Ο ΤΑΞΙΝΤΖΗΣ ΚΑΙ Η ΚΟΠΕΛΑ

6 - 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024

by admin

Στὴν πόλη Ναΐν ὁ Χρι­στὸς ἔρχε­ται ἀντι­μέ­τω­πος μὲ αὐτὸ ποὺ ἡ ἁμαρ­τία δώρι­σε στὸν ἄνθρω­πο, τὸν θάνα­το. Ἕνα νέο παι­δί, ὁ μονο­γε­νὴς υἱὸς μιᾶς χήρας, εἶναι στὸ φέρε­τρο. Ἡ μάνα του θρη­νεῖ ἀπα­ρη­γό­ρη­τη. Ὁ θάνα­τος τοῦ νέου παι­διοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ πόνος τῆς μάνας συν­τα­ρά­ζουν βαθιὰ τὰ σπλά­χνα τοῦ Χρι­στοῦ. Δὲν δημιούρ­γη­σε τὰ πλά­σμα­τά του γιὰ νὰ καταν­τοῦν σ’ αὐτὴ τὴν τρα­γω­δία. Τὰ ἔφτια­ξε γιὰ νὰ ζοῦν, ἀνώ­δυ­να, χαρού­με­να, παν­το­τι­νά. Δὲν εἶχε σχε­διά­σει θάνα­το. Πλη­σιά­ζει αὐτό­βου­λα τὴ χαρο­κα­μέ­νη μάνα καὶ τῆς λέει νὰ μὴν κλαί­ει ἄλλο. Καὶ γυρί­ζον­τας ἀμέ­σως πρὸς τὸ νεκρὸ παι­δί, τὸ ἀνα­σταί­νει μὲ μιὰ κου­βέν­τα καὶ ἕνα ἄγγιγ­μα (Κυρια­κὴ Γ΄ Λου­κᾶ).

Ὁ θάνα­τος φαί­νε­ται νὰ συν­τρί­βει κυριο­λε­κτι­κὰ τὴ ζωή. Εἶναι ὅμως ἔτσι; Εἶναι ἀσύλ­λη­πτο στὴ λογι­κὴ τὸ μυστή­ριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανά­του. Τὸ μυα­λό μας ἀρνεῖ­ται νὰ δεχτεῖ ἐπι­στρο­φὴ στὴ ζωὴ μετὰ τὸν θάνα­το, ἢ ὅτι ὑπάρ­χει συνέ­χειά της μετὰ τὸ βιο­λο­γι­κὸ τέλος. Τὸ θεω­ροῦ­με παρά­λο­γο. Ὁ Χρι­στὸς λέει ὅτι εἶναι ὑπέρ­λο­γο. Ξεπερ­νά­ει τὴ λογι­κή μας. Ὄχι παρά­λο­γο. Αὐτὰ ὅμως τὰ κατα­λα­βαί­νου­με μόνο, ἂν τὰ ζήσου­με. Διη­γεῖ­ται ὁ ἁγιο­ρεί­της γέρον­τας Νίκων:

Ἕνας ταξι­τζὴς στὴν Ἀθή­να παίρ­νει ἀπὸ τὸ «Ἐλευ­θέ­ριος Βενι­ζέ­λος» μιὰ κοπέ­λα, τὴν πηγαί­νει σπί­τι της στὴν Καλ­λι­θέα. Συζη­τά­γα­νε στὸν δρό­μο, μοῦ λέει, πραγ­μα­τι­κὰ καλ­λιερ­γη­μέ­νη, μορ­φω­μέ­νη, ἀξιό­λο­γη κοπέ­λα. Φτά­νουν στὸ σπί­τι της, κοι­τᾶ­νε τὸ ταξί­με­τρο, ἀνοί­γει τὸ πορ­το­φό­λι της, δὲν φτά­να­νε.

-Συγ­γνώ­μην, λέει, ἔρχο­μαι. Κατε­βαί­νει κάτω, τὴ βλέ­πει, μπαί­νει σπί­τι καὶ περί­με­νε. Περί­με­νε, περί­με­νε, περί­με­νε…, λέει, τί ἔγι­νε; Μὲ ξέχα­σε; Κατε­βαί­νει, χτυ­πά­ει τὴν πόρ­τα, βγαί­νει μιὰ γυναί­κα μὲ μαῦ­ρα. Λέει, συγ­γνώ­μην, τὰ λεφτὰ γιὰ νὰ φύγω. ‑Ποιὰ λεφτά; λέει ἐκεί­νη. ‑Τὰ λεφτὰ τοῦ ταξιοῦ. Γιὰ τὴν κόρη σας ποὺ ἔφε­ρα ἀπ’ τὸ ἀερο­δρό­μιο. Τὸν κοι­τά­ζει ἡ γυναί­κα. ‑Ποιὰ ἔφε­ρες ἀπ’ τὸ ἀερο­δρό­μιο; ‑Τὴν κόρη σας ποὺ μπῆ­κε τώρα μέσα. Βγά­ζει μιὰ φωνὴ ἡ γυναί­κα, βάζει τὰ κλά­μα­τα, κάνει μετα­βο­λὴ καὶ μπαί­νει μέσα στὸ σπί­τι. Ὁ ἄνθρω­πος τρό­μα­ξε. Λέει, δὲν εἶναι στὰ καλά της; Τί ἔπα­θε; Μήπως εἶπα κάτι ποὺ δὲν ἔπρε­πε;

Μπαί­νει κι αὐτὸς μέσα, πέφτει πάνω στὸν ἄντρα της. ‑Τί τῆς εἶπες, Χρι­στια­νέ μου; Τί τῆς ἔκα­νες; Τί τῆς εἶπες; Δὲν μᾶς ἀφή­νεις στὸν πόνο μας μέρα ποὺ εἶναι; ‑Συγ­γνώ­μην, λέει, δὲν σᾶς ξέρω καὶ δὲν μὲ ξέρε­τε. Θέλω τὰ λεφτά μου γιὰ νὰ φύγω. ‑Ποιὰ λεφτά; λέει ἐκεῖ­νος. ‑Τὰ λεφτὰ γιὰ τὴν κόρη σας ποὺ ἔφε­ρα ἀπ’ τὸ ἀερο­δρό­μιο. Τὸν κοι­τά­ζει ὁ ἄνθρω­πος, ποιὸν ἔφε­ρες ἀπ’ τὸ ἀερο­δρό­μιο; ‑Τὴν κόρη σας, εἶπε. Δὲν λέει τίπο­τε ὁ ἄνθρω­πος, γυρ­νά­ει τὸ κεφά­λι του, γυρ­νά­ει καὶ ὁ ταξι­τζὴς τὸ δικό του καὶ βλέ­πει σ’ ἕνα τρα­πέ­ζι ἕνα δίσκο μεγά­λο μὲ κόλ­λυ­βα κι ἐπά­νω ἡ φωτο­γρα­φία τῆς κοπέ­λας. Ἦταν τὰ δύο χρό­νια, κόλ­λυ­βα γιὰ τὰ δύο χρό­νια ἀπὸ τότε ποὺ κοι­μή­θη­κε.

Καὶ βάζει τὶς φωνὲς ὁ ἄνθρω­πος. ‑Τώρα τί θέλε­τε νὰ πεῖ­τε, ὅτι κου­βά­λη­σα ἀπὸ τὸ ἀερο­δρό­μιο μέχρι ἐδῶ μιὰ πεθα­μέ­νη; Για­τί, τί νομί­ζε­τε δηλα­δή, ὅτι μὲ κλει­στὸ τὸ στό­μα μας ἤρθα­με στὸ σπί­τι σας; Τί θὰ πεῖ κόλ­λυ­βα καὶ πεθα­μέ­νη; Ἐὰν αὐτὴ ποὺ ἔφε­ρα, λέει στὴ γυναί­κα, δὲν ἦταν ἡ κόρη σου, πῶς θὰ ἤξε­ρα ἐγώ, ὅτι τώρα ἐσὺ τακτο­ποιεῖς κλη­ρο­νο­μι­κά σου στὴν Πάτμο γιὰ τὰ τάδε καὶ τὰ τάδε οἰκό­πε­δα; Ἐὰν αὐτὴ ποὺ ἔφε­ρα δὲν ἦταν ἡ κόρη σας, λέει στὸν ἄντρα, πῶς θά ’ξερα ἐγώ, ὅτι ἐσὺ τώρα μὲ τὸν ξάδερ­φό σου ἑτοι­μά­ζεις ἐπι­χεί­ρη­ση μὲ ἐνοι­κια­ζό­με­να στὴ Λευ­κά­δα; Μὲ συγ­χω­ρεῖ­τε, λέει, μοῦ ἐπι­τρέ­πε­τε;

Καὶ προ­χω­ρά­ει πρὸς τὰ μέσα φωνά­ζον­τας: ‑Σοφία, κορί­τσι μου, ποῦ εἶσαι; Ἀνοί­γει μιὰ πόρ­τα. ‑Σοφία, ποῦ εἶσαι; Πάει παρα­πέ­ρα. ‑Σοφία, ποῦ εἶσαι; Περ­νά­ει ὅλα τὰ δωμά­τια κι ὅταν γυρ­νά­ει, βλέ­πει στὸ σαλό­νι τὴ μάνα νά ’χει λιπο­θυ­μή­σει στὸν κανα­πὲ καὶ τὸν πατέ­ρα νὰ τρέ­μει ὁλό­κλη­ρος.

Μετὰ στὴν Ἐκκλη­σία, στὸ μνη­μό­συ­νο, ὅλοι ἀπο­ροῦ­σαν ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔκλαι­γε μὲ τοὺς γονεῖς.

Ἡ ζωή, ἡ ἀνά­στα­ση κυριεύ­ουν τὸν θάνα­το. Ὄχι τὸ ἀντί­θε­το. Ἐσὺ πιστεύ­εις ὅτι ὁ Χρι­στός, ἡ ὄντως Ζωή, κάνει τοὺς νεκροὺς ὁλο­ζών­τα­νους;

Καλὴ εὐλο­γη­μέ­νη ἑβδο­μά­δα!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek