ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ (Ευαγγέλιο)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ — ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ (Η΄ 34 — Θ΄ 1)

34 Καὶ προ­σκα­λε­σά­με­νος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθη­ταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπί­σω μου ἀκο­λου­θεῖν, ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τὸν καὶ ἀρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκο­λου­θεί­τω μοι. 35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπο­λέ­σει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπο­λέ­σῃ τὴν ἑαυ­τοῦ ψυχὴν ἕνε­κεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφε­λή­σει ἄνθρω­πον ἐὰν κερ­δή­σῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιω­θῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει ἄνθρω­πος ἀντάλ­λαγ­μα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαι­σχυν­θῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύ­τῃ τῇ μοι­χα­λί­δι καὶ ἁμαρ­τω­λῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐπαι­σχυν­θή­σε­ται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέ­λων τῶν ἁγί­ων.

Καὶ ἔλε­γεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστη­κό­των, οἵτι­νες οὐ μὴ γεύ­σων­ται θανά­του ἕως ἂν ἴδω­σι τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ ἐλη­λυ­θυῖ­αν ἐν δυνά­μει.

34 Και αφού επρο­σκά­λε­σε τον λαόν μαζή με τους μαθη­τάς του, είπεν εις αυτούς· “όποιος θέλει να με ακο­λου­θή­ση ως πιστός μαθη­τής μου, ας απαρ­νη­θή τον αμαρ­τω­λόν εαυ­τόν του με τας αδυ­να­μί­ας, και τα πάθη του, ας πάρη την από­φα­σιν να υπο­στή προς χάριν μου ταλαι­πω­ρί­ες και αυτόν ακό­μη τον σταυ­ρι­κόν θάνα­τον, και ας με ακο­λου­θή­ση στον δρό­μον, που εγώ εχά­ρα­ξα. 35 Διό­τι όποιος θέλει να σώση την επί­γειον ζωή του, αυτός θα χάση την αιω­νί­αν και μακα­ρί­αν ζωήν. Οποιος όμως αψη­φή­σει και θυσιά­σει την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγ­γε­λί­ου, αυτός θα σώση την ζωήν του εις την αιω­νί­αν μακα­ριό­τη­τα. 36 Διό­τι τι θα ωφε­λή­ση τον άνθρω­πον, εάν κερ­δή­ση ολό­κλη­ρον τον υλι­κόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του; 37 Η, τι θα δώση άνθρω­πος ως αντάλ­λαγ­μα, δια να εξα­γο­ρά­ση την ψυχήν του από τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπο­ρεί να αντι­σταθ­μί­ση την αξί­αν της ψυχής; 38 Διό­τι εκεί­νος, ο οποί­ος δια λόγους ανθρω­πα­ρε­σκεί­ας και δει­λί­ας θα εντρα­πή και θα αρνη­θή εμέ και τους λόγους μου εις την γενε­άν αυτήν, την απο­στα­τη­μέ­νην και αμαρ­τω­λήν, και ο Υιός του ανθρώ­που θα εντρα­πή αυτόν και θα τον απο­κη­ρύ­ξη, όταν ως κρι­τής των ανθρώ­πων έλθη ολό­λαμ­προς με την δόξαν του Πατρός αυτού συνο­δευό­με­νος από τους αγί­ους αγγέ­λους”.

Και έλε­γεν εις αυτούς· “Σας δια­βε­βαιώ­νω, ότι υπάρ­χουν μερι­κοί από αυτούς που ευρί­σκον­ται εδώ, οι οποί­οι δεν θα γευ­θούν τον θάνα­τον, προ­τού ιδούν την βασι­λεί­αν του Θεού, δηλα­δή την Εκκλη­σί­αν, να εγκα­θί­στα­ται και να θεμε­λιώ­νε­ται εις την γην με δύνα­μιν κατά την ημέ­ραν της επι­φοι­τή­σε­ως του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος”. 

34 Τότε ο Ιησούς κάλε­σε τα πλή­θη του λαού μαζί με τους μαθη­τές του και τους είπε: Εκεί­νος που θέλει να γίνει δικός μου και να με ακο­λου­θεί ως μαθη­τής μου, ας δια­κό­ψει κάθε φιλία και σχέ­ση με τον διε­φθαρ­μέ­νο απ’ την αμαρ­τία εαυ­τό του κι ας πάρει τη στα­θε­ρή από­φα­ση να υπο­στεί για μένα όχι μόνο κάθε θλί­ψη και δοκι­μα­σία, αλλά ακό­μα και θάνα­το σταυ­ρι­κό, και τότε ας με ακο­λου­θεί μιμού­με­νος το παρά­δειγ­μά μου. 35 Και μη διστά­σει κανείς να κάνει τις θυσί­ες αυτές. Διό­τι όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα χάσει την πνευ­μα­τι­κή, ευτυ­χι­σμέ­νη και αιώ­νια ζωή. Όποιος όμως χάσει και θυσιά­σει τη ζωή του για την ομο­λο­γία και την υπα­κοή του σε μένα και το ευαγ­γέ­λιό μου, αυτός θα σώσει την ψυχή του στη μέλ­λου­σα ζωή, όπου θα κερ­δί­σει την αιώ­νια ευτυ­χία. 36 Κι εκεί­νη η σωτη­ρία είναι το παν. Διό­τι τί θα ωφε­λή­σει τον άνθρω­πο, εάν κερ­δί­σει όλον αυτόν τον υλι­κό κόσμο, και στο τέλος χάσει την ψυχή του; Διό­τι η ψυχή του, που είναι πνευ­μα­τι­κή και αιώ­νια, δεν συγ­κρί­νε­ται με κανέ­να απ’ τα υλι­κά αγα­θά του φθαρ­τού κόσμου. 37 Ή, εάν ένας άνθρω­πος χάσει την ψυχή του, τι μπο­ρεί να δώσει ως αντάλ­λαγ­μα για να την εξα­γο­ρά­σει απ’ την αιώ­νια απώ­λεια; 38 Κι ασφα­λώς θα χάσει την ψυχή του εκεί­νος που δεν θα υπο­στεί για μένα τις θυσί­ες αυτές. Διό­τι οποιοσ­δή­πο­τε ντρα­πεί εμέ­να και τα λόγια μου επη­ρε­α­σμέ­νος απ’ τις περι­φρο­νή­σεις και τους χλευα­σμούς των ανθρώ­πων της γενιάς αυτής που απο­στά­τη­σε απ’ τον πνευ­μα­τι­κό της νυμ­φίο και είναι αμαρ­τω­λή, αυτόν θα τον ντρα­πεί και ο υιός του ανθρώ­που και θα τον απο­κη­ρύ­ξει ως ξένο, όταν θα έλθει με τους αγί­ους αγγέ­λους περι­βε­βλη­μέ­νος με τη δόξα του Πατρός του.

έλε­γε ακό­μη: Σας λέω αλη­θι­νά ότι υπάρ­χουν μερι­κοί απ’ αυτούς που στέ­κον­ται εδώ, οι οποί­οι δεν θα γευ­θούν θάνα­το προ­τού να δουν μετά την κάθο­δο του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος να κατα­λύ­ε­ται η παλαιά θεία τάξη και δια­θή­κη με την κατα­στρο­φή της Ιερου­σα­λήμ και του ναού της και με τον δια­σκορ­πι­σμό του Ισρα­ήλ? για να θεμε­λιω­θεί με δύνα­μη ακα­τα­γώ­νι­στη και υπερ­φυ­σι­κή η νέα θεία τάξη στον κόσμο, την οποία θα εκπρο­σω­πεί η Εκκλη­σία ως άλλη βασι­λεία του Θεού πάνω στη γη.

34  Tότε προ­σκά­λε­σε τὸ πλῆ­θος τοῦ λαοῦ μαζὶ μὲ τοὺς μαθη­τάς του καὶ τοὺς εἶπε: «Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκο­λου­θῇ, ἂς ἀπαρ­νη­θῇ τὸν ἑαυ­τό του καὶ ἂς σηκώ­σῃ τὸ σταυ­ρό του, καὶ ἔτσι ἂς μὲ ἀκο­λου­θῇ. 35  Διό­τι, ὅποιος θὰ ἐπι­διώ­κῃ νὰ σώσῃ τὸν ἑαυ­τό του (ἀπο­φεύ­γον­τας τὸ μαρ­τύ­ριο), θὰ τὸν χάσῃ. Ἀντι­θέ­τως, ὅποιος θὰ θυσιά­σῃ τὸν ἑαυ­τό του γιὰ μένα καὶ τὸ εὐαγ­γέ­λιο, αὐτὸς θὰ τὸν σώσῃ. 36  Tί δὲ ὠφε­λεῖ­ται ὁ ἄνθρω­πος, ἐὰν κερ­δί­σῃ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο, ἀλλὰ χάσῃ τὸν ἑαυ­τό του; 37  Ἢ τί δύνα­ται νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρω­πος ὡς ἀντί­τι­μο γιὰ τὸν ἑαυ­τό του; 38  Ὅποιος βεβαί­ως ἐντρα­πῇ γιὰ μένα καὶ τοὺς λόγους μου σ’ αὐτὴ τὴ γενεὰ τὴ μοι­χα­λί­δα (τὴν ἄπι­στη στὸν οὐρά­νιο Nυμ­φίο) καὶ ἁμαρ­τω­λή, καὶ ὁ Yἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που θὰ ἐντρα­πῇ γι’ αὐτὸν ὅταν θὰ ἔλθῃ μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέ­ρα του μαζὶ μὲ τοὺς ἁγί­ους ἀγγέ­λους».

1  Tοὺς ἔλε­γε ἀκό­μη: «Ἀλη­θι­νὰ σᾶς λέγω, ὅτι εἶναι μερι­κοὶ ἀπ’ αὐτούς, ποὺ βρί­σκον­ται ἐδῶ, οἱ ὁποῖ­οι δὲν θὰ γευ­θοῦν θάνα­το μέχρι νὰ ἰδοῦν τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχῃ ἔλθει δυνα­μι­κὰ καὶ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κά (μὲ δύνα­μι ἐπι­βο­λῆς, πρᾶγ­μα ποὺ συνέ­βη τὸ 70 μ.X. μὲ τὴν ἅλω­σι τῆς Ἱερου­σα­λήμ, τὴ συν­τρι­βὴ τοῦ Ἰου­δαϊ­σμοῦ καὶ τὴν κατί­σχυ­σι τῆς Ἐκκλη­σί­ας)».

 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ

[Υπο­μνη­μα­τι­σμός στα εδά­φια Ματθ.16,24–27]

«Τότε ὁ ησοῦς εἶπε τοῖς μαθη­ταῖς αὐτοῦ· Εἴ τις θέλει ὀπί­σω μου ἐλθεῖν, ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τὸν, καὶ ἀρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκο­λου­θεί­τω μοι(:Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθη­τές Του: “Εάν κάποιος θέλει να με ακο­λου­θή­σει ως μαθη­τής μου, ας δια­κό­ψει κάθε σχέ­ση με τον διε­φθαρ­μέ­νο από την αμαρ­τία εαυ­τό του κι ας πάρει τη στα­θε­ρή από­φα­ση να υπο­στεί ακό­μη και θάνα­το σταυ­ρι­κό και βίαιο. Κι ας με ακο­λου­θή­σει μιμού­με­νος σε όλα το παρά­δειγ­μά μου· και να μη διστά­σει να προ­βεί στις απο­φά­σεις και τις θυσί­ες αυτές)»[Ματθ.16,24].

«Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθη­τές Του», λέγει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής· πότε δηλα­δή; Όταν ο Πέτρος λίγο πριν είχε πει: « λεώς σοι, Κύριε· οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦ­το(:Ο Θεός να σε φυλά­ξει, Κύριε, από όσα φοβε­ρά μας είπες ότι θα σου συμ­βούν· Δεν πρέ­πει να σου συμ­βούν αυτά)»[Ματθ.16,22]· και άκου­σε ως απάν­τη­ση από τον Κύριο: « παγε ὀπί­σω μου, σατα­νᾶ· σκάν­δα­λόν μου ε· τι ο φρο­νες τ το Θεο, λλ τ τν νθρώ­πων (:Πήγαι­νε πίσω μου και φύγε από μπρο­στά μου, σατα­νά˙ μου είσαι εμπό­διο στο δρό­μο του καθή­κον­τός μου και πει­ρα­σμός· διό­τι δεν φρο­νείς εκεί­να που αρέ­σουν στον Θεό, αλλά εκεί­να που αρέ­σουν στους ανθρώ­πους)»[Ματθ. 16,23]· διό­τι δεν αρκέ­στη­κε στην επι­τί­μη­ση μόνο, αλλά θέλον­τας να δεί­ξει και με το παρα­πά­νω και το ότι τα λόγια του Πέτρου ήταν άτο­πα και ανάρ­μο­στα και να απο­κα­λύ­ψει και το κέρ­δος που θα πήγα­ζε από το Πάθος, λέγει: «Εσύ μου λέγεις: “ο Θεός να σε φυλά­ξει και να σε ευσπλα­χνι­στεί, ώστε να μη σου συμ­βεί αυτό”· εγώ όμως σου λέγω ότι δεν είναι μόνο επι­βλα­βές για σένα και ολέ­θριο το να με εμπο­δί­σεις και να δυσφο­ρείς για το Πάθος μου, αλλά ότι ούτε θα μπο­ρέ­σεις να σωθείς εάν και εσύ ο ίδιος δεν είσαι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος με κάθε τρό­πο να πεθά­νεις». Για να μη νομί­σουν δηλα­δή ότι είναι ανά­ξιο Αυτού το να πάθει, διδά­σκει σε αυτούς το κέρ­δος του πράγ­μα­τος, όχι μόνο με όσα είχαν προ­η­γη­θεί, αλλά και με όσα επρό­κει­το να ακο­λου­θή­σουν.

Στο περι­στα­τι­κό που κατα­γρά­φε­ται από τον ευαγ­γε­λι­στή Ιωάν­νη, λοι­πόν, λέγει: «ν μ κόκ­κος το σίτου πεσν ες τν γν ποθάν, ατς μόνος μένει· ἐὰν δ ποθάν, πολν καρπν φέρει(:Αλη­θι­νά σας λέω, εάν το μικρό σπυ­ρί του σιτα­ριού δεν πέσει στη γη και δεν σαπί­σει μέσα στο χώμα, μένει απλώς ένας μόνο σπό­ρος και δεν πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται. Εάν όμως με τη σπο­ρά του στη γη πεθά­νει και ταφεί, βγά­ζει πολύ καρ­πό. Έτσι κι εγώ, εάν πεθά­νω, όπως ο Πατέ­ρας μου όρι­σε, θα καρ­πο­φο­ρή­σω τη σωτη­ρία του ανθρω­πί­νου γένους)»[Ιω.12,24]. Στην αντί­στοι­χη περι­κο­πή του Ματ­θαί­ου στο συγ­κε­κρι­μέ­νο σημείο [Ματθ.16,24], διδά­σκον­τας αυτό σε μεγα­λύ­τε­ρο βάθος, δεν περιο­ρί­ζει τον λόγο μόνο στον Εαυ­τό του, περί του ότι πρέ­πει δηλα­δή να πεθά­νει, αλλά επε­κτεί­νει αυτόν και προς εκεί­νους. «Είναι δηλα­δή τόσο το κέρ­δος αυτού του πράγ­μα­τος, ώστε και για σας το να μη θέλε­τε μεν να πεθά­νε­τε να είναι φοβε­ρό, ενώ το να είστε όμως έτοι­μοι προς αυτό να είναι αγα­θό».

Αλλά αυτό μεν το δηλώ­νει με όσα λέγει στη συνέ­χεια, ενώ τώρα εξε­τά­ζει αυτό από μία μόνο σκο­πιά. Και πρό­σε­χε ότι δεν ομι­λεί κατά τρό­πο κατα­ναγ­κα­στι­κό· διό­τι δεν είπε ότι «και αν θέλε­τε, και αν δεν θέλε­τε, πρέ­πει να πάθε­τε εσείς αυτό»· αλλά τι είπε; «Εάν κάποιος θέλει να με ακο­λου­θή­σει». «Δεν εκβιά­ζω, δεν εξα­ναγ­κά­ζω, αλλά τον καθέ­να αφή­νω κύριο της προ­αι­ρέ­σε­ώς του· για τον λόγο αυτό λέω: «εάν κάποιος θέλει»· διό­τι προς αγα­θά προ­σκα­λώ· όχι προς κακά και δυσά­ρε­στα, όχι προς κόλα­ση και τιμω­ρία, για να αναγ­κά­σω».

Πράγ­μα­τι λοι­πόν αυτή η ίδια η φύση του πράγ­μα­τος είναι ικα­νή να προ­σελ­κύ­σει. Και λέγον­τας αυτά προ­σείλ­κυε ακό­μη περισ­σό­τε­ρο· διό­τι εκεί­νος μεν, ο οποί­ος χρη­σι­μο­ποιεί βία, πολ­λές φορές απο­τρέ­πει τον ακρο­α­τή του · εκεί­νος όμως που αφή­νει ελεύ­θε­ρο τον ακρο­α­τή να κάνει τις επι­λο­γές του, περισ­σό­τε­ρο τον προ­σελ­κύ­ει· διό­τι έχει μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη από τη βία η ελεύ­θε­ρη εκλο­γή. Για τον λόγο αυτόν ο Κύριος έλε­γε: «εάν κάποιος θέλει». «Είναι μεγά­λα», λέγει, «τα αγα­θά τα οποία σας προ­σφέ­ρω και τέτοια, ώστε να σπεύ­δε­τε με τη θέλη­σή σας». Πράγ­μα­τι δεν θα ήταν δυνα­τόν να προ­σελ­κύ­σει κανείς με τη βία, ούτε και αν ακό­μη πρό­σφε­ρε χρυ­σό και έθε­τε θησαυ­ρό μπρο­στά μας. Εάν λοι­πόν προς εκεί­να δεν προ­σελ­κύ­ει κανείς με βίαιο τρό­πο, πολύ περισ­σό­τε­ρο ο Θεός προς τα επου­ρά­νια αγα­θά· διό­τι εάν δεν σε πεί­θει να προ­στρέ­ξεις η φύση του πράγ­μα­τος, ούτε να λάβεις είσαι άξιος, αλλά ούτε και εάν λάβεις, θα γνω­ρί­σεις καλώς εκεί­νο που έλα­βες.

Για τον λόγο αυτόν ο Χρι­στός δεν αναγ­κά­ζει, αλλά προ­τρέ­πει, σεβό­με­νος την ελευ­θε­ρία μας. Επει­δή λοι­πόν φαί­νον­ταν να δια­δί­δουν πολ­λά, και ιδιαι­τέ­ρως να στε­νο­χω­ριούν­ταν γι’ αυτό που τους είπε, λέγει: «Δεν χρειά­ζε­ται να θορυ­βεί­στε και να ταρά­ζε­στε. Εάν δεν θεω­ρεί­τε ότι αυτό που σας έχει ειπω­θεί είναι αίτιο ανα­ρίθ­μη­των αγα­θών και θα σας οδη­γή­σει στη σωτη­ρία σας, δεν εκβιά­ζω, ούτε εξα­ναγ­κά­ζω, αλλά εάν κάποιος θέλει να με ακο­λου­θή­σει, αυτόν προ­σκα­λώ. Μη νομί­ζε­τε όμως ότι τού­το είναι το να με ακο­λου­θεί­τε, αυτό το οποίο πράτ­τε­τε τώρα ακο­λου­θών­τας με. Είναι ανάγ­κη να υπο­μεί­νε­τε πολ­λούς κόπους, πολ­λούς κιν­δύ­νους εάν έχε­τε σκο­πό να με ακο­λου­θή­σε­τε. Δεν πρέ­πει λοι­πόν, Πέτρε, επει­δή τώρα με ομο­λό­γη­σες Υιό του Θεού, να περι­μέ­νεις για τον λόγο αυτό και μόνο στε­φά­νους και να νομί­ζεις ότι είναι αρκε­τό αυτό για σένα για τη σωτη­ρία σου, και να αισθά­νε­σαι λοι­πόν τον εαυ­τό σου ασφα­λή και ανα­παυ­μέ­νο, διό­τι τάχα πραγ­μα­το­ποί­η­σες το παν με το να με ομο­λο­γή­σεις απλά με τα λόγια. Μπο­ρώ βέβαια επει­δή είμαι Υιός του Θεού, να μη σε αφή­σω να λάβεις πεί­ρα των δυσχε­ρειών· δεν το θέλω όμως αυτό για χάρη σου, ώστε να συνει­σφέ­ρεις και ο ίδιος κάτι και να γίνεις άξιος για μεγα­λύ­τε­ρες τιμές». Ούτε βέβαια, εάν κανείς είναι κρι­τής των αγώ­νων και έχει αθλη­τή ένα φίλο του, θα θελή­σει να τον στε­φα­νώ­σει απλά και μόνο από εύνοια, αλλά και για τους δικούς του κόπους, και προ­παν­τός γι’ αυτό, επει­δή τον αγα­πά· έτσι και ο Χρι­στός αυτούς τους οποί­ους ιδιαι­τέ­ρως αγα­πά, αυτούς κατε­ξο­χήν θέλει να προ­κό­πτουν, και με τη δική τους προ­αί­ρε­ση και όχι μόνο από τη βοή­θειά Του.

Πρό­σε­ξε, όμως, ότι και τον λόγο κάνει υπο­φερ­τό. Δεν περιο­ρί­ζει λοι­πόν τις δυσκο­λί­ες και τα εμπό­δια μόνο σε αυτούς, αλλά και παρου­σιά­ζει την αλή­θεια αυτή και τη διδα­σκα­λία κοι­νή για όλη την οικου­μέ­νη, λέγον­τας: «Εάν κάποιος θέλει», είτε γυναί­κα, είτε άνδρας, είτε άρχον­τας, είτε αρχό­με­νος, ας ακο­λου­θεί αυτήν την οδό. Και φαί­νε­ται μεν εκ πρώ­της όψε­ως ότι ένα πράγ­μα έχει πει, τρία όμως είναι αυτά που λέει· το «Ας απαρ­νη­θεί κανείς τον εαυ­τό του», το «ας σηκώ­σει τον σταυ­ρό του» και το «ας με ακο­λου­θή­σει»· και τα μεν δύο είναι αλλη­λέν­δε­τα, το άλλο όμως ειπώ­θη­κε ως κάτι ξεχω­ρι­στό.

Αλλά ας δού­με πρώ­τα τι άρα­γε σημαί­νει το να αρνη­θού­με τον εαυ­τό μας. Ας μάθου­με προ­η­γου­μέ­νως τι σημαί­νει να αρνη­θού­με κάποιον άλλο άνθρω­πο και τότε θα κατα­νο­ή­σου­με πλη­ρέ­στε­ρα τι περί­που σημαί­νει να αρνη­θού­με τον εαυ­τό μας. Τι σημαί­νει λοι­πόν να αρνη­θού­με έναν άλλον άνθρω­πο; Εκεί­νος ο οποί­ος αρνεί­ται κάποιον άλλον, λόγου χάριν τον αδελ­φό του ή τον δού­λο του, ή οποιον­δή­πο­τε άλλον, και αν ακό­μη τον δει να μαστι­γώ­νε­ται ή να αλυ­σο­δέ­νε­ται ή να οδη­γεί­ται σε φυλα­κή ή οτι­δή­πο­τε άλλο να πάσχει, δεν τον συμ­πα­ρί­στα­ται, δεν τον βοη­θεί, δεν κάμ­πτε­ται, δεν υπο­φέ­ρει κάτι χάριν αυτού, επει­δή άπαξ δια­παν­τός απο­ξε­νώ­θη­κε από αυτόν.

Τέτοια αδια­φο­ρία λοι­πόν επι­θυ­μεί να δεί­χνου­με για το σώμα μας, ώστε και αν το μαστι­γώ­νουν ή το κατα­διώ­κουν ή το καί­νε ή οτι­δή­πο­τε το κάνουν, να μην το λυπού­μα­στε· διό­τι αυτό σημαί­νει το να μη λυπά­ται κανείς κάτι. Επει­δή και οι γονείς τότε πραγ­μα­τι­κά λυπούν­ται τα τέκνα, όταν αφού τα παρα­δώ­σουν στους διδα­σκά­λους, δώσουν εντο­λή σε αυτούς να μην τα λυπούν­ται. Έτσι και ο Χρι­στός· δεν είπε να μη λυπού­μα­στε τον εαυ­τό μας, αλλά κάτι πολύ περισ­σό­τε­ρο από αυτό, το «να απαρ­νη­θού­με τον εαυ­τό μας»· δηλα­δή, να μην έχει τίπο­τε κοι­νό προς τον εαυ­τό του, αλλά να τον παρα­δί­δει στους κιν­δύ­νους, στους αγώ­νες, και τέτοια να είναι η όλη στά­ση του σαν να ήταν κάποιος άλλος που τα έπα­σχε αυτά. Και δεν είπε: «ας αρνη­θεί», αλλά «ας απαρ­νη­θεί», φανε­ρώ­νον­τας πάλι και με τη μικρή αυτή προ­σθή­κη το έπα­κρο της αρνή­σε­ως του εαυ­τού μας· διό­τι πράγ­μα­τι με το σύν­θε­το ρήμα «απαρ­νη­θεί» δίνε­ται ακό­μη μεγα­λύ­τε­ρη έμφα­ση και απο­λυ­τό­τη­τα στην άρνη­ση απ’ ό,τι με το απλό «αρνη­θεί».

«Και ας σηκώ­σει τον σταυ­ρό του». Τού­το προ­έρ­χε­ται εξ εκεί­νου που είπε προ­η­γου­μέ­νως, δηλα­δή την πλή­ρη αυτα­πάρ­νη­ση. Για να μη νομί­σεις δηλα­δή, ότι πρέ­πει να απαρ­νη­θείς τον εαυ­τό σου όσον αφο­ρά μόνο τα εναν­τί­ον σου λόγια και τις ύβρεις και τις κατη­γο­ρί­ες, λέγει και μέχρι ποιου βαθ­μού πρέ­πει να απαρ­νη­θείς τον εαυ­τό σου· δηλα­δή μέχρι θανά­του, και μάλι­στα θανά­του επονείδιστου(σταυρικού).Για τον λόγο αυτό δεν είπε «ας απαρ­νη­θεί τον εαυ­τό του μέχρι θανά­του», αλλά «ας σηκώ­σει τον σταυ­ρό του», δηλώ­νον­τας τον ατι­μω­τι­κό θάνα­το· και ότι όχι μία φορά, ούτε δύο, αλλά σε όλη μας την ζωή, πρέ­πει να το κάνου­με αυτό. «Συνε­χώς δηλα­δή», λέγει, «να σκέ­πτε­σαι τον θάνα­το αυτόν και καθη­με­ρι­νά να είσαι έτοι­μος προς σφα­γή· διό­τι επει­δή πολ­λοί μεν περι­φρό­νη­σαν τα χρή­μα­τα και την τρυ­φή και τη δόξα, τον θάνα­το όμως δεν τον περι­φρό­νη­σαν, αλλά φοβή­θη­καν τους κιν­δύ­νους, εγώ», λέγει, «θέλω ο δικός μου στρα­τιώ­της να παλεύ­ει μέχρις αίμα­τος και οι αγώ­νες να φθά­νουν μέχρι σφα­γής». Ώστε και αν είναι ανάγ­κη και θάνα­το να υπο­μεί­νου­με, είτε θάνα­το επο­νεί­δι­στο, είτε θάνα­το επι­κα­τά­ρα­το, είτε να δια­σύ­ρε­ται η υπό­λη­ψή μας, όλα πρέ­πει να τα υπο­φέ­ρου­με με γεν­ναιό­τη­τα, και κατ’ αυτόν τον τρό­πο να χαι­ρό­μα­στε πιο πολύ.

«Και ας με ακο­λου­θεί». Επει­δή δηλα­δή είναι δυνα­τό και να πάσχει κανείς χωρίς να ακο­λου­θεί τον Χρι­στό, όταν κανείς δεν υφί­στα­ται τα παθή­μα­τα για χάρη Του (καθό­σον και οι ληστές υπο­φέ­ρουν πολ­λά και φοβε­ρά και οι τυμ­βω­ρύ­χοι και οι απα­τε­ώ­νες), για να μην νομί­σεις ότι αρκεί η ύπαρ­ξη μόνη των δει­νών, προ­σθέ­τει και την προ­ϋ­πό­θε­ση των δει­νών. Ποια λοι­πόν είναι αυτή; Πραγ­μα­το­ποιών­τας αυτά και πάσχον­τας αυτά, να ακο­λου­θείς Αυτόν και να υπο­μέ­νεις τα πάν­τα χάριν Αυτού και να έχεις και την υπό­λοι­πη αρε­τή. Καθό­σον και τού­το φανε­ρώ­νει το «Ας με ακο­λου­θεί»· ώστε να μην επι­δει­κνύ­ου­με μόνο ανδρεία κατά τη διάρ­κεια των δει­νών, αλλά και σωφρο­σύ­νη και επιεί­κεια και κάθε είδος ευσέ­βειας. Αυτό σημαί­νει το να ακο­λου­θού­με τον Χρι­στό, όπως πρέ­πει, το να φρον­τί­ζου­με και για τα άλλα είδη της αρε­τής και το να υπο­φέ­ρου­με τα πάν­τα γι’ Αυτόν.

Διό­τι υπάρ­χουν εκεί­νοι, οι οποί­οι ακο­λου­θούν τον διά­βο­λο και πάσχουν αυτά, και χάριν εκεί­νου παρα­δί­δουν τις ψυχές τους· αλλά εμείς πρέ­πει να τα πάσχου­με χάριν του Χρι­στού, μάλ­λον δε χάριν του ίδιου μας του εαυ­τού. Εκεί­νοι μεν ακο­λου­θούν τον διά­βο­λο και υπο­φέ­ρουν για να βλά­ψουν τους εαυ­τούς τους και εδώ και εκεί(στη μέλ­λου­σα ζωή)· εμείς όμως ακο­λου­θού­με τον Χρι­στό και υπο­φέ­ρου­με για να κερ­δί­σου­με και τις δύο. Πώς λοι­πόν δεν είναι από­δει­ξη της πιο μεγά­λης ανο­η­σί­ας, το να μην επι­δει­κνύ­ου­με ούτε την ίδια ανδρεία με αυτούς οι οποί­οι οδη­γούν­ται στην απώ­λεια και μάλι­στα τη στιγ­μή που εμείς πρό­κει­ται να απο­κο­μί­σου­με τόσα στε­φά­νια; Αν και σε μας, βέβαια, και ο Χρι­στός παρί­στα­ται ως βοη­θός, σε εκεί­νους όμως κανείς.

Έδω­σε φυσι­κά και προ­η­γου­μέ­νως αυτήν την παραγ­γε­λία όταν απέ­στελ­λε αυτούς λέγον­τας: «Ες δν θνν μ πέλ­θη­τε κα ες πόλιν Σαμα­ρειτν μ εσέλ­θη­τε(:Μην πάτε σε δρό­μο που θα σας οδη­γή­σει σε χώρα που κατοι­κούν ειδω­λο­λά­τρες και μην μπεί­τε σε πόλη που ανή­κει σε Σαμα­ρεί­τες”)»[Ματθ.10,5] και: «δο γ ποστέλ­λω μς ς πρό­βα­τα ν μέσ λύκων· γίνε­σθε ον φρό­νι­μοι ς ο φεις κα κέραιοι ς α περι­στε­ραί. Προ­σέ­χε­τε δ π τν νθρώ­πων· παρα­δώ­σου­σι γρ μς ες συνέ­δρια κα ν τας συνα­γω­γας ατν μαστι­γώ­σου­σιν μς· κα π γεμό­νας δ κα βασι­λες χθή­σε­σθε νεκεν μο ες μαρ­τύ­ριον ατος κα τος θνε­σιν(:Να λοι­πόν, εγώ ο Κύριός σας σάς απο­στέλ­λω για να είστε σαν πρό­βα­τα ήμε­ρα ανά­με­σα σε αιμο­βό­ρους λύκους, με τους οποί­ους μοιά­ζουν οι εχθροί του ευαγ­γε­λί­ου, οι οποί­οι είναι κυριευ­μέ­νοι από τα άγρια πάθη της σάρ­κας. Αφού λοι­πόν τόσο δει­νή θα είναι η θέση σας, φρον­τί­στε να είστε φρό­νι­μοι σαν τα φίδια, ώστε να μην εκθέ­τε­τε τον εαυ­τό σας σε ανω­φε­λείς και ανόη­τους κιν­δύ­νους, και άκα­κοι κι απλοί σαν τα περιστέρια.Έχοντας ως μόνο όπλο τη φρό­νη­ση και την ακα­κία αυτή να προ­φυ­λά­γε­στε απ’ τους ανθρώ­πους· διό­τι θα σας παρα­δώ­σουν σε συνέ­δρια για να κατα­δι­κα­στεί­τε απ’ αυτά, και στις συνα­γω­γές τους, και θα σας μαστι­γώ­σουν μπρο­στά στον λαό. Ακό­μη θα σας σύρουν μπρο­στά σε ηγε­μό­νες και σε βασι­λείς ως κατη­γο­ρού­με­νους για μένα, για να δώσε­τε μαρ­τυ­ρία για το πρό­σω­πό μου που να την ακού­σουν και αυτοί και οι εθνι­κοί, ώστε να μην προ­φα­σί­ζον­ται ύστε­ρα ότι δεν άκου­σαν το κήρυγ­μά σας)»[Ματθ.10,16–18], τώρα όμως εκτε­νέ­στε­ρα μάλ­λον και αυστη­ρό­τε­ρα· διό­τι τότε ανέ­φε­ρε μόνο τον θάνα­το, ενώ εδώ έκα­νε λόγο και περί του σταυ­ρού, και μάλι­στα περί συνε­χούς σταυ­ρού· διό­τι λέγει: «Ας σηκώ­σει τον σταυ­ρό του»· δηλα­δή, ας βαστά­ζει συνε­χώς και ας φέρει τον σταυ­ρό. Και τού­το συνη­θί­ζει να κάνει παν­τού, όχι εξαρ­χής και εκ προ­οι­μί­ων, αλλά ήσυ­χα και σιγά-σιγά να εισά­γει τα μεγα­λύ­τε­ρα των παραγ­γελ­μά­των, για να μην παρα­ξε­νεύ­ον­ται όσοι ακού­νε.

Έπει­τα επει­δή φαι­νό­ταν ότι είναι υπερ­βο­λι­κό αυτό που ειπώ­θη­κε, βλέ­πε ότι με τα επό­με­να λόγια τούς παρη­γο­ρεί και υπό­σχε­ται έπα­θλα τα οποία υπερ­τε­ρούν των ιδρώ­των και των κόπων που θα κατέ­βαλ­λαν με τον αγώ­να τους· και όχι μόνο βρα­βεία, αλλά και την αντι­μι­σθία της κακί­ας. Πράγ­μα­τι, με αυτήν ασχο­λεί­ται περισ­σό­τε­ρο παρά για εκεί­να, επει­δή τους περισ­σό­τε­ρους συνη­θί­ζει να σωφρο­νί­ζει όχι τόσο η προ­σφο­ρά των αγα­θών, όσον η απει­λή των φοβε­ρών.

Πρό­σε­χε λοι­πόν πώς και από εδώ αρχί­ζει και σε αυτό κατα­λή­γει: «ς γρ ν θέλ τν ψυχν ατο σσαι, πολέ­σει ατήν· ς δ᾿ ν πολέσ τν ψυχν ατο νεκεν μο, ερήσει ατήν. τί γρ φελεται νθρω­πος ἐὰν τν κόσμον λον κερ­δήσ, τν δ ψυχν ατο ζημιωθ; τί δώσει νθρω­πος ντάλ­λαγ­μα τς ψυχς ατο;(: Διό­τι εκεί­νος που θέλει να σώσει τη ζωή του, αυτός θα χάσει την πνευ­μα­τι­κή και ευτυ­χι­σμέ­νη αιώ­νια ζωή· ενώ εκεί­νος που θα χάσει τη ζωή του για την ομο­λο­γία και υπα­κοή του σε μένα, θα τη βρει στο μελ­λον­τι­κό αιώ­να, όπου θα κερ­δί­σει την αιώ­νια ζωή.Και η αιώ­νια αυτή ζωή είναι το παν· διό­τι ποια ωφέ­λεια έχει ο άνθρω­πος, εάν κερ­δί­σει τον κόσμο ολό­κλη­ρο, χάσει όμως την ψυχή του, η οποία ως πνευ­μα­τι­κή και αιώ­νια δεν συγ­κρί­νε­ται με κανέ­να από τα υλι­κά αγα­θά του φθαρ­τού κόσμου; Ή εάν ένας άνθρω­πος χάσει την ψυχή του, τι θα δώσει ως αντάλ­λαγ­μα, με το οποίο θα την εξα­γο­ρά­σει από την αιώ­νια απώ­λεια;)»[Ματθ. 16,25–26].

Αυτό λοι­πόν που λέγει εδώ ο Κύριος, σημαί­νει: «όχι από έλλει­ψη λύπης προς εσάς, αλλά από υπερ­βο­λι­κή λύπη (και φρον­τί­δα) παραγ­γέλ­λω αυτά. Καθό­σον εκεί­νος ο οποί­ος λυπά­ται να τιμω­ρή­σει το τέκνο του, το κατα­στρέ­φει και το οδη­γεί στην απώ­λεια· εκεί­νος όμως ο οποί­ος δεν λυπά­ται, το δια­σώ­ζει». Τού­το έλε­γε και κάποιος σοφός: « Σ μν γρ πατά­ξεις ατν άβδ, τν δ ψυχν ατο κ θανά­του ύσ(:Διό­τι εσύ μεν θα χτυ­πή­σεις το σώμα του υιού σου με τη ράβδο, όμως δεν θα πεθά­νει από αυτό· θα ελευ­θε­ρώ­σεις ωστό­σο την ψυχή του από την απώ­λεια και τον αιώ­νιο θάνα­το)»[Παροιμ.23,14]· και πάλι: «Περι­ψύ­χων υἱὸν κατα­δε­σμεύ­σει τραύ­μα­τα ατο(:Εκεί­νος που παρα­χαϊ­δεύ­ει και δεν παι­δα­γω­γεί ορθώς το παι­δί του, θα το ενθαρ­ρύ­νει σε εκτρο­πές και έπει­τα θα επι­δέ­σει τις πλη­γές του)»[ Σοφ. Σειρ. 30,7].

Τού­το γίνε­ται στα στρα­τό­πε­δα. Αν δηλα­δή ο στρα­τη­γός, λυπού­με­νος για τους στρα­τιώ­τες, δια­τά­ζει να παρα­μέ­νουν συνε­χώς στην ασφά­λεια του στρα­το­πέ­δου, μαζί με αυτούς χάνει και όσους βρί­σκον­ται μέσα. «Για να μη συμ­βαί­νει λοι­πόν αυτό και σε σας», λέγει, «πρέ­πει εσείς να είστε παρα­τε­ταγ­μέ­νοι συνε­χώς προς θάνα­τον· καθό­σον και τώρα πρό­κει­ται να ανά­πτει εκ νέου πόλε­μος φοβε­ρός». Μην καθί­σεις λοι­πόν μέσα, αλλά ας εξέρ­χε­σαι και ας πολε­μάς· και αν πέσεις στην παρά­τα­ξη της μάχης, τότε έζη­σες· διό­τι στην περί­πτω­ση των αισθη­τών πολέ­μων εκεί­νος που είναι έτοι­μος για σφα­γή, αυτός πιο πολύ υπε­ρι­σχύ­ει των άλλων και είναι ακα­τά­βλη­τος και φοβε­ρό­τα­τος και στους εχθρούς, αν και βέβαια ο βασι­λιάς προς χάριν του οποί­ου πολε­μά­ει, δεν μπο­ρεί μετά θάνα­τον να τον ανα­στή­σει· πολύ περισ­σό­τε­ρο λοι­πόν στην περί­πτω­ση των πολέ­μων αυτών των πνευ­μα­τι­κών, όταν υπάρ­χουν και τόσο πολ­λές ελπί­δες ανα­στά­σε­ως, αυτός που παρα­δί­δει την ψυχή του στον θάνα­το, θα τη σώσει· κατά ένα μεν τρό­πο, διό­τι δεν θα αιχ­μα­λω­τι­στεί εύκο­λα· και κατά δεύ­τε­ρον, διό­τι και αν πέσει, θα οδη­γή­σει αυτήν προς υψη­λό­τε­ρη ζωή.

Έπει­τα, επει­δή είπε ότι «εκεί­νος ο οποί­ος θέλει να σώσει(τη ζωή του),θα τη χάσει, εκεί­νος όμως ο οποί­ος θα τη χάσει, θα τη σώσει» και στην πρώ­τη περί­πτω­ση ανέ­φε­ρε σωτη­ρία και απώ­λεια, για να μη νομί­σει κανείς ότι είναι της ίδιας αξί­ας η απώ­λεια και η σωτη­ρία στην πρώ­τη και στη δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση, αλλά να γνω­ρί­σει καλώς ότι μετα­ξύ της σωτη­ρί­ας εκεί­νης και αυτής τόση είναι η δια­φο­ρά, όση μετα­ξύ απω­λεί­ας και σωτη­ρί­ας· και εκ των αντι­θέ­των απο­δει­κνύ­ον­τας αυτά δια­μιάς λέγει: «διό­τι, τι έχει να ωφε­λη­θεί ο άνθρω­πος, εάν κερ­δί­σει τον κόσμο όλο, ζημιω­θεί όμως την ψυχή του;». Είδες πως η παρά το πρέ­πον σωτη­ρία της ζωής ισο­δυ­να­μεί με απώ­λεια, και χει­ρό­τε­ρη μάλι­στα από κάθε απώ­λεια, επει­δή και αθε­ρά­πευ­τη είναι, εφό­σον δεν υπάρ­χει κάτι που να μπο­ρεί να την εξα­γο­ρά­σει; «Διό­τι μη μου λέγεις αυτό», λέγει, «ότι έσω­σε τη ζωή του εκεί­νος ο οποί­ος διέ­φυ­γε τους τόσους μεγά­λους κιν­δύ­νους, αλλά μαζί με τη ζωή του εσύ συνα­ρίθ­μη­σε ότι κέρ­δι­σε και όλη την οικου­μέ­νη. Και τι το περισ­σό­τε­ρο έχει να κερ­δί­σει αυτός από αυτό, τη στιγ­μή που οδη­γεί­ται στην απώ­λεια η ίδια η ψυχή του; Πες μου, εάν έβλε­πες τους δού­λους σου να ζουν μέσα στην τρυ­φή, τον εαυ­τό σου όμως να ζει μέσα στα χει­ρό­τε­ρα κακά, άρα­γε θα κερ­δί­σεις κάτι από το ότι είσαι κύριός τους; Καθό­λου. Τού­το λοι­πόν σκέ­ψου και για την ψυχή σου, όταν αυτή ανα­μέ­νει τη μέλ­λου­σα απώ­λεια, ενώ κατά την ίδια στιγ­μή το σώμα σου ζει μέσα στην πολυ­τέ­λεια και τον πλού­το».

«Τι είναι δυνα­τόν να δώσει ο άνθρω­πος αντάλ­λαγ­μα της ψυχής του;». Πάλι επι­μέ­νει στο ίδιο. «Μήπως», λέγει, «έχεις να δώσεις άλλη ψυχή αντί της ψυχής σου; Αν χάσεις βέβαια χρή­μα­τα, θα δώσεις χρή­μα­τα ή σπί­τι ή δού­λους ή οτι­δή­πο­τε άλλο εκ των υπαρ­χόν­των σου· αν χάσεις όμως την ψυχή, άλλη ψυχή δεν θα μπο­ρέ­σεις να προ­σφέ­ρεις· αλλά και αν έχεις δικό σου όλο τον κόσμο, και αν είσαι βασι­λιάς ολό­κλη­ρης της οικου­μέ­νης, δεν θα μπο­ρέ­σεις, και αν ακό­μη κατα­βά­λεις ως αντί­τι­μο όλα τα πράγ­μα­τα της οικου­μέ­νης μαζί με αυτήν την οικου­μέ­νη, να αγο­ρά­σεις μια ψυχή. Και τι το παρά­δο­ξο εάν τού­το συμ­βαί­νει στην περί­πτω­ση της ψυχής; Καθό­σον και στο σώμα θα μπο­ρού­σε να δει κανείς να γίνε­ται τού­το. Και αν είσαι περι­βε­βλη­μέ­νος ανα­ρίθ­μη­τα δια­δή­μα­τα, έχεις όμως εκ φύσε­ως ασθε­νι­κό σώμα και δυσθε­ρά­πευ­το, δεν θα μπο­ρέ­σεις, και αν ακό­μη προ­σφέ­ρεις όλη τη βασι­λεία, να θερα­πεύ­σεις το σώμα αυτό, και αν ακό­μη προ­σθέ­σεις σε αυτήν ανα­ρίθ­μη­τα σώμα­τα και πόλεις και χρή­μα­τα. Τοιου­το­τρό­πως λοι­πόν σκέ­ψου και για την ψυχή· μάλ­λον και πολύ σοβα­ρό­τε­ρα για την ψυχή, και αφού αφή­σεις στην άκρη όλα τα άλλα, σε αυτήν και τη δική της τη σωτη­ρία να δαπα­νάς όλη σου τη φρον­τί­δα».

Μην παρα­με­λείς λοι­πόν τον εαυ­τό σου και όσα σε αφο­ρούν προ­σω­πι­κά για την αιω­νιό­τη­τα, επει­δή αφιε­ρώ­νεις τη φρον­τί­δα σου σε ξένα πράγ­μα­τα, πράγ­μα που κάνουν οι πολ­λοί τώρα, μοιά­ζον­τας προς αυτούς οι οποί­οι εργά­ζον­ται στα μεταλ­λεία (ως κατά­δι­κοι). Πράγ­μα­τι, και εκεί­νοι κανέ­να όφε­λος δεν έχουν από την εργα­σία αυτή, ούτε από τον πλού­το· αντι­θέ­τως, είναι μεγά­λη η ζημία τους και διό­τι μοχθούν άσκο­πα και διό­τι μοχθούν χάριν άλλων, χωρίς να απο­κο­μί­ζουν τίπο­τα από τους ιδρώ­τες εκεί­νους που καθη­με­ρι­νά χύνουν και τους μεγά­λους κόπους τους.

Υπάρ­χουν και τώρα πολ­λοί οι οποί­οι τους μιμούν­ται, αυτοί που εργά­ζον­ται για να πλου­τί­σουν άλλοι· ή μάλ­λον εμείς και από αυτούς είμα­στε αθλιό­τε­ροι, καθό­σον ανα­μέ­νει εμάς και η γέεν­να μετά τους κόπους αυτούς· διό­τι σε εκεί­νους μεν ο θάνα­τος απο­τε­λεί το τέρ­μα των ιδρώ­των εκεί­νων· σε εμάς όμως ο θάνα­τος γίνε­ται αρχή ανα­ρίθ­μη­των κακών. Εάν όμως έλε­γες ότι απο­λαμ­βά­νεις τους κόπους σου με το να πλου­τί­ζεις, από­δει­ξέ μου ότι η ψυχή σου ευφραί­νε­ται και ωφε­λεί­ται και τότε θα πει­στώ· διό­τι από όσα έχου­με, κυριό­τε­ρο είναι η ψυχή· εάν όμως το σώμα παχαί­νει, ενώ εκεί­νη φθεί­ρε­ται, τίπο­τα δεν προ­σφέ­ρει σε σένα η αφθο­νία αυτή· όπως πράγ­μα­τι, και όταν ευφραί­νε­ται η δού­λη, τίπο­τε δεν προ­σφέ­ρει η ευη­με­ρία της υπη­ρέ­τριας προς την οικο­δέ­σποι­να που κιν­δυ­νεύ­ει, έτσι ούτε και η ασθέ­νεια του σώμα­τος δεν θερα­πεύ­ε­ται από τη λαμ­πρό­τη­τα της στο­λής την οποία έχει ενδυ­θεί· αλλά θα σου πει πάλι ο Χρι­στός: «Τι είναι δυνα­τόν να δώσει ο άνθρω­πος αντάλ­λαγ­μα υπέρ της ψυχής του;» προ­τρέ­πον­τάς σε να στρέ­φεις συνε­χώς την προ­σο­χή σου προς εκεί­νη, και για μόνη αυτή να επι­δει­κνύ­εις όλο το ενδια­φέ­ρον σου.

Αφού τους ενέ­πνευ­σε λοι­πόν τον φόβο με όλα αυτά, στη συνέ­χεια τούς παρη­γο­ρεί και με την υπεν­θύ­μι­ση των αγα­θών που πρό­κει­ται να λάβουν αιω­νί­ως με τους αγώ­νες τους αυτούς: «Μέλ­λει γρ υἱὸς το νθρώ­που ρχε­σθαι ν τ δόξ το πατρς ατο μετ τν γγέ­λων ατο, κα τότε ποδώ­σει κάστ κατ τν πρξιν ατο(:Πράγ­μα­τι, λοι­πόν, κάθε άνθρω­πος πρό­κει­ται ή να χάσει ή να κερ­δί­σει την ψυχή του· διό­τι πρό­κει­ται ο υιός του ανθρώ­που να έλθει περι­βε­βλη­μέ­νος με τη δόξα του Πατέ­ρα Του μαζί με τους αγγέ­λους Του, και τότε θα αντα­μεί­ψει τον καθέ­να ανά­λο­γα με τις πρά­ξεις του)»[ Ματθ.16,27]. Είδες πως μία είναι η δόξα του Πατρός και του Υιού; Εάν λοι­πόν η δόξα είναι μία, φανε­ρό είναι και ότι η ουσία είναι μία· διό­τι εάν υπάρ­χει δια­φο­ρά δόξης σε μία ουσία [βλ. Α΄Κορ.15,41: «λλη γάρ δόξα λίου, κα λλη δόξα σελή­νης, κα λλη δόξα στέ­ρων· στρ γρ στέ­ρος δια­φέ­ρει ν δόξ (:Διό­τι άλλη είναι η λαμ­πρό­τη­τα του ήλιου, και άλλη της σελή­νης και άλλη η λαμ­πρό­τη­τα των αστε­ριών· διό­τι άστρο από άστρο δια­φέ­ρει κατά τη λάμ­ψη)»], παρά το ότι είναι μία η ουσία τους, πώς εκεί­νων των οποί­ων η δόξα είναι μία, η ουσία θα θεω­ρη­θεί άλλη; Διό­τι δεν είπε ότι θα έλθει με δόξα παρό­μοια με αυτήν, την οποία έχει και ο Πατέ­ρας, για να μην υπο­πτευ­θείς πάλι κάποια δια­φο­ρά μετα­ξύ Τους· αλλά με σκο­πό να δεί­ξει την από­λυ­τη ακρί­βεια, λέγει ότι θα έλθει περι­βε­βλη­μέ­νος με την ίδια τη δόξα του Πατρός, ώστε να τη θεω­ρού­με μία και την αυτήν.

«Για­τί λοι­πόν, φοβά­σαι, Πέτρε, όταν ακούς για θάνα­το; Διό­τι τότε θα με δεις περι­βε­βλη­μέ­νο την δόξα του Πατρός. Εάν λοι­πόν Εγώ θα είμαι περι­βε­βλη­μέ­νος με δόξα, και εσείς θα είστε» [πρβ. Ιω. 17,24: «Πάτερ, ος δέδω­κάς μοι, θέλω να που εμ γ κκενοι σι μετ᾿ μο, να θεωρσι τν δόξαν τν μν ν δέδω­κάς μοι, τι γάπη­σάς με πρ κατα­βολς κόσμου(:Πάτερ, εκεί­νους που μου έχεις δώσει, θέλω, όπου είμαι εγώ, να είναι κι αυτοί μαζί μου, για να βλέ­πουν και να απο­λαμ­βά­νουν τη δόξα μου, την οποία μου έδω­σες προ­αιω­νί­ως, διό­τι με αγά­πη­σες προ­τού να θεμε­λιω­θεί ο κόσμος˙ και η αγά­πη Σου αυτή απο­τε­λεί συγ­χρό­νως και τη δόξα μου)»]·διό­τι δεν θα παύ­σουν στην παρού­σα ζωή τα δικά σας· αλλά θα σας ανα­μέ­νει κάποιο άλλο καλύ­τε­ρο τέλος.

Κι όμως παρά το ότι ανέ­φε­ρε τα ευχά­ρι­στα, δεν αρκέ­στη­κε μόνο σε αυτά, αλλά τα ανέ­μι­ξε και με τα φοβε­ρά, με το να κάνει ανα­φο­ρά στο δικα­στή­ριο εκεί­νο και τις ανα­πό­φευ­κτες ευθύ­νες και την αμε­ρό­λη­πτη από­φα­ση και την αλάν­θα­στη κρί­ση. Ασφα­λώς δεν άφη­σε να φανεί ο λόγος μόνο μελαγ­χο­λι­κός, αλλά τον συν­δύ­α­σε και με ευχά­ρι­στες ελπί­δες· διό­τι δεν είπε ότι θα τιμω­ρή­σει τότε αυτούς που αμάρ­τη­σαν, αλλά ότι «θα απο­δώ­σει στον καθέ­να σύμ­φω­να με τα έργα του». Και έλε­γε αυτό υπεν­θυ­μί­ζον­τας όχι μόνο την τιμω­ρία στους αμαρ­τω­λούς, αλλά και στους ενά­ρε­τους τα βρα­βεία και τους στε­φά­νους.

Αλλά ο Κύριος μεν είπε αυτά, για να ενι­σχύ­σει το ηθι­κό των ενά­ρε­των ανθρώ­πων, εγώ όμως πάν­το­τε φρίτ­τω ακού­γον­τας αυτά· διό­τι δεν είμαι μετα­ξύ των στε­φα­νου­μέ­νων. Νομί­ζω επί­σης ότι και άλλοι συμ­με­τέ­χουν στον φόβο και την αγω­νία μου· διό­τι ποιον δεν είναι ικα­νός να φοβί­σει αυτός ο λόγος, αν τον συνει­δη­το­ποι­ή­σει κανείς, και να τον κάνει να φρίτ­τει, και να τον πεί­σει ότι έχου­με ανάγ­κη σάκου μετα­νοί­ας και πολύ πιο μεγά­λης νηστεί­ας και από τον λαό των Νινευι­τών; Διό­τι ο λόγος για εμάς δεν είναι περί κατα­στρο­φής πόλε­ως και του κοι­νού θανά­του, αλλά περί της αιω­νί­ου κολά­σε­ως και του ασβέ­στου πυρός.

[…] Ας μοχθού­με λοι­πόν αδιά­κο­πα όσο ζού­με, για να φανού­με και στον Θεό αρε­στοί και στους ανθρώ­πους άμεμ­πτοι και να επι­τύ­χου­με τα μέλ­λον­τα αγα­θά, δια της χάρι­τος και της φιλαν­θρω­πί­ας του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, δια του οποί­ου και μετά του οποί­ου στον Πατέ­ρα ανή­κει η δόξα, η τιμή, η εξου­σία, συγ­χρό­νως στο Άγιο και ζωο­ποιό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Γένοι­το.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047–64/In%20Matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΝΕ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 11, σελί­δες 500–521.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 67, σελ. 62–78.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ζημία της ψυχής)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναίο με θέμα:

«Η ζημία της ψυχής»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Στο­μί­ου Λαρί­σης στις 21–9‑1997]

 

(Β362)

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, έχο­με την Κυρια­κή την μετά την Ύψω­ση του Τιμί­ου Σταυ­ρού. Όπως βλέ­πο­με, η εορ­τή της Υψώ­σε­ως του Τιμί­ου Σταυ­ρού, πλαι­σιώ­νε­ται από δύο Κυρια­κές. Την προ της Υψώ­σε­ως και την μετά τηνΎ­ψω­σιν. Αυτό δεί­χνει λει­τουρ­γι­κά τη σπου­δαιό­τη­τα του Τιμί­ου Σταυ­ρού εις την σωτη­ρία μας. Γι΄αυτό και ο Κύριος ετό­νι­σε: «στις θέλει πίσω μου λθεν, παρ­νη­σά­σθω αυτν, κα ράτω τν σταυρν ατο, κα κολου­θεί­τω μοι». Εδώ ο Κύριος ζητά μία ταύ­τι­ση του σταυ­ρού του πιστού με τον Σταυ­ρό τον δικό Του. «Όποιος θέλει να είναι δικός μου μαθη­τής, όποιος με απο­δέ­χε­ται, θα σηκώ­σει τον σταυ­ρό του και θα με ακο­λου­θή­σει». Και όλα αυτά για­τί η αξία της σωτη­ρί­ας της ψυχής δεν έχει αντάλ­λαγ­μα.

Είπε στην συνέ­χεια ο Κύριος όπως ακού­σα­με σήμε­ρα εις την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή: «Τί γάρ φελή­σει νθρω­πον άν κερ­δήσ τόν κόσμον λον, καί ζημιωθ τήν ψυχήν ατο; τί δώσει νθρω­πος ντάλ­λαγ­μα τς ψυχς ατο;». Δηλα­δή τι έχει να ωφε­λη­θεί ο άνθρω­πος εάν κερ­δί­σει τον κόσμον, με την έννοια που ο διά­βο­λος είπε κάπο­τε προς τον Χρι­στόν: «Προ­σκύ­νη­σέ με και θα σου δώσω όλες τις βασι­λεί­ες του κόσμου». Είτε με την έννοιαν του σύμ­παν­τος κόσμου. Ό,τι και να πιά­σε­τε, ό,τι και να πάρε­τε, η αξία της ψυχής είναι ανω­τέ­ρα ολο­κλή­ρου του ορα­τού κτι­στού κόσμου. Τι λοι­πόν έχει να κερ­δί­σει ο άνθρω­πος, εάν το σύμ­παν ολό­κλη­ρο κατα­κτή­σει, κερ­δί­σει, αλλά χάσει την ψυχή του; «Ζημιωθῇ» -προ­σέξ­τε το ρήμα- «ζημιωθ τήν ψυχήν ατο». Ή ακό­μη, τι αντάλ­λαγ­μα μπο­ρεί να δώσει ο άνθρω­πος για την ψυχή του; Δεν υπάρ­χει αντάλ­λαγ­μα.

Η αξία λοι­πόν της ψυχής. Μεγά­λο πράγ­μα! Τι είναι η ψυχή; Που έχει τόσο μεγά­λη αξία; «μοί­ω­μα Θεο», λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Νύσ­σης. «μφύ­ση­μα Θεο», λέγει ο άγιος Ειρη­ναί­ος Λυώ­νος. « ψυχή μας», ακό­μη, λέγει ο Μέγας Αθα­νά­σιος, «στίν –είναι- οσία νοε­ρά, σώμα­τος, παθής, θάνα­τος». Και είναι αθά­να­τος όχι εκ κατα­σκευ­ής, αλλά είναι αθά­να­τος για­τί το θέλει ο Θεός. Όπως και οι άγιοι άγγε­λοι, δεν είναι αθά­να­τοι εκ κατα­σκευ­ής, αλλά για­τί το θέλει ο Θεός να είναι αθά­να­τοι. Κατά τα άλλα, ο Θεός είναι ο μόνος, όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, « μόνος χων θανα­σί­αν». Την αθα­να­σία από μόνος Του την έχει ο Θεός. Εμείς την έχο­με από τον Θεόν, για­τί αυτό είναι το θέλη­μα του Θεού. Η αξία της πάν­τως, η αξία της ψυχής μπο­ρεί να προ­σμε­τρη­θεί και με το γεγο­νός της Εναν­θρω­πή­σε­ως του Θεού Λόγου. Εάν φθά­νει ο Θεός Λόγος να εναν­θρω­πή­σει χάριν των ανθρώ­πων, αυτό είναι κατα­πλη­κτι­κό! Και ακό­μη, να φθά­σει μέχρι του θανά­του και δη, όπως λέει ο από­στο­λος Παύ­λος, θανά­του σταυ­ρι­κού.

Bλέπο­με λοι­πόν ότι είναι όντως απρο­σμέ­τρη­τη η αξία της ανθρω­πί­νης ψυχής. Αν θέλε­τε, να ακρι­βο­λο­γή­σω, η αξία της ανθρω­πί­νης υπάρ­ξε­ως. Το σώμα ουσια­στι­κά δεν βγαί­νει έξω από τη σωτη­ρία. Αφού μάλι­στα θα τύχει ανα­στά­σε­ως. Αλλά τώρα ας μιλή­σου­με για την ψυχήν. Η ψυχή είναι δεμέ­νη με το σώμα. Και το σώμα είναι δεμέ­νο με την ψυχήν. Είναι ένα δέσι­μο, μια ένω­σις ακα­τα­νόη­τος

Ωστό­σο, αυτήν την ατί­μη­την ψυχήν, έρχε­ται τώρα ο κάτο­χός της άνθρω­πος να την παί­ξει στα ζάρια των ηδο­νών του βίου τού­του. Ναι! Να την παί­ξει στα ζάρια. Αν είχα­με δύο ή περισ­σό­τε­ρες ψυχές, αγα­πη­τοί μου, ίσως θα μπο­ρού­σα­με τη μία να τη δια­κιν­δυ­νεύ­σου­με, να την παί­ξου­με κορώ­να-γράμ­μα­τα. Αλλά έχο­με μόνον μία και μονα­δι­κή ψυχή. Δεν έχο­με δεύ­τε­ρη και τρί­τη. Μπο­ρού­με λοι­πόν αυτήν την ατί­μη­τη ψυχή που είδα­με μόνο με δύο λόγια, τι αξία έχει, μπο­ρού­με να τη ζημιώ­σο­με; Ο Κύριος χρη­σι­μο­ποί­η­σε αυτό το ρήμα: «Ποιος», λέγει, «θα έφθα­νε να ζημιώ­σει την ψυχή του, για­τί θα ήθε­λε πράγ­μα­τα τα οποία θα είναι έξω από μένα;». Ο Κύριος είπε λοι­πόν: «καί ζημιωθ τήν ψυχήν ατο;». Αυτό σημαί­νει κατά τον λόγον του Χρι­στού, ότι η ψυχή είναι δεκτι­κή και σωτη­ρί­ας και ζημί­ας. Και τα δύο αυτά, και η σωτη­ρία, το κέρ­δος δηλα­δή, και η ζημία, εδώ είναι το κατα­πλη­κτι­κό, με αιώ­νιες δια­στά­σεις! Πρέ­πει λοι­πόν να σκε­φθού­με, πρέ­πει να σκε­φθού­με, πρέ­πει να σκε­φθού­με πάρα πολύ αυτό το «αιώ­νιες δια­στά­σεις»

Και τι ζημιώ­νει την ψυχήν; Καθε­τί που δεν ανή­κει στην ευδο­κία του Θεού. Και είναι πρώ­τι­στα η αμαρ­τία. Τι σημαί­νει αμαρ­τία; Είναι η παρά­βα­ση των εντο­λών του Θεού. Οι εντο­λές του Θεού μάς φέρουν από το παρά φύσιν που ζού­με, μας φέρουν στο κατά φύσιν. Και εξ αυτού εις το υπέρ φύσιν. Ο Αδάμ εις τον Παρά­δει­σον ζού­σε τη ζωή κατά φύσιν, όπως ο Θεός εδη­μιούρ­γη­σε τα πράγ­μα­τα. Με την πτώ­ση του όμως, πέρα­σε εις τον χώρον του παρά φύσιν. Έτσι, έρχε­ται παρα­κα­λώ ο Χρι­στός να μας επα­να­φέ­ρει από το παρά φύσιν εις το κατά φύσιν. Γι΄αυτό, λέγει ένας πατήρ εκκλη­σια­στι­κός ότι ο Χρι­στια­νι­σμός… τι είναι ο Χρι­στια­νι­σμός; Βέβαια πολ­λά πράγ­μα­τα μπο­ρού­με να πού­με τι είναι ο Χρι­στια­νι­σμός, αλλά μία όψις: Η επα­να­φο­ρά εις το κατά φύσιν του ανθρώ­που. Αυτό είναι ο Χρι­στια­νι­σμός. Για παρά­δειγ­μα, για να δεί­τε αυτό το παρά φύσιν και κατά φύσιν, η χρή­σις του οίνου, του κρα­σιού, ο Θεός μάς έδω­σε το κρα­σί. Και συνε­πώς η χρή­ση του είναι κατά φύσιν. Μάλι­στα, αρκεί να σκε­φτεί κανείς ότι ο Κύριος Ιησούς επή­ρε το κρα­σί την ώρα του Μυστι­κού Δεί­πνου, το καθη­γί­α­σε και είπε ότι «Αυτό είναι το αίμα μου». Συνε­πώς βλέ­πει κανείς εδώ μία υπερ­βα­τι­κό­τη­τα του κρα­σιού. Γίνε­ται Αίμα Χρι­στού. Έτσι, δηλα­δή από το κατά φύσιν περ­νά­ει εις το υπέρ φύσιν. Έτσι, δεν είναι κάτι κακό το κρα­σί. Αναμ­φι­σβή­τη­τα. Αν όμως μεθάς, με το κρα­σί, τότε βρί­σκε­σαι εις το παρά φύσιν. Και συνε­πώς αμαρ­τά­νεις. Ό,τι ανή­κει στο παρά φύσιν είναι αμαρ­τία.

Πάρ­τε ακό­μη τον γάμο. Ο Θεός ευλό­γη­σε τον γάμο. Είναι κατά φύσιν, να κάνεις τα παι­διά σου κ.λπ. Διό­τι αφού μπή­κε ο θάνα­τος, βεβαί­ως μπαί­νει ο γάμος. Διό­τι αν δεν υπήρ­χε ο θάνα­τος, δεν θα υπήρ­χε ο γάμος. Προ­σέ­ξα­τέ το αυτό. Σχή­μα είναι, σχή­μα του παρόν­τος αιώ­νος. Ωστό­σο τυχαί­νει ευλο­γί­ας. Αφού η όλη κατα­σκευή του ανθρώ­που, έστω έγι­νε a priori, έγι­νε εκ των προ­τέ­ρων, για να έλθει στον γάμο, ο Θεός «προ­ει­δό­τος», λέγει ο άγιος Ειρη­ναί­ος, ότι θα έπε­φτε ο άνθρω­πος και συνε­πώς αυτό το θαυ­μα­στό δημιούρ­γη­μά Του θα εχά­νε­το. Γι΄αυτό μπαί­νει ο γάμος. Αν όμως ζεις στην πορ­νεία, δηλα­δή μία ανευ­λό­γη­τη κατά­στα­ση, τότε είσαι έξω από τον νόμο του Θεού και αμαρ­τά­νεις.

Υπάρ­χουν αμαρ­τή­μα­τα όμως, αγα­πη­τοί, που είναι και έξω από τη φύση και έξω από τον νόμο. Η πορ­νεία είναι στη φύση αλλά δεν είναι στον νόμο, είναι έξω από τον νόμο. Αλλά εκεί­νο το αμάρ­τη­μα που είναι και έξω από τη φύση και έξω από τον νόμο είναι η ομο­φυ­λο­φι­λία· η οποία όσο πάει και πλη­θαί­νει, πλη­θαί­νει, πλη­θαί­νει. Σε λίγο και­ρό θα ακο­λου­θή­σου­με εκεί­νο που γρά­φει ο Ιονέ­σκο, ένα θεα­τρι­κό έργο, που λέγει ότι κάπο­τε μες την πόλη ένας έβγα­λε ένα κέρα­το. Δεν ήξε­ρε πώς να το κρύ­ψει. Ήρθε πυρε­τός, μία επι­δη­μία και έβγα­λε ένα κέρα­το. Ιιιι…! Πώς να το κρύ­ψει το κέρα­το αυτό τώρα που έβγα­λε; Σε λίγο όμως έπε­σε ο πυρε­τός σε όλη την πόλη και έβγα­λαν όλοι οι άνθρω­ποι από ένα κέρα­το. Ένας δεν είχε βγά­λει. Κι αυτός που δεν έβγα­λε το κέρα­το, μετά ντρε­πό­ταν να εμφα­νι­στεί! Σε όλους που είχαν βγά­λει το κέρα­το. Εδώ βρί­σκει εφαρ­μο­γή το πράγ­μα.

Κι όταν αυτή η κατά­στα­ση αγα­πη­τοί ποσο­τι­κά γίνει πολ­λή και γίνε­ται, καθη­με­ρι­νά γίνε­ται, τότε είναι η επο­χή του Αντι­χρί­στου! Το λέγει αυτό ο άγιος Ιερώ­νυ­μος. «Όταν στους χρι­στια­νι­κούς λαούς γίνει, λέει, πολ­λή η ομο­φυ­λο­φι­λία, είναι κον­τά το τέλος της Ιστο­ρί­ας». Έχο­με δε, τώρα φεύ­γω λιγά­κι από το θέμα, δεν πει­ρά­ζει, έχο­με δε ιστο­ρι­κό προ­η­γού­με­νο, τα Σόδο­μα και τα Γόμορ­ρα. Το πυρ που έκαυ­σε, πυρ και θεί­ον που έκαυ­σε τα Σόδο­μα και τα Γόμορ­ρα, με το πυρ και το θεί­ον παρι­στά­νε­ται και η κόλα­σις. Είναι λοι­πόν ένα ιστο­ρι­κό προ­η­γού­με­νο η κατα­στρο­φή των Σοδό­μων. Διό­τι θα έρθει ο Αντί­χρι­στος και θα ευνο­η­θούν όλα αυτά τα πάθη. Διό­τι, λέει το βιβλίο του Δανι­ήλ στο 7ο κεφά­λαιο: «πονο­ή­σει ‑Ποιος θα υπο­νο­ή­σει; Ο Αντί­χρι­στος. Δηλα­δή θα σκε­φτεί- το λλοισαι και­ρούς καί νόμον». «Να αλλοιώ­σει και­ρούς ‑εδώ θα πει φύσιν-Να αλλοιώ­σει την φύσιν, να αλλοιώ­σει και τον νόμο!». Αυτά λοι­πόν θα γίνουν εν ημέ­ραις Αντι­χρί­στου. Δηλα­δή όταν θα έλθει αυτή η Νέα Τάξις των πραγ­μά­των. Γίνε­ται πάρα πολύς λόγος για τη νέα τάξη των πραγ­μά­των. Μετα­ξύ των οποί­ων είναι και αυτό. Η αλλοί­ω­σις φύσε­ως και νόμου Θεού.

Αυτό που λέει ο Ησα­ΐ­ας, θα φθά­σο­με στο σημείο, σε σχέ­ση με εκεί­νο που σας είπα με το θεα­τρι­κό έργο του Ιονέ­σκο, που λέγει: «Ένας έβγα­λε ένα κέρα­το…» κτλ. «Οα ‑λέγει ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας. «Αλί­μο­νο»- ο λέγον­τες τ πονηρν καλν κα τ καλν πονη­ρόν, ο τιθέν­τες τ σκό­τος φς κα τ φς σκό­τος, ο τιθέν­τες τ πικρν γλυκ κα τ γλυκ πικρόν». Δηλα­δή έχο­με εδώ μία πλή­ρη δια­στρο­φή του ορθού. Σήμε­ρα να βγει ένα αγό­ρι να πει στους συμ­μα­θη­τάς του, να πει στους συστρα­τιώ­τας του ότι «Ζω εν παρ­θε­νία»; Ιιι­ιι! Πού να το πει! Πού να το πει; Όλα αυτά, θα έχουν χάσει βεβαί­ως όταν γίνουν, την έννοια της αμαρ­τί­ας. Σου λέει ο άλλος: «Για­τί; Είναι αμαρ­τία να έχω φιλε­νά­δα; Να έχω φίλο; Τι τάχα; Είναι αμαρ­τία;». Χάθη­κε η έννοια της αμαρ­τί­ας. Αυτή η κατά­στα­ση βεβαιό­τα­τα ζημιώ­νει φοβε­ρά την ψυχήν. Αν δεν φθά­σει βεβαί­ως η ψυχή να μετα­νο­ή­σει. Για­τί αντι­λη­φθή­κα­τε τι λέμε. Τι ζημιώ­νει την ψυχήν.

Έχο­με και ένα δεύ­τε­ρο. Είναι εκεί­νο που βέβαια ζημιώ­νει την ψυχήν, η απι­στία. Απι­στία σημαί­νει χωρι­σμό από τον Θεό, σημαί­νει απο­στα­σία. Και η επο­χή μας είναι επο­χή απο­στα­σί­ας. Και δεν είναι απλώς επο­χή απο­στα­σί­ας, αλλά και στρο­φή κατά του Θεού, εναν­τί­ον του Θεού. Πόλε­μο κατά του Θεού, με κάθε τρό­πο και κάθε ύβριν. Η λέξις «ύβρις» με την αρχαιο­ελ­λη­νι­κήν έννοια του όρου. Και στην περί­πτω­ση αυτή φοβού­μαι ότι δεν υπάρ­χει, αγα­πη­τοί μου, πλέ­ον μετά­νοια. Είναι βλα­σφη­μία κατά του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που ο Κύριος μάς είπε ότι σε αυτήν την περί­πτω­ση δεν υπάρ­χει μετά­νοια. Όσο μετε­νόη­σε ο Καζαν­τζά­κης, άλλο τόσο θα μετα­νο­ή­σουν και αυτοί. Διό­τι ο Καζαν­τζά­κης έπε­σε εις την ύβριν κατά του Ιησού Χρι­στού. Το πώς έπε­σε, όλοι το ξέρε­τε. Και για να δεί­τε ότι δεν υπάρ­χει εδώ μετά­νοια, δηλα­δή όχι δεν συγ­χω­ρεί ο Θεός, αλλά δεν μπο­ρεί ο άνθρω­πος που έφθα­σε εις την ύβριν, να μετα­νο­ή­σει. Δεν μπο­ρεί!

Και για να σας το κατο­χυ­ρώ­σω, ακού­στε δύο χωρία από την προς Εβραί­ους επι­στο­λήν. Το ένα είναι στο 6ο κεφά­λαιο. Λέγει: «δνατον γρ ‑Είδα­τε; Αδύ­να­τον. Κρα­τή­στε αυτή την λέξη, για­τί θα επα­κο­λου­θή­σει αρκε­τό κεί­με­νο- τος παξ φωτι­σθντας γευ­σαμνους τε τς δωρες τς που­ρανου κα μετχους γενηθντας Πνεματος Αγου κα καλν γευ­σαμνους Θεο ρμα δυνμεις τε μλλον­τος αἰῶνος, κα παρα­πεσντας ‑Αυτοί γεύ­τη­καν τον Θεό, γεύ­τη­καν τον Χρι­στό, γεύ­τη­καν την χάρη του Θεού και τώρα…-·«κα παρα­πεσντας»· όχι η συνη­θι­σμέ­νη αμαρ­τία που κάνο­με κάθε μέρα. Γι’αυ­τό η φιλαν­θρω­πία του Θεού μας έδω­σε το μυστή­ριο της Ιεράς Εξο­μο­λο­γή­σε­ως, αλλά με τον τρό­πο που σας εξή­γη­σα προ­η­γου­μέ­νως, με την έννοια της ύβρε­ως. Προ­σέξ­τε, ύβρις δεν είναι οι βλά­σφη­μοι που βλα­σφη­μούν τα θεία. Όχι, όχι, όχι, όχι… Δεν είναι αυτό η ύβρις. Αλλά όταν στρέ­φε­σαι κατά του Θεού, τον γελοιο­ποιείς τον Θεόν, τον Χρι­στόν τον γελοιο­ποιείς κ.λπ-, πλιν νακαινζειν ες μετνοιαν ‑δηλα­δή παίρ­νο­με το «αδύ­να­τον» της αρχής του χωρί­ου. Είναι αδύ­να­τον να ανα­και­νι­στεί κανείς πάλι εις μετά­νοια. Δεν μπο­ρεί να μετα­νο­ή­σει- νασταυ­ροντας αυτος τν υἱὸν το Θεο ‑Τον ξανα­σταυ­ρώ­νουν τον Υιό του Θεού. Προ­σέξ­τε μία λεξού­λα: κα παρα­δειγ­ματζον­τας». «Παρα­δειγ­μα­τί­ζω» θα πει «θέτω εις ύβριν τον Υιόν του Θεού, Τον χλευά­ζω». Το ακού­σα­τε; Τον χλευά­ζω. Στρέ­φο­μαι εναν­τί­ον Του.

Ομοί­ως γρά­φει ο από­στο­λος Παύ­λος στην προς Εβραί­ους στο 10ο κεφά­λαιο: «κουσως γρ μαρ­τανντων μν ‑θελη­μα­τι­κά· έτσι, για­τί το θέλω να αμαρ­τά­νω- μετ τ λαβεν τν πγνω­σιν τς ληθεας ‑μετά το Βάπτι­σμα κλπ.-, οκτι περ μαρ­τιν πολεπεται θυσα -Δεν μένει πια άλλη θυσία. Μία είναι η θυσία. Το Αίμα του Χρι­στού. Το έβρι­σες το Αίμα του Χρι­στού. Πώς θα σωθείς;-, φοβερ δ τις κδοχ κρσεως κα πυρς ζλος ‑είναι το πυρ της κολά­σε­ως- σθειν μλλον­τος τος πεναντους-πρό­κει­ται να φάει εκεί­νους οι οποί­οι αντι­τί­θεν­ται. Λέει για την Παλαιά Δια­θή­κη. Το παρα­λεί­πω για να μην πολυ­λο­γώ- πσμᾶλ­λον –λέγει, εκεί ανα­φέ­ρε­ται το «πσμᾶλ­λον»- δοκετε χερονος ξιωθσεται τιμωρας τν Υἱὸν το Θεο κατα­πατσας -τν Υἱὸν το Θεο κατα­πατσας!- κα τ αμα τς διαθκης κοινν γησμενος ‑και θεω­ρών­τας το αίμα της δια­θή­κης, το αίμα του Χρι­στού ότιεί­ναι ε,τι είναι; Όπως το αίμα όλων των ανθρώ­πων, των ζώων, τι είναι; Και δεν είναι του Θεαν­θρώ­που το Αίμα), ν γισθη ‑με το οποίο αίμα του Χρι­στού αγιά­στη­κε-, κα τ Πνεμα τς χριτος νυβρσας; -Και το Πνεύ­μα της χάρι­τος αφού το έχει βρί­σει;». Δεν υπάρ­χει μετά­νοια. Αυτό, το πόσο ζημιώ­νει την ψυχήν; Μόλις και ανάγ­κη να το πού­με.

Ο δε Ιωάν­νης, ο Ιωάν­νης, ο μαθη­τής της αγά­πης, ακού­στε παρα­κα­λώ τι λέγει στην πρώ­τη του επι­στο­λή: Έχει πολ­λά, σας παίρ­νω το κύριο σημείο: «στιν μαρ­τία πρς θάνα­τον· ο περ κεί­νης λέγω να ρωτήσ». Δηλα­δή υπάρ­χει αμαρ­τία που συγ­χω­ρεί­ται. Οι αμαρ­τί­ες που κάνο­με κάθε μέρα. Συγ­χω­ρούν­ται. Υπάρ­χει όμως, λέει, αμαρ­τία, η οποία οδη­γεί στον θάνα­το. Γι’ αυτήν την αμαρ­τία, γι’ αυτόν τον αμαρ­τω­λό με τέτοια αμαρ­τία, δεν μπο­ρείς να παρα­κα­λέ­σεις τον Θεό. Είδα­τε; «Ο περ κεί­νης λέγω να ρωτήσ». «Ἐρω­τῶ» θα πει «παρα­κα­λώ». Δεν μπο­ρεί να παρα­κα­λέ­σει ούτε τον Θεό, τίπο­τα, τίπο­τα, τίπο­τα. Δεν μπο­ρεί. Είναι η αμαρ­τία προς θάνα­τον. Ποια είναι αυτή η αμαρ­τία προς θάνα­τον; Είναι αυτά που σας διά­βα­σα ανα­λυ­τι­κά από τον Από­στο­λο Παύ­λο στην προς Εβραί­ους επι­στο­λή του. Είναι λοι­πόν αντι­λη­πτόν ότι εδώ έχο­με μία τέτοια κατά­στα­ση που είναι ανυ­πό­φο­ρα ζημιω­τι­κή της ψυχής. Και ανε­πί­στρε­πτα. Εκεί η ψυχή ζει πια τον αιώ­νιο θάνα­τό της.

Και ένα τρί­το σημείο. Εκεί­νο που τελε­σί­δι­κα βεβαί­ως πλέ­ον ζημιώ­νει την ψυχή και δεν μπο­ρεί κανείς από εκεί να βγει· η αιώ­νια κόλα­σις. Η από­λη­ξις. Γίνε­ται ο άνθρω­πος ο υιός της απω­λεί­ας. Όπως έγι­νε ο Ιού­δας. Ο χαμέ­νος άνθρω­πος. Θα ξανα­πώ: Αιω­νία κόλα­ση. Προ­σέ­ξα­τέ το. Από κει δεν υπάρ­χει ελπί­δα δια­φυ­γής. Και εκεί είναι ο αιώ­νιος βασα­νι­σμός. Σκό­τος εξώ­τε­ρον, βρυγ­μός οδόν­των, πυρ αφεγ­γές, φωτιά που δεν δίνει φως. Αλλά βεβαί­ως και απώ­λεια θεω­ρί­ας, βεβαί­ως, του προ­σώ­που του Χρι­στού. Δεν μπο­ρείς πια να βλέ­πεις το πρό­σω­πο του Χρι­στού. Που θα βλέ­πουν εκεί­νοι που θα είναι στη Βασι­λεία του Θεού. Κι εκεί που οδύ­ρε­ται ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος για την κόλα­ση είναι τού­το. «Α», λέει, «δεν υπο­λο­γί­ζω τας βασά­νους της κολά­σε­ως, υπο­λο­γί­ζω ότι θα χάσω την θεω­ρία ‑από το «θεω­ρώ», το «βλέ­πω»- του γαλη­νού εκεί­νου προ­σώ­που του Ιησού Χρι­στού».

Θυμη­θεί­τε τους λόγους του Χρι­στού: «Πορεύ­ε­σθε π᾿ μο ο κατη­ρα­μέ­νοι ες τ πρ τ αώνιον τ τοι­μα­σμέ­νον τ δια­βόλ κα τος γγέ­λοις ατο». «Κα πελεσον­ται οτοι ες κλασιν αἰώνιον, ο δ δκαιοι ες ζων αἰώνιον». Προ­σέξ­τε, στην κόλα­ση θα μπού­με με τα σώμα­τά μας. Για­τί προ της κολά­σε­ως θα γίνει η ανά­στα­σις των νεκρών. Και στη Βασι­λεία του Θεού θα μπού­με με τα σώμα­τά μας. Όπως σας βλέ­πω και με βλέ­πε­τε· πού είναι εκεί­νοι που κοροϊ­δεύ­ουν και κοροϊ­δεύ­ουν και λένε: «Τι είναι η κόλα­σις; Καζά­νια με φωτιά και τέτοια;». Ωωωω, να ήταν καζά­νια με βρα­στό νερό και το πυρ να ήταν αυτό που βάζο­με κάτω από τα καζά­νια και βρά­ζει το νερό…· καλά θα ήταν! Αυτό το πυρ, ξέρε­τε ποιο είναι; Το πυρ αυτό ξεκι­νά­ει από τον Θεόν. Είναι η άκτι­στος ενέρ­γεια του φωτός. Είπα να μη σας το πω, αλλά…, το λέγει ο Μέγας Βασί­λειος αυτό. Προ­σέξ­τε. Κάπου δια­χω­ρί­ζε­ται, δια­χω­ρί­ζε­ται αυτό το άκτι­στον φως. Και σαν φως, μένει στη Βασι­λεία του Θεού· γι΄αυτό θα είναι φωτο­φό­ροι οι σωσμέ­νοι άνθρω­ποι. Σαν πυρ χωρίς φως, πηγαί­νει εις τους κολα­σμέ­νους. Γι’αυ­τό λοι­πόν είναι πυρ που καί­ει και που δεν είναι φωτει­νόν. Από τον Θεό ξεκι­νά. Άκτι­στος ενέρ­γεια είναι αυτό το πυρ της κολά­σε­ως. Φρί­κη! Φρί­κη! Μία πικρή εικό­να να πάρε­τε από τους δαι­μο­νι­σμέ­νους ανθρώ­πους, όταν πάνε σε κάποιον άγιο, άγιο Νεκτά­ριο, άγιο Διο­νύ­σιο, άγιο Γερά­σι­μο, άγιο Σπυ­ρί­δω­να και ξέρε­τε τι φωνά­ζουν αυτοί. «Με καις, με καις, με καις!». Τι είναι αυτό που καί­ει; Οι δαί­μο­νες φωνά­ζουν. «Με καις, με καις!». Γι΄αυτό και λένε τον καθέ­να απ΄ αυτούς τους αγί­ους, τους λένε «καψά­λη­δες». Καψά­λη­δες. «Με καις, με καις!». Καί­ε­ται ο διά­βο­λος, καί­ον­ται οι δαί­μο­νες με το άκτι­στον αυτό πυρ που έρχε­ται από τον Θεό. Και μην ξεχνά­με ο λόγος του Θεού είναι αψευ­δής, δεν ψεύ­δε­ται. Λέει ο από­στο­λος Παύ­λος: «Πιστς λόγος κα πάσης ποδοχς ξιος». Ο Χρι­στός το είπε. Δεν υπάρ­χει περί­πτω­ση να μη γίνει.

Αγα­πη­τοί, όλα τού­τα που ανα­φέ­ρα­με, ζημιώ­νουν την ψυχήν. Η σωτη­ρία μας είναι «ν ο παι­κτος». Δεν είναι αντι­κεί­με­νο να παί­ζο­με. Πρέ­πει να σκε­φτού­με σοβα­ρά. Μία μόνο ψυχή έχο­με. Κι αυτή δεν θα ξανα­έρ­θει στον κόσμον αυτόν. Μη λοι­πόν την παρα­δί­δο­με στην «κυβεία» -κύβους που παί­ζουν τα τυχε­ρά παι­γνί­δια. «Στην κυβεία», λέει ο από­στο­λος Παύ­λος, «της πλά­νης και της αμαρ­τί­ας». Αλλά και στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα· με την τρι­βή των απρο­σε­ξιών μας, χάνο­με την ειρή­νη μας, την αγά­πη μας, την χαρά μας. Και αυτό ομοί­ως ζημιώ­νει την ψυχήν. Για­τί να ζημιώ­νο­με κάθε μέρα; Ας ακού­σο­με λοι­πόν ακό­μη μία φορά τον λόγο του Χρι­στού: «Τί γρ φελή­σει νθρω­πον, ἐὰν κερδσ τν κόσμον λον κα ζημιωθ τν ψυχν ατο; τί δώσει νθρω­πος ντάλ­λαγ­μα τς ψυχς ατο;».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_729.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Eλεύ­θε­ρος

«Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅστις θέλει ὀπί­σω μοῦ ἀκο­λου­θεῖν…» (Μάρκ. 8, 34)

AΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ, ἀγα­πη­τοί, ἂς προ­σέ­ξου­με τὴν ἀρχὴ τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. «Ὅστις θέλει ὀπί­σω μοῦ ἀκο­λου­θεῖν…».… Ἔτσι ἀρχί­ζει. Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκο­λου­θή­σῃ… Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός. Εἶνε αὐτὸς ποὺ δημιούρ­γη­σε ἐκ τοῦ μηδε­νὸς τὸν κόσμο. Εἶνε αὐτός, ποὺ ἔβα­λε νόμους σὲ ὅλη τὴ φύσι, καὶ ὅλα τὰ ὄντα, φυτά, δέν­τρα, που­λιά, ζῶα, ἥλιος, σελή­νη καὶ ἄστρα, ἀπὸ τὰ μικρό­τε­ρα μέχρι τὰ μεγα­λύ­τε­ρα, ὅλα ἐνερ­γοῦν σύμ­φω­να μὲ τοὺς φυσι­κοὺς νόμους, ὅλα ἀκο­λου­θοῦν πιστά τὸ δρο­μο­λό­γιο, ποὺ αὐτὸς καθώ­ρι­σε γιὰ τὸ καθέ­να. Ὅλα ὑπα­κοῦ­νε στὸ πρό­σταγ­μά του. Αὐτὸς ἐξου­σιά­ζει ὅλο τὸ φυσι­κὸ κόσμο. Αὐτὸς εἶνε ὁ ποι­η­τὴς τῶν ἁπάν­των, αὐτὸς ὀνο­μά­ζε­ται καὶ εἶνε ὁ Βασι­λεὺς τῶν βασι­λευόν­των καὶ Κύριος τῶν κυριευόν­των.

Αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στὸς ἔκα­νε καὶ τὸν ἄνθρω­πο. Καὶ σὰν δημιουρ­γὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑπο­χρε­ώ­σῃ τὸν ἄνθρω­πο νὰ ὑπα­κούῃ ἀπό­λυ­τα σ’ αὐτόν, νὰ ἐκτε­λῇ τὸ θέλη­μά του, ὅπως καὶ τ’ ἄλλα δημιουρ­γή­μα­τα. Ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκα­νε. Τοῦ ἐμφύ­ση­σε ψυχὴ ἀθά­να­τη. Τοῦ ἔδω­σε δυὸ ἐξαι­ρε­τι­κὰ καὶ μονα­δι­κὰ προ­σόν­τα. Τοῦ ἔδω­σε λογι­κὸ καὶ ἐλευ­θε­ρία. Μὲ τὸ λογι­κὸ ὁ ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νὰ ξεχω­ρί­σῃ τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, τὴν ἀλή­θεια ἀπὸ τὸ ψέμα, τὴν ἀρε­τὴ ἀπὸ τὴν κακία. Μὲ τὴν ἐλευ­θε­ρία μπο­ρεῖ νὰ ἐκλέ­ξῃ το δρό­μο ποὺ θέλει, το δρό­μο ποὺ ὑπο­δει­κνύ­ει ὡς ὀρθὸ τὸ λογι­κό.

Καὶ ὁ Χρι­στός, ποὺ ἔπλα­σε τὸν ἄνθρω­πο λογι­κὸ καὶ ἐλεύ­θε­ρο, ἀπευ­θύ­νε­ται πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ λέει: «Ὅστις θέλει ὀπί­σω μοῦ ἀκο­λου­θεῖν…» (Μάρκ. 8, 34). Καμ­μιὰ βία. Ὁ Χρι­στὸς γιὰ τὸ συμ­φέ­ρον τοῦ ἀνθρώ­που εἶχε ὅλη τὴ δύνα­μη νὰ ὑπο­χρε­ώ­σῃ τὸν ἄνθρω­πο νὰ ὑπα­κού­σῃ. Ἀλλ’ ἂν τὸ ἔκα­νε αὐτό, τότε τὸ καλὸ ποὺ θὰ ἔκα­νε ὁ ἄνθρω­πος δὲν θὰ εἶχε καμ­μιὰ ἀξία, για­τί θὰ τὸ ἔκα­νε ἀναγ­κα­στι­κά, καὶ ὁ ἄνθρω­πος θὰ μετα­βαλ­λό­ταν σὲ μιὰ μηχα­νή, σὲ ἕνα ρομπότ, ποὺ κινεῖ­ται σύμ­φω­να μὲ τὴ θέλη­ση τοῦ μηχα­νι­κοῦ. Τώρα ἔχει ἀξία τὸ καλὸ ποὺ κάνει ὁ ἄνθρω­πος, για­τί μπο­ρεῖ νὰ μὴν τὸ κάνῃ καὶ νὰ κάνῃ τὸ ἀντί­θε­το, νὰ κάνῃ τὸ κακό. Ἄς φέρου­με ἕνα παρά­δειγ­μα. Ἕνας περ­πα­τά­ει στὸ δρό­μο. Ξαφ­νι­κὰ βρί­σκει ἕνα μεγά­λο χρη­μα­τι­κὸ ποσό. Κανεὶς δὲν τὸν βλέ­πει. Σκύ­βει καὶ τὸ παίρ­νει. Ἀλλ’ ἀμέ­σως ἀρχί­ζουν οἱ λογι­σμοί: «Νὰ τὸ παρα­δώ­σω στὴν ἀστυ­νο­μία γιὰ νὰ βρε­θῇ ὁ κάτο­χός του, καὶ νὰ τὸ κρα­τή­σω;». Τοῦ­τος ποὺ τὸ βρῆ­κε εἶνε φτω­χός, πολὺ φτω­χός. Μόλις ἐξοι­κο­νο­μεῖ τὸ ψωμί του, τὸ δικό του καὶ τῆς οἰκο­γε­νεί­ας του. Τί χαρὰ θὰ δοκι­μά­σῃ ἢ φτω­χή του γυναῖ­κα, ἂν πάη καὶ τῆς πῇ, ὅτι βρῆ­κε 100 χρυ­σὲς λίρες! Πόσο θὰ ἀνα­κου­φι­ζό­ταν ἡ οἰκο­γέ­νειά του! Ἀλλὰ μέσα τοῦ ἀκού­γε­ται ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ: «Δὲν εἶνε σωστό», λέει, «νὰ κρα­τή­σῃς τὰ ξένα χρή­μα­τα. Πρέ­πει νὰ τὰ παρα­δώ­σῃς». Καὶ ἡ φωνὴ αὐτή, ἡ φωνὴ τοῦ καθή­κον­τος, νικᾷ τὴν ἄλλη ἀντί­θε­τη φωνή, τὴ φωνὴ τοῦ συμ­φέ­ρον­τος. Καὶ ὁ φτω­χὸς παρα­δί­νει τὰ χρή­μα­τα στὴν ἀστυ­νο­μία.

Αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρω­πος. Ἐλεύ­θε­ρος νὰ κρα­τή­σῃ τὰ χρή­μα­τα, ἀλλὰ καὶ ἐλεύ­θε­ρος νὰ τὰ ἐπι­στρέ­ψῃ. Ἐνῶ τὸ ζῶο δὲν μπο­ρεῖ νὰ κάνῃ καμ­μιὰ διά­κρι­σι πηδᾷ τοὺς φρά­χτες, μπαί­νει μέσα στὰ χωρά­φια καὶ στ’ ἀμπέ­λια, καὶ κατα­στρέ­φει τὰ πάν­τα. Δὲν ἔχει ἔννοια ζημιᾶς, κλο­πῆς, ληστεί­ας καὶ φόνου. Ὅ,τι κάνει τὸ κάνει ἀπὸ ἕνα ἔνστι­κτο, ποὺ τὸ σπρώ­χνει νὰ κάνῃ τοῦ­το ἢ ἐκεῖ­νο χωρὶς νὰ ἐξε­τά­ζῃ καὶ νὰ ἐρευ­νᾷ.

Ἐλεύ­θε­ρος ὁ ἄνθρω­πος, καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν ἐλεύ­θε­ρο ἄνθρω­πο στρέ­φε­ται ὁ Χρι­στὸς καὶ λέει: «Ὅστις θέλει ὀπί­σω μοῦ ἀκο­λου­θεῖν…» (Μάρκ. 8, 34). Οἱ βασι­λεῖς τῆς γῆς, γιὰ νὰ κρα­τή­σουν τοὺς λαοὺς σὲ ὑπο­τα­γή, χρη­σι­μο­ποιοῦν τὴ βία. Ὅποιος πηγαί­νει ἐναν­τί­ον τῶν δια­τα­γῶν τους, τῆς θελή­σε­ώς τους, ὅποιος τολ­μᾷ νὰ διε­γεί­ρῃ τοὺς ἄλλους σὲ ἀνταρ­σία καὶ ἐπα­νά­στα­ση κατὰ τῆς ἐξου­σί­ας τους, ἀμέ­σως συλ­λαμ­βά­νε­ται καὶ φυλα­κί­ζε­ται. Χωρὶς τὴ βία, χωρὶς τὰ ὅπλα, χωρὶς δικα­στή­ρια καὶ φυλα­κές, ποιό κρά­τος στὸν κόσμο εἶνε δυνα­τὸν νὰ στα­θη; Κανέ­να. Ὅλα τὰ κρά­τη, κι αὐτὰ ποὺ θεω­ροῦν­ται περισ­σό­τε­ρο φιλε­λεύ­θε­ρα καὶ δημο­κρα­τι­κά, στη­ρί­ζον­ται πάνω στὴ δύνα­μη τῶν ὅπλων..

Γνω­ρί­ζω ὅμως ἕνα κρά­τος, γνω­ρί­ζω ἕνα ξεχω­ρι­στὸ βασί­λειο, ποὺ ἐκεῖ ὁ βασι­λιᾶς δὲν ἔχει ὅπλα, δὲν μετα­χει­ρί­ζε­ται βία, δὲν πει­θα­ναγ­κά­ζει τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ ὑπα­κού­σουν. Τὸ ξεχω­ρι­στὸ αὐτὸ βασί­λειο εἶνε ἡ Ἐκκλη­σία. Βασι­λιᾶς εἶνε ὁ ἐσταυ­ρω­μέ­νος Κύριος. Κοι­τᾶξ­τε τον, ἀγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί. Τὰ πανά­χραν­τα χέρια του, ἁπλω­μέ­να, δεί­χνουν ὅτι ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους δέχε­ται, ὅλη τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα θέλει ν’ ἀγκα­λιά­σῃ. Ἡ ἀγά­πη του θέλει νὰ σώσῃ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ ἀγά­πη του θέλει νὰ ἑλκύ­σῃ ὅλους τοὺς ἁμαρ­τω­λούς. Ἡ ἀγά­πη τοῦ εἶνε ἀπέ­ραν­τη.

Ἀλλ’ οἱ ἄνθρω­ποι, κακοὶ καὶ διε­στραμ­μέ­νοι, δὲν θέλουν ν’ ἀκού­σουν τὴ φωνή του, δὲ θέλουν νὰ ἐκτι­μή­σουν τὴν ἀγά­πη του. Σὰν τοὺς πρώ­τους σταυ­ρω­τὰς στέ­κον­ται κι αὐτοὶ κάτω ἀπό το σταυ­ρό του, τὸν περι­παί­ζουν καὶ τώρα γιὰ τὴν ἀδυ­να­μία του, τὸν φτύ­νουν καὶ τὸν βλα­στη­μοῦν, καὶ μερι­κοὶ σημε­ρι­νοὶ ἄθε­οι λένε «Χρι­στέ, ἀπέ­τυ­χες στὴν ἀπο­στο­λή σου. Ὁ κόσμος δὲν κυβερ­νιέ­ται μὲ τὴν ἀγά­πη, ἀλλὰ μὲ τὴ βία». Ὁ Χρι­στὸς ὅμως ἐξα­κο­λου­θεῖ ἀπ’ τὸ σταυ­ρὸ ν’ ἀπευ­θύ­νε­ται σ’ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ στὸν καθέ­να ξεχω­ρι­στά, καὶ νὰ λέη: «Ὅστις θέλει ὀπί­σω μοῦ ἀκο­λου­θεῖν…» (Μάρκ. 8, 34).

Ἄς περι­φρο­νῇ ὁ κόσμος, ὁ κόσμος τῆς ὠμῆς βίας καὶ ἀπαν­θρω­πιάς, ὁ κόσμος τῶν τυράν­νων καὶ τῶν ἀθέ­ων, ἂς περι­φρο­νῇ τὴ φωνὴ τοῦ Χρι­στοῦ. Ὑπῆρ­ξαν, ὑπάρ­χουν, καὶ θὰ ὑπάρ­χουν μέχρι συν­τε­λεί­ας τῶν αἰώ­νων ψυχὲς ἐκλε­κτές, ποὺ θ’ ἀκοῦ­νε τὴ φωνὴ τοῦ Χρι­στοῦ καὶ θὰ τὸν ἀκο­λου­θοῦν στὸ δρό­μο τῆς μετα­νοί­ας. Κάποιος λῃστὴς καὶ σήμε­ρα θὰ φωνά­ζῃ «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε» (Λουκ. 23, 42). Κάποιος ἑκα­τόν­ταρ­χος θὰ ταπει­νώ­νε­ται καὶ θὰ ὁμο­λο­γῇ τὴ δόξα τοῦ «Ἀλη­θῶς Θεοῦ υἱὸς ἢν οὗτος» (Ματθ. 27, 54).

«Ὅστις θέλει ὀπί­σω μοῦ ἀκο­λου­θεῖν…».… Ἄνθρω­πε, δυὸ δρό­μοι εἶνε μπρο­στά σου. Ὁ ἕνας δρό­μος εἶνε πλα­τὺς καὶ εὐρύ­χω­ρος. Χιλιά­δες καὶ ἑκα­τομ­μύ­ρια τὸν ἀκο­λου­θοῦν. Εἶνε εὐχά­ρι­στος στὴν ἀρχή. Ἀλλὰ στὸ τέλος ὁ δρό­μος αὐτὸς εἶνε κατα­στρο­φὴ καὶ θάνα­τος. Ὁ ἄλλος δρό­μος εἶνε στε­νός, εἶνε ἀνη­φο­ρι­κός, εἶνε γεμᾶ­τος πέτρες καὶ ἀγκά­θια. Εἶνε δρό­μος γεμᾶ­τος ἐμπό­δια. Εἶνε ὁ δρό­μος τοῦ Γολ­γο­θᾶ. Ὁ πρῶ­τος δρό­μος, ὁ πλα­τὺς καὶ εὐρύ­χω­ρος, εἶνε ὁ δρό­μος τῆς κακί­ας, εἶνε ὁ δρό­μος τῆς πλά­νης καὶ τῆς δια­φθο­ρᾶς, εἶνε ὁ δρό­μος τοῦ σατα­νᾶ. Ὁ ἄλλος δρό­μος εἶνε ὁ δρό­μος τῆς ἀρε­τῆς. Εἶνε ὁ δρό­μος τῆς τιμῆς καὶ τοῦ καθή­κον­τος. Εἶνε ὁ δρό­μος τοῦ Χρι­στοῦ. Στὴν ἀρχὴ δύσκο­λος, γεμᾶ­τος ἐμπό­δια, ἀλλὰ στὸ τέλος δόξα καὶ τιμή, ἀνά­στα­σις, αἰώ­νιος ζωὴ καὶ βασι­λεία.

«Ὅστις θέλει ὀπί­σω μοῦ ἀκο­λου­θεῖν…» (Μάρκ. 8, 34). Ἄνθρω­πε, σὲ φωνά­ζει ὁ Χρι­στός. Ἀκο­λού­θη­σέ τον, καὶ ποτέ σου δὲν θὰ μετα­νοιώ­σῃς!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek