ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (Απόστολος)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ — ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ (Δ΄ 5 — 8)

σὺ δὲ νῆφε ἐν πᾶσι, κακο­πά­θη­σον, ἔργον ποί­η­σον εὐαγ­γε­λι­στοῦ, τὴν δια­κο­νί­αν σου πλη­ρο­φό­ρη­σον. ἐγὼ γὰρ ἤδη σπέν­δο­μαι, καὶ ὁ και­ρὸς τῆς ἐμῆς ἀνα­λύ­σε­ως ἐφέ­στη­κε. τὸν ἀγῶ­να τὸν καλὸν ἠγώ­νι­σμαι, τὸν δρό­μον τετέ­λε­κα, τὴν πίστιν τετή­ρη­κα· λοι­πὸν ἀπό­κει­ταί μοι ὁ τῆς δικαιο­σύ­νης στέ­φα­νος, ὃν ἀπο­δώ­σει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκεί­νῃ τῇ ἡμέ­ρᾳ, ὁ δίκαιος κρι­τής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγα­πη­κό­σι τὴν ἐπι­φά­νειαν αὐτοῦ.

Συ όμως πρό­σε­χε άγρυ­πνος εις όλα όσα διδά­σκει ο Θεός και επι­βάλ­λει το καθή­κόν σου. Κοπί­α­σε και ταλαι­πω­ρή­σουν εις την δια­κο­νί­αν σου, κάμε έργον κήρυ­κος του Ευαγ­γε­λί­ου, εκπλή­ρω­σε εις τέλειον βαθ­μόν την υπη­ρε­σί­αν, που ανέ­λα­βες εν τη Εκκλη­σίᾳ. Δεν θα είμαι πλέ­ον εν τη ζωή, δια να σε καθο­δη­γώ, διό­τι εγώ χύνω τώρα το αίμα μου θυσί­αν προς τον Θεόν και ο και­ρός της εκδη­μί­ας μου από τον κόσμον αυτόν έχει πλη­σιά­σει. Εχω αγω­νι­σθή τον καλόν αγώ­να δια το Ευαγ­γέ­λιον του Χρι­στού, έφθα­σα στο τέλος του δρό­μου, που με έχει τάξει ο Κυριος, έχω τηρή­σει κατά θεω­ρί­αν και πρά­ξιν την πίστιν. Λοι­πόν μου επι­φυ­λάσ­σε­ται ο στέ­φα­νος, που βρα­βεύ­ει την δικαιο­σύ­νην και την αρε­τήν, και τον οποί­ον ο Κυριος, που είναι ο δίκαιος κρι­τής, θα μου δώση ως αντα­μοι­βήν κατά την μεγά­λην εκεί­νην ημέ­ραν της Δευ­τέ­ρας Παρου­σί­ας. Και θα τον δώση όχι μόνον εις εμέ, αλλά και εις όλους όσοι έχουν αγα­πή­σει και ποθή­σει με καθα­ράν και αγί­αν καρ­δί­αν την ένδο­ξον εμφά­νι­σίν του.

Εσύ όμως πρό­σε­χε άγρυ­πνα όλα όσα σου παρου­σιά­ζει το ποι­μαν­τι­κό σου έργο. Κοπί­α­σε, κάνε έργο ευαγ­γε­λι­στού, ολο­κλή­ρω­σε με επι­τυ­χία τη δια­κο­νία που σου ανα­τέ­θη­κε στην Εκκλη­σία. Να αγρυ­πνείς και να κοπιά­ζεις, διό­τι εγώ τώρα χύνω το αίμα μου ως σπον­δή και θυσία στο Θεό? και ο και­ρός της ανα­χω­ρή­σε­ώς μου από τον κόσμο αυτό είναι πολύ κον­τά. Έχω αγω­νι­σθεί τον καλό αγώ­να για τη διά­δο­ση του Ευαγ­γε­λί­ου. Έχω φθά­σει στο τέλος του δρό­μου της αρε­τής και της τηρή­σε­ως του καθή­κον­τος. Έχω δια­φυ­λά­ξει την πίστη. Λοι­πόν τώρα πια με περι­μέ­νει το στε­φά­νι που ανή­κει ως βρα­βείο στη δικαιο­σύ­νη και την αρε­τή. Το στε­φά­νι αυτό θα μου το δώσει ως αντα­μοι­βή ο Κύριος κατά την ένδο­ξη εκεί­νη ημέ­ρα της Κρί­σε­ως, ο δίκαιος κρι­τής. Θα το δώσει μάλι­στα όχι μόνο σε μένα, αλλά και σ’ όλους όσους έχουν αγα­πή­σει και με πόθο περι­μέ­νουν την ένδο­ξη εμφά­νι­σή του.

Ἀλλὰ σὺ πρό­σε­χε σὲ ὅλα, κακο­πά­θη­σε, ἐργά­σου ὡς κήρυξ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, ἐκτέ­λε­σε τὴ δια­κο­νία σου. Ἐγὼ δὲ πλέ­ον βρί­σκο­μαι στὸ τέλος, καὶ ὁ και­ρὸς τῆς ἀνα­χω­ρή­σε­ώς μου (ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο) ἔφθα­σε. Tὸν ἀγῶ­να τὸν καλὸ ἀγω­νί­σθη­κα, τὸ δρό­μο τελεί­ω­σα, τὴν Πίστι φύλα­ξα. Λοι­πὸν μὲ περι­μέ­νει ὁ δίκαιος στέ­φα­νος, τὸν ὁποῖο θὰ μοῦ ἀπο­δώ­σῃ ὁ Kύριος ἐκεί­νη τὴν ἡμέ­ρα, ὁ δίκαιος κρι­τής. Kαὶ ὄχι μόνο σὲ μένα, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους, ὅσοι μὲ πόθο περι­μέ­νουν τὴν ἔνδο­ξη παρου­σία του.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ποῦ οἱ θυσί­ες μας;

«Ἐγὼ γὰρ ἤδη σπέν­δο­μαι, καὶ ὁ και­ρὸς τῆς ἐμῆς ἀνα­λύ­σε­ως ἐφέ­στη­κε» (Β’ Τιμ. 4,6)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγα­πη­τοί μου, σήμε­ρα εἶνε ἡ Κυρια­κὴ πρὸ τῶν Φώτων. Στὴν ὁμι­λία αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀπο­στο­λι­κὴ περι­κο­πὴ ἀντὶ ἄλλου θέμα­τος θὰ πάρου­με μιὰ λέξι, κι αὐτὴν θὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ ἑρμη­νεύ­σου­με. Μιὰ λέξι τῆς ἁγί­ας Γρα­φῆς φτά­νει γιὰ νὰ μᾶς διδά­ξῃ τὰ πιὸ ὑψη­λὰ μαθή­μα­τα καὶ νὰ μᾶς φέρῃ κον­τὰ στὸ Θεό. Για­τὶ ὅσα εἶνε γραμ­μέ­να στὴν ἁγία Γρα­φή, εἶνε λόγια θεό­πνευ­στα. Καὶ ὅλα διδά­σκουν τὸν ἄνθρω­πο, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρω­πος τὴν ὥρα ποὺ δια­βά­ζει τὴν ἁγία Γρα­φὴ νὰ μὴν ἔχῃ προ­κα­τά­λη­ψι καὶ νομί­ζῃ ὅτι ἡ Γρα­φὴ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ πολ­λὰ βιβλία ποὺ οἱ συγ­γρα­φεῖς τους μπο­ρεῖ νὰ πλα­νῶν­ται. Εἶνε εὐτυ­χὴς ἐκεῖ­νος ποὺ ἀκού­ει καὶ δια­βά­ζει μὲ πίστι καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ ἐφαρ­μό­ζῃ ὅ,τι λέει ἡ Γρα­φή. Ἀλλ’ ὅποιος δὲν πιστεύ­ει στὴν ἁγία Γρα­φὴ καὶ ζῇ ἀντί­θε­τα ἀπ’ ὅ,τι αὐτὴ διδά­σκει, αὐτὸς εἶνε σὰν τὸν Ἰού­δα, ποὺ πρό­δω­σε τὸ Χρι­στό καί θά ‘ταν προ­τι­μό­τε­ρο νὰ μὴν εἶχε γεν- νηθῆ. Για­τὶ ἄνθρω­πος εἶνε ἐκεῖ­νος ποὺ ἔχει ἀνοι­χτὰ τ ̓ αὐτιά του γιὰ ν ̓ ἀκούῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πιστεύῃ σ ̓ αὐτόν.

Ἂς ἀκού­σου­με λοι­πὸν τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο. Απ’ τὸ εὐλο­γη­μέ­νο του στό­μα βγαί­νει μιὰ λέξι. Λέξι δια­μάν­τι, λέξι μαρ­γα­ρι­τά­ρι. Καὶ ἡ λέξι αὐτὴ εἶνε «σπέν­δο­μαι» (Β’ Τιμ. 4,6).

* * *

«Σπέν­δο­μαι»! Τί σημαί­νει ἡ λέξι αὐτή; Γιὰ νὰ κατα­λά­βου­με μὲ τί νόη­μα λέει τὴ λέξι αὐτὴ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, πρέ­πει πρῶ­τα νὰ ποῦ­με τί σήμαι­νε ἡ λέξι αὐτὴ στὴν ἀρχαία ἐπο­χή.

Στὴν ἀρχαία ἐπο­χὴ οἱ ἄνθρω­ποι ζοῦ­σαν μέσ’ στὸ πυκνὸ σκο­τά­δι τῆς εἰδω­λο­λα­τρί­ας. Οἱ θεοί τους, ἄψυ­χα ἀγάλ­μα­τα, ἦταν θεοὶ ψεύ­τι­κοι. Ἐν τού­τοις οἱ ἀρχαῖ­οι πίστευαν σ ̓ αὐτοὺς τοὺς θεούς, τοὺς εὐλα­βοῦν­το, τοὺς λάτρευαν, καὶ πρὸς τιμήν τους προ­σέ­φε­ραν θυσί­ες. Ἐμεῖς σήμε­ρα λατρεύ­ου­με τὸ Θεὸ καὶ πᾶμε στὴν ἐκκλη­σία, καὶ ἐκδη­λώ­νου­με τη λατρεία μας ἀνά­βον­τας κερί, καί­γον­τας λιβά­νι και προ­σφέ­ρον­τας λάδι καὶ πρό­σφο­ρα. Ἀλλ’ οἱ εἰδω­λο­λά­τρες προ­σέ­φε­ραν στοὺς θεούς των ἄλλου εἴδους θυσί­ες. Μαζεύ­ον­ταν ὅλοι κον­τὰ στὸ βωμὸ καὶ θυσί­α­ζαν πρό­βα­τα, γίδια καὶ βόδια. Ἄνα­βαν φωτιὲς καὶ οἱ ἱερεῖς τους ἔσφα­ζαν τὰ ζῷα καὶ τὰ ἔβα­ζαν πάνω στὸ βωμὸ γιὰ νὰ καοῦν. Τὴ στιγ­μὴ αὐτὴ τῆς προ­σφο­ρᾶς ὁ ἱερεὺς γέμι­ζε ἕνα χρυ­σό ποτή­ρι ἀπὸ κρα­σὶ ἢ καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ ζῴου ποὺ θυσί­α­ζε καὶ τὸ ἔχυ­νε ὅλο πάνω στο βωμό. Αὐτὴ ἡ πρᾶ­ξις λεγό­τα­νε «σπον­δή». Γινό­τα­νε συνή­θως σὲ περι­πτώ­σεις ποὺ δυὸ πόλεις ἢ δυὸ κρά­τη ἔκλει­ναν συμ­μα­χία καὶ ὑπό­σχον­ταν, πὼς ἡ μιὰ πόλις ἢ τὸ ἕνα κρά­τος θὰ βοη­θοῦ­σε τὴν ἄλλη πόλι ἢ κρά­τος σὲ κάθε κίν­δυ­νο. Οἱ ἀντι­πρό­σω­ποι τῶν πόλε­ων, γιὰ νὰ ἐπι­σφρα­γί­σουν τὴ συμ­μα­χία τους, προ­σέ­φε­ραν θυσία καὶ ἔκα­ναν «σπον­δάς». Γιὰ ἐκεῖ­νον δέ, ποὺ παρέ­βαι­νε τη συμ­φω­νία καὶ πρό­δι­δε τό σύμ­μα­χό του, λέγα­νε πως «παρε­σπόν­δη­σε» καὶ ἡ λέξι «παρα­σπόν­δη­σις» ἦταν πολὺ βαρειά, χει­ρό­τε­ρη ἀπ’ τὴ λέξι «προ­δο­σία». Αὐτὸς ποὺ παρε­στόν­δη­σε πίστευαν ὅτι μὲ τὴν παρά­βα­σί του ἀπά­τη- σε τοὺς θεούς· ἐθε­ω­ρεῖ­το ὄχι μόνο προ­δό­της, ἀλλὰ καὶ ἀσε­βής.

Αὐτὴ τὴν εἰκό­να τῆς θυσί­ας ἀπ ̓ τὸν ἀρχαῖο κό- σμο παίρ­νει ὁ Παῦ­λος καὶ τῆς δίνει τώρα νέο, ὑπέ­ρο­χο νόη­μα. «Σπέν­δο­μαι» (ἔ.ά), γρά­φει στὸν ἀγα­πη­μέ­νο του μαθη­τή Τιμό­θεο. Αὐτή ἡ λέξις «σπέν­δο­μαι», ὅπως τὴ λέει ὁ Παῦ­λος, ἂν τὴν ἀνα­λύ­σου­με, σημαί­νει τὰ ἑξῆς. Ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώ­που εἶνε σὰν ἕνα ποτή­ρι ̇ ποτή­ρι ὄχι ἄδειο, ἀλλὰ γεμᾶ­το. Τὸ γεμί­ζει ὁ καλὸς Θεὸς μὲ διά­φο­ρα ἀγα­θά. Στὸν ἕνα δίνει περισ­σό­τε­ρα, στον άλλο λιγώ­τε­ρα. Κανέ­ναν ὅμως δὲν ἀφή­νει χωρίς νὰ τοῦ δώσῃ κάποια εὐλο­γία ἀνά­λο­γη μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κή του ἀντο­χή, ἀνά­λο­γη μὲ τὴ χωρη­τι­κό­τη­τα τοῦ ποτη­ριοῦ. Ὅλα τὰ ποτή­ρια τὰ γεμί­ζει. Υγεία, εὐφυ­ΐα, δεξιό­τη­τες καὶ ἱκα­νό­τη­τες, γράμ­μα­τα, τέχνες, ἐπι­στῆ­μες, φιλία καὶ σχέ­σεις, οἰκο­γέ­νεια, γυναῖ­κα καὶ παι­διά, ὑλι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἀγα­θά, να τί περιέ­χει τὸ ποτή­ρι τῆς ζωῆς μας. Μᾶς τά ‘δωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό μας, γιὰ τὸ καλὸ τοῦ πλη­σί­ον μας, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Κ’ οἱ ἄνθρω­ποι πῶς χρη­σι­μο­ποιοῦν τὰ διά­φο­ρα ὑλι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἀγα­θὰ ποὺ τοὺς ἔδω­σε ὁ Θεός; Γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό τους; Γιὰ τὸ καλὸ τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος; Γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ;

Θέλε­τε νὰ δῆτε, πῶς τὰ χρη­σι­μο­ποιοῦν;

Ὅπως εἶνε γνω­στό, ἡ τελευ­ταία Κυρια­κὴ τοῦ χρό­νου εἶνε ἐργά­σι­μη δυστυ­χῶς. Δὲν ἔπρε­πε ὅμως νὰ εἶνε ἐργά­σι­μη. Τὴν ἡμέ­ρα αὐτὴ θά ‘πρε­πε νά ‘νε ὅλοι στὴν ἐκκλη­σία, γιὰ νὰ εὐχα­ρι­στή­σουν τὸ Θεὸ ποὺ τοὺς ἄφη­σε ἕνα χρό­νο ἀκό­μη στὴ ζωή. Τὴν ἡμέ­ρα ὅμως αὐτὴ ὁ ναὸς ἔχει τοὺς πιὸ λίγους χρι­στια­νούς. Οἱ πιὸ πολ­λοὶ βρί­σκον­ται ἔξω, στους δρό­μους, στις πλα­τεῖ­ες ̇ που­λοῦν καὶ ἀγο­ρά­ζουν, γιὰ νὰ γιορ­τά­σουν τὴν πρω­το­χρο­νιά. Ζοῦν χωρὶς ἔννοια Θεοῦ. Καὶ μόνο αὐτό; Κοι­τάξ­τε τί γίνε­ται τὴν παρα­μο­νὴ τῆς πρω­το­χρο­νιᾶς. Ὅταν βρα­διά­σῃ, τότε ὅλοι σχε­δὸν εἶνε μαζε­μέ­νοι στὰ σπί­τια. Ἄντρες καὶ γυναῖ­κες θὰ κρα­τοῦν τρά­που­λες στα χέρια καὶ παί­ζουν. Παί­ζουν ὅλη τὴ νύχτα. Πορ­το­φό­λια γεμᾶ­τα ἀπὸ λεφτὰ ἀδειά­ζουν. Εκα­τομ­μύ­ρια χάνον­ται. Τις πρω­ϊ­νές ὧρες, ἐνῷ χτυ­πά­ει ἡ καμ­πά­να, αὐτοὶ ποὺ ἔπαι­ζαν ὅλη τὴ νύχτα, χωρὶς λεφτά, γεμᾶ­τοι ἀηδία καὶ ἀγα­νά­κτη­σι, ἐπι­στρέ­φουν στὰ σπί­τια τους. Ξενύ­χτη σαν. Ἔχα­σαν πολύ­τι­μο και­ρό. Κλό­νι­σαν τὴν ὑγεία τους. Ἔχα­σαν ἑκα­τομ­μύ­ρια, ὅλες τὶς οἰκο­νο­μί­ες τους. Μίση­σαν τοὺς ἀνθρώ­πους. Βλα­στή­μη­σαν τὸ Θεό. Ποῦ, παρα­κα­λῶ, τὰ θυσί­α­σαν; Ἂν τοὺς ζητοῦ­σε μιὰ δυστυ­χι­σμέ­νη οἰκο­γέ­νεια ἕνα χιλιά­ρι­κο, δὲν θὰ τῆς ἔδι­ναν. Τί λέω χιλιά­ρι­κο; Οὔτε δέκα δραχ­μὲς δὲν θὰ τῆς ἔδι­ναν. Δὲν θὰ ἔδι­ναν στὸ Χρι­στό· για­τὶ πίσω ἀπὸ κάθε δυστυ­χι­σμέ­νο κρύ­βε­ται ὁ Χρι­στός. Στὸ Χρι­στὸ οὔτε δέκα δραχ­μὲς δὲν ἔκα­ναν θυσία· ἀλλὰ στὰ χαρ­τιά, στὸ φάν­τη, στὴ θεὰ τύχη ὅπως λένε, κ ἐπει­δὴ δὲν ὑπάρ­χει τύχη ἀλλὰ ὑπάρ­χει διά­βο­λος, στὸ διά­βο­λο τῆς πρω­το­χρο­νιᾶς, ποὺ κρα­τά­ει τρά­που­λες, σ ̓ αὐτόν κάνουν τὴ σπον­δὴ τῶν χρη­μά­των τους, σ ̓ αὐτόν θυσιά­ζουν τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια. Θα μπο­ρού­σα­με κι ἄλλα πολ­λὰ παρα­δείγ­μα­τα ν ̓ ἀνα­φέ­ρου­με ἀπ’ τὴ σύγ­χρο­νη ζωή, για νὰ φανῇ ποῦ κάνουν τὶς σπον­δές τους οἱ ἄνθρω­ποι τοῦ αἰῶ­να μας· δὲν θὰ εἶνε ὑπερ­βο­λὴ νὰ ποῦ­με, ὅτι ὁ σύγ­χρο­νος κόσμος ὅλα σχε­δὸν τὰ ὑλι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἀγα­θὰ τὰ προ­σφέ­ρει θυσία στὸ διά­βο­λο.

* * *

Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ! Ὑπάρ­χουν καὶ ψυχές, ποὺ ὅ,τι τοὺς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς τὸ θυσιά­ζουν γιὰ τὴ δόξα του. Δὲν κρα­τοῦν τίπο­τε γιὰ τὸν ἑαυ­τό τους. Ὅλα γιὰ τοὺς συναν­θρώ­πους τους ποὺ πάσχουν καὶ ὑπο­φέ­ρουν, ὅλα γιὰ τὸ Θεό!

Πρῶ­τος στον κατά­λο­γο τῶν ἡρωι­κῶν αὐτῶν ὑπάρ­ξε­ων ἔρχε­ται ὁ Παῦ­λος ὁ ἀπό­στο­λος. Ἦταν νέος, κατα­γό­ταν ἀπὸ εὐγε­νι­κὴ οἰκο­γέ­νεια. Ἤξε­ρε γράμ­μα­τα καὶ γλῶσ­σες. Εἶχε ταυ­τό­τη­τα Ρωμαί­ου πολί­του. Ἦταν δρα­στή­ριος κ’ εὐφυ­ής καὶ μπο­ροῦ­σε νὰ δια­πρέ­ψῃ παν­τοῦ, σὲ ὁποια­δή­πο­τε τέχνη καὶ ἐπι­στή­μη, καὶ νὰ γίνῃ πλού­σιος καὶ ἔνδο­ξος. Γεμᾶ­το ἦταν τὸ ποτή­ρι τῆς ζωῆς του ἀπὸ ἀνε­κτί­μη­τα ἀγα­θά. Ἀλλ ̓ ὅλα τὰ θυσί­α­σε. Τριάν­τα χρό­νια χωρὶς καμ­μιὰ ἀπο­λύ­τως ἀμοι­βή, ἀλλὰ καὶ μὲ καθη­με­ρι­νούς κόπους καὶ μόχθους καὶ κιν­δύ­νους, περιώ­δευ­σε ὅλη τὴν τότε οἰκου­μέ­νη καὶ κήρυ­ξε τὸ Χρι­στό. Και τώρα βρί­σκε­ται φυλα­κι­σμέ­νος στις φυλα­κὲς τῆς Ῥώμης, καὶ περι­μέ­νει τὸ θάνα­τό του. Τὸ ποτή­ρι τῆς ζωῆς του ἔχει σχε­δὸν ἀδειά­σει. Λίγες στα­γό­νες πιὰ μένουν ἀπ’ τὴ βασα­νι­σμέ­νη του ζωή. Ἀλλὰ καμ­μιά ἀνη­συ­χία, κανέ­να φόβο δὲν ἔχει. Αντί­θε­τα με λαχτά­ρα περι­μέ­νει πότε θά ‘ρθῃ ἡ εὐλο­γη­μέ­νη ὥρα νὰ θυσια­στῇ, νὰ χύσῃ καὶ τὶς τελευ­ταῖ­ες στα­γό­νες τοῦ αἵμα­τός του γιὰ τὸ Χρι­στό, πού ἀγά­πη­σε παρα­πά­νω ἀπ ̓ ὅλους καὶ ἀπ ̓ ὅλα. Καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἁγία προ­σμο­νὴ ποὺ ζῇ δὲν βρί­σκει ἄλλη λέξι γιὰ νὰ ἐκφρά­σῃ τὰ αἰσθή­μα­τα τῆς καρ­διᾶς του παρὰ τὴ λέξι, «σπέν­δο­μαι» (ἔ.ά.). Χρι­στέ, γιὰ σένα ὅλα τὰ θυσί­α­σα· τώρα θυσιά­ζω καὶ τὴ ζωή μου.

Ὦ Παῦ­λε, μακά­ριε Παῦ­λε! Ἐσὺ ὅλα γιὰ τὸ Χρι­στό. Κ’ ἐμεῖς τί; Ποῦ εἶνε οἱ θυσί­ες μας;…

Ἂς κλά­ψου­με γι’ αὐτό. Για­τὶ ἀπὸ μᾶς ἀπου­σιά­ζει τὸ ἡρω­ϊ­κὸ στοι­χεῖο. Κι ἂς θέσου­με σκο­πό γιὰ τὸν και­νούρ­γιο χρό­νο Τίπο­τα γιὰ τὸ διά­βο­λο· ὅλα γιὰ τὸ Χρι­στό!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek