ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ) — ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Α΄ 44 — 52)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἠθέ­λη­σεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελ­θεῖν εἰς τὴν Γαλι­λαί­αν, καὶ εὑρί­σκει Φίλιπ­πον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκο­λού­θει μοι. 45ἦν δὲ ὁ Φίλιπ­πος ἀπὸ Βηθ­σαϊ­δά, ἐκ τῆς πόλε­ως Ἀνδρέ­ου καὶ Πέτρου. 46εὑρί­σκει Φίλιπ­πος τὸν Ναθα­να­ὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγρα­ψε Μωϋ­σῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προ­φῆ­ται, εὑρή­κα­μεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζα­ρέτ. 47καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθα­να­ήλ· Ἐκ Ναζα­ρὲτ δύνα­ταί τι ἀγα­θὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιπ­πος· Ἔρχου καὶ ἴδε. 48εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθα­να­ὴλ ἐρχό­με­νον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀλη­θῶς Ἰσραη­λί­της ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. 49λέγει αὐτῷ Ναθα­να­ήλ· Πόθεν με γινώ­σκεις; ἀπε­κρί­θη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιπ­πον φωνῆ­σαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. 50ἀπε­κρί­θη Ναθα­να­ήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραβ­βί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασι­λεὺς τοῦ Ἰσρα­ήλ. 51ἀπε­κρί­θη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑπο­κά­τω τῆς συκῆς, πιστεύ­εις; μεί­ζω τού­των ὄψῃ. 52καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψε­σθε τὸν οὐρα­νὸν ἀνε­ῳ­γό­τα, καὶ τοὺς ἀγγέ­λους τοῦ Θεοῦ ἀνα­βαί­νον­τας καὶ κατα­βαί­νον­τας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώ­που.

44 Την άλλην ημέ­ραν απε­φά­σι­σεν ο Χρι­στός να ανα­χω­ρή­ση από την Ιου­δαί­αν δια την Γαλι­λαί­αν. Ευρί­σκει τον Φιλιπ­πον (μαθη­τήν και αυτός του Βαπτι­στού, από τον οποί­ον πολ­λά είχε ακού­σει περί του Μεσ­σί­ου) και του λέγει· “έλα κον­τά μου”. 45 Ο δε Φιλιπ­πος κατή­γε­το από την Βηθ­σαϊ­δά, από την πατρί­δα του Ανδρέ­ου και του Πετρου. 46 Ευρί­σκει ο Φιλιπ­πος τον Ναθα­να­ήλ και του λέγει· “αυτόν που έγρα­ψε ο Μωϋ­σής στον Νομον και προ­α­νήγ­γει­λαν οι προ­φή­ται εις τα προ­φη­τι­κά των βιβλία τον ευρή­κα­μεν· είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την Ναζα­ρέτ”. 47 Ο Ναθα­να­ήλ όμως είπεν εις αυτόν· “από την Ναζα­ρέτ είναι δυνα­τόν να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο Φιλιπ­πος· “έλα και ιδέ μόνος σου, δια να πει­σθής”. 48 Είδεν ο Ιησούς τον Ναθα­να­ήλ να έρχε­ται προς αυτόν και λέγει περί αυτού· “ιδού ένας γνή­σιος Ισραη­λί­της, στον οποί­ον δεν υπάρ­χει πονη­ρία”. 49 Λεγει εις αυτόν ο Ναθα­να­ήλ· “από που με γνω­ρί­ζεις;” Απήν­τη­σεν ο Ιησούς και του είπε· “προ­τού σε φωνά­ξη ο Φιλιπ­πος, όταν ήσου­να κάτω από την συκήν, μακρυά από κάθε ανθρώ­πι­νον μάτι, εγώ σε είδα”. 50 Απε­κρί­θη τότε ο Ναθα­να­ήλ και του είπε· “Διδά­σκα­λε, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο Βασι­λεύς του Ισρα­ήλ, τον οποί­ον, σύμ­φω­να με τις προ­φη­τεί­ες, επε­ρι­μέ­να­μεν”. 51 Του απήν­τη­σεν δε ο Ιησούς· “Διό­τι σου είπα ότι σε είδα κάτω από την συκήν, πιστεύ­εις; Θα ίδης ακό­μη μεγα­λύ­τε­ρα από αυτά”. 52 Και εν συνε­χεία λέγει προς αυτόν, ώστε να ακού­σουν και οι άλλοι μαθη­ταί· “σας δια­βε­βαιώ­νω, ότι από τώρα θα ίδε­τε ανοι­κτόν τον ουρα­νόν και τους αγγέ­λους του Θεού ν’ ανε­βαί­νουν και να κατε­βαί­νουν, να συνο­δεύ­ουν και να υπη­ρε­τούν τον υιόν του ανθρώ­που (ο οποί­ος ως Θεός είναι κύριος και των αγγέ­λων)”.

44 Την άλλη μέρα απο­φά­σι­σε ο Ιησούς να ανα­χω­ρή­σει για τη Γαλι­λαία. Βρί­σκει τότε τον Φίλιπ­πο και του λέει: Ακο­λού­θη­σέ με στο ταξί­δι που πρό­κει­ται να κάνω. 45 Ο Φίλιπ­πος μάλι­στα κατα­γό­ταν από τη Βηθ­σαϊ­δά, την πατρί­δα του Ανδρέα και του Πέτρου. 46 Βρί­σκει στο μετα­ξύ ο Φίλιπ­πος τον Ναθα­να­ήλ και του λέει: Εκεί­νον για τον οποίο έγρα­ψε ο Μωυ­σής στο νόμο και προ­α­νήγ­γει­λαν οι προ­φή­τες, τον βρή­κα­με. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, και κατά­γε­ται από τη Ναζα­ρέτ. 47 Αλλά ο Ναθα­να­ήλ του είπε: Από τη Ναζα­ρέτ, το κακό και άση­μο αυτό χωριό, μπο­ρεί να βγει τίπο­τα καλό; Του λέει ο Φίλιπ­πος: Έλα, κι όταν τον δεις με τα μάτια σου, θα πει­σθείς. 48 Είδε ο Ιησούς τον Ναθα­να­ήλ να έρχε­ται κον­τά του και λέει γι’ αυτόν: Να ένας γνή­σιος και πραγ­μα­τι­κός Ισραη­λί­της, που δεν έχει στην καρ­διά του καμία πονη­ριά και δόλο, αλλά ποθεί με ειλι­κρί­νεια να βρει την αλή­θεια. 49 Του λέει ο Ναθα­να­ήλ: Από πού με ξέρεις; Και πώς γνω­ρί­ζεις την ειλι­κρί­νεια των μυστι­κών μου σκέ­ψε­ων και ελα­τη­ρί­ων; Του απο­κρί­θη­κε τότε ο Ιησούς: Πριν ακό­μη σε φωνά­ξει ο Φίλιπ­πος, όταν ήσουν κάτω από τη συκιά και προ­σευ­χό­σουν μακριά από κάθε μάτι ανθρώ­που, εγώ με το υπερ­φυ­σι­κό και θείο μου βλέμ­μα σε είδα. 50 Τότε ο Ναθα­να­ήλ του απο­κρί­θη­κε: Διδά­σκα­λε, εσύ πράγ­μα­τι είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασι­λεύς του Ισρα­ήλ που περι­μέ­να­με σύμ­φω­να με τις προ­φη­τεί­ες. 51 Και ο Ιησούς του απάν­τη­σε: Επει­δή σου είπα ότι σε είδα κάτω από τη συκιά πιστεύ­εις; Θα δεις πιο μεγά­λα και πιο θαυ­μα­στά πράγ­μα­τα απ’ αυτά. 52 Και του λέει: Αλη­θι­νά σας δια­βε­βαιώ­νω ότι από τώρα που άνοι­ξε ο ουρα­νός κατά τη βάπτι­σή μου, θα δεί­τε κι εσείς τον ουρα­νό ανοιγ­μέ­νο, και τους αγγέ­λους του Θεού να ανε­βαί­νουν και να κατε­βαί­νουν στον Υιό του Θεού. Αυτός έγι­νε και τέλειος άνθρω­πος, και ως υιός του ανθρώ­που είναι μονα­δι­κός αντι­πρό­σω­πος του ανθρω­πί­νου γένους? και πρό­κει­ται να έλθει και πάλι ως Κρι­τής ένδο­ξος καθι­σμέ­νος πάνω σε νεφέ­λες. Θα ανε­βαί­νουν και θα κατε­βαί­νουν οι άγγε­λοι προ­κει­μέ­νου να υπη­ρε­τούν αυτόν και την Εκκλη­σία του.

44 Tὴν ἑπο­μέ­νη ἡμέ­ρα ἀπο­φά­σι­σε ὁ Ἰησοῦς νὰ πάῃ στὴ Γαλι­λαία. Kαὶ βρί­σκει τὸ Φίλιπ­πο καὶ τοῦ λέγει: «Ἀκο­λού­θη­σέ με». 45 Ὁ δὲ Φίλιπ­πος ἦταν ἀπὸ τὴ Bηθ­σαϊ­δά, ἀπὸ τὴν πόλι τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. 46 Bρί­σκει ὁ Φίλιπ­πος τὸ Nαθα­να­ὴλ καὶ τοῦ λέγει: «Aὐτόν, γιὰ τὸν ὁποῖ­ον ἔγρα­ψε ὁ Mωυ­σῆς στὸ νόμο καὶ οἱ προ­φῆ­τες, τὸν βρή­κα­με. Eἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Nαζα­ρέτ». 47 Ἀλλ’ ὁ Nαθα­να­ὴλ τοῦ εἶπε: «Eἶναι δυνα­τὸ νὰ προ­έλ­θῃ τίπο­τε καλὸ ἀπὸ τὴ Nαζα­ρέτ;». Tοῦ λέγει ὁ Φίλιπ­πος: «Ἔλα νὰ ἰδῇς». 48 Eἶδε ὁ Ἰησοῦς τὸ Nαθα­να­ὴλ νὰ ἔρχε­ται πρὸς αὐτόν, καὶ λέγει γι’ αὐτόν: «Nὰ ἕνας ἀλη­θι­νὰ Ἰσραη­λί­της, στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρ­χει δόλος». 49 Tοῦ λέγει ὁ Nαθα­να­ήλ: «Ἀπὸ ποῦ μὲ γνω­ρί­ζεις;». Ἀπο­κρί­θη­κε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε: «Προ­τοῦ νὰ σὲ φωνά­ξῃ ὁ Φίλιπ­πος, σὲ εἶδα νὰ εἶσαι κάτω ἀπὸ τὴ συκιά». 50 Tοῦ λέγει τότε ὁ Nαθα­να­ήλ: «Διδά­σκα­λε, σὺ εἶσαι ὁ Yἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασι­λεὺς τοῦ Ἰσρα­ήλ». 51 Kαὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Διό­τι σοῦ εἶπα, σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, πιστεύ­εις; Θὰ ἰδῇς μεγα­λύ­τε­ρα ἀπ’ αὐτά». 52 Ἐπί­σης τοῦ λέγει: «Ἀλη­θι­νὰ ἀλη­θι­νὰ σᾶς λέγω, ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ βλέ­πε­τε τὸν οὐρα­νὸ ἀνοι­κτό, καὶ τοὺς ἀγγέ­λους τοῦ Θεοῦ ν’ ἀνε­βαί­νουν καὶ νὰ κατε­βαί­νουν πρὸς τὸν Yἱὸ τοῦ ἀνθρώ­που».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ

«Τ παύ­ριον θέλη­σεν ησος ξελ­θεν ες τν Γαλι­λαί­αν· κα ερίσκει Φίλιπ­πον κα λέγει ατ· κολού­θει μοι. ν δ Φίλιπ­πος π Βηθ­σαϊ­δά, κ τς πόλε­ως νδρέ­ου κα Πέτρου(:την άλλη μέρα απο­φά­σι­σε ο Ιησούς να ανα­χω­ρή­σει για τη Γαλι­λαία. Βρί­σκει τότε τον Φίλιπ­πο και του λέει: “Ακο­λού­θη­σέ με στο ταξί­δι που πρό­κει­ται να κάνω”. Ο Φίλιπ­πος μάλι­στα κατα­γό­ταν από τη Βηθ­σαϊ­δά, την πατρί­δα του Ανδρέα και του Πέτρου)»[Ιω.1,44–45].

«Εκεί­νος που φρον­τί­ζει επι­με­λώς για κάτι, το λαμ­βά­νει με περίσ­σεια», λέγει κάποια παροι­μία. Ο Χρι­στός υπαι­νί­χθη­κε ωστό­σο και κάτι επι­πλέ­ον, όταν είπε: « ζητν ερίσκει(:όποιος ανα­ζη­τεί, βρί­σκει)»[Ματθ.7,8]. Από αυτό λοι­πόν γεν­νιέ­ται η απο­ρία μου από ποια αιτία παρα­κι­νού­με­νος ο Φίλιπ­πος ακο­λού­θη­σε τον Χρι­στό· διό­τι ο μεν Ανδρέ­ας ακο­λού­θη­σε τον Χρι­στό, αφού πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε γι’ Αυτόν από τον Ιωάν­νη τον Βαπτι­στή και ο Πέτρος αφού παρα­κι­νή­θη­κε από τα λόγια του Ανδρέα, ενώ ο Φίλιπ­πος πεί­στη­κε αμέ­σως και Τον ακο­λού­θη­σε· και όχι μόνο δεν έφυ­γε, αλλά και κήρυ­ξε γι’ Αυτόν και σε άλλους, χωρίς να ακού­σει και να μάθει τίπο­τε από κανέ­να, παρά μόνο τον λόγο «Ακο­λού­θη­σέ με», που του είπε ο Χρι­στός· διό­τι έτρε­ξε αμέ­σως στον Ναθα­να­ήλ και του είπε: «ν γρα­ψε Μωϋσς ν τ νόμ κα ο προφται, ερήκα­μεν(:εκεί­νον για τον Οποίο έγρα­ψε ο Μωυ­σής στο νόμο και προ­α­νήγ­γει­λαν οι προ­φή­τες, Τον βρή­κα­με. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, και κατά­γε­ται από τη Ναζα­ρέτ)»[Ιω.1,46]. Βλέ­πεις πόσο καλά πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νος και κατα­το­πι­σμέ­νος ήταν και συνε­χώς μελε­τού­σε όσα έγρα­ψε ο Μωυ­σής και προσ­δο­κού­σε την έλευ­σή Του; Διό­τι το «ερήκα­μεν» φανε­ρώ­νει ότι πάν­το­τε Τον ανα­ζη­τού­σαν.

«Τ παύ­ριον θέλη­σεν ησος ξελ­θεν ες τν Γαλι­λαί­αν(:την άλλη μέρα απο­φά­σι­σε ο Ιησούς να ανα­χω­ρή­σει από την Ιου­δαία για τη Γαλι­λαία)»[Ιω.1,44]· διό­τι δεν προ­σκα­λεί κανέ­ναν κον­τά Του, προ­τού ο ίδιος απο­φα­σί­σει αυτο­προ­αί­ρε­τα να Τον ακο­λου­θή­σει. Και ενερ­γεί κατ’ αυτόν τον τρό­πο πράγ­μα­τι όχι απλά και τυχαία, αλλά σύμ­φω­να με τη δική Του υπέρ­τα­τη σοφία και σύνε­ση· διό­τι, εάν ο Ίδιος τους είχε προ­σελ­κύ­σει κον­τά Του, χωρίς αυτοί μόνοι τους εξ ιδί­ας προ­αι­ρέ­σε­ως και τελεί­ως αυθόρ­μη­τα να Τον είχαν ακο­λου­θή­σει, υπήρ­χε η πιθα­νό­τη­τα να απο­μα­κρυν­θούν· τώρα όμως, επει­δή οι ίδιοι προ­τί­μη­σαν με δική τους από­φα­ση να Τον ακο­λου­θή­σουν, παρέ­με­ναν κον­τά Του στο εξής στα­θε­ροί και πιστοί μαθη­τές.

Τον Φίλιπ­πο όμως, ο οποί­ος ήταν περισ­σό­τε­ρο γνώ­ρι­μος σε Αυτόν, Τον προ­σκά­λε­σε· διό­τι τον γνώ­ρι­ζε καλύ­τε­ρα, επει­δή γεν­νή­θη­κε και ανα­τρά­φη­κε στη Γαλι­λαία. Αφού λοι­πόν παρέ­λα­βε μαζί Του τους μαθη­τές Του, πήγε έπει­τα για ανα­ζή­τη­ση των υπο­λοί­πων και να προ­σελ­κύ­σει κον­τά Του τον Φίλιπ­πο και τον Ναθα­να­ήλ. Και δεν πρέ­πει να απο­ρεί και τόσο κανείς με αυτό, διό­τι και η φήμη του Ιησού είχε εξα­πλω­θεί σε ολό­κλη­ρη τη Συρία. Το αξιο­θαύ­μα­στο, όμως, με όσους βρί­σκον­ταν κον­τά στον Πέτρο και τον Ιάκω­βο και τον Φίλιπ­πο ήταν αυτό, ότι όχι μόνο είχαν πει­στεί προ­τού λάβουν θαυ­μα­στά απο­δει­κτι­κά σημεία για το ποιος ήταν στ’ αλή­θεια ο Ιησούς, αλλά και ότι, παρά το ότι κατά­γον­ταν από τη Γαλι­λαία, περιο­χή δηλα­δή από την οποία ούτε προ­φή­της ούτε κάποιο καλό ήταν δυνα­τόν να προ­έλ­θει, εντού­τοις πίστε­ψαν και ακο­λού­θη­σαν τον Χρι­στό· διό­τι οι κάτοι­κοι αυτής της περιο­χής ήσαν κάπως περισ­σό­τε­ρο απαί­δευ­τοι και ατί­θα­σοι και τρα­χείς.

Ο Χρι­στός μάλι­στα ακρι­βώς από αυτό το γεγο­νός απέ­δει­ξε τη δύνα­μή Του, από το ότι δηλα­δή από αυτήν την περιο­χή, η οποία δεν παρή­γα­γε κανέ­να καρ­πό, διά­λε­ξε την πιο εκλε­κτή μερί­δα των μαθη­τών Του. Φυσι­κό, λοι­πόν, αφε­νός, ήταν, ο Φίλιπ­πος να Τον ακο­λου­θή­σει, τόσο επει­δή είδε παρά­δειγ­μα του Πέτρου και των άλλων, οι οποί­οι ακο­λού­θη­σαν τον Χρι­στό, όσο και επει­δή είχε ακού­σει από τον Ιωάν­νη τον Βαπτι­στή για το Ποιος ήταν ο Ιησούς, φυσι­κό όμως αφε­τέ­ρου ήταν επί­σης η φωνή του ίδιου του Χρι­στού να συν­τέ­λε­σε μέσα του στη δημιουρ­γία μιας τέτοιας εσω­τε­ρι­κής κατα­στά­σε­ως, προ­θυ­μί­ας και δεκτι­κό­τη­τας , ώστε να απο­φα­σί­σει χωρίς τον παρα­μι­κρό δισταγ­μό να Τον ακο­λου­θή­σει· διό­τι γνω­ρί­ζει ο Χρι­στός εκεί­νους οι οποί­οι επρό­κει­το να ανα­δει­χθούν ικα­νοί και κατάλ­λη­λοι για το έργο Του.

Ο ευαγ­γε­λι­στής όμως Ιωάν­νης όλα αυτά τα αφη­γεί­ται με συνο­πτι­κό τρό­πο. Ότι επρό­κει­το, λοι­πόν, ο Χρι­στός να έλθει το γνώ­ρι­ζε καλά ο Φίλιπ­πος, ότι όμως αυτός ήταν ο Χρι­στός που ανα­με­νό­ταν, το αγνο­ού­σε. Αυτό έχω τη γνώ­μη ότι το έμα­θε ή από τον Πέτρο ή από τον Ιωάν­νη τον Βαπτι­στή. Ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης ανα­φέ­ρει στη συνέ­χεια και τον τόπο της κατα­γω­γής του Φιλίπ­που, δηλα­δή τη Βηθ­σαϊ­δά, για να μάθεις ότι ο Θεός τους αδυ­νά­τους ως προς την κοσμι­κή δύνα­μη και σοφία, επέ­λε­ξε ως μαθη­τές Του, προ­κει­μέ­νου δι’ αυτών να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί το προ­αιώ­νιο σχέ­διό Του για τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων.

«Ερίσκει Φίλιπ­πος τν Ναθα­ναλ κα λέγει ατ· ν γρα­ψε Μωϋσς ν τ νόμ κα ο προφται, ερήκα­μεν, ησον τν υἱὸν το ωσφ τν π Ναζα­ρέτ(: βρίσκει στο μετα­ξύ ο Φίλιπ­πος τον Ναθα­να­ήλ και του λέει: “Εκεί­νον για τον Οποίο έγρα­ψε ο Μωυ­σής στον νόμο και προ­α­νήγ­γει­λαν οι προ­φή­τες, Τον βρή­κα­με. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, και κατά­γε­ται από τη Ναζα­ρέτ”)»[Ιω.1,46]. Και τα λέγει αυτά, για να κάνει με την ανα­φο­ρά του στον Μωυ­σή και τους προ­φή­τες, τη διή­γη­σή του αξιό­πι­στη και να προ­δια­θέ­σει με αυτόν τον τρό­πο ευνοϊ­κά τον ακρο­α­τή. Επει­δή δηλα­δή ο Ναθα­να­ήλ όλα όσα ανα­φέ­ρον­ταν στην έλευ­ση του Μεσ­σία τα είχε ερευ­νή­σει με ακρί­βεια και με κάθε ειλι­κρί­νεια και αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα, όπως ο ίδιος ο Χρι­στός βεβαί­ω­σε και εμπρά­κτως το απέ­δει­ξε, εύλο­γα τον παρέ­πεμ­ψε ο Φίλιπ­πος στον Μωυ­σή και τους προ­φή­τες, για να τον κάνει με τον τρό­πο αυτό να απο­δε­χθεί και να ομο­λο­γή­σει τον Κηρυτ­τό­με­νο.

Και δεν πρέ­πει καθό­λου να θορυ­βη­θείς, επει­δή Τον απο­κά­λε­σε «υιό του Ιωσήφ», διό­τι μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή εθε­ω­ρεί­το ακό­μη παι­δί του. Και από πού, Φίλιπ­πε, γίνε­ται φανε­ρό ότι αυτός είναι ο Μεσ­σί­ας, ο ανα­με­νό­με­νος Χρι­στός; Ποια από­δει­ξη έχεις να μας παρου­σιά­σεις; Διό­τι δεν αρκεί μονά­χα να το δια­κη­ρύτ­τεις. Ποιο απο­δει­κτι­κό σημείο είδες και πίστε­ψες; Ποιο θαύ­μα; Δεν είναι χωρίς κίν­δυ­νο να δίνει κανείς πίστη σε τέτοια πράγ­μα­τα αφε­λώς. Ποια λοι­πόν από­δει­ξη, έχεις; «Αυτή που είχε και ο Ανδρέ­ας», λέγει. Διό­τι και εκεί­νος, μην μπο­ρών­τας να παρα­στή­σει με λόγια τον θησαυ­ρό που είχε ανα­κα­λύ­ψει, οδη­γεί τον αδελ­φό του στον ίδιο τον Θησαυ­ρό που ανα­κά­λυ­ψε. Έτσι και ο Φίλιπ­πος δεν εξή­γη­σε στον Ναθα­να­ήλ, για ποιο λόγο Αυτός που ανα­κά­λυ­ψε είναι Εκεί­νος, ο Χρι­στός και με ποιον τρό­πο οι προ­φή­τες Τον είχαν προ­α­ναγ­γεί­λει, αλλά οδή­γη­σε αυτόν στον ίδιο τον Ιησού, επει­δή ήταν απο­λύ­τως βέβαιος ότι δε θα απο­μα­κρυ­νό­ταν από κον­τά Του, αν είχε την τιμή να γευ­τεί τα λόγια Του και να ακού­σει τη διδα­σκα­λία Του.

Και τον ρώτη­σε ο Ναθα­να­ήλ: «κ Ναζαρτ δύνα­ταί τι γαθν εναι;(:’’Από τη Ναζα­ρέτ, το κακό και άση­μο αυτό χωριό, μπο­ρεί να προ­έλ­θει τίπο­τα καλό;”)»[Iω.1,47]. Και ο Φίλιπ­πος του απάν­τη­σε: «ρχου κα δε(: “Έλα, κι όταν Τον δεις μόνος σου με τα ίδια σου τα μάτια, θα πει­στείς”). «εδεν ησος τν Ναθα­ναλ ρχό­με­νον πρς ατν κα λέγει περ ατο· δε ληθς σραη­λί­της ν δόλος οκ στι(:είδε ο Ιησούς τον Ναθα­να­ήλ να έρχε­ται κον­τά Του και λέει γι’ αυτόν: ‘’Να ένας γνή­σιος και πραγ­μα­τι­κός Ισραη­λί­της, που δεν έχει στην καρ­διά του καμία πονη­ριά και δόλο, αλλά ποθεί με ειλι­κρί­νεια να βρει την αλή­θεια”)»[Ιω. 1, 48].

Και επει­δή ο Ναθα­να­ήλ είχε ρωτή­σει αν ήταν δυνα­τόν να προ­έλ­θει κάποιο καλό από τη Ναζα­ρέτ, γι’ αυτό τον επαι­νεί και τον θαυ­μά­ζει. Μήπως όμως έπρε­πε ο Κύριος να του προ­σά­ψει κατη­γο­ρία που είπε κάτι τέτοιο; Δεν έκα­νε, όμως, καθό­λου αυτό, διό­τι τα λόγια του δεν ήταν απο­τέ­λε­σμα απι­στί­ας, ούτε άξια τιμω­ριών, αλλά επαί­νων. Πώς και για­τί; Διό­τι ο Ναθα­να­ήλ είχε ερευ­νή­σει και γνώ­ρι­ζε καλύ­τε­ρα από τον Φίλιπ­πο, τους προ­φή­τες. Και φυσι­κά είχε μάθει από τις Γρα­φές ότι ο Χρι­στός έπρε­πε να κατά­γε­ται από τη Βηθλε­έμ και από το χωριό στο οποίο γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε ο Δαβίδ [πρβ. Ιω.7,42: «Οχ γραφ επεν τι κ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ΐδ κα π Βηθλεμ τς κώμης, που ν Δαυ­ΐδ, Χριστς ρχε­ται;(:δεν είπε η Αγία Γρα­φή ότι ο Μεσ­σί­ας Χρι­στός θα προ­έρ­χε­ται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλε­έμ, όπου γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε ο Δαβίδ😉»].

Αυτή λοι­πόν η πεποί­θη­ση επι­κρα­τού­σε στους Ιου­δαί­ους και ο προ­φή­της Μιχαί­ας από πολύ παλιά την είχε προ­α­ναγ­γεί­λει με τα εξής λόγια: «Κα σύ, Βηθλε­έμ, οκος το φρα­θά, λιγοστς ε το εναι ν χιλιά­σιν ούδα· κ σο μοι ξελεύ­σε­ται το εναι ες ρχον­τα ν τ σρα­ήλ, κα α ξοδοι ατο π᾿ ρχς ξ μερν αἰῶνος(:και εσύ Βηθλε­έμ, που αλλιώς ονο­μά­ζε­σαι και «οίκος του Εφρα­θά», μικρή είσαι μετα­ξύ των πόλε­ων του Ιού­δα. Δεν έχεις ούτε χιλί­ους κατοί­κους. Αλλά από εσέ­να θα προ­έλ­θει προς δόξα δική μου ένας άντρας ο οποί­ος θα γίνει άρχον­τας του ισραη­λι­τι­κού λαού. Η αρχή και η ενέρ­γεια Αυτού ξεπερ­νά την αρχή των ημε­ρών της δημιουρ­γί­ας. Είναι ο Μεσ­σί­ας)»[Μιχ.5,2] και «Κα σ Βηθλε­έμ, γ ούδα, οδαμς λαχί­στη ε ν τος γεμό­σιν ούδα· κ σο γρ ξελεύ­σε­ται γού­με­νος, στις ποι­μα­νε τν λαόν μου τν σρα­ήλ(:και εσύ, Βηθλε­έμ, που περι­λαμ­βά­νε­σαι στη χώρα της φυλής του Ιού­δα, αν και φαί­νε­σαι μικρό χωριό, δεν είσαι όμως καθό­λου η πιο ασή­μαν­τη πόλη από τις πρω­τεύ­ου­σες που ξεχω­ρί­ζουν στην περιο­χή της φυλής του Ιού­δα. Και δεν είσαι η πιο μικρή, διό­τι από σένα θα βγει άρχον­τας, ο οποί­ος θα ποι­μά­νει το λαό μου τον Ισρα­ήλ)»[Ματθ. 2,6].

Όταν λοι­πόν ο Ναθα­να­ήλ άκου­σε ότι ο Χρι­στός προ­ερ­χό­ταν από τη Ναζα­ρέτ, θορυ­βή­θη­κε και από­ρη­σε, διό­τι η ευχά­ρι­στη κατά πάν­τα ανα­κοί­νω­ση του Φιλίπ­που, απ’ ό,τι γνώ­ρι­ζε, δεν φαι­νό­ταν να συμ­φω­νεί με την προ­φη­τι­κή ρήση. Αλλά πρό­σε­ξε τη σύνε­ση και την επιεί­κεια του Ναθα­να­ήλ και στην έκφρα­ση ακό­μη της αμφι­βο­λί­ας του· διό­τι δεν είπε αμέ­σως: «Με εξα­πα­τάς, Φίλιπ­πε, και ψεύ­δε­σαι, δεν πιστεύω τα λόγια σου, ούτε έρχο­μαι για να δια­πι­στώ­σω την αλή­θειά τους. Έμα­θα από τους προ­φή­τες ότι ο Χρι­στός πρέ­πει να έλθει από τη Βηθλε­έμ, εσύ όμως μου λες ότι Τον βρή­κες και ότι προ­έρ­χε­ται από τη Ναζα­ρέτ. Λοι­πόν δεν είναι αυτός που βρή­κες ο ανα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας». Αλλά δεν είπε τίπο­τε από αυτά, αλλά τι; Προ­σήλ­θε και αυτός, αφε­νός μεν για να δεί­ξει, βάσει των μαρ­τυ­ριών των Γρα­φών, τις οποί­ες γνώ­ρι­ζε με κάθε ακρί­βεια, ότι ο Χρι­στός δεν είναι δυνα­τόν να προ­έλ­θει από τη Ναζα­ρέτ και ότι είναι συνε­πώς αδύ­να­το ως προς το ζήτη­μα αυτό να αλλά­ξει τις πεποι­θή­σεις του, αφε­τέ­ρου δε επει­δή δε θέλη­σε να περι­φρο­νή­σει εκεί­νον που του ανα­κοί­νω­σε τον μεγά­λο πόθο, τον οποίο είχε για την έλευ­ση του Χρι­στού· διό­τι κατά­λα­βε ότι ήταν φυσι­κό ο Φίλιπ­πος να έκα­νε λάθος ως προς τον τόπο της κατα­γω­γής του Χρι­στού.

Πρό­σε­ξε όμως και τον τρό­πο με τον οποίο αρνεί­ται να δεχθεί την πλη­ρο­φο­ρία του Φιλίπ­που, πόσο ήπιος και επιει­κής είναι και πώς υπό τύπον ερω­τή­σε­ως δια­τύ­πω­σε την επι­φύ­λα­ξή του· διό­τι δεν είπε: « Η Γαλι­λαία κανέ­να καλό δεν φέρ­νει», αλλά τι; «Από τη Ναζα­ρέτ είναι δυνα­τόν να προ­έλ­θει κάποιο καλό;». Αλλά και ο Φίλιπ­πος ήταν εξαι­ρε­τι­κά συνε­τός· διό­τι δεν δυσα­ρε­στή­θη­κε, ούτε αγα­νά­κτη­σε για τον δισταγ­μό και την αμφι­βο­λία του Ναθα­να­ήλ, αλλά επέ­με­νε να τον οδη­γή­σει κον­τά στον Χρι­στό και φανέ­ρω­σε έτσι εξαρ­χής σε μας την αρμό­ζου­σα για έναν Από­στο­λο επι­μο­νή και καρ­τε­ρία. Για τους λόγους αυτούς ο Χρι­στός λέγει: «Ιδού ένας γνή­σιος και πραγ­μα­τι­κός Ισραη­λί­της, στον οποίο δόλος δεν υπάρ­χει». Ώστε υπάρ­χει και πονη­ρός και ανει­λι­κρι­νής Ισραη­λί­της. Αυτός όμως δεν ήταν τέτοιος, διό­τι λέγει η κρί­ση του παρέ­μει­νε στα­θε­ρή, αδέ­κα­στη και αμε­τα­κί­νη­τη. Τίπο­τε δεν είπε με διά­θε­ση να καλο­πιά­σει ούτε να δυσα­ρε­στή­σει.

Παρά το ότι οι Ιου­δαί­οι ήταν εκεί­νοι οι οποί­οι απάν­τη­σαν ορθά όταν τους ρώτη­σαν πού γεν­νιέ­ται ο Χρι­στός, ότι γεν­νιέ­ται στη Βηθλε­έμ και ανέ­φε­ραν μάλι­στα και τη μαρ­τυ­ρία την εξής: «Κα σ Βηθλε­έμ, γ ούδα, οδαμς λαχί­στη ε ν τος γεμό­σιν ούδα· κ σο γρ ξελεύ­σε­ται γού­με­νος, στις ποι­μα­νε τν λαόν μου τν σρα­ήλ»[Ματθ.2,6]. Ωστό­σο εκεί­νοι αφε­νός βεβαί­ω­ναν αυτά προ­τού να Τον δουν, αργό­τε­ρα, όμως, όταν Τον είδαν, απέ­κρυ­ψαν τη μαρ­τυ­ρία και Τον αρνή­θη­καν με τα ακό­λου­θα λόγια: «μες οδαμεν τι Μωϋ­σε λελά­λη­κεν Θεός· τοτον δ οκ οδαμεν πόθεν στί(:’’Εμείς, που είμα­στε σπου­δα­σμέ­νοι και ανα­γνω­ρι­σμέ­νοι άρχον­τες του έθνους, ξέρου­με ότι ο Θεός έχει μιλή­σει στο Μωυ­σή και σε κανέ­ναν άλλον. Αυτός μας είναι άγνω­στος και δεν ξέρου­με από πού είναι και από πού στάλ­θη­κε”)» [Ιω. 9,29], ενώ ο Ναθα­να­ήλ δεν συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κε κατ’ αυτόν τον τρό­πο, αλλά τη γνώ­μη που είχε εξαρ­χής γι’ Αυτόν, αυτή και επέ­με­νε να δια­τη­ρεί στα­θε­ρά, ότι ο Χρι­στός δεν είναι από τη Ναζα­ρέτ.

Πώς λοι­πόν οι προ­φή­τες Τον ονο­μά­ζουν «Ναζω­ραίο»; Επει­δή εκεί διέ­με­νε και ανα­τρά­φη­κε. Ώστε παρά­λει­ψε μεν ο Κύριος να πει: «δεν είμαι από τη Ναζα­ρέτ, όπως σου ανήγ­γει­λε ο Φίλιπ­πος, αλλά από τη Βηθλε­έμ», για να κάνει αμέ­σως τον λόγο αντι­κεί­με­νο αμφι­σβη­τή­σε­ως και δια­φω­νί­ας. Αλλά εκτός από αυτά παρέ­λει­ψε και για έναν άλλο λόγο να πει αυτό, για τον λόγο, ότι αν και ήταν δυνα­τόν να γίνει πιστευ­τός, εντού­τοις τού­το δεν θα απο­τε­λού­σε αρκε­τή από­δει­ξη του ότι Αυτός είναι ο Χρι­στός. Διό­τι τι εμπό­δι­ζε και χωρίς να είναι Χρι­στός, να κατά­γε­ται από τη Βηθλε­έμ, όπως οι άλλοι που γεν­νή­θη­καν εκεί; Ώστε αυτό μεν το παρέ­λει­ψε, εκεί­νο όμως το οποίο μάλι­στα μπο­ρού­σε να προ­σθέ­σει, εκεί­νο και πρό­σθε­σε· διό­τι έδει­ξε ότι κατά τη στιγ­μή που αυτοί συνο­μι­λού­σαν, Εκεί­νος ήταν παρών. Μόλις λοι­πόν εκεί­νος Τον ρώτη­σε: «Πόθεν με γινώ­σκεις;(:από πού με ξέρεις; Και πώς γνω­ρί­ζεις την ειλι­κρί­νεια των μυστι­κών μου σκέ­ψε­ων και ελα­τη­ρί­ων;)», απάν­τη­σε: «Πρ το σε Φίλιπ­πον φωνσαι, ντα π τν συκν εδόν σε(:πριν ακό­μη σε φωνά­ξει ο Φίλιπ­πος, όταν ήσουν κάτω από τη συκιά και προ­σευ­χό­σουν μακριά από κάθε μάτι ανθρώ­που, εγώ με το υπερ­φυ­σι­κό και θείο μου βλέμ­μα σε είδα)»[Ιω. 1,49].

Κοί­τα­ξε άνθρω­πο στα­θε­ρό και σοβα­ρό. Διό­τι, μόλις είπε ο Χρι­στός: «δε ληθς σραη­λί­της ν δόλος οκ στι (:Να ένας γνή­σιος και πραγ­μα­τι­κός Ισραη­λί­της, που δεν έχει στην καρ­διά του καμία πονη­ριά και δόλο, αλλά ποθεί με ειλι­κρί­νεια να βρει την αλή­θεια)», δεν απο­χαυ­νώ­θη­κε απ΄τους επαί­νους, δεν έτρε­ξε πίσω Του αμέ­σως και ανε­πι­φύ­λα­κτα παρα­συρ­μέ­νος από τον εγκω­μια­σμό, αλλά επέ­με­νε να ρωτά και να ερευ­νά ακρι­βέ­στε­ρα και ζητού­σε να μάθει κάτι απο­λύ­τως σαφές.

Ο Ναθα­να­ήλ λοι­πόν ως άνθρω­πος ρωτού­σε ακό­μη, ο Ιησούς, όμως, ως Θεός απάν­τη­σε, καθό­σον βεβαί­ω­σε ότι «ανέ­κα­θεν σε γνω­ρί­ζω»- και τη σοβα­ρό­τη­τα του χαρα­κτή­ρα του Ναθα­να­ήλ και την ειλι­κρί­νεια των δια­θέ­σε­ών του, τη γνώ­ρι­ζε πάν­το­τε ως Θεός και όχι ως άνθρω­πος ύστε­ρα από προ­σε­κτι­κή παρα­κο­λού­θη­ση- και «τώρα σε είδα κάτω από τη συκιά», όταν δεν ήταν κανέ­νας εκεί, αλλά μόνο ο Φίλιπ­πος και ο Ναθα­να­ήλ και όλα αυτά τα είπαν ιδιαι­τέ­ρως και χωρίς κανείς να τους ακού­σει. Για τον λόγο αυτό ειπώ­θη­κε, ότι «αφού είδε αυτόν από μακριά, είπε: ‘’Ιδού, ένας γνή­σιος και πραγ­μα­τι­κός Ισραη­λί­της’’», για να μάθει ο Ναθα­να­ήλ ότι προ­τού ακό­μη πλη­σιά­σει ο Φίλιπ­πος, έλε­γε ήδη αυτά ο Χρι­στός, ώστε να μην κατα­στεί ύπο­πτη η μαρ­τυ­ρία αυτή. Γι’ αυτό προσ­διό­ρι­σε επα­κρι­βώς και τη στιγ­μή και ανέ­φε­ρε και τον τόπο και το δέν­τρο. Διό­τι, αν έλε­γε μονά­χα: «Προ­τού να έλθει ο Φίλιπ­πος κον­τά σου, εγώ σε είδα», θα υπο­πτευό­ταν του­λά­χι­στον ότι Αυτός τον είχε στεί­λει και ότι τίπο­τε το σπου­δαίο δεν λέγει, τώρα όμως με το να ανα­φέ­ρει και τον τόπο, στον οποίο βρι­σκό­ταν, κατά τη στιγ­μή κατά την οποία τον φώνα­ζε ο Φίλιπ­πος και το όνο­μα του δέν­τρου, κάτω από το οποίο ήταν και με το να προσ­διο­ρί­σει επα­κρι­βώς τη στιγ­μή της συνο­μι­λί­ας τους, κατέ­στη­σε την πρό­γνω­ση απο­λύ­τως ακρι­βή και αναμ­φι­σβή­τη­τη.

Με αυτόν επί­σης τον τρό­πο δεν κατέ­στη­σε φανε­ρή μονά­χα την πρό­γνω­ση, αλλά και με άλλο τρό­πο τον δίδα­ξε, διό­τι τον έκα­νε να θυμη­θεί αυτά που ειπώ­θη­καν τότε, όπως το ότι «από τη Ναζα­ρέτ μπο­ρεί να προ­έλ­θει κάποιο καλό;»- εξαι­τί­ας του οποί­ου και πολύ πιο ευχά­ρι­στα τον δέχθη­κε- και ότι, παρό­λο που αυτός είπε αυτά, δεν τον κατέ­κρι­νε, αλλά μίλη­σε γι’ αυτόν επαι­νε­τι­κά και με θαυ­μα­σμό. Γι’ αυτό και κατά­λα­βε καλά κατό­πιν τού­του ότι Αυτός που είχε μπρο­στά του ήταν πράγ­μα­τι ο Χρι­στός και το κατά­λα­βε και από την πρό­γνω­ση και από το γεγο­νός ότι ερεύ­νη­σε τη σκέ­ψη του με κάθε ακρί­βεια· πράγ­μα το οποίο απο­δεί­κνυε ότι γνώ­ρι­ζε καλά και τις σκέ­ψεις του.

Αυτό, άλλω­στε, έγι­νε φανε­ρό και από το ότι ενώ εκεί­νος νόμι­σε ότι θα κατα­φερ­θεί εναν­τί­ον του, εντού­τοις ο Χρι­στός όχι μόνο δεν τον κατη­γό­ρη­σε, αλλά και τον επαί­νε­σε. Ότι λοι­πόν ο Φίλιπ­πος τον φώνα­ξε, μας το είπε, τι του είπε όμως και τι εκεί­νος του απάν­τη­σε, το παρέ­λει­ψε, το άφη­σε στη συνεί­δη­σή του και δεν θέλη­σε να ερευ­νή­σει αυτόν ακό­μη περισ­σό­τε­ρο.

Τι λοι­πόν; Προ­τού να τον φωνά­ξει ο Φίλιπ­πος τον είδε μόνο, δεν τον έβλε­πε και προ­η­γου­μέ­νως με τον ακοί­μη­το οφθαλ­μό Του; Τον έβλε­πε και κανείς δε θα μπο­ρού­σε να αντεί­πει τίπο­τε ως προς αυτό, αλλά προ­εί­χε να πει οπωσ­δή­πο­τε αυτό προ­η­γου­μέ­νως. Τι λοι­πόν έκα­νε εκεί­νος; Όταν έλα­βε αναμ­φι­σβή­τη­το τεκμή­ριο της προ­γνώ­σε­ως, τότε ομο­λό­γη­σε αμέ­σως τον Χρι­στό και με αυτόν τον τρό­πο φανέ­ρω­σε και την ακρί­βεια στην προ­η­γού­με­νη ανα­βο­λή του και την ευγνω­μο­σύ­νη με την συγ­κα­τά­θε­σή του μετά από αυτά. Διό­τι απο­κρί­θη­κε, λέγει, σε Αυτόν και είπε: «αββί, σ ε υἱὸς το Θεο, σ ε βασι­λες το σρα­ήλ(:Διδά­σκα­λε, εσύ πράγ­μα­τι είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασι­λεύς του Ισρα­ήλ που περι­μέ­να­με σύμ­φω­να με τις προ­φη­τεί­ες)»[Ιω. 1,50]. Είδες ψυχή, που κατα­χά­ρη­κε ολό­κλη­ρη και τρυ­φε­ρά αγκά­λια­σε με τα λόγια τον Ιησού; «Εσύ είσαι», λέγει, «Εκεί­νος που ανα­μέ­να­με, Εσύ είσαι Εκεί­νος που ανα­ζη­τού­σα­με». Είδες πόσο εξε­πλά­γη, θαύ­μα­σε, σκίρ­τη­σε από χαρά, πήδη­σε από ευχα­ρί­στη­ση;

Με τέτοιο τρό­πο πρέ­πει να χαι­ρό­μα­στε κι εμείς, οι οποί­οι αξιω­θή­κα­με να γνω­ρί­σου­με τον Υιό του Θεού. Να χαι­ρό­μα­στε μάλι­στα όχι μόνο εσω­τε­ρι­κά, με την καρ­διά μας, αλλά και στα έργα μας να το δεί­χνου­με αυτό. Ποιο όμως είναι το καθή­κον όσων χαί­ρον­ται; Να πιστεύ­ουν σε Εκεί­νον, που έγι­νε γνω­στός. Να πιστεύ­ει όμως κανείς σημαί­νει να πράτ­τει εκεί­να ακρι­βώς τα οποία Εκεί­νος θέλει. Επει­δή, εάν πρό­κει­ται να πράτ­του­με όσα Τον εξορ­γί­ζουν, πώς θα φανε­ρώ­σου­με ότι χαι­ρό­μα­στε; Δεν βλέ­πε­τε ότι και στα σπί­τια κάτι τέτοιο περί­που γίνε­ται, όταν δηλα­δή, κανείς υπο­δέ­χε­ται κάποιον από τους πολύ αγα­πη­τούς του φίλους, δεν βλέ­πε­τε ότι κάνει τα πάν­τα με μεγά­λη χαρά, τρέ­χει παν­τού και δεν λυπά­ται τίπο­τε, αλλά αν χρεια­στεί είναι έτοι­μος να προ­σφέ­ρει ό,τι έχει, προ­κει­μέ­νου να ευχα­ρι­στή­σει τον φιλο­ξε­νού­με­νό του; Και αν κανείς προ­σκα­λεί στο σπί­τι του κάποιον και δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στις υπο­χρε­ώ­σεις της φιλο­ξε­νί­ας και δεν πράτ­τει αυτά που τον ευχα­ρι­στούν, δεν μπο­ρεί με κανέ­ναν τρό­πο να πεί­σει τον φιλο­ξε­νού­με­νό του ότι είναι χαρού­με­νος που τον έχει κον­τά του, έστω κι αν του επα­να­λαμ­βά­νει διαρ­κώς αυτό. Και πολύ δικαί­ως, διό­τι τη χαρά μας πρέ­πει να φανε­ρώ­νου­με με τις πρά­ξεις μας.

Λοι­πόν, επει­δή και ο Χρι­στός ήλθε κον­τά μας, ας δεί­ξου­με τη χαρά μας και ας μην πράτ­του­με οτι­δή­πο­τε Τον δυσα­ρε­στεί και Τον παρορ­γί­ζει. Ας καλ­λω­πί­σου­με το σπί­τι μας, στο οποίο ήλθε, διό­τι αυτό είναι το καθή­κον όσων χαί­ρον­ται, όταν πραγ­μα­τι­κά χαί­ρον­ται. Ας Του παρα­θέ­σου­με ό,τι εκλε­κτό­τα­το επι­θυ­μεί να φάγει, διό­τι έτσι θα δεί­ξου­με ότι πράγ­μα­τι χαι­ρό­μα­στε πολύ. Ποιο, όμως, είναι αυτό το εκλε­κτό­τα­το γεύμα,το οποίο Εκεί­νος επι­θυ­μεί να φάγει; Το λέγει ο ίδιος: «μν βρμά στιν να ποι τ θέλη­μα το πέμ­ψαν­τός με(:δικό μου φαγη­τό, που με χορ­ταί­νει και με τρέ­φει, είναι να κάνω πάν­το­τε το θέλη­μα εκεί­νου που με απέ­στει­λε στον κόσμο)»[Ιω. 4,34]. Ας παρα­θέ­σου­με, λοι­πόν, γεύ­μα σε Αυτόν, εφό­σον πει­νά, ας Του δώσου­με νερό, εφό­σον διψά. Δέχε­ται ακό­μη και ένα ποτή­ρι δρο­σε­ρό νερό, διό­τι σε αγα­πά. Οτι­δή­πο­τε προ­σφέ­ρε­ται ως δώρο από αυτούς που αγα­πά­με, όσο μικρό κι αν είναι, φαί­νε­ται μεγά­λο σε Αυτόν που αγα­πά.

Πρό­σε­ξε, λοι­πόν, εσύ τού­το μόνο, να μην αδια­φο­ρή­σεις· διό­τι δεν αρνεί­ται και αν ακό­μη προ­σφέ­ρεις δύο οβο­λούς, θεω­ρεί μάλι­στα αυτούς μεγά­λο πλού­το και τον δέχε­ται ευχα­ρί­στως. Επει­δή δηλα­δή σε Αυτόν τίπο­τα δεν λεί­πει, αλλά είναι πλή­ρως και τελεί­ως αυτάρ­κης, κατά συνέ­πεια δέχε­ται αυτά όχι από ανάγ­κη, εύλο­γα υπο­λο­γί­ζει το παν όχι σύμ­φω­να με το προ­σφε­ρό­με­νο ποσό, αλλά από τη διά­θε­ση του προ­σφέ­ρον­τος και με το μέτρο αυτό της δια­θέ­σε­ως προσ­διο­ρί­ζει και κρί­νει κάθε πρά­ξη μας. Μόνο δεί­ξε σε Αυτόν που ήλθε την αγά­πη σου, δεί­ξε τον ζήλο σου και ότι κάνεις τα πάν­τα για να Τον ευχα­ρι­στή­σεις, δεί­ξε τη χαρά σου για τον ερχο­μό Του. Κοί­τα­ξε Αυτός πώς διά­κει­ται απέ­ναν­τί σου. Ήλθε προς χάριν σου, έδω­σε τη ζωή του χάριν της δικής σου σωτη­ρί­ας και παρ’ όλ’ αυτά και μετά από όλα αυτά δεν παύ­ει να σε παρα­κα­λεί: «πρ Χρι­στο ον πρε­σβεύ­ο­μεν ς το Θεο παρα­κα­λοντος δι᾿ μν(:εμείς λοι­πόν αντι­προ­σω­πεύ­ον­τας τον Χρι­στό ενερ­γού­με ως απε­σταλ­μέ­νοι Του και πρε­σβευ­τές Του· διό­τι ο Θεός παρα­κα­λεί με το δικό μας στό­μα)»[Β΄Κορ. 5,20]. «Και ποιος είναι τόσο τρε­λός και ανόη­τος», λέγει, «ώστε να μην αγα­πά τον Κύριό του;». Αυτό λέγω και εγώ και γνω­ρί­ζω μεν ότι κανείς από μας δεν θα αρνη­θεί αυτό στα λόγια και στην καρ­διά του, αλλά ο αγα­πώ­με­νος θέλει να απο­δεί­ξου­με αυτό και με τις πρά­ξεις μας· διό­τι είναι ειρω­νεία και καθα­ρή υπο­κρι­σία να βεβαιώ­νου­με με λόγια μόνο ότι αγα­πά­με, χωρίς να πράτ­του­με συγ­χρό­νως,όπως αυτοί που πραγ­μα­τι­κά αγα­πούν και τού­το δεν συμ­βαί­νει μόνο με τον Θεό, αλλά και με τους ανθρώ­πους.

Επει­δή λοι­πόν το να ομο­λο­γού­με πίστη και αγά­πη με τα λόγια μόνο,ενώ με τα έργα μας να εναν­τιω­νό­μα­στε, είναι όχι μόνο ανω­φε­λές, αλλά και επι­βλα­βές σε μας, παρα­κα­λώ, ας προ­τι­μή­σου­με την δια των έργων ομο­λο­γία, για να επι­τύ­χου­με και την υπέρ ημών ομο­λο­γία Αυτού, κατά την ημέ­ρα εκεί­νη της Κρί­σε­ως, όταν ενώ­πιον του Πατρός θα ομο­λο­γεί τους αξί­ους στον Χρι­στό Ιησού τον Κύριό μας, δια του οποί­ου και μετά του οποί­ου στον Πατέ­ρα πρέ­πει η δόξα και στο Άγιο Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

ΟΜΙΛΙΑ ΚΑ΄(επι­λεγ­μέ­νο από­σπα­σμα)

«πεκρί­θη Ναθα­ναλ κα λέγει ατ· αββί, σ ε υἱὸς το Θεο, σ ε βασι­λες το σρα­ήλ. πεκρί­θη ησος κα επεν ατ· τι επόν σοι, εδόν σε ποκά­τω τς συκς, πιστεύ­εις; μεί­ζω τού­των ψει(: τότε ο Ναθα­να­ήλ Τού απο­κρί­θη­κε: ‘’Διδά­σκα­λε, Εσύ πράγ­μα­τι είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασι­λεύς του Ισρα­ήλ που περι­μέ­να­με σύμ­φω­να με τις προ­φη­τεί­ες’’. Και ο Ιησούς τού απάν­τη­σε: ‘’Επει­δή σου είπα ότι σε είδα κάτω από τη συκιά πιστεύ­εις; Θα δεις πιο μεγά­λα και πιο θαυ­μα­στά πράγ­μα­τα απ’ αυτά’’)»[Ιω.1,50–51].

Μας χρειά­ζε­ται, αγα­πη­τοί μου, επι­στα­μέ­νη μελέ­τη και κοπιώ­δης φρον­τί­δα, χρειά­ζε­ται συνε­χής εγρή­γορ­ση και μεγά­λη προ­σπά­θεια, για να κατορ­θώ­σου­με να ερευ­νή­σου­με προ­σε­κτι­κά το βάθος των θεί­ων Γρα­φών· διό­τι δεν είναι δυνα­τόν απλά και επι­πό­λαια, ούτε ολι­γω­ρών­τας και μη δίνον­τας την πρέ­που­σα σημα­σία, να εννο­ή­σου­με τη βαθύ­τε­ρη σημα­σία αυτών, αλλά χρειά­ζε­ται και ακρι­βής μελέ­τη όσων εκτί­θεν­ται σε αυτές και συνε­χής και θερ­μή προ­σευ­χή, για να κατορ­θώ­σου­με λίγο να δια­κρί­νου­με τα ιερά άδυ­τα των θεί­ων λόγων. Ιδού λοι­πόν, ότι και σήμε­ρα βρί­σκε­ται ενώ­πιόν μας προς εξέ­τα­ση ένα ζήτη­μα, όχι μικρό και ασή­μαν­το, αντι­θέ­τως μάλι­στα και πάρα πολύ σπου­δαίο και το οποίο έχει ανάγ­κη πολ­λής μελέ­της και προ­σε­κτι­κής έρευ­νας. Διό­τι μόλις ο Ναθα­να­ήλ είπε : «Σ ε υἱὸς το Θεο(:Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού)», ο Χρι­στός αμέ­σως του απάν­τη­σε: «τι επόν σοι, εδόν σε ποκά­τω τς συκς, πιστεύ­εις; μεί­ζω τού­των ψει(:επει­δή σου είπα ότι σε είδα κάτω από την συκιά, πιστεύ­εις; Θα δεις ακό­μη μεγα­λύ­τε­ρα και πλέ­ον αξιο­θαύ­μα­στα από αυτά)»[Ιω.1,51].

Ποιο λοι­πόν είναι το ζήτη­μα που δημιουρ­γεί­ται από αυτά που ειπώ­θη­καν; Ότι ο μεν Πέτρος, όταν μετά από τόσα θαύ­μα­τα και μετά από τέτοια διδα­σκα­λία, ομο­λο­γεί ότι «σ ε Χριστς υἱὸς το Θεο το ζντος(:Εσύ είσαι ο Χρι­στός, ο φυσι­κός και μονο­γε­νής Υιός του Θεού, που δεν είναι νεκρός όπως τα είδω­λα, αλλά ζει παν­το­τι­νά)»[Ματθ.16,16], μακα­ρί­ζε­ται από τον Χρι­στό, επει­δή δέχθη­κε την απο­κά­λυ­ψη αυτή από τον Πατέ­ρα: «μακά­ριος ε, Σίμων Βαριων, τι σάρξ κα αμα οκ πεκά­λυ­ψέ σοι, λλ᾿ πατήρ μου ν τος ορανος(:μακά­ριος και ευτυ­χι­σμέ­νος είσαι, Σίμων, γιε του Ιωνά, διό­τι την αλή­θεια αυτή της ορθής πίστε­ως δεν σου τη φανέ­ρω­σε κανείς άνθρω­πος, αλλά ο Πατέ­ρας μου που είναι στους ουρα­νούς)»[Ματθ.16,17]˙ο Ναθα­να­ήλ όμως παρά το ότι ομο­λο­γεί το ίδιο ακρι­βώς και μάλι­στα προ­τού δει τα θαύ­μα­τα του Χρι­στού και ακού­σει τη διδα­σκα­λία Του, εντού­τοις δεν ακού­ει τίπο­τε ανά­λο­γο προς αυτό που άκου­σε ο Πέτρος και όχι μόνο τίπο­τε ανά­λο­γο, αλλά και σαν να μην είπε τίπο­τε τόσο μεγά­λο όσο έπρε­πε να πει, τον βεβαιώ­νει ότι θα δει μεγα­λύ­τερα.

Ποια λοι­πόν είναι η αιτία αυτών; Η αιτία είναι ότι ναι μεν τα ίδια λόγια είπαν και ο Πέτρος και ο Ναθα­να­ήλ, ωστό­σο όμως όχι με το ίδιο πνεύ­μα και με το ίδιο νόη­μα και οι δύο, αλλά ο μεν Πέτρος ομο­λό­γη­σε ότι ο Χρι­στός είναι Υιός του Θεού, Θεός αλη­θι­νός, ο δε Ναθα­να­ήλ ότι είναι απλός άνθρω­πος. Και από πού το κατα­λα­βαί­νου­με αυτό; Από αυτά που ειπώ­θη­καν παρα­κά­τω. Διό­τι, αφού είπε: «σ ε υἱὸς το Θεο(: Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού)», πρό­σθε­σε αμέ­σως: «σ ε βασι­λες το σρα­ήλ(:εσύ είσαι ο βασι­λέ­ας του Ισρα­ήλ)». Ο Υιός όμως του Θεού δεν είναι βασι­λέ­ας του Ισρα­ήλ μόνο, αλλά και ολό­κλη­ρης της οικου­μέ­νης. Αλλά αυτό δεν το συμ­πε­ραί­νου­με από αυτό μόνο, αλλά και από τα εξής: στον μεν Πέτρο δηλα­δή, τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο δεν πρό­σθε­σε ο Χρι­στός, αλλά είπε, αφού δια­πί­στω­σε ότι η πίστη του ήταν πλή­ρης και ολο­κλη­ρω­μέ­νη, ότι θα οικο­δο­μή­σει την Εκκλη­σία επά­νω στην ομο­λο­γία του αυτή, ενώ στον Ναθα­να­ήλ δεν έκα­νε καθό­λου κάτι τέτοιο, αλλά μάλι­στα και το αντί­θε­το· διό­τι σαν να έλει­πε μεγά­λο μέρος από την ομο­λο­γία του και μάλι­στα το σπου­δαιό­τε­ρο, πρό­σθε­σε τα υπό­λοι­πα.

Τι του είπε, λοι­πόν; «μν μν λέγω μν, π᾿ ρτι ψεσθε τν ορανν νεγότα, κα τος γγέ­λους το Θεο ναβαί­νον­τας κα κατα­βαί­νον­τας π τν υἱὸν το νθρώ­που(:αλη­θι­νά σας δια­βε­βαιώ­νω ότι από τώρα που άνοι­ξε ο ουρα­νός κατά τη βάπτι­σή μου, θα δεί­τε κι εσείς τον ουρα­νό ανοιγ­μέ­νο, και τους αγγέ­λους του Θεού να ανε­βαί­νουν και να κατε­βαί­νουν στον Υιό του Θεού. Αυτός έγι­νε και τέλειος άνθρω­πος, και ως υιός του ανθρώ­που είναι μονα­δι­κός αντι­πρό­σω­πος του ανθρω­πί­νου γένους˙ και πρό­κει­ται να έλθει και πάλι ως Κρι­τής ένδο­ξος καθι­σμέ­νος πάνω σε νεφέ­λες. Θα ανε­βαί­νουν και θα κατε­βαί­νουν οι άγγε­λοι προ­κει­μέ­νου να υπη­ρε­τούν αυτόν και την Εκκλη­σία Του)»[Ιω. 1,51].

Βλέ­πεις πώς τον απο­σπά βαθ­μη­δόν από τη γη και ολί­γον κατ’ ολί­γον τον υψώ­νει και τον κάνει να μη Τον θεω­ρεί πλέ­ον απλώς έναν άνθρω­πο; Διό­τι Εκεί­νος, τον οποίο υπη­ρε­τούν συνε­χώς άγγε­λοι και επά­νω στον οποίο ανε­βαί­νουν και κατε­βαί­νουν άγγε­λοι, πώς θα μπο­ρού­σε να είναι απλός άνθρω­πος; Γι’ αυτό είπε: «Θα δεις μεγα­λύ­τε­ρα από αυτά» και το φανέ­ρω­σε αυτό με το να προ­σθέ­σει τα σχε­τι­κά με τη δια­κο­νία των αγγέ­λων. Αυτό επί­σης που είπε, σημαί­νει ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα τα εξής: «Σου φάνη­κε μεγά­λο πράγ­μα», είπε, « αυτό, Ναθα­να­ήλ, και γι’ αυτό με απο­κά­λε­σες βασι­λέα του Ισρα­ήλ; Τι λοι­πόν θα πεις όταν θα δεις αγγέ­λους να ανε­βαί­νουν και να κατε­βαί­νουν επά­νω σε εμέ­να;». Και με αυτά τα λόγια τον έπει­θε να ομο­λο­γή­σει τον Χρι­στό ως Δεσπό­τη και των αγγέ­λων.

Διό­τι σαν σε γνή­σιο υιό βασι­λέ­ως, έτσι ακρι­βώς ανέ­βαι­ναν και κατέ­βαι­ναν οι βασι­λι­κοί διά­κο­νοι και κατά τη Σταύ­ρω­σή Του και κατά την Ανά­στα­ση και την Ανά­λη­ψή Του, αλλά και προ­η­γου­μέ­νως, όταν προ­σήλ­θαν και Τον υπη­ρε­τού­σαν, όταν δια­λα­λού­σαν το χαρ­μό­συ­νο γεγο­νός της Γεν­νή­σε­ώς Του, όταν δια­λα­λού­σαν παν­τού: «Δόξα ν ψίστοις Θε κα π γς ερήνη, ν νθρώ­ποις εδοκία(:Δοξα­σμέ­νος ας είναι ο Θεός στα ύψι­στα μέρη του ουρα­νού απ’ τους αγγέ­λους που κατοι­κούν εκεί˙ και στη γη ολό­κλη­ρη, που είναι ταραγ­μέ­νη απ’ την αμαρ­τία και τα βίαια πάθη της, ας βασι­λεύ­σει η θεία ειρή­νη. Διό­τι ο Θεός εκδή­λω­σε τώρα εξαι­ρε­τι­κά την εύνοια και την ευα­ρέ­σκειά Του στους ανθρώ­πους με την εναν­θρώ­πη­ση του Υιού Του)»[Λουκ.2,14],όταν επι­σκέ­φθη­καν την Μαρία, όταν εμφα­νί­στη­καν στον Ιωσήφ.

Αυτό μάλι­στα ακρι­βώς, το οποίο έκα­νε σε πολ­λές άλλες περι­πτώ­σεις, αυτό έκα­νε και στην παρού­σα περί­πτω­ση. Δύο προρ­ρή­σεις έκα­νε, και της μεν πρώ­της απέ­δει­ξε ήδη την ορθό­τη­τα και αλή­θεια, της δε άλλης, που ανα­φε­ρό­ταν στο μέλ­λον, την αλή­θειά της τη βεβαί­ω­σε με την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της παρού­σας, καθό­σον από όσα ειπώ­θη­καν, άλλα μεν απο­δεί­χθη­καν, όπως για παρά­δειγ­μα απο­δεί­χτη­κε το ότι γνώ­ρι­ζε όσα είχαν γίνει νωρί­τε­ρα, όταν είπε: «πρ το σε Φίλιπ­πον φωνσαι, ντα π τν συκν εδόν σε(:προ­τού σε φωνά­ξει ο Φίλιπ­πος, κάτω από τη συκιά σε είδα)», άλλα πάλι επρό­κει­το να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν και εν μέρει πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν· πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν, δηλα­δή, η ανά­βα­ση και κατά­βα­ση των αγγέ­λων κατά τη Σταύ­ρω­ση, κατά την Ανά­στα­ση και την Ανά­λη­ψη˙ το οποίο και αυτό δια των λεχθέν­των το καθι­στά αξιό­πι­στο και πριν από την πραγ­μα­το­ποί­η­σή του.

Διό­τι αυτός ο οποί­ος γνώ­ρι­σε και αντι­λή­φθη­κε από όσα έγι­ναν στο παρελ­θόν την δύνα­μή Του, ήταν ευκο­λό­τε­ρο να απο­δε­χθεί και αυτή την πρόρ­ρη­ση, η οποία ανα­φε­ρό­ταν στο μέλ­λον. Τι απάν­τη­σε λοι­πόν ο Ναθα­να­ήλ; Τίπο­τε δεν απάν­τη­σε σε αυτό. Για τον λόγο αυτό και ο Χρι­στός στα­μά­τη­σε εδώ τη συνο­μι­λία Του με αυτόν και τον άφη­σε να σκε­φθεί μόνος του όσα του είπε, επει­δή άλλω­στε και δεν ήθε­λε να τα προ­σφέ­ρει όλα δια­μιάς, αλλά ήθε­λε, αφού έρι­ξε τα σπέρ­μα­τα στην εύφο­ρη γη, να την αφή­σει πλέ­ον με την ησυ­χία της σιγά σιγά με τον και­ρό και με δική της προ­σπά­θεια να βλα­στή­σει.

Τον τρό­πο αυτόν ακρι­βώς της διδα­σκα­λί­ας και αλλού μας φανέ­ρω­σε μέσω των εξής λόγων: «μοιώ­θη βασι­λεία τν ορανν νθρώπ σπεί­ραν­τι καλν σπέρ­μα ν τ γρ ατο. ν δ τ καθεύ­δειν τος νθρώ­πους λθεν ατο χθρς κα σπει­ρε ζιζά­νια ν μέσον το σίτου κα πλθεν(:ο Κύριος τούς δίδα­ξε και μια άλλη παρα­βο­λή: ‘’Η βασι­λεία των ουρα­νών, η Εκκλη­σία δηλα­δή που θα κατα­κτή­σει τον κόσμο ολό­κλη­ρο, και ο λόγος της αλή­θειας που κηρύτ­τει σ’ όλο τον κόσμο δια της Εκκλη­σί­ας, μοιά­ζει με άνθρω­πο που έσπει­ρε καλό σπό­ρο στο χωρά­φι του. Έτσι ο Κύριος σπέρ­νει πάν­το­τε τον καλό σπό­ρο της σωτή­ριας αλή­θειας στον κόσμο που κατα­κτά­ται από την Εκκλη­σία. Την ώρα όμως που κοι­μούν­ταν οι άνθρω­ποί του, ήλθε ο εχθρός του, ο διά­βο­λος δηλα­δή, κι έσπει­ρε ανά­με­σα στο σιτά­ρι ‘’ήρα’’, το ζιζά­νιο των σιτη­ρών, και έφυ­γε’’)»[Ματθ.13,24–25].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047–64/In%20Joannem.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ιωάν­νην Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες Κ΄ και ΚΑ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 13, σελί­δες 292–315.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 72, σελ. 44–61.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Πρός τε Ἰου­δαί­ους καὶ Ἓλλη­νας)

AΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝ/ΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«Πρός τε Ἰου­δαί­ους καὶ λλη­νας ἀπό­δει­ξις ὅτι ἐστὶ Θεὸς ὁ Χρι­στός ἐκ τν παρά τος προ­φή­ταις πολ­λα­χο περί ατο ερημέ­νων»

(:κατά Ιου­δαί­ων και εθνι­κών, από­δει­ξη ότι ο Χρι­στός είναι Θεός, με βάση όσα είπαν οι προ­φή­τες γι’ Αυτόν σε πολ­λά σημεία των βιβλί­ων τους)

Επει­δή πολ­λοί από τους ανθρώ­πους δεν θα ανέ­χον­ταν να ακού­νε με ευκο­λία μακρο­σκε­λείς λόγους, για τον λόγο ότι άλλοι είναι εκ φύσε­ως ράθυ­μοι, άλλοι έχουν παρα­δο­θεί με πολ­λή αφο­σί­ω­ση στις βιο­τι­κές μέρι­μνες και άλλοι επει­δή κατέ­χον­ται από πολ­λή αμά­θεια, θεώ­ρη­σα αναγ­καίο να σας απαλ­λά­ξω από τον κόπο της μακρη­γο­ρί­ας, ώστε και την οκνη­ρία να αφαι­ρέ­σω από τους ράθυ­μους και να πεί­σω εκεί­νους που απο­φεύ­γουν να δια­βά­ζουν κάτι, να ακού­σουν με πολ­λή προ­θυ­μία την ανά­πτυ­ξη της πραγ­μα­τεί­ας αυτής. Γι’ αυτό λοι­πόν δεν θα στο­λί­σω την ομι­λία μου με λέξεις και ονό­μα­τα καλο­λο­γι­κά, αλλά θα θέσω τα ονό­μα­τα και τις λέξεις έτσι, ώστε να είναι ευκο­λο­νόη­τα και στον δού­λο κα στην υπη­ρέ­τρια και στη χήρα γυναί­κα και στον έμπο­ρο και στον ναύ­τη και στον αγρό­τη, και θα προ­σπα­θή­σω παν­τού να περιο­ρί­σω, όσο είναι δυνα­τό, το μήκος της ομι­λί­ας και να κάνω σύν­το­μη τη διδα­σκα­λία, για να διε­γεί­ρω και με τα δύο αυτά την όρε­ξη των αδιά­φο­ρων ακρο­α­τών να ακού­σουν με ευκο­λία και χωρίς κού­ρα­ση τα όσα πρό­κει­ται να λεχθούν, ώστε, συγ­κρα­τών­τας τα στη μνή­μη σας, να ωφε­λη­θεί­τε. Θα αρχί­σω τον αγώ­να μου πρώ­τα εναν­τί­ον των εθνι­κών.

Αν δηλα­δή λέγει ο ειδω­λο­λά­τρης: «Από πού γίνε­ται φανε­ρό ότι ο Χρι­στός είναι Θεός;»(για­τί πρέ­πει από την αρχή να λάβου­με αυτό σαν προ­ϋ­πό­θε­ση, αφού όλα τα άλλα είναι επα­κό­λου­θα αυτού), εμείς δεν θα αρχί­σου­με την από­δει­ξη ξεκι­νών­τας από τον ουρα­νό, ούτε και από άλλα παρό­μοια. Για­τί, αν του πω, ότι «ο Θεός δημιούρ­γη­σε τον ουρα­νό και τη γη και τη θάλασ­σα», δεν θα το ανε­χθεί· αν του πω «ότι ανέ­στη­σε νεκρούς, ότι θερά­πευ­σε τυφλούς, ότι εξε­δί­ω­ξε δαί­μο­νες», ούτε και αυτό θα το απο­δε­χθεί· αν του πω, ότι «υπο­σχέ­θη­κε τη βασι­λεία των ουρα­νών και τα άρρη­τα αγα­θά, αν του μιλή­σω για την ανά­στα­ση», όχι μόνο δεν θα τα δεχθεί, αλλά και θα γελά­σει.

Πώς λοι­πόν θα τον φέρου­με κον­τά μας, και μάλι­στα αν είναι ιδιώ­της; Από πού αλλού, παρά από αυτά, που και από μένα και απ’ αυτόν τον ίδιο είναι κοι­νώς παρα­δε­κτά και αναν­τίρ­ρη­τα και προς τα οποία δεν έχει καμία αμφι­βο­λία; Για­τί, αν του πω ότι δημιούρ­γη­σε τον ουρα­νό και τα άλλα που ανέ­φε­ρα προ­η­γου­μέ­νως, δεν θα δεχό­ταν να πει­σθεί εύκο­λα. Ποια είναι λοι­πόν εκεί­να, που κι αυτός δέχε­ται ότι τα έκα­με ο Θεός και δεν θα μπο­ρού­σε να προ­βάλ­λει καμία αντίρ­ρη­ση; Το ότι Αυτός φύτευ­σε το γένος των Χρι­στια­νών- για­τί δεν μπο­ρεί να αρνη­θεί ότι Αυτός ίδρυ­σε τις Εκκλη­σί­ες που υπάρ­χουν σε όλα τα μέρη της οικου­μέ­νης. Από αυτά θα απο­δεί­ξου­με τη δύνα­μή Του, και θα δεί­ξου­με ότι είναι Θεός, και θα του πού­με ότι δεν είναι έργο απλού ανθρώ­που η εξά­πλω­ση της διδα­σκα­λί­ας μέσα σε τόσο μικρό χρο­νι­κό διά­στη­μα σε όλη την οικου­μέ­νη, στη στε­ριά και στη θάλασ­σα, και μάλι­στα τη στιγ­μή που καλού­σε τους ανθρώ­πους προς τέτοια πράγ­μα­τα, και ανθρώ­πους τέτοιους που ήταν προ­κα­τει­λημ­μέ­νοι από τις κακές συνή­θειές τους, ή καλύ­τε­ρα που ήταν κυριευ­μέ­νοι από τόσο μεγά­λη κακία. Και όμως κατόρ­θω­σε να ελευ­θε­ρώ­σει από όλα αυτά το ανθρώ­πι­νο γένος και όχι μόνο τους Ρωμαί­ους, αλλά και τους Πέρ­σες, και γενι­κά όλα τα έθνη των βαρ­βά­ρων. Και όλα αυτά τα κατόρ­θω­σε όχι με τη χρή­ση όπλων, ούτε με δαπά­νες χρη­μά­των, ούτε κινών­τας εναν­τί­ον τους στρα­τεύ­μα­τα και υπο­κι­νών­τας πολέ­μους, αλλά έχον­τας στην αρχή ένδε­κα ανθρώ­πους, άση­μους, απλοϊ­κούς, αγράμ­μα­τους, ιδιώ­τες, φτω­χούς, κακον­τυ­μέ­νους, άοπλους, ανυ­πό­δη­τους, με έναν και μόνο χιτώ­να.

Για­τί όμως λέγω «κατόρ­θω­σε»; Μπό­ρε­σε να πεί­σει τόσες φυλές ανθρώ­πων να φιλο­σο­φούν όχι μόνο για τα παρόν­τα, αλλά και για τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, να καταρ­γή­σουν τους νόμους των πατέ­ρων τους, να ξερι­ζώ­σουν τις επί τόσα χρό­νια ριζω­μέ­νες παλιές συνή­θειες και να φυτεύ­σουν άλλες αντί αυτών, και παίρ­νον­τάς τους από τα εύκο­λα τούς οδή­γη­σε στα δικά Του τα δύσκο­λα, και όλα αυτά τα κατόρ­θω­σε ενώ πολε­μούν­ταν από όλους και αφού υπέ­μει­νε χλευα­ζό­με­νος τον σταυ­ρό και τον επο­νεί­δι­στο εκεί­νον θάνα­το. Δεν μπο­ρούν βέβαια να προ­βά­λουν αντιρ­ρή­σεις γι’ αυτά, ότι δηλα­δή δεν σταυ­ρώ­θη­κε από τους Ιου­δαί­ους και έπα­θε άπει­ρα κακά από αυτούς, και ότι το κήρυγ­μα καθη­με­ρι­νά σημειώ­νει πρό­ο­δο. Και το παρά­δο­ξο είναι ότι ανθεί όχι μόνο εδώ, αλλά και στους Πέρ­σες, αν και πολε­μεί­ται ακό­μη και τώρα από αυτούς. Και αν και υπάρ­χει σε αυτούς μέχρι τώρα ένα πλή­θος μαρ­τύ­ρων, κι όμως αυτοί που ήταν και από τους λύκους πιο άγριοι, αφού δέχθη­καν το κήρυγ­μα, έγι­ναν πιο ήμε­ροι και από τα πρό­βα­τα, και φιλο­σο­φούν για την αθα­να­σία και την ανά­στα­ση και τα απόρ­ρη­τα αγα­θά.

Και τα κατορ­θώ­μα­τα αυτά δεν επι­τεύ­χθη­καν μόνο στις πόλεις, αλλά και στην έρη­μο και στα χωριά και στα νησιά και στους όρμους και στα επί­νεια. Και δεν είναι μόνο ιδιώ­τες ούτε και άρχον­τες απλώς, αλλά και αυτοί που φορούν τα βασι­λι­κά στέμ­μα­τα με μεγά­λη πίστη έχουν υπο­τα­γή στον Εσταυ­ρω­μέ­νο. Και ότι όλα αυτά δεν έγι­ναν τυχαία, αλλά ύστε­ρα από πρόρ­ρη­ση που είχε γίνει πριν από πολύ χρό­νο, θα προ­σπα­θή­σω τώρα να το απο­δεί­ξω. Καλύ­τε­ρα όμως, για να μη θεω­ρη­θεί ύπο­πτος ο λόγος μου, είναι ανάγ­κη να παρα­θέ­σω μπρο­στά σας τα βιβλία των Ιου­δαί­ων που σταύ­ρω­σαν Αυτόν και να ανα­φέ­ρω, μπρο­στά στα μάτια αυτών που δεν πιστεύ­ουν, όλες τις μαρ­τυ­ρί­ες γι΄Αυτόν των Γρα­φών που ακό­μη και σήμε­ρα φυλάσ­σουν.

Το ότι λοι­πόν ο Θεός θα γινό­ταν άνθρω­πος, παρα­μέ­νον­τας Θεός, πρώ­τος το λέγει ο Βαρούχ: «Οτος Θες μν, ο λογι­σθή­σε­ται τερος πρς ατόν. ξερε πσαν δν πιστή­μης κα δωκεν ατν ακβ τ παιδ ατο κα σραλ τ γαπη­μέν π᾿ ατο· μετ τοτο π γς φθη κα ν τος νθρώ­ποις συνα­νε­στρά­φη (: Αυτός είναι ο Θεός μας, ο δημιουρ­γός πάν­των, ο κυβερ­νή­της και ηγε­μό­νας τους· κανείς άλλος δεν μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί και να αντι­με­τρη­θεί προς Αυτόν. Αυτός βρή­κε και έχει όλη την οδό της σοφί­ας και έδω­σε αυτήν στον Ιακώβ, τον δού­λο Του, και στον Ισρα­ήλ, τον αγα­πη­μέ­νο Του. Έπει­τα λοι­πόν από αυτό, φανε­ρώ­θη­κε στη γη και συνα­να­στρά­φη­κε με τους ανθρώ­πους)»[Βαρούχ, 3,36–38]. Είδες πώς τα δήλω­σε όλα μέσα σε λίγες λέξεις, και ότι, ενώ ήταν Θεός, έγι­νε άνθρω­πος και ότι συνα­να­στρά­φη­κε τους ανθρώ­πους και ότι Αυτός νομο­θέ­τη­σε και την Παλαιά Δια­θή­κη; Για­τί λέγει «Αυτός βρή­κε όλη την οδό της σοφί­ας και την έδω­σε στον Ιακώβ τον δού­λο Του, τον Ισρα­ήλ τον αγα­πη­μέ­νο Του». Δεί­χνει δηλα­δή εδώ, ότι και πριν από την παρου­σία Του ως άνθρω­πος, Αυτός τα κυβερ­νού­σε όλα και Αυτός τα έκα­νε όλα, δίνον­τας τη νομο­θε­σία, και προ­νο­ών­τας, κηδε­μο­νεύ­ον­τας και ευερ­γε­τών­τας τα πάν­τα.

Άκου­σε πάλι τι λέγει άλλος προ­φή­της θέλον­τας να δεί­ξει ότι δεν θα είναι μόνο άνθρω­πος, αλλά ότι θα γεν­νη­θεί από Παρ­θέ­νο: «Δι τοτο δώσει Κύριος ατς μν σημεον(:γι’ αυτό θα δώσει ο ίδιος ο Κύριος σε σας σημείο, θαύ­μα μέγα και κατα­πλη­κτι­κό): δο παρ­θέ­νος ν γαστρ ξει κα τέξε­ται υόν, κα καλέ­σου­σι τ νομα ατο μμα­νου­ήλ(:Να, η παρ­θέ­νος, που δεν γνώ­ρι­σε άνδρα, θα συλ­λά­βει και θα γεν­νή­σει υιό, και όσοι θα πιστεύ­ουν σε Αυτόν, θα Τον ονο­μά­σουν Εμμα­νου­ήλ’’)»[Ησ.7,14]· το όνο­μα αυτό ερμη­νευό­με­νο σημαί­νει «ο Θεός μαζί μας».

Έπει­τα, για να δεί­ξει ότι αυτό που φαι­νό­ταν δεν ήταν φαν­τα­στι­κό, αλλά ότι ήταν πράγ­μα­τι άνθρω­πος, πρό­σθε­σε λέγον­τας: «διό­τι πρν γνναι τ παι­δί­ον γαθν κακόν, πει­θε πονη­ρί το κλέ­ξα­σθαι τ γαθόν, κα κατα­λει­φθή­σε­ται γ, ν σ φοβ, π προ­σώ­που τν δύο βασι­λέ­ων(:διό­τι, πριν ακό­μη το παι­δί κατα­νο­ή­σει και είναι σε θέση να δια­κρί­νει μετα­ξύ αγα­θού και κακού, θα απει­θεί σε κάθε πονη­ρία, για να εκλέ­γει και να προ­τι­μά πάν­το­τε το αγα­θό. Η υπερ­φυ­σι­κή γέν­νη­ση και αρε­τή του παι­διού θα είναι το σημείο που θα εγγυ­η­θεί ότι θα μεί­νει ανέ­πα­φη η χώρα, για την οποία εσύ ο βασι­λιάς Άχαζ φοβά­σαι εξαι­τί­ας των δύο βασι­λέ­ων που επέ­δρα­μαν εναν­τί­ον σου)»[Ησ. 7,16].

Το ότι Αυτός δεν θα γινό­ταν μόνο άνθρω­πος και δεν θα γεν­νιό­ταν από παρ­θέ­νο μόνο, αλλά και θα κατα­γό­ταν από το γένος του Δαβίδ, άκου­σε ότι και αυτό το προ­λέ­γει πολύ πιο μπρο­στά ο Ησα­ΐ­ας, χρη­σι­μο­ποιών­τας αλλη­γο­ρι­κά και μετα­φο­ρι­κά τις λέξεις, πλην όμως το προ­λέ­γει: «Κα ξελεύ­σε­ται άβδος κ τς ίζης εσσαί, κα νθος κ τς ίζης ναβή­σε­ται. κα ναπαύ­σε­ται π᾿ ατν πνεμα το Θεο, πνεμα σοφί­ας κα συνέ­σε­ως, πνεμα βουλς κα σχύ­ος, πνεμα γνώ­σε­ως κα εσεβεί­ας·μπλή­σει ατν πνεμα φόβου Θεο(:και από τη γενε­α­λο­γι­κή ρίζα του Ιεσ­σαί θα φυτρώ­σει κλω­νά­ρι και άνθος από τη ρίζα αυτήν θα ανα­βλα­στή­σει. Στον ευλο­γη­μέ­νο αυτόν από­γο­νο του Ιεσ­σαί θα επα­να­παυ­τεί το Πνεύ­μα του Θεού, Πνεύ­μα σοφί­ας και συνέ­σε­ως, Πνεύ­μα υγιούς θελή­σε­ως και ισχύ­ος, Πνεύ­μα γνώ­σε­ως και ευσε­βεί­ας· θα γεμί­σει Αυτόν ο Θεός με Πνεύ­μα φόβου Θεού)»[Ησ. 11, 1–3]· για­τί αυτός ο Ιεσ­σαί ήταν πατέ­ρας του Δαβίδ. Είναι φανε­ρό από αυτό, ότι και από τη φυλή εκεί­νη κατα­γό­ταν. Και όχι μόνο το ότι θα κατά­γε­ται από τη φυλή εκεί­νη, αλλά και το ότι θα προ­έλ­θει από τον οίκο του Ιεσ­σαί, και αυτό το προ­εί­πε, λέγον­τας «θα φυτρώ­σει», λέγει, «ράβδος από τη ρίζα του Ιεσ­σαί», μιλών­τας όχι απλώς για ράβδο, αλλά γι΄Αυτόν τον ίδιο και τη βασι­λεία Του. Και ότι δεν το είπε αυτό εννο­ών­τας απλώς τη ράβδο, το δήλω­σε με τα επό­με­να. Για­τί, αφού είπε, «θα φυτρώ­σει ράβδος», πρό­σθε­σε: «και θα ανα­παυ­θεί σε Αυτόν πνεύ­μα σοφί­ας και συνέ­σε­ως». Κανείς βέβαια, και αν ακό­μη είναι πάρα πολύ ανόη­τος, δεν θα πει αυτό, ότι η χάρη του Πνεύ­μα­τος θα ερχό­ταν στο ξύλο, αλλά είναι φανε­ρό, ότι θα ερχό­ταν στον Ναό εκεί­νο τον άμω­μο. Γι’ αυτό δεν είπε «θα έλθει», αλλά «θα ανα­παυ­θεί», επει­δή αφού ήλθε το Πνεύ­μα, παρέ­μει­νε και δεν έφυ­γε. Και αυτό ακρι­βώς για να δηλώ­σει και ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, έλε­γε: «Κα μαρ­τύ­ρη­σεν ωάν­νης λέγων τι τεθέ­α­μαι τ Πνεμα κατα­βανον ς περι­στερν ξ ορανο, κα μει­νεν π᾿ ατόν(:ο Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής μάλι­στα έδω­σε και την εξής μαρ­τυ­ρία: “Έχω δει το Άγιο Πνεύ­μα να κατε­βαί­νει σαν περι­στέ­ρι απ’ τον ουρα­νό και να μένει πάνω Του μόνι­μα και διαρ­κώς, και όχι όπως στους προ­φή­τες, οι οποί­οι δέχον­ταν εκτά­κτως τη χάρη του Πνεύ­μα­τος και για ειδι­κό σκο­πό”)»[Ιω. 1,32].

Δεν παρα­σιώ­πη­σαν επί­σης ούτε την ιου­δαϊ­κή γνώ­μη, που εξέ­φρα­σαν μόλις γεν­νή­θη­κε. Καθό­σον ο Ματ­θαί­ος λέγει: «κού­σας δ ρδης βασι­λες ταρά­χθη κα πσα ερο­σό­λυ­μα μετ᾿ ατο(:όταν όμως ο βασι­λιάς Ηρώ­δης άκου­σε τα λόγια αυτά που είπαν οι μάγοι, ταρά­χθη­κε, επει­δή φοβή­θη­κε μήπως ο νέος βασι­λιάς γίνει αντί­ζη­λός του. Συγ­χρό­νως όμως ταρά­χθη­καν μαζί με αυτόν και οι κάτοι­κοι όλης της πόλε­ως της Ιερου­σα­λήμ, επει­δή φοβή­θη­καν μήπως η ταρα­χή του σκλη­ρού Ηρώ­δη ξεσπά­σει πάνω τους)»[Ματθ. 2,3], ενώ ο Ησα­ΐ­ας άκου­σε πως και αυτό το προ­έ­λε­γε πριν από χρό­νια λέγον­τας: «τι πσαν στολν πισυ­νηγ­μέ­νην δόλ κα μάτιον μετ καταλ­λαγς ποτί­σου­σι κα θελή­σου­σιν ε γενή­θη­σαν πυρί­καυ­στοι. τι παι­δί­ον γενή­θη μν, υἱὸς κα δόθη μν, ο ρχ γενή­θη π το μου ατο, κα καλεται τ νομα ατο μεγά­λης βουλς γγε­λος, θαυ­μαστς σύμ­βου­λος, Θες σχυ­ρός, ξου­σια­στής, ρχων ερήνης, πατρ το μέλ­λον­τος αἰῶνος· γ γρ ξω ερήνην π τος ρχον­τας, ερήνην κα γίειαν ατ(:διό­τι τις στο­λές και τα ιμά­τια, τα οποία όσοι κατα­δυ­νά­στευαν τον λαό μάζε­ψαν με δόλο και απά­τη και κατα­πί­ε­ση, θα τα απο­δώ­σουν πίσω και με το παρα­πά­νω. Και οι λυτρω­μέ­νοι άνθρω­ποι θα θελή­σουν όλα αυτά να παρα­δο­θούν στη φωτιά. Αυτά λοι­πόν θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν, διό­τι θα γεν­νη­θεί για εμάς παι­δί, θα δοθεί σε εμάς ο υιός αυτός, του Οποί­ου η αρχή και εξου­σία υπάρ­χει απ’ αρχής επά­νω στους ώμους Του και θα καλεί­ται το όνο­μα Αυτού αγγε­λια­φό­ρος της μεγά­λης βου­λής του Θεού, θαυ­μα­στός σύμ­βου­λος, Θεός ισχυ­ρός, εξου­σια­στής, αρχη­γός της ειρή­νης, πατήρ του μέλ­λον­τος αιώ­νος)» [Ησ. 9,5–6].

Το ότι αυτό δεν θα μπο­ρού­σε κανείς να το πει για άνθρω­πο απλό, είναι ολο­φά­νε­ρο και για εκεί­νους που θέλουν επί­μο­να να φιλο­νι­κούν. Για­τί κανείς από τους ανθρώ­πους δεν ονο­μά­στη­κε από την αρχή των αιώ­νων Θεός ισχυ­ρός, ούτε άρχον­τας μιας τέτοιας ειρή­νης· για­τί λέγει: «τς ερήνης ατο οκ στιν ριον(:της ειρη­νι­κής Του βασι­λεί­ας δεν υπάρ­χει τέλος)» [Ησ. 9,7]. Και το επι­βε­βαιώ­νει η φύση των πραγ­μά­των, ότι η ειρή­νη αυτή, από την ημέ­ρα εκεί­νη που είπε ο Χρι­στός λίγο πριν ανα­λη­φθεί στους ουρα­νούς: «Ερήνην φίη­μι μν, ερήνην τν μν δίδω­μι μν· ο καθς κόσμος δίδω­σιν, γ δίδω­μι μν. μ ταρασ­σέ­σθω μν καρ­δία μηδ δει­λιά­τω(:φεύ­γω και σας αφή­νω την ειρή­νη. Σας δίνω τη δική μου αλη­θι­νή και βαθιά ειρή­νη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συν­τα­ρά­ζε­ται από την αμαρ­τία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρή­νη υπο­κρι­τι­κή, απα­τη­λή και αστα­θή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταρά­ζε­ται η καρ­διά σας από εσω­τε­ρι­κούς φόβους κι ας μη δει­λιά­ζει από εξω­τε­ρι­κά φόβη­τρα και απει­λές)»[Ιω. 14,27], κατέ­λα­βε ολό­κλη­ρη τη γη, ολό­κλη­ρη τη θάλασ­σα, ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη, ολό­κλη­ρη την έρη­μο, καθώς και τα όρη και τα λαγ­κά­δια και τα βου­νά. Για­τί άρα­γε μίλη­σε έτσι ο Χρι­στός για την ειρή­νη; Επει­δή η ειρή­νη των ανθρώ­πων εύκο­λα κατα­λύ­ε­ται και έχει πολ­λές μετα­βο­λές, ενώ η ειρή­νη που δίνει Αυτός είναι στα­θε­ρή, αμε­τά­βλη­τη, πάγια, μόνι­μη, αθά­να­τη, χωρίς να έχει τέλος, και όλα αυτά ενώ εγεί­ρον­ται εναν­τί­ον της από παν­τού μύριοι πόλε­μοι, και καθη­με­ρι­νά γίνον­ται αμέ­τρη­τες επι­βου­λές. Αλλά ο λόγος Αυτού, που κατορ­θώ­νει τα πάν­τα, και αυτό το κατόρ­θω­σε μαζί με τα άλλα.

Και δεν προ­φή­τευ­σαν μόνο το ότι θα γίνει άνθρω­πος, αλλά και τον τρό­πο της παρου­σί­ας Του στη γη. Επει­δή δηλα­δή επρό­κει­το να έλθει χωρίς να αφή­σει να πέσουν αστρα­πές και κεραυ­νοί από τον ουρα­νό, χωρίς να σεί­σει τη γη, χωρίς να συγ­κλο­νί­σει τον ουρα­νό, χωρίς να κάνει κάποια εκπλη­κτι­κά έργα, αλλά αντί­θε­τα γεν­νή­θη­κε αθό­ρυ­βα και χωρίς να το γνω­ρί­ζει κανείς στην οικία ενός ξυλουρ­γού, σε μία άση­μη και ταπει­νή οικία, άκου­σε πώς δεν το παρα­σιώ­πη­σε αυτό ο Δαβίδ, λέγον­τας: «κατα­βή­σε­ται ς ετς π πόκον κα σε σταγν στά­ζου­σα π τν γν(:ο Μεσ­σί­ας θα κατέ­βει από τον ουρα­νό αθό­ρυ­βα, όπως η βρο­χή, η οποία πέφτει πάνω στο ποκά­ρι των μαλ­λιών, ευερ­γε­τι­κός όπως η ποτι­στι­κή βρο­χή που ποτί­ζει τη γη)» [Ψαλμ.71,6],θέλοντας να δηλώ­σει με αυτό την ατά­ρα­χη, την ήσυ­χη παρου­σία Του.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ένας άλλος προ­φή­της, θέλον­τας να δεί­ξει την ήσυ­χη και γεμά­τη επιεί­κεια συνα­να­στρο­φή Του με τους ανθρώ­πους, πρό­σε­χε τι λέγει. Επει­δή δηλα­δή, ενώ υβρι­ζό­ταν, φτυ­νό­ταν, κακο­λο­γούν­ταν, ατι­μα­ζό­ταν, μαστι­γω­νό­ταν και τέλος αφού οδη­γή­θη­κε στον σταυ­ρό, δεν πρό­βα­λε άμυ­να εναν­τί­ον κανε­νός που Του έκα­ναν αυτά, αλλά τα υπέ­μει­νε όλα με μακρο­θυ­μία και πρα­ό­τη­τα, τις ατι­μί­ες δηλα­δή, τις επι­βου­λές, τη μανία, τον αδι­καιο­λό­γη­το θυμό εκεί­νου του λαού, τις επι­θέ­σεις, όλα αυτά θέλον­τας να τα δηλώ­σει, έλε­γε: «κάλα­μον τεθλα­σμέ­νον ο συν­τρί­ψει κα λίνον καπνι­ζό­με­νον ο σβέ­σει, λλ ες λήθειαν ξοί­σει κρί­σιν(:καλά­μι σπα­σμέ­νο δεν θα συν­τρί­ψει και λινά­ρι, που καπνί­ζει έτοι­μο να σβή­σει, δεν θα το σβή­σει, αλλά θα φέρει στο φως και θα κηρύ­ξει την αλή­θεια)»[Ησ. 42,3].

Άλλος πάλι προ­φή­της, ο Μιχαί­ας, προ­λέ­γει και τον τόπο, όπου επρό­κει­το να γεν­νη­θεί λέγον­τας: «Κα σύ, Βηθλε­έμ, οκος το φρα­θά, λιγοστς ε το εναι ν χιλιά­σιν ούδα· κ σο μοι ξελεύ­σε­ται το εναι ες ρχον­τα ν τ σρα­ήλ, κα α ξοδοι ατο π᾿ ρχς ξ μερν αἰῶνος(:και Εσύ Βηθλε­έμ, που αλλιώς ονο­μά­ζε­σαι και οίκος Εφρα­θά, μικρή είσαι μετα­ξύ των πόλε­ων του Ιού­δα. Δεν έχεις ούτε χιλί­ους κατοί­κους. Αλλά από εσέ­να θα προ­έλ­θει προς δόξα δική μου ένας άντρας ο οποί­ος θα γίνει άρχον­τας του ισραη­λι­τι­κού λαού. Η αρχή και η ενέρ­γεια Αυτού ξεπερ­νά την αρχή των ημε­ρών της δημιουρ­γί­ας)» [Μιχ.5,1]. Αυτός δεί­χνει και τη θεό­τη­τα και την ανθρω­πό­τη­τα του Χρι­στού. Για­τί με το να πει: «α ξοδοι ατο π᾿ ρχς ξ μερν αἰῶνος(:η αρχή του ένδο­ξου αυτού άρχον­τα, η γέν­νη­σή Του από τον Θεό Πατέ­ρα, είναι από αρχής προ πάν­των των αιώ­νων· είναι προ­αιώ­νια και υπερ­βαί­νει τον χρό­νο· ο άρχον­τας Αυτός υπάρ­χει αϊδί­ως, από την άναρ­χη και άχρο­νη αιω­νιό­τη­τα. Πρό­κει­ται για τον Μεσ­σία)»[ερμην. από­δο­ση Παν. Τρεμ­πέ­λα], φανέ­ρω­σε την προ­αιώ­νια ύπαρ­ξή Του, ενώ λέγον­τας: «κ σο γρ ξελεύ­σε­ται γού­με­νος, στις ποι­μα­νε τν λαόν μου τν σρα­ήλ (:δεν είσαι η πιο μικρή, διό­τι από σένα θα βγει άρχον­τας, ο οποί­ος θα ποι­μά­νει τον λαό μου τον Ισρα­ήλ)», δήλω­σε την κατά σάρ­κα γέν­νη­ση.

Και πρό­σε­χε πάλι να δια­λάμ­πει εδώ και άλλη προ­φη­τεία. Για­τί δεν είπε μόνο ότι θα γεν­νη­θεί, αλλά ότι και το χωριό, στο οποίο θα γεν­νη­θεί, θα κατα­στεί λαμ­πρό, αν και ήταν ασή­μαν­το και μικρό. Διό­τι λέγει: «δεν είσαι καθό­λου κατώ­τε­ρη ως προς τους ηγε­μό­νες του Ιού­δα». Όλη τώρα η οικου­μέ­νη τρέ­χει να δει τη Βηθλε­έμ, όπου τοπο­θε­τή­θη­κε όταν γεν­νή­θη­κε, για κανέ­να άλλο λόγο, παρά μόνο γι’ αυτόν.

Άλλος πάλι προ­φή­της[:ο γενάρ­χης Ιακώβ], δήλω­σε και τον χρό­νο, κατά τον οποίο επρό­κει­το να έλθει, λέγον­τας τα εξής: «Οκ κλεψει ρχων ξ οδα, οδ γομενος κ τν μηρν ατο,ως ν λθ πκει­ται· κα ατς προσ­δοκα θνν. δεσμεύ­ων πρς μπε­λον τν πλον ατο κα τ λικι τν πλον τς νου ατο· πλυ­νε ν ον τν στολν ατο κα ν αματι στα­φυλς τν περι­βολν ατο· χαρο­ποιο ο φθαλ­μο ατο π ονου, κα λευ­κο ο δόν­τες ατο γάλα (: δεν θα εκλεί­ψει άρχον­τας από τη φυλή του Ιού­δα και αρχη­γός από τη γενιά του, μέχρις ότου έλθει Εκεί­νος, στα χέρια του Οποί­ου από­κειν­ται οι εξου­σί­ες· και Αυτός θα είναι η ελπί­δα και η προ­σμο­νή των λαών, ο Μεσ­σί­ας.Τόση τότε θα είναι η ευη­με­ρία, ώστε θα δένει αυτός τον όνο του στην άμπε­λο και το που­λά­ρι της όνου του στην ψαλί­δα της αμπέ­λου. Θα πλέ­νει όχι με νερό αλλά με κρα­σί τη στο­λή του και με το κόκ­κι­νο, σαν αίμα, κρα­σί του στα­φυ­λιού θα καθα­ρί­ζει την ενδυ­μα­σία του. Οι οφθαλ­μοί του θα ακτι­νο­βο­λούν χαρά· θα σπιν­θη­ρο­βο­λούν σαν εκεί­νου που πίνει οίνο. Η καθα­ρό­τη­τά του θα είναι άψο­γη, και τα δόν­τια του θα είναι λευ­κό­τε­ρα από το γάλα)»[Γέν. 49, 10–12].

Πρό­σε­χε και αυτήν την προ­φη­τεία που δια­λάμ­πει. Για­τί ήλθε τότε, όταν είχαν εκλεί­ψει οι άρχον­τες των Ιου­δαί­ων και βρί­σκον­ταν κάτω από την κυριαρ­χία των Ρωμαί­ων, και έτσι εκπλη­ρω­νό­ταν και η προ­φη­τεία εκεί­νη που λέγει: «δεν θα εκλεί­ψει άρχον­τας από τη φυλή του Ιού­δα, ούτε αρχη­γός από τους απο­γό­νους Αυτού, μέχρι να έλθει Εκεί­νος στον οποίο ανή­κει η εξου­σία», εννο­ών­τας τον Χρι­στό· για­τί όταν γεν­νή­θη­κε, ταυ­τό­χρο­να γινό­ταν και η πρώ­τη απο­γρα­φή, μετά την επι­κρά­τη­ση των Ρωμαί­ων επί του ιου­δαϊ­κού έθνους και την υπο­τα­γή αυτών κάτω από τον ζυγό της βασι­λεί­ας αυτών. Έπει­τα υπο­δη­λώ­νει και κάτι άλλο, λέγον­τας: «κα ατς προσ­δοκα θνν (:και Αυτός είναι η προσ­δο­κία των εθνών)»·για­τί ερχό­με­νος στον κόσμο προ­σέλ­κυ­σε όλα τα έθνη.

Επρό­κει­το ο Ηρώ­δης, ζητών­τας να μάθει πού γεν­νή­θη­κε, να φονεύ­σει τα παι­διά της περιο­χής εκεί­νης. Ούτε και αυτό το απο­σιώ­πη­σαν οι προ­φή­τες, αλλά το προ­εί­παν πριν από πολ­λά χρό­νια, λέγον­τας: «Φων ν αμ κού­σθη, θρνος κα κλαυθμς κα δυρμς πολύς· αχλ κλαί­ου­σα τ τέκνα ατς, κα οκ θελε παρα­κληθναι, τι οκ εσίν(:Φωνή σπα­ρα­κτι­κή ακού­στη­κε στο χωριό Ραμά της φυλής Βενια­μίν, θρή­νος και κλά­μα­τα και οδυρ­μός πολύ. Η σύζυ­γος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήταν εκεί θαμ­μέ­νη, κλαί­ει τα παι­διά της(με το στό­μα των απο­γό­νων της μητέ­ρων που στε­ρή­θη­καν τα μικρά του) και δεν θέλει με κανέ­να τρό­πο να παρη­γο­ρη­θεί, διό­τι τα αθώα αυτά παι­διά δεν υπάρ­χουν πλέ­ον στη ζωή)» [Ιερ.31,15].

Επρό­κει­το να επα­νέλ­θει από την Αίγυ­πτο· και αυτό το προ­εί­παν, λέγον­τας: «ρθρου πεῤῥίφη­σαν, πεῤῥίφη βασι­λες σρα­ήλ· τι νήπιος σρα­ήλ, κα γ γάπη­σα ατν κα ξ Αγύπτου μετε­κά­λε­σα τ τέκνα ατο(:όπως στον όρθρο, όταν ακό­μη κοι­μόν­του­σαν, απερ­ρί­φθη­σαν αιφ­νι­δί­ως οι Ισραη­λί­τες. Απερ­ρί­φθη ο βασι­λεύς του Ισρα­ήλ· όταν ο ισραη­λι­τι­κός λαός διερ­χό­ταν ακό­μα την πνευ­μα­τι­κά νηπια­κή του ηλι­κία, εγώ τον αγά­πη­σα και τον κάλε­σα από την Αίγυ­πτο και τον ελευ­θέ­ρω­σα από τη δου­λεία, αυτόν και τους απο­γό­νους Του)»[Ωσ. 11,1].

Αλλά και μετα­βαί­νον­τας σε ορι­σμέ­να μέρη, επρό­κει­το να διδά­ξει δημό­σια και να επι­τε­λέ­σει αμέ­σως θαύ­μα­τα· και αυτό προ­λέ­χθη­κε. Άκου­σε λοι­πόν τι λέγει ο Ησα­ΐ­ας: «Τοτο πρτον πίε, ταχ ποί­ει, χώρα Ζαβου­λών, γ Νεφθαλμ δν θαλάσ­σης κα ο λοι­πο ο τν παρα­λί­αν κατοι­κοντες κα πέραν το ορδά­νου, Γαλι­λαία τν θνν, τ μέρη τς ουδαί­ας. λας πορευό­με­νος ν σκό­τει, δετε φς μέγα· ο κατοι­κοντες ν χώρ κα σκι θανά­του, φς λάμ­ψει φ᾿ μς(: πιες πρώ­τα το πικρό αυτό ποτή­ρι, σύν­το­μα κάνε το. Πιες το ποτή­ρι εσύ, η χώρα της Ζαβου­λών και της Νεφθα­λίμ. Εσείς που κατοι­κεί­τε την οδό, η οποία οδη­γεί προς τη Μεσό­γειο Θάλασ­σα, και οι άλλοι, που κατοι­κεί­τε στην παρα­λία της λίμνης Γενη­σα­ρέτ· οι κάτοι­κοι ανα­το­λι­κά του Ιορ­δά­νη, η Γαλι­λαία αυτή των εθνών και ολό­κλη­ρη η Ιου­δαία. Ο λαός των χωρών αυτών, που βρί­σκε­ται και ζει στο πνευ­μα­τι­κό σκο­τά­δι, θα δουν πρώ­τοι το μεγά­λο φως του Μεσ­σία. Σε σας, που κατοι­κεί­τε στη χώρα, όπου επι­κρα­τεί η σκιά του θανά­του, θα λάμ­ψει το σωτή­ριο και χαρ­μό­συ­νο φως)»[Ησ. 9,1–2]. Με τα λόγια αυτά φανε­ρώ­νει την εκεί παρου­σία του Χρι­στού, τη διδα­σκα­λία Του και την επί­γνω­σή Του από τα θαύ­μα­τά Του.

Έπει­τα, διη­γού­με­νος άλλα θαύ­μα­τα και δεί­χνον­τας πως θερά­πευ­σε χωλούς, πως χάρι­σε το φως σε τυφλούς, πως έδω­σε τη λαλιά σε άλα­λους, λέγει: «Τότε νοι­χθή­σον­ται φθαλ­μο τυφλν, κα τα κωφν κού­σον­ται(:τότε θα ανοί­ξουν οφθαλ­μοί τυφλών και θα ακού­σουν αυτιά κωφών)». Και αμέ­σως μετά από αυτά: «τότε λεται ς λαφος χωλός, τραν δ σται γλσσα μογι­λά­λων, τι ἐῤῥάγη ν τ ρήμ δωρ κα φάραγξ ν γ διψώσ(:τότε ο χωλός, αφού θερα­πευ­τεί, θα πηδά σαν το ελά­φι, και μεγα­λό­φω­να θα ακού­γε­ται να ομι­λεί η γλώσ­σα των βου­βών, διό­τι ξέσπα­σε και ανα­πή­δη­σε άφθο­νο νερό στην έρη­μο, και φαράγ­γι γεμά­το νερό στην έως τώρα ξηρή και διψα­σμέ­νη γη)» [Ησ.35,5–6], πράγ­μα που ποτέ άλλο­τε δεν συνέ­βη­κε, παρά μόνο κατά την παρου­σία Αυτού.

Μερι­κά θαύ­μα­τά Του τα μνη­μό­νευ­σαν οι προ­φή­τες κατά εντε­λώς ειδι­κό τρό­πο. Εισήλ­θε λοι­πόν κάπο­τε στον ναό και τα παι­διά που ακό­μη θήλα­ζαν και δεν μπο­ρού­σαν να αρθρώ­σουν λέξεις, έψαλ­λαν γι’ Αυτόν ύμνους ιερούς, λέγον­τας τα εξής: «σανν τ υἱῷ Δαυ­ΐδ· ελογη­μέ­νος ρχό­με­νος ν νόμα­τι Κυρί­ου· σανν ν τος ψίστοις(:Δόξα στον από­γο­νο του Δαβίδ, που περι­μέ­να­με έως τώρα. Δοξα­σμέ­νος να είναι αυτός που έρχε­ται σταλ­μέ­νος από τον Κύριο. Δόξα στον Θεό ας κρά­ζουν και οι άγγε­λοι που βρί­σκον­ται στα υψη­λό­τε­ρα μέρη του ουρα­νού)»[Ματθ.21,9]. Αυτό το είπε από πριν ο προ­φή­της με αυτά τα λόγια: «κ στό­μα­τος νηπί­ων κα θηλα­ζόν­των κατηρ­τί­σω ανον νεκα τν χθρν σου το καταλσαι χθρν κα κδι­κη­τήν(:από τα στό­μα­τα και αυτών ακό­μη των νηπί­ων και θηλα­ζόν­των παι­διών άκου­σες και ακούς τέλειο ύμνο πίστε­ως και δοξο­λο­γί­ας προς Εσέ­να, εις πεί­σμα των μεγά­λων απί­στων εχθρών Σου και κατε­ξευ­τε­λι­σμό και εξου­δέ­νω­ση εκεί­νου, ο οποί­ος τολ­μά να παρου­σια­στεί εχθρός και αντί­δι­κός Σου)» [Ψαλμ.8,3]. Βλέ­πεις πως η φύση αυτή καθ’ εαυ­τήν αγω­νί­ζε­ται να δια­κη­ρύ­ξει τον Δημιουρ­γό της, και τα άκα­κα βρέ­φη, τα ανί­κα­να να αρθρώ­σουν ακό­μη λέξη, ανέ­λα­βαν έργο απο­στο­λι­κό;

Μιλών­τας αλλού προς τους Ιου­δαί­ους, επει­δή εξαι­τί­ας της αγνω­μο­σύ­νης τους έλε­γε τα περισ­σό­τε­ρα συγ­κα­λυμ­μέ­να, υπό μορ­φή αινιγ­μά­των και παρα­βο­λών, προ­φη­τεύ­τη­κε και αυτό από πριν: «νοί­ξω ν παρα­βο­λας τ στό­μα μου, φθέγ­ξο­μαι προ­βλή­μα­τα π᾿ ρχς(: θα αρχί­σω με διδα­κτι­κές παρα­βο­λι­κές ιστο­ρί­ες, γεμά­τες με ιερά διδάγ­μα­τα. Θα σας διη­γη­θώ αρχαία γεγο­νό­τα με βαθύ­τα­τα νοή­μα­τα)» [Ψαλμ.77,2]. Αλλά και τη σοφία του κηρύγ­μα­τός Του προ­φη­τεύ­ον­τας από πριν ο προ­φή­της λέγει: «ραος κάλ­λει παρ τος υος τν νθρώ­πων, ξεχύ­θη χάρις ν χεί­λε­σί σου· δι τοτο ελόγη­σέ σε Θες ες τν αἰῶνα(:είσαι Εσύ, ω Χρι­στέ και Μεσ­σία, ωραιό­τα­τος. Η ωραιό­τη­τά Σου υπερ­βαί­νει όλες τις καλ­λο­νές των ανθρώ­πων. Ιδιαί­τε­ρη χάρη έχει χυθεί στους λόγους των χει­λέ­ων Σου. Για τον λόγο αυτόν ο Θεός σε ευλό­γη­σε, σου έδω­σε χάρι­τες και δωρε­ές σε όλους τους αιώ­νες)» [Ψαλμ.44,3].

Άλλος πάλι προ­φή­της λέγει: «δο συνή­σει πας μου κα ψωθή­σε­ται κα δοξα­σθή­σε­ται κα μετε­ω­ρι­σθή­σε­ται σφό­δρα(:ιδού το παι­δί μου, ο Μεσ­σί­ας, θα γεμί­σει από σοφία και σύνε­ση, για να εννο­ή­σει πλή­ρως και να εκπλη­ρώ­σει την απο­στο­λή Του. Θα υψω­θεί, θα δοξα­στεί, θα μεγα­λυν­θεί στον υπέρ­τα­το βαθ­μό)» [Ησ. 52,13]. Διη­γού­με­νος επί­σης πάλι αυτός ο ίδιος προ­φή­της με συν­το­μία τα κατορ­θώ­μα­τα της παρου­σί­ας Του στη γη τα συνο­δευό­με­να από θαύ­μα­τα, λέγει τα εξής: «Πνεμα Κυρί­ου π᾿ μέ, ο ενεκεν χρι­σέ με· εαγγε­λί­σα­σθαι πτω­χος πέσταλ­κέ με, άσα­σθαι τος συν­τε­τρι­μέ­νους τν καρ­δί­αν, κηρύ­ξαι αχμα­λώ­τοις φεσιν κα τυφλος νάβλε­ψιν(: ο παις Κυρί­ου λέγει: Πνεύ­μα Κυρί­ου είναι και μένει σε Εμέ­να, διό­τι με αυτό με έχρι­σε ο Κύριος ως άνθρω­πο και με έστει­λε να κηρύ­ξω στους φτω­χούς και γυμνούς από πίστη ανθρώ­πους το χαρ­μό­συ­νο μήνυ­μα της σωτη­ρί­ας· να θερα­πεύ­σω αυτούς, των οποί­ων η καρ­διά έχει συν­τρι­βεί από το βάρος της αμαρ­τί­ας· να κηρύ­ξω στους δού­λους της αμαρ­τί­ας την άφε­ση και την απε­λευ­θέ­ρω­ση· να χαρί­σω ανά­βλε­ψη σε εκεί­νους που έχουν σκο­τι­σμέ­νο και τυφλω­μέ­νο τον νου από τα πάθη της αμαρ­τί­ας)»[Ησ. 61,1].

Επί­σης, επει­δή επρό­κει­το να απο­στρα­φούν αδι­καιο­λό­γη­τα και χωρίς να έχουν καμία κατη­γο­ρία μικρή ή μεγά­λη εναν­τί­ον Του, Εκεί­νον που τόσο πολύ τους ευερ­γέ­τη­σε, και αυτό προ­λέ­χθη­κε. Άκου­σε λοι­πόν τον Δαβίδ που προ­λέ­γει ακρι­βώς, λέγον­τας τα εξής: «Μετ τν μισούν­των τν ερήνην μην ερηνι­κός· ταν λάλουν ατος, πολέ­μουν με δωρε­άν(:με τους ανθρώ­πους οι οποί­οι μισού­σαν την ειρή­νη, εγώ ήμου­να πάν­το­τε ειρη­νι­κός. Όταν συνο­μι­λού­σα με αυτούς, εκεί­νοι με πολε­μού­σαν χωρίς λόγο και αφορ­μή)» [Ψαλμ. 119,7].

Επρό­κει­το να εισέλ­θει στην πόλη καθι­σμέ­νος επά­νω σε όνο· και αυτό προ­λέ­χθη­κε από πριν από τον Ζαχα­ρία, λέγον­τας τα εξής: «Χαρε σφό­δρα, θύγα­τερ Σιών· κήρυσ­σε, θύγα­τερ ερου­σα­λήμ· δο βασι­λες σου ρχε­ταί σοι, δίκαιος κα σζων ατός, πρα­ΰς κα πιβε­βηκς π ποζύ­γιον κα πλον νέον(:χαί­ρε λοι­πόν πάρα πολύ, κόρη μου Σιών, δια­λά­λη­σε Ιερου­σα­λήμ, ιδού ο βασι­λιάς σου έρχε­ται σε εσέ­να δίκαιος, λυτρω­τής και σωτή­ρας, πρά­ος, καθι­σμέ­νος επά­νω σε ένα υπο­ζύ­γιο, σε ένα νεα­ρό που­λά­ρι)» [Ζαχ. 9,9]. Εκδί­ω­ξε από τον ναό εκεί­νους που πωλού­σαν περι­στέ­ρια καθώς και τους κολ­λυ­βι­στές. Το έκα­νε αυτό από ζήλο προς τον ναό, και συγ­χρό­νως για να δεί­ξει ότι δεν είναι κάποιος αντί­θε­τος του Θεού, αλλά και σύμ­φω­νος προς τον Πατέ­ρα. Γι’ αυτό και υπε­ρά­σπι­σε τον ναό από τις αγο­ρα­πω­λη­σί­ες που γίνον­ταν εκεί. Ούτε αυτό αφέ­θη­κε αδή­λω­το, αλλά προ­λέ­γον­τάς το και αυτό ο προ­φή­της Δαβίδ και προ­ερ­μη­νεύ­ον­τας τη διά­θε­ση με την οποία θα το έκα­νε, λέγει: «τι ζλος το οκου σου κατέ­φα­γέ με, κα ο νει­δι­σμο τν νει­δι­ζόν­των σε πέπε­σον π᾿ μέ(:πάσχω από όλα αυτά διό­τι ο φλο­γε­ρός ζήλος υπέρ του ναού σου ως πυρ με έχει κατα­φλέ­ξει· οι αναί­σχυν­τες ύβρεις, οι οποί­ες εκτο­ξεύ­ον­ται εναν­τί­ον σου από τους ασε­βείς ανθρώ­πους, πέφτουν όλες βαριές επά­νω μου)» [Ψαλμ. 68,10]. Τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει πιο καθα­ρό από αυτό;

Επρό­κει­το να παρα­δο­θεί και την προ­δο­σία να την κάνει εκεί­νος που καθό­ταν μαζί Του στο τρα­πέ­ζι. Πρό­σε­χε πώς και αυτό το προ­εί­πε αυτός ο ίδιος προ­φή­της, λέγον­τας: « κα γρ νθρω­πος τς ερήνης μου, φ᾿ ν λπι­σα, σθί­ων ρτους μου, μεγά­λυ­νεν π᾿ μ πτερ­νι­σμόν(:όχι μόνο οι εχθροί μου, αλλά και ο επι­στή­θιος φίλος μου, στον οποίο είχα στη­ρί­ξει τις ελπί­δες μου, αυτόν τον οποίο είχα ομο­τρά­πε­ζό μου και έτρω­γε από τους άρτους μου, ύψω­σε όσο του ήταν δυνα­τό υψη­λό­τε­ρα τη φτέρ­να του και κατά­φε­ρε εναν­τί­ον μου λάκτι­σμα βίαιο και κτη­νώ­δες)» [Ψαλμ. 40,10]. Πρό­σε­χε όμως και του ευαγ­γε­λι­στού τη συμ­φω­νία. Για­τί λέγει: « δ ποκρι­θες επεν· μβά­ψας μετ᾿ μο ν τ τρυ­βλί τν χερα, οτός με παρα­δώ­σει(:ο Κύριος τους απο­κρί­θη­κε: “Εκεί­νος που βού­τη­ξε μαζί μου το χέρι στο ζωμό της πια­τέ­λας, αυτός θα με παρα­δώ­σει να θανα­τω­θώ”)»[Ματθ.26,23].

Επρό­κει­το εκεί­νος που θα Τον παρέ­δι­δε, όχι απλώς να Τον παρα­δώ­σει, αλλά να πωλή­σει το τίμιο αίμα Του και να πάρει γι’ αυτήν την πρά­ξη Του χρήματα[Ματθ.26,15 κ.ε.]. Ούτε αυτό το απο­σιώ­πη­σε ο προ­φή­της, αλλά προ­λέ­γον­τας και τις αδιάν­τρο­πες συμ­φω­νί­ες και τις συνο­μι­λί­ες που θα είχαν μετα­ξύ τους, έλε­γε: « Θεός, τν ανεσίν μου μ παρα­σιω­πήσς, τι στό­μα μαρ­τω­λο κα στό­μα δολί­ου π᾿ μ νοί­χθη, λάλη­σαν κατ᾿ μο γλώσσ δολί κα λόγοις μίσους κύκλω­σάν με κα πολέ­μη­σάν με δωρε­άν(: ω Θεέ μου, μη σιω­πή­σεις μπρο­στά στην προ­σευ­χή την οποία με δοξο­λο­γί­ες απευ­θύ­νω προς Εσέ­να· διό­τι στό­μα αμαρ­τω­λού και δολί­ου ανθρώ­που ανοί­χτη­κε εναν­τί­ον μου. Άντρες ασε­βείς και πονη­ροί στρά­φη­καν εναν­τί­ον μου με δόλια γλώσ­σα. Με περι­κύ­κλω­σαν με λόγια μίσους και με πολε­μού­σαν χωρίς καμία αιτία και αφορ­μή)»[Ψαλμ.108,1–3].

Ο προ­δό­της αυτός, μετα­νο­ών­τας γι’ αυτό που έκανε,και τα αργύ­ρια τα έρρι­ψε και πήγε και απαγ­χο­νί­σθη­κε [Ματθ. 27,5: «καὶ ρίψας τὰ ἀργύ­ρια ἐν τῷ ναῷ ἀνε­χώ­ρη­σε, καὶ ἀπελ­θὼν ἀπήγ­ξα­το(:και αφού έρι­ξε τα αση­μέ­νια νομί­σμα­τα στον περί­βο­λο του ναού, έφυ­γε και πήγε και πνί­γη­κε με σκοι­νί)»], τερ­μα­τί­ζον­τας έτσι τη ζωή του και αφή­νον­τας χήρα τη γυναί­κα του, ορφα­νά τα παι­διά του και έρη­μο το σπί­τι του. Πρό­σε­χε πώς διε­κτρα­γω­δεί ο προ­φή­της και αυτή τη συμ­φο­ρά, λέγον­τας τα εξής: «Γενη­θή­τω­σαν α μέραι ατο λίγαι, κα τν πισκοπν ατο λάβοι τερος. γενη­θή­τω­σαν ο υο ατο ρφα­νο κα γυν ατο χήρα· σαλευό­με­νοι μετα­να­στή­τω­σαν ο υο ατο κα παι­τη­σά­τω­σαν, κβλη­θή­τω­σαν κ τν οκοπέ­δων ατν(:οι μέρες της ζωής του ας γίνουν λίγες και το αξί­ω­μά του ας το πάρει άλλος. Ορφα­νά και απρο­στά­τευ­τα ας μεί­νουν τα παι­διά του, χήρα ας μεί­νει η γυναί­κα του. Τα παι­διά του από τόπο σε τόπο μετα­φε­ρό­με­να ας γίνουν επαί­τες. Ας εκδιω­χτούν από τα γκρε­μι­σμέ­να σπί­τια τους)» [Ψαλμ.108, 9–10].

Αλλά και μετά από εκεί­νον στη θέση του έγι­νε από­στο­λος ο Ματ­θί­ας [Πράξ. 1,26: «κα δωκαν κλή­ρους ατν, κα πεσεν κλρος π Ματ­θί­αν, κα συγ­κα­τε­ψη­φί­σθη μετ τν νδε­κα ποστό­λων(:έρι­ξαν τότε κλή­ρους με τα ονό­μα­τά τους, κι ο κλή­ρος έπε­σε στο Ματ­θία. Και κατα­τά­χθη­κε αυτός μαζί με τους έντε­κα απο­στό­λους)»]. Και αυτό πάλι ο ίδιος αυτός προ­φή­της το προ­λέ­γει, λέγον­τας: «Γενη­θή­τω­σαν α μέραι ατο λίγαι, κα τν πισκοπν ατο λάβοι τερος (:οι μέρες της ζωής του ας γίνουν λίγες και το αξί­ω­μά του ας το πάρει άλλος)» [Ψαλμ. 108,8].

Αφού προ­δό­θη­κε και συνε­λή­φθη­κε με τη θέλη­σή Του, συγ­κρο­τή­θη­κε δικα­στή­ριο γεμά­το από πολ­λή παρα­νο­μία, από Ιου­δαί­ους και εθνι­κούς. Πρό­σε­χε πώς και αυτό το προ­λέ­γει ο προ­φή­της, λέγον­τας: «νατί φρύ­α­ξαν θνη, κα λαο μελέ­τη­σαν κενά;(:για­τί σαν αχα­λί­νω­τα άγρια άλο­γα ανα­στα­τώ­θη­καν και αφη­νί­α­σαν τα ειδω­λο­λα­τρι­κά έθνη και για­τί αυτοί οι λαοί μελέ­τη­σαν και κατά­στρω­σαν σχέ­δια μωρά, αμαρ­τω­λά και απραγ­μα­το­ποί­η­τα;)» [Ψαλμ. 2,1].

Και δεν προ­εί­παν αυτά μόνο, αλλά και τη σιω­πή που έδει­ξε, όταν εκστο­μί­ζον­ταν κατη­γο­ρί­ες εναν­τί­ον Του και Αυτός στε­κό­ταν ανά­με­σά τους άφω­νος, και αυτήν για να δηλώ­σει ο Ησα­ΐ­ας, είπε: «κα ατς δι τ κεκακσθαι οκ νοί­γει τ στό­μα ατο· ς πρό­βα­τον π σφαγν χθη κα ς μνς ναν­τί­ον το κεί­ρον­τος ατν φωνος, οτως οκ νοί­γει τ στό­μα(: και aυτός, παρά τις κακώ­σεις που υπέ­στη, δεν άνοι­ξε το στό­μα του· σαν άφω­νο πρό­βα­το οδη­γή­θη­κε προς σφα­γή. Ως αμνός άφω­νος ενώ­πιον εκεί­νου, ο οποί­ος τον κου­ρεύ­ει, έτσι πορεύ­ε­ται χωρίς να ανοί­γει το στό­μα του)»[Ησ. 53,7].

Έπει­τα, για να δεί­ξει το διε­φθαρ­μέ­νο της απο­φά­σε­ως, πρό­σθε­σε: «ν τ ταπει­νώ­σει κρί­σις ατο ρθη(:μέσα στην όλη ταπεί­νω­ση και τον εξευ­τε­λι­σμό στον οποίο βυθί­στη­κε, παρα­γνω­ρί­στη­κε και κατα­πα­τή­θη­κε το δίκαιό του κατά τη διάρ­κεια της δίκης του)»[Ησ.53,8], δηλα­δή κανέ­νας δεν Τον δίκα­σε δίκαια. Στη συνέ­χεια λέγει και την αιτία της σφα­γής Του. Επει­δή δηλα­δή δεν τα πάθαι­νε εκεί­να που πάθαι­νε για αμαρ­τή­μα­τά Του, καθό­σον ήταν άμεμ­πτος και αδιά­βλη­τος, αλλά παρα­δι­νό­ταν για τα κακά των ανθρώ­πων, πρό­σε­χε πώς τα υπαι­νί­χθη­κε και τα δύο αυτά, λέγον­τας: «κα δώσω τος πονη­ρος ντ τς ταφς ατο κα τος πλου­σί­ους ντ το θανά­του ατο· τι νομί­αν οκ ποί­η­σεν, οδ ερέθη δόλος ν τ στό­μα­τι ατο(:εγώ λοι­πόν ως εκδί­κη­ση για τον άδι­κο θάνα­το και την ταφή του,θα τιμω­ρή­σω και θα παρα­δώ­σω σε θάνα­το τους κακούς ανθρώ­πους και για τον θάνα­τό του θα παρα­δώ­σω τους πονη­ρούς πλου­σί­ους και άρχον­τες· διό­τι δεν διέ­πρα­ξε καμία παρα­νο­μία, ούτε βρέ­θη­κε δόλος και ψεύ­δος στο στό­μα του)»[Ησ.53,9]. Με αυτό δηλα­δή έδει­ξε για ποιο λόγο θανα­τώ­θη­κε. Έπει­τα προ­σθέ­τει και άλλη αιτία: «τι αρεται π τς γς ζω ατο, π τν νομιν το λαο μου χθη ες θάνα­τον(:διό­τι αφαι­ρέ­θη­κε βίαια και άδι­κα από τη γη η ζωή του· αλλά οδη­γή­θη­κε στον θάνα­το εξαι­τί­ας των αμαρ­τιών του λαού μου)» [Ησ.53,8]. Και όχι μόνο λέγει την αιτία της σφα­γής Του, αλλά θέλον­τας να δεί­ξει και ποιο υπήρ­ξε το κέρ­δος από τον σταυ­ρό και από τη σφα­γή εκεί­νη, πρό­σε­χε πώς το προ­λέ­γει και αυτό, λέγον­τας: «πάν­τες ς πρό­βα­τα πλα­νή­θη­μεν, νθρω­πος τ δ ατο πλα­νή­θη· κα Κύριος παρέ­δω­κεν ατν τας μαρ­τί­αις μν(:όλοι σαν πρό­βα­τα είχα­με πλα­νη­θεί. Κάθε άνθρω­πος στον δρό­μο και τον τρό­πο της ζωής του πλα­νή­θη­κε. Για τις δικές μας αμαρ­τί­ες ο Κύριος παρέ­δω­σε αυτόν σε παθή­μα­τα και θάνα­το)» [ Ησ.53,6].

Έπει­τα, επει­δή επρό­κει­το οι Ιου­δαί­οι και να τιμω­ρη­θούν για τα τολ­μή­μα­τά τους αυτά, και αυτό το προ­λέ­γει ο ίδιος αυτός προ­φή­της με αυτά που λέγει: «νατί φρύ­α­ξαν θνη, κα λαο μελέ­τη­σαν κενά; Παρέ­στη­σαν ο βασι­λες τς γς, κα ο ρχον­τες συνή­χθη­σαν π τ ατ κατ το Κυρί­ου κα κατ το χρι­στο ατο.Διαῤῥήξω­μεν τος δεσμος ατν κα ποῤῥίψω­μεν φ᾿ μν τν ζυγν ατν. κατοικν ν ορανος κγε­λά­σε­ται ατούς, κα Κύριος κμυ­κτη­ριε ατούς. Τότε λαλή­σει πρς ατος ν ργ ατο κα ν τ θυμ ατο ταρά­ξει ατούς(:Για­τί αφή­νια­σαν και ανα­στα­τώ­θη­καν σαν αχα­λί­νω­τα και ατί­θα­σα άλο­γα οι ειδω­λο­λά­τρες; Τι παρά­πο­νο έχουν και ποια ωφέ­λεια περι­μέ­νουν; Και για­τί οι λαοί αυτοί έκα­ναν ανόη­τα σχέ­δια; Παρα­τά­χθη­καν απει­λη­τι­κά οι βασι­λείς της γης και οι άρχον­τες με κοι­νή συμ­φω­νία συνα­θροί­σθη­καν στον ίδιο τόπο εναν­τί­ον του Θεού, που είναι ο κυρί­αρ­χος των πάν­των, και εναν­τί­ον του Μεσ­σία, τον οποίο ο ίδιος ο Θεός έχρι­σε προ­φή­τη, αρχιε­ρέα και βασι­λιά. Αυτό ήταν το επα­να­στα­τι­κό τους σύν­θη­μα: “Ας σπά­σου­με τα δεσμά της υπο­τέ­λειάς μας στον κυρί­αρ­χο Θεό και στον Μεσ­σία Του και ας απο­τι­νά­ξου­με από πάνω μας τον ζυγό και των δύο. Ας κατα­λύ­σου­με την κυριαρ­χία τους και ας εκμη­δε­νί­σου­με το κρά­τος τους”. Αλλά ο Θεός που κατοι­κεί στους ουρα­νούς θα γελά­σει περι­φρο­νη­τι­κά μαζί τους και ο Κύριος θα τους περι­παί­ξει και θα τους χλευά­σει. Κι αμέ­σως τότε θα μιλή­σει σε αυτούς με αγα­νά­κτη­ση και θα τους συν­τα­ρά­ξει με την τρο­με­ρή έκρη­ξη του θυμού Του)» [Ψαλμ.2,1–5].

Και ο Δαβίδ πάλι αφού είπε ότι σκέ­φτη­καν: «ας σπά­σου­με και ας πετά­ξου­με από πάνω μας τον ζυγό αυτού», πρό­σθε­σε: «αυτός που κατοι­κεί στους ουρα­νούς θα γελά­σει σε βάρος τους. Τότε θα μιλή­σει οργι­σμέ­νος προς αυτούς και θα τους συν­τα­ρά­ξει με τον θυμό Του» [βλ. παρα­πά­νω], εννο­ών­τας τη δια­σπο­ρά τους σε όλα τα μέρη της γης. Αυτό ακρι­βώς δηλώ­νον­τας και ο Χρι­στός στα ευαγ­γέ­λια, λέγει: «Πλν τος χθρούς μου κεί­νους, τος μ θελή­σαν­τάς με βασι­λεσαι π᾿ ατούς, γάγε­τε δε κα κατα­σφά­ξα­τε ατος μπρο­σθέν μου(:αλλά και τους εχθρούς μου εκεί­νους που δεν με θέλη­σαν για βασι­λιά τους, φέρ­τε τους εδώ και κατα­σφάξ­τε τους μπρο­στά μου. Ρίξ­τε τους στον αιώ­νιο θάνα­το, του οποί­ου προ­άγ­γελ­μα και προ­ει­κό­νι­ση υπήρ­ξε η πανω­λε­θρία της Ιερου­σα­λήμ και των Ιου­δαί­ων την επο­χή του Τίτου)» [Λου­κά 19,27].

Έπει­τα, αφού οι προ­φή­τες προ­εί­παν τον θάνα­τό Του, δεν απο­σιώ­πη­σαν και τον τρό­πο του θανά­του Του, αλλά και αυτόν τον προ­εί­πε ο Δαβίδ λέγον­τας τα εξής: «τι κύκλω­σάν με κύνες πολ­λοί, συνα­γωγ πονη­ρευο­μέ­νων περιέ­σχον με, ρυξαν χεράς μου κα πόδας. ξηρίθ­μη­σαν πάν­τα τ στ μου, ατο δ κατε­νόη­σαν κα πεδόν με(:διό­τι ιδού, οι εχθροί μου σαν αγέ­λη άγριων σκυ­λιών με έχουν περι­κυ­κλώ­σει. Ο συρ­φε­τός αυτός των κακούρ­γων ανθρώ­πων σαν με φοβε­ρά καρ­φιά έχουν δια­τρυ­πή­σει τα χέρια και τα πόδια μου. Από την εξάν­τλη­σή και την αδυ­να­μία, στην οποία έχω καταν­τή­σει, μπο­ρούν όλοι να δια­κρί­νουν και να μετρούν τα οστά του σώμα­τός μου. Οι εχθροί μου με χαι­ρε­κα­κία πολ­λή παρα­τή­ρη­σαν προ­σε­κτι­κά και περι­παι­χτι­κά τον πόνο μου και τον σπα­ραγ­μό μου)» [Ψαλμ.21,17–18]. Δεν απο­σιώ­πη­σε ούτε και την παρα­νο­μία που διέ­πρα­ξαν μετά τον σταυ­ρό, λέγον­τας πάλι: «Διε­με­ρί­σαν­το τ μάτιά μου αυτος κα π τν ματι­σμόν μου βαλον κλρον(:μοι­ρά­στη­καν μετα­ξύ τους τα ενδύ­μα­τά μου και για το ακρι­βό­τε­ρο ένδυ­μά μου-τον άρρα­φο χιτώ­να- έβα­λαν κλή­ρο, ποιος θα το πάρει)» [Ψαλμ.21,19].

Έπει­τα και το ότι επρό­κει­το να ταφεί και αυτό το προ­εί­πε, λέγον­τας: «θεν­τό με ν λάκκ κατω­τάτ, ν σκο­τει­νος κα ν σκι θανά­του(:με βύθι­σαν στον βαθύ­τα­το λάκ­κο του θανά­του, στις σκο­τει­νές περιο­χές του άδη, όπου βασι­λεύ­ει η σκιά του θανά­του)» [Ψαλμ.87,7]. Και το ότι επρό­κει­το να ανα­στη­θεί, πρό­σε­χε πως και αυτό το προ­εί­πε, λέγον­τας: «τι οκ γκα­τα­λεί­ψεις τν ψυχήν μου ες δην, οδ δώσεις τν σιόν σου δεν δια­φθο­ράν(:διό­τι Εσύ ο Θεός μου δεν θα εγκα­τα­λεί­ψεις την ψυχή μου στον άδη, ώστε να φυλα­κι­στεί για πάν­τα σε αυτόν, ούτε θα επι­τρέ­ψεις, εγώ ο αφο­σιω­μέ­νος σε Εσέ­να να δοκι­μά­σω τη φθο­ρά και απο­σύν­θε­ση του τάφου. Θα με ανα­στή­σεις)» [Ψαλμ.15,10].

Το ίδιο πάλι προ­λέ­γει, κατά τρό­πο δια­φο­ρε­τι­κό, και ο Ησα­ΐ­ας λέγον­τας: «Κα Κύριος βού­λε­ται καθα­ρί­σαι ατν π τς πληγς. ν δτε περ μαρ­τί­ας, ψυχ μν ψεται σπέρ­μα μακρό­βιον· κα βού­λε­ται Κύριος φελεν π το πόνου τς ψυχς ατο, δεξαι ατ φς κα πλά­σαι τ συνέ­σει, δικαισαι δίκαιον ε δου­λεύ­ον­τα πολ­λος, κα τς μαρ­τί­ας ατν ατς νοί­σει(:και ο Κύριος θέλει να Τον απο­δεί­ξει καθα­ρό και να τον απαλ­λά­ξει από την πλη­γή που επι­φέρ­θη­κε σε Αυτόν εξαι­τί­ας της ενο­χής των άλλων. Εάν προ­σφέ­ρε­τε Αυτόν εξι­λα­στή­ριο θυσία για τις αμαρ­τί­ες σας, η ψυχή σας θα δει τη μακρό­βιο και ατε­λεύ­τη­τη γενεά Του· και ο Κύριος θέλει να αφαι­ρέ­σει τον πόνο της ψυχής Του, δεί­χνον­τας σε Αυτόν φως και ανα­πλα­στι­κή δύνα­μη συνέ­σε­ως· θέλει να απο­δεί­ξει αθώο τον δίκαιο, που δια­κο­νεί καλώς πολ­λούς, και αυτών τις αμαρ­τί­ες Αυτός θα βαστά­σει)» [Ησ.53,10–11].

Το ότι ο θάνα­τός Του παρέ­σχε άφε­ση των ανθρω­πί­νων αμαρ­τιών και αυτό το προ­εί­πε, λέγον­τας: «Δι τοτο ατς κλη­ρο­νο­μή­σει πολ­λος κα τν σχυρν μεριε σκλα, νθ᾿ ν παρε­δό­θη ες θάνα­τον ψυχ ατο, κα ν τος νόμοις λογί­σθη· κα ατς μαρ­τί­ας πολλν νήνεγ­κε κα δι τς μαρ­τί­ας ατν παρε­δό­θη(: για τον λόγο αυτόν Αυτός θα λάβει ως πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μία Του πολ­λούς και από τους ισχυ­ρούς θα λάβει λάφυ­ρα, διό­τι παρα­δό­θη­κε εκου­σί­ως σε θάνα­το η ζωή Του και λογα­ριά­στη­κε μετα­ξύ των παρα­νό­μων ανθρώ­πων και Αυτός τις αμαρ­τί­ες πολ­λών ανέ­βα­σε επί του Σταυ­ρού, όταν γι’ αυτές θυσιά­στη­κε, και για τις αμαρ­τί­ες τους παρα­δό­θη­κε σε θάνα­το)» [Ησ.53,12].

Επί­σης και το ότι απάλ­λα­ξε τους ανθρώ­πους από τους δαί­μο­νες και αυτό το είπε: «κα τν σχυρν μεριε σκλα(:και από τους ισχυ­ρούς θα πάρει και θα δια­μοι­ρά­σει λάφυ­ρα)»[Ησ.53,12]. Το ότι αυτό το κατόρ­θω­σε με τον θάνα­τό Του, ούτε αυτό το απο­σιώ­πη­σε, αλλά λέγει: «νθ᾿ ν παρε­δό­θη ες θάνα­τον ψυχ ατο(:για­τί εκου­σί­ως παρα­δό­θη­κε στον λυτρω­τι­κό για μας θάνα­το η ζωή Του)» [Ησ. 53,12]]. Επί­σης και το ότι επρό­κει­το να κυριαρ­χή­σει του κόσμου, και αυτό το δήλω­σε με αυτά που είπε: «Δι τοτο ατς κλη­ρο­νο­μή­σει πολ­λος(:για τον λόγο αυτόν Αυτός θα πάρει ως δική Του πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά πολ­λούς)» [επί­σης βλ. παρα­πά­νω, Ησ. 53,12].

Έπει­τα, επει­δή με την κατά­βα­σή Του στον άδη διε­τά­ρα­ξε τα πάν­τα, τα γέμι­σε με θόρυ­βο και ταρα­χή και κατέ­στρε­ψε την ακρό­πο­λή του, ούτε και αυτό το απο­σιω­πούν, αλλά άλλο­τε ο Δαβιδ κραυ­γά­ζει και λέγει: «ρατε πύλας, ο ρχον­τες μν, κα πάρ­θη­τε, πύλαι αώνιοι, κα εσελεύ­σε­ται βασι­λες τς δόξης(:και τώρα που πρό­κει­ται η κιβω­τός του Θεού να εισα­χθεί στον ναό, ανοίξ­τε τις πύλες, άρχον­τες, που τις κρα­τά­τε από μέσα κλει­σμέ­νες. Και εσείς πύλες, που δεν πρό­κει­ται να κατα­λυ­θεί­τε ποτέ, πλα­τυν­θεί­τε και γίνε­τε υψη­λό­τε­ρες από ό,τι είστε, για να εισέλ­θει ο βασι­λέ­ας της δόξης)» [Ψαλμ.23,7]· άλλο­τε πάλι ο Ησα­ΐ­ας κάπως δια­φο­ρε­τι­κά: «γ μπρο­σθέν σου πορεύ­σο­μαι κα ρη μαλι, θύρας χαλκς συν­τρί­ψω κα μοχλος σιδη­ρος συγ­κλά­σω(:εγώ θα πορευ­θώ μπρο­στά από εσέ­να, και εμπό­δια σαν βου­νά επε­γει­ρό­με­να θα τα εξομαλύνω,ώστε να προ­ε­λαύ­νεις ελεύ­θε­ρα, και θύρες χάλ­κι­νες θα συν­τρί­ψω και μοχλούς σιδε­ρέ­νιους θα σπά­σω, ώστε ελεύ­θε­ρα να μπεις στις πόλεις δια­μέ­σου των τει­χών τους)» [Ησ. 45, 2], ονο­μά­ζον­τας έτσι τον άδη. Για­τί αν και ήταν άδης, όμως κρα­τού­σε στην εξου­σία του ψυχές άγιες και σκεύη τίμια, τον Αβρα­άμ, τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ. Γι’ αυτό τους ονό­μα­σε θησαυ­ρούς, αλλά σκο­τει­νούς, επει­δή δεν είχε λάμ­ψει ακό­μη εκεί ο ήλιος της δικαιο­σύ­νης, ούτε είχε κηρύ­ξει τους λόγους της ανα­στά­σε­ως. Το ότι μετά την ανά­στα­σή Του δεν επρό­κει­το να καθί­σει ούτε με τους αγγέ­λους ούτε με τους αρχαγ­γέ­λους ούτε και με κάποια άλλη ουρά­νια δύνα­μη, αλλά θα καθό­ταν επά­νω σε θρό­νο βασι­λι­κό, άκου­σε τι λέγει πάλι ο Δαβίδ: «Επεν Κύριος τ Κυρί μου· κάθου κ δεξιν μου, ως ν θ τος χθρούς σου ποπό­διον τν ποδν σου(:είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Μεσ­σία: “Κάθι­σε στα δεξιά μου δοξα­ζό­με­νος και απο­λαμ­βά­νον­τας ίση τιμή με Εμέ­να, έως ότου θέσω τους εχθρούς σου σαν άλλο στή­ριγ­μα, που θα πατούν επά­νω οι πόδες Σου”)» [Ψαλμ.109, 1].

Στη συνέ­χεια επρό­κει­το να στεί­λει απο­στό­λους· και αυτό το προ­εί­πε ο Ησα­ΐ­ας, λέγον­τας: «ς ρα π τν ρέων, ς πόδες εαγγε­λι­ζο­μέ­νου κον ερήνης, ς εαγγε­λι­ζό­με­νος γαθά, τι κουστν ποι­ή­σω τν σωτη­ρί­αν σου λέγων Σιών· βασι­λεύ­σει σου Θεός(:η σωτη­ρία θα είναι φανε­ρή και ευχά­ρι­στη όπως το έαρ επί των ορέ­ων, όπως τα πόδια εκεί­νου ο οποί­ος σπεύ­δει να αναγ­γεί­λει το χαρ­μό­συ­νο μήνυ­μα της ειρή­νης, όπως αυτός που αναγ­γέλ­λει χαρο­ποιά και αγα­θά πράγ­μα­τα· διό­τι θα κατα­στή­σω ξακου­στή και σε όλους γνω­στή τη χαρ­μό­συ­νη αγγε­λία της σωτη­ρί­ας σου, λέγον­τας προς εσέ­να, Σιών: “Θα βασι­λεύ­σει ορι­στι­κώς πλέ­ον ο Θεός σου”)» [Ησ. 52,7]. Και πρό­σε­χε ποιο μέρος του σώμα­τος επαι­νεί· επαι­νεί τα πόδια, που τους μετα­φέ­ρουν παν­τού.

Έπει­τα, φανε­ρώ­νον­τας ο Δαβίδ και τον τρό­πο της επι­κρά­τη­σης των μαθη­τών, λέγει: «Κύριος δώσει ρμα τος εαγγε­λι­ζο­μέ­νοις δυνά­μει πολλ(: ο Κύριος δίνει εξου­σια­στι­κό λόγο και παράγ­γελ­μα σε εκεί­νους οι οποί­οι με δύνα­μη και φωνή κρα­ταιά δια­κη­ρύτ­τουν το χαρ­μό­συ­νο άγγελ­μα της νίκης)» [Ψαλμ.67,12]. Για­τί δεν επι­κρά­τη­σαν με τα όπλα, ούτε δαπα­νών­τας χρή­μα­τα, ούτε με τη σωμα­τι­κή δύνα­μη, ούτε με τα πλή­θη των στρα­τευ­μά­των ή με κάτι άλλο παρό­μοιο, αλλά με τον απλό λόγο, με τον λόγο που περιεί­χε μεγά­λη δύνα­μη, την οποία μαρ­τυ­ρού­σαν τα θαύ­μα­τα που επι­τε­λού­σαν. Για­τί επι­κρά­τη­σαν σε όλη την οικου­μέ­νη κηρύσ­σον­τας τον Εσταυ­ρω­μέ­νο και επι­τε­λών­τας θαύ­μα­τα. Γι’ αυτό λέγει: «Κύριος δώσει ρμα τος εαγγε­λι­ζο­μέ­νοις δυνά­μει πολλ(: ο Κύριος δίνει και θα δίνει πάν­το­τε λόγο και εντο­λή αυθεν­τί­ας και κύρους σε εκεί­νους οι οποί­οι με ευγλωτ­τία και δυνα­τή φωνή θα ευαγ­γε­λί­ζον­ται το άγγελ­μα της νίκης)»[βλ. παρα­πά­νω, Ψαλμ.67,12], εννο­ών­τας ως «δύνα­μιν» τα θαύ­μα­τα. Πραγ­μα­τι­κά δύνα­μη απε­ρί­γρα­πτη ήταν ο ψαράς και ο τελώ­νης και ο σκη­νο­ποιός με ένα απλό πρό­σταγ­μα να ανα­σταί­νουν νεκρούς, να εκδιώ­κουν δαί­μο­νες, να απο­μα­κρύ­νουν τον θάνα­το, να απο­στο­μώ­νουν τους φιλο­σό­φους, να κλεί­νουν τα στό­μα­τα των ρητό­ρων, να κατα­βάλ­λουν βασι­λείς και άρχον­τες, και να εξου­σιά­ζουν βαρ­βά­ρους και Έλλη­νες και κάθε άλλο έθνος. Και σωστά μίλη­σε έτσι. Για­τί όλα αυτά τα κατόρ­θω­ναν με εκεί­νον τον λόγο, και με τη μεγά­λη εκεί­νη δύνα­μη επα­νέ­φε­ραν στη ζωή νεκρούς, κατέ­στη­σαν αμαρ­τω­λούς δε δικαί­ους, χάρι­σαν σε τυφλούς την όρα­ση, και απάλ­λα­ξαν το σώμα από τις ασθέ­νειες και την ψυχή από την κακία.

Από πού όμως δόθη­κε σε αυτούς η δύνα­μη αυτή; Το ότι δόθη­κε από το Άγιο Πνεύ­μα, και αυτό απο­δει­κνύ­ε­ται από αυτό· για­τί λέγει: «κα πλή­σθη­σαν παν­τες Πνεύ­μα­τος γίου, κα ρξαν­το λαλεν τέραις γλώσ­σαις καθς τ Πνεμα δίδου ατος ποφθέγ­γε­σθαι(:Όλοι τους τότε πλημ­μύ­ρι­σαν εσω­τε­ρι­κά με Πνεύ­μα Άγιο, και άρχι­σαν να μιλούν ξένες γλώσ­σες, όπως το Πνεύ­μα τους ενέ­πνεε και τους έδι­νε την ικα­νό­τη­τα να μιλούν και να λένε θεϊ­κά και ουρά­νια λόγια και διδα­σκα­λί­ες υψη­λές και θεό­πνευ­στες)» [Πράξ. 2,4]. Και προ­φή­τευαν εξί­σου άντρες και γυναί­κες. Γλώσ­σες υπό μορ­φή πυρός κάθι­σαν επά­νω στον καθέ­να από αυτούς [Πράξ.2,3 κ.ε.].

Και αυτό ο Ιωήλ το είπε από πριν, λέγον­τας τα εξής: «Κα σται μετ τατα κα κχε π το πνεματός μου π πσαν σρκα, κα προ­φη­τεσου­σιν ο υο μν κα α θυγατρες μν, κα ο πρε­σβτεροι μν νπνια νυπνια­σθσον­ται, κα ο νεανσκοι μν ρσεις ψον­ται· Κα π τος δολους μου κα π τς δολας μου ν τας μραις κεναις κχε π το πνεματός μου. Κα δσω τρατα ν οραν κα π τς γς, αμα κα πρ κα ἀτμί­δα καπνοῦ. λιος μετα­στραφσεται ες σκό­τος κα σελνη ες αμα πρν λθεν τν μραν Κυρου τν μεγλην κα πιφαν(: και θα συμ­βούν μετά από αυτά τα εξής: Θα εκχύ­σω πλού­σια από το Πνεύ­μα μου χαρί­σμα­τα σε κάθε άνθρω­πο και θα προ­φη­τεύ­ουν οι υιοί σας και οι θυγα­τέ­ρες σας και οι γερον­τό­τε­ροί σας θα δουν και θα λάβουν απο­κα­λύ­ψεις δια­μέ­σου ονεί­ρων, και οι νεό­τε­ροί σας κατά την ηλι­κία θα δουν σε πλή­ρη εγρή­γορ­ση απο­κα­λυ­πτι­κά ορά­μα­τα. Και σους αφα­νείς και κατά κόσμον περι­φρο­νη­μέ­νους δού­λους μου και στις δού­λες μου κατά τις ημέ­ρες εκεί­νες θα χύσω άφθο­να τα χαρί­σμα­τα από το Πνεύ­μα μου. Και θα παρα­χω­ρή­σω να γίνουν τρο­με­ρά σημεία στον ουρα­νό και στη γη, αιμα­το­χυ­σί­ες και πυρ­κα­γιές και σύν­νε­φο καπνού που θα ανε­βαί­νει από τις καιό­με­νες πόλεις και τα δια­λυό­με­να στοι­χεία του σύμ­παν­τος. Ο ήλιος θα μετα­στρα­φεί σε σκο­τά­δι και η σελή­νη θα πάρει το χρώ­μα του αίμα­τος, προ­τού θα έλθει η ημέ­ρα του Κυρί­ου η μεγά­λη και περί­βλε­πτη, κατά την οποία ο Κύριος θα έλθει ένδο­ξα για να κρί­νει τον κόσμο)» [Ιωήλ, 3,1–4], ονο­μά­ζον­τας «μραν Κυρου τν μεγλην κα πιφαν» την ημέ­ρα της επι­φοι­τή­σε­ως του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, καθώς και εκεί­νην της συν­τέ­λειας που πρό­κει­ται να έλθει. Ο ίδιος αυτός προ­φή­της, προ­λέ­γον­τας και τη δια της πίστε­ως σωτηρία(γιατί ούτε και αυτό απο­σιω­πή­θη­κε), λέγει: «Κα σται, πς, ς ν πικαλσηται τ νομα Κυρου, σωθσεται(:και θα συμ­βεί ώστε καθέ­νας, που θα επι­κα­λε­στεί με ζων­τα­νή πίστη το όνο­μα του Κυρί­ου, θα σωθεί)» [Ιωήλ, 3,5].

Θα απο­στεί­λει κήρυ­κες σε όλον τον κόσμο και δεν θα υπάρ­ξει κανείς να μην ακού­σει το κήρυγ­μα· και αυτό έχει προ­λε­χθεί. Άκου­σε λοι­πόν τον Δαβίδ να το λέγει και να το προ­φη­τεύ­ει: «Ες πσαν τν γν ξλθεν φθόγ­γος ατν κα ες τ πέρα­τα τς οκου­μέ­νης τ ήμα­τα ατν(: αλλά ως άλλος μου­σι­κός και αρμο­νι­κός φθόγ­γος αντη­χούν σε όλη τη γη και τα λόγια τους φτά­νουν στις εσχα­τιές και τα πλέ­ον απο­μα­κρυ­σμέ­να όρια της οικου­μέ­νης)» [Ψαλμ.18,5]. Έπει­τα, δεί­χνον­τας και ότι κήρυτ­ταν έχον­τας εξου­σία και ότι ήταν και από εκεί­νους που φορούν τα βασι­λι­κά στέμ­μα­τα πιο ισχυ­ροί, λέγει πάλι αλλού ο ίδιος: «ντ τν πατέ­ρων σου γενή­θη­σάν σοι υοί· κατα­στή­σεις ατος ρχον­τας π πσαν τν γν(: αντί των προ­γό­νων σου, τους οποί­ους εγκα­τέ­λει­ψες και αρνή­θη­κες, θα είναι τώρα στη θέση αυτών τα τέκνα σου, τα οποία γεν­νή­θη­καν σε σένα από τον πνευ­μα­τι­κό σου γάμο με τον Νυμ­φίο Χρι­στό· θα ανα­δεί­ξεις και θα κατα­στή­σεις αυτούς άρχον­τες σε ολό­κλη­ρη τη γη)» [Ψαλμ.44,17]. Και ότι ο Πέτρος και ο Παύ­λος ήταν και από τους βασι­λείς και από τους άρχον­τες ανώ­τε­ροι, το φανε­ρώ­νουν τα πράγ­μα­τα. Οι νόμοι δηλα­δή των βασι­λέ­ων καταρ­γούν­ται ενώ αυτοί ζουν ακό­μη, ενώ των ψαρά­δων εκεί­νων και μετά τον θάνα­τό τους είναι γερά θεμε­λιω­μέ­νοι και παρα­μέ­νουν αμε­τα­κί­νη­τοι, αν και οι δαί­μο­νες και η μακρο­χρό­νια συνή­θεια και η κακία και η ηδο­νή και άπει­ρα άλλα επε­χεί­ρη­σαν να τους ανα­τρέ­ψουν.

Για να δεί­ξει πάλι ότι, αφού κατα­στούν αυτοί άρχον­τες του κόσμου, θα είναι αξια­γά­πη­τοι σε όλους και ποθη­τοί, πρό­σθε­σε και είπε: «Μνη­σθή­σο­μαι το νόμα­τός σου ν πάσ γενε κα γενε· δι τοτο λαο ξομο­λο­γή­σον­ταί σοι ες τν αἰῶνα κα ες τν αἰῶνα το αἰῶνος(: θα μνη­μο­νεύω, βασι­λιά μου, και θα δια­λα­λώ το όνο­μά Σου στις γενε­ές των γενε­ών· για τον λόγο αυτόν, γνω­ρί­ζον­τας αυτό λαοί και φυλές και γλώσ­σες διά­φο­ρες θα Σε ανυ­μνούν ακα­τά­παυ­στα και στον αιώ­να του αιώ­νος)» [Ψαλμ.44,18]· δηλα­δή θα Σε ευχα­ρι­στή­σουν και θα Σου χρε­ω­στούν μεγά­λη χάρη, για το ότι τους έδω­σες τέτοιους άρχον­τες.

Το ότι όμως και το κήρυγ­μα θα ξαπλω­νό­ταν παν­τού, και αυτό προ­λέ­χθη­κε. Πρό­σε­χε τον Δαβίδ που σου το δηλώ­νει αυτό με τα όσα λέγει: «Ατησαι παρ᾿ μο, κα δώσω σοι θνη τν κλη­ρο­νο­μί­αν σου κα τν κατά­σχε­σίν σου τ πέρα­τα τς γς(:ζήτη­σε από εμέ­να και θα σου δώσω ως κλη­ρο­νο­μία όλα τα έθνη και θα θέσω υπό την από­λυ­τη κυριαρ­χία σου όλη τη γη μέχρι των άκρων και των περά­των αυτής)» [Ψαλμ.2,8]. Και άλλος προ­φή­της επί­σης σε άλλο μέρος το ίδιο δηλώ­νει: «Κα ο μ κακο­ποι­ή­σου­σιν, οδ μ δύνων­ται πολέ­σαι οδένα π τ ρος τ γιόν μου, τι νεπλή­σθη σύμ­πα­σα το γνναι τν Κύριον ς δωρ πολ κατα­κα­λύ­ψαι θαλάσ­σας(: και ούτε τα άγρια θηρία, ούτε τα φίδια, ούτε άνθρω­ποι πλέ­ον θα κάνουν κακό, ούτε θα έχουν δύνα­μη και διά­θε­ση να εξον­τώ­σουν κανέ­να στο όρος το άγιό μου, σε όλη δηλα­δή την οικου­μέ­νη, όπου θα εκτεί­νε­ται η βασι­λεία του Μεσ­σία· διό­τι ολό­κλη­ρη η γη γέμι­σε με το να γνω­ρί­σει τον Κύριο, σαν το πολύ νερό, που γεμί­ζει και καλύ­πτει τελεί­ως θάλασ­σες)» [Ησ.11,9]. Πρό­σε­χε και την ευκο­λία της υπα­κο­ής σε Αυτόν: «Ἀπ κραυγς σεβν ως λεαλ α πόλεις ατν δωκαν φωνν ατν, π Ζογρ ως ρωναμ κα γλάθ-Σαλι­σία, τι κα τ δωρ Νεβρεν ες κατά­καυ­μα σται(:από την ισχυ­ρή κραυ­γή αγω­νί­ας της Εσε­βών μέχρι την Ελε­α­λή όλες οι πόλεις στέ­να­ζαν και θρη­νού­σαν· επί­σης από τη Ζογόρ έως την Ωρω­ναίμ και την Αγλάθ-Σαλι­σία και αυτά τα άφθο­να νερά, τα πηγαία ύδα­τα της Νεβρείν παρα­δό­θη­καν στη φωτιά)» [Ιερ.31,34].

Αλλά και το αρρα­γές της Εκκλη­σί­ας προ­λέ­χθη­κε: «σται ν τας σχά­ταις μέραις μφανς τ ρος Κυρί­ου κα οκος το Θεο π᾿ κρων τν ρέων κα ψωθή­σε­ται περά­νω τν βουνν· κα ξου­σιν π᾿ ατ πάν­τα τ θνη(:φανέ­ρω­σε ο Κύριος ότι κατά τις έσχα­τες ημέ­ρες της μωσαϊ­κής οικο­νο­μί­ας, όταν πρό­κει­ται η νέα περί­ο­δος του Μεσ­σία να αντι­κα­τα­στή­σει αυτήν, θα γίνει περί­ο­πτο και εμφα­νές το όρος του Κυρί­ου και ο ναός του Θεού, ο κτι­σμέ­νος επά­νω στη Σιών, θα γίνει ορα­τός από όλα τα σημεία και από πολύ μακριά, σαν να είναι κτι­σμέ­νος επά­νω στις κορυ­φές των υψη­λό­τε­ρων βου­νών· και θα υψω­θεί επά­νω από όλα τα βου­νά και θα προ­στρέ­ξουν στο όρος αυτό του Κυρί­ου όλα τα έθνη)» [Ησ. 2,2].

Και ότι η Εκκλη­σία δεν θα είναι μόνο στα­θε­ρή και αμε­τα­κί­νη­τη και αρρα­γής, αλλά και θα συν­τε­λέ­σει στο να βασι­λεύ­σει στον κόσμο η ειρή­νη, και ότι θα κατα­λυ­θούν στις πόλεις οι πολυαρ­χί­ες και οι μοναρ­χί­ες και θα ιδρυ­θεί μία βασι­λεία, που θα τους περι­λά­βει όλους και θα επι­κρα­τεί στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της ειρή­νη και όχι όπως προ­η­γου­μέ­νως. Για­τί πρω­τύ­τε­ρα όλοι οι χει­ρο­τέ­χνες και οι ρήτο­ρες έπαιρ­ναν τα όπλα και ήταν έτοι­μοι να πολε­μή­σουν, όταν όμως ήλθε ο Χρι­στός δια­λύ­θη­καν όλα εκεί­να και περιο­ρί­στη­κε ο πόλε­μος σε ορι­σμέ­να μέρη. Και αυτό λοι­πόν δηλώ­νον­τάς το κάποιος προ­φή­της έλε­γε: «Κα κρι­νε ναμέ­σον τν θνν κα λέγ­ξει λαν πολύν, κα συγ­κό­ψου­σι τς μαχαί­ρας ατν ες ροτρα κα τς ζιβύ­νας ατν ες δρέ­πα­να, κα ο λήψε­ται θνος π᾿ θνος μάχαι­ραν, κα ο μ μάθω­σιν τι πολε­μεν(:και θα κρί­νει μετα­ξύ των εθνών, ανα­γνω­ρι­ζό­με­νος από αυτούς ανώ­τα­τος νομο­θέ­της και κρι­τής, και θα ελέγ­ξει ως κυρί­αρ­χος πολύ λαό. Και όλοι αυτοί θα μετα­τρέ­ψουν τα μαχαί­ρια τους σε αλέ­τρια και τα δόρα­τά τους σε δρε­πά­νια, και δεν θα πάρει έθνος εναν­τί­ον έθνους μάχαι­ρα για να πολε­μή­σει εναν­τί­ον του, ούτε θα μάθουν πλέ­ον την τέχνη να πολε­μούν ο ένας εναν­τί­ον του άλλου)» [Ησ.2,4]. Για­τί πιο μπρο­στά ζού­σαν όλοι μέσα στους πολέ­μους, ενώ τώρα ξέχα­σαν και αυτήν ακό­μη την πολε­μι­κή τέχνη, ή καλύ­τε­ρα οι περισ­σό­τε­ροι άνθρω­ποι ούτε καν γνώ­ρι­σαν αυτήν. Αν όμως και τώρα γίνον­ται πόλε­μοι, είναι λίγοι και όχι διαρ­κείς ούτε και πολ­λοί, όπως παλαιό­τε­ρα που ξεσπού­σαν σε κάθε έθνος μύριες επα­να­στά­σεις.

Έπει­τα για να δεί­ξει και από πού θα συστα­θεί η Εκκλη­σία, το προ­λέ­γει και αυτό. Επει­δή δηλα­δή επρό­κει­το να απο­τε­λέ­σουν μία αγέ­λη όχι μόνο άνθρω­ποι ήπιοι στον χαρα­κτή­ρα και ήμε­ροι και ενά­ρε­τοι, αλλά και άγριοι και απάν­θρω­ποι και σαν λύκοι μερι­κοί και λιον­τά­ρια και ταύ­ροι στον χαρα­κτή­ρα, και όλοι αυτοί να απο­τε­λέ­σουν μία Εκκλη­σία, άκου­σε πώς ο προ­φή­της δήλω­σε το ποι­κί­λο της αγέ­λης αυτής λέγον­τας: «κα συμ­βο­σκη­θή­σε­ται λύκος μετ᾿ ρνός, κα πάρ­δα­λις συνα­να­παύ­σε­ται ρίφω, κα μοσχά­ριον κα ταρος κα λέων μα βοσκη­θή­σον­ται, κα παι­δί­ον μικρν ξει ατούς(:και θα βοσκή­σει ο λύκος μαζί με το αρνίο και η λεο­πάρ­δα­λη θα συνα­να­παύ­ε­ται και θα συγ­κα­τοι­κεί μαζί με το ερρί­φιο, και μοσχά­ρι και ταύ­ρος μαζί με τον λέον­τα και ένα μικρό παι­δί θα οδη­γεί αυτά ως ήμε­ρα αρνία)» [Ησ. 11,6], εννο­ών­τας με αυτό τη λιτό­τη­τα της ζωής των βασι­λέ­ων.

Το ότι αυτά δεν λέγον­ται για τα ζώα, ας μας πει ο Ιου­δαί­ος πότε έγι­νε αυτό· για­τί ποτέ ο λύκος δεν βόσκη­σε μαζί με το αρνί· αλλά και αν ακό­μη επρό­κει­το να βοσκή­σει, σε τι θα ωφε­λού­σε αυτό την ανθρω­πό­τη­τα. Επο­μέ­νως εννο­εί με αυτό τον χαρα­κτή­ρα των αγρί­ων ανθρώ­πων, τους Σκύ­θες δηλα­δή, τους Θρά­κες, τους Μαύ­ρους, τους Ινδούς, τους Σαυ­ρο­μά­τες και τους Πέρ­σες.

Και ότι όλα αυτά τα έθνη θα ζού­σαν κάτω από την ίδια εξου­σία, και ένας άλλος προ­φή­της το δήλω­σε λέγον­τας: «τι ττε μετα­στρψω π λαος γλσσαν ες γενεν ατς το πικα­λεσθαι πντας τ νομα Κυρου το δου­λεειν ατ π ζυγν να(:διό­τι τότε τη γλώσ­σα των λαών, που ήσαν συνη­θι­σμέ­νοι στην πολυ­θε­ΐα και επι­κα­λούν­ταν όχι τον Ένα Θεό, αλλά πολ­λούς θεούς, θα τη μετα­τρέ­ψω· θα την καθα­ρί­σω και θα την κατα­στή­σω εκλε­κτή, ώστε όλοι αυτοί οι λαοί να επι­κα­λούν­ται πλέ­ον το άγιο όνο­μα του Κυρί­ου, του Ενός και μόνου αλη­θι­νού Θεού· όλοι δε κάτω από ένα ζυγό, τον δικό μου, και με την ευλα­βή τήρη­ση των θεί­ων εντο­λών να δου­λεύ­ουν με φόβο και βαθύ σεβα­σμό σε Εμέ­να, τον Κύριο)» [ Σοφ.3,9], Όχι πια μόνο στα Ιερο­σό­λυ­μα, αλλά σε όλο τον κόσμο. Για­τί δεν προ­τρέ­πον­ται πια οι άνθρω­ποι να μετα­βαί­νουν στα Ιερο­σό­λυ­μα, αλλά ο καθέ­νας επι­τε­λεί τη λατρεία του Θεού στην πατρί­δα του[Ιω.4,20 κ.ε.].

Το ότι επρό­κει­το οι Ιου­δαί­οι να στε­ρη­θούν τις επαγ­γε­λί­ες, ούτε αυτό έχει απο­σιω­πη­θεί. Και πρό­σε­χε πως και αυτό το προ­εί­πε ο προ­φή­της: «Διό­τι κα ν μν συγ­κλει­σθή­σον­ται θύραι, κα οκ νάψε­ται τ θυσια­στή­ριόν μου δωρε­άν· οκ στι μου θέλη­μα ν μν, λέγει Κύριος παν­το­κρά­τωρ, κα θυσί­αν ο προσ­δέ­ξο­μαι κ τν χειρν μν(:διό­τι και μετα­ξύ σας θα κλει­στούν τελεί­ως οι θύρες του ναού και δεν θα ανά­ψει το θυσια­στή­ριό μου μάταια, όπως γίνε­ται σήμε­ρα. Δεν αισθά­νο­μαι καμία ευα­ρέ­σκεια σε σας, λέγει ο Κύριος παν­το­κρά­τωρ. Και θυσία δεν θα δεχτώ ευχα­ρί­στως από τα χέρια σας)» [Μαλαχ.1,10].

Αλλά και ποιοι πρό­κει­ται να Τον λατρεύ­σουν, και αυτό έχει προ­λε­χθεί. Λέγει ο Μαλα­χί­ας λοι­πόν: «διό­τι π νατολν λίου ως δυσμν τ νομά μου δεδό­ξα­σται ν τος θνε­σι, κα ν παντ τόπ θυμί­α­μα προ­σά­γε­ται τ νόμα­τί μου κα θυσία καθα­ρά, διό­τι μέγα τ νομά μου ν τος θνε­σι, λέγει Κύριος παν­το­κρά­τωρ(:”ναι· δεν θα δεχτώ από τα βέβη­λα χέρια σας θυσία· διό­τι σε όλο τον κόσμο, από την ανα­το­λή ως τη δύση του ήλιου, το όνο­μά μου έχει δοξα­στεί μετα­ξύ των εθνών που έχουν επι­στρα­φεί σε σένα, και σε κάθε τόπο προ­σφέ­ρε­ται θυμί­α­μα λατρεί­ας στο όνο­μά μου και θυσία καθα­ρή, μη μολυ­σμέ­νη από αίμα­τα και καπνούς και κνί­σα κατα­καιο­μέ­νων σαρ­κών και λίπους· διό­τι μέγα είναι το Όνο­μά μου μετα­ξύ των εθνών”, λέγει ο παν­το­κρά­τωρ Κύριος» [Μαλαχ.1,11].

Είδες πως έδει­ξε την ευγέ­νεια της λατρεί­ας; Πώς το εξαί­ρε­το και δια­φο­ρε­τι­κό αυτής; Και ότι η προ­σκύ­νη­ση του Θεού δεν θα προσ­διο­ρί­ζε­ται από τον τόπο, αλλά και από τον τρό­πο, ούτε θα γίνε­ται με κνί­σες και καπνούς, αλλά με κάποιον άλλο τρό­πο λατρεί­ας; [Ιω.4,23–24: «λλ᾿ ρχε­ται ρα, κα νν στιν, τε ο ληθι­νο προ­σκυ­νη­τα προ­σκυ­νή­σου­σι τ πατρ ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί· κα γρ πατρ τοιού­τους ζητε τος προ­σκυ­νοντας ατόν. πνεμα Θεός, κα τος προ­σκυ­νοντας ατν ν πνεύ­μα­τι κα ληθεί δε προ­σκυ­νεν(: πολύ σύν­το­μα όμως έρχε­ται ώρα, και μπο­ρώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγ­μα­τι­κοί προ­σκυ­νη­τές θα προ­σκυ­νή­σουν και θα λατρεύ­σουν τον Πατέ­ρα πνευ­μα­τι­κά και αλη­θι­νά˙ δηλα­δή με θεο­φώ­τι­στες τις πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις και με λατρεία όχι τυπι­κή και σκιώ­δη, αλλά πραγ­μα­τι­κή και εμπνευ­σμέ­νη από πλή­ρη επί­γνω­ση της αλήθειας·διότι και ο Πατήρ ζητά επί­μο­να τέτοιοι αλη­θι­νοί και πραγ­μα­τι­κοί προ­σκυ­νη­τές να είναι εκεί­νοι που Tον λατρεύ­ουν. Ο Θεός είναι πνεύ­μα, γι’ αυτό και δεν περιο­ρί­ζε­ται σε τόπους. Κι εκεί­νοι που Tον λατρεύ­ουν πρέ­πει να Tον προ­σκυ­νούν με τις εσω­τε­ρι­κές τους πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις, με αφο­σί­ω­ση της καρ­διάς και του νου, αλλά και με αλη­θι­νή επί­γνω­ση του Θεού και της λατρεί­ας που του αρμό­ζει)»].

«Και πώς», λέγει ίσως κάποιος, «οι Από­στο­λοι τούς προ­σέλ­κυ­σαν όλους αυτούς;» Αυτός που γνώ­ρι­ζε μία μόνο γλώσ­σα, την ιου­δαϊ­κή, πώς έπει­σε τον Σκύ­θη και τον Ινδό και τον Σαυ­ρο­μά­τη και τον Θρά­κα; Λαμ­βά­νον­τας από τη δωρεά του Aγίου Πνεύ­μα­τος το χάρι­σμα της πολυ­γλωσ­σί­ας αυτής[Πράξ. 2,3 κ.ε.]. Και αυτό βέβαια προ­κει­μέ­νου για τους εθνι­κούς· όσον αφο­ρά τον Ισρα­ήλ, έλα­βε το χάρι­σμα των γλωσ­σών. Και ότι ούτε αυτό προ­σέλ­κυ­σε τους Ιου­δαί­ους, άκου­σε πώς το δεί­χνει ο προ­φή­της, λέγον­τας: «Δι φαυ­λι­σμν χει­λέ­ων δι γλώσ­σης τέρας, τι λαλή­σου­σι τ λα τούτ(:για τον εκφαυ­λι­σμό και την περι­φρό­νη­ση του προ­φη­τι­κού κηρύγ­μα­τος, την οποία με την ειρω­νεία των χει­λέ­ων τους απο­τόλ­μη­σαν για την παρά­δο­ξη και μη κατα­νο­ού­με­νη γλώσ­σα τους, θα λαλή­σει σε αυτούς ο Θεός· διό­τι οι κατα­κτη­τές θα ομι­λή­σουν στον λαό αυτόν με την οδυ­νη­ρή φωνή των πραγ­μά­των πλέ­ον)» [Ησ.28,11]. Τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει σαφέ­στε­ρο από αυτό;

Επρό­κει­το να απι­στή­σουν οι Ιου­δαί­οι και να πιστέ­ψουν οι Εθνι­κοί· και αυτό προ­λέ­χθη­κε. Άκουε τον Ησα­ΐα που το δηλώ­νει αυτό και λέγει: «Βρέ­θη­κα από εκεί­νους που δε με ζητούν· έγι­να φανε­ρός σε εκεί­νους που δε με ερω­τούν. Είπα: να, Εγώ βρί­σκο­μαι ανά­με­σα στο έθνος εκεί­νο που δεν επι­κα­λέ­στη­κε το όνο­μά μου». Ενώ για τον Ισρα­ήλ λέγει: «μφανς γενή­θην τος μ μ περωτσιν, ερέθην τος μ μ ζητοσιν. επα· δού εμι τ θνει, ο οκ κάλε­σάν μου τ νομα. ξεπέ­τα­σα τς χεράς μου λην τν μέραν πρς λαν πει­θοντα κα ντι­λέ­γον­τα, ο οκ πορεύ­θη­σαν δ ληθιν, λλ᾿ πίσω τν μαρ­τιν ατν(:έγι­να φανε­ρός και απο­κά­λυ­ψα τον εαυ­τό μου σε εκεί­νους, οι οποί­οι δεν με ικέ­τευαν, επει­δή με αγνο­ού­σαν ολο­τε­λώς· βρέ­θη­κα από εκεί­νους οι οποί­οι δεν ζητού­σαν να με βρουν. Είπα: Ιδού, είμαι παρών. Το είπα σε έθνος το οποίο δεν επι­κα­λέ­στη­κε το όνο­μά μου)» [Ησ.65,1–2]·και πάλι: «νηγ­γεί­λα­μεν ς παι­δί­ον ναν­τί­ον ατο, ς ίζα ν γ διψώσ. οκ στιν εδος ατ οδ δόξα· κα εδομεν ατόν, κα οκ εχεν εδος οδ κάλ­λος(: Τον αναγ­γεί­λα­με σαν παι­δί μικρό και αφα­νές ενώ­πιον του λαού, σαν ρίζα ατρο­φι­κή σε γη στε­ρού­με­νη ύδα­τος. Δεν υπήρ­χε σε Αυτόν μορ­φή ευπρε­πής, ούτε ωραιό­τη­τα και λαμ­πρό­τη­τα προ­σώ­που. Και τον είδα­με, και δεν είχε πρό­σω­πο ούτε κάλ­λος)» [Ησ.53,2]· και πάλι: «Κύριε, τίς πίστευ­σε τ κο μν; κα βρα­χί­ων Κυρί­ου τίνι πεκα­λύ­φθη;(:Κύριε, ποιος πίστε­ψε σε αυτά που εμείς οι προ­φή­τες ακού­σα­με από Εσέ­να και κηρύ­ξα­με στους ανθρώ­πους; Και η δύνα­μη του Κυρί­ου σε ποιον φανε­ρώ­θη­κε και έγι­νε πιστευ­τή και παρα­δε­κτή;)» [Ησ 53,1]. Δεν είπε «στη διδα­σκα­λία μας», αλλά σε αυτά που ακού­σα­με από τον Θεό, για να δεί­ξει με αυτό ότι δεν κήρυτ­ταν κάτι δικό τους.

Το ότι πάλι έπρε­πε να προ­τι­μη­θούν τα δικά μας παρά τα δικά τους και να γίνουν πολύ πιο τίμια, και αυτό το προ­εί­πε ο Μωυ­σής λέγον­τας: «Ατο παρε­ζή­λω­σάν με π᾿ ο Θε, παρώ­ξυ­νάν με ν τος εδώλοις ατν· κγ παρα­ζη­λώ­σω ατος π᾿ οκ θνει, π θνει συνέτ παρορ­γι ατούς(:με έκα­ναν αυτοί να ζηλέ­ψω σαν αντα­γω­νι­στής ανύ­παρ­κτου θεού. Με εξόρ­γι­σαν με τα είδω­λά τους. Με τη σει­ρά μου λοι­πόν και Εγώ θα τους κάνω να ζηλέ­ψουν και να γίνουν αντα­γω­νι­στές έθνους, που ήταν ανύ­παρ­κτο εδώ έως χθες. Θα τους κάνω να οργι­στούν, όταν τους παι­δεύ­σω με ένα λαό ασύ­νε­το, ειδω­λο­λά­τρη)»[Δευτ.32,21], εννο­ών­τας με το «π᾿ οκ θνει» την προ­η­γού­με­νη ευτέ­λεια των εθνι­κών· για­τί ούτε καν έθνος θεω­ρούν­ταν εξαι­τί­ας της μεγά­λης ευτέ­λειάς τους, της μωρί­ας τους και της ανο­η­σί­ας τους.

Από τότε όμως που πίστε­ψαν τόση μεγά­λη μετα­βο­λή έγι­νε, ώστε να κατα­στούν πολύ πιο τίμιοι από εκεί­νους που τιμών­ταν προ­η­γου­μέ­νως. Το ότι αυτό επρό­κει­το να πλη­γώ­σει τους Ιου­δαί­ους και να γίνουν εξαι­τί­ας αυτού καλύ­τε­ροι, και αυτό δηλώ­νε­ται από τα λεγό­με­να αυτά. Για­τί δεν είπε απλώς θα σας προ­τι­μή­σω, αλλά δηλώ­νον­τας συγ­χρό­νως και αυτό, τη διόρ­θω­ση δηλα­δή που θα γινό­ταν σε αυτούς εξαι­τί­ας αυτής της ζήλειας, «θα σας κάνω να ζηλο­τυ­πή­σε­τε», λέγει, «προς άλλο έθνος που δεν το θεω­ρεί­τε έθνος». Σαν να έλε­γε: «Θα τους δώσω τόσα πολ­λά αγα­θά, ώστε να ζηλέ­ψε­τε, ώστε να πλη­γω­θεί­τε». Αυτό βέβαια τους έκα­νε και καλύ­τε­ρους. Αυτοί δηλα­δή που είδαν τη θάλασ­σα να σχί­ζε­ται, τις πέτρες να σπά­νε, τον αέρα να μετα­βάλ­λε­ται και τόσα άλλα παρά­δο­ξα, ή καλύ­τε­ρα εκεί­νοι που θυσί­α­ζαν τα ίδια τους τα παι­διά και λάτρευαν τον Βεελ­φε­γώρ[:πρό­κει­ται για τη μωα­βι­τι­κή θεό­τη­τα Βάαλ, που λατρευό­ταν επά­νω στο όρος Φογώρ και μάλι­στα από πολ­λούς Ισραηλίτες.Βλ. Αριθμ. 25,1–9, Δευτ.4,3., Ιησ. Ναυή 22,17] και είχαν προ­σκολ­λη­θεί σε μαγεί­ες πολ­λές, αυτοί, επει­δή προ­σήλ­θα­με εμείς στον Χρι­στό και τα πράγ­μα­τα τα δικά μας έγι­ναν προ­τι­μό­τε­ρα από τα δικά τους, τόσο πολύ πλη­γώ­θη­καν από τη ζηλο­τυ­πία τους και έγι­ναν καλύ­τε­ροι και περιο­ρί­στη­καν, ώστε, όσα δεν κατόρ­θω­σαν να κάνουν ακού­ον­τας τους προ­φή­τες και βλέ­πον­τας θαύ­μα­τα, αυτά να τα επι­τύ­χουν εξαι­τί­ας της ζηλο­τυ­πί­ας τους προς εμάς. Για­τί κανείς πια από αυτούς δεν σφά­ζει τα παι­διά του, ούτε και τρέ­χει στα είδω­λα, ούτε μοσχά­ρι προ­σκυ­νά. Το σέμνω­μα της παρ­θε­νί­ας στην Παλαιά Δια­θή­κη ούτε κατ΄όνομα υπήρ­χε, ενώ στην Και­νή Δια­θή­κη, επει­δή επρό­κει­το να δια­λάμ­ψει, πρό­σε­χε πώς και αυτό το προ­λέ­γει ο Δαβίδ, λέγον­τας τα εξής: «πενε­χθή­σον­ται ν εφρο­σύν κα γαλ­λιά­σει, χθή­σον­ται ες ναν βασι­λέ­ως(:θα προ­σα­χθούν με σκιρ­τή­μα­τα και άσμα­τα πνευ­μα­τι­κής ευφρο­σύ­νης και αγαλ­λιά­σε­ως· θα οδη­γη­θούν στα ανά­κτο­ρα, τα οποία είναι η κατοι­κία και ο ναός του Βασι­λέ­ως Νυμ­φί­ου)» [Ψαλμ.44,16].

Aλλά ούτε και το όνο­μα των ιερέ­ων απο­σιώ­πη­σε, εννοώ το όνο­μα των επι­σκό­πων. Για­τί λέγει: «Κα δώσω τος ρχον­τάς σου ν ερήν κα τος πισκό­πους σου ν δικαιο­σύν(:και θα κάνω τους άρχον­τές σου να δια­πνέ­ον­ται από ειρή­νη και τους αρχη­γούς σου επό­πτες οι οποί­οι θα κρί­νουν με δικαιο­σύ­νη)» [Ησ.60,17].

Επρό­κει­το να έλθει και να ζητή­σει ευθύ­νες από τους ανθρώ­πους και μαζί με τους άλλους και από τους Ιου­δαί­ους. Πρό­σε­χε πως και αυτό το προ­λέ­γουν και ο Δαβίδ και ο Μαλα­χί­ας. Ο Μαλα­χί­ας λέγον­τας τα εξής: «Κα καθιεται χωνεύ­ων κα καθα­ρί­ζων ς τ ργύ­ριον κα ς τ χρυ­σί­ον· κα καθα­ρί­σει τος υος Λευ κα χεε ατος σπερ τ χρυ­σί­ον κα τ ργύ­ριον· κα σον­ται τ Κυρί προ­σά­γον­τες θυσί­αν ν δικαιο­σύν (:και θα καθί­σει ρίχνον­τας στο χωνευ­τή­ριο και καθα­ρί­ζον­τας με το πυρ της θεί­ας Χάρι­τος, όπως με το πυρ καθα­ρί­ζε­ται ο άργυ­ρος και ο χρυ­σός. Και θα καθα­ρί­σει όσους νέους πνευ­μα­τι­κούς απο­γό­νους του Λευί είναι αφιε­ρω­μέ­νοι στη λατρεία Του και θα ανα­χω­νεύ­σει αυτούς σαν σε κάμι­νο, όπως ο χρυ­σο­χό­ος ανα­χω­νεύ­ει και καθα­ρί­ζει τον χρυ­σό και τον άργυ­ρο· και θα προ­σφέ­ρουν τότε αυτοί στον Κύριο θυσία με έργα αρε­τής και δικαιο­σύ­νης)» [Μαλαχ.3,3].

Οι λόγοι αυτοί είναι συγ­γε­νείς προς τους λόγους του Παύ­λου, που λέγει: «κάστου τὸ ἔργον φανε­ρὸν γενή­σε­ται· ἡ γὰρ ἡμέ­ρα δηλώ­σει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται· καὶ ἑκά­στου τὸ ἔργον ὁποῖ­όν ἐστι τὸ πῦρ δοκι­μά­σει(:του κάθε κτί­στη το έργο θα γίνει φανε­ρό· διό­τι η ημέ­ρα της Κρί­σε­ως θα το σκε­πά­σει και θα το φανε­ρώ­σει. Και θα το ξεσκε­πά­σει, διό­τι η ημέ­ρα εκεί­νη θα απο­κα­λυ­φθεί μαζί με την ενέρ­γεια της θεί­ας δικαιο­σύ­νης, που είναι δρα­στι­κή σαν φωτιά. Και ο Θεός θα ζυγί­σει με ακρί­βεια για να απο­κα­λύ­ψει ποιο είναι το έργο του καθε­νός, και θα φανε­ρώ­σει την πραγ­μα­τι­κή του αξία σαν φωτιά που κατα­καί­ει κάθε εύφλε­κτο υλι­κό)» [Α΄Κορ.3,13]. Ενώ ο Δαβίδ έλε­γε: « Θες μφανς ξει, Θες μν, κα ο παρα­σιω­πή­σε­ται· πρ νώπιον ατο καυ­θή­σε­ται, κα κύκλ ατο καταιγς σφό­δρα(: ο Θεός θα έλθει ολο­φά­νε­ρα με δόξα πολ­λή· έρχε­ται ο Θεός μας και δεν θα τηρή­σει πλέ­ον σιω­πή· πυρ καυ­στι­κό και κατα­να­λί­σκον θα κατα­καί­ε­ται ενώ­πιόν Του, και τρι­γύ­ρω Του καται­γί­δα μεγά­λη και τρο­με­ρή θα ξεσπά)» [Ψαλμ.49,3], δια­κη­ρύσ­σον­τας πάλι τη Δευ­τέ­ρα παρου­σία Του.

Για­τί η πρώ­τη παρου­σία συνο­δευό­ταν από πολ­λή συγ­κα­τά­βα­ση, η δεύ­τε­ρη όμως δεν θα είναι τέτοια, αλλά θα είναι γεμά­τη από φρί­κη και τρό­μο, καθό­σον αυτή θα εξα­πλω­θεί σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο σαν αστρα­πή, έχον­τας προ­πο­ρευό­με­νους τους αγγέ­λους. Για­τί λέγει: «σπερ γρ στραπ ξέρ­χε­ται π νατολν κα φαί­νε­ται ως δυσμν, οτως σται κα παρου­σία το υο το νθρώ­που· διό­τι ο Μεσ­σί­ας ούτε θα είναι κρυμ­μέ­νος σε δωμά­τια ούτε θα παρου­σια­στεί σε μέρος ερη­μι­κό. Αλλά όπως η αστρα­πή βγαί­νει από το ανα­το­λι­κό σημείο του ορί­ζον­τα και φαί­νε­ται αμέ­σως μέχρι το αντι­δια­με­τρι­κό δυτι­κό σημείο, έτσι θα γίνει και η παρου­σία του υιού του ανθρώ­που. Θα γίνει αμέ­σως αισθη­τή παν­τού και σε όλους)»[Ματθ.24,27], δεί­χνον­τας με αυτό ότι θα είναι ορα­τή από παν­τού και θα αναγ­γελ­θεί από μόνη της· δεν χρειά­ζε­ται δηλα­δή κήρυ­κα, αλλά η ίδια παρου­σιά­ζει τον εαυ­τό της. Αυτό για να δεί­ξει και ο Δαβίδ έλε­γε: « Θες μφανς ξει, Θες μν, κα ο παρα­σιω­πή­σε­ται· πρ νώπιον ατο καυ­θή­σε­ται, κα κύκλ ατο καταιγς σφό­δρα» [Ψαλμ.49,3· βλ. παρα­πά­νω].

Έπει­τα, παρι­στά­νον­τας και το μελ­λον­τι­κό δικα­στή­ριο προ­σθέ­τει και λέγει: «Φωτιά θα καί­ει ενώ­πιόν Του και γύρω του καται­γί­δα τρο­με­ρή»[Ψαλμ.49,3]. Είπε τις τιμω­ρί­ες, λέγει, και τη λαμ­πρό­τη­τα αυτού: «Προ­σκα­λέ­σε­ται τν ορανν νω κα τν γν το δια­κρναι τν λαν ατο(: θα προ­σκα­λέ­σει ως μάρ­τυ­ρες στο κρι­τή­ριό Του από επά­νω τον ουρα­νό και από κάτω τη γη, επει­δή εμφα­νί­ζε­ται για να κρί­νει τον λαό Του)» [Ψαλμ.49,4], ονο­μά­ζον­τας «γν» τους ανθρώ­πους. Έπει­τα απα­ριθ­μών­τας μαζί με όλους τους ανθρώ­πους και τους Ιουδαίους(γιατί προς αυτούς απευ­θύ­νε­ται), προ­σθέ­τει πάλι και λέγει: «Συνα­γά­γε­τε ατ τος σίους ατο τος δια­τι­θε­μέ­νους τν δια­θή­κην ατο π θυσί­αις κα ναγ­γε­λοσιν ο ορανο τν δικαιο­σύ­νην ατο, τι Θες κρι­τής στι (:συνα­θροί­στε, ω άγγε­λοι, ενώ­πιόν Του τους αγί­ους Του, τους αφιε­ρω­μέ­νους σε Αυτόν Ισραη­λί­τες, οι οποί­οι έδει­ξαν την αγα­θή διά­θε­σή τους με τις ευλα­βείς θυσί­ες τους και απο­δέ­χτη­καν τη δια­θή­κη Του. Και αφού τους συνα­θροί­σε­τε όλους, θα δια­κη­ρύ­ξουν οι ουρα­νοί τη δικαιο­σύ­νη Αυτού, διό­τι Αυτός ο δίκαιος Θεός είναι υπέρ­τα­τος κρι­τής και δικα­στής στο δικα­στή­ριο αυτό, που τώρα συγ­κρο­τή­θη­κε)» [Ψαλμ.49,5].

Επρό­κει­το ερχό­με­νος να καταρ­γή­σει τη λατρεία μέσω των θυσιών και να μην τη δέχε­ται πια, αλλά να δέχε­ται μόνο τη δική μας. Άκου­σε πώς τα προ­εί­παν και αυτά: «Θυσί­αν κα προ­σφορν οκ θέλη­σας, σμα δ κατηρ­τί­σω μοι· λοκαυ­τώ­μα­τα κα περ μαρ­τί­ας οκ ζήτη­σας(: γεμά­τος ευγνω­μο­σύ­νη θέλη­σα να σου προ­σφέ­ρω θυσία, αλλά Εσύ ούτε αιμα­τη­ρή θυσία,ούτε αναί­μα­κτη προ­σφο­ρά καρ­πών ή άλλων δώρων θέλη­σες. Μου έδω­σες τέλειο σώμα, προι­κι­σμέ­νο με λογι­κή και αθά­να­τη ψυχή, για να σου προ­σφέ­ρω ευά­ρε­στη θυσία για να το καθα­γιά­ζω με την υπα­κοή προς Εσέ­να· αυτό ζήτη­σες και όχι θυσί­ες ζώων καιό­με­νες εξ ολο­κλή­ρου επά­νω στο θυσια­στή­ριο και θυσί­ες εξι­λα­στή­ριες προ­σφε­ρό­με­νες για την αμαρ­τία μας)» [Ψαλμ.39,7].

Αυτό ακρι­βώς δηλώ­νον­τας και αλλού έλε­γε: «Ες κον τίου πήκου­σέ μου· υο λλό­τριοι ψεύ­σαν­τό μοι(:ευθύς μόλις άκου­σε για Εμέ­να και η φήμη των κατορ­θω­μά­των μου έφτα­σε στα αυτιά του, έγι­νε υπή­κο­ός μου. Υιοί αλλο­γε­νείς και ξένοι από φόβο υπο­κρί­θη­καν σε Εμέ­να τον φίλο και από ανάγ­κη δήλω­σαν υπο­τα­γή σε Εμέ­να)» [Ψαλμ.17,45]· δηλα­δή πίστε­ψε χωρίς να δει τη θάλασ­σα να σχί­ζε­ται, ούτε τις πέτρες να ραγί­ζουν, αλλά ακού­γον­τας μόνο το κήρυγ­μα των Απο­στό­λων μου. Και εδώ πάλι: «μου έδω­σες σώμα τέλειο». Και αφού είπε αυτό, προ­σθέ­τει και πάλι και λέγει: «Τότε επον· δο κω, ν κεφα­λί­δι βιβλί­ου γέγρα­πται περ μο(: και όταν αντι­λή­φτη­κα σε τι αρέ­σκε­σαι και τι ζητάς από Εμέ­να, τότε είπα: Ιδού εγώ έρχο­μαι, για να τεθώ στις δια­τα­γές Σου. Στο εντυ­λισ­σό­με­νο σε ρόλο χει­ρό­γρα­φο της Γρα­φής έχει γρα­φτεί για εμέ­να, πώς θα ευα­ρε­στή­σω σε Σένα)» [Ψαλμ.39,10].

Δύο δηλα­δή πράγ­μα­τα δηλώ­νον­ται με αυτά· και ότι θα έλθει, και ότι θα έλθει τότε, όταν θα καταρ­γη­θούν οι θυσί­ες, πράγ­μα που έγι­νε με την υπο­τα­γή των Ιου­δαί­ων στους Ρωμαί­ους. Βρή­κα­με επί­σης και τον Βαρούχ να ομι­λεί για την εναν­θρώ­πη­σή Του, λέγον­τας τα εξής: «Μετ τοτο π τς γς φθη κα ν τος νθρποις συνα­νε­στρά­φη(:έπει­τα από αυτό φανε­ρώ­θη­κε στη γη και συνα­να­στρά­φη­κε μετα­ξύ των ανθρώ­πων)»[Βαρούχ, 3,38]. Αλλά και στον Μωυ­σή λέγει ο Θεός: «Προφτην ναστσω ατος κ τν δελφν ατν, σπερ σ, κα δσω τ ρματα ν τ στματι ατο, κα λαλσει ατος καθ’ τι ν ντεί­λω­μαι ατ· καὶ ὁ ἄνθρω­πος, ὃς ἐὰν μὴ ἀκού­σῃ ὅσα ἂν λαλή­σῃ ὁ προ­φή­της ἐκεῖ­νος ἐπὶ τῷ ὀνό­μα­τί μου, ἐγὼ ἐκδι­κή­σω ἐξ αὐτοῦ(:γι΄αυτό θα ανα­δεί­ξω σε αυτούς μέσα από τους αδελ­φούς τους έναν Προ­φή­τη, όπως είσαι εσύ, και θα δώσω τους λόγους μου στο στό­μα του και θα τους διδά­ξει ό,τι ακρι­βώς θα του παραγ­γεί­λω. Και αν βρε­θεί κάποιος άνθρω­πος που δεν θα υπα­κού­σει σε όσα θα πει ο Προ­φή­της εκεί­νος εξ ονό­μα­τός μου, θα είναι ο άνθρω­πος αυτός ένο­χος απέ­ναν­τί μου. Θα ανα­λά­βω Εγώ την τιμω­ρία του)»[Δευτ. 18,18].

Βλέ­πεις πως αυτό δεν συνέ­βη­κε για κανέ­να από τους προ­φή­τες, παρά μόνο για τον Χρι­στό; Καθό­σον πολ­λοί προ­φή­τες, εμφα­νί­στη­καν και όλους τους παρή­κου­σαν, αλλά δεν έπα­θαν τίπο­τε· όταν όμως οι Ιου­δαί­οι παρά­κου­σαν τον Χρι­στό, από τότε περιέρ­χον­ται παν­τού σαν αλή­τες και περι­πλα­νώ­με­νοι, σαν φυγά­δες και μετα­νά­στες. Για­τί πρό­σε­χε: στε­ρή­θη­καν την πατρί­δα τους καθώς και τα πατρι­κά τους ήθη και τους νόμους τους, και ζουν τώρα μέσα στην ατι­μία, στην ντρο­πή, τις κολά­σεις και τις τιμω­ρί­ες. Όσα μάλι­στα έχουν πάθει επί Βεσπα­σια­νού και Τίτου[: Τίτος: Ρωμαί­ος στρα­τη­γός, ο οποί­ος το 70 μ.Χ. κατέ­στρε­ψε εκ θεμε­λί­ων τα Ιερο­σό­λυ­μα. Βλ. Ιωσή­που «Ιου­δαϊ­κός πόλε­μος», βιβλίο 5ο και 6ο. Ο δε Βεσπα­σια­νός ήταν πατέ­ρας του Τίτου και αυτο­κρά­το­ρας της Ρώμης], δεν είναι δυνα­τό ούτε να τα πει κανείς· τόσο πολύ η τρα­γω­δία εκεί­νη ξεπέ­ρα­σε κάθε συμ­φο­ρά και έτσι εκπλη­ρω­νό­ταν ο προ­φη­τι­κός λόγος· «ο καθέ­νας που δεν θα ακού­σει τον προ­φή­τη εκεί­νον, θα εξο­λο­θρευ­τεί». Γι΄αυτό λοι­πόν ενη­με­ρώ­θη­καν όλα τα δικά τους, επει­δή παρά­κου­σαν τον προ­φή­τη εκεί­νον.

Το ότι θα τους ανα­στή­σει όλους, και αυτό το δήλω­σε ο Ησα­ΐ­ας, λέγον­τας: «ναστσον­ται ο νεκρο, κα γερθσον­ται ο ν τος μνη­μεοις, κα εφρανθσον­ται ο ν τ γ· γρ δρσος παρ σο αμα ατος στιν, δ γ τν σεβν πεσεται(:θα ανα­στη­θούν θριαμ­βευ­τι­κά οι εν Κυρίω νεκροί και θα εγερ­θούν όσοι βρί­σκον­ται μέσα στα μνή­μα­τα και θα ευφραν­θούν οι ευσε­βείς που βρί­σκον­ται στη γη· διό­τι η σαν ζωο­ποιός δρό­σος κατα­πεμ­πο­μέ­νη από Εσέ­να βοή­θεια και χάρη θα είναι σε αυτούς θερα­πεία· αντι­θέ­τως όμως η χώρα των ασε­βών θα πέσει και θα κατα­στρα­φεί)»[Ησ. .26,19]. Και όχι μόνο αυτά, αλλά ότι και μετά τη σταύ­ρω­ση, μετά τον θάνα­τό Του θα συμ­βούν πιο θαυ­μα­στά πράγ­μα­τα, ότι δηλα­δή μετά την ανά­στα­ση η διά­δο­ση του κηρύγ­μα­τος θα είναι πολύ μεγά­λη.

Επει­δή δηλα­δή δέθη­κε, προ­δό­θη­κε από τον μαθη­τή, φτύ­στη­κε, περι­παί­χτη­κε, μαστι­γώ­θη­κε, καρ­φώ­θη­κε στον σταυ­ρό, δεν αξιώ­θη­κε να τεθεί σε τάφο, όσο βέβαια εξαρ­τών­ταν από εκεί­νους, δια­μοί­ρα­σαν τα ενδύ­μα­τά Του οι στρα­τιώ­τες, τελεί­ω­σε τη ζωή του κατη­γο­ρού­με­νος σαν επα­να­στά­της, σαν βλά­σφη­μος και σαν τύραν­νος, για­τί λέγει «Πς βασι­λέα αυτν ποιν ντι­λέ­γει τ Καί­σα­ρι(:όποιος κάνει τον εαυ­τό του βασι­λιά αντι­τί­θε­ται και επα­να­στα­τεί εναν­τί­ον του Καί­σα­ρα)» [Ιω.19,12], και πάλι: «τί τι χρεί­αν χομεν μαρ­τύ­ρων; δε νν κού­σα­τε τν βλα­σφη­μί­αν ατο(:ο κατη­γο­ρού­με­νος βλα­σφή­μη­σε. Τι μας χρειά­ζον­ται πλέ­ον μάρ­τυ­ρες; Να, μόλις τώρα ακού­σα­τε τη βλα­σφη­μία του)»[Ματθ.26,65]. Επει­δή λοι­πόν επρό­κει­το να συμ­βούν όλα αυτά, θέλον­τας να διε­γεί­ρει τον ακρο­α­τή και να τον προ­ε­τοι­μά­σει να έχει θάρ­ρος, «Μη φοβη­θείς», λέγει, «εξαι­τί­ας αυτών· για­τί τέτοια θα είναι όλα εκεί­να που θα έχουν σχέ­ση με εκεί­νον που σταυ­ρώ­θη­κε, που μαστι­γώ­θη­κε, που κακο­λο­γή­θη­κε από τους ληστές που φονεύ­τη­κε με την κατη­γο­ρία της βλα­σφη­μί­ας και που θα συμ­βούν μετά τον θάνα­το και την ανά­στα­σή Του, ώστε κανείς να μην μπο­ρεί να πει ότι δεν είναι αυτά γεμά­τα από πολ­λή τιμή». Αυτό λοι­πόν και έγι­νε.

Και ακρι­βώς αυτό προ­λέ­γον­τας ο προ­φή­της από πολύ πριν, έλε­γε: «Κα σται ν τ μρ κεν ρζα το εσσα κα νιστμενοι ρχειν θνν, π’ ατ θνη λπιοσι, κα σται νπαυ­σις ατο τιμ(: και θα είναι κατά την ημέ­ρα εκεί­νη ο νεα­ρός βλα­στός από τη ρίζα του Ιεσ­σαί, δηλα­δή ο από­γο­νός του ο Μεσ­σάις, και Αυτός θα ανυ­ψω­θεί για να άρχει των εθνών και σε Αυτόν θα ελπί­ζουν τα έθνη· ο θρό­νος Του και η δια­μο­νή Του θα είναι ένδο­ξη και τιμη­μέ­νη)»[Ησ. 11,10]. Σαν να έλε­γε: «Ο τρό­πος αυτός του θανά­του είναι τιμιό­τε­ρος και από το βασι­λι­κό στέμ­μα». Πραγ­μα­τι­κά οι βασι­λείς, βγά­ζον­τας τα στέμ­μα­τά τους, τοπο­θε­τούν στη θέση τους τον σταυ­ρό, το σύμ­βο­λο του θανά­του του Χρι­στού. Ο σταυ­ρός τοπο­θε­τεί­ται στις πορ­φύ­ρες των βασι­λέ­ων, ο σταυ­ρός στα στέμ­μα­τα, ο σταυ­ρός συνο­δεύ­ει τις προ­σευ­χές, ο σταυ­ρός τοπο­θε­τεί­ται στα όπλα, ο σταυ­ρός στην αγία Τρά­πε­ζα, και σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη ο σταυ­ρός λάμ­πει πιο πολύ και από τον ήλιο. «Κα σται νπαυ­σις ατο τιμ(:και θα είναι ο θρό­νος της ανα­παύ­σε­ώς Του γεμά­τος από τιμή)»[βλ. παρα­πά­νω: Ησ. 11,10].

Όμως τα ανθρώ­πι­να πράγ­μα­τα δεν είναι τέτοια, αλλά συνή­θως συμ­βαί­νουν αντί­θε­τα. Όσο δηλα­δή ζουν εκεί­νοι που ευδο­κι­μούν, ανθούν και τα πράγ­μα­τα αυτών· όταν όμως πεθά­νουν, μαζί τους κατα­λύ­ον­ται και εκεί­να. Και αυτό μπο­ρεί να το δει κανείς όχι μόνο στην περί­πτω­ση του πλου­σί­ου, ούτε μόνο του άρχον­τα, αλλά και αυτού του ίδιου του βασι­λέ­ως. Καθό­σον και οι νόμοι τους καταρ­γούν­ται, και οι εικό­νες αμαυ­ρώ­νον­ται, και η ανά­μνη­σή τους σβή­νει, και το όνο­μά τους λησμο­νεί­ται, και οι δικοί τους άνθρω­ποι περι­φρο­νούν­ται, και όλα αυτά σε εκεί­νους που κινη­το­ποιού­σαν στρα­τεύ­μα­τα, που με ένα νεύ­μα τους μετέ­βαλ­λαν κατα­στά­σεις δήμων και πόλε­ων και πραγ­μά­των, που ήταν στην εξου­σία τους να φονεύ­ουν και να ανα­κα­λούν από την εξο­ρία κατα­δί­κους. Αλλά όμως όλα κατα­λύ­ον­ται, κι αν ακό­μη προ­η­γου­μέ­νως ευδο­κι­μού­σαν.

Στην περί­πτω­ση όμως του Χρι­στού συνέ­βη εντε­λώς το αντί­θε­το. Πριν δηλα­δή από τον σταυ­ρό, όλα όσα είχαν σχέ­ση με αυτόν ήταν απο­γο­η­τευ­τι­κά. Ο Ιού­δας Τον πρό­δω­σε, ο Πέτρος Τον αρνή­θη­κε, οι άλλοι μαθη­τές Του έφυ­γαν, Αυτός απέ­μει­νε μόνος ανά­με­σα στους εχθρούς και πολ­λοί που είχαν πιστέ­ψει, απο­τρα­βή­χτη­καν. Μετά τη σφα­γή όμως και τον θάνα­τό του, για να μάθεις ότι εκεί­νος που σταυ­ρώ­θη­κε δεν ήταν ένας απλός άνθρω­πος, κατέ­στη­σαν λαμ­πρό­τε­ρα και φαι­δρό­τε­ρα και υψη­λό­τε­ρα τα πράγ­μα­τα τα σχε­τι­κά με αυτόν. Ο κορυ­φαί­ος των Απο­στό­λων που δεν άντε­ξε πριν από τον σταυ­ρό ούτε την απει­λή της θυρω­ρού, αλλά ισχυ­ρί­στη­κε ύστε­ρα από τόσο μαστί­γω­μα, ότι δεν Τον γνώ­ρι­ζε, μετά τον σταυ­ρό περι­ήλ­θε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη. Από εκεί και πέρα ακο­λού­θη­σαν άπει­ρα πλή­θη μαρ­τύ­ρων, προ­τι­μών­τας να πεθά­νουν μάλ­λον, παρά να πουν εκεί­νο που είπε ο κορυ­φαί­ος των Απο­στό­λων, φοβού­με­νος την απει­λή μιας θυρω­ρού. Έτσι λοι­πόν από την επο­χή του Πέτρου όλες οι πόλεις και η έρη­μος και η κατοι­κού­με­νη και η ακα­τοί­κη­τη γη ανα­κη­ρύτ­του­με τον Εσταυ­ρω­μέ­νο. Ακό­μη και βασι­λείς και στρα­τη­γοί και άρχον­τες και ύπα­τοι και δού­λοι και ελεύ­θε­ροι και ιδιώ­τες και σοφοί και άσο­φοι και βάρ­βα­ροι και όλες οι φυλές των ανθρώ­πων και γενι­κά σε όλη τη γη που βλέ­πει ο ήλιος, τόσο πολύ δια­δό­θη­κε το όνο­μα και η προ­σκύ­νη­ση του Χρι­στού, για να μάθεις τι σημαί­νει: «θα είναι η ανά­παυ­σή του γεμά­τη από τιμή».

Ο τόπος πάλι που δέχτη­κε το Σώμα εκεί­νο το σφα­για­σμέ­νο, ενώ ήταν μικρός και πάρα πολύ άση­μος, τώρα είναι σεμνό­τε­ρος από πολ­λές βασι­λι­κές αυλές και τιμιό­τε­ρος και από αυτούς ακό­μη τους βασι­λείς. «Και θα είναι ο θρό­νος και η δια­μο­νή Του γεμά­τη από τιμή». Και το παρά­δο­ξο αυτό δεν συνέ­βη μόνο στον Ίδιο, αλλά το ίδιο ακρι­βώς συνέ­βη και στους μαθη­τές Του. Εκεί­νοι δηλα­δή που κατα­διώ­κον­ταν και οδη­γούν­ταν στα δικα­στή­ρια, που περι­φρο­νούν­ταν και φυλα­κί­ζον­ταν, εκεί­νοι που έπα­σχαν τα μύρια δει­νά, μετά τον θάνα­τό τους είναι πιο τίμιοι και από τους ίδιους τους βασι­λείς. Και πώς είναι; Πρό­σε­χε αυτά που θα πω.

Στη Ρώμη, τη βασί­λισ­σα των πόλε­ων, εγκα­τα­λεί­πον­τας οι πιστοί τα πάν­τα, τρέ­χουν στους τάφους του ψαρά και του σκη­νο­ποιού και βασι­λείς ακό­μη και ύπα­τοι και στρα­τη­γοί. Στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη πάλι οι βασι­λείς ζήτη­σαν να ταφούν όχι κον­τά στους τάφους των Απο­στό­λων, αλλά έξω από τους ναούς και δίπλα στα πρό­θυ­ρα αυτών και έγι­ναν έτσι οι βασι­λείς θυρω­ροί των αλιέ­ων[Η επι­θυ­μία αυτή των βασι­λέ­ων ήταν τιμη­τι­κή για τους Απο­στό­λους, επά­νω στους τάφους των οποί­ων, κατά τους πρω­το­χρι­στια­νι­κούς χρό­νους, κτί­ζον­ταν προς τιμήν τους περι­καλ­λείς ναοί] και για την ταφή τους αυτή όχι μόνο δεν ντρέ­πον­ται, αλλά και το έχουν σαν καύ­χη­μά τους, όχι μόνο αυτοί, αλλά και οι από­γο­νοί τους. «Και θα είναι», λέγει, «η ανά­παυ­ση αυτού γεμά­τη από τιμή».

Τότε θα αντι­λη­φτείς το μέγε­θος της τιμής, όταν μάθεις το σύμ­βο­λο αυτού του θανά­του, του θανά­του του κατα­ρα­μέ­νου, του θανά­του του πιο αισχρού από όλους. Για­τί αυτό μόνο το είδος του θανά­του θεω­ρούν­ταν καταραμένο.Εννοώ το εξής με αυτό που λέγω. Από εκεί­νους που αμάρ­τα­ναν την παλαιά επο­χή άλλοι καί­γον­ταν, άλλοι λιθο­βο­λούν­ταν και άλλοι τερ­μά­τι­ζαν τη ζωή τους με άλλον τρό­πο. Όποιος όμως καρ­φω­νό­ταν στο ξύλο και κρε­μιό­ταν πάνω σε αυτό, δεν υπέ­με­νε αυτό μόνο το κακό, το ότι τιμω­ρούν­ταν με μια τέτοια κατα­δί­κη, αλλά και θεω­ρούν­ταν αυτός κατα­ρα­μέ­νος. Για­τί λέγει: «Κεκα­τη­ραμνος π Θεο πς κρεμμεμε­νος π ξλου(:είναι κατα­ρα­μέ­νος από τον Θεό καθέ­νας που κρέ­με­ται στο ξύλο)»[Δευτ.21,23]. Αλλά όμως το κατα­ρα­μέ­νο αυτό, που ευχό­ταν κανείς να μην του συμ­βεί το σύμ­βο­λο της χει­ρό­τε­ρης τιμω­ρί­ας, τώρα έγι­νε ποθη­τό και αξια­γά­πη­το. Για­τί δεν στο­λί­ζει το κεφά­λι τόσο πολύ το βασι­λι­κό στε­φά­νι, όσο ο σταυ­ρός, που είναι από κάθε κόσμη­μα τιμιό­τε­ρος. Και εκεί­νο που προ­η­γου­μέ­νως το απέ­φευ­γαν όλοι με φρί­κη, τόσο περι­ζή­τη­το είναι σήμε­ρα από όλους το σχή­μα αυτού, ώστε να βρί­σκε­ται αυτό παν­τού, στους άρχον­τες, στους υπη­κό­ους, στις γυναί­κες, στους άντρες, στις παρ­θέ­νες, στις έγγα­μες γυναί­κες, στους δού­λους, στους ελεύ­θε­ρους. Καθό­σον όλοι συνε­χώς το σχή­μα αυτού κάνουν στο επι­ση­μό­τε­ρο μέρος του σώμα­τος και το μετα­φέ­ρουν μαζί τους καθη­με­ρι­νά τυπω­μέ­νο σαν σε στή­λη, πάνω στο μέτω­πό τους.

Ο σταυ­ρός υπάρ­χει στην ιερή Τρά­πε­ζα, αυτός στις χει­ρο­το­νί­ες των ιερέ­ων, αυτός πάλι δια­λάμ­πει στη Θεία Ευχα­ρι­στία μαζί με το σώμα του Χρι­στού. Θα μπο­ρού­σε κανείς να τον δει να υπάρ­χει παν­τού, στα σπί­τια, στις αγο­ρές, στις ερη­μιές, στους δρό­μους, στα βου­νά, στις κοι­λά­δες, στους λόφους, στις θάλασ­σες και στα πλοία και στα νησιά, στα κρε­βά­τια και στα ενδύ­μα­τα, στα όπλα, στους γάμους, στα συμ­πό­σια, στα αργυ­ρά και χρυ­σά σκεύη, στα μαρ­γα­ρι­τά­ρια, στις τοι­χο­γρα­φί­ες, στα σώμα­τα των πολύ αρρώ­στων ζώων, στα σώμα­τα εκεί­νων που ενο­χλούν­ται από δαί­μο­νες, στους πολέ­μους, στην ειρή­νη, στη διάρ­κεια της ημέ­ρας και της νύχτας, στις ομά­δες εκεί­νων που δια­σκε­δά­ζουν και στους συλ­λό­γους των αθλου­μέ­νων. Τόσο περι­πό­θη­το σε όλους έγι­νε το θαυ­μα­στό αυτό δώρο, η ανέκ­φρα­στη αυτή χάρη. Κανείς δεν ντρέ­πε­ται, δεν νιώ­θει άσχη­μα, σκε­πτό­με­νος ότι ο σταυ­ρός είναι σύμ­βο­λο του πιο κατα­ρα­μέ­νου θανά­του, αλλά όλοι με αυτόν στο­λι­ζό­μα­στε πολύ περισ­σό­τε­ρο, παρά με τα στε­φά­νια και τα στέμ­μα­τα και τις άπει­ρες σει­ρές των μαρ­γα­ρι­τα­ριών. Έτσι όχι μόνο δεν είναι απο­φευ­κτός, αλλά είναι και ποθη­τός και αγα­πη­τός και περι­ζή­τη­τος από όλους, δια­λάμ­πει παν­τού και βρί­σκε­ται στους τοί­χους των οικιών, στην ορο­φή, στα βιβλία, στις πόλεις, στα χωριά, στα ακα­τοί­κη­τα και στα κατοι­κη­μέ­να μέρη. Ευχα­ρί­στως λοι­πόν θα ρωτού­σα τον ειδω­λο­λά­τρη: «Από πού ο σταυ­ρός, το σύμ­βο­λο αυτό της κατα­δί­κης και του κατα­ρα­μέ­νου θανά­του, έγι­νε σε όλους ποθη­τός και περι­ζή­τη­τος, αν δεν ήταν μεγά­λη η δύνα­μη Εκεί­νου που σταυ­ρώ­θη­κε;».

Για­τί, αν δεν ήταν τίπο­τε και αυτό νομί­ζεις εσύ και φέρε­σαι αδιάν­τρο­πα ακό­μη και κλεί­νεις τα μάτια μπρο­στά στην αλή­θεια και παρα­μέ­νεις τυφλός μπρο­στά στο φως, εμπρός να σου απο­δεί­ξω και κατ’ άλλον τρό­πο πόσο σπου­δαίο είναι αυτό. Ποια λοι­πόν είναι η από­δει­ξη; Υπάρ­χουν πολ­λά είδη βασα­νι­στη­ρί­ων στη διά­θε­ση των δικα­στών, όπως το ξύλο, τα μαστί­για, οι όνυ­χες, οι μολυ­βδί­δες, με τα οποία ξύνουν τα σώμα­τα και ξεσχί­ζουν τα μέλη και τα εξαρ­θρώ­νουν. Ποιος λοι­πόν θα ήθε­λε τα όργα­να αυτά να τα βάλει στο σπί­τι του; Και ποιος θα κατα­δε­χό­ταν να αγγί­ξει με το χέρι τα όργα­να αυτά των δημί­ων ή να τα δει να βρί­σκον­ται δίπλα του; Δεν τα συχαί­νον­ται οι περισ­σό­τε­ροι και μερι­κοί μάλι­στα τα θεω­ρούν και σαν μαν­τι­κά όργα­να και δεν ανέ­χον­ται ούτε να τα αγγί­ξουν, ούτε και να τα δουν; Δεν φεύ­γουν μακριά από αυτά; Δεν απο­στρέ­φουν το βλέμ­μα τους; Κάτι τέτοιο λοι­πόν ήταν παλαιά και ο σταυ­ρός, ή καλύ­τε­ρα πολύ πιο φοβε­ρός από αυτά. Για­τί, όπως είπα προ­η­γου­μέ­νως, αυτός ήταν σύμ­βο­λο όχι απλώς θανά­του, αλλά του κατα­ρα­μέ­νου θανά­του.

Πες μου λοι­πόν, από πού έγι­νε τώρα τόσο περι­πό­θη­τος από όλους, τόσο αγα­πη­τός σε όλους και προ­τι­μό­τε­ρος από όλα; Εκεί­νο ακρι­βώς το ξύλο, πάνω στο οποίο τεν­τώ­θη­κε το άγιο σώμα και καρ­φώ­θη­κε, πώς είναι από όλους περι­πό­θη­το; Και πολ­λοί άνθρω­ποι, παίρ­νον­τας ένα μικρό τεμά­χιο από εκεί­νον και επι­χρυ­σώ­νον­τάς το, το κρε­μούν και άντρες και γυναί­κες από τον λαι­μό τους και το θεω­ρούν στο­λί­δι τους, αν και το ξύλο αυτό ήταν σύμ­βο­λο καταδίκης;Αλλά Αυτός που δημιουρ­γεί τα πάν­τα και μετα­βάλ­λει αυτά, Αυτός που απάλ­λα­ξε την οικου­μέ­νη από μία τόση κακία και κατέ­στη­σε τη γη ουρα­νό, Αυτός και το πράγ­μα αυτό, που ήταν επο­νεί­δι­στο και το πιο αισχρό όργα­νο όλων των θανά­των, το ύψω­σε πιο πάνω από τους ουρα­νούς. Όλα αυτά λοι­πόν προ­βλέ­πον­τας ο προ­φή­της έλε­γε: «Και θα είναι η ανά­παυ­ση αυτού γεμά­τη με τιμή».

Αυτό δηλα­δή το σύμ­βο­λο του θανάτου(γιατί δεν θα πάψω να το λέγω συνε­χώς αυτό) έγι­νε για πολ­λούς μέσο ευλο­γί­ας και τεί­χος παν­τός είδους ασφά­λειας, θανα­τη­φό­ρα πλη­γή του δια­βό­λου, χαλι­νά­ρι των δαι­μό­νων, φίμω­τρο της δυνά­με­ως των εχθρών του Χρι­στού. Αυτό κατάρ­γη­σε τον θάνα­το, αυτό συνέ­τρι­ψε τις χάλ­κι­νες πύλες του άδη και συνέ­θλι­ψε τους σιδε­ρέ­νιους μοχλούς, αυτό κατέ­στρε­ψε την ακρό­πο­λη του δια­βό­λου, αυτό απέ­κο­ψε της αμαρ­τί­ας τα νεύ­ρα, αυτό λύτρω­σε όλη την οικου­μέ­νη που ήταν κατα­δι­κα­σμέ­νη και τερ­μά­τι­σε τη θεία τιμω­ρία που κατα­φε­ρό­ταν εναν­τί­ον της φύσε­ώς μας. Αλλά τι λέγω; Εκεί­να που δεν μπό­ρε­σαν να κατορ­θώ­σουν η σχι­ζό­με­νη θάλασ­σα και οι ραγι­ζό­με­νες πέτρες, η μετα­βο­λή του ανέ­μου και το μάν­να, που επί σαράν­τα χρό­νια χορη­γούν­ταν σε τόσες χιλιά­δες Ιου­δαί­ων, και ο νόμος και τα τόσα άλλα θαύ­μα­τα που έγι­ναν και στην έρη­μο και στην Παλαι­στί­νη, αυτά τα κατόρ­θω­σε ο σταυ­ρός, όχι σε ένα έθνος, αλλά σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο, ο σταυ­ρός, το κατα­ρα­μέ­νο αυτό σύμ­βο­λο, που όλοι το απέ­φευ­γαν και εύχον­ταν να μην τους συμ­βεί και το πιο επο­νεί­δι­στο, αυτός κατόρ­θω­σε, μετά τον θάνα­το Εκεί­νου που σταυ­ρώ­θη­κε επά­νω σε αυτόν, να τα κάμει όλα με ευκο­λία.

Και όχι μόνο αυτά, αλλά και τα όσα επα­κο­λού­θη­σαν δεί­χνουν τη δύνα­μή Του. Για­τί ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη, που ήταν άγο­νη σε έργα αρε­τής και δεν βρι­σκό­ταν σε καθό­λου καλύ­τε­ρη κατά­στα­ση από την έρη­μη γη και δεν περί­με­νε να παρά­γει κάτι το καλό, την κατέ­στη­σε μέσα σε μία στιγ­μή παρά­δει­σο και μητέ­ρα πολύ­τε­κνη. Και αυτό το είπε ο προ­φή­της από πριν λέγον­τας τα εξής: «Εφρνθη­τι, στερα ο τκτου­σα, ρξον κα βησον, οκ δδου­σα, τι πολλ τ τκνα τς ρμου μλλον τς χού­σης τν νδρα· επε γρ Κύριος(:να αισθαν­θείς ευφρο­σύ­νη, η εξ εθνών Εκκλη­σία, η μέχρι σήμε­ρα στεί­ρα, η οποία δεν τεκνο­ποιού­σες. Κρά­ξε και βόη­σε φωνή ευφρό­συ­νων ωδί­νων εσύ, η οποία δεν δοκί­μα­σες τους πόνους του τοκε­τού, διό­τι περισ­σό­τε­ρα είναι τα τέκνα της ερή­μου ανδρός και χήρας, όπως ήσουν μέχρι τώρα εσύ, παρά της ιου­δαϊ­κής Συνα­γω­γής, η οποία είχε πνευ­μα­τι­κό Νυμ­φίο τον Θεό)» [Ησ. 54,1].

Και αφού την έκα­με τέτοια, της έδω­σε νόμο, που ήταν πολύ καλύ­τε­ρος από τον προ­η­γού­με­νο, πράγ­μα που και αυτό δεν το απο­σιώ­πη­σαν οι προ­φή­τες. Και πρό­σε­χε τι προ­φή­τε­ψαν και είπαν: «Ο κατ τν δια­θή­κην, ν διε­θέ­μην τος πατρά­σιν ατν ν μέρ πιλα­βο­μέ­νου μου τς χειρς ατν ξαγα­γεν ατος κ γς Αγύπτου, τι ατο οκ νέμει­ναν ν τ δια­θήκ μου, κα γ μέλη­σα ατν, φησ Κύριος. τι ατη δια­θή­κη μου, ν δια­θή­σο­μαι τ οκ σραλ μετ τς μέρας κεί­νας, φησ Κύριος· διδος δώσω νόμους ες τν διά­νοιαν ατν κα π καρ­δί­ας ατν γρά­ψω ατούς· κα σομαι ατος ες Θεόν, κα ατο σον­ταί μοι ες λαόν(:”η νέα αυτή δια­θή­κη δεν θα είναι όμοια με εκεί­νη που έκα­να με τους προ­πά­το­ρες του παλαιού Ισρα­ήλ και του Ιού­δα την ημέ­ρα κατά την οποία τους έπια­σα από το χέρι,για να τους βγά­λω ελεύ­θε­ρους από τη χώρα της Αιγύ­πτου. Η δια­θή­κη εκεί­νη θα καταρ­γη­θεί, διό­τι αυτοί δεν έμει­ναν πιστοί στη δια­θή­κη μου, γι΄αυτό και Εγώ τους παρα­μέ­λη­σα”, λέγει ο Κύριος· “διό­τι αυτή είναι η νέα δια­θή­κη, την οποία εγώ θα συνά­ψω με τον οίκο του νέου πνευ­μα­τι­κού Ισρα­ήλ ύστε­ρα από τις ημέ­ρες εκεί­νες”, λέει ο Κύριος. “Δηλα­δή, θα δώσω οπωσ­δή­πο­τε τους νόμους μου κατα­νο­η­τούς και ικα­νο­ποι­η­τι­κούς στη διά­νοιά τους και θα εγγρά­ψω αυτούς όχι σε πλά­κες λίθι­νες, αλλά βαθιά στις καρ­διές τους και θα είμαι σε αυτούς Θεός, και αυτοί θα είναι σε Εμέ­να λαός εκλε­κτός”)» [Ιερ. 38,32–33].

Έπει­τα, προ­λέ­γον­τας και την αιφ­νί­δια και μαζι­κή μετα­βο­λή, καθώς και την εύκο­λη διά­δο­ση του κηρύγ­μα­τος, έλε­γε: «Κα ο μ διδξωσιν καστος τν πολτην ατο κα καστος τν δελφν ατο λγων· γνθι τν Κριον· τι πντες εδήσουσ με π μικρο ατν ως μεγλου ατν, τι λεως σομαι τας δικαις ατν κα τν μαρ­τιν ατν ο μ μνη­σθ τι(:και δεν θα διδά­ξουν τότε ο καθέ­νας τους τον συμ­πα­τριώ­τη του και τον αδελ­φό του, λέγον­τας: «Μάθε, γνώ­ρι­σε τον Κύριο»· διό­τι όλοι θα με γνω­ρί­ζουν, από τον πιο μικρό τους έως τον πιο μεγά­λο από αυτούς. Θα με γνω­ρί­ζουν όλοι, διό­τι θα είμαι γεμά­τος έλε­ος και ευσπλα­χνία στις αδι­κί­ες τους και δεν θα θυμη­θώ πλέ­ον τις αμαρ­τί­ες τους)»[Ιερ.38,34], To ότι επρό­κει­το ερχό­με­νος να συγ­χω­ρή­σει τις αμαρ­τί­ες όλων και αυτό το προ­εί­πε ο προ­φή­της πάλι λέγον­τας τα εξής: «Αυτή είναι η δια­θή­κη μου με αυτούς, όταν θα συγ­χω­ρή­σω τις ανο­μί­ες τους και δεν θα θυμη­θώ πια τις αμαρ­τί­ες τους» [βλ. παρα­πά­νω, Ιερ.38,33]. Τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει σαφέ­στε­ρο από αυτό; Για­τί με τις προ­φη­τεί­ες αυτές φανέ­ρω­σε την κλή­ση των εθνών, την υπε­ρο­χή του νέου νόμου έναν­τι του παλαιού, την ευκο­λία της απο­δο­χής του κηρύγ­μα­τος, τη χάρη εκεί­νων που πίστε­ψαν και τη δωρεά που δόθη­κε με το βάπτι­σμα.

Το ότι Αυτός τα έκα­με όλα αυτά και ότι Αυτός ο Ίδιος θα έλθει αργό­τε­ρα ως κρι­τής, πρό­σε­χε πως και αυτό το προ­λέ­γουν· για­τί ούτε και αυτό το παρέ­βλε­ψαν, παρου­σιά­ζον­τας άλλοι τη μορ­φή με την οποία πρό­κει­ται να έλθει, και άλλοι προ­φη­τεύ­ον­τας την έλευ­σή Του με λόγια μόνο. Ο Δανι­ήλ δηλα­δή, ζών­τας ανά­με­σα στους βαρ­βά­ρους Βαβυ­λω­νί­ους, Τον βλέ­πει να έρχε­ται επί των νεφε­λών· άκουε τα ίδια τα λόγια του προ­φή­τη: «θερουν (:έβλε­πα)», λέγει, «ν ρματι τς νυκτς κα δο μετ τν νεφελν το ορανο ς υἱὸς νθρπου ρχμενος ν κα ως το παλαιο τν μερν φθα­σε κα νπιον ατο προ­σηνχθη Κα ατ δθη ρχ κα τιμ κα βασι­λεα, κα πντες ο λαο, φυλα, γλσσαι ατ δου­λεσου­σιν· ξουσα ατο ξουσα αἰώνιος, τις ο παρε­λεσεται, κα βασι­λεα ατο ο δια­φθαρσεται(:συνε­παρ­μέ­νος από την θεω­ρία του νυκτε­ρι­νού ορά­μα­τος έβλε­πα και ιδού! Ένα πρό­σω­πο, το οποίο έμοια­ζε με υιό ανθρώ­που, ερχό­ταν επά­νω στις νεφέ­λες του ουρα­νού, και έφτα­σε ενώ­πιον του Παλαιού των ημε­ρών και οδη­γή­θη­κε ενώ­πιόν Του από τους αγγέ­λους. Και στο πρό­σω­πο αυτό δόθη­κε η εξου­σία, η τιμή και η βασι­λεία, όλοι δε οι άνθρω­ποι, λαοί, φυλές και γλώσ­σες θα υπη­ρε­τή­σουν Αυτόν. Η εξου­σία Του θα είναι εξου­σία αιώ­νια, η οποία δεν θα περά­σει, ενώ η βασι­λεία Του δεν θα φθα­ρεί και δεν θα σβή­σει· ποτέ δεν θα έχει τέλος)»[Δαν.7,13–14].

Παρι­στά­νον­τας και το δικα­στή­ριό Του λέγει: «θερουν ως του ο θρνοι τθησαν, κα παλαις μερν κθητο, κα τ νδυ­μα ατο λευκν σε χιν, κα θρξ τς κεφαλς ατο σε ριον καθαρν, θρνος ατο φλξ πυρς, ο τρο­χο ατο πρ φλγον· ποταμς πυρς ελκεν μπρο­σθεν ατο· χλιαι χιλιδες λει­τοργουν ατ, κα μριαι μυριδες παρειστκει­σαν ατ· κριτριον κθισε, κα ββλοι νεχθη­σαν(:παρα­τη­ρού­σα όλα αυτά με προ­σο­χή, μέχρις ότου στή­θη­καν δικα­στι­κοί θρό­νοι και ο Παλαιός των ημε­ρών, ο προ­αιώ­νιος και άναρ­χος Θεός Πατέ­ρας, κάθι­σε στον θρό­νο Του. Το ένδυ­μά Του ήταν κατά­λευ­κο σαν το χιό­νι και οι τρί­χες της κεφα­λής Του ήσαν σαν καθα­ρό άσπρο μαλ­λί· ο θρό­νος Του ήταν από φλό­γες φωτιάς και οι τρο­χοί του θρό­νου ήσαν αναμ­μέ­νη φωτιά, που έβγα­ζε φλό­γες. Πύρι­νος ποτα­μός έτρε­χε ενώ­πιόν Του. Χιλιά­δες χιλιά­δων αγγέ­λων Τον υπη­ρε­τού­σαν και μυριά­δες μυριά­δων αγγέ­λων στέ­κον­ταν πλη­σί­ον Του. Κρι­τή­ριο στή­θη­κε και βιβλία που κατέ­γρα­φαν τις πρά­ξεις των κρι­νό­με­νων, ανοί­χτη­καν)»[Δαν.7,9–10].

Και όχι μόνο αυτό, αλλά δεί­χνει και την τιμή που πρό­κει­ται να έχουν οι δίκαιοι, λέγον­τας: «ως ο λθεν παλαις μερν κα τ κρμα δωκεν γοις ψστου, κα καιρς φθα­σε κα τν βασι­λεαν κατσχον ο γιοι(: μέχρις ότου ήλθε ο Παλαιός των ημε­ρών, ο Οποί­ος απέ­δω­σε το δίκαιο και έδω­σε τη νίκη στους αγί­ους του Υψί­στου Θεού[στους πιστούς]. Και έτσι έφτα­σε ο και­ρός κατά τον οποίο οι αγια­σμέ­νοι από τη Θεία Χάρη, οι πιστοί κατέ­λα­βαν τη Βασι­λεία)»[Δαν.7,22]. Ο Μαλα­χί­ας πάλι προ­φη­τεύ­ει ότι το δικα­στή­ριο εκεί­νο θα γίνει υπό μορ­φή πυρός, λέγον­τας: «Διτι ατς εσπο­ρεεται ς πρ χωνευ­τηρου κα ς ποι πλυνντων(: διό­τι Αυτός εισέρ­χε­ται στον κόσμο των ανθρώ­πων σαν φωτιά καμι­νιού, που λιώ­νει και χωνεύ­ει καθε­τί, και σαν καθαρ­τι­κό χορ­τά­ρι και στα­χτό­νε­ρο, που χρη­σι­μο­ποιούν αυτοί που πλέ­νουν τα ρού­χα)» [Μαλάχ.3,2]. Είδες ακρί­βεια προ­φη­τών, πώς διε­κή­ρυ­ξαν από πριν όλα εκεί­να που επρό­κει­το να συμ­βούν; Πώς λοι­πόν τολ­μάς ακό­μη να απι­στείς, έχον­τας τόσες μεγά­λες απο­δεί­ξεις της δυνά­με­ως Αυτού, προ­φη­τεί­ες που λέχτη­καν πριν από τόσα χρό­νια, και βλέ­πον­τας τα γεγο­νό­τα να συμ­φω­νούν με αυτές, χωρίς καθό­λου να αστο­χούν;

Και ότι οι προ­φη­τεί­ες αυτές δεν απο­τε­λούν κατα­σκευά­σμα­τα δικά μας το μαρ­τυ­ρούν εκεί­νοι, που και πρώ­τοι δέχτη­καν τα βιβλία των προ­φη­τών και τα έχουν μέχρι σήμε­ρα, που αν και είναι εχθροί μας και από­γο­νοι εκεί­νων που Τον σταύ­ρω­σαν, τα έχουν και σήμε­ρα και τα δια­τη­ρούν. «Και πώς δεν πιστεύ­ουν», λέγει κάποιος ίσως, «αφού έχουν τα βιβλία; Όπως και τότε απι­στού­σαν, αν και Τον έβλε­παν να θαυ­μα­τουρ­γεί. Αλλά αυτό δεν απο­τε­λεί κατη­γο­ρία εκεί­νου που δεν γίνε­ται πιστευ­τό, αλλά εκεί­νων που παρα­μέ­νουν τυφλοί μέσα στο κατα­με­σή­με­ρο· για­τί και τον κόσμο αυτόν τον έθε­σε μπρο­στά μας σαν όργα­νο αρμο­νι­κό­τα­το· που αφή­νει από παν­τού φωνές και δια­κη­ρύσ­σει τον δημιουρ­γό· κι όμως υπάρ­χουν μερι­κοί, από τους οποί­ους άλλοι λένε ότι όλα έγι­ναν αυτό­μα­τα, άλλοι ότι είναι αγέν­νη­τα τα όσα βλέ­που­με, άλλοι απο­δί­δουν τη δημιουρ­γία και την πρό­νοιά τους στους δαί­μο­νες και άλλοι στην τύχη και στην ειμαρ­μέ­νη και στις περι­φο­ρές των άστρων. Αυτό όμως δεν απο­τε­λεί κατη­γο­ρία του δημιουρ­γού, αλλά η κατη­γο­ρία βαρύ­νει αυτούς, που μετά από τόσα φάρ­μα­κα εξα­κο­λου­θούν να είναι βαρύ­τα­τα ασθε­νείς. Όπως δηλα­δή, όταν μια ψυχή είναι ευγνώ­μων, γνω­ρί­ζει το πρέ­πον χωρίς να έχει ανάγ­κη από πολ­λά βοη­θή­μα­τα, έτσι λοι­πόν και όταν είναι αγνώ­μων και αναί­σθη­τη, κι αν ακό­μη έχει απεί­ρους καθο­δη­γη­τές, κυριευ­μέ­νη από τα πάθη, παρα­μέ­νει τυφλή.

Πρό­σε­χε λοι­πόν ότι αυτό συμ­βαί­νει παν­τού, όχι μόνο στην περί­πτω­ση αυτή, αλλά και σε άλλες. Πόσοι δηλα­δή, ενώ δεν άκου­σαν νόμους, κάνουν μια ζωή από­λυ­τα σύμ­φω­νη με τους νόμους; Κι άλλοι, που ανα­τρά­φη­καν με τους νόμους από την παι­δι­κή τους ηλι­κία μέχρι τα βαθιά γερά­μα­τα, δεν έπα­ψαν να τους παρα­βαί­νουν. Τα ίδια συνέ­βαι­ναν και παλαιό­τε­ρα. Για­τί οι Ιου­δαί­οι, αν και από­λαυ­σαν άπει­ρα σημεία και θαύ­μα­τα, δεν έγι­ναν καλύ­τε­ροι· ενώ οι Νινευί­τες, ακού­ον­τας ένα μόνο κήρυγ­μα, μετέ­βα­λαν τρό­πο ζωής και απαλ­λά­χθη­καν από την κακία. Αυτό μπο­ρεί κανείς να το δει να συμ­βαί­νει και σε απλοϊ­κούς ανθρώ­πους και όχι μόνο σε δια­σή­μους. Πόση διδα­σκα­λία δεν από­λαυ­σε ο Ιού­δας, κι όμως έγι­νε προ­δό­της; Ποια παραί­νε­ση από­λαυ­σε ο ληστής; Κι όμως ομο­λό­γη­σε επά­νω στον σταυ­ρό τον Χρι­στό και δια­κή­ρυ­ξε τη βασι­λεία Εκεί­νου. Μη λοι­πόν κρί­νεις τα πράγ­μα­τα στη­ρι­ζό­με­νος στις διε­φθαρ­μέ­νες γνώ­μες των άλλων, αλλά με βάση την αλή­θεια των πραγ­μά­των να εκφέ­ρεις την πρέ­που­σα γνώ­μη για εκεί­νους που σκέ­φτη­καν ορθά.

Δεν πίστε­ψαν οι Ιου­δαί­οι, πίστε­ψαν όμως οι Εθνι­κοί. Και ούτε αυτό απο­σιω­πή­θη­κε, αλλά άλλο­τε ο Δαβίδ προ­φη­τεύ­ον­τας βρον­το­φω­νά­ζει: «Υο λλό­τριοι παλαιώ­θη­σαν κα χώλα­ναν π τν τρί­βων ατν(:Υιοί αλλο­ε­θνείς κατέ­στη­σαν άχρη­στοι ως πεπα­λαιω­μέ­να και μαρα­μέ­να φύλ­λα και δεν μπό­ρε­σαν να στα­θούν ακλό­νη­τοι στους πόδες τους, αλλά ως χωλοί σκόν­τα­πταν και τρί­κλι­ζαν στους δρό­μους τους)» [Ψαλμ.17,46] και άλλο­τε ο Ησα­ΐ­ας λέγει: «Κύριε, τς πστευ­σε τ κο μν; Κα βραχων Κυρου τνι πεκα­λύ­φθη;(:Κύριε, ποιος πίστε­ψε σε αυτά που εμείς ακού­σα­με από Εσέ­να και κηρύ­ξα­με στους ανθρώ­πους; Η δύνα­μη του Κυρί­ου σε ποιον φανε­ρώ­θη­κε και έγι­νε πιστευ­τή και παρα­δε­κτή;)»[Ησ. 53,1].

Και πάλι: «μφανς γενθην τος μ μ περωτσιν, ερθην τος μ μ ζητοσιν.Επα· δο εμι τ θνει, ο οκ κλεσν μου τ νομα(: έγι­να φανε­ρός και απο­κά­λυ­ψα τον εαυ­τό μου σε εκεί­νους, οι οποί­οι δεν με ικέ­τευαν, επει­δή με αγνο­ού­σαν ολο­τε­λώς· βρέ­θη­κα από εκεί­νους, οι οποί­οι δεν ζητού­σαν να με βρουν. Είπα: Ιδού,είμαι παρών. Το είπα σε έθνος το οποίο δεν επι­κα­λέ­στη­κε το Όνο­μά μου)» [Ησ. 65,1]. Αλλά και κατά την παρου­σία Του στη γη πίστε­ψαν σε Αυτόν η Χανα­ναία [Ματθ. 15,21–28 και Μάρκ.7,24–30] και η Σαμαρείτιδα[Ιω.4,5 κ.ε.], ενώ οι ιερείς και οι άρχον­τες τον πολε­μού­σαν και τον επι­βου­λεύ­ον­ταν και εμπό­δι­ζαν και τους άλλους και απο­μά­κρυ­ναν από τη συνα­γω­γή εκεί­νους που πίστευαν σε Αυτόν. Ας μη σε ξενί­ζουν λοι­πόν καθό­λου αυτά. Η ζωή μας είναι γεμά­τη από πολ­λά τέτοια παρα­δείγ­μα­τα, που συνέ­βη­καν και κατά τις ημέ­ρες μας και παλαιό­τε­ρα. Άλλω­στε, αν όχι όλοι, οπωσ­δή­πο­τε όμως πολ­λοί και από τους Ιου­δαί­ους πίστε­ψαν και τότε και τώρα, αν όμως δεν πίστε­ψαν όλοι, δεν είναι ούτε πρω­τά­κου­στο, ούτε παρά­δο­ξο. Για­τί τέτοια είναι η αγνω­μο­σύ­νη, τέτοια η απε­ρί­σκε­πτη διά­νοια, τέτοια η ψυχή που κυριαρ­χεί­ται από πάθη.

Αλλά αφού ανα­φέ­ρα­με τις προ­φη­τεί­ες που πριν από τόσα χρό­νια έχουν λεχθεί και δια­κη­ρυ­χθεί από τους προ­φή­τες, εμπρός ας εξε­τά­σου­με και εκεί­νες που λέχτη­καν από τον Ίδιο για τα όσα πρό­κει­ται να συμ­βούν στο μέλ­λον, όταν περιερ­χό­ταν τη γη και συνα­να­στρε­φό­ταν τους ανθρώ­πους, ώστε να μάθεις και από αυτές τη δύνα­μή Του. Όταν λοι­πόν ήλθε τότε στη γη και πραγ­μα­το­ποιού­σε το έργο της σωτη­ρί­ας των ανθρώ­πων, τόσο εκεί­νων που ζού­σαν τότε, όσο και των μελ­λον­τι­κών γενε­ών, χρη­σι­μο­ποί­η­σε δια­φό­ρους τρό­πους προς επι­τυ­χία του σκο­πού του αυτού. Και πρό­σε­χε τι κάνει. Ενερ­γεί θαύ­μα­τα και προ­λέ­γει ορι­σμέ­να γεγο­νό­τα που θα συνέ­βαι­ναν μετά από πολ­λά χρό­νια. Και έτσι με εκεί­να που γίνον­ταν τότε, παρεί­χε στους ακρο­α­τές την εγγύ­η­ση για όλα εκεί­να που θα συνέ­βαι­ναν μελ­λον­τι­κά, ενώ στις μελ­λον­τι­κές γενε­ές απο­δει­κνύ­ει με το ότι πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν όλα εκεί­να που προ­εί­πε, ότι τα θαύ­μα­τα που έγι­ναν κατά την επο­χή εκεί­νη είναι αξιό­πι­στα, και με τη διπλή αυτή από­δει­ξη κάνει πιστευ­τά και τα περί της Βασι­λεί­ας.

Και πράγ­μα­τι οι προ­φη­τεί­ες Του ήταν διπλές· άλλες επρό­κει­το να εκπλη­ρω­θούν κατά την παρού­σα ζωή, και άλλες μετά τη συν­τέ­λεια του κόσμου, και με το ένα είδος των προ­φη­τειών έκα­νε πιστευ­τό το άλλο και έδει­χνε με μεγά­λη βεβαιό­τη­τα ότι θα επα­λη­θευ­τούν αυτές. Εννοώ το εξής με αυτό που λέγω· για­τί πραγ­μα­τι­κά ο λόγος είναι ασα­φής, γι΄αυτό θα επι­χει­ρή­σω να τον κάνω πιο σαφή. Δώδε­κα ήταν τότε οι μαθη­τές που Τον ακο­λου­θού­σαν, και κανείς τότε δεν μπο­ρού­σε να σκε­φτεί της Εκκλη­σί­ας την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά ούτε και το όνο­μα, για­τί τότε η συνα­γω­γή ανθού­σε ακό­μη. Τι λοι­πόν είπε και προ­α­νήγ­γει­λε τη στιγ­μή εκεί­νη που όλη σχε­δόν η οικου­μέ­νη ήταν κυριευ­μέ­νη από την ασέ­βεια; «π ταύτ τ πέτρ οκοδο­μή­σω μου τν κκλη­σί­αν, κα πύλαι δου ο κατι­σχύ­σου­σιν ατς(:επά­νω στον βρά­χο της αλη­θι­νής πίστε­ως θα οικο­δο­μή­σω την Εκκλη­σία μου· και ο θάνα­τος και οι οργα­νω­μέ­νες δυνά­μεις του κακού δεν θα υπε­ρι­σχύ­σουν και δεν θα νική­σουν την Εκκλη­σία, η οποία θα είναι αιώ­νια και αθά­να­τη)» [Ματθ.16,18]. Όπως θέλεις εξέ­τα­σε τον λόγο αυτόν, και θα δεις παν­τού να δια­λάμ­πει η αλή­θειά του. Και δεν είναι θαυ­μα­στό αυτό μόνο, το ότι οικο­δό­μη­σε την Εκκλη­σία σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη, αλλά και το ότι την κατέ­στη­σε ακα­τα­νί­κη­τη, αν και ενο­χλούν­ταν από τόσους πολέ­μους. Για­τί το «πύλες του άδη δεν θα υπε­ρι­σχύ­σουν αυτής», σημαί­νει τους κιν­δύ­νους εκεί­νους που οδη­γούν στον άδη. Είδες αλή­θεια προρ­ρή­σε­ως; Είδες δύνα­μη εκπληρώσεως;Είδες λόγους που δια­λάμ­πουν επά­νω στα γεγο­νό­τα, δύνα­μη ακα­τα­μά­χη­τη που τα κατορ­θώ­νει όλα με ευκο­λία; Μη δηλα­δή, επει­δή ο λόγος «θα οικο­δο­μή­σω την Εκκλη­σία μου» είναι σύν­το­μος, τον προ­σπε­ρά­σεις επι­πό­λαια, αλλά ανά­πτυ­ξέ τον στον νου σου, και σκέ­ψου πόσο μεγά­λο πράγ­μα είναι το να γεμί­σει την Εκκλη­σία, που είχε εξα­πλω­θεί μέσα σε σύν­το­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα σε όλη την υφή­λιο, από τόσους πιστούς, να μετα­βά­λει την πίστη τόσων εθνών, να μετα­πεί­σει λαούς, να καταρ­γή­σει πατρι­κά έθι­μα, να ξερι­ζώ­σει συνή­θειες βαθιά ριζω­μέ­νες, να δια­λύ­σει σαν σκό­νη την τυραν­νι­κή εξου­σία της ηδο­νής και τη δύνα­μη της κακί­ας, να εξα­φα­νί­σει σαν καπνό τους βωμούς και τους ναούς και τα είδω­λα και τις τελε­τές και τις βέβη­λες εορ­τές και την ακά­θαρ­τη κνί­σα των θυσιών, και να ανε­γεί­ρει παν­τού θυσια­στή­ρια, στη χώρα των Ρωμαί­ων και των Περ­σών και των Σκυ­θών και των Μαύ­ρων και των Ινδών· τι λέγω; Πιο πέρα και από τα σύνο­ρα της δικής μας αυτο­κρα­το­ρί­ας [ως «οικου­μέ­νη» εδώ ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος εννο­εί μάλ­λον την επι­κρά­τεια της Βυζαν­τι­νής Αυτο­κρα­το­ρί­ας]. Για­τί και τα βρε­τα­νι­κά νησιά, που είναι έξω από αυτή τη θάλασ­σα[εννο­εί τη Μεσό­γειο Θάλασ­σα] και βρί­σκον­ται μέσα στον ωκε­α­νό, γνώ­ρι­σαν τη δύνα­μη του λόγου αυτού, καθό­σον και εκεί έχουν ιδρυ­θεί Εκκλη­σί­ες και στή­θη­καν θυσια­στή­ρια. Ο λόγος εκεί­νος που τον είπε τότε, αυτός έχει φυτευ­τεί στις ψυχές όλων και βρί­σκε­ται στα στό­μα­τα όλων. Και όλη η γη που, όπως θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, ήταν γεμά­τη αγκά­θια, καθα­ρί­στη­κε και έγι­νε καθα­ρή και καλ­λιερ­γή­σι­μη γη και δέχτη­κε τα σπέρ­μα­τα της ευσε­βεί­ας.

Είναι μεγά­λο πραγ­μα­τι­κά, πολύ μεγά­λο, ή καλύ­τε­ρα δεί­χνει σε υπερ­βο­λι­κό βαθ­μό το μέγε­θος της θεί­ας δυνά­με­ως, το ότι μπό­ρε­σαν, και αν ακό­μη κανείς δεν τους ενο­χλού­σε, αλλά επι­κρα­τού­σε ειρή­νη, και πολ­λοί που τους εμπό­δι­ζαν ήταν νικη­μέ­νοι και δεν υπήρ­χε εχθρός κανείς, τόσο πολύ κόσμο να τον απαλ­λά­ξουν από τη μια στιγ­μή στην άλλη από συνή­θεια κακή με την οποία ζού­σε επί τόσα χρό­νια, και να τον μετα­θέ­σουν σε άλλη, πολύ πιο δύσκο­λη. Και δεν είχαν αντί­πα­λο μόνο τη συνή­θεια, αλλά και την ηδο­νή, δύο πράγ­μα­τα τυραν­νι­κά. Για­τί εκεί­να που τα είχαν παρα­λά­βει πριν από πολ­λά χρό­νια από τους πατέ­ρες και τους πάπ­πους και τους προ­πάπ­πους και τους πριν από αυτούς ακό­μη, καθώς και από τους φιλο­σό­φους και τους ρήτο­ρες, αυτά πεί­θον­ταν να τα αρνη­θούν, αν και ήταν πάρα πολύ δύσκο­λο να δεχτούν μια νέα συνή­θεια που είχε μπει στον κόσμο, και το χει­ρό­τε­ρο βέβαια από όλα, που ήταν πολύ επί­πο­νη. Για­τί τους απο­μά­κρυ­νε από την τρυ­φή και τους οδη­γού­σε στην ακτη­μο­σύ­νη· τους απο­μά­κρυ­νε από την ασέλ­γεια και τους οδη­γού­σε στη σωφρο­σύ­νη· τους απο­μά­κρυ­νε από τον φθό­νο και τους οδη­γού­σε στη φιλο­φρο­σύ­νη· τους απο­μά­κρυ­νε από την πλα­τειά και ευρύ­χω­ρη οδό και τους οδη­γού­σε στη στε­νή και θλιμ­μέ­νη και από­κρη­μνη, οδη­γού­σε εκεί­νους που είχαν ανα­τρα­φεί για να βαδί­σουν την πλα­τειά οδό[βλ. Ματθ.7,13–14].

Για­τί βέβαια δεν πήρε άλλους ανθρώ­πους, που ζού­σαν έξω από τον κόσμο και τη συνή­θεια αυτή, αλλά εκεί­νους τους ίδιους, που είχαν κατα­σα­πί­σει από τις συνή­θειες αυτές και είχαν γίνει και από τον πηλό μαλα­κό­τε­ροι, αυτούς πρό­στα­ξε να βαδί­σουν τη στε­νή και γεμά­τη θλί­ψεις οδό, την τρα­χεία και δύσκο­λη, και τους έπει­θε. Και πόσους έπει­θε; Όχι δύο και δέκα και είκο­σι και εκα­τό, αλλά όλους σχε­δόν τους ανθρώ­πους που κατοι­κού­σαν στην υφή­λιο. Και με ποιους τους έπει­θε; Με ένδε­κα ανθρώ­πους, αγράμ­μα­τους, ιδιώ­τες, που δεν ήξε­ραν γλώσ­σες, που ήταν άση­μοι και φτω­χοί, που δεν είχαν πατρί­δα, δεν είχαν χρή­μα­τα πολ­λά, ούτε δύνα­μη σωμα­τι­κή, ούτε παρελ­θόν ένδο­ξο, ούτε προ­γο­νι­κή λαμ­πρό­τη­τα, ούτε δύνα­μη λόγου, ούτε ρητο­ρι­κή δει­νό­τη­τα, ούτε την προ­στα­σία που προ­σφέ­ρει η γνώ­ση, αλλά ήταν άνθρω­ποι αλιείς, σκη­νο­ποιοί, αλλό­γλωσ­σοι. Για­τί δεν είχαν την ίδια γλώσ­σα με εκεί­νους που πίστευαν, αλλά μιλού­σαν ξένη γλώσ­σα και δια­φο­ρε­τι­κή από όλες τις άλλες, εννοώ την εβραϊ­κή γλώσ­σα, και με αυτούς οικο­δό­μη­σε την Εκκλη­σία, που εκτεί­νε­ται από το ένα άκρο μέχρι το άλλο άκρο της γης.

Και δεν είναι αυτό μόνο θαυ­μα­στό, αλλά και το ότι οι λίγοι αυτοί ιδιώ­τες και φτω­χοί και άση­μοι και αγράμ­μα­τοι και ταπει­νοί και αλλό­γλωσ­σοι και ευκα­τα­φρό­νη­τοι, που τους ανα­τέ­θη­κε η διόρ­θω­ση όλης της οικου­μέ­νης και πήραν εντο­λή να την οδη­γή­σουν σε πολύ δυσκο­λό­τε­ρα πράγ­μα­τα, δεν τα έκα­ναν αυτά σε κατά­στα­ση ειρή­νης, αλλά μέσα στους άπει­ρους πολέ­μους που εξε­γεί­ρον­ταν εναν­τί­ον τους από παν­τού. Πραγ­μα­τι­κά σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη· τι λέγω σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη; Σε κάθε σπί­τι ξεσπού­σε εναν­τί­ον τους πόλε­μος. Για­τί γενό­με­νη απο­δε­κτή η διδα­σκα­λία χώρι­ζε πολ­λές φορές το παι­δί από τον πατέ­ρα, τη νύφη από την πεθε­ρά, τον αδελ­φό από τον αδελ­φό, τον δού­λο από τον κύριο, τον αρχό­με­νο από τον άρχον­τα, τον άνδρα από τη γυναί­κα, τη γυναί­κα από τον άνδρα, και τον πατέ­ρα από τα παι­διά, για­τί δεν πεί­θον­ταν όλα αμέ­σως, δημιουρ­γού­σε καθη­με­ρι­νές έχθρες και συνε­χείς πολέ­μους, προ­ξε­νού­σε σε αυτούς άπει­ρους θανά­τους, και γινό­ταν αιτία να τους απο­φεύ­γουν σαν εχθρούς και πολέ­μιους όλων. Καθό­σον όλοι τους κατα­δί­ω­καν, βασι­λείς, άρχον­τες, ιδιώ­τες, ελεύ­θε­ροι, δού­λοι, δήμοι, πόλεις· και όχι μόνο αυτούς, αλλά ‑το πιο φοβε­ρό βέβαια- και εκεί­νους που μόλις είχαν ασπα­στεί την πίστη, που λάμ­βα­ναν την κατή­χη­ση από αυτούς. Είχε δηλα­δή κηρυ­χτεί ένας κοι­νός πόλε­μος εναν­τί­ον και των μαθη­τών και των διδα­σκά­λων, επει­δή η διδα­σκα­λία φαι­νό­ταν αντί­θε­τη και προς τα βασι­λι­κά δια­τάγ­μα­τα και προς τις συνή­θειες και προς τα πατρι­κά έθι­μα. Για­τί τους προ­έ­τρε­παν να μην προ­σκυ­νούν τα είδω­λα, να κατα­φρο­νούν τους βωμούς, τους οποί­ους οι πατέ­ρες τους και όλοι οι πρό­γο­νοί τους λάτρευαν, να απο­φεύ­γουν τα βδε­λυ­ρά δόγ­μα­τα, να περι­φρο­νούν τις εορ­τές και να απο­στρέ­φον­ται τις τελε­τές, πράγ­μα­τα που θεω­ρούν­ταν από εκεί­νους και γεμά­τα από πολ­λή φρί­κη και πάρα πολύ φοβε­ρά και για τα οποία θα έδι­ναν ακό­μη και την ίδια τη ζωή τους, παρά να απο­δε­χθούν τους λόγους αυτών και να πιστέ­ψουν σε Εκεί­νον που γεν­νή­θη­κε από τη Μαρία, σε Εκεί­νον που οδη­γή­θη­κε στο ηγε­μο­νι­κό δικα­στή­ριο, που δέχτη­κε εμπτυ­σμούς και έπα­θε μύρια δει­νά· σε εκεί­νον που υπέ­μει­νε θάνα­το κατα­ρα­μέ­νο, που τάφη­κε και ανα­στή­θη­κε.

Και το παρά­δο­ξο είναι ότι τα πάθη Του ήταν γνω­στά σε όλους,όπως τα μαστι­γώ­μα­τα, οι πλη­γές στα μάτια, οι ύβρεις που συνο­δεύ­ον­ταν από τους εμπτυ­σμούς στο πρό­σω­πο, τα ραπί­σμα­τα, ο σταυ­ρός, τα πολ­λά χλευά­σμα­τα, η δια­κω­μώ­δη­ση από όλους, η ταφή που επι­τρά­πη­κε να γίνει σαν χάρη, ενώ τα σχε­τι­κά με την Ανά­στα­ση δεν ήταν ακό­μη γνωστά(γιατί μετά την ανά­στα­σή Του φανε­ρώ­θη­κε μόνο σε αυτούς)· αλλά όμως λέγον­τάς τους αυτά, τους έπει­θαν, και έτσι οικο­δο­μού­σαν την Εκκλη­σία. Πώς και με ποιον τρό­πο; Με τη δύνα­μη Εκεί­νου που τους έδω­σε αυτήν την εντο­λή. Για­τί Αυτός ήταν που βάδι­ζε μπρο­στά από αυτούς, Αυτός έκα­νε όλα τα δύσκο­λα εύκο­λα. Για­τί, αν δεν ήταν κάποια θεία δύνα­μη που κατόρ­θω­νε αυτά, δεν θα ήταν δυνα­τό ούτε αρχή να λάβουν. Πώς δηλα­δή θα ήταν δυνα­τό; Αλλά Εκεί­νος που είπε: «ας γίνει ο ουρα­νός» και έγι­νε ο λόγος έργο, και «ας θεμε­λιω­θεί η γη», και παρή­γα­γε την ύλη, και «ας λάμ­ψει ο ήλιος» και παρου­σί­α­σε το άστρο, και όλα τα έκα­με με τον λόγο Του, Αυτός φύτευ­σε και τις εκκλη­σί­ες αυτές· και ο λόγος Του εκεί­νος : «θα οικο­δο­μή­σω την Εκκλη­σία μου», αυτός δημιούρ­γη­σε το παν. Για­τί τέτοιοι είναι οι λόγοι του Θεού, δημιουρ­γοί έργων, έργων θαυ­μα­στών και παρά­δο­ξων.

Όπως ακρι­βώς δηλα­δή είπε: «Κα επεν Θες· βλα­στη­σά­τω γ βοτά­νην χρτου ας βλα­στή­σει η γη βοτά­νη χόρ­του σπερον σπρμα κατ γνος κα καθ’ μοιτητα, κα ξλον κάρ­πι­μον ποιον καρπν, ο τ σπρμα ατο ν ατ κατ γνος π τς γς. Κα γνετο οτως(: και είπε ο Θεός, εκφρά­ζον­τας τη θεία και αγα­θή βου­λή Του ως πρό­σταγ­μα: να βλα­στή­σει η γη χλόη, χορ­τά­ρι να φυτρώ­σουν ποώ­δεις θάμνοι, καθέ­νας από τους οποί­ους να παρά­γει σπό­ρο ανά­λο­γα με το είδος και την ποι­κι­λία του, ώστε να διαιω­νί­ζον­ται να φυτρώ­σουν δέν­τρα δασικά)να παρά­γουν ξυλεία) και οπω­ρο­φό­ρα, οι καρ­ποί των οποί­ων να περιέ­χουν τα σπέρ­μα­τά τους, το καθέ­να ανά­λο­γα με το ιδιαί­τε­ρο είδος του· η χλόη, οι θάμνοι, τα δέν­τρα να καλύ­ψουν την επι­φά­νεια της γης. Και ευθύς αμέ­σως το θείο πρό­σταγ­μα έγι­νε έργο)» [Γέν.1,11] και όλα αμέ­σως έγι­ναν παρά­δει­σος, όλα έγι­ναν λει­βά­δια και γέμι­σε από φυτά η γη που δέχτη­κε το πρό­σταγ­μα, έτσι και τώρα είπε: «θα οικο­δο­μή­σω την Εκκλη­σία μου» και με μεγά­λη ευκο­λία έγι­νε αυτό.

Και ενώ οπλί­ζον­ταν εναν­τί­ον της τύραν­νοι, οι στρα­τιώ­τες πρό­βαλ­λαν κατ’αυτής τα όπλα τους, τα πλή­θη του λαού μαί­νον­ταν με σφο­δρό­τη­τα μεγα­λύ­τε­ρη εκεί­νης του πυρός, η συνή­θεια αντι­πα­ρα­τασ­σό­ταν, και οι ρήτο­ρες και οι σοφι­στές και οι πλού­σιοι και οι ιδιώ­τες και οι άρχον­τες ξεση­κώ­νον­ταν εναν­τί­ον της, ερχό­με­νος ο λόγος του Θεού με σφο­δρό­τη­τα μεγα­λύ­τε­ρη της φωτιάς κατέ­καυ­σε τα αγκά­θια, καθά­ρι­σε τους αγρούς και έσπει­ρε τον λόγο του κηρύγ­μα­τος. Και ενώ άλλοι από τους πιστούς ρίχνον­ταν στη φυλα­κή, άλλοι εξο­ρί­ζον­ταν εκτός της πατρί­δος, άλλων δημευό­ταν η περιου­σία τους, άλλοι φονεύ­ον­ταν και κατα­σφά­ζον­ταν, άλλοι ρίχνον­ταν στη φωτιά, άλλοι κατα­πον­τί­ζον­ταν στη θάλασ­σα και υπέ­με­ναν κάθε είδος τιμω­ρί­ας ατι­μα­ζό­με­νοι, απο­μα­κρυ­νό­με­νοι από τα σπί­τια τους και διω­κό­με­νοι από παν­τού σαν κοι­νοί εχθροί, εντού­τοις άλλοι όλο και περισ­σό­τε­ροι προ­σέρ­χον­ταν, που όχι μόνο δεν έδει­χναν απρο­θυ­μία στο να πιστέ­ψουν εξαι­τί­ας των όσων έπα­σχαν άλλοι, αλλά και προ­θυ­μό­τε­ροι γίνον­ταν, και πολύ περισ­σό­τε­ρο πηδού­σαν μέσα σ’ αυτά τα καλά δίχτυα, και έτσι ψαρεύ­ον­ταν όχι εξα­ναγ­κα­ζό­με­νοι ούτε εκβια­ζό­με­νοι, αλλά προ­στρέ­χον­τας μόνοι τους και νιώ­θον­τας ευγνω­μο­σύ­νη προς εκεί­νους που τους οδη­γού­σαν στον Χρι­στό· και ενώ έβλε­παν χει­μάρ­ρους αιμά­των να τρέ­χουν από εκεί­νους που είχαν ήδη πιστέ­ψει, γίνον­ταν πιο θερ­μοί στην πίστη και πιο θαρ­ρα­λέ­οι.

Και όχι μόνο οι μαθη­τές, αλλά και οι διδά­σκα­λοι, αν και άλλοι από αυτούς φυλα­κί­ζον­ταν, άλλοι διώ­κον­ταν, άλλοι μαστι­γώ­νον­ταν και άλλοι έπα­σχαν μύρια άλλα κακά, καθη­με­ρι­νά οι μαθη­τές γίνον­ταν περισ­σό­τε­ροι και πολύ πιο σπου­δαιό­τε­ροι. Και βρον­το­φω­νά­ζει ο Παύ­λος λέγον­τας: «Κα τος πλεονας τν δελφν ν Κυρίῳ πεποιθτας τος δεσμος μου περισ­σο­τέ­ρως τολμν φβως τν λγον λαλεν(:και οι περισ­σό­τε­ροι απ’ τους αδελ­φούς ενι­σχύ­θη­καν στην πίστη τους προς τον Κύριο και απέ­κτη­σαν θάρ­ρος από τα δεσμά και τη φυλά­κι­σή μου, ώστε να έχουν τώρα περισ­σό­τε­ρη τόλ­μη να κηρύτ­τουν άφο­βα τον λόγο του Ευαγ­γε­λί­ου)» [Φιλιπ.1,14]. Και αλλού πάλι: «μες γρ μιμη­τα γενθητε, δελ­φο, τν κκλη­σιν, το Θεο τν οσν ν τ ουδαίᾳ ν Χριστ ησο, τι τ ατ πθετε κα μες π τν δων συμ­φυ­λετν καθς κα ατο π τν ουδαων, τν κα τν Κριον ποκτεινντων ησον κα τος δους προφτας, κα μς κδιωξντων, κα Θε μ ρεσκντων, κα πσιν νθρποις ναντων(:Τον δεχθή­κα­τε ως λόγο Θεού, διό­τι εσείς, αδελ­φοί, γίνα­τε μιμη­τές των Εκκλη­σιών του Θεού που είναι στην Ιου­δαία ενω­μέ­νες με τον Ιησού Χρι­στό. Και γίνα­τε μιμη­τές εκεί­νων, διό­τι κι εσείς πάθα­τε τα ίδια από τους ομο­ε­θνείς σας, όπως κι εκεί­νοι από τους Ιου­δαί­ους που δεν πίστε­ψαν στον Ιησού Χρι­στό. Αυτοί είναι που θανά­τω­σαν και τον Κύριο Ιησού και τους προ­φή­τες τους, και κατα­δί­ω­ξαν σκλη­ρά κι εμάς. Αυτοί και στον Θεό δεν αρέ­σουν, και τους ανθρώ­πους όλους εχθρεύ­ον­ται, αφού κατα­πο­λε­μούν τον Σωτή­ρα του κόσμου)» [Α΄Θεσ. 2,14–15]. Γρά­φον­τας, πάλι, σε άλλους έλε­γε τα εξής: « ναμι­μνή­σκε­σθε δ τς πρό­τε­ρον μέρας, ν ας φωτι­σθέν­τες πολλν θλη­σιν πεμεί­να­τε παθη­μά­των, τοτο μν νει­δι­σμος τε κα θλί­ψε­σι θεα­τρι­ζό­με­νοι, τοτο δ κοι­νω­νο τν οτως ναστρε­φο­μέ­νων γενη­θέν­τες. κα γρ τος δεσμος μου συνε­πα­θή­σα­τε κα τν ρπαγν τν παρ­χόν­των μν μετ χαρς προ­σε­δέ­ξα­σθε, γινώ­σκον­τες χειν ν αυτος κρείτ­το­να παρ­ξιν ν ορανος κα μένου­σαν(:να θυμά­στε τις προ­η­γού­με­νες ημέ­ρες κατά τις οποί­ες φωτι­στή­κα­τε με το βάπτι­σμα και με τη γνώ­ση της αλή­θειας και υπο­μεί­να­τε πολ­λή άθλη­ση και αγώ­να παθη­μά­των και διωγ­μών. Από το ένα μεν μέρος με ονει­δι­σμούς και ύβρεις και με θλί­ψεις σας θεά­τρι­ζαν και σας δια­πόμ­πευαν· από το άλλο όμως μέρος με τη συμ­πά­θεια και βοή­θειά σας γίνα­τε συμ­μέ­το­χοι εκεί­νων, οι οποί­οι έτσι κατα­διώ­κον­ταν και ζού­σαν εν μέσω θλί­ψε­ων και κατα­τρεγ­μών. Και πράγ­μα­τι γίνα­τε και εσείς συμ­μέ­το­χοι των κατα­διω­κο­μέ­νων για το όνο­μα του Χρι­στού· διό­τι και στα δεσμά μου, όταν ήμου­να στη φυλα­κή, δεί­ξα­τε συμ­πά­θεια, και την αρπα­γή και τη δήμευ­ση της περιου­σί­ας σας δεχτή­κα­τε με χαρά, επει­δή γνω­ρί­ζα­τε ότι έχε­τε για τον εαυ­τό σας καλύ­τε­ρη περιου­σία στους ουρα­νούς, που είναι μόνι­μη και αιώ­νια)» [Εβρ.10,32–34].

Είδες την υπερ­βο­λι­κή δύνα­μη Εκεί­νου που ενήρ­γη­σε αυτά; Όχι μόνο δηλα­δή δεν λυπούν­ταν, όχι μόνο δεν θλί­βον­ταν παθαί­νον­τας αυτά, αλλά και χαί­ρον­ταν και σκιρ­τού­σαν και πηδού­σαν από χαρά. Και γι’αυτά λοι­πόν ο Παύ­λος λέγει αυτά, ότι δηλα­δή την δήμευ­ση της περιου­σί­ας τη δέχτη­καν με ευχαρίστηση[Αυτόθι], ενώ ο Λου­κάς στο βιβλίο των Πρά­ξε­ων, μιλών­τας για τους διδα­σκά­λους, λέγει ότι «ο μν ον πορεύ­ον­το χαί­ρον­τες π προ­σώ­που το συνε­δρί­ου, τι πρ το νόμα­τος ατο κατη­ξιώ­θη­σαν τιμα­σθναι(:ύστε­ρα λοι­πόν από τις απει­λές και την κακο­με­τα­χεί­ρι­ση αυτή που δέχθη­καν οι από­στο­λοι, έφυ­γαν από το συνέ­δριο με μεγά­λη χαρά, διό­τι αξιώ­θη­καν να υπο­στούν ατι­μω­τι­κή τιμω­ρία για χάρη του ονό­μα­τός Του)» [Πράξ.5,41].

Για τον εαυ­τό του πάλι ο Παύ­λος λέγει: «Νν χαρω ν τος παθμασ μου πρ μν κα ντα­να­πληρ τ στερματα τν θλψεων το Χρι­στο ν τ σαρκ μου πρ το σματος ατο, στιν κκλησα(:η απο­στο­λι­κή μου δρά­ση βέβαια εμπο­δί­στη­κε προς το παρόν, διό­τι είμαι φυλα­κι­σμέ­νος. Αλλά τώρα, παρά τη φυλά­κι­σή μου αυτή, χαί­ρο­μαι για τα παθή­μα­τα που υπο­φέ­ρω για τη σωτη­ρία σας. Με τα παθή­μα­τά μου αυτά ανα­πλη­ρώ­νω τα υστε­ρή­μα­τα των θλί­ψε­ων του Χρι­στού, και πάσχω εγώ στο σώμα μου τα όσα δεν πρό­φθα­σε να πάθει ο Χρι­στός. Και τα υπο­φέ­ρω για χάρη του σώμα­τος του Χρι­στού, το οποίο είναι η Εκκλη­σία)»[Κολ. 1,24]. Και για­τί θαυ­μά­ζεις που χαι­ρό­ταν για τα παθή­μα­τά του, τη στιγ­μή που και όταν επρό­κει­το να υπο­στεί τον θάνα­το όχι μόνο χαι­ρό­ταν, αλλά καλού­σε και τους μαθη­τές να πάρουν μέρος στην ευφρο­σύ­νη, πράγ­μα που δεί­χνει ψυχή υπερ­βο­λι­κά ευφραι­νό­με­νη, λέγον­τας τα εξής: «λλ᾿ ε κα σπέν­δο­μαι π τ θυσί κα λει­τουρ­γί τς πίστε­ως μν, χαί­ρω κα συγ­χαί­ρω πσιν μν· τ δ᾿ ατ κα μες χαί­ρε­τε κα συγ­χαί­ρε­τέ μοι(:αλλά κι αν ακό­μη χύνω το αίμα μου ως σπον­δή επά­νω στη θυσία που προ­σφέ­ρω στο Θεό ως λει­τουρ­γία – και η θυσία και η λει­τουρ­γία μου αυτή είναι η πίστη σας, την οποία απο­κτή­σα­τε και με τη δική μου συν­δρο­μή και την οποία προ­σφέ­ρω στο Θεό ως έργο ιερής λατρεί­ας – χαί­ρο­μαι που γίνο­μαι σπον­δή˙ και χαί­ρο­μαι μαζί με όλους σας για το σωτή­ριο απο­τέ­λε­σμα που θα έχε­τε. Ακρι­βώς λοι­πόν το ίδιο να κάνε­τε κι εσείς. Μη λυπά­στε καθό­λου. Αλλά να χαί­ρε­στε για την πίστη σας, και να χαί­ρε­στε μαζί μου για το μαρ­τύ­ριό μου)» [Φιλιπ.2,17–18].

Πες μας λοι­πόν, τι συνέ­βη­κε και γέμι­σες από τόση χαρά; «γ», λέγει, «γρ δη σπνδο­μαι, κα καιρς τς μς ναλσεως φστη­κε (: εγώ τώρα χύνω το αίμα μου ως σπον­δή και θυσία στον Θεό· και ο και­ρός της ανα­χω­ρή­σε­ώς μου από τον κόσμο αυτόν είναι πολύ κον­τά)» [Β΄Τιμ.4,6].

Έτσι λοι­πόν οικο­δο­μού­σαν σε όλα τα μέρη της γης την Εκκλη­σία. Αν και βέβαια κανείς δεν θα μπο­ρού­σε διω­κό­με­νος και εμπο­δι­ζό­με­νος να κτί­σει ούτε ένα τοί­χο με λίθους και ασβέ­στη, όμως αυτοί οικο­δό­μη­σαν τόσες Εκκλη­σί­ες σε ολό­κλη­ρη την οικουμένη,δημευόμενοι, μαστι­γού­με­νοι, σφα­για­ζό­με­νοι, καιό­με­νοι, κατα­πον­τι­ζό­με­νοι μαζί με τους μαθη­τές τους. Και τις οικο­δό­μη­σαν όχι με λίθους, αλλά με ψυχές και προ­αι­ρέ­σεις, πράγ­μα που είναι πολύ πιο δύσκο­λο από του να κτί­ζει κανείς με λίθους. Για­τί δεν είναι ίσο το να κτί­σεις έναν τοί­χο και το να πεί­σεις να αλλά­ξει τρό­πο ζωής μια ψυχή, που επί τόσα χρό­νια είχε δια­φθα­ρεί από τους δαί­μο­νες και να απο­μα­κρυν­θεί από τη μανία εκεί­νη και να οδη­γη­θεί σε μία τόσο μεγά­λη σωφρο­σύ­νη. Αλλά όμως αυτό το κατόρ­θω­σαν γυμνοί και ανυ­πό­δη­τοι, περιερ­χό­με­νοι με ένα μόνο χιτώ­να όλη την οικου­μέ­νη, για­τί είχαν σύμ­μα­χο και βοη­θό την ακα­τα­μά­χη­τη δύνα­μη Εκεί­νου που είπε: «π ταύτ τ πέτρ οκοδο­μή­σω μου τν κκλη­σί­αν, κα πύλαι δου ο κατι­σχύ­σου­σιν ατς(:επά­νω στον βρά­χο της αλη­θι­νής πίστε­ως, θα οικο­δο­μή­σω την Εκκλη­σία μου. Και ο θάνα­τος και οι οργα­νω­μέ­νες δυνά­μεις του κακού δεν θα υπε­ρι­σχύ­σουν και δεν θα νική­σουν την Εκκλη­σία, η οποία θα είναι αιώ­νια και αθά­να­τη)» [Ματθ.16,18]

Απα­ρίθ­μη­σε λοι­πόν πόσοι τύραν­νοι από τότε παρα­τά­χτη­καν εναν­τί­ον της, πόσοι υπε­κί­νη­σαν φοβε­ρό­τα­τους διωγ­μούς, σε ποια κατά­στα­ση βρί­σκον­ταν παλαιό­τε­ρα όλα, τότε δηλα­δή που μόλις είχε φυτευ­τεί η πίστη, τότε που οι διά­νοιες των ανθρώ­πων ήταν πιο απα­λές. Ειδω­λο­λά­τρες βασι­λείς ήταν ο Αύγου­στος, ο Τιβέ­ριος, ο Γάιος, ο Νέρω­νας, ο Ουε­σπα­σια­νός, ο Τίτος και όλοι οι μετέ­πει­τα μέχρι τους χρό­νους του μακα­ρί­ου Κων­σταν­τί­νου. Και όλοι αυτοί, άλλοι λιγό­τε­ρο, και άλλοι περισ­σό­τε­ρο, πολε­μού­σαν την Εκκλη­σία, οπωσ­δή­πο­τε όμως όλοι την πολε­μού­σαν. Αν μερι­κοί από αυτούς φάνη­καν να ησυ­χά­ζουν έναν­τί τους, αυτό ακρι­βώς το γεγο­νός, το ότι ήταν οι βασι­λείς γνω­στοί για την ασέ­βειά τους, γινό­ταν αφορ­μή διωγ­μών, για­τί άλλοι τους κολά­κευαν και τους υπη­ρε­τού­σαν στον πόλε­μο κατά της Εκκλη­σί­ας. Αλλά όμως όλες αυτές οι επι­βου­λές και οι επι­θέ­σεις έσπα­σαν πιο εύκο­λα και από τον ιστό της αρά­χνης, δια­λύ­θη­καν πιο γρή­γο­ρα και από τον καπνό και εξα­φα­νί­στη­καν και από τη σκό­νη ταχύ­τε­ρα. Για­τί με τα όσα κακά διέ­πρα­ξαν, δημιούρ­γη­σαν ένα πλή­θος μαρ­τύ­ρων και άφη­σαν στην Εκκλη­σία τους αθά­να­τους εκεί­νους θησαυ­ρούς, τους στύ­λους, τους πύρ­γους, και έγι­ναν για τους μετα­γε­νέ­στε­ρους πρό­ξε­νοι μεγά­λης ωφέ­λειας, όχι μόνο όσο ζού­σαν, αλλά και μετά τον θάνα­τό τους.

Είδες δύνα­μη προρ­ρή­σε­ως; «Και οι πύλες του άδη δεν θα υπε­ρι­σχύ­σουν αυτής». Από αυτά πίστευε και για τα μελ­λον­τι­κά, ότι δηλα­δή κανείς δεν θα μπο­ρέ­σει να τη νική­σει. Για­τί, αν δεν κατόρ­θω­σαν να τη νική­σουν τότε που απο­τε­λούν­ταν από λίγους και θεω­ρούν­ταν το πράγ­μα σαν και­νο­το­μία, τότε που η διδα­σκα­λία μόλις είχε παγιω­θεί και τόσοι πόλε­μοι και τόσες μάχες εξε­γεί­ρον­ταν από παν­τού εναν­τί­ον της, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν θα μπο­ρέ­σουν να τη νική­σουν τώρα που κατέ­λα­βε αυτή ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη και κάθε τόπο και τα βου­νά και τα λαγ­κά­δια και τους λόφους, και αυτήν ακό­μη τη θάλασ­σα και όλα τα υπό τον ήλιο έθνη, και η ασέ­βεια περιο­ρί­στη­κε σε λίγους πλέ­ον, αφού εξα­φα­νί­στη­καν και οι βωμοί και οι ναοί και τα είδω­λα και οι εορ­τές και οι τελε­τές και ο καπνός και η κνί­σα και τα βδε­λυ­ρά πανη­γύ­ρια. Πώς λοι­πόν ένα τόσο μεγά­λο και τέτοιου είδους πράγ­μα μετά από τόσα εμπό­δια και τόσο λαμ­πρό τέλος είχε, και είχε έκβα­ση τέτοια που επι­βε­βαιώ­νει την αλή­θεια της προρ­ρή­σε­ως, αν δεν υπήρ­χε κάποια θεία και ακα­τα­μά­χη­τη δύνα­μη σε εκεί­νον που τα προ­εί­πε αυτά και τα πραγ­μα­το­ποί­η­σε; Κανείς δεν θα μπο­ρέ­σει να φέρει αντίρ­ρη­ση σε αυτά, εκτός αν κάποιος παρά­φρο­νας, και στε­ρεί­ται και το φυσι­κό ακό­μη λογι­κό.

Και όχι μόνο αυτές, αλλά και άλλες προρ­ρή­σεις ανα­κη­ρύτ­τουν την ακα­τα­μά­χη­τη δύνα­μη αυτού. Καθό­σον προ­εί­πε τα μέλ­λον­τα με όλη την αλή­θεια και τα πραγ­μα­το­ποί­η­σε, και είναι αδύ­να­το να μην πραγ­μα­το­ποι­η­θεί κάτι από εκεί­να που λέχτη­καν από Αυτόν. Είναι πιο εύκο­λο να κατα­στρα­φεί η γη και ο ουρα­νός, παρά να φανεί ότι κάτι από τους λόγους Του ή τις προρ­ρή­σεις Του λέχθη­κε ψευ­δώς. Γι΄αυτό και αυτός, δηλών­τας αυτό ακρι­βώς προ­τού ακό­μη εκπλη­ρω­θούν οι προρ­ρή­σεις του, με τόση σαφή­νεια απο­φάν­θη­κε για τα όσα λέχθη­καν από Αυτόν, ώστε να πει: « ορανς κα γ παρε­λεύ­σον­ται, ο δ λόγοι μου ο μ παρέλ­θω­σι(:ο ουρα­νός και η γη, που σας φαί­νον­ται τόσο μόνι­μα και στε­ρεά, θα περά­σουν και θα εκλεί­ψουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα περά­σουν, αλλά θα επα­λη­θευ­θούν επα­κρι­βώς)» [Ματθ.24,35]. Και πολύ εύλο­γα. Για­τί δεν είναι απλά λόγια, αλλά λόγια του Θεού, δημιουρ­γοί έργων. Έτσι δημιούρ­γη­σε τον ουρα­νό, έτσι τη γη, έτσι τη θάλασ­σα, έτσι τον ήλιο, έτσι τα πλή­θη των αγγέ­λων, έτσι τις άλλες αόρα­τες δυνά­μεις. Και αυτό δια­σα­φη­νί­ζον­τας ο προ­φή­της έλε­γε: «Αυτός είπε και έγι­ναν, Αυτός πρό­στα­ξε και κτί­στη­καν», λέγον­τας αυτά για όλη την κτί­ση, την άνω, την κάτω, την αισθη­τή, τη νοε­ρή, τη σωμα­τι­κή, την ασώ­μα­τη. Απέ­δει­ξε λοι­πόν, όπως και προ­η­γου­μέ­νως είπα, η πρόρ­ρη­σή Του για την Εκκλη­σία, το μέγε­θος, τον όγκο και την υπερ­βο­λή της αλή­θειας, της πρό­νοιας, της αγα­θό­τη­τας και της κηδε­μο­νί­ας Αυτού.

Εμπρός λοι­πόν και άλλη πρόρ­ρη­ση ας εξε­τά­σου­με που δια­λάμ­πει περισ­σό­τε­ρο και από τον ήλιο και είναι και από την ακτί­να φανε­ρό­τε­ρη, που βρί­σκε­ται μπρο­στά στα μάτια όλων και επε­κτεί­νε­ται σε όλες τις επερ­χό­με­νες γενε­ές, όπως ακρι­βώς και η προ­η­γού­με­νη. Για­τί τέτοιες είναι οι περισ­σό­τε­ρες προρ­ρή­σεις Αυτού. Δεν τελειώ­νουν δηλα­δή σε σύν­το­μο χρό­νο ούτε πραγ­μα­το­ποιούν­ται σε μία μόνο γενεά, αλλά επε­κτεί­νον­ται σε όλους τους ανθρώ­πους, και σε αυτούς που ζουν τώρα και σε εκεί­νους που θα έλθουν αμέ­σως και στους μετά από εκεί­νους και στους μετά από αυτούς πάλι και μέχρι τη συν­τέ­λεια του κόσμου και παρέ­χουν σε όλους τη δυνα­τό­τη­τα να αντι­λη­φθούν τη δύνα­μη της αλή­θειάς τους, όπως ακρι­βώς και η προ­η­γού­με­νη. Για­τί από την ημέ­ρα που λέχτη­κε μέχρι τη συν­τέ­λεια του αιώ­νος παρα­μέ­νει στα­θε­ρή και αμε­τα­κί­νη­τη, ανθεί και λάμ­πει και καθη­με­ρι­νά ακμά­ζει και αυξά­νε­ται και απο­κτά μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη, δίνον­τας τη δυνα­τό­τη­τα σε όλους, από την επο­χή εκεί­νου μέχρι τη Δευ­τέ­ρα παρου­σία του Χρι­στού, να καρ­πώ­νον­ται από αυτήν αγα­θά και να δρέ­πουν απε­ρί­γρα­πτη ωφέ­λεια. Πράγ­μα­τι και οι πριν από μας και οι πριν από εκεί­νους και όλοι οι πριν από εκεί­νους γνώ­ρι­σαν τη δύνα­μή της, βλέ­πον­τας από το ένα μέρος τους πολέ­μους να ξεσπούν εναν­τί­ον της και τους κιν­δύ­νους και τις ταρα­χές και τους θορύ­βους και τα κύμα­τα και τις κακο­και­ρί­ες, και από το άλλο προ­σέ­χον­τας αυτήν να μην κατα­πον­τί­ζε­ται, να μη νικιέ­ται, να μην υπο­τάσ­σε­ται, να μη σβή­νει, αλλά να ανθεί, να αυξά­νε­ται και να φτά­νει σε μεγα­λύ­τε­ρο ύψος.

Αλλά και αυτή που πρό­κει­ται να σας πω τώρα, είναι τέτοια, που μπο­ρεί να δεί­ξει τη δύνα­μη και την αλή­θεια των όσων λέχτη­καν από εκεί­νον. Ποια όμως είναι αυτή; Κάπο­τε, αφού μπή­κε στον ναό των Ιου­δαί­ων, που ανθού­σε τότε και έλαμ­πε πάρα πολύ από παν­τού εξαι­τί­ας του χρυ­σού και του κάλ­λους και του μεγέ­θους των οικο­δο­μών, έχον­τας και όλη την άλλη πολυ­τέ­λεια από την τέχνη και τα υλι­κά, και ενώ οι μαθη­τές τα θαύ­μα­ζαν αυτά, τι λέγει Αυτός; «Ο βλέ­πε­τε τατα πάν­τα; μν λέγω μν, ο μ φεθ δε λίθος π λίθον, ς ο κατα­λυ­θή­σε­ται(:Δεν βλέ­πε­τε με θαυ­μα­σμό όλα αυτά τα ωραία κτί­ρια; Αλη­θι­νά σας δια­βε­βαιώ­νω ότι δεν θα μεί­νει πέτρα πάνω στην πέτρα που να μην γκρε­μι­στεί κάτω)»[Ματθ.24,2], εννο­ών­τας την κατα­στρο­φή αυτού αργό­τε­ρα, την πανω­λε­θρία, την ερή­μω­ση, τα ερεί­πια του ναού που υπάρ­χουν σήμε­ρα στα Ιερο­σό­λυ­μα. Πραγ­μα­τι­κά όλα εκεί­να τα λαμ­πρά και περι­φα­νή οικο­δο­μή­μα­τα έχουν γίνει ερεί­πια. Είδες και με τα δύο τη μεγά­λη και απε­ρί­γρα­πτη δύνα­μή Του, και με το ότι οικο­δο­μεί και αυξά­νει εκεί­νους που Τον υπη­ρε­τούν πιστά, και με το ότι ταπει­νώ­νει και κατα­στρέ­φει και ξερ­ρι­ζώ­νει εκεί­νους που αντι­τί­θεν­ται σε Αυτόν; Για­τί που­θε­νά δεν υπήρ­χε τέτοιος ναός ούτε τόσο φημι­σμέ­νος και που να απο­λάμ­βα­νε τόση τιμή. Καθό­σον όλοι οι Ιου­δαί­οι που κατοι­κού­σαν σε όλα τα μέρη της γης και στα πέρα­τα ακό­μη του κόσμου, εκεί κατέ­φτα­ναν την παλαιά επο­χή, φέρον­τας δώρα και θυσί­ες και προ­σφο­ρές και απαρ­χές και άλλα πολ­λά και με τον πλού­το όλου του κόσμου καλ­λώ­πι­ζαν τον ναό. Και οι προ­σή­λυ­τοι ακό­μη Ιου­δαί­οι από όλα τα μέρη της γης εκεί συνέρ­ρε­αν, και ήταν πολύ ξακου­στό το όνο­μα του τόπου, φθά­νον­τας μέχρι τα έσχα­τα της γης. Αλλά όμως ένας λόγος του Χρι­στού τα κατέ­στρε­ψε όλα εκεί­να και τα εξα­φά­νι­σε και τα έκα­νε να φύγουν από τη μέση σαν σκό­νη· και εκεί που δεν επι­τρε­πό­ταν σε όλους τους Ιου­δαί­ους να εισέλ­θουν, ή καλύ­τε­ρα ούτε και σε όλους τους ιερείς, αλλά σε έναν μόνο, στον αρχιε­ρέα, και σε αυτόν μία φορά μόνο το έτος, με στο­λή και στε­φά­νια και μίτρα και με όλη την άλλη ιερή αμφί­ε­σή του, τώρα μπο­ρούν να μπαί­νουν και πόρ­νοι και κίναι­δοι και φίλοι των παλ­λα­κί­δων και μοι­χοί, χωρίς κανείς να τους εμπο­δί­ζει· για­τί πέφτον­τας ο λόγος εκεί­νος όλα τα κατέ­στρε­ψε και τα εξα­φά­νι­σε, και τόσο μόνο μέρος μένει από τον ναό, όσο για να δεί­χνει πού ήταν ο ναός την παλαιά επο­χή.

Σκέ­ψου λοι­πόν πόση δύνα­μη δεί­χνει και αυτό. Για­τί, εκεί­νοι που τόσα πολ­λά κατόρ­θω­σαν, που νίκη­σαν έθνη και βασι­λείς και σε πολ­λές περι­πτώ­σεις επι­κρά­τη­σαν εντε­λώς αναί­μα­κτα, που έστη­σαν τρό­παια αμέ­τρη­τα πρω­τά­κου­στα και παρά­δο­ξα, αυτοί που από τότε μέχρι σήμε­ρα δεν μπό­ρε­σαν να οικο­δο­μή­σουν έναν ναό, και όλα αυτά αν και υπήρ­ξαν πολ­λοί βασι­λείς που τους συμ­πα­ρα­στά­θη­καν και είναι αυτοί ένα τόσο μεγά­λο πλή­θος δια­σκορ­πι­σμέ­νο σε όλη τη γη και έχουν τόσα πολ­λά χρή­μα­τα στη διά­θε­σή τους. Είδες πως εκεί­να που τα οικο­δό­μη­σε Αυτός, κανείς δεν τα κατέ­στρε­ψε, και εκεί­να που τα κατέ­στρε­ψε, κανείς δεν μπό­ρε­σε να τα οικο­δο­μή­σει; Οικο­δό­μη­σε την Εκκλη­σία και κανείς δεν μπο­ρεί να την κατα­στρέ­ψει. Κατέ­στρε­ψε τον ναό και κανείς δεν μπο­ρεί να τον οικο­δο­μή­σει και μάλι­στα μέσα σε τόσα πολ­λά χρό­νια.

Αν και βέβαια επι­χεί­ρη­σαν και αυτήν να την κατα­στρέ­ψουν, αλλά δεν μπό­ρε­σαν· και εκεί­νον προ­σπά­θη­σαν να τον ανοι­κο­δο­μή­σουν, αλλά δεν μπό­ρε­σαν. Και επι­τρά­πη­κε και αυτό, για να μην μπο­ρεί κανείς να λέγει ότι αν επι­χει­ρού­σαν να τον ξανα­κτί­σουν, θα μπο­ρού­σαν. Να λοι­πόν και επι­χεί­ρη­σαν και τίπο­τε δεν μπό­ρε­σαν να κάνουν. Πραγ­μα­τι­κά στις ημέ­ρες μας ο βασι­λεύς εκεί­νος που ξεπέ­ρα­σε όλους τους άλλους στην ασέ­βεια[πρό­κει­ται μάλ­λον για τον αυτο­κρά­το­ρα Ιου­λια­νό τον Παρα­βά­τη] και τους έδω­σε την άδεια να τον κτί­σουν και τους βοή­θη­σε οικο­νο­μι­κά και άρχι­σαν το έργο της ανοι­κο­δο­μή­σε­ως, αλλά όμως δεν μπό­ρε­σαν ούτε στο ελά­χι­στο να προ­χω­ρή­σουν, για­τί φωτιά ξεπή­δη­σε από τα θεμέ­λια του ναού και τους απο­μά­κρυ­νε όλους[Η επι­χεί­ρη­ση αυτή έγι­νε τον χει­μώ­να των ετών 362–363 μ.Χ.].

Το ότι θέλη­σαν να τον ανοι­κο­δο­μή­σουν από­δει­ξη αυτού είναι το ότι μέχρι σήμε­ρα υπάρ­χουν τα θεμέ­λια απο­γυ­μνω­μέ­να, για να μάθεις, ότι επι­χεί­ρη­σαν να σκά­ψουν, δεν μπό­ρε­σαν όμως να τον κτί­σουν, για­τί η από­φα­ση αυτή του Χρι­στού αντι­στρα­τευό­ταν στην ενέρ­γειά τους αυτή. Αν και βέβαια ο ναός αυτός είχε κατα­στρα­φεί και νωρί­τε­ρα, αλλά κτί­στη­κε μετά από εβδο­μήν­τα χρό­νια αμέ­σως μετά την επι­στρο­φή τους από την αιχ­μα­λω­σία, και έγι­νε πιο λαμ­πρός από τον προ­η­γού­με­νο, και αυτό το είπαν οι προ­φή­τες και το προ­εί­παν προ­τού να γίνει. Τώρα όμως έχουν περά­σει πάνω από τετρα­κό­σια χρό­νια και ούτε καμία σκέ­ψη υπάρ­χει ούτε προσ­δο­κία ούτε ελπί­δα ότι θα ανοι­κο­δο­μη­θεί πάλι ο ναός. Και βέβαια τι άλλο θα μπο­ρού­σε να τους εμπο­δί­σει, εκτός από τη θεία δύνα­μη που αντι­τί­θε­ται; Δεν υπάρ­χει αφθο­νία χρη­μά­των σε αυτούς; Δεν έχει αμέ­τρη­τους θησαυ­ρούς ο πατριάρ­χης τους εισπράτ­τον­τας φόρους από όλους όπου και αν βρί­σκον­ται αυτοί; Δεν είναι το έθνος τους θρα­σύ, αδιάν­τρο­πο, φιλό­νει­κο, γεμά­το αυθά­δεια και φιλο­πό­λε­μο; Δεν υπάρ­χουν πολ­λοί Ιου­δαί­οι στην Παλαι­στί­νη, δεν υπάρ­χουν πολ­λοί στη Φοι­νί­κη, δεν υπάρ­χουν πολ­λοί σε όλα τα μέρη του κόσμου;Πώς λοι­πόν δεν κατόρ­θω­σαν να ανοι­κο­δο­μή­σουν ένα ναό, τη στιγ­μή που έβλε­παν ότι εξαι­τί­ας αυτού του πράγ­μα­τος η λατρεία τους ήταν παν­τού δεσμευ­μέ­νη, τα ιου­δαϊ­κά έθι­μα είχαν εξα­φα­νι­στεί, και οι θυσί­ες και οι προ­σφο­ρές και όλα τα άλλα τα σχε­τι­κά με αυτά που διέ­τασ­σε ο νόμος είχαν καταρ­γη­θεί και είχαν πάψει; Για­τί δεν επι­τρε­πό­ταν ούτε βωμό να στή­σουν ούτε θυσία να προ­σφέ­ρουν ούτε σπον­δές να κάνουν ούτε πρό­βα­το να θυσιά­σουν ούτε θυμί­α­μα να προ­σφέ­ρουν ούτε ανά­γνω­ση του νόμου να κάνουν, ούτε εορ­τή να επι­τε­λέ­σουν ούτε και τίπο­τε άλλο παρό­μοιο να κάνουν έξω από τα πρό­θυ­ρα του ναού.

Αλλά και όταν βρέ­θη­καν κάπο­τε στη Βαβυ­λώ­να αιχ­μά­λω­τοι και αναγ­κά­ζον­ταν από τους εχθρούς να ψάλ­λουν, δεν υπο­χώ­ρη­σαν, ούτε και υπά­κου­σαν, αν και ήταν αιχ­μά­λω­τοι και δού­λοι σε κυρί­ους που τους κακο­ποιού­σαν· αλλά και όταν έχα­σαν την πατρί­δα τους και την ελευ­θε­ρία τους και κιν­δύ­νευε και αυτή ακό­μη η ζωή τους και βρί­σκον­ταν εγκα­τα­λειμ­μέ­νοι στα χέρια των κατα­κτη­τών σαν σε κάποια παγί­δα και προ­τρέ­πον­ταν να ψάλ­λουν με τα όργα­να την ωδή εκεί­νη, έλε­γαν τα εξής: «π τν ποταμν Βαβυλνος κε καθί­σα­μεν κα κλαύ­σα­μεν ν τ μνη­σθναι μς τς Σιών. π τας τέαις ν μέσ ατς κρε­μά­σα­μεν τ ργα­να μν· τι κε πηρώ­τη­σαν μς ο αχμα­λω­τεύ­σαν­τες μς λόγους δν κα ο παγα­γόν­τες μς μνον· σατε μν κ τν δν Σιών. πς σωμεν τν δν Κυρί­ου π γς λλο­τρί­ας;(: στα ποτά­μια της Βαβυ­λώ­νας κον­τά στις όχθες του Ευφρά­του, του Τίγρη­τος και των παρα­πο­τά­μων τους καθί­σα­με θλιμ­μέ­νοι και κλά­ψα­με, όταν θυμη­θή­κα­με εμείς οι αιχ­μά­λω­τοι την προ­σφι­λή μας Σιών. Στις ιτιές οι οποί­ες υψώ­νον­ται κον­τά στις όχθες των ποτα­μών που ρέουν στο μέσο της χώρας αυτής, κρε­μά­σα­με τα μου­σι­κά όργα­να που χρη­σι­μο­ποιού­με στη λατρεία του Θεού. Και αυτό διό­τι εκεί μας ζήτη­σαν αυτοί, οι οποί­οι μας αιχ­μα­λώ­τι­σαν, ωδές δια του στό­μα­τος στην ιερή λατρεία αδό­με­νες, και αυτοί που μας απή­γα­γαν από την πατρί­δα μας μας ζήτη­σαν ύμνο μου­σι­κό και εναρ­μό­νιο και μας έλε­γαν: “Ψάλ­λε­τε προς δια­σκέ­δα­σή μας, από τα άσμα­τα που ψάλ­λα­τε όταν ήσα­σταν στην πατρί­δα σας τη Σιών. Πώς θα ψάλ­λου­με την ιερή ωδή του Κυρί­ου, η οποία μόνο σε ιερό χώρο πρέ­πει να ακού­γε­ται, πώς θα την ψάλ­λω σε χώρα ξένη, μολυ­σμέ­νη από τη λατρεία ψευ­δών θεών;”)» [Ψαλμ.136,1–4]. Και δεν μπο­ρεί να πει κανείς ότι δεν το έκα­ναν, επει­δή δεν είχαν τα όργα­να· για­τί οι ίδιοι είπαν την αιτία, λέγον­τας: «Πώς να ψάλ­λου­με την ωδή του Κυρί­ου σε ξένη γη;». Αλλά και τα όργα­να τα είχαν μαζί τους. Για­τί, λέγει, «επά­νω στις ιτιές, που υψώ­νον­ται δίπλα στα ποτά­μια, κρε­μά­σα­με τα όργα­νά μας» [:αυτό­θι].

Ακό­μη ούτε και να νηστεύ­ουν τους επι­τρε­πό­ταν. Και αυτό για δήλω­ση ο προ­φή­της έλε­γε: «Επέ πρς παν­τα τν λαν τς γς κα πρς τος ερες λέγων· ἐὰν νηστεύ­ση­τε κόψη­σθε ν τας πέμ­πταις ν τας βδό­μαις, κα δο βδο­μή­κον­τα τη μ νηστεί­αν νενη­στεύ­κα­τέ μοι;(:πες προς όλον τον λαό της χώρας και τους ιερείς τα ακό­λου­θα: “Εάν νηστεύ­σε­τε ή εάν αρχί­σε­τε οδυρ­μούς και θρή­νους κατά τον πέμ­πτο ή τον έβδο­μο μήνα, δεν έχε­τε να ωφε­λη­θεί­τε τίπο­τε. Να· επί εβδο­μήν­τα έτη έχε­τε νηστέ­ψει· νηστεύ­α­τε όμως μήπως για Εμέ­να, τον Κύριο;”)» [Ζαχ.7,5].

Το ότι όμως δεν επι­τρε­πό­ταν ούτε να θυσιά­ζουν ούτε να κάνουν σπον­δές άκου­σε τους Τρεις Παί­δες που λέγουν: «Κα οκ στιν ν τ καιρ τούτ ρχων κα προ­φή­της κα γού­με­νος, οδ λοκαύ­τω­σις οδ θυσία οδ προ­σφορ οδ θυμί­α­μα, ο τόπος το καρπσαι νώπιόν σου κα ερεν λεος(: και κατά την επο­χή αυτήν δεν υπάρ­χει πλέ­ον σε μας ούτε πολι­τι­κός ηγέ­της, ούτε προ­φή­της, ούτε θρη­σκευ­τι­κός αρχη­γός· ούτε θυσία ολο­καυ­τώ­μα­τος προ­σφέ­ρε­ται, ούτε άλλη αιμα­τη­ρή θυσία, ούτε θυσία αναί­μα­κτη, ούτε θυμί­α­μα, αλλά ούτε και τόπος «ναός και θυσια­στή­ριο», στον οποίο να προ­σφέ­ρου­με τα πρω­το­γεν­νή­μα­τά μας ενώ­πιόν Σου και να λάβου­με το έλε­ος και την ευσπλα­χνία Σου)» [Δαν.3,38 και Β14]. Δεν είπε: «δεν υπάρ­χει ιερέ­ας», για­τί υπήρ­χαν ιερείς, αλλά για να μάθεις ότι το παν εξαρ­τών­ταν από τον τόπο και ότι όλη η νομο­θε­σία συν­δε­ό­ταν με αυτόν, είπε: «δεν υπάρ­χει τόπος».

Και για­τί λέγω δεν επι­τρε­πό­ταν να θυσιά­ζουν και να προ­σφέ­ρουν σπον­δές; Δεν τους επι­τρε­πό­ταν ούτε τον νόμο απλώς να ανα­γνώ­σουν, πράγ­μα για το οποίο κατη­γο­ρών­τας τους κάπο­τε ένας άλλος προ­φή­της, έλε­γε: «Κα νέγνω­σαν ξω νόμον κα πεκα­λέ­σαν­το μολο­γί­ας. παγ­γεί­λα­τε τι τατα γάπη­σαν ο υο σρα­ήλ, λέγει Κύριος(:και οι ιερείς σας ανέ­γνω­σαν όχι τον θείο αλλά τον ειδω­λο­λα­τρι­κό νόμο, και προ­κά­λε­σαν τις σύμ­φω­να με αυτόν τον νόμο συν­θή­κες προς τα είδω­λα. Λοι­πόν εσείς, οι Προ­φή­τες, αναγ­γεί­λε­τε ευρύ­τε­ρα, ώστε να γίνει γνω­στό και φανε­ρό σε όλους, ότι τέτοια ολό­ψυ­χη σπου­δή και τέτοιο θερ­μό ζήλο προς τα είδω­λα έδει­ξαν οι Ισραη­λί­τες, λέγει ο Κύριος)» [Αμώς, 4,5]· αλλά ούτε το Πάσχα ούτε την Πεν­τη­κο­στή ούτε τη Σκη­νο­πη­γία ούτε και κανέ­να άλλο παρό­μοιο μπο­ρού­σαν να επι­τε­λέ­σουν.

Έτσι λοι­πόν, αν και γνώ­ρι­ζαν ότι όλα αυτά τους τα απέ­κλει­σε η ερή­μω­ση του τόπου, και ότι επι­χει­ρών­τας να κάνουν κάτι από όλα αυτά, το επι­χει­ρούν παρά­νο­μα και γι΄αυτό και τιμω­ρούν­ται, όμως δεν μπό­ρε­σαν να ανοι­κο­δο­μή­σουν τον ναό, μέσα στον οποίο επι­τρε­πό­ταν να επι­τε­λούν όλα αυτά σύμ­φω­να με τον νόμο. Για­τί η δύνα­μη του Χρι­στού που οικο­δό­μη­σε την Εκκλη­σία, αυτή κατέ­στρε­ψε και αυτόν. Και αυτό το προ­εί­πε ο προ­φή­της, ότι δηλα­δή θα έλθει ο Χρι­στός και θα τα κάμει όλα αυτά, αν και έζη­σε μετά την αιχ­μα­λω­σία. Άκου­σε λοι­πόν και τι λέγει: «διό­τι κα ν μν συγ­κλει­σθή­σον­ται θύραι, κα οκ νάψε­ται τ θυσια­στή­ριόν μου δωρε­άν· οκ στι μου θέλη­μα ν μν, λέγει Κύριος παν­το­κρά­τωρ, κα θυσί­αν ο προσ­δέ­ξο­μαι κ τν χειρν μν. διό­τι π νατολν λίου ως δυσμν τ νομά μου δεδό­ξα­σται ν τος θνε­σι, κα ν παντ τόπ θυμί­α­μα προ­σά­γε­ται τ νόμα­τί μου κα θυσία καθα­ρά, διό­τι μέγα τ νομά μου ν τος θνε­σι, λέγει Κύριος παν­το­κρά­τωρ(:διό­τι και μετα­ξύ σας θα κλει­στούν τελεί­ως οι θύρες του ναού και δεν θα ανά­ψει το θυσια­στή­ριό μου μάταια, όπως γίνε­ται σήμε­ρα. Δεν αισθά­νο­μαι καμία ευα­ρέ­σκεια σε σας, λέγει ο Κύριος Παν­το­κρά­τωρ. Και θυσία δεν θα δεχτώ ευχα­ρί­στως από τα χέρια σας. Ναι· δεν θα δεχτώ από τα βέβη­λα χέρια σας θυσία· διό­τι σε όλο τον κόσμο, από την ανα­το­λή έως τη δύση του ηλί­ου, το όνο­μά μου έχει δοξα­στεί μετα­ξύ των εθνών που επι­στρέ­φουν προς Εμέ­να, και σε κάθε τόπο προ­σφέ­ρε­ται θυμί­α­μα λατρεί­ας στο όνο­μά μου και θυσία καθα­ρή, μη μολυ­σμέ­νη από αίμα­τα και καπνούς και κνί­σα κατα­καιο­μέ­νων σαρ­κών και λίπους· διό­τι μέγα είναι το όνο­μά μου μετα­ξύ των εθνών, λέγει ο Παν­το­κρά­τωρ Κύριος)»[Μαλαχ.1,10–11]. Είδες με πόση σαφή­νεια και τον Ιου­δαϊ­σμό απέρ­ρι­ψε και έδει­ξε τον Χρι­στια­νι­σμό να δια­λάμ­πει και να επε­κτεί­νε­ται σε όλη τη γη;

Αλλά και τον τρό­πο της λατρεί­ας δήλω­σε ένας άλλος προ­φή­της: «κ περά­των ποταμν Αθιο­πί­ας προσ­δέ­ξο­μαι ν διε­σπαρ­μέ­νοις μου, οσου­σι θυσί­ας μοι(:τους εθνι­κούς, που θα επι­στρέ­φουν και θα προ­έρ­χον­ται από τα απο­μα­κρυ­σμέ­να μέρη, από τα οποία τρέ­χουν οι ποτα­μοί της Αιθιο­πί­ας, θα τους δεχτώ· αυτοί είναι όσοι εθνι­κοί λαοί έχουν πιστέ­ψει από τους ευσε­βείς κήρυ­κες, που έχουν σκορ­πι­στεί από Εμέ­να. Αυτοί θα μου προ­σφέ­ρουν θυσί­ες ως δείγ­μα αφο­σιώ­σε­ως και υπο­τα­γής όσων είναι πιστοί σε Εμέ­να)» [Σοφ.3,10]· και άλλος πάλι λέγει: «Παρ­θέ­νος το σραλ σφα­λεν π τς γς ατο, οκ στιν ναστή­σων ατήν(:ο ισραη­λι­τι­κός λαός, ο οποί­ος για την προ­η­γού­με­νη πίστη και ευσέ­βειά του ήταν ως παρ­θέ­νος αγνή και καθα­ρή, σκόν­τα­ψε, έπε­σε στη γη του, διε­φθά­ρη λόγω της ειδω­λο­λα­τρί­ας, και δεν υπάρ­χει πλέ­ον άνθρω­πος, ο οποί­ος θα τη βοη­θη­σει να σηκω­θεί από την πτώ­ση)»[Αμώς 5,2].

Αλλά και ο Δανι­ήλ τα διη­γεί­ται όλα αυτά με σαφή­νεια, ότι δηλα­δή όλα θα καταρ­γη­θούν και η θυσία και η σπον­δή και το χρί­σμα και οι εντο­λές. Αλλά αυτά,όταν θα μιλή­σω προς τους Ιου­δαί­ους θα τα ανα­πτύ­ξω σαφέ­στε­ρα και εκτε­νέ­στε­ρα· τώρα όμως ας συνε­χί­σου­με τον δρό­μο που βαδί­ζου­με, διορ­θώ­νον­τας τη φιλο­νει­κία των ανόη­των ειδω­λο­λα­τρών. Δεν σου μίλη­σα ούτε για τις ανα­στά­σεις των νεκρών ούτε για τους λεπρούς που καθα­ρί­στη­καν, για να μη λες: «όλα αυτά είναι ψευ­δή, κομ­πα­σμός και μυθεύ­μα­τα. Ποιος τα είδε; Ποιος τα άκου­σε; Εκεί­νοι που είπαν ότι σταυ­ρώ­θη­κε και ότι δέχθη­κε πλήγ­μα­τα στα μάτια, αυτοί τα είπαν αυτά». Πώς λοι­πόν για εκεί­να τους θεω­ρείς αξιό­πι­στους, ενώ γι’αυτά απορ­ρί­πτεις τα λεγό­με­να σαν να μην έγι­ναν τάχα; Αν και βέβαια, αν αυτά τα έγρα­φαν για χάρη του διδα­σκά­λου, υπε­ρη­φα­νευό­με­νοι χωρίς λόγο και άσκο­πα, θα απο­σιω­πού­σαν τα θλι­βε­ρά γεγο­νό­τα και εκεί­να που θεω­ρούν­ται από τους πολ­λούς επο­νεί­δι­στα. Τώρα όμως για να δεί­ξουν την αλή­θεια αυτών, μίλη­σαν πολύ εκτε­τα­μέ­να για εκεί­να και τα διη­γή­θη­καν όλα με ακρί­βεια και πολ­λή λεπτο­μέ­ρεια, χωρίς να παρα­τρέ­ξουν τίπο­τε το ασή­μαν­το ή σπου­δαίο· και τα σημεία βέβαια και τα θαύ­μα­τα τα περισ­σό­τε­ρα τα παρέ­λει­ψαν, τα παθή­μα­τα όμως και εκεί­να που θεω­ρούν­ται επο­νεί­δι­στα, με τα οποία ασχο­λούν­ται κυρί­ως, όλα τα διη­γή­θη­καν όλοι με ακρί­βεια.

Όμως εγώ δεν ανέ­φε­ρα τίπο­τε από αυτά, εννοώ τα θαύ­μα­τα και τα σημεία, για να φρά­ξω όσο το δυνα­τό και περισ­σό­τε­ρο κάθε αδιάν­τρο­πη γλώσ­σα, αλλά εκεί­να που είναι φανε­ρά τώρα, εκεί­να που βρί­σκον­ται τώρα προ των οφθαλ­μών μας, εκεί­να που είναι φανε­ρό­τε­ρα και από τον ήλιο, εκεί­να που είναι διε­σπαρ­μέ­να σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη, που κυρί­ευ­σαν ολό­κλη­ρο τον κόσμο και που κατορ­θού­με­να υπερ­βαί­νουν κάθε ανθρώ­πι­νη φύση και τα οποία είναι έργα μόνο του Θεού, αυτά μόνο ανέ­φε­ρα. Τι λες; Δεν ανέ­στη­σε νεκρούς; Μήπως μπο­ρείς να πεις και αυτό, ότι δεν υπάρ­χουν οι Εκκλη­σί­ες σε κάθε μέρος της γης; Μήπως ότι δεν επι­βου­λεύ­τη­καν; Μήπως ότι δεν κυριαρ­χούν και δεν υπε­ρι­σχύ­ουν παν­τού; Αλλά όπως δεν μπο­ρείς να πεις ότι δεν υπάρ­χει ήλιος, έτσι ούτε αυτά μπο­ρείς να τα αρνη­θείς. Τι λοι­πόν; Την κατα­στρο­φή του ιου­δαϊ­κού ναού δεν τη βλέ­πεις που βρί­σκε­ται μπρο­στά στα μάτια όλης της οικου­μέ­νης; Για­τί δεν κάνεις τη σκέ­ψη: «Αν δεν υπήρ­χε Θεός, και μάλι­στα ισχυ­ρός, πώς θα αυξά­νον­ταν τόσο πολύ, παρά τις ενο­χλή­σεις, αυτοί που πιστεύ­ουν σε αυτόν, ενώ εκεί­νοι που Τον σταύ­ρω­σαν και Τον πολέμησαν,τόσο πολύ ταπει­νώ­θη­καν, ώστε να στε­ρη­θούν και την πατρί­δα τους, και περι­φέ­ρον­ται σήμε­ρα παν­τού σαν αλή­τες και φυγά­δες και πλα­νό­διοι, και κανέ­νας χρό­νος δεν τους απάλ­λα­ξε από κανέα από αυτά;». Αν και βέβαια αυτοί, αυτοί οι Ιου­δαί­οι, και πόλε­μο κήρυ­ξαν εναν­τί­ον των Ρωμαί­ων και τα όπλα σήκω­σαν εναν­τί­ον τους και για μακρό χρο­νι­κό διά­στη­μα συνέ­χι­σαν την πολε­μι­κή τους αντι­πα­ρά­θε­ση και για κάποιο χρό­νο επε­κρά­τη­σαν και δημιούρ­γη­σαν στους τότε αυτο­κρά­το­ρες πολ­λά και μεγά­λα προ­βλή­μα­τα· τόσο μεγά­λη ήταν η δύνα­μή τους. Αλλά όμως αυτοί που πολέ­μη­σαν εναν­τί­ον τόσων βασι­λέ­ων και παρα­τά­χθη­καν εναν­τί­ον τους, που διέ­θε­ταν τόση χρη­μα­τι­κή δύνα­μη και όπλα και στρα­τιώ­τες, και εξε­δί­ω­ξαν και στρα­τη­γούς και μύριους άλλους, δεν μπό­ρε­σαν να ανοι­κο­δο­μή­σουν ένα ναό. Συνα­γω­γές βέβαια έκτι­σαν σε πολ­λές πόλεις, τον ναό όμως, που έδι­νε το κύρος στο πολί­τευ­μά τους και στον οποίο συνή­θι­ζαν να επι­τε­λούν τα πάν­τα, και από τον οποίο συγ­κρο­τούν­ταν ο Ιου­δαϊ­σμός, αυτόν μόνο δεν μπό­ρε­σαν να τον ανοι­κο­δο­μή­σουν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Λόγοι δογ­μα­τι­κοί, Κατά εθνι­κών και Ιου­δαί­ων,πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1988, τόμος 34, σελί­δες 13–95.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 3, Κατά Ιου­δαί­ων και εθνι­κών περί της θεό­τη­τος του Χρι­στού, σελ. 13–51.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ)

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Πώς απο­δει­κνύ­ε­ται ότι ο Χρι­στός είναι Θεός; Στο βασι­κό αυτό ερώ­τη­μα ας μην προ­σπα­θή­σου­με να απαν­τή­σου­με με το επι­χεί­ρη­μα της δημιουρ­γί­ας του ουρα­νού και της γης, για­τί ο άπι­στος δεν θα το παρα­δε­χθεί. Αν του πού­με ότι ανέ­στη­σε νεκρούς, θερά­πευ­σε τυφλούς, έδιω­ξε δαι­μό­νια, ούτε τότε θα συμ­φω­νή­σει. Αν του πού­με ότι υπο­σχέ­θη­κε ανά­στα­ση νεκρών, βασι­λεία ουρα­νών και ανέκ­φρα­στα αγα­θά, τότε όχι μόνο δεν θα συμ­φω­νή­σει, αλλά και θα γελά­σει.

Πώς λοι­πόν θα τον οδη­γή­σου­με στην πίστη, και μάλι­στα όταν δεν είναι πνευ­μα­τι­κά καλ­λιερ­γη­μέ­νος; Ασφα­λώς με το να στη­ρι­χθού­με σε αλή­θειες, που και εμείς και αυτός παρα­δε­χό­μα­στε χωρίς καμιά αντίρ­ρη­ση και αμφι­βο­λία. Σε ποιο λοι­πόν σημείο συμ­φω­νού­με μαζί του από­λυ­τα; Στο ότι ο Χρι­στός φύτε­ψε την Εκκλη­σία. Απ’ αυτό θα φανε­ρώ­σου­με τη δύνα­μη και θα απο­δεί­ξου­με τη θεό­τη­τα του Χρι­στού. Θα δού­με ότι είναι αδύ­να­το να απο­τε­λεί ανθρώ­πι­νο έργο η διά­δο­ση του Χρι­στια­νι­σμού σε όλη την οικου­μέ­νη μέσα σε τόσο σύν­το­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα.

Και μάλι­στα, όταν η χρι­στια­νι­κή ηθι­κή προ­σκα­λεί στην ανώ­τε­ρη ζωή ανθρώ­πους με κακές συνή­θειες, δού­λους της αμαρ­τί­ας. Και όμως, ο Κύριος κατόρ­θω­σε να ελευ­θε­ρώ­σει απ’ όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολό­κλη­ρο το ανθρώ­πι­νο γένος. Κι αυτό το κατόρ­θω­σε χωρίς να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει όπλα, χωρίς να ξοδέ­ψει χρή­μα­τα, χωρίς να κινη­το­ποι­ή­σει στρα­τούς, χωρίς να προ­κα­λέ­σει πολέ­μους. Το κατόρ­θω­σε ξεκι­νών­τας με δώδε­κα μόνο μαθη­τές, που ήταν άση­μοι, αμόρ­φω­τοι, φτω­χοί, γυμνοί, άοπλοι…

Με τέτοιους ανθρώ­πους κατόρ­θω­σε να πεί­σει τα έθνη να σκέ­φτον­ται σωστά, όχι μόνο για την παρού­σα ζωή, αλλά και για τη μέλ­λου­σα. Μπό­ρε­σε να καταρ­γή­σει προ­γο­νι­κούς νόμους, να ξερι­ζώ­σει αρχαί­ες συνή­θειες και να φυτέ­ψει νέες. Μπό­ρε­σε να απο­σπά­σει τον άνθρω­πο από τον εύκο­λο τρό­πο ζωής και να τον οδη­γή­σει στον δύσκο­λο. Και όλα αυτά τα κατόρ­θω­σε, ενώ όλοι Τον πολε­μού­σαν, ενώ ο ίδιος είχε υπο­μεί­νει εξευ­τε­λι­στι­κή σταύ­ρω­ση και ταπει­νω­τι­κό θάνα­το!

Ασφα­λώς δεν συμ­βαί­νουν αυτά στους ανθρώ­πους. Μάλ­λον τα αντί­θε­τα τους συμ­βαί­νουν. Όσο δηλα­δή ζουν και ευδο­κι­μούν οι ίδιοι, το έργο τους προ­ο­δεύ­ει. Όταν όμως πεθά­νουν, κατα­στρέ­φε­ται μαζί τους ό,τι δημιούρ­γη­σαν. Και αυτό το παθαί­νουν όχι μόνο οι πλού­σιοι ούτε μόνο οι άρχον­τες, αλλά και οι κυβερ­νή­τες ακό­μα. Για­τί και οι νόμοι τους κατα­λύ­ον­ται και η μνή­μη τους σβή­νει και το ό­νομά τους ξεχνιέ­ται και οι έμπι­στοι άνθρω­ποί τους παραγ­κω­νί­ζον­ται.

Αυτά συμ­βαί­νουν σε εκεί­νους, που πρώ­τα με ένα νεύ­μα κυβερ­νού­σαν λαούς και οδη­γού­σαν στον πό­λεμο ολό­κλη­ρες στρα­τιές. Σ’ εκεί­νους, που κατα­δί­κα­ζαν σε θάνα­το και ανα­κα­λού­σαν εξό­ρι­στους. Στον Κύριο όμως έγι­νε ακρι­βώς το αντί­θε­το. Θλι­βε­ρή ήταν η κατά­στα­ση του έργου Του πριν από τη σταύ­ρω­ση: Ο Ιού­δας Τον πρό­δω­σε, ο Πέτρος Τον αρνή­θη­κε, οι υπό­λοι­ποι μαθη­τές έφυ­γαν για να σωθούν και πολ­λοί πιστοί Τον εγκα­τέ­λει­ψαν. Μόνος έμει­νε ανά­με­σα στους εχθρούς. Όμως, μετά τη σφα­γή και το θάνα­το, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρω­πος ο Εσταυ­ρω­μέ­νος, έγι­ναν όλα λαμ­πρό­τε­ρα, φαι­δρό­τε­ρα, ενδο­ξό­τε­ρα.

Ο Πέτρος, ο κορυ­φαί­ος από­στο­λος, αυτός που πριν από τη σταύ­ρω­ση δεν άντε­ξε την απει­λή μιας υπη­ρε­τριού­λας, αλλά, μετά από τόσες ουρά­νιες διδα­σκα­λί­ες και τη συμ­με­το­χή του στα θεία μυστή­ρια, είπε ότι δεν γνω­ρί­ζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύ­ρω­ση, Τον κήρυ­ξε στα πέρα­τα της οικου­μέ­νης. Ανα­ρίθ­μη­τα πλή­θη μαρ­τύ­ρων θυσιά­στη­καν, για­τί προ­τί­μη­σαν να θανα­τω­θούν παρά να αρνη­θούν τον Χρι­στό, όπως τον είχε αρνη­θεί ο κορυ­φαί­ος από­στο­λος, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος από την απει­λή ενός κορι­τσιού.

Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερη­μι­κά και τα κατοι­κη­μέ­να μέρη, τον Εσταυ­ρω­μέ­νο ομο­λο­γούν. Σ’ Αυτόν πιστεύ­ουν οι βασι­λιά­δες κι οι στρα­τη­γοί, οι άρχον­τες και οι ύπα­τοι, οι δού­λοι και οι ελεύ­θε­ροι, οι αγράμ­μα­τοι και οι μορ­φω­μέ­νοι, οι βάρ­βα­ροι και τα διά­φο­ρα έθνη των ανθρώ­πων. Ακό­μα κι ο μικρός και ασή­μαν­τος εκεί­νος τάφος, που δέχθη­κε το αιμό­φυρ­το μαρ­τυ­ρι­κό σώμα του Κυρί­ου, είναι τιμιό­τε­ρος από χίλια βασι­λι­κά παλά­τια και σεβα­στός ακό­μα και στους βασι­λιά­δες.

Το παρά­δο­ξο μάλι­στα είναι, ότι αυτό που συνέ­βη στον Κύριο, συνέ­βη και στους μαθη­τές Του. Για­τί αυτούς που περι­φρο­νού­σαν και φυλά­κι­ζαν, αυτούς που βασά­νι­ζαν σκλη­ρά με ανα­ρίθ­μη­τα μαρ­τύ­ρια, αυτούς ακρι­βώς τους ίδιους, μετά το θάνα­τό τους, τους τιμού­σαν περισ­σό­τε­ρο κι από τους βασι­λιά­δες. Και πώς φαί­νε­ται αυτό; Στη Ρώμη, οι αυτοκρά­τορες και οι ύπα­τοι και οι στρα­τη­γοί τα πάν­τα ε­γκαταλείπουν, και τρέ­χουν να προ­σκυ­νή­σουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκη­νο­ποιού Παύ­λου. Στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, αυτοί που φορούν τα στέμ­μα­τα, θέλουν να εντα­φια­στούν όχι κον­τά στους τάφους των απο­στό­λων, αλλά στα πρό­θυ­ρα των ναών τους. Κι έτσι γίνον­ται οι βασι­λιάδες θυρω­ροί των ψαρά­δων! Μάλι­στα δεν ντρέ­πονται γι’ αυτό, αλλά και καυ­χών­ται. Καυ­χών­ται όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι από­γο­νοί τους.

Όταν οι μαθη­τές του Χρι­στού ήταν μόνο δώδε­κα και δεν υπήρ­χε στη σκέ­ψη κανε­νός η Εκκλη­σία, όταν ακό­μα η ιου­δαϊ­κή συνα­γω­γή ανθού­σε και η ασε­βής ειδω­λο­λα­τρία κυριαρ­χού­σε σ’ ολό­κλη­ρη σχε­δόν την οικου­μέ­νη, ο Κύριος είχε προ­φη­τέ­ψει απευ­θύ­νον­τας τα εξής λόγια στον Πέτρο: «π ταύτ τ πέτρ οκοδο­μή­σω μου τν κκλη­σί­αν, κα πύλαι δου ο κατι­σχύ­σου­σιν ατς(:επά­νω στον βρά­χο της αλη­θι­νής πίστε­ως που ομο­λό­γη­σες, και έγι­νες με την ομο­λο­γία σου αυτή ο πρώ­τος λίθος της πνευ­μα­τι­κής μου οικο­δο­μής, θα οικο­δο­μή­σω την Εκκλη­σία μου. Και ο θάνα­τος και οι οργα­νω­μέ­νες δυνά­μεις του κακού δεν θα υπε­ρι­σχύ­σουν και δεν θα νική­σουν την Εκκλη­σία, η οποία θα είναι αιώ­νια και αθά­να­τη)» [Ματθ. 16,18].

Δια­πι­στώ­νεις την αλή­θεια αυτής της προ­φη­τεί­ας; Βλέ­πεις την εκπλή­ρω­σή της; Σκέ­ψου πόσο σημαν­τι­κό γεγο­νός είναι η εξά­πλω­ση της Εκκλη­σί­ας σχε­δόν σε όλη τη γη μέσα σε σύν­το­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα. Σκέ­ψου πώς άλλα­ξε τη ζωή τόσων εθνών και οδή­γη­σε στην πίστη τόσους λαούς, πώς κατάρ­γη­σε προ­γο­νι­κά έθι­μα, πώς απε­λευ­θέ­ρω­σε από μακρο­χρό­νιες συνή­θειες, πώς σκόρ­πι­σε σαν σκό­νη την κυριαρ­χία της ηδο­νής και τη δύνα­μη της αμαρ­τί­ας, πώς εξα­φά­νι­σε σαν καπνό την ακά­θαρ­τη τσί­κνα των θυσιών, τις ειδω­λο­λα­τρι­κές τελε­τές, τις βδε­λυ­κτές εορ­τές, τα ξόα­να, τους βωμούς και τους ναούς, πώς οικο­δό­μη­σε παν­τού άγια θυσια­στή­ρια, στην πατρί­δα μας και στις χώρες των Περ­σών, των Σκυ­θών, των Μαύ­ρων, των Ινδών.

Τι λέω; Ακό­μα και στα Βρε­τα­νι­κά νησιά, που βρί­σκον­ται μακριά από τη Μεσό­γειο, στον ωκε­α­νό, απλώ­θη­κε η Εκκλη­σία και χτί­στη­καν θυσια­στή­ρια. Το έργο της απε­λευ­θε­ρώ­σε­ως τόσων λαών από μακρο­χρό­νιες αισχρές συνή­θειες, καθώς και η με­ταβολή του τρό­που της ζωής από τον εύκο­λο στον πολύ δύσκο­λο, είναι πράγ­μα­τι θαυ­μα­στό, μάλ­λον υπερ­θαύ­μα­στο. Απο­δει­κνύ­ει θεία ενέρ­γεια, ακό­μα κι αν κανείς δεν το είχε εμπο­δί­σει, ακό­μα κι αν επι­κρα­τού­σε ειρή­νη και πολ­λοί το είχαν βοη­θή­σει. Για­τί η εξά­πλω­ση της Εκκλη­σί­ας δεν ερχό­ταν σε σύ­γκρουση μόνο με την αρχαία συνή­θεια, αλλά και με την ηδο­νή, τον ευχά­ρι­στο τρό­πο ζωής.

Είχε δηλα­δή δυο ισχυ­ρούς αντι­πά­λους, που τυραν­νού­σαν τους ανθρώ­πους: τη συνή­θεια και την ηδο­νή. Όσα είχαν παρα­λά­βει, πολ­λούς αιώ­νες πριν, α­πό τους πατέ­ρες, τους παπ­πού­δες και τους αρχαι­ότερους προ­γό­νους, ακό­μα και όσα είχαν παραλά­βει από φιλο­σό­φους και ρήτο­ρες, όλα αυτά συμ­φώνησαν να τα περι­φρο­νή­σουν, πράγ­μα εξαιρετι­κά δύσκο­λο.

Έπρε­πε ακό­μα να δεχθούν έναν νέο τρό­πο ζωής, και μάλι­στα πολύ δυσκο­λό­τε­ρο. Για­τί απο­μά­κρυ­νε από την τρυ­φή και οδη­γού­σε στη νη­στεία. Απο­μά­κρυ­νε από τη φιλαρ­γυ­ρία και οδη­γούσε στην ακτη­μο­σύ­νη. Απο­μά­κρυ­νε από την ασέλ­γεια και οδη­γού­σε στην αγνεία. Απο­μά­κρυ­νε από τον θυμό και οδη­γού­σε στην πρα­ό­τη­τα. Απο­μάκρυνε από τον φθό­νο και οδη­γού­σε στη φιλία. Απο­μά­κρυ­νε από την άνε­τη κι ευχά­ρι­στη ζωή και οδη­γού­σε στη δύσκο­λη, τη σκλη­ρή, τη γεμά­τη θλί­ψεις. Και μάλι­στα οδη­γού­σε σε αυτήν εκεί­νους, που είχαν συνη­θί­σει στη ζωή των ανέ­σε­ων.

Για­τί δεν έ­γιναν, βέβαια, χρι­στια­νοί, άνθρω­ποι που ζού­σαν σε άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρ­τω­λές συνήθει­ες, αλλά έγι­ναν εκεί­νοι που είχαν σαπί­σει μέσα σ’ αυτές και είχαν γίνει πιο μαλα­κοί κι από τον πηλό. Αυτούς κάλε­σε να βαδί­σουν τον σκλη­ρό και τρα­χύ δρό­μο. Και τους έπει­σε να τον βαδί­σουν! Πόσους έπει­σε; Όχι μόνο δύο ή δέκα ή είκο­σι ή εκα­τό, αλλά αμέ­τρη­τους. Και με ποιους τους έπει­σε; Με δώδε­κα ανθρώ­πους αμόρ­φω­τους, ακαλλιέρ­γητους, άση­μους, φτω­χούς, χωρίς περιου­σία, χω­ρίς σωμα­τι­κή δύνα­μη, χωρίς δόξα, χωρίς λαμ­πρή κατα­γω­γή, χωρίς ρητο­ρι­κή ικα­νό­τη­τα. Με δώδε­κα ανθρώ­πους που ήταν ψαρά­δες, σκη­νο­ποιοί, αλλό­γλωσσοι. Για­τί ούτε καν την ίδια γλώσ­σα δεν είχαν με τους ειδω­λο­λά­τρες. Μιλού­σαν την εβραϊ­κή, που ήταν πολύ δια­φο­ρε­τι­κή απ’ όλες τις άλλες γλώσ­σες.

Με αυτούς λοι­πόν τους δώδε­κα οικο­δο­μή­θη­κε η Εκκλη­σία και απλώ­θη­κε στα πέρα­τα της οικου­μένης. Και δεν είναι μόνο τού­το το θαυ­μα­στό, αλλά και το ότι αυτοί οι λίγοι, οι φτω­χοί, οι αμόρ­φω­τοι και περι­φρο­νη­μέ­νοι, που βάλ­θη­καν να αλλά­ξουν την ανθρω­πό­τη­τα, δεν έκα­ναν ανε­νό­χλη­τοι το έργο τους. Από παν­τού αντι­με­τώ­πι­ζαν ανα­ρίθ­μη­τους πολέ­μους. Τους πολε­μού­σαν σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη. Αλλά τί λέω για έθνη και πόλεις; Σε κάθε σπί­τι ξεση­κω­νό­ταν πόλε­μος εναν­τί­ον τους. Η διδα­σκα­λία τους χώρι­ζε πολ­λές φορές το παι­δί από τον πατέ­ρα, τη νύφη από την πεθε­ρά, τον ένα αδελ­φό από τον άλλο, τον δού­λο από τον αφέ­ντη, τον υπή­κοο από τον άρχον­τα, τον άνδρα από τη γυναί­κα και τη γυναί­κα από τον άνδρα. Στην κάθε οικο­γέ­νεια δεν πίστευαν όλοι ταυ­τό­χρο­να, και έτσι οι χρι­στια­νοί υπέ­με­ναν καθη­με­ρι­νές δια­μά­χες, ακα­τά­παυ­στες εχθρό­τη­τες, μύριους θανά­τους. Σαν κοι­νούς αντι­πά­λους και εχθρούς όλοι τους πολε­μού­σαν. Τους κατα­δί­ω­καν οι βασι­λιά­δες, οι άρχον­τες, οι υπή­κο­οι, οι ελεύ­θε­ροι, οι δού­λοι, οι όχλοι, οι πόλεις. Και δεν κατα­δί­ω­καν μόνο τους ίδι­ους, αλλά – πράγ­μα φοβε­ρό – κατα­δί­ω­καν ακό­μα και τους νεό­φυ­τους κατη­χού­με­νους, εκεί­νους δη­λαδή που μόλις είχαν πιστέ­ψει.

Προ­ξε­νού­σε φρί­κη και οργή στους ειδω­λο­λά­τρες η σκέ­ψη να εγκα­τα­λεί­ψουν τους βωμούς, να περι­φρονήσουν τις θυσί­ες, που όλοι οι πατέ­ρες και οι πρό­γο­νοί τους τελού­σαν, και να πιστέ­ψουν στον Κύριο. Να πιστέ­ψουν σε Αυτόν που έλα­βε ανθρώ­πινη σάρ­κα από την Παρ­θέ­νο Μαρία, που δικά­στηκε από τον Πιλά­το, που έπα­θε ανα­ρίθ­μη­τα δει­νά κι εξευ­τε­λι­σμούς, που υπέ­μει­νε τον ατι­μω­τι­κό θάνα­το, που εντα­φιά­στη­κε και ανα­στή­θη­κε.

Το παρά­δο­ξο μάλι­στα είναι, ότι ενώ τα πάθη του Κυρί­ου ήταν αναμ­φι­σβή­τη­τα ‑πολ­λοί είχαν δει τις μαστι­γώ­σεις, τα χτυ­πή­μα­τα, τα φτυ­σί­μα­τα, τα ραπί­σμα­τα, τον σταυ­ρό, τους χλευα­σμούς, τον τά­φο‑, δεν συνέ­βαι­νε το ίδιο και με την ανά­στα­ση.

Ο Κύριος, μετά από την ανά­στα­σή Του, εμφα­νί­στη­κε μόνο σε μαθη­τές. Παρά το γεγο­νός αυτό, μιλού­σαν για την ανά­στα­ση και έπει­θαν τους λαούς και οικο­δομούσαν την Εκκλη­σία. Πώς; Με ποιόν τρό­πο; Με τη δύνα­μη του Κυρί­ου, που τους έστει­λε να κηρύ­ξουν το ευαγ­γέ­λιό Του στα έθνη. Αυτός ήταν που τους άνοι­ξε τον δρό­μο. Αυτός διευ­κό­λυ­νε το δύσκο­λο έργο τους. Αν δεν τους βοη­θού­σε η θεία δύνα­μη, ούτε καν θα άρχι­ζε η διά­δο­ση του χρι­στια­νι­σμού. Για­τί ενώ οι τύραν­νοι οπλί­ζον­ταν εναν­τί­ον της Εκκλη­σί­ας, ενώ οι στρα­τιώ­τες πρό­τει­ναν τα όπλα τους, ενώ οι όχλοι μαί­νον­ταν σαν αγριε­μέ­νη φωτιά, ενώ η κακή συνή­θεια αντι­πα­ρα­τασ­σό­ταν, ενώ ρή­τορες, σοφι­στές, πλού­σιοι, ιδιώ­τες και άρχον­τες ξεση­κώ­νον­ταν, ο λόγος του Θεού, πιο ισχυ­ρός κι από φλό­γα, έκα­νε στά­χτη τα αγκά­θια, καθά­ρι­σε τους αγρούς κι έσπει­ρε το λόγο του κηρύγ­μα­τος.

Άλλοι από τους πιστούς ρίχνον­ταν στις φυλα­κές, άλλοι εξο­ρί­ζον­ταν, άλλων οι περιου­σί­ες δημεύο­νταν, άλλοι φονεύ­ον­ταν, άλλοι δια­με­λί­ζον­ταν. Και μολο­νό­τι οι χρι­στια­νοί αντι­με­τω­πί­ζον­ταν σαν κοι­νοί εγκλη­μα­τί­ες, υπο­μέ­νον­τας κάθε είδος τιμω­ρί­ας, ατι­μώ­σε­ως και διωγ­μού, όλο και περισ­σό­τε­ροι έρ­χονταν στην Εκκλη­σία. Μάλι­στα, όχι μόνο δεν απο­θαρ­ρύ­νον­ταν οι νέοι πιστοί από τα βασανι­στήρια που έβλε­παν να υπο­μέ­νουν οι παλαιότε­ροι, αλλά γίνον­ταν προ­θυ­μό­τε­ροι! Μόνοι τους έ­τρεχαν, αβί­α­στα, ευγνω­μο­νών­τας τους βασα­νι­στές τους. Γίνον­ταν θερ­μό­τε­ροι στην πίστη, βλέ­πον­τας τους χει­μάρ­ρους των αιμά­των των πιστών. Είδες την ασύγ­κρι­τη δύνα­μη Εκεί­νου που έκα­νε όλα αυτά τα θαύ­μα­τα; Πώς είναι δυνα­τό να μη λυπά­ται κανείς, υπο­φέ­ρον­τας τέτοια φρι­κτά μαρ­τύ­ρια; Όμως αυτοί χαί­ρον­ταν, σκιρ­τού­σαν! Αυτό ομο­λο­γεί, σαν παρά­δειγ­μα, ο άγιος ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, πως έγι­νε και με τους απο­στό­λους, τότε που «ο μν ον πορεύ­ον­το χαί­ρον­τες π προ­σώ­που το συνε­δρί­ου, τι πρ το νόμα­τος ατο κατη­ξιώ­θη­σαν τιμα­σθναι(:Ύστε­ρα λοι­πόν από τις απει­λές και την κακο­με­τα­χεί­ρι­ση αυτή που δέχθη­καν οι από­στο­λοι, έφυ­γαν από το συνέ­δριο με μεγά­λη χαρά, διό­τι αξιώ­θη­καν να υπο­στούν ατι­μω­τι­κή τιμω­ρία για χάρη του ονό­ματος του Χρι­στού» [Πράξ. 5,41].

Και ενώ ούτε έναν τοί­χο δεν μπο­ρεί να χτί­σει κανείς με πέτρες και ασβέ­στη όταν κατα­διώ­κε­ται, οι από­στολοι έχτι­ζαν την Εκκλη­σία σε όλη την οικου­μέ­νη υπο­φέ­ρον­τας διωγ­μούς, φυλα­κί­σεις, εξο­ρί­ες και μαρ­τυ­ρι­κούς θανά­τους. Και δεν την έχτι­ζαν με πέ­τρες, αλλά με ψυχές, πράγ­μα πολύ δυσκο­λό­τε­ρο. Για­τί δεν είναι το ίδιο να χτί­ζεις ένα τοί­χο με το να πεί­θεις διε­φθαρ­μέ­νες ψυχές να αλλά­ζουν τρό­πο ζωής, να εγκα­τα­λεί­πουν τη δαι­μο­νι­κή μανία τους και να ακο­λου­θούν τη ζωή της αρε­τής.

Το κατόρ­θω­σαν όμως αυτό, για­τί είχαν μαζί τους την ακα­τα­μά­χη­τη δύνα­μη του Κυρί­ου, που είχε προ­φη­τέ­ψει: «π ταύτ τ πέτρ οκοδο­μή­σω μου τν κκλη­σί­αν, κα πύλαι δου ο κατι­σχύ­σου­σιν ατς(:επά­νω στον βρά­χο της αλη­θι­νής πίστε­ως που ομο­λό­γη­σες, και έγι­νες με την ομο­λο­γία σου αυτή ο πρώ­τος λίθος της πνευ­μα­τι­κής μου οικο­δο­μής, θα οικο­δο­μή­σω την Εκκλη­σία μου. Και ο θάνα­τος και οι οργα­νω­μέ­νες δυνά­μεις του κακού δεν θα υπε­ρι­σχύ­σουν και δεν θα νική­σουν την Εκκλη­σία, η οποία θα είναι αιώ­νια και αθά­να­τη)» [Ματθ. 16,18].

Συλ­λο­γί­σου πόσοι τύραν­νοι πολέ­μη­σαν την Εκ­κλησία και πόσους φοβε­ρούς διωγ­μούς ξεσήκω­σαν εναν­τί­ον της…Ο Αύγου­στος, ο Τιβέ­ριος, ο Γάιος, ο Νέρων, ο Βεσπα­σια­νός, ο Τίτος και οι διά­δο­χοί τους μέχρι τον Μέγα Κων­σταν­τί­νο, ήταν όλοι ειδω­λο­λά­τρες. Και όλοι ‑άλλος ηπιό­τε­ρα, άλλος σκλη­ρό­τε­ρα- πολε­μού­σαν την Εκκλη­σία. Την πο­λεμούσαν όλοι. Κι αν μερι­κοί δεν ξεσή­κω­ναν οι ίδιοι διωγ­μούς, όμως η προ­σή­λω­σή τους στην ειδω­λο­λα­τρία υπο­κι­νού­σε στον αγώ­να εναν­τί­ον της Εκ­κλησίας όσους ήθε­λαν να τους κολα­κέ­ψουν.

Παρ’ όλα αυτά, τα κακό­βου­λα σχέ­δια και οι επι­θέσεις των ειδω­λο­λα­τρών δια­λύ­θη­καν σαν ιστοί αρά­χνης, σκορ­πί­στη­καν σαν σκό­νη, εξαφανίστη­καν σαν καπνός. Άλλα και όσα σχε­δί­α­ζαν ενα­ντίον της Εκκλη­σί­ας, έγι­ναν αφορ­μή να προ­κύ­ψει μεγά­λη ωφέ­λεια στους Χρι­στια­νούς. Για­τί δημιούρ­γησαν τις χορεί­ες των μαρ­τύ­ρων, που απο­τε­λούν τον θησαυ­ρό, τους στύ­λους, τους πύρ­γους της Εκ­κλησίας.

Βλέ­πεις λοι­πόν τη θαυ­μα­στή εκπλή­ρω­ση της προ­φη­τεί­ας; Πραγ­μα­τι­κά, «οι δυνά­μεις του άδη δεν θα την κατα­νι­κή­σουν». Από τα παρελ­θόν­τα όμως, πίστευε και για τα μέλ­λον­τα. Και στο μέλ­λον κανείς δεν θα μπο­ρέ­σει να νική­σει την Εκκλη­σία. Για­τί αν δεν κατόρ­θω­σαν να τη συν­τρί­ψουν όταν αριθ­μού­σε λίγα μέλη, όταν η διδα­σκα­λία της φαι­νό­ταν και­νούρ­για και παρά­ξε­νη, όταν τόσοι φοβε­ροί πό­λεμοι και τόσοι πολ­λοί διωγ­μοί από παν­τού ξεση­κώνονταν εναν­τί­ον της, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν θα μπο­ρέ­σουν να τη βλά­ψουν τώρα, που κυριάρ­χη­σε σε όλη την οικου­μέ­νη, που κυρί­ε­ψε όλα τα έθνη και που εξα­φά­νι­σε τους βωμούς και τα είδω­λα, τις γιορ­τές και τις τελε­τές, τον καπνό και την τσί­κνα των αισχρών θυσιών.

Πώς πέτυ­χαν οι από­στο­λοι ένα τόσο μεγά­λο, ένα τόσο σπου­δαίο κατόρ­θω­μα, έπει­τα από τόσα εμπό­δια; Ασφα­λώς με τη θεϊ­κή και ακα­τα­μά­χη­τη δύνα­μη Εκεί­νου, που προ­φή­τε­ψε τη δημιουρ­γία και τον θρί­αμ­βο της Εκκλη­σί­ας. Αυτό κανείς δεν μπο­ρεί να το αρνη­θεί, εκτός κι αν είναι ανόη­τος και εντε­λώς ανί­κα­νος να σκέ­φτε­ται.

ΠΗΓΕΣ:

  • Σει­ρά φυλ­λα­δί­ων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρα­κλή­του Ωρω­πού Αττι­κής, τεύ­χος 5: αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου, Ο θρί­αμ­βος της Εκκλη­σί­ας:

https://www.imparaklitou.gr/index.php/el/keimena/i‑foni-ton-pateron-o-thriamvos-tis-ekklisias

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΕΙΚΟΝΑ, ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΕΙΚΟΝΑ, ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 23–3‑1986]

[Β154]

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, η Εκκλη­σία μας, Κυρια­κή Α΄των Νηστειών, εορ­τά­ζει την νίκη της δια την ακρί­βεια και ορθο­δο­ξό­τη­τα της πίστε­ώς της και της παρα­δό­σε­ώς της. Επά­λαι­σε και παλαί­ει η Εκκλη­σία, δια να δια­τη­ρή­σει την αυθεν­τία της ερμη­νεί­ας του απο­κα­λυ­φθέν­τος λόγου του Θεού, που κατε­γρά­φη εις την Αγί­αν Γρα­φήν υπό θεο­πνεύ­στων ανδρών και παρε­δό­θη ως πρά­ξις και ως διδα­σκα­λία μέσα εις την Εκκλη­σί­αν.

Μία έκφρα­σις, ένα στοι­χεί­ον Ορθο­δο­ξί­ας, μετα­ξύ πολ­λών άλλων είναι και η εικό­να, ως θεο­λο­γία και ως αλή­θεια αυτού του λόγου του Θεού. Και το μεν θέμα της εικό­νος επο­λε­μή­θη από την αίρε­σιν των Ανει­κο­νί­στων· μία μορ­φή δηλα­δή υπο­βό­σκον­τος Μονο­φυ­σι­τι­σμού. Επί εκα­τόν είκο­σι χρό­νια. Και είναι γνω­στή ως Εικο­νο­μα­χία, που εξέ­σπα­σε εις το Βυζάν­τιον. Η Ζ΄ όμως Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος τελι­κά επα­νέ­φε­ρε και εστε­ρέ­ω­σε το θέμα των εικό­νων, αφού βεβαί­ως τού­το το καθό­ρι­σε θεο­λο­γι­κά.

Η θεο­λο­γία της εικό­νος είναι ένα πελώ­ριο θέμα, ένα σπου­δαιό­τα­το θέμα, ώστε η Εκκλη­σία μας, τιμών­τας τους Πατέ­ρες της Ζ΄ Οικου­με­νι­κής Συνό­δου, την πρώ­τη Κυρια­κή των Νηστειών, να την ονο­μά­σει «Κυρια­κή της Ορθο­δο­ξί­ας». Δηλα­δή να θεω­ρεί­ται, παρό­τι είναι ένα από τα πολ­λά θέμα­τα που συνι­στούν την Ορθο­δο­ξί­αν, να θεω­ρεί­ται ως ένα κορυ­φαί­ον σημεί­ον, ώστε, επα­να­λαμ­βά­νω, να ονο­μά­σει η Εκκλη­σία μας την Κυρια­κήν αυτήν ως «Κυρια­κή της Ορθο­δο­ξί­ας».

Πού όμως είναι αυτή η σπου­δαιό­της του όλου θέμα­τος; Διό­τι εκπλήσ­σει έναν ανα­γνώ­στην, έναν ακρο­α­τήν ότι… «Τόσα άλλα θέμα­τα, δεν θα μπο­ρού­σαν να απο­τε­λέ­σουν κορυ­φαία ορθο­δο­ξό­τη­τος; Πώς η εικό­να;». Αυτό βέβαια κατ’ αρχάς οφεί­λε­ται σε μία παρα­μέ­ρι­ση της θεο­λο­γί­ας που έχο­με, της γνώ­σε­ως που έχο­με δια την εικό­να. Η εικό­να, αγα­πη­τοί μου, φανε­ρώ­νει ότι ο Λόγος έγι­νε πράγ­μα­τι άνθρω­πος αλη­θής. Αυτό πώς το εκφρά­ζει η εικό­να; Το ότι δυνά­με­θα να παρα­στή­σο­με τον Ιησούν Χρι­στόν. Και ο τρό­πος με τον οποί­ον μπο­ρού­με να παρα­στή­σο­με το πρό­σω­πον του Ιησού Χρι­στού, διό­τι εκεί όλη η μάχη, εκεί όλος ο πόλε­μος, εκεί όλη η πάλη, αν δυνά­με­θα να εικο­νί­σο­με το πρό­σω­πο του Θεού. Ναι. Δυνά­με­θα να εικο­νί­σο­με το πρό­σω­πον του Θεού. Πότε; Εφό­σον έγι­νε άνθρω­πος. Συνε­πώς η εικό­να, η θεο­λο­γία της εικό­νας, ανα­φέ­ρε­ται και βασί­ζε­ται επά­νω στο ευαγ­γε­λι­κόν και κεν­τρι­κόν σημεί­ον ολο­κλή­ρου της πίστε­ως. « Λόγος σάρξ γένε­το». Και εφό­σον «γένε­το Λόγος σάρξ», εφό­σον δηλα­δή ο Υιός του Θεού έγι­νε άνθρω­πος, δύνα­ται να απει­κο­νι­σθεί. Γι’αυ­τό λέγει ένα τρο­πά­ριον των Αίνων της σημε­ρι­νής ημέ­ρας: «Σαρκς τ κτπωμα, ναστη­λοντς σου Κριε, σχε­τικς σπαζμεθα, τ μγα μυστριον, τς Οκονομας - το μέγα μυστή­ριον της Οικο­νο­μί­ας είναι η Εναν­θρώ­πη­σις-, τς σς κδη­λοντες(:Εκδη­λώ­νου­με της δικής Σου, το δικό Σου μυστή­ριο της Εναν­θρω­πή­σε­ως, με το να ανα­στη­λώ­σο­με τις εικό­νες)· ο γρ δοκσει, ς φασν, ο θεομχοι παδες το Μνεν­τος, μν φθης φιλνθρω­πε, λλ’ ληθείᾳ κα φσει σαρκς, δι’ ατο ναγμενοι, πρς σν πθον κα ρωτα». «Όχι όπως νομί­ζουν, όπως λέγουν, ότι κατά δόκη­σιν έγι­νες άνθρω­πος οι θεο­μά­χοι οπα­δοί του Μάνεν­τος. Αλλά πραγ­μα­τι­κά και αλη­θι­νά μετεί­χες σαρ­κός».

Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι απο­τε­λεί ένα κορυ­φαί­ον σημεί­ον· διό­τι η απο­δο­χή ή μη απο­δο­χή της εικό­νος, είναι τελι­κά η απο­δο­χή της αλη­θούς σαρ­κώ­σε­ως του Υιού του Θεού. Να για­τί είναι κορυ­φαί­ον το θέμα αυτό. Και εάν πράγ­μα­τι Λόγος σάρξ γένε­το, τότε και ο άνθρω­πος δύνα­ται να γίνει Λόγος, δηλα­δή να θεω­θεί. Θέλω να κατα­λά­βο­με, αγα­πη­τοί μου, ότι η θεο­λο­γία της εικό­νος είναι: « Λόγος σάρξ γένε­το, να σάρξ γένη­ται Λόγος», όπως λέγουν οι Πατέ­ρες. Ο Θεός έγι­νε άνθρω­πος, για να γίνει ο άνθρω­πος Θεός. Εις την Α΄Οικουμενικήν Σύνο­δον ετέ­θη το θέμα εάν ο Ιησούς είναι Θεός. Εδώ τίθε­ται το θέμα εάν ο Ιησούς έγι­νε άνθρω­πος. Δηλα­δή εάν είναι αλη­θι­νός άνθρω­πος. Δηλα­δή το θέμα της θεό­τη­τος ετέ­θη εις την Α΄Οικουμενικήν Σύνο­δον με τον Άρειον· που τον επο­λέ­μη­σαν οι 318 Πατέ­ρες και ο Άγιος Αθα­νά­σιος. Και τώρα τίθε­ται το ερώ­τη­μα, το θέμα: «Ο Θεός έγι­νε πράγ­μα­τι άνθρω­πος; Ανα­γνω­ρί­ζο­με τη θεό­τη­τά Του αλλά αμφι­βάλ­λο­με δια την ανθρω­πό­τη­τά Του». Είναι το ακρι­βώς αντί­στρο­φο. Γι΄αυτό σας είπα ότι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επο­λε­μή­θη για μία ακό­μη φορά, κατ’ επα­νά­λη­ψιν βεβαί­ως με τους πρώ­τους Δοκή­τας, αλλά κατ’ επα­νά­λη­ψιν, δια μίαν ακό­μη φορά η Εκκλη­σία πολε­μά τον Μονο­φυ­σι­τι­σμόν στην Ζ΄Οικουμενική Σύνο­δο, με το θέμα «εικό­να». Είναι σπου­δαίο· διό­τι εάν πράγ­μα­τι ο Υιός του Θεού δεν έγι­νε άνθρω­πος, τότε δεν μπο­ρεί ο άνθρω­πος να γίνει Θεός. Δηλα­δή η θέω­σις του ανθρώ­που είναι αδύ­να­τη. Δηλα­δή η σωτη­ρία του ανθρώ­που είναι αδύ­να­τη. Εάν όμως ο Θεός έγι­νε άνθρω­πος, μετεί­χε της φύσε­ώς μας, τότε η μετο­χή Του αυτή προ­σπο­ρί­ζει σε μας τη σωτη­ρία. Διό­τι αυτό το πρό­σλημ­μα, δηλα­δή πήρε αυτή τη φύση μας και αυτή εθέ­ω­σε και αυτή ανέ­βα­σε εις τον ουρα­νόν και αυτή εδό­ξα­σε, και δυνά­μει αυτής της φύσε­ώς μας της δεδο­ξα­σμέ­νης εις το πρό­σω­πον το ένα του Θεού Λόγου, θα σωθού­με όλοι· διό­τι Εκεί­νος είναι ο πρό­δρο­μός μας εις τους ουρα­νούς. Εάν όμως δεν έγι­νε άνθρω­πος, τότε Θεός ήτο και Θεός έμει­νε και τίπο­τε άλλο και υπάρ­χει χάσμα ουσιών. Δεν υπάρ­χει δηλα­δή ένω­σις των ουσιών. Αλλά η ένω­σις των ουσιών είναι εν προ­σώ­πω Ιησού Χρι­στού. Για­τί; Για­τί έγι­νε άνθρω­πος πραγ­μα­τι­κά.

Ξανα­λέ­γω λοι­πόν άλλη μία φορά ότι αυτό το εκφρά­ζει η εικό­να. Διό­τι αν στην εικό­να μπο­ρώ να ζωγρα­φί­σω το πρό­σω­πο του Χρι­στού, σημαί­νει έγι­νε άνθρω­πος. Αν δεν έγι­νε άνθρω­πος, πώς μπο­ρώ να ζωγρα­φί­σω το θεί­ον; Το θεί­ον είναι ανει­κό­νι­στον. Δεν εικο­νί­ζε­ται το θεί­ον.

Βλέ­πε­τε πόσο σπου­δαί­ον θέμα είναι και ότι η εικό­να θεω­ρεί­ται ότι εκφρά­ζει μία τερα­στία, μεγά­λη, κεν­τρι­κο­τά­την αλή­θειαν; Αλλά με την ευκαι­ρία, θα θέλα­με, αγα­πη­τοί μου, να πού­με ότι σήμε­ρα έχο­με λησμο­νή­σει το θέμα αυτό. Έχο­με λησμο­νή­σει και αγνο­ού­με την αξί­αν της εικό­νος και στην πρά­ξη αρνού­με­θα εκεί­να που θεο­λο­γι­κά κατο­χύ­ρω­σε τόσον η Α΄Οικουμενική Σύνο­δος, όσο και η Ζ’ Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος. Ξεχά­σα­με το θέμα. Ότι ο Ιησούς Χρι­στός είναι Θεός και ότι είναι άνθρωπος(Ζ΄Οικουμενική Σύνο­δος) τέλειος. Δηλα­δή ότι ο Ιησούς Χρι­στός είναι Θεάν­θρω­πος. Και ότι αφού είναι Θεάν­θρω­πος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρω­πος, άρα και ο άνθρω­πος δύνα­ται να θεω­θεί. Σήμε­ρα το ξεχά­σα­με. Σήμε­ρα μας έχει φύγει αυτό. Για­τί ακρι­βώς δεν γνω­ρί­σα­με, ξεχά­σα­με, λησμο­νή­σα­με τη θεο­λο­γία της εικό­νος. Σημειώ­νω ότι νομί­ζο­με ότι ο Χρι­στια­νι­σμός δεν είναι τι άλλο παρά ένα σύνο­λο ηθι­κών κανό­νων που θα βελ­τιώ­σο­με την ζωή μας. Και αν το θέλε­τε ακό­μα, αγνο­ού­με την ανά­στα­ση των νεκρών· διό­τι το στοι­χείο «σώμα» το παρα­με­ρί­ζου­με. Και ότι «η ψυχή μας θα πάει εις τον Παρά­δει­σον». Ούτε καν Βασι­λεία Θεού. Διό­τι η Βασι­λεία του Θεού είναι ο χώρος των πλή­ρων υπάρ­ξε­ών μας. Δεν είναι δηλα­δή οι ψυχές. Είναι η ψυχή με το σώμα. Ο Ιησούς Χρι­στός ανήλ­θε εις τον ουρα­νόν με την ανθρω­πί­νη Του φύση. Αυτό το αγνο­ού­με. Και αντι­λαμ­βά­νε­στε, ότι αγνο­ών­τας την θέω­σή μας, την θέω­ση ολο­κλή­ρου της υπάρ­ξε­ώς μας, ότι πια δεν ρυθ­μί­ζο­με ορθά και τον βίον μας. Έτσι, για­τί να μην φάω και να μην πιω; «Το σώμα δεν έχει αξία μπρο­στά στην ψυχή», λέμε. «Για­τί να μην πορ­νεύ­σω; Το σώμα δεν έχει καμία θέση». Ενώ το σώμα είναι ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, είναι ναός του Αγί­ου Τρια­δι­κού Θεού. Το σώμα θα θεω­θεί. Το σώμα θα ανέ­βει ψηλά. Και εκφρά­ζε­ται πάν­τα, επα­να­λαμ­βά­νω, με την εικό­να. Διό­τι η εικό­να εκφρά­ζει την θεαν­θρω­πί­νη φύση του Χρι­στού· ότι ο Θεός έγι­νε πραγ­μα­τι­κά άνθρω­πος και συνε­πώς και εγώ θα γίνω ένας κατά χάριν Θεός.

Αλλά μπο­ρού­με να πού­με αγα­πη­τοί μου, στα πολύ λίγα λεπτά τα οποία μας μένουν σε ένα λει­τουρ­γι­κό κήρυγ­μα, μερι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της εικό­νος. Προ­σέξ­τε, όχι μόνον δεν εξαν­τλούν­ται, ούτε καν θίγε­ται το θέμα της εικό­νος με αυτά τα ελά­χι­στα που θα πού­με.

Η εικό­να είναι μία γλώσ­σα. Μία γλώσ­σα καλ­λι­τε­χνι­κή. Ή, αν θέλε­τε, αισθη­τι­κή· που εκφρά­ζει δόγ­μα­τα της Εκκλη­σί­ας μας. Δηλα­δή έκφρα­σις δογ­μά­των της Εκκλη­σί­ας με αισθη­τι­κόν, καλ­λι­τε­χνι­κόν τρό­πον. Είναι συνε­πώς θεο­λο­γία ορθό­δο­ξος, με σχή­μα­τα και χρώ­μα­τα. Η εικό­να έχει δυο δια­στά­σεις· κάθε εικό­να ορθό­δο­ξος. Είναι η ένχρο­νος διά­στα­σις ή ιστο­ρι­κή. Και η υπέρ­χρο­νος διά­στα­σις. Είναι αυτές οι δύο δια­στά­σεις. Έτσι, μία εικών, καταρ­χάς μας φέρ­νει κον­τά στο ιστο­ρι­κό γεγο­νός. Επί παρα­δείγ­μα­τι, έχο­με την Βάπτι­σιν του Χρι­στού. Αυτό είναι ένα ιστο­ρι­κό γεγο­νός. Και είναι γνω­στό ότι η ιστο­ρία, η ιστο­ρία δηλα­δή της Εναν­θρω­πή­σε­ως, η ιστο­ρία, υπο­γραμ­μί­ζω, δεν μπο­ρεί να εξα­τμι­στεί και να εξα­φα­νι­στεί. Δεν μπο­ρεί να γίνει ιδε­ο­λο­γία η ιστο­ρία. Η ιστο­ρία είναι ιστο­ρία, είναι γεγο­νό­τα. Και ότι η Ιστο­ρία καθο­ρί­ζει τη σωτη­ρία μας. Για­τί κι αυτήν εν χώρω και χρό­νω θα τύχει. Η σωτη­ρία μας δηλα­δή. Μην ξεχνά­με ότι το μυστή­ριον της θεί­ας Οικο­νο­μί­ας, δηλα­δή της Εναν­θρω­πή­σε­ως, είναι γεγο­νός. Δηλα­δή είναι Ιστο­ρία. Προ­σέξ­τε, θα το πω δεύ­τε­ρη, τρί­τη φορά. Δεν μπο­ρού­με να εξα­τμί­σο­με τα γεγο­νό­τα. Δεν μπο­ρού­με να… ιδε­α­λί­σο­με λοι­πόν, ούτως ειπείν, αν επι­τρέ­πε­ται αυτή η λέξις, την Ιστο­ρία. Δεν μπο­ρού­με να την κάνο­με ιδε­α­λι­σμό την Ιστο­ρία. Η Ιστο­ρία είναι Ιστο­ρία. Είναι τα γεγο­νό­τα. Αν αφαι­ρέ­σο­με λοι­πόν την Ιστο­ρία, βασι­κά δεν έχο­με εικό­να· διό­τι η εικό­να εκφρά­ζει μια Ιστο­ρία. Αυτό θα πει εικό­να. Εκφρά­ζει μια ιστο­ρία. Την Ιστο­ρία. Και επι­θυ­μεί τώρα η εικό­να να συν­δέ­σει τον πιστό της κάθε επο­χής με το ιστο­ρι­κό γεγο­νός που απει­κο­νί­ζει.

Είπα­με το παρά­δειγ­μα της Βαπτί­σε­ως του Χρι­στού. Κυρί­ως είναι το πρό­σω­πο του Χρι­στού. Είναι και της Θεο­τό­κου εν συνε­χεία, είναι και των αγί­ων. Αλλά για να μην πολυ­πραγ­μο­νώ, επει­δή ο χρό­νος, είπα­με, είναι λίγος, μένω στο πρό­σω­πο του Χρι­στού. Τι βλέ­πο­με εδώ; Ότι ο πιστός της κάθε επο­χής συν­δέ­ε­ται με το γεγο­νός που εικο­νί­ζει η εικό­να. Πώς συν­δέ­ε­ται; Αυτή η σύν­δε­σις είναι σύν­δε­σις μνή­μης; Όπως ακρι­βώς αν είχα­με ένα άλμπουμ με φωτο­γρα­φί­ες και θα βλέ­πα­με ένα περι­στα­τι­κό του περα­σμέ­νου και­ρού; Ή μήπως είναι, θα λέγα­με, μία συναι­σθη­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­σις; Βλέ­πον­τας την εικό­να, να θυμη­θώ κάτι και να νιώ­σω κάτι. Αγα­πη­τοί μου, δεν είναι παρά προ­σέγ­γι­σις στο αρχι­κό, στο πρω­τό­τυ­πο γεγο­νός! Σημαί­νει ότι ο κάθε πιστός της κάθε επο­χής, της κάθε ιστο­ρι­κής στιγ­μής προ­σεγ­γί­ζει αυτό το ιστο­ρι­κό γεγο­νός. Το προ­σεγ­γί­ζει όχι συναι­σθη­μα­τι­κά, όχι μνη­μι­κά, αλλά πραγ­μα­τι­κά. Όταν, επί παρα­δείγ­μα­τι, λέμε στην Υμνο­λο­γία μας: « Παρ­θέ­νος σήμε­ρον τόν περού­σιον τίκτει» ή «Σήμε­ρον βαπτι­ζο­μέ­νου Σου Κύριε ν τ ορδάν» κ.τ.λ. ή «Σήμε­ρον κρεμται πί ξύλου» αυτό το «σήμε­ρον» δεν είναι φιλο­λο­γι­κό. Δεν είναι, όπως θα λέγα­με, ο ιστο­ρι­κός Ενε­στώς. Αλλά είναι σήμε­ρον. Διό­τι σήμε­ρα εγώ προ­σοι­κειώ­νο­μαι το γεγο­νός. Το γεγο­νός από μένα δεν απέ­χει. Δεν έχει σημα­σία αν υπάρ­χει ένας χρό­νος που με χωρί­ζει εμέ­να. Δεν απέ­χω. Προ­σεγ­γί­ζω το γεγο­νός και το γεγο­νός εμέ­να. Συνε­πώς κάθε ιστο­ρι­κή στιγ­μή είναι προσ­δε­μέ­νη με το πρω­τό­τυ­πον γεγο­νός. Και αυτό μου το δεί­χνει η εικό­να, μου το εκφρά­ζει η εικό­να.

Έχο­με όμως και την άλλη διά­στα­ση την υπέρ­χρο­νη, την δογ­μα­τι­κή. Μέσα στο εικο­νι­ζό­με­νο ιστο­ρι­κό γεγο­νός, ας πού­με, της Βαπτί­σε­ως, πάλι, δια­φαί­νε­ται το δογ­μα­τι­κό στοι­χείο. Βλέ­πε­τε, ο Υιός βαπτί­ζε­ται, το Πνεύ­μα το Άγιον επι­φοι­τά, ο Πατήρ φανε­ρώ­νει τον Υιόν Του εις τον κόσμον και μαρ­τυ­ρεί: «Οτος στίν υός μου γαπη­τός». Εδώ τι έχο­με; Μέσα σε αυτήν την ιστο­ρι­κή σκη­νή, το ιστο­ρι­κό γεγο­νός της Βαπτί­σε­ως, ότι ο Χρι­στός πήγε στον Ιορ­δά­νη, έχο­με τώρα ένα.. μία δογ­μα­τι­κή αλή­θεια. Δηλα­δή μία υπέρ­χρο­νη αλή­θεια. Κάτι που στέ­κε­ται παρα­πέ­ρα από το ιστο­ρι­κό γεγο­νός. Και συνε­πώς βλέ­πο­με ότι η εικό­να δεν μένει μόνο στην ιστο­ρι­κό­τη­τά της, αλλά μας παρου­σιά­ζει κάτι το και­νού­ριο, κάτι το βαθύ­τε­ρο. Μας παρου­σιά­ζει έναν μετα­μορ­φω­μέ­νο κόσμο. Και μας δεί­χνει την Βασι­λεία του Θεού. Η εικό­να είναι ένα παρά­θυ­ρο, μέσα από το οποίο μπο­ρού­με να δού­με εκεί­νο που δεν είναι ούτε χώρος ούτε χρό­νος. Και ταυ­το­χρό­νως μας δεί­χνει και τον χώρο και τον χρό­νο. Είναι ένχρο­νος η εικό­να, είναι υπέρ­χρο­νος η εικό­να.

Τα πρό­σω­πα των αγί­ων, αν θέλε­τε, όταν εικο­νί­ζον­ται, είναι πραγ­μα­τι­κά. Όχι ότι δια­τη­ρούν τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά τους τα φυσι­κά. Όχι. Ξέρε­τε, αυτό δεν έχω και­ρό να σας πω πιο πολ­λά, η Εκκλη­σία το αρνεί­ται. Και θα το δεί­τε λίγο πιο κάτω. Είναι πραγ­μα­τι­κά, είναι ανθρώ­πι­να, αλη­θι­νά πρό­σω­πα τα πρό­σω­πα των αγί­ων. Δεν έχο­με πελώ­ρια μάτια ή πελώ­ρια αυτιά ή κάτι άλλο ή ένα συμ­βο­λι­κό σχή­μα που να πού­με: «Εδώ είναι ο άγιος Γεώρ­γιος, εδώ είναι ο άγιος Δημή­τριος». Είναι πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα, ανθρώ­πι­να πρό­σω­πα, αλη­θι­νά. Ταυ­τό­χρο­να όμως είναι υπέρ­χρο­να, είναι μετα­μορ­φω­μέ­να πρό­σω­πα. Δεν ανή­κουν πια παρά στον χώρο της Βασι­λεία του Θεού. Στη Βασι­λεία του Θεού θα είμε­θα ολό­κλη­ροι. Όπως με βλέ­πε­τε και σας βλέ­πω. Αλλά ταυ­τό­χρο­να θα είμε­θα μετα­μορ­φω­μέ­νοι. Πώς μετα­μορ­φω­μέ­νοι; Απ’ την φθο­ρά στην αφθαρ­σία, από τον θάνα­το στην αθα­να­σία. Έτσι βλέ­πει κανέ­νας, όταν βλέ­πει μία εικό­να ενός αγί­ου, να προ­σεγ­γί­ζει πια προς κάτι που είναι ένχρο­νο και άχρο­νο πάλι. Προ­σεγ­γί­ζει τον άγιον, αλλά ο άγιος δεν ζει στην παρού­σα πια ζωή. Και συνε­πώς τον προ­σελ­κύ­ει ο άγιος να ζήσει μια μετα­μορ­φω­μέ­νη ζωή. Η ύπαρ­ξίς μας να μετα­μορ­φω­θεί. Και να αλλά­ξει από την παρού­σα ήδη ζωή. Για να βρε­θού­με ολό­τε­λα μετα­μορ­φω­μέ­νοι την ημέ­ρα της ανα­στά­σε­ως των νεκρών.

Οι άγιοι, όπως έχε­τε παρα­τη­ρή­σει στις ορθό­δο­ξες εικό­νες, κοι­τά­ζουν πάν­το­τε κατά πρό­σω­πον, κατ΄ενώπιον. Το πολύ πολύ να κοι­τά­ζουν μόνον κατά τα 3/4, μία ελα­φρά κλί­ση. Όπως έχο­με τον άγιο Ιωάν­νη από δω ή κάποιες άλλες εικό­νες. Ποτέ όμως δεν βλέ­πο­με τα οπί­σθια ενός αγί­ου. Βλέ­πο­με το πρό­σω­πό του. Για­τί; Διό­τι αυτό φανε­ρώ­νει ότι ο πιστός με τον άγιον έχει έναν σύν­δε­σμο. Ο προ­σκυ­νη­τής με τον άγιον που ιστο­ρεί­ται στην εικό­να έχει έναν σύν­δε­σμο. Αυτός ο σύν­δε­σμος είναι μεγά­λης σημα­σί­ας. Διό­τι ο άγιος δεν είναι απο­ξε­νω­μέ­νος από τους πιστούς. Στη Λει­τουρ­γία ανα­φέ­ρο­με τους αγί­ους. Έχο­με τα λεί­ψα­νά τους κάτω από την αγία Τρά­πε­ζα. Μνη­μο­νεύ­ο­με τους αγί­ους μέσα στο άγιο Δισκά­ριο ‚εκεί που βάζο­με και τις δικές μας μερί­δες. Ο άγιος δεν απο­ξε­νώ­θη­κε. Ανέ­βη­κε πιο ψηλά από μας, έφυ­γε από μας, αλλά μένει δεμέ­νος με μας. Γι΄αυτό βλέ­πο­με τον άγιο ζωγρα­φι­σμέ­νο, ιστο­ρη­μέ­νο, κατ’ ενώ­πιον.

Ακό­μη, μια εικό­να, αγα­πη­τοί μου, μπο­ρεί να γίνει –προ­σέξ­τε αυτό- μία θύρα ελέ­ους. Πώς μπο­ρεί να γίνει μία θύρα ελέ­ους; Όταν ξέρω ότι μία πόρ­τα άμα ανοί­ξει, από εκεί θα βρω έλε­ος. Θα βρω το ψωμί μου. Θα βρω την Χάρη, θα βρω τη διευ­κό­λυν­ση, θα βρω τη θερα­πεία. Χτυ­πώ λοι­πόν την πόρ­τα αυτή. Ε, λοι­πόν, η εικό­να είναι μία θύρα ελέ­ους. Μην το ξεχνά­τε αυτό. Είναι το φαι­νό­με­νον των θαυ­μα­τουρ­γι­κών εικό­νων. Πηγαί­νο­με μπρο­στά σε μία εικό­να και προ­σευ­χό­μα­στε και ζητού­με και μας δίδει ο εικο­νι­ζό­με­νος άγιος εκεί­νο το οποίο ζητού­με. Ο εικο­νι­ζό­με­νος άγιος. Λέμε: «Πανα­γία μου, σώσε με». Και δεν το λέμε αφη­ρη­μέ­να βέβαια, οπου­δή­πο­τε μπο­ρού­με να προ­σευ­χη­θού­με, αλλά καλώς εχόν­των των πραγ­μά­των, έχο­με την εικό­να της Πανα­γί­ας μπρο­στά. Και λέμε: «Πανα­γία μου, σώσε με, σώσε μας». Πάμε στην εικό­να του αγί­ου Δημη­τρί­ου: «Άγιέ μου Δημή­τριε, σώσε με». Τι σημαί­νει αυτό; Θα απλώ­σει κανέ­να χέρι ο άγιος να μας σώσει; Ναι! Άγιοι, έχουν δει κάπο­τε τους αγί­ους, άγιοι άνθρω­ποι, έχουν δει τους αγί­ους κάπο­τε να απλώ­νουν και το χέρι τους. Κάτι κατα­πλη­κτι­κό! Η εικό­να, η μπο­γιά…, εκεί­νη η μπο­γιά, η εικό­να είναι, θα λέγα­με, το παρά­θυ­ρο που ήταν μέχρι τότε κλει­στό. Μετά ανοί­γει και βγαί­νει η χάρις του αγί­ου.

Πώς γίνε­ται αυτό; Ακού­στε πώς γίνε­ται αυτό. Είναι διδα­σκα­λία της Ορθο­δό­ξου Εκκλη­σί­ας μας. Όταν ο άγιος ζει, στην παρού­σα ζωή, είχε το Πνεύ­μα του Θεού. Όταν πέθα­νε, έφυ­γε από τον κόσμον αυτόν, δεν χωρί­στη­κε από το Πνεύ­μα του Θεού. Το Πνεύ­μα του Θεού το έχει και τώρα που είναι στον Παρά­δει­σον η ψυχή του. Χωρί­στη­κε ο άνθρω­πος. Η ψυχή του πήγε στον Παρά­δει­σον. Ηνω­μέ­νη πάν­το­τε με τον Πνεύ­μα του Θεού. Το σώμα του κατε­τέ­θη εις τον τάφον. Κι εκεί το Πνεύ­μα του Θεού είναι ηνω­μέ­νο με το σώμα του. Διό­τι ο Κύριος είπε: «Θα ‘ρθού­με να κατοι­κή­σου­με μέσα εις τον άνθρω­πο ο οποί­ος μας δέχε­ται». Δεν θα κατοι­κή­σου­με στην ψυχή του, προ­σέξ­τε. Στην ύπαρ­ξή του. Σε ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξή του. Όχι στην ψυχή του μόνο. Στο σώμα του και την ψυχή του μαζί. Με τον θάνα­τον συνε­πώς ο άνθρω­πος δεν χωρί­ζε­ται του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος ως προς το σώμα. Έτσι έχο­με τα λεγό­με­να «άγια λεί­ψα­να» που θαυ­μα­τουρ­γούν. Για­τί θαυ­μα­τουρ­γούν; Για­τί είναι ηνω­μέ­να με το Πνεύ­μα του Θεού. Αλλά είναι γνω­στό ότι ο άγιος άνθρω­πος, ό,τι πιά­σει στον κόσμον αυτόν, δίνει χάρη, μετα­βι­βά­ζει χάρη. Στο κατά Μάρ­κον Ευαγ­γέ­λιον, που συνέ­βη στον Χρι­στόν… προ­σέξ­τε τι λέει: «Κα που ν εσεπο­ρεύ­ε­το ‑ο Ιησούς- ες κώμας πόλεις γρούς, ν τας γορας, τίθε­σαν τος σθε­νοντας κα παρε­κά­λουν ατν να κν το κρα­σπέ­δου το ματί­ου ατο ψων­ται(:παρα­κα­λού­σαν μόνον να αγγί­ξουν τα ρού­χα του Χρι­στού)· κα σοι ν πτον­το ατο, σζον­το(:και όσοι ακουμ­πού­σαν τα ρού­χα του Χρι­στού, εσώ­ζον­το)». Το ίδιο πράγ­μα ο Χρι­στός, αγα­πη­τοί μου, δίνει τώρα στους αγί­ους, στους Απο­στό­λους, στους αγί­ους. Ακού­στε. Πρά­ξεις 5,15: «στε κατ τς πλα­τεί­ας κφέ­ρειν τος σθε­νες κα τιθέ­ναι π κλινν κα κρα­βάτ­των, να ρχο­μέ­νου Πέτρου κν σκι πισκιάσ τιν ατν, οτινες θερα­πεύ­ον­το παν­τες». Όλοι εθε­ρα­πεύ­ον­το. Έπαιρ­ναν τα μαν­τή­λια και τις ποδιές του Απο­στό­λου Παύ­λου, τα έρι­χναν επά­νω στους ασθε­νείς και εγί­νον­το καλά. Για­τί; Διό­τι και τα αντι­κεί­με­να που ήρχον­το σε επα­φή μετά το χρω­τός ατν, με το δέρ­μα τους, έπαιρ­ναν αγια­σμό. Έτσι, αγια­σμέ­νοι άνθρω­ποι, όταν ιστό­ρη­σαν, δηλα­δή αγιο­γρά­φη­σαν εικό­νες, οι εικό­νες αυτές τώρα θαυ­μα­τουρ­γούν. Αυτός είναι ο λόγος που θαυ­μα­τουρ­γούν, αγα­πη­τοί μου, οι εικό­νες.

Να τονί­σο­με κάτι όμως. Ότι μόνο η Βυζαν­τι­νή αγιο­γρα­φία δια­τη­ρεί τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις δια την δογ­μα­τι­κήν και ηθι­κήν διδα­σκα­λί­αν. Μόνο η βυζαν­τι­νή εικό­να. Ενώ της Δύσε­ως η εικό­να, οι δυτι­κής τεχνο­τρο­πί­ας εικό­νες, δεν εκφρά­ζουν τίπο­τα. Εκφρά­ζουν στο επί­πε­δο ένα γεγο­νός και αυτό μάλι­στα πολ­λές φορές όχι σωστό. Όπως ακρι­βώς έχο­με τον Ιωσήφ με την Θεο­τό­κον πλάι πλάι. Δεν ήσαν σύζυ­γοι. Για­τί να τους βάλου­με πλάι πλάι; Λέμε: «Η αγία οικο­γέ­νεια». Δεν ήσαν σύζυ­γοι. Η βυζαν­τι­νή αγιο­γρα­φία βάζει την Πανα­γία στο κέν­τρον της εικό­νος και πλάι της ο Χρι­στός. Ο Ιωσήφ; Σε μια γωνιά της εικό­νος, κάτω κάτω, με γυρι­σμέ­νη την πλά­τη. Γυρι­σμέ­νη την πλά­τη του στην Θεο­τό­κον και στον Ιησούν. Τι εκφρά­ζει αυτό; Ότι δεν είναι δικό του παι­δί αυτό. Βλέ­πε­τε τη δια­φο­ρά. Γι΄αυτό με την ευκαι­ρία, θα σας έλε­γα, αγα­πη­τοί μου, να δια­τη­ρού­με πάν­το­τε σπί­τι μας, παν­τού, στους λατρευ­τι­κούς μας χώρους, παν­τού, την βυζαν­τι­νή τεχνο­τρο­πία· η οποία είναι δογ­μα­τι­κή. Η διδα­σκα­λία και η ηθι­κή της εικό­νος της βυζαν­τι­νής.

Αγα­πη­τοί μου, δεν πρέ­πει να μας δια­φεύ­γει ότι ο Χρι­στός δεν είναι μόνον ο Λόγος του Θεού, ο Λόγος του Πατρός, αλλά είναι και η Εικών του Πατρός. Ακό­μη, δεν πρέ­πει να αγνο­ού­με ότι και ο άνθρω­πος είναι εικών του Χρι­στού. Η εικό­να έχει μία βαθιά θεο­λο­γία, όπως είδα­με και όσο τη μελε­τού­με, τόσο βρι­σκό­με­θα εις την περι­φέ­ρειά της, χωρίς ποτέ να μπο­ρού­με να την εξαν­τλή­σου­με. Ο κόσμος αυτός ολό­κλη­ρος, ο αισθη­τός αυτός κόσμος με το άπλε­τον ηλια­κόν του φως, είναι μία εικό­να του μελ­λον­τι­κού ακτί­στου κόσμου. Ο ναός που βρι­σκό­με­θα, εδώ μέσα, ακό­μα αυτός ο λει­τουρ­γι­κός δηλα­δή χώρος, είναι μία εικό­να της ουρα­νί­ου Λει­τουρ­γί­ας των Αγί­ων και της κοι­νω­νί­ας των μετά του Θεού. Όλα τα σύμ­βο­λα τα χρι­στια­νι­κά που έχο­με, είναι εικό­νες μελ­λον­τι­κών αγα­θών. « στί σκιά τν μελ­λόν­των», λέει στους Κολοσ­σα­είς ο Από­στο­λος Παύ­λος. Είναι σκιά των μελ­λον­τι­κών πραγ­μά­των. Γι΄αυτό γρά­φει ο Από­στο­λος: «Οτινες ‑οι ιερείς- ποδείγ­μα­τι κα σκι λατρεύ­ου­σι τν που­ρα­νί­ων, καθς κεχρη­μά­τι­σται Μωϋσς μέλ­λων πιτε­λεν τν σκη­νήν· ρα γάρ, φησι, ποι­ή­σεις πάν­τα κατ τν τύπον τν δει­χθέν­τα σοι ν τ ρει» Εβρ.8,5. «Πρό­σε­ξε», του λέει ο Θεός, «ό,τι σου υπε­δεί­χθη στο όρος το Σινά, έτσι θα κατα­σκευά­σεις την Κιβω­τό κ.τ.λ.». Τι του έδω­σε ο Θεός εκεί; Μοντέ­λα. Υπο­δείγ­μα­τα. Συνε­πώς, τι ήταν η σκη­νή, ο ναός κ.τ.λ. τα παρα­κά­τω που φτιά­χτη­καν; Αντί­τυ­πα των αλη­θι­νών, των γνη­σί­ων, των επου­ρα­νί­ων. Τι λέγω; Και αυτή η ζωή μας ακό­μη, αγα­πη­τοί μου, είναι μία εικό­να. «Δι πίστε­ως — λέει ο Από­στο­λος, Β΄Κορινθίους 5,7- περι­πα­τομεν, ο δι εδους». Και τι είναι η πίστις; Μία εικό­να είναι. Μία εικό­να. Δεν βλέ­πω την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά ζω δια­μέ­σου αυτής, δηλα­δή δια της πίστε­ως. «Ο δι εδους». Δεν έχο­με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Έχο­με την πίστη. Έχο­με την εικό­να. Γι΄αυτό η Εκκλη­σία μας, αγα­πη­τοί μου, νίκη­σε τους αιρε­τι­κούς και γιορ­τά­ζει σήμε­ρα την νίκη της που είναι η Ορθο­δο­ξία δια της προ­βο­λής των αγί­ων εικό­νων.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_313.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ  ΤΗΣ Ζ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ  ΤΗΣ Ζ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 3–3‑1996]

Β 331

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, πρώ­τη Κυρια­κή των Νηστειών, η Εκκλη­σία μας γιορ­τά­ζει την ορθο­δο­ξό­τη­τά της. Κατό­πιν πολ­λών κόπων και αγώ­νων. Γι΄αυτό και την Κυρια­κή αυτή, την ονό­μα­σε Κυρια­κή της Ορθο­δο­ξί­ας. Βέβαια όλαι αι Σύνο­δοι συνέ­βα­λαν εις την Ορθο­δο­ξί­αν. Όμως κατ’ εξο­χήν προ­βάλ­λε­ται η 7η Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος, που έλα­βε χώρα στη Νίκαια της Μικράς Ασί­ας, απέ­ναν­τι από την Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, το 787, μετά Χρι­στόν φυσι­κά, από 24 Σεπτεμ­βρί­ου έως 13 Οκτω­βρί­ου.

Το Συνα­ξά­ριον της ημέ­ρας μάς πλη­ρο­φο­ρεί: «Τῇ αὐτῇ ἡμέ­ρᾳ, Κυρια­κῇ πρώ­τῃ τῶν Νηστειῶν, ἀνά­μνη­σιν ποιού­με­θα τῆς ἀνα­στη­λώ­σε­ως τῶν ἁγί­ων καὶ σεπτῶν Εἰκό­νων, γενο­μέ­νης παρὰ τῶν ἀει­μνή­στων Αὐτο­κρα­τό­ρων Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, Μιχα­ὴλ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Θεο­δώ­ρας, ἐπὶ τῆς Πατριαρ­χεί­ας τοῦ ἁγί­ου καὶ μολο­γη­τοῦ Μεθο­δί­ου».

Όμως, εκτός του κυρί­ου θέμα­τος, που ήταν η προ­σκύ­νη­σις ή μη, των αγί­ων εικό­νων, για­τί αυτό ήταν το κύριο θέμα της 7ης Οικου­με­νι­κής Συνό­δου και μάλι­στα της εικό­νος του Ιησού Χρι­στού, διό­τι εκεί ήταν το επί­μα­χο θέμα: «Δυνά­με­θα να εικο­νί­σου­με το πρό­σω­πο του Χρι­στού;» Απάν­τη­σις πολύ απλή. Εφό­σον έγι­νε άνθρω­πος… Ο Θεός δεν εικο­νί­ζε­ται. Είναι ανει­κό­νι­στος. Αλλά εφό­σον ο Υιός έγι­νε άνθρω­πος, εικο­νί­ζε­ται. Εθε­σπί­σθη­σαν λοι­πόν εκτός από το κύριο αυτό θέμα, και άλλοι κανό­νες της Εκκλη­σί­ας μας, βεβαί­ως εξαι­ρε­τι­κής σημα­σί­ας. Και τού­το για­τί προ­σε­βλή­θη­σαν, κατά και­ρούς, κάποιες ευαγ­γε­λι­κές θέσεις, από μία κακή ερμη­νεία. Εξάλ­λου, η παρερ­μη­νεία της Αγί­ας Γρα­φής είναι εκεί­νη η οποία εισά­γει την αίρε­σιν.

Βέβαια, τα ιερά κεί­με­να πρέ­πει να κατα­νο­η­θούν. Και κατα­νο­ούν­ται βεβαί­ως με την ερμη­νεί­αν. Αν η ερμη­νεία είναι στη­ριγ­μέ­νη στον ορθο­λο­γι­σμό, τότε έχο­με την αίρε­ση. Τι είναι αίρε­σις; Η λογι­κή ερμη­νεία του δόγ­μα­τος. Αυτό λέγε­ται αίρε­σις. Ο ορι­σμός. Η ερμη­νεία πρέ­πει να στη­ρί­ζε­ται εις την απο­κά­λυ­ψιν. Και βέβαια με τον φωτι­σμό πάν­το­τε του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος.

Και αυτό έχει γίνει και γίνε­ται με το Συνο­δι­κόν Σύστη­μα. Όλη η Εκκλη­σία θα συγ­κεν­τρω­θεί με τους αντι­προ­σώ­πους της, που είναι οι Επί­σκο­ποι, αλλά όπως και μεμο­νω­μέ­να από Πατέ­ρες ‑μπο­ρεί να έχου­με και εκεί την αλή­θειαν- που έμει­ναν πιστοί και στο γράμ­μα και στο πνεύ­μα της Γρα­φής. Όπως έχο­με Κανό­νες, φερει­πείν, του Μεγά­λου Αθα­να­σί­ου, έχο­με Κανό­νες του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου. Αν θέλε­τε, για την ακρί­βειαν είχαν κανο­νί­σει κάποια θέμα­τα της επο­χής των. Φερει­πείν ο Μεγά­λος Βασί­λειος τα «περί μονα­χι­σμού»· που αυτά επε­κυ­ρώ­θη­σαν από Οικου­με­νι­κάς Συνό­δους. Δεν έμει­ναν μόνο μία ατο­μι­κή, προ­σω­πι­κή υπό­θε­ση. Γι΄αυτό η Εκκλη­σία δέχε­ται ως γνη­σί­ους ερμη­νευ­τάς, τους αγί­ους Πατέ­ρας και τα συμ­πε­ρά­σμα­τα των Συνό­δων, Οικου­με­νι­κών ή τοπι­κών, θεό­πνευ­στα και ισό­κυ­ρα, ιδί­ου κύρους, ίσου κύρους με την Αγία Γρα­φήν. Διό­τι τι είναι εκεί­να τα οποία ηρμή­νευ­σαν; Η Αγία Γρα­φή. Μόνο που την πλα­ταί­νουν, για να κατα­νο­η­θεί, αλλά και να δοθεί το σωστό στίγ­μα, που είναι το πνεύ­μα του γράμ­μα­τος. Εξάλ­λου αν το θέλε­τε, αυτή είναι η λεγο­μέ­νη Ιερά Παρά­δο­σις. Δηλα­δή η ορθή ερμη­νεία της Αγί­ας Γρα­φής. Και είναι βεβαί­ως κυριό­τα­τα έγγρα­φη. Είναι γραμ­μέ­νη η Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας.

Και αν θέλε­τε τώρα, επα­νερ­χό­με­νοι εις την 7η Οικου­με­νι­κήν Σύνο­δο, σημειώ­νου­με ότι εκτός από τους Κανό­νες που αφο­ρούν στη σημα­σία της εικό­νος, εθέ­σπι­σαν κι άλλους κανό­νες, σπου­δαί­ας αξί­ας και σημα­σί­ας, όπως θα δεί­τε στη συνέ­χεια, με την ευκαι­ρία της συγ­κρο­τή­σε­ως αυτής της Συνό­δου. Διό­τι κατά και­ρούς, μην ξεχνά­τε, διό­τι η Α΄ Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος που έγι­νε εις την Κων­σταν­τι­νού­πο­λη στη Νίκαια της Μικράς Ασί­ας, στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, έγι­νε το 325, αρχές 4ου αιώ­νος και η 7η Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος έγι­νε το 787, τέλη 8ου αιώ­νος. Έχο­με λοι­πόν ένα μακρύ χρο­νι­κό διά­στη­μα κατά τη διάρ­κεια του οποί­ου ανε­φύ­η­σαν διά­φο­ρα θέμα­τα, προ­βλή­μα­τα, προ­σβο­λές εκ μέρους των εχθρών της Εκκλη­σί­ας, με ερμη­νεί­ες κακό­τε­χνες, κακο­ή­θεις και δαι­μο­νι­κές και έτσι η Εκκλη­σία καθ’ όλο αυτής το μήκος, όπο­τε συνε­κρο­τεί­το σε Σύνο­δο, επε­λαμ­βά­νε­το κι αυτών των θεμά­των.

Έτσι, μπο­ρού­με κάτι να ανα­φέ­ρου­με, επι­τρέ­ψα­τε, για να ξεφύ­γου­με λίγο από το καθιε­ρω­μέ­νο θέμα της εικό­νος. Για να δού­με τι υπήρ­ξε και τι άλλο υπήρ­ξε η 7η Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος. Θα σας δια­βά­σω ένα σημεί­ον. Θα σας πω το κεί­με­νον. Θα το εξη­γή­σου­με:

«Τος τν λην ναρ­χον κα τς δέας συνά­ναρ­χον τ δημιουργ πάν­των κα Θε δογ­μα­τί­ζου­σι (εννο­εί­ται οι αιρε­τι­κοί δογ­μα­τί­ζου­σιν), κα τι περ ορανς κα γ κα τ λοιπ τν κτι­σμά­των ΐδιά τε εσ κα ναρ­χα κα δια­μέ­νου­σιν ναλ­λοί­ω­τα, κα ντι­νο­μο­θε­τοσι τ επόν­τι· -έρχον­ται σε αντί­θε­ση με Εκεί­νον που είπε:- « ορανς κα γ παρε­λεύ­σον­ται, ο δ λόγοι μου ο μ παρέλ­θω­σι» κα π γς κενο­φω­νοσικενο­φω­νώ»-το κε με έψι­λον-που θα πει: βγά­ζω κού­φιες, άδειες φωνές, δηλα­δή λέγουν κενά λόγια. Η αίρε­σις τι είναι; Ένας κενός ‑το κε με έψι­λον πάν­το­τε- κού­φιος λόγος, χωρίς δηλα­δή την έμπνευ­ση του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, από γης, αυτό θα πει, χωρίς την έμπνευ­ση του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, αλλά υλι­στι­κά, σαρ­κι­κά ομι­λούν­τες) κα τν θεί­αν ρν π τς αυτν γου­σι κεφα­λάς, νάθε­μα -και επι­σω­ρεύ­ουν στο κεφά­λι τους την κατά­ρα. Ανά­θε­μα, έξω, μακριά-».

Αυτή η θέσις, αγα­πη­τοί, είναι εξαι­ρε­τι­κά σπου­δαία. Πρέ­πει να σας πω ότι εδώ έχο­με μία θέσιν βασι­κά πλα­τω­νι­κήν, γενι­κό­τε­ρα δε φιλο­σο­φι­κήν. Είναι η άναρ­χος ύλη των φιλο­σό­φων. Μη νομί­σε­τε δε ότι αυτά που θα πού­με και παρα­κά­τω και τώρα ότι θα ήταν πράγ­μα­τα τα οποία δεν θα μας ενδιέ­φε­ραν, θα είχαν απλώς μου­σεια­κήν αξί­αν, ιστο­ρι­κήν αξί­αν. Όχι. Πάρ­τε ένα σύγ­χρο­νο λεξι­κό, φερει­πείν «Το μικρό φιλο­σο­φι­κό λεξι­κό» του Ρόζεν­ταλ, είναι υλι­στι­κόν, θα δεί­τε μέσα εκεί, πηγαί­νε­τε στο λήμ­μα «ύλη» και θα δεί­τε τι γρά­φει. Τι; Αυτά τα οποία λέει εδώ η Σύνο­δος. Εκεί­νο που έλε­γαν και οι παλαιοί φιλό­σο­φοι. Ότι «η ύλη είναι άναρ­χος. Υπήρ­χε, υπάρ­χει και θα υπάρ­χει. Χωρίς αρχή και χωρίς τέλος». Το προ­σέ­ξα­τε;

Ή ακό­μη ότι «η ύλη είναι συνά­ναρ­χος με τον Δημιουρ­γόν. Άναρ­χος ο Δημιουρ­γός, ο Θεός, άναρ­χος και η ύλη. Συνε­πώς δύο ξεχω­ρι­στά πράγ­μα­τα. Άλλο ο Δημιουρ­γός -θα δεί­τε τώρα τι είναι αυτός ο Δημιουρ­γός- και άλλο πράγ­μα είναι το σύμ­παν, η ύλη, ή οι ιδέ­ες». Εδώ που λέει «καί τάς δέας» πρό­κει­ται περί των ιδε­ών του Πλά­τω­νος. Ποιος δεν έχει ακού­σει για τις ιδέ­ες του Πλά­τω­νος; Τι ήσαν οι «ιδέ­ες» του Πλά­τω­νος; Τρία σημεία. «Εδώ είναι ο Θεός. Προ­σέξ­τε, είναι επί­και­ρα θέμα­τα αυτά. Πάν­το­τε επί­και­ρα. Εδώ είναι ο Θεός. Εδώ είναι η άναρ­χος ύλη, την οποία δεν εδη­μιούρ­γη­σε ο Θεός, απλώς είναι συνά­ναρ­χος με τον Δημιουρ­γόν και εδώ σε ένα τρί­το σημείο είναι οι ιδέ­ες. Οι ιδέ­ες είναι τα πρό­τυ­πα των όντων. Τα πρό­τυ­πα των όντων. Δηλα­δή τι υπάρ­χει μέσα στη φύσιν; Το λου­λου­δά­κι; Το κρι­νά­κι; Έχει το πρό­τυ­πό του, την ιδέα του, στον ουρα­νό. Πού είναι οι ιδέ­ες; Στον ουρα­νό! Ο άνθρω­πος; Ο άνθρω­πος έχει το πρό­τυ­πό του στον ουρα­νό! Ο σκύ­λος; Έχει το πρό­τυ­πό του στον ουρα­νό. Ο σκύ­λος; Έχει το πρό­τυ­πό του στον ουρα­νό». Αυτά τα πρό­τυ­πα, στη γλώσ­σα του Πλά­τω­νος λέγον­ται ιδέ­ες.

Τι κάνει λοι­πόν τώρα ο Θεός; «Ο Θεός αντι­γρά­φει τις ιδέ­ες και φτιά­χνει τα όντα στη φύση. Εκ της υπαρ­χού­σης ύλης! Αλλά τι κάνει τότε ο Θεός; Δεν είναι Δημιουρ­γός εκ του μη όντος. Αλλά είναι… ούτε καν Δημιουρ­γός. Αλλά είναι απλώς δια­κο­σμη­τής...». Να το κατα­λά­βε­τε. Πηγαί­νω στην αγο­ρά και αγο­ρά­ζω ζωγρα­φι­κούς πίνα­κες, έπι­πλα, μπι­μπε­λό, ό,τι θέλε­τε. Τα φέρ­νω από την αγο­ρά. Δεν τα έφτια­ξα εγώ. Και στο­λί­ζω το σπί­τι μου. Κατά τον Πλά­τω­να, ο Θεός δεν είναι Δημιουρ­γός. Είναι δια­κο­σμη­τής.

Ακό­μα, βλέ­πο­με εδώ να ανα­φέ­ρε­ται η αϊδιό­της της ύλης. Αλλά και το αμε­τά­βλη­το της ύλης. Όλα αυτά, σας είπα, θεω­ρί­ες Πλα­τω­νι­κές. Τι θα πει αϊδιό­της; Είναι εκεί­νο που δεν έχει αρχή, ούτε τέλος. Τι θα πει αιώ­νιον; Αυτό που έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος. Ο άνθρω­πος είναι αιώ­νιος. Με την έννοια «σχεν ρχήν», αλλά δεν θα έχει τέλος. Ο Θεός δεν είναι αιώ­νιος. Κατα­χρη­στι­κώς, θα μου το πεί­τε αυτό, πάμ­πολ­λες φορές χρη­σι­μο­ποιεί­ται η λέξις αιώ­νιος, και στις ευχές της Εκκλη­σί­ας μας κτλ… Κατα­χρη­στι­κώς χρη­σι­μο­ποιεί­ται η λέξις αιώ­νιος. Ο Θεός είναι αΐδιος. Χωρίς αρχήν και χωρίς τέλος.

Ο πλα­τω­νι­σμός, πρέ­πει να σας πω, ότι ταλαι­πώ­ρη­σε την Εκκλη­σία. Θα έλε­γα εκεί­νο που είπαν κάπο­τε στην αρχαιό­τη­τα: «Φίλος Πλά­των, φιλ­τά­τη λήθεια». Όσοι πήγα­με λίγο στο σχο­λειό και κάνα­με κάποια έργα του Πλά­τω­νος, μας έμει­νε συμ­πα­θέ­στα­τος και θαυ­μά­σιος ο Πλά­των. Έτε­ρον εκά­τε­ρον. Είναι προ Χρι­στού. Είναι προ Χρι­στού. Κι εκεί­να που είπε, πάλι καλά. Διό­τι δεν είχε το φως του Ευαγ­γε­λί­ου. Τώρα ο Χρι­στια­νός δεν χρειά­ζε­ται παρά μόνον τη γλώσ­σα, αν το θέλε­τε, τη γλώσ­σα. Εξάλ­λου, υπάρ­χει ένα σημείο… που να σας τα πω όλα, το λέει στην 7η Οικου­με­νι­κή Σύνο­δο: Μπο­ρού­με μόνο τη γλώσ­σα να χρησιμοποιούμε,τα σχή­μα­τα, όχι όμως το περιε­χό­με­νον της φιλο­σο­φί­ας. Φίλος λοι­πόν ο Πλά­των· φιλ­τά­τη η αλή­θεια. Και ποια είναι η φιλ­τά­τη αλή­θεια; Το Ευαγ­γέ­λιον. Έτσι, ταλαι­πώ­ρη­σε την Εκκλη­σία ο Πλα­τω­νι­σμός, πώς; Για­τί πολ­λοί Χρι­στια­νοί ασχο­λή­θη­καν με τον Πλά­τω­να και εισή­γα­γαν ιδέ­ες μέσα εις το δόγ­μα της πίστε­ως. Αυτούς όλους τους κατε­δί­κα­σε ή καλύ­τε­ρα, η Εκκλη­σία, μάλι­στα ιδιαι­τέ­ρως η 7η Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος, για να είμαι ακρι­βέ­στε­ρος, επα­νέ­λα­βε την κατα­δί­κην, κατε­δί­κα­σε τις πλα­τω­νι­κές θεω­ρί­ες εις το πρό­σω­πον του αγα­πη­τού Ωρι­γέ­νους. Τι κρί­μα! Θαυ­μά­σιος ο Ωρι­γέ­νης. Παρε­σύρ­θη.

Η απάν­τη­σις αν η ύλη, ο κόσμος είναι άνευ αρχής, απαν­τού­με: Από τον πρώ­το στί­χο της Αγί­ας Γρα­φής: «ν ρχ ποί­η­σεν Θες τν ορανν κα τν γν». Έτσι αρχί­ζει η Αγία Γρα­φή. Εκεί­νο το «ν ρχ» είναι το θεμέ­λιον του χρό­νου· που ύλη και χρό­νος τίθεν­ται μαζί. Δεν δύνα­ται να εννο­η­θεί ο χώρος, που συνί­στα­ται από την ύλη, δεν δύνα­ται να εννο­η­θεί ο χώρος χωρίς τον χρό­νον. Οι μετα­βο­λές της ύλης, αν το θέλε­τε, και σε στα­τι­κές κατα­στά­σεις, μήπως ένα άτο­μο της ύλης δεν είναι σε φαι­νο­με­νι­κώς, στα­τι­κήν κατά­στα­σιν; Κάθε άλλο παρά στα­τι­κήν κατά­στα­σιν είναι ένα άτο­μο της ύλης. Είναι σε κατά­στα­ση δυνα­μι­κο­τά­τη. Δυνα­μι­κο­τά­τη… Τι πεδία υπάρ­χουν εκεί ανά­με­σα στον πυρή­να και στο ηλε­κτρό­νιο, τι… ο Θεός ξέρει. Κι εκεί­να τα οποία βρί­σκο­με και ανα­κα­λύ­πτο­με στα εργα­στή­ριά μας.

Λοι­πόν, αγα­πη­τοί, χώρος και χρό­νος θεμε­λιώ­θη­καν μαζί. Άρα λοι­πόν η Δημιουρ­γία είναι ένχρο­νος. Δεν είναι άναρ­χος. Ιδού η αλή­θεια. «ν ρχ ποί­η­σεν Θες τν ορανν κα τν γν.». Τι ρήμα βάζει; «ποί­η­σεν». Ο Θεός είναι άκτι­στος. Ο κόσμος είναι κτι­στός. Αυτό­μα­τα λοι­πόν είναι κάτω από τον Θεό η Δημιουρ­γία. Ο Θεός άκτι­στος, η Δημιουρ­γία κτι­στή. Αυτή είναι η απάν­τη­ση της Εκκλη­σί­ας.

Άλλο σημείο: «Τος λέγου­σιν τι ν τ τελευ­ταί κα κοιν ναστά­σει - και είναι μάλι­στα αυτή η θέσις όμορ­φη, που είχα­με σήμε­ρα και ένα μνη­μό­συ­νο και δίνει μία απάν­τη­ση, προ­σέ­ξα­τέ το-· Τος λέγου­σιν ‑για ΄κεί­νους που λένε-τι ν τ τελευ­ταί κα κοιν ναστά­σει ‑όταν θα ανα­στη­θού­με όλοι, η κοι­νή ανά­στα­σις, όλοι θα ανα­στη­θού­με, από τον Αδάμ και την Εύα, μέχρι τον τελευ­ταίο που θα έχει πεθά­νει, εκεί­νοι που θα ζουν, απλώς θα αλλα­χθούν, δεν θα περά­σουν από τον θάνα­τον- μεθ’ τέρων σωμά­των ο νθρω­ποι ναστή­σον­ται κα κρι­θή­σον­ται, κα οχ μεθ’ ν κατ τν παρόν­τα βίον πολι­τεύ­σαν­το, τε τού­των φθει­ρο­μέ­νων κα πολ­λυ­μέ­νων». Τι λένε; «Λέγου­σιν». Τι λένε; Ότι «με άλλα σώμα­τα», λέει, «θα ανα­στη­θούν. Για­τί αυτά είναι φθει­ρό­με­να κα πολ­λύ­με­να. Θα ανα­στη­θούν λοι­πόν με κάποια άλλα σώμα­τα». Κι εδώ λέει: «νάθε­μα». Θα το δού­με λίγο πιο κάτω το «ανά­θε­μα». Θα το ανα­λύ­σου­με και αυτό λιγά­κι. Ότι δηλα­δή δεν είναι δεκτό αυτό το οποίο λέγουν οι αιρε­τι­κοί.

Δεν θα πάρου­με άλλα σώμα­τα. Θα είναι τα ίδια σώμα­τα· τα οποία θα ανα­και­νι­σθούν. Αλλά τα ίδια. Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή… τι να επι­στρα­τεύ­σω; Ολό­κλη­ρη η Αγία Γρα­φή είναι γεμά­τη. Ιδί­ως η Και­νή Δια­θή­κη. Και η Παλαιά Δια­θή­κη. Και η Παλαιά. «Δε γρ τ φθαρτν τοτο (διό­τι πρέ­πει το θνη­τόν. Ποιο; Αυτό. Τού­το. Το δεί­χνει. Τού­το. Τού­το. Τού­το. Όχι κάποιο άλλο σώμα) νδύ­σε­σθαι φθαρ­σί­αν, κα τ θνητν τοτο νδύ­σε­ται θανα­σί­αν». Αυτό το σώμα θα ντυ­θεί- ακού­τε το ρήμα- νδύ­σε­σθαι, θα ντυ­θεί, λέει, και την αφθαρ­σί­αν και την αθα­να­σί­αν. Αυτό το ίδιο.

Ακό­μη λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην Β΄ προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του ‑το πρώ­το που σας είπα είναι στην Α΄προς Κοριν­θί­ους. Ολό­κλη­ρο κεφά­λαιο, το 15ο κεφά­λαιο ανα­φέ­ρε­ται στα θέμα­τα αυτά από τον Από­στο­λο Παύ­λο. «Τος γρ πάν­τας μς φανε­ρωθναι δε μπρο­σθεν το βήμα­τος το Χρι­στο ‑όλοι θα στα­θού­με στο βήμα του Χρι­στού, αφού ανα­στη­θού­με- να κομί­ση­ται καστος –για να πάρει ο καθέ­νας- τ δι το σώμα­τος πρς πρα­ξεν, ετε γαθν ετε κακόν». Για να πάρει την απο­λα­βή του. Με το σώμα του. Αυτό που έζη­σε. Και με το οποί­ον πραγ­μά­τω­σε, είτε το αγα­θόν, είτε το κακόν. Λέει ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων: «Στά­θη­κες αγνός; Θα πάρεις την αμοι­βή σου. Στά­θη­κες πόρ­νος; Θα πάρεις την κατα­δί­κη σου». Γι΄αυτό λέει στην Α΄ προς Κοριν­θί­ους ότι: «Πν μάρ­τη­μα ἐὰν ποι­ήσ νθρω­πος κτς το σώμα­τός στιν», λέει ο από­στο­λος Παύ­λος, « δ πορ­νεύ­ων ες τ διον σμα μαρ­τά­νει». Και συνε­πώς, λέγει, δ Κύριος –ο Θεός Πατήρ, δηλα­δή- γει­ρε τον Υόν κα μς ξεγε­ρε δι τς δυνά­με­ως ατο». «Κα μς»: ώστε θα μεί­νει η ουλή ανε­ξά­λει­πτος πάσης αμαρ­τί­ας επί του σώμα­τος και δη της ανη­θι­κό­τη­τος. Η ουλή αυτή μόνον έναν τρό­πο έχει να εξα­φα­νι­στεί. Με τη μετά­νοια και την εξο­μο­λό­γη­ση. Πέρα­σες στην άλλη ζωή; Τελεί­ω­σε. Θα ανα­στη­θεί το σώμα σου με τις ουλές της αμαρ­τί­ας. Και συνε­πώς θα κρι­θείς ακα­τάλ­λη­λος για την βασι­λεί­αν του Θεού.

Αγα­πη­τοί μου είναι κάτι κατα­πλη­κτι­κό πράγ­μα. Εδώ λοι­πόν τι θέλει να μας πει; Θέλει να μας πει ότι τα πράγ­μα­τα έτσι έχουν. Δεν θα είναι κάποιο άλλο σώμα, αλλά θα είναι ένα, θα είναι το ίδιο που θα γίνει και­νού­ριο, άφθαρ­το και αθά­να­τον. Μάλι­στα αγα­να­κτεί ο από­στο­λος Παύ­λος με τους Κοριν­θί­ους που πίστευαν… να, κάτι τέτοια αιρε­τι­κά και λέγει, τους γρά­φει: «γνω­σί­αν γρ Θεο τινες χου­σι· πρς ντροπν μν λέγω». Μερι­κοί έχουν αγνω­σί­αν Θεού. Αγνο­ούν τη δύνα­μη του Θεού. Τι σας είπα προ­η­γου­μέ­νως; Τι θα πει αίρε­σις; Η λογι­κή ερμη­νεία του δόγ­μα­τος. Εδώ με τη λογι­κή τους λένε: «Πώς είναι δυνα­τόν, αυτό το σώμα που έγι­νε χώμα να ανα­στη­θεί;». Είδα­τε; Κι αμέ­σως εισά­γουν την θεω­ρί­αν: «Δεν είναι δυνα­τόν. Κάποιο άλλο σώμα θα είναι». Αμέ­σως μπαί­νει η αίρε­σις. Και τι λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος; «Μερι­κοί», λέει, «από σας, έχουν αγνω­σί­αν Θεού. Αγνω­σί­αν σε τι; Δεν ξέρουν ποιος είναι ο Θεός, ούτε τη δύνα­μή Του. Και το λέγω για ντρο­πή σας», γρά­φει ο Παύ­λος στο 15ο κεφά­λαιο Α΄ Κοριν­θί­ους.

Και κάτι ακό­μα. Δυστυ­χώς πέρα­σε η ώρα. Τι άλλο να πει κανείς; «Τος δεχο­μέ­νοις τι τε προ­ΰ­παρ­ξίς στι τν ψυχν, κα οκ κ το μ ντος τ πάν­τα γένε­το, κα παρή­χθη­σαν, τι τέλος στ τς κολά­σε­ως ποκα­τά­στα­σις αθις τς κτί­σε­ως, κα τν νθρω­πί­νων πραγ­μά­των. νάθε­μα!». Εκεί­νοι που υπο­στη­ρί­ζουν ότι προ­ϋ­πάρ­χουν οι ψυχές… — και αυτό πλα­τω­νι­κή θεω­ρία. «Αφού είπα­με ότι ο Θεός δεν είναι Δημιουρ­γός. Κάπου οι ψυχές προ­ϋ­πάρ­χουν, άναρ­χες και αυτές και αΐδιες. Παίρ­νει λοι­πόν ο Θεός μία ψυχή, από κάποια… απο­θή­κη Του- ας μου επι­τρα­πεί η έκφρα­σις- και την βάζει μέσα σε ένα σώμα… Παίρ­νει άλλη και την βάζει μέσα σε ένα άλλο σώμα…». Αυτό λέγε­ται προ­ΰ­παρ­ξις των ψυχών. Είναι, αν θέλε­τε να το επε­κτεί­νου­με, όπως και οι Ανα­το­λι­κές θρη­σκεί­ες, με μετεμ­ψυ­χώ­σεις και δεν ξέρω τι και όλα αυτά τα παρα­μύ­θια, πραγ­μα­τι­κά παρα­μύ­θια. «Και ότι δεν είναι εκ του μη όντος· ότι «κα οκ κ το μ ντος τ πάν­τα γένε­το, κα παρή­χθη­σαν»· «τι τέλος στ τς κολά­σε­ως…- δυστυ­χώς τρέ­χει ο χρό­νος- ότι υπάρ­χει τέλος στη κόλα­ση. Η κόλα­ση τελειώ­νει». Και ο Ωρι­γέ­νης το έλε­γε αυτό. Πάλι λογι­κή: «Είναι δυνα­τόν ο Θεός, ο αγα­θός Θεός να βασα­νί­ζει - δεν βασα­νί­ζει ο Θεός, μόνοι τους δια­λέ­γουν την κόλα­ση οι άνθρω­ποι - εις τους αιώ­νας των αιώ­νων; Χωρίς ποτέ λήξη; Είναι δυνα­τόν ποτέ;».

Και μιλούν ακό­μα για απο­κα­τά­στα­ση των πάν­των. Θα πει «έχο­με και­νού­ρια πράγ­μα­τα, και­νού­ριους κόσμους και θα είναι οι κόσμοι αυτοί, όπως και οι προ­η­γού­με­νοι». Πλα­τω­νι­κές θέσεις, ξανα­λέ­γω. Τα πάν­τα έγι­ναν εκ του μη όντος, δηλα­δή εκ του μηδε­νός. Η κόλα­σις είναι αιώ­νιος. Διό­τι βρί­σκο­μαι εκεί εις το 25ο κεφά­λαιο στον Ματ­θαίο, που λέγει: «Αυτοί θά πέλ­θουν ες ζωήν αώνιον, οἱ δέ μαρ­τω­λοί ες κόλα­σιν αώνιον». Εάν λοι­πόν, στο ίδιο χωρίο, από τον αυτόν συγ­γρα­φέα χρη­σι­μο­ποιεί­ται η λέξις «αιώ­νιος» τότε, εάν η λέξις «αιώ­νιος» για την κόλα­σιν είχε σχε­τι­κόν χαρα­κτή­ρα, τότε θα πρέ­πει σχε­τι­κόν χαρα­κτή­ρα να έχει και η λέξις «αιώ­νιος» ως προς την βασι­λεί­αν του Θεού. Αυτά είναι η αναί­ρε­σις αυτών των αιρέ­σε­ων. Ανά­θε­μα λοι­πόν και αυτοί.

Αγα­πη­τοί μου, η γνώ­σις των θέσε­ων, όσα αι επτά Οικου­με­νι­καί Σύνο­δοι, όπως και αι τοπι­καί Σύνο­δοι απο­φαί­νον­ται, παρέ­χουν σε μας την ορθό­δο­ξη διδα­σκα­λία. Γι’ αυτό οφεί­λο­με να γνω­ρί­ζο­με όλες αυτές τις θέσεις. Για­τί; Σήμε­ρα οι ανα­το­λι­κές θρη­σκεί­ες έχουν εισβάλ­λει στην Ευρώ­πη ‑και στην Ελλά­δα φυσι­κά- και στην Αμε­ρι­κή. Δηλα­δή εις την Δύσιν. Και βλέ­πε­τε, ορθό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί μας να παρα­σύ­ρον­ται σε τέτοια καμώ­μα­τα. Αιρε­τι­κά πέρα για πέρα. Και φιλο­σο­φι­κών δια­στά­σε­ων. Να για­τί πρέ­πει να ξέρου­με όλα αυτά. Να για­τί σας είπα προ­η­γου­μέ­νως ότι είναι όλα αυτά επι­και­ρό­τα­τα. Όσοι έχε­τε, αν όχι το Πηδά­λιον, που έχει μέσα ό,τι έχει από τας Συνό­δους, τοπι­κάς και Οικου­με­νι­κάς, του­λά­χι­στον το Τριώ­διον αν έχε­τε στο σπί­τι σας, ανοίξ­τε, παρα­κα­λώ, στην Κυρια­κή των Α΄ Νηστειών, εκεί στο Παράρ­τη­μα, ένα Παράρ­τη­μα έχει στη σημε­ρι­νή Κυρια­κή με τίτλο: «Συνο­δι­κόν της Αγί­ας και Οικου­με­νι­κής Ζ΄(7ης) Συνό­δου υπέρ της Ορθο­δο­ξί­ας» και εκεί θα πάρε­τε μία μικρή γεύ­ση. Κι εγώ από εκεί τα πήρα διά το πρό­χει­ρον του πράγ­μα­τος.

Πρέ­πει ακό­μα να αντι­λη­φθού­με ότι στην αίρε­ση δεν υπάρ­χει ούτε το σωστόν ήθος, ούτε η σωστή πίστις, ούτε η σωστή λατρεία του Θεού και συνε­πώς δεν υπάρ­χει η σωτη­ρία. Δεν υπάρ­χει η σωτη­ρία. Η αίρε­σις είναι βλα­σφη­μία κατά του Θεού. Πώς θα με σώσει λοι­πόν ο Θεός; Εάν κινού­μαι στην αίρε­ση, στον χώρο της αιρέ­σε­ως; Γι΄αυτό και ο χαρα­κτη­ρι­σμός «νάθε­μα»· που θέλει να τονί­σει ότι κάθε αιρε­τι­κός ή κάθε αίρε­ση είναι έξω από την Εκκλη­σία. Όπως και ο όρος «φορι­ζέ­σθω». Κοι­νό­τα­τος όρος αυτό. Τι θα πει «φορι­ζέ­σθω»; πό και ρίζω. Βγά­ζω από τα όρια. Αφο­ρί­ζω. Και συνε­πώς δεν ανή­κει αυτός ή αυτή η θεω­ρία ή αυτή η θέσις ή αυτή η ερμη­νεία δεν ανή­κει στον χώρο της Εκκλη­σί­ας. Είναι έξω από τον χώρο της Εκκλη­σί­ας. Πίστευε ό,τι θέλεις, άνθρω­πε. Αλλά δεν δύνα­σαι να λες ότι ανή­κεις μέσα στην Εκκλη­σία. Είναι εκεί­νο που λέει ο από­στο­λος Παύ­λος: «Ε τις ο φιλε τόν Κύριον ησον Χρι­στόν - όποιος δεν αγα­πά τον Κύριον Ιησούν Χρι­στόν- τω νάθε­μα». Χώρια. Χώρια. Ανά­θε­μα λοι­πόν σημαί­νει κάτι που είναι ή οφεί­λει να είναι χωρι­στά ως κατη­ρα­μέ­νον. Αυτό το «κατη­ρα­μέ­νον» θα το βρεί­τε εις το βιβλίο το Λευι­τι­κόν, στην Παλαιά Δια­θή­κη 7,26.

Αγα­πη­τοί. Ορθο­δο­ξία σημαί­νει γνη­σιό­της ερμη­νεί­ας των θεί­ων γρα­φών. Πρέ­πει όμως να συνο­δεύ­ε­ται και με την ορθο­πρα­ξία. Ορθώς να πράτ­το­με. Όχι μόνον ορθώς να πιστεύ­ο­με. Αυτά τα δυο μας παρέ­χουν τη σωτη­ρία. Όσοι όμως εργά­στη­καν είτε εις τας Συνό­δους, είτε μες τους αιώ­νες για την Ορθο­δο­ξία μας, όπως και κατ’ επα­νά­λη­ψιν σημειώ­νε­ται μέσα εις το Συνο­δι­κόν, αιω­νία η μνή­μη.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_667.mp3

Αγί­ου Ιωάν­νη του Δαμα­σκη­νού (ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ OΣΟΥΣ ΔΙΑΒΑΛΛΟΥΝ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ)

Του αγί­ου Πατρός και Διδα­σκά­λου της Εκκλη­σί­ας μας, Ιωάν­νη του Δαμα­σκη­νού

ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ OΣΟΥΣ ΔΙΑΒΑΛΛΟΥΝ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

1. Θα έπρε­πε βέβαια εμείς, συναι­σθα­νό­με­νοι πάν­το­τε την ανα­ξιό­τη­τά μας, να σιω­πού­με και να εξο­μο­λο­γού­μα­στε στον Θεό τις αμαρ­τί­ες μας, αλλά όταν όλα στον και­ρό τους είναι καλά· επει­δή όμως βλέ­πω την Εκκλη­σία, την οποία ο Θεός έκτι­σε πάνω στο θεμέ­λιο των απο­στό­λων και των προ­φη­τών με ακρο­γω­νιαίο λίθο τον Χρι­στό τον Υιό Του, να βάλ­λε­ται, σαν σε θαλάσ­σια φουρ­τού­να που υψώ­νε­ται με αλλε­πάλ­λη­λα κύμα­τα, και να ανα­κα­τώ­νε­ται και να ανα­τα­ράσ­σε­ται από τη βίαιη πνοή των πονη­ρών πνευ­μά­των, και τον χιτώ­να του Χρι­στού, τον υφα­σμέ­νο με τη χάρη του Θεού, Αυτόν που οι από­γο­νοι των ασε­βών θέλουν με αυθά­δεια να κομ­μα­τιά­σουν, τον βλέ­πω να σχί­ζε­ται, και το σώμα Του, δηλα­δή τον λαό του Θεού και τη θεο­πα­ρά­δο­τη από παλιά διδα­σκα­λία της Εκκλη­σί­ας να κατα­κερ­μα­τί­ζε­ται σε διά­φο­ρες δοξα­σί­ες, γι’ αυτό θεώ­ρη­σα πως δεν είναι σωστό να σιω­πώ και να δέσω τη γλώσ­σα μου, φέρον­τας στη σκέ­ψη μου την από­φα­ση που απει­λεί λέγον­τας: «ν ποστεί­λη­ται, οκ εδοκε ψυχή μου ν ατ· δ δίκαιος κ πίστε­ώς μου ζήσε­ται(:εάν κανείς κρύ­ψει κάτι από φόβο και το συγ­κα­λύ­ψει, δεν επα­να­παύ­ε­ται η ψυχή μου σε αυτόν)»[Αββακ.2,4] και «ἐάν ἴδς τήν ῥομ­φαί­αν ἐρχο­μέ­νην και μή ἀναγ­γεί­λῃς τῷ ἀδελ­φῷ σου, ἐκ σο κζη­τή­σω τ αμα ατο (:αν δεις το φονι­κό μαχαί­ρι να πλη­σιά­ζει και δεν ειδο­ποι­ή­σεις τον αδελ­φό σου, θα ζητή­σω το αίμα του από σένα)»[Ιεζ. 33,8].

Επει­δή λοι­πόν με τάρασ­σε αφό­ρη­τος φόβος, απο­φά­σι­σα να μιλή­σω, χωρίς να υπο­λο­γί­σω μπρο­στά στην αλή­θεια το μεγα­λείο των βασι­λέ­ων· για­τί άκου­σα τον θεο­πά­το­ρα Δαβίδ να λέει: «Κα λάλουν ν τος μαρ­τυ­ρί­οις σου ναν­τί­ον βασι­λέ­ων κα οκ σχυ­νό­μην» (: Και μιλού­σα για τις μαρ­τυ­ρί­ες και τις εντο­λές Σου μπρο­στά σε βασι­λιά­δες και δεν ντρε­πό­μου­να αλλά με κάθε παρ­ρη­σία μιλού­σα μπρο­στά σε αυτούς)» [Ψαλμ.118,46] και μάλι­στα κεν­τρι­ζό­μου­να από αυτό ακό­μα πιο πολύ να μιλή­σω. Για­τί είναι φοβε­ρό πράγ­μα ο λόγος του βασι­λιά που κατα­δυ­να­στεύ­ει τους υπη­κό­ους, και είναι ανέ­κα­θεν λίγοι εκεί­νοι που περι­φρό­νη­σαν τα βασι­λι­κά δια­τάγ­μα­τα, όσοι δηλα­δή γνω­ρί­ζουν ότι ο επί­γειος βασι­λιάς εξου­σιά­ζε­ται από τον Θεό και ότι οι νόμοι είναι ισχυ­ρό­τε­ροι των βασι­λέ­ων.

2. Πριν από όλα, αφού στε­ρέ­ω­σα στον λογι­σμό, σαν σε κάποια καρί­να ή θεμέ­λιο, τη δια­φύ­λα­ξη της εκκλη­σια­στι­κής παρα­δό­σε­ως, με την οποία είναι φυσι­κό να εξα­σφα­λί­ζε­ται η σωτη­ρία, άνοι­ξα τη βαλ­βί­δα του λόγου και σαν άλο­γο καλά χαλι­να­γω­γη­μέ­νο το παρα­κί­νη­σα να ξεκι­νή­σει από την αφε­τη­ρία. Για­τί πραγ­μα­τι­κά νόμι­σα πως είναι πάρα πολύ φοβε­ρό η Εκκλη­σία που λάμ­πει με τόσα προ­τε­ρή­μα­τα και είναι στο­λι­σμέ­νη με τις θεο­δί­δα­κτες παρα­δό­σεις των ευσε­βε­στά­των πατέ­ρων να επι­στρέ­φει στα φτω­χά πράγ­μα­τα, επει­δή φοβά­ται εκεί που δεν υπάρ­χει φόβος, και, σαν να μην έχει γνω­ρί­σει τον αλη­θι­νό Θεό, να παίρ­νει τον κατή­φο­ρο της ειδω­λο­λα­τρί­ας και να εγκα­τα­λεί­πει την τελειό­τη­τα για ασή­μαν­τες αφορ­μές, σαν να έχει ένα μικρό ψεγά­δι σε ένα ωραιό­τα­το πρό­σω­πο που με την αδιό­ρα­τη παρεμ­βο­λή του κατα­στρέ­φει το σύνο­λο της ομορ­φιάς. Για­τί το μικρό δεν είναι μικρό, όταν προ­ξε­νεί μεγά­λο κακό, όπως δεν είναι μικρό ψεγά­δι το να ανα­τρα­πεί η θεο­δί­δα­κτη παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας, πράγ­μα που κατα­δί­κα­σαν οι προ­η­γού­με­νοι οδη­γοί μας, των οποί­ων είναι χρέ­ος μας, αφού εξε­τά­σου­με καλά την πολι­τεία τους, να μιμού­μα­στε την πίστη τους[Εβρ.13,17: «Μνη­μο­νεύ­ε­τε τν γου­μέ­νων μν, οτινες λάλη­σαν μν τν λόγον το Θεο, ν ναθε­ω­ροντες τν κβα­σιν τς ναστροφς μιμεσθε τν πίστιν»(:Να υπα­κού­τε στους πνευ­μα­τι­κούς προϊ­στα­μέ­νους σας και να υπο­τάσ­σε­στε τελεί­ως σε αυτούς· διό­τι αυτοί αγρυ­πνούν για τη σωτη­ρία των ψυχών σας, καθώς θα δώσουν λόγο στον Χρι­στό για τις ψυχές σας. Να τους υπα­κού­τε, για να ενθαρ­ρύ­νον­ται με την υπα­κοή σας, ώστε να επι­τε­λούν το έργο τους αυτό με χαρά και όχι με στε­ναγ­μούς. Άλλω­στε δεν σας συμ­φέ­ρει να στε­νά­ζουν εξαι­τί­ας σας οι πνευ­μα­τι­κοί σας προ­ε­στοί, επει­δή ο Θεός θα σας τιμω­ρή­σει γι’ αυτό)»].

3. Παρα­κα­λώ λοι­πόν θερ­μά πρώ­τα τον παν­το­κρά­το­ρα Κύριο, μπρο­στά στον Οποίο όλα είναι γυμνά και ολο­φά­νε­ρα, προς τον Οποίο απευ­θύ­νε­ται ο λόγος μου και ο Οποί­ος γνω­ρί­ζει στην περί­πτω­ση αυτή την καθα­ρό­τη­τα της ταπει­νής μου γνώ­μης και την ειλι­κρί­νεια του σκο­πού μου, να μου δώσει λόγο με το άνοιγ­μα του στό­μα­τός μου, και αφού πάρει στα χέρια του τα χαλι­νά­ρια του νου μου, να τον απο­σπά­σει προς τον εαυ­τό του, για να τρα­βή­ξω τον δρό­μο μπρο­στά και ίσια, χωρίς να παρεκ­κλί­νω προς εκεί­να που νομί­ζον­ται καλά ή όσα είναι γνω­στά ως ολό­τε­λα εσφαλ­μέ­να. Έπει­τα, παρα­κα­λώ όλον τον λαό του Θεού, το έθνος το άγιο, το βασί­λειο ιερά­τευ­μα, μαζί με τον καλό ποι­μέ­να του λογι­κού ποι­μνί­ου του Χρι­στού, ο οποί­ος απει­κο­νί­ζει στον εαυ­τό του την ιεραρ­χία του Χρι­στού, να δεχθούν με αγα­θή διά­θε­ση τον λόγο μου, χωρίς να δίνουν σημα­σία στην ελά­χι­στη αξία του, ή να ανα­ζη­τούν ευστρο­φία λόγων, για­τί σε αυτά δεν είμαι ειδή­μων ο φτω­χός εγώ, αλλά να ζητούν τη δύνα­μη των νοη­μά­των. «Ο γρ ν λόγ βασι­λεία το Θεο, λλ᾿ ν δυνά­μει(:διό­τι η βασι­λεία του Θεού δεν στε­ρε­ώ­νε­ται στις ψυχές των πιστών με ευγλωτ­τία, αλλά με θεία δύνα­μη που ελκύ­ει και οικο­δο­μεί τις καρ­διές στον Χρι­στό)» [Α΄Κορ. 4,20])· άλλω­στε σκο­πός μου δεν είναι να νική­σω, αλλά να απλώ­σω χέρι στην αλή­θεια που πολε­μεί­ται, χέρι δυνά­με­ως που το απλώ­νει η αγα­θή διά­θε­ση. Αφού λοι­πόν επι­κα­λέ­στη­κα ως βοη­θό την Ενυ­πό­στα­τη αλή­θεια, θα αρχί­σω από εδώ τον λόγο μου.

4. Γνω­ρί­ζω εκεί­νον που αδιά­ψευ­στα είπε: «Κύριος Θες μν Κύριος ες στι· (:Κύριος ο Θεός μας είναι ο ένας και μόνος Κύριος)»[ Δευτ. 6,4] και «Κύριον τν Θεόν σου φοβη­θήσ κα ατ μόν λατρεύ­σεις (:Κύριο τον Θεό σου θα ευλα­βεί­σαι και Αυτόν μόνο θα λατρεύ­σεις)»[Δευτ.6,13] και «οκ σον­ταί σοι θεο τεροι»(:δεν θα υπάρ­χουν για σένα άλλοι θεοί)»[Δευτ. 5,7] και «ο ποι­ή­σεις σεαυτ εδωλον οδ παντς μοί­ω­μα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκά­τω τς γς(:δεν θα κατα­σκευά­σεις κανέ­να γλυ­πτό ομοί­ω­μα, από όσα υπάρ­χουν επά­νω στον ουρα­νό και κάτω στη γη)»[Δευτ.5,8] και «ασχυν­θή­τω­σαν πάν­τες ο προ­σκυ­νοντες τος γλυ­πτος(: ας καται­σχυν­θούν όλοι όσοι προ­σκυ­νούν τα γλυ­πτά είδω­λα)»[Ψαλμ.96,7] και «θεοί, ο τν ορανν κα τν γν οκ ποί­η­σαν, πολέ­σθω­σαν(: θεοί, οι οποί­οι δεν δημιούρ­γη­σαν και δεν κατα­σκεύ­α­σαν τον ουρα­νό και τη γη, να χαθούν)»[Ιερ.10,11] και όλα όσα κατά αντί­στοι­χο τρό­πο ο Θεός αφού μίλη­σε στους πατέ­ρες μας μέσω των προ­φη­τών, κατά τις έσχα­τες ημέ­ρες μίλη­σε με μας μέσω του μονο­γε­νούς Υιού Του, με τον Οποίο δημιούρ­γη­σε το σύμ­παν[ πρβ. Εβρ.1,1–2 :«Πολυ­μερς κα πολυ­τρό­πως πάλαι Θες λαλή­σας τος πατρά­σιν ν τος προ­φή­ταις, π᾿ σχά­του τν μερν τού­των λάλη­σεν μν ν υἱῷ, ν θηκε κλη­ρονμον πντων, δι’ ο κα τος αἰῶνας ποησεν (:Πολ­λές φορές και με πολ­λούς τρό­πους στα παλαιό­τε­ρα χρό­νια της προ Χρι­στού επο­χής μίλη­σε ο Θεός στους προ­γό­νους μας με το στό­μα των προ­φη­τών. Σ’ αυτούς όμως εδώ τους έσχα­τους και­ρούς, που τελεί­ω­σε η επο­χή της Παλαιάς Δια­θή­κης, μας μίλη­σε δια­μέ­σου του Υιού Του, τον Οποίο κατέ­στη­σε κλη­ρο­νό­μο και κύριο όλων των κτι­σμά­των. Μέσω Αυτού ο Θεός δημιούρ­γη­σε και όλα όσα έγι­ναν μέσα στον χρό­νο)»]. Γνω­ρί­ζω εκεί­νον που είπε: «Ατη δέ στιν αώνιος ζωή, να γινώ­σκω­σί σε τν μόνον ληθινν Θεν, κα ν πέστει­λας ησον Χρι­στόν (:Αυτή είναι η αιώ­νια ζωή, το να γνω­ρί­ζουν οι άνθρω­ποι συνε­χώς όλο και περισ­σό­τε­ρο Εσέ­να, τον μόνο αλη­θι­νό Θεό, και τον Ιησού Χρι­στό, τον Οποίο απέ­στει­λες στον κόσμο, έχον­τας ζων­τα­νή επι­κοι­νω­νία με σένα και απο­λαμ­βά­νον­τας τις άπει­ρες τελειό­τη­τές Σου)»[Ιω.17,3]. Πιστεύω σε ένα Θεό, μια αρχή των όλων, άναρ­χο, άκτι­στο, άφθαρ­το και αθά­να­το, αιώ­νιοι και αΐδιο, ακα­τά­λη­πτο, ασώ­μα­το, αόρα­το, απε­ρί­γρα­πτο, ασχη­μά­τι­στο, μια ουσία υπε­ρου­σία, υπέρ­θεη θεό­τη­τα, σε τρεις υπο­στά­σεις, σε Πατέ­ρα και Υιό και άγιο Πνεύ­μα, και Αυτόν μόνο λατρεύω και σε Αυτόν μόνο προ­σφέ­ρω τη λατρευ­τι­κή προ­σκύ­νη­ση. Ένα Θεό προ­σκυ­νώ, μία θεό­τη­τα, αλλά λατρεύω και τρεις υπο­στά­σεις, Θεό Πατέ­ρα και Θεό Υιό σαρ­κω­μέ­νο και Θεό άγιο Πνεύ­μα, έναν Θεό.

Δεν προ­σκυ­νώ την κτί­ση αντί για τον Κτί­στη, αλλά προ­σκυ­νώ τον Κτί­στη που κτί­σθη­κε κατά την ανθρώ­πι­νη φύση και κατέ­βη­κε στην κτί­ση χωρίς να μειω­θεί και να αλλοιω­θεί, για να δοξά­σει τη δική μου φύση και να με κάνει κοι­νω­νό της θεί­ας φύσε­ως[πρβ. Β΄Πέτρ. 1,4: «δι᾿ ν τ τίμια μν κα μέγι­στα παγ­γέλ­μα­τα δεδώ­ρη­ται, να δι τού­των γένη­σθε θεί­ας κοι­νω­νο φύσε­ως ποφυ­γόν­τες τς ν κόσμ ν πιθυ­μί φθορς(: με την ένδο­ξη τελειό­τη­τά Του μας έχει χαρί­σει τις πιο πολύ­τι­μες και μεγά­λες υπο­σχέ­σεις, για να γίνε­τε κι εσείς, καθώς θα παρα­κι­νεί­στε και θα ενι­σχύ­ε­στε από αυτές, μέτο­χοι της θεί­ας φύσε­ως. Να γίνε­τε δηλα­δή άγιοι και μέτο­χοι της ζωής του Χρι­στού, αφού απαλ­λα­γεί­τε από τη δια­φθο­ρά του κόσμου, η οποία προ­έρ­χε­ται από κάθε αμαρ­τω­λή επι­θυ­μία)»]. Μαζί με τον βασι­λιά και Θεό, προ­σκυ­νώ και την αλουρ­γί­δα του σώμα­τος[:ολο­μέ­τα­ξο πορ­φυ­ρό βασι­λι­κό ένδυ­μα, με το οποίο εδώ ο ιερός πατήρ παρο­μοιά­ζει το ανθρώ­πι­νο πρό­σλημ­μα του Υιού], όχι σαν ένδυ­μα, ούτε σαν τέταρ­το πρό­σω­πο ‑μακριά μια τέτοια βλασφημία‑, αλλά ως ομό­θεη που διε­τέ­λε­σε και έγι­νε, όπως και αυτό το ίδιο που την έχρι­σε, αμε­τά­βλη­τη. Για­τί δεν έγι­νε θεό­τη­τα η φύση της σάρ­κας, αλλά όπως ακρι­βώς ο Λόγος έγι­νε σάρ­κα χωρίς να υπο­στεί τρο­πο­ποί­η­ση και παρέ­μει­νε ό,τι ήταν και πριν, έτσι και η σάρ­κα έγι­νε Λόγος, χωρίς να χάσει αυτό ακρι­βώς που είναι, ταυ­τι­ζό­με­νη βέβαια με τον Λόγο κατά την υπό­στα­ση. Γι΄αυτό παίρ­νω το θάρ­ρος και εικο­νί­ζω τον αόρα­το Θεό, όχι ως αόρα­το, αλλά ως ορα­τό που έγι­νε για μας προ­σλαμ­βά­νον­τας σάρ­κα και αίμα. Δεν εικο­νί­ζω την αόρα­τη θεό­τη­τα, αλλά εικο­νί­ζω τη σάρ­κα του Θεού που έγι­νε ορα­τή. Για­τί, αν είναι αδύ­να­το να εικο­νί­σεις την ψυχή, πόσο μάλ­λον τον Θεό που έδω­σε στην ψυχή την άυλη ιδιό­τη­τα;

5. Αλλά λένε: «Είπε ο Θεός μέσω του νομο­θέ­τη Μωυ­σή: “Κύριον τν Θεόν σου φοβη­θήσ κα ατ μόν λατρεύ­σεις (:Τον Κύριο τον Θεό σου να προ­σκυ­νάς και Αυτόν μόνο να λατρεύ­εις)”[Δευτ.6,13] και “ο ποι­ή­σεις σεαυτ εδωλον οδ παντς μοί­ω­μα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκά­τω τς γς»(:να μην κατα­σκευά­σεις κανέ­να είδω­λο για να το λατρεύ­εις, ούτε ομοί­ω­μα κανε­νός από εκεί­να που υπάρ­χουν επά­νω στον ουρα­νό και κάτω στη γη και μέσα στα νερά, κάτω από την επι­φά­νεια της γης)”» [Δευτ.5,8].

Αδελ­φοί, πραγ­μα­τι­κά πλα­νών­ται όσοι δεν γνω­ρί­ζουν τις Γρα­φές, ότι δηλα­δή «τ γρ γράμ­μα ποκτεί­νει, τ δ πνεμα ζωο­ποιε(:ο γρα­πτός νόμος, επει­δή δεν δίνει στον άνθρω­πο την ενί­σχυ­ση και την εφαρ­μο­γή του, οδη­γεί στον πνευ­μα­τι­κό θάνα­το. Το πνεύ­μα όμως της Και­νής Δια­θή­κης, με τη χάρη και την ενί­σχυ­ση που μετα­δί­δει στους πιστούς, τους δίνει ζωή)»[Β΄Κορ.3,6], όσοι δεν ερευ­νούν το πνεύ­μα που κρύ­βε­ται κάτω από το γράμ­μα. Προς αυτούς θα άξι­ζε να πω: «Εκεί­νος που σας δίδα­ξε αυτό, ας σας διδά­ξει και το επό­με­νο. Μάθε λοι­πόν ότι κάπως έτσι τα ερμη­νεύ­ει ο νομο­θέ­της στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο, λέγον­τας: «κα λάλη­σε Κύριος πρς μς κ μέσου το πυρς· φωνν ημά­των, ν μες κού­σα­τε, κα μοί­ω­μα οκ εδετε, λλ᾿ φωνήν(: και μίλη­σε εκεί ο Κύριος προς εσάς μέσα από το πυρ με λόγια ανθρώ­που, που τα ακού­σα­τε οι ίδιοι. Δεν είδα­τε όμως καμία μορ­φή, αλλά μόνο φωνή ακού­σα­τε)»[Δευτ.4,12] Και λίγο παρα­κά­τω: «κα φυλά­ξε­σθε σφό­δρα τς ψυχς μν, τι οκ εδετε μοί­ω­μα ν τ μέρ, λάλη­σε Κύριος πρς μς ν Χωρβ ν τ ρει κ μέσου το πυρός μ νομή­ση­τε κα ποι­ή­ση­τε μν αυτος γλυ­πτν μοί­ω­μα πσαν εκόνα μοί­ω­μα ρσε­νι­κο θηλυ­κο, μοί­ω­μα παντς κτή­νους τν ντων π τς γς, μοί­ω­μα παντς ρνέ­ου πτε­ρω­το(: και να προ­σέ­ξε­τε πολύ τους εαυ­τούς σας, διό­τι δεν είδα­τε καμία μορ­φή ειδώ­λου την ημέ­ρα εκεί­νη, κατά την οποία μίλη­σε προς εσάς ο Κύριος στο όρος Χωρήβ, μέσα από το πυρ. Να μην παρα­νο­μή­σε­τε και κάνε­τε για τους εαυ­τούς σας είδω­λο γλυ­πτό, κάθε είδους εικό­να που να έχει μορ­φή αρσε­νι­κού ή θηλυ­κού, ή μορ­φή κάθε ζώου από όσα υπάρ­χουν στην επι­φά­νεια της γης, ή μορ­φή κάθε πτη­νού, που έχει φτε­ρά και πετά κάτω από τον ουρα­νό)» Δευτ.4,15–17] και τα λοι­πά, και ύστε­ρα από μερι­κά: «κα μ ναβλέ­ψας ες τν ορανν κα δν τν λιον κα τν σελή­νην κα τος στέ­ρας κα πάν­τα τν κόσμον το ορανο, πλα­νη­θες προ­σκυ­νήσς ατος κα λατρεύσς ατος(:και πρό­σε­ξε ώστε, όταν σηκώ­σεις τα βλέμ­μα­τά σου προς τον ουρα­νό και δεις τον ήλιο και το φεγ­γά­ρι και τα άστρα και όλον τον στο­λι­σμό του ουρα­νού, να μην πλα­νη­θείς από το μεγα­λείο τους και προ­σκυ­νή­σεις και λατρεύ­σεις σαν θεούς αυτά)» [Δευτ.4,19].

6. Βλέ­πεις πως ένας είναι ο σκο­πός, να μη λατρεύ­ουν την κτί­ση αντί για τον Κτί­στη, ούτε να της προ­σφέ­ρουν λατρευ­τι­κή προ­σκύ­νη­ση, παρά μόνο στον Δημιουρ­γό. Γι΄αυτό παν­τού συν­δυά­ζει τη λατρεία με την προ­σκύ­νη­ση. Λέει λοι­πόν πάλι: «Οκ σον­ταί σοι θεο τεροι πρ προ­σώ­που μου, ο ποι­ή­σεις σεαυτ εδωλον οδ παντς μοί­ω­μα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκά­τω τς γς, ο προ­σκυ­νή­σεις ατος οδ μ λατρεύσς ατος, τι γώ εμι Κύριος Θεός σου(:Δεν θα έχεις άλλους θεούς, για να τους λατρεύ­εις εμπρός μου. Δεν θα κατα­σκευά­σεις είδω­λο, για να το λατρεύ­εις, ούτε ομοί­ω­μα κανε­νός από εκεί­να που υπάρ­χουν επά­νω στον ουρα­νό και κάτω στη γη και μέσα στα νερά, κάτω από την επι­φά­νεια της γης. Δεν θα προ­σκυ­νή­σεις και δεν θα λατρεύ­σεις αυτά τα είδω­λα και ομοιώ­μα­τα, διό­τι Εγώ είμαι ο μόνος Κύριος, ο Θεός σου)»[Δευτ.5,7–9]· και πάλι: «Τούς βωμος ατν καθε­λετε κα τάς στή­λας ατν συν­τρί­ψε­τε κα τ λση ατν κκό­ψε­τε, κα τ γλυ­πτ τν θεν ατν κατα­καύ­σε­τε ν πυρί·ο γρ μ προ­σκυ­νή­ση­τε θεος τέροις(: τους βωμούς, όπου θυσιά­ζουν αυτοί στους θεούς τους, θα τους γκρε­μί­σε­τε, και τις στή­λες που τις έχουν σαν σύμ­βο­λα των θεών τους, θα τις συν­τρί­ψε­τε και τα μικρά δάση, όπου λατρεύ­ουν τους θεούς τους, θα τα κόψε­τε τελεί­ως και τα αγάλ­μα­τα των θεών τους θα τα κατα­καύ­σε­τε στο πυρ. Διό­τι δεν πρέ­πει να προ­σκυ­νή­σε­τε θεούς άλλους)»[Έξ.34, 13–14]. Και λίγο παρα­κά­τω: «κα θεος χωνευ­τος ο ποι­ή­σεις σεαυτ(:και δεν θα φτιά­ξεις θεούς σε χυτή­ρια, είδω­λα δηλα­δή για να τα έχεις και να τα λατρεύ­εις)»[Έξ.34,17].

7. Βλέ­πεις ότι εξαι­τί­ας της ειδω­λο­λα­τρί­ας απα­γο­ρεύ­ει την εικο­νο­γρα­φία και ότι είναι αδύ­να­το να εικο­νί­ζε­ται ο άπο­σος και απε­ρί­γρα­πτος και αόρα­τος Θεός. «Οτε φωνν ατο κηκό­α­τε πώπο­τε οτε εδος ατο ωρά­κα­τε(: ούτε τη φωνή Του έχε­τε ακού­σει ποτέ έως τώρα, ούτε τη μορ­φή Του έχε­τε δει˙ διό­τι ο Θεός είναι αόρα­τος και δεν τον αντι­λαμ­βά­νε­ται κανείς με τις σωμα­τι­κές του αισθή­σεις)» [Ιω.5,37], όπως είπε και ο Παύ­λος όταν στά­θη­κε στη μέση του Αρεί­ου Πάγου: «Γένος ον πάρ­χον­τες το Θεο οκ φεί­λο­μεν νομί­ζειν χρυσ ργύρ λίθ, χαράγ­μα­τι τέχνης κα νθυ­μή­σε­ως νθρώ­που, τ θεον εναι μοιον»(:Αφού λοι­πόν είμα­στε γενιά του Θεού και απ’ αυτόν απο­κτή­σα­με ζων­τα­νή και πνευ­μα­τι­κή φύση, δεν πρέ­πει να νομί­ζου­με ότι η θεό­τη­τα είναι κάτι που μοιά­ζει με τα άψυ­χα και τα νεκρά αντι­κεί­με­να˙ με το χρυ­σά­φι δηλα­δή ή το ασή­μι ή το μάρ­μα­ρο, που έχουν χαρα­χθεί και πελε­κη­θεί από τη γλυ­πτι­κή τέχνη και την καλ­λι­τε­χνι­κή φαν­τα­σία και επι­νόη­ση του ανθρώ­που σε μαρ­μά­ρι­να ή αση­μέ­νια ή χρυ­σά αγάλ­μα­τα και είδω­λα. Όχι.)»[Πράξ.17,29].

8. Επο­μέ­νως, αυτά είχαν νομο­θε­τη­θεί για τους Ιου­δαί­ους που εύκο­λα γλι­στρού­σαν προς την ειδω­λο­λα­τρία· εμείς όμως, για να μιλή­σου­με θεο­λο­γι­κά, στους οποί­ους δόθη­κε η δυνα­τό­τη­τα να απο­φύ­γου­με την πλά­νη της δει­σι­δαι­μο­νί­ας και να πλη­σιά­σου­με καθα­ρά τον Θεό, να γνω­ρί­σου­με την αλή­θεια και να λατρεύ­ου­με μόνο τον Θεό, να απο­κτή­σου­με την τελειό­τη­τα της θεο­γνω­σί­ας και, αφού ξεφύ­γου­με από τη νηπια­κή κατά­στα­ση, να φτά­σου­με να γίνου­με τέλειοι άνδρες [πρβ.Εφ.4,13:«μέχρι καταν­τή­σω­μεν ο πάν­τες ες τν νότη­τα τς πίστε­ως κα τς πιγνώ­σε­ως το υο το Θεο, ες νδρα τέλειον, ες μέτρον λικί­ας το πλη­ρώ­μα­τος το Χρι­στο(: μέχρι να φθά­σου­με να έχου­με όλοι μία και την ίδια αλη­θι­νή πίστη και τέλεια γνώ­ση του Υιού του Θεού και να προ­ο­δεύ­σου­με πνευ­μα­τι­κά, έως ότου γίνου­με ένας τέλειος άνθρω­πος˙ και ν’ απο­κτή­σου­με το μέτρο της πνευ­μα­τι­κής ωρι­μό­τη­τος και τελειό­τη­τος του Χρι­στού, δηλα­δή να έχου­με πλή­ρεις τις δωρε­ές και την πνευ­μα­τι­κή τελειό­τη­τά Του)»], δεν βρι­σκό­μα­στε πια κάτω από την κηδε­μο­νία παι­δα­γω­γού[ πρβ. Γαλ.3,25: «λθού­σης δ τς πίστε­ως οκέτι π παι­δα­γω­γόν σμεν(: όταν λοι­πόν ήλθε η νέα κατά­στα­ση, στην οποία ισχύ­ει η πίστη, δεν είμα­στε πλέ­ον κάτω από την παι­δα­γω­γία του νόμου)»],αφού πήρα­με από τον Θεό τη δια­κρι­τι­κή ικα­νό­τη­τα και γνω­ρί­ζου­με τι είναι αυτό που εικο­νί­ζε­ται και τι είναι αυτό που δεν μπο­ρεί να περι­γρα­φεί με εικό­να. Για­τί λέει: «οτε εδος ατο ωρά­κα­τε(: ούτε τη μορ­φή Του έχε­τε δει˙ διό­τι ο Θεός είναι αόρα­τος και δεν τον αντι­λαμ­βά­νε­ται κανείς με τις σωμα­τι­κές του αισθή­σεις)»[Ιω.5,37]. Πόσο μεγά­λη είναι η σοφία του νομο­θέ­τη! Πώς να εικο­νι­στεί το αόρα­το; Πώς να παρα­στα­θεί το απε­ρί­γρα­πτο; Πώς να ζωγρα­φι­στεί αυτό που δεν έχει ποσό­τη­τα, όγκο και όρια; Πώς να απο­δο­θεί ο χαρα­κτή­ρας Αυτού που δεν έχει μορ­φή; Πώς να παρα­στα­θεί με χρώ­μα­τα το ασώ­μα­το;

Τι είναι λοι­πόν αυτό που απο­κα­λύ­πτε­ται με αινιγ­μα­τι­κό τρό­πο; Είναι φανε­ρό πως λέει: Όταν βλέ­πεις ο ασώ­μα­τος να γίνε­ται άνθρω­πος για σένα, τότε μπο­ρείς να κάνεις την εικό­να της ανθρώ­πι­νης μορ­φής· όταν ο Αόρα­τος γίνε­ται Ορα­τός κατά τη σάρ­κα, τότε να απει­κο­νί­σεις το ομοί­ω­μα Αυτού που φανε­ρώ­θη­κε· όταν ο ασώ­μα­τος και ασχη­μά­τι­στος και άπο­σος και άπει­ρος και πέρα από κάθε μέγε­θος με την υπε­ρο­χή της φύσε­ώς Του, Αυτός που, «ς ν μορφ Θεο πάρ­χων οχ ρπαγμν γήσα­το τ εναι σα Θε(:ο Ιησούς Χρι­στός δηλα­δή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέ­ρα και ως απα­ράλ­λα­κτη και ζων­τα­νή εικό­να του Θεού είχε τη μορ­φή και τη φύση του Θεού, δεν θεώ­ρη­σε την ισό­τη­τά του με τον Θεό Πατέ­ρα απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής. Διό­τι εάν ήταν απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής, δεν θα τολ­μού­σε να το απο­θέ­σει, από φόβο μήπως το χάσει)»[Φιλ.2,6], παίρ­νον­τας μορ­φή δού­λου, με αυτήν τη μορ­φή περιο­ρί­ζε­ται σε όρια ποσού και μέτρου και απο­κτά χαρα­κτη­ρι­στι­κά σώμα­τος, τότε σχε­δί­α­ζέ Τον σε πίνα­κες και βάλε Τον να Τον βλέ­πουν, Αυτόν που κατα­δέ­χτη­κε να γίνει ορα­τός. Ζωγρά­φι­ζε την ανέκ­φρα­στη συγ­κα­τά­βα­σή Του, τη γέν­νη­σή Του από την Παρ­θέ­νο, τη βάπτι­σή Του στον Ιορ­δά­νη, τη μετα­μόρ­φω­σή Του στο Θαβώρ, τα πάθη Του που παρέ­χουν απά­θεια, τα θαύ­μα­τα, τα σύμ­βο­λα της θεί­ας φύσε­ώς Του, τα οποία πραγ­μα­το­ποιούν­ται με θεϊ­κή ενέρ­γεια μέσα από την ενέρ­γεια της σάρ­κας, τον σωτή­ριο σταυ­ρό, την ταφή, την ανά­στα­ση, την ανά­λη­ψη στους ουρα­νούς. Όλα να τα ιστο­ρείς με λόγο και με χρώ­μα­τα.

Μην φοβά­σαι, μην διστά­ζεις˙ γνω­ρί­ζω τη δια­φο­ρά που υπάρ­χει ανά­με­σα στη μια προ­σκύ­νη­ση από την άλλη. Κάπο­τε ο Αβρα­άμ προ­σκύ­νη­σε τους υιούς του Εμμώρ, όταν αγό­ρα­σε τη διπλή σπη­λιά για να τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ως τάφο, άνδρες ασε­βείς που είχαν άγνοια του αλη­θι­νού Θεού [βλ. Γέν.23,7–12: «ναστς δ Αβραμ προ­σεκνησε τ λα τς γς, τος υος το Χτ, κα λλησε πρς ατος Αβραμ λγων· ε χετε τ ψυχ μν, στε θψαι τν νεκρν μου π προσπου μου, κοσατ μου κα λαλσατε περ μο ᾿Εφρν τ το Σαρ, κα δτω μοι τ σπλαιον τ διπλον, στιν ατ, τ ν ν μρει το γρο ατο· ργυρου το ξου δτω μοι ατ ν μν ες κτσιν μνη­μεου. ᾿Εφρν δ κθητο ν μσ τν υἱῶν Χτ· ποκρι­θες δ ᾿Εφρν Χετ­ταος πρς Αβραμ επεν, κουντων τν υἱῶν Χτ κα τν εσπο­ρευομνων ες τν πλιν πντων, λγων· παρ᾿ μο γενο, κριε, κα κουσν μου· τν γρν κα τ σπλαιον τ ν ατ σο δδωμι· ναντον πντων τν πολιτν μου δδωκ σοι· θψον τν νεκρν σου· κα προ­σεκνησεν Αβραμ ναντον το λαο τς γς (: όταν ο Αβρα­άμ είδε την προ­θυ­μία τους, σηκώ­θη­κε και με ένα εδα­φιαίο προ­σκύ­νη­μα χαι­ρέ­τι­σε με ευγνω­μο­σύ­νη και σεβα­σμό τον λαό της Χανα­άν, τους Χετ­ταί­ους. Κατό­πιν τους μίλη­σε και τους είπε: “Αφού έχε­τε πράγ­μα­τι την καλο­σύ­νη και την επι­θυ­μία να μου δώσε­τε την άδεια να θάψω τη νεκρή σύζυ­γό μου, τότε σας παρα­κα­λώ ακού­στε με και μεσι­τεύ­σε­τε για λογα­ρια­σμό μου στον Εφρών, τον γιο του Σαάρ και ζητή­στε από αυτόν να μου που­λή­σει το διπλό σπή­λαιο, το οποίο είναι στην άκρη του χωρα­φιού του. Ζητή­στε από τον Εφρών να μου το που­λή­σει στην πλή­ρη αξία του, τώρα, μπρο­στά σας, για να το απο­κτή­σω ως δικό μου και για να το κατέ­χω ως ιδιό­κτη­το τάφο”. Ο Εφρών, από τον οποίο ο Αβρα­άμ ζητού­σε να αγο­ρά­σει το σπή­λαιο, βρι­σκό­ταν στη συνά­θροι­ση εκεί­νη των Χετ­ταί­ων. Όταν λοι­πόν άκου­σε τα λόγια του Αβρα­άμ, του απο­κρί­θη­κε μπρο­στά σε όλους τους Χετ­ταί­ους που ήταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι στην είσο­δο της πόλε­ως, και σε όλους όσοι έμπαι­ναν στην πόλη και του είπε: “Μάλι­στα, κύριε· έλα κον­τά μου και άκου­σέ με σε όσα θα σου πω· το χωρά­φι μου και το σπή­λαιο που υπάρ­χει σε αυτό, το δίνω σε σένα· να, σου τα έδω­σα ως δικά σου παρου­σία όλων των συμ­πο­λι­τών μου· δέξου τα λοι­πόν και θάψε με όλη την ελευ­θε­ρία τον νεκρό σου”. Και τότε ο Αβρα­άμ με εδα­φιαίο προ­σκύ­νη­μα χαι­ρέ­τη­σε με ευγνω­μο­σύ­νη και σεβα­σμό τον λαό της Χανα­άν, τους Χετ­ταί­ους)» και Πράξ.7,16: «κα μετε­τέ­θη­σαν ες Συμχ κα τέθη­σαν ν τ μνή­μα­τι νήσα­το βραμ τιμς ργυ­ρί­ου παρ τν υἱῶν μμόρ το Συχέμ(:Αργό­τε­ρα τα οστά τους μετα­φέρ­θη­καν στη Συχέμ και τοπο­θε­τή­θη­καν στο μνή­μα που είχε αγο­ρά­σει ο Αβρα­άμ από τους γιους του Εμμόρ, ο οποί­ος έμε­νε στη Συχέμ, πλη­ρώ­νον­τας το αντί­τι­μο σε αση­μέ­νια νομί­σμα­τα)»].

Ο Ιακώβ επί­σης προ­σκύ­νη­σε τον αδελ­φό του Ησαύ [Γέν.33,3: «Ατς δ προλθεν μπρο­σθεν ατν κα προ­σε­κύ­νη­σεν π τν γν πτά­κις ως το γγί­σαι τ δελφ ατο(:ο ίδιος ο Ιακώβ προ­χώ­ρη­σε και μπή­κε μπρο­στά από όλους ώστε ο πρώ­τος, που θα συναν­τού­σε ο Ησαύ, να είναι αυτός· έτσι θα αντι­με­τώ­πι­ζε τον κίν­δυ­νο πρώ­τος ο Ιακώβ. Μόλις ο Ησαύ πλη­σί­α­σε, ο Ιακώβ προ­χώ­ρη­σε προς αυτόν ταπει­νά και μέχρις ότου φτά­σει κον­τά του, τον προ­σκύ­νη­σε ως μεγα­λύ­τε­ρο αδερ­φό του με γονά­τι­σμα και σκύ­ψι­μο βαθύ έως τη γη επτά φορές)»] και τον Φαραώ], άνδρα Αιγύ­πτιο [Γέν.47,7: «εσήγα­γε δ ωσφ ακβ τν πατέ­ρα ατο κα στη­σεν ατν ναν­τί­ον Φαραώ, κα ηλόγη­σεν ακβ τν Φαραώ.(: και έφε­ρε ο Ιωσήφ τον πατέ­ρα του τον Ιακώβ και τον παρου­σί­α­σε στον Φαραώ και ο Ιακώβ ευλό­γη­σε τον Φαραώ)», αλλά προ­σκύ­νη­σε ακό­μα και την άκρη του μπα­στου­νιού του Ιωσήφ[Γέν.47,31: «επε δέ· μοσόν μοι. κα μοσεν ατ. κα προ­σε­κύ­νη­σεν σραλ π τ κρον τς άβδου ατο(:ο Ιακώβ όμως επέ­μει­νε και του είπε: “Ορκί­σου μου ότι θα το κάνεις”. Και ο Ιωσήφ ορκί­στη­κε στον πατέ­ρα του. Τότε ο Ισρα­ήλ, επει­δή πίστε­ψε ότι ο Θεός θα βοη­θού­σε, ώστε να μετα­φερ­θεί η σορός του στην Χανα­άν για να ταφεί εκεί, έσκυ­ψε και προ­σκύ­νη­σε τον Θεό, αφού ακούμ­πη­σε την κεφα­λή του στην άκρη του ραβδιού του, στο οποίο στη­ρι­ζό­ταν λόγω της γερον­τι­κής αδυ­να­μί­ας του. Με την προ­σκύ­νη­ση αυτή εξέ­φρα­ζε την ευγνω­μο­σύ­νη του προς τον Θεό)» και Εβρ.7,21: « δ μετ ρκω­μο­σί­ας δι το λέγον­τος πρς ατόν· μοσε Κύριος, κα ο μετα­με­λη­θή­σε­ται· σ ερες ες τν αἰῶνα κατ τν τάξιν Μελ­χι­σε­δέκ (:Ο Χρι­στός έγι­νε ιερεύς με όρκο. Ο όρκος αυτός δόθη­κε από τον Θεό δια­μέ­σου του ψαλ­μω­δού, ο οποί­ος είπε προς τον Χρι­στό: “Ορκί­στη­κε ο Κύριος και δεν θα αλλά­ξει την από­φα­σή Του, και δεν θα αθε­τή­σει τον όρκο Του: “Εσύ είσαι ιερεύς αιώ­νιος κατά την τάξη του Μελ­χι­σε­δέκ”)»όμως προ­σκύ­νη­σαν, αλλά δεν λάτρευ­σαν.

Προ­σκύ­νη­σαν και ο Ιησούς του Ναυή[Ιησ.5,14: « δ επεν ατ· γ ρχι­στρά­τη­γος δυνά­με­ως Κυρί­ου νυν παρα­γέ­γο­να. κα ησος πεσεν π πρό­σω­πον π τν γν κα επεν ατ· δέσπο­τα, τί προ­στάσ­σεις τ σ οκέτ; (: εκεί­νος όμως του απάν­τη­σε: ‘’Όχι, δεν είμαι τίπο­τα από αυτά· εγώ είμαι αρχι­στρά­τη­γος της δυνά­με­ως του Κυρί­ου· έχω έλθει εδώ μόλις τώρα’’. Και ο Ιησούς σε ένδει­ξη βαθυ­τά­του σεβα­σμού και λατρευ­τι­κής προ­σκυ­νή­σε­ως έπε­σε με το πρό­σω­πο κατά γης και του είπε: ‘’ Δέσπο­τα, τι δια­τά­ζεις τον δού­λο σου;’’)»] και ο Δανι­ήλ, άγγε­λο του Θεού [Δαν.8,17: «κα λθε κα στη χόμε­νος τς στά­σε­ώς μου, κα ν τ λθεν ατν θαμ­βή­θην, κα πίπτω π πρό­σω­πόν μου, κα επε πρός με· σύνες, υἱὲ νθρώ­που· τι γρ ες και­ρο πέρας ρασις(: και ήλθε και στά­θη­κε κον­τά μου· και όταν με πλη­σί­α­σε, κυριεύ­τη­κα από υπερ­βο­λι­κό θαυ­μα­σμό, μεγά­λη έκπλη­ξη και φόβο και έπε­σα αμέ­σως κάτω με το πρό­σω­πο κατά γης. Και εκεί­νος μου είπε: Υιέ ανθρώ­που εννόη­σε τού­το: Το όρα­μα αυτό δεν θα εκπλη­ρω­θεί επί του παρόν­τος· το όρα­μα αυτό απο­κα­λύ­πτει τα έσχα­τα χρό­νια, κατά τα οποία θα τελειώ­σει η βασι­λεία των θηρί­ων και θα ανα­λά­βουν πλέ­ον την εξου­σία οι άγιοι του Υψί­στου)»], αλλά δεν τον λάτρευ­σαν. Για­τί άλλο πράγ­μα είναι η λατρευ­τι­κή προ­σκύ­νη­ση και άλλο εκεί­νη που προ­σφέ­ρε­ται τιμη­τι­κά σε εκεί­νους που υπε­ρέ­χουν σε κάποιο αξί­ω­μα.

9. Αλλά επει­δή μιλά­με για την εικό­να και την προ­σκύ­νη­ση, ας κάνου­με γι’ αυτά μερι­κές διευ­κρι­νί­σεις. Η εικό­να λοι­πόν είναι ομοί­ω­μα που φέρει τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του πρω­το­τύ­που, με κάποια δια­φο­ρά όμως προς αυτό. Για­τί η εικό­να δεν είναι όμοια εξ ολο­κλή­ρου προς το αρχέ­τυ­πο. Εικό­να λοι­πόν ζων­τα­νή, φυσι­κή και απα­ράλ­λα­κτη του αόρα­του Θεού[Κολ.1,15: «ς στιν εκν το Θεο το ορά­του, πρω­τό­το­κος πάσης κτί­σε­ως(:Αυτός ο Υιός είναι εικό­να του αόρα­του Θεού, ο Οποί­ος δεν φαί­νε­ται με τα σωμα­τι­κά μας μάτια. Είναι πρω­τό­το­κος, που δεν κτί­σθη­κε, αλλά γεν­νή­θη­κε από την ίδια την ουσία του Πατρός, πριν να δημιουρ­γη­θούν όλα τα κτί­σμα­τα)»] είναι ο Υιός, ο Οποί­ος φέρει στον εαυ­τό Του ολό­κλη­ρο τον Πατέ­ρα και ταυ­τί­ζε­ται εξ ολο­κλή­ρου προς Αυτόν, δια­φέ­ρον­τας μόνο ως προς το αιτια­τό. Για­τί αίτιο φυσι­κό είναι ο Πατέ­ρας, ενώ αιτια­τό ο Υιός, επει­δή δεν προ­έρ­χε­ται ο Πατέ­ρας από τον Υιό, αλλά ο Υιός από τον Πατέ­ρα. Από Αυτόν έξαλ­λου έχει την ύπαρ­ξη, αν και όχι ύστε­ρα από Αυτόν, πράγ­μα που σημαί­νει τον γεν­νή­το­ρα Πατέ­ρα.

10. Υπάρ­χουν όμως και στον Θεό εικό­νες και παρα­δείγ­μα­τα, όσων πρό­κει­ται να γίνουν από Αυτόν, δηλα­δή η προ­αιώ­νια και πάν­το­τε αμε­τά­βλη­τη βού­λη­σή Του. Για­τί το θείο είναι κατά πάν­τα άτρε­πτο και δεν υπάρ­χει σε αυτό καμιά μετα­βο­λή ή σκιά μετατροπής[Ιακ.1,17: «Πσα δόσις γαθ κα πν δώρη­μα τέλειον νωθέν στι κατα­βανον π το πατρς τν φώτων, παρ᾿ οκ νι παραλ­λαγ τροπς ποσκί­α­σμα(:Κάθε καλό που δίνε­ται στους ανθρώ­πους και κάθε τέλειο δώρο προ­έρ­χε­ται από τον ουρα­νό και κατε­βαί­νει από τον Θεό, ο Οποί­ος είναι ο δημιουρ­γός των ουρά­νιων φωτει­νών σωμά­των και η ύψι­στη και μονα­δι­κή πηγή κάθε φωτι­σμού, φυσι­κού ή πνευ­μα­τι­κού. Σ’ Αυτόν δεν υπάρ­χει καμία αλλοί­ω­ση και μετα­βο­λή σαν αυτές που γίνον­ται στη σελή­νη ή συν­τε­λούν­ται από τη δια­δο­χή της νύχτας και της ημέ­ρας. Αλλά ούτε και σκιά υπάρ­χει σαν εκεί­νη που δημιουρ­γεί­ται από την περι­στρο­φή και τη μετα­κί­νη­ση των άστρων και των ουρά­νιων σωμά­των)»]. Αυτές τις εικό­νες και τα παρα­δείγ­μα­τα ονο­μά­ζει «προ­ο­ρι­σμούς» ο άγιος Διο­νύ­σιος[ο Αρε­ο­πα­γί­της], ο σπου­δαί­ος γνώ­στης των θεί­ων πραγ­μά­των, ο οποί­ος μαζί με τον Θεό μελέ­τη­σε τα σχε­τι­κά με τον Θεό πράγ­μα­τα. Για­τί στη βού­λη­ση του Θεού ήταν απο­τυ­πω­μέ­να και απει­κο­νι­σμέ­να όλα όσα είχαν προ­ο­ρι­σθεί από Αυτόν, πριν από τη δημιουρ­γία, και θα γίνον­ταν οπωσ­δή­πο­τε, ακρι­βώς όπως κάποιος που θέλει να κτί­σει ένα σπί­τι, συλ­λαμ­βά­νει πρώ­τα και ζωγρα­φί­ζει το σχέ­διο στο μυα­λό του[Διονυσίου Αρε­ο­πα­γί­του, Περί θεί­ων ονο­μά­των, P. G. 3,824C].

11. Υπάρ­χουν επί­σης και εικό­νες των αορά­των και ατύ­πω­των πραγ­μά­των, τα οποία απο­τυ­πώ­νον­ται σωμα­τι­κά για να κατα­νο­η­θούν αμυ­δρά. Άλλω­στε και η θεία Γρα­φή παρου­σιά­ζει τον Θεό και τους αγγέ­λους με τύπους, και ο ίδιος θεί­ος άνδρας[Διονυσίου Αρε­ο­πα­γί­του, Περί της εκκλη­σια­στι­κής ιεραρ­χί­ας, Ρ G. 3], ερμη­νεύ­ον­τας την αιτία αυτού του πράγ­μα­τος, λέει ότι δικαιο­λο­γη­μέ­να προ­βάλ­λον­ται οι τύποι των ατύ­πω­των και τα σχή­μα­τα των ασχη­μά­τι­στων, χωρίς να ισχυ­ρί­ζε­ται κανείς ότι μόνη αιτία είναι η δική μας ανα­λο­γία που δεν μπο­ρεί να ανά­γε­ται άμε­σα προς τις νοη­τές θεω­ρί­ες και έχει ανάγ­κη από γνώ­ρι­μες και προ­σαρ­μο­σμέ­νες στη φύση μας ανα­γω­γές. Αφού λοι­πόν ο θεί­ος Λόγος, φρον­τί­ζον­τας για τη δική μας ανα­λο­γία και θέλον­τας από παν­τού να βοη­θή­σει την ανα­γω­γι­κή μας ικα­νό­τη­τα, παρου­σιά­ζει ακό­μα και τα απλά και ατύ­πω­τα με κάποιους τύπους, πώς να μην εξει­κο­νί­σει αυτά που έχουν πάρει σχή­μα­τα ανά­λο­γα προς τη δική μας φύση και τα ποθού­με βέβαια, αλλά δεν μπο­ρού­με να τα δού­με, επει­δή δεν είναι ορα­τά;

Για­τί με την αίσθη­ση σχη­μα­τί­ζε­ται κάποια εικό­να στο μπρο­στι­νό μέρος του εγκε­φά­λου και από εκεί διο­χε­τεύ­ε­ται στη λει­τουρ­γία της κρί­σης και απο­θη­κεύ­ε­ται στη μνή­μη. Και ο θεο­λό­γος Γρη­γό­ριος λέει ότι, αν και κατα­βάλ­λει πολ­λές προ­σπά­θειες ο νους, αδυ­να­τεί να βγει έξω από τα σωμα­τι­κά όρια[Γρη­γο­ρί­ου θεο­λό­γου, Λόγος 28, P. G. 36, 44Α], αλλά και τα αόρα­τα του Θεού, από τότε που δημιουρ­γή­θη­κε ο κόσμος, γίνον­ται ορα­τά, κατα­νο­ού­με­να μέσω των δημιουργημάτων[Ρωμ. 1,20: «Τ γρ όρα­τα ατο π κτί­σε­ως κόσμου τος ποι­ή­μα­σι νοού­με­να καθορται, τε ΐδιος ατο δύνα­μις κα θειό­της, ες τ εναι ατος ναπο­λο­γή­τους(:διό­τι οι άπει­ρες τελειό­τη­τες του Θεού, οι οποί­ες δεν φαί­νον­ται με τα αισθη­τά μάτια, από τότε που κτί­στη­κε ο κόσμος φαί­νον­ται καθα­ρά μέσα από τα δημιουρ­γή­μα­τα με τα μάτια της δια­νοί­ας: τόσο η δύνα­μή Του, που δεν έχει αρχή και τέλος αλλά είναι αιώ­νια, όσο και κάθε τελειό­τη­τα· ώστε να είναι ανα­πο­λό­γη­τοι αυτοί και να μην μπο­ρούν να προ­βά­λουν καμία δικαιο­λο­γία)»].Για­τί βλέ­που­με στα κτί­σμα­τα εικό­νες οι οποί­ες μας φανε­ρώ­νουν αμυ­δρά τις θεί­ες ανταύ­γειες όπως όταν λέμε ότι η αγία Τριά­δα, η υπε­ραρ­χία, εικο­νί­ζε­ται με τον ήλιο και το φως και τις ακτί­νες· ή με την πηγή που ανα­βλύ­ζει και με το νάμα που πηγά­ζει και με τη ροή ή με τον δικό μας νου και τον λόγο και το πνεύ­μα, ή μεν την τριαν­τα­φυλ­λιά, το τριαν­τά­φυλ­λο και την ευω­διά.

12. Εικό­να επί­σης λέγε­ται και εκεί­νη που σκια­γρα­φεί συμ­βο­λι­κά όσα θα γίνουν στο μέλ­λον[Εβρ. 10,1: «Σκιν γρ χων νόμος τν μελ­λόν­των γαθν, οκ ατν τν εκόνα τν πραγ­μά­των, κατ᾿ νιαυτν τας ατας θυσί­αις ς προ­σφέ­ρου­σιν ες τ διη­νε­κές, οδέπο­τε δύνα­ται τος προ­σερ­χο­μέ­νους τελεισαι(:Πράγ­μα­τι οι θυσί­ες της Παλαιάς Δια­θή­κης ήταν ανε­παρ­κείς να προ­σφέ­ρουν άφε­ση· διό­τι ο μωσαϊ­κός νόμος παρεί­χε βέβαια κάποια αμυ­δρή σκιά των αγα­θών που επρό­κει­το να μας προ­σφέ­ρει ο Χρι­στός, δεν έδι­νε όμως σαφή και πλή­ρη εικό­να της ουρά­νιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Και δεν μπο­ρεί ποτέ ο μωσαϊ­κός νόμος να οδη­γή­σει στην τελειό­τη­τα αυτούς που πλη­σιά­ζουν το θυσια­στή­ριο με τις ίδιες θυσί­ες που συνε­χώς κάθε χρό­νο προ­σφέ­ρουν οι ιερείς και αρχιε­ρείς του)» και Κολ. 2,17: « στι σκι τν μελ­λόν­των(:Αυτά είναι μια απλή σκιά της πραγ­μα­τι­κό­τη­τος που επρό­κει­το να έλθει στην Και­νή Δια­θή­κη. Και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή απ’ την οποία ριχνό­ταν η σκιά είναι ο Χρι­στός)»], όπως η κιβωτός[Έξ.25,9κ.ε.] και η ράβδος[Αριθμ.17,23–25: «Κα γένε­το τ παύ­ριον κα εσλθε Μωυσς κα αρν ν τ σκην το μαρ­τυ­ρί­ου, κα δο βλά­στη­σεν άβδος αρν ες οκον Λευ κα ξήνεγ­κε βλαστν κα ξήν­θη­σεν νθη κα βλά­στη­σε κάρυα. κα ξήνεγ­κε Μωυσς πάσας τς άβδους π προ­σώ­που Κυρί­ου πρς πάν­τας υος σρα­ήλ, κα εδον κα λαβον καστος τν άβδον ατο. κα επε Κύριος πρς Μωυσν· πόθες τν άβδον αρν νώπιον τν μαρ­τυ­ρί­ων ες δια­τή­ρη­σιν, σημεον τος υος τν νηκό­ων, κα παυ­σά­σθω γογ­γυ­σμς ατν π᾿ μο, κα ο μ ποθά­νω­σι(:Την επό­με­νη ημέ­ρα μπή­κε με ευλά­βεια ο Μωυ­σής και ο Ααρών στη Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου. Και να: Όλα τα ραβδιά είχαν μεί­νει ξερά, εκτός από εκεί­νο του Ααρών, που είχε τοπο­θε­τη­θεί εξ ονό­μα­τος της φυλής Λευί· αυτό πέτα­ξε, μέσα σε λίγες ώρες, βλα­στά­ρι πρά­σι­νο και δρο­σε­ρό και το βλα­στά­ρι άνθι­σε και ορι­σμέ­να από τα άνθη έδε­σαν και παρου­σί­α­σαν ως καρ­πό καρύ­δια. Και ο Μωυ­σής έβγα­λε όλα τα ραβδιά έξω από την Κιβω­τό του Κυρί­ου και τα παρου­σί­α­σε σε όλο τον Ισραη­λι­τι­κό λαό και όλοι είδαν το θαύ­μα και έλα­βε ο καθέ­νας πάλι το ραβδί του. Ο Κύριος τότε είπε προς τον Μωυ­σή: “Φέρε και βάλε το ραβδί του Ααρών πάλι μπρο­στά στην κιβω­τό του Μαρ­τυ­ρί­ου, για να μένει εκεί φυλαγ­μέ­νο, ως σημά­δι στα παι­διά των ανυ­πό­τα­κτων και ανταρ­τών, που τιμω­ρή­θη­καν για την επα­νά­στα­σή τους· και ας στα­μα­τή­σουν τα παρά­πο­να εναν­τί­ον μου, για να μην πεθά­νουν και εξα­φα­νι­στούν όλοι τους”)»] και η στάμνα[Έξ.16,33–34: «Κα επε Μωυσς πρς αρών· λάβε στά­μνον χρυ­σον να κα μβα­λε ες ατν πλρες τ γομρ το μν κα ποθή­σεις ατ ναν­τί­ον το Θεο ες δια­τή­ρη­σιν ες τς γενες μν. ν τρό­πον συνέ­τα­ξε Κύριος τ Μωυσ, κα πέθη­κεν αρν ναν­τί­ον το μαρ­τυ­ρί­ου ες δια­τή­ρη­σιν(:Και είπε ο Μωυ­σής προς τον Ααρών: «Πάρε μία χρυ­σή στά­μνα και βάλε μέσα σε αυτήν ένα ολό­κλη­ρο γομόρ από το μάν­να και τοπο­θέ­τη­σέ την στον τόπο της λατρεί­ας, μπρο­στά στον Κύριο, για να δια­τη­ρη­θεί για τους απο­γό­νους σας». Σύμ­φω­να λοι­πόν προς την οδη­γία, που έδω­σε ο Κύριος στον Μωυ­σή, ο Ααρών τοπο­θέ­τη­σε κατό­πιν τη χρυ­σή στά­μνα με το μάν­να στην Κιβω­τό της Δια­θή­κης μέσα στη Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου, για να δια­τη­ρεί­ται ως θείο κει­μή­λιο ως ανά­μνη­ση)»] συμ­βο­λί­ζουν την αγία Παρ­θέ­νο και Θεο­τό­κο, και όπως το φίδι[Αριθμ.21,8–9: «κα επε Κύριος πρς Μωυσν· ποί­η­σον σεαυτ φιν κα θς ατν π σημεί­ου, κα σται ἐὰν δάκ φις νθρω­πον, πς δεδηγ­μέ­νος δν ατν ζήσε­ται. κα ποί­η­σε Μωυσς φιν χαλ­κον κα στη­σεν ατν π σημεί­ου, κα γένε­το ταν δακνεν φις νθρω­πον, κα πέβλε­ψεν π τν φιν τν χαλ­κον κα ζη(: Ο Κύριος λοι­πόν είπε προς τον Μωυ­σή: “Κατα­σκεύ­α­σε ένα χάλ­κι­νο φίδι, όμοιο προς εκεί­να που δαγ­κώ­νουν τον λαό, και κρέ­μα­σέ το ψηλά σε ένα πάσ­σα­λο, ώστε να φαί­νε­ται από όλα τα μέρη του στρα­το­πέ­δου. Θα γίνε­ται λοι­πόν το εξής: Εάν ένα φίδι δαγ­κώ­σει έναν άνθρω­πο, τότε εάν εκεί­νος που τον έχει δαγ­κώ­σει το φίδι σηκώ­σει το βλέμ­μα του και ρίξει βλέμ­μα μετά­νοιας και πίστε­ως στο χάλ­κι­νο φίδι, θα θερα­πεύ­ε­ται και δεν θα πεθά­νει”. O Μωυ­σής κατα­σκεύ­α­σε ένα χάλ­κι­νο φίδι και το κρέ­μα­σε ψηλά σε έναν πάσ­σα­λο. Όταν λοι­πόν κάποιο φαρ­μα­κε­ρό και θανα­τη­φό­ρο φίδι δάγ­κω­νε κάποιον άνθρω­πο και αυτός που τον είχε δαγ­κώ­σει το φίδι έστρε­φε το βλέμ­μα του με διά­θε­ση μετα­νοί­ας και πίστε­ως και κοί­τα­ζε το χάλ­κι­νο φίδι, δεν πέθαι­νε, αλλά θερα­πευό­ταν και ζού­σε)», και Ιω.3,14: «κα καθς Μωϋσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως ψωθναι δε τν υἱὸν το νθρώ­που(:Άκου­σε τώρα και μιαν άλλη άγνω­στη και ψυχο­σω­τή­ρια αλή­θεια, που θα σου απο­κα­λύ­ψω: Όπως κάπο­τε ο Μωυ­σής στην έρη­μο κρέ­μα­σε ψηλά το χάλ­κι­νο φίδι για να σώζον­ται με αυτό οι Ισραη­λί­τες από τα θανα­τη­φό­ρα δαγ­κώ­μα­τα των φιδιών, έτσι σύμ­φω­να με το μυστη­ριώ­δες σχέ­διο του Θεού πρέ­πει να κρε­μα­σθεί ψηλά πάνω στον σταυ­ρό ο υιός του ανθρώ­που και να προ­σλά­βει έτσι το ομοί­ω­μα της αμαρ­τί­ας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγ­μα­τι­κή σχέ­ση με αυτή)»] συμ­βο­λί­ζει εκεί­νον που με τον σταυ­ρό κατάρ­γη­σε το δάγ­κω­μα του αρχέ­κα­κου φιδιού, και η θάλασ­σα[Η Ερυ­θρά θάλασ­σα κατά την έξο­δο των Ισραη­λι­τών από την Αίγυ­πτο. Εξ. 14,15 έ.], το νερό και η νεφέλη[Έξ.14,19: «ξρε δ γγε­λος το Θεο προ­πο­ρευό­με­νος τς παρεμ­βολς τν υἱῶν σραλ κα πορεύ­θη κ τν πισθεν· ξρε δ κα στλος τς νεφέ­λης π προ­σώ­που ατν κα στη κ τν πίσω ατν(: μετά από τα λόγια αυτά ο άγγε­λος, που εστά­λη από τον Θεό και προ­χω­ρού­σε επι­κε­φα­λής της στρα­τιάς των Εβραί­ων, μετα­κι­νή­θη­κε και ήλθε και στά­θη­κε πίσω από αυτούς· μετα­κι­νή­θη­κε επί­σης από εμπρός τους και η στή­λη της νεφέ­λης και στά­θη­κε και αυτή πίσω τους)»] το πνεύ­μα του βαπτίσματος[Α΄Κορ. 10,14: «Διό­περ, γαπη­τοί μου, φεύ­γε­τε π τς εδωλο­λα­τρεί­ας(:Γι’ αυτό ακρι­βώς, αγα­πη­τοί μου, φεύ­γε­τε μακριά από την ειδω­λο­λα­τρία χωρίς να φοβη­θεί­τε γι’αυ­τό, μήπως σας δημιουρ­γη­θεί πει­ρα­σμός από τους ειδω­λο­λά­τρες)». Στον κανό­να και τους οίκους του Ακά­θι­στου ύμνου έχου­με αρι­στο­τε­χνι­κή ανα­φο­ρά στα γεγο­νό­τα που ανα­φέ­ρει εδώ ο Ιερός Δαμα­σκη­νός και στη σχέ­ση τους ως προ­ει­κο­νί­σε­ων των προ­σώ­πων και γεγο­νό­των της Και­νής Δια­θή­κης].

13. Ακό­μα, εικό­να λέγε­ται των γεγο­νό­των η μνή­μη ενός θαύ­μα­τος ή κάποιας τιμής ή αισχύ­νης ή αρε­τής ή κακί­ας, για τη μελ­λον­τι­κή ωφέ­λεια των θεα­τών, με σκο­πό να απο­φεύ­γου­με τα κακά και να μιμη­θού­με τις αρε­τές. Η εικό­να αυτή γίνε­ται με δύο τρό­πους, με τον λόγο που γρά­φε­ται στα βιβλία, όπως ο Θεός χάρα­ξε τον νόμο στις πλάκες[Έξ.34,28: «Κα ν κε Μωυσς ναν­τί­ον Κυρί­ου τεσ­σα­ρά­κον­τα μέρας κα τεσ­σα­ρά­κον­τα νύκτας· ρτον οκ φαγε κα δωρ οκ πιε· κα γρα­ψεν π τν πλακν τ ήμα­τα τατα τς δια­θή­κης, τος δέκα λόγους(:και έμει­νε ο Μωυ­σής εκεί στην κορυ­φή του Σινά σαράν­τα μέρες και σαράν­τα νύκτες. Κατά το διά­στη­μα αυτό ούτε έφα­γε ψωμί, ούτε ήπιε νερό. Και έγρα­ψε ( ο Θεός) στις λίθι­νες πλά­κες τα λόγια αυτά της συμ­φω­νί­ας μετα­ξύ Θεού και Ισρα­ήλ, τις δέκα δηλα­δή εντο­λές)»], και έδω­σε εντο­λή να ανα­γρα­φούν οι βίοι των θεο­φι­λών ανδρών, και με αισθη­τή θέα, όπως έδω­σε εντο­λή να τοπο­θε­τη­θούν μέσα στην κιβω­τό η στά­μνα και η ράβδος για ανά­μνη­ση. Έτσι και εμείς τώρα παρι­στά­νου­με τις εικό­νες των γεγο­νό­των και τις αρε­τές. Ή εξα­φά­νι­σε λοι­πόν κάθε εικό­να και θέσπι­ζε νόμους αντί­θε­τους προς Εκεί­νον που πρό­στα­ξε να γίνον­ται οι εικό­νες, ή να δέχε­σαι κάθε εικό­να σύμ­φω­να με το λόγο και τον τρό­πο που ται­ριά­ζει στην καθε­μιά.

Αφού λοι­πόν ανα­φέ­ρα­με τους τρό­πους της εικό­νας, ας μιλή­σου­με και για την προ­σκύ­νη­ση.

14. Η προ­σκύ­νη­ση είναι σύμ­βο­λο ταπεί­νω­σης και τιμής. Αλλά και αυτής γνω­ρί­σα­με διά­φο­ρες μορ­φές· πρώ­τη τη λατρευ­τι­κή προ­σκύ­νη­ση που προ­σφέ­ρου­με μόνο στον κατά φύση προ­σκυ­νη­τό Θεό. Έπει­τα την προ­σκύ­νη­ση που, εξαι­τί­ας του κατά φύση προ­σκυ­νη­τού Θεού, προ­σφέ­ρου­με στους φίλους και τους λει­τουρ­γούς του, όπως ο Ιησούς του Ναυή στον αρχάγ­γε­λο Μιχαήλ[Ιησ. Ναυή 5,14: « δ επεν ατ· γ ρχι­στρά­τη­γος δυνά­με­ως Κυρί­ου νυν παρα­γέ­γο­να. κα ησος πεσεν π πρό­σω­πον π τν γν κα επεν ατ· δέσπο­τα, τί προ­στάσ­σεις τ σ οκέτ; (: και εκεί­νος του απάν­τη­σε: “Όχι, δεν είμαι τίπο­τε από αυτά· εγώ είμαι αρχι­στρά­τη­γος της δυνά­με­ως του Κυρί­ου· έχω έλθει εδώ μόλις τώρα”. Και ο Ιησούς του Ναυή σε ένδει­ξη βαθύ­τα­του σεβα­σμού και λατρευ­τι­κής προ­σκυ­νή­σε­ως έπε­σε με το πρό­σω­πο στη γη και του είπε: “Δέσπο­τα, τι δια­τά­ζεις τον δού­λο σου;”)»] και ο Δανι­ήλ [Δαν.8,16–17: «κα κου­σα φωνν νδρς ναμέ­σον το Οβάλ, κα κάλε­σε κα επε· Γαβρι­ήλ, συνέ­τι­σον κενον τν ρασιν. κα λθε κα στη χόμε­νος τς στά­σε­ώς μου, κα ν τ λθεν ατν θαμ­βή­θην, κα πίπτω π πρό­σω­πόν μου, κα επε πρός με· σύνες, υἱὲ νθρώ­που· τι γρ ες και­ρο πέρας ρασις(: Και άκου­σα τη φωνή ενός άντρα μετα­ξύ των οχθών του ποτα­μού Ουβάλ, η οποία φώνα­ξε και είπε: “Γαβρι­ήλ, ερμή­νευ­σε σε εκεί­νον το νόη­μα του ορά­μα­τος”. Και ήλθε‑ο αρχάγ­γε­λος Γαβρι­ήλ ‑και στά­θη­κε πλη­σί­ον μου· και όταν με πλη­σί­α­σε, κυριεύ­τη­κα από υπερ­βο­λι­κό θαυ­μα­σμό, μεγά­λη έκπλη­ξη και φόβο, και έπε­σα αμέ­σως κάτω με το πρό­σω­πο κατά γης. Εκεί­νος τότε μου είπε: “Υιέ ανθρώ­που, κατα­νόη­σε το εξής: Το όρα­μα που είδες δεν θα εκπλη­ρω­θεί προς το παρόν· το όρα­μα αυτό απο­κα­λύ­πτει το τέλος του καιρού‑ή: το όρα­μα αυτό ανα­φέ­ρε­ται στα έσχα­τα χρό­νια- κατά τον οποίο θα τελειώ­σει η βασι­λεία των θηρί­ων και θα ανα­λά­βουν πλέ­ον την εξου­σία οι άγιοι του Υψί­στου”)»] προ­σκύ­νη­σαν τον άγγε­λο, ή στους τόπους του Θεού, όπως λέγει ο Δαβίδ: «να προ­σκυ­νή­σου­με τον τόπο όπου στά­θη­καν τα πόδια Του»[ βλ.Ψαλμ.131,7: «Εσελευ­σό­με­θα ες τ σκη­νώ­μα­τα ατο, προ­σκυ­νή­σο­μεν ες τν τόπον, ο στη­σαν ο πόδες ατο(: Τώρα όμως θα εισέλ­θου­με στα σκη­νώ­μα­τα του Θεού στη Σιών και θα προ­σκυ­νή­σου­με στον τόπο, όπου στά­θη­καν τα πόδια Του και όπου υπάρ­χει το υπο­πό­διο των ποδών Του, η ιερή κιβω­τός της δια­θή­κης)»], ή στα αφιε­ρώ­μα­τα του Θεού, όπως όλος ο Ισρα­ήλ προ­σκυ­νού­σε τη σκη­νή και τον ναό της Ιερου­σα­λήμ περι­κυ­κλώ­νον­τάς τον και πηγαί­νον­τας σ’ αυτόν για προ­σκύ­νη­ση από όλα τα μέρη ακό­μα και τώρα, ή στους άρχον­τες που ορί­στη­καν από αυτόν, όπως ο Ησαύ[Γέν.33,3: «Ατς δ προλθεν μπρο­σθεν ατν κα προ­σε­κύ­νη­σεν π τν γν πτά­κις ως το γγί­σαι τ δελφ ατο(:Ο ίδιος λοι­πόν ο Ιακώβ προ­χώ­ρη­σε και μπή­κε μπρο­στά από όλους, ώστε ο πρώ­τος που θα συναν­τού­σε ο Ησαύ, να είναι αυτός· έτσι θα αντι­με­τώ­πι­ζε τον κίν­δυ­νο πρώ­τος ο Ιακώβ. Μόλις ο Ησαύ πλη­σί­α­σε, ο Ιακώβ προ­χώ­ρη­σε προς αυτόν ταπει­νά και μέχρις ότου φτά­σει κον­τά του, τον προ­σκύ­νη­σε ως μεγα­λύ­τε­ρο αδελ­φό με γονά­τι­σμα και σκύ­ψι­μο βαθύ μέχρι τη γη επτά φορές)»]ως μεγα­λύ­τε­ρο αδελ­φό του, που τον κατέ­στη­σε ο Θεός, και τον Φαραώ[Γέν.47,7: «Εσήγα­γε δ ωσφ ακβ τν πατέ­ρα ατο κα στη­σεν ατν ναν­τί­ον Φαραώ, κα ηλόγη­σεν ακβ τν Φαραώ(:και έφε­ρε ο Ιωσήφ τον πατέ­ρα του, τον Ιακώβ, και τον παρου­σί­α­σε στον Φαραώ, και ο Ιακώβ ευλό­γη­σε τον Φαραώ)»].

Γνω­ρί­ζω και την τιμη­τι­κή προ­σκύ­νη­ση που απο­νέ­με­ται μετα­ξύ των ανθρώ­πων, όπως έκα­νε ο Αβρα­άμ στους γιους του Εμμώρ[Γέν.23,7–12: «ναστς δ Αβραμ προ­σεκνησε τ λα τς γς, τος υος το Χτ, κα λλησε πρς ατος Αβραμ λγων· ε χετε τ ψυχ μν, στε θψαι τν νεκρν μου π προσπου μου, κοσατ μου κα λαλσατε περ μο ᾿Εφρν τ το Σαρ, κα δτω μοι τ σπλαιον τ διπλον, στιν ατ, τ ν ν μρει το γρο ατο· ργυρου το ξου δτω μοι ατ ν μν ες κτσιν μνη­μεου. ᾿Εφρν δ κθητο ν μσ τν υἱῶν Χτ· ποκρι­θες δ ᾿Εφρν Χετ­ταος πρς Αβραμ επεν, κουντων τν υἱῶν Χτ κα τν εσπο­ρευομνων ες τν πλιν πντων, λγων· παρ᾿ μο γενο, κριε, κα κουσν μου· τν γρν κα τ σπλαιον τ ν ατ σο δδωμι· ναντον πντων τν πολιτν μου δδωκ σοι· θψον τν νεκρν σου· κα προ­σεκνησεν Αβραμ ναντον το λαο τς γς(: Όταν λοι­πόν ο Αβρα­άμ είδε την προ­θυ­μία τους, σηκώ­θη­κε και με ένα εδα­φιαίο προ­σκύ­νη­μα χαι­ρέ­τη­σε με ευγνω­μο­σύ­νη και σεβα­σμό τον λαό της Χανα­άν, τους Χετ­ταί­ους. Κατό­πιν τους μίλη­σε και τους είπε: Αφού έχε­τε πράγ­μα­τι την καλο­σύ­νη και την επι­θυ­μία να μου δώσε­τε την άδεια να θάψω τη νεκρή σύζυ­γό μου, τότε σας παρα­κα­λώ ακού­στε με και μεσι­τεύ­στε για λογα­ρια­σμό μου στον Εφρών, τον γιο του Σαάρ, και ζητή­στε από αυτόν να μου που­λή­σει το διπλό σπή­λαιο, το οποίο είναι στην άκρη του χωρα­φιού του. Ζητή­στε από τον Εφρών να μου το που­λή­σει στην πλή­ρη αξία του, τώρα, μπρο­στά σας, για να το απο­κτή­σω ως δικό μου και για να το κατέ­χω ως ιδιό­κτη­το τάφο». Ο Εφρών, από τον οποίο ο Αβρα­άμ ζητού­σε να αγο­ρά­σει το σπή­λαιο, βρι­σκό­ταν στην συνά­θροι­ση εκεί­νη των Χετ­ταί­ων. Όταν λοι­πόν άκου­σε τα λόγια του Αβρα­άμ, του απο­κρί­θη­κε μπρο­στά σε όλους τους Χετ­ταί­ους που ήσαν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι στην είσο­δο της πόλε­ως, και σε όλους όσοι έμπαι­ναν στην πόλη και του είπε: Μάλι­στα, κύριε· έλα κον­τά μου και άκου­σέ με σε όσα θα σου πω· το χωρά­φι μου και το σπή­λαιο που υπάρ­χει σε αυτό, τα δίνω σε σένα· να σου τα έδω­σα ως δικά σου, παρου­σία όλων των συμ­πο­λι­τών μου· δέξου τα λοι­πόν και θάψε με όλη την ελευ­θε­ρία τον νεκρό σου».Ο Αβρα­άμ με εδα­φιαίο προ­σκύ­νη­μα χαι­ρέ­τι­σε με ευγνω­μο­σύ­νη και σεβα­σμό τον λαό της Χανα­άν, τους Χετ­ταί­ους)» και Πράξ.7,16: «Κατέ­βη δ ακβ ες Αγυπτον κα τελεύ­τη­σεν ατς κα ο πατέ­ρες μν, κα μετε­τέ­θη­σαν ες Συμχ κα τέθη­σαν ν τ μνή­μα­τι νήσα­το βραμ τιμς ργυ­ρί­ου παρ τν υἱῶν μμόρ το Συχέμ(:Κατέ­βη­κε λοι­πόν ο Ιακώβ στην Αίγυ­πτο, όπου και πέθα­νε και ο ίδιος και οι δώδε­κα πατριάρ­χες, οι προ­πά­το­ρές μας. Αργό­τε­ρα τα οστά τους μετα­φέρ­θη­καν στη Συχέμ και τοπο­θε­τή­θη­καν στο μνή­μα που είχε αγο­ρά­σει ο Αβρα­άμ από τους γιους του Εμμόρ, ο οποί­ος έμε­νε στη Συχέμ, πλη­ρώ­νον­τας το αντί­τι­μο σε αση­μέ­νια νομί­σμα­τα)»]. Ή απόρ­ρι­ψε λοι­πόν κάθε προ­σκύ­νη­ση, ή να τις δέχε­σαι όλες με τον οφει­λό­με­νο λόγο και τρό­πο.

15. Απάν­τη­σε λοι­πόν στην ερώ­τη­σή μου: Είναι ένας Θεός, ο Θεός; «Ναι», θα μου πεις, όπως νομί­ζω, ένας νομο­θέ­της». Τι λοι­πόν, νομο­θε­τεί τα αντί­θε­τα; Για­τί τα Χερου­βίμ δεν είναι βέβαια έξω από την κτί­ση. Για­τί λοι­πόν προ­στά­ζει να σκε­πά­ζουν το ιλα­στή­ριο [ιλα­στή­ριο ονο­μα­ζό­ταν το χρυ­σό κάλυμ­μα της Κιβω­τού] σκα­λι­στά χερου­βίμ κατα­σκευα­σμέ­να από χέρια ανθρώπων[:Έξ. 25,16–19: «Κα ποι­ή­σεις λαστή­ριον πίθε­μα χρυ­σί­ου καθα­ρο, δύο πήχε­ων κα μίσους τ μκος καί πήχε­ως κα μίσους τ πλά­τος. κα ποι­ή­σεις δύο Χερουβμ χρυ­σο­το­ρευτ κα πιθή­σεις ατ ξ μφο­τέ­ρων τν κλιτν το λαστη­ρί­ου, ποι­η­θή­σον­ται Χεροβ ες κ το κλί­τους τού­του κα Χεροβ ες κ το κλί­τους το δευ­τέ­ρου το λαστη­ρί­ου· κα ποι­ή­σεις τος δύο Χερουβμ π τ δύο κλί­τη, σον­ται ο Χερουβμ κτεί­νον­τες τς πτέ­ρυ­γας πάνω­θεν, συσκιά­ζον­τες ν τας πτέ­ρυ­ξιν ατν π το λαστη­ρί­ου, κα τ πρό­σω­πα ατν ες λλη­λα· ες τ λαστή­ριον σον­ται τ πρό­σω­πα τν Χερου­βίμ (:Θα κατα­σκευά­σεις και το Ιλα­στή­ριο, το κάλυμ­μα δηλα­δή της Κιβω­τού, από χρυ­σά­φι καθα­ρό. Θα έχει μήκος δύο πήχεις και μισό και πλά­τος ένα πήχυ και μισό. Θα κατα­σκευά­σεις και δύο ομοιώ­μα­τα των Χερου­βίμ, σκα­λι­στά με χρυ­σά­φι και θα τα τοπο­θε­τή­σεις στα δύο άκρα του καλύμ­μα­τος της Κιβω­τού. Θα βρί­σκε­ται το ένα Χερούβ στη μία πλευ­ρά του καλύμ­μα­τος και το δεύ­τε­ρο Χερούβ στην απέ­ναν­τι πλευ­ρά. Και θα στε­ρε­ώ­σεις τα δύο Χερου­βίμ στις δύο πλευ­ρές του καλύμ­μα­τος. Θα είναι έτσι τοπο­θε­τη­μέ­να τα Χερου­βίμ, ώστε να απλώ­νουν τα φτε­ρά τους επά­νω από το κάλυμ­μα και να το σκιά­ζουν από όλα τα μέρη με τα φτε­ρά τους, συγ­χρό­νως δε το πρό­σω­πο του ενός θα είναι απέ­ναν­τι από το πρό­σω­πο του άλλου. Η όψη τους θα είναι γυρι­σμέ­νη προς τα κάτω, προς το Ιλα­στή­ριο)»]; Ή είναι φανε­ρό ότι είναι αδια­νόη­το να κάνου­με εικό­να του Θεού, επει­δή είναι απε­ρί­γρα­πτος και ασχη­μά­τι­στος, ή κάποιου άλλου ως θεού, για να μην προ­σκυ­νεί­ται η κτί­ση λατρευό­με­νη ως θεός; Ενώ την εικό­να των χερου­βίμ, που είναι περι­γρα­πτά και παρί­σταν­ται με δου­λο­πρέ­πεια στον θρό­νο του Θεού, προ­στά­ζει να την κάνου­με για να σκε­πά­ζει με δου­λο­πρέ­πεια το ιλα­στή­ριο· για­τί έπρε­πε η εικό­να των θεί­ων μυστη­ρί­ων να επι­σκιά­ζε­ται με την εικό­να των ουρά­νιων λει­τουρ­γών.

Τι λες πάλι για την κιβω­τό, τη στά­μνα, το ιλα­στή­ριο; Δεν είναι χει­ρο­ποί­η­τα; Δεν είναι έργα ανθρώ­πι­νων χεριών; Δεν είναι κατα­σκευα­σμέ­να από ευτε­λή, όπως λες εσύ, ύλη; Τι ήταν και η σκη­νή ολό­κλη­ρη; Δεν ήταν εικό­να; Δεν ήταν σκιά και προ­ει­κό­νι­ση; Λέει λοι­πόν ο θεί­ος από­στο­λος ανα­φε­ρό­με­νος στους ιερείς του μωσαϊ­κού νόμου: «Οτινες ποδείγ­μα­τι κα σκι λατρεύ­ου­σι τν που­ρα­νί­ων, καθς κεχρη­μά­τι­σται Μωϋσς μέλ­λων πιτε­λεν τν σκη­νήν· ρα γάρ φησι, ποι­ή­σεις πάν­τα κατ τν τύπον τν δει­χθέν­τα σοι ν τ ρει(:Αυτοί όμως οι ιερείς προ­σφέ­ρουν λατρεία που απο­τε­λεί προ­τύ­πω­ση και σκιά των επου­ρα­νί­ων, της πνευ­μα­τι­κής δηλα­δή και αρχέ­τυ­πης λατρεί­ας που τελεί­ται στους ουρα­νούς, σύμ­φω­να με την εντο­λή που έδω­σε ο Θεός στον Μωυ­σή, όταν αυτός επρό­κει­το να κατα­σκευά­σει τη Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου. Είπε τότε ο Θεός στον Μωυ­σή: “Πρό­σε­ξε να τα κάνεις όλα σύμ­φω­να με τον τύπο και το υπό­δειγ­μα που σου δόθη­κε πάνω στο όρος”)»[Εβρ. 8,5]. Όμως ο μωσαϊ­κός νόμος δεν ήταν εικό­να, αλλά ένα προ­σχέ­διο εικό­νας· λέει λοι­πόν ο ίδιος από­στο­λος ότι ο νόμος είναι η σκιά των μελ­λον­τι­κών αγα­θών και όχι η ίδια η εικό­να των πραγμάτων[Εβρ.10,1: «Σκιν γρ χων νόμος τν μελ­λόν­των γαθν, οκ ατν τν εκόνα τν πραγ­μά­των(:Πράγ­μα­τι οι θυσί­ες της Παλαιάς Δια­θή­κης ήταν ανε­παρ­κείς να προ­σφέ­ρουν άφε­ση· διό­τι ο νόμος παρεί­χε βέβαια κάποια αμυ­δρή σκιά των αγα­θών που επρό­κει­το να μας προ­σφέ­ρει ο Χρι­στός, δεν έδι­νε όμως σαφή και πλή­ρη εικό­να της ουρά­νιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας)»].

Εάν λοι­πόν ο νόμος απα­γο­ρεύ­ει τις εικό­νες, ενώ ο ίδιος είναι ένα προ­σχέ­διο εικό­νας, τι θα πού­με; Αν η σκη­νή είναι σκιά και προ­τύ­πω­ση τύπου, πώς προ­στά­ζει ο νόμος να μη εικο­νο­γρα­φού­με; Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγ­μα­τα, δεν είναι, αλλά υπάρ­χει οπωσ­δή­πο­τε και­ρός για το κάθε πράγ­μα [ βλ. Εκκλ.3,1: «Τος πσι χρό­νος κα καιρς τ παντ πράγ­μα­τι π τν ορανόν(: Για όλα όσα γίνον­ται στη γη, υπάρ­χει ορι­σμέ­νη χρο­νι­κή περί­ο­δος και για καθε­τί, που εκτε­λεί­ται κάτω από τον ουρα­νό, πρέ­πει να δοθεί η κατάλ­λη­λη ευκαι­ρία)»]

16. Στα παλιά χρό­νια ο Θεός, ο ασώ­μα­τος και ασχη­μά­τι­στος, δεν εικο­νι­ζό­ταν καθό­λου. Τώρα όμως, επει­δή ο Θεός φανε­ρώ­θη­κε με σάρ­κα και επι­κοι­νώ­νη­σε με τους ανθρώ­πους, απει­κο­νί­ζω το ορα­τό του Θεού. Δεν προ­σκυ­νώ την ύλη, προ­σκυ­νώ όμως τον Δημιουρ­γό της ύλης, Αυτόν που έγι­νε ύλη για μένα και κατα­δέ­χτη­κε να κατοι­κή­σει μέσα στην ύλη και πραγ­μα­το­ποί­η­σε τη σωτη­ρία μου μέσω της ύλης, και δεν θα παύ­σω να σέβο­μαι την ύλη, με την οποία πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η σωτη­ρία μου. Τη σέβο­μαι όμως όχι ως θεό- μακριά μια τέτοια βλα­σφη­μία· πώς άλλω­στε θα μπο­ρού­σε, αυτό που δημιουρ­γή­θη­κε εκ του μηδε­νός, να είναι θεός; Αν και το σώμα του Θεού είναι θεός, αφού, με την υπο­στα­τι­κή ένω­ση, έγι­νε αμε­τά­βλη­τα ό,τι ακρι­βώς είναι και αυτό που το έχρι­σε, αλλά και παρέ­μει­νε αυτό που ήταν κατά τη φύση του, σάρ­κα εμψυ­χω­μέ­νη με ψυχή λογι­κή και νοε­ρή, η οποία έλα­βε αρχή, και δεν είναι άκτι­στη.

Αλλά και την υπό­λοι­πη ύλη, με την οποία συν­τε­λέ­σθη­κε η σωτη­ρία μου, τη σέβο­μαι και την υπο­λή­πτο­μαι, ως φορέα θεί­ας ενέρ­γειας και χάρι­τος. Ή μήπως δεν είναι ύλη το ξύλο του σταυ­ρού το τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νο και τρι­σμα­κά­ρι­στο; Ή μήπως δεν είναι ύλη το σεβά­σμιο και άγιο όρος, ο τόπος του Γολ­γο­θά; Ή μήπως δεν είναι ύλη η ζωο­δό­τρια και ζωο­γό­νος πέτρα, ο Άγιος Τάφος, η πηγή της ανα­στά­σε­ώς μας; Ή δεν είναι ύλη το μελά­νι και τα πανά­για βιβλία των ευαγ­γε­λί­ων; Ή δεν είναι ύλη η ζωο­γό­νος τρά­πε­ζα, που μας χορη­γεί τον άρτο της ζωής; Ή δεν είναι ύλη το χρυ­σά­φι και το ασή­μι, από τα οποία κατα­σκευά­ζον­ται σταυ­ροί και πίνα­κες και αγγεία; Ή μήπως πριν από όλα αυτά το σώμα και το αίμα του Κυρί­ου μου; Ή κατάρ­γη­σε λοι­πόν τον σεβα­σμό και την προ­σκύ­νη­ση όλων αυτών, ή υπο­τά­ξου στην εκκλη­σια­στι­κή παρά­δο­ση και στην προ­σκύ­νη­ση των εικό­νων του Θεού και των φίλων Του, οι οποί­οι αγιά­ζον­ται με το όνο­μα του Θεού και εξαι­τί­ας αυτού επι­σκιά­ζον­ται με τη χάρη του θεί­ου Πνεύ­μα­τος.

Μην κατη­γο­ρείς την ύλη· δεν είναι άξια περι­φρο­νή­σε­ως. Για­τί τίπο­τε από όσα έγι­ναν από τον Θεό δεν είναι άξιο περι­φρο­νή­σε­ως· αυτό είναι δοξα­σία των Μανι­χαί­ων. Άτι­μο είναι μόνο ό,τι δεν προ­ήλ­θε από τον Θεό, αλλά είναι δική μας εφεύ­ρε­ση, που οφεί­λε­ται στην αυτε­ξού­σια παρέκ­κλι­ση και ροπή του θελή­μα­τός μας από το κατά φύση στο παρά φύση, δηλα­δή η αμαρ­τία. Εάν εξαι­τί­ας του νόμου ατι­μά­ζεις τις εικό­νες και τις απα­γο­ρεύ­εις, επει­δή είναι κατα­σκευα­σμέ­νες από ύλη, πρό­σε­ξε τι λέει η Γρα­φή: «Και μίλη­σε ο Κύριος στον Μωυ­σή και είπε: “Να, κάλε­σα ονο­μα­στι­κά τον Βεσε­λε­ήλ, τον γιο του Ορεί, που είναι γιος του Ωρ, από τη φυλή του Ιού­δα. Και τον γέμι­σα με θείο πνεύ­μα σοφί­ας, σύνε­σης και γνώ­σης, ώστε σε κάθε έργο να σκέ­πτε­ται και να αρχι­τε­κτο­νεί και να επε­ξερ­γά­ζε­ται το χρυ­σά­φι και το ασή­μι και τον χαλ­κό και τα διά­φο­ρα είδη χρω­μά­των, το γαλά­ζιο, το βαθύ κόκ­κι­νο και το κόκ­κι­νο το γνε­σμέ­νο και το βυσ­σι­νί το κλω­σμέ­νο και τα λαξευ­μέ­να λιθά­ρια και τις ξύλι­νες κατα­σκευές και να κάνει όλα τα έργα· εγώ λοι­πόν έδω­σα αυτόν και τον Ελιάβ, το γιο του Αχι­σα­μάχ από τη φυλή του Δαν· σε κάθε συνε­τό στην καρ­διά εγώ έδω­σα την ικα­νό­τη­τα να κάνουν όλα όσα σε πρό­στα­ξα να κάνεις”»[Έξ.31,1–6].

Και πάλι· είπε ο Μωυ­σής σ’ όλη τη συνά­θροι­ση των Ισραη­λι­τών ακού­στε τα λόγια που διέ­τα­ξε ο Κύριος λέγον­τας· συγ­κεν­τρώ­στε από τα υπάρ­χον­τα σας και προ­σφέ­ρε­τε τα στον Κύριο. Καθέ­νας με πρό­θυ­μη την καρ­διά προ­σφέ­ρε­τε τις προ­σφο­ρές σας στον Κύριο, χρυ­σά­φι, ασή­μι, χαλ­κό, υφά­σμα­τα γαλά­ζια και πορ­φυ­ρέ­νια, κόκ­κι­να δίμι­τα και βυσ­σι­νιά κλω­σμέ­να και μαλ­λιά κατσι­κιών και δέρ­μα­τα κρια­ριών βαμ­μέ­να κόκ­κι­να και δέρ­μα­τα γαλά­ζια και ξύλα που δεν σαπί­ζουν και λάδι για το χρί­σμα και θυμί­α­μα για την αρμο­νι­κή συνέ­νω­ση και πετρά­δια από σάρ­διο και πετρά­δια πολύ­τι­μα για την επω­μί­δα και τον ποδή­ρη χιτώ­να. Και κάθε ικα­νός από σας να έρθει και να εργα­σθεί για όλα αυτά που διέ­τα­ξε ο Κύριος να γίνουν, δηλα­δή τη σκη­νή «Κα επε Μωυσς πρς πσαν συνα­γωγν υἱῶν σραλ λέγων· τοτο τ ῥῆμα, συνέ­τα­ξε Κύριος λέγων· λάβε­τε παρ᾿ μν ατν φαί­ρε­μα Κυρί· πς κατα­δε­χό­με­νος τ καρ­δί οσου­σι τς παρχς Κυρί, χρυ­σί­ον, ργύ­ριον, χαλ­κόν, άκιν­θον, πορ­φύ­ραν, κόκ­κι­νον διπλον δια­νε­νη­σμέ­νον κα βύσ­σον κεκλω­σμέ­νην κα τρί­χας αγεί­ας, κα δέρ­μα­τα κριν ρυθρο­δα­νω­μέ­να κα δέρ­μα­τα ακίν­θι­να κα ξύλα σηπτα. κα λίθους σαρ­δί­ου κα λίθους ες τν γλυφν ες τν πωμί­δα κα τν ποδή­ρη. κα πς σοφς τ καρ­δί ν μν λθν ργα­ζέ­σθω πάν­τα, σα συνέ­τα­ξε Κύριος· τν σκηνν κα τ παρα­ρύ­μα­τα κα τ κατα­κα­λύμ­μα­τα κα τά δια­τό­νια κα τος μοχλος κα τος στύ­λους, κα τν κιβωτν το μαρ­τυ­ρί­ου κα τος ναφο­ρες ατς κα τ λαστή­ριον ατς κα τ κατα­πέ­τα­σμα(: Kaι είπε ο Μωυ­σής προς όλη τη συνά­θροι­ση των Ισραη­λι­τών τα εξής: Αυτή είναι η εντο­λή που διέ­τα­ξε ο Κύριος και μου είπε: Να ξεχω­ρί­σε­τε και να μαζέ­ψε­τε μετα­ξύ σας προ­σφο­ρές και αφιε­ρώ­μα­τα για τον Κύριο. Οποιοσ­δή­πο­τε επι­θυ­μεί από όλη την καρ­διά του, ας προ­σφέ­ρει τα πρώ­τα και τα καλύ­τε­ρα από τα αγα­θά του στον Κύριο· χρυ­σά­φι, ασή­μι, χαλ­κό, νήμα­τα πορ­φύ­ρας με χρώ­μα γαλά­ζιο και ξαν­θο­κόκ­κι­νο και διπλο­βαμ­μέ­νο βαθύ κόκ­κι­νο, καθώς και γνε­σμέ­να λευ­κά νήμα­τα βύσ­σου και τρί­χες από κατσί­κι· και δέρ­μα­τα από κριά­ρια βαμ­μέ­να με ερυ­θρό­δα­νο και δέρ­μα­τα με γαλά­ζιο χρώ­μα και ξύλα, που δεν σαπί­ζουν· και πολύ­τι­μα πετρά­δια σαρ­δί­ου, καθώς και άλλα πετρά­δια για να σκα­λι­στούν και να τοπο­θε­τη­θούν στην Επω­μί­δα και τον Ποδή­ρη Χιτώ­να, που θα φορεί ο Ααρών και ο κάθε αρχιε­ρέ­ας στη συνέ­χεια μετά από αυτόν. Ας έλθει και κάθε σοφός και επι­δέ­ξιος τεχνί­της, που υπάρ­χει μετα­ξύ σας και ας κατα­σκευά­σει όλα όσα παρήγ­γει­λε ο Κύριος. Τη Σκη­νή, δηλα­δή, τα εσω­τε­ρι­κά και εξω­τε­ρι­κά καλύμ­μα­τά της, τους κρί­κους, και τα ορι­ζόν­τια κον­τά­ρια και τους κατα­κό­ρυ­φους στύ­λους και την Κιβω­τό της Δια­θή­κης, που θα περιέ­χει τα «μαρ­τύ­ρια» και τα κον­τά­ρια για τη μετα­φο­ρά της και το Ιλα­στή­ριο επί­θε­μα και το Κατα­πέ­τα­σμα, που θα χωρί­ζει σε δύο τη Σκη­νή και θα προ­στα­τεύ­ει την Κιβω­τό)» [Έξ.35,4–11] και τα λοι­πά.

Και ύστε­ρα από άλλα: «κα ποί­η­σαν μφο­τέ­ρους τος λίθους τς σμα­ρά­γδου συμ­πε­πορ­πη­μέ­νους κα περι­σε­σια­λω­μέ­νους χρυ­σί, γεγλυμ­μέ­νους κα κκε­κο­λαμ­μέ­νους γκό­λαμ­μα σφραγδος κ τν νομά­των τν υἱῶν σρα­ήλ(:κατα­σκεύ­α­σαν και τα δύο πετρά­δια από σμα­ρά­γδι έτσι, ώστε να κουμ­πώ­νουν με πόρ­πη και να δένον­ται ολό­γυ­ρα με χρυ­σά­φι. Ήσαν δε τα πετρά­δια σκα­λι­στά και χαραγ­μέ­να, όπως χαράσ­σον­ται οι σφρα­γί­δες, με τα ονό­μα­τα των υιών του Ιακώβ)»[Έξ.36,13]· και πάλι: «κα ο λίθοι σαν κ τν νομά­των τν υἱῶν σραλ δώδε­κα κ τν νομά­των ατν, γγε­γλυμ­μέ­να ες σφραγδας, καστος κ το αυτο νόμα­τος, ες τς δώδε­κα φυλάς(:αυτά λοι­πόν τα πολύ­τι­μα πετρά­δια, που αντι­στοι­χού­σαν στα ονό­μα­τα των υιών του Ιακώβ, ήταν δώδε­κα, όσα και τα ονό­μα­τά τους, το καθέ­να από τα οποία είχε χαραγ­μέ­να ανά­γλυ­φα σαν σφρα­γί­δες, και το κάθε πετρά­δι έφε­ρε το όνο­μα μιας από τις δώδε­κα φυλές του Ισρα­ήλ)»[Έξ.36,21]· και πάλι: «κα ποί­η­σαν τ κατα­πέ­τα­σμα ξ ακίν­θου κα πορ­φύ­ρας κα κοκ­κί­νου νενη­σμέ­νου κα βύσ­σου κεκλω­σμέ­νης, ργον φάν­του Χερου­βίμ(:Και έφτια­ξαν το Κατα­πέ­τα­σμα, που θα χώρι­ζε σε δύο μέρη το εσω­τε­ρι­κό της Σκη­νής, από γνε­σμέ­να νήμα­τα με χρώ­μα γαλά­ζιο, ξαν­θο­κόκ­κι­νο και βαθύ κόκ­κι­νο, καθώς και από γνε­σμέ­να λευ­κά νήμα­τα βύσ­σου. Ήταν έργο επι­δέ­ξιου υφαν­τού και είχε επά­νω του μορ­φές Χερου­βίμ)»[Έξ.37,3· το «κατα­πέ­τα­σμα» ήταν το παρα­πέ­τα­σμα που χώρι­ζε τα άγια από τα άγια των άγιων]· και πάλι: «κα ποί­η­σε τ λαστή­ριον πάνω­θεν τς κιβω­το κ χρυ­σί­ου καθα­ρο καὶ τοὺς δύο Χερου­βὶμ χρυ­σοῦς (: και έφτια­ξε από καθα­ρό χρυ­σά­φι και το κάλυμ­μα, που σκέ­πα­ζε από επά­νω την Κιβω­τό και λεγό­ταν “ιλα­στή­ριον”. Έκα­νε και έβα­λε επά­νω στο κάλυμ­μα αυτό και δύο Χερου­βίμ από χρυ­σά­φι)»[Έξ.38,5].

17. Να λοι­πόν που η ύλη είναι σεβα­στή και σεις τη θεω­ρεί­τε άτι­μη. Πράγ­μα­τι τι είναι ευτε­λέ­στε­ρο από το κατσι­κί­σιο μαλ­λί και τα χρώ­μα­τα; Μήπως δεν είναι χρώ­μα­τα το κόκ­κι­νο και το πορ­φυ­ρέ­νιο και το γαλά­ζιο; Να και ομοί­ω­μα των χερου­βίμ. Πώς λοι­πόν ισχυ­ρί­ζε­σαι ότι εξαι­τί­ας του νόμου απα­γο­ρεύ­εις αυτό που ο νόμος πρό­στα­ξε να κάνου­με; Αν εξαι­τί­ας του νόμου απα­γο­ρεύ­εις τις εικό­νες, και­ρός είναι να τηρείς την αργία του Σαβ­βά­του και να περι­τέ­μνε­σαι, για­τί αυτά ο μωσαϊ­κός νόμος τα επι­βάλ­λει ανυ­πο­χώ­ρη­τα. Αλλά γνω­ρί­ζε­τε ότι «ἐὰν περι­τέ­μνη­σθε, Χριστς μς οδν φελή­σει. μαρ­τύ­ρο­μαι δ πάλιν παντ νθρώπ περι­τε­μνο­μέν τι φει­λέ­της στν λον τν νόμον ποισαι. κατηρ­γή­θη­τε π το Χρι­στο οτινες ν νόμ δικαιοσθε, τς χάρι­τος ξεπέ­σα­τε(:Να, εγώ ο Παύ­λος, ο από­στο­λος που εκλέ­χθη­κα κατευ­θεί­αν από τον Χρι­στό, σας το λέω: Εάν περι­τέ­μνε­σθε, ο Χρι­στός δεν θα σας ωφε­λή­σει σε τίπο­τε. Δίνω και πάλι βεβαί­ω­ση ενώ­πιον του Θεού σε κάθε άνθρω­πο που περι­τέ­μνε­ται, ότι έχει την υπο­χρέ­ω­ση να τηρεί όλο τον νόμο, αφού με την περι­το­μή που κάνει, προ­τι­μά τη δικαί­ω­ση μέσω του νόμου από τη δικαί­ω­ση που δίνει ο Χρι­στός. Εσείς λοι­πόν που προ­σπα­θεί­τε να δικαιω­θεί­τε με το νόμο, απο­ξε­νω­θή­κα­τε από τον Χρι­στό. Έχε­τε χάσει τη χάρη του Θεού και δεν μοιά­ζε­τε πλέ­ον με μας)»[:Γαλ.5,2–4].

Δεν έβλε­πε τον Θεό ο παλαιός Ισρα­ήλ, ενώ εμείς με ακά­λυ­πτο το πρό­σω­πο καθρε­πτι­ζό­μα­στε τη δόξα του Κυρί­ου [: «μες δ πάν­τες νακε­κα­λυμ­μέν προ­σώπ τν δόξαν Κυρί­ου κατο­πτρι­ζό­με­νοι τν ατν εκόνα μετα­μορ­φού­με­θα π δόξης ες δόξαν, καθά­περ π Κυρί­ου Πνεύ­μα­τος(:Και όλοι εμείς με ξέσκε­πο το πρό­σω­πο του εσω­τε­ρι­κού μας ανθρώ­που, σαν καθρέ­φτες πνευ­μα­τι­κοί δεχό­μα­στε και αντα­να­κλού­με τη δόξα του Κυρί­ου. Κι έτσι μετα­μορ­φω­νό­μα­στε και παίρ­νου­με την ίδια ένδο­ξη εικό­να του Κυρί­ου. Και προ­ο­δεύ­ου­με από ένα βαθ­μό δόξας σε άλλο ανώ­τε­ρο βαθ­μό, όπως είναι επό­με­νο να προ­ο­δεύ­ει ο άνθρω­πος που φωτί­ζε­ται από το Άγιο Πνεύ­μα, το οποίο είναι ο Κύριος)»:Β΄Κορ.3,18]. Και αισθη­τά παρι­στά­νου­με παν­τού τον χαρα­κτή­ρα Του, εννοώ του σαρ­κω­θέν­τος Θεού Λόγου, και αγιά­ζου­με την πρώ­τη από τις αισθή­σεις (για­τί πρώ­τη αίσθη­ση είναι η όρα­ση), όπως και με τους λόγους την ακοή· για­τί η εικό­να είναι υπό­μνη­μα. Και ό,τι ακρι­βώς είναι το βιβλίο για όσους ξέρουν γράμ­μα­τα, το ίδιο είναι για τους αγράμ­μα­τους η εικό­να· και ό,τι είναι για την ακοή ο λόγος, το ίδιο είναι για την όρα­ση η εικό­να, αλλά με νοη­τό τρό­πο ενω­νό­μα­στε με Αυτόν.

Γι’ αυτό πρό­στα­ξε ο Θεός να κατα­σκευα­σθεί κιβω­τός από ξύλα άση­πτα και να τη χρυ­σώ­σουν ολό­κλη­ρη μέσα και έξω και να τοπο­θε­τή­σουν σε αυτή τις πλά­κες, τη ράβδο, τη χρυ­σή στά­μνα με το μάν­να, για να θυμί­ζει αυτά που έγι­ναν και να προ­τυ­πώ­νει όσα θα γίνουν. Και ποιος δεν θα τις ονο­μά­σει αυτές τις εικό­νες και ολο­φά­νε­ρους κήρυ­κες; Και αυτά δεν βρί­σκον­ταν στα πλά­για της σκη­νής, αλλά μπρο­στά σε όλο τον λαό, και βλέ­πον­τάς τα, πρό­σφερ­ναν την προ­σκύ­νη­ση και τη λατρεία στον Θεό που ενήρ­γη­σε μέσω αυτών. Είναι φανε­ρό ότι δεν λάτρευαν αυτά, αλλά μέσω αυτών οδη­γούν­ταν στην ανά­μνη­ση των θαυ­μά­των και απέ­δι­δαν την προ­σκύ­νη­ση στον θαυ­μα­τουρ­γό Θεό. Για­τί ήταν εικό­νες που υπήρ­χαν για υπό­μνη­ση, τιμώ­με­νες όχι ως θεοί, αλλά ως μέσα που οδη­γούν στην ανά­μνη­ση των θεί­ων ενερ­γειών.

18. Και δώδε­κα λίθους πρό­στα­ξε ο Θεός να πάρουν από τον Ιορ­δά­νη και λέει και για ποιον λόγο. Για­τί λέει: «Σύν­τα­ξον αὐτοῖς λέγων· ἀνέ­λε­σθε ἐκ μέσου Ἰορ­δά­νου ἑτοί­μους δώδε­κα λίθους καὶ τού­τους δια­κο­μί­σαν­τες ἅμα ὑμῖν αὐτοῖς, θέτε αὐτοὺς ἐν τῇ στρα­το­πε­δείᾳ ὑμῶν, οὗ ἐὰν παρεμ­βά­λη­τε ἐκεῖ τὴν νύκτα. καὶ ἀνα­κα­λε­σά­με­νος Ἰησοῦς δώδε­κα ἄνδρας τῶν ἐνδό­ξων ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰσρα­ήλ, ἕνα ἀφ᾿ ἑκά­στης φυλῆς, επεν ατος· προ­σα­γά­γε­τε μπρο­σθέν μου πρ προ­σώ­που Κυρί­ου ες μέσον το ορδά­νου, κα νελό­με­νος κεθεν καστος λίθον ράτω π τν μων ατο κατ τν ριθμν τν δώδε­κα φυλν το σρα­ήλ, να πάρ­χω­σιν μν οτοι ες σημεον κεί­με­νον δια­παν­τός, να ταν ρωτ σε υός σου αριον λέγων, τί εσιν ο λίθοι οτοι μν; κα σ δηλώ­σεις τ υἱῷ σου λέγων· τι ξέλι­πεν ορδά­νης ποταμς π προ­σώ­που κιβω­το δια­θή­κης Κυρί­ου πάσης τς γς, ς διέ­βαι­νεν ατόν· κα σον­ται ο λίθοι οτοι μν μνη­μό­συ­νον τος υος σραλ ως το αἰῶνος. κα ποί­η­σαν οτως ο υο σρα­ήλ, καθό­τι νετεί­λα­το Κύριος τ ησο, κα ναλα­βόν­τες δώδε­κα λίθους κ μέσου το ορδά­νου, καθά­περ συνέ­τα­ξε Κύριος τ ησο ν τ συν­τε­λεί τς δια­βά­σε­ως τν υἱῶν σρα­ήλ, κα διε­κό­μι­σαν μα αυτος ες τν παρεμ­βολν κα πέθη­καν κε(:Διά­τα­ξέ τους ως εξής: “Βγά­λε­τε από το μέσο της κοί­της του Ιορ­δά­νη, από εκεί που στέ­κον­ταν οι ιερείς με την Κιβω­τό, δώδε­κα στε­ρε­ούς και ομα­λούς λίθους και μετα­φέ­ρε­τέ τους μαζί σας έξω από τον ποτα­μό και τοπο­θε­τή­σε­τέ τους στο στρα­τό­πε­δό σας, εκεί όπου θα κατα­σκη­νώ­σε­τε τη νύκτα”. Και ο Ιησούς του Ναυή, αφού κάλε­σε δώδε­κα άντρες από τους επι­σή­μους του Ισραη­λι­τι­κού λαού, έναν από κάθε φυλή, είπε προς αυτούς: “Περά­στε-προ­χω­ρή­στε-από εμπρός μου και εμπρός από την Κιβω­τό του Κυρί­ου και πηγαί­νε­τε στο μέσο της κοί­της του Ιορ­δά­νη, και πάρε­τε από εκεί ο καθέ­νας σας από μία πέτρα στους ώμους του, κατά τον αριθ­μό των δώδε­κα φυλών του Ισρα­ήλ, για να υπάρ­χουν οι δώδε­κα αυτές πέτρες ως παν­το­τι­νό ανα­μνη­στι­κό μνη­μείο, ώστε, όταν θα σας ρωτούν αργό­τε­ρα τα τέκνα σας: Εσείς θα απαν­τά­τε στα παι­διά σας με την ακό­λου­θη απάν­τη­ση: “Οι δώδε­κα αυτοί λίθοι δηλώ­νουν και μαρ­τυ­ρούν ότι ο ποτα­μός Ιορ­δά­νης στα­μά­τη­σε να τρέ­χει και ξερά­θη­κε, όταν βρέ­θη­κε εμπρός στην Κιβω­τό της Δια­θή­κης του Κυρί­ου όλης της γης, όταν η Κιβω­τός περ­νού­σε τον ποτα­μό. Και οι δώδε­κα αυτοί λίθοι θα είναι παν­το­τι­νό ανα­μνη­στι­κό μνη­μείο για τους Ισραη­λί­τες”. Και οι Ισραη­λί­τες έκα­ναν έτσι, όπως διέ­τα­ξε ο Κύριος, τον Ιησού του Ναυή. Αφού δηλα­δή πήραν δώδε­κα λίθους από το μέσο της κοί­της του Ιορ­δά­νη, όπως διέ­τα­ξε ο Κύριος τον Ιησού μετά τη διά­βα­ση των Ισραη­λι­τών από τον ποτα­μό, τους μετέ­φε­ραν μαζί τους στο στρα­τό­πε­δο και τους έθε­σαν εκεί)» [Ιησ. Ναυή 4,3–8].

Πώς λοι­πόν εμείς να μην εικο­νο­γρα­φή­σου­με τα σωτή­ρια πάθη και τα θαύ­μα­τα του Χρι­στού του Θεού μας, ώστε, όταν με ρωτά­ει ο γιος μου, τι είναι αυτό, να του λέω ότι ο Θεός Λόγος έγι­νε άνθρω­πος και μέσω Αυτού δεν πέρα­σε μόνο ο Ισρα­ήλ τον Ιορ­δά­νη, αλλά ολό­κλη­ρη η φύση επα­νήλ­θε στην αρχαία μακα­ριό­τη­τα, και με Αυτόν η ανθρώ­πι­νη φύση από τα πιο χαμη­λά της γης ανέ­βη­κε πιο πάνω από κάθε εξου­σία και κάθι­σε στον ίδιο τον πατρι­κό θρό­νο.

19. «Ναι, εντά­ξει», λέει ίσως κάποιος, «κάνε το εικό­νι­σμα του Χρι­στού και αρκέ­σου σε αυτό, ή και το εικό­νι­σμα της μητέ­ρας Του, της Θεο­τό­κου». Πόσο μεγά­λη ατο­πία! Απε­ρί­φρα­στα ομο­λό­γη­σες τον εαυ­τό σου εχθρό των αγί­ων για­τί, αν κάνεις εικό­να του Χρι­στού, κατά κανέ­να τρό­πο όμως των αγί­ων, είναι φανε­ρό ότι δεν απα­γο­ρεύ­εις την εικό­να, αλλά την τιμή των αγί­ων, πράγ­μα που κανείς στους αιώ­νες δεν τόλ­μη­σε να κάνει ή δεν προ­σπά­θη­σε να κάνει παρό­μοιο εγχεί­ρη­μα.

Για­τί κάνεις την εικό­να του Χρι­στού, επει­δή είναι δοξα­σμέ­νος, απορ­ρί­πτεις όμως με βδε­λυγ­μία την εξει­κό­νι­ση των αγί­ων επει­δή είναι αδό­ξα­στοι, και επι­χει­ρείς να απο­δεί­ξεις ψεύ­τι­κη την αλή­θεια. Για­τί λέει ο Κύριος: «Τος δοξά­ζον­τάς με δοξά­σω, κα ξου­θενν με τιμα­σθή­σε­ται (: Αυτούς που με τιμούν και δοξά­ζουν, θα τους δοξά­σω και Εγώ· εκεί­νον όμως που με περι­φρο­νεί, θα τον αφή­σω να περι­φρο­νη­θεί και να ατι­μα­στεί)»[Α΄Βασ.2,30], και ο θειος από­στο­λος: «στε οκέτι ε δολος, λλ᾿ υός· ε δ υός, κα κλη­ρο­νό­μος Θεο δι Χρι­στο(: Άρα λοι­πόν, σύμ­φω­να με όλα αυτά, εσύ που πίστε­ψες στο Χρι­στό δεν είσαι πλέ­ον δού­λος, αλλά είσαι κατά χάριν υιός του Θεού. Εάν λοι­πόν είσαι υιός, είσαι συγ­χρό­νως και κλη­ρο­νό­μος του Θεού. Και γίνε­σαι κλη­ρο­νό­μος δια­μέ­σου του Χρι­στού)»[Γαλ.4,7] και αφού συμ­με­τέ­χου­με στα πάθη, και θα δοξα­σθού­με μαζί με τον Θεό [Ρωμ.8,17: «ε δ τέκνα, κα κλη­ρο­νό­μοι, κλη­ρο­νό­μοι μν Θεο, συγ­κλη­ρο­νό­μοι δ Χρι­στο, επερ συμ­πά­σχο­μεν να κα συν­δο­ξα­σθμεν (:Αφού λοι­πόν είμα­στε παι­διά, είναι φυσι­κό να είμα­στε και κλη­ρο­νό­μοι˙ κλη­ρο­νό­μοι του Θεού ως πατέ­ρας μας, και συγ­κλη­ρο­νό­μοι του Χρι­στού ως αδελ­φού μας. Και γινό­μα­στε συγ­κλη­ρο­νό­μοι του Χρι­στού, αν βεβαί­ως πάσχου­με μαζί μ’ αυτόν, έτσι ώστε και να δοξα­στού­με μαζί του)».

Δεν ξεσή­κω­σες τον πόλε­μο εναν­τί­ον των εικό­νων, αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εναν­τί­ον των αγί­ων. Λέγει λοι­πόν ο Ιωάν­νης ο Θεο­λό­γος και επι­στή­θιος μαθη­τής του Χρι­στού, ότι θα γίνου­με όμοιοι με Αυτόν: «γαπη­τοί, νν τέκνα Θεο σμεν, κα οπω φανε­ρώ­θη τί σόμε­θα· οδαμεν δ τι άν φανε­ρωθ, μοιοι ατ σόμε­θα, τι ψόμε­θα ατν καθώς στι(:Αγα­πη­τοί μου, τώρα είμα­στε παι­διά Θεού, αλλά δεν μας έχει φανε­ρω­θεί ακό­μη τι πρό­κει­ται να γίνου­με στο μέλ­λον. Γνω­ρί­ζου­με όμως ότι όταν φανε­ρω­θεί ο Χρι­στός στη δευ­τέ­ρα Του παρου­σία, θα γίνου­με όμοιοι με Αυτόν στη δόξα, διό­τι θα Τον δού­με όπως είναι, στην κατά­στα­ση της θεί­ας Του δόξας, η οποία θα καθρε­πτι­σθεί και θα λάμ­ψει και σε μας σαν να είμα­στε πνευ­μα­τι­κοί καθρέ­πτες)»[Α΄Ιω.3,2]. Για­τί, όπως όταν ενώ­νε­ται το σίδε­ρο με τη φωτιά, δεν γίνε­ται φωτιά ως προς τη φύση του, αλλά ως προς την ένω­ση και την πυρά­κτω­ση και τη μέθε­ξη, έτσι και αυτό που θεού­ται δεν γίνε­ται Θεός ως προς τη φύση, αλλά ως προς τη μέθε­ξη.

Δεν μιλώ όμως για τη σάρ­κα του σαρ­κω­θέν­τος Υιού του Θεού· για­τί εκεί­νη έγι­νε άτρε­πτα Θεός με την υπο­στα­τι­κή ένω­ση και μέθε­ξη της στη θεία φύση, χωρίς να χρι­σθεί με την ενέρ­γεια του Θεού, όπως ο καθέ­νας από τους προ­φή­τες, αλλά με την παρου­σία όλου εκεί­νου που τον έχρι­σε. Ότι όμως με τη θέω­ση και οι άγιοι γίνον­ται θεοί, μας το λέει ο ψαλ­μω­δός: « Θες στη ν συνα­γωγ θεν, ν μέσ δ θεος δια­κρι­νε(:Ο Θεός στά­θη­κε στο μέσο συνά­ξε­ως κρι­τών και αρχόν­των, τους οποί­ους ως αντι­προ­σώ­πους του εγκα­τέ­στη­σε και με θείο κύρος περιέ­βα­λε, στην απο­νο­μή της δικαιο­σύ­νης, εν μέσω δε αυτών αφού κατέ­λα­βε την πρέ­που­σα σε Αυτόν θέση, θα κρί­νει αυτούς που έχουν περι­βλη­θεί τη θεία δόξα και τη δια­χει­ρί­ζον­ται)»[Ψαλμ.81,1], όταν δηλα­δή ο Θεός στέ­κε­ται ανά­με­σα σε θεούς, κατα­νέ­μει τις αξί­ες, όπως λέει, ερμη­νεύ­ον­τας αυτό, ο Γρη­γό­ριος θεολόγος[Γρηγορίου του Θεο­λό­γου, Λόγος 40, P.G. 365Β].

20. Στον Δαβίδ έδω­σε υπό­σχε­ση ο Θεός ότι θα Του κτί­σει ναό με τον υιό του, Σολο­μών­τα και θα κατα­σκευά­σει οίκο ανα­παύ­σε­ώς Του[Όταν ο Δαβίδ ανά­φε­ρε στον προ­φή­τη Νάθαν την πρό­θε­σή του να κτί­σει ναό για να τοπο­θε­τή­σει εκεί την κιβω­τό του Θεού, ο Θεός τού απάν­τη­σε μέσω του προ­φή­τη, ότι το έργο αυτό θα το πραγ­μα­το­ποι­ή­σει ο γιος του, αφού πρώ­τα στε­ρε­ω­θεί η βασι­λεία του· βλ. Β΄ Βασ. 7,1–13: «Κα γένε­το τε κάθι­σεν βασι­λες ν τ οκ ατο, κα Κύριος κατε­κλη­ρο­νό­μη­σεν ατν κύκλ π πάν­των τν χθρν ατο τν κύκλ, κα επεν βασι­λες πρς Νάθαν τν προ­φή­την· δο δ γ κατοικ ν οκ κεδρίν, κα κιβωτς το Θεο κάθη­ται ν μέσ τς σκηνς. κα επε Νάθαν πρς τν βασι­λέα· πάν­τα, σα ν ν τ καρ­δί σου, βάδι­ζε κα ποί­ει, τι Κύριος μετ σο. κα γένε­το τ νυκτ κείν κα γένε­το ῥῆμα Κυρί­ου πρς Νάθαν λέγων· πορεύ­ου, κα επν πρς τν δολόν μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος· ο σ οκοδο­μή­σεις μοι οκον το κατοικσαί με· τι ο κατκηκα ν οκ φ᾿ ς μέρας νήγα­γον τος υος σραλ ξ Αγύπτου ως τς μέρας ταύ­της κα μην μπε­ρι­πατν ν κατα­λύ­μα­τι κα ν σκην, ν πσιν, ος διλθον ν παντ σρα­ήλ, ε λαλν λάλη­σα πρς μίαν φυλν το σρα­ήλ, νετει­λά­μην ποι­μαί­νειν τν λαόν μου σραλ λέγων· νατί οκ κοδο­μή­κα­τέ μοι οκον κέδρι­νον; κα νν τάδε ρες τ δούλ μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος παν­το­κρά­τωρ· λαβόν σε κ τς μάν­δρας τν προ­βά­των το εναί σε ες γού­με­νον π τν λαόν μου π τν σραλ κα μην μετ σο ν πσιν, ος πορεύ­ου, κα ξωλό­θρευ­σα πάν­τας τος χθρούς σου π προ­σώ­που σου κα ποί­η­σά σε νομαστν κατ τ νομα τν μεγά­λων τν π τς γς. κα θήσο­μαι τόπον τ λα μου τ σραλ κα κατα­φυ­τεύ­σω ατόν, κα κατα­σκη­νώ­σει καθ᾿ αυτν κα ο μερι­μνή­σει οκέτι, κα ο προ­σθή­σει υἱὸς δικί­ας το ταπεινσαι ατν καθς π᾿ ρχς, π τν μερν, ν ταξα κριτς π τν λαόν μου σρα­ήλ, κα ναπαύ­σω σε π πάν­των τν χθρν σου, κα παγ­γε­λε σοι Κύριος τι οκον οκοδο­μή­σεις ατ. κα σται ἐὰν πλη­ρωθσιν α μέραι σου κα κοι­μη­θήσ μετ τν πατέ­ρων σου, κα ναστή­σω τ σπέρ­μα σου μετ σέ, ς σται κ τς κοι­λί­ας σου, κα τοι­μά­σω τν βασι­λεί­αν ατο· ατς οκοδο­μή­σει μοι οκον τ νόμα­τί μου, κα νορ­θώ­σω τν θρό­νον ατο ως ες τν αἰῶνα(:Όταν λοι­πόν ο βασι­λιάς Δαβίδ εγκα­τα­στά­θη­κε στο ανά­κτο­ρό του και τον απάλ­λα­ξε ο Κύριος από όλους τους εχθρούς του που τον περι­κύ­κλω­ναν και εξα­φά­λι­σε την κλη­ρο­νο­μιά του από τις γύρω εχθρι­κές χώρες, είπε ο βασι­λιάς στον προ­φή­τη Νάθαν: «Όπως βλέ­πεις εγώ μεν κατοι­κώ μέσα σε πολυ­τε­λές ανά­κτο­ρο, που κατα­σκευά­στη­κε με ξύλα κέδρου, ενώ η Κιβω­τός της Δια­θή­κης του Θεού βρί­σκε­ται μέσα σε μία απλή σκη­νή». Και ο Νάθαν απο­κρί­θη­κε στον βασι­λιά: «Προ­χώ­ρη­σε και κάνε όλα όσα ποθεί η καρ­διά σου, διό­τι ο Κύριος είναι μαζί σου». Κατά τη νύκτα εκεί­νη όμως μίλη­σε ο Κύριος στον Νάθαν και του είπε: « Πήγαι­νε να πεις τα εξής στον δού­λο μου τον Δαβίδ: ’’ Αυτή είναι η εντο­λή του Κυρί­ου: Δεν είσαι εσύ εκεί­νος που θα μου κτί­σει ναό, για να κατοι­κώ σε αυτόν. Άλλω­στε δεν έχω κατοι­κή­σει ποτέ μέσα σε Ναό από την ημέ­ρα που έβγα­λα ελεύ­θε­ρους από την Αίγυ­πτο τους Ισμαη­λί­τες μέχρι σήμε­ρα. Διαρ­κώς βάδι­ζα μαζί σας και διέ­με­να σε πρό­χει­ρο κατά­λυ­μα, σε μία σκη­νή. Καθ’ όλη τη δια­δρο­μή της ιστο­ρί­ας σας έως τώρα, κατά την οποία ήμουν μαζί σας, είπα άρα­γε ποτέ σε μία έστω φυλή του Ισρα­ήλ ή σε κάποιον άρχον­τα που τον όρι­σα για να οδη­γεί τον λαό μου, τον Ισρα­ήλ, για­τί δεν κτί­σα­τε για χάρη μου Ναό από ξύλα κέδρου; Και τώρα λοι­πόν να πεις τα εξής στον δού­λο μου τον Δαβίδ: «Αυτά λέγει ο παν­το­κρά­τωρ Κύριος: ‘’Σε πήρα από το μαν­τρί των προ­βά­των, για να γίνεις άρχον­τας και οδη­γός του λαού μου, του Ισρα­ήλ. Και ήμου­να μαζί σου έως τώρα παν­τού, όπου πήγαι­νες. Εξο­λό­θρευ­σα επί­σης από εμπρός σου όλους τους εχθρούς σου και έκα­να το όνο­μά σου ένδο­ξο και ξακου­στό, όπως το όνο­μα των μεγά­λων ανδρών της γης. Σε βεβαιώ­νω επί­σης ότι θα ορί­σω και θα ετοι­μά­σω ένα τόπο ειδι­κά για τον λαό μου τον Ισρα­ήλ και θα τον φυτεύ­σω εκεί, ώστε να ριζώ­σει. Και θα εγκα­τα­στα­θεί σε αυτόν ασφα­λής, χωρίς να έχει πλέ­ον καμία ανη­συ­χία. Κανείς άδι­κος και πονη­ρός λαός δεν πρό­κει­ται να υπο­τά­ξει και να ταπει­νώ­σει τον λαό μου, όπως συνέ­βη προ­η­γου­μέ­νως, τότε δηλα­δή που όρι­σα Κρι­τές στον λαό μου τον Ισρα­ήλ. Θα σε απαλ­λά­ξω οπωσ­δή­πο­τε από όλους τους εχθρούς σου και θα σου πει τότε ο Κύριος οτι­δή­πο­τε έχει σχέ­ση με τη διά­θε­σή σου να οικο­δο­μή­σεις Ναό. Όταν λοι­πόν συμ­πλη­ρω­θούν οι ημέ­ρες της ζωής σου και κοι­μη­θείς και εσύ τον ύπνο του θανά­του μαζί με τους πατέ­ρες σου, θα ανα­δεί­ξω τον από­γο­νό σου μετά από εσέ­να, που θα είναι παι­δί δικό σου, και θα στε­ρε­ώ­σω τη βασι­λι­κή εξου­σία σου. Αυτός είναι εκεί­νος που θα ανε­γεί­ρει Ναό προς τιμήν του Ονό­μα­τός μου και θα ανυ­ψώ­σω και θα δοξά­σω αιώ­νια τον θρό­νο του’’)»].

Τον ναό αυτόν τον οικο­δό­μη­σε ο Σολο­μών και κατα­σκεύ­α­σε Χερου­βίμ, όπως ανα­φέ­ρει το βιβλίο των Βασι­λειών και περιέ­βα­λε τα χερου­βίμ με χρυ­σά­φι και όλους τους τοί­χους τους γέμι­σε τρι­γύ­ρω με ανά­γλυ­φα χαραγ­μέ­να χερου­βίμ και φοι­νι­κό­δεν­τρα μέσα και έξω ‑δεν είπε στα πλά­για, αλλά «τρι­γύ­ρω»- καθώς και με βόδια και λιον­τά­ρια και ροΐ­σκους[Οι ροΐ­σκοι ήταν μικρές κόκ­κι­νες δια­κο­σμή­σεις σε σχή­μα ροδιού (ροιάς)· βλ. Γ΄ Βασ. 6,28–29: «κα περιέ­σχε τ Χερουβμ χρυ­σί. κα πάν­τας τος τοί­χους το οκου κύκλ γκο­λα­πτ γρα­ψε γρα­φί­δι Χερου­βίμ, κα φοί­νι­κες τ σωτέρ κα τ ξωτέρ(:και ο Σολω­μών κάλυ­ψε και τα δύο Χερου­βίμ με χρυ­σά­φι και λάξευ­σε επά­νω σε όλους τους τοί­χους τους κυρί­ως Ναού και του χώρου των Αγί­ων των Αγί­ων γύρω-γύρω, επά­νω στην εσω­τε­ρι­κή τους πλευ­ρά, ανά­γλυ­φα σχή­μα­τα Χερου­βίμ και φοι­νι­κό­δεν­τρων)»].Δεν είναι πολύ πιο σεβά­σμιο να στο­λί­ζου­με όλους τους τοί­χους του οίκου του Κυρί­ου με μορ­φές και απει­κο­νί­σεις άγιων, παρά με άλο­γα ζώα και δέν­τρα; Πού είναι ο νόμος που παραγ­γέλ­λει: «δεν θα κατα­σκευά­σεις κανέ­να ομοί­ω­μα»;

Αλλά ο Σολο­μών, που δέχτη­κε έκχυ­ση σοφί­ας, χωρίς να εικο­νί­ζει τον Θεό, έκα­νε χερου­βίμ και ομοιώ­μα­τα λιον­τα­ριών και βοδιών-πράγ­μα­τα που απα­γο­ρεύ­ει ο νόμος- και εμείς, χωρίς να εικο­νί­ζου­με τον Θεό, κάνου­με τα εικο­νί­σμα­τα των αγί­ων. Για­τί, όπως τότε και ο ναός και ο λαός εξα­γνί­ζον­ταν με αίμα άλο­γων ζώων και με στά­χτη από δαμά­λι [βλ. Εβρ. 9,12–14: «οδ δι᾿ αματος τρά­γων κα μόσχων, δι δ το δίου αματος εσλθεν φάπαξ ες τ για, αωνί­αν λύτρω­σιν εράμε­νος, ε γρ τ αμα ταύ­ρων κα τρά­γων κα σποδς δαμά­λε­ως αντί­ζου­σα τος κεκοι­νω­μέ­νους γιά­ζει πρς τν τς σαρκς καθα­ρό­τη­τα, πόσ μλλον τ αμα το Χρι­στο, ς δι Πνεύ­μα­τος αωνί­ου αυτν προ­σή­νεγ­κεν μωμον τ Θε, καθα­ριε τν συνεί­δη­σιν μν π νεκρν ργων ες τ λατρεύ­ειν Θε ζντι; (:Ούτε χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Χρι­στός ως θυσία το αίμα τρά­γων και μόσχων, όπως οι αρχιε­ρείς των Ιου­δαί­ων. Αλλά με το δικό Του αίμα μπή­κε μια για πάν­τα στα επου­ρά­νια Άγια και εξα­σφά­λι­σε για μας απο­λύ­τρω­ση όχι προ­σω­ρι­νή, αλλά αιώ­νια. Διό­τι, εάν το αίμα των ταύ­ρων και των τρά­γων και το ράν­τι­σμα με το νερό και τη στά­χτη του δαμα­λιού που κατα­και­γό­ταν στο θυσια­στή­ριο δίνει στους θρη­σκευ­τι­κά μολυ­σμέ­νους και ακά­θαρ­τους έναν εξω­τε­ρι­κό καθαρ­μό και εξα­γνί­ζει το σώμα τους, προ­κει­μέ­νου να μπο­ρούν να μετέ­χουν στη λατρεία, πόσο μάλ­λον το αίμα του Χρι­στού, ο Οποί­ος με το αιώ­νιο Πνεύ­μα που κατοι­κού­σε μέσα του πρό­σφε­ρε στον Θεό ως θυσία τον εαυ­τό Του ολο­κλη­ρω­τι­κά καθα­ρό και ελεύ­θε­ρο από κάθε ρύπο αμαρ­τί­ας, θα καθα­ρί­σει τη συνεί­δη­σή σας από τα έργα της αμαρ­τί­ας που φέρ­νουν στην ψυχή νέκρω­ση, και θα σας αξιώ­σει να λατρεύ­ε­τε αξί­ως τον ζων­τα­νό Θεό;)»], ενώ τώρα εξα­γνί­ζον­ται με το αίμα του Χρι­στού που μαρ­τύ­ρη­σε την επο­χή του Πον­τί­ου Πιλά­του [βλ. Α΄Τιμ.6,13: «Παραγ­γέλ­λω σοι νώπιον το Θεο το ζωο­ποιοντος τ πάν­τα κα Χρι­στο ησο το μαρ­τυ­ρή­σαν­τος π Πον­τί­ου Πιλά­του τν καλν μολο­γί­αν(:Σου παραγ­γέλ­λω ενώ­πιον του Θεού, ο Οποί­ος μετα­δί­δει ζωή στα πάν­τα, και ενώ­πιον του Ιησού Χρι­στού, ο Οποί­ος μπρο­στά στον Πόν­τιο Πιλά­το έδω­σε τη μαρ­τυ­ρία της καλής ομο­λο­γί­ας ότι είναι ο Υιός του Θεού)»], καθι­στών­τας τον εαυ­τό Του απαρ­χή των μαρ­τύ­ρων, αλλά ακό­μα και η Εκκλη­σία έχει θεμε­λιω­θεί και με το ιερό αίμα των αγί­ων, έτσι τότε ο οίκος του Θεού στο­λι­ζό­ταν με μορ­φές και παρα­στά­σεις άλο­γων ζώων, ενώ τώρα με μορ­φές αγί­ων, οι οποί­οι κατέ­στη­σαν τους εαυ­τούς τους, ναούς έμψυ­χους και λογι­κούς για να κατοι­κή­σει ο ζων­τα­νός Θεός πνευ­μα­τι­κά.

21. Ζωγρα­φί­ζου­με τον Χρι­στό, τον βασι­λέα και Κύριο, χωρίς να τον απο­γυ­μνώ­νου­με από το στρά­τευ­μά Του˙ για­τί οι άγιοι είναι ο στρα­τός του Κυρί­ου. Ας απο­γυ­μνώ­σει ο επί­γειος βασι­λιάς τον εαυ­τό του από το στρά­τευ­μά του, και έπει­τα τον βασι­λιά του και Κύριο. Ας βγά­λει πρώ­τα αυτός τη βασι­λι­κή αλουρ­γί­δα[πορ­φυ­ρέ­νιο ένδυ­μα, χαρα­κτη­ρι­στι­κό των βασι­λέ­ων] και το διά­δη­μα [:ται­νία που έδε­νε την κόμη των βασι­λέ­ων και συνεκ­δο­χι­κά το στέμ­μα και η βασι­λι­κή εξου­σία], και τότε να καταρ­γή­σει το σεβα­σμό προς εκεί­νους που θριάμ­βευ­σαν εναν­τί­ον του τυράν­νου και έγι­ναν κύριοι των παθών τους. Για­τί, αν είναι κλη­ρο­νό­μοι του Θεού και συγ­κλη­ρο­νό­μοι του Χρι­στού [βλ. Ρωμ. 8,17: «ε δ τέκνα, κα κλη­ρο­νό­μοι, κλη­ρο­νό­μοι μν Θεο, συγ­κλη­ρο­νό­μοι δ Χρι­στο, επερ συμ­πά­σχο­μεν να κα συν­δο­ξα­σθμεν(:αφού λοι­πόν είμα­στε παι­διά, είναι φυσι­κό να είμα­στε και κλη­ρο­νό­μοι˙ κλη­ρο­νό­μοι του Θεού ως πατέ­ρας μας, και συγ­κλη­ρο­νό­μοι του Χρι­στού ως αδελ­φού μας. Και γινό­μα­στε συγ­κλη­ρο­νό­μοι του Χρι­στού, αν βεβαί­ως πάσχου­με μαζί με Αυτόν, έτσι ώστε και να δοξα­στού­με μαζί Του)»] και μέτο­χοι της θεί­ας δόξας και βασι­λεί­ας Του, πώς δεν θα γίνουν και μέτο­χοι της επί γης δόξας Του οι φίλοι του Χρι­στού;

«Δεν σας απο­κα­λώ δού­λους», λέγει ο Θεός, «αλλά εσείς είσθε φίλοι μου» [βλ. Ιω. 15,14–15: «μες φίλοι μού στε, ἐὰν ποιτε σα γ ντέλ­λο­μαι μν. οκέτι μς λέγω δού­λους, τι δολος οκ οδε τί ποιε ατο κύριος· μς δ ερηκα φίλους, τι πάν­τα κου­σα παρ το πατρός μου γνώ­ρι­σα μν(: Εσείς είστε φίλοι μου. Κι εγώ σας δεί­χνω την τέλεια και ανυ­πέρ­βλη­τη αγά­πη μου θυσιά­ζον­τας τη ζωή μου. Και θα εξα­κο­λου­θεί­τε να είστε φίλοι μου, εάν κάνε­τε όσα εγώ σας ζητώ. Δεν σας ονο­μά­ζω πλέ­ον δού­λους, διό­τι ο δού­λος χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως απλό όργα­νο από τον κύριό του και δεν γνω­ρί­ζει ποιον σκο­πό και ποιον λόγο έχει αυτό που θέλει να κάνει ο κύριός του, όταν του ζητά να εκτε­λέ­σει κάποια εντο­λή του. Σας ονό­μα­σα φίλους, διό­τι όλα όσα άκου­σα από τον Πατέ­ρα μου σας τα γνω­στο­ποί­η­σα· διό­τι σας θέλω συνερ­γά­τες μου, για να συνε­χί­σε­τε με πλή­ρη επί­γνω­ση το έργο μου)»[Ιω.15,14–15], θα τους στε­ρή­σου­με λοι­πόν την τιμή που τους έχει δώσει η Εκκλη­σία;

Πω πω θρα­σύ χέρι! Πω πω προ­κλη­τι­κή γνώ­μη που αντι­στρα­τεύ­ε­ται στον Θεό και ενερ­γεί αντί­θε­τα προς τα προ­στάγ­μα­τά Του! Δεν προ­σκυ­νάς την εικό­να; Να μην προ­σκυ­νάς ούτε τον Υιό του Θεού, ο οποί­ος είναι εικό­να του αόρα­του Θεού ζων­τα­νή [βλ. Κολ. 1,15: «ς στιν εκν το Θεο το ορά­του, πρω­τό­το­κος πάσης κτί­σε­ως(:Αυτός ο Υιός είναι εικό­να του αόρα­του Θεού, ο οποί­ος δεν φαί­νε­ται με τα σωμα­τι­κά μας μάτια. Είναι πρω­τό­το­κος, που δεν κτί­σθη­κε, αλλά γεν­νή­θη­κε από την ίδια την ουσία του Πατρός, πριν να δημιουρ­γη­θούν όλα τα κτί­σμα­τα)»] και χαρα­κτή­ρας απα­ράλ­λα­κτος.

Προ­σκυ­νώ την εικό­να του Χρι­στού ως σαρ­κω­μέ­νου Θεού, της Δέσποι­νας όλων των ανθρώ­πων, της Θεο­τό­κου, ως μητέ­ρας του Υιού του Θεού, των αγί­ων, ως φίλων του Θεού, οι οποί­οι αντι­στά­θη­καν στην αμαρ­τία δίνον­τας και το αίμα τους και μιμή­θη­καν τον Χρι­στό χύνον­τας το αίμα τους γι’ Αυτόν, ο Οποί­ος προ­η­γου­μέ­νως είχε χύσει το δικό Του αίμα γι΄ αυτούς και για όσους πολι­τεύ­θη­καν ακο­λου­θών­τας τα ίχνη Του. Αυτών τα κατορ­θώ­μα­τα και τα πάθη ζωγρα­φί­ζω, επει­δή με αυτά αγιά­ζο­μαι και καλ­λιερ­γεί­ται ο ζήλος μου να τα μιμη­θώ[Αυτή είναι η σωστή τοπο­θέ­τη­ση της έννοιας της προ­σκυ­νή­σε­ως των άγιων εικό­νων].Και αυτά τα σέβο­μαι και τα προ­σκυ­νώ· για­τί ο σεβα­σμός της εικό­νας μετα­βαί­νει στο πρω­τό­τυ­πο, λέει ο Μέγας Βασί­λειος[ Μ. Βασι­λεί­ου Περί του άγιου Πνεύ­μα­τος, P.G. 32,149C].

Αν ανε­γεί­ρεις ναούς για τους αγί­ους του Θεού, τότε ύψω­σε και τα τρό­παιά τους. Παλαιό­τε­ρα δεν κτι­ζό­ταν ναός στο όνο­μα ανθρώ­πων, ούτε γιορ­τα­ζό­ταν ο θάνα­τος των δικαί­ων, αλλά τον πεν­θού­σαν, και όποιος άγγι­ζε νεκρό εθε­ω­ρεί­το ακά­θαρ­τος [Αριθμ. 19,11: « πτό­με­νος το τεθνη­κό­τος πάσης ψυχς νθρώ­που κάθαρ­τος σται πτ μέρας(:αυτός που αγγί­ζει το σώμα κάθε νεκρού ανθρώ­που θα είναι νομι­κώς ακά­θαρ­τος για επτά μέρες)»[Αριθμ.19,11], ακό­μα και τον ίδιο τον Μωυ­σή αν άγγι­ζε. Τώρα όμως γιορ­τά­ζον­ται οι μνή­μες των αγί­ων· πέν­θη­σαν το νεκρό σώμα του Ιακώβ [ Γέν. 50, 11–12:

« Κα εδον ο κάτοι­κοι τς γς Χαναν τ πέν­θος π λωνι τδ κα επαν· πέν­θος μέγα τοτό στι τος Αγυπτί­οις· δι τοτο κάλε­σε τ νομα ατο Πέν­θος Αγύπτου, στι πέραν το ορδά­νου. κα ποί­η­σαν ατ οτως ο υο ατο(: και είδαν οι κάτοι­κοι της Χανα­άν το μεγά­λο και βαρύ πέν­θος όλου εκεί­νου του πλή­θους στο αλώ­νι Ατάδ και είπαν: ”Αυτό είναι πέν­θος μεγά­λο των Αιγυ­πτί­ων”. Για τον λόγο αυτόν ονο­μά­στη­κε ο τόπος εκεί­νος: “Πέν­θος Αιγύ­πτου”. Ο τόπος αυτός είναι στην ανα­το­λι­κή όχθη του Ιορ­δά­νη. Και τα παι­διά του Ιακώβ έτσι έκα­ναν για τον νεκρό πατέ­ρα τους)»], αλλά πανη­γυ­ρί­ζε­ται ο θάνα­τος του Στε­φά­νου. Ή λοι­πόν κατάρ­γη­σε και τις πανη­γυ­ρι­κές μνή­μες των αγί­ων, που γίνον­ται αντί­θε­τα προς τον παλαιό νόμο, ή επί­τρε­ψε και τις εικό­νες που είναι, όπως εσύ ισχυ­ρί­ζε­σαι, αντί­θε­τες προς τον νόμο.

Όμως είναι αδύ­να­το να μην γιορ­τά­ζου­με τις μνή­μες των αγί­ων, για­τί αυτές προ­στά­ζει να γίνον­ται ο χορός των αγί­ων απο­στό­λων και των θεο­φό­ρων πατέ­ρων. Από τη στιγ­μή που ο Θεός Λόγος έγι­νε σάρ­κα και ομοιώ­θη­κε εξ ολο­κλή­ρου με εμάς, χωρίς αμαρ­τία, και ενώ­θη­κε ασύγ­χυ­τα με την ανθρώ­πι­νη φύση και θέω­σε αμε­τά­βλη­τα τη σάρ­κα με την ασύγ­χυ­τη περι­χώ­ρη­ση της θεό­τη­τάς Του και της σάρ­κας Του, πραγ­μα­τι­κά αγια­σθή­κα­με. Και από τη στιγ­μή που ο Υιός του Θεού και Θεός, ο Οποί­ος, ενώ ήταν απα­θής κατά τη θεό­τη­τα, έπα­θε κατά το ανθρώ­πι­νο πρό­σλημ­μα και ξεπλή­ρω­σε το δικό μας χρέ­ος, χύνον­τας για μας πολύ­τι­μο και αξιο­θαύ­μα­στο λύτρο (για­τί το αίμα του Υιού κινεί το έλε­ος του Πατέ­ρα και είναι σεβα­στό από Αυτόν), πραγ­μα­τι­κά ελευ­θε­ρω­θή­κα­με.

Και από τη στιγ­μή που, κατε­βαί­νον­τας στον άδη στις ψυχές, που από αιώ­νες ήταν δεμέ­νες σαν αιχ­μά­λω­τες, κήρυ­ξε άφε­ση και σαν τυφλές που ήταν, τους ξανά­δω­σε το φως τους[Λουκά 4,19: «κηρξαι αχμα­λώ­τοις φεσιν κα τυφλος νάβλε­ψιν, ποστελαι τεθραυ­σμέ­νους ν φέσει, κηρξαι νιαυτν Κυρί­ου δεκτόν(:Με έστει­λε να κηρύ­ξω άφε­ση και ελευ­θε­ρία στους δού­λους και αιχ­μά­λω­τους της αμαρ­τί­ας και να χαρί­σω το φως σε εκεί­νους που έχουν τυφλω­μέ­νο τον νου τους από τον σκο­τι­σμό των παθών. Με έστει­λε να ελευ­θε­ρώ­σω από κάθε ενο­χή εκεί­νους που έχουν κατα­πλη­γω­θεί και συν­τρι­βεί από την αμαρ­τία. Με έστει­λε να κηρύ­ξω και να αναγ­γεί­λω την έναρ­ξη της νέας περιό­δου, η οποία είναι αρε­στή στον Θεό και επι­θυ­μη­τή στους ανθρώ­πους˙ διό­τι την περί­ο­δο αυτή πραγ­μα­το­ποιεί­ται από τον Μεσ­σία η βου­λή του Θεού για τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων)»], και, αφού έδε­σε τον ισχυ­ρό του άδη με την υπε­ρο­χή της δύνα­μής Του [Ματθ.12,29: « πς δύνα­ταί τις εσελ­θεν ες τν οκίαν το σχυ­ρο κα τ σκεύη ατο ρπά­σαι, ἐὰν μ πρτον δήσ τν σχυ­ρόν; κα τότε τν οκίαν ατο διαρ­πά­σει(:Ή – αν δεν σας πεί­θει η από­δει­ξη αυτή – σας ρωτώ: Πώς μπο­ρεί κάποιος να μπει στο σπί­τι του δυνα­τού δια­βό­λου και να αρπά­ξει τους δαι­μο­νι­σμέ­νους, που τους κατέ­χει σαν άψυ­χα σκεύη, εάν δεν κατα­νι­κή­σει και δεν δέσει πρω­τύ­τε­ρα τον ισχυ­ρό; Και τότε θα διαρ­πά­σει το σπί­τι του. Η δύνα­μη του δια­βό­λου λοι­πόν όχι μόνο δεν έχει καμία σχέ­ση με Εμέ­να, αλλά αντί­θε­τα κατα­νι­κή­θη­κε και εκμη­δε­νί­στη­κε από τη δύνα­μή μου)»], ανέ­στη­σε τη σάρ­κα που γι΄ Αυτόν πήρε από μας, κάνον­τάς την άφθαρ­τη, γίνα­με πραγ­μα­τι­κά άφθαρ­τοι.

Από τη στιγ­μή επί­σης που γεν­νη­θή­κα­με μέσω του ύδα­τος και του Πνεύ­μα­τος [Ιω.3,5: «μν μν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεν­νηθ ξ δατος κα Πνεύ­μα­τος, ο δύνα­ται εσελ­θεν ες τν βασι­λεί­αν το Θεο(:Αλη­θι­νά, αλη­θι­νά σου λέω ό,τι εάν δεν γεν­νη­θεί κανείς πνευ­μα­τι­κά από το νερό του αγί­ου Βαπτί­σμα­τος και από το Άγιο Πνεύ­μα, το οποίο αορά­τως με το νερό αυτό ανα­γεν­νά τον άνθρω­πο, δεν μπο­ρεί να μπει στη βασι­λεία του Θεού)»], πραγ­μα­τι­κά υιο­θε­τη­θή­κα­με και γίνα­με κλη­ρο­νό­μοι του Θεού [βλ. Ρωμ.8,17: «Ε δ τέκνα, κα κλη­ρο­νό­μοι, κλη­ρο­νό­μοι μν Θεο, συγ­κλη­ρο­νό­μοι δ Χρι­στο, επερ συμ­πά­σχο­μεν να κα συν­δο­ξα­σθμεν(:Αφού λοι­πόν είμα­στε παι­διά, είναι φυσι­κό να είμα­στε και κλη­ρο­νό­μοι˙ κλη­ρο­νό­μοι του Θεού ως πατέ­ρα μας, και συγ­κλη­ρο­νό­μοι του Χρι­στού ως αδελ­φού μας. Και γινό­μα­στε συγ­κλη­ρο­νό­μοι του Χρι­στού, αν βεβαί­ως πάσχου­με μαζί με Αυτόν, έτσι ώστε και να δοξα­στού­με μαζί Του)»]. Γι΄αυτό ο Παύ­λος τους πιστούς τους ονο­μά­ζει αγί­ους. Γι’ αυτό δεν πεν­θού­με, αλλά γιορ­τά­ζου­με τον θάνα­το των αγί­ων. Γι’ αυτό δεν βρι­σκό­μα­στε κάτω από την κυριαρ­χία του νόμου, αλλά της χάρι­τος [Ρωμ.6,14: «μαρ­τία γρ μν ο κυριεύ­σει· ο γάρ στε π νόμον, λλ᾿ π χάριν(:Και μπο­ρεί­τε να το κατορ­θώ­σε­τε αυτό, διό­τι η αμαρ­τία δεν θα σας κυριεύ­σει. Διό­τι δεν είστε πλέ­ον κάτω από την εξου­σία του νόμου, που πρό­στα­ζε το ορθό και το δίκαιο, δεν έδι­νε όμως και την ενί­σχυ­ση προ­κει­μέ­νου να το κατορ­θώ­σει κανείς αυτό. Αλλά είστε τώρα μέσα στην εξου­σία της χάρι­τος, η οποία και μας συγ­χω­ρεί για όσα κακά κάνα­με στο παρελ­θόν, ενώ παράλ­λη­λα μας ενι­σχύ­ει και μας ασφα­λί­ζει για να βαδί­ζου­με τον δρό­μο της αγιό­τη­τος)»], επει­δή δικαιω­θή­κα­με με την πίστη [Ρωμ.5,1:«Δικαιω­θέν­τες ον κ πίστε­ως ερήνην χομεν πρς τν Θεν δι το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο(:Αφού λοι­πόν γίνα­με δίκαιοι μέσω της πίστε­ως, έχου­με ειρή­νη με τον Θεό δια­μέ­σου της μεσι­τεί­ας του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού)»] και γνω­ρί­σα­με τον μόνο αλη­θι­νό Θεό — για τον δίκαιο δεν υπάρ­χει νόμος[Α΄Τιμ.1,9: «εδς τοτο, τι δικαί νόμος ο κεται, νόμοις δ κα νυπο­τά­κτοις, σεβέ­σι κα μαρ­τω­λος, νοσί­οις κα βεβή­λοις, πατρολαις κα μητρολαις, νδρο­φό­νοις (:Ας γνω­ρί­ζει λοι­πόν αυτό όποιος χρη­σι­μο­ποιεί τον νόμο, ότι δηλα­δή ο νόμος δεν ορί­στη­κε ούτε είναι αναγ­καί­ος για τον δίκαιο· διό­τι αυτός έχει οδη­γό του τον έμφυ­το ηθι­κό νόμο, που φυσι­κά είναι γραμ­μέ­νος στην καρ­διά του. Ο νόμος ορί­στη­κε για τους άνο­μους και τους ανυ­πό­τα­κτους, για τους ασε­βείς και αμαρ­τω­λούς, για εκεί­νους που δεν έχουν ιερό και όσιο και βεβη­λώ­νουν τα πάν­τα, για όσους κακο­ποιούν και σκο­τώ­νουν τον πατέ­ρα τους και τη μητέ­ρα τους, για τους φονιά­δες)»]-, δεν είμα­στε υπο­δου­λω­μέ­νοι σαν νήπια στα στοι­χεία του νόμου, αλλά, αφού γίνα­με άνδρες ώρι­μοι [Εφ.4,13: «μέχρι καταν­τή­σω­μεν ο πάν­τες ες τν νότη­τα τς πίστε­ως κα τς πιγνώ­σε­ως το υο το Θεο, ες νδρα τέλειον, ες μέτρον λικί­ας το πλη­ρώ­μα­τος το Χρι­στο(:μέχρι να φθά­σου­με να έχου­με όλοι μία και την ίδια αλη­θι­νή πίστη και τέλεια γνώ­ση του Υιού του Θεού και να προ­ο­δεύ­σου­με πνευ­μα­τι­κά, έως ότου γίνου­με ένας τέλειος άνθρω­πος˙ και να απο­κτή­σου­με το μέτρο της πνευ­μα­τι­κής ωρι­μό­τη­τος και τελειό­τη­τος του Χρι­στού, δηλα­δή να έχου­με πλή­ρεις τις δωρε­ές και την πνευ­μα­τι­κή τελειό­τη­τά Του)»], τρε­φό­μα­στε με στέ­ρεη τρο­φή, όχι με εκεί­νη που οδη­γεί προς την ειδω­λο­λα­τρία. Ο νόμος είναι καλός για­τί φωτί­ζει σαν λυχνά­ρι [ Ψαλμ. 118,105: «Λύχνος τος ποσί μου νόμος σου κα φς τας τρί­βοις μου(:Ο νόμος είναι φως που με καθο­δη­γεί για να πολι­τεύ­ο­μαι ορθά και απρό­σκο­πτα, όπως και ο λύχνος φωτί­ζει τον και­ρό της νύκτας να μην σκον­τά­φτουν τα πόδια μου. Το θείο Σου αυτό λυχνά­ρι είναι φως που φωτί­ζει τις οδούς της ζωής μου)»] σε τόπο κακο­τρά­χη­λο, αλλά μέχρι να φωτί­σει η ημέ­ρα˙ ήδη όμως ανέ­τει­λε ήλιος στις καρ­διές μας και ζων­τα­νό νερό της θεο­γνω­σί­ας κάλυ­ψε τις θάλασ­σες των εθνών και όλοι γνω­ρί­σα­με τον Κύριο.

Πέρα­σαν τα παλαιά, να, όλα έγι­ναν και­νούρ­για [ Β΄Κορ. 5,17: «στε ε τις ν Χριστ καιν κτί­σις· τ ρχαα παρλθεν, δο γέγο­νε καιν τ πάν­τα (:αλλά εφό­σον πεθά­να­με μαζί με τον Χρι­στό, αυτό σημαί­νει ότι καθέ­νας που είναι ενω­μέ­νος με Αυτόν είναι νέο δημιούρ­γη­μα. Η αρχαία κατά­στα­ση, την οποία είχε δημιουρ­γή­σει ο μωσαϊ­κός νόμος και η αμαρ­τία, πέρα­σε. Ιδού, έχουν γίνει όλα νέα)»]. Λέει λοι­πόν ο θεί­ος από­στο­λος στον Πέτρο, τον πρω­το­κο­ρυ­φαίο των απο­στό­λων: «Εάν εσύ, ενώ είσαι Ιου­δαί­ος, ζεις ως εθνι­κός και όχι ως Ιου­δαί­ος, για­τί αναγ­κά­ζεις τους εθνι­κούς να ζουν σαν Ιου­δαί­οι;» [ Γαλ. 2,14: «λλ᾿ τε εδον τι οκ ρθο­πο­δοσι πρς τν λήθειαν το εαγγε­λί­ου, επον τ Πέτρ μπρο­σθεν πάν­των· ε σ ουδαος πάρ­χων θνικς ζς κα οκ ουδαϊκς, τί τ θνη ναγ­κά­ζεις ουδα­ΐ­ζειν; (: εγώ όμως όταν είδα ότι δεν βαδί­ζουν σωστά, σύμ­φω­να με την αλή­θεια του Ευαγ­γε­λί­ου, είπα στον Πέτρο μπρο­στά σε όλους: Εάν εσύ, ενώ είσαι γεν­νη­μέ­νος Ιου­δαί­ος, τώρα που έγι­νες μαθη­τής του Χρι­στού ζεις και συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι όπως οι εθνι­κοί Χρι­στια­νοί και όχι όπως οι Ιου­δαί­οι, για­τί με αυτό που κάνεις τώρα αναγ­κά­ζεις τους εθνι­κούς Χρι­στια­νούς να ακο­λου­θούν τα έθι­μα και τις παρα­δό­σεις των Ιου­δαί­ων;)»].

Προς τους Γαλά­τες πάλι γρά­φει: «Πλη­ρο­φο­ρώ κάθε άνθρω­πο που περι­τέ­μνε­ται ότι είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να τηρή­σει ολό­κλη­ρο τον νόμο»[Γαλ. 5,3: «Μαρ­τύ­ρο­μαι δ πάλιν παντ νθρώπ περι­τε­μνο­μέν τι φει­λέ­της στν λον τν νόμον ποισαι (: Δίνω και πάλι βεβαί­ω­ση ενώ­πιον του Θεού σε κάθε άνθρω­πο που περι­τέ­μνε­ται, ότι έχει την υπο­χρέ­ω­ση να τηρεί όλο τον νόμο, αφού με την περι­το­μή που κάνει, προ­τι­μά τη δικαί­ω­ση μέσω του νόμου από τη δικαί­ω­ση που δίνει ο Χρι­στός)».

22. Στα παλιά τα χρό­νια, επει­δή δεν γνω­ρί­ζα­με τον Θεό, δου­λεύ­α­με σε θεούς που δεν ήταν εκ φύσε­ως θεοί· τώρα όμως που γνω­ρί­σα­με τον Θεό, ή καλύ­τε­ρα που μας γνώ­ρι­σε ο ίδιος ο Θεός, πώς να επι­στρέ­ψου­με πάλι στα ανί­σχυ­ρα και φτω­χά στοι­χεία; [ Γαλ. 4, 8–9: «λλ τότε μν οκ εδότες Θεν δου­λεύ­σα­τε τος μ φύσει οσι θεος· νν δ γνόν­τες Θεόν, μλλον δ γνω­σθέν­τες π Θεο, πς πιστρέ­φε­τε πάλιν π τ σθεν κα πτωχ στοι­χεα, ος πάλιν νωθεν δου­λεύ­ειν θέλε­τε;(: αλλά βέβαια τότε που ήσα­σταν στο σκο­τά­δι της ειδω­λο­λα­τρί­ας, επει­δή δεν γνω­ρί­ζε­τε τον Θεό, είχα­τε υπο­δου­λω­θεί σε θεούς που δεν είναι πραγ­μα­τι­κοί. Τώρα όμως που γνω­ρί­σα­τε τον αλη­θι­νό Θεό, ή για να πω καλύ­τε­ρα, τώρα που σας γνώ­ρι­σε ο Θεός ως παι­διά Του, πώς επι­στρέ­φε­τε πάλι στη στοι­χειώ­δη και ατε­λή θρη­σκευ­τι­κή διδα­σκα­λία, που είναι φτω­χή, αδύ­να­τη και ανί­κα­νη να σας σώσει; Και θέλε­τε να υπο­δου­λω­θεί­τε σε αυτήν πάλι τώρα απ’ την αρχή, όπως παλαιό­τε­ρα;)»]. Είδα τη μορ­φή του Θεού την ανθρώ­πι­νη «και σώθη­κε η ψυχή μου» [:Γέν. 32, 30: «κα κάλε­σεν ακβ τ νομα το τόπου κεί­νου, Εδος Θεο· εδον γρ Θεν πρό­σω­πον πρς πρό­σω­πον, κα σώθη μου ψυχή(: τότε αντι­λή­φθη­κε ο Ιακώβ Ποιος ήταν Εκεί­νος με τον Οποίο πάλε­ψε, και γεμά­τος ευγνω­μο­σύ­νη δοξά­ζει και ευχα­ρι­στεί τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν ονό­μα­σε τον τόπο εκεί­νον “Εμφά­νι­ση Θεού”, διό­τι είπε: “Είδα τον Θεό πρό­σω­πο προς πρό­σω­πο και όμως δεν πέθα­να, αλλά εξα­κο­λου­θώ να ζω! Μεγά­λη η συγ­κα­τά­βα­ση του Θεού”)». Βλέ­πω την εικό­να του Θεού όπως την είδε ο Ιακώβ, αν και δια­φο­ρε­τι­κά στη μια και δια­φο­ρε­τι­κά στην άλλη περί­πτω­ση· για­τί εκεί­νος είδε την άυλη μορ­φή Του, που προ­μή­νυε το μελ­λον­τι­κό γεγο­νός, με τα άυλα μάτια του νου, ενώ εγώ βλέ­πω την εικό­να που ζων­τα­νεύ­ει σαν φωτιά τη μνή­μη του Θεού που έγι­νε ορα­τός με τη σάρ­κα. Η σκιά των απο­στό­λων και τα σου­δά­ρια και τα μαν­τή­λια απο­μά­κρυ­ναν τις αρρώ­στιες και φυγά­δευαν τα δαι­μό­νια˙ πώς λοι­πόν να μη δοξά­ζε­ται η σκιά και η εικό­να των αγί­ων; Ή κατάρ­γη­σε την προ­σκύ­νη­ση κάθε ύλης, ή μη και­νο­το­μείς ούτε να μετα­κι­νείς όρια αιώ­νια που έθε­σαν οι πατέ­ρες σου [ Παροιμ. 22,28: «Μ μέται­ρε ρια αώνια, θεν­το ο πατέ­ρες σου(: Μην μετα­το­πί­ζεις τα αιώ­νια και παμ­πά­λαια σύνο­ρα των κτη­μά­των ή οικο­πέ­δων, τα οποία όρι­σαν και κανό­νι­σαν οι πρό­γο­νοί σου. Μην μετα­βάλ­λεις και μη νοθεύ­εις τις ιερές σου παρα­δό­σεις και μην εγκα­τα­λεί­πεις ούτε να αλλά­ζεις τα αγνά ήθη των προ­γό­νων σου)»]

23. Δεν παρέ­δω­σαν μόνο γρα­πτώς την εκκλη­σια­στι­κή θεσμο­θε­σία, αλλά και με μερι­κές άγρα­φες παρα­δό­σεις. Λέει λοι­πόν ο θεσπέ­σιος Μέγας Βασί­λειος στο εικο­στό έβδο­μο από τα τριάν­τα κεφά­λαια Περί του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που απευ­θύ­νον­ται προς τον Αμφι­λό­χιο, κατά λέξη τα εξής: «Από τα δόγ­μα­τα και τις διδα­σκα­λί­ες που φυλά­γον­ται στην Εκκλη­σία, άλλα τα έχου­με από τη γρα­πτή διδα­σκα­λία, και άλλα από την παρά­δο­ση των απο­στό­λων, που μας παρα­δό­θη­καν και τα παρα­λά­βα­με με τη μυστη­ρια­κή ζωή της Εκκλη­σί­ας, που και τα δύο έχουν το ίδιο κύρος για την ευσέ­βεια. Κανείς λοι­πόν να μη αντι­λέ­γει σε αυτά, έστω και αν έχει μικρή πεί­ρα των εκκλη­σια­στι­κών θεσμών για­τί, αν επι­χει­ρού­σα­με να απορ­ρί­ψου­με όλες τις παρα­δό­σεις μας που δεν περιέ­χον­ται στην Αγία Γρα­φή, επει­δή τάχα δεν έχουν μεγά­λη ισχύ, θα κάνα­με λάθος ζημιώ­νον­τας το Ευαγ­γέ­λιο στα πιο καί­ρια σημεία του»[Μ. Βασι­λεί­ου, Περί του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, P.G. 32,188A].Αυτά τα λόγια είναι του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου.

Από πού άλλω­στε γνω­ρί­ζου­με τον άγιο τόπο του κρα­νί­ου[Ματθ.27,33: «Κα λθόν­τες ες τόπον λεγό­με­νον Γολ­γοθ, στι λεγό­με­νος κρα­νί­ου τόπος(:και αφού ήλθαν σε κάποιον τόπο που λεγό­ταν Γολ­γο­θάς, όνο­μα που σημαί­νει τόπος κρα­νί­ου)»], τον Γολ­γο­θά, το μνή­μα της ζωής; Δεν το παρέ­λα­βαν τα παι­διά από τους πατέ­ρες τους αγρά­φως; Για­τί, το ότι ο Κύριος σταυ­ρώ­θη­κε στον τόπο του κρα­νί­ου και θάφτη­κε σε μνή­μα που το σκά­λι­σε ο Ιωσήφ στον βρά­χο, είναι γραμμένο[Ματθ.27,33–60], το ότι όμως αυτά είναι εκεί­να που προ­σκυ­νού­με τώρα, τα γνω­ρί­ζου­με από άγρα­φη παρά­δο­ση, και πολ­λά αλλά παρό­μοια με αυτά. Από πού ξέρου­με την τρι­πλή κατά­δυ­ση στο βάπτι­σμα; Από πού την συνή­θεια να προ­σευ­χό­μα­στε στραμ­μέ­νοι προς την Ανα­το­λή; Από πού την παρά­δο­ση των μυστη­ρί­ων; Γι’ αυτό και ο θεσπέ­σιος από­στο­λος Παύ­λος λέει: «ρα ον, δελ­φοί, στή­κε­τε, κα κρα­τετε τς παρα­δό­σεις ς διδά­χθη­τε ετε δι λόγου ετε δι᾿ πιστολς μν(: Άρα λοι­πόν, αδελ­φοί, σύμ­φω­να με όσα σας είπα­με, να μένε­τε αμε­τα­κί­νη­τοι και να κρα­τά­τε τις παρα­δό­σεις που διδα­χθή­κα­τε είτε με τον προ­φο­ρι­κό μας λόγο, είτε με επι­στο­λή μας)»[Β΄Θεσ.2,15].

Αφού λοι­πόν πολ­λά και τόσο σημαν­τι­κά παρα­δό­θη­καν στην Εκκλη­σία αγρά­φως και φυλά­χθη­καν μέχρι τώρα, για­τί λεπτο­λο­γείς για τις εικό­νες;

24. Οι ρήσεις λοι­πόν της Γρα­φής και των πατέ­ρων που ανα­φέ­ρεις δεν κατα­δι­κά­ζουν την προ­σκύ­νη­ση των δικών μας εικό­νων, αλλά των ειδω­λο­λα­τρών που τις θεο­ποιούν. Δεν πρέ­πει λοι­πόν, εξαι­τί­ας της κατα­χρή­σε­ως των εθνι­κών, να καταρ­γή­σου­με και τη δική μας προ­σκύ­νη­ση που γίνε­ται με ευσέ­βεια. Εξορ­κί­ζουν οι μάγοι και οι γόη­τες, εξορ­κί­ζει και η Εκκλη­σία τους κατη­χου­μέ­νους, αλλά εκεί­νοι βέβαια επι­κα­λού­με­νοι δαί­μο­νες, ενώ η Εκκλη­σία τον Θεό εναν­τί­ον των δαι­μό­νων. Οι ειδω­λο­λά­τρες αφιε­ρώ­νουν τις εικό­νες στους δαί­μο­νες και τις απο­κα­λούν θεούς, ενώ εμείς τις αφιε­ρώ­νου­με στον αλη­θι­νό Θεό, που σαρ­κώ­θη­κε, και στους δού­λους[Η έννοια της λέξε­ως «δού­λος» εδώ ανα­φέ­ρε­ται στη σχέ­ση του ανθρώ­που ως κτί­σμα­τος προς τον κτί­στη Θεό και δεν σημαί­νει εκεί­νους που δου­λι­κά δέχον­ται τις εντο­λές του Θεού] και φίλους του Θεού [Ιω. 15,14: «μες φίλοι μού στε, ἐὰν ποιτε σα γ ντέλ­λο­μαι μν(: Εσείς είστε φίλοι μου. Κι εγώ σας δεί­χνω την τέλεια και ανυ­πέρ­βλη­τη αγά­πη μου θυσιά­ζον­τας τη ζωή μου. Και θα εξα­κο­λου­θεί­τε να είστε φίλοι μου, εάν κάνε­τε όσα εγώ σας ζητώ)»], που απο­μα­κρύ­νουν τα στί­φη των δαι­μό­νων.

25. Εάν πάλι ισχυ­ρί­ζε­σαι ότι ο θεί­ος και θαυ­μά­σιος Επι­φά­νιος[Πρό­κει­ται για τον επί­σκο­πο Σαλα­μί­νας Κύπρου(315–403), ο οποί­ος φέρε­ται ότι έγρα­ψε μετα­ξύ άλλων και ένα έργο εναν­τί­ον των αγί­ων εικό­νων, τη γνη­σιό­τη­τα του οποί­ου αμφι­σβη­τεί εδώ ο Ιερός Δαμα­σκη­νός] τις απα­γό­ρευ­σε κατη­γο­ρη­μα­τι­κά, πρώ­τον είναι ενδε­χό­με­νο να είναι ο λόγος του νόθος και πλα­στός, να είναι δηλα­δή κόπος άλλου και να έχει την επω­νυ­μία άλλου, πράγ­μα που πολ­λοί συνη­θί­ζουν να κάνουν. Δεύ­τε­ρον, γνω­ρί­ζου­με ότι ο μακά­ριος Αθα­νά­σιος απα­γό­ρευ­σε να τοπο­θε­τούν τα λεί­ψα­να των αγί­ων σε λει­ψα­νο­θή­κες, ή μάλ­λον διέ­τα­ξε να τα θάβουν στη γη, επει­δή ήθε­λε να καταρ­γή­σει την άτο­πη συνή­θεια των Αιγυ­πτί­ων, οι οποί­οι δεν έθα­βαν τους νεκρούς τους, αλλά τους τοπο­θε­τού­σαν σε κρε­βά­τια και φορεία. Ίσως και ο μέγας Επι­φά­νιος, θέλον­τας να διορ­θώ­σει κάτι τέτοιο, νομο­θέ­τη­σε να μην κατα­σκευά­ζουν εικό­νες, εάν βέβαια δεχθού­με ότι είναι δικός του ο λόγος· για­τί, ότι σκο­πός του δεν ήταν να τις απο­μα­κρύ­νει, το μαρ­τυ­ρεί η εκκλη­σία του ιδί­ου του θεσπέ­σιου Επι­φα­νί­ου, που μέχρι σήμε­ρα είναι στο­λι­σμέ­νη με εικό­νες.

Τρί­τον, το σπά­νιο δεν μπο­ρεί να γίνει νόμος στην Εκκλη­σία, ούτε ένα χελι­δό­νι φέρ­νει την άνοι­ξη, όπως και ο Γρη­γό­ριος ο θεολόγος[Γρηγορίου Θεο­λό­γου, Λόγος 39, P.G.36,352] δέχε­ται και η αλή­θεια είναι ότι ούτε ένας λόγος είναι σε θέση να ανα­τρέ­ψει την παρά­δο­ση όλης της Εκκλη­σί­ας, από τα πέρα­τα της γης μέχρι τα πέρα­τα αυτής.

26. Να δέχε­σαι λοι­πόν το πλή­θος των γρα­φι­κών και πατε­ρι­κών ρήσε­ων, που, αν και η Γρα­φή λέγει: «τ εδωλα τν θνν, ργριον κα χρυσον, ργα χειρν νθρπων (: τα είδω­λα που λατρεύ­ουν οι εθνι­κοί είναι μεν αργυ­ρά και χρυ­σά, όμως δεν παύ­ουν να είναι μέταλ­λα άψυ­χα, τα οποία επε­ξερ­γά­στη­καν και τους προ­σέ­δω­σαν τη μορ­φή των ειδώ­λων ανθρώ­πι­να χέρια)» [Ψαλμ.113,12], όμως δεν απα­γο­ρεύ­ει την προ­σκύ­νη­ση άψυ­χων ή χει­ρο­ποί­η­των έργων, αλλά των εικό­νων των δαι­μό­νων.

27. Ότι βέβαια οι προ­φή­τες προ­σκύ­νη­σαν αγγέ­λους και ανθρώ­πους και βασι­λείς και ασε­βείς και ράβδο, έχει λεχθεί· λέει επί­σης και ο Δαβίδ: «ψοτε Κύριον τν Θεν μν κα προ­σκυ­νετε τ ποπο­δί τν ποδν ατο, τι γιός στι(: Κατα­νο­ή­στε λοι­πόν το ύψος του Κυρί­ου και αντά­ξια προς το ύψος αυτό δοξο­λο­γεί­τε Κύριο τον Θεό μας και προ­σκυ­νεί­τε με ευλά­βεια τον τόπο μέσα στον Ναό της Σιών, επά­νω στον οποίο πατούν οι πόδες Του, διό­τι είναι αυτός τόπος ιερός και άγιος)»[Ψαλμ.98,5]· [«Υπο­πό­διο» είναι το στή­ριγ­μα που έβα­ζαν κάτω από τα πόδια τους]. Ο Ησα­ΐ­ας εξ ονό­μα­τος του Θεού λέει: « ορανός μοι θρό­νος, δ γ ποπό­διον τν ποδν μου· ποον οκον οκοδο­μή­σε­τέ μοι; κα ποος τόπος τς κατα­παύ­σε­ώς μου;(: ο ουρα­νός ολό­κλη­ρος είναι θρό­νος μου, ενώ η γη είναι στή­ριγ­μα κάτω από τα πόδια μου. Ποιο λοι­πόν οίκο θα οικο­δο­μή­σε­τε για Εμέ­να, ικα­νό να με περι­λά­βει; Και ποιος τόπος είναι κατάλ­λη­λος για να ανα­παυ­θώ;)»[ Ησ. 66,1]. Ο ουρα­νός και η γη στον καθέ­να είναι φανε­ρό ότι είναι κτί­σμα­τα. Και ο Μωυ­σής επί­σης και ο Ααρών μαζί με όλο τον λαό προ­σκύ­νη­σαν χει­ρο­ποί­η­τα πράγ­μα­τα.

Λέει λοι­πόν ο Παύ­λος, ο χρυ­σός μελω­δός (τέτ­τιξ) της Εκκλη­σί­ας στην προς Εβραί­ους επι­στο­λή: «Χριστς δ παρα­γε­νό­με­νος ρχιε­ρες τν μελ­λόν­των γαθν δι τς μεί­ζο­νος κα τελειο­τέ­ρας σκηνς, ο χει­ρο­ποι­ή­του, τοτ᾿ στιν ο ταύ­της τς κτί­σε­ως(: Αντί­θε­τα ο Χρι­στός ήλθε ως αρχιε­ρεύς των μελ­λον­τι­κών αγα­θών, των αγα­θών δηλα­δή της Και­νής Δια­θή­κης. Και εισήλ­θε στα επου­ρά­νια Άγια των Αγί­ων μέσα από μια ανώ­τε­ρη και τελειό­τε­ρη σκη­νή, που δεν κατα­σκευά­στη­κε από χέρια ανθρώ­πων. Δηλα­δή δεν εισήλ­θε μέσα από μια επί­γεια σκη­νή, όπως ήταν η Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου, αλλά δεδο­μέ­νου ότι το σώμα Του ήταν η σκη­νή και κατοι­κία του Θεού Λόγου, ασυγ­κρί­τως ανώ­τε­ρη και τελειό­τε­ρη, εισήλ­θε μέσα από τη σκη­νή αυτή του σώμα­τός Του. Ακρι­βώς μάλι­στα το σώμα Του αυτό, επει­δή συνε­λή­φθη εκ Πνεύ­μα­τος Αγί­ου, δεν προ­ερ­χό­ταν από την κτί­ση αυτή, αλλά από νέα πνευ­μα­τι­κή κτί­ση)»[ Εβρ.9,11]· και πάλι ο Χρι­στός δεν εισήλ­θε σε χει­ρο­ποί­η­τα άγια, αντί­γρα­φα των αλη­θι­νών, αλλά στον ουρα­νό: «Ο γρ ες χει­ρο­ποί­η­τα για εσλθεν Χρι­στός, ντί­τυ­πα τν ληθινν, λλ᾿ ες ατν τν ορανόν, νν μφα­νι­σθναι τ προ­σώπ το Θεο πρ μν(: διό­τι ο Χρι­στός δεν μπή­κε σε Άγια Αγί­ων που έκτι­σαν άνθρω­ποι και απο­τε­λούν απο­μί­μη­ση και εικό­να των αλη­θι­νών Αγί­ων˙ αλλά μπή­κε στον ίδιο τον ουρα­νό, για να παρου­σια­στεί τώρα μπρο­στά στο πρό­σω­πο του Θεού και να πρε­σβεύ­ει για μας)»[Εβρ.9,24]. Ώστε τα προ­η­γού­με­να άγια και η σκη­νή και όλα όσα υπήρ­χαν μέσα σε αυτήν ήταν χει­ρο­ποί­η­τα, και ότι τα προ­σκυ­νού­σαν κανείς δεν αντι­λέ­γει.

Μαρ­τυ­ρί­ες παλαιών και δοκί­μων Πατέ­ρων περί των ιερών εικό­νων.

[Στο εξής ο ιερός Δαμα­σκη­νός παρα­θέ­τει και σχο­λιά­ζει μαρ­τυ­ρί­ες παλαιό­τε­ρών του δοκί­μων πατέ­ρων για τις ιερές εικό­νες· βλ. Migne, P. G. 94,1260A]

28. Του αγί­ου Διο­νυ­σί­ου του Αρε­ο­πα­γί­τη από την επι­στο­λή προς Τίτον:

«Χρή τοι­γα­ρον κα μς ντ τς δημώ­δους περ ατν πολή­ψε­ως εσω τν ερν συμ­βό­λων ερο­πρεπς δια­λα­βεν κα μηδ τιμά­ζειν ατ τν θεί­ων ντα χαρα­κτή­ρων κγο­να κα ποτυ­πώ­μα­τα κα εκόνας μφα­νες τν πορ­ρή­των κα περ­φυν θεα­μά­των (:Πρέ­πει λοι­πόν και εμείς, αντί να έχου­με την απλοϊ­κή γι’ αυτά τα πράγ­μα­τα αντί­λη­ψη, να διεισ­δύ­σου­με ιερο­πρε­πώς στο βαθύ­τε­ρο νόη­μα των ιερών συμ­βό­λων και να μην ατι­μά­ζου­με αυτά που είναι καρ­ποί και απο­τυ­πώ­σεις και φανε­ρές εικό­νες των άγνω­στων και υπερ­φυ­σι­κών θεα­μά­των)».

29. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:)Πρό­σε­ξε ότι είπε να μην ατι­μά­ζου­με τις εικό­νες των αγί­ων.

30. Επί­σης του αγί­ου Διο­νυ­σί­ου του Αρε­ο­πα­γί­του, από το σύγ­γραμ­μά του «Περί θεί­ων ονο­μά­των»:

«Ταύ­της κα μες μεμυ­ή­με­θα· νν μν ναλό­γως μν δι τν ερν παρα­πε­τα­σμά­των τς τν λογί­ων κα εραρ­χικν παρα­δό­σε­ων φιλαν­θρω­πί­ας ασθη­τος τ νοητ κα τος οσι τ περού­σια περι­κα­λυ­πτού­σης κα μορφς κα τύπους τος μορ­φώ­τοις τε κα τυπώ­τοις περι­τι­θεί­σης κα τν περ­φυ κα σχη­μά­τι­στον πλό­τη­τα τ ποι­κι­λί τν μεριστν συμ­βό­λων πλη­θυού­σης τε κα δια­πλατ­τού­σης(:Σ’ αυτήν έχου­με μυη­θεί και εμείς· τώρα δηλα­δή ανά­λο­γα με τη δυνα­τό­τη­τά μας, κατα­νο­ού­με τα θεία πράγ­μα­τα μέσα από τα ιερά παρα­πε­τά­σμα­τα της φιλαν­θρω­πί­ας των λογί­ων και ιεραρ­χι­κών παρα­δό­σε­ων, η οποία καλύ­πτει τα νοη­τά με τα αισθη­τά και τα υπε­ρού­σια με αυτά που υπάρ­χουν, και δίνει μορ­φές και τύπους σε αυτά που είναι χωρίς μορ­φή και τύπο, και με την ποι­κι­λία των επί μέρους συμ­βό­λων πλη­θύ­νει και δια­πλά­θει την υπερ­φυ­σι­κή και ασχη­μά­τι­στη απλό­τη­τα)».

31. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:) Εάν είναι πρά­ξη φιλαν­θρω­πί­ας το να δίνει κανείς μορ­φές και τύπους σε αυτά που είναι ατύ­πω­τα και αμορ­φο­ποί­η­τα και στα απλά και ασχη­μά­τι­στα, ανά­λο­γα προς τις δικές μας προ­σλαμ­βά­νου­σες παρα­στά­σεις, πώς να μη εικο­νί­σου­με, ανά­λο­γα προς τη δική μας αντι­λη­πτι­κή ικα­νό­τη­τα, αυτά που έγι­ναν ορα­τά με μορ­φές και σχή­μα­τα, για να δια­τη­ρού­με τη μνή­μη τους και από τη μνή­μη να παρα­κι­νού­μα­στε προς μίμη­ση;

32. Του αγί­ου Διο­νυ­σί­ου του Αρε­ο­πα­γί­του, από το σύγ­γραμ­μά του «Περί εκκλη­σια­στι­κής ιεραρ­χί­ας»:

«λλ’ α μν πρ μς οσίαι κα τάξεις, ν δη μνή­μην ερν ποι­η­σά­μην, σώμα­τοί τέ εσι, κα νοητ κα περ­κό­σμιός στιν κατ’ ατς εραρ­χία. Τν καθ’ μς δ ρμεν ναλό­γως μν ατος τ τν ασθητν συμ­βό­λων ποι­κι­λί πλη­θυ­νο­μέ­νην, φ’ ν εραρ­χικς π τν νοειδ θέω­σιν ν συμ­με­τρί τ καθ’ μς ναγό­με­θα θεόν τε κα θεί­αν ρετήν, α μν ς νόες νοοσιν κατ τ ατας θεμι­τόν, μες δ ασθη­τας εκόσιν π τς θεί­ας, ς δυνα­τόν, ναγό­με­θα θεω­ρί­ας (:Αλλά οι ουσί­ες και οι τάξεις που βρί­σκον­ται πάνω από μας, τις οποί­ες μνη­μό­νευ­σα ήδη με τρό­πο ιερό, είναι ασώ­μα­τες και η μετα­ξύ τους ιεράρ­χη­ση είναι νοη­τή και υπερ­κό­σμια.

Τη δική μας όμως ιεραρ­χία τη βλέ­που­με, ανά­λο­γα με τη δυνα­τό­τη­τά μας, να πλη­θύ­νε­ται με την ποι­κι­λία των αισθη­τών συμ­βό­λων, με τα οποία ιεραρ­χι­κώς ανα­γό­μα­στε στην ενιαία θέω­ση, στον Θεό δηλα­δή και στη θεία αρε­τή, συμ­με­τρι­κά προς τα δικά μας. Οι νοε­ρές βέβαια τάξεις κατα­νο­ούν όσο επι­τρέ­πε­ται σε αυτές, ενώ εμείς με αισθη­τές εικό­νες ανα­γό­μα­στε στις θεί­ες θεω­ρί­ες, όσο είναι δυνα­τό)».

33. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:) Εφό­σον λοι­πόν ανά­λο­γα με τις δυνά­μεις μας ανα­γό­μα­στε με αισθη­τές εικό­νες στη θεϊ­κή και άυλη θεω­ρία και η θεία πρό­νοια από φιλαν­θρω­πία, για τη δική μας χει­ρα­γω­γία, περι­βάλ­λει με τύπους και σχή­μα­τα τα ασχη­μά­τι­στα και ατύ­πω­τα, για­τί είναι απρε­πές να εικο­νί­ζου­με, ανά­λο­γα με τη δική μας φύση, Εκεί­νον που κατα­δέ­χτη­κε να πάρει και σχή­μα και μορ­φή και από φιλαν­θρω­πία για μας να γίνει ορα­τός ως άνθρω­πος με τρό­πο φυσι­κό;

Παρά­δο­ση που μας έρχε­ται από πολύ παλιά, ανα­φέ­ρει ότι ο Αύγα­ρος, ο βασι­λιάς της Έδεσ­σας, από τη φήμη του Κυρί­ου πυρ­πο­λή­θη­κε με θείο έρω­τα και έστει­λε πρέ­σβεις να τον παρα­κα­λέ­σουν να τον επι­σκε­φθεί. Εάν όμως αρνιό­ταν να κάνει αυτό, τους πρό­στα­ξε να κάνουν το ομοί­ω­μά Του σε ζωγρά­φο. Επει­δή το γνώ­ρι­ζε αυτό Εκεί­νος, που γνω­ρί­ζει τα πάν­τα και όλα τα μπο­ρεί, πήρε ένα πανί και τοπο­θε­τών­τας το στο πρό­σω­πό Του, απο­τύ­πω­σε σε αυτό τη μορ­φή Του και αυτό σώζε­ται μέχρι σήμε­ρα[:εδώ ο Ιερός Δαμα­σκη­νός ανα­φέ­ρε­ται στο άγιο Μαν­δή­λιο της Έδεσ­σας, όπου κατά την παρά­δο­ση έχει απο­τυ­πω­θεί το πρό­σω­πο του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού].

34. Του αγί­ου Βασι­λεί­ου από τον λόγο του στον Μακά­ριο Βαρ­λα­άμ τον μάρ­τυ­ρα, του οποί­ου λόγου η αρχή είναι προ­η­γου­μέ­νως οι θάνα­τοι των αγί­ων:

«νάστη­τέ μοι νν, λαμ­προ τν θλη­τικν κατορ­θω­μά­των ζωγρά­φοι, τν το στρα­τη­γο κολο­βω­θεσαν εκόνα τας μετέ­ραις μεγα­λύ­να­τε τέχναις· μαυ­ρό­τε­ρον παρ’ μο τν στε­φα­νί­την γρα­φέν­τα τος τς μετέ­ρας σοφί­ας περι­λάμ­ψα­τε χρώ­μα­σιν. πέλ­θω τ τν ριστευ­μά­των το μάρ­τυ­ρος παρ’ μν νενι­κη­μέ­νος γραφ· χαί­ρω τν τοιαύ­την τς μετέ­ρας σχύ­ος σήμε­ρον ττώ­με­νος νίκην· δω τς χειρς πρς τ πρ κρι­βέ­στε­ρον παρ’ μν γρα­φο­μέ­νην τν πάλην· δω φαι­δρό­τε­ρον π τς μετέ­ρας τν παλαιστν γεγραμ­μέ­νον εκόνος. Κλαυ­σά­τω­σαν δαί­μο­νες κα νν τας το μάρ­τυ­ρος ν μν ριστεί­αις πλητ­τό­με­νοι. Φλε­γο­μέ­νη πάλιν ατος χερ κα νικσα δει­κνύ­σθω. γγρα­φέ­σθω τ πίνα­κι κα τν παλαι­σμά­των γωνο­θέ­της Χρι­στός, δόξα ες τος αἰῶνας (:Σηκω­θεί­τε τώρα, εξαί­ρε­τοί μου ζωγρά­φοι των αθλη­τι­κών κατορ­θω­μά­των και με τις τέχνες σας δώστε μεγα­λο­πρέ­πεια στην παρα­μορ­φω­μέ­νη εικό­να του στρα­τη­γού˙ επει­δή εγώ περιέ­γρα­ψα αμυ­δρά τον στε­φα­νω­μέ­νο με τη νίκη, δώστε του εσείς τη λάμ­ψη που του πρέ­πει με τα χρώ­μα­τα της σοφί­ας σας. Θα απο­χω­ρή­σω εγώ ηττη­μέ­νος από τη δική σας παρά­στα­ση των κατορ­θω­μά­των του μάρ­τυ­ρα. Χαί­ρο­μαι που σήμε­ρα ηττώ­μαι από μια τέτοια νίκη της δικής σας δυνάμεως.Βλέπω ζωγρα­φι­σμέ­νη από σας με περισ­σό­τε­ρη ακρί­βεια την πάλη του χεριού με τη φωτιά. Βλέ­πω πιο φωτει­νά τον παλαι­στή ζωγρα­φι­σμέ­νο στη δική σας εικό­να. Ας κλά­ψουν οι δαί­μο­νες και τώρα που χάρη σε σας πλήτ­τον­ται από τα αρι­στεία του μάρ­τυ­ρα. Ας επι­δει­χθεί και πάλι σε αυτούς το χέρι που καί­ε­ται και νικά. Ας ζωγρα­φι­σθεί στην εικό­να και ο αγω­νο­θέ­της της πάλης Χρι­στός, στον οποίο ανή­κει η δόξα αιώ­νια)».

35. Επί­σης του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου, από τα τριάν­τα κεφά­λαια προς Αμφι­λό­χιον Περί του αγί­ου Πνεύ­μα­τος (από το κεφά­λαιο 17):

«τι βασι­λες λέγε­ται κα το βασι­λέ­ως εκών, κα ο δύο βασι­λες· οτε γρ τ κρά­τος σχί­ζε­ται οτε δόξα δια­με­ρί­ζε­ται. ς γρ κρα­τοσα μν ρχ κα ξου­σία μία, οτως κα παρ’ μν δοξο­λο­γία μία κα ο πολ­λαί, διό­τι τς εκόνος τιμ π τ πρω­τό­τυ­πον δια­βαί­νει. ον στιν νταθα μιμη­τικς εκών, τοτο κε φυσικς υός. Κα σπερ π τν τεχνητν κατ τν μορφν μοί­ω­σις, οτω κα π τς θεί­ας κα συν­θέ­του φύσε­ως ν τ κοι­νω­νί τς θεό­τη­τός στιν νωσις(:Επει­δή και η εικό­να του βασι­λιά λέγε­ται βασι­λιάς, δεν υπάρ­χουν δυο βασι­λείς· για­τί ούτε το κρά­τος διαι­ρεί­ται, ούτε η δόξα μοι­ρά­ζε­ται. Όπως λοι­πόν η αρχή και η εξου­σία που μας κυβερ­νά είναι μία, έτσι και σε εμάς η δοξο­λο­γία είναι μία και όχι πολ­λές, για­τί η τιμή της εικό­νας μετα­βαί­νει στο πρω­τό­τυ­πο. Αυτό λοι­πόν που εδώ είναι η εικό­να κατ΄ απο­μί­μη­ση, εκεί είναι φυσι­κώς ο Υιός. Και όπως τα τεχνη­τά πράγ­μα­τα η ομοί­ω­ση ανα­φέ­ρε­ται στη μορ­φή, έτσι και στη θεία και ασύν­θε­τη φύση η ένω­ση υπάρ­χει στην κοι­νω­νία της θεό­τη­τας)».

36. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:) Αν η εικό­να του βασι­λιά είναι ο βασι­λιάς, και η εικό­να του Χρι­στού είναι ο Χρι­στός και η εικό­να του αγί­ου είναι ο άγιος, και ούτε το κρά­τος διαι­ρεί­ται ούτε η δόξα μοι­ρά­ζε­ται, αλλά η δόξα της εικό­νας γίνε­ται δόξα του εικο­νι­ζό­με­νου. Οι δαί­μο­νες φοβούν­ται τους αγί­ους και φεύ­γουν από τη σκιά τους· σκιά όμως είναι και η εικό­να και την κατα­σκευά­ζω ως διώ­κτρια των δαι­μό­νων. Αν όμως ισχυ­ρί­ζε­σαι ότι πρέ­πει μόνο νοε­ρά να ενώ­νε­σαι με το Θεό, κατάρ­γη­σε όλα τα υλι­κά, τα φώτα, το ευω­δια­στό θυμί­α­μα, την ίδια την προ­σευ­χή που γίνε­ται με τη φωνή, τα ίδια τα θεία μυστή­ρια που τελούν­ται με υλι­κά στοι­χεία, τον άρτο, τον οίνο, το λάδι του χρί­σμα­τος, το σχή­μα του σταυ­ρού. Για­τί όλα αυτά είναι ύλη· ο σταυ­ρός, το σφουγ­γά­ρι και το καλά­μι, η λόγ­χη που τρύ­πη­σε τη ζωη­φό­ρο πλευρά.Ή κατάρ­γη­σε λοι­πόν τον σεβα­σμό όλων αυτών, πράγ­μα αδύ­να­το, ή μην αρνεί­σαι ούτε την τιμή των εικό­νων.

Δίνε­ται θεία χάρη στα υλι­κά στοι­χεία με την προ­σα­γό­ρευ­ση των εικο­νι­ζό­με­νων. Όπως είναι φτω­χό το κογ­χύ­λι καθε­αυ­τό [:το θαλασ­σι­νό κογ­χύ­λι που ανα­φέ­ρει εδώ ο ιερός συγ­γρα­φέ­ας ήταν εκεί­νο από το οποίο παρα­γό­ταν το βαθύ κόκ­κι­νο χρώ­μα με το οποίο έβα­φαν τις πολυ­τε­λείς βασι­λι­κές αλουρ­γί­δες.] και το μετά­ξι και το ιμά­τιο που υφαί­νε­ται και από τα δύο, και δεν έχει καμιά αξία καθε­αυ­τό, αν όμως το φορέ­σει ο βασι­λιάς, από την αξία που υπάρ­χει σε αυτόν που το φορά­ει, δίνε­ται και στο ένδυ­μα, έτσι και τα υλι­κά στοι­χεία, αυτά καθε­αυ­τά βέβαια είναι απρο­σκύ­νη­τα, όταν όμως ο εικο­νι­ζό­με­νος είναι γεμά­τος χάρη, μετέ­χουν κι αυτά στη χάρη[Οι εικό­νες είναι φορείς της θεί­ας χάρι­τος, ανά­λο­γης προς τη χάρη του εικο­νι­ζό­με­νου] ανά­λο­γα με την πίστη. Τον Κύριο τον είδαν οι από­στο­λοι με τα σωμα­τι­κά μάτια και τους απο­στό­λους τους είδαν άλλοι και τους μάρ­τυ­ρες άλλοι. Ποθώ και εγώ να τους βλέ­πω με την ψυχή και το σώμα και να τους έχω φάρ­μα­κο που απο­μα­κρύ­νει τα κακά, επει­δή έχει πλα­σθεί με διπλή φύση, και βλέ­πον­τας προ­σκυ­νώ αυτό που φαί­νε­ται όχι ως Θεό, αλλά ως τίμιο εικό­νι­σμα τιμί­ων προ­σώ­πων.

Εσύ ίσως έγι­νες υψη­λός και άυλος και πάνω από το σώμα και σαν άσαρ­κος περι­φρο­νείς καθε­τί που βλέ­πε­ται, εγώ όμως, επει­δή είμαι άνθρω­πος και φέρω σώμα, ποθώ και σωμα­τι­κώς να επι­κοι­νω­νώ και να βλέ­πω τα άγια πράγ­μα­τα. Δεί­ξε συγ­κα­τά­βα­ση στο ταπει­νό μου φρό­νη­μα, συ ο υψη­λός, για να δια­τη­ρή­σεις το δικό σου το υψη­λό. Ο Χρι­στός δέχε­ται τον πόθο μου γι’ Αυτόν και τους φίλους Του, για­τί χαί­ρε­ται ο Κύριος όταν εγκω­μιά­ζε­ται ο ευγνώ­μων δού­λος, είπε ο μέγας Βασί­λειος, εγκω­μιά­ζον­τας τους Σαράν­τα μάρ­τυ­ρες.

Πρό­σθε­σε όμως και αυτά που λέει και στον αεί­μνη­στο Γόρ­διο τιμών­τας τον με το λόγο του.

37. Του αγί­ου Βασι­λεί­ου από τον λόγο του στο μάρ­τυ­ρα Γόρ­διο.

«Εφραί­νον­ται λαο εφρο­σύ­νην πνευ­μα­τικν π μόν τ πομνή­σει τν τος δικαί­οις κατωρ­θω­μέ­νων ες ζλον κα μίμη­σιν τν γαθν, φ’ ν κού­ου­σιν, ναγό­με­νοι· γρ τν επολι­τεύ­των νδρν στο­ρία οόν τι φς τος σζομέ­νοις πρς τν το βίου δν μποιε. Κα μετ’ λίγα· στε, ταν διη­γώ­με­θα τος βίους τν δια­πρε­ψάν­των ν εσεβεί, δοξά­ζο­μεν πρτον τν δεσπό­την δι τν δού­λων, γκω­μιά­ζο­μεν δ τος δικαί­ους δι τς μαρ­τυ­ρί­ας, ν σμεν, εφραί­νο­μεν δ τος λαος δι τς κος τν καλν (:Οι λαοί αισθά­νον­ται πνευ­μα­τι­κή ευφρο­σύ­νη και με μόνη την ανά­μνη­ση αυτών που έχουν κατορ­θώ­σει οι δίκαιοι, παρα­κι­νού­με­νοι σε άμιλ­λα και μίμη­ση των αγα­θών από αυτά που ακού­νε· για­τί η εξι­στό­ρη­ση της καλής πολι­τεί­ας των αγί­ων ανδρών σαν κάποιο φως οδη­γεί τους σωζό­με­νους στον δρό­μο της ζωής. Και ύστε­ρα από μερι­κά. Ώστε, όταν διη­γού­μα­στε τους βίους εκεί­νων που διέ­πρε­ψαν με την ευσέ­βεια τους, δοξά­ζου­με πρώ­τα τον Κύριο μέσω των δού­λων, και εγκω­μιά­ζου­με τους δίκαιους μέσω της μαρ­τυ­ρί­ας αυτών που ξέρου­με, και ευφραί­νου­με τους λαούς με την ακρό­α­ση των καλών έργων)».

38. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:) Πρό­σε­χε ότι η μνή­μη των αγί­ων απο­τε­λεί δόξα του Θεού, εγκώ­μιο των αγί­ων και χαρά και σωτη­ρία των λαών. Για­τί λοι­πόν την αφαι­ρείς; Ότι η μνή­μη γίνε­ται με τον λόγο και τις εικό­νες το λέει ο ίδιος ο θεσπέ­σιος Μέγας Βασί­λειος.

39. Από τον ίδιο λόγο του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου στον μάρ­τυ­ρα Γόρ­διο.

«σπερ γρ τ πυρ ατομά­τως πεται τ φωτί­ζειν κα τ μύρ τ εωδεν, οτω κα τας γαθας πρά­ξε­σιν ναγ­καί­ως κολου­θε τ φέλι­μον. Καί­τοι οδ τοτο μικρόν, κριβς τυχεν τς ληθεί­ας τν τότε· μυδρ γάρ τις μνή­μη ες μς διε­δό­θη τς π τν γώνων νδρα­γα­θί­ας το νδρς διασ ζου­σα. Καί πως δοκε τ καθ’ μς τ τν ζωγρά­φων προ­σε­οι­κέ­ναι· κα γρ κενοι, πειδν ξ εκόνων μετα­γρά­φω­σι τς εκόνας, πλεστον ς εκς τν ρχε­τύ­πων πολιμ­πά­νον­ται, κα μς ατς τς θέας τν πραγ­μά­των πολει­φθέν­τας κίν­δυ­νος ο μικρς τν λήθειαν λαττσαι (:Όπως αυτό­μα­τα τη φωτιά την ακο­λου­θεί ο φωτι­σμός και το μύρο η μυρου­διά, έτσι και τις αγα­θές πρά­ξεις κατ΄ ανάγ­κη τις ακο­λου­θεί το ωφέ­λι­μο. Αν και αυτό δεν είναι μικρό πράγ­μα, ας δού­με με ακρί­βεια την αλή­θεια αυτών που έγι­ναν τότε˙ για­τί σε μας δια­σώ­θη­κε κάποια αμυ­δρή ανά­μνη­ση που δια­σώ­ζει τις ανδρα­γα­θί­ες των αγώ­νων του μάρ­τυ­ρα. Φαί­νε­ται πως το έργο μας μοιά­ζει κάπως με εκεί­νο των ζωγρά­φων, για­τί εκεί­νοι, όταν κάνουν τις εικό­νες αντι­γρά­φον­τας άλλες εικό­νες, είναι φυσι­κό να απο­μα­κρύ­νον­ται κατά πολύ από τα πρω­τό­τυ­πα. Και εμείς που βρι­σκό­μα­στε μακριά από του να έχου­με δει τα πράγ­μα­τα, δεν είναι μικρός ο κίν­δυ­νος να μειώ­σου­με την αλή­θεια)».

40. Και στο τέλος του ιδί­ου λόγου: «ς γρ τν λιον ε καθορντες ε θαυ­μά­ζο­μεν, οτω κα το νδρς κεί­νου ε νεαρν τν μνή­μην χομεν (:Όπως βλέ­πον­τας διαρ­κώς τον ήλιο, πάν­το­τε τον θαυ­μά­ζου­με, έτσι και του αγί­ου εκεί­νου δια­τη­ρού­με πάν­το­τε ζων­τα­νή τη μνή­μη)».

41. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:). Είναι φανε­ρό ότι τον βλέ­που­με διαρ­κώς με τον λόγο και τα εικο­νί­σμα­τα.

42. Και στον λόγο του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου όμως για τους υπέρ­τι­μους Σαράν­τα μάρ­τυ­ρες λέει τα έξης.

«Μαρ­τύ­ρων δ μνή­μης τίς ν γένοι­το κόρος τ φιλο­μάρ­τυ­ρι; Διό­τι πρς τος γαθος τν μοδού­λων τιμ πόδει­ξιν χει τς πρς τν κοινν δεσπό­την ενοί­ας (:Πώς θα ήταν δυνα­τό να επέλ­θει κόρος της μνή­μης των μαρ­τύ­ρων στον φιλομάρτυρα;Γιατί η τιμή που απο­δί­δουν οι ομό­δου­λοι προς τους αγα­θούς, φανε­ρώ­νει την καλή διά­θε­ση προς τον κοι­νό Δεσπό­τη)».

Και πάλι: «Μακά­ρι­σον γνη­σί­ως τν μαρ­τυ­ρή­σαν­τα, να γέν μάρ­τυς τ προ­αι­ρέ­σει κα κβς χωρς διωγ­μο, χωρς πυρός, χωρς μαστί­γων τν ατν κεί­νοις παί­νων ξιω­μέ­νος (:Μακά­ρι­σε ειλι­κρι­νά αυτόν που μαρ­τύ­ρη­σε, για να γίνεις και εσύ μάρ­τυ­ρας ως προς την προ­αί­ρε­ση και να βρε­θείς χωρίς διωγ­μό, χωρίς φωτιά, χωρίς μαστί­για αξιω­μέ­νος με τους ίδιους με εκεί­νους επαί­νους)».

43. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:). Πώς λοι­πόν με εμπο­δί­ζεις από την τιμή των αγί­ων και με φθο­νείς για τη σωτη­ρία;

Το ότι πάλι ανα­γνω­ρί­ζει ότι είναι συνυ­φα­σμέ­νη η χρω­μα­τι­κή μορ­φή με τον λόγο, άκου τον ίδιο άγιο που λίγο πιο κάτω λέει:

44. Του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου.

«Δερο δ ον ες μέσον ατος γαγόν­τες δι τς πομνή­σε­ως κοινν τν π’ ατν φέλειαν τος παροσι κατα­στη­σώ­με­θα, προ­δεί­ξαν­τες πσιν σπερ ν γραφ τς τν νδρν ριστεί­ας(:Εμπρός λοι­πόν, αφού τους φέρου­με ανά­με­σά μας, ας κάνου­με με την υπό­μνη­σή μας κοι­νή στους παρόν­τες την ωφέ­λεια από αυτούς, δεί­χνον­τας σε όλους σαν σε ζωγρα­φιά τα κατορ­θώ­μα­τα των αγί­ων)».

45. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:) Βλέ­πεις πως το έργο της εικό­νας και του λόγου είναι ένα; «ς ν γραφ (:σαν σε ζωγρα­φιά)», είπε, «προ­δεί­ξω­μεν τ λόγ(:να τα παρου­σιά­σου­με με τον λόγο)».

46. Και πάλι στη συνέ­χεια του ίδιου λόγου:

«πε κα πολέ­μων νδρα­γα­θή­μα­τα κα λογο­γρά­φοι πολ­λά­κις κα ζωγρά­φοι δια­ση­μαί­νου­σιν, ο μν τ λόγ κοσμοντες, ο δ τος πίνα­ξιν γχα­ράτ­τον­τες, κα πολ­λος πήγει­ραν ες νδρεί­αν κάτε­ροι. γρ λόγος τς στο­ρί­ας δι τς κος παρί­στη­σι, τατα γρα­φικ σιωπσα δι μιμή­σε­ως δεί­κνυ­σι (:Επει­δή πολ­λές φορές και οι λογο­γρά­φοι και οι ζωγρά­φοι εκφρά­ζουν τα κατορ­θώ­μα­τα των πολέ­μων, οι πρώ­τοι κοσμών­τας τα με τον λόγο, και οι δεύ­τε­ροι σχε­διά­ζον­τάς τα σε εικό­νες, παρα­κί­νη­σαν πολ­λούς στην ανδρεία και οι δυο. Για­τί, όσα παρι­στά­νει ο λόγος της εξι­στό­ρη­σης με την ακρό­α­ση, τα ίδια δεί­χνει και η ζωγρα­φι­κή σιω­πη­ρά με τη μίμη­ση)».

47. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:). Τι από αυτά είναι πιο φεγ­γο­βό­λο για να απο­δεί­ξει ότι οι εικό­νες είναι βιβλία για τους αγράμ­μα­τους και κήρυ­κες ακα­τά­παυ­στοι της τιμής των αγί­ων, που με την άηχη φωνή τους διδά­σκουν εκεί­νους που τις βλέ­πουν και αγιά­ζουν την δρά­ση τους; Δεν έχω βιβλία, δεν έχω και­ρό να δια­βά­σω, μπαί­νω στο κοι­νό ιατρείο των ψυχών, στην εκκλη­σία, ενώ με πνί­γουν οι λογι­σμοί σαν αγκά­θια˙ με τρα­βά­ει η ομορ­φιά της ζωγρα­φι­κής να δω και σαν λει­μώ­νας ευχα­ρι­στεί τη δρά­ση μου και ασυ­ναί­σθη­τα βάζει μέσα στην ψυχή μου τη δόξα του Θεού. Βλέ­πω την καρ­τε­ρι­κό­τη­τα του μάρ­τυ­ρα, την αντα­πό­δο­ση των στε­φα­νιών και σαν φωτιά ανά­βει ο ζήλος και η προ­θυ­μία μου και πέφτον­τας προ­σκυ­νώ τον Θεό μέσω του μάρ­τυ­ρος και κερ­δί­ζω τη σωτη­ρία.

Δεν έχεις ακού­σει τον ίδιο θεο­φό­ρο πατέ­ρα που λέει στον λόγο του στην αρχή των ψαλ­μών, ότι επει­δή το άγιο Πνεύ­μα γνω­ρί­ζει ότι το ανθρώ­πι­νο γένος οδη­γεί­ται δύσκο­λα προς την αρε­τή και είναι ράθυ­μο, ανέ­μι­ξε το μέλος με τις ψαλ­μω­δί­ες; Τι λες; Δεν θα παρα­στή­σω και με τον λόγο και με τα χρώ­μα­τα το μαρ­τύ­ριο των μαρ­τύ­ρων και δεν θα το αγκα­λιά­σω και με τα μάτια και με τα χεί­λια αυτό το θαυ­μα­στό και στους αγγέ­λους και σε όλη την κτί­ση, αλλά οδυ­νη­ρό στο Διά­βο­λο, και φοβε­ρό στους δαί­μο­νες, όπως είπε ο ίδιος ο φωστή­ρας της Εκκλη­σί­ας;

Και τι λέει προς το τέλος του λόγου, εγκω­μιά­ζον­τας τους Σαράν­τα μάρ­τυ­ρες;

« χορς γιος, σύστη­μα ερόν, συνα­σπι­σμς ρρα­γής, κοι­νο φύλα­κες το γένους τν νθρώ­πων, γαθο κοι­νω­νο φρον­τί­δων, δεή­σε­ων συνερ­γοί, πρε­σβευ­τα δυνα­τώ­τα­τοι, στέ­ρες τς οκου­μέ­νης, νθη τν κκλη­σιν (γ δέ φημι, νοη­τά τε κα ασθη­τά). μς οχ γ κατέ­κρυ­ψεν, λλ’ ορανς πεδέ­ξα­το. νοί­γη­σαν μν παρα­δεί­σου πύλαι, ξιον θέα­μα τ στρα­τι τν γγέ­λων, ξιον πατριάρ­χαις, προ­φή­ταις, δικαί­οις(:Ω χορός άγιος, ω σύστη­μα ιερό, ω συνα­σπι­σμός ακα­τά­λυ­τος, ω κοι­νοί φύλα­κες του ανθρω­πί­νου γένους, αγα­θοί κοι­νω­νοί φρον­τί­δων, βοη­θοί στις δεή­σεις, ισχυ­ρό­τα­τοι πρε­σβευ­τές[πρβ. Ιάκ.5,16: «Πολ σχύ­ει δέη­σις δικαί­ου νερ­γου­μέ­νη(:Γενι­κό­τε­ρα σας προ­τρέ­πω να εξο­μο­λο­γεί­σθε μετα­ξύ σας τις αμαρ­τί­ες σας και να προ­σεύ­χε­σθε ο ένας για χάρη του άλλου, για να για­τρευ­τεί­τε όχι μόνο από τις σωμα­τι­κές σας ασθέ­νειες αλλά και από τις ψυχι­κές. Έχει μεγά­λη δύνα­μη η δέη­ση του δικαί­ου και ενερ­γεί δρα­στι­κά και απο­τε­λε­σμα­τι­κά επι­φέ­ρον­τας μεγά­λες ωφέ­λειες)»], αστέ­ρια της οικου­μέ­νης, άνθη των εκκλη­σιών (εγώ μάλι­στα λέω νοη­τά και αισθητά).Εσάς δεν σας έκρυ­ψε η γη, αλλά σάς υπο­δέ­χτη­κε ο ουρα­νός. Ανοί­χτη­καν για σας οι πύλες του Παρα­δεί­σου, θέα­μα άξιο για τη στρα­τιά των αγγέ­λων, άξιο για τους πατριάρ­χες, τους προ­φή­τες, τους δικαί­ους)».

48. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:). Πώς να μην ποθή­σω να δω, αυτό που ποθούν να δουν οι άγγε­λοι;

Σύμ­φω­να λοι­πόν με αυτούς και ο αδελ­φός του και ομό­γνω­μος Γρη­γό­ριος, ο επί­σκο­πος Νύσης, λέει:

49. Του αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου, Επι­σκό­που Νύσ­σης, από το συμ­πλη­ρω­μα­τι­κό έργο, δηλα­δή από την πραγ­μα­τεία του “Περί κατα­σκευ­ής άνθρω­που”, κεφά­λαιο τέταρ­το.

«σπερ κατ τν νθρω­πί­νην συνή­θειαν ο τς εκόνας τν κρα­τούν­των κατα­σκευά­ζον­τες τόν τε χαρακτρα τς μορφς ναμάσ­σον­ται κα τ περι­βολ τς πορ­φυ­ρί­δος τν βασι­λικν ξίαν συμ­πα­ρα­γρά­φου­σι κα λέγε­ται κατ τν συνή­θειαν κα εκν κα βασι­λεύς, οτω κα νθρω­πί­νη φύσις, πειδ πρς ρχν τν λλων κατε­σκευά­ζε­το, οόν τις μψυ­χος εκν νεστά­θη κοι­νω­νοσα τ ρχε­τύπ κα τς ξίας κα το νόμα­τος. Το ατο κ το πέμ­πτου κεφα­λαί­ου τς ατς πραγ­μα­τεί­ας· Τ δ θεον κάλ­λος ο σχή­μα­τί τινι κα μορφς εμοι­ρί διά τινος εχροί­ας ναγλα­ΐ­ζε­ται, λλ’ ν φράστ μακα­ριό­τη­τι κατ’ ρετν θεω­ρεται. σπερ τοί­νυν τς νθρω­πί­νας μορφς δι χρω­μά­των τινν π τος πίνα­κας ο γρα­φες μετα­φέ­ρου­σι τς οκεί­ας τε κα καταλ­λή­λους βαφς παλεί­φον­τες τ μιμή­μα­τι, ς ν δι’ κρι­βεί­ας τ ρχέ­τυ­πον κάλ­λος μετε­νε­χθείη πρς τ μοί­ω­μα (:Όπως, κατά τη συνή­θεια των ανθρώ­πων, εκεί­νοι που κατα­σκευά­ζουν τις εικό­νες των αρχόν­των απο­τυ­πώ­νουν τον χαρα­κτή­ρα της μορ­φής και με τη στο­λή της πορ­φύ­ρας ζωγρα­φί­ζουν ταυ­τό­χρο­να και τη βασι­λι­κή αξία, και, όπως συνη­θί­ζε­ται, λέγε­ται και εικό­να και βασι­λιάς, έτσι και η ανθρώ­πι­νη φύση, επει­δή δημιουρ­γή­θη­κε για να εξου­σιά­ζει τα αλλά κτί­σμα­τα, έγι­νε σαν μια έμψυ­χη εικό­να που έρχε­ται σε κοι­νω­νία με το αρχέ­τυ­πο και με την αξία και με το όνο­μά του)».

50. Του ιδί­ου, από το πέμ­πτο κεφά­λαιο της ίδιας πραγ­μα­τεί­ας.

«Τ δ θεον κάλ­λος ο σχή­μα­τί τινι κα μορφς εμοι­ρί διά τινος εχροί­ας ναγλα­ΐ­ζε­ται, λλ’ ν φράστ μακα­ριό­τη­τι κατ’ ρετν θεω­ρεται. σπερ τοί­νυν τς νθρω­πί­νας μορφς δι χρω­μά­των τινν π τος πίνα­κας ο γρα­φες μετα­φέ­ρου­σι τς οκεί­ας τε κα καταλ­λή­λους βαφς παλεί­φον­τες τ μιμή­μα­τι, ς ν δι’ κρι­βεί­ας τ ρχέ­τυ­πον κάλ­λος μετε­νε­χθείη πρς τ μοί­ωμ (: Η λαμ­πρό­τη­τα του θεί­ου κάλ­λους δεν παρι­στά­νε­ται με κάποιο σχή­μα και συμ­με­τρι­κή μορ­φή μέσω κάποιου καλού χρώ­μα­τος, αλλά θεω­ρεί­ται με την εμπει­ρία μιας απε­ρί­γρα­πτης μακα­ριό­τη­τας που παρέ­χει η αρε­τή. Όπως λοι­πόν οι ζωγρά­φοι μετα­φέ­ρουν στις εικό­νες με τα χρώ­μα­τα τις ανθρώ­πι­νες μορ­φές, στρώ­νον­τας τις ται­ρια­στές και κατάλ­λη­λες βαφές σε αυτό που μιμούν­ται, για να μετα­φερ­θεί όσο γίνε­ται ακρι­βέ­στε­ρα η ομορ­φιά του αρχε­τύ­που στο ομοί­ω­μα)».

51. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:). Πρό­σε­χε, ότι το θεϊ­κό κάλ­λος δεν λαμ­πρύ­νε­ται με κάποιο σχή­μα και με κάποιο ωραίο χρώ­μα («τ δ θεον κάλ­λος ο σχή­μα­τί τινι κα μορφς εμοι­ρί διά τινος εχροί­ας ναγλα­ΐ­ζε­ται») και γι΄ αυτό δεν εικο­νί­ζε­ται, ενώ η ανθρώ­πι­νη μορ­φή με τα χρώ­μα­τα μετα­φέ­ρε­ται στις εικό­νες.

Εφό­σον λοι­πόν ο Υιός του Θεού παρου­σιά­στη­κε με ανθρώ­πι­νη μορ­φή, παίρ­νον­τας μορ­φή δού­λου, και έγι­νε όμοιος με τους ανθρώ­πους και βρέ­θη­κε κατά το σχή­μα ως άνθρωπος[Φιλ.2,7–8: «λλ᾿ αυτν κένω­σε μορφν δού­λου λαβών, ν μοιώ­μα­τι νθρώ­πων γενό­με­νος, κα σχή­μα­τι ερεθες ς νθρω­πος ταπεί­νω­σεν αυτν γενό­με­νος πήκο­ος μέχρι θανά­του, θανά­του δ σταυ­ρο(:Αλλά κένω­σε τον εαυ­τό Του συγ­κα­λύ­πτον­τας και κρύ­βον­τας για κάποιο διά­στη­μα τη δόξα και το μεγα­λείο της θεό­τη­τός του. Πήρε μορ­φή δού­λου και έγι­νε όμοιος με τους ανθρώ­πους. Και ενώ παρου­σιά­στη­κε με την εξω­τε­ρι­κή όψη του ανθρώ­που, δεν ήταν μόνον άνθρω­πος, όπως φαι­νό­ταν, αλλά ήταν συγ­χρό­νως και Θεός. Και ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό Του δεί­χνον­τας τέλεια υπα­κοή μέχρι θανά­του, και μάλι­στα θανά­του σταυ­ρι­κού, που είναι ο πλέ­ον οδυ­νη­ρός και ατι­μω­τι­κός θάνα­τος)»], πώς δεν θα εικο­νι­σθεί;

Και εφό­σον κατά τη συνή­θεια «λέγε­ται το βασι­λέ­ως εκν βασι­λες(:η εικό­να του βασι­λιά λέγε­ται βασι­λιάς)» και « τς εἰκό­νος τιμή ἐπὶ τὸ πρω­τό­τυ­πον ἀνα­βαί­νει (:η τιμή της εικό­νας μετα­βαί­νει στο πρω­τό­τυ­πο)», όπως λέει ο θεσπέ­σιος Μέγας Βασί­λειος, πώς η εικό­να δεν θα τιμη­θεί και δεν θα προ­σκυ­νη­θεί, όχι ως Θεός, αλλά ως εικό­να του σαρ­κω­μέ­νου Θεού;

52. Του αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Νύσ­σης από λόγο που εκφω­νή­θη­κε στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη για τη θεό­τη­τα του Υιού και του Πνεύ­μα­τος και Εις τον Αβρα­άμ, από τον λόγο 44, του οποί­ου η αρχή είναι «κάτι τέτοιο παθαί­νουν στους ωραί­ους λει­μώ­νες όσοι αρέ­σκον­ται στο να βλέ­πουν τα άνθη». Και ύστε­ρα από μερι­κά λέγει:

«ντεθεν δεσμος πρό­τε­ρον δια­λαμ­βά­νει πατρ τν παδα. Εδον πολ­λά­κις π γραφς εκόνα το πάθους κα οκ δακρυτ τν θέαν παρλθον ναργς τς τέχνης π’ ψιν γού­σης τν στο­ρί­αν. Πρό­κει­ται σακ παρ’ ατ τ θυσια­στη­ρί κλά­σας π τ γόνυ κα περι­ηγ­μέ­νας χων ες τοπίσω τς χερας, δ πιβε­βηκς κατό­πιν τ ποδ τς γκύ­λης κα τ ριστερ χειρ τν κόμην το παιδς πρς αυτν νακλά­σας πικύ­πτει τ προ­σώπ λεεινς πρς ατν ναβλέ­πον­τι κα τν δεξιν καθω­πλι­σμέ­νος τ ξίφει πρς τν σφαγν κατευ­θύ­νει. Κα πτε­ται δη το σώμα­τος το ξίφους κμή, κα τότε ατ γίνε­ται θεό­θεν φων τ ργον κωλύ­ου­σα (:Από εδώ παίρ­νει προ­η­γου­μέ­νως ο πατέ­ρας το παι­δί του δεμέ­νο. Είδα πολ­λές φορές σε τοι­χο­γρα­φία τη σκη­νή του πάθους και δεν προ­σπέ­ρα­σα τη θέα χωρίς να δακρύ­σω, για­τί η τέχνη μου έδει­χνε με ζων­τά­νια την υπόθεση.Παρίσταται ο Ισα­άκ δίπλα στο θυσια­στή­ριο γονα­τι­σμέ­νος και έχον­τας δεμέ­να τα χέρια πίσω, ενώ ο πατέ­ρας πατά­ει πίσω τα λυγι­σμέ­να πόδια και τρα­βών­τας με το αρι­στε­ρό χέρι τα μαλ­λιά του παι­διού προς το μέρος του, σκύ­βει στο πρό­σω­πό του, που τον ατε­νί­ζει με οδύ­νη, και κρα­τών­τας στο δεξί το μαχαί­ρι το κατε­βά­ζει για τη σφα­γή. Και η κόψη του μαχαι­ριού αγγί­ζει κιό­λας το σώμα, και τότε του έρχε­ται φωνή από το Θεό που εμπο­δί­ζει την πρά­ξη)».

53. Του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου από την ερμη­νεία της προς Εβραί­ους Επι­στο­λής:

«Καί πως εκν το δευ­τέ­ρου τ πρτον, Μελ­χι­σεδκ το Χρι­στο, σπερ ν τις εποι σκιν τς γραφς τς ν χρώ­μα­σι τ πρ ταύ­της σκί­α­σμα το γρα­φέ­ως· δι τοτο γρ νόμος καλεται σκιά, δ χάρις λήθεια, πράγ­μα­τα δ τ μέλ­λον­τα. στε μν νόμος κα Μελ­χι­σεδκ προ­σκί­α­σμα τς ν χρώ­μα­σι γραφς, δ χάρις κα λήθεια ν χρώ­μα­σι γρα­φή, τ δ πράγ­μα­τα το μέλ­λον­τος αἰῶνος, ς εναι τν παλαιν τύπου τύπον κα τν νέαν τν πραγ­μά­των τύπον(:Κατά κάποιο τρό­πο το πρώ­το είναι εικό­να του δευ­τέ­ρου, ο Μελ­χι­σε­δέκ του Χρι­στού, όπως θα μπο­ρού­σε κανείς να ονο­μά­σει το αρχι­κό σκια­γρά­φη­μα του ζωγρά­φου σκιά της ζωγρα­φι­κής με χρώματα˙γι’ αυτό και ο νόμος ονο­μά­ζε­ται σκιά, ενώ η χάρη αλή­θεια και πράγ­μα­τα τα μέλ­λον­τα. Ώστε ο νόμος και ο Μελ­χι­σε­δέκ είναι το προ­σχέ­διο της ζωγρα­φι­κής με χρώ­μα­τα, η χάρη και η αλή­θεια είναι η ζωγρα­φι­κή με χρώ­μα­τα, ενώ τα πράγ­μα­τα είναι η μελ­λον­τι­κή αιω­νιό­τη­τα, όπως η Παλαιά Δια­θή­κη είναι τύπος τύπου και η Νέα είναι τύπος των πραγ­μά­των)».

54. Λεον­τί­ου Νεα­πό­λε­ως της Κύπρου από τον λόγο Κατά Ιου­δαί­ων, για την προ­σκύ­νη­ση του σταυ­ρού του Χρι­στού και των εικό­νων των αγί­ων και των ιδί­ων των αγί­ων μετα­ξύ τους και για τα λεί­ψα­να των αγί­ων:

«άν μοι γκαλς πάλιν, ουδαε, λέγων, τι ς θεν προ­σκυν τ ξύλον το σταυ­ρο, δι τί οκ γκα­λες τ ακβ προ­σκυ­νή­σαν­τι π τ κρον τς άβδου; λλ πρό­δη­λον, τι ο τ ξύλον τιμν προ­σε­κύ­νη­σεν, λλ δι το ξύλου τ ωσφ προ­σε­κύ­νη­σεν, σπερ κα μες δι το σταυ­ρο τν Χρι­στόν, λλ’ ο τ ξύλον δοξά­ζο­μεν(:Εάν λοι­πόν με κατη­γο­ρείς πάλι, Ιου­δαίε, λέγον­τας ότι προ­σκυ­νώ το ξύλο του σταυ­ρού ως Θεό, για­τί δεν κατη­γο­ρείς τον Ιακώβ που προ­σκύ­νη­σε την άκρη του μπα­στου­νιού;[[Γέν.47,31: «επε δέ· μοσόν μοι. κα μοσεν ατ. κα προ­σε­κύ­νη­σεν σραλ π τ κρον τς άβδου ατο(:ο Ιακώβ όμως επέ­μει­νε και του είπε: ‘’Ορκί­σου μου ότι θα το κάνεις’’. Και ο Ιωσήφ ορκί­στη­κε στον πατέ­ρα του. Τότε ο Ισρα­ήλ, επει­δή πίστε­ψε ότι ο Θεός θα βοη­θού­σε, ώστε να μετα­φερ­θεί η σορός του στην Χανα­άν για να ταφεί εκεί, έσκυ­ψε και προ­σκύ­νη­σε τον Θεό, αφού ακούμ­πη­σε το κεφά­λι του στην άκρη του ραβδιού του, στο οποίο στη­ρι­ζό­ταν λόγω της γερον­τι­κής αδυ­να­μί­ας του. Με την προ­σκύ­νη­ση αυτή εξέ­φρα­ζε την ευγνω­μο­σύ­νη του προς τον Θεό)» και Εβρ.11,21: «Πίστει ακβ ποθνή­σκων καστον τν υἱῶν ωσφ ελόγη­σε, κα προ­σε­κύ­νη­σεν π τ κρον τς άβδου ατο(:Με πίστη ο Ιακώβ, όταν πέθαι­νε, ευλό­γη­σε καθέ­να από τα δύο παι­διά του Ιωσήφ και ανέ­δει­ξε και τα δύο αρχη­γούς φυλών σύμ­φω­να με τον φωτι­σμό που του έδι­νε η πίστη. Και προ­σκύ­νη­σε τον Θεό ακουμ­πών­τας το κεφά­λι του στην άκρη του ραβδιού, πάνω στο οποίο στη­ρι­ζό­ταν λόγω της γερον­τι­κής του αδυ­να­μί­ας)»]]Αλλά είναι ολο­φά­νε­ρο ότι προ­σκύ­νη­σε το ξύλο χωρίς να το τιμά, αλλά μέσω του ξύλου προ­σκύ­νη­σε τον Ιωσήφ, όπως ακρι­βώς και εμείς μέσω του σταυ­ρού δοξά­ζου­με το Χρι­στό και όχι το ξύλο)».

55. (Σχό­λιο ιερού Δαμα­σκη­νού:) Εφό­σον λοι­πόν προ­σκυ­νού­με τον τύπο του σταυ­ρού, κατα­σκευά­ζον­τας εικό­να του σταυ­ρού από οποια­δή­πο­τε ύλη, πώς δεν θα προ­σκυ­νή­σου­με την εικό­να Αυτού που σταυ­ρώ­θη­κε;

56. Και πάλι του ιδί­ου Λεον­τί­ου:

«πε κα βραμ τος πωλή­σα­σιν ατ τν τάφον σεβέ­σιν νθρώ­ποις προ­σε­κύ­νη­σε κα γόνυ καμ­ψεν π τν γν, λλ’ οχ ς θεος ατος προ­σε­κύ­νη­σεν· κα πάλιν ακβ τν Φαρα ηλόγη­σεν σεβ κα εδωλο­λά­τρην ντα, λλ’ οχ ς θεν ατν ηλόγη­σε (:Όταν και ο Αβρα­άμ προ­σκύ­νη­σε εκεί­νους που του πού­λη­σαν τον τάφο, ανθρώ­πους ασεβείς[Γέν.23,7–9], και γονά­τι­σε στη γη, δεν τους προ­σκύ­νη­σε ως θεούς· και ο Ιακώβ επί­σης ευλό­γη­σε τον Φαραώ, που ήταν ασε­βής και ειδω­λο­λά­τρης, αλλά δεν τον ευλό­γη­σε ως Θεό[ Γέν.47,7–10])». Και πάλι: «τν σα πεσν προ­σε­κύ­νη­σεν, λλ’ οχ ς θεν προ­σε­κύ­νη­σεν(:και τον Ησαύ επί­σης έπε­σε και τον προ­σκύ­νη­σε, αλλά δεν τον προ­σκύ­νη­σε ως Θεό[Γέν.33,3]».

Και πάλι: «Πς ντέλ­λε­ται μν θες προ­σκυ­νεν κα τ γ κα τος ρεσι; Πώς παραγ­γέλ­λει σε σας ο Θεός να προ­σκυ­νεί­τε και τη γη και τα όρη;». Για­τί λέει: «ψοτε κύριον τν θεν μν κα προ­σκυ­νετε ες ρος γιον ατο. Κα προ­σκυ­νετε τ ποπο­δί τν ποδν ατο, τι γιός στι (:δοξά­στε τον Κύριο και Θεό μας και προ­σκυ­νά­τε αυτόν στο άγιο όρος του. Και προ­σκυ­νά­τε το στή­ριγ­μα των ποδιών του, επει­δή είναι άγιος)»[Ψαλμ.98,5], δηλα­δή τη γη.

« ορανς γάρ μοι θρό­νος(:Για­τί ο ουρα­νός είναι θρό­νος μου)», λέει, « δ γ ποπό­διον τν ποδν μου(:ενώ η γη στή­ριγ­μα των ποδιών μου)»[Ησ .66,1], όπως βεβαιώ­νει ο Κύριος.

Και πώς ο Μωϋ­σής προ­σκύ­νη­σε τον Ιοθόρ που ήταν ειδω­λο­λά­τρης, [Έξ. 18,7: «ξλθε δ Μωυσς ες συνάν­τη­σιν τ γαμβρ κα προ­σε­κύ­νη­σεν ατ κα φίλη­σεν ατόν, κα σπά­σαν­το λλή­λους· κα εσήγα­γεν ατος ες τν σκη­νήν(: Μόλις το άκου­σε ο Μωυ­σής, βγή­κε αμέ­σως προς συνάν­τη­ση του πεθε­ρού του. Τον προ­σκύ­νη­σε και τον φίλη­σε και ασπά­στη­καν ο ένας τον άλλον. Κατό­πιν ο Μωυ­σής τους έβα­λε μέσα στη σκη­νή του)»], και ο Δανι­ήλ τον Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρα [Δαν. 2,46: «Τότε βασι­λες Ναβου­χο­δο­νό­σορ πεσεν π πρό­σω­πον κα τ Δανιλ προ­σε­κύ­νη­σε κα μανα κα εωδί­ας επε σπεσαι ατ(: Όταν ο βασι­λιάς Ναβου­χο­δο­νό­σορ άκου­σε το όνει­ρο και την ερμη­νεία του, έπε­σε πρη­νής στη γη και προ­σκύ­νη­σε με σεβα­σμό τον Δανι­ήλ· διέ­τα­ξε δε να προ­σφέ­ρουν στον Θεό, για χάρη του Δανι­ήλ, θυσία αναί­μα­κτο και ευώ­δη θυμιά­μα­τα)»];

Πώς με κατη­γο­ρείς επει­δή τιμώ και προ­σκυ­νώ εκεί­νους που τίμη­σαν και προ­σκύ­νη­σαν το Θεό; Πες μου, δεν συμ­φέ­ρει να προ­σκυ­νού­με τους αγί­ους και να μην τους λιθο­βο­λού­με, όπως εσύ; Δεν συμ­φέ­ρει να προ­σκυ­νού­με τους ευερ­γέ­τες και να μην τους πριο­νί­ζου­με ούτε να τους ρίχνου­με σε λάκ­κο με λάσπη [Ιερ. 45,6: «κα ἔῤῥιψαν ατν ες λάκ­κον Μελ­χί­ου υο το βασι­λέ­ως, ς ν ν τ αλ τς φυλακς, κα χάλα­σαν ατν ες τν λάκ­κον, κα ν τ λάκκ οκ ν δωρ λλ᾿ βόρ­βο­ρος, κα ν ν τ βορ­βόρ(:έτσι αυτοί συνέ­λα­βαν τον Ιερε­μία και τον έρι­ξαν στον λάκ­κο του Μελ­χί­ου, υιού του βασι­λιά, ο οποί­ος «λάκ­κος» βρι­σκό­ταν στην αυλή της φυλα­κής· και κατέ­βα­σαν τον Ιερε­μία στον λάκ­κο αυτόν, στον οποίο δεν υπήρ­χε νερό, αλλά βόρ­βο­ρος λάσπη· ο Ιερε­μί­ας έμε­νε, ή μάλ­λον σχε­δόν χώθη­κε μέσα στον βόρ­βο­ρο, τη λάσπη αυτή)» ;

Αν αγα­πού­σες τον Θεό, θα τιμού­σες οπωσ­δή­πο­τε και τους δού­λους Του. Και εάν τα οστά των δικαί­ων είναι ακά­θαρ­τα, πώς μετα­κο­μί­σθη­καν τα οστά του Ιακώβ και του Ιωσήφ με κάθε τιμή από την Αίγυπτο[Γέν.50,13–25];

Πώς νεκρός άνθρω­πος που άγγι­ξε τα οστά του Ελι­σαί­ου αμέ­σως αναστήθηκε;[βλ. Δ΄Βασ. 13,21: «κα γένε­το ατν θαπτόν­των τν νδρα, κα δο εδον τν μονό­ζω­νον κα ἔῤῥιψαν τν νδρα ν τ τάφ λισαιέ, κα πορεύ­θη κα ψατο τν στέ­ων λισαι κα ζησε κα νέστη π τος πόδας ατο(: και τότε συνέ­βη το εξής: Ενώ οι Ισραη­λί­τες κήδευαν και ετοι­μά­ζον­ταν να εντα­φιά­σουν κάποιον νεκρό, ιδού, είδαν ξαφ­νι­κά τους αντάρ­τες της Μωάβ να έρχον­ται. Οι τρο­μαγ­μέ­νοι Ισραη­λί­τες έρι­ξαν αμέ­σως τον νεκρό στον τάφο του Ελι­σαί­ου και έφυ­γαν. Μόλις όμως ο νεκρός άγγι­ξε τα οστά του προ­φή­τη Ελι­σαί­ου, ανα­στή­θη­κε, σηκώ­θη­κε και στά­θη­κε όρθιος στα πόδια του)»]

Αν λοι­πόν ο Θεός θαυ­μα­τουρ­γεί μέσω των οστών, είναι ολο­φά­νε­ρο ότι μπο­ρεί να θαυ­μα­τουρ­γεί και μέσω εικό­νων και λίθων και άλλων πολ­λών, όπως έγι­νε και με τον Ελι­σαίο, ο οποί­ος έδω­σε τη ράβδο του στον δού­λο του και του είπε να πάει και να ανα­στή­σει με αυτήν τον γιο της Σωμα­νί­τι­δας [Δ΄Βασ. 4,29:«Κα επεν λισαι τ Γιε­ζί· ζσαι τν σφύν σου κα λαβ τν βακτη­ρί­αν μου ν τ χει­ρί σου κα δερο· τι ἐὰν ερς νδρα, οκ ελογή­σεις ατόν, κα ἐὰν ελογήσ σε νήρ, οκ ποκρι­θήσ ατ· κα πιθή­σεις τν βακτη­ρί­αν μου π πρό­σω­πον το παι­δα­ρί­ου(:ο Ελι­σαί­ος τότε στρά­φη­κε προς τον Γιε­ζί και του είπε: Ζώσε έτοι­μος για πορεία τη μέση σου, πάρε το ραβδί μου στο χέρι σου και τρέ­ξε γρή­γο­ρα στο σπί­τι της γυναί­κας. Και για να μην καθυ­στε­ρή­σεις, εάν συναν­τή­σεις στον δρό­μο σου άνθρω­πο, μην στα­μα­τή­σεις να τον χαι­ρε­τή­σεις· εάν πάλι κάποιος άνθρω­πος σε χαι­ρε­τή­σει, μην του αντα­πο­δώ­σεις τον χαι­ρε­τι­σμό. Και μόλις φτά­σεις στο σπί­τι της γυναί­κας, θα βάλεις το ραβδί μου επά­νω στο πρό­σω­πο του νεκρού παι­διού)»].

Και ο Μωυ­σής με τη ράβδο τιμώ­ρη­σε τον Φαραώ και έσκι­σε τη θάλασ­σα και γλύ­κα­νε το νερό και άνοι­ξε τον βρά­χο και έβγα­λε νερό[ βλ. Έξ.14,16: «κα σ παρον τ άβδ σου κα κτει­νον τν χερά σου π τν θάλασ­σαν κα ῥῆξον ατήν, κα εσελ­θά­τω­σαν ο υο σραλ ες μέσον τς θαλάσ­σης κατ τ ξηρόν(:εσύ όμως σήκω­σε ψηλά το ραβδί σου και άπλω­σε το χέρι σου επά­νω από τη θάλασ­σα και σχί­σε την στα δύο και ας περά­σουν οι Ισραη­λί­τες στο στε­γνό έδα­φος μέσα από τη θάλασ­σα)» και Έξ.15,25: «βόη­σε δ Μωυσς πρς Κύριον, κα δει­ξεν ατ Κύριος ξύλον, κα νέβα­λεν ατ ες τ δωρ, κα γλυ­κάν­θη τ δωρ. κε θετο ατ δικαιώ­μα­τα κα κρί­σεις κα κε ατν πεί­ρα­σε(:και ο Μωυ­σής βόη­σε με θερ­μή προ­σευ­χή προς τον Κύριο και ο Κύριος τού έδει­ξε ένα ξύλο. Το έβα­λε λοι­πόν μέσα στο νερό και αμέ­σως το νερό γλυ­κά­θη­κε και έγι­νε πόσι­μο. Εκεί στη Μερ­ρά έδω­σε ο Κύριος στον λαό νόμους και προ­στάγ­μα­τα, για να μη λησμο­νούν τις υπο­χρε­ώ­σεις τους. Εκεί τους έθε­σε και υπό δοκι­μα­σία)», καθώς επί­σης και Έξ.17,6: «δε γ στη­κα κε πρ το σε π τς πέτρας ν Χωρήβ· κα πατά­ξεις τν πέτραν, κα ξελεύ­σε­ται ξ ατς δωρ, κα πίε­ται λαός. ποί­η­σε δ Μωυσς οτως ναν­τί­ον τν υἱῶν σρα­ήλ(: “Και να, Εγώ θα έχω στα­θεί πριν από εσέ­να επά­νω στην πέτρα που βρί­σκε­ται στο όρος Χωρήβ. Θα χτυ­πή­σεις λοι­πόν την πέτρα και θα ανα­πη­δή­σει νερό άφθο­νο από αυτήν, ώστε να πιει όλος ο λαός”. Πράγ­μα­τι λοι­πόν ο Μωυ­σής έκα­νε ό,τι του είπε ο Κύριος ενώ­πιον των Ισραη­λι­τών)» ].

Και ο Σολο­μών λέει: «Ηλόγη­ται ξύλον, δι’ ο γίνε­ται σωτη­ρία (:ευλο­γή­θη­κε το ξύλο, μέσω του οποί­ου γίνε­ται η σωτη­ρία» [:Σοφ. Σολ. 14,17]. Και ο Ελι­σαί­ος έρι­ξε ένα ξύλο στον Ιορ­δά­νη και έφε­ρε προς τα επά­νω σίδε­ρο[ βλ. Δ΄Βασ.6,6: «Κα επεν νθρω­πος το Θεο· πο πεσε; κα δει­ξεν ατ τν τόπον. κα πέκνι­σε ξύλον κα ἔῤῥιψεν κε, κα πεπό­λα­σε τ σιδή­ριον(:ο άνθρω­πος του Θεού, ο Ελι­σαί­ος, του είπε: Και ο προ­φή­της του έδει­ξε τον τόπο. Ο Ελι­σαί­ος έκο­ψε ένα ξύλο, το έκα­νε στυ­λιά­ρι και το έρι­ξε εκεί, όπου έπε­σε το σίδε­ρο· και τότε το σίδε­ρο του τσε­κου­ριού ανέ­βη­κε στην επι­φά­νεια του ξύλου και επέ­πλεε)».

Και το δέν­δρο της ζωής [Γέν.2,9: «Κα ξανέ­τει­λεν Θες τι κ τς γς πν ξύλον ραον ες ρασιν κα καλν ες βρσιν κα τ ξύλον τς ζως ν μέσ το παρα­δεί­σου κα τ ξύλον το εδέναι γνωστν καλο κα πονη­ρο(: Και ο παν­το­δύ­να­μος και απει­ρο­τέ­λειος Θεός πρό­στα­ξε και βλά­στη­σαν ακό­μη από τη γη τρία είδη δέν­τρων: Πρώ­τον· κάθε είδος και κάθε ποι­κι­λία δέν­τρων, τα οποία με το ύψος, το σχή­μα, το φύλ­λω­μα, τα άνθη τους να ευχα­ρι­στούν και να τέρ­πουν· με την ποι­κι­λία δε των καρ­πών τους να ικα­νο­ποιούν, ευφραί­νουν και τρέ­φουν τον άνθρω­πο. Στο κέν­τρο του Παρα­δεί­σου, σε θέση προ­νο­μια­κή, ώστε να είναι ορα­τά καθη­με­ρι­νώς από τον άνθρω­πο, ο Θεός πρό­στα­ξε και βλά­στη­σαν άλλα δύο δέν­τρα. Το ένα ήταν δέν­τρο, του οποί­ου οι καρ­ποί είχαν χάρη μονα­δι­κή, υπερ­φυ­σι­κή και δύνα­μη έκτα­κτη, διό­τι θα έδι­ναν αθα­να­σία και αιώ­νια μακα­ριό­τη­τα σε εκεί­νον που θα τους έτρω­γε· το άλλο ήταν ένα δέν­τρο από τους καρ­πούς του οποί­ου όποιος έτρω­γε θα γνώ­ρι­ζε πει­ρα­μα­τι­κώς πόσο πικρό ήταν το ηθι­κό κακό. Με άλλα λόγια, τα είδη των δέν­τρων του Παρα­δεί­σου ήσαν τρία: α) Τα πολ­λά, για να ζει ο άνθρω­πος και να συν­τη­ρεί­ται. β) τ ξύλον τς ζως, για να ζει ο άνθρω­πος αιω­νί­ως ευτυ­χής. Αυτό του δόθη­κε ως βρα­βείο· γ) τ ξύλον το εδέναι γνωστν καλο κα πονη­ρο, οι καρ­ποί του οποί­ου ήταν γύμνα­σμα και αγώ­νι­σμα της υπα­κο­ής του ανθρώ­που στην εντο­λή του Θεού)» και το φυτό Σαβέκ [πρό­κει­ται για τον θάμνο στον οποίο είδε δεμέ­νο ο Αβρα­άμ κριά­ρι, που τελι­κά θυσί­α­σε αντί του υιού του, Ισα­άκ· βλ. Γέν.22,13:«κα ναβλέ­ψας βραμ τος φθαλ­μος ατο εδε, κα δο κρις ες κατε­χό­με­νος ν φυτ Σαβκ τν κερά­των· κα πορεύ­θη βραμ κα λαβε τν κριν κα νήνεγ­κεν ατν ες λοκάρ­πω­σιν ντ σακ το υο ατο(: και ο Αβρα­άμ σήκω­σε τα βλέμ­μα­τά του από το θυσια­στή­ριο, όπου ήταν ξαπλω­μέ­νος ο Ισα­άκ, και ξαφ­νι­κά είδε εκεί κον­τά ένα κριά­ρι, τα κέρα­τα του οποί­ου είχαν περι­πλα­κεί σε ένα φυτό, που ονο­μά­ζε­ται Σαβέκ. Ο Αβρα­άμ πήγε προς τα εκεί, πήρε το κριά­ρι και το πρό­σφε­ρε στον Θεό ως θυσία ολο­καυ­τώ­μα­τος αντί του παι­διού του, Ισα­άκ)», δηλα­δή της συγ­χω­ρή­σε­ως.

Και ο Μωυ­σής ύψω­σε το φίδι στο ξύλο και ζωο­ποί­η­σε τον λαό[Αριθμ.21,8: «Κα επε Κύριος πρς Μωυσν· ποί­η­σον σεαυτ φιν κα θς ατν π σημεί­ου, κα σται ἐὰν δάκ φις νθρω­πον, πς δεδηγ­μέ­νος δν ατν ζήσε­ται (: και είπε ο Κύριος προς τον Μωυ­σή: ‘’ Κατα­σκεύ­α­σε ένα χάλ­κι­νο φίδι, όμοιο προς εκεί­να που δαγ­κώ­νουν τον λαό, και κρέ­μα­σέ το ψηλά σε ένα πάσ­σα­λο, ώστε να φαί­νε­ται από όλα τα μέρη του στρα­το­πέ­δου. Θα γίνε­ται λοι­πόν αυτό: Εάν ένα φίδι δαγ­κώ­σει κάποιον άνθρω­πο, τότε εάν εκεί­νος που τον δαγ­κώ­σει το φίδι, σηκώ­σει το βλέμ­μα του και ρίξει βλέμ­μα μετα­νοί­ας και πίστε­ως στο χάλ­κι­νο φίδι, θα θερα­πεύ­ε­ται και δεν θα πεθαί­νει’’)» · με ξύλο επί­σης που βλά­στη­σε στη σκη­νή ανέ­δει­ξε την ιερα­τι­κή φυλή του Ισρα­ήλ [ Αριθμ.17,23: «Κα γένε­το τ παύ­ριον κα εσλθε Μωυσς κα αρν ν τ σκην το μαρ­τυ­ρί­ου, κα δο βλά­στη­σεν άβδος αρν ες οκον Λευ κα ξήνεγ­κε βλαστν κα ξήν­θη­σεν νθη κα βλά­στη­σε κάρυα (: Την επό­με­νη ημέ­ρα μπή­κε με ευλά­βεια ο Μωυ­σής και ο Ααρών στη Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου. Και να: όλα τα ραβδιά είχαν μεί­νει ξερά, εκτός από εκεί­νο του Ααρών, που είχε τοπο­θε­τη­θεί εξ ονό­μα­τος της φυλής Λευί· αυτό πέτα­ξε, μέσα στις λίγες ώρες, βλα­στά­ρι πρά­σι­νο και δρο­σε­ρό και το βλα­στά­ρι άνθι­σε και ορι­σμέ­να από τα άνθη έδε­σαν και παρου­σί­α­σαν ως καρ­πό καρύ­δια)».

Αλλά ίσως μου πεις εσύ ο Ιου­δαί­ος ότι όλα της σκη­νής του μαρ­τυ­ρί­ου τα διέ­τα­ξε ο Θεός στον Μωυ­σή να γίνουν και εγώ σου λέω ότι ο Σολο­μών έκα­νε στον ναό πολ­λά και διά­φο­ρα πράγ­μα­τα, γλυ­πτά και χωνευ­τά, τα οποία ούτε ο Θεός τον πρό­στα­ξε να τα κάνει, ούτε η σκη­νή του μαρ­τυ­ρί­ου τα είχε, ούτε ο ναός που ο Θεός υπέ­δει­ξε στον Ιεζε­κι­ήλ, και δεν κατα­δι­κά­στη­κε γι΄ αυτό ο Σολο­μών για­τί αυτές τις μορ­φές τις έκα­νε για τη δόξα του Θεού, όπως τώρα και εμείς.

Είχες κι εσύ πολ­λές και διά­φο­ρες για την ανά­μνη­ση του Θεού εικό­νες και σήμαν­τρα πριν τα στε­ρη­θείς εξαι­τί­ας της αγνω­μο­σύ­νης σου, δηλα­δή τη μωσαϊ­κή ράβδο, τις θεο­χά­ρα­κτες πλά­κες, την πυρέν­δρο­ση βάτο, την ξηρέ­νυ­δρη πέτρα, τη μαν­να­φό­ρο κιβω­τό, το πυρέν­θεο θυσια­στή­ριο, το θεώ­νυ­μο πέταλο[Έξ.28,32: «Κα ποι­ή­σεις πέτα­λον χρυ­σον καθαρν κα κτυ­πώ­σεις ν ατ κτύ­πω­μα σφραγδος γία­σμα Κυρί­ου(:Και θα κατα­σκευά­σεις και μίαν πλά­κα από καθα­ρό χρυ­σά­φι και θα χαρά­ξεις σε αυτήν σαν χάραγ­μα σφρα­γί­δας τις λέξεις: ‘’Αγί­α­σμα Κυρί­ου’’, που σημαί­νει αφιέ­ρω­μα στον Κύριο)» [Το πέτα­λο αυτό ήταν χρυ­σή στε­νό­μα­κρη ημι­κυ­κλι­κή πλά­κα πάνω στην οποία ήταν γραμ­μέ­νο το ανεκ­φώ­νη­το όνο­μα του Κυρί­ου. Το πέτα­λο αυτό δενό­ταν στο μπρο­στι­νό κάτω μέρος του Κιδά­ρε­ως (ειδι­κού καλύμ­μα­τος της κεφα­λής του μεγά­λου αρχιε­ρέ­ως), του οποί­ου απο­τε­λού­σε και το κυριό­τε­ρο κόσμη­μα του], το θεο­φαν­το­ρι­κό Εφούδ[:Το Εφούδ ή επω­μίς, ήταν είδος γιλέ­κου που κάλυ­πτε το στή­θος και τη ράχη του μεγά­λου αρχιε­ρέ­ως και στε­ρε­ω­νό­ταν στη μέση με ζώνη από το ίδιο ύφα­σμα. Το ύφα­σμα του Εφούδ ήταν πολυ­τε­λέ­στα­το και ποι­κί­λων χρω­μά­των. Στους ώμους του Εφούδ υπήρ­χαν δύο πολύ­τι­μοι λίθοι (σμα­ρά­γδου), επά­νω στους οποί­ους ήταν χαραγ­μέ­να ανά έξι τα ονό­μα­τα των δώδε­κα υιών του Ιακώβ (Εξ. 28,8–12). 52α. Ψαλμ. 71,18] , τη θεο­ΐ­σκιω­τη σκη­νή. Εφό­σον λοι­πόν κι εσύ κατα­γι­νό­σουν με όλα αυτά νύχτα και μέρα λέγον­τας: «Ελογητς Κύριος, Θες το σρα­ήλ, ποιν θαυ­μά­σια μόνος(: ευλο­γη­τός ο Κύριος, ο Θεός, ο λατρευό­με­νος και προ­σκυ­νού­με­νος από τον Ισρα­ήλ, ο Οποί­ος μόνος έχει τη δύνα­μη να επι­τε­λεί θαυ­μά­σια και έργα κατα­πλη­κτι­κά)»[ Ψαλμ.71,18], και εφό­σον με όλα αυτά τα του νόμου, που είχες κάπο­τε, πέφτον­τας προ­σκυ­νού­σες τον Θεό, βλέ­πεις ότι μέσω των εικό­νων προ­σφέ­ρε­ται στον Θεό η προ­σκύ­νη­ση.

Και ύστε­ρα από μερι­κά: « γρ γαπν ελικρινς φίλον βασι­λέα κα μάλι­στα τν εεργέ­την, κν υἱὸν ατο θεά­ση­ται, κν άβδον, κν θρό­νον, κν στέ­φα­νον, κν οκον, κν δολον, κρα­τε κα σπά­ζε­ται κα τιμ δι τού­των τν εεργέ­την, βασι­λέα κα μάλι­στα τν θεόν. –Εθε γάρ, πάλιν λέγω, ποί­η­σας κα σ εκόνας Μωσαϊκς κα προ­φη­τικς κα καθ’ μέραν ν ατας προ­σε­κύ­νεις τ δεσπότ ατν θε. ταν τοί­νυν δς χρι­στιανν παδας προ­σκυ­νοντας τ σταυρ, γνθι, τι τ σταυ­ρω­θέν­τι Χριστ τν προ­σκύ­νη­σιν προ­σά­γου­σι κα ο τ ξύλ. πε ε τν φύσιν το ξύλου σεβον, πάν­τως ν κα τ δέν­δρα κα τ λση προ­σκυ­νεν εχον, σπερ σ σραλ προ­σε­κύ­νη­σας τού­τοις ποτέ, λέγων τ δέν­δρ κα τ λίθ, τι «Σύ μου ε θεός, κα σύ με γέν­νη­σας». μες δ οχ οτως λέγο­μεν τ σταυρ οδ τας μορ­φας τν γίων· ο γρ θεο μν εσιν, λλ βίβλοι νεγμέ­ναι πρς νάμνη­σιν θεο κα τιμν ατο ν τας κκλη­σί­αις προ­φανς κεί­με­ναι κα προ­σκυ­νού­με­ναι. γρ τιμν τν μάρ­τυ­ρα τν θεν τιμ, μάρ­τυς μαρ­τύ­ρη­σεν· προ­σκυνν τ ποστόλ το Χρι­στο τ ποστεί­λαν­τι ατν προ­σκυ­νε· κα προ­σπί­πτων τ μητρ το Χρι­στο πρό­δη­λον, τι τ υἱῷ ατς τν τιμν προ­σφέ­ρει. Οδες γρ θεός, ε μ ες ν τριά­δι κα μονά­δι γνω­ρι­ζό­με­νός τε κα λατρευό­με­νος(: Εκεί­νος που αγα­πά ειλι­κρι­νά ένα φίλο η βασι­λιά και μάλι­στα τον ευερ­γέ­τη του, έστω κι αν δει τον γιο του, το ραβδί του, τον θρό­νο του, το στε­φά­νι του, το σπί­τι, του, τον δού­λο του, τα πιά­νει και τα ασπά­ζε­ται και μέσω αυτών τιμά τον ευερ­γέ­τη του, τον βασι­λιά και προ­παν­τός τον Θεό. Μακά­ρι, σου το επα­να­λαμ­βά­νω, να κατα­σκεύ­α­ζες και συ εικό­νες μωσαϊ­κές και προ­φη­τι­κές και κάθε μέρα να προ­σκυ­νού­σες σε αυτές τον δεσπό­τη τους Θεό. Όταν λοι­πόν δεις παι­διά των Χρι­στια­νών να προ­σκυ­νούν τον σταυ­ρό, μάθε ότι προ­σφέ­ρουν την προ­σκύ­νη­ση στον Χρι­στό που σταυ­ρώ­θη­κε και όχι στο ξύλο.Για­τί, αν σέβον­ταν τη φύση του ξύλου, τότε θα προ­σκυ­νού­σαν και τα δέν­δρα και τα άλση, όπως τα προ­σκύ­νη­σες εσύ ο Ισρα­ήλ κάπο­τε, λέγον­τας στο δέν­δρο και στον λίθο ότι «συ είσαι ο Θεός μου, συ με γέν­νη­σες». Εμείς όμως δεν λέμε αυτά στο σταυ­ρό, ούτε στις μορ­φές των αγί­ων για­τί δεν είναι θεοί μας, αλλά βιβλία ανοιγ­μέ­να για την ανά­μνη­ση του Θεού και από­δο­ση τιμής σε Αυτόν, που τοπο­θε­τούν­ται φανε­ρά στις εκκλη­σί­ες και προ­σκυ­νούν­ται. Για­τί εκεί­νος που τιμά τον μάρ­τυ­ρα, τιμά το Θεό, για τον οποίο ο μάρ­τυ­ρας μαρ­τύ­ρη­σε˙ εκεί­νος που προ­σκυ­νά τον από­στο­λο του Χρι­στού, προ­σκυ­νά αυτόν που τον απέστειλε˙και εκεί­νος που γονα­τί­ζει στη μητέ­ρα του Χρι­στού, είναι φανε­ρό ότι στον Υιό της προ­σφέ­ρει την τιμή. Για­τί κανέ­νας δεν είναι Θεός, παρά μόνο ένας, ο οποί­ος γνω­ρί­ζε­ται και λατρεύ­ε­ται ως Τριά­δα και Μονά­δα)».

57. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:)Αυτός που με τους λόγους του στό­λι­σε το νησί των Κυπρί­ων είναι ο σωστός ερμη­νευ­τής των λόγων του μακα­ρί­ου Επι­φα­νί­ου, ή εκεί­νοι που μιλούν με την καρ­διά τους. Άκου­σε όμως τι λέει και ο επί­σκο­πος Γαβά­λων Σεβη­ρια­νός.

58. Σεβη­ρια­νού, Επι­σκό­που Γαβά­λων, από τον λόγο στα εγκαί­νια του Σταυ­ρού:

«Πς εκν το πικα­τα­ρά­του ζων νεγ­κε τος μετέ­ροις προ­γό­νοις; (:Πώς η εικό­να του επι­κα­τα­ρά­του έφε­ρε ζωή στους προ­γό­νους μας;)». Και ύστε­ρα από μερι­κά: «Πς ον εκν το πικα­τα­ρά­του νεγ­κε τ λα ν συμ­φορ χει­μα­ζο­μέν σωτη­ρί­αν; ρα οκ ν ξιο­πι­στό­τε­ρον επεν· άν τις μν δηχθ, βλέ­ψει ες τν ορανν νω πρς τν θεν κα σωθή­σε­ται ες τν σκηνν το θεο; λλ τατα παριδν μόνον το σταυ­ρο τν εκόνα πηξεν. Δι τί ον τατα ποί­ει Μωσς επν τ λα· «Ο ποι­ή­σεις σεαυτ γλυ­πτν οδ χωνευτν οδ πν μοί­ω­μα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκά­τω τς γς;» λλ τί τατα πρς τν γνώ­μο­να φθέγ­γο­μαι; Επέ, πιστό­τα­τε θεο θερά­πον· παγο­ρεύ­εις, ποιες; νατρέ­πεις, κατα­σκευά­ζεις; λέγων· «Ο ποι­ή­σεις γλυ­πτόν», τν χωνευ­θέν­τα βον κατε­λά­σας, σ φιν χαλ­κουρ­γες; Κα τοτο ο λάθρ, λλ ναφανδν κα πσι γνω­στόν; (:Πώς λοι­πόν η εικό­να του επι­κα­τά­ρα­του έφε­ρε τη σωτη­ρία στον δοκι­μα­ζό­με­νο από συμ­φο­ρά λαό;Επομένως δεν θα ήταν περισ­σό­τε­ρο σωστό να πει: Αν κάποιος από σας δαγ­κω­θεί από φίδι, να κοι­τά­ξει ψηλά στον ουρα­νό προς τον Θεό, ή στη σκη­νή του Θεού, και θα σωθεί; Αλλά παρα­βλέ­πον­τας όλα αυτά, μόνο την εικό­να του σταυ­ρού έστη­σε. Για­τί όμως τα έκα­νε αυτά ο Μωϋ­σής, αυτός που είπε στον λαό: “Δεν θα κατα­σκευά­σεις για τον εαυ­τό σου γλυ­πτό ούτε χωνευ­τό ούτε κανέ­να ομοί­ω­μα, όσα βρί­σκον­ται πάνω στον ουρα­νό και όσα κάτω τη γη και όσα στα νερά κάτω από τη γη” [βλ. Έξ.20,4:«Ο ποι­ή­σεις σεαυτ εδωλον, οδ παντς μοί­ω­μα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκά­τω τς γς(:Δεν πρέ­πει να κατα­σκευά­σεις κάποιο είδω­λο, που να το έχεις και να το λατρεύ­εις σαν θεό, ούτε κάτι που να εικο­νί­ζει αυτά που υπάρ­χουν επά­νω στον ουρα­νό, άστρα δηλα­δή και που­λιά, ή αυτά που υπάρ­χουν κάτω στη γη, ανθρώ­πους δηλα­δή και ζώα, ή όσα υπάρ­χουν κάτω από τη γη μέσα στη θάλασ­σα, δηλα­δή ψάρια και κρο­κό­δει­λους, όπως κάνουν διά­φο­ροι λαοί)»;].

Αλλά για­τί τα λέω αυτά προς τον αγνώ­μο­να; Πες μου, εσύ πιστό­τα­τε υπη­ρέ­τη του Θεού: Αυτό που απα­γο­ρεύ­εις, αυτό κάνεις; Αυτό που γκρε­μί­ζεις, το κατα­σκευά­ζεις; Εσύ που λες ότι δεν θα κάνεις γλυ­πτό [βλ. Έξ.32,20: «Κα λαβν τν μόσχον, ν ποί­η­σαν, κατέ­καυ­σεν ατν ν πυρ κα κατή­λε­σεν ατν λεπτν κα σπει­ρεν ατν π τ δωρ κα πότι­σεν ατ τος υος σρα­ήλ(: και αφού πήρε το χρυ­σό μοσχά­ρι που έκα­ναν, το έκα­ψε και το έλιω­σε στη φωτιά και το άλε­σε, ώστε να γίνει λεπτή σκό­νη και το δια­σκόρ­πι­σε μέσα στο νερό και πότι­σε με αυτό τους Ισραη­λί­τες)»]και συν­τρί­βεις το χωνευ­τό μοσχά­ρι, εσύ κατα­σκευά­ζεις χάλ­κι­νο φίδι;

Και αυτό όχι κρυ­φά, αλλά ολο­φά­νε­ρα και σε όλους γνωστό[Αριθμ.21,8: «Κα επε Κύριος πρς Μωυσν· ποί­η­σον σεαυτ φιν κα θς ατν π σημεί­ου, κα σται ἐὰν δάκ φις νθρω­πον, πς δεδηγ­μέ­νος δν ατν ζήσε­ται (: και είπε ο Κύριος προς τον Μωυ­σή: ‘’ Κατα­σκεύ­α­σε ένα χάλ­κι­νο φίδι, όμοιο προς εκεί­να που δαγ­κώ­νουν τον λαό, και κρέ­μα­σέ το ψηλά σε ένα πάσ­σα­λο, ώστε να φαί­νε­ται από όλα τα μέρη του στρα­το­πέ­δου. Θα γίνε­ται λοι­πόν αυτό: Εάν ένα φίδι δαγ­κώ­σει κάποιον άνθρω­πο, τότε εάν εκεί­νος που τον δαγ­κώ­σει το φίδι, σηκώ­σει το βλέμ­μα του και ρίξει βλέμ­μα μετα­νοί­ας και πίστε­ως στο χάλ­κι­νο φίδι, θα θερα­πεύ­ε­ται και δεν θα πεθαί­νει’’)» .

«λλ’ κενα, φησίν, νομο­θέ­τη­σα, να κκό­ψω τς λας τς σεβεί­ας κα τν λαν παγά­γω πάσης ποστα­σί­ας κα εδωλο­λα­τρεί­ας· νυν δ χωνεύω τν φιν χρη­σί­μως ες προ­τύ­πω­σιν τς ληθεί­ας. Κα καθά­περ σκηνν πηξα κα τ ν ατ πάν­τα κα χερουβμ μοί­ω­μα τν ορά­των διε­πέ­τα­σα ες τ για ς τύπον κα σκιν τν μελ­λόν­των, οτω κα φιν στή­λω­σα ες σωτη­ρί­αν τ λα, να δι τς πεί­ρας τού­των προ­γυ­μνα­σθσι το σημεί­ου το σταυ­ρο τν εκόνα κα τν ν ατ σωτρα κα λυτρω­τήν. Κα τι ψευ­δέ­στα­τος λόγος, γαπη­τέ, κουε το κυρί­ου τοτον βεβαιοντος κα λέγον­τος· «Κα καθς Μωσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως δε ψωθναι τν υἱὸν το νθρώ­που, να πς πιστεύ­ων ν ατ μ πόλη­ται, λλ’ χ ζων αώνιον (:Αλλά εκεί­να τα νομο­θέ­τη­σα)», λέει, «(για να κόψω τα υλι­κά της ασέ­βειας και να απο­σπά­σω τον λαό από κάθε απο­στα­σία και ειδω­λο­λα­τρία, τώρα όμως κατα­σκευά­ζω το χωνευ­τό φίδι για να χρη­σι­μεύ­σει ως προ­τύ­πω­ση της αλή­θειας. Και όπως έστη­σα τη σκη­νή και όλα όσα υπάρ­χουν σε αυτήν και κατα­σκεύ­α­σα ομοί­ω­μα των αορά­των χερου­βίμ με ανοι­χτά τα φτε­ρά τους στα άγια για να είναι τύπος και σκιά των μελ­λόν­των[Κολ.2,17: « στι σκι τν μελ­λόν­των, τ δ σμα Χρι­στο(:Αυτά είναι μια απλή σκιά της πραγ­μα­τι­κό­τη­τος που επρό­κει­το να έλθει στην Και­νή Δια­θή­κη. Και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή απ’ την οποία ριχνό­ταν η σκιά είναι ο Χρι­στός)»], έτσι ύψω­σα και το φίδι σε στή­λη για τη σωτη­ρία του λαού, ώστε με τη γνώ­ση αυτών να προ­ε­τοι­μα­σθούν για να δεχθούν την εικό­να του σημεί­ου του σταυ­ρού και μέσω αυτού τον Σωτή­ρα και λυτρω­τή. Και ότι ο λόγος αυτός είναι πέρα για πέρα αλη­θι­νός, αγα­πη­τέ, άκου­σε τον Κύριο που το βεβαιώ­νει λέγον­τας: και όπως ο Μωϋ­σής ύψω­σε το φίδι στην έρη­μο, έτσι πρέ­πει να υψω­θεί και ο Υιός του άνθρω­που, ώστε ο καθέ­νας που πιστεύ­ει σε Αυτόν να μη χάνε­ται, αλλά να έχει ζωή αιώ­νια[ βλ. Ιω.3,14–15: «Κα καθς Μωϋσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως ψωθναι δε τν υἱὸν το νθρώ­που, να πς πιστεύ­ων ες ατν μ πόλη­ται, λλ᾿ χ ζων αώνιον(:Άκου­σε τώρα και μιαν άλλη άγνω­στη και ψυχο­σω­τή­ρια αλή­θεια, που θα σου απο­κα­λύ­ψω: Όπως κάπο­τε ο Μωυ­σής στην έρη­μο κρέ­μα­σε ψηλά το χάλ­κι­νο φίδι για να σώζον­ται με αυτό οι Ισραη­λί­τες από τα θανα­τη­φό­ρα δαγ­κώ­μα­τα των φιδιών, έτσι σύμ­φω­να με το μυστη­ριώ­δες σχέ­διο του Θεού πρέ­πει να κρε­μα­στεί ψηλά πάνω στον σταυ­ρό ο υιός του ανθρώ­που και να προ­σλά­βει έτσι το ομοί­ω­μα της αμαρ­τί­ας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγ­μα­τι­κή σχέ­ση με αυτή. Και θα υψω­θεί πάνω στον σταυ­ρό, για να μη χαθεί στον αιώ­νιο θάνα­το κανέ­νας απ’ όσους πιστεύ­ουν σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώ­νια)»].

59. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:) Κατά­λα­βε, ότι για να απο­μα­κρύ­νει τον λαό από την ειδω­λο­λα­τρία, επει­δή ήταν ευό­λι­σθος και έτοι­μος γι΄ αυτό, νομο­θέ­τη­σε να μην κάνουν κανέ­να ομοί­ω­μα, και ότι το φίδι που υψώ­θη­κε ήταν εικό­να του πάθους του Κυρί­ου.

60. Ότι δεν είναι και­νούρ­για εφεύ­ρε­ση οι εικό­νες, αλλά αρχαίο και γνω­στό και συνη­θι­σμέ­νο στους αγί­ους και δια­κε­κρι­μέ­νους πατέ­ρες, άκου­σε˙ γρά­φε­ται στον βίο του μακα­ρι­στού Βασι­λεί­ου από τον Ελλά­διο, μαθη­τή του και διά­δο­χο της ιεραρ­χί­ας του, ότι ο όσιος παρου­σιά­στη­κε κάπο­τε με την εικό­να της Θεο­τό­κου, στην οποία ήταν ζωγρα­φι­σμέ­νη και η μορ­φή του αεί­μνη­στου μάρ­τυ­ρα Μερ­κου­ρί­ου· παρου­σιά­στη­κε ζητών­τας τον θάνα­το του άθε­ου και απο­στά­τη τυράν­νου Ιου­λια­νού. Την απο­κά­λυ­ψη γι’ αυτό το αίτη­μα τη δέχτη­κε από την εικό­να αυτή· για­τί έβλε­πε για λίγο τον μάρ­τυ­ρα να χάνε­ται από την εικό­να και ύστε­ρα από λίγο να κρα­τά­ει το δόρυ ματω­μέ­νο.

61. Στον βίο του Ιωάν­νη του Χρυ­σο­στό­μου γρά­φον­ται αυτο­λε­ξεί τα εξής:

Ο μακά­ριος Ιωάν­νης αγα­πού­σε υπερ­βο­λι­κά τις Επι­στο­λές του σοφό­τα­του Παύλου.Και ύστε­ρα από μερι­κά άλλα: «Είχε μάλι­στα σε εικό­να και τη μορ­φή του ιδί­ου του απο­στό­λου Παύ­λου, εκεί όπου ανα­παυό­ταν για λίγο εξαι­τί­ας της αδυ­να­μί­ας του σώμα­τός του˙γιατί ξαγρυ­πνού­σε περισ­σό­τε­ρο από ό,τι επέ­τρε­παν οι φυσι­κές του δυνά­μεις. Και όταν διά­βα­ζε τις επι­στο­λές του, ενα­τέ­νι­ζε την εικό­να και τον πρό­σε­χε σαν να ήταν ζων­τα­νός μακα­ρί­ζον­τάς τον, και είχε με τη φαν­τα­σία του όλη τη σκέ­ψη του σε αυτόν και επι­κοι­νω­νού­σε μαζί του μέσω της θεω­ρί­ας».

Και ύστε­ρα από άλλα : «Όταν έπαυ­σε ο Πρό­κλος να μιλά­ει ατε­νί­ζον­τας την εικό­να του απο­στό­λου και βλέ­πον­τας τη μορ­φή του να είναι όμοια με εκεί­νην που του φανε­ρώ­θη­κε, κάνον­τας μετά­νοια στον Ιωάν­νη, είπε δεί­χνον­τας με το δάκτυ­λο την εικό­να: “Συγ­χώ­ρη­σε με, πάτερ. Εκεί­νον που είδα να μιλά­ει μαζί σου, είναι όμοιος με αυτόν και όπως κατα­λα­βαί­νω είναι πράγ­μα­τι ο ίδιος”».

62. Στον βίο της οσί­ας Ευπρα­ξί­ας ανα­γρά­φε­ται από την προϊ­στα­μέ­νη του μονα­στη­ριού ότι της φανε­ρώ­θη­κε η δεσπο­τι­κή μορ­φή του Κυρί­ου.

63. Στον βίο της οσί­ας Μαρί­ας της Αιγύ­πτιας γρά­φε­ται ότι προ­σευ­χή­θη­κε στην εικό­να της Θεο­τό­κου και ζήτη­σε αυτήν ως εγγυ­ή­τρια και έτσι μπό­ρε­σε να μπει μέσα στο ναό.

64. Από το Λει­μω­νά­ριο του άγιου πατέ­ρα μας Σωφρο­νί­ου, Αρχιε­πι­σκό­που Ιερο­σο­λύ­μων:

«Διη­γιό­ταν ο αββάς Θεό­δω­ρος ο Αϊλιώ­της[Αϊλιώ­της σημαί­νει ιερο­σο­λυ­μί­της, διό­τι η Ιερου­σα­λήμ μετά την ανοι­κο­δό­μη­σή της από τον αυτο­κρά­το­ρα Αδρια­νό (Αϊλιο) ονο­μά­στη­κε Αϊλία] ότι κάποιος μονα­χός, που ήταν έγκλει­στος σε μονα­στή­ρι του όρους των Ελαιών, ήταν πολύ μεγά­λος ασκη­τής· τον πολε­μού­σε όμως ο δαί­μο­νας της πορ­νεί­ας. Σε μια περί­πτω­ση, καθώς του επι­τέ­θη­κε με σφο­δρό­τη­τα ο δαί­μο­νας, άρχι­σε ο γέρον­τας να οδύ­ρε­ται και να λέει στο δαί­μο­να: ”Ως πότε θα μένεις ανυ­πο­χώ­ρη­τος; Φύγε λοι­πόν από κον­τά μου· γέρα­σες μαζί μου”. Τότε εμφα­νί­ζε­ται φανε­ρά μπρο­στά του και του λέει: “Ορκί­σου μου πως δεν θα πεις σε κανέ­ναν αυτό που πρό­κει­ται να σου πω και δεν θα σε ξανα­πο­λε­μή­σω”. Και του ορκί­στη­κε ο γέρον­τας: “Μa τον Ύψι­στο, που κατοι­κεί στα ουρά­νια˙ δεν θα πω σε κανέ­να ό,τι μου πεις”. Τότε του λέει ο δαί­μο­νας: “Μην προ­σκυ­νή­σεις αυτήν την εικό­να και δεν θα σε πολε­μώ πια”. Η εικό­να είχε τη μορ­φή της Δέσποι­νας μας, της αγί­ας Μαρί­ας της Θεο­τό­κου, που κρα­τού­σε στην αγκα­λιά της τον Κύριο μας Ιησού Χρι­στό. Λέει ο έγκλει­στος γέρον­τας στον δαί­μο­να: “Άφη­σε με να το σκε­φθώ”.

Την άλλη μέρα πηγαί­νει στον αββά Θεό­δω­ρο τον Αϊλιώ­τη, που κατοι­κού­σε τότε στη λαύ­ρα Φαραώ και τα διη­γεί­ται όλα. Ο γέρον­τας τότε λέγει στον έγκλει­στο: “Πραγ­μα­τι­κά, αββά μου, παγι­δεύ­θη­κες που ορκί­στη­κες στον δαί­μο­να, ωστό­σο έκα­νες καλά που τα εξο­μο­λο­γή­θη­κες. Είναι προ­τι­μό­τε­ρο σε σένα να μην αφή­σεις στην πόλη αυτή πορ­νείο στο οποίο να μην μπεις, παρά να αρνη­θείς να προ­σκυ­νάς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χρι­στό μαζί με τη μητέ­ρα Tου”. Αφού λοι­πόν τον στή­ρι­ξε και τον ενδυ­νά­μω­σε με περισ­σό­τε­ρα, γύρι­σε στον τόπο του. Εμφα­νί­ζε­ται λοι­πόν πάλι ο δαί­μο­νας στον έγκλει­στο και του λέει: “Τι συμ­βαί­νει, κακό­γε­ρε; Δεν μου ορκί­σθη­κες ότι δεν θα τα έλε­γες σε κανέ­να; Και για­τί τα εξο­μο­λο­γή­θη­κες όλα σε αυτόν που ήρθε σε σένα; Σου το λέω, παλιό­γε­ρε, ότι την ημέ­ρα της κρί­σε­ως θα δώσεις λόγο ως επί­ορ­κος”. Και ο έγκλει­στος τού απο­κρί­θη­κε λέγον­τας: “Αυτό που ορκί­σθη­κα, το ορκί­σθη­κα και σε ό,τι επιόρ­κη­σα, το γνω­ρί­ζω. Πλην όμως επιόρ­κη­σα στον Δεσπό­τη και δημιουρ­γό μου, αλλά εσέ­να δεν σε ακούω”».

65. (Σχό­λιο Ιερού Δαμα­σκη­νού:) Βλέ­πεις ότι την προ­σκύ­νη­ση της εικό­νας την είπε ως προ­σκύ­νη­ση του εικο­νι­ζό­με­νου, και πόσο κακό είναι το να μην την προ­σκυ­νού­με, και πως ο δαί­μο­νας προ­τί­μη­σε να τον παρα­σύ­ρει σε αυτό παρά στην πορ­νεία;

66. Ενώ λοι­πόν πολ­λοί ανέ­κα­θεν μετα­ξύ των Χρι­στια­νών ιερείς και βασι­λείς δέχτη­καν από τον Θεό τη σοφία και θεο­σέ­βεια και διέ­πρε­ψαν στον λόγο και στον βίο, και πολ­λές σύνο­δοι αγί­ων και θεο­πνεύ­στων πατέ­ρων συγ­κρο­τή­θη­καν, για­τί κανείς δεν επι­χεί­ρη­σε να τα κάνει αυτά; Δεν θα ανε­χθού­με να διδά­σκε­ται νέα πίστη.

«Για­τί από την Σιών θα προ­έλ­θει νόμος», είπε προ­φη­τι­κά το άγιο Πνεύ­μα, «και λόγος Κυρί­ου από την Ιερου­σα­λήμ» [ βλ. Ησ. 2,3: «Κα πορεύ­σον­ται θνη πολλ κα ροσι· δετε κα ναβμεν ες τ ρος Κυρί­ου κα ες τν οκον το Θεο ακώβ, κα ναγ­γε­λε μν τν δν ατο, κα πορευ­σό­με­θα ν ατ· κ γρ Σιν ξελεύ­σε­ται νόμος κα λόγος Κυρί­ου ξ ερου­σα­λήμ(:Και θα πορευ­τούν έθνη πολ­λά και θα προ­τρέ­πουν το ένα το άλλο και θα λένε: Εμπρός, ας ανέ­βου­με στο όρος του Κυρί­ου και στον Ναό του Θεού Ιακώβ, και θα μας αναγ­γεί­λει τον δρό­μο του θελή­μα­τός Του, και θα συμ­μορ­φω­θού­με προς αυτό, βαδί­ζον­τας στον δρό­μο αυτόν· διό­τι από τη Σιών θα βγει νέος Νόμος και από την Ιερου­σα­λήμ θα κηρυ­χτεί λόγος του Κυρί­ου)»].

Δεν θα ανε­χθού­με να φρο­νούν άλλο­τε άλλα και να αλλά­ζουν με τον και­ρό και η πίστη να γίνε­ται περί­γε­λως και τέρ­ψη των μη Χρι­στια­νών. Δεν θα ανε­χθού­με την υπο­τα­γή σε βασι­λι­κό διά­ταγ­μα, που επι­χει­ρεί ν’ ανα­τρέ­ψει την παρά­δο­ση των πατέ­ρων, για­τί δεν είναι γνώ­ρι­σμα των ευσε­βών βασι­λέ­ων να ανα­τρέ­πουν τους εκκλη­σια­στι­κούς θεσμούς. Δεν είναι πατρι­κά αυτά˙ για­τί είναι ληστρι­κά όσα γίνον­ται με τη βία και όχι με την πει­θώ.

Και μάρ­τυ­ρας όλων αυτών είναι η δεύ­τε­ρη σύνο­δος της Εφέ­σου, που ως τώρα χαρα­κτη­ρί­ζε­ται με την επω­νυ­μία «ληστρι­κή», επει­δή εκβιά­σθη­κε από βασι­λι­κό χέρι, όταν φονεύ­θη­κε εκεί ο μακά­ριος Φλα­βια­νός[Η λεγο­μέ­νη ληστρι­κή σύνο­δος συνε­κλή­θη το 449 μ. Χ. από τον αυτο­κρά­το­ρα Θεο­δό­σιο Β στην Έφε­σο εναν­τί­ον του πατριάρ­χη Κων/πόλεως Φλα­βια­νού, ο οποί­ος σε προ­η­γού­με­νη σύνο­δο (το 448) κατα­δί­κα­σε τον αιρε­τι­κό Ευτυ­χή. Η σύνο­δος αυτή της Εφέ­σου, στην οποία προ­ή­δρευε ο Αλε­ξαν­δρεί­ας Διό­σκου­ρος, καθή­ρε­σε τον Φλα­βια­νό, και όταν εκεί­νος έκα­νε έκκλη­ση η ατμό­σφαι­ρα της συνό­δου ηλε­κτρί­σθη­κε, με απο­τέ­λε­σμα ο Φλα­βια­νός να καθαι­ρε­θεί και συρό­με­νος έξω από την εκκλη­σία, όπου συνε­δρί­α­ζε η σύνο­δος, να φονευ­θεί].Αυτά είναι έργο των συνό­δων και όχι των βασι­λέ­ων, όπως είπε ο Κύριος: «Όπου συνα­χθούν δύο ή τρεις στο όνο­μα μου, βρί­σκο­μαι εκεί ανά­με­σά τους» [ βλ. Ματθ.18,20: «Ο γάρ εσι δύο τρες συνηγ­μέ­νοι ες τ μν νομα, κε εμι ν μέσ ατν(:Διό­τι όπου είναι δύο ή τρεις συναγ­μέ­νοι για μένα και για σκο­πούς σύμ­φω­νους με το θέλη­μά μου, εκεί είμαι κι εγώ μετα­ξύ τους, για να τους εισα­κούω, να τους εμπνέω, να τους οδη­γώ και να τους προ­στα­τεύω)»·

Ο Χρι­στός δεν έδω­σε την εξου­σία να δένουν και να λύνουν τις αμαρ­τί­ες στους βασι­λείς, αλλά στους απο­στό­λους και στους δια­δό­χους τους και στους ποι­μέ­νες και διδα­σκά­λους. «Ακό­μα και αν άγγε­λος», λέγει ο από­στο­λος Παύ­λος, «σάς κηρύ­ξει άλλο Ευαγ­γέ­λιο από εκεί­νο που παρα­λά­βα­τε[βλ. Γαλ.1,8–9: «λλ κα ἐὰν μες γγε­λος ξ ορανο εαγγε­λί­ζη­ται μν παρ᾿ εηγγε­λι­σά­με­θα μν, νάθε­μα στω. ς προ­ει­ρή­κα­μεν, κα ρτι πάλιν λέγω· ε τις μς εαγγε­λί­ζε­ται παρ᾿ παρε­λά­βε­τε, νάθε­μα στω (:Αλλά να ξέρε­τε το εξής: Ακό­μη κι αν εμείς οι από­στο­λοι ή κι ένας άγγε­λος από τον ουρα­νό σας κηρύτ­τει άλλο ευαγ­γέ­λιο, δια­φο­ρε­τι­κό από εκεί­νο που σας κηρύ­ξα­με, ας είναι ανα­θε­μα­τι­σμέ­νος και χωρι­σμέ­νος για πάν­τα από τον Χρι­στό. Όπως σας είχα­με πει και παλαιό­τε­ρα, όταν ήμα­σταν μαζί σας, έτσι και τώρα πάλι σας λέω: Εάν κανείς σας κηρύτ­τει δια­φο­ρε­τι­κό ευαγ­γέ­λιο από εκεί­νο που διδα­χθή­κα­τε από μένα, ας είναι ανα­θε­μα­τι­σμέ­νος και χωρι­σμέ­νος από τον Χρι­στό)»].

Τα παρα­κά­τω ας τα απο­σιω­πή­σου­με από επιεί­κεια, περι­μέ­νον­τας την επι­στρο­φή τους.

Αν όμως δού­με ότι η δια­στρο­φή τους είναι χωρίς επι­στρο­φή, τότε θα προ­σθέ­σου­με και το υπό­λοι­πο· αλλά ας το απευ­χη­θού­με κάτι τέτοιο.

67. Εάν κάποιος μπει σε ένα σπί­τι, στο οποίο κάποιος ζωγρά­φος ζωγρά­φι­σε στους τοί­χους με χρώ­μα­τα την ιστο­ρία του Μωυ­σή και του Φαραώ, και έπει­τα συμ­βεί να ρωτή­σει γι’ αυτούς που διέ­σχι­σαν τη θάλασ­σα σαν να ήταν ξηρά, «Ποιοι είναι αυτοί;», τι θα απαν­τή­σεις δεχό­με­νος την ερώ­τη­ση; Δεν θα πεις, «ο λαός του Ισρα­ήλ»;. «Ποιος χτυ­πά τη θάλασ­σα με το ραβδί;». Δεν θα του πεις: «Ο Μωυ­σής»;

Έτσι και αν κάποιος εικο­νί­σει το Χρι­στό σταυ­ρω­μέ­νο και ερω­τη­θεί: «Ποιος είναι αυτός;» θα απαν­τή­σει: «ο Χρι­στός ο Θεός, ο οποί­ος σαρ­κώ­θη­κε για μας». Ναι, Δέσπο­τα, προ­σκυ­νώ όλα τα δικά Σου πράγ­μα­τα, και με δια­καή πόθο αγκα­λιά­ζω τη θεό­τη­τα, τη δύνα­μη, την αγα­θό­τη­τα, την ευσπλα­χνία για μένα, τη συγ­κα­τά­βα­ση, τη σάρ­κω­ση, τη σάρ­κα. Και όπως φοβά­μαι να αγγί­ξω το πυρα­κτω­μέ­νο σίδε­ρο, όχι εξαι­τί­ας της φύσε­ως του σίδε­ρου, αλλά εξαι­τί­ας της φωτιάς που είναι ενω­μέ­νη με αυτό, έτσι προ­σκυ­νώ τη σάρ­κα σου, όχι εξαι­τί­ας της φύσης της σάρ­κας, αλλ’ εξαι­τί­ας της θεό­τη­τας που είναι υπο­στα­τι­κά ενω­μέ­νη με αυτήν.

Προ­σκυ­νού­με τα πάθη Σου. Ποιος είδε να προ­σκυ­νεί­ται ο θάνα­τος; Ποιος είδε πάθη σεπτά; Όμως πράγ­μα­τι προ­σκυ­νού­με τον σωμα­τι­κό θάνα­το του Θεού μου και τα σωτή­ρια πάθη, προ­σκυ­νού­με την εικό­να Σου˙προσκυνούμε όλα τα δικά Σου πράγ­μα­τα, τους υπη­ρέ­τες, τους φίλους και πριν από αυτούς την μητέ­ρα την Θεο­τό­κο.

Γι’ αυτό ικε­τεύω τον λαό του Θεού, το έθνος το άγιο, να κρα­τή­σει γερά τις εκκλη­σια­στι­κές παρα­δό­σεις· για­τί η παρα­μι­κρή αφαί­ρε­ση από αυτά που μας έχουν παρα­δο­θεί, σαν να αφαι­ρού­με λιθά­ρια από οικο­δο­μή, γρή­γο­ρα θα γκρε­μί­σει ολό­κλη­ρη την οικο­δο­μή. Είθε λοι­πόν να παρα­μέ­νου­με στα­θε­ροί, άκαμ­πτοι, ακλό­νη­τοι, στη­ριγ­μέ­νοι πάνω σε ασφα­λή πέτρα, που είναι ο Χρι­στός, στον Οποίο αρμό­ζει δόξα, τιμή και προ­σκύ­νη­ση, μαζί με τον Πατέ­ρα και το Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους απέ­ραν­τους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://www.documentacatholicaomnia.eu/20vs/103_migne_gm/0675–0749,_Iohannes_Damascenus,_De_Imaginibus_Oratio_I_(MPG_94_01231_1283),_GM.pdf

  • Ιωάν­νου Δαμα­σκη­νού Έργα, Προς τους δια­βάλ­λον­τας τας αγί­ας εικό­νας, ομι­λία Α΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 3, σελί­δες 20–105.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Β (Και­ρός Μετα­νοί­ας)

Πόσο μεγά­λη, πόσο φοβε­ρὴ εἶναι ἡ παρου­σία τοῦ Θεοῦ! Πόσο μεγά­λη καὶ πόσο φοβε­ρή εἶναι ἡ παρου­σία τοῦ ζῶν­τος Θεοῦ!
Οἱ ἀγγε­λι­κὲς δυνά­μεις στέ­κον­ται μπρο­στά Του μὲ φόβο καὶ τρό­μο. Τὰ σερα­φεὶμ κρύ­βουν τὰ πρό­σω­πά τους μὲ τίς φτε­ροῦ­γες τοὺς μπρο­στὰ στὸ ἀστρα­φτε­ρὸ φῶς καὶ τὸ ἀνέκ­φρα­στο κάλ­λος τῆς παρου­σί­ας Του.
Πόσο λαμ­πρὸς εἶναι ὁ ἥλιος! Πόσο ἐντυ­πω­σια­κὸ εἶναι τὸ ἔνα­στρο στε­ρέ­ω­μα! Πόσο δυνα­τὸς εἶναι ὁ ταραγ­μέ­νος ὠκε­α­νός! Πόσο μεγα­λό­πρε­πα εἶναι τὰ γιγαν­τιαῖα βου­νά! Πόσο φοβε­ρὰ εἶναι τὰ κεραυ­νο­φό­ρα σύν­νε­φα καὶ τὰ πύρι­να ἡφαί­στεια! Πόσο εὐχά­ρι­στες εἶναι οἱ ἀνθο­φο­ρη­μέ­νες κοι­λά­δες μὲ τίς χιλιά­δες πηγὲς καὶ τὰ διά­σπαρ­τα λευ­κὰ κοπά­δια τους. Κι όλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ ἔργα τῶν χεριῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἔργα ποὺ φτιά­χτη­καν ἀπὸ τὸν ἀθά­να­το Δημιουρ­γό. Κι ἂν ἡ κτί­ση εἶναι τόσο ὄμορ­φη, πῶς πρέ­πει νὰ εἶναι ὁ Δημιουρ­γός;
Ἄν ἡ καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που γεμί­ζει μὲ δέος, χαρὰ ἢ δάκρυα μπρο­στὰ στὴ δημιουρ­γία τοῦ Θεοῦ, πῶς πρέ­πει νὰ νιώ­θει μπρο­στὰ στὸν παν­το­δύ­να­μο καὶ ζῶν­τα Δημιουρ­γός
Πῶς μπο­ρεῖ ἕνα θνη­τὸ ὄν νὰ στα­θεῖ κον­τὰ στὸν ἀθά­να­το Θεὸ καὶ νὰ μὴν ἐξα­φα­νι­στεῖ, νὰ μὴ δια­λυ­θεῖ; Ποιό θνη­τὸ ὄν μπο­ρεῖ νὰ κοι­τά­ξει τὸ πρό­σω­πο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ ζεῖ; Ἄν εἶναι φοβε­ρό το νὰ δεῖς τὸ πρό­σω­πο ἀγγέ­λου τοῦ Θεοῦ, πόσο φοβε­ρό­τε­ρο εἶναι νὰ βρε­θεῖς ἐνώ­πιον τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ; Περι­γρά­φον­τας τὸ ὅρα­μα τοῦ ἀγγέ­λου τοῦ Θεοῦ ὁ προ­φή­της Δανι­ὴλ λέει: «…οὔχ ὑπε­λεί­φθῃ ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετε­στρά­φῃ εἰς δια­φθο­ράν» (Δαν.ι’ 8). Δὲν ἔμει­νε μέσα μου καμιὰ δύνα­μη, ἡ δόξα μου ἀλλοιώ­θη­κε κι ἔγι­νε φθαρ­τή. Ἀκό­μα κι ὁ πιὸ δυνα­τὸς ἄνθρω­πος νιώ­θει ἀδύ­να­μος, ὁ πιὸ ὄμορ­φος μοιά­ζει ἄσχη­μος μπρο­στὰ στὸν ἄγγε­λο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει «τὸ σῶμα αὐτοῦ ὤσει θαρ­σίς, καὶ τὸ πρό­σω­πον αὐτοῦ ὤσει ὅρα­σις ἀστρα­πῆς, καὶ οἱ ὀφθαλ­μοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμ­πά­δες πυρός» (Δαν. ἰ’ 6).
Τὸ σῶμα τοῦ ἀγγέ­λου, λέει ὁ προ­φή­της, μοιά­ζει μὲ τὴ βήρυλ­λο, τὸ πρό­σω­πό του ἦταν σὰν ἀστρα­πὴ καὶ τὰ μάτια του ἦταν σὰν πύρι­να φῶτα. Τὸ θαυ­μα­στὸ πρωι­νὸ ποὺ ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀνα­στή­θη­κε «ἐκ νεκρῶν», «ἰδοὺ σει­σμὸς ἔγέ­νε­το μέγας ἄγγε­λος γὰρ Κυρί­ου κατα­βὰς ἐξ ουρα­νοῦ, προ­σελ­θὼν ἀπε­κύ­λι­σε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκά­θη­το ἐπά­νω αὐτοῦ. ἢν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστρα­πὴ καὶ τὸ ἔνδυ­μα αὐτοῦ λευ­κὸν ὡσεὶ χιῶν. ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσεί­σθη­σαν οἱ τηροῦν­τες καὶ ἐγέ­νον­το ὤσει νεκροί» (Ματθ. κή’ 2–4). Καὶ ἔγι­νε σει­σμὸς μεγά­λος, λέει ὁ ἱερὸς εὐαγ­γε­λι­στὴς κατέ­βη­κε ἄγγε­λος Κυρί­ου ἀπὸ τὸν οὐρα­νό, ἦρθε κον­τὰ στὸ μνη­μεῖο, κύλι­σε τὴν πέτρα ποὺ ἔφρα­ζε τὴν εἴσο­δο καὶ κάθι­σε πάνω της. Ἡ μορ­φὴ τοῦ ἀγγέ­λου ἔμοια­ζε μὲ ἀστρα­πή, ἐνῶ τὰ ροῦ­χα του ἦταν λευ­κὰ σὰν τὸ χιό­νι. Καὶ σὰν τὸν εἶδαν οἱ φρου­ροὶ συγ­κλο­νί­στη­καν ἀπό το φόβο τους κι ἔγι­ναν σὰν νεκροί.
Αὐτὰ τ’ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα δημιουρ­γεῖ ἡ ἐμφά­νι­ση τοῦ ὑπη­ρέ­τη τοῦ Βασι­λιᾶ. Ἡ θέα τοῦ ἴδιου τοῦ Βασι­λιᾶ τότε;
Οἱ μόνοι ποὺ γνω­ρί­ζουν, ποῦ ἡ γνώ­ση αὐτὴ ἔχει μεί­νει διὰ παν­τὸς ἀνε­ξά­λει­πτη στὴ μνή­μη τους, εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κον­τά τους τοὺς πανέν­δο­ξους αὐτοὺς ἀγγέ­λους. Ἡ γνώ­ση αὐτὴ ποὺ δόθη­κε στοὺς προ­φῆ­τες μὲ τὴ μορ­φὴ ὁρα­μά­των, τοὺς μετα­μόρ­φω­σε καὶ τοὺς ἔκα­νε ταπει­νοὺς καὶ πρά­ους μπρο­στὰ στὸν οὐρά­νιο κόσμο, μὰ ἀπο­φα­σι­στι­κοὺς καὶ πύρι­νους πρὸς τοὺς τυφλοὺς κι ἀμε­τα­νόη­τους ἁμαρ­τω­λούς. Ὁ προ­φή­της Ἐλι­σαῖ­ος προ­σευ­χή­θη­κε μιᾷ φορᾷ στὸ Θεό, ὥστε ν’ ἀνοί­ξει τὰ μάτια τοῦ νεα­ροῦ ποὺ εἶχε μαζί του καὶ νὰ δεῖ ἐκεῖ­να ποὺ ἔβλε­πε ὁ ἴδιος ὁ προ­φή­της. Κι ὁ Θεὸς ἄκου­σε τὴν προ­σευ­χὴ τοῦ μεγά­λου προ­φή­τη κι ἄνοι­ξε τὰ μάτια τοῦ νεα­ροῦ, ποῦ εἶδε «καὶ ἰδοὺ τὸ ὄρος πλῆ­ρες ἵππων, καὶ ἅρμα πυρὸς περι­κύ­κλω Ἐλι­σαιέ» (Δ’ Βασ. στ’17).
Τότε πῶς θὰ ἦταν καὶ μὲ τί θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ παρο­μοιά­σει κανεὶς τὸ ὅρα­μα τοῦ ἴδιου τοῦ Βασι­λιᾶ τῶν οὐρα­νί­ων δυνά­με­ων, ἕνα τόσο φοβε­ρὸ καὶ πανέν­δο­ξο ὅρα­μα; Ὅταν ὁ μέγας προ­φή­της Ἠσα­ΐ­ας ἀξιώ­θη­κε νὰ δεῖ τὸ ὅρα­μα αὐτό, ἀνα­φώ­νη­σε μὲ φόβο καὶ θαυ­μα­σμό: «Ὦ, τάλας ἐγώ, ὅτι κατα­νέ­νυγ­μαι, ὅτι ἄνθρω­πος ὤν καὶ ἀκά­θαρ­τα χεί­λη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκά­θαρ­τα χεί­λη ἔχον­τος ἐγὼ οἴκῳ καὶ τὸν βασι­λέα Κύριον σαβα­ὼθ εἶδος τοῖς ὀφθαλ­μοῖς μοῦ» (Ἠσ. στ’5). Ἀλλοί­μο­νο σὲ μένα τὸν ταλαί­πω­ρο! Εἶμαι ἄνθρω­πος μὲ ἀκά­θαρ­τα χεί­λη, ποὺ ζῶ ἀνά­με­σα σὲ ἀνθρώ­πους μὲ ἐπί­σης ἀκά­θαρ­τα χεί­λη, καὶ ἀξιώ­θη­κα νὰ δῶ τὸν Κύριο καὶ Θεό, τὸν βασι­λιᾶ τῶν οὐρα­νί­ων δυνά­με­ων.
Οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι αὐτοὶ ἄνθρω­ποι θὰ γνώ­ρι­ζαν πῶς ὁ Βασι­λιᾶς, ὁ Κύριος, τοὺς ἔχει πάν­τα στὸ βλέμ­μα Του — ὁ ἴδιος θαυ­μα­στὸς καὶ ἀναλ­λοί­ω­τος Κύριος καὶ Θεός, ποὺ ὁ Ἠσα­ΐ­ας εἶδε μὲ μιὰ φευ­γα­λέα ματιὰ καὶ γέμι­σε μὲ φόβο καὶ δέος. Καὶ μ’ αὐτὴ τὴ γνώ­ση ὁ νοῦς τους δὲ θὰ ὑπο­χω­ροῦ­σε τότε σὲ ὁποιο­δή­πο­τε εἶδος ἁμαρ­τί­ας ἢ ἀκα­θαρ­σί­ας. Εἴτε ὁ ἄνθρω­πος βλέ­πει το Θεὸ εἴτε ὄχι, ὁ Θεὸς τὸν βλέ­πει. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκε­τὸ γιὰ νὰ κάνει τὸ βλά­σφη­μο ν’ ἀνα­τρι­χιά­ζει καὶ νὰ φρίτ­τει; Καὶ γιὰ τὸ χρι­στια­νό, δὲν εἶναι αὐτὸ μιὰ παρη­γο­ριὰ στὰ βάσα­νά Του;
Ὄχι μόνο ὁ Τρια­δι­κὸς Θεὸς μᾶς βλέ­πει καὶ παρα­τη­ρεῖ τὴ ζωή μας κάθε στιγ­μή, ἀλλὰ καὶ ὁλό­κλη­ρος ὁ χορὸς τῶν οὐρα­νί­ων δυνά­με­ων, οἱ ἄγγε­λοι κι οἱ ἅγιοι μαζί. Ἑκα­τομ­μύ­ρια μάτια μας βλέ­πουν σὰ νά ‘τὰν μ’ ἕνα μάτι. Ἑκα­τομ­μύ­ρια καλὲς ἐπι­θυ­μί­ες μας συνο­δεύ­ουν στὸ σκο­τει­νὸ κι ἀγκά­θι­νο δρό­μο τῆς ζωῆς μας. Κι ἑκα­τομ­μύ­ρια χέρια ἁπλώ­νον­ται γιὰ νὰ μᾶς δώσουν τὴ βοή­θειά τους, σὰν ἕνα χέρι ὅλα μαζί.
Ἡ ἐπί­γεια Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ ὁδη­γεῖ­ται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ παρου­σιά­σει τὴ θαυ­μα­στὴ καὶ φοβε­ρή, τὴν ἀγα­πη­τὴ αὐτὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στοὺς πιστούς, μὲ τὴ βοή­θεια τῶν εἰκό­νων, ποὺ ἀντι­προ­σω­πεύ­ουν τὸν ἀόρα­το κόσμο τῶν οὐρα­νί­ων δυνά­με­ων. Τοὺς θυμί­ζει τὴ διαρ­κῆ παρου­σία τῶν δυνά­με­ων αὐτῶν στὸν κόσμο. Ὅταν προ­σκυ­νοῦ­με τὴν εἰκό­να, δὲ σημαί­νει ὅτι λατρεύ­ου­με τὸ ξύλο ἢ τὰ χρώ­μα­τα τῆς ζωγρα­φιᾶς, ἀλλὰ τίς οὐρά­νιες δυνά­μεις ποὺ ἀπει­κο­νί­ζον­ται σ’ αὐτὲς καὶ ποὺ εἶναι ζων­τα­νὲς καὶ παροῦ­σες. Ὅταν στε­κό­μα­στε μπρο­στὰ στὶς εἰκό­νες μὲ φόβο Θεοῦ, τὸν ἴδιο αὐτὸ φόβο νιώ­θου­με καὶ ἀπο­δί­δου­με πρὸς τίς οὐρά­νιες δυνά­μεις. Ὅταν αἰσθα­νό­μα­στε παρη­γο­ριὰ καὶ χαρὰ ἀπὸ τίς εἰκό­νες, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεχό­μα­στε τὴ χαρὰ αὐτὴ ἀπὸ τίς οὐρά­νιες δυνά­μεις ποὺ ἀπει­κο­νί­ζον­ται σ’ αὐτές. Μόνο οἱ ἀνόη­τοι κι αὐτοὶ ποὺ κατέ­χον­ται ἀπὸ δαι­μο­νι­κὲς δυνά­μεις βλέ­πουν εἰδω­λο­λα­τρεία στὴν προ­σκύ­νη­ση τῶν εἰκό­νων. Ποιός ἔχει ἀνοί­ξει πόλε­μο ἐναν­τί­ον τῆς εἰδω­λο­λα­τρεί­ας στὸ πέρα­σμα τῶν αἰώ­νων, ἂν ὄχι ἡ Ὀρθό­δο­ξη Ἐκκλη­σία; Ποιᾶς Ἐκκλη­σί­ας οἱ πιστοὶ θυσιά­στη­καν κατὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια στὸ νικη­φό­ρο αὐτὸ πόλε­μο; Ποιός ἄλλος ἀφά­νι­σε τὴν εἰδω­λο­λα­τρεία; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε λοι­πὸν μιὰ Ἐκκλη­σία ποὺ ἀφά­νι­σε τὴν εἰδω­λο­λα­τρεία νὰ γίνει εἰδω­λο­λα­τρι­κή;
Τὴ μομ­φὴ αὐτὴ τὴν σκά­ρω­σαν ἐναν­τί­ον τῆς Ὀρθό­δο­ξης Ἐκκλη­σί­ας οἱ ἄνο­μοι αἱρε­τι­κοί, ποὺ οἱ σκέ­ψεις τους λει­τουρ­γοῦ­σαν σαρ­κι­κά, ὄχι πνευ­μα­τι­κά. Μὲ τὸ σκο­τι­σμέ­νο νοῦ τους δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ δοῦν τὴ δια­φο­ρὰ ἀνά­με­σα στὴν προ­σκύ­νη­ση τῶν εἰκό­νων καὶ τὴν εἰδω­λο­λα­τρεία. Ἦταν ἀνί­κα­νοι νὰ τὰ βγά­λουν πέρα μὲ τὰ σφα­λε­ρὰ ἐπι­χει­ρή­μα­τά τους κι ἔτσι στρέ­ψαν τὴ φωτιὰ καὶ τὸ ξίφος ἐνάν­τια στὶς εἰκό­νες καὶ κεί­νους ποὺ τίς προ­σκυ­νοῦ­σαν. Ἔκα­ψαν τίς εἰκό­νες στὴ φωτιὰ καὶ σκό­τω­σαν τοὺς πραγ­μα­τι­κοὺς πιστοὺς μὲ τὸ ξίφος τους. Ὅμως τοῦ Θεοῦ ἡ δύνα­μη ἦταν μεγα­λύ­τε­ρη ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ ξίφος τῶν αἱρε­τι­κῶν. Ἔτσι τελι­κὰ οἱ αἱρε­τι­κοὶ κατα­τρο­πώ­θη­καν, ἐνῶ οἱ εἰκό­νες ἔμει­ναν γιὰ νὰ στο­λί­ζουν τὰ τέμ­πλη καὶ νὰ θυμί­ζουν στοὺς πιστοὺς τὴ φοβε­ρὴ παρου­σία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν οὐρα­νί­ων δυνά­με­ων, μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἁγί­ων ἀντρῶν καὶ γυναι­κῶν.
Γιὰ ἀνά­μνη­ση τῆς νίκης ἐνάν­τια στοὺς εἰκο­νο­κλά­στες καὶ τῆς θριαμ­βευ­τι­κῆς ἀπο­κα­τά­στα­σης τῆς τιμῆς τῶν εἰκό­νων τὴν ἐπο­χὴ τοῦ πατριάρ­χη Μεθο­δί­ου, τῆς εὐσε­βοῦς αὐτο­κρα­τό­ρισ­σας Θεο­δώ­ρας καὶ τοῦ γιου της Μιχα­ήλ, οἱ ἅγιοι καὶ θεο­φό­ροι πατέ­ρες μας ὅρι­σαν τὴν πρώ­τη Κυρια­κὴ τῆς Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς νὰ ἀφιε­ρω­θεῖ στὸ γεγο­νὸς αὐτό. Ἡ μέρα αὐτὴ εἶναι γνω­στὴ ὡς Κυρια­κὴ τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας, γιὰ νὰ μᾶς θυμί­ζει το θρί­αμ­βο τῆς ὀρθό­δο­ξης πίστης ἐνάν­τια στοὺς αἱρε­τι­κούς, ποῦ θέλη­σαν νὰ ἐμπο­δί­σουν τὴν προ­σκύ­νη­ση τῶν εἰκό­νων, ὅπως ἔκα­ναν κι οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου τού­του.
Τὴν ἡμέ­ρα αὐτὴ οἱ ἅγιοι καὶ θεο­φό­ροι πατέ­ρες διά­λε­ξαν νὰ δια­βά­ζε­ται τὸ εὐαγ­γέ­λιο ποὺ ἀνα­φέ­ρε­ται στὸ Ναθα­να­ήλ, στὶς ἀμφι­βο­λί­ες του γιὰ τὸ Χρι­στὸ προ­τοῦ τὸν γνω­ρί­σει, καθὼς καὶ τὴ συνο­μι­λία ποὺ εἶχε μαζὶ Τοῦ μετὰ τὴ συνάν­τη­σή τους. Θέλη­σαν ἔτσι νὰ δεί­ξουν πόσο ἀπα­ραί­τη­τη εἶναι ἡ παρου­σία τοῦ Θεοῦ ὅταν προ­βά­λει κανεὶς τίς ἀμφι­σβη­τή­σεις του γιὰ τὴν πίστη, καθὼς καὶ τὴ θαυ­μα­στὴ δύνα­μη τῆς παρου­σί­ας του αὐτῆς.
Ἐκεῖ­νο τὸν και­ρὸ «ἤθέ­λη­σεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελ­θεῖν εἰς τὴν Γαλι­λαί­αν· καὶ εὑρί­σκει Φίλιπ­πον καὶ λέγει αὐτῷ ἀκο­λού­θει μοι. ἢν δὲ Φίλιπ­πος ἀπὸ Βηθ­σαϊ­δά, ἐκ τῆς πόλε­ως Ἀνδρέ­ου καὶ Πέτρου» (Ἰωάν. ἅ’ 44–45). Μετὰ τὴ βάφτι­σή Τοῦ στὸν Ἰορ­δά­νη ὁ Κύριος Ἰησοῦς πῆγε στὴ Γαλι­λαία, ἀπ’ ὅπου ξεκί­νη­σε τὸ ἔργο Του. Τὰ σκου­ρια­σμέ­να μυα­λὰ τῶν Ἰου­δαί­ων δὲν ἄξι­ζαν γιὰ ν’ ἀρχί­σει ἀπ’ αὐτοὺς τὸ ἔργο Του ὁ Κύριος. Ἡ Ἰου­δαία, ὅπου ἀνῆ­κε κι ἡ Ἱερου­σα­λήμ, μὲ τὴν κοσμι­κὴ καὶ σαρ­κι­κὴ φύση της, εἶχε πέσει πολὺ πιὸ χαμη­λὰ ἀπὸ τίς εἰδω­λο­λα­τρι­κὲς ἐπαρ­χί­ες. Ἡ Γαλι­λαία ἦταν εἰδω­λο­λα­τρι­κή. Ἐκεῖ εἶχαν κατοι­κή­σει κυρί­ως Ἕλλη­νες, Ρωμαῖ­οι καὶ Σύροι καὶ ἐλά­χι­στοι σκόρ­πιοι Ἑβραῖ­οι. Οἱ Ἑβραῖ­οι τῆς Ἰου­δαί­ας περι­φρο­νοῦ­σαν τὴ Γαλι­λαία ἐπει­δὴ τὴν κατοι­κοῦ­σαν εἰδω­λο­λά­τρες, τὴν λογά­ρια­ζαν τόπο πνευ­μα­τι­κοῦ σκό­τους καὶ ἄγνοιας.
Σ’ αὐτὸν ἀκρι­βῶς τὸν τόπο ἦταν νὰ λάμ­ψει καὶ ν’ ἀπο­κα­λυ­φτεῖ ἕνα λαμ­πρὸ φῶς, ὅπως τὸ ἀνα­φέ­ρουν καὶ τὰ προ­φη­τι­κὰ λόγια: «Γαλι­λαία τῶν ἐθνῶν… ὁ λαὸς ὁ πορευό­με­νος ἐν σκό­τει, ἴδε­τε φῶς μέγαν οἱ κατοι­κοῦν­τες ἐν χώρα καὶ σκιὰ θανά­του, φῶς λάμ­ψει ἐφ’ ὑμᾶς» (Ἠσ. Θ1–2). Ἐσύ, Γαλι­λαία, ποὺ σὲ κατοι­κοῦν διά­φο­ρα ἔθνη εἰδω­λο­λα­τρι­κά… ἐσὺ λαὲ τῆς Γαλι­λαί­ας ποὺ περ­πα­τᾷς μέσα στὸ σκο­τά­δι, θὰ δεῖς ἕνα φῶς μεγά­λο. Ἐσεῖς ποὺ κατοι­κεῖ­τε μέσα στὸ σκο­τά­δι καὶ στὴ σκιὰ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ θανά­του, θὰ δεῖ­τε ν’ ἀστρά­φτει κον­τά σας ἕνα τερά­στιο κι ἐκτυ­φλω­τι­κὸ φῶς.
Μὲ τὸ νὰ πεῖ τὰ πρῶ­τα Του λόγια στὴ Γαλι­λαία, ἕναν τόπο ὅπου κατοι­κοῦ­σαν ἄνθρω­ποι μὲ μικτὴ κατα­γω­γή, ὁ Κύριος ἔκα­νε σαφὲς πῶς τὸ κήρυγ­μά Τοῦ ἀπευ­θυ­νό­ταν σ’ ὁλό­κλη­ρη τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα. Μὲ τὸ ν’ ἀπο­κα­λύ­ψει τὸν ἑαυ­τό Του πρῶ­τα σ’ αὐτὴν τὴ σκο­τει­νὴ κι ἄγνω­στη γωνιὰ τῆς Παλαι­στί­νης, φανέ­ρω­νε τόσο τὴν ταπεί­νω­σή Τοῦ, ὅσο καὶ τὴν κατα­δί­κη Του ἐνάν­τια στὴν ἀνόη­τη καὶ σκο­τι­σμέ­νη ἀλα­ζο­νεία, καθὼς καὶ στὴ δια­φθο­ρὰ τῆς Ἱερου­σα­λήμ.
Ὁ Ἀντρέ­ας ἀκο­λού­θη­σε πρῶ­τος τὸ Σωτῆ­ρα χωρὶς νὰ κλη­θεῖ, ὅπως ἀνα­φέ­ρει ὁ Ἰωάν­νης (α’ 35). Ἔπει­τα ὁ Ἀντρέ­ας του παρου­σί­α­σε τὸν ἀδελ­φό του Πέτρο, ἐνῶ στὸ Φίλιπ­πο ὁ Κύριος εἶπε: «Ἀκο­λού­θει μοί». Τὸ ὅτι ὁ Φίλιπ­πος ἀντα­πο­κρί­θη­κε στὴν κλή­ση τοῦ Κυρί­ου αὐθόρ­μη­τα καὶ χωρὶς κανέ­να δισταγ­μό, εἶναι φανε­ρὸ ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι, ἀμέ­σως μετά, γεμᾶ­τος ζῆλο γιὰ τὸ Χρι­στό, ἄρχι­σε νὰ μιλά­ει σὲ ἄλλους καὶ νὰ τοὺς φέρ­νει στὸν Κύριο.
Ἡ ἄμε­ση ἀπό­φα­ση τοῦ Φίλιπ­που ν’ ἀκο­λου­θή­σει τὸν Κύριο μπο­ρεῖ νὰ ἐξη­γη­θεῖ, ἂν ὑπο­θέ­σου­με πῶς πρω­τύ­τε­ρα θὰ εἶχε ἀκού­σει γιὰ τὸ Χρι­στὸ ἀπὸ τοὺς γεί­το­νές του Ἀντρέα καὶ Πέτρο, ἀφοῦ ὅλοι τους κατά­γον­ταν ἀπὸ τὴ Βηθ­σαϊ­δά, ἢ καὶ ἀπὸ ἄλλους στὴν πατρί­δα τους. Τὸ πιὸ πιθα­νὸ ὅμως εἶναι πῶς στὴν ἀπό­φα­σή του νὰ τὰ ἐγκα­τα­λεί­ψει ὅλα, νὰ τοὺς ξεχά­σει ὅλους καὶ νὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σει, σπου­δαῖο ρόλο θὰ ἔπαι­ξε ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρί­ου, ποὺ μαγνή­τι­ζε. Ἡ δυνα­μι­κὴ προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ Κυρί­ου ἐντυ­πω­σί­α­σε τόσο πολύ το Φίλιπ­πο ὥστε, ὅπως προ­εί­πα­με, δὲν ἀρκέ­στη­κε ν’ ἀκο­λου­θή­σει μόνος αὐτὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ ξεκί­νη­σε ἀμέ­σως τὴν ἀπο­στο­λι­κὴ δια­κο­νία του κι ἔφε­ρε ἄλλους στὸ Χρι­στό, ὅπως φαί­νε­ται στὴ συνέ­χεια.
«Εὑρί­σκει Φίλιπ­πος τὸν Ναθα­να­ὴλ καὶ λέγει αὐτὸ ὄν ἔγρα­ψε Μωυ­σῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προ­φῆ­ται, εὑρή­κα­μεν Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ, τον ἀπὸ Ναζα­ρέτ» (Ἰωάν. ἅ’ 46). Μόλις ὁ Φίλιπ­πος συνάν­τη­σε τὸ Ναθα­να­ήλ, τοῦ λέει: Βρή­κα­με τὸν Ἰησοῦ, τὸ γιο τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζα­ρέτ, Ἐκεῖ­νον γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγρα­ψαν ὁ Μωυ­σης στὸ νόμο κι οἱ προ­φῆ­τες.
Πόσο ἁπλᾶ μίλη­σε ὁ Φίλιπ­πος! Ὁ Φίλιπ­πος κι ὁ Ναθα­να­ὴλ εἶναι δυὸ φλο­γε­ρὲς ψυχὲς καὶ συνο­μι­λοῦν μετα­ξύ τους. Ὁ Φίλιπ­πος δὲν εἶπε «βρή­κα­με το Μεσ­σία ποὺ περι­μέ­να­με» ἤ το «γιὸ τοῦ Δαβὶδ» ἤ «το βασι­λιᾶ τοῦ ‘Ἰσρα­ὴλ» ἢ «τὸ Χρι­στό, τὸν Κύριο». Τόνι­σε στὸ Ναθα­να­ὴλ μόνο πῶς βρῆ­καν Ἐκεῖ­νον γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγρα­ψαν οἱ προ­φῆ­τες κι ὁ Μωυ­σῆς. Ἐδῶ βλέ­που­με πῶς μιλά­ει μιὰ ψυχὴ ποὺ πλημ­μυ­ρί­ζει ἀπὸ θαυ­μα­σμὸ καὶ χαρά. Τὰ βαθιὰ αἰσθή­μα­τα ποὺ νιώ­θει δὲ χρειά­ζε­ται νὰ ψάξει νὰ βρεῖ λέξεις γιὰ νὰ τὰ δια­τυ­πώ­σει. Τὰ λόγια βγαί­νουν ἀπὸ μόνα τους, αὐθόρ­μη­τα, ἁπλᾶ, καμιὰ φορὰ κι ἁπλοϊ­κά, σίγου­ρα πῶς ἡ δύνα­μή τους μπο­ρεῖ νὰ φανεῖ ἀκό­μα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ ἁπλού­στε­ρα λόγια. Τ’ ἀδύ­να­μα κι ἀπα­τη­λὰ αἰσθή­μα­τα χρειά­ζον­ται ἀση­μέ­νιες τρομ­πέ­τες, δυνα­τὰ καὶ πομ­πώ­δη λόγια, γιὰ νὰ φανοῦν πιὸ δυνα­τὰ καὶ πιὸ ἀλη­θι­νὰ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ὁ Φίλιπ­πος κι ὁ Ναθα­να­ὴλ θὰ πρέ­πει νὰ εἶχαν συζη­τή­σει πολ­λὲς φορὲς γιὰ τὸν ἀνα­με­νό­με­νο Μεσ­σία, γιὰ Ἐκεῖ­νον ποὺ εἶχαν προ­α­ναγ­γεί­λει οἱ προ­φῆ­τες καὶ τὸν ἀνέ­με­ναν γενε­ὲς γενε­ῶν. Αὐτὸ ἦταν ἀγα­πη­τὸ καὶ κοι­νὸ θέμα συζη­τή­σε­ων ἀνά­με­σα στοὺς ἀλη­θι­νούς ‘Ἰσραη­λῖ­τες, ἀνά­με­σα στὶς διψα­σμέ­νες κι ἁγνὲς ψυχές.
«Εὑρή­κα­μεν Ἰησοῦν», εἶπε ὁ Φίλιπ­πος. Βρή­κα­με Ἐκεῖ­νον ποὺ δὲν ἐμφα­νί­στη­κε σὰν ἀστρα­πὴ ποὺ ξεσπά­ει μέσα ἀπὸ τὰ σύν­νε­φα καὶ κάνει τη γῆ νὰ τρέ­μει, οὔτε καὶ ἔπε­σε ξαφ­νι­κὰ στὴ γῆ σὰν μετε­ω­ρί­της, οὔτε ἀνέ­βη­κε στὸν αὐτο­κρα­το­ρι­κὸ θρό­νο τῆς Ἱερου­σα­λήμ, ἐκεῖ ὅπου παρα­τη­ροῦ­σαν οἱ κον­τό­φθαλ­μοι φαρι­σαῖ­οι κι οἱ ἀνόη­τοι γραμ­μα­τεῖς, καθὼς κι ἄλλοι ποὺ περί­με­ναν το Μεσ­σία. Μεγά­λω­σε κι ἔζη­σε ἐδῶ καὶ τριάν­τα χρό­νια στὴ Γαλι­λαία, ἀνά­με­σά μας, μὰ δὲν τὸν γνω­ρί­σα­με. Μεγά­λω­σε σὰν ὑγιὲς κλα­δά­κι ἀμπέ­λου ποὺ ξεφύ­τρω­σε σὲ ἄγριο κορ­μό, μὰ ἦταν δύσκο­λο νὰ τὸν ἀνα­γνω­ρί­σεις ὡσό­του ἀνα­πτυ­χθεῖ κι ἀρχί­σει ν’ ἀπο­δί­δει καρ­πούς. Ἦταν σὰν θησαυ­ρὸς κρυμ­μέ­νος στὴ γῆ. Σκά­φτη­κε ἡ γῆ κι ὁ θησαυ­ρὸς ἔλαμ­ψε. Δὲ βάδι­σε καμα­ρω­τός, δὲ φρόν­τι­σε νὰ ἐντυ­πω­σιά­σει. Ἐμεῖς τὸν εἴδα­με καὶ τὸν γνω­ρί­σα­με ταπει­νὸ σὰν ἀρνί, καθα­ρὸ σὰν τὸν ἥλιο, γλυ­κὸ σὰν τὴν ἄνοι­ξη καὶ δυνα­τὸ σὰν Θεό.
Κατά­γε­ται ἀπὸ τὴ Ναζα­ρέτ, εἶναι γιος τοῦ Ἰωσήφ. Ποιός μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­ζει ὅλα τὰ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Φίλιπ­πος περιέ­γρα­ψε στὸ Ναθα­να­ὴλ τὸν Ἰησοῦ; Ποιός μπο­ρεῖ νὰ ἐπα­να­λά­βει ὁλό­κλη­ρη τὴ συνο­μι­λία τους; “Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς κατα­γρά­φει μὲ συν­το­μία μόνο τὰ πιὸ ἀξιό­λο­γα στοι­χεῖα. Κι ὅλα ὅσα ἄκου­σε ἀπό το Φίλιπ­πο ὁ Ναθα­να­ήλ, δὲν μπο­ρεῖ παρὰ νὰ τὸν χαρο­ποί­η­σαν. Ἦταν ὅμως καὶ κάτι ποὺ τὸν δυσκό­λευε, τοῦ ‘φερ­νε σύγ­χυ­ση καὶ ὑπο­νό­μευε τὴν πίστη του. Πῶς ἦταν δυνα­τὸ καὶ Μεσ­σί­ας νὰ προ­ερ­χό­ταν ἀπὸ τὴ Ναζα­ρέτ: Ὁ Φίλιπ­πος εἶπε πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν γιος τοῦ Ἰωσήφ, ἴσως ἐπει­δὴ ἀκό­μα κι ὁ ἴδιος δὲ γνώ­ρι­ζε τὸ ὑπερ­φυὲς μυστή­ριο τῆς σύλ­λη­ψής Του ἀπὸ τὸ Ἁγιο Πνεῦ­μα. Ἴσως ἀκό­μα ἐπει­δὴ ἤθε­λε ἡ εἴδη­σή του νὰ γίνει ὅσο γίνε­ται πιὸ σύν­το­μη καὶ κατα­νο­η­τὴ γιὰ ἕναν ἄνθρω­πο ποὺ τώρα ὁδη­γοῦν­ταν βῆμα βῆμα στὴν κατα­νόη­ση τοῦ μυστη­ρί­ου τῆς ἐνσάρ­κω­σης τοῦ Θεοῦ. Φαί­νε­ται πῶς ἐδῶ ὁ Φίλιπ­πος λει­τουρ­γοῦ­σε κιό­λας σὰν ἱερα­πό­στο­λος, μὲ τὸν ἀπο­στο­λι­κὸ τρό­πο ποὺ ἐξή­γη­σε ἀργό­τε­ρα ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος: «Ἐγε­νό­μῃν τοῖς ἀσθε­νέ­σιν ὡς ἀσθε­νής, ἶνα τοὺς ἀσθε­νεῖς κερ­δή­σω τοῖς πᾶσι γέγο­να τὰ πάν­τα, ἶνα πάν­τας τινὰς σώσω» (Α ́κόρ. θ’ 22). Κον­τὰ στοὺς ἄρρω­στους κι ἀδύ­να­μους στὴν πίστη, ἔγι­να κι ἐγὼ ἄρρω­στος, γιὰ νὰ τοὺς κερ­δή­σω. Σὲ ὅλους ἔγι­να τὰ πάν­τα, γιὰ νὰ κερ­δή­σω ὅσο γίνε­ται περισ­σό­τε­ρους. Ὁ Ναθα­να­ὴλ ἦταν ἀκό­μα ἀδύ­να­μος, ἀκα­τή­χη­τος, δὲν εἶχε φωτι­στεῖ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἀπό­στο­λος τὸν προ­σέγ­γι­σε σὰν ἀδύ­να­μο, προ­σε­χτι­κά.
«Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθα­να­ήλ: ἔκ Ναζα­ρὲτ δύνα­ται τί ἀγα­θὸν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιπ­πος: ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰωάν. ἅ’47). Ὁ Ναθα­να­ὴλ εἶπε στὸ Φίλιπ­πο: Εἶναι δυνα­τὸ νὰ προ­κύ­ψει κάτι καλὸ ἀπὸ τὴ Ναζα­ρέτ; Κι ὁ Φίλιπ­πος τοῦ ἀπάν­τη­σε: Ἔλα καὶ θὰ δείς.
Ἡ ἐρώ­τη­ση τοῦ Ναθα­να­ὴλ δὲν πρέ­πει νὰ κατα­νο­η­θεῖ σὰν κακεν­τρε­χὴς παρα­τή­ρη­ση ποὺ βγαί­νει ἀπὸ σκλη­ρὴ καὶ κακό­βου­λη καρ­διά. Ἦταν μᾶλ­λον τὸ ἐνδια­φέ­ρον μιᾶς εἰλι­κρι­νοῦς καρ­διᾶς γιὰ τὸ φίλο του, ὥστε νὰ μὴν πέσει θῦμα ἀπά­της. Ἡ Σάρα γέλα­σε ὅταν ὁ Θεός της ἀπο­κά­λυ­ψε πῶς, στὴν προ­χω­ρη­μέ­νη ἡλι­κία της, θὰ γεν­νοῦ­σε γιὸ (βλ. Γέν. ἰη12). Ἐδῶ πρό­κει­ται γιὰ χαρά, ποὺ ἁπλᾶ περι­μέ­νει ἐπι­βε­βαί­ω­ση μὲ τὴν ἐρώ­τη­ση. Ὁ Ναθα­να­ὴλ δὲν εἶχε ἀκού­σει ποτὲ στὴ ζωή του τόσο χαρού­με­νες εἰδή­σεις, σὰν κι αὐτὲς ποὺ τοῦ ἔφε­ρε ὁ Φίλιπ­πος. Ἀλλὰ ὅπως κάθε χαρὰ σκιά­ζε­ται καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν ἀμφι­βο­λία, ἔτσι ἔγι­νε καὶ μὲ τὸ Ναθα­να­ήλ. Ἡ χαρὰ τοῦ Ναθα­να­ὴλ μετριά­στη­κε λίγο στὸ ἄκου­σμα τῆς λέξης «Ναζα­ρέτ». Οἱ προ­φῆ­τες δὲν ἔγρα­ψαν πῶς ὁ Μεσ­σί­ας θὰ γεν­νη­θεῖ στὴ Βηθλε­έμ; Γενε­ὲς γενε­ῶν δὲν περί­με­ναν νὰ δοῦν μὲ ἀνυ­πο­μο­νη­σία στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀνα­με­νό­με­νο Μεσ­σία καὶ Βασι­λιᾶ; Ἴσως ὁ Φίλιπ­πος νὰ κάνει λάθος.
Ὁ Φίλιπ­πος δὲ θέλει νὰ προ­χω­ρή­σει ὁ ἴδιος σὲ ἔξη­γή­σεις καὶ ἀπο­δεί­ξεις. Δὲ θέλει νὰ δώσει ὁ ἴδιος ἀπάν­τη­ση στὸ σχό­λιο τοῦ Ναθα­να­ήλ. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπε ἁπλᾶ. Ἔρχου καὶ ἴδε. Ἔλα καὶ θὰ δεῖς μόνος σου. Πόσο θριαμ­βευ­τι­κὰ ἠχοῦν τὰ λόγια αὐτά: Ἔρχου καὶ ἴδε. Ἔλα, Ναθα­να­ήλ, καὶ θὰ δείς. Ἐγὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ σοῦ ἀπο­δεί­ξω αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω, ἡ παρου­σία Του ὅμως εἶναι ἡ καλ­λί­τε­ρη ἀπό­δει­ξη. Ἐγὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ σοῦ δώσω ἀπάν­τη­ση σ’ αὐτὴν ἢ σὲ κάποια ἄλλη ἐρώ­τη­ση ἢ ἀπο­ρία ποὺ ἴσως ἔχεις, ἡ παρου­σία Του ὅμως εἶναι ἀπάν­τη­ση στὴν ὁποία δὲν μπο­ρεῖς ν’ ἀντι­στα­θείς. Ἐσύ, ἔλα ἁπλᾶ μαζί μου. Ἔρχου καὶ ἴδε. Ὁ Ναθα­να­ὴλ συμ­φώ­νη­σε καὶ ξεκί­νη­σαν μαζὶ μὲ τὸ Φίλιπ­πο γιὰ συνάν­τη­ση τοῦ Ἰησοῦ.
«Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθα­να­ὴλ ἔρχό­με­νον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀλη­θῶς Ἰσραη­λί­της ἐνῶ δόλος οὐκ ἔστι» (Ἰωάν. ἅ’48). Ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὸν Ναθα­να­ὴλ νὰ ἔρχε­ται πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε: ὁρί­στε, αὐτὸς εἶναι γνή­σιος Ἰσραη­λί­της, ποὺ δὲν ἔχει μέσα του δόλο καὶ πονη­ριά.
Τί μέγι­στος ἔπαι­νος! Κι ἀπὸ τὰ χεί­λη! Τί σημαί­νει τώρα ἀλη­θῶς Ἰσραη­λί­της ἕν ὼ δόλος οὐκ ἔστι; Αὐτὸ δηλώ­νει τὸν ἄνθρω­πο ποὺ εἶναι γεμᾶ­τος μὲ τὸ ἀντί­θε­το τοῦ δόλου καὶ τῆς πονη­ριᾶς, δηλα­δὴ μέ το Θεό. “Ἀνθρω­πο μὲ τίς σκέ­ψεις τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπι­θυ­μία γιά το Θεό, τὴν ἀνα­ζή­τη­ση τοῦ Θεοῦ, τὴν προσ­δο­κία τοῦ Θεου, τὴν ἐλπί­δα στὸ Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ἔχει παρα­δο­θεῖ στὸν ἕνα Κύριο καὶ Δημιουρ­γό — το Θεό. Δὲν ἀνα­γνω­ρί­ζει κανέ­ναν ἄλλο. Εἶναι ὁ ἄνθρω­πος ποὺ «τὰ πνευ­μα­τι­κὰ τῆς πονη­ρί­ας» (Ἐφ. στ12) δὲ βρί­σκουν τρό­πο νὰ μποῦν καὶ νὰ ριζώ­σουν μέσα του.
Ἡ ἐπι­σή­μαν­ση αὐτὴ τοῦ Χρι­στοῦ γιὰ τὸ Ναθα­να­ὴλ πῶς εἶναι ἀλη­θι­νὸς Ἰσραη­λί­της, εἶναι ταυ­τό­χρο­να καὶ μιὰ παρα­τή­ρη­ση γιὰ ἕνα θλι­βε­ρὸ γεγο­νός, πῶς ἀλη­θι­νοι Ἰσραη­λῖ­τες ἔχουν ἀπο­μεί­νει πολὺ λίγοι. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀνα­φώ­νη­σε μὲ χαρά, ἴδε ἀλη­θῶς Ἰσραη­λί­της! ‘Ἐδῶ ἔχου­με ἕναν ἀλη­θι­νὸ ἄνθρω­πο ἀνά­με­σα σὲ ἄλλους, πονη­ροὺς καὶ δόλιους. Ἐδῶ ἔχου­με κάποιον ποῦ Ἰσραη­λί­της δὲν εἶναι μόνο κατ’ ὄνο­μα, ἀλλ’ ἀλη­θι­νός. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ Κύριος μπο­ροῦ­σε νὰ δια­κρί­νει ἀπὸ μακριὰ τίς ἀμφι­βο­λί­ες ποὺ δια­τύ­πω­σε ὁ Ναθα­να­ὴλ στὸ Φίλιπ­πο γιὰ τὸν Κύριο, ὁ Κύριος ἐγκω­μί­α­σε τὸ Ναθα­να­ήλ, τὸν ὀνό­μα­σε ἀλη­θι­νὸ Ἰσραη­λί­τη, ἄδο­λο κι ἀπο­νή­ρευ­το.
Μήπως ὁ Κύριος ἐγκω­μί­α­σε τὸ Ναθα­να­ὴλ γιὰ νὰ τὸν προ­σελ­κύ­σει κον­τὰ Τοῦ; Ὄχι! Ἐκεῖ­νος ποὺ δια­βά­ζει τίς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων δὲ βασί­ζε­ται στὰ λόγια, μὰ στὴν καρ­διὰ τὴν ἴδια. Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ξέρου­με, οὔτε καὶ μπο­ροῦ­με νὰ γυρί­σου­με στὶς σελί­δες τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου γιὰ νὰ δια­βά­σου­με πῶς ὁ Ναθα­να­ὴλ ἦταν ἄδο­λος κι ἀπο­νή­ρευ­τος ἄνθρω­πος. Ὁ Κύριος τὸ εἶδε στὴν καρ­διά του, τὸ διά­βα­σε ἐκεῖ. Οἱ ἄλλοι ἀπό­στο­λοι ποὺ εἶχαν συγ­κεν­τρω­θεῖ γύρω ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ ἴσως ξαφ­νιά­στη­καν μὲ τὰ ἐγκω­μια­στι­κὰ λόγια Του, Ἐκεῖ­νος ὅμως ἄφη­σε το χρό­νο ν’ ἀπο­κα­λύ­ψει στοὺς ἀπο­στό­λους τὴν ἀλή­θεια τοῦ ἐπαί­νου Του.
Ὁ ἴδιος ὁ Ναθα­να­ὴλ ξαφ­νιά­στη­κε μὲ τὸν ἔπαι­νο τοῦ Χρι­στοῦ «καὶ λέγει αὐτῷ πόθεν μὲ γινώ­σκεις; ἀπε­κρί­θῃ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ πρό του σὲ Φίλιπ­πον φωνῆ­σαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἰδῶν σε». Ἀπὸ ποῦ μὲ γνω­ρί­ζεις; ρώτη­σε ὁ Ναθα­να­ήλ. Κι ὁ Ἰησοῦς του ἀπο­κρί­θη­κε: Προ­του σὲ φωνά­ξει ὁ Φίλιπ­πος, ἐγὼ σὲ εἶδα ποὺ καθό­σουν κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, μ’ ὅλο ποὺ ἐκεῖ δὲ σ’ ἔβλε­πε ἄλλο ἀνθρώ­πι­νο μάτι.
Προ­σέξ­τε τώρα πῶς ὁ Ναθα­να­ὴλ ἀπο­δεί­χνε­ται ἀμέ­σως ὅτι εἶναι ἄνθρω­πος ἄδο­λος. Ὁ δόλιος ἄνθρω­πος ἀσχο­λεῖ­ται μὲ τὸν ἑαυ­τό του, γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἀδιά­φο­ρος. Ὁ δόλιος ἄνθρω­πος ἀρέ­σκε­ται στοὺς ἐπαί­νους καὶ τίς κολα­κεῖ­ες. Ἄν ὁ Ναθα­να­ὴλ ἦταν δόλιος θὰ εἶχε μεθύ­σει ἀπὸ τὸν ἔπαι­νο τοῦ Χρι­στοῦ καὶ θ’ ἄρχι­ζε κι αὐτὸς νὰ τὸν ἐπαι­νεῖ, ἢ θ’ ἀπο­ποιό­ταν τὸν ἔπαι­νο μὲ προ­φα­νῆ ταπει­νο­λο­γία. Ὁ Ναθα­να­ὴλ ὅμως ἐνδια­φε­ρό­ταν γιὰ τὸ Χρι­στό, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυ­τό του. Ἔτσι, χωρὶς νὰ δεί­χνει ὅτι δέχε­ται ἢ ὅτι ἀπορ­ρί­πτει τὸν ἔπαι­νο, κάνει μιὰ ἐρώ­τη­ση μὲ σκο­πὸ νὰ μάθει τὴν ἀλή­θεια γιὰ τὸ Χρι­στό. Πόθεν μὲ γινώ­σκεις; Πρώ­τη φορὰ συναν­τιό­μα­στε στὴ ζωή μας. Ἄν μὲ εἶχες καλέ­σει μὲ τὸ ὄνο­μά μου, ἴσως νὰ εἶχα ξαφ­νια­στεῖ λιγό­τε­ρο, για­τί ἕνα ὄνο­μα μπο­ρεῖ πιὸ εὔκο­λα ν’ ἀνα­γνω­ρι­στεῖ. Ὅμως μὲ κατα­πλήσ­σει τὸ γεγο­νὸς ὅτι γνώ­ρι­σες τόσο γρή­γο­ρα τὸ ὄνο­μα τῆς καρ­διᾶς καὶ τῆς συνεί­δη­σής μου — κάτι ποὺ εἶναι πολὺ καλὰ κρυμ­μέ­νο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ ποὺ τὸ φανε­ρώ­νει κανεὶς πολὺ προ­σε­χτι­κὰ καὶ μόνο στοὺς στε­νοὺς φίλους του. Πόθεν μὲ γινώ­σκεις;
Μὲ τὴν ἀπάν­τη­σή Τοῦ ὁ Κύριος τοῦ ἀπο­κά­λυ­ψε ἕνα δεύ­τε­ρο, ἐξω­τε­ρι­κὸ καὶ ὁρα­τὸ μυστή­ριο. Πρό του σὲ Φίλιπ­πον φωνῆ­σαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκὴν εἴδόν σε. Ἐκεῖ­νος ποὺ γνω­ρί­ζει τὰ μυστι­κὰ τῆς καρ­διᾶς, εὔκο­λα μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­ζει καὶ τὰ ἐξω­τε­ρι­κά, τὰ σωμα­τι­κὰ μυστι­κά. Αὐτὸς ποὺ βλέ­πει τίς κινή­σεις καὶ τίς σκέ­ψεις τοῦ νοῦ κι ἀκού­ει τοὺς μυστι­κοὺς ψιθύ­ρους του μέσα στὸν ἄνθρω­πο, μπο­ρεῖ πολὺ εὐκο­λό­τε­ρα νὰ δεῖ τίς κινή­σεις τοῦ σώμα­τος καὶ ν’ ἀκού­σει τὰ λόγια ποὺ βγαί­νουν ἀπὸ τὰ χεί­λη τοῦ ἀνθρώ­που. Προ­τοῦ ὁ Φίλιπ­πος πλη­σιά­σει τὸ Ναθα­να­ήλ, ὁ Κύριος τὸν εἶδε νὰ κάθε­ται κάτω ἀπὸ τὴ συκιά. Προ­τοῦ ὁ Φίλιπ­πος ἀπο­φα­σί­σει γιὰ νὰ πάει νὰ συναν­τή­σει τὸ Ναθα­να­ήλ, ὁ Κύριος εἶχε δεὶ κι εἶχε γνω­ρί­σει τὴν καρ­διά του. Μὲ τὴ δική Του πρό­νοια ὁ Φίλιπ­πος πῆγε στὸ Ναθα­να­ὴλ καὶ τὸν κάλε­σε νά ‘ρθεὶ καὶ νὰ δεί. Πῶς μπο­ρεῖ ὁ ἄνθρω­πος νὰ κρυ­φτεῖ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ; Ὑπάρ­χει τρό­πος νὰ κρυ­φτεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴ μεγά­λη καὶ φοβε­ρὴ παρου­σία Του; Ὁ Ψαλ­μω­δός, ἀνα­φε­ρό­με­νος στὴ μέγι­στη καὶ φοβε­ρὴ αὐτὴ παρου­σία, στρέ­φε­ται στὸν πάν­σο­φο Θεὸ καὶ λέει: «Σὺ ἔγνως τὴν καθέ­δρα μου καὶ τὴν ἔγερ­σή μου, σὺ συνή­κας τοὺς δια­λο­γι­σμοὺς μοῦ ἀπὸ μακρό­θεν… ὅτι οὐκ ἔστι δόλος ἔν γλώσ­σῃ μου. ἰδού, Κύριε, σὺ ἔγνως πάν­τα, τὰ ἔσχα­τα καὶ τὰ ἀρχαῖα σὺ ἔπλα­σὰς μὲ καὶ ἔθη­κας ἐπ’ ἐμὲ τὴν χεί­ρά σου… ποὺ πορευ­θῶ ἀπὸ τοῦ πνεύ­μα­τός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προ­σώ­που σου ποὺ φύγω;» (Ψαλμ. ρλή’ 2–7). Ἐσύ, Κύριε, ἀνα­φω­νεῖ ὁ Ψαλ­μω­δός, γνω­ρί­ζεις πότε κάθο­μαι καὶ πότε σηκώ­νο­μαι, Ἐσὺ γνω­ρί­ζεις τίς σκέ­ψεις μου πολὺ προ­τοῦ τίς κάνω ἐγώ… Ἐσὺ γνω­ρί­ζεις πῶς εἶμαι εἰλι­κρι­νής, πῶς στὴ γλῶσ­σα μου δὲν ὑπάρ­χει δολιό­τη­τα. Ἐσύ, Κύριε, τὰ γνω­ρί­ζεις ὅλα, τόσο τὰ πρό­σφα­τα ὅσο καὶ τὰ παλιά. Ἐσὺ μὲ ἔπλα­σες, Ἐσὺ ἔβα­λες πάνω μου τὸ χέρι Σου… Ποῦ μπο­ρῶ νὰ πάω καὶ νὰ ξεφύ­γω ἀπὸ Σένα; Πῶς μπο­ρῶ νὰ κρυ­φτῶ ἀπὸ τὴν ἁπαν­τα­χοῦ παρου­σία Σου;
Ὁ Χρι­στὸς εἶναι τὸ θαῦ­μα τῆς ἱστο­ρί­ας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὄχι μόνο γιὰ τὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἔκα­νε, οὔτε καὶ γιὰ τὴν ἀνά­στα­σή Τοῦ μόνο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀγα­πη­τι­κὴ καὶ στορ­γι­κὴ παρου­σία τοῦ πνεύ­μα­τός Του. Ἦρθε στὴ γῆ, ἀλλὰ ταυ­τό­χρο­να βρι­σκό­ταν καὶ στὸν οὐρα­νό. Ἔβλε­πε τοὺς ἀνθρώ­πους, μὰ τὴν ἴδια στιγ­μὴ παρα­τη­ροῦ­σε το σατα­νᾶ νὰ πέφτει ἀπὸ τὸν οὐρα­νό. Ὅταν συναν­τιό­ταν μὲ ἀνθρώ­πους, ἔβλε­πε τόσο τὸ παρελ­θὸν ὅσο καὶ τὸ μέλ­λον τους. Τίς σκέ­ψεις τῶν ἀνθρώ­πων τίς ἔβλε­πε σὰν σὲ ἀνοι­χτὸ βιβλίο. Ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι τὸν ἐγκω­μί­α­ζαν καὶ τὸν θαύ­μα­ζαν, Ἐκεῖ­νος μιλοῦ­σε στοὺς ἀπο­στό­λους γιὰ τὸ πάθος Του. Τὴν ὥρα τοῦ πάθους Του, μιλοῦ­σε γιὰ τὴν ἐπι­κεί­με­νη νίκη καὶ δόξα Του. Ἀτέ­νι­ζε τὸ μαρ­μά­ρι­νο ναὸ τῆς Ἱερου­σα­λήμ, ἀλλ’ ἔβλε­πε καὶ τὴν κατα­στρο­φή του. Συνο­μι­λοῦ­σε μέ το Μωυ­σῆ καὶ τὸν Ἠλία ὅπως μιλᾶ­με μὲ τοὺς συγ­χρό­νους μας. Ζοῦ­σε ἐγκλω­βι­σμέ­νος στὸ σῶμα Του, ἀλλ’ ἔβλε­πε ὅλα ὅσα γίνον­ταν στὸν οὐρα­νό. Ἄκου­γε τὴ συνο­μι­λία ποὺ γινό­ταν ἀνά­με­σα στὸν ἁμαρ­τω­λὸ πλού­σιο ἀπὸ τὴν κόλα­ση καὶ στὸν Ἀβρα­ὰμ ἀπὸ τὸν παρά­δει­σο. Ἔβλε­πε ἀπὸ μακριὰ ποὺ ἦταν δεμέ­νος ὁ γάϊ­δα­ρος καὶ τὸ που­λά­ρι του κι ἔστει­λε τοὺς μαθη­τές Του νὰ τὰ φέρουν. Ἀπὸ μεγά­λη ἀπό­στα­ση εἶδε τὸν ἄνθρω­πο στὴν πόλη κερά­μιον ὕδα­τος βαστά­ζον­τα, κι ἔστει­λε τοὺς μαθη­τές Του νὰ τὸν συναν­τή­σουν καὶ νὰ τοῦ δώσουν τὴν ἐντο­λὴ νὰ τοῦ ἑτοι­μά­σει τὸ Πάσχα. Ὁ χρό­νος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ βάλει παρα­πέ­τα­σμα στὴν πνευ­μα­τι­κή Του ὅρα­ση. Ἔβλε­πε ὅλα ὅσα εἶχαν γίνει κι ἐκεῖ­να ποὺ ἐπρό­κει­το νὰ γίνουν, σὰ νὰ λάβαι­ναν χώρα μπρο­στὰ στὰ μάτια Του. Τὸ διά­στη­μα κι ἡ ἀπό­στα­ση δὲν ἦταν ἐμπό­δια γι’ Αὐτόν. Ὅ,τι κι ἂν γινό­ταν, ὁπου­δή­πο­τε στὸν κόσμο, τὸ ἔβλε­πε σὰ νὰ γινό­ταν μπρο­στὰ στὰ σωμα­τι­κά Του μάτια. Ὁτι­δή­πο­τε γινό­ταν σὲ κλει­στὸ χῶρο, τό ‘βλε­πε σὰν συμ­βὰν σὲ ἀνοι­χτὸ μέρος. Ἀκό­μα κι ἂν κάτι λάβαι­νε χώρα στὸ πιὸ ἀπο­μο­νω­μέ­νο μέρος, στὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που, στὰ μάτια Του ἦταν ἀνοι­χτό, ὁλο­φά­νε­ρο.
Ἡ ἁπαν­τα­χοῦ παρου­σία τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ κι ἡ παν­το­γνω­σία Του δημιούρ­γη­σαν σύγ­χυ­ση στὸ Ναθα­να­ήλ. Τὸ ἴδιο εἶχε γίνει καὶ μὲ τὸν Πέτρο ὅταν μάζευε τὰ δίχτυα μὲ τὴν πλού­σια ψαριὰ στὴ λίμνη, μὲ τοὺς ἄλλους μαθη­τὲς ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περ­πα­τά­ει πάνω στὰ κύμα­τα κι ἔπει­τα ὅταν γαλή­νε­ψε τὸν ἄνε­μο καὶ τὴν καται­γί­δα. Ὁ Κύριος ποὺ γνώ­ρι­ζε τίς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων, ἤξε­ρε ποιά ἀπὸ τίς ὑπερ­φυ­σι­κὲς δυνά­μεις Του θὰ ἐνερ­γοῦ­σε καλύ­τε­ρα καὶ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο μαθη­τή. Ἄν ὁ Πέτρος θαύ­μα­ζε περισ­σό­τε­ρο τὴν κυριαρ­χία του στὴ φύση, ὁ Ναθα­να­ήλ, ὅπως εἴδα­με, ἔμει­νε ἔκπλη­κτος μὲ τὴ διό­ρα­ση καὶ τὴν παν­το­γνω­σία Του. Ὁ Κύριος τὰ γνώ­ρι­ζε αὐτὰ καὶ χρη­σι­μο­ποιοῦ­σε τὴν παν­το­γνω­σία Του στὴν ὑπη­ρε­σία τῆς θεϊ­κῆς Του οἰκο­νο­μί­ας γιὰ τὴ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων.
Ὁ Φίλιπ­πος ἴσως μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ δια­κρί­νει αὐτὸ ἀπὸ τίς πρῶ­τες μέρες τῆς μαθη­τεί­ας του, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε στὸ Ναθα­να­ήλ, ἔρχου καὶ ἴδε. Ὁ Φίλιπ­πος ἦταν σίγου­ρος πῶς ὁ πάν­σο­φος καὶ παν­το­δύ­να­μος Κύριος θ’ ἀπο­κα­λύ­πτον­ταν στὸ Ναθα­να­ὴλ μὲ τὸν πιὸ κατάλ­λη­λο τρό­πο ποὺ ἅρμο­ζε στὸ χαρα­κτῆ­ρα καὶ τὴν ἰδιο­συγ­κρα­σία του.
Εἶχε ἴσως κάποιο ἀμυ­δρὸ προ­αί­σθη­μα ἐκεί­νου ποὺ ἀργό­τε­ρα δια­πί­στω­σε καθα­ρά. Κι αὐτὸ ἦταν τὰ θαυ­μα­στὰ μυστή­ρια ποὺ κρύ­βον­ταν μέσα στὸ εὐαί­σθη­το ἀνθρώ­πι­νο στῆ­θος τοῦ Κυρί­ου Του. Καὶ πραγ­μα­τι­κά, τὰ μυστή­ρια ποὺ ἦταν κρυμ­μέ­να στὸ στῆ­θος τοῦ Θεαν­θρώ­που ἦταν εὐρύ­τε­ρα ἀπὸ τὸν οὐρα­νό, μακρύ­τε­ρα ἀπό το χρό­νο.
Ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ Χρι­στὸς ἔστω καὶ τὸ ἕνα χιλιο­στὸ ἀπὸ τίς δυνά­μεις καὶ τὰ μυστή­ρια ποὺ ἦταν κρυμ­μέ­να μέσα Του; Σίγου­ρα ὄχι. Ἡ μεγά­λη πλειο­νό­τη­τα τῶν μυστη­ρί­ων Του παρέ­μει­νε μυστι­κή, ἄγνω­στη στὸν ἄνθρω­πο, γιὰ ν’ ἀπο­κα­λυ­φτεῖ στοὺς ἁγί­ους στὴν οὐρά­νια βασι­λεία Του. Μέσα Του εἶχε τόση δύνα­μη, ὥστε δὲ χρεια­ζό­ταν νὰ κατα­βά­λει καμιὰ προ­σπά­θεια γιὰ νὰ κάνει θαύ­μα­τα. Μᾶλ­λον συγ­κρα­τοῦν­ταν, γιὰ νὰ μὴν κάνει πάρα πολ­λά. Εἶπε, ἀπο­κά­λυ­ψε καὶ ἔκα­νε μόνο ὅσα ἦταν ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ σωτη­ρία μας, χωρὶς νὰ πιέ­σει ἢ ν’ ἀσκή­σει κάποια δύνα­μη στὴ θέλη­σή μας. Ὅλα στη­ρί­ζον­ταν στὴν ἐλεύ­θε­ρη βού­λη­ση καὶ ἀπό­φα­σή μας.
Ἄς παρα­κο­λου­θή­σου­με ὅμως τὸ Ναθα­να­ήλ, πῶς ἀπάν­τη­σε στὸν Κύριο: «ἀπε­κρί­θῃ Ναθα­να­ὴλ καὶ λέγει αὐτὸ ραβ­βί, σὺ εἰ,εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασι­λεὺς τοῦ Ἰσρα­ήλ» (Ἰωάν. ἅ’50). Δάσκα­λε, Ἐσὺ εἶσαι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, Ἐσὺ εἶσαι ὁ βασι­λιᾶς τοῦ Ἰσρα­ήλ. Κι αὐτὸ τὸ ὁμο­λό­γη­σαν τὰ ἴδια χεί­λη ποὺ λίγο νωρί­τε­ρα εἶχαν πεῖ στὸ Φίλιπ­πο: ἐκ Ναζα­ρὲτ δύνα­ται τί ἀγα­θὸν εἶναι;
Τί θαυ­μα­στὴ ἀλλοί­ω­ση! Τί ξαφ­νι­κὸ ξέσπα­σμα χαρᾶς! Ἄχ, ἀδελ­φοί μου! Πόσο μέγι­στη, πόσο θαυ­μα­στὴ εἶναι ἡ παρου­σία τοῦ Θεοῦ! Δὲν ὑπάρ­χουν λόγια νὰ τὸ περι­γρά­ψουν αὐτό, οὔτε χέρια νὰ τὸ ἀπο­τυ­πώ­σουν σὲ χαρ­τί. Μόνο καρ­διὲς ὑπάρ­χουν ἱκα­νὲς γιὰ νὰ τὸ νιώ­σουν, νὰ εὐφραν­θοῦν ὅπως ἡ πρωι­νὴ δρο­σιὰ στὴν πρώ­τη συνάν­τη­σή της μὲ τίς ἀκτῖ­νες τοῦ ἥλιου. Δὲν εἶναι ἀρκε­τὸς καὶ πει­στι­κὸς ὁ λόγος αὐτός, γιὰ νὰ ἐναν­θρω­πή­σει ὁ Κύριος, νὰ φορέ­σει ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα καὶ νὰ παρου­σια­στεῖ ὡς ἀδύ­να­μος ἄνθρω­πος, γιὰ τὴ σωτη­ρία τοῦ ἀνθρώ­που; Ποιός θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀντέ­ξει τὴν παρου­σία Του, ἂν εἶχε ἐμφα­νι­στεῖ ὡς πύρι­νος ἄγγε­λος; Ἢ ἀκό­μα, ἂν εἶχε παρου­σια­στεῖ ὡς Θεός, μὲ τὴν αἰώ­νια δύνα­μη καὶ δόξα Του, χωρὶς νὰ καλύ­πτε­ται μὲ ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα, ποιός θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν ἀτε­νί­σει καὶ νὰ συνε­χί­σει νὰ ζεῖ; Ποιός θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀκού­σει τὴ φωνή Του χωρὶς νὰ μετα­τρα­πεῖ σὲ πηλό; Καὶ μόνο μὲ τὸ ἄγγιγ­μα τῆς ἀνά­σας Του, ἢ γῆ ὁλό­κλη­ρη δὲ θὰ ἐξα­τμι­ζό­ταν; Δέστε μόνο τὴ δύνα­μη τῆς ἁπλῆς παρου­σί­ας Του. Σὲ μιὰ στιγ­μὴ ἡ καρ­διὰ κι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώ­που ἀλλοιώ­νον­ται. Ποιός θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φαν­τα­στεῖ λίγες στιγ­μὲς πρὶν ἀπὸ τὴ συνο­μι­λία τοῦ Χρι­στοῦ μὲ τὸ Ναθα­να­ήλ, πῶς ὁ τελευ­ταῖ­ος θὰ ὁμο­λο­γοῦ­σε ὅτι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἦταν Διδά­σκα­λος, Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Βασι­λιᾶς τοῦ Ἰσρα­ήλ; “Ἄν ἐκεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὁ Ναθα­να­ὴλ εἶχε σκε­φτεῖ πῶς ὁ Βασι­λιᾶς τοῦ Ἰσρα­ὴλ ἦταν κάποιος ἐπί­γειος βασι­λιᾶς, ὅπως ἦταν ἡ κοι­νὴ ἀντί­λη­ψη τότε γιὰ τὸ Μεσ­σία, τὸ νὰ ὁμο­λο­γή­σει τὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σει ἀμέ­σως, ἢ ὁμο­λο­γία αὐτὴ γιὰ ἕναν ἀρχά­ριο ἦταν παρα­πά­νω ἀπὸ ἀρκε­τή. Ὁ Ναθα­να­ὴλ τὸν ἀπο­κά­λε­σε ἐπί­σης Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μ’ αὐτὸ τοπο­θέ­τη­σε τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στου πολὺ ψηλό­τε­ρα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸν ἤθε­λε ἡ κοι­νὴ ἀντί­λη­ψη, ὡς ἕνα συνη­θι­σμέ­νο ἐπί­γειο βασι­λιᾶ στὸ θρό­νο τοῦ Δαβίδ.
«‘Ἀπε­κρί­θῃ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ ὅτι εἴπὸν σοί, εἴδὸν σὲ ὑπο­κά­τω τῆς συκής, πιστεύ­εις; μεί­ζω τού­των ὄψει καὶ λέγει αὐτῷ ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψε­σθε τὸν οὐρα­νὸν ἀνε­ω­γό­τα, καὶ τοὺς ἀγγέ­λους τοῦ Θεου ἀνα­βαί­νον­τας καὶ κατα­βαί­νον­τας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώ­που» (Ἰωάν. ἅ’51,52). Κι ὁ Ἰησοῦς του ἀπάν­τη­σε: Ἐπει­δὴ σοῦ εἶπα πῶς σὲ εἶδα νὰ κάθε­σαι κάτω ἀπὸ τὴ συκιὰ πιστεύ­εις; Θὰ δεῖς πολὺ περισ­σό­τε­ρα ἀπ’ αὐτά. Καὶ στὴ συνέ­χεια εἶπε: ‘Ἀλή­θεια σᾶς λέω, πῶς ἀπὸ τώρα θὰ δεῖ­τε ν’ ἀνοί­γει ὁ οὐρα­νὸς καὶ τοὺς ἀγγέ­λους τοῦ Θεοῦ ν’ ἀνε­βαί­νουν καὶ νὰ κατε­βαί­νουν, γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τοῦν τὸ γιο τοῦ ἀνθρώ­που.
Ὁ Κύριος ἀπο­κά­λυ­ψε στὸ Ναθα­να­ὴλ μόνο ἕνα μικρὸ μυστή­ριο γιὰ τὸν Ἑαυ­τό Του, μέ το νὰ τοῦ πεῖ πῶς τὸν εἶδε κάτω ἀπὸ τὴ συκιά. Αὐτὴ ἡ διό­ρα­ση, ποὺ κάλυ­πτε μιὰ πολὺ μικρὴ ἀπό­στα­ση, εἶναι σὰν μιὰ πολὺ μικρὴ ἀκτῖ­να σὲ σχέ­ση μὲ τὸ πλού­σιο φῶς τοῦ ἥλιου ποὺ ἁπλώ­νε­ται πάνω στὴ γῆ. Ὁ Ναθα­να­ὴλ ποὺ εἶχε ἁγνὴ ψυχή, βρῆ­κε πῶς το λόγο αὐτὸ ἦταν ἀρκε­τὸ γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ πιστέ­ψει. Οἱ ἀκά­θαρ­τοι καὶ ἔνο­χοι φαρισ­σαῖ­οι καὶ γραμ­μα­τεῖς εἶδαν τὸν Κύριο νὰ θερα­πεύ­ει λεπρούς, νὰ δίνει τὸ φὼς σὲ τυφλούς, ν’ ἀνα­σταί­νει νεκρούς. Κι ὅμως, όλ’ αὐτὰ δὲν ἦταν ἱκα­νὰ νὰ τοὺς κάνουν νὰ πιστέ­ψουν. “Ὁ Ναθα­να­ὴλ ὅμως ἦταν ἀλη­θι­νὸς Ἰσραη­λί­της, γνή­σιος. Καὶ μόλις εἶδε μιὰ μικρὴ ἀκτῖ­να ἀπὸ τὴ θαυ­μα­στη δύνα­μή Τοῦ, ἀμέ­σως πίστε­ψε κι ὁμο­λό­γη­σε. «Θὰ δεὶς πολὺ περισ­σό­τε­ρα ἀπ αὐτά», τοῦ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Κύριος. Τί θά ‘βλε­πε; Ν’ ἀνοί­γει ὁ οὐρα­νὸς κι οἱ ἄγγε­λοι τοῦ Θεού ν’ ἀνε­βαί­νουν καὶ νὰ κατε­βαί­νουν, γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τοῦν τὸ γιο τοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ Κύριος τὰ εἶπε αὐτὰ στὸ Ναθα­να­ήλ, μὰ ἡ ὑπό­σχε­σή Τοῦ ἰσχύ­ει γιὰ ὅλους. «‘Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν», εἶπε, ὄχι «ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοί». Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρ­χει καμιὰ ἀμφι­βο­λία πῶς θὰ τηρή­σει τὴν ὑπό­σχε­σή Του, την τονί­ζει μὲ τὴν ἐπα­νά­λη­ψη τῆς λέξης ἀμήν. Ἀμὴν ἀμήν, δηλα­δὴ «ἀλή­θεια σᾶς λέω, σᾶς δια­βε­βαιῶ».
Οἱ ἄγγε­λοι τοῦ Θεοῦ ὑπη­ρε­τοῦ­σαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν Κύριο. Κατέ­βαι­ναν ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ κι ἀνέ­βαι­ναν ξανά. Ἀγγε­λος ἐμφα­νί­στη­κε στὸ Ζαχα­ρία γιὰ νὰ τοῦ ἀναγ­γεί­λει τὴ γέν­νη­ση τοῦ Τιμί­ου Προ­δρό­μου του Χρι­στοῦ. Ἀγγε­λος ἐμφα­νί­στη­κε στὴν πάνα­γνή Παρ­θέ­νο γιὰ νὰ τῆς ἀναγ­γεί­λει τὸ μέγα μυστή­ριο τῆς γέν­νη­σης τοῦ Κυρί­ου. Οἱ οὐρα­νοὶ ἀνοί­χτη­καν στοὺς ποι­μέ­νες τῆς Βηθλε­ὲμ κι οἱ ἄγγε­λοι κατέ­βαι­ναν κι αἰνοῦ­σαν το Θεὸ καὶ τὴν «ἔν ἀνθρώ­ποις εὐδο­κία». “Ἀγγε­λοι κατέ­βη­καν γιὰ νὰ πλη­ρο­φο­ρή­σουν καὶ νὰ καθο­δη­γή­σουν τὸν Ἰωσὴφ καὶ τοὺς μάγους τῆς ἀνα­το­λῆς. “Ὅταν ὁ Κύριος ἀντι­με­τώ­πι­σε τοὺς πει­ρα­σμοὺς τοῦ σατα­νᾶ στὴν ἔρη­μο, μετὰ κατέ­βη­καν ἄγγε­λοι καὶ τὸν δια­κο­νοῦ­σαν. Τὸν και­ρὸ τοῦ πάθους, πρὶν ἀπό το θάνα­τό Του, ἄγγε­λος τὸν ὑπη­ρε­τοῦ­σε καὶ τὸν ἐνί­σχυε στὸν κῆπο τῆς Γεθ­ση­μα­νή. “Ὅταν ἀνα­στή­θη­κε, ἄγγε­λοι κατέ­βη­καν στὸν τάφο Του. Στὴν ἀνά­λη­ψή Του ἀπό τη γῆ στὸν οὐρα­νό, δυὸ ἄγγε­λοι ντυ­μέ­νοι στὰ λευ­κὰ ἐμφα­νί­στη­καν στοὺς ἀπο­στό­λους. Μετὰ τὴν ἀνά­λη­ψή Του ἄγγε­λοι ἐμφα­νί­ζον­ταν στοὺς ἀπο­στό­λους Του κι ἀργό­τε­ρα σὲ πολὺ λοὺς δίκαιους, ὁσί­ους καὶ μάρ­τυ­ρες. Ὁ πρω­το­μάρ­τυ­ρας Στέ­φα­νος δὲν εἶδε ἀνοιγ­μέ­νους τοὺς οὐρα­νούς; Δὲν ἀνέ­βη­κε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ὼς τὸν τρί­το οὐρα­νό; Στὸν ἀπό­στο­λο κι εὐαγγελιστῆ,εὐαγγελιστή δὲν ἀπο­κα­λύ­φτη­καν ἀμέ­τρη­τα θαυ­μα­στὰ πράγ­μα­τα, ποὺ ἀφο­ροῦν τόσο τὴν παροῦ­σα ζωὴ ὅσο καὶ τὴ μέλ­λου­σα; Ἀκό­μα καὶ στὶς μέρες μας, ἄγγε­λοι ἐμφα­νί­ζον­ται σὲ πολ­λοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ ἔχουν ἁγνὴ καρ­διά, ποὺ ἔχουν μέσα τους τὸ Θεό. ‘Ἀλλὰ καὶ πολ­λοὶ μετα­νο­οῦν­τες, ἀφοῦ συχω­ρέ­θη­καν οἱ ἁμαρ­τί­ες τους, εἶδαν ἀνοιγ­μέ­νους τοὺς οὐρα­νούς.
Ώ, πόσες φορές, ἀμέ­τρη­τες ὡς τὰ σήμε­ρα, δὲν ἐπα­λη­θεύ­τη­καν τὰ λόγια τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ γιὰ τοὺς ἀνοιγ­μέ­νους οὐρα­νοὺς καὶ τοὺς ἀγγέ­λους ποὺ ἀνέ­βαι­ναν καὶ κατέ­βαι­ναν! Ὁ Κύριος κατέ­βη­κε στὴ γῆ γιὰ νὰ δεί­ξει στοὺς ἀνθρώ­πους τοὺς ἀνοιγ­μέ­νους οὐρα­νούς. Πρὶν ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ μόνο λίγοι προ­φῆ­τες κι ἄλλοι θεά­ρε­στοι ἄνθρω­ποι ἀξιώ­θη­καν νὰ δοῦν ἀνοιγ­μέ­νους τοὺς οὐρα­νούς. Μετὰ τὴν ἔλευ­σή Του ὅμως ἀνα­δεί­χτη­κε πλῆ­θος ὁλό­κλη­ρο ἀπὸ οὐρα­νο­φάν­το­ρες, ποὺ μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κή τους ὅρα­ση ἔφτα­ναν στὸν οὐρα­νό , καὶ κατέ­βαι­ναν μαζὶ μὲ τίς ἀγγε­λι­κές, τίς οὐρά­νιες δυνά­μεις.
Ὁ οὐρα­νὸς ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ εἶναι ἀνοι­χτὸς στοὺς ἀνθρώ­πους, οἱ ἄνθρω­ποι ἀπὸ μόνοι τους εἶναι ἀπο­κλει­σμέ­νοι ἀπό το οὐρα­νό. Αὐτοὶ κοι­τά­ζουν, ἀλλὰ δὲ βλέ­πουν, ἀκοῦ­νε χωρὶς νὰ κατα­λα­βαί­νουν (πρβλ. Ματθ. ἴγ13). Ὁ Χρι­στὸς ἀπο­κα­τά­στη­σε τὴν ὅρα­ση ὄχι μόνο στοὺς λίγους ἐκεί­νους ἀνθρώ­πους ποὺ στε­ροῦν­ταν τὴ φυσι­κὴ ὅρα­ση, ἀλλὰ σὲ ἑκα­τομ­μύ­ρια ἄλλους ποὺ ἦταν πνευ­μα­τι­κὰ τυφλοί. Κι οἱ τυφλοὶ εἶδαν τὸ φώς τους κι εἶδαν καὶ τοὺς οὐρα­νοὺς ἀνοιγ­μέ­νους. Τί ἄλλο σημαί­νουν οἱ ἀνοιγ­μέ­νοι οὐρα­νοί, παρὰ τὴν παρου­σία τοῦ ζῶν­τος Θεοῦ καὶ τῶν μυριά­δων ἀγγέ­λων Του; Κι ἡ παρου­σία τοῦ Χρι­στοῦ τί ἄλλο ἐμπνέ­ει στοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς καὶ ἀκά­θαρ­τους, ἐκτὸς ἀπὸ φόβο καὶ τρό­μο; Καὶ τί ἄλλο σημαί­νει ἡ παρου­σία Τοῦ στοὺς ἁγνοὺς καὶ τοὺς δίκαιους, παρὰ ζωὴ καὶ χαρά;
Ἡ μεγά­λη καὶ φοβε­ρὴ αὐτὴ παρου­σία πρὸς τὸ παρὸν εἶναι κρυμ­μέ­νη ἀπὸ μᾶς. Τὴν κρύ­βει τὸ παρα­πέ­τα­σμα τῆς σάρ­κας μας. Σύν­το­μα ὅμως, πολὺ σύν­το­μα, τὸ παρα­πέ­τα­σμα αὐτὸ θὰ τὸ ἀπορ­ρί­ψου­με, θὰ τὸ ἀπο­βά­λου­με. Καὶ τότε θὰ βρε­θοῦ­με ὁλό­κλη­ροι μπρο­στὰ στοὺς ἀνοιγ­μέ­νους οὐρα­νούς. Ἐκεῖ­νοι ἀπό μας ποὺ βρί­σκον­ται σὲ μετά­νοια, ποὺ εἶναι ἁγνοί, θὰ βρε­θοῦν στὴν αἰώ­νια καὶ ζωο­πά­ρο­χη παρου­σία τοῦ ζῶν­τος Θεοῦ. Οἱ ἀμε­τα­νόη­τοι, οἱ βλά­σφη­μοι κι οἱ ἀκά­θαρ­τοι θὰ βυθι­στοῦν στὴν αἰώ­νια ἀπου­σία Του, στὸ ἀτέ­λειω­το σκο­τά­δι καὶ τὰ βάσα­να.
Ἄς πλη­σιά­σου­με λοι­πὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ἐκεῖ­νος ἀγα­πά­ει τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος. Κι ὅσο ἀκό­μα οἱ μέρες μας δὲν ἔχουν μετρη­θεῖ, ἂς ὁμο­λο­γή­σου­με τὸ ὄνο­μὰ Τοῦ, πῶς εἶναι τὸ μόνο ἀλη­θι­νὸ ὄνο­μα. Ἄς κραυ­γά­σου­με γιὰ βοή­θεια, ἂς ζητή­σου­με τὴ μόνη βοή­θεια ποὺ εἶναι πρό­θυ­μη, παν­το­τι­νή, σωστι­κή. Κύριε Ἰησοῦ Χρι­στέ,
Σένα πρέ­πει ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Νὰ γίνου­με Φίλιπ­ποι!

«Εὑρί­σκει Φίλιπ­πος τὸν Ναθα­να­ήλ» (Ἰωάν. 1, 46)

ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ, ἀγα­πη­τοί, δυὸ πρό­σω­πα μᾶς παρου­σιά­ζει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Φίλιπ­πος ὁ ἕνας, Ναθα­να­ὴλ ὁ ἄλλος. Ἦταν φίλοι. Ἀλλὰ τί φίλοι! Φίλοι σπά­νιοι. Ἡ φιλία τους δὲν ἦταν σὰν τίς ψεύ­τι­κες φιλί­ες τῶν ἄλλων ἀνθρώ­πων, ποὺ στη­ρί­ζον­ται στὰ λεφτά, σὲ ἰδιο­τε­λῆ καὶ ἁμαρ­τω­λὰ συμ­φέ­ρον­τα. Ὁ Φίλιπ­πος καὶ ὁ Ναθα­να­ὴλ δὲν ἦταν φίλοι σὲ χορούς, σὲ μεθύ­σια, σὲ ἀσω­τί­ες, ποὺ κάνουν τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ ἑνώ­νων­ται προ­σω­ρι­νά, νὰ κάνουν παρέ­ες καὶ σὰν πει­να­σμέ­να κοπά­δια νὰ τρέ­χουν γιὰ νὰ βροῦν αὐτὸ ποὺ ζητοῦν.

Ἡ φιλία, ποὺ συνέ­δεε τὰ δυὸ πρό­σω­πα τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου, ἦταν μιὰ ἀνώ­τε­ρη φιλία. Οἱ δυὸ φίλοι ζητοῦ­σαν μεγά­λα πράγ­μα­τα. Ζητοῦ­σαν νὰ βροῦν τὴν ἀλή­θεια. Διψοῦ­σαν δικαιο­σύ­νη. Λαχτα­ροῦ­σαν νὰ ἔρθῃ μιὰ ἅγια μέρα, ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι θὰ βροῦν τὸ σωστὸ δρό­μο. Οἱ δυὸ φίλοι ζοῦ­σαν μὲ μιὰ κρυ­φὴ ἐλπί­δα, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θ’ ἄφη­νε τὸν κόσμο νὰ κατα­στρα­φῇ καὶ νὰ δια­λυ­θῇ ἀπὸ τίς ἁμαρ­τί­ες τῶν ἀνθρώ­πων, ἀλλ’ ὅτι θὰ ἔστελ­νε κάποιον ποὺ θὰ τὸν ἔσω­ζε. Οἱ δυὸ φίλοι διά­βα­ζαν τὴν Παλαιὰ Δια­θή­κη. Διά­βα­ζαν ἰδί­ως τίς προ­φη­τεῖ­ες ποὺ μιλοῦν γιὰ τὸν ἐρχο­μὸ τοῦ Μεσ­σία, τοῦ Χρι­στοῦ. Δια­βά­ζον­τας δὲ τίς προ­φη­τεῖ­ες αὐτές, μιὰ φλό­γα ἄνα­βε στὴν καρ­διά τους, νὰ ζήσουν καὶ νὰ δοῦν τὸ Χρι­στό.

Καὶ νά, ὁ Χρι­στὸς ἦρθε! Ἦρθε ὄχι ὅπως τὸν περί­με­ναν οἱ πολ­λοί. Ἦρθε ὄχι μὲ πλού­τη καὶ δόξες καὶ ἀνθρώ­πι­να μεγα­λεῖα. Ἦρθε ὄχι σὰν βασι­λιᾶς τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ἦρθε σὰν καὶ πιὸ φτω­χὸς καὶ ταπει­νὸς ἄνθρω­πος. Λίγοι τὸν γνώ­ρι­σαν καὶ τὸν πίστε­ψαν. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Φίλιπ­πος. Ὁ Χρι­στὸς τὸν προ­σκά­λε­σε, καὶ ὁ Φίλιπ­πος ἄφη­σε ὅ,τι ἀγα­πη­τὸ εἶχε στὸν κόσμο κι ἀκο­λού­θη­σε τὸ Χρι­στό. Εἶχε βρεῖ το Σωτῆ­ρα του καὶ Σωτῆ­ρα ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ αὐτὸν ἤθε­λε νὰ γνω­ρί­σῃ καὶ νὰ κηρύ­ξῃ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν γνώ­ρι­ζαν. Καὶ ὅπως ἕνας, ποὺ κιν­δυ­νεύ­ει νὰ πεθά­νῃ ἀπὸ μιὰ θανα­τη­φό­ρο ἀσθέ­νεια καὶ σώζε­ται τὴν τελευ­ταία στιγ­μὴ ἀπὸ κάποιο σπά­νιο φάρ­μα­κο ποὺ τοῦ ἔδω­σε ἕνας για­τρός, θεω­ρεῖ καθῆ­κον του νὰ γνω­ρί­σῃ καὶ στοὺς ἄλλους ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἴδια ἀρρώ­στια τὸ για­τρὸ καί το φάρ­μα­κο, ἔτσι καὶ ὁ Φίλιπ­πος, ποὺ γνώ­ρι­σε τὸ Χρι­στό, καὶ πίστευε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀπε­σταλ­μέ­νος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτη­ρία τοῦ κόσμου, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Για­τρός, ὁ μονα­δι­κὸς Για­τρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμά­των, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Σωτῆ­ρας καὶ Λυτρω­τής, θεώ­ρη­σε καθῆ­κον τοῦ νὰ μὴν κρύ­ψῃ τὴ μεγά­λη αὐτὴ ἀλή­θεια, ἀλλὰ νὰ τὴ δια­δώ­σῃ παν­τοῦ. Ὅλος ὁ κόσμος θὰ ἔπρε­πε νὰ γνω­ρί­σῃ τὸ Χρι­στό. Ὅλοι νὰ τὸν πιστέ­ψουν. Ὅλοι νὰ τὸν λατρεύ­σουν. Νὰ ὁ πόθος, ποὺ ἔκαι­γε μέσα στὴν καρ­διὰ τοῦ Φιλίπ­που.

Καὶ ὁ πρῶ­τος, στὸν ὁποῖ­ον ὁ Φίλιπ­πος κήρυ­ξε τὸ Χρι­στό, ἦταν ὁ φίλος του Ναθα­να­ήλ.

-Ναθα­να­ήλ, βρή­κα­με! Βρή­κα­με τὸ θησαυ­ρό! Βρή­κα­με τὸ Μεσ­σία. Αὐτὸν ποὺ προ­φή­τευ­σαν οἱ προ­φῆ­τες καὶ ποὺ ποθεὶς κ’ ἐσύ. Εἶνε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζα­ρέτ…

-Ἀπὸ τὴ Ναζα­ρέτ; ρωτᾷ μὲ ἀπο­ρία ὁ Ναθα­να­ήλ· για­τί ἡ Ναζα­ρὲτ ἦταν ἕνα ἄση­μο χωριό, ποὺ οἱ κάτοι­κοί του δὲν εἶχαν καλὸ ὄνο­μα.

Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ πιστέ­ψῃ ὁ Ναθα­να­ήλ, ὅτι ἀπὸ ἕνα τέτοιο τόπο προ­έρ­χε­ται ὁ Χρι­στός. Ἀπὸ ἀγκά­θι βγαί­νει ρόδο; Ρόδο ἀμά­ραν­το ὁ Χρι­στός.

Ρόδο ποὺ φύτρω­σε μέσα στ’ ἀγκά­θια, μέσα στὴν ἁμαρ­τω­λὴ ἀνθρω­πό­τη­τα, χωρὶς νὰ ὑπο­στῇ καμ­μιὰ ἐπί­δρα­σι ἀπὸ τὸ διε­φθαρ­μέ­νο περι­βάλ­λον.

Ὁ Φίλιπ­πος ἀκού­ει τίς ἀντιρ­ρή­σεις τοῦ Ναθα­να­ήλ, ἀλλ’ ἐπι­μέ­νει.

-«Ἔρχου καὶ ἴδε», τοῦ λέει. Ἀφοῦ δὲν πιστεύ­εις στὰ λόγια μου, ἔλα νὰ τὸν γνω­ρί­σῃς, νὰ λάβῃς προ­σω­πι­κὴ πεῖ­ρα. «Ἔρχου καὶ ἴδε»…

Καὶ ὁ Ναθα­να­ὴλ δέχε­ται. Ἔρχε­ται, βλέ­πει τὸ Χρι­στὸ καὶ τὸν ἀκού­ει. Φτά­νει λίγη ὥρα κον­τὰ στὸ Χρι­στό, γιὰ νὰ πει­σθῇ, ὅτι ὁ φίλος του ὁ Φίλιπ­πος δὲν ἔχει ἄδι­κο. Πίστε­ψε, ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶνε ἐκεῖ­νος, ποὺ περί­με­ναν οἱ προ­φῆ­τες, καὶ τὴν πίστι του αὐτὴ τὴν ὁμο­λο­γεῖ λέγον­τας: «Σὺ εἰ,εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἰ,εἶ ὁ βασι­λεὺς τοῦ Ἰσρα­ήλ».

Ἀγα­πη­τοί μου! Ὅπως τότε ὁ Χρι­στὸς ἦταν ἄγνω­στος στοὺς πολ­λούς, ἔτσι καὶ σήμε­ρα ὁ Χρι­στός, ἂν καὶ πέρα­σαν 20 αἰῶ­νες ἀπὸ τότε, εἶνε ἄγνω­στος στοὺς περισ­σο­τέ­ρους ἀνθρώ­πους. Ἄγνω­στος ὄχι μόνο στοὺς ἀπί­στους καὶ εἰδω­λο­λά­τρες, ποὺ εἶνε τὰ δύο τρί­τα (2/3) τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτοὺς ἀκό­μη τοὺς λεγο­μέ­νους χρι­στια­νούς. Καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ πιὸ θλι­βε­ρό! Ἄς εἶνε οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ βαπτι­σμέ­νοι στὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἄς γρά­φων­ται στὶς ταυ­τό­τη­τες ὀρθό­δο­ξοι χρι­στια­νοί. Δὲν γνω­ρί­ζουν τὸ Χρι­στό. Ἄν κανεὶς τοὺς ρωτή­σῃ, τί εἶνε ἡ ἁγία Γρα­φή, πόσα εἶνε τὰ Εὐαγ­γέ­λια, πόσες εἶνε οἱ ἐπι­στο­λὲς τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου, πόσα εἶνε τὰ μυστή­ρια, πόσες καὶ ποιὲς εἶνε οἱ ἐντο­λὲς τοῦ Δεκα­λό­γου, τί εἶνε ἡ Ἐκκλη­σία, δὲν μπο­ροῦν ν’ ἀπαν­τή­σουν. Δὲν ξέρουν, κι ἂς ἔχουν βγά­λει γυμνά­σια, λύκεια καὶ πανε­πι­στή­μια, κι ἂς ξέρουν ξένες γλῶσ­σες. Μεσά­νυ­χτα ἔχουν ὡς πρὸς τὴ θρη­σκεία τους.

Ἀλλ’ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς ὑπάρ­χουν καὶ ἄλλοι, ποὺ κάτι ἔχουν ἀκού­σει, κάτι ξέρουν γιὰ τὸ Χρι­στό, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ξεκα­θα­ρι­σμέ­νες ἰδέ­ες γιὰ τὸ πρό­σω­πό του. Ἔχουν τίς ἀντιρ­ρή­σεις τους, ἔχουν τίς ἀμφι­βο­λί­ες τους, καὶ θέλουν νὰ βρε­θῶ κάποιος χρι­στια­νὸς ποὺ ν’ ἀπαν­τή­ση στὶς ἀντιρ­ρή­σεις τους, νὰ δια­λύ­σῃ τίς ἀμφι­βο­λί­ες τους καὶ νὰ τοὺς δώσῃ νὰ ἐννο­ή­σουν τί εἶνε ὁ Χρι­στός. Δὲν εἶνε ἀδιά­φο­ροι, κακοὶ καὶ διε­στραμ­μέ­νοι.

Ἀλλ’ ὑπάρ­χουν καὶ ἄλλοι, ποὺ δυστυ­χῶς ἔχουν κατα­λή­ξει στὴν ἄρνη­ση τῆς πίστε­ως, στὴν ἀθε­ΐα. Αὐτοὶ δὲν πιστεύ­ουν πιὰ τίπο­τε. Αὐτοὶ κηρύτ­τουν φανε­ρὰ τὴν ἀθε­ΐα τους. Αὐτοὶ ἀφρί­ζουν καὶ λυσ­σοῦν ὅταν ἀκοῦ­νε τὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅταν βλέ­πουν ὅτι ὑπάρ­χουν ἀκό­μη χρι­στια­νοὶ ποὺ πιστεύ­ουν στὸ ὄνο­μά του. Αὐτοὶ εἶνε φανε­ροὶ ἐχθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ. Βλα­στη­μοῦν τὸ Χρι­στὸ ὄχι ἀπὸ ἄγνοια, ἀλλ’ ἀπὸ ἀθε­ΐα καὶ δια­φθο­ρά. Καὶ ὅπου ἔχουν τὴν ἐξου­σία μαζί τους, ὅπως συμ­βαί­νει στὰ ἄθεα καὶ ἀντί­χρι­στα κρά­τη, ἐκεῖ πλέ­ον κατα­διώ­κουν τοὺς πιστοὺς χρι­στια­νούς.

Ἀλλὰ σὺ ποὺ γνώ­ρι­σες τὸ Χρι­στό, σὺ ποὺ τὸν πιστεύ­εις μ’ ὅλη σου τὴν καρ­διά, σὺ ποὺ ἐκκλη­σιά­ζε­σαι τακτι­κὰ καὶ ἐξο­μο­λο­γεῖ­σαι τὰ κρί­μα­τά σου καὶ μὲ δάκρυα κοι­νω­νεῖς τὰ ἄχραν­τα μυστή­ρια καὶ βάζεις στὴν καρ­διά σου τὸ Χρι­στὸ καὶ ἔχεις χαρὰ καὶ ἀγαλ­λί­α­σι ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νά σου τὴ δώσῃ ὅλος ὁ κόσμος μὲ τὰ ἀγα­θά του, σὺ ποὺ βρῆ­κες το Σωτῆ­ρα σου, σὺ ποὺ ἔχεις τὴν ὀρθό­δο­ξο πίστι, νὰ εὐχα­ρι­στῇς καὶ νὰ δοξά­ζῃς τὸ Χρι­στό. Αὐτὸ ὅμως ποὺ πιστεύ­εις μὴν τὸ κρύ­ψῃς. Ἄν ἀνά­με­σα σὲ συγ­γε­νεῖς καὶ φίλους ἔχῃς κάποιον ποὺ μοιά­ζει μὲ τὸ Ναθα­να­ὴλ καὶ θέλει νὰ γνω­ρί­σῃ τὸ Χρι­στό, πλη­σί­α­σε τὸν καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ τὸν δια­φω­τί­σῃς. Ἡ πίστι σου δὲν θ’ ἀργή­σῃ νὰ γίνῃ καὶ δική του πίστι. Ὁ ἕνας θὰ γίνε­τε δυό. Οἱ δυὸ τέσ­σε­ρις. Οἱ τέσ­σε­ρις ὀκτώ. Οἱ Φίλιπ­ποι θὰ τρα­βή­ξουν κον­τά τους τοὺς Ναθα­να­ήλ. Οἱ πιστοί, αὐτοὺς ποὺ κλο­νί­ζον­ται καὶ ἀμφι­βάλ­λουν.

Καὶ ἂν σὺ ὁ πιστὸς ζῆς μέσα σὲ ἀνθρώ­πους ποὺ δὲν πιστεύ­ουν τίπο­τε, ἀλλὰ εἰρω­νεύ­ον­ται, ἐμπαί­ζουν, ὑβρί­ζουν, κατα­διώ­κουν τὸ Χρι­στὸ καὶ τοὺς πιστούς του, καὶ πάλι μὴ δει­λιά­σῃς. Κήρυ­ξε καὶ σ’ αὐτοὺς τὴν ἀλή­θεια. Ὁμο­λό­γη­σε καὶ σ’ αὐτοὺς τὴν Ὀρθο­δο­ξία. Δεῖ­ξε πρὸ παν­τὸς μὲ τὰ ἔργα σου τὴν πίστι σου. Ὁ Χρι­στὸς κάνει θαύ­μα­τα. Μπο­ρεῖ καὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀπί­στους μερι­κοὶ νὰ πιστέ­ψουν καὶ νὰ ὁμο­λο­γή­σουν τὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ γονα­τί­σουν μπρο­στά του καὶ μὲ συν­τρι­βὴ καρ­διᾶς νὰ ποῦν «Ἀλη­θῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὐτος» (Ματθ. 27, 54).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek