ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Δ΄ 12 - 17)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
12 ᾿Ακούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ᾿Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, 13 καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, 14 ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· 15 γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, 16 ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. 17 ᾿Απὸ τότε ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
12 Οταν δε ο Ιησούς ήκουσεν ότι ο Ιωάννης συνελήφθη κατά διαταγήν του Ηρώδου Αντίπα και ερρίφθη στην φυλακήν, ανεχώρησεν από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. 13 Και αφού εγκατέλειψε την Ναζαρέτ, ήλθεν και εγκατεστάθη εις την Καπερναούμ, η οποία ήτο κτισμένη εις την παραλίαν της Γεννησαρέτ, εις τα όρια των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. 14 Και εξεπληρώθη έτσι αυτό, που είχε προείπει ο προφήτης Ησαΐας λέγων· 15 “Η περιοχή της φυλής Ζαβουλών και η περιοχή της φυλής Νεφθαλείμ, που εκτείνεται πλησίον της θαλάσσης της Γεννησαρέτ και προς ανατολάς του Ιορδάνου, η Γαλιλαία η γεμάτη από εθνικούς, 16 ο λαός που κάθεται στο σκοτάδι της θρησκευτικής αγνοίας και πλάνης, είδε πνευματικόν φως μέγα, τον Χριστόν, και εις αυτούς που κάθονται δούλοι ψυχικώς εις την χώραν, που την σκαπάζει καταθλιπτικόν το πυκνότατον σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου, ανέτειλε και έλαμψε φως από τον ουρανόν”. 17 Από τότε πλέον ήρχισεν ο Ιησούς να κηρύττη δημοσία και να λέγη· “μετανοείτε, διότι έχει πλησιάσει πλέον η βασιλεία των ουρανών, η πνευματική και αγία ζωή της λυτρώσεως και της μακαριότητος”.
12 Όταν άκουσε ο Ιησούς ότι ο Ιωάννης παραδόθηκε στη φυλακή απ’ τον βασιλιά Αντίπα, αναχώρησε και πήγε στη Γαλιλαία. 13 Κι αφού άφησε τη Ναζαρέτ, πήγε και κατοίκησε στην Καπερναούμ, η οποία ήταν κτισμένη κοντά στη λίμνη της Γαλιλαίας, στα σύνορα των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. 14 Έτσι επαληθεύθηκε και πραγματοποιήθηκε εκείνο που είπε ο Θεός μέσω του προφήτου Ησαΐα: 15 Η χώρα της φυλής Ζαβουλών και η χώρα της φυλής Νεφθαλείμ, που εκτείνονται κοντά στη θάλασσα και πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό, στα ανατολικά του, η Γαλιλαία, στην οποία κατοικούν πολλοί εθνικοί. 16 ο λαός που κάθεται καθηλωμένος κι ακίνητος στο πνευματικό σκοτάδι της ειδωλολατρικής πλάνης και της ασεβείας είδε μεγάλο πνευματικό φώς, τον Χριστό? κι έλαμψε φως από τον ουρανό σ’ εκείνους που κάθονται στη χώρα που σκιάζεται από το πυκνότατο σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου. 17 Από τότε άρχισε ο Ιησούς να κηρύττει συστηματικά και να λέει: Μετανοείτε, διότι πλησίασαν οι ημέρες που ο Μεσσίας θα εγκαθιδρύσει και στη γη τη βασιλεία των ουρανών με τη νέα, πνευματική, άγια και ουράνια ζωή, η οποία θα μεταδίδεται μέσα στην Εκκλησία του.
12 Ὅταν δὲ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ὁ Ἰωάννης φυλακίσθηκε, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Γαλιλαία. 13 Καὶ ἀφοῦ ἄφησε τὴ Ναζαρέτ, πῆγε καὶ κατοίκησε στὴν Καπερναούμ, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ λίμνη, στὰ σύνορα τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, 14 καὶἔτσι ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Ἡσαΐα τοῦ προφήτου, ὁ ὁποῖος λέγει: 15 Ἡ χώρα τῆς φυλῆς Ζαβουλὼν καὶ ἡ χώρα τῆς φυλῆς Νεφθαλείμ, ποὺ ἐκτείνεται κοντὰ στὴ λίμνη, πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ἡ Γαλιλαία τῶν ἐθνικῶν (τῶν εἰδωλολατρῶν), 16 ὁ λαὸς ὁ καθηλωμένος στὸ σκοτάδι εἶδε ἥλιο μεγάλο, ναί, στοὺς καθηλωμένους στὴ χώρα μὲ τὸ βαθὺ σκοτάδι τοῦ θανάτου, σ᾽ αὐτοὺς ἥλιος ἀνέτειλε. 17 Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύττῃ καὶ νὰ λέγῃ: «Μετανοεῖτε, διότιἔφθασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν(:Όταν άκουσε ο Ιησούς ότι ο Ιωάννης συνελήφθη κατά διαταγή του βασιλιά Ηρώδη Αντύπα και οδηγήθηκε στη φυλακή, αναχώρησε από την Ιουδαία και πήγε στη Γαλιλαία)»[Ματθ.4,12].
Για ποιον λόγο ο Ιησούς αναχωρεί από την Ιουδαία μόλις άκουσε για τη σύλληψη του Ιωάννη του Βαπτιστή; Επειδή πάλι θέλει να μας διδάξει να μη σπεύδουμε να αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο τους πειρασμούς, αλλά να υποχωρούμε και να απομακρυνόμαστε από αυτούς· διότι αξιοκατάκριτο δεν είναι το να μη ρίχνεις τον εαυτό σου στον κίνδυνο, αλλά το να μην αντισταθείς με γενναιότητα, όταν πέσεις σε αυτόν. Αυτό λοιπόν θέλοντας να διδάξει και προσπαθώντας να περιορίσει τον φθόνο των Ιουδαίων, αναχωρεί για την Καπερναούμ. Έτσι, αφενός και την προφητεία εκπληρώνει και αφετέρου σπεύδει για να αλιεύσει τους μελλοντικούς διδασκάλους της οικουμένης, επειδή βέβαια διέμεναν εκεί, ασχολούμενοι βιοποριστικά με το ψάρεμα.
Εσύ, όμως, πρόσεξε, σε παρακαλώ, με ποιον τρόπο, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες σκοπεύει να στραφεί στους εθνικούς, από τους Ιουδαίους λαμβάνει τις αιτίες και τις αφορμές. Πραγματικά, και στην προκειμένη περίπτωση, αυτοί είναι που, επειδή επιβουλεύτηκαν τον Πρόδρομο και τον έριξαν στο δεσμωτήριο, ωθούν τον Ιησού προς την ειδωλολατρική Γαλιλαία[:Η Γαλιλαία είναι η βόρεια από τις τέσσερις επαρχίες της Παλαιστίνης(Σαμάρεια, Ιουδαία, Περαία, είναι οι άλλες τρεις). Οι πρώτοι κάτοικοί της από τις φυλές Ισαχάρ, Ζαβουλών, Νεφθαλείμ και Ασήρ αναμίχθηκαν με αλλόφυλους και για αυτό και την αποκαλούσαν περιφρονητικά ως «Γαλιλαία των εθνών». Παρά ταύτα, οι Γαλιλαίοι είχαν πνευματικότερη αντίληψη για τον Μεσσία, γι’ αυτό και εξέλεξε ο Χριστός από εκεί τους μαθητές Του].
Ότι, από την άλλη, δεν εννοεί ένα μέρος του ιουδαϊκού έθνους, ούτε υπαινίσσεται όλες τις φυλές, πρόσεξε με ποιον τρόπο προσδιορίζει την περιοχή εκείνη ο προφήτης, λέγοντας τα εξής: «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλεὶμ, ὁδὸν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου,Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν· ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει, εἶδε φῶς μέγα (:Η περιοχή της φυλής Ζαβουλών και η περιοχή της φυλής Νεφθαλείμ, που εκτείνεται πλησίον της θάλασσας της Γενησαρέτ και ανατολικά του Ιορδάνη ποταμού, η Γαλιλαία η γεμάτη από ειδωλολάτρες· ο λαός που καθόταν στο σκοτάδι της θρησκευτικής άγνοιας και πλάνης, είδε πνευματικό φως μέγα, τον Χριστό)»[Ησαΐας,9,1· Ματθ.4,15]. «Σκοτάδι» εδώ εννοεί όχι το αισθητό, αλλά την πλανημένη πίστη και ασέβεια, γι’ αυτό και πρόσθεσε: «Τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς(:Και σε αυτούς που κάθονταν ψυχικά υπόδουλοι στη χώρα, που τη σκεπάζει καταθλιπτικό το πυκνότατο σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου, ανέτειλε και έλαμψε φως από τον ουρανό)»[Ησαΐας 9,2, Ματθ.4,16].
Για να μάθεις λοιπόν ότι ούτε φως, ούτε σκοτάδι αισθητό εννοεί, πρόσεξε ότι, όταν ομιλεί για το φως, δεν το αποκαλεί απλώς «φως», αλλά «φως μεγάλο», το οποίο σε άλλο σημείο ονομάζεται «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν»[ Ιω.1,9: « Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον(:Ως Λόγος και ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος ήταν πάντοτε ο Χριστός το απολύτως τέλειο φως, η μοναδική πηγή του φωτός, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο)»]. Ερμηνεύοντας από την άλλη το «σκότος», το ονόμασε «σκιάν θανάτου». Έπειτα, δείχνοντας ότι δεν βρήκαν το φως, επειδή οι ίδιοι το είχαν αναζητήσει, αλλά ο Θεός από ψηλά τούς φανερώθηκε, λέγει: «Φως ανέτειλε γι’ αυτούς»· δηλαδή το ίδιο το φως μόνο του ανέτειλε και έλαμψε, δεν έτρεξαν αυτοί πρώτοι προς το φως. Πραγματικά οι άνθρωποι είχαν φτάσει σε έσχατα σημεία απελπισίας, κατάπτωσης και πνευματικής στασιμότητας, πριν από την παρουσία του Χριστού, καθώς ούτε καν περπατούσαν μέσα στο σκοτάδι, αλλά κάθονταν μέσα στο σκοτάδι. Αυτό ακριβώς ήταν σημάδι ότι μήτε καν έλπιζαν ότι θα απαλλαγούν από το σκοτάδι αυτό. Γιατί σαν να μην ήξεραν καν προς τα πού πρέπει να προχωρήσουν, έτσι, αφού τους είχε καταλάβει το σκοτάδι, κάθονταν, χωρίς να μπορούν πλέον ούτε να είναι όρθιοι.
«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν(:Από τότε άρχισε ο Ιησούς να κηρύττει συστηματικά και να λέει: ‘’Μετανοείτε, διότι πλησίασαν οι ημέρες που ο Μεσσίας θα εγκαθιδρύσει και στη γη τη βασιλεία των ουρανών με τη νέα, πνευματική, άγια και ουράνια ζωή, η οποία θα μεταδίδεται μέσα στην Εκκλησία του’’)» [Ματθ.4,17].
«Από τότε»· από πότε, δηλαδή; Από τη στιγμή που ο Ιωάννης ρίχτηκε στη φυλακή. Και για ποιο λόγο ο Ιησούς δεν κήρυξε εξαρχής σε αυτούς; Γιατί επίσης εξ ολοκλήρου χρειαζόταν τον Ιωάννη, τη στιγμή που η μαρτυρία των έργων Του κήρυττε από μόνη της για το Ποιος ήταν ο Ιησούς; Για να μάθεις και από εκεί την αξία Του, ότι όπως ακριβώς ο Πατέρας, έτσι και Αυτός έχει προφήτες· αυτό ακριβώς και ο Ζαχαρίας έλεγε, απευθυνόμενος στο νεογέννητο τότε γιο του, Ιωάννη: «Καὶ σὺ, παιδίον, Προφήτης Ὑψίστου κληθήσῃ (:Και εσύ, παιδί μου, θα αναδειχθείς και θα αναγνωρισθείς προφήτης του Υψίστου Θεού, διότι θα προπορευθείς μπροστά από τον ενανθρωπήσαντα Κύριο, για να ετοιμάσεις τους δρόμους μέσα απ’ τους οποίους θα πλησιάσει τον καθένα ξεχωριστά απ’ τους ανθρώπους για να τους οδηγήσει στη σωτηρία)»[Λουκ. 1,76].
Και για να μην αφήσει καμία δικαιολογία στους αναίσχυντους τους Ιουδαίους, αυτό ακριβώς και ο ίδιος ο Κύριος παρέθεσε ως παρατήρηση γι΄αυτούς, λέγοντας: «Ἦλθεν Ἰωάννης μήτε ἐσθίων, μήτε πίνων, καὶ λέγουσι·∆αιμόνιον ἔχει. Ἦλθεν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· Ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν. καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς!(: Ήρθε ο Ιωάννης, που ζούσε ασκητική ζωή, χωρίς να τρώγει και χωρίς να πίνει όπως οι άλλοι, και είπαν οι άνθρωποι της γενεάς αυτής ότι ‘’έχει δαιμόνιο’’. Ήρθε ο Υιός του ανθρώπου, ο οποίος και τρώγει και πίνει, όπως κάθε φυσιολογικός, εγκρατής και κοινωνικός άνθρωπος, και λέγουν· ‘’να, άνθρωπος φαγάς και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών’’. Και έτσι η θεία σοφία θαυμάστηκε και δικαιώθηκε μόνο από τα συνετά τέκνα της, διότι χρησιμοποιεί πάντοτε σοφούς και δικαίους τρόπους για σωτηρία του ανθρώπου”)» [Ματθ. 11,19].
Εξάλλου, ήταν ανάγκη από άλλον προηγουμένως να λεχθούν τα σχετικά με Αυτόν, και όχι από τον Ίδιο· διότι, εάν ακόμη και μετά από τόσο πολλές και τόσο μεγάλες, και μαρτυρίες και θαυματουργικές αποδείξεις, έλεγαν: «Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής(: Εσύ δίνεις μαρτυρία για το πρόσωπό σου συστήνοντας εγωιστικά τον εαυτό σου. Για τη μαρτυρία σου όμως αυτή δεν εγγυάται κανείς ότι είναι αληθινή και ότι δεν προέρχεται από φιλαυτία και αυτοθαυμασμό)»[Ιω.8,13], εάν, χωρίς να έχει προηγηθεί η μαρτυρία του Ιωάννη, εμφανιζόταν πρώτος ο Ίδιος και έδιδε μαρτυρία για τον Εαυτό Του, τι δεν θα έλεγαν; Για τον λόγο αυτό, ούτε κήρυξε πριν από τον Ιωάννη, ούτε θαυματούργησε, μέχρι τη στιγμή που εκείνος κλείστηκε στη φυλακή, ώστε να μη δημιουργείται με τον τρόπο αυτό διχογνωμία ανάμεσα στο λαό. Γι’ αυτό ούτε ένα θαυματουργικό σημείο δεν έκανε ο Ιωάννης, ώστε και με εκείνον τον τρόπο να παραδώσει το πλήθος στον Ιησού, καθώς τα θαύματα θα τους προσέλκυαν προς εκείνον· διότι, μολονότι οικονομήθηκαν τόσα πριν, και πριν από τη φυλάκιση του Ιωάννη στο δεσμωτήριο, και μετά από αυτήν, Τον αντιμετώπιζαν με διστακτικότητα οι μαθητές του Ιωάννου και οι περισσότεροι υποψιάζονταν ότι δεν ήταν ο Ιησούς ο Χριστός, αλλά ότι ο Ιωάννης ήταν ο Χριστός, εάν δεν γινόταν και τίποτε από αυτά, τι δε θα μπορούσε να συμβεί;
Γι’ αυτό και ο Ματθαίος κάνει την επισήμανση ότι «από τότε άρχισε ο Ιησούς να κηρύττει»· και όταν άρχισε το κήρυγμα, ό,τι κήρυττε ο Ιωάννης, το ίδιο και ο Ιησούς δίδασκε[πρβλ. Ματθ. 3,1-2: «Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν(: Εκείνες τις ημέρες που ο Ιησούς ιδιώτευε στη Ναζαρέτ, βγήκε ο Ιωάννης ο βαπτιστής στη δημόσια δράση του. Και κήρυττε στην έρημο της Ιουδαίας που εκτείνεται βόρεια από τη Νεκρά Θάλασσα και δυτικά από τον Ιορδάνη ποταμό. Και έλεγε: ‘’Μετανοείτε˙ αλλάξτε αποφασιστικά σκέψεις και φρονήματα και ζωή, διότι πλησιάζει ο καιρός που ο Μεσσίας θα εγκαθιδρύσει και στη γη τη βασιλεία των ουρανών με την νέα ουράνια ζωή που θα μας φέρει’’)» και Ματθ. 4,17: «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν(:Από τότε άρχισε ο Ιησούς να κηρύττει συστηματικά και να λέει: ‘’Μετανοείτε, διότι πλησίασαν οι ημέρες που ο Μεσσίας θα εγκαθιδρύσει και στη γη τη βασιλεία των ουρανών με τη νέα, πνευματική, άγια και ουράνια ζωή, η οποία θα μεταδίδεται μέσα στην Εκκλησία Του’’»] και δεν αναφέρει τίποτε ακόμη για τον εαυτό Του το κήρυγμα, το οποίο έκανε· διότι ήταν αρκετό για τότε, το να παραδεχθούν και αυτό, επειδή δεν είχαν ακόμη την αρμόζουσα γνώση γι΄Αυτόν.
Γι’ αυτό και όταν αρχίζει δεν λέγει τίποτε το δυσάρεστο και το βαρύ, όπως ο Ιωάννης, που έκανε αναφορά στην αξίνα και το άκαρπο δέντρο που επρόκειτο από τη ρίζα του να κοπεί πλέον, και το φτυάρι και το αλώνι και το άσβεστο πυρ[ πρβ. κήρυγμα Ιωάννη του Βαπτιστή, Ματθ.3,10: «Ἢδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται (:Τώρα μάλιστα και το τσεκούρι της θείας κρίσεως βρίσκεται κοντά στη ρίζα των δένδρων, έτοιμο να κόψει σύρριζα κάθε άκαρπο δένδρο. Κάθε δένδρο λοιπόν που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται απ’ τη ρίζα και ρίχνεται στη φωτιά. Αυτό θα πάθει και κάθε άνθρωπος που δεν έχει καρπό αρετής)» και Ματθ.3,11-12:«Αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί. οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ(:Αυτός λοιπόν θα σας βαπτίσει με Άγιο Πνεύμα και με την καθαρτική φωτιά της θείας χάριτος. Κρατάει στο χέρι το φτυάρι που λιχνίζει και ξεχωρίζει το σιτάρι από το άχυρο. Η δίκαιη κρίση του δηλαδή είναι έτοιμη να λειτουργήσει, και θα καθαρίσει τελείως το αλώνι του, δηλαδή τον κόσμο ολόκληρο. Και θα μαζέψει το σιτάρι Του στην αποθήκη, δηλαδή τους ενάρετους ανθρώπους στην ουράνια βασιλεία, ενώ το άχυρο, δηλαδή τους αμετανόητους, θα τους κατακάψει με φωτιά που δεν σβήνει ποτέ)»], αλλά αναφέρει στο προοίμιο της διδασκαλίας Του πράγματα χρηστά και αγαθά, ευαγγελιζόμενος στους ακροατές Του τους ουρανούς και την εκεί Βασιλεία.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», ΕΠΕ, εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΙΔ΄, τόμος 9, σελ. 440-445 ,Θεσσαλονίκη 1978
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 64, σελ.31-34.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Φῶς!
«Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» (Ματθ. 4, 16)
ΕIXA διαβάσει, ἀγαπητοί μου, ὅτι κάποιος πῆρε ἕνα παιδὶ καὶ τό ‘κλεισε σὲ μιὰ σπηλιά. Δὲν τὸ ἄφησε νὰ πεθάνῃ. Φρόντιζε γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ τὸ περιόρισε στὸ σκοτεινὸ ἐκεῖνο μέρος τῆς γῆς. Εἶχε κάποιο σκοπὸ ποὺ τὸ ἔκανε αὐτό. Τὸ παιδί μέσ’ στὴ σπηλιὰ δὲν ἔβλεπε τίποτε. Ζοῦσε στὸ σκοτάδι. Μέρα καὶ νύχτα ἐκεῖ ἦταν τὸ ἴδιο. Εἶχε πιὰ συνηθίσει στὸ σκοτάδι. Ἀλλ’ ὅταν τὸ παιδὶ κάπως μεγάλωσε καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ παρατηρῇ καὶ νὰ κρίνῃ, ἦρθε ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἔφερε καὶ τὸ πῆρε. Τὸ ἔβγαλε ἀπὸ τὴ σπηλιά. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ αὐγὴ γλυκοχάραζε. Ὁ ἥλιος σιγά,σιγᾷ – σιγά,σιγᾷ ἔβγαινε καὶ σκορποῦσε τὸ γλυκό του φῶς στὴ γῆ. Τὸ παιδὶ πρώτη φορὰ ἔβλεπε τὸν ἥλιο. Βλέποντάς τον στάθηκε καὶ θαύμαζε. Ἡ πρώτη ἐρώτηση τοῦ παιδιοῦ ἦταν: «Ποιός ἔκανε τὸν ἥλιο;». «Ὁ Θεός, παιδί μου», τοῦ ἀπάντησαν, «ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἥλιο, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ βλέπεις». «Δόξα σοί, ὁ Θεὸς δόξα σοὶ τῷ δείξαντι τὸ φῶς», εἶπε ὁ μικρός.
Δυστυχῶς ἐμεῖς συνηθίσαμε νὰ βλέπουμε ἀδιάφορα κάθε μέρα τὸν ἥλιο ποὺ μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς θερμαίνει δωρεάν. Ὁ ἥλιος δὲν εἶνε, βλέπετε, ἑταιρεία ἐκμεταλλεύσεως, δὲν εἶνε Δ.Ε.Η., γιὰ νὰ μᾶς ζητάη κάθε μῆνα πληρωμὴ γιὰ τὸ φῶς ποὺ μᾶς δίνει. Καὶ τί πλούσιο φῶς εἶνε αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁ ἥλιος! Ὅλες οἱ ἠλεκτρικὲς ἑταιρεῖες τοῦ κόσμου δὲν φθάνουν νὰ μᾶς δώσουν τὸ φῶς ποὺ μᾶς δίνει ὁ ἥλιος σὲ μιὰ μέρα. Δωρεὰν καὶ ἄφθονο μᾶς στέλνει τὸ φῶς ὁ Μεγαλοδύναμος. Κ’ ἐμεῖς ἕνα εὐχαριστῶ δὲν λέμε. Δὲν πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ ποῦμε καὶ ἐμεῖς τὸ «Δόξα σοί, τῷ δείξαντι τὸ φῶς». Καὶ εἶνε ὁ ἥλιος ἢ μόνη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ;…
Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὸν ἥλιο. Θέλω νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ κάποιο ἄλλο φῶς, ποὺ εἶνε πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ὅπως τὸ παιδὶ ἦταν κλεισμένο μέσα στὴ σπηλιὰ καὶ δὲν ἔβλεπε τίποτε, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι ὅλου τοῦ κόσμου ζοῦσαν μέσα σὲ μιὰ ἀπέραντη σπηλιά, ζοῦσαν στὸ σκοτάδι. Σκοτάδι ὄχι τοῦ σώματος, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς. Δὲν γνώριζαν ποιός εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Λάτρευαν τὰ εἴδωλα. Θεοὶ γι’ αὐτοὺς ἦταν τὰ ἄστρα, τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια, οἱ θάλασσες, τὰ διάφορα στοιχεῖα τῆς φύσεως. Θεοί τους τὰ διάφορα ζῶα. Λάτρευαν γιὰ θεοὺς τίς γάτες, τὰ φίδια, τὰ ἄγρια θηρία. Λάτρευαν τὰ κρεμμύδια καὶ τὰ σκόρδα. Λάτρευαν τὰ πιὸ εὐτελῆ πράγματα.
Μεσάνυχτα εἶχαν ὡς πρὸς τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεὸ κι αὐτοὶ οἱ πρόγονοί μας, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ποὺ εἶχαν φθάσει σ’ ἕνα κολοφώνα γνώσεως καὶ ἐπιστήμης καὶ καυχώνταν γιὰ τὸν πολιτισμό τους, καὶ ὠνόμαζαν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους βαρβάρους. Κι αὐτοὶ στὸ ζήτημα τῆς θρησκείας δὲν διέφεραν ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς. Εἶχαν ἄγνοια τῆς ἀληθινῆς θρησκείας. Τοῦτο φανερώνει καὶ ὁ βωμὸς ποὺ εἶχαν στήσει στὴν Ἀθήνα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ἀγνώστῳ Θεῷ» (Πράξ. 17, 23). Καὶ ὄχι μόνο ὁ πολὺς λαὸς ζοῦσε μέσα στὴν πλάνη, στὴν εἰδωλολατρία, ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ μεγαλύτεροι φιλόσοφοι δὲν εἶχαν καθαρῇ ἰδέα γιά το Θεό. Κάτι βέβαια ἔλεγαν, ἀλλ’ αὐτὸ ποὺ ἔλεγαν δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ τὸ διαδώσουν καὶ νὰ τὸ κάνουν πίστη τοῦ λαοῦ. “Ὅταν ὁ πιὸ ἔνδοξος φιλόσοφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ὁ Σωκράτης, τόλμησε κάτι νὰ πῇ γιὰ τὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, οἱ Ἀθηναῖοι τὸν καταδίκασαν νά πιὴ τὸ κώνειο, τὸ δηλητήριο μὲ τὸ ὁποῖο θανάτωναν ἐκείνους ποὺ δὲν πίστευαν στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Ἀλλ’ ὁ Σωκράτης προτοῦ νὰ πεθάνῃ, στὴν ἀπολογία ποὺ ἔκανε στοὺς δικαστάς του, εἶπε περίπου τὰ ἑξῆς:
«Ἐγώ, ἀγαπητοί μου Ἀθηναῖοι, ἤμουν σὰν τὴ βουκέντρα ποὺ κρατάει ὁ γεωργὸς γιὰ νὰ κεντάη τὰ βόδια νὰ σύρουν τὸ ἀλέτρι καὶ νὰ καλλιεργῆται τὸ χωράφι. Διαρκῶς σᾶς ξυπνοῦσα δὲν σᾶς ἄφηνα νὰ κοιμηθῆτε. Τώρα ποὺ μὲ καταδικάζετε σὲ θάνατο θὰ πέσετε σ’ ἕνα βαθὺ ὕπνο, καὶ κανεὶς πιὰ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ σᾶς ξυπνήσῃ. Θὰ κοιμᾶστε μέχρις ὅτου σᾶς λυπηθῇ ὁ Θεὸς καὶ σᾶς στείλῃ ἐκεῖνον ποὺ θὰ σᾶς ξυπνήσῃ ἀπό το λήθαργο σᾶς…»….
Καὶ Ἐκεῖνος, ποὺ κάπως θαμπὰ τὸν ἔβλεπε στὸ βάθος τῶν αἰώνων ὁ Σωκράτης, Ἐκεῖνος, ποὺ καθαρώτερα τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν προανήγγελλαν πρὶν ἀπὸ αἰῶνες ὁλόκληρους οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἦρθε. Εἶνε ὁ Χριστός. Ἦρθε σὰν τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ποὺ μὲ τὴν ἀνατολή του σκορπίζει τὰ σκοτάδια τῆς νύχτας καὶ δίνει ὀμορφιὰ σὲ ὅλα τὰ πράγματα καὶ ζεσταίνει αὐτοὺς ποὺ κρυώνουν καὶ κάνει τὰ στάχυα νὰ μεστώνουν καὶ τοὺς καρποὺς νὰ ὡριμάζουν καὶ τὰ σταφύλια νὰ γίνωνται γλυκὸ κρασί. Ναί! Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ φῶς. Τὸ μέγα φῶς, ποὺ ὁ Ἠσαΐας ὁ προφήτης ὀκτακόσια χρόνια ἐνωρίτερα προανήγγειλε ὅτι θ’ ἀνέτελλε στὸν κόσμο (βλ. ‘Ἠσ. 9, 2).
Φῶς εἶνε ὁ Χριστός. Φῶς ἡ διδασκαλία του. Φῶς τὰ θαύματά του. Φῶς ὁ ἅγιος βίος του. Φῶς τὰ σεπτά του πάθῃ. Φῶς ἡ ἀνάστασή του. Φῶς ἡ ἀνάληψί του. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὅλος φῶς. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἥλιος τῶν ψυχῶν.
Θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ δῇς τὸ πνευματικὸ αὐτὸ φῶς; Ἄκουσέ με. Πᾶρε στὰ χέρια σου τὸ Εὐαγγέλιο, ἄνοιξε τὸ καὶ ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζῃς· ὄχι ὅπως διαβάζεις μιὰ ἐφημερίδα ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο βιβλίο, ἀλλὰ νὰ τὸ διαβάζῃς μὲ τὴν πίστι, ὅτι στὸ βιβλίο αὐτὸ μιλάει ὁ Κύριος. Διάβαζε το μὲ ταπείνωσι. Διάβαζε τὸ καθημερινῶς. Τοὐλάχιστον ἕνα κεφάλαιο κάθε μέρα. Θὰ αἰσθάνεσαι, ὅτι οὐράνιο φῶς πλημμυρίζει τὸν ψυχικό σου κόσμο, καὶ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη θὰ λὲς στὸ Θεό: «Δόξα σοί, τῷ δείξαντι τὸ φῶς». Θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ δῇς τὸ πνευματικὸ φῶς; Ἄκουσέ με. Ὅταν τὴν Κυριακὴ ἀκοῦς της καμπάνα νὰ χτυπάη, σήκω ἀπὸ τὸ κρεβάτι σου, ντύσου γρήγορα καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Ἄναψε τὸ κερί σου, κάνε κανονικά το σταυρό σου καὶ στάσου μὲ εὐλάβεια σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ ναοῦ. Ἡ καρδιά σου στὸ Χριστὸ τὰ μάτια σου στὶς ἱερὲς εἰκόνες τὰ αὐτιά σου στὰ λόγια ποὺ ψάλλουν οἱ ψάλτες καὶ οἱ ἱερεῖς. Εἶνε λόγια χρυσᾶ, εἶνε λόγια φωτεινά, εἶνε λόγια ποὺ παρηγοροῦν τίς πονεμένες ψυχές, εἶνε λόγια ποὺ ξυπνοῦν τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ φέρνουν δάκρυα στὰ μάτια τους. Ἄν ἔτσι μὲ εὐλάβεια καὶ προσοχὴ παρακολουθήσῃς ὅλα ὅσα λέγονται καὶ γίνονται στὴ θεία λειτουργία, τότε στὸ τέλος θὰ δῇς κ’ ἐσὺ μέσ’ στὴν καρδιά σου τὸ φῶς του Χριστοῦ. Καὶ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα θὰ πῆς τὸ «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες· αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν».
ΙΒ’ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 17, 12-19)
Ἀχάριστοι
«Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;»
(Λουκ. 17, 17)
Α ΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί, τὸ Εὐαγγέλιο. Δέκα ἦταν. Καὶ οἱ δέκα ἀσθενεῖς. Ἔπασχαν ἀπὸ ἀσθένεια φοβερή. Θεὸς φυλάξοι! Λέπρα ἦταν ἡ ἀσθένειά τους. Λέπρα! Ἀσθένεια πολὺ βασανιστική. Τὸ δέρμα γεμίζει ἀπὸ πληγές. Φαγούρα αἰσθάνεται ὁ ἀσθενὴς ξύνεται συνεχῶς ὕπνος δὲν τὸν παίρνει. Τὸ δέρμα κοκκινίζει, γεμίζει ἀπὸ κάτι λέπια σὰν τὰ λέπια ποὺ ἔχουν τὰ ψάρια. Σαπίζουν τὰ κρέατα. Παραμορφώνεται τὸ πρόσωπο. Ὁ πιὸ ὄμορφος ἄνθρωπος γίνεται ὁ πιὸ ἄσχημος.
Πολὺ βασανιστικὴ ἀσθένεια ἡ λέπρα, ἀλλὰ καὶ πολὺ μεταδοτικὴ ἐκείνη τὴν ἐποχή, ποὺ δέν εἶχε ἀκόμη βρεθῇ τρόπος ν’ ἀντιμετωπισθη ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Μποροῦσε ἕνα λεπρὸς νὰ μεταδώσῃ τὴν ἀσθένεια σ’ ἕνα ὁλόκληρο χωριό. Καὶ τὸ χειρότερο μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἡ λέπρα ἦταν ἀγιάτρευτη. Κανένα φάρμακο δὲν ὑπῆρχε γι’ αὐτήν. Μόνο τώρα τελευταία ἀνακαλύφθηκε τὸ φάρμακο τῆς λέπρας, καὶ χιλιάδες λεπροὶ βρίσκουν τὴ θεραπεία τους καὶ δοξάζουν το Θεό. Ἕνα νησάκι, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Κρήτη, ποὺ λέγεται Σπιναλόγγα, ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ λεπρούς, κ’ ἐκεῖ οἱ λεπροὶ ζοῦσαν μιὰ ζωὴ δυστυχισμένη. Τώρα τελευταῖα λοιπὸν τὸ νησάκι αὐτὸ ἄδειασε. Οἱ λεπροὶ ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ θεραπεύτηκαν. Δόξα σοὶ ὁ Θεός!
Ἀλλὰ στὴν ἀρχαία ἐποχὴ οἱ λεπροὶ ἦταν ἀθεράπευτοι. Γι’ αὐτό, μόλις κανεὶς παρουσίαζε σημάδια τῆς φοβερῆς αὐτῆς ἀρρώστιας, οἱ ἄνθρωποι, ἀπό το φόβο νὰ μὴν κολλήσῃ καὶ ἄλλους, ἔδιωχναν τὸ λεπρὸ ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ ἦταν ἀναγκασμένος ὁ λεπρὸς νὰ χωρίζῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του, νὰ ζῆ χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ ζῆ ἀπομονωμένος, νὰ ζῆ μὲ ἄλλους λεπροὺς μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ χαλάσματα, νὰ ζῆ ἐκεῖ χειμῶνα – καλοκαίρι. Κανεὶς δὲν πλησίαζε τοὺς λεπροὺς οὔτε αὐτοὶ οἱ φίλοι καὶ συγγενεῖς τους. Κρεμοῦσαν ἀπό το λαιμὸ τῶν λεπρῶν κουδούνια σὰν τὰ κουδούνια ποὺ εἶνε κρεμασμένα ἀπό το λαιμὸ τῶν γιδιῶν καὶ τῶν προβάτων, γιὰ νὰ ἀκοῦνε οἱ ἄνθρωποι τὰ κουδούνια καὶ νὰ φεύγουν μακριά.
Δέκα λοιπὸν τέτοιοι λεπροί, ποὺ ζοῦσαν ἀπομονωμένοι καὶ ἀπελπισμένοι, ὅταν εἶδαν ἀπὸ μακριὰ τὸ Χριστὸ νὰ περνᾷ ἀπὸ τὸ δημόσιο δρόμο καὶ νὰ πηγαίνῃ στὸ χωριό, ἀμέσως ὅλοι μαζὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν καὶ νὰ ζητοῦν τὴ βοήθειά του. Φώναζαν: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (Λουκ. 17, 13). Τὸ φώναζαν μὲ πίστι. Πίστευαν, ὅτι ὁ Χριστός, ὅπως θεράπευσε χιλιάδες ἀρρώστους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες, μόνο αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ καὶ αὐτοὺς καλά. Καὶ ὁ Χριστός τους ἔκανε καλὰ μόνο μὲ τὸ λόγο του τὸν παντοδύναμο. Σὲ μιὰ στιγμὴ τὸ κορμί τους καθαρίστηκε. Δὲν ἔμεινε ἐπάνω τους οὔτε ἕνα σημάδι τῆς φοβερῆς ἀρρώστιας. Ὦ Χριστέ, πόσο μεγάλη εἶνε ἡ δύναμή σου!
Οἱ ἱερεῖς, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχαν καὶ τὴν ἰατρικὴ ἐπίβλεψη τῶν λεπρῶν, πιστοποίησαν ὅτι οἱ δέκα λεπροὶ ἦταν πιὰ ὑγιεῖς καὶ μποροῦσαν ἐλεύθερα νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν ἄλλο κόσμο. Καὶ νά τους. Γεμᾶτοι χαρὰ τρέχουν στὰ σπίτια τους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ δικά τους πρόσωπα. Ἀλλὰ μέσα στὶς ἀγκαλιὲς τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν τους ὁ Χριστὸς ξεχάστηκε. Ἕνας μόνο, ποὺ τὸν περιφρονοῦσαν, γιατί δὲν τὸν θεωροῦσαν γνήσιο Ἰουδαῖο ἀλλὰ νόθο, ἕνας Σαμαρείτης, αὐτός, πρὶν πάη στὸ σπίτι του, θεώρησε καθῆκον του νὰ πάη πρῶτα στὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ. Ἦρθε λοιπὸν στὸ Χριστό, ἔπεσε στὰ πόδια του καί μὲ δάκρυα στὰ μάτια εὐχαρίστησε τὸν εὐεργέτη του. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς εἶπε: «Δὲν καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Ποῦ εἶνε οἱ ἄλλοι ἐννέα; Μόνο ἕνας ἦρθε νὰ εὐχαριστήσῃ καὶ νὰ δοξολογήσῃ το Θεό; Κι αὐτὸς δὲν εἶνε Ἰουδαῖος, ἀλλὰ Σαμαρείτης».
Τί ἀχάριστοι φάνηκαν αὐτοὶ οἱ ἐννέα Ἰουδαῖοι! Νὰ τοὺς κάνῃ ἕνα τόσο μεγάλο καλὸ καὶ Χριστός, ἕνα καλὸ ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνῃ, κι αὐτοὶ νὰ μὴν ἔρθουν νὰ τοῦ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ. Ναί, ἀχάριστοι αὐτοὶ οἱ ἐννέα λεπροὶ ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός.
Ἀλλὰ ἀχάριστοι εἶνε καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἀχάριστοι εἴμαστε καὶ ἐμεῖς, ποὺ λέμε πῶς πιστεύουμε στὸ Χριστό, ἀλλὰ δὲν τὸν εὐχαριστοῦμε ὅπως πρέπει. Γιατί ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πιὸ μεγάλος εὐεργέτης μας. Ὅ,τι καλὸ ἔχουμε, ὑλικὸ καὶ πνευματικό, δὲν εἶνε δικό μας. Τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Τὰ ποτάμια, οἱ λίμνες καὶ οἱ θάλασσες, τὰ δέντρα, τὰ χωράφια ποὺ καλλιεργοῦμε, τὰ πρόβατα ποὺ μᾶς δίνουν τὸ μαλλὶ καὶ τὸ γάλα τους, τὰ ἄλλα ἥμερα ζῶα ποὺ μᾶς εἶνε τόσο χρήσιμα, ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέουμε, ἡ βροχὴ ποὺ πέφτει καὶ ποτίζει τὴ γῆ, ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει καὶ θερμαίνει, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶνε δικά μας. Τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Ὁ Χριστὸς τὰ δημιούργησε καὶ τὰ ἔθεσε στὴ διάθεσί μας. Ἄν μᾶς τὰ πάρῃ γιὰ μιὰ στιγμή, τότε ἐμεῖς πῶς μποροῦμε νὰ ζήσουμε; Πῶς νὰ ζήσουμε χωρὶς ἥλιο, χωρὶς ἀέρα, χωρὶς νερό, χωρὶς τροφή; Καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ τὸ στοργικό του χέρι ἀνοίγει καθημερινῶς καὶ σκορπίζει πλουσιοπάροχα σὲ ὅλους, γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες στὸ Χριστὸ καὶ νὰ τοῦ λέμε «Χριστέ, σ’ εὐχαριστοῦμε». Ὄχι ἕνα, ἀλλὰ χίλια εὐχαριστῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τοῦ λέμε καθημερινῶς. Διότι, ὅπως εἴπαμε, ὅλα εἶνε δικά του καὶ τίποτε δὲν εἶνε δικό μας.
Ἀλλὰ ξεχάσαμε! Ἔχουμε καὶ ἐμεῖς κάτι, ποὺ δὲν εἶνε τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶνε δικό μας. Δικό μας; Ναί, δικό μας. Ποιό εἶνε αὐτό; Εἶνε ἡ ἁμαρτία. Αὐτὴ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ Χριστό; ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Ἡ ἁμαρτία, ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶνε προϊόν της ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, ἀφέθηκε ἐλεύθερος νὰ διαλέξῃ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἀλλ’ ἀντὶ νὰ διαλέξῃ τὸ καλό, διάλεξε τὸ κακό, καὶ τὸ κακὸ σὰν λέπρα κόλλησε πάνω του. Ὦ, δὲν ὑπάρχει ἄλλο κακὸ πιὸ βασανιστικὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὴ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἡσυχάσῃ οὔτε μέρα οὔτε νύχτα. Αὐτὴ φαρμακώνει τὸ αἷμα του, αὐτὴ μολύνει τὸ μυαλό του, αὐτὴ σὰν μικρόβιο ἀόρατο κατορθώνει καὶ εἰσχωρεῖ παντοῦ καὶ κάνει θραῦσι, καταστροφὴ μεγάλη. Καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία εἶνε προσβεβλημένοι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ψυχικῶς λεπροί. Λέπρα π.χ. δὲν εἶνε ἡ φιλαργυρία, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἡσυχάσῃ οὔτε μέρα οὔτε νύχτα; Λέπρα δὲν εἶνε ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορνεία, τὸ ἀκάθαρτο πάθος τῆς σαρκός; Λέπρα δὲν εἶνε τὸ μῖσος καὶ ἡ ἐκδίκησι, ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθόνος καὶ κάθε ἄλλο εἶδος κακίας;
Αὐτὴ τὴ λέπρα τῆς ψυχῆς ἕνας ἔχει τὴ δύναμι νὰ τὴ θεραπεύσῃ. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός, ὁ «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν». “Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ ζητεῖ τὴ βοήθειά του, θεραπεύεται ἀπὸ τὰ βασανιστικὰ πάθη τῆς κακίας.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶνε ὁ μέγιστος εὐεργέτης. Καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε πρὸς αὐτὸν εὐγνώμονες.
Ὦ Χριστέ μου, χίλια καλὰ μᾶς δίνεις, χίλιες φορές μας συγχωρεῖς γιὰ τ’ ἁμαρτήματα ποὺ κάνουμε. Χίλιες φορὲς μᾶς σώζεις ἀπὸ σωματικοὺς καὶ ψυχικοὺς κινδύνους. Χωρὶς τὴν ἀγάπη σου, χωρὶς τὴ βοήθειά σου, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ζήσῃ καὶ μιὰ στιγμὴ ἀκόμη πάνω στὸν ἁμαρτωλὸ αὐτὸ πλανήτη; Πόσο γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σ’ ἀγαποῦμε; Μὲ χίλιους τρόπους ἔπρεπε νὰ δείχνουμε σ’ ἐσένα τὴν εὐγνωμοσύνη μας.
Καὶ ὅμως! Τί ἐλεεινοὶ καὶ ἀχάριστοι ποὺ εἴμαστε! Χτυπᾶνε τὴν Κυριακὴ οἱ καμπάνες, μᾶς καλοῦν νὰ πᾶμε νὰ τὸν προσκυνήσουμε καὶ νὰ τοῦ ποῦμε ἕνα εὐχαριστῶ, καὶ ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ἕνας ἢ δύο πᾶνε στὴν ἐκκλησία, κι αὐτοὶ ὄχι μὲ ζεστή καρδιά. Εἴμαστε λοιπὸν καὶ δὲν εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐννέα ἀγνώμονες λεπρούς;
Χριστέ, συχώρεσέ μας. Καθάρισέ μας ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς ἀχαριστίας. Δός μας μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ σὲ ἀγαπᾷ καὶ νὰ σὲ εὐγνωμονῇ αἰώνια.