ΚΥΡΙΑΚΗ της Τυροφάγου

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΣΤ΄ 14 — 21)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐὰν ἀφῆ­τε τοῖς ἀνθρώ­ποις τὰ παρα­πτώ­μα­τα αὐτῶν, ἀφή­σει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐρά­νιος· 15ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆ­τε τοῖς ἀνθρώ­ποις τὰ παρα­πτώ­μα­τα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφή­σει τὰ παρα­πτώ­μα­τα ὑμῶν. 16Ὅταν δὲ νηστεύ­η­τε, μὴ γίνε­σθε ὥσπερ οἱ ὑπο­κρι­ταὶ σκυ­θρω­ποί, ἀφα­νί­ζου­σι γὰρ τὰ πρό­σω­πα αὐτῶν ὅπως φανῶ­σι τοῖς ἀνθρώ­ποις νηστεύ­ον­τες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέ­χου­σιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. 17σὺ δὲ νηστεύ­ων ἄλει­ψαί σου τὴν κεφα­λὴν καὶ τὸ πρό­σω­πόν σου νίψαι, 18ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώ­ποις νηστεύ­ων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυ­πτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέ­πων ἐν τῷ κρυ­πτῷ ἀπο­δώ­σει σοι ἐν τῷ φανε­ρῷ. 19Μὴ θησαυ­ρί­ζε­τε ὑμῖν θησαυ­ροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶ­σις ἀφα­νί­ζει, καὶ ὅπου κλέ­πται διο­ρύσ­σου­σιν καὶ κλέ­πτου­σιν· 20θησαυ­ρί­ζε­τε δὲ ὑμῖν θησαυ­ροὺς ἐν οὐρα­νῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶ­σις ἀφα­νί­ζει, καὶ ὅπου κλέ­πται οὐ διο­ρύσ­σου­σιν οὐδὲ κλέ­πτου­σιν· 21ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυ­ρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρ­δία ὑμῶν.

14 Πρέ­πει δε να έχε­τε υπ’ όψιν σας ότι, αν και σεις συγ­χω­ρή­τε με όλην σας την καρ­διά τα αμαρ­τή­μα­τα που έκα­μαν εις σας οι άλλοι, και ο Πατήρ σας ο ουρά­νιος θα συγ­χω­ρή­ση τα ιδι­κά σας αμαρ­τή­μα­τα. 15 Εάν όμως δεν δώσε­τε συγ­χώ­ρη­σιν στους ανθρώ­πους δια τα αμαρ­τή­μα­τά των, τότε ούτε ο Πατήρ σας θα συγ­χω­ρή­ση τας ιδι­κά σας αμαρ­τί­ας.  16 Οταν δε νηστεύ­η­τε, μη γίνε­σθε όπως οι υπο­κρι­ταί, σκυ­θρω­ποί και κατη­φείς, διό­τι αυτοί αλλοιώ­νουν και μαραί­νουν το πρό­σω­πόν των, παίρ­νουν την εμφά­νι­σιν αδυ­να­τι­σμέ­νου ανθρώ­που, δια να φανούν στους άλλους ότι νηστεύ­ουν· αλη­θι­νά σας λέγω ότι απο­λαμ­βά­νουν ολό­κλη­ρον τον μισθόν των,δηλαδή τους επαί­νους των ανθρώ­πων. 17 Συ όμως, όταν νηστεύ­ης, περι­ποι­ή­σου την κόμην σου και νίψε το πρό­σω­πόν σου, όπως συνη­θί­ζεις. 18 Δια να μη φανής στους ανθρώ­πους ότι νηστεύ­εις, αλλά στον Πατέ­ρα σου τον επου­ρά­νιον, ο οποί­ος ευρί­σκε­ται αόρα­τος παν­τού και εις τα πλέ­ον από­κρυ­φα μέρη. Και ο Πατήρ σου, που βλέ­πει και τα κρυ­πτά, θα σου απο­δώ­ση εις τα φανε­ρά την αμοι­βήν σου. 19 Μη συσ­σω­ρεύ­ε­τε δια τον εαυ­τόν σας θησαυ­ρούς έδω εις την γην, όπου ο σκό­ρος και η απο­σύν­θε­σις κατα­στρέ­φουν και αφα­νί­ζουν, και όπου οι κλέ­πται δια­τρυ­πούν τοί­χους και χρη­μα­το­κι­βώ­τια και κλέ­πτουν. 20 Να θησαυ­ρί­ζε­τε όμως δια τον εαυ­τόν σας και να απο­τα­μιεύ­ε­τε θησαυ­ρούς στον ουρα­νόν, όπου ούτε ο σκό­ρος ούτε η σαπί­λα αφα­νί­ζουν, και όπου οι κλέ­πται δεν τρυ­πούν τοί­χους και δεν κλέ­πτουν. 21 Διό­τι, όπου είναι ο θησαυ­ρός σας, εκεί θα είναι και η καρ­δία σας (Εις τον ουρα­νόν ο θησαυ­ρός σας, στον ουρα­νόν και η καρ­δία σας).

14 Πρέ­πει λοι­πόν, όταν ζητά­με τη συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών σας, να συγ­χω­ρεί­τε κι εσείς τους άλλους. Διό­τι εάν συγ­χω­ρή­σε­τε τα αμαρ­τή­μα­τα που σας έκα­ναν οι άνθρω­ποι, και ο Πατέ­ρας σας ο ουρά­νιος θα συγ­χω­ρή­σει και τα δικά σας αμαρ­τή­μα­τα. 15 Εάν όμως δεν συγ­χω­ρή­σε­τε τους ανθρώ­πους που αμάρ­τη­σαν απέ­ναν­τί σας, ούτε ο Πατέ­ρας σας θα συγ­χω­ρή­σει τις δικές σας αμαρ­τί­ες προς αυτόν. 16 Κι όταν νηστεύ­ε­τε, μη γίνε­στε σκυ­θρω­ποί και περί­λυ­ποι σαν τους υπο­κρι­τές. Διό­τι αυτοί αλλοιώ­νουν τα πρό­σω­πά τους και παίρ­νουν την όψη και την έκφρα­ση ανθρώ­που κατα­βε­βλη­μέ­νου από τις στε­ρή­σεις, για να φανούν στους ανθρώ­πους ότι νηστεύ­ουν. Αλη­θι­νά σας λέω ότι πήραν ολο­κλη­ρω­τι­κά την αμοι­βή τους από τους επαί­νους των ανθρώ­πων. 17 Εσύ όμως όταν νηστεύ­εις, άλει­ψε το κεφά­λι σου και νίψε το πρό­σω­πό σου, ώστε να φαί­νε­σαι χαρού­με­νος, 18 και να μη φανείς στους ανθρώ­πους ότι νηστεύ­εις. Αλλά η νηστεία σου να φανεί μόνο στον Πατέ­ρα σου, που είναι βέβαια αόρα­τος, αλλά βρί­σκε­ται παρών και στα πιο από­κρυ­φα μέρη. Κι ο Πατέ­ρας σου που βλέ­πει στα κρυ­φά, θα σου απο­δώ­σει την αμοι­βή σου στα φανε­ρά. 19 Μη μαζεύ­ε­τε για τον εαυ­τό σας θησαυ­ρούς πάνω στη γη, όπου ο σκό­ρος και η φθο­ρά της σαπί­λας ή της σκου­ριάς αφα­νί­ζουν τα απο­θη­κευ­μέ­να είδη του πλού­του κι όπου οι κλέ­φτες τρυ­πούν τους τοί­χους των θησαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων και τα κλέ­βουν. 20 Μαζεύ­ε­τε για τον εαυ­τό σας θησαυ­ρούς στον ουρα­νό, όπου ούτε ο σκό­ρος ούτε η σαπί­λα και η σκου­ριά αφα­νί­ζουν τους απο­θη­κευ­μέ­νους θησαυ­ρούς σας κι όπου οι κλέ­φτες δεν τρυ­πούν τους τοί­χους των θησαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων σας ούτε κλέ­βουν. 21 Πρέ­πει λοι­πόν να θησαυ­ρί­ζε­τε θησαυ­ρούς στον ουρα­νό, για να είναι και η καρ­διά σας προ­σκολ­λη­μέ­νη στο Θεό και στα ουρά­νια. Διό­τι εκεί όπου είναι ο θησαυ­ρός σας, εκεί θα είναι και η καρ­διά σας

14 «Ἐὰν συγ­χω­ρή­σε­τε δὲ στοὺς ἀνθρώ­πους τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά τους (πρὸς ἐσᾶς), θὰ συγ­χω­ρή­σῃ καὶ σ᾽ ἐσᾶς ὁ πατέ­ρας σας ὁ οὐρά­νιος. 15 Ἀλλ᾽ ἐὰν δὲν συγ­χω­ρή­σε­τε στοὺς ἀνθρώ­πους τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά τους, οὔτε ὁ πατέ­ρας σας θὰ συγ­χω­ρή­σῃ τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά σας». 16 «Ὅταν δὲ νηστεύ­ε­τε, μὴ γίνε­σθε ὅπως οἱ υπο­κρι­ταὶ σκυ­θρω­ποί, διό­τι ἀφή­νουν ἄπλυ­τα καὶ ἀτη­μέ­λη­τα τὰ πρό­σω­πά τους, γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώ­πους ὅτι νηστεύ­ουν. Ἀλη­θι­νὰ σᾶς λέγω, ὅτι­ἔ­χουν λάβει πλή­ρως τὸ μισθό τους. 17 Σὺ δέ, ὅταν νηστεύ­ῃς, ἄλει­ψε τὸ κεφά­λι σου (περι­ποι­ή­σου τὰ μαλ­λιά σου) καὶ νίψε τὸ πρό­σω­πό σου, 18 γιὰ νὰ μὴ φανῇς στοὺς ἀνθρώ­πους ὅτι νηστεύ­εις, ἀλλὰ στὸν πατέ­ρα σου, ποὺ εἶναι παρὼν στὰ κρυ­φά (καὶ τὰ βλέ­πει). Ὁ δὲ πατέ­ρας σου, ποὺ βλέ­πει στὰ κρυ­φά, θὰ σοῦ ἀπο­δώ­σῃ στὰ φανε­ρά». 19 «Μὴ θησαυ­ρί­ζε­τε γιὰ τοὺς ἑαυ­τούς σας θησαυ­ροὺς πάνω στὴ γῆ, ὅπου σκό­ρος καὶ σκου­λή­κι τοὺς ἀφα­νί­ζουν, καὶ ὅπου κλέ­πτες κάνουν διάρ­ρη­ξι καὶ τοὺς κλέ­βουν. 20 Ἀλλὰ νὰ θησαυ­ρί­ζε­τε γιὰ τοὺς ἑαυ­τούς σας θησαυ­ροὺς στὸν οὐρα­νό, ὅπου οὔτε σκό­ρος οὔτε σκου­λή­κι ἀφα­νί­ζει, καὶ ὅπου κλέ­πτες δὲν κάνουν διάρ­ρη­ξι καὶ δὲν κλέ­βουν. 21 Ὅπου δὲ εἶναι ὁ θησαυ­ρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρ­διά σας». 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

[…] Έπει­τα, όπως είπα παρα­πά­νω, θέλον­τας ο Κύριος να δεί­ξει ότι περισ­σό­τε­ρο από όλα τα πάθη απο­στρέ­φε­ται και μισεί τη μνη­σι­κα­κία και πιο πολύ από όλα επι­δο­κι­μά­ζει την αρε­τή της συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τας που είναι αντί­θε­τη στην κακία αυτή, και αμέ­σως μετά την παρά­δο­ση της Κυρια­κής προ­σευ­χής, υπεν­θύ­μι­σε πάλι το κατόρ­θω­μα αυτό, οδη­γών­τας τον ακρο­α­τή στην τήρη­ση της εντο­λής αυτής και μέσω της επι­κεί­με­νης τιμω­ρί­ας από την παρά­βα­σή της και μέσω της καθο­ρι­σμέ­νης αμοι­βής από την υπα­κοή σε αυτήν. «Ἐὰν γρ φτε τος νθρώ­ποις τ παρα­πτώ­μα­τα ατν(:Πρέ­πει λοι­πόν να έχε­τε υπό­ψη σας ότι, αν και εσείς συγ­χω­ρεί­τε με όλη σας την καρ­διά τα αμαρ­τή­μα­τα που έκα­μαν σε σας οι άλλοι)», λέγει, «φήσει κα μν πατρ μν οράνιος(:και ο Πατέ­ρας σας ο ουρά­νιος θα συγ­χω­ρή­σει τα δικά σας αμαρ­τή­μα­τα)· ἐὰν δ μ φτε τος νθρώ­ποις τ παρα­πτώ­μα­τα ατν, οδ πατρ μν φήσει τ παρα­πτώ­μα­τα μν (:εάν όμως δεν δώσε­τε συγ­χώ­ρη­ση στους ανθρώ­πους για τα αμαρ­τή­μα­τά τους απέ­ναν­τι σε σας, τότε ούτε ο Πατέ­ρας σας θα συγ­χω­ρή­σει τις δικές σας αμαρ­τί­ες προς Αυτόν)»[Ματθ.6,14–15].

Για τον λόγο αυτόν πάλι ανέ­φε­ρε τους ουρα­νούς και τον Πατέ­ρα, ώστε και με αυτά να συγ­κρα­τή­σει τον ακρο­α­τή, εάν επρό­κει­το, μολο­νό­τι κατά­γε­ται από τέτοιον Πατέ­ρα, να μετα­βλη­θεί σε θηρίο και, παρά την κλή­ση του στον ουρα­νό, να έχει φρό­νη­μα γήι­νο, βιο­τι­κό και υλιστικό˙διότι δεν πρέ­πει βέβαια να γίνου­με παι­διά Του δια της χάρι­τος μόνο, αλλά και με τις πρά­ξεις μας. Και τίπο­τε δεν μας εξο­μοιώ­νει τόσο με τον Θεό, όσο το να παρέ­χου­με τη συγνώ­μη μας στους πονη­ρούς και σε όσους μας αδι­κούν· όπως ακρι­βώς λίγο πρω­τύ­τε­ρα είχε διδά­ξει, όταν έλε­γε ότι «ο ήλιος ανα­τέλ­λει καθη­με­ρι­νά και για τους πονη­ρούς και τους αγα­θούς»[Ματθ.5,45: «γὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλο­γεῖ­τε τοὺς κατα­ρω­μέ­νους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖ­τε τοῖς μισοῦ­σιν ὑμᾶς καὶ προ­σεύ­χε­σθε ὑπὲρ τῶν ἐπη­ρε­α­ζόν­των ὑμᾶς καὶ διω­κόν­των ὑμᾶς. ὅπως γένη­σθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρα­νοῖς, τν λιον ατο νατέλ­λει π πονη­ρος κα γαθος κα βρέ­χει π δικαί­ους κα δίκους(:Εγώ όμως σας λέω να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας, να εύχε­στε στον Θεό το καλό γι’ αυτούς που σας κατα­ριούν­ται, να ευερ­γε­τεί­τε εκεί­νους που σας μισούν και να προ­σεύ­χε­στε για χάρη εκεί­νων που σας μετα­χει­ρί­ζον­ται υβρι­στι­κά και περι­φρο­νη­τι­κά και σας κατα­διώ­κουν άδι­κα, ακό­μη κι όταν ο διωγ­μός τους αυτός σάς γίνε­ται για τις θρη­σκευ­τι­κές σας πεποι­θή­σεις. Για να μοιά­σε­τε έτσι και να γίνε­τε παι­διά του Πατέ­ρα σας που είναι στους ουρα­νούς˙ διό­τι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανα­τέλ­λει χωρίς δια­κρί­σεις σε πονη­ρούς και καλούς, και βρέ­χει τη βρο­χή Του σε δικαί­ους και αδί­κους)»].

Για τον λόγο αυτόν και σε κάθε αίτη­μα της προ­σευ­χής μας μάς προ­τρέ­πει να προ­σευ­χό­μα­στε από κοι­νού για όλους τους συναν­θρώ­πους μας λέγον­τας: «Πάτερ ἡμῶν» και «γενη­θή­τω τὸ θέλη­μά Σου, ὡς ἐν οὐρα­νῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·» και «δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον» και «φες ἡμῖν τὰ ὀφει­λή­μα­τα ἡμῶν» και «μὴ εἰσε­νέγ­κῃς ἡμᾶς εἰς πει­ρα­σμόν» και «ῦσαι ἡμᾶς». Παν­τού μας παρο­τρύ­νει να χρη­σι­μο­ποιού­με πάν­το­τε τον πλη­θυν­τι­κό αριθ­μό, για να μην έχου­με εναν­τί­ον του αδελ­φού μας ούτε ίχνος οργής. Για πόση λοι­πόν τιμω­ρία θα ήταν άξιοι, όσοι έπει­τα από όλα αυτά, όχι μόνο δεν συγ­χω­ρούν οι ίδιοι τους συναν­θρώ­πους τους, αλλά επι­κα­λούν­ται και τον Θεό να τους βοη­θή­σει να εκδι­κη­θούν τους εχθρούς τους και εκτε­λούν με δια­με­τρι­κά αντί­θε­το τρό­πο τον νόμο αυτό και μάλι­στα τη στιγ­μή που ο Θεός κάνει το παν και χρη­σι­μο­ποιεί κάθε μέσο, ώστε να μην ερχό­μα­στε σε συγ­κρού­σεις μετα­ξύ μας;

Επει­δή, δηλα­δή, ρίζα όλων των αγα­θών είναι η αγά­πη, αφα­νί­ζον­τας όλα όσα την φθεί­ρουν, από κάθε πλευ­ρά μάς συνε­νώ­νει μετα­ξύ μας και μας συν­δέ­ει τον ένα με τους άλλους˙ διό­τι δεν υπάρ­χει κανέ­νας, πραγ­μα­τι­κά δεν υπάρ­χει κανέ­νας, ούτε πατέ­ρας, ούτε μητέ­ρα, ούτε φίλος, ούτε οποιοσ­δή­πο­τε άλλος που να μας έχει αγα­πή­σει τόσο, όσο μας αγά­πη­σε ο Θεός που μας δημιούρ­γη­σε. Και η αγά­πη αυτή απο­δει­κνύ­ε­ται πάρα πολύ ξεκά­θα­ρα και από τις καθη­με­ρι­νές ευερ­γε­σί­ες Του, και από τις εντο­λές που μας δίδει. Αν τώρα μου ανα­φέ­ρεις τις λύπες και τις οδύ­νες και τα δει­νά της ζωής, σκέ­ψου σε πόσα γίνε­σαι αντί­θε­τος στο θέλη­μά Του καθη­με­ρι­νά και δεν θα απο­ρή­σεις πλέ­ον αν σε βρουν περισ­σό­τε­ρα από αυτά δει­νά· πιο πολύ θα απο­ρή­σεις και θα κατα­πλα­γείς αν δοκι­μά­σεις και κάποιο καλό. Τώρα όμως στην περί­πτω­ση των συμ­φο­ρών βλέ­που­με αυτές που θα μας βρουν μελ­λον­τι­κά, δεν αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε όμως τις καθη­με­ρι­νές παρα­βά­σεις του θελή­μα­τος του Θεού και για τον λόγο αυτό αγω­νιού­με και ταρασ­σό­μα­στε. Μιας ημέ­ρας τα αμαρ­τή­μα­τα αν τα υπο­λο­γί­ζα­με λεπτο­με­ρώς και με ακρί­βεια, τότε θα κατα­λα­βαί­να­με καλά για πόσα δει­νά θα ήμα­σταν υπεύ­θυ­νοι.

Και αφού παρα­λεί­ψω τα άλλα, δηλα­δή τα ιδιαί­τε­ρα πλημ­με­λή­μα­τα του καθε­νός, ας ανα­φέ­ρω ενδει­κτι­κά αυτά που γίνον­ται σήμε­ρα εδώ στην εκκλη­σία που είμα­στε συγ­κεν­τρω­μέ­νοι, αν και βέβαια δεν γνω­ρί­ζω σε ποιο συγ­κε­κρι­μέ­νο αμάρ­τη­μα έπε­σε ο καθέ­νας από μας. Είναι όμως τόσο μεγά­λη η αφθο­νία των πλημ­με­λη­μά­των μας, ώστε και εκεί­νος ακό­μη που δεν τα γνω­ρί­ζει όλα με ακρί­βεια, να μπο­ρεί να ανα­φέ­ρει μερι­κά από αυτά. Ποιος λοι­πόν από σας δεν έδει­ξε ραθυ­μία κατά την προ­σευ­χή; Ποιος δεν απο­γο­η­τεύ­θη­κε; Ποιος δεν έδει­ξε κενο­δο­ξία, ποιος δεν κακο­λό­γη­σε τον αδελ­φό του, ούτε και δέχθη­κε πονη­ρή επι­θυ­μία; Ποιος δεν απηύ­θυ­νε ακό­λα­στα βλέμ­μα­τα, δεν θυμή­θη­κε με μίσος και οργή τον εχθρό του και δεν έκα­νε την καρ­διά του να φου­σκώ­νει από εγωι­σμό;

Αν λοι­πόν τώρα που βρι­σκό­μα­στε συγ­κεν­τρω­μέ­νοι στην εκκλη­σία, και εντός ολί­γου δια­στή­μα­τος γίνα­με υπεύ­θυ­νοι για τόσα σφάλ­μα­τα, τι θα γίνου­με όταν βγού­με από εδώ; Αν μέσα στο λιμά­νι μας χτυ­πούν τόσο μεγά­λα κύμα­τα, όταν ανοι­χτού­με στο πέλα­γος των δει­νών, δηλα­δή την αγο­ρά, τα πολι­τι­κά πράγ­μα­τα και τις οικο­γε­νεια­κές μέρι­μνες, θα μπο­ρέ­σου­με τάχα τότε να ανα­γνω­ρί­σου­με τους εαυ­τούς μας; Αλλά όμως για την απαλ­λα­γή από τόσο πολ­λά και μεγά­λα αμαρ­τή­μα­τα μάς έδω­σε ο Θεός σύν­το­μο και εύκο­λο δρό­μο που δεν προ­κα­λεί κανέ­να κόπο. Τι κόπος απαι­τεί­ται να συγ­χω­ρή­σεις αυτόν που σε λύπη­σε; Απο­τε­λεί κόπο το να μη συγ­χω­ρή­σεις, αλλά να δια­τη­ρείς την έχθρα σου, ενώ το να απαλ­λα­γείς από τον θυμό και πολ­λή άνε­ση σου προ­ξε­νεί και για όποιον θέλει είναι πολύ εύκο­λο.

Πραγ­μα­τι­κά δεν χρειά­ζε­ται να περά­σεις πέλα­γος, ούτε να κάνεις μακρι­νό ταξί­δι, ούτε να δια­βείς κορυ­φές βου­νών, να δαπα­νή­σεις χρή­μα­τα ή να ταλαι­πω­ρή­σεις το σώμα σου· φτά­νει να θελή­σεις και όλα τα αμαρ­τή­μα­τά σου έχουν δια­γρα­φεί. Αν όμως, όχι μόνο δεν συγ­χω­ρείς ο ίδιος τον αδερ­φό σου, αλλά και στον Θεό προ­σεύ­χε­σαι εναν­τί­ον του, ποια ελπί­δα σωτη­ρί­ας έχεις, όταν την ώρα που προ­σπα­θείς να προ­σελ­κύ­σεις το έλε­ος του Θεού και Τον παρα­κα­λείς, την ίδια στιγ­μή Τον εξορ­γί­ζεις, παίρ­νον­τας από τη μία πλευ­ρά την όψη ικέ­τη, και από την άλλη βγά­ζον­τας φωνές θηρί­ου ή εξα­κον­τί­ζον­τας εναν­τί­ον του εαυ­τού σου τα βέλη του Πονη­ρού; Για τον λόγο αυτό και ο από­στο­λος Παύ­λος, ανα­φε­ρό­με­νος στην προ­σευ­χή, τίπο­τε δεν ζήτη­σε με τόση επι­μο­νή, όσο τη φύλα­ξη της εντο­λής αυτής. «Βολομαι ον προ­σεχεσθαι τος νδρας ν παντ τπ, παρον­τας σους χερας χωρς ργς κα δια­λο­γι­σμο(:Θέλω, λοι­πόν, να προ­σεύ­χον­ται οι άντρες σε κάθε τόπο, υψώ­νον­τας προς τον ουρα­νό ευλα­βι­κά χέρια, καθα­ρά από κάθε μολυ­σμό, ελεύ­θε­ροι από οργή και δισταγ­μό ολι­γο­πι­στί­ας)»[Α΄Τιμ.2,8].

Αν λοι­πόν όταν έχεις ανάγ­κη το έλε­ος του Θεού, μήτε και τότε δεν αφή­νεις την οργή σου, αλλά και πολύ μάλι­στα την κρα­τείς μέσα σου, αν και γνω­ρί­ζεις ότι ωθείς το ξίφος προς τον εαυ­τό σου, πότε θα κατορ­θώ­σεις να γίνεις φιλάν­θρω­πος και να απο­βά­λεις το θανά­σι­μο δηλη­τή­ριο της κακί­ας αυτής;

Αν όμως δεν έχεις ακό­μη αντι­λη­φθεί το μέγε­θος αυτού του ατο­πή­μα­τος, συλ­λο­γί­σου ότι αυτό συμ­βαί­νει μετα­ξύ των ανθρώ­πων και τότε θα δια­πι­στώ­σεις το μέγε­θος της ύβρε­ως. Εάν δηλα­δή ερχό­ταν κάποιος σε σένα που είσαι άνθρω­πος και σε παρα­κα­λού­σε να τον ελε­ή­σεις, στη συνέ­χεια όμως και ενώ είχε πέσει ο ίδιος ικέ­της προς εσέ­να στη γη, έβλε­πε έναν εχθρό του και αφή­νον­τας την παρά­κλη­σή του προς εσέ­να, άρχι­ζε να κτυ­πά εκεί­νον, άρα­γε δεν θα αισθα­νό­σου­να περισ­σό­τε­ρο οργή εναν­τί­ον του, παρά έλε­ος; Το ίδιο σκέ­ψου ότι συμ­βαί­νει και με τον Θεό˙ διό­τι και εσύ, ενώ ικε­τεύ­εις τον Θεό, δια­κό­πτον­τας στο μετα­ξύ την ικε­σία σου, κτυ­πάς με τα λόγια σου τον εχθρό σου και υβρί­ζεις τους νόμους του Θεού, επι­κα­λού­με­νος Αυτόν που νομο­θέ­τη­σε να αφή­νου­με κάθε οργή εναν­τί­ον εκεί­νων που μας λύπη­σαν και αξιώ­νον­τας να ενερ­γή­σει αντί­θε­τα προς τις δικές Του τις εντο­λές. Δεν είναι επαρ­κής λόγος για να τιμω­ρη­θείς, που εσύ παρα­βαί­νεις τον νόμο του Θεού, αλλά παρα­κα­λείς και Αυτόν να κάνει το ίδιο;

Μήπως τάχα λησμό­νη­σε όσα μας παρήγ­γει­λε; Μήπως τάχα είναι άνθρω­πος Αυτός που μας τα είπε αυτά; Είναι ο Θεός, ο οποί­ος γνω­ρί­ζει τα πάν­τα και θέλει να φυλάσ­σον­ται με κάθε ακρί­βεια οι νόμοι Του, και τόσο απέ­χει από το να υλο­ποιεί αυτά που εσύ αξιώ­νεις, ώστε και εσέ­να που τα λέγεις αυτά σε απο­στρέ­φε­ται και σε μισεί, μόνο διό­τι τα λέγεις αυτά παρα­κα­λών­τας ενάν­τια στον αδελ­φό σου και απαι­τεί να υπο­στείς τη μέγι­στη τιμω­ρία. Με ποια λογι­κή λοι­πόν έχεις την αξί­ω­ση να λάβεις από τον Θεό εκεί­να τα οποία Αυτός εντέλ­λε­ται να απο­φεύ­γεις με κάθε προ­σο­χή;

Αλλά όμως υπάρ­χουν μερι­κοί που παρα­λο­γί­ζον­ται σε τέτοιο βαθ­μό, ώστε όχι μόνο εύχον­ται ενάν­τια στους εχθρούς τους, αλλά και τα παι­διά των εχθρών τους κατα­ριούν­ται, και εύχον­ται, αν ήταν δυνα­τόν, να γευ­τούν ακό­μα και τις σάρ­κες τους ή μάλ­λον τις γεύ­ον­ται κιό­λας. Μη μου το πεις αυτό, ότι δεν έμπη­ξες τα δόν­τιά σου στο σώμα εκεί­νου που σε έχει λυπή­σει. Έκα­μες κάτι πολύ χει­ρό­τε­ρο από ό,τι μπο­ρού­σες, δια­τυ­πώ­νον­τας την αξί­ω­ση να πέσει πάνω του η οργή από τον ουρα­νό, να παρα­δο­θεί σε αιώ­νια τιμω­ρία και να κατα­στρα­φεί με όλη την οικο­γέ­νειά του. Δεν είναι αυτά λοι­πόν χει­ρό­τε­ρα από όλα τα δαγ­κώ­μα­τα; Δεν είναι οδυ­νη­ρό­τε­ρα από όλα τα βέλη; Δεν σου δίδα­ξε αυτά ο Χρι­στός. Δεν σου όρι­σε να ματώ­νεις το στό­μα σου με αυτόν τον τρό­πο. Οι γλώσ­σες αυτές, που λένε τέτοια πράγ­μα­τα, είναι χει­ρό­τε­ρες από τα στό­μα­τα εκεί­να που είναι ματω­μέ­να από ανθρώ­πι­νες σάρ­κες.

Πώς λοι­πόν θα ασπα­σθείς τον αδελ­φό σου; Πώς θα προ­σέλ­θεις στη Θυσία; Πώς θα γευ­θείς το Τίμιο Αίμα του Δεσπό­του κατά τη Θεία Κοι­νω­νία, έχον­τας τόσο δηλη­τή­ριο μέσα στην ψυχή σου; Όταν προ­σεύ­χε­σαι και λέγεις «σύν­τρι­ψέ τον και το σπί­τι του γκρέ­μι­σέ το, κατά­στρε­ψέ του τα πάν­τα» και εύχε­σαι να τον βρει κάθε είδος κατα­στρο­φής, τότε δεν δια­φέ­ρεις σε τίπο­τε από ένα φονιά ή μάλ­λον από ένα σαρ­κο­φά­γο θηρίο.

Ας στα­μα­τή­σου­με λοι­πόν την νόσο και την μανία αυτήν και ας δεί­ξου­με σε όσους μας λύπη­σαν την αγά­πη που όρι­σε ο Κύριος, για να γίνου­με όμοιοι με τον Πατέ­ρα μας τον ουρά­νιο. Και θα στα­μα­τή­σου­με τα πάθη αυτά, αν φέρου­με στον νου μας τα δικά μας αμαρ­τή­μα­τα, αν εξε­τά­σου­με με ακρί­βεια όλα τα παρα­πτώ­μα­τα που έχου­με δια­πρά­ξει, είτε μέσα στο σπί­τι μας, είτε έξω, είτε στην αγο­ρά, είτε στην εκκλη­σία.

Πραγ­μα­τι­κά, εάν για τίπο­τε άλλο, του­λά­χι­στο για την αδια­φο­ρία που επι­δει­κνύ­ου­με εδώ στην εκκλη­σία, μας αξί­ζει να υπο­στού­με την βαρύ­τε­ρη τιμω­ρία. Ενώ δηλα­δή ψάλ­λουν οι προ­φή­τες, υμνούν οι από­στο­λοι, ομι­λεί ο Θεός, ο νους μας περι­πλα­νιέ­ται έξω από την εκκλη­σία και μετα­φέ­ρου­με μέσα σε αυτήν τον θόρυ­βο των βιο­τι­κών φρον­τί­δων. Και δεν προ­σφέ­ρου­με στους νόμους του Θεού ούτε τόση ησυ­χία, όση σιγή κρα­τούν στις βασι­λι­κές ανα­κοι­νώ­σεις οι θεα­τές μέσα στο θέατρο˙διότι εκεί όταν δια­βά­ζον­ται τα δια­τάγ­μα­τα αυτά και οι ύπα­τοι και οι διοι­κη­τές και η βου­λή και ο δήμος στέ­κον­ται όλοι ορθοί και ακού­νε με ησυ­χία όσα λέγον­ται. Και αν στη μέση της βαθύ­τα­της ησυ­χί­ας αυτής, εισέλ­θει από­το­μα κάποιος και μιλή­σει δυνα­τά, δέχε­ται την βαρύ­τε­ρη τιμω­ρία, διό­τι έχει φερ­θεί προ­σβλη­τι­κά στον βασι­λέα. Εδώ, όμως, ενώ δια­βά­ζον­ται ουρά­νια δια­τάγ­μα­τα, επι­κρα­τεί μεγά­λος θόρυ­βος από παν­τού, μολο­νό­τι και ο Απο­στο­λέ­ας των γρα­φών αυτών είναι πολύ ανώ­τε­ρος από τού­τον τον επί­γειο βασι­λέα και το «θέα­τρο» είναι πιο σεβα­στό, διό­τι δεν απο­τε­λεί­ται μόνο από ανθρώ­πους, αλλά και από αγγέ­λους. Επί­σης τα επι­νί­κια αυτά που μας ευαγ­γε­λί­ζον­ται οι γρα­φές του Θεού, είναι πολύ φρι­κω­δέ­στε­ρα από τα επί­γεια. Για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς, δεν προ­τρε­πό­μα­στε να επευ­φη­μού­με οι άνθρω­ποι μόνο, αλλά και οι άγγε­λοι και οι αρχάγ­γε­λοι και τα τάγ­μα­τα του ουρα­νού και όλοι οι κάτοι­κοι της γης: «Ελογετε τν Κύριον, πάν­τα τ ργα ατο(:Δοξο­λο­γεί­τε τον Κύριο όλα τα δημιουρ­γή­μα­τά Του)», λέγει ο ψαλ­μω­δός Δαβίδ [Ψαλμ.102,22].

Διό­τι δεν είναι μικρά όσα επι­τυγ­χά­νον­ται, αλλά ξεπερ­νούν κάθε λογι­κή και νου και ανθρώ­πι­νη σκέ­ψη. Και αυτά τα αναγ­γέλ­λουν καθη­με­ρι­νά οι προ­φή­τες, δια­κη­ρύσ­σον­τας δια­φο­ρε­τι­κά ο καθέ­νας την λαμ­πρή αυτή νίκη. Ο ένας λέγει: «νέβης ες ψος, χμα­λώ­τευ­σας αχμα­λω­σί­αν, λαβες δόμα­τα ν νθρώ­ποις(:Ύψι­στε Κύριε, ανέ­βη­κες στη Σιών. Ανέ­βη­κες στα ανώ­τα­τα ύψη του ουρα­νού, αφού διε­ξή­γα­γες θρί­αμ­βο τη γη, συνέ­λα­βες αιχ­μα­λώ­τους, δέχθη­κες προ­σφο­ρές από τους ανθρώ­πους)»[Ψαλμ.67,19] και «Κύριος κρα­ταις κα δυνα­τός, Κύριος δυνατς ν πολέμ(:Αυτός είναι ο Θεός, ο κρα­ταιός και δυνα­τός, ο Κύριος ο πανί­σχυ­ρος στους πολέ­μους)»[Ψαλμ. 23,8]. Άλλος προ­φή­της λέγει: «Τν σχυρν μεριε σκλα(:Από τους ισχυ­ρούς θα πάρει και θα δια­μοι­ρά­σει λάφυ­ρα)»[Ησ.53,12]˙ διό­τι για τον λόγο αυτόν εξάλ­λου ήλθε, για να κηρύ­ξει στους αιχ­μα­λώ­τους την απε­λευ­θέ­ρω­ση και στους τυφλούς την ανά­βλε­ψη. Και ψάλ­λον­τας θριαμ­βευ­τι­κά τον επι­νί­κιο ύμνο κατά του θανά­του, έλε­γε: «Ποῦ σου, θάνα­τε, τὸ κέν­τρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;(:Πού είναι, θάνα­τε, το φαρ­μα­κε­ρό κεν­τρί σου; Άδη, πού είναι η νίκη σου;)»[Α΄Κορ.15,55].

Και άλλος πάλι προ­φή­της ευαγ­γε­λι­ζό­με­νος την από­λυ­τη ειρή­νη έλε­γε: «Κα συγ­κό­ψου­σι τς μαχαί­ρας ατν ες ροτρα κα τς ζιβύ­νας ατν ες δρέ­πα­να(:Και έτσι οι τότε εχθροί και πολέ­μιοι μετα­ξύ τους θα μετα­τρέ­ψουν τα φονι­κά μαχαί­ρια τους σε αλέ­τρια και τα πολε­μι­κά δόρα­τά τους σε δρε­πά­νια)»[Ησ.2,4] . Ένας άλλος προ­φή­της καλεί την Ιερου­σα­λήμ, λέγον­τας: «Χαρε σφό­δρα, θύγα­τερ Σιών· κήρυσ­σε, θύγα­τερ ερου­σα­λήμ· δο βασι­λες σου ρχε­ταί σοι, δίκαιος κα σζων ατός, πρα­ΰς κα πιβε­βηκς π ποζύ­γιον κα πλον νέον(:Χαί­ρε λοι­πόν παρά πολύ, κόρη μου Σιών, δια­λά­λη­σε Ιερου­σα­λήμ· ιδού ο βασι­λεύς σου έρχε­ται σε σένα δίκαιος, λυτρω­τής και σωτή­ρας, πρά­ος, καθι­σμέ­νος επά­νω σε ένα υπο­ζύ­γιο, σε ένα νεα­ρό που­λά­ρι)»[Ζαχ.9,9].

Άλλος, επί­σης, προ­φή­της εξαγ­γέλ­λει και την Δευ­τέ­ρα παρου­σία του Κυρί­ου, λέγον­τας τα εξής: «ξει Κύριος, ν μες ζητετε κα τίς πομε­νε μέραν εσόδου ατο;(:Θα έλθει ο Κύριος, τον οποί­ον Κύριο εσείς ζητεί­τε. Ποιος όμως θα μπο­ρέ­σει, να αντέ­ξει κατά την ημέ­ρα εκεί­νην της ελεύ­σε­ώς Του;)»· και: «Σκιρ­τή­σε­τε ς μοσχά­ρια κ δεσμν νει­μέ­να(:Θα σκιρ­τή­σε­τε από χαρά ωσάν τα μοσχά­ρια, τα οποία αφέ­θη­καν ελεύ­θε­ρα από τα δεσμά τους)»[Μαλαχ.3,1–2 και 4,2]. Και άλλος πάλι έλε­γε κατά­πλη­κτος: «Οτος Θες μν, ο λογι­σθή­σε­ται τερος πρς ατόν(:Αυτός είναι ο Θεός μας· κανείς άλλος δεν μπο­ρεί να αντι­με­τρη­θεί προς Αυτόν)»[Βαρούχ,3,36].

Κι όμως, ενώ λέγον­ται αυτά και πολύ περισ­σό­τε­ρα εδώ στην εκκλη­σία και πρέ­πει να δοκι­μά­ζου­με φρί­κη και να μη νομί­ζου­με ότι βρι­σκό­μα­στε στη γη, εντού­τοις εμείς θορυ­βού­με σαν να βρι­σκό­μα­στε στο μέσο της αγο­ράς, προ­κα­λού­με ταρα­χή συζη­τών­τας για θέμα­τα που καθό­λου δεν μας αφο­ρούν και χάνου­με άσκο­πα όλο τον χρό­νο της συνά­ξε­ώς μας.

Όταν λοι­πόν και στα μικρά και στα μεγά­λα, και ακού­γον­τας και πράτ­τον­τας, και έξω και μέσα στην εκκλη­σία, είμα­στε τόσο αδιά­φο­ροι και εκτός και από όλα αυτά προ­σευ­χό­μα­στε και ενάν­τια στους εχθρούς μας, από πού θα λάβου­με ελπί­δα σωτη­ρί­ας αφού στα τόσα αμαρ­τή­μα­τά μας, προ­σθέ­του­με κάτι βαρύ­τε­ρο ακό­μη από αυτά, δηλα­δή την παρά­λο­γη αυτή προ­σευ­χή ενάν­τια στους ίδιους μας αδελ­φούς;

Είναι λοι­πόν δίκαιο να παρα­ξε­νευό­μα­στε, αν μας συμ­βεί κάτι απροσ­δό­κη­το και λυπη­ρό, ενώ πρέ­πει να παρα­ξε­νευό­μα­στε όταν δε μας συμ­βαί­νει; Διό­τι η πρώ­τη περί­πτω­ση είναι φυσι­κή συνέ­πεια της ακο­λου­θί­ας των πραγ­μά­των, ενώ η δεύ­τε­ρη είναι πέρα από κάθε λογι­κή και προσ­δο­κία. Πραγ­μα­τι­κά είναι πέρα από τη λογι­κή, ενώ έχου­με γίνει εχθροί του Θεού και Τον παρορ­γί­ζου­με, να απο­λαμ­βά­νου­με τον ήλιο και την βρο­χή και όλα τα άλλα αγα­θά εμείς, άνθρω­ποι που νικού­με τα θηρία στη σκλη­ρό­τη­τα, που στρε­φό­μα­στε εναν­τί­ον των άλλων, που ματώ­νου­με τη γλώσ­σα μας δαγ­κώ­νον­τας με τα λόγια που εκστο­μί­ζου­με τους άλλους, έπει­τα από τη συμ­με­το­χή μας στο πνευ­μα­τι­κό τρα­πέ­ζι και τις τόσες ευερ­γε­σί­ες και τα άπει­ρα παραγ­γέλ­μα­τα για τη διευ­κό­λυν­ση της ψυχι­κής μας σωτη­ρί­ας.

Έχον­τας αυτά στον νου μας, ας απο­βά­λου­με το δηλη­τή­ριο, ας δια­λύ­σου­με τις εχθρό­τη­τες και ας κάνου­με τις προ­σευ­χές που μας αρμό­ζουν: αντί της θηριω­δί­ας των δαι­μό­νων, ας λάβου­με την ημε­ρό­τη­τα των αγγέ­λων· και όσες αδι­κί­ες και αν μας έχουν γίνει, αφού φέρου­με στον νου μας τα δικά μας αμαρ­τή­μα­τα και τον μισθό που μας περι­μέ­νει εφό­σον τηρή­σου­με αυτήν την εντο­λή της μακρο­θυ­μί­ας και της συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τας, ας μετριά­σου­με την οργή μας, ας κατα­στεί­λου­με τη θαλασ­σο­τα­ρα­χή μέσα μας, για να περά­σου­με και την παρού­σα ζωή ατά­ρα­χη και φθά­νον­τας εκεί να βρού­με τον Δεσπό­τη, όπως εμείς φανή­κα­με συγ­κα­τα­βα­τι­κοί και ευσπλα­χνι­κοί προς τους συν­δού­λους μας.

Αν, πάλι, μας φαί­νε­ται τού­το βαρύ και φοβε­ρό, ας το κάνου­με ελα­φρύ και επι­θυ­μη­τό και ας ανοί­ξου­με τις λαμ­πρές πύλες της παρ­ρη­σί­ας ενώ­πιον του Θεού. Και αυτό που δεν μπο­ρέ­σα­με να επι­τύ­χου­με με την απο­χή από τα αμαρ­τή­μα­τα, αυτό ας το επι­τύ­χου­με με το να γίνου­με ήμε­ροι προς αυτούς που μας έφται­ξαν, διό­τι τού­το δεν είναι ούτε βαρύ, ούτε δύσκο­λο. Ευερ­γε­τών­τας τους εχθρούς μας, ας σοδιά­σου­με πολύ έλε­ος για εμάς˙ διό­τι έτσι και στη ζωή αυτήν θα μας αγα­πή­σουν όλοι, και περισ­σό­τε­ρο από όλους ο Θεός και θα μας αγα­πή­σει και θα μας στε­φα­νώ­σει και θα μας αξιώ­σει των μελ­λον­τι­κών αγα­θών, τα οποία μακά­ρι όλοι να τα επι­τύ­χου­με με την χάρη και την φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού στον οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

ΟΜΙΛΙΑ Κ΄

«῞Οταν δ νηστεητε, μ γνεσθε σπερ ο ποκρι­τα σκυ­θρω­πο· φανζου­σι γρ τ πρσωπα ατν πως φανσι τος νθρποις νηστεοντες· μν λγω μν τι πχου­σι τν μισθν ατν (:Και όταν νηστεύ­ε­τε, μη γίνε­στε σκυ­θρω­ποί και περί­λυ­ποι σαν τους υποκριτές·διότι αυτοί αλλοιώ­νουν τα πρό­σω­πά τους και παίρ­νουν την όψη και την έκφρα­ση ανθρώ­που κατα­βε­βλη­μέ­νου από τις στε­ρή­σεις, για να φανούν στους ανθρώ­πους ότι νηστεύ­ουν· Αλη­θι­νά σας λέω ότι πήραν ολο­κλη­ρω­τι­κά την αμοι­βή τους από τους επαί­νους των ανθρώ­πων)»[Ματθ.6,16].

Αρμό­ζει να στε­νά­ξου­με εδώ πολύ και να θρη­νή­σου­με πικρά. Δεν μιμού­μα­στε μόνο τους υπο­κρι­τές αλλά και τους έχου­με ξεπε­ρά­σει· διό­τι γνω­ρί­ζω, γνω­ρί­ζω πολ­λούς που όχι μόνο νηστεύ­ουν και κάνουν επί­δει­ξη, αλλά και πολ­λούς άλλους που δεν νηστεύ­ουν και λαμ­βά­νουν εντού­τοις το ύφος ανθρώ­πων που νηστεύ­ουν και κάνουν έτσι απο­λο­γία χει­ρό­τε­ρη από την αμαρ­τία. «Για να μη σκαν­δα­λί­σω», λέγει, «τους πολ­λούς, το κάνω αυτό». Μα τι είναι αυτό που λες; Είναι ο νόμος του Θεού που τα ορί­ζει αυτά και θυμή­θη­κες το σκάν­δα­λο; Και νομί­ζεις ότι σκαν­δα­λί­ζεις, όταν τον τηρείς και απο­σο­βείς το σκάν­δα­λο, όταν τον παρα­βαί­νεις; Μπο­ρεί να υπάρ­ξει χει­ρό­τε­ρη ανο­η­σία από αυτήν; Δεν θα στα­μα­τή­σεις να γίνε­σαι χει­ρό­τε­ρος και από τους υπο­κρι­τές και να διπλα­σιά­ζεις την υπο­κρι­σία κατα­νο­ών­τας τη μεγά­λη υπερ­βο­λή της κακί­ας αυτής, δεν θα ντρα­πείς την έμφα­ση της δια­τυ­πώ­σε­ως;

Δεν είπε μόνο ότι υπο­κρί­νον­ται, αλλά επει­δή ήθε­λε να τους θίξει περισ­σό­τε­ρο, λέγει: «φανζου­σι γρ τ πρσωπα ατν(:διό­τι αυτοί αλλοιώ­νουν τα πρό­σω­πά τους)», τα χαλούν δηλα­δή, τα κατα­στρέ­φουν. Και αν τού­το λέγε­ται αφα­νι­σμός του προ­σώ­που, το να φαί­νε­ται ωχρό για λόγους κενο­δο­ξί­ας, τι θα μπο­ρού­σα­με να πού­με για τις γυναί­κες εκεί­νες που παρα­μορ­φώ­νουν με σκό­νες και βαφές τα πρό­σω­πά τους προς κατα­στρο­φή των ακό­λα­στων νέων; Διό­τι εκεί­νοι τον εαυ­τό τους μόνο βλά­πτουν, ενώ αυτές και τον εαυ­τό τους και όσους τις βλέ­πουν. Πρέ­πει και τη μία και την άλλη βλά­βη να απο­φεύ­γου­με με όλη τη δύνα­μή μας.

«Σ δ νηστεων λει­ψα σου τν κεφαλν κα τ πρσωπν σου νψαι, πως μ φανς τος νθρποις νηστεων, λλ τ πατρ σου τ ν τ κρυ­πτ (:Εσύ όμως όταν νηστεύ­εις, άλει­ψε το κεφά­λι σου και νίψε το πρό­σω­πό σου, ώστε να φαί­νε­σαι χαρού­με­νος, και να μη φανείς στους ανθρώ­πους ότι νηστεύ­εις· αλλά η νηστεία σου να φανεί μόνο στον Πατέ­ρα σου, που είναι βέβαια αόρα­τος, αλλά βρί­σκε­ται παρών και στα πιο από­κρυ­φα μέρη)»[Ματθ.6,17–18].

Μας έχει δώσει εντο­λή όχι μόνο να μην επι­δει­κνυό­μα­στε, αλλά και να προ­σπα­θού­με να παρα­μέ­νου­με απα­ρα­τή­ρη­τοι, πράγ­μα που έκα­με και προ­η­γου­μέ­νως. Και στη μεν περί­πτω­ση της ελεη­μο­σύ­νης δεν το έθε­σε απλά, αλλά όταν είπε: «Προ­σέ­χε­τε τν λεη­μο­σύ­νην μν μ ποιεν μπρο­σθεν τν νθρώ­πων (:Προ­σέ­χε­τε να μην κάνε­τε την ελεη­μο­σύ­νη σας μπρο­στά στους ανθρώ­πους)», πρό­σθε­σε: «πρς τ θεαθναι ατος (:για να σας δουν και να σας θαυ­μά­σουν)»[Ματθ.6,1]. Στην περί­πτω­ση όμως της νηστεί­ας και της προ­σευ­χής δεν όρι­σε τίπο­τα τέτοιο. Για­τί τάχα; Επει­δή η ελεη­μο­σύ­νη είναι αδύ­να­τον να κρυ­φτεί ολό­τε­λα, είναι όμως δυνα­τόν να κρυ­φτεί η προ­σευ­χή και η νηστεία. Όπως λοι­πόν όταν είπε: «Σο δ ποιοντος λεη­μο­σύ­νην μ γνώ­τω ριστε­ρά σου τί ποιε δεξιά σου(:Εσύ όμως όταν κάνεις ελεη­μο­σύ­νη, ας μη μάθει το αρι­στε­ρό σου χέρι τι κάνει το δεξί σου)»[Ματθ.6,3], δεν εννο­ού­σε τα χέρια, αλλά ότι πρέ­πει με προ­σο­χή να περ­νάς απα­ρα­τή­ρη­τος από όλους.

Και όταν συμ­βού­λευ­σε να απο­συ­ρό­μα­στε για προ­σευ­χή στο ιδιαί­τε­ρο δωμά­τιό μας, δεν όρι­σε απο­κλει­στι­κά ή κυρί­ως εκεί μόνο να προ­σευ­χό­μα­στε, αλλά υπο­νο­ού­σε πάλι το ίδιο[βλ.Ματθ.6,6: «Σ δ ταν προ­σεύχ, εσελ­θε ες τν ταμιεόν σου, κα κλεί­σας τν θύραν σου πρό­σευ­ξαι τ πατρί σου τ ν τ κρυ­πτ, κα πατήρ σου βλέ­πων ν τ κρυ­πτ ποδώ­σει σοι ν τ φανερ(:Εσύ όμως, αντί­θε­τα, όταν πρό­κει­ται να προ­σευ­χη­θείς, μπες μέσα στο ιδιαί­τε­ρο δωμά­τιό σου, κι αφού κλεί­σεις την πόρ­τα σου, κάνε την προ­σευ­χή σου στον Πατέ­ρα σου που είναι αόρα­τος και κρυμ­μέ­νος)»]. Έτσι και εδώ, η εντο­λή Του να αλει­φό­μα­στε για να μην κατα­λά­βουν οι άλλοι ότι νηστεύ­ου­με, δεν έχει το νόη­μα να αλει­φό­μα­στε οπωσ­δή­πο­τε· διό­τι τότε θα βρε­θού­με όλοι ότι παρα­βαί­νου­με αυτόν τον νόμο και περισ­σό­τε­ρο από όλους αυτοί που έκα­ναν κύριο έργο τους τη φύλα­ξή του, οι κοι­νό­τη­τες των μονα­χών που κατέ­φυ­γαν ως ασκη­τές στα βου­νά.

Δεν όρι­σε λοι­πόν αυτό. Αλλά επει­δή οι παλαιοί συνή­θι­ζαν να αλεί­φον­ται σε κάθε ευχά­ρι­στο και χαρού­με­νο γεγο­νός- και αυτό μπο­ρεί να το δια­πι­στώ­σει κανείς και στην επο­χή του Δαβίδ και του Δανι­ήλ- είπε να αλει­φό­μα­στε και εμείς, όχι για να το κάνου­με αυτό οπωσ­δή­πο­τε, αλλά να φρον­τί­ζου­με με κάθε τρό­πο και πολ­λή προ­σο­χή να κρύ­πτου­με το πράγ­μα αυτό. Και για να μάθεις ότι έτσι είναι όταν Εκεί­νος παρου­σί­α­σε στην πρά­ξη αυτό που όρι­σε με τον λόγο, και νήστε­ψε για σαράν­τα μέρες, παρα­μέ­νον­τας απα­ρα­τή­ρη­τος ούτε αλεί­φτη­κε ούτε πλύ­θη­κε. Ωστό­σο και χωρίς να τα κάνει αυτά έφε­ρε εις τέλος την άσκη­σή Του περισ­σό­τε­ρο ακε­νό­δο­ξα από κάθε άλλον.

Αυτό ακρι­βώς ορί­ζει και σε μας και με το να φέρει τους υπο­κρι­τές στη μέση και με το να απο­τρέ­ψει με διπλό παράγ­γελ­μα τους ακρο­α­τές Του. Και κάτι άλλο μας αφή­νει να εννο­ή­σου­με με το όνο­μα «υπο­κρι­τές». Όχι δηλα­δή μόνο με το ότι το πράγ­μα είναι κατα­γέ­λα­στο και προ­κα­λεί ζημία εξαι­ρε­τι­κή, αλλά και με το να παρου­σιά­σει ως εφή­με­ρη την απά­τη αυτήν, μας εμπο­δί­ζει από την πονη­ρή επι­θυ­μία· διό­τι ο υπο­κρι­τής έως τότε φαί­νε­ται λαμ­πρός, έως ότου τον παρα­κο­λου­θούν οι θεα­τές· μάλ­λον ούτε και τότε δεν έχουν όλοι την ίδια γνώ­μη επει­δή γνω­ρί­ζουν οι περισ­σό­τε­ροι ποιος είναι και ποιον υπο­κρί­νε­ται. Όταν όμως τελειώ­σει η παρά­στα­ση, φανε­ρώ­νε­ται σε όλους ξεκά­θα­ρα. Αυτό λοι­πόν είναι από­λυ­τη ανάγ­κη να το υπο­μεί­νουν οι κενό­δο­ξοι. Και είναι εδώ φανε­ρό στους περισ­σό­τε­ρους ότι αυτοί δεν είναι ό,τι φαί­νον­ται αλλά φορούν ένα προ­σω­πείο μόνο. Θα συλ­λη­φθούν πολύ περισ­σό­τε­ρο μετά τη ζωή αυτήν, οπό­τε παρου­σιά­ζον­ται όλα γυμνά και ξεσκέ­πα­στα.

Και με άλλον τρό­πο πάλι τους απο­μα­κρύ­νει από τους υπο­κρι­τές, παρου­σιά­ζον­τας την εντο­λή Του ότι είναι ελα­φρά. Δεν κάνει αυστη­ρό­τε­ρη τη νηστεία, ούτε δια­τά­ζει να την παρου­σιά­σου­με μεγα­λύ­τε­ρη, αλλά να μη χάσου­με τον στέ­φα­νο από αυτήν. Ώστε αυτό που φαί­νε­ται βαρύ είναι κοι­νό και για εμάς και για τους υπο­κρι­τές, επει­δή νηστεύ­ουν και αυτοί. Εκεί­νο όμως που είναι ελα­φρύ­τε­ρο, το να μη χάσου­με τον μισθό επει­δή κου­ρα­στή­κα­με, «αυτό είναι», μας λέγει, «που ορί­ζω». Δεν προ­σθέ­τει τίπο­τε στον κόπο μας, εξα­σφα­λί­ζει όμως για χάρη μας τους μισθούς μας και δεν αφή­νει να φύγου­με αστε­φά­νω­τοι όπως εκεί­νοι: «Κα πατρ σου βλπων ν τ κρυ­πτ ποδσει σοι ν τ φανερ(:Και ο Πατέ­ρας σου που βλέ­πει στα κρυ­φά, θα σου απο­δώ­σει την αμοι­βή σου στα φανε­ρά)»[Ματθ.6,18].Ούτε θέλουν να μιμη­θούν αυτούς που αγω­νί­ζον­ται στους Ολυμ­πια­κούς αγώ­νες, οι οποί­οι παρό­λο που τους παρα­κο­λου­θεί τόσο πλή­θος και τόσοι άρχον­τες, ένα μόνο επι­διώ­κουν να ικα­νο­ποι­ή­σουν, αυτόν που θα βρα­βεύ­σει τη νίκη τους, και ας είναι πολύ κατώ­τε­ρος. Και εσύ που έχεις διπλή αιτία να παρου­σιά­σεις σε εκεί­νον την νίκη σου, διό­τι και ο βρα­βευ­τής είναι αυτός και ασύγ­κρι­τα υπε­ρέ­χει από όλους όσοι κάθον­ται στο θέα­τρο, κάνεις επί­δει­ξη της αρε­τής σου σε άλλους που όχι μόνο δεν σε ωφε­λούν, αλλά και σου προ­ξε­νούν υπερ­βο­λι­κή ζημία.

«Αλλά», λέγει, «και τού­το δεν σου το απο­κλείω. Αν θέλεις να επι­δει­χτείς και στους ανθρώ­πους, περί­με­νε, και Εγώ θα σου το παρα­χω­ρή­σω και τού­το πιο απλό­χε­ρα και με περισ­σό­τε­ρο κέρ­δος. Σε απο­σπά τώρα αυτό από τη δόξα μου, όπως σε συν­δέ­ει η περι­φρό­νη­σή τους. Τότε θα τα απο­λαύ­σεις όλα με κάθε ελευ­θε­ρία. Αλλά και πριν από αυτά δεν θα είναι μικρή η ωφέ­λειά σου και εδώ να κατα­πα­τή­σεις όλη τη δόξα των ανθρώ­πων, να ελευ­θε­ρω­θείς από τη βαριά ανθρώ­πι­νη δου­λεία και να γίνεις γνή­σιος εργά­της της αρε­τής. Επει­δή με τέτοιου είδους αντι­λή­ψεις, αν βρε­θείς στην έρη­μο, θα γίνεις έρη­μος από κάθε αρε­τή, αφού δεν θα έχεις θεα­τές».

Αυτό όμως το κάνει ένας που υβρί­ζει την ίδια την αρε­τή, αν όχι γι’ αυτήν, αλλά πρό­κει­ται να την ασκή­σεις για τον σχοι­νο­πλέ­χτη και τον σιδη­ρουρ­γό και το πλή­θος των ανθρώ­πων της αγο­ράς, για να σε θαυ­μά­σουν οι κακοί και οι απο­μα­κρυ­σμέ­νοι από αυτήν. Και καλείς τους εχθρούς της να σε δουν και να σε θαυ­μά­σουν. Είναι το ίδιο να προ­τι­μά κανείς τη σωφρο­σύ­νη όχι για την αξία της σωφρο­σύ­νης, αλλά για να την επι­δεί­ξει σε όσους ζουν με εταί­ρες. Και εσύ λοι­πόν δεν θα προ­τι­μού­σες την αρε­τή, παρά μόνο για τους εχθρούς της. Αξί­ζει και από αυτό να τη θαυ­μά­σει κανείς, επει­δή την επαι­νούν και οι εχθροί της. Πρέ­πει όμως να τη θαυ­μά­ζου­με όχι για τους άλλους, αλλά γι’ αυτήν την ίδια. Επει­δή και εμείς θεω­ρού­με προ­σβο­λή να μη μας αγα­πούν για τον εαυ­τό μας, αλλά χάρη στους άλλους.

Να σκέ­πτε­σαι το ίδιο και για την αρε­τή. Μην την επι­διώ­κεις προς χάριν των άλλων, μήτε να υπα­κούς στον Θεό για χάρη των ανθρώ­πων, αλλά στους ανθρώ­πους για χάρη του Θεού. Αν κάνεις το αντί­θε­το, ακό­μη και αν νομί­ζεις ότι επι­διώ­κεις την αρε­τή, Τον ερε­θί­ζεις όμοια με εκεί­νον που δεν την επι­διώ­κει· διό­τι όπως εκεί­νος παρά­κου­σε με το να μην πρά­ξει, έτσι και εσύ με το να πρά­ξεις παρά­νο­μα.

«Μ θησαυ­ρί­ζε­τε μν θησαυ­ρος π τς γς, που σς κα βρσις φανί­ζει, κα που κλέ­πται δια­ρύσ­σου­σι κα κλέ­πτου­σι· θησαυ­ρί­ζε­τε δ μν θησαυ­ρος ν οραν, που οτε σς οτε βρσις φανί­ζει, κα που κλέ­πται ο διο­ρύσ­σου­σιν οδ κλέ­πτου­σιν· που γάρ στιν θησαυρς μν, κε σται κα καρ­δία μν(:Μη συσ­σω­ρεύ­ε­τε για τον εαυ­τό σας θησαυ­ρούς πάνω στη γη, όπου ο σκό­ρος και η φθο­ρά της σαπί­λας ή της σκου­ριάς αφα­νί­ζουν τα απο­θη­κευ­μέ­να είδη του πλού­του και όπου οι κλέ­φτες τρυ­πούν τους τοί­χους των θησαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων και τα κλέ­βουν. Μαζεύ­ε­τε για τον εαυ­τό σας θησαυ­ρούς στον ουρα­νό, όπου ούτε ο σκό­ρος ούτε η σαπί­λα και η σκου­ριά αφα­νί­ζουν τους απο­θη­κευ­μέ­νους θησαυ­ρούς σας και όπου οι κλέ­φτες δεν τρυ­πούν τους τοί­χους των θησαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων σας, ούτε κλέ­βουν. Πρέ­πει λοι­πόν να θησαυ­ρί­ζε­τε θησαυ­ρούς στον ουρα­νό, για να είναι και η καρ­διά σας προ­σκολ­λη­μέ­νη στον Θεό και στα ουράνια˙διότι εκεί όπου είναι ο θησαυ­ρός σας, εκεί θα είναι και η καρ­διά σας)»[Ματθ.6,19–21].

[…]Αφού έβγα­λε από την ψυχή μας το νόση­μα της κενο­δο­ξί­ας, στην κατάλ­λη­λη στιγ­μή πλέ­ον ομι­λεί και περί ακτημοσύνης˙διότι τίπο­τε δεν προ­ε­τοι­μά­ζει τόσο τον άνθρω­πο στην αγά­πη των χρη­μά­των, όσο ο έρως της κενο­δο­ξί­ας: για τη δόξα οι άνθρω­ποι επι­νο­ούν και τις αγέ­λες των δού­λων, και το πλή­θος των ευνού­χων, και τα χρυ­σο­στό­λι­στα άλο­γα και τα αργυ­ρά τρα­πέ­ζια και τα άλλα που είναι περισ­σό­τε­ρο ακό­μη κατα­γέ­λα­στα· όχι βέβαια για να ικα­νο­ποι­ή­σουν κάποια ανάγ­κη, ούτε για να απο­λαύ­σουν κάποια ηδο­νή, αλλά για να επι­δει­χθούν στους πολ­λούς.

Πιο πάνω βέβαια έλε­γε μόνο ότι πρέ­πει να ελε­ού­με, εδώ όμως υπο­δει­κνύ­ει και πόσο πρέ­πει να δίδου­με, όταν λέγει: «Μη θησαυ­ρί­ζε­τε». Επει­δή δεν ήταν δυνα­τόν να παρου­σιά­σει από την αρχή όλο μαζί τον λόγο για την περι­φρό­νη­ση των χρη­μά­των, καθό­σον είναι τυραν­νι­κή η κυριαρ­χία του πάθους, αφού τον χώρι­σε σε μέρη και τον ελευ­θέ­ρω­σε από αυτήν, τον στα­λά­ζει στην ψυχή των ακρο­α­τών Του, ώστε να γίνει εύκο­λα παρα­δε­κτός. Για τον λόγο αυτό έλε­γε πρώ­τα, «Μακά­ριοι οι ελε­ή­μο­νες» και έπει­τα «σθι ενον τ ντι­δίκ σου ταχ ως του ε ν τ δ μετ᾿ ατο(:Να είσαι συμ­βι­βα­στι­κός και να έχεις συμ­φι­λιω­τι­κές δια­θέ­σεις απέ­ναν­τι στον δανει­στή με τον οποίο βρί­σκε­σαι σε δίκη)»[Ματθ.5,25]. Και στη συνέ­χεια: «Κα τ θέλον­τί σοι κριθναι κα τν χιτνά σου λαβεν, φες ατ κα τ μάτιον(:Και σε εκεί­νον που θέλει να κάνει δίκη μαζί σου και να σου πάρει το που­κά­μι­σο, άφη­σέ του και το πανω­φό­ρι σου)»[Ματθ.5,40]. Εδώ όμως είπε το μεγα­λύ­τε­ρο από όλα. Εκεί είχε πει: «Αν δεις να πλη­σιά­ζει δικα­στι­κός αγώ­νας, να κάνεις τού­το: αντί να το κρα­τή­σεις με φιλο­νι­κία, καλύ­τε­ρα να απο­φύ­γεις τη δια­μά­χη και ας μην το έχεις». Αλλά εδώ χωρίς να παρου­σιά­ζει ούτε αντί­δι­κο, ούτε κατη­γο­ρού­με­νο, ούτε να μνη­μο­νεύ­ει κάποιον άλλο σχε­τι­κό, μας συμ­βου­λεύ­ει την ίδια την περι­φρό­νη­ση των χρη­μά­των, και μας δεί­χνει ότι θέτει αυτόν τον νόμο όχι τόσο για αυτούς που ευερ­γε­τούν­ται, όσο για αυτόν που ευερ­γε­τεί. Ώστε και αν ακό­μη δεν υπάρ­χει κανείς να μας αδι­κεί ή να μας σέρ­νει στο δικα­στή­ριο, ακό­μη και έτσι να περι­φρο­νού­με τα υπάρ­χον­τά μας και να τα μοι­ρά­ζου­με σε όσους έχουν ανάγ­κη.

Και εδώ όμως δεν έθε­σε τον νόμο στο σύνο­λό του, αλλά και τώρα σιγά σιγά προ­χω­ρεί, μολο­νό­τι παρου­σί­α­σε τους αγώ­νες Του ενάν­τια σε αυτά στην έρη­μο με πολ­λή την υπερ­βάλ­λου­σα σημα­σία. Ούτε όμως το ανα­φέ­ρει, ούτε το εξι­στο­ρεί· δεν ήταν ακό­μη και­ρός να το φανε­ρώ­σει. Μέχρι τώρα εξε­τά­ζει σκέ­ψεις, και λαμ­βά­νει περισ­σό­τε­ρο την θέση συμ­βού­λου στους λόγους αυτούς και όχι νομο­θέ­του. Αφού λοι­πόν είπε «Μη θησαυ­ρί­ζε­τε επά­νω στη γη», πρό­σθε­σε «όπου το σαρά­κι και το σκου­λή­κι αφα­νί­ζουν και όπου οι κλέ­πτες ανοί­γουν και κλέ­πτουν». Παρου­σί­α­σε και του εδώ «θησαυ­ρού» τη βλά­βη και του εκεί την ωφέ­λεια και από τον τόπο και από τους κατα­στρο­φείς τους.

Δεν στα­μα­τά όμως μέχρις εδώ, αλλά προ­σθέ­τει και άλλη σκέ­ψη. Πρώ­τα, στη­ρί­ζει την προ­τρο­πή Του σε εκεί­να που φοβούν­ται. «Τι φοβά­σαι;» λέγει. «Μήπως ξοδευ­θούν τα χρή­μα­τά σου ‚όταν δώσεις ελεη­μο­σύ­νη; Δώσε λοι­πόν ελεη­μο­σύ­νη και τότε ακρι­βώς δεν θα ξοδευ­θούν.» Και το μεγα­λύ­τε­ρο βέβαια είναι ότι όχι μόνο δεν θα ξοδευ­θούν, αλλά και προ­σθή­κη μεγα­λύ­τε­ρη θα λάβουν καθό­σον προ­στί­θεν­ται σε αυτά και τα ουρά­νια αγα­θά. Δεν το λέγει όμως αυτό από την αρχή· το προ­σθέ­τει έπει­τα.

Μέχρι τώρα ό, τι μπο­ρού­σε να απο­τε­λέ­σει για αυτούς τη μεγα­λύ­τε­ρη προ­τρο­πή αυτό φέρει στο κέν­τρο, το ότι ο θησαυ­ρός τους παρα­μέ­νει άθι­κτος και τους προ­σελ­κύ­ει με δύο σκέ­ψεις. Δεν είπε δηλα­δή μόνο ότι δια­τη­ρεί­ται ο θησαυ­ρός μονά­χα αν δώσει κανείς ελεη­μο­σύ­νη, αλλά δια­τύ­πω­σε και την αντί­θε­τη απει­λή: αν δεν δώσεις, χάνε­ται. Πρό­σε­ξε την απε­ρί­γρα­πτη σοφία Του. Διό­τι δεν είπε: «Αφή­νεις τα πλού­τη σου σε άλλους», επει­δή και τού­το ευχα­ρι­στεί τους ανθρώ­πους. Τους εκφο­βί­ζει και από άλλη άπο­ψη, δεί­χνον­τας ότι δεν το επι­τυγ­χά­νουν μήτε αυτό· διό­τι και εάν δεν αδι­κή­σουν άνθρω­πο, υπάρ­χουν οπωσ­δή­πο­τε αυτοί που αδι­κούν, το σαρά­κι και το σκου­λή­κι˙ διό­τι μολο­νό­τι η φθο­ρά που προ­κα­λούν αυτά φαί­νε­ται ότι είναι δυνα­τόν εύκο­λα να αντι­με­τω­πι­στεί, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι ακα­τα­μά­χη­τη και ασυγ­κρά­τη­τη. Και οτι­δή­πο­τε μηχα­νευ­θείς, δεν θα επι­τύ­χεις να ανα­χαι­τί­σεις τη ζημία που προ­κα­λούν.

Τι λοι­πόν; Το σαρά­κι αφα­νί­ζει το χρυ­σά­φι; Όχι βέβαια το σαρά­κι, οπωσ­δή­πο­τε όμως οι κλέ­φτες. Και έπε­σαν όλοι θύμα­τα κλο­πής; Αν όχι όλοι, οπωσ­δή­πο­τε έπε­σαν οι περισ­σό­τε­ροι. Για τον λόγο αυτό προ­σθέ­τει, όπως είπα προ ολί­γου και άλλη σκέ­ψη· «που γάρ στιν θησαυρς μν, κε σται κα καρ­δία μν(:πρέ­πει λοι­πόν να θησαυ­ρί­ζε­τε θησαυ­ρούς στον ουρα­νό, για να είναι και η καρ­διά σας προ­σκολ­λη­μέ­νη στον Θεό και στα ουρά­νια˙ διό­τι εκεί όπου είναι ο θησαυ­ρός σας, εκεί θα είναι και η καρ­διά σας)»[Ματθ.6,21]. Ακό­μη και τίπο­τε από αυτά να μη γίνει, δεν θα υπο­στείς μικρή βλά­βη να είσαι προ­ση­λω­μέ­νος στα κάτω, να γίνεις δού­λος από ελεύ­θε­ρος που είσαι, να χάσεις τα ουρά­νια, τίπο­τε από τα υψη­λά να μην μπο­ρείς να εννο­ή­σεις, αλλά να τα βλέ­πεις όλα σαν χρή­μα­τα και τόκους και δάνεια και κέρ­δη και ανε­λεύ­θε­ρες συναλ­λα­γές. Υπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρη αθλιό­τη­τα από αυτήν; Διό­τι ο άνθρω­πος αυτό είναι χει­ρό­τε­ρος από κάθε ανδρά­πο­δο, είναι δού­λος στη χει­ρό­τε­ρη τυραν­νία και έχει προ­δώ­σει το σημαν­τι­κό­τε­ρο από όλα, την ευγέ­νεια του ανθρώ­που και την ελευ­θε­ρία. Όσα και να σου λέγει κανείς, όταν ο νους σου είναι προ­ση­λω­μέ­νος στα χρή­μα­τα, τίπο­τε δε θα μπο­ρέ­σεις να ακού­σεις από όσα σου αρμό­ζουν. Αλλά σαν το σκυ­λί δεμέ­νο σε τάφο με τη βαρύ­τε­ρη αλυ­σί­δα, την τυραν­νία των χρη­μά­των, θα γαυ­γί­ζεις όλους όσους πλη­σιά­ζουν και θα έχεις τού­το μόνο το αδιά­κο­πο έργο, να φυλά­γεις για άλλους τον θησαυ­ρό. Υπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρη αθλιό­τη­τα από αυτό;

Επει­δή όμως τού­το ήταν ανώ­τε­ρο από την αντι­λη­πτι­κή ικα­νό­τη­τα των ακρο­α­τών του και δεν ήταν εύκο­λο στους πολ­λούς να δουν με μία ματιά τη βλά­βη και δεν ήταν και το κέρ­δος φανε­ρό, αλλά χρεια­ζό­ταν μία πιο πνευ­μα­τι­κή διά­θε­ση για να δια­κρί­νουν το ένα από το άλλο, το έθε­σε τού­το έπει­τα από τα φανε­ρά εκεί­να λέγον­τας· «όπου βρί­σκε­ται ο θησαυ­ρός του ανθρώ­που εκεί είναι και η καρ­διά του». Και τού­το πάλι το απο­σα­φη­νί­ζει, οδη­γών­τας τον λόγο από τα νοη­τά στα αισθη­τά και λέγον­τας· « λύχνος το σώμα­τός στιν φθαλ­μός(: Και δεν είναι μικρή συμ­φο­ρά να κολ­λή­σει ο νους και η καρ­διά σας στα γήι­να και τα μάταια. Για να το κατα­λά­βε­τε αυτό, σας φέρ­νω μία εικό­να: Το λυχνά­ρι που δίνει φως στο σώμα είναι το μάτι˙ και το λυχνά­ρι που φωτί­ζει την ψυχή είναι ο νους)»[Ματθ.6,22]. Η σημα­σία δε αυτού που λέγει είναι η εξής: «Μην κρύ­ψεις τον χρυ­σό μέσα στη γη, ούτε κάτι άλλο από τα παρό­μοια, διό­τι τα συγ­κεν­τρώ­νεις αυτά για το σαρά­κι και το σκου­λή­κι και για τους κλέ­φτες. Εάν δε και αυτές τις βλά­βες τις απο­φύ­γεις δεν θα δια­φύ­γεις την υπο­δού­λω­ση της καρ­διάς σου και την προ­σή­λω­σή σου σε όλα τα επί­γεια»˙ «που γάρ στιν θησαυρς μν, κε σται κα καρ­δία μν(:διό­τι εκεί όπου είναι ο θησαυ­ρός σας, εκεί θα είναι και η καρ­διά σας)».

Έτσι λοι­πόν αν τον απο­θέ­σεις στον ουρα­νό, δεν καρ­πού­σαι μόνον αυτό, το να λάβεις δηλα­δή τα έπα­θλα γι’ αυτά, αλλά λαμ­βά­νεις ήδη και εδώ τον μισθό, που τον μετα­φέ­ρεις εκεί,με το να μετα­φέ­ρε­σαι νοε­ρώς στον ουρα­νό, να σκέ­πτε­σαι συνε­χώς τα εκεί υπάρ­χον­τα και να φρον­τί­ζεις διαρ­κώς για αυτά· διό­τι όπου απέ­θε­σες τον θησαυ­ρό, είναι φανε­ρό ότι εκεί έχεις και τη σκέ­ψη σου. Ώστε εάν αυτό το κάνεις στη γη, θα πάθεις τα αντί­θε­τα. Εάν δε αυτό που ειπώ­θη­κε σου είναι ασα­φές, άκου­σε τα εξής: « λύχνος το σώμα­τός στιν φθαλ­μός· ἐὰν ον φθαλ­μός σου πλος , λον τ σμά σου φωτει­νόν σται· ἐὰν δ φθαλ­μός σου πονηρς , λον τ σμά σου σκο­τεινν σται. ε ον τ φς τ ν σο σκό­τος στί, τ σκό­τος πόσον;(:Ο λύχνος του σώμα­τος είναι το μάτι. Αν το μάτι σου είναι υγιές, όλο το σώμα σου θα είναι γεμά­το φως, σαν να ήταν ολό­κλη­ρο το σώμα σου μάτι. Έτσι θα φωτί­ζε­ται και η ψυχή σου εάν ο νους σου και η καρ­διά σου δεν έχουν τυφλω­θεί από τη φιλαρ­γυ­ρία και από την προ­σκόλ­λη­ση στα μάταια. Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμ­μέ­νο και τυφλω­μέ­νο, όλο το σώμα σου θα είναι βυθι­σμέ­νο στο σκο­τά­δι. Εάν λοι­πόν εκεί­νο που σου δόθη­κε για να σου μετα­δί­δει φως, γίνει σκο­τά­δι, σε πόσο σκο­τά­δι θα βυθι­στείς; Κάτι ανά­λο­γο θα συμ­βεί εάν και ο νους σκο­τι­στεί από την προ­σκόλ­λη­ση στον πλού­το. Σε πόσο ηθι­κό σκο­τά­δι θα βυθι­στεί τότε η ψυχή σου;)»[Ματθ.6,22–23].

Στρέ­φει τον λόγο στα περισ­σό­τε­ρο αισθη­τά. Επει­δή δηλα­δή ανέ­φε­ρε τη διά­νοια, ότι κατα­δου­λώ­νε­ται και αιχ­μα­λω­τί­ζε­ται και αυτό δεν μπο­ρούν να το δουν πολ­λοί αμέ­σως, μετα­θέ­τει τη διδα­σκα­λία Του στα εξω­τε­ρι­κά που βρί­σκον­ται μπρο­στά στα μάτια τους, ώστε από αυτά να κατα­νο­ή­σουν και εκεί­να. Αν όμως δεν γνω­ρί­ζεις, λέγει, τι τέλος πάν­των είναι «βλά­βη του νου», κατα­νόη­σέ το αυτό από τα σωμα­τι­κά. Ό,τι δηλα­δή είναι για το σώμα το μάτι, αυτό είναι ο νους για την ψυχή. Ασφα­λώς λοι­πόν δεν θα προ­τι­μού­σες να φορείς χρυ­σά και να είσαι ενδε­δυ­μέ­νος με ρού­χα μετα­ξω­τά, και να είναι χαλα­σμέ­να τα μάτια σου, αλλά θεω­ρείς την υγεία των ματιών σου πιο ποθη­τή από όλα αυτά˙ διότι αν την κατα­στρέ­ψεις και τη χαλά­σεις, δεν σε ωφε­λεί πλέ­ον να ζεις, διό­τι όπως με την τύφλω­ση των ματιών χάνε­ται το μεγα­λύ­τε­ρο ποσο­στό της ενερ­γη­τι­κό­τη­τας των άλλων μελών, όταν σβή­σει για αυτά το φως, έτσι και όταν κατα­στρα­φεί ο νους σου, η ζωή σου θα γεμί­σει από μύρια δει­νά. Όπως λοι­πόν στη φρον­τί­δα του σώμα­τος θέτου­με αυτόν τον σκο­πό, να έχου­με τα μάτια μας γερά, έτσι και στην ψυχή σκο­πού­με να έχου­με υγιή τον νου. Αν τραυ­μα­τί­σου­με αυτό που οφεί­λει και στα άλλα να παρέ­χει το φως, πώς θα μπο­ρέ­σου­με αν δού­με; Όπως αυτός που φρά­ζει την πηγή, ξηραί­νει τον ποτα­μό, έτσι και όποιος αφα­νί­ζει τον νου του, θολώ­νει όλη τη δρα­στη­ριό­τη­τά του στη ζωή αυτή. Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Αν το δικό σου φως είναι σκο­τά­δι, το σκο­τά­δι πόσο είναι;». Όταν ο κυβερ­νή­της βου­λιά­ξει και σβή­σει το λυχνά­ρι και ο αρχη­γός αιχ­μα­λω­τι­σθεί, ποια ελπί­δα απο­μέ­νει στους υπη­κό­ους;

Για τού­τον ακρι­βώς τον λόγο, λοι­πόν, αφού άφη­σε να ανα­φέ­ρει τώρα τους κιν­δύ­νους, τον φθό­νο τις φιλο­νι­κί­ες, τις δίκες, που προ­κα­λούν­ται εξαι­τί­ας του πλού­του (βέβαια έκα­νε υπαι­νιγ­μό παρα­πά­νω όταν είπε· «Θα σε παρα­δώ­σει ο αντί­δι­κος στον κρι­τή και ο κρι­τής στον δεσμο­φύ­λα­κα»[Ματθ.5,25] με το να ανα­φέ­ρει τα βαρύ­τε­ρα και χει­ρό­τε­ρα περι­στα­τι­κά, που συμ­βαί­νουν, απο­μα­κρύ­νει με τον τρό­πο αυτόν από την πονη­ρή επι­θυ­μία. Πραγ­μα­τι­κά είναι πολύ φοβε­ρό­τε­ρο να υπο­δου­λω­θεί ο νους σου σε αυτό το πάθος παρά να κλει­σθείς στη φυλα­κή. Και το μεν τελευ­ταίο δεν συμ­βαί­νει συχνά, το πρώ­το όμως έχει συν­δε­θεί με την επι­θυ­μία των χρη­μά­των. Για τον λόγο αυτό θέτει την υπο­δού­λω­ση του νου, επει­δή ένα βαρύ­τε­ρο κακό, μετά τη φυλά­κι­ση, που οπωσ­δή­πο­τε βέβαια συμ­βαί­νει. «Ο Θεός», λέγει, «μας έδω­σε νου, για να δια­λύ­σου­με την άγνοιά μας και να σχη­μα­τί­σου­με ορθή κρί­ση για τα πράγ­μα­τα κι ακό­μη να μεί­νου­με ασφα­λι­σμέ­νοι έναν­τι όσων μας λυπούν και μας βλά­πτουν χρη­σι­μο­ποιών­τας αυτόν ως κάποιο όπλο και φως».

Εμείς όμως σπα­τα­λού­με το χάρι­σμα σε περιτ­τά και ανώ­φε­λα. Τι ωφε­λούν οι χρυ­σον­τυ­μέ­νοι στρα­τιώ­τες, όταν ο στρα­τη­γός σύρε­ται στην αιχ­μα­λω­σία; Ποιο το κέρ­δος από το στο­λι­σμέ­νο πλοίο, όταν ο κυβερ­νή­της κατα­πον­τι­σθεί; Και τι αξία έχει το τέλειο σώμα, όταν από τα μάτια απο­κο­πεί η όρα­ση; Δηλα­δή, όπως ακρι­βώς ο για­τρός που οφεί­λει να παρα­μέ­νει υγι­ής για να θερα­πεύ­ει τις ασθέ­νειες, εάν κάποιος, αφού τον κάνει να ασθε­νή­σει, ορί­σει έπει­τα να είναι ξαπλω­μέ­νος ως ασθε­νής σε αση­μέ­νιο κρε­βά­τι και χρυ­σό θάλα­μο, δε θα προ­σφέ­ρει καμία ωφέ­λεια στους υπό­λοι­πους αρρώ­στους, κατά όμοιο τρό­πο αν, αφού κατα­στρέ­ψεις τον νου που έχει τη δύνα­μη να θερα­πεύ­ει τα πάθη, καθί­σεις δίπλα στον θησαυ­ρό σου, όχι μόνο δεν θα έχεις καμία ωφέ­λεια, αλλά θα πάθεις μεγί­στη ζημία και την ψυχή σου ολό­κλη­ρη θα βλά­ψεις.

Είδες πως δια­μέ­σου εκεί­νων με τα οποία οι άνθρω­ποι επι­θυ­μούν σε κάθε περί­πτω­ση την πονη­ρία, με αυτά τους απο­μα­κρύ­νει από αυτήν και τους επα­να­φέ­ρει στην αρε­τή; Για ποιο λόγο, ρωτά­ει , επι­θυ­μείς τα χρή­μα­τα; Όχι για να χαρείς την ηδο­νή και την από­λαυ­ση; Αυτό ακρι­βώς δεν θα το δοκι­μά­σεις με τον τρό­πο αυτόν, αλλά με τον εντε­λώς αντί­θε­το. Αν με τη στέ­ρη­ση των ματιών δεν αισθα­νό­μα­στε κανέ­να από τα ευχά­ρι­στα εξαι­τί­ας αυτής της συμ­φο­ράς μας, παθαί­νου­με το ίδιο σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό εξαι­τί­ας της δια­στρο­φής και της ανα­πη­ρί­ας του νου.

Και για ποιο λόγο τα κρύ­βεις στη γη; Για να φυλά­γον­ται με ασφά­λεια; Και εδώ, λέγει, συμ­βαί­νει το αντί­θε­το. «Για ποιον λόγο», λέγει, «προ­σεύ­χε­σαι και ελε­είς; Επι­θυ­μείς τη δόξα των ανθρώ­πων; Μην προ­σεύ­χε­σαι λοι­πόν γι’ αυτήν και θα την έχεις κατά την ημέ­ρα της κρί­σε­ως». Όπως λοι­πόν εκεί­νον που νηστεύ­ει και ελε­εί και προ­σεύ­χε­ται για λόγους κενο­δο­ξί­ας, τον οδη­γεί στην έλλει­ψη κενο­δο­ξί­ας χρη­σι­μο­ποιών­τας την ίδια την επι­θυ­μία του, ομοί­ως και τον φιλάρ­γυ­ρο τον απο­σπά με όσα ακρι­βώς τρά­βη­ξαν την επι­θυ­μία του. «Τι θέλεις;» , του λέγει. «Να φυλάσ­σον­ται τα χρή­μα­τά σου και να απο­λαύ­σεις την ηδο­νή; Θα σου τα δώσω και τα δύο με μεγά­λη αφθο­νία, αν κατα­θέ­σεις το χρυ­σά­φι σου όπου σου ορί­ζω».

Στα επό­με­να έδει­ξε σαφέ­στε­ρα τη βλά­βη του νου που προ­έρ­χε­ται από αυτά, όταν μνη­μό­νευ­σε τα αγκά­θια. Προ ολί­γου και εδώ δεν έκα­νε αυτόν τον υπαι­νιγ­μό τυχαία, παρου­σιά­ζον­τας ότι είναι σκο­τι­σμέ­νος όποιος έχει αυτή τη μανία. Και όπως όσοι βαδί­ζουν στα σκο­τει­νά δεν βλέ­πουν τίπο­τε με σαφή­νεια, αλλά το σχοι­νί το νομί­ζουν φίδι και αν δουν βου­νά και φαράγ­για πεθαί­νουν από τον φόβο, έτσι και αυτοί υπο­ψιά­ζον­ται τα μη φοβε­ρά για όσους βλέ­πουν. Τρέ­μουν τη φτώ­χεια και όχι μόνο αυτήν, αλλά και τη ζημία που θα τύχαι­νε να τους συμ­βεί. Αν στε­ρη­θούν κάτι ασή­μαν­το, θρη­νούν και υπο­φέ­ρουν περισ­σό­τε­ρο από όσους στε­ρούν­ται την απα­ραί­τη­τη τρο­φή. Πολ­λοί από τους πλού­σιους έφθα­σαν στην αγχό­νη, επει­δή δεν μπό­ρε­σαν να αντέ­ξουν τις κακές αυτές ημέ­ρες. Αλλά και την προ­σβο­λή και την κακο­με­τα­χεί­ρι­ση τόσο ανυ­πό­φο­ρα τα θεω­ρούν, ώστε πολ­λοί και γι’ αυτήν την αιτία απο­σπά­στη­καν από τη ζωή.

Σε όλα, εκτός από τη δια­κο­νία του, τους έκα­νε ο πλού­τος μαλα­κούς. Όταν δια­τά­ζει να του δου­λεύ­ουν, δεν δει­λιά­ζουν ούτε μπρο­στά στο φόνο, ούτε στα μαστί­για, ούτε στις κατη­γο­ρί­ες, ούτε σε κάθε εξευ­τε­λι­σμό. Τού­το απο­τε­λεί εσχά­τη αθλιό­τη­τα, να δει­λιά­ζεις περισ­σό­τε­ρο από όλους όπου πρέ­πει να δεί­χνεις γεν­ναιό­τη­τα· και εκεί που πρέ­πει να είσαι πιο προ­σε­κτι­κός, να γίνε­σαι αναι­δέ­στε­ρος και θρα­σύ­τε­ρος. Αυτοί εδώ παθαί­νουν ό, τι και αυτός που σπα­τα­λά την περιου­σία του εκεί που δεν πρέ­πει. Αυτός όταν φθά­σει ο και­ρός για τη δαπά­νη που πρέ­πει να γίνει, επει­δή δεν έχει τι να δώσει, υπο­φέ­ρει αθε­ρά­πευ­τα δει­νά, αφού έχει ξοδέ­ψει κακώς πριν της ώρας τους τα δικά του.

Και όπως αυτοί που ασχο­λούν­ται με τις πονη­ρές εκεί­νες τέχνες επά­νω στη σκη­νή, υπο­μέ­νουν ένα πλή­θος από επι­κίν­δυ­νους και περί­ερ­γες ασκή­σεις, ενώ σε εργα­σί­ες χρή­σι­μες και απα­ραί­τη­τες είναι από όλους πιο κατα­γέ­λα­στοι, έτσι και αυτοί εδώ˙διότι αυτοί που βαδί­ζουν πάνω στο τεν­τω­μέ­νο σχοι­νί επι­δει­κνύ­ον­τας τόσο θάρ­ρος, αν κάτι από τα ανα­πό­φευ­κτα της ζωής απαι­τή­σει τόλ­μη και θάρ­ρος, ούτε να το εννο­ή­σουν κάτι τέτοιο μπο­ρούν, ούτε να το ανε­χθούν. Έτσι και εκεί­νοι που πλου­τούν, ενώ τολ­μούν τα πάν­τα για τα χρή­μα­τα, για την πνευ­μα­τι­κή ζωή ούτε μικρό ούτε μεγά­λο δεν θέλουν να υπο­μεί­νουν. Και όπως εκεί­νοι ασκούν κάτι και επι­κίν­δυ­νο και ανώ­φε­λο, έτσι και αυτοί υπο­μέ­νουν πολ­λούς κιν­δύ­νους και πολ­λές κακο­το­πιές, δεν κατα­λή­γουν όμως σε τέλος καλό και υπο­μέ­νουν διπλό σκό­τος και από τη δια­στρο­φή του νου τυφλω­μέ­νοι και από την απα­τη­λή θολού­ρα των φρον­τί­δων τυλιγ­μέ­νοι. Για τον λόγο αυτό, ούτε να δια­κρί­νουν εύκο­λα κάτι δεν μπο­ρούν˙ διό­τι όποιος βρί­σκε­ται στα σκο­τει­νά, μόνο όταν φανεί ο ήλιος ελευ­θε­ρώ­νε­ται από το σκο­τά­δι. Όποιος όμως έχει χαλα­σμέ­να μάτια, δεν βλέ­πει ούτε όταν φανεί ο ήλιος. Αυτό ακρι­βώς έπα­θαν και αυτοί εδώ. Δεν αντι­λαμ­βά­νον­ται μήτε τον Ήλιο της Δικαιο­σύ­νης που έλαμ­ψε και τους καλεί, επει­δή ο πλού­τος τους έκλει­σε τα μάτια. Για τον λόγο αυτό και υπο­μέ­νουν διπλό σκό­τος· το ένα από τον εαυ­τό τους, το άλλο επει­δή δεν προ­σέ­χουν τον Διδά­σκα­λο. Ας Τον παρα­κο­λου­θού­με λοι­πόν με προ­σο­χή, για να ξανα­βρού­με τέλος κάπο­τε το φως μας.

Και πώς είναι δυνα­τόν να ξανα­δείς; Αν μάθεις πως τυφλώ­θη­κες. Και πώς λοι­πόν τυφλώ­θη­κες; Από την πονη­ρή επι­θυ­μία βεβαί­ως. Διό­τι, όπως σε μάτι καθα­ρό, έρχε­ται, ως υγρό ερε­θι­στι­κό, η επι­θυ­μία των χρη­μά­των και δημιουρ­γεί πυκνό νέφος. Αλλά είναι εύκο­λο και να σπά­σει και να δια­λυ­θεί το νέφος τού­το, αν δεχθού­με την ακτί­να από τη διδα­σκα­λία του Χρι­στού. Αν ακού­σου­με τις συμ­βου­λές και τους λόγους Του· «Μη θησαυ­ρί­ζε­τε για τον εαυ­τό σας θησαυ­ρούς επά­νω στη γη».

«Και τι θα κερ­δί­σω από την ακρό­α­ση», θα ρωτή­σει κάποιος, «όταν με κατέ­χει η επι­θυ­μία;». Αλλά ακρι­βώς η συνε­χής ακρό­α­ση μπο­ρεί να εξα­λεί­ψει και την επι­θυ­μία. Και αν επι­μέ­νεις να κυριαρ­χεί­σαι από αυτήν, κατα­νόη­σε ότι δεν πρό­κει­ται για επι­θυ­μία. Τι είδους επι­θυ­μία είναι να βρί­σκε­σαι σε σκλη­ρή δου­λεία, να είσαι κάτω από τυραν­νι­κό ζυγό, κλει­σμέ­νος πίσω από τους τοί­χους μιας φυλα­κής, να ζεις στο σκο­τά­δι, να είσαι γεμά­τος από ταρα­χή, να υπο­μέ­νεις ανώ­φε­λους κόπους, να φυλάτ­τεις τα χρή­μα­τα για άλλους και συχνά και για τους εχθρούς; Σε ποιου είδους επι­θυ­μία ται­ριά­ζουν αυτά; Ποια φυγή ή δρό­μο δεν αξί­ζουν αυτά; Τι είδους επι­θυ­μία είναι αυτή, να εμπι­στεύ­ε­σαι τον θησαυ­ρό σου στους κλέ­πτες; Αν επι­θυ­μείς τα χρή­μα­τά σου στο σύνο­λό τους, τοπο­θέ­τη­σέ τα όπου μπο­ρούν να μεί­νουν ασφα­λι­σμέ­να και απεί­ρα­κτα˙διό­τι αυτά που κάνεις τώρα δεν δεί­χνουν άνθρω­πο που επι­θυ­μεί χρή­μα­τα, αλλά μαρ­τυ­ρούν δου­λεία, επι­βου­λή, ζημία, αγω­νία αδιά­κο­πη.

Εσύ όμως αν κάποιος σου δεί­ξει ένα μέρος απα­ρα­βί­α­στο επά­νω στη γη, και αν σε φέρει στην ίδια την έρη­μο υπο­σχό­με­νος την ασφα­λι­σμέ­νη φύλα­ξη των χρη­μά­των σου, ούτε διστά­ζεις ούτε επι­φυ­λάσ­σε­σαι, αλλά δεί­χνεις εμπι­στο­σύ­νη και μετα­φέ­ρεις εκεί τα χρή­μα­τά σου. Όταν όμως σου υπό­σχε­ται το ίδιο ο Θεός και όχι κάποιος άνθρω­πος και σου προ­τεί­νει όχι την έρη­μο αλλά τον ουρα­νό, πράτ­τεις τα αντί­θε­τα. Και όμως, αν χίλιες φορές αυτά είναι ασφα­λι­σμέ­να εδώ κάτω, ποτέ δεν θα μπο­ρέ­σεις να ελευ­θε­ρω­θείς από τη φρον­τί­δα. Και αν ακό­μα δεν τα χάσεις, δεν θα ελευ­θε­ρω­θείς ποτέ από την αγω­νία μήπως τα χάσεις Εκεί όμως δεν θα υπο­φέ­ρεις τίπο­τε από αυτά. Και επι­πλέ­ον θα ωφε­λη­θείς, διό­τι δεν κρύ­βεις μόνο το χρυ­σά­φι σου, αλλά και το σπεί­ρεις. Το ίδιο γίνε­ται θησαυ­ρός και σπό­ρος και κάτι περισ­σό­τε­ρο από τα δύο˙διότι ο σπό­ρος δεν κρα­τεί για πάν­το­τε, ενώ τού­το μένει παν­το­τι­νά. Και ο θησαυ­ρός δεν βλα­στά­νει, ενώ αυτό σου δίδει καρ­πούς αθα­νά­τους.

Και αν μου προ­βάλ­λεις τον χρό­νο και την ανα­βο­λή της αντα­πο­δό­σε­ως, μπο­ρώ και εγώ να σου δεί­ξω και να σου πω, πόσα και εδώ κερ­δί­ζεις. Χωρι­στά όμως από αυτά θα προ­σπα­θή­σω να σου απο­δεί­ξω και από αυτές τις βιο­τι­κές φρον­τί­δες ότι αυτά απο­τε­λούν προ­φά­σεις μάταιες. Πολ­λά στη ζωή αυτή δημιουρ­γείς, που δεν πρό­κει­ται να τα χαρείς ο ίδιος. Και αν σε κατη­γο­ρή­σει κανείς, προ­βάλ­λεις τα παι­διά σου και τα παι­διά των παι­διών σου και νομί­ζεις ότι ανα­κά­λυ­ψες ικα­νο­ποι­η­τι­κή δικαιο­λο­γία για περιτ­τούς κόπους. Όταν στα έσχα­τα γηρα­τειά σου κτί­ζεις σπί­τια μεγα­λό­πρε­πα, που προ­τού τελειώ­σουν, θα έχεις εσύ πολ­λές φορές ανα­χω­ρή­σει, και όταν φυτεύ­εις δέν­δρα, που μετά από χρό­νο πολύ θα σου δώσουν καρ­πό, και όταν αγο­ρά­ζεις περιου­σί­ες και κτή­μα­τα, που θα απο­κτή­σεις την κυριό­τη­τά τους έπει­τα από πολύ διά­στη­μα, και όταν πολ­λά άλλα παρό­μοια δημιουρ­γείς, που δεν θα δοκι­μά­σεις εσύ τη χαρά τους, τα ετοι­μά­ζεις τάχα για τον εαυ­τό σου ή για τους άλλους; Δεν είναι λοι­πόν εσχά­τη ανο­η­σία να μη στε­νο­χω­ρεί­σαι καθό­λου εδώ για την αργο­πο­ρία του χρό­νου, τη στιγ­μή μάλι­στα που από την αργο­πο­ρία αυτή θα χάσεις όλη την αμοι­βή σου, για την εκεί όμως καθυ­στέ­ρη­ση να αδρα­νείς, τη στιγ­μή που αυτή σου δίδει μεγα­λύ­τε­ρο κέρ­δος και δεν προ­ο­ρί­ζει σε άλλους τα αγα­θά, αλλά φέρει τις απο­λα­βές σε εσέ­να;

Εκτός από αυτά και η ανα­βο­λή δεν είναι και πολ­λή. Τα πράγ­μα­τα έχουν πλη­σιά­σει πολύ και δεν γνω­ρί­ζου­με μήπως και στη δική μας γενιά πάρει τέλος η ζωή αυτή και φθά­σει η φοβε­ρή εκεί­νη ημέ­ρα, που θα μας παρου­σιά­σει το φρι­κτό και αδέ­κα­στο δικα­στή­ριο. Τα περισ­σό­τε­ρα σημεία έχουν πραγ­μα­το­ποι­η­θεί και το Ευαγ­γέ­λιο έχει κηρυ­χθεί σε όλα τα μέρη του κόσμου και οι πόλε­μοι και οι σει­σμοί και οι λιμοί έχουν γίνει και η από­στα­ση πια δεν είναι μεγά­λη. Δεν βλέ­πεις τα σημεία; Αυτό ακρι­βώς είναι το μεγα­λύ­τε­ρο σημείο. Ούτε οι επί Νώε δεν είχαν δια­κρί­νει τα προ­μη­νύ­μα­τα της κατα­στρο­φής εκεί­νης, αλλά ενώ έπαι­ζαν και έτρω­γαν και νυμ­φεύ­ον­ταν και έπρατ­ταν όλα τα συνη­θι­σμέ­να της ζωής, τους βρή­κε η φοβε­ρή εκεί­νη τιμω­ρία. Τα ίδια και στα Σόδο­μα: ενώ δια­σκέ­δα­ζαν και δεν υπο­ψιά­ζον­ταν τίπο­τε, κεραυ­νο­βο­λή­θη­καν από τους κεραυ­νούς που έπε­σαν.

Αυτά ας έχου­με στον νου μας και ας κατευ­θύ­νου­με τον εαυ­τό μας στην προ­ε­τοι­μα­σία της απο­δη­μί­ας μας από εδώ. Διό­τι και αν ακό­μη δεν φθά­σει ποτέ η κοι­νή ημέ­ρα της συν­τέ­λειας, το τέλος του καθε­νός μας είναι πλη­σί­ον, είτε γέρον­τας είναι είτε νέος. Και δεν μπο­ρού­με, όταν φύγου­με από εδώ, ούτε λάδι πια να αγο­ρά­σου­με, ούτε να παρα­κα­λέ­σου­με και να λάβου­με συγνώ­μη, είτε ο Αβρα­άμ μεσο­λα­βή­σει, είτε ο Νώε, ο Ιώβ ή ο Δανι­ήλ. Έως ότου λοι­πόν έχου­με και­ρό, ας ετοι­μά­σου­με για τον εαυ­τό μας από τώρα για τότε την παρ­ρη­σία μας πολ­λή, ας συγ­κεν­τρώ­σου­με τα πάν­τα στον ουρα­νό, για να τα απο­λαύ­σου­με την κατάλ­λη­λη ώρα και όταν τα χρεια­ζό­μα­στε, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δύνα­μις και η δόξα και τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες ΙΘ΄και Κ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 9, σελί­δες 685–727.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 64, σελ. 81–92.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (H ΩΦΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ)

Πνευ­μα­τι­κά θησαυ­ρί­σμα­τα από ομι­λί­ες του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου

H ΩΦΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

Πολ­λοί χρι­στια­νοί, αγνο­ών­τας τη μεγά­λη ωφέ­λεια της νηστεί­ας, την τηρούν με δυσφο­ρία ή και την αθε­τούν. Και όμως, τη νηστεία πρέ­πει να τη δεχό­μα­στε με χαρά, όχι με βαρυγ­κό­μια ή φόβο. Για­τί δεν είναι σε εμάς φοβε­ρή, αλλά στους δαί­μο­νες. Φέρ­τε την μπρο­στά σε έναν δαι­μο­νι­σμέ­νο, και θα παγώ­σει από τον φόβο, θα μεί­νει ακί­νη­τος σαν πέτρα, θα δεθεί με δεσμά αόρα­τα, όταν μάλι­στα δει να τη συνο­δεύ­ει η αδελ­φή της και αχώ­ρι­στη συν­τρό­φισ­σά της, η προ­σευ­χή. Γι’ αυτό και ο Χρι­στός είπε: «Τοτο δ τ γένος οκ κπο­ρεύ­ε­ται ε μ ν προ­σευχ κα νηστεί(:Αυτό όμως το είδος των δαι­μό­νων δεν βγαί­νει από τον άνθρω­πο που έχει κατα­λη­φθεί από αυτό, παρά μόνο με προ­σευ­χή που συνο­δεύ­ε­ται και με νηστεία, ώστε η προ­σευ­χή να γίνε­ται με διά­νοια όσο δυνα­τόν ελα­φρό­τε­ρη και περισ­σό­τε­ρο προ­ση­λω­μέ­νη στον Θεό)»[Ματθ.17,21].

Αφού, λοι­πόν, η νηστεία διώ­χνει μακριά τους εχθρούς της σωτη­ρί­ας μας και είναι τόσο φοβε­ρή στους δυνά­στες της ζωής μας, πρέ­πει να την αγα­πά­με και όχι να τη φοβό­μα­στε. Αν πρέ­πει κάτι να φοβό­μα­στε, αυτό είναι η πολυ­φα­γία, προ­παν­τός όταν συν­δυά­ζε­ται με τη μέθη· για­τί αυτή μας δένει πισθάγ­κω­να και μας σκλα­βώ­νει στα τυραν­νι­κά πάθη, ενώ η νηστεία, απε­ναν­τί­ας, μας απαλ­λάσ­σει από την τυραν­νία των παθών και μας χαρί­ζει την πνευ­μα­τι­κή ελευ­θε­ρία. Όταν, λοι­πόν και εναν­τί­ον των εχθρών μας πολε­μά­ει και από τη δου­λεία μάς λυτρώ­νει και στην ελευ­θε­ρία μάς ξανα­φέρ­νει, ποιαν άλλη από­δει­ξη της αγά­πης της χρεια­ζό­μα­στε;

Δεν είναι μόνο οι μονα­χοί που έχουν σε όλη τους την ισάγ­γε­λη ζωή σύν­τρο­φο τη νηστεία, μα και πολ­λοί κοσμι­κοί χρι­στια­νοί, που με τα φτε­ρά της έχουν ανέ­βει κι αυτοί σε ύψη ουρά­νιας φιλο­σο­φί­ας.

Σας θυμί­ζω πως οι δύο κορυ­φαί­οι προ­φή­τες της Παλαιάς Δια­θή­κης, ο Μωυ­σής και ο Ηλί­ας, μολο­νό­τι και από άλλες αρε­τές είχαν πολ­λή παρ­ρη­σία στον Θεό, όπο­τε ήθε­λαν να μιλή­σουν μαζί Του, στη νηστεία κατέ­φευ­γαν. Αυτή τους οδη­γού­σε κον­τά στον Κύριο. Μα και πολύ πιο πριν, στις αρχές της Δημιουρ­γί­ας, όταν ο Θεός έπλα­σε τον άνθρω­πο, αμέ­σως τον παρέ­δω­σε στα χέρια της νηστεί­ας, ανα­θέ­τον­τας σε αυτήν, σαν σε φιλό­στορ­γη μητέ­ρα και άρι­στη δασκά­λα, να φρον­τί­σει για τη σωτη­ρία του. Για­τί το «π παντς ξύλου το ν τ παρα­δείσ βρώ­σει φαγ, π δ το ξύλου το γινώ­σκειν καλν κα πονη­ρόν, ο φάγε­σθε π᾿ ατο(:από τους καρ­πούς όλων των δέν­τρων του παρα­δεί­σου να τρώ­τε ελεύ­θε­ρα, από τους καρ­πούς όμως του δέν­τρου της γνώ­σε­ως του καλού και του κακού να μη φάτε)»[Γέν.2,16–17],δεν ήταν παρά εντο­λή νηστεί­ας. Κι αν στον παρά­δει­σο ήταν αναγ­καία η νηστεία, πολύ περισ­σό­τε­ρο μετά έξω από τον παρά­δει­σο. Αν πριν από το πλή­γω­μα ήταν φάρ­μα­κο χρή­σι­μο, πολύ περισ­σό­τε­ρο μετά το πλή­γω­μα. Αν πριν ανά­ψει ο πόλε­μος των επι­θυ­μιών και των δαι­μό­νων ήταν όπλο απα­ραί­τη­το, πολύ περισ­σό­τε­ρο μετά το ξέσπα­σμα του πολέ­μου. Αν είχε ακού­σει αυτή τη φωνή ο Αδάμ, δε θα άκου­γε την άλλη, που του είπε: «Γ ε κα ες γν πελεύσ(:χώμα είναι το σώμα σου και στο χώμα θα κατα­λή­ξεις)»[Γέν.3,19]. Επει­δή όμως δεν υπά­κου­σε, γι’ αυτό ακο­λού­θη­σαν θάνα­τος και φρον­τί­δες και πόνοι και λύπες και ζωή βαρύ­τε­ρη από κάθε θάνα­το.

Είδα­τε πως ο Θεός αγα­να­κτεί, όταν η νηστεία περι­φρο­νεί­ται; Μάθε­τε τώρα και πώς ευφραί­νε­ται, όταν αυτή τιμά­ται. Τον θάνα­το επέ­βα­λε όταν η νηστεία περι­φρο­νή­θη­κε, τον θάνα­το ανα­κά­λε­σε, όταν αυτή τιμή­θη­κε. Από ποιους; Από τους Νινευί­τες.

«Κα γένε­το λόγος Κυρί­ου (:Και μίλη­σε ο Κύριος)», λέει η Αγία Γρα­φή, «πρς ωνν τν το μαθ λέγων· νάστη­θι κα πορεύ­θη­τι ες Νινευ τν πόλιν τν μεγά­λην κα κήρυ­ξον ν ατ, τι νέβη κραυγ τς κακί­ας ατς πρός με (:στον Ιωνά, τον γιο του Αμα­θί, και του είπε: ‘’Σήκω και πήγαι­νε στη Νινευί, την πόλη τη μεγά­λη’’)»[Ιων.1,1].Ο Θεός τόνι­σε το μέγε­θος της πόλης για να συγ­κι­νή­σει τον προ­φή­τη, επει­δή γνώ­ρι­ζε τη μελ­λον­τι­κή φυγή του. Πάν­τως, μετά την παρα­κοή του και τη γνω­στή περι­πέ­τειά του με το θαλάσ­σιο κήτος που τον κατά­πιε και μέσα στο οποίο παρέ­μει­νε ζων­τα­νός για τρεις μέρες (βλ. Ιων.1,3 έως 2,11), ο Ιωνάς πήγε επι­τέ­λους στη Νινευί και έφε­ρε στους κατοί­κους της το θεϊ­κό μήνυ­μα της κατα­στρο­φής τους: «τι τρες μέραι κα Νινευ κατα­στρα­φή­σε­ται(: Ακό­μα τρεις μέρες και η Νινευί θα κατα­στρα­φεί)»[Ιων. 3,4]. Σαν το άκου­σαν εκεί­νοι, δεν έδει­ξαν δυσπι­στία ή αδια­φο­ρία. Γρή­γο­ρα κατέ­φυ­γαν στη νηστεία όλοι, άνδρες, γυναί­κες, κύριοι, δού­λοι, άρχον­τες, λαός, παι­διά, γέροι. Νηστεία επέ­βα­λαν ακό­μα και στα δίχως νοη­μο­σύ­νη ζώα. Και μαζί με τη νηστεία, παν­τού πέν­θι­μα ρού­χα, παν­τού κλά­μα, παν­τού προ­σευ­χή, παν­τού μετά­νοια. Βλέ­πε­τε για­τί είπα πριν ότι την πολυ­φα­γία και τη μέθη πρέ­πει να φοβό­μα­στε, όχι τη νηστεία; Για­τί η μέθη και η πολυ­φα­γία παρα­λί­γο να κατα­στρέ­ψουν την πόλη, ενώ η νηστεία την έσω­σε από την κατα­στρο­φή.

Ο προ­φή­της Δανι­ήλ, επί­σης, μπή­κε στο λάκ­κο των λιον­τα­ριών μαζί με τη νηστεία, και γι΄αυτό βγή­κε σώος, σαν να είχε ριχτεί σε μαν­τρί προβάτων(Δαν. 6,16–23). Μα και οι Τρεις Παί­δες με τη νηστεία μπή­καν στο καμί­νι, γι’ αυτό βγή­καν από εκεί με τα σώμα­τά τους ακέ­ραια και πιο λαμπρά(Δαν. 3,19–27). Αν η φωτιά εκεί­νη ήταν αλη­θι­νή, πώς δεν έκα­νε ό,τι κάνει η φωτιά; Αν τα σώμα­τα εκεί­να ήταν αλη­θι­νά, πώς δεν έπα­θαν ό,τι παθαί­νουν τα σώμα­τα; Πώς; Ρώτη­σε τη νηστεία. Αυτή θα σου δώσει την απάν­τη­ση. Αυτή θα σου λύσει το αίνιγ­μα. Για­τί, πραγ­μα­τι­κά, αίνιγ­μα ήταν το να παλεύ­ουν σώμα­τα με τη φωτιά και να νικούν τα σώμα­τα. Βλέ­πεις παρά­δο­ξη πάλη; Βλέ­πεις ακό­μα πιο παρά­δο­ξη νίκη; Θαύ­μα­σε τη νηστεία και δέξου την με ανοι­χτή την αγκα­λιά. Για­τί όταν και από τη φωτιά σώζει και από τα λιον­τά­ρια φυλά­ει και τους δαί­μο­νες απο­μα­κρύ­νει και θεϊ­κή από­φα­ση ακυ­ρώ­νει και τη μανία των παθών κατα­στέλ­λει και στην ελευ­θε­ρία μας ξανα­φέρ­νει και τους λογι­σμούς μας γαλη­νεύ­ει, όταν τόσα αγα­θά έχει στα χέρια της, δεν είναι τρέ­λα να την απο­φεύ­γου­με και να τη φοβό­μα­στε;

«Τη φοβό­μα­στε», θα πεις, «για­τί φθεί­ρει και εξα­σθε­νί­ζει το σώμα». Θα μπο­ρού­σα να σου απαν­τή­σω, ότι όσο ο εξω­τε­ρι­κός άνθρω­πος, δηλα­δή το σώμα, φθεί­ρε­ται, τόσο ο εσω­τε­ρι­κός, δηλα­δή η ψυχή, μέρα με την μέρα ανα­νε­ώ­νε­ται[πρβλ. Β΄Κορ.4,16: «Δι οκ κκα­κομεν,λλ᾿ ε κα ξω μν νθρω­πος δια­φθεί­ρε­ται, λλ᾿ σωθεν νακαι­νοται μέρ κα μέρ(:Κι επει­δή γνω­ρί­ζου­με ότι όλα τα δυσά­ρε­στα που μας συμ­βαί­νουν κατα­λή­γουν στην ευχα­ρι­στία και στη δόξα του Θεού, γι’ αυτό δεν χάνου­με το θάρ­ρος μας, αλλά κι αν ο εξω­τε­ρι­κός μας άνθρω­πος, δηλα­δή το σώμα μας, φθεί­ρε­ται από τις θλί­ψεις και τους κιν­δύ­νους αυτούς, ο εσω­τε­ρι­κός μας όμως άνθρω­πος, δηλα­δή η ψυχή μας, γίνε­ται νεό­τε­ρη μέρα με τη μέρα)»].Από το άλλο μέρος, όμως, αν θελή­σεις να εξε­τά­σεις καλά το πράγ­μα, θα δια­πι­στώ­σεις πως η νηστεία περι­φρου­ρεί και τη σωμα­τι­κή υγεία. Κι αν δεν πιστεύ­εις στα λόγια μου, ρώτη­σε τους για­τρούς, και καλύ­τε­ρα θα σου τα πουν αυτοί, που ονο­μά­ζουν την ολι­γο­φα­γία «μητέ­ρα της υγεί­ας», ενώ, απε­ναν­τί­ας, λένε πως από την πολυ­φα­γία προ­έρ­χον­ται πάρα πολ­λές αρρώ­στιες, οι οποί­ες, σαν αυλά­κια νερού που πηγά­ζουν από μολυ­σμέ­νη πηγή, κατα­στρέ­φουν το σώμα.

Ας μη φοβό­μα­στε, λοι­πόν, τη νηστεία, που από τόσα κακά μας απαλ­λάσ­σει. Αυτό δεν το λέω χωρίς λόγο. Βλέ­πω πολ­λούς ανθρώ­πους να ρίχνον­ται ασυγ­κρά­τη­τοι στο φαγη­τό και το πιο­τό τόσο πριν, όσο και μετά τη νηστεία, κατα­στρέ­φον­τας την ωφέ­λειά της. Έτσι, δηλα­δή, γίνε­ται στην ψυχή μας ό,τι και σε ένα άρρω­στο σώμα, που, μόλις αρχί­σει να συνέρ­χε­ται και κάνει να σηκω­θεί από το κρε­βά­τι, του δίνει κάποιος μια δυνα­τή κλω­τσιά και το ρίχνει κάτω χει­ρό­τε­ρα. Κάτι τέτοιο, λοι­πόν, γίνε­ται και στην ψυχή μας, όταν πριν ή μετά τη νηστεία επι­σκιά­σου­με τη νηφα­λιό­τη­τα, που χαρί­ζει αυτή, με τον σκο­τι­σμό, που φέρ­νει η κραι­πά­λη.

Αλλά και όταν νηστεύ­ου­με, δεν φτά­νει η απο­χή από ορι­σμέ­νες τρο­φές, για να ωφε­λη­θού­με ψυχι­κά. Υπάρ­χει κίν­δυ­νος, τηρών­τας τις νηστεί­ες της Εκκλη­σί­ας, να μην κερ­δί­σου­με τίπο­τα. Πώς; Όταν μένου­με μακριά από τα φαγη­τά, δεν μένου­με όμως μακριά από την αμαρ­τία· όταν δεν τρώ­με κρέ­α­τα, τρώ­με όμως το βιος των φτω­χών· όταν δεν μεθά­με με κρα­σί, μεθά­με όμως από την πονη­ρή επι­θυ­μία· όταν περ­νά­με τη μέρα νηστι­κοί, βλέ­πον­τας όμως αισχρά θεά­μα­τα. Έτσι η νηστεία μας είναι ανώ­φε­λη. Γι’ αυτό ας τη συν­δυά­σου­με με τον πόλε­μο εναν­τί­ον των παθών, με την εγκρά­τεια από κάθε αμάρ­τη­μα, με την προ­σευ­χή και τον πνευ­μα­τι­κό αγώ­να. Έτσι μόνο θα έχει καρ­πούς και θα είναι μια θυσία ευά­ρε­στη στον Θεό.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Θέμα­τα ζωής(από τις ομι­λί­ες του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου), τόμος Β΄, θέμα: Μίσος και έχθρα, Ιερά Μονή Παρα­κλή­του, Ωρω­πός Αττι­κής 2010, σελ. 200–204.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ Η ΕΧΘΡΑ ΩΣ ΕΜΠΟΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ ΑΜΑΡΤΙΩΝ)

Πνευ­μα­τι­κά θησαυ­ρί­σμα­τα από ομι­λί­ες του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ Η ΕΧΘΡΑ ΩΣ ΕΜΠΟΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ ΑΜΑΡΤΙΩΝ

Αν κανείς έχει αδι­κη­θεί από τον πλη­σί­ον του, ας φέρει στο νου του τον Δαβίδ. Μόλις θυμη­θεί τον πράο και ανε­ξί­κα­κο προ­φη­τά­να­κτα, θα σβή­σει την οργή, που σαν φωτιά κατα­καί­ει την ψυχή του.

Για ποιον λόγο, πες μου, είναι εχθρός σου ο αδελ­φός σου; Μήπως σε έβρι­σε; Μήπως σε έκλε­ψε; Μήπως σε αδί­κη­σε; Ό,τι κι αν σου έκα­νε, μην ανα­βάλ­λεις να κόψεις τα σκοι­νιά, που σε κρα­τούν δεμέ­νο με την έχθρα. Αν δεν το κάνεις σήμε­ρα, αύριο θα είναι δυσκο­λό­τε­ρο. Μεθαύ­ριο ακό­μα πιο δύσκο­λο. Μέρα με τη μέρα η ντρο­πή σου θα μεγα­λώ­νει και η έχθρα θα ριζώ­νει βαθύ­τε­ρα στην καρ­διά σου.

Δώσε μου, σε παρα­κα­λώ, τη χαρά να ακού­σω ότι πήγες και βρή­κες τον εχθρό σου, τον αγκά­λια­σες και με τα δυο σου χέρια, τον έσφι­ξες με αγά­πη, τον ασπά­στη­κες με δάκρυα. Και θηρίο αν είναι, θα συγ­κι­νη­θεί από τη συμ­πε­ρι­φο­ρά σου και θα ημε­ρώ­σει. Έτσι, και τον εαυ­τό σου θα απαλ­λά­ξεις από κάθε κατη­γό­ρια και εκεί­νον θα κερ­δί­σεις, κάνον­τάς τον να μετα­βά­λει την εχθρι­κή του διά­θε­ση σε φιλία και αγά­πη.

Μη μου πεις: «Έχω εχθρό δύστρο­πο, κακό­βου­λο και αδιόρ­θω­το, γι’ αυτό δεΝ θα μπο­ρέ­σω ποτέ να τον κάνω φίλο». Ό,τι κι αν είναι, δεν μπο­ρεί να ξεπερ­νά­ει σε κακό­τη­τα τον Σαούλ, που μολο­νό­τι μια και δύο και πολ­λές φορές σώθη­κε από τον Δαβίδ, αυτός χίλιες φορές σκέ­φτη­κε κακό εναν­τί­ον του. Και μολο­νό­τι, παρά τη δια­γω­γή του αυτή, πάλι ευερ­γε­τή­θη­κε από τον αμνη­σί­κα­κο Δαβίδ, εξα­κο­λού­θη­σε να τον επι­βου­λεύ­ε­ται και να ζητά­ει τη θανά­τω­σή του.

Τι μπο­ρείς να πεις για τον εχθρό σου; Ότι κατα­πά­τη­σε τα χωρά­φι σου; Ότι άρπα­ξε τα ζώα σου; Ότι σε χλεύ­α­σε; Ότι σε απά­τη­σε; Δεν προ­σπά­θη­σε, πάν­τως, να σου αφαι­ρέ­σει και τη ζωή, όπως επα­νει­λημ­μέ­να απο­πει­ρά­θη­κε αν κάνει ο Σαούλ σε βάρος του Δαβίδ. Αλλά κι αυτό αν έγι­νε, πάλι ο Δαβίδ είναι ανώ­τε­ρος από εσέ­να. Για­τί, μολο­νό­τι έζη­σε στην επο­χή του μωσαϊ­κού νόμου, που, όντας ατε­λής, δίδα­σκε το: «φθαλμν ντ φθαλ­μοῦ, ὀδόν­τα ἀντὶ ὀδόν­τος (:Μάτι αντί για μάτι, δόν­τι αντί για δόν­τι)»[Έξ.21,24],εντούτοις έφτα­σε στο ύψος της αρε­τής που διδά­σκει ο τέλειος νόμος του Ευαγ­γε­λί­ου: «γαπτε τος χθρος μν, καλς ποιετε τος μισοσιν μς(:Αγα­πά­τε τους εχθρούς σας, ευερ­γε­τεί­τε αυτούς που σας μισούν)»[Λουκ.6,27].Και ενώ εσύ πολ­λές φορές φουν­τώ­νεις από τη μνη­σι­κα­κία, οργι­σμέ­νος καθώς είσαι με όσα σου έκα­νε ο εχθρός σου στο παρελ­θόν, ο Δαβίδ, αδια­φο­ρών­τας για όσα θα πάθαι­νε στο μέλ­λον από τον Σαούλ, δεν έπαυε να τον προ­στα­τεύ­ει και να τον σώζει από κάθε κίν­δυ­νο. Να σώζει ποιον; Τον άνθρω­πο που ζητού­σε ευκαι­ρία για να τον σκο­τώ­σει!

Πες μου, λοι­πόν, τι είναι εκεί­νο για το οποίο κατη­γο­ρείς τον εχθρό σου; Τι σου έκα­νε, και δε θέλεις να συμ­φι­λιω­θείς μαζί του; Σου άρπα­ξε χρή­μα­τα; Αλλά, υπο­μέ­νον­τας την αρπα­γή με μακρο­θυ­μία, θα αμει­φθείς τόσο από τον Θεό, όσο αν τα μοί­ρα­ζες στους φτω­χούς. Για­τί, είτε ελε­είς τους φτω­χούς, είτε υπο­μέ­νεις αγόγ­γυ­στα την αδι­κία, την ίδια καλή πρά­ξη κάνεις. Μήπως απο­πει­ρά­θη­κε να σε σκο­τώ­σει; Αλλά θα θεω­ρη­θείς από τον Θεό μάρ­τυ­ρας, αν τον άνθρω­πο που θέλη­σε να σου πάρει τη ζωή, τον λογα­ριά­ζεις σαν ευερ­γέ­τη σου και προ­σεύ­χε­σαι για τη συγ­χώ­ρη­σή του και τη σωτη­ρία του.

Και στην περί­πτω­ση του Δαβίδ, όπως και στη δική σου, ο Θεός δεν άφη­σε να θανα­τω­θεί ο εκλε­κτός Του από τον Σαούλ. Διπλό και τρι­πλό και τετρα­πλό μαρ­τυ­ρι­κό στε­φά­νι φόρε­σε, ωστό­σο, στο κεφά­λι του από την επι­βου­λή του βασι­λιά εναν­τί­ον του, αφού, υπα­κού­ον­τας στις εντο­λές του Κυρί­ου, έσω­σε, όταν είχε τη δυνα­τό­τη­τα να εξον­τώ­σει, ποιον; Εκεί­νον που,όσο έμε­νε ζων­τα­νός, θα συνέ­χι­ζε αμεί­λι­κτα και αναί­τια να τον κατα­τρέ­χει. Είναι ολο­φά­νε­ρο, λοι­πόν, ότι χίλιες φορές θανα­τώ­θη­κε ο Δαβίδ ως προς την προ­αί­ρε­ση. Και αφού χίλιες φορές θανα­τώ­θη­κε για τον Θεό, χίλια μαρ­τυ­ρι­κά στε­φά­νια του αξί­ζουν. Θα μπο­ρού­σε και αυτός να πει ό,τι έλε­γε ο από­στο­λος Παύ­λος: «Καθ᾿ μέραν ποθνή­σκω(:Καθη­με­ρι­νά αντι­κρί­ζω τον θάνα­το)»[Α΄Κορ.15,31].Γιατί,μολονότι δόθη­καν στον Δαυίδ αρκε­τές ευκαι­ρί­ες να απαλ­λα­γεί από αυτόν που επι­βου­λευό­ταν τη ζωή του, δε θέλη­σε να βάψει τα χέρια του με αίμα. Προ­τί­μη­σε να αντι­με­τω­πί­ζει κάθε μέρα τον κίν­δυ­νο του θανά­του, παρά να κάνει μια πρά­ξη αντί­θε­τη στο θείο θέλη­μα. Ποιο είναι, λοι­πόν, το συμ­πέ­ρα­σμα και το δίδαγ­μά μας από αυτήν τη στά­ση του Δαβίδ; Ότι αν δεν πρέ­πει να μισού­με και να εκδι­κού­μα­στε ακό­μα κι αυτόν που επι­βου­λεύ­ε­ται τη ζωή μας, πολύ περισ­σό­τε­ρο αυτόν που μας βλά­πτει σε οτι­δή­πο­τε άλλο.

Επει­δή, όμως, νομί­ζεις ότι δεν είναι δυνα­τό να αλλά­ξει διά­θε­ση απέ­ναν­τί σου ένας εχθρός δύστρο­πος και αδιόρ­θω­τος, θα σου πω τού­το μόνο: Υπάρ­χει ζώο πιο άγριο από το λιον­τά­ρι; Ωστό­σο, κι αυτό ακό­μα το ημε­ρεύ­ουν οι άνθρω­ποι. Με τον κατάλ­λη­λο τρό­πο, κατορ­θώ­νουν να μετα­βά­λουν την ίδια τη φύση του και να το κάνουν πιο ήσυ­χο κι από το πρό­βα­το. Ε, λοι­πόν, δεν θα μπο­ρέ­σεις εσύ με τα πανί­σχυ­ρα όπλα της αγά­πης και της ταπει­νο­φρο­σύ­νης να ημε­ρέ­ψεις έναν άνθρω­πο, που, όσο κακός κι αν είναι, έχει ψυχή λογι­κή, πλα­σμέ­νη από τον Θεό σύμ­φω­να με την εικό­να Του;

Ποιαν απο­λο­γία θα δώσου­με, αλή­θεια, και ποια συγ­χώ­ρη­ση θα βρού­με, όταν τα θηρία τα ημε­ρεύ­ου­με, αλλά τους ανθρώ­πους όχι, μολο­νό­τι η ημε­ρό­τη­τα είναι αντί­θε­τη στη φύση του θηρί­ου, ενώ η αγριό­τη­τα αντί­θε­τη στη φύση του ανθρώ­που; Αφού κατορ­θώ­νου­με να μετα­βάλ­λου­με τη φύση, πώς λέμε ότι δεν μπο­ρού­με να διορ­θώ­σου­με την προ­αί­ρε­ση; Όσο πιο σκλη­ρο­τρά­χη­λος, μάλι­στα, είναι ο εχθρός σου, τόσο μεγα­λύ­τε­ρη θα είναι η αμοι­βή σου από τον Θεό, αν με την επι­μο­νή και την υπο­μο­νή σου τον θερα­πεύ­σεις από την κακία του.

«Μα είπε τόσα σε βάρος μου», παρα­πο­νιέ­σαι. Και τι με αυτό; Αν έχει δίκιο, να διορ­θω­θείς. Αν πάλι έχει άδι­κο, να γελά­σεις και να τον περι­φρο­νή­σεις. Ή καλύ­τε­ρα, να μη γελά­σεις και να μην τον περι­φρο­νή­σεις, αλλά να χαρείς και να σκιρ­τή­σεις, φέρ­νον­τας στο νου σου τα λόγια του Κυρί­ου: «ταν φορί­σω­σιν μς κα νει­δί­σω­σι κα κβά­λω­σι τ νομα μν ς πονηρν νεκα το υο το νθρώ­που, χάρη­τε ν κείν τ μέρ κα σκιρ­τή­σα­τε· δο γρ μισθς μν πολς ν τ οραν(:Μακά­ριοι είστε όταν σας μισή­σουν οι άνθρω­ποι και όταν σας αφο­ρί­σουν και δια­κό­ψουν κάθε θρη­σκευ­τι­κή και κοι­νω­νι­κή σχέ­ση μαζί σας και όταν σας βρί­σουν και όταν σας δυσφη­μή­σουν και σας βγά­λουν κακό όνο­μα και σας δια­πομ­πεύ­σουν˙ και σας τα κάνουν όλα αυτά επει­δή είστε μαθη­τές και πιστοί ακό­λου­θοι του υιού του ανθρώ­που. Χαρεί­τε την ημέ­ρα εκεί­νη και σκιρ­τή­στε από τη μεγά­λη σας χαρά·διότι, ιδού, ο μισθός σας και η αντα­μοι­βή σας θα είναι μεγά­λη και ανε­κτί­μη­τη στον ουρα­νό˙ αφού μάλι­στα και οι πρό­γο­νοι των σημε­ρι­νών διω­κτών σας τα ίδια έκα­ναν στους προ­φή­τες, που τίμη­σε και βρά­βευ­σε ο Θεός)»[Λουκ.6,22–23]. Μήπως όμως ο αντί­δι­κός σου λέει την αλή­θεια; Ε, τότε θα πάρεις την ίδια αντα­μοι­βή, αν με ταπει­νο­φρο­σύ­νη υπο­μεί­νεις τα λόγια του, αν δεν τον βρί­σεις και δεν τον προ­σβά­λεις, αλλά στε­νά­ξεις πικρά και μετα­νο­ή­σεις ειλι­κρι­νά για τα αμαρ­τή­μα­τα που διέ­πρα­ξες. Για­τί, πολ­λές φορές, όσο καλό δεν μας κάνουν οι φίλοι με τους επαί­νους και τις καλο­σύ­νες τους, ας το κάνουν οι εχθροί με τα πικρό­λο­γά τους. Οι φίλοι, βλέ­πεις, είτε από αγά­πη, είτε από διά­θε­ση κολα­κεί­ας, δε μας λένε την αλή­θεια, κι έτσι κάνουν τα ελατ­τώ­μα­τά μας να μεγα­λώ­νουν. Οι εχθροί, από το άλλο μέρος, μολο­νό­τι παρα­κι­νούν­ται από την κακία τους, όταν μας κατη­γο­ρούν για τα σφάλ­μα­τά μας, μας αναγ­κά­ζουν να διορθωθούμε-αν,βέβαια,είμαστε καλο­προ­αί­ρε­τοι-, και με αυτόν τον τρό­πο η έχθρα τους γίνε­ται για μας αφορ­μή μεγά­λης ωφέ­λειας.

Ας μη λέμε, λοι­πόν, ότι «Ετού­τος με εκνεύ­ρι­σε πάρα πολύ» ή «Εκεί­νος με έκα­νε να ξεστο­μί­σω βαριά λόγια». Σε όλες τις περι­πτώ­σεις εμείς είμα­στε ένο­χοι γι’ αυτά τα παρα­πτώ­μα­τα. Για­τί, αν θελή­σου­με να εξε­τά­σου­με τα πράγ­μα­τα με περί­σκε­ψη και ειλι­κρί­νεια, θα παρα­δε­χθού­με πως όχι μόνο οποιοσ­δή­πο­τε εχθρός, μα ούτε και ο ίδιος ο διά­βο­λος δε θα μπο­ρέ­σει να μας εξορ­γί­σει. Είναι κι αυτό φανε­ρό από την ιστο­ρία του Δαβίδ:

Ο Σαούλ τον κατα­δί­ω­κε με τρεις χιλιά­δες άνδρες για να τον σκο­τώ­σει. Στην περιο­χή Σαδε­έμ, κον­τά στα μαν­τριά των προ­βά­των, ο βασι­λιάς μπή­κε μόνος σε μια μεγά­λη σπη­λιά για να ξεκου­ρα­στεί. Εκεί τον πήρε ο ύπνος. Στο βάθος της σπη­λιάς, όμως, έτυ­χε να βρί­σκε­ται ο Δαβίδ με τους συν­τρό­φους του. Θα μπο­ρού­σε τότε να θανα­τώ­σει εύκο­λα τον κοι­μι­σμέ­νο Σαούλ. Ωστό­σο, παρά τις προ­τρο­πές των ανδρών του, δε θέλη­σε να κάνει κακό στον άσπον­δο εχθρό του. Τον πλη­σί­α­σε μόνο αθό­ρυ­βα κι έκο­ψε μιαν άκρη από το μαν­δύα του, χωρίς εκεί­νος να το αντι­λη­φθεί. Σε λίγο ο Σαούλ σηκώ­θη­κε κι έφυ­γε. Ο Δαβίδ βγή­κε από τη σπη­λιά και φώνα­ξε πίσω του: «Κύριέ μου, βασι­λιά!». Ο Σαούλ γύρι­σε το κεφά­λι του. Ο Δαβίδ γονά­τι­σε, τον προ­σκύ­νη­σε από μακριά και συνέ­χι­σε: «Για­τί ακούς αυτούς που σου λένε πως ο Δαβίδ ζητά­ει τη ζωή σου; Σήμε­ρα είδες με τα μάτια σου ότι ο Κύριος σε είχε παρα­δώ­σει στα χέρια μου μέσα στη σπη­λιά! Δεν θέλη­σα, όμως, να σε σκο­τώ­σω. Σε λυπή­θη­κα. ’’Δεν θα απλώ­σω χέρι στον κύριό μου’’, σκέ­φτη­κα, ’’για­τί αυτός έχει χρι­σθεί βασι­λιάς από τον Θεό’’. Κοί­τα την άκρη του μαν­δύα σου, που την κρα­τάω στα χέρια μου. Εγώ την έκο­ψα…». Αυτά και άλλα παρό­μοια είπε, όπως ξέρε­τε, ο Δαβίδ στον Σαούλ. Κι εκεί­νος απο­κρί­θη­κε: «Η φωνή σου είναι αυτή, παι­δί μου Δαβίδ;». Και ξέσπα­σε σε δυνα­τό κλά­μα(Α΄Βασ. 24,1–17).

Τι μετα­βο­λή έγι­νε στην ψυχή του εξα­γριω­μέ­νου βασι­λιά από τα λόγια του Δαβίδ, λόγια γεμά­τα ακα­κία, ταπεί­νω­ση, σεβα­σμό και καλο­σύ­νη! Έτσι εκεί­νος που πρω­τύ­τε­ρα δεν ανε­χό­ταν ούτε το όνο­μα του Δαβίδ να ακού­ει, τώρα ένιω­σε γι’ αυτόν πατρι­κή αγά­πη και τον απο­κά­λε­σε «παι­δί του». Η έχθρα έφυ­γε από την καρ­διά του, για να δώσει ανα­πάν­τε­χα τη θέση της στη συμ­πά­θεια και την ευμέ­νεια. Αλη­θι­νά μεγά­λος είναι ο Δαβίδ! Τον φονιά τον έκα­νε στορ­γι­κό πατέ­ρα, τον λύκο τον μετα­μόρ­φω­σε σε πρό­βα­το, το καμί­νι της οργής το έσβη­σε με τη δρο­σιά της αγά­πης.

Ας προ­σέ­χου­με, λοι­πόν, όχι μόνο να μην πάθου­με κανέ­να κακό από τους εχθρούς μας, αλλά και να μην προ­ξε­νή­σου­με κι εμείς κακό σε αυτούς. Τότε ο Κύριος θα μας ευλο­γεί και θα μας προ­στα­τεύ­ει, όπως προ­στά­τευ­σε τον Δαβίδ όταν κιν­δύ­νευε η ζωή του, Τότε από τους εχθρούς μας θα είμα­στε ανώ­τε­ροι και σοφό­τε­ροι, σεμνό­τε­ροι και τιμιό­τε­ροι. Τότε σε όλους, και στους ανθρώ­πους και στον Θεό, θα είμα­στε αγα­πη­τοί. Μήπως ο άγιος εκεί­νος άνθρω­πος, που τόσα τρά­βη­ξε από τον μοχθη­ρό Σαούλ, ζημιώ­θη­κε από την ανε­ξι­κα­κία του; Όχι, βέβαια! Απε­ναν­τί­ας, μέχρι σήμε­ρα επαι­νεί­ται, θαυ­μά­ζε­ται και δοξά­ζε­ται, τόσο στη γη όσο και στον ουρα­νό, όπου απο­λαμ­βά­νει τα ανέκ­φρα­στα αγα­θά της αιώ­νιας ζωής. Ο ταλαί­πω­ρος Σαούλ, πάλι, τι κέρ­δι­σε από την κακία του; Τίπο­τα. Και οικτρό θάνα­το βρή­κε και τη βασι­λεία των ουρα­νών έχα­σε και από όλους μέχρι σήμε­ρα κατη­γο­ρεί­ται.

Να για­τί, όταν αντι­κρί­ζεις ή όταν θυμά­σαι τον εχθρό σου, δεν πρέ­πει να λες: «Αυτά κι αυτά μου έκα­νε» ή «Το και το είπε σε βάρος μου». Για­τί έτσι θα ανά­ψεις τον θυμό σου και θα φουν­τώ­σεις ακό­μα περισ­σό­τε­ρο τη φλό­γα της οργής σου. Ξέχνα όλα τα λυπη­ρά που έπα­θες ή άκου­σες απ΄αυτόν. Και όταν αθέ­λη­τα έρχον­ται στον νου σου, να τα κατα­λο­γί­ζεις στο διά­βο­λο, όχι στον συνάν­θρω­πό σου. Να θυμά­σαι μόνο ό,τι καλό σου έκα­νε ή σου είπε ποτέ. Με αυτόν τον τρό­πο, γρή­γο­ρα θα δια­λύ­σεις την έχθρα που σας χωρί­ζει. Και αν χρεια­στεί να τον καλέ­σεις για συζή­τη­ση και παρο­χή εξη­γή­σε­ων, διώ­ξε πρώ­τα από την καρ­διά σου την οργή, και ύστε­ρα άρχι­σε να του μιλάς. Για­τί, αν είσαι θυμω­μέ­νος, ούτε να πεις, ούτε να ακού­σεις κάτι σωστό θα μπο­ρέ­σεις. Αν, αντί­θε­τα, είσαι ήρε­μος, ούτε εσύ θα ξεστο­μί­σεις κακό λόγο, ούτε τους άλλους θα ακού­σεις να σου απαν­τούν με βρι­σιές. Συνή­θως, βλέ­πεις, δεν μας εξα­γριώ­νουν τόσο τα λόγια αυτά καθ’ εαυ­τά, όσο η προ­κα­τά­λη­ψή μας από την έχθρα που νιώ­θου­με για τον άλλο. Όπως, δηλα­δή, τη νύχτα δεν ανα­γνω­ρί­ζου­με ένα φίλο μας, έστω κι αν βρί­σκε­ται κον­τά μας, ενώ την ημέ­ρα, και από μακριά να τον δού­με, τον ανα­γνω­ρί­ζου­με, έτσι και όταν είμα­στε χολω­μέ­νοι με κάποιον, τον αντι­κρί­ζου­με και τον ακού­με με κακή διά­θε­ση· όταν όμως διώ­ξου­με την οργή από μέσα μας, τότε και η όψη του μας φαί­νε­ται φιλι­κή και τα λόγια του ευχά­ρι­στα.

Ας εξε­τά­σου­με τώρα την περί­πτω­ση-για­τί είναι η πιο συνη­θι­σμέ­νη- που ο εχθρός σου σε προ­σβάλ­λει για ελάτ­τω­μά σου πραγ­μα­τι­κό ή για αμάρ­τη­μα που πραγ­μα­τι­κά διέ­πρα­ξες. Αν, ακού­γον­τάς τον, δεν θυμώ­σεις, δεν τον βρί­σεις, δεν τον προ­σβά­λεις κι εσύ, αλλά ανα­στε­νά­ξεις πικρά κι παρα­κα­λέ­σεις τον Θεό να σε συγ­χω­ρή­σει, αμέ­σως απαλ­λάσ­σε­σαι από την αμαρ­τία σου. Και θα σου το απο­δεί­ξω με ένα παρά­δειγ­μα από την Αγία Γρα­φή:

Δύο άνθρω­ποι, ο ένας Φαρι­σαί­ος και ο άλλος τελώ­νης, ανέ­βη­καν μια μέρα στον ναό για να προ­σευ­χη­θούν. Ο Φαρι­σαί­ος στά­θη­κε επι­δει­κτι­κά στη μέση του ναού και έλε­γε: « Θεός, εχαριστ σοι τι οκ εμ σπερ ο λοι­πο τν νθρώ­πων, ρπα­γες, δικοι, μοι­χοί, κα ς οτος τελώ­νης(:Θεέ μου, σε ευχα­ρι­στώ που δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώ­πους άρπα­γας, άδι­κος, μοι­χός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώ­νη)»[Λουκ.18,11]. Ο τελώ­νης, που στε­κό­ταν ταπει­νά πολύ πίσω, ακού­γον­τας τα περι­φρο­νη­τι­κά λόγια του Φαρι­σαί­ου δε δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κε, δεν τον έβρι­σε, δεν τον πρό­σβα­λε. Αλλά τι έκα­νε; Με κατε­βα­σμέ­να μάτια, χτύ­πη­σε το στή­θος του και είπε: « Θεός, λάσθη­τί μοι τ μαρ­τωλ(:Θεέ μου, σπλα­χνί­σου με τον αμαρ­τω­λό)»[Λουκ.18,13]. Αυτός βγή­κε από τον ναό αθω­ω­μέ­νος και δίκαιος ενώ­πιον του Θεού.

Βλέ­πεις πόσο γρή­γο­ρα συγ­χω­ρή­θη­κε; Δέχτη­κε μια προ­σβο­λή και ξέπλυ­νε την προ­σβο­λή. Ανα­γνώ­ρι­σε τα αμαρ­τή­μα­τά του και λυτρώ­θη­κε από τα αμαρ­τή­μα­τά του. Η κατη­γο­ρία για την αμαρ­τία έγι­νε απαλ­λα­γή από την αμαρ­τία. Και ο εχθρός τους, χωρίς να το θέλει, έγι­νε ευερ­γέ­της του. Υπάρ­χει, πες μου, ευκο­λό­τε­ρος τρό­πος απαλ­λα­γής από τις αμαρ­τί­ες; Για να λυτρω­θεί από το βάρος τους ο τελώ­νης, πόσους κόπους και αγώ­νες, νηστεί­ες και αγρυ­πνί­ες, ασκή­σεις και ελεη­μο­σύ­νες δεν έπρε­πε να κάνει; Ενώ τώρα με έναν απλό λόγο έδιω­ξε μακριά του όλη την κακία. Οι προ­σβο­λές και οι κακο­λο­γί­ες του Φαρι­σαί­ου, που νόμι­σε ότι τον εξου­θέ­νω­σε, του χάρι­σαν το στε­φά­νι της δικαιο­σύ­νης άκο­πα και άμε­σα.

Γι’ αυτό ο Θεός μας λέει: «γαπτε τος χθρος μν, καλς ποιετε τος μισοσιν μς, ελογετε τος κατα­ρω­μέ­νους μν, προ­σεύ­χε­σθε πρ τν πηρε­α­ζόν­των μς(:Να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας,να ευερ­γε­τεί­τε εκεί­νους που σας μισούν,να ευλο­γεί­τε όσους σας κατα­ριούν­ται, να προ­σεύ­χε­σθε στον Θεό για εκεί­νους που σας δυσφη­μούν και σας προ­σβάλ­λουν και σας βλά­πτουν)»[Λουκ. 6,27–28]. Δεν φτά­νει, με άλλα λόγια, να συγ­χω­ρού­με τους εχθρούς μας για ό,τι μας έχουν φταί­ξει, αλλά και να τους βλέ­που­με σαν φίλους. Αν λοι­πόν, δεν αδι­κείς τον εχθρό σου, τον αντι­κρί­ζεις όμως με εχθρό­τη­τα και δια­τη­ρείς στην καρ­διά σου άσβε­στη τη φλό­γα του μίσους εναν­τί­ον του, δεν εκπλή­ρω­σες ακό­μα την εντο­λή που μας έδω­σε ο Χρι­στός. Και πώς θέλεις να σε σπλα­χνι­στεί ο Θεός, αφού δεν απο­δει­κνύ­εις έμπρα­κτα ότι συγ­χω­ρείς και αγα­πάς όσους έσφα­λαν απέ­ναν­τί σου;

«Μα ο εχθρός μου», ίσως θα μου πεις, «είναι τόσο κακό­βου­λος, που αν του δεί­ξω καλο­σύ­νη και αγά­πη, όχι μόνο δεν θα διορ­θω­θεί, αλλά και θα πάρει περισ­σό­τε­ρο αέρα». Τήρη­σε εσύ την εντο­λή του Κυρί­ου, και Εκεί­νος, ως πάν­σο­φος, αν πρό­κει­ται να γίνει χει­ρό­τε­ρος ο εχθρός σου λόγω της δικής σου ανε­ξι­κα­κί­ας, δεν θα τον συγ­χω­ρή­σει. Θα σου διη­γη­θώ μια σχε­τι­κή ιστο­ρία από την Παλαιά Δια­θή­κη:

Κάπο­τε η προ­φή­τισ­σα Μαριάμ κακο­λό­γη­σε τον αδελ­φό της, τον θεό­πτη Μωυ­σή. Ο πρά­ος και άκα­κος Μωυ­σής δεν θύμω­σε για όσα είπε εναν­τί­ον του η Μαριάμ. Ο Θεός, όμως, τι έκα­νε για να τη συνε­τί­σει; Της έστει­λε την αρρώ­στια της λέπρας. Και όταν ο ίδιος ο αδι­κη­μέ­νος αδελ­φός της παρα­κά­λε­σε τον Κύριο να τη θερα­πεύ­σει, Εκεί­νος απο­κρί­θη­κε: «Αν είχε πατέ­ρα και την είχε διώ­ξει από μπρο­στά του για κάποιο παρά­πτω­μά της, δε θα ανε­χό­ταν την επί­πλη­ξη; Εσέ­να σε επι­δο­κι­μά­ζω για την πρα­ό­τη­τα και την ανε­ξι­κα­κία σου. Τη Μαριάμ, ωστό­σο, δε θα την απαλ­λά­ξω αμέ­σως από την τιμω­ρία της. Εφτά μέρες θα παρα­μεί­νει λεπρή, έξω από τον καταυ­λι­σμό σας, για να μετα­νο­ή­σει. Ύστε­ρα θα γίνει καλά»[πρβλ. Αριθ. 12,1–15].

Προ­σω­ρι­νή ήταν η σωφρο­νι­στι­κή τιμω­ρία της Μαριάμ. Αιώ­νια, όμως, θα είναι-αλί­μο­νο!- η τιμω­ρία των αμε­τα­νόη­των αμαρ­τω­λών. Φοβε­ρή η λέπρα. Ασύγ­κρι­τα φοβε­ρό­τε­ρη όμως, η ατε­λεύ­τη­τη κόλα­ση, όπου θα βρε­θούν όσοι πέθα­ναν μέσα στο μίσος, την έχθρα και τη μνη­σι­κα­κία.

Συλ­λο­γί­σου τη φρι­κτή μελ­λον­τι­κή Κρί­ση. Τότε θα κρι­θείς από τον μεγά­λο και δίκαιο Κρι­τή. Αν λοι­πόν, συγ­χω­ρή­σεις κι εσύ όσους σε πίκρα­ναν ή σε έβλα­ψαν, θα συγ­χω­ρη­θούν και τα δικά σου αμαρ­τή­μα­τα από τον Θεό σε τού­την εδώ τη ζωή. Έτσι θα φύγεις για την άλλη ζωή, χωρίς να τα σέρ­νεις μαζί σου. Έτσι δεν θα σου τα κατα­λο­γί­σει ο Κύριος, όταν θα σε κρί­νει.

Όπως κατα­λα­βαί­νεις, συγ­χω­ρών­τας τον εχθρό σου, παίρ­νεις πολύ περισ­σό­τε­ρα από όσα δίνεις. Για­τί πολ­λές φορές έκα­νε αμαρ­τί­ες που κανέ­νας άλλος δεν είδε. Όταν όμως σκε­φθείς ότι την ημέ­ρα εκεί­νη θα απο­κα­λυ­φθούν κι αυτές ακό­μα μπρο­στά σε ολό­κλη­ρη την ανθρω­πό­τη­τα, δεν θα πονέ­σεις περισ­σό­τε­ρο για την αιώ­νια κατα­δί­κη σου, καθώς μάλι­στα θα σε πνί­γει η συνεί­δη­σή σου με τον βασα­νι­στι­κό έλεγ­χό της; Αλλά τη μεγά­λη αυτή ντρο­πή και την απε­ρί­γρα­πτη αυτή οδύ­νη μπο­ρείς να τις απο­φύ­γεις με τη συγ­χώ­ρη­ση του πλη­σί­ον. Το βεβαιώ­νει ο ίδιος ο Κύριος στο Ευαγ­γέ­λιο: «Ἐὰν γρ φτε τος νθρώ­ποις τ παρα­πτώ­μα­τα ατν, φήσει κα μν πατρ μν οράνιος·ἐὰν δ μ φτε τος νθρώ­ποις τ παρα­πτώ­μα­τα ατν, οδ πατρ μν φήσει τ παρα­πτώ­μα­τα μν(:Αν συγ­χω­ρή­σε­τε τους ανθρώ­πους για τα παρα­πτώ­μα­τά τους, θα σας συγ­χω­ρή­σει κι εσάς ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας. Αν όμως δεν συγ­χω­ρή­σε­τε στους ανθρώ­πους τα παρα­πτώ­μα­τά τους, ούτε κι ο Πατέ­ρας σας θα συγ­χω­ρή­σει τα δικά σας παρα­πτώ­μα­τα)»[ Ματθ.6,14–15].

Για να αντι­λη­φθείς τη δύνα­μη που έχουν αυτά τα λόγια του Κυρί­ου μας, φτά­νει να μάθεις τι είπε ο Θεός στον μεγά­λο προ­φή­τη Ιερε­μία, όταν εκεί­νος Τον παρα­κά­λε­σε να λυπη­θεί τον ισραη­λι­τι­κό λαό. «ν στ Μωσς κα Σαμουλ πρ προ­σώ­που μου, οκ στιν ψυχή μου πρς ατούς(:Ακό­μα κι αν ο Μωυ­σής και ο Σαμου­ήλ με ικέ­τευαν γι’ αυτόν τον λαό, δε θα τον ελε­ού­σα)»[Ιερ.15,1]. Ακούς; Οι προ­σευ­χές ενός Μωυ­σή και ενός Σαμου­ήλ δε θα μπο­ρού­σαν να ελκύ­σουν το έλε­ος του Θεού! Και μπο­ρεί η συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα, η ανε­ξι­κα­κία, η μακρο­θυ­μία! Γι’ αυτό ο Κύριος, με το στό­μα του προ­φή­τη Ζαχα­ρία, έλε­γε στους Ιου­δαί­ους, αλλά λέει και σε μας: «Κακί­αν καστος το δελ­φο ατο μ μνη­σι­κα­κεί­τω ν τας καρ­δί­αις μν(:Μην κρα­τά­τε μέσα στις καρ­διές σας μνη­σι­κα­κία εναν­τί­ον αδελ­φού σας που σας αδί­κη­σε)»[Ζαχ.7,10]. Και: «Καί καστος τν κακί­αν το πλη­σί­ον ατο μ λογί­ζε­σθε ν τας καρ­δί­αις μν(:Να μη συλ­λο­γί­ζε­στε, ο καθέ­νας στην καρ­διά του, την κακία και αδυ­να­μία του πλη­σί­ον)»[Ζαχ.8,17].

Τι να πω, πάλι, γι’ αυτούς που μισούν, που αντι­πα­θούν, που απο­στέρ­γουν ένα συνάν­θρω­πό τους, χωρίς αυτός να τους έχει βλά­ψει; «Τον τάδε δεν τον χωνεύω», σου λένε. «Ο δεί­να μού κάθε­ται στο στο­μά­χι». Κι αν τους ρωτή­σεις το για­τί, μασά­νε τα λόγια τους. Πού θα στα­θούν τέτοιοι άνθρω­ποι; Πώς θα αντι­κρί­σουν το πρό­σω­πο του Κυρί­ου στη Δευ­τέ­ρα παρου­σία Του; Και πώς θα γλυ­τώ­σουν από την αιώ­νια κόλα­ση, όταν είναι χει­ρό­τε­ροι κι από τους ειδω­λο­λά­τρες; Οι ειδω­λο­λά­τρες, βλέ­πεις, μολο­νό­τι δεν είχαν να περι­μέ­νουν κάποια αντα­μοι­βή, πολ­λές φορές δίδα­ξαν την αγά­πη, την καλο­σύ­νη, την ανε­ξι­κα­κία. Κι εμείς, οι Χρι­στια­νοί, μισού­με εκεί­νους για τους οποί­ους ο Κύριος σταυ­ρώ­θη­κε, εκεί­νους με τους οποί­ους έχου­με την ίδια πίστη και ελπί­δα, εκεί­νους με τους οποί­ους απο­τε­λού­με ένα σώμα, το θεαν­θρώ­πι­νο σώμα του Χρι­στού, την Εκκλη­σία.

Γι’ αυτό γινό­μα­στε όλοι και πιο αδύ­να­τοι, ενώ ο μονα­δι­κός εχθρός μας, ο διά­βο­λος, όλο και πιο ισχυ­ρός, επει­δή δε συνερ­γα­ζό­μα­στε με αδελ­φι­κή αγά­πη και ταπεί­νω­ση, για να πολε­μή­σου­με ενω­μέ­νοι εναν­τί­ον του, αλλά συμ­μα­χού­με μαζί του και πολε­μά­με ο ένας τον άλλον. Εύχο­μαι, όμως, με τη χάρη του Χρι­στού, να τον εγκα­τα­λεί­ψου­με όλοι, να διώ­ξου­με από την καρ­διά μας το σατα­νι­κό μίσος και να απο­κτή­σου­με την ευλο­γη­μέ­νη αγά­πη. «γαπη­τοί, γαπμεν λλή­λους, τι γάπη κ το Θεο στι, κα πς γαπν κ το Θεο γεγέν­νη­ται κα γινώ­σκει τν Θεόν. μ γαπν οκ γνω τν Θεόν, τι Θες γάπη στίν(:Αγα­πη­τοί, ας αγα­πά­με ο ένας τον άλλον, διό­τι η αγά­πη προ­έρ­χε­ται από τον Θεό, ο οποί­ος είναι αγά­πη. Και καθέ­νας που αγα­πά με ειλι­κρί­νεια τους άλλους, έχει ανα­γεν­νη­θεί από τον Θεό, ζει εν τω Θεώ και ως εκ τού­του γνω­ρί­ζει τον Θεό. Εκεί­νος όμως που δεν έχει αυτήν την αγά­πη, δεν γνώ­ρι­σε ποτέ τον Θεό, διό­τι ο Θεός είναι αγά­πη και η πηγή της αγά­πης)»[Α΄Ιω.4,7–8].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Θέμα­τα ζωής(από τις ομι­λί­ες του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου), τόμος Β΄, θέμα: Μίσος και έχθρα, Ιερά Μονή Παρα­κλή­του, Ωρω­πός Αττι­κής 2010, σελ. 73–84.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Οι επί­γειοι και οι ουρά­νιοι θησαυ­ροί)

Ιερού Χρυ­σο­στό­μου, Οι επί­γειοι και οι ουρά­νιοι θησαυ­ροί

«Μ θησαυ­ρί­ζε­τε μν θησαυ­ρος π τς γς, που σς κα βρσις φανί­ζει, κα που κλέ­πται δια­ρύσ­σου­σι κα κλέ­πτου­σι· θησαυ­ρί­ζε­τε δ μν θησαυ­ρος ν οραν, που οτε σς οτε βρσις φανί­ζει, κα που κλέ­πται ο διο­ρύσ­σου­σιν οδ κλέ­πτου­σιν· που γάρ στιν θησαυρς μν, κε σται κα καρ­δία μν(:Μη συσ­σω­ρεύ­ε­τε για τον εαυ­τό σας θησαυ­ρούς εδώ στη γη, όπου ο σκό­ρος και η απο­σύν­θε­ση κατα­στρέ­φουν και αφα­νί­ζουν, και όπου οι κλέ­φτες δια­τρυ­πούν τοί­χους και χρη­μα­το­κι­βώ­τια και κλέ­πτουν. Να θησαυ­ρί­ζε­τε όμως για τον εαυ­τό σας και να απο­τα­μιεύ­ε­τε θησαυ­ρούς στον ουρα­νό, όπου ούτε ο σκό­ρος, ούτε η σαπί­λα τούς αφα­νί­ζουν, και όπου οι κλέ­φτες δεν τρυ­πούν τοί­χους και δεν κλέ­πτουν. Διό­τι, όπου είναι ο θησαυ­ρός σας, εκεί θα είναι και η καρ­διά σας)»[Ματθ.6,19].

[…]Αφού έβγα­λε από την ψυχή μας το νόση­μα της κενο­δο­ξί­ας, στην κατάλ­λη­λη στιγ­μή πλέ­ον ομι­λεί και περί ακτημοσύνης˙διότι τίπο­τε δεν προ­ε­τοι­μά­ζει τόσο τον άνθρω­πο στην αγά­πη των χρη­μά­των, όσο ο έρως της κενο­δο­ξί­ας: για τη δόξα οι άνθρω­ποι επι­νο­ούν και τις αγέ­λες των δού­λων, και το πλή­θος των ευνού­χων, και τα χρυ­σο­στό­λι­στα άλο­γα και τα αργυ­ρά τρα­πέ­ζια και τα άλλα που είναι περισ­σό­τε­ρο ακό­μη κατα­γέ­λα­στα· όχι βέβαια για να ικα­νο­ποι­ή­σουν κάποια ανάγ­κη, ούτε για να απο­λαύ­σουν κάποια ηδο­νή, αλλά για να επι­δει­χθούν στους πολ­λούς.

Πιο πάνω βέβαια έλε­γε μόνο ότι πρέ­πει να ελε­ού­με, εδώ όμως υπο­δει­κνύ­ει και πόσο πρέ­πει να δίδου­με, όταν λέγει: «Μη θησαυ­ρί­ζε­τε». Επει­δή δεν ήταν δυνα­τόν να παρου­σιά­σει από την αρχή όλο μαζί τον λόγο για την περι­φρό­νη­ση των χρη­μά­των, καθό­σον είναι τυραν­νι­κή η κυριαρ­χία του πάθους, αφού τον χώρι­σε σε μέρη και τον ελευ­θέ­ρω­σε από αυτήν, τον στα­λά­ζει στην ψυχή των ακρο­α­τών Του, ώστε να γίνει εύκο­λα παρα­δε­κτός. Για τον λόγο αυτό έλε­γε πρώ­τα, «Μακά­ριοι οι ελε­ή­μο­νες» και έπει­τα «σθι ενον τ ντι­δίκ σου ταχ ως του ε ν τ δ μετ᾿ ατο(:Να είσαι συμ­βι­βα­στι­κός και να έχεις συμ­φι­λιω­τι­κές δια­θέ­σεις απέ­ναν­τι στον δανει­στή με τον οποίο βρί­σκε­σαι σε δίκη)»[Ματθ.5,25]. Και στη συνέ­χεια: «Κα τ θέλον­τί σοι κριθναι κα τν χιτνά σου λαβεν, φες ατ κα τ μάτιον(:Και σε εκεί­νον που θέλει να κάνει δίκη μαζί σου και να σου πάρει το που­κά­μι­σο, άφη­σέ του και το πανω­φό­ρι σου)»[Ματθ.5,40]. Εδώ όμως είπε το μεγα­λύ­τε­ρο από όλα. Εκεί είχε πει: «Αν δεις να πλη­σιά­ζει δικα­στι­κός αγώ­νας, να κάνεις τού­το: αντί να το κρα­τή­σεις με φιλο­νι­κία, καλύ­τε­ρα να απο­φύ­γεις τη δια­μά­χη και ας μην το έχεις». Αλλά εδώ χωρίς να παρου­σιά­ζει ούτε αντί­δι­κο, ούτε κατη­γο­ρού­με­νο, ούτε να μνη­μο­νεύ­ει κάποιον άλλο σχε­τι­κό, μας συμ­βου­λεύ­ει την ίδια την περι­φρό­νη­ση των χρη­μά­των, και μας δεί­χνει ότι θέτει αυτόν τον νόμο όχι τόσο για αυτούς που ευερ­γε­τούν­ται, όσο για αυτόν που ευερ­γε­τεί. Ώστε και αν ακό­μη δεν υπάρ­χει κανείς να μας αδι­κεί ή να μας σέρ­νει στο δικα­στή­ριο, ακό­μη και έτσι να περι­φρο­νού­με τα υπάρ­χον­τά μας και να τα μοι­ρά­ζου­με σε όσους έχουν ανάγ­κη.

Και εδώ όμως δεν έθε­σε τον νόμο στο σύνο­λό του, αλλά και τώρα σιγά σιγά προ­χω­ρεί, μολο­νό­τι παρου­σί­α­σε τους αγώ­νες Του ενάν­τια σε αυτά στην έρη­μο με πολ­λή την υπερ­βάλ­λου­σα σημα­σία. Ούτε όμως το ανα­φέ­ρει, ούτε το εξι­στο­ρεί· δεν ήταν ακό­μη και­ρός να το φανε­ρώ­σει. Μέχρι τώρα εξε­τά­ζει σκέ­ψεις, και λαμ­βά­νει περισ­σό­τε­ρο την θέση συμ­βού­λου στους λόγους αυτούς και όχι νομο­θέ­του. Αφού λοι­πόν είπε «Μη θησαυ­ρί­ζε­τε επά­νω στη γη», πρό­σθε­σε «όπου το σαρά­κι και το σκου­λή­κι αφα­νί­ζουν και όπου οι κλέ­πτες ανοί­γουν και κλέ­πτουν». Παρου­σί­α­σε και του εδώ «θησαυ­ρού» τη βλά­βη και του εκεί την ωφέ­λεια και από τον τόπο και από τους κατα­στρο­φείς τους.

Δεν στα­μα­τά όμως μέχρις εδώ, αλλά προ­σθέ­τει και άλλη σκέ­ψη. Πρώ­τα, στη­ρί­ζει την προ­τρο­πή Του σε εκεί­να που φοβούν­ται. «Τι φοβά­σαι;» λέγει. «Μήπως ξοδευ­θούν τα χρή­μα­τά σου ‚όταν δώσεις ελεη­μο­σύ­νη; Δώσε λοι­πόν ελεη­μο­σύ­νη και τότε ακρι­βώς δεν θα ξοδευ­θούν.» Και το μεγα­λύ­τε­ρο βέβαια είναι ότι όχι μόνο δεν θα ξοδευ­θούν, αλλά και προ­σθή­κη μεγα­λύ­τε­ρη θα λάβουν καθό­σον προ­στί­θεν­ται σε αυτά και τα ουρά­νια αγα­θά. Δεν το λέγει όμως αυτό από την αρχή· το προ­σθέ­τει έπει­τα.

Μέχρι τώρα ό, τι μπο­ρού­σε να απο­τε­λέ­σει για αυτούς τη μεγα­λύ­τε­ρη προ­τρο­πή αυτό φέρει στο κέν­τρο, το ότι ο θησαυ­ρός τους παρα­μέ­νει άθι­κτος και τους προ­σελ­κύ­ει με δύο σκέ­ψεις. Δεν είπε δηλα­δή μόνο ότι δια­τη­ρεί­ται ο θησαυ­ρός μονά­χα αν δώσει κανείς ελεη­μο­σύ­νη, αλλά δια­τύ­πω­σε και την αντί­θε­τη απει­λή: αν δεν δώσεις, χάνε­ται. Πρό­σε­ξε την απε­ρί­γρα­πτη σοφία Του. Διό­τι δεν είπε: «Αφή­νεις τα πλού­τη σου σε άλλους», επει­δή και τού­το ευχα­ρι­στεί τους ανθρώ­πους. Τους εκφο­βί­ζει και από άλλη άπο­ψη, δεί­χνον­τας ότι δεν το επι­τυγ­χά­νουν μήτε αυτό· διό­τι και εάν δεν αδι­κή­σουν άνθρω­πο, υπάρ­χουν οπωσ­δή­πο­τε αυτοί που αδι­κούν, το σαρά­κι και το σκου­λή­κι˙ διό­τι μολο­νό­τι η φθο­ρά που προ­κα­λούν αυτά φαί­νε­ται ότι είναι δυνα­τόν εύκο­λα να αντι­με­τω­πι­στεί, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι ακα­τα­μά­χη­τη και ασυγ­κρά­τη­τη. Και οτι­δή­πο­τε μηχα­νευ­θείς, δεν θα επι­τύ­χεις να ανα­χαι­τί­σεις τη ζημία που προ­κα­λούν.

Τι λοι­πόν; Το σαρά­κι αφα­νί­ζει το χρυ­σά­φι; Όχι βέβαια το σαρά­κι, οπωσ­δή­πο­τε όμως οι κλέ­φτες. Και έπε­σαν όλοι θύμα­τα κλο­πής; Αν όχι όλοι, οπωσ­δή­πο­τε έπε­σαν οι περισ­σό­τε­ροι. Για τον λόγο αυτό προ­σθέ­τει, όπως είπα προ ολί­γου και άλλη σκέ­ψη· «που γάρ στιν θησαυρς μν, κε σται κα καρ­δία μν(:πρέ­πει λοι­πόν να θησαυ­ρί­ζε­τε θησαυ­ρούς στον ουρα­νό, για να είναι και η καρ­διά σας προ­σκολ­λη­μέ­νη στον Θεό και στα ουρά­νια˙ διό­τι εκεί όπου είναι ο θησαυ­ρός σας, εκεί θα είναι και η καρ­διά σας)»[Ματθ.6,21]. Ακό­μη και τίπο­τε από αυτά να μη γίνει, δεν θα υπο­στείς μικρή βλά­βη να είσαι προ­ση­λω­μέ­νος στα κάτω, να γίνεις δού­λος από ελεύ­θε­ρος που είσαι, να χάσεις τα ουρά­νια, τίπο­τε από τα υψη­λά να μην μπο­ρείς να εννο­ή­σεις, αλλά να τα βλέ­πεις όλα σαν χρή­μα­τα και τόκους και δάνεια και κέρ­δη και ανε­λεύ­θε­ρες συναλ­λα­γές. Υπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρη αθλιό­τη­τα από αυτήν; Διό­τι ο άνθρω­πος αυτό είναι χει­ρό­τε­ρος από κάθε ανδρά­πο­δο, είναι δού­λος στη χει­ρό­τε­ρη τυραν­νία και έχει προ­δώ­σει το σημαν­τι­κό­τε­ρο από όλα, την ευγέ­νεια του ανθρώ­που και την ελευ­θε­ρία. Όσα και να σου λέγει κανείς, όταν ο νους σου είναι προ­ση­λω­μέ­νος στα χρή­μα­τα, τίπο­τε δε θα μπο­ρέ­σεις να ακού­σεις από όσα σου αρμό­ζουν. Αλλά σαν το σκυ­λί δεμέ­νο σε τάφο με τη βαρύ­τε­ρη αλυ­σί­δα, την τυραν­νία των χρη­μά­των, θα γαυ­γί­ζεις όλους όσους πλη­σιά­ζουν και θα έχεις τού­το μόνο το αδιά­κο­πο έργο, να φυλά­γεις για άλλους τον θησαυ­ρό. Υπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρη αθλιό­τη­τα από αυτό;

Επει­δή όμως τού­το ήταν ανώ­τε­ρο από την αντι­λη­πτι­κή ικα­νό­τη­τα των ακρο­α­τών του και δεν ήταν εύκο­λο στους πολ­λούς να δουν με μία ματιά τη βλά­βη και δεν ήταν και το κέρ­δος φανε­ρό, αλλά χρεια­ζό­ταν μία πιο πνευ­μα­τι­κή διά­θε­ση για να δια­κρί­νουν το ένα από το άλλο, το έθε­σε τού­το έπει­τα από τα φανε­ρά εκεί­να λέγον­τας· «όπου βρί­σκε­ται ο θησαυ­ρός του ανθρώ­που εκεί είναι και η καρ­διά του». Και τού­το πάλι το απο­σα­φη­νί­ζει, οδη­γών­τας τον λόγο από τα νοη­τά στα αισθη­τά και λέγον­τας· « λύχνος το σώμα­τός στιν φθαλ­μός(: Και δεν είναι μικρή συμ­φο­ρά να κολ­λή­σει ο νους και η καρ­διά σας στα γήι­να και τα μάταια. Για να το κατα­λά­βε­τε αυτό, σας φέρ­νω μία εικό­να: Το λυχνά­ρι που δίνει φως στο σώμα είναι το μάτι˙ και το λυχνά­ρι που φωτί­ζει την ψυχή είναι ο νους)»[Ματθ.6,22]. Η σημα­σία δε αυτού που λέγει είναι η εξής: «Μην κρύ­ψεις τον χρυ­σό μέσα στη γη, ούτε κάτι άλλο από τα παρό­μοια, διό­τι τα συγ­κεν­τρώ­νεις αυτά για το σαρά­κι και το σκου­λή­κι και για τους κλέ­φτες. Εάν δε και αυτές τις βλά­βες τις απο­φύ­γεις δεν θα δια­φύ­γεις την υπο­δού­λω­ση της καρ­διάς σου και την προ­σή­λω­σή σου σε όλα τα επί­γεια»˙ «που γάρ στιν θησαυρς μν, κε σται κα καρ­δία μν(:διό­τι εκεί όπου είναι ο θησαυ­ρός σας, εκεί θα είναι και η καρ­διά σας)».

Έτσι λοι­πόν αν τον απο­θέ­σεις στον ουρα­νό, δεν καρ­πού­σαι μόνον αυτό, το να λάβεις δηλα­δή τα έπα­θλα γι’ αυτά, αλλά λαμ­βά­νεις ήδη και εδώ τον μισθό, που τον μετα­φέ­ρεις εκεί,με το να μετα­φέ­ρε­σαι νοε­ρώς στον ουρα­νό, να σκέ­πτε­σαι συνε­χώς τα εκεί υπάρ­χον­τα και να φρον­τί­ζεις διαρ­κώς για αυτά· διό­τι όπου απέ­θε­σες τον θησαυ­ρό, είναι φανε­ρό ότι εκεί έχεις και τη σκέ­ψη σου. Ώστε εάν αυτό το κάνεις στη γη, θα πάθεις τα αντί­θε­τα. Εάν δε αυτό που ειπώ­θη­κε σου είναι ασα­φές, άκου­σε τα εξής: « λύχνος το σώμα­τός στιν φθαλ­μός· ἐὰν ον φθαλ­μός σου πλος , λον τ σμά σου φωτει­νόν σται· ἐὰν δ φθαλ­μός σου πονηρς , λον τ σμά σου σκο­τεινν σται. ε ον τ φς τ ν σο σκό­τος στί, τ σκό­τος πόσον;(:Ο λύχνος του σώμα­τος είναι το μάτι. Αν το μάτι σου είναι υγιές, όλο το σώμα σου θα είναι γεμά­το φως, σαν να ήταν ολό­κλη­ρο το σώμα σου μάτι. Έτσι θα φωτί­ζε­ται και η ψυχή σου εάν ο νους σου και η καρ­διά σου δεν έχουν τυφλω­θεί από τη φιλαρ­γυ­ρία και από την προ­σκόλ­λη­ση στα μάταια. Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμ­μέ­νο και τυφλω­μέ­νο, όλο το σώμα σου θα είναι βυθι­σμέ­νο στο σκο­τά­δι. Εάν λοι­πόν εκεί­νο που σου δόθη­κε για να σου μετα­δί­δει φως, γίνει σκο­τά­δι, σε πόσο σκο­τά­δι θα βυθι­στείς; Κάτι ανά­λο­γο θα συμ­βεί εάν και ο νους σκο­τι­στεί από την προ­σκόλ­λη­ση στον πλού­το. Σε πόσο ηθι­κό σκο­τά­δι θα βυθι­στεί τότε η ψυχή σου;)»[Ματθ.6,22–23].

Στρέ­φει τον λόγο στα περισ­σό­τε­ρο αισθη­τά. Επει­δή δηλα­δή ανέ­φε­ρε τη διά­νοια, ότι κατα­δου­λώ­νε­ται και αιχ­μα­λω­τί­ζε­ται και αυτό δεν μπο­ρούν να το δουν πολ­λοί αμέ­σως, μετα­θέ­τει τη διδα­σκα­λία Του στα εξω­τε­ρι­κά που βρί­σκον­ται μπρο­στά στα μάτια τους, ώστε από αυτά να κατα­νο­ή­σουν και εκεί­να. Αν όμως δεν γνω­ρί­ζεις, λέγει, τι τέλος πάν­των είναι «βλά­βη του νου», κατα­νόη­σέ το αυτό από τα σωμα­τι­κά. Ό,τι δηλα­δή είναι για το σώμα το μάτι, αυτό είναι ο νους για την ψυχή. Ασφα­λώς λοι­πόν δεν θα προ­τι­μού­σες να φορείς χρυ­σά και να είσαι ενδε­δυ­μέ­νος με ρού­χα μετα­ξω­τά, και να είναι χαλα­σμέ­να τα μάτια σου, αλλά θεω­ρείς την υγεία των ματιών σου πιο ποθη­τή από όλα αυτά˙ διότι αν την κατα­στρέ­ψεις και τη χαλά­σεις, δεν σε ωφε­λεί πλέ­ον να ζεις, διό­τι όπως με την τύφλω­ση των ματιών χάνε­ται το μεγα­λύ­τε­ρο ποσο­στό της ενερ­γη­τι­κό­τη­τας των άλλων μελών, όταν σβή­σει για αυτά το φως, έτσι και όταν κατα­στρα­φεί ο νους σου, η ζωή σου θα γεμί­σει από μύρια δει­νά. Όπως λοι­πόν στη φρον­τί­δα του σώμα­τος θέτου­με αυτόν τον σκο­πό, να έχου­με τα μάτια μας γερά, έτσι και στην ψυχή σκο­πού­με να έχου­με υγιή τον νου. Αν τραυ­μα­τί­σου­με αυτό που οφεί­λει και στα άλλα να παρέ­χει το φως, πώς θα μπο­ρέ­σου­με αν δού­με; Όπως αυτός που φρά­ζει την πηγή, ξηραί­νει τον ποτα­μό, έτσι και όποιος αφα­νί­ζει τον νου του, θολώ­νει όλη τη δρα­στη­ριό­τη­τά του στη ζωή αυτή. Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Αν το δικό σου φως είναι σκο­τά­δι, το σκο­τά­δι πόσο είναι;». Όταν ο κυβερ­νή­της βου­λιά­ξει και σβή­σει το λυχνά­ρι και ο αρχη­γός αιχ­μα­λω­τι­σθεί, ποια ελπί­δα απο­μέ­νει στους υπη­κό­ους;

Για τού­τον ακρι­βώς τον λόγο, λοι­πόν, αφού άφη­σε να ανα­φέ­ρει τώρα τους κιν­δύ­νους, τον φθό­νο τις φιλο­νι­κί­ες, τις δίκες, που προ­κα­λούν­ται εξαι­τί­ας του πλού­του (βέβαια έκα­νε υπαι­νιγ­μό παρα­πά­νω όταν είπε· «Θα σε παρα­δώ­σει ο αντί­δι­κος στον κρι­τή και ο κρι­τής στον δεσμο­φύ­λα­κα»[Ματθ.5,25] με το να ανα­φέ­ρει τα βαρύ­τε­ρα και χει­ρό­τε­ρα περι­στα­τι­κά, που συμ­βαί­νουν, απο­μα­κρύ­νει με τον τρό­πο αυτόν από την πονη­ρή επι­θυ­μία. Πραγ­μα­τι­κά είναι πολύ φοβε­ρό­τε­ρο να υπο­δου­λω­θεί ο νους σου σε αυτό το πάθος παρά να κλει­στείς στη φυλα­κή. Και το μεν τελευ­ταίο δεν συμ­βαί­νει συχνά, το πρώ­το όμως έχει συν­δε­θεί με την επι­θυ­μία των χρη­μά­των. Για τον λόγο αυτό θέτει την υπο­δού­λω­ση του νου, επει­δή ένα βαρύ­τε­ρο κακό, μετά τη φυλά­κι­ση, που οπωσ­δή­πο­τε βέβαια συμ­βαί­νει. «Ο Θεός», λέγει, «μας έδω­σε νου, για να δια­λύ­σου­με την άγνοιά μας και να σχη­μα­τί­σου­με ορθή κρί­ση για τα πράγ­μα­τα κι ακό­μη να μεί­νου­με ασφα­λι­σμέ­νοι έναν­τι όσων μας λυπούν και μας βλά­πτουν χρη­σι­μο­ποιών­τας αυτόν ως κάποιο όπλο και φως».

Εμείς όμως σπα­τα­λού­με το χάρι­σμα σε περιτ­τά και ανώ­φε­λα. Τι ωφε­λούν οι χρυ­σον­τυ­μέ­νοι στρα­τιώ­τες, όταν ο στρα­τη­γός σύρε­ται στην αιχ­μα­λω­σία; Ποιο το κέρ­δος από το στο­λι­σμέ­νο πλοίο, όταν ο κυβερ­νή­της κατα­πον­τι­σθεί; Και τι αξία έχει το τέλειο σώμα, όταν από τα μάτια απο­κο­πεί η όρα­ση; Δηλα­δή, όπως ακρι­βώς ο για­τρός που οφεί­λει να παρα­μέ­νει υγι­ής για να θερα­πεύ­ει τις ασθέ­νειες, εάν κάποιος, αφού τον κάνει να ασθε­νή­σει, ορί­σει έπει­τα να είναι ξαπλω­μέ­νος ως ασθε­νής σε αση­μέ­νιο κρε­βά­τι και χρυ­σό θάλα­μο, δε θα προ­σφέ­ρει καμία ωφέ­λεια στους υπό­λοι­πους αρρώ­στους, κατά όμοιο τρό­πο αν, αφού κατα­στρέ­ψεις τον νου που έχει τη δύνα­μη να θερα­πεύ­ει τα πάθη, καθί­σεις δίπλα στον θησαυ­ρό σου, όχι μόνο δεν θα έχεις καμία ωφέ­λεια, αλλά θα πάθεις μεγί­στη ζημία και την ψυχή σου ολό­κλη­ρη θα βλά­ψεις.

Είδες πως δια­μέ­σου εκεί­νων με τα οποία οι άνθρω­ποι επι­θυ­μούν σε κάθε περί­πτω­ση την πονη­ρία, με αυτά τους απο­μα­κρύ­νει από αυτήν και τους επα­να­φέ­ρει στην αρε­τή; Για ποιο λόγο, ρωτά­ει , επι­θυ­μείς τα χρή­μα­τα; Όχι για να χαρείς την ηδο­νή και την από­λαυ­ση; Αυτό ακρι­βώς δεν θα το δοκι­μά­σεις με τον τρό­πο αυτόν, αλλά με τον εντε­λώς αντί­θε­το. Αν με τη στέ­ρη­ση των ματιών δεν αισθα­νό­μα­στε κανέ­να από τα ευχά­ρι­στα εξαι­τί­ας αυτής της συμ­φο­ράς μας, παθαί­νου­με το ίδιο σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό εξαι­τί­ας της δια­στρο­φής και της ανα­πη­ρί­ας του νου.

Και για ποιο λόγο τα κρύ­βεις στη γη; Για να φυλά­γον­ται με ασφά­λεια; Και εδώ, λέγει, συμ­βαί­νει το αντί­θε­το. «Για ποιον λόγο», λέγει, «προ­σεύ­χε­σαι και ελε­είς; Επι­θυ­μείς τη δόξα των ανθρώ­πων; Μην προ­σεύ­χε­σαι λοι­πόν γι’ αυτήν και θα την έχεις κατά την ημέ­ρα της κρί­σε­ως». Όπως λοι­πόν εκεί­νον που νηστεύ­ει και ελε­εί και προ­σεύ­χε­ται για λόγους κενο­δο­ξί­ας, τον οδη­γεί στην έλλει­ψη κενο­δο­ξί­ας χρη­σι­μο­ποιών­τας την ίδια την επι­θυ­μία του, ομοί­ως και τον φιλάρ­γυ­ρο τον απο­σπά με όσα ακρι­βώς τρά­βη­ξαν την επι­θυ­μία του. «Τι θέλεις;» , του λέγει. «Να φυλάσ­σον­ται τα χρή­μα­τά σου και να απο­λαύ­σεις την ηδο­νή; Θα σου τα δώσω και τα δύο με μεγά­λη αφθο­νία, αν κατα­θέ­σεις το χρυ­σά­φι σου όπου σου ορί­ζω».

Στα επό­με­να έδει­ξε σαφέ­στε­ρα τη βλά­βη του νου που προ­έρ­χε­ται από αυτά, όταν μνη­μό­νευ­σε τα αγκά­θια. Προ ολί­γου και εδώ δεν έκα­νε αυτόν τον υπαι­νιγ­μό τυχαία, παρου­σιά­ζον­τας ότι είναι σκο­τι­σμέ­νος όποιος έχει αυτή τη μανία. Και όπως όσοι βαδί­ζουν στα σκο­τει­νά δεν βλέ­πουν τίπο­τε με σαφή­νεια, αλλά το σχοι­νί το νομί­ζουν φίδι και αν δουν βου­νά και φαράγ­για πεθαί­νουν από τον φόβο, έτσι και αυτοί υπο­ψιά­ζον­ται τα μη φοβε­ρά για όσους βλέ­πουν. Τρέ­μουν τη φτώ­χεια και όχι μόνο αυτήν, αλλά και τη ζημία που θα τύχαι­νε να τους συμ­βεί. Αν στε­ρη­θούν κάτι ασή­μαν­το, θρη­νούν και υπο­φέ­ρουν περισ­σό­τε­ρο από όσους στε­ρούν­ται την απα­ραί­τη­τη τρο­φή. Πολ­λοί από τους πλού­σιους έφθα­σαν στην αγχό­νη, επει­δή δεν μπό­ρε­σαν να αντέ­ξουν τις κακές αυτές ημέ­ρες. Αλλά και την προ­σβο­λή και την κακο­με­τα­χεί­ρι­ση τόσο ανυ­πό­φο­ρα τα θεω­ρούν, ώστε πολ­λοί και γι’ αυτήν την αιτία απο­σπά­στη­καν από τη ζωή.

Σε όλα, εκτός από τη δια­κο­νία του, τους έκα­νε ο πλού­τος μαλα­κούς. Όταν δια­τά­ζει να του δου­λεύ­ουν, δεν δει­λιά­ζουν ούτε μπρο­στά στο φόνο, ούτε στα μαστί­για, ούτε στις κατη­γο­ρί­ες, ούτε σε κάθε εξευ­τε­λι­σμό. Τού­το απο­τε­λεί εσχά­τη αθλιό­τη­τα, να δει­λιά­ζεις περισ­σό­τε­ρο από όλους όπου πρέ­πει να δεί­χνεις γεν­ναιό­τη­τα· και εκεί που πρέ­πει να είσαι πιο προ­σε­κτι­κός, να γίνε­σαι αναι­δέ­στε­ρος και θρα­σύ­τε­ρος. Αυτοί εδώ παθαί­νουν ό, τι και αυτός που σπα­τα­λά την περιου­σία του εκεί που δεν πρέ­πει. Αυτός όταν φθά­σει ο και­ρός για τη δαπά­νη που πρέ­πει να γίνει, επει­δή δεν έχει τι να δώσει, υπο­φέ­ρει αθε­ρά­πευ­τα δει­νά, αφού έχει ξοδέ­ψει κακώς πριν της ώρας τους τα δικά του.

Και όπως αυτοί που ασχο­λούν­ται με τις πονη­ρές εκεί­νες τέχνες επά­νω στη σκη­νή, υπο­μέ­νουν ένα πλή­θος από επι­κίν­δυ­νους και περί­ερ­γες ασκή­σεις, ενώ σε εργα­σί­ες χρή­σι­μες και απα­ραί­τη­τες είναι από όλους πιο κατα­γέ­λα­στοι, έτσι και αυτοί εδώ˙διότι αυτοί που βαδί­ζουν πάνω στο τεν­τω­μέ­νο σχοι­νί επι­δει­κνύ­ον­τας τόσο θάρ­ρος, αν κάτι από τα ανα­πό­φευ­κτα της ζωής απαι­τή­σει τόλ­μη και θάρ­ρος, ούτε να το εννο­ή­σουν κάτι τέτοιο μπο­ρούν, ούτε να το ανε­χθούν. Έτσι και εκεί­νοι που πλου­τούν, ενώ τολ­μούν τα πάν­τα για τα χρή­μα­τα, για την πνευ­μα­τι­κή ζωή ούτε μικρό ούτε μεγά­λο δεν θέλουν να υπο­μεί­νουν. Και όπως εκεί­νοι ασκούν κάτι και επι­κίν­δυ­νο και ανώ­φε­λο, έτσι και αυτοί υπο­μέ­νουν πολ­λούς κιν­δύ­νους και πολ­λές κακο­το­πιές, δεν κατα­λή­γουν όμως σε τέλος καλό και υπο­μέ­νουν διπλό σκό­τος και από τη δια­στρο­φή του νου τυφλω­μέ­νοι και από την απα­τη­λή θολού­ρα των φρον­τί­δων τυλιγ­μέ­νοι. Για τον λόγο αυτό, ούτε να δια­κρί­νουν εύκο­λα κάτι δεν μπο­ρούν˙ διό­τι όποιος βρί­σκε­ται στα σκο­τει­νά, μόνο όταν φανεί ο ήλιος ελευ­θε­ρώ­νε­ται από το σκο­τά­δι. Όποιος όμως έχει χαλα­σμέ­να μάτια, δεν βλέ­πει ούτε όταν φανεί ο ήλιος. Αυτό ακρι­βώς έπα­θαν και αυτοί εδώ. Δεν αντι­λαμ­βά­νον­ται μήτε τον Ήλιο της Δικαιο­σύ­νης που έλαμ­ψε και τους καλεί, επει­δή ο πλού­τος τους έκλει­σε τα μάτια. Για τον λόγο αυτό και υπο­μέ­νουν διπλό σκό­τος· το ένα από τον εαυ­τό τους, το άλλο επει­δή δεν προ­σέ­χουν τον Διδά­σκα­λο. Ας Τον παρα­κο­λου­θού­με λοι­πόν με προ­σο­χή, για να ξανα­βρού­με τέλος κάπο­τε το φως μας.

Και πώς είναι δυνα­τόν να ξανα­δείς; Αν μάθεις πως τυφλώ­θη­κες. Και πώς λοι­πόν τυφλώ­θη­κες; Από την πονη­ρή επι­θυ­μία βεβαί­ως. Διό­τι, όπως σε μάτι καθα­ρό, έρχε­ται, ως υγρό ερε­θι­στι­κό, η επι­θυ­μία των χρη­μά­των και δημιουρ­γεί πυκνό νέφος. Αλλά είναι εύκο­λο και να σπά­σει και να δια­λυ­θεί το νέφος τού­το, αν δεχθού­με την ακτί­να από τη διδα­σκα­λία του Χρι­στού. Αν ακού­σου­με τις συμ­βου­λές και τους λόγους Του· «Μη θησαυ­ρί­ζε­τε για τον εαυ­τό σας θησαυ­ρούς επά­νω στη γη».

«Και τι θα κερ­δί­σω από την ακρό­α­ση», θα ρωτή­σει κάποιος, «όταν με κατέ­χει η επι­θυ­μία;». Αλλά ακρι­βώς η συνε­χής ακρό­α­ση μπο­ρεί να εξα­λεί­ψει και την επι­θυ­μία. Και αν επι­μέ­νεις να κυριαρ­χεί­σαι από αυτήν, κατα­νόη­σε ότι δεν πρό­κει­ται για επι­θυ­μία. Τι είδους επι­θυ­μία είναι να βρί­σκε­σαι σε σκλη­ρή δου­λεία, να είσαι κάτω από τυραν­νι­κό ζυγό, κλει­σμέ­νος πίσω από τους τοί­χους μιας φυλα­κής, να ζεις στο σκο­τά­δι, να είσαι γεμά­τος από ταρα­χή, να υπο­μέ­νεις ανώ­φε­λους κόπους, να φυλάτ­τεις τα χρή­μα­τα για άλλους και συχνά και για τους εχθρούς; Σε ποιου είδους επι­θυ­μία ται­ριά­ζουν αυτά; Ποια φυγή ή δρό­μο δεν αξί­ζουν αυτά; Τι είδους επι­θυ­μία είναι αυτή, να εμπι­στεύ­ε­σαι τον θησαυ­ρό σου στους κλέ­πτες; Αν επι­θυ­μείς τα χρή­μα­τά σου στο σύνο­λό τους, τοπο­θέ­τη­σέ τα όπου μπο­ρούν να μεί­νουν ασφα­λι­σμέ­να και απεί­ρα­κτα˙διό­τι αυτά που κάνεις τώρα δεν δεί­χνουν άνθρω­πο που επι­θυ­μεί χρή­μα­τα, αλλά μαρ­τυ­ρούν δου­λεία, επι­βου­λή, ζημία, αγω­νία αδιά­κο­πη.

Εσύ όμως αν κάποιος σου δεί­ξει ένα μέρος απα­ρα­βί­α­στο επά­νω στη γη, και αν σε φέρει στην ίδια την έρη­μο υπο­σχό­με­νος την ασφα­λι­σμέ­νη φύλα­ξη των χρη­μά­των σου, ούτε διστά­ζεις ούτε επι­φυ­λάσ­σε­σαι, αλλά δεί­χνεις εμπι­στο­σύ­νη και μετα­φέ­ρεις εκεί τα χρή­μα­τά σου. Όταν όμως σου υπό­σχε­ται το ίδιο ο Θεός και όχι κάποιος άνθρω­πος και σου προ­τεί­νει όχι την έρη­μο αλλά τον ουρα­νό, πράτ­τεις τα αντί­θε­τα. Και όμως, αν χίλιες φορές αυτά είναι ασφα­λι­σμέ­να εδώ κάτω, ποτέ δεν θα μπο­ρέ­σεις να ελευ­θε­ρω­θείς από τη φρον­τί­δα. Και αν ακό­μα δεν τα χάσεις, δεν θα ελευ­θε­ρω­θείς ποτέ από την αγω­νία μήπως τα χάσεις Εκεί όμως δεν θα υπο­φέ­ρεις τίπο­τε από αυτά. Και επι­πλέ­ον θα ωφε­λη­θείς, διό­τι δεν κρύ­βεις μόνο το χρυ­σά­φι σου, αλλά και το σπεί­ρεις. Το ίδιο γίνε­ται θησαυ­ρός και σπό­ρος και κάτι περισ­σό­τε­ρο από τα δύο˙διότι ο σπό­ρος δεν κρα­τεί για πάν­το­τε, ενώ τού­το μένει παν­το­τι­νά. Και ο θησαυ­ρός δεν βλα­στά­νει, ενώ αυτό σου δίδει καρ­πούς αθα­νά­τους.

Και αν μου προ­βάλ­λεις τον χρό­νο και την ανα­βο­λή της αντα­πο­δό­σε­ως, μπο­ρώ και εγώ να σου δεί­ξω και να σου πω, πόσα και εδώ κερ­δί­ζεις. Χωρι­στά όμως από αυτά θα προ­σπα­θή­σω να σου απο­δεί­ξω και από αυτές τις βιο­τι­κές φρον­τί­δες ότι αυτά απο­τε­λούν προ­φά­σεις μάταιες. Πολ­λά στη ζωή αυτή δημιουρ­γείς, που δεν πρό­κει­ται να τα χαρείς ο ίδιος. Και αν σε κατη­γο­ρή­σει κανείς, προ­βάλ­λεις τα παι­διά σου και τα παι­διά των παι­διών σου και νομί­ζεις ότι ανα­κά­λυ­ψες ικα­νο­ποι­η­τι­κή δικαιο­λο­γία για περιτ­τούς κόπους. Όταν στα έσχα­τα γηρα­τειά σου κτί­ζεις σπί­τια μεγα­λό­πρε­πα, που προ­τού τελειώ­σουν, θα έχεις εσύ πολ­λές φορές ανα­χω­ρή­σει, και όταν φυτεύ­εις δέν­δρα, που μετά από χρό­νο πολύ θα σου δώσουν καρ­πό, και όταν αγο­ρά­ζεις περιου­σί­ες και κτή­μα­τα, που θα απο­κτή­σεις την κυριό­τη­τά τους έπει­τα από πολύ διά­στη­μα, και όταν πολ­λά άλλα παρό­μοια δημιουρ­γείς, που δεν θα δοκι­μά­σεις εσύ τη χαρά τους, τα ετοι­μά­ζεις τάχα για τον εαυ­τό σου ή για τους άλλους; Δεν είναι λοι­πόν εσχά­τη ανο­η­σία να μη στε­νο­χω­ρεί­σαι καθό­λου εδώ για την αργο­πο­ρία του χρό­νου, τη στιγ­μή μάλι­στα που από την αργο­πο­ρία αυτή θα χάσεις όλη την αμοι­βή σου, για την εκεί όμως καθυ­στέ­ρη­ση να αδρα­νείς, τη στιγ­μή που αυτή σου δίδει μεγα­λύ­τε­ρο κέρ­δος και δεν προ­ο­ρί­ζει σε άλλους τα αγα­θά, αλλά φέρει τις απο­λα­βές σε εσέ­να;

Εκτός από αυτά και η ανα­βο­λή δεν είναι και πολ­λή. Τα πράγ­μα­τα έχουν πλη­σιά­σει πολύ και δεν γνω­ρί­ζου­με μήπως και στη δική μας γενιά πάρει τέλος η ζωή αυτή και φθά­σει η φοβε­ρή εκεί­νη ημέ­ρα, που θα μας παρου­σιά­σει το φρι­κτό και αδέ­κα­στο δικα­στή­ριο. Τα περισ­σό­τε­ρα σημεία έχουν πραγ­μα­το­ποι­η­θεί και το Ευαγ­γέ­λιο έχει κηρυ­χθεί σε όλα τα μέρη του κόσμου και οι πόλε­μοι και οι σει­σμοί και οι λιμοί έχουν γίνει και η από­στα­ση πια δεν είναι μεγά­λη. Δεν βλέ­πεις τα σημεία; Αυτό ακρι­βώς είναι το μεγα­λύ­τε­ρο σημείο. Ούτε οι επί Νώε δεν είχαν δια­κρί­νει τα προ­μη­νύ­μα­τα της κατα­στρο­φής εκεί­νης, αλλά ενώ έπαι­ζαν και έτρω­γαν και νυμ­φεύ­ον­ταν και έπρατ­ταν όλα τα συνη­θι­σμέ­να της ζωής, τους βρή­κε η φοβε­ρή εκεί­νη τιμω­ρία. Τα ίδια και στα Σόδο­μα: ενώ δια­σκέ­δα­ζαν και δεν υπο­ψιά­ζον­ταν τίπο­τε, κεραυ­νο­βο­λή­θη­καν από τους κεραυ­νούς που έπε­σαν.

Αυτά ας έχου­με στον νου μας και ας κατευ­θύ­νου­με τον εαυ­τό μας στην προ­ε­τοι­μα­σία της απο­δη­μί­ας μας από εδώ. Διό­τι και αν ακό­μη δεν φθά­σει ποτέ η κοι­νή ημέ­ρα της συν­τέ­λειας, το τέλος του καθε­νός μας είναι πλη­σί­ον, είτε γέρον­τας είναι είτε νέος. Και δεν μπο­ρού­με, όταν φύγου­με από εδώ, ούτε λάδι πια να αγο­ρά­σου­με, ούτε να παρα­κα­λέ­σου­με και να λάβου­με συγνώ­μη, είτε ο Αβρα­άμ μεσο­λα­βή­σει, είτε ο Νώε, ο Ιώβ ή ο Δανι­ήλ. Έως ότου λοι­πόν έχου­με και­ρό, ας ετοι­μά­σου­με για τον εαυ­τό μας από τώρα για τότε την παρ­ρη­σία μας πολ­λή, ας συγ­κεν­τρώ­σου­με τα πάν­τα στον ουρα­νό, για να τα απο­λαύ­σου­με την κατάλ­λη­λη ώρα και όταν τα χρεια­ζό­μα­στε, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δύνα­μις και η δόξα και τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία Κ΄,Πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 9, σελί­δες 707–727.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 64, σελ. 87–92.

https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLUnhXelZwYTVqWWs/view

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Η ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ)

Ιερού Χρυ­σο­στό­μου, Η ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ

«Ὅταν δ νηστεύ­η­τε, μ γίνε­σθε σπερ ο ποκρι­τα σκυ­θρω­ποί· φανί­ζου­σι γρ τ πρό­σω­πα ατν πως φανσι τος νθρώ­ποις νηστεύ­ον­τες· μν λέγω μν τι πέχου­σι τν μισθν ατν(:Όταν νηστεύ­ε­τε, μη γίνε­στε όπως οι υπο­κρι­τές, σκυ­θρω­ποί και κατη­φείς· διό­τι αυτοί αλλοιώ­νουν και μαραί­νουν το πρό­σω­πό τους, παίρ­νουν την εμφά­νι­ση αδυ­να­τι­σμέ­νου ανθρώ­που, για να φανούν στους άλλους ότι νηστεύ­ουν· αλη­θι­νά σας λέγω ότι απο­λαμ­βά­νουν ολό­κλη­ρο τον μισθό τους ‚δηλα­δή τους επαί­νους των ανθρώ­πων)».[Ματθ. 6,16]

Αρμό­ζει να στε­νά­ξου­με εδώ πολύ και να θρη­νή­σου­με πικρά. Δεν μιμού­μα­στε μόνο τους υπο­κρι­τές, αλλά και τους έχου­με ξεπε­ρά­σει. Διό­τι γνω­ρί­ζω βέβαια, γνω­ρί­ζω πολ­λούς άλλους που δεν νηστεύ­ουν και καυ­χών­ται γι’ αυτό, αλλά γνω­ρί­ζω και άλλους, οι οποί­οι δε νηστεύ­ουν και όμως εξω­τε­ρι­κώς λαμ­βά­νουν εντού­τοις το ύφος ανθρώ­πων που νηστεύ­ουν και κάνουν έτσι απο­λο­γία γι’ αυτήν τους την ενέρ­γεια, χει­ρό­τε­ρη από την αμαρ­τία που δια­πράτ­τουν. «Για να μη σκαν­δα­λί­σω», λέγει ένας τέτοιος άνθρω­πος, «τους πολ­λούς, το κάνω αυτό». Μα τι είναι αυτό που λέγεις; Είναι ο νόμος του Θεού που ορί­ζει τη νηστεία και εσύ θυμή­θη­κες το σκάν­δα­λο; Και νομί­ζεις ότι σκαν­δα­λί­ζεις, όταν τον τηρείς και απο­σο­βείς το σκάν­δα­λο, όταν τον παρα­βαί­νεις;

Μπο­ρεί να υπάρ­ξει χει­ρό­τε­ρη ανο­η­σία από αυτήν; Δεν θα στα­μα­τή­σεις να γίνε­σαι χει­ρό­τε­ρος και από τους υπο­κρι­τές και να διπλα­σιά­ζεις την υπο­κρι­σία, κατα­νο­ών­τας τη μεγά­λη υπερ­βο­λή της κακί­ας αυτής, δεν θα ντρα­πείς την έμφα­ση της δια­τυ­πώ­σε­ως; Πράγ­μα­τι, δεν είπε μόνο ότι υπο­κρί­νον­ται, αλλά, επει­δή ήθε­λε να τους επι­τι­μή­σει περισ­σό­τε­ρο, λέγει: «φανί­ζου­σι γρ τ πρό­σω­πα ατν(:αφα­νί­ζουν τα πρό­σω­πά τους) δηλα­δή τα παρα­μορ­φώ­νουν, τα αλλοιώ­νουν. Και αν τού­το λέγε­ται αφα­νι­σμός του προ­σώ­που, το να φαί­νε­ται ωχρό για λόγους κενο­δο­ξί­ας, τι θα μπο­ρού­σα­με να πού­με για τις γυναί­κες εκεί­νες που παρα­μορ­φώ­νουν με σκό­νες και βαφές τα πρό­σω­πά τους για να προ­σελ­κύ­ουν τους ακό­λα­στους νέους; Διό­τι εκεί­νοι τον εαυ­τό τους μόνο βλά­πτουν, ενώ αυτές και τον εαυ­τό τους και όσους τις βλέ­πουν. Γι’ αυτό πρέ­πει και τη μία και την άλλη βλά­βη να απο­φεύ­γου­με με όλη τη δύνα­μή μας.

Ο Κύριος μάς έχει δώσει εντο­λή όχι μόνο να μην επι­δει­κνυό­μα­στε, αλλά και να προ­σπα­θού­με να παρα­μέ­νου­με απα­ρα­τή­ρη­τοι, πράγ­μα που έκα­με και προ­η­γου­μέ­νως. Και στην μεν περί­πτω­ση της ελεη­μο­σύ­νης δεν το έθε­σε απλά, αλλά όταν είπε: «Προ­σέ­χε­τε τν λεη­μο­σύ­νην μν μ ποιεν μπρο­σθεν τν νθρώ­πων(:Προ­σέ­χε­τε να μην κάνε­τε την ελεη­μο­σύ­νη σας μπρο­στά στα μάτια των ανθρώ­πων)», πρό­σθε­σε: «πρς τ θεαθναι ατος(:για να σας δουν και σας θαυ­μά­σουν και να σας επαι­νέ­σουν)»[Ματθ.6,1]. Στην περί­πτω­ση δε της νηστεί­ας και της προ­σευ­χής δεν όρι­σε τίπο­τα τέτοιο. Για­τί τάχα; Επει­δή η ελεη­μο­σύ­νη είναι αδύ­να­τον να γίνει κρυ­φά εξ ολο­κλή­ρου, είναι όμως δυνα­τό να παρα­μεί­νουν κρυ­φές η προ­σευ­χή και η νηστεία. Όπως λοι­πόν όταν είπε: «Να μη γνω­ρί­ζει το αρι­στε­ρό σου χέρι τι πράτ­τει το δεξιό σου», δεν εννο­ού­σε τα χέρια, αλλά ότι πρέ­πει με μεγά­λη προ­σο­χή να απο­κρύ­πτου­με την ελεη­μο­σύ­νη από όλους. Και όταν συμ­βού­λευ­σε να απο­συ­ρό­μα­στε στον ιδιω­τι­κό μας χώρο προ­σευ­χής [Ματθ.6,6: «Σ δ ταν προ­σεύχ, εσελ­θε ες τν ταμιεον σου, κα κλεί­σας τν θύραν σου πρό­σευ­ξαι τ πατρί σου τ ν τ κρυ­πτ, κα πατήρ σου βλέ­πων ν τ κρυ­πτ ποδώ­σει σοι ν τ φανερ(:Εσύ όμως, όταν θέλεις να προ­σευ­χη­θείς, να προ­τι­μάς να μπαί­νεις στο ιδιαί­τε­ρο δωμά­τιό σου, και αφού κλεί­σεις την πόρτα,κάμε την προ­σευ­χή σου στον Πατέ­ρα σου, που είναι αόρα­τος και σαν κρυμ­μέ­νος. Και ο Πατέ­ρας σου, που βλέ­πει και τα πλέ­ον από­κρυ­φα, θα σου απο­δώ­σει στα φανε­ρά την αμοι­βή σου)»], δεν καθό­ρι­σε οπωσ­δή­πο­τε εκεί μόνο να προ­σευ­χό­μα­στε, αλλά υπο­νο­ού­σε πάλι το ίδιο. Έτσι και εδώ, όταν έδω­σε εντο­λή να αλεί­φου­με το κεφά­λι μας[Ματθ.6,17:«Σ δ νηστεύ­ων λει­ψαί σου τν κεφαλν»], δεν έθε­σε νόμο για να αλει­φό­μα­στε όλοι οπωσ­δή­πο­τε· διό­τι τότε θα βρε­θού­με όλοι ότι παρα­βαί­νου­με αυτόν τον νόμο και περισ­σό­τε­ρο από όλους αυτοί που έκα­μαν κύριο έργο τους τη φύλα­ξή του, οι κοι­νό­τη­τες των μονα­χών οι οποί­οι έχουν κατα­φύ­γει στα όρη.

Δεν όρι­σε λοι­πόν τού­το. Αλλά επει­δή οι παλαιοί συνή­θι­ζαν να αλεί­φον­ται σε κάθε ευχά­ρι­στο και χαρού­με­νο γεγο­νός- και τού­το μπο­ρεί να το δια­πι­στώ­σει κανείς και στην επο­χή του Δαυίδ και του Δανι­ήλ- είπε να αλει­φό­μα­στε και εμείς, όχι για να το κάνου­με αυτό οπωσ­δή­πο­τε, αλλά να φρον­τί­ζου­με με κάθε τρό­πο και πολ­λή προ­σο­χή να απο­κρύ­πτου­με τη νηστεία που κατορ­θώ­νου­με να κάνου­με.

Και για να αντι­λη­φθείς ότι αυτή τη σημα­σία έχει η εντο­λή Του, ο Ίδιος το απέ­δει­ξε εμπρά­κτως αυτό, το οποίο με τα λόγια νομο­θέ­τη­σε, δηλα­δή αφού νήστε­ψε για σαράν­τα ημέ­ρες, παρα­μέ­νον­τας απα­ρα­τή­ρη­τος, εντού­τοις ούτε άλει­ψε το κεφά­λι Του, ούτε έπλυ­νε το πρό­σω­πό Του. Ωστό­σο και χωρίς να τα κάνει αυτά έφε­ρε εις τέλος την άσκη­σή Του περισ­σό­τε­ρο ακε­νό­δο­ξα από κάθε άλλον. Αυτό ακρι­βώς ορί­ζει και σε μας και με το να φέρει τους υπο­κρι­τές ως παρά­δειγ­μα και με το να προ­τρέ­ψει με διπλό παράγ­γελ­μα τους ακρο­α­τές Του [« Σ δ νηστεύ­ων λει­ψαί σου τν κεφαλν κα τ πρό­σω­πόν σου νίψαι πως μ φανς τος νθρώ­ποις νηστεύ­ων»:Ματθ.6,16–17].

Και κάτι άλλο μας αφή­νει να εννο­ή­σου­με με τον χαρα­κτη­ρι­σμό «υπο­κρι­τές». Δηλα­δή όχι μόνο ότι το πράγ­μα είναι κατα­γέ­λα­στο και ότι συνε­πά­γε­ται και εσχά­τη τιμω­ρία, αλλά και με το να απο­δεί­ξει ότι η απά­τη αυτή είναι πρό­σκαι­ρη, μας οδη­γεί μακριά από την πονη­ρή αυτή επι­θυ­μία. Πραγ­μα­τι­κά, ο υπο­κρι­τής έως τότε φαί­νε­ται λαμ­πρός, έως ότου τον παρα­κο­λου­θούν οι θεα­τές, όσο διαρ­κεί η παρά­στα­ση· μάλ­λον ούτε και τότε δεν έχουν όλοι την ίδια γνώ­μη, επει­δή γνω­ρί­ζουν οι περισ­σό­τε­ροι από τους θεα­τές ποιος είναι και ποιον υπο­κρί­νε­ται. Όταν όμως τελειώ­σει η παρά­στα­ση, απο­κα­λύ­πτε­ται πλέ­ον σε όλους ολο­κά­θα­ρα. Το ίδιο λοι­πόν υπο­μέ­νουν κατ’ ανάγ­κη και οι κενό­δο­ξοι. Και είναι εδώ φανε­ρό στους περισ­σο­τέ­ρους ότι αυτοί δεν είναι ό,τι φαί­νον­ται, αλλά φορούν ένα προ­σω­πείο μόνο. Θα απο­κα­λυ­φθούν εντού­τοις ολο­κλη­ρω­τι­κά μετά από την επί­γεια αυτή ζωή, όταν τα πάν­τα θα παρου­σια­στούν γυμνά και ξεσκέ­πα­στα.

Και με άλλο τρό­πο πάλι τους απο­τρέ­πει από την υπο­κρι­σία, παρου­σιά­ζον­τας την εντο­λή Του ότι είναι ελα­φρά· διό­τι ούτε κάνει αυστη­ρό­τε­ρη την νηστεία, ούτε εντέλ­λε­ται να επι­δεί­ξου­με μεγα­λύ­τε­ρο ζήλο, αλλά μας συμ­βου­λεύ­ει για να μη χάσου­με τον στέ­φα­νο από αυτήν. Ώστε αυτό που φαί­νε­ται βαρύ και φορ­τι­κό, είναι κοι­νό και για εμάς και για τους υπο­κρι­τές, επει­δή νηστεύ­ουν και αυτοί. Εκεί­νο όμως που είναι ελα­φρό­τε­ρο, το να μη χάσου­με δηλα­δή τον μισθό, μολο­νό­τι κοπιά­σα­με, αυτό είναι, μας λέγει, που σας συμ­βου­λεύω.

Έτσι, δεν προ­σθέ­τει τίπο­τε στους κόπους μας, εξα­σφα­λί­ζει όμως προς χάριν μας τους μισθούς μας και δεν αφή­νει να φύγου­με χωρίς στε­φά­νι, όπως οι υπο­κρι­τές. Αυτοί δεν θέλουν να μιμη­θούν ούτε αυτούς που αγω­νί­ζον­ται στους Ολυμ­πια­κούς αγώ­νες, οι οποί­οι, παρά το ότι τους παρα­κο­λου­θεί τόσο πλή­θος και τόσοι άρχον­τες, εντού­τοις έναν μονά­χα επι­διώ­κουν να ικα­νο­ποι­ή­σουν, αυτόν που είναι αρμό­διος να βρα­βεύ­σει την νίκη τους, και ας είναι πολύ ασή­μαν­τος. Εσύ όμως αν και έχεις διπλή αιτία για να επι­δει­κνύ­εις σε Εκεί­νον τη νίκη σου, διό­τι αφε­νός Αυτός είναι που δίνει το βρα­βείο και αφε­τέ­ρου ασύγ­κρι­τα υπε­ρέ­χει από όλους όσοι κάθον­ται στο θέα­τρο, εντού­τοις κάνεις επί­δει­ξη της αρε­τής σου σε άλλους, που όχι μόνο δε σε ωφε­λούν αλλά και σου προ­ξε­νούν υπερ­βο­λι­κά μεγά­λη ζημία.

«Αλλά», λέγει ο Κύριος, «και τού­το δεν σου το απο­κλείω. Αν θέλεις να επι­δει­χθείς και στους ανθρώ­πους, περί­με­νε, και Εγώ θα σου το παρα­χω­ρή­σω και τού­το πιο απλό­χε­ρα και με περισ­σό­τε­ρο κέρ­δος. Τώρα βέβαια η επί­δει­ξη αυτή σε απο­μα­κρύ­νει από τη δική Μου δόξα, όπως πάλι σε συν­δέ­ει προς αυτήν η περι­φρό­νη­ση αυτών. Τότε, όμως, θα τα απο­λαύ­σεις όλα με κάθε ελευ­θε­ρία· αλλά και πριν από αυτά, δεν θα είναι μικρή η ωφέ­λειά σου και εδώ αν αδια­φο­ρή­σεις εντε­λώς για όλη τη δόξα των ανθρώ­πων, καθώς θα ελευ­θε­ρω­θείς από τη βαριά ανθρώ­πι­νη δου­λεία και θα γίνεις γνή­σιος εργά­της της αρε­τής».

Τώρα, βέβαια, αν έτσι σκέ­πτε­σαι για τη νηστεία, αν βρε­θείς σε έρη­μο μέρος, θα χάσεις τελεί­ως αυτήν την αρε­τή, επει­δή δε θα έχεις εκεί­νους που θα σε βλέ­πουν. Τού­το όμως είναι γνώ­ρι­σμα εκεί­νου που υβρί­ζει την ίδια την αρε­τή, εάν βέβαια όχι για αυτήν την ίδια, αλλά πρό­κει­ται να την ασκή­σεις προς χάριν των σχοι­νο­ποιών και των σιδη­ρουρ­γών και του πλή­θους των ανθρώ­πων της αγο­ράς, για να σε θαυ­μά­ζουν οι κακοί και οι απο­μα­κρυ­σμέ­νοι από αυτήν. Και προ­κα­λείς τους εχθρούς της για να κάνεις επί­δει­ξη και να σε θαυ­μά­σουν που νηστεύ­εις. Είναι το ίδιο να απο­φά­σι­ζε κανείς να είναι σαρ­κι­κά εγκρα­τής όχι επει­δή πραγ­μα­τι­κά ανα­γνω­ρί­ζει την αξία της εγκρα­τεί­ας, αλλά για να κάνει επί­δει­ξη στους ακο­λά­στους. Και εσύ λοι­πόν δε θα προ­τι­μού­σες την αρε­τή, παρά μόνο εξαι­τί­ας των εχθρών της, αλλά αξί­ζει και από τού­το να την θαυ­μά­σει κανείς, διό­τι την επαι­νούν και οι εχθροί της. Πρέ­πει όμως να τη θαυ­μά­ζου­με όχι εξαι­τί­ας των άλλων, αλλά εξαι­τί­ας της αξί­ας της. Επει­δή και εμείς θεω­ρού­με προ­σβο­λή να μη μας αγα­πούν επει­δή το αξί­ζου­με, αλλά χάρις στους άλλους.

Την ίδια γνώ­μη να έχεις λοι­πόν και για την αρε­τή: μην την επι­διώ­κεις προς χάριν των άλλων μήτε να υπα­κούς στον Θεό χάριν των ανθρώ­πων, αλλά να πεί­θε­σαι στους ανθρώ­πους χάριν του Θεού. Αν κάνεις το αντί­θε­το, ακό­μη και αν νομί­ζεις ότι ασκείς την αρε­τή, παρο­ξύ­νεις τον θυμό του Κυρί­ου, όμοια με εκεί­νον που δεν ασκεί· διό­τι όπως εκεί­νος παρά­κου­σε με το να μην τηρή­σει την εντο­λή, έτσι και εσύ έκα­νες το ίδιο με το να την εφαρ­μό­σεις με τρό­πο αντί­θε­το από τον νόμο[…].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047–64/In%20Matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία Κ΄, Πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 9, σελί­δες 698–705 .

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 64, σελ. 85–87.

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΜΕΣΤΟΙ ΑΓΑ­ΘΟ­ΣΥ­ΝΗ­Σί)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΜΕΣΤΟΙ ΑΓΑΘΟΣΥΝΗΣ, ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ,ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 28–2‑1982]

Β67

Μήνυ­μα αγα­θο­σύ­νης, αγα­πη­τοί μου, σήμε­ρα, η Εκκλη­σία μας μάς δίνει. Ενό­ψει της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής, μας λέγει ποιοι πρέ­πει να είμα­στε. Και έτσι στη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, μας δίνει αυτό το μήνυ­μα της αγα­θο­σύ­νης.

Η αγα­θο­σύ­νη δεν είναι απλώς μία τήρη­ση εντο­λών. Διό­τι, όπως θα ακού­σε­τε λίγο πιο κάτω, θα δοθεί ίσως η εντύ­πω­σις, αλλά η ψευ­δής εντύ­πω­σις, ότι πρό­κει­ται περί κάποιων εντο­λών σαν κάτι που έρχον­ται να βοη­θή­σουν απλώς τον άνθρω­πο να κάνει κάτι στη ζωή του. Και ακό­μη για να δώσει και ένα χρώ­μα εις αυτήν την περί­ο­δον της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής. Όχι, αγα­πη­τοί μου. Αλλά έχου­με μία μετα­βο­λή, μια αλλα­γή μέσα στον άνθρω­πο. Η αγα­θο­σύ­νη δεν είναι παρά η ροπή προς κάτι το και­νού­ριο, το πνευ­μα­τι­κό, το αγα­θό, κάτι που ο άνθρω­πος θέλει να κάνει το καλό. Λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Ρωμαί­ους επι­στο­λήν του τα εξής: «Ππει­σμαι δ, δελ­φο μου, κα ατς γ περ μν, τι κα ατο(εσείς δηλα­δή)μεστο στε γαθωσνης(Είσα­στε γεμά­τοι από αγα­θο­σύ­νη)».

Για να κατα­λά­βου­με τι θα πει αγα­θο­σύ­νη, θα σας έλε­γα τού­το. Θα πάρω το αντί­θε­το. Ρωτού­με πολ­λές φορές έναν άνθρω­πο: «Για­τί έκα­νες αυτό το κακό; Για­τί έσπα­σες εκεί­νο το πράγ­μα; Για­τί κατέ­στρε­ψες εκεί­νο το αντι­κεί­με­νον;». Και απαν­τά­ει: «Δεν είχα λόγους». «Τότε για­τί;». «Έτσι το ήθε­λα, έτσι, έτσι το επι­θυ­μού­σα». Αυτό σημαί­νει ότι ο άνθρω­πος αυτός έχει μία ροπή στο κακό. Σαν να είναι το κακό μέσα στο κύτ­τα­ρό του. Και δεν ευχα­ρι­στιέ­ται παρά μόνο όταν βλέ­πει το κακό. Ε, το αντί­θε­το αυτού είναι η αγα­θο­σύ­νη. Σαν να είναι το καλό μέσα στο κύτ­τα­ρό του και να επι­θυ­μεί να κάνει πάν­τα το καλό. Να είναι τρό­πον τινά από τη φύση του την ίδια τέτοιος που να θέλει να κάνει πάν­τα το καλό. Αλλά προ­σέξ­τε. Σαν να είναι από τη φύση του την ίδια…

Όχι αγα­πη­τοί μου, ακρι­βώς. Η αγα­θο­σύ­νη είναι δώρο του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Λέει στην προς Γαλά­τας επι­στο­λήν του ο Από­στο­λος Παύ­λος: « δ καρπς το Πνεματς στιν γπη, χαρ, ερνη», και τα λοι­πά, «… γαθωσνη ». Ώστε αυτή η ροπή, αυτό το σπρώ­ξι­μο της ψυχής μας πάν­τα προς το καλό, είναι κάτι που το δίδει το Πνεύ­μα το Άγιον. Ρίξ­τε μια ματιά στην επο­χή μας, εις τους συγ­χρό­νους μας ανθρώ­πους και μάλι­στα στη νεο­λαία μας, ιδιαι­τέ­ρως εις την νεο­λαία μας, όχι όμως απο­κλει­στι­κά εις την νεο­λαία μας και θα δεί­τε να έχουν αυτή τη ροπή και αυτήν την μανία στην κατα­στρο­φή. Άρα βλέ­πο­με οι καρ­ποί του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος έχουν αρθεί. Δεν υπάρ­χουν. Είναι λοι­πόν καρ­πός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Γι΄αυτό λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή του ότι «πέπει­σμαι», «έχω πει­στεί ότι όχι απλώς έχε­τε αγα­θο­σύ­νη αλλά ότι είσα­στε μεστοί αγα­θο­σύ­νης, είσα­στε γεμά­τοι από αγα­θο­σύ­νη». Από αυτή τη ροπή προς το καλό. Αλή­θεια, αυτό δεί­χνει ότι το Πνεύ­μα το Άγιον πραγ­μα­τι­κά δια­μορ­φώ­νει ολό­κλη­ρη τη ζωή του πιστού ανθρώ­που. Αυτό είναι μία αλη­θι­νή ευλο­γία. Ο άνθρω­πος αισθά­νε­ται και­νού­ριος πια. Αυτό είναι το «και­νού­ριος άνθρω­πος». Αισθά­νε­ται κάτι άλλο. Αισθά­νε­ται ότι είναι ελευ­θε­ρω­μέ­νος από τον εαυ­τό του, ελευ­θε­ρω­μέ­νος ακό­μη και από αυτόν τον χώρο και τον χρό­νο. Και ήδη ζει μέσα στη Βασι­λεία του Θεού. Είναι ένα άλλο πράγ­μα. Είναι μία αλη­θι­νή εμπει­ρία που αισθά­νε­ται ο άνθρω­πος. Δεν είναι κάτι που κατα­νο­εί­ται. Είναι κάτι που βιώ­νε­ται.

Αλλά έχον­τας αυτά υπό­ψη η Εκκλη­σία μας έρχε­ται να μας πει τώρα πώς πρέ­πει να κινη­θού­με μέσα στη Μεγά­λη Σαρα­κο­στή, που σημαί­νει ότι όχι μόνο ειδι­κά στη Μεγά­λη Σαρα­κο­στή, αλλά σε ολό­κλη­ρη τη ζωή μας. Αλλά επει­δή όμως θέλει να βοη­θή­σει τον νωθρόν άνθρω­πον, τον αμε­λή, γι΄αυτό βάζει αυτές τις, αυτά τα κομ­μά­τια του χρό­νου, όπως είναι μία Σαρα­κο­στή, για να βοη­θη­θεί ο άνθρω­πος να κάνει πάν­τα μια αρχή. Δεν είναι τίπο­τα άλλο, παρά εκεί­νο που έλε­γαν οι ασκη­ταί: «Βάζω αρχή». Έτσι είναι οι Σαρα­κο­στές μέσα στον χρό­νο. Και είναι σε μία κυκλι­κή κίνη­ση. Βάζω αρχή, κάνω αρχή. Και δεν έρχε­ται να μας δώσει, σας είπα, μία ρετσέ­τα, μία συν­τα­γή για κάποια πραγ­μα­τά­κια, για κάποιες προ­ϋ­πο­θέ­σεις, αλλά μας θέλει να είμα­στε αλλαγ­μέ­νοι άνθρω­ποι.

Και μας λέγει… Όπως ακού­σα­τε, είναι από το Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιο, στο έκτο κεφά­λαιο. Λέγει: «ν γρ φτε τος νθρποις τ παρα­πτματα ατν, φσει κα μν πατρ μν ορνιος» κτλ. Ώστε το μήνυ­μα της συγ­χω­ρή­σε­ως, της αφέ­σε­ως. Δεύ­τε­ρον: «ταν δ νηστεητε, μ γνεσθε σπερ ο ποκρι­τα σκυ­θρω­πο» κλπ· που σημαί­νει… δεύ­τε­ρο μήνυ­μα. Η νηστεία. «Μ θησαυρζετε μν θησαυ­ρος π τς γς». Τρί­το μήνυ­μα. Είναι η ελεη­μο­σύ­νη.

Αλλά ας τα δού­με αυτά, αγα­πη­τοί μου, λίγο πιο λεπτο­με­ρέ­στε­ρα. Και πρώ­τα πρώ­τα είναι η νηστεία. Ο Κύριος διορ­θώ­νει την εντο­λή της νηστεί­ας. Όπως ετέ­θη στην Παλαιά Δια­θή­κη, δεν νομο­θε­τεί για τη νηστεία, αλλά διορ­θώ­νει τη νηστεία. Αν θέλε­τε, ακό­μη την επα­να­το­πο­θε­τεί. Επει­δή οι Εβραί­οι είχαν παρα­νο­ή­σει και έγι­νε γι’αυτούς μία υπό­θε­ση εξω­τε­ρι­κή και μάλι­στα μία υπό­θε­ση επι­δεί­ξε­ως. Και ο Κύριος λέγει: «Όχι, δεν θα κινη­θείς να νηστεύ­σεις όπως οι υπο­κρι­ταί. Αλλά θα νηστεύ­σεις έτσι και έτσι»· που δεί­χνει μία επα­να­το­πο­θέ­τη­ση και όχι θεσμο­θέ­τη­ση της νηστεί­ας. Για­τί η νηστεία προ­ϋ­πήρ­χε. Το λέγω αυτό για να δεί­τε πόσο παλιά είναι η νηστεία και ότι Αυτός ο ίδιος ο Θεός τη θεσμο­θε­τεί μέσα εις αυτήν την Παλαιά Δια­θή­κη, για να μην πω ότι η νηστεία είναι συνη­λι­κιώ­της με το ανθρώ­πι­νο γένος.

Αλλά τι είναι εδώ τώρα η νηστεία; Η νηστεία είναι το αντι­στάθ­μι­σμα της παρα­κο­ής των πρω­το­πλά­στων· που στον πυρή­να είναι η υπα­κοή. Οι πρω­τό­πλα­στοι δεν ετή­ρη­σαν την εντο­λήν της νηστεί­ας, παρα­κού­σαν­τες. Για να γίνουν θεοί χωρίς τον Θεό. Ζητών­τας μία αυτό­νο­μη θέω­ση. Αλλά τώρα, για να πετύ­χου­με αυτό, για­τί ο Υιός του ανθρώ­που, ο Υιός του Θεού, ήρθε στον κόσμο για να μας ξανα­βά­λει εις στον Παρά­δει­σο, μας ξανα­βά­λει πάλι στη Βασι­λεία του Θεού ή, καλύ­τε­ρα, να μας βάλει στη Βασι­λεία του Θεού. Αφού θα περ­νού­σα­με ξανά από τον Παρά­δει­σο, κι έναν Παρά­δει­σο κρείτ­το­να, καλύ­τε­ρο, αγα­θό­τε­ρο Παρά­δει­σο. Έρχε­ται να μας πει: «Θα βαδί­σου­με τον ίδιο δρό­μο. Εκεί­νον που βάδι­σαν οι πρω­τό­πλα­στοι κατά την έξο­δό των από τον Παρά­δει­σον. Εκεί­νοι έφα­γαν και δεν υπή­κου­σαν. Εσείς δεν θα φάτε και θα υπα­κού­σε­τε. Πρέ­πει λοι­πόν να έχε­τε υπα­κοή και νηστεία, για να ξανα­γυ­ρί­σε­τε πάλι εις τον Παρά­δει­σον». Κανείς, αγα­πη­τοί μου, άγιος δεν μπή­κε στον Παρά­δει­σον χωρίς νηστεία και χωρίς υπα­κοή. Είναι λοι­πόν μία επα­να­φο­ρά, μία απο­κα­τά­στα­ση του κακού που κάνα­με. Ερχό­μα­στε να πού­με: «Κύριε, ν τ δάμ (για­τί είμε­θα εις την οσφύν του Αδάμ· όλο το ανθρώ­πι­νο γένος) παρέ­βη­μεν τήν ντο­λήν Σου. Τώρα υπα­κού­ο­με και νηστεύ­ο­με».

Ακό­μα νηστεύ­ο­με για να πεν­θή­σου­με. Για­τί η νηστεία είναι δείγ­μα πέν­θους. Όταν κάπο­τε κατη­γό­ρη­σαν οι Φαρι­σαί­οι τον Κύριον, για­τί οι μαθη­ταί οι δικοί Του δεν νηστεύ­ουν, ενώ οι μαθη­ταί οι δικοί των και οι μαθη­ταί του Ιωάν­νου ενή­στευαν, ο Κύριος είπε: «Εφό­σον έχουν τον Νυμ­φίο μαζί τους, πώς είναι δυνα­τόν να νηστεύ­σουν; Σε ένα γάμο δεν νηστεύ­ουν. Θα ‘ρθουν οι μέρες που θα αρθεί ο Νυμ­φί­ος(που είναι ο Χρι­στός, ο Νυμ­φί­ος της Εκκλη­σί­ας) και τότε θα νηστέ­ψουν. Και θα νηστεύ­ουν μέχρι τη Δευ­τέ­ρα του Χρι­στού Παρου­σία». Ώστε είναι ένα πέν­θος η νηστεία, αγα­πη­τοί μου. Δεν το κάνο­με για τον Θεό. Το κάνο­με για τον εαυ­τό μας. Μερι­κοί νομί­ζουν ότι υπο­χρε­ώ­νουν τον Θεό με το να νηστέ­ψουν. Είναι ανο­η­σία. Πεν­θού­με. Και τη Μεγά­λη Παρα­σκευή δεν πεν­θού­με τον Θεό. Πολύ περί­ερ­γο θα ήταν. Πεν­θού­με τη δική μας κατά­στα­ση, που έφθα­σε να σταυ­ρώ­σει η ανθρω­πό­τη­τα τον Θεό της.

Έτσι η νηστεία είναι σπου­δαίο στοι­χείο. Αλλά δεν πρέ­πει να είναι κάτι αναγ­κα­στι­κό. Βέβαια αναγ­κα­στι­κό θα είναι με την έννοια να σπρώ­ξου­με, να κινή­σου­με τη νωθρή μας φύση. Αλλά θα κινεί όμως από την ελευ­θε­ρία μας, θα είναι κάτι που θα το έχου­με κατα­λά­βει. Θα αισθα­νό­μα­στε ότι πραγ­μα­τι­κά πρέ­πει να δεί­ξου­με το πέν­θος μας. Και τη μετα­βο­λή μας ενώ­πιον του Θεού.

Αλλά ακό­μα το δεύ­τε­ρο είναι η συγ­χώ­ρη­σις. Για σκε­φτεί­τε αυτό το θέμα της συγ­χω­ρή­σε­ως, πόσο σπου­δαίο είναι. Μας κάνει μιμη­τάς του Χρι­στού· που επά­νω εις τον Σταυ­ρό συγ­χω­ρού­σε τους σταυ­ρω­τάς Του. Μας κάνει μιμη­τάς του Θεού, ο Οποί­ος μας συγ­χω­ρεί. Και όχι μόνο μας συγ­χω­ρεί αλλά έρχε­ται να μας συναν­τή­σει με την Εναν­θρώ­πη­ση εδώ στη γη, αφού ολό­τε­λα άφη­σε εκεί­νο που εμείς το κάνα­με και μας προ­σλαμ­βά­νει πάλι στη δική Του την βασι­λεία. Για σκε­φθεί­τε! Το μίσος χωρί­ζει τον άνθρω­πο από τον Θεό.

Όπως θα ξέρε­τε, εκεί­νο το στοι­χείο που χωρί­ζει το ανδρό­γυ­νο είναι η μοι­χεία. Δεν είναι ούτε οι καυ­γά­δες ούτε τι άλλο. Ασυμ­φω­νία χαρα­κτή­ρος και άλλα πολ­λά. Ένα πράγ­μα μόνο χωρί­ζει το ανδρό­γυ­νο. Η μοι­χεία. Διό­τι ο γάμος είναι εις τύπον ενώ­σε­ως Χρι­στού και Εκκλη­σί­ας. Και η μοι­χεία είναι μία άρνη­ση αυτής της ενώ­σε­ως και συνε­πώς μία κατα­στρο­φή αυτού του τύπου ενώ­σε­ως Χρι­στού και Εκκλη­σί­ας. Το μίσος είναι μία άρνη­ση του τύπου της ενώ­σε­ως των τριών προ­σώ­πων στην Αγία Τριά­δα. Διό­τι οι πιστοί είναι ηνω­μέ­νοι εις τύπον της ενώ­σε­ως της Αγί­ας Τριά­δος. Ο Χρι­στός είπε: «να σιν ν καθς μες ν σμεν». «Να είναι, Κύριε, οι Χρι­στια­νοί ένα, όπως εμείς είμα­στε ένα». Όταν όμως οι Χρι­στια­νοί δεν είναι ένα αλλά τους χωρί­ζει το μίσος, τότε η συμ­πε­ρι­φο­ρά τους αυτή κατα­στρέ­φει την εικό­να του μυστη­ρί­ου της ενώ­σε­ως εν μια ουσία των τριών προ­σώ­πων της Αγί­ας Τριά­δος. Και αυτό είναι πάρα πολύ σοβα­ρό. Δεν είναι δυνα­τόν ποτέ εκεί­νος που έχει το μίσος να μπει στη Βασι­λεία του Θεού. Διό­τι ο Χρι­στια­νι­σμός είναι μίμη­σις, όπως λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος, είναι μίμη­σις της Αγί­ας Τριά­δος. Αν λοι­πόν δεν μιμη­θού­με αυτήν την ενό­τη­τα των προ­σώ­πων της Αγί­ας Τριά­δος, πώς μπο­ρού­με να ειπω­θού­με ότι είμα­στε Χρι­στια­νοί; Δεν είναι δυνα­τόν αυτό ποτέ να γίνει. Συνε­πώς, αγα­πη­τοί μου, θα πρέ­πει να συγ­χω­ρού­με. Με όλη μας την καρ­διά. Λέγει εδώ ο Κύριος, να συγ­χω­ρού­με τόσο με την καρ­διά μας, για­τί αλλιώ­τι­κα κιν­δυ­νεύ­ου­με να μη μας συγ­χω­ρή­σει ο Θεός.

Και ερχό­με­θα εις το τρί­το στοι­χείο, που είναι το θέμα των θησαυ­ρών, της συλ­λο­γής χρη­μά­των, του θησαυ­ρού γενι­κά, το να θησαυ­ρί­ζω, το να πλου­τί­ζω. Λέγει εδώ ο Κύριος: «Μη θησαυ­ρί­ζε­τε θησαυ­ρούς επί της γης, που η σκου­ριά και οι κλέ­φτες κατα­στρέ­φουν, η σκου­ριά και το σκου­λή­κι κατα­στρέ­φει…». Και ανα­φέ­ρε­ται όχι μόνο στα χρή­μα­τα, αλλά και στα αντι­κεί­με­να. Γι΄αυτό λέει «το σκου­λή­κι». Αλλά και οι κλέ­πται κλέ­πτουν. Βλέ­πε­τε, σήμε­ρα, δεν ξέρου­με πώς να ασφα­λί­σο­με τα αγα­θά μας, για­τί έχει πολύ­νει η κλο­πή. Είναι ένα σημά­δι των και­ρών αυτό, του ότι οι άνθρω­ποι κλέ­πτουν. Κλέ­πτουν, κλέ­πτουν, φοβε­ρά κλέ­πτουν. Φανε­ρά και κρυ­φά κλέ­πτουν.

Αλλά εδώ πρώ­τα- πρώ­τα έχει το μήνυ­μα της απλής ζωής. Ότι να μην είσαι πλού­σιος άνθρω­πος, για­τί ο πλού­τος σου θα σε δυσκο­λέ­ψει μέχρι του βαθ­μού του αδυ­νά­του να δεις τον Θεό. Είναι σχε­δόν αδύ­να­τον. Βάζω το «σχε­δόν», διό­τι λέγει «τ δύνα­τα παρ νθρώ­ποις δυνατ παρ τ Θε στιν». Έξω όμως από αυτό το θέμα του πλού­του, έρχε­ται να μας πει ο Κύριος και τού­το. Όταν τοπο­θε­τείς σαν αντι­κεί­με­νο των ενδια­φε­ρόν­των σου τα χρή­μα­τα. Για­τί για μια στιγ­μή, δεν ξέρω, μπο­ρεί κάτι να συνέ­βη και να βρέ­θη­κες πάρα πολύ πλού­σιος. Αλλά δεν είναι το θέμα αν βρέ­θη­κες ή δεν βρέ­θη­κες πλού­σιος. Το θέμα είναι ποιο είναι το αντι­κεί­με­νο των βλέ­ψε­ών σου, ποιος είναι ο στό­χος της ζωής σου. Είναι τα χρή­μα­τα; Στην επο­χή μας είναι τα χρή­μα­τα δυστυ­χώς ο στό­χος της ζωής μας. Μέχρι τέτοιου βαθ­μού που φθά­νο­με να κατα­στρέ­ψο­με τη ζωή μας για τα χρή­μα­τα, ανο­η­τό­τα­τα φυσι­κά, διό­τι πια καμιά αξία δεν θα είχαν αν κατα­στρέ­φα­με τη ζωή μας. Το να κατα­στρέ­ψω τη ζωή μου, αγα­πη­τοί μου, για να βγά­λω χρή­μα­τα, τότε σε τι θα με ωφε­λή­σουν τα χρή­μα­τα, αφού ήδη κατέ­στρε­ψα τη ζωή μου; Για να τα έχω να πηγαί­νω στους για­τρούς; Ή να πεθά­νω και να τα βρουν άλλοι; Μα είναι πολύ κου­τό, μα είναι αφάν­τα­στα κου­τό. Ο πλού­σιος άνθρω­πος είναι ο πιο κου­τός άνθρω­πος απ’ όλα τα δημιουρ­γή­μα­τα που υπάρ­χουν. Είναι ο πιο κου­τός άνθρω­πος. Πολύ δε παρα­πά­νω όταν είναι κολ­λη­μέ­νος επά­νω εις τα χρή­μα­τα. Είναι πολύ κου­τός άνθρω­πος. Είναι αξιο­λύ­πη­τος, αξιο­θρή­νη­τος. Ακό­μα και τα που­λιά του ουρα­νού τον λυπούν­ται και τα σκου­λή­κια της γης. Είναι πιο ευτυ­χι­σμέ­να αυτά. Πράγ­μα­τι, βλέ­πω πολ­λές φορές τα σκου­λή­κια της γης και λέει κανείς: «Είναι ευτυ­χι­σμέ­να;». Ο Θεός, αγα­πη­τοί μου, δεν έκα­νε κανέ­να δημιούρ­γη­μά Του δυστυ­χι­σμέ­νο. Μπο­ρεί να βλέ­πο­με την σκου­λη­καν­τέ­ρα να τρώ­ει χώμα και να τρυ­πά­ει και να μένει μέσα στη γη. Είναι ευτυ­χής. Όπως την έκα­νε ο Θεός είναι ευτυ­χής. Ο άνθρω­πος όμως επει­δή δεν γίνε­ται αυτό που τον έκα­νε ο Θεός, είναι δυστυ­χής. Γι΄αυτό τον λόγο θα πρέ­πει να προ­σέ­χει στο σημείο αυτό.

Αλλά όταν ο Κύριος λέγει «Μη θησαυ­ρί­ζε­τε» θέλει να πει και κάτι άλλο. Διό­τι αν υπο­τε­θεί ότι έρχον­ται χρή­μα­τα στα χέρια μου, τι να κάνω; Βεβαί­ως θα ζήσω. Αλά θα πρέ­πει να γίνω και κοι­νω­νός των άλλων. Είναι η ελεη­μο­σύ­νη. Θα πρέ­πει δηλα­δή να προ­σέ­ξω πάρα πολύ το θέμα αυτό, το κεφά­λαιο αυτό της ελεη­μο­σύ­νης. Οι άλλοι άνθρω­ποι να γίνουν κοι­νω­νοί των δικών μου αγα­θών. Η ελεη­μο­σύ­νη έχει πάρα πολ­λές βεβαί­ως πτυ­χές. Δεν είναι μόνο απλώς να πάρω χρή­μα­τα και να πω στον άλλον: «Πάρε αυτά». Όταν είμαι ο ευερ­γε­τι­κός άνθρω­πος καθ’ οιον­δή­πο­τε τρό­πον. Και το μέσον της ευερ­γε­τι­κό­τη­τός μου είναι τα χρή­μα­τα. Μπο­ρεί να κάνω κτί­σμα­τα στον τόπο που βρί­σκο­μαι. Να φτιά­ξω ένα σχο­λείο. Να φτιά­ξω μία Εκκλη­σία. Να φτιά­ξω έναν δρό­μο. Να βοη­θή­σω τους ανθρώ­πους να βελ­τιώ­σουν τη ζωή τους. Ξανα­λέ­γω, μπο­ρεί να μη βάλω στα χέρια των ανθρώ­πων τα χρή­μα­τα. Όταν όμως δώσω τις δυνα­τό­τη­τες, αυτοί δου­λεύ­ον­τας να μπο­ρούν να ζήσουν, για­τί εγώ έκα­να μιαν αρχή να φτιά­ξω, όπως σας είπα ένα δρό­μο σε ένα ορει­νό χωριό, κι αυτοί οι άνθρω­ποι μετά να μπο­ρούν να κινη­θούν με τα εμπο­ρεύ­μα­τά τους και να ζήσουν. Είμαι ένας ευερ­γέ­της. Δεν κάθο­μαι στα δικά μου τα χρή­μα­τα. Μέχρι τον περα­σμέ­νο αιώ­να και αρχές τού­του του αιώ­νος, αγα­πη­τοί μου, είχα­με πολ­λούς ευερ­γέ­τες. Πλού­σιοι, σπου­δαί­οι. Μεγά­λοι πλού­σιοι. Αλλά και ευερ­γέ­τες ταυ­το­χρό­νως.

Στην επο­χή μας δεν έχου­με ευερ­γέ­τες… Όχι βεβαί­ως ότι η ταπει­νο­φρο­σύ­νη τους κάνει να κρύ­βον­ται. Αντι­θέ­τως μάλι­στα, αν κάτι δώσουν κάπο­τε, τρέ­χουν γρή­γο­ρα γρή­γο­ρα να δια­φη­μι­σθούν από τις εφη­με­ρί­δες. Αλλά δεν έχο­με ευερ­γέ­τες. Που οι άνθρω­ποι σημαί­νει έχουν χάσει την αντί­λη­ψη της κοι­νω­νι­κό­τη­τος. Ότι πια οι άνθρω­ποι δεν σκέ­φτον­ται, δεν αισθά­νον­ται ότι υπάρ­χει δίπλα τους ο άλλος άνθρω­πος. Ζουν μόνοι τους. Ζουν πραγ­μα­τι­κά, ηθι­κά ζουν μόνοι τους. Είναι μεμο­νω­μέ­νοι. Είναι φοβε­ρό πράγ­μα. Γι’ αυτό τον λόγο ας προ­σέ­ξου­με πάρα πολύ και το σημείο αυτό.

Έτσι, βλέ­πο­με, αγα­πη­τοί μου, ότι ενό­ψει της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής, η Εκκλη­σία μας μας προ­βάλ­λει αυτά τα τρία συν­θή­μα­τα. Τα είπα «συν­θή­μα­τα». Τις τρεις προ­τά­σεις. Της νηστεί­ας, της συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τος και της ελεη­μο­σύ­νης. Όχι κατά έναν τρό­πο, όπως σας είπα και στην αρχή, τυπι­κόν, εξω­τε­ρι­κόν να κινη­θού­με σε αυτά. Αλλά κάτι που θα βγαί­νει από μέσα μας πραγ­μα­τι­κά. Εκεί­νο το «μεστοί πάσης γαθω­σύ­νης». Να είμα­στε γεμά­τοι από αυτά τα κίνη­τρα τα αγα­θά, για το καλό.

Πότε θα γίνει αυτό; Ε, να σας πω πότε θα γίνει αυτό. Ιδιαι­τέ­ρως μάλι­στα ως προς το θέμα του θησαυ­ρού μας. Ξέρε­τε ότι τον στό­χο που βάζω, στέ­κε­ται ταυ­τό­χρο­να και κρι­τή­ριο των όσων θα ενερ­γή­σω. Αν βάλω στό­χο μου τα χρή­μα­τα, τότε θα ενερ­γώ με κάθε τρό­πο για τα χρή­μα­τα. Αν βάλω στό­χο μου σαν ορει­βά­της να ανε­βώ στην κορυ­φή του Ολύμ­που, ασφα­λώς θα περ­πα­τή­σω και θα γίνει ταυ­το­χρό­νως και το κρι­τή­ριο για να ανε­βώ επά­νω εις την κορυ­φή του Ολύμ­που. Ποιος λοι­πόν είναι ο στό­χος μου; Ποιος είναι ο θησαυ­ρός μου; Για­τί ο θησαυ­ρός είναι στό­χος. Ποιος είναι ο θησαυ­ρός μου; Είναι το Πάσχα του Χρι­στού. Είναι ο Χρι­στός. Αν βάλω λοι­πόν σαν στό­χο τον Χρι­στό μου, το Πάσχα του Χρι­στού μου, τότε δεν χρειά­ζε­ται να μου ειπω­θεί ότι πρέ­πει να είμαι ο άνθρω­πος που θα συγ­χω­ρώ ή ο άνθρω­πος που θα μετα­φέ­ρω τα αγα­θά μου στους άλλους ανθρώ­πους. Όχι. Τότε μόνος μου πια το κατα­λα­βαί­νω. Για­τί; Έλε­γε ο Τερ­τυλ­λια­νός ότι ο άνθρω­πος, η ψυχή του ανθρώ­που είναι «φύσει χρι­στια­νή». Έτσι μας έκα­νε ο Θεός. Μας έκα­νε αγα­θούς, μας έκα­νε αγα­θούς, με αγα­θο­σύ­νη. Αλλά τότε για­τί μας το λέει η Αγία Γρα­φή; Για­τί το ξεχά­σα­με. Για­τί δια­στρα­φή­κα­με. Και επει­δή έγι­νε η δια­στρο­φή, έρχε­ται να γίνει τώρα εδώ η διόρ­θω­σις και η υπό­μνη­σις. Και με τον τρό­πον αυτόν να μπο­ρού­με να ξανα­γυ­ρί­σο­με στον αρχι­κό μας στό­χο, που είναι Αυτός ο Χρι­στός, ο Θεός Λόγος, που μας δημιούρ­γη­σε.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_137.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΕΓΕΡΤΗΡΙΟΝ ΣΑΛΠΙΣΜΑ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ[:Ματθ.6,16–21]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΕΓΕΡΤΗΡΙΟΝ ΣΑΛΠΙΣΜΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 25–2‑1996]

[Β330, β΄έκδοσις]

Ακού­σα­με, αγα­πη­τοί μου, στην σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή, να μας λέγει ο μέγας των Εθνών Παύ­λος τα εξής από την προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή του. Σε μετά­φρα­ση: «Να δέχε­στε όποιον έχει ασθε­νι­κή πίστη, χωρίς να επι­κρί­νε­τε τις από­ψεις του. Για παρά­δειγ­μα, ένας πιστεύ­ει πως μπο­ρεί να φάει τα πάν­τα, ενώ ο άλλος, που έχει ασθε­νι­κή πίστη, τρώ­ει μόνο χόρ­τα. Αυτός που τρώ­ει τα πάν­τα, ας μην περι­φρο­νεί όποιον δεν τρώ­ει. Αλλά κι αυτός που δεν τρώ­ει, ας μην κατα­κρί­νει όποιον τρώ­ει. Για­τί ο Θεός τον έχει δεχτεί στην Εκκλη­σία Του. Ποιος είσαι εσύ που κρί­νεις έναν ξένο υπη­ρέ­τη; Μόνο ο Κύριός Του μπο­ρεί να κρί­νει αν στέ­κε­ται ή όχι στην πίστη. Και θα στα­θεί, για­τί ο Κύριος έχει την δύνα­μη να τον στη­ρί­ξει».

Αγα­πη­τοί μου, όπως παρα­τη­ρού­με, στη σημε­ρι­νή, όπως είπα­με, απο­στο­λι­κή περι­κο­πή, να γίνε­ται ένα εγερ­τή­ριον σάλ­πι­σμα. Φαί­νε­ται ότι οι πιστοί ατο­νούν στην πνευ­μα­τι­κή τους πορεία· που τελι­κά φτά­νουν να κοι­μών­ται πνευ­μα­τι­κά. Έτσι, το εγερ­τή­ριον σάλ­πι­σμα, κατά και­ρούς, που κάνει ο λόγος του Θεού, είναι αναγ­καί­ον. Τι μας λέγει;

«Εἰδό­τες τὸν και­ρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερ­θῆ­ναι· νῦν γὰρ ἐγγύ­τε­ρον ἡμῶν ἡ σωτη­ρία ἢ ὅτε ἐπι­στεύ­σα­μεν. νξ προ­έ­κο­ψεν, δ μέρα γγι­κεν. ποθώ­με­θα ον τ ργα το σκό­τους κα νδυ­σώ­με­θα τ πλα το φωτός.ς ν μέρ εσχη­μό­νως περι­πα­τή­σω­μεν». Λέγει ο Παύ­λος: Δηλα­δή «γνω­ρί­ζον­τες κα ναγνω­ρί­ζον­τες τν και­ρόν», ότι είναι πια ώρα να σηκω­θού­με από τον ύπνο· διό­τι τώρα είμα­στε πιο κον­τά εις την σωτη­ρί­αν που έρχε­ται δια του Ιησού Χρι­στού, την ημέ­ρα της Δευ­τέ­ρας Του παρου­σί­ας, παρά τότε που επι­στεύ­σα­με. Η νύχτα πέρα­σε. Η ημέ­ρα πλη­σί­α­σε. Έτσι, λοι­πόν, σαν παι­διά της ημέ­ρας να πολι­τευ­θού­με -«περι­πα­τή­σω­μεν»- «εσχη­μό­νως», με καλό σχή­μα.

Κάτω από αυτές τις εικό­νες, αγα­πη­τοί, του ύπνου, της νύχτας και της ημέ­ρας, τι θέλει να υπο­δη­λώ­σει ο λόγος του Θεού; Για να το εννο­ή­σο­με, αυτές τις εικό­νες, πρέ­πει να θυμη­θού­με μια σημε­ρι­νή επέ­τειο. Για να αντι­λη­φθού­με τι σημαί­νει ότι πρέ­πει να σηκω­θού­με από τον ύπνο. Πρέ­πει να ξυπνή­σο­με. Βεβαί­ως, όχι τον βιο­λο­γι­κόν ύπνον. Είναι, αγα­πη­τοί μου, η έξο­δος του Αδάμ από τον Παρά­δει­σον του Θεού. Ο Αδάμ στον Παρά­δει­σο ήταν μέσα στο φως του Θεού. Ήταν θεω­μέ­νος. Είχε θεω­ρία Θεού. Είχε κοι­νω­νία Θεού. Κι έτσι είχε θεω­ρία Θεού. Δηλα­δή «έβλε­πε». Αυτό το «έβλε­πε» το βάζω σε εισα­γω­γι­κά. Αλλά πάν­τως ήταν μία θεω­ρία μετά του Θεού Λόγου. Αυτόν που αργό­τε­ρα, ο Θεός Λόγος, θα πάρει σάρ­κα και θα έρθει ανά­με­σά μας. Είχε, λοι­πόν, κοι­νω­νία.

Όταν εκεί­νο το δει­λι­νό ήρθε ο Θεός Λόγος, το υπο­γραμ­μί­ζω, να δει τον Αδάμ. Δεν ήτο κάτι… πρώ­τη φορά. Ήταν σύνη­θες. Ας μου επι­τρα­πεί έτσι να πω πολύ πολύ ανθρώ­πι­να, όπως κάνο­με το απο­γευ­μα­τά­κι ‑λέει «δει­λι­νό» η Αγία Γρα­φή- το απο­γευ­μα­τά­κι, αφού τελειώ­σο­με τις δου­λειές της ημέ­ρας μας, κάνο­με επι­σκέ­ψεις. Πηγαί­νο­με εμείς αλλού, έρχον­ται άλλοι σε μας. Έτσι ήταν συνη­θι­σμέ­νη περί­πτω­ση αυτή η κοι­νω­νία του Αδάμ με τον Θεό Λόγο. Εκεί­νο, όμως, το από­γευ­μα, αφού το μεση­μέ­ρι είχαν παρα­βεί την εντο­λή του Θεού, λέγει ο Θεός Λόγος: «δάμ, πο ε;». «Πού είσαι, Αδάμ;». Ο Αδάμ κρύ­φτη­κε! Κρύ­φτη­κε για­τί είχε αμαρ­τή­σει. Και ντρε­πό­ταν να εμφα­νι­στεί. -«Πού είσαι;». -«Εδώ είμαι, Κύριε». -«Για­τί κρύ­φτη­κες;». Εν τω μετα­ξύ δε, προ­σπά­θη­σε κάπως να κρύ­ψει την ασχη­μο­σύ­νη. «Ποιος σου είπε ότι είσαι γυμνός;». Για­τί είπε: -«Ντρέ­πο­μαι, για­τί είμαι γυμνός». -«Και ποιος σου είπε ότι είσαι γυμνός; Ποιος ήρθε να σου το ανα­κοι­νώ­σει αυτό;». Βεβαί­ως ήθε­λε να πει: «Είσαι γυμνός. Αλλά για­τί τώρα το συνει­δη­το­ποιείς; Ποιος ήρθε να σου το πει;». Βλέ­πε­τε, από την στιγ­μή που μπαί­νει η αμαρ­τία, αρχί­ζει και η ντρο­πή. Ένα μικρό παι­δά­κι δεν ντρέ­πε­ται, για­τί δεν έχει αμαρ­τί­ες.

Βλέ­πε­τε τι κοι­νω­νία είχε ο Αδάμ; Ο Αδάμ ήταν όλος φως. Αλλά εξο­ρί­στη­κε από τον Παρά­δει­σο. Αυτή η αυτο­θέ­ω­σή του, κατά την υπό­δει­ξη του σατα­νά, τον έκα­νε τελι­κά να βρε­θεί έξω από τον Παρά­δει­σο. Χωρίς πλέ­ον το φως του Θεού. Γυμνός. Γυμνός από τι; Από την χάρη του Θεού. Γυμνός από την πρώ­τη θεο­ΰ­φαν­τη στο­λή. Εκεί­νο που ακού­σα­με πιο πίσω, την Κυρια­κή του Ασώ­του, που ειπώ­θη­κε: «Φέρε­τε τήν στο­λήν τήν πρώ­την». Αυτή είναι η στο­λή η πρώ­τη. Εκεί­νη την οποία είχε ο Αδάμ και δεν ντρε­πό­ταν. Και που παίρ­νο­με ξανά στο Βάπτι­σμα. Αλλά την παίρ­νο­με την στο­λήν αυτήν όχι νερ­γεί, αλλά δυνά­μει. Δεν ξέρω αν το σκε­φτή­κα­τε ποτέ. Στη Βασι­λεία του Θεού, δεν θα υπάρ­χει ιμα­τι­σμός. Το σκε­φθή­κα­τε ποτέ; Ο προ­φή­της Ηλί­ας ήταν μονο­χί­των. Μια προ­βιά φορού­σε. Όταν όμως αρπά­χτη­κε «ς ες ορανόν», την πέτα­ξε την προ­βιά αυτή. Δεν την είχε ανάγ­κη. Για­τί απλού­στα­τα είναι η στο­λή της θεώ­σε­ως.

Ναι. Έτσι ο άνθρω­πος έμει­νε γυμνός απ’ αυτήν την πρώ­τη θεο­ΰ­φαν­τη στο­λή της θεώ­σε­ως. Μέσα σε ένα σκο­τά­δι αγνω­σί­ας Θεού. Και μέσα στο σκο­τά­δι αυτό, οι από­γο­νοι του Αδάμ έπε­σαν στον πνευ­μα­τι­κόν ύπνο· που είναι ο ύπνος της απο­στα­σί­ας. Δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται ο άνθρω­πος τι θα πει «απο­στα­τώ». Το απο­φα­σί­ζει. Δεν το συνει­δη­το­ποιεί. Εξάλ­λου και ο Αδάμ σημεί­ω­σε ένα σημεί­ον απο­στα­σί­ας, όταν παρέ­βη την εντο­λήν του Θεού. Απο­στα­σιο­ποι­ή­θη­κε από τον Θεόν. Ο άνθρω­πος χάνει πια από τον οπτι­κό του ορί­ζον­τα τον Θεό. Συγ­χέ­ει δε· το πρώ­το σύμ­πτω­μα αυτής της απο­στά­σε­ως είναι η σύγ­χυ­σις ανά­με­σα Κτί­στου και κτί­σε­ως. Δηλα­δή έχει αγνω­σία Θεού και θεο­ποιεί εκεί­νο που είναι μπρο­στά του. Εάν δεν το έκα­νε ο Αδάμ, το έκα­ναν οι από­γο­νοί του· ευθύς αμέ­σως. Δηλα­δή ειδω­λο­λα­τρία. Το πρώ­το σύμ­πτω­μα, λοι­πόν, είναι η ειδω­λο­λα­τρία. Είναι εκεί­νο που γρά­φει στο 1ο κεφά­λαιο στην προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή του ο Παύ­λος: «Αντί να τιμή­σουν και να προ­σκυ­νή­σουν τον Κτί­στην, προ­σκύ­νη­σαν και θεο­ποί­η­σαν την κτί­σιν».

Έτσι ο άνθρω­πος, αυτό που βλέ­πει μπρο­στά του πια, δεν έχει κοι­νω­νία με τον Θεό Λόγο, για να ξέρει τον Θεό. Κι ό,τι βλέ­πει μπρο­στά του, το θεο­ποιεί. Βλέ­πει τον ουρα­νό, τα αστέ­ρια, τον ήλιο, την σελή­νη, βλέ­πει τα νερά, βλέ­πει την γη, ό,τι βλέ­πει. Κι όλα αυτά τα θεο­ποιεί. Έχο­με τι; Πολυ­θε­ΐα. Για­τί; Για­τί πέφτει ο άνθρω­πος εις την ειδω­λο­λα­τρία. Είναι δυστύ­χη­μα ότι υπάρ­χουν πολ­λοί Χρι­στια­νοί μας που ξανα­πέ­φτουν πάλι εις αυτήν την ειδω­λο­λα­τρία. Ναι. Τι είναι παρα­κα­λώ ο Παν­θεϊ­σμός που επι­κρα­τεί στην επο­χή μας; Τι είναι, παρα­κα­λώ, ο Μασο­νι­σμός, που έχει παν­θεϊ­στι­κή τοπο­θέ­τη­ση; Τι είναι η Θεο­σο­φία που έχει κι αυτή παν­θεϊ­στι­κή τοπο­θέ­τη­ση; Ο γνω­στός αρχαί­ος, από προ Χρι­στού εμφα­νι­σθείς, Γνω­στι­κι­σμός; Τι είναι όλα αυτά;

Ακό­μη, έπε­σε και σε έναν άλλον ύπνον ο άνθρω­πος. Στον ύπνο της αμαρ­τί­ας. Ο ύπνος αυτός είναι μία αλη­θι­νή αφα­σία των δυνά­με­ων της ψυχής. Και οι δυνά­μεις της ψυχής είναι ο νους, το συναί­σθη­μα, η βού­λη­σις. Ο νους έπε­σε σε αφα­σία. Κατα­λα­βαί­νο­με τι θα πει αφα­σία. Το συναί­σθη­μα· σε αφα­σία… Η βού­λη­σις· σε αφα­σία… Για­τί και τα τρία τώρα αυτά υπη­ρε­τούν την αμαρ­τία. Η αμαρ­τία έρχε­ται να δια­στρέ­ψει τις δυνά­μεις της ψυχής. Και ο άνθρω­πος συγ­χέ­ει τώρα το αγα­θόν με το κακόν. Πρώ­τα συνέ­χεε την κτί­σιν με τον Κτί­στην και τώρα συγ­χέ­ει το αγα­θόν με το κακόν. Βλέ­πε­τε, σήμε­ρα οι άνθρω­ποι δεν δια­κρί­νουν τι είναι καλό και κακό. Την πορ­νεία, φερει­πείν, την θεω­ρούν κάτι καλό…· κ.ο.κ. Αντι­θέ­τως, την εγκρά­τεια την θεω­ρούν κάτι που είναι αφύ­σι­κο πράγ­μα. Την νηστεία, μην πάμε μακριά, μια που ανοί­γει η Μεγά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή αρχί­ζει, θεω­ρούν την νηστεία ότι είναι κάτι κακό. Ποιο είναι το επι­χεί­ρη­μά τους; Το επι­χεί­ρη­μα είναι το εξής: Ότι «αφού ο Θεός μού έδω­σε ένα στο­μά­χι, μου έδω­σε μια όρε­ξη και μου δίνει τα αγα­θά Του, πάει να πει ότι εγώ πρέ­πει να τα γευ­τώ. Τι θα πει, λοι­πόν, νηστεία;». Στο γενε­τή­σιο το ίδιο. Μου έδω­σε αυτό που μου έδω­σε. Τι θα πει εγκρά­τεια; Και δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται ο ταλαί­πω­ρος άνθρω­πος ότι ακρι­βώς δια βρώ­σιν εχά­σα­με τον Παρά­δει­σον. Επει­δή ακρι­βώς δεν ετη­ρή­θη η εντο­λή της νηστεί­ας, γι’αυ­τό εχά­θη ο Παρά­δει­σος. Δεν το αντι­λαμ­βά­νε­ται αυτό.

Ούτε ακό­μη αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι η παρού­σα ζωή δεν είναι παρά ένα στά­διον· του οποί­ου στα­δί­ου μικρο­γρα­φία είναι μία Τεσ­σα­ρα­κο­στή· που στο τέρ­μα της είναι ο σταυ­ρός. Και λίγο, ένα βήμα μετά είναι η Ανά­στα­ση. Δεν το αντι­λαμ­βά­νε­ται ο φτω­χός άνθρω­πος αυτό. Για­τί βλέ­πει με μάτια σαρ­κι­κά, βιτα­λι­στι­κά, ζωι­κά μάτια. Τα μάτια της ψυχής είναι πεπη­ρω­μέ­να, τυφλά. Δεν βλέ­πει.

Αλλά ο αγα­θός Θεός, που αγα­πά τον άνθρω­πον, δεν τον άφη­σε μέσα σ’ αυτό το πυκνό σκο­τά­δι της αγνω­σί­ας του Θεού και της αμαρ­τί­ας. Αλλά, αφού όπως λέγει ο Παύ­λος « νξ προ­έ­κο­ψεν -δηλα­δή η νύχτα προχώρησε‑, δ μέρα γγι­κεν» ‑Πώς «γγι­κεν» η ημέ­ρα; Με την παρου­σία του Χρι­στού. Για­τί; Έρχε­ται Αυτός, ο Θεός Λόγος, παίρ­νει την ανθρω­πί­νη φύση, για να γίνει πάλι σε μας φως και ζωή. Ο Χρι­στός είναι το φως. Ο Χρι­στός είναι η ζωή του κόσμου, είναι ο νοη­τός Παρά­δει­σος· που ο άνθρω­πος οφεί­λει, αν είναι έξυ­πνος, να επι­στρέ­ψει εις Αυτόν. Αυτή είναι η ευφυ­ΐα. Δεν θέλω να αρνη­θώ την κοσμι­κήν ευφυ­ΐ­αν· η οποία, όμως, δεν είναι απλώς να αντι­λαμ­βά­νο­μαι κάτι ως επι­νόη­ση επί παρα­δείγ­μα­τι. Εάν αυτό τελι­κά στρα­φεί εις βάρος μου. Είναι αλη­θι­νή ευφυ­ΐα; Αλη­θι­νή ευφυ­ΐα είναι να αντι­λη­φθώ, εκεί που θα φθά­σω, θα ωφε­λη­θώ;

Ο Ιησούς Χρι­στός είναι το ξύλον της ζωής. Γι’αυ­τό εξε­διώ­χθη από τον Παρά­δει­σον. Για να μην δοκι­μά­σει το ξύλον της ζωής, τον καρ­πόν του ξύλου της ζωής. «Ξύλον» θα πει δέν­δρον. «Δύο δέν­δρα», λέει, «ο Θεός εφύ­τευ­σε εις τον Παρά­δει­σον». Δηλα­δή είναι η ανθρω­πί­νη και η θεία φύσις του Χρι­στού. Είναι ο Θεάν­θρω­πος Ιησούς Χρι­στός. Κι έπρε­πε τότε να μην δοκι­μά­σει, για να μην… αθα­να­τι­στεί. Και ήταν σε κατά­στα­ση πτώ­σε­ως. Και συνε­πώς, θα έμε­νε στην αθα­να­σία πεπτω­κώς. Έτσι έπρε­πε να μην δοκι­μά­σει. Θα εδο­κί­μα­ζε, εάν μετε­νόει. Εάν εγί­νε­το και­νού­ριος άνθρω­πος, τότε θα δοκί­μα­ζε· που είναι το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού στο μυστή­ριο της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Ναι. Για να αφθαρ­τι­στεί και για να αθα­να­το­ποι­η­θεί τότε.

Ο Ιησούς Χρι­στός είναι η ογδόη, ανέ­σπε­ρος ημέ­ρα. Η ημέ­ρα εκεί­νη η ογδόη, που δεν έχει εσπέ­ρας. «Και γένε­το πρωί, και ο Θεός», λέει, «έκα­νε την εβδό­μη ημέ­ρα». Και δεν είπε «γένε­το σπέ­ρας». Αλλά αυτή, όμως, η εβδό­μη ημέ­ρα τσα­λα­πα­τή­θη­κε από τον άνθρω­πο, για να τοπο­θε­τη­θεί η ογδόη ημέ­ρα, που είναι η Κυρια­κή του Πάσχα. Η ημέ­ρα, η εορ­τή των εορ­τών. Η μεγά­λη ημέ­ρα. Για­τί Εκεί­νος που την δημιούρ­γη­σε λέγε­ται «γδόη μέρα». Είναι ο Ιησούς Χρι­στός.

Έτσι κηρύσ­σε­ται στον παρόν­τα κόσμο, από την αγά­πη του Θεού, το ευαγ­γέ­λιον της σωτη­ρί­ας. Η μετά­νοια εξαγ­γέλ­λε­ται. Και η επι­στρο­φή· «Ελά­τε. Φταί­ξα­τε. Θα σας συγ­χω­ρή­σω», λέει ο Θεός Λόγος. Εκεί­νος που μίλη­σε στον Αδάμ, μιλού­σε εις τον Αδάμ, στον Παρά­δει­σο μέσα. Γι’ αυτό η παλαιά προ­φη­τεία του Ησα­ΐ­ου λέγει: «Γαλι­λαία τν θνν, λας καθή­με­νος ν σκό­τει εδε φς μέγα κα τος καθη­μέ­νοις ν χώρ κα σκι θανά­του φς νέτει­λεν ατος». Aυτή είναι η μεγά­λη ευλο­γία του Θεού, αγα­πη­τοί μου, στον πεσμέ­νο άνθρω­πο, που ευρί­σκε­το μες στο σκο­τά­δι και εις τον ύπνον της αγνω­σί­ας.

Σάλ­πι­σμα, λοι­πόν, εγερ­τή­ριον. Όμως, παρό­τι «τ φς λήλυ­θεν ες τν κόσμον» ‑όπως μας λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, έχει έλθει το φως εις τον κόσμον, που είναι ο Ιησούς Χρι­στός- γάπη­σαν ο νθρω­ποι μλλον τ σκό­τος τ φς». Πώς το εξη­γεί κανείς αυτό; Ας μην κάνω εξή­γη­ση περισ­σό­τε­ρη παρά μόνον ότι είναι εξορ­γι­στι­κό. Άνθρω­πε, έμα­θες τυφλο­πόν­τι­κας μέσα στους δια­δρό­μους της γης, του χώμα­τος. Κι όταν σε βγά­ζουν στην επι­φά­νεια, ξανα­τρυ­πώ­νεις εκεί; Με δύο λόγια: Για­τί; «ν γάρ –λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης- πονη­ρά, φαλα, τ ργα τν νθρώ­πων». «Πς γρ φαλα πράσ­σων, μισε το φς, κα οκ ρχε­ται πρς τ φς, να μ φανε­ρωθ τ ργα ατο». Αυτή είναι η ψυχο­λο­γία του πράγ­μα­τος. «Για­τί θέλω να μένω στα έργα μου, που τ’ αγα­πώ, τα πονη­ρά, τα σκο­τει­νά, τα βρώ­μι­κα, τα εβδε­λυγ­μέ­να. Θέλω να μένω σ΄αυτά. Γι’αυ­τό, δεν θέλω το φως…».

Ή, ακό­μη, ενώ ο Χρι­στός «ν(:ήτο) τ φς τ ληθι­νόν, φωτί­ζει πάν­τα νθρω­πον ρχό­με­νον ες τν κόσμον», μας λέει στο πρώ­το κεφά­λαιό του ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης «και πολ­λοί εδέ­χθη­σαν το φως» κάποια στιγ­μή. Όμως, ανά­με­σα εις τους πιστούς τώρα, αυτό που μας ενδια­φέ­ρει, αρχί­ζει πρώ­τα πρώ­τα πάλι ο ύπνος, που είναι τώρα η αφα­σία των μερι­μνών. Οι μέρι­μνες. Οι μέρι­μνες. Οι μέρι­μνες… Άνθρω­πε, για δες την ζωή σου, κάπως μακρο­σκο­πι­κά, βάλε τον εαυ­τό σου απέ­ναν­τι και δες τον. Ήσουν έφη­βος. Λαχτά­ρα να βγά­λω την κάθε τάξη στο σχο­λειό. Λαχτά­ρα, μέρι­μνα να πάω πιο πάνω, στο Πανε­πι­στή­μιο. Μετά να πάω στρα­τιώ­της. Μέρι­μνα… «Τι δου­λειά θα κάνω; Θα βρω δου­λειά;». «Μέρι­μνα: Να παν­τρευ­τώ». Ε, παρα­κά­τω παν­τρεύ­ε­σαι, κάνεις παι­διά. Μέρι­μνα για τα παι­διά. Και δεν τελειώ­νει εδώ. Η μέρι­μνα να τα παν­τρέ­ψεις τα παι­διά. Ούτε εδώ τελειώ­νει. «Τώρα… θα κάνουν τα παι­διά μου, παι­διά; Θα απο­κτή­σω εγγό­νια;». Μέρι­μνα για τα εγγό­νια. Φτω­χέ, ταλαί­πω­ρε άνθρω­πε, πότε θα βγεις από την αφα­σία των μερι­μνών του βίου τού­του; Γι’αυ­τό ο Κύριος ειδο­ποιεί: «Προ­σέ­χε­τε αυτος, μήπο­τε βαρυνθσι (:βαρύ­νουν και πέσουν σε υπνη­λία) α καρ­δί­αι μν, ν κραι­πάλ κα μέθ κα μερί­μναις βιο­τι­κας, κα αφνί­διος φ΄ μς πιστ μέρα κεί­νη». Ποια είναι « μέρα κεί­νη»; Της Δευ­τέ­ρας του Χρι­στού Παρου­σί­ας. «Θα’ ρθει», λέει, «ξαφ­νι­κά». Ή ο θάνα­τός σου.

Ακό­μη, είναι ο ύπνος της χλια­ρό­τη­τος· που ξέρε­τε τι λέει εκεί στο βιβλίο της Απο­κα­λύ­ψε­ως. «Θα σε ξερά­σω - λέει ο Θεός- για­τί δεν είσαι ούτε ψυχρός, ούτε θερ­μός αλλά χλια­ρός». Και είναι γνω­στό, αν πιού­με ένα ζεστό τσάι, δεν ξερ­νά­με. Αν πιού­με ένα παγω­μέ­νο νερό, δεν ξερ­νά­με. Αν πιού­με, όμως, ελα­φρώς χλια­ρό, μας δημιουρ­γεί­ται μία ανα­γού­λα. Να ξερά­σο­με. Είναι πάρα πολύ ψυχο­λο­γη­μέ­νο και παρα­τη­ρη­μέ­νο αυτό. Είναι, λοι­πόν, ο ύπνος της χλια­ρό­τη­τος. Είναι ο χει­ρό­τε­ρος ύπνος. Για­τί δίδει την ψευ­δαί­σθη­ση ότι υπάρ­χει εγρή­γορ­σις, ότι υπάρ­χει πνευ­μα­τι­κή ζωή, ότι υπάρ­χει ηθι­κή επάρ­κεια, ότι υπάρ­χει η σωτη­ρία. Αλλά ψευ­δαί­σθη­σις πολ­λές φορές. Ήταν ο ύπνος των Φαρι­σαί­ων και των Σαδ­δου­καί­ων, που τελι­κά έμει­ναν έξω από την σωτη­ρία. Πίστευαν ότι είναι στον χώρο της σωτη­ρί­ας. Αλλά είχα­νε τον ύπνον. Είναι ο ύπνος των πιο πολ­λών Χρι­στια­νών μας. Γι’αυ­τό και το εγερ­τή­ριο σάλ­πι­σμα αυτών των λιπο­θυ­μι­σμέ­νων συνει­δή­σε­ων. «Σηκω­θεί­τε», λέγει ο Παύ­λος, «ξυπνή­στε!».

Ας προ­σέ­ξο­με, όμως, τι μας λέγει ο λόγος του Θεού. «Εδότες τν και­ρόν», λέει. Ποιον «και­ρόν»; «Εδότες τν καιρν κατε­πεί­γον­τα κα ρετν παι­τοντα», λέει ο Οικου­μέ­νιος. Να δεί­τε ότι ο και­ρός κατε­πεί­γε­ται, περ­νά­ει πολύ γρή­γο­ρα. Και απαι­τεί την αρε­τή, απαι­τεί την αγιό­τη­τα. Οι και­ροί; Χαλε­ποί. Απαι­τούν εγρή­γορ­ση. Απαι­τούν υπευ­θυ­νό­τη­τα. Του­λά­χι­στον δια τον εαυ­τόν μας απαι­τούν την προ­σευ­χήν και την νήψιν, την καθα­ρό­τη­τα του νου και της καρ­διάς.

Κι ακό­μη, λέει ο Παύ­λος: «Νν γγύ­τε­ρον μν σωτη­ρία». «Τώρα», λέγει, «είμα­στε πιο κον­τά». Σε τι; «Του­τέ­στι τς κρί­σε­ως και­ρός». Είμα­στε πιο κον­τά στην ημέ­ρα της Δευ­τέ­ρας του Χρι­στού παρου­σί­ας, παρό­τι τότε, χθες δηλα­δή, προ­χθές, πέρ­σι, που επι­στεύ­σα­με. Είμα­στε πιο κον­τά. Ο χρό­νος διαρ­κώς μικραί­νει, μικραί­νει. «Καθ’ κάστην γρ μέραν πλη­σιέ­στε­ροι τς δεσπο­τικς γινό­με­θα παρου­σί­ας», λέγει ο Θεο­φύ­λα­κτος. «Όλο και πιο κον­τά πηγαί­νο­με στην ημέ­ραν εκεί­νην». Γι’αυ­τό γρά­φει ο Από­στο­λος… Τι γρά­φει; « νξ προ­έ­κο­ψεν, δ μέρα γγι­κεν». «Η νύχτα του παρόν­τος βίου προ­χώ­ρη­σε. Η ημέ­ρα της Δευ­τέ­ρας του Χρι­στού παρου­σί­ας πλη­σί­α­σε».

Η Δευ­τέ­ρα παρου­σία, λοι­πόν, του Κυρί­ου πρέ­πει να είναι αδιά­λει­πτα εις τον οπτι­κόν μας ορί­ζον­τα. Για δυο λόγους: Να μην αμαρ­τά­νο­με, αλλά και να προ­ε­τοι­μα­ζό­με­θα για την αγιό­τη­τα. Πρέ­πει αυτή δε η οπτι­κή μας τοπο­θέ­τη­ση στην ημέ­ρα εκεί­νη, να είναι το κρι­τή­ριο όλων των πρά­ξε­ών μας.

Και ακό­μη τι λέγει ο Παύ­λος; «ς ν μέρ εσχη­μό­νως περι­πα­τή­σω­μεν». Σαν να ‘ναι μέρα. Ή εν όψει της κρί­σε­ως, της ημέ­ρας της μεγά­λης, να περ­πα­τού­με, λέγει, να σηκω­θού­με από τον ύπνο και να περ­πα­τά­με με ευσχη­μο­σύ­νη. Και «εσχη­μο­σύ­νη» θα πει «ς πολλν μς ρών­των». Για­τί πολ­λοί μας βλέ­πουν· οι άγγε­λοι και οι άνθρω­ποι. Ποιος θα βγει γυμνός, μόλις σηκω­θεί από το κρε­βά­τι του ή από το λου­τρό του να βγει έξω· έτσι όπως είναι. Δεν βγαί­νει. Βγαί­νει με ευσχη­μο­σύ­νη. Ντυ­μέ­νος και περι­ποι­η­μέ­νος. Τι είναι εκεί­να που θα κάνουν την ευσχη­μο­σύ­νη μας; Είναι η πίστις. Η πίστη δίδει το πρέ­πον σχή­μα στον άνθρω­πο. Η πίστη τοπο­θε­τεί τον άνθρω­πο εντός εαυ­τού. Ενώ η αθε­ΐα και η αδια­φο­ρία τοπο­θε­τεί τον άνθρω­πο εκτός εαυ­τού. Ακό­μα είναι η αγά­πη. Η αγά­πη δίνει το περιε­χό­με­νο εις τον άνθρω­πο, το νόη­μα· τον προ­σοι­κειώ­νει με την κτί­ση, αλλά και με την έλλο­γο και την άλο­γο κτί­σιν. Η απου­σία της χρι­στια­νι­κής αγά­πης τον αλλο­τριώ­νει τον άνθρω­πο και από την κτί­ση και από τον Θεό. Η ελπί­δα. Η χρι­στια­νι­κή ελπί­δα δίδει νόη­μα εις την ύπαρ­ξη και προ­σα­να­το­λι­σμό προς την αιω­νί­αν κατά­παυ­σιν.

Ακό­μη, ως άγιοι πρέ­πει να περι­πα­τού­με. Ο αγια­σμός είναι η υψί­στη ευσχη­μο­σύ­νη· που καθι­στά τον άνθρω­πο βασι­λέα της Δημιουρ­γί­ας. Και είναι το νόη­μα της κτί­σε­ως. Και γίνε­ται ο άνθρω­πος το παι­δί του Θεού. Ο μη άγιος, ο ρυπα­ρός, ο βέβη­λος, είναι ο πλα­νε­μέ­νος άνθρω­πος, ο παρο­ρί­της της κτί­σε­ως. Είναι ο Κάιν που αυτο­δι­καιώ­νε­ται και που­θε­νά δεν ησυ­χά­ζει. Ο αγια­σμέ­νος άνθρω­πος είναι το αλη­θι­νό κόσμη­μα της κτί­σε­ως.

Αγα­πη­τοί, εγερ­τή­ριον σάλ­πι­σμα μάς δίνει σήμε­ρα ο ουρα­νός. Δεν θα τρέ­ξο­με σε τόπους αμαρ­τί­ας· που σήμε­ρα δυστυ­χώς οι Χρι­στια­νοί μας τρέ­χουν εις τους τόπους της αμαρ­τί­ας. Η προ­κει­μέ­νη Μεγά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή μπο­ρεί να πραγ­μα­τώ­σει αυτό το εγερ­τή­ριον. Ας αρχί­σο­με, λοι­πόν, να αφυ­πνι­ζό­με­θα, να ξυπνά­με, να ανη­συ­χού­με, για­τί ο και­ρός έφθα­σε. Να νήφο­με. Είναι ακό­μη μια ευκαι­ρία της αγά­πης του Θεού και να σωθού­με.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_666.mp3





Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ[:Ματθ.6,16–21]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 21–2‑1999]

[Β392]

Με τρία μεγά­λα συν­θή­μα­τα, αγα­πη­τοί μου, η σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή μάς προ­ε­τοι­μά­ζει για το μεγά­λο γεγο­νός του Πάσχα. Και είναι η αγά­πη προς τους εχθρούς, η νηστεία και η αφι­λαρ­γυ­ρία. Κατ’ ουσί­αν, τα συν­θή­μα­τα αυτά μας παρα­σκευά­ζουν για την συμ­με­το­χή μας στο ποτή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Διό­τι, όπως λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, «Οπό­τε κοι­νω­νείς, Πάσχα επι­τε­λείς». Αλλά και επι­πλέ­ον, την περί­ο­δον αυτήν της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής οι άνθρω­ποι συχνό­τε­ρα, πυκνό­τε­ρα, μετέρ­χον­ται εις το Ποτή­ριον της ζωής. Μάλι­στα επε­νο­ή­θη η τετε­λε­σμέ­νη Θεία Λει­τουρ­γία των Προ­η­για­σμέ­νων Δώρων- το είπα διπλά, τετε­λε­σμέ­νη και προ­η­για­σμέ­νη, το ίδιο είναι- ακρι­βώς για τις ανάγ­κες του λαού να κοι­νω­νεί συχνά. Εξάλ­λου, θα λέγα­με, οι πιστοί, τώρα την Σαρα­κο­στή έχουν νηστεία διαρ­κή, προ­σευ­χή τονι­σμέ­νη, μελέ­τη πιο έντο­νη, άσκη­ση κάθε αρε­τής και όλα αυτά απο­βλέ­πουν εις την ένω­σίν μας με τον Ιησούν Χρι­στόν.

Και οφεί­λο­με, του­λά­χι­στον την περί­ο­δον μιας Τεσ­σα­ρα­κο­στής, πολύ παρα­πά­νω της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής, να βγά­λο­με πολύ το κέρ­δος. Διό­τι εάν ο Νώε επί 120 χρό­νια ‑120 χρό­νια!- προ­ε­τοί­μα­ζε την Κιβω­τόν, που θα δεχό­ταν μέσα την οικο­γέ­νειά του και τα ζώα που του είπε ο Θεός να μαζέ­ψει και να βάλει μέσα εις την Κιβω­τόν ‑ήταν ένα θωρη­κτό, αγα­πη­τοί μου, ένα τερά­στιο καρά­βι ήτα­νε, η Κιβω­τός του Νώε, και σας είπα, 120 χρό­νια ηργά­ζε­το για να τελειώ­σει αυτήν την Κιβω­τόν- πόσο περισ­σό­τε­ρο θα πρέ­πει εμείς να προ­ε­τοι­μά­ζο­με τον εαυ­τόν μας για να δεχθού­με ως άλλη κιβω­τός, το άσπι­λον Σώμα και Αίμα του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού;

Εάν ο θεό­πτης Μωυ­σής, με τόσην επι­μέ­λεια κατε­σκεύ­α­σε την άλλην εκεί­νην κιβω­τό, που έβα­λε μέσα τις πλά­κες του Νόμου, με την χρυ­σή επέν­δυ­ση κ.λπ. και την στά­μνα με το μάν­να, την χρυ­σή στά­μνα με το μάν­να, εις ενθύ­μιον, εις ανά­μνη­σιν ότι ο λαός ετρά­φη εις την έρη­μον, πόσον περισ­σό­τε­ρον εμείς που θα βάλο­με μέσα μας τον Νομο­θέ­τη και τον Τρο­φο­δό­τη, που θα λάβο­με το αλη­θι­νό μάν­να; Για­τί ο Χρι­στός είπε: «Η σάρ­κα μου είναι το αλη­θι­νό μάν­να». Το είπε στους Καπερ­να­ΐ­τας που Τον ανα­ζη­τού­σαν μετά από τον χορ­τα­σμό των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων. «Όχι», λέει, «όπως το μάν­να εκεί­νο που έπε­σε από τον ουρα­νό, που το έφα­γαν οι πατέ­ρες σας και απέ­θα­ναν. Εγώ είμαι το μάν­να το αλη­θι­νό». Πόση, λοι­πόν, περισ­σό­τε­ρη προ­ε­τοι­μα­σία πρέ­πει να επι­βά­λο­με στον εαυ­τόν μας, προ­κει­μέ­νου να δεχθού­με, όπως σας είπα, τον Νομο­θέ­την και τον Τρο­φο­δό­την με το Αίμα Του και το Σώμα Του που θα μας προ­σφέ­ρει; Και ακό­μη, εάν ο σοφός Σολο­μών επί επτά έτη έκτι­ζε τον περί­φη­μον ομώ­νυ­μον ναόν, πόσο θα πρέ­πει εμείς να ευπρε­πί­ζο­με τις ψυχές μας, που θα γίνουν ναοί Θεού ζών­τος; «μες στέ», λέγει, «ναο Θεο ζντος», λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην Α΄ προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του.

Όταν έρχε­ται η ώρα της προ­σε­λεύ­σε­ως των πιστών εις το Άγιον Ποτή­ριον, να κοι­νω­νή­σουν, ο ιερεύς καλεί με τού­τα τα λόγια: «Μετ φόβου Θεο, πίστε­ως κα γάπης προ­σέλ­θε­τε». Δηλα­δή «να προ­σέλ­θε­τε με φόβο Θεού, με πίστιν Θεού και με αγά­πην Θεού». Τι σημαί­νει αυτή η εξαγ­γε­λία που λέγε­ται πριν κοι­νω­νή­σουν οι πιστοί;

Πρώ­τα πρώ­τα καλεί με το «προ­σέλ­θε­τε». Εάν οι πιστοί δεν προ­σέλ­θουν να κοι­νω­νή­σουν, τρό­πον τινά σαν να αθε­τούν την τελε­σθεί­σα Θεία Λει­τουρ­γία. Το φαν­τα­στή­κα­τε αυτό; Πόσες φορές μένει μόνος ο ιερεύς, ο οποί­ος βεβαί­ως, κατά κανό­να και υπο­χρε­ω­τι­κά, πρέ­πει να κοι­νω­νή­σει. Και να βγει έξω και να πει: «Προ­σέλ­θε­τε» και να μην προ­σέλ­θει κανείς! Κι όταν έχει να κοι­νω­νή­σει ένα νήπιο, ένα μωρου­δά­κι, θα λέγα­με: «Η Θεία Λει­τουρ­γία έγι­νε γι’ αυτό το μωρου­δά­κι;». Για­τί όχι; Για όλους όμως έγι­νε. Γι’αυ­τό είναι, όπως σας είπα, ένας τρό­πος απω­θή­σε­ως της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Καλά. Ετε­λέ­σθη, ακού­σα­με, είδα­με, αλλά δεν προ­σερ­χό­με­θα… Μην ξεχνά­τε ότι η Θεία Λει­τουρ­γία θέτει τρα­πέ­ζι. Γι’ αυτό λέγε­ται και «Αγία Τρά­πε­ζα». Όπου τελε­σιουρ­γεί­ται το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Αλλά δεν προ­σερ­χό­με­θα. Είναι σαν να βλέ­πο­με ένα τρα­πέ­ζι πλού­σιο από την τηλε­ό­ρα­ση. Άπλω­σε το χέρι σου να πάρεις να φας. Δεν μπο­ρείς. Μόνο το βλέ­πεις. Ποίο το κέρ­δος;

Αλλά τι είναι η Θεία Λει­τουρ­γία; Την οποί­αν, τρό­πον τινά, σας είπα, απω­θού­με. Τρό­πον τινά. Ερω­τά­ει ο άγιος Καβά­σι­λας, ο άγιος Νικό­λα­ος Καβά­σι­λας Θεσ­σα­λο­νί­κης. «Τι είναι», λέγει, «η Θεία Λει­τουρ­γία»; Έγρα­ψε ένα θαυ­μά­σιο βιβλίο περί της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Το βιβλίο αυτό κυκλο­φο­ρεί και με μετά­φρα­ση ευτυ­χώς. Μπο­ρεί­τε να το δια­βά­σε­τε. Θα απο­κτή­σε­τε βαθεί­αν γνώ­σιν, όσο τού­το είναι δυνα­τόν, του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας, που τελε­σιουρ­γεί­ται μες στο πλαί­σιον της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Και απαν­τά ο άγιος Καβά­σι­λας — σε από­δο­ση το λέγω, όχι κεί­με­νο, δεν πει­ρά­ζει, μικρό είναι-: «Της τελε­τής των ιερών μυστη­ρί­ων πρά­ξις μεν είναι η μετα­βο­λή των δώρων στο Θείο και Αίμα, σκο­πός δε να αγια­σθούν οι πιστοί». Δηλα­δή τι είναι η Θεία Λει­τουρ­γία; Είναι μία τελε­τή. «Όπου η πρά­ξις», λέγει, «είναι η μετα­βο­λή των δώρων, του προ­σφό­ρου που προ­σφέ­ρε­ται και του οίνου, σε θεί­ον σώμα και αίμα. Αλλά και ο σκο­πός είναι να αγια­σθούν οι πιστοί». Έτσι αρχί­ζει το κεί­με­νό του στο βιβλίο του αυτό. Δύο πράγ­μα­τα. Ένα έργον και ένας σκο­πός. Εάν δεν ικα­νο­ποι­η­θεί ο σκο­πός, ως προς τι το έργον;

Βέβαια δεν ακρι­βο­λο­γώ αυτή την στιγ­μή. Διό­τι η Θεία Λει­τουρ­γία καθε­αυ­τήν, όταν τελε­στεί το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας, έχει μέγα κέρ­δος και δια τους κεκοι­μη­μέ­νους. Μην το ξεχνά­με αυτό. Αλλά ως προς τους ζών­τας, εάν δεν προ­σέλ­θουν να κοι­νω­νή­σουν, θα έλε­γα, ως προς τι τότε η Θεία Λει­τουρ­γία; Έτσι, ουσια­στι­κά πρέ­πει όλοι, υπο­γραμ­μί­ζω, όλοι να προ­σέλ­θουν εις το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Δεν και­νο­το­μώ. Αυτή ήτο η πρά­ξις της αρχαί­ας Εκκλη­σί­ας. Δεν έμε­νε κανείς που να μην κοι­νω­νή­σει. Δια­βά­στε παλιά κεί­με­να, όπως του αγί­ου Ιου­στί­νου του Φιλο­σό­φου, που κάνει στην απο­λο­γία του την δεύ­τε­ρη, κάνει ακρι­βή περι­γρα­φή, ότι …πώς οι Χρι­στια­νοί κοι­νω­νούν κ.λπ. κ.λπ. Και μάλι­στα η απο­λο­γία του αυτή ήταν και στον αυτο­κρά­το­ρα της Ρώμης. Αλλά και εις την Βου­λήν, να το πού­με έτσι, η οποία ήταν περί τον αυτο­κρά­το­ρα. Δύο απο­λο­γί­ες. Κι εκεί περι­γρά­φει τι είναι η Θεία Λει­τουρ­γία και πώς κοι­νω­νού­σαν οι πιστοί. Ήτα­νε τόσο βασι­κής σημα­σί­ας να κοι­νω­νούν οι πιστοί όλοι, ώστε υπάρ­χει κανών Συνό­δου Οικου­με­νι­κής που λέγει: «Εκεί­νος ο οποί­ος δεν θα κοι­νω­νή­σει, πρέ­πει να εξη­γή­σει για­τί δεν κοι­νω­νεί. Για­τί αλλιώ­τι­κα», λέγει, «επι­βάλ­λε­ται εις αυτόν κύρω­σις». «Για­τί δεν κοι­νώ­νη­σες;. Αυτό, για­τί δεν κοι­νώ­νη­σες; Τι συμ­βαί­νει; Για ποιον λόγο;».

Αυτά τα λέγω, για να δεί­τε, να συγ­κρί­νο­με, αγα­πη­τοί μου, ποία ήταν η πρά­ξη προ­σεγ­γί­σε­ως του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας εις την αρχαί­αν Εκκλη­σί­αν και ποια είναι σήμε­ρα. Αλλά φυσι­κά πρέ­πει να ξέρο­με τι κοι­νω­νού­με. Να έχο­με την σφρα­γί­δα του αλη­θι­νού Χρι­στια­νού. Για­τί αλλιώ­τι­κα προ­χω­ρού­με να βεβη­λώ­σο­με το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας.

Πρέ­πει, λοι­πόν, να είμα­στε πάν­το­τε παρα­σκευα­σμέ­νοι. Πάν­το­τε. Για να είμε­θα έτοι­μοι να μετέ­χο­με των μυστη­ρί­ων Σώμα­τος και Αίμα­τος του Χρι­στού. Πάλι ο άγιος Καβά­σι­λας μας σημειώ­νει ότι ο Θεός μάς δίδει, λέει, τα μυστή­ριά Του, αλλά απαι­τεί από εμάς, σε μετά­φρα­ση σας το λέγω, οπωσ­δή­πο­τε να γίνο­με άξιοι να δεχθού­με και να τα φυλά­ξο­με. Μάλι­στα, να σας πω και πώς το λέγει: «Τ γ πιτη­δεί­ους γενέ­σθαιπιτή­δειος» θα πει «κατάλ­λη­λος». «Πρέ­πει να γίνου­με», λέει, «κατάλ­λη­λοι»- πρς τ δέξα­σθαι(: για να δεχθού­με) ατ(τα μυστή­ρια) κα φυλά­ξαι ξ νάγ­κης παι­τε παρ’ μν». Και ζητά­ει από μας ο Θεός να φυλά­ξο­με εκεί­να τα οποία πήρα­με.

Ανα­φέ­ρει μία περί­πτω­ση η οποία είναι πάρα πολύ σπου­δαία. «Πρό­σε­ξες», λέει ο άγιος Καβά­σι­λας, ο άγιος Νικό­λα­ος Καβά­σι­λας, «επρό­σε­ξες ότι στην παρα­βο­λή του σπο­ρέ­ως, ‘’ξλθεν σπεί­ρων το σπεραι τν σπό­ρον ατο’’, βγή­κε αυτός που σπέρ­νει να σπεί­ρει». Δεν λέγει «ξλθεν σπεί­ρων το ρσαι τ χωρά­φια του». Δηλα­δή να σκά­ψει, να βάλει άρο­τρο. Αυτό είναι δικό σου θέμα. Το προ­σέ­ξα­τε; Έρχε­ται ο Θεός να σπεί­ρει. Αλλά πρέ­πει να βρει το χωρά­φι της ψυχής κατάλ­λη­λον για να σπεί­ρει τον σπό­ρο του. Κι επει­δή δεν το βρί­σκει κατάλ­λη­λο το χωρά­φι της ψυχής, γι’αυ­τό ο Κύριος είπε την παρα­βο­λή αυτή, για να δεί­ξει ότι ένα μέρος του σπό­ρου έπε­σε, λέει, στον δρό­μο, στο χέρ­σο έδα­φος, ένα άλλο μέρος, λέει, έπε­σε μέσα στις αγκα­θιές κ.λπ. κ.λπ. Ένα τέταρ­το μέρος έπε­σε εις την γην την αγα­θήν· που δεί­χνει ότι η πλειο­νό­της των πιστών μας δεν φρον­τί­ζουν να παρα­σκευά­σουν το χωρά­φι της ψυχής. «Για­τί υπάρ­χουν», λέει, «και πέτρες. Έπε­σε», λέει, «ο σπό­ρος επά­νω σε μία πέτρα»· και «δι τ μν χειν κμά­δα» ‑μία πέτρα δεν δια­τη­ρεί υγρα­σία — «ξηράν­θη σπό­ρος», που είναι ο λόγος του Θεού.

Μετά, λοι­πόν, την εξαγ­γε­λία που κάνει η Εκκλη­σία και μας λέει «Μετ φόβου Θεο, πίστε­ως κα γάπης προ­σέλ­θε­τε», αγα­πη­τοί μου, ας ανα­λύ­σο­με λίγο λεπτο­με­ρώς, αυτήν την εξαγ­γε­λί­αν της Εκκλη­σί­ας. Λέγει: «Μετ φόβου Θεο προ­σέλ­θε­τε». Πρέ­πει να προ­σέλ­θο­με. Αλλά πώς; Πρώ­τος όρος. «Μετ φόβου Θεο». Τι σημαί­νει αυτό; Αφού δια­θέ­το­με επί­γνω­ση του τι κοι­νω­νού­με, θα πρέ­πει φυσι­κά να έχο­με τον φόβο του Θεού. Άνθρω­πε, λέει και σε μία ευχή στην ακο­λου­θία της Θεί­ας Μετα­λή­ψε­ως, άνθρω­πε, ξέρεις τι κοι­νω­νείς; Ξέρεις τι κοι­νω­νείς; Λέμε στην ευχή της ακο­λου­θί­ας της Θεί­ας Μετα­λή­ψε­ως: «Θεουρ­γόν Αμα φρί­ξον, νθρω­πε, βλέ­πων· νθραξ γάρ στί τούς ναξί­ους φλέ­γων». «Είναι Αίμα που θα σε κάνει Θεόν. Θα σε θεώ­σει». Βλέ­πον­τας αυτά, βλέ­πον­τας αυτό, να αισθαν­θείς ρίγος, φρί­κη: «Εμέ­να να θεώ­σει; Ο Θεός; Παίρ­νω το Αίμα του Εναν­θρω­πή­σαν­τος Θεού Λόγου!».

Μία παρεν­θε­σού­λα. Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος ότι το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας είναι πανο­μοιο­τύ­πως πανο­μοιό­τυ­πον με εκεί­νο που τελε­σιούρ­γη­σε ο Κύριος κατά τον Μυστι­κόν Δεί­πνον εις το Υπε­ρώ­ον της Ιερου­σα­λήμ. Το ίδιο! Δεν αλλά­ζει σε τίπο­τα. «Λάβε­τε, φάγε­τε, αυτό είναι το Σώμα μου. Πίε­τε ξ ατο πάν­τες · αυτό είναι το Αίμα μου». Έχο­με, λοι­πόν, πραγ­μα­τι­κά εδώ να γευ­θού­με το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού. Αδερ­φέ, έχεις επί­γνω­σιν; Εάν έχεις επί­γνω­ση, τότε θα αισθαν­θείς μίαν φρί­κην. Με την έννοια: «Ποιος είμαι εγώ; Ποιος είμαι εγώ;». Αλλά πρό­σε­χε. Εάν οπωσ­δή­πο­τε ανά­ξια, απρο­ε­τοί­μα­στα προ­σέλ­θεις, είναι κάρ­βου­νο που θα σε κάψει. «νθραξ γρ στν τος ναξί­ους φλέ­γων».

Ώστε λοι­πόν; Έχει δύο όψεις. Εάν αξί­ως προ­σέλ­θο­με, τότε έχο­με μεγί­στην ωφέ­λειαν. Αιώ­νιον ζωήν. Εάν, όμως, ανα­ξί­ως, έχο­με κατα­δί­κη. Γι’αυ­τό λέμε: «Μ ες κρμα ες κατά­κρι­μα». «Μην φθά­σω να κοι­νω­νή­σω ώστε να κατα­δι­κα­στώ». Ακό­μη λέμε: «Ναί, Θες μν, κα μηδέ­να μν νοχον ποι­ήσς τν φρικτν Σο τού­των κα που­ρα­νί­ων μυστη­ρί­ων, μηδ σθεν ψυχ κα σώμα­τι (:ούτε να φθά­σο­με να αρρω­στή­σο­με — Θα το δού­με λίγο πιο κάτω) κ το ναξί­ως ατν μετα­λαμ­βά­νειν (:με το να μετα­λαμ­βά­νο­με ανά­ξια) λλ δς μν, μέχρις τς σχά­της μν πνος, ξίως ποδέ­χε­σθαι τν μερί­δα τν για­σμά­των Σου» κ.λπ. «Άξια να υπο­δε­χό­με­θα το Σώμα Σου και το Αίμα Σου, Εσέ­να τον Ίδιον».

Ο φόβος πρέ­πει να υπάρ­χει, αν γνω­ρί­ζο­με ότι είμε­θα ένο­χοι. Εάν κοι­νω­νή­σο­με ανά­ξια. Επει­δή δεν προ­ε­τοι­μα­στή­κα­με καταλ­λή­λως. Μπαί­νο­με στον χώρο του Θεού. Αυτήν την αίσθη­σιν πρέ­πει να έχο­με. Και αυτό πρέ­πει να μας γεμί­ζει με φόβον. Αν άγγε­λοι, λέει στην προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος, επι­θυ­μούν παρα­κύ­ψαι, πού; Εις το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Κάθε ναός που λει­τουρ­γεί προς τιμήν του Σώμα­τος του Χρι­στού και του Αίμα­τος, άγγε­λοι παρί­σταν­ται. Και μερι­κοί άξιοι ιεράρ­χαι, ιερείς, έβλε­παν τους αγγέ­λους αυτούς. Δεν λέγει το τρο­πά­ριον του αγί­ου Σπυ­ρί­δω­νος, ότι «συλ­λει­τουρ­γού­σες», λέει, «με αγγέ­λους». Ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος λέγει: «Γνω­ρί­ζω κάποιον ο οποί­ος συλ­λει­τουρ­γού­σε με τους αγί­ους αγγέ­λους». Αυτόν που γνώ­ρι­σε δεν ήταν παρά ο εαυ­τός του, αλλά για λόγους μετριο­φρο­σύ­νης δεν το απο­κα­λύ­πτει…· κ.λπ. κλπ. Ο πατήρ Νικό­λα­ος, νυν άγιος, Νικό­λα­ος Πλα­νάς ‑του αιώ­νος μας είναι, με τον Παπα­δια­μάν­τη κάνα­νε τις λει­τουρ­γί­ες- το ίδιο, κ.ο.κ. Και ο Θεός ξέρει σε πόσους και σε ποιους απο­κα­λύ­πτε­ται. Για­τί είναι οι άγγε­λοι; «Οι οποί­οι επι­θυ­μούν», λέει, «να παρα­κύ­ψουν προς τιμήν του ανα­κει­μέ­νου», μας λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, «προς τιμήν του Ιησού Χρι­στού, που είναι επά­νω στην Αγία Τρά­πε­ζα».

Κι εμείς δεν έχο­με καμί­αν συναί­σθη­σιν όλων αυτών… Γι’αυ­τό πρέ­πει να προ­σερ­χό­με­θα όπως πρέ­πει. Χωρίς σπρω­ξί­μα­τα, χωρίς φωνές, χωρίς δια­μαρ­τυ­ρί­ες. Ναι, αγα­πη­τοί. Μάλι­στα τις μεγά­λες γιορ­τές Χρι­στού­γεν­να, Πάσχα κ.λπ. σπρώ­χνον­ται οι άνθρω­ποι να κοι­νω­νή­σουν, αγα­να­κτούν… Πωπω­πω! Να είμε­θα σεμνά ντυ­μέ­νοι ακό­μα. Ναι, σεμνά ντυ­μέ­νοι. Αλλά πρέ­πει να είμα­στε και την Δευ­τέ­ρα σεμνά ντυ­μέ­νοι. Περισ­σό­τε­ρο απο­τεί­νο­μαι προς τις κυρί­ες. Διό­τι δεν είσα­στε οι Χρι­στια­νοί μόνον της Κυρια­κής. Αλλά και οι Χρι­στια­νοί και της Δευ­τέ­ρας. Για­τί αλλιώ­τι­κα, αν την Κυρια­κή πάω στην Εκκλη­σία με μία σεμνή ενδυ­μα­σία, αλλά την Δευ­τέ­ρα με άσε­μνη ενδυ­μα­σία κυκλο­φο­ρώ, δεν νομί­ζε­τε πως αυτό είναι μία υπο­κρι­σία; Ο ένας πίσω από τον άλλον. Όχι σπρω­ξί­μα­τα. Με κίν­δυ­νο μάλι­στα να προ­κα­λέ­σουν και ζημί­αν. Πρώ­τα οι άνδρες, μετά οι γυναί­κες. Δεν είναι ιδιο­τρο­πία του ιερέ­ως να το λέγει αυτό. Ούτε δεί­χνει κανέ­ναν μισο­γυ­νι­σμόν. Δεν είναι ο ιερεύς μισο­γύ­νης. Ο Θεός να φυλά­ξει. Αλλά έτσι λέγε­ται το πράγ­μα. Από ποιον; Από τον Από­στο­λο Παύ­λο. «Πρώ­τα», λέει, «ο άντρας, μετά η γυναί­κα». Αυτή είναι η τάξις. «Διό­τι πρώ­τα», λέει, ο από­στο­λος Παύ­λος, «εδη­μιουρ­γή­θη ο Αδάμ, μετά η Εύα».

Θα ανοί­γο­με καλά το στό­μα μας. Προ­σέξ­τε αυτό. Δεν θα περι­μέ­νο­με μέχρι να ξεκι­νή­σει η λαβί­δα. Θα το έχο­με ανοι­χτό το στό­μα μας. Για να κανο­νί­σει ο ιερεύς, μην πάθει καμία ζημία. Πώς ανοί­γεις το στό­μα σου; Πώς αισθά­νε­σαι; Για­τί θα έχει αμαρ­τία ο ιερεύς, αν, υπο­τε­θεί, γίνει κάποια ζημία. Θα κρα­τά­με με τα δυο μας χέρια το μάκτρον. Αυτό το κόκ­κι­νο ύφα­σμα. «Μάκτρον», από το «μάσ­σω». Δηλα­δή θα σκου­πι­στού­με κ.λπ. κ.λπ. τα χεί­λη μας κ.τ.λ. Και αφού λάβο­με με ασφά­λεια, άκραν ασφά­λειαν τον θεί­ον Μαρ­γα­ρί­την, τότε θα σφογ­γί­σο­με τα χεί­λη μας με το μάκτρον αυτό και ήρε­μα, πολύ ήρε­μα, για­τί μερι­κοί δια­θέ­τουν μιαν νευ­ρι­κό­τη­τα. Και πολ­λές φορές αυτή η νευ­ρι­κό­τη­τα, που είναι μία κακώς νοου­μέ­νη ευλά­βεια, η οποία προ­κα­λεί ζημία. Τότε, με ήρε­μον τρό­πον και σιω­πη­λά θα επι­στρέ­ψο­με εις την θέσιν μας. Αν μας έδω­σε μεγά­λη μερί­δα ο ιερεύς ‑εμείς δίνο­με μεγά­λη μερί­δα εδώ, να με συγ­χω­ρέ­σε­τε που το λέω αυτό- υπάρ­χει κίν­δυ­νος, όταν, με κάποια έστω ψυχο­λο­γι­κή ταρα­χή, πάμε αν φύγο­με, πάμε εκεί­νη την ώρα να κατα­πιού­με, να κον­τυ­λια­στού­με, να μην κατα­πιού­με σωστά. Κρα­τά­με ό,τι πήρα­με μες στο στό­μα μας. Μετα­ξύ γλώσ­σης και ουρα­νί­σκου. Κάνο­με μετα­βο­λή, πηγαί­νο­με στη θέση μας και τότε κατα­πί­νο­με. Αν θέλε­τε ακό­μη, για­τί λέμε «Μη φτύ­σεις»; Δεν είναι το σάλιο μας ιερόν για να μη φτύ­σο­με. Προ­σέ­ξα­τέ το. Αλλά απλού­στα­τα, για να μην κάθι­σε κάτι στα δόν­τια μας, να μην φτύ­σου­με. Άρα λοι­πόν δεν μασά­με. Αλλά μετα­ξύ γλώσ­σης και ουρα­νί­σκου κρα­τού­με τον Αμνόν και Τον κατα­πί­νο­με. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαν­τι­κό. Για­τί αν πάθο­με ζημιά, σας είπα, είναι μεγά­λη η αμαρ­τία.

Έρχε­ται ο δεύ­τε­ρος όρος της εξαγ­γε­λί­ας. «Μετά πίστε­ως». Τι σημαί­νει αυτό; Δεν πρό­κει­ται για μία γενι­κο­τέ­ρα πίστη, αλλά για την πίστη ότι αυτό που προ­σλαμ­βά­νεις, αδελ­φέ μου, είναι Σώμα και Αίμα Χρι­στού. ν μυστη­ρί. Δεν υπο­πί­πτει εις τας αισθή­σεις μας. Είναι μυστή­ριον. Γι’αυ­τό λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Εκεί­νος ο οποί­ος κοι­νω­νεί το Αίμα του Χρι­στού και το Σώμα και δεν πιστεύ­ει ότι είναι Σώμα και Αίμα Χρι­στού, αυτός», λέγει, «κρί­μα, κατα­δί­κη εσθί­ει και πίνει, μη δια­κρί­νων το Σώμα του Κυρί­ου». Δεν ξεχω­ρί­ζει. Νομί­ζει πως είναι απλό ψωμί, απλό κρα­σί. Ας το προ­σέ­ξο­με αυτό. Βέβαια αυτό το «ναξί­ως» έχει ευρύ φάσμα που λέγει εις την Α΄προς Κοριν­θί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος στο 11ο κεφά­λαιο. Αλλά πέρα­σε η ώρα και δυστυ­χώς βιά­ζο­μαι. Κι αυτό εκφρά­ζε­ται με το «μ δια­κρί­νων τ Σμα το Κυρί­ου». Επι­μέ­νω και υπο­γραμ­μί­ζω. Γι΄αυτό, λίγο πριν κοι­νω­νή­σο­με λέμε την ευχή, την πρώ­τη ευχή. Ακού­στε: «τι πιστεύω τι τοτο ατ στ τ χραν­τον Σμα Σου (: Αυτό τού­το είναι το Άχραν­το Σώμα Σου) κα τοτο ατ στν τ τίμιον Αμα Σου». Είδα­τε; Ανα­νε­ώ­νο­με την πίστη μας.

Και πάμε εις τον τρί­τον όρον. «Προ­σέλ­θε­τε», λέει, «μετ γάπης». Αυτή η αγά­πη δεν ανα­φέ­ρε­ται, αγα­πη­τοί μου, εις τον πλη­σί­ον. Ανα­φέ­ρε­ται εις τον Χρι­στόν. Το να πιστεύ­εις, πιστεύω ότι αυτή η γυναί­κα είναι η μάνα μου. Καλώς. Αλλά την κακο­ποιώ όμως. Δεν την αγα­πώ. Είναι αρκε­τό; Πρέ­πει, λοι­πόν, όχι να πιστεύω μόνο, αλλά και να αγα­πώ τον Θεόν. Μου έδω­σε τόσα! Με αγα­πά­ει τόσο! Εγώ να μην Τον αγα­πώ; Σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα, αγα­πη­τοί, έρχε­ται η αγά­πη προς τον πλη­σί­ον.

Αγα­πη­τοί, προ­κει­μέ­νου, λοι­πόν, να προ­σέλ­θο­με στο μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας, πρέ­πει να προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε καταλ­λή­λως. Και τότε τα Τίμια Δώρα θα γίνον­ται για μας πηγή χαράς, σοφί­ας, αγιό­τη­τος, υγεί­ας και ζωής αιω­νί­ου. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_790.mp3



Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Β (Και­ρός Μετα­νοί­ας)

Τὸ πρῶ­το μάθη­μα ποὺ μαθαί­νει ὁ στρα­τιώ­της ὅταν πάει στὴ μάχη, εἶναι ὅτι δὲν πρέ­πει νὰ παρα­δο­θεῖ στὸν ἐχθρό. Ὁ διοι­κη­τὴς τὸν προ­ει­δο­ποιεῖ πῶς ὅλοι οἱ στρα­τιῶ­τες ὀφεί­λουν νὰ προ­σέ­χουν γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὶς παγί­δες τοῦ ἐχθροῦ, νὰ μὴν ξεγε­λα­στοῦν κι αἰχ­μα­λω­τι­στοῦν. Ὁ στρα­τιώ­της ποὺ εἶναι μόνος του καὶ γυμνός, πει­νά­ει καὶ κρυώ­νει, ἀντι­με­τω­πί­ζει μεγά­λο πει­ρα­σμὸ ν’ αὐτο­μο­λή­σει στὸν ἐχθρό. Ὁ πανοῦρ­γος ἐχθρὸς θὰ ἐκμε­ταλ­λευ­τεῖ μὲ κάθε δυνα­τὸ τρό­πο τὴ δυσχε­ρῆ θέση του. Ἴσως νὰ πει­νά­ει κι αὐτὸς (ὁ ἐχθρός). Σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση ὅμως θὰ δεί­ξει τὴ γαλαν­το­μία του, θὰ προ­σποι­η­θεῖ πῶς ἔχει ἀρκε­τὰ ἀγα­θὰ καὶ θὰ δώσει ἕνα κομ­μά­τι ψωμὶ στὸ στρα­τιώ­τη ποὺ παρα­δό­θη­κε. Ἴσως κι ὁ ἐχθρὸς νὰ κρυώ­νει, νά ‘ναι ρακέν­δυ­τος ἢ γυμνός. Τότε ὅμως θὰ δώσει κάποιο ροῦ­χο στὸ στρα­τιώ­τη, σὰ νά ‘τὰν ὁ ἴδιος πλού­σιος καὶ καλον­τυ­μέ­νος, σὰ νὰ τοῦ περίσ­σευαν τὰ ροῦ­χα. Θὰ τοῦ δώσει φυλ­λά­δια, ὅπου θὰ κομ­πά­ζει πῶς ἡ νίκη του εἶναι σίγου­ρη, θὰ πεῖ στὸ φτω­χὸ στρα­τιώ­τη πῶς δεξιὰ κι ἀρι­στε­ρά του ὑπάρ­χουν ὁμά­δες πολ­λὲς φίλων καὶ συνα­δέλ­φων του ποὺ παρα­δό­θη­καν, ἢ πῶς ὁ στρα­τη­γός τους σκο­τώ­θη­κε ἢ πῶς ὁ βασι­λιᾶς τους ζήτη­σε νὰ συνά­ψει εἰρή­νη μαζί τους. Θὰ ὑπο­σχε­θεῖ στὸ στρα­τιώ­τη σύν­το­μη ἐπι­στρο­φὴ στὸ πατρι­κό του σπί­τι, μιὰ καλὴ θέση, λεφτὰ καὶ ὅσα ἄλλα ὀνει­ρεύ­ε­ται ὁ ἄνθρω­πος ποὺ βρί­σκε­ται σὲ μεγά­λη ἀνάγ­κη. Ὁ στρα­τη­γὸς ἐπι­ση­μαί­νει ὅλες αὐτὲς τίς παγί­δες καὶ τὰ τεχνά­σμα­τα τοῦ ἐχθροῦ ἀπὸ τὴν ἀρχή, προ­ει­δο­ποιεῖ τοὺς στρα­τιῶ­τες του πῶς δὲν πρέ­πει νὰ τὰ πιστέ­ψουν, ὁποιο­δή­πο­τε κι ἂν εἶναι τὸ τίμη­μα. Τοὺς συμ­βου­λεύ­ει νὰ μὴν ἐγκα­τα­λεί­ψουν τὴ θέση τους, νὰ μὴν παρα­δο­θοῦν, ἀλλὰ νὰ μεί­νουν πιστοί, ἔστω κι ἂν χρεια­στεῖ νὰ τὸ πλη­ρώ­σουν αὐτὸ μὲ τὴ ζωή τους.

Ἡ μὴ παρά­δο­ση στὸν ἐχθρὸ εἶναι ἕνας ἰδιαί­τε­ρα σπου­δαῖ­ος κανό­νας καὶ γιὰ τοὺς στρα­τιῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ, στὴ μάχη ποὺ δίνουν μὲ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Κι ὁ Χρι­στός, ποὺ στὴ μάχη αὐτὴ εἶναι ὁ Βασι­λιᾶς καὶ στρα­τη­γός μας, τὸ ἐπι­ση­μαί­νει αὐτὸ καὶ μᾶς προ­ει­δο­ποιεῖ: «Ἰδοὺ προ­εί­ρη­κα ὑμῖν» (Ματθ. κδ’ 25), εἶπε στοὺς μαθη­τές Του.

Ὁ κίν­δυ­νος εἶναι μεγά­λος. Ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους εἶναι πιὸ φοβε­ρὸς καὶ πιὸ πανοῦρ­γος ἀπὸ κάθε ἄλλον ἐχθρὸ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ φαν­τα­στεῖς. Τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Κύριος σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο: «Ἰδοὺ ὁ σατα­νᾶς ἐξη­τή­σα­το ὑμᾶς τοῦ σινιά­σαι ὡς τὸν σίτον» (Λουκ. κβ’ 31). Ὁ σατα­νᾶς θέλει νὰ σᾶς ξεκο­σκι­νί­σει, ὅπως τὸ σιτά­ρι μέσα στὸ κόσκι­νο. Κυνη­γά­ει διαρ­κῶς τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐξα­πά­τη­σε τὸν πρῶ­το ἄνθρω­πο — ἀπὸ τὴν ἡμέ­ρα ποὺ ἀξί­ω­σε δικαιώ­μα­τα πάνω στοὺς ἀνθρώ­πους καὶ τὰ πῆρε ἀπό το Θεὸ γιὰ λογα­ρια­σμό του. Προ­σπα­θεῖ νὰ σύρει κον­τά του τὸ στρα­τιώ­τη τοῦ Χρι­στοῦ χρη­σι­μο­ποιῶν­τας κάθε ἀπά­τη, τὸν δελε­ά­ζει μὲ ψεύ­τι­κες ὑπο­σχέ­σεις καὶ τοῦ δεί­χνει φαν­τα­στι­κὰ πλού­τη. Δὲν ὑπάρ­χει πιὸ πει­να­σμέ­νη ὕπαρ­ξη ἀπὸ κεῖ­νον, ἀλλὰ δεί­χνει τὸ ψωμὶ στοὺς πει­να­σμέ­νους καὶ τοὺς καλεῖ νὰ παρα­δο­θοῦν. Δὲν ὑπάρ­χει πιὸ γυμνὸ ὄν ἀπ’ αὐτόν, μὰ τρα­βά­ει τοὺς ἀνθρώ­πους μὲ τὰ χρώ­μα­τα τῆς φαν­τα­στι­κῆς κι ἀπα­τη­λῆς ἀμφί­ε­σής του. Δὲν ὑπάρ­χει φτω­χό­τε­ρος ἀπ’ αὐτὸν ὅπως ὁ μάγος στὰ πανη­γύ­ρια ὅμως τρί­βει δυὸ νομί­σμα­τα μετα­ξύ τους καὶ δεί­χνει στοὺς θεα­τές του τα ἑκα­τομ­μύ­ρια ποὺ ὑπο­τί­θε­ται πὼς ἔχει.

Δὲν ὑπάρ­χει κανέ­νας ποὺ νά ‘χει πέσει τόσο πολὺ ὅσο ἐκεῖ­νος. Δὲν παύ­ει ποτὲ μὲ τὰ ψέμ­μα­τά του ὅμως νὰ παρου­σιά­ζε­ται αὐτὸς σὰν νικη­τὴς κι οἱ στρα­τιῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ σὰν νικη­μέ­νοι, σὰ νά ‘φυγε ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης ὁ Χρι­στὸς καὶ κρύ­φτη­κε. «Ψεύ­στης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ», εἶπε ὁ Κύριος (Ἰωάν. ἡ’44). Εἶναι ψεύ­της, πατέ­ρας τοῦ ψεύ­δους. Ὅλη του ἡ δύνα­μη κι ὅλα του τὰ ὑπάρ­χον­τα ἔχουν μόνο φαν­τα­στι­κὴ ὕπαρ­ξη. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στὸς ἐπι­σή­μα­νε στοὺς μαθη­τές Του ὅλες τίς ἀπά­τες καὶ τὰ ὅπλα τοῦ ἐχθροῦ καὶ τοὺς ἔδει­ξε τόσο μὲ λόγια ὅσο καὶ μὲ ἔργα πῶς ν’ ἀντι­στα­θοῦν καὶ μὲ ποιά ὅπλα νὰ τὸν πολε­μή­σουν.

Τὸ κυριό­τε­ρο ὅπλο γιά μας τοὺς χρι­στια­νοὺς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός. Ἡ παρου­σία Τοῦ ἀνά­με­σά μας κι ἡ δύνα­μή Τοῦ μέσα μας εἶναι τὰ βασι­κά μας ὅπλα. Τὰ τελευ­ταῖα λόγια Του ποὺ βλέ­που­με στὸ εὐαγ­γέ­λιο εἶναι: «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέ­ρας, ἕως τῆς συν­τε­λεί­ας τοῦ αἰῶ­νος» (Ματθ. κή’20). Ἡ παρου­σία Του ἦταν ὁλο­φά­νε­ρη στοὺς αἰῶ­νες ποὺ πέρα­σαν σὲ ἑκα­τομ­μύ­ρια ἀτρό­μη­τους στρα­τιῶ­τες Του — ἀπο­στό­λους, μάρ­τυ­ρες, ὁμο­λο­γη­τές, θεο­φό­ρους πατέ­ρες, ἀφο­σιω­μέ­νες παρ­θέ­νες καὶ ἁγί­ους ἄντρες καὶ γυναῖ­κες. Καὶ δὲ φανε­ρω­νό­ταν μόνο στὰ παλιὰ χρό­νια ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας, καθα­ρὰ κι ἀλη­θι­νά, σ’ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ δὲν παρα­δό­θη­καν στὸν πονη­ρό. Δὲ φανε­ρώ­νε­ται σήμε­ρα μόνο, ἀλλὰ θὰ φανε­ρώ­νε­ται καὶ μέχρι τὴ συν­τέ­λεια, μέχρι τὸ τέλος τοῦ χρό­νου, ἀφοῦ προ­φή­τε­ψε πῶς στὸ τέλος τοῦ χρό­νου θὰ ἐμφα­νι­στοῦν μεγα­λο­μάρ­τυ­ρες (βλ. Ἀποκ. ια’ 3). Ἔχου­με καθα­ρῇ καὶ σίγου­ρη δύνα­μη ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, ἀπὸ τὸ Πάθος Του, το λόγο Του, τὸν τίμιο καὶ ζωο­ποιὸ Σταυ­ρό, τὴν Ἀνά­στα­ση καὶ τὴν ἀθά­να­τη δόξα Του.

Ἐσὺ ποὺ ἔχεις πει­στεῖ γιὰ τὴν ἀκα­τα­νί­κη­τη δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ δια­περ­νά­ει σὰν ἠλε­κτρι­κὸ ρεῦ­μα τοὺς πιστούς, δεῖ­ξε το καὶ στοὺς ἄλλους. Ἐσὺ ποὺ δὲν πεί­στη­κες ἀκό­μα, ἀλλὰ θέλεις νὰ πει­στεῖς, κάνε ὅλα ὅσα σοῦ ζητά­ει τὸ εὐαγ­γέ­λιο. Ἐκεί­νους ποὺ ἐπι­μέ­νουν κακό­βου­λα ν’ ἀμφι­βάλ­λουν, ἄσε τους στὴν ἀμφι­βο­λία τους. Αὐτοὶ δὲν πλη­γώ­νουν το Θεὸ μὰ τὸν ἑαυ­τό τους. Δὲν ἀμφι­βάλ­λουν γιὰ τὴν ἀπώ­λεια τοῦ Θεοῦ, μὰ γιὰ τὴ δική τους. Σύν­το­μα θά ‘ρθεὶ ὁ και­ρὸς ποὺ δὲ θὰ μπο­ροῦν πιὰ ν’ ἀμφι­βάλ­λουν, ἀλλὰ τότε δὲ θὰ μπο­ροῦν καὶ νὰ πιστέ­ψουν.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παρου­σία καὶ τὴ δύνα­μη τοῦ ἴδιου τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ εἶναι τὸ κύριο ὅπλο μας στὴ μάχη ἐνάν­τια στὶς πονη­ρὲς δυνά­μεις, ὁ Κύριος Ἰησοῦς μας πρό­σφε­ρε κι ἄλλα εἴδη ὅπλων, γιὰ νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με μὲ τὴ βοή­θειά Του. Τὰ ὅπλα αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς: διαρ­κὴς μετά­νοια, διαρ­κὴς ἐλεη­μο­σύ­νη, ἀδιά­λει­πτη προ­σευ­χή, συνε­χὴς χαρὰ ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ, ὁ φόβος τῆς μέλ­λου­σας κρί­σης καὶ τῆς κατα­δί­κης τῶν ψυχῶν μας, ἡ ἐπι­θυ­μία νὰ ὑπο­μέ­νου­με καρ­τε­ρι­κὰ τὰ βάσα­να γιὰ χάρη Του, μὲ πίστη κι ἐλπί­δα, ἡ συγ­χώ­ρη­ση τῶν προ­σβο­λῶν, ἡ θέα­ση τοῦ κόσμου αὐτοῦ σὰ νὰ μὴν ὑπῆρ­χε καθό­λου, ἡ συμ­με­το­χὴ στὰ ἅγια μυστή­ρια, οἱ ἀγρυ­πνί­ες κι ἡ νηστεία. Μνη­μο­νεύ­ου­με τελευ­ταῖα τὴ νηστεία ὄχι ἐπει­δὴ σὰν ὅπλο δὲν εἶναι σπου­δαῖο (μὴ γένοι­το!), ἀλλὰ ἐπει­δὴ τὸ εὐαγ­γέ­λιο τῆς σημε­ρι­νῆς ἡμέ­ρας μιλά­ει γιὰ τὴ νηστεία καὶ σκο­πεύ­ου­με νὰ τὸ σχο­λιά­σου­με ἰδιαί­τε­ρα.

Ἐὰν γὰρ ἀφῆ­τε τους ἀνθρώ­ποις τὰ παρα­πτώ­μα« τα αὐτῶν, ἀφή­σει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐρά­νιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆ­τε τοὺς ἀνθρώ­πους τὰ παρα­πτώ­μα­τα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφή­σει τὰ παρα­πτώ­μα­τα ὑμῶν» (Ματθ. στ14–15). “Ἄν συγ­χω­ρή­σε­τε τὰ ἁμαρ­τή­μα­τα ποὺ σᾶς ἔκα­ναν οἱ ἄλλοι, θὰ συγ­χω­ρή­σει καὶ ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας τὰ δικά σας ἁμαρ­τή­μα­τα: ἂν ὅμως ἐσεῖς δὲ συγ­χω­ρή­σε­τε τὰ ἁμαρ­τή­μα­τα τῶν ἄλλων, οὔτε καὶ τὰ δικά σας ἁμαρ­τή­μα­τα θὰ συγ­χω­ρή­σει ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας.

Ἔτσι ἀρχί­ζει τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο. Για­τί ἀρχί­ζει ἔτσι; Ἴσως διε­ρω­τη­θεῖς: Τί σχέ­ση ἔχει αὐτὸ μὲ τὴ νηστεία; Συν­δέ­ε­ται καὶ μάλι­στα πολὺ στε­νά. Ὑπάρ­χει ἐπί­σης πολὺ στε­νὴ σχέ­ση ἀνά­με­σα στὴ νηστεία καὶ στὸ τέλος τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, ὅπου δὲν ἀνα­φέ­ρε­ται ἡ νηστεία, ἀλλὰ ἡ θησαύ­ρι­ση τῶν ἀγα­θῶν ὄχι στὴ γῆ ἀλλὰ στὸν οὐρα­νό, ἐκεῖ ὅπου οὔτε καὶ σκό­ρος ἢ ἡ σαπί­λα μπο­ροῦν ν’ ἀφα­νί­σουν, ἀλλ’ οὔτε οἱ κλέ­φτες νὰ κλέ­ψουν.

Ὅταν τὴ νηστεία τὴν κατα­νο­οῦ­με ὅπως πρέ­πει, μὲ χρι­στια­νι­κὴ κι ὄχι μὲ νομι­κί­στι­κη ἀντί­λη­ψη, δηλα­δὴ μὲ φαρι­σαϊ­κὸ τρό­πο, τότε ἡ συγ­χώ­ρη­ση τῶν προ­σβο­λῶν καὶ ἡ ἀπο­χὴ ἀπὸ τὴν ἀπλη­στία εἶναι νηστεία καὶ μάλι­στα ἡ πιὸ σπου­δαία νηστεία ἤ, ἂν θέλεις, ὁ πολυ­τι­μό­τε­ρος καρ­πὸς τῆς νηστεί­ας. Ἡ ἀπο­χὴ μόνο ἀπὸ τρο­φή, ἂν δὲν ἀπο­φεύ­γου­με ταυ­τό­χρο­να τὴν ἀντα­πό­δο­ση στὶς προ­σβο­λὲς ποὺ μᾶς ἔκα­μαν ἢ ἂν προ­σκολ­λιό­μα­στε στὰ ἐγκό­σμια πλού­τη, ἔχει πραγ­μα­τι­κὰ πολὺ λίγη ἀξία.

Ὁ Κύριος δὲ μᾶς δίνει ἐντο­λὴ μὲ τὴ δύνα­μη τῆς αὐθεν­τί­ας Του ὅταν λέει πῶς πρέ­πει νὰ συγ­χω­ροῦ­με τίς ἁμαρ­τί­ες τῶν ἀνθρώ­πων. Μᾶς ἀφή­νει στὴν ἐλεύ­θε­ρη ἐπι­λο­γή μας νὰ συγ­χω­ρή­σου­με ἢ ὄχι. Τὴν ἐλευ­θε­ρία μας δὲ θὰ τὴν παρα­βιά­σει, δὲ θὰ μᾶς πιέ­σει νὰ κάνου­με κάτι, για­τί τότε τὸ ἔργο αὐτὸ δὲ θὰ εἶναι δικό μας ἀλλὰ δικό Του. Καὶ τότε δὲ θὰ ἔχει τὴν ἀξία ποὺ θὰ εἶχε ἂν τὸ κάνα­με ἐλεύ­θε­ρα, μὲ τὴ θέλη­σή μας. Εἶναι ἀλή­θεια ὅτι τίς ἐντο­λὲς δὲν τίς δίνει μὲ δύνα­μη ἐξου­σί­ας, μὲ αὐθεν­τία. Ἁπλᾶ μας ἐπι­ση­μαί­νει τί θὰ πάθου­με σὲ ἀντί­θε­τη περί­πτω­ση: Οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφή­σει τὰ παρα­πτώ­μα­τα ὑμῶν. Καὶ ποιός ἄλλος, ἐκτὸς ἀπό το Θεό, θὰ συγ­χω­ρή­σει τίς ἁμαρ­τί­ες μας; Κανέ­νας, οὔτε στὸν οὐρα­νὸ οὔτε στὴ γῆ. Κανέ­νας ἀπο­λύ­τως.

Οἱ ἄνθρω­ποι δὲ θὰ μᾶς συγ­χω­ρή­σουν, ἐπει­δὴ δὲν τοὺς συγ­χω­ρή­σα­με. Ὁ Θεὸς δὲ θὰ μᾶς συγ­χω­ρή­σει, ἀφοῦ οἱ ἄνθρω­ποι δὲ μᾶς συγ­χω­ροῦν. Ποὺ βρι­σκό­μα­στε τότε καὶ ποὺ θὰ βρε­θοῦ­με; Θὰ περά­σου­με τίς μέρες μας κάτω ἀπὸ ἕνα βου­νὸ ἁμαρ­τί­ες. Καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ τὸ βάρος αὐτοῦ τοῦ βου­νοῦ θὰ βαρύ­νει ἀκό­μα περισ­σό­τε­ρο, σὲ ὅλη τὴν αἰω­νιό­τη­τα. Γι’ αὐτὸ ἂς ἀσκη­θοῦ­με νὰ μὴν ἀντα­πο­δί­δου­με προ­σβο­λὲς στὶς προ­σβο­λὲς καὶ κακὸ στὸ κακὸ ἢ νὰ πλη­ρώ­νου­με τὴν ἁμαρ­τία μὲ ἁμαρ­τία.

Ὅταν βλέ­πεις ἕναν μεθυ­σμέ­νο πεσμέ­νο στὴ λάσπη, θὰ ξαπλώ­σεις καὶ σὺ δίπλα του; Δὲ θὰ προ­σπα­θή­σεις νὰ τὸν σηκώ­σεις καὶ νὰ τὸν βγά­λεις ἀπὸ τὴ λάσπη; Κάθε ἁμαρ­τία εἶναι λάσπη καὶ κάθε πάθος εἶναι μέθη. Ἄν ὁ ἀδερ­φός σου ἔχει βυθί­σει τὴν ψυχή του στὴ λάσπη τῆς ἁμαρ­τί­ας, για­τί θ’ ἀφή­σεις καὶ τὴ δική σου ψυχὴ νὰ κυλι­στεῖ στὴν ἴδια λάσπη; Πρέ­πει ν’ ἀπο­φύ­γεις ἐκεῖ­νο ποὺ κάνει ὁ ἀδερ­φός σου, νὰ βια­στεῖς νὰ τὸν βγά­λεις ἀπὸ τὴ λάσπη, νὰ τὸν καθα­ρί­σεις, ὥστε ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας σου νὰ σηκώ­σει καὶ σένα, νά σε καθα­ρί­σει ἀπὸ κάθε ἁμαρ­τία καὶ στὴν τελι­κὴ κρί­ση νά σε τοπο­θε­τή­σει μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέ­λους.

Καὶ συνε­χί­ζει ὁ Κύριος: «Ὅταν δὲ νηστεύ­ε­τε, μὴ γίνε­σθε ὥσπερ οἱ ὑπο­κρι­ται σκυ­θρω­ποὶ ἀφα­νί­ζου­σι γὰρ τὰ πρό­σω­πα αὐτῶν ὅπως φανώ­σει τους ἀνθρώ­ποις νηστεύ­ον­τες: ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέ­χου­σι τὸν μισθὸν αὐτῶν» (Ματθ. στ’16). Ὅταν νηστεύ­ε­τε δὲν πρέ­πει νὰ φαί­νε­στε σκυ­θρω­ποι καὶ κατη­φεῖς, ὅπως οἱ ὑπο­κρι­τές. Αὐτοὶ ἄλλοιώ­νουν τὸ πρό­σω­πό τους γιὰ νὰ φαί­νε­ται μαρα­μέ­νο, ὥστε νὰ δεί­ξουν στοὺς ἀνθρώ­πους πῶς νηστεύ­ουν. Αὐτοὶ ὅ,τι μισθὸ εἶχαν νὰ πάρουν, τὸν πῆραν ἤδη.

Οἱ ὑπο­κρι­τὲς δὲ νηστεύ­ουν γιά το Θεό, οὔτε γιὰ τὴν ψυχή τους. Αὐτοὶ τὸ κάνουν ἀπὸ ἀνθρω­πα­ρέ­σκεια, γιὰ νὰ τοὺς βλέ­πουν οἱ ἄνθρω­ποι ὅτι νηστεύ­ουν καὶ νὰ τοὺς ἐπαι­νοῦν. Ἀλλ’ ἐπει­δὴ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρω­ποι δὲ γίνε­ται νὰ τοὺς παρα­τη­ροῦν κάθε μέρα τί τρῶ­νε καὶ τί πίνουν, αὐτοὶ ἀγω­νί­ζον­ται νὰ φαί­νον­ται πῶς νηστεύ­ουν, νὰ τὸ δια­βά­ζουν αὐτὸ οἱ ἄλλοι στὰ πρό­σω­πά τους. Παρα­μορ­φώ­νουν τὰ πρό­σω­πά τους, τὰ κάνουν νὰ φαί­νον­ται ὠχρὰ καὶ λυπη­μέ­να, κάτι­σχνα καὶ μαρα­μέ­να. Δὲν πλέ­νουν τὰ πρό­σω­πά τους, οὔτε καὶ χρη­σι­μο­ποιοῦν ἀρώ­μα­τα. Κι οἱ ἄνθρω­ποι τοὺς κοι­τά­ζουν καὶ τοὺς θαυ­μά­ζουν, τοὺς ἐπαι­νοῦν. Οἱ ἄνθρω­ποι τοὺς ἀντα­μεί­βουν μέ το θαυ­μα­σμό τους, τοὺς δίνουν τὸ τίμη­μα τῆς νηστεί­ας τους. Τότε τί ἄλλο μπο­ροῦν νὰ περι­μέ­νουν ἀπὸ τὸ Θεό; Αὐτοὶ δὲ νήστε­ψαν γιά το Θεὸ ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους. Τί σόϊ πλη­ρω­μὴ ἀνα­ζη­τοῦν γιὰ τὴν ψυχή τους; Ἀφοῦ δὲ νήστε­ψαν γιὰ χάρη τῆς ψυχῆς τους ἀλλὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώ­πων. Κι οἱ ἄνθρω­ποι τοὺς ἐγκω­μί­α­σαν γι’ αὐτό, τοὺς πλή­ρω­σαν. Τὴν ἀντα­μοι­βή τους τὴν ἔλα­βαν. Ὁ Θεὸς δὲν τοὺς χρω­στᾷ τίπο­τα, οὔτε καὶ θὰ τοὺς ἀντα­μεί­ψει στὴ μέλ­λου­σα ζωὴ γιὰ τὴ νηστεία τους.

«Σὺ δὲ νηστεύ­ων», συνε­χί­ζει ὁ Κύριος, «ἄλει­ψαί σου τὴν κεφα­λὴν καὶ τὸ πρό­σω­πόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τους ἀνθρώ­ποις νηστεύ­ων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου το ἐν τῷ κρυ­πτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου καὶ βλέ­πων ἐν τῷ κρυ­πτῷ ἀπο­δώ­σει σοὶ ἐν τῷ φανε­ρῷ» (Ματθ. στ’17–18). Ἐσὺ ὅταν νηστεύ­εις νὰ περι­ποιεῖ­σαι τὰ μαλ­λιά σου καὶ νὰ πλέ­νεις τὸ πρό­σω­πό σου, γιὰ νὰ μὴ δεί­χνεις στοὺς ἀνθρώ­πους πῶς νηστεύ­εις. Αὐτὸ ἂς τὸ βλέ­πει ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας σου ποὺ βλέ­πει καὶ τὰ πιὸ ἀπό­κρυ­φα πράγ­μα­τα. Κι Ἐκεῖ­νος ποὺ βλέ­πει τὰ κρυ­φά, θὰ σοῦ ἀντα­πο­δώ­σει τὸν κόπο τῆς νηστεί­ας σου φανε­ρά.

Αὐτὸς εἶναι ὁ πιὸ σπου­δαῖ­ος κανό­νας ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ γιὰ τὴ νηστεία. Κι ἡ ἄμε­ση σημα­σία του εἶναι καθα­ρή. Τὴ νηστεία τὴν κάνεις γιά το Θεὸ καὶ γιὰ τὴ σωτη­ρία τῆς ψυχῆς σου, ὄχι γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους. Δὲν ἔχει καμιὰ ἐντε­λῶς ἀξία ἂν οἱ ἄνθρω­ποι βλέ­πουν ἢ ξέρουν πῶς ἐσὺ νηστεύ­εις. Κι εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ πολὺ πιὸ καλὸ γιὰ σένα νὰ μὴν ξέρουν. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους δὲν περι­μέ­νεις καμιὰ ἀντα­μοι­βὴ γιὰ τὴ νηστεία σου. Τί μπο­ροῦν νὰ σοῦ δώσουν ἐκεῖ­νοι, ἀφοῦ περι­μέ­νουν, ὅπως καὶ σύ, τὰ πάν­τα ἀπὸ τὸ Θεό; Ἐκεῖ­νο ποὺ ἔχει σημα­σία, ποὺ ἀξί­ζει, εἶναι νὰ βλέ­πει καὶ νὰ γνω­ρί­ζει ὁ Θεός. Κι ὁ Θεὸς θὰ δεῖ ὁπωσ­δή­πο­τε. Εἶναι ἀδύ­να­το νὰ κρύ­ψεις κάτι ἀπ’ Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ μὴν ἐπι­δεί­χνεις τὴ νηστεία σου μὲ ὁποιο­δή­πο­τε τρό­πο. Ὁ Θεὸς τὸ δια­βά­ζει μέσα σου αὐτό, στὴν ἴδια τὴν καρ­διά σου. Ὅπως ἔβα­ζες ἀρω­μα­τι­κὸ λάδι στὸ κεφά­λι σου προ­τοῦ νηστέ­ψεις, τὸ ἴδιο κάνε καὶ τώρα. Ὅπως ἔλου­ζες τὸ πρό­σω­πό σου πρὶν ἀπὸ τὴ νηστεία, λοῦ­σε το κι ὅταν νηστεύ­εις. Εἴτε τὸ κάνεις αὐτὸ εἴτε δὲν τὸ κάνεις, δὲν πρό­κει­ται ν’ αὐξή­σει τὸ μισθό σου. Εἴτε τὸ κάνεις εἴτε ὄχι, οὔτε θὰ σὲ σώσει, οὔτε καὶ θά σε ὁδη­γή­σει στὴν ἀπώ­λεια.

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρι­στοῦ ὅμως (ἄλει­ψαί σου τὴν κεφα­λὴν καὶ τὸ πρό­σω­πόν σου νίψαι), ποὺ εἰπώ­θη­καν τόσο ἐπι­γραμ­μα­τι­κά, ἔχουν καὶ τὸ δικό τους βαθύ­τε­ρο ἐσω­τε­ρι­κὸ νόη­μα. Ἄν ὁ Κύριος εἶχε κατὰ νοῦ μόνο τὸ σωμα­τι­κὸ κεφά­λι καὶ πρό­σω­πο, σίγου­ρα δὲ θὰ μᾶς ἔδι­νε τὴν ἐντο­λὴ πῶς, ὅταν νηστεύ­ου­με, πρέ­πει ν’ ἀλεί­φου­με τὸ κεφά­λι καὶ νὰ λού­ζου­με τὸ πρό­σω­πό μας. Θὰ εἶχε πεὶ πῶς, σχε­τι­κὰ μὲ τοὺς καρ­ποὺς τῆς νηστεί­ας, εἶναι ἐντε­λῶς δευ­τε­ρεύ­ου­σας σημα­σί­ας τὸ γεγο­νὸς πῶς ἀλεί­φου­με ἢ ὄχι τὸ κεφά­λι μας, λού­ζου­με ἢ δὲ λού­ζου­με τὸ πρό­σω­πό μας. Εἶναι φανε­ρὸ πῶς στὰ λόγια αὐτὰ κρύ­βε­ται ἕνα ἄλλο, μυστι­κὸ νόη­μα. Δια­φο­ρε­τι­κά, αὐτὸς ποὺ ἐξη­γεῖ τίς ἐντο­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ ἐπι­φα­νεια­κὰ κι ὅταν νηστεύ­ει ἀρχί­ζει ν’ ἀλεί­φει μὲ λάδι τὸ κεφά­λι του καὶ νὰ λού­ζει τὸ πρό­σω­πό του, θὰ πέσει στὴν ἀντί­θε­τη μορ­φὴ τῆς ὑπο­κρι­σί­ας. Για­τί θὰ φανε­ρώ­νει πάλι στοὺς ἀνθρώ­πους τὴ νηστεία του, ἀλλὰ μὲ δια­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο. Μὰ αὐτὸ εἶναι ποὺ ὁ Χρι­στὸς ἤθε­λε νὰ διδά­ξει στοὺς ἀνθρώ­πους, πῶς δὲν πρέ­πει νὰ κάνουν. Δὲν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λία λοι­πὸν πῶς ἡ ἐντο­λὴ αὐτὴ ἔχει τὸ βαθύ­τε­ρο ἐσω­τε­ρι­κό της νόη­μα. Ποιό εἶναι αὐτό;

Τὸ νόη­μα τῆς ἐντο­λῆς αὐτῆς μοιά­ζει μὲ κεῖ­νο ποὺ ἔδω­σε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος στὴν περι­το­μή. Ὁ μεγά­λος ἀπό­στο­λος περισ­σό­τε­ρη ἔμφα­ση ἔδω­σε στὴν περι­το­μὴ τῆς καρ­διᾶς, ποὺ τὴ θεώ­ρη­σε ὡς σωστι­κὴ ἀρχή. Τὴν ἄλλη περι­το­μή, τὴ σωμα­τι­κή, τὴ λογά­ρια­σε σὰν δευ­τε­ρεύ­ου­σας σημα­σί­ας, πῶς δὲν ἔχει καμιὰ δια­φο­ρὰ ἀπὸ τὴ μὴ περι­το­μὴ (βλ. Γαλ. στ΄ 15, Ρωμ. β’ 29). Άλει­ψόν σου τὴν κεφα­λὴν ἑπο­μέ­νως σημαί­νει: Χρῖ­σε το νοῦ σοῦ μὲ τὸ Ἁγιο Πνεῦ­μα. Τὸ κεφά­λι ὑπο­νο­εῖ το νοῦ, τὴν ψυχὴ ὁλό­κλη­ρη. Τὸ ἄρω­μα τοῦ μύρου μὲ τὸ ὁποῖο χρί­ε­ται τὸ κεφά­λι ὑπο­δη­λώ­νει τὸ Ἁγιο Πνεῦ­μα. Κι αὐτὸ σημαί­νει πῶς πρέ­πει ν’ ἀπέ­χεις ἀπὸ κάθε πονη­ρὴ σκέ­ψη καὶ ν’ ἀπο­φεύ­γεις κάθε ἀργὸ καὶ ἄσε­μνο λόγο. Ἀντί­θε­τα μάλι­στα, πρέ­πει νὰ γεμί­ζεις το νοῦ σου μὲ σκέ­ψεις θεϊ­κές, μὲ στο­χα­σμοὺς ἱεροὺς γιὰ τὴν ἁγνό­τη­τα, τὴν πίστη, τὴν ἀγά­πη καὶ ὅλα ἐκεῖ­να ποὺ προ­σελ­κύ­ουν τὸ Ἁγιο Πνεῦ­μα. Τὸ ἴδιο νὰ κάνεις καὶ μὲ τὴ γλῶσ­σα σου, ἀφοῦ νοὺς καὶ γλῶσ­σα εἶναι τὸ ἴδιο. Φρόν­τι­ζε εἴτε ν’ ἀπέ­χεις ἐντε­λῶς ἀπὸ τὸ νὰ μιλᾷς ἤ, ὅταν δια­κό­πτεις τὴ σιω­πή σου, νὰ λὲς μόνο ὅσα ἀνα­φέ­ρον­ται στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων. Μὰ καὶ μὲ τὴν καρ­διά σου τὸ ἴδιο πρέ­πει νὰ κάνεις. Ν’ ἀπέ­χεις ἀπὸ τὸ φθό­νο καὶ τὴν κακία, τὴ ζήλεια καὶ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια, τίς βλα­σφη­μί­ες καὶ τίς ὕβρεις ἐναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώ­πων, ἀπὸ κάθε ἁμαρ­τία ἢ καὶ ἁμαρ­τω­λὴ ἐπι­θυ­μία, ἀπὸ κάθε πάθος καὶ λαγνεία. Φυλά­ξου ἀπ’ όλ’ αὐτὰ καὶ ἄφη­σε ἐλεύ­θε­ρο τὸ “Ἁγιο Πνεῦ­μα νὰ φυτέ­ψει στὴν καρ­διά σου κάθε ἀγα­θὸ καὶ θεϊ­κὸ δέν­τρο, κάθε θεά­ρε­στο καὶ οὐρά­νιο ἄνθος. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις τὴ θέλη­ση τῆς ψυχῆς σου. Νήστε­ψε ἀπὸ κάθε ἁμαρ­τω­λὴ κλί­ση, ἀπὸ κάθε ἁμαρ­τω­λὴ πρά­ξη, φύλα­ξε τὸν ἑαυ­τό σου ἀπὸ κάθε πονη­ρό. Ἔτσι θὰ ἐπι­τρέ­ψεις στὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα νὰ χρί­σει τὴ σκλη­ρυ­μέ­νη καρ­διά σου μὲ τὸ ἅγιο μύρο, νὰ γειά­νει τίς πλη­γές της, νὰ τὴ στρέ­ψει πρὸς ἔργα ἀγα­θὰ καὶ νὰ τὴ γεμί­σει μὲ πόθο γιὰ ὁτι­δή­πο­τε καλὸ καὶ θεά­ρε­στο.

Αὐτὸ εἶναι τὸ νόη­μα τῆς φρά­σης ἄλει­ψαί σου τὴν κεφα­λήν. Μὲ ἄλλα λόγια μας λέει ὁ Χρι­στὸς πῶς πρέ­πει νὰ χαλι­να­γω­γή­σου­με καὶ νὰ περιο­ρί­σου­με ἀπὸ κάθε κακία τὸν ἐσω­τε­ρι­κό μας ἄνθρω­πο, ποὺ ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο, καὶ νὰ τὸν στρέ­ψου­με πρὸς κάθε ἀγα­θό.

Τώρα, τί σημαί­νουν τὰ λόγια καὶ τὸ πρό­σω­πόν σου νίψαι;

Τὸ πρό­σω­πο ὑπο­δη­λώ­νει τὸν ἐξω­τε­ρι­κό, τὸν σωμα­τι­κὸ καὶ αἰσθη­σια­κὸ ἄνθρω­πο — τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που.

Ἡ ψυχὴ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὸ σῶμα. Γιὰ τὸ Θεό, πρό­σω­πο τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι ἡ ψυχή, γιὰ τὸν κόσμο ὅμως εἶναι τὸ σῶμα. Μὲ τίς σωμα­τι­κὲς αἰσθή­σεις καὶ τὰ αἰσθη­τή­ρια ὄργα­να δεί­χνου­με στὸν κόσμο τί σκε­φτό­μα­στε, τί νιώ­θου­με καὶ τί θέλου­με. Ἡ γλῶσ­σα λέει ὅσα ὁ νοῦς σκέ­φτε­ται, τὰ μάτια δεί­χνουν τὰ αἰσθή­μα­τα τῆς καρ­διᾶς καὶ τὰ πόδια ὁδη­γοῦν ἐκεῖ ποὺ ἡ ψυχὴ θέλει.

Τὸ πρό­σω­πόν σου νίψαι σημαί­νει: Νὰ καθα­ρί­σεις τὸ σῶμα σοῦ ἀπὸ τὴ διά­πρα­ξη κάθε ἁμαρ­τί­ας, κάθε ἀκα­θαρ­σί­ας καὶ κάθε πονη­ρί­ας. Φύλα­ξε τίς αἰσθή­σεις σοῦ ἀπὸ κάθε τί τὸ ἐπι­πό­λαιο καὶ ἐπι­κίν­δυ­νο. Περιό­ρι­σε τὰ μάτια σου ὥστε νὰ μὴν περιερ­γά­ζον­ται διαρ­κῶς τὰ περί­ερ­γα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Περιό­ρι­σε τ’ αὐτιὰ σοῦ νὰ μὴν ἀκοῦ­νε αὐτὰ ποὺ δὲ συν­τε­λοῦν στὴν ψυχι­κή σου σωτη­ρία. Περιό­ρι­σε τὴ μύτη σου, ὥστε ἡ ψυχὴ σοῦ νὰ μὴν ὀσμί­ζε­ται τὸ ἄρω­μα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ γρή­γο­ρα μετα­βάλ­λε­ται σὲ βρω­μιά. Περιό­ρι­σε τὸ στο­μά­χι σου, γιὰ νὰ μὴν ἐπι­θυ­μεῖ συνέ­χεια περισ­σό­τε­ρη τρο­φὴ καὶ ποτό. Χαλι­να­γώ­γη­σε τὸ σῶμα σου ὁλό­κλη­ρο, νὰ μὴ γίνει εὐαί­σθη­το καὶ ἀπαι­τεῖ ἀπὸ σένα περισ­σό­τε­ρα ἀπὸ ἐκεῖ­να ποὺ εἶναι ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ τὴν ἐπι­βί­ω­σή του. Πρέ­πει νὰ συγ­κρα­τή­σεις τὰ χέρια σου ὥστε νὰ μὴ χτυ­πᾶ­νε καὶ βασα­νί­ζουν ἀνθρώ­πους ἢ καὶ ζῶα. Συγ­κρά­τη­σε τὰ πόδια σοῦ γιὰ νὰ μὴ σὲ ὁδη­γοῦν στὴν ἁμαρ­τία, σὲ ἀνόη­τες ψυχα­γω­γί­ες καὶ ἄθε­ες δια­σκε­δά­σεις, σὲ τσα­κω­μοὺς καὶ σὲ κλο­πές. Σὲ ἀντί­θε­ση πρὸς όλ’ αὐτὰ πρέ­πει ν’ ἀλλά­ξεις τὸ σῶμα σου ὁλό­κλη­ρο, νὰ τὸ κάνεις πραγ­μα­τι­κὸ ναὸ τῆς ψυχῆς κι ὄχι ταβέρ­να ὅπου συχνά­ζουν οἱ λῃστὲς γιὰ νὰ μοι­ρά­σουν τὰ κλο­πι­μαῖα τους καὶ νὰ σχε­διά­σουν και­νούρ­γιες ἐξορ­μή­σεις. Τὸ σῶμα σου πρέ­πει νὰ τὸ κάνεις ναὸ τοῦ Ζῶν­τος Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ νόη­μα ἔχουν τὰ λόγια τὸ πρό­σω­πόν σου νίψαι. Αὐτὴ εἶναι ἡ νηστεία ποὺ ὁδη­γεῖ στὴ σωτη­ρία. Αὐτὴ τὴ νηστεία συνι­στᾷ ὁ Κύριος. Μιὰ νηστεία ποὺ εἶναι ἐλεύ­θε­ρη ἀπὸ ὑπο­κρι­σία, ποὺ ἐκβάλ­λει τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ βοη­θᾷ τὸν ἄνθρω­πο νὰ κατα­γά­γει ἔνδο­ξη νίκη, ποὺ θὰ τοῦ ἀπο­φέ­ρει πλού­σιους καρ­πούς, τόσο στὴν παροῦ­σα ζωὴ ὅσο καὶ στὴ μέλ­λου­σα.

Ἀξί­ζει νὰ ἐπι­ση­μά­νου­με πῶς ὁ Κύριος μιλά­ει πρῶ­τα γιὰ τὸ κεφά­λι κι ὕστε­ρα γιὰ τὸ πρό­σω­πο, πρῶ­τα γιὰ τὴν ψυχὴ κι ὕστε­ρα γιὰ τὸ σῶμα. Οἱ ὑπο­κρι­τὲς νήστευαν μόνο σωμα­τι­κὰ κι ἔδει­χναν τὴ νηστεία τους στοὺς ἀνθρώ­πους μὲ σωμα­τι­κὰ μέσα. Ὁ Χρι­στὸς ἀντί­θε­τα, βάζει τὴν πνευ­μα­τι­κὴ νηστεία στὴν πρώ­τη θέση. Πρώ­τη τοπο­θε­τεῖ τὴ νηστεία τῆς ψυχῆς κι ἔπει­τα τὴν ἐξω­τε­ρι­κή, τοῦ σώμα­τος. Μ’ αὐτὸ δὲ θέλει νὰ ὑπο­βαθ­μί­σει τὴ σωμα­τι­κὴ νηστεία — ἀφοῦ κι ὁ ἴδιος ἄσκη­σε τὴ νηστεία αὐτή — ἀλλὰ γιὰ νὰ καθα­ρί­σει πρῶ­τα τὴν ψυχὴ κι ἔπει­τα τὸν καθρέ­φτη τῆς ψυχῆς.

Ὁ ἄνθρω­πος πρέ­πει ν’ ἀγω­νι­στεῖ, νὰ ἐνστερ­νι­στεῖ τὴ νηστεία πρῶ­τα μέ το νοῦ, τὴν καρ­διὰ καὶ τὴ θέλη­σή του καὶ μετὰ νὰ τὴν ἐφαρ­μό­σει πρό­θυ­μα μὲ τὸ σῶμα, ὅπως κάνει κι ὁ καλ­λι­τέ­χνης, ποὺ πρῶ­τα μορ­φώ­νει τὴν εἰκό­να στὴν ψυχή του καὶ μετὰ τὴν πραγ­μα­το­ποιεῖ μὲ τὰ χέρια του.

Ἡ σωμα­τι­κὴ νηστεία πρέ­πει νὰ γίνε­ται μὲ χαρά, ὄχι μὲ λύπη. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος χρη­σι­μο­ποιεῖ τίς λέξεις ἄλει­ψαι καὶ νίψον. Ὅπως οἱ οὐσί­ες αὐτὲς δίνουν εὐχα­ρί­στη­ση καὶ ξεκού­ρα­ση στὸ σῶμα ἔτσι καὶ ἡ νηστεία, τόσο ἡ σωμα­τι­κὴ ὅσο κι ἡ ψυχι­κή, πρέ­πει νὰ δίνει χαρὰ κι εὐχα­ρί­στη­ση στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Ἡ νηστεία εἶναι ὅπλο, ἕνα πολὺ δυνα­τὸ ὅπλο στὸν πόλε­μο μὲ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα. Ὁ στρα­τιώ­της ποὺ τὴν ὥρα τῆς μάχης θὰ χάσει τὸ ὅπλο του πέφτει κάτω, για­τί δὲν ἔχει ἄλλῃ ἐπι­λο­γῇ. Εἴτε θὰ τρα­πεῖ σὲ φυγή, εἴτε θὰ παρα­δο­θεῖ. Ὅταν ὅμως τοῦ δώσουν ὅπλα χαί­ρε­ται, για­τί τότε μπο­ρεῖ νὰ στα­θεῖ στὴ θέση του καὶ ν’ ἀπο­κρού­σει τὸν ἐχθρό. Πῶς μπο­ρεῖ νὰ μὴ χαρεῖ ὁ χρι­στια­νὸς ὅταν ὁπλί­ζε­ται μὲ τὴ νηστεία ἐναν­τί­ον τῶν πιὸ φοβε­ρῶν ἀντι­πά­λων του; Πῶς νὰ μὴ σκιρ­τή­σει ἀπὸ χαρὰ ἡ καρ­διά του καὶ νὰ μὴ λάμ­ψει τὸ πρό­σω­πό του ὅταν κρα­τᾷ στὰ χέρια του ἕνα ὅπλο, ποὺ μὲ τὸ ποὺ τὸ βλέ­πουν οἱ ἐχθροί του συγ­χί­ζον­ται καὶ τὸ βάζουν στὰ πόδια;

Ἡ λαι­μαρ­γία κάνει μελαγ­χο­λι­κὸ τὸν ἄνθρω­πο, τὸν φοβί­ζει, ἐνῶ ἡ νηστεία τὸν εὐφραί­νει, τοῦ δίνει κου­ρά­γιο. Ἡ λαι­μαρ­γία προ­κα­λεῖ κι ἄλλη λαι­μαρ­γία, ἀκό­μα μεγα­λύ­τε­ρη, ἐνῶ ἡ νηστεία ἐνι­σχύ­ει τὴν ἀντο­χή, τὴν κάνει πιὸ ἰσχυ­ρή. Ὁ βασι­λιᾶς Δαβὶδ ἄσκη­σε τὴ νηστεία τόσο πολύ, ὥστε ἀνα­φω­νοῦ­σε ὁ ἴδιος: «τὰ γόνα­τά μου ἠσθέ­νη­σαν ἀπὸ νηστεί­ας» (Ψαλμ. ρή’24). Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος συνει­δη­το­ποιεῖ τη χάρη ποὺ λαβαί­νει ἀπὸ τὴ νηστεία, τότε θέλει νὰ νηστεύ­ει ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρο. Κι οἱ δωρε­ὲς ποὺ φέρ­νει ἡ νηστεία εἶναι ἀμέ­τρη­τες.

Μὲ τὴ νηστεία ὁ ἄνθρω­πος ἐλα­φραί­νει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦ­μα τοῦ ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ σκό­τους καὶ τῆς παχύ­τη­τας. Τὸ σῶμα του γίνε­ται ἐλα­φρύ, ζων­τα­νὸ καὶ τὸ πνεῦ­μα του φωτει­νὸ καὶ καθα­ρό.

Μὲ τὴ νηστεία ὁ ἄνθρω­πος ὑψώ­νει τὴν ψυχὴ τοῦ πάνω ἀπὸ τὰ γήι­να δεσμὰ καὶ εἰσχω­ρεῖ μέσα ἀπὸ τὸ σκό­τος τῆς κτη­νώ­δους ζωῆς στὸ φῶς τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀλη­θι­νή του πατρί­δα.

Ἡ νηστεία ἐνι­σχύ­ει τὸν ἄνθρω­πο, τὸν κάνει ἀπο­φα­σι­στι­κὸ καὶ θαρ­ρα­λέο μπρο­στὰ σὲ δαί­μο­νες κι ἀνθρώ­πους.

Ἡ νηστεία κάνει τὸν ἄνθρω­πο γεν­ναιό­δω­ρο, πρᾶο, εὔσπλαγ­χνο καὶ ὑπά­κουο.

Μὲ τὴ νηστεία ὁ Μωυ­σῆς ἀξιώ­θη­κε νὰ λάβει τίς δέκα ἐντο­λὲς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό.

Μὲ τὴ νηστεία ὁ Ἠλί­ας ἔκλει­σε τοὺς οὐρα­νοὺς καὶ δὲν ἔβρε­ξε γιὰ τρία χρό­νια. Μὲ τὴ νηστεία προ­κά­λε­σε τὴ φωτιὰ ποὺ ἔπε­σε ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ πάνω στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες. Μὲ τὴ νηστεία ἐξα­γνί­στη­κε τόσο πολύ, ὥστε ἀξιώ­θη­κε νὰ συνο­μι­λή­σει στὸ ὄρος Χωρὴβ μέ το Θεό.

Μὲ τὴ νηστεία ὁ Δανι­ὴλ σώθη­κε ἀπὸ τὰ δόν­τια τῶν λεόν­των καὶ οἱ τρεῖς παῖ­δες γλί­τω­σαν ἀπὸ τὴν κάμι­νο τοῦ πυρός.

Μὲ τὴ νηστεία ὁ βασι­λιᾶς Δαβὶδ ὕψω­σε τὴν καρ­διὰ τοῦ στὸν Κύριο καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν ἐπι­σκί­α­σε. Ἔτσι ἔγρα­ψε καὶ ἔψα­λε τοὺς γλυ­κύ­τα­τους καὶ ἀνυ­πέρ­βλη­τους ψαλ­μοὺς ποὺ ἀνύ­ψω­ναν ὅλους τοὺς πρὸ Χρι­στοῦ ἀνθρώ­πους στὸ Θεό.

Μὲ τὴ νηστεία ὁ βασι­λιᾶς Ἰωα­σα­φὰτ κατα­τρό­πω­σε τοὺς ἐχθρούς του, τούς ‘Ἀμμω­νί­τες καὶ τοὺς Μωα­βί­τες.

Μὲ τὴ νηστεία οἱ Ἑβραῖ­οι σώθη­καν ἀπὸ τὴν κατα­δί­ω­ξη τοῦ Ἀμὰν (βλ. Ἐσθήρ, κεφ. δ’).

Μὲ τὴ νηστεία ἡ πόλη τῆς Νινευὶ σώθη­κε ἀπὸ τὴν κατα­στρο­φὴ ποὺ εἶχε προ­φη­τέ­ψει ὁ προ­φή­της Ἰωνάς.

Μὲ τὴ νηστεία ὁ Ἰωάν­νης ὁ Βαπτι­στὴς ἔγι­νε ὁ «μεί­ζων ἕν γεν­νη­τοὶς γυναι­κών».

Ὁπλι­σμέ­νος μὲ τὴ νηστεία ὁ ὅσιος Ἀντώ­νιος συνέ­τρι­ψε τίς ὀρδὲς τῶν δαι­μό­νων καὶ τίς ἐκδί­ω­ξε. Ἀλλὰ τί λέω; Μόνο ὁ ὅσιος Ἀντώ­νιος; Ἀμέ­τρη­το πλῆ­θος χρι­στια­νῶν ἁγί­ων, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες, ἐξα­γνί­στη­καν μὲ τὴ νηστεία, ἐνδυ­να­μώ­θη­καν μὲ τὴ νηστεία καὶ ἔγι­ναν οἱ μεγα­λύ­τε­ροι ἥρω­ες στὴν ἀνθρώ­πι­νη ἱστο­ρία. Για­τί κατόρ­θω­σαν νὰ κατα­νι­κή­σουν ἐκεῖ­νον ποὺ ἦταν ὁ ἀνυ­πέρ­βλη­τος ἐχθρός τους: τὸν ἑαυ­τό τους. Καὶ μὲ τὴ νίκη κατα τοῦ ἑαυ­τοῦ τους, κατα­τρό­πω­σαν ταυ­τό­χρο­να τὸν κόσμο καί το σατα­νᾶ.

Ὁ ἅγιος Βασί­λειος λέει: «Ἡ νηστεία ἐνδυ­να­μώ­νει τὸ νού».

Ὁ ἅγιος Διό­δω­ρος: «Οἱ πραγ­μα­τι­κοὶ ἀσκη­τὲς ἀπέ­χουν ἀπὸ τρο­φὲς ὄχι ἐπει­δὴ λογα­ριά­ζουν τίς ἴδιες σὰν κάτι κακό, ἀλλὰ για­τί μὲ τὴν ἀπο­χὴ καὶ τὴν ἔγκρά­τεια θέλουν νὰ χαλι­να­γω­γή­σουν τὰ φλέ­γον­τα μέλη τους».

Κι ὁ ἅγιος Ἱερώ­νυ­μος: «Στὸ Θεό, το Δημιουρ­γὸ καὶ Κύριο τοῦ Σύμ­παν­τος, ὁ ἦχος τοῦ στο­μα­χιοῦ ποὺ γουρ­γου­ρί­ζει δὲν εἶναι ἀπα­ραί­τη­τος, χωρὶς αὐτὸν ὅμως δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑπάρ­ξει ἁγνό­τη­τα».

Καὶ σὲ τελευ­ταία ἀνά­λυ­ση, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν ξεκί­νη­σε τὸ θεῖο ἔργο τῆς σωτη­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους μὲ μιὰ μακρά, σαραν­τα­ή­με­ρη νηστεία; Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο δὲ μᾶς ἔδει­ξε καθα­ρὰ πῶς, σὰν χρι­στια­νοί, πρέ­πει νὰ κάνου­με σοβα­ρὸ ξεκί­νη­μα μὲ τὴ νηστεία; Πρῶ­τα ἡ νηστεία. Καὶ μετὰ ὅλα τ’ ἄλλα ἔρχον­ται μαζί της. Μὲ τὸ δικό του παρά­δειγ­μα ὁ Κύριος μᾶς δίδα­ξε πόσο σπου­δαῖο ὅπλο εἶναι ἡ νηστεία. Μὲ τὸ ὅπλο αὐτὸ κατα­τρό­πω­σε τὸ σατα­νᾶ στὴν ἔρη­μο καὶ ἀντι­με­τώ­πι­σε τὰ τρία σατα­νι­κὰ πάθη μὲ τὰ ὁποῖα τὸν πεί­ρα­ξε ὁ διά­βο­λος, δηλα­δὴ τὰ πάθη τῆς ἄνε­σης, τῆς φιλο­δο­ξί­ας καὶ τῆς φιλαρ­γυ­ρί­ας. Αὐτὲς εἶναι οἱ τρεῖς ὀλέ­θριες πλε­ο­νε­ξί­ες, οἱ τρεῖς μεγα­λύ­τε­ρες παγί­δες ποὺ μέσα τους προ­σπα­θεῖ ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους νὰ παγι­δεύ­σει τοὺς στρα­τιῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ φιλαρ­γυ­ρία ἀνοί­γει τὴν πόρ­τα καὶ σὲ ἄλλα πάθη. Σύμ­φω­να μὲ τὰ λόγια τοῦ ἀπο­στό­λου, εἶναι ρίζα πάν­των τῶν κακῶν» (Ἀτιμ. στ10). Γι’ αὐτὸ κι ὁ Κύριος τελειώ­νει τὴ διδα­χή Του γιὰ τὴ νηστεία μὲ τὴν προ­ει­δο­ποί­η­ση νὰ μὴν ἀγα­πᾶ­με τὸ χρῆ­μα, ν’ ἀπο­φεύ­γου­με τὴν ὀλέ­θρια συγ­κέν­τρω­ση ὑλι­κῶν ἀγα­θῶν, ποὺ ἀπο­μα­κρύ­νει τὴν καρ­διὰ μᾶς ἀπό το Θεὸ καὶ τὴν προ­σκολ­λᾷ στὴ γῆ. «Μὴ θησαυ­ρί­ζε­τε ὑμῖν θησαυ­ροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σῆς καὶ βρῶ­σις ἀφα­νί­ζει καὶ κλέ­πται διο­ρύσ­σου­σι καὶ κλέ­πτου­σι» θησαυ­ρί­ζε­τε δὲ ὑμῖν θησαυ­ροὺς ἐν οὐρα­νῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶ­σις ἀφα­νί­ζει, καὶ ὅπου κλέ­πται οὐ διο­ρύσ­σου­σιν οὐδὲ κλέ­πτου­σιν. ὅπου γὰρ ἔστιν ὁ θησαυ­ρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρ­δία ὑμῶν» (Ματθ. στ19–21). Μὴ μαζεύ­ε­τε θησαυ­ροὺς στὴ γῆ, ποὺ κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ κατα­στρα­φοῦν ἀπὸ τὸ σκό­ρο ἢ νὰ κλα­ποῦν ἀπὸ τοὺς λῃστές. Εἶναι καλύ­τε­ρα νὰ μαζεύ­ε­τε θησαυ­ροὺς στὸν οὐρα­νό, ὅπου δὲν κιν­δυ­νεύ­ουν οὔτε ἀπὸ σκό­ρο οὔτε ἀπὸ λῃστές. Για­τί ἐκεῖ ποὺ βρί­σκε­ται ὁ θησαυ­ρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι προ­σκολ­λη­μέ­νη κι ἡ καρ­διά σας.

Ὅποιος συνά­ζει ἐπί­γεια ἀγα­θά, εἶναι σὰ νὰ συγ­κεν­τρώ­νει φόβο καὶ βάσα­να. Χάνε­ται ὁ ἴδιος μέσα στοὺς θησαυ­ρούς του, ἡ καρ­διά του μοιά­ζει νά ‘ναι καλυμ­μέ­νη μὲ σκό­νη. Ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμα­σκη­νὸς λέει: «Πολ­λοὶ ἅγιοι τὸν παλιὸ και­ρό, εἶναι ἀλή­θεια ὅτι κατεῖ­χαν μεγά­λα πλού­τη, ὅπως ὁ ‘Ἀβρα­άμ, ὁ Ἰώβ, ὁ Δαβὶδ καὶ πολ­λοὶ ἄλλοι. Δὲν εἶχαν ὅμως τὸ πάθος τοῦ πλου­τι­σμοῦ, για­τί λογά­ρια­ζαν ὅλα τὰ πλού­τη τους σὰν ἀγα­θὰ καὶ ὑπάρ­χον­τα τοῦ Θεοῦ».

Βρι­σκό­μα­στε πάν­τα μαζὶ μὲ τοὺς θησαυ­ρούς μας, εἴτε αὐτοὶ βρί­σκον­ται στὴ γῆ εἴτε στὸν οὐρα­νό. Ἡ σκέ­ψη μας εἶναι στοὺς θησαυ­ρούς μας, ἡ καρ­διά μας ἐπί­σης, τὸ ἴδιο κι ἡ θέλη­σή μας — εἴτε στὴ γῆ εἴτε στὸν οὐρα­νό. Εἴμα­στε τόσο δεμέ­νοι μὲ τοὺς θησαυ­ρούς μας, ὅσο κι ἕνα ποτά­μι μὲ τὸν παρα­πό­τα­μό του — εἴτε στὴ γῆ εἴτε στὸν οὐρα­νό. Ἄν συγ­κεν­τρώ­νου­με θησαυ­ροὺς στὴ γῆ, γιὰ κάποιο διά­στη­μα θὰ εἴμα­στε πλού­σιοι, στὴν αἰω­νιό­τη­τα ὅμως θά ‘μαστε φτω­χοί. Ἄν συνά­ζου­με θησαυ­ροὺς στὸν οὐρα­νό, θά ‘μαστε στε­ρη­μέ­νοι γιὰ κάποιο διά­στη­μα στὴ γῆ, ἀλλὰ πλού­σιοι στὴν αἰω­νιό­τη­τα. Στὴ θέλη­σή μας ἀπό­κει­ται νὰ δια­λέ­ξου­με τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο. Στὴν ἐλευ­θε­ρία τῆς ἐπι­λο­γῆς αὐτῆς βρί­σκε­ται ἡ δόξα μας, καθὼς καὶ τὰ βάσα­νά μας. Ἄν δια­λέ­ξου­με τοὺς αἰώ­νιους θησαυ­ρούς, ποὺ δὲν κιν­δυ­νεύ­ουν οὔτε ἀπὸ τὸ σκό­ρο οὔτε ἀπὸ τοὺς λῃστές, ἡ δόξα μας θά ‘ναι αἰώ­νια. Ἄν ὅμως δια­λέ­ξου­με τοὺς ἄλλους θησαυ­ρούς, ποὺ πρέ­πει νὰ τοὺς προ­στα­τεύ­ου­με ἀπὸ τὸ σκό­ρο καὶ τοὺς λῃστές, αἰώ­νια θὰ εἶναι τὰ βάσα­νά μας.

Τὸ βαθύ­τε­ρο νόη­μα τῶν ἐπί­γειων θησαυ­ρῶν περι­λαμ­βά­νει βέβαια καὶ κάθε ἐγκό­σμια γνώ­ση, ἐπι­στή­μη καὶ πολι­τι­σμό, ὅταν αὐτὰ δια­χω­ρί­ζον­ται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὸ εὐαγ­γέ­λιο. Ἡ λήθη κατα­στρέ­φει το θησαυ­ρὸ αὐτὸν ὅπως ὁ σκό­ρος, οἱ δυστυ­χί­ες καὶ τὰ βάσα­να τῆς ζωῆς τὸν σαπί­ζουν ὅπως ἡ σκου­ριά, καὶ τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα τὸν ὑπο­σκά­πτει καὶ τὸν κλέ­βει σὰν κλέ­φτης καὶ λῃστής. Τὸ νὰ δια­λέ­ξου­με τὸν οὐρά­νιο θησαυ­ρό, σύμ­φω­να μὲ τὸ βαθύ­τε­ρο νόη­μα τῶν λόγων τοῦ Κυρί­ου, σημαί­νει νὰ ἐμπλου­τί­σου­με το νοῦ μας μὲ τὴ γνώ­ση τῆς ὕπαρ­ξης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θελή­μα­τός Του, νὰ γεμί­σου­με τίς καρ­διὲς καὶ τίς ψυχές μας μὲ τὴ γνώ­ση τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, ἀφοῦ τέτοιος θησαυ­ρὸς δὲν ἐκτί­θε­ται γιὰ νὰ φθα­ρεῖ ἢ νὰ κλα­πεῖ. Ὅταν ἀπο­κτή­σου­με τέτοιο θησαυ­ρό, τὸν ἀπο­θέ­του­με ἀμέ­σως στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ γιὰ ἀσφα­λῆ φύλα­ξη. Καὶ ὅ,τι φυλά­ει ὁ Θεός, δὲν ἔχει κίν­δυ­νο οὔτε ἀπὸ σκό­ρο οὔτε κι ἀπὸ λῃστές.

Τὸν θησαυ­ρὸ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει ἕτοι­μο γιὰ νὰ μᾶς προ­ϋ­παν­τή­σει ὅταν, μετά το θάνα­τό μας, πορευ­τοῦ­με νὰ τὸν συναν­τή­σου­με. Ὁ θησαυ­ρὸς αὐτὸς θὰ μᾶς ὁδη­γή­σει μπρο­στὰ στὸ Θεό. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θησαυ­ροὶ ποὺ εἴχα­με ἀπο­κτή­σει στὴ γῆ καὶ ποὺ μᾶς χώρι­ζαν ἢ μᾶς ἀπο­μά­κρυ­ναν ἀπὸ κον­τά Του, θὰ μᾶς χωρί­σουν καὶ θὰ μᾶς ἀπο­μα­κρύ­νουν ἀπὸ Ἐκεῖ­νον στὸν οὐρα­νὸ αἰώ­νια. ‘Ἀφοῦ οἱ καρ­διές μας προ­σκολ­λή­θη­καν στοὺς ἐπί­γειους θησαυ­ρούς, οἱ ψυχές μας παρα­δό­θη­καν στὸ σατα­νᾶ. Θὰ γίνου­με τότε σὰν τοὺς στρα­τιῶ­τες ποὺ δὲν πίστευαν στὸ σκο­πό τους κι ἔτσι παρα­δό­θη­καν στοὺς μανια­σμέ­νους καὶ ὕπου­λους ἐχθρούς τους.

Ὅσο ἔχου­με ἀκό­μα και­ρό, ἂς ἀνοί­ξου­με τὰ μάτια μας. Ἄς πιστέ­ψου­με μὲ σιγου­ριὰ πῶς ἡ τελι­κὴ νίκη δὲν ἀνή­κει στὸ σατα­νᾶ καὶ τοὺς ὑπη­ρέ­τες του, ἀλλὰ στὸ Χρι­στό, το βασι­λιᾶ καὶ ἀρχη­γό μας. Ἄς κάνου­με γρή­γο­ρα λοι­πόν, ἂς ἀνα­λά­βου­με τὸ νικη­φό­ρο ὅπλο μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς ὅπλι­σε ὁ Χρι­στὸς γιὰ τὴ μάχη, τὴν πολύ­τι­μη νηστεία. Τὸ ὅπλο αὐτὸ ποὺ ἔχου­με στὰ χέρια μας, τὸ λαμ­πρό, ποὺ ἐμεῖς τὸ κου­βα­λᾶ­με μὲ καμά­ρι, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἐχθρό μας εἶναι φοβε­ρὸ καὶ τρο­με­ρό.

Ἄς ἀπο­φύ­γου­με τὸ ὑπερ­βο­λι­κὸ φαγη­τὸ καὶ ποτὸ γιὰ νὰ μὴν ἀπο­κά­μει ἡ καρ­διά μας, γιὰ νὰ μὴ βυθι­στεῖ στὸ σκο­τά­δι καὶ τὴ φθο­ρά.

Ἄς μὴν ἐπι­διώ­ξου­με ἐπί­γειους θησαυ­ρούς, γιὰ νὰ μὴν ἐπι­τρέ­ψου­με στὸ σατα­νᾶ νὰ μᾶς κάνει νὰ παραι­τη­θοῦ­με ἀπὸ τὴ μάχη καὶ νὰ μᾶς ἀπο­μα­κρύ­νει ἀπὸ τὸ Χρι­στό.

Κι ὅταν νηστεύ­ου­με, ἂς μὴ τὸ κάνου­με γιὰ νὰ μᾶς ἐπαι­νέ­σουν οἱ ἄνθρω­ποι ἀλλὰ γιὰ τὴ σωτη­ρία τῆς ψυχῆς μας καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρί­ου καὶ Σωτῆ­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ τὸν δοξο­λο­γοῦν οἱ ἄγγε­λοι στὸν οὐρα­νὸ καὶ οἱ ὅσιοι καὶ δίκαιοι στὴ γῆ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Συγ­χω­ρεῖς; θὰ συγ­χω­ρη­θῇς

«Ἐὰν ἀφῆ­τε τοῖς ἀνθρώ­ποις τὰ παρα­πτώ­μα­τα αὐτῶν, ἀφή­σει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐρά­νιος» (Ματθ. 6, 14)

ΑΥΡΙΟ, ἀγα­πη­τοί μου,ἀρχίζει ἡ Μεγά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή. Εἶνε δὲ ἡ Μεγά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στὴ προ­ε­τοι­μα­σία γιὰ τὴν πιὸ μεγά­λη ἑορ­τὴ τῆς πίστε­ώς μας, γιὰ τὸ Πάσχα. Καὶ ὅπως μιὰ κόρη ποὺ πρό­κει­ται νὰ κάνῃ γάμο προ­ε­τοι­μά­ζε­ται ἀπὸ πολὺν και­ρό, ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ ὀρθό­δο­ξοι χρι­στια­νοὶ τίς ἅγιες αὐτὲς μέρες, ποὺ ὁ Χρι­στὸς ὡς νυμ­φί­ος ἔρχε­ται γιὰ νὰ τελέ­σῃ γάμο, γιὰ νὰ ἑνω­θῇ δηλα­δὴ μὲ κάθε ψυχὴ ποὺ τὸν ἀγα­πᾷ φλο­γε­ρὰ καὶ τὸν λατρεύ­ει, πρέ­πει ὅλοι νὰ προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με. «Ἰδοὺ ὁ Νυμ­φί­ος ἔρχε­ται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…», θ’ ἀκού­σου­με τὸ βρά­δυ τῆς Κυρια­κῆς τῶν Βαΐ­ων.

Ἄς μὴ μᾶς βρῆ λοι­πὸν ὁ Χρι­στὸς σὰν τίς μωρὲς ἐκεῖ­νες παρ­θέ­νες τῆς παρα­βο­λῆς, ποὺ δὲν φρόν­τι­σαν νὰ ἔχουν μαζί τους ἀρκε­τὸ λάδι, ὥστε τὰ λυχνά­ρια τους νὰ καῖ­νε καὶ νὰ φωτί­ζουν διαρ­κῶς τὴ νύχτα. Τὰ μεσά­νυ­χτα, ποὺ ἀκού­στη­κε ἡ φωνὴ «Ἰδοὺ ὁ νυμ­φί­ος ἔρχε­ται» (Ματθ. 25, 6), τρό­μα­ξαν καὶ ξύπνη­σαν, ἀλλὰ τὰ λυχνά­ρια τους ἦταν σβη­σμέ­να καὶ δὲν μπό­ρε­σαν νὰ πᾶνε μὲ τίς ἄλλες παρ­θέ­νες, ποὺ εἶχαν ἀναμ­μέ­να τὰ λυχνά­ρια τους καὶ μὲ χαρὰ ἔτρε­ξαν γιὰ νὰ προ­ϋ­παν­τή­σουν το Νυμ­φίο.

Μεγά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή! Πνευ­μα­τι­κὴ προ­ε­τοι­μα­σία γιὰ τὴν ὑπο­δο­χὴ τοῦ νυμ­φί­ου Χρι­στοῦ. Λαχτα­ρᾷ ἡ ἀρρα­βω­νια­σμέ­νη κόρη καὶ προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γιὰ τὴν ὥρα τοῦ γάμου της; Ἔτσι κάθε ψυχή, ποὺ ἀγα­πᾷ καὶ λατρεύ­ει τὸν Κύριο, πρέ­πει μὲ λαχτά­ρα νὰ περι­μέ­νῃ τὸ Χρι­στό, ποὺ ἔρχε­ται γιὰ τὴ σωτη­ρία της. Νύμ­φη εἶνε ἡ ψυχή μας. Νυμ­φί­ος ὁ Χρι­στός. Κ’ ἐμεῖς οἱ κήρυ­κες τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου φωνά­ζου­με πάν­το­τε, ἀλλὰ ἰδί­ως τίς ἅγιες αὐτὲς μέρες Ἀγα­πῆ­στε τὸ Χρι­στό. Ἀξί­ζει νὰ τὸν ἀγα­πή­σε­τε παρα­πά­νω ἀπ’ ὅλα καὶ ἀπ’ ὅλους. Ἀγα­πῆ­στε τον πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι ἀγα­πᾷ μιὰ πιστή γυναῖ­κα τὸν ἄντρα της, γιὰ νὰ γιορ­τά­σε­τε τὸ Πάσχα.

Ἀλλὰ ποιά, ἀγα­πη­τοί μου, ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ προ­ε­τοι­μα­σία; Τί πρέ­πει νὰ κάνῃ κάθε χρι­στια­νός, ποὺ θέλει ὄχι τυπι­κὰ ἀλλὰ πνευ­μα­τι­κὰ νὰ γιορ­τά­σῃ τὴν ἀνά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ; Νὰ νηστέ­ψῃ; Ναί. Νὰ πηγαί­νῃ πιὸ συχνὰ στὴν ἐκκλη­σία γιὰ νὰ ἀκούῃ το «Κύριε τῶν δυνά­με­ων, μεθ’ ἡμῶν γενοῦ ἄλλον γὰρ ἐκτὸς σοῦ βοη­θόν ἐν θλί­ψε­σιν οὐκ ἔχο­μεν. Κύριε τῶν δυνά­με­ων, ἐλέη­σον ἡμᾶς» καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ὄμορ­φα καὶ κατα­νυ­κτι­κὰ τρο­πά­ρια ποὺ καμ­μιὰ ἄλλη θρη­σκεία στὸν κόσμο δὲν ἔχει; Ναί. Νὰ κάνῃ ἐλεη­μο­σύ­νη; Ναί. Νὰ ρίχνῃ κάθε βρά­δι σὲ εἰδι­κὸ κουμ­πα­ρᾶ γιὰ τοὺς φτω­χούς; Ναί. Νὰ πάη στὸν πνευ­μα­τι­κὸ νὰ ἐξο­μο­λο­γη­θῇ, νὰ πῇ τὰ κρί­μα­τά του; Ναί. Νὰ δια­βά­ζῃ θρη­σκευ­τι­κὰ βιβλία ποὺ μιλοῦν γιὰ τὸ Χρι­στὸ καὶ ἰδί­ως νὰ δια­βά­ζῃ καθη­με­ρι­νῶς τὴν ἁγία Γρα­φή; Ναί.

Ὅλα αὐτὰ πρέ­πει νὰ τὰ κάνῃ. Ἀλλὰ κον­τὰ σ’ ὅλα αὐτά, ποὺ συνι­στᾷ ἡ ἁγία μας Ἐκκλη­σία σὰν προ­ε­τοι­μα­σία γιὰ νὰ λάβῃ ὁ χρι­στια­νὸς μέρος στὸ μυστι­κὸ δεῖ­πνο τῆς ἀγά­πης τοῦ Χρι­στοῦ, στὴ θεία κοι­νω­νία, πρέ­πει καὶ κάτι ἄλλο ἀκό­μη νὰ κάνῃ, ποὺ εἶνε ἀπα­ραί­τη­το, καὶ χωρὶς αὐτὸ κιν­δυ­νεύ­ει νὰ τὰ χάσῃ ὅλα καὶ νὰ κρι­θῇ ἀνά­ξιος νὰ κοι­νω­νή­σῃ. Ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ ἀπα­ραί­τη­το ἐφό­διο γιὰ τὴ θεία κοι­νω­νία; Εἶνε ἡ συγ­χώ­ρη­σις.

Συγ­χω­ρη­θῆ­τε! εἶνε ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλη­σί­ας, εἶνε τὸ πιὸ σπου­δαῖο, τὸ πρῶ­το ποὺ πρέ­πει νὰ κάνου­με τώρα ποὺ μπαί­νου­με στὴ Μεγά­λη Τέσ­σα­ρα­κο­στή. Τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ἀκού­σα­με στὸ Εὐαγ­γέ­λιο, δὲν ἀφή­νουν καμ­μιὰ ἀμφι­βο­λία. Ἀπευ­θύ­νε­ται σὲ ὅλους μας ὁ Χρι­στός. Δὲν ἐξαι­ρεῖ κανέ­να, διό­τι ὅλοι, ὅπως εἴπα­με καὶ ἄλλο­τε καὶ δὲν θὰ παύ­σου­με νὰ τὸ λέμε, ὅλοι εἴμα­στε ἁμαρ­τω­λοί. Ὅλοι μας, ἄλλος περισ­σό­τε­ρο καὶ ἄλλος λιγώ­τε­ρο, φταί­ξα­με καὶ φταῖ­με. Πέφτου­με σὲ διά­φο­ρα ἁμαρ­τή­μα­τα. Παρα­βαί­νου­με τίς ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ, μικρὲς καὶ μεγά­λες. Μολύ­νου­με τὴν καρ­διά μας μὲ ἀκά­θαρ­τες σκέ­ψεις. Λερώ­νου­με τὴ γλῶσ­σα μας μὲ ἄπρε­πα λόγια. Γογ­γύ­ζου­με, κατα­ριώ­μα­στε καὶ βλα­στη­μᾶ­με το Θεό. Λέμε ψέμα­τα. Καὶ ὅλη ἡ ζωὴ μᾶς εἶνε βου­τηγ­μέ­νη μέσα στὴν ἁμαρ­τία. Ποιός μπο­ρεῖ, ἀδελ­φοί μου, νὰ πῇ πῶς εἶνε καθα­ρὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία; Κανείς. Καὶ μιὰ μέρα μόνο νὰ ζήσου­με, πάλι θ’ ἁμαρ­τή­σου­με. Καὶ σὰν ἁμαρ­τω­λοὶ ποὺ εἴμα­στε, θυμό­μα­στε τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά μας, ἀνα­στε­νά­ζου­με, πέφτου­με στὰ γόνα­τα, κλαῖ­με, για­τί φταί­ξα­με καὶ λυπή­σα­με τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα μας, καὶ λέμε στὴν προ­σευ­χή μας Θεέ, συχώ­ρε­σέ μας.

Καὶ ὁ Θεὸς βλέ­πει τὰ δάκρυά μας, ἀκού­ει τὴν προ­σευ­χή μας καὶ μᾶς ἀπαν­τᾷ

-Παι­δί μου, θέλεις νὰ συχω­ρέ­σω τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά σου; Πρέ­πει κ’ ἐσὺ νὰ συχω­ρέ­σης τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους, ποὺ ἔφται­ξαν σ’ ἐσέ­να. Πρέ­πει νὰ συχω­ρέ­σης τους ἐχθρούς σου.

-Τοὺς ἐχθρούς μου νὰ συχω­ρέ­σω, Κύριε; Μὰ πῶς; Πῶς νὰ τοὺς συχω­ρέ­σω; Αὐτοὶ μοῦ ἔκα­ναν τόσα κακά! Μὲ ἀδί­κη­σαν. Μοῦ ἔφα­γαν τὸν κόπο μου. Πῆραν τὸ ψωμὶ τῶν παι­διῶν μου. Ἔβα­λαν φωτιὰ κ’ ἔκα­ψαν τὸ σπί­τι μου. Μὲ διέ­βα­λαν, μὲ συκο­φάν­τη­σαν, μὲ ἔρρι­ξαν στὶς φυλα­κές. Μοῦ σκό­τω­σαν τὸν ἀδερ­φό μου, τὸν πατέ­ρα μου, τὴ μάνα μου. Μοῦ ἔκα­ναν τὴ ζωὴ μαρ­τύ­ριο. Θεέ μου, πῶς νὰ τοὺς συχω­ρέ­σω;

-Παι­δί μου, ἀκού­γε­ται ἡ φωνὴ τοῦ Χρι­στοῦ. Νιώ­θω τὸν πόνο σου, για­τί κ’ ἐγὼ ἐδῶ στὴ γῆ, ποὺ ἦρθα γιὰ νὰ σώσω τὸν κόσμο, ὑπέ­φε­ρα. Yπέ­φε­ρα ὅσο δὲν ὑπέ­φε­ρε κανέ­νας ἄνθρω­πος. Ἤμουν ἀθῶ­ος, καὶ μὲ κατη­γό­ρη­σαν μὲ τίς πιὸ φρι­κτὲς κατη­γο­ρί­ες. Ἄνοι­ξα μάτια τυφλῶν, αὐτιὰ κου­φῶν, ἔκα­να χιλιά­δες ἀρρώ­στους καλά, ἀνέ­στη­σα νεκρούς, σκόρ­πι­σα παν­τοῦ τὴν ἀγά­πη, καὶ στὸ τέλος ὁ κόσμος πῆρε καρ­φιὰ καὶ μὲ κάρ­φω­σε. Μὲ πότι­σε μὲ ξίδι καὶ χολή, μὲ ἔφτυ­σε. Καὶ ἐνῶ ἐγὼ θὰ μπο­ροῦ­σα μὲ ἕνα μου νεῦ­μα νὰ ἐξον­τώ­σω ὅλους τοὺς ἐχθρούς μου, ἐν τού­τοις πάνω στὸ σταυ­ρό μου προ­σευ­χή­θη­κα γιὰ ὅλους αὐτοὺς καὶ εἶπα «Πατέ­ρα μου, συχώ­ρε­σέ τους. Δὲν ξέρουν τί κάνουν» (Λουκ. 23, 34). Αὐτὸ ἔκα­να ἐγώ, ὁ ἀρχη­γός. Αὐτὸ πρέ­πει νὰ κάνῃς κ’ ἐσύ, ἂν θέλῃς νὰ λέγε­σαι ἀκό­λου­θός μου. Συχώ­ρε­σε κ’ ἐσὺ τοὺς ἐχθρούς σου.

Ἀγα­πη­τοί μου! Ἡ συγ­χώ­ρη­σι εἶνε τὸ πιὸ σπου­δαῖο καθῆ­κον, ποὺ ἔχου­με νὰ ἐκτε­λέ­σου­με ὡς ἀκό­λου­θοι ἐκεί­νου, ποὺ πάνω ἀπ’ το σταυ­ρὸ συχώ­ρε­σε τοὺς ἐχθρούς του. Χίλιες μετά­νοιες νὰ κάνου­με, χίλια κεριὰ ν’ ἀνά­ψου­με, χίλια ξωκ­κλή­σια ν’ ἀνοί­ξου­με, χίλιες εὐχὲς νὰ μᾶς δια­βά­σουν παπᾶ­δες καὶ δεσπο­τᾶ­δες, δὲν κάνουν τίπο­τε, ἂν ἐμεῖς δὲν συχω­ρέ­σου­με τοὺς ἐχθρούς μας. Τὸ λέει καθα­ρὰ τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο: Συγ­χω­ρᾷς; θὰ συγ­χω­ρη­θῇς. Δὲν συχω­ράς; δὲν θὰ συγ­χω­ρη­θῇς.

Ὦ Χρι­στέ μας, πονε­μέ­νη εἶνε ἡ καρ­διά μας, πλη­γω­μέ­νη ἀπὸ τίς ἀδι­κί­ες. Σύ, ποὺ συχώ­ρε­σες τοὺς ἐχθρούς σου, δὸς μᾶς σὲ παρα­κα­λοῦ­με τὴ δύνα­μι, νὰ συχω­ρά­με καὶ ἐμεῖς τοὺς ἐχθρούς μας. Κ’ ἔτσι, μὲ καθα­ρὴ τὴν καρ­διὰ ἀπὸ μῖσος καὶ ἐκδί­κη­σι, νὰ γιορ­τά­σου­με τὰ σεπτά σου πάθη καὶ τὴν ἔνδο­ξό σου ἀνά­στα­σι.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek