἐξ εὐω­νύ­μων» (Ματθ. κέ’ 32–33). Τότε θὰ συνα­χθοῦν μπρο­στὰ Τοῦ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς καὶ θὰ τοὺς χωρί­σει, ὅπως ὁ τσο­πά­νος χωρί­ζει τὰ πρό­βα­τα ἀπὸ τὰ ἐρί­φια. Τὰ πρό­βα­τα θὰ τὰ βάλει στὰ δεξιά Του καὶ τὰ ἐρί­φια στ’ ἀρι­στε­ρά Του.

Πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς πατέ­ρες προ­βλη­μα­τί­στη­καν σχε­τι­κὰ μέ το χῶρο ὅπου ὁ Χρι­στὸς θὰ κρί­νει ὅλα τὰ ἔθνη. Ἀνα­φε­ρό­με­νοι στὸν προ­φή­τη Ἰωήλ, συμ­πε­ραί­νουν πῶς ἢ κρί­ση θὰ γίνει στὴν κοι­λά­δα Ἰωσα­φάτ, ὅπου ὁ βασι­λιᾶς ἐκεῖ­νος χωρὶς νὰ πολε­μή­σει, χωρὶς νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὅπλα, εἶχε ἐνάν­τια στοὺς Μωα­βί­τες καὶ τούς ‘Ἀμμω­νί­τες μιὰ πολὺ σπου­δαῖα νίκη, σὲ τέτοιο βαθ­μό, ὥστε νὰ μὴ μεί­νει κανέ­νας τους ζων­τα­νός. «‘Ἐξε­γει­ρέ­σθω­σαν καὶ ἀνα­βαι­νέ­τω­σαν πάν­τα τὰ ἔθνη εἰς τὴν κοι­λά­δα Ἰωα­σα­φάτ, διό­τι ἔχει καθιῶν του δια­κρῖ­ναι πάν­τα τὰ ἔθνη κυκλό­θεν», εἶπε ὁ προ­φή­της Ἰωὴλ (812).

Ἴσως ὁ θρό­νος τοῦ Κυρί­ου νὰ στη­θεῖ πάνω ἀπὸ τὴν κοι­λά­δα αὐτή, μὰ δὲν ὑπάρ­χει κοι­λά­δα στὸν κόσμο ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ χωρέ­σει ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, ζων­τα­νοὺς καὶ νεκρούς, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὼς τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ποὺ βέβαια θὰ εἶναι πολ­λὰ δισε­κα­τομ­μύ­ρια. Ὁλό­κλη­ρη ἡ ἐπι­φά­νεια τῆς γῆς, μαζὶ μὲ τοὺς ὠκε­α­νούς, δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δώσει τόσο χῶρο ὥστε νὰ συγ­κεν­τρω­θοῦν ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ ἔζη­σαν ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου στὴ γῆ. Ἄν αὐτὴ ἦταν ἁπλᾶ συγ­κέν­τρω­ση ψυχῶν, τότε ἴσως θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς μαζέ­ψει ὅλους κανεὶς στὴν κοι­λά­δα Ἰωα­σα­φάτ. ‘Ἀφοῦ ὅμως θὰ συγ­κεν­τρω­θοῦν ἄνθρω­ποι μὲ τὰ σώμα­τά τους (για­τί οἱ νεκροὶ θ’ ἀνα­στη­θοῦν καὶ σωμα­τι­κά), τότε τὰ λόγια τοῦ προ­φή­τη θὰ πρέ­πει νὰ τὰ κατα­νο­ή­σου­με συμ­βο­λι­κά. Ἡ κοι­λά­δα Ἰωα­σα­φὰτ εἶναι ὁ κόσμος ὁλό­κλη­ρος, ἀπὸ τὴ μακρι­νὴ ἀνα­το­λή, ὼς τὴ μακρι­νὴ δύση. Κι ὅπως ὁ Θεὸς κάπο­τε ἔδει­ξε τὴ δύνα­μή Τοῦ στὴν κοι­λά­δα Ἰωα­σα­φάτ, ἔτσι καὶ τὴν ἔσχα­τη μέρα θὰ δεί­ξει τὴν ἴδια δύνα­μη καὶ θὰ κρί­νει ὁλό­κλη­ρο τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος.

Καὶ ἀφο­ριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλή­λων. Ὅλοι ἐκεῖ­νοι ποὺ συγ­κεν­τρώ­θη­καν θὰ δια­χω­ρι­στοῦν σὲ μιὰ στιγ­μή, μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ποὺ ὁ τσο­πά­νος στέλ­νει μὲ τὴ φωνή του τὰ πρό­βα­τα ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ τὰ ἐρί­φια ἀπὸ τὴν ἄλλη. Μερι­κοὶ ἀπὸ τοὺς συγ­κεν­τρω­μέ­νους θὰ πᾶνε ἀρι­στε­ρὰ κι ἄλλοι δεξιά. Κι ὅλα θὰ γίνουν ξαφ­νι­κά, σὰ νὰ τοὺς σπρώ­χνει μιὰ ἀκα­τα­μά­χη­τη μαγνη­τι­κὴ δύνα­μη μὲ τέτοιο τρό­πο, ὥστε κανέ­νας νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ κινη­θεῖ ἀπὸ ἀρι­στε­ρὰ πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ ἀπὸ τὰ δεξιὰ πρὸς τ’ ἀρι­στε­ρά.

«Τότε ἐρεὶ ὁ βασι­λεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦ­τε οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι τοῦ πατρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τὴν ἤτοι­μα­σμέ­νην ὑμῖν βασι­λεί­αν ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου» (Ματθ. κέ’34). Τότε ὁ βασι­λιᾶς θὰ στρα­φεῖ πρὸς αὐτοὺς ποὺ βρί­σκον­ται στὰ δεξιά του καὶ θὰ τοὺς πεῖ: ἐλᾶ­τε ἐσεῖς, οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι τοῦ πατέ­ρα μου, νὰ κλη­ρο­νο­μή­σε­τε τὴ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν, ποὺ ἔχει ἑτοι­μα­στεῖ γιὰ σᾶς ἀπὸ τότε ποὺ δημιουρ­γή­θη­κε ὁ κόσμος.

Στὴν ἀρχὴ ὁ Χρι­στὸς ὀνο­μά­ζει τὸν ἑαυ­τὸ Τοῦ Ὑιο τοῦ Ἀνθρώ­που, δηλα­δὴ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὁ ἴδιος ἀπο­κα­λεῖ τὸν ἑαυ­τὸ Τοῦ Βασι­λιᾶ, για­τί τοῦ δόθη­καν ἢ βασι­λεία καὶ ἡ δύνα­μη καὶ ἡ δόξα. Δεῦ­τε οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι τοῦ πατρός μου. Ἐκεῖ­νοι ποὺ ὁ Χρι­στὸς καλεῖ ἔτσι, εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ εὐλο­γη­μέ­νοι. Για­τί ἡ εὐλο­γία τοῦ Θεού περιέ­χει μέσα της ὅλα τ’ ἀγα­θά, καθὼς καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴ χάρη τοῦ οὐρα­νοῦ. Για­τί ὁ Κύριος δὲ λέει «εὐλο­γη­μέ­νοι μου», ἀλλὰ «εὐλο­γη­μέ­νοι τοῦ Πατέ­ρα Μου»; Για­τί εἶναι ὁ μονα­δι­κὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονο­γε­νὴς καὶ ἄκτι­στος προ­αιω­νί­ως καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Κι οἱ δίκαιοι εἶναι μέ τη χάρη τοῦ Θεοῦ ἀδελ­φοὶ τοῦ Χρι­στοῦ ἐξ υἱο­θε­σί­ας.

Ὁ Θεὸς καλεῖ τοὺς δίκαιους νὰ μποῦν στὴ βασι­λεία ποὺ ἔχει προ­ε­τοι­μά­σει γι’ αὐτοὺς ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς ὁ Θεός, προ­τοῦ ἀκό­μα δημιουρ­γή­σει τὸν ἄνθρω­πο, εἶχε προ­ε­τοι­μά­σει τὴ βασι­λεία γι’ αὐτόν. Προ­τοῦ πλά­σει τὸν Ἀδὰμ ἦταν ὅλα φτιαγ­μέ­να γιὰ τὴ ζωή του στὸν παρά­δει­σο. Ὁλό­κλη­ρη βασι­λεία, ὑπέ­ρο­χη κι ὀλο­φώ­τει­νη, ποὺ περί­με­νε το βασι­λιᾶ της. Μετὰ ὁ Θεὸς ὁδή­γη­σε τόν ‘Ἀδὰμ στὴ βασι­λεία αὐτή, κι ἡ βασι­λεία συμ­πλη­ρώ­θη­κε. Ὁ Θεὸς προ­ε­τοί­μα­σε τὴ βασι­λεία γιὰ τοὺς δίκαιους ἀπὸ τὴν ἀρχή. Μόνο τοὺς ἀφέν­τες της περί­με­νε, μὲ τὸ Χρι­στὸ ὡς βασι­λιᾶ ἀρχη­γό.

Ὁ Κρι­τὴς κάλε­σε τοὺς δίκαιους στὴ βασι­λεία Του κι ἀμέ­σως μετὰ ἐξή­γη­σε για­τί τοὺς τὴ χάρι­ζε: «ἐπεί­να­σα γάρ, καὶ ἐδώ­κα­τέ μοὶ φαγεῖν, ἐδί­ψη­σα, καὶ ἐπο­τί­σα­τέ μέ, ξένος ἤμῃν, καὶ συνη­γά­γε­τέ μέ, γυμνός, καὶ περιε­βά­λε­τε μέ, ἠσθέ­νη­σα, καὶ ἐπι­σκέ­ψα­σθέ μέ, ἕν φυλα­κὴ ἤμῃν, καὶ ἤλθε­τε πρὸς μέ» (Ματθ. κέ’35–37). Για­τί πεί­να­σα καὶ μοῦ δώσα­τε νὰ φάω, δίψα­σα καὶ μοῦ δώσα­τε νερό, ἤμουν ξένος καὶ σεῖς μὲ φιλο­ξε­νή­σα­τε στὸ σπί­τι σας, ἤμουν γυμνὸς καὶ μὲ ντύ­σα­τε, ἀρρώ­στη­σα καὶ μὲ ἐπι­σκε­φθή­κα­τε, ἤμουν στὴ φυλα­κὴ καὶ σεῖς ἤρθα­τε νὰ μὲ δεῖ­τε.

Ἀκού­γον­τας αὐτὴ τὴ θαυ­μά­σια ἐξή­γη­ση, οἱ δίκαιοι ζήτη­σαν διστα­χτι­κὰ καὶ ταπει­νὰ ἀπὸ τὸ βασι­λιᾶ νὰ τοὺς πεὶ πότε τὸν εἶδαν πει­να­σμέ­νο καὶ διψα­σμέ­νο, γυμνὸ καὶ ἄρρω­στο καὶ πότε τὰ ἔκα­ναν όλ’ αὐτὰ σ’ Ἐκεῖ­νον. Καὶ στὴν ἐρώ­τη­ση αὐτὴ ὁ βασι­λιᾶς ἔδω­σε πάλι τὴ θαυ­μά­σια αὐτὴ ἀπάν­τη­ση: «‘Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποι­ή­σα­τε ἑνὶ τού­των τῶν ἀδελ­φῶν μου τῶν ἐλα­χί­στων, ἐμοὶ ἐποι­ή­σα­τε» (Ματθ. κέ’40). Ἀφοῦ όλ’ αὐτὰ τὰ ἐκά­μα­τε στοὺς ἐλά­χι­στους καὶ ταπει­νοὺς ἀδελ­φούς μου, εἶναι σὰ νὰ τὰ ἐκά­μα­τε σ’ ἐμέ­να τὸν ἴδιο.

Ὅλη αὐτὴ ἡ ἑρμη­νεία ἔχει δύο ὄψεις, μιὰ ἐξω­τε­ρι­κὴ καὶ μιὰ ἐσω­τε­ρι­κή. Ἡ ἐξω­τε­ρι­κὴ ἑρμη­νεία εἶναι σαφὴς στὸν καθέ­να. Ἐκεῖ­νος ποὺ τρέ­φει τὸν πει­να­σμέ­νο, ξεδι­ψά­ει τὸ διψα­σμέ­νο, ντύ­νει τὸ γυμνὸ καὶ στε­γά­ζει τὸν ἄστε­γο, εἶναι σὰ νὰ τὰ κάνει όλ’ αὐτὰ στὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἐκεῖ­νος ποὺ ἐπι­σκέ­πτε­ται τοὺς ἄρρω­στους ἢ τοὺς φυλα­κι­σμέ­νους, εἶναι σὰ νὰ τὰ κάνει αὐτὰ στὸν Κύριο. ‘Ἀνα­φέ­ρε­ται καὶ στὴν Παλαιὰ Δια­θή­κη σχε­τι­κὰ πῶς «δανεί­ζει Θεῶ ο ἐλε­ῶν πτω­χόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀντα­πο­δώ­σει αὐτῷ» (Παρ. ἴθ17). Ἐκεῖ­νος ποὺ ἐλε­εῖ τὸν φτω­χό, εἶναι σὰ νὰ δανεί­ζει τὸν Θεό, ποὺ ἀνά­λο­γα μὲ τὸ τί ἔδω­σε, θά του τὸ ἀντα­πο­δώ­σει.

Ὁ Κύριος, μέσα ἀπὸ κεί­νους ποὺ ζητοῦν τὴ βοή­θεια μᾶς, δοκι­μά­ζει τίς καρ­διές μας. Ὁ Θεὸς δὲ χρη­σι­μο­ποιεῖ τίπο­τα δικό μας γιὰ λογα­ρια­σμό Του. Δὲν ἔχει ἀνάγ­κη ἀπὸ τίπο­τα. Ἐκεῖ­νος ποὺ δημιούρ­γη­σε τὸ ψωμί, δὲν μπο­ρεῖ νὰ πει­νά­σει. Ἐκεῖ­νος ποὺ δημιούρ­γη­σε τὸ νερό, δὲ γίνε­ται νὰ διψά­σει. Αὐτὸς ποὺ ντύ­νει τὴν κτί­ση ὁλό­κλη­ρη δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶναι γυμνός, οὔτε καὶ ν’ ἀρρω­στή­σει αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ὑγεί­ας. Οὔτε καὶ γίνε­ται νὰ αἰχ­μα­λω­τι­στεῖ ὁ Κύριος τῶν κυρί­ων.

Ὁ Θεὸς ζητᾷ ἀπό μας νὰ δίνου­με ἐλεη­μο­σύ­νη, ὥστε μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο νὰ μαλα­κώ­σουν οἱ καρ­διές μας, νὰ γίνουν πιὸ σπλα­χνι­κές. Θὰ μπο­ροῦ­σε ὁ Θεὸς μὲ τὴν παν­το­δυ­να­μία του νὰ κάνει διὰ μιᾶς ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους πλού­σιους, χορ­τα­σμέ­νους, ντυ­μέ­νους κι εὐχα­ρι­στη­μέ­νους. ‘Ἀλλ’ ἀφή­νει τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ δοκι­μά­σουν τὴν πεῖ­να καὶ τὴ δίψα, τὴν ἀρρώ­στια, τὴ φτώ­χεια καὶ τὴ δυστυ­χία γιὰ δυὸ λόγους. Πρῶ­τα, ὥστε ἐκεῖ­νοι ποὺ ὑπο­φέ­ρουν ἀπ’ όλ’ αὐτὰ νὰ μπο­ρέ­σουν ἔτσι νὰ μαλα­κώ­σουν τὴν καρ­διά τους, νὰ γίνουν πιὸ σπλα­χνι­κοὶ καὶ νὰ ἔρθουν πιὸ κον­τὰ στὸ Θεό, νὰ τὸν προ­σκυ­νή­σουν μὲ πίστη καὶ προ­σευ­χή. Δεύ­τε­ρο, ὥστε ὁ ἄνθρω­πος μέσα ἀπὸ τὰ δικά του βάσα­να νὰ κατα­νο­ή­σει καὶ τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν ταπεί­νω­σή του νὰ κατα­νο­ή­σει τὴν ταπεί­νω­ση τῶν ἄλλων. Ἔτσι θὰ κατα­λά­βει τὴν ἀδελ­φό­τη­τα καὶ τὴν ἑνό­τη­τα ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων μέσα ἀπὸ τὸν Ζῶν­τα Θεό, το Δημιουρ­γὸ καὶ δοτή­ρα ὅλων τῶν ἐπί­γειων ἀγα­θῶν. Ὁ Θεὸς ζητᾷ ἀπό μας νὰ γίνου­με ἐλε­ή­μο­νες, νὰ ἔχου­με πάνω ἀπ’ ὅλα ἔλε­ος. Γνω­ρί­ζει πῶς τὸ ἔλε­ος εἶναι ὁ τρό­πος γιὰ ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει ὁ ἄνθρω­πος τὴν πίστη στὸ Θεό, τὴν ἐλπί­δα στὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγά­πη γιά το Θεό.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξω­τε­ρι­κὴ ἑρμη­νεία. Ἡ δεύ­τε­ρη ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ Χρι­στὸ μέσα μας. Σὲ κάθε καθα­ρὴ σκέ­ψη ποὺ ἔχου­με στὸ νοῦ μας, σὲ κάθε εὐγε­νι­κὸ συναί­σθη­μα τῆς καρ­διᾶς μας καὶ σὲ κάθε ὑψη­λὴ φιλο­δο­ξία καὶ ἐπι­θυ­μία τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὴν ἐπί­τευ­ξη τοῦ ἀγα­θοῦ, ὁ Χρι­στὸς ἀπο­κα­λύ­πτε­ται μέσα μας μὲ τὴ δύνα­μη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅλες αὐτὲς τίς ἁγνὲς σκέ­ψεις, τὰ εὐγε­νι­κὰ συναι­σθή­μα­τα καὶ τίς ὑψη­λὲς φιλο­δο­ξί­ες, τίς ὀνο­μά­ζει ἐλα­χί­στους ἀδελ­φούς Του. Τὰ ὀνο­μά­ζει ἔτσι όλ’ αὐτὰ ἐπει­δὴ βρί­σκον­ται μέσα μας σὲ μιὰ ἀσή­μαν­τη μειο­νό­τη­τα σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τοὺς μεγά­λους ἐσω­τε­ρι­κοὺς ἀγροὺς ποὺ εἶναι γεμᾶ­τοι ἀπορ­ρί­μα­τα καὶ κακία. Ἄν ὁ νούς μας πει­νά­ει γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ταΐ­σου­με, εἶναι σὰ νὰ τρέ­φου­με τὸ Χρι­στὸ μέσα μας. Ἄν ἡ καρ­διά μας εἶναι γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἀγα­θὸ κι εὐγε­νι­κὸ πρᾶγ­μα ποὺ ἀνή­κει στὸ Θεὸ καὶ τὴν ντύ­σου­με, εἶναι σὰ νὰ ντύ­σα­με τὸ Χρι­στό μέσα μας. Ἄν ἡ ψυχή μας εἶναι ἄρρω­στη καὶ φυλα­κι­σμέ­νη ἀπὸ τὴν κακή μας ὕπαρ­ξη καὶ τὰ κακά μας ἔργα καὶ τὸ ἀντι­λη­φθοῦ­με αὐτὸ καὶ τὴν ἐπι­σκε­φτοῦ­με, τότε εἶναι σὰ νὰ ἐπι­σκε­φτή­κα­με τὸ Χρι­στὸ μέσα μας.

Μὲ λίγα λόγια, ἂν αὐτὸς ὁ δεύ­τε­ρος ἑαυ­τὸς ποὺ ἔχου­με μέσα μας καὶ ποὺ ἀντι­προ­σω­πεύ­ει τὸ δίκαιο ἄνθρω­πο, ὑπο­δου­λω­θεῖ καὶ ταπει­νω­θεῖ ἀπὸ τὸν πονη­ρὸ κι ἁμαρ­τω­λὸ ἐσω­τε­ρι­κό μας ἄνθρω­πο καὶ μεὶς τὸν προ­στα­τεύ­σου­με, εἶναι σὰ νὰ προ­στα­τεύ­ου­με τὸ Χρι­στὸ μέσα μας. Ὁ δίκαιος ἄνθρω­πος μέσα μας εἶναι πολὺ πολὺ μικρός, ἐνῶ ὁ ἁμαρ­τω­λὸς μέσα μας εἶναι ἕνας πραγ­μα­τι­κὸς Γολιάθ. “Ὁ δίκαιος ἄνθρω­πος μέσα μας ὅμως εἶναι ὁ μικρὸς ἀδελ­φὸς τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ἐλά­χι­στος, κι ὁ ἁμαρ­τω­λὸς Γολιὰθ μέσα μας εἶναι ὁ ἐχθρὸς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἄν τότε προ­στα­τέ­ψου­με τὸ δίκαιο ἄνθρω­πο μέσα μας, ἂν τὸν ἐλευ­θε­ρώ­σου­με, τὸν ἐνι­σχύ­σου­με καὶ τὸν βγά­λου­με στὸ φῶς ἂν τὸν σηκώ­σου­με ψηλό­τε­ρα ἀπὸ τὸν ἁμαρ­τω­λό, ὥστε νὰ τὸν κυριεύ­σει καὶ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με μαζὶ μὲ τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο, «ζῶ δὲ οὐκέ­τι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χρι­στός» (Γαλ. β’20), τότε θὰ κλη­θοῦ­με εὐλο­γη­μέ­νοι καὶ στὴν τελευ­ταία Κρί­ση θ’ ἀκού­σου­με τὰ λόγια τοῦ Βασι­λιᾶ: δεῦ­τε οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι τοῦ πατρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τὴν ἡτοι­μα­σμέ­νην ὑμῖν βασι­λεί­αν ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου.

Σὲ κεί­νους ποὺ θὰ βρε­θοῦν ἀρι­στε­ρά Του θὰ πεὶ ὁ Κρι­τής: «πορεύ­ε­σθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατη­ρα­μέ­νοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώ­νιον τὸ ἡτοι­μα­σμέ­νον τῷ δια­βό­λῳ καί τους ἀγγέ­λοις αὐτοῦ» (Ματθ. κε’ 41). Φύγε­τε μακριὰ ἀπὸ μένα ἐσεῖς οἱ κατα­ρα­μέ­νοι, πηγαί­νε­τε στὸ αἰώ­νιο πῦρ ποὺ ἔχει ἑτοι­μα­στεῖ γιὰ τὸ διά­βο­λο καὶ τοὺς πονη­ροὺς ἀγγέ­λους του. Ὁ Κρι­τὴς εἶναι φοβε­ρός, ἀλλὰ δίκαιος. Ὁ Βασι­λιᾶς καλεῖ τοὺς δίκαιους κον­τά Του καὶ τοὺς δίνει τὴ βασι­λεία Του, ἐνῶ ἀπο­μα­κρύ­νει τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς καὶ τοὺς στέλ­νει στὸ αἰώ­νιο πῦρ, στὴν πονη­ρὴ συν­τρο­φιὰ τοῦ δια­βό­λου καὶ τῶν ὑπη­ρε­τῶν του. Στὸ ἔργο του «Περὶ Τελι­κῆς Κρί­σε­ως» ὁ Μέγας Βασί­λειος γρά­φει: «Ἄν ὑπάρ­χει κάποιο τέλος στὰ αἰώ­νια βάσα­να, σημαί­νει πῶς ὑπάρ­χει τέλος καὶ στὴν αἰώ­νια ζωή. Καθὼς ὅμως εἶναι ἀδύ­να­το νὰ φαν­τα­στεῖς τὸ τέλος τῆς αἰώ­νιας ζωῆς, πῶς εἶναι δυνα­τὸ νὰ σκε­φτεῖς ὅτι θὰ ὑπάρ­ξει τέλος στὰ αἰώ­νια βάσα­να;»

Κάτι ὅμως δὲ λέει ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι πολὺ σπου­δαῖο. Ὅτι τὸ αἰώ­νιο πῦρ ἔχει ἑτοι­μα­στεῖ γιὰ τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου, ὅπως κι ἡ βασι­λεία Τοῦ γιὰ τοὺς δίκαιους. Τί σημαί­νει αὐτό; Εἶναι πεν­τα­κά­θα­ρο πῶς ὁ Κύριος ἑτοί­μα­σε τὸ αἰώ­νιο πῦρ μόνο γιὰ τὸ διά­βο­λο καὶ τοὺς ἀγγέ­λους του, ἐνῶ τὴ βασι­λεία Του τὴν ἑτοί­μα­σε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου. Ὁ Θεὸς θέλει «πάν­τας ἀνθρώ­πους σωθῆ­ναι» (Ἀτιμ. β’4), νὰ μὴ χαθεῖ κανέ­νας. Ὁ Θεὸς δὲν ἤθε­λε νὰ κολα­στοῦν οἱ ἄνθρω­ποι, ἀλλὰ νὰ σωθοῦν. Οὔτε καὶ ἑτοί­μα­σε προ­κα­τα­βο­λι­κὰ γι’ αὐτοὺς τὴ φωτιὰ τῆς κόλα­σης ἀλλὰ τὴ βασι­λεία Του, μόνο αὐτή. Ἀπὸ αὐτὸ προ­κύ­πτει μὲ σαφή­νεια πῶς ἐκεῖ­νοι ποὺ λένε γιὰ τὸν ἁμαρ­τω­λὸ ὅτι «εἶναι προ­ο­ρι­σμέ­νος νὰ γίνει ἁμαρ­τω­λός», ἔχουν λαθε­μέ­νη ἀντί­λη­ψη. Ἄν πραγ­μα­τι­κὰ εἶναι προ­ο­ρι­σμέ­νος ἁμαρ­τω­λός, αὐτὸ δὲν προ­έρ­χε­ται ἀπό το Θεό, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό του. Ὅτι αὐτὸ δὲν ἔχει προ­ο­ρι­στεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ συμ­πε­ραί­νε­ται ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἑτοί­μα­σε προ­κα­τα­βο­λι­κὰ κανέ­να εἶδος βασά­νων γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸ διά­βο­λο. Ἑπο­μέ­νως στὴν Τελι­κὴ Κρί­ση καὶ δίκαιος κρι­τὴς δὲ θὰ ἔχει τόπο γιὰ νὰ στεί­λει τοὺς ἁμαρ­τω­λούς, παρὰ στὸ σκο­τει­νὸ βασί­λειο τῶν δαι­μό­νων. Κι ὅτι εἶναι στὴ δικαιο­σύ­νη τοῦ Κρι­τῆ νὰ τοὺς στεί­λει ἐκεῖ εἶναι φανε­ρὸ ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι ἐκεῖ­νοι, κατὰ τὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς τους, εἶχαν ἀπο­μα­κρυν­θεῖ ἀπό το Θεὸ κι εἶχαν παρα­δο­θεῖ στὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ πονη­ροῦ.

Κρί­νον­τας τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς ποὺ βρί­σκον­ται αρι­στε­ρά Του ὁ Βασι­λιᾶς τοὺς ἐξη­γεῖ ἀμέ­σως για­τι εἶναι κατα­ρα­μέ­νοι καὶ για­τί τοὺς στέλ­νει στὸ αἰώ­νιο πύρ: «ἐπεί­να­σα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώ­κα­τέ μοὶ φαγεῖν, ἐδί­ψη­σα, καὶ οὐκ ἐπο­τί­σα­τέ μέ, ξένος ἤμῃν, καὶ οὐ,οὗ συνη­γά­γε­τέ μέ, γυμνός, καὶ οὐ,οὗ περιε­βά­λε­τε μέ, ἄσθε­νὴς καὶ ἐν φυλα­κῇ, καὶ οὐκ ἐπε­σκέ­ψα­σθέ μέ» (Ματθ. κέ’42–43). Πεί­να­σα καὶ δὲν μοῦ δώσα­τε νὰ φάω, δίψα­σα καὶ δὲν μὲ ποτί­σα­τε. Ἤμουν ξένος καὶ δὲν μὲ πήρα­τε στὸ σπί­τι σας, ἤμουν γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ντύ­σα­τε, ἤμουν ἄρρω­στος ἢ φυλα­κι­σμέ­νος καὶ δὲν μὲ ἐπι­σκε­φθή­κα­τε.

Τίπο­τα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν κάνει οἱ δίκαιοι δὲν ἔκα­ναν οἱ ἁμαρ­τω­λοί. Καὶ σὰν ἄκου­σαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρί­ου οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ ρώτη­σαν, ὅπως κι οἱ δίκαιοι: «Κύριε, πότε σὲ εἴδο­μεν πει­νῶν­τα ἢ διψῶν­τα…;» Κι ὁ Κύριος ἀπάν­τη­σε: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ ὅσον οὐκ ἐποι­ή­σα­τε ἑνὶ τού­των τῶν ἐλα­χί­στων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποι­ή­σα­τε» (Ματθ. κέ’45). Ἀλή­θεια σᾶς λέω: ἀφοῦ δὲν ἐκά­μα­τε τίπο­τα στοὺς ἀδελ­φούς μου τοὺς ἐλά­χι­στους, οὔτε καὶ σὲ μένα κάμα­τε.

Ἡ ἑρμη­νεία ποὺ ἔκα­νε ὁ Βασι­λιᾶς στοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς ἔχει ἐπί­σης δυὸ σημα­σί­ες, μιᾷ ἐξω­τε­ρι­κῇ καὶ μιὰ ἐσω­τε­ρι­κή, ὅπως καὶ στὴν πρώ­τη περί­πτω­ση μὲ τοὺς δίκαιους. Ὁ νοῦς τῶν ἁμαρ­τω­λῶν ἦταν σκο­τι­σμέ­νος, ἡ καρ­διά τους σκλη­ρὴ κι ἡ ψυχή τους εἶχε κακὴ διά­θε­ση πρὸς ἐκεί­νους ποὺ πει­νοῦ­σαν, διψοῦ­σαν, ἦταν γυμνοῖ, ἄρρω­στοι καὶ φυλα­κι­σμέ­νοι στὴ γῆ. Μὲ τὸ σκο­τι­σμέ­νο τους νοὺ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ δοῦν πῶς ὁ Χρι­στὸς τοὺς καλοῦ­σε νὰ ἐλε­ή­σουν τοὺς φτω­χοὺς καὶ βασα­νι­σμέ­νους ἀδελ­φούς τους. Ἡ σκλη­ρὴ καρ­διά τους δὲν μαλά­κω­νε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ἄλλων. Οὔτε καὶ τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῶν ἁγί­ων Του ἄλλα­ζε τὴν κακο­προ­αί­ρε­τη ψυχή τους γιὰ νὰ ἐπι­θυ­μή­σουν τὸ καλὸ καὶ νὰ τὸ κάνουν. Ἔτσι, ὅπως ἦταν ἄσπλα­χνοι στὸ Χρι­στό, μέσῳ τῶν ἀδελ­φῶν Του, ἦταν ἄσπλα­χνοι καὶ στὸ Χρι­στὸ μέσα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυ­τό τους. Μέ το ποὺ τοὺς ἔρχό­ταν κάποια ἁγνὴ σκέ­ψη, τὴν ἐξα­φά­νι­ζαν θελη­μα­τι­κὰ καὶ τὴν ἀντι­κα­θι­στοῦ­σαν μὲ ἄλλες σκέ­ψεις, ἀκά­θαρ­τες καὶ βλά­σφη­μες. Ξερί­ζω­σαν κάθε εὐγε­νι­κὸ συναί­σθη­μα ἀπὸ τὴν καρ­διά τους καὶ τὸ ἀντι­κα­τά­στη­σαν μὲ ἄσπλα­χνία, λαγνεία καὶ ἰδιο­τέ­λεια. Κάθε ἐπι­θυ­μία ποὺ ἐκδη­λω­νό­ταν μέσα τους γιὰ νὰ κάνουν κάποια καλὴ πρά­ξη, ἀκο­λου­θῶν­τας τίς ἐντο­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ, τὴν κατα­πί­ε­ζαν ἀμέ­σως καὶ στὴ θέση της ἔβα­ζαν ἄλλη, πῶς νὰ κάνουν κακὸ στοὺς ἄλλους ἢ ν’ ἁμαρ­τή­σουν, γιὰ νὰ προ­κα­λέ­σουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸν ἐλά­χι­στο ἀδελ­φὸ τοῦ Χρι­στοῦ, δηλα­δὴ τὸ δίκαιο ἄνθρω­πο ποὺ βρι­σκό­ταν μέσα τους, τὸν σταύ­ρω­ναν, τὸν σκό­τω­ναν καὶ τὸν ἔθα­βαν. Ὁ σκο­τει­νὸς Γολιὰθ ποὺ εἶχαν θρέ­ψει, δηλα­δὴ ὁ ἄδι­κος ἄνθρω­πος μέσα τους ἢ ὁ ἴδιος ὁ διά­βο­λος, παρέ­με­νε νικη­τὴς στὸ πεδίο τῆς μάχης.

Τί μπο­ρεῖ νὰ κάνει ὁ Θεὸς σὲ τέτοιους ἀνθρώ­πους; Μπο­ρεῖ νὰ δεχτεῖ στὴ βασι­λεία Του ἐκεί­νους ποὺ ἔβγα­λαν τὴ βασι­λεία αὐτὴ ἀπὸ τὴ ζωή τους; Μπο­ρεῖ νὰ καλέ­σει κον­τά Του αὐτοὺς ποὺ ξερί­ζω­σαν μέσα τους τὴν εἰκό­να τοῦ Θεοῦ, αὐτοὺς ποὺ δια­κή­ρυ­ξαν μυστι­κὰ στὴν καρ­διά τους ἀλλὰ κι ἀνοι­χτά, μπρο­στὰ σ’ ὅλον τὸν κόσμο, πῶς εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπη­ρέ­τες τοῦ δια­βό­λου; Ὄχι! Αὐτοὶ ἔγι­ναν μὲ τὴν ἐλεύ­θε­ρη βού­λη­σή τους ὑπη­ρέ­τες τοῦ δια­βό­λου. Κι ὁ Κύριος στὴν τελι­κή Του κρί­ση θὰ τοὺς στεί­λει νὰ συν­τρο­φέ­ψουν ἐκεί­νους ποὺ εἶχαν παρέα σ’ ὁλό­κλη­ρη τὴ ζωή τους. Θὰ τοὺς στεί­λει δηλα­δὴ στὸ αἰώ­νιο πὺρ ποὺ ἔχει προ­ε­τοι­μα­στεῖ γιὰ τὸ διά­βο­λο καὶ τοὺς πονη­ροὺς ἀγγέ­λους του.

Ἀμέ­σως μετὰ ἀπ’ αὐτό, φτά­νει στὸ τέλος της ἡ πιὸ σύν­το­μη ἀλλὰ καὶ ἡ μέγι­στη δια­δι­κα­σία στὴν ἱστο­ρία τοῦ κτι­στου κόσμου. «Καὶ ἀπε­λεύ­σον­ται οὗτοι εἰς κόλα­σιν αἰώ­νιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώ­νιον» (Ματθ. κέ’46). Καὶ τότε θὰ πορευ­τοῦν αὐτοὶ (οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ) στὴν αἰώ­νια κόλα­ση, οἱ δὲ δίκαιοι στὴν αἰώ­νια ζωή.

Ἡ ζωὴ καὶ ἡ κόλα­ση ἐδῶ στέ­κον­ται ἠ μιὰ ἀπέ­ναν­τι στὴν ἄλλη. Ἐκεῖ ποὺ ὑπάρ­χει ζωή, δὲν ὑπάρ­χει κόλα­ση, δὲν ὑπάρ­χουν βάσα­να. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ κόλα­ση, δὲν ὑπάρ­χει ζωή. Ἡ πλη­ρό­τη­τα τῆς ζωῆς ἀπο­κλεί­ει τὴν κόλα­ση. Ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν παρέ­χει τὴν πλη­ρό­τη­τα τῆς ζωῆς. Ὁ τόπος τοῦ δια­βό­λου παρά­γει κόλα­ση καὶ βασα­νι­στή­ρια, μακριὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ δίνει καὶ Χρι­στός.

Στὴν ἐπί­γεια ζωή μας βλέ­που­με πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ ποὺ ἔχει λίγη ζωὴ μέσα τῆς (δηλ. λίγο Θεό), εἶναι γεμά­τη μὲ πολὺ μεγα­λύ­τε­ρα βάσα­να ἀπ’ ὅσα ἔχει ἡ ψυχὴ τοῦ δίκαιου ἀνθρώ­που ποὺ ἔχει μέσα του περισ­σό­τε­ρη ζωὴ (δηλ. περισ­σό­τε­ρο Θεό). Ὅπως εἰπώ­θη­κε μὲ σοφία τοὺς ἀρχαί­ους χρό­νους: «Πᾷς ὁ βίος ἀσε­βοῦς ἔν φρον­τί­δι, ἔτη δὲ ἀριθ­μη­μέ­να δεδο­μέ­να δυνά­στη, ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ ἐν ὦσιν αὐτοῦ… μὴ πιστευέ­τω ἀπο­στρα­φῆ­ναι ἀπὸ σκό­τους, ἐντέ­ταλ­ται δὲ εἰς χεῖ­ρας σιδή­ρου… ἀνάγ­κη δὲ καὶ θλῖ­ψις αὐτὸν καθέ­ξει ὥσπερ στρα­τη­γὸς πρω­το­στά­της πίπτων. ὅτι ἦρκεν χεῖ­ρας ἔναν­τί­ον Κυρί­ου» (Ἰώβ, ἰε’20–25). Ὁλό­κλη­ρος ὁ βίος τοῦ ἀσε­βοῦς, λέει, δαπα­νᾶ­ται καὶ βρί­σκε­ται συνέ­χεια μὲ φρον­τί­δες καὶ ἀγω­νία. Ἀκό­μα καὶ τοῦ ἰσχυ­ροῦ καὶ κυρί­αρ­χου ἀνθρώ­που, τὰ χρό­νια εἶναι μετρη­μέ­να. Ὁ φόβος ποὺ τὸν συνέ­χει καὶ τὸν κάνει ν’ ἀγω­νιᾷ, ἠχεῖ πάν­το­τε στ’ αὐτιὰ τοῦ… ἂς μὴν ἀπα­τᾶ­ται πῶς κάπο­τε θὰ γλι­τώ­σει ἀπὸ τὸ σκο­τά­δι τῆς συμ­φο­ρᾶς καὶ τῆς ὀδύ­νης, για­τί ἔχει δοθεῖ ἐντο­λὴ ἀπό το Θεὸ νὰ περι­πέ­σει στὴν ἐξου­σία σιδε­ρέ­νιου μαχαι­ριοῦ… θὰ τὸν κυριεύ­σει ὁπωσ­δή­πο­τε ἡ θλί­ψῃ καὶ θὰ πέσει ὅπως καὶ στρα­τη­γὸς ποὺ πρω­το­στα­τεῖ στὴ μάχη, ἀλλὰ δὲ βρί­σκει τρό­πο νὰ ξεφύ­γει.

Ἡ ζωὴ ἐδῶ στὴ γῆ εἶναι κόλα­ση μεγά­λη γιὰ τὸν ἁμαρ­τω­λό. Κι ὁ ἁμαρ­τω­λὸς τὸ βρί­σκει πολὺ πιὸ δύσκο­λο νὰ ὑπο­μεί­νει τὰ βάσα­να σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀπ’ ὅ,τι ὁ δίκαιος. Μόνο ἐκεῖ­νος ποὺ ἔχει ζωὴ μέσα τοῦ μπο­ρεῖ νὰ ὑπο­μεί­νει βάσα­να, νὰ τὰ περι­φρο­νή­σει, νὰ ξεπε­ρά­σει ὅλα τὰ κακὰ τοῦ κόσμου καὶ νὰ νιώ­θει χαρού­με­νος. Ἡ ζωὴ κι ἡ χαρὰ εἶναι ἀδιαί­ρε­τες. Ὁ Χρι­στὸς ὁ ἴδιος λέει στὸ δίκαιο ἄνθρω­πο ποὺ ὁ κόσμος ἀπο­κλεί­ει, κατα­διώ­κει καὶ ταπει­νώ­νει: «Χαί­ρε­τε καὶ ἀγαλ­λιᾶ­σθε!» (Ματθ. ἔ’12).

Ὁλό­κλη­ρη ἡ ἐπί­γεια ζωή μας δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀμυ­δρὴ σκιὰ τῆς πραγ­μα­τι­κῆς, τῆς πλή­ρους ζωῆς στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ βάσα­νά μας στὴ γῆ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀμυ­δρὴ σκιὰ τῶν τρο­με­ρῶν βασά­νων ποὺ θὰ ὑπο­στοῦν οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ στὴν κόλα­ση. Στὰ ἀπο­φθέγ­μα­τα τῶν ἁγί­ων πατέ­ρων δια­βά­ζου­με τὸ ἑξῆς: «Ρώτη­σαν κάποιο μεγά­λο γέρον­τα: Πατέ­ρα, πῶς ὑπο­μέ­νεις τόσο καρ­τε­ρι­κὰ τέτοιους ἀγῶ­νες; Κι ὁ γέρον­τας ἀπάν­τη­σε: Ὅλοι οἱ ἀγῶ­νες μου ἐδῶ στὴ γῆ εἶναι μικρό­τε­ροι ἀπὸ τὰ βάσα­να μιᾶς μέρας στὴν κόλα­ση».

Ἡ ζωὴ στὴ γῆ, ὅσο ὑπέ­ρο­χη κι ἂν εἶναι, ἀνα­κα­τεύ­ε­ται μὲ βάσα­να. Δὲν ὑπάρ­χει πλη­ρό­τη­τα ζωῆς ἐδῶ. Ἀλλὰ καὶ τὰ βάσα­να στὴ γῆ, ὅσο μεγά­λα κι ἂν εἶναι, ἀνα­κα­τεύ­ον­ται μὲ τὴ ζωή. Στὴν τελι­κὴ κρί­ση ὅμως τὰ βάσα­να θ’ ἀπο­μο­νω­θοῦν ἀπὸ τὴ ζωή. Καὶ τὰ δυό τους βέβαια θὰ εἶναι αἰώ­νια. Τί σημαί­νει ἡ αἰω­νιό­τη­τα αὐτή, ὁ ἀνθρώ­πι­νος νοῦς δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ χωρέ­σει. Σὲ κεῖ­νον ποῦ θά ‘χει τὴ χαρὰ ν’ ἀτε­νί­σει ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὸ πρό­σω­πο τοῦ Θεοῦ, θὰ τοῦ φανεῖ πῶς ἡ στιγ­μὴ αὐτὴ κρά­τη­σε χιλιά­δες χρό­νια. Ἐκεῖ­νος ποὺ θὰ βασα­νι­στεῖ ἀπὸ τὸ διά­βο­λο στὴν κόλα­ση γιὰ μιὰ στιγ­μή, αὐτὴ ἡ στιγ­μὴ θὰ τοῦ φανεῖ πῶς κρά­τη­σε αἰῶ­νες. Ὁ χρό­νος, ὁ ρυθ­μὸς τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας, δὲ θὰ εἶναι ὅπως τὸν ξέρα­με, ἀλλὰ θὰ εἶναι «μία ἡμέ­ρα, καὶ ἡ ἡμέ­ρα αὐτὴ γνω­στὴ τῷ Κυρίῳ», λέει ὁ προ­φή­της Ζαχα­ρί­ας (ἴδ7. Βλ. καὶ Ἀποκ. κβ’5). “Ἥλιος δὲ θὰ ὑπάρ­χει πιά, παρὰ μόνο ὁ Θεός. Κι ὁ ἥλιος αὐτὸς δὲ θ’ ἀνα­τέλ­λει καὶ θὰ δύει ὅπως τώρα. Ἡ αἰω­νιό­τη­τα δὲ θὰ μετριέ­ται μὲ μέρες, ὅπως γίνε­ται τώρα μέ το χρό­νο. Οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι θὰ μετρᾶ­νε τὴν αἰω­νιό­τη­τα μὲ τοὺς ὅρους τῆς εὐφρο­σύ­νης τους κι οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ ποὺ θὰ βασα­νί­ζον­ται μὲ τοὺς ὅρους τῶν βασά­νων τους.

Ἔτσι μίλη­σε κι αὐτὰ εἶπε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στὸς γιὰ τὸ τελευ­ταῖο καὶ μέγι­στο γεγο­νὸς ποὺ θὰ λάβει χώρα στὰ ὅρια τοῦ τέλους τοῦ χρό­νου καὶ τῆς αἰω­νιό­τη­τας. Καὶ πιστεύ­ου­με πῶς όλ’ αὐτὰ θὰ γίνουν ἀκρι­βῶς ὅπως τὰ εἶπε. Πρῶ­τα ἐπει­δὴ ὅλα ὅσα προ­εῖ­πε ὁ Χρι­στὸς ἐπα­λη­θεύ­τη­καν ἀπό­λυ­τα καὶ δεύ­τε­ρο ἐπει­δὴ ὁ Χρι­στὸς εἶναι ὁ μεγα­λύ­τε­ρος φίλος μας, ὁ Μόνος ποὺ ἀγα­πᾷ πραγ­μα­τι­κὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος. Καὶ στὴν ἀλη­θι­νὴ ἀγά­πη δὲ χωρά­ει ψέμ­μα ἢ λάθος. Ἡ ἀλη­θι­νὴ ἀγά­πη ἐμπε­ριέ­χει μόνο τὴν τέλεια ἀλή­θεια. Ἄν αὐτὰ δὲν ἐπρό­κει­το νὰ γίνουν, δὲ θά μας τά ‘λεγε ὁ Κύριος. Ὅμως μας τὰ εἶπε, καὶ θὰ γίνουν. Κι αὐτὰ βέβαια δὲ μᾶς τὰ εἶπε γιὰ νὰ κάνει ἐπί­δει­ξη γνώ­σε­ων στοὺς ἀνθρώ­πους. Ὄχι! Ὁ Χρι­στὸς δὲ ζητοῦ­σε τὴ δόξα τῶν ἀνθρώ­πων (βλ. Ἰωάν. Ε’ 41). Ὅλα μας τὰ εἶπε γιὰ χάρη τῆς σωτη­ρί­ας μας. Ἐκεῖ­νος ποὺ ἔχει ἀντί­λη­ψη καὶ ὁμο­λο­γεῖ Χρι­στό, τὸν Κύριο, θὰ συνει­δη­το­ποι­ή­σει πῶς ἡ ἀνάγ­κη γιὰ νὰ τὰ γνω­ρί­ζει αὐτὰ εἶναι μόνο γιὰ τὴ σωτη­ρία του. Ὁ Κύριος δὲν ἔκα­νε τίπο­τα, δὲν εἶπε οὔτε μιὰ λέξη, οὔτε καὶ ἐπέ­τρε­ψε νὰ τοῦ συμ­βεῖ κάτι στὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς του, ποὺ δὲν ἀφο­ροῦ­σε τὴ σωτη­ρία μας.

Ἄς γίνου­με συνε­τοὶ καὶ φρό­νι­μοι, λοι­πόν, κι ἂς ἔχου­με πάν­τα μπρο­στὰ στὰ πνευ­μα­τι­κά μας μάτια τὴν εἰκό­να τῆς Τελι­κῆς Κρί­σης. Ἡ εἰκό­να αὐτὴ ἔχει κάνει ἤδη πολ­λοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς νὰ γυρί­σουν ἀπό το δρό­μο τῆς ἀπώ­λειας στὸ δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας. Ἡ ζωή μας εἶναι μικρή. Κι ὅταν τελειώ­σει, δὲ θὰ ὑπάρ­χουν περι­θώ­ρια γιὰ μετά­νοια. Στὴ σύν­το­μη ἐπί­γεια ζωή μας πρέ­πει ν’ ἀπο­φα­σί­σου­με ἐκεῖ­νο ποὺ θὰ εἶναι κρί­σι­μο γιά μας στὴν αἰω­νιό­τη­τα: Θὰ στα­θοῦ­με στὰ δεξιὰ ἢ στ’ ἀρι­στε­ρά του Βασι­λιᾶ τῆς Δόξας; “Ὁ Θεός μας ἀνέ­θε­σε ἕνα μικρὸ κι ἁπλὸ καθῆ­κον, ἀλλὰ ἡ ἀντα­πό­δο­ση ἢ ἡ τιμω­ρία εἶναι πελώ­ρια, ξεπερ­νοῦν τὴ δύνα­μη κάθε ἀνθρώ­πι­νης γλώσ­σας γιὰ νὰ τὴν ἐκφρά­σουν.

Ἄς μὴν ὀλι­γω­ρή­σου­με λοι­πόν, ἂς μὴ χάσου­με οὔτε μιὰ μονα­δι­κὴ μέρα. Κάθε μέρα μπο­ρεῖ νὰ εἶναι καὶ ἡ τελευ­ταία μας, ἡ ἀπο­φα­σι­στι­κή. Κάθε μέρα εἶναι δυνα­τό νὰ φέρει τὴν κατα­στρο­φὴ τοῦ κόσμου αὐτοῦ, νὰ γίνει ἢ αὐγὴ τῆς πολυα­να­με­νό­με­νης Ἡμέ­ρας. Λέει ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Διά­λο­γος: «Οὐκ οἴδα­τε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; (Ἰακ. δ’4). Ἑπο­μέ­νως ἐκεῖ­νος ποὺ δὲν χαί­ρε­ται ὅταν ἐγγί­ζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου, δεί­χνει πῶς εἶναι φίλος του καὶ ἑπο­μέ­νως ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ. Τέτοιες σκέ­ψεις ὅμως δὲν κάνουν οἱ πιστοί, ποὺ γνω­ρί­ζουν διὰ πίστε­ως πῶς ὑπάρ­χει καὶ ἄλλῃ ζωῇ, τὴν ὁποία καὶ ἐπι­θυ­μοῦν εἰλι­κρι­νά».

Εἴθε νὰ μὴν ντρο­πια­στοῦ­με τὴν Ἡμέ­ρα τοῦ Κυρί­ου, μπρο­στὰ στὸν Κύριο, στὴ χορεία τῶν ἀγγέ­λων Του καὶ στὰ δισε­κα­τομ­μύ­ρια τῶν δικαί­ων καὶ τῶν ἁγί­ων. Εἴθε νὰ μὴ χωρι­στοῦ­με αἰώ­νια ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀπὸ τοὺς ἀγγέ­λους καὶ τοὺς ἁγί­ους Του, ἀπὸ τοὺς συγ­γε­νεῖς καὶ τοὺς φίλους μας ποὺ θὰ βρί­σκον­ται στὰ δεξιά Του. Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τ’ ἀμέ­τρη­τα πλή­θη τῶν ἀγγέ­λων καὶ τῶν ἁγί­ων νὰ ψάλ­λου­με τὸν ἐπι­νί­κιο ὕμνο: «Ἁγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβ­βα­ώθ! ‘Ἀλλη­λού­ια!». Εἴθε νὰ δοξά­ζου­με μαζὶ μὲ τίς οὐρά­νιες δυνά­μεις τὸν Σωτῆ­ρα Κύριό μας, τὸν Υἱό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἁγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

1 Αυτά την επο­χή που ο άγιος Νικό­λα­ος έγρα­φε τα κεί­με­να αυτά, γύρω στη δεκα­ε­τία του 30. Σήμε­ρα ξέρου­με πώς η πλη­θυ­σμός της γης υπερ­βαί­νει τα έξι δισε­κα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πους.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ποῦ δικαιο­σύ­νη;

«Καὶ συνα­χθή­σε­ται ἔμπρο­σθεν αὐτοῦ πάν­τα τὰ ἔθνη» (Ματθ. 25, 32)

Ἡ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ἀγα­πη­τοί, εἶνε ἀναγ­καῖα. Χωρὶς δικαιο­σύ­νη κοι­νω­νία δὲν μπο­ρεῖ νὰ στα­θῇ. Ἀργὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ δια­λυ­θῇ καὶ θὰ γίνῃ φωλιὰ θηρί­ων, ζούγ­κλα, ὅπου ἕνας νόμος βασι­λεύ­ει, ἡ βία, τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυ­ρο­τέ­ρου. Στὴ ζούγ­κλα τὰ δυνα­τὰ θηρία κατα­σπα­ρά­ζουν καὶ τρῶ­νε τὰ πιὸ ἀδύ­να­τα. Ἀλλοί­μο­νο, ἂν ὁ νόμος αὐτὸς ἐπι­κρα­τή­σῃ καὶ στὶς ἀνθρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες. Γιὰ νὰ μὴν καταν­τή­σουν οἱ κοι­νω­νί­ες κοπά­δια ἀγρί­ων θηρί­ων, ποὺ κατα­σπα­ρά­ζον­ται καὶ τρώ­γον­ται μετα­ξύ τους, εἶνε ἀναγ­καία ἡ δικαιο­σύ­νη.

Πόσα ἐγκλή­μα­τα δὲν γίνον­ται πάνω στὴ γῆ! Τὸ πρῶ­το ἔγκλη­μα τὸ ἔκα­νε ὁ Κάϊν. Σκό­τω­σε τὸν ἀδελ­φό του τὸν Ἀβελ. Ὁ Κάϊν εἶνε ὁ πρῶ­τος ποὺ σκό­τω­σε, καὶ ποὺ τιμω­ρή­θη­κε. Τιμω­ρή­θη­κε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μὴ βρί­σκῃ ἡσυ­χία που­θε­νά, νὰ τύπτε­ται καὶ νὰ βασα­νί­ζε­ται ἀπὸ τὴ συνεί­δη­σί του, νὰ τρέ­μῃ σὰν τὰ φύλ­λα τοῦ δέν­τρου. Ἀπὸ τότε μέχρι σήμε­ρα πόσοι φόνοι δὲν ἔγι­ναν! Πόσα σπί­τια δὲν ἔκλει­σαν! Πόσες χῶρες καὶ ὀρφα­νὰ δὲν ἔκλα­ψαν! Ἄν κανεὶς μπο­ροῦ­σε νὰ μαζέ­ψῃ ὅλα τὰ αἵμα­τα τῶν ἀνθρώ­πων, ποὺ σκο­τώ­θη­καν ἀπὸ τοὺς Κάϊν ὅλων τῶν ἐπο­χῶν, θὰ ἔκα­νε μιὰ μεγά­λη λίμνη ἀπὸ αἷμα. Καὶ ἂν πάλι μάζευε τὰ δάκρυα τῶν χωρῶν καὶ τῶν ὀρφα­νῶν, θὰ ἔκα­νε μιὰ μεγά­λη λίμνη ἀπὸ δάκρυα. Ὦ, πόσοι φόνοι, πόσα ἐγκλή­μα­τα, πόσα δάκρυα! — Καὶ γεν­νᾷ­ται τὸ ἐρώ­τη­μα: Ἡ ἀνθρώ­πι­νη δικαιο­σύ­νη συλ­λαμ­βά­νει καὶ τιμω­ρεῖ τοὺς ἐγκλη­μα­τί­ες; Δυστυ­χῶς, παρ’ ὅλες τίς προ­σπά­θειες, παρ’ ὅλους τοὺς ἀγῶ­νες ποὺ κάνει ἡ δικαιο­σύ­νη, οἱ ἐγκλη­μα­τί­ες οὔτε συλ­λαμ­βά­νον­ται οὔτε τιμω­ροῦν­ται ὅλοι. Ἕνας μεγά­λος ἀριθ­μὸς ἐγκλη­μα­τιῶν μένουν πάν­το­τε ἀτι­μώ­ρη­τοι.

Ὑπάρ­χουν φονιᾶ­δες, ποὺ διέ­πρα­ξαν τρο­με­ρὰ ἐγκλή­μα­τα, ἔσφα­ξαν μὲ τὸν πιὸ ἄγριο τρό­πο γυναῖ­κες καὶ παι­διά, ὀργί­α­σαν σὲ ἐπο­χὴ πολέ­μων καὶ κοι­νω­νι­κῶν ἀνα­στα­τώ­σε­ων. Ὑπάρ­χουν κλέ­φτες καὶ ἀπα­τε­ῶ­νες, ποὺ μὲ δια­φό­ρους τρό­πους ἔκλε­ψαν καὶ ἀπά­τη­σαν. Ὑπάρ­χουν ἄντρες καί γυναῖ­κες, ὑπάρ­χουν ἀντρό­γυ­να, ποὺ πᾶνε στὶς κλι­νι­κές, πλη­ρώ­νουν φονιᾶ­δες για­τροὺς καὶ κάνουν ἐκτρώ­σεις καὶ πετᾶ­νε στὰ σκου­πί­δια τὰ παι­διά, ποὺ θὰ γεν­νοῦ­σαν. Ὑπάρ­χουν πόρ­νοι καὶ μοι­χοί, ποὺ μπῆ­καν στὰ ξένα σπί­τια, ἀτί­μα­σαν, προ­σέ­βα­λαν τὴν οἰκο­γε­νεια­κὴ τιμὴ τῶν ἄλλων, χώρι­σαν ἀντρό­γυ­να, κατέ­στρε­ψαν οἰκο­γέ­νειες. Ὑπάρ­χουν ἄλλοι, βλά­σφη­μοι καὶ ψεύ­δορ­κοι καὶ ἐπί­ορ­κοι. Ὑπάρ­χουν…

Ὅλοι αὐτοὶ θὰ ἔπρε­πε νὰ δικα­στοῦν, νὰ ριχτοῦν στὶς φυλα­κὲς καὶ ν’ ἀπο­ζη­μιώ­σουν τὰ θύμα­τά τους. Ἀλλ’ αὐτοὶ μένουν ἀτι­μώ­ρη­τοι. Ζοῦν — μὲ ὅλα τὰ ἀγα­θά. Πλου­τί­ζουν καὶ θησαυ­ρί­ζουν καὶ ἐξα­κο­λου­θοῦν νὰ ὀργιά­ζουν, τὴν ὥρα ποὺ τὰ θύμα­τά τους πει­νοῦν καὶ δυστυ­χοῦν. Καὶ τίθε­ται τὸ ἐρώ­τη­μα ποὺ εἶνε ἡ δικαιο­σύ­νη; Ἡ ἀνθρώ­πι­νη δικαιο­σύ­νη, καὶ στὰ πιὸ πολι­τι­σμέ­να καὶ προ­ω­δευ­μέ­να ἔθνη, εἶνε ἀδύ­να­τη καὶ ἀτε­λής. Πόσοι κλέ­φτες, πόσοι γκάγκ­στερς, πόσα ἐγκλη­μα­τι­κὰ στοι­χεῖα δὲν μένουν ἀσύλ­λη­πτα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ μεγά­λα καὶ ἰσχυ­ρὰ κρά­τη τοῦ κόσμου, στὴν Ἀμε­ρι­κή; Ἡ ἀνθρώ­πι­νη δικαιο­σύ­νη, ὅπως εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀρχαί­ους σοφοὺς τῆς πατρί­δος μας, μοιά­ζει μὲ ἀρα­χνό­πα­νο, ποὺ πιά­νει τὰ μυγά­κια, ἀλλ’ ὄχι καὶ τίς σφῆ­κες. Αὐτὲς εὔκο­λα σχί­ζουν τὸ ἀρα­χνό­πα­νο καὶ περ­νοῦν…

Καὶ λοι­πόν, θὰ μεί­νουν γιὰ πάν­τα ἀτι­μώ­ρη­τοι οἱ ἐγκλη­μα­τί­ες; Ὄχι. Θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ δικα­στοῦν καὶ θὰ δώσουν λόγο γιὰ τίς πρά­ξεις τους. Τὸ βεβαιώ­νει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο.

Τώρα ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸ κακὸ μένουν συνή­θως ἀτι­μώ­ρη­τοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ κάνουν τὸ καλὸ στὸν κόσμο, δὲν ἀμεί­βον­ται καὶ δὲν βρα­βεύ­ον­ται ὅπως πρέ­πει. Οἱ πραγ­μα­τι­κοὶ ἥρω­ες καὶ οἱ ἅγιοι παρα­μέ­νουν συνή­θως ἄγνω­στοι.

Θέλε­τε παρα­δείγ­μα­τα; Ἕνα φτω­χὸ κορί­τσι, ποὺ δὲν που­λᾷ τὴν τιμή του, ἀλλὰ νικᾷ τὸν πει­ρα­σμὸ καὶ παρα­μέ­νει ἁγνὸ μέσα σ’ ἕνα κόσμο δια­φθο­ρᾶς. Μιὰ ἐργά­τρια, ποὺ ἐργά­ζε­ται σκλη­ρὰ γιὰ νὰ θρέ­ψῃ τοὺς γέρον­τες γονεῖς της καὶ τὰ μικρό­τε­ρα ἀδέρ­φια της. Μιὰ νοσο­κό­μα, ποὺ ὅλη τὴ νύχτα δὲν κλεί­νει μάτι καὶ παρα­στέ­κε­ται στὸ κρε­βά­τι τοῦ ἀρρώ­στου. Μιὰ χήρα, ποὺ μένει πιστὴ στὴ μνή­μη τοῦ ἄντρα της καὶ ξενο­δου­λεύ­ει γιὰ νὰ συν­τη­ρή­σῃ τὰ ὀρφα­νά της. Ἕνας φτω­χός, ποὺ μοι­ρά­ζει τὸ ψωμὶ τοῦ μ’ ἕναν πει­να­σμέ­νο. Ἕνας ἄλλος, ποὺ κάνει οἰκο­νο­μί­ες καὶ ἀγο­ρά­ζει φάρ­μα­κα γιὰ ἕναν ἄρρω­στο. Ἕνας ἄλλος, ποὺ τίς ἐλεύ­θε­ρες ὧρες δὲν τίς περ­νᾷ στὰ καφε­νεῖα καὶ στὰ κέν­τρα δια­σκε­δά­σε­ων, ἀλλὰ πηγαί­νει στὰ νοσο­κο­μεῖα καὶ στὶς φυλα­κές…

Πόσες ἄλλες πρά­ξεις ἁγιό­τη­τος καὶ ἡρωι­σμοῦ δὲν γίνον­ται κάθε μέρα στὸν κόσμο! Ἀλλὰ ποιός τίς γνω­ρί­ζει; Ποιά ἐφη­με­ρί­δα γρά­φει καὶ δημο­σιεύ­ει τὴ φωτο­γρα­φία τῶν ἀφα­νῶν ἡρώ­ων; Ποιά πολι­τεία ἀμεί­βει καὶ βρα­βεύ­ει τίς πρά­ξεις τους; Ὅλοι μιλοῦν γιὰ τοὺς πλου­σί­ους, γιὰ τοὺς δυνα­τούς, γιὰ τοὺς μεγά­λους τῆς γῆς…

Ἀλλὰ δὲν μένουν μόνο ἄγνω­στοι αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸ καλό. Συμ­βαί­νει καὶ κάτι ἄλλο, πολὺ παρά­ξε­νο καὶ τρο­με­ρό, ποὺ κάνει πολ­λοὺς ν’ ἀπο­γο­η­τεύ­ων­ται καὶ νὰ ρωτοῦν·

-Ὑπάρ­χει δικαιο­σύ­νη στὸν κόσμο; Ὑπάρ­χει Θεός; Πῶς ἀφή­νει τοὺς ἐγκλη­μα­τί­ες ἀτι­μώ­ρη­τους; Πῶς δὲν ρίχνει ἀστρο­πε­λέ­κια νὰ τοὺς κάνῃ κάρ­βου­νο; Πῶς;… Γιὰ δέστε, μᾶς λένε, τί γίνε­ται στὸν κόσμο ἄνθρω­ποι, ποὺ ἐλέγ­χουν τὸ κακό, κηρύτ­τουν τὴν ἀλή­θεια, σκορ­πί­ζουν φῶς, κοπιά­ζουν καὶ μοχθοῦν γιὰ νὰ προ­ο­δεύ­σῃ ἡ ἀνθρω­πό­τη­τα ἠθι­κῶς καὶ πνευ­μα­τι­κῶς, αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν ἀμεί­βον­ται καὶ δὲν βρα­βεύ­ον­ται, ἀλλὰ καὶ διώ­κον­ται καὶ παθαί­νουν μύρια μαρ­τύ­ρια καὶ βασα­νι­στή­ρια, ποὺ μὲ φρί­κη περι­γρά­φει ἡ ἱστο­ρία.

Νὰ ἀνα­φέ­ρου­με ὀνό­μα­τα; Εἶνε τόσα πολ­λά, ποὺ θὰ χρεια­ζό­ταν ὄχι μιὰ σελί­δα, ἀλλὰ χιλιά­δες σελί­δες γιὰ νὰ γρα­φτοῦν ὅλα τὰ ὀνό­μα­τα τῶν δικαί­ων, ποὺ κατα­διώ­χθη­καν καὶ βασα­νί­στη­καν ἀπὸ τοὺς ἀδί­κους καὶ ἀσε­βεῖς.

Καὶ λοι­πὸν ὅλοι αὐτοί, ποὺ ἔκα­ναν τὸ καλὸ καὶ δὲν τιμή­θη­καν, ἀλλὰ καὶ διώ­χθη­καν καὶ μαρ­τύ­ρη­σαν, ὅλοι αὐτοὶ δὲν θ’ ἀντα­μει­φθοῦν; Ἔτσι θὰ πᾶνε τόσοι κόποι, τόσοι ἱδρῶ­τες, τόσα δάκρυα τόσα αἵμα­τα;

Ὄχι. Μὴ σκαν­δα­λί­ζε­σθε βλέ­πον­τας τὴν ἀδι­κία, ποὺ ἐπι­κρα­τεῖ στὸν κόσμο, βλέ­πον­τας τὸν δίκαιο νὰ ὑπο­φέ­ρῃ, τὸν ἄδι­κο νὰ ζῇ νὰ κάνῃ λεφτὰ καὶ νὰ εὐφραί­νε­ται. Πιστέψ­τε. Κάθε καλὸ ποὺ ἔγι­νε ἐδῶ στὴ γῆ, ὅσο μικρὸ κι ἂν εἶνε, θὰ ἀμει­φθῇ. Κ’ ἕνα ποτή­ρι νερὸ ἀκό­μη ἂν δώσῃς στὸ διψα­σμέ­νο, δὲν θὰ μεί­νῃ χωρὶς ἀμοι­βή. Τὸ βεβαιώ­νει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Τί τρο­με­ρὸ Εὐαγ­γέ­λιο! Κηρύτ­τει, ὅτι θὰ ἔρθῃ μιὰ μέρα φοβε­ρή, ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι θὰ παρου­σια­στοῦν μπρο­στὰ στὸ θρό­νο τοῦ Κυρί­ου καὶ θὰ δώσουν λόγο γιὰ ὅ,τι ἔκα­ναν πάνω στὴ γῆ. Οἱ δίκαιοι θ’ ἀμει­φθοῦν. Οἱ ἀμε­τα­νόη­τοι ἁμαρ­τω­λοὶ θὰ τιμω­ρη­θοῦν. Οἱ πρῶ­τοι μὲ ζωὴ αἰώ­νιο. Ὁ δεύ­τε­ροι μὲ κόλα­σι αἰώ­νιο. Τὸ δικα­στή­ριο θὰ εἶνε παγ­κό­σμιο, θὰ δικά­σῃ ὅλα τὰ ἔθνη, ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν τελευ­ταῖο ἄνθρω­πο. Θὰ δικά­σῃ καὶ θ’ ἀπο­δώ­σῃ δικαιο­σύ­νη, ποὺ διψᾷ ἡ ἀνθρώ­πι­νη ψυχή. Θὰ χωρί­σῃ τὸ σιτά­ρι ἀπὸ τὴν ὥρα. Θὰ χωρί­σῃ τὰ πρό­βα­τα ἀπὸ τὰ κατσί­κια. Θὰ καθα­ρί­σῃ ἡ γῆ. Θὰ λάμ­ψῃ ἡ ἀλή­θεια καὶ ἡ δικαιο­σύ­νη.

Ἀγα­πη­τοί! Οἱ ἀρχαῖ­οι ἔλε­γαν «ἔστι δίκης ὀφθαλ­μός, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ». Ναί! Ὑπάρ­χει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέ­πει ὅλα. Ὑπάρ­χει ἕνα αὐτὶ πού τ’ ἀκού­ει ὅλα. Ὑπάρ­χει ἕνα χέρι ποὺ τὰ γρά­φει ὅλα. Ὑπάρ­χει δικαιο­σύ­νη. Ὑπάρ­χει Θεός.

Χρι­στια­νοί μου, δὲν φοβό­μα­στε; Δὲν τρέ­μου­με; Τί, κου­φοὶ καὶ ἀναί­σθη­τοι εἴμα­στε; Ἡ σάλ­πιγ­γα τοῦ ἀρχαγ­γέ­λου θὰ σαλ­πί­σῃ τὴ φοβε­ρὴ ἐκεί­νη ἡμέ­ρα, καὶ θὰ μᾶς ξυπνή­σῃ ὅλους. Ἀλλὰ τότε θὰ εἶνε ἀργά. Τί τὸ ὄφε­λος; Τότε «ὄψον­ται εἰς ὄν ἐξε­κέν­τη­σαν» (Ἰωάν. 19, 37).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek