ΚΥΡΙΑΚῌ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (Απόστολος)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ — ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ (Δ΄ 7 — 13)

῾Ενὶ δὲ ἑκά­στῳ ἡμῶν ἐδό­θη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρε­ᾶς τοῦ Χρι­στοῦ. διὸ λέγει· ἀνα­βὰς εἰς ὕψος ᾐχμα­λώ­τευ­σεν αἰχ­μα­λω­σί­αν καὶ ἔδω­κε δόμα­τα τοῖς ἀνθρώ­ποις. τὸ δὲ ἀνέ­βη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέ­βη πρῶ­τον εἰς τὰ κατώ­τε­ρα μέρη τῆς γῆς; 10 ὁ κατα­βὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀνα­βὰς ὑπε­ρά­νω πάν­των τῶν οὐρα­νῶν, ἵνα πλη­ρώ­σῃ τὰ πάν­τα. 11 καὶ αὐτὸς ἔδω­κε τοὺς μὲν ἀπο­στό­λους, τοὺς δὲ προ­φή­τας, τοὺς δὲ εὐαγ­γε­λι­στάς, τοὺς δὲ ποι­μέ­νας καὶ διδα­σκά­λους, 12 πρὸς τὸν καταρ­τι­σμὸν τῶν ἁγί­ων εἰς ἔργον δια­κο­νί­ας, εἰς οἰκο­δο­μὴν τοῦ σώμα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, 13 μέχρι καταν­τή­σω­μεν οἱ πάν­τες εἰς τὴν ἑνό­τη­τα τῆς πίστε­ως καὶ τῆς ἐπι­γνώ­σε­ως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλι­κί­ας τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ,

Εις τον καθέ­να δε από ημάς εδό­θη η χάρις, τα χαρί­σμα­τα και αι δωρε­αί, σύμ­φω­να με το μέτρον, με το οποί­ον δικαί­ως και σαφώς μοι­ρά­ζει ο Χρι­στός τας δωρε­άς του. (Ας μη υπάρ­χουν, λοι­πόν, ζηλο­φθο­νί­αι μετα­ξύ σας, διό­τι τα χαρί­σμα­τα είναι δώρα του Θεού, δια την εξυ­πη­ρέ­τη­σιν όλων). Ακρι­βώς, διό­τι ο Χρι­στός ο ίδιος δια­νέ­μει τα χαρί­σμα­τα, (στον ψαλμ.67,στιχ.19,τον οποί­ον ελευ­θέ­ρως απο­δί­δει ο Παύ­λος) λέγει η Γρα­φή. “Οταν ανέ­βη δια της ανα­λή­ψε­ως του υψη­λά στους ουρα­νούς επή­ρε αιχ­μα­λώ­τους του και ηλευ­θέ­ρω­σεν εκεί­νους, τους οποί­ους εκρα­τού­σε δού­λους του ο διά­βο­λος και έδω­κε δώρα και χαρί­σμα­τα στους ανθρώ­πους”. Αυτό δε που λέγει η Γρα­φή, ότι ανέ­βη, τι άλλο συμαί­νει, παρά ότι προ­η­γου­μέ­νως είχε κατε­βή ο σταυ­ρω­θείς Κυριος εις τα κατώ­τε­ρα μέρη της γης, δηλα­δή κάτω στον Αδην; 10 Ο Χρι­στός, ο οποί­ος κατέ­βη μέχρι και του Αδου, αυτός είναι που ανέ­βη επά­νω επό όλους τους ουρα­νούς, δια να γεμί­ση έτσι με την παρου­σί­αν του και τα χαρί­σμα­τά του τα πάν­τα. 11 Αυτός, λοι­πόν, εμοί­ρα­σε τας δωρε­άς του και έτσι ανέ­δει­ξε και έδω­κεν εις την Εκκλη­σί­αν άλλους μεν απο­στό­λους, άλλους δε προ­φή­τας, που θα ανα­λύ­ουν τα λόγια του Θεού και θα προ­λέ­γουν τα μέλ­λον­τα, άλλους δε κήρυ­κας του Ευαγ­γε­λί­ου, άλλους ποι­μέ­νας και διδα­σκά­λους, οι οποί­οι θα καθο­δη­γούν ένα έκα­στον και όλους μαζή τους Χρι­στια­νούς. 12 Και όλα αυτά προς τον σκο­πόν να οικο­δο­μούν­ται και να προ­ο­δεύ­ουν εις την κατά Χρι­στόν ζωήν οι πιστοί, να εκτε­λή­ται άρτια και αρμο­νι­κά το έργον της δια­κο­νί­ας, ώστε να οικο­δο­μεί­ται συνε­χώς η Εκκλη­σία, η οποία είναι σώμα Χρι­στού, 13 μέχρις ότου κατα­λή­ξω­μεν όλοι εις μίαν και την αυτήν πίστιν, χωρίς δια­φο­ράς και αντι­θέ­σεις, εις την βαθεί­αν γνώ­σιν του Υιού του Θεού, εις τέλειον άνδρα, από από­ψε­ως πνευ­μα­τι­κής σοφί­ας και αρε­τής, στο μέτρον της πνευ­μα­τι­κής ηλι­κί­ας και της πλή­ρους ηθι­κής τελειό­τη­τος, δια να ολο­κλη­ρω­θώ­μεν και απο­τε­λέ­σω­μεν έτσι το σώμα του Χρι­στού.

Πρέ­πει λοι­πόν να είμα­στε όλοι ένα. Βέβαια όλοι οι πιστοί δεν έχου­με λάβει τα ίδια χαρί­σμα­τα, αλλά διά­φο­ρα και ποι­κί­λα. Αυτή όμως η δια­νο­μή για κανέ­να λόγο δεν επι­τρέ­πε­ται να γίνε­ται αιτία χωρι­σμού μετα­ξύ των πιστών. Διό­τι η δια­νο­μή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά γίνε­ται απ’ τον ίδιο τον Χρι­στό. Αυτός δηλα­δή στον καθέ­να ξεχω­ρι­στά από εμάς έδω­σε τη θεία χάρη, σύμ­φω­να με το μέτρο που με σοφία και δικαιο­σύ­νη χρη­σι­μο­ποιεί στη δια­νο­μή της δωρε­άς του. Κι επει­δή ο ίδιος ο Χρι­στός δια­νέ­μει τα χαρί­σμα­τα, γι’ αυτό λέει και η Αγία Γρα­φή στους ψαλ­μούς: Όταν ο Χρι­στός με την Ανά­λη­ψή του ανέ­βη­κε ψηλά στον ουρα­νό, έδε­σε αιχ­μά­λω­τους τους εχθρούς του, δηλα­δή τον σατα­νά και το θάνα­το, κι έδω­σε χαρί­σμα­τα στους ανθρώ­πους. Λέγον­τας λοι­πόν η Αγία Γρα­φή για τον Χρι­στό ότι ανέ­βη­κε, τί άλλο σημαί­νει παρά ότι πρω­τύ­τε­ρα και κατέ­βη­κε στα κατώ­τε­ρα μέρη της γης, αφού έγι­νε άνθρω­πος και σταυ­ρώ­θη­κε; 10 Ο Χρι­στός που κατέ­βη­κε, είναι ο ίδιος που και ανέ­βη­κε επά­νω απ’ όλους τους ουρα­νούς, για να γεμί­σει με την παρου­σία του και τις δωρε­ές του τα πάν­τα. 11 Κι αυτός έδω­σε διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα και δια­κο­νί­ες: Άλλους έθε­σε απο­στό­λους, άλλους προ­φή­τες, άλλους ευαγ­γε­λι­στές, άλλους ποι­μέ­νες και διδα­σκά­λους, 12 για να καταρ­τί­ζον­ται οι Χρι­στια­νοί και να επι­τε­λεί­ται το έργο της δια­κο­νί­ας, με το οποίο οικο­δο­μεί­ται το σώμα του Χρι­στού. 13 Μέχρι να φθά­σου­με να έχου­με όλοι μία και την ίδια αλη­θι­νή πίστη και τέλεια γνώ­ση του Υιού του Θεού και να προ­ο­δεύ­σου­με πνευ­μα­τι­κά, έως ότου γίνου­με ένας τέλειος άνθρω­πος? και ν’ απο­κτή­σου­με το μέτρο της πνευ­μα­τι­κής ωρι­μό­τη­τος και τελειό­τη­τος του Χρι­στού, δηλα­δή να έχου­με πλή­ρεις τις δωρε­ές και την πνευ­μα­τι­κή τελειό­τη­τά του.

Ἀλλὰ στὸν καθέ­να ἀπὸ μᾶς δόθη­κε ἡ χάρι σύμ­φω­να μὲ τὸ μέτρο, μὲ τὸ ὁποῖο δωρί­ζει ὁ Xρι­στός. Γι’ αὐτὸ λέγει ἡ Γρα­φή: Ἀνέ­βη­κε στὸν οὐρα­νὸ καὶ ἅρπα­ξε ἀφθο­νία χαρι­σμά­των καὶ ἔδω­σε δῶρα στοὺς ἀνθρώ­πους. Tὸ δὲ ἀνέ­βη­κε τί σημαί­νει, παρὰ ὅτι καὶ κατέ­βη­κε πρῶ­τα στὰ κατώ­τε­ρα μέρη τῆς γῆς (στὸν ᾅδη δηλα­δή); 10 Aὐτὸς ποὺ κατέ­βη­κε, αὐτὸς εἶναι καὶ ποὺ ἀνέ­βη­κε πάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς οὐρα­νούς, γιὰ νὰ γεμί­σῃ (μὲ τὴν παρου­σία του) τὰ πάν­τα. 11 Aὐτὸς ἐπί­σης ἔδω­σε ἄλλους μὲν ὡς ἀπο­στό­λους, ἄλλους δὲ ὡς προ­φῆ­τες, ἄλλους δὲ ὡς εὐαγ­γε­λι­στάς (περιο­δεύ­ον­τες κήρυ­κες τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου), ἄλλους δὲ ὡς ποι­μέ­νες καὶ διδα­σκά­λους, 12 γιὰ νὰ καταρ­τί­ζουν τοὺς ἁγί­ους (τοὺς πιστούς), γιὰ νὰ κάνουν ἔργο δια­κο­νί­ας γιὰ τὴν οἰκο­δο­μὴ τοῦ σώμα­τος τοῦ Xρι­στοῦ (τῆς Ἐκκλη­σί­ας), 13 μέχρις ὅτου ὅλοι φθά­σω­με στὴν ἑνό­τη­τα, ποὺ ἀπαι­τεῖ ἡ πίστι καὶ ἡ ἐπί­γνω­σι τοῦ Yἱοῦ τοῦ Θεοῦ, σὲ ἄνθρω­πο ὥρι­μο, στὸ μέτρο τῆς πλή­ρους (τῆς τελεί­ας) χρι­στια­νι­κῆς ἡλι­κί­ας, 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

[Υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Εφ.4,4–16]

«ν σμα κα ν Πνεμα, καθς κα κλή­θη­τε ν μι λπί­δι τς κλή­σε­ως μν· ες Κύριος, μία πίστις, ν βάπτι­σμα· ες Θες κα πατρ πάν­των, π πάν­των, κα δι πάν­των, κα ν πσιν μν. ῾Ενὶ δὲ ἑκά­στῳ ἡμῶν ἐδό­θη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρε­ᾶς τοῦ Χρι­στοῦ(:Απο­τε­λεί­τε ένα σώμα, την Εκκλη­σία, και ένα Πνεύ­μα ζωο­ποιεί το σώμα αυτό, αφού και όλοι σας κλη­θή­κα­τε με μία κοι­νή ελπί­δα της κλή­σε­ώς σας· διό­τι ο Θεός για μία και την ίδια βασι­λεία και για τα ίδια αγα­θά σάς κάλε­σε όλους. Ένας και μόνος Κύριος υπάρ­χει, μία πίστη έχουν όλοι οι Χρι­στια­νοί, ένα βάπτι­σμα έλα­βαν όλοι. Ένας και μόνος Θεός και Πατέ­ρας όλων υπάρ­χει. Αυτός κυριαρ­χεί πάνω από όλους ως Δεσπό­της. Η δική Του δύνα­μη δια­χύ­νε­ται και ενερ­γεί δια­μέ­σου όλων των μελών της Εκκλη­σί­ας, σε ολό­κλη­ρο το σώμα της. Αυτός κατοι­κεί μέσα σε όλους μας. Πρέ­πει λοι­πόν να είμα­στε όλοι ένα. Βέβαια όλοι οι πιστοί δεν έχου­με λάβει τα ίδια χαρί­σμα­τα, αλλά διά­φο­ρα και ποι­κί­λα. Αυτή όμως η δια­νο­μή για κανέ­να λόγο δεν επι­τρέ­πε­ται να γίνε­ται αιτία χωρι­σμού μετα­ξύ των πιστών· διό­τι η δια­νο­μή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά γίνε­ται από τον ίδιο τον Χρι­στό. Αυτός δηλα­δή στον καθέ­να ξεχω­ρι­στά από εμάς, έδω­σε τη θεία χάρη, σύμ­φω­να με το μέτρο που με σοφία και δικαιο­σύ­νη χρη­σι­μο­ποιεί στη δια­νο­μή της δωρε­άς Του)»[Εφ.4,4–7].

Αγά­πη ζητεί από εμάς ο Παύ­λος, όχι οποιαν­δή­πο­τε, αλλά αυτήν η οποία μας συνε­νώ­νει μετα­ξύ μας αδιά­σπα­στα, και μας συνε­νώ­νει κατά τέτοιο τρό­πο και τόσο τέλεια, σαν να είμα­στε μέλη προς μέλη. Αυτή λοι­πόν είναι εκεί­νη η οποία κατορ­θώ­νει τα μεγά­λα καλά. Για τον λόγο αυτόν λέγει «ν σμα(:ένα σώμα)»· για να δεί­ξει και τη συμ­πά­θεια και το να μην επι­διώ­κου­με να αρπά­ξου­με τα αγα­θά των άλλων και το να χαι­ρό­μα­στε μαζί με αυτούς, και όλα γενι­κώς να είναι κοι­νά. Και καλώς είπε «ένα πνεύ­μα» για να δεί­ξει ότι στο ένα σώμα, ένα πνεύ­μα θα υπάρ­χει, ή ότι είναι μεν δυνα­τόν να υπάρ­χει ένα σώμα, όχι όμως ένα πνεύ­μα, όπως εάν κάποιος γίνει φίλος αιρε­τι­κών· ή εννο­εί ότι από εκεί­νο προ­τρέ­πει, δηλα­δή «εσείς οι οποί­οι λάβα­τε ένα Πνεύ­μα και ποτι­στή­κα­τε από μία πηγή, οφεί­λε­τε να μην έχε­τε διχό­νοια»· ή ίσως «πνεμα» εδώ να ονο­μά­ζει την προ­θυ­μία.

Ύστε­ρα λέγει «καθς κα κλή­θη­τε ν μι λπί­δι τς κλή­σε­ως μν(:αφού και όλοι σας κλη­θή­κα­τε με μία ελπί­δα της κλή­σε­ώς σας)». «Ο Θεός», λέγει, «στα ίδια σάς κάλε­σε· τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο δεν μοί­ρα­σε στον ένα από τον άλλο· σε όλους χάρι­σε αθα­να­σία, σε όλους ζωή αιώ­νια, σε όλους δόξα αθά­να­τη, σε όλους αδελ­φό­τη­τα, σε όλους κλη­ρο­νο­μία· κοι­νή κεφα­λή έγι­νε σε όλους· όλους συνα­νέ­στη­σε και κάθι­σε μαζί Του. Εσείς λοι­πόν οι οποί­οι στα πνευ­μα­τι­κά έχε­τε τόση ισο­τι­μία, από πού ορμώ­με­νοι μεγα­λο­φρο­νεί­τε; Από το ότι ο τάδε είναι πλού­σιος και ο τάδε ισχυ­ρός; Και πώς δεν θα ήταν αυτό αξιο­γέ­λα­στο;». Διό­τι πες μου· εάν κάπο­τε ο βασι­λιάς, αφού λάμ­βα­νε δέκα ανθρώ­πους και τους έντυ­νε όλους με πορ­φύ­ρα και τους κάθι­ζε στον βασι­λι­κό θρό­νο και έδι­νε σε όλους την ίδια τιμή, άρα­γε θα είχε την τόλ­μη κάποιος από αυτούς να κατη­γο­ρή­σει τον άλλο ότι είναι πλου­σιό­τε­ρος ή λαμ­πρό­τε­ρος; Καθό­λου. Και ακό­μη δεν τα είπα όλα· διό­τι δεν είναι τόση η δια­φο­ρά στους ουρα­νούς, όσο κάτω στη γη.

«Ες Κύριος, μία πίστις, ν βάπτι­σμα(:Ένας και μόνος Κύριος υπάρ­χει, μία πίστη έχουν όλοι οι Χρι­στια­νοί, ένα βάπτι­σμα έλα­βαν όλοι)». Ιδού η ελπί­δα της κλή­σε­ως: «Ες Θες κα πατρ πάν­των, π πάν­των, κα δι πάν­των, κα ν πσιν μν(:Ένας και μόνος Θεός και Πατέ­ρας όλων υπάρ­χει. Αυτός κυριαρ­χεί πάνω από όλους ως Δεσπό­της. Η δική Του δύνα­μη δια­χύ­νε­ται κι ενερ­γεί δια­μέ­σου όλων των μελών της Εκκλη­σί­ας, σε ολό­κλη­ρο το σώμα της. Αυτός κατοι­κεί μέσα σε όλους μας)». Μήπως λοι­πόν προ­σκλή­θη­κε σε εσέ­να μεν ο μεγα­λύ­τε­ρος, ενώ σε εκεί­νον ο μικρό­τε­ρος; Και μήπως εσύ μεν σώθη­κες από την πίστη, ενώ εκεί­νος από τα έργα; Ή μήπως σε εσέ­να μεν αφέ­θη­καν οι αμαρ­τί­ες δια του βαπτί­σμα­τος, ενώ στον άλλο δεν συνέ­βη τίπο­τε παρό­μοιο;

«Ες Θες κα πατρ πάν­των, π πάν­των, κα δι πάν­των, κα ν πσιν μν(:Ένας και μόνος Θεός και Πατέ­ρας όλων υπάρ­χει. Αυτός κυριαρ­χεί πάνω από όλους ως Δεσπό­της. Η δική Του δύνα­μη δια­χύ­νε­ται και ενερ­γεί δια­μέ­σου όλων των μελών της Εκκλη­σί­ας, σε ολό­κλη­ρο το σώμα της. Αυτός κατοι­κεί μέσα σε όλους μας. Πρέ­πει λοι­πόν να είμα­στε όλοι ένα)». « π πάν­των» είναι ο Κύριος και ο οποί­ος βρί­σκε­ται πάνω από όλους· «κα δι πάν­των», δηλα­δή Εκεί­νος ο οποί­ος προ­νο­εί και διοι­κεί· «κα ν πσιν μν», δηλα­δή Αυτός που κατοι­κεί σε εμάς. «Αν και αυτό βέβαια είναι γνώ­ρι­σμα του Υιού», λέγει· ώστε και αν ακό­μη υπήρ­χε ελάτ­τω­ση, δεν θα ήταν δυνα­τόν να λεχθεί για τον Πατέ­ρα.

«ἑνὶ ἑκά­στῳ ἡμῶν ἐδό­θη χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρε­ᾶς τοῦ Χρι­στοῦ(:Βέβαια όλοι οι πιστοί δεν έχου­με λάβει τα ίδια χαρί­σμα­τα, αλλά διά­φο­ρα και ποι­κί­λα. Αυτή όμως η δια­νο­μή για κανέ­να λόγο δεν επι­τρέ­πε­ται να γίνε­ται αιτία χωρι­σμού μετα­ξύ των πιστών· διό­τι η δια­νο­μή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά γίνε­ται από τον ίδιο τον Χρι­στό. Αυτός δηλα­δή στον καθέ­ναν ξεχω­ρι­στά από εμάς, έδω­σε τη θεία χάρη, σύμ­φω­να με το μέτρο που με σοφία και δικαιο­σύ­νη χρη­σι­μο­ποιεί στη δια­νο­μή της δωρε­άς Του)». «Τι λοι­πόν;», θα ρωτού­σε ίσως κάποιος. «Από πού είναι τότε διά­φο­ρα τα χαρί­σμα­τα; Διό­τι αυτό οδή­γη­σε πάν­το­τε και αυτούς και τους Κοριν­θί­ους και πολ­λούς άλλους, τους μεν σε ανόη­τη τόλ­μη, τους δε σε μικρο­ψυ­χία και φθό­νο». Για τον λόγο αυτόν παίρ­νει το παρά­δειγ­μα από το σώμα· για τον λόγο αυτόν και τώρα αυτό ανέ­φε­ρε, επει­δή επρό­κει­το να μνη­μο­νεύ­σει διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα.

Λεπτο­με­ρέ­στε­ρα λοι­πόν εξε­τά­ζει και ελέγ­χει αυτό στην «προς Κοριν­θί­ους» επι­στο­λή, επει­δή εκεί κατε­ξο­χήν βασά­νι­σε αυτούς κατά τρό­πο τυραν­νι­κό αυτό το νόση­μα· τώρα όμως εδώ απλώς το έθι­ξε. Και πρό­σε­χε τι λέγει. Δεν είπε: «σύμ­φω­να με την πίστη του καθε­νός», για να μην οδη­γή­σει σε μικρο­ψυ­χία εκεί­νους οι οποί­οι δεν αξιώ­θη­καν τα μεγά­λα χαρί­σμα­τα. Αλλά τι λέγει; «Σύμ­φω­να με το μέτρο της δωρε­άς του Χρι­στού». «Τα κυριό­τε­ρα από όλα», λέγει, «είναι κοι­νά σε όλους, δηλα­δή το βάπτι­σμα, η σωτη­ρία μέσω της πίστε­ως, το να έχου­με τον Θεό Πατέ­ρα, το να μετέ­χου­με όλοι στο ίδιο Πνεύ­μα. Εάν πάλι ο τάδε έχει κάποιο χάρι­σμα περισ­σό­τε­ρο, μη στε­νο­χω­ριέ­σαι, διό­τι και ο κόπος είναι σε αυτόν περισ­σό­τε­ρος· και από εκεί­νον ο οποί­ος έλα­βε τα πέν­τε τάλαν­τα, πέν­τε του ζητή­θη­καν· εκεί­νος όμως ο οποί­ος έλα­βε τα δύο, δύο μόνο πρό­σφε­ρε, και τίπο­τε λιγό­τε­ρο δεν έλα­βε από εκεί­νον». Για τον λόγο αυτόν εδώ από την ίδια αιτία παρη­γο­ρεί τον ακρο­α­τή. «Πρς τν καταρ­τι­σμν τν γίων ες ργον δια­κο­νί­ας, ες οκοδομν το σώμα­τος το Χρι­στο μέχρι καταν­τή­σω­μεν οἱ πάν­τες εἰς τὴν ἑνό­τη­τα τῆς πίστε­ως καὶ τῆς ἐπι­γνώ­σε­ως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλι­κί­ας τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ(:Για να καταρ­τί­ζον­ται οι Χρι­στια­νοί και να επι­τε­λεί­ται το έργο της δια­κο­νί­ας, με το οποίο οικο­δο­μεί­ται το σώμα του Χρι­στού. Μέχρι να φθά­σου­με να έχου­με όλοι μία και την ίδια αλη­θι­νή πίστη και τέλεια γνώ­ση του Υιού του Θεού, και να προ­ο­δεύ­σου­με πνευ­μα­τι­κά, έως ότου γίνου­με ένας τέλειος άνθρω­πος και να απο­κτή­σου­με το μέτρο της πνευ­μα­τι­κής ωρι­μό­τη­τας και τελειό­τη­τας του Χρι­στού, δηλα­δή να έχου­με πλή­ρεις τις δωρε­ές και την πνευ­μα­τι­κή τελειό­τη­τά Του)» [Εφ.4,12–13], λέγει.

Για τον λόγο αυτόν και ο ίδιος ο Παύ­λος έλε­γε αλλού: «ν γὰρ εὐαγ­γε­λί­ζω­μαι, οὐκ ἔστι μοι καύ­χη­μα· ἀνάγ­κη γάρ μοι ἐπί­κει­ται· οὐαὶ δὲ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγ­γε­λί­ζω­μαι(: Και αυτό είναι το πραγ­μα­τι­κό καύ­χη­μά μου. Διό­τι, εάν κηρύτ­τω το Ευαγ­γέ­λιο, αυτό δεν μου δίνει το δικαί­ω­μα να καυ­χιέ­μαι, το κήρυγ­μα είναι επι­βε­βλη­μέ­νη ανάγ­κη και χρέ­ος για μένα, αφού ο Κύριος με κάλε­σε σε αυτό. Αλί­μο­νο όμως σε μένα εάν, αθε­τών­τας την υπο­χρέ­ω­σή μου αυτή, δεν κηρύτ­τω το Ευαγ­γέ­λιο)» [Α΄Κορ.9,16]. Δηλα­δή έλα­βε χάρι­σμα απο­στο­λής. Αλλά για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς, για το ότι έλα­βε, αλί­μο­νο· ενώ εσύ έχεις απαλ­λα­γεί από τον κίν­δυ­νο.

«Σύμ­φω­να με το μέτρο». Τι σημαί­νει «σύμ­φω­να με το μέτρο»; Δηλα­δή όχι σύμ­φω­να με τη δική μας αξία· διό­τι δεν θα λάμ­βα­νε κανείς εκεί­να τα οποία έλα­βε, αλλά όλοι από τη δωρεά Του λάβα­με. Και για­τί ο ένας έλα­βε περισ­σό­τε­ρο, και ο άλλος λιγό­τε­ρο; «Δεν έχει καμία σημα­σία αυτό», λέγει, «αλλά είναι αδιά­φο­ρο πράγ­μα· διό­τι στην οικο­δο­μή ο καθέ­νας συν­τε­λεί». Και με αυτό δεί­χνει ότι δεν έλα­βε από τη δική του αξία ο μεν περισ­σό­τε­ρο, ο άλλος λιγό­τε­ρο, αλλά για άλλους λόγους, όπως ακρι­βώς έκρι­νε ο Θεός· επει­δή και αλλού λέγει: «Νυν δ Θες θετο τ μέλη ν καστον ατν ν τ σώμα­τι καθς θέλη­σεν(:Τώρα όμως ο Θεός σοφά τοπο­θέ­τη­σε στο αξί­ω­μα καθέ­να από τα μέλη ακρι­βώς όπως θέλη­σε σύμ­φω­να με την αγα­θό­τη­τα και την παν­σο­φία Του, πάν­το­τε για το συμ­φέ­ρον και την εξυ­πη­ρέ­τη­ση ολό­κλη­ρου του σώμα­τος)» [Α΄Κορ.12,18]· και δεν λέγει τον λόγο, για να μη μειώ­σει το φρό­νη­μα των ακρο­α­τών.

«Δι λγει· ναβς ες ψος χμαλτευ­σεν αχμα­λωσαν κα δωκε δματα τος νθρποις (:Και επει­δή ο ίδιος ο Χρι­στός δια­νέ­μει τα χαρί­σμα­τα, γι’ αυτό λέει και η Αγία Γρα­φή στους Ψαλ­μούς: «Όταν ο Χρι­στός με την Ανά­λη­ψή Του ανέ­βη­κε ψηλά στον ουρα­νό, έδε­σε αιχ­μα­λώ­τους τους εχθρούς Του, δηλα­δή τον σατα­νά και τον θάνα­το, και έδω­σε χαρί­σμα­τα στους ανθρώ­πους»)»[Εφ.4,8]. Δηλα­δή, τι μεγα­λο­φρο­νείς; Όλα από τον Θεό έγι­ναν. Ο μεν προ­φή­της λέγει στον Ψαλ­μό: «Έλα­βε όσα έδω­σε στους ανθρώ­πους»[Ψαλμ.67,19: «νέβης ες ψος, χμα­λώ­τευ­σας αχμα­λω­σί­αν, λαβες δόμα­τα ν νθρώ­ποις(:Ύψι­στε Κύριε, φάνη­κες τόσο μεγά­λος και υψη­λός! Ανέ­βη­κες στα ύψη του ουρα­νού, αφού κατή­γα­γες αιώ­νιο θρί­αμ­βο, αιχ­μα­λώ­τι­σες αμέ­τρη­τους αιχ­μα­λώ­τους[εδώ εννο­εί τους δαί­μο­νες, με βάση όσα λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος παρα­κά­τω], τους οποί­ους σέρ­νεις πίσω Σου δεμέ­νους. Πήρες ως φόρο υπο­τέ­λειας πλού­σια δώρα από τους ανθρώ­πους· όχι μόνο από εκεί­νους που πει­θαρ­χι­κά Σε ανα­γνω­ρί­ζουν ως βασι­λιά τους, αλλά ακό­μη και από τους απεί­θαρ­χους και δύστρο­πους, έτσι ώστε να κατα­σκη­νώ­σεις και ανά­με­σα σε αυτούς ως κυρί­αρ­χος κυβερ­νή­της)»][:ερμ. από­δο­ση Παν. Τρεμ­πέ­λα]· ο ίδιος δε ο Παύ­λος, λέγει: «έδω­σε δώρα στους ανθρώ­πους». Το ίδιο είναι.

«Τ δ νβη τ στιν ε μ τι κα κατβη πρτον ες τ καττερα μρη τς γς; καταβς ατς στι κα ναβς περνω πντων τν ορανν, να πληρσ τ πντα (:Λέγον­τας λοι­πόν η Αγία Γρα­φή για τον Χρι­στό ότι ανέ­βη­κε, τι άλλο σημαί­νει παρά ότι πρω­τύ­τε­ρα και κατέ­βη­κε στα κατώ­τε­ρα μέρη της γης, αφού έγι­νε άνθρω­πος και σταυ­ρώ­θη­κε; Ο Χρι­στός που κατέ­βη­κε, είναι ο Ίδιος, που και ανέ­βη­κε επά­νω απ΄όλους τους ουρα­νούς, για να γεμί­σει με την παρου­σία Του και τις δωρε­ές Του τα πάν­τα)»[Εφ.4,9–10]. Όταν ακούς αυτά, μην τα θεω­ρείς σαν μετά­βα­ση· διό­τι αυτό το οποίο λέγει στην «προς Φιλιπ­πη­σί­ους» επι­στο­λή, αυτό λέγει και εδώ. Όπως εκεί προ­τρέ­πον­τας σε ταπει­νο­φρο­σύ­νη παρου­σιά­ζει τον Χρι­στό, έτσι λοι­πόν και εδώ, όταν λέγει ότι «κατέ­βη στα κατώ­τα­τα της γης», στον Χρι­στό ανα­φέ­ρε­ται. Διό­τι, εάν δεν ήταν αυτό, θα ήταν περιτ­τός ο λόγος: «Κα σχή­μα­τι ερεθες ς νθρω­πος ταπεί­νω­σεν αυτν γενό­με­νος πήκο­ος μέχρι θανά­του, θανά­του δ σταυ­ρο(:Και ενώ παρου­σιά­στη­κε με την εξω­τε­ρι­κή όψη του ανθρώ­που, δεν ήταν μόνον άνθρω­πος, όπως φαι­νό­ταν, αλλά ήταν συγ­χρό­νως και Θεός. Και ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό Του δεί­χνον­τας τέλεια υπα­κοή μέχρι θανά­του, και μάλι­στα θανά­του σταυ­ρι­κού, που είναι ο πλέ­ον οδυ­νη­ρός και ατι­μω­τι­κός θάνα­τος)» [Φιλιπ.2,8]. Από την ανά­βα­ση λοι­πόν υπαι­νίσ­σε­ται την κατά­βα­ση.

Επί­σης με τη φρά­ση «τα κάτω μέρη της γης» εννο­εί τον θάνα­το, από τα βάθη δηλα­δή της διά­νοιας των ανθρώ­πων, όπως έλε­γε και ο Ιακώβ: «ν ον λάβη­τε κα τοτον κ το προ­σώ­που μου κα συμβ ατ μαλα­κία ν τ δ, κα κατά­ξε­τέ μου τ γρας μετ λύπης ες δου(:Εάν λοι­πόν πάρε­τε και τού­τον από κον­τά μου και του συμ­βεί στο δρό­μο κάποιο δυστύ­χη­μα, θα γκρε­μί­σε­τε τα γερά­μα­τά μου βαθύ­τα­τα λυπη­μέ­να στον άδη)» [Γέν.44,29]· και πάλι στον Ψαλ­μό: «Ταχ εσάκου­σόν μου, Κύριε, ξέλι­πε τ πνεμά μου· μ ποστρέψς τ πρό­σω­πόν σου π᾿ μο, κα μοιω­θή­σο­μαι τος κατα­βαί­νου­σιν ες λάκ­κον(:Όσο το δυνα­τόν ταχύ­τε­ρα κάνε δεκτή, Κύριε, την προ­σευ­χή μου. Από­κα­μα πλέ­ον, ολι­γο­ψύ­χη­σε και κιν­δυ­νεύ­ει να σβή­σει το πνεύ­μα μου. Μη γυρί­σεις αλλού το πρό­σω­πό Σου από εμέ­να, διό­τι τότε θα μοιά­σω με τους νεκρούς, οι οποί­οι κατε­βαί­νουν ορι­στι­κά στον τάφο)»[Ψαλμ.142,7], δηλα­δή με τους νεκρούς. Και για­τί επε­ξερ­γά­ζε­ται αυτό το χωρίο εδώ; Ποια αιχ­μα­λω­σία εννο­εί; Την αιχ­μα­λω­σία του δια­βό­λου. Αιχ­μά­λω­το συνέ­λα­βε τον τύραν­νο, τον διά­βο­λο, τον θάνα­το, την κατά­ρα και την αμαρ­τία. Βλέ­πεις λάφυ­ρα και όπλα;

«Τ δ νβη τ στιν ε μ τι κα κατβη; (:Λέγον­τας λοι­πόν η Αγία Γρα­φή για τον Χρι­στό ότι ανέ­βη­κε, τι άλλο σημαί­νει παρά ότι πρω­τύ­τε­ρα και κατέ­βη­κε;)». Αυτό ται­ριά­ζει για τους οπα­δούς του αιρε­τι­κού του Παύ­λου Σαμο­σα­τέ­ως. « κατα­βὰς αὐτός ἐστι καὶ ἀνα­βὰς ὑπε­ρά­νω πάν­των τῶν οὐρα­νῶν, ἵνα πλη­ρώ­σῃ τὰ πάν­τα(:Ο Χρι­στός που κατέ­βη­κε, είναι ο Ίδιος, που και ανέ­βη­κε επά­νω απ΄όλους τους ουρα­νούς, για να γεμί­σει με την παρου­σία Του και τις δωρε­ές Του τα πάν­τα)». «Στα κατώ­τε­ρα», λέγει, «μέρη της γης κατέ­βη­κε, μετά από τα οποία δεν υπάρ­χουν άλλα· και ανέ­βη­κε υπε­ρά­νω όλων, μετά από τον Οποίο δεν υπάρ­χει τίπο­τε άλλο». Δηλα­δή γέμι­σαν όλα από την κυριαρ­χία και τις ενέρ­γειές Του· εξάλ­λου και πριν συμ­βεί αυτό τα πάν­τα ήσαν γεμά­τα.

« Κα ατς δωκε τος μν ποστό­λους, τος δ προ­φή­τας, τος δ εαγγε­λι­στάς, τος δ ποι­μέ­νας κα διδα­σκά­λους, πρς τν καταρ­τι­σμν τν γίων ες ργον δια­κο­νί­ας, ες οκοδομν το σώμα­τος το Χρι­στο(:Και αυτός έδω­σε διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα και δια­κο­νί­ες. Άλλους έθε­σε απο­στό­λους, άλλους προ­φή­τες, άλλους ευαγ­γε­λι­στές, άλλους ποι­μέ­νες και διδα­σκά­λους, για να καταρ­τί­ζον­ται οι Χρι­στια­νοί και να επι­τε­λεί­ται το έργο της δια­κο­νί­ας, με το οποίο οικο­δο­μεί­ται το σώμα του Χρι­στού)»[Εφ.4,11–12]. Αυτό δηλα­δή το οποίο λέγει αλλού: «Δι κα Θες ατν περύ­ψω­σε κα χαρί­σα­το ατ νομα τ πρ πν νομα(:Για την ταπεί­νω­ση λοι­πόν και την υπα­κοή Του αυτή ο Θεός τον υπε­ρύ­ψω­σε και ως άνθρω­πο και Του χάρι­σε όνο­μα, το όνο­μα Κύριος Ιησούς Χρι­στός, που είναι πάνω από κάθε άλλο όνο­μα)» [Φιλιπ.2,9], αυτό λέγει και εδώ· «Εκεί­νος που κατέ­βη­κε είναι Αυτός που και ανέ­βη­κε». Σε τίπο­τε δεν Τον έβλα­ψε το ότι κατήλ­θε στα κατώ­τε­ρα μέρη της γης, ούτε Τον εμπό­δι­σε να ανέλ­θει υψη­λό­τε­ρα από τους ουρα­νούς. Ώστε όσο περισ­σό­τε­ρο ταπει­νω­θεί κανείς, τόσο περισ­σό­τε­ρο υψώ­νε­ται. Διό­τι όπως ακρι­βώς και στο νερό, όσο περισ­σό­τε­ρο κανείς προ­σπα­θεί να το κατε­βά­σει, τόσο περισ­σό­τε­ρο το ανυ­ψώ­νει, και όσο το εκσφεν­το­νί­ζει από από­στα­ση, τόσο περισ­σό­τε­ρο επι­τυγ­χά­νει, έτσι και την περί­πτω­ση της ταπει­νο­φρο­σύ­νης. Αλλά όταν ομι­λεί για τις ανα­βά­σεις του Θεού, οπωσ­δή­πο­τε εννο­εί ότι προ­η­γή­θη­κε η κατά­βα­ση· όταν όμως ανα­φέ­ρε­ται στον άνθρω­πο, ασφα­λώς όχι.

Ύστε­ρα δεί­χνει και την πρό­νοια και τη σοφία του Θεού, διό­τι εκεί­νος ο οποί­ος έκα­νε τόσα, και μπο­ρού­σε τόσα προς χάρη μας, και δεν δίστα­σε να κατέλ­θει για εμάς και μέχρι τα κατώ­τε­ρα μέρη, δεν θα ήταν δυνα­τόν να μοί­ρα­ζε τυχαία τα πνευ­μα­τι­κά χαρί­σμα­τα. Αλλού όμως λέγει ότι το Άγιο Πνεύ­μα έκα­νε αυτά, λέγον­τας τα εξής: «Προ­σέ­χε­τε ον αυτος κα παντ τ ποι­μνί ν μς τ Πνεμα τ γιον θετο πισκό­πους, ποι­μαί­νειν τν κκλη­σί­αν το Κυρί­ου κα Θεο, ν περιε­ποι­ή­σα­το δι το δίου αματος(:Προ­σέ­χε­τε λοι­πόν τον εαυ­τό σας, πώς θα συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε και τι θα διδά­σκε­τε. Προ­σέ­χε­τε και όλο το πνευ­μα­τι­κό σας ποί­μνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύ­μα σάς τοπο­θέ­τη­σε επι­σκό­πους για να ποι­μαί­νε­τε την Εκκλη­σία του Θεού, την οποία ο Κύριος έσω­σε και κατέ­στη­σε κτή­μα Του με το δικό Του αίμα)»[Πράξ.20,28].

Εδώ λέγει ότι ο Υιός έκα­νε αυτά· αλλού ότι ο Θεός Πατήρ: «Κα ος μν θετο Θες ν τ κκλη­σί πρτον ποστό­λους, δεύ­τε­ρον προ­φή­τας, τρί­τον διδα­σκά­λους, πει­τα δυνά­μεις, ετα χαρί­σμα­τα αμά­των, ντι­λή­ψεις, κυβερ­νή­σεις, γένη γλωσσν(:Και βέβαια ο Θεός τοπο­θέ­τη­σε στην Εκκλη­σία τον καθέ­να στην ορι­σμέ­νη του θέση. Στην πρώ­τη θέση τους Απο­στό­λους, στη δεύ­τε­ρη τους προ­φή­τες, στην τρί­τη τους διδα­σκά­λους. Έπει­τα άλλους τους έθε­σε να κάνουν κάθε είδους θαύ­μα­τα, άλλους να έχουν χαρί­σμα­τα θερα­πειών, χαρί­σμα­τα προ­στα­σί­ας των ορφα­νών, των χηρών, των φτω­χών, των κάθε είδους ασθε­νών· χαρί­σμα­τα δια­κυ­βερ­νή­σε­ως και διοι­κή­σε­ως μέσα στην Εκκλη­σία· χαρί­σμα­τα δια­φό­ρων γλωσ­σών)» [Α΄Κορ.12,28]. Επί­σης, στην επι­στο­λή «προς Κοριν­θί­ους» λέγει: «γ φύτευ­σα, πολλς πότι­σεν, λλ᾿ Θες ηξανεν(:Εγώ ο Παύ­λος φύτε­ψα σε σας την πίστη με το κήρυγ­μά μου, ο Απολ­λώς πότι­σε τη νεο­φυ­τε­μέ­νη πίστη σας, αλλά ο Θεός την αύξα­νε. Χωρίς όμως την αύξη­ση αυτή, η σπο­ρά ούτε θα φύτρω­νε, ούτε θα ριζο­βο­λού­σε, ούτε θα καρ­πο­φο­ρού­σε)»[Α΄Κορ.3,6].Και πάλι: « φυτεύ­ων δ κα ποτί­ζων ν εσιν· καστος δ τν διον μισθν λήψε­ται κατ τν διον κόπον(:Εκεί­νος πάλι που φυτεύ­ει, και εκεί­νος που ποτί­ζει είναι ένα και το αυτό· δηλα­δή υπη­ρέ­τες του ίδιου Κυρί­ου, που εργά­ζον­ται στο ίδιο έργο. Θα πάρει,όμως, ο καθέ­νας τους τον μισθό που του ανή­κει ανά­λο­γα με τον κόπο του)» [Α΄Κορ.3,8].

Έτσι και εδώ. Τι σημα­σία λοι­πόν έχει εάν λιγό­τε­ρο συνει­σφέ­ρεις; Τόσο έλα­βες. «Πρώ­τον, απο­στό­λους»· διό­τι τα πάν­τα είχαν αυτοί. «Δεύ­τε­ρον, προ­φή­τες»· διό­τι υπήρ­χαν μερι­κοί οι οποί­οι δεν ήσαν μεν από­στο­λοι, ήσαν όμως προ­φή­τες, όπως ο Άγα­βος. «Τρί­τον, διδα­σκά­λους για την κήρυ­ξη του Ευαγ­γε­λί­ου»· αυτοί οι οποί­οι δεν περιέρ­χον­ταν όλους τους τόπους, αλλά μόνο κήρυτ­ταν το ευαγ­γέ­λιο, όπως η Πρί­σκιλ­λα και ο Ακύ­λας. «Ποι­μέ­νες και διδα­σκά­λους», εκεί­νους στους οποί­ους εμπι­στεύ­θη­κε ολό­κλη­ρο το έθνος. Τι λοι­πόν; Οι ποι­μέ­νες και οι διδά­σκα­λοι είναι κατώ­τε­ροι; Και μάλι­στα πολύ κατώ­τε­ροι είναι εκεί­νοι οι οποί­οι κάθον­ταν και ασχο­λούν­ταν με έναν τόπο, από εκεί­νους οι οποί­οι περιέρ­χον­ταν και ευαγ­γε­λί­ζον­ταν, όπως δηλα­δή ήσαν ο Τιμό­θε­ος και ο Τίτος. Άλλω­στε δεν είναι δυνα­τόν εδώ να κάνου­με τη διά­κρι­ση του κατω­τέ­ρου και ανω­τέ­ρου, αλλά από άλλη επι­στο­λή. «Αυτός έδω­σε», λέγει· μην προ­βάλ­λεις λοι­πόν καμία αντίρ­ρη­ση. Ή ίσως ονο­μά­ζει ευαγ­γε­λι­στές εκεί­νους οι οποί­οι έγρα­ψαν το ευαγ­γέ­λιο.

«Κα ατς δωκε τος μν ποστλους, τος δ προφτας, τος δ εαγγε­λιστς, τος δ ποιμνας κα διδασκλους,πρς τν καταρ­τι­σμν τν γων ες ργον δια­κονας, ες οκοδομν το σματος το Χρι­στο(:Και αυτός έδω­σε διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα και δια­κο­νί­ες. Άλλους έθε­σε απο­στό­λους, άλλους προ­φή­τες, άλλους ευαγ­γε­λι­στές, άλλους ποι­μέ­νες και διδα­σκά­λους, για να καταρ­τί­ζον­ται οι Χρι­στια­νοί και να επι­τε­λεί­ται το έργο της δια­κο­νί­ας, με το οποίο οικο­δο­μεί­ται το σώμα του Χρι­στού)»[Εφ.4,11–12]. Βλέ­πεις το αξί­ω­μα; Ο καθέ­νας οικο­δο­μεί, ο καθέ­νας καταρ­τί­ζει, ο καθέ­νας υπη­ρε­τεί· «μέχρι καταν­τή­σω­μεν ο πάν­τες ες τν νότη­τα τς πίστε­ως κα τς πιγνώ­σε­ως το υο το Θεο, ες νδρα τέλειον, ες μέτρον λικί­ας το πλη­ρώ­μα­τος το Χρι­στο(:μέχρι να φθά­σου­με να έχου­με όλοι μία και την ίδια αλη­θι­νή πίστη και τέλεια γνώ­ση του Υιού του Θεού, και να προ­ο­δεύ­σου­με πνευ­μα­τι­κά, έως ότου γίνου­με ένας τέλειος άνθρω­πος και να απο­κτή­σου­με το μέτρο της πνευ­μα­τι­κής ωρι­μό­τη­τας και τελειό­τη­τας του Χρι­στού, δηλα­δή να έχου­με πλή­ρεις τις δωρε­ές και την πνευ­μα­τι­κή τελειό­τη­τά Του)»[Εφ.4,13]. «Τέλειο ανά­στη­μα» ονο­μά­ζει εδώ την τέλεια επίγνωση·διότι όπως ακρι­βώς ο άνδρας ίστα­ται με στα­θε­ρό­τη­τα, ενώ οι νεα­ροί περι­πλα­νών­ται κατά τον νου, έτσι συμ­βαί­νει και στους πιστούς. «Στην ενό­τη­τα», λέγει, «της πίστε­ως»· δηλα­δή μέχρις ότου απο­κτή­σου­με όλοι μία πίστη. Διό­τι αυτό είναι ενό­τη­τα πίστε­ως, όταν όλοι είμα­στε ένα, όταν όλοι αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε με τον ίδιο τρό­πο τον σύν­δε­σμο· μέχρι τότε πρέ­πει να εργα­ζό­μα­στε.

Εάν έλα­βες χάρι­σμα για τον λόγο αυτόν, για να οικο­δο­μείς άλλους, πρό­σε­χε μήπως κατα­στρέ­ψεις τον εαυ­τό σου, φθο­νών­τας κάποιον άλλο. Σε τίμη­σε ο Θεός και σε έτα­ξε να οικο­δο­μείς και να καταρ­τί­ζεις άλλον. Και ο από­στο­λος βέβαια για τον λόγο αυτόν ήταν από­στο­λος, και ο προ­φή­της για τον λόγο αυτόν προ­φή­τευε και έπει­θε, και ο ευαγ­γε­λι­στής για τον λόγο αυτόν ευαγ­γε­λι­ζό­ταν και ο ποι­μέ­νας και ο διδά­σκα­λος· σε όλους ένα έργο ανα­τέ­θη­κε. Μη μου πεις λοι­πόν για τη δια­φο­ρά των χαρι­σμά­των, αλλά για το ότι όλοι είχαν ένα έργο. Όταν λοι­πόν όλοι πιστεύ­ου­με όμοια, τότε υπάρ­χει ενό­τη­τα. Διό­τι είναι φανε­ρό ότι αυτόν ονο­μά­ζει άνδρα τέλειο.

Αλλού βέβαια μας ονο­μά­ζει νηπί­ους και όταν είμα­στε τέλειοι, αλλά άλλος είναι εκεί ο σκο­πός του· διό­τι αφού είπε «κ μέρους δ γινώ­σκο­μεν κα κ μέρους προ­φη­τεύ­ο­μεν(:θα καταρ­γη­θούν όλα αυτά στην άλλη ζωή· διό­τι τώρα ένα μέρος της γνώ­σε­ως κατέ­χου­με και ένα μέρος της αλή­θειας προ­φη­τεύ­ου­με. Στη ζωή αυτή η γνώ­ση μας είναι περιο­ρι­σμέ­νη, και οι προ­φή­τες ένα μέρος μόνο των μυστη­ρί­ων της θεί­ας σοφί­ας μάς απο­κα­λύ­πτουν)»[Α΄Κορ. 13,9], πρό­σθε­σε και ότι ως δι’ αινίγ­μα­τος γνω­ρί­ζου­με, καθώς και όλα τα παρό­μοια· εδώ όμως για άλλον λόγο το είπε αυτό, για να δηλώ­σει ότι εύκο­λα μετα­πί­πτου­με, όπως και αλλού λέγει: «Τελεί­ων δέ στιν στε­ρε τρο­φή, τν δι τν ξιν τ ασθη­τή­ρια γεγυ­μνα­σμέ­να χόν­των πρς διά­κρι­σιν καλο τε κα κακο(:Η στε­ρεά όμως και υψη­λό­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή τρο­φή είναι για τους τέλειους Χρι­στια­νούς. Αυτοί από την άσκη­ση και την εμπει­ρία έχουν τα πνευ­μα­τι­κά τους αισθη­τή­ρια γυμνα­σμέ­να, προ­κει­μέ­νου να δια­κρί­νουν εύκο­λα το καλό και το κακό, την αλή­θεια και την πλά­νη)»[Εβρ.5,14]. Βλέ­πεις πως και εκεί μας ονο­μά­ζει τέλειους;

Πρό­σε­χε λοι­πόν πώς μας ονό­μα­σε τέλειους εδώ δια των όσων προ­σθέ­τει: «να μηκέ­τι μεν νήπιοι, κλυ­δω­νι­ζό­με­νοι κα περι­φε­ρό­με­νοι παντ νέμ τς διδα­σκα­λί­ας, ν τ κυβεί τν νθρώ­πων, ν πανουρ­γί πρς τν μεθο­δεί­αν τς πλά­νης(:για να μην είμα­στε πνευ­μα­τι­κώς πλέ­ον νήπιοι και σαλευό­μα­στε σαν τα κύμα­τα και περι­φε­ρό­μα­στε άστα­τα εδώ και εκεί από κάθε άνε­μο διδα­σκα­λί­ας. Αυτό μάλι­στα που σαν βίαιος άνε­μος προ­κα­λεί αστά­θεια, ανά­με­σά σας και σας ανα­στα­τώ­νει είναι η δόλια απά­τη της διδα­σκα­λί­ας των πλα­νε­μέ­νων ανθρώ­πων, που με πανούρ­γα τεχνά­σμα­τα ζητούν να δια­δώ­σουν την πλά­νη τους)»[Εφ.4,14]. «Αυτό», λέγει, «το ολί­γο το οποίο λάβα­με για να το κρα­τού­με με κάθε επι­μέ­λεια, με στε­ρε­ό­τη­τα και ασφά­λεια».

«να μηκέ­τι»: Το «μηκέ­τι» δεί­χνει ότι παλαιό­τε­ρα αυτό πάθα­με. Και συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει και τον εαυ­τό του και στη συνέ­χεια της διη­γή­σε­ως το διορ­θώ­νει. «Για τον λόγο αυτόν», λέγει, «τόσο πολ­λοί έγι­ναν οι κτί­στες, για να μην κλο­νί­ζε­ται η οικο­δο­μή, για να μην ταλαν­τεύ­ε­ται, για να είναι στε­ρε­ω­μέ­νοι οι λίθοι»· διό­τι σε εκεί­νους παρα­τη­ρεί­ται ο κλυ­δω­νι­σμός, η ταλάν­τευ­ση, ο κλο­νι­σμός. «Ώστε να μην είμα­στε πλέ­ον», λέγει, «νήπιοι, κλο­νι­ζό­με­νοι και παρα­συ­ρό­με­νοι από κάθε άνε­μο της διδα­σκα­λί­ας, μέσα στη δολιό­τη­τα των ανθρώ­πων, μέσα στην πανουρ­γία τους προς τον σκο­πό της ομα­δι­κής παρα­πλα­νή­σε­ως». «Και παρα­συ­ρό­με­νοι», λέγει, «από κάθε άνε­μο». Ομί­λη­σε εναν­τί­ον της μετα­βο­λής, για να δεί­ξει σε ποιο κίν­δυ­νο βρί­σκον­ται οι ψυχές οι οποί­ες διστά­ζουν. «Από κάθε άνε­μο της διδα­σκα­λί­ας», λέγει, «μέσα στη δολιό­τη­τα των ανθρώ­πων, μέσα στην πανουρ­γία τους προς τον σκο­πό της μεθο­δι­κής παρα­πλα­νή­σε­ως». «Κυβευ­τές» λέγον­ται αυτοί οι οποί­οι παί­ζουν τους πεσ­σούς. Αυτοί είναι οι πανούρ­γοι, όταν βρουν ορι­σμέ­νους αφε­λείς· καθό­σον εκεί­νοι μετα­χει­ρί­ζον­ται τα πάν­τα και τα κάνουν άνω κάτω.

Εδώ κατα­πιά­νε­ται και με τον βίο. «ληθεύ­ον­τες δ ν γάπ αξήσω­μεν ες ατν τ πάν­τα, ς στιν κεφα­λή, Χρι­στός, ξ ο πν τ σμα συναρ­μο­λο­γού­με­νον κα συμ­βι­βα­ζό­με­νον δι πάσης φς τς πιχο­ρη­γί­ας κατ᾿ νέρ­γειαν ν μέτρ νς κάστου μέρους τν αξησιν το σώμα­τος ποιεται ες οκοδομν αυτο ν γάπ (:Εκεί­νοι βέβαια διδά­σκουν ψέμα­τα και πλά­νες. Εμείς όμως, μένον­τας στα­θε­ροί στην αλη­θι­νή πίστη, που συνο­δεύ­ε­ται με την αγά­πη, ας ανε­βού­με και ας προ­ο­δεύ­σου­με πνευ­μα­τι­κά, μέχρις ότου φθά­σου­με σε τέτοιο ύψος, ώστε να εξο­μοιω­θού­με σε όλα με Αυτόν που είναι η κεφα­λή, ο Χρι­στός. Από Αυτόν τον Χρι­στό, με την πνευ­μα­τι­κή βοή­θεια που χορη­γεί, συναρ­μό­ζε­ται κα συν­ται­ριά­ζε­ται όλο το σώμα της Εκκλη­σί­ας με την επα­φή και άμε­ση επι­κοι­νω­νία όλων των μελών. Και χορη­γεί τη βοή­θειά Του αυτή ο Χρι­στός ανά­λο­γα με τον βαθ­μό της προ­θυ­μί­ας κάθε μέλους και ανά­λο­γα με την ενέρ­γεια και το έργο που κάθε μέλος επι­τε­λεί. Και έτσι το σώμα της Εκκλη­σί­ας, καθώς είναι ενω­μέ­νο με τον Χρι­στό και δέχε­ται από Αυτόν τη χορή­γη­ση και βοή­θειά Του, επι­τε­λεί την αύξη­σή του, ώστε όλα τα μέλη και το σύνο­λό του να οικο­δο­μεί­ται με την αγά­πη)»[Εφεσ.4,15–16], λέγει.

Με πολ­λή ασά­φεια το ερμή­νευ­σε με το ότι θέλη­σε να τα συμ­πε­ρι­λά­βει όλα μαζί. Αυτό δε το οποίο λέγει σημαί­νει το εξής: Όπως ακρι­βώς το πνεύ­μα το οποίο κατε­βαί­νει από τον εγκέ­φα­λο δια των νεύ­ρων, δεν δίνει την αίσθη­ση όπως τύχει σε όλα τα μέλη, αλλά στο καθέ­να κατ’ ανα­λο­γί­αν, σε εκεί­νο μεν που μπο­ρεί να δεχθεί περισ­σό­τε­ρο, περισ­σό­τε­ρο, σε εκεί­νο δε που μπο­ρεί να δεχτεί λιγό­τε­ρο, λιγό­τε­ρο- διό­τι αυτό είναι η ρίζα, το πνεύμα‑, έτσι και ο Χρι­στός· οι ψυχές είναι ενω­μέ­νες μαζί Του σαν μέλη, και η πρό­νοιά Του και η χορή­γη­ση των χαρι­σμά­των γίνε­ται κατ΄αναλογίαν και δίνει την αύξη­ση συμ­φώ­νως προς την δυνα­τό­τη­τα κάθε μέλους. Τι σημαί­νει το «δι πάσης φς τς πιχο­ρη­γί­ας»; Δηλα­δή δια της αισθή­σε­ως. Διό­τι το πνεύ­μα εκεί­νο το οποίο επι­χο­ρη­γεί­ται στα μέλη από την κεφα­λή, όταν έλθει σε επα­φή με το κάθε μέλος, έτσι ενερ­γεί. Σαν να έλε­γε κάποιος ότι το σώμα λαμ­βά­νον­τας την επι­χο­ρή­γη­ση από την κεφα­λή, κατ΄αναλογίαν των μελών του, προ­χω­ρεί στην αύξη­ση· ή με άλλον τρό­πο· τα μέλη κατά την ανα­λο­γία του μέτρου τους δεχό­μα­στε την επι­χο­ρή­γη­ση, προ­χω­ρούν στην αύξου­σα· ή και με άλλον τρό­πο· επι­χε­ό­με­νο αφθό­νως από ψηλά το Πνεύ­μα και ερχό­με­νο σε επα­φή με όλα τα μέλη, και χορη­γού­με­νο τόσο, όσο μπο­ρεί το καθέ­να να δεχτεί, έτσι προ­χω­ρεί στην αύξη­ση το σώμα.

Και για­τί πρό­σθε­σε το «ν γάπ»; Διό­τι δεν υπάρ­χει άλλος τρό­πος για να κατέλ­θει το Άγιο Πνεύ­μα. Διό­τι, όπως ακρι­βώς, εάν τύχει κάποιο χέρι να απο­σπα­στεί από το σώμα, τότε το πνεύ­μα το οποίο έρχε­ται από τον εγκέ­φα­λο, επι­ζη­τών­τας να συνε­χί­σει την πορεία του, εάν δεν το βρει, δεν πηδά έξω από το σώμα και δεν εξέρ­χε­ται από αυτό αφού δια­πε­ρά­σει το χέρι, αλλά εάν δεν το βρει στη θέση του δεν το πλη­σιά­ζει, το ίδιο συμ­βαί­νει και εδώ, εάν δεν είμα­στε συν­δε­δε­μέ­νοι με την αγά­πη.

Αυτά όλα λοι­πόν ειπώ­θη­καν για να οδη­γή­σουν στην ταπει­νο­φρο­σύ­νη. «Διό­τι τι σημα­σία έχει», λέγει, «εάν περισ­σό­τε­ρα λαμ­βά­νει ο τάδε;» Το ίδιο πνεύ­μα έλα­βε, απο­στελ­λό­με­νο από την ίδια κεφα­λή, το οποίο ενερ­γεί και έρχε­ται σε επα­φή με όλους όμοια. «Συναρ­μο­λο­γεί­ται και συγ­κρα­τεί­ται», δηλα­δή, δέχε­ται μεγά­λη φρον­τί­δα. Όχι δηλα­δή πρό­χει­ρα, αλλά πολύ συστη­μα­τι­κά πρέ­πει να είναι συναρ­μο­λο­γη­μέ­νο το σώμα, διό­τι, όταν φύγει από τη θέση του, τότε πλέ­ον δεν υπάρ­χει. Ώστε πρέ­πει, όχι μόνο να είναι ενω­μέ­νο το σώμα, αλλά και να δια­τη­ρεί τη θέση του, διό­τι εάν υπερ­βείς αυτήν δεν είσαι ενω­μέ­νος προς το σώμα, ούτε δέχε­σαι το Πνεύ­μα. Ή δεν βλέ­πεις τις κινή­σεις των οστών, οι οποί­ες συμ­βαί­νουν σε κάθε περί­στα­ση, όταν κάποιο φύγει από τη θέση του και κατα­λά­βει τη θέση άλλου, πώς βλά­πτει ολό­κλη­ρο το σώμα και πολ­λές φορές επέ­φε­ρε και θάνα­το, και μάλι­στα όταν συμ­βεί να έχει κατα­λά­βει θέση που δεν του αξί­ζει; Πολ­λοί μάλι­στα αφού έκο­ψαν αυτό, άφη­σαν τη θέση του κενή.

Παν­τού λοι­πόν είναι κακό πράγ­μα η πλε­ο­νε­ξία. Και στα στοι­χεία τα οποία συν­θέ­τουν ένα σώμα, όταν κάποιο υπερ­βεί το μέτρο του και πλε­ο­νά­σει, κατα­στρέ­φει το παν. Αυτό σημαί­νει «συναρ­μο­λο­γεί­ται και συγ­κρα­τεί­ται». Ώστε σκέ­ψου πόσο μεγά­λο πράγ­μα είναι το να μένει κάθε πράγ­μα στη θέση του και να μην επι­βαί­νει σε άλλη, η οποία δεν του ανή­κει. Εσύ τα μέλη συν­θέ­τεις, Εκεί­νος επι­χο­ρη­γεί άνω­θεν· διό­τι όπως ακρι­βώς στο σώμα υπάρ­χουν όργα­να κατάλ­λη­λα γι’ αυτό, έτσι και στην περί­πτω­ση του πνεύ­μα­τος, διό­τι η ρίζα βρί­σκε­ται επά­νω· όπως η καρ­διά είναι ρίζα του πνεύ­μα­τος· το ήπαρ είναι ρίζα του αίμα­τος· ο σπλή­νας είναι ρίζα της χολής, και άλλα άλλου· και όλα αυτά έχουν την αιτία τους στον εγκέ­φα­λο.

Έτσι έκα­νε και ο Θεός· τιμών­τας πάρα πολύ τον άνθρω­πο και μη θέλον­τας να βρί­σκε­ται μακριά από αυτόν, ο Ίδιος μεν εξάρ­τη­σε την αιτία τους από τον εαυ­τό Του, και αυτούς τους έκα­νε συγ­χρό­νως συνερ­γούς Του· και τον μεν ένα τον τοπο­θέ­τη­σε στο ίδιο το έργο, τον δε άλλον σε άλλο. Επί παρα­δείγ­μα­τι, ο από­στο­λος είναι το σπου­δαιό­τε­ρο αγγείο του σώμα­τος, και δέχε­ται από τον Θεό τα πάν­τα· ώστε λοι­πόν ο λόγος, διερ­χό­με­νος, κατά κάποιον τρό­πο, δια μέσου φλε­βών και αρτη­ριών, κάνει να κυκλο­φο­ρεί μέσα σε όλους η αιώ­νια ζωή. Ο προ­φή­της προ­λέ­γει τα μέλ­λον­τα, ο ίδιος όμως ο Λόγος του Θεού πραγ­μα­το­ποιεί αυτά. Αυτός τοπο­θέ­τη­σε τα μέλη, Αυτός χορη­γεί ζωή σε αυτά. «Προς τον σκο­πό να καταρ­τί­σουν τους αγί­ους, για το έργο της δια­κο­νί­ας». Η αγά­πη ανοι­κο­δο­μεί, και συν­τε­λεί στο να είμα­στε ενω­μέ­νοι μετα­ξύ μας και συν­δε­δε­μέ­νοι και συναρ­μο­λο­γη­μέ­νοι.

Εάν λοι­πόν θέλου­με να απο­λαμ­βά­νου­με το Πνεύ­μα το οποίο έρχε­ται από την κεφα­λή, ας είμα­στε στε­νά συν­δε­δε­μέ­νοι μετα­ξύ μας· διό­τι δύο τρό­ποι απο­κο­πής από το σώμα της Εκκλη­σί­ας υπάρ­χουν· ο ένας, όταν ψυχρά­νου­με την αγά­πη, και ο δεύ­τε­ρος, όταν τολ­μή­σου­με πράγ­μα­τα που είναι ανά­ξια να γίνον­ται σε εκεί­νο το σώμα· διό­τι και με τους δύο αυτούς τρό­πους χωρί­ζου­με τους εαυ­τούς μας από το σώμα της Εκκλη­σί­ας. Εάν λοι­πόν εμείς, που έχου­με ταχθεί να οικο­δο­μού­με και άλλους σε αυτό, πρώ­τοι γινό­μα­στε εμείς αίτιοι για να απο­σχί­ζον­ται από αυτήν, τι δεν πρό­κει­ται να πάθου­με; Τίπο­τε δεν θα μπο­ρέ­σει να διαι­ρέ­σει τόσο εύκο­λα την Εκκλη­σία όσο η φιλαρ­χία· τίπο­τε δεν παρο­ξύ­νει τόσο τον Θεό, όσο το να διαι­ρε­θεί η Εκκλη­σία. Και αν ακό­μη έχου­με πρά­ξει άπει­ρα καλά, δεν θα κατα­δι­κα­στού­με λιγό­τε­ρο από αυτούς οι οποί­οι δια­μέ­λι­σαν το σώμα Του, εμείς οι οποί­οι διαι­ρού­με το εκκλη­σια­στι­κό πλή­ρω­μα· διό­τι εκεί­νο μεν έγι­νε προς όφε­λος της οικου­μέ­νης, αν και δεν το έκα­ναν από αυτόν τον σκο­πό· αυτό όμως σε τίπο­τε που­θε­νά δεν χρη­σι­μεύ­ει, αλλά είναι μεγά­λη η βλά­βη.

Αυτά δεν λέγον­ται μόνο προς τους άρχον­τες, αλλά και προς τους αρχο­μέ­νους. Κάποιος μάλι­στα άγιος άνδρας είπε κάτι το οποίο φαί­νε­ται ότι είναι τολ­μη­ρό, πλην όμως το είπε. Και ποιο είναι αυτό; Ότι ούτε το αίμα του μαρ­τυ­ρί­ου δεν μπο­ρεί να εξα­λεί­ψει αυτήν την αμαρ­τία. Διό­τι, πες μου, για­τί οδη­γεί­σαι στο μαρ­τύ­ριο; Δεν το κάνεις αυτό για τη δόξα του Χρι­στού; Εσύ λοι­πόν ο οποί­ος θυσιά­ζεις τη ζωή σου υπέρ του Χρι­στού, πώς εξο­λο­θρεύ­εις την Εκκλη­σία, υπέρ της οποί­ας πρώ­τος θυσιά­στη­κε ο Χρι­στός; Άκου­σε τον Παύ­λο ο οποί­ος λέγει: «γ γάρ εμι λάχι­στος τν ποστό­λων, ς οκ εμ κανς καλεσθαι πόστο­λος, διό­τι δίω­ξα τν κκλη­σί­αν το Θεο(:Διό­τι εγώ είμαι ο ελά­χι­στος, ο κατώ­τε­ρος από όλους τους Απο­στό­λους, που δεν είμαι άξιος να ονο­μά­ζο­μαι Απόστολος,διότι κατα­δί­ω­ξα την Εκκλη­σία του Θεού [Α΄Κορ.15,9]. Δεν είναι μικρή αυτή η βλά­βη από τους εχθρούς, αλλά πολύ μεγά­λη. Διό­τι εκεί­νη μεν ανα­δει­κνύ­ει αυτή και λαμ­πρό­τε­ρη, ενώ αυτή καται­σχύ­νει αυτήν και ενώ­πιον των εχθρών της, όταν δηλα­δή πολε­μεί­ται από τα ίδια τα τέκνα της. Διό­τι είναι μεγά­λη από­δει­ξη απά­της το να μετα­βάλ­λον­ται έξαφ­να και να διά­κειν­ται ως εχθροί αυτοί οι οποί­οι γεν­νή­θη­καν και ανα­τρά­φη­καν μέσα στην Εκκλη­σία και έχουν γνω­ρί­σει με ακρί­βεια τα απόρ­ρη­τα της πίστε­ως. Αυτά για εκεί­νους οι οποί­οι με αδια­φο­ρία ακο­λου­θούν εκεί­νους οι οποί­οι διαι­ρούν την Εκκλη­σία· διό­τι και αν ακό­μη έχουν αντί­θε­τη προς την Εκκλη­σία πίστη, και για τον λόγο αυτόν δεν αρμό­ζει σε εκεί­νους να ανα­μι­γνύ­ον­ται· εάν όμως έχουν την ίδια πίστη, τότε πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν πρέ­πει να ανα­μι­γνύ­ον­ται. Για ποιο λόγο, άρα­γε; Διό­τι η νόσος προ­έρ­χε­ται από φιλαρ­χία.

Δεν γνω­ρί­ζε­τε τι έπα­θαν όσοι ακο­λού­θη­σαν τον Κορέ και τον Δαθάν και τον Αβει­ρών που είχαν επα­να­στα­τή­σει εναν­τί­ον του Μωυ­σή και του Ααρών και τελι­κά άνοι­ξε η γη και κατέ­βη­καν ζων­τα­νοί στον Άδη;[Αρθμ. 26,10: «Κα υο λιάβ· Ναμουλ κα Δαθν κα βει­ρών· οτοι πίκλη­τοι τς συνα­γωγς, οτοί εσιν ο πισυ­στάν­τες π Μωυσν κα αρν ν τ συνα­γωγ Κορέ, ν τ πισυ­στά­σει Κυρί­ου, κα νοί­ξα­σα γ τ στό­μα ατς κατέ­πιεν ατος κα Κορ ν τ θανάτ τς συνα­γωγς ατο, τε κατέ­φα­γε τ πρ τος πεν­τή­κον­τα κα δια­κο­σί­ους, κα γενή­θη­σαν ν σημεί(:Υιοί του Ελιάβ ήσαν ο Ναμου­ήλ, ο Δαθάν και ο Αβει­ρών. Αυτοί όταν επί­ση­μοι μετα­ξύ των Ισραη­λι­τών. Αυτί ήταν που επα­να­στά­τη­σαν εναν­τί­ον του Μωυ­σή και του Ααρών μαζί με τους οπα­δούς του Κορέ, τότε που έκα­ναν επα­νά­στα­ση κατά του Κυρίου,όταν άνοι­ξε η γη το στό­μα της και κατά­πιε και θανά­τω­σε αυτούς μαζί με τον Κορέ και τους οπα­δούς του και όταν πυρ κατέ­φα­γε και τους άλλους δια­κό­σιους πενήν­τα στα­σια­στές. Όλοι αυτοί έγι­ναν σημείο και σωφρο­νι­στι­κό γεγο­νός στους άλλους δια της τιμω­ρί­ας τους εκ μέρους τη δικαιο­σύ­νης του Θεού)» ].Και μήπως μόνο αυτοί και όχι και οι μετά από αυτούς;

Τι λες; «Η ίδια πίστη είναι, ορθό­δο­ξοι είναι και εκεί­νοι [:οι αιρε­τι­κοί]». Για­τί λοι­πόν δεν είναι μαζί με εμάς; «Ένας Κύριος, μία πίστη, ένα βάπτι­σμα». Εάν όμως αυτά που κάνουν αυτοί είναι ορθά, τότε τα δικά μας είναι λαν­θα­σμέ­να· εάν πάλι τα δικά μας είναι ορθά, τότε τα δικά τους είναι λαν­θα­σμέ­να. «Ώστε να μην είμα­στε πλέ­ον νήπιοι, κλο­νι­ζό­με­νοι και παρα­συ­ρό­με­νοι από κάθε άνε­μο διδα­σκα­λί­ας». Πες μου, νομί­ζεις ότι αρκεί αυτό, το να λέγεις δηλα­δή ότι είναι ορθό­δο­ξοι; Τα της χει­ρο­το­νί­ας έφυ­γαν και χάθη­καν; Και ποιο το όφε­λος, εάν αυτή δεν έγι­νε κατά τρό­πο κανο­νι­κό; Όπως ακρι­βώς λοι­πόν για την πίστη, έτσι πρέ­πει να αγω­νι­ζό­μα­στε και γι’ αυτήν. Διό­τι αν στον καθέ­να είναι δυνα­τόν να χει­ρο­το­νεί, όπως οι παλαιοί, και έτσι να γίνον­ται ιερείς, ας γνω­ρί­ζουν όλοι ότι εις μάτην το πλή­ρω­μα της Εκκλη­σί­ας και το πλή­θος των ιερέ­ων· ας τα καταρ­γή­σου­με αυτά και ας τα κατα­στρέ­ψου­με.

«Μη γένοι­το», λέγει. Εσείς τα κάνε­τε αυτά και λέτε «μη γένοι­το»; Πώς λέγεις, «μη γένοι­το», τη στιγ­μή που έχουν γίνει ήδη; Εγώ το λέω και το επι­βε­βαιώ­νω απο­σκο­πών­τας όχι στο δικό μου συμ­φέ­ρον, αλλά στη δική σας σωτη­ρία· εάν όμως κάποιος αδια­φο­ρεί, αυτός θα κρι­θεί· εάν πάλι αυτά δεν ενδια­φέ­ρουν κάποιον, εμάς όμως μας ενδια­φέ­ρουν. «γ φύτευ­σα, πολλς πότι­σεν, λλ᾿ Θες ηξανεν(:Εγώ ο Παύ­λος φύτε­ψα σε σας την πίστη με το κήρυγ­μά μου, ο Απολ­λώς πότι­σε τη νεο­φυ­τε­μέ­νη πίστη σας, αλλά ο Θεός την αύξα­νε. Χωρίς όμως την αύξη­ση αυτή, η σπο­ρά ούτε θα φύτρω­νε, ούτε θα ριζο­βο­λού­σε, ούτε θα καρ­πο­φο­ρού­σε)»[Α΄Κορ.3,6].Πώς θα υπο­φέ­ρου­με την ειρω­νεία και τον γέλω­τα των ειδω­λο­λα­τρών; Διό­τι εάν μας κατη­γο­ρούν για τις αιρέ­σεις, τι θα πουν γι’ αυτά; Εάν η ίδια πίστη υπάρ­χει παν­τού, εάν τα ίδια μυστή­ρια, για­τί να επι­πη­δά σε άλλη Εκκλη­σία κάποιος άλλος επί­σκο­πος; «Βλέ­πε­τε», λέγει, «ότι όλες οι ενέρ­γειες των Χρι­στια­νών έχουν γεμί­σει από κενο­δο­ξία; Και ότι υπάρ­χει σε αυτούς φιλαρ­χία και απά­τη; Απο­γύ­μνω­σέ τους από το πλή­θος», λέγει, «και δεν θα είναι τίπο­τε». Χτύ­πη­σε και εξο­λό­θρευ­σε τη νόσο, η οποία δια­φθεί­ρει τον όχλο.

Θέλε­τε να πω αυτά τα οποία λένε για την πόλη μας; Με πόση ευκο­λία μπο­ρούν να μας κατη­γο­ρούν; «Είναι δυνα­τόν», λέγει, «σε όποιον θέλει να βρει οπα­δούς και δε θα λεί­ψουν ποτέ αυτοί». Ω, πόσο αξιο­γέ­λα­στο πράγ­μα! Πόσης ντρο­πής άξια είναι αυτά; Αλλά και το άλλο είναι αξιο­γέ­λα­στο και το άλλο είναι ντρο­πή. «Αν μερι­κοί από εμάς κατα­κυ­ριευ­μέ­νοι από τα πιο φοβε­ρά πράγ­μα­τα, πρό­κει­ται να υπο­στούν κάποιο επι­τί­μιο, είναι πολύς ο τρό­μος και ο φόβος παν­τού μήπως κανείς απο­σκιρ­τή­σει», λέγει, «μήπως απο­στα­τή­σει σε εκεί­νους». Χιλιά­δες φορές είναι προ­τι­μό­τε­ρο να απο­σκιρ­τή­σει αυτός ο οποί­ος είναι τέτοιος, και να είναι μαζί με εκεί­νους· δεν λέγω για όσους έχουν πλα­νη­θεί, αλλά εάν κάποιος χωρίς να παρα­συρ­θεί βρί­σκε­ται σε αυτήν την κατά­στα­ση και θέλει να προ­σχω­ρή­σει στους αιρε­τι­κούς, ας το κάνει. Διό­τι πονώ βέβαια και θρη­νώ και οδύ­ρο­μαι και καί­γον­ται τα σπλά­χνα μου, σαν να στε­ρού­μαι δικό μου μέλος, όμως δεν πονώ τόσο, όσο φοβού­μαι μήπως αναγ­κα­σθώ από αυτό να κάνω τίπο­τε που δεν πρέ­πει.

Δεν είμα­στε κυρί­αρ­χοι της πίστε­ώς μας, αγα­πη­τοί, ούτε παραγ­γέλ­νου­με αυτά κατά τρό­πο δεσπο­τι­κό· έχου­με ορι­στεί για τη διδα­σκα­λία του λόγου και όχι για εξου­σία ούτε για δεσπο­τι­σμό· έχου­με θέση συμ­βού­λων, οι οποί­οι συμ­βου­λεύ­ουν. Εκεί­νος ο οποί­ος συμ­βου­λεύ­ει λέγει τη γνώ­μη του, χωρίς να εξα­ναγ­κά­ζει τον ακρο­α­τή, αλλά αφή­νει αυτόν ελεύ­θε­ρο να προ­τι­μή­σει τα λεγό­με­να· σε αυτό μόνο είναι υπεύ­θυ­νος, αν δεν πει αυτά τα οποία πρέ­πει να διδά­ξει. Για αυτόν τον λόγο τα λέμε αυτά και τα διδά­σκου­με, για να μην είναι δυνα­τό σε κανέ­να από εσάς την ημέ­ρα της Κρί­σε­ως να πει: «Κανείς δε μας είπε τίπο­τε, κανείς δε μας συμ­βού­λευ­σε, δεν τα γνω­ρί­ζα­με, νομί­ζα­με ότι είναι μηδα­μι­νό το αμάρ­τη­μα».

Για τον λόγο αυτόν λέγω και σας παρα­κα­λώ με επι­μο­νή, ότι το να δημιουρ­γή­σει κανείς σχί­σμα στην Εκκλη­σία δεν είναι μικρό­τε­ρο κακό από το να πέσει σε αίρε­ση. Πες μου, εάν κάποιος υπη­ρε­τού­σε υπό τις δια­τα­γές κάποιου βασι­λιά, και δεν πήγαι­νε μεν με το μέρος άλλου, ούτε προ­σχω­ρού­σε σε άλλον βασι­λέα, αλλά έπαιρ­νε το πορ­φυ­ρό ένδυ­μά του και το ξάπλω­νε κατα­γής, και ολό­κλη­ρο δια περό­νης το ξέσχι­ζε σε πολ­λά τεμά­χια, άρα­γε θα τιμω­ρούν­ταν λιγό­τε­ρο από εκεί­νους οι οποί­οι προ­σχώ­ρη­σαν σε άλλον; Πόσο μάλι­στα, εάν μαζί με αυτό, τον ίδιο τον βασι­λέα, κρα­τών­τας τον από τον λαι­μό, τον έσφα­ζε και ξέσχι­ζε σε κάθε μέλος το σώμα του, ποια κατα­δί­κη θα ήταν άξια των έργων του; Εάν όμως κάνον­τας αυτά στον βασι­λιά ο οποί­ος είναι συν­δού­λος, θα σου επι­βαλ­λό­ταν η πιο μεγά­λη τιμω­ρία, εκεί­νος ο οποί­ος σφά­ζει και δια­με­λί­ζει τον Χρι­στό, ποιας κολά­σε­ως δεν θα είναι άξιος; Άρα­γε αυτής με την οποία απει­λεί­ται; Δεν νομί­ζω, αλλά άλλης πολύ πιο φοβε­ρής.

Να το πεί­τε αυτό όσες παρευ­ρί­σκε­στε- διό­τι κυρί­ως οι γυναί­κες έχουν αυτό το ελάτ­τω­μα- να διη­γη­θεί­τε σε όσες απου­σιά­ζουν αυτό το παρά­δειγ­μα, να τις φοβί­σε­τε. Εάν μερι­κοί νομί­ζουν ότι μας θλί­βουν και μας εκδι­κούν­ται με αυτό, ας γνω­ρί­ζουν καλώς, ότι άσκο­πα τα κάνουν αυτά. Διό­τι εάν θέλεις, να μας εκδι­κη­θείς, εγώ σου δίνω τρό­πο, με τον οποίο θα μπο­ρέ­σεις να εκδι­κη­θείς χωρίς να ζημιω­θείς· μάλ­λον δε δεν είναι δυνα­τόν να εκδι­κη­θείς χωρίς να βλα­φτείς, αλλά με μικρό­τε­ρη βλά­βη· χτύ­πη­σέ με, φτύ­σε με δημό­σια όταν με συναν­τή­σεις, πλή­γω­σέ με. Φρίτ­τεις στην ακοή αυτών των πραγ­μά­των; Εάν φρίτ­τεις που σου λέγω να χτυ­πή­σεις εμέ­να, δεν φρίτ­τεις όταν κατα­σπα­ράσ­σεις τον Κύριό σου; Τα μέλη του Κυρί­ου ξεσχί­ζεις και δεν τρέ­μεις; Οικία πατρι­κή είναι η Εκκλη­σία· ένα σώμα και ένα Πνεύ­μα. Αλλά θέλεις να με πολε­μή­σεις. Μέχρι εμέ­να στα­μά­τη­σε. Για ποιον λόγο αντί για εμέ­να πολε­μείς τον Χρι­στό; Μάλ­λον δε για­τί χτυ­πάς επά­νω στις πλη­γές Του; Βέβαια σε καμία περί­πτω­ση δεν είναι καλή η εκδί­κη­ση· αλλά το να υβρί­ζεις άλλο από εκεί­νον ο οποί­ος σε αδι­κεί, είναι πολύ χει­ρό­τε­ρο.

Από εμάς αδι­κή­θη­κες; Για­τί λυπείς Εκεί­νον ο οποί­ος δεν σε αδί­κη­σε; Αυτό είναι δείγ­μα μεγί­στης παρα­φρο­σύ­νης. Δεν θα το πω ειρω­νευό­με­νος αυτό το οποίο πρό­κει­ται να πω, ούτε τυχαία, αλλά όπως το σκέ­πτο­μαι και όπως το αισθά­νο­μαι. Για τον καθέ­να από εσάς οι οποί­οι θλί­βε­στε από εμέ­να και εξαι­τί­ας αυτής της λύπης βλά­πτε­τε τους εαυ­τούς σας και πορεύ­ε­στε αλλού, θα ήθε­λα να πλη­γώ­σω το πρό­σω­πό μου ή και να απο­γυ­μνώ­σω το σώμα μου για να βασα­νι­στεί με ράβδο, είτε δίκαια είτε άδι­κα με κατη­γο­ρεί­τε, και σε εμέ­να ας επι­τρέ­ψει την οργή να πέσει, παρά να τολ­μούν αυτά τα οποία τολ­μούν. Εάν μπο­ρού­σε να γίνει αυτό, τίπο­τε δεν θα ήταν, το να πάσχει τέτοια ένας μηδα­μι­νός και ανά­ξιος λόγου άνθρω­πος. Άλλω­στε θα μπο­ρού­σα να παρα­κα­λέ­σω εγώ, ο οποί­ος αδι­κή­θη­κα και εξυ­βρί­στη­κα, τον Θεό, και θα συγ­χω­ρού­σε τις αμαρ­τί­ες σας· όχι διό­τι εισα­κού­γο­μαι τόσο πολύ σαν να είμαι άγιος, αλλά επει­δή ο αδι­κη­μέ­νος, όταν παρα­κα­λεί υπέρ Εκεί­νου ο οποί­ος τον αδί­κη­σε, εισα­κού­ε­ται πολύ: «ν μαρ­τά­νων μάρτ νρ ες νδρα, κα προ­σεύ­ξον­ται πρ ατο πρς Κύριον· κα ἐὰν τ Κυρί μάρτ, τίς προ­σεύ­ξε­ται πρ ατο; κα οκ κουον τς φωνς το πατρς ατν, τι βου­λό­με­νος βού­λε­το Κύριος δια­φθεραι ατούς(:Εάν ένας άνθρω­πος φταί­ξει απέ­ναν­τι σε έναν άλλον, είναι δυνα­τόν να προ­σευ­χη­θούν άλλοι για εκεί­νον που έφται­ξε και να ζητή­σουν συγ­χώ­ρη­ση από τον Κύριο για αυτόν. Εάν όμως κανείς αμαρ­τή­σει απέ­ναν­τι του Κυρί­ου, ποιος είναι εκεί­νος ο οποί­ος θα προ­σευ­χη­θεί γι΄αυτόν;’’. Αλλά τα παι­διά του Ηλί δεν άκου­γαν τις συμ­βου­λές του πατέ­ρα τους. Σκλη­ρύ­νον­ταν στην ασέ­βειά τους. Ο Κύριος λοι­πόν είχε λάβει ορι­στι­κή από­φα­ση να τα αφα­νί­σει)» [Α΄Βασ.2,25]. Εάν όμως δεν μπο­ρού­σα να το κάνω εγώ, θα μπο­ρού­σα να ζητή­σω και να παρα­κα­λέ­σω αγί­ους ανθρώ­πους και θα το έκα­ναν. Τώρα όμως ποιον να παρα­κα­λέ­σου­με, αφού υβρί­ζου­με τον Θεό;

Πρό­σε­χε ανω­μα­λία και ακα­τα­στα­σία· διό­τι από όσους ανή­κουν σε αυτήν την εκκλη­σία, άλλοι μεν ουδέ­πο­τε προ­σέρ­χον­ται παρά μία φορά τον χρό­νο, και τότε όπως τύχει· άλλοι δε τακτι­κό­τε­ρα βέβαια, αλλά και αυτοί όπως τύχει, ομι­λών­τας και αστειευό­με­νοι για το τίπο­τε· άλλοι πάλι, οι οποί­οι φαί­νον­ται ότι δήθεν ενδια­φέ­ρον­ται, αυτοί είναι εκεί­νοι οι οποί­οι προ­κα­λούν αυτή τη συμ­φο­ρά. Εάν λοι­πόν ενδια­φέ­ρε­στε και φρον­τί­ζε­τε για αυτά, καλύ­τε­ρα να ταχθεί­τε και εσείς μαζί με τους αδιά­φο­ρους· μάλ­λον δε το καλύ­τε­ρο είναι ούτε εκεί­νοι να είναι αμε­λείς, ούτε εσείς τέτοιοι· δεν λέγω για εσάς που παρα­βρί­σκε­στε εδώ, αλλά για εκεί­νους οι οποί­οι απο­σκιρ­τούν. Μοι­χεία είναι αυτό το πράγ­μα. Εάν όμως δεν ανέ­χε­σαι να ακούς αυτά για εκεί­νους, λοι­πόν να μην ανέ­χε­σαι ούτε για εμάς· διό­τι το ένα από τα δύο κατ’ανάγκην γίνε­ται παρά­νο­μα. Αν μεν λοι­πόν υπο­πτεύ­ε­στε αυτά για εμέ­να, είμαι έτοι­μος να παρα­χω­ρή­σω το αξί­ω­μα σε όποιον θέλε­τε· μόνο η εκκλη­σία να είναι μία· εάν δε εγώ έγι­να νόμι­μα, πεί­σε­τε εκεί­νους οι οποί­οι έχουν ανε­βεί παρά­νο­μα στον θρό­νο να απο­θέ­σουν ό,τι δεν τους ανή­κει.

Αυτά τα είπα, όχι ως κάποιος που προ­στά­ζει, αλλά για να στε­ρε­ώ­σω και να δια­φυ­λά­ξω εσάς. Επει­δή ο καθέ­νας έχει ηλι­κία και ευθύ­νε­ται για τις πρά­ξεις του, παρα­κα­λώ να μην νομί­ζε­τε ανεύ­θυ­νους τους εαυ­τούς σας, επιρ­ρί­πτον­τας τα πάν­τα σε εμάς, για να μην κατα­στρέ­φε­τε τους εαυ­τούς σας αυτα­πα­τώ­με­νοι εις μάτην. Διό­τι θα δώσου­με λόγο για τις ψυχές σας, αλλά όταν εμείς δεν τις επι­με­λού­μα­στε πλή­ρως, όταν δεν παρα­κα­λέ­σου­με, όταν δεν νου­θε­τή­σου­με, όταν δεν ικε­τεύ­σου­με. Μετά λοι­πόν από αυτά, επι­τρέψ­τε και σε εμέ­να να πω: «Δι μαρ­τύ­ρο­μαι μν ν τ σήμε­ρον μέρ τι καθαρς γ π το αματος πάν­των(:Και επει­δή δεν πρό­κει­ται να ξαναϊ­δω­θού­με, γι’ αυτό σας βεβαιώ­νω ενώ­πιον του Θεού τη σημε­ρι­νή ημέ­ρα ότι εγώ δεν έχω καμιά ευθύ­νη για όλους εσάς, εάν συμ­βεί κανείς από σας να χαθεί)»[Πράξ.20,26] και «κα σ ἐὰν δια­στείλ τ νόμ, κα μ ποστρέψ π τς νομί­ας ατο κα π τς δο ατο, νομος κενος ν τ δικί ατο ποθα­νεται, κα σ τν ψυχήν σου ύσ(:Εάν όμως εσύ έντο­να ομι­λή­σεις προς τον παρά­νο­μο και τον προ­τρέ­ψεις επί­μο­να να παραι­τη­θεί από τις παρα­νο­μί­ες του και γενι­κά από τους αμαρ­τω­λούς τρό­πους της ζωής του, όμως ο παρά­νο­μος μεί­νει αμε­τα­νόη­τος στην προ­η­γού­με­νή του αμαρ­τω­λή κατά­στα­ση, θα πεθά­νει· εσύ όμως θα γλυ­τώ­σεις τη ζωή σου· δεν θα τιμω­ρη­θείς, διό­τι έκα­νες το καθή­κον σου)»[Ιεζεκ.3,19].Πείτε ό,τι θέλε­τε και ανα­φέ­ρε­τε δικαιο­λο­γη­μέ­νη αιτία για την οποία έχε­τε απο­χω­ρή­σει και θα απο­λο­γη­θώ. Αλλά δεν έχε­τε τίπο­τε να πεί­τε. Για τον λόγο αυτόν και παρα­κα­λώ έστω και εσάς να στα­θεί­τε με γεν­ναιό­τη­τα και να επα­να­φέ­ρε­τε όσους πλα­νή­θη­καν και απο­χώ­ρη­σαν, για να ανα­πέμ­ψου­με μαζί ευχα­ρι­στία στον Θεό, διό­τι σε Αυτόν ανή­κει η δόξα στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Εφε­σί­ους επι­στο­λή, ομι­λία ΙΑ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 20, σελί­δες 687–717.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Υπε­ρά­νω ὅλων τῶν οὐρα­νῶν

«Ὁ κατα­βὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀνα­βὰς ὑπε­ρά­νω πάν­των τῶν οὐρα­νῶν, ἵνα πλη­ρώ­σῃ τὰ πάν­τα» (Εφ. 4,10)

ΣΤΗΝ ἐπο­χή μας, ἀγα­πη­τοί, στὴν ἐπο­χή μας οἱ ἄνθρω­ποι ἔχουν μεγά­λη μανία για ταξί­δια. Δὲν ἀνα­παύ­ον­ται σ’ ἕνα μέρος. Ὅλο καὶ θέλουν νὰ βρί­σκων­ται σὲ κίνη­σι, νὰ ταξι­δεύ­ουν, νὰ πηγαί­νουν σὲ διά­φο­ρα μέρη, νὰ βλέ­πουν και­νούρ­γιους

κόσμους, ν’ ἀπο­λαμ­βά­νουν τις φυσι­κές ομορ­φιές καὶ νὰ γνω­ρί­ζων­ται μὲ ἄλλους ἀνθρώ­πους. Δεν βλέ­πε­τε τί γίνε­ται μὲ τὸν του­ρι­σμό; Τί κίνη­σις! Χιλιά­δες ἀερο­πλά­να πετοῦν στὸν οὐρα­νὸ καὶ μετα­φέ­ρουν τους του­ρί­στες ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο στὸ ἄλλο. Αλλά τώρα τελευ­ταῖα, φαί­νε­ται, χόρ­τα­σαν οἱ ἄνθρω­ποι ἀπὸ ταξί­δια πάνω στὴ γῆ καὶ θέλουν νὰ κάνουν ταξί­δια ἔξω ἀπὸ τὴ γῆ, ταξί­δια στο φεγ­γά­ρι καὶ σ’ ἄλλους πλα­νῆ­τες, ταξί­δια ποὺ ὀνο­μά­ζον­ται δια­πλα­νη­τι­κά. Καί νά, στο φεγ­γά­ρι ἔφτα­σαν οἱ πρῶ­τοι ταξι­διώ­τες. Τώρα προ­σπα­θοῦν νὰ φτά­σουν καὶ στὸν Ἄρη, καὶ ὕστε­ρα σὲ ἄλλα ἀστέ­ρια…

Ἀλλ ̓ ἂν σκε­φτῇ κανεὶς ὅτι τὰ ἀστέ­ρια δὲν εἶνε 100, 1000 και 2000, ἀλλὰ εἶνε ἑκα­τομ­μύ­ρια καὶ δισε­κα­τομ­μύ­ρια, ἂν σκε­φτῇ ὅτι τὰ ἀστέ­ρια αὐτὰ βρί­σκον­ται σὲ πολὺ μακρι­νὴ ἀπό­στα­σι ἀπὸ τὴ γῆ, ποὺ καὶ ἂν ἀκό­μη ὁ ἄνθρω­πος κάνῃ δια­στη­μό­πλοιο ποὺ νὰ ταξι­δεύῃ σὰν ἀστρα­πή, μὲ τὴν ταχύ­τη­τα τοῦ φωτός, θὰ χρεια­στῇ ὄχι χιλιά­δες ἀλλ’ ἑκα­τομ­μύ­ρια έτη φωτός γιὰ νὰ φτά­σῃ στὰ πιὸ μακρι­νὰ ἀστέ­ρια, ἂν σκε­φτῇ κανεὶς αὐτὰ τὰ πράγ­μα­τα, τὸ μυα­λό του ζαλί­ζε­ται καὶ δὲν μπο­ρεῖ ὁ ἄνθρω­πος παρὰ νὰ θαυ­μά­σῃ τὸ ἄφθα­στο μεγα­λεῖο τῆς θεί­ας δημιουρ­γί­ας, νὰ γονα­τί­σῃ μπρο­στὰ στὸ Δημιουρ­γὸ καὶ νὰ πῇ κι αὐτὸς τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Δαυ­ΐδ καὶ τὰ ἐπα­να­λαμ­βά­νουν καὶ τώρα σπου­δαῖ­οι ἀστρο­νό­μοι που μελε­τοῦν τὰ μεγα­λεῖα τοῦ Θεοῦ· «Οἱ οὐρα­νοὶ διη­γοῦν­ται δόξαν Θεοῦ, ποίη σιν δὲ χει­ρῶν αὐτοῦ ἀναγ­γέλ­λει τὸ στε­ρέ­ω­μα» (Ψαλμ. 18,2).

Αλή­θεια, πόσο ἀνόη­τοι εἶνε οἱ ἄπι­στοι καὶ οἱ ἄθε­οι! Λένε γιὰ κάποιον ποὺ δὲν πίστευε στὸ Θεό, ποὺ ἔλε­γε πὼς ἔτσι ἔγι­ναν ὅλα ὅσα βλέ­που με, ὅτι ἕνας φίλος του ἔκα­νε μια μεγά­λη σφαῖ­ρα σὰν ἐκεῖ­νες τὶς ὑδρό­γειες σφαῖ­ρες ποὺ ἔχουν στὰ σχο­λεῖα, καὶ τὴν τοπο­θέ­τη­σε στὸ δωμά­τιο τοῦ ἀπί­στου φίλου του, ὅταν ἐκεῖ­νος ἔλει­πε. Ὅταν ὁ ἄπι­στος ἐπέ­στρε­ψε στο δωμά­τιό του καὶ εἶδε τὴν υδρό­γειο σφαί­ρα, ἀμέ­σως ρώτη­σε τὸ φίλο του —Ποιός τὴν ἔφε­ρε ἐδῶ; Ποιός τὴν ἔκα­νε;

—Κανείς δὲν τὴν ἔκα­νε! τοῦ λέει ὁ φίλος του. Ἔτσι βρέ­θη­κε στο δωμά­τιό σου.

-Τί εἶν ̓ αὐτὰ ποὺ λές; ἀπαν­τᾷ μὲ ἔκπλη­ξι ὁ ἄθε­ος. Μόνο ἕνας τρελ­λὸς μπο­ρεῖ νὰ πῇ, ὅτι ἔτσι βρέ­θη­κε ἡ σφαῖ­ρα.

-Ε, φίλε, τοῦ ἀπαν­τᾷ ὁ ἄλλος. Ἂν εἶνε τρελ­λὸς αὐτὸς ποὺ λέει, ὅτι ἡ σφαῖ­ρα αὐτή, ποὺ εἶνε ἕνα τιπο­τέ­νιο παι­χνι­δά­κι, ἔτσι ἔγι­νε, τότε πόσες φορές περισ­σό­τε­ρο τρελ­λὸς εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει, ὅτι τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια ἄστρα, οἱ τερά­στιες σφαῖ­ρες, ἔγι­ναν ἔτσι, χωρὶς σκέ­ψι, χωρὶς τὴ σοφία καὶ τὴ δύνα­μι τοῦ Θεοῦ;…

Ἡ ἀπι­στία δὲν μπο­ρεῖ νὰ στα­θῇ, ὅταν ὁ ἄνθρω­πος σκέ­πτε­ται λογι­κά. Ἡ λογι­κὴ λέει, ὅτι τὸ σπί­τι κάποιος τὸ ἔκτι­σε, ὅτι μιὰ μηχα­νὴ ποὺ κινεῖ­ται κάποιος τὴν ἔβα­λε μπρὸς καὶ ἐργά­ζε­ται καὶ αὐτὸ τὸ σπί­τι, τὸ ἀπέ­ραν­το σπί­τι ποὺ λέγε­ται οὐρά­νιος κόσμος, μὲ τὰ ἀνα­ρίθ­μη­τα ἀστέ­ρια του, κάποιος τὸ ἔκα­νε ̇ καὶ τὴν πελώ­ρια αὐτὴ μη χανή κάποιος τὴν ἔβα­λε σὲ κίνη­σι. Αὐτὸς εἶνε ὁ πάν­σο­φος, πανά­γα­θος καὶ παν­το­δύ­να­μος Θεός.

* * *

Ἀλλὰ για­τί ἐδῶ μιλᾶ­με γιὰ ἀστέ­ρια καὶ γιὰ δια­πλα­νη­τι­κὰ ταξί­δια; Μιλᾶ­με, για­τὶ ἀφορ­μὴ μᾶς δίνει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος.

Ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος; Μὰ τί λέτε; Στὴν ἐπο­χὴ τῶν ἀπο­στό­λων δὲν ὑπῆρ­χαν ἀερο­πλά­να, δὲν ὑπῆρ­χαν πύραυ­λοι καὶ δια­στη­μό­πλοια. Οἱ ἄνθρω­ποι ταξί­δευαν μὲ γαϊ­δου­ρά­κια, καὶ κανείς τους δὲν φαν­τά­στη­κε ὅτι μπο­ροῦν νὰ φτά­σουν στὸ φεγ­γά­ρι καὶ στ’ αστέ­ρια.

Ναί, σωστὸ εἶνε αὐτό. Αλλά πρέ­πει να ξέρου­με, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γῆ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φεγ­γά­ρι καὶ τ ̓ ἀστέ­ρια, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ ποὺ βλέ­που­με, ὑπάρ­χει κ’ ἕνας ἄλλος οὐρα­νός. Οὐρα­νὸς ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν δῇ κανεὶς στο τηλε­σκό­πιο, οὐρα­νὸς ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν πλη­σιά­σῃ κανείς μὲ πυραύ­λους καὶ δια­στη­μό­πλοια. Εἶνε ὄχι φυσι­κός, ἀλλὰ πνευ­μα­τι­κός. Οὐρα­νὸς ὄχι φαν­τα­στι­κός, ἀλλὰ πραγ­μα­τι­κός. Καὶ ὅσο, ἄνθρω­πε, εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρ­χει φεγ­γά­ρι, ἀστέ­ρια καὶ ἥλιος, τόσο βέβαιος κι ἀκό­μη πιὸ πολὺ νὰ εἶσαι ὅτι ὑπάρ­χει αὐτὸς ὁ πνευ­μα­τι­κὸς οὐρα­νός. Στὸν οὐρα­νὸ αὐτὸ εἶνε ὁ Θεός. Εἶνε ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Πατὴρ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦ­μα. Εἶνε οἱ ἄγγε­λοι καὶ οἱ ἀρχάγ­γε­λοι, εἶνε τὰ πνεύ­μα­τα τὰ ἄυλα, εἶνε οἱ ψυχὲς τῶν ἁγί­ων.

Γι’ αὐτὸν τὸν οὐρα­νό, τὸν πνευ­μα­τι­κό, μιλά­ει σήμε­ρα ὁ Ἀπό­στο­λος ποὺ ἀκού­σα­με. Λέει γιὰ κάποιον, ποὺ ἂς μᾶς ἐπι­τρα­πῇ στὴ γλῶσ­σα τὴ σημε­ρι­νὴ νὰ τὸν ὀνο­μά­σου­με βασι­λιᾶ τῶν ἀ- στρο­ναυ­τῶν. Αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός. Θαυ­μά­ζε­τε, ἄνθρω­ποι, τὴν πορεία ποὺ κάνουν οἱ ἀστρο­ναῦ­τες; Ἀλλ ̓ ἐλᾶ­τε νὰ δῆτε τὴν πορεία ποὺ ἔκα­νε ὁ Χρι­στός. Ἀπὸ τὰ οὐρά­νια ἦρθε στὴ γῆ. Τριάν­τα χρό­νια ἔζη­σε στὸν πλα­νή­τη μας. Τρία χρό­νια ἔκα­νε θαύ­μα­τα πρω­τά­κου­στα. Σταυ­ρώ­θη­κε. Κατέ­βη­κε στὸν ᾅδη. Πάλε­ψε με το χάρο. Νίκη­σε τὸ χάρο. Βγῆ­κε ἀπὸ τὸ σκο­τει­νὸ βασί­λειο τοῦ ᾅδου νικη­τὴς καὶ θριαμ­βευ­τής. Καὶ ἔπει­τα ‑ὦ Χρι­στέ, ποιός μπο­ρεῖ νὰ περι­γρά­ψῃ τὸ μεγα­λεῖο σου!— ἀπὸ τὴ γῆ ὑψώ­θη κε. Ανέ­βη­κε ψηλά. Πέρα­σε τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα. Πέρα­σε ὅλους τοὺς οὐρα­νοὺς καὶ ἔφτα­σε ἐκεῖ ὅπου κατοι­κεῖ ἡ Θεό­της.

Ὁ Χρι­στὸς στοὺς οὐρα­νούς, ὑπε­ρά­νω ὅλων τῶν οὐρα­νῶν! Καὶ τί, ἔπα­ψε ἀπὸ τότε νὰ ἐνδια­φέ­ρε­ται γιὰ τὸν ἄνθρω­πο; Ἂν καὶ βρί­σκε­ται πάνω ἀπὸ τοὺς οὐρα­νούς, ὅμως εἶνε πολὺ κον­τά μας, ὅσο κανείς ἄλλος. Εἶνε δίπλα μας καὶ μᾶς φωτί­ζει. Μᾶς θερ­μαί­νει. Μᾶς παρη­γο­ρεῖ. Μᾶς ἐνι­σχύ­ει. Μᾶς δίνει δύνα­μι γιὰ νὰ νικοῦ­με. Μᾶς δίνει ὅλα τὰ μέσα γιὰ τὸν πνευ­μα­τι­κό μας καταρ­τι­σμό. Καὶ τὰ μέσα αὐτὰ γιὰ τὴ σωτη­ρία μας τὰ βρί­σκου­με ἄφθο­να, ἂν θέλου­με, μέσα στὸ βασί­λειό του, ποὺ ἵδρυ­σε ἐδῶ στὴ γῆ. Τὸ δὲ βασί­λειό του εἶνε ἡ Ἐκκλη­σία. Ὤ ἡ Ἐκκλη­σία! Μέσ ̓ στην Ἐκκλη­σία ὁ οὐρα­νός, μ ̓ ὅλα τὰ ἄστρα του, χαμη­λώ­νει, καὶ ἡ γῆ γίνε­ται οὐρα­νός. Καὶ πάλι ὁ ἄνθρω­πος ὑψώ­νε­ται καὶ φτά­νει μέχρι τὸν οὐρα­νό, ὅπου εἶνε ὁ Χρι­στός, πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς οὐρα­νούς. Αὐτῷ ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προ­σκύ­νη­σις.

Ὅποιος μᾶς ἀκού­ει νὰ μιλᾶ­με ἔτσι, θὰ νομί­ζῃ ὅτι αὐτὰ ποὺ λέμε εἶνε φαν­τα­στι­κὰ πράγ­μα­τα καὶ ὄχι πραγ­μα­τι­κά. Για­τὶ δὲν πιστεύ­ει, για­τὶ δὲν δοκί­μα­σε ποτέ του τί εἶνε Χρι­στὸς καὶ χρι­στια­νι­κὴ ζωή. Ἀλλ ̓ ἂν πιστέ­ψῃ στὸ Χρι­στὸ καὶ πιά- σῃ στὰ χέρια του τὴν ἁγία Γρα­φὴ καὶ δια­βά­σῃ τὰ Εὐαγ­γέ­λια καὶ τὶς Ἐπι­στο­λὲς τοῦ Παύ­λου, κι ἀρχί­σῃ νὰ πηγαί­νῃ στὴν ἐκκλη­σία καὶ ν’ ἀκούῃ μὲ εὐλά­βεια τὴ θεία λει­τουρ­γία, τότε θὰ αἰσθά­νε­ται ὅτι, ἐνῷ ἡ ψυχή του πρῶ­τα πετοῦ­σε χαμη­λὰ καὶ ὅλο τιπο­τέ­νια πράγ­μα­τα ἔβλε­πε καὶ θαύ­μα­ζε, τώρα ἡ ψυχή του με νέα φτε­ρὰ πετά­ει πολύ ψηλά, καὶ βλέ­πει ὅσα πρῶ­τα δὲν ἔβλε­πε καὶ ἀκού­ει ὅσα πρῶ­τα δὲν ἄκου­γε, καὶ σκύ­βει καὶ προ­σκυ­νά­ει τὸ Δημιουρ­γὸ ποὺ δημιούρ­γη­σε τὸ φυσι­κὸ καὶ ὑπερ­φυ­σι­κό κόσμο, αὐτὰ ποὺ βλέ­που­με κι αὐτὰ ποὺ δὲν βλέ­που­με, καὶ λέει· «Ὡς ἐμε­γα­λύν­θη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάν­τα ἐν σοφίᾳ ἐποί­η­σας, ἐπλη­ρώ­θη ἡ γῆ τῆς κτί­σε­ώς σου» (Ψαλμ. 103,24).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek