ΚΥΡΙΑΚῌ ΜΕΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (Απόστολος)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ — ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ (Α΄ 11–19)

11 Γνω­ρί­ζω δὲ ὑμῖν, ἀδελ­φοί, τὸ εὐαγ­γέ­λιον τὸ εὐαγ­γε­λι­σθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρω­πον· 12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώ­που παρέ­λα­βον αὐτὸ οὔτε ἐδι­δά­χθην, ἀλλὰ δι’ ἀπο­κα­λύ­ψε­ως ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ. 13 ᾿Ηκού­σα­τε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀνα­στρο­φήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιου­δαϊ­σμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερ­βο­λὴν ἐδί­ω­κον τὴν ἐκκλη­σί­αν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρ­θουν αὐτήν, 14 καὶ προ­έ­κο­πτον ἐν τῷ ᾿Ιου­δαϊ­σμῷ ὑπὲρ πολ­λοὺς συνη­λι­κιώ­τας ἐν τῷ γένει μου, περισ­σο­τέ­ρως ζηλω­τὴς ὑπάρ­χων τῶν πατρι­κῶν μου παρα­δό­σε­ων. 15 ῞Οτε δὲ εὐδό­κη­σεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφο­ρί­σας με ἐκ κοι­λί­ας μητρός μου καὶ καλέ­σας διὰ τῆς χάρι­τος αὐτοῦ 16 ἀπο­κα­λύ­ψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγ­γε­λί­ζω­μαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνε­σιν, εὐθέ­ως οὐ προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ καὶ αἵμα­τι, 17 οὐδὲ ἀνῆλ­θον εἰς ῾Ιερο­σό­λυ­μα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀπο­στό­λους, ἀλλὰ ἀπῆλ­θον εἰς ᾿Αρα­βί­αν, καὶ πάλιν ὑπέ­στρε­ψα εἰς Δαμα­σκόν. 18 ῎Επει­τα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλ­θον εἰς ῾Ιερο­σό­λυ­μα ἱστο­ρῆ­σαι Πέτρον, καὶ ἐπέ­μει­να πρὸς αὐτὸν ἡμέ­ρας δεκα­πέν­τε· 19 ἕτε­ρον δὲ τῶν ἀπο­στό­λων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκω­βον τὸν ἀδελ­φὸν τοῦ Κυρί­ου.

11 Σας καθι­στώ δε γνω­στόν, αδελ­φοί, ότι το Ευαγ­γέ­λιον, το οποί­ον εγώ εκή­ρυ­ξα εις σας δεν είναι έργον ανθρώ­που και δεν εκφρά­ζει σκέ­ψεις ανθρώ­πων. 12 Διό­τι εγώ-όπως άλλω­στε και οι άλλοι Από­στο­λοι-δεν έχω παρα­λά­βει αυτό από άνθρω­πον ούτε το εδι­δά­χθην από άνθρω­πον, αλλά το παρέ­λα­βα κατ’ ευθεί­αν δι’ απο­κα­λύ­ψε­ων, τας οποί­ας ο ίδιος ο Ιησούς Χρι­στός μου εφα­νέ­ρω­σε. 13 Βεβαί­ως και σεις οι ίδιοι έχε­τε πλη­ρο­φο­ρη­θή την ζωήν και συμ­πε­ρι­φο­ράν που είχα, όταν έμε­να πιστός εις την θρη­σκεί­αν των Εβραί­ων και ακο­λου­θού­σα όσα ο Ιου­δαϊ­σμός εδί­δα­σκε. Εχε­τε δηλα­δή πλη­ρο­φο­ρη­θή ότι, επη­ρε­α­σμέ­νος βαθύ­τα­τα από τας παλαιάς διδα­σκα­λί­ας του Νομου και τα έθι­μα των Ιου­δαί­ων, κατε­δί­ω­κα με πολύν φανα­τι­σμόν και σκλη­ρό­τη­τα την Εκκλη­σί­αν του Χρι­στού και προ­σπα­θού­σα να την ερη­μώ­σω και αφα­νί­σω. 14 Χαρις δε στον φανα­τι­σμόν μου αυτόν προ­ώ­δευα στον Ιου­δαϊ­σμόν παρα­πά­νω από πολ­λούς ομο­ε­θνείς συνο­μή­λι­κάς μου, διό­τι εδεί­κνυα περισ­σό­τε­ρον από αυτούς ζήλον δια τας πατρο­πα­ρα­δό­τους παρα­δό­σεις μας. 15 Οταν δε ευδό­κη­σεν ο πανά­γα­θος Θεός, ο οποί­ος με είχε ξεχω­ρί­σει και προ­ο­ρί­σει από την κοι­λί­αν ακό­μη της μητρός μου, και με εκά­λε­σε δια της χάρι­τος του 16 να απο­κα­λύ­ψη εις την καρ­δί­αν και την ψυχήν μου τον Υιόν αυτού, δια να τον κηρύτ­τω ως Σωτή­ρα εις τα έθνη, αμέ­σως δεν εζή­τη­σα από κανέ­να άνθρω­πον συμ­βου­λήν και καθο­δή­γη­σιν δια την μεγά­λην αυτήν κλή­σιν. 17 Ούτε ανέ­βη­κα εις τα Ιερο­σό­λυ­μα, δια να συναν­τή­σω και συμ­βου­λευ­θώ τους Απο­στό­λους, που είχαν κλη­θή προ εμού στο απο­στο­λι­κόν έργον, αλλ’ ανε­χώ­ρη­σα εις τα μέρη της Αρα­βί­ας και πάλιν επέ­στρε­ψα εις Δαμα­σκόν. 18 Επει­τα, τρία έτη μετά την ημέ­ραν που εκλή­θην από τον Χρι­στόν, ανέ­βη­κα εις τα Ιερο­σό­λυ­μα, δια να συναν­τή­σω και γνω­ρί­σω προ­σω­πι­κώς τον Πετρον και έμει­να κον­τά του δεκα­πέν­τε μόνον ημέ­ρας. 19 Αλλον δε από τους Απο­στό­λους δεν είδα, παρά μόνον τον Ιάκω­βον, τον αδελ­φόν του Κυρί­ου.

11 Σας γνω­στο­ποιώ λοι­πόν, αδελ­φοί, ότι το Ευαγ­γέ­λιο που σας κήρυ­ξα δεν απο­τε­λεί ανθρώ­πι­νη επι­νόη­ση. 12 Διό­τι όχι μόνο οι υπό­λοι­ποι από­στο­λοι, αλλά κι εγώ δεν το παρέ­λα­βα ούτε το διδά­χθη­κα από κάποιον άνθρω­πο, αλλά το παρέ­λα­βα με απο­κά­λυ­ψη του Θεού, ο οποί­ος απευ­θεί­ας μου φανέ­ρω­σε και μου απο­κά­λυ­ψε τον Κύριο Ιησού. 13 Και το ότι το Ευαγ­γέ­λιο μου παρα­δό­θη­κε με υπερ­φυ­σι­κή απο­κά­λυ­ψη από τον ίδιο τον Θεό, απο­δει­κνύ­ε­ται από τη δρά­ση μου στο παρελ­θόν. Διό­τι ασφα­λώς έχε­τε ακού­σει για τη δια­γω­γή που έδει­ξα κάπο­τε, όταν ακο­λου­θού­σα το νόμο και τα έθι­μα των Ιου­δαί­ων. Ακού­σα­τε δηλα­δή ότι κατα­δί­ω­κα υπερ­βο­λι­κά την Εκκλη­σία του Θεού και προ­σπα­θού­σα να την κατα­στρέ­ψω. 14 Και προ­ό­δευα στον Ιου­δαϊ­σμό περισ­σό­τε­ρο από πολ­λούς συνο­μή­λι­κους συμ­πα­τριώ­τες μου και έδει­χνα περισ­σό­τε­ρο ζήλο απ’ αυτούς για τις παρα­δό­σεις που κλη­ρο­νο­μή­σα­με από τους πατέ­ρες μας. 15 Όταν όμως ευα­ρε­στή­θη­κε ο Θεός, ο οποί­ος με ξεχώ­ρι­σε και με διά­λε­ξε από τον και­ρό ακό­μη που ήμουν στην κοι­λιά της μητέ­ρας μου, και με κάλε­σε με τη χάρη του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μία τέτοια εκλο­γή, 16 να απο­κα­λύ­ψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό του, για να τον κηρύτ­τω στα έθνη, αμέ­σως δεν συμ­βου­λεύ­θη­κα σάρ­κα και αίμα, δηλα­δή κάποιον θνη­τό άνθρω­πο, 17 ούτε ανέ­βη­κα στα Ιερο­σό­λυ­μα για να συναν­τή­σω τους απο­στό­λους που είχαν κλη­θεί πριν από μένα στο απο­στο­λι­κό αξί­ω­μα, αλλά πήγα στην Αρα­βία και πάλι επέ­στρε­ψα στη Δαμα­σκό. 18 Έπει­τα, μετά από τρία χρό­νια από τότε που είχα επι­στρέ­ψει στο Χρι­στό, ανέ­βη­κα στα Ιερο­σό­λυ­μα για να γνω­ρί­σω από κον­τά τον Πέτρο, κι έμει­να μαζί του δεκα­πέν­τε μέρες. 19 Άλλον από τους απο­στό­λους δεν είδα, παρά μόνο τον Ιάκω­βο, τον αδελ­φό του Κυρί­ου. 

11 Πρέ­πει δὲ νὰ γνω­ρί­ζε­τε, ἀδελ­φοί, ὅτι τὸ εὐαγ­γέ­λιο, ποὺ κηρύ­χθη­κε ἀπὸ μένα, δὲν εἶναι ἀνθρω­πί­νη ἐπι­νόη­σι. 12 Oὔτε δὲ ἐγὼ τὸ παρέ­λα­βα ἀπὸ ἄνθρω­πο, οὔτε τὸ διδά­χθη­κα, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ Ἰησοῦς Xρι­στός. 13 Ἀσφα­λῶς ἀκού­σα­τε γιὰ τὴ δια­γω­γή μου ἄλλο­τε στὸν Ἰου­δαϊ­σμό, ὅτι ὑπερ­βο­λι­κὰ κατα­δί­ω­κα τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ καὶ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ τὴν κατα­στρέ­ψω. 14 Kαὶ προ­ώ­δευα στὸν Ἰου­δαϊ­σμὸ περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ πολ­λοὺς συνο­μη­λί­κους μου στὸ ἔθνος μου, διό­τι εἶχα περισ­σό­τε­ρο ζῆλο γιὰ τὶς παρα­δό­σεις τῶν πατέ­ρων μου. 15 Ὅταν δὲ εὐδό­κη­σε ὁ Θεός, ποὺ μὲ ξεχώ­ρι­σε ἀπὸ τὴν κοι­λία τῆς μητέ­ρας μου καὶ μὲ κάλε­σε λόγῳ τῆς εὐσπλαγ­χνί­ας του 16 νὰ μοῦ ἀπο­κα­λύ­ψῃ τὸν Yἱό του, γιὰ νὰ τὸν κηρύτ­τω στοὺς ἐθνι­κούς, ἀμέ­σως ἀπέ­φυ­γα νὰ προ­στρέ­ξω σὲ ἀνθρώ­πους. 17 Oὔτε ἀνέ­βη­κα στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα πρὸς τοὺς πρὶν ἀπὸ μένα ἀπο­στό­λους. Ἀλλὰ πῆγα στὴν Ἀρα­βία, καὶ πάλι ἐπέ­στρε­ψα στὴ Δαμα­σκό. 18 Ἔπει­τα, μετὰ τρία ἔτη, ἀνέ­βη­κα στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα γιὰ νὰ γνω­ρί­σω τὸν Πέτρο, καὶ ἔμει­να κον­τά του δεκα­πέν­τε ἡμέ­ρες. 19 Ἄλλον δὲ ἀπὸ τοὺς ἀπο­στό­λους δὲν εἶδα, παρὰ τὸν Ἰάκω­βο, τὸν ἀδελ­φὸ τοῦ Kυρί­ου.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ὁ διώ­κτης κῆρυξ

«Καθ ̓ ὑπερ­βο­λὴν ἐδί­ω­κον τὴν ἐκκλη­σί­αν τοῦ Θεοῦ. Ὅτε δὲ εὐδό­κη­σεν ὁ Θεὸς…, ἵνα εὐαγ­γε­λί­ζω­μαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνε­σιν…» (Γαλ. 1,13–16)

ΤΗΝ ΙΣΤΟPIA, ἀγα­πη­τοί μου, τὴν ἱστο­ρία τῆς ζωῆς του ἀφη­γεῖ­ται στη σημε­ρι­νὴ ἀπο­στο­λι­κή περι­κο­πὴ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου, ὅπως γνω­ρί­ζου­με, χωρί­ζε­ται σὲ δύο μέρη. Στὸ πρῶ­το μέρος ἔζη­σε ἀγνο­ών­τας τὸ Χρι­στό, Καὶ ὄχι μόνο ἀγνο­ών­τας ἀλλὰ καὶ πολε­μών­τας τὸ Χρι­στὸ καὶ τὴ χρι­στια­νι­κὴ πίστι. Σαν γνή­σιος Ἰου­δαῖ­ος, σὰν φανα­τι­κός φαρι­σαῖ­ος, ἐδί­ω­κε τότε τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ.

Κάπο­τε ὅμως ήλθε καὶ γι’ αὐτὸν ἡ ὥρα τῆς θεί­ας χάρι­τος. Τότε ὁ Θεός, μὲ ἕνα ὅρα­μα, τοῦ ἀπε­κά­λυ­ψε τὸν Υἱό του, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρι­στόν, καὶ τοῦ ἀνέ­θε­σε νὰ τὸν εὐαγ­γε­λί­ζε­ται στὰ ἔθνη, στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες. Ἀπὸ τὴν ἡμέ­ρα ἐκεί­νη ἔγι­νε στὴ ζωή του ἡ μεγά­λη ἀλλα­γή. Ὅλα ἄλλα­ξαν καὶ ὁ προ­σα­να­το­λι­σμός του, καὶ ἡ κατεύ­θυν­σί του, καὶ οἱ σκο­ποί του, ὡς καὶ αὐτὸ τὸ ὄνο­μά του ποὺ ἀπὸ Σαούλ ἢ Σαῦ­λος ἔγι­νε Παῦ­λος. Αὐτός, λοι­πόν, ποὺ μέχρι τότε δίω­κε τὸ Χρι­στὸ καὶ τὴν Ἐκκλη­σία του, τώρα παύ­ει νὰ διώ­κῃ. Κι ὄχι μόνο παύ­ει νὰ διώ­κῃ, ἀλλὰ καὶ γί- νεται στὸ ἑξῆς ὑπη­ρέ­της τῆς πίστε­ως ποὺ κατε­δί­ω­κε. Ὁ διώ­κτης κῆρυξ!

* * *

Πολ­λές και μεγά­λες αλλα­γές παρα­τη­ρεῖ κανεὶς νὰ γίνων­ται μέσα στὸ Εὐαγ­γέ­λιο ἀπὸ τὸ Χρι­στό. Τὸ νερὸ γίνε­ται κρα­σί, ἡ τρι­κυ­μία γίνε­ται γαλή νη, τὰ πέν­τε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια πολ­λα­πλα­σιά­ζον­ται καὶ τρέ­φουν χιλιά­δες κόσμο. Και μόνο αὐτά; Δαι­μο­νι­σμέ­νοι ἐλευ­θε­ρώ­νον­ται ἀπὸ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα, τυφλοὶ βλέ­πουν τὸ φῶς τους, λεπροὶ καθα­ρί­ζον­ται, κωφά­λα­λοι βρί­σκουν τὴ λαλιά τους, παρά­λυ­τοι σηκώ­νον­ται στὰ πόδια τους, κου­τσοί περ­πα­τοῦν, μέχρι καὶ νεκροὶ ἀνα­σταί­νον­ται. Ἀλλὰ κι αὐτὰ εἶνε μικρὰ μπρο­στὰ στὶς ἄλλες ἐκεῖ­νες αλλα­γές, ποὺ γίνον­ται ὄχι πλέ­ον στὸ σῶμα καὶ στὴν ὑγεία ἀλλὰ στὴν καρ­διὰ καὶ στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώ­πων. Βλέ­πει ἀκό­μη κανεὶς τὸ φιλάρ­γυ­ρο και σκλη­ρό­καρ­δο Ζακ­χαῖο τὸν τελώ­νη νὰ μετα­νοῇ, νὰ ἐπι­στρέ­φῃ μὲ τὸ παρα­πά­νω τὰ κλεμ­μέ­να καὶ νὰ μοι­ρά­ζῃ στοὺς φτω­χοὺς τὰ μισά ἀπὸ τὰ ὑπάρ­χον­τά του. Βλέ­πει τὴν πόρ­νη γυναῖ­κα ν’ ἀφή­νῃ τὴν ἀκά­θαρ­τη ζωὴ καὶ νὰ γίνε­ται σώφρων. Βλέ­πει τοὺς δει­λοὺς καὶ φοβι­σμέ­νους μαθη­τὰς νὰ γίνων­ται ἀτρό­μη­τοι λέον­τες. Βλέ­πει…

Θαυ­μα­τουρ­γι­κὲς ἀλλα­γὲς στὴ σωμα­τι­κὴ κατά­στα­σι ἀλλὰ καὶ θαυ­μα­στὲς ἀλλα­γὲς στὸν ψυχι­κό κόσμο τῶν ἀνθρώ­πων. Ἰδιαι­τέ­ρως ὅμως θαυ­μα­στὲς εἶνε οἱ περι­πτώ­σεις τῶν ἀνθρώ­πων ἐκεί­νων, ποὺ ἐνῷ μέχρι ἑνὸς σημεί­ου εἶχαν ἐχθρι­κή στά­σι ἀπέ­ναν­τι τοῦ Χρι­στοῦ, ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖ­νο, ὅταν τοὺς ἄγγι­ξε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἄλλα­ξαν κ ἔγι­ναν θερ­μοὶ ἀκό­λου­θοί του. Βλέ­που­με φανα­τι­κοὺς ἐχθροὺς καὶ διῶ­κτες τοῦ Χρι­στοῦ νὰ γίνων­ται κήρυ­κες τοῦ ὀνό­μα­τός του καὶ τῆς βασι­λεί­ας του. Ἂς ὑπεν­θυ­μί­σου­με μερι­κὲς τέτοιες περι­πτώ­σεις.

Οἱ φαρι­σαῖ­οι, μισών­τας τὸ Χρι­στό, ἔστει­λαν κάπο­τε τοὺς ὑπη­ρέ­τες τους μὲ τὴν ἐντο­λὴ νὰ τὸν συλ­λά­βουν καὶ νὰ τοὺς τὸν φέρουν δεμέ­νο. Ὅταν ὅμως ἐκεῖ­νοι ἐπέ­στρε­ψαν χωρὶς νὰ ἔχουν ἐκτε­λέ­σει τὴν ἐντο­λὴ καὶ τ ̓ ἀφεν­τι­κὰ δυσα­ρε­στη­μέ­να τοὺς ρώτη­σαν, «Δια­τί οὐκ ἠγά­γε­τε αὐτόν;», δηλα­δὴ «Για­τί δὲν τὸν φέρα­τε;», ἐκεῖ­νοι ἀπήν­τη­σαν «Οὐδέ­πο­τε οὕτως ἐλά­λη­σεν ἄνθρω­πος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρω­πος», «Ποτέ», δηλα­δή, «δεν μίλη­σε ἄνθρω­πος (τόσο ὡραῖα) σὰν αὐτόν» (Ἰωάν. 7,45–46). Ἡ τάξι τῶν φαρι­σαί­ων ἦταν παν­το­δύ­να­μη. Αὐτοί ἦταν οἱ ἐθνι­κοὶ καὶ θρη­σκευ­τι­κοὶ ἄρχον­τες τοῦ Ἰου­δαϊ­κοῦ λαοῦ. Ἀπὸ τοὺς φαρι­σαί­ους ζοῦ­σαν καὶ οἱ ὑπη­ρέ­τες. Εἶχαν λοι­πὸν κι αὐτοὶ σὰν ὑπάλ­λη­λοι ἀνάγ­κη τὴν εὔνοια τῶν ἀφεν­τά­δων τους, καὶ ἀσφα­λῶς μὲ κάθε τρό­πο θὰ ἐπε­δί­ω­καν νὰ μὴ τοὺς δυσα­ρε­στή­σουν. Δια­φο­ρε­τι­κά, θὰ βρί­σκον­ταν πετα­μέ­νοι στο δρό­μο ἀπὸ τὴ δυσμέ­νεια τῶν κυρί­ων τους. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ ὑπη­ρέ­τες τῶν φαρι­σαί­ων ἐδῶ, μὴ ὑπο­λο­γί­ζον­τας τὸ συμ­φέ­ρον τους, ἐκφρά­ζουν τὸ θαυ­μα­σμό τους γιὰ τὸ Χρι­στό. Γίνον­ται κήρυ­κες τοῦ Χρι­στοῦ σε ποιούς; Στοὺς πιο φανα­τι­κούς ἐχθρούς του. Τόσο τοὺς εἶχε κατα­κτή­σει ἡ ἀλή­θεια τῆς διδα­σκα­λί­ας του. Δὲν εἶνε τοῦ­το θαυ­μα­στό; Καὶ δὲν εἶνε αὐτὸ τὸ μόνο παρά­δειγ­μα· ὑπάρ­χουν κι ἄλλα.

Ο Λογ­γί­νος ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος ἦταν ἕνας τρα­χὺς Ῥωμαῖ­ος ἀξιω­μα­τι­κός, λοχα­γὸς τοῦ ῥωμαϊ­κοῦ στρα­τοῦ. Δεχό­ταν δια­τα­γὲς ἀπὸ τοὺς ἀνω­τέ­ρους του καὶ τὶς ἐκτε­λοῦ­σε μὲ ἀπό­λυ­τη πει­θαρ­χία. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ἔδι­νε κι αὐτὸς δια­τα­γὲς στοὺς κατω­τέ­ρους του, στοὺς Ῥωμαί­ους στρα­τιῶ­τες, κι αὐτοὶ πει­θαρ­χοῦ­σαν τυφλά. Ἡ ῥωμαϊ­κή στρα­τιω­τι­κὴ αὐστη­ρό­της ἦταν ξακου­στή. Οἱ Ρωμαῖ­οι στρα­τιω­τι­κοὶ ἐκτε­λοῦ­σαν τὶς δια­τα­γές, ὅσο σκλη­ρὲς κι ἂν ἦταν, χωρὶς συναί­σθη­μα καὶ συμ­πό­νια. Ακό­μα κι ὅταν ἐπρό­κει­το νὰ θανα­τώ­σουν ἄνθρω­πο, κάποιον ἐγκλη­μα­τία ποὺ τὰ ῥωμαϊ­κὰ δικα­στή­ρια εἶχαν κατα­δι­κά­σει στὴν ἐσχά­τη τῶν ποι­νῶν, αὐτοὶ ἀνάλ­γη­τοι ἐκτε­λοῦ­σαν τὴ μακά­βρια δια­τα­γή. Δὲν λυποῦν­ταν μήτε τὸν κατά­δι­κο, ποὺ τελεί­ω­νε τὴ ζωή του μέσα σὲ φρι­κτοὺς πόνους, μήτε τοὺς δικούς του, ποὺ ἔκλαι­γαν καὶ ὠδύ­ρον­ταν ἀπα­ρη­γό­ρη­τοι. Πλῆ­θος ἄνθρω­ποι εἶχαν θανα­τω­θῆ μὲ σταυ­ρι­κὴ ἐκτέ­λε­σι, ὅπως συνή­θι­ζαν τότε οἱ Ρωμαῖ­οι. Καὶ τὸ ἐκτε­λε­στι­κὸ ἀπό­σπα­σμα, ποὺ διοι­κοῦ­σε ὁ Λογ­γῖ­νος, πολ­λὲς τέτοιες ἐκτε­λέ­σεις θὰ εἶχε κάνει. Ἦλθε ὅμως καὶ ἡ Μεγά­λη Παρα­σκευή, τότε ποὺ ὁ Λογ­γί­νος ἔλα­βε δια­τα­γὴ νὰ σταυ­ρώ­σῃ μὲ τοὺς στρα­τιῶ­τες του τὸν Υἱὸν τῆς Παρ­θέ­νου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρι­στόν. Ἡ δια­τα­γὴ ἐκτε­λέ­σθη­κε. Ἀλλ’ ὅταν εἶδε τὸν ἥλιο να κρύ­βῃ τὶς ἀκτῖ­νες του μέσα στὸ μεση­μέ­ρι, ὅταν ἔνιω­σε τὸ φοβε­ρὸ σει­σμὸ τῆς γῆς, ὅταν ἄκου­σε τὰ τελευ­ταῖα λόγια τοῦ Ἐσταυ­ρω­μέ­νου, τότε κι αὐτὸς καὶ οἱ στρα­τιῶ­τές του γεμᾶ­τοι φόβο ὡμο­λό­γη­σαν «Ἀλη­θῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54). Μετὰ δὲ τὴν ἀνά­στα­σι τοῦ Κυρί­ου ὁ Λογ­γῖ­νος ἔγι­νε ὁμο­λο­γη­τής τῆς θεό­τη­τος καὶ μάρ­τυ­ρας τῆς πίστε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ μνή­μη του ἑορ­τά­ζε­ται κάθε χρό­νο στις 16 Οκτω­βρί­ου.

Σ’ αὐτοὺς ἦλθε νὰ προ­στε­θῇ καὶ ὁ Σαούλ ἢ Σαῦ­λος ποὺ ὠνο­μά­σθη­κε Παῦ­λος. Ὁ ἴδιος, ἀπευ­θυ­νό­με­νος ἐπι­σή­μως στὸν βασι­λέα ‘Αγρίπ­πα, ἀφη­γεῖ­ται πῶς συνέ­βη ἡ μετα­στρο­φή του «Ἐγὼ θεώ­ρη­σα καθῆ­κόν μου, ὅτι πρέ­πει νὰ κατα­πο­λε­μή­σω πολὺ τὸ ὄνο­μα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζω­ραί­ου κι αὐτὸ τὸ ἔκα­να στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, καὶ πολ­λοὺς ἀπὸ τοὺς χρι­στια­νοὺς ἔκλει­σα ἐγὼ στις φυλα­κές ἔχον­τας τὴν ἐξου­σιο­δό­τη­σι ἀπὸ τοὺς ἀρχιε­ρεῖς, καὶ στὶς κατα­δι­κα­στι­κὲς ἀπο­φά­σεις ἔδι­να τὴν ψῆφο μου γιὰ νὰ θανα­τω­θοῦν. Καὶ τιμω­ρών­τας τους σὲ ὅλες τὶς συνα­γω­γὲς τοὺς ἀνάγ­κα­ζα νὰ βλα­σφη­μοῦν, καὶ μὲ ὑπερ­βο­λι­κὰ τρελ­λό μῖσος ἐναν­τί­ον τους τοὺς κατε­δί­ω­κα μέχρι καὶ στὶς ἐκτὸς (τῶν Ιερο­σο­λύ­μων) πόλεις. Σὲ μιὰ τέτοια ἐπι­χεί­ρη­σι, βαδί­ζον­τας πρὸς τὴ Δαμα­σκὸ κατό­πιν ἀδεί­ας καὶ ἐξου­σιο­δο­τή­σε­ως ἀπὸ τοὺς ἀρχιε­ρεῖς, μέρα μεση­μέ­ρι εἶδα στὸ δρό­μο, βασι­λιᾶ μου, ν’ ἀστρά­φτῃ ἐμπρὸς σ ̓ ἐμέ­να καὶ τοὺς συνο­δοι­πό­ρους μου ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ ἕνα φῶς λαμ­πρό­τε­ρο κι ἀπ’ τὸν ἥλιο. Καὶ καθὼς πέσα­με ὅλοι μας στὴ γῆ, ἄκου­σα φωνὴ στὴν ἑβραϊ­κὴ γλῶσ­σα ν’ ἀπευ­θύ­νε­ται σ ̓ ἐμέ­να καὶ νὰ μοῦ λέῃ ̇ “Σαούλ Σαούλ, για­τί μὲ κατα­διώ­κεις; Εἶνε σκλη­ρὸ γιὰ σένα νὰ κλω­τσᾷς ἐπά­νω σὲ κεν­τριά”. Κ ἐγὼ εἶπα “Ποιός εἶσαι, κύριε;”. Κι αὐτὸς εἶπε· “Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἐσὺ κατα­διώ­κεις. Ἀλλὰ σήκω καὶ στά­σου στὰ πόδια σου για­τὶ γι’ αὐτό σοῦ φανε­ρώ­θη­κα, γιὰ νὰ σὲ χει­ρο­το­νή­σω ὑπη­ρέ­τη καὶ μάρ­τυ­ρα καὶ γιὰ ὅσα εἶδες καὶ γιὰ ὅσα θὰ σοῦ ἀπο­κα­λυ­φθοῦν σὲ μελ­λον­τι­κές μου ἐμφα­νί­σεις, γλυ­τώ­νον­τάς σε ἀπὸ τὸ γένος σου κι ἀπ’ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες, στοὺς ὁποί­ους ἐγὼ σὲ στέλ­νω, γιὰ ν ̓ ἀνοί­ξῃς τὰ μάτια τους, ὥστε νὰ ἐπι­στρέ­ψουν ἀπ’ τὸ σκο­τά­δι στὸ φῶς κι ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τοῦ σατα­νᾶ στό Θεό, ὥστε νὰ λάβουν ἄφε­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν τους καὶ νὰ συμ­πε­ρι­λη­φθοῦν σ ̓ αὐτοὺς ποὺ ἁγιά­ζον­ται μὲ τὴν πίστι σ ̓ ἐμέ­να”. Μετὰ ἀπ’ αὐτά, βασι­λιᾶ Αγρίπ­πα, δὲν ἔδει­ξα ἀπει­θαρ­χία στὸ οὐρά­νιο ὅρα­μα, ἀλλὰ πρῶ­τα στοὺς κατοί­κους τῆς Δαμα­σκοῦ καὶ τῶν Ἱερο­σο­λύ­μων, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε μέρος τῆς Ἰου­δαί­ας καὶ στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες κηρύτ­τω νὰ μετα­νο­οῦν καὶ νὰ ἐπι­στρέ­φουν στὸ Θεό, πράτ­τον­τας ἔργα ποὺ θὰ δεί­χνουν τὴ μετά­νοια» (Πράξ. 26, 9–20).

Οἱ ὑπη­ρέ­τες, λοι­πόν, κατ’ ἐντο­λὴν τῶν φαρι­σαί­ων πῆγαν νὰ συλ­λά­βουν τὸ Χρι­στό, ἀλλὰ γύρι­σαν μὲ ἀλλαγ­μέ­νες τὶς δια­θέ­σεις. Ὁ Λογ­γῖ­νος, κατὰ δια­τα­γὴ τοῦ Πιλά­του ἐξε­τέ­λε­σε τη σταύ­ρω­σι, ἀλλ ̓ ἐν συνε­χείᾳ ἔγι­νε δια­λα­λη­τὴς τῆς θεό­τη­τος τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μάρ­τυ­ρας τῆς πίστε­ώς του. Ὁ δὲ Παῦ­λος μανια­σμέ­νος ἀπὸ μῖσος, μὲ δι κή του πρω­το­βου­λία καὶ μὲ ἐξου­σιο­δό­τη­σι τῶν ἀρχιε­ρέ­ων, πήγαι­νε στη Δαμα­σκό γιὰ νὰ συλ­λά­βῃ καὶ νὰ κακο­ποι­ή­σῃ τοὺς χρι­στια­νούς, ἀλλὰ κατό­πιν ἔγι­νε ὁ μεγα­λύ­τε­ρος ἀπό­στο­λος καὶ κῆρυξ τοῦ Χρι­στοῦ σὲ ὅλο τὸν τότε γνω­στό κόσμο. Τί θαυ­μα­στές ἀλλα­γές!

* * *

Δὲν ἔπαυ­σαν ὅμως νὰ γίνων­ται μεγά­λες αλλα­γές μέσα στὴν Ἐκκλη­σία διὰ μέσου τῶν αἰώ­νων. Ἀνοί­γον­τας τὰ συνα­ξά­ρια καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγί­ων, βλέ­που­με κ’ ἐκεῖ ὅλη τὴν ἀλλα­γὴ ποὺ φέρ­νει ἡ μετά­νοια. Βλέ­που­με καὶ διώ­κτας νὰ γίνων­ται ὑπέρ­μα­χοι τῆς πίστε­ως (ὅπως ὁ βασι­λεὺς Ἀντω­νί­νος στὸ βίο τῆς ἁγί­ας Παρα­σκευ­ῆς — 26 Ιου­λί­ου) καὶ δημί­ους νὰ γίνων­ται μάρ­τυ­ρες τοῦ Χρι­στοῦ (ὅπως ὁ δεσμο­φύ­λαξ Αγλάιος στὸ βίο τῶν 40 μαρ­τύ­ρων – 9 Μαρ­τί­ου).

Ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας ἔχου­με ἀλλα­γές. Παρὰ τὴ μεγά­λη τώρα ἀπι­στία καὶ ἀπο­στα­σία, δὲν ἔπαυ­σαν τὰ ἐξο­μο­λο­γη­τή­ρια νὰ βλέ­πουν μετα­μορ­φώ­σεις. Ἄσω­τοι ἐπι­στρέ­φουν μετα­νοιω­μέ­νοι, παρα­στρα­τη­μέ­νες γυναῖ­κες ἀφή­νουν τὴν ἁμαρ­τία καὶ γίνον­ται σώφρο­νες, ηθο­ποιοί πεθαί­νουν μὲ τὸ «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε», ἄσπον­δοι ἐχθροὶ δίνουν τὰ χέρια, ἄνθρω­ποι ἐκδι­κη­τι­κοί μετα­νοιώ­νουν καὶ συγ­χω­ροῦν, φονιᾶ­δες ῥίχνουν τὰ ὅπλα καὶ ἐξο­μο­λο­γοῦν­ται, μέθυ­σοι κόβουν τὸ κρα­σί, καπνι­σταὶ τὸ τσι­γά­ρο, ναρ­κο­μα­νεῖς τὶς θανα­τη­φό­ρες ουσί­ες… Κον­τὰ σ ̓ αὐτοὺς βλέ­που­με καὶ διῶ­κτες νὰ γίνων­ται κήρυ­κες. Ἂν οἱ διῶ­κτες ἄλλων και­ρῶν κατα­δί­ω­καν μὲ φονι­κὰ ὅπλα τοὺς χρι­στια­νούς, ὑπάρ­χουν ὅμως καὶ διῶ­κτες μὲ ἄλλα ὅπλα. Ἀλλὰ καὶ σ ̓ αὐτοὺς συμ­βαί­νουν θαυ­μα­στές αλλα­γές.

Ὁ γνω­στὸς λ.χ. ἰατρο­φι­λό­σο­φος Αλέ­ξιος Καρ­ρὲλ ἀπὸ ὀρθο­λο­γι­στὴς καὶ ἀρνη­τὴς ἔγι­νε πιστὸς καὶ ἔγρα­ψε βιβλία ὑπὲρ τῆς πίστε­ως.

Πριν λίγα χρό­νια στὴν ἀθεϊ­στι­κὴ τότε Ρωσία σὲ κάποιο θεα­τρι­κὸ ἔργο δια­κω­μῳ­δοῦ­σαν τὸ κεί­με­νο τῶν Μακα­ρι­σμῶν (Ματθ. 5,3–12), ἀλλ’ ὁ διά­ση­μος ἠθο­ποιός Ροστόβ­τσεφ, ποὺ ἔπαι­ζε τὸ ῥόλο τοῦ χλευα­στοῦ, πάνω στὴ σκη­νὴ προ­φέ­ρον­τας τὰ λόγια «Μακά­ριοι οἱ πτω­χοὶ τῷ πνεύ­μα­τι…» ἔνιω­σε συγ­κλο­νι­σμό. Ἀντὶ νὰ χλευά­σῃ, ἔκα­νε τὸ κοι­νὸ νὰ συγ­κι­νη­θῇ καὶ νὰ πιστέ­ψῃ στὸ Θεό (βλ. Β. Νικη­φό­ρωφ — Βόλ­γιν, Τὸ ὁδοι­πο­ρι­κό ραβδί, ἐκδ. ἱ. μονὴ Παρα­κλή­του, Ωρω­πός Ατ τικῆς 1995, σελ. 106–109).

Αγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί,

Προ­βάλ­λον­τας σήμε­ρα τὴ θαυ­μα­στὴ μετα­στρο­φὴ τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου, πιστεύω ἀκρα­δάν­τως στὴ δύνα­μι τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ κατὰ θαυ­μα­στὸ τρό­πο μετα­μορ­φώ­νει τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ κάνει τοὺς λύκους νὰ γίνων­ται ἀρνιὰ καὶ τὰ γερά­κια νὰ γίνων­ται περι­στέ­ρια. Ἂν τώρα, κον­τὰ στὰ παρα­δείγ­μα­τα ποὺ ἀνα­φέ­ρα­με ἐδῶ, προ­στε­θῇ κ ̓ ἕνα ἀκό­μη, ἡ ἀλλα­γὴ δηλα­δὴ καὶ μετα­στρο­φή ἑνὸς ἀκρο­α­τοῦ τοῦ ταπει­νοῦ τού­του κηρύγ­μα­τος, τότε ἄξι­ζε τὸν κόπο νὰ γρα­φοῦν καὶ νὰ δια­βα­στοῦν οἱ γραμ­μές αυτές.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek