ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΓΥΡΩ ΜΑΣ

3-9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024

by admin

π. Δημη­τρί­ου Μπό­κου

Μιὰ θαυ­μά­σια παρα­βο­λὴ εἶπε ὁ Χρι­στός, γιὰ νὰ δεί­ξει ὅτι μπρο­στὰ στὸν Θεὸ ὁ πλού­σιος δὲν ἔχει κανέ­να πλε­ο­νέ­κτη­μα, ἀλλὰ καὶ ὁ φτω­χὸς κανέ­να μειο­νέ­κτη­μα. Ἕνας πλού­σιος, ἀνώ­νυ­μος γιὰ τὸν Θεό, πέρα­σε τὴ ζωή του μὲ ἄνε­ση, ἐνῶ ἕνας φτω­χός, ὁ Λάζα­ρος, ἔζη­σε στὴν ἀπό­λυ­τη στέ­ρη­ση, ριγ­μέ­νος στὴν πόρ­τα τοῦ πλού­σιου. Μετὰ θάνα­τον ὅμως ἡ κατά­στα­ση ἀντι­στρά­φη­κε ἄρδην. Ὁ πλού­σιος βρέ­θη­κε στὴ φλό­γα καὶ τὰ βάσα­να τοῦ Ἅδη, ἐνῶ ὁ Λάζα­ρος στὴν ἄνε­ση καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Παρα­δεί­σου, στὴν ἀγκα­λιὰ τοῦ Ἀβρα­ὰμ (Κυρια­κὴ Ε΄ Λου­κᾶ).

Ὁ πλού­σιος δὲν ἔκα­νε κάποιο εἰδι­κὸ κακὸ στὸν Λάζα­ρο. Ἁπλῶς τὸν ἀγνόη­σε. Δὲν θεώ­ρη­σε πὼς ἄξι­ζε νὰ ἀσχο­λη­θεῖ μαζί του. Εἶχε τὴ δική του ἀξιο­λο­γι­κὴ κλί­μα­κα γιὰ τὸν καθέ­να. Μπρο­στά του δὲν εἶχαν ὅλοι τὴν ἴδια ἀξία. Δια­βάθ­μι­ζε τοὺς ἀνθρώ­πους μὲ κρι­τή­ρια δια­φο­ρε­τι­κὰ ἀπὸ αὐτὰ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸν φτω­χὸ Λάζα­ρο δὲν τὸν εἶχε κἂν γιὰ ἄνθρω­πο. Καὶ ναὶ μέν, δὲν προ­έ­βη σὲ κάποια ἐνέρ­γεια ἐναν­τί­ον του, θὰ λέγα­με ὅτι τὸν ἀνέ­χτη­κε κιό­λας νὰ ζητια­νεύ­ει στὴν πόρ­τα του, ἀλλὰ καὶ δὲν ἐνδια­φέρ­θη­κε ποτὲ γι’ αὐτόν. Γιὰ τὸν πλού­σιο ὁ Λάζα­ρος ἁπλῶς δὲν ὑπῆρ­χε.

Ὁ Χρι­στὸς ὅμως ἔπρα­ξε τὸ ἀντί­θε­το. Διή­νυ­σε τὴν τερά­στια ἀπό­στα­ση ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ μέχρι τὴ γῆ, γιὰ νὰ βρεῖ τὸν φτω­χὸ ἄνθρω­πο. Ἦρθε φτω­χὸς ὁ ἴδιος, ξένος καὶ κατα­τρεγ­μέ­νος ἀπὸ τὴν στιγ­μὴ τῆς Γέν­νη­σής του, γιὰ νὰ δώσει ἀνά­σα ζωῆς στοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ δὲν εἶχαν στή­ριγ­μα καὶ βοή­θεια ἀπὸ που­θε­νά. «Εὐαγ­γε­λί­σα­θαι πτω­χοῖς ἀπέ­σταλ­κέ με» (Λουκ 4, 18). Ἦρθα, λέει, γιὰ νὰ φέρω στοὺς φτω­χοὺς τὸ χαρ­μό­συ­νο νέο, ὅτι ἡ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ εἶναι πλέ­ον ἐδῶ, παροῦ­σα ἤδη γι’ αὐτούς. Ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἀπο­στρέ­φε­ται, ἀλλὰ τοὺς τιμᾶ ἰδιαί­τε­ρα, καλών­τας τους νὰ γίνουν συν­δαι­τη­μό­νες του, ὁμο­τρά­πε­ζοι στὸ πανευ­φρό­συ­νο τρα­πέ­ζι τῆς Βασι­λεί­ας του. Τοὺς θεω­ρεῖ ὄχι δού­λους, ἀλλὰ ἀδελ­φούς του. Καὶ μᾶς καλεῖ νὰ τοὺς βλέ­που­με μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο κι ἐμεῖς.

Γρά­φει ὁ γέρον­τας Τρύ­φω­νας τοῦ Βάσον:

«Κατη­φο­ρί­ζα­μεναν δρό­μο τοΣὰν Φραν­σί­σκο μὲνανλικιω­μέ­νοπίσκο­πο. Μισὸ τετρά­γω­νο μπρο­στὰ ἕναςνδρας μὲ βρώ­μι­κα κου­ρε­λια­σμέ­να ροχαρχό­ταν πρὸς τὸ μέρος μας. Ἀπὸ τὰ ξεχαρ­βα­λω­μέ­να παπού­τσια του φαί­νον­ταν οπατοσες τν ποδιν του. Ἔπια­σα τὸνπίσκο­ποπὸ τὸ μπρά­τσο γιὰ νὰ τὸν κατευ­θύ­νω στὸπέναν­τι πεζο­δρό­μιο. Ἐκενοςπέμε­νε νὰ συνε­χί­σου­μεπως πηγαί­να­με καὶ τότεγὼ εἶπα, ὅτιταννάγ­κη νὰ περά­σου­μεπέναν­τι γιὰ νὰποφύ­γου­με τὸνντρα μὲ τὸ «σαλε­μέ­νο» βλέμ­μα ποὺ μς πλη­σί­α­ζε. Ὁ ἐπίσκο­ποςμωςγνόη­σε τὶς δια­μαρ­τυ­ρί­ες μου κιτσι συνε­χί­σα­με τὴν πορεία μας πρὸς τὸν βρώ­μι­κοστε­γο.

Μόλις ἤρθα­με πρό­σω­πο πρὸς πρό­σω­πο, ὁ ἐπίσκο­πος στα­μά­τη­σε, ἔσκυ­ψε πρὸς τὸ μέρος του, πρε τὰ βρώ­μι­κα χέρια τοῦ ἀνθρώ­που στὰ δικά του καὶ τοῦ ἔδωσενα χαρ­το­νό­μι­σμα εκοσι δολα­ρί­ων: «Νὰ πάρεις κάτι νὰ φᾶς». Ὁ ἄνδρας, ποὺ τόσηρα κοί­τα­ζε τὸδαφος, σήκω­σε τὰ μάτια του καὶ μς κοίτα­ξε μὲ τὰ πιὸ καθα­ρὰ γαλα­νὰ μάτια ποὺ εἶχα δεποτὲ στὴ ζωή μου, χαμο­γέ­λα­σε καὶ πρε τὰ χρή­μα­τα. Παρα­τή­ρη­σα,τικενα τὰ μάτια δὲνταν μάτια κάποιου τρε­λοῦ ἢ ἐξαθλιω­μέ­νου ζητιά­νου, ἀλλά μάτια ἑνὸς πανέ­ξυ­πνου ἀνθρώ­που. Ὁ ἐπίσκο­ποςπάν­τη­σε: «Χωρὶς νὰ τὸ κατα­λά­βου­με, πέσα­με πάνω σ’ ἕνανγγε­λο». (Μικρὰ Ἑωθι­νά, ἐκδ. Ἐν πλῷ, σ. 227).

Μπο­ροῦ­με νὰ βλέ­που­με τὸν κάθε φτω­χὸ σὰν ἕνα ἄγγε­λο, σὰν τὸν ἴδιο τὸν Χρι­στό;

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek