ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (Ευαγγέλιο)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ — ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ (Α΄ 1 — 8)

Ἀρχὴ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. ῾Ως γέγρα­πται ἐν τοῖς προ­φή­ταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀπο­στέλ­λω τὸν ἄγγε­λόν μου πρὸ προ­σώ­που σου, ὃς κατα­σκευά­σει τὴν ὁδόν σου ἔμπρο­σθέν σου· φωνὴ βοῶν­τος ἐν τῇ ἐρή­μῳ, ἑτοι­μά­σα­τε τὴν ὁδὸν Κυρί­ου, εὐθεί­ας ποιεῖ­τε τὰς τρί­βους αὐτοῦ, ἐγέ­νε­το ᾿Ιωάν­νης βαπτί­ζων ἐν τῇ ἐρή­μῳ καὶ κηρύσ­σων βάπτι­σμα μετα­νοί­ας εἰς ἄφε­σιν ἁμαρ­τιῶν. καὶ ἐξε­πο­ρεύ­ε­το πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ ᾿Ιου­δαία χώρα καὶ οἱ ῾Ιερο­σο­λυ­μῖ­ται, καὶ ἐβα­πτί­ζον­το πάν­τες ἐν τῷ ᾿Ιορ­δά­νῃ ποτα­μῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξο­μο­λο­γού­με­νοι τὰς ἁμαρ­τί­ας αὐτῶν. ἦν δὲ ὁ ᾿Ιωάν­νης ἐνδε­δυ­μέ­νος τρί­χας καμή­λου καὶ ζώνην δερ­μα­τί­νην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθί­ων ἀκρί­δας καὶ μέλι ἄγριον. καὶ ἐκή­ρυσ­σε λέγων· ἔρχε­ται ὁ ἰσχυ­ρό­τε­ρός μου ὀπί­σω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκα­νὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάν­τα τῶν ὑπο­δη­μά­των αὐτοῦ. ἐγὼ μὲν ἐβά­πτι­σα ὑμᾶς ἐν ὕδα­τι, αὐτὸς δὲ βαπτί­σει ὑμᾶς ἐν Πνεύ­μα­τι ῾Αγίῳ.

Αρχή του Ευαγ­γε­λί­ου του Ιησού Χρι­στού, του εναν­θρω­πή­σαν­τος Υιού του Θεού έγι­νε ο Ιωάν­νης· σύμ­φω­να με εκεί­νο που έχει γρα­φή στους προ­φή­τας περί του Ιωάν­νου του Προδρόμου·“Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός δια του προ­φή­του Μαλα­χί­ου, απο­στέλ­λω τον αγγε­λιο­φό­ρον μου ολί­γον ενω­ρί­τε­ρα από σε, ο οποί­ος και θα προ­πα­ρα­σκευά­ση την οδόν σου (δηλα­δή τας ψυχάς και τας καρ­δί­ας των ανθρώ­πων) δια να σε υπο­δε­χθούν”. Και ο σταλ­μέ­νος αυτός από τον Θεόν αγγε­λιο­φό­ρος είναι εκεί­νος, δια τον οποί­ον ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας είπε· “Φωνή ανθρώ­που, ο οποί­ος βοά εις έρη­μον· ετοι­μά­σα­τε την οδόν Κυρί­ου· κάμε­τε ευθείς τους δρό­μους του (ευθύ­να­τε τας καρ­δί­ας σας)”. Εγι­νε δε ο Ιωάν­νης αρχή κατά την επο­χήν εκεί­νην, βαπτί­ζων εις την έρη­μον και κηρύσ­σων βάπτι­σμα εις πιστο­ποί­η­σιν της μετα­νοί­ας, δια να λάβουν οι βαπτι­ζό­με­νοι την άφε­σιν των αμαρ­τιών, όταν θα εδέ­χον­το τον ερχό­με­νον μετ’ ολί­γον Μεσ­σί­αν. Και επή­γαι­ναν προς αυτόν οι κάτοι­κοι ολο­κλή­ρου της Ιου­δαί­ας και οι Ιερο­σο­λυ­μί­ται και εβα­πτί­ζον­το από αυτόν στον Ιορ­δά­νην ποτα­μόν, εξο­μο­λο­γού­με­νοι συγ­χρό­νως τας αμαρ­τί­ας των. Εφο­ρού­σε δε ο Ιωάν­νης ένδυ­μα από τρί­χας καμή­λου και είχε δερ­μα­τί­νην ζώνην γύρω από την μέσην του και έτρω­γε ακρί­δες και μέλι άγριον. Και εκή­ρυτ­τε λέγων· “έρχε­ται ύστε­ρα από εμέ εκεί­νος που είναι ισχυ­ρό­τε­ρός μου και του οποί­ου εγώ δεν είμαι άξιος να σκύ­ψω και να λύσω το λου­ρί των υπο­δη­μά­των του. Εγώ μεν σας εβά­πτι­σα με νερό, αυτός όμως θα σας βαπτί­ση με Πνεύ­μα Αγιον”.

Ο Ιωάν­νης ο Πρό­δρο­μος έγι­νε η αρχή του χαρο­ποιού μηνύ­μα­τος για την έλευ­ση στον κόσμο του Ιησού Χρι­στού, ο οποί­ος είναι ο Υιός του Θεού που έγι­νε άνθρω­πος. Και έγι­νε ο Ιωάν­νης η αρχή του ευαγ­γε­λί­ου, όπως έχει προ­φη­τευ­θεί και είναι γραμ­μέ­νο στους προ­φή­τες. Στο βιβλίο δηλα­δή του προ­φή­τη Μαλα­χία λέει ο επου­ρά­νιος Πατέ­ρας στο Μεσ­σία: Ιδού, εγώ απο­στέλ­λω τον αγγε­λιο­φό­ρο μου πριν από σένα και μπρο­στά από σένα. Αυτός θα προ­ε­τοι­μά­σει τις ψυχές των ανθρώ­πων για να σε υπο­δε­χθούν ως Σωτή­ρα και Λυτρω­τή. Κι έτσι θα προ­ε­τοι­μά­σει το δρό­μο από τον οποίο θα πλη­σιά­σει ως διδά­σκα­λος και Σωτή­ρας τους ανθρώ­πους. Ο αγγε­λιο­φό­ρος αυτός είναι εκεί­νος για τον οποίο προ­φή­τευ­σε ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας τα εξής: Φωνή ανθρώ­που που κραυ­γά­ζει στην έρη­μο και λέει: Ετοι­μά­στε το δρό­μο απ’ τον οποίο θα έλθει σε σας ο Κύριος? κάνε­τε ίσιες και ομα­λές τις δια­βά­σεις απ’ τις οποί­ες θα περά­σει. Ξερι­ζώ­στε δηλα­δή απ’ τις ψυχές σας τα αγκά­θια των αμαρ­τω­λών παθών και ρίξ­τε μακριά τις πέτρες του εγωι­σμού και της πωρώ­σε­ως? και καθα­ρί­στε με τη μετά­νοια το εσω­τε­ρι­κό σας, για να δεχθεί τον Κύριο. Και έγι­νε ο Ιωάν­νης αρχή του ευαγ­γε­λί­ου, με το να βαπτί­ζει στην έρη­μο και με το να κηρύτ­τει βάπτι­σμα που έπρε­πε να συνο­δεύ­ε­ται με εσω­τε­ρι­κή μετά­νοια, έτσι ώστε οι βαπτι­σμέ­νοι να λάβουν αργό­τε­ρα την άφε­ση των αμαρ­τιών τους, την οποία θα τους εξα­σφά­λι­ζε ο Μεσ­σί­ας που θα ερχό­ταν μετά τον Ιωάν­νη. Και πήγαι­ναν σ’ αυτόν οι κάτοι­κοι όλης της Ιου­δαί­ας και οι Ιερο­σο­λυ­μί­τες. Και βαπτί­ζον­ταν όλοι από τον Ιωάν­νη στον Ιορ­δά­νη ποτα­μό, ενώ συγ­χρό­νως εξο­μο­λο­γούν­ταν φανε­ρά τις αμαρ­τί­ες τους. Αλλά και η όλη ζωή και η εμφά­νι­ση του Ιωάν­νη ήταν σύμ­φω­νη με το κήρυγ­μά του σε όλα. Φορού­σε δηλα­δή ένδυ­μα υφα­σμέ­νο από τρί­χες καμή­λας κα είχε δερ­μά­τι­νη ζώνη γύρω απ’ τη μέση του, κι έτρω­γε ακρί­δες, από εκεί­νες που έφερ­νε ο άνε­μος σαν σύν­νε­φο απ’ την Αρα­βία στην έρη­μο, και μέλι που απο­θή­κευαν τα άγρια μελίσ­σια μέσα στις σχι­σμές των βρά­χων. Και κήρυτ­τε λέγον­τας: Έρχε­ται ύστε­ρα από μένα εκεί­νος που είναι πιο δυνα­τός από μένα λόγω του αξιώ­μα­τός του και της θεί­ας φύσε­ώς του. Μπρο­στά του εγώ δεν είμαι άξιος να σκύ­ψω και να λύσω ως δού­λος το λου­ρί των υπο­δη­μά­των του. Εγώ σας βάπτι­σα με νερό, αυτός όμως θα σας βαπτί­σει με Πνεύ­μα Άγιον, το οποίο θα καθα­ρί­σει και τις ψυχές σας.

 Ἀρχὴ τοῦ χαρ­μο­σύ­νου μηνύ­μα­τος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Xρι­στό, τὸν Yἱὸ τοῦ Θεοῦ (Aὐτὴ ἡ ἀρχὴ γίνε­ται μὲ τὸν πρό­δρο­μο Ἰωάν­νη).  Σύμ­φω­να μὲ τὰ γραμ­μέ­να στοὺς προ­φῆ­τες (Mαλα­χία καὶ Ἡσα­ΐα), «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀπο­στέλ­λω τὸν ἀγγε­λια­φό­ρο μου πρὶν ἀπὸ σένα, γιὰ νὰ προ­ε­τοι­μά­σῃ τὸ δρό­μο σου»,  «Φωνὴ ἑνός, ποὺ φωνά­ζει δυνα­τὰ στὴν ἔρη­μο, Ἑτοι­μά­σε­τε τὴν ὁδὸ γιὰ νὰ δια­βῇ ὁ Kύριος, ἰσιά­ξε­τε τοὺς δρό­μους του γιὰ νὰ περά­σῃ»,  ἦλθε ὁ Ἰωάν­νης καὶ βάπτι­ζε στὴν ἔρη­μο καὶ κήρυτ­τε βάπτι­σμα μετα­νοί­ας γιὰ ἄφε­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν.  Kαὶ ἔβγαι­ναν καὶ πήγαι­ναν πρὸς αὐτὸν οἱ κάτοι­κοι ὅλης τῆς Ἰου­δαί­ας καὶ οἱ Ἱερο­σο­λυ­μῖ­τες, καὶ βαπτί­ζον­ταν ὅλοι ἀπ’ αὐτὸν στὸν Ἰορ­δά­νη ποτα­μό, ἐξο­μο­λο­γού­με­νοι (συγ­χρό­νως) τὶς ἁμαρ­τί­ες τους.  Φοροῦ­σε δὲ ὁ Ἰωάν­νης ἔνδυ­μα ἀπὸ τρί­χες καμή­λου καὶ ζώνη δερ­μα­τί­νη γύρω ἀπὸ τὴ μέση του, καὶ ἔτρω­γε ἀκρί­δες καὶ μέλι ἀπὸ ἄγρια μελίσ­σια.  Kαὶ κήρυτ­τε λέγον­τας: «Mετὰ ἀπὸ μένα ἔρχε­ται ὁ ἰσχυ­ρό­τε­ρός μου, τοῦ ὁποί­ου δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύ­ψω καὶ νὰ λύσω τὸ λου­ρὶ ἀπὸ τὰ ὑπο­δή­μα­τά του.  Ἐγὼ μὲν σᾶς βάπτι­σα μὲ νερό, ἐνῷ αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτί­σῃ μὲ Πνεῦ­μα Ἅγιο».

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ὁ νέος Ἰορ­δά­νης

«Καὶ ἐβα­πτί­ζον­το πάν­τες ἐν τῷ Ἰορ­δά­νῃ ποτα­μῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξο­μο­λο­γού­με­νοι τὰς ἁμαρ­τί­ας αὐτῶν» (Μάρκ. 1, 5)

Ὁ ΙΟΡΔΑΝΗΣ, ἀγα­πη­τοί μου, εἶνε ἕνας ποτα­μός. Ποτα­μός, ποὺ βρί­σκε­ται στὴν Παλαι­στί­νη. Ὅσοι πῆγαν στοὺς Ἁγί­ους τόπους γιὰ προ­σκύ­νη­μα, τὸν ἔχουν ἐπι­σκε­φθῇ. Ὁ Ἰορ­δά­νης ἔχει πηγές. Ἀρχί­ζει ἀπὸ τὰ ψηλὰ βου­νά, ἀπό το Λίβα­νο καὶ τὸ Ἀερ­μῶν, δια­σχί­ζει τὴν Παλαι­στί­νη, περ­νᾷ ἀπὸ διά­φο­ρα μέρη, καὶ τέλος τὰ νερά του πέφτουν σὲ μιὰ μεγά­λη λίμνη, ποὺ λέγε­ται Νεκρὰ Θάλασ­σα. Ἔτσι ὀνο­μά­ζε­ται, για­τί μέσα στὴ λίμνη αὐτὴ ψάρια δὲν μπο­ροῦν νὰ ζήσουν. Που­λιά, ποὺ πετᾶ­νε πάνω ἀπὸ τὴ λίμνη, πέφτουν νεκρά. Τὰ νερὰ τῆς εἶνε πικρά. Ἡ λίμνη στὸ βάθος εἶνε γεμά­τη πίσ­σα. Σκο­τει­νὴ καὶ φοβε­ρὴ λίμνη.

Ἡ λίμνη αὐτὴ θυμί­ζει μιὰ φοβε­ρὴ ἱστο­ρία. Κάπο­τε στὸ μέρος, ποὺ εἶνε τώρα ἡ λίμνη αὐτή, ἦταν χτι­σμέ­νες πόλεις καὶ χωριά. Οἱ μεγα­λύ­τε­ρες ἦταν τὰ Σόδο­μα καὶ Γόμ­μο­ρα. Πλού­σιες καὶ ὄμορ­φες πόλεις. Ἦταν στὸν κάμ­πο, καὶ οἱ ἄνθρω­ποι ἐκεῖ εἶχαν ὅλα τὰ καλά. Τίπο­τε δὲν τοὺς ἔλει­πε. Ἀλλά, δυστυ­χῶς, ἦταν ἄνθρω­ποι ὑλι­σταί. Ἔπι­ναν, ἔτρω­γαν, δια­σκέ­δα­ζαν, χωρὶς νὰ σκέ­πτον­ται τὸ Θεό. Ποτέ τους δὲν ὕψω­σαν τὰ μάτια στὸν οὐρα­νὸ νὰ ποῦν «Θεέ, σ’ εὐχα­ρι­στοῦ­με». Ὅλα τὰ θεω­ροῦ­σαν δικά τους. Ἦταν αἰσχροὶ καὶ ἀναί­σχυν­τοι. Ζοῦ­σαν σὰν τὰ ζῶα. Χει­ρό­τε­ρα ἀπ’ τὰ ζῶα. Ἔπε­φταν σὲ ἁμαρ­τή­μα­τα, ποὺ ντρέ­πε­ται κανεὶς καὶ νὰ τὰ ὀνο­μά­σῃ. Ἔκα­ναν πράγ­μα­τα, ποὺ δὲν κάνουν οὔτε αὐτὰ τὰ ζῶα. Ἔτσι ζοῦ­σαν οἱ ἄνθρω­ποι, ποὺ κατοι­κοῦ­σαν στὴ γόνι­μη αὐτὴ πεδιά­δα. Μιὰ μέρα βγῆ­κε ὁ ἥλιος ὅπως πάν­το­τε. Οἱ κάτοι­κοι εἶδαν τὴν ἀνα­το­λὴ τοῦ ἥλιου. Ἀλλὰ δὲν ἔζη­σαν νὰ δοῦν καὶ τὴ δύσι του. Φάνη­καν μαῦ­ρα σύν­νε­φα κι ὁ οὐρα­νὸς σκο­τεί­νια­σε. Ἀστρα­πὲς καὶ βρον­τὲς ἀκού­στη­καν. Ἄρχι­σε νὰ βρέ­χῃ. Ἀλλὰ τί φοβε­ρό! Τὰ σύν­νε­φα δὲν ἔρρι­χναν νερό, ἀλλὰ φωτιὰ καὶ θειά­φι. Ἡ φωτιὰ ἔκα­ψε σπί­τια, ζῶα καὶ ἀνθρώ­πους. Ἄνοι­ξε κατό­πιν ἡ γῆ καὶ κατά­πιε τίς πόλεις καὶ τὰ χωριά. Ποτά­μια ἔπε­σαν μέσα στὸ μέρος ἐκεῖ­νο.

Ἔτσι ἔγι­νε ἡ λίμνη, ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται Νεκρὰ Θάλασ­σα. Σ’ αὐτὴ τὴ λίμνη, ὅπως εἴπα­με, χύνε­ται ὁ Ἰορ­δά­νης ποτα­μός.

Στὸν Ἰορ­δά­νη ἦρθε μιὰ μέρα ἕνας ἀσκη­τής. Μόνο ἀσκη­τής; Καὶ προ­φή­της. Καὶ μόνο προ­φή­της; Καὶ Πρό­δρο­μος καὶ Βαπτι­στὴς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἰωάν­νης τὸ ὄνο­μά του. Ἅγιος ἄνθρω­πος, ὁ πιὸ ἅγιος ἀπ’ ὅσους ἔζη­σαν στὰ χρό­νια τῆς παλαιᾶς δια­θή­κης. Ἔμε­νε στὴν ἔρη­μο τοῦ Ἰορ­δά­νη. Κρα­σὶ δὲν ἔπι­νε ποτέ. Ποτό του τὸ νερὸ τοῦ ποτα­μοῦ. Τρο­φή του ἀκρί­δες καὶ ἄγριο μέλι, ποὺ ἄφη­ναν στὶς κου­φά­λες τῶν δέν­τρων τὰ ἄγρια μελίσ­σια. Ροῦ­χα του μιὰ κάπ­πα φτειαγ­μέ­νη ἀπὸ τρί­χες καμή­λας. Στρῶ­μα του ἡ ἄμμος. Στέ­γη του ὁ οὐρα­νός. Συν­τρο­φιά του τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ δὲν τολ­μοῦ­σαν νὰ τὸν πει­ρά­ξουν. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰωάν­νης, τὸ παι­δὶ τοῦ Ζαχα­ρία καὶ τῆς Ἐλι­σά­βετ.

Ὕστε­ρα ἀπὸ τόση σκλη­ρα­γω­γία ποὺ ἀσκοῦ­σε στὸν ἑαυ­τό του, ὕστε­ρα ἀπὸ προ­σευ­χὲς καὶ νηστεῖ­ες ποὺ ἔκα­νε καὶ τὴν ἅγια ζωὴ ποὺ ζοῦ­σε, πῆρε ἐντο­λὴ ἀπό το Θεὸ καὶ ἦρθε στὸν ποτα­μὸ Ἰορ­δά­νη, γιὰ νὰ προ­ει­δο­ποι­ή­σῃ, ὅτι ἔρχε­ται ὁ Χρι­στός, καὶ νὰ καλέ­σῃ το λαὸ σὲ μετά­νοια. Ὁ Ἰωάν­νης, ὁ ἀετὸς αὐτὸς τῆς ἐρή­μου, στά­θη­κε πάνω σ’ ἕνα βρά­χο καὶ ἄρχι­σε τὸ κήρυγ­μά του. Τὰ λόγια του ἔβγαι­ναν ἀπὸ τὸ στό­μα του σὰν τὴ φωτιά. Δὲν κολά­κευε κανέ­να. Εἴτε φτω­χοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἄκου­γαν, εἴτε πλού­σιοι, εἴτε ἄση­μοι, εἴτε ἐπί­ση­μοι, ὁ Ἰωάν­νης δὲν ἄλλα­ζε τὸ ὕφος του. Μιὰ γλῶσ­σα σ’ ὅλους μιλοῦ­σε. Σ’ ὅλους ἔλε­γε τὴν ἀλή­θεια, καὶ τόνι­ζε, ὅτι εἶνε ἁμαρ­τω­λοὶ κ’ ἔχουν ἀνάγ­κη ἀπὸ μετά­νοια, για­τί θὰ πάθουν χει­ρό­τε­ρα ἀπ’ ὅ,τι ἔπα­θαν τὰ Σόδο­μα καὶ Γόμορ­ρα. Νὰ μὴν εἶσθε, ἐκή­ρυτ­τε, σὰν τὰ δέν­τρα τὰ ἄκαρ­πα. Τὰ ἄκαρ­πα δέν­τρα τὰ κόβουν καὶ τὰ ρίχνουν στὴ φωτιά. Φωτιὰ θὰ πέσῃ στὴ γῆ, ὀργὴ Θεοῦ. Πρὶν λοι­πὸν ἔρθῃ ἡ ὀργή, μετα­νο­ῆ­στε.

Καὶ οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ ἄκου­γαν τὸν Ἰωάν­νη αἰσθά­νον­ταν τὴν ἐνο­χή τους γιὰ τὰ διά­φο­ρα ἁμαρ­τή­μα­τά τους, ἔκλαι­γαν, ἀνα­στέ­να­ζαν καὶ ἐξω­μο­λο­γούν­ταν. Πῶς γινό­ταν ἡ ἐξο­μο­λό­γη­σι; Καθέ­νας ἔμπαι­νε στὸν ποτα­μό, καὶ ἀπό ‘κεὶ ἔλε­γε στὸν Ἰωάν­νη, ποὺ στε­κό­ταν στὴν ὄχθη τοῦ ποτα­μοῦ, τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά του. Ὅλοι ἔμε­ναν μέσα στὰ νερὰ ὅσο χρό­νο διαρ­κοῦ­σε ἡ ἐξο­μο­λό­γη­σί τους. Ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν ἐξο­μο­λό­γη­σι βαπτί­ζον­ταν βυθί­ζον­τας καὶ τὸ κεφά­λι στὸ νερό. Στὸν ποτα­μὸ μπῆ­κε καὶ ὁ Χρι­στός. Ἀλλὰ δὲν ἔμει­νε, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρω­ποι. Βγῆ­κε ἀμέ­σως ἀπὸ τὸ νερό. Για­τί; Για­τί δὲν εἶχε νὰ ἐξο­μο­λο­γη­θῇ κανέ­να ἁμάρ­τη­μα. Δὲν ἦταν μόνο ἄνθρω­πος, ἀλλὰ καὶ Θεός. Ἦταν Θεάν­θρω­πος. Ὅλοι ὅμως οἱ ἄλλοι ἄνθρω­ποι ἔμε­ναν στὸ νερὸ ὅσο διαρ­κοῦ­σε ἡ ἐξο­μο­λό­γη­σί τους. Βγαί­νον­τας δὲ ἀπὸ τὸν Ἰορ­δά­νη αἰσθά­νον­ταν τὸν ἑαυ­τό τους πῶς ἐλα­φρώ­νει ἀπὸ ἕνα μεγά­λο βάρος, τὸ βάρος τῆς ἁμαρ­τί­ας. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ ποὺ εἶχαν μετα­νο­ή­σει καὶ εἶχαν ἐξο­μο­λο­γη­θῇ, μὲ λαχτά­ρα περί­με­ναν, σύμ­φω­να μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἰωάν­νη, τὸ Χρι­στό.

Πόσο εὐτυ­χεῖς, θὰ πὴ κάποιος, πόσο εὐτυ­χεῖς ἦταν οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοί, ποὺ πήγαι­ναν στὸν Ἰορ­δά­νη, ἐξω­μο­λο­γούν­ταν καὶ βαπτί­ζον­ταν ἀπὸ τὸν Ἰωάν­νη τὸν Πρό­δρο­μο! Πόσο θὰ θέλα­με νὰ βρι­σκό­μα­σταν κ’ ἐμεῖς ἐκεῖ! Ἀλλ’ ἂς μὴ λυπώ­μα­στε γι’ αὐτό. Για­τί ἂν θέλου­με, ἔχου­με στὴ διά­θε­σί μας ἕναν ἄλλο Ἰορ­δά­νη, ποὺ εἶνε χίλιες φορὲς ἀνώ­τε­ρος ἀπὸ τὸν Ἰορ­δά­νη τῆς ἁγί­ας Γῆς. Ὦ, τί δύνα­μι ἔχει, ἀδελ­φοί μου, ὁ νέος Ἰορ­δά­νης! Ἄς πάη σ’ αὐτὸν τὸν ἄλλο, τὸ νέο Ἰορ­δά­νη, μιὰ ψυχή, ποὺ νὰ εἶνε μαύ­ρη σὰν τὴν πίσ­σα τῆς Νεκρᾶς Θαλάσ­σης, μαύ­ρη σὰν τὰ φτε­ρὰ τοῦ κόρα­κα, μαύ­ρη ἀπὸ τὰ ἁμαρ­τή­μα­τα ποὺ ἔχει κάνει. Ἄν αὐτὴ ἡ ἁμαρ­τω­λὴ ψυχὴ πιστέ­ψῃ στὸ Χρι­στό, ὅτι ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς ἂν ἡ ἁμαρ­τω­λὴ αὐτὴ ψυχὴ μετα­νο­ή­σῃ καὶ πάη στὸ Χρι­στό, δηλα­δὴ στὸν ἐξο­μο­λό­γο, ποὺ ἀντι­προ­σω­πεύ­ει το Χρι­στὸς ἂν ἡ ἁμαρ­τω­λὴ αὐτὴ ψυχὴ πὴ στὸν πνευ­μα­τι­κὸ ὅλα τὰ ἁμαρ­τή­μα­τα ποὺ ἔχει κάνει ἀπὸ τότε ποὺ ἔνιω­σε τὸν κόσμο ἂν ἡ ἁμαρ­τω­λὴ αὐτὴ ψυχὴ πῇ τὰ ἁμαρ­τή­μα­τα ὄχι ἀδιά­φο­ρα, ἀλλὰ μὲ πόνο στὴν καρ­διά, καὶ κλά­ψῃ καὶ χύσῃ ἕνα δάκρυ, ἡ ψυχὴ αὐτὴ καθα­ρί­ζε­ται. Τὸ δάκρυ τῆς εἰλι­κρι­νοῦς μετα­νοί­ας, ποὺ θὰ χύσῃ, γίνε­ται ἕνας Ἰορ­δά­νης ποτα­μός. Μέσα στὸν ποτα­μὸ αὐτὸ λού­ζε­ται ἡ ψυχὴ καὶ γίνε­ται ἄσπρη σὰν τὸ χιό­νι, ποὺ τώρα τὸ χει­μῶ­να εἶνε πάνω στὶς ψηλὲς κορ­φὲς τῶν βου­νῶν μας.

Χρι­στια­νοί μου, τί κάθε­στε! Ὅταν ἀκού­σε­τε νὰ χτυ­πᾷ ἡ καμ­πά­να τῆς ἐκκλη­σί­ας καὶ νὰ σᾶς καλή,καλῆ στὴν ἐξο­μο­λό­γη­σι, μὴν ἀνα­βά­λε­τε. Τρέξ­τε στὴν ἐκκλη­σία, ζητῆ­στε τὸν πνευ­μα­τι­κό, ἐξο­μο­λο­γη­θῆ­τε τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά σας, καὶ τὰ δάκρυά σας θὰ γίνουν ὁ Ἰορ­δά­νης ποτα­μός. Θὰ εἶστε οἱ πιὸ εὐτυ­χι­σμέ­νοι ἄνθρω­ποι. Ἀπὸ πάνω σας θὰ φύγῃ ἕνα ὁλό­κλη­ρο βου­νό, ποὺ πλα­κώ­νει τὴν καρ­διά σας. Βου­νὸ εἶνε ἡ ἁμαρ­τία.

Τώρα, ποὺ μπή­κα­με στὸν και­νούρ­γιο χρό­νο, ὅσοι δὲν ἔχουν ἐξο­μο­λο­γη­θῇ στὰ περα­σμέ­να χρό­νια, ἂς μὴν ἀφή­σουν νὰ περά­σῃ κι αὐτὸς ὁ χρό­νος χωρὶς μετά­νοια, χωρὶς δάκρυα, χωρὶς ἐξο­μο­λό­γη­σι. Ὅλοι στὸν Ἰορ­δά­νη ποτα­μό. Ποτα­μὸς δέ, ὅπως εἴπα­με, εἶνε ἡ μετά­νοια καὶ ἡ ἐξο­μο­λό­γη­σι.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek