Ἡ ἄμμος

by admin

Ἡ ἄμμος εἶνε ἕνα ἐλά­χι­στο μόριο ὕλης. Ἕνας κόκ­κος θραύ­σμα­τος ὀρυ­κτῶν ἢ πετρω­μά­των, τὰ ὁποῖα κάτω ἀπὸ τὴν πίε­σι ὑδά­τι­νων ὄγκων δια­σπῶν­ται καὶ κατα­κερ­μα­τί­ζον­ται. Ποιός δίνει σημα­σία σ’ ἕνα κόκ­κο ἄμμου; Ἀλλ’ οἱ κόκ­κοι τῆς ἄμμου συσ­σω­ρευό­με­νοι κατα­λαμ­βά­νουν σοβα­ρὲς ἐκτά­σεις ἐδά­φους καὶ σχη­μα­τί­ζουν στὶς παρα­λί­ες τὶς ἀμμου­διές. Σ’ αὐτὲς ἀπο­σύ­ρουν τὰ ἁλιευ­τι­κά τους πλοιά­ρια οἱ ἁλιεῖς, ἁπλώ­νουν, καθα­ρί­ζουν καὶ τακτο­ποιοῦν τὰ δίκτυά τους, ἀπο­λαμ­βά­νουν τὸν ἥλιο οἱ λουό­με­νοι, καὶ παί­ζουν εὐχα­ρί­στως τὰ παι­διά. Ἡ δὲ ἄμμος, ἡ ὁποία συσ­σω­ρεύ­ε­ται σὲ ἐρη­μι­κὰ μέρη τῆς γῆς, κατα­λαμ­βά­νει ἀχα­νεῖς ἐκτά­σεις καὶ σχη­μα­τί­ζει Σαχά­ρες. Ἐὰν δὲ στὶς ἐρή­μους αὐτὲς ἐκτά­σεις πνεύ­σῃ σφο­δρὸς ἄνε­μος, τότε ὑψώ­νον­ται τερά­στια σύν­νε­φα, ὄχι πλέ­ον ἀπὸ ὑδρα­τμούς, ἀλλ’ ἀπὸ κόκ­κους ἄμμου· δημιουρ­γοῦν­ται οἱ ἀμμο­θύ­ελ­λες, ποὺ σκιά­ζουν τὸν ἥλιο. Ἡ δὲ δύνα­μί τους εἶνε φοβε­ρή. Ἕνας κόκ­κος ἄμμου μηδὲν ὡς πρὸς τὴ δύνα­μι. Ἀλλ’ ἀνα­ρίθ­μη­τοι κόκ­κοι ἄμμου εἶνε πελώ­ρια δύνα­μι. Ὅπως ἀνα­φέ­ρει ἡ ἱστο­ρία, ἀμμο­θύ­ελ­λες σκέ­πα­σαν ὡς σάβα­να καὶ ἐξα­φά­νι­σαν πόλεις. Καὶ μετὰ πολ­λοὺς αἰῶ­νες συνερ­γεῖα ἀρχαιο­λό­γων ἀγω­νί­ζον­ται ν’ ἀνα­κα­λύ­ψουν κάτω ἀπὸ τὰ στρώ­μα­τα τῆς ἄμμου ἴχνη πολι­τι­σμοῦ. Στρα­τιὲς δέ, οἱ ὁποῖ­ες ἦταν ὑπο­χρε­ω­μέ­νες νὰ δια­βοῦν ἀπὸ τὶς ἐρή­μους, ὑπέ­φε­ραν πολὺ λόγῳ τοῦ καύ­σω­νος, ὁ ὁποῖ­ος πυρα­κτώ­νει τὴν ἄμμο, καὶ περισ­σό­τε­ρο λόγῳ τῆς ἀνυ­δρί­ας. Πόσο ὑπέ­φε­ραν οἱ στρα­τιῶ­τες μας, ὅταν κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1921 ἐξορ­μών­τας πρὸς τὴν Ἄγκυ­ρα ἀναγ­κά­σθη­καν νὰ δια­βοῦν τὴν Ἁλμυ­ρὴ ἔρη­μο!

Ἀλλ’ ἡ ἄμμος, ἡ ὁποία ἀπὸ ἀπό­ψε­ως ἐπι­στη­μο­νι­κῆς εἶνε ἀντι­κεί­με­νο ἐρεύ­νης τῶν γεω­λό­γων, μέσα στὴν Ἁγία Γρα­φὴ χρη­σι­μο­ποιεῖ­ται, ὅπως καὶ ἄλλα φυσι­κὰ πράγ­μα­τα, ὡς εἰκό­να καὶ σύμ­βο­λο πνευ­μα­τι­κῶν πραγ­μά­των καὶ ἀλη­θειῶν. Ἡ ἄμμος διδά­σκα­λος καὶ ἱερο­κῆ­ρυξ! Περί­ερ­γο σᾶς φαί­νε­ται; Δὲν εἶνε περί­ερ­γο. Διό­τι μὲ ὅλα διδά­σκει ὁ Θεός.

Πρῶ­τον, κατὰ τὴ Γρα­φή, ἡ ἄμμος εἶνε ἔκφρα­σι τοῦ ἀμε­τρή­του πλή­θους. Ὁ Θεὸς μιλών­τας στὸν πατριάρ­χη Ἀβρα­ὰμ εἶπε· «Ἀνά­βλε­ψον τοῖς ὀφθαλ­μοῖς σου καὶ ἴδε ἀπὸ τοῦ τόπου, οὗ νῦν σὺ εἶ, πρὸς βορ­ρᾶν καὶ λίβαν καὶ ἀνα­το­λὰς καὶ θάλασ­σαν· ὅτι πᾶσαν τὴν γῆν, ἣν σὺ ὁρᾷς, σοὶ δώσω αὐτὴν καὶ τῷ σπέρ­μα­τί σου ἕως αἰῶ­νος. Καὶ ποι­ή­σω τὸ σπέρ­μα σου ὡς τὴν ἄ μ μ ο ν τῆς γῆς εἰ δύνα­ταί τις ἐξα­ριθ­μῆ­σαι τὴν ἄ μ μ ο ν τῆς γῆς, καὶ τὸ σπέρ­μα σου ἐξα­ριθ­μη­θή­σε­ται» (Γεν. 13:14–16). Τὴν ἴδια ὑπό­σχε­σι, ὅτι ὁ Ἑβραϊ­κὸς λαὸς θὰ αὐξα­νό­ταν καὶ θὰ γινό­ταν ὅπως ἡ ἄμμος τῆς θαλάσ­σης ἡ ἀνα­ρίθ­μη­τος, ὁ Θεὸς ἐπα­νέ­λα­βε πρὸς τὸν πατριάρ­χη Ἰακώβ (Γεν. 28:14).

Ἀλλ’ ἕνα ἔθνος δὲν εἶνε μεγά­λο, ἐὰν ἁπλῶς ἔχῃ πολ­λὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια ἀνθρώ­πων, ὅπως ἡ ἄμμος τῆς θαλάσ­σης. Ἕνα ἔθνος εἶνε πραγ­μα­τι­κῶς μεγά­λο, ἐὰν σ’ αὐτὸ ὑπάρ­χουν ἀξιό­λο­γοι ἄνθρω­ποι, ἄνθρω­ποι μὲ πίστι, σοφία, ἐπι­στή­μη καὶ προ­πάν­των ἀρε­τή. Τὴν ἀλή­θεια αὐτὴ τονί­ζει ὁ προ­φή­της Ἡσα­ΐ­ας, ὅταν λέγῃ· «Καὶ ἐὰν γένη­ται ὁ λαὸς Ἰσρα­ὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσ­σης, τὸ κατά­λειμ­μα αὐτῶν σωθή­σε­ται» (Ἡσ. 10:22). Ἀπὸ τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια, δηλα­δή, τοῦ Ἰσραη­λι­τι­κοῦ λαοῦ θὰ σωθῇ μόνο ἕνα μικρὸ ποσο­στό, τὸ ἐκλε­κτὸ ὑπό­λοι­πο, οἱ πιστοί. Τὸ ἴδιο μπο­ρεῖ νὰ λεχθῇ καὶ γιὰ τὸ νέο Ἰσρα­ήλ, τὸ χρι­στια­νι­κὸ κόσμο. Ὁ κόσμος αὐτὸς στὶς μέρες μας ἔφθα­σε τὰ δισε­κα­τομ­μύ­ρια. Ἀλλὰ πόσοι ἀπ’ αὐτοὺς θὰ σωθοῦν; Πάλι τὸ «λεῖμ­μα», τὸ ἐκλε­κτὸ ὑπό­λοι­πο, οἱ πιστοὶ χρι­στια­νοὶ θὰ σωθοῦν. Φίλοι ἀνα­γνῶ­στες! Δὲν σᾶς τρο­μά­ζει αὐτὸς ὁ λόγος τῆς Γρα­φῆς;

Ἀλλὰ νομί­ζου­με, ὅτι δὲν ἀπο­μα­κρυ­νό­με­θα ἀπὸ τὶς σχε­τι­κὲς ἔννοιες τῆς Γρα­φῆς, ἐὰν ποῦ­με, ὅτι ἡ ἄμμος εἶνε συμ­βο­λι­κὴ ἔκφρα­σι καὶ τῶν ἀνα­ριθ­μή­των φανε­ρῶν καὶ ἀφα­νῶν εὐερ­γε­σιῶν, τὶς ὁποῖ­ες ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ διαρ­κῶς σκορ­πί­ζει στὸν ἄνθρω­πο μὲ μυρί­ους τρό­πους. Τὴν ἀνε­ξι­χνί­α­στη αὐτὴ σοφία τοῦ Θεοῦ στὰ μικρὰ καὶ στὰ μεγά­λα ἐξυ­μνεῖ ἡ Σοφία Σει­ρὰχ στὴν ἀρχή της· «Πᾶσα σοφία παρὰ Κυρί­ου καὶ μετ’ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶ­να. Ἄμμον θαλασ­σῶν καὶ στα­γό­νας ὑετοῦ καὶ ἡμέ­ρας αἰῶ­νος τίς ἐξα­ριθ­μή­σει; Ὕψος οὐρα­νοῦ καὶ πλά­τος γῆς καὶ ἄβυσ­σον καὶ σοφί­αν τίς ἐξι­χνιά­σει;» (Σοφ. Σειρ. 1:1–3). Τί ν’ ἀντα­πο­δώ­σω­με στὸ Θεὸ γιὰ τὶς πρὸς ἐμᾶς εὐερ­γε­σί­ες του, οἱ ὁποῖ­ες εἶνε ἀνα­ρίθ­μη­τες ὅπως ἡ ἄμμος τῆς θαλάσ­σης καὶ ἀνε­ξι­χνί­α­στες; Νὰ τὸν ὑμνοῦ­με; Νὰ τὸν δοξο­λο­γοῦ­με; Νὰ λέγω­με ἀκα­τά­παυ­στα τὸ «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι»; Ἀλλά, Χρι­στέ! Καὶ ἂν ἀκό­μη, ὅπως λέγει ὁ ποι­η­τὴς τοῦ Ἀκα­θί­στου Ὕμνου, σοῦ προ­σφέ­ρω­με ὕμνους ἰσα­ρίθ­μους μὲ τὴν ἄμμο, «οὐδὲν τελοῦ­μεν ἄξιον ὧν δέδω­κας ἡμῖν».

Ἀλλὰ δυστυ­χῶς, ἀντὶ ὕμνων καὶ δοξο­λο­γιῶν, ὕβρεις καὶ βλα­σφη­μί­ες ἐκστο­μί­ζον­ται καθη­με­ρι­νῶς κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ, καὶ ἄλλες παρα­βά­σεις μεγά­λων καὶ μικρῶν ἐντο­λῶν συνε­χῶς δια­πράτ­τον­ται μὲ ἔργα, μὲ λόγους καὶ μὲ λογι­σμούς, οἱ ὁποῖ­οι, ἀνα­ρίθ­μη­τοι ὅπως ἡ ἄμμος τῆς θαλάσ­σης, μᾶς ὑπεν­θυ­μί­ζουν τὸ περί­φη­μο τρο­πά­ριο τῆς Κασ­σια­νῆς· «Ἁμαρ­τιῶν μου τὰ πλή­θη καὶ κρι­μά­των σου ἀβύσ­σους τίς ἐξι­χνιά­σει, ψυχο­σῶ­στα Σωτήρ μου;».

Ἡ ἄμμος συμ­βο­λι­κὴ ἔκφρα­σι τοῦ ἀνα­ριθ­μή­του πλή­θους τῶν ἀνθρώ­πων καὶ τῆς σοφί­ας καὶ τῶν εὐερ­γε­σιῶν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνα­ριθ­μή­του πλή­θους τῶν ἁμαρ­τιῶν μας. Ὡς πρὸς τὸ τελευ­ταῖο τοῦ­το, ἡ ἄμμος εἶνε εἰκο­νι­κὴ ἔκφρα­σι τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ ἀπὸ τὴν ἑξῆς ἄπο­ψι.

Ὅταν σιδη­ρο­δρο­μι­κὴ ἁμα­ξο­στοι­χία διέρ­χε­ται ἀπὸ ἐρή­μους ἐκτά­σεις, τὰ παρά­θυ­ρα τῶν σιδη­ρο­δρό­μων κλεί­νον­ται καλά, γιὰ νὰ μὴν εἰσέρ­χων­ται τὰ λεπτὰ σωμα­τί­δια τῆς ἄμμου. Ἐν τού­τοις ὅμως ἡ λεπτό­τα­τη ἄμμος κατορ­θώ­νει καὶ διεισ­δύ­ει ἀπὸ τὶς σχι­σμὲς καὶ λεπτὸ στρῶ­μα τῆς ἄμμου καλύ­πτει τὸ ἐσω­τε­ρι­κὸ τῶν βαγο­νιῶν. Ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρ­τία ὡς πονη­ρός λογι­σμὸς κατορ­θώ­νει καὶ διεισ­δύ­ει στοὺς μυστι­κούς θαλά­μους τῆς ψυχῆς, καὶ γι’ αὐτὸ ἀκοῦ­με ἀσκη­τὰς καὶ νηπτι­κούς πατέ­ρες ν’ ἀνα­στε­νά­ζουν. Διό­τι, παρ’ ὅλη τὴν ἐπα­γρύ­πνη­σι καὶ προ­σο­χὴ καὶ ἄσκη­σι, δὲν μένουν ἀμό­λυν­τοι ἀπὸ ἁμαρ­τω­λοὺς λογι­σμούς. Μία λέμ­βος δὲν βυθί­ζε­ται μόνο ἐὰν σ’ αὐτὴ ριφθῇ ὀγκώ­δης βρά­χος, ἀλλὰ βυθί­ζε­ται καὶ ἐὰν ὀλί­γο κατ’ ὀλί­γον γεμι­σθῇ μὲ ἄμμο. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρω­πος ναυα­γεῖ πνευ­μα­τι­κῶς, ὄχι μόνο ὅταν δια­πράτ­τῃ μεγά­λη ἁμαρ­τία, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀφή­νῃ τὸ Διά­βο­λο νὰ γεμί­ζῃ τὴν ψυχή του μὲ πονη­ρὲς σκέ­ψεις καὶ ἐπι­θυ­μί­ες.

Ἀλλὰ τὴν ἄμμο ἡ Σοφία Σει­ρὰχ μετα­χει­ρί­ζε­ται καὶ ὡς εἰκό­να μιᾶς ἄλλης πραγ­μα­τι­κό­τη­τος. Ἐὰν τὰ παι­διὰ καὶ οἱ νέοι δὲν κου­ρά­ζων­ται νὰ περ­πα­τοῦν καὶ νὰ παί­ζουν στὴν ἄμμο, ἕνας ὅμως γέρων πολύ δυσκο­λεύ­ε­ται νὰ βαδί­ζῃ σὲ ἀμμώ­δη ἔκτα­σι, καὶ μάλι­στα ἀνη­φο­ρι­κή. Ἀλλ’ ἐὰν γιὰ ἕνα γέρον­τα τὸ βάδι­σμα σὲ ἀμμώ­δη περιο­χὴ εἶνε βαρὺ καὶ ἐπί­πο­νο, πολύ περισ­σό­τε­ρο βαρὺ καὶ ἐπί­πο­νο εἶνε νὰ ζῇ ὁ ἄνδρας μὲ γλωσ­σώ­δη γυναῖ­κα. Εἶνε σὰν νὰ ὑπο­χρε­ώ­νε­ται νὰ βαδί­ζῃ, ὄχι ἐπὶ μίαν ὥρα ἢ ἡμέ­ρα, ἀλλὰ καθ’ ὅλη τὴ ζωή του, σὲ ἀμμώ­δη καὶ ἀνη­φο­ρι­κὸ τόπο. Μπο­ρεῖ­τε νὰ φαν­τα­σθῆ­τε τὸ μαρ­τύ­ριό του; Μόνο ἄνδρες, οἱ ὁποῖ­οι γιὰ τὶς ἁμαρ­τί­ες τους ἔλα­βαν γλωσ­σώ­δεις γυναῖ­κες, ἔλα­βαν καὶ τέτοια πικρὰ πεῖ­ρα. Ὦ ἀνόη­τοι ἄνδρες, ὅσοι εἱλ­κύ­σθη­τε ἀπὸ τὸ ἐξω­τε­ρι­κὸ κάλ­λος τῶν γυναι­κῶν καὶ δὲν ἐξε­τά­σα­τε, ἐὰν ἔχουν ἠθι­κὰ καὶ θρη­σκευ­τι­κά προ­σόν­τα, ταπεί­νω­σι, περί­σκε­ψι, σεμνό­τη­τα καὶ ἐγκρά­τεια γλώσ­σας! Δικαί­ως τώρα τιμω­ρεῖ­σθε γιὰ τὴν ἄφρο­νη ἐκλο­γή σας. Βαδί­ζε­τε τώρα μὲ ὑπο­μο­νὴ πολ­λὴ τὴ Σαχά­ρα τῆς ζωῆς σας καὶ «ἐν τῇ ὑπο­μο­νῇ ὑμῶν κτή­σα­σθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. 21:19). Διό­τι γυμνά­σιο ὑπο­μο­νῆς καὶ μέσο ἐξα­γνι­σμοῦ εἶνε μία τέτοια γυναί­κα. Ἐξά­γε­τε, λοι­πόν, καὶ ἐκ τοῦ πικροῦ γλυ­κύ. Οἱ δὲ νέοι, προ­τοῦ προ­βοῦν στὴν ἐκλο­γὴ τῆς συν­τρό­φου τους, ἂς προ­σέ­ξουν καλῶς τὸ θεό­πνευ­στο λόγο «Συνοι­κῆ­σαι λέον­τι καὶ δρά­κον­τι εὐδο­κή­σω ἢ ἐνοι­κῆ­σαι μετὰ γυναι­κὸς πονη­ρᾶς. Πονη­ρία γυναι­κὸς ἀλλοιοῖ τὴν ὅρα­σιν αὐτῆς καὶ σκο­τοῖ τὸ πρό­σω­πον αὐτῆς ὡς ἄρκος. Ἀνὰ μέσον τοῦ πλη­σί­ον αὐτοῦ ἀνα­πε­σεῖ­ται ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ ἀκού­σας ἀνε­στέ­να­ξε πικρά. Μικρὰ πᾶσα κακία πρὸς κακί­αν γυναι­κός, κλῆ­ρος ἁμαρ­τω­λοῦ ἐπι­πέ­σοι αὐτῇ. Ἀνά­βα­σις ἀμμώ­δης ἐν ποσὶ πρε­σβυ­τέ­ρου, οὕτως γυνὴ γλωσ­σώ­δης ἀνδρὶ ἡσύ­χῳ» (Σοφ. Σειρ. 25:16–20).

Ἀλλ’ ἡ ἄμμος μᾶς παρέ­χει καὶ ἄλλη εἰκό­να. Ὅταν ἤμα­σταν μικρά παι­διά, παί­ζα­με στὴν παρα­λία τῆς νήσου Πάρου. Μὲ τὴν ἄμμο κατα­σκευά­ζα­με, ὡς δῆθεν σπου­δαῖ­οι ἀρχι­τέ­κτο­νες, μικρὰ οἰκή­μα­τα ποι­κί­λων σχη­μά­των καὶ θαυ­μά­ζα­με αὐτά. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο σφο­δρὸ κῦμα τῆς θαλάσ­σης σάρω­νε τὰ παι­δι­κά κατα­σκευά­σμα­τά μας. Καὶ μεῖς γινό­μα­σταν περί­λυ­ποι. Ἀλλὰ μήπως καὶ οἱ μεγά­λοι στὴν ἡλι­κία δὲν παί­ζουν, ὅπως τὰ παι­διά; Καὶ τὰ ἔργα τους, τεχνι­κὰ καὶ ἐπι­στη­μο­νι­κά, τὰ ὁποῖα θεω­ροῦν μεγά­λα καὶ σπου­δαῖα καὶ θαυ­μά­ζει ὁ κόσμος, δὲν ἔρχε­ται ὥρα, κατὰ τὴν ὁποία καταρ­ρέ­ουν καὶ ἐκμη­δε­νί­ζον­ται ὡς παι­δι­κὰ παι­χνί­δια;

Ἀστα­θὴς καὶ ἀνα­σφα­λὴς ἡ ἄμμος. Ποιός σώφρων ἄνθρω­πος τολ­μᾷ νὰ κτί­σῃ στὴν ἄμμο τὸ σπί­τι του; Ὅπως εἶπε ὁ Χρι­στός, θὰ ἔλθουν ἡ βρο­χὴ καὶ οἱ ποτα­μοὶ καὶ οἱ ἄνε­μοι, καὶ θὰ προ­σπέ­σουν στὸ σπί­τι, καὶ θὰ πέσῃ, καὶ θὰ εἶνε ἡ πτῶ­σι του μεγά­λη. Ὄχι στὴν ἄμμο, ἀλλὰ στὴν πέτρα, σὲ στε­ρεὸ ἔδα­φος, κτί­ζον­ται τὰ σπί­τια. Ἀλλὰ καὶ σύ, ὦ ἄνθρω­πε, ὁ ὁποῖ­ος θέλεις νὰ εἶσαι μαθη­τής μου, λέγει ὁ Χρι­στός, μὴ κτί­ζεις τὸ πνευ­μα­τι­κὸ οἰκο­δό­μη­μά σου στὴν ἄμμο, ἁπλῶς δηλα­δὴ σὲ λόγους καὶ θεω­ρί­ες. Ἀλλὰ κτί­ζε τὸ πνευ­μα­τι­κὸ οἰκο­δό­μη­μά σου στὰ ἔργα τῆς πίστε­ως. Ἡ πίστι, ὄχι ἁπλῶς μὲ λόγους ἀλλὰ μὲ ἔργα, ἡ πίστι ποὺ ἐνερ­γεῖ­ται μὲ ἀγά­πη, αὐτὴ εἶνε τὸ θεμέ­λιο τῶν στε­ρε­ῶν πνευ­μα­τι­κῶν οἰκο­δο­μη­μά­των. Καμ­μία θύελ­λα, κανεὶς ποτα­μός, ὁσο­δή­πο­τε ὁρμη­τι­κός, κανείς ἄνε­μος, ὁσο­δή­πο­τε σφο­δρός, καμ­μία δηλα­δὴ ἀντι­ξο­ό­της τῆς ζωῆς, καμ­μία θλῖ­ψι καὶ περι­πέ­τεια, δὲν μπο­ρεῖ νὰ γκρε­μί­σῃ τὸν ἄνθρω­πο τῆς ζων­τα­νῆς καὶ ἔμπρα­κτης πίστε­ως (Ματθ. 7:24 27).

Ἀνα­φέ­ρου­με καὶ μίαν ἄλλη εἰκό­να, τὴν ὁποία δίνει ἡ ἄμμος τῆς θαλάσ­σης· εἰκό­να, ἡ ὁποία σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ. Φοβε­ρὴ εἶνε ἡ θάλασ­σα. Ὅταν τὰ λυσ­σα­λέα κύμα­τα ἐξορ­μοῦν ὡς μανιώ­δη θηρία καὶ πλη­σιά­ζουν τὴν ξηρά, ἀνα­μέ­νει κανείς, ὅτι ὡς ἀκα­τά­σχε­τη δύνα­μι θὰ ὑπερ­πη­δή­σουν τὴν παρα­λία καὶ θὰ κατα­κλύ­σουν τὸ πρό­σω­πο τῆς γῆς. Ἀήτ­τη­τη φαί­νε­ται ἡ θάλασ­σα. Καὶ ὅμως ἡ θάλασ­σα ἡττᾶ­ται. Ἀπὸ ποιόν ἡττᾶ­ται; Ἀπὸ τὴν ἄμμο! Ναί, ἀπὸ τὴν ἄμμο. Αὐτὴ εἶνε τὸ ὅριο, τὸ ὁποῖο δὲν μπο­ρεῖ ἡ θάλασ­σα νὰ ὑπερ­βῇ καὶ νὰ καλύ­ψῃ τὴ γῆ. «Ὅριον ἔθου», λέγει ὁ Ψαλ­μῳ­δὸς πρὸς τὸ Θεὸ γιὰ τὰ νερὰ τῆς θαλάσ­σης, «ὃ οὐ παρε­λεύ­σον­ται, οὐδὲ ἐπι­στρέ­ψου­σι καλύ­ψαι τὴν γῆν» (Ψαλμ. 103:9). Καὶ ὁ Ἱερε­μί­ας λέγει: «Τὸν τάξαν­τα ἄμμον ὅριον τῇ θαλάσ­σῃ, πρό­σταγ­μα αἰώ­νιον, καὶ οὐχ ὑπερ­βή­σε­ται αὐτό, καὶ ταρα­χθή­σε­ται καὶ οὐ δυνή­σε­ται, καὶ ἠχή­σου­σι τὰ κύμα­τα αὐτῆς καὶ οὐχ ὑπερ­βή­σε­ται αὐτό» (Ἱερ. 5:22).

Ἀλλὰ καὶ στὴν Ἐκκλη­σία, ἡ ὁποία πλήτ­τε­ται ἀπὸ τὰ λυσ­σα­λέα κύμα­τα τῆς μαι­νο­μέ­νης θαλάσ­σης τῶν αἱρέ­σε­ων, τῶν πλα­νῶν καὶ τῶν παθῶν, ὑπάρ­χουν ὅρια. Εἶνε τὰ δόγ­μα­τα τῆς Πίστε­ως. Εἶνε οἱ ἱεροὶ Κανό­νες τῶν ἁγί­ων Οἰκου­με­νι­κῶν καὶ Τοπι­κῶν Συνό­δων. Κανεὶς δὲν ἐπι­τρέ­πε­ται νὰ μετα­κι­νή­σῃ ὅρια, τὰ ὁποῖα ἔθε­σε ὁ Κύριος, οἱ Ἀπό­στο­λοι καὶ οἱ Πατέ­ρες.

Αὐτά, φίλοι ἀνα­γνῶ­στες, εἶνε τὰ ἀπὸ τὴν ἄμμο ἠθι­κὰ διδάγ­μα­τα ἐπὶ τῇ βάσει κυρί­ως τῆς Γρα­φῆς. Καὶ καθέ­νας, εἴτε κλη­ρι­κὸς εἴτε λαϊ­κός, εἴτε ἄνδρας εἴτε γυναί­κα, ἂς λάβῃ τὸ σχε­τι­κὸ μάθη­μα.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek