ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (Ευαγγέλιο)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (α΄ 1 — 25)

Βίβλος γενέ­σε­ως ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ, υἱοῦ Δαυ­ῒδ, υἱοῦ ᾿Αβρα­άμ. ᾿Αβρα­ὰμ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ισα­άκ, ᾿Ισα­ὰκ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ιού­δαν καὶ τοὺς ἀδελ­φοὺς αὐτοῦ, ᾿Ιού­δας δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Εσρώμ, ᾿Εσρὼμ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Αράμ, ᾿Αρὰμ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Αμι­να­δάβ, ᾿Αμι­να­δὰβ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν Ναασ­σών, Ναασ­σὼν δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν Σαλ­μών, Σαλ­μὼν δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ωβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, ᾿Ωβὴδ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ιεσ­σαί, ᾿Ιεσ­σαὶ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν Δαυ­ῒδ τὸν βασι­λέα. Δαυ­ῒδ δὲ ὁ βασι­λεὺς ἐγέν­νη­σε τὸν Σολο­μῶν­τα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρί­ου, Σολο­μὼν δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν Ροβο­άμ, Ροβο­ὰμ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Αβιά, ᾿Αβιὰ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ασά, ᾿Ασὰ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ιωσα­φάτ, ᾿Ιωσα­φὰτ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ιωράμ, ᾿Ιωρὰμ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Οζί­αν, ᾿Οζί­ας δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ιωά­θαμ, ᾿Ιωά­θαμ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ῎Αχαζ, ῎Αχαζ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Εζε­κί­αν, 10 ᾿Εζε­κί­ας δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν Μανασ­σῆ, Μανασ­σῆς δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Αμών, ᾿Αμὼν δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ιωσί­αν, 11 ᾿Ιωσί­ας δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ιεχο­νί­αν καὶ τοὺς ἀδελ­φοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοι­κε­σί­ας Βαβυ­λῶ­νος. 12 Μετὰ δὲ τὴν μετοι­κε­σί­αν Βαβυ­λῶ­νος ᾿Ιεχο­νί­ας ἐγέν­νη­σε τὸν Σαλα­θι­ήλ, Σαλα­θι­ὴλ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν Ζορο­βά­βελ, 13 Ζορο­βά­βελ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Αβιούδ, ᾿Αβιοὺδ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ελια­κείμ, ᾿Ελια­κεὶμ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Αζώρ, 14 ᾿Αζὼρ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Αχείμ, ᾿Αχεὶμ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ελιούδ, 15 ᾿Ελιοὺδ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ελε­ά­ζαρ, ᾿Ελε­ά­ζαρ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν Ματ­θάν, Ματ­θὰν δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ιακώβ, 16 ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέν­νη­σε τὸν ᾿Ιωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρί­ας, ἐξ ἧς ἐγεν­νή­θη ᾿Ιησοῦς ὁ λεγό­με­νος Χρι­στός. 17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενε­αὶ ἀπὸ ᾿Αβρα­άμ ἕως Δαυ­ῒδ γενε­αὶ δεκα­τέσ­σα­ρες, καὶ ἀπὸ Δαυ­ῒδ ἕως τῆς μετοι­κε­σί­ας Βαβυ­λῶ­νος γενε­αὶ δεκα­τέσ­σα­ρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοι­κε­σί­ας Βαβυ­λῶ­νος ἕως τοῦ Χρι­στοῦ γενε­αὶ δεκα­τέσ­σα­ρες.

18 Τοῦ δὲ ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ ἡ γέν­νη­σις οὕτως ἦν. μνη­στευ­θεί­σης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρί­ας τῷ ᾿Ιωσήφ, πρὶν ἢ συνελ­θεῖν αὐτοὺς εὑρέ­θη ἐν γαστρὶ ἔχου­σα ἐκ Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου. 19 ᾿Ιωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παρα­δειγ­μα­τί­σαι, ἐβου­λή­θη λάθρα ἀπο­λῦ­σαι αὐτήν. 20 Ταῦ­τα δὲ αὐτοῦ ἐνθυ­μη­θέν­τος ἰδοὺ ἄγγε­λος Κυρί­ου κατ᾿ ὄναρ ἐφά­νη αὐτῷ λέγων· ᾿Ιωσὴφ υἱὸς Δαυ­ῒδ, μὴ φοβη­θῇς παρα­λα­βεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖ­κά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεν­νη­θὲν ἐκ Πνεύ­μα­τός ἐστιν ῾Αγί­ου. 21 τέξε­ται δὲ υἱὸν καὶ καλέ­σεις τὸ ὄνο­μα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρ­τιῶν αὐτῶν. 22 Τοῦ­το δὲ ὅλον γέγο­νεν ἵνα πλη­ρω­θῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρί­ου διὰ τοῦ προ­φή­του λέγον­τος· 23 ἰδοὺ ἡ παρ­θέ­νος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξε­ται υἱόν, καὶ καλέ­σου­σι τὸ ὄνο­μα αὐτοῦ ᾿Εμμα­νου­ήλ, ὅ ἐστι μεθερ­μη­νευό­με­νον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. 24 Διε­γερ­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποί­η­σεν ὡς προ­σέ­τα­ξεν αὐτῷ ὁ ἄγγε­λος Κυρί­ου καὶ παρέ­λα­βε τὴν γυναῖ­κα αὐτοῦ, 25 καὶ οὐκ ἐγί­νω­σκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτε­κε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρω­τό­το­κον, καὶ ἐκά­λε­σε τὸ ὄνο­μα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν.

Βιβλί­ον της γενε­α­λο­γί­ας του Ιησού Χρι­στού, απο­γό­νου κατά το ανθρώ­πι­νον του βασι­λέ­ως Δαυ­ΐδ, ο οποί­ος πάλιν υπήρ­ξεν από­γο­νος του πατριάρ­χου Αβρα­άμ. Διό­τι ο Αβρα­άμ εγέν­νη­σε τον Ισα­άκ, ο Ισα­άκ δε εγέν­νη­σε τον Ιακώβ, ο δε Ιακώβ εγέν­νη­σε τον Ιού­δαν και τους αδελ­φούς αυτού. Ο Ιού­δας δε εγέν­νη­σε από την νύμ­φην αυτού Θάμαρ τους διδύ­μους Φαρές και Ζαρά, ο Φαρές δε εγέν­νη­σε τον Εσρώμ, ο Εσρώμ δε εγέν­νη­σε τον Αράμ. Ο Αράμ δε εγέν­νη­σε τον Αμι­να­δάβ, ο Αμι­να­δάβ δε εγέν­νη­σε τον Ναασ­σών, ο Ναασ­σών δε εγέν­νη­σε τον Σαλ­μών. Ο Σαλ­μών δε εγέν­νη­σε τον Βοόζ από την τέως αμαρ­τω­λήν Ραχάβ, ο Βοόζ δε εγέν­νη­σε τον Ωβήδ από την Μωα­βί­τι­δα Ρούθ, ο Ωβήδ δε εγέν­νη­σε τον Ιεσ­σαί. Ο Ιεσ­σαί δε εγέν­νη­σε τον βασι­λέα Δαυ­ΐδ, ο δε βασι­λεύς Δαυίδ εγέν­νη­σε τον Σολο­μών­τα από την γυναί­κα του Ουρί­ου. Ο Σολο­μών δε εγέν­νη­σε τον Ροβο­άμ, ο Ροβο­άμ δε εγέν­νη­σε τον Αβιά, ο Αβιά δε εγέν­νη­σε τον Ασά. Ο Ασά δε εγέν­νη­σε τον Ιωσα­φάτ, ο Ιωσα­φάτ δε εγέν­νη­σε τον Ιωράμ, ο Ιωράμ δε εγέν­νη­σε τον Οζί­αν. Ο Οζί­ας δε εγέν­νη­σε τον Ιωά­θαμ, ο Ιωά­θαμ δε εγέν­νη­σε τον Αχαζ, ο Αχαζ δε εγέν­νη­σε τον Εζε­κί­αν. 10 Ο Εζε­κί­ας δε εγέν­νη­σε τον Μανασ­σή, ο Μανασ­σής δε εγέν­νη­σε τον Αμών, ο Αμών δε εγέν­νη­σε τον Ιωσί­αν. 11 Ο Ιωσί­ας δε εγέν­νη­σε τον Ιεχο­νί­αν και τους αδελ­φούς αυτού κατά την επο­χήν, που απή­χθη­σαν αιχ­μά­λω­τοι εις την Βαβυ­λώ­να οι Ιου­δαί­οι. 12 Επει­τα δε από την βιαί­αν αυτήν μετα­νά­στευ­σιν των Ιου­δαί­ων εις Βαβυ­λώ­να και την ζωήν των εκεί ως αιχ­μα­λώ­των, ο Ιεχο­νί­ας εγέν­νη­σε τον Σαλα­θι­ήλ, ο δε Σαλα­θι­ήλ εγέν­νη­σε τον Ζορο­βά­βελ. 13 Ο Ζορο­βά­βελ δε εγέν­νη­σε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ δε εγέν­νη­σε τον Ελια­κείμ, Ελια­κείμ δε εγέν­νη­σε τον Αζώρ. 14 Ο Αζώρ δε εγέν­νη­σε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ δε εγέν­νη­σε τον Αχείμ, ο Αχείμ δε εγέν­νη­σε τον Ελιούδ. 15 Ο Ελιούδ δε εγέν­νη­σε τον Ελε­ά­ζαρ, ο Ελε­ά­ζαρ δε εγέν­νη­σε τον Ματ­θάν, ο Ματ­θάν δε εγέν­νη­σε τον Ιακώβ. 16 Ο Ιακώβ δε εγέν­νη­σε τον Ιωσήφ, τον μνη­στή­ρα της Μαρί­ας, από την οποί­αν εγεν­νή­θη ο Ιησούς ο ονο­μα­ζό­με­νος Χρι­στός. 17 Ολαι λοι­πόν αι γενε­αί από τον Αβρα­άμ μέχρι του Δαυίδ είναι γενε­αί δεκα­τέσ­σα­ρες και από Δαυίδ μέχρι της μετοι­κε­σί­ας των Ιου­δαί­ων ως αιχ­μα­λώ­των εις την Βαβυ­λώ­να είναι γενε­αί δεκα­τέσ­σα­ρες και από της μετοι­κε­σί­ας εις την Βαβυ­λώ­να μέχρι των ημε­ρών του Χρι­στού γενε­αί πάλιν δεκα­τέσ­σα­ρες.

18 Η δε γέν­νη­σις του Ιησού Χρι­στού έγι­νε κατά τον ακό­λου­θον υπερ­φυ­σι­κόν τρό­πον. Οταν δηλα­δή εμνη­στεύ­θη η μήτηρ αυτού Μαρία με τον Ιωσήφ, χωρίς να συνοι­κή­σουν ως σύζυ­γοι, ευρέ­θη έγκυος από την δημιουρ­γι­κήν ενέρ­γειαν του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. 19 Ο δε Ιωσήφ, ο μνη­στήρ αυτής, όταν αντε­λή­φθη την εγκυ­μο­σύ­νην αυτής, επή­ρε την από­φα­σιν να δια­λύ­ση την μνη­στεί­αν. Επει­δή όμως ήτο ενά­ρε­τος και εύσπλαγ­χνος δεν ηθέ­λη­σε να την δια­πομ­πεύ­ση δημο­σία, αλλ’ε­σκέ­φθη να την διώ­ξη μυστι­κά χωρίς να ανα­κοι­νώ­ση εις κανέ­να τας υπο­ψί­ας του. 20 Ενώ δε αυτά είχε στον νουν, ιδού ένας άγγε­λος του Κυρί­ου παρου­σιά­σθη στο όνει­ρόν του και του είπεν· Ιωσήφ, από­γο­νε του Δαυ­ΐδ, μη διστά­σης, να παρα­λά­βης στον οίκον σου την Μαριάμ, την αγνήν και πιστήν μνη­στή σου, διό­τι το παι­δί­ον που κυο­φο­ρεί­ται έντος αυτής έχει συλ­λη­φθή από την δημιουρ­γι­κήν ενέρ­γειαν του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. 21 Θα γεν­νή­ση δε υιόν, και συ (ο οποί­ος σύμ­φω­να με τον νόμον θεω­ρεί­σαι προ­στά­της και πατέ­ρας του) θα το ονο­μά­σης Ιησούν (δηλα­δή Θεόν-Σωτή­ρα) διό­τι αυτός θα σώση πράγ­μα­τι τον λαόν του από τας αμαρ­τί­ας αυτών. 22 Και όλον αυτό το θαυ­μα­στόν και μονα­δι­κόν γεγο­νός έγι­νε, δια να πραγ­μα­το­ποι­η­θή και επα­λη­θεύ­ση αυτό, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προ­φή­του Ησα­ΐ­ου· 23 “Ιδού η αγνή και άμω­μος παρ­θέ­νος θα συλ­λά­βη και θα γεν­νή­ση υιόν, χωρίς να γνω­ρί­ση άνδρα, και θα ονο­μά­σουν αυτόν Εμμα­νου­ήλ, όνο­μα που σημαί­νει· Ο Θεός είναι μαζή μας”. 24 Αμέ­σως λοι­πόν μόλις εση­κώ­θη από τον ύπνον ο Ιωσήφ, έκα­με όπως τον είχε δια­τά­ξει ο άγγε­λος του Κυρί­ου και παρέ­λα­βε στον οίκον του με εμπι­στο­σύ­νην και σεβα­σμόν την μνη­στήν του. 25 Και ποτέ δεν εγνώ­ρι­σεν αυτήν ως σύζυ­γον ούτε και όταν εγέν­νη­σεν αυτή τον πρώ­τον και μονα­δι­κόν υιόν της ούτε και μετά ταύ­τα. Και εκά­λε­σεν ο Ιωσήφ το όνο­μα του παι­δί­ου Ιησούν.

Γενε­α­λο­γι­κός κατά­λο­γος στον οποίο φαί­νε­ται ακρι­βώς από πού κατά­γε­ται ο Ιησούς Χρι­στός, ο από­γο­νος του Δαβίδ, ο οποί­ος πάλι ήταν από­γο­νος του Αβρα­άμ. Ο Αβρα­άμ γέν­νη­σε τον Ισα­άκ, ο Ισα­άκ γέν­νη­σε τον Ιακώβ, ο Ιακώβ γέν­νη­σε τον Ιού­δα και τους αδελ­φούς του, ο Ιού­δας γέν­νη­σε δίδυ­μα παι­διά, τον Φαρές και τον Ζαρά από την νύφη του τη Θάμαρ, ο Φαρές γέν­νη­σε τον Εσρώμ, ο Εσρώμ γέν­νη­σε τον Αράμ, ο Αράμ γέν­νη­σε τον Αμι­να­δάβ, ο Αμι­να­δάβ γέν­νη­σε τον Ναασ­σών, ο Ναασ­σών γέν­νη­σε τον Σαλ­μών, ο Σαλ­μών γέν­νη­σε τον Βοόζ από την Ραχάβ την πόρ­νη, η οποία δέχθη­κε στην Ιερι­χώ τους κατα­σκό­πους του Ιησού του Ναυή και τους φυγά­δευ­σε σώους? ο Βοόζ γέν­νη­σε τον Ωβήδ από τη Ρούθ, η οποία ως προ­σή­λυ­τη Μωα­βί­τισ­σα κατα­γό­ταν από έθνος πολύ μιση­τό στους Εβραί­ους? ο Ωβήδ γέν­νη­σε τον Ιεσ­σαί, ο Ιεσ­σαί γέν­νη­σε τον Δαβίδ τον βασι­λιά. Ο Δαβίδ ο βασι­λιάς γέν­νη­σε τον Σολο­μών­τα από τη γυναί­κα που υπήρ­ξε σύζυ­γος του Ουρία, για να φαί­νε­ται σαφώς όχι μόνο από τις περι­πτώ­σεις της Θάμαρ και της Ραχάβ, αλλά και από το ολί­σθη­μα αυτό του Δαβίδ, ότι η αμαρ­τία είχε εισχω­ρή­σει και σ’ αυτούς τους προ­γό­νους του Μεσ­σία. Ο Σολο­μών γέν­νη­σε τον Ροβο­άμ, ο Ροβο­άμ γέν­νη­σε τον Αβιά, ο Αβιά γέν­νη­σε τον Ασά, ο Ασά απέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τον Ιωσα­φάτ, ο Ιωσα­φάτ γέν­νη­σε τον Ιωράμ, ο Ιωράμ απέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τον Οζία, ο Οζί­ας γέν­νη­σε τον ιωά­θαμ, ο Ιωά­θαμ γέν­νη­σε τον Άχαζ, ο Άχαζ γέν­νη­σε τον Εζε­κία, 10 ο Εζε­κί­ας γέν­νη­σε τον Μανασ­σή, ο Μανασ­σής γέν­νη­σε τον Αμών, ο Αμών γέν­νη­σε τον Ιωσία, 11 ο Ιωσί­ας γέν­νη­σε τον Ιωα­χίμ ή Ιεχο­νία και τους αδελ­φούς του στα χρό­νια εκεί­να της αιχ­μα­λω­σί­ας των Ιου­δαί­ων στη Βαβυ­λώ­να. 12 Όταν λοι­πόν οι Ιου­δαί­οι μετα­φέρ­θη­καν ως αιχ­μά­λω­τοι στη Βαβυ­λώ­να, ο Ιεχο­νί­ας γέν­νη­σε εκεί τον Σαλα­θι­ήλ, ο Σαλα­θι­ήλ γέν­νη­σε τον Ζορο­βά­βελ, 13 και του Ζορο­βά­βελ από­γο­νος υπήρ­ξε ο Αβιούδ. Ο Αβιούδ γέν­νη­σε τον Ελια­κείμ, ο Ελια­κείμ γέν­νη­σε τον Αζώρ, 14 ο Αζώρ γέν­νη­σε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ γέν­νη­σε τον Αχείμ, ο Αχείμ γέν­νη­σε τον Ελιούδ, 15 ο Ελιούδ γέν­νη­σε τον Ελε­ά­ζαρ, ο Ελε­ά­ζαρ γέν­νη­σε τον Ματ­θάν, ο Ματ­θάν γέν­νη­σε τον Ιακώβ, 16 κι ο Ιακώβ γέν­νη­σε τον Ιωσήφ τον αρρα­βω­νια­στι­κό της Μαρί­ας. Αλλά και η Μαρία κατα­γό­ταν απ’ το ίδιο γένος από το οποίο κατα­γό­ταν κι ο Ιωσήφ. Από τη Μαρία αυτή, η οποία ήταν από­γο­νος του Δαβίδ και του Αβρα­άμ, γεν­νή­θη­κε ο Ιησούς που επο­νο­μά­ζε­ται Χρι­στός. 17 Σύμ­φω­να λοι­πόν με τον παρα­πά­νω κατά­λο­γο όλες οι γενιές που έζη­σαν από τον Αβρα­άμ μέχρι τον Δαβίδ, όπως αριθ­μούν­ται από τους συν­τά­κτες του κατα­λό­γου, είναι γενιές δεκα­τέσ­σε­ρις? και οι γενιές από τον Δαβίδ μέχρι την επο­χή που οι Ιου­δαί­οι μετα­φέρ­θη­καν ως αιχ­μά­λω­τοι στη Βαβυ­λώ­να είναι γενιές δεκα­τέσ­σε­ρις? και οι γενιές που έζη­σαν από την επο­χή που οι Ιου­δαί­οι μετα­φέρ­θη­καν στη Βαβυ­λώ­να μέχρι τα χρό­νια του Χρι­στού είναι γενιές δεκα­τέσ­σε­ρις.

18 Η γέν­νη­ση του Ιησού Χρι­στού έγι­νε με τον εξής υπερ­φυ­σι­κό και πρω­το­φα­νή τρό­πο: Όταν δηλα­δή η μητέ­ρα του Μαρία αρρα­βω­νιά­στη­κε με τον Ιωσήφ, προ­τού συγ­κα­τοι­κή­σουν ως σύζυ­γοι, βρέ­θη­κε η Μαρία έγκυος με τη δημιουρ­γι­κή επε­νέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. 19 Κι ο Ιωσήφ ο αρρα­βω­νια­στι­κός της, όταν αντι­λή­φθη­κε την εγκυ­μο­σύ­νη, επει­δή ήταν ενά­ρε­τος και αγα­θός και δεν ήθε­λε να τη δια­πομ­πεύ­σει για δημό­σιο παρα­δειγ­μα­τι­σμό, σκέ­φθη­κε να της δώσει μυστι­κά δια­ζύ­γιο. 20 Ενώ όμως σκε­πτό­ταν αυτά, ιδού, ένας άγγε­λος του Κυρί­ου φάνη­κε στο όνει­ρό του και του είπε: Ιωσήφ, από­γο­νε του Δαβίδ, μη διστά­σεις κα μη φοβη­θείς να παρα­λά­βεις στο σπί­τι σου τη Μαρία τη μνη­στή σου. Διό­τι το παι­δί που συνέ­λα­βε μέσα της προ­έρ­χε­ται από τη δημιουρ­γι­κή επε­νέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. 21 Θα γεν­νή­σει γιο, και συ που από το νόμο της Παλαιάς Δια­θή­κης ανα­γνω­ρί­ζε­σαι ως προ­στά­της και πατέ­ρας του, θα του δώσεις το όνο­μα “Ιησούς”, το οποίο σημαί­νει “σωτή­ρας”. Και θα του δώσεις αυτό το όνο­μα, διό­τι αυτός θα σώσει από τις αμαρ­τί­ες του τον νέο Ισρα­ήλ, ο οποί­ος θα τον πιστέ­ψει ως σωτή­ρα και θα γίνει με την πίστη αυτή ο πραγ­μα­τι­κός λαός του. 22 Με όλο αυτό το θαύ­μα της υπερ­φυ­σι­κής συλ­λή­ψε­ως της Παρ­θέ­νου, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε πλή­ρως και επα­λη­θεύ­θη­κε εκεί­νο που είπε ο Κύριος μέσω του προ­φή­τη Ησα­ΐα, ο οποί­ος πριν από πολ­λούς αιώ­νες είπε: 23 Να, η παρ­θέ­νος που δεν γνώ­ρι­σε άνδρα, θα συλ­λά­βει και θα γεν­νή­σει υιό, και όσοι θα πιστεύ­ουν σ’ αυτόν θα τον ονο­μά­σουν Εμμα­νου­ήλ, όνο­μα εβραϊ­κό που σημαί­νει “ο Θεός είναι μαζί μας”. 24 Όταν λοι­πόν ο Ιωσήφ σηκώ­θη­κε απ’ τον ύπνο, έκα­νε όπως τον διέ­τα­ξε ο άγγε­λος του Κυρί­ου. Και παρέ­λα­βε τη μνη­στή του στο σπί­τι του 25 και δεν ήλθε σε σχέ­ση μαζί της ποτέ, άρα και έως ότου γέν­νη­σε τον πρώ­το και μονά­κρι­βο υιό της. Και τότε ο Ιωσήφ του έδω­σε το όνο­μα “Ιησούς”.

Βιβλίο τῆς ἱστο­ρί­ας τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, ἀπο­γό­νου τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἦταν ἀ πόγο­νος τοῦ Ἀβρα­άμ. Ὁ Ἀβρα­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἰσα­άκ, ὁ δὲ Ἰσα­ὰκ γέν­νη­σε τὸν Ἰακώβ, ὁ δὲ Ἰακὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰού­δα καὶ τοὺς ἀδελ­φούς του, ὁ δὲ Ἰού­δας γέν­νη­σε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἀπὸ τὴ Θάμαρ, ὁ δὲ Φαρὲς γέν­νη­σε τὸν Ἐσρώμ, ὁ δὲ Ἐσρὼμ γέν­νη­σε τὸν Ἀράμ, ὁ δὲ Ἀρὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀμι­να­δάβ, ὁ δὲ Ἀμι­να­δὰβ γέν­νη­σε τὸν Ναασ­σών, ὁ δὲ Ναασ­σὼν γέν­νη­σε τὸν Σαλ­μών, ὁ δὲ Σαλ­μὼν γέν­νη­σε τὸν Βοὸζ ἀπὸ τὴ Ραχάβ, ὁ δὲ Βοὸζ γέν­νη­σε τὸν Ὠβὴδ ἀπὸ τὴ Ρούθ, ὁ δὲ Ὠβὴδ γέν­νη­σε τὸν Ἰεσ­σαί, ὁ δὲ Ἰεσ­σαὶ γέν­νη­σε τὸν Δαβὶδ τὸν βασι­λέα. Ὁ δὲ Δαβὶδ ὁ βασι­λεὺς γέν­νη­σε τὸ Σολο­μῶν­τα ἀπὸ τὴ γυναῖ­κα τοῦ Ὁὐρία, ὁ δὲ Σολο­μῶν γέν­νη­σε τὸν Ροβο­άμ, ὁ δὲ Ροβο­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀβιά, ὁ δὲ Ἀβιὰ γέν­νη­σε τὸν Ἀσά, ὁ δὲ Ἀσὰ γέν­νη­σε τὸν Ἰωσα­φάτ, ὁ δὲ Ἰωσα­φὰτ γέν­νη­σε τὸν Ἰωράμ, ὁ δὲ Ἰωρὰμ γέν­νη­σε τὸν ᾽Ὁζία, ὁ δὲ ᾽Ὁζί­ας γέν­νη­σε τὸν Ἰωά­θαμ, ὁ δὲ Ἰωά­θαμ γέν­νη­σε τὸν Ἀχαζ, ὁ δὲ Ἀχαζ γέν­νη­σε τὸν Ἐζε­κία, 10 ὁ δὲ Ἐζε­κί­ας γέν­νη­σε τὸ Μανασ­σῆ, ὁ δὲ Μανασ­σῆς γέν­νη­σε τὸν Ἀμών, ὁ δὲ Ἀμὼν γέν­νη­σε τὸν Ἰωσία, 11 ὁ δὲ Ἰωσί­ας γέν­νη­σε τὸν Ἰεχο­νία καὶ τοὺς ἀδελ­φούς του κατὰ τὸν και­ρὸ τῆς ἐξο­ρί­ας (τῶν Ἰου­δαί­ων) στὴ Βαβυ­λῶ­να. 12 Μετὰ δὲ τὴν ἐξο­ρία (τῶν Ἰου­δαί­ων) στὴ Βαβυ­λῶ­να ὁ Ἰεχο­νί­ας γέν­νη­σε τὸ Σαλα­θι­ήλ, ὁ δὲ Σαλα­θι­ὴλ γέν­νη­σε τὸ Ζορο­βά­βελ, 13 ὁ δὲ Ζορο­βά­βελ γέν­νη­σε τὸν Ἀβιούδ, ὁ δὲ Ἀβιοὺδ γέν­νη­σε τὸν Ἐλια­κείμ, ὁ δὲ Ἐλια­κεὶμ γέν­νη­σε τὸν Ἀζώρ, 14 ὁ δὲ Ἀζὼρ γέν­νη­σε τὸ Σαδώκ, ὁ δὲ Σαδὼκ γέν­νη­σε τὸν Ἀχείμ, ὁ δὲ Ἀχεὶμ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιούδ, 15 ὁ δὲ Ἐλιοὺδ γέν­νη­σε τὸν Ἐλε­ά­ζαρ, ὁ δὲ Ἐλε­ά­ζαρ γέν­νη­σε τὸ Ματ­θάν, ὁ δὲ Ματ­θὰν γέν­νη­σε τὸν Ἰακώβ, 16 ὁ δὲ Ἰακὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα τῆς Μαρί­ας, ἀπὸ τὴν ὁποία γεν­νή­θη­κε ὁ Ιησοῦς, ὁ ὁποῖ­ος λέγε­ται Χρι­στός. 17 Ὅλες δὲ οἱ γενε­ὲς ἀπὸ τὸν Ἀβρα­ὰμ μέχρι τὸ Δαβὶδ εἶναι γενε­ὲς δεκα­τέσ­σε­ρες, καὶ ἀπὸ τὸ Δαβὶδ μέχρι τὴν ἐξο­ρία στὴ Βαβυ­λῶ­να γενε­ὲς δεκα­τέσ­σε­ρες, καὶ ἀπὸ τὴν ἐξο­ρία στὴ Βαβυ­λῶ­να μέχρι τὸ Χρι­στὸ γενε­ὲς δεκα­τέσ­σε­ρες.

18 Ἡ δὲ γέν­νη­σι τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ ἔγι­νε ὡς ἑξῆς. Ἀφοῦ δηλα­δὴ ἡ μητέ­ρα του Μαρία μνη­στεύ­θη­κε τὸν Ἰωσήφ, προ­τοῦ συγ­κα­τοι­κή­σουν βρέ­θη­κε­ἔγ­κυος ἀπὸ τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅγιο. 19 Ὁ δὲ Ἰωσὴφ ὁ ἄνδρας της, ἐπει­δὴ ἦταν σπλαγ­χνι­κὸς καὶ δὲν õθε­λε νὰ τὴν δια­πομ­πεύ­σῃ, σκέ­φθη­κε­θε­λε νὰ τὴν δια­πομ­πεύ­σῃ, σκέ­φθη­κε νὰ τῆς δώσῃ κρυ­φὰ δια­ζύ­γιο. 20 Ἀλλ᾽ ἐνῷ σκε­πτό­ταν αὐτά, ἰδοὺ ἕνας ἄγγε­λος τοῦ Κυρί­ου ἐμφα­νί­σθη­κε σ᾽ αὐτὸν σὲ ὄνει­ρο καὶ εἶπε: «Ἰωσήφ, ἀπό­γο­νε τοῦ Δαβίδ, μὴ διστά­σῃς νὰ παρα­λά­βῃς (στὸ σπί­τι σου) τὴ Μαριὰμ τὴ γυναῖ­κα σου· διό­τι τὸ παι­δί, ποὺ συνε­λή­φθη μέσα της, εἶναι ἀπὸ τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅγιο. 21 Καὶ θὰ γεν­νή­σῃ υἱό, καὶ θὰ τὸν ὀνο­μά­σῃς Ἰησοῦ (ποὺ σημαί­νει, ὁ Γιαχ­βὲ σῴζει)· διό­τι αὐτὸς (ὁ Ἰησοῦς, ὁ Γιαχ­βὲ σωτὴρ) θὰ σώσῃ τὸ λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρ­τί­ες τους. 22 Μὲ ὅλο δὲ αὐτό, ποὺ ἔγι­νε, ἄρχι­σε νὰ ἐκπλη­ρώ­νε­ται ὁ λόγος τοῦ Κυρί­ου διὰ τοῦ προ­φή­του, 23 Ἰδοὺ ἡ παρ­θέ­νος θὰ συλ­λά­βῃ στὴν κοι­λία της, καὶ θὰ γεν­νή­σῃ υἱό, καὶ θὰ τὸν ὀνο­μά­σουν Ἐμμα­νου­ήλ». Ἀὐτὸ (τὸ ὄνο­μα Ἐμμα­νου­ήλ) μετα­φρα­ζό­με­νο σημαί­νει, ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας. 24 Ἀφοῦ δὲ ὁ Ἰωσὴφ σηκώ­θη­κε ἀπὸ τὸν ὕπνο,ἔκανε ὅπως τὸν διέ­τα­ξε ὁ ἄγγε­λος τοῦ Κυρί­ου, καὶ παρέ­λα­βε (στὸ σπί­τι του) τὴ γυναῖ­κα του, 25 καὶ δὲν εἶχε σαρ­κι­κὴ σχέ­σι μαζί της ἕως ὅτου γέν­νη­σε τὸν υἱό της τὸν πρω­το­γέν­νη­το καὶ ἐκλε­κτὸ καὶ τὸν ὠνό­μα­σε Ιησοῦ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

Aς εγερ­θού­με και ας μην κοι­μό­μα­στε πλέ­ον, διό­τι βλέ­πω τις πύλες να ανοί­γον­ται για χάρη μας. Όμως ας εισέλ­θου­με με μεγά­λη τάξη και φόβο, αμέ­σως μόλις πατή­σου­με τα πρό­θυ­ρα της πόλε­ως. Ποια είναι αυτά τα πρό­θυ­ρα; «Βίβλος γενέ­σε­ως ησο Χρι­στο, υο Δαυδ, υο βρα­άμ(:Κατά­λο­γος γενε­α­λο­γι­κός του Ιησού Χρι­στού, του υιού του Δαυίδ, του υιού του Αβρα­άμ)»[Ματθ.1,1].

Τι λέγεις, λοι­πόν, Ματ­θαίε; Μας υπο­σχέ­θη­κες ότι θα μας ομι­λή­σεις για τον μονο­γε­νή Υιό του Θεού και εσύ μας μνη­μο­νεύ­εις τον Δαβίδ, έναν άνθρω­πο που γεν­νή­θη­κε ύστε­ρα από ανα­ρίθ­μη­τες γενε­ές και υπο­στη­ρί­ζεις ότι αυτός είναι και πατέ­ρας και πρό­γο­νος του Ιησού; Περί­με­νε, αγα­πη­τέ αδελ­φέ, και μη ζητείς να τα μάθεις όλα μεμιάς αλλά σιγά και κατ’ ολί­γον. Στα πρό­θυ­ρα στέ­κε­σαι ακό­μη, στα προ­πύ­λαια. Για­τί λοι­πόν βιά­ζε­σαι να εισέλ­θεις στα άδυ­τα; Ακό­μη δεν παρα­τή­ρη­σες καλά όλα τα εξω­τε­ρι­κά πράγ­μα­τα. Διό­τι δεν σου διη­γού­μαι ακό­μη εκεί­νη την προ­αιώ­νια γέν­νη­ση —αλλά ούτε και αυτήν που επα­κο­λού­θη­σε— διό­τι είναι ανέκ­φρα­στη και απόρ­ρη­τη. Άλλω­στε πριν από εμέ­να, σου το είπε αυτό και ο Ησα­ΐ­ας, ο οποί­ος προ­φη­τεύ­ον­τας το Πάθος και το μεγά­λο ενδια­φέ­ρον Του για ολό­κλη­ρη την ανθρω­πό­τη­τα, γεμά­τος κατά­πλη­ξη για το ποιος ήταν ο Ιησούς, τι έγι­νε και πού κατέ­βη­κε, ανα­φώ­νη­σε με δυνα­τή και ισχυ­ρή φωνή, λέγον­τας τα εξής: «Τήν γενε­άν ατο τίς διη­γή­σε­ται;(:Ποιος δύνα­ται να εκθέ­σει με λεπτο­μέ­ρειες την κατα­γω­γή Του;)» [Ησ.53,8].

Ώστε τώρα δεν κάνω λόγο για εκεί­νη την ουρά­νια γέν­νη­ση, αλλά για την κάτω, αυτήν που συνέ­βη στη γη και συνο­δεύ­τη­κε από πολ­λούς μάρ­τυ­ρες. Μα και τα ανα­φε­ρό­με­να σε αυτήν γεγο­νό­τα έτσι θα σας τα διη­γη­θώ, όπως δηλα­δή, είναι δυνα­τό να ομι­λή­σω περί αυτών με τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Πραγ­μα­τι­κά ούτε την επί­γεια Γέν­νη­ση του Ιησού είναι δυνα­τόν να παρου­σιά­σει κανείς με σαφή­νεια, εφό­σον και αυτή προ­κα­λεί μεγά­λη φρί­κη. Λοι­πόν, να μη νομί­σεις ότι ακούς ασή­μαν­τα πράγ­μα­τα, όταν ακούς να γίνε­ται λόγος για την Γέν­νη­ση αυτήν. Αντί­θε­τα, να έχεις το μυα­λό σου σε ετοι­μό­τη­τα και να αισθαν­θείς αμέ­σως φρί­κη, όταν ακού­σεις ότι ο Θεός ήλθε στη γη. Διό­τι το γεγο­νός αυτό ήταν τόσο απροσ­δό­κη­το, ώστε και οι άγγε­λοι έστη­σαν χορό γι’ αυτό και έψα­λαν το καλό που απέρ­ρευ­σε απ΄ αυτό για την οικου­μέ­νη. Επί­σης, και οι προ­φή­τες παλαιό­τε­ρα δοκί­μα­σαν κατά­πλη­ξη, διό­τι ο ίδιος ο Θεός «π τς γς φθη, κα τος νθρποις συνα­νε­στρφη»(:εμφα­νί­στη­κε στη γη και συνα­να­στρά­φη­κε με τους ανθρώ­πους)» [Βαρούχ,3,8].

Πραγ­μα­τι­κά, ήταν πολύ παρά­δο­ξο να πλη­ρο­φο­ρη­θείς ότι ο Θεός ο απόρ­ρη­τος, ο ανέκ­φρα­στος, ο απε­ρι­νόη­τος και ίσος με τον Πατέ­ρα, διήλ­θε από την μήτρα της Παρ­θέ­νου, κατα­δέ­χτη­κε να γεν­νη­θεί από γυναί­κα και να έχει προ­γό­νους τον Δαβίδ και τον Αβρα­άμ και το ακό­μα φρι­κτό­τε­ρο, τις γυναί­κες εκεί­νες ήταν τόσο αμαρ­τω­λές. Άκου­σέ τα αυτά και σήκω χωρίς καμία ταπει­νή υπο­ψία, αλλά γι’ αυτό ακρι­βώς να αισθαν­θείς θαυ­μα­σμό, ότι δηλα­δή ενώ είναι Υιός του ανάρ­χου Θεού, και μάλι­στα γνή­σιος Υιός, εντού­τοις ανέ­χθη­κε να ακού­σει ότι είναι υιός και του Δαβίδ, για να σου δώσει τη δυνα­τό­τη­τα να γίνεις υιός του Θεού. Ανέ­χθη­κε να γίνει πατέ­ρας Του ένας δούλος(:ο Δαβίδ),για να σου δώσει ως πατέ­ρα τον Κύριο, μολο­νό­τι είσαι δού­λος.

Είδες ποια είναι αμέ­σως από τα προ­οί­μια η καλή αγγε­λία; Αν αμφι­βάλ­λεις για ό,τι σε αφο­ρά, πίστε­ψέ το από ό,τι αφο­ρά Εκεί­νον. Διό­τι είναι βέβαια πολύ δυσκο­λό­τε­ρο για τον ανθρώ­πι­νο λογι­σμό να γίνει ο Θεός άνθρω­πος, παρά να υπάρ­ξει ο άνθρω­πος υιός του Θεού. Όταν ακού­σεις λοι­πόν ότι ο Υιός του Θεού είναι υιός του Δαβίδ και του Αβρα­άμ, να μην αμφι­βά­λεις τότε, ότι και εσύ, ο υιός του Αδάμ, θα γίνεις υιός του Θεού· διό­τι δεν ταπεί­νω­σε βέβαια τόσο πολύ τον εαυ­τό του άδι­κα και παρά­λο­γα, αν δεν σκό­πευε να μας ανυ­ψώ­σει. Γεν­νή­θη­κε κατά σάρ­κα, για να γεν­νη­θείς εσύ πνευ­μα­τι­κά· γεν­νή­θη­κε από γυναί­κα, για να πάψεις εσύ να είσαι υιός γυναί­κας.

Για τον λόγο αυτόν η γέν­νη­ση έγι­νε δύο ειδών· όμοια με τη δική μας, αλλά και υπερ­βαί­νου­σα τη δική μας. Το να γεν­νη­θού­με όμως όχι από αίμα, μήτε από θέλη­μα σαρ­κός και ανδρός αλλά από Πνεύ­μα άγιο, προ­μή­νυε τη μελ­λον­τι­κή γέν­νη­σή μας που μας υπερ­βαί­νει και που σκό­πευε να μας χαρί­σει μέσω του Πνεύ­μα­τος. Το ίδιο νόη­μα είχαν και όλα τα άλλα. Τέτοιο ήταν το βάπτι­σμα· είχε κάτι από το παλαιό και κάτι από το νέο. Το παλαιό το φανέ­ρω­νε το ότι βαπτί­στη­κε από τον προ­φή­τη, η κάθο­δος του Πνεύ­μα­τος υπο­γράμ­μι­σε το νέο. Και όπως κάποιος που στέ­κε­ται στο μεταίχ­μιο δύο πραγ­μά­των που απέ­χουν το ένα από το άλλο, τα ενώ­νει, αν απλώ­σει τις χεί­ρες του από το ένα και το άλλο μέρος, έτσι έκα­νε και αυτός· ένω­σε την παλαιά με τη νέα, τη θεία με την ανθρώ­πι­νη, τα δικά Του με τα δικά μας.

Είδες την αστρα­πή της πόλε­ως, με πόση φεγ­γο­βο­λή σε περιέ­λαμ­ψε από την αρχή; Πώς σου έδει­ξε αμέ­σως τον βασι­λιά στη δική σου μορ­φή, σαν να είστε σε στρα­τό­πε­δο; Διό­τι εκεί ο βασι­λέ­ας δεν επι­δει­κνύ­ει φανε­ρά πάν­το­τε το αξί­ω­μά του, αλλά αφή­νει την πορ­φύ­ρα και το στέμ­μα, και ενδύ­ε­ται συχνά τη στο­λή του στρα­τιώ­τη. Και εκεί μεν για να μην ανα­γνω­ρι­στεί και προ­σελ­κύ­σει προς τον εαυ­τό του τους εχθρούς, ενώ εδώ το αντί­θε­το, για να μην ανα­γνω­ρι­στεί και κάνει τον εχθρό να απο­φύ­γει τη συμ­πλο­κή μαζί του και προ­κα­λέ­σει την ταρα­χή όλων των δικών του· διό­τι απο­βλέ­πει στη σωτη­ρία και όχι στον τρό­μο.

Για τού­το και έδω­σε στον εαυ­τό Του το όνο­μα Ιησούς. Το όνο­μα Ιησούς δεν είναι βέβαια ελλη­νι­κό. Υπάρ­χει στην εβραϊ­κή γλώσ­σα και στην ελλη­νι­κή εξη­γεί­ται Σωτή­ρας. Και Σωτή­ρας ονο­μά­ζε­ται από το ότι έσω­σε τον λαό Του.

Είδες πώς έδω­σε φτε­ρά στον ακρο­α­τή; Ενώ μίλη­σε για τα συνη­θι­σμέ­να, με αυτά φανέ­ρω­σε συνά­μα σε όλους εμάς τα πέρα από προσ­δο­κία. Και τα δύο αυτά ονό­μα­τα είχαν μεγά­λη διά­δο­ση μετα­ξύ των Ιου­δαί­ων. Επει­δή τα μέλ­λον­τα να συμ­βούν ήσαν παρά­δο­ξα, προ­έ­τρε­ξαν οι τύποι των ονο­μά­των, ώστε από τον ουρα­νό να δια­λυ­θεί κάθε θόρυ­βος για μια και­νο­το­μία.

Ως γνω­στόν Ιησούς λέγε­ται εκεί­νος που δια­δέ­χτη­κε τον Μωυ­σή και εισή­γα­γε τον λαό στη γη της Επαγ­γε­λί­ας[Στους Αριθ­μούς, τέταρ­το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης(13,17),μαθαίνουμε ότι ο Ιησούς του Ναυή ονο­μα­ζό­ταν προ­η­γου­μέ­νως Αυσή. Σε Ιησού τον μετο­νό­μα­σε ο Μωυ­σής μετά την απο­στο­λή του μαζί με άλλους ένδε­κα εκπρο­σώ­πους των φυλών προς κατα­σκό­πευ­ση της γης Χανα­άν]. Είδες τον τύπο; Πρό­σε­ξε την αλή­θεια. Εκεί­νος[:ο Ιησούς του Ναυή] τον έφε­ρε στη γη της επαγ­γε­λί­ας, Αυτός[:ο Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός] στον ουρα­νό και στα ουρά­νια αγα­θά. Εκεί­νος μετά τον θάνα­το του Μωυ­σή, Αυτός μετά την παύ­ση της ισχύ­ος του νόμου. Εκεί­νος ως ηγέ­της του λαού, Αυτός ως βασι­λέ­ας. Και για να μην ακού­σεις Ιησούς και εξαι­τί­ας της ομω­νυ­μί­ας παρα­πλα­νη­θείς, πρό­σθε­σε: «ησο Χρι­στο, υο Δαυδ». Ο Ιησούς του Ναυή δεν προ­ερ­χό­ταν από τη γενεά του Δαβίδ, αλλά από άλλη φυλή.

Και για ποιον λόγο ονο­μά­ζει ο ευαγ­γε­λι­στής το Ευαγ­γέ­λιό του «βίβλον γενέ­σε­ως Ἰησοῦ Χρι­στοῦ(:κατά­λο­γο γενε­α­λο­γι­κό του Ιησού Χρι­στού)», μολο­νό­τι δεν περι­λαμ­βά­νει μόνο τη γέν­νη­ση, αλλά ολό­κλη­ρη τη θεία οικο­νο­μία; Απλού­στα­τα, διό­τι ολό­κλη­ρου του μυστη­ρί­ου της θεί­ας οικο­νο­μί­ας αυτό είναι το κεφά­λαιο, καθώς και η αρχή και ρίζα όλων των αγα­θών, τα οποία προ­έ­κυ­ψαν για εμάς. Δηλα­δή όπως ακρι­βώς ο Μωυ­σής ονο­μά­ζει την συγ­γρα­φή του «βίβλον γενέ­σε­ως ορανο κα γς (:βιβλίο της δημιουρ­γί­ας του ουρα­νού και της γης)»,έστω κι αν δεν κάνει λόγο μόνο για τον ουρα­νό και τη γη, αλλά και για όλα όσα βρί­σκον­ται μετα­ξύ αυτών, κατά τον ίδιο τρό­πο και ο Ευαγ­γε­λι­στής έδω­σε ονο­μα­σία στο βιβλίο του από το βασι­κό­τε­ρο σημείο των αγα­θών. Πραγ­μα­τι­κά, το γεγο­νός το οποίο προ­κα­λεί μεγα­λύ­τε­ρη κατά­πλη­ξη και υπερ­βαί­νει κάθε ελπί­δα και προσ­δο­κία είναι το ότι ο Θεός έγι­νε άνθρω­πος. Αφού συνέ­βη αυτό, όλα τα άλλα γεγο­νό­τα γενι­κώς ακο­λου­θούν κατά λογι­κή σει­ρά και τάξη.

Και για­τί δεν είπε πρώ­τα «υο βρα­άμ» και έπει­τα να προ­σθέ­σει «υο Δαυδ»; Όχι βέβαια, όπως νομί­ζουν μερι­κοί, διό­τι ήθε­λε να παρου­σιά­σει την γενε­α­λο­γία εκ των κάτω προς τα άνω, διό­τι σε μια τέτοια περί­πτω­ση θα μπο­ρού­σε να εργα­στεί όπως ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, που αρχί­ζει από τον Ιωσήφ και φθά­νει μέχρι τον Αδάμ· τώρα όμως κάνει ακρι­βώς το αντί­θε­το. Για ποιο λόγο λοι­πόν ανέ­φε­ρε πρώ­τα τον Δαβίδ; Επει­δή όλοι οι Ιου­δαί­οι ανέ­φε­ραν και θυμούν­ταν τον Δαβίδ διαρ­κώς και λόγω της δόξας του και λόγω του μικρού χρο­νι­κού δια­στή­μα­τος που είχε μεσο­λα­βή­σει από τον θάνα­τό του, διό­τι δεν είχε βέβαια πεθά­νει προ τόσων πολ­λών ετών, όσο ο Αβρα­άμ. Εξάλ­λου είναι γεγο­νός ότι ο Θεός είχε δώσει υπο­σχέ­σεις και στους δύο, αλλά η υπό­σχε­ση προς τον Αβρα­άμ, ως πολύ παλαιά λησμο­νούν­ταν, ενώ η άλλη ως πολύ πρό­σφα­τη και νεό­τε­ρη, δια­δι­δό­ταν από όλους. Οι ίδιοι εξάλ­λου οι Ιου­δαί­οι λέγουν:« Οκ κ το σπρμα­τος ∆αυδ κα π Βηθλεμ τς κμης, που ν ∆αυδ, ρχε­ται Χριστς;(:Δεν είπε η Γρα­φή ότι ο Χρι­στός κατά­γε­ται από το γένος του Δαβίδ και έρχε­ται από το χωριό Βηθλε­έμ, όπου γεν­νή­θη­κε και έζη­σε ο Δαβίδ;)» [Ιω. 7, 42]. Εντού­τοις κανείς δεν Τον ονο­μά­ζει «Υόν βραμ» αλλά όλοι «Υόν ∆αυίδ», διό­τι όπως είπα προ­η­γου­μέ­νως ο Δαβίδ δια­τη­ρεί­το καλύ­τε­ρα στη μνή­μη όλων και εξαι­τί­ας του λίγου σχε­τι­κά χρό­νου από τον θάνα­τό του και εξαι­τί­ας της ενδό­ξου βασι­λεί­ας του.

Για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς και όσους τιμού­σαν ως βασι­λείς έπει­τα από αυτόν έδι­ναν σε αυτούς το όνο­μά του και αυτοί και ο Θεός. Και ο Ιεζε­κι­ήλ, ως γνω­στό, αλλά και άλλοι προ­φή­τες έλε­γαν ότι θα έλθει και θα ανα­στη­θεί προς χάριν του Δαβίδ. Δεν εννο­ού­σαν εκεί­νον που είχε πεθά­νει, αλλά τους ζηλω­τές της αρε­τής εκεί­νου. Αλλά και ο Θεός λέγει στον Εζε­κία: «Κα περα­σπι πρ τς πόλε­ως ταύ­της δι᾿ μ κα δι Δαυδ τν δολόν μου(:Εγώ θα υπε­ρα­σπί­σω την πόλη αυτήν για εμέ­να και προς χάριν του δού­λου μου Δαβίδ)»[Δ΄Βασ.19,34]· έλε­γε και στον Σολο­μών­τα επί­σης ότι «κα ο μ λάβω τν βασι­λεί­αν λην κ χειρς ατο, διό­τι ντι­τασ­σό­με­νος ντι­τά­ξο­μαι ατ πάσας τς μέρας τς ζως ατο, δι τν Δαυδ τν δολόν μου, ν ξελε­ξά­μην ατόν(:δεν θα αφαι­ρέ­σω όλο το βασί­λειό του από τα χέρια του, αλλά θα αντι­τα­χθώ υπέρ αυτού και θα δια­τη­ρή­σω αυτόν στην βασι­λεία του, για όσο χρό­νο ζει. Τού­το δε προς χάριν του δού­λου μου Δαυίδ, τον οποίο εγώ εξέ­λε­ξα ως βασι­λέα)»[Γ΄Βασ.11,34]. Είχε μεγά­λη δόξα ο Δαβίδ και πλη­σί­ον του Θεού και μετα­ξύ των ανθρώ­πων. Για τον λόγο αυτόν αρχί­ζει αμέ­σως από τον πιο γνω­στό και ανα­τρέ­χει στον πατέ­ρα· θεώ­ρη­σε περιτ­τό να ανα­φερ­θεί σε πιο μακρι­νό χρό­νο απευ­θυ­νό­με­νος προς Ιου­δαί­ους. Αυτοί οι δύο θαυ­μά­ζον­ταν περισ­σό­τε­ρο ο ένας ο προ­φή­της και βασι­λέ­ας(:ο Δαβίδ), ο άλλος ως πατριάρ­χης και προ­φή­της(:ο Αβρα­άμ).

Ίσως κάποιος να ρωτή­σει: «Πώς απο­δει­κνύ­ε­ται όμως ότι ο Ιησούς κατά­γε­ται από τον Δαβίδ; Διό­τι εάν γεν­νή­θη­κε μόνο από γυναί­κα, χωρίς τη συνερ­γα­σία ανδρός, πώς θα βεβαιω­θού­με ότι είναι από­γο­νος του Δαβίδ, αφού η Παρ­θέ­νος δεν έχει θέση στη γενε­α­λο­γία;».

Στο σημείο αυτό τίθεν­ται δύο ζητού­με­να· για ποιο λόγο η Παρ­θέ­νος δεν γενε­α­λο­γεί­ται και για­τί μνη­μο­νεύ­ε­ται από τους Ευαγ­γε­λι­στές ο Ιωσήφ, ο οποί­ος κανέ­να ρόλο δεν παί­ζει στη Γέν­νη­ση. Το δεύ­τε­ρο εκ πρώ­της όψε­ως φαί­νε­ται περιτ­τό, ενώ τα πρώ­το φαί­νε­ται σαν έλλει­ψη. Ποιο πρό­βλη­μα λοι­πόν είναι ανάγ­κη να ερευ­νή­σου­με πρώ­τα; Το πώς απο­δει­κνύ­ε­ται ότι η Παρ­θέ­νος κατά­γε­ται από τον Δαβίδ. Και πώς θα μάθου­με ότι είναι από­γο­νος του Δαβίδ; Άκου­σε λοι­πόν ποια εντο­λή δίνει ο Θεός στον Γαβρι­ήλ, να μετα­βεί «πρς παρθνον μεμνη­στευμνην νδρ, νομα ωσφ, ξ οκου κα πατρις ∆αυδ κα τ νομα τς παρ­θέ­νου Μαριάμ (: σε μία παρ­θέ­να κόρη που ήταν αρρα­βω­νια­σμέ­νη με έναν άντρα που λεγό­ταν Ιωσήφ. Η παρ­θέ­νος αυτή κόρη κατα­γό­ταν από τη γενιά του Δαβίδ, και το όνο­μά της ήταν Μαριάμ)»[Λουκ. 1, 27]. Ποια σαφέ­στε­ρη από­δει­ξη ζητείς από αυτήν, όταν ακούς ότι η Παρ­θέ­νος κατά­γε­ται από το γένος και την οικο­γέ­νεια του Δαβίδ;

Συνε­πώς από αυτό γίνε­ται φανε­ρό ότι και ο Ιωσήφ είχε την ίδια κατα­γω­γή, διό­τι, ως γνω­στόν, υπήρ­χε νόμος ο οποί­ος δεν επέ­τρε­πε να λαμ­βά­νει κανείς σύζυ­γο από άλλη φυλή, παρά μόνο από τη δικιά του. Αλλά και ο πατριάρ­χης Ιακώβ προ­έ­λε­γε ότι ο Ιησούς θα κατά­γε­ται από τη φυλή του Ιού­δα με τα εξής λόγια: «Οκ κλεψει ρχων ξ οδα, οδ γομενος κ τν μηρν ατο,ως ν λθ πκει­ται· κα ατς προσ­δοκα θνν (: Δεν θα εκλεί­ψει άρχον­τας από τη φυλή του Ιού­δα και αρχη­γός από τη γενιά του, μέχρις ότου έλθει Εκεί­νος, στα χέρια του Οποί­ου από­κειν­ται οι εξου­σί­ες· και Αυτός θα είναι η ελπί­δα και η προ­σμο­νή των λαών, ο Μεσ­σί­ας)»[Γέν. 49, 10].

Η προ­φη­τεία αυτή βέβαια φανε­ρώ­νει ότι κατά­γε­ται από τη φυλή του Ιού­δα, αλλά δεν απο­δει­κνύ­ει ακό­μη ότι ανή­κει στο γένος του Δαβίδ. Μα μήπως στη φυλή του Ιού­δα υπήρ­χε ένα μόνο γένος, δηλα­δή το γένος του Δαβίδ; Όχι βέβαια. Αντί­θε­τα υπήρ­χαν και πολ­λά άλλα γένη. Και συνέ­βαι­νε κάποιος να κατά­γε­ται μεν από την φυλή του Ιού­δα, χωρίς όμως να ανή­κει στο γένος του Δαβίδ. Αλλά για να μην υπο­στη­ρί­ζεις αυτό το πράγ­μα, σου αφαί­ρε­σε αυτήν την υπο­ψία ο Ευαγ­γε­λι­στής, όταν είπε ότι κατά­γε­ται από το γένος και την οικο­γέ­νεια του Δαβίδ.

Αν όμως θέλεις να πει­σθείς περί αυτού με δια­φο­ρε­τι­κό συλ­λο­γι­σμό, δε θα δυσκο­λευ­τώ να σου παρου­σιά­σω και άλλη μία από­δει­ξη. Λοι­πόν, δεν απα­γο­ρευό­ταν μόνο να λάβουν σύζυ­γο από άλλη φυλή, αλλά και από άλλη οικο­γέ­νεια, μη συγ­γε­νι­κή δηλα­δή. Συνε­πώς εάν τη φρά­ση «από το γένος και την οικο­γέ­νεια του Δαβίδ» την απο­δώ­σου­με στην Παρ­θέ­νο, ευστα­θεί η έκφρα­ση, εάν όμως την απο­δώ­σου­με στον Ιωσήφ, πάλι το ίδιο επι­τυγ­χά­νου­με. Πραγ­μα­τι­κά, εάν ο Ιωσήφ κατα­γό­ταν από το γένος και την οικο­γέ­νεια του Δαβίδ, δεν θα μπο­ρού­σε να λάβει σύζυ­γο από άλλο γένος, παρά μόνο από εκεί­νο που και ο ίδιος κατα­γό­ταν.

Ναι, αλλά αν δεν συμ­μορ­φώ­θη­κε στο νόμο αυτό; Μα γι’ αυτό ακρι­βώς πρό­φτα­σε και δια­βε­βαί­ω­σε ο ευαγ­γε­λι­στής ότι ο Ιωσήφ ήταν δίκαιος[πρβλ. Ματθ.1,19:«ωσφ δ νρ ατς, δίκαιος ν κα μ θέλων ατν παρα­δειγ­μα­τί­σαι, βου­λή­θη λάθρα πολσαι ατήν(:Κι ο Ιωσήφ ο αρρα­βω­νια­στι­κός της, όταν αντι­λή­φτη­κε την εγκυ­μο­σύ­νη, επει­δή ήταν ενά­ρε­τος και αγα­θός και δεν ήθε­λε να τη δια­πομ­πεύ­σει για δημό­σιο παρα­δειγ­μα­τι­σμό, σκέ­φτη­κε να της δώσει μυστι­κά δια­ζύ­γιο)»], ώστε να μην υπο­στη­ρί­ζεις την άπο­ψη αυτή, αλλά, αφού πλη­ρο­φο­ρη­θείς την αρε­τή του, να κατα­λά­βεις και αυτό, ότι δηλα­δή, δεν ήταν δυνα­τόν να παρα­βεί τον νόμο· διό­τι πώς μπο­ρού­σε να γίνει παρα­βά­της του νόμου χάριν της ηδο­νής, αυτός, που δια­κρι­νό­ταν για τη μεγά­λη του φιλαν­θρω­πία και ήταν απαλ­λαγ­μέ­νος από κάθε πάθος, τη στιγ­μή που δε θέλη­σε να τιμω­ρή­σει την παρ­θέ­νο, μολο­νό­τι η υπο­ψία τον προ­ω­θού­σε σε αυτό; Επί­σης, αυτός που σκέ­φθη­κε ανώ­τε­ρα από τον νόμο (διό­τι το να την αφή­σει ελεύ­θε­ρη, και μάλι­στα να την απε­λευ­θε­ρώ­σει κρυ­φά, είναι γνώ­ρι­σμα ανθρώ­που σκε­πτό­με­νου ανώ­τε­ρα από τον νόμο), πώς ήταν δυνα­τόν να δια­πρά­ξει κάτι παρά­νο­μο, όταν μάλι­στα, δεν τον υπο­χρέ­ω­νε καμία αιτία;

Επο­μέ­νως το ότι η Παρ­θέ­νος κατα­γό­ταν από το γένος του Δαβίδ απο­δει­κνύ­ε­ται ολο­φά­νε­ρα από τα παρα­πά­νω. Είναι, όμως, ανάγ­κη να πού­με στη συνέ­χεια για ποιο λόγο δεν παρέ­θε­σε την γενε­α­λο­γία της Παρ­θέ­νου, αλλά γενε­α­λό­γη­σε τον Ιωσήφ μόνο. Για ποιο λόγο, λοι­πόν; Διό­τι δεν υπήρ­χε νόμος στους Ιου­δαί­ους να γενε­α­λο­γούν­ται οι γυναί­κες. Για να συμ­μορ­φω­θεί όμως προς τη συνή­θεια και να μη δώσει την εντύ­πω­ση ότι από το προ­οί­μιο ακό­μη την παρα­βαί­νει, γι’ αυτό και απο­σιώ­πη­σε τους προ­γό­νους της και έδω­σε την γενε­α­λο­γία του Ιωσήφ. Αν όμως έκα­νε αυτό για την Παρ­θέ­νο, θα έδι­νε την εντύ­πω­ση ότι και­νο­το­μεί. Εάν πάλι αγνο­ού­σε εντε­λώς τον Ιωσήφ, δε θα ήμα­σταν σε θέση να πλη­ρο­φο­ρη­θού­με τους προ­γό­νους της. Συνε­πώς με σκο­πό να μάθου­με ποια ήταν η Μαρία και από ποιους κατα­γό­ταν, αλλά συγ­χρό­νως να μεί­νει αμε­τα­κί­νη­τη και η επι­τα­γή του νόμου, γενε­α­λό­γη­σε τον μνη­στή­ρα και μας απέ­δει­ξε ότι κατά­γε­ται από το γένος του Δαβίδ. Αφού όμως απο­δεί­χθη­κε αυτό, απο­δεί­χθη­κε συγ­χρό­νως και εκεί­νο, ότι δηλα­δή και η Παρ­θέ­νος κατα­γό­ταν από το ίδιο γένος, καθό­σον, όπως παρα­πά­νω ανέ­φε­ρα, ο δίκαιος Ιωσήφ δε θα δεχό­ταν να λάβει σύζυ­γο από δια­φο­ρε­τι­κή οικο­γέ­νεια.

Είναι δυνα­τόν να ανα­φέ­ρου­με και άλλο λόγο περισ­σό­τε­ρο μυστι­κό, για τον οποίο απο­σιω­πή­θη­καν οι πρό­γο­νοι της παρ­θέ­νου. Την αιτία αυτήν δεν είναι ώρα να την απο­κα­λύ­ψου­με, επει­δή είναι πολ­λά όσα έχουν ειπω­θεί. Για τον λόγο αυτόν, ας στα­μα­τή­σου­με εδώ τον λόγο για τα ζητή­μα­τα αυτά και ας κρα­τή­σου­με στο εξής με ακρί­βεια όσα απο­κα­λύ­ψα­με σε σας. Το για­τί π.χ. μνη­μό­νευ­σε τον Δαβίδ πρώ­τα, για­τί απο­κά­λε­σε το σύγ­γραμ­μά του «Βίβλον γενέ­σε­ως», για­τί είπε «το ησο Χρι­στο», πώς η γέν­νη­ση είναι και δεν είναι κοι­νή, από πού φάνη­κε ότι η Μαρία προ­έρ­χε­ται από το γένος του Δαβίδ και για ποιο λόγο περι­λή­φθη­κε στη γενε­α­λό­γη­ση του Ιωσήφ, ενώ απο­σιω­πή­θη­καν οι δικοί της οι πρό­γο­νοι.

Βρι­σκό­μα­στε στην τρί­τη ομι­λία της σει­ράς αυτής και δεν κατορ­θώ­σα­με ακό­μη να ολο­κλη­ρώ­σου­με την εξέ­τα­ση του προ­οι­μί­ου. Δεν έκα­να επο­μέ­νως λάθος, όταν έλε­γα ότι το περιε­χό­με­νό του είναι από τη φύση του πολύ βαθύ. Εμπρός λοι­πόν, ας ασχο­λη­θού­με σήμε­ρα με τα αμέ­σως επό­με­να.

Τι είναι λοι­πόν εκεί­νο, που θα εξε­τά­σου­με τώρα; Το εξής: για ποιο λόγο περι­λαμ­βά­νε­ται στο γενε­α­λο­γι­κό δέν­δρο του Χρι­στού ο Ιωσήφ, αφού δεν συνέ­βα­λε καθό­λου στην γέν­νη­ση. Σε προ­η­γού­με­νη ομι­λία ανέ­φε­ρα ήδη μια αιτία. Είναι όμως απα­ραί­τη­το να σας εκθέ­σω και την άλλη, η οποία είναι περισ­σό­τε­ρο μυστι­κή και απόρ­ρη­τη από την προ­η­γού­με­νη. Ποια είναι αυτή; Το ότι ο ευαγ­γε­λι­στής δεν ήθε­λε να απο­κα­λύ­ψει στους Ιου­δαί­ους, τη στιγ­μή ακρι­βώς που η Εκκλη­σία βρι­σκό­ταν στην αρχή της ιδρύ­σε­ώς της, ότι ο Χρι­στός γεν­νή­θη­κε εκ Παρ­θέ­νου. Μην ταράσ­σε­στε, όμως, για το παρά­δο­ξο αυτού που λέγε­ται· διό­τι δεν είναι δική μου γνώ­μη, αλλά των απο­στο­λι­κών Πατέ­ρων μας, οι οποί­οι υπήρ­ξαν θαυ­μα­στοί και περί­φη­μοι άνδρες[Απο­στο­λι­κοί Πατέ­ρες ονο­μά­ζον­ται ιστο­ρι­κά και γραμ­μα­το­λο­γι­κά οι εκκλη­σια­στι­κοί εκεί­νοι συγ­γρα­φείς του 2ου αι. π.Χ. Βαρ­νά­βας, Κλή­μης ο Ρώμης, Ιγνά­τιος ο Θεο­φό­ρος, Πολύ­καρ­πος Σμύρ­νης, ο Ερμάς και ο Παπί­ας. Έζη­σαν και έδρα­σαν ευθύς μετά τους Απο­στό­λους, δηλα­δή κατά τα τέλη του πρώ­του αιώ­να και το πρώ­το μισό του δευ­τέ­ρου].

Πραγ­μα­τι­κά, εάν πολ­λά γεγο­νό­τα ο ίδιος ο Ιησούς τα παρου­σί­α­σε συνε­σκια­σμέ­να από την αρχή, όπως όταν ονό­μα­ζε τον εαυ­τό Του «Υιό του ανθρώ­που», και δεν μας φανέ­ρω­σε καθα­ρά σε κάθε περί­πτω­ση την ισό­τη­τά Του προς τον Πατέ­ρα, για­τί παρα­ξε­νεύ­ε­σαι, εάν και τότε το απέ­κρυ­ψε αυτό, οικο­νο­μών­τας κάποιο θαυ­μα­στό και μέγα γεγο­νός; «Και ποιο ήταν άξιο θαυ­μα­σμού;», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος ίσως. Το να δια­σω­θεί η Παρ­θέ­νος και να απαλ­λα­γεί από την πονη­ρή υπο­ψία.

Διό­τι, εάν απο­κα­λυ­πτό­ταν αυτό από την αρχή στους Ιου­δαί­ους, ασφα­λώς θα θανά­τω­ναν με λιθο­βο­λι­σμό την Παρ­θέ­νο, κακο­ποιών­τας την εξαι­τί­ας της απο­κα­λύ­ψε­ως αυτής, και θα την κατα­δί­κα­ζαν για μοι­χεία. Εάν για άλλες πρά­ξεις του Κυρί­ου, για τις οποί­ες πολ­λές φορές είχαν αντί­στοι­χα παρα­δείγ­μα­τα από την Παλαιά Δια­θή­κη, συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ταν φανε­ρά με αναί­δεια( έτσι π.χ. επει­δή εξε­δί­ω­κε τους δαί­μο­νες Τον ονό­μα­ζαν δαι­μο­νι­σμέ­νο και επει­δή θερά­πευε κατά την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του, Τον θεω­ρού­σαν εχθρό του Θεού, μολο­νό­τι βέβαια πολ­λές φορές στο παρελ­θόν είχε κατα­λυ­θεί η αργία του Σαβ­βά­του) σκέ­ψου τι υπάρ­χει, το οποίο δεν θα το υπο­στή­ρι­ζαν, εάν και αυτό απο­κα­λυ­πτό­ταν;

Είχαν βέβαια ως συμ­πα­ρα­στά­τη στους ισχυ­ρι­σμούς τους ολό­κλη­ρο το παρελ­θόν, κατά τη διάρ­κεια του οποί­ου δεν είχε παρου­σια­στεί παρό­μοιο γεγο­νός πριν από αυτό. Αφού, λοι­πόν, ύστε­ρα ακό­μη κι από τόσα πολ­λά θαύ­μα­τα θεω­ρού­σαν τον Ιησού ως υιό του Ιωσήφ, πώς ήταν δυνα­τόν να πιστεύ­ουν πριν καν δουν θαύ­μα­τα ότι γεν­νή­θη­κε από Παρ­θέ­νο; Για τον λόγο αυτό και γενε­α­λο­γεί­ται ο Ιωσήφ και μνη­στεύ­ε­ται την Παρ­θέ­νο. Όταν όμως ακό­μη και ο ίδιος ο Ιωσήφ, ο οποί­ος ήταν δίκαιος και αξιο­θαύ­μα­στος άνθρω­πος, χρειά­στη­κε πολ­λές απο­δεί­ξεις, δηλα­δή και την εμφά­νι­ση του αγγέ­λου και την απο­κά­λυ­ψη μέσω των ονεί­ρων, καθώς και τη μαρ­τυ­ρία των προ­φη­τών για να παρα­δε­χθεί το συμ­βάν, πώς ήταν δυνα­τόν να παρα­δε­χθούν την ιδέα αυτή οι Ιου­δαί­οι, οι οποί­οι ήσαν πονη­ροί και διε­φθαρ­μέ­νοι και διέ­κειν­το τόσο εχθρι­κά απέ­ναν­τι στον Ιησού; Οπωσ­δή­πο­τε θα τους έφερ­νε μεγά­λη σύγ­χυ­ση το παρά­δο­ξο και πρω­το­φα­νές αυτό γεγο­νός και ακό­μη το ότι δεν είχαν, έστω και μία προ­φο­ρι­κή μαρ­τυ­ρία από τους προ­γό­νους τους ότι συνέ­βη κάτι παρό­μοιο στην επο­χή τους.

Εκεί­νος, όμως, ο οποί­ος μια φορά θα πίστευε ότι ο Ιησούς είναι Υιός του Θεού, δεν θα δια­τύ­πω­νε πλέ­ον αμφι­βο­λί­ες για τον τρό­πο της γεν­νή­σε­ως. Όποιος όμως θεω­ρεί Αυτόν πλά­νο και ασε­βή, πώς είναι δυνα­τόν να μη σκαν­δα­λι­σθεί περισ­σό­τε­ρο από τη γέν­νη­ση και να μην οδη­γη­θεί προς εκεί­νη την υπο­ψία; Επο­μέ­νως γι’ αυτό και οι από­στο­λοι δεν δια­κη­ρύσ­σουν αμέ­σως το γεγο­νός αυτό της εκ Παρ­θέ­νου γεν­νή­σε­ως του Κυρί­ου από την αρχή· μιλούν ωστό­σο κυρί­ως συνε­χώς και ανα­φέ­ρουν πολ­λά για την ανά­στα­ση, επει­δή υπήρ­χαν πολ­λά παρα­δείγ­μα­τα γι’ αυτήν από το παρελ­θόν, μολο­νό­τι, βέβαια, δεν ήσαν απο­λύ­τως όμοια με αυτή. Το ότι όμως γεν­νή­θη­κε από Παρ­θέ­νο δεν το ανα­φέ­ρουν συνε­χώς.

Μα ούτε και η ίδια η Μητέ­ρα τόλ­μη­σε να δώσει δημο­σιό­τη­τα σε αυτό το γεγο­νός. Κοί­τα­ξε, λοι­πόν, τι λέγει η Παρ­θέ­νος και προς τον ίδιο τον Ιησού: «δο γ κα πατρ σου ζητομν σε(:Ο πατέ­ρας σου και εγώ σε ζητού­σα­με με μεγά­λη ανη­συ­χία)»[Λουκ. 2,48]. Συνε­πώς εάν δε γινό­ταν πιστευ­τό αυτό, δεν θα γινό­ταν βέβαια πιστευ­τό και ότι είναι από­γο­νος του Δαβίδ. Εάν πάλι, δεν γινό­ταν πιστευ­τό αυτό, θα προ­έ­κυ­πταν στη συνέ­χεια και πολ­λά άλλα κακά[όπως π.χ. εκεί­νο το οποίο ανα­φέ­ρει ο Ευαγ­γε­λι­στής: «λλοι λεγον· οτός στιν Χρι­στός· λλοι λεγον· μ γρ κ τς Γαλι­λαί­ας Χριστς ρχε­ται; οχ γραφ επεν τι κ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ΐδ κα π Βηθλεμ τς κώμης, που ν Δαυ­ΐδ, Χριστς ρχε­ται;(:Άλλοι έλε­γαν: “Αυτός είναι ο Μεσ­σί­ας Χρι­στός”. Άλλοι έλε­γαν: ‘’Δεν είναι δυνα­τόν να είναι ο Μεσ­σί­ας· διό­τι μήπως ο Μεσ­σί­ας είναι να έρθει από τη Γαλι­λαία; Δεν είπε η Αγία Γρα­φή ότι ο Μεσ­σί­ας Χρι­στός θα προ­έρ­χε­ται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλε­έμ, όπου γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε ο Δαβίδ;’’)»[Ιω.7,42]]. Για τον ίδιο λόγο, ούτε και οι άγγε­λοι ανα­κοι­νώ­νουν σε όλους αυτό, παρά μόνο στη Μαρία και τον Ιωσήφ το απο­κα­λύ­πτουν, ενώ, όταν γνω­στο­ποιού­σαν τη Γέν­νη­ση στους ποι­μέ­νες, δεν πρό­σθε­σαν και το χαρα­κτη­ρι­στι­κό της αυτό.

Αλλά για ποια αιτία, ενώ όταν μνη­μό­νευ­σε τον Αβρα­άμ και ανέ­φε­ρε ότι απέ­κτη­σε ως γιο του τον Ισα­άκ και ότι ο Ισα­άκ στη συνέ­χεια απέ­κτη­σε τον Ιακώβ, δεν ανέ­φε­ρε και τους αδελ­φούς του[:αδερ­φοί του Αβρα­άμ ήταν ο Ναχώρ και ο Ααρών, ενώ του Ιακώβ αυτός που παρα­κά­τω ανα­φέ­ρε­ται, ο Ησαύ], ενώ όταν έφθα­σε στον Ιακώβ, μνη­μό­νευ­σε και τον Ιού­δα και τους αδελ­φούς του; Μερι­κοί, λοι­πόν, υπο­στη­ρί­ζουν ότι απο­σιώ­πη­σε τον Ησαύ εξαι­τί­ας του κακού του χαρα­κτή­ρα και των προ­η­γού­με­νων πονη­ρών ενερ­γειών του. Εγώ, όμως, δεν θα δεχθώ την άπο­ψη αυτή· διό­τι εάν συνέ­βαι­νε αυτό, τότε για­τί λίγο παρα­κά­τω ανέ­φε­ρε τέτοιας χαμη­λής ηθι­κής υπό­στα­σης γυναί­κες στη γενε­α­λο­γία Του; Πραγ­μα­τι­κά, από τα αντί­θε­τα απο­δει­κνύ­ε­ται εδώ η δόξα του Ιησού, δηλα­δή, δεν δοξά­ζε­ται επει­δή είχε μεγά­λους προ­γό­νους, αλλά επει­δή κατα­γό­ταν από μικρούς και αφα­νείς. Διό­τι στον διά­ση­μο προσ­δί­δει μεγά­λη δόξα το να κατορ­θώ­σει να ταπει­νω­θεί πάρα πολύ.

Μα για­τί λοι­πόν δεν τους ανέ­φε­ρε; Επει­δή εκεί­νοι δεν είχαν τίπο­τε το κοι­νό με το γένος των Ισραη­λι­τών, δηλα­δή οι Σαρα­κη­νοί, οι Ισμαη­λί­τες και οι Άρα­βες και όσοι κατά­γον­ταν από τους προ­γό­νους αυτούς. Ώστε γι’ αυτό τους απο­σιώ­πη­σε, αλλά σπεύ­δει να ανα­φέ­ρει τους προ­γό­νους του Ιησού και του ιου­δαϊ­κού λαού. Γι’ αυτό λέγει: «ακβ δ γννη­σε τν οδαν κα τος δελ­φος ατο». Στο σημείο λοι­πόν αυτό χαρα­κτη­ρί­ζε­ται το υπό­λοι­πο γένος των Ιου­δαί­ων.

«οδας δ γννη­σε τν Φαρς κα τν Ζαρ κ τς Θμαρ». Τι επι­διώ­κεις, άνθρω­πε, υπεν­θυ­μί­ζον­τας ιστο­ρία, η οποία περιέ­χει παρά­νο­μη συνου­σία; Και για­τί το λέγει αυτό; Ασφα­λώς, εάν κάποιος κατέ­γρα­ψε την γενε­α­λο­γία ανθρώ­που κατα­γό­με­νου από ασή­μαν­το γένος, ήταν φυσι­κό να απέ­κρυ­πτε αυτά τα γεγο­νό­τα. Τώρα, όμως, που γενε­α­λο­γεί τον Σαρ­κω­θέν­τα Θεό, όχι μόνο δεν πρέ­πει να απο­σιω­πά αυτά, αλλά αντι­θέ­τως, πρέ­πει να τα φέρει στη δημο­σιό­τη­τα, για να απο­δεί­ξει την πρό­νοια και την δύνα­μη Αυτού· διό­τι γι’ αυτόν ακρι­βώς τον σκο­πό κατήλ­θε ο Κύριος στη γη, όχι βέβαια για να απο­φύ­γει τις δικές μας αμαρ­τί­ες, αλλά για να τις εξα­φα­νί­σει. Όπως ακρι­βώς προ­κα­λεί τον θαυ­μα­σμό, όχι επει­δή πέθα­νε, αλλά επει­δή υπέ­στη σταυ­ρι­κό θάνα­το.(Είναι, βέβαια, επο­νεί­δι­στος αυτός ο θάνα­τος, αλλά όσο πιο επο­νεί­δι­στος είναι, τόσο πιο φιλάν­θρω­πο απο­δει­κνύ­ει τον Ιησού).

Το ίδιο είναι δυνα­τόν να λεχθεί και για τη Γέν­νη­ση. Δεν είναι, δηλα­δή, δίκαιο να θαυ­μά­ζου­με Αυτόν μόνο επει­δή περιε­βλή­θη το σώμα και έγι­νε άνθρω­πος, αλλά και επει­δή κατα­δέ­χθη­κε να έχει αυτού του είδους τους συγ­γε­νείς, χωρίς σε καμία περί­πτω­ση να αισθαν­θεί ντρο­πή για τα δικά μας κακά. Και αυτό το δια­κή­ρυσ­σε από την ίδια την αρχή της γεν­νή­σε­ως ότι δηλα­δή, για κανέ­να από τα δικά μας δεν ντρέ­πε­ται, διδά­σκον­τας και εμάς με το παρά­δειγ­μά Του να μη νιώ­θου­με ντρο­πή για την κακία των προ­γό­νων μας, αλλά ένα μόνο να επι­θυ­μού­με δια­κα­ώς, την αρε­τή.

Διό­τι, αφού δεν είναι δυνα­τόν να ζημιω­θεί ο ενά­ρε­τος έστω και αν η μητέ­ρα του είναι αλλό­φυ­λη, έστω και αν είναι πόρ­νη, έστω και αν είναι οτι­δή­πο­τε άλλο· διό­τι, αφού δεν είναι καθό­λου προ­σβλη­τι­κή για τον ίδιο τον πόρ­νο που μετα­νόη­σε η προ­η­γού­με­νη ζωή του, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν είναι δυνα­τόν να είναι ενο­χλη­τι­κή για τον ενά­ρε­το η ανη­θι­κό­τη­τα των προ­γό­νων του, επει­δή η μητέ­ρα του ήταν πόρ­νη και μοι­χα­λί­δα. Και τα έκα­νε αυτά όχι μόνο για να διδά­ξει εμάς, αλλά και για να δαμά­σει τον εγωι­σμό των Ιου­δαί­ων. Επει­δή δηλα­δή αδια­φο­ρού­σαν για τις ψυχι­κές τους αρε­τές και πρό­βαλ­λαν παν­τού την αρε­τή του Αβρα­άμ με την εσφαλ­μέ­νη σκέ­ψη ότι μπο­ρούν να στη­ρί­ζον­ται στην αρε­τή των προ­γό­νων τους, τους διδά­σκει εξαρ­χής ότι πρέ­πει να καυ­χό­μα­στε όχι για τους προ­γό­νους μας, αλλά για τα δικά μας κατορ­θώ­μα­τα.

Εκτός από αυτό επι­διώ­κει και κάτι άλλο, να δεί­ξει ότι όλοι είναι αμαρ­τω­λοί, ακό­μη και οι πρό­γο­νοί τους. Ο πατριάρ­χης τους, από τον οποίο πήραν και το εθνι­κό τους όνο­μα, είναι γνω­στό ότι υπέ­πε­σε σε μεγά­λη αμαρ­τία· διό­τι παρου­σιά­ζε­ται η Θάμαρ και τον κατη­γο­ρεί για την πορ­νεία του. Και ο Δαβίδ επί­σης απέ­κτη­σε τον Σολο­μών­τα από γυναί­κα με την οποία περιέ­πε­σε στην πορ­νεία, τη Βηρ­σα­βεέ. Και αφού δεν κατόρ­θω­σαν οι σπου­δαί­οι να μην παρα­βούν τον μωσαϊ­κό νόμο, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν το κατόρ­θω­σαν οι ασή­μαν­τοι. Και αφού τον παρέ­βαι­ναν, ήσαν αμαρ­τω­λοί όλοι και ήταν αναγ­καία η εναν­θρώ­πη­ση του Χρι­στού.

Για τον λόγο αυτόν ανέ­φε­ρε και τους δώδε­κα πατριάρ­χες, για να αμβλύ­νει πάλι με αυτόν τον τρό­πο τον εγωι­σμό τους για την κατα­γω­γή τους από σπου­δαί­ους προ­γό­νους· διό­τι πολ­λοί από αυτούς είχαν γεν­νη­θεί από μητέ­ρες δού­λες. Αλλά η κοι­νω­νι­κή δια­φο­ρά των γονέ­ων δεν έγι­νε αιτία δια­φο­ράς και των παι­διών, διό­τι ήσαν όλοι εξί­σου και πατριάρ­χες και φύλαρ­χοι. Διό­τι η Εκκλη­σία μας υπε­ρέ­χει σε αυτό. Αυτή έχει την πρω­το­κα­θε­δρία για την αξιο­λό­γη­ση της αρε­τής μας, επει­δή έχει ως πρό­τυ­πο όσα συμ­βαί­νουν στους ουρα­νούς. Επο­μέ­νως, αν είσαι δού­λος ή ελεύ­θε­ρος, δεν έχεις ούτε κέρ­δος ούτε ζημία από αυτό, αλλά υπάρ­χει ένας όρος απα­ρά­βα­τος, η ψυχι­κή διά­θε­ση και ο χαρα­κτή­ρας σου.

Εκτός από όσα είπα­με, υπάρ­χει και κάτι άλλο, για το οποίο ανα­φέ­ρει αυτήν την ιστο­ρία. Δεν ανέ­φε­ρε δηλα­δή χωρίς λόγο εκτός από τον Φαρές, και τον Ζαρά· διό­τι, αφού ανα­φέ­ρει τον Φαρές, από τον οποίο θα γενε­α­λο­γού­σε τον Χρι­στό, δε χρεια­ζό­ταν και ήταν περιτ­τό να ανα­φέ­ρει και τον Ζαρά. Για­τί λοι­πόν τον ανέ­φε­ρε; Όταν ήλθε η ώρα να τους γεν­νή­σει η Θάμαρ και άρχι­σε ο τοκε­τός, έβγα­λε πρώ­τος το χέρι ο Ζαρά. Μόλις το είδε η μαμή, το έδε­σε με κάτι κόκ­κι­νο, για να γνω­ρί­ζουν το πρώ­το από τα παι­διά. Αλλά μόλις το έδε­σε τρά­βη­ξε το παι­δί το χέρι του και μόλις το τρά­βη­ξε, προ­η­γή­θη­κε ο Φαρές και ακο­λού­θη­σε ο Ζαρά. Όταν τα είδε αυτά η μαμή, είπε: «Τί διε­κό­πη δι σ φραγ­μός;(: Για­τί έφυ­γε από το μέσο ο φραγ­μός του προ­η­γου­μέ­νου αδελ­φού και άνοι­ξε για σένα ο δρό­μος;)»[Γέν.38,29].Βλέπεις πόσο παρά­ξε­νος είναι αυτός ο υπαι­νιγ­μός; Και ασφα­λώς δεν είναι τυχαία η ανα­γρα­φή του. Δεν έχει δηλα­δή σκο­πό η διή­γη­ση να μας κάνει γνω­στό τι είπε η μαμή. Ούτε έχει σκο­πό να μας μάθει ότι έβγα­λε πρώ­τος το χέρι του ο δεύ­τε­ρος.

Ποιο είναι λοι­πόν το βαθύ­τε­ρο νόη­μα; Την πρώ­τη απάν­τη­ση στο ερώ­τη­μα μας τη δίνει το όνο­μα του παι­διού· διό­τι Φαρές σημαί­νει διαί­ρε­ση και δια­κο­πή. Τη δεύ­τε­ρη μας τη δίνει το ίδιο το περι­στα­τι­κό. Διό­τι δεν ήταν φυσι­κό να βγά­λει το χέρι του και να το απο­σύ­ρει πάλι μόλις το έδε­σαν. Η κίνη­ση λοι­πόν αυτή δεν οφει­λό­ταν ούτε σε λογι­κή σκέ­ψη ούτε σε φυσι­κή κατά­στα­ση. Ίσως βέβαια να είναι φυσι­κό να προ­πο­ρευ­τεί το χέρι του ενός και να γεν­νη­θεί πρώ­τος ο άλλος. Δεν είναι όμως σύμ­φω­νο προς όσα συμ­βαί­νουν κατά τη γέν­νη­ση να απο­σύ­ρει το χέρι του και να αφή­σει τον άλλο να περά­σει. Αλλά βρι­σκό­ταν εκεί, κον­τά στα παι­διά, η χάρις του Θεού, ρύθ­μι­ζε όσα γίνον­ταν και σχε­δόν μας ζωγρά­φι­ζε με αυτόν τον τρό­πο την εικό­να όσων επρό­κει­το να συμ­βούν.

Τι σημαί­νουν λοι­πόν αυτά; Μερι­κοί από εκεί­νους που εξέ­τα­σαν με προ­σο­χή αυτά τα πράγ­μα­τα, λένε ότι αυτά τα παι­διά συμ­βο­λί­ζουν τους δύο λαούς. Έπει­τα λένε ότι δεν παρου­σιά­στη­κε το παι­δί ολό­κλη­ρο, αλλά το χέρι του τεν­τω­μέ­νο, και το απέ­συ­ρε μετά από λίγο, για να μάθεις ότι ακτι­νο­βό­λη­σε πρώ­τα ο δεύ­τε­ρος λαός με τον τρό­πο ζωής του και ακο­λού­θη­σε ο πρώ­τος λαός. Γεν­νή­θη­κε λοι­πόν ο πρώ­τος αδελ­φός μετά τη γέν­νη­σή του δευ­τέ­ρου. Αυτό συνέ­βη και με τους δύο λαούς. Κατά τους χρό­νους δηλα­δή του Αβρα­άμ[:ο Αβρα­άμ τοπο­θε­τεί­ται ιστο­ρι­κώς μετα­ξύ του 23ου και 20ού π.Χ. Ο Μωυ­σής τον 13ο αι. π.Χ.] εμφα­νί­ζε­ται η εκκλη­σια­στι­κή πολι­τεία, η οποία όμως παρή­κμα­σε εν τω μετα­ξύ και παρου­σιά­στη­κε ο ιου­δαϊ­κός λαός και ο μωσαϊ­κός νόμος και τότε έχου­με την εμφά­νι­ση ολό­κλη­ρου του νέου λαού και των νόμων του. Για τον λόγο αυτόν είπε η μαία: «Τί διε­κό­πη δι σ φραγ­μός;». Διό­τι ήλθε εν τω μετα­ξύ ο μωσαϊ­κός νόμος και έθε­σε φραγ­μό στον ασύ­δο­το τρό­πο ζωής των Ισραη­λι­τών.

Η Αγία Γρα­φή ονο­μά­ζει πράγ­μα­τι πολύ συχνά φραγ­μό τον νόμο. Και ο προ­φή­της ομι­λεί ως εξής: «Καθελες τν φραγμν ατς κα τρυγσιν ατν πάν­τες ο παρα­πο­ρευό­με­νοι τν δόν(:Για­τί τώρα γκρέ­μι­σες τον φρά­κτη που ολό­γυ­ρα την περιέ­βα­λε, την προ­στα­σία σου, ώστε όλοι οι διερ­χό­με­νοι από την οδό δια­βά­τες να τρυ­γούν τους καρ­πούς της;)»[Ψαλμ.79,13]. Και «φραγμν περιέ­θη­κα(:έστη­σα ολό­γυ­ρα φρά­κτη)»[Ησ.5,2]. Και ο Παύ­λος: «Ατς γάρ στιν ερήνη μν, ποι­ή­σας τ μφό­τε­ρα ν κα τ μεσό­τοι­χον το φραγ­μο λύσας(:διό­τι Αυτός είναι η ειρή­νη όλων μας, ο οποί­ος τον Ιου­δαϊ­σμό και τον Εθνι­σμό, τους δύο αντι­μα­χό­με­νους αυτούς κόσμους, τους έκα­νε ένα. Αυτός γκρέ­μι­σε και κατέ­λυ­σε τον τοί­χο που δημιουρ­γού­σε ο φραγ­μός του νόμου που ορθω­νό­ταν ανά­με­σα στους δύο λαούς και τους χώρι­ζε)»[Εφ.2,14].

Άλλοι πάλι λένε ότι με τη φρά­ση «τί διε­κό­πη δι σ φραγ­μός;» γίνε­ται υπαι­νιγ­μός για τον νέο λαό· διό­τι Αυτός είναι που ήλθε και κατάρ­γη­σε τον νόμο.

Βλέ­πεις ότι δεν είναι λίγοι και ασή­μαν­τοι οι λόγοι, για τους οποί­ους ανα­φέ­ρει τη Ρουθ[:η Ρουθ ήταν Μωα­βί­τισ­σα. Η παρο­χή βοή­θειας από αυτήν στους Ισραη­λί­τες κατα­σκό­πους θεω­ρή­θη­κε ως ανα­γνώ­ρι­ση και υπο­τα­γή των ειδω­λο­λα­τρών στο θέλη­μα του ενός και αλη­θι­νού Θεού των Ισραη­λι­τών] και τη Ραάβ, από τις οποί­ες η πρώ­τη ήταν από άλλη φυλή και η δεύ­τε­ρη ήταν πόρ­νη, για να βεβαιω­θείς ότι ήλθε για να εξα­λεί­ψει όλες τις κακί­ες μας· διό­τι ήρθε για να δια­δρα­μα­τί­σει ρόλο ιατρού και όχι δικα­στού. Όπως λοι­πόν εκεί­νοι πήραν πόρ­νες για γυναί­κες τους, έτσι πήρε και ο Θεός και προ­στά­τε­ψε την ανθρω­πό­τη­τα, που είχε γίνει πόρ­νη και ανή­θι­κη. Μερι­κοί προ­φή­τες μάλι­στα λένε ότι αυτό έγι­νε παλιό­τε­ρα στην εκκλη­σία των Ισραη­λι­τών, τη συνα­γω­γή. Αλλά εκεί­νη απο­δεί­χτη­κε αχά­ρι­στη προς τον προ­στά­τη της. Η Εκκλη­σία μας αντί­θε­τα απαλ­λά­χτη­κε ορι­στι­κά από τις προ­γο­νι­κές αμαρ­τί­ες και παρα­μέ­νει ακλό­νη­τα πιστή στον Νυμ­φίο της.

Πρό­σε­ξε λοι­πόν ότι, όσα συνέ­βη­σαν με την Ρουθ, είναι όμοια με τα δικά μας. Εκεί­νη δηλα­δή ήταν αλλό­φυ­λη και είχε καταν­τή­σει πολύ πτω­χή. Όταν την είδε όμως ο Βοόζ, δεν έλα­βε υπό­ψη την ανέ­χειά της ούτε θεώ­ρη­σε απο­κρου­στι­κή την κατα­γω­γή της. Έτσι ακρι­βώς και ο Χρι­στός, αν και βρή­κε την Εκκλη­σία αλλό­φυ­λη, ειδω­λο­λα­τρι­κή δηλα­δή, και σε ελε­ει­νή κατά­στα­ση, την έκα­νε μέτο­χο των μεγά­λων Του αγα­θών. Αλλά όπως δε θα έκα­νε αυτόν τον επι­τυ­χη­μέ­νο γάμο η Ρουθ, αν δεν εγκα­τέ­λει­πε προ­η­γου­μέ­νως τον πατέ­ρα της και δεν ντρό­πια­ζε την πατρι­κή της οικο­γέ­νεια και τους ομο­φύ­λους και την πατρί­δα και τους συγ­γε­νείς της, έτσι και η Εκκλη­σία μας αγα­πή­θη­κε από τον Νυμ­φίο της, επει­δή εγκα­τέ­λει­ψε την νοο­τρο­πία των προ­γό­νων μας.

Αυτό ακρι­βώς της λέγει και ο προ­φή­της Δαβίδ απευ­θυ­νό­με­νος προς αυτήν: «πιλά­θου το λαο σου κα το οκου το πατρός σου κα πιθυ­μή­σει βασι­λες το κάλ­λους σου(:λησμό­νη­σε εντε­λώς τον λαό, στον οποί­ον μέχρι τώρα ανή­κες, και αυτόν ακό­μη τον πατρι­κό σου οίκο. Τότε ο βασι­λέ­ας Νυμ­φί­ος σου θα αγα­πή­σει το κάλ­λος σου)»[Ψαλμ.44,11–12]. Αυτό έκα­νε και η Ρουθ. Για τού­το έγι­νε μητέ­ρα βασι­λέ­ων, όπως ακρι­βώς η Εκκλη­σία μας· διό­τι από τη Ρουθ κατά­γε­ται ο Δαβίδ. Επει­δή λοι­πόν ήθε­λε ο Ματ­θαί­ος να τους φιλο­τι­μή­σει και να τους πεί­σει να μην είναι εγωι­στές, περιέ­λα­βε στη γενε­α­λο­γία όλα αυτά τα γεγο­νό­τα και ανέ­φε­ρε τις γυναί­κες αυτές. Η Ρουθ λοι­πόν γέν­νη­σε έμμε­σα τον μέγα βασι­λέα Δαβίδ, ο οποί­ος δεν αισθά­νε­ται καμία ντρο­πή γι’ αυτό.

Είναι λοι­πόν σφάλ­μα, είναι μεγά­λο σφάλ­μα να θεω­ρεί­ται κανείς ηθι­κός ή ανή­θι­κος, ασή­μαν­τος ή σημαν­τι­κός εξαι­τί­ας της αρε­τής ή των ελατ­τω­μά­των των προ­γό­νων του, αλλά- ας πω κάτι που θα θεω­ρη­θεί πολύ παρά­ξε­νο- ακτι­νο­βο­λεί περισ­σό­τε­ρο όποιος δεν κατά­γε­ται από λαμ­προύς προ­γό­νους, αλλά είναι ενά­ρε­τος ο ίδιος. Για τον λόγο αυτόν δεν πρέ­πει ασφα­λώς να καμα­ρώ­νει κανείς για την κατα­γω­γή του, αλλά, αφού λάβει υπό­ψη του τους προ­γό­νους του Κυρί­ου, ας απο­βά­λει κάθε εγωι­σμό και ας υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται για τα δικά του κατορ­θώ­μα­τα. Μάλ­λον όμως ας μην υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται ούτε για αυτά. Διό­τι αυτή η νοο­τρο­πία έφε­ρε τον Φαρι­σαίο σε κατώ­τε­ρη θέση από τον τελώ­νη. Αν θέλεις λοι­πόν να θεω­ρη­θεί μεγά­λο το κατόρ­θω­μά σου, μην υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι για αυτό. Έτσι θα απο­δεί­ξεις ότι είναι μεγα­λύ­τε­ρο. Μη νομί­σεις ότι έκα­νες κάτι και εξάν­τλη­σες όλες σου τις δυνα­τό­τη­τες· διό­τι αν όταν είμα­στε αμαρ­τω­λοί, επει­δή συνει­δη­το­ποι­ή­σα­με την πραγ­μα­τι­κή μας κατά­στα­ση, γινό­μα­στε ενά­ρε­τοι, όπως ακρι­βώς συνει­δη­το­ποί­η­σε και ο τελώ­νης, πόσο μάλ­λον θα συμ­βεί αυτό, αν είμα­στε ενά­ρε­τοι και θεω­ρού­με τους εαυ­τούς μας αμαρ­τω­λούς;

Αφού λοι­πόν η ταπει­νο­φρο­σύ­νη μάς μετα­βάλ­λει από αμαρ­τω­λούς σε ενά­ρε­τους- αν και αυτό δεν είναι ασφα­λώς ταπει­νο­φρο­σύ­νη, αλλά ευγνωμοσύνη‑, αφού λοι­πόν η ευγνω­μο­σύ­νη έχει τόση επί­δρα­ση επί των αμαρ­τω­λών, σκέ­ψου πόσο μπο­ρεί να επι­δρά­σει η ταπει­νο­φρο­σύ­νη επί των ενα­ρέ­των. Μην κατα­στρέ­ψεις λοι­πόν τους κόπους σου, μην αχρη­στεύ­σεις τους ιδρώ­τες σου, μην τρέ­χεις άδι­κα, αφού μετά από πάρα πολ­λά τρε­χά­μα­τα σπα­τα­λάς άδι­κα τους κόπους σου· διό­τι ο Κύριος γνω­ρί­ζει καλύ­τε­ρα και από εσέ­να τα κατορ­θώ­μα­τά σου. Και δεν παρα­λεί­πει να αμεί­ψει ούτε και ένα ποτή­ρι κρύο νερό που προ­σφέ­ρεις. Αν δώσεις έστω και μία δραχ­μή, αν ανα­στε­νά­ζεις απλώς, θα το δεχτεί με πολ­λή ευχα­ρί­στη­ση και θα το λάβει υπό­ψη Του και θα σε αμεί­ψει γεν­ναία για αυτό.

Για­τί διη­γεί­σαι τα κατορ­θώ­μα­τά σου και μας τα προ­βάλ­λεις κάθε στιγ­μή; Δεν γνω­ρί­ζεις ότι δεν θα σε επαι­νέ­σει ο Θεός αν επαι­νείς συνε­χώς τον εαυ­τό σου; Όπως δεν θα πάψει να σε επαι­νεί ασφα­λώς ενώ­πιον όλων, αν ελε­ει­νο­λο­γείς τον εαυ­τό σου· διό­τι δεν θέλει βεβαί­ως να μειώ­σει την αξία των προ­γό­νων σου. Τι λέω δεν θέλει να μειώ­σει την αξία τους; Είναι βέβαιο ότι κάνει το παν και φρον­τί­ζει να σε αμεί­ψει γεν­ναία και για το παρα­μι­κρό και επι­ζη­τεί να βρει κάποια αφορ­μή, για να μπο­ρέ­σεις να απαλ­λα­γείς από την αιώ­νια κόλα­ση.

«Πσαι ον α γενεα π βρα­άμ ως Δαυ­ΐδ γενεα δεκα­τέσ­σα­ρες, κα π Δαυ­ΐδ ως τς μετοι­κε­σί­ας Βαβυλνος γενεα δεκα­τέσ­σα­ρες, κα π τς μετοι­κε­σί­ας Βαβυλνος ως το Χρι­στο γενεα δεκα­τέσ­σα­ρες(:Σύμ­φω­να λοι­πόν με τον παρα­πά­νω κατά­λο­γο, όλες οι γενιές που έζη­σαν από τον Αβρα­άμ μέχρι τον Δαβίδ, όπως αριθ­μούν­ται από τους συν­τά­κτες του κατα­λό­γου, είναι γενιές δεκα­τέσ­σε­ρις· και οι γενιές από τον Δαβίδ μέχρι την επο­χή που οι Ιου­δαί­οι μετα­φέρ­θη­καν ως αιχ­μά­λω­τοι στη Βαβυ­λώ­να είναι γενιές δεκα­τέσ­σε­ρις· και οι γενιές που έζη­σαν από την επο­χή που οι Ιου­δαί­οι μετα­φέρ­θη­καν στη Βαβυ­λώ­να μέχρι τα χρό­νια του Χρι­στού είναι γενιές δεκα­τέσ­σε­ρις)»[Ματθ.1,17].

Σε τρεις ομά­δες διέ­κρι­νε ο Ευαγ­γε­λι­στής όλες τις γενιές, διό­τι ήθε­λε να δεί­ξει ότι δεν βελ­τιώ­θη­καν ούτε με τις αλλα­γές της πολι­τεια­κής τους κατα­στά­σε­ως, αλλά δια­τή­ρη­σαν τα ίδια ελατ­τώ­μα­τα και με το αρι­στο­κρα­τι­κό πολί­τευ­μα και με τη βασι­λεία και με το ολι­γαρ­χι­κό. Και ότι δεν έγι­ναν περισ­σό­τε­ρο ενά­ρε­τοι ούτε υπό την ηγε­σία μεγά­λων αρχη­γών ούτε ιερέ­ων ούτε βασι­λέ­ων.

Αλλά για­τί παρέ­λει­ψε τρεις βασι­λείς στη μεσαία ομά­δα και για­τί είπε ότι είναι δεκα­τέσ­σε­ρις οι γενιές της τελευ­ταί­ας αφού ανα­φέ­ρει δώδε­κα;

Το πρώ­το ζήτη­μα αφή­νω να το ερευ­νή­σε­τε εσείς· διό­τι δεν είναι σκό­πι­μο να σας ερμη­νεύ­ον­ται τα πάν­τα, για να μη γίνε­τε αδιά­φο­ροι για την προ­σω­πι­κή έρευ­να. Μάλ­λον όμως θα σας δώσω την απάν­τη­ση και στο πρώ­το πρό­βλη­μα, ώστε να μη συναν­τά­τε δυσκο­λί­ες κατά την έρευ­να, διό­τι η έρευ­να έχει να μας απο­δεί­ξει κάτι βαθύ. Για ποιο λόγο, λοι­πόν, αφού από την επο­χή του Δαβίδ μέχρι τους χρό­νους του Ιεχο­νί­ου και της βαβυ­λώ­νιας αιχ­μα­λω­σί­ας βασί­λευ­σαν δεκα­ε­πτά βασι­λιά­δες, ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής ότι είναι δεκα­τέσ­σε­ρις γενε­ές;

Εάν βέβαια είχε ως έργο του να ανα­γρά­ψει τις δια­δο­χές των βασι­λέ­ων, ίσως δικαιο­λο­γη­μέ­να θα τον κατη­γο­ρού­σε κανείς ότι παρα­ποιεί τη σει­ρά των βασι­λέ­ων· διό­τι ενώ σύμ­φω­να με τα βιβλία των Βασι­λειών και των Παρα­λει­πο­μέ­νων ύστε­ρα από τον Ιωράμ τον υιό του Ιωσα­φάτ, βασί­λευ­σαν τρία πρό­σω­πα, ο Οζί­ας, ο Ιωά­θαμ και ο Άχαζ, ο ευαγ­γε­λι­στής όμως αφού παρέ­λει­ψε τους τρεις πρώ­τους, που βασί­λευ­σαν μετά τον υιό του Ιωσα­φάτ Ιωράμ, συν­δέ­ει προς αυτόν τον Οζία, τον Ιωά­θαμ και τον Άχαζ, απο­σιω­πών­τας τους τρεις ανα­φερ­θέν­τες ενδιά­με­σους. Αυτό το έκα­νε επει­δή σκο­πός του δεν ήταν να παρου­σιά­σει τη σει­ρά των βασι­λέ­ων, διότι τότε θα έπρε­πε να κατη­γο­ρού­σα­με το Ευαγ­γέ­λιο του Ματ­θαί­ου ως εσφαλ­μέ­νο.

Όμως δεν θέλη­σε να παρου­σιά­σει την δια­δο­χή των βασι­λέ­ων, αλλά να αριθ­μή­σει τους προ­γό­νους· διό­τι αυτό θέλει, όταν λέγει: «Πσαι ον α γενεα π βρα­άμ ως Δαυ­ΐδ γενεα δεκα­τέσ­σα­ρες, κα π Δαυ­ΐδ ως τς μετοι­κε­σί­ας Βαβυλνος γενεα δεκα­τέσ­σα­ρες, κα π τς μετοι­κε­σί­ας Βαβυλνος ως το Χρι­στο γενεα δεκα­τέσ­σα­ρες(:Σύμ­φω­να λοι­πόν με τον παρα­πά­νω κατά­λο­γο, όλες οι γενιές που έζη­σαν από τον Αβρα­άμ μέχρι τον Δαβίδ, όπως αριθ­μούν­ται από τους συν­τά­κτες του κατα­λό­γου, είναι γενιές δεκα­τέσ­σε­ρις· και οι γενιές από τον Δαβίδ μέχρι την επο­χή που οι Ιου­δαί­οι μετα­φέρ­θη­καν ως αιχ­μά­λω­τοι στη Βαβυ­λώ­να είναι γενιές δεκα­τέσ­σε­ρις· και οι γενιές που έζη­σαν από την επο­χή που οι Ιου­δαί­οι μετα­φέρ­θη­καν στη Βαβυ­λώ­να μέχρι τα χρό­νια του Χρι­στού είναι γενιές δεκα­τέσ­σε­ρις)»[Ματθ.1,17].

Αλλά δεν είναι δεκα­τέσ­σε­ρις δια­δο­χι­κοί βασι­λείς. Συνε­πώς, δίκαια απαλ­λάσ­σε­ται από κάθε κατη­γο­ρία. Επει­δή όμως μερι­κοί νομί­ζουν ότι μπο­ρού­σε να τις ονο­μά­σει και δια­δο­χές και να γρά­ψει ως εξής· «όλες λοι­πόν οι γενε­ές από τον Αβρα­άμ μέχρι τον Δαβίδ είναι δια­δο­χές δεκα­τέσ­σε­ρις και από την αιχ­μα­λω­σία στη Βαβυ­λώ­να γενε­ές δεκα­τέσ­σε­ρις», εάν βέβαια, το έλε­γε αυτό, τότε το καθε­τί θα λεγό­ταν δικαιο­λο­γη­μέ­να. Αλλά θα μπο­ρού­σε να ελεγ­χθεί ότι παρα­χα­ράσ­σει την ιστο­ρία. Τώρα όμως, όπως προ­εί­πα, έχει ως σκο­πό να παρου­σιά­σει τις γενε­ές και όχι τις δια­δο­χές. Ενώ λοι­πόν στα βιβλία των Βασι­λειών και των Παρα­λει­πο­μέ­νων ιστο­ρούν­ται οι δια­δο­χές των βασι­λέ­ων και όχι οι γενε­ές, δεν είναι δυνα­τόν να υπάρ­ξει αντί­θε­ση μετα­ξύ αυτών και του Ευαγ­γε­λι­στού.

«Γενεά» δεν μπο­ρού­με να ονο­μά­σου­με τον χρό­νο της ζωής του ανθρώ­που. Επει­δή πολ­λές φορές συμ­βαί­νει μερι­κοί να ζήσουν λίγο χρό­νο και να πεθά­νουν πριν από την παι­δι­κή ηλι­κία. Άλλοι πάλι φτά­νουν μέχρι την ηλι­κία του παι­διού, άλλοι στην εφη­βι­κή ηλι­κία και άλλοι γίνον­ται άνδρες. Τέλος άλλοι φτά­νουν σε βαθύ γήρας. Ποια λοι­πόν θα θεω­ρή­σει κανείς ως γενεά, όταν ο ένας, επί παρα­δείγ­μα­τι, φτά­νει μέχρι το δέκα­το έτος της ηλι­κί­ας του, άλλος μέχρι το εικο­στό, άλλος μέχρι το πεν­τη­κο­στό, άλλος μέχρι το εβδο­μη­κο­στό και άλλος υπερ­βαί­νει και το εκα­το­στό; Και αυτό δεν παρα­τη­ρεί­ται μόνο στους παλαιούς, αλλά και στην επο­χή μας. Πώς λοι­πόν είναι δυνα­τόν να ονο­μά­ζου­με τη ζωή του ανθρώ­που γενεά;

Αλλά δεν μπο­ρού­με πάλι, να ονο­μά­σου­με γενεά το χρο­νι­κό διά­στη­μα που φτά­νει μέχρι της από­κτη­σης τέκνων, διό­τι άλλοι μεν νυμ­φεύ­τη­καν και απέ­κτη­σαν τέκνα προ­τού να γίνουν είκο­σι ετών, ενώ άλλοι, όταν υπε­ρέ­βη­σαν τα τριάν­τα. Και μετα­ξύ των συνο­μη­λί­κων μπο­ρεί κανείς να δει ότι άλλοι μεν απέ­κτη­σαν μόνο ένα παι­δί, άλλοι πάλι απέ­κτη­σαν τέσ­σε­ρα, ώστε να δουν τους εγγο­νούς τους στα πενήν­τα έτη τους, ενώ άλλοι στα εβδο­μήν­τα τους δεν είδαν κανέ­να παι­δί.

Πώς πρέ­πει συνε­πώς να αριθ­μή­σου­με τις γενε­ές; Με βάση αυτούς που ζουν πολ­λά χρό­νια ή με βάση αυτούς που ζουν λίγα χρό­νια; Με βάση αυτούς που απο­κτούν αμέ­σως παι­διά ή με βάση αυτούς που καθυ­στε­ρούν να τεκνο­ποι­ή­σουν; Με βάση εκεί­νους που βλέ­πουν μόνο τα πρώ­τα παι­διά ή με βάση εκεί­νους που αντι­κρί­ζουν πολ­λές γενε­ές;

Όταν λοι­πόν εξε­τα­στούν αυτά κατά αυτόν τον τρό­πο βλέ­που­με ότι ο ιερός ευαγ­γε­λι­στής, επει­δή δεν σκό­πευε να εκθέ­σει τις δια­δο­χές των βασι­λέ­ων, αλλά τις γενε­ές των ανθρώ­πων, δεν έδω­σε μεγά­λη σημα­σία στη σει­ρά των βασι­λέ­ων, όπως υπάρ­χει στην ιστο­ρία, αλλά αριθ­μών­τας όπως αυτός γνω­ρί­ζει, παίρ­νει τόσους βασι­λείς, όσοι του ήσαν αρκε­τοί για να συμ­πλη­ρώ­σει τις δεκα­τέσ­σε­ρις γενε­ές. Έτσι, δια­τη­ρεί­ται πλή­ρης ο αριθ­μός αυτών και καθό­λου δεν αντι­φά­σκει προς τις ειδή­σεις της ιστο­ρί­ας. Η πρώ­τη απο­ρία λύθη­κε πλέ­ον.

Πρέ­πει όμως να μιλή­σω και για το δεύ­τε­ρο πρό­βλη­μα. Για­τί, ενώ οι ανα­φε­ρό­με­νοι από τον Ιεχο­νία μέχρι τον Ιωσήφ είναι δώδε­κα, λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής ότι είναι γενε­ές δεκα­τέσ­σε­ρις; Για την ίδια αιτία. Διό­τι, όπως είπα, δεν ήθε­λε να ανα­γρά­φει δια­δο­χές αλλά γενε­ές. Συμ­βαί­νει όμως πολ­λές φορές στους μακρό­βιους και τους πολυ­χρό­νιους ανθρώ­πους να γίνον­ται λίγες δια­δο­χές ανδρών, ενώ οι γενε­ές είναι πλή­ρεις. Σύμ­φω­να λοι­πόν με την σκέ­ψη αυτή, ενώ από τον Δαβίδ μέχρι την αιχ­μα­λω­σία της Βαβυ­λώ­νας ανα­φέ­ρον­ται περισ­σό­τε­ροι στις δια­δο­χές, οι γενε­ές, όμως, ήσαν λιγό­τε­ρες. Διό­τι σε δεκα­ε­πτά δια­δο­χές ανδρών ανα­φέρ­θη­καν δεκα­τέσ­σε­ρις γενε­ές. Κατά τον ίδιο συλ­λο­γι­σμό, συνε­πώς, και τώρα σε δώδε­κα γενε­ές ανδρών συμ­πλη­ρώ­νον­ται οι δεκα­τέσ­σε­ρις γενε­ές, επει­δή όπως είναι φυσι­κό, οι δώδε­κα ήσαν πιο μακρό­βιοι και πολυ­χρό­νιοι και ήσαν αρκε­τοί για να συμ­πλη­ρω­θούν οι δεκα­τέσ­σε­ρις γενε­ές. Μια απάν­τη­ση λοι­πόν στο πρό­βλη­μα αυτό είναι αυτή.

Αλλά και σύμ­φω­να με άλλο συλ­λο­γι­σμό θα μπο­ρού­σες να ερευ­νή­σεις και εδώ να βρεις δεκα­τέσ­σε­ρις άνδρες ανα­φε­ρό­με­νους και στην παρού­σα δια­δο­χή· σύμ­φω­να με την ιστο­ρία, εάν στους δώδε­κα συνα­ριθ­μή­σεις και τον ίδιο τον Ιησού Χρι­στό, ο οποί­ος θεω­ρή­θη­κε υιός του Ιωσήφ. Θα μπο­ρού­σες επί­σης να προ­σθέ­σεις σε αυτούς και τον Ιεχο­νία, ο οποί­ος γεν­νή­θη­κε στη Βαβυ­λώ­να, και όχι εκεί­νον που βασί­λευ­σε στην Ιερου­σα­λήμ πριν από την αιχ­μα­λω­σία· διό­τι υπήρ­ξαν δύο άντρες που είχαν το όνο­μα Ιωα­κείμ μετά τον Ιωσία, ο υιός του Ιωσί­ου, ο οποί­ος τον δια­δέ­χτη­κε στη βασι­λεία της Ιερου­σα­λήμ και ο υιός αυτού, δεύ­τε­ρος Ιωα­κείμ. Αυτοί ονο­μά­στη­καν και Ιεχο­νί­ας, όταν εξελ­λη­νί­στη­κε το όνο­μά τους. Ο πρώ­τος λοι­πόν Ιωα­κείμ, που κι αυτός λεγό­ταν και Ιεχο­νί­ας, ήταν υιός του πρώ­του Ιεχο­νί­ου και εγγο­νός του Ιωσί­ου, εάν υπο­λο­γι­στεί σε όσους γενε­α­λο­γούν­ται μετά την αιχ­μα­λω­σία μέχρι του Χρι­στού, τότε, θα μας δώσει πλή­ρη τον αριθ­μό των δεκα­τεσ­σά­ρων γενε­ών.

Το ότι υπήρ­ξαν δύο Ιωα­κείμ θα το μαρ­τυ­ρή­σει το βιβλίο των Βασι­λειών, το οποίο λέγει τα εξής: «Κα βασί­λευ­σε φαρα Νεχα π᾿ ατος τν λιακμ υἱὸν ωσί­ου βασι­λέ­ως ούδα ντ ωσί­ου το πατρς ατο κα πέστρε­ψε τ νομα ατο ωακείμ· κα τν ωάχαζ λαβε κα εσήνεγ­κεν ες Αγυπτον, κα πέθα­νεν κε(:Ο βασι­λιάς της Αιγύ­πτου ο Νεχαώ ενθρό­νι­σε ως βασι­λέα στο βασί­λειο του Ιού­δα τον Ελια­κίμ, άλλο υιό του Ιωσί­ου, αντί του Ιωσί­ου του πατρός του. Ο Νεχαώ άλλα­ξε το όνο­μα του Ελια­κίμ σε Ιωα­κείμ. Τον δε Ιωά­χαζ πήρε και μετέ­φε­ρε στην Αίγυ­πτο, όπου και πέθα­νε ο Ιωά­χαζ)» [Δ΄Βασ. 23,34]. Στη συνέ­χεια λέγει ότι αυτός πέθα­νε και εντα­φιά­στη­κε με τους πατέ­ρες του. Έπει­τα, λέγει, ότι βασί­λευ­σε ο υιός του Ιωα­κείμ. Κατά τα πρώ­τα έτη της βασι­λεί­ας του, του επι­τέ­θη­κε ο Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρας ο βασι­λέ­ας της Βαβυ­λώ­νας στην Ιερου­σα­λήμ και πολιόρ­κη­σε αυτήν και αφού την κυρί­ευ­σε, μετέ­φε­ρε και τον Ιωα­κείμ και τους άλλους στη Βαβυ­λώ­να. Αυτός λοι­πόν ο δεύ­τε­ρος Ιωα­κείμ, που από τον προ­φή­τη Ιερε­μία έχει ονο­μα­στεί Ιεχο­νί­ας, ήταν εγγο­νός και όχι υιός του Ιωσί­ου. Γι’ αυτό τον λόγο δικαιο­λο­γη­μέ­να ας υπο­λο­γι­στεί στην τρί­τη γενε­α­λο­γία των δεκα­τεσ­σά­ρων γενε­ών από τον Ιεχο­νία μέχρι τον Χρι­στό, ενώ ο πατέ­ρας του, επει­δή ήταν υιός του Ιωσί­ου, ας αριθ­μη­θεί στις προ­η­γού­με­νες γενε­ές. Έτσι, συμ­πλη­ρώ­νε­ται ο αριθ­μός των δεκα­τεσ­σά­ρων τελευ­ταί­ων γενε­ών· διό­τι σε αυτές, νομί­ζω, ότι υπο­λο­γί­ζει και τον χρό­νο της αιχ­μα­λω­σί­ας.

Θα σας μιλή­σω λοι­πόν και για το δεύ­τε­ρο. Νομί­ζω ότι στο σημείο αυτό υπο­λο­γί­ζει ως μία γενεά τον χρό­νο της αιχ­μα­λω­σί­ας[ο Ναβου­χο­δο­νό­σωρ ο Β΄, ο οποί­ος βασί­λευ­σε για 43 έτη( 604–561 π. Χ.), εκστρά­τευ­σε εναν­τί­ον της Ιερου­σα­λήμ, την κυρί­ευ­σε, την κατέ­σκα­ψε και εξαν­δρα­πό­δι­σε τους κατοί­κους] και ως άλλη τον ίδιο τον Χρι­στό και έτσι Τον συν­δέ­ει στε­νό­τα­τα με εμάς τους ανθρώ­πους. Ορθά επί­σης υπεν­θυ­μί­ζει και την αιχ­μα­λω­σία εκεί­νη και υπο­δη­λώ­νει ότι δε συνε­τί­στη­καν ακό­μη και τότε που εξέ­πε­σαν στην κατά­στα­ση εκεί­νη. Επο­μέ­νως όλα απο­δει­κνύ­ουν ότι ήταν ανάγ­κη να έλθει στον κόσμο ο Χρι­στός.

Τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Για­τί λοι­πόν δεν κάνει το ίδιο και ο Μάρ­κος και δεν ανα­φέ­ρει τη γενε­α­λο­γία του Χρι­στού, αλλά εκθέ­τει με συν­το­μία τα πάν­τα; Νομί­ζω ότι ο Ματ­θαί­ος άρχι­σε το έργο του πριν από τους άλλους. Για τον λόγο αυτόν και τη γενε­α­λο­γία ανα­φέ­ρει με ακρί­βεια και τα σημαν­τι­κό­τε­ρα εκθέ­τει με λεπτο­με­ρέ­στε­ρο τρό­πο. Ο Μάρ­κος έγρα­ψε μετά από εκεί­νον, γι’ αυτό ακο­λού­θη­σε συν­το­μό­τε­ρη οδό, διό­τι ήσαν πολ­λά όσα είχαν γρα­φεί και είχαν γίνει μέχρι τότε.

Σε αυτά επι­πλέ­ον έδι­νε μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία ο ιου­δαϊ­κός λαός. Για τον λόγο αυτόν ήταν επό­με­νο να έχου­με δια­φο­ρε­τι­κό προ­οί­μιο στον καθέ­να. Και αν έγι­ναν θαύ­μα­τα σε διά­φο­ρες επο­χές έγι­ναν για τους βαρ­βά­ρους, για να πιστέ­ψουν πολ­λοί και για να φανε­ρω­θεί η δύνα­μη του Θεού, διό­τι, όπο­τε τους πέτα­ξαν οι εχθροί, νόμι­σαν ότι αυτό συνέ­βη, διό­τι οι θεοί εκεί­νων ήταν ισχυ­ροί. Αυτό ακρι­βώς συνέ­βη στην Αίγυ­πτο και γι’ αυτό δημιουρ­γή­θη­κε εκεί μεγά­λη σύγ­χυ­ση. Και αργό­τε­ρα στη Βαβυ­λώ­να, όπου τα σχε­τι­κά με την κάμι­νο και τα όνει­ρα του Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρα. Έγι­ναν ακό­μη θαύ­μα­τα και όταν ήταν μόνοι τους στην έρη­μο, όπως έγι­ναν και μετά την Εναν­θρώ­πη­ση του Κυρί­ου· διό­τι και στην επο­χή εκεί­νη έγι­ναν πολ­λά θαύ­μα­τα, όταν απο­μα­κρυ­νό­μα­σταν από την ειδω­λο­λα­τρία. Έπει­τα στα­μά­τη­σαν, επει­δή έπε­σε παν­τού ο σπό­ρος της ευσέ­βειας. Και αν έγι­ναν, έγι­ναν λίγα και σπο­ρα­δι­κά, όπως π.χ. όταν στα­μά­τη­σε ο ήλιος να φωτί­ζει εξαι­τί­ας τρο­με­ρών γεγο­νό­των.

Τότε για­τί ο Λου­κάς παρα­θέ­τει τη γενε­α­λο­γία και μάλι­στα με περισ­σό­τε­ρα στοι­χεία; Αφού ο Ματ­θαί­ος προ­ε­τοί­μα­σε τον δρό­μο, επι­θυ­μεί και ο Λου­κάς να μας διδά­ξει κάτι περισ­σό­τε­ρο.

Πέραν αυτών, ο κάθε ευαγ­γε­λι­στής μιμή­θη­κε τον διδά­σκα­λό Του. Δηλα­δή ο μεν Λου­κάς μιμή­θη­κε τον Παύ­λο, του οποί­ου ο λόγος έρεε πλου­σιό­τε­ρος και ταχύ­τε­ρος των ποτα­μών, ο δε Μάρ­κος τον Πέτρο, ο οποί­ος αγα­πού­σε τη βρα­χυ­λο­γία.

Αλλά για ποιο λόγο ο Ματ­θαί­ος δεν πρό­σθε­σε στην αρχή της αφη­γή­σε­ώς του, όπως ο προ­φή­της, την φρά­ση: «ρασις, ν εδεν σαΐ­ας(:Απο­κα­λυ­πτι­κά ορά­μα­τα, τα οποία εκ μέρους του Θεού είδε και άκου­σε ο Ησα­ΐ­ας)»[Ησ.1,1] ή «κού­σα­τε τν λόγον τοτον, ν λάλη­σε Κύριος(:Ακού­σα­τε αυτόν τον λόγο, τον οποίο είπε ο Κύριος)»[Αμ.3,1], όπως έκα­ναν οι προ­φή­τες; Διό­τι έγρα­φε προς ανθρώ­πους, οι οποί­οι κατέ­χον­ταν από αισθή­μα­τα ευγνω­μο­σύ­νης προς τον Θεό για τις ευερ­γε­σί­ες Του και τον πρό­σε­χαν πάρα πολύ.

Εξάλ­λου, και τα περιε­χό­με­να στο Ευαγ­γέ­λιο θαύ­μα­τα μαρ­τυ­ρού­σαν την αλή­θεια των λόγων Του και οι ανα­γνώ­στες ήσαν πολύ στα­θε­ροί στην πίστη. Αντί­θε­τα, στην επο­χή των προ­φη­τών δεν πραγ­μα­το­ποιούν­ταν τόσο πολ­λά θαύ­μα­τα, για να απο­δει­κνύ­ουν την αξιο­πι­στία τους και σε μεγά­λο βαθ­μό ήκμα­σε η τάξη των ψευ­δο­προ­φη­τών, τους οποί­ους και πρό­σε­χε περισ­σό­τε­ρο ο ιου­δαϊ­κός λαός. Συνε­πώς, για τον λόγο αυτόν ήσαν αναγ­καία τα προ­οί­μια αυτού του είδους στους προ­φή­τες. Βέβαια, μερι­κές φορές, έγι­ναν και θαύ­μα­τα, αλλά αυτά συνέ­βη­σαν για τους βαρ­βά­ρους, για να πολ­λα­πλα­σια­στούν οι προ­σή­λυ­τοι και να απο­δει­χτεί η δύνα­μη του Θεού. Όσες φορές δηλα­δή αιχ­μα­λω­τί­στη­καν και πίστε­ψαν οι αντί­πα­λοί τους ότι τους νίκη­σαν, επει­δή τάχα οι θεοί τους ήσαν ισχυ­ροί, όπως συνέ­βη στην Αίγυ­πτο από την οποία ανα­χώ­ρη­σε πολύς λαός ανά­μει­κτος και στη συνέ­χεια στη Βαβυ­λώ­να με τα περι­στα­τι­κά της καμί­νου και των ονείρων[βλ. βιβλίο του Δανι­ήλ]. Επί­σης έγι­ναν θαύ­μα­τα και στην έρη­μο όταν ήσαν μόνοι τους, αλλά και σε μας πολ­λά θαυ­μα­στά γεγο­νό­τα, μαρ­τυ­ρούν­ται ότι συνέ­βη­σαν κατά τον χρό­νο που αφή­να­με την πλά­νη[όταν δηλα­δή από ειδω­λο­λά­τρες γίνον­ταν Χρι­στια­νοί].

Στη συνέ­χεια όμως όταν η πίστη προς τον Θεό φυτεύ­τη­κε σε όλα τα σημεία της γης, έπα­ψαν τα θαύ­μα­τα. Τώρα εάν και ύστε­ρα από αυτά συνέ­βη­σαν και άλλα θαύ­μα­τα, αυτά ήσαν ολί­γα και σπο­ρα­δι­κά. Όπως όταν ο ήλιος στα­μά­τη­σε την πορεία του και γύρι­σε πίσω[πρβ. Ιησ. Ναυή 10, 12–14: «Τότε λάλη­σεν ησος πρς Κύριον, μέρ παρέ­δω­κεν Θες τν μοῤῥαον ποχεί­ριον σρα­ήλ, νίκα συνέ­τρι­ψεν ατος ν Γαβαν κα συνε­τρί­βη­σαν π προ­σώ­που υἱῶν σρα­ήλ, κα επεν ησος· στή­τω λιος κατ Γαβαν κα σελή­νη κατ φάραγ­γα Αλών. Κα στη λιος κα σελή­νη ν στά­σει, ως μύνα­το Θες τος χθρος ατν. Κα στη λιος κατ μέσον το ορανο, ο προ­ε­πο­ρεύ­ε­το ες δυσμς ες τέλος μέρας μις. Κα οκ γένε­το μέρα τοιαύ­τη οδ τ πρό­τε­ρον οδ τ σχα­τον, στε πακοσαι Θεν νθρώ­που, τι Κύριος συνε­ξε­πο­λέ­μη­σε τ σρα­ήλ(:Κατά την ημέ­ρα εκεί­νη, κατά την οποία είχε ήδη απο­φα­σί­σει και παρα­δώ­σει ο Κύριος υπο­χει­ρί­ους τους Αμορ­ραί­ους στους Ισραη­λί­τες, όταν δηλα­δή συνέ­τρι­ψε αυτούς ο Ιησούς στην Γαβα­ών και συνε­τρί­βη­σαν πράγ­μα­τι ενώ­πιον των Ισραη­λι­τών, είπε τότε ο Ιησούς προς τον Κύριο: “Ας στα­θεί ο ήλιος επά­νω από την Γαβα­ών και η σελή­νη επά­νω από την κοι­λά­δα Αιλών. Και πράγ­μα­τι στά­θη­κε ο ήλιος και έμει­νε στη θέση της η σελή­νη, μέχρις ότου ο Θεός απέ­κρου­σε τελεί­ως τους εχθρούς των Ισραη­λι­τών. Ο ήλιος στα­μά­τη­σε ακί­νη­τος στο μέσο του ουρα­νού. Δεν προ­χω­ρού­σε προς δυσμάς για μία ολό­κλη­ρη ημέ­ρα. Τόσο μεγά­λη και επι­φα­νής ημέ­ρα δεν έγι­νε ποτέ προ­η­γου­μέ­νως, ούτε στο απώ­τα­το, ούτε στο εγγύς παρελ­θόν, να ακού­σει δηλα­δή ο Θεός τέτοια αίτη­ση από άνθρω­πο. Και έγι­νε αυτό το πρω­το­φα­νές και μονα­δι­κό θαύ­μα, διό­τι ο Κύριος πολέ­μη­σε μάζα με τους Ισραη­λί­τες)»].

Είναι επί­σης δυνα­τόν να δια­πι­στώ­σει κανείς επί­σης ότι έγι­ναν θαύ­μα­τα και στη δική μας επο­χή. Πραγ­μα­τι­κά, και στον και­ρό μας, επί των ημε­ρών εκεί­νου που ξεπέ­ρα­σε στην απι­στία όλους, του Ιου­λια­νού του Παρα­βά­τη, συνέ­βη­σαν πολ­λά και παρά­δο­ξα. Δηλα­δή, όταν οι Ιου­δαί­οι επι­χεί­ρη­σαν να ανοι­κο­δο­μή­σουν τον ναό του Σολο­μών­τα[έπει­τα από σχε­τι­κή δια­τα­γή του αυτο­κρά­το­ρα Ιου­λια­νού, για να δια­ψεύ­σουν το βιβλίο της Απο­κα­λύ­ψε­ως σχε­τι­κά με την εμφά­νι­ση του Αντι­χρί­στου και μάλι­στα μέσα στον εκ νέου οικο­δο­μη­θέν­τα ναό του Σολο­μών­τα], φωτιά ξεπή­δη­σε από τα θεμέ­λια, κατα­τρο­μο­κρα­τών­τας τους και τους απέ­τρε­ψε όλους από τη συνέ­χεια του έργου αυτού. Και όταν ο ταμί­ας και θεί­ος και συνο­νό­μα­τος του Ιου­λια­νού, Ιου­λια­νός βεβή­λω­νε τα ιερά σκεύη, απο­δει­κνύ­ον­τας με πρω­το­φα­νή τρό­πο την ασέ­βειά του, αυτός μεν γέμι­σε σκου­λή­κια που τον έφα­γαν εσω­τε­ρι­κά και έπε­σε νεκρός, ενώ ο ίδιος ο αυτο­κρά­το­ρας Ιου­λια­νός έπα­θε διάρ­ρη­ξη από το περ­σι­κό δόρυ που τον δια­τρύ­πη­σε στην κοι­λια­κή του χώρα και χύθη­καν έξω όλα τα σπλά­χνα του και έτσι έφυ­γε από τη ζωή χωρίς να τελειώ­σει το ασε­βέ­στα­το έργο του[πρβ. για την έκφρα­ση αυτή- «λάκη­σε μέσος, κα ξεχύ­θη πάν­τα τ σπλάγ­χνα ατο»- στις Πρά­ξεις, 1,18 όπου ο από­στο­λος Πέτρος κάνει ανα­φο­ρά στον Ιού­δα που είχε παρό­μοιο τέλος: «Οτος μν ον κτή­σα­το χωρί­ον κ μισθο τς δικί­ας, κα πρηνς γενό­με­νος λάκη­σε μέσος, κα ξεχύ­θη πάν­τα τ σπλάγ­χνα ατο(:Ο Ιού­δας λοι­πόν από τον μισθό που πήρε ως αμοι­βή για την αδι­κία και το έγκλη­μα της προ­δο­σί­ας του απέ­κτη­σε κάποιο χωρά­φι. Και όταν αυτο­κτό­νη­σε, έπε­σε από εκεί και κρε­μά­στη­κε με το πρό­σω­πο κατά γης και έπα­θε διάρ­ρη­ξη στην κοι­λια­κή του χώρα και χύθη­καν έξω όλα τα σπλά­χνα του)»].Αλλά και το γεγο­νός ότι στέ­ρε­ψαν οι πηγές, όταν τελέ­στη­καν ειδω­λο­λα­τρι­κές θυσί­ες σε αυτές, και το ότι άρχι­σε η πεί­να στις πόλεις με την είσο­δο του βασι­λέ­ως Ιου­λια­νού, υπήρ­ξε μέγι­στο θαύ­μα.

Ο Θεός λοι­πόν ενερ­γεί συνή­θως κατά τον εξής τρό­πο. Όταν αυξη­θούν πάρα πολύ περισ­σεύ­σουν κάπου τα κακά και δει ότι στον τόπο εκεί­νο οι άρχον­τες κακουρ­γούν και οι αρχό­με­νοι παρα­λο­γί­ζον­ται φοβε­ρά από την κατα­πί­ε­ση που υφί­σταν­ται, τότε φανε­ρώ­νει στους ανθρώ­πους τη δύνα­μή Του. Έτσι ενήρ­γη­σε για τους Ιου­δαί­ους μετά την κατά­λη­ψη της Βαβυ­λώ­νας από τους Πέρ­σες[τότε επέ­τρε­ψε ο Θεός στον Πέρ­ση βασι­λιά Κύρο τον Β΄ να νική­σει στον πόλε­μο τους Βαβυ­λώ­νιους, και έπει­τα αφού κατέ­λα­βε και την ίδια τη Βαβυ­λώ­να το 538 π. Χ., παρα­χώ­ρη­σε την άδεια στους Ιου­δαί­ους να επα­νέλ­θουν στην Ιερου­σα­λήμ].

Έγι­νε λοι­πόν φανε­ρό από τα παρα­πά­νω ότι δεν ενέρ­γη­σε άσκο­πα και τυχαία ο Ματ­θαί­ος, όταν διέ­κρι­νε σε τρεις ομά­δες τους προ­γό­νους του Χρι­στού. Και πρό­σε­ξε από πού αρχί­ζει και πού τελειώ­νει. Από τον Αβρα­άμ στον Δαβίδ. Από τον Δαβίδ στη μετοι­κε­σία στη Βαβυ­λώ­να. Από τη μετοι­κε­σία στον ίδιο τον Χρι­στό. Και στην αρχή του Ευαγ­γε­λί­ου ανα­φέ­ρει και τους δύο μαζί, τον Δαβίδ και τον Αβρα­άμ, και στην ανα­κε­φα­λαί­ω­ση επί­σης τους ανα­φέ­ρει και τους δύο. Διό­τι, όπως είπα άλλο­τε, σε αυτούς είχαν δοθεί οι υπο­σχέ­σεις.

Για­τί όμως δεν ανέ­φε­ρε την κάθο­δο των Ιου­δαί­ων στην Αίγυ­πτο, όπως ανα­φέ­ρει τη μετοι­κε­σία τους στη Βαβυ­λώ­να; Διό­τι οι Ιου­δαί­οι δεν φοβούν­ταν πλέ­ον τους Αιγύ­πτιους, έτρε­μαν όμως ακό­μη τους Βαβυ­λώ­νιους. Και διό­τι η κάθο­δος στην Αίγυ­πτο ήταν γεγο­νός παλαιό, ενώ η μετοι­κε­σία ήταν νέο και είχε γίνει πρό­σφα­τα. Και διό­τι στην Αίγυ­πτο τους οδή­γη­σαν οι αμαρ­τί­ες τους, ενώ στη Βαβυ­λώ­να τους έσυ­ρε η ασέ­βειά τους.

Αν επι­χει­ρού­σα­με να διε­ρευ­νή­σου­με τα ονό­μα­τα, όπως π.χ. από τον Αβρα­άμ, από τον Ιακώβ, από τον Σολο­μών­τα, από τον Ζωρο­βά­βελ, θα οδη­γού­μα­σταν σε πολ­λά συμ­πε­ρά­σμα­τα με μεγά­λη σημα­σία για την Και­νή Δια­θή­κη. Διό­τι δεν τους δόθη­καν τυχαί­ως αυτά τα ονό­μα­τα. Όμως, για να μη γίνω ενο­χλη­τι­κός εξαι­τί­ας της μεγά­λης εκτά­σε­ως της ομι­λί­ας μου, θα αφή­σω αυτά και θα προ­χω­ρή­σω στα πάρα πολύ σημαν­τι­κά που ανα­φέ­ρει στο ευαγ­γέ­λιό του ο Ματ­θαί­ος αμέ­σως παρα­κά­τω.

«ακβ δ γέν­νη­σε τν ωσφ τν νδρα Μαρί­ας, ξ ς γεν­νή­θη ησος λεγό­με­νος Χρι­στός(:Και ο Ιακώβ γέν­νη­σε τον Ιωσήφ, τον αρρα­βω­νια­στι­κό της Μαρί­ας. Αλλά και η Μαρία κατα­γό­ταν από το ίδιο γένος από το οποίο κατα­γό­ταν και ο Ιωσήφ. Από τη Μαρία αυτή, η οποία ήταν από­γο­νος του Δαβίδ και του Αβρα­άμ, γεν­νή­θη­κε ο Ιησούς που επο­νο­μά­ζε­ται Χρι­στός)»[Ματθ.1,16]

Αφού λοι­πόν κατο­νό­μα­σε όλους τους προ­γό­νους και έφτα­σε στον Ιωσήφ, δεν στα­μά­τη­σε σε αυτό το σημείο, αλλά πρό­σθε­σε: «Ο Ιωσήφ, ο άνδρας της Μαρί­ας», απο­δει­κνύ­ον­τας έτσι ότι εξαι­τί­ας της τον περιέ­λα­βε στο γενε­α­λο­γι­κό δέν­τρο που ανέ­φε­ρε. Έπει­τα ακού­γον­τας τη φρά­ση «άνδρα Μαρί­ας», για να μη νομί­σεις ότι γεν­νή­θη­κε σύμ­φω­να με τον κοι­νό νόμο της φύσης, πρό­σε­ξε πώς το διορ­θώ­νει αυτό με τα παρα­κά­τω που λέει. Άκου­σες, λέει, την λέξη άνδρας, άκου­σες την λέξη μητέ­ρα, άκου­σες το όνο­μα που ορί­σθη­κε για το παι­δί, άκου­σε λοι­πόν και το πώς γεν­νή­θη­κε αυτό: «Το δ ησο Χρι­στο γέν­νη­σις οτως ν(:Η γέν­νη­ση του Ιησού Χρι­στού έγι­νε με τον εξής υπερ­φυ­σι­κό και πρω­το­φα­νή τρό­πο)»[Ματθ.1,18]. Για ποια γέν­νη­ση μού μιλάς; Πες μου, αν και ανέ­φε­ρες τους προ­γό­νους. Θέλω όμως να μου μιλή­σεις και για το πώς έγι­νε η γέν­νη­ση. Είδες πως ανέ­βα­σε ψηλά τον ακρο­α­τή; Καθώς επρό­κει­το κάτι πιο και­νούρ­γιο να πει, υπό­σχε­ται να μιλή­σει και για τον τρό­πο.

Πρό­σε­ξε την άρι­στη συμ­φω­νία των λεγο­μέ­νων. Δεν πηγαί­νει ο συγ­γρα­φέ­ας κατευ­θεί­αν στη γέν­νη­ση, αλλά πρώ­τα μας θυμί­ζει σε ποια σει­ρά βρι­σκό­ταν αν αρχί­σου­με να μετρά­με από τον Αβραάμ[Γέν.49,10: «Οκ κλεί­ψει ρχων ξ ούδα κα γού­με­νος κ τν μηρν ατο, ως ἐὰν λθ τ ποκεί­με­να ατ, κα ατς προσ­δο­κία θνν(:Δεν θα λεί­ψει άρχον­τας από την φυλή Ιού­δα και αρχη­γός από τους απο­γό­νους του, μέχρις ότου έλθει Εκεί­νος, στα χέρια του οποί­ου από­κειν­ται οι εξου­σί­ες. Αυτός θα είναι η ελπί­δα και η προ­σμο­νή των λαών, ο Μεσ­σί­ας)»], σε ποια σει­ρά από τον Δαβίδ, σε ποια από τη μετα­νά­στευ­ση από τη Βαβυ­λώ­να, και με όλα αυτά αναγ­κά­ζει τον ακρι­βο­λό­γο ακρο­α­τή να ερευ­νή­σει τον αριθ­μό των ετών, απο­δει­κνύ­ον­τας έτσι ότι αυτός ακρι­βώς είναι ο Χρι­στός, για τον οποίο προ­φή­τευ­σαν οι προ­φή­τες.

Αν μετρή­σεις τις γενιές και πει­σθείς από το μέτρη­μα των χρό­νων ότι αυτός ακρι­βώς είναι εκεί­νος για τον οποίο μιλούν οι προ­φή­τες, εύκο­λα θα παρα­δε­χτείς και τον θαυ­μα­τουρ­γι­κό τρό­πο της γεν­νή­σε­ώς Του. Επει­δή λοι­πόν επρό­κει­το να πει κάτι πάρα πολύ σπου­δαίο, ότι δηλα­δή γεν­νή­θη­κε από παρ­θέ­νο, προ­τού να λογα­ριά­σει τον χρό­νο, συγ­κα­λύ­πτει αυτό που ειπώ­θη­κε «τον άνδρα της Μαρί­ας», μάλ­λον συν­το­μεύ­ει την ίδια τη διή­γη­ση της γεν­νή­σε­ως. Απα­ριθ­μεί λοι­πόν από δω και πέρα τα χρό­νια, θυμί­ζον­τας στον ακρο­α­τή, ότι Αυτός ακρι­βώς είναι Εκεί­νος, τον οποίο ο πατριάρ­χης Ιακώβ είπε ότι θα έλθει αφού εξέ­λι­παν στο μέλ­λον οι άρχον­τες των Ιου­δαί­ων.

Γι’ Αυτόν ο προ­φή­της Δανι­ήλ προ­φή­τευ­σε ότι θα έλθει, αφού περά­σουν πολ­λές χρο­νι­κές περί­ο­δοι που τις ονο­μά­ζει «εβδο­μά­δες»[Δαν.9,25–27: «Κα γνώσ κα συνή­σεις· π ξόδου λόγου το ποκριθναι κα το οκοδομσαι ερου­σαλμ ως χρι­στο γου­μέ­νου βδο­μά­δες πτ κα βδο­μά­δες ξηκον­τα­δύο· κα πιστρέ­ψει κα οκοδο­μη­θή­σε­ται πλα­τεα κα τεχος, κα κκε­νω­θή­σον­ται ο και­ροί. κα μετ τς βδο­μά­δας τς ξηκον­τα­δύο ξολο­θρευ­θή­σε­ται χρσμα, κα κρί­μα οκ στιν ν ατ· κα τν πόλιν κα τ γιον δια­φθε­ρε σν τ γου­μέν τ ρχο­μέν κα κκο­πή­σον­ται ν κατα­κλυ­σμ, κα ως τέλους πολέ­μου συν­τε­τμη­μέ­νου τάξει φανι­σμος. κα δυνα­μώ­σει δια­θή­κην πολ­λος, βδομς μία· κα ν τ μίσει τς βδο­μά­δος ρθή­σε­ταί μου θυσία κα σπον­δή, κα π τ ερν βδέ­λυγ­μα τν ρημώ­σε­ων, κα ως τς συν­τε­λεί­ας και­ρο συν­τέ­λεια δοθή­σε­ται π τν ρήμω­σιν(:Μάθε και κατα­νόη­σε καλά, ότι από την ημέ­ρα, που θα εκδο­θεί διά­ταγ­μα για την ανοι­κο­δό­μη­ση της Ιερου­σα­λήμ, μέχρι της ημέ­ρας που θα εμφα­νι­στεί ο άρχον­τας, ο οποί­ος θα έχει χρι­σθεί από Εμέ­να, θα περά­σουν επτά εβδο­μά­δες ετών και άλλες εξήν­τα δύο εβδο­μά­δες ετών. Μετά τις πρώ­τες επτά εβδο­μά­δες θα επι­στρέ­ψουν οι Ιου­δαί­οι αιχ­μά­λω­τοι και θα ανοι­κο­δο­μη­θεί η πλα­τεία και το τεί­χος της πόλε­ως και θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν έτσι οι πρώ­τοι και­ροί. Και μετά την παρέ­λευ­ση των εξήν­τα δύο εβδο­μά­δων ετών, θα θανα­τω­θεί ο χρι­στός Κυρί­ου, ο Σωτή­ρας, χωρίς να υπάρ­χει καμία απο­λύ­τως αμαρ­τία και αιτία θανά­του γι’ Αυτόν. Η πόλη της Ιερου­σα­λήμ και ο άγιος ναός θα κατα­στρα­φούν μαζί με τους ηγου­μέ­νους, τους άρχον­τες της επο­χής εκεί­νης. Οι κάτοι­κοι θα κατα­κλυ­σθούν από συμ­φο­ρές και ένας ξένος λαός θα ανα­λά­βει πόλε­μο κατά του Ισρα­ήλ, ενώ μέχρι το τέλος του πολέ­μου θα επι­φέ­ρει φοβε­ρές κατα­στρο­φές και τρο­με­ρούς αφα­νι­σμούς. Κατά μία εβδο­μά­δα ετών ο Χρι­στός θα συνά­ψει και θα κατα­στή­σει ισχυ­ρή και έγκυ­ρη μία νέα δια­θή­κη. Και κατά το μέσο της εβδο­μά­δας αυτής, που θα προ­σφερ­θεί η μεγά­λη θυσία του λυτρω­τή Χρι­στού, θα τεθεί ορι­στι­κό πλέ­ον τέρ­μα στις παλαιές θυσί­ες και σπον­δές. Και στον ναό μου και τον λαό του Ισρα­ήλ, θα εισέλ­θουν βδε­λυ­ρές δυνά­μεις κατα­στρο­φής και ερη­μώ­σε­ως. Τέρ­μα όμως στην κατα­στρο­φή αυτή θα τεθεί όταν συμ­πλη­ρω­θεί ο ορι­σμέ­νος χρό­νος)»]. Αν θελή­σει κάποιος τα χρό­νια που περι­λαμ­βά­νον­ται σε αυτές τις χρο­νι­κές περιό­δους που ο άγγε­λος ανέ­φε­ρε στον Δανι­ήλ, να τα αριθ­μή­σει αρχί­ζον­τας από την οικο­δό­μη­ση της Ιερου­σα­λήμ και φθά­σει στην γέν­νη­σή Του, θα δει ότι συμ­φω­νούν από­λυ­τα αυτά με εκεί­να που προ­φη­τεύ­τη­καν.

Να σου πω λοι­πόν πώς γεν­νή­θη­κε; «Μνη­στευ­θεί­σης τς μητρς ατο(:Αφού μνη­στεύ­θη­κε η μητέ­ρα του Μαρία)». Δεν είπε η παρ­θέ­νος, αλλά απλά η μητέ­ρα, για να γίνει πιο εύκο­λα απο­δε­κτός αυτός ο λόγος. Γι’ αυτό προ­ε­τοι­μά­ζει πρώ­τα τον ακρο­α­τή να προσ­δο­κά να ακού­σει κάτι συνη­θι­σμέ­νο, και αφού το πετυ­χαί­νει αυτό, τότε τον ξαφ­νιά­ζει με την εμφά­νι­ση του παρά­δο­ξου γεγο­νό­τος, λέγον­τας ότι: «πρν συνελ­θεν ατος ερέθη ν γαστρ χου­σα κ Πνεύ­μα­τος γίου(:προ­τού αυτοί να συνευ­ρε­θούν βρέ­θη­κε έγκυος με τη δημιουρ­γι­κή επε­νέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)». Δεν είπε: «Προ­τού να οδη­γη­θεί αυτή στο σπί­τι του γαμ­πρού», για­τί ήδη κατοι­κού­σε εκεί. Υπήρ­χε έθι­μο στους παλιούς, ως επί το πλεί­στον τις γυναί­κες που μνη­στεύ­ον­ταν να τις κρα­τούν στο σπί­τι τους, πράγ­μα που θα μπο­ρού­σε να συναν­τή­σει κανείς να συμ­βαί­νει και στις μέρες μας. Για παρά­δειγ­μα οι γαμ­προί του Λωτ κατοι­κού­σαν μαζί του στο σπί­τι του. Κι αυτή λοι­πόν μαζί με τον Ιωσήφ κατοι­κού­σε στο σπί­τι του.

Ρωτάς για­τί δεν έμει­νε έγκυος από τη δημιουρ­γι­κή επε­νέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος πριν μνη­στευ­θεί κάποιον άντρα; Όπως είπα από την αρχή, για να συγ­κα­λύ­ψει αυτός ο αρρα­βω­νια­στι­κός το γεγο­νός της εγκυ­μο­σύ­νης της Παρ­θέ­νου και να απαλ­λα­γεί η Παρ­θέ­νος από κάθε πονη­ρή υπό­νοια. Για­τί όταν αυτός, που κυρί­ως οφεί­λει να είναι ζηλιά­ρης περισ­σό­τε­ρο από όλους, απο­δει­κνύ­ε­ται ότι όχι μόνο δεν την εκθέ­τει, ούτε την εξευ­τε­λί­ζει, αλλά την απο­δέ­χε­ται και την περι­ποιεί­ται μετά την κύη­ση, είναι ολο­φά­νε­ρο πως αν δεν ήταν από­λυ­τα βέβαιος ο ίδιος, ότι από την ενέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος προ­ερ­χό­ταν αυτό που επρό­κει­το να γεν­νη­θεί, δεν θα συγ­κρα­τιό­ταν ο ίδιος και δεν θα έκα­νε όλα τα άλλα που έκα­νε.

Ακρι­βώς με έντο­νο τρό­πο έγρα­ψε και το «Βρέ­θη­κε έγκυος», που συνη­θί­ζε­ται να λέγε­ται για παρά­δο­ξα και ανέλ­πι­στα πράγ­μα­τα, που δεν τα περι­μέ­νει κανείς να συμ­βούν. Μην προ­χω­ρείς λοι­πόν περισ­σό­τε­ρο, μην ζητάς ν’ ακού­σεις κάτι πέρα απ’ αυτά που ειπώ­θη­καν, μη λες: «Πώς το έκα­νε αυτό το Άγιο Πνεύ­μα να γίνει από μία παρ­θέ­νο;». Αν είναι αδύ­να­το να ερμη­νεύ­σου­με τον τρό­πο με τον οποίο η δημιουρ­γι­κή φύση δια­μορ­φώ­νει τα πράγ­μα­τα, πώς θα μπο­ρέ­σου­με να απαν­τή­σου­με στα παρα­πά­νω όταν θαυ­μα­τουρ­γεί το Άγιο Πνεύ­μα; Τα λέω όλα αυτά, για να μη στε­νο­χω­ρείς τον Ευαγ­γε­λι­στή ούτε να τον ενο­χλείς μέσα σου συνέ­χεια με τέτοιες ερω­τή­σεις. Αφού είπε ποιος έκα­νε το θαύ­μα, έκλει­σε την υπό­θε­ση. Λέει: «πρν συνελ­θεν ατος ερέθη ν γαστρ χου­σα κ Πνεύ­μα­τος γίου(:προ­τού αυτοί να συνευ­ρε­θούν βρέ­θη­κε έγκυος με τη δημιουρ­γι­κή επε­νέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)». Δηλα­δή :«Τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο δεν γνω­ρί­ζω, παρά ότι αυτό που συνέ­βη έγι­νε από το Άγιο Πνεύ­μα».

Πρέ­πει να νιώ­θουν ντρο­πή όσοι λεπτο­λο­γούν τόσο πολύ με τη θεϊ­κή αυτή Γέν­νη­ση. Για­τί αν αυτή η γέν­νη­ση που έχει μύριους μάρ­τυ­ρες και που έχει προ­α­ναγ­γελ­θεί πριν από τόσα πολ­λά χρό­νια και απο­κα­λύ­φθη­κε και εξε­τά­σθη­κε λεπτο­με­ρώς από πολ­λούς, κανείς όμως δεν μπό­ρε­σε να την ερμη­νεύ­σει, δεν είναι τελεί­ως τρε­λοί αυτοί που περιερ­γά­ζον­ται το απόρ­ρη­το αυτό γεγο­νός και το εξε­τά­ζουν με περιέρ­γεια; Για­τί ούτε ο Γαβρι­ήλ[βλ.Ματθ.1,20: «Τ γρ ν ατ γεν­νηθν κ Πνεύ­μα­τός στιν γίου (: διό­τι το παι­δί που συνέ­λα­βε μέσα της προ­έρ­χε­ται από τη δημιουρ­γι­κή επε­νέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)»], ούτε ο Ματ­θαί­ος μπό­ρε­σαν να πουν κάτι παρα­πά­νω, παρά μόνον ότι αυτό συνέ­βη από το Άγιο Πνεύ­μα.

Το πώς συνέ­βη αυτό από το Άγιο Πνεύ­μα και με ποιο τρό­πο, κανείς από τους δύο δεν προ­σπά­θη­σε να το ερμη­νεύ­σει, ούτε βέβαια αυτό ήταν δυνα­τόν. Μη νομί­σεις, ακρο­α­τή, ότι έμα­θες τα πάν­τα ακού­γον­τας ότι αυτά συνέ­βη­σαν από το Άγιο Πνεύ­μα, για­τί πολ­λά αγνο­ού­με ακό­μη κι αν πλη­ρο­φο­ρού­μα­σταν πως ο Άπει­ρος βρί­σκε­ται στη μήτρα, πως Αυτός που συγ­κρα­τεί το σύμ­παν κυο­φο­ρεί­ται από γυναί­κα, πως γεν­νά η Παρ­θέ­νος και παρα­μέ­νει παρ­θέ­νος. Πες μου, πώς δημιούρ­γη­σε το Άγιο Πνεύ­μα αυτόν τον ναό, δηλα­δή τον Χρι­στό; Πώς έλα­βε ο Κύριος ένα μέρος της σάρ­κας Του από τη μήτρα και το αύξη­σε αυτό και το μορ­φο­ποί­η­σε; Το ότι προ­ήλ­θε από την σάρ­κα της Παρ­θέ­νου, το δήλω­σε λέγον­τας: «τ γρ ν ατ γεν­νηθν(:το παι­δί που συνέ­λα­βε μέσα της)»· και ο από­στο­λος Παύ­λος είπε: «τε δ λθε τ πλρωμα το χρνου, ξαπστει­λεν Θες τν υἱὸν ατο, γενμενον κ γυναικς γενμενον π νμον(:όταν όμως συμ­πλη­ρώ­θη­κε ο χρό­νος που είχε ορί­σει η παν­σο­φία του Θεού, απέ­στει­λε ο Θεός στον κόσμο τον Υιό Του, ο οποί­ος έγι­νε άνθρω­πος από γυναί­κα και υπο­τά­χθη­κε στον Μωσαϊ­κό νόμο)»[Γαλ.4,4], απο­στο­μώ­νον­τας αυτούς που ισχυ­ρί­ζον­ταν ότι ο Χρι­στός εμφα­νί­στη­κε σαν να πέρα­σε από κάποιο σωλή­να.

Αν συνέ­βαι­νε κάτι τέτοιο, για­τί χρεια­ζό­ταν η μήτρα; Αν συνέ­βαι­νε αυτό, τότε δεν θα είχε τίπο­τε κοι­νό με μας ο Χρι­στός, θα είχε κάποια άλλη σάρ­κα κι όχι όμοια με τη δική μας. Πώς όμως θα κατα­γό­ταν από την οικο­γέ­νεια του Ιεσ­σαί; Πώς θα ήταν η ράβδος; Πώς θα ονο­μα­ζό­ταν υιός ανθρώ­που; Πώς θα είχε μητέ­ρα τη Μαριάμ; Πώς θα κατα­γό­ταν από το σπέρ­μα του Δαβίδ; Πώς πήρε τελι­κά μορ­φή δού­λου; Πώς « Λόγος σρξ γένε­το(:ο Θεός Λόγος έγι­νε μέσα στον χρό­νο άνθρω­πος)»; Πώς γρά­φει στους Ρωμαί­ους ο Παύ­λος: «ξ ν Χριστς τ κατ σρκα, ν π πντων Θες;(:Από αυτούς τους μακα­ρι­στούς πατέ­ρες κατά­γε­ται ο Χρι­στός ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση Του, ο οποί­ος είναι Θεός εξου­σια­στής όλων, άξιος να υμνεί­ται στους αιώ­νες)» [Ρωμ.9,5]. Το ότι όμως κατά­γε­ται από μας και από το δικό μας φύρα­μα και από την παρ­θε­νι­κή μήτρα, απο­δει­κνύ­ε­ται κι απ’ αυτά και από άλλα πολύ περισ­σό­τε­ρα. Το πώς συνέ­βη­σαν αυτά, δεν είναι καθό­λου γνω­στό. Λοι­πόν μην ερευ­νάς και εσύ, ανα­γνώ­στη, αλλά δέξου την απο­κά­λυ­ψη και μην περιερ­γά­ζε­σαι αυτό που απο­σιώ­πη­σε ο Θεός.

«ωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παρα­δειγ­μα­τί­σαι, ἠβου­λή­θη λάθρα ἀπο­λῦ­σαι αὐτήν(:Ο Ιωσήφ, ο μνη­στή­ρας αυτής, όταν αντι­λή­φθη­κε την εγκυμοσύνη,(πήρε την από­φα­ση να δια­λύ­σει την μνη­στεία)·επει­δή όμως ήταν ενά­ρε­τος και εύσπλα­χνος και δεν ήθε­λε να την δια­πομ­πεύ­σει προς δημό­σιο παρα­δειγ­μα­τι­σμό, σκέ­φτη­κε να τη διώ­ξει μυστι­κά χωρίς να ανα­κοι­νώ­σει σε κανέ­να τις υπο­ψί­ες του)»[Ματθ.1,19].

Αφού ανέ­φε­ρε ότι ο Ιησούς γεν­νή­θη­κε εκ Πνεύ­μα­τος Αγί­ου και χωρίς να λάβει χώρα σαρ­κι­κή ένω­ση, ολο­κλη­ρώ­νει ο Ματ­θαί­ος την διή­γη­σή του και από μια άλλη σκο­πιά. Για να μη δώσει το δικαί­ω­μα στον οποιον­δή­πο­τε να ερω­τά: «Πώς απο­δει­κνύ­ε­ται αυτό; Ποιος είδε ή άκου­σε ότι συνέ­βη ποτέ κάποιο παρό­μοιο γεγο­νός;» Επί­σης, για να μην υπο­πτευ­θείς ότι ο μαθη­τής από εύνοια προς τον Διδά­σκα­λο επι­νο­εί όλα αυτά, εμφα­νί­ζει ο Ματ­θαί­ος τον Ιωσήφ να συνη­γο­ρεί, με όσα έπα­θε με τις υπο­ψί­ες του που δια­λύ­θη­καν από τον άγγε­λο, στο να γίνουν πιστευ­τά τα λεχθέν­τα, σαν να μας λέγει σχε­δόν με αυτά που γρά­φει ότι «εάν δεν πιστεύ­εις σε εμέ­να και θεω­ρείς ύπο­πτη τη μαρ­τυ­ρία μου, να πιστέ­ψεις στον ίδιο τον μνη­στή­ρα της Μαρί­ας».

Διό­τι λέγει: «ωσφ δ νρ ατς, δίκαιος ν(:Και ο Ιωσήφ, ο αρρα­βω­νια­στι­κός της, επει­δή ήταν ενά­ρε­τος)»[Ματθ.1,19]. «Δίκαιο» εδώ ονο­μά­ζει τον σε όλα ενά­ρε­το. Βέβαια, δικαιο­σύ­νη είναι το να απο­φεύ­γει κανέ­νας την πλε­ο­νε­ξία, αλλά δικαιο­σύ­νη ονο­μά­ζε­ται και η αρε­τή στο σύνο­λό της. Και μάλι­στα η Γρα­φή χρη­σι­μο­ποιεί με αυτή τη σημα­σία την έννοια της δικαιο­σύ­νης, όπως όταν λέγει· «Ἄνθρω­πος δίκαιος, ἀλη­θι­νός»[Ιώβ, 1,1] και αλλού: «Ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφό­τε­ροι(:Ήσαν και οι δύο δίκαιοι)»[Λουκ. 1,16]. Ώστε «επει­δή ήταν δίκαιος» δηλα­δή καλο­κά­γα­θος και επιει­κής και σε όλα ενά­ρε­τος, «σκέ­φτη­κε να της δώσει δια­ζύ­γιο μυστι­κά». Γι’ αυτόν τον λόγο ανα­φέ­ρει το γεγο­νός πριν ο Ιωσήφ γνω­ρί­σει την αλή­θεια, για να μην δεί­ξεις απι­στία προς όσα συνέ­βη­σαν ύστε­ρα από την γνώ­ση της αλή­θειας. Βέβαια, μια τέτοια γυναί­κα δεν ήταν άξια να υπο­στεί μόνο την δια­πόμ­πευ­ση, τον δημό­σιο εξευ­τε­λι­σμό προς παρα­δειγ­μα­τι­σμό, αλλά ο νόμος διέ­τασ­σε να τιμω­ρη­θεί κιό­λας .

Όμως ο Ιωσήφ όχι μόνο τη μεγα­λύ­τε­ρη εκεί­νη τιμω­ρία αλλά και τη μικρό­τε­ρη δεν επέ­τρε­ψε, δηλα­δή την δια­πόμ­πευ­ση. Για­τί όχι μόνο να την τιμω­ρή­σει δεν ήθε­λε, αλλά ούτε και να τη δια­πομ­πεύ­σει προς παρα­δειγ­μα­τι­σμό. Βλέ­πεις, λοι­πόν, άνθρω­πο ευσε­βή και απαλ­λαγ­μέ­νο από το τυραν­νι­κό­τα­το πάθος της ζήλειας; Γνω­ρί­ζε­τε, βέβαια, πόσο μεγά­λο πάθος είναι η ζήλεια. Για τον λόγο αυτό και εκεί­νος ο οποί­ος γνώ­ρι­ζε καλά αυτά τα θέμα­τα, λέγει: «Μεστὸς γὰρ ζήλου θυμὸς ἀνδρός· οὐ φεί­σε­ται ἐν ἡμέ­ρᾳ κρί­σε­ως(:Είναι γεμά­τος από ζηλό­τυ­πη εκδί­κη­ση ο θυμός του άνδρα της μοι­χα­λί­δας γυναί­κας. Δεν θα δεί­ξει έλε­ος, όταν θα δικά­ζε­ται ενώ­πιον του δικα­στη­ρί­ου)»[Παροιμ. 6,34]· και: «Σκλη­ρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος (:Η ζήλεια είναι σκλη­ρή σαν τον Άδη)»[ Άσμ.8,6] .

Και εμείς, όμως, γνω­ρί­ζου­με πολ­λούς ανθρώ­πους, οι οποί­οι θα προ­τι­μού­σαν να χάσουν τη ζωή τους, παρά να κυριευ­τούν από ζηλό­τυ­πη καχυ­πο­ψία. Εδώ βέβαια δεν επρό­κει­το απλά περί υπο­ψί­ας, εφό­σον έγι­νε αντι­λη­πτός ο όγκος της κοι­λιάς. Ήταν όμως τόσο πολύ απαλ­λαγ­μέ­νος από τη ζήλεια ο Ιωσήφ, ώστε δεν θέλη­σε να προ­ξε­νή­σει λύπη στην Παρ­θέ­νο, ούτε και με την πλέ­ον ασή­μαν­τη τιμω­ρία. Επει­δή όμως αφε­νός μεν ήταν από­δει­ξη ότι παρα­βαί­νει τον νόμο, εάν την κρα­τού­σε στο σπί­τι του, αφε­τέ­ρου δε το να την δια­πομ­πεύ­σει και να την οδη­γή­σει στο δικα­στή­ριο σήμαι­νε σαν να την ανάγ­κα­ζε να υπο­στεί την ποι­νή του θανά­του, γι’ αυτό δεν έκα­νε τίπο­τε από αυτά, αλλά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται πλέ­ον κατά τρό­πο ανώ­τε­ρο από εκεί­νο που ορί­ζει ο νόμος.

Έπρε­πε, βέβαια, να υπάρ­χουν πολ­λά δείγ­μα­τα υψη­λής, ανώ­τε­ρης συμ­πε­ρι­φο­ράς, εκεί που παρου­σιά­στη­κε η χάρη του Θεού. Δηλα­δή, όπως ακρι­βώς ο ήλιος, χωρίς ακό­μη να ανα­τεί­λει, καταυ­γά­ζει με το φως του το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της γης, κατά όμοιο τρό­πο και ο Χρι­στός, όταν επρό­κει­το να ανα­τεί­λει από την μήτρα εκεί­νη και προ­τού να γεν­νη­θεί, φώτι­σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη. Γι’ αυτό τον λόγο οι προ­φή­τες σκιρ­τού­σαν από χαρά πριν να γεν­νη­θεί, οι γυναί­κες προ­έ­λε­γαν τα μέλλοντα[Λουκ.1,42–43: «Ελογη­μέ­νη σ ν γυναιξ κα ελογη­μέ­νος καρπς τς κοι­λί­ας σου· κα πόθεν μοι τοτο να λθ μήτηρ το Κυρί­ου μου πρός με;(:Είσαι ευλο­γη­μέ­νη από τον Θεό εσύ περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλη γυναί­κα. Και είναι ευλο­γη­μέ­νο και το έμβρυο που βλά­στη­σε στην κοι­λιά σου ως καρ­πός άχραν­τος και παρ­θε­νι­κός. Και πώς μου έγι­νε αυτή η τιμή; Ποια αρε­τή ή αξία έχω εγώ, ώστε να έλθει να με επι­σκε­φτεί η μητέ­ρα του Κυρί­ου μου;)»] και ο Ιωάν­νης πριν να εξέλ­θει από την κοι­λιά της μητέ­ρας του της Ελι­σά­βετ ανα­πή­δη­σε από αγαλλίαση[Λουκ. 1,44: «δο γρ ς γένε­το φων το σπα­σμο σου ες τ τά μου, σκίρ­τη­σε τ βρέ­φος ν γαλ­λιά­σει ν τ κοι­λί μου(:Και είσαι πραγ­μα­τι­κά η μητέ­ρα του Κυρί­ου μου, διό­τι να, μόλις ήλθε στα αυτιά μου η φωνή του χαι­ρε­τι­σμού σου, ανα­πή­δη­σε μέσα στα σπλά­χνα μου το βρέ­φος με ασυγ­κρά­τη­τη χαρά)»].

Έτσι και ο Ιωσήφ συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κε με μεγά­λη λεπτό­τη­τα, αφού ούτε την κατήγ­γει­λε, ούτε την δια­πόμ­πευ­σε, παρά απο­πει­ρά­θη­κε μονά­χα να την απο­μα­κρύ­νει από το σπί­τι του. Ενώ λοι­πόν τα πράγ­μα­τα είχαν φθά­σει σ’ αυτό το σημείο και όλοι βρί­σκον­ταν σε αμη­χα­νία, εμφα­νί­ζε­ται ο άγγε­λος για να λύσει όλες τις απο­ρί­ες.

Αξί­ζει, όμως, να εξε­τά­σου­με για ποιο λόγο δεν μίλη­σε προ­η­γου­μέ­νως ο άγγε­λος, δηλα­δή, προ­τού να σκε­φθεί αυτό ο Ιωσήφ, αλλά, όταν το σκέ­φθη­κε, τότε εμφα­νί­ζε­ται. «Τατα γρ ατοῦ ἐνθυ­μηθντος(:ενώ όμως σκε­πτό­ταν αυτά)», λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής, «δο γγε­λος Κυρί­ου»[Ματθ. 1,20] έρχε­ται. Βέβαια, ο ίδιος άγγε­λος είχε αναγ­γεί­λει την ευχά­ρι­στη είδη­ση προς την Θεο­τό­κο, πριν ακό­μη συλ­λά­βει. Το γεγο­νός όμως αυτό δημιουρ­γεί νέα απο­ρία. Δηλα­δή εάν ο άγγε­λος δεν το έλε­γε στον Ιωσήφ, για ποιο λόγο το απο­σιώ­πη­σε η Παρ­θέ­νος, όταν το πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε από τον άγγε­λο και ενώ έβλε­πε τον μνη­στή­ρα της να κατέ­χε­ται από σύγ­χυ­ση, δεν του έλυ­σε την απο­ρία; Ακό­μη, για ποιο λόγο δεν μίλη­σε ο άγγε­λος προ­τού να θορυ­βη­θεί ο Ιωσήφ;

Είναι ωστό­σο ανάγ­κη να επι­λύ­σου­με πρώ­τα την προ­γε­νέ­στε­ρη απο­ρία. Για­τί λοι­πόν δεν το είπε από την αρχή ο άγγε­λος στον Ιωσήφ, ώστε να μη βρε­θεί σε τέτοια αμη­χα­νία; Για να μη δεί­ξει απι­στία και πάθει ό,τι έπα­θε ο Ζαχα­ρί­ας[Λουκ.1,8–20]. Πραγ­μα­τι­κά, όταν βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά στο θαυ­μα­στό γεγο­νός και το βλέ­που­με, τότε λοι­πόν είναι εύκο­λο να πιστέ­ψου­με σε αυτό. Όταν όμως δεν έχει καν αρχί­σει να πραγ­μα­το­ποιεί­ται ακό­μη, τότε δεν γίνε­ται εξί­σου εύκο­λα παρα­δε­κτό αυτό που λέγε­ται. Συνε­πώς, γι΄αυτό τον λόγο δεν το ανήγ­γει­λε από την αρχή ο άγγε­λος στον Ιωσήφ και για την ίδια αιτία το απο­σιώ­πη­σε και η Παρ­θέ­νος. Νόμι­σε δηλα­δή ότι δεν θα γινό­ταν πιστευ­τή από τον μνη­στή­ρα, όταν θα ανήγ­γει­λε είδη­ση παρά­δο­ξη· αντι­θέ­τως, θα τον εξόρ­γι­ζε περισ­σό­τε­ρο, εάν του γεν­νιό­ταν η υπο­ψία ότι προ­σπα­θού­σε να καλύ­ψει μια αμαρ­τία που είχε δια­πρα­χθεί. Διό­τι όταν ακό­μα κι αυτή η οποία επρό­κει­το να δεχθεί τόσο μεγά­λη χάρη, δει­κνύ­ει ανθρώ­πι­νη αδυ­να­μία και ερω­τά: «Πῶς ἔσται τοῦ­το ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώ­σκω;(:Πώς θα γίνει το πρω­το­φα­νές και πρω­τά­κου­στο τού­το μυστή­ριο, και πώς θα συλ­λά­βω και θα γεν­νή­σω αφού δεν έχω συζυ­γι­κή σχέ­ση με άντρα;)»[Λουκ. 1,34], πολύ περισ­σό­τε­ρο θα εξέ­φρα­ζε αμφι­βο­λί­ες εκεί­νος (:ο Ιωσήφ) δεδο­μέ­νου μάλι­στα ότι θα πλη­ρο­φο­ρεί­το την παρά­δο­ξη είδη­ση από τη γυναί­κα η οποία μπο­ρού­σε να εγεί­ρει κάθε υπο­ψία.

Αυτή είναι λοι­πόν η αιτία για την οποία η Παρ­θέ­νος δεν λέγει τίπο­τε στον Ιωσήφ για τον ευαγ­γε­λι­σμό του αγγέ­λου. Όταν όμως έφθα­σε η κατάλ­λη­λη ευκαι­ρία, εμφα­νί­ζε­ται ο άγγε­λος. Γεν­νά­ται όμως το ερώ­τη­μα: Για­τί δεν έκα­νε το ίδιο και στην Παρ­θέ­νο και δεν επα­νέ­λα­βε τον ευαγ­γε­λι­σμό μετά την κύη­ση; Αναμ­φί­βο­λα, για να μην βρι­σκό­ταν σε ταρα­χή και μεγά­λη ανη­συ­χία καθ’ όλο το διά­στη­μα της κυο­φο­ρί­ας. Ήταν, βέβαια, φυσι­κό, αφού δεν θα γνώ­ρι­ζε την πραγ­μα­τι­κή σημα­σία του γεγο­νό­τος, να σκε­φθεί κάτι άτο­πο για τον εαυ­τό της και να απο­πει­ρα­θεί να θέσει τέλος στη ζωή της με απαγ­χο­νι­σμό ή με ξίφος, μην υπο­φέ­ρον­τας τη μεγά­λη ντρο­πή· διό­τι η Παρ­θέ­νος ήταν θαυ­μα­στή και φανε­ρώ­νει την αρε­τή της ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, όταν λέγει ότι όταν άκου­σε τον χαι­ρε­τι­σμό του αγγέ­λου, δεν άφη­σε τον εαυ­τό της να κυριευ­θεί από χαρά, ούτε δέχτη­κε αδια­μαρ­τύ­ρη­τα αυτό που της ειπώ­θη­κε, αλλά αντι­θέ­τως κατα­λή­φθη­κε από ταρα­χή και προ­σπα­θού­σε να αντι­λη­φθεί ποια σημα­σία και ποιο σκο­πό να είχε ο χαι­ρε­τι­σμός αυτός[Λουκ. 1,28–29: «Κα εσελθν γγε­λος πρς ατν επε· χαρε, κεχα­ρι­τω­μέ­νη· Κύριος μετ σο· ελογη­μέ­νη σ ν γυναι­ξίν. δ δοσα διε­τα­ρά­χθη π τ λόγ ατο, κα διε­λο­γί­ζε­το ποταπς εη σπα­σμς οτος(: Μόλις μπή­κε ο άγγε­λος στο δωμά­τιό της, της είπε: “Χαί­ρε εσύ, που είσαι προι­κι­σμέ­νη από τον Θεό με πολ­λής και εξαι­ρε­τι­κές χάρι­τες. Ο Κύριος είναι μαζί σου και Αυτός σε γέμι­σε με τις χάρι­τές Του. Έχεις ευλο­γη­θεί εσύ όσο καμία άλλη γυναί­κα”. Αυτή όμως, όταν είδε τον άγγε­λο, ταρά­χτη­κε πολύ απ΄ τον λόγο που της είπε και σκε­πτό­ταν μέσα της ποια σημα­σία και ποιο σκο­πό να είχε άρα­γε ο χαι­ρε­τι­σμός αυτός)»]. Συνε­πώς, αυτή η οποία ήταν τόσο γνω­στή για την αρε­τή της, ασφα­λώς, θα έχα­νε τα λογι­κά της από την λύπη της, όταν θα σκε­πτό­ταν την ντρο­πή, αφού μάλι­στα δεν πίστευε ότι ήταν δυνα­τό όσα και αν έλε­γε, να πεί­σει κάποιον από όσους την άκου­γαν ότι το γεγο­νός δεν ήταν πρά­ξη μοι­χεί­ας.

Για να μη συμ­βούν λοι­πόν όλα τα παρα­πά­νω, εμφα­νί­στη­κε ο άγγε­λος προ της συλ­λή­ψε­ως· διό­τι έπρε­πε οπωσ­δή­πο­τε να είναι απαλ­λαγ­μέ­νη ταρα­χής η κοι­λιά εκεί­νη στην οποία εισήλ­θε ο Δημιουρ­γός του σύμ­παν­τος, και ακό­μη, να είναι ελεύ­θε­ρη από κάθε σύγ­χυ­ση η ψυχή, η οποία κρί­θη­κε άξια να υπη­ρε­τή­σει τόσο μεγά­λα μυστή­ρια.

Γι’ αυτούς τους λόγους, λοι­πόν, ομι­λεί ο άγγε­λος στην Παρ­θέ­νο προ της συλ­λή­ψε­ως, ενώ στον Ιωσήφ εμφα­νί­ζε­ται κατά τις ημέ­ρες της γεν­νή­σε­ως περί­που. Το γεγο­νός αυτό πολ­λοί οι οποί­οι από μεγά­λη αφέ­λεια δεν γνω­ρί­ζουν καλά τα πράγ­μα­τα, το θεώ­ρη­σαν ότι είναι δια­φω­νία μετα­ξύ των ευαγ­γε­λι­στών. Επει­δή, δηλα­δή, ο Λου­κάς γρά­φει ότι ο άγγε­λος έφε­ρε τη χαρ­μό­συ­νη είδη­ση στη Μαρία, ενώ ο Ματ­θαί­ος στον Ιωσήφ( γι’ αυτό δημιουρ­γούν την υπο­τι­θέ­με­νη διαφωνία),χωρίς να γνω­ρί­ζουν ότι έλα­βαν χώρα και οι δύο εμφα­νί­σεις. Την περί­πτω­ση αυτήν πρέ­πει να λαμ­βά­νου­με υπό­ψη και σε ολό­κλη­ρη τη διή­γη­ση, διό­τι έτσι θα δώσου­με απάν­τη­ση σε πολ­λές φαι­νο­με­νι­κές δια­φω­νί­ες.

Εμφα­νί­ζε­ται λοι­πόν ο άγγε­λος, όταν ο Ιωσήφ κατα­λή­φθη­κε από ταρα­χή. Ασφα­λώς ανα­βάλ­λει την εμφά­νι­σή του και για όσα είπα­με παρα­πά­νω, αλλά και για να απο­δει­χθεί η ευσέ­βεια του Ιωσήφ. Όταν όμως επρό­κει­το να ολο­κλη­ρω­θεί το έργο, έρχε­ται πλέ­ον ο άγγε­λος.

«Ταῦ­τα δὲ αὐτοῦ ἐνθυ­μη­θέν­τος, ἄγγε­λος Κυρί­ου κατ᾿ ναρ φάνη ατ λέγων (:Ενώ όμως σκε­πτό­ταν αυτά, ιδού, ένας άγγε­λος του Κυρί­ου φάνη­κε στο όνει­ρό του και του είπε)».Βλέ­πεις την επιεί­κεια του ανδρός; Όχι μόνο, διό­τι δεν την τιμώ­ρη­σε, αλλά και διό­τι σε κανέ­να δεν είπε τίπο­τε, ούτε και στην ίδια που θεω­ρού­σε ως ύπο­πτη. Αντί­θε­τα, σκε­πτό­ταν μυστι­κά μέσα του, στην προ­σπά­θειά του να κρύ­ψει την αιτία και από την ίδια την Παρ­θέ­νο. Πραγ­μα­τι­κά, δεν είπε ο ευαγ­γε­λι­στής ότι ο Ιωσήφ ήθε­λε να την εκδιώ­ξει βίαια από τα σπί­τι του, παρά ότι ήθε­λε να της δώσει κρυ­φά δια­ζύ­γιο. Τόσο πολύ ήρε­μος και επιει­κής ήταν ο άνθρω­πος αυτός.

«Ταῦ­τα δὲ αὐτοῦ ἐνθυ­μη­θέν­τος, ἄγγε­λος Κυρί­ου κατ᾿ ναρ φάνη ατ(:Καθώς λοι­πόν ο Ιωσήφ συλ­λο­γι­ζό­ταν αυτά, ένας άγγε­λος φάνη­κε στο όνει­ρό του)». Αλλά για­τί δεν έρχε­ται φανε­ρά ο άγγε­λος, όπως στους ποι­μέ­νες, τον Ζαχα­ρία και την Παρ­θέ­νο, αλλά έρχε­ται στο όνει­ρο του Ιωσήφ; Ήταν τόσο πολύ πιστός ο Ιωσήφ, ώστε δεν χρεια­ζό­ταν την εμφά­νι­ση αυτή ενώ­πιόν του για να πιστέ­ψει την αλή­θεια των λόγων του αγγέ­λου. Αντί­θε­τα, η Παρ­θέ­νος επει­δή ευαγ­γε­λι­ζό­ταν πολύ σπου­δαιό­τε­ρη είδη­ση και από αυτήν ακό­μη που άκου­σε ο Ζαχα­ρί­ας, χρεια­ζό­ταν και προ του γεγο­νό­τος παρά­δο­ξη εμφά­νι­ση. Επί­σης, οι ποι­μέ­νες βρί­σκον­ταν σε περισ­σό­τε­ρο πνευ­μα­τι­κά ακαλ­λιέρ­γη­τη και απο­λί­τι­στη κατά­στα­ση (και γι’ αυτό είχαν ανάγ­κη από πιο έντο­νη και πιο θαυ­μα­στή εμφά­νι­ση). Ο Ιωσήφ όμως δέχε­ται εύκο­λα την απο­κά­λυ­ψη διό­τι του έγι­νε μετά την εκδή­λω­ση της εγκυ­μο­σύ­νης και ενώ η ψυχή του είχε πλέ­ον κυριευ­θεί από την πονη­ρή καχυ­πο­ψία, αλλά ήταν και έτοι­μη να δεχθεί τις αγα­θές ελπί­δες, υπό την προ­ϋ­πό­θε­ση ότι θα εμφα­νι­ζό­ταν κάποιος που θα τον οδη­γού­σε με ευκο­λία προς αυτές. Γι’ αυτό και μαθαί­νει την ευχά­ρι­στη πλη­ρο­φο­ρία μετά την υπο­ψία που άρχι­σε να τον βασα­νί­ζει, για να του χρη­σι­μεύ­σει το γεγο­νός αυτό ως από­δει­ξη των λεγο­μέ­νων.

Πραγ­μα­τι­κά, ενώ τα σκέ­φθη­κε κατ’ ιδί­αν όλα αυτά, χωρίς να πει τίπο­τε σε κανέ­ναν άλλον, και άκου­σε τον άγγε­λο να του ομι­λεί για τις σκέ­ψεις του αυτές, του πρό­σφε­ρε πλέ­ον μια αδιά­σει­στη από­δει­ξη ότι είχε έλθει απε­σταλ­μέ­νος από τον Θεό· διό­τι μόνο ο Θεός έχει την ικα­νό­τη­τα να γνω­ρί­ζει τις από­κρυ­φες επι­θυ­μί­ες της καρ­διάς. Κοί­τα­ξε, λοι­πόν, πόσα πράγ­μα­τα λαμ­βά­νουν χώρα και αφε­νός μεν απο­δει­κνύ­ε­ται η ευσέ­βεια του Ιωσήφ, αφε­τέ­ρου δε ενι­σχύ­ει την πίστη του το γεγο­νός ότι η αναγ­γε­λία έγι­νε στην κατάλ­λη­λη στιγ­μή, αλλά επι­πλέ­ον και το όλο περι­στα­τι­κό δεν γεν­νά υπο­ψί­ες ανα­λη­θεί­ας, διό­τι φανε­ρώ­νει ότι έπα­θε ό,τι ήταν φυσι­κό να πάθει ένας άντρας.

Με ποιο τρό­πο όμως τον οδη­γεί προς την πίστη ο άγγε­λος; Άκου­σε και θαύ­μα­σε τη σοφία της αφη­γή­σε­ως. Όταν ήλθε, λοι­πόν, ο άγγε­λος λέγει: «ωσὴφ υἱὸς ∆αυῒδ, μὴ φοβη­θῇς παρα­λα­βεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖ­κά σου (:Ιωσήφ, από­γο­νε του Δαυίδ, μη διστά­σεις και μη φοβη­θείς να παρα­λά­βεις στον οίκο σου την Μαριάμ, την αγνή και πιστή μνη­στή σου)»[Ματθ. 1,20]. Αμέ­σως δηλα­δή του υπεν­θυ­μί­ζει τον Δαβίδ, από το γένος του οποί­ου έμελ­λε να προ­έλ­θει ο Χρι­στός και δεν τον αφή­νει να ταρα­χθεί, αφού του υπεν­θύ­μι­σε την υπό­σχε­ση, η οποία είχε δοθεί προς ολό­κλη­ρο το γένος, με το να τον προ­σφω­νή­σει από τους προ­γό­νους του. Διό­τι για ποιο άλλο λόγο τον ονό­μα­σε «υιό του Δαυίδ»;

«Μὴ φοβη­θῇς(:Να μη δοκι­μά­σεις κανέ­να φόβο)», λέγει. Βέβαια, ο Θεός σε άλλες περι­πτώ­σεις δεν κάνει το ίδιο, αλλά όταν κάποιος όπως π.χ. ο Αβι­μέ­λεχ έκα­νε απρε­πείς σκέ­ψεις για κάποια γυναί­κα, χρη­σι­μο­ποί­η­σε προς αυτόν ο Θεός αυστη­ρό­τε­ρες λέξεις και τις συνό­δευ­σε από απει­λή, μολο­νό­τι και εκεί η συμ­πε­ρι­φο­ρά ήταν απο­τέ­λε­σμα της άγνοιας. Δηλα­δή, και εκεί­νος ο ίδιος ο βασι­λιάς των Γερά­ρων, ο Αβι­μέ­λεχ, χωρίς να γνω­ρί­ζει ότι η Σάρα είναι σύζυ­γος και όχι αδελ­φή του Αβρα­άμ όπως νόμι­ζε, έλα­βε τη Σάρα για να την έχει ως σύζυ­γό του, αλλά παρά ταύ­τα τον επέ­πλη­ξε ο Θεός[Γέν. 12,10–20 και 20, 1–18· ειδι­κό­τε­ρα, βλ. Γέν.20, 3 : «Κα εσλθεν Θες πρς βιμέ­λεχ ν πν τν νύκτα κα επεν· δο σ ποθνή­σκεις περ τς γυναι­κός, ς λαβες, ατη δέ στι συνκηυα νδρί (:Ο Θεός όμως παρου­σιά­στη­κε στον Αβι­μέ­λεχ κατά την νύκτα στο όνει­ρό του και του είπε· “ιδού εσύ πεθαί­νεις αμέ­σως μετά ως τιμω­ρία, εξαι­τί­ας της γυναι­κός, την οποία έλα­βες, διό­τι αυτή είναι σύζυ­γος άλλου ανδρός, του Αβρα­άμ”)»]. Στην προ­κει­μέ­νη όμως περί­πτω­ση ο Θεός φέρε­ται με μεγα­λύ­τε­ρη επιεί­κεια, διό­τι είναι μεγί­στη η σπου­δαιό­τη­τα των γεγο­νό­των που επι­τε­λούν­ται, αλλά και η μετα­ξύ των δύο ανδρών δια­φο­ρά, ώστε δεν θεω­ρεί­ται απα­ραί­τη­τη η επί­πλη­ξη.

Με το να πει «μη δοκι­μά­σεις κανέ­να φόβο» απο­δει­κνύ­ει ότι ο Ιωσήφ είχε κυριευ­θεί από φόβο μήπως έλθει αντι­μέ­τω­πος προς το θέλη­μα του Θεού, εάν την εκλάμ­βα­νε ως μοι­χα­λί­δα· διό­τι δια­φο­ρε­τι­κά δεν θα σχε­δί­α­ζε να την απο­μα­κρύ­νει από το σπί­τι του. Με όλα αυτά λοι­πόν, απο­δει­κνύ­ει ότι ο άγγε­λος ήλθε εκ μέρους του Θεού, αφού του απο­κα­λύ­πτει και του φανε­ρώ­νει τις σκέ­ψεις και τα συναι­σθή­μα­τα, τα οποία δοκί­μα­σε.

Αφού λοι­πόν ανα­φέ­ρε­ται το όνο­μα της Παρ­θέ­νου, δεν στα­μά­τη­σε εκεί, αλλά πρό­σθε­σε: «την γυναί­κα σου». Βέβαια, δεν θα την απο­κα­λού­σε με τέτοιο τρό­πο, εάν είχε δια­φθα­ρεί και είχε φερ­θεί με ανή­θι­κο τρό­πο προ­δί­δον­τάς τον. Μάλι­στα όταν λέγει «γυναί­κα», εννο­εί την μνη­στή, όπως ακρι­βώς συνη­θί­ζει η Γρα­φή να ονο­μά­ζει «γαμ­προύς» τους μνη­στή­ρες και προ του γάμου.

Τι σημαί­νει όμως η λέξη «να παρα­λά­βει»; Να την κρα­τή­σει στο σπί­τι του, επει­δή με τη σκέ­ψη του της είχε δώσει πλέ­ον δια­ζύ­γιο. «Συνε­πώς αυτήν την οποία έχεις απο­μα­κρύ­νει ήδη με τα σχέ­διά σου», λέγει, «να την κρα­τή­σεις κον­τά σου. Σου την παρα­δί­δει ο Θεός, όχι οι γονείς της. Σου την παρα­δί­δει, όμως, όχι ως σύζυ­γο, αλλά απλώς για να κατοι­κείς μαζί της, και σου την παρα­δί­δει δια­μέ­σου της δικής μου φωνής». Όπως δηλα­δή, αργό­τε­ρα, ο Χρι­στός παρέ­δω­σε τη Μητέ­ρα Του στον μαθη­τή[ Ιω. 19, 26–27: «ησος ον δν τν μητέ­ρα κα τν μαθητν παρεσττα ν γάπα, λέγει τ μητρ ατο· γύναι, δε υός σου ·ετα λέγει τ μαθητ· δο μήτηρ σου. κα π᾿ κεί­νης τς ρας λαβεν μαθητς ατν ες τ δια(:Ο Ιησούς λοι­πόν, όταν είδε τη μητέ­ρα Του και τον μαθη­τή που αγα­πού­σε να στέ­κε­ται εκεί κον­τά, λέει στην μητέ­ρα του: ‘’ Γυναί­κα, να ποιος από τώρα θα είναι γιος σου’’. Έπει­τα λέει στον μαθη­τή:’’ Να η μητέ­ρα σου’’. Και από εκεί­νη την ώρα την πήρε ο μαθη­τής στο κατά­λυ­μά του)»], έτσι και τώρα την παρα­δί­δει στην προ­στα­σία του Ιωσήφ.

Στη συνέ­χεια, αφού έθι­ξε το θέμα της γεν­νή­σε­ως του Υιού του Θεού με τη δημιουρ­γι­κή επε­νέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, δεν ανέ­φε­ρε την πονη­ρή υπο­ψία που ως τότε βασά­νι­ζε τον Ιωσήφ για την Μαρία, αλλά κατά τρό­πο περισ­σό­τε­ρο ευγε­νή και δια­κρι­τι­κό ο άγγε­λος την εξα­φά­νι­σε, με το να δώσει την εξή­γη­ση του επι­κεί­με­νου τοκε­τού. Έτσι απο­δεί­κνυε ότι εκεί­νη η αιτία, η οποία τον έκα­νε να νιώ­σει φόβο και ήθε­λε να απο­μα­κρύ­νει την Παρ­θέ­νο από το σπί­τι του, αυτή ακρι­βώς ήταν που θα τον έκα­νε να ενερ­γή­σει σωστά, εάν έπαιρ­νε την Παρ­θέ­νο κον­τά του και της πρό­σφε­ρε την προ­στα­σία του κάτω από τη στέ­γη του σπι­τιού του. Με αυτόν τον τρό­πο διέ­λυ­σε πλή­ρως την αγω­νία του Ιωσήφ, με την αφθο­νία της πει­στι­κό­τη­τας των λόγων του· διό­τι δεν λέγει μόνο ότι η Παρ­θέ­νος είναι απαλ­λαγ­μέ­νη από την υπο­ψία της παρά­νο­μης συνευ­ρέ­σε­ως, αλλά επι­πλέ­ον εξη­γεί ότι κυο­φο­ρεί κατά τρό­πο υπερ­βαί­νον­τα τους φυσι­κούς νόμους. «Συνε­πώς, όχι μόνο να διώ­ξεις τελεί­ως τον φόβο σου, αλλά και να χαί­ρε­σαι υπερ­βο­λι­κά».

«Τ γρ ν ατ γεν­νηθν κ Πνεύ­μα­τός στιν γίου(:διό­τι το παι­δί που κυο­φο­ρεί­ται μέσα της έχει συλ­λη­φθεί από τη δημιουρ­γι­κή επε­νέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)»[Ματθ.1,20].Παράδοξο είναι το περιε­χό­με­νο των λόγων αυτών και υπερ­βαί­νει την ανθρώ­πι­νη νόη­ση και τους νόμους της φύσε­ως. Πώς λοι­πόν μπο­ρού­σε να το πιστέ­ψει ο άνθρω­πος αυτός, ο Ιωσήφ δηλα­δή, ο οποί­ος δεν είχε πεί­ρα από παρό­μοια λόγια; «Μα φυσι­κά από την απο­κά­λυ­ψη των προ­η­γού­με­νων γεγο­νό­των», λέγει. Διό­τι γι’ αυτόν ακρι­βώς τον σκο­πό του φανέ­ρω­σε ο άγγε­λος όλες γενι­κώς τις σκέ­ψεις του, δηλα­δή, τα συναι­σθή­μα­τά του, τους φόβους του και ό, τι δια­νο­ή­θη­κε να πρά­ξει, για να τον κάνει να πιστέ­ψει και αυτό από τις απο­κα­λύ­ψεις αυτές. Και όχι μόνο από τα γεγο­νό­τα του παρελ­θόν­τος τον οδη­γεί προς την πίστη, αλλά μάλ­λον από τα μέλ­λον­τα να ακο­λου­θή­σουν: «Τέξε­ται υἱόν»(:Θα γεν­νή­σει ένα γιο)»,λέγει, «κα καλέ­σεις τ νομα ατο ησο(:και εσύ που από τον νόμο της Παλαιάς Δια­θή­κης ανα­γνω­ρί­ζε­σαι ως προ­στά­της του, θα του δώσεις το όνο­μα ’’Ιησούς’’, το οποίο σημαί­νει ‘’σωτή­ρας’’)»[Ματθ.1,21].

«Επο­μέ­νως, να μην έχεις την ιδέα ότι είσαι απαλ­λαγ­μέ­νος από την υπο­χρέ­ω­ση να προ­σφέ­ρεις τις υπη­ρε­σί­ες σου στην τακτο­ποί­η­ση των ζητη­μά­των τα οποία σχε­τί­ζον­ται με το νεο­γέν­νη­το, επει­δή η γέν­νη­σή Του έχει ως αιτία την επε­νέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος· διό­τι, μολο­νό­τι δεν έπαι­ξες κανέ­να ρόλο στη γέν­νη­ση και παρέ­μει­νε ανέ­πα­φη η Παρ­θέ­νος, εντού­τοις σου ανα­θέ­τω το εξής καθή­κον, το οποίο απο­τε­λεί γνώ­ρι­σμα του πατέ­ρα, χωρίς βέβαια να κατα­στρέ­φει την ιδιό­τη­τα της παρθενίας,δηλαδή να δώσεις το όνο­μα στο παι­δί. Εσύ, λοι­πόν, θα το ονο­μά­σεις. Έστω κι αν δεν είναι δικό σου το παι­δί, θα εκτε­λέ­σεις χάριν αυτού τα καθή­κον­τα που ανή­κουν στον πατέ­ρα. Γι’ αυτό αμέ­σως σου δίδω τη θέση του πατέ­ρα για το παι­δί που γεν­νιέ­ται, με το να σου ανα­θέ­σω να δώσεις το όνο­μα σε αυτό».

Έπει­τα για να μη δημιουρ­γη­θεί η υπο­ψία στον οποιον­δή­πο­τε ότι είναι πραγ­μα­τι­κός πατέ­ρας, άκου­σε με πόση προ­σο­χή ομι­λεί στη συνέ­χεια: «Θα γεν­νή­σει», λέγει, «υιό». Δεν είπε: «Θα σου γεν­νή­σει γιο», αλλά απλώς «θα γεν­νή­σει» χωρίς να προσ­διο­ρί­σει τη φρά­ση· διό­τι δεν γεν­νού­σε τον Ιησού χάριν του Ιωσήφ, αλλά Τον χάρι­ζε στην οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη.

Γι’ αυτό τον λόγο ήλθε ο άγγε­λος από τον ουρα­νό φέρον­τας το όνο­μα, για να απο­δεί­ξει και με το γεγο­νός αυτό ότι η γέν­νη­ση ήταν άξια θαυ­μα­σμού, διό­τι ο Θεός από υψη­λά έστει­λε με τον άγγε­λο το όνο­μα στον Ιωσήφ. Αλλά και το ίδιο το όνο­μα δεν στε­ρεί­το περιε­χο­μέ­νου. Αντί­θε­τα, περιέ­κλειε ένα θησαυ­ρό, από τον οποίο πήγα­ζαν ανα­ρίθ­μη­τα καλά. Γι’ αυτό και ερμη­νεύ­ει αυτό ο άγγε­λος και συν­τε­λεί στο να δημιουρ­γη­θούν αγα­θές ελπί­δες. Έτσι οδη­γεί τον Ιωσήφ προς την πίστη. Βέβαια, συνη­θί­ζου­με να δεί­χνου­με μεγα­λύ­τε­ρο ενδια­φέ­ρον γι’ αυτά τα θέμα­τα, γι’ αυτό και πιστεύ­ου­με ευκο­λό­τε­ρα στα ευχά­ρι­στα.

Αφού λοι­πόν με όλα αυτά οδή­γη­σε τον Ιωσήφ προς την πίστη, δηλα­δή, με την απο­κά­λυ­ψη των γεγο­νό­των του παρελ­θόν­τος, την εξαγ­γε­λία των μελ­λον­τι­κών αγα­θών, την περι­γρα­φή της παρού­σης κατα­στά­σε­ως και τη γνω­στο­ποί­η­ση της τιμής που απο­δι­δό­ταν σ’ Εκεί­νον που επρό­κει­το να γεν­νη­θεί, στην κατάλ­λη­λη στιγ­μή εμφα­νί­ζει και τον προ­φή­τη να δια­κη­ρύτ­τει όλα αυτά γενι­κώς[Ματθ. 1,21: «Τέξε­ται δ υἱὸν κα καλέ­σεις τ νομα ατο ησον· ατς γρ σώσει τν λαν ατο π τν μαρ­τιν ατν (:Και θα γεν­νή­σει υιό, και εσύ ‑ο οποί­ος σύμ­φω­να με τον νόμο θεω­ρεί­σαι προ­στά­της και πατέ­ρας Του- θα Τον ονο­μά­σεις Ιησού (δηλα­δή Θεό-Σωτή­ρα), διό­τι Αυτός θα σώσει πράγ­μα­τι τον λαό Του από τις αμαρ­τί­ες τους)»]. Προ­τού όμως να επι­κα­λε­σθεί ο ευαγ­γε­λι­στής τη μαρ­τυ­ρία του προ­φή­τη Ησα­ΐα για να επι­κυ­ρώ­σει όλα αυτά, προ­λέ­γει ο άγγε­λος στον Ιωσήφ τα αγα­θά, τα οποία θα προ­έλ­θουν από τον Ιησού για ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη. Και ποια είναι αυτά; Η απε­λευ­θέ­ρω­ση του ανθρώ­που από τις αμαρ­τί­ες του και η τέλεια απά­λει­ψη αυτών. «Ατς γρ (:Διό­τι Αυτός)», λέγει, «σώσει τν λαν ατο π τν μαρ­τιν ατν (:θα σώσει τον λαό Του από τις αμαρ­τί­ες του)».

Και στο σημείο αυτό απο­δει­κνύ­ε­ται ο θαυ­μα­στός και παρά­δο­ξος χαρα­κτή­ρας της σωτη­ρί­ας αυτής· διό­τι δεν υπό­σχε­ται την απαλ­λα­γή από αισθη­τούς πολέ­μους ή την απε­λευ­θέ­ρω­ση από βαρ­βά­ρους λαούς, αλλά κάτι που είναι πολύ σπου­δαιό­τε­ρο από αυτά, δηλα­δή, τη λύτρω­ση από τις αμαρ­τί­ες, πράγ­μα το οποίο δεν μπό­ρε­σε κανείς να κάνει στο παρελ­θόν. Θα ρωτή­σει, βέβαια, κάποιος: «Και για ποιο λόγο είπε ‘’τον λαό Του’’ και δεν πρό­σθε­σε και τα άλλα έθνη;». Για να μην προ­ξε­νή­σει αμέ­σως φόβο στον ακρο­α­τή του. Αλλά σε εκεί­νον που με προ­σο­χή άκου­γε τα λόγια, υπέ­δει­ξε ότι συμ­πε­ριέ­λα­βε και τους άλλους λαούς· διό­τι λαός του Ιησού δεν ήσαν μόνο οι Ιου­δαί­οι, αλλά όλοι όσοι πήγαι­ναν να μαθη­τεύ­σουν κον­τά Του και δέχον­ταν τη σωτη­ριώ­δη γνώ­ση που πήγα­ζε από Αυτόν.

Πρό­σε­ξε ακό­μη με ποιο τρό­πο μας παρου­σί­α­σε και το αξί­ω­μα του Ιησού, όταν ονό­μα­σε «λαν ατο» τον ιου­δαϊ­κό λαό· διό­τι αυτό δεν υπο­δει­κνύ­ει τίπο­τε άλλο, παρά ότι είναι του Θεού Υιός αυτός που γεν­νιέ­ται και ότι εδώ ο άγγε­λος ομι­λεί για τον Βασι­λέα του ουρα­νού, δεδο­μέ­νου ότι καμία άλλη δύνα­μη δεν είναι σε θέση να συγ­χω­ρεί τις αμαρ­τί­ες, παρά μόνο η δύνα­μη του Θεού.

Συνε­πώς, αφού μας προ­σφέρ­θη­κε από τον Θεό μία τόσο μεγά­λη δωρεά, ας πράτ­του­με το παν για να μην φανού­με αχά­ρι­στοι για μια τόσο μεγά­λη ευερ­γε­σία. Διό­τι ενώ και προ­τού να μας δοθεί η τιμή αυτή ήσαν άξιες τιμω­ρί­ας οι δια­πρατ­τό­με­νες αμαρ­τί­ες, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα είναι μετά την προ­σφο­ρά της ανέκ­φρα­στης αυτής Δωρε­άς. Και την σκέ­ψη αυτή δεν τη λέγω τυχαία τώρα, αλλά οδη­γού­μαι προς αυτήν, επει­δή βλέ­πω πολ­λούς να περ­νούν τον και­ρό τους, μετά το βάπτι­σμα με μεγα­λύ­τε­ρη αμε­ρι­μνη­σία από αυτούς που δεν έχουν γνω­ρί­σει ακό­μη την χρι­στια­νι­κή αλή­θεια και δε δια­θέ­τουν κανέ­να χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα του τρό­που της ζωής τους. Στην αιτία αυτήν οφεί­λε­ται το γεγο­νός ότι δεν είναι δυνα­τόν να ξεχω­ρί­σει εύκο­λα κάποιος, ούτε στην αγο­ρά, ούτε στην Εκκλη­σία, ποιος είναι πιστός και ποιος ο άπι­στος, εκτός εάν παρευ­ρί­σκε­ται κανέ­νας κατά τη στιγ­μή της τελέ­σε­ως των μυστη­ρί­ων και δει άλλους μεν να εξέρ­χον­ται, άλλους δε να παρα­μέ­νουν εντός του ναού.

Έπρε­πε βέβαια να δια­κρι­νό­μα­στε όχι από τον τόπο, αλλά από τον τρό­πο της ζωής μας. Πραγ­μα­τι­κά, ενώ τα αξιώ­μα­τα των ευρι­σκο­μέ­νων εκτός της πίστε­ώς μας δια­κρί­νον­ται, όπως είναι φυσι­κό, από τα ανά­λο­γα εξω­τε­ρι­κά γνω­ρί­σμα­τα, τα δικά μας πρέ­πει να ξεχω­ρί­ζουν από την ψυχι­κή μας ανω­τε­ρό­τη­τα· διό­τι ο πιστός δεν πρέ­πει να ξεχω­ρί­ζει μόνο από το όνο­μα, αλλά και από τον νέο τρό­πο ζωής. Ο πιστός πρέ­πει να είναι φως και αλά­τι του κόσμου. Όταν όμως δεν είσαι σε θέση να φωτί­ζεις τον εαυ­τό σου και να συγ­κρα­τείς τη δική σου σήψη, από πού θα μπο­ρέ­σου­με να σε γνω­ρί­σου­με; Μήπως επει­δή βαπτί­στη­κες; Όταν όμως δεν ζεις και ανά­λο­γη ζωή, το βάπτι­σμα είναι ένα εφό­διο που σε οδη­γεί στην τιμω­ρία. Διό­τι το μέγε­θος της τιμής συν­τε­λεί στην αύξη­ση της τιμω­ρί­ας εκεί­νων, οι οποί­οι δεν έχουν την διά­θε­ση να ζουν αντά­ξια προς την τιμή που τους προ­σφέρ­θη­κε. Ασφα­λώς, ο πιστός δεν είναι δίκαιο να δια­κρί­νε­ται μόνο από όσα του έδω­σε ο Θεός, αλλά και από όσα ο ίδιος πρό­σφε­ρε. Επί­σης, πρέ­πει να ξεχω­ρί­ζει από πάσης από­ψε­ως, δηλα­δή από τον τρό­πο του βαδί­σμα­τος, από το βλέμ­μα του, από την ενδυ­μα­σία του και από την ομι­λία του. Αυτά βέβαια δεν τα είπα για να ρυθ­μί­σου­με τη ζωή μας απο­βλέ­πον­τας στην επί­δει­ξη, αλλά τα είπα για την ωφέ­λεια αυτών, οι οποί­οι προ­σέ­χουν τον εαυ­τό τους[…].

«Τοτο δ λον γέγο­νεν να πλη­ρωθ τ ηθν π το Κυρί­ου δι το προ­φή­του λέγον­τος·δο παρ­θέ­νος ν γαστρ ξει κα τέξε­ται υόν, κα καλέ­σου­σι τ νομα ατο μμα­νου­ήλ, στι μεθερ­μη­νευό­με­νον μεθ᾿ μν Θεός(:Με όλο αυτό το θαύ­μα της υπερ­φυ­σι­κής συλ­λή­ψε­ως της Παρ­θέ­νου, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε πλή­ρως και επα­λη­θεύ­τη­κε εκεί­νο που είπε ο Κύριος μέσω του προ­φή­τη Ησα­ΐα, ο οποί­ος πριν από πολ­λούς αιώ­νες είχε πει: ‘’Να, η παρ­θέ­νος, που δεν γνώ­ρι­σε άνδρα, θα συλ­λά­βει και θα γεν­νή­σει υιό, και όσοι θα πιστεύ­ουν σε Αυτόν, θα Τον ονο­μά­σουν Εμμα­νου­ήλ, όνο­μα εβραϊ­κό που σημαί­νει ’’ο Θεός είναι μαζί μας’’)»[Ματθ.1,22–23].

Όταν λέγει «Τοτο δ λον γέγο­νεν» ομι­λεί, όσο του είναι δυνα­τό, όπως αξί­ζει στο θαύ­μα. Επει­δή δηλα­δή είδε όλο το πλά­τος και το βάθος της φιλαν­θρω­πί­ας του Θεού και ότι έγι­νε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ό,τι δεν ήταν δυνα­τό ούτε να φαν­τα­στού­με και ότι κατα­λύ­θη­καν οι φυσι­κοί νόμοι και επήλ­θε συμ­φι­λί­ω­ση και κατέ­βη­κε ο ανώ­τε­ρος από όλους προς τον κατώ­τε­ρο από όλους και εξα­φα­νί­στη­κε το χάσμα και εξου­δε­τε­ρώ­θη­καν τα εμπό­δια και συνέ­βη­σαν και άλλα πολύ περισ­σό­τε­ρα, μας παρου­σί­α­σε με μία μικρή φρά­ση το θαύ­μα. Είπε: «Τοτο δ λον γέγο­νεν να πλη­ρωθ τ ηθν π το Κυρί­ου δι το προ­φή­του λέγον­τος(:Με όλο αυτό το θαύ­μα της υπερ­φυ­σι­κής συλ­λή­ψε­ως της Παρ­θέ­νου, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε πλή­ρως και επα­λη­θεύ­τη­κε εκεί­νο που είπε ο Κύριος μέσω του προ­φή­τη Ησα­ΐα)» [Ματθ.1,22]. «Δεν πρέ­πει», λέγει, «να νομί­σεις ότι τού­το απο­φα­σί­στη­κε τώρα. Σχε­διά­στη­κε από πολύ παλαιά». Αυτό φρόν­τι­σε να το δεί­ξει παν­τού ο Παύ­λος. Παρα­πέμ­πει επί­σης ο άγγε­λος τον Ιωσήφ στον Ησα­ΐα, ώστε και αν δυσπι­στή­σει όταν σηκω­θεί από τον ύπνο, προς τα λόγια του, επει­δή λέχτη­καν τώρα, να θυμη­θεί τα λόγια του προ­φή­τη τα οποία άκου­γε σε όλη του τη ζωή και να τα κατα­νο­ή­σει. Στην Παρ­θέ­νο δεν είπε τίπο­τε από αυτά διό­τι ήταν νεα­ρή και δεν είχε την απαι­τού­με­νη πεί­ρα. Απευ­θύ­νε­ται προς τον άνδρα με αυτόν τον τρό­πο επει­δή ήταν ευσε­βής και μελε­τού­σε τους προ­φή­τες.

Προ ολί­γου είπε: «Μαριμ τν γυνακά σου»[Ματθ.1,20]. Στο σημείο αυτό αφού ανέ­φε­ρε τον προ­φή­τη, του εμπι­στεύ­ε­ται την λέξη «παρ­θέ­νος». Διό­τι αν δεν άκου­γε πρώ­τα τα λόγια του Ησα­ΐα, δε θα παρέ­με­νε ατά­ρα­χος στο άκου­σμα της λέξε­ως «παρ­θέ­νος». Ενώ τώρα θα άκου­γε όχι κάτι το παρά­ξε­νο· αλλά κάτι με το οποίο είχε εξοι­κειω­θεί και το είχε μελε­τή­σει προ πολ­λού στο βιβλίο του προ­φή­τη. Για τού­το ανα­φέ­ρει τον Ησα­ΐα ο άγγε­λος, για να γίνει ευπρόσ­δε­κτος ο λόγος. Και δεν αρκεί­ται σε αυτό αλλά ανα­φέ­ρει ως πηγή της προ­φη­τεί­ας τον Θεό· διό­τι δεν λέγει ότι τα λόγια είναι του Ησα­ΐα, αλλά του Θεού του παν­τός. Για τού­το δεν είπε για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί το ρηθέν από τον Ησα­ΐα, αλλά : «τ ηθν π το Κυρί­ου» · διό­τι μόνο το στό­μα ήταν του Ησα­ΐα. Πηγή της προ­φη­τεί­ας ήταν ο ουρα­νός.

Λέγει ο Θεός μέσω του Ησα­ΐα: «Δι τοτο δώσει Κύριος ατς μν σημεον(:Γι’ αυτό θα δώσει ο ίδιος ο Κύριος σε σας σημείο, θαύ­μα μέγα και κατα­πλη­κτι­κό)» και έπει­τα ανα­φέ­ρει τη συγ­κε­κρι­μέ­νη προ­φη­τεία. Τι λέγει λοι­πόν αυτή η προ­φη­τεία; «δο παρ­θέ­νος ν γαστρ ξει, κα τέξε­ται υόν, κα καλέ­σου­σιν τ νομα ατο μμα­νου­ήλ(:Ιδού, η παρ­θέ­νος θα συλ­λά­βει με υπερ­φυ­σι­κό τρό­πο και θα γεν­νή­σει υιό και το όνο­μα του υιού της αυτού θα είναι Εμμα­νου­ήλ, που σημαί­νει ‘’ο Θεός μαζί μας’’)»[Ησ.7,14].

Τίθε­ται όμως το ερώ­τη­μα: Για­τί λοι­πόν δεν ονο­μά­στη­κε Εμμα­νου­ήλ, αλλά Ιησούς Χρι­στός; Διό­τι δεν είπε θα ονο­μά­σεις, αλλά θα ονο­μά­σουν, οι απλοί άνθρω­ποι, δηλα­δή και η απλή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Εδώ δηλα­δή δίνει ως όνο­μα το απο­τέ­λε­σμα. Η Αγία Γρα­φή έχει αυτή τη συνή­θεια, να δίνει ως όνο­μα εκεί­να που θα συμ­βούν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το «καλέ­σου­σιν μμα­νου­ήλ» δεν σημαί­νει λοι­πόν τίπο­τε άλλο παρά ότι θα δουν τον Θεό μετα­ξύ των ανθρώ­πων. Πάν­το­τε βέβαια βρι­σκό­ταν μετα­ξύ των ανθρώ­πων, ουδέ­πο­τε όμως τόσο φανε­ρά.

Αν αυθα­διά­ζουν οι Ιου­δαί­οι, θα τους ερω­τή­σου­με: «Πότε ονο­μά­στη­κε το παι­δί ‘’Ταχέ­ως σκύ­λευ­σον, ξέως προ­νό­μευ­σον(:ταχέ­ως λαφυ­ρα­γώ­γη­σε, πλή­ρως και τελεί­ως λεη­λά­τη­σε’’)»; [Ησ.8,3].Και ασφα­λώς δεν θα μπο­ρέ­σουν να δώσουν απάν­τη­ση. Αλλά τότε για­τί ο προ­φή­της έλε­γε «κάλε­σον τν νομα ατο ‘’Ταχέ­ως σκύ­λευ­σον, ξέως προ­νό­μευ­σον’’»; Διό­τι η γέν­νη­σή Του προ­κά­λε­σε αρπα­γή και δια­νο­μή λαφύ­ρων. Για τού­το του δίνει ως όνο­μα εκεί­νο που συνέ­βη στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα[ο Θεός δικαιο­λο­γεί το όνο­μα ως εξής: «διό­τι πρν γνναι τ παι­δί­ον καλεν πατέ­ρα μητέ­ρα, λήψε­ται δύνα­μιν Δαμα­σκο κα τ σκλα Σαμα­ρεί­ας ναν­τι βασι­λέ­ως σσυ­ρί­ων(:διό­τι πριν ακό­μη το παι­δί μάθει να λέγει την λέξη “πατέ­ρα” και “μητέ­ρα”, θα κυριεύ­σει ενώ­πιον του βασι­λέ­ως των Ασσυ­ρί­ων τον στρα­τό της Δαμα­σκού και θα πάρει τα λάφυ­ρα της Σαμά­ρειας)»: Ησ.8,3].

«Κα μετ τατα κλη­θήσ πόλις δικαιο­σύ­νης, μητρό­πο­λις πιστ Σιών(:και έτσι εσύ θα ονο­μα­στείς πόλη δικαιο­σύ­νης, η Σιών η πρω­τεύ­ου­σα του ισραη­λι­τι­κού λαού, η πιστή στον Θεό)», λέγει ο Θεός μέσω του προ­φή­τη Ησα­ΐα [Ησ.1,26]. Δεν βρί­σκου­με όμως που­θε­νά ότι η πόλη ονο­μά­στη­κε «δικαιο­σύ­νη», αλλά εξα­κο­λού­θη­σε να λέγε­ται Ιερο­σό­λυ­μα. Αλλά επει­δή ήταν αυτό το απο­τέ­λε­σμα, διό­τι βελ­τιώ­θη­κε πράγ­μα­τι ηθι­κώς η πόλη αυτή, για τον λόγο αυτόν είπε ότι θα της δοθεί αυτό το όνο­μα· διό­τι, όταν συμ­βεί πράγ­μα­τι κάτι, το οποίο κάνει σαφέ­στε­ρα γνω­στό εκεί­νο που το έκα­νε ή που το από­λαυ­σε, από όσο τον κάνει το σύνη­θες όνο­μά του, τότε λέγει ότι αυτός έχει ως όνο­μα εκεί­νο που συμ­βαί­νει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Και αν μετά την απο­στό­μω­σή τους στο ζήτη­μα αυτό ανα­ζη­τούν άλλο, αυτό π.χ. που λέγε­ται περί της παρ­θε­νί­ας, και παρου­σιά­ζουν προς υπο­στή­ρι­ξη του ισχυ­ρι­σμού τους κάποιους άλλους ερμη­νευ­τές, και μας λέγουν ότι αυτοί δεν ομι­λούν για ‘’παρ­θέ­νο’’, αλλά για ‘’νεα­ρή κόρη’’, θα απαν­τή­σου­με πρώ­τα ότι είναι ορθό να είναι περισ­σό­τε­ρο αξιό­πι­στοι από όλους τους άλλους οι Εβδο­μή­κον­τα· διό­τι οι δικοί τους ερμη­νευ­τές[εκτός από την μετά­φρα­ση της Παλαιάς Δια­θή­κης, που απο­κα­λεί­ται μετά­φρα­ση των Εβδο­μή­κον­τα, που ολο­κλη­ρώ­θη­κε στα μέσα περί­που του 2ου αιώ­να π.Χ., έχου­με και άλλες στην ελλη­νι­κή, την αρα­μαϊ­κή και τη συρια­κή γλώσ­σα, οι οποί­ες έγι­ναν κατά τον 2ο κυρί­ως αιώ­να μ.Χ.] ερμή­νευ­σαν μετά την εναν­θρώ­πη­ση του Χρι­στού και επι­πλέ­ον παρέ­μει­ναν πιστοί στην ιου­δαϊ­κή θρη­σκεία. Δικαί­ως λοι­πόν πρέ­πει να θεω­ρούν­ται ανα­ξιό­πι­στοι, επει­δή ομί­λη­σαν μάλ­λον με μίσος και επει­δή παρα­ποιούν σκό­πι­μα τις προ­φη­τεί­ες. Οι Εβδο­μή­κον­τα αντι­θέ­τως συγ­κεν­τρώ­θη­καν εκα­τό ή και περισ­σό­τε­ρα χρό­νια πριν από την γέν­νη­ση του Χρι­στού τόσοι πολ­λοί άνθρω­ποι, και επο­μέ­νως είναι απαλ­λαγ­μέ­νοι από κάθε υπο­ψία και είναι δίκαιο να τους εμπι­στευό­μα­στε περισ­σό­τε­ρο και εξαι­τί­ας του χρό­νου της συγ­κεν­τρώ­σε­ως και εξαι­τί­ας του πλή­θους και της ομο­φω­νί­ας αυτών που είχαν συγ­κεν­τρω­θεί και είχαν ανα­λά­βει τη μετά­φρα­ση της Παλαιάς Δια­θή­κης.

Αλλά η νίκη είναι οπωσ­δή­πο­τε δική μας, έστω και αν επι­μέ­νουν να παρου­σιά­ζουν τη μαρ­τυ­ρία των δικών τους. Διό­τι και η λέξη «νεά­νις» χρη­σι­μο­ποιεί­ται με την έννοια της παρ­θέ­νου [Σε άλλες μετα­φρά­σεις της Παλαιάς Δια­θή­κης αντί της φρά­σε­ως «δο παρ­θέ­νος ν γαστρ ξει», έχου­με: «δο νεά­νις ν γαστρ ξει». Ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος απο­δει­κνύ­ει στη συνέ­χεια ότι η λέξη ‘’νεά­νις’’ αντι­στοι­χεί προς τη λέξη ‘’παρ­θέ­νος’’. Όμως δεν αρκεί­ται βέβαια στο επι­χεί­ρη­μα αυτό. Παρου­σιά­ζει, όπως θα δού­με παρα­κά­τω, και άλλα ισχυ­ρό­τα­τα]. Η Αγία Γρα­φή τη χρη­σι­μο­ποιεί συχνά όχι μόνο για τις γυναί­κες, αλλά και για τους άνδρες. Λέγει π.χ. «Νεα­νί­σκοι κα παρ­θέ­νοι, πρε­σβύ­τε­ροι μετ νεω­τέ­ρων(:Οι νέοι άνδρες και οι παρ­θέ­νοι, οι γερον­τό­τε­ροι μαζί με τους νεό­τε­ρους)» [Ψαλμ.148,12].

Και όταν ομι­λεί σε άλλο σημείο για μία κοπέ­λα, που ζήτη­σε κάποιος να τη βιά­σει και λέγει: «Κα τ νεά­νι­δι ο ποι­ή­σε­τε οδέν· οκ στιν μάρ­τη­μα θανά­του, τι ς ε τις παναστ νθρω­πος π τν πλη­σί­ον κα φονεύσ ατο ψυχήν, οτω τ πργμα τοτο, τι ν τ γρ ερεν ατήν, βόη­σεν νενις μεμνη­στευ­μέ­νη, κα οκ ν βοη­θή­σων ατ. Ἐὰν δέ τις ερ τν παδα τν παρ­θέ­νον, τις ο μεμνή­στευ­ται, κα βια­σά­με­νος κοι­μηθ μετ᾿ ατς κα ερεθ, δώσει νθρω­πος κοι­μη­θες μετ᾿ ατς τ πατρ τς νεά­νι­δος πεν­τή­κον­τα δίδραχ­μα ργυ­ρί­ου, κα ατο σται γυνή, νθ᾿ ν ταπεί­νω­σεν ατήν· ο δυνή­σε­ται ξαπο­στελαι ατν τν παν­τα χρό­νον(:Στην κόρη που πέφτει θύμα βια­σμού δεν θα επι­βά­λε­τε καμία τιμω­ρία. Δεν διέ­πρα­ξε αυτή αμάρ­τη­μα συνε­πα­γό­με­νο τον θάνα­το· διό­τι το πάθη­μα της νεα­νί­δας είναι, ως εάν ένας οπλι­σμέ­νος άνθρω­πος επι­τε­θεί εναν­τί­ον αόπλου και τον φονεύ­σει. Στον αγρό βρή­κε εκεί­νος την μνη­στευ­μέ­νη κόρη. Φώνα­ξε εκεί­νη, αλλά δεν υπήρ­χε κανείς να σπεύ­σει σε βοή­θειά της. Εάν κάποιος άντρας συναν­τή­σει κόρη παρ­θέ­νο, η οποία δεν είναι μνη­στευ­μέ­νη και αφού κοι­μη­θεί μαζί της την βιά­σει, και ανα­κα­λυ­φθεί αυτός που διέ­πρα­ξε το αδί­κη­μα αυτό, θα δώσει ο άνθρω­πος αυτός στον πατέ­ρα της παρ­θέ­νου κόρης πενήν­τα δίδραχ­μα αργυ­ρί­ου και θα λάβει αυτήν ως σύζυ­γό του, διό­τι την διέ­φθει­ρε. Και δεν θα δυνη­θεί αυτός ποτέ να την δια­ζευ­χθεί)»[Δευτ.22,27]·επο­μέ­νως η λέξη «νεά­νις» και εκεί είναι ταυ­τό­ση­μη με τη λέξη «παρ­θέ­νος».

Και οι προ­φη­τεί­ες επι­κυ­ρώ­νουν τη λογι­κή αυτή σκέ­ψη. Δεν είπε δηλα­δή ο προ­φή­της απλώς: «δο παρ­θέ­νος ν γαστρ ξει», αλλά είπε πρώ­τα: «Δι τοτο δώσει Κύριος ατς μν σημεον(:γι’ αυτό θα δώσει ο ίδιος ο Κύριος σε σας σημείο, θαύ­μα μέγα και κατα­πλη­κτι­κό)» και συμ­πλή­ρω­σε κατό­πιν: «δο παρ­θέ­νος ν γαστρ ξει(:Ιδού, η παρ­θέ­νος θα συλ­λά­βει με υπερ­φυ­σι­κό τρό­πο)». Αν λοι­πόν δεν ήταν παρ­θέ­νος εκεί­νη που επρό­κει­το να μεί­νει έγκυος, αλλά θα συνέ­βαι­νε αυτό με τη μεσο­λά­βη­ση κάποιου άντρα, ποιο θα ήταν τότε το θαυ­μα­τουρ­γι­κό σημείο;

«Διε­γερ­θες δ ωσφ π το πνου ποί­η­σεν ς προ­σέ­τα­ξεν ατ γγε­λος Κυρί­ου(:Όταν λοι­πόν ο Ιωσήφ σηκώ­θη­κε από τον ύπνο, έκα­νε όπως τον διέ­τα­ξε ο άγγε­λος του Κυρί­ου)»[Ματθ.1,24]. Βλέ­πεις την υπα­κοή του και τον πει­θαρ­χι­κό χαρα­κτή­ρα του; Βλέ­πεις την εκλε­κτή και πάν­το­τε ορθώς σκε­πτό­με­νη ψυχή του; Ούτε όταν είχε υπο­ψί­ες για κάτι το δυσά­ρε­στο και το ανή­θι­κο δέχτη­κε να κρα­τή­σει την Παρ­θέ­νο, ούτε υπέ­μει­νε να την απο­πέμ­ψει, όταν έπα­ψε να τον βασα­νί­ζει η υπο­ψία αυτή, αλλά την κρά­τη­σε και έγι­νε υπη­ρέ­της του σχε­δί­ου αυτού. «Κα παρέ­λα­βε τν γυνακα ατο(:και παρέ­λα­βε τη μνη­στή του στο σπί­τι του)». Βλέ­πεις ότι ο Ευαγ­γε­λι­στής, επει­δή δεν θέλει να απο­κα­λύ­ψει ακό­μη εκεί­νο το μυστή­ριο και επει­δή θέλει να εξα­φα­νί­σει την καχυ­πο­ψία εκεί­νη, χρη­σι­μο­ποιεί συνε­χώς αυτή τη λέξη;

«Παρέ­λα­βε τν γυνακα ατο κα οκ γίνω­σκεν ατν ως ο τεκε τν υἱὸν ατς τν πρω­τό­το­κον(:Παρέ­λα­βε την μνη­στή του στο σπί­τι του και δεν ήρθε σε σχέ­ση συζυ­γι­κή μαζί της ποτέ, άρα και έως ότου γέν­νη­σε τον πρώ­το και μονά­κρι­βο υιό της)»[Ματθ.1,24–25].Χρησιμοποίησε εδώ ο Ευαγ­γε­λι­στής τη λέξη «ως» όχι για να νομί­σεις ότι είχε συζυ­γι­κές σχέ­σεις μαζί της αργό­τε­ρα, αλλά για να σε βεβαιώ­σει ότι η Παρ­θέ­νος εξά­παν­τος δεν ήλθε σε επα­φή μαζί του πριν από τη γέν­νη­ση. Τίθε­ται όμως το ερώ­τη­μα: «Για­τί χρη­σι­μο­ποί­η­σε τη λέξη ‘’ως’’»; Διό­τι η Αγία Γρα­φή την χρη­σι­μο­ποιεί συχνά, χωρίς όμως να της δίνει την έννοια ορι­σμέ­νου χρο­νι­κού ορί­ου. Για τον λόγο αυτόν λέγει και στη διή­γη­ση περί της κιβω­τού ότι ο κόρα­κας που έστει­λε ο Νώε για να ελέγ­ξει αν είχαν πια απο­συρ­θεί τα νερά από την επι­φά­νεια της γης μετά τον κατα­κλυ­σμό, είναι γνω­στό ότι δεν επέ­στρε­ψε ούτε αργό­τε­ρα: «Κα γένε­το μετ τεσ­σα­ρά­κον­τα μέρας νέξε Νε τν θυρί­δα τς κιβω­το, ν ποί­η­σε, κα πέστει­λε τν κόρα­κα το δεν, ε κεκό­πα­κε τ δωρ·κα ξελ­θών, οκ νέστρε­ψεν ως το ξηρανθναι τ δωρ π τς γς· κα πέστει­λε τν περι­στερν πίσω ατο δεν, ε κεκό­πα­κε τ δωρ π τς γς (:Έπει­τα από σαράν­τα ημέ­ρες άνοι­ξε ο Νώε την θυρί­δα της κιβω­τού, την οποία είχε κατα­σκευά­σει, και απέ­λυ­σε τον κόρα­κα, για να δει εάν έπα­ψε να υπάρ­χει νερό στην ξηρά. Ο κόρα­κας αφού βγή­κε έξω από την κιβω­τό δεν επέ­στρε­ψε πλέ­ον, ούτε και όταν εξα­τμί­στη­κε εντε­λώς το νερό από την επι­φά­νεια της γης. Έπει­τα από τον κόρα­κα που δεν επέ­στρε­ψε, έστει­λε ο Νώε την περι­στε­ρά, για να δει εάν είχε πάψει το νερό να σκε­πά­ζει την επι­φά­νεια της γης)» [Γέν.8,6–8].

Και για τον Θεό λέγει επί­σης ο Ψαλ­μω­δός: «Πρ το ρη γενηθναι κα πλα­σθναι τν γν κα τν οκου­μέ­νην, κα π το αἰῶνος κα ως το αἰῶνος σ ε(:Πριν γίνουν τα όρη και πριν δια­μορ­φω­θεί η γη και η οικου­μέ­νη, προ πάν­των των αιώ­νων Εσύ υπήρ­χες, υπάρ­χεις και θα υπάρ­χεις)» [Ψαλμ.89,2]. Ασφα­λώς δεν θέτει χρο­νι­κά όρια στο σημείο αυτό. Και όταν προ­φη­τεύ­ει και λέγει: «νατε­λε ν τας μέραις ατο δικαιο­σύ­νη κα πλθος ερήνης, ως ο ντα­ναι­ρεθ σελή­νη(:Από την πνευ­μα­τι­κή αυτή γλυ­κεία άρδευ­ση θα ανα­βλα­στή­σει και θα ανθί­σει επί των ημε­ρών Του δικαιο­σύ­νη και ειρή­νη πλού­σια και ατε­λεί­ω­τη, μέχρις ότου κατά τη συν­τέ­λεια του κόσμου λάβει τέλος η σελή­νη)» [Ψαλμ.71,7], δεν περιο­ρί­ζει χρο­νι­κά την ύπαρ­ξη του ωραί­ου τού­του ουρα­νί­ου σώμα­τος.

Έτσι λοι­πόν χρη­σι­μο­ποί­η­σε και εδώ το «ως», για να βεβαιώ­σει για το χρο­νι­κό διά­στη­μα μέχρι της γεν­νή­σε­ως, και σε άφη­σε να συμ­πε­ρά­νεις για τα κατό­πιν. Ο Ευαγ­γε­λι­στής είπε εκεί­νο το οποίο έπρε­πε να μάθεις απα­ραι­τή­τως από αυτόν, ότι δηλα­δή η Παρ­θέ­νος δεν είχε συζυ­γι­κές σχέ­σεις μέχρι τον χρό­νο της γεν­νή­σε­ως. Άφη­σε κατό­πιν να συμ­πε­ρά­νεις εσύ εκεί­νο που ήταν λογι­κό συμ­πέ­ρα­σμα των λόγων του και απο­λύ­τως ευνόη­το, ότι δηλα­δή ο Ιωσήφ, που ήταν ευσε­βής, δεν θα απο­φά­σι­ζε να συνά­ψει συζυ­γι­κές σχέ­σεις με τη γυναί­κα που έγι­νε μητέ­ρα κατά θαυ­μά­σιο τρό­πο και που κρί­θη­κε άξια για πρω­το­φα­νή τοκε­τό και θαυ­μα­στή εγκυ­μο­σύ­νη. Εάν είχε συζυ­γι­κές σχέ­σεις με αυτήν και αν την θεω­ρού­σε νόμι­μη σύζυ­γό του, τίθε­ται το ερώ­τη­μα: «Πώς την παρέ­δω­σε ο Ιησούς στον μαθη­τή Του σαν να στε­ρούν­ταν προ­στά­τη και να μην είχε κανέ­να δικό της, και πώς του έδω­σε την εντο­λή να την πάρει στο κατά­λυ­μά του;».

Για­τί όμως θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κανέ­νας, ονο­μά­ζον­ται αδελ­φοί Του οι περί τον Ιάκω­βο;[Ο Ιάκω­βος ήταν υιός του Ιωσήφ από την πρώ­τη του γυναί­κα, η οποία είχε πεθά­νει. Επί­σκο­πος Ιερο­σο­λύ­μων έγι­νε το 33 μ. Χ. Λιθο­βο­λή­θη­κε και πέθα­νε το 62 μ.Χ. Άλλοι αδελ­φοί του Κυρί­ου θεω­ρούν­ταν ο Ιωσής, ο Σίμων και ο Ιού­δας: βλ. Ματθ.12,46–50]. Απαν­τώ: όπως ακρι­βώς θεω­ρεί­το και ο Ιωσήφ σύζυ­γος της Μαρί­ας· διό­τι επι­πλέ­ον χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν πολ­λοί τρό­ποι, για να καλυ­φτεί για ορι­σμέ­νο χρό­νο το μυστή­ριο της Γεν­νή­σε­ως. Για τού­το και ο Ιωάν­νης τούς είπε ‘’αδελ­φούς του Κυρί­ου’’ με τα εξής λόγια: «Οδ γρ ο δελ­φο ατο πίστευον ες ατόν(:ακό­μη και τα αδέρ­φια Του δεν πίστευαν σε Αυτόν ότι είναι ο Μεσ­σί­ας)» [Ιω.7,5].

Αλλά αυτοί που δεν πίστευαν προ­η­γου­μέ­νως σε Αυτόν, έγι­ναν αργό­τε­ρα αξιο­θαύ­μα­στοι και λαμ­προί για την πίστη τους· διό­τι όταν πήγε στα Ιερο­σό­λυ­μα[ μετά την πρώ­τη απο­στο­λι­κή περιο­δεία του ο Παύ­λος ήλθε στα Ιερο­σό­λυ­μα, διό­τι οι εξ Ιου­δαί­ων Χρι­στια­νοί απαι­τού­σαν να εκτε­λούν και οι εξ εθνι­κών Χρι­στια­νοί τις δια­τά­ξεις του μωσαϊ­κού νόμου. Ο Παύ­λος, ο Πέτρος και ο Βαρ­νά­βας τακτο­ποί­η­σαν και έθε­σαν τότε τέρ­μα στο όλο ζήτη­μα: βλ. Πραξ.15,1–35], ο Παύ­λος και η συνο­δεία του για να τακτο­ποι­ή­σουν ζητή­μα­τα της εκεί εκκλη­σί­ας, πήγαν αμέ­σως στο σπί­τι του. Και ήταν τόσο εκλε­κτός, ώστε πρώ­τος αυτός έγι­νε επί­σκο­πος εκεί. Λέγουν μάλι­στα ότι ο Ιάκω­βος σκλη­ρα­γω­γού­σε τον εαυ­τό του τόσο πολύ, ώστε νεκρώ­θη­καν όλα τα μέλη του σώμα­τός του και ότι το μέτω­πό του έγι­νε τόσο σκλη­ρό από τη συνε­χή προ­σευ­χή και την αδιά­κο­πη επα­φή του με το έδα­φος, ώστε έγι­νε για αυτόν τον λόγο εξί­σου σκλη­ρό με τα γόνα­τα καμή­λου.

Αυτός συμ­βού­λευ­σε ακό­μη και τον Παύ­λο, όταν αργό­τε­ρα ήλθε για δεύ­τε­ρη φορά στα Ιερο­σό­λυ­μα, και του είπε: «Θεω­ρες, δελ­φέ, πόσαι μυριά­δες εσν ουδαί­ων τν πεπι­στευ­κό­των, κα πάν­τες ζηλω­τα το νόμου πάρ­χου­σι(:Βλέ­πεις, αδελ­φέ, πόσο μεγά­λος είναι ο αριθ­μός των Ιου­δαί­ων που έχουν πιστέ­ψει στον Κύριο και έγι­ναν Χρι­στια­νοί. Και όλοι αυτοί με ζήλο υπε­ρα­σπί­ζον­ται το κύρος του νόμου)» [Πράξ.21,20]. Τόση ήταν η σύνε­ση και ο ζήλος του. Ή μάλ­λον, τόση ήταν η δύνα­μη του Χρι­στού. Από­δει­ξη απο­τε­λεί και αυτό: τόσος ήταν μετά τον θάνα­τό του ο θαυ­μα­σμός εκεί­νων οι οποί­οι τον κατε­δί­ω­ξαν, ώστε να θυσιά­σουν γι΄Αυτόν με πολ­λή προ­θυ­μία και τη ζωή τους ακό­μη. Πράγ­μα που μαρ­τυ­ρεί αναμ­φι­σβή­τη­τα τη δύνα­μη της ανα­στά­σε­ως. Για τον λόγο αυτόν δια­τη­ρή­θη­καν μετά από αυτήν τα σημαν­τι­κό­τε­ρα, ώστε να απο­τε­λέ­σουν αναμ­φι­σβή­τη­τη από­δει­ξη. Ενώ δηλα­δή λησμο­νού­με, όταν πεθά­νουν, ακό­μη και εκεί­νους που θαυ­μά­ζα­με όταν ζού­σαν, πώς στην περί­πτω­ση αυτήν, αν ήταν κάποιος συνη­θι­σμέ­νος άνθρω­πος ο Χρι­στός, θα τον θεω­ρού­σαν μετά τον θάνα­τό Του ότι είναι Θεός; Πώς θα δέχον­ταν ακό­μη και να θανα­τω­θούν με μαρ­τύ­ρια για Αυτόν, εάν δεν είχαν σαφείς απο­δεί­ξεις για την ανά­στα­σή Του;

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047–64/In%20Mathaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλα­μάς», ΕΠΕ, εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», ομι­λί­ες Β΄(επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα),Γ΄(επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα), Δ΄(επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα), Ε΄(επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα), τομ. 9, σελ. 53–69, 80–97, 101–139 και 167–177, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 63, σελ. 41–96 και 112 — 118.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

 

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ο ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΩΤΗΡ;)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΩΤΗΡ;»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 20-12-1987]

(Β187)

Το μήνυ­μα, αγα­πη­τοί μου, του αρχαγ­γέ­λου Γαβρι­ήλ προς τον απο­ρούν­τα Ιωσήφ περί της Μαρί­ας της μνη­στής του ήτο: «ωσφ υἱὸς Δαυ­ΐδ, μ φοβηθς παρα­λα­βεν Μαριμ τν γυνακά σου· τ γρ ν ατ γεν­νηθν κ Πνεύ­μα­τός στιν γίου. Τέξε­ται δ υἱὸν κα καλέ­σεις τ νομα ατο ησον· ατς γρ σώσει τν λαν ατο π τν μαρ­τιν ατν».

Το μήνυ­μα αυτό, αγα­πη­τοί μου, του αρχαγ­γέ­λου Γαβρι­ήλ προς τον Ιωσήφ ήταν θεμε­λια­κό. «Ατς», λέγει, «σώσει τν λαν ατο π τν μαρ­τιν ατν». «Σώσει». Θα είναι Σωτή­ρας. «Σώσει». Ή, όπως ακρι­βώς ο άγγε­λος είπε στους ποι­μέ­νας, όπως μας περι­γρά­φει ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, ότι «τέχθη μν σήμε­ρον Σωτήρ». Σωτήρ! Και ετέ­χθη αυτός ο Σωτήρ σήμε­ρον.

Βέβαια, το θέμα του σωτή­ρος δεν ήταν άγνω­στο εις τον κόσμο τον αρχαί­ον. Αυτός ούτος ο αυτο­κρά­τωρ ελέ­γε­το «σωτήρ». Αλλά κατά πόσο βεβαί­ως ο αυτο­κρά­τωρ ήταν σωτή­ρας, μόλις και ανάγ­κη να το πού­με· εφό­σον γνω­ρί­ζο­με από την Ιστο­ρία ότι βασι­κά άνθρω­ποι δεν μπο­ρούν να στα­θούν σωτή­ρες, πολύ δε παρα­πά­νω αυτο­κρά­το­ρες και δη Ρωμαί­οι αυτο­κρά­το­ρες, οι οποί­οι ήσαν οι εξου­σια­σταί των ζωών των υπη­κό­ων των. Τι είδους λοι­πόν σωτή­ρες μπο­ρού­σαν να υπάρ­χουν; Εντού­τοις, κάποιοι από αυτούς έπαιρ­ναν και την προ­σω­νυ­μία πλάι στο όνο­μά τους, και την προ­σω­νυ­μία «σωτήρ». Όπως και οι βασι­λείς της Αιγύ­πτου, οι Πτο­λε­μαί­οι· έπαιρ­ναν πλάι τους και την προ­σω­νυ­μία «σωτήρ».

Όμως, όταν ο άγγε­λος είπε γι’ Αυτόν τον Σωτή­ρα που θα ‘ρθει στον κόσμον, αυτός ο Σωτήρ ήταν μονα­δι­κός. Ήταν ιδιά­ζων Σωτήρ. Όχι όπως ακρι­βώς θα πίστευαν ή θα ενό­μι­ζαν οι άνθρω­ποι. Ή ακό­μη, άνθρω­ποι που θα απαι­τού­σαν από τους άλλους να τους προ­σφω­νούν ως σωτή­ρες.

Αλλά όταν λέμε ότι ο Χρι­στός είναι Σωτή­ρας, τι σημαί­νει σωτή­ρας; Σημαί­νει ότι είναι κομι­στής μιας σωτη­ρί­ας. Αλλά τι σημαί­νει αυτή η σωτη­ρία; Σήμε­ρα για τους πάρα πολ­λούς Χρι­στια­νούς μας κατά δυστυ­χί­αν, σωτη­ρία σημαί­νει κάλυ­ψις υλι­κών αναγ­κών. Όπως και υπάρ­χει η κοι­νο­τά­τη έκφρα­σις, όταν λέμε ότι «πήρα μεγά­λο μισθό και σώθη­κα». Ή «μπή­κα σε μία θέση και πλη­ρώ­νο­μαι και σώθη­κα». Ή ακό­μα ότι «ο τάδε για­τρός ή η επι­στή­μη με έσω­σε». Ή ό,τι άλλες τέτοιες εκφρά­σεις γύρω από τις ανάγ­κες τις βιο­λο­γι­κές μας, τις υλι­κές μας ανάγ­κες, μπο­ρού­με να λέμε με κάποια ευκο­λία ότι «έχο­με σωθεί». Ή ακό­μη προς πρό­σω­πα, να τα λέμε ότι είναι οι σωτή­ρες μας. Ότι «αυτός είναι ο σωτή­ρας μου».

Βέβαια, αν θα έπρε­πε να πού­με ότι ο όρος είναι κατα­χρη­στι­κός, ότι κατα­χρη­στι­κά μπο­ρού­με να λέμε ότι όλοι αυτοί είναι σωτή­ρες μας και όλα αυτά τα άλλα πράγ­μα­τα είναι η σωτη­ρία μας, ε, δεν θα είχε και πάρα πολ­λή σημα­σία. Εάν όμως ξεχω­ρί­ζα­με την πραγ­μα­τι­κή σωτη­ρία, αλλά όμως, αλλά όμως δεν ξεχω­ρί­ζου­με, και το δυστύ­χη­μα είναι ότι τον Χρι­στόν κάπο­τε τον βάζο­με πιο κάτω από αυτούς τους σωτή­ρες μας. Διό­τι αν πού­με ότι «ο Χρι­στός είναι ο Σωτή­ρας του σώμα­τός σου», «καί ατός στίν», λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, « σωτήρ το σώμα­τος», «και αυτός είναι», λέγει, «ο σωτήρ του σώμα­τος» , ο Χρι­στός, αλλά εγώ ποτέ δεν θα θεω­ρού­σα μέσα μου ότι μπο­ρεί να είναι σωτή­ρας μου ο Χρι­στός, όσο ο για­τρός, άρα τότε δεν είναι μία απλή κατα­χρη­στι­κή έκφρα­σις· είναι μία πεποί­θη­σις. Γι΄αυτό τον λόγο θα πρέ­πει να βγού­με από αυτήν την αντί­λη­ψιν.

Γιορ­τά­ζο­με σε λίγες μέρες το γεγο­νός της Γεν­νή­σε­ως του Χρι­στού, ως τι; Ως Σωτή­ρος. Διό­τι όπως σας είπα, αυτό ανηγ­γέλ­θη από τον ουρα­νόν, ότι είναι Σωτήρ. Αν θέλε­τε ακό­μη και το όνο­μα «Ιησούς» το οποί­ον προ­κα­θο­ρί­στη­κε, ο άγγε­λος είπε στον Ιωσήφ: «Καί καλέ­σεις τό νομα ατο ησον». Το όνο­μα Ιησούς μετα­φρά­ζε­ται «Σωτήρ» ελλη­νι­κά. Ό,τι θα λέγα­με σήμε­ρα «ο Σωτή­ρης», να το πω στην απλο­ελ­λη­νι­κή. Ο Σωτή­ριος, ο Σωτή­ρης. Αυτό θα πει Ιησούς. Αυτός ο Οποί­ος σώζει. Συνε­πώς θα πρέ­πει να δού­με πια στο πρό­σω­πο του Χρι­στού τον αλη­θι­νό Σωτή­ρα.

Αλλά πώς θα Τον δού­με; Πώς θα μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με ότι πράγ­μα­τι ο Χρι­στός είναι ο Σωτή­ρας; Καταρ­χάς, ο Χρι­στός δίδει απάν­τη­ση σε όλα τα μετα­φυ­σι­κά προ­βλή­μα­τα. Όχι «δίδει απάν­τη­ση»· είναι η απάν­τη­σις. Είναι και τα δυο. Διό­τι ποιος θα μπο­ρού­σε να γνω­ρί­ζει ποιο είναι το νόη­μα της υπάρ­ξε­ως του ανθρώ­που, ή, αν θέλε­τε, αυτός ούτος ο άνθρω­πος; Ξέρε­τε ότι έξω από τον Θεό, έξω από τη μαρ­τυ­ρία του Ιησού Χρι­στού, δεν γνω­ρί­ζο­με τι είναι ο άνθρω­πος. Είναι εκεί­νο που παλεύ­ει η φιλο­σο­φία και η Επι­στή­μη εν τινι μέτρω, να ανα­κα­λύ­ψουν και να βρουν τι είναι ο άνθρω­πος. Έχο­με εκφρά­σεις, φιλό­τι­μες ίσως, της σοφί­ας, όπως και από την αρχαιό­τη­τα, «να, ο άνθρω­πος». Κάπο­τε, λέγε­ται για τον Αρι­στο­τέ­λη, που πήρε έναν μαδη­μέ­νο κόκο­ρα και είπε: «Να, ο άνθρω­πος!». Δηλα­δή; Δηλα­δή ότι είναι μια ύπαρ­ξις που έχει δύο ποδά­ρια και δύο χέρια. Ωραία απάν­τη­σις, θα μου πεί­τε, ε; Ωραία απάν­τη­σις… Πάν­τως είναι η προ­σπά­θεια του ανθρώ­που να γνω­ρί­σει τον εαυ­τό του. Ποτέ δεν θα μπο­ρού­σε να γνω­ρί­σει ο άνθρω­πος ποιος είναι ο εαυ­τός του, εάν δεν του απε­κα­λύ­πτε­το εν Χρι­στώ Ιησού. Και, απο­κα­λυ­πτο­μέ­νης της αλη­θεί­ας περί του ανθρώ­που, ο άνθρω­πος ανα­φέ­ρε­ται πλέ­ον, ανά­γε­ται εις αυτόν τον ουρα­νόν. Γίνε­ται παι­δί του Θεού κατά χάριν. Μπαί­νει μέσα στη θεία δόξα.

Ερω­τώ, σας παρα­κα­λώ: Ποιος θα μου το πει αυτό; Υπάρχει…,τι υπάρ­χει μετά θάνα­τον; Για­τί να υπάρ­χει κάτι μετά θάνα­τον, κι αυτό που υπάρ­χει, τι είναι; Η ψυχή; Υπάρ­χει ψυχή; Έχο­με φθά­σει στο σημείο, από τον περα­σμέ­νο ήδη αιώ­να, που ξεκί­νη­σε η επι­στή­μη της Ψυχο­λο­γί­ας, να μιλά­με για ψυχο­λο­γία χωρίς ψυχή. Δεν δεχό­με­θα πνευ­μα­τι­κή ψυχή. Εννο­εί­ται, οι για­τροί εκεί­νοι, οι Ψυχο­λό­γοι, οι οποί­οι έχον­ται υλι­στι­κών αντι­λή­ψε­ων. Δεν γνω­ρί­ζο­με… έχει ο άνθρω­πος ψυχή, δεν έχει; Μην το πάρε­τε ότι είναι αυτο­νόη­το. Δεν είναι καθό­λου αυτο­νόη­το. Ο Κύριος θα μας απαν­τή­σει σε αυτό. «Τί γάρ φελή­σει νθρω­πον, άν τόν κόσμον λον κερ­δήσ τόν κόσμον λον, καί ζημιωθτήν ψυχήν ατο· κ.ο.κ. Και του λέγει του ληστού: «Σε βεβαιώ­νω, σήμε­ρα θα είσαι μαζί μου…». Πού; Ένας που πεθαί­νει, εκεί τελειώ­νει; Πού; Θα είσαι μαζί μου; Στον τάφον;

Αντι­λαμ­βά­νε­στε λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, ότι ο Χρι­στός δίδει την απάν­τη­ση σε όλα αυτά τα μεγά­λα αγω­νιώ­δη μετα­φυ­σι­κά προ­βλή­μα­τα. Όχι «δίδει την απάν­τη­ση». Είναι η απάν­τη­σις. Διό­τι αν ο Χρι­στός δεν σημεί­ω­νε τον μεγά­λον σταθ­μόν της Εναν­θρω­πή­σε­ώς Του και τους επι­μέ­ρους σταθ­μούς της επι­γεί­ου ζωής Του, όπως είναι η Σταύ­ρω­σις, η Ανά­στα­σις και η Ανά­λη­ψις, δεν θα μπο­ρού­σα­με ποτέ να βαδί­σο­με τον δρό­μον αυτού του μεγά­λου προ­ο­ρι­σμού μας που είναι ο ουρα­νός. Έτσι ο Χρι­στός έρχε­ται να απαν­τή­σει σε όλα αυτά. Μάλι­στα ο Ίδιος είπε: «γώ εμί Ζωή». Είπε: «γώ εμί νάστα­σις». Είπε: «γώ εμί λήθεια». Είπε: «γώ εμί νάπαυ­σις». Όταν είπε: «Δετε πρός μέ πάν­τες ο κοπιντες καί πεφορ­τι­σμέ­νοι κγώ ναπαύ­σω μς». Πώς «γώ ναπαύ­σω μς»; Για­τί Εγώ είμαι η ανά­παυ­σις. Προ­η­γου­μέ­νως που κάνα­με το μνη­μό­συ­νον, που λέγει εκεί: «Συ είσαι η ανά­παυ­σις και η ζωή και η ανά­στα­σις». Ναι! Προ­σέξ­τε. Δεν ήρθε να πει: «Ήρθα να σας πω την αλή­θεια, ήρθα να σας πω να κατα­κτή­σε­τε τη ζωή σας, ήρθα να σας πω να βρεί­τε τον τρό­πο με τον οποί­ον θα ανα­παυ­θεί­τε». Όχι. «Εγώ είμαι η Ζωή, Εγώ είμαι η Αλή­θεια, Εγώ είμαι η Ανά­στα­σις». Θυμη­θεί­τε τι είπε στις αδελ­φές του Λαζά­ρου ο Κύριος. «Δεν πιστεύ­εις ότι ο αδελ­φός σου θα ανα­στη­θεί;». «Ξέρω», λέει, «Κύριε, ότι κάπο­τε, στο τέλος της Ιστο­ρί­ας, θα γίνει η ανά­στα­σις των νεκρών». «Εγώ είμαι η Ανά­στα­σις», λέει ο Κύριος. «Κι αφού εγώ είμαι η Ανά­στα­σις, όποιος ενσω­μα­τού­ται σε μένα, θα ανα­στη­θεί εις ζωήν αιώ­νιον».

Αντι­λαμ­βά­νε­στε, λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, Ποιο είναι το πρό­σω­πον του Ιησού Χρι­στού; Μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί με τους σωτή­ρες αυτο­κρά­το­ρες της Ρώμης ή τους όποιους άλλους της Ιστο­ρί­ας σωτή­ρες, που υπό­σχον­ται την σωτη­ρία και επαγ­γέλ­λον­ται την σωτη­ρί­αν εις τους ανθρώ­πους; Φτώ­χεια, αλή­θεια, φτώ­χεια που υπάρ­χει, όταν στον άνθρω­πο απο­δί­δε­ται ένας τέτοιος τίτλος, που ανή­κει μόνον εις τον Χρι­στόν.

Αλλά ακό­μη ο Χρι­στός είναι Σωτήρ για­τί δια­λύ­ει την ενο­χήν. Είδα­τε τι είπει ο άγγε­λος εις τον Ιωσήφ; «Ατός γάρ σώσει τόν λαόν ατο πό τν μαρ­τιν ατν». «Αυτός θα σώσει τον λαό Του, από τις αμαρ­τί­ες του». Δηλα­δή; Είναι εκεί­νο που είπε αργό­τε­ρα ο Κύριος: «Εάν δεν πιστεύ­σε­τε ότι Εγώ είμαι…-Τι;- θα πεθά­νε­τε στις αμαρ­τί­ες σας». «Εγώ είμαι». Τι; «Ο Κύριος. Εκεί­νος που συγ­χω­ρεί τις αμαρ­τί­ες». Συνε­πώς είναι Εκεί­νος που πραγ­μα­τι­κά συγ­χω­ρεί τις αμαρ­τί­ες. Όταν λέμε «συγ­χω­ρεί» σημαί­νει ότι δεν υπάρ­χει πια για τον Θεό όρα­σις αμαρ­τιών. «Μακά­ριοι», λέει, «ν φέθη­σαν α νομί­αι καί ν πεκα­λύ­φθη­σαν α μαρ­τί­αι». «πικα­λύ­πτω»: σκε­πά­ζω. Αν βάλω σε μία πλη­γή έναν επί­δε­σμο, η πλη­γή δεν φαί­νε­ται. Αλλά για τον Θεό, κάθε κτί­σις είναι γυμνή και τετρα­χη­λι­σμέ­νη. Πώς λοι­πόν ο Θεός δεν θα έβλε­πε τι υπάρ­χει κάτω από τον επί­δε­σμον; Όταν, λοι­πόν, λέγει ότι στα μάτια του Θεού είναι σκε­πα­σμέ­νες οι αμαρ­τί­ες, σημαί­νει ότι δεν τις βλέ­πει. Αλλά…δεν τις βλέ­πει, σημαί­νει δεν υπάρ­χουν πια. Αφού ο Θεός όλα τα βλέ­πει. Δεν υπάρ­χουν δια­χω­ρι­στι­κά σώμα­τα που να κρύ­πτουν ένα αντι­κεί­με­νο από τα μάτια, την όρα­ση του Θεού. Άρα δεν υπάρ­χει ενο­χή. Το συλ­λά­βα­τε αυτό; Γνω­ρί­ζε­τε παρα­κα­λώ ότι ο πυρήν όλων των ψυχο­λο­γι­κών προ­βλη­μά­των είναι η ενο­χή; Το γνω­ρί­ζε­τε αυτό; Εκεί­να από όλα που πάσχει ο άνθρω­πος και δεν λέω μόνο τις ποι­κί­λες αρρώ­στιες αλλά λέγω τις ψυχο­λο­γι­κές, τις ψυχι­κές αρρώ­στιες, και εντο­πί­ζω το θέμα, είναι για όλα αλλά μένω σ’ αυτό ιδιαί­τε­ρα, ξέρε­τε ότι ο πυρή­νας όλων αυτών των ασθε­νειών των ψυχι­κών, είναι η ενο­χή; Δεν το λέγω εγώ. Το λέγει η Ψυχο­λο­γία. Αν λοι­πόν την ενο­χή, με κάποιο τρό­πο την εξα­λεί­ψου­με, δεν θα έχο­με προ­βλή­μα­τα ψυχο­λο­γι­κά. Ή αρρώ­στιες ψυχι­κές.

Πώς όμως θα εξα­λει­φθεί η ενο­χή, αφού η ενο­χή, είτε το θέλο­με είτε δεν το θέλο­με, έχει μίαν μετα­φυ­σι­κήν διά­στα­σιν; Δεν είναι δυνα­τόν λοι­πόν ποτέ να μπο­ρέ­σο­με να την εξα­λεί­ψου­με παρά μόνον εάν την εξα­λεί­ψει ο Θεός. Και ο Θεός έρχε­ται δι΄εκείνου του φιλαν­θρω­πο­τά­του μυστη­ρί­ου της Εξο­μο­λο­γή­σε­ως. Για να δώσει άφε­ση αμαρ­τιών. Με τόσο εύκο­λο τρό­πο. Αρκεί να υπάρ­ξει από την πλευ­ρά του ανθρώ­που ένα «μετα­νοώ», ένα εκ καρ­δί­ας «μετα­νοώ». Και «μετα­νοώ» θα πει αλλά­ζω νοο­τρο­πία. Μετά-νοῶ. Αλλά­ζω τρό­πον σκέ­ψε­ως. Αλλά­ζω τρό­πον ζωής. Πλέ­ον δεν ξανα­γυ­ρί­ζω σε ό,τι παλιό. Να για­τί λοι­πόν είναι τόσο φιλάν­θρω­πον μυστή­ριον το μυστή­ριον της Εξο­μο­λο­γή­σε­ως. Διό­τι δημιουρ­γεί την εξά­λει­ψιν των αμαρ­τιών, το σβή­σι­μο των αμαρ­τιών. Αυτό κάνει τον Χρι­στόν, Σωτή­ρα. Ήρθε προ­χθές κάποιος νεα­ρός, ο οποί­ος άρχι­σε να χάνει την πίστη του στο Θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο του Χρι­στού. Του λέγω: «Αχ, καη­μέ­νο παι­δί, μου έδε­σες τα χέρια· διό­τι μόνο αν πιστεύ­εις ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός που ενην­θρώ­πη­σε, θα μπο­ρεί να ενερ­γή­σει το μυστή­ριον της αφέ­σε­ως των αμαρ­τιών σου. Τώρα λες και επι­μέ­νεις και μάλι­στα, εντό­νως επι­μέ­νεις ότι δεν πιστεύ­εις ότι ο Χρι­στός είναι ο Εναν­θρω­πή­σας Θεός. Λυπού­μαι. Δεν είναι δυνα­τόν να σου δοθεί άφε­σις αμαρ­τιών». Απήλ­θε… Αυτό είναι… Έφυ­γε. Έτσι, όπως ήρθε, έφυ­γε… Δεν υπάρ­χει άφε­σις αμαρ­τιών αν δεν πιστέ­ψεις. Έτσι, αγα­πη­τοί μου, έρχε­ται ο Χρι­στός και δια­λύ­ει την ενο­χήν, την πηγή και το κέν­τρον και την αφε­τη­ρία όλων των ψυχο­λο­γι­κών, σας είπα, προ­βλη­μά­των και ψυχι­κών ασθε­νειών.

Ακό­μη ο Χρι­στός είναι Σωτήρ του σώμα­τος κατά οντο­λο­γι­κόν τρό­πον. Το σκε­φθή­κα­τε αυτό; Όπως λέει, σας είπα προ­η­γου­μέ­νως, ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Καί Ατός στίν σωτήρ το σώμα­τος». Πώς είναι σωτήρ του σώμα­τος; Σημαί­νει αυτό το ταλαί­πω­ρο σώμα, που είναι εικό­να του Εναν­θρω­πή­σαν­τος Υιού του Θεού, είναι εικό­να του Εναν­θρω­πή­σαν­τος Υιού του Θεού, διό­τι δεν πήρε ο Χρι­στός την εικό­να μας, αλλά πήρα­με εμείς την δική Του εικό­να, δεν έγι­νε άνθρω­πος κατά την εικό­να του Αδάμ, αλλά ο Αδάμ έγι­νε κατά την εικό­να του Χρι­στού, έστω κι αν ο Αδάμ ο παλιός ιστο­ρι­κά προ­η­γεί­ται. Έστω και αν έχο­με αυτό το μεθύ­στε­ρον σχή­μα. Όμως προ­η­γεί­ται ο Χρι­στός, ως μοντέ­λο. Αυτό το σχή­μα που λέγε­ται «άνθρω­πος», αυτό το σχή­μα ήταν ενό­ψει να γίνει ο Υιός του Θεού. Και κάνει, κατά την εικό­να Του και κατά την ιδέα Του, τον Αδάμ. Και όταν θα γεν­νη­θεί το πρώ­το παι­δί του Αδάμ, θα είναι κατά την εικό­να και κατά την ιδέα του πατέ­ρα του, του Αδάμ. Ώστε λοι­πόν το ανθρώ­πι­νο σώμα είναι κατά την εικό­να του Χρι­στού. Αυτό το σώμα η αμαρ­τία το κατήν­τη­σε εις τον θάνα­τον, εις τον τάφον. Και γίνε­ται εξ ων συν­τί­θε­ται. Δηλα­δή χώμα. Δια­λύ­ε­ται. Συνε­πώς αυτό το σώμα δεν δύνα­ται να μεί­νει ανορ­θω­μέ­νο και συν­τε­θει­μέ­νον. Αλλά μία των ημε­ρών θα γίνει διά­λυ­σις από εκεί­να που συνε­τέ­θη. Ποιος θα επα­νοι­κο­δο­μή­σει αυτό το σώμα; Όχι με την έννοια ότι έρχε­ται η και­νού­ρια γενεά και επα­νοι­κο­δο­μεί­ται το ανθρώ­πι­νον γένος. Εγώ, επί παρα­δείγ­μα­τι, δίνω την ύπαρ­ξή μου, δίνω την ουσία μου να γίνει ένα και­νού­ριο παι­δί, ένας και­νού­ριος άνθρω­πος. Αυτός είναι εγώ; Αυτός δεν είμαι εγώ. Αλλά αυτός είναι μία και­νού­ρια ύπαρ­ξις. Έδω­σα τα υλι­κά εκεί­να που χρειά­ζε­ται για να δομη­θεί αυτός ο άνθρω­πος. Εγώ όμως, πηγαί­νω εις την φθο­ράν.

Για μένα η σωτη­ρία πώς νοεί­ται; Όχι ότι ανα­στή­νο­μαι εγώ εν τω προ­σώ­πω του παι­διού μου. Κι εκεί­νο το… βέβαια συναι­σθη­μα­τι­κό είναι, δεν βαριέ­στε, άντε, ας το πάρο­με κι έτσι, αλλά ανόη­το, αν φθά­νο­με να μαλώ­νο­με, να δώσω το όνο­μά μου στο εγγό­νι μου για να… μεί­νω. Πού να μεί­νεις, φτω­χέ άνθρω­πε! Θα ονο­μά­σεις τον εγγο­νό σου Αθα­νά­σιον; Ε, πόσοι άλλοι Αθα­νά­σιοι υπάρ­χουν και τι βγή­κε απ’ αυτό; Ύστε­ρα, δεν είσαι εσύ ο εγγο­νός σου. Εσύ είσαι ανε­πα­νά­λη­πτος ύπαρ­ξις, ανε­πα­νά­λη­πτος προ­σω­πι­κό­της. Για σένα ο Χρι­στός πώς μπο­ρεί να είναι Σωτή­ρας; Με το να σου ανα­στή­σει αυτό το σώμα το δικό σου. Γι΄αυτό ο Χρι­στός είναι Σωτήρ, οντο­λο­γι­κά Σωτήρ. Έρχε­ται να ανα­στή­σει αυτή την ίδια την ύπαρ­ξή μου. Εγώ είμαι άλλος, το παι­δί μου είναι άλλο και ο εγγο­νός μου είναι άλλο. Είμε­θα τρία πρό­σω­πα. Τέσ­σε­ρα, εκα­τό, ένα εκα­τομ­μύ­ριο. Αλλά εν τοιαύ­τη περι­πτώ­σει έχο­με την ατο­μι­κήν, την προ­σω­πι­κήν σωτη­ρία και όχι την γενι­κήν, την ονο­μα­στι­κήν, θα λέγα­με, σωτη­ρί­αν. Όχι. Ο κάθε άνθρω­πος έχει τον προ­σω­πι­κό του σωτήρα,τον Ιησούν Χρι­στόν. Όλοι εν Χρι­στώ Ιησού, ευσε­βείς και ασε­βείς, θα ανα­στη­θού­με.

Ώστε, λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, ο Χρι­στός είναι ο οντο­λο­γι­κός Σωτήρ. Δυνά­μει τίνος; Δυνά­μει της Ανα­στά­σε­ώς Του. Δεν είναι λόγια. Είναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Όπως ο Χρι­στός έγι­νε άνθρω­πος και ανε­στή­θη, αφού απέ­θα­νε, παίρ­νον­τας τη δική μου φύσιν την θνη­τήν, και τώρα της δίδει ζωήν, δυνά­μει αυτού του γεγο­νό­τος, εγώ θα ανα­στη­θώ.

Εάν λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, η ανθρω­πό­τη­τα δεχθεί έτσι τον Χρι­στόν, τότε και όλα τα άλλα αγα­θά, στα οποία δίνο­με δια­στά­σεις σωτη­ρί­ας, μπο­ρού­με να τα έχο­με. Λέμε «το ψωμί μου, σωτη­ρία, το επάγ­γελ­μά μου, σωτη­ρία…». Όλα αυτά τα αγα­θά, τα δίδει ο Θεός, εφό­σον όμως έχο­με τοπο­θε­τη­θεί σωστά, το τι είναι σωτη­ρία. Αυτές τις μέρες θα γιορ­τά­σο­με τον Ιησούν Χρι­στόν, Σωτή­ρα του κόσμου. Πώς θα γιορ­τα­στεί; Με ένα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέν­δρον; Με ένα πλού­σιο τρα­πέ­ζι; Με δια­κο­πές; Με χρή­μα­τα; Με δια­σκε­δά­σεις; Με χορούς; Αν θέλε­τε ακό­μη, και με πορ­νεί­ες και αμαρ­τί­ες ποι­κί­λες; Θα πάει να βρει ο άλλος τη φιλε­νά­δα του να κάνει Χρι­στού­γεν­να. Τι οξύ­μω­ρα πράγ­μα­τα! Τι αντι­φα­τι­κά πράγ­μα­τα! Θα πάει να βρει τη φιλε­νά­δα του, για να κάνει Χρι­στού­γεν­να… Αντι­λαμ­βά­νε­στε, λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, πώς ο κόσμος γιορ­τά­ζει; Απλώς παίρ­νει την αφορ­μή μιας δια­κο­πής, τίπο­τε άλλο. Κατά τα άλλα; Δεν έχει ουδε­μί­αν γνώ­σιν περί της εορ­τής των Χρι­στου­γέν­νων. Δηλα­δή περί του γεγο­νό­τος της Εναν­θρω­πή­σε­ως του Σωτή­ρος Χρι­στού. Ας αφή­σο­με λοι­πόν αυτές τις αντι­λή­ψεις. Όσο για τα νόμι­μα εκεί­να, «τόν ρτον μν τόν πιού­σιον δός μν σήμε­ρον» που λέμε εις την Κυρια­κήν προ­σευ­χήν, αυτά θα μας δοθούν. Αρκεί να βάλο­με κορυ­φαίο γεγο­νός τον Σωτή­ρα Χρι­στόν. Λέγει ο ίδιος ο Θεός στην Παλαιά Δια­θή­κη: «Εάν με ακού­σε­τε, θα φάτε τα αγα­θά της γης». Θα το μετα­τρέ­πα­με λιγά­κι και θα λέγα­με: «Εάν κατά κάποιον τρό­πον, εννο­ή­σε­τε το νόη­μα των γεγο­νό­των, των εορ­τών που είναι πίσω από αυτές κάποια γεγο­νό­τα, τότε τα αγα­θά της γης θα φάτε». Αλλά εάν εννο­ή­σε­τε. Μη λοι­πόν ειδω­λο­λο­ποιού­με τα πράγ­μα­τα του κόσμου τού­του. Μη ειδω­λο­ποιού­με το σώμα μας, την υγεία μας, τα αγα­θά μας και να νομί­ζο­με ότι αυτά είναι οι σωτή­ρες μας. Σωτή­ρας μας είναι μόνος ο Χρι­στός και μόνος Αυτός.

Λέει ένα τρο­πά­ριο των ημε­ρών: «Δετε δωμεν, πιστοί, πο γεν­νή­θη Χρι­στός». Είναι τόσο χαρι­τω­μέ­νο! Μάλι­στα όλη η υμνο­λο­γία των ημε­ρών, όπως και όλου του έτους η υμνο­λο­γία, είναι χαρι­τω­μέ­νη. Είναι τόσο χαρι­τω­μέ­νη! Είναι τόσο ανθρώ­πι­νη! Είναι τόσο συναι­σθη­μα­τι­κή! Είναι τόσο ποι­η­τι­κή! Που, αν κανείς ξανα­γυ­ρί­σει και γίνει ένα παι­δί στην καρ­διά, αλλά με σώας τας φρέ­νας και πλή­ρεις, δηλα­δή με σοφό μυα­λό, τότε χαί­ρε­ται αυτές τις εκφρά­σεις. «Δετε δωμεν,πιστοί, πο γεν­νή­θη Χρι­στός». «Ελά­τε, πιστοί, να δού­με πού εγεν­νή­θη ο Χρι­στός». Σκε­φτεί­τε μία ομά­δα μικρών παι­διών, που λέει το ένα στο άλλο: «Ελά­τε, παι­διά, να δού­με πού είναι ο κρυμ­μέ­νος θησαυ­ρός». Με εκεί­νο το γνω­στό παι­χνί­δι. «Ελά­τε παι­διά…». Μόνο άμα είναι κανείς παι­δί μπο­ρεί να νιώ­σει αυτή τη φρά­ση: «Ελά­τε παι­διά». Και με όλη εκεί­νη την ευχα­ρί­στη­ση που νιώ­θει το κάθε παι­δί, άμα του πει το άλλο: «Πάμε να δού­με…». Τι να δού­με; Έτσι, γι΄αυτό σας είπα, έχει τόσο αίσθη­μα η υμνο­λο­γία μας. Ε, «δετε», λοι­πόν, «δωμεν,πιστοί», ελά­τε πιστοί να δού­με, πού εγεν­νή­θη ο Χρι­στός».

Αλήθεια,να μάθο­με δηλα­δή με άλλα λόγια, ποιο είναι το νόη­μα της Εναν­θρω­πή­σε­ως. Πού εγεν­νή­θη ο Χρι­στός; Στην Βηθλε­έμ; Αυτό έγι­νε εφά­παξ. Αν πάω στη Βηθλε­έμ και προ­σκυ­νή­σω τού­τες τις μέρες, θα εκπλη­ρώ­σω αυτό το «Δετε δωμεν,πιστοί, πο γεν­νή­θη Χρι­στός»; Κι εκεί­νοι οι οποί­οι δεν θα πάνε, θα λέγα­με, στον τόπον εκεί­νον, δεν θα το μάθουν αυτό; Δεν θα γνω­ρί­σουν ποτέ τίπο­τε; Όχι, αγα­πη­τοί. Πολ­λοί είναι εκεί­νοι οι προ­σκυ­νη­ταί, χωρίς βέβαια να προ­σβά­λω την έννοια της προ­σκυ­νή­σε­ως, οι οποί­οι πηγαί­νουν, αλλά μένουν πάν­τως ανύ­πο­πτοι, στο πού γεν­νή­θη­κε ο Χρι­στός. Έτσι, είτε πάω είτε δεν πάω, το θέμα είναι…πρέπει να μάθω πού εγεν­νή­θη ο Χρι­στός.

Και ο Χρι­στός εγεν­νή­θη, αγα­πη­τοί μου…, πού εγεν­νή­θη; Εφά­παξ στη Βηθλε­έμ. Αλλά πάν­το­τε μέσα στην κάθε ανθρώ­πι­νη καρ­διά. Δεν είναι σχή­μα λόγου. Δεν είναι ποι­η­τι­κό σχή­μα, να πού­με ότι γεν­νιέ­ται ο Χρι­στός μέσα στην καρ­διά. Είναι μία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Όταν λέμε ότι ο Χρι­στός γεν­νή­θη­κε σε μία φάτ­νη, σε ένα παχνί, δηλα­δή ζώων, και ότι η καρ­διά γίνε­ται ένα παχνί, δεν είναι ένα σχή­μα λόγου. Είναι μία μετα­φο­ρά. Αν το θέλε­τε, το πρώ­το, δεν έχει και πολ­λή αξία και σημα­σία, το ότι εγεν­νή­θη σε ένα παχνί. Εδώ έχει σημα­σία. Αν ο Χρι­στός γεν­νη­θεί μέσα στη δική μου την καρ­διά. Και την κάνει παχνί Του. Με άλλα λόγια, πραγ­μα­τι­κά να γεν­νη­θεί ο Χρι­στός μέσα στην καρ­διά μου. Και γεν­νιέ­ται με τη γνώ­ση, με την κατα­νόη­ση τη θεο­λο­γι­κή. Γεν­νιέ­ται ακό­μη με το να έρθει να μεί­νει μέσα μου με την Εναν­θρώ­πη­σή Του την πλή­ρη· το σώμα Του και το αίμα Του. Για­τί, τι σημαί­νει ότι ανε­κλή­θη σε μία φάτ­νη; Σημαί­νει ότι εκεί τοπο­θε­τή­θη­κε. Όταν λοι­πόν κοι­νω­νώ, τι σημαί­νει; Σημαί­νει ότι τοπο­θε­τώ τον Σωτή­ρα μου Χρι­στό μέσα μου. Για να με κάνει αιώ­νιον, να με κάνει αθά­να­τον, να μου δια­λύ­σει την ενο­χή. Να μου απαν­τή­σει σε όλα τα αγω­νιώ­δη προ­βλή­μα­τα της υπάρ­ξε­ως και του προ­ο­ρι­σμού μου.

Αυτός είναι ο Σωτή­ρας του κόσμου. Αυτού την Γέν­νη­σιν, την Εναν­θρώ­πη­ση γιορ­τά­ζο­με, αγα­πη­τοί μου, τού­τες τις μέρες. Γι΄αυτό ας συλ­λά­βο­με το νόη­μα του μεγά­λου αυτού γεγο­νό­τος. Και συλ­λαμ­βά­νον­τες το νόη­μα αυτό, τότε μπο­ρού­με να γιορ­τά­ζο­με το γεγο­νός σαν το πιο μεγά­λο και κεν­τρι­κό­τε­ρο της Ιστο­ρί­ας.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_379.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 22-12-1984]

(Β128) [ Έκδο­σις Β΄]

Σε λίγες μέρες, αγα­πη­τοί μου, θα γιορ­τά­σο­με το πιο μεγά­λο ιστο­ρι­κό γεγο­νός. Είναι εκεί­νο που στά­θη­κε το κέν­τρον της Ιστο­ρί­ας. Και που μέχρι τώρα αυλα­κώ­νει την Ιστο­ρία και επη­ρε­ά­ζει την Ιστο­ρία. Είναι η είσο­δος του Υιού του Θεού μέσα εις αυτήν την Ιστο­ρί­αν. Και που δεν είναι τι άλλο παρά αυτό που λέμε: η Γέν­νη­σις του Ιησού Χρι­στού.

Με πολ­λή σαφή­νεια ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης μάς παρου­σιά­ζει ακρι­βώς αυτό το γεγο­νός: « Λόγος σρξ γένε­το κα σκή­νω­σεν ν μν». «Ο Λόγος σαρ­κώ­θη­κε και ήλθε και σκη­νώ­θη­κε, σκή­νω­σε ανά­με­σά μας». Από τότε ο Υιός του Θεού, που εμφα­νί­ζε­ται μέσα στην ανθρώ­πι­νη Ιστο­ρία, ανα­τα­ράσ­σει τις ανθρώ­πι­νες καρ­διές και θέτει ένα βαθύ, όσο κανέ­να άλλο, ερώ­τη­μα, στην κάθε ψυχή της κάθε επο­χής: «Τίνα με λέγου­σιν ο νθρω­ποι εναι τν υἱὸν το νθρώ­που;». «Οι άνθρω­ποι τι λένε για μένα; Ποιος είμαι;».

Πράγ­μα­τι, στέ­κε­ται το πιο μυστη­ριώ­δες πρό­σω­πο της Ιστο­ρί­ας ο Ιησούς Χρι­στός. Είναι τόσο μυστη­ριώ­δες το πρό­σω­πό Του, αλλά και τόσο μεγά­λο και φοβε­ρό, που εξαρ­τά­ται η ευτυ­χία ή η δυστυ­χία των ανθρώ­πων και των λαών, από την στά­ση που θα πάρουν απέ­ναν­τί Του. Αν θα πάρω μία στά­ση Α ή Β απέ­ναν­τι στον Πλά­τω­να ή στον Αρι­στο­τέ­λη, αν θα πάρω μία στά­ση Α ή Β απέ­ναν­τι στους σύγ­χρο­νους φιλο­σό­φους ή κοι­νω­νιο­λό­γους, δεν έχει και πολ­λή σημα­σία. Μόδες είναι όλα και παρέρ­χον­ται. Αν όμως πάρω μια θετι­κή ή αρνη­τι­κή στά­ση απέ­ναν­τι στο πρό­σω­πο του Ιησού Χρι­στού, έχει επι­πτώ­σεις ή θετι­κές ή αρνη­τι­κές. Εδώ είναι το κατα­πλη­κτι­κό. Έτσι το ερώ­τη­μα του Κυρί­ου: «Τίνα με λέγου­σιν ο νθρω­ποι εναι τν υἱὸν το νθρώ­που;», στέ­κε­ται όχι επί­και­ρο, αλλά τρο­μα­κτι­κά επί­και­ρο σε κάθε στιγ­μή. Θα το δεί­τε ‑πολύ απλό- πώς ακρι­βώς οι άνθρω­ποι ή θα Τον αγα­πούν ή θα στρέ­φον­ται εναν­τί­ον Του. Και σήμε­ρα· και αύριο· μέχρι που να τελειώ­σει ο κόσμος.

Αν ο Ιησούς Χρι­στός δεν είναι σημαν­τι­κό, δεν είναι κεν­τρι­κόν πρό­σω­πον της Ιστο­ρί­ας, τότε για ποιο λόγο να μιλά­νε γι’ Αυτόν και να λέγουν αν είναι ή δεν είναι Θεός; Για­τί να στρέ­φον­ται εναν­τί­ον του Ιησού Χρι­στού, αν υπο­τε­θεί ότι δεν είναι –επα­να­λαμ­βά­νω- κεν­τρι­κόν πρό­σω­πον; Είναι λοι­πόν κεν­τρι­κόν πρό­σω­πον. Σήμε­ρα τι αντι­θρη­σκευ­τι­κός αγών γίνε­ται; Αναμ­φι­σβή­τη­τα όχι εναν­τί­ον του Βου­δι­σμού. Ούτε εναν­τί­ον του Ισλα­μι­σμού. Αλλά εναν­τί­ον του Χρι­στια­νι­σμού. Για­τί; Για­τί άρα­γε; Μάλι­στα, ο Ισλα­μι­σμός; Εν ονό­μα­τί του; Ωωωω… Σωβι­νι­σμός και εθνι­κι­σμός ορθώ­νε­ται τόσο που να απει­λεί­ται η Δύσις. Αλλά, για­τί στρέ­φε­ται ο κόσμος εναν­τί­ον του Χρι­στού; Τι συμ­βαί­νει; Τι είναι το πρό­σω­πο αυτό; Ποιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός; Είναι εκεί­νο το οποί­ον είπε ο Από­στο­λος Πέτρος στο ερώ­τη­μα του Κυρί­ου «Τίνα με λέγου­σιν ο νθρω­ποι εναι τν υἱὸν το νθρώ­που;». Και εξ ονό­μα­τος των λοι­πών μαθη­τών λέγει: «Σ ε Χριστς υἱὸς το Θεο το ζντος». «Συ είσαι ο Χρι­στός -δηλα­δή ο ανα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας-, ο Οποί­ος έχεις την ανθρω­πί­νη διά­στα­ση. Αλλά ταυ­το­χρό­νως είσαι και ο Υιός του Θεού. Δηλα­δή ο αιώ­νιος Θεός. Δηλα­δή ο αλη­θι­νός Θεός, ο ζων­τα­νός Θεός, ο πραγ­μα­τι­κός Θεός. Ο αεί υπάρ­χων. Συ που πάν­τα υπάρ­χεις. Συ που είπες ‘’πρν βραμ γενέ­σθαι, γώ’’, όχι ‘’ήμουν’’, αλλά: ‘’εμί’’. Εγώ είμαι. Είμαι πάν­το­τε. Ο αεί υπάρ­χων, ο πάν­το­τε υπάρ­χων. Αυτός είσαι».

Αυτό λοι­πόν απο­τε­λεί, αγα­πη­τοί μου, και την «λυδί­αν λίθον», το κρι­τή­ριο του Χρι­στια­νι­σμού. Δεν μπο­ρείς να πεις ότι είσαι Χρι­στια­νός, αδελ­φέ μου, αν δεν πιστεύ­εις στο θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο του Ιησού Χρι­στού. Είναι τόσο θεμε­λιώ­δες. Ξανα­λέ­γω, το πρό­σω­πο το Θεαν­θρώ­πι­νο του Χρι­στού είναι το κρι­τή­ριον του Χρι­στια­νι­σμού και του κάθε Χρι­στια­νού. Από εκεί ακρι­βώς θα φανεί τι πιστεύ­ει.

Αλλά πλάι, θα λέγα­με, στα θαύ­μα­τα του Κυρί­ου, την σοφή Του διδα­σκα­λία και την αγιό­τη­τά Του, στέ­κε­ται ως πίστις αδιά­σει­στος, ο προ­φη­τι­κός λόγος, η προ­φη­τεία. Διό­τι πού μπο­ρώ να ξέρω ποιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός; Η διδα­σκα­λία Του; Σοφή. Τα θαύ­μα­τά Του; Κατα­πλη­κτι­κά. Ο βίος Του; Άγιος. Ποιος έχει να επι­δεί­ξει, ό,τι επι­δει­κνύ­ει ο Κύριος; Ο ίδιος είπε «Τίνα με λέγου­σιν ο νθρω­ποι εναι τν υἱὸν το νθρώ­που;». «Τι λέγουν οι άνθρω­ποι για μένα; Ποιος είμαι; Τίς λέγ­χει με περί μαρ­τί­ας;», λέγει ο Κύριος. «Ποιος με ελέγ­χει για αμαρ­τία; Ποιος μπο­ρεί να βρει ένα ψεγά­δι τόσο δα; Τι λέτε για μένα;».

Αγα­πη­τοί, παρά ταύ­τα, ενώ όλα μαζί μπο­ρούν να απο­δεί­ξουν το θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πό Του, όμως εκεί­νο που στέ­κε­ται αδιά­σει­στο πραγ­μα­τι­κά, είναι, επα­να­λαμ­βά­νω, ο προ­φη­τι­κός λόγος. Είναι η προ­φη­τεία. Δηλα­δή είναι το πρό­σω­πο που προ­ε­φη­τεύ­θη. Ο Ιησούς Χρι­στός. Σημειώ­σα­τε ότι ολό­κλη­ρη η Παλαιά Δια­θή­κη, είτε σαν προ­φη­τεία, με την έννοια την γνω­στή, δηλα­δή με την έννοια της προρ­ρή­σε­ως, είτε ως τυπο­λο­γία, όπως θα λέγα­με αυτός ούτος ο λαός του Ισρα­ήλ, μέσα στα γεγο­νό­τα του τα ιστο­ρι­κά, απο­τε­λεί στους σταθ­μούς του τους ιστο­ρι­κούς, απο­τε­λεί τύπον του Μεσ­σί­ου, είναι ο πρω­τό­το­κος υιός, ο οποί­ος έρχε­ται από την Αίγυ­πτο στη γη της Επαγ­γε­λί­ας. Είναι ο πρω­τό­το­κος υιός. Είναι λοι­πόν τύπος του πρω­τό­το­κου υιού του Θεού. Όλα αυτά συγ­κλί­νουν σε ένα πρό­σω­πο. Αν κανείς έχει λίγο γνώ­ση της Παλαιάς Δια­θή­κης και έχει κάποιες προ­ϋ­πο­θέ­σεις μελέ­της, τότε θα αντι­λη­φθεί πολύ καθα­ρά ότι όλες οι προ­φη­τεί­ες μιλά­νε για κάποιο πρό­σω­πο. Όλες συγ­κλί­νουν σε κάποιο πρό­σω­πο, σε μία εστία. Και αυτό το πρό­σω­πον είναι ο Ιησούς Χρι­στός.

Γι’ αυτό λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος: «Κα χομεν βεβαιό­τε­ρον τν προ­φη­τικν λόγον - γρά­φει στην επι­στο­λή του την δευ­τέ­ρα-, (:τ ποί προ­φη­τικ λόγ) καλς ποιετε προ­σέ­χον­τες ς λύχν φαί­νον­τι ν αχμηρ τόπ(:καλά κάνε­τε και προ­σέ­χε­τε. Καλά κάνε­τε και μελε­τά­τε)». Διό­τι πραγ­μα­τι­κά όταν άκου­γαν το κήρυγ­μα περί του Χρι­στού, οι Εβραί­οι κυρί­ως, για­τί σ’ αυτούς ανή­κει ο προ­φη­τι­κός λόγος, άνοι­γαν την Γρα­φή. Να δουν τι λέει η Γρα­φή γι’αυ­τό το πρό­σω­πο. «Καλά κάνε­τε», λέγει, «και προ­σέ­χε­τε, διό­τι η προ­φη­τεία μιλά­ει για τον Χρι­στόν, οι προ­φη­τεί­ες ‘’ως ο μέρα διαυ­γάσ κα φωσφό­ρος νατείλ ν τας καρ­δί­αις μν’’, έως ότου φωτι­στεί η καρ­διά σας και αντι­λη­φθεί­τε Ποιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός».

Ο από­στο­λος Παύ­λος στις Συνα­γω­γές χρη­σι­μο­ποιού­σε τον προ­φη­τι­κό λόγο, για να κατα­δεί­ξει Ποιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Ιδί­ως και κυρί­ως, κυριό­τα­τα, θα λέγα­με, όταν φυσι­κά ομι­λού­σε σε ακρο­α­τή­ριο εβραϊ­κό, δηλα­δή στις Συνα­γω­γές, όχι στους Έλλη­νας, όχι δηλα­δή στους εθνι­κούς.

Έτσι, βλέ­πει κανέ­νας πραγ­μα­τι­κά τον προ­φη­τι­κόν λόγον να έρχε­ται να δώσει την μαρ­τυ­ρί­αν του περί του προ­σώ­που του Ιησού Χρι­στού. Μάλι­στα μια μαρ­τυ­ρία μέχρι λεπτο­με­ρειών κατα­πλη­κτι­κών. Γι’αυ­τό, στην αγά­πη σας, για λίγα λεπτά, ας ανα­φερ­θού­με, έτσι, σε πολύ αδρές γραμ­μές, πώς ακρι­βώς οι προ­φή­ται μίλη­σαν για το πρό­σω­πον του Ιησού Χρι­στού.

Είναι γνω­στό ότι όταν οι πρω­τό­πλα­στοι αμάρ­τη­σαν και ο Θεός τους κρί­νει και τους διώ­χνει απ’ τον Παρά­δει­σον, έστη­σε δικα­στή­ριο ο Θεός μέσα εις τον Παρά­δει­σον, για να κρί­νει τρεις ενό­χους. Τον Αδάμ, την Εύα και τον διά­βο­λον. Για κάποια στιγ­μή παρα­με­ρί­ζε­ται ο Αδάμ, ενώ είναι το κύριον πρό­σω­πον. Δεν είναι η Εύα το κύριον πρό­σω­πον. Είναι ο Αδάμ το κύριον πρό­σω­πον. Και στρέ­φε­ται στον διά­βο­λο και στην Εύα και λέγει: «χθραν θήσω ν μέσον σο — του όφε­ως· «Θα βάλω», λέγει, «έχθρα, θα στή­σω έχθρα, ανά­με­σα σε σένα, τον διά­βο­λο»- κα ν μέσον τς γυναικς(:και ανά­με­σα στην γυναί­κα. Ανά­με­σα σε σας τους δυο) κα ν μέσον το σπέρ­μα­τός σου(: ανά­με­σα στο σπέρ­μα σου- Και ποιο είναι το σπέρ­μα του δια­βό­λου; Οι κακοί άνθρω­ποι. Σπέρ­μα του δια­βό­λου. Ο διά­βο­λος δεν έχει σώμα. Το σπέρ­μα λοι­πόν του δια­βό­λου είναι νοη­τόν, είναι ν ννοί πνευ­μα­τικ, ν ννοί θικ. Είναι οι κακοί άνθρω­ποι-) κα ν μέσον το σπέρ­μα­τος ατς». Αλλά η γυναί­κα είναι άνθρω­πος. Είναι άνθρω­πος και συνε­πώς έχει απο­γό­νους. Απο­γό­νους σωμα­τι­κούς, οντο­λο­γι­κούς απο­γό­νους. Όχι ηθι­κούς, όχι πνευ­μα­τι­κούς απο­γό­νους. Αλλά η γυναί­κα δεν έχει σπέρ­μα, ο άνδρας έχει σπέρ­μα. Για­τί λοι­πόν βλέ­πο­με να ομι­λεί έτσι; Ακού­σα­τε προ­η­γου­μέ­νως στην ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή: «βραμ γέν­νη­σε τν σαάκ, σακ δ γέν­νη­σε τν ακώβ» κ.ο.κ. Ώστε ο Αβρα­άμ γεν­νά. Δεν γεν­νά η Σάρα. Πώς λοι­πόν εδώ λέγει «ν μέσον το σπέρ­μα­τος ατς» και δεν λέγει «ν μέσον το σπέρ­μα­τος ατο»; Δηλα­δή του Αδάμ. Τον Αδάμ τον παρα­με­ρί­ζει, το ξανα­λέ­γω αυτό. Για να κατα­δεί­ξει, αλλά σε υπαι­νιγ­μό σαφέ­στα­το, ότι θα γεν­νη­θεί κάποιος άνευ σπέρ­μα­τος ανδρός. Και Αυτός που θα γεν­νη­θεί, θα είναι εκ παρ­θέ­νου. Για­τί την στιγ­μή που μιλά­ει για την Εύα, η Εύα εκεί­νη την ώρα είναι παρ­θέ­νος η Εύα. Γάμος ακό­μη δεν έχει επι­τε­λε­στεί μέσα εις τον Παρά­δει­σον. Ο γάμος θα επι­τε­λε­στεί μετά ταύ­τα, έξω από τον Παρά­δει­σον.

Και ποια αυτή, θα λέγα­με, η συνά­φεια, ανά­με­σα στους απο­γό­νους σου τους πνευ­μα­τι­κούς, διά­βο­λε, και εις Αυτόν τον κάποιον που θα γεν­νη­θεί από αυτήν την γυναί­κα, την Εύα; Να ποια θα είναι η σχέ­σις: «Ατός σου τηρή­σει κεφα­λήν κα σ τηρή­σεις ατο πτέρ­ναν». «Αυτός θα σου συν­τρί­ψει το κεφά­λι, συ, δε, θα του δαγ­κώ­σεις την φτέρ­να». Η φτέρ­να δε μια ακρού­λα του σώμα­τος· που σημαί­νει ότι η ζημιά δεν είναι πολ­λή. «Θα τον ανε­βά­σεις στον Σταυ­ρό, αλλά Εκεί­νος θα ανα­στη­θεί. Αλλά με τον Σταυ­ρό Του και την Ανά­στα­σή Του, θα συν­τρί­ψει το δικό σου το κεφά­λι». «Πρω­τευαγ­γέ­λιον» ονο­μά­στη­κε. Μέσα σε εκεί­νο το ζοφε­ρό δει­λι­νό, έρχε­ται μία ακτί­να ελπί­δος: Θα ‘ρθει Εκεί­νος που θα σώσει τον Αδάμ και την Εύα και τους απο­γό­νους του. Είναι κατα­πλη­κτι­κό… Είναι η πρώ­τη προ­φη­τεία, αγα­πη­τοί μου, μέσα στην Αγία Γρα­φή. Αλλά έκτο­τε, αυτή η προ­φη­τεία θα μεί­νει σαν πόθος, σαν προσ­δο­κία στους λαούς. Και όλοι οι λαοί θα τον ανα­μέ­νουν. Για­τί όλοι κατα­γό­με­θα από τον Αδάμ και την Εύα. Και αυτό το Πρω­τευαγ­γέ­λιον πέρα­σε μέσα στους λαούς, έστω κι αν περιε­βλή­θη με πολ­λά περι­βλή­μα­τα μύθου. Ο πυρή­νας όμως είναι αλη­θι­νός: «Περι­μέ­νο­με κάποιον». Και όπως θα πει ο Ιακώβ αργό­τε­ρα ευλο­γών­τας το παι­δί του τον Ιού­δα: « Και Αυτός που θα ΄ρθει, από σένα, Ιού­δα, από­γο­νος σου, προσ­δοκα θνν». Αυτός είναι η προσ­δο­κία των Εθνών. Να μια δεύ­τε­ρη προ­φη­τεία. Γένε­ση 49,10.

Αλλά προ­φη­τεύ­ε­ται, αγα­πη­τοί μου, ακό­μη και ο τόπος που θα γεν­νη­θεί ο Μεσ­σί­ας. Λέγει ο Μιχαί­ας και επα­να­λαμ­βά­νει ο Ματ­θαί­ος: «Καί σύ, Βηθλε­έμ – στρέ­φε­ται προς την Βηθλε­έμ. Ω, προς την Βηθλε­έμ! Εκεί που γεν­νή­θη­κε ο Δαβίδ, που είναι η περιο­χή του Ιού­δα και που ο Ιησούς Χρι­στός, ο Μεσ­σί­ας, θα κατά­γε­ται από τον Δαβίδ. Αγα­πη­τοί μου, γι’αυ­τό ακού­στη­κε αυτό το γενε­α­λο­γι­κό δέν­δρο σήμε­ρα στην ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή. Για να κατα­δει­χθεί ποια είναι η κατα­γω­γή Του κατ΄άνθρωπον, του Ιησού Χρι­στού. Δηλα­δή βασι­λι­κή κατα­γω­γή. Ότι κατά­γε­ται από τον Δαβίδ. Αλλ΄ ο Δαβίδ είναι από­γο­νος του Αβρα­άμ. Καλύ­τε­ρα, είναι από­γο­νος του Ιού­δα, ο οποί­ος είναι από­γο­νος του Αβρα­άμ. Είναι κατα­πλη­κτι­κό, κατα­πλη­κτι­κό! «Καί σύ, Βηθλε­έμ, γ ούδα (: Και συ, Βηθλε­έμ, που είσαι από την περιο­χή του κλή­ρου του Ιού­δα, της επαρ­χί­ας του Ιού­δα) οδαμς λαχί­στη ε ν τος γεμό­σιν ούδα(: καθό­λου δεν είσαι μικρή ανά­με­σα στις πόλεις και πρω­τεύ­ου­σες της επαρ­χί­ας του Ιού­δα)· κ σο γρ ξελεύ­σε­ται γού­με­νος, στις ποι­μα­νε τν λαόν μου τν σρα­ήλ(:για­τί από σένα θα βγει αρχη­γός που θα ποι­μά­νει τον λαόν μου τον Ισρα­ήλ)». Και αυτά προ­φη­τεύ­ει ο Μιχαί­ας. Αλλά ο Μιχαί­ας είναι μετά τον Δαβίδ, τον μεγά­λο βασι­λέα, που εποί­μα­νε τον λαόν. Τον εποί­μα­νε όμως ως βασι­λιάς. Δεν τον εποί­μα­νε ως μέγας αρχιε­ρεύς και βασι­λιάς. Και Αυτός είναι ο Ιησούς Χρι­στός, ο αιώ­νιος βασι­λεύς.

Αλλά και ο τρό­πος, αγα­πη­τοί μου, προ­φη­τεύ­ε­ται. Λέγει ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας εκεί­νο το κατα­πλη­κτι­κό, στο 7ο κεφά­λαιο, στί­χος 14: «δο παρ­θέ­νος ν γαστρ ξει(: Ιδού. -Αυτό το δού που δεί­χνει ότι προ­κα­λεί την προ­σο­χήν του ανα­γνώ­στου- Να. Να η παρ­θέ­νος –πρό­κλη­σις- Να, η παρ­θέ­νος θα εγκυ­μο­νή­σει) ν γαστρ ξει κα τέξε­ται υόν». «Και θα γεν­νή­σει υιόν». Και το όνο­μά του; Εμμα­νου­ήλ. Δηλα­δή, «μαζί μας ο Θεός». Το Εμμα­νου­ήλ είναι περι­φρα­στι­κόν όνο­μα· που δεί­χνει ιδιό­τη­τα· που δεί­χνει Ποιο θα είναι το πρό­σω­πο αυτό, τι θα κάνει το πρό­σω­πον αυτό. Και το όνο­μά Του; Δηλα­δή του Ποιος θα είναι; Για­τί έτσι συνή­θι­ζαν στους Εβραί­ους, το όνο­μα να εκφρά­ζει το πρό­σω­πο. Και το όνο­μά Του; «Μαζί μας ο Θεός». Δηλα­δή θα είναι ο Θεός. Αλλά ο Θεός δεν είναι μαζί μας; Για­τί τονί­ζει ότι ο Θεός θα είναι μαζί μας; Πάν­τα ο Θεός δεν ήταν μαζί με τον Ισρα­ήλ; Ναι, αλλά ήταν όμως και ταυ­τό­χρο­να μακριά. Είναι ο κον­τι­νός και ταυ­τό­χρο­να ο απρό­σι­τος Θεός. Τώρα όμως για­τί Εμμα­νου­ήλ; Για­τί ‘’μαζί μας ο Θεός’’; Που δεί­χνει ότι θα είναι πολύ κον­τά μας, πάρα πολύ κον­τά μας. Πόσο κον­τά μας; Όσο μπο­ρεί να είναι δύο άνθρω­ποι μετα­ξύ τους. Δηλα­δή θα γίνει άνθρω­πος.

Αλλά ακό­μη και ο χρό­νος που προ­φη­τεύ­ε­ται, αγα­πη­τοί μου· που είναι οι περί­φη­μες εβδο­μή­κον­τα εβδο­μά­δες του Δανι­ήλ. Αν δια­βά­σε­τε τον προ­φή­τη Δανι­ήλ, θα ιδεί­τε ότι ανα­φέ­ρε­ται από κάποιο ιστο­ρι­κό σημείο που θα συνέ­βαι­νε μελ­λον­τι­κά, δηλα­δή από το διά­ταγ­μα του Πέρ­σου βασι­λέ­ως δια την ανοι­κο­δό­μη­ση του ναού, από εκεί μετρά­ται ο χρό­νος, έως τον χρό­νον της Σταυ­ρώ­σε­ως. Και μάλι­στα η τελευ­ταία εβδο­μάς χωρί­ζε­ται στην μέση ‑που είναι η εβδο­μάς επτά χρό­νια- χωρί­ζε­ται στη μέση,3 ½ χρό­νια, ακρι­βώς δημιουρ­γεί μία δαι­δα­λό­τη­τα στην προ­φη­τεία του, για να βγά­λει κάθε υπο­ψία ότι μπο­ρού­σε ποτέ ανθρώ­πι­νη πρό­βλε­ψη να μιλή­σει.

Αλλά και τα πάθη Του ακό­μη προ­φη­τεύ­ον­ται. Λέγει ο Ησα­ΐ­ας στο 53ο κεφά­λαιο, ολό­κλη­ρο το κεφά­λαιο: «Κα εδομεν ατόν(: Τον είδα­με. -Τον βλέ­πει στον Σταυ­ρό ο Ησα­ΐ­ας, 800 χρό­νια προ Χρι­στού…), κα οκ εχεν εδος οδ κάλ­λος(:Δεν είχε ομορ­φιά. Το ανθρώ­πι­νο είδος Του έφυ­γε· δηλα­δή κακο­ποι­ή­θη­κε)· λλ τ εδος ατο τιμον κα κλεπον(: αλλά η μορ­φή Του, το εδος Του, ήταν χωρίς τιμή· είχε εξα­φα­νι­στεί. - Όπως ένας άνθρω­πος που κακο­ποιεί­ται και φονεύ­ε­ται, χάνει το πρό­σω­πό του τρό­πον τινά, όχι μόνον την ομορ­φιά του. Εννο­εί­ται το ανθρώ­πι­νο, το εξω­τε­ρι­κό πρό­σω­πον). Οτος τς μαρ­τί­ας μν φέρειΠοιος είναι όμως αυτός που είναι «τ εδος ατο τιμον κα κλεπον;»: Αυτός είναι Εκεί­νος που φέρει τις αμαρ­τί­ες μας) κα περ μν δυνται(:και για μας πονά) · ς πρό­βα­τον π σφαγν χθη κα ς μνς ναν­τί­ον το κεί­ρον­τος ατν φωνος, οτως οκ νοί­γει τ στό­μα ατο(:Σαν πρό­βα­το οδη­γή­θη­κε στη σφα­γή. Και όπως ακρι­βώς το αρνί μπρο­στά σε εκεί­νον που το κου­ρεύ­ει, τον ποι­μέ­να, έτσι και Εκεί­νος ο αμνός, το στό­μα του δεν το ανοί­γει να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί και να φωνά­ξει εναν­τί­ον εκεί­νων που Τον κακο­ποιούν)».

Αλλά, μεγα­λειώ­δης, αγα­πη­τοί μου, είναι και η προ­φη­τεία εκεί­νη του Δανι­ήλ, ή καλύ­τε­ρα του Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρος το όρα­μα, το οποί­ον ερμη­νεύ­ει ο Δανι­ήλ. Και είναι περί­ερ­γο πώς ο Θεός τα οικο­νο­μεί. Το όρα­μα, το όνει­ρο εκεί­νο, το βάζει στον Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρα ο Θεός. Δηλα­δή σε έναν άνθρω­πο… θέλε­τε; Είναι εκεί­νος ο οποί­ος κατέ­στρε­ψε, κατα­κα­τέ­στρε­ψε, θα λέγα­με, τους Εβραί­ους. Ο Ναβου­χο­δο­νό­σορ. Άρπα­ξε τα σκεύη του ναού, ήταν ο βέβη­λος για τον ναό. Και του βάζει ο Θεός, αγα­πη­τοί μου, όνει­ρο, που το προ­φη­τεύ­ει ο Δανι­ήλ και είναι κατα­πλη­κτι­κό. Για­τί άρα­γε έβα­λε σε έναν εχθρό του λαού του Θεού, ένα τέτοιο όνει­ρο; Για να δημιουρ­γή­σει το ανύ­πο­πτον της προ­φη­τεί­ας. Το ανύ­πο­πτον! Να μην πει κανείς ότι… να, ότι τα πράγ­μα­τα παρα­σκευά­στη­καν. Αλλά, το σπου­δαιό­τε­ρον· ότι τις προ­φη­τεί­ες, μέχρι σήμε­ρα κατέ­χουν και κρα­τούν οι άπι­στοι Εβραί­οι. Αυτοί είναι οι θεμα­το­φύ­λα­κες της γνη­σιό­τη­τος των προ­φη­τειών. Οι άπι­στοι Εβραί­οι. Όπως ακρι­βώς άπι­στος άνθρω­πος ο Ναβου­χο­δο­νό­σορ, ομι­λεί γι’αυ­τό.

Τι λέγει; «Είδα», λέγει, «ένα βου­νό αλα­τό­μη­τον ‑Δεν είχε γίνει λατο­μείο, δεν υπήρ­χε κάτι που να είναι σκαμ­μέ­νο· αλα­τό­μη­τον -. «Και από εκεί φεύ­γει», λέγει, «μία πέτρα, απο­σπά­ται, άνευ χει­ρός ανθρώ­που και πηγαί­νει και πέφτει επά­νω σε ένα άγαλ­μα, που είναι τετρα­με­ρές στη σύν­θε­ση της ύλης του και το λιά­νι­σε». Είναι οι τέσ­σε­ρις μεγά­λες δυνα­στεί­ες: η Βαβυ­λω­νια­κή, η Περ­σι­κή, η Ελλη­νι­κή ή Μακε­δο­νι­κή, του Μεγά­λου Αλε­ξάν­δρου και η Ρωμαϊ­κή. «Και στον τόπο», λέει, «εκεί­νον, εκεί­νη η πέτρα η απο­σπα­θεί­σα από το αλα­τό­μη­τον όρος, έγι­νε μέγα όρος και κάλυ­ψε την γην». Και λέγει ο Δανι­ήλ: «Βασι­λιά μου, Αυτός είναι ο Μεσ­σί­ας. Αυτός είναι Εκεί­νος που θα ‘ρθει από Παρ­θέ­νον». «λατό­μη­τον ρος». Γι΄αυτό και η Θεο­τό­κος λέγε­ται «λατό­μη­τον ρος». Επει­δή είναι Παρ­θέ­νος. Από εκεί­νην απε­σπά­σθη άνευ χει­ρός ανδρός, δηλα­δή χωρίς την επέμ­βα­σιν ανδρός. «Καί βασι­λεία Ατο», λέγει, ο Δανι­ήλ, «οκ σται τέλος». «Δεν έχει τέλος η βασι­λεία Του, που θα εγκα­θι­δρυ­θεί πάνω στα ερεί­πια των ανθρω­πί­νων βασι­λειών και δυνα­στειών». Είναι κατα­πλη­κτι­κό. Αγα­πη­τοί, είναι κατα­πλη­κτι­κό. Είναι στο 2ο κεφά­λαιο, αν έχε­τε Παλαιά Δια­θή­κη –πρέ­πει να έχε­τε- δια­βά­σα­τέ το στο σπί­τι σας).

Αγα­πη­τοί μου, θα έλε­γα ακό­μα, ότι ο Κύριός μας δεν είναι απλώς ένας μεγά­λος ανα­μορ­φω­τής ή ένας αρχη­γός ή φιλό­σο­φος. Είναι Αυτός ο Υιός του Θεού. Είναι Αυτός ο Εναν­θρω­πή­σας Υιός. Είναι ο Σωτή­ρας του κόσμου. Όλα μαρ­τυ­ρούν γι’ Αυτόν. Προ­παν­τός όμως η προ­φη­τι­κή από­δει­ξις. Προ­παν­τός δηλα­δή η προ­φη­τεία. Γι’αυ­τό ας μελε­τά­με την Αγία Γρα­φή, όπως μας συνι­στά και ο Από­στο­λος Πέτρος. Εκεί θα δού­με τον Χρι­στό. Την Γρα­φή μελε­τού­σαν κι εκεί­νοι οι δύο οι μαθη­ταί Του ‑όλοι οι μαθη­ταί Του, αλλά του­λά­χι­στον κατε­γρά­φη αυτό- ο Φίλιπ­πος και ο Ναθα­να­ήλ. Και όταν ο Φίλιπ­πος βρή­κε τον Χρι­στόν… δυνά­μει τίνων χαρα­κτη­ρι­στι­κών; Δυνά­μει των χαρα­κτη­ρι­στι­κών της μελέ­της που έκα­νε στην Αγία Γρα­φή. Δυνά­μει των χαρα­κτη­ρι­στι­κών των προ­φη­τών για το πρό­σω­πο του Μεσ­σί­ου. Βρί­σκει τον Ναθα­να­ήλ και του λέγει: «Ευρή­κα­με τον Μεσ­σία». «Τον Μεσ­σία;». «Τον από Ναζα­ρέτ», λέγει. «Από Ναζα­ρέτ; Όχι», του λέγει. «Εμείς δια­βά­σα­με ότι δεν κατά­γε­ται από την Ναζα­ρέτ ο Μεσ­σί­ας». Εμείς δια­βά­σα­με. Εμείς ξέρο­με.

Πράγ­μα­τι ο Ιησούς δεν κατή­γε­το από την Ναζα­ρέτ. Κατή­γε­το από την Βηθλε­έμ. Γνω­ρί­ζε­τε το περι­στα­τι­κό, το για­τί έφυ­γε ο Ιωσήφ από την Βηθλε­έμ. Επή­γε στην Αίγυ­πτο. Όταν δε επέ­στρε­ψε, και αντί του Ηρώ­δου, εβα­σί­λευε ο Αρχέ­λα­ος, φοβη­θείς δε, για­τί κι αυτός ήταν ωμός άνθρω­πος, μήπως είχε καμία περι­πέ­τεια, κατέ­φυ­γε εις το Βόρειον Βασί­λειον, στην Ναζα­ρέτ και επει­δή εκεί πέρα­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια ο Κύριος και τα μετέ­πει­τα χρό­νια Του, ονο­μά­στη­κε Ναζω­ραί­ος· ενώ δεν ήτο Ναζω­ραί­ος. Δηλα­δή δεν είναι Ναζα­ρη­νός ο Μεσ­σί­ας. Και του λέγει ο Φίλιπ­πος: «ρχου καί δε». Βέβαια τα πράγ­μα­τα μπερ­δεύ­τη­καν εκεί. Πού μπερ­δεύ­τη­καν; Όχι στην Γρα­φή, αλλά στον Ναθα­να­ήλ. «Έλα και θα δεις».

Και πράγ­μα­τι, αγα­πη­τοί μου, θα μπο­ρού­σα­με κι εμείς, αν ψάχνα­με την Αγία Γρα­φή, αυτό το ζων­τα­νό βιβλίο του Θεού, τότε εκεί, αν δια­θέ­το­με και μία ευσε­βή ψυχή, μια καθα­ρή ψυχή, και χωρίς προ­κα­τά­λη­ψη μελε­τού­με τον λόγο του Θεού, εκεί θα βρού­με τον Μεσ­σί­αν. Οπωσ­δή­πο­τε θα βρού­με τον Μεσ­σί­αν. Εκεί οπωσ­δή­πο­τε θα ανα­γνω­ρί­σου­με Ποιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Αυτός που γεν­νή­θη­κε ταπει­νά και απλά σε ένα σπή­λαιο της Βηθλε­έμ, εδώ και δύο χιλιά­δες χρό­νια. Και τότε θα ανα­φω­νή­σο­με μαζί με τον Από­στο­λο Πέτρο: «Σ ε Χριστς, υἱὸς το Θεο το ζντος».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_260.mp3

 

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Δέν­τρο καὶ φύλ­λα

«Πᾶσαι οὔν αἱ γενε­αι ἀπὸ Ἀβρα­ὰμ ἕως Δαυὶδ γενε­αι δεκα­τέσ­σα­ρες, καὶ ἀπὸ Δαυὶδ ἕως τῆς μετοι­κε­σί­ας Βαβυ­λῶ­νος γενε­αι δεκα­τέσ­σα­ρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοι­κε­σί­ας Βαβυ­λῶ­νος ἕως τοῦ Χρι­στοῦ γενε­αι δεκα­τέσ­σα­ρες» (Ματθ. 1, 17)

ΣΕ ΚΑΘΕ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ὁ γραμ­μα­τέ­ας πρέ­πει νὰ φυλάη τὰ β ληξιαρ­χι­κὰ βιβλία. Στὰ βιβλία αὐτὰ γρά­φον­ται τὰ ὀνό­μα­τα ὅλων τῶν κατοί­κων τῆς κοι­νό­τη­τος μὲ ὅλα τὰ στοι­χεῖα τους. Στὰ βιβλία αὐτά, ὅπως καὶ στὰ βιβλία τῆς ἐνο­ρί­ας, ποὺ τηρεῖ ὁ ἐφη­μέ­ριος, σημειώ­νε­ται πότε γεν­νιέ­ται ὁ καθέ­νας, πότε βαπτί­ζε­ται, πότε παν­τρεύ­ε­ται καὶ πότε πεθαί­νει. Τὰ βιβλία αὐτὰ εἶνε χρή­σι­μα καὶ ἀναγ­καῖα, για­τί ἀπὸ αὐτὰ ἐξα­κρι­βώ­νε­ται ἂν ἕνα παι­δὶ εἶνε γνή­σιο παι­δὶ τῶν γονέ­ων του, ἂν δικαιοῦ­ται νὰ κλη­ρο­νο­μή­σῃ τοὺς γονεῖς τοῦ κ.λ.π.. Ὁ γραμ­μα­τέ­ας, ποὺ δὲν τηρεῖ καθα­ρὰ τὰ ληξιαρ­χι­κὰ βιβλία τῆς κοι­νό­τη­τος, τιμω­ρεῖ­ται.

Ὅλοι οἱ λαοὶ ἔχουν τὴν ἱστο­ρία τους. Ὅλοι ἐπι­θυ­μοῦν νὰ γνω­ρί­ζουν, ποιοὶ ἦταν οἱ μακρι­νοί τους πρό­γο­νοι. Καὶ σ’ αὐτὸ βοη­θοῦν πολὺ οἱ γενε­α­λο­γι­κοὶ πίνα­κες. Αὐτοί, ἂν εἶνε ἀκρι­βεῖς, μπο­ροῦν ν’ ἀπο­δεί­ξουν, ὅτι ἡ ἱστο­ρία ἑνὸς ἔθνους ἀρχί­ζει ἀπὸ τὴν ἱστο­ρία ἐκλε­κτῶν ἀνθρώ­πων, ποὺ μὲ αὐτα­πάρ­νη­σι ὑπη­ρέ­τη­σαν το λαὸ καὶ ἔθε­σαν τὰ θεμέ­λια τοῦ πολι­τι­σμοῦ του.

Ὅλοι οἱ πολι­τι­σμέ­νοι λαοὶ ἔχουν ληξιαρ­χι­κὰ βιβλία. Ἀλλ’ ἐὰν ὑπάρ­χῃ ἕνας λαός, ποὺ μὲ θρη­σκευ­τι­κὴ εὐλά­βεια τηρεῖ τοὺς γενε­α­λο­γι­κοὺς κατα­λό­γους, αὐτὸς εἶνε ὁ Ἰου­δαϊ­κὸς λαός. Στὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶν­τος ἐτη­ροῦν­το μέχρι τὴν κατα­στρο­φὴ τῶν Ἱερο­σο­λύ­μων οἱ γενε­α­λο­γι­κοὶ κατά­λο­γοι ὅλων τῶν Ἑβραί­ων. Καὶ σ’ αὐτοὺς κατέ­φευ­γαν οἱ Ἑβραῖ­οι γιὰ νὰ πάρουν πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὴν κατα­γω­γή τους.

Ἕνας τέτοιος κατά­λο­γος εἶνε κι αὐτὸς ποὺ περιέ­χε­ται στὸ πρῶ­το κεφά­λαιο τοῦ κατὰ Ματ­θαῖ­ον Εὐαγ­γε­λί­ου. Ὀνο­μά­ζε­ται γενε­α­λο­γι­κὸς κατά­λο­γος τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ καὶ δια­βά­ζε­ται σ’ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθο­δό­ξου ‘Ἐκκλη­σί­ας σήμε­ρα, ποὺ εἶνε Κυρια­κὴ πρὸ τῆς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ κατά­λο­γος αὐτὸς ἔχει μεγά­λη σημα­σία. Για­τί μὲ τὸν κατά­λο­γο αὐτὸ ἀπο­δει­κνύ­ε­ται, πῶς ὁ Χρι­στός, ποὺ περί­με­ναν οἱ Ἑβραῖ­οι, κατά­γε­ται σὰν ἄνθρω­πος ἀπὸ τὸ Δαυίδ, ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, ἀπὸ τὸν Ἀβρα­άμ, ἀπὸ τοὺς μεγά­λους καὶ ἐνδό­ξους ἐκεί­νους πατριάρ­χες, στοὺς ὁποί­ους ὁ Θεὸς εἶχε δώσει τὴν ὑπό­σχε­σι, ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀπο­γό­νους τους θὰ εἶνε ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ Χρι­στός, ὁ Σωτῆ­ρας τοῦ κόσμου.

Ἕνας ὅμως σήμε­ρα, ποὺ ἀκού­ει τόσα ὀνό­μα­τα ἀνδρών,ἀνδρῶν καὶ γυναι­κών, παρα­ξε­νεύ­ε­ται καὶ ρωτά­ει, τί ὠφε­λού­με­θα ἀκού­γον­τας τὸν κατά­λο­γο αὐτό. Ἀλλὰ ἡ δημο­σί­ευ­ση τῶν ὀνο­μά­των αὐτῶν ἔχει σκο­πό. Ὅπως σκο­πὸ ἔχουν καὶ ὅλα ὅσα γρά­φον­ται μέσα στὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Τὰ ὀνό­μα­τα ποὺ ἀκού­σα­με σήμε­ρα, ἂν τὰ προ­σέ­ξου­με, ἂν ἀνοί­ξου­με τὴν ἱερὰ ἱστο­ρία τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης, θὰ δοῦ­με πόσα μᾶς διδά­σκουν. Για­τί καθέ­να ἀπὸ τὰ ὀνό­μα­τα αὐτά, ποὺ σήμε­ρα δὲν μᾶς κάνουν ἐντύ­πω­ση, ἔχει τὴν ἱστο­ρία του, μικρὴ ἢ μεγά­λη. Ὅλα δὲ μαζὶ τὰ ὀνό­μα­τα κάνουν τὴν ἱστο­ρία ἑνὸς ἔθνους, τοῦ Ἑβραϊ­κοῦ ἔθνους, ποὺ διά­λε­ξε ὁ Θεὸς ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη γιὰ ἕνα μεγά­λο σκο­πὸ νὰ εἶνε ἡ προ­ε­τοι­μα­σία τοῦ κόσμου γιὰ τὸ Μεσ­σία Χρι­στό. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἑβραϊ­κὸς λαὸς ὀνο­μά­ζε­ται λαὸς περιού­σιος, δηλα­δὴ ἐκλε­κτός.

Ἡ ἱστο­ρία αὐτή των Ἑβραϊ­κοῦ λαοῦ, σύμ­φω­να μὲ τὰ ὀνό­μα­τα ποὺ ἀκού­σα­με, εἶνε ἱστο­ρία αἰώ­νων. Εἶνε ἱστο­ρία δυὸ χιλιά­δων χρό­νων πρὸ Χρι­στοῦ. Χωρί­ζε­ται δὲ σὲ τρεῖς περιό­δους. Ἡ πρώ­τη ἀρχί­ζει ἀπὸ τὸν Ἀβρα­ὰμ καὶ τελειώ­νει στὸν Δαυίδ. Δεκα­τέσ­σε­ρις γενιές. Ἡ δεύ­τε­ρη ἀρχί­ζει ἀπό το Δαυὶδ καὶ φθά­νει μέχρι τὴν αἰχ­μα­λω­σία Βαβυ­λῶ­νος, δηλα­δὴ μέχρι τὴν ἐπο­χὴ ἐκεί­νη ποὺ ὁ Θεός, τιμω­ρῶν­τας τὴν ἀσέ­βεια τοῦ λαοῦ, ἐπέ­τρε­ψε νὰ κατα­κτη­θῇ τὸ Ἰσρα­ὴλ ἀπὸ ξένο λαό, τὸ λαὸ τῶν Βαβυ­λω­νί­ων. Αὐτὸς ὁ λαὸς κυρί­ευ­σε τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, καὶ σὰν κοπά­δια πῆρε τοὺς Ἑβραί­ους αἰχ­μα­λώ­τους καὶ τοὺς πῆγε στὴν πρω­τεύ­ου­σα, τὴ Βαβυ­λῶ­να. Ἐκεῖ 70 περί­που χρό­νια ἔζη­σαν σκλά­βοι. Δεκα­τέσ­σε­ρις γενιὲς εἶνε καὶ ἡ περί­ο­δος αὐτὴ τῆς μεγά­λης δόξης, ἀλλὰ καὶ τῆς μεγά­λης κατα­πτώ­σε­ως. Ἡ δὲ τρί­τη περί­ο­δος ἀρχί­ζει ἀπὸ τὴ μετοι­κε­σία Βαβυ­λῶ­νος, δηλα­δὴ ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ὁ αἰχ­μά­λω­τος λαὸς ἐπέ­στρε­ψε στὴν πατρί­δα του, καὶ φθά­νει μέχρι τὴ μέρα ποὺ γεν­νή­θη­κε ὁ Χρι­στός. Δεκα­τέσ­σε­ρις γενιὲς εἶνε καὶ ἡ περί­ο­δος αὐτή. Οἱ γενιὲς καὶ τῶν τριῶν μαζὶ περιό­δων εἶνε 42. Κάθε γενιὰ στὴν ἐπο­χὴ ἐκεί­νη πρέ­πει νὰ ὑπο­λο­γι­σθη 50 περί­που χρό­νια. Σήμε­ρα ἡ γενιὰ ὑπο­λο­γί­ζε­ται 25 χρό­νια.

Γενιές. Ἄς στα­μα­τή­σου­με, ἀγα­πη­τοί, στὴ λέξι αὐτή, καὶ ἂς προ­σπα­θή­σου­με κάτι νὰ ὠφε­λη­θοῦ­με πνευ­μα­τι­κῶς. Ἕνας ἀρχαῖ­ος ποι­η­τὴς τῆς πατρί­δος μας, ποὺ θεω­ρεῖ­ται ἀπὸ τοὺς μεγα­λυ­τέ­ρους ποι­η­τὲς τοῦ κόσμου, ὁ Ὅμη­ρος, γρά­φει στὰ ποι­ή­μα­τά του, ὅτι ἡ ἀνθρω­πό­της μοιά­ζει μ’ ἕνα δέν­τρο, μ’ ἕναν π.χ. πλά­τα­νο. Ὁ πλά­τα­νος ζὴ πολ­λὰ χρό­νια, 200 — 300 χρό­νια. Φαί­νε­ται αἰώ­νιος. ‘Ἀλλ’ ἐνῶ ὁ πλά­τα­νος φαί­νε­ται αἰώ­νιος, τὰ φύλ­λα του δὲν εἶνε αἰώ­νια. Τὸ χει­μῶ­να εἶνε γυμνὸς ἀπὸ φύλ­λα. Τὴν ἄνοι­ξι γεμί­ζει ἀπὸ πρά­σι­να φύλ­λα, ὅλο δρο­σιὰ καὶ χάρι. Ὅταν ἔρχε­ται τὸ φθι­νό­πω­ρο, τὰ φύλ­λα κιτρι­νί­ζουν. Σὲ λίγο ἀρχί­ζουν νὰ πέφτουν, ἀλλ’ ὄχι ὅλα μαζί. Ἀλλα νωρί­τε­ρα, ἄλλα ἀργό­τε­ρα. Στὸ τέλος μένουν λίγα, καὶ φαί­νε­ται ὅτι ποτὲ δὲν θὰ πέσουν. Ἀλλὰ περι­μέ­νε­τε θὰ πέσουν κι αὐτά. Δὲν θὰ μεί­νῃ οὔτε ἕνα. Ὁ πλά­τα­νος, ποὺ βλέ­πει τὰ φύλ­λα του νὰ πέφτουν, φαί­νε­ται σὰ νὰ κλαίῃ, ἀλλὰ παρη­γο­ριέ­ται, για­τί ξέρει ὅτι καὶ πάλι θά ‘ρθὴ ἡ ἄνοι­ξη καὶ θὰ φορέ­σῃ τὴν και­νούρ­για φορε­σιά.

Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ἀνθρω­πό­της. Ριζω­μέ­νη σὰν τὸν πλά­τα­νο. Φύλ­λα τοῦ πλα­τά­νου εἶνε οἱ ἄνθρω­ποι. Εἶνε ἡ κάθε μιὰ γενιά. Δὲν μένει καμ­μιὰ γενιὰ αἰώ­νια, ὅπως δὲν μένουν αἰώ­νια τὰ φύλ­λα τοῦ πλα­τά­νου. Γεν­νιοῦν­ται οἱ ἄνθρω­ποι, αὐξά­νουν, ὡρι­μά­ζουν, κ’ ἔπει­τα σὰν τὰ φύλ­λα ἀρχί­ζουν νὰ μαραί­νων­ται, νὰ γίνων­ται δηλα­δὴ γέροι, καὶ τέλος νὰ πεθαί­νουν. Ἄλλοι σὰν τὰ φύλ­λα πέφτουν νωρί­τε­ρα, ἄλλοι ἀργό­τε­ρα, καὶ μερι­κοὶ ποὺ μένουν, νομί­ζουν πὼς θὰ ζήσουν μὲ τὰ βου­νά, ἀλλὰ κι αὐτοὶ θὰ μαρα­θοῦν καὶ θὰ πέσουν. Ἔρχε­ται καὶ γι’ αὐτοὺς ὁ θάνα­τος. Σὰν ἄνθος ἔρχε­ται κάθε ἄνθρω­πος καὶ μαραί­νε­ται, ὅπως ψάλ­λει ἡ Ἐκκλη­σία μας.

Ἄνθρω­πε! Ἕνα φύλ­λο εἶσαι κ’ ἐσύ, ποὺ τώρα στέ­κε­σαι πάνω στὸ δέν­τρο τῆς ζωῆς. ‘Ἀλλ’ αὔριο κ’ ἐσὺ καὶ ὅλοι ὅσοι γεν­νή­θη­καν στὴν ἐπο­χή σου, ὅλη ἡ γενιά σου, θὰ πεθά­νῃ καὶ θὰ ἀπέλ­θῃ. Νέα γενιὰ θὰ ἔρθῃ γιὰ ν’ ἀνθί­σῃ καὶ νὰ μαρα­θῇ κι αὐτή. Ἄνθρω­πε! Λίγο χρό­νο θὰ ζήσῃς ἐδῶ στὸν κόσμο. Δὲ βλέ­πεις πόσο γρή­γο­ρα ἔφυ­γε ἡ χρο­νιὰ αὐτή; Δὲν προ­λά­βα­με νὰ τὴν καλω­σο­ρί­σου­με καὶ νά, μᾶς ἀπο­χαι­ρε­τᾷ καὶ φεύ­γει. Ἔτσι θὰ φύγουν καὶ τ’ ἄλλα χρό­νια. Ἄνθρω­πε! Λίγο χρό­νο θὰ ζήσῃς στὴ γῆ. Πρό­σε­ξε στὸ λίγο αὐτὸ διά­στη­μα, ποὺ θὰ ζήσῃς, νὰ εἶσαι ὅλο δρο­σιά. Νὰ κάνῃς πάν­τα τὸ καλό. Νὰ σκορ­πᾷς χαρὰ καὶ ἀγαλ­λί­α­σι στὸν κόσμο.

Ἀλλ’ ἐνῶ οἱ γενιὲς τῶν ἀνθρώ­πων φεύ­γουν, ἕνας μένει. Μένει ὁ Χρι­στός. Ἄς τὸν πιστέ­ψου­με. Ἄς τὸν ἀγα­πή­σου­με κι ἂς τὸν λατρεύ­σου­με μὲ ὅλη μας τὴν καρ­διά, ὅπως τὸν πίστε­ψαν, τὸν ἀγά­πη­σαν καὶ τὸν λάτρευ­σαν ἑκα­τομ­μύ­ρια ἄνθρω­ποι ἀπ’ ὅλες τίς γενιὲς ποὺ πέρα­σαν, κι ὅπως θὰ τὸν πιστέ­ψουν, θὰ τὸν ἀγα­πή­σουν καὶ θὰ τὸν λατρεύ­σουν χιλιά­δες καὶ ἑκα­τομ­μύ­ρια καὶ τῶν ἄλλων γενε­ῶν ποὺ ἔρχον­ται ὕστερ’ ἀπὸ μᾶς.

Ώ Χρι­στέ! Αἱ γενε­αὶ πᾶσαι σὲ ὑμνοῦν. Κ’ ἐγώ, ἕνα φυλ­λα­ρά­κι μέσα στὸν κόσμο αὐτό, δὲν θὰ πάψω νὰ σὲ ὑμνῶ καὶ νὰ σὲ δοξά­ζω, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέ­λους τώρα στὴ γιορ­τὴ τῶν Χρι­στου­γέν­νων νὰ λέω: «Δόξα ἐν ὑψί­στοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρή­νῃ, ἐν ἀνθρώ­ποις εὐδο­κίᾳ» (Λουκ. 2, 14).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek