ΚΥΡΙΑΚῌ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (Ευαγγέλιο)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Δ΄ 12 — 17)

12 ᾿Ακού­σας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ᾿Ιωάν­νης παρε­δό­θη, ἀνε­χώ­ρη­σεν εἰς τὴν Γαλι­λαί­αν, 13 καὶ κατα­λι­πὼν τὴν Ναζα­ρὲτ ἐλθὼν κατῴ­κη­σεν εἰς Καπερ­να­οὺμ τὴν παρα­θα­λασ­σί­αν ἐν ὁρί­οις Ζαβου­λὼν καὶ Νεφθα­λείμ, 14 ἵνα πλη­ρω­θῇ τὸ ρηθὲν διὰ ῾Ησα­ΐ­ου τοῦ προ­φή­του λέγον­τος· 15 γῆ Ζαβου­λὼν καὶ γῆ Νεφθα­λείμ, ὁδὸν θαλάσ­σης, πέραν τοῦ ᾿Ιορ­δά­νου, Γαλι­λαία τῶν ἐθνῶν, 16 ὁ λαὸς ὁ καθή­με­νος ἐν σκό­τει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθη­μέ­νοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανά­του φῶς ἀνέ­τει­λεν αὐτοῖς. 17 ᾿Απὸ τότε ἤρξα­το ὁ ᾿Ιησοῦς κηρύσ­σειν καὶ λέγειν· μετα­νο­εῖ­τε· ἤγγι­κε γὰρ ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν.

12 Οταν δε ο Ιησούς ήκου­σεν ότι ο Ιωάν­νης συνε­λή­φθη κατά δια­τα­γήν του Ηρώ­δου Αντί­πα και ερρί­φθη στην φυλα­κήν, ανε­χώ­ρη­σεν από την Ιου­δαί­αν δια την Γαλι­λαί­αν. 13 Και αφού εγκα­τέ­λει­ψε την Ναζα­ρέτ, ήλθεν και εγκα­τε­στά­θη εις την Καπερ­να­ούμ, η οποία ήτο κτι­σμέ­νη εις την παρα­λί­αν της Γεν­νη­σα­ρέτ, εις τα όρια των φυλών Ζαβου­λών και Νεφθα­λείμ. 14 Και εξε­πλη­ρώ­θη έτσι αυτό, που είχε προ­εί­πει ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας λέγων· 15 “Η περιο­χή της φυλής Ζαβου­λών και η περιο­χή της φυλής Νεφθα­λείμ, που εκτεί­νε­ται πλη­σί­ον της θαλάσ­σης της Γεν­νη­σα­ρέτ και προς ανα­το­λάς του Ιορ­δά­νου, η Γαλι­λαία η γεμά­τη από εθνι­κούς, 16 ο λαός που κάθε­ται στο σκο­τά­δι της θρη­σκευ­τι­κής αγνοί­ας και πλά­νης, είδε πνευ­μα­τι­κόν φως μέγα, τον Χρι­στόν, και εις αυτούς που κάθον­ται δού­λοι ψυχι­κώς εις την χώραν, που την σκα­πά­ζει κατα­θλι­πτι­κόν το πυκνό­τα­τον σκο­τά­δι της αμαρ­τί­ας και του θανά­του, ανέ­τει­λε και έλαμ­ψε φως από τον ουρα­νόν”. 17 Από τότε πλέ­ον ήρχι­σεν ο Ιησούς να κηρύτ­τη δημο­σία και να λέγη· “μετα­νο­εί­τε, διό­τι έχει πλη­σιά­σει πλέ­ον η βασι­λεία των ουρα­νών, η πνευ­μα­τι­κή και αγία ζωή της λυτρώ­σε­ως και της μακα­ριό­τη­τος”. 

12 Όταν άκου­σε ο Ιησούς ότι ο Ιωάν­νης παρα­δό­θη­κε στη φυλα­κή απ’ τον βασι­λιά Αντί­πα, ανα­χώ­ρη­σε και πήγε στη Γαλι­λαία. 13 Κι αφού άφη­σε τη Ναζα­ρέτ, πήγε και κατοί­κη­σε στην Καπερ­να­ούμ, η οποία ήταν κτι­σμέ­νη κον­τά στη λίμνη της Γαλι­λαί­ας, στα σύνο­ρα των φυλών Ζαβου­λών και Νεφθα­λείμ. 14 Έτσι επα­λη­θεύ­θη­κε και πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε εκεί­νο που είπε ο Θεός μέσω του προ­φή­του Ησα­ΐα: 15 Η χώρα της φυλής Ζαβου­λών και η χώρα της φυλής Νεφθα­λείμ, που εκτεί­νον­ται κον­τά στη θάλασ­σα και πέρα από τον Ιορ­δά­νη ποτα­μό, στα ανα­το­λι­κά του, η Γαλι­λαία, στην οποία κατοι­κούν πολ­λοί εθνι­κοί. 16 ο λαός που κάθε­ται καθη­λω­μέ­νος κι ακί­νη­τος στο πνευ­μα­τι­κό σκο­τά­δι της ειδω­λο­λα­τρι­κής πλά­νης και της ασε­βεί­ας είδε μεγά­λο πνευ­μα­τι­κό φώς, τον Χρι­στό? κι έλαμ­ψε φως από τον ουρα­νό σ’ εκεί­νους που κάθον­ται στη χώρα που σκιά­ζε­ται από το πυκνό­τα­το σκο­τά­δι της αμαρ­τί­ας και του θανά­του. 17 Από τότε άρχι­σε ο Ιησούς να κηρύτ­τει συστη­μα­τι­κά και να λέει: Μετα­νο­εί­τε, διό­τι πλη­σί­α­σαν οι ημέ­ρες που ο Μεσ­σί­ας θα εγκα­θι­δρύ­σει και στη γη τη βασι­λεία των ουρα­νών με τη νέα, πνευ­μα­τι­κή, άγια και ουρά­νια ζωή, η οποία θα μετα­δί­δε­ται μέσα στην Εκκλη­σία του.

12 Ὅταν δὲ ἄκου­σε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ὁ Ἰωάν­νης φυλα­κί­σθη­κε, ἀνα­χώ­ρη­σε γιὰ τὴ Γαλι­λαία. 13 Καὶ ἀφοῦ ἄφη­σε τὴ Ναζα­ρέτ, πῆγε καὶ κατοί­κη­σε στὴν Καπερ­να­ούμ, ποὺ ἦταν κον­τὰ στὴ λίμνη, στὰ σύνο­ρα τῶν φυλῶν Ζαβου­λὼν καὶ Νεφθα­λείμ, 14 καὶ­ἔ­τσι ἐκπλη­ρώ­θη­κε ὁ λόγος τοῦ Ἡσα­ΐα τοῦ προ­φή­του, ὁ ὁποῖ­ος λέγει: 15 Ἡ χώρα τῆς φυλῆς Ζαβου­λὼν καὶ ἡ χώρα τῆς φυλῆς Νεφθα­λείμ, ποὺ ἐκτεί­νε­ται κον­τὰ στὴ λίμνη, πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορ­δά­νη, ἡ Γαλι­λαία τῶν ἐθνι­κῶν (τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν), 16 ὁ λαὸς ὁ καθη­λω­μέ­νος στὸ σκο­τά­δι εἶδε ἥλιο μεγά­λο, ναί, στοὺς καθη­λω­μέ­νους στὴ χώρα μὲ τὸ βαθὺ σκο­τά­δι τοῦ θανά­του, σ᾽ αὐτοὺς ἥλιος ἀνέ­τει­λε. 17 Ἀπὸ τότε ἄρχι­σε ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύτ­τῃ καὶ νὰ λέγῃ: «Μετα­νο­εῖ­τε, διό­τι­ἔ­φθα­σε ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«κού­σας δ ησος τι ωάν­νης παρε­δό­θη, νεχώ­ρη­σεν ες τν Γαλι­λαί­αν(:Όταν άκου­σε ο Ιησούς ότι ο Ιωάν­νης συνε­λή­φθη κατά δια­τα­γή του βασι­λιά Ηρώ­δη Αντύ­πα και οδη­γή­θη­κε στη φυλα­κή, ανα­χώ­ρη­σε από την Ιου­δαία και πήγε στη Γαλι­λαία)»[Ματθ.4,12].

Για ποιον λόγο ο Ιησούς ανα­χω­ρεί από την Ιου­δαία μόλις άκου­σε για τη σύλ­λη­ψη του Ιωάν­νη του Βαπτι­στή; Επει­δή πάλι θέλει να μας διδά­ξει να μη σπεύ­δου­με να αντι­με­τω­πί­σου­με κατά μέτω­πο τους πει­ρα­σμούς, αλλά να υπο­χω­ρού­με και να απο­μα­κρυ­νό­μα­στε από αυτούς· διό­τι αξιο­κα­τά­κρι­το δεν είναι το να μη ρίχνεις τον εαυ­τό σου στον κίν­δυ­νο, αλλά το να μην αντι­στα­θείς με γεν­ναιό­τη­τα, όταν πέσεις σε αυτόν. Αυτό λοι­πόν θέλον­τας να διδά­ξει και προ­σπα­θών­τας να περιο­ρί­σει τον φθό­νο των Ιου­δαί­ων, ανα­χω­ρεί για την Καπερ­να­ούμ. Έτσι, αφε­νός και την προ­φη­τεία εκπλη­ρώ­νει και αφε­τέ­ρου σπεύ­δει για να αλιεύ­σει τους μελ­λον­τι­κούς διδα­σκά­λους της οικου­μέ­νης, επει­δή βέβαια διέ­με­ναν εκεί, ασχο­λού­με­νοι βιο­πο­ρι­στι­κά με το ψάρε­μα.

Εσύ, όμως, πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ, με ποιον τρό­πο, σε όλες τις περι­πτώ­σεις κατά τις οποί­ες σκο­πεύ­ει να στρα­φεί στους εθνι­κούς, από τους Ιου­δαί­ους λαμ­βά­νει τις αιτί­ες και τις αφορ­μές. Πραγ­μα­τι­κά, και στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση, αυτοί είναι που, επει­δή επι­βου­λεύ­τη­καν τον Πρό­δρο­μο και τον έρι­ξαν στο δεσμω­τή­ριο, ωθούν τον Ιησού προς την ειδω­λο­λα­τρι­κή Γαλι­λαία[:Η Γαλι­λαία είναι η βόρεια από τις τέσ­σε­ρις επαρ­χί­ες της Παλαιστίνης(Σαμάρεια, Ιου­δαία, Περαία, είναι οι άλλες τρεις). Οι πρώ­τοι κάτοι­κοί της από τις φυλές Ισα­χάρ, Ζαβου­λών, Νεφθα­λείμ και Ασήρ ανα­μί­χθη­καν με αλλό­φυ­λους και για αυτό και την απο­κα­λού­σαν περι­φρο­νη­τι­κά ως «Γαλι­λαία των εθνών». Παρά ταύ­τα, οι Γαλι­λαί­οι είχαν πνευ­μα­τι­κό­τε­ρη αντί­λη­ψη για τον Μεσ­σία, γι’ αυτό και εξέ­λε­ξε ο Χρι­στός από εκεί τους μαθη­τές Του].

Ότι, από την άλλη, δεν εννο­εί ένα μέρος του ιου­δαϊ­κού έθνους, ούτε υπαι­νίσ­σε­ται όλες τις φυλές, πρό­σε­ξε με ποιον τρό­πο προσ­διο­ρί­ζει την περιο­χή εκεί­νη ο προ­φή­της, λέγον­τας τα εξής: «Γ Ζαβου­λὼν καὶ γῆ Νεφθα­λεμ, δν θαλσσης πραν το ορδνου,Γαλιλαα τν θνν· λας καθμενος ν σκτει, εδε φς μγα (:Η περιο­χή της φυλής Ζαβου­λών και η περιο­χή της φυλής Νεφθα­λείμ, που εκτεί­νε­ται πλη­σί­ον της θάλασ­σας της Γενη­σα­ρέτ και ανα­το­λι­κά του Ιορ­δά­νη ποτα­μού, η Γαλι­λαία η γεμά­τη από ειδω­λο­λά­τρες· ο λαός που καθό­ταν στο σκο­τά­δι της θρη­σκευ­τι­κής άγνοιας και πλά­νης, είδε πνευ­μα­τι­κό φως μέγα, τον Χρι­στό)»[Ησαΐας,9,1· Ματθ.4,15]. «Σκο­τά­δι» εδώ εννο­εί όχι το αισθη­τό, αλλά την πλα­νη­μέ­νη πίστη και ασέ­βεια, γι’ αυτό και πρό­σθε­σε: «Τοῖς καθη­μέ­νοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανά­του, φῶς ἀνέ­τει­λεν αὐτοῖς(:Και σε αυτούς που κάθον­ταν ψυχι­κά υπό­δου­λοι στη χώρα, που τη σκε­πά­ζει κατα­θλι­πτι­κό το πυκνό­τα­το σκο­τά­δι της αμαρ­τί­ας και του θανά­του, ανέ­τει­λε και έλαμ­ψε φως από τον ουρα­νό)»[Ησα­ΐ­ας 9,2, Ματθ.4,16].

Για να μάθεις λοι­πόν ότι ούτε φως, ούτε σκο­τά­δι αισθη­τό εννο­εί, πρό­σε­ξε ότι, όταν ομι­λεί για το φως, δεν το απο­κα­λεί απλώς «φως», αλλά «φως μεγά­λο», το οποίο σε άλλο σημείο ονο­μά­ζε­ται «τ φς τ ληθι­νόν»[ Ιω.1,9: « ν τ φς τ ληθι­νόν, φωτί­ζει πάν­τα νθρω­πον ρχό­με­νον ες τν κόσμον(:Ως Λόγος και ως δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της Θεό­τη­τος ήταν πάν­το­τε ο Χρι­στός το απο­λύ­τως τέλειο φως, η μονα­δι­κή πηγή του φωτός, που φωτί­ζει κάθε άνθρω­πο που έρχε­ται στον κόσμο)»]. Ερμη­νεύ­ον­τας από την άλλη το «σκό­τος», το ονό­μα­σε «σκιάν θανά­του». Έπει­τα, δεί­χνον­τας ότι δεν βρή­καν το φως, επει­δή οι ίδιοι το είχαν ανα­ζη­τή­σει, αλλά ο Θεός από ψηλά τούς φανε­ρώ­θη­κε, λέγει: «Φως ανέ­τει­λε γι’ αυτούς»· δηλα­δή το ίδιο το φως μόνο του ανέ­τει­λε και έλαμ­ψε, δεν έτρε­ξαν αυτοί πρώ­τοι προς το φως. Πραγ­μα­τι­κά οι άνθρω­ποι είχαν φτά­σει σε έσχα­τα σημεία απελ­πι­σί­ας, κατά­πτω­σης και πνευ­μα­τι­κής στα­σι­μό­τη­τας, πριν από την παρου­σία του Χρι­στού, καθώς ούτε καν περ­πα­τού­σαν μέσα στο σκο­τά­δι, αλλά κάθον­ταν μέσα στο σκο­τά­δι. Αυτό ακρι­βώς ήταν σημά­δι ότι μήτε καν έλπι­ζαν ότι θα απαλ­λα­γούν από το σκο­τά­δι αυτό. Για­τί σαν να μην ήξε­ραν καν προς τα πού πρέ­πει να προ­χω­ρή­σουν, έτσι, αφού τους είχε κατα­λά­βει το σκο­τά­δι, κάθον­ταν, χωρίς να μπο­ρούν πλέ­ον ούτε να είναι όρθιοι.

«Ἀπὸ τότε ἤρξα­το ὁ ησοῦς κηρύσ­σειν καὶ λέγειν· μετα­νο­εῖ­τε· ἤγγι­κε γὰρ ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν(:Από τότε άρχι­σε ο Ιησούς να κηρύτ­τει συστη­μα­τι­κά και να λέει: ‘’Μετα­νο­εί­τε, διό­τι πλη­σί­α­σαν οι ημέ­ρες που ο Μεσ­σί­ας θα εγκα­θι­δρύ­σει και στη γη τη βασι­λεία των ουρα­νών με τη νέα, πνευ­μα­τι­κή, άγια και ουρά­νια ζωή, η οποία θα μετα­δί­δε­ται μέσα στην Εκκλη­σία του’’)» [Ματθ.4,17].

«Από τότε»· από πότε, δηλα­δή; Από τη στιγ­μή που ο Ιωάν­νης ρίχτη­κε στη φυλα­κή. Και για ποιο λόγο ο Ιησούς δεν κήρυ­ξε εξαρ­χής σε αυτούς; Για­τί επί­σης εξ ολο­κλή­ρου χρεια­ζό­ταν τον Ιωάν­νη, τη στιγ­μή που η μαρ­τυ­ρία των έργων Του κήρυτ­τε από μόνη της για το Ποιος ήταν ο Ιησούς; Για να μάθεις και από εκεί την αξία Του, ότι όπως ακρι­βώς ο Πατέ­ρας, έτσι και Αυτός έχει προ­φή­τες· αυτό ακρι­βώς και ο Ζαχα­ρί­ας έλε­γε, απευ­θυ­νό­με­νος στο νεο­γέν­νη­το τότε γιο του, Ιωάν­νη: «Κα σ, παιδον, Προφτης ψστου κλη­θήσ (:Και εσύ, παι­δί μου, θα ανα­δει­χθείς και θα ανα­γνω­ρι­σθείς προ­φή­της του Υψί­στου Θεού, διότι θα προ­πο­ρευ­θείς μπρο­στά από τον εναν­θρω­πή­σαν­τα Κύριο, για να ετοι­μά­σεις τους δρό­μους μέσα απ’ τους οποί­ους θα πλη­σιά­σει τον καθέ­να ξεχω­ρι­στά απ’ τους ανθρώ­πους για να τους οδη­γή­σει στη σωτη­ρία)»[Λουκ. 1,76].

Και για να μην αφή­σει καμία δικαιο­λο­γία στους αναί­σχυν­τους τους Ιου­δαί­ους, αυτό ακρι­βώς και ο ίδιος ο Κύριος παρέ­θε­σε ως παρα­τή­ρη­ση γι΄αυτούς, λέγον­τας: «λθεν ωννης μτε σθων, μτε πνων, κα λγουσι·∆αιμνιον χει. λθεν Υἱὸς το νθρπου σθων κα πνων, κα λγου­σιν· δο νθρω­πος φγος κα ονοπτης, φλος τελωνν κα μαρ­τωλν. κα δικαιώ­θη σοφία π τν τέκνων ατς!(: Ήρθε ο Ιωάν­νης, που ζού­σε ασκη­τι­κή ζωή, χωρίς να τρώ­γει και χωρίς να πίνει όπως οι άλλοι, και είπαν οι άνθρω­ποι της γενε­άς αυτής ότι ‘’έχει δαι­μό­νιο’’. Ήρθε ο Υιός του ανθρώ­που, ο οποί­ος και τρώ­γει και πίνει, όπως κάθε φυσιο­λο­γι­κός, εγκρα­τής και κοι­νω­νι­κός άνθρω­πος, και λέγουν· ‘’να, άνθρω­πος φαγάς και οινο­πό­της, φίλος τελω­νών και αμαρ­τω­λών’’. Και έτσι η θεία σοφία θαυ­μά­στη­κε και δικαιώ­θη­κε μόνο από τα συνε­τά τέκνα της, διό­τι χρη­σι­μο­ποιεί πάν­το­τε σοφούς και δικαί­ους τρό­πους για σωτη­ρία του ανθρώ­που”)» [Ματθ. 11,19].

Εξάλ­λου, ήταν ανάγ­κη από άλλον προ­η­γου­μέ­νως να λεχθούν τα σχε­τι­κά με Αυτόν, και όχι από τον Ίδιο· διό­τι, εάν ακό­μη και μετά από τόσο πολ­λές και τόσο μεγά­λες, και μαρ­τυ­ρί­ες και θαυ­μα­τουρ­γι­κές απο­δεί­ξεις, έλε­γαν: «Σ περ σεαυ­το μαρ­τυ­ρες· μαρ­τυ­ρία σου οκ στιν ληθής(: Εσύ δίνεις μαρ­τυ­ρία για το πρό­σω­πό σου συστή­νον­τας εγωι­στι­κά τον εαυ­τό σου. Για τη μαρ­τυ­ρία σου όμως αυτή δεν εγγυά­ται κανείς ότι είναι αλη­θι­νή και ότι δεν προ­έρ­χε­ται από φιλαυ­τία και αυτο­θαυ­μα­σμό)»[Ιω.8,13], εάν, χωρίς να έχει προ­η­γη­θεί η μαρ­τυ­ρία του Ιωάν­νη, εμφα­νι­ζό­ταν πρώ­τος ο Ίδιος και έδι­δε μαρ­τυ­ρία για τον Εαυ­τό Του, τι δεν θα έλε­γαν; Για τον λόγο αυτό, ούτε κήρυ­ξε πριν από τον Ιωάν­νη, ούτε θαυ­μα­τούρ­γη­σε, μέχρι τη στιγ­μή που εκεί­νος κλεί­στη­κε στη φυλα­κή, ώστε να μη δημιουρ­γεί­ται με τον τρό­πο αυτό διχο­γνω­μία ανά­με­σα στο λαό. Γι’ αυτό ούτε ένα θαυ­μα­τουρ­γι­κό σημείο δεν έκα­νε ο Ιωάν­νης, ώστε και με εκεί­νον τον τρό­πο να παρα­δώ­σει το πλή­θος στον Ιησού, καθώς τα θαύ­μα­τα θα τους προ­σέλ­κυαν προς εκεί­νον· διό­τι, μολο­νό­τι οικο­νο­μή­θη­καν τόσα πριν, και πριν από τη φυλά­κι­ση του Ιωάν­νη στο δεσμω­τή­ριο, και μετά από αυτήν, Τον αντι­με­τώ­πι­ζαν με διστα­κτι­κό­τη­τα οι μαθη­τές του Ιωάν­νου και οι περισ­σό­τε­ροι υπο­ψιά­ζον­ταν ότι δεν ήταν ο Ιησούς ο Χρι­στός, αλλά ότι ο Ιωάν­νης ήταν ο Χρι­στός, εάν δεν γινό­ταν και τίπο­τε από αυτά, τι δε θα μπο­ρού­σε να συμ­βεί;

Γι’ αυτό και ο Ματ­θαί­ος κάνει την επι­σή­μαν­ση ότι «από τότε άρχι­σε ο Ιησούς να κηρύτ­τει»· και όταν άρχι­σε το κήρυγ­μα, ό,τι κήρυτ­τε ο Ιωάν­νης, το ίδιο και ο Ιησούς δίδασκε[πρβλ. Ματθ. 3,1–2: «ν δ τας μέραις κεί­ναις παρα­γί­νε­ται ωάν­νης βαπτιστς κηρύσ­σων ν τ ρήμ τς ουδαί­ας κα λέγων· μετα­νοετε· γγι­κε γρ βασι­λεία τν ορανν(: Εκεί­νες τις ημέ­ρες που ο Ιησούς ιδιώ­τευε στη Ναζα­ρέτ, βγή­κε ο Ιωάν­νης ο βαπτι­στής στη δημό­σια δρά­ση του. Και κήρυτ­τε στην έρη­μο της Ιου­δαί­ας που εκτεί­νε­ται βόρεια από τη Νεκρά Θάλασ­σα και δυτι­κά από τον Ιορ­δά­νη ποτα­μό. Και έλε­γε: ‘’Μετα­νο­εί­τε˙ αλλάξ­τε απο­φα­σι­στι­κά σκέ­ψεις και φρο­νή­μα­τα και ζωή, διό­τι πλη­σιά­ζει ο και­ρός που ο Μεσ­σί­ας θα εγκα­θι­δρύ­σει και στη γη τη βασι­λεία των ουρα­νών με την νέα ουρά­νια ζωή που θα μας φέρει’’)» και Ματθ. 4,17: «π τότε ρξα­το ησος κηρύσ­σειν κα λέγειν· μετα­νοετε· γγι­κε γρ βασι­λεία τν ορανν(:Από τότε άρχι­σε ο Ιησούς να κηρύτ­τει συστη­μα­τι­κά και να λέει: ‘’Μετα­νο­εί­τε, διό­τι πλη­σί­α­σαν οι ημέ­ρες που ο Μεσ­σί­ας θα εγκα­θι­δρύ­σει και στη γη τη βασι­λεία των ουρα­νών με τη νέα, πνευ­μα­τι­κή, άγια και ουρά­νια ζωή, η οποία θα μετα­δί­δε­ται μέσα στην Εκκλη­σία Του’’»] και δεν ανα­φέ­ρει τίπο­τε ακό­μη για τον εαυ­τό Του το κήρυγ­μα, το οποίο έκα­νε· διό­τι ήταν αρκε­τό για τότε, το να παρα­δε­χθούν και αυτό, επει­δή δεν είχαν ακό­μη την αρμό­ζου­σα γνώ­ση γι΄Αυτόν.

Γι’ αυτό και όταν αρχί­ζει δεν λέγει τίπο­τε το δυσά­ρε­στο και το βαρύ, όπως ο Ιωάν­νης, που έκα­νε ανα­φο­ρά στην αξί­να και το άκαρ­πο δέν­τρο που επρό­κει­το από τη ρίζα του να κοπεί πλέ­ον, και το φτυά­ρι και το αλώ­νι και το άσβε­στο πυρ[ πρβ. κήρυγ­μα Ιωάν­νη του Βαπτι­στή, Ματθ.3,10: «δη δ κα ξίνη πρς τν ίζαν τν δέν­δρων κεται· πν ον δέν­δρον μ ποιον καρπν καλν κκό­πτε­ται κα ες πρ βάλ­λε­ται (:Τώρα μάλι­στα και το τσε­κού­ρι της θεί­ας κρί­σε­ως βρί­σκε­ται κον­τά στη ρίζα των δέν­δρων, έτοι­μο να κόψει σύρ­ρι­ζα κάθε άκαρ­πο δέν­δρο. Κάθε δέν­δρο λοι­πόν που δεν κάνει καλό καρ­πό κόβε­ται απ’ τη ρίζα και ρίχνε­ται στη φωτιά. Αυτό θα πάθει και κάθε άνθρω­πος που δεν έχει καρ­πό αρε­τής)» και Ματθ.3,11–12:«Ατς μς βαπτί­σει ν Πνεύ­μα­τι γί κα πυρί. ο τ πτύ­ον ν τ χειρ ατο κα δια­κα­θα­ριε τν λωνα ατο, κα συνά­ξει τν στον ατο ες τν ποθή­κην, τ δ χυρον κατα­καύ­σει πυρ σβέστ(:Αυτός λοι­πόν θα σας βαπτί­σει με Άγιο Πνεύ­μα και με την καθαρ­τι­κή φωτιά της θεί­ας χάρι­τος. Κρα­τά­ει στο χέρι το φτυά­ρι που λιχνί­ζει και ξεχω­ρί­ζει το σιτά­ρι από το άχυ­ρο. Η δίκαιη κρί­ση του δηλα­δή είναι έτοι­μη να λει­τουρ­γή­σει, και θα καθα­ρί­σει τελεί­ως το αλώ­νι του, δηλα­δή τον κόσμο ολό­κλη­ρο. Και θα μαζέ­ψει το σιτά­ρι Του στην απο­θή­κη, δηλα­δή τους ενά­ρε­τους ανθρώ­πους στην ουρά­νια βασι­λεία, ενώ το άχυ­ρο, δηλα­δή τους αμε­τα­νόη­τους, θα τους κατα­κά­ψει με φωτιά που δεν σβή­νει ποτέ)»], αλλά ανα­φέ­ρει στο προ­οί­μιο της διδα­σκα­λί­ας Του πράγ­μα­τα χρη­στά και αγα­θά, ευαγ­γε­λι­ζό­με­νος στους ακρο­α­τές Του τους ουρα­νούς και την εκεί Βασι­λεία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047–64/In%20Matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλα­μάς», ΕΠΕ, εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα από την ομι­λία ΙΔ΄, τόμος 9, σελ. 440–445 ‚Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 64, σελ.31–34.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  •  
Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Φῶς!

«Ὁ λαὸς ὁ καθή­με­νος ἐν σκό­τει εἶδε φῶς μέγα» (Ματθ. 4, 16)

ΕIXA δια­βά­σει, ἀγα­πη­τοί μου, ὅτι κάποιος πῆρε ἕνα παι­δὶ καὶ τό ‘κλει­σε σὲ μιὰ σπη­λιά. Δὲν τὸ ἄφη­σε νὰ πεθά­νῃ. Φρόν­τι­ζε γιὰ τὸ παι­δὶ ποὺ τὸ περιό­ρι­σε στὸ σκο­τει­νὸ ἐκεῖ­νο μέρος τῆς γῆς. Εἶχε κάποιο σκο­πὸ ποὺ τὸ ἔκα­νε αὐτό. Τὸ παι­δί μέσ’ στὴ σπη­λιὰ δὲν ἔβλε­πε τίπο­τε. Ζοῦ­σε στὸ σκο­τά­δι. Μέρα καὶ νύχτα ἐκεῖ ἦταν τὸ ἴδιο. Εἶχε πιὰ συνη­θί­σει στὸ σκο­τά­δι. Ἀλλ’ ὅταν τὸ παι­δὶ κάπως μεγά­λω­σε καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ παρα­τη­ρῇ καὶ νὰ κρί­νῃ, ἦρθε ἐκεῖ­νος ποὺ τὸ ἔφε­ρε καὶ τὸ πῆρε. Τὸ ἔβγα­λε ἀπὸ τὴ σπη­λιά. Τὴ στιγ­μὴ ἐκεί­νη ἡ αὐγὴ γλυ­κο­χά­ρα­ζε. Ὁ ἥλιος σιγά,σιγᾷ — σιγά,σιγᾷ ἔβγαι­νε καὶ σκορ­ποῦ­σε τὸ γλυ­κό του φῶς στὴ γῆ. Τὸ παι­δὶ πρώ­τη φορὰ ἔβλε­πε τὸν ἥλιο. Βλέ­πον­τάς τον στά­θη­κε καὶ θαύ­μα­ζε. Ἡ πρώ­τη ἐρώ­τη­ση τοῦ παι­διοῦ ἦταν: «Ποιός ἔκα­νε τὸν ἥλιο;». «Ὁ Θεός, παι­δί μου», τοῦ ἀπάν­τη­σαν, «ὁ Θεὸς ἔκα­νε τὸν ἥλιο, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ βλέ­πεις». «Δόξα σοί, ὁ Θεὸς δόξα σοὶ τῷ δεί­ξαν­τι τὸ φῶς», εἶπε ὁ μικρός.

Δυστυ­χῶς ἐμεῖς συνη­θί­σα­με νὰ βλέ­που­με ἀδιά­φο­ρα κάθε μέρα τὸν ἥλιο ποὺ μᾶς φωτί­ζει καὶ μᾶς θερ­μαί­νει δωρε­άν. Ὁ ἥλιος δὲν εἶνε, βλέ­πε­τε, ἑται­ρεία ἐκμε­ταλ­λεύ­σε­ως, δὲν εἶνε Δ.Ε.Η., γιὰ νὰ μᾶς ζητάη κάθε μῆνα πλη­ρω­μὴ γιὰ τὸ φῶς ποὺ μᾶς δίνει. Καὶ τί πλού­σιο φῶς εἶνε αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁ ἥλιος! Ὅλες οἱ ἠλε­κτρι­κὲς ἑται­ρεῖ­ες τοῦ κόσμου δὲν φθά­νουν νὰ μᾶς δώσουν τὸ φῶς ποὺ μᾶς δίνει ὁ ἥλιος σὲ μιὰ μέρα. Δωρε­ὰν καὶ ἄφθο­νο μᾶς στέλ­νει τὸ φῶς ὁ Μεγα­λο­δύ­να­μος. Κ’ ἐμεῖς ἕνα εὐχα­ρι­στῶ δὲν λέμε. Δὲν πηγαί­νου­με στὴν ἐκκλη­σία γιὰ νὰ ποῦ­με καὶ ἐμεῖς τὸ «Δόξα σοί, τῷ δεί­ξαν­τι τὸ φῶς». Καὶ εἶνε ὁ ἥλιος ἢ μόνη εὐερ­γε­σία τοῦ Θεοῦ;…

Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ σᾶς μιλή­σω γιὰ τὸν ἥλιο. Θέλω νὰ σᾶς μιλή­σω γιὰ κάποιο ἄλλο φῶς, ποὺ εἶνε πολὺ ἀνώ­τε­ρο ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ὅπως τὸ παι­δὶ ἦταν κλει­σμέ­νο μέσα στὴ σπη­λιὰ καὶ δὲν ἔβλε­πε τίπο­τε, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρω­ποι ὅλου τοῦ κόσμου ζοῦ­σαν μέσα σὲ μιὰ ἀπέ­ραν­τη σπη­λιά, ζοῦ­σαν στὸ σκο­τά­δι. Σκο­τά­δι ὄχι τοῦ σώμα­τος, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς. Δὲν γνώ­ρι­ζαν ποιός εἶνε ὁ ἀλη­θι­νὸς Θεός. Λάτρευαν τὰ εἴδω­λα. Θεοὶ γι’ αὐτοὺς ἦταν τὰ ἄστρα, τὰ δέν­τρα, τὰ ποτά­μια, οἱ θάλασ­σες, τὰ διά­φο­ρα στοι­χεῖα τῆς φύσε­ως. Θεοί τους τὰ διά­φο­ρα ζῶα. Λάτρευαν γιὰ θεοὺς τίς γάτες, τὰ φίδια, τὰ ἄγρια θηρία. Λάτρευαν τὰ κρεμ­μύ­δια καὶ τὰ σκόρ­δα. Λάτρευαν τὰ πιὸ εὐτε­λῆ πράγ­μα­τα.

Μεσά­νυ­χτα εἶχαν ὡς πρὸς τὴν πίστη στὸν ἀλη­θι­νὸ Θεὸ κι αὐτοὶ οἱ πρό­γο­νοί μας, οἱ ἀρχαῖ­οι Ἕλλη­νες, ποὺ εἶχαν φθά­σει σ’ ἕνα κολο­φώ­να γνώ­σε­ως καὶ ἐπι­στή­μης καὶ καυ­χών­ταν γιὰ τὸν πολι­τι­σμό τους, καὶ ὠνό­μα­ζαν τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους βαρ­βά­ρους. Κι αὐτοὶ στὸ ζήτη­μα τῆς θρη­σκεί­ας δὲν διέ­φε­ραν ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς. Εἶχαν ἄγνοια τῆς ἀλη­θι­νῆς θρη­σκεί­ας. Τοῦ­το φανε­ρώ­νει καὶ ὁ βωμὸς ποὺ εἶχαν στή­σει στὴν Ἀθή­να μὲ τὴν ἐπι­γρα­φὴ «ἀγνώ­στῳ Θεῷ» (Πράξ. 17, 23). Καὶ ὄχι μόνο ὁ πολὺς λαὸς ζοῦ­σε μέσα στὴν πλά­νη, στὴν εἰδω­λο­λα­τρία, ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ μεγα­λύ­τε­ροι φιλό­σο­φοι δὲν εἶχαν καθα­ρῇ ἰδέα γιά το Θεό. Κάτι βέβαια ἔλε­γαν, ἀλλ’ αὐτὸ ποὺ ἔλε­γαν δὲν εἶχαν τὴ δύνα­μη νὰ τὸ δια­δώ­σουν καὶ νὰ τὸ κάνουν πίστη τοῦ λαοῦ. “Ὅταν ὁ πιὸ ἔνδο­ξος φιλό­σο­φος τῆς ἀρχαί­ας Ἑλλά­δος, ὁ Σωκρά­της, τόλ­μη­σε κάτι νὰ πῇ γιὰ τὴ λατρεία τοῦ ἀλη­θι­νοῦ Θεοῦ, οἱ Ἀθη­ναῖ­οι τὸν κατα­δί­κα­σαν νά πιὴ τὸ κώνειο, τὸ δηλη­τή­ριο μὲ τὸ ὁποῖο θανά­τω­ναν ἐκεί­νους ποὺ δὲν πίστευαν στὴ θρη­σκεία τῶν εἰδώ­λων. Ἀλλ’ ὁ Σωκρά­της προ­τοῦ νὰ πεθά­νῃ, στὴν ἀπο­λο­γία ποὺ ἔκα­νε στοὺς δικα­στάς του, εἶπε περί­που τὰ ἑξῆς:

«Ἐγώ, ἀγα­πη­τοί μου Ἀθη­ναῖ­οι, ἤμουν σὰν τὴ βου­κέν­τρα ποὺ κρα­τά­ει ὁ γεωρ­γὸς γιὰ νὰ κεν­τάη τὰ βόδια νὰ σύρουν τὸ ἀλέ­τρι καὶ νὰ καλ­λιερ­γῆ­ται τὸ χωρά­φι. Διαρ­κῶς σᾶς ξυπνοῦ­σα δὲν σᾶς ἄφη­να νὰ κοι­μη­θῆ­τε. Τώρα ποὺ μὲ κατα­δι­κά­ζε­τε σὲ θάνα­το θὰ πέσε­τε σ’ ἕνα βαθὺ ὕπνο, καὶ κανεὶς πιὰ δὲν θὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ σᾶς ξυπνή­σῃ. Θὰ κοι­μᾶ­στε μέχρις ὅτου σᾶς λυπη­θῇ ὁ Θεὸς καὶ σᾶς στεί­λῃ ἐκεῖ­νον ποὺ θὰ σᾶς ξυπνή­σῃ ἀπό το λήθαρ­γο σᾶς…».…

Καὶ Ἐκεῖ­νος, ποὺ κάπως θαμ­πὰ τὸν ἔβλε­πε στὸ βάθος τῶν αἰώ­νων ὁ Σωκρά­της, Ἐκεῖ­νος, ποὺ καθα­ρώ­τε­ρα τὸν ἔβλε­παν καὶ τὸν προ­α­νήγ­γελ­λαν πρὶν ἀπὸ αἰῶ­νες ὁλό­κλη­ρους οἱ προ­φῆ­τες τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης, ἦρθε. Εἶνε ὁ Χρι­στός. Ἦρθε σὰν τὸ λαμ­πρὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ποὺ μὲ τὴν ἀνα­το­λή του σκορ­πί­ζει τὰ σκο­τά­δια τῆς νύχτας καὶ δίνει ὀμορ­φιὰ σὲ ὅλα τὰ πράγ­μα­τα καὶ ζεσταί­νει αὐτοὺς ποὺ κρυώ­νουν καὶ κάνει τὰ στά­χυα νὰ μεστώ­νουν καὶ τοὺς καρ­ποὺς νὰ ὡρι­μά­ζουν καὶ τὰ στα­φύ­λια νὰ γίνων­ται γλυ­κὸ κρα­σί. Ναί! Ὁ Χρι­στὸς εἶνε τὸ φῶς. Τὸ μέγα φῶς, ποὺ ὁ Ἠσα­ΐ­ας ὁ προ­φή­της ὀκτα­κό­σια χρό­νια ἐνω­ρί­τε­ρα προ­α­νήγ­γει­λε ὅτι θ’ ἀνέ­τελ­λε στὸν κόσμο (βλ. ‘Ἠσ. 9, 2).

Φῶς εἶνε ὁ Χρι­στός. Φῶς ἡ διδα­σκα­λία του. Φῶς τὰ θαύ­μα­τά του. Φῶς ὁ ἅγιος βίος του. Φῶς τὰ σεπτά του πάθῃ. Φῶς ἡ ἀνά­στα­σή του. Φῶς ἡ ἀνά­λη­ψί του. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὅλος φῶς. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ ἥλιος τῶν ψυχῶν.

Θέλεις, ἄνθρω­πε, νὰ δῇς τὸ πνευ­μα­τι­κὸ αὐτὸ φῶς; Ἄκου­σέ με. Πᾶρε στὰ χέρια σου τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ἄνοι­ξε τὸ καὶ ἄρχι­σε νὰ τὸ δια­βά­ζῃς· ὄχι ὅπως δια­βά­ζεις μιὰ ἐφη­με­ρί­δα ἢ ὁποιο­δή­πο­τε ἄλλο βιβλίο, ἀλλὰ νὰ τὸ δια­βά­ζῃς μὲ τὴν πίστι, ὅτι στὸ βιβλίο αὐτὸ μιλά­ει ὁ Κύριος. Διά­βα­ζε το μὲ ταπεί­νω­σι. Διά­βα­ζε τὸ καθη­με­ρι­νῶς. Τοὐ­λά­χι­στον ἕνα κεφά­λαιο κάθε μέρα. Θὰ αἰσθά­νε­σαι, ὅτι οὐρά­νιο φῶς πλημ­μυ­ρί­ζει τὸν ψυχι­κό σου κόσμο, καὶ γεμᾶ­τος εὐγνω­μο­σύ­νη θὰ λὲς στὸ Θεό: «Δόξα σοί, τῷ δεί­ξαν­τι τὸ φῶς». Θέλεις, ἄνθρω­πε, νὰ δῇς τὸ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς; Ἄκου­σέ με. Ὅταν τὴν Κυρια­κὴ ἀκοῦς της καμ­πά­να νὰ χτυ­πάη, σήκω ἀπὸ τὸ κρε­βά­τι σου, ντύ­σου γρή­γο­ρα καὶ πήγαι­νε στὴν ἐκκλη­σία. Ἄνα­ψε τὸ κερί σου, κάνε κανο­νι­κά το σταυ­ρό σου καὶ στά­σου μὲ εὐλά­βεια σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ ναοῦ. Ἡ καρ­διά σου στὸ Χρι­στὸ τὰ μάτια σου στὶς ἱερὲς εἰκό­νες τὰ αὐτιά σου στὰ λόγια ποὺ ψάλ­λουν οἱ ψάλ­τες καὶ οἱ ἱερεῖς. Εἶνε λόγια χρυ­σᾶ, εἶνε λόγια φωτει­νά, εἶνε λόγια ποὺ παρη­γο­ροῦν τίς πονε­μέ­νες ψυχές, εἶνε λόγια ποὺ ξυπνοῦν τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς καὶ φέρ­νουν δάκρυα στὰ μάτια τους. Ἄν ἔτσι μὲ εὐλά­βεια καὶ προ­σο­χὴ παρα­κο­λου­θή­σῃς ὅλα ὅσα λέγον­ται καὶ γίνον­ται στὴ θεία λει­τουρ­γία, τότε στὸ τέλος θὰ δῇς κ’ ἐσὺ μέσ’ στὴν καρ­διά σου τὸ φῶς του Χρι­στοῦ. Καὶ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ ἐκκλη­σί­α­σμα θὰ πῆς τὸ «Εἴδο­μεν τὸ φῶς τὸ ἀλη­θι­νόν, ἐλά­βο­μεν Πνεῦ­μα ἐπου­ρά­νιον, εὕρο­μεν πίστιν ἀλη­θῆ, ἀδιαί­ρε­τον Τριά­δα προ­σκυ­νοῦν­τες· αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσω­σεν».





ΙΒ’ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 17, 12–19)

Ἀχά­ρι­στοι

«Ἀπο­κρι­θεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκα­θα­ρί­σθη­σαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;»

(Λουκ. 17, 17)

Α ΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγα­πη­τοί, τὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Δέκα ἦταν. Καὶ οἱ δέκα ἀσθε­νεῖς. Ἔπα­σχαν ἀπὸ ἀσθέ­νεια φοβε­ρή. Θεὸς φυλά­ξοι! Λέπρα ἦταν ἡ ἀσθέ­νειά τους. Λέπρα! Ἀσθέ­νεια πολὺ βασα­νι­στι­κή. Τὸ δέρ­μα γεμί­ζει ἀπὸ πλη­γές. Φαγού­ρα αἰσθά­νε­ται ὁ ἀσθε­νὴς ξύνε­ται συνε­χῶς ὕπνος δὲν τὸν παίρ­νει. Τὸ δέρ­μα κοκ­κι­νί­ζει, γεμί­ζει ἀπὸ κάτι λέπια σὰν τὰ λέπια ποὺ ἔχουν τὰ ψάρια. Σαπί­ζουν τὰ κρέ­α­τα. Παρα­μορ­φώ­νε­ται τὸ πρό­σω­πο. Ὁ πιὸ ὄμορ­φος ἄνθρω­πος γίνε­ται ὁ πιὸ ἄσχη­μος.

Πολὺ βασα­νι­στι­κὴ ἀσθέ­νεια ἡ λέπρα, ἀλλὰ καὶ πολὺ μετα­δο­τι­κὴ ἐκεί­νη τὴν ἐπο­χή, ποὺ δέν εἶχε ἀκό­μη βρε­θῇ τρό­πος ν’ ἀντι­με­τω­πι­σθη ἀπὸ τὴν ἰατρι­κὴ ἐπι­στή­μη. Μπο­ροῦ­σε ἕνα λεπρὸς νὰ μετα­δώ­σῃ τὴν ἀσθέ­νεια σ’ ἕνα ὁλό­κλη­ρο χωριό. Καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρό­νια ἡ λέπρα ἦταν ἀγιά­τρευ­τη. Κανέ­να φάρ­μα­κο δὲν ὑπῆρ­χε γι’ αὐτήν. Μόνο τώρα τελευ­ταία ἀνα­κα­λύ­φθη­κε τὸ φάρ­μα­κο τῆς λέπρας, καὶ χιλιά­δες λεπροὶ βρί­σκουν τὴ θερα­πεία τους καὶ δοξά­ζουν το Θεό. Ἕνα νησά­κι, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Κρή­τη, ποὺ λέγε­ται Σπι­να­λόγ­γα, ἦταν γεμᾶ­το ἀπὸ λεπρούς, κ’ ἐκεῖ οἱ λεπροὶ ζοῦ­σαν μιὰ ζωὴ δυστυ­χι­σμέ­νη. Τώρα τελευ­ταῖα λοι­πὸν τὸ νησά­κι αὐτὸ ἄδεια­σε. Οἱ λεπροὶ ποὺ ἔμε­ναν ἐκεῖ θερα­πεύ­τη­καν. Δόξα σοὶ ὁ Θεός!

Ἀλλὰ στὴν ἀρχαία ἐπο­χὴ οἱ λεπροὶ ἦταν ἀθε­ρά­πευ­τοι. Γι’ αὐτό, μόλις κανεὶς παρου­σί­α­ζε σημά­δια τῆς φοβε­ρῆς αὐτῆς ἀρρώ­στιας, οἱ ἄνθρω­ποι, ἀπό το φόβο νὰ μὴν κολ­λή­σῃ καὶ ἄλλους, ἔδιω­χναν τὸ λεπρὸ ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ ἦταν ἀναγ­κα­σμέ­νος ὁ λεπρὸς νὰ χωρί­ζῃ ἀπὸ τὸ σπί­τι του, νὰ ζῆ χιλιό­με­τρα μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ ζῆ ἀπο­μο­νω­μέ­νος, νὰ ζῆ μὲ ἄλλους λεπροὺς μέσα σὲ σπη­λιὲς καὶ σὲ χαλά­σμα­τα, νὰ ζῆ ἐκεῖ χει­μῶ­να — καλο­καί­ρι. Κανεὶς δὲν πλη­σί­α­ζε τοὺς λεπροὺς οὔτε αὐτοὶ οἱ φίλοι καὶ συγ­γε­νεῖς τους. Κρε­μοῦ­σαν ἀπό το λαι­μὸ τῶν λεπρῶν κου­δού­νια σὰν τὰ κου­δού­νια ποὺ εἶνε κρε­μα­σμέ­να ἀπό το λαι­μὸ τῶν γιδιῶν καὶ τῶν προ­βά­των, γιὰ νὰ ἀκοῦ­νε οἱ ἄνθρω­ποι τὰ κου­δού­νια καὶ νὰ φεύ­γουν μακριά.

Δέκα λοι­πὸν τέτοιοι λεπροί, ποὺ ζοῦ­σαν ἀπο­μο­νω­μέ­νοι καὶ ἀπελ­πι­σμέ­νοι, ὅταν εἶδαν ἀπὸ μακριὰ τὸ Χρι­στὸ νὰ περ­νᾷ ἀπὸ τὸ δημό­σιο δρό­μο καὶ νὰ πηγαί­νῃ στὸ χωριό, ἀμέ­σως ὅλοι μαζὶ ἄρχι­σαν νὰ φωνά­ζουν καὶ νὰ ζητοῦν τὴ βοή­θειά του. Φώνα­ζαν: «Ἰησοῦ ἐπι­στά­τα, ἐλέη­σον ἡμᾶς» (Λουκ. 17, 13). Τὸ φώνα­ζαν μὲ πίστι. Πίστευαν, ὅτι ὁ Χρι­στός, ὅπως θερά­πευ­σε χιλιά­δες ἀρρώ­στους ποὺ ἔπα­σχαν ἀπὸ διά­φο­ρες ἀσθέ­νειες, μόνο αὐτὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κάνῃ καὶ αὐτοὺς καλά. Καὶ ὁ Χρι­στός τους ἔκα­νε καλὰ μόνο μὲ τὸ λόγο του τὸν παν­το­δύ­να­μο. Σὲ μιὰ στιγ­μὴ τὸ κορ­μί τους καθα­ρί­στη­κε. Δὲν ἔμει­νε ἐπά­νω τους οὔτε ἕνα σημά­δι τῆς φοβε­ρῆς ἀρρώ­στιας. Ὦ Χρι­στέ, πόσο μεγά­λη εἶνε ἡ δύνα­μή σου!

Οἱ ἱερεῖς, ποὺ τὴν ἐπο­χὴ ἐκεί­νη εἶχαν καὶ τὴν ἰατρι­κὴ ἐπί­βλε­ψη τῶν λεπρῶν, πιστο­ποί­η­σαν ὅτι οἱ δέκα λεπροὶ ἦταν πιὰ ὑγιεῖς καὶ μπο­ροῦ­σαν ἐλεύ­θε­ρα νὰ ἐπι­κοι­νω­νοῦν μὲ τὸν ἄλλο κόσμο. Καὶ νά τους. Γεμᾶ­τοι χαρὰ τρέ­χουν στὰ σπί­τια τους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ δικά τους πρό­σω­πα. Ἀλλὰ μέσα στὶς ἀγκα­λιὲς τῶν γυναι­κῶν καὶ τῶν παι­διῶν τους ὁ Χρι­στὸς ξεχά­στη­κε. Ἕνας μόνο, ποὺ τὸν περι­φρο­νοῦ­σαν, για­τί δὲν τὸν θεω­ροῦ­σαν γνή­σιο Ἰου­δαῖο ἀλλὰ νόθο, ἕνας Σαμα­ρεί­της, αὐτός, πρὶν πάη στὸ σπί­τι του, θεώ­ρη­σε καθῆ­κον του νὰ πάη πρῶ­τα στὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ τὸν εὐχα­ρι­στή­σῃ. Ἦρθε λοι­πὸν στὸ Χρι­στό, ἔπε­σε στὰ πόδια του καί μὲ δάκρυα στὰ μάτια εὐχα­ρί­στη­σε τὸν εὐερ­γέ­τη του. Καὶ τότε ὁ Χρι­στὸς εἶπε: «Δὲν καθα­ρί­στη­καν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Ποῦ εἶνε οἱ ἄλλοι ἐννέα; Μόνο ἕνας ἦρθε νὰ εὐχα­ρι­στή­σῃ καὶ νὰ δοξο­λο­γή­σῃ το Θεό; Κι αὐτὸς δὲν εἶνε Ἰου­δαῖ­ος, ἀλλὰ Σαμα­ρεί­της».

Τί ἀχά­ρι­στοι φάνη­καν αὐτοὶ οἱ ἐννέα Ἰου­δαῖ­οι! Νὰ τοὺς κάνῃ ἕνα τόσο μεγά­λο καλὸ καὶ Χρι­στός, ἕνα καλὸ ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ κάνῃ, κι αὐτοὶ νὰ μὴν ἔρθουν νὰ τοῦ ποῦν ἕνα εὐχα­ρι­στῶ. Ναί, ἀχά­ρι­στοι αὐτοὶ οἱ ἐννέα λεπροὶ ποὺ θερά­πευ­σε ὁ Χρι­στός.

Ἀλλὰ ἀχά­ρι­στοι εἶνε καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἀχά­ρι­στοι εἴμα­στε καὶ ἐμεῖς, ποὺ λέμε πῶς πιστεύ­ου­με στὸ Χρι­στό, ἀλλὰ δὲν τὸν εὐχα­ρι­στοῦ­με ὅπως πρέ­πει. Για­τί ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ πιὸ μεγά­λος εὐερ­γέ­της μας. Ὅ,τι καλὸ ἔχου­με, ὑλι­κὸ καὶ πνευ­μα­τι­κό, δὲν εἶνε δικό μας. Τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε. Τὰ ποτά­μια, οἱ λίμνες καὶ οἱ θάλασ­σες, τὰ δέν­τρα, τὰ χωρά­φια ποὺ καλ­λιερ­γοῦ­με, τὰ πρό­βα­τα ποὺ μᾶς δίνουν τὸ μαλ­λὶ καὶ τὸ γάλα τους, τὰ ἄλλα ἥμε­ρα ζῶα ποὺ μᾶς εἶνε τόσο χρή­σι­μα, ὁ ἀέρας ποὺ ἀνα­πνέ­ου­με, ἡ βρο­χὴ ποὺ πέφτει καὶ ποτί­ζει τὴ γῆ, ὁ ἥλιος ποὺ φωτί­ζει καὶ θερ­μαί­νει, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶνε δικά μας. Τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε. Ὁ Χρι­στὸς τὰ δημιούρ­γη­σε καὶ τὰ ἔθε­σε στὴ διά­θε­σί μας. Ἄν μᾶς τὰ πάρῃ γιὰ μιὰ στιγ­μή, τότε ἐμεῖς πῶς μπο­ροῦ­με νὰ ζήσου­με; Πῶς νὰ ζήσου­με χωρὶς ἥλιο, χωρὶς ἀέρα, χωρὶς νερό, χωρὶς τρο­φή; Καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά, ποὺ τὸ στορ­γι­κό του χέρι ἀνοί­γει καθη­με­ρι­νῶς καὶ σκορ­πί­ζει πλου­σιο­πά­ρο­χα σὲ ὅλους, γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ ἔπρε­πε νὰ εἴμα­στε εὐγνώ­μο­νες στὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ τοῦ λέμε «Χρι­στέ, σ’ εὐχα­ρι­στοῦ­με». Ὄχι ἕνα, ἀλλὰ χίλια εὐχα­ρι­στῶ θὰ ἔπρε­πε νὰ τοῦ λέμε καθη­με­ρι­νῶς. Διό­τι, ὅπως εἴπα­με, ὅλα εἶνε δικά του καὶ τίπο­τε δὲν εἶνε δικό μας.

Ἀλλὰ ξεχά­σα­με! Ἔχου­με καὶ ἐμεῖς κάτι, ποὺ δὲν εἶνε τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλλὰ εἶνε δικό μας. Δικό μας; Ναί, δικό μας. Ποιό εἶνε αὐτό; Εἶνε ἡ ἁμαρ­τία. Αὐτὴ δὲν προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ Χρι­στό; ἄπα­γε τῆς βλα­σφη­μί­ας! Ἡ ἁμαρ­τία, ὅπως διδά­σκει ἡ Ἐκκλη­σία μας, εἶνε προ­ϊ­όν της ἐλευ­θε­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ ἄνθρω­πος, δηλα­δή, ἀφέ­θη­κε ἐλεύ­θε­ρος νὰ δια­λέ­ξῃ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἀλλ’ ἀντὶ νὰ δια­λέ­ξῃ τὸ καλό, διά­λε­ξε τὸ κακό, καὶ τὸ κακὸ σὰν λέπρα κόλ­λη­σε πάνω του. Ὦ, δὲν ὑπάρ­χει ἄλλο κακὸ πιὸ βασα­νι­στι­κὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία. Αὐτὴ δὲν ἀφή­νει τὸν ἄνθρω­πο νὰ ἡσυ­χά­σῃ οὔτε μέρα οὔτε νύχτα. Αὐτὴ φαρ­μα­κώ­νει τὸ αἷμα του, αὐτὴ μολύ­νει τὸ μυα­λό του, αὐτὴ σὰν μικρό­βιο ἀόρα­το κατορ­θώ­νει καὶ εἰσχω­ρεῖ παν­τοῦ καὶ κάνει θραῦ­σι, κατα­στρο­φὴ μεγά­λη. Καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία εἶνε προ­σβε­βλη­μέ­νοι ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι. Ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι εἴμα­στε ψυχι­κῶς λεπροί. Λέπρα π.χ. δὲν εἶνε ἡ φιλαρ­γυ­ρία, ποὺ δὲν ἀφή­νει τὸν ἄνθρω­πο νὰ ἡσυ­χά­σῃ οὔτε μέρα οὔτε νύχτα; Λέπρα δὲν εἶνε ἡ μοι­χεία καὶ ἡ πορ­νεία, τὸ ἀκά­θαρ­το πάθος τῆς σαρ­κός; Λέπρα δὲν εἶνε τὸ μῖσος καὶ ἡ ἐκδί­κη­σι, ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθό­νος καὶ κάθε ἄλλο εἶδος κακί­ας;

Αὐτὴ τὴ λέπρα τῆς ψυχῆς ἕνας ἔχει τὴ δύνα­μι νὰ τὴ θερα­πεύ­σῃ. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χρι­στός, ὁ «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμά­των ἡμῶν». “Ὅποιος πιστεύ­ει στὸ Χρι­στὸ καὶ ζητεῖ τὴ βοή­θειά του, θερα­πεύ­ε­ται ἀπὸ τὰ βασα­νι­στι­κὰ πάθη τῆς κακί­ας.

Ὁ Χρι­στὸς λοι­πὸν εἶνε ὁ μέγι­στος εὐερ­γέ­της. Καὶ θὰ ἔπρε­πε νὰ εἴμα­στε πρὸς αὐτὸν εὐγνώ­μο­νες.

Ὦ Χρι­στέ μου, χίλια καλὰ μᾶς δίνεις, χίλιες φορές μας συγ­χω­ρεῖς γιὰ τ’ ἁμαρ­τή­μα­τα ποὺ κάνου­με. Χίλιες φορὲς μᾶς σώζεις ἀπὸ σωμα­τι­κοὺς καὶ ψυχι­κοὺς κιν­δύ­νους. Χωρὶς τὴν ἀγά­πη σου, χωρὶς τὴ βοή­θειά σου, ποιός θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ζήσῃ καὶ μιὰ στιγ­μὴ ἀκό­μη πάνω στὸν ἁμαρ­τω­λὸ αὐτὸ πλα­νή­τη; Πόσο γι’ αὐτὸ ἔπρε­πε νὰ σ’ ἀγα­ποῦ­με; Μὲ χίλιους τρό­πους ἔπρε­πε νὰ δεί­χνου­με σ’ ἐσέ­να τὴν εὐγνω­μο­σύ­νη μας.

Καὶ ὅμως! Τί ἐλε­ει­νοὶ καὶ ἀχά­ρι­στοι ποὺ εἴμα­στε! Χτυ­πᾶ­νε τὴν Κυρια­κὴ οἱ καμ­πά­νες, μᾶς καλοῦν νὰ πᾶμε νὰ τὸν προ­σκυ­νή­σου­με καὶ νὰ τοῦ ποῦ­με ἕνα εὐχα­ρι­στῶ, καὶ ἀπὸ τοὺς ἑκα­τὸ ἕνας ἢ δύο πᾶνε στὴν ἐκκλη­σία, κι αὐτοὶ ὄχι μὲ ζεστή καρ­διά. Εἴμα­στε λοι­πὸν καὶ δὲν εἴμα­στε χει­ρό­τε­ροι ἀπὸ τοὺς ἐννέα ἀγνώ­μο­νες λεπρούς;

Χρι­στέ, συχώ­ρε­σέ μας. Καθά­ρι­σέ μας ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς ἀχα­ρι­στί­ας. Δός μας μιὰ καρ­διὰ ποὺ νὰ σὲ ἀγα­πᾷ καὶ νὰ σὲ εὐγνω­μο­νῇ αἰώ­νια.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek