Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2024

by admin

π. Δημη­τρί­ου Μπό­κου

Ὁ Χρι­στὸς εἶπε κάπο­τε στοὺς Ἰου­δαί­ους: «Ἀβρα­ὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλ­λιά­σα­το ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέ­ραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχά­ρη» (Ἰω. 8, 56). Ποιὰ εἶναι ἡ ἡμέ­ρα τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ γεμά­τος χαρού­με­νη ἐλπί­δα ἐπι­θυ­μοῦ­σε νὰ δεῖ ὁ Ἀβρα­άμ; Εἶναι ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χρι­στὸς ἐναν­θρώ­πη­σε. Ἡ μέρα ποὺ γεν­νή­θη­κε ὡς ἄνθρω­πος στὴ γῆ. Δὲν τὴν εἶδε βέβαια ἐνό­σῳ ζοῦ­σε ὁ Ἀβρα­άμ, ἀλλὰ τὴν εἶδε καὶ ἀγαλ­λί­α­σε ἀπὸ τὸν τόπο τῆς μακα­ριό­τη­τας, ὅπου ζεῖ αἰώ­νια κον­τὰ στὸν Θεό.

Τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ μαρ­τυ­ροῦν ὅτι ἡ ἔλευ­σή του στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτη­ρία μας δὲν ἔγι­νε ξαφ­νι­κὰ καὶ ἀπρό­σμε­να. Ἦταν κάτι ποὺ ὁ Θεὸς τὸ προ­ε­τοί­μα­ζε σιγὰ-σιγὰ διὰ μέσου τῶν αἰώ­νων. Καὶ φανέ­ρω­νε στα­δια­κὰ τὴν ἐξαρ­χῆς πρό­θε­σή του αὐτή, «τὴν ἀρχαί­αν βου­λήν», ἄλλο­τε συγ­κε­κα­λυμ­μέ­να καὶ ἄλλο­τε πιὸ φανε­ρά, στοὺς ἐκλε­κτούς του σὲ κάθε γενεά. Ὁ Ἀβρα­ὰμ ἦταν ἰδιαι­τέ­ρως ἐκλε­κτὸς τοῦ Θεοῦ. Τόσο, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐνα­βρύ­νε­ται νὰ ὀνο­μά­ζε­ται Θεὸς τοῦ Ἀβρα­ὰμ καὶ Ἰσα­ὰκ καὶ Ἰακώβ. Δὲν ἦταν δυνα­τὸν νὰ μὴν ἀπο­κα­λύ­ψει εἰδι­κὰ στὸν Ἀβρα­ὰμ τὸ σχέ­διό του ὁ Θεός.

Πότε καὶ πῶς ἔγι­νε ἡ ἀπο­κά­λυ­ψη αὐτή; Ὅταν ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Ἀβρα­άμ: «Ἔξελ­θε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγ­γε­νεί­ας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου» καὶ πήγαι­νε στὴ γῆ ποὺ θὰ σοῦ δεί­ξω. Καὶ θὰ σὲ κάνω μεγά­λο ἔθνος καὶ θὰ σὲ εὐλο­γή­σω… «Καὶ ἐνευ­λο­γη­θή­σον­ται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς». Καὶ παρα­κά­τω: «Καὶ ἐνευ­λο­γη­θή­σον­ται ἐν τῷ σπέρ­μα­τί σου πάν­τα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (Γεν. 12, 1–3. 22, 18). Σύμ­φω­να μὲ τὴν ἐπαγ­γε­λία (ὑπό­σχε­ση) τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀβρα­ὰμ θὰ γινό­ταν μέσῳ τοῦ σπέρ­μα­τός του, κάποιου σπου­δαί­ου δηλα­δὴ ἀπο­γό­νου του, πατέ­ρας ὅλων τῶν ἐθνῶν. Ποιὸς ἦταν ὁ ἀπό­γο­νος αὐτός;

Τὸν κατο­νο­μά­ζει ὁ ἀπό­στο­λος τῶν ἐθνῶν Παῦ­λος. «Στὸν Ἀβρα­ὰμ δόθη­καν ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ ὑπο­σχέ­σεις καὶ στὸ σπέρ­μα του. Δὲν λέγει ὁ Θεὸς “καὶ τοῖς σπέρ­μα­σιν”, ὅπως θὰ ἔλε­γε ἂν ἐπρό­κει­το γιὰ πολ­λοὺς ἀπο­γό­νους, ἀλλὰ λέγει “καὶ τῷ σπέρ­μα­τί σου”, σὰν νὰ ἐπρό­κει­το γιὰ ἕναν ἀπό­γο­νο, “ὅς ἐστι Χρι­στός”» (Γαλ. 3, 16).

Κατα­νο­ών­τας ἀλάν­θα­στα στὴν πλη­ρό­τη­τά της τὴν ἐπαγ­γε­λία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, «ἐπί­στευ­σεν Ἀβρα­ὰμ τῷ Θεῷ καὶ ἐλο­γί­σθη αὐτῷ εἰς δικαιο­σύ­νην» (Ρωμ. 4, 3). Ὁ Ἀβρα­ὰμ πίστε­ψε στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἔλευ­ση τοῦ εὐλο­γη­μέ­νου ἀπο­γό­νου του, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ λάμ­βα­ναν ὅλα τὰ ἔθνη τὴν εὐλο­γία τοῦ Θεοῦ, δηλα­δὴ τὴ σωτη­ρία τους, πολὺ πρὶν ὁ Θεὸς παρα­δώ­σει τὸν νόμο του. Ἡ παρά­δο­ση τοῦ νόμου ἔγι­νε πολὺ ἀργό­τε­ρα, «μετὰ ἔτη τετρα­κό­σια καὶ τριά­κον­τα», στὸ ὄρος Σινᾶ μὲ τὸν Μωυ­σῆ.

Ἡ πρώ­τη αὐτὴ ἐπαγ­γε­λία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβρα­ὰμ γιὰ τὴν ἔλευ­ση τοῦ εὐλο­γη­μέ­νου ἀπο­γό­νου του ἦταν «δια­θή­κη προ­κε­κυ­ρω­μέ­νη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς Χρι­στόν». Δια­θή­κη ποὺ ἀνα­φε­ρό­ταν στὸν Χρι­στό, ἐπι­κυ­ρω­μέ­νη μὲ ὅρκο τοῦ Θεοῦ. Ὁ νόμος ἀργό­τε­ρα δὲν δόθη­κε μὲ σκο­πὸ νὰ ἀκυ­ρώ­σει τὴν ἐπαγ­γε­λία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβρα­άμ. Ἂν μπο­ροῦ­σε νὰ ἐπι­τευ­χθεῖ μὲ τὴν τήρη­ση τοῦ νόμου (πρᾶγ­μα ποὺ ἀπο­δεί­χθη­κε ἀδύ­να­το) ἡ σωτη­ρία, δὲν θὰ διδό­ταν ἀπὸ πρὶν ὡς ὑπό­σχε­ση τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἦταν ἁπλῶς ἀντα­μοι­βὴ γιὰ τὴν τήρη­ση τοῦ νόμου. Ἀλλὰ στὸν Ἀβρα­ὰμ «δι’ ἐπαγ­γε­λί­ας κεχά­ρι­σται ὁ Θεός». Τὸν εὐλό­γη­σε καὶ τοῦ χάρι­σε τὴ σωτη­ρία μὲ τὴν ὑπό­σχε­σή του.

Για­τί τότε δόθη­κε ὁ νόμος; «Τῶν παρα­βά­σε­ων χάριν προ­σε­τέ­θη, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ τὸ σπέρ­μα ᾧ ἐπήγ­γελ­ται». Ὁ νόμος δόθη­κε, ὥστε μὲ τὶς ἀνα­πό­φευ­κτες συνε­χεῖς παρα­βά­σεις του νὰ ὁδη­γοῦν­ται οἱ ἄνθρω­ποι σὲ ὅλο καὶ βαθύ­τε­ρη συναί­σθη­ση τῆς ἐνο­χῆς καὶ τῆς ἀδυ­να­μί­ας τους, ἕως ὅτου ἔλθει ὁ ἀπό­γο­νος τοῦ Ἀβρα­άμ, χάριν τοῦ ὁποί­ου δόθη­κε ἡ ὑπό­σχε­ση τοῦ Θεοῦ, δηλα­δὴ ὁ Χρι­στὸς (Γαλ. 3, 17–19. Πρβλ. και Β΄ Τιμ. 1, 9–10).

Μέχρι νὰ ἔρθει ὁ και­ρὸς αὐτός, τὸ πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου, προ­σφέ­ρον­ταν στὴ Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου (καὶ μετέ­πει­τα στὸν ναὸ τοῦ Σολο­μῶν­τος) δῶρα καὶ θυσί­ες ἀτε­λεῖς, ποὺ ἁπλῶς συμ­βό­λι­ζαν ὅσα θὰ γίνον­ταν στὸν και­ρὸ τοῦ Χρι­στοῦ. Δὲν εἶχαν τὴ δύνα­μη νὰ δώσουν στοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ τὶς πρό­σφε­ραν πνευ­μα­τι­κὴ τελειό­τη­τα καὶ ἀπαλ­λα­γὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρ­τί­ες. Ὅλα ὅσα προ­σφέ­ρον­ταν τότε, θυσί­ες, δια­κρί­σεις φαγη­τῶν καὶ ποτῶν, πλύ­σεις καὶ ἄλλες δια­τά­ξεις, ἦταν μόνο γιὰ νὰ καθα­ρί­ζουν τὸ σῶμα, «μέχρι και­ροῦ διορ­θώ­σε­ως ἐπι­κεί­με­να». Προ­σω­ρι­νὰ μέτρα μέχρι νὰ ἔλθει ὁ Χρι­στὸς ποὺ θὰ διόρ­θω­νε καὶ θὰ ἀπο­κα­θι­στοῦ­σε τὰ πάν­τα (Ἑβρ. 9, 9–10).

Καὶ ὅσο ὁ Χρι­στὸς δὲν ἐρχό­ταν ἀκό­μη, ἡ προσ­δο­κία τῆς ἐλεύ­σε­ώς του γιὰ τὴν ὁποία μίλη­σε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβρα­άμ, παρέ­με­νε καὶ δυνά­μω­νε στοὺς ἀνθρώ­πους συνε­χῶς. Μὰ ὁ Θεός, πιστὸς στὶς ἐπαγ­γε­λί­ες του, εὐδό­κη­σε νὰ πρά­ξει ὅ,τι ὑπο­σχέ­θη­κε στὸν Ἀβρα­άμ. Ἔστει­λε στὴ γῆ τὸν Υἱό του γιὰ νὰ γεν­νη­θεῖ καὶ νὰ φέρει εἰς πέρας, διὰ τοῦ Σταυ­ροῦ καὶ τῆς Ἀνα­στά­σε­ώς του, τὸ ἔργο τῆς σωτη­ρί­ας τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ εὐλο­γη­θοῦν πράγ­μα­τι στὸ πρό­σω­πό του «πάν­τα τὰ ἔθνη τῆς γῆς».

Ὅσοι λοι­πὸν διὰ μέσου τῶν αἰώ­νων, ἀντὶ νὰ θαρ­ροῦ­με στὰ καλά μας ἔργα, ἀκο­λου­θοῦ­με τὴν πίστη τοῦ Ἀβρα­άμ, γινό­μα­στε κι ἐμεῖς διὰ τοῦ εὐλο­γη­μέ­νου ἀπο­γό­νου του, τοῦ Χρι­στοῦ, σπέρ­μα τοῦ Ἀβρα­ὰμ «καὶ κατ’ ἐπαγ­γε­λί­αν κλη­ρο­νό­μοι». Κλη­ρο­νο­μοῦ­με τὴν ἴδια εὐλο­γία καὶ σωτη­ρία ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε στὸν πατέ­ρα μας Ἀβρα­ὰμ ὁ Θεὸς (Γαλ. 3, 29).

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 473, Δεκ. 2022, ἐπηυ­ξη­μέ­νο)

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek